Skip to main content

Full text of "Ephemeris archaiologike"

See other formats


! 


I 


«  lik 


THE  J.  PAUL  GETTY  MUSEUM  LIBRARY 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ 

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ 


ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ 


ΥΠΟ 


ΤΗΣ  ΕΝ  ΑΘΗΝΑΙΣ  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ   ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ 


ΠΕΡΙΟΔΟΣ  ΤΡΙΤΗ 

1896 


ΕΝ  ΑΘΗΝΑΙΣ 

ΕΚ   ΤΟΓ   ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ    ΤΩΝ    ΑΔΕΛΦΩΝ    ΠΕΡΡΗ 

1896 


HARVARD  FINE  AÉTS  LIBRAR^ 
FOGG  MUSEUM 


WITHDRAWN  FROM 
FINE  AOTsl LIBR^Y 


IIEPIEXOMENA 


Σε\. 

ΚοΥΡΟΥΝΙΩΤΠΣ,  Κ.  Πήλινα  αρτοποιεία  (πίν.  11   και  12) 201 

ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ,  Αλ.    Αρ/αϊα  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  ένΜυκήναις  (πίν.  6-10)  137 
ΛεΟΝΛΡΔΟΥ,  Β.  Ι.  Λυκοσούρας  έπίγραφαί  έκ  των  êv  τω  ίερώ  της  Δεσποίνης  ανασκα- 
φών (μετά  14  πανομοιότυπων  επιγραφών  êv  τω  κειμένω) 101,217 

Perdrizet,  Ρ.  ΤέΟριππον  Πήλινον  (πίν.  3  μετά  2  ζιγκογραφημάτων  êv  τω  κειμένω)  .  57 

—      Έπίγραφαί  έκ  Σάμου 247 

PoARMAKOWSKY,  Boris.  Κεφαλή  έφηβου  έκ  τοΟ  έν  'Αθήναις  ΈΟνικοΟ  Μουσείου  (πίν.  4).  65 

ΣΚΙΑ,  Α.  Έπίγραφαί  Ελευσίνας 2.-5 

ΣΤΑΥΡΟ ΠΟΥΛΛΟΥ,  Δ.  Σπ.  Έπίγραφαί  αγγείων  έκ  Βοιωτίας  (μετά  παρενθέτου  πίνακος).  243 
ΤςΟΥΝΤΑ,  Χρ.  Γραπτή  στήλη  έκ  Μυκηνών  (πίν.   1,  2  μετά  δύο  ζιγκογραφημάτων  έν 

τω  κειμένω) 1 

ΦίΛΑΔΕΛΦΕΩΣ,  Αλ.  Έπιτυμβιον  ανάγλυφαν  μετά  Χαρωνείου  παραστάσεως  (πίν.  5)  .  131 


ΣΪΜΜΙΚΤΑ 

ΣκίΑ,  Α.  Κεραμίδες  ενεπίγραφοι  τοΟ  έν  Έλευσϊνι  Τελεστηρίου 251 

—     Σήματα  έπί  αρχαίων  υδραγωγών  σωλήνων  έξ  Έλευσΐνος 263 

ΣΤΑΗ,  Β.  Σημείωσις 130 


ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ 

Πίναξ  1  Γραπτή  στήλη  έκ  Μυκηνών. 

—  2  Μυκηναϊκαί  αρχαιότητες. 

—  3  ΤέΟριππον  πήλινον. 

—  4  Κεφαλή  εφήβου. 

—  5  'Επιτύμβιον  άνάγλυφον. 

—  6  'Αρχαία  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  έν  Μυκήναις. 

—  7  'Αρχαία  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  έν  Μυκήναις. 

—  8  Άρ^αΐα  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  έν  Μυκήναις. 

—  9  'Αρχαία  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  έν  Μυκήναις. 

—  10  'Αρχαία  ελληνικά  νομίσματα  ευρεθέντα  έν  Μυκήναις. 

—  11  Πήλινα  αρτοποιεία. 

—  12  Πήλινα  αρτοποιεία. 
Σελ.  1  Τομή  κυκλικού  τάφου. 

—  2  Κάτοψις  κυκλικού  τάφου. 

—  60  'Ασπίς  μετά  γραπτού  επισήμου. 

—  64  ΤέΟριππον  πήλινον. 

—  101  Πανομοιότυπον  επιγραφής  Αυκοσούρας. 

—  107  Πρόσοψις  και  τομή  τραπέζης  λίθινης. 

—  110  Κάτω  επιφάνεια  τραπέζης  μαρμάρινης. 

—  115  Σχεδιογράφημα  βάθρου. 

—  117  Σχεοιογράφημα  βάσεως. 

—  127  Πανομοιότυπον  επιγραφής  Αυκοσουρας. 

—  221  Πανομοιότυπα  επιγραφών  Λυκοσούρας. 

—  230  Πανομοιότυπα  επιγραφών  Λυκοσούρας. 

—  234  Πανομοιότυπον  επιγραφής  Αυκοσούρας. 

—  236  Πανομοιότυπον  επιγραφής  Λυκοσούρας. 


ΓΡΑΠΤΗ  ΣΤΗΛΗ  ΕΚ  ΜΥΚΗΝΩΝ 


Πίν.  1,  2) 


Έν  τινι  των  δημοτικών  νεκροταφείων  των  Μυ- 
κηνών, άνασκαφέντι  το  1893  και  1895,  άνεκαλύ- 
φθη  μεταςυ  άλλων  καί  τάφος  μέτριος  μεν  κατά 
τα  λοιπά  καί  ουχί  πλούσιος  εις  κτερίσματα,  ούχ^ 
ήττον  όμως  άςιος  λόγου  ένεκα  μοναδικής  μέχρι 
σήμερον  επιτύμβιας  στήλης  ευρεθείσης  έν  αύτώ. 

Το  νεκροταφεΐον  κείται  προς  δυσμάς  τοΟ  Κάτω 
Iftiyaâîov,  κατά  το  πλείστον  παρά  την  θες ιά ν 
οχθην  του  περί  το  φρέαρ  εκείνο  αρχομένου  ρεύμα- 
τος, καί  αποτελείται  έκ  δώδεκα  ή  οεκατεσσάρων 
τάφων  —  ούο  τάφοι  πέραν  του  ρεύματος  κείμενοι 
άνήκουσιν  έτι  πιθανώς  εις  αύτο —  έκ  τούτων  δ'  οί 
μεν  άλλοι  είναι  τετράπλευροι,  ώς  έν  γένει  το  μέγα 
πλήθος  των  έν  Μυκήναις  θαλαμοειοών  τάφων,  καί 
εχουσι  στέγην  άετοειδή,  τρεις  όμως  είναι  μάλλον 
ή  ήττον  κνκ.ΙικοΙ  ώς  οί  θολωτοί  καί  εις  άλλος 
έχει  σχήμα  ημικυκλίου,  εις  τήν  βάσιν  τοο  οποίου 
κείται  το  στόμιον.  Οί  τρεις  κυκλοτερεϊς  δεν  υπά- 
γονται εις  τήν  κατηγορίαν  τών  μικρών  εκείνων  καί 
πενιχρών  τάφων,  ων  το  σπηλαιοειοές  σχήμα  οφεί- 
λεται εις  όλιγωρίαν  καί  εύκολίαν  περί  τήν  λάξευ- 
σιν  ',  διότι  οί  δύο  τουλάχιστον  έκ  τών  τριών,  όπως 
καί  ο  ημικυκλικός,  κατά  το  μέγεθος  καί  τήν  έπι- 
μέλειαν  τής  κατασκευής  καί  κατά  τα  κτερίσματα 
δεν  υπολείπονται  τών  πλείστων  τετραπλεύρων.  Το 
κυκλικον    σχήμα   έν  αύτοΐς    έπεζητήθη   επίτηδες, 

προφανώς  κατ  άπομί- 
μησιν  τών  κτιστών  θο- 
λωτών τάφων,  καί  πε- 
ριορίζεται έπί  του  πα- 
ρόντος μόνον  εις  τούτο 
το  νεκροταφεΐον.  Τήν 
J  τομήν  ενός  τών  τάφων 

τούτων,  όστις  έχει  ύ- 
φος 4  μ.  καί  διάμετρον  7  μ.  έως  7,80,  παριστά  ή 
εικών  1,  ές  αυτής  δε  φαίνεται  ό'τι  ή  οροφή  ήτο  θο- 
λοειδής, σχεδόν  ημισφαιρική,  καί  οτι  εις  τήν  χορυ- 
φήν  τής  θόλου  υπάρχει  μικρά  κοιλότης,  ήτις  είναι 
στρογγυλή,  όιαμέτρου  0,30  μ.  περίπου  καί  βάθους 
έως  0,10  μ.  (δεν  ήδυνήθην  να  καταμετρήσω  άκρι- 

1  "Ιδε  Τσούντα  Μυχήναι  xai  jrjx.  πολιτισμός  σ.  135. 
ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     189«. 


βώς  τάς  διαστάσεις  αυτής).  Τον  σκοπόν  αυτής  δέν  εν- 
νοώ,νομίζω  μάλλον  οτι  είςούδενέχρησίμευεν'δμοίαν 
κοιλότητα  έχει  έπί  τής  κάτω  επιφανείας  καί  ό  υπέρ- 
τατος λίθος  έν  -.ω  θησαυρώ  του  Άτρέως,  ο  κατα- 
κλείων  τήν  θόλον'  άλλ'  έκεϊ  εξηγείται  το  πράγμα, 
διότι  άνευ  αυτής  ή  κορυφή  τής  θόλου,  υπό  ενός 
λίθου  κλειομένη,  οέν  θά  ήτο  στρογγυλή1,  ένώ  εν- 
ταύθα δχι  μόνον  περιττή  είναι,  αλλά  καί  διακό- 
πτει τήν  ενότητα  τής  οροφής.  Ισως  οί  τον  τάφον 
λαςειίσαντες  ηθέλησαν  άτόπως  νά  μιμηθώσι  καί  έν 
τούτω  τον  θησαυρόν,  ίσως  όμως  ανααιμνήσκει  ή 
κοιλότης  εκείνη  αληθή  οπήν  υπάρχουσαν  χάριν  του 
καπνού  τής  εστίας  έν  ταΤς  καλύοαις,  ων  το  σχήμα 
διέσωσαν  οί  θολοειδεΐς  τάφοι,  οί'  τε  κτιστοί  καί  οί 
έν  τω  βράχω  λελαςευμένοι. 

ΤοΟ  δευτέρου  έκ  των  κυκλικών  τάφων  ή  οροφή 
ήτο  όμοία  περίπου  καί  φαίνεται  ότι  είχ ε  καί  αύτη 
τήν  έν  τη  -Λορυγ^  κοιλότητα,  δεν  είναι  όμως  τούτο 
βέβαιον,  οιότι  ή  οροφή  οέν  διατηρείται  ί\  ίσου  κα- 

λ-  «TT     >/  ~  t  t  Γ»-»•ν•  ff 

ως.    ri  οιαμετρος  του  τάφου   είναι   /,οο  μ.   εως 

7, /ο,  είναι  Οηλαοή  ούτος  κυκλικώτερος  του  πρώ- 
του' άλλα  καί  εκείνον  βεβαίως  οέν  ηθέλησαν  νά 
κατασκευάσωσιν  ελλειψοειδή,  δέν  κατέβαλον  όμως 
προσοχήν  ίκανήν  ό'πως  οώσωσιν  εις  αυτόν  εντελώς 
κυκλικον  σχήμα"  άλλως  καί  αυτών  τών  κτιστών 
θολωτών  τάφων  αί  διάμετροι  οιαφέρουσι  συχνά 
κατά  10  ή  15  εκατοστά.  Έκ  τών  κτερισμάτων  δε 
τών  ούο  τούτων  τάφων  αναφέρω  ενταύθα  εν  μόνον 
έν  τω  τάφω,  ου  τήν  τομήν  παρεθέσαμεν,  άνεκα- 
λύφθη  μόνωτος  ùpyjpy.  φιάλη  έχουσα  ίτ.ίγρυσχ 
τα  χείλη  καί  τήν  λαβήν,  όμοία  δ'  εντελώς  προς 
τήν  έκ  τοο  τάφου  του  Βαφείου  έν  Άρχαιολ.  Έφ. 
1889  πίν.  7,1ο  δημοσιευθείσα-;-  το  σχήμα, το  μέ- 
γεθος— μόνον  ή  βάσις  τής  έκ  Μυκηνών  είναι  ολίγον 
μεγαλειτέρα  —  ή  έπιχρύσωσις  καί  τα  έπ  αυτής 
κοσμήματα  είναι  ακριβώς  τά  αυτά,  ουδεμία  ο  αμ- 
φιβολία υπολείπεται  ότι  αμφότερα•,  έποιήθησαν  υπό 
τοο  αύτοΰ  τεχνίτου  ή  κατά  το  αύτο  υπόδειγμα. 
Ο  τρίτος  κυκλικός  τάφος,  ου  τήν  κάτοψιν  βλέ- 

1  Π?6.  τό  σ-/_ε'οιον  τοϋ  Diirpfeld  παρά  Perrot  et  Chipiez,  Hist, 
de  l'art  VI  ο.  616  είχ.  265. 


ΓΡΑΠΤΗ    ΣΤΗΛΗ   ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


πει  δ  αναγνώστης  ώδε  παρακειμένην  (είκ.  d),  εί- 
ναι μικρότερος  και  πενιχρότερος  των  άλλων-  έν 
αύτώ  άνεκαλύφθη  ή  επιτύμβια  στήλη.  Ή  οροφή 
αΟτοΰ,   ήτις   βεβαίως  ήτο   πάλιν    θολοειδής,    έχει 


καταρρεύσει  προ  πολλού,  δ  δε  ορόμος  βλέπει  προς 
μεσημβρίαν  ή  μεσημβρινοδυτικά  και  έχει  πλάτος 
1,76  μ.,  μήκος  δε  8,30"  ίσως  δμως  ήτο   [/.ακρό- 
τερος. Το  στόμιον  έχει  0,80  pu   πλάτος  και  ίσον 
περίπου  βάθος  ή  μήκος,  δ  δε  κυκλοτερής  θάλαμος 
έχει  διάμετρον  4,20  p..   έως  4,50.  Εις  το  άνατο- 
λικον  ήμισυ  του  θαλάμου   απεκαλύφθη  λίαν  άβα- 
θης τετράπλευρος  λάκκος  περιέχων  άστα'  το  μή- 
κος αύτου  είναι  1,30  μ.,  το  πλάτος  0,45  -περίτ.ου 
και  το   βάθος  0,15.  Έξω  του  λάκκου,  παρά  τήν 
μεσημβρινήν  πλευράν    αύτου,  εκειντο    μικρά  πή- 
λινα αγγεία,  ών  τα  μεν  συντετριμμένα   εις  τεμά- 
χια—  £ν  τούτων   ήτο   πρόχους    έκ   των    συνήθων 
μετά  τοξοειδούς  λαβής  (Bügelkanne) — τρία  δ'  άρ- 
τια, άτινα  καί  δημοσιεύομεν  έν  πίνακι  2-  το  ύπ  άρ. 
6  έχει   υψος  0,055,   το   ύπ1  αριθ.  7  υψος  0,064 
καί  το   òli   αριθ.    8   υψος  0,10.    'Ανατολικώς  δέ 
του  λάκκου,    μεταξύ  αύτοΟ    καί  της  περιφερείας 
του  θαλάμου,  ευρέθησαν  περί  τά  τριάκοντα  κοσμή- 
ματα έξ  ύαλομάζης  μάλλον  ή  ήττον  σώα,  δύο  ολί- 
γον διαφερόντων   σχημάτων,    καί  πολλά  τεμάχια 
ομοίων  (δείγματα  άπεικ.  πίν.  2.  άρ.  3  καί  4)•  ή  ύα- 
λος είναι  κυανή,  ήμιδιαφανής  και  ίκανώς  στερεά, 


ένώ  συνήθως  τά  τοιαΟτα  κοσμήματα  έν  τή  εποχή 
ταύτη  κατεσκευάζοντο  έξ  υάλου  αδιαφανούς  και  εύ- 
Ορύτ.του.  Ούχ  ήττον  άπαντα  ή  ήμιδιαφανής  κυανή 
ύαλος  καί  έν  άλλοις  τάφοις,  π.  χ.  τοις  θολωτοϊς 
του  Κάμπου  και  του  Μενιδίου-  καί  κατά  το  σχήμα 
δέ  είναι  ωσαύτως  γνωστά  κοσμήματα  παρόμοια  έξ 
άλλου  θαλαμοειδους  τάφου  τών  Μυκηνών  (δρα  πίν. 
2  άρ.  5)  καί  έξ  Ιαλυσού1. 

Εις   άλλα  μέρη   του  θαλάμου    v'jpO[XVJ   σφονδύ- 
λιά  τίνα  λίθινα,  ολίγας  ψήφους  δρμου  ύαλίνας  καί 
έν  πήλινον  γυναικεϊον  είοώλιον   συνηθέστατου  μυ- 
κηναϊκού τύπου.  Προς  το  βόρειον  δ'  ή  βορειοδυτι- 
κον  της  περιφερείας   μέρος  άνεκαλύφθη    είδος  κόγ- 
χης   ή   τάφος    έσκαμμένος    δριζοντίως   έν  τφ  τοι- 
χώματι  του  θαλάμου,  μήκους  1,15  μ.  καί  ύψους 
έμπροσθεν  μεν   ενός  περίπου   μέτρου,  προς  το  βά- 
θος δ'  έλαττουμένου  μέχρι  0,30.  Το  έδαφος  του  τά- 
φου τούτου,  έν  ω  ευρέθησαν  δύο  μικρά  πήλινα  αγ- 
γεία κολοβά  καί  ολίγα  όστα,  κείται  εις  τήν  αυτήν 
έπιφάνειαν  εις  ήν   καί  το  έδαφος  του   θαλάμου,  το 
δέ  στόμιον,  ου  το  πλάτος  ήτο  ώς  φαίνεται  ίσον  τω 
ύψει,  ήτο  τετειχισμένον  δια  πλειόνων  πώρινων  πλα- 
κών, έξ  ών  αί  μεν  άλλαι  εκειντο  δριζοντίως  έπ  αλ- 
λήλων ώς  πλίνθοι  καί  εφρασσον  το  άριστερον  ήμισυ 
αύτοϋ,  μία  δέ,  ή  μεγίστη  πασών,  όρθια  ίσταμένη 
έφρασσε  το" έτερον  ήμισυ-  δταν   δ' έξηγάγομεν  αυ- 
τήν έκ  της  θέσεως  της,  παρετηρήσαμεν   έπ'  αυτής 
στρώμα  χρίσματος  έξ  άσβεστου   καί  ϊχνη  χρώμα- 
τος λίαν  αμυδρά.   Έν  'Αθήναις  κατόπιν   έμεινεν  ή 
στήλη  ένεκα  διαφόρων  λόγων  ίκανάν  χρόνον  ακα- 
θάριστος, vöv  δέ  καθαρισθεϊσα  τή  σ^ρομΐ]  του  κ. 
Gilliéron   καί  σ/εδιασθεΐσα   ΰπο  του   ιδίου   δημο- 
σιεύεται πίν.  1  και  πίν.  2  άρ.  2. 

Το  ύλικόν  τής  στήλης  είναι  δ  αυτός  ψαμμίτης 
λίθος,  έξ  οδ  έγλύφη  και  μία  τών  έκ  τών  τάφων 
τής  ακροπόλεως  στηλών  καί  ή  έν  Άρχ.  Έφημε- 
ρίδι  1Η88  σ.    127   είκ.   4   δημοσιευθείσα2-  τό   δέ 

1  Furtwängler  und  Löschke,  Myk.  Vasen,  Hilfst.  C  8.  — 
Perrol  et  Chipiez  III  είχ.  539. 

2  Ή  έχ  τής  ακροπόλεως  στήλη  ευρέθη  επί  του  πέμπτου  τάφου, 
άπεικονίσθη  δε  παρά  Schuchhard  ?χδ.  2«  είχ.  154  χαί  σαφέστερον  υπό 
Reichet, Eranos  Vindob.  σ.  26.  Ταύτης  οι  χο'χχοι  είναι  ολίγον  άδρό- 
τεροι,  ένώ  ή  νυν  δημοσιευομένη  είναι  λίαν  λεπτο'χοχχος.  Τήν  δ'  εν 
Άργαιολ.  Έφημερίδι  1888  άπειχονισθεΐσαν  ώνόμασα  αυτόθι  Λωρί- 
»rjr,  συμφώνως  τη  συνήθεια,  ήτις  χαί  τον  ψαμμίτην  λίθον  πώρον 
χαλεΐ. 


ΓΙ'ΛΙΙΤΙΙ    ΪΊΊΙΛΠ    ΚΚ    MYKIIM.JN 


6 


■πλάτος  αύτη;  είναι  0,42  μ.,  το  πάχος  0,14  καί 
το  υψος  0,01  περίπου"  ώς  δεικνύει  δμως  τα  iv  πίν. 
2  αρ.  2  σχεδίασμα,  είναι  ελλιπής  άνω.  Οτι  oè  εί- 
ναι έπιτυμβία,  Sàv  επιδέχεται  βεβαίως  κμφιβολίαν" 
τοΟτο  αποδεικνύει  αυτή  ή  κατεργασία  της  στήλης, 
ής  το  κάτω  αέρος,  το  εις  τήν  γην  έμπηγνυόμενον 
καί  μή  όρατόν,  αφέθη  άνώμαλον. 

Το  λοιπόν  τής  στήλης  μέρος,  το  οποίον  δέν  ήτο 
κεχωσμένον,  καλύπτεται  Οπό  κονιάματος  έξ  άσβε- 
στου έχοντος  τριών  χιλιοστών  περίπου  πάχος  και 
έπ'  αύτοΟ  ύπάρχουσι  διάφοροι  γραφαΐ  ανθρώπων, 
ζώων  καί  κοσμημάτων.  Εις  το  άνώτατον  όμως 
άκρον  άπεσπάσθη  εν  τεμάχιον  τοΟ  χρίσματος  καί 
οΰτω  φαίνεται  νυν,  δτι  ύπο  το  χρίσμα  σώζονται 
άλλα  κοσμήματα  γεγλυμμένα  έπί  zoü  λίθου.  Εκ 
τούτου  βλέπομεν,  δτι  ή  στήλη  αοτη  υπέστη  πλείο- 
νας περιπέτειας'  κατ  αρχάς  έστήΟη  έπί  τάφου 
οέρουσα  γλυπτά  κοσμήματα'  κατόπιν  άλλοι  ίσως 
μετεχειρίσθησαν  αυτήν  προς  τον  αυτόν  σκοπόν, 
άφοΟ  πρώτον  τήν  έπέχρισαν  δι  άσβεστου  καί  τήν 
έζωγράφησαν  τέλος  δέ,  μετά  χρόνον  [Βεβαίως, 
κολοβήν  ήθη  καί  έφΟαρμένην  έ'λαβον  αυτήν  άλλοι 
ώς  πλάκα  κοινήν  όπως  φράξωσι  το  στόμιον  περί 
ου  είπομεν  δτι  δέ  τότε  ή  στήλη  ήτο  κολοβή,  απο- 
δεικνύεται έκ  τούτου  δτι  δέν  ευρέθη  έν  τω  τάφω 
το  έλλείπον  αυτής  μέρος. 

Τα  ύπο  το  χρίσμα  γλυπτά  κοσμήματα,  καθ'δσον 
φαίνονται,  είναι  διατεθειμένα  εις  δύο  ζώνας  χωρι- 
ζομένας  άπ'  αλλήλων  διά  στενής  ταινίας,  όμοια 
τής  οποίας  υπήρ•/ε  καί  άνω'  έν  τη  ανωτέρα  ζώνη 
ήσαν  γεγλυμμένοι  ούο  άπλοϊ  κύκλοι,  ων  ό  εις  σώ- 
ζεται ολόκληρος,  τοο  δέ  οζυτίρου  μικρόν  μόνον 
μέρος'  τά  άκρα  κατεινον  ούο  κάθετοι  γράμμα! 
συνδεομεναι  μετά  των  κύκλων  δι  άλλων  δύο  μι- 
κρών οριζοντίων  γραμμών,  Οι  ομοίων  οέ  πιθανώς 
ήσαν  συνδεδεμένοι  καί  μεταξύ  των  οί  κύκλοι,  ών 
δ  μεσαίος  περιέχει  Svj'.tpov  συγκεντρικον  κύκλον 
οιατεμνόμενον  δια  δύο  καθέτων  έπ  αλλήλων  οια- 
μέτρων,  ώστε  ομοιάζει  προς  τετράκνημον  τροχόν 
μεταξύ  των  δε  συνδέονται  οί  τρεις  κύκλοι  ωσαύτως 
διά  ούο  οριζοντίων  γραμμών. 

Ενεκα  του  χρίσματος  άγνοοΟμεν  έάν  ύπο  τάς 
δύο  ζώνας  οπηρχον  πάλιν  κύκλοι  γεγλυμμένοι  ή 
άλλαι  παραστάσεις.  Περί  τών  κύκλων  δέ  παρα- 
τηρώ δτι  αν   καί  άπαντώσιν  ούτοι,  ώς  γνωστόν, 


συχνά  έν  τη  μυκηναία  τέχνη,  δμως  διακόσμησιν 
ακριβώς  ομοίαν  έν  τφ  συνόλω  της  προς  τήν  τών 
ζωνών  δέν  ενθυμούμαι  έγώ  ές  άλ'/.ου  μνημείου. 

Αι  έπί  τοΟ  χρίσματος  γραφαί  κείνται  και  αύται 
εις  ζώνας,  ές  ών  ή  κατωτάτη  φέρει  ζώα,  ή  μεσαία 
οπ)  ίτας  καί  ή  ανωτάτη  λείψανα  ovo  μορφών, ές  ων 
ή  μία  βεβαίως  κάθηται  επί  έδρας.  Λί  τρεΤς  αύται 
ζώναι  δέν  είναι  ίσοπλατεΐς,  διότι  ή  μέν  μεσαία  έχει 
πλάτος  ή  υψος  0,375  μ.,  ή  κάτω  0,113  περίπου 
καί  περί  τής  τρίτης  δυνάμεθα  νά  εικάσω  μεν  οτι  δέν 
ήτο  πλατυτέρα  τής  τών  έλάφων  διότι  τής  καθή- 
μενης μορφής  το  άνω  σώμα  κατ  άναλογίαν  θά  εΐ/ε 
το  αΰτο  περίπου  ύψος,  το  οποίον  ένει  καί  το  σω- 
ζόμενον  κάτω,  ή  ολίγον  τι  πλέον,  καί  επειδή  το 
κάτω  είναι  Ο,Ο'ι")  ύψηλόν,  το  όλον  πλάτος  της  ζώ- 
νης φαίνεται  οτι  ήτο  σχεδόν  ακριβώς  ίσον  προς  το 
πλάτος  τής  ζώνης  τών  έλάφων.  Απ'  αλλήλων  δε 
χωρίζονται  αί  ζώναι  διά  πλειόνων  ποικιλόχρωμων 
ταινιών,  έν  τω  μέσω  τών  οποίων  κείται  άλλη  πλα- 
τυτέρα ταινία  φέρουσα  κόσμημα,  όπερ  έκ  συστη- 
μάτων συγκεντρικών  τόξων  συγκείμενον  άπαντα 
συ/νά  έπί  ϋστερωτέρων  μυκηναίων  αγγείων  ή  αρχή 
του  δμως  φαίνεται  δτι  είναι  παλαιοτέρα,  διότι  καί 
το  έκ  του  έκτου  τάφου  τής  ακροπόλεως  Μυκηνών 
άγγεϊον,  το  δημοσιευθέν  έν  Furtvvängler  und  Liïsch- 
ke,  Myk.  Thongefässe  XI  56,  παρεμφερές  κό- 
σμημα φέρει.  Tè  αύτο  οέ  κόσμημα  μετά  τών  άλ- 
λων ταινιών  εΰρηται  καί  εις  τά  πλάγια  περιβάλλον 
τάς  παραστάσεις  ώς  πλαίσιον. 

Αί  στεναί  πλευραί  τής  στήλης  ήσαν  ωσαύτως 
κεχρισμέναι  οιά  κονιάματος  —  πλην  εννοείται  του 
εις  τήν  γην  έμπεπηγμένου  μέρους  —  καί  κεκο- 
σμημέναι  διά  ζωγραφιών.  Τής  αριστερά  τω  όρώντι 
πλευράς  τά  κοσμήματα,  άτινα  διατηρούνται  κάλ- 
λιον,  άπεικονίσΟησαν  πίν.  1,  τά  δέ  τής  ετέρας 
φαίνονται  μέν  δτι  ήσαν  ό'μοια  τήν  μορφήν  ,  διέφε- 
ρον  δμως  έν  τισι  κατά  τον  χρωματισμόν'  διότι  έπ 
εκείνων  σώζονται  καί  λείψανα  κυανού  χρώματος. 
Είναι  οέ  τά  κοσμήματα  ταύτα  βαθροειδή  ή  βω- 
μοειοή,  κείμενα  έπ'  αλλήλων  καθέτως  καί  μειού- 
μενα ίκανώς  προς  τό  μέσον,  ένθα  έπί  του  ενός  σώ- 
ζονται καί  τρεις  μέλαιναι  γραμμαί  οιονεί  περιβάλ- 
λουσα', καί  περισφίγγουσαι  αυτό'  όμοιας  γραμυας 
έξαλειφθείσας  νυν  είχε  πιθανώς  καί  το  έπ  αύτοΰ 
κείμενον.  Έκαστον  τών  κοσμημάτων  ορίζεται  άνω 


ΓΡΑΠΤΗ    ΣΤΙΙΑΙΙ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


8 


και  κάτω  υπό  μέλαινης  ταινίας,  χωρίζονται  2  άπ 
αλλήλων  τα  δύο  σωζόμενα  της  δημοσιευομένης 
πλευράς  δια  τριών  άλλων  ταινιών,  ών  αί  δύο  είναι 
κίτρινου  χρώματος  /.αί  ή  μεσαία  πάλιν  μέλανος" 
διότι  ως  εκ  τίνων  αμυδρών  ιχνών  φαίνεται  πασαι 
ai  μεταξύ  αυτών  λευχαί  νΟν  ταινία•,  ήσαν  ποτέ  μέ- 
λαιναι  '. 

Επί  της  κάτω  ζώνης  της  πρόσθιας  πλευράς  εί- 
ναι έζωγραφημέναι  τέσσαρες  ελαφοι,  ών  ή  πρώτη 
προς  δεξιά  είναι  άκερως,  δηλαδή  θήλεια,  αί  δ  'επό- 
μενα•. τρεΤς  κερασφόροι  άρρενες-  τα  περιγράμματα 
πάντων  τών  ζώων  εΤνε  μέλανα,  εκ  των  σωμάτων  οε 
τ-,  μέν  της  θηλείας  δλον  κίτρινον,  όνο  δ  αρρένων  κυα- 
νοΟν  /.αί  τον  μεσαίου  έρυθρόν"  οί  οπίσθιοι  δμως  α- 
ριστεροί πόδες  τών  ovo  πρώτων  αρρένων  είναι  ερυ- 
θροί, ό  οέ  τον  μεσαίου  κυανοος.  II  ποικιλία  αύτη 
είναι  Γσως  άλλο  γνώρισμα,  κατά  συνθήκην  τούτο, 
διακρΤνον  τά  άρρενα  από  του  θήλεος.  Επί  του 
σώματος  της  θηλείας  και  τοΟ  μεσαίου  τών  αρρέ- 
νων διακρίνονται  προς  τούτοις  αμυδρά  ίχνη  χρώ- 
ματος μέλανος,  άτινα  δηλοοσι  βεβαίως  κηλίδας 
του  δέρματος,  επί  άλλου  δε  τών  ν,ρρί^ων  φαίνον- 
ται τέσσαρα  ή  πέντε  μικρά, ωσαύτως  μέλανα,  στίγ- 
ματα. Τέλος  τά  κέρατα  δύο  έλάφων  είναι  κίτρινα, 
τών  της  τρίτης  δε  μόνον  το  περίγραμμα  οηλοοται 
δια  μέλανος  χρώματος. 

"Ανωθι  της  τελευταίας  τών  έλάφων  ευρίσκεται 
άκανθόχοιρος,  ου  το  δέρμα  είναι  κίτρινον  και  στι- 
κτόν,  τά.  στίγματα  όμως  ενταύθα  δηλοΟσιν  άκαν- 
θας. Δια  του  άκανθοχοίρου  οχι  μόνον  γύρος  κενός 
ανωθι  της  έλάφου  δέν  μένει  —  ίσως  υπήρχον  και 
ανωθι  τών  άλλων  έλάφων  γραφαί  κοσμημάτων  ή 
μικρών  ζώων  πληροοσαι  τά  κενά,  έξαλειφθεΐσαι  δέ 
νυν  - —  άλλα  και  ή  είκών  του  έρημου  τοπίου,  έν  ω 
βόσκουσιν  ai  ελαφοι,  γίνεται  πληρεστέρα.  Προς  τον 
αυτόν  σκοπον  εγραφον  τό  ζώον  τούτο  καί  βραδύτε- 
ρον  οί  Ελληνες  αγγειογράφοι  ουχί  σπανίως  επί  τών 
ι)ν  των  Ούτω  έπί  άμφορέως  άττικοο  του  μου- 
σείου του  Βερολίνου  ,  εφ'  ου  παρίσταται  ή  κρίσις 
τον  Πάριδος,  τό  έξοχικον  του  τόπου  οηλοΟται  δι' 
ενός  οφεως,    μιας  έλάφου   και  ενός  άκανθοχοίρου 2. 

'  Όμοίαν  ίν  tot<  Χυρίοις  δια/υ'σμησιν  ßXijcs  έπί  ενός  τών  ίιπό  Στάη 
iva»  ι  .     /.αί  έν  Άρ/αιολ.  Έφημερίδι    1895    πίν.   10    δημο- 

ΟΜυβέντων  ίΐ/ίαυρο^ρώ«ο)ν  αγγείων  εξ  Αίγίνης. 

3  Arcbäol.  Zeitung  1883  πίν.  15. 


'Επίσης  επί  του  γνωστοο  κορινθιακοΟ  άμφορέως, 
του  παοιστώντος  την  'Αμφιάραου  έξέλασιν,  εύρην- 
ται  λαγός,  όφις,  σαύρα  καί  εις  άκανθόχοιρος1. 
Έπί  τίνος  υδρίας  πάλιν  του  Γρηγοριανου  μουσείου 
έν  'Ρώμη  εικονίζονται  δύο  ανθρωπάρια  μετά  λαγω- 
βόλων,  εις  κύων  και  είς  λαγός,  υπό  τον  κύνα  δέ 
άκανθόχοιρος 2.  "Αλλη  θήρα  λαγού  καί  αλώπεκος, 
είς  ήν  παρίσταται  άκανθόχοιρος  και  έν  ή  οί  θη- 
ρεύοντες  είναι  Πυγμαίοι  έφιπποι  έπί  γερανών,  ει- 
κονίζεται έπί  τίνος  αγγείου  υπό  Gerhard  δημοσιευ- 
θέντος3. Έν  τη  μυκηναία  δέ  τέχνη  άπαντα  ίσως 
δ  άκανθόχοιρος  έπί  τεμαχίου  αγγείου  έκ  Μυκηνών 
άπεικονισΟέντος  έν  Furtwängler  und  Löschke  Myk. 
Vasen  πίν.  40,  4146  4. 

Ή  δευτέρα  ζώνη  έχει,  ώς  έκ  πρώτης  όψεως  φαί- 
νεται, μεγίστην  ομοιότητα  ~ρος  την  έτέραν  τών 
εικόνων  έπί  του  γνωστού  έκ  Μυκηνών  αγγείου  τών 
πολεμιστών  -λ  "Οπως  εκεί,  ούτω  καί  ενταύθα  ει- 
κονίζονται πέντε  άσπιδηφόροι  c/yopi^  πάλλοντες  δό- 
ρατα καί  έτοιμοι  ν'  άκοντίσωσι  δι  αυτών.  Το  έν- 
δυμα, δπερ  φορουσιν ,  είναι  έζωσμένον  περί  την 
δσφύν  καί  κατέρχεται  μέχρι  του  μέσου  τών  μηρών 
περίπου,  είναι  δέ  το  μέν  κάτω  της  οσφύος  κυανοον 
ή  κίτρινον  ή  έρυθρόν,  το  δ'  άνω  έν  πασι  μέλαν.'Η 
διαφορά  αύτη  δεικνύει  Οτι  δεν  πρόκειται  μόνον  περί 
χιτώνος  εζωσμένου  ,  άλλ'  ότι  έπί  τοΟ  χιτώνας, 
δστις  είναι  ποικίλος  τον  χρωματισμον  καί  Ουσανω- 
τος  κάτω,  φοροοσιν  οί  άνδρες  άλλο  χωριστόν  έπέν- 
δυμα  δμοιόχρωμον  παρά  πασι,  σκεπάζον  δ'  οχι  μό- 
νον το  στήθος  αντί  θώρακος,  άλλα  καί  τους  βρα- 
χίονας Τό  έπένδυμα  τοοτο  ,  πλην  τών  χειρίδων, 
έάν  κρίνωμεν  ές  ο'σων  βλέπομεν,  φαίνεται  δτι  άπο- 

1  Wiener  Vorlegeblätter  1889  πίν.  Χ. 

2  Römische  Mittheil.  1888  σ.  178  (Dümmler).— Heibig, 
Führer  durch  die  Sammlungen  Roms  II.  σ.  246. 

3  Auserlesene  Vasenb.  πίν.  317. 

4  Τά  έκ  γης  αιγυπτιακής  ληκύΟια,  τά  έν  μορφή  άκανθο/χοίρου,  τά 
οποία  δέν  φαίνεται  νά  είναι  πολύ  σπάνια  —  τέσσαρα  ευρίσκονται  έν 
τω  Έθνικω  Μουσείω  'Αθηνών,  εν  έν  Βερολίνω  (  Furtwängler  αριθ. 
1291),  εν  άλλο  δημοσιεύει  ό  Maspero  (Arch,  égyptienne  είχ. 
226  )  —  υπάγονται  εις  τήν  χατηγορίαν  τών  ύαλωμένων  αγγείων, άτινα 
περί  τον  εβδομον  καί  έκτον  αιώνα  κατεσκευάζοντο  πιθανώς  έν  Ναυ- 
κράτει  καί  'Ρόδο  (  Rayet  et  Collignon,  Hist,  de  la  céramique 
σ.  370.  Πρβ.  καί  Löschke,  Arch.  Anzeiger  1891  σ.  16)  καί  έπί 
τοϋ  σ/τίματος  τών  οποίων,  όπως  καί  έπί  της  τέχνης,  επέδρασεν  αναμ- 
φιβόλως ή  Αίγυπτος. 

5  Furtwängler  und  Löschke,  Myk.  Vasen,  πίν.  43.  Έξ  αύ- 
τοϋ  άντεγράφησαν  μετά  μιχρας  διορθώσεως,  περί  ης  κατωτέρω  σ.  10 
σημ.  1,  α'ι  έν  πίν.  2,  1  μορφαί. 


Π'ΛΙΓΙΊΙ    17ΠΙΛΙΙ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΏΝ 


10 


τελείται  έκ  δύο  φύλλων,  ενός  προσθίου  καλύπτον- 
τος το  στήθος  και  ενός  οπισθίου,  τούτο  οε  το  όπί- 
σΟιον  έ'σωΟεν  φαίνεται  έρυΟρόν  πώς  Ομως  συνά- 
πτονται τα  δύο  φύλλα  οέν  είναι  φανερόν.  Ωσαύτως 
δέν  είναι  φανερόν,  έαν  αί  χειριδες  είναι  συνερραμ- 
μέναι  τω  Οώρακι  ή  άποτελουσι  χωριστά  περιβλή- 
ματα. 

Περί  τάς  κνήμας  έφόρουν  πάντες,  ώς  φαίνεται, 
οί  άνδρες  κνημιδας  περιοεοεμένας  οι'  ιμάντων  περί 
τά  σφύρα  και  τα  γόνατα,  έπειοή  ο  αύται  πιΟανώ- 
τατα  ύποτίΟενται  ούσαι  οερμάτιναι  και  επειδή  ε- 
χουσι  το  χρώμα  του  έπενούματος,  επιτρέπεται  να 
•συμπεράνωμεν  δτι  και  εκείνο  έκ  δέρματος  είναι. 
Έκ  των  καλυμμάτων  δέ  της  κεφαλής  σάζονται 
δυστυχώς  ελάχιστα  λείψανα  ήτοι  γραμμαί  τίνες 
ορΟιαι  προέχουσαι  επί  της  κορυφής  ενός  των  ì.Vjzuv 
και  το  προς  τον  τράχηλον  άκρον  του  καλύμματος 
άλλου•  Και  έκ  τούτων  όμως  των  ολίγων  λειψάνων 
δυνάμεθα,  αποβλέποντες  προς  τά  καλύμματα  των 
έπί  τοο  μνημονευθέντος  αγγείου  ανδρών,  να  συμ- 
περάνωμεν  δτι  έφόρουν  πίλους  τριχωτούς. 

Τά  δόρατα   κρατουσιν   οί  άνδρες   δια  της  δεξιάς 
πλησίον  της  αιχμής,   διότι  είναι  βραχέα  και  διότι 
μέλλουσι  να  έςακοντίσωσιν  αυτά.  Ές"  εναντίας  αί 
ασπίδες  είναι  μεγάλαι  καΟήκουσαι  από  τοΰ  λαιμού 
μέχρι  του  γόνατος,   φέρονται  δ'  έπί  της  αριστεράς 
χειρός,  ης  οι  δάκτυλοι  ύποτίΟενται  κρατοΟντες  τον 
έν  τη  έ'σω  επιφάνεια,  της  άσπίοος   υπάρχοντα  πόρ- 
πακα.  Το  σχήμα  των  πρέπει  να  φαντασΟώμεν  ωοει- 
δές και  λίαν  κυρτόν,  αναμφιβόλως  δ'  ήΟέλησεν  δ  ζω- 
γράφος νά  δείξη  την  πλαγίαν  αυτών  όψιν  και  ένεκα 
τούτου  δεν  φαίνεται  δ  κύκλος  των  ασπίδων  μεταξύ 
τών  σκελών    τών  ανδρών    συγχρόνως  δμως    μετά 
πολλής  άδεξιότητος  έπέδειξεν  δλον  το  περίγραμμα 
του  θώρακος  αυτών  ,    έπί  μιας   άσπίοος   μάλιστα, 
της  του  τρίτου  δπλίτου,   είναι  δρατή   και  γραμμή 
τεθλασμένη   κοσμούσα  πιΟανώτατα   το  έσωτερικον 
της  άντυγος.  Μετ'  ίσης  άοεςΊότητος  παρεστάΟησαν 
και  τά  ανώτατα  μέρη  τών  τάς  ασπίδας  φερόντων 
βραχιόνων  ώς  αποφύσεις  τριγωνικαί   κείμεναι   έπί 
τών  άσπίοων,   έν  ω  κυρίως  ειπείν   ύποτίΟενται  τε- 
μνόμεναι    ύπο  του  περιγράμματος  αυτών.    Πλην 
τούτου  οε  και  το  τριγωνικον  σχήμα  είναι  òlvÌom- 
στον    Ό  'ζω^'ρίγος  είχε  παρατηρήσει  δτι  οί  ασπίδα 
κρατούντες  πολεμισταί   έκ  τών  πλαγίων   δρώμενοι 


οραίνουσι  μέρος  του  βραχίονος,  το  οποίον  πολλαχις 
—  όταν  δηλαδή  προβάλλωσι  τήν  άσπίοα  ούτω, 
ώστε  το  μέν  άνω  μέρος  αυτής  να  Οίγ^  τ'./  ωμον, 
το  δ:  /.7:ί)  ν  y.-iy  ιΛ  ito?  Ù  του  σο^ματος  —  λαμ- 
βάνει σχήμα  τριγωνικόν  '.  Εννοείται  όμως  οτι  εν- 
ταύθα τούτο  δεν  συμβιβάζεται  προς  τήν  κά.Οετον 
τής  άσπίοος  Οέσιν. 

Άλλα  τά  σφάλματα  ταύτα  έξηραν  ήδη  δ  Kiirl- 
wängler  και  δ  Löecbke  έν  τή  περιγραφή  τοΟ  εχ 
Μυκηνών  αγγείου,  ου  ή  έπί  τής  μιας  όψεως  εϊκών 
έχει,  ώς  παρετηρήσαμεν  ήοη,  μεγίστη/  ομοιότητα 
προς  τήν  έπί  τής  στήλης  ζώνην  τών  οπλιτών.  Διότι 
και  έκεϊ  οί   άνδρες  φέρουσι    μεγάλας   ασπίδας   και 
κραδαίνουσι    δόρατα,    βαίνουσι    δε    προς    δεςιά'    ή 
έσΟής,    αί   κνημΐδες,  οί  τά;   κεφάλας   σκεπάζοντες 
τριχωτοί   πίλοι,  ή    βραχύτης   τών   δοράτων    και  δ 
τρόπος  καθ'  δν  κρατουσιν  αυτά  πλησίον  της  αιχμής 
συμφωνουσιν  ακριβώς'  τών  άσπίοίυν  το  σχήμα  και 
ή  Οέσις  είναι  επίσης  άπαραλλάκτως  ή  αυτή,  μόνον 
δέ  το  μέγεθος   διαφέρει   ολίγον,  διότι   έπί  τοο  αγ- 
γείου  είναι  μεγαλείτεραι  κατερχόμενα',    μέχρι  τοΟ 
μέσου  τών  κνημών  περίπου'.  Άλλαι    μι/.ραί  οια- 
φοραί  άφορώσαι  λεπτομέρειας,  ων  αί  πλεϊσται  οέν 
είναι  ούσιώοεις,  παρατηρούνται  εις  τους  πόοας,  οΓ- 
τινες  έπί  του  αγγείου  είναι  περιοεοεμένοι  οι   ιμάν- 
των, εις  τά  ποικίλματα  τών  χιτώνων  και  τών  έπεν- 
δυμάτων,  εις  τα  πρόσωπα,  ων  αί  ρίνες  ήσαν,  φαί- 
νεται, μεγαλείτεραι  πολύ   έπί   τού    αγγείου   ή   έπί 
τής  στήλης,  και  τέλος  εις  τάς  άσ-ίοας,  εις  τα  κο- 
σμήματα  δηλαδή   τά  ποικίλλοντα   το   έσωτερικόν 
τής  άντυγος   μιας  τών  έπί  τής  στήλης  και  μιας 
τών   έπί   τού  αγγείου    άσ-ίοων   και   τον   πόρπακα, 
δ'στις  φαίνεται  έζωγραφημένος  έπί  τής  εσω  επιφα- 
νείας τής  αυτής  τού  αγγείου  άσπίδος. 

'Απέναντι  τών  μικρών  τούτων  οιαφορών  ή  συμ- 
φωνία έν  τοϊς  κυρίοις  είναι  τοιαύτη  και  τοσαύτη, 
ώστε  αμφιβολία  οέν  υπάρχει  ότι  το  έτερον  άντε- 
γράφη  έκ  τού  izipo-j  ή  δτι  αμφότερα  ές  ενός  πρω- 
τοτυπου  αντεγραφησαν.    Αμφιοολον  όμως  ουναται 

1  Π?β.  r..  ι  Daremb.  et  Saglio,  Diet.  Ι  είχ.  939.—  Élite  cé- 
ram.  Ι  πίν.  90.  —  Miliin,  Peintures  τ.'.-t.  49  χαί  61  χαί  άλλα. 

2  'Eid  τή?  απεικονίσει;  Myk.  Ya^nii  -ίν.  43  ό  χύχλο;  τη;  ίττ.ί- 
8ος  τοΰ  πρώτου  τών  ανδρών  δέν  φαίνεται  έ;αχολουθών  κάτω  τοΰ  ελ- 
λείποντος βέρους•  έπί  τοΰ  αγγείου  δ[ΐω;  διακρίνεται  ετι  σαφώς,  οτι  τό 
περίγραφα  της  άσπίδος  έφθανε  μέ/ρι  τής  χντ^ιιης  χαί  οϋτω;  έδηλώίη 
έν  πίναχι  2,  1. 


11 


ΓΡΑΠΤΗ    ΣΤΙΙΛΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


12 


να  θεωρηθή,  αν  ή  στήλη  είναι  αληθώς  αρχαιότερα 
του  αγγείου'  έγω  το  πιστεύω,  ηρονω  οε  οτι  η  εςε- 
τασις  του  ρυθμού  έκατέρου  των  μνημείων  ευκόλως 
αποδεικνύει  τούτο.  'Επί  της  στήλης,  αν  κα'ι  ή  άοε- 
ξιότης  του  ζωγράφου  είναι  μεγάλη,  όμως  οιακρινει 
τις  αφελή  τίνα  σπουδήν  προς  άπεικόνισιν  των  μορ- 
φών και  τών  κινήσεων  αυτών  κατά  φυσιν,  έπι  του 
αγγείου  2ε  ονι  μόνον  ή  παράστασις  τών  καθ   έκα- 
στα μάλλον  εξεζητημένη  είναι,  άλλα  φαίνεται  προς 
τούτοις  ότι  ό  τεχνίτης   αύτου  αντιγράφων   οέν  έν- 
νόησεν  ή  δεν  έσκέφΟη  καλώς  τίνα  πράγματα-  ούτω 
δ  έπί  μιας  τών  ασπίδων  πόρπαξ,  όν   αυτός  προσε- 
θηκε  και  ον  δεν  κρατεί  ή  χειρ  του  όπλίτου,  προσ- 
θέτει νέον   σφάλμα  εις  τα  της   στήλης'  έπειτα   ή 
διακόσμησις  τών  πλαγίων  άκρων  του  έπενούματος 
κατά  τον  αυτόν  τρόπον,  καθ   ον  είναι  πεποικιλμενα 
και    τα   άκρα  τών   χιτώνων,    επιφέρει    σύγχυσιν , 
ένεκα  της  όποιας  οι  έκδόταιτου  αγγείου  Furtwäng- 
ler  και   Löschke  διστάζουσι  να  παραοεχθώσι  θώ- 
ρακας.  Έπί  της  στήλης  ενός  μόνον  όπλίτου  ό  χι- 
τών  κοσμείται  διά  τίνων  γραμμών,  έπί   ούοενός  οϊ 
τών  έπενδυμάτων   ευρίσκονται  όμοια  ή  άλλα  ποι- 
κίλματα.   Άλλα  και  τα  περιγράμματα  τών  έπεν- 
δυμάτων τούτων  έπί  της  στήλης  είναι  ομαλά  και 
αί  τα  πλάγια  όρίζουσαι  γραμμαί  κατέρχονται  άβια- 
στως,  ένώ  έπί  του  αγγείου  παριστώνται  παρά  φυ- 
σιν καμπύλαι  καί  μάλιστα  κατά  τους  αριστερούς 
ώμους. 

Ή  εικασία  δτι  ή  τε  στήλη  και  τό  άγγεϊον  άντε- 
γράφησαν  άπό  άλλου  αρχαιοτέρου  [μνημείου,  οεν 
δύναται  ού'τε  ν'  άπορριφθή  όλως  ού'τε  να  ύποστη- 
ριχθή.  Τό  πράγμα  είναι  ουνατόν,  άλλ  ίσως  ουχί 
πολύ  πιθανόν.  Τούτο  μόνον  μοί  φαίνεται  σχεοόν 
βέβαιον,  οτι  ύπήρχον  έν  Μυκήναις  και  άλλα  μνη- 
μεία φέροντα  παραστάσεις  παρεμφερείς  προς  την 
ζώνην  τών  οπλιτών  της  στήλης'  διότι  άφοΰ  απε- 
δείχθη, ότι  ή  μία  τών  όψεων  του  αγγείου  άντε- 
γράφη  είτε  έκ  της  στήλης  είτε  έκ  κοινού  τίνος  προ- 
τύπου, είναι  φυσικόν  να  ύποθέσωμεν  ότι  καί  την 
άλλην  δεν  εύρεν  έξ  εαυτού  ό  αγγειογράφος,  άλλ  ό'τι 
παρέλαβεν  αυτήν  άλλοθέν  πόθεν.  Έπί  στήλης  επι- 
τύμβιας καί  ή  παρουσία  της  όδυρομένης  γυναικός 
είναι  λίαν  ευεξήγητος. 

Της  ανωτάτης  ζώνης  σώζονται  δυστυχώς  ολίγα 
μόνον  λείψανα.   'Αριστερά  υπήρχε   μορφή    άνορική 


πιθανώς  —  τοΰτο  δυνάμεθα  να  είκασωμεν  έκ  της 

άπλότητος  της  έσθήτος  —  φορούσα  χιτώνα  ποδήρη 
και  καθήμενη  έπί  έδρας.  'Απέναντι  αυτής  ύπήρχεν 
άλλη  μορφή,  ης  μόνον  τό  κράσπεόον  του  ωσαύτως 
ποοήρους  νιτώνος  σώζεται,  φαίνεται  οε  ότι  έκα- 
θητο  καί  αυτή'  διότι  καί  της  έσθήτος  —  όσον  σώ- 
ζεται —  ή  θέσις  είναι  ή  αυτή  καί  ίχνη  ελάχιστα 
χρώματος  έρυθροο  φαινόμενα  όπισθεν  της  μορφής, 
κάτω  παρά  την  γραμμήν  τοο  έόάφους,  προερχον- 
ται  πιθανώς  απο  του  ποοος  της  εορας. 

Μεταξύ  δε  τών  δύο  τούτων  μορτών  είναι  έζω- 
γραφημενον  έρυθρω  πάλιν  χρωματι  πράγμα  ουσ- 
διάγνωστον  ένεκα  της  κακής  διατηρήσεως  του,  όπερ 
όμως  είναι  ί'σως  κορμός  οίνορου  ομοίου  -προς  τάς 
έπί  τών  ποτηριών  του  Βαφείου  έλαίας'  αί  δε  ερυ- 
θρά! γραμμαί,  έφ'  ων  θέτει  τον  πόδα  ή  μία  τών 
μορφών,  δηλουσιν  ή  τό  άνώμαλον  έδαφος,  Οπως 
πάλιν  έπί  τών  ποτηριών,  ή,  πιθανώτερον  ίσως, 
τάς  έπί  της  επιφανείας  της  γης  κειμένας  ρίζας  του 
δένδρου,  όπερ  αληθώς  συμβαίνει  εις  τάς  γεγηρα- 
κυίας  έλαίας. 

'Οπίσω  της  δευτέρας   [t-ορ^ς  χωρεί   μία  μόνον 
ακόμη  καθήμενη,  ορθιαι  όμως  χωρουσι  καλώς  καί 
δύο.  Εις  έμε  πιθανώτερον  φαίνεται,  ότι  τρεις  ήσαν 
αί  μορφαί   καί   ότι  έκάθηντο  πασαι'  έάν   δε  τούτο 
είναι  αληθές,  τότε  δυνάμεθα,  φρονώ,  μετά  μεγά- 
λης πιθανότητος  να  δεχθώμεν  ότι  παρίστων  αύται 
θνητούς  συνεδριάζοντας   έν   οίαοήτινι  περιπτώσει. 
Ούτω  έ/ομεν  εικονιζόμενα  εις  τάς  τρεις  ζώνας  τα 
κυριώτερα  επιτηδεύματα   τών  ανδρών,  ων  τόν  οί- 
κογενειακόν  τάφον  έκόσμει  ή  στήλη'  έπί  της  ανω- 
τάτης παριστώνται  ούτοι  έν  έπισήμω  τιν!  πράξει 
του  πολιτικού   καί  ειρηνικού  βίου,  έν  στολή  ο    οία 
ήρμοζεν   εις  τους  αρχηγούς  του   γένους,    εις  τους 
ιερείς  καί   έν  γένει   εις  τους  πρεσβυτέρους   άνορας' 
έπί  της  μεσαίας  ώς  στρατιώται  πάνοπλοι  άντιτασ- 
σόμενοι  κατά  του  έχθροΟ  καί   έπί  της  κατωτάτης 
ρλέπομεν  τα  ζώα,  άτινα  συνήθως   έθήρευον  διότι 
έν  τή  προκειμένη  περιπτώσει  δέν  μοι  φαίνεται  τολ- 
μηρόν   να    ύποθέσωμεν ,    ότι    καί    ή    ζωφόρος    τών 
έλάφων  δέν  στερείται  βαθυτέρας   εννοίας,  άλλ  ότι 
καί  ταύτης  σκοπός  είναι  ή  έξεικόνισις  τοΰ  βίου  τών 
ανδρών  έν  τή  μυκηναία  εποχή. 

Άγνοουμεν    έάν    ανωτέρω    της    τρίτης    ζώνης 
υπήρχε  καί  άλλη'  έάν  όμως  σκεφθώμεν  οτι  ή  τών 


13 


ΓΡΛΠΤΙΓ    ΣΤΗΛΗ    ΕΚ    ΜΙΚ'ΗΝΩΝ 


14 


οπλιτών  ζώνη  είναι  κατά  το  εν  τρίτον  πλατυτέρα 
της  τών  έλάφων  και  ότι  ή  τών  καθήμενων  μορφών 
εΐχεν,  ώς  εΐοομεν,  ίσως  ακριβώς  το  αύτο  πλάτος, 
t$  καί  ή  τών  ελάτων,  οτι  Οηλαοή  υπάρχει  συμμε- 
τρία  προφανής  μεταξύ  τών  τριών  τούτων,  τότε  ή 
υπαρξις  τετάρτης  ζώνης  υπερκείμενης  της  τών  κα- 
θήμενων μορφών  καθίσταται  απίθανος.  Ισως  ο 
ανωτέρω  της  τρίτης  ζώνης  χώρος  κατελαμβάνετο 
κατά  το  πλείστον  μεν  ύπο  τών  κοσμημάτων,  άτινα 
περιέ^αλλον  τάς  τρεις  πλευράς  της  στήλης,  μέρος 
δ1  ίσως  έμενε  κενόν.  Αλλως  Οε  και  εκ  τών  υπό  το 
χρίσμα  γλυπτών  κοσμημάτων  δυνάμεθα  να  είκά- 
σωμεν,  ό'τι  τό  ό'λον  υψος  της  στήλης  οέν  ήτο  πολύ 
μεγαλείτερον  τοο  σωζόμενου"  οιότι  εΐοομεν  οτι  έπί 
της  μιας  ζώνης  ύπήρχον  τρεις  κύκλοι ,  έπί  της 
υπερκείμενης  δε  δύο  μόνον,  καί  τούτο  πιθανώς  οη- 
λοϊ  οτι  ή  ύπερ  αυτούς  κειμένη  ταινία  έτερμάτιζε 
την  στήλην  προς  τα  άνω. 

Ή  χρονολογία  της  στήλης  γενικώς  ορίζεται  ες" 
αυτών  τών  περιστατικών  της  ευρέσεως  της.  Ώς 
είδομεν  εκείτο  εντός  Οαλαμοειδους  τάφου  φράσ- 
σουσα  τό  στόμιον  ιδίου  μικρότερου  κογχοειδοΟς  τά- 
φου' τα  έν  τω  θαλαμοειδεϊ  τούτω  άνακαλυφθέντα 
κτερίσματα,  αγγεία  καί  κοσμήματα  έξ  ΰαλομάζης, 
τάσσουσιν  αυτόν  εις  την  νεωτέραν  μυκηναίαν  περίο- 
£ον.  Πόσον  οέ  χρόνον  τζρότιρον  ή  κεχρισμένη  στήλη 
είχε  σταθή  έπί  τοο  τάφου,  χάριν  του  οποίου  έζω- 
γραφήθη,•καί  πόσον  ίσως  γρόνον  κατέκειτο  ήμε- 
λημένη — τούτο  εννοείται  δέν  δυνάμεθα  νά  ϋπο'Κο- 
γίσωμεν.  Ούχ  ήττον  τα  κοσμήματα  του  περι- 
χειλώματος  καί  τών  ταινιών,  αί'τινες  χωρίζουσιν 
άπ'  αλλήλων  τάς  παραστάσεις,  δεικνύουσιν  ό'τι  εί- 
ναι καί  αυτή  έκ  τών  νεωτέρων  έργων  της  μυκη- 
ναίας τέχνης.  'Εάν  δε  δεχΟώμεν,  ό'πως  είναι  πιΟα- 
νώτατον,  ότι  ή  μυκηναία  περίοδος  έν  Μυκήναις  λή- 
γει περί  τους  χρόνους,  καθ  ους  συνήθως  τίθεται  ή 
μετανάστευσις  τών  Δωριέων  εις  τήν  Πελοπόννησον, 
ή  στήλη  Οά  είναι  αρχαιότερα  του  συμβάντος  εκεί- 
νου ή  τουλάχιστον  σύγχρονος  πιρίπου. 

Έν  ουδεμία  δε  περιπτώσει  επιτρέπεται  νά  κατα- 
€ιβάσωμεν  τήν  χρονολογίαν  αυτής  τόσον,  όσον  φαί- 
νεται Οτι  καταβιβάζει  ό  Reichel  τήν  τοο  αγγείου 
τών  πολεμιστών  ένεκα  τών  άσπίοων,  ας  οί  έπ  αύ- 
τοο  άνδρες  φορουσιν  '.   Ό  Reichel  καταλέγει  τάς 

'    Ή  χρονολογία   τοϋ   αγγείου  χατεβιβάσθη   πολύ    χα!   ύπ'  ά'λλων, 


άσ-ίοας  ταύτας  εις  τάς  έχουσας  όχανα,  αίτινες 
κατ  αύτον  ετέθησαν  εις  χρήσιν  έν  τη  ΑργολίοΥ, 
τη  Αττική  ical  τη  λοιπή"  Ελλάδι  iteci  τα  uécra 
τ~\<;  &fô6r\Q  rr.  Χ.  exazoYtaetr\oidoQ.  ΙΙοότερον 
ήτο,  λέγει,  έν  χρήσει  μόνον  ή  αρχαιότερα  μυκη- 
ναία ασπίς,  ην  έφόρουν  άνευ  δχάνου  και  πόρπακος, 
ανηρτημένη•/  Olà  τελαμώνος  άλλοτε  πρό  του  στή- 
θους /.ai  άλλοτε  έπί  τών  νώτων.  Ταύτην  οέ  τ/,/ 
άσπίοα  μόνην  μετεχειρίζοντο  και  οί  εις  τήν  Πελο- 
πόννησον είσο'αλόντες  Λωοιεΐς,  διότι  κατά  μι,αρτυ- 
ρίας  τών  αρχαίων  οί  συντηρητικοί  Σπαρτιαται  μέ- 
χρι Κλεομένους  του  τρίτου  ειχον  άσπίοας  άνευ 
όχάνων.  'Εννοείται  έκ  τούτων,  ότι  καί  τών  ομηρι- 
κών έπων  οί  ποιηταί  κατά  το  πλείστον  μόνον  τήν 
άρχαιοτέραν  μυκηναϊκή  ν  ασπίδα  έγίνωσκον,  ένώ  ή 
άλλη  παρουσιάζεται  εις  ολίγα  καί  προφανώς  νεώ- 
τερα μέρη  της  ποιήσεως.  Έξ  άλλου  όμως  όχι  μό- 
νον αναγνωρίζει  ό  Reichel  τον  χαρακτήρα  της  μυ- 
κηναίας τέχνης  έπί  του  αγγείου  τών  πολεμιστών, 
άλλ  ανευρίσκει ,  καίπερ  διστάζων ,  τήν  αυτήν 
ασπιοα  μετ  οχανου,  τήν  νεωτέραν  των  μέσων  της 
όγοόης  έκατονταετηρίοος,  καί  έπί  τίνος  τεμαχίου 
τοιχογραφίας  τοΟ  έν  Μυκήναις  ανακτόρου'. 

διο'π  έθεωρήθη  ξένον  της  μυκηναίας  τέχνης  χαί  της  μυκηναίας  έπο/ης. 
'Εσχάτως  μόλις  έ'γραψεν  ό  Potticr  (Revue  arcbéol.  1896  σ.  23), 
οτι  είναι  συγγενές  τοις  πρωτοαττικοϊς  άγγείοις  καί  ουχί  άρχαιότερον 
τοϋ  προίτου  ήμίσεος  τοϋ  έβδομου  π. Χ.  αιώνος. "Ηδη  δέ  πρό  τοϋ  Poltier 
υπήγαγε•/  αυτό  εις  τήν  αυτήν  κατηγορίαν  μετά  τίνων  πρωτοαττικών 
ό  Arndt  (Studien  zur  Vasenkunde  σ.  4).  Περί  τοιαύτης  συγγε- 
νείας όμως  εννοείται  ό'τι  δεν  δύναται  νά  γείνη  πλέον  λόγος.  Σημειώ 
μόνον  οτι  ό  Pottier  ανακριβώς  βέβαιοι,  παραπέαπων  χαί  εις  Perrot 
et  Chipiez  VI  σ.  938,  οτι  έχει,  όπου  ευρέθησαν  τά  τεμάχια  τοϋ 
αγγείου  τών  πολεμιστών,  on  a  recueilli  quantité  de  spécimenta 

du  Stjle  appelé  Dipylon.  Ό  Pcrrot  Ομιλεί  γενικώς  χαί  αορίστως, 
εν  τη  àxponóÀn  δε  τών  Μυκηνών  τά  αγγεία  τοϋ  ρυθμού  τοϋ  Λιπύλου 
είναι  σπανιώτατα  (πρβ.  Τσούντα  Μυκήναι  σ.  237).  Ό  Scili ieinaiiii 
ωσαύτως  ουδαμοΰ,  νομίζω,  λέγει  οτι  ευρέθησαν  παρά  τό  άγγεΐον  τών 
πολεμιστών  αγγεία  τοϋ  Δίπυλου,  έν  βλω  δέ  τώ  βιβλίφ  του  απεικονίζει 
εν  μόνον  τεμά/ιον  ρυθμού  τοϋ  Λιπύλου  (  Mycènes  fig.  G8  )  ώς  έν  τη 
άχροπόλει  εις  βάθος  δύο  μέτρων  άνακαλυφθέν,  ένώ  τά  τεμάχια  τοϋ 
αγγείου  τών  πολεμιστών  ευρέθησαν  εις  βάθος  πέντε  μέτρων. 

1  Παραθέτω  τά  κυριώτερα  έκ  τών  οικείων  χωρίων  της  ποαγαατείας 

τοϋ  Reichet,  Ueber  homerische  Waffen,  αύταΐς  λέξεσι.  Σ.  59 
έξ.  Aber  noch  die  in  den  Peloponnes  eindringenden  Dorer 
müssen  den  alten  Schild  (δηλ.  τήν  άνευ  πόρπαχος  χαίό/άνου  μυ- 
χηναϊχήν  ασπίδα)  geführt  ballili  und  zwar  auch  ausschliesslich; 
denn  die  conservativen  Spartaner  behielten  dieses  Rüstungs- 
stück.  angeblich  bis  Kleomenes  III.  ununterbrochen  als  na- 
tionale Waffe  bei,  was  sie  sicher  nicht  gethan  hätten,  wenn 
Telamonsehild  und  Bügelschild  seinerzeit  schon  neben  einan- 
der in  Gebrauch  gewesen  wären  . . .  Dagegen  sind  ein  paar 
Denkmäler  erbalten,  die  den  Bügelschild  allein  zeigen,  noch 
innerhalb  des  Rahmens  dieser  (der  myk.)  Cultur  selbst,  aber 


15 


ΓΡΑΠΤΗ    ΣΤΗΛΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


16 


Το  έχ  τούτων  συμπέρασμα,  οτι  μέχρι  των  μέ- 
σων του  δγοόου  προ  Χρ.  αιώνος  ο  μυκηναίος  πολι- 
τισμός δεν  είχεν  υποκύψει  εντελώς,  ότι  το  άνάκτο- 
ρο^  τών  Μυκηνών  οέν  είχεν  ακόμη  καταστραφή 
και  οτι  έξηκολούθουν  ακόμη  οί  Μυκηναίοι  να  Οά- 
πτωσιν  εντός  θαλαμοειδών  τάφων — 5, τι  ισχύει  περί 
τοο  αγγείου  ένεκα  τών  άσπίοων,  ισχύει  και  περί 
της  στήλης,  κατ  άκολουΟίαν  και  περί  του  τάφου, 
έν  ω  αυτή  άνεκαλύφθη — το  συμπέρασμα  τούτο  εί- 
ναι αυτονόητον,  εις  έμέ  όμως  φαίνεται  όλως  άπα- 
ράοεκτον  ώς  προς  τους  τάφους  δέ  άρκεϊ,  αντί  άλ- 
λων τεκμηρίων,  να  ύπομνήσω  την  μεγάλην  έν 
αύτοΐς  σπανιότητα  του  σιοήρου,  ένώ  έν  τοις  τά- 
φοις  του  Δίπυλου,  οίτινες  κατά  Brückner  και  Per- 
nice' είναι  πάντως  αρχαιότεροι  του  έβδόυ,ου  π.  Χ. 
αιώνος,  συχνά  ευρίσκονται  ό'πλα  σιδηρα.  Άλλ'  έν 
γένει  ή  αρχή,  έξ  ης  απορρέει  το  συμπέρασμα  εκείνο, 
οέν  μοι  φαίνεται  ασφαλής,  καί  επειδή  το  ζήτημα 
ενέχει  σπουοαιότητα  πολλήν  καί  δια  την  ίστορίαν 
του  μυκηναίου  πολιτισμού  καί  δια  τον  όπλισμόν 
τών  ομηρικών  ηρώων,  θα  εκθέσω  την  γνώμην  μου 
έκτενέστερον  Ζ. 

Και  πρώτον  δύνανται  αληθώς  αί  έπι  της  στή- 
λης καί  του  αγγείου  ασπίδες  νά  ύπαχθώσιν  εις  τάς 
έχουσας  οχανα  ή  είναι  άλλοίου  τινός  είδους  ;  ό'τι 
διαφέρουσιν  άπο  τών  αρχαιοτέρων  μυκηναϊκών  άσπί- 
οων, τοοτο  είναι  φανερόν"  ό'χανα  όμως  ούδαμοο 
φαίνονται,  είναι   δε  και   άλλως  άπίθανον   ό'τι  ειχον 

dicht  voi-  ihrem  endgiltigen  Verlöschen,  also  gerade  da,  wo 
wir  sein  Aufkommen  erwarten  konnten.  Zunächst  ein  Bei- 
spiel, dessen  ich  allerdings  ;ils  solchen  nicht  ganz  sicher  hin, 
in  den  Wandmalereien  des  mykenischen  Palastes  (Έ?η(ΐ. 
Άρχοιολ.  1887  πίν  dl)...  Es  sind  Reste  von  Männern  zu 
sehen,  deren  einige  ledige  Rosse,  wohl  Reitpferde,  führen. 
Von  Waffen  bemerkt  man  Speere,  Knemides,  einmal  (auf 
dem   Mittelhilde)   einen   Helm  und  wahrscheinlich  bei  dem 

Krieger  des  Fragmentes  rechts  einen  kleinen  Rundschild 

Ferner  kommt  in  Betracht  die  «Mykenische  Kriegervase». 
Auch  auf  ihr  ist  der  Versuch,  Bügelschilde  darzustellen, 
merkwürdig  ungeschiekt;gerathen.— Σ.  63.  Danach,  schliesse 
ich  nun,  wird  etwa  die  Mitte  des  achten  Jahrhunderts  als 
der  Zeilpunkt  zu  betrachten  sein,  wo  der  Bügelschild  in  der 
Argolis  und  in  Attica  und  damit  überhaupt  wohl  auf  griechi- 
schem Hoden,  zuerst  auftrat  Dann  käme  aber  dieser  Schild 
für  die  heroische  Zeit  nicht  nur,  sondern  auch  für  die  Haupt- 
masse des  Epos  seihst  niehl  mehr  in  Frage. 

1  Athenische  Mittheil.  18W  a.  137. 

2  Καί  ó  Scheindler  έν  Zeitschrift  für  oesterreich.  Gymnasien 

1895  σ.  398  \\.  φαίνεται  ότι  απέκρουσε  πολλάς  τών  ιδεών  τοΰ  Rei- 
chcl,    τήν  διατριβήν  'όμως    αΰτοϋ    έγώ    δέν  ήδυνηΌην    δυστυχώς    νά 


τοιαύτα.  Διότι  ώς  παρετήρησεν  ήδη  ό  Heibig1  το 
όχανον  έπρεπε  βεβαίως  νά  κείται  έν  τω  αέσω  της 
κοιλότητος  της  άσπίοος'  έν  τοιαύτη  περιπτώσει 
ό'μως  τών  μεγάλων  ασπίδων  το  μέγεθος  όχι  μόνον 
ανωφελές,  άλλα  καί  έπιζήμιον  θα  ήτο"  διότι,  τοο 
μέσου  της  άσπίδος  ευρισκομένου  εις  το  αυτό  ΰψος 
μετά  τοο  άγκώνος  της  βασταζούσης  αυτήν  χειρός, 
τα  μεν  σκέλη  κάτω  θα  έγυμνουντο,  το  δ'  άνω  μέ- 
ρος της  άσπίδος  υπιρίγον  της  κεφαλής  του  όπλί- 
του  θα  έμπόοιζεν  αυτόν  νά  βλέπη.  "Ενεκα  του  λό- 
γου τούτου  αί  έπί  της  στήλης  μέχρι  τών  γονάτων, 
έπι  του  αγγείου  δε  μέχρι  του  μέσου  τών  κνημών 
καθήκουσαι  άσπίοες  οεν  δύνανται  νά  είχον  οχανα. 
Αί  ασπίδες  τών  έπί  τών  ιστορικών  χρόνων  'Ελ- 
λήνων οπλιτών,  πλην  τών  Σπαρτιατών,  ειχον  ό'σον 
γνωρίζομεν  πάντοτε  καί  όχανον  καί  πόρπακα,  λα- 
βήν  δηλονότι  ήν  ό  οπλίτης  ελάμβανε  δια  τών  δακτύ- 
λων της  αριστεράς,  ένώ  δια  του  όχάνου  διεπέρα  τον 
βραχίονα"  τους  πόρπακας  οέ  μόνους,  άνευ  τών  όχά- 
νων,  εύρίσκομεν  καί  έπί  τών  ασπίδων  τοο  αγγείου  καί 
της  στήλης, διότι  έπί  της  εσωτερικής  επιφανείας  μιας 
τών  άσπίοων  του  αγγείου  είδομεν  ό'τι  υπάρχει  έζω- 
γραφημένος  πόρπαξ.  Αί  άρχαιότεραι  δε  μυκηναϊκαί 
άσπίοες  ήσαν  έστερημέναι  του  τε  όχάνου  καί  τοο• 
πόρπακος"  ταύτας  έχειρίζοντο  μόνον  δια  του  τελα- 
μώνος,  τελαμώνας  οέ  πρέπει  νά  ύποθέσωμεν  ότι. 
εχουσι  καί  αί  της  στήλης  καί  τοο  αγγείου  ασπίδες, 
διότι  έπί  της  μιας  όψεως  του  αγγείου  φέρουσιν  αύ- 
τάς  οί  v.'Jùptç,  έν  πορεία  ευρισκόμενοι,  άνηρτημέ- 
νας  έπί  τών  νώτων  οιά  τελαμώνος,  ώς  είκασαν  ήδη 
οί'τε  Furtwüngler  καί  Löscbke  2  καί  ό  Heibig  3.  'Επί 
της  άλλης  όψεως  τοο  αγγείου  καί  έπί  της  στήλης 
οέν  φαίνονται  μεν  τελαμώνες,  ή  υπαρξις  όμως  αυ- 
τών είναι  αναγκαία  καί  έξ  αναλογίας  και  διότι  άλλως 
ό  χειρισμός  τόσον  μεγάλων  ασπίδων  μόνον  δια  τοο 
πόρπακος  Οά  ήτο  αδύνατος.  Έπειοή  όμως  τάς  ασπί- 
δας ταύτας  φέρουσιν  οί  α^ορις  έπί  του  αριστερού 
βραχ_ίονος,  πρέπει  οί  τελαμώνες  αυτών  νά  εκειντο 
έπί  του  όε^υοΰ  ώμου,  ένώ  οί  τελαμώνες  τών  άνευ 
πόρπακος  αρχαιοτέρων  μυκηναϊκών  ασπίδων  εκειντο 
έπί  του  αριστερού"  διότι  ώς  έςηγει  ο  Reicbel4  μό- 
νον ούτω  ήτο  Ουνατόν  νά  μεταφέρη  Ό  οπλίτης  όσά- 

1  Homerisches  Epos  2  σ.  321. 

2  Myk.  Vasen  a.  69. 

3  Horn.  Epos  α.  328  σημ.  3. 
1  Ε.  α.  σ.  15. 


17 


ΓΙ'ΛΠΤΠ   ΠΊΙΛΠ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


IK 


κις  ήθελε  την  άσπίοα  του  άπα  τών  νώτων  έπί  τον 
στήθους  και  τανάπαλιν. 

Αί  άσπίοες  λοιπόν  τών  έπί  της  στήλης  και  τοΟ 
αγγείου  ανδρών  κείνται,  μεταξύ  τών  αρχαιοτέρων 

μυκηναϊκών  και  τωι•  ^unhWi-^iir  .τα^/ι  γοΖΥ;  Ι'.Ι- 
Αηιίι,  πλην  τών  σπαρτιατών,  ir  γρήοβι,'  είναι 
μεγάλα  ι  ώς  έκεϊναι  καλύπτουσα',  το  σώμα  μέχρι 
τών   κνημών   και   αναρτώνται   άπο   του   τραχήλου 

δια  τελαμώνος'  ό  τελαμών  όμως  αυτών  κείται  έπί 
του  οεζιοΟ  ώμου,  ουχί  όπως  δ  τών  αρχαιοτέρων 
μυκηναϊκών  έπί  τοΟ  αριστερού,  τούτο  δε  διότι  ε/εί- 
ναι μεν  έκρέμαντο  προ  το0  στήθους,  ενώ  αύται 
φορουνται  επί  τοΟ  άριστεροΟ  βραχίονος'  κατά  τοΰτο 
πλησιάζουσι  πολύ  μάλλον  προς  τάς  νεωτέρας,  τάς 
μετ'  οχάνου  ασπίδας,  προς  ας  ομοιάζουσι  και  ένεκα 
τών  πορπάκων. 

Την  μεγίστην  δμως  ομοιότητα — ταυτότητα  δυ- 
νάμεθα να  είπωμεν  — ■  άνευρίσκομεν  μεταξύ  τών 
ασπίδων  του  αγγείου  και  της  στήλης  άφ'  ενός  και 
τών  λακωνικών  άφ'  ετέρου.  Ai  ασπίδες  τών  Σπαρ- 
τιατών ήσαν  κυρταί  καί  μεγάλαι,  ώς  εξάγεται  έκ 
τών  στίχων  του  Τυρταίου  (Άπόσπ.  11  Bergk) 

μηρούς  τε  κνήμα;  τε  καί  στέρνα  καί  οψ.ους 
άσπίδος  εύρείης  γαστρί  καλυψάρ.ενος- 

ένεκα  τούτου  έν  ταΐς  πορείαις  έφερον  αύτάς  οί  Εί- 
λωτες" τάς  μετεχειρίζοντο  οέ  καί  ώς  φορεία  δια 
νεκρούς  καί  τραυματίας'.  Έφερον  δ'  αύτάς  έπί 
της  αριστεράς  χειρός,  ώς  δηλοΐ  πάλιν  ό  Τυρταίος 
(15  Bergk)  ποιών 

"Αγετ'  ώ  Σπάρτα;  ευάνδρου 
κοϋροι  πατε'ρων  πολιαταν, 
.lata  (/.εν  ιτυν  προβάλλεσθε 

καί  ώς  έμφαίνουσιν  είΰήσεις  οΐα  ή  του  Ξενοφώντος 
("Ελλ.  IV  5,  13),  ένθα  οί  Λακεδαιμόνιοι  οπλΐται 
έν  πορεία  ευρισκόμενοι  παρέχουσι  τα  δεξιά  γυμνά, 
όπως  θα  συνέβαινε  καί  εις  οίονοήποτε  άλλον  έλλη- 
νικον  στρατόν.  "Επειτα  τών  Σπαρτιατών  αί  ασπί- 
δες έστεροΟντο  όχάνων,  είχον  οέ  μόνον  πόρπακας' 
τούτο   σαφώς   μαρτυρεί  δ  Πλούταρχος  (Κλεομέν. 


XI  δμιλών  περί  τής  μεταρρυθμίσεως  τοΟ  οπλι- 
σμού τών  Σπαρτιατών  υπό  του  Κλεομένους'  «  έδί- 
δαξε,  λέγει,  αυτούς  αντί  δόρατος  χρήσθαι  σαρίση 
ΟΙ  αμφοτέρων  καί  τήν  ασπίδα  φορείν  Si'  ό/άνης, 
μή  οιά  πόρπαχος»,  'Ex  τούτων  εξάγεται  δτι  μέ- 
χρι του  Κλεομένους  οί  Σπαρτιδται  εφόρου/  τήν 
άσπίοα  μόνον  δια  πόρπαχος,  ουχί  δι' οχάνου.  Τε- 
λευταΤον  δεν  γνωρίζω  μεν  êàv  αναφέρεται  που,  5τι 
ai  ασπίδες  των  ειχον  τελαμώνας,  το  πράγμα  δμως 
μο'ι  φαίνεται  βέβαιον  /.αί  ένεκα  του  χειρισμοί),  Οσ- 
τις άλλως  Οά  ήτο  ώς  είοομεν  αδύνατος,  xaì  εχ  τί- 
νων άλλων  τεκμηρίων,  π.  χ  έκ  του  τεχνάσματος 
το  δποΤον  αναγράφει  ό  Ηρόδοτος  (VII  2H  πεοι 
τών  έν  θερμοπύλαις  πολεμησάντων  ο  Αακεδαιμό- 
νιοι  δέ  έμάχοντο  ιχξίως  λόγου,  «λλα  τε  αποδεικνυ- 
μενοι  έν  ούκ  Επισταμένοισι  μάνεσθαι  έξεπιστάμενοι, 
καί  οκως  έντρέψειαν  τά  νώτα,  αλέες  φευγεσκον  δή- 
θεν, οί  δέ  βάρβαροι  όρέοντες  φεύγοντας  βοη  τε  κα•. 
πατάγω  έπήισαν,  οί  δ'  αν  καταλαμβανόμενοι  οπέ 
ατρεφον  άντίοι  είναι  τοΐσι  βαρβάροισι,  αεταστρε- 
φόμενοι  οέ  κατέβαλλον  πλήθεί  αναρίθμητους  τών 
Περσέων  ».  Τούτο  οέν  μοι  φαίνεται  ευνόητο/  άλλως 
ή  έπί  τη  υποθέσει,  Οτι  στρεφόμενοι  προ;  ρυγήν 
οήΟεν  ερριπτον  έπί  τών  νώτων  τήν  δια  τελαιιώνος 
άνηρτημένην  άσπίοα,  διότι  βεβαίως  οί  Σπαρτιδται 
δεν  παρεΐχον  γυμνά  τα  νώτα  εις  τα  βέλη  καί  άκον- 
τίσματα  τών  κατά  πόδας  άκολουΟούντων  αυτούς 
έχθρων   . 

Οί  Σπαρτιδται  βεβαίως  δεν  ήσαν  φίλοι  τών  νεω- 
τερισμών, έφύλαςαν  όμως  πιθανώς  έπί  τοσούτον 
χρόνον  τήν  πάτριον  άνευ  οχάνου  άσπίοα,  διότι  οέν 
ήΟελον  νά  έλαττώσωσι  το  μέγεθος  αυτής'  και  ό 
Κλεομένης  αναμφιβόλως  όταν  αντικατέστησε  τον 
πόρπακα  δια  του  οχάνου,  έσμίκρυνε  τάς  ασπίδας 
τών  στρατιωτών  του.  Οπωσδήποτε  ουδεμία  αμφι- 
βολία μένει,  φρονώ,  ότι  ai  σπαρτιατικαί  ασπίδες 
διέφερον  ούσιωοώς  τών  άνευ  πόρπακος  καί  οχάνου 
προ  του  στήθους  κρεμάμενων  αρχαιοτέρων  μυκη- 
ναϊκών καί  οτι  ές  εναντίας  ώμοίαζον  καθ'  ολα  προς 
τάς  ασπίδας  τών  έπί  τής  στήλης  καί  του  αγγείου 
ανδρών.  Έάν   δέ   έπιτρέπηται,  έκ  τής   κατά  τους 


'  Πρβ.  τό  διάσημον  λο'γιον  i)  ràv  η  ί'πί  tâç.  "Ισως  οέ  χαί  αυτή  ή 
πολυθρύλητο;  τών  Σπαρτιατών  φειδώ  τών  ηττημένων,  ου;  δέν  χατε- 
δίωχον  [ΐαχράν,  λο'γον  ε'χεν,  έν  μέρει  τουλάχιστον,  τό  μέγεθος  χαί 
βάρος  της  άσπίδος. 

ΚΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


*  'Ομοίως    άπεφαίνετο    tJStj  ό  Ο.  Müller,    Dorier    II   σ.    240•  ft 

σπαρτιατιχή  ασπίς  hing  wahrscheinlich .. .  an  einem  um  den 
Nacken  gelegten  Riemen  unduurd•-  nur  durch  einen  Ring 
in  der  hohlen  Seite  regiert. 

2 


19 


ΓΡΑΠΤΗ    ΣΤΗΛΗ   ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


20 


στορικούς  χρόνους  χρήσεως  των  Σπαρτιατών  να 
έξαγάγωμεν  συμπέρασμα  τ-,  περί  της  ελληνικής 
άσπίδος  κατά  τους  χρόνους  της  μεταναστεύσεως 
των  Δωριέων,  το  συμπέρασμα  θά  είναι  ότι  μετε- 
χειρίζοντο  τότε  συνήθως  ουχί  την  άρχαιοτέραν  μυ• 
κηναϊκήν  ασπίδα,  άλλα  ταύτην,  ην  επί  της  στή- 
λης και  του  αγγείου  βλέπομεν. 

Προς  το  συμπέρασμα  τούτο  δεν  μοι  φαίνεται  οτι 
έναντιουνται  τα  ομηρικά  ποιήματα-  διότι  ώς  παρε- 
τήρησεν  ό  Heibig  '  άπαξ  μόνον  ορίζει  δ  ποιητής 
σαφώς  τον  ώμον ,  έφ'  ου  κείται  δ  τελαμών  της 
άσπίδος,  ορίζει  δε  τον  άεξών  (Ε  98  σύν  Ε  794 
έξ.)»  και  ^^0  ουδαμώς  συνηγορεί  ΰπερ  της  άρ- 
•/αιοτέρας  μυκηναϊκής  άσπίδος,  ής  δ  τελαμών  εκείτο 
επί  του  αριστερού  ώμου.  Ό  Reichet2,  είναι  αλη- 
θές, εξηγεί  το  χωρίον  άλλως,  ή  ερμηνεία  του  όμως 
μοι  φαίνεται  βεβιασμένη"  &  Διομήδης  πληγώνεται 
εις  τον  δεξιόν  ώμον,  ή  πληγή  δ'  έρεθιζομένη  υπό 
τοο  ίδρώτος  προξενεί  αύτώ  πόνους'  ϋπεγείρει  λοι- 
πόν τον  τελαμώνα  καί  σφογγίζει  αυτήν 

αν  δ'  ϊσχων  τελαυ.ώνα  κελαινεφες  αίιχ'  άπομόργνυ" 

τοΰτο  νοαίζω  δεν  δύναται  να  σημαίνη  άλλο  ή  οτι 
ή  πληγή  εκείτο  Οπό  τον  τελαμώνα  ή  παρ  αυτόν, 
οτι  δηλαδή  ή  τε  πληγή  και  δ  τελαμών  εκειντο  έπί 
του  δεξιού  ώμου-  διότι  αί  δύο  πράξεις,  άνάσχεσις 
του  τελαμώνος  και  άπόμορξις  του  αίματος,  είναι 
προφανώς  συναφείς,  της  πρώτης  έκτελουμένης  χά- 
ριν τής  δευτέρας-  άλλα  και  έάν  ΰποτεθώσιν  άνεςαρ- 
τητοι  αλλήλων,  πάντως  είναι  σύγχρονοι,  έάν  δε  δ 
τελαμών  δεν  εκείτο  επί  τοο  πληγωΟέντος  ώμου,  δ 
Διομήδης  δωρεάν  έδυσχέραινε  τό  έργον  του  άνέχων 
δια  τής  αιας  χειρός  τον  έπί  του  άριστεροο  ώμου 
τελαμώνα  και  σφογγίζων  συγγρόνως  οιά  τής  ετέ- 
ρας τήν  έπί  του  δεξιού  πληγήν.  Άλλα  ούο  χωρία, 
τά  όποια  δ  Reichet  αναφέρει  προς  άπόοειςιν,  οτι 
τών  παρ'  Όμήρω  ασπίδων  οί  τελαμώνες  εκειντο 
έπί  τοΟ  αριστερού  ώμου,  δύνανται  κάλλιστα  να 
έρμηνευθώσι  καί  άλλως.  Έν  τω  πρώτω  (11  10ο) 
λέγει  δ  ποιητής  περί  του  Αίαντος 

ό  δ'  άριστερόν  ώ(λον  εκαμνεν 
ερνπεδον  αϊέν  έ^ων  σάκος  αίόλον 

'  Homerisches  Epos  2  α.  327. 
2  Ε.  α.  σ.  33. 


Ό  Reichet  φρονεί  ό'τι  ό  ώμος  τοο  Αίαντος  έκα- 
μνε, διότι  έπ'  αύτοΟ  εκείτο  ό  τελαμών  έάν  όμως 
δ  ήρως  έφόρει  ασπίδα,  οίαν  οί  έπί  τής  στήλης  καί 
του  αγγείου  άνορες,  ό  ωμός  του  καί  όλος  δ  βρα- 
7 ίων  διαρκώς  πιεζόμενοι  Οπό  τής  άσπίδος  δεν  Οά 
εκαμνον  ωσαύτως  ;  Τό  δεύτερον  χωρίον  αναφέρεται 
πάλιν  εις  τόν  Αί'αντα"  δ  "Εκτωρ  βάλλει  αυτόν 

Ξ  404  έξ.  τγ,  ρα  δύω  τελαΐΛώνε  περί  στήθεσσ•.  τετάσθην, 
ή  τοι  ö  [Λεν  σάχεος,ό  δέ  φασγάνου  άργυροηλου" 
τώ  οί  ρυσάσθην  τέρενα  £ρόα' 

Περί   του    τελαμώνος    του    ξίφους   γνωστόν    είναι 
δ'τι  εκείτο   έπί  του  δεξιού  ώμου"  έάν   δε  δεχθώμεν 
(Reichet  σ.  32)  ό'τι   ό  ποιητής  ηθέλησε  να   όρίση 
ακριβώς  το  \).ίροζ,  εις  ό  εβλήθη  ό  Αίας,  τότε  βε- 
βαίως πιΟανώτερον  είναι  νά  ύποθέσωμεν  οτι  οί  τε- 
λαυ-ώνες  διεσταυροΰντο   έπι  του  στήθους,  δ'τι  δη- 
λαδή ό  τής  άσπίδος  εκείτο  έπί  τοο  αριστερού  ώμου- 
διότι  ούτω   ό  ορισμός  του  μέρους  θα  ήτο  ακριβέ- 
στερος. Αλλ'  ούτος  δεν  ήτο  δ  σκοπός  τοΰ  ποιητοΟ- 
ήθέλησεν  απλώς  νά  δηλώση  το  αίτιον,  ένεκα  του 
οποίου  τό   δόρυ  του  "Εκτορος  δεν   έπλήγωσε  τον 
Αίαντα,   το  αίτιον   δ'  ήτο   ότι,   εις  τό   μέρος  όπου 
εβλήθη,  οί  τελαμώνες  εκειντο  δ  είς  έπί  του  έτερου* 
έάν  διεσταυροΰντο  ή  εκειντο  έπί  τοο  αύτοΟ  ώμου  — 
τοΰτο  μένει   ασαφές,  ώς  παρετήρησε  πάλιν  δ  Hel- 
big1  'Ομολογώ   όμως   έγώ  ότι,  έάν   οί  τελαμώνες 
διεσταυροΰντο  έπί  του  στήθους,  δ   δ   Αίας   έφόρει 
έπ1  αυτών  τήν  μεγάλην  πυργοειδή  άσπίόα  του,  δέν 
εννοώ  πώς  ή  αιχμή  τουΈκτορος  ήδύνατο  νά  φθάση 
μέχρι  τών  δύο  τελαμώνων   χωρίς   νά  διατρυπήση 
πρώτον  τό  έπταβόειον  σάκος  του  τ\ρ(αος'  περί  τού- 
του δέ  ουδέν  αναφέρεται. 

Καί  εις  άλλας  περιγραφάς  τών  έπων  άρμόζουσιν 
αί  μετά  πόρπακος  καί  τελαμώνος  ασπίδες,  περί  ων 
όαιλουμεν,  έξ  ίσου  καλώς  όσον  καί  αί  άρχαιότεραι 
μυκηναι'καί,  ή  καί  καλλίτερον.  Ούτω  ούναται  τοι- 
αύτη ασπίς  νά  κάλυψη  άριστα  άνδρα  συνεσταλ με- 
ν ον  κοιμώμενον  (ξ  479.  Reichet  σ.  20),  περί  αυ- 
τής δε  προκειμένου  εννοούνται  νομίζω  καλλίτερον 
καί  στίχοι  ώς  οί  εξής" 

Μ  294.  Φ  581.  ασπίδα  [Λεν  πρόσθ'  έσχετο  πάντοσ'  έίσην 
Ν  157.   803.  πρόσθεν  δ'  έχεν  ασπίδα  πάντοσ'  έί<Π)ν 
Υ  162.  163.  άταρ  άσπίδαθοϋριν  ||  πρόσθεν  έχε  στέρνοιο 

<  Ε.  α.  σ.  327  σηρ.  6. 


21 


Π'ΛΙΙΤΙΙ    ΣΤΗΛΗ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


22 


Διότι  ή  άρ/αιοτέρα  μυκηναϊκή  ασπίς  έφέρετο  κατά 
δύο  μόνον  τρόπους,  έκρέματο  δηλαδή  ή  ίπί  των 
νώτων  ή  προ  του  στήθους"  ό'ταν  έκρέματο  προ  του 
στήθους,  ο  οπλίτης  ουδέποτε  μετεκίνει  αυτήν  προς 
δεξιά  ή  προς  αριστερά,  όπως  άμυνθη  κατά  των 
βελών  [Reichel  er.  14)•  περί  τούτων  των  ασπίδων 
λοιπόν  προκειμένου  οί  παρατεΟέντες  στίχοι  είναι 
δυσερμήνευτοι"  διότι  ούτοι  δεν  σημαίνουσι  βε- 
βαίως ού'τε  οτι  οί  ήρωες  εΐχον  τάς  άσπίοας  ολί- 
γον ,  πρότερον  κρεμαμένας  επί  των  νώτων  ,  ούτε 
οτι  «  βαδίζοντες  μετά  προφυλάξεως  κατά  του 
ένΟρου  Ι'Ώΐρον  αύτας  προ  εαυτών  κρατούντες  άπο 
του  κανόνος»  (Roichel  σελ.  36)•  το  δεύτερον  άπο 
κλείεται  και  υπό  του  αορίστου  «  έσχετο  »  καί 
Οπό  του"  γεγονότος  οτι  εις  μίαν  τών  περιπτώσεων 
(Φ  581)  ό  Άγήνωρ  ίσταται  αναμένων  τον  έ- 
χΟρόν,  δεν  προχωρεί  κατ'  αύτοΰ.  Οί  στίχοι  εκεί- 
νοι δηλοΟσιν  ακριβώς  την  προς  τα  οεςιά  κίνησιν 
της  αριστεράς  χειρός  ,  δι'  ής  κατά  την  στιγμήν 
της  μάχης,  είτε  επιτιθέμενοι  είτε  ιστάμενοι  και 
τον  έχθρόν  δεχόμενοι,  έ'φερον  τήν  άσπίοα  προς  τα 
εμπρός,  ώστε  να  καλύπτη  το  στήθος  κα'ι  τα  σκέλη" 
δηλουσι  δηλαδή  σαφώς  δ'τι  οί  άνδρες,  εις  ούς  άνα- 
φέρονται,  ίψορουν  ασπιοας  μετά  πορπακος. 

'Ωσαύτως  αί  φράσεις  «  ύπασπίδια  προβαίνειν  »  ή 
«  προποδίζειν  »  εννοούνται  ούχ  ήττον  καλώς  άναφε. 
ρόμεναι  εις  ασπίδας  μετά  τελαμώνος  καί  πόρπακος• 
διότι  αύται  μετετοπίζοντο  ευκόλως  Οιά  μικρας  τής 
/ειρος  κινήσεως  καίοί  ταύτας  φορουντες  ώφειλον  να 
προ/ωρώσι  μετά  πλείστης  προσοχής,  όπως  μή  γυ- 
μνώσωσι  μέρος  του  σώματος  των.  Προ  πάντων  φυ- 
σικά διέτρενον  κίνδυνον  να  γυμνώσωσι  τά  οεςια  καί 
δια  τούτο,  οσάκις  δίδεται  ακριβέστερος  ορισμός,  βλέ- 
πομεν  οτι  ώς  έπί  το  πολύ  εις  τά  δεξιά  του  σώμα- 
τος δέχονται  οί  πολεμισταΐ  τάς  πληγάς.  Ο  Φαι- 
στός (Ε  46),  ό  Διομήδης  (Ε  98  —  188),  δ  Μα- 
χάων  (Α  506),  ό  ΠροΟοήνωρ  (Ξ  450),  ό  Πυραίχ- 
μης  (Π  289),  ό  Άκάμας  (Π  343)  πληγώνονται 
εις  τον  δεξιόν  ώμον  ό  Σιμοείσιος  (Δ  480)  εις 
το  στήθος  παρά  τον  δεξιόν  μαστόν ,  ό  Εύρύπυ- 
λος   (Α  583)   εις  τον    δεξιον    μηρόν ,    ό   Φέρεκλος 


(Ε  66  /.'/■.  ό  Λρπαλίων  (Ε  651)  εις  τον  δεξιον 
γλουτόν,  ό  Δίωρης  (Δ  518)  είς  τήν  δεξιάν  κνήμην 
καί  πάλιν  ό  Διομήδη;  Λ  376)  είς  τον  ταρσον  του 
δεξιού"  ποδός,  ό  δε  θέστωρ  II  405)  είς  τήν  δεςιάν 
γνάθον.  Απέναντι  τούτων  δύο  μόνον  αναφέρονται 
πληγωθέντες  είς  τά  αριστερά  του  σώματος,  ό  —  αρ. 
πηδών  Ε  660)  είς  τον  μηρόν  καί  ό  θυμβραΐος 
(Λ  321  είς  τον  μαστόν.  \\  αί  δέν  ΧρνοΟμαι  μέν 
οτι  δεν  πρέπει  ν  άποδίδηται  πολύ  μεγάλη  σημα- 
σία είς  πάντα  τά  παραδείγματα,  διότι  είς  πολλά 
φαίνεται  οτι  το  έπίθετον  μδλλον  κατά  συνήθειαν 
ετέθη — -αυτός  ό  ίππος  Πήοασος  (II  467)  πληγώ- 
νεται 8πως  οί  άνδρες  είς  τον  οεςιόν  ώμον  —  ούν 
ήττον  ακριβώς  ή  συνήθεια  αοτη  αποδεικνύει  οτι  έν 
τή  φαντασία  τών  αοιδών  τά  οεςιά  του  σώματος 
τών  πολεμιστών  παρίσταντο  πολύ  μδλλον  εκτε- 
θειμένα εις  τά  βέλη  και  τάς  πληγάς  τών  έχθρων 
τούτο  δε  μαρτυρεί  πάλιν  εναντίον  τής  μυκηναϊκής 
ασπιοος 

Αλλά  νομίζω  ό'τι  είναι  περιττον  νά  επιμείνω 
περισσότερον.  II  γνώμη  του  fteicliel  ισχύει,  φαί- 
νεται, πεοί  τών  αληθώς  οχανα  ένουσών  άσπίοων^ 
ή  μετάβασις  όμως  είς  αύτάς  άπο  τών  αρχαιοτέρων 
μυκηναϊκών  δέν  έγένετο  άποτόμως"  έμεσολάβησαν 
αί  μετά  τελαμώνος  καί  πόρπακος,  ας  βλέπομεν 
έπί  τής  στήλης  καί  του  αγγείου  και  ας  οί  Σπαρ- 
τιάται  μέχρι  του  τρίτου  προ  Χρίστου  αιώνος  με- 
τε/ειρίζοντο.  Καί  είναι  μεν  πιθανόν,  ότι  εΓς  τίνα 
μέρη  τών  επών  δ  ποιητής  είχεν  έν  νώ  τήν  παλαιο- 
τάτην  ασπίδα,  είς  πλείστας  δμως  περιγραφάς  αρ- 
μόζει αναμφιβόλως  πολύ  καλλίτερον  ή  άλλη,  ήτις 
αποδεικνύεται  ούτω  ούσα  πολύ  αρχαιότερα  του 
ογδόου  προ  Χριστού"  αιώνος.  Το  συμπέρασμα  δε 
τούτο  συμφωνεί  ~ρος  όσα  ές  άλλων  οεοομένων  επι- 
τρέπεται νά  είκάσωμεν  περί  τής  διαρκείας  του  μυ- 
κηναίου πολιτισμού'  διότι  βεβαίως  ού'τε  ό  τάφος, 
έν  ω  ή  στήλη  ευρέθη,  δύναται  νά  είναι  τής  ογδόης 
έκατονταετηρίδος,  ού'τε  το  άνάκτορον  τών  Μυκη- 
νών έσώζετο  μέ/ρι  τών  χρόνων  εκείνων. 

Χρ.  Τςοτντας 


ΕΠΙΓΡΑΦΑ1    ΕΛΕΥΣ1Ν0Σ 


1 .  Τεμάχιον  πλακός  έκ  λευκού  μαρμάρου  ελ- 
λιπές κάτωθεν  καί  προς  οεξιάν.  Μέγιστον  πλάτος 
0,15,  υψοςΟ,  12,  πάχος  0,0ο.  Μέγεθος  των  γραμ- 
μάτων του  πρώτον  στί/ου  Ο, Ol 8,  των  δε  λοιπών 
0,013-0,015  πλην  του  Ο  και  του  Θ  εχόντων  υ- 
ψος  μόνον  0,01.  Ό  /αρακτήρ  των  γραμμάτων 
φαίνεται  οΰτως  αρχαϊκός,  ώστε  παρά  το  ίωνικόν 
άλφάβητον  δεν  μοι  φαίνεται  άπίθανον  να  εινε  και 
άρναιοτέρα  κατά  τι  τών  κατ  Εύκλείοην  άρχοντα 
χρόνων  ή  επιγραφή.  Αριθμός  τοο  έν  τω  μουσείω 
καταλόγου  τών  επιγραφών  333.  Ευρέθη  έν  τη  αρ- 
χαία έπιχώσει  της  νοτίας  αυλής  του  ίεροΟ  εις  μέγα 
βάθος  οχι  μακράν  του  παλαιοτέρου  στρογγυλού 
πύργου. 


νονται  ανήκοντα  εις  τάς  αρχάς  του  Δ'  π.  Χ.  αιώ- 
νος.  Άριθ    καταλ.  341. 


ΘΕΟ 

ΕΙΚΩΤΗΝΖ. 
"ΕΜΜΑΝΜΑΝ 
νΝΤΕΡΓΩΝΔΑΙ 
5      'ΜΟ*ΑΟΗΝΑΙΓ 
<ΑΙΠΑΙ 


Θεό  -  -  [άνέθηκεν  J. 

Είκώ  τήνδ[ε] 

(γ)ένναν  ΜΑΗ 
(α)ντ'  έργων  δ'  ά[παρχίκ] 
[οη][Λθς  Άθτονα£ω[ν] 
(κ)αίΛπαί[δες] 


2.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μόνον 
προς  άριστεράν,  καίτοι  έκ  πάντων  τών  στίχων  έλ- 
λείπουσι  τα  πρώτα  προς  άριστεράν  γράμματα  πλην 
ίσως  τοο  τετάρτου.  Τψ.  0,19,  πλ.  0,08,  πάν. 
0,12.  Γράμματα  στοιχηδον  διατεταγμένα  και  φι- 
λοκάλως  κεχαραγμένα'  μέγεθος  αυτών  0,012.  Φαί- 


Ε 

Λ 

\. 

Α 

Ι 

Τ 

Ο 

Δ 

Ε 

Ο 

Ν 

Η 

Ι 

— 

Ο 

* 

Κ 

Ν 

Δ 

ο 

* 

Ο 

Ν 

Ο 

Ν 

Ε 

Ρ 

Ο 

i 

Ε 

ι 

Δ 

10 


Το  πρώτοι  γράμμα  τοο  στ.  2  φαίνεται  δτι  εινε 
Κ  ,  το  δε  τελευταϊον  τοο  στ.  9  δτι  δεν  εινε  Ι. 

3.  Μάρμαρον  λευκόν  ελλιπές  κάτωθεν,  άνωθεν 
δέ  πάλαι  συνδεδεμένον  προς  έτερον  λίθον  δια  δύο 
σιδηρών  δεσμών,  ων  σώζονται  καί  νυν  τά  ίχνη. 
Πλάτος  0,85,  μέγιστον  υψος  0,50,  πάχος  περί- 
που 0,20.  Επιφάνεια  πολλαχοο  έφθαρμένη  ές-  άπο- 
λεπίσεως  καί  άποσαθρώσεως  του  μαρμάρου,  προσέτι 
δέ  έν  τη  μέση  στήλη  ήφανίσθησαν  σχεδόν  ολοσχερώς 
οι  τρεις  πρώτοι  στίχοι  καί  [J-ίροζ  του  τετάρτου  ένεκα 
αποκοπής  μέρους  τοΰ  λίθου.  Γράμματα  τών  αυτών 
περίπου  χρόνων  προς  τά  της  προηγουμένης  επι- 
γραφής' μέγεθος  αυτών  0,011,  διάταξις  στοιχηδον 
πλην  της  τρίτης  στήλης,  ήτις  έ'χει  μόνον  δυο  στί- 
χους.   Αρ.  καταλ.  38. 


Κ    Η    Φ 

ι 

€  ι  ε  ί 

Ο 

Ι 

ΑΚΑΜΑΝΤΙΔΟί 

Π    Ρ   Ω 

Τ 

ΑΡΧΟ* 

S 

ΕΥΞΙΟΕΟί 

Ρ   Υ   Ο 

Ε 

Α    * 

/ 

Η   * 

Ε  Υ    Φ 

Ι 

Λ    Η    Τ   Ο   S 

Τ   Ε 

Ι 

.     Μ 

Α   Χ 

Ο 

S 

Κ    Ο    Ρ 

ο 

I    BO    ί 

Δ   Η 

Μ 

ΟΔΟ 

Κ    Ο 

* 

Α    Υ    u 

Φ 

Η    ( 

Χ    . 

ι 

Ι     Μ   Α 

Χ   Ο 

* 

Φ 

Ω   Κ 

Φ   Α 

Ν 

Υ    Λ  Λ 

Ο    ί 

Χ  Ο    * 

Α   Κ 

Ρ 

Υ    Ρ   Τ 

ο  s 

Η    ί 

Ι     . 

Υ  Λ   Λ 

ο  * 

Τ    . 

Κ  Ω 

Φ 

.    Κ    Ρ 

Α  Τ 

Η 

S 

25 


ΚΙΠΙΤΛΦΛΙ    ΕΛΚΤΣΙΝΟΣ 


26 


Γ 

Ν 

Ν, 

Μ 

Η 

* 

— 

Υ 

φ 

Ι 

Λ 

Η 

Τ 

ο 

* 

\ 

Ρ 

ι 

i 

Τ 

Ο 

Κ 

Ρ 

\ 

ι 

* 

τ 

Ρ 

/-> 

Μ 

Β 

ι 

χ 

ι 

Δ 

15      . 

Ε 

ί 

Ο 

Φ 

ο 

* 

. 

Τ 

Ο 

Ν 

Ο 

* 

. 

Χ 

Ρ 

Α 

ι 

ο 

* 

Λ 

Λ 

Ι 

Ρ 

π 

ο 

Η    ί 


.     .      .     .    Δ   Α   Μ  Ο   ί 

Ε  Y  C    ....  Ο  ί 

Ε   Υ    .    Ρ    Α   Τ    Η  * 

φ    Η    Γ   Ο    *     !     Ο  i 
Ο 


Ν 


10 


ΙΙρώταργος 
ΠυΟεας 

Εΰφίλητος 
Κόροιβος 
Άψ(έ)φγ)ς 
-  -  φών 

χο; 

ης 

Τ[γ)λε]κώ[ν;] 

[Εύω]ν(ύ)ρνης 

(Ε)ύφίλγιτος 

('Αριστοκράτης]      Εΰ[κ]ράτης. 

Στρο[Λζιχίδη; 


-  οι      ΆκαΐΛαντίδος' 
-ς       ΕΰξίΟεος. 

-  •ις 
Τε[ισί]|Ααχος 

Δημόδοκος 

Χ[αρ]ίρ.αχος 

Φάνυλλος 
"Ακρυπτο; 
Ί[ά<τ;]υλλος 

-  -  κράτη; 

-  -  δαριο; 
Εΰ[0ύ  .  .  .]ος 


15      [Άρ]έσο«ρος(;)  Φηγο(ύ)σιο(ι)" 

[Εΰ]τονος  —  ο  — 

-ΧΡαιο?(0 
[Κ*]λλιπο[ς] 

Ν 

Έν  στήλη  α'  στ.  17  ΑΙ  έφθαρμένα  και  αμφί- 
βολα. Εν  στήλγ]  β'  στ.  1  πιΟανώτατα  πρέπει  να 
συμπληρωΟή  ['^να|*υρά(Τΐ]οι,  διότι  καί  ούτοι  ανή- 
κον εις  τήν  Έρεχθηΐίδα  φυλήν,  ώς  οί  Κηφισιεΐς 
και  οϊ  Φηγούσιοι. 

4.  Τετράγωνος  βάσις  έκ  μέλανος  έπιχωρίου  λί- 
6ου  μετά  βοΟρίσκου  άνωθεν  ελλιπής  προς  άριστε- 
ράν  Πλ.  0,25,  υψ.  0,11,  πάχ.  0,40.  Ώς  έκ 
των  γραμμάτων  ή  επιγραφή  δέν  φαίνεται  πολύ 
νεωτέρα  των  προηγουμένων.  Μέγεθος  των  γραμ- 
μάτων περίπου  0,02.  'Αριθ.  καταλ.  64. 

Ε  Ι  Τ  Ο  Ν  Ο  £      [Ό  δείνα  Άριστογ]είτονο; 
AMENO*  [εΟζ]ά[Λενος 

OH  Κ  EM  [άνέ]θηκεν. 


Ο.  Στήλη  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  ελλιπής  άνωθεν. 
Μέγιστον  Οψος  0,50,  πλ.  0,19,  πάχ.  0,15.  Τά 
γράμματα  Φαίνονται  κατά  τι  νεώτερα  των  προη- 
γουμένων' μέγεθος  αυτών  0,016,  το  Ο  έν  τοί  τε- 
λευταίω  στί/ω  μικρότερον  τών  άλλων,  του  Ε  ή 
μέση  κεραία  εΐνε  βρα/υτέρα,  οιάταςις  στοιχηοόν. 
ΆριΟ    καταλ.  72. 

.     Υ   Δ    Ε     Ι    Δ    Η    *  [Κ]υδείδης 

ΚΥΔΙ*ΤΡΑΤΟ     ΚυοΊ<ττρ*το(υ) 


ΡΕ  ΙΡΑ  |  Ε  Υ(  Ε 
ΛΕ  ΥΗ  Ν|ΑΤΑ 
ΜΕΓΑΛΑΡΑΛΗ 
NN  I  Κ  Η  S  Α  *  Α  Ν 
Ι  Ο  Η  Κ  Ε 


Ιίειραιεΰ;  Ε- 
λευσίνια τα 
μεγάλα  πάλ(η)- 
ν  νικήσας  άν- 
(ε')Οηκε. 


6.  Μάρμαρον  λευκον  περικοπέν  έν  ύστέροις  χρό- 
νοις  άνωθεν  καί  έκατέροΟεν,  Γνα  μεταποιηΟη  εις 
βάσιν  τινά,  όθεν  καί  ή  επιγραφή  εΐνε  έκατέροΟεν 
κεκολοβωμένη,  καί  οί  δύο  πρώτοι  στί/οι  αυτής 
λίαν  λελωβημένοι.  Το  νΟν  σωζόμενο  ν  [i-ίρος  εΐνε 
τεθραυσμένον  εις  δυο  τεμάχια  συναρμόζοντα.  Μέ- 
γιστον υψος  0,31,  πλ.  0,61,  πάχος  0,62. Ό  χα- 
ρακτήρ  τών  γραμμάτων  φαίνεται  άνάγων  τήν  έπι- 
γραφήν  εις  το  Ζζύτζρον  ήμισυ  του  Δ'  αιώνος•  Ω  συγ- 
κεκλεισμένον ,  Ν  ισοσκελές,  Ε  μετά  βρα/υτέρας 
της  μέσης  κεραίας"  άπας-  (στ.  6)  υπάρχει  καί  στί- 
ζις  δια  τριών  στιγμών.  Τά  γράμματα  εινε  Οιατε- 
ταγμένα  εις  δύο  στήλας.  Έν  τη  προς  δεξιάν  στήλη 
δ  κατάλογος  τών  ονομάτων  φαίνεται  οτι  ήρχετο 
άπο  τοΟ  τρίτου  στίχου,  διότι  έν  τω  δευτέρω  στί/ω 
τα  γράμματα  εινε  αραιότερα  ή  έν  τοις  έπομέ- 
νοις.  Ωσαύτως  δε  καί  τα  μικρά  λείψανα  της  προς 
άριστεράν  στήλης  οέν  φαίνονται  ανήκοντα  εις  άνα- 
γραφήν  ονομάτων,  Έν  τέλει  τοο  στ.  7  δ  χαράκτης 
παρέλιπεν   έκ  παραδρομής  το   Ν  γράψας  τα  έπό- 


27 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΤΣ1Ν0Σ 


28 


) 

Τ 


_  Ν  ι 
Ε  * 


μένα  γράμματα  Ο  Υ,  έπειτα  δε  διώρθωσεν   αυτός 
το  παράπτωμα.  Έν  στ.  2  έν  τέλει  άγραφος  χώρος 

'Αριθ.  καταλ.  40. 

Α 
.    w       ι       ^       i       Δ 
*ΩΤΗ*ΛΑΜΓΤΡΕ 
si     Κ    Α   Φ    Ω    Ν    Φ   Ι    ΛΑΙ 
5  ΕΛΡ    Ι    ΝΗί    ΠΡΟΒΑ 

ΑΓ    ΝΟΘΕΟ€;ΚΗΤΤ 
φ    Ι     ΛΟΘΗ    ΡΟί  ΑΓΝΟ 
ΛΥίΙίΤΡΑΤΟίφΥΛ/ 
Λ.ΥίΙίΤΡΑΤΟίΜΕΛ 
.     .    ΡΟΠΙΝΟ*ΔΕΚΕ 

στ.   3    Σώτης  Λα[Λπτρε[ϋς] 
Σκάφων  Φιλαί(δης) 
Έλπίνης  Προβα[λή<ηος] 
Άγνόθεος  Κήττ[ιος] 
ΦΛόθηρος  Άγνο[ύσιος] 
Λυσίστρατος  Φυλ[άσιος] 
Λυσίστρατος  Μελ[ιτεΰς] 
[Χα]ροπϊνος  Δεκε[λεύ;]. 

7.  Τμήμα  κυλινδρικής  βάσεως  έκ  λευκού  μαρ- 
μάρου διχοτομηθέν  οριζοντίως  έν  βαρβάροις  χρό- 
νοις.  Το  διασωθέν  μέρος  εινε  το  έν  τέταρτον  περί- 
που τής  άρ/ικής  περιμέτρου  τής  βάσεως,  σύγκει- 
ται δέ  έκ  δύο  τεμαχίων  συναρμοζο  μένων  το  έτερον 
έπί  τοΟ  ετέρου.  Τψος  αμφοτέρων  0,28,  σωζόμενη 
περίμετρος  0,45.  Ώς  έκ  τής  διχοτομήσεως  ήφα- 
νίσθησαν  γράμματα  μεταξύ  των  σωζόμενων  ούο 
στίχων  (πιθανώς  εις  μόνον  στίχος).  Κατά  το  προς 
άριστεράν  πέρας  του  τεμαχίου  σώζεται  τμήμα  έγ- 
κε/αραγμένου  έλαίνου  στεφάνου,  εντός  τοΰ  οποίου 
έσώθη  μόνον  το  γράμμα  Η  .  Τα  γράμματα  φαίνον- 
ται τών  αυτών  χρόνων  προς  τήν  προηγουμένων 
έπιγραφήν  μέγεθος  αυτών  0,015.  'Αριθ.  κατα- 
λόγου 111. 

ΧΑΡΙΑΣΕΥΟΥΚΡΑΤΟΥ 

Ε  Ρ  Ι  Τ  Η  Ν  Χ  Ω  Ρ  Α  Ν  Α  Ν  Ε  Ο  Η  Κ  Ε 

Χαρίας    Εύθυκράτου[ς] 
[Κυδαθηναιεϋς  στρατηγήσας] 
έπί  την  χώραν  άνέθηκε[ν]. 

Περί  τοΟ  αξιώματος  του  στρατηγού  έπί  την 
χωράν  ή  στρ.  έ.  τ.  χ.   την  έπ   ' Ε.Ιενσΐνος  πρβλ. 


Busolt  Gr.  Staatsalterth.  2  σελ.  242.  Ό  Χαρίας 
ούτος  εΐνε  ήδη  γνωστός  ώς  τριήραρχος  (CIA  1 1  % 
808  a  54). 

8.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μόνον 
προς  δεξιάν.  Τψ.  0,08  πλ.  0,13,  πάχ.  0,035. 
Τα  γράμματα  φαίνονται  όχι  νεώτερα  του  τετάρτου 
αιώνος'  μέγεθος  αυτών  0,008  περίπου.  Ή  επι- 
γραφή αυτή  εκδοθείσα  |τό  -ρώτον  ΰπό  Lenormant, 
Recherches  arch,  à  El.  σελ.  365  αριθ.  101  περιε- 
λήφθη είτα  πλημμελώς  μετά  τών  ρωμαϊκών  επι- 
γραφών έν  CIA.  Ill  850,  ένθα  καί  άμφιβολίαν 
περί  τής  αναγνώσεως  του  στ.  3  έξεοήλωσεν  Ό 
Üittenberger.  Δια  τούτο  ένόμισα  ότι  έπρεπε  να  έκ- 
δοθή  έκ  νέου.  'Αριθ.  καταλ.  347. 

Ο  Ι  Α  Δ  Ε  Λ 
Ω  Ν  Σ  Ω  Φ  Ρ  Ο 
Ι  Κ  Ο  Ν  Ο  Μ  Ο  Ν 

Έν  στ.  3  δεν  κείται  νυν  έπί  του"  λίθου  ΟΙΚΟΝΟ- 
ΜΟΝ,  ώς  άνέγνω  Ό  Lenormant,  πιθανόν  δέ  μοί 
φαίνεται  δτι  ούτος  προσέθηκεν  έν  αρχή  το  Ο  πλα- 
νηθείς έκ  τίνος  ύπαρχούσης  μικρας  βλάβης  τοΟ  λί- 
θου, οχι  δέ  βτι  άπεκόπη  το  έχον  το  Ο  μέρος  του 
λίθου  έν  τώ  μετά  τον  Lenormant  χρόνω.  Δύναται, 
λοιπόν  έν  στ.  3  να  μη  άναγνωσθή  οίκονόμον> 
άλλ'  ίσως  όρθότερον  -  ικον  όμον--. 

9.  Μάρμαρον  λευκόν  άκέραιον  μόνον  προς  άριστε- 
ράν.  "Τψος  0,16,  πλ  0,127,  πάχ.  0,10.  Τό  με- 
γαλύτερον  μέρος  του  λίθου  προς  τα  άνω  εινε  ά- 
γραφον.  Γράμματα  λεπτά  καί  έπιπολαίως  κεχα- 
ραγμένα,  διατεταμένα  δέ  στοιχηδόν,  τα  άκρα  τώ> 
κεραιών  ένιαχου  έξωγκωμένα-  μέγεθος  τών  γραμ- 
μάτων μέχρι  0,006.  'Αριθ.  καταλ.  370. 

ΟΕΟΒΟΥΛΟΣ 
ΑΓΑΘΗ  Ι  ΤΟΥ 
Α  Ι  Λ  Ο  Η  Ν  Α  Ι  Ω 
Σ  Ε  Π  Ε 

Θεόβουλος [•»*«'  ΤύΧΠ] 

αγαθή  τοϋ  [δή(Αθυ  του  'Αθηναίων  δεδόχθαι  Έλευσινίοις  κ-] 
αί(ΆΘ)ηναίω[ντοϊς'Ελευ5ϊνικαίένΠανάκτω  τεταγμένοι-] 
ς•   'Επειδή  -  -  -  - 


29 


ΚΠΙΠ'ΛΦΛΙ    ΙίΛΗνΣΙΝΟΣ 


30 


10.  Μάρμαρον  λευκον  άκέραιον  μόνον  προς  δε- 
ξιάν.  Πλ.  0,30,  ύψος  της  έπιγεγραμμένης  επιφα- 
νείας 0,2Β,  μέγιστον  πάχος  0,12.  ΊΙ  έπιγεγραμ- 
μένη  επιφάνεια  εινε  λίαν  σεσαΟρωμένη  καί  άποτε- 
τριμμένν),  ώς  έκ  τούτου  δέ  καί  ένεκα  της  μικρό- 
τητος  των  γραμμάτων  μέγα  [J-ίρος  της  επιγραφής 
κατά  το  μέσον  ήφανίσΟη  ολοσχερώς  καί  το  ύπολει- 
πόμενον  δέ  εινε  λίαν  δυσανάγνωστον,  πλείστα  δε 
γράμματα  αμφίβολα.  Άνέγνωσα  ώς  ήδυνήΟην.  Είς 
όμοίαν  και  έτι  χείρονα  κατάστασιν  ευρίσκεται  και 
το  ακολούθως  ύπ'  αριθ.  11  έκΟιοόμενον  τεμάν-'.ον, 
€περ  νομίζω  δτι  προέρχεται  έκ  της  αυτής  στήλης 


προς  το  παρόν.  Τα  γράμματα  έ/ουσι  τά  ά'/.ρα  των 
κεραιών  έξωγκωμένα,  φαίνονται  Sé  i/.  τοΟ  τέλους 
του  Α  αιώνος  προερχόμενα'  μέγεθος  αυτών  0,0•)."). 
'Αριθ.   κατά/..  63 

Παρά  την  μεγά/ ην  ρθοράν  του  λίθου  εινε  φανε- 
pòv  δτι  ή  επιγραφή  ήτο  διηθημένη  είς  τρεΤς  στά- 
λας, ώς  φαίνεται  ιδίως  έκ  των  στ.  8-9,  ένθα  τά 
γράμματα  της  μέσης  στήλης  δέν  άντιστοι/ουσι 
προς  τα  της  δεςιας.  Μέχρι  τοΟ  στ.  9  πάντες  οί 
στίχοι  εινε  ελλιπείς  προς  δεςιάν  κατά  τέσσαρα  πε- 
ρίπου γράμματα. 


ΟΤΟΝ 
Ο  Υ  Ι 


€  Ε  Y  S 
ΚΕΥΧ1  POI  .  0€ 
ΑΥΟ  ΕΚΤ 

ΤΟΜΚΘΕΚΑ.ΜΙ 
Ο        Μ 


Μ 
ΜΙ* 

MIS© 
ΜΕΝΟΥ 
Ι  ΙΟΔ  . 


*© 


.  .  Υ 

ΕΚΑΙΙΙΙ 

Ι 


IMI 

ιιιι 


ΔΥΟ 


ΜΙί  ©ΕΚ  Ι  Ι  Ι  Τ  ΕΙ  Τ  Ι  Ι 
ΟΙΚΟ  ΝΤΕ 

Υ  Ι  Ο 

Ι    Λ    Δ   Υ   Ο    Γ   Α 
AIO 


Ν  Μ  Ε  Ν 

ΙΔΟΤΟΙ  *Τ 
ΜΧίΥΝΕΠΑΓι 

ΑΝΛΛΩΜΑΡΕΡΙΤΟ 
ΤΟΡΕΡΙΤΟΙΕΡΟΝ 
ΟΑΡΓΗΛΙΩΝΟ*ΕΝ 
ΤΕΚΤΟΙΝΟΙΝΟΕΠΎ 
ΤΕΙΧΕΡΓΑΜΚΟΙΙΙ 
Λ  Κ  Ε  Ν  Ο  Ι  Κ  Ο  Τ  Ο  Υ  *  Ν  Λ 
ΕΓΔΥΟΥΕΚΤΩ . E NT 
ΚΏΝΜΙίΘΕΚ  Λ  ΙΙΙΙ 
MHPEIOIKOMISO 
ΔΙ  ΑίΟΓΌΙ.ΜΟΜΙΕΟ 
€ΚΙΡΟψΟΡΙΩΝΟ€ΝΟΥΜ 
Ο  Ε  .  TIN 


10 


15 


Ω 


20 


III 


Έκ  της  προς  δεξιάν   στήλης  δύνανται  να  άνα- 
γνωσθώσι  τά  έξης  περίπου" 

Στ.    4   έξ.   MX    ΰννεπάγ\ειν\  -  άνάΛωμα   περί 
τη  [zeîjçoq]  το  περί  το  ιερόν  [μηνόο  ;]  Θαργη.ΐιω- 

voç  è[rarrj] επί  τ[α\ 

τείχεργα  μίυ-θ(ωσις)  \\\ έκ 

χω[ν]  εντ[ο\κ(ύΥ  μίσθ(ωθιο}  έκά[στον)  1 1 1 1 

μίσθ(ωσις) 

φίσθ(ωσιο)  -  -  Σκιροφορι&νοα  νονμ(ψ•ία). 


Έν  στ.  8,  10,  13  ίσως  κείται  συντετμημένη  ή 
ή  λέξις  οίκο[αίίοί)'  ωσαύτως  καί  έν  στ.  14  της 
προς  άριστεράν  στήλης.  Ή  λέξις  τείχεργα,  ήτις 
φαίνεται  δτι  κείται  έν  στ.  9  δέν  μοι  εινε  άλλοθεν 
γνωστή,  αλλ'  όμως  δέν  μοι  έφάνη  τοσοΟτον  απί- 
θανος, ώστε  να  αναζητήσω  άλλην  άνάγνωσιν. 

Έν  ταϊς  άλλαις  στήλαις  πλην  της  επανειλημ- 
μένως άπαντώσης  λέξεως  μίσθ(ωσις)  ολίγιστα  μό- 
νον άναγινώσκονται,  ήτοι  έν  τη  μέση  στήλ^  στ.  b 


31 


ΕΠΙΓΡΛΦΑΙ   ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


32 


[ίθτα]μ8Υθν,  στίχ.  8-9  [μίσθωση]  έκά[στου) 
I  III,  στ.  15  όνο'  έν  δέ  τη  προς  άριστεράν  στήλη 
στ.  lo  avo. 

1  1 .  Τεμάνιον  λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν  ελ- 
λιπές. Μέγιστον  βψος  της  έπιγεγραμμένης  επιφα- 
νείας 0,22,  μέγ.  πλ.  0,09,  πάχ.  0,10.  Περί  της 
καταστάσεως  του  λίθου  ΐοε  τα  έν  τη  προηγουμένη 
επιγραφή  παρατηρούμενα.   'Αριθ.    καταλ.  381  Α. 

ΧΩΡΕ 
ΑΤΑΚ 
Ε  *  Θ  Ω 
ΙΟΥ  ΤΗ 

5  Υ  .   .  ΝΕΙΛ 

Ο     Τ     ΤΗί 
Ι      Λ 
Υ 
ΤΑΚ 
10  Ο  Ο  PO 

Υ  Ν 

Η 
ΩΒ  L   .  ι  Α 
Ν  Ο  Ν  ΕΚ  Ο 
15  Κ  Ρ  Ι 

Ο  Κ 
Ρ 
Ο  Ν  Ι  Δ  Υ  ΟΔ 
Ο  Ν 

20       Ο  Ι  Ν  |  Ο 

Μεμονωμένα  τινά  γράμματα  σώζονται  και  ές" 
οκτώ  ετι  επομένων  στίβων.  Έν  στ.  18  ίσως  δύ- 
ναται να  άναγνωσθη  όνο  ά[ακτν.1ων]. 

12.  Τεμά^ιον  λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν  ελ- 
λιπές Τψ.  0,24,  πλ.  0,12,  πάχ.  0,07•  ή  έπιγε- 
γραμμένη  επιφάνεια  σώζεται  μόνον  εις  ΰψος0,12, 
πλ.  0,09.  Γράμματα  των  μακεδόνικων  χρόνων 
μικρότατα, εις  άκρον  έφθαρμένα  και  δυσδιάγνωστα, 
διατεταγμένα  δέ,  ώς  φαίνεται,  στοι/ηδόν.  Το  τε- 


μάχιον  τούτο  και  το  ακολούθως  Οπ1  αριθ.  13  έκ- 
διδόμενον  μοί  φαίνονται  δπ  προέρχονται  αμφότερα 
έκ  της  αύτης  στήλης,  οχι  δμως  εκείνης,  έξ  ής  τα 
ύπ'  αριθ.  10  —  11  τεμάχια.  ΚαΙ  ταοτα  άνέγνωσα 
ώς  ήδυνήθην.    Αριθ.  καταλ.  372. 

Ν  Ο  .  ι  Ο 

Λ  Υ   Ε  Υ  .  .  Ο  Ο 

Λ  Δ  Ο  .  .  Μ  Ο  Ν   Ρ 

ΕΚ     .  Ο  Ε  Ν  ζ 

PO.  .  .  Ο  Ε  Ν   Λ 

Τ    .     .  .  .  Ω  Λ  Λ    Κ 

Λ  Ι  Ο   Η    Ν    ,     ι 

Ν    .    Ε  .  .      .  .  Ο    .    Τ  Ο 

Γ  Κ 

13.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μόνον 
προς  δεξιάν.  Τψος  0,18,  πλ.  0,14,  πάχ.  0,06. 
Το  πλείστον  μέρος  της  έπιγεγραμμένης  επιφανείας 
εινε  ήφανισμένον  έξ  άτιοσοί^ρώσεωζ  του  λίθου,  υπο- 
λείπονται δέ  μόνον  ολίγα  γράμματα  κατά  το  κα- 
τώτιρον  προς  άριστεράν  μίρος,  αμυδρά  και  ταύτα 
καί  λίαν  δυσδιάγνωστα.  Μέγεθος  αυτών  0,004, 
διάταξις  στοιχηδόν.  Παράβαλε  τα  ανωτέρω  ύπ  άρ. 
12  σημειωθέντα.  'Αριθ.  καταλ.  374. 

\    .     Ι    Τ   Α   Υ 

Ω    Τ    Η     Ι     Λ   Γ    Ο    Ρ  [πρ]ώτΐ0  (ά)γορ-- 

ΟΥίΟΥΜΕΤΛ 
Κ   Λ  ΤΙΙΙΠ    Ο   Ρ    Ε    Ι 
5  Ο   Ξ    Α    *     Ι    ΝΛΔ  [δ]όξασιν 

Τ  Ο 

14.  Τεμάχιον  στήλης  έκ  λευκοο  μαρμάρου  ελ- 
λιπές κάτωθεν  και  προς  οεςΊάν  έκ  της  έπιγεγραμ- 
μένης επιφανείας  έλλείπουσι  και  προς  άριστεράν 
γράμματα  τίνα.  Πλ.  0,37,  ΰψ.  0,25,  πάχ.  0,06. 
Τα  γράμματα  εχουσιν  έξωγκωμένα  τα  άκρα  των 
κεραιών,  δευτερεύοντα  δέ  τίνα  μέρη  αυτών  παρα- 
λείπονται Οπό  τοο  χαράκτου  (οίον  Ε  =  Ε,  Λ  =  Α, 
0  =  0)'  μέγεθος  αυτών  0,006,  διάταξις  στοιχη- 
δόν. Επιφάνεια  άποτετριμμένη.  Αριθ.  καταλ.  88. 


ΝΟΚΛΗ  *ΤΛΧΥΛΛΟΥΚΥΔΑΟΗΝ 
ΡΕΝΛΓΛΟΕΙΤΥΧΕΙΔ  .ΔΟΧΟ 

*ΚΛΙΛΟΗΝΛΙΩΝΤΟΙ*Ε 
Γ  Μ  Ε  Ν  Ο  Ι  iCnC  Ι  ΔΗΛΝΤΙ 
Ε  Υ  *  Λ  Φ  Ι  ΚΟΜΕΝΟ*1-  .  C  Ρ 


* 

Ι     Ν     Ι    Ο     Ι 

Ν 

!    Τ   Ε  Τ    Λ 

Ο 

.     .     *     Ι     Λ 

Λ  Ο 


Λ  Ο  Τ  Ι  Μ  Ω 


33 


ΕΙΙΙΙΤΛΦΛΙ    ΚΛΚΓΣΙΝΟί: 


\'λ 


[Άμεψοκλης  Ταχύλλου  ΚυδαΟην[αιε-] 
[υς  ε]ίπεν  ΆγαΟεί  τύχει  δ[ε]δόχ_0[αι  Έλ-] 
[ευ]σινίοις  και  'Αθηναίων  τοις    Έ[λευ-] 
[σ]ϊνι  τεταγμε'νοις.    Έπειδη   ΆντίΓγον-] 

[ο]ς  ό  [βα]ιιλεϋς  άφικόμενος 

-----     |φι]λοτίμω[ς] 

Ό  ειπών  το  ψήφισμα  τούτο  /ί{ίειι•οκ./Γ/ί;  7'α- 
χν.Ι.Ιον  είνε  και  έξ  άλλης  επιγραφής  γνωστό; 
(CIA  II  1024  στ.  9). 

15.  Τμήμα  στήλη;  έκ  γλαυκοχρόου  μαρμάρου 
ελλιπές  άνωθεν  και  κάτωθεν.  Πλ.  0,30,  βψ.  0,19, 
πάν.  περίπου  0,12.  Γράμματα  ευανάγνωστα  μετά 
ίξωγκω μένων  των  κεραιών  κατά  τα  άκρα'  μέγε- 
θος αυτών  0,007  —  0,008  Έν  στ.  10  κατά  πα- 
ραδρομήν  τοΟ  χαράκτου  κείται  Α  αντί  Δ.  ΛριΟ. 
καταλ.  110. 

ΜΕΝΕΚ/  Ο 

NIKOSTPATO.  .  ιΘΟΔΩ.ΟΥΑΧΑΡΝΕΥί 

ΛΥΤΟΚΛΗ*ΑΥΤΙθΥΑΧΑΡΝΕΥ* 
ΑΡΙίΤΟφΩ  NANTI  ΓΕΝθΥ*ΦΥΛΑίΙΟ€ 
ΑΡΧΙΓΡΟ*ΑΡΧΕ£ΤΡΑΤθΥΛΑΚΙΑΔΗ* 
.ΕΟΠΟΜΠΟ^ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥΑΧΑΡΝΕΥί 
.ΓΡΟΜΗΤΟ*ΑΙ*ΧΙΝΟΥΚΟΟΩΚΙΔΗ€ 
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟ*ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥΑΧΑΡΝΕΥί 
Χ  Α  Ρ  Ι  ΔΗΜΟίίΑΤΥΡΟΥΛΑΚ  Ι  Α  ΔΗ* 
ΗΓΕίΤΡΑΤΟίΗΓΗΤΟΡΙΑΟΥΑΧΑΡ 
ΑΧΑΡΝΗί 
ΠΥΘΟΔΩΡΟίΡΟ 

Μενεκ[λής 

Νικό<ττρατο[ς  Πυ]θοδώ[ρ]ου    Άχαρνευς 
(Α)ΰτοκλης  Αύτίου   Άχαρνευς 
Άριστοφών    Άντιγε'νους  Φυλάσιος 
"Αρ/ιππος  Άρχεστράτου  Λακιάδης 
[Θ]εόπομπος   'Αθηνοδώρου  Άχαρνευς 
[Ά](τ)ρόμητος  Αίσχίνου  Κοθωκίδης 
Καλλίμαχος  Καλλιμάχου    Άχαρνεΰς 
Χαρίδημος  Σατύρου  Λακιάδης 
ΤΙγε'στρατος  Ήγητορί(δ)ου   Άχαρ[νεΰς] 
Άχαρνης. 

Πυθόδωρος  Ilo.  .  .  . 

16.  Τεμάχιον  βάσεως  έκ  γλαυκοφαίου  μαρμά- 
ρου ελλιπές  έκατέροΟεν.  Πλ.  0,17,  βψ.  0,125, 
πάχος  μέχρι  0,14.  Τα  γράμματα  φαίνονται  μακε- 

ΕΦΗΜΕΡΙΣ;     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


δονικών    χρόνων    μέγεθος    αυτών   0,018    'Αριθ. 
καταλ.    127, 


Υ   Ε  Υ   (. 

Ω    Ν    Η    € 


Ό  δείνα  Φλ^υεύς 
[σιτ]ώνης 


Έν   τώ   δευτέρω   »τίχω    υπάρχει   προς   δεξιάν 
άγραφος  χώρος  ικανός  νά  δήλωση  βτι  δέν  βπηρχον 

άλλα 

17.  Τεμάνιον  λευκοΟ  μαρμάρου  τεθραυσμένον  εις 

Ι  /*  tilt  ι  ι 

δύο  μέρη  ίυναρμόζοντα,  άκέραιον  μόνον  προς  άρίστε- 
ράν  Μέγιστον  βψος0,32,  μέγιστον  πλ.  0,20,  πάχ. 
0,U6.  Γράμματα  στοιχηοόν  διατεταγμένα,  προερ- 
χόμενα δ'  εκ  τοΟ  τέλους  τοΟ  Δ'  ή  τών  άρχων  του 
Γ'  αιώνος'  μέγεθος  αυτών  0,007.  Αριθμός  καταλ. 
362  —  363. 

Υ    Ν    Τ    Λ    Ι     Ni 


10 


15 


Ο 

Λ 

Ε 

Ω   i 

Γ   "ι 

'    Ν 

Π  ο 

Ο 

Ν 

Η 

Ι 

* 

Κ   Ω 

ί     Ι 

Ν 

Ν     | 

Τ 

Ω 

Α 

Ν 

Α   Π 

Ο    τ 

.    Ο 

Ι 

Ε 

Γ 

Ι 

* 

Τ  Α 

Τ 

υ  *:  κ 

Λ 

Λ 

Ι 

Υ 

€    Υ 

Π 

Ε  Τ  Α 

* 

Τ 

Ω 

Ι 

Ο 

Ε  Ω 

Ε    Ι    Τ 

Ω 

Ν 

Δ 

Ρ 

Λ 

0 

Ι     Λ 

Ι 

Α 

* 

Δ 

Ρ 

(    ΑΥ 

Τ 

Ω 

Ν 

Κ 

Ε     Ι     Λ 

Ο 

Ν 

Τ 

Ρ    Ο     Ι 

* 

Τ 

Η    Γ    Υ 

Ρ 

Ι 

Ω    Ν    Ε 

Λ 

Γ 

Ο   Υ    € 

θ 

ΟΡΩ 

Γ     Ι     Ω 

Ε    Λ 

Λ    .0. 

Τ 

Μ 

20 


Στ.  2  [.-rjoiscoç  γυν.  .  —  Στ.  3  [ά].-το0η}σκω- 
σιν  —  Στ.  5  οι  έ{π)ιστάτ[αί]  — Στ.  6  -re  Κα- 
.Ιί[ο]ν  Σνπ[αΛτ\τιιος\  —  Στ.  7  çpv.l  ;}hac  rû> 
θεώ  —  Στ.   9   [x\i.Uac  ήρ[αχμ&:  —  Στ.  10  -  ς 

αντων  κ Στ.  1 1   -  eUore[o]  —  Στ.  12  -  poiç 

r Στ.    13  παν]ηγυρι  ■  ■  ■  — Στ.   14  [τ]ών 

ΈΛ[ευσινίων  ;] 


3ο 


ΕΠΙΓΡΛΦΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


36 


18.  Τεμάχιον  λευχοο  μαρμάρου  άκέραιον  μόνον 
προς  κριστεράν.  Ύψος  0,17,  πλάτ.  0,15,  πάχ. 
0,07.  Γράμματα  μακεδόνικων  χρόνων  έςωγκω- 
αένα;  έχοντα  τάς  κεραίας  κατά  τα  άκρα,  ίκανώς  ό- 
αοιάζοντα  προς  την  ανωτέρω  ύπ  αριθ.  14  έκδιδο- 
μένην  έπιγραφήν,  άλλα  μή  διατεταγμένα  στοιχη- 
δόν  Ai  γρααμιαί  αυτών  συννότατα  δεν  συνέχονται 

Ι  Γ     "Ι  /-  '- 

προς  κλλήλας  ,  τα  δευτερεύοντα  δε  μέρη  αυτών 
συχνάκις  παραλείπονται  (οίον  Ε  =  Ε,  Λ  =  Α)  Το 
φ  έν  στ    7  άμφίβολον.    Αριθ.  καταλ    361. 

Κ  Λ  Ι  Ο 
Λ    I    YPCPT 
ΟΛΓΟΥΤΗΝΤΑΧ 
KATASKCYHiP. 
ΚΛΙΤΡΙ*  XIAIAC 
ΜΕΝΛΝΛΔΕΧΕ 
ΤΛΤΑίΓΡΑφ ' 
ΧΟΥίΛΥΤΩΙ 
10  ΥΚΛ  TEN1 
111         NOSCAYT 
Γ  Λ  Ο  Ι  Λ  Ι  Τ 
ΛΓ  Λ  Ο  Ι 
ΝΟΥίΙ 
ΡΟΥ 


τ.    3  [π]ο.•^Υτ)ου; 


Στ.  Ο 


Στ  2  [κ;]αί  ύπερτ  .  .  .- 
την  ζαγ^οζην]]  ... — Στ.  4  κατασκευή 
κ  αϊ  τρια^ι.Ιίας —  Στ.  6  μεν  άνααεχε  ... — Στ.  7 
^κα]τά  τας  γραφ.  .  .  —  Στ.  8  χους.  αντω  — ■  Στ. 
9  -ίον   κατ   ενι\αντον\  — -  Στ.  10  -eoe  έαντ  . 

-  Στ    1 1  [  Α]Ταθία{;  ;)  —  Στ.  12  ΆΤαθί[α  ;  ;] 
—  Στ.  13  \\4γ]νυνσι  -  .  .  ;  ; 

19.  Τεμάχιον  βάσεως  έκ  μέλανος  έπιχωρίου  λί- 
θου άκέραιον  μόνον  κάτωθεν  "Τψος  0, 18,  πλ.0,18, 
σωζόμενον  πάχος  0,15.  Τα  γράμματα  εινε  εντός 
παραλλήλων  γραμμών  κεχ  αραγμένα,  ίσως  δε  δεν 
εινε  νεώτερα  τοο  Δ'  π.  Χ.  αιώνος,  καίτοι  ώς  έκ 
•της  περί  την  χάραςιν  αμελείας  οέν  έ'χουσισαφή  τον 
χαρακτήρα  τών  χρόνων  τούτων  μέγεθος  αυτών 
0,016  "Αριθ.  καταλ.  124. 


,    Κ 

Ι  ΕΘΗΚΕΘΕΑ' 


-   -   Ht  -  - 

[άν]έθηκε  θεαΐ[ς] 
Η  επιγραφή  ίσως  ήτο  έμμετρος. 


20.  Μικρόν  τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέ- 
ραιον μόνον  προς  άριστεράν  Ίψος  0,0/5,  πλάτ. 
0,035,  πάχ.  0,07.  Γράμματα  μικρά  στοιχηδον 
διατεταγμένα  μετά  έξωγκω  μένων  τών  κεραιών  κατά 
τα  άκρα"  μέγεθος  αυτών  0,005    Άρ.  καταλ.  327. 


ι 

Γ• 

n 

Ε 

Π 

Ι 

Κ 

Τ 

Ε 

Τ 

Τ 

Π 

Ρ 

Ο 

•ί 

Ε 

— 

Ε 

| 

Μ 

Ε 

Γ 

Ο 

Τ 

Ι 

Γ 

Ω 

Κ 

Ή  επιγραφή  φαίνεται  ό'τι  ήτο  συνθήκη  τις  έρ- 
γωνίας  καί  δή  [/.ίρος  της  υπό  Φιλίου  εν  Mittheil, 
d.  cl  ardi.  Inst.  Athen  XIX  σελ.  179  έξ.  εκδο- 
θείσης στήλης,  προς  τήν  οποίαν  το  παρόν  τεμά- 
χιον ομοιάζει  καταπληκτικώς,  καίτοι  εκείνης  τα 
γράμματα  εινε  ίκανώς  μικρότερα"  ώστε  τα  μικρά 
ταύτα  λείψανα  αυτής  μοί  φαίνεται  δτι  δύνανται 
μετά  τίνος  πιΟανότητος  να  άναγνωσθώσιν  ώς  εξής* 
Στ.  2  επίκ[ρανον],  στ.  3  τετζ[αρα},  στ.  5  έζε(ρ)- 
[γάσασθαυ],   στ.   6  μεγ[εθος],  στ.  8  γω[νία\. 

21.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μόνον 
προς  δεξιάν.  ίΐλ.  0,14,  Οψ.  0,085,  πάχ.  0,07. 
Γράμματα  βαθέως  κεχαραγμένα  καί  ευανάγνωστα" 

φέρουσιν  άκρέμονας,  μοί  φαίνονται  ο  ό'μως  ολίγον 
τι  παλαιότερα  τών  ρωμαϊκών  χρόνων  μέγεθος  αυ- 
τών 0,01)6.  Αριθ.  καταλ.  346. 

Λ   Η   ο    Η    Κ   Α 
ΚΑΙΚΡΗΝΗΝΕ 

ίΤΑΟΕΙ  ί  Δ  Ε  Κ  Α  Ι  Τ  Α 
ΕΝΙΑΥΤΟΝΤΟΝΕΠΙ 
5       ΕΡΙΙΕΙΤΑΚΤΕΛΟΙ 
ΑΤΟΠΝΟΜΕΝΟΝΟ 
(Τ*ΤΤΟ  INO 

Ή  επιγραφή  φαίνεται  δτι  ήτο  ψήφισμα  προς  τι- 
μήν πολίτου  τινός    άλλας  τε    υπηρεσίας  τη  πόλει 


37 


ΕΠΠΤΛΨΛΙ    ΕΛΕΤΣ1Ν0Σ 


38 


παρασ/οντος  και  κρήνην  τινά  Ις  Ιδίων  οίκοδομή- 
σαντος.  Έν  στ.  5  τά  γράμματα  Ε  Ρ  1 1  Ε  Ι  eïve  σα- 
φέστατα. 

[έπεμε^ηΟη  χ.'/  ; 
και  κοήνην  έ[κ  των  ίδιων  ] 
[κατασταθείς  δε  και  τα  μία<  ;] 
[κατά  τον]  ένιαυτόν  τον  ε-ί  (τοϋ  δεϊνος  άρχοντος) 
ερίζει  ταις  τε  λοι[παϊς] 
[άναλωυ.;]α  το  γινόμενον  ο- 
[προ]στ(α)ττο[μενον  ; 

22.  Τεμάχιον  Λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν  έλ- 
λιτές.  Πλ.  0,27,  Οψ.  0,14,  πάχ.  0,1)7  περίπου. 
Ό  λίθος  εινε  σεσαθρωμένος,  ή  ο'  έπιγεγραμμένη 
επιφάνεια  πολλαχώς  βεβλαμμένη  και  κεκαλυμμένη 
οπο  ρύπου,  δΰεν  και  η  αναγνωσις  ουσνερης.  ι  oc 
γράμματα  φέρουσι  μικρούς  άκρέμονας,  φαίνονται 
δ  ότι  άνήκουσιν  εις  τους  πρώτους  Ρωμαϊκούς  χρό- 
νους    μέγεθος  αυτών  0,013.   'Αριθ.  καταλ.  381. 

Α  Θ  Η    .    E  i  ί  Γϊ  Π  ΑΡΧΟ 
•  Θ  Ο  Υ  Τ  Α  Σ  Α  Υ  Τ  Α  Σ 
ΝΔΕΕΙΝΑΙΤΟιΝ 

Ίππαρχο[ς] 

-  θου  τας  αύτας 
-  ν   δε   είναι   το(ϊ)ν   [θεοΐνΐ. 

23.  Μικρόν  τεμάνιον  λευκοο  μαρμάρου  ελλιπές 
κάτωθεν  καί  προς  δεξιάν,προς  άριστεράν  δε  φαίνε- 
ται οτι  άπεκόπη  δ  λίθος  κατ'  ευθείαν  γραμμήν  εν 
οστέροις  χρόνοις  ή  ή  επιγραφή  ήτο  συνεχής  έπί 
πλειόνων  λίθων,  διότι  ούτε  άνωθεν  υπηρχον  γράμ- 
ματα, οΰτε  άκεραία  δύναται  να  είνε  ή  άρ/ή  της 
επιγραφής.  Πλ.0,15,  Οψ.  0,003,  πάχ.  0,065. 
Τα  γράυ.υ.ατα  άνήκουσιν  αναμφιβόλως  εις  ρωυιαί- 
κους  χρόνους  φέροντα  καί  άκρέμονας"  μέγεθος  au- 
τών  0,012.  'Αριθ.   καταλ.  405. 

'  Ω  Ν  Ο  Ι  Τ  Ε  Τ 

"Αλλως  υιοί  ραίνεται  οτι  δεν  δύναται  νά  άνα- 
γνωσθη  ειμή  [Άθηνα]ί(υΥ  οι  τετ[αγμίνοι,    Ε.Ιεν- 

σϊνιί.  Tò  αικοον  λοιπόν  -ζοΟ'.ο  τίαάνιον  άποοει- 
κνΰει  τήν  ΰπαρςιν  της  προτέρας  αθηναϊκής  φρουράς 


iv  ΈλευσΤνι  /.Ά  ίν  χρόνοις,   καθ   ο6ς  ή  πόλις  εί- 
ν-εν   απολέσει  τήν  Ιδίαν  άνεςαρτησίαν. 

24  Τεμάχιον  γλαυκοχρόου  μαρμάρου  ακέραιοι 
μόνον  άνωθεν.  Μέγιστον  οψος  0,31,  πλ.  0,16, 
πάχ.  0,10.  Αριθ.  κατά?  441.  Τά  γράμματα 
εινε  κεχαραγμένα  ίντος  4ναγλύπτου  ίλα(νου  στε- 
φάνου. 

Η  Β  Ο  Υ  Λ  Η  Ή  βονλϊΐ 

Η  Ε  Π  Ι  Α  Ρ  Ι  ή  επί  Άρι- 

Τ  Α  Ι  Ο  Υ  [σ]ταίου 
Λ  Ι  Ε  Υ 

ΤΑ  -  -ταν  τα 

'S.\.  Λύο  τμήματα  στήλης  τινός  ε/,  λευκού  μαρ- 
μαρου,  ων  το  πρώτον  εινε  τεθραυσμενον  ε•.;  ουο 
τεμάχια  συναρμόζοντα.  Το  πρώτον  εινε  μόνον  προς 
αριστεράν  ακέραιον,  το  οέ  δεύτερον  μόνον  προς  δε- 
ςιάν.  Του  πρώτου  υψ  0.26,  πλ.  0,41 ,  πά/  0, 1  < . 
τοΟ  δευτέρου  Οψ.  0,18,  πλάτ.  0,22,  πάχ.  0,17. 
Αριθ.  καταλ.  133,    158.   157. 

β' 

^ΝΟΝ 
ΥΧΗΣΑίΙ   ΟΣ 
ΌΕΟΔΟΤΟΥ 
α'  ΣΤ  PATH 

Η  Σ/    .....  ιΤ  IT  ΟΓ 

ΒΑΣΙΛΕΥ.ΑΝΤΟΣΚΗ» 
Τ  Η  Σ  ΕΞ /     .ΕΙΟΥΠΑΓγ 
Ο  Α  Ν  Η  Ρ  Κ  Α  ' 
0ΕΟΛ ΟΤΟΣΚ 


[Αΐλίαν  Κν,φισοδώραν] 

[Κλ.  Λυσιάδου  δαδου-] 

ί/ήσαντος  θυγατε'ρα] 

ΓΚλ.    Σώσπιδος  εγγ]ονον 

[τοϋ  δαδο]υ/•όταντος, 

[Ιουλίου]  Θεοδότου 

[γυναίκα]  στραττ)- 

[γ]ησ[αντος  έ](π)1  τ[οϋς]  ό(π)[λίτας\ 

βασιλεύ[σ]αντος,  κν,ρυκεύσαντος] 

τΫις  έξ  [Άρ[είου  πάγ[ου  βουλές] 

ό  άνηρ  καί  [ό  υιός  :  -  - 

Θεόδοτος 


39 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


40 


Δια  τάς  συμπληρώσεις  παράβαλε  το  έν  CIA  111. 

070  στέμμα  της  οικογενείας  των  μνημονευομένων 
προσώπων. 

20.  Μάρμαρον  λευκον  πανταχόθεν  ελλιπές-  υψ. 
0,26,  πλ.  0,22,  πάχ.  0,12.  'Αριθ.  καταλ.  173. 


α',  στ.  1'  έν  άρ/η  προ  τοΟ  Τ  υπάρχει  λείψανον 
ετέρου  Τ  ή  Σ  ή  Ε.  —  στ.  3  τα  πρώτον  γράμμα 
φαίνεται  μάλλον  Ω  ή  Ο. — β',  στ.  3  μετά  το  Υ  Ι  Ο  Ν 
άγραφος  γύρος.  'Ωσαύτως  δε  και  έν  άρχη  του  στ.  ο. 

α'. 

[[Λυηθε'ντα  άφ'  έσ]τίας(;)  συνκλητικο[ν] 
[έπα]ρχον  λεγιώνο[ς 


ΑιΕΚΝΑθΊ  [τα]  (τ)ε'κνα  Ί[ούλιο;  -  -  ] 

•ΆΙΙΟΥΛΙ  ΑΚΗ  Φ  (κ)αί  'Ιουλία  Κηφ[ισοδ... 

Ν  Η  Σ  Ε  Ν  Ε  Κ  [σωφροσύνης  ενεκ[εν 

Ε  Κ  Ν  Ι  Α  Σ  [και  εΰτ]εκνία; 

Λ  AT 

Ή  ενταύθα  μνημονευομένη  γυνή  πιθανώς  είνε 
θυγάτηρ  του  ΊουΛίου  θεοδότου  καί  της  AìJiac, 
Κηφίβοαώρας.  Δεν  θα  ήτο  λοιπόν  πολύ  τολμηρον 
και  έν  στ.  1  να  συμπληρωθη  Ί[οί\Ιίος  ΑποΙΛο- 
■όοτοο],  όστις  άλλοθεν  είνε  γνωστός  ώς  αρξας  τον 
Κηρύκων  γένους  και  υίος  'Ιουλίου  θεοδότου  καί 
Αίλίας  Κηφισοδώρας. 

27.  Δύο  τμήματα  βάθρου  τινός  έκ  λευκού  μαρ- 
υΑρου  μή  προσαρμόζοντα  προς  άλληλα,  άλλως  οέ 
ομοιότατα,  όθεν  καί  δέν  μοι  φαίνεται  άμφίβολον 
ό'τι  προέρχονται  αμφότερα  έκ  του  αύτου  βάθρου. 
Τό  πρώτον  είνε  πανταχόθεν  ελλιπές,  το  δεύτερον 
δε  μόνον  προς  άριστεράν  άκέραιον.  Του  πρώτοι 
πλ.  0,27,  υψ.  0,14,  πά/.  0,31,  του  δευτέρου  μέ- 
γιστον  πλάτος  0,30,  υψ".  0,17,  πάχ.  0,45,  Άρ. 
καταλ.  248  —  249. 

α 

ι   Λ   ι 
"ΤΙΑΣΣΥΝΚΛΗΤΙΚΟ 
ΡΧΟΝΛΕΓίυϋΝΟ 
">  Ν   Ι  Α  Σ  Τ  ι 

3  Υ   Λ 

β' 

φΛΛΒιΑΣΤΤΡΟΚ 

ΑΡΧΙΕΡΕΙΑΣΤ  Η  Σ  Μ  Η  Τ  Ρ  Ο 
ΒΟίωΤΙΑΣΥΙΟΝ 
ΠΑΓΕΡΑφΑΒίωΝΔΗΜΗΤΡΙΟ 
Κ  Α  Ι  Α  Ι  Μ  Ε  λ  Ι  Α  Ν  Ο  .   .  Λ  '  Π  Ρ  Ο  ' 
ΣΥΝ1 


Φλ(α)βίας  Προκ[ληϊ*νης] 
άρχιερείας  της  [λητρός  [των  θεών] 
Βοιωτίας  υίόν 

πατε'ρα  Φαβίων,  Δηαητρίο[υ] 
καί  Αί(Λελιανο[ϋ  καί]  Προ[κλ.  .  . 
συν[κλητικών] 

28.  Μάρμαρον  λευκον  πανταχόθεν  ελλιπές,  "1ψ. 
0,70,  πλάτος'  0,32,  πάχος  μέχρι  0,20.  'Αριθ. 
καταλ.  23/. 

Α0ΥΠΟΜΝΗ 
ΜΟΝΤΗΣΕΞΑ 
ΧΓΟΥΒΟΥ  Λ  Η  Σ 
ΑΒΙΟΝΕΥΘΥΚΟ 
5  ΙΑΝΙΕΑ    ΤΙΤΟΥ 

ΡΑΤΩΝΟΣΕΓΠ' 
ΝΚΑΙΤΙΤΟΥΦ 
ΑΤΩΝΟΣΙΕΡ 
"ΟΝΟΝΚΑΙφ 
10  ΚΡΑΤΕΙΑΣΙΕ 

■"ΟΝΟΝΠΟ 
ΤΟΜΠΗ  ΙΟ 
"ΟφΟΥ 


[Κ]αθ"  ύπομνηΓματι-] 
[σ]μ.ον  της  έξ  Ά[ρείου] 
[πά]γου  βουλής  [Τίτον] 
[Φλ  άβιον  Εύθυκό[(χαν] 
[Πα]ιανιε'α  Τίτου  [Φλ.] 
[Έ]ράτωνος  έπι.  .  . 
.   .ν  καί  Τίτου  Φ[λαβίθυ] 
[Έρΐάτωνος  ΐερ[οφάντου] 
[έ'γγ]ονον  καί  Φ[λαβίας] 
-  κρατείας  ίε[ροφάντιδος  ;] 
[εγγ]ονον  Πο[(λπηία] 
[Πώλλα]  Ποιαπηίο[υ] 
[του  φιλοσ  ;]όφου 
[τον  εαυτής  άνδρα] 


41 


κιιιιτλψλι   i:.\i:rii\'i)V 


42 


Δια  τάς  συμπληρώσει.;  παράβαλε  τάς  εφεξής  έκ- 
διδομένας  επιγραφάς.  Έν  στ.  10  ήδυνατο  νά  »υμτ 
πληρωθη  [ΚΛ8θ]κρατβίαα  κατά  τάς  êvCIA  III  232 
και  'Εφ.    Αρχ.   1887  σελ.   1  Ι  1   επιγραφάς,  4λλά 

δεν  φαίνεται  πολύ  πιθανόν  οτι  ή  επώνυμος  ιέρεια 
της  Έλευσΐνος  ήτο  ή  ίεροφάντις,  ώς  φαίνεται  οτι 
ήτο  ή  ενταύθα  μνημονευομένη.  Ιδε  κατωτέρω 
αριθ.  30,  στ.  4-5.  II  συμπλήρωσις  των  στ. 
11-12  νομίζω  οτι  δέν  δύναται  νά  λογισθη  ώς 
αμφίβολος,  επειδή  ή  Πομπηία  Πώλλα  ε!/ ε  πα- 
τέρα ΙΙΑείΰταρχον  (ί'οε  κατωτέρω  αριθ.  30,  στ. 
7),  όστις  ένταοθα  δεν  υπάρχει"  διότι  ο  ένταΟθα 
αναφερόμενος  IIoy,Jtri'Coc  δύναται  νά  εινε  πάππος 
αυτής  μνημονευόμενος  κατά  προτίμησιν  ώς  επι- 
φανέστερος πιθανώς  του  πατρός.  Ό  ενταύθα  μνη- 
μονευόμενος Πομπήιος  ϊσως  εινε  6  αυτός ,  εις 
ΐν  αναφέρεται  ή  έν  Εφ.  Άρ^.  18'.)'»  σελ.  206 
αριθ.  29  επιγραφή  καί  ή  κατωτέρω  δημοσιευο- 
μένη ύπ"  αριθ.  32. 

29.  ΒάΟρον  έκ  λευκού  μαρμάρου  διαρραγέν  ήδη 
έντη  άρχαιότητι  και  συνδεδεμένον  δια  σιδηρών  δε- 
σμών έκατέροθεν.  Ύψ  1,30,  πλάτ.  0,76,  πά/. 
0,60.  Αριθ.  καταλ.  759. 

ΚΑΘΥΤΤΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΝ 

ΤΗΣΕΞΑΡΕΙΟΥΠΑΓΟΥΒΟΥ 

λΗΣΤΙΤΟΝφλΑΒΙΟΝΜΕ^Τ 

ΝΑΝΔΡΟΝΠΑΙΑΝΙΕΑΤΙΤΟΥ 

φλΑΒΙΟΥΕΥΘΥΚΟΜΑΠΑΙΑΝΙ 

ΕΩΣΥΙΟΝΗΜΗΤΗΡΠΟΜΤΉ 

ΙΑΠΩλλΑΤΟΝΕΑΥΤΗΣΥΙΟΝ 


υπθ[Λννΐ[Αατισ|Λθν 
ir  >t 


Καθ' 

της  έξ   'Αρείου  Πάγου  βου- 
λής Τίτον  Φλάβιον  Με- 
νανδρον  Παιανιε'α  Τίτου 
Φλαβίου  Εύθυκόυ.α  ΙΙαιανι- 
ε'ως  υίον  ή  μότηρ   Ποριπη- 
ία  Πώλλα  τον  έαυττ,ς  υίόν. 

30.  Μάρμαρου  λευκον  πάντα/όθεν  ελλιπές-  ή 
επιγραφή  όμως  εινε  φανερόν  οτι  εληγεν  έν  τω  έπο- 
μένω  στίχω,  οττις  καί  αυτός  οέν  ήτο  πλήρης  γε- 
γραμμένος.  Ύψ.  0,43,  πλάτος  0,16,  πάν.  0,18. 
'Αριθ.  καταλ.  239. 


Ο   Μ   Ω 
ΑΒΙΟ 
ΟΦΑΝ- 
νΛΒΙΑΣ 

:<     ο  φ  Α  ν  τ 

Π  Η  Ι  Α  Π  Ω 
ΓΤΛΕΙΣΤΑΡ 
"AT  ΗΡΤ> 
& 

(Τίτου  Λ'Ί   ■/'■,",  -,    Έρζτωνος] 
[!ερ]οφάν[του] 

Καί   Φ)    /',:/; 

[Ιιρ]οφάντ|_ι<5ος; 
[Πομ]πη<α  Πώλλα] 
(Ι Ι )λβιστ*ρ  you 

θυγ  ζτν,ρ  τ  òv  έαυτης  -  - 

Δια  την  συμπλήρωσιν  παράβαλε  τάς  τρεις  προη- 
γουμενας  έπιγραφάς.  ΦΑάονιος  leçoma.Yvr\c  εινε 
ήδη  γνωστός  TöpffeP,  Alt.  Geneal.  σε/..  57).  Εις 
την  αυτήν  έπιγραφήν  μοί  φαίνεται  ότι  ανήκει,  καί- 
περ  μη  προσαρμόζον,  και  τό  εςής  τεμάχιον,  ίχί- 
ραιον  ον  μόνον  προς  αριστερά; .  Γψ.  0,2.3,  πλάτ. 
0,11,  πάχ.  0,065.   "Αριθ. 'καταλ.  475. 

Σ 
Π 
Φλ 

ΠΑ 

Σ  Τ 

Έν  στ  2  καί  4  πιθανώς  εκείτο  τό  δημοτικόν 
Παυανιεύς,  έν  δε  στ.  3  το  όνομα  Φ.Ιάβως. 

31 .  Βάσις  κίονος  (ώς  φαίνεται)  έκ  γλαυκο/ρόου 
μαρμάρου  ελλιπής  άνωθεν.  Πλ.  0,69,  μέγιστον 
βψος0,27,  πάχ.  0,17.   'Αριθ.  καταλ.  209. 

Ε2ΑΡΙΟΥΠΑΓΟΥΚΑΙ 
ι-,  Βν^.ΛΗΤΩΝ-Χ>-         ι  χγραφος  χάρος  ) 
ΕΡΑΤΩΝ  ΑΕΡΑΤΩΝΟΣ    ιΒΗΣΑΙΕΑ 
ΑΡΕΤΗΣ    -    ΕΝΕΚΕΝ) 

[Ή  βουλή  ή]  ές  Άρίου  πάγου  καί 

(ή  βου)λή  των  Χ' 
Έρζτωνα  Έράτωνος  Βν,σα'.ε'α 
άρετί,ς  ένεκεν. 


43 


ΕΠΙΓΡΑΦΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


44 


32.  Μικρόν  τμήμα  λευκού  μαρμάρου  μόνον 
άνωθεν  άκέραιον  προερχόμενον,  ώς  φαίνεται,  έκ 
μεγάλου  τινός  βάθρου,  συγκολληθέν  νυν  έκ  δύο 
συναρμοζόντων  τεμαχίων.  Πλ.  0,1  J ,  υψ.  0,18, 
πάχ.  0,20.   'Αριθ.  καταλ.  2ν8. 

Κ   Ι    Ο   Ν 
Π  Η  I  e 

Ή  επιγραφή  φαίνεται  οτι  ανήκει  εις  τον  Λον- 
κιον  Πομπήϊον  τον  γνωστόν  έκ  της  έν  Κφ.  Αρ- 
χαιολ.  1894  σελ.  206    άριΟ    29  επιγραφής,    περί 


ου    ϊδε   τα    ανωτέρω     υπ'    αριθ.   28    σημειούμενα. 

33  Τετράγωνον  έπίκρανον  στρογγυλού  fty.Qpov- 
συντετριμμένον  εις  πολλά  τεμάχια,  άτινα  συγκολ- 
ληΟέντα  ύπο  Φιλίου  άποτελοοσι  δύο  τμήματα  μη 
συναρμοζόμενα"  το  έλλεΐπον  μέρος  όμως  είνε  ελάχι- 
στον. Πλάτος τοο  μεγαλυτέρου  τμήματοςΟ, 42,  τοΰ 
μικροτέρου  0,11 ,  σωζόμενον  πάχος  0,33,  ΰψος  της 
έπιγεγραμμένης  πλευράς  0,11.  Τά  ολίγα  γράμ- 
ματα του  τελευταίου  στίχου  είνε  κεχαραγμένα. 
έπί  του  στρογγυλού  ύποτραχηλίου  του  έπικρανου. 
ΆριΟ.  καταλ.  272-273. 


ΗΕΞΑΡΕΙΟΥΠΑΓΟΥΒΟΥΛΗΚ.    .  Η  Β  Ο 
ΟΔΗΜΟΣΣΕΙΛΩΝΑΑΤΤΟΛΛΩΝΙΟΥΜ 
ΕΝΤΑΑφΕΣΤίΑΣΕΠΙΜΕΛΗΘΕΝΤΟΣΤ 
ΩΣΤΟΥΠΑΤΡΟΆΠΟ.   .   .  ΝΙΟΥΤΟΥΣΙΛ 

ΩΣ 


β'. 

Τ  Ω  Ν  Χ  Κ  Α  Ι 

TEAMYH0 

Α  Ν  Α  Ο  ΕΣ 

Ν  Ο  ~  Μ  Ε  Λ 


Ή  έξ  'Αρείου  πάγου  βουλή  κ[αί]  ή  βοΓυλή]  των  Χ'  και 
ό  δηαο;  Σείλωνα   'Απολλώνιου  Μ[ελι]τε'α  μυηθ- 
θέντα  άφ'  Ιστία;  έπιμεληθε'ντος  τ[ής]  άναθε'σ[ε-] 
ως  του  πατρο(ς)  Άπο[λλω]νίου  του  Σίλ[ω]νο(ς)  Με[λιτέ-] 
ως. 

34  .  Τεμάχιον  στήλης  έκ  λευκοο  μαρμάρου  άκέ- 
ραιον μόνον  προς  άριστεράν.  "1ψ.  0,13,  πλ.  0,1 1 , 
πάχ.  0,053.   Αριθ.  καταλ.  402. 


HC, 
,  λ  Α  Υ  Κ  Ο  ι_ 
ΑΓΝΗ 

0ΡΕΠΤΙΩΝ 
THPEYC 
ΕΡΜΙΟΝΗ 
ΕΥΤΥΧίλΗΕ 
ΕΥΟΔΟΕ 
ΑΙ  Ε  Χ  ΥΛΟ  Υ 
-  .  Ε  Ι  Λ  Ο  C 


(Γ;λαΰκο(ς) 
'Αγνή 
Θρεπτίων 
Τηρεϋς 
Έρυ.ιόνν) 
Εύτυ^ίδης 
Ευοδος. 
Αισχύλου. 


Βέβαιον  υ.οί  φαίνεται  οτι  ή  παρούσα  επιγραφή 
είνε  κατάλογος  οραμάτων,  άλλ  Ό  ποιητής  των 
μέχρι  του  στ.  8  άναγεγραμμένων  οεν  ούναται  να 
όρισΟή,  διότι  τα  μεν  έξ  αυτών,  ήτοι  τα  Γ.Ιανκος, 
Trfpevç,  Ερμιόνη  είνε  κοινοί  τίτλοι  έργων  πολ- 
λών ποιητών,    τά  δ'  άλλα  βλως  άγνωστα.  Και  το 


έν  τώ  τελευταίω  δε  στί/ω  άναγεγραμμένον  δραμα. 
του  Αισχύλου  δεν  ήδυνήθην  να  συμπληρώσω. 

35.  Μικρόν  βάθρον  έκ  λευκού  μαρμάρου  εύρε— 
θεν  κατά  την  πομπικήν  όδόν,  ένθα  καί  το  ακολού- 
θως δημοσιευόμενον.  "Τψος  0,65,  πλ.  0,48  πάχ. 
0,44.  Αριθ.  καταλ.  827. 

Η  Π  Ο  λ  Ι  Σ 
ΤΟΝΚΗΡΥΚΑΤΗΣΕΞΑΡΕΙΟΥ 

ο 

ΠΑΓΟΥΒΟΥΛΗΣΠΕΡΕΝΝΙΟΝ 

ο 
ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΝΠΕΡΕΝΝΙΟΥ 
ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣΥΙΟΝΤΟΝ 
Σ  Ο  Φ  Ι  Σ  Τ  Η  Ν 

Ή  πόλις 
τόν  κήρυκα  της  ΐξ  'Αρείου 
Πάγου  βουλής  Π(όπλιον)   Έρε'ννιον 
Πτολεμαϊον,  Π(οπλίου)   Έρεννίου 
Ιεροκήρυκος  υίον  τον 
σοφιστήν. 

36.  Τμήμα  βάθρου  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  παν- 
ταχόθεν ελλιπές  καί  λίαν  βεβλαμμένον  κατά  την 
έπιγεγραμυ,ένην  έπιφάνειαν.    Ιψος  τής  έπιγεγραμ- 


45 


ΕΙΙΙΓΙ'ΛΨΛΙ    ΗΛΗΤΣΙΝον 


40 


μένης  επιφανείας  0,30,  μέγιστον  πλάτος  αύτης 
0,40.  Ευρέθη  κατά  τήν  πομπικήν  οδον  ενδοθεν 
των  Μικρών  ΙΙροπυλαίων,  ώ;  και  το  προηγοώμε- 
~νον  ύπ    αριθ.  35.    Αριθ.  καταλ.  831. 


Ο 


Ι-     ι    ι 
Ο 


ΕΑΙΆΝΑΓΗΠ 
Μ  Ε  ,  Ο  Ν  Δ  Ι  Α  Π  ■     \  Ο 
ΑΥΤΗΝΕΥΝΟΙ.  Ν 

ΗΣΙΘΥΔΙΚΟΥΚΟΣ 
Π  Π  Ο  Ν      ι 


[τον  ίερ]ε'α  πανχγή   Π(όπλιον)  [Έρέννιον] 
[Δε'ζΊππον  Έρ]μειον 


την  προ;]  αυτήν  βυνοι[α]ν 

»Κ)4  Ίθυοίχου  κοσΓμητης;] 

Πρβλ;  CI  \  ill  716,  717. 

■  !/.  Μακρόν  έδώλιον  εκ  γλαυκονρόου  μαρμά- 
ρου,  εύρεθέν  εν  τοις  έρειπίοις  τοΟ  προς  ανατολάς 
των  Μικρών  Προπυλαίων  και  της  πομπικής  όδοΟ 
μεταγενεστέρου  επιμήκους  οίκοοομήματος  [στοδς 
τίνος  πιθανώτατα)  του  σημειουμένου  έν  x<p  σχεδι« 
γραφήματι  τοΟ  üörpfeld  Πρακτικά  της  Αρχαιολ. 
Εταιρείας  1887  πίν.  1)  δια  τών  γραμμάτων  Υ, 
Υ',  Χ, Χ'.  Ανηκε  πιθανώς  εις  αυτό  τούτο  το  οικο- 
δόμημα, έν  ω  ευρέθη.  Μήκος  αύτοΟ  2, GO,  ΰψος 
0,15,  βάθος  0,30.   Αριθ.  καταλ.  833. 


Γ  Α  Ι  Ο  Σ  Κ  Ρ  Ε  Π  Ε  Ρ  Ι  ΟΣ     ΓΑΙΟΥΥΟΣ     Δ  Η  Μ  Η  Τ  Ρ  Ι  Κ  Α  Ι  Κ  Ο  Ρ  Η 


Γάϊος   Κρεπε'ριος 


Γαί 


ιου   υος 


Δν 


ηρινιτρι   και    Ινορη 


ì  Kc 


'Επειδή  το  έδοΰλιον  τούτο  ού'τε  αυτό  καθ'  εαυτό 
ήδυνατο  νά  προσενεχΟή  ώς  ανάθημα  εις  τάς  θεάς, 
Όυτε  ώς  βάσις  άλλου  αναθήματος  φαίνεται  δτι 
έχρησίμευσε,  πρέπει  ίσως  να  είκάσωμεν  δτι  τά 
εδώλια  του  οικοδομήματος  τούτου,  ίσως  δε  καί 
άλλα  μέρη  αυτού  κατεσκευάσΟησαν  έξ  ιδιωτικών 
εράνων,  έν  απορία  χρημάτων  ευρισκομένης  της 
πόλεως  πιθανώς.  Τό  προς  άριστεράν  κείμενον  με- 
μονωμένον  R  είνε  βεβαίως  τεκτονικόν  σήμα.  Επί 
άλλου  ομοίου  εδωλίου  έν  τω  μουσείω  νυν  άποκει- 
μένου  υπάρχει  τό  τεκτονικόν  σήμα  Τ.  ("Ιδε  αριθ. 
καταλ.  38  ). 

38.  Μάρμαρον  λευκόν  άκέραιον  μόνον  άνωθεν. 
Τψ.  0,55,  πλ.  0,29.   Αριθ.  καταλ.  509. 

Ε  Ξ  Α  Ρ  Ε  Ι  Ο 
Κ  ΑΙΗΒΟΥΛ, 
ΜΟΣΣ  TATI 
ΑΝΣΤΑΤΙΛΙ 
5      Σ  Φ  Η  TT  ΙΟΥ»- 
1  Ε  Κ  A  A  IT 
NT  Ρ  Ο  Σ  ι 
1  ΟΣ  Τ 
Σ 


Εν  στ.  Β  φαίνεται  δτι  κατά  παραδρομήν  του 
χαράκτου  παρελείφθη  εν  Κ.  Έν  στ.  7  έν  άρ/η  κεί- 
ται μικρόν  καί  άμυδρον  λείψανον  ώσεί  Α . 

[Ή  βουλή  ή]  εξ  Άρείο[υ] 
[πάγου]  καί  ή  βουλ(ή) 
[τών  .  καί  ό  δήΐρ.ος  Στατι[λίαν] 
[Πασιχάρει]αν  Στχτιλί[ου 
[Τιαοκρκτους]  Σφηττίου  (θ)[υ-] 
[γατε'ρα  αρετής  εν]εκ*  (<)αί  τ[ής] 
[παρά;;  του  πα]τρος  -  - 

Παράβαλε  τάς  παρά  Cavvadias,  Fouilles  d'Epi- 
daure  σελ.  07  εξ.  αριθ.  203  —  212  έπιγραφάς, 
ές  ων  καί  συνεπληρώθη  ή  παρούσα. 

39.  Τεμάχιον  βάθρου  έκ  λευκού  μαρμάρου  ελ- 
λιπές κάτωθεν  καί  προς  άριστεράν.  Πλ.  0,23, 
Οψ.  0,20,  πάχ.  0,23.   Αριθ.  καταλ.  204. 

Δ  Ρ  Α  Ν 

ΟΥΤΟΥ 

ΗΣΑιΤΟΣ 

[Κλαυοιχν  Μενχν]δρχν 

[Κλαυδίου  Φιλίππ]ου  τοϋ 

[δαοου^]ήιταντος 


47 


ΕΙΙΙΓΡΛΦΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


48 


Ή  συμπλήρωση  ελήφθη  έκ  της  έν  CIA  III  907 
επιγραφής. 

40.  Έπίκρανον  βάθρου  έκ  λευκοο  μαρμάρου  ελ- 
λιπές προς  άριστεράν.  Πλ.  0,28,  Οψ.  0,16,  πάχ. 
περίπου  0,22.  'Αριθ.  καταλ.  501. 

ΤΙΚΟΝΜΑΡΑΘΩΝΙΟΙ 
[Τιβ.   Κλ.    Ήρώδην   Άτ]τικον  Μαραθώνιο(ν). 

41.  Τεμάχιον  γλαυκοφαίου  μαρμάρου  παντα- 
χόθεν ελλιπές'.  Πλ.  0,28,  Οψ.  0, 10,  πάχ.  0,20. 
"Αριθ.  καταλ.  167. 

Ν  / 

ΌΣΑΥΛΟΣΜΑ 
ΈΡΓΕΤΗΝ 

(τον  δείνα) 
-  ος  Αυλός  Μα[ραθώνιος] 
[τον  έαυτοϋ  εύ]εργε'ττίν 

Το  αυτό  πρόσωπον  πιστεύω  δτι  άπαντα  και  έν 
τη  επομένη  επιγραφή.  Πρβλ.  και  CIA  III  461. 

42.  Δύο  τεμά/ια  γλαυκοφαίου  μαρμάρου  αμ- 
φότερα πανταχόθεν  ελλιπή,  προερχόμενα  δε,  ως 
μοι  φαίνεται  τουλάχιστον,  έκ  του  αύτοΟ  λίθου.  Ιου 
πρώτου  πλ.  0,17,  Οψ.  0,05,  πάχ.  0,15.  Αριθ. 
καταλ.  137.  Του  δευτέρου  πλ.  0,29,  υψ.  0,05, 
πάχ.  0,16.   Αριθ.  καταλ.  136. 


'  ΔΩ  Ν  Τ  Ι' 
Ν!ΟΝΛ 
β' 
ΛΟΣΜΑΡΑΘΩΝΙΟ 

-  r-  Λ 

Πιθανώς  ή  επιγραφή  αΰτη  δηλοϊ  ότι  δ  έκ  της 
προηγουμένης  επιγραφής  γνωστός  Αν.Ιος  Μαραθώ- 
νιος αναθέτει  άνδρα  τινά  έξ  Εναο.Ιπίαων  ή  άλλου 
τινός  γένους  καταγόμενον  έχοντα  το  ρωμαϊκον  όνομα 
Ti6éçtoç,  Ισως  τον  πατέρα  αύτοΟ,  ώς  οΰνανται  να 
άναγνωσθώσι  τα  μικρά  ίχνη  του  στ.  2  τοΰ  β  . 


43.  Μάρμαρον  λευκον  έκ  μεγάλου  τινός  βάθρου 
προερνόμενον,  ώς  φαίνεται,  πανταχόθεν  ελλιπές. 
Τψ.  0,31,  πλ.  0,085,  πάχ.  0,20.'  'Αριθ.  κατα- 
λόγου 142. 

Ν   Β 

Ι  Ε  Κ 

Τ  Ι  Δ  Γ 

ΟΥΓ 

Ν  Η 

2. 

Έκ  τοΟ  μικρού"  τούτου  τεμαχίου  τοσούτον  μό- 
νον είνε  φανερόν,  ό'τι  έν  στ.  3  αναφέρεται  το  γένος; 
τών  Εύαο.ίπιάων.  Εις  την  αυτήν  έπιγραφήν  μοι 
φαίνεται  οτι  ανήκει  και  ίτιοον  τεμάχιον,  μόνον- 
πράς  άριστεράν  άκέραιον.  ϊψ.  0,27,  πλ.  0,075,. 
πάχ.  0,09.   'Αριθ.  καταλ.   142  Α. 

Β 

Ε 

π 

τ 

44.  Μικρόν  τεμάχιον  έπικράνου  έκγλαυκοχρόου 
μαρμάρου  άκέραιον  μόνον  κάτωθεν.  Ιψος  της  έπι- 
γεγραμμένης  επιφανείας  0,08,  πλ.  0,0/5.  Αριθ. 
καταλ.  414. 


Α  Τ 
Ι  Δ  Α  Ι  ι 

ΥΔΑΘΗ 


-  ίδαι  (τον  δείνα) 
[Κ]υδαθη[ναιε'α) 


45.  Τεμάχιον  έπικράνου  έκ  γλαυκοχρόου  μαρ- 
μάρου ελλιπές  προς  άριστεράν.  Ύψος  της  έπιγε- 
γραμμένης  επιφανείας  0,1 1 ,  πλ.  0,20.  Όπισθεν• 
ο  λίθος  είνε  άπεστρογγυλευμένος  ώς  χρησιμευσας 
πιθανώς  έν  βαρβάροις  χρόνοις  ώς  άλετρίβανον.  Αρ. 
καταλ.  481 . 


3ΥΓΑΤΗΡΙΕΡΗΑ('| 
Τ   Α   Γ   Ε   Ν   Η    Ε  Ξ  Ω  f§ 
Δ   Α   Ι    Φ   Ι    Λ  Λ  Ε  Ι  Δ  Α  § 
ΑΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ 


(Ή  δείνα  τοϋ  δείνος)  θυγάτηρ  ίε'ρηα 

-     -     -     -     [Με]ταγε'ννι  εξ  Ώ[ας 

-δαι   Φιλλεϊδα[ι] 

-α   ευεργεσίας. 


49 


ΕΠΙΓΡΑΦΑ1    ΕΛΕΥΣΙΝ02 


:;o 


Έν  στ.  2  ήδιίνατο  πιθανώτερον  να  άναγνωσΟη 
τα  γένη,  επειδή  έν  ταΤς  έπιγραφαϊς  των  χρόνων 
τούτο.>ν  αιτιατική  τρίτοκλίτου  κυρίου  ονόματος  εις 
-η  άνευ  τοο  -r  δεν  είνε  τι  σύνηθες  Meisterhans 
Gramm,  σελ.  107),  άλλα  θά  ήτο  άτοπον  νά  έκ- 
ληφθ^]  το  ΕΞΩ  ως  αρχή  ονόματος  γένους  τινός, 
άφοο  άλλοΟεν  τοιούτον  γένος  οέν  eïve  γνωστόν. 

46.  Δυο  τεμά/ια  γλαυκοχρόου  μαρμάρου  μή 
ΐϊροσαρμόζοντα  προς  άλληλα'  εικάζω  δ'  5μως  ό'τι 
αμφότερα  άνήκουσιν  εις  τήν  αυτήν  έπιγραφήν,  διότι 
και  άλλως  βμοια  προς  άλληλα  είνε  και  τα  αλλε- 
πάλληλα στρώματα,  ές"  ών  σύγκειται  δ  λίθος, 
Βνουσιν  έν  άμφοτέροις  κάθετον  οιεύθυνσιν  προς  τα 
γράμματα,  πράγμα  μή  απαντών  έν  άλλαις  έλευ- 
σινιακαϊς  έπιγραφαΐς  δμοίαις  προς  τα  τεμάχια 
ταΟτα.Το  πρώτον  είνε  μόνον  άνωθεν  άκέραιον. Τψ. 
0,19,  πλ.  0,08,  πάχ.  0,11. 'Αριθ.  καταλ.  171  Α. 
Το  δεύτερον  είνε  πανταχόθεν  ελλιπές.  "Ύψ.  0,26, 
πλ.  0,12,  πάχ.  0,13.  'Αριθ.  καταλ.  171. 

ι 

α 

Η  Ρ  Υ 

Ν  ΑΣ 

Ω  Ν 

Έν  στ.  1  το  Ρ  είνε  έφθαρμένον  και  ουσοιάγνω- 
στον.  Πιθανώς  πρέπει  νά  άναγνωσθη  [/Γ]>}ρυ[?ίες] 
ή  [το  γένος  το  /(])]ρ[«ω»•]. 

β 

Ν  Α  Σ  Κ 
-ΙΟΝΚ/ 
ON  ΕΑΥ 

—  Λ  Ι  Ν     (άγραφος  χώρος) 
Κ  Λ  Ε  Ο 
ΥΣ  Φ  Λ 
Ο 

Στ.  4  [z]òv  έαν[τοΰ]  ...  στ.  5  [τάίν  θε]αΐν. 
Τα  γράμματα  τών  τριών  τελευταίων  στίχων  οια- 
φέρουσι  τών  άλλων,  επειδή  δε  προσέτι  δ  έν  τω 
προηγουμενω  στιχω  άγραφος  -/ωρη^  οηΛοι  σαφώς 
ό'τι   αυτόθι    έ'ληγεν    ή  άνά.Οεσις ,    είνε   φανερον  δτι 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


κατόπιν  κύτοΟ  κείται  το  όνομα  της  επωνύμου  ιέ- 
ρειας, έφ'  ης  έγένετο  ή  άνάθεσις.  Αναγινώσκω 
λοιπόν  j  βπί  tepe/ας]  Λ  îeo[wc  ■"'"/'.  ΕύχΛέο  u< 
Ί'.Ινίωο  θυγατρ]ό[ς). 

17.  Βάσις  έκ  γλαυκοφαίου  μαρμάρου  ελλιπής 
έκατέροθεν,  πιθανώς  οέ  και  άνωθεν  κατά  ίνα  στί- 
χον.  Τψος  της  έπιγεγραμμένης  επιφανείας  0,16, 
πλ.  0,14,  πάχ.  0,23.  "Αριθ.  καταλ.   170. 


\  Ι  Σ  Τ  C 
ν.  Υ  Χ  Ο  Y  c 

Ν  Ο  Υ  Σ  Ι  Ο 

Υ  Η  Θ  Ε  Ν  Τ 

Ι  Ι  Α  Ν  Ε 


[θ6]((λ)ιστο  κλέους 
[δαο^ούχου  (θ    ιοφράστου 
Άγ  νούσιο[ν] 

ι/,  <ηθίντ[α  άφ'  εστίας] 
Δημητρι  καΙ  Κόρ/r,)  άνέθηχιν. 


Ή  επιγραφή  φαίνεται  Οτι  ανήκει  εις  υίόν  τίνα 
του  έν  τη  Έφ.  'Αρχ.  1894  σελ.  17!»  αριθ.  18 
δημοσιευΟείση  επιγραφή  μνημονευομένου  âaâov- 
χου  Θεμιστοκ.Ιίονο,,  ές  ης  και  συνεπληρώθη  ή 
παροοσα.  Περί  τών  ά,νορώΊ  τούτων  προλ.  και 
Παυσανίαν  Ι,  37,  1 . 


48.  Βάσις  έκ  γλαυκοχρόου  μαρμάρου  συγκολ- 
ληΟεΐσα  νυν  έκ  τριών  τεμαχίων  ελλιπής  έκατέ- 
ροθεν. Μέγιστον  πλάτος  0,25,  υψ.  0,19,  πάχ. 
0,18.   'Αριθ.  καταλ.  200. 

Μ  Ο  Σ 
ΑΣΤΟ 
J  ι  ζ.    ."ΝΟΥΣ 
ιΟΙΑΣΤΗΣΕΙΣ 
ΣΕΥΣΕΒΕΙΑΣΔΗ 
ΑΝΕΟΗΚΕΝ 

[Ό  δη]ριος 
[δαδοϋχον  Θεόφρ]αστον[ν  οαδουχου] 
[Θεαιστοκλέ](ους)  [Ά]γνούσ[ιον] 
[εΰν]οίας  της  εις  [εαυτόν  ένεκεν] 
[καί  της  προς  τας  Οεα]ς  ευσέβειας  Δή[(Αητρι  καί  Κόρη] 
άνέθηκεν 


Δια  τήν  συυ.πλήρωί 

Ι  ι  (Γ 


:ν   παράβαλε  τήν  προηγου- 


μένη-;  έπιγραφήν  και    Εφ.    Αρχ.  1894  σελ.  179 
αριθ.  18. 

4 


51 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ   ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


52 


49.  Τεμάγιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μό- 
νον άνωθεν.  Πλ.  0,15,  δψ.  0,10,  μέγιστον  πάχ . 
0,06.  'Αριθ.  καταλ.  400. 


ΟΡΕΑΡΡΙΟ 
Ν  ΘΕΑΛΙΣ 


;Φ)ρεάρριο[ς] 
-ν  Θεαισ[τοκλ 


Και  ή  επιγραφή  αύτη  αναφέρεται  αναμφιβόλως 
εις  τίνα  έκ  της  αυτής  οικογενείας  των  απογόνων 
τοΟ  μεγάλου  Θεμιστοκλέους. 

οΟ.  Βάσις  έκ  λευκού  μαρμάρου  μετά  ιχνών  πο- 
οών  αγάλματος  άνωθεν,  ελλιπής  προς  άριστεράν. 
Πλ.  0,53,  ύψ.  0,12,  πάχ.  0,28.  ΆριΌ.  κατά- 
λογού  677. 

Μ  Ο  Σ 
Ο.     ΑΝΘΥΤΤΛΤΟΝ 
ΟΙΑΣΤΗΣΕΙΣΕΑΥΤΟΝ 

[Ό  δη][Αθς 
-  ο(ν)  άνθύπατον 

[εΰν]οίας  της  εις  εαυτόν 
[ένεκεν]. 

51.  Βάσις  έκ  γλαυκοχρόου    μαρμάρου   ελλιπής 
ολίγον  τι  άνωθεν.  Πλ.  0,43,  ύψ.  21,  πάχ.  0,49. 
Ανωθεν  υπάρχει  βοθρίσκος  προς  irno%oyr\v  αναθή- 
ματος. 'Αριθ.  καταλ.  669. 


Σ  Ε  Υ  Β  Ι  Ο  Υ 

LiMYPPINOYTTHI 
ΑΝ  ΕΘΗΚΕΝ 


-ς  Εύβίου 
(ε'γ)  Μυρρινούττης 
άνεθηκεν. 


52.  Δύο  τεμάχια  έπικράνου  έκ  λευκού  μαρμά- 
ρου αμφότερα  μόνον  κάτωθεν  ακέραια ,  καίτοι  το 
πρώτον  οέν  ειχεν  άλλα  γράμματα  προς  άριστεράν. 
Τοΰ  πρώτου  πλάτ.0,14,  υψος  0,14,  πάχ.  0,07• 
αριθ.  καταλ.  384.  Του  Ζζυτίρου  υψος  0,095, 
πλάτ.  0,13,  πάχ.  0,23•  άριθ  καταλ.  176.  'Αμ- 
φότερα εχουσιν  ίκανήν  ομοιότητα  προς  άλληλα, 
ό  οε  τελευταίος  στίχος  είνε  δια  μικρότερων  γραμ- 
μάτων γεγραμμένος  και  ευρίσκεται  εις  ί'σην  άπό- 
στασιν  άπο  του  προηγουμένου  στίχου,  διό  πιθανόν 
μοι  φαίνεται  οτι  αμφότερα  εις  την  αυτήν  επιγρα- 
φή ν  άνήκουσιν,  καίτοι  είνε  ανάγκη  να  δεχθώμεν 
ότι  εν  στ.  •5  τ.ρο  του  Αιώτης  υπήρχε  διάστημα  τι 
κενόν  (πράγμα  άλλως  όχι  ασύνηθες). 


ΚλΑΥΔ, 

Θ υγ Ate 

ΕΤΤΙΙΕΡ 


ι  Α  φ  Ε  Ε  Ι- 
ΔΙΩΝ Η  Ε 


Κλαυδίαν      - 

θυγατέ[ρα  [Λυηθεϊσαν]   άφ'  έστ[ίχς]. 

'Επί  ίερ[είας]  Διώνης. 

53.  Ιεμάχιον  κυλινδρικής  βάσεως  έκ  λευκό Ö 
μαρμάρου  πανταχόθεν  ελλιπές.  "Υψος  0,25,  σω- 
ζόμενη περίμετρος  0,26.  Ή  επιγραφή  περικλείε- 
ται έν  άναγλύπτω  στεφάνω  έκ  κισσού"  ,  ελλεί- 
πει δ'  έξ  αυτής  το  άριστεράν  ήμισυ  μέρος.  Άριθ. 
καταλ.  242. 


ι 

Η  Φ  Ο 
Α  Σ  Λ  Ν 
Ν  ΥΣ  Ω  Ι 
Α  Ι  Ω  Ι 


[καν  |ηφο- 
[ρησ]ασαν 
[Διοΐνύσω 
[Λυ]αίω 


54.  Στήλη  έκ  λευκού  μαρμάρου  συγκολληθεϊσα 
νυν  έκ  ούο  τεμαχίων  ελλιπής  κάτωθεν  και  προς 
άριστεράν  της  επιγραφής  ό  τελευταίος  στίχος  είνε 
έκατέροθεν  ελλιπής.  Πλ.  0,47,  υψ.  0,55,  πάχ. 
0,75.   Άριθ.  καταλ.  308.    ' 


HJULHTPOCiePeiA     [Δή][Λητρος  ιέρεια 

Δ  Ι  Ο  Ν  Υ  C  Ι  Α  Διονυσία 

JUL  Ι  TT  TT  Ι  Δ  [Έρ](Αΐππίδ[ος  θυγάτηρ]. 

Δια    τήν  συμπλήρωσιν    πρβλ.    CIA  III    1283, 

στ.  13  -  14.  Ή  στήλη  αύτη  ούτε  επιτύμβια  φαί- 
νεται οτι  είνε,  ούτε  άνάγλυφον  έφερε  ,  πιθανώς  δε 
ή  είκών  της  Διονυσίας  ήτο  έν  αύτη  γραπτή. 

55.  Τμήμα  έρμαϊκής  στήλης  συγκολληθέν  ύπα 
Φιλίου  έκ  τριών  τεμαχίων  ελλιπές  κάτωθεν,  άπο 
δε  του  στ.  3  καί  οεξιόθεν ,  από  δε  τοο  στ.  4 
έκατέροθεν.  Τψ.  0,51,  πλάτ.  0,28,  πάχ.  0,11. 
Άριθ.  καταλ.  270.  Τα  Σ  τοΰ  τελευταίου  στίχου 
κείται  προς  άριστεράν  του  φαλλοΟ,πρός  οεξιάν  τοΟ 
οποίου  άόηλον  αν  ύπήρχον  γράμματα  ,  Οιότι  ό  λί- 
θος είνε  άποκεκρουσμένος. 


53 


κιιιιτΛΦΛί  κ  λ  γ•:  vi:  ι  noi: 


54 


ΤΩΜΕΓΙΣΤη 
ΚΛΙΘΕιΟΤΑΤλ 

Λ     OK ΡΑΤΟ 

ιουΛιω 

1  ΑΞ  Ι  Μ 
Α  Σ  Τ  ~ 

Σ 


Τώ  ι/εγίττω 
καί  Οειοτλτω 

atùx  Όκράτο- 

ρι  Γ.]  Ίουλίω  [Βή-] 
[ρω]  ΜαζΊιχ[ίνω 
σεβαστώ 


Όμοια  επιγραφή   ύπάρ/ει  καί  έν  CIA  III  538, 
έξ  ής  όμως  δέν  δύναται  νά  συμπληρωθη  ο  στ.  7 

της  παρούσης. 

56.  Λνω  [J-ερος  στήλης  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου 
μετά  αετώματος  συγκεκολλημένον  έκ  δύο  τεμα- 
χίων, ελλιπές  κάτωθεν  και  προς  δεζιάν.  ΙΙλάτος 
0,28,  οψος  άνευ  του  αετώματος  0,17,  πά/ος  πε- 
ρίπου 0,10.  Το  άρχικον  πλάτος  της  στήλης  δεν 
δύναται  να  όρισθη  ώς  έλλειπούσης  της  χορ^γ?^ 
τοο  αετώματος.  Ουδέν  ήττον  τοσούτον  ομοιάζει  το 
τεμάχιον  τούτο  προς  την  υπό  Φιλίου  έν  Mittheil, 
d.  d.  arch.  Inst.  Athen  XIX  σελ.  171  έξ.  έκδο- 
Οεΐσαν  στήλην,  ώστε  εις  έμέ  τουλάχιστον  φαίνεται 
βέβαιον  δτι  έξ  εκείνης  προέρχεται  καί  τοοτο,  καί- 
τοι δεν  προσαρμόζει  προς  αυτήν.  Ή  επιφάνεια 
εΐνε  ίκανώς  έφΟαρμένη,  δ  δέ  δεύτερος  στί/ος  έχει 
έξαλειφθη  επίτηδες.  'Αριθ.  καταλ.  5  Β. 
'ΤΟΚΆΤίΙΡΚΑΙ 

ΓΰΗΣ 

[Αΰ]τοκ(ρ)άτωρ    Καΐ[σαρ] 


-      -      -      -     [εύσε](β)ης 

57.  Μέγα  τεμάχιον  βάθρου  έκ  λευκοΟ  μαρμά- 
ρου ελλιπές  προς  άριστεράν,  ή  δ'  επιγραφή  καί 
άνωθεν.  Τψος  αύτοο  0,85,  της  δέ  έπιγεγραμμένης 
επιφανείας  το  σωζόμενον  Οψος  0,60,  μέγιστον  πλά- 
τος 0,09.  Κατωτέρω  δεν  υπάρχει  άλλος  στίχος. 
Γράμματα  μικρά  του  Β'  ή  Γ'  μ.  Χ.  αιώνος.  Άρ. 
καταλ.  675. 


PAC 
PAÄHoYC 
6ΗΝ 
ΟΜΟΥΝοΝ 

e  ς  ο  no  udì 


[άνάκτο]ρα  Δηοΰς 
[γεν]εην 
-ο  ικ,οϋνον 
[εΰφρονι  δ]εξο  νόω. 


μάρου  μετά  ανάγλυφων  βουκράνων  »cal  στεμμάτων 
καί  έσ/ά:-/;  άνωθεν.  Γψος  0,48,  πλάτος  κατά 
την  βάσιν  0,25,  πάχος  περίπου  0,16,  II  οεξιά 
άνω  γωνία  eTvc  κποκεκομμένη.  Ο  πρώτος  στίχος 
ίιπηρχεν  έπί  τον  έπικράνου,  ηφανίσθη  ο  ολοσχε- 
ρώς πλην  μικρών  τίνων  λειψάνων  δλίγων  γραμμά- 
των. 'Αριθ.  καταλ.  261  , 

\  Ι        Ι  Α  ι 

λ  Ι  Ο  Ν  Y  C  Ι  Ο  Υ  φ  Α  λ  Η 

Α  Τ  Η  PANeOHKe 

/.  οιΐνα  ) 
Διονυσίου  Φαλη[ρέως  θυ- 
ν  £τϊΐρ  ανέβηκε. 

59.  Μ  ι  /.ρος  τετράγωνος  βωμός  άνευ  διακόσμου 
εκ  λευκοΟ  μαρμάρου  μετά  βοθρίσκου  άνωθεν.  Γψος 
0,35,  πλάτος  κατά  την  βάσιν  0,19,  πάχος  περί- 
που  0,•Ι'•Ι     Γοάυ•.υ.ατα    έ^Οαοαένα.     Αριθ.    κατα- 

Γ     Γ  Ι  Τ         Γ  ι  t 

λόγου  116. 


α  ρ  τ  e 

Μ!Α| 


AfTSU.lSl 


58. Μικρός  τετράπλευρος  βωμός  έκ  λευκοο  μαρ- 


60.  Μικρός  τετράπλευρος  βωμός  έκ  λευκοΟ  μαρ- 
μάρου μετά  έφθαρμένου  ανάγλυφου  διακόσμου  ερω- 
τιδέων καί  φυλλωμάτων  καί  έσ/άρας  άνωθεν.  Ύψ. 
0,34,  πλάτος  κατά  τήν  βάσιν  0,26,  πάχος  0,14. 
'Αριθ.  καταλ.  117. 

ΦλΤΤΑΜφΙ  Λ  μ         Φλ(αβία)  ΠαΐΛφίλ(η) 

ΚΟΥΡΟΤΡΟ  Κουροτρό- 

Φ  UU  G  ι    '  Η  Ν  (ρω  Β(ΰχ)η(Μ). 

61.  Μικρός  στρογγυλός  βωμός  έκ  λευκού  μαρ- 
μάρου μετά  ανάγλυφου  διακόσμου  βουκράνων  καί 
στέμματος  καί  έσ/άρας  άνωθεν  "ϊψος  0,17,  διά- 
μετρος κατά  τήν  βάσιν  0,13.  'Αριθ.  καταλ.  118. 

ΟΕΟΦΙΛΗΚΟΥΡΟΤΡΟΦΩΙ 
ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΝ 
Θεοφιλή  Κουροτρόφω 
χαριστηρι(ο)ν. 

Τήν  διόρθωσιν  του  ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΝ  εις  χαρί- 
στήρι{ο)ν  δέν  νομίζω  βεβαίαν,  διότι  έν  τοίς  χρό- 
νοις,  έξ  ων  προέρχεται  ή  παρούσα  επιγραφή,  υπήρ- 
χε'/ ήδη  ò  βραχύτερος  τύπος  του  ονόματος  καί 
ήδυνατο  κάλλιστα  να  γραφή. 


Î55 


ΕΠΙΓΡΑΦΛΙ   ΕΛΕΤΣΙΝΟΣ 


56 


62.  Μικρός  στρογγυλός  βωμός  μετά  ανάγλυφου 
■διακόσμου  βουκράνων  και  στέμματος.  ΙψοςΟ,Ι/, 
διάμετρος  κατά  τήν  βάσιν  0,10.  'Αριθ.  κατ.  119. 


Δ  I  UJ  Ν  Η  Π  Ρ  Ο 
0ΗΘ6ΝΠΑ0Ι 
KPATOYCAAO 
χ  C  UNK  ΟΥ 

•  Ν  Λ  Α 


Διώνη  Προ- 
σήθεν  Πασι- 
κράτους  άλο- 
γες εΰχη]ν  Κου- 

[ροτρόφω]    -    - 


Τα  άλλως  άγνωστον  τοπικον  Ώρο\σηθεν  άναγι- 
νώσκεται  ασφαλώς,  πάντα  δε  τα  γράμματα  είνε 
σαφή  πλην  του  Η  έφΟαρμένου  όντος.  Κατωτέρω 
του  στ.  5  δύναται  να  λείπη  είς  ετι  στίχος. 

63.  Μικρός  στρογγυλός  βωμός  μετά  ανάγλυφου 
διακόσμου  βουκράνων  καί  στέμματος  και  έσχάρας 
άνωθεν.  Ύψος  0,21,  διάμετρος  0,115.  Ή  επι- 
γραφή κείται  επί  του  έπικράνου  καί  εΐνε  λίαν  έφθαρ- 
μένη .   ' Αρ ιΟ .  καταλ .  121. 

Κ  Ο  Ι   .   G  i  Κθ[υρ]ο[τρόφψ]  ' 

64.  Μικρότατον  τετράγωνον  βωμίοιον  έκ  λευ- 
κοΟ  μαρμάρου  μετά  έσχάρας  άνωθεν.  Τψ.  0,04ο, 
πάχ.  0,048.  Ή  επιγραφή  εινε  ίκανώς  έφθαρμένη, 
καί  δυσανάγνωστος  πολλά  δε  γράμματα  ήφανίσθη- 
σαν  ολοσχερώς.  'Αριθ.  καταλ.  399. 

Τ  e  Μ  ι  [Άρ]τεμι[σί] 

Π  Ο  Y  G  Ρ  [α  ά]πο  Κερ[α] 

Η  Ή  Ρ  [μέω]ν  -  - 

\C€YXi  -  -  εύχη[ν]. 

Πάντες  οι  ενταύθα  εκδιδόμενοι  μικροί  ούτοι  βω- 
μοί άνήκουσιν  εις  τους  έσχατους  ρωμαϊκούς  χρό- 
νους υπάρχει  δέ  προς  τούτοις  έν  Έλευσίνι  καί  έτε- 
ρος τις,    ού  ή  επιγραφή   εΐνε  άπεξεσμένη  έπίτηοες. 


Σημείωοις.  Ό  έν  φιλολόγοις  επιφανέστατος  κ. 
Wilamowitz  άνεκοίνωσέ  μοι  άρτίως  ιδίαν  άνάγνω- 

1  Διά  τήν  ομοιότητα  έκοοΟήτω  Ενταύθα  χαί  ετέρα  τοιαύτη  επιγραφή, 
καίπερ  Èx  πολύ  άρ/αιοτέρων  (πιθανώς  προειικλειδείοιν)  χρόνων  προερ- 
χομένη. Αύτη  εΐνε  έγκεχαραγμένη  έπί  τεμα/ίου  έκ  τοϋ  λαιμοϋ  πηλίνου 
αγγείου  μετά  καστανό/pou  γανώσεως  ευρεθέντος  κατά  τό  πρώτον  έτος 
της  υπό  Φιλίου  ανασκαφής. 


ΚΟΡΟΤΡΟ< 


Κο(υ)ροτρό[φω]. 


σιν  της  ύπ'  έμοΟ  έν  Έφ.  'Αρχ.  1895  σελ.  86  εκ- 
δοθείσης επιγραφής  (στ.  4  έξ.),  ώς  έξης- 
όπως  δ'  άριστον  έστι-  τόν  γαρ  θύλακον 
θεον  νορ.ίζω,  [/.εστος  άν  ει,  μη  κενός, 
απόφθεγμα  αληθώς  «ΚνχΛωπι  uaÀ.lov  η  τινο  α.Μ,ω 
τών  αύ.Ιιΰτα  το  θείον  βΛασφηαηΰάντων  προσή- 
κον y  ώς  αυτός  ο  Wilamowitz  το  έχαρακτήρισεν. 
Ή  όρθότης  της  αναγνώσεως  ταύτης  δεν  δύναται 
βεβαίως  να  άμφισβητηθή,  καίτοι  έάν  τις  απλώς 
επισκοπή  αυτόν  τόν  λίθον,  δυσκόλως  δύναται  νά 
πιστεύση  ότι  δεν  έλλείπουσι  γράμματα  κάτωθεν  καί 
προς  δεξιάν,  διότι  δ  λίθος  φαίνεται  άνωμάλως  και 
κατά  τύχην  άποκεκρουσμένος  εγγύτατα  αυτών  τών 
έσχατων  γραμμάτων  τούτου  δ'  ένεκα  ήπατήθην 
καίέγώ.Ό  γράψας  τό  άθεον  τούτο  δόγμα  μετεχει- 
ρίσθη  το  προσπεσόν  τεμάχιον  μαρμάρου  μηδαμώς 
φροντίσας  νάάποκόψη  τά  άκρα,  ί'νακαταστήση  αυτό 
εύγώνιον,  έπειτα  δε  φαίνεται  ότι  φοβηθείς  διά  τήν 
βλασφημίαν  έξεκόλαψεν,ώς  έσημείωσα  ήδη  (αυτόθι 
σελ.85),τούς  πρώτους  στίχους  της  επιγραφής,  έν  οΐς 
και  το  όνομα  αύτου  αναμφιβόλως  ήτο  άναγεγραμμε- 
νον,ισως  δέ  καί  άπέρριψεν  αυτός  τόν  λίθον  είς  τα  χώ- 
ματα, δι' ων  έπληροΰτο  τότε  ή  νοτίααύλή  τοΟ  ίερου. 
Ή  έαή  άνάγνωσις  τών  πρώτων  στίχων  [γράμ]μαζα 
ταντί  xo[.l]afaQ  την  τεχνην  ρ,αθεΊ,ν  φαίνεται  μοι 
ήδη  βεβαία.  Τών  προηγουμένων  στίχων  έξηφανίσθη 
παν  ίχνος,  μάταιον  δέ  θά  ήτο  νά  προσπαθήση  τις  να 
άποκαταστήση  πλήρες  τό  κείμενον  τό  νόημα  δ'όμως 
εικάζω  ότι  θά  ήτο  τοιούτον:  ό  άεϊνα  θείων  να  άη- 
Λώστ)  τία  εΐνε  ό  αριοτοα  κανών  τοϋ  βίον  ανέ- 
γραψε τα  γράααατα  ταϋτα. 

Εύκαιρον  ήδη  νομίζω  νά  σημειωθή  ενταύθα  καί 
τόδε,  ότι  έξετάσας  κατά  παράκλησιν  τοΟ  καθηγη- 
τού κ.  Κόντου  τόν  λίθον  της  υπό  Φιλίου  (  Εφημ. 
Αρχ.  1892  σελ.  101  έξ.)  καί  νυν  υπό  Köhler  έν 
CIA  IV.  2  σελ.  142,  574  e  εκδοθείσης  επιγραφής 
έν  στ.  24  είδον  ότι  κείται  ΔΙΑΧΕΙΡΙΞΑ*,  ώς 
ορθώς  έξ  εικασίας  άποκατέστησεν  δ  Köhler,  άλλ 
ένεκα  ^ϊοοο\ς  τίνος  του  λίθου  τό  Ι  φαίνεται  δμοιότα- 
τατον  προς  Η,  λίαν  δυσκόλως  δυνάμενον  νά  δια- 
κριθή.  Διά  τοΟτο  ήπατήθησαν  ό  τε  Φίλιος  καί  ό 
μετ'  αυτόν  άντιγράψας  τήν  έπιγραφήν  Lolling, άνα- 
γνόντεςΔΙΑΧΕΙ  Ρ  Η*  Αί. 

Ανδρέας  Ν   Σκιάς 


ΊΈ(-)ΡΙ1Ι1Ι()\    ΠΗΛ1Ν0Ν 


Tò  επί  του  φωτοτυπικού-  πίνακος  αρ.  3  έκ  δύο 
όψεων  έξαιρέτως  άπεικονιζόμενον  πήλινον  άρμα 
εινε  κτήμα  του  Εθνικού  Μουσείου  των  Αθηνών 
και  προέρχεται  εκ  κατασχέσε<^ς  '.  Εκ  της  ποιό- 
τητος τοΟ  πηλού  αυτού  ,  του  τρόπου  της  εργα- 
σίας, τού"  χρωματισμού,  και  ές  αυτής  έτι  της 
παραστάσεως  δύναται  τις  ασφαλώς  να  εΐκάση  ότι 
τοΟτο  προέρχεται  έκ  των  νεκροπόλεων  της  Τανά- 
γρας2. 

Ή  διατήρησις  του  σπουδαίου  τούτου  και  ωραίου 
έ'ργου  εϊνε  εξαίρετος"  ουχί  μόνον  άρτιον  εντελώς 
εινε  τούτο,  άλλα  και  του  χρωματισμού  αύτου  δια- 
τηρούνται εισέτι  ίχνη  ικανά,  ώστε  να  ούναταί  τις 
ασφαλώς  να  άναπαραστήση  πώς  ήτο  τοοτο  αρχι- 
κώς κεχρωματισμένον.  Ή  άνω  επιφάνεια  της  ώς 
βάσεως  χρησιμευούσης  ευρείας  πλακός  εϊνε  ερυθρά. 
επίσης  δέ  έρυθρον  εινε  και  το  έξωτερικον  τοΟ  δί- 
φρου. Ό  ρυμος  εϊνε  μέλας.  Ή  περιφέρεια  τών 
τροχών  εϊνε  κεκοσμημένη  δια  δυο  ερυθρών  κύκλων 
περικλειόντων  μέλαν  κόσμημα  έκ  στιγμών.  Οί  ζύ- 
γιοι  ίπποι  εϊνε  μέλανες,  τών  δύο  δε  παρασείρων  δ 
μέν  εϊνε  ερυθρός,  ό  δε  'έτερος  κίτρινος.  Ή  χαίτη 
δηλοΰται  δια  κυματοειδών  γραμμών  κίτρινου  μεν 
χρώματος  έπί  τοΰ  έρυΟροο  Ίππου  καί  τών  μελά- 
νων, έρυΟροΟ  δε  επί  του  κίτρινου.  Περί  τοΟ  χρω- 
ματισμού* τών  ό'πλων  τών  δύο  πολεμιστών  Oà  6μι- 
λήσωμεν  έν  τοις  έπομένοις. 


Το  περί  ου  ή  ημετέρα  πραγματεία  μνη μείον 
τούτο  παρέχει  ήμΐν  λαμπράν  του  αρχαϊκού  πολε- 
μικού άρματος  εικόνα,   ήπερ    όμοίαν   δεν  κατείχο- 

'  Ευχαριστώ  θερμώς  τοις  xx.  ΚαΕβαδία  χα!  ϊ)τάη,  διο'τι  μοί  προέ- 
τειναν  να  δημοσιεύσω  τό  μνημεϊον  τούτο  έν  τη   'Αρχ.   Έφηυιερίδι. 

2  Εύρετήριον  τοϋ  μουσ.  408?.  Μέγιστον  ϋψ.  0,21.  Διαστάσεις  της 
βάσεως•  μηχ.  0,22'  πλάτ.  0,20"  πάχ.  0,01.  Ώς  βλέπει  τις  έχ  τών 
διαστάσεων  ,  ί'να  εχωμεν  άχριβη  Ίδέαν  τοϋ  μεγέθους  του  μνημείου 
πρέπει  νά  άναπαραστη'σωμεν  αυτό  δύο  οοράς  μεγαλείτερον  ή'  5σον  φαί- 
νεται έν  τοίς  άπειχονίσμασιν. 


μεν    μέχρι  τούδε    iv  πηλώ    .      Ο,τι    ■-/.  πρώτης 
όψεως  κινεί  την  προσοχήν  ίν  τω  Ίί  uni 

το  τ/ ντο;  τον  δίφρου  καί  ή  αναλόγως  μικρά 
άνύψωσις  αύτου  υπέρ  το  έδαφος'  ->.//  &μφ :  ι 
ήσαν  πράγματι  αναγκαία,  Ενα  μή  Λνατρέπηται  το 
άρμα  υπό  τών  ανακλονήσεων  κατά  τ/,/  δι«  ι 
τών  πεδίων  ορμήν  εν  περιπτώσει  καταδιώξεως  r) 
φυγής.  Δια  τον  αύτον  δι  πάντως  λόγον  καί  of  τρο- 
χοί τών  πολεμικών  αρμάτων,  <»-  καί  έκ  του  προ- 
κειμένου παραδείγματος  δηλοΟται,  τοσούτον  άπεϊ- 
χον  του  δίφρου 

Οί  τροχοί  εϊνε  τετράκνημοι"  τούτο  δι  παρατη- 
ρείται και  έπί  των  αρχαιοτάτων  μνημείων,  ίνα  μό- 
νον περί  αυτών  είπωμεν,  οίον  επί  τών  μυκηναϊκών 
στηλών  και  έγγλιίπτων  λίθων,  και  έπί  των  του 
Δίπυλου  αγγείων.  Οί  τροχοί  του  άρματος  ημών 
εινε  προσκεκολλημένοι  κάτωθεν  έπί  τής  βάσεως  . 
Ή  πλήμνη  εξέχει  ολίγον,  ό  δε  £ξων  εϊνε  παχύς 
καί  στερεός'  σημειωτέον  ο'  ότι  ί/.ανώς  εξέχει  ούτος 
της  πλήμνης.  Έπί  του  άςονος  τούτου  στηρίζεται 
ό  δίφρος,  ορθογώνιος  ων  και  άφρακτος  όπισθεν  II 
ανοικτή  πλευρά  πτέρνα  οψοΟται  ελάχιστα  υπέρ 
το  έδαφος,  Ί'να  ούτω  καθίσταται  ευχερής  ή  τε  άνά- 
βασις  καί  ή  κατάοασις.  Τά  περιφράγματα  του  δί- 
φρου είσί  ταπεινά,  μόλις  έςικνούμενα  μέχρι  τών 
γονάτων  τών  έν  τω  άρματι  ισταμένων.  Επί  τού- 
των άλλως  επίκεινται  ύψηλαί  κντυγες  ,  ai  μέν 
έμπροσθεν  σχήματος  ημικυκλίου  πεπλατυσμένου, 
αί  δέ  πλάγιαι  ώς  συνήθως,  ήτοι  σχηματίζουσα! 
ύψηλόν  ελλειψοειδή  κρίκον,  άφ  ου  έκρατεΐτο  ό  Οέ- 
λων  νά  κατέλΟη  του  άρματος  ή  νά  άναοη  εις  αυτό. 

Ή  πρόσθια  άντυς  εξικνείται  εις  τό  μέσον  περί- 
που του  σώματος  τών  έν  τω  άρματι  ισταμένων. 
Έκαστη  δ'  άντυς  εϊνε  συνηνωμένη  μετά  του  περι- 
φράγματος   κατά  το  μέσον   δι'  ίμάντος,    ώς  φαίνε- 

3  llrjÀtvov  ΐρμα  ίχΚύχρου  Arch.  ep.Mith.,  1S77.  ρ.  Ι07(σνλλ 
Millosicz);  Heuzey,  Les  figurines  en  terre  cuite  du  musée  du 

Louvre,  pi.  Χ,ί. — Λιάτά  ίρχαΐχα  α;ματαΟα  ίρχεσΟώμεν  ,ιπιρα- 

πέμψωμεν  εϊς  τό  Dictionnaire  des  antiquités,    5ρβρ     Currus 
(Saglio). 

*  Εϊνε  χινητοί  ε'ς  τχ  άνευ  βάσεως  πήλινα,  Ζτ.:>;  -.;  μιχρον  Κυ- 
πριαχόν  άρμα,  ti  Enti  Μ.  HeUZej  δημοσιΐυβέν,ή1  il;  τοΐΐ{  ίππους  τους 
αντί  ποδών  φέροντας  τροχούς. 


59 


ΤΕΘΡΙΠΠΟΝ    ΠΗΛΙΝΟΝ 


60 


πραγματικότητι  έκ  ξύλου  "έν  πυρί  κεκαμπυλωμέ- 
νου.  Ενδιαφέρον  αέρος  τοΰ  άρματος,  Οπερ  αί  έπι 
αγγείων  η  ανάγλυφων  απεικονίσεις  αρμάτων  οεν 
ηουναντο  να.  αναπαραστήσωσιν  ,  εινε  ειοος  τι  κι- 
βωτίου εντός  του  oie-ρου  κατά  υ.ηκος  τοΰ  προσ- 
θίου περιφράγματος,  εντός  του  οποίου  ηουναντο  να 
τίθενται  τα  δπλα,  ή  λεία,  ή  καί  απλώς  ή  τροφή 
των  i'-reco ν. 

Ό  5υμος    εινε   προσαρμοσμένος    εις  το  πρόσθιον 

Γι  t  il    ι  ι  '  ι 

μέρος  τοΰ  δίφρου,  λίαν  πα'/ύς  εις  το  σημεΐον  της 
άρμογής,λεπτυνόμενος  δ' ολίγον  καθ  όσον  πλησία- 
ζε' προ;  το  άκρορρύμιον.  Εχων  θέσιν  πλαγίαν  ώς 
προς  τον  δίφρον,οΰτως  ώστε  να  σχηματίζη  μετ  αύ- 
τοΰ  γωνίαν  4ο  τ.ιρίτ.ου  μοιρών,  απολήγει  εις  χη- 
νίσκον.  'Ομοίως  δε  χηνίσκον  άποτελοΰσι  καί  τα 
άκρα  τοΰ  ζυγού.  Ή  κύρτωσις  ο'  αυτή  κατά  τα 
άκρα  του  ρυμοο  και  τοΰ  ζυγοο  έσκόπει  βεβαίως  να 
έμποδίζη  την  έξολίσθησιν  τών  ιμάντων. 

Οί  ζύγιοι  ίπποι  ευρίσκονται  πολύ  πλησίον  αλ- 
λήλων, ενώ  οί  έπί  τοΰ  αύτου  στοίχου  κείμενοι  πα- 
ράσειροι  είνε  αρκετά  απομεμακρυσμένοι  τούτων. 
Εινε  οέ  γνωστόν,  οτι  πρέπει  να  άναπαραστήση  τις 
τους  παρασείρους  ουχί  εις  τον  ^ρον,  αλλ  εις  τά 
άκρα  τοΰ  ζυγοο  προσδεδεμένους. 

Δύο  άνδρες  ίστανται  έν  τω  οίφρω,  δ  άνας  αρι- 
στερά και  δεξιά  ό  ήνίο/ος.  Ούτος  έκτείνων  τους  πή- 
χεις προς  τά  εμπρός  κρατεί  έν  χερσι  τά  ηνία,  εινε 
δ'  ένοεδυμένος  χιτώνα  ποδήρη'  από  του  νώτου  <χύ- 
του  έξήρτηται  μεγάλη  ασπίς  τοξοειόώς  άποκεκομ- 
μένη,  επί  της  άντυγος  της  όποιας  είνε  γεγραμμένα 
δι'  ερυθρού  χρώματος  όφεοειδή  κοσμήματα,  καί 
ήτις  ε/ει  ώς  έπίσημον  έρυθρώς  επίσης  γεγραμμέ- 
νον  άνδρα  γυμνόν  ,  ύψοΰντα  τάς  cùo  χείρας'  άμ- 
φίβολον  είνε  αν  δ  τεχνίτης  ηθέλησε  να  παραστήση 
χορευτήν,  πυγμάχον,  ή  άνδρα  προσπαθουντα  να 
έκσφενδονηση  τι.  Ό  άναξ  φέρει  επί  κεφαλής  κράνος 
αύξάνον  το  άνάστηαά  του,  όπερ  καί  άνευ  τούτου 
είνε  ήδη  ΰψηλότερον  του  ηνιόχου.  Το  κράνος  χω- 
ριστά καί  λίαν  άτέχνως  εΐργασμένον,  έχει  παρα- 
γναΟίδας  και  μέγαν  λόφον  κεκοσμημένον  δι'  άκτι- 
νοειδών  ερυθρών  γραμμών.  Είνε  δε  δ  άναξ  γυμνός 
καί  κρατεί  δια  της  δεξιάς  χειρός,  ης  δ  πήχυς  έχει 
δυσανάλογον  μήκος,  την  άντυγα.Ό  υπό  την  άσπίοα 
κεκρυμμένος  αριστερός  αύτοΰ  βραχίων  φαίνεται  ώς 
άμορφος  όγκος.    II  ασπίς,  στρογγυλή   ούσα,    άπο- 


ται.  Αί  άντυγες  αύται  Οά  κατεσκευάζοντο  έν  τη 
τελεί  χωριστον  τεμάχιον,  όπερ  δύναται  τις  να  από- 
σπαση άπα  του  φέροντος  αυτό  βραχίονος.  Το  έξω- 
τερικον  αυτής  εινε  κεχρωματισμένον  έρυθρόν,  έπί- 
σημον  δε  φέρει  δια  κίτρινου  χρώματος  γεγραμμένον 
γοΐρον ,    ούτινος  παρέχομεν  ενταύθα    έν  ζιγκογρα- 


φήματι  δμοίωμα.  Δόρυ  δεν  έχει"  ουδέ  πιστεύω  δτι. 
υπήρχε  τοιούτον  αρχικώς  έξ  ιδιαιτέρου  τεμαχίου 
κατεσκευασυ,ένον  καί  άπωλέσΟη  νυν.  Οσον  υηορίχ  εις 
τους  ίππους,  ούτοι  έπλάσΟησαν  κατά  τον  τυπικον 
εκείνον  τρόπον,  καθ'  ον  έπί  μακρόν  χρόνον  άπεικόνι- 
ζον  τα  ζώα  οί  κοοοπλάσται  και  οί  χάσκεις.  Αςιον 
σημειώσεως  εινε  δ'τι  οί  μυκτήρες  τών  ίππων,  δπως 
και  αι  συνεσφιγμεναι  πυγμαι  του  ηνίοχου  εινε  οια- 
τρητοι"  εινε  δε  πιθανώτατον  δ'τι  όιά  τών  οπών  τού- 
των διήρχοντο  άλλοτε  τά  ηνία, βεβαίως  ουχί  έκ  με- 
τάλλου5, αλλ'  έκ  κεχρωματισμένου  λίνου.  Τούτο 
δεν  εινε  άνευ  ενδιαφέροντος,  διότι  καίτοι  αναμφιβό- 
λως τοάρμα  εινε  καλώς  διατετηρημένον,  δμωςπρέ- 
πει  να  άναπαραστήσωμεν  αυτό  τοιούτον,  οίον  ήτο, 
δτε  τελείως  έξηρτημένον  και  καινουργές,  έν  στιλ- 
πνώ  και  φαιδρώ  χρωματισμώ  μετά  τών  ερυθρών 
αύτου  καί  κίτρινων  ηνίων,  κατετέθη  επιμελώς  ύπο 

s  Ώς  σκέπτεται  ό  κ.  JaillOt,  BCH,  XIV,  ρ.  221,  περ'ι  της  λόγ- 
χης, ην  επαλλεν  εΤς  τών  μικρών  ταναγραϊκών  ιππέων,  καί  ήτις  ήτα 
ίσως  απλώς  έκ  ξύλου  ή  οστοϋ. 


(il 


ΤΕΘΡΙΠΠΟΝ    ΙΙΙΙΛΙΜιΝ 


62 


ευσεβών   χειρών    ει;  τον  τάφον    δστις   διετήρησεν 

ήυ,ΐν  τούτο. 

Ill 

Εινε  καταφανές,  ότι  το  άρμα  εινε  αρχαϊκών 
γρόνων"  το  ϊχήμα  των  ίππων  μαρτυρεί  τοοτο, 
ομοίως  οέ  και  αί  μορφαΐ  τών  πολεμιστών  Αναμι- 
μνήσκουσι  ταύτα  τους  χρόνους  καθ  ους  ετι  ο  κε- 
ραμευς  διά  να  παραστήση  το  άνθρώπινον  πρόσω- 
πον ήρχεΐτο  να  κεντη  το  -άριστων  την  κεφαλήν 
αέρος  τοο  τύπου  ούτως,  ώστε  να  σχηματίζηται 
f  κτ(  -or  é«ruJrou]  μικρά  προεξοχή,  ή  ρις,  καί  νά 
δρυττη  δύο  μικράς  κοιλότητας  οιά  τους  οφθαλμούς. 

Ού  μόνον  ένεκα  της  οιαπλάσεως  αύτοο,  άλ)  x 
καί  ένεκα  τον  χρωματισμού  αύτοο,  το  άρμα  ημών 
δέον  να  καταταχθη  εις  τήν  τάζιν  τών  μικρών  Γπ- 
πων  καί  ιππέων,  ους  έν  μεγίστη  αφθονία  εφερον  εις 
φως  αϊ  άνασκαφαί  της  Τανάγρας  , κατ  άκολουθίαν 
δύναται  το  άρμα  τούτο  νά  εινε,  όπως  καί  τα  μνημο- 
νευθέντα έργα,  σύγχρονον  προς  τα  λεγόμενα  πρω- 
τοβοιωτικά  αγγεία  κα'ι  προς  τα  περίεργα  εκείνα  γυ- 
ναικεία αγαλμάτια,  δι'  ά  οί  αρχαιολόγοι  διετήρη- 
σαν  το  κωμικον  όνομα  TtdJtaâeç,  ό'περ  ένεκα  της 
τιαρομόρφου  κομμώσεως  των  άπεοόΟη  εις  αυτά 
παρά  τών  χωρικών  του  Σχιματαρίου7. 

Δύναται  λοιπόν  νά  άνήκη  το  άρμα  εις  τους  χρό- 
νους, οί'τινες  προηγήθησαν  της  εις  Βοιωτίαν  εισα- 
γωγής του  Κορινθιακού  ρυθμού,  δυνατόν  δμως  εινε 
επίσης  ένεκα  του  σχήματος  της  άσπίοος  του  άνα- 
κτος,  τών  επισήμων,  καί  προ  πάντων  του  παριστών 
τος  τον  άνδρα,  δστις  δια  της  σχετικώς  ρωμαλέας 
μορφής  του  καί  της  "ζωηράς  του  στάσεο^ς  ούοεν 
έχει  το  γεωμετρικόν,  νά  άποοώσωμεν  εις  το  άρμα 
ημών  μεταγενεστέραν  χρονολογίαν.  Έν  πάση  πε- 
ριπτώσει  ό'αως  δεν  πιστεύω   ό'τι  τούτο  εινε  νεώτε- 


>μως 


ρον  τοΟ  7ου  αιώνος 


,-8 


Ό  αναγνώστης  παρετήρησε  [Βεβαίως,  ό'τι  ό  άνα^ 
εΐνε  ώπλισμένος  κατά   τρόπον   διάφορον  του  ήνιό- 


Γι  Martha,  Cat.  des  terres  -  cuites  de  la  Soc.  Arch.,  «p.  966- 
969.  Jamot  ï.  ά.  σ.  248-220  χαί  πίν.  XIII. 

7   Ώς  προς  τήν  ονέσιν  τών  διάφορων  τούτων  κατηγοριών  πρό;  άλ- 

XijXes  ϊδε  Böhlau.  Jahrbuch,  III,  σ.  323-364;  Holleaux,  Mo- 
numents Pint,  1. 1, 33-34;  Pottier,  Cat.  do  yases  du  I yre, 

Ι,  α.  238-242. 

S  To  ήρ-έτερον  άριια  εινε  συγνρονον   του  πήλινου  —  οΟ  δημοσιευΟεν- 

το{  Οπό  τοϋ  x.  Martha  έν  BCH,  XVII,  pi.  Ι. 


χου.  Οπως  οί  ίν.  πηλοΟ  μικροί  ιππείς,  ό  άναξ  έχει 
ήδη  τον  τον  Δωριέως  Ιππέως  οπλισμόν.  Ητοι  το 
κράνος  μετά  παραγναΟίδων  καί  τήν  μεγά)  ην  σι 
γυλην  ασπίδα'  τουναντίον  ο  ηνίοχος  eïve  δνευ  /.:ά- 
νους  και  φέρει  τήν  ασπίδα  //  ιψο  ιδώς  /  κομμέ- 
νη ν,  διαμορφωΟεϊσαν  ί/.  -■.  ,-.  τύπων 
της  μυκηναϊκής  άσπίδος.  ΊΙ  -/τπίς,  χαρακτηριστι- 
κον  και  τ'•-/  γεωμετρικών  χρόνων, 
όπως  αϊ  μυκηναϊκαΙ  ασπίδες,  ουχί  δι«  τοΟ  /.-/χιό- 
νος, αλλ  4πο  τον  λαιμοΟ  ίξηρτημένη.  Άρ«  γβ 
πρέπει  ν>.  κποοοθη  μεγάλη  σπουδαιότης  εις  τήν 
διαφοράν  ταυτην  τον  όπλισμοΟ  τον  άνακτος  καί 
τον  φ/ιόχουτου;  Οφείλομεν  αρά  γι  ν-/  παραδεχθώ- 
μεν  ό'τι  ό  ά'νας  φέρει  τά  τέλεια  δπλα  τών  Δω- 
ριέων, διότι  κατάγεται  έκ  των  εις  Βοιωτίαν  ίπο 
τήν  οδηγίαν  τών  Ηρακλείδων  είσχωρησάντων  κα- 
τα/.τητών,  έν  φ  αφ  ετέρου  ο  ηνίοχος,  απλούς  νπη- 
ρέτης,  εινε  ώπλισμένος  κατά  τον  παλαιόν  τρόπον, 
ώς  ανήκων  εις  τό  γένος  τών  παλαιών  κατοίκων  της 
Βοιωτίας;  Δέν  πιστεύω.  II  μετά  όνο  τοςοειδών 
τομών  ασπίς,  ήτις  νπό  την  μορφήν,  ην  παρουσιά- 
ζει τό  έκ  πηλοϋ  άρμα,  έπί  μακρόν  διετηρήθη  έν 
Βοιωτία,  δέν  θά  άπεικονίζετο  ώς  σύμβολον  έπί  τών 
νομίσματος  τών  βοιωτικών  πόλεων  '.  αν  έχρησί- 
μευεν  αύτη  μόνον  ώς  ό'πλον  εις  τονς  απογόνους  της 
κατακτηΟείσης  γενεάς.  Λντη  8ά  έφέρετο  βεβαίως 
υπό  πάντων  τών  Βοιωτο~3ν  αδιακρίτως  κατά  τήν 
γεωμετρική  ν  περίοοον.  Ύπό  τήν  εποψιν  ταυτην  το 
ήμέτερον  άρμα  μετά  των  δύο  διαφόρως  ώπλισμέ- 
νων  πολεμιστών,  δύναται  να  σ/ετισΟη  προς  το  τε- 
μάχιον  του  ΑθηναϊκοΟ  αγγείου  '", τον  άνήκοντοςείς 
τον  νεώτερον  όυΟμον  τον  Δίπυλου,  έπ'ι  του  οποίου 
εικονίζονται  πολεμισταί  ώπλισμένοι  αδιακρίτως  οι 
άσπίοων  στρογγυλών  ή  τοςοείόώς  άποκεκομμένων. 
"Οτι  δέ  εις  τον  ήνίοχον  και  ουχί  εις  τον  ανακτά 
εδόθη  ύπό  του  κοροπλάστου  ή  τοξοειδώς  χποκε- 
κομμένη  ασπίς ,  εξηγείται ,  Εάν  τις  σκεφθη  ότι 
ασπίς,  ήτις  ουχί  από  τον  βραχίονος,  άλλ  έςηρτη- 
μένη  από  του  λαιμού  έφέρετο,  ήτο  ή  μόνη,  δι  ής 
ήδυνατο  νά  έςοπλισΟη  ό  ηνίοχος,  ώς  κρατών  καί 
δια   τών   δύο    χειρών    τά  ηνία.     Αλλως    e     αύτη 

a  Cat.  Prit.  Mu-..  Central  Greece,  pi.  V-VI. 

Εϊ{  δακτύλιος  χρυσούς  έν  Βοιωτία  ϊδρεΟείς,  νΰν  5'  έν  ίδιωτιχΙ]  «ιλ.- 
λογη  έν  Θήόαις,  ε/ει  έν  τί,  σφενδόνη  βοιωτιχήν  ίσπίδα. 

ιό  "Ιο;  τε[ΐάχιον  assixoviaflh  ίν  ,ΜΙι.  Mitili.  1892,  -.  215=Rei- 
chel,  Horn.  Waffen,  eìx. 


63 


ΤΕΘΡ1ΠΠ0Ν    ΠΗΛΙΝΟΝ 


64 


τον  προεφύλαττεν  άριστα  έν  περιπτώσει  καταοιω- 
ξεως,  καλύπτουσα  ου  μόνον  τάς  κνήμας  καί  τα 
νώτα,  άλλα  και  τον  τράχηλον  αυτού  καί,  αν  οδ- 
τος  ήθελεν,  όλόκληρον  τήν  κεφαλήν  του.  Σημειω- 
τέον έν  παρόδω,  ότι  ό  τρόπος,  καθ'  6ν  ό  ηνίοχος 
φέρει  τήν  ασπίδα  ,  ενθυμίζει  μίαν  κατά  συνθη- 
κών παράστασιν  του  γεωμετρικού  όυθμου.  Ut  κε- 
ραμείς των  του  Δίπυλου  αγγείων  11  παριστώσι  τους 
πολεμιστάς  βαδίζοντας,  ή  ήνιοχοοντας,  ή  κωπη- 
λατουντας  τήν  ασπίδα  έξηρτημένην  έχοντας  ουχί 
άπό  των  νώτων,  αλλ'  άπό  της  πλευράς.  Αιτία 
τούτου  είνε  βεβαίως  ό'τι  θα  εϋρίσκοντο  εις  λίαν 
στενόχωρον  Οέσιν,  αν  ήΟελον  να  παραστήσωσι  ταύ- 
την  εκ  του  πλαγίου  καλύπτουσαν  τα  νώτα,  όπως 
αληθώς  ή  άσπ'ις  θα  έφέρετο  καθ'  ον  χρόνον  όέν 
έγίνετο  μάχη. 

Ιό  ήμέτερον  άρμα  οεν  είνε  το  μόνον  μνημεϊον 
της  αρχαίας  πλαστικής  τής  Τανάγρας,  όπερ  πα- 
ρουσιάζει εικόνα  τής  βοιωτικής  άσπίοος.  Έν  πή- 
λινον  του  Μουσείου  των  'Αθηνών12  παριστά  όπισθεν 
τεσσάρων  λίαν  κακοτέχνως  είργασμένων  Ίππων, 
οίτινες  φαίνονται  ως  προσκεκολλημένοι  άλλήλοις 
καί  ων  οί  έν  τω  μέσω  είνε  μικρότεροι  τών  παρα- 
πλεύρως κειμένων,  άνορα  ομοίως  κακώς  έσχημα- 
τισμένον,  με  πεπλατυσμένον  τό  σώμα,  όστις  ε/ ει, 
όπως  ό  ηνίοχος  τοο  άρματος  μας,  τήν  κεφαλήν  καί 
έπί  του  νώτου  τήν  τοςοειδώς  άποκεκομμένην  άσπίοα. 
Ούτος  εκτείνει  τους  βραχίονας  προς  τα  εμπρός  καί 
θέτει  τάς  χείρας  επί  του  οπισθίου  τών  παρασείρων13. 
Δεν  υπάρχει  βεβαίως  αμφιβολία  ότι  το  χονδροειδές 
loùio  πήλινον  κατασκεύασμα  οεν  παριστά  άπλουν 
ίπποκόμον,  άλλ  ήνίοχον  πολεμικού  άρματος'  ό 
κοροπλάστης  είτε  έξ  άοεξιότητος,  είτε  εκ  τής  επι- 


θυμίας νά  συντέλεση  ταχέως  το  έργον,  παρέλιπεν 
εκείνο,  όπερ  τω  έφάνη  ήττονος  σημασίας  καί  δυσ- 
κολώτερον     να   παρασταθή  ,     όήλα    οή    αυτό    τα 


άρμα,  μή  οιατηρήσας  ή  τους  ίππους  καί  τον  ήνίο- 
χον, άτινα  προσήγγισε  μέχρις  αμέσου  επαφής.  Ση- 
μειωτέον ότι  ή  ασπίς  είνε  ενταύθα  έξηρτημένη  έπί 
τοο  νώτου  οι' οριζοντίου  ίμάντος  ,  όστις  περιβάλ- 
λων τήν  όσφύν  διέρχεται  υπέρ  τήν  ασπίδα.  Είνε 
φανερόν  ότι  έν  τη  πραγματικότητι  τό  είδος  τούτο 
τής  άσπίδος  ώφειλε  να  εξαρτάται  έκ  του  λαιμού 
δι'  ίμάντος  προσηρτημένου  εις  το  έσωτερικόν  αυτής. 

Paul  Perdrizet 


11  Ath.  Mitth.,  189'?,  ο.  211,  303  =  Reichel  ε.  ά.  th.  48,  33. 
Monumenti,  IX,  pi.  40=Dict.  des  antiq.  είχ.  2203. 

12  "Αρ.  E&p.  4228.   Άνασχαφαί  Άρχ.  Έτ.  1888.  Πηλός  κίτρι- 
νος. "Τψ.  0,1 1. 

13  Εττειδή  |jiol  παρέχεται  ευκαιρία,  Οά  σημειώσω  καί  άλλο  πήλινον 
τοϋ  αύτοϋ  μουσείου    (αρ.  Εΰρ.  5G19•    προέλευσις  βοιωτική  κατά  τον 

Martha,  Gâtai,  άρ.  417).  Πηλός  ανοικτού  xtTpivou χρώματος-  πλ. 
0,07'  ΰψ.  0,06'  επίσης  νηπιώδους  τέχνης,  ό'πως  καί  τό  προηγούμε- 
νων, όπερ  παρ•.στί  τεσσάρας  ίππους,  όπισθεν  τών  οποίων  ί'σταται 
μορφή  εκτείνουσα  τάς  χείρας  έπ'ι  τών  οπισθίων  τών  δυο  έν  τώ  μέσω 
ζώων.   Ή  μορφή — άνήρ  ή  γυνή,  αγνοώ — ουδέν  σημείον  όπλου  φέρει- 


αφ'  έτερου  οί  ί'πποι  εινε  συνδεδεμένοι  προς  αλλήλους  κατά  περίεργόν 
τίνα  τρόπον,  δΓ  ενός  σχοινιού  διερχομένου  όπισθεν  τών  αυχένων  καί 
πρό  τών  στέρνων. 

Τό  είδος  τοϋτο  τής  ζεύξεως  τών  Ίππων  φαίνεται  ΰποδηλοΰν  οτι  τό 
έν  λόγω  πήλινον  δέν  εινε  πολεμικόν  άρμα  επίσης  ατέχνω  εικονιζομε- 
νον,  όπως  τό  υπ'  άρ.  3228.  Διατί  άρά  γε  δέν  θά  ήδυνάμεθα  νά  άνα- 
γνωρίσωμεν  έν  τούτω  τήν  παράστασιν  τοϋ  άλωνίσματος  τών  στα- 
χυών ;  Ουδείς  βεβαίως  Οά  έξεπλήσσετο  βλέποιν  τό  άντικείμενον  τοϋτο 
έν  τώ  καταλόγω  τών  τύπων  τών  κοροπλαστών,  ο'ι'τινες  ήσαν  απο  τής 
αρχαιότατης  εποχής  τόσον  πιστοί  καί  εύ'θυμοι  παρατηρηταί  τής  ζωής, 
τών  κοινότατων  καί  τών  μάλιστα  οικογενειακών  αυτής  σκηνών. 


ΚΕΦΑΛΗ 

ΕΚ  TOT  ΕΝ  Λ(-)ΙΙλτΛΙΣ 


[  π; 


Ή  εξαίσια  μαρμάρινη  κεφαλή,  ην  δημοσιευομεν 
ήδη,  υπήρχε  μέχρι  του  έτους  188ί)  έν  τη  ιδιω- 
τική συλλογή  τοΟ  κ.  Μελετοπούλου,  οτε  αγορα- 
σθείσα υπό  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  περιηλθεν 
είς  το  Εθνικον  μουσεϊον,  οπού  και  νυν  ευρίσκεται 
ύπ'  αριθ.  195.  Έν  τω  Άρχαιολ.  Δελτίω  του  1890 
σελ.  76  αριθ.  24  αναφέρεται  ως  τόπος  ευρέσεως 
της  κεφαλής  ταύτης  ώρισμένως  ό  Πειραιεύς,  αλλ' 
ό  κ.  Καββαδίας  έν  τω  καταλόγω  του  ΈθνικοΟ  μου- 
σείου αμφιβάλλει  περί  της  ακριβείας  της  πληρο- 
φορίας ταύτης.  Το  ύλικον,'έξ  ου  εινε  έξειργασμένη 
ή  κεφαλή  αυτή,  εινε  το  πεντελήσιον  μάρμαρον. 

Το  ευγενές  κάλλος,  ή  απαλή  χάρις  και  κομ- 
ψότης  και  ή  περί  τήν  έκτέλεσιν  επιμέλεια  και  α- 
κρίβεια, προς  δε  τούτοις  καί  ή  ιδιάζουσα  καί  πως 
αυστηρά  τεχνοτροπία  της  κεφαλής  έλκύουσι  παρευ- 
θύς  παντός  παρατηρητου  τήν  προσοχήν,  ήτις  επι- 
τείνεται καθ  έκάστην  στιγμήν,  καθ'  'όσον  σπανιώ- 
τερος  εινε  ό  παιδικός  τύπος,  ον  άπαντώμεν  έν  αυτή' 
ή  οχι  τόσον  πολυάριθμος  καί  μέν-ρι  τοΰοε  τόσον 
ολίγον  λεπτομερώς  έςητασμένη  σειρά  των  ελληνι- 
κών κεφαλών  έφηβων  αποκτά  έν  τη  κεφαλή  ταύτη 
νέον  πολυτίμητον  μέλος. 

Ό  κ. Καββαδίας  (Γλυπτά  ΈΟν. Μουσείου  195,1) 
θεωρεί  ταύτην  ώς  κεφαλήν  νεαρού  αθλητού.  Έάν 
έςετάσωμεν  το  σύνολον  τών  έργων  τοο  αύτου  τύ- 
που καί  άναλογισΟώμεν  οτι  αί  κεφαλαί  τών  Ελ- 
λήνων αθλητών  κατά  τον  Ε'  αιώνα,  είς  τον  Ό~οϊον 
ώς  Οά  ϊοωμεν  ανήκει  και  ή  κεφαλή  αύτη,  άπεικο- 
νίσΟησαν  άείποτε  εις  φυσικον  μέγεθος1,  πρέπει  να 
άποφανΟώμεν  δτι  ή  κεφαλή  τοΰ  ΈθνικοΟ  μουσείου 
παριστά  παϊδα  ηλικίας  10-14  ετών.  Προσέτι  αϊ 
κεφαλαί  αί  έμφαίνουσαι  τύπον  kvD^ov  ταύτη, 
εινε  άπασαι  κεφαλαί  αθλητών2'  καί  έν  τή  προκει- 

1  Πρβλ.  Scherer,  De  Olympionicarum  slatiiis.  Guttingae 
1885  σελ.  9  If. 

3  Πρβλ.  Athen.  Mitth.  XVI,  πίν.  IV- V  χεφαλή  Ex  Περίνθου. 
Collignon,  Histoire  de  la  sculpt,  gr.  πίν.  XI,  δισκοβόλος  τοΰ 
Μύρωνος,  Arch.  Zeitung  1874    — ίν.  Ill    χεφαλή    Ince  Blundell 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


ΕΦΗΒΟΥ 

ΕΘΝΙΚΟΪ  ΜΟΤΣΕΙΟΪ 

μένη  άρα  κεφαλή  παρίσταται  νεαρός  αθλητής, 
έχ.  οέ  τών  αναλόγων  καλλιτεχνημάτων  ί\  άπαν- 
τος επιτρέπεται  νά  συμπεράνωμεν  οτι  εινε  α- 
πλούς παις,  /.αί  όχι  Ερως  τις  ώς  έν  παραδείγματι. 
Τά  μνημονευθέντα  ανάλογα  αγάλματα  παριστώσι 
λίαν  οιαφόρους  παραλλαγάς  ενός  και  του  αύτοΟ 
τύπου.  Κοινόν  είνε  εις  πάντα  ταύτα  το  μικρόν 
φοειοες  πρόσωπον,  το  στρογγυλον  κρανιον,  η  ρρα- 
χεΤα  κεκαρμένη  κόμη  ,  ήτις  εινε  διατεταγμένη 
έπ-  της  κεφαλής  κατά.  διακεκριμένους  βοστρύ- 
χους. Ώς  4θληταί  χαρακτηρίζονται  τά  αγάλ- 
ματα τ-οτα  είτε  οιά  συμβόλων  οίον  δίσκου, 
άρυοαλλου  κλ•),  ή  οιά  τών  έςΌιγκωμένοο  ωτων 
(πυγμάχοι).  Ό  τύπος  του  ενήλικος  άθλητοΟ  ήτο 
έν  τή  ελληνική  τέχνη  έν  χρήσει  και  διά  τους  παΐ- 
δας  μέχρι  τοο  Δ'  αιώνος,  επειδή  προ  τοΟ  Α'  αιώ- 
νος οί  παίδες  &νεπλάσσοντο  άείποτε  ώς  ενήλικες 
άΟλητα'ι  έν  βραχυτέρω  μέτρω  μόνον  ί'διαι  δε  άνα- 
λογίαι  και  ίδιος  τύπος  διά.  παΐδας  δεν  υπηρχον,  ώς 
γνωστόν,  κατά.  τον  Ε'  αιώνα. 

Οί  μύες  έν  τώ  διασα,ιΟέντι  μέρει  τοΰ  λαιμού  είνε 
κατά  τι  μάλλον  τεταμένοι  έν  τω  άριστερώ  μέρει 
της  κεφαλής  ή  έν  τω  οεςΊώ'  ή  κεφαλή  λοιπόν  ήτο 
κατά  τι  έστραμμένη  προς  τα  δεξιά.  Προς  τούτοις 
ό  τρίγτ^ος  χωρεί  κατά  τι  προς  τά.  εμπρός,  ένφ  ή 
γωνία  ή  σχηματιζόμενη  υπό  τής  γένυος  και  τοΰ 
λαιμού  εινε  αμβλεία,  έκ  τούτου  δ  έπεται  αμέσως 
δτι  ή  κεφαλή  ήτο  έστραμμένη  κατά  τι  προς  τά. 
άνω.  Τα  άνω  ρλέφαρα  εινε  λίαν  στενά  ϊδε  ιδίως 
τήν  έν  κατατομή  εικόνα),  ένω  τα  κάτω  εινε  ανυ- 
ψωμένα, όθεν  το  βλέμμα  τοΰ  αγάλματος    διηυθυ- 

Hall,  Furtwängler,  Mcisterw.  Allas  πίν.  XVII  κεφαλή  το3  pa- 
lazzo Riccardi,  αυτόθι  itiv.  XVI  κεφαλή  Pelworth,  αύτόθ•.  τ.'.ί. 
XIII  καί  XIV  ό  λεγόμενος  Διομήδης,  Bniiin-Bruckmann  αριθ. 
132,  135,  αθλητή;  έχ  Μονά/ou,  Römische  Mitili.  VII  1892,  irfv. 
Ili  αθλητής  έχ  τής  Ιν  Φλωρεντία  Galleria  τών  Uffici,  liiunn- 
Biurkmann  αριθ.  131 ,  δισκοβόλος  τοΰ  Βατικανού,  Furtwängler, 
Sammlung  Sahuroff  πίν.  XXXVIII,  1,  Collection  Baracca 
πίν.  LV,  Beschreiliung  der  ant.  Skulpturen.  Königl.  Museen 
zu  Berlin  1891  αριθ.   181  χεφαλή  έχ  Καττύης  χτλ. 


67 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


68 


νετο  κατά  τι  προς  τα  άνω.  Τέλος  δ  δεξιός  κανΟάς 
τοΰ  δεξιού  οφθαλμού  είνε  μάλλον  άνεωγμένος  ή 
δ  αριστερός ,  όθεν  τα  βλέμματα  του  αγάλμα- 
τος δεν  διηυθύνοντο  μόνον  προς  τα  άνω  ,  άλλα 
κατά  τι  καί  προς  δεξιάν.  Κατά  τούτον  τον  τρόπον 
άνευρίσκομεν  ύποτύπωσιν  συγγενή  προς  το  ύπο 
Max.  Mayer  (Jahrbuch  1893,  πίν.  IV)  δημοσιευ- 
θέν άγαλμα,  όμοίαν  δε  τη  επί  αγγείου  είκόνι  έν 
Jahrb.  1  σελ.  12.  Πρβλ.  Athen  Mitth.  1883 
πίν.   IV. 

Τήν  κατάστασιν,  έν  η  διατηρείται  ή  περί  ης 
πρόκειται  κεφαλή  του  Εθνικού  μουσείου,  δεν  δύ- 
ναται τις  να  άποκαλέση  πολύ  εύχάριστον.  Ελλεί- 
πει παρά  τη  κεφαλή  ταύτη  άπαν  το  κατώτερον  ή- 
μισυ της  ρινός  ,  το  όποιον  προφανώς  ήτο  πεποιη- 
μένον  έξ  ιδίου  τεμαχιδίου  μαρμάρου,  πράγμα  τοΰ 
οποίου  δέν  έχομεν  ολίγα  τά  ανάλογα  έν  τη  αρχαία 
τέχνη.  Πρβλ.  Καββαδίου,  Γλυπτά  άριθ  29,  67, 
περί  δε  του  λεγομένου  Θησέως  του  αετώματος  του 
Παρθενώνος  πρβλ.  Overbeek,  Ber.  d.  sächs.  Ges. 
d.  VVissensch.  1890  σελ.  44.  Προς  τούτοις  έλλεί- 
πουσιν  οί  βολβοί  τών  οφθαλμών,  οίτινες  ήσαν  πε- 
ποιημένοι  έξ  άλλοίου  υλικού'  ή  οέ  χρήσις  αύτη 
άλλοίου  υλικού  προς  άνάπλασιν  τών  βολβών  τών 
οφθαλμών  καί  τών  -/.ορών  αυτών  ,  προελθοΰσα  έκ 
της  πολύ/ ρωμιάς  τών  αγαλμάτων,  άπαντα  συ- 
χνότατα καί  κατά  οιαφόρους  περιόοους  της  τέ- 
χνης. Πρβλ.  Conze,  Sitzungsber.  d.  Beri.  Akad. 
1892  Ι  σελ.  49.  Ιχνη  χρωματισμού  έν  τη  περί 
ής  πρόκειται  κεφαλή  παρατηρούνται  ιδίως  κατά  τά 
βλέφαρα,  σαφέστατα  δε  δύναται  τις  να  ϊδη  ό'τι  οί 
εσωτερικοί  κανθοί  τών  οφθαλμών  έ'φερον  χρωματι- 
σμών. Ή  περιοχή  λοιπόν  τών  οφθαλμών  ήτο  άλλως 
ή  νυν.  Ή  άπόστασις  τών  οφθαλμών  ήτο  αναμφιβό- 
λως, ώς  φαίνεται  έν  τω  πρωτοτυπώ,  ίση  προς  το 
αήκος  αυτών.  Τους  εσωτερικούς  κανθούς  δύναται 
τις  να  διακρίνη  κάλλιστα  καί  έν  τη  φωτογραφία. 
Εξακολουθοΰντες  ήδη  τήν  έξέτασιν  της  καταστά- 
σεως, έν  ή  περιήλθεν  εις  ημάς  ή  έν  τω  Εθνικώ 
μουσείω  κεφαλή,  παρατηρουμεν  ό'τι  ή  δεξιά  πλευ- 
ρά αυτής  (ους,  κόμη,  έν  μέρει  δε  καί  ή  παρειά) 
καί  ή  κορυφή  εινε  λίαν  βεβλαμμένα,  διότι  αυτόθι 
τό  ύοωρ  άπέτριψεν  ολοσχερώς  τήν  άρχαίαν  έπι- 
δερμίοα.  Βεβλαμμένη  προς  τούτοις  εινε  ή  δεξιά 
πλευρά  της  γένυος,  τό  όεςιον  τοΰ  οιασωθέντος  μέ- 


ρους του  λαιμού,  και  αύται  αί  οφρύες  (ιδίως  ή  α- 
ριστερά). Καί  ολόκληρος  ή  κεφαλή  είνε  κατά  τι 
προσβεβλημένη  ύπο  της  ατμοσφαίρας,  καίτοι  άπαν 
το  άριστερόν  [i-ίρος  αυτής  οιέσωσε  τήν  άρχαίαν 
έπιοερμίοα. 

Μεταβαίνομεν  ήοη  εις  τήν  λεπτομερή  έξέτασιν 
της  οιαπλάσεως  της  κεφαλής,  τουτέστι  της  τεχνο- 
τροπίας αυτής. 

Ή  τε  ό'λη  κεφαλή  καί  τό  πρόσωπον  κατ'  ιδίαν 
όρώμενα  κατ  ενώπιον  άποτελουσιν  ανισομερές  ωο- 
ειδές σχήμα-  το  μέγιστον  πλάτος  τής  κεφαλής  κεί- 
ται όπισθεν  τών  ώτων  ,  τό  δε  μέγιστον  πλάτος  τοΰ 
προσώπου  παρά  τά  μήλα  τών  παρειών.  Τό  άνω 
[i-ίρος  τής  κεφαλής  οεικνύει  έν  τη  περιμέτρω  αύτοΰ 
αρκετά  πλατύ  καί  βαθμηοόν  προς  τά  άνω  στενευό- 
μενον  τόςον,  ένω  το  τόξον  του  κατωτέρου  μέρους 
αυτής  είνε  πολύ  στενώτερον  ή  δε  στένευσις  αύτοΰ 
άρχεται  πλησιέστερον  τών  πλατυτάτων  σημείων 
τής  κεφαλής.  Το  πρόσωπον,  ό'περ  παρά  τά  μήλα 
τών  παρειών  προπίπτει  κατά  τι,  στενεύεται  έπειτα 
τάχιστα  προς  τά  κάτω,  καίτοι  δεν  οεικνύει  ούτω 
στενήν  τήν  γένυν  ώς  αί  έν  Μονάχω  καί  έν  Φλωρεντία 
κεφαλαί  αθλητών  τουναντίον  δε  υπεράνω  τών  μή- 
λων τών  παρειών  ή  περιφέρεια  τοΰ  προσώπου  μετά 
μικράν  κοίλανσιν  παρά  τους  οφθαλμούς  αποτελεί 
σχεοόν  κανονικόν  ήμικύκλιον.  Ενώ  ή  μεν  κεφαλή 
του  'Αρμοδίου  του  εν  Νεαπόλει  συμπλέγματος 
(Collignon,  Histoire  de  la  sculpt,  gr.  Ι  είκ.  189) 
καί  αί  Μυρώνειοι  κεφαλαί  του  Δισκοβόλου  (αυτόθι 
πίν.  XI),  τών  αθλητών  του  Palazzo  Riccardi  καί 
του  Ince  Blundell  Hall  άπολήγουσιν  άνω  ε'ις  τόξον 
πλατύτερον  καί  όλιγώτερον  στενευόμενον  προς  τά 
άνω, κάτωθι  δέ  δεν  έχουσι  τόσον  στενήν  τήν  γένυν, 
άλλαι  κεφαλαί  ώς  ή  έκ  Περίνθου  (Athen  Mitth. 
XVI  1891  πίν. IV),  ό  λεγόμενος 'Απόλλων  έπί  τοΰ 
Όμφαλοΰ1,  ή  τοΰ  λεγομένου  Διομήδους  (Furt- 
wängler,  Atlas,  πίν.  XIII.  XIV)  και  ή  έν  Βονω- 
νία  κεφαλή2  (αυτόθι  πίν.  III)  οεικνύουσι  κατ'ένώ- 
πιον  περίγραμμα   ό'μοιον    τη   έν  τφ   Εθνικψ    μου- 

'  Ή  καλλίστη  τών  μέχ.ρι  τοΰ  νϋν  γνωστών  άναπαράστασις  αΰτοΟ 
έν  Monuments  et  mémoires  de  l'Académie.  Fondation  E. 
Piot.  I  T.W.  VIII -IX). 

2  "Οτι  η  κεφαλή  αύτη    Εινε  της  Λημνίας  ΆΟηνϊς  του  Φειδίου  εινε 

άμφίβολον.  Πρβλ.  Jamot  έν  Monuments  grecs  publiés  par  l'as- 
sociation pour  l'encouragement  des  études  grecques  en  France 
1895  σελ.  23  Ιξ.  χαί  έν  Revue  archéol.  1895  XXVII  σελ.  7  έξ. 


69 


ΚΕΦΛΛΙΙ    Ι '.-IMI  Ι«  )V    F.K    TOT    (»NIKOV    Mi  M'IKl•  ι  V 


Tu 


σείω  κεφαλή.  Προσέτι  êx  των  κεφαλών,  αί'τινες 
εχουσι  τήν  μεγίστην  συγγένειαν  προς  τήν  ήμετέ- 
ραν,  ή   έκ   ΠερίνΟου   είνε   κατά  τ-,   υψηλότερα  και 

στενωτέρα  άναμιμνήον.ουσα  ακόμη  τήν  δυσαναλό- 
γως  μακράν  αρχαϊκήν  κεφαλήν  τον  Αρμοδίου, 
ένω  ή  έν  Βονωνία  κεφαλή  προξενεί  εντύπωσα  άρ- 

μονικωτέραν  ή  ή  ημετέρα ,  επειδή  καλυπτομέ- 
νων των  κροτάφων  υπό  τής  κόμτ,ς  ή  στένευσις 
της  κεφαλής  προς  τά  κάτω  δέν  παρουσιάζεται 
τόσον  τα/εΐα  καί  άμεσος,  ώς  εν  ταύτη  Και  δια 
μόνης  δε  της  παραβολής  των  κεφαλών  τοΟ  'Αρ- 
μοδίου και  τών  Μυρωνείων  αγαλμάτων  προς  άλ- 
λήλας  και  προς  την  έν  Βονωνία  κεφαλήν  δυνάμεθα 
να  παρατηρήσωμεν  διαρκή  τάσιν  της  ελληνικής 
τέχνης  προς  μετάβασιν  άπο  τών  στενών  καί  μα- 
κρών κεφαλών  καί  προσώπων  εις  τάς  πλατυτέρας 
και  βρα/υτέρας.  Ή  μετάβασις  ο  αύτη  τελείται 
βραδέως  καί  λίαν  βαθμηδόν.  ΊΙ  περί  ης  νυν  λοι- 
πόν πρόκειται  κεφαλή  παρίσταται  ώς  άμεσος  πρό- 
δρομος της  έν  Βονωνία  κεφαλής,  ή  δε  Παρθένος 
'  Αθηνά  του  Φειδίου  παρίσταται  ώς  περαιτέρω  εςα- 
κολουΟησις  της  αυτής  τάσεως.  'Αλλ'  ευθύς  μετά 
τον  Φειδίαν  αναφαίνεται  άντίδρασις  κατά  τών  τοι- 
ούτων οιονεί  συμπεπιεσμένων  αναλογιών.  Ai  κεφα- 
λαί  τής  συλλογής  Sabourolï  XXXVIII,  1,  του  έν 
Μονάχω  καί  τοο  έν  Φλωρεντία  άΟλητοΟ  βρα/ύ- 
νουσι  μεν  αληθώς  το  μέτωπον  καί  σμικρύνουσι  το 
άνω  μέρος  τής  κεφαλής,  αντί  τούτου  όμως  μεγε- 
θυνουσι  το  μέσον  καί  το  κατώτερον  μίρος  τοο 
προσώπου  καί  άγουσι  προς  το  επίμηκες  τ.ρόσωτ^ο\ 
τοΰ  Πραςίτελείου  'Έ,ρμοϋ.  Έν  τούτοις  παρά  ταύ- 
την  τήν  άντίδρασιν  ευρίσκει  καί  ή  παλαιά  τάσις 
τήν  περαιτέρω  άνάπτυζιν  αυτής.  Ή  κεφαλή  τής 
συλλογής  Baracco  (πίν.  55)  σμικρύνει  μεν  το  άνώ- 
τερον  ικίρος  τής  κεφαλής,  άλλα  δεν  μεγεθύνει  το 
μέσον  καί  το  κατώτερον  μέρος  τοο  προσώπου"  αΰτη 
αποτελεί  τήν  προηγουμένην  βαθμίδα  προς  τάς  συμ- 
πεπιεσμένας  κεφάλας  του  Σκόπα.  Ή  περί  ης  νυν 
πρόκειται  κεφαλή  ένεκα  τούτου  εινε  άξιοπαρατή- 
ρητος,  οτι  αποτελεί  τήν  αρχήν  άμοοτέρων  τών 
αντιθέτων  διευθύνσεων  έν  τη  γλυπτική  τοϋ  Δ' 
αιώνος  ώς  ούσα  μεσάζον  μέλος  μεταξύ  τών  κε- 
φαλών του  Μύρωνος  καί  Πραξιτέλους  (δια  τής 
κεφαλής  τής  συλλογής  Sabouroff),  καί  τών  του 
Σκόπα     (δια  τής  κεφαλής  Baracco)  ,     επειδή   αί 


τελευταΤαι  άμφότεραι  είνε  ανάπτυξις  αυτή;. 
Εχομεν  ?|δη  παρατηρήσει  ό'τ-.  /  ημετέρα  κε- 
φαλή έχει  το  πλατύτατον  αυτής  ση  μείον  σ^ε- 
Sèv  ευθύς  όπισθεν  τών  ώτων  .  Βαν  φαντασθώ- 
μεν  οριζοντίαν  τομήν  τής  κεφαλές  κατ  έπ-.φά- 
νείαν  /.ειμένην  μετα;ν  τών  όνο  μάλιστα  Ικατέ- 
ροθεν  προεχόντων   σημείων  αυτής,  ΐπιτυγχάνομεν 

σ/ήμα   ψοείδές,  το  όποΤον   έν  τώ   προ;  το,  χύχ    Ό 

μέρει  εινε  κατά  τι  πλατιίτερον  <-,  ί>  τώ  Δορυφόρω 
του  Πολυκλείτου.  Αλλ' εάν  ακολούθως  παραβά- 
λωμεν  τήν  χατατομήν  της  ημετέρας  κεφαλής  προ; 
τήν  χατατομήν  τών  Πολυκλειτείων  κεφαλών,  εο- 
ρίσχομεν  ό'τ•.  έν  ταύτη  ή  δνω  γραμμή  -/-ο  του 
ανω  μέρους  του  μετώπου  μέχρι  της  κορυφής 
αύτη  δέ  ορίζεται  έν  τη  κεφαλή  έκ  τούτου  οτι  έ; 
αυτής  ώς  από  τίνος  κέντρου  άφορμώνται  οι  βόστρυ- 
χοι τών  τριχών  αποτελεί  γραμμήν  &μαλώς  κε- 
χαμμένην,  ήτις  ούοέποτε  ούδαμοΟ  πλησιάζει  προς 
τήν  ευθείαν  το  κνώτατον  σημεΤον  κείται  έν  τώ 
μέσω,  ή  δέ  κορυφή  τουναντίον  /.εΤτχ-.  σχεδόν  ίπί 
του  αύτοο  επιπέδου  προς  το  μέτωπον.  Τουναντίον 
οέ  έν  ταϊς  Πολυχλειτείοις  χεφαλαΐς  περιγράφει 
το  κρανίον  άπο  του  aveu  πέρατος  τοϋ  μετώπου  μέ- 
χρι τής  κορυφής  γραμμή  τεθλασμένη,  ήτις  έχει 
διεύθυνσιν  προς  τά  κάτω  ,  ή  δέ  χορυφή  κείται 
καταφέρω  του  μετώπου.  Πρβλ.  Ι*.  Herrmann. 
Athen.  Mitili.  XVI  1891  σελ.  318.  Προ;  τήν 
ήμετέραν  κεφαλήν  ταυτίζονται  αί  Μυρώνειοι  κε- 
φαλαί  καί  ή  κεφαλή  του  εν  Μονάχω  αθλητού 
(έκ  του  εργαστηρίου  του  Μύρωνος,  ώς  άπέδε•.;εν 
ò  Kekule:  Über  den  Kopf  des  Praxitelischen  Her- 
mes). Ή  πρόπτωσις  του  κρανίου  υπέρ  τον  τρά- 
χηλον  δεν  εινε  τόσον  μεγάλη  έν  τη  ημετέρα 
κεφαλή,  ώς  έν  τή  έκ  ΠερίνΟου  Athen.  Miltli. 
XVI  πίν.  V,  έν  τω  δισκοζόλω  Massimi,  έν  τώ 
αθλητή  τοϋ  palazzo  Riccardi  r.pQ..  τον  δισκοβό- 
λον  Catajo,  Furt\vän»ler.  .Meisterwerke  σελ.  'ί'λ  , 
προσεγγίζει  δέ  μάλιστα  ώς  προ;  τούτο  προς  τά; 
κεφάλας  τοϋ"  αθλητού  Ince  Blundell  Hall,  του  λε- 
γομένου Δ-.ομήδους,  του  αθλητού  Petworlh  (Furt- 
wängler,  Atlas  πίν.  XVI)'  ώς  έν  τούτω  ούτω  καί 
έν  αύτη  διαστέλλεται  σαφώς  αύτη  ή  Οέσ-.ς  δ-.ά  τίνος 
ίκανώς  ασθενούς  κοιλότητος,  ήτις  κατά  το  ύψος 
περίπου  τής  άνω  περιοχής  τής  κοιλότητος  τών  ο- 
φθαλμών χωρίζει  τάς  βραχείας  τρί/ας  του  τρα/ή- 


71 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


72 


λου  άπο  της  λοιπής  κόμης,  ήτις  σύγκειται  έκ  με- 
γαλυτέρων βοστρύχων.  Ή  τελευταία  αυτή  ίδιότης 
πάλιν  εΤνε  χαρακτηριστική  δια  τάς  άττικάς  κεφά- 
λας του  εργαστηρίου  του  Μύρωνος  κατ'  αντίθεσιν 
ποός  τάς  άργείας  κεφάλας  του  Πολυκλείτου.  Η 
διαφορά  ώς  προς  τήν  κατασκευήν  του  κρανίου  έν 
ταϊς  άργείαις  και  ταϊς  άττικαις  κεφαλαΐς  είνε  εύ- 
διάγνωστος  ιδίως  όπισθεν  πρβλ.  το  γωνιώοες  κρα- 
νίον  του  Διαδουμένου  Vaison  (Monumenti  Χ  49) 
καΐ  τα  στρογγυλά  κρανία  του  έν  Μονάχω  αθλη- 
τού (Brunn  -  Bruckmann  αριθ.  134)  και  της  περί 
ής  νυν  πρόκειται  κεφαλής  (Πίν.  4).  Το  κρανίον 
της  ημετέρας  κεφαλής  ανήκει  εις  τήν  αυτήν  τάξιν 
μετά  του  επίσης  βραχέος  κρανίου  τοο  έν  Μονάχω 
άθλητοο.'Αν  ή  κεφαλή  του  έν  Φλωρεντία  αθλητού 
(Rom.  Mitth.  1892  VII  πίν.  Ill),  ήτις  άλλως  είνε 
ιοσοΟτον  συγγενής  τω  έν  Μονάχω  αθλητή,  εμφαί- 
νει καί  γωνιώδη  σχήματα,  καταφαίνεται  έν  τούτω 
έπίδρασις  του  Πολυκλείτου  και  είσχώρησις  των 
σχημάτων  αύτοΰ  εις  τήν  άττικήν  τέχνην  του  Μύ- 
ρωνος, δπερ  ύπέδειξεν  δ  Bloch,  Rom.  Mitth.  1892 
σελ.  103.  "Ετι  σαφέστερον  καταφαίνεται  ή  έπί- 
ορασις  του  Πολυκλείτου  έν  τη  κεφαλή  της  συλλο- 
γής Baracco  (πίν.  55),  ήν  ο  Heibig  τάσσει  μεταξύ 
Πολυκλείτου  καί  Σκόπα,  ήτις  όμως,  ώς  είοομεν 
ανωτέρω,  παριστά  περαιτέρω  άνάπτυξιν  της  ημε- 
τέρας κεφαλής,  όθεν  κατ'  ούσίαν  είνε  καθαρώς 
αττική . 

Το  μέτωπον  έν  τή  ημετέρα  κεφαλή  (έάν  παρίοη 
τις  τήν  υπεράνω  της  ρινός  προιζογτ^ν  του  κατω- 
τέρου μέρους  αύτοΰ)  αποτελεί  μετά  της  ρινός  ευ- 
θείαν γραμμήν,  ώς  έν  τή  έκ  Περίνθου  κεφαλή, 
τω  έν  Μονάνω  καί  τω  έν  Φλωρεντία  αθλητή,  τφ 
Διομήδει,  τω  αθλητή  του  Petworth  καί  τω  Έρμη 
του  Πραξιτέλους. Το  μή  διασωθέν  άκρορρίνιον  πρέ- 
πει να  άποκατασταθή  συμφώνως  προς  τα  αγάλ- 
ματα ταύτα.  Ή  γραμμή  του  κάτω  \χίρο^ς  του 
προσώπου  συναντάται  μετά  της  γραμμής  του  με- 
τώπου και  της  ρινός  ύπό  άμβλεΐαν  γωνίαν,  οηλαδή 
τό  κάτω  \ι.ίρος  του  προσώπου  χωρεί  κατά  τι  προς 
τα  οπίσω,  ώς  παρά  τή  έν  Βονωνία  κεφαλή,  παρά 
τω  Διομήδει,  παρά  τω  αθλητή  του  Petworth,  τω 
έν  Μονάχω  καί  τω  έν  Φλωρεντία.  Αί  κεφαλαί  του 
Μύρωνος  όσον  άφορα  τήν  κατατομήν  άκολουθοΰσι 
τήν   τεχνοτροπίαν    του    άρχαίκωτέρου  'Αρμοδίου, 


παρά  τω  όποίω  ή  ρίς  δεν  αποτελεί  ευθείαν  γραμ- 
μήν μετά  του  μετώπου,  άλλα  προέχει  μάλλον,  ή 
δέ  γραμμή  του  μετώπου  καί  ή  του  κάτω  μέρους 
του  προσώπου  τουναντίον  άποτελουσι  συνέχειαν  ή 
μία  τής  άλλης,  οιαφέρουσι  οέ  των  νεωτέρων  κεφα- 
λών, προς  τάς  οποίας  προσεγγίζει  ή  παρούσα  κε- 
φαλή . 

Ή  όστεώδης  μικρά  γένυς  τής  ημετέρας  κεφα- 
λής μάλιστα  άνάλογον  έχει  τήν  γένυν  του  αθλη- 
τού του  Petworth  καί  τής  παρά  Furtwängler  Mei- 
stern. 53  κεφαλής.  Ai  κεφαλαί  του  Μύρωνος 
έχουσιν  ακόμη  μεγάλην  γένυν,  καίτοι  όχι  τόσον 
δυσανάλογον  ώς  ό  'Αρμόδιος. 

Ή  κόμη  τής  παρούσης  κεφαλής  παρέχει  άφθο- 
νον  έναλλαγήν  φωτός  καί  σκιάς  κατά  τι  πέρα  τοο 
μέτρου   του   έν  τή  μαρμαροπλαστική   συγκεχωρη- 
μένου,    άναμιμνήσκουσα    τα  χάλκινα    αγάλματα, 
παρά  τοις  όποίοις  ή  κόμη  πρέπει  νά  είνε  έντονω- 
τερον    έξειργασμένη'    χάλκινον    πρότυπον    υποδη- 
λοϊ  ιδίως  ή  εξεργασία  εκάστου  βοστρύχου   (οι  βό- 
στρυχοι διαιρούνται  δι   έγκεχαραγμένων  γραμμών 
εις  ιδιαίτερα   μαλλιά  2-4"  πρβλ.  τα  έξης   έκ  δια- 
φόρων χρόνων  χάλκινα  έργα  :  Bull,  de  corr.  hell. 
Vili    1884    pi.    XII,    Furtwängler    Die   Bronzen 
von    Olympia   πίν.  I,    II,    Comparetti  -  Petra    La 
villa    Ercolanese  πίν.  VII   3,   Gaz.  archéol.  Vili 
1883  pi.   Ι  κ.  ά.  τ.). Επειδή  δέ  αί  τρίχες  τής  κό- 
μης αί  καταπίπτουσαι  έπί  τοΟ   μετώπου  καί  τοο 
τραχήλου  δεν  εινε  έξειργασμέναι  ούτως  ώστε  νά 
παράγωσιν  έντύπωσιν   δια  τοΰ  πλαστικού   σχήμα- 
τος, πρέπει  νά  ΰποθέσωμεν  ό'τι  υπήρχε  καί  χρω- 
ματισμός, δηλαδή   ή  κόμη   ήτο   κεχρωματισμένη. 
"Ολως   διαφόρως  άπό  τής  κατά  συμμετρίαν  δια- 
τάξεως τής  κόμης  παρά  τω  Δορυφόρω  του  Πολυ- 
κλείτου, ήτις  προς  τούτοις   είνε  προσκεκολλημένη 
στενώς  έπί  του  κρανίου   καί  συνίσταται  έξ  αλλε- 
παλλήλων  μακρών   και  λεπτών   βοστρύχων   ελα- 
φρώς   κατά    τό   άκρον  έλισσομένων  ,   ή    κόμη  της 
ημετέρας  κεφαλήc  αποφεύγει  επίτηδες  πασαν  συμ- 
μετρίαν  έν  τή  διατάξει  τώ'ν  καθ'  έκαστον  λοφιδίων 
καί  αποτελεί  ογκώδες  εξέχον  έπί  τοΟ  κρανίου  πλα- 
στικόν  σύμφυρμα   ισχυρώς  κυμαινόμενων    βοστρύ- 
χων. Τοιαύτη  κόμη  αποτελεί  καταφανή   αντίθεσιν 
προς  τήν  όμαλήν  έξεργασίαν    τών    λοιπών   μερών 
τής  κεφαλής. 


73 


ΚΕΊ'ΛΛΠ    U'MIBOV   BR   ΤΟΥ   ΕΘΝΙΚΟΥ   ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


74 


Ή  εξεργασία  τής  κόμης  της  παρούσης  κεφα)  i^; 
•είνε  περαιτέρω  άνάπτυςις  τοο  τρόπου,  βν  ευρίσχο- 
μεν  έν  τη  έκ  ΙΙερίνΟου  κεφαλή  καΐ  παν/  Μύ- 
ρωνι,  προκαταρχή  ôè  τ/j;  εξεργασίας  της  κόμης, 

ήτις  αναφαίνεται  έν  τη  κεφαλή  της  συλλογής 
Baracco  (pi.  55).  II  πρόοδος  έν  τη  παρούση  κε- 
φαλή έν  συγκρίσει  προς  την  κόμη  ν  της  έκ  ΙΙερίνΟου 
κεφαλής  και  των  κεφαλών  του  Μΰρωνος  συνίστα- 
ται έν  τούτω,  οτι  το  σύνολον  της  κόμης  παρ  αύτη 
προσπίπτει  εις  την  αίσΟησιν  πολύ  πλαστικώτερον 
καί  οτι  έν  τη  οιατάξει  των  καθ  έκαστον  λοφιοίων 
έτηρήΟη  πολύ  πλειοτέρα  ελευθερία  άπο  του  τυπι- 
κού και  του  παραδεδεγμένου.  Αληθώς  είνε  ακόμη 
καταφανές  το  τυπικον  έν  τη  οιατάξει  τών  βοστρύ- 
χων εις  παραλλήλους  σειράς,  αΓτινες  άφορμώνται 
έκ  της  ν.ορ\>γ?\ζ  καθ  άπάσας  τάς  διευθύνσεις,  έν 
τώ  καταμερισμώ  τών  τριβών  όπισθεν  εις  ούο  τά- 
ξεις δεξιόΟεν  και  άριστερόΟεν,  έν  τω  τρόπω  της 
αποφυγής  τής  κατά  συμμετρίαν  διατάξεως  τών 
βοστρύ/ων  υπεράνω  του  μετώπου  (δ  απαραίτητος 
μέγας  βόστρυχος  προς  τα  αριστερά  τής  κεφαλής" 
πρβλ.  τους  άΟλητάς  Ince  Blundel  Hall,  Palazzo 
Riccardi  κ.  εξ.)'  αλλ' ήδη  δεν  εύρίσκομεν  πλέον 
•ενταύθα  την  σταυροειδή  διάταξιν  τών  ^οσζρύ  - 
χων,  ώς  λ.  γ.  έν  τη  έκ  ΠερίνΟου  κεφαλή,  έν  τη 
έκ  Ταρσού  κεφαλή  (Gaz.  arch.  Vili  ί 883  pi.  I), 
■ουδέ  τοιαύτην  μονοτονίαν  έν  τώ  σχηματισμώ  τών 
βοστρύχων,  ώς  έν  ταϊς  κεφαλαϊς  του  Μύρωνος.  Η 
κόμη  είνε  φυσικωτέρα  και  περιπλοκωτέρα  ή  παρ-/ 
Μύρωνι,  ο  βόστρυχος  προ  τοΟ  ώτος  είνε  παραστα- 
τικώτερος  καί  άνετώτερος.  Αλλά  ή  τε  έν  γένει 
εξεργασία  τής  κόμης  (άνω  και  παρά  τάς  πλευράς 
παχεΐς  βόστρυχοι,  έπί  δε  του  μετώπου  καί  παρά 
τον  τρίγτ^ον  λεπτοί,  λοφίοιά  τίνα  προ  του  ώτός, 
ή  αποφυγή  τής  συυιυ.ετρίας,  το  ήμικυκλικον  πέρας 
τής  κόμης  υπεράνω  του  μετώπου,  ή  άμεσος  έπί- 
Οεσις  τών  τριχών  όπισθεν  τοο  ώτός),  ώς  και  πάντα 
τα  καθ'  έκαστον  σ/ήματα  τών  βοστρύχων  τής  ημε- 
τέρας κεφαλής  είνε  κατά  πάντα  συγγενή  προς  τον 
τρόπον  του  Μύρωνος.  Όμοίαν  άνάπτυςιν  τοο  τρό- 
που του  Μύρωνος  δεικνύει  ή  κόμη  τοΟ  άΟλητοο 
του  Petwortli.  Ai  κεφάλα!  τής  συλλογής  Sabou- 
roff  καί  Baracco,  τοο  έν  Μονά/ω  καί  του  έν  Φλω- 
ρεντία αθλητού  παραλλάσσουσιν  εκάστη  ιδιαζόντως 
τον   αυτόν  τρόπον ,   άλλα   πασαι  δεικνύουσιν  ήδη 


τήν  ελλειψιν  του  έπιτετηδευμένου'  /  χόμη  κοτών 
πλησιάζει  μάλλον  προς  τήν  φύσιν. 

Το  πλατύ  /.'/ί  ύψηλόν  μέτωπον  τ7;  παρούσης 
κεφαλής  προέχει  κατά  τι  έν  τφ  μιέσω'  περαιτέρω 
δέ  μετά  μιχράν  αύ'/α/.α  διαθέουσαν  άπα/  το  μέτω- 
πον  μέχρι  τών  κροτάφων  έζογχοΟται  πάλιν  τ'/  μί- 
τωπον  έν  τώ  κατωτέρω  μέρει  κύτοΟ  υπεράνω  τη*ς 
ρινός  /.-/•.  παρά  τάς  όφρϋς'  έχ  δε  τών  πλαγίων  δια- 
τέμνεται τ',  μέτωπον  Ειπο  λίαν  άβαθων  κολάχων, 
αίτινες  ανέρχονται  πλαγίως  ΐχ  του  μέσου  σχεδόν 
τών  οφρύων  μέχρι  τής  αδλαχος  τή;  διαθεούσης 
αύτο  έγχαρσίως.'Ομοιοτάτην  διάπλασιν  του  μετώ- 
που δεικνύει  ή  έν  Βονωνία  κεφαλή'  έν  τ/,  ημετέρα 
κεφαλή  δμως  βλέπομεν  την  πρώτην  άφετηρίαν  τ?|; 
οιαπλάσεως,  ή  ν  δεικνύουσιν  αϊ  κεφαλαΐ  του  έν  Μο- 
νάχω  καί  του  έν  Φλωρεντία  άθλητοΟ,  άγει  δ  αύτη 
προς  τον  Έρμήν  του  Πραξιτέλους.  Οτι  ό  έν  Μο- 
νάχω  αθλητής  και  ό  έν  Φλωρεντία  παριστώσι  πε- 
ραιτέρω  άνάπτυςιν  τής  Μυρωνείου  τεχ/οτρο-ίας, 
απέδειξαν  ό  Ivekult;  και  ό  Bloch.  Ή  κεφαλή  τής 
συλλογής  Sabouroff,  ής  το  πρωτότυπου  ωσαύτως  αν- 
έρχεται μέχρι  του  Μύρωνος  [Furtwängler,  Samml. 
Sabouroff  εις  πίνακα  XXXVIII,  1),  έχει  έν  γένει 
τήν  αυτήν  διάπλασιν  ώς  ή  ήαετερα  κεφαλή,  πλην 
δτι  είνε  πλουσίωτέρα  και  λεπτότερα'  έν  εκείνη 
έκτος  τής  αύλακος  τής  διαθεουσης  έγχαρσίως  τό 
μέτωπον  υπάρχει  καί  ετέρα  αύλαξ  έν  τώ  μέσφ 
του  μετώπου  έκ  τών  άνω  προς  τα  κάτω,  ήτις 
προσεγγίζει  τήν  κεφαλήν  ταύτην  προς  τα  έργα 
τοο  Δ'  αιώνος.  ΤΙ  άτονος  οιάπλασις  του  υ,ετώπου 
είνε  πάλιν  καλύτερα  τής  όια.-λάσεως  τών  παρειών 
τής  ήαετέρας  κεφαλής.  II  διάπλασις  αυτών  είνε 
ακόμη  τόσον  άτονος  και  άβεοαία  ,  ώστε  παρι- 
στά τήν  κεφαλήν  έπίπεδον.  II  έν  Βονωνία  κεφαλή 
και  ò  αθλητής  τοΟ  Petwortb  εινε  πάλιν  τα  μάλι- 
στα αναλογούντα  προς  τήν  ήαετέραν  κεφαλήν  έρ- 
γα, ώς  έχοντα  τάς  αύτάς  επιπέδους  παρειάς,  τάς 
αύτας  έκ  τών  μυκτήρων  καί  τών  γωνιών  του  στό- 
ματος προς  τα  κάτω  πλαγίως  διαθεούσας  γραμ- 
μάς.  'Ωσαύτως  αϊ  παρειαί  τών  Μυρωνείων  κεφα- 
λών δεν  αφίστανται  πολύ  απ    αυτής, 

Ή  διάπλασις  τών  χειλέων  τής  ημετέρας  κεφα- 
λής άναμιμνήσκει  άχόμη  τά  επίπεδα  χείλη  τών 
Μυρωνείων  κεφαλών,  τουναντίον  δέ  τα  χείλη  τής 
έν  Βονωνία  κεφαλής   εινε  τολμηρότερον  οιαπεπλα- 


75 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


76 


σμένα,  διότι  παρ'  αύτη  τό  μέσον  του  άνω  χείλους 
προπίπτει  έντονώτερον   υπέρ   το   κάτω   χείλος,   εν 
τω  δποίω  κατ'  άναλογίαν  παρίσταται  έντονώτερον 
ή  έν  τω  μέσω  κοιλότης.  Το  στόμα  εινε  κεκλεισμέ- 
νον  ώς  έν  ταϊς  Μυρωνείοις  κεφαλαϊς'  ωσαύτως  δ 
ώς  έν  έ/.είναις  εινε  καί  έν  τη  ημετέρα  κεφαλή  αί 
γωνίαι  του  στόματος  κατεσταλμέναι  προς  τα  κάτω. 
Ώς  γνωστόν  ή  καταστολή   αυτή  των  γωνιών  του 
στόματος  άνεφάνη  έν  τη  ελληνική  τέχνη  ώς  άντίρ- 
ροπον  προς  το  άρχαίκόν  μειδίαμα.  Δια  ταύτης  της 
καταστολής  άποκτώσι  πολλάκις  αί  κεφάλα!  εκφρα- 
σιν     κατηφή  καί   όψιν    βαρύθυμον    (πρβλ.  Καββα- 
δίου,  Γλυπτά  αριθ. 67  =  Atti  della  R.  Accademia 
di  Archeologia,   lettere  e  belle  arti  ;   Napoli  1895 
πίν.   Μ).  Βαρύθυμον  εκφρασιν  περί  το  στόμα  ρλε- 
πομεν  προσέτι  έν  ταΐς  Μυρωνείοις  κεφαλαΐς.  Εν  τη 
ημετέρα  κεφαλή  το  στόμα   είνε  όλιγώτερον  συνε- 
σταλμένον  ή   έν  ταΐς  Μυρωνείοις  κεφαλαϊς.    Η  έν 
Βονωνία  κεφαλή  περιορίζει  ετι  μαλλον  τήν  συστο- 
λήν  ταύτη;,  διότι  ή  έ'κφρασις  αυτής  είνε  αυστηρά, 
αλλ'  όχι  πλέον   βαρύθυμος-   ή   κεφαλή    αυτή    είνε 
άπηλλαγμένη  τής  αντιθέτου   εκείνης  προς  το  άρ- 
χαϊκόν   μειδίαμα   υπερβολής.  Αί   κεφαλαί,    αί'τινες 
εινε  νεώτεραι  τής  έν  Βονωνία,  ώς  π. χ.  ή  του  αθλη- 
τού τής  συλλογής  Sabouroff,  έπιτηοεύουσι  κατα- 
φανώς φαιδράν  εκφρασιν,  ώς  κορωνίς  δε  τών  κεφα- 
λών τούτων  φαίνεται  ή  θαυμάσια  κεφαλή  του  Πρα- 
ξιτελείου    Έρμου.    Κατά    τήν   εκφρασιν   λοιπόν  ή 
ημετέρα  κεφαλή  παρίσταται  νεωτέρα  τών  Μυρω- 
νείων  κεφαλών,  αρχαιότερα  δε  τής  έν  Βονωνία. 

Ή  ρις  τής  ημετέρας  κεφαλής  μετά  τών  ίκανώς 
καθέτων  πλευρών  αυτής  εμφαίνει  σαφώς  άττικόν 
χαρακτήρα  κατ'  αντίθεσιν  προς  τάς  ρίνας  τών  άρ- 
γείων  γλυπτικών  έργων,  παρ  οΐς  αί  πλευραί  τής 
ρινός  κατέρχονται  προς  τάς  παρειάς  πολύ  έπικλι- 
νέστερον  καί  ομαλώτερον. 

Τα  μικρά  καί  στενά  ώτα  τής  κεφαλής  ταύτης 
δια  του  σχήματος  αυτών  άναμιμνήσκουσι  τα  ώτα 
του  αθλητού  του  Petwortli,  πλην  ό'τι  εκείνα  εχουσι 
πλατυτέραν  τήν  κόγχην.  Τα  ώτα  τής  ημετέρας 
κεφαλής  κείνται  αρκετά  υψηλά,  καίτοι  φαίνονται 
όργανικώς  ανάλογα.  Το  άνω  <χγ.ρον  τοϋ"  ώτός  κεί- 
ται έν  τω  έπιπέδω  τής  άνω  περιοχής  τής  κοιλό- 
τητος  τών  οφθαλμών,  το  δε  κάτω  άκρον  αυτών 
άφ'  έτερου   έν  τω  έπιπέδω  τών  μυκτήρων,  σχεδόν 


ώς  έν  τη  κεφαλή  του  έν  Μονάχω  αθλητού.  Τά 
ώτα  τών  Μυρωνείων  αγαλμάτων  είνε  ώς  εικός  τε- 
Οειμένα  ταπεινότερον. 

Ό  καθηγητής  Conze  ορθότατα  υποδεικνύει  τήν 
σπουδαιότητα  τής  μελέτης  περί  του  πώς  είνε  οια- 
πεπλασμένος  ο  οφθαλμός  καί  τά  περί  αυτόν,  προς 
όρισμόν  του   χρόνου   έξ  ου   προέρχονται  αί  κεφα- 
λαί  ελληνικών   αγαλμάτων ,   επειδή    ή   διάπλασις 
τών  οφθαλμών  ήτο  ολοσχερώς  διάφορος  έν  τη  ελ- 
ληνική πλαστική  του  C".  Ε'  καί  Δ'  αιώνος  (Über 
Darstellung  des  menschlichen  Auges  in  der  anti- 
ken ScLilptur.  Sitzungsberichte   der  Beri.    Akad. 
1892  Ι  σελ.  25  έξ.).  Μέχρι  τούδε   παρέστη  ήδη 
ευκαιρία  να  παρατηρήσωμεν  ό'τι  ή  ημετέρα  κεφαλή 
ώς  προς  τήν   τεχνοτροπίαν  αυτής    έχει    ανάλογα 
καλλιτε/ νήματα  έκ  του  Ε'  αιώνος.   Τον  Ε    αιώνα 
λοιπόν    ώρισμένως    ύποδηλοΐ    καί  κατασκευή    του 
οφθαλμού  καί  τών  περί  αυτόν.  'Ενώ  ο  Δ'  αιών  ήδη 
κατείδε  τήν  άλήθειαν  ότι  ή  εκφρασις  τοο  όφθαλμοΟ 
εξαρτάται   έκ  τών  περιβαλλόντων  αυτόν   μαλακών 
μερών  καί  όχι  έκ  τής  κόρης  καί  του  βολβού,   Ό  Ε 
αιών  στρέφει  άπασαν  τήνπροσοχήν  αύτοο  εις  ταύτα 
καί  εις  τά  βλέφαρα  καί  όχι  εις  τά  μαλακά  μέρη  τά 
κείαενα  μεταξύ  τοο  άνω  βλεφάρου  καί  τής  οφρύος. 
Αυτή    ή  ολοσχερώς   διάφορος  άντίληψις   περί  τών 
μέσων  τών  άναγκαιούντων,  ίνα  παράσχωσιν  εις  τόν 
όφθαλμόν   ζωηράν  εκφρασιν,  είνε  καί  ή  αιτία  τής 
ολοσχερώς   διαφόρου    κατασκευής   τών   οφθαλμών 
κατά  τον  Ε'  καί  τόν  Δ'  αιώνα.  Φώς  καί  σκιά  περ! 
τόν  όφθαλμόν   διανέμονται  όλως  άλλοίως  διά  τής 
ολοσχερώς  διαφόρου  θέσεως  τών  οφθαλμών  καί  τής 
ολοσχερώς    διαφόρου    εξεργασίας  τών  μεταξύ  τών 
όφούων  καί  τών  άνω  βλεφάρων  κειμένων  μερών.  Αι 
κεφαλαί  του  Δ'  αιώνος  δι'  έντονωτέρας  αναδείξεως 
τών  υπεράνω  τών  εξωτερικών  κανθών  τών  όφθαλ- 
μών  κείμενων  μαλακών  μέρων,   ινα  προσπιπτη  επ 
αυτών  περισσότερον  φώς,  καί  οιά  τής  ταπεινοτέρας 
θέσεως  τών  εσωτερικών  κανθών,  οίτινες  ούτω  κείν- 
ται όλως  έν  τη  σκιά,  έπιτυγχάνουσιν  ώστε  τό  μά- 
λιστα καί  τό  ήκιστα  πεφωτισμένον  σημεϊον  νά  κείν- 
ται έπί  διαφόρου  μεν  επιπέδου  άλλ  έν  τη  αύτη  ορι- 
ζόντια γραμμή  παρ'  άλληλα. Ώς  κάλλιστον  παρά- 
δειγμα του  τοιούτου  φωτισμοΟ  δύνανται  νά  χρησι- 
μεύσωσιν  αϊ  κεφαλαί  του  Σκόπα  (πρβλ.  καί  αριθ. 
869   έν  τω  καταλόγω  τών  Γλυπτών   ύπό  Καββα- 


77 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  TOT  ΒβΝΙΚΟΤ  ΜΟΤΣΕΙΟΤ 


7Η 


■δίου).  At  κεφάλα!  του  Ε'  αιώνος  (πρβλ.  τήν  έν 
Βονωνία  κεφαλήν,  τήν  Παρθένον  του  Φειδίου  κ.άλ.) 
δεν  γνωρίζουσιν  ακόμη  ίν  τω  προσοίπω  κρέας  ά- 
παντα τον  YUU.ÒV  ένέχον,άλλά  μόνον  οέρμα  etcì  των 
οστών  κείμενον  ,  επίσης  ο  άγνοουσι  τα  μαλαχα 
υπεράνω  τοο  οφθαλμού  μέρη.  'Ομοίως  προς  τήν 
έπίπεδον  έξεργασίαν  του  μετώπου,  τών  παρειών, 
της  γένυος,  τών  χειλέων,  άτινα  είδομεν  ήδη  έν  τη 
ημετέρα  κεφαλή,  διαπλάττουσιν  ai  κεφαλαι  του 
Ε'  αιώνος  καί  τους  οφθαλμούς  έπιπέοους  ,  επειδή 
δεν  Οέτουσι  τους  εσωτερικούς  κανΟούς  βαθέως,  ουδέ 
προστεγάζουσι  πολύ  τους  εξωτερικούς ,  όιαπλάτ- 
τουσι  δε  τα  μεταξύ  τών  άνω  βλεφάρων  καί  τών 
οφρύων  μέρη  ούτως,  ώστε  πάντα  τά  σημεία  αυ- 
τών να  κείνται  έπί  ομαλής  επιφανείας.  Ο  φωτι- 
σμός τών  οφθαλμών  λοιπόν  έν  ταΐς  κεφαλαΐς  τοΟ 
Ε'  αιώνος  εινε  όλως  άλλοΐος"  τά  κέντρα  φωτός  καί 
σκιάς  παρ'  αύταϊς  εινε  πλείονα,  άλλ'έκαστον  τού- 
των τών  κέντρων  καθ  εαυτό  εινε  πολύ  μικρότερον 
ή  έκαστον  τών  δύο  εκείνων  μεγάλων  κέντρων  φω- 
τός καί  σκιας  έν  ταΐς  κεφαλαΐς  του  Δ'  αιώνος.  Φως 
καί  σκιά  κατά  τον  Ε  '  αιώνα  κείνται  το  έτερον  όπισθεν 
τοΟ  ετέρου  έκ  τών  άνω  προς  τά  κάτω  (πρβλ.Οοηζβ 
σελ. 55, ένθα  παρατίθεται  σχήμα  τών  οφθαλμών  τοο 
Ε'αιώνος  [Α]  καί  τοΟ  Δ'  [Β]).  'Εννοείται  οτι  ή  μετά 
βασις  έκ  τοο  ένας  τρόπου  τοΟ  φωτισμού  τών  οφθαλ- 
μών εις  τον  έτερον  συνέβη  δλως  βαθμηδόν.  Αί  κε- 
φαλαί  τοο  τέλους  του  Ε'  αιώνος  καί  τής  αρχής 
τοΟ  Δ'  (ώς  δ  έν  Μονάχω  αθλητής  καί  Ό  έν  Φλω- 
ρεντία, ή  κεφαλή  SaboLiroff  XXXVIII,  Ι  καί  ή  κε- 
φαλή Baracco  pi.  55)  άνήκουσι  κατά  τοΟτο  εις 
τήν  μεταβατικήν  τεχνοτροπίαν,  διότι  έν  αύταϊς 
βλέπομεν  ήδη  καί  τά  μαλακά  υπέρ  τους  οφθαλ- 
μούς μέρη.  Ή  ημετέρα  κεφαλή  δεν  ανήκει  εις  τους 
χρόνους  τής  μεταβατικής  ταύτης  τεχνοτροπίας, 
διότι  έν  αύτη  ή  μεγίστη  σπουδή  διευθύνεται  εις  τους 
βολβούς  καί  τάς  κόρας,  οΓτινες  μάλιστα  ήσαν  κα- 
τεσκευασμένοι  έκ  στιλβούσης  ύλης,  τά  δε  μαλακά 
υπέρ  τους  οφθαλμούς  μέρη  εινε  δλως  άγνωστα.  Εν 
τω  φωτισμώ  τών  οφθαλμών  παρίσταται  ή  κεφαλή 
αύτη  ώς  τυπικός  αντιπρόσωπος  τών  κεφαλών  του 
Ε'  αιώνος. 

Αν  δ  φωτισμός  τών  οφθαλμών  αναγκάζει  ή  μας 
να  θέσωμεν  τήν  κεφαλήν  ταύτην  άνευ  τοο  ελαχί- 
στου   δισταγμού    εις  τά  πρώτα    δύο  τρίτα    του  Ε 


αιώνος,  τά  βλέφαρα  'άτινα  πιθανώς  ήσαν  κεχρω- 
ματισμένα  ώς  έν  τή  Παρθένω  Αθηνά  του  Βαρβα- 
κείου), ο  τρόπος  του  ανοίγματος  του  βολδοΟ  /αί  ο 
δακρυογίνος  άδήν  παρένουσίν  ήμιν  άκριβεστέραν 
χρονολογίαν.  Το  κάτω  χείλος  του  άνω  βλεφάρου 
διέρχεται  υπεράνω  του  κάτω  βλεφάρου,  ά.//  ν  ~  ';.'/ 
του  κανΟου  οηλοΟται  δια  λίαν  ασθενούς  γραμμής, 
ώς  έν  ταϊς  Μυρωνείοις  κεφαλαι:,  έν  τη  /.επομένη 
Φαρνεσείω  Ήρα  προ/.  Graf,  Aus  der  Arminia 
σελ.  65),  τη  έν  Βονωνία  κεφαλή,  τω  αθλητή  τοΟ 
Petworth,  τή  ένΝεαπόλει  'Αθηνά  (Aus  der  Arminia 
πίν.  I,  II),  καί  τοις  γλυπτοΐς  του  Παρθενώνος. 
Άν  έν  τω  Δ'  αΙώνι  καί  προσέτι  ήδη  κατά.  το  τέ- 
λος του  Ε'  όμου  μετά  τής  έντονωτέρας  αναδεί- 
ξεως τών  υπεράνω  του  εξωτερικού  κανΟου'  μαλα- 
κών μερών  ή  γραμμή  αύτη  παρίσταται  έντονω- 
τέρα,  ίνα  μή  άφανίζηται  υπό  τά.  ισχυρώς  φωτιζό- 
μενα μέρη,  αί  έκ  τοΟ  πρώτου  ήμίσεοις  τοΟ  Ε'  αιώ- 
νος κεφαλαι  τουναντίον  'ώς  ο  'Αρμόδιος  477/6) 
ουδαμώς  σημειουσι  τήν  ύπέρβασιν  του  κάτω  χεί- 
λους του  άνω  βλεφάρου  πέρα  τών  εξωτερικών  καν- 
Οών.  Κατά  τά  βλέφαρα  λοιπόν  δυνάμεθα  νά  θέσω- 
μεν τήν  ήμετέραν  κεφαλήν  μόνον  εις  το  οζΰζιροΊ 
τριτημόριον  τοο  Ε'  αιώνος.  Προσέτι  ο  τρόπος  τοΟ 
ανοίγματος  τών  βολβών  έν  τή  ημετέρα  κεφαλή  θέ- 
τει αυτήν  όχι  μόνον  προ  τής  ζωοφόρου  καί  τών 
αετωμάτων  του  Παρθενώνος  (438),  άλλα  καί  προ 
τής  έν  Νεαπόλει  'Αθηνάς  (440  κατά.  Furtwängler, 
Meisterw.  σελ.  21,90).  Tò  ύψηλότατον  ση  μείον 
του  άνω  βλεφάρου  καί  το  ταπεινότατον  ση  μείον 
του  κάτω  ^Xt^y.pou  κείνται  έν  τή  ημετέρα  κεφαλή, 
ώς  έν  ταΐς  Μυρωνείοις  και  τή  έν  Βονωνία,  οχι  ορ- 
θώς έν  τω  μέσω  του  δφθαλμοΟ.  Τουναντίον  δέ  ή 
έν  Νεαπόλει  'Αθηνά  καί  τά  γλυπτά  τοο  Παρθενώ- 
νος θέτουσιν  το  δεύτερον  τών  είρη μένων  σημείων 
ορθώς  ήδη,  ώς  αί  κεφαλαι  του  Δ'  αιώνος,  μεταξύ 
του  μέσου  τοο  οφθαλμού-  καί  του  εξωτερικού"  αύ- 
τοΰ  κανθου.  Ό  γ^ί^ος  λοιπόν  τής  ημετέρας  κεφα- 
λής ορίζεται  ετι  άκριβέστερον,  ήτοι  αύτη  εινε  πα- 
λαιοτέρα τής  τελευταίας  δεκαετίας  του  οευιίρον 
τριτημορίου  του  Ε'  αιώνος.  Τέλος  Ό  οακρυογόνος 
άδήν  καί  οί  εσωτερικοί  κανθοί  παρεχουσιν  ετι  άκρι- 
βεστέραν χρονολογίαν.  Ό  οακρυογόνος  άδήν,  ώς 
έν  γένει  ή  οιάπλασις  τών  οφθαλμών  έχει  άναλο- 
γώτατα  έργα  τήν  κεφαλήν  του  αθλητού   του  Pet- 


■\) 


ΚΕΦΑΛΗ    ΕΦΗΒΟΥ   ΕΚ    ΤΟΥ   ΕΘΝΙΚΟΥ   ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


80 


worth,   τήν    έν    Βονωνία   καί   τήν    εισέτι  άνέκδο- 
τον  κεφαλήν  τοΟ  'Εθνικού  μουσείου  ύπ1  αριθ.  186 
κατά  τον  κατάλογον  των  γλυπτών  του  Καββαδίου. 
Προκειμένου    περί  της  ημετέρας    κεφαλής    πρέπει 
πάλιν  να  ύπομνησθή  ή  πολυχρωμία    Ό  δακρυογό- 
νος  άδήν  παρεστάθη  έν  αύτη  οχι  πλαστικώς,  άλλα 
δια  χρώματος,  τοοτο  δε  απαιτεί  γραφικήν  έξεργα- 
σίαν  οχι  το  σχήμα,άλλ  ή  οψις  αύτοο  είνετοπαρά- 
γον  την  έντύπωσιν.  Πρβλ.  Brunn,  Sitzungsber.  d. 
München. Akad.  τομ.  Ι,  τεΟν.  3  του  1876  σελ. 
334.     Αληθώς  χρώμα   κυρίως   ειπείν    δεν  διετη- 
ρήθη ,    άλλ'  ό   δλος   οφθαλμός    ήτο   περιβεβλημέ- 
νος   ώς  οια  πλαισίου    ύπό  τίνος   κύκλου    έξ  ελα- 
φρώς   κεχαραγμένων    έν  τω   μαρκάρω    γραμμών, 
αίτινες  ίοίως  κατά  τάς  γωνίας  είνε  εισέτι  καταφα- 
νείς. Ai  γράμμα!  αύται  παρέχουσιν  ήμΐν  τήν  δύ- 
ναμιν  να  όρίσωμεν  το  σχήμα  του  ί^ιχλμοϋ  κατά 
τήν  αρχαιότητα"  ό  χρωματισμός  αφανίζεται  τάχι- 
στα, ίσως  δ'  έφαίνετο  ακόμη,  ό'τε  ευρέθη   ή  ημε- 
τέρα κεφαλή   (άρα  τούτου  ένεκα  είνε  τεθειμένη   έν 
τω  μουσείω  ύπό  ΰαλον;).Ό  οακρυογόνος  άδήν  δια 
του  ανωτάτου   και  του   κατωτάτου   μέρους  αύτου 
εξέρχεται  έξω  του  τόξου  τών  βλεφάρων,  εκτρέπε- 
ται οέ  τοΟ  γενικού  περιγράμματος  του  οφθαλμού 
ορθώς  ήδη  διευθυνόμενος  προς  τήν  άντίθετον  γω- 
νίαν  τοΟ  στόματος*  το  ανώτατον  χείλος  αύτου  ύ- 
ψουται  πολύ  ολίγον  μόνον  προς  το  άνω  βλέφαρον. 
ΤοΟτο  δεν  άνευρίσκομεν  έν  τη  κεφαλή  τοο  Δισκο- 
βόλου Massimi,  ού  ό  δακρυογόνος  άδήν  άναμιμνή- 
σκει  εισέτι  λίαν  τήν  έπιτετηδευμένην  παρά   φύσιν 
κατασκευήν  αύτου    έν  τη  έκ  Περίνθου  κεφαλή,  τω 
άρχαικώ   Άρμοοίω    και    τη    έν   Αούβρω    κεφαλή 
(Furtwängler,  Meisterw.    είκ.    132).    Έν   πάσαις 
ταύταις  ταΐς  κεφαλαΐς  ο  δακρυογόνος  άδήν  εκτρέ- 
πεται  του   γενικοΰ   περιγράμματος  του   οφθαλμού 
κατά  οιεύθυνσιν  όριζόντιον,  οχι  κατά  τήν  προς  τήν 
άντίθετον  γωνίαν   τοο   στόματος   διεύθυνσιν.   Άφ' 
έτερου  το  άνω  χείλος  του  δακρυογόνου  άδενος  της 
κεφαλής  της  Παρθένου  'Αθηνάς  (πρβλ.  το  άγαλ- 
μάτιον  του  Βαρβακείου  καί  Athen.  Mitth.VIll  1883 
πίν.  XV)  ομοίως  ώς  έν  ταΐς  νεωτέραις  κεφαλαϊς 
της  Αθηνάς,  ήτοι  της  τοο   έν  τη  Άκροπόλει  μου 
σείου  αριθ. 63b  (  =  Athen. Mitth. VI  1881  πίν. VII 
=  Sybel,  Weltgeschichte  der  Kunst  σελ.  171  είκ. 
146), καί  της  έν  Νεαπόλει'Αθηνάς  (Ausder  Anomia 


πίν. I,  II),  τών  γλυπτών  του  Παρθενώνος,  καί  ταϊς 

κεφαλαΐς  του  Δ  αιώνος, ύψουται  πολύ  ίσχυρότερον• 
προς  το  άνω  βλέφαρον  καί  αποτελεί  μετ'  αύτοΰ 
σχεδόν  μίαν  γραμμήν,  ό'θεν  ό  δακρυογόνος  άδή  λ 
τών  κεφαλών  τούτων  είνε  ευρέως  άνεωγμένος.  Άλλ" 
ο  δακρυογόνος  άοήν  της  ημετέρας  κεφαλής  είνε 
ακόμη  λίαν  στενός,  ώς  έν  ταΐς  παλαιοτέραις  κεφα- 
λαΐς, ας  ανωτέρω  ΰπέοειξα,  καίτοι  έχει  ήθη  ακρι- 
βώς τήν  ορθήν  διεύθυνσιν. Ή  ημετέρα  κεφαλή  λοι- 
πόν είνε  παλαιοτέρα  της  Παρθένου  'Αθηνάς  του 
Φειδίου  (447),  νεωτέρα  δε  του  Δισκοβόλου  τοο• 
Μύρωνος  (περίπου  465),  [τουθ'ό'περ  εΰρομεν  καί 
κατ'  άλλον  τρότΐον]  καί  ή  έν  Αούβρω  κεφαλή  (πε- 
ρίπου 460).  Είνε  περίπου  σύγχρονος,  (καίπερ  κατά 
τήν  έκφρασιν  αρχαιότερα  πως,  ώς  ήδη  ανωτέρω- 
παρετηρήσαμεν)  της  έν  Βονωνία  κεφαλής  (περίπου 
450)  (καί  του  αθλητού  του  Petworth  (περίπου 
450  440),  τουτέστι  άνήκεί  εις  τον  άπυ  τον  460 
μεχρο  τον  450  π.  Χ.  χρόνον. 

Όρίσαντες  ήδη  άκριβέστερον  τήν  χρονολογίαν 
της  κεφαλής,  θα  προσπαθήσωμεν  νυν  να  καθορί- 
σωμεν  το  έργαστήριον,  έξ  οδ  προήλθε  το  καλλιτέ- 
χνημα τοΟΊΟ.'ίί  άνάλυσις  της  τεχνοτροπίας  της  κε- 
φαλής ύπέδειξεν  ήδη  ήμΐν,  δτι  αύτη  είνε  λίαν  διά- 
φορος τών  κεφαλών  τών  Πολυκλειτείων  αγαλμά- 
των,όθεν  δεν  ανήκει  εις  το  Πολυκλείτειον  έργαστή- 
ριον.'Ωσαύτως  ουδέν  κοινον  έχει  μετά  του  παλαιοο 
άργείου  εργαστηρίου  (πρβλ.  Furtwängler,  50  Beri. 
Winkelmannspr.  πίν.  Ι  καί  σελ.  125  έξ.  Anthes, 
Festschrift  f.  J.  Overbeck  πίν.  IV  σελ.  79  έξ.,Έφ. 
'Αρχ.  1888  πίν.  2,  Musées  d'Athènes  pi.  XVI, 
Bull,  communale  1888  tav.XV,  XVI). Εις  τα  πε- 
λοποννησιακά λοιπόν  καλλιτεχνικά  εργαστήρια  δεν 
ανήκει. "Ηδη  τούτοι  μόνον  ένεκα  διεγείρει  μέγα  το 
ενδιαφέρον, έπειοή  κατά  τάς  αρχάς  καί  τα  μέσα  του 
Ε' αιώνος  ή  αττική  καλλιτεχνία  κατά  το  μέγιστον 
1>.ίρος  τών  έργων  αυτής  δεικνύει  μεγάλην  έπίδρα- 
σιν  της  πελοποννησιακής  τέχνης.  Πρβλ.  Graf, 
Athen.  Mitth.  XV  1890  σελ.  16  έξ.  Ό  Μύρων 
καί  ο  Φειδίας  άκολουθοοσι  το  γενικάν  ρεύμα  ζη- 
τοΰντες  διοασκαλίαν  έν  τη  πλαστική"  ό  πρώτος 
τρέπεται  -κρος  τον  άρχηγον  του  επιφανούς  άργείου 
εργαστηρίου  τον  Άγελάδαν,  ο  δεύτερος  δε  προς 
τον  μαθητήν  του  'Αγελάδα  Ήγίαν  (Furtwängler, 
Meisterw.  σελ.  80  έξ.).  Οί  νεώτατοι  επιστήμονες 


81 


ΚΕΦΑΛΙ!    ΕΦΙΐηοΤ   ΕΚ   ΤΟΥ   ΕΘΝΙΚΟΥ    ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


82 


οποδεικνύουσι  τήν  έπίορασιν  τής  πελοποννησιακής 
τέννης,  τήν  έυ.φαινου.ένην  êv  τ?,  τεχνοτροπία  των 
περισωΟέντων  ήμϊν  έργων  τοΟ  Μύρωνος  [Hermann, 
Athen.  Mitili.  XVI  1891  σελ.  33,  Furtwängler, 
Meisterw.  σελ.  357,  379,  είκ.  62.  είκ.  48  ."Οτι 
ή  Παρθένο;  'Αθηνά  του  Φειδίου  εΤνε  έργον  προελ- 
θόν  έκ  τοο  εδάφους  τέχνης  συγγενούς  προς  τα  γλυ- 
πτά του  έν  Ολυμπία  ναοο  τοϋ  Διός,  ήτοι  υπό  τήν 
έπίδρασιν  τής  πελοποννησιακής  τέχνης,  άπέόειςεν  ό 
Puclistoin  (Sitzungsber.  d.  ardi.  Gesellsch.  zu  Ber- 
lin 1889  αριθ.  7  σελ.  46,  .Jährlich  d.  Instit.  V 
σελ.  99)•  δια  τήν  έν  Νεαπόλει  Άθηνδν,  ης  το 
πρωτότυπον  ανάγεται  εις  τον  Φειδίαν,  άπέδειξεν  δ 
Graf  το  αυτό  (Aus  der  Anomia  σελ.  64).  Πρβλ. 
δια  τήν  κεφαλήν  03Γ>  του  έν  τη  Ακροπόλει  μου- 
σείου τήν  παρατήρησα  του  Furtwängler,  Athen . 
Mitili.  VI  1881  σελ.  190.  Ή  ημετέρα  κεφαλή 
ούτε  αμέσως  ούτε  εμμέσως  εξαρτάται  έκ  της  πε- 
λοποννησιακής τέχνης,  επειδή  ούτε  από  τοϋ  Φειδίου 
ούτε  άπα  του  Μύρωνος  εινε  έξηρτημένη  '.Ό  άγαλ- 
ματοποιος  τής  ημετέρας  κεφαλής  οιακρίνεταί  κατά 
τήν  τεχνοτροπίαν  αϋτοϋ  ίκανώς  άπο  του  Φειδίου 
(ή  κόμη,  το  άνετον  μέτωπον,  τα  ώτα ,  αί  άνα- 
λογίαι,  τα  χείλη,  τά  πάντα  είκε  άλλοΐα).  Ό  Φει- 
δίας έχει  μεγαλυτέραν  δύναμιν,  εύστάΟειαν,  ένέρ- 
γειαν.  Έν  γένει  ώς  προς  τήν  τεχνοτροπίαν  ή  ημε- 
τέρα κεφαλή  εϊνε  παλαιοτέρα  των  Φειδιακών  κεφα- 
λών και  υπό  πολλάς  επόψεις  πρόδρομο;  αυτών. 
Καίτοι  κατά  τήν  άνάλυσιν  τής  τεχνοτροπίας  επα- 
νειλημμένως ύπεδείςαμεν  τά  συγγενή  χαρακτηρι- 
στικά εν  τε  ταΐ;  κεφαλαϊ;  τοο  Μύρωνο;  καί  τη  ημε- 
τέρα, ουδέν  ήττον  ή  συγγένεια  οεν  εινε  τόσον  μεγά- 
λη, ώστε  νά  άνεύρωμεν   έν   τη   ημετέρα   κεφαλή 


προϊόν  τής  τέχνης  αότοΟ  ή  τοΟ  εργαστηρίου  αϋ- 
τοΟ.  Ότι  ή  ημετέρα  κεφαλή  κατά  τήν  τεχνοτρο- 
πίαν αυτή;  ούτε  ει;  αυτόν  τον  Μύρωνα  ούτε  ει;  το 
έργαστήριον  αϋτου  ανήκει,  αποδεικνύει  μετά  ικα- 
νή; ενάργεια;  ή  σύγκρισις  προς  τον  Δισκοβόλον 
.Massimi,  του;  ά.Ολητά;  Palazzo  Riccardi,  Ince 
Blundell  Hall  (6λθ  τά  σχήματα  έν  τη  ημετέρα 
κεφαλή  εινε  έλευΟεροίτερα,  νεώτερα,  ή  κατατομή 
τοο  προσώπου  και  τής  κεφαλής  αλλοία,  ή  προ- 
— TruTi;  του  κρανίου  υπέρ  τον  τράχηλον  εινε  παρά 
Μιίρωνι  μεγαλύτερα,  τά  ώτα  παρά.  Μύρωνι  εινε 
εντελώς  άλλοίως  διαπεπλασμένα  κτλ.  και  προς 
τά  έκ  του  εργαστηρίου  τοΟ  Μυρωνος  αγάλματα, 
ήτοι  τον  έν  Μονάχω  και  τον  έν  Φλωρεντία  ά.Ολητήν 
και  άλλα*  παρ  αυτοις  υπάρχει  εντονωτερα  οια- 
πλασίς,  τά  σ/ήματα  εινε  έλευΟερώτερα,  μν.λ- 
λον  ανεπτυγμένα ,  κόμη  και  χείλη  άλλως  οια- 
πεπλασμένα  κτλ.  'Ολοσχερώς  διαφέρει  ή  ημετέρα 
κεφαλή  άπο  τάς  κεφαλά;  του  Μυρωνος  καί  του 
εργαστηρίου  αΰτοϋ  δια  των  αναλογιών  αυτή;,  δια- 
φορά, ήτις  καί  μόνη  Οά  ήρκει  νά  διαστείλη  την 
ήμετέραν  κεφαλήν  άπο  του  άριθμοΟ  τών  κεφαλών 
τοΟ  Μυρωνείου  εργαστηρίου.  Ό  Μύρων,  ώ;  άπέ- 
δειξεν  ό  Kalkmann,  έτήρει  έν  ταΐ;  άναλογίαις  κα- 
νόνα τινά,  όν  εύρίσκομεν  έν  τω  άγαλματίω  του 
'Απόλλωνος  Piombino,  έργω  έκ  του  εργαστηρίου 
του  Σικυωνίου  Κανάχου  2,  ου  έργα  ύπήρχον  καί  έν 
Βοιωτία3,  όθεν  κατήγετο  ό  Μύρων.  Ό  σκελετός 
τούτου  τοο  κανόνος  κατά  τους  υπολογισμούς  του 
Kalkmann  εινε  δ  εξής  (Die  Proportionen  des  Ge- 
sichts ,  53  Programm  ζ.  Winkelmannsf .  Berlin 
1893  σελ.  30  εξ.  πρβλ.  σελ.  15  έξ.)4: 


Πρόΰωπον  =  30 


= 

18 

χατώτερον 

μέρος 

τοϋ 

προσώπου 

= 

12 

30 


χόιιη-στόμα  ^21 
στο'μα-γένυς  =    9 

30 


κόμη-όφθαλμός  =  10 
όφθαλμός-γένυς  =  20 

30 


κόμη-όφθαλμός =  10 

όφθαλμός-ρίς =    8 

κατώτερον  μέρος  προσώπου  =  12 


30 


κομη-όφθαλμός    =  10..  Ι 

όφθαλμός-στόμα  =11..  2 

στο'μα-γένυς.  .  .  =    9..  3 

30 


Ι  II  III 

(τό  διάστημα  όοθαλμός-γένυς  =  άπο'στ.  τών  εξωτερικών  χανθών  τών  οφθαλμών). 


IV 


'  "Οτι  ή  ημετέρα  κεφαλή  δέν  ε'νε  Φειοιακή,  αποδεικνύει  ή  σύγ- 
χρισις  προς  τάς  κεφάλας  της  Παρθένου  'Αθηνάς  χαί  τών  γλυπτών  τοϋ 
Παρθενώνος. 

a  Collignon,  Histoire  de  la  Sculpt.  Ι  σελ.  314. 

*  Overbeck,  Schriftquellen  αριθ.  403. 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     189β. 


*  Τήν  σπουδαιότητα  τών  καταμετρήσεων  τοϋ  Kalkmann  δέν  δύ- 
ναται, νομίζω,  νά  καταφρόνηση  τις.  Πρβλ.  Jahrb.  d.  Inst.  1895 
σελ.  83  έξ.,  ένθα  ό  Kaikniann  άπαντα  κατά  τών  επικρίσεων  τοϋ 
Furtwängler  (Berliner  philol.  Woclienschr.  1894  στήλ.  1105 
έξ..  1139  έξ. 

6 


83  ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ  84 

Τ«  αυτά  μέτρα  ενουσιν  έν  τη  ημετέρα  κεφαλή  ώς  εξής' 

Πρόσωπον  =  15,1355 

9,6775                           11,5500                          6,2500  6,2500  6,2500 1 

5,4580                            3,5855                          8,8855  3,4275  5,3000 2 

Î57Î355                           15J355                         15,1355  5,4580  3,5855 3 

15.1355  15.1355 

Ι                                    II                                  III  IV                                  V 

(  άπόστασις   των  εξωτερικών   χανθών    των  οφθαλμών  =  7  ,5000  =  </2  τοϋ  προσώπου.  "Αλλα  μέτρα    της  ημετέρας    κεφαλής:    όλικόν  ϋψος  =  18, 
απόστασις  ώτων=  9,8,  γένυς-κορυφη  =21,  οφθαλμό;  =  2,5  =  'β  το"  προσώπου  ). 

"Η  έν  άκεραιοις  μόνον  άριθμοΐς  : 

15 

10  11  6  6  6    1 

5  4  9  4  5    2 

5  4    3 

Ι  II  III  IV  V 

Πολλαπλασιάζοντες  εκαστον  ΰπολελογισμένον  αριθμόν  τοΰ  ημετέρου  χανο'νος  προς  2  πράς  εύκολωτε'ραν  σύγκρισιν   προς  τόν  κανόνα  τοϋ  Μύρωνος 
ϊ/ομεν  : 

'Ημέτερος  κανών  Κανών  τον  Μύρωνος 

30  30 

1  ...  20     22     12     12     12  18     21     10     10     10  . . .  1 

2  ...  10      8     18      8     10  12      9     20      8     11  ...  2 
3...                  10     8  12     9...  3 

Ι      II     III     IV     V  Ι      II     III     IV     ν 


"Ίσου  οντος  έν  άμφοτέροις  το  S  μέσου  τοΰ  προσώ- 
που (IV,  2),  αί  κεφάλα!  τοΰ  Μύρωνος  εχουσι  μέ- 
τωπον  μικρότερον  κατά  2  μονάοας  ή  ή  ημετέρα 
κεφαλή  (III,  1),  κατώτερον  μίρος  του  προσώπου 
όμως  μεγαλύτερον  κατά  2  (III,  2),  όθεν  και  ή 
άπόστασις  από  του  μέσου  των  χειλέων  μέχρι  τοΰ 
τέλους  της  γένυος  και  από  του  πέρατος  της  ρινός 
μένοι  τοΰ  μέσου  των  χειλέων  είνε  έν  ταϊς  Μυρω- 
νείοις  κεφαλαϊς  άμφότεραι  μεγαλύτεραι  κατά  1 
(V,  3.  V  2).  Ένώ  ή  αναλογία  τοΰ  μήκους  τοΰ 
ποοσώπου  προς  τήν  άπόστασιν  μεταςύ  των  εξωτε- 
ρικών κανΟών  των  οφθαλμών  παρά  Μύρωνι  είνε  ώς 
30:20=  1'/2,  έν  τη  ημετέρα  κεφαλή  είνε  ώς 
30:15  =  2.  Το  διάστημα  από  τοΰ  κανθοΰ  τοΰ 
όφΟαλμοΰ  μέ/ρι  της  γένυος  αναλογεί  προς  το  μή- 
κος τοΰ  προσώπου  παρά  μεν  τω  Μύρωνι  ώς  2:3, 
έν  δε  τή  ημετέρα  κεφαλή  =  18/30  =  3/s  κτ^• 

Ή  διαφορά   μεταξύ  τών  αναλογιών  τής  ημετέ- 
ρας κεφαλής  καί  τών  άκολουθουσών  τον  κανόνα  τοΰ 


παλαιοΰ  άργείου  εργαστηρίου  τοΰ  'Αγελάδα  κεφα- 
λών εινε  ή  έξης1,  το  μέτωπον  είνε  έν  τοις  άγάλ- 
μασι  τοΰ  'Αγελάδα  ακόμη  μικρότερον  κατά  1  ή 
έν  τοις  Μυρωνείοις  (III,  1  )  ,  το  κατώτερον  μέρος 
τοΰ  προσώπου  συμφωνεί  προς  τα  τοΰ  Μύρωνος 
(IV,  3),  αντί  τούτου  όμως  το  μέσον  τοΰ  προσώ- 
που είνε  μεγαλύτερον  ή  παρά  Μύρωνι  καί  έν  τίτ] 
ημετέρα  κεφαλή  κατά  1  (V,  2.  IV,  2).  Ή  άπό- 
στασις  τών  εξωτερικών  κανθών  τών  οφθαλμών  εινε 

'  Kalkmann,  Die  Proportionen  σελ.  27•  έν  τούτοις  ό  Kalk- 
mann δεν  θεωρεί  τό  άγαλμα  του  Στεφάνου  ώς  άντίγραφον  τοϋ  πρω- 
τοτύπου τοϋ  'Αγελάδα,  ώς  ό  Furlwängler,  50  Winkelmanns 
progr.  Berlin  σελ.  125  εξ.  χαί  άλλοι•  πρβλ.  Collignon,  Histoire 
de  la  Sculpture  Ι  σελ.  321  έξ.       , 


Karùìr  τον 

•Αγ. 

;.laêa 

(αγ 
30 

a. li 

ta  zov 

Στεφι 

irov  ). 

18 
12 

1 

21 
9 

II 

9 
21 

III 

9 

9 

12 

IV 

9  .. 
12  .. 
9  .. 
V 

..  1 

..  2 
..  3 

85 


ΚΕΨΛΛΙΙ    Κ'ΙΊΙΒΟ]•   ΚΚ    ΤΟΥ   ΕΘΝΙΚΟΥ   ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


86 


μεγαλύτερα  τοϋ  ημίσεως  τοΟ  μήκους  τοΟ  προσώ- 
που, χωρεί  δμως  οίς  εις  το  διάστημα  άπο  της  γέ- 
νυος  με/ρ'-  τοΟ  άίνω  ορίου  τοϋ  πλοκάμου,  όστις 
είνε  τεΟειμένος  περί  πασαν  την  κεφαλήν.  '*  Πο- 
λύκλειτος μεγεθύνει  σχετικώς  προς  τον  Α,γελά- 
δαν  το  άνω  ήμισυ  του  προσώπου  κατά  8  μονά- 
δας, το  δε  κάτω  σμικρύνει  κατά  8  [,  1.1,  2), 
έάν  τις  ύπολογίση  εις  το  πρόσωπον  120  μονάδας' 
το  μέτωπον  (III,  1)  μεγεθύνει  ο  Πολύκλειτος  κατά 
9,  το  δε  μέσον  του  προσώπου  (III,  2)  σμικρύνει 
κατά  1 .  ΊΙ  αναλογία  τοΟ  μήκους  του  τ.ροτώτζου 
προς  τήν  μεταξύ  των  εξωτερικών  κανθών  άπόστα- 
ο-ιν  =  2*  έν  άλλοις  λόγοις  δ  Πολύκλειτος  θέτει  ώς 
δριον  του  μετώπου  άνω  το  ση  μείον,  ίτ.ζρ  παρά  τω 
'Αγελάδα  ήτο  το  άνώτατον  ση  μείον  του  πλοκά- 
μου, δστις  περιέβαλλε  τήν  κεφαλήν  αλλ  ο  Πο- 
λύκλειτος δεν  έγύμνωσεν  όλόκληρον  το  μέτωπον, 
άλλ'  έποίησεν  επίσης  χώρισμα  έν  τω  μέσω  του 
πλοκάμου  του  Αγελάδα,  έκατέροΟεν  δε  τούτου 
τοΟ  χωρίσματος  διατάττει  τήν  έπ'ι  τοο  μετώπου 
καθήκουσαν  κόμην  —  απλούστατη  καί  καθ  ολα 
ιΰστογ^ος  λύσις  του  προβλήματος  της  επιτεύ- 
ξεως λαγαρωτέρων  αναλογιών.  Έφθασεν  άραγε 
αυθορμήτως  δ  Πολύκλειτος  εις  ταύτην  τήν  λύ- 
σιν  ,  ή  είχε  καί  προδρόμους  έν  τούτω  ;  Εις  το 
ερώτημα  τούτο  πρέπει  ν  άπαντήσωμεν  καταφα- 
τικούς" δ  λεγόμενος  'Απόλλων  έπι  του  ΌμφαλοΟ 
(αριθ.  45  του  'Εθνικού  μουσείου),  έν  ω  δ  Corize, 
δ  Furt  wangle  r,  δ  Collignon,  δ  Winter  κ.  ά.  ορ- 
θώς, ώς  μοι  φαίνεται,  άναγνωρίζουσιν  άντίγραφον 
έργου  του  Καλαμίδος,  όστις  έξ  άπαντος  ώς  ανή- 
κων εις  τον  μεταξύ  460  και  450  χρόνον  είνε 
αρχαιότερος  του  Δορυφόρου  τοο  Πολυκλείτου  (450- 
440),  δεικνύει  ήδη  ακριβώς  τήν  αυτήν  λύσιν  τοο 
προβλήματος"  προσέτι  δε  ή  έν  Βονωνία  κεφαλή 
(περί  το  450)  έχει  ωσαύτως  ϋψηλον  μέτωπον, 
δπερ  δμως  μόνον  έν  τω  μέσω  καί  ολίγον  μόνον  είνε 
γυμνόν.  Άλλ'  δ  'Απόλλων  και  ή  έν  Βονωνία  κε- 
φαλή δεν  αποδεικνύονται  έν  τούτω  μόνον  πρόδρο- 
μοι του  Πολυκλειτείου  àop'jr^ópou.  Ηδη  δ  Kalk- 
mann άπέδειξεν  δτι  δ  'Απόλλων  κατά  ούσιώοη  συ- 
στατικά στοιχεία  τοο  τζροσώ-o'j  καί  της  ΐίοργ?\ς 
είνε  άμεσος  πρόδρομος  τοΰ  Δορυφόρου"  δ  Πολύ- 
κλειτος περιστέλλει  μόνον  ύπερβολάς  τινας  του  δη- 
μιουργού"  του    Απόλλωνος,   ήτοι  τοΰ  Καλάμιοος. 


Ώς  παρά  τώ  Από) '/ων.  ούτω  καί  παρά  τώ  Δορυ- 
φόρω  ή  αναλογία  τοΟ  μήκους  τοΟ  προσώπου  προς 
τήν  μεταξύ  τών  εξωτερικών  κανθών  τών  οφθαλμών 
απόστασιν  elvi  ώς  2  προ;  1.  Γήν  5λην  τημασίαν 
τοιούτων  απλών  αναλογιών  άπέδειξεν  ό  Kalkmano. 
Κίς  τίνα  λοιπόν  ανήκει  ή  τιμή   της  ίίι  τού- 

των τών  αναλογιών;  Βεβαίως  δχι  εις  τον  καλλι- 
τέχνη-.* της  έν  Βονωνία  κεφαλής,  επειδή  αύτη  δέν 
αναφαίνεται  ώς  πρώτον  άγαλμα  μετά  τών  αναλο- 
γιών τούτων.  Λ,οιπον  εις  τον  Κάλαμιν;  Κατά  τήν 
γνώμην  μου  ουδέ  εις  τούτον,  επειδή  το  άγα)  μα  τοΟ 
Καλάμιοος  δεικνύει  ήδη  τροπολογίαν  τών  αναλο- 
γιών τών  μετά  υψηλού  μετώπου  αγαλμάτων,  διότι 
έν  αύτώ  καλύπτεται  σχεδόν  όλόκληρον  το  μέτω- 
πον υπό  της  κόμης,  ίνα  μή  είνε  καταφανές  το  σχε- 
τικώς μικρόν  μέσον  τον  προσώπου.  II  ημετέρα  κε- 
φαλή παρέχει  ήμΤν  τήν  δυναμιν  νά  άνεύρωμεν  τον 
πρώτον  είσηγητήν  τ<ΰν  αναλογιών  εκείνων,  αΓτινες 
έν  τώ  Απόλλων,  καί  τη  έν  Βονωνία  κετ.α/  rj  παρί- 
στανται ήοη  τροπολογημέναι.  II  ημετέρα  κεφαλή, 
ης  αί  αναλογία',  προσεγγίζουσι  πολύ  προς  τάς  τοΟ 
'Απόλλωνος  καί  της  έν  Βονωνία  κεφαλής,  αλλά 
οέν  είνε  έξηρτημένη  κατά  τήν  τεχνοτροπία•/  έξ  ου- 
δετέρου το^ν  αγαλμάτων  εκείνων,  αναγκάζει  ήυ.α.ς 
νά  παραοεχΟώμεν  κοινόν  τι  άρχέτυπον  αυτής  καί 
του  Απόλλωνος.  Επειοή  δέ  ή  έν  Βονωνία  κεφαλή 
ωσαύτως  οέν  είνε  έξηρτημένη  έκ  του  'Απόλλωνος, 
το  άρχέτυπον, όπερ  πρέπει  νά  παραδεχθώμεν, πρέπει 
καί  οιά  ταύτην  νά  είνε  τό  αυτό.  Επειτα  έάν  επισκο- 
πήσω μεν  τους  αριθμούς  τοΰ  κανόνος  της  ημετέρας 
κεφαλής  καί  τοΰ  κανόνος  τοΰ  Απόλλωνος, παρατη- 
ροΰμεν  δτι  ή  ημετέρα  κεφαλή  σμικρύνει  το  μέτω- 
πον κατά  το  οέκατον  μέρος  τοΰ  προσώπου  (Ι,  1  ), 
άλλ'  ουδέν  ήττον  το  μέτωπον  έν  συγκρίσει  προ;  το 
μέσον  τοΰ  προσώπου  φαίνεται  ουσαναλόγως  ϋψηλον, 
δπως  ή  γένυς  φαίνεται  μακρά"  ή  ημετέρα  κεφαλή 
τροπολογεί  το  μέτωπον  όχι  καλύπτουσα  αυτό  δια 
βοστρύχων,  άλλα  σμικρύνουσα  αυτό ,  τοΰτο  δέ 
το  γεγονός  δεικνύει  σαφώς  δτι  τό  άρχέτυπον  τών 
κεφαλών  τοΰ  Καλαμίδος,  τοΰ  καλλιτέχνου  της  έν 
Βονωνία  κεφαλής  καί  της  ημετέρας  είχε  δυσαναλό- 
γως  μέγα  μέτωπον,  όπερ  ουδαμώς  ήτο  κεκαλυμ- 
μένον  δια  βοστρύχων.  Το  μεσαίον  μέρος  τοΰ  προ- 
σώπου τουναντίον  έν  τώ  άρχετύπω  ήτο  ουσανα- 
λόγως μικρόν    καί  έν  συγκρίσει    προς  τό  μέτωπον 


87 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  TOT  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


88 


και  έν  συγκρίσει  προς  τήν  γένυν.  Ποο  λοιπόν,  έν 
τίνι  τέχνη  πρέπει  νά  ζητήσωμεν  το  άρχέτυπον 
εκείνο,  δπερ  τροπολογεΐται  ύπο  του  Καλαμίδος 
και  τοο  άγαλυ.ατοποιοΰ  τη;  ημετέρας  κεφαλής, 
οπό  δέ  τοΟ  καλλιτέχνου  της  έν  Βονωνία  κεφαλής 
μεταπλάσσεται;  Εινε  φανερον  ότι  ή  τέχνη  αυτή 
ήτο  πολύ  δημοτική  έν  'Αττική ,  επειδή  αποτελεί 
τήν  βάσιν  παρά  τω  Καλαμίδι,  τω  άγαλματοποιώ 
της  ημετέρας  κεφαλής  κ. ά. Πάντες  ούτοι  είσηγουν- 
ται  νέαν  διεύθυνσιν,  άλλ'  άπαντες  έχουσι  κοινήν 
τήν  άφετηρίαν.  Αϊ  άναλογίαι  του  παλαιού  ipytiou 
έογαστηρίου  και  του  εργαστηρίου  του  Σικυωνίου 
Κανάνου,  ώς  εϊοομεν,  Οιαφέρουσι  πολύ  άπα  των 
αναλογιών  του  αρχετύπου.  Δεν  ΟυνάμεΟα  λοιπόν 
ούοαμώς  νά  άποβλέψωμεν  εις  τα  πελοποννησιακά 
καί  τά  αττικά  εργαστήρια  τα  ύποστάντα  τήν  έπί- 
ορασιν  των  πελοποννησιακών.  Τά  αίνινητικά  ερ- 
γαστήρια (  ίοε  Kalkmann  σελ.  25,  27)  έ'χουσιν 
βλως  διάφορον  σύστημα,  ωσαύτως  δε  καί  τά  πα- 
λαιά αττικά  (π.  γ.  ό  Μοσχοφόρος).  'Αφού  λοι- 
πόν ό  κανών  της  ημετέρας  κεφαλής  δεν  κατάγε- 
ται ούτε  έκ  τών  πελοποννησιακών  εργαστηρίων, 
ούτε  έκ  τών  αίγινητικών  ,  ούτε  έκ  τών  παλαιών 
αττικών,  δύναται  νά  έννοηθή  μόνον  άπο  τοο  άττι- 
κο'.ωνικου  κανόνος, ήτοι  έκ  τοο  κανόνος  τοΰ  αττικού 
εργαστηρίου,  ό'περ  έμορφώΟη  μεν  έκ  τών  παλαιών 
αττικών  παραοόσεων,  υπέστη  δε  τήν  έπίδρασιν  της 
ίωνικονησιωτικής  γλυπτικής.  Πρότυπον  παρά- 
δειγμα του  εργαστηρίου  τούτου  είνε  τό  άγαλμα 
του  Αντήνορος  (Jahrb.  II  πίν.  10)  ,  ακριβώς  δε 
προς  τον  κανόνα  τούτου  του  αγάλματος  προσεγγί- 
ζει έξαιρέτως  ο  κανών  της  ημετέρας  κεφαλής.  Ό 
Άντήνωρ  ιροπολο^ιϊ  τον  άρ/ικον  κανόνα  της  ίω- 
νικονησιωτικής  γλυπτικής, όστις  έν  πάση  τή  σκαιό- 
τητι  αύτοΰ  παρίσταται  έν  τω  χιακώ  έργαστηρίω 
(  Καββαδίου  Γλυπτά  αριθ.  21*  πρβλ.  Athen  Mitth. 
Vili  1883  πίν. VI)  έν  ω  το  μεσαϊον  μέρος  τοΟ  προσ- 
ώπου εινε  δις  μικρότερον  του  μετώπου  καί  1  '/_ 
φοράν  μικρότερον  τοο  κάτω  βέρους  του  προσώπου 
(Kalkmann  σ.  22),  ή  δε  τοιαύτη  δυσαναλογία  δι' 
ούοενός  μέσου  τροπολογείται.  Ό  χιακός  κανών  έπί 
τίνα  -/ρόνον  ήτο  έν  Άττικη  λίαν  δημοτικός.  Ό  κα- 
νών της  έν  Ολυμπία  "Ηρας  έχει  ώς  άρχέτυπον 
ωσαύτως  τον  πάλαιαν  ίωνικον  κανόνα,  άλλα  δέν 
εινε  τοσούτον  άξεστος,   ώς  ο  κανών  της  Νίκης,  αρ- 


κετά εγγύς  δε  προς  τον  κανόνα  του  Αντήνορος.  Ό 
Άντήνωρ  εγκαταλείπει  τον  σκαιον  χιακον  κανόνα, 
ο'στις  ούτως  ειπείν  ένμια  στιγμή  είχεν  έκκαύσειτούς 
αττικούς  καλλιτέχνας,  μεταχειρίζεται  δε  τον  πολύ 
άναλογώτερον  κανόνα  ετέρας  ιωνικής  σχολής,  ήτις 
ανάγει  τον  εαυτής  κανόνα  εις  τον  της  έν  'Ολυμπία 
"Ηρας  (πρβλ.  Kalkmann  σελ.  22).  Ό  κανών  οδ- 
τος  τηρών  τά  αυτά  μέτρα  οιά  το  κατώτερον  \ι.ίρος 
του  προσώπου  σμικρύνει  το  ΰψος  του  μετώπου, 
αντί  τούτου  δέ  επιμηκύνει  το  μεσαϊον  μέρος  (τήν 
ρίνα).  Ή  ημετέρα  κεφαλή  παρίσταται  ώς  περαι- 
τέρω τροπολογία  του  αύτου  ιωνικού  κανόνος  Ό 
άγαλματοποιός  της  ημετέρας  κεφαλής  μεγεθύνει 
έτι  μάλλον  (κατά  το  ι/60  τοο  προσώπου)  τήν  ρΊ!να, 
σμικρύνει  οέ  κατά  τήν  αυτήν  άναλογίαν  τό  μέτω- 
πον.  Ό  ημέτερος  καλλιτέχνης  λοιπόν  θεωρεί  ώς 
ορθάς  σχεοόν  τάς  αύτάς  αναλογίας  ώς  δ  Άντήνωρ, 
ενδιαφέρεται  οιά  τά  αυτά  προβλήματα,  άτινα  ό 
Άντήνωρ  έζήτησε  νά  διευκρίνηση. 

Ή  σύγχρονος  προς  τήν  ήμετέραν  κεφαλή  έν  Βο- 
νωνία αναπτύσσεται  μεν  άφ  ενός  έξ  άττικοϊωνικών 
παραδόσεων,  ώς  ή  ημετέρα  κεφαλή,  άλλ'  άφ'  έτε- 
ρου υφίσταται  τήν  έπίορασιν  του  άργείου  έργαστη• 
ρίου  του  Αγελάδα,  ζητοοσα  νά  σμικρύνη  το  ύψη- 
λον  μέτωπον  τοΟ  ιωνικού  αρχετύπου  δια  βοστρύ- 
χων καταπιπτόντων  εις  αυτό  [τοΰτο  ύπομιμνήσκει 
λίαν  τήν  κόμμωσιν  τών  έκ  του  εργαστηρίου  του  Α- 
γελάδα αγαλμάτων:  Bri.  Winkelmannsprogr. 50, 
πίν.  Ι).  Ό  Απόλλων  του  Καλαμίδος  αναπτύσσει 
τάς  αύτάς  ίωνικάς  αναλογίας,  τροπολογεϊ  ό'μως 
αύτάς  κατά  τον  τρόπον  της  παλαιάς  αττικής  τέ- 
χνης, καλύπτων  το  μέτωπον  οιά  βοστρύχων  (πρβλ. 
τά  παλαιά  αττικά  έργα:  Καββαοίου  Γλυπτά  αριθ. 
29,61,  Collignon,  Sculpture  Ι  pi.  Il  κ.λ.).Έκ 
τών  πάσαις  ταΐς  τρισί  κεφαλαΐς  (τή  ημετέρα,  τη 
έν  Βονωνία,  τή  του  Απόλλωνος)  κοινών  άττικοϊω- 
νικών παραοόσεων  εξηγείται  προσέτι  καί  δτι  έν 
πάσαις  ταύταις  ή  αναλογία  τής  αποστάσεως  τών 
εξωτερικών  κανθών  τών  οφθαλμών  προς  τό  μήκος 
του  ό'λου  προσώπου  εινε  ώς  1:2.  Ούτε  ό  Κάλαμις 
ούτε  ό  καλλιτέχνης  τής  ημετέρας  κεφαλής  παρί- 
στανται ώς  έφευρέται  τών  αναλογιών  τούτων.  Ή 
αναλογία  αυτή  εινε  ήδη  ολοσχερώς  άποτετυπωμένη 
έν  ταϊς  κεφαλαϊς  Musées  d'Athènes  πίν.  XIII  (  = 
Jahrb.  Il  1887  πίν.  13  =  Μουσεϊον  Άκροπόλεωί 


«9 


ΚΕΦΛΛΙΙ    ΕΦΗΒΟΥ   ΕΚ   ΤΟ)'   ΕΘΝΙΚΟΥ   ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


90 


684)  καί  Athen.  Milli.  Vili  188:}  πίν.  VI.  To 
χιακον  έργαστήριον  έχει  το  δεύτερον  διάστημα  μι- 
χρότερον,  αλλ«  μεγαλύτερον  το  πρώτον,  το  οε  πά- 
λαιαν άττικόν  ακριβώς  αντιστρόφως.  Ή  αναλογία, 

ην  εύρίσκομεν  ίν  ταΐς  ήμετέραις  κεφαλαΐς  και  ταΐς 
τελευταίαις  μνημονευθείσαις,  παρήχθη  ίσως  έν  τη* 
παρία  τέχνη'  το  άγαλμα  Musées  d'Athènes  pi.  Χ, 
€περ  κατά  τήν  ορθήν,  ώς  νομίζω,  γνώμην  τοΟ 
Furtwängler1  και  τοΟ  Α.  Α.  Pawlowski2  εΖνε  πά- 
ριον,  έχει  έγγυτάτας  αναλογίας  τοΟ  ύψους  τοο 
προσώπου  προς  τήν  απόστασιν  τών  εξωτερικών 
κανΟών  τών  οφθαλμών.  II  κεφαλή  Atlion.  Mitili. 
Vili  18îS3  πίν.  VI,  περί  ης  ίδε  Brunn  αύτόΟ.σελ. 
■91  έξ.,  δεν  αντίκειται  προς  τοΟτο  (πρβλ.  Col- 
lignon,  Sculpture  Ι  σελ.  278).  Έν  'Αττική  έτη- 
ρεΐτο  το  σύστημα  τοΟτο  ώς  το  συμβιβάζον  τάς 
παλαιάς  άττικάς  αναλογίας  καί  τάς  χιακάς  μέ- 
σον. Ό  Κάλαμις  καί  δ  δημιουργός  της  ημετέρας 
κεφαλής  μεταπλάττουσι  μόνον  αυτό  είσάγοντες  εις 
τας  αναλογίας  ταύτας  πλείονα  λαγαρότητα,  έκα- 
στος κατά  τον  ίδιον  τρόπον.  Ός  άμεσος  πρόδρο- 
μος τών  κανονικών  αναλογιών  του  Πολυκλείτου 
παρίσταται  οχι  δ  Κάλαμις  (δ  λεγόμενος  'Απόλ- 
λων έπί  του  Όμφαλοο),  δ'στις  δεικνύει  ακόμη 
τήν  άτέλειαν  τών  αρχικών  ιωνικών  αναλογιών  (έν 
τω  Άπόλλωνι  ή  άπόστασις  από  τοο  εσωτερικού 
κανΟοο  τών  οφθαλμών  μένρι  τοο  υψίστου  αν.ρου 
της  κόμης  υπέρ  το  μέτωπον  εινε  ίση  προς  τήν  από- 
στασιν τοο  αύτοο  κανΟοΟ  από  της  γένυος,  ή  δέ  ρ"ις 
1  Beri,  philol.  Wocbenschr.  1894,  οτιίλτ]  1278. 

3    Έν  τη  ήδη   έχτϋπουμενη    ρωσσιστί  ' Ιστορία  ζης  drrixijc   γ.Ινπζιχης 
3  Πρβλ.  του;  ακολούθου;  χανονας  : 


εινε  πολύ  μ(Χρά  έν  συγκρίσει  προς  το  μέτωπον  καί 
τό  κατώτιρον  μέρος  του  προσώπου  ,  ->.//  '  ό  καλλι- 
τέχνης της  ημετέρας  κεφαλή;  xal  ό  σύγχρονος 
αύτώ  κγαλματοποιος  της  iv  Ι'ονωνία  κεφαλές,  οί- 
τινες  αμφότεροι  σμικρύνουσι  το  μέτωπον  και  έπι- 
μη/.ύνουσι  την  ρίνα  κατ' ισάριθμα  μέρη.  (•  Πολύ- 
κλειτος, ίστις  μετά  τόλμης  μεταβάλλει  τόν  πα- 
λαιον  άργεΤον  κανόνα,  επωφελείται  προ;  τοΟτο  τά 
παραδείγματα  τη;  άττικοϊωνικής  και  Ιωνικής  τέ- 
χνης" σμικρύνει  έτι  μάλλον  ή  ό  καλλιτέχνης  τ>; 
ήμετέρας  κεφαλής  το  μέτωπον  τών  &ττικοϊωνικών 
είδώλων,  αλλά  καλύπτει  αυτό  διά  βοστρύχων,  ώς 
ό  Κάλαμις,  και  επιμηκύνει  έτι  μδλλον  τήν  Μνα 
(εις  αυτήν  ανήκουσι  παρά  Πολυκλείτω  έχ  360 
μερών  τα  105).  Ότι  ό  Πολύκλειτος  ίγνώρισε  τα 
αττικά  καλλιτεχνήματα  &πέοειζαν  ήδη  ό  Kekule 
(Molino  σελ.  13)  καί  δ  Furtwängler  (Meisterw. 
σελ. 443  ές.447  κ. α.  Εν  τη  ύποτυπώσει  της  στά- 
σεως τών  αγαλμάτων  αύτοΟ  προσπαθεί  ό  Πολύ- 
κλειτος, ώς  δ  Φειδίας,  νά  παράσχη  λύσιν  τινά  του 
ύπο  τών  'Ιώνων  τεθειμένου  προβλήματος  Πρβλ. 
Winter,  Die  jüngeren  attischen  Vasen  σελ.  IO). 
Εϊοομεν  ήδη  προσέτι  δτι  ή  τομή  του  κρανίου  έν  τη 
ημετέρα  κεφαλή  προσεγγίζει  πολύ  προς  τήν  τομήν 
τών  Πολυκλειτείων  κεφαλών  δ  Πολύκλειτος  πάλιν 
εινε  δ  διδασκόμενος  τοϋτο  έκ  της  άττικοϊωνικής  τέ- 
χνης, επειδή  τοιαύτη  τομή  εινε  δλως  άλλοία  έν 
ταΐς  παλαιαϊς  άργείαις  κεφαλαΐς3. 


Karùir 

ζον   Άπήγορος 

360 

1  . 

..  240 

270 

150 

150 

150 

2  . 

..  120 

90 

210 

90 

120 

3  . 

120 

90 

Ι 

II 

III 

IV 

V 

Karìùr  ζής  Νίχης  ζσϋ  Άρχίρμον 
360 


240 

280 

160 

160 

160 

120 

80 

200 

80 
120 

120 

80 

Ι 

II 

III 

IV 

V 

Karùir   ζης  i)jitzipac  xeçpaAîjc 


Karùr  τον  àyà.lftatoc  Jaltrb.  Il  πίγ.  13 


Kariùr  ζον  flo.lvx.Uizov 


1    . 

, .  240 

264 

144 

144 

144 

225 

270 

135 

135 

135 

240 

27D 

135 

135 

135  ., 

.   1 

0 

,.  120 

96 

216 

96 

120 

135 

90 

225 

90 

135 

120 

90 

225 

105 

135  .. 

..  2 

3  .. 

120 

96 

135 

90 

120 

90  ., 

.  3 

I 

II 

III 

360 

IV 

V 

I 

II 

III 

360 

IV 

V 

I 

II 

III 
360 

IV 

V 

Πρβλ.  Kalkniann  σελ.  21,  22,  36.  Περί  τών  σχέσεων  τη;  ίωνιχής  έχ  Πέλλη;  στήλη;  προς  τον  Λορυ^ο'ρον  τοϋ  Πολυκλείτου  πρβλ.  παρατή- 
ρησιν  του  Heuzey,  Bull.  d.  coir.  hell.  Vili  1884  σελ.  341. 


91 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


92 


Κατά  τήν  ήμετέραν  άνάλυσιν  της  τεχνοτροπίας 
είοομεν  ήδη  ό'τι  ή  ημετέρα  κεφαλή  κατά  το  περί- 
γραμμα της  κεφαλής  καί  του  προσώπου  κατ  ενώ- 
πιον καΐ  εν  κατατομή  παρίσταται  ώς  μία  των  ποι- 
κίλων παραλλαγών  του  τύπου  του  αττικού  έφη- 
βου. Τώρα  δυνάμεθα  να  προσΟέσωμεν  εις  τα  είρη- 
μένα  ότι  Ό  τύπος  εκείνος  κυρίως  είνε  ιωνικός. Παρά 
τοις  Ιωσιν  ένέπνεε  πολύ  συχνά  τους  καλλιτέχνας 
ή  παλαίστρα  και  ήτο  έξαιρέτως  αγαπητή  (Dümra- 
ler,  Bonner  Studien  σελ.  84  έξ.  πρβλ.  Hartwig 
Meistersch.  σελ.  229).  Εν  ' Αττική  ό  τύπος  ούτος 
υπέστη  πολλάς  τροπολογίας  υπό  τήν  έπίορασιν  α') 
των  παλαιών  αττικών  παραδόσεων  καί  β')  της  πε- 
λοποννησιακής τέχνης. 

"Οτι  τα  κύρια  σχήματα  της  ημετέρας  κεφαλής 
εΐνε  ιωνικά,  άποδεικνύουσι  τα  ακόλουθα  έκ  οιαφό- 
ρων  χρόνων  μνημεία:  το  Οάσιον  έν  Αούβρω  άνά- 
γλυφον  Collignon,  Sculpture  Ι  είκ.139,  ή  έκ  Λα- 
ρίσσης  στήλη  Athen.  Mitili.  XII  1887  σελ.  75 
(  =  Καββαδίου  Γλυπτά  741  =  Bull.  d.  corr  hell. 
1888  pl.V),  Bull.  d.  corr.  hell.  XII  1888  pl.VI, 
Καββαδίου  Γλ.  39,40,  Athen.  Mitth.  VIII  1883 
πίν.  Vili  κτλ.  (Κύρια  σχήματα  της  κεφαλής  τοο 
κρανίου).  Πρβλ.  τα  νομίσματα:  Catal.  of  British 
Mus.  Thessaly  pi.  VIII,  12  (  =  P.  Gardner,  Ty- 
pes VII,  31,  αύτόθ.12)  κλ.  Ό  αττικός  Άντήνωρ 
ευρισκόμενος  έν  γένει  ύπο  τήν  έπίορασιν  τών  ιωνι- 
κών εργαστηρίων,  έχει  ταύτα  τα  σχήματα  τοο 
προσώπου  κα'ι  του  κρανίου  καί  χρησιμοποιεί  αυτά 
έν  τη  αττική  τέχνη.  Έκ  τών  περί  το  460  -  450 
έ'τος  χρόνων  ο  τύπος  ούτος  του  έφηβου  είνε  γνω- 
στός ιδίως  έκ  της  αγγειογραφίας  (πρβλ.  Bonner 
Studien  πίν.  XII)"  τα  αττικά  αγγεία  τούτων  τών 
χρόνων  παρέ/ουσιν,  ώς  γνωστόν,  συχνάκις  ύποτυ- 
πώσεις,  συμπλέγματα, τύπους  κλ.τής  ιωνικής  γρα- 
φικής (πρβλ.  Bobert,  Nekyia  des  Polygnot  σελ. 
43,  53'  ωσαύτως  πρβλ.  Malmberg  έν  τοις  Mate- 
rialien zur  Archäologie  Busslands,  τεΟχ.  13  σελ. 
176,  185,  187).  Ή  κατ'  ενώπιον  καί  ή  έν  κα- 
τατομή οψις  του  προσώπου  και  τοο  κρανίου  τής 
ημετέρας  κεφαλής  είνε,  ώς  εί'δομεν,  περαιτέρω 
άνάπτυξις  τής  έκ  ΠερίνΟου  κεφαλής  και  τών  Μυ- 
ρωνείων  κεφαλών.  Ή  έκ  ΠερίνΟου  κεφαλή  δεν 
υπάρχει  μεμονωμένη,  αλλ'  έ'χει  συγγενείς  κεφά- 
λας, μετά  τών  οποίων   αποτελεί  ιδίαν  τάξιν  κατά 


τήν   τεχνοτροπίαν.    Είνε  παλαιοτέρα  τών  Μυρω- 
νείων   κεφαλών,  αί'τινες  όμως  ήκιστα   εξαρτώνται 
άπ1   αυτής   (Hermann,  Athen,  Mitth.  XVI    1891 
σελ.   313    έξ.   Furtwängler,  Meisterw.    σελ.   345 
ές.).   Η  κόμη  τών  Μυρωνείων  αγαλμάτων  καί  τής 
έκ  ΠερίνΟου   κεφαλής   άγει   κατ'  ευθείαν  προς  τήν 
ήμετέραν    κεφαλήν  ,  εκείνη  όμως   εΐνε    περαιτέρω 
άνάπτυξις  τής  κόμης  του  'Αρμοδίου.  Ή  κόμη  τοο 
'Αρμοδίου  ό'μως  προσεγγίζει  πάλιν  πολύ  προς  τήν 
κεφαλήν    Καββαδίου    Γλυπτά    αριθ.  67   (  =  Atti 
della     Β.   Academia    di    Archeologia   di    Napoli 
1895,  πίν.  Il),  τήν   έπί  τής  στήλης  του  έν  Νεα- 
πόλει   μουσείου   μορφήν   (Bayet,  Monuments  Ι  pi. 
19),  τήν   έπί  τοο   έν    Αούβρω   Οασίου   επιτύμβιου- 
μνημείου  \ί.ορ^γ\ν  (Fröhner,  Musées  de  France  pi. 
XI),  καί  το  έν  Κωνσταντινουπόλει  έπιτύμβιον  μνη- 
μεΐον    έκ   Πέλλης  Athen,  Mitth.  VII!  1883   πίν. 
IV  (ή    κόμη   παρά  τον  τράχηλον).    Οί   βόστρυχοι 
πασών  τών  μορτών  τούτων,  περί  του  ιωνικού  χα- 
ρακτήρος  τών  οποίων  δέν  δύναται  τις  νά  άμφιβάλ- 
λη1,  εινε  περαιτέρω    άνάπτυξις   τών   βοστρύχων, 
ων  τάς  ποικιλίας   βλέπομεν   έν  τω  άγάλματι  τοο 
'Αντήνορος'   ή  πρώτη   γένεσις  αυτών   εινε  ή  πα- 
λαιά  ιωνική   τέχνη   (πρβλ.  τον   έκ  θήρας  'Απόλ- 
λωνα κ. λ.). Ή  κόμη  τών  έν  τη  ζωοφόρω  τοο  Παρ- 
θενώνος μορ^ώ^  εινε  περαιτέρω  άνάπτυξις  τής  κό- 
μης τής  ημετέρας  κεφαλής  (πρβλ.  ιδίως  Michaelis 
Parthenon,   Ost  VII   44,   43,   Nord  VI    19).  Ή 
έπίδρασις  τής  ιωνικής  τέχνης  έπ'  αυτών   ουδέποτε 
απεδείχθη.   Ή   έκ   ΠερίνΟου   κεφαλή   εΐνε   επεξερ- 
γασία τοο  ιωνικού  τύπου   του  αθλητού  6πο  πελο- 
ποννησιακήν  έπίδρασιν.Όθεν  ή  εικασία  τοο  Arndt, 
του  Hermann  καί  του  Furtwängler  ό'τι  ή  κεφαλή 
αύτη  εΐνε  άντίγραφον   κατά  Πυθαγόραν,  εΐνε   λίαν 
πιθανή  (Athen.  Mitth.  XVI  1891  σελ.  333,  Furt- 
wängler, Meisterw.    σελ.    345    έξ.).    Ό    Σάμιος 
Πυθαγόρας  (Overbeck,    Plastik    Ι4   σελ.  263)    έ- 
πρεπε   νά    είνε    εξοικειωμένος    προς    τάς    ίωνικάς 
παραδόσεις,  άλλ'  έπρεπε  καί  νά  έπεξεργασθή   αύ- 

1  Περί  τοϋ  εργαστηρίου  τοϋ  'Αρμοδίου  πρβλ.  Athen.  Mitth.  XV 
1890  σελ.  1  έξ.,  Brunn,  Sitzungsber.  d.  Münch.  Akad.  187? 
σελ.  1  Ιξ.  442  il,  Furtwängler,  Meisterw.  σελ.  76,  313,  737. 
Περί  της  εν  Νεαπόλει  στήλη;  ΐ'δε  Collignon,  Sculpture  Ι  σελ. 256. 
Περί  τών  έχ  τής  βορείου  'Ελλάδος  μνημείων  Brunn,  Sitzungsbe- 
richte d.  Münch.  Akad.  187b  σελ.  326,  328,  332,  337  χαί 
Athen.  Mitth.  VIII  1883  σελ.  95. 


Wo 


ΚΕΦΛΛΙΙ    E'HIBOr    ΕΚ    ΤΟΥ    ΕΘΝΙΚΟΙ"    MiMl|,|.M 


y/i 


τάς  ϋπο  τήν  έπίδρασιν  των  δωρικών  εργαστη- 
ρίων (Collignon,  Sculpture  Ι  σελ   409  έξ.)1.  Ή 

κόμη  των  νεανιών  έπί  των  αγγείων  έκ  των  μεταξύ 
TOO  460  και  4,r)0  χρόνων,  άτινα  δεικνύουσι  τους 
τόπους  της  τότε  γραφικής,  άποοεικνιίουσιν  ήμϊν  αν- 
«μφι£όλο.>ς  τήν  ίωνικήν  καταγο^γήν  του  είδους 
εκείνου  της  κατασκευής  των  τ  ριγών,  όπερ  βλέπο- 
μεν  έν  τη  ημετέρα  κεφαλή  καί  ταΐς  άναλόγοις 
•αύτη.  Πρβλ.  ιδίοις  Bonner  Studien  πίν.  XII.  Tò 
άγγεϊον  τούτο  (ώς  καί  πολλά  άλλα  της  έν  Αθή- 
ναις συλλογής)  δεικνύει  έν  τη  ανδρική  μορφή  αύ- 
τοΟ  ακριβώς  τα  αυτά  χείλη,  το  αυτό  μέτωπον, 
τήν  δλην  κατατομήν  τοο  προσώπου,  ώς  έν  τη  ημε- 
τέρα κεφαλή.  Κεφαλαί,  αί'τινες  εΐνε  ανάλο^ 


01   πΟΟ 


τήν  ήμετέραν,  δεν  προσεγγίζουσι  μεν  τόσον  πολύ 
προς  τας  έπί  τών  αγγείων  ^.οργίς,  άλλ  εν-ουσι 
πολλά  τα  κοινά  μετ' αυτών.  Πρβλ.  π.  γ.  περί 
Μύρωνος  Six,  Bonner  Studien  σελ.  157.ΊΙ  όμοιό- 
της  της  ημετέρας  κεφαλής  μετά  τών  κεφαλών  τοΟ 
Μύρωνος,  του  ΠυΟαγόρου  καί  τών  υπό  Furtwan- 
gler  τω  Κρησίλα  απονεμομένων  κεφαλών  εξηγεί- 
ται ούτως  έκ  τών  πάσαις  αύταΐς  κοινών  άττικοϊω- 
νικών  καί  ιωνικών  προτύπων. Πράγματι  ή  άνάλυσις 
της  τεχνοτροπίας  δεικνύει,  δτι  ή  ημετέρα  κεφαλή 
εις  ουδέν  τών  εργαστηρίων  ,  άτινα  συγκροτούν- 
ται περί  τους  άνδρας  εκείνους,  ανήκει.  'Αντι- 
προσωπεύει tâior  αυθύπαρκτοι-  καί  (Tvjt  εις  την 
devzépav  τάξιν  άν7\κον  έργαστήρίον,  όπερ  ήτο 
ένεργον  έν  ' Αττική  σχεδόν  συγχρόνως  προς  τά  ερ- 
γαστήρια του  Μύρωνος,  του  Φειδίου  καί  του  Κρη- 
σίλα. Το  έργαστήριον  τοΟτο  ουδαμώς  εΐνε  έξηρτη- 
μένον  άπο  τών  πελοποννησιακών  εργαστηρίων, 
άλλ  αναπαράγει  τους  τύπους  καί  τάς  αορ^ίς  του 
ΐωνικοΰ  εργαστηρίου,  δπερ  ήτο  ivipyòv  περί  το 
470-4;ι0  έν  θάσω  καί  έν  τη  βορε'ιω  Ελλάδι.  Τον 
κανόνα,  Óv  ακολουθεί  το  έργαστήριον  τοοτο,  εΰρί- 
σκομεν  καί  έν  τώ  άττικο'ιωνικώ  έργαστηρίω  του 'Αν- 
τήνορος καί  έν  τοις  ίωνικοΐς  έργαστηρίοις  (ίδε  ανω- 
τέρω ).  Τύποι  τινές  της  γραφικής, οί'τινες  εινε  γνωστοί 
ήμϊν  κατά  τά  αγγεία,  δέν  εΐνε  διάφοροι  τών  εκεί- 
νου. Ό  Winter  διαιρεί  τά  έκ  του  μέσου  του  Ε'  αιώ- 
νος αγγεία  εις  δύο  τάξεις  'Εν  τη  πρώτη  τάξει  (πα- 
ράδειγμα Monum.  XI  38-40,  κρατήρ  έξ  Orvieto) 

1  Περί  τοϋ  Πυθαγο'ροιι  πρβλ.  καί  Malmberg,  Die  Metopen  d. 
gr.  Tempel  σελ.  71. 


διαβλέπει  ορθώς  (πρβλ.  Robert,  Nekyia  dea  Poly- 

gnot  σε'/..  39  έξ.  τήν  έπίδρασιν  τοΟ  ΙΙολυγνώτου' 
ή  οευτέρα  τάξις  (παράδειγμα  ή  κύλιξ  του  Κόδρου, 
Baumeister  Denkm.  1998  ευρίσκεται  κατ'  αυ- 
τόν ϋπό  τήν  έπίδρασιν  του  Φειδίου  Winter,  Uie 
jüngeren  attischen  Vasen  «λ.  ì9).Tc  τελευταΐον 
κατά  τήν  γνώμην  μου  άμφίβολον  3 ι  ■,  ορθόν. 
Ι  ά  αγγεία  της  δευτέρας  τάξεως  ευρίσκονται  Coti 
τήν  έπίδρασιν  δχι  τής  γλυπτικής,  &λλά  της  συγ- 
χρόνου   τω    Φειδία    γραφικής    [πρβ)  .     Benndorf, 

Alititi,  aus  Österreich  VI  σελ.  151  έξ.,  203, 
Dummler,  Jahrbuch  II  1887  σελ.  1 08  -ξ.  *.ά.). 
Ή  γραφική  αυτή  άνεπτυχθη  ολοσχερώς  έκ  της 
ιωνικής  γραφικής  τοϋ  Πολυγνώτου,  υπερβάλλει  δ' 

αυτήν  μόνον  οι  ανωτέρας  ώραιότητος  τών  μορ- 
φών, τελειότερου  υπολογισμού  το>/  τεννικών  αέ- 
σων,  μεγαλυτέρας  γνώσεως  τών  σχημάτων.  Άν 
τά  αγγεία  τής  πρώτης  τάξεoJς  προσεγγίζουσι  /.ατά 
τον  γενικόν  χαρακτήρα  τών  μορφών  προς  τά  γλυ- 
πτά τής  Ολυμπίας  καί  τής  βορείου 'Ελλάδος  Win- 
ter, Die  jüngeren  ait.  Vas.  σελ.  46,  Furtwängler 
Athen.  Mittli.  V,  1880  σελ.  41,  Kopp,  Köm. 
Mitth.  I  1886  σελ.  83),  τά  αγγεία  τής  δευτέρας 
τάξεως  πλησιάζουσι  μάλλον  προς  τήν  ήμετέραν 
κεφαλήν  καί  τά  έργα  του  Φειδίου.* Αν  τά  έν  Ολυμ- 
πία καί  έκ  τής  βορείου  'Ελλάδος  γλυπτά  διά  τής 
κατ  έπίφασιν  αστάθειας  καί  άνισομετρίας  αυτών, 
διά  του  χάλαρου  χαρακτήρος  τής  μορφής,  διά  τής 
ελλείψεως  σχολικής  σπουδής  καί  έπεγνωσμένης 
έπιτηδεύσεως,  διά  θυμόσοφου  αίσΟήσεως  τής  μάλ- 
λον γραφικής  ή  πλαστικής  εξωτερικής  όψεως  τών 
πραγμάτων  '  διαστέλλονται  άποτόμως  από  τών  έρ- 
γων του  πελοποννησιακού  και  του  αττικού  εργα- 
στηρίου, ή  ημετέρα  κεφαλή  παρά  πασαν  τήν  έξ- 
άρτησιν  αυτής  άπο  τής  γλυπτικής  τής  βορείου 
Ελλάδος  ώς  προς  τίνα  σχήματα,  τον  τύπον  καί 
τήν  χρησιν  τής  πολυχρωμίας  (γραφική  εξεργασία 
τών  βλεφάρων,  ιδ. άνωτ.),  δεικνύει  τήν  λεπτότερα•/ 
έκείνην  αΓσθησιν,τήνκαλλιτεχνικώς  ποιητικήν  έκεί- 
νην  έμπνευσιν,  τήν  άνωτέραν  έκείνην  ωραιότητα 
τών   σχημάτων,   τήν  χαλλιτεχνικήν    έκείνην    με- 


1  Π?6λ.  Athen.  Mitth.  VII]  1883  σελ.  84,  90,  93  (Brunn), 
Preuss.  Jahrb.  LI  σελ.  378  (  Furtwängler  ι.  Malmberg,  Mate- 
rialien χλ.  σελ.  172,  Schwartz.  Allerthümer  der  Moskauer 
archaol.  Gesellschaft  τομ.  XV  σελ.  li. 


95 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


9& 


τριότητα   και   άκρίβειαν,   αίτινες   είνε  χαρακτηρι- 
στικαί  τής  αττικής  γλυπτικής. 

Τα  έν  'Ολυμπία  και  τα  εκ  της  βοράου  Ελλά- 
δος γλυπτά  δ  Brunn  ορθώς  συνεσχέτισε  προς  το 
θάσιον  έργαστήριον  του  Πολυγνώτου  (Sitzungsber. 
d.  Münch.  Ak.  1876  σελ.  326,  337).  Έκ  τών 
είρημένων  συνάγομεν  οτι  ή  ημετέρα  κεφαλή,  καί- 
περ  ύπο  τήν  έπίδρασιν  του  Οασίου  εργαστηρίου  τοο 
Πολυγνώτου  ευρισκομένη,  κατά  τον  γενικόν  χα- 
ρακτήρα αυτής  ανήκει  εις  τήν  άττικήν  τέχνην.  Ό 
τύπος  τοο  αθλητού,  ον  παριστά,  είνε  Ό  αυτός  προς 
τους  τύπους,  ους  ευρίσκομεν  επί  τών  αγγείων  τοο 
β'  ημίσεως  του  Ε'  αιώνος,  ήτοι  της  β'  τάξεως 
κατά  Winter. 

Tò  οπό  της  ημετέρας  κεφαλής  άντιπροσωπευό- 
μενον  έργαστήριον  ήσκησεν  επί  της  κατόπιν  αττι- 
κής τέχνης  (τοΟ  Δ'  αιώνος)  μεγάλην  έπίορασιν. 
Το  έργαστήριον  τούτο  έγκατέστησεν  έν  τή 'Αττική 
τον  ίωνικον  τύπον  του  έφηβου.  Εί'οομεν  δε  ήδη  οτι 
ή  ημετέρα  κεφαλή  οιά  του  διαμέσου  τών  κεφαλών 
Sabouroff  καί  Baracco  άγει  προς  τους  τύπους  του 
Σκοπα  καί  του  Πραξιτέλους,  ών  ή  κυριωτέρα  βά- 
σις  παραμένει  ή  άττικοϊωνική  τέχνη,  τα  οέ  στοι- 
χεία τής  τέχνης  ταύτης  είνε  παρ  άμφοτέροις  τοις 
καλλιτέχναις  τοσούτοι  σαφή,  ώστε  ούνανται  να 
καΟορισθώσι. Τέλος  το  έργαστήριον  τοοτο  είνε  νεώ- 
τερον  του  εργαστηρίου  του  Πολυγνώτου,  πλησιά- 
ζει δε  κατά  τον  γ^ρόνον  μάλιστα  προς  τον  Φειδίαν. 
Προς  χαρακτηρισμον  του  άναπλάσαντος  τήν 
ήμετέραν  κεφαλήν  καλλιτέχνου  δυνάμεθα  προσέτι 
να  προσΟέσωμεν  οτι  ήτο  εξοικειωμένος  μάλλον  προς 
χαλκά  ή  προς  τα  μαρμάρινα  έργα  (εξεργασία  τών 
τριχών)  ή  οτι  τα  χαλκουργήματα  ήσαν  έξαιρέτως 
αγαπητά  και  συχνά  έν  τω  έργαστηρίω  αύτου.  Προς 
τούτοις  ο  ημέτερος  καλλιτέχνης  έγνώριζε  καλώς 
τά  τής  εναλλαγής  φωτός  καί  σκιάς  (ή  κόμη),  καί 
έκαμνε  πολλήν  χρήσιν  του  χρωματισμού.  Παρά  τε- 
λείως ανεπτυγμένα  σχήματα  (ή  κόμη  έμπροσθεν 
και  έκατέροθεν,  τά  χείλη,  το  μέτωπον)  ευρίσκον- 
ται παρ'  αύτω  καί  σχήματα  αρχαϊκά  καί  άοέξια" 
οι  οφθαλμοί  δεν  είνε  ακόμη  κατά  τον  ορθόν  τρόπον 
άνεωγμένοι,  ο  δακρυογόνος  άδήν  ολίγον  ανοικτός. 
Τοιαύτας  μικράς  λεπτότητας  καταφρονεί  δ  ημέτε- 
ρος καλλιτέχνης  φροντίζει  δε  μόνον  περί  τής  γενι- 
κής έντυπώσεως  "   άξεστος  άπεικόνισις  τής  πραγ- 


ματικότητος  καί  αυστηρά  προς  ατομικότητα  διά- 
πλασις  του  τύπου  ούοαμώς  ευρίσκονται  παρ'  αύτω. 

Παρά  τά  χάσματα  τής  παραδόσεως  τών  αρχαίων 
συγγραφέων  περί  τών  Ελλήνων  καλλιτεχνών,  ά- 
τινα  άείποτε  ουσχεραίνουσι  τήν  άπόδοσιν  τούτου  ή, 
εκείνου  τοο  καλλιτεχνήματος  ή  άριθμοϋ  καλλιτε- 
χνημάτων τής  Ελληνικής  πλαστικής  εις  τούτον 
ή  εκείνον  τον  έκ  τής  παραδόσεως  τών  συγγραφέων 
γνωστόν  άνόρα  δ'μως  πιστεύω  ό'τι  δύναμαι  μετά  με- 
γάλης πιθανότητος  να  άποοώσω  τήν  ήμετέραν  κε- 
φαλήν είς  τι  έργαστήριον  καί  τίνα  καλλιτέχνην. 

Εί'πομεν  ανωτέρω  ό'τι  το  έργαστήριον,  έξ  ου  προ- 
ήλΟεν  ή  ημετέρα  κεφαλή,  είνε  άττικόν,  ύπεδείξα- 
μεν  ό'  ωσαύτως  ό'τι  το  έργαστήριον  τοοτο  δύναται 
να  κατανοηθή  μόνον  άπα  τής  ιωνικής  τέχνης,  ήτις 
ήτο  έπιχωρία  έν  τη  βορζίω  Ελλάδι  καί  έν  θάσω, 
οτι  οί  τύποι  αύτοο  ήσκησαν  μεγάλην  έπίορασιν  έπί 
τών  μεγίστων  αττικών  καλλιτεχνών  τοο  Ε'  αιώνος, 
οτι  οί  τύποι  ούτοι  άπαντώσιν  έν 'Αττική  συχνότατα 
καί  έν  τή  συγχρόνω  προς  τήν  κεφαλήν  ταύτην  γρα- 
φική.*Αν  ή  άνάλυσις  τής  ημετέρας  κεφαλής  καί  τών 
συγγενών  αύτη  καλλιτεχνημάτων  άγει  είς  το  συμπέ- 
ρασμα ότι  έν  'Αττική  περί  το  460-450  τα  Ίωνικον 
έκ  τής  βορείου'Ελλάδος  καί  έκ  Θάσου  έργαστήριον 
ήσκει  μεγάλην  έπίδρασιν  (  έξ  αύτου  προέρχονται  τά 
γραφικά  στοιχεία  έν  τή  γλυπτική  του  Φειδίου  καί 
τοο  άγαλματοποιοο  τής  ημετέρας  κεφαλής,  άτινα 
πρότερον  δεν  ùizripyov  ούοέποτε  έν  τω  άττικω  έρ- 
γαστηρίω κ. λ.)  καί  οτι  ύπο  τήν  έπίδρασιν  ταύτην 
άνεδείχθησαν  αύΟυπόστατοι  καλλιτέχναι,  μανθάνο- 
μεν  ακριβώς  το  αυτό  καί  έκ  τών  συγγραφέων  έν 
'Αττική  ήτο  ένεργόν  καί  ήσκει  μεγάλην  έπίδρασιν 
περί  το  460  τό  ίωνικον  έργαστήριον  του  ζωγράφου 
Πολυγνώτου  τοο  θασίου,  ύπο  τήν  έπίδρασιν  δ  αύ- 
του ανεδείχθη  δ  αττικός  καλλιτέχνης  Μίκων  καί  το 
έργαστήριον  αύτου. 

Είδομεν  ό'τι  τό  ήμέτερον  έργαστήριον  καλλιεργεί 
επίσης  τήν  γραφικήν,  ώς  τήν  γλυπτικήν.  Περί  τοΟ 
εργαστηρίου  τοο  Πολυγνώτου  γνωρίζομεν  το  αυτό" 
δ  Πολύγνωτος  δ  περιφημότατος  ζωγράφος  τής  'Ελ- 
λάδος ήτο  καί  γλύπτης  (Overbeck,  Schriftquellen 
1066  =  Plin.  XXXIV,  85,  Brunn,  Sitzungsber. 
1876  σελ.  345  έξ.).  Tò  αύτο  ισχύει  καί  περί  τοο 
Μίκωνος  του  μαθητού  του  Πολυγνώτου.  "Οτι  δ 
Μίκων  ήτο  μαθητής  τοΟ  Πολυγνώτου,  δεν  άμφι- 


97 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  TOT  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


(IN 


βάλλω  (πρβλ.  Robert,  Nekyia  σελ.  93,  Amu. 
15).  Ό  Πάναινος  ήτο  ωσαύτως  μαθητής  τοϋ  Πο- 
λυγνώτου (Robert  αυτόθι). "Ενεκα  των  ίκανώς  πο- 
λυαρίθμων σημείων  επαφής  μετά  -.7,;  γραφικής 
του  Πολυγνώτου,  άτινα  δεικνύουσιν  ή  ζωοφόρος 
και  τα  αετώματα  του  Παρθενώνος,  και  επειδή 
γνωρίζομεν  Οτι  δ  Φειδίας  έξέμαθε  και  τήν  γραφι- 
κήν,  φαίνεται  μοι  δυνατή  ή  εικασία  ότι  ό  Φειδίας 
έν  αύτω  τω  έργαστηρίω  του  Πολυγνώτου  έξέμαθε 
τήν  γραφικήν  (πρβλ.  και  Winter,  Die  jüngeren 
attiseben  Vasen  σελ.  46)  Και  που  άλλα/ου  ήδύ- 
νατο  να  έκμάθη  αυτήν  ό  Φειδίας;  Έτι  και  έν  τη 
γλυπτική  δέν  έμεινεν  ό  Φειδίας  ανεπηρέαστος  από 
τοο  ίωνικοΟασίου  εργαστηρίου"  ένταΟθα  άνήκουσι 
τα  ζωγραφικά  στοιχεία  των  γλυπτών  τοΟ  Παρ- 
θενώνος ' . 

Μετά  πάντα  τα  ανωτέρω   είρημένα  οΰδένα   δι- 
σταγμον    έχω   να   είπω    οτι    ή  ημέτερα    κεωαΛή 
ανήκει  s/'ç  το  άττικον  εκείνο   εργαστήριον,  όπερ 
εαορ<ρώθ)\   υπό  την  επίαρασιν  τον  θασίον  έργα- 
Οτηρίον   του   Πο.Ινγνώτον.  Τίς  λοιπόν   ήτο   δ  κυ- 
ριώτατος  αντιπρόσωπος  τοο  εργαστηρίου  εκείνου  ; 
Είπομεν  ήδη  ανωτέρω   ό'τι  ούτος  ήτο   6  'Αθηναίος 
Μίκων,  δ   ζωγράφος  άμα   και  γλύπτης.  Καίτοι  δ 
Μίκων,  δστις  έν  τη  παραδόσει  τών  συγγραφέων  ά- 
παντα άείποτε  μετά  τών  'Ιώνων  (Overbeck,  Scbrift- 
quellen  1054  εξ.  1087),  έν  τω  πεδίω  της  γραφι- 
κής είργάζετο   κατά  τίνα  τεχνοτροπίαν,  ήτις  ήτο 
λίαν  συγγενής  τη  ιωνική  τεχνοτροπία  του  Πολυ- 
γνώτου (Overbeck   αυτόθι   1083  =  Αίλιαν.  Περί 
Ζώων  VII,  38),    δ'μως  ως  ευφυής  αττικός  έπρεπε 
να  γνωρίζη   τάς  έπιχωρίους  άττικάς  παραδόσεις  έν 
τη  γλυπτική, ήτις  ήδη  τότε  είχε  λαμπρον  παρελθόν. 
Περί  της  αττικής  καταγωγής  του  Μίκωνος,  ήτις  εινε 
μεμαρτυρημένη  ύπο  δύο  επιγραφών  (Löwy,Inscbr. 
41,  42)  και  τών  συγγραφέων  (Overbeck,  Schrift- 
quellen  1088  =  Παυσαν,  VI,  61"  1080  =  Σχολ. 
Αριστοφ.    Λυσιστρ  .    679),    δέν    δικαιούμεθα   να 
άμφιβάλλωμεν  ένεκα  του  αλφαβήτου  τών  επιγρα- 
φών, αίτινες  ύπήρχον  ύπο  τά  αγάλματα  του  Μύ- 
ρωνος  καί   έδείκνυον   Ίωνισμούς,  ώς  πράττουσιν  Ό 


Franke!  (Arch.  Zeit.  1876  σε) .  2^7  v.y.'i.  32),  ό 
Schubring  (Arch.  Zeit.  IN77  σελ.  69  .  ό  Brunn 
(Sitzungeber.  d.  Münch.  Ak.  1877  σελ.  Ì66),  t 
Röhl(IGA.  498       [mag.  σε)    48  αριθ.  3*3     Ai 

έπιγραφαΐ  αύται  δέν  προέρχονται  παρ  κοτοΟ  του 
Μίκωνος,  κλλά  παρ   απλών  λιθοζόων. 

Οτι  ό  Μίκων  έδημιούργησε  τον  τύπον  εκείνον 
του  έφηβου,  δν  βλέπομεν  έν  τη  ημετέρα  κεφαλή, 
καί  ό'τι  ή  ημέτερα  χεφαλτ\  έξ  αύτοϋ  τοϋ  kpraOvr\- 
ρίον  τον  Μίκωνοο.  προέρχεται,  αποδεικνύεται  εκ 
τών  έξης. 

Παν  ό',τι  περί  Μίκωνος  καί  τ/ς  τέχνης  αύτοϋ 
γνωρίζομεν  έκ  της  παραδόσεως  τών  συγγραφέων, 
τών  επιγράφουν  αύτοϋ,  τών  αγγειογραφιών  [460- 
450)  κ. λ.1,  συμφωνεί  κατά  γράμμα  προς  ό',τι  δυ- 
νάμεθα να  είπωαεν  πεοι  του  καλλιτέ/νου  ~7-  /,υιε- 
τέρας  κεφαλής: 

Α'.  Ως  μαθητής  του  Πολυγνώτου  υφίσταται  ό 
Μίκων  ίσχυράν  τήν  έπίδρασιν  της  ιωνικής  τέχνης, 
εγκαθιστά  οέ  έν  τη  αττική  τέχνη  τους  ιωνικούς 
τύπους  (προκειμένου  περί  τών  'Αμαζόνων  απέδειξε 
τούτο  δ  Löschke  Bonner  Stud.  σελ.  260). 

Β'.  Ός  αττικός  ό  Μίκων  είνε  γνώστης  της 
αττικής  παραοόσεως,  τά  οέ  έργα  αύτοϋ  δέν  φαί- 
νονται ώς  αντίγραφα!  μόνον  της  ιωνικής  γραφικής, 
αλλ  ώς  επεξεργασία1,  αυτής.  "Οθεν  και  εγκαθίσταν- 
ται μονίμως  έν  τη  αττική  τέχνη  δια  παντός  ώς 
τύποι. 

Γ'.  Ό  Μίκων  έν  τω  πεδίω  τής  γλυπτικής  ήτο 
περίφημος  ιδίως  ώς  πλάστης  αθλητών  (Overbeck, 
SQ.  1089  =  Plin.  XXXIV,  88),  άθλητάς  δέ  πά- 
λιν παρίστων  τά  αγάλματα  εκείνα,  ων  διετηρηΟη- 
σαν  ήμϊν  αί  βάσεις  (Löwy,   Inscbr.  41,  42  . 

Δ  .  Τά  αγάλματα  τών  αθλητών  του  Μίκωνος 
ήσαν  χαλκά,  ώς  δεικνιίουσιν  αί  σωθεΐσαι  ενεπί- 
γραφοι βάσεις. 

Ε'.  Ώς  κατ'  έξο/ήν  μέγας  ζωγράφος  ό  Μίκων 
ήτο  και  λίαν  λεπτολόγος  ώς  προς  τάς  υπό  τοϋ  φω- 
τός, τής  σκιάς  καί  τών  χρωμάτων  παραγομένας 
εντυπώσεις.  Τά  δέ  γραφικά  στοιχεία  έν  τη  γλυ- 
πτική εννοούνται  ευκόλως  παοά  ζωγράφω    [Πρβλ. 


Κεφαλαί  τίνες  έφήβϊον  εν  τή  ζ'.υοφο'ρω  του  Παρθενώνος  εινε 
κατά  τόν  τύπον  αυτών  λίαν  συγγενείς  προς  τήν  ήμετε'ραν  κεφαλήν, 
οΟσαι  περαιτέρω  άνάπτυξίΐ  αυτής.  (Πρβλ.  .Michaelis,  Der  Par- 
thenon πίν  9,  άριθ-  21,  29•  11,  αριθ.  125). 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896 


1  Πρ6λ.  Klügmann,  Amaz.  σελ.  17  ες.,  Luvnes,  Vases  π•'ν. 
43,  Benndorf,  Ileroon  σελ.  139,  Löschke,  Bonner  Stud.  σελ. 
260,  Brunn,  Sitzungsber.  1877  σελ.  466,  Girard,  La  peinture 
antique,  Robert,  18  Winkelinannsprogr.  Halle  1895  x.  λ. 

1 


ΚΕΦΑΛΗ  ΕΦΗΒΟΥ  ΕΚ  TOT  ΕΘΝΙΚΟΥ  ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


100 


Brunn,  Sitzungsber .1870  σελ.334).Ήδη  ο  Brunn 
(αυτόθι  1877  σελ.  27)  άνήγε  τα  έν  τη  αττική 
τέχνη  των  χρόνων  του  Φειδίου  υπάρχοντα  ταύτα 
στοιχεία  εις  τό  έργαστήριον  του  Πολυγνώτου. 

ς-'.  Ή  τρυφερότης,  το  έπίχαρι,  ή  κομψότης,  ή 
λεπτότης,  το  ιδεώδες,  ή  καταφρόνησις  των  μικρών 
λεπτομερειών  (Overbeck.  SQ.  1090  έξ.),  ζάντα 
ταύτα  είνε  χαρακτηριστικά  γνωρίσματα  της  τέ- 
χνης του  Μίκωνος.  Ή  άνευ  συμμετρίας  διάταξις 
της  κόμης  ΰττερ  το  μέτωπον  της  ημετέρας  κεφα- 
λής παρελήφθη  ωσαύτως  εκ  της  ιωνικής  τέχνης 
Το  θάσιον  έργαστήριον  του  Πολυγνώτου  δεν  άγα- 
πδ  την  άποτόμως  είς  τους  οφθαλμούς  προσπίπτου- 
σαν  συμμετρίαν  (πρβλ.  Robert  Nekyia  σελ.  71)- 
γνησία  ιωνική  λεπτότης  αισθήματος.  Εν  τω  τρό- 
πω της  διατάξεως  των  βοστρύχων  της  ημετέρας 
κεφαλής  (ΐδε  όπισθεν),  έν  τω  τρόπω  καθ'  αν  ο  τε- 
χνίτης μεταβαίνει  βαθμηδόν  εκ  των  απλούστερων 
βοστρύχων  όπισθεν  εις  τους  περιπλοκωτέρους  βο- 
στρύχους επί  της  κορυφής  και  έπειτα  από  τής  κο- 
ρυφής περαιτέρω  είς  τα  απλούστερα  σχήματα, 
δύναται  τις  να  αναγνώριση  τό  αυτό  crescendo  προς 
τό  γ,ίν-ρο^  και  diminuendo  προς  την  περιφέρειαν, 
άτινα  παρατηρουμεν  έν  ταϊς  μεγάλαις  συνΟέσεσι 
του  εργαστηρίου  τούτου.  Ό  χαρακτήρ  του   εργα- 


στηρίου  είνε   ο   αυτός  έν  τοις  μεγάλοις  ως  και  έν 
τοις  μικροϊς. 

Ζ'.  Ό  Μίκων  έχει  πολλά  σημεία  επαφής  προς 
τον  Φειδίαν  καί  τα  γλυπτά  του  Παρθενώνος  (Ά- 
μαζονομαχία,  Κενταυρομαχία,  Overbeck,  SQ. 
1085,  4,  li). 

Η'.  Ό  χρόνος  τής  δράσεως  του  Μίκωνος  συμ- 
πίπτει  κατά  τας  έπιγραφας  προς  τον  μεταςυ  ιί  ι  £> 
καί  440  χρόνον. 

Μέχρι  τούδε,  καθ'  όσον  γνωρίζω,  ούοεμία  κε- 
φαλή έδημοσιεύθη,  ήτις  δύναται  να  εινε  άπομί- 
μησις  τής  ημετέρας  κεφαλής  ή  να  εχη  άμεσους 
αναλογίας  προς  τήν  ήμετέραν.  Αλλ  έκ  τούτου 
οέν  επιτρέπεται  να  συμπερανωμεν  περί  της  οί]ο.ο- 
τικότητος  του  ημετέρου  καλλιτέχνου  κατά  τήν 
αρχαιότητα'  δεν  εχομεν  ουδέν  άγαλμα  αντίγραφαν 
του  Φειδιακου  Διός.  Ότι  ουδεμία  άπομίμησις  τοΟ 
ημετέρου  έφήοου  διετηρήθη,  είνε  απλώς  τυχαΐον. 
Ή  ημετέρα  κεφαλή  είνε  μοναδική,  τούτο  δε  επαυ- 
ξάνει ετι  μάλλον  τήν  καί  άνευ  ιού-ου  μεγάλην 
σημασίαν  αυτής  δια  τήν  ίστορίαν  τής  ελληνικής 
τέννΥΐς. 


'Εν  'Αθήναις   1S95. 


Boris  Pharmakowsky 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΚΙΙΙΓΡΛΦΛ1 

ΕΚ  ΤΩΝ  ΕΝ  TL»  [ΕΡΩ  ΤΗΣ  ΔΕΣΠΟΙΝΉΣ  ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ 


Συν  /  ■■>    Όρ«  !■:    Λ    1895    -    !6  Ι  Ιξ  ι 


3  (πρβ.  αρ.  Α  ). 


Βάθρου  πρόσθια  πλάς  κοινοο  λευκού  λίθου.  Γψ. 
0,93,  πλάτ.  0,72-0,82,  πάχ.  άνω  0,36.  Έπί 

τ/,;  άνω  έ-ιφανείας  φέρει  τρεις  τόρμους  ,  ένα  μέν 
ευ,προσΟεν  ~ρος  σύνοεσιν  μετά  του  έπικράνου,  δυο 
οε  οττισθεν,  Οι  ων  συνεδεΤτο  αετά  του  παρακειμέ- 
νου. Ì  ποκάτω  oè  φέρει  δυο  τόρμους  προς  συνδεσιν 
μετά  τοΟ  υποβάθρου.  Ai  πλάγιαι  έπιφάνειαι  πλην 
της  οπισθίου)  κάτω  μεν  λήγουσιν  ει;  τό  σύνηθες 
χυμάτιον,  άνω  δε  οϋδένα  φέρουσι  κόσμον. 

Ι  ης  πλακός  ταύτης  μετά  την  καταστροοήν  του 
αγάλματος  έγένετο  δευτέρα  χρησις  έν  τη  άνιδρυσει 
του  έκ  ούο  λίθων  συγκείμενου  καί  έξης  (αριθ.  Ί 
αναγραφομένου  βάθρου  τοο'Αδριανοο.  Ευρέθη  δη- 
λονότι δ  λίθος  ώς  οπίσθιος  πλάς  του  Βάθρου  τού- 
του ιστάμενη   προς   τω  ουσμικώ    τοί/ω    του  πρό- 


ναου, αριστερά  τω  εις  τον  σηκον  είσιόντι,  ούτως, 
ώστε  ή  επιγραφή  προς  τον  τοίχον  3/ί-ουσα  δεν 
εφαίνετο  Έκ  τών  τόρμων  και  των  διαστάσεων  των 
δυο  λίθων  του  /ατά  χώραν  ευρεθέντος  Βάθρου  του 
'Αδριανού"  ραίνεται  πιθανώτατον  δτι  και  το  10ν  3ά- 
θρον  το  της  Άριστου;  εκ  των  αυτών  συνέκειτο 
λίθων1  πλην  δτι  χάριν  τοο  Άδριανοο  εστράφη  δλον 
έκ  τών  πρόσω  προς  τα  δπισω. 

ΙΙού  εκείτο  το  Βάθρον  της  ' Αριστους,  τυγχάνει 
άγνωστον,  δεν  ευρέθη  δέ  ού'τε  υπόβαθρον  ού'τε  ίπί- 
κρανον.  Το  νυν  δίλιΟον  'του  'Αδριανού  βάθρο/'  Γ- 
στατο  έ-Ί  του  πλακόστρωτου  οαπέδου  του  πρόναου 
άνευ  υποβάθρου"  ή  ελλειψις  αυτή  έν  δωμαϊκοΐς  μά- 
λιστα χρόνοις  δεν  -ρέπει  να  έκπλήττη. 

ΤΙ  επιγραφή   (0,20  6πο  το  άνω  /εΤλος  του  λί- 

1  ι  1     *      ν        '  *  ' 

0ου  κεχαραγμένη)   έχει  οϋτο^σί  -ως: 


ΑΛΛΕΤΕΡΑ    ΑΡΧΙΚΑΕΓΟΣ   ΜΕΙΓ/κΛΟπΟΛίΤΙΣ 
ΑΡΙΓΤ-Π.  ΤΑΜΑΥΤΑΤ.  ΚΑΙΑΡΙΣΤΟΑΑΥ 

ΘΥΓΑΤΕΡΑ    καιδαμαρης:  θειλγ  γ  ε  ΑΟΥ 

TANMATEPA  ίΕΡΗΤΕΥΣΑΧΑΝ  Δ  ΕΣΠΟΙΝΑΙ 


Ά/mf'fia  Άργιχλίος  ΜεγαλοποΆΐτις 
Άριστώ  ταν  αϋτας  και  Άριστόλαυ 
θυγατέρα  και  Δαριάρης  Θΐαγγελο[υ] 
ταν  ι/,ατε'ρα  ίερητεύσασαν  Λεττοίναι. 

Ό  γενεαλογικός  τών  ονομάτων  πίνας  έστ'ιν  οδε" 
Άρνικλης 

Ί 

'AuLSTspa    ■—'    Άριττόλας 


Άριστώ   -s    Θεάγγελος 


Λ  α  ι* 


^p'^? 


»στα   οντά   έν   τη   ιστορία 
δεν    ΒοτηθοΟσιν   ήμΐν    ει;  δρισαον    του   νρονου    της 

ti  1.  Γι  /-ι  ' 

επιγραφής  (  το  Άμετερα  μάλιστα  ούο  ευρηται  Ο- 
λως ώς  χυριον  όνομα),  Ως  ύστατος  ορός  terminus 
auto  ([nomi  πρόκειται  ήμϊν,  ή  επιγραφή  του  Α- 
δειανού, κατά  πάσαν  δε  πιθανότητα  δέον  να  άνέλ- 
θωμεν  εις  ίχανον  προ  τούτου  χρόνον,  διότι  άττο  της 
αναθέσεως  της    Αριστους   μέχρι  της  καταστροφής 

1  Ηττον  πιθανόν  !:ν£  δτι  omjpvov  '■*'■  δύο  '::iyj\  λίθο•.  α=τα;ύ  ϊυ- 
τών  κατά  |χηχθί  ιστάμενοι. 

2  Τόν  γέροντα  τί,ν  Ιΐϊίγραβήν  τή;  Άριστους   λίθον  μτκχίνησα  -,-ός 
χοινήν  Oe'av  :ταρά  τόν  του  ' Αδριανού. 


103 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ 


104 


του  αγάλματος  αυτής  καί  της  εις  τον  Άδριανον 
αναθέσεως  διέρρευσεν,  ώς  καθόλου  είκάσαι,  διότι 
εύρηνται  και  εξαιρέσεις,  ουχί  βραχύ  διάστημα.  Το 
σ/ημα  των  άλλως  επιμελέστατα  έγλυμμένων 
γραμμάτων  ("Τψ.  γραμμ.  0,012-0,018)  φαίνεται 
μαρτυρούν  μάλλον  τους  προ  Χρίστου  χρόνους"  το 
σύστημα  δε  πάλιν  του  χωρίζειν  απ'  αλλήλων  τάς 
λέςεις,  ώς  πολλαχου'  ενταύθα  παρατηρείται,  δεν 
ανάγει  ήμας  εις  τους  δοκίμους  χρόνους.  Τα  α 
ε/ει  την  τα  σκέλη  ζευγνυσαν  γραμμήν  καμπυλην, 
σ/ήμα  /αρακτηρικον  της  2α«  π.  Χ.  εκατονταετη- 
ρίδας μετενε•/Οέν  (ώς  καί  τίνων  άλλων  γραμμά- 
των) από  της  έν  βιβλίοις  γραφής  εις  την  επί  λίθων 
/άραςΊν  [Dittenberger  und  Purgold  Inschriften 
von  Olympia,  Berlin  1896,  αριθ.  318  [του  169 
π.  Χ.],  πρβ.  αριθ.  396  [Μεγαλοπολϊται  ο  τιμώ- 
μενος καί  δ  τεχνίτης]  και  αριθ.  52).  'Ωσαύτως  οε 
δια  καμπύλης  συνδέονται  καί  τα  σκέλη  του  μ' 
παρεμφερές  σ/ημα  άπαντα  λ.  χ.  έν  καπύρω  του 
240  περ.  π.  Χ.  3  καί  έν  τω  λεγομένω  του  Χρυ- 
σίππου παπύρω,  όστις  ανάγεται  εις  το  τέλος  της 
3ι«π.Χ.  εκατονταετή ρίδος4.  Ούτως  ή  προκειμένη 
επιγραφή  της  Αυκοσούρας  ενδέχεται  ίσως  να  άνα/θη 
μέ/ρι  των  περί  το  200  π.  Χ.  χρόνων. 

Τό  ίερητενω  (στίχ.  4)  δια  του  η  άπαντα  έν 
Λυκοσούρα  καί  έν  ταϊς  έξης  έπιγραφαΐς  άρ.  6  καί 
7,  άλλα  (  έν  τω  ψηφίσματι  του  Νικασίππου  κατωτ. 
άρ.  5)  ίερατείαι,ς  καί  ίερατείαν  δια  του  ο.  Προσ- 
τεθήτωσαν  έκ  πάρεργου  τα  άλλαχόθι  άπαντώντα 
ίερίτενηε  καί  ίεριτεϋσαι^ ,  taptrev'orra6,  έτι  iept- 
σταϊς  ' ,  ΊερίσμόνΗ,  Ίερίοοίβ  ,  ίερωτεύοαντα  καί 
/ερωτεΰσασΌ»•'0. 

3  Mahaffy  The  Flinders  Pétrie  papyri,  part  II  (Dublin  1893) 
autot.  V,  σελ.  [25]. 

4  Fe.  ß/α«  Paläographie  έν  /ir.  υ.  Midler  Handbuch  Ι2  σ. 
305  πίν.  a,  Notices  et  Extraits  τόμ.  XVIII  2  άρ.  2  σ.  77  εξ. 
πίν.  XI. 

5  Le  Bas  Meg.  et  Pél.  352'  στίχ.  6  καί  14  (Μαντινείας  περί 
Δτίμητρος  /.α!  Κόρης). 

6  Cauer  Delectus  inscr.  Graecarum2  άρ.  153,  σελ.  103  (ρωμ.. 

χρόνων ) . 

'  Bull,  de  corr.  hellen.  XIV  σελ.  39G  (στ.  88),  πρβ.  σελ.  492 

σημ.  4. 

s  Bull,  de  corr.  hellen.  VI  σελ.  23  στίχ.  182. 

»  Mitth.  des  ath.  Inst.  XIII  σελ.  237. 

,u  Lüders  Dionys.  Künstler  1873  σελ.  165  άρ.  44  «b  πίν.  I-II 
=  Conze  Heise  auf  der  Insel  Lesbos  1865  σελ.  61-64  πίν. 
XVIII,  XIX.  Κατά  Gonze  τό  ω  του  μεν  Ίερωτεύσαττα  διακρίνε- 
ται  σαφέστατα,   του  οε  ιιρωζενοασατ   οεν  εινε  μεν  επ    ίσης  ευκρινές, 


Το  ' Αριστό.Ιαν  (στίχ.  2)  γέγραπται  κατά  τον 
γνωστόν  Άρκαδικον  τύπον  μάλλον  ή  έκ  σφάλμα- 
τος του  λιθοξόου  αντί  ' ΛρίοτοΛάον  υπέρ  εκείνου 
μαρτυρεί  καί  το  έν  στίχω  1^  ΆρχίκΛεοα- 

4  (πρβ.  άρ.  3). 

Δίλιθον  βάΟρον  (πάχ.  έν  ό'λω  0,74)  άνευ  έπι- 
■/.ρίνου.  Ευρέθη,  ώς  έρρήθη  ανωτέρω  (αριθ.  3), 
ίδρυμένον  έν  τω  προνό.ω  προς  τω  δυσμικω  τοίχω, 
0,95  περ.  άπα  του  νοτίου  τοίχου.  Τών  δύο  αύτοο 
λίθων  ό  μεν  έμπροσθεν  φέρει  την  ενταύθα  κατα- 
/ωριζομένην  "  άνάΟεσιν  ,  ο  οέ  όπισθεν  άνήκεν  εις 
το  βάθρον  της  'Αριστους  (ό'ρα  αριθ.  3). 

Ό  την  άνάθεσιν  του  'Αδριανού  φέρων  λίθος  έχει 
σ/ημα  τορμους  και  κοσμον  τα  αυτά  και  ο  της  Α- 
ριστους πλην  δτι  είνε  ολίγω  παχύτερος  (0,38). 

.;'      ΛΤΟΡΛΝΕΡΟ§§ΝΤ 
Ν  ΛΔΡΙΛ§ΟΝΚΛ1ΣΛΡΛ§§  9 
ί  Ο  Ν  Γ  Ε  Ρ  Μ  Λ  Ν  Ι  Κ  Ο  Ν  Δ  Λ  Κ  !  1« 
TAPOIKOK/J  =>5ΣΤΟΝΑΥΤΟΚΡΛ 
5  ΤΟΡΟΣΝΕΡΟΥΑΟΕΟ  ΥΥΙΑΝΟ  Ν 
ΤΡΛΙΑΝΟΥΘΕΟΥΥΙΟΝΕΥΕΡΓ   Ε 
ΤΗΝΚΑΙΣΑΤΗΡΑΤΗΣΟΙΚΟΥ 
ΜΕΝΗΣΗΠΟΛΙΣΗΤΠΝ/Α   Ε  ΓΑ 
Λ  Ο  Π  Ο  ΛΕΙΤΑΝΤΟΝΑΥΤΗΣΚΤ  Ι 

10  Σ  Τ   Η   Ν 

Αύτοκρ]άτορα   Νε'ρο[υα]ν   Τ[ραϊα- 
νό]ν    Άδρια[ν]ον   Καίσαρα   [Σεβα- 
στών   Γερ[Λανικόν    Δακικ[όν 
Π]αρθικον   [άρ]ιστον,    αϋτοκρά- 
5      τορος   Νε'ρουα   θεοϋ   υίωνόν, 
Τραϊανού   θεοϋ   υ'.όν,    εύεργε- 
την    καί    σωτήρα   της    οίκου- 
ίλε'νη;   ή   πόλις  ή   τών    Μεγα- 
λοπολειτών   τόν   αϋτης  κτί- 
10      στην. 

Τά  γράμματα  (υψ.  0.025-0.04)  φέρουσι  κατά 
τα  άκρα  μικράς  κεραίας-   τοΟ  α  έν  γένει  προεκβέ- 

φαίνεται  όμως  πιθανόν,  ίερωιενσαντα  δ'  εΰρηται  καί  έν  C.I.G.  2771 

11  στίχ.    16-17     (έν  τοις   κεφαλαίοις'    έν   τη    μεταγραφή    γράφεται 
δια  τοϋ  α  ). 

"  Έν  απουσία  μου  τυπωοεισών  μικροϊς  γράμμασι  έν  Αελτ.  Αρ- 
χαιο.Ι.  1890  σελ.  43-45  επιγραφών  τίνων,  έν  αίς  καί  ή  παρούσα, 
είσέφρησαν  έκεΐ  τυπογραφικά  τίνα  σφάλματα. 


10b 


ΛΤΚΟΙΟΠ'ΛΣ    ΚΙΙΙΓΙ'ΛΊ'ΛΙ 


106 


βληνται  αί  μεταξύ  των  σκελών  εις  γωνίαν  »υμπί- 
πτουσαι  γραμμαί. 

Ελλείποντος  του  ενίοτε  αναγραφομένου  έτους 
της  δημαρχικής  εξουσίας,  δυσχερές  εινε  να  δρισθη 
ό  χρόνος  της  ιδρύσεως  του  αγάλματος.  Εάν  το 
άλλαχου  απαντών  έπίΟετον  '  (klrprrwi;  ήν  αεί  άπα- 
ραίτητον,  δια  της  έπί  τοΰ  προκειμένου  βάθρου  α- 
πουσίας αύτου  θα  παρείχετο  ήμϊν  βεβαίως  ώς  έσχα- 
τος χρονικός  ορός  το  129  α.  Χ.,  οιότι  τότε  καθιε- 
ρώΟη  το  Άθήνησιν  Όλυμπίειον  και  απενεμήθη  τώ 
«ύτοκράτορι  το  έπώνυμον  ,ζ.  Το  αυτό  ρητέον  καί 
περί  του  πατήρ  πατρίδος ,  ό'περ  λίαν  πιθανώς  τη 
21?)  'Απριλίου  128  έγένετο  Οπό  του  'Αδριανού  δε- 


κτον 


13 


Τά  επί  του  βάθρου  υπάρχοντα  επίθετα  Δακικον 
κ.τ.τ.,  άτινα,  όταν  άναφέρωνται  εις  τόν  Τραϊανόν, 
θεωρούνται  ώς  χρονικά  τεκμήρια,  πιρ\  του  Αδρια- 
νού λεγόμενα  '*  ουδέν  σχεδόν  πλέον  τοΟ  αυτοκρά- 
τορα χορηγοΰσι  δυνάμενον  να  συντέλεση  προς  δρι- 
σμόν  του  χρόνου"  έκ  τούτων  μανΟάνομεν  απλώς 
δτι  τό  βάΟρον  δεν  εινε  άρχαιότερον  τοο  117  μ.  Χ. 
Έκ  του  επιθέτου  κτίοτψ"  ιδία  εικάζεται  ό'τι  τό  ά- 
γαλμα ίδρύΟη  κατά  τους  γερανούς  τών  εις  Έλλάοα 
επιδημιών  του  αύτοκράτορος.  Καί  ή  μεν  οευτέρα 
αύτου  επιδημία  έγένετο  τω  129,  ό'τε  διατρίψας  μέ- 
χρι 'Οκτωβρίου  έν  'Αθήναις  άπήλΟεν  έξ  Έλευσι- 
νος  εις  Έφεσον15.  'Αλλά  πάνυ  άμφίβολον  τυγχά- 
νει, αν  κατά  την  έπιδημίαν  ταυτην  μετέβη  καί  εις 
Πελοπόννησον,  εικάζεται  δε  μόνον  τοΰτο  ές  επι- 
γραφής της  Σπάρτης115.  Κατά  την  πρώτην  οέ 
τουναντίον  έπιδημίαν  ένθα  μεν  πιθανόν  ένθα  οέ 
βέβαιον  εινε,  δτι  πολλάς  της  Πελοποννήσου  πό- 
λεις17 ειδεν  ό  'Αδριανός,  οίον  "Αργός18,  Μαντί- 
νειαν,  Σπάρτην  κτλ.    Προς  την  έπιοημίαν  ταυτην 

12  Jul.  Dürr  Die  Reisen  des  Kaisers  Hadrian  (  Abhandl. 
des  arch.-epigr.  Seinin.  der  Univ.  Wien)  1881,  σελ.  44-45 
«σημ.  202. 

13  Dürr  άνωτ.  σελ.  28-32. 

11  Eckhel  Doctrina  num.  VI  σ.  518. 

15  Wood  Discoveries  at  Ephesus  (London  1877)  app.  5 
Inser.  of  the  Odeum  άρ.  1.  Dürr  άνωτ.  σελ.  124,  Η.  Schiller 
Geschichte  der  röm.  Kaiserzeit  I  (1883)  σελ.  (ì24. 

16  CI. G.  1348  «  επί  της  τοϋ  Σεβαστοί  αϋτο/.ράτορος  Καίσαρος 
■Seczipaç  επιδημίας»  (  χατα  Boeekh  «  Imperator  baud  dubie  est 
Iladriauus»),  Duerr  σελ.  60  /.αί  120  αριθ.  122,  1'.  Gardthausen 
h  Rhein.  Museum  1890  σ.  618. 

17  Duerr  σελ.  58-59. 

18  Καί  Ιπί  νομισμάτων  τών  Άργείων  λέγεται  χιίητης  ό  'Αδριανός 
Mionnet  Suppl.  IV  σελ.  240-41  άρ.  28,  29,  30,  32. 


συνάφειαν  έ'χει  καί  επιγραφή  της  Επιδαύρου  γε- 
γραμμένη  κατά  το  II  της  δημαρχικής  του  Α- 
δριανού εξουσίας  έτος1'',  όπερ.  θεωρουμένου  ώς 
πρώτου  του  άπό  1 1r':  Αύγουστου  '"  ιοί;  '•)'>•  Δεκεμ- 
βρίου 117  χρόνου'-'1,  αντιστοιχεί  προς  το  άπό 
10ι«  Δεκεμβρίου  123  εως  9ΐ«  Δεκεμβρίου  1  Vi  έτος. 
Υποτιθεμένης  της  επιγραφής  ταύτης  συγχρόνου 
πως  καί  μη  (ώς  κατά  Gardthausen  619  προγε- 
νεστέρας της  επιδημίας,  εις  το  τελευταΤον  έτος 
αναφέρεται  καί  ο  χρόνος  της  πρώτης  είς  ΙΙελο- 
πόννησον  μεταβάσεως  του  αύτοκράτορος. 

Κατά  την  πρώτην  ταυτην  έπιδημίαν  φαίνεται 
δτι  εύεργετηθεισα  καί  ή  Μεγαλόπολις  ώνόμασε 
κτίστην  τον  Άδριανόν  έπί  του  έν  Αυκοσούρα  βά- 
θρου. 

5 

Ψήφισμα  Νικασίππου.  ΈδημοσιεύΟη  έν  ΔεΛτ. 
ΆρχαωΛ.  1890  σελ.  43-44  καί  έν  Fouilles  de 
Lycosoura  par  P.  Cavvadias  livr.  Ι  σελ.  15-16. 
Ευρέθη  έν  τω  προδόμω  τοο  ναοο  αντικρύ  του  βά- 
θρου 'Αδριανού  πλησίον  του  στυλοοάτου.  Αευκου 
μαρμάρου  άνευ  κόσμου'  ή  οπίσθιος  επιφάνεια  εινε 
ανώμαλος,  ές  οδ  εικάζεται  δτι  Ό  λίθος  άνέκειτο  έν 
τοιχω  προσεκτισμένος.  Νυν  απόκειται  έν  τω  Μου- 
σείο) Μεγαλοπόλεως. 

Τψος  γραμμάτων  τών  μεν  7  πρώτων  στίχων 
0.013,  τών  δε  λοιπών  0.08-0. 010.  Σχήμα  γρμμ. 
Ε  καί  Ε,  Θ  καί  θ,  ζ=Ζ,  ξ=Ξ.  Εν  στίχ.  3  τό  ζ 
τοο  Ζενζία  φαίνεται  ώς  έπί  προκεχαραγμένου  ε 
(ατελούς)  γεγραμμένον. 

ΕνταΟθα    καταχωρίζομεν     à     έν    τω    Δε.1τίω 
(άνωτ.)   είσέφρησαν  τυπωτικά  παροράματα,    ούτω 
δε  καθίστανται  περιττά  καί  τά  έν  τω  ΔεΛτίω  σελ. 
183  περί  της  επιγραφής  ταύτης  σημειούμενα. 
Στίχ.   1  καί  4  γράφε  Β 

»      3  άπάλειψον  τό  καί 

»    19  γράφε   ταν  χάριν 

»    24        »       ά  πό.Ιιο,  ά  των 

19  Gardthausen  άνωτ.  σελ.  617-9,  ΚαΟβαόίας  έν  Λελτ.  Άρ- 
χαιολ.  1892  σ.  113-7  χαί  Fouilles  d'Épidaure  αριθ.  226. 

20  Spartianus  (Script,  hist.  aug.  )  de  vita  Hadriani  4,6-7: 
«  Quintuin  iduum  August,  diem  legatus  Suriae  litteras  adop- 
tions accepil,  qnando  et  natalem  adoptionis  celebrari  ius- 
sit.  tertium  iduum  earundem,  quando  et  natalem  imperii  sta- 
tuit  celebrandum,  excessus  ei  Traiani  nuntiatus  est». 

21  Mommsen  röm.  Staatsrecht3  2  σ.  799  ές.,  Dittenbcrger 
Sylloge  inscr.  graec.  άρ.  283,  Duerr  σ.  17  καί  19  σημ.  58. 


107 


ΛΤΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΛΦΑΙ 


108 


»  26 


»  28 


η    30 

» 

»  33 

» 

»  3ο 

η 

καί  sic  τη  μρ-α  ζάντα  μέγ(ον)τας 
Ή  παρένθεσις  (  )  σημαίνει  δτ 
τα  δύο  γράμματα  δεν  είνε  κε 
χαραγμένα . 

ταί  ηόλει.  Tò  t  προσγράφεται  παν 
ταχου  πλην  έν  J  η<ρθη  (στ.  29) 

άναθεΐωΰαν 
raç  .tÓ.?(,oc• 


6 


Πλάξ  τραπέζης  κοινοΟ  λίθου"  υψος  δλον  0.23, 
πλάτ.  1.77.  πάχ.  ή  βάθ.  0.73-0.75.  Ευρέθη 
(ανεστραμμένη,  τα  γράμματα  προς  νότον)  έν  τω 
σήκω  του  ναού  επί  του  ψηφιδωτού,  περ.  2  μέτρα 
από  του  δρυφάκτου  (στενής  στρώσεως)  και  του 
βορείου  τοίχου. 


Ή  άνω  επιφάνεια  και  ή  οπίσω  είσί  λεΐαι.  Ή 
έμπροσθεν  επιφάνεια  φέρει  γεϊσον  ,  παρ'  έκάτερον 
οέ  το  άκρον,  δπου  ύπέκειντο  οί  (  έξ  άλλου  λίθου) 
δύο  πόδες,  καλόν  πρόστυπον  άνθέμιον  (πλάτ.  περ. 
0.17),  αεταζυ  δε  των  ούο  άνθεμίων  την  έπιγρα- 
φήν,  ήτις  ένεκα  της  φυσικής  ^ορν,ς  καί  των  φλε- 
βών του  λίθου  εστί  πάνυ  δυσανάγνωστος.  Έπί  τοΟ 
κάτω  χείλους  της  ενεπίγραφου  επιφανείας  έφερε 
πιθανώς  κόσμημα  τι  έν  μέσω. 

Ή  κάτω  επιφάνεια  φέρει  τρεις  άναγλυφάς  δίκην 
δοκών,  δύο  μεν  έκ  τών  πρόσω  προς  τα  οπίσω,  ύφ 
αίς    ίσταντο    οί   είρημένοι   πόδες,    μίαν   δε  μεταξύ 
έγκαοσίως    ζευγνυσαν   αΰτάς   και    κωλύουσαν  την 
πλάκα  να  ολισθάνη  προς  τα  πλάγια. 

Οί  πόδες  (είς  σώζεται  άρτιος  υψ.  0.72,  πλάτ. 
0.135,  πάχ.  0.74  -  0.88)  συνέκειντο  έκ  λευκοο 
τιτανόλιθου,  ΐ^ερον  δ'  έμπροσθεν  ραβοώσεις  κατα- 
ληγούσας  κάτω  εις  4  όνυχας  λέοντος. 


Γ 


1  l'ai 


%1 


!!®Ì=ilfìill^  siili  I  ^'■"■S"1 

IlBlBilBi 

Ji&iiJ!l^t|liLi^|llij=gij|||]ì 

^^€ll!li5alììlii^!ili!Ps^j;iS!!i 


ΙΙροσοψις. 


/.λΤμ.    </Μ 


Τομή  έν  τω  μέσω. 


ΚΛΕΟΔΑΜΟΣ       ΠΟΛΥ  §§  Ι    ΤΟΥΙΕΡΗΤΕΥΣΑΝΤΕΣ 
UAEQ  ΘΡΑΣΕΑ  Ε-.ΪΪΟ  Ι  Ν  Ai  APT  Ε  M  Ι  Τ  I 

Κλεοοαμο;      Πολυ[οίκ;]του      ίβρΥΐτίύταντες 
Κλ$[ώ]      Θρασε'α  [Δ]ε[(7ΐποίνα[ι]    Άρτέμιτι. 


Γράμματα  (ύψ.  0.02)  και  γλυπτική  τέχνη  τών 
προ  Χρίστου  χρόνων,  ί'σως  οέ  μέχρι  τών  αρχών 
της  2α«  εκατονταετή  ρ  ίδος. 

Στίχ.  1.  Το  μεγίστην  (κατά  τον  χώρον  και  τά 
σωζόμενα  γραμμάτων  ίχνη)  πιθανότητα  κεκτημέ- 
νον  όνομα  του  πατρός  είνε  ΠοΛνοίκτον  (άλλα  ονό- 
ματα, έν  οίς  καί  το  Ποίυενκτον,  είσιν  ήττον  πι- 
θανά). 


Στίχ.  2.  Μετά  το  co  του  ΚΛεω  αποφαίνονται  ώς 
γράμματος  r  ίχνη,  άλλα  ταύτα  δέν  με  έπεισαν 
αρκούντως  ώστε  να  συμπληρώσω  ΚΛεων.  Αλλως 
δέ  παράδειγμα  άνδρας  ίερατεύσαντος  μετά  της  γυ- 
ναικός 22  έγνωμεν  ήόη  έν  Λυκοσούρα  (έπιγρ.  Νικα- 
σίππου  άνωτ.  άρ.  5).  Προς  τοϊς  δυσι  τούτοις  ιερα- 


22  Περί    της   συντάξεως    (  ίερηζεύσανζες  )    πρβ.    χατωτερω    άρ.  13 
στ!/.  9-10  «  Πολυ/άρμου  χαί  Σακλέας,  et  ...  .  όια<ρέρονζες  ...  ». 


109 


ΛΓΚΟΣΟΙΤΛΣ    ]•:ΐΙ1ΠΆΦΑ1 


110 


τευσάντων  ζεύγεσιν  εχομεν  καί  δύο  έπιγραφάς 
(άνωτ.  άρ.  '3  καί  κατωτ.  άρ.  7),  αί'τινε;  φέρουσιν 
ανά  μίαν  ίέρειαν  μόνην  τούτων  ή  μέν  πρώτη  ήν, 
ώς  είδομεν,   έγγαμος,   πιθανώς  δέ   και  ή  δευτέρα. 

'Επειδή  δε  προς  χρονολογίαν  τίθεται  το  όνομα  ί ι- 
ρέως  (κατωτ.  αρ.  5,  8,  9,  1.">)•';.  εικάζεται  8τι 
ύπήρ/εν  άεί  καί  ιερεύς  συνήθως  λειτουργών  αετά 
τή;  γυναικός  (άφ'  οδ  οή  καί  θεά  ήν  αφιερωμένος  & 
ναός),  ήτις  έπαύετο  άμα  τη  δι  οιονδήποτε  λόγον 
λήξει  της  ίερατείας  τοΟ  ανδρός.  Έκ  της  επιγρα- 
φής του  Νικασίππου  (άνωτ.  άρ.  5)  είκάζομεν  ετι 
περί  του  ιερέως  οτι  δέν  έφερε  διά  παντός  του  βίου 
το  αξίωμα  (στίχ.  14),  οτι  δμως  ήδύνατο  αύθις  να 
έκλέγηται  (στίχ.  1  «έπί  ίερέος  τάς  Δέσποινα;  το 
β'»)  Φαίνεται  οέ  βτι  έτηρεΐτότις  οπωσδήποτε  κλη- 
ρονομιά (υπό  γενική  ν  εννοιαν]  εν  τισιν  οίκίαις  ώς 
προς  το  αξίωμα  του  ιερέως  καί  ίεροφάντου  (στίχ. 
9  έξ.  καί  κατωτ.  άρ.  13  στίχ.  8  έξ.).  Έκ  της 
αυτής  τοο  Νικασίππου  επιγραφής  φαίνεται  ότι  τα 
τέκνα  των  ιερέων  μετεϊχον  λειτουργίας  τινός  εν 
τακταϊς  έορταϊς  της  Κόρης  (στίχ    II)24. 

Περί  της  Αρτέμιδος  άναμιμνήσκομεν  τα  υπό 
Παυσανίου  έν  τοις  περί  Λυκοσούρας  λεγόμενα 
(XXXVII•  πρβ.  XXXI). 

[Δεο]ποίναι,  εΰρηται  έν  Cavvadîas  Fouilles 
d'Épidaure  άρ.  42. 


"i      -.:':     χριθ.  Β] 

Μ//.;  λευκοΟ  μαρμάρου  απλή  ävtu  κόσμου. 
Τψ.  0.058,  πλάτ.  1.45,  πάχ.  0.76  .  Τεθραυ- 
σμένη  εις  Ί  τεμάχια  ήγουν  :ί;  έν  έμπροσθεν,  έφ' 
οδ  χαι  ή  επιγραφή,  καί  τρία  όπισθεν  χύτοΟ,  ών  Ιλ- 
λείπει  το  δεςιόν. 

Ευρέθη  ίν  T'y  σηκώ  τον  /αοΟ  της  Δεσποίνης 
(αντικρύ  τον  νοτίου  θυρώματος  επί  του  ψηφιδω- 
τού) τά  γράμματα  έχουσα  ορθώς  προς  βορρδν. 

ΑΙΝΗΣΩίΐΓΑΣΙΠΠΟΥΙΕΡΗΤΕΥΣΑΣΑ 
Αΐνησώ      Ερ  χνΐππου   ίιρητ(ύσασα. 

II  άνω  επιφάνεια  εΐνε  λεία.  II  κάτω  εΐνε  ώαό- 
τερόν  πω;  είργασμένη,  φέρει  όε  κατά  τα;  τρεϊς 
σωζομένας  γωνίας  Γχνη  τινά  σφυρηλατήσεως  ιδιαί- 
τερα (τοιαύτα  βεβαίως  ίιπήρχον  καί  *πί  του  απο- 
λεσθέντος 40u  άκρου),  ές  ών  εμφαίνεται  ότι  ή  πλαζ 
έστηρίζετο  έπί  τεσσάρων  τετραπλεύρων  δοκών  Γ,τοι 
ποδών  πάχ.  0.14-0.20).  κατά  τά  σημεία  ίέ 
ταΟτα  της  κάτω  επιφανείας  είσ'ι  χάριν  τη;  οικείας 
των  ποοών  κατατάξεως  κεν- αραγμένα  λιθοξοικά 
γράμματα  Λ  Ι  [θ]  Ο  (υψ.  γραμμ.  0.035-0.015) 
κατά  τον  εξής  που  τρόπον 


"Αλλης  ίσου  που  μεγέθους  τραπέζης  μετά  πα- 
ρεμφερών έξον-ών  κάτω  ευρέθη  πλάξ  δι/α  τεθραυ- 
σμένη  καί  ελλιπής  δεξιά.  Ή  έμπροσθεν  επιφάνεια 
εΐνε  ωσαύτως  ελλιπής  πλην  τοο  δεξιοΰ  μιρους, 
δπου,  ώς  διακρίνεται,  ύπήρχεν  δμοιον  τοις  ανω- 
τέρω είρημένοις  άνΟέμιον  άντιστοί/ως,  εννοείται, 
ύπήρχεν  έτερον  έπί  του  αριστερού  άκρου,  πιθανώς 
Οε  καί  ή  πλαξ  αύτη  εφερεν  έπιγραφήν  έμπροσθεν. 
Επί  της  όπισθεν  επιφανείας  αντιστοίχως  τω  έμ- 
προσθεν σωζομένω  (άριστ.)  άνθεμίω  ύπάρ/ει  πα- 
ρεμφερής έξοχη,  άλλ 'άνΟέμιον  πιθανώς  δέν  υπήρχε. 

Πρβ.  καί  εξής  αριθ.  7. 

23  Ai  υπ'  αριθ.  S  καί  9  δυο  έπιγραφαί  φέρουσιν  έκατέρα  τό  όνομα 
τοϋ  Λαμύλλου,  ανάγονται  όμως  πιθανοίτατα  εις  τό  αυτό  έτος,  διο'τι 
χαί  τό  σχήμα  των  βάθρων  καί  ή  γραφή  είσι  παρεμφερή,  δι'  αυτών  Οέ 
τιμώνται  αδελφός  καί  αδελφή. 

2ί  Τό  Κορειτήα  (  στίχ.  1 1  )  έγένετο  πιθανώς  κατ'  άναλογίαν  τοϋ 
ίερηζεόυι-ίεραζεία  (πρβ.  ίερεχιείας  CI. G.  Add.  3641  b  στ•'/  36) 
έκ  ρήματος  χορητεύι.•).  Ανάλογον  "σως  Οά  ητο  καί  τό  χυριτεία  έν  τή 


■J./•/.  mL'j.i..-j 


Αναγινώσκων  ώς  ανωτέρω  τά  γράμματα  συνε- 
πλήρωσα  κατ  είκασίαν  τό  3G/  μετά  της  γωνίας 
του  λίθου  ελλεϊπον. 

Τά  γράμματα  της  κυρία;  επιγραφής  (ΰψ.  0.03) 

Άνδανίας  επιγραφή   (  Üittenberyer  Sylloge  LDSCr.  graec.    άρ.  388 

στί/.  73)   £ν  μ»,  j-r,p/iv  αυτόθι  /.αϊ  τό  jfopf ία  (στίχ.  97). 

2S  Τά  μέτρα  θεωρούνται,  ω;  πάντοτε,   έκ  της  έμπροσθεν   ενεπίγρα- 
φου στενί,ς  επιφανείας. 


Ill 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 


112 


και  τά   της  κάτω  επιφανείας  είνε   ρωμαϊκών  χρό- 
νων, νεώτερα  των  του  Κλεοδάμου    (άνωτ.  άρ.  6). 

8  (πρβ.  αριθ.  9). 

ΒάΟρον  μικράν  ii":pé.Tikiup<JV  λευκού  τιτανόλι- 
θου. Τψ.  1.22,  πλάτ.  άνευ  του  κόσμου  0.27, 
-y.y .  0.37.  Ευρέθη  έν  τω  σήκω  τοο  ναού  της  Δε- 
σποίνης  ώς  1  1/.2  μετρ.  προς  Β.  τοο  νοτίου  θυρώ- 
ματος.  Κόσμον  φέρει  άνω  και  κάτω  επί  τών  πλα- 
γίων επιφανειών  πλην  επί  της  οπισθίου  επιφανείας, 
ήτις  τραχύτερόν  πως  είργασμένη  ΰποοηλοι  δτι  το 
βάθρον  Ί'στατο  προς  τοίχω.  Έπ'ι  της  κάτω  επιφα- 
νείας πλησίον  δύο  αντικειμένων  γωνιών  φέρει  δύο 
μικρούς  τόρνους  ,  επί  δε  της  άνω  έτερους  πέντε 
χάριν  του  αγαλματίου. 

ΤΤΙΙΕΡΕΟΣ  λ  Α 

ΜΥΑΛΟΥ 
/      ΠΟΛΙΣΑΤΩΝ 
ΜΕΓΑΛΟΠΟΑΙ 
5  TAN 

ΓΑΙΟΝΙΟΥΛΙΟΝ 
ΛΑΚΩΝΟΣ 
ΥΙΟΝΚΡΑΤΙΝΟΝ 
ΔΕΣΤΤΟΙΝΑΙ 

Έ]πί   ιερε[ο]ς   Δχ- 

μύλλου. 
Ά    πόλις    ά    των 
Μεγαλοπολι- 
5  ταν 

Γάιον    Ίούλιον 

Λάκωνος 
•jIÒv    Κρατϊνον 
Δε^ποίναι. 


"Τψος  γραμμάτων  0.013-0.018  Το  α  έχει 
καμπύλην  μάλλον  την  μεταξύ  τών  σκελών  γραμ- 
μήν  του  ε  ή  μέση  κεραία  οεν  εφάπτεται  της  κα- 
θέτου. Οί  στίχοι  6  καί  8  φαίνονται  ώς  έπι  άπεξε- 
σμένων  γραμμάτων  έγλυμμενοι. 

Το  σχήμα  τών  γραμμάτων  μαρτυρεί  καθόλου 
τους  α.  Χ.  γρονονς,  τα  οέ  ονόματα  τοο  βάθρου  δ- 
ρί'ζουσί  πως  άκριβέστερον  τον  χρόνον.  Τον  Δάμυλ- 
λον    ειοομεν    έν  τη  Νικασίππου    επιγραφή    (άνωτ. 


αριθ.  5)  υίον  Ζευξία  έπιμελητήν 2G  έπι  της  β' 
ίερατείας  τοΟ  Νικασίππου  το  320ν  κατά  τον  Σεβα- 
στονετος.  Χρονολογίας  δε  υποτιθεμένης  της1  Ακτια- 
κης,  ή  ετέρα  τών  δύο  συνεχόμενων  ιερατείων  του 
Νικασίππου,  Ό  Όλυμπικός  ένιαυτός  (στίχ.  14-15) 
ην  έν  Όλυμπ.  195,1  ήτοι  τω  1η>  μ.  Χ.  έτει.  Ού- 
τως ή  προκειμένη  επιγραφή,  επειδή  έν  αύτη  δ  Δά- 
μυλλος  εΐνε  ιερεύς,  γνωστότερος,  άνευ  του  ονόμα- 
ματος  του  πατρός,  φαίνεται  ούσα  έ'τεσί  τισι  νεω- 
τέρα της  του  Νικασίππου . 

Μεταβαίνομεν  νΟν  έπί  το  όνομα  τοο  τιμωμένου, 
δστις,  ώς  έκ  τών  πρώτων  ονομάτων  εικάζεται, 
ανήκει  εις  τήν  οίκίαν  Εύρυκλέους27,  τοο  συγχρό- 
νου καί  φίλου  του  Αυγούστου28.  Της  οικίας  ταύ- 
της άνδρες  φέροντες  το  όνομα  Λάκων  μνημονεύον- 


27' 


έπι  Κλαύδιο 


δέ 


ται  δύο  (άνωτ.  σημ.  27  ),  δ  μεν  έπι  ΚΛαυΟιου,  ο  Οέ 
έπι  'Αδριανού.  Καί  τοο  μίν  πρώτου  δεν  φαίνεται  ων 
υιός  ό  ένταΰθα  τιμώμενος  Κρατίνος'  διότι,  τιθεμέ- 
νης της  ταυτότητος  του  επιμελητού  Δαμύλλου  καί 
του  Όι>.ωνύυ.ο^  ιερέως  ,  οί  χρόνοι  δεν  συμπίπτουσιν 
όμαλώς  προς  ύποστήριξιν  της  εικασίας  δτι  πατήρ 
του  Κρατίνου  είνε  ό  πρώτος  Αάκων.  ΤοΟ  δέ  δευ- 
τέρου Αάκωνος  ^ύνατο  νά  είνε  υιός  δ  Κρατίνος, 
αν  ύποτεθή  ώς  χρονολογία  έν  τη  Νικασίππου  επι- 
γραφή (άνωτ.  àptO.  5)  ουχί  ή  Άκτιακή  άλλα 
μεταγενέστερα  τις,  οίον  επιδημία  τοΟ  Αοριανοΰ- 
(πρβ.  άνωτ.  αριθ.  4).  Έ  πρέπει  δ  έπί  του  βάθρου 
Αάκων  νά  θεωρηθή  ώς  άλλος  τις,  άρχαιότερον  τών 
δύο  είρη μένων  καί  έγγύτερον  τοο  Εύρυκλέους  κεί- 
μενος. 

26  Οί  έπιμεληταί,  ώς  φαίνεται  έκ  της  επιγραφής  τοϋ  Νικασίππου, 
ήσαν  δύο,  έπεμελοϋντο  δέ  πιθανώς  καί  τών  μυστηρίων  καί  θυσιών 
(οτίγ.  15,  Παυσαν.  VIII,  37, S  «  μέγαρόν  έστι  καλούμενον,  καί  τε- 
λετών τεξδρώσιν  ένταΰθα,  καί  τη  Δεσποίνη  θύουσιν  ίερεΐα  οί  Άρκά- 
δεςοπρβ.παρ'  Άθηναίοις  C.I.A.  Suppl.  τοϋ  II  574  «  =  Ε  Α. 1892, 
σ.ΙΟΙ  εξ.  (Φ'ιΑιος).  'Εκεί,  ώς  γνωστόν,  έπιμεληταί  τών  μυστηρίων  κλπ. 
έ/ειροτονοϋντο  Οπό  του  δτ{μου  τέσσαρες  (  'Ap^TOTéXouc  Άθην.  Πολιτ. 
LVII  =  Άρποκρατ.  έν  λέξει  ),  άλλα  δύο  μεν  έξ  'Αθηναίων  απάν- 
των, εις  δέ  έξ  Ικατέρου  τοϋ  γένους  τών  Ευμολπιδών  καί  Κηρύκων 
Ι  C.I.A.  άνωτ.  iiid.,  Α.  Mommseii  Heortologie  σ.  240  εξ.,  Stengel 
Kultusaltert.,  έν  ìw.  υ.  Mueller  Handbuch  V  3  σ.  121-2,  Du- 
sult  Staatsaltert.2au'T.  IV  1.1  a.  247,  Ditlcnberger  Syll.  Inscr. 
Graec.  374  καί  386,  Töpffer  Att.  Genealogie  σελ.  78  έξ.  ).  Κατά 
Dittenbergcr  (  Hermes  XX  30)  ό  αριθμός  έν  τοις  τών  Διαδόχων  χρό- 
νοις  ήλαττώθη  κατά  δύο  (πρβ.   Töpffer  ανωτ.). 

27  Weil  έν  Mitth.  des  atli.  Inst.  1881  σελ.  10-20,  Foiicarl  έν 
Le  Bas  Még.  et  Pél.  245b  (Explications)•  πρβ.  ο  Γάιον  Ίούλ'ον• 
Λάκωνος  υίόν  Σπαρτιαπκόν  »  Cavvadias  Fouilles  d'Epid.  άρ.  197. 

28  Ό  Αύγουστος  έπεδη'μησεν  εις  Σπάρτην  τω  21  π.  Χ.  π  καί  Λα- 
κεδαιμονίους μέν  τοις  τε  Κυθιίροις  καί  τη  συσσίτια  έτίμησεν  »  Δίων- 
Κάσσ.  LIV,  7. 


113 


ΛΤΚΟϊΟΠ  Λ1    ΚΙΜΙΊ'ΛΦΛΙ 


11 


ί»  (πρβ.  αριθ.  8). 
ΙίάΟρον  ώς  το  προηγούμενον  (àpt0.8)  ΰψ.0.85, 
πλάτ.  Ü.2G-0.33,  πάχ.  0.34.  Ευρέθη  έν  τψ  σηκψ 

του  ναοϋ  προς  lì.  του  νοτίου  θυρώματος. 

Αϊ  πλάγιαι  έπιφάνειαί  είσΐ  παρεμφερείς  ταϊς  του 
είρημένου.  ΊΙ  κάτω  επιφάνεια  παρά  τήν  προσθίαν 
δεξιάν  γωνίαν  και  την  άντικειμένην  φέρει  άνά  ένα 
μικρόν  ζόρ^ον,  ή  δε  άνω  δυο  τύπους  τοΟ  (μή  ευ- 
ρεθέντος) χαλκού  αγαλματίου  καί  τρεΤς  τορμί- 
σκους  πέρις  προς  στερέωσιν. 

Τπο  το  γεΐσον  έμπροσθεν  επί  έξεχούσης  πέριξ 
(πλην  οπίσω)  ταινίας  οιονεί  έπιστυλίου  είσί  κε/α- 
ραγμένοι  οΕ  ούο  πρώτοι  στί/οι  της  έςής  επιγρα- 
φής, ύπ'  αυτούς  δε  έπί  του  σώματος  του  βάθρου 
οί  λοιποί. 

ΕΤΤΙΙΕ 

ΜΥΛΛΟΥ 


ΑΠΟΛΙΣΑΤΩΝ 
ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙ 
TAN 

ΙΟΥΛΙ  ΑΝΠΑΝΤΙ 
Μ  Ι  ΑΝΑ  Α  ΚΩ 
ΝΟΣΘΥΓΑΤΕΡ/• 
ΔΕΣΠΟΙΝΑΙ 

Έπί   ίε[ρέος   Δα- 

μύλλου . 
Α   πόλις   ά.   των 
Μεγαλοπολι- 

τοίν 
Ίουλίαν   Παντι- 
ρ.ίαν   Λάκω- 
νος   θυγατέρ[α 

Δεσποίναι. 


Τα  γράμματα  (ΰψ.  0.013-0.018)  εγράφησαν, 

ώς  φαίνεται,  ύπο  τοο  αύτοο  καί  τα  της  προηγου- 
μένης επιγραφής  τεχνίτου,  ει  καί  το  α  φέρει  ενια- 
ίου διάφορον  την  μεταξύ  τών  σκελών  κεραίαν. 

Έν  στίχ.  1  μετά  το  Ίε  υπάρχοντος  δλίγω  πλείο- 
νος ή  προς  τα  ελλείποντα  γράμματα  γώρου,  πιθα- 
νόν εΐνε  δτι  ή  άρνήθεν  ή,  σφάλματος  γενομένου 
ύπο  του  χαράκτου,  μετά  τήν  άπόξεσιν  άφείθη  μι- 
κρόν τι  κενόν  ή  συμπλήρωσις  όμως  συνάγεται 
βεβαίως  έκ  τής  επιγραφής  του  τής  Ιουλίας  άοελ- 
φοΟ  ,   περί  ου  ανωτέρω  (αριθ.  8). 


10 

Στήλης  αριστερό/  ήμισυ  τεμάχιον,κοινοΟ  λίθου 
Εμπροσθεν  φέρει  γεΐσον  μετά  ταινίας  ώ;  έπιστυ- 

έφ  /,;  ό  πρώτος  στίβος  τής  επιγραφή;•  τον 
αυτόν  κόσμον  έχει  καί  αριστερά  xai  οπίσω,  εννοεί- 
ται οέ  ότι  ει/ε  καΐοεξιά,  ήν  δηλονότι  ή  στήλη 
περίοπτος.  Το  ύπό  τον  .">'■•  στίχον  κκρον  τοΟ  λίθου 
φαίνεται  ώ;  αρτιον. 

Ύψ  0.315,  πλάτ.  «νω  0.26  κάτω  0  17), 
πάχ  0.12.  Ευρέθη  έν  τοϊς  άνωθεν  του  ΝΓαοΟ  της 
Δεσποίνης  έρειπίοις  εν  τη  δεξαμενή. 


ΑΓΑΘΗ 

ΕΤΤΙΙΕΡΕΓ 
TTHIOYAF 
ΤΟνΣΟΙ 
SOiTHI 


'  Αγαθή    Tvyr. 

Επί  1»ρί  ω;   Πομ- 
πηίου Άρ[ιβτοκρά- 

τους  ο!  [ u.e- 

νο[ι]   τηι 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896 


Τα  γράμματα  (οψ.  0.03     άπολήγουσι  σχείόν 
άνευ  ακρεμόνων.   Το  α  ώς  ανωτέρω  οηλοΟται  έχει 

οιττον  σ/ήμα. 

Το  όνομα  του  ιερέως  ύποοηλοΐ  ότι  ή  επιγραφή 
τυγχάνει  συγγενής  ούσα  τη  κατωτέρω  άρ.  11 
και  πιθανώς  αρχαιότερα  αυτής,  ανάγεται  ο'  ίσως 
εις  τους  περί  τον  Λδριανόν  χρόνους.  "Ισως  ο  ιε- 
ρεύς ήν,  ει  μή  πάππο;  Πομπηίου  του  της  Oôo- 
λοσσηνης  άνορός,  ες  αΓματος  συγγενή;  αυτή;. 

11 

Βάθρου  τμήμα,  λευκοΟ  μαρμάρου,  έχον  σ/ήμα 
σπονδύλου  κίονος  αρραβοωτου,  οίχα  τεθραυσμένον. 
Τψ.  0.9Ö,  διαμ.  άνω  μέν  0.3!•  κάτω  δέ  (1.405. 
Ευρέθη  iv  τω  προδόμω  του  ναοΰ  τής  Δεσποίνης 
μεταξύ  του  βάθρου  Αδριανού  [αριθ.  -Ί  και  του 
στυλοβάτου. 

Επί  της  ϊνω  επιφανείας  φέρει  τόρμον  έν  μέσω, 
έπί  δέ  της  κάτω  ωσαύτως,  αλλά  το  περί  τούτον 
εϊνε  ένεγλυμμένον  εις  σ/ήμα  ευρύτερου  τόρμου 
διαμ.  0.1Ö.  Τοιαυτην  κοιλότητα  καί  εν  μέσω  αυ- 
τής τόρμον  φέρει  καί  έπίχρανόν  τι  περιφερές  (κ) 
υψ.  0.25,  διαμ.  κάτω  Ο,'ιΠ.'ί  λευκού  μαρμάρου, 
εύρεθέν  ανεστραμμένον  (0.30  υπέρ  τήν  πλακο- 
στρωσίαν  έπί  χώματος    έμπροσθεν  του  βάθρου    Α- 

8 


115 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ   ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 


HO 


δριανοο  και  της  προς  τη  σωζόμενη  μαρμάρινη 
παραστάδι  κειμένης  βάσεως  κ  Το  έπίκρανον  τούτο 
φέρει  έπι  της  άνω  επιφανείας  (διαμ.  0.735)  4 
τόρμους  yapiv  του  αγάλματος  ,  έκ  λειψάνων  οέ 
τεσσάρων  ελλιπών  (ένεκα  της  έπειτα  στρογγυλώ- 
σεως)  γραμμών  κατά  τα  χείλη  συνάγεται  δτι  το 
έπίκρανον  ήτο  πρίν  τετράγωνον  (  είτε  κιονόκρανον 
είτε  έπίκρανον  άλλου  βάθρου).  Ή  δε  βάσις  κ  (υψ. 
0.245  λευκού  μαρμάρου)  ύποκάτω  μεν  (διαμ. 
0.645)  ούδένα  έχει  τόρμον,  άνω  δε  διάμ.  0.4~Γ> 
και  τόρμον  έν  μέσω.  Έάν  λοιπόν  πρέπει  να  άνα- 
παραστήσωμεν  το  βάΟρον  έκ  των  τριών  τούτων  λί- 
θων,  ώς  έν  τω  ένταϋθα  σχήματι  δηλουμεν,   ήτοι 


Τ 


3 


κ 


L 


έκ  της  βάσεως  κ,   τοο  ενεπίγραφου  κυλίνδρου   και 
του  είοημένου  έπικράνου  ν,  όπερ  πιθανώτερον,  ή  έαν 
πρέπει  να  ύποτεθη   ότι  ή  έλάσσων  επιφάνεια   του 
μαρμάρου  ν,  συνείχετο  μετά  της  κάτω  επιφανείας 
του  ενεπίγραφου  κυλίνδρου,  διότι  φέρουσιν  παρεμ- 
φερή,   ώς  είρηται,   τόρμον   και  εχουσι  την  αυτήν 
οιάμετρον,  τούτο  έώμεν  έπι  τοΟ  παρόντος  ανεςετα- 
στον    εννοείται  Οτι   έν  τη  δευτέρα  περιπτώσει  ελ- 
λείπει το  έπίκρανον,   μένει  άγνωστος  ή  θέσις  του 
βάθρου   και  υποτίθεται  πάλιν  Οτι  έγένετο  δις  χρή- 
σις  τουλάχιστον  του  μαρμάρου  V   το  τελευταΐον 
έν  τούτοις  συνέβη  και  άλλαχου   (πρβ.  αριθ.  3-4 
και  12). 

Ή  έπι  του  κυλινδρικού  μαρμάρου  κεχαραγμένη 
επιγραφή  έχει  ώς  έςής  : 


Α  Π  Ο  Λ  I  C 
ΑΤίυΝΜΕΓΛΛΟ 
ΠΟΛΕΙΤΑΝΚ  Α  ΙΑ 
TUUNAYKOYPA 
5      C  Ι  UU  Ν  Ο  YOAOC 
CHNH  Ν  noYCTAN 
OYOAOCCHNOYAPI 
CTOKPATOYCGY 
ΓΑΤΕΡΑΚΑιΠΟΜ 
10      ΠΗΙΟΥΔΑΜΑΙΝΕΤΟΥ 
TYNAIKAAPETAC 
ΕΝΕΚΕΝ 

Ά  πόλις 
ά   των   Μεγαλο- 
πολειτάν   και   ά 
τών   Λύκου ρα- 
5  σίων   Ούολοσ- 

σηνην    Π(ο)νστατ 
Οΰολοσσηνοϋ    Άρι- 
στοκράτους  θυ- 
γατέρα  καί   Πθ{χ— 
10  πηίου   Δαριαινέτου 

γυναίκα  άρετας 
ένεκεν. 

Έδημοσιεύθη  μικροΐς  γράμμασιν  έν  ΔεΛτ.  Aç- 
χαιοΛ.  1890  σελ.  44  αριθ.  2  ουχί  ορθώς  (πρβ. 
και  παροράματα  αύτ.  σελ.  183). 

Τα  γράμματα  (Οψ.  0.02-0.025)  έν  αρχή  καί 
τέλει  τών  στίχων  άντιστοιχουσι  καθέτως,  ώς  α- 
νωτέρω δηλουται29•  του  π  ή  άνω  γραμμή  έν  γέ- 
νει εξέχει  ολίγον  τών  ποδών. 

Στίν.  6.  Το  ο  του  ονόματος,  το  μεταξύ  Π  καί 
υ,  ένεσφηνωμένον  κατόπιν  είνε  πολύ  μικρόν  (υψ. 
0.009)  καί  ισχνόν.  Όνομα  τοιούτον  δεν  αναγρά- 
φεται παρά  Pape  (ούτε  μετά  του  ο  ούτε  άνευ  αυ- 
τού)• υπό  Πολυαίνου30  μνημονεύεται  Πνοτα.  Ή 
ενταύθα  τιμώμενη  ανάγεται  εις  μεταγενεστέρους 
χρόνους,  πιθανώς  εις  τήν  2αν  μ.  Χ.  εκατονταετη- 
ρίδα  (πρβ.  ανωτέρω  αριθ.  10). 

29  Έν  tfj  αναγραφή  τών  κεφαλαίων  πειρώρ,αι  «61  να  τηρώ  χατα 
τό  δυνατόν'  τήν  έν  τω  λίΟω  χάΟετον  άντιατοιχίαν  τών  γραβατών 
προς  τά  υποχείρ.ενα  ή'  υπερκείμενα  χαί  μάλιστα  οπού  αν  ή  επιγραφή 
τυγχάντ]  λελωβημένη,  οϋτω  δε  τότε  ευκολύνεται  χαί  ή  περί  τήν  Ιχα- 
στα/_οϋ  συμπλήρωσιν  μελέτη  τοϋ  άναγνώστου. 

30  Πολυαίνο«  Στρατηγ.  VIII,  61.  Παρ'  ΆΟηναίω  578«  χαί 
593°  ή  αυτή  γυνή  (ερωμένη  Σέλευκου  Β')  λέγεται  Μύστα. 


117 


ΛΤΚΟΣΟΠ'ΛΣ    Κ11ΙΓ|•ΛΊ•.\1 


MS 


1*  μάτων  τών  δύο   επιγραφών.    Κατά  ταύτα   ή  προ- 

Βάσις  κοινού  λίθου   περιφερής   τοιόνδε   έχουσα         κειμένη  επιγραφή  φαίνεται  μεν  αρχαιότερα  τήςτοΟ 
σχήμα:  Σάωνος,   ουχί  ο:  και  των  κρνών    τής  6   μ.  Χ 

κατονταετηρίδος. 

\  0  γενεαλογικός  πίνα!;  τών  ονομάτων    Ιστιν  ό 

\  έξης: 


"Τψ.  0.34,  διάμ.  μείζων  0.1)(>5,  έλάσσων  οέ 
0.515.  Τόρμον  ούδένα  φέρε'-,  ούτε  άνω  οΰτε  κάτω. 
Ευρέθη  έν  τω  προδόμω  τοΟ  ναοΟ  -αρά  τον  ΝΑ. 
κίονα. 


Δημοφώ  / 

J 

Νικίππα 

_L 

Ι 


καί  —  ινόφιλος 


_ΕΝθφΙΛθΣΔΑι 
,.  ,ΟίΝΙΚΙΠΠΑΝΔΗΜοφΩΙ 
s ΓΡΟΣΜΑΤΕΡΛΛΝΕΘΗΚΑΝΘΕ 

και  Ξ]ενό<ριλος  Δα[μύλλου  ; 

[iânxbr  κ;]ιο[ι]  Νικίππαν  Δημοφώ[ντος 
ταν  τοϋ  πκτ]ρος  ματέρα  άνε'Οηκαν  θε[αι  ; 


Τα  γράμματα  (ύψ.  0.02)  φέρουσιν  άκρεμόνας" 
το  θ  έλλειψιοειδές,  το  δε  ο  μικρότερον  (διάμ.  0.01). 

Ή  επιγραφή  επί  της  μείζονος  των  έπιπέοων 
επιφανειών  παρά  το  χείλος'  άνωθεν  τοο  1ου  στί- 
χου πιθανώς  δεν  ύπήρχεν  έτερος.  Ή  ενεπίγραφος 
επιφάνεια  είνε  άπασα  ουχί  λείως  είργασμένη  (το 
παρά  τα  χείλη  εινέ  πως  ολιγώτερον  τραχύ  ή  τα  έν 
τω  μέσω). Ό  λίθος  ην  τ,ροτζρον  αίρος  (ορθοστάτης) 
βάθρου  αγάλματος,  εις  ο  και  ή  προκειμένη  επι- 
γραφή αναφέρεται ,  τότε  δέ  ,  ώς  φαίνεται ,  είχε 
σχήμα  'ztxpi-tz'kvjpov  (οίον  λ.  χ.  δ  έτερος  λίθος  του 
$ΰΑρου  ΆδριανοΟ  αρ.  4)  έχων  έμπροσθεν  τήν  ένε- 
πίγραφον  έπιφάνειαν  έπειτα  όμως  οια  λογον  τίνα 
περιελΟών  εις  άχρηστίαν  (πρβ.  αριθ.  3-4)  έστρογ- 
γυλάνθη  κολοβωθείσης  άμα  και  της  επιγραφής  κατά 
τάκρα.  Έπί  τοΰ  λίθου  δε  οΰτω  τεθέντος  ώς  βάσεως 
(της  επιγραφής  προς  τήν  γήν  πρανούς  βλεπούσης) 
έστάθη  ίσως  δ  κατωτέρω  (αριθ.  13)  τοο  Σάωνος 
κύλινδρος,  ου  ή  κάτω  διάμετρος  ισούται  τη  της 
ελάσσονος  επιφανείας  του  παρόντος  λίθου.  Γήν  εί- 
κασίαν  ταύτην  επιτρέπει  και  το  σχήμα  τών  γραμ- 


Tò  έν  στίχω  Ιν  όνομα  ουνεπλήρωσα  Δαμ,νΑΑου 

έκ  τών  ανωτέρω    αρ.  •">,  Η  καί  9    και  δια  τον  χώρον. 

Εννοείται  ότι  δύναται  και  δι  άλλου  ονόματος  άπο 

Ja  αρχομένου  νά  συμπληρωθη,  οίον  άαμο<ρωντ<Κ 

έκ  του  ονόματος  του  πάππου  αυτού  καιπερ  οια  του 
//  γραφομένου.  Λέν  φαίνεται  πιθανόν  ότι  ή  οίκια 
εινε  συγγενής  τή  τοο  Μεσσηνίου  τεχνίτου  τών 
μεγάλων   αγαλμάτων . 


13 


Βάθρον  λευκού  ύποκυανίζοντος  μαρμάρου  έχον 
σχήμα  σπονδύλου  άρραό'οώτου,  άνευ  κόσμου'  τόρ- 
μον ούτε  έπ'ι  τής  άνω  επιφανείας  φέρει ,  ούτε  έπ'ι 
τής  κάτω.  Τψ.  0.60,  διάμετρ.  άνω  περ.  0.50, 
διάμ.  κάτω  0.515.  Ευρέθη  έν  τω  προδόμω  του 
ναού  τή;  Δεσποίνης  πλησίον  του  βορειοτέρου  τών 
όύο   σωζόμενων  κιόνων. 

Ό  λίθος  εινε  τραχύτερόν  πως  είργασμένος, άμε- 
λέστερον  δε  έπί  τής  άνω  επιφανείας.  ΕνιαχοΟ  καί 
έπί  του  ενεπίγραφου  χώρου  οπάρχουσιν  αοαθεΐς 
τίνες  κοιλότητες  έκ  βλάβης  προελθοΟσαι  προ  τής 
χαράςεως  τής  επιγραφής,  έπ  αυτών  δέ  και  έχα- 
ράχθησαν  τά  αυτόθι  συμπίπτοντα  γράμματα. 

Ή  επιγραφή  καταλαμβάνουσα  περ.  το  πρόσθιον 
ήμισυ  καθ'  άπαν  σχεοόν  το  6ψος  τοϋ  κυλινδρικού 
υ.αρμαρου  έχει  ωοε 

31  Τά  V/νη  τοϋ  πρώτου  γράααατο;  toj  ϊτίχου  2    8iv  çïi/ονται  ότι 
£;νε  γράμματος  r. 


119 


ΛΤΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΛΦΑ1 


ζ 


ν\    >  2    ai 

w  ζ  ζ-ο-ι•-^ 

χ     ω  Ο     ^     _<     Ι     w     W     t     χ     ο     Ζ     !Î    Χ^  -    - 


< 

Ι 

2 

t 

Ι 

Σ 

< 

ο 

< 

1= 

< 

W 

Ζ 

Ι 

ο 

h 

< 

< 

χ 
< 

ηΗ-^η^-•_ς 


^1 


^    <    ω>    ζζ    J    <θ    w    ^?    ζ    h    S 

S5£°22og*o5?x    =    ?ci 

"  Ο    ι     ^    <    <  Ο     ,    t    h     h     ζ     > 


LU 


οχ          °  ί    ί:    <  ^    Ζ    J  Ζ  <    ^  Ο  ^    Ν    <  Η 

°    Η          <  ^    ίί    ο  ^  .ί  ο  ;    ,  t  Ζ    0    ,  ζ 

LU-Θ-                ^<•  ^      -C  ^  LU      ...  >      ^  UJ                Ο  <•                          -^  < 

Ο  ai     ο.     \γ,  m  Χ 


:     L     ij     ο     ^     >     ί     Ι     <     <     <     -     <  < 


<  <        <>owiCD<o|-><^i<G<z  Q-< 

^NZzZOSo«Nt(Ow5iN^UJ<<o  > 

°-Gc!<Tt^uj>uJoOw^->0Hz|_  ^     0 

0ι«^Σιςοη^ζι<]ιν^<ο;,~  z0 
_<uJ-Zc,>N<a,0<m^<Oz^G 

°  <  5  S  <  g  S  ?  2  S  S  S  ï  -  >  <  <  S  ï  h  ο  <  z 

<  -  ί  s  ί  S  J  |  3  s  ;  ï  t  S  ;  =  <  ■  :  <  5  ?  w  :  < 

-  2  ï  î  î  S  2  g  s  ■  r<  a  s  ;  s  |  g  »  ί  : .  ;  :  : 

<  "      2  <  S  g  l  ï  2  g  ?  s  "S  «  z  ς  <  *  c  z  - 


<m2^Q-ZLUuj^Wû.^<Iaj^Z  <  m 


*   -   -   5   I   S   ■=   £  «   ï   <   L   ν   <-   κ        - 

2<  -     t    <     -     J     G     z     <    -     >     Ε    θ    Ο     "     h     ω  0<s 

W      LU  ^       <       <       t       L       0       z      t      ^       %       <       -       z       χ       -       Ul 

;     i < s  5  ï  3  ï  5  S 55<Eoh ° « 

n  HLL,^|_zUJ_<z<ciwni-w<-^ 

Wi=lzG<|-0>XQ.i<-a<0 

H  ai     <     H     ai     l•-     *i     ai     t     w     <     ι     |-     w     Ο     <     <     φ 

10  Ο  1Λ  ο 


120 


121 


ΛΥΚΟΣΟΤΡΑΣ   ΒΠΙΓΡΑΦΑ1 


122 


Oi    Αχαιοί 

Σάωνα  Πολυ/άρμου  και  Σακλέας  Μεγαλοπολείτην 
τον  Ιεροφάντην  των  Μεγάλων  (-)εών  δ;»  σωφροσύνην  κ?.•,  τήν   ίλλην   ϊ;:τ<•./ 
ψήφισα«  Ά  ν  αιών, 
δ     Έστρατήγει  των  'Αχαιών  Κλαύδιος  Τείμανδρος'  ά  εδοξε  τοις    A/roi;.    Πομπήιο; 
Άπελλας  είπεν  επειδή  Σάων  1Ιολυχά;μου  Μεγχλοπολείτης  ΙνανΥΟς  τετι/εύ- 
τηκεν,  άνηρ  και  δ•.ά  γένος  και  δ•.ά  τήν  τοϋ  βίου  προχίρεσιν  où  μόνον  in!  -ή;  χντο  J    -ν: 
έν  τοϊς  πρώτοις,  άλλα  και  παρά  τοις    Ελλησιν  επίσημος,  γίγονώς  μεν  άπα  των  πρώτως  χτμ  -Οι-./• 
των  Μεγάλων  θεών  παρά  τοις  Άρκχσι  συστησαμένων  ίεροφχντών,  παις  δ  ι    Πολύν  i     im     καΐ  ->- 

10      κλέας,  οι  και  σωφροσύνη  και  τη  περί  τους  θεούς  Θρησκεία  καί  σιμνότητι  διαφέροντες 

ετι  νϋν  εϊσιν,  ρώμη  δέ  και  κάλλει  σώματος  έπ'  άκρον  έληλχκώς,   άπο  te  νοημάτων  καί  -/•, 
πολλά  πολλ[ά]κις  ευ  πεποηκώς  και  τους  ενδοξότατους  των    Ελλήνων  Ιν  ύποδο/αϊς  μ 
συνόλως  ταΐς  κατά  ψυ^ήν  άρεταϊς  ούΟενός  τών  πολειτών  δι'  ά  πάντα  Οίδόγθαΐ  τοί; 
Άχαιοϊς  παραμυΟήσαοΟχι  μεν  τους  γονής  αύτοϋ,  τετειμησθαι  δε  τον  κατοιγόμινον 

15      ήρωα  τειμαϊς  ταίς  άρίσταις,   άναστησαι  δέ  και  εικόνας  αύτοϋ  χαλκέας  tv  τοί;  κοινοί; 

της   Ελλάδος  πανηγυριστηρίοις  Όλυμπίασι  και  'Ισθμοί  και  Νεμέα  καί  έν  tvj  πχτρίδι  ίτού- 
σας  έπιγραφήν  :    Σάωγα  ΠοΛυγάρμου  xal  ZaxJliac  ΜεγαΛοτιοΑΒίτητ  oi  'Arai- 
οι  τον  uço<f('iYTi\y  τών  MsydJlar  <9ίώ<•  Λα  oiùypottin\r  χπ'ι  τ/μ-  âXÀr\y 
άρετητ,  δ[π]ως  ö  τε  μετηλλανώς  κατ'  άςίαν  πεποημε'νος  φαίνηται.  οϊ  τε 

20      [άλλ]οι  πάντες  "Ελληνες  δια  την  τών  'Αχαιών  περί  τους  καλούς  και  αγα- 
θούς έπιμέλειαν  προθύμως  ini  τον  κατ'  άρετήν  βίον  τρέπιυνται. 

TÒ  άνάλωμα  [ί]ς  τόν  ανδριάντα 
παρέσχεν   ή   γυνή   αύτοϋ  Άριστό- 
κλεια   Σάωνος. 


"Γψος  γραμμάτων  τοϋ  μεν  1ου  στίχου  ώςθ.03, 
τών  δέ  έξης  περ.  0.015  και  τών  τριών  τελευταίων 
0.02.  Τα  γράμματα  (στενά  καί  επιμήκη,  το  θ 
καί  ο  έλλειψιοειδή  )  καί  ή  γραφή  τίνων  λέξεων 
μαρτυρουσι  καί  άνευ  άλλων  ενδείξεων  μεταγενε- 
στέρους χρόνους,  τους  περί  τα  τέλη  της  2α?  μ.  Χ. 
εκατονταετή  ρ  ίδος  (πρβ.  άρ.  12  καί  14). 

Το  α  μέχρι  μεν  της  έν  στίχ.  7  λέξεως  γένοα 
γράφεται  Α  μετά  προεκβολής  (έν  γένει)  τών  εις  γω- 
νιαν  συμπιπτουσων  μέσων  γραμμών,  μετά  οε  την 
είρημένην  λέξιν  έως  τέλους  ώς  έπί  το  πλείστον 
Α,  ήτοι  μετά  λοξής  γραμμής  αρχομένης  άπο  του 
άκρου  σχεδόν  του  αριστερού  σκέλους  καί  ανιούσης 
προς  το  μέσον  του  δεξιού  σκέλους  ή  εστίν  ό'που 
μετ'  εγκάρσιας  ήτοι  συνήθους.  Τοϋ"  μ  τα  σκέλη 
εϊνε  ανοικτά,  προεκτεινόαενα  οέ  έςεχουσι  κατά  τά 
άνω,  ήγουν  αϊ  δύο  μέσαι  αύτοϋ  κεραϊαι  οέν  άρ- 
χονται άπα  του  άνω  ν.γ.ρου  τών  σκελών,  αλλ  ό- 
λίγω  κατωτέρω  Το  y  ώς  έπί  το  πολύ  εϊνε  λίαν 
στενον  καί  έχει  την  λοξήν  κεραίαν  ουχί  άπ  αυτών 
τών  άκρων  σκελών   φερομένην   άλλα   πλησίον  αυ- 


τών έν  λέξει  έταοζοτάτσυς  ""'•/.•  '  ~  •  ^ν  fi  κα'• 
λίαν  άλλήλοις  πλησιάζουσι  τά  σκέλη  τοϋ  γ,  παρε- 
λείφθη  υπό  του  χαράκτου  ή  λοξή  γραμμή  τον  .■ 
Τοϋ  ω  έχάτερον  τοϋ  τόξου  το  άκρον  άπτεται  συνή- 
θως τοϋ  μέσου  της  οικείας  κεραίας.  Το  σ  τοϋ  .τρώ- 
rotç  έν  στίχ.  8  γράφεται  C. 

Στίχ.  11-12  μετά  το  νην  παρελείφθη  υπό  του 
χαράκτου  το  nòliv  ίσως  δια  την  ομοιότητα  τών 
λέξεων  ή  πατρίδα    [πρβ.  στίχ.  7   nazpiâoç). 

Στίχ.  13  δια  τον  αυτόν  ϊσως  τής  όμοιοτητος 
λόγον  εν  τΐ  οράσει  <•ί•δει•ΐ>ς  ran•  τίοΛειτων  ~y.ii/  :•.- 
φθη  ΰπο  τού  χαράκτου  ή  λεξ'.ς  έΛΛείπων  συγ- 
γενή εϊνε  τά  vffzepoç,  δεύτερος,  ήττων  κλπ.  . 

Στίχ.  L6  παντ\γυρι,θν~ρίοΐ£'  λέςις  τέως  άγνω- 
στος [έν  αριθ.  14  κατωτ.  το  κοινον  -«r/J-ivoiç). 
Ουδέ  δ  ούτω  πολλαχοϋ  τιμώμενο;  ευρέθη  άλ>  α- 
χοϋ,  όσον  γ    έμέ  εΐδέναι,  εν  έπιγραφαΐς. 

Στίχ.  17-19. Ή  οριζόμενη  των  χαλκών  εικόνων 
επιγραφή  «,Γάωηι  —  άρ«ήπ>  εϊνε  όμοια  τοις  έν 
άρχη  τήςπαρούσης  επιγραφής  άναγραφομένοις. π>  rjv 
ότι  ή  τών  λέξεων   οι    Αχαιοί  θέσις  εϊνε  διάφορος. 


123 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ   ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ 


124 


Στίχ.  19-20  οι  τε  \3ΛΛ\οι  πάντεο.  "ÊXÎrjreç. 
Καθόλου  απλώς  λεγόμενον,  γενικώτερον  του  Α- 
χαιοί [âtà  τήν  τών  Αχαιών  ....  έπιαε.Ιειαν). 
Περί  της  διακρίσεως  των  προ  τοΰ  'Aopiavoö  και 
των  έπ'  αύτου  Πανελλήνων  καί  των  εδρών  Αρ- 
γούς και  'Αθηνών  δρα  Keil  Syll.  inscr.  Boeot. 
XXXI  =  Bull,  de  Coir.  hell.  XII  305  έξ.,  Fou- 
cart  tv  Le  Bas  Még.  et  Pél.  319.  Hertzberg  Gesch. 
Griecl).  unter  d.  Herrsch,  d.  Borner  I  a.  510, 
C.I. A.  Ill, 18,  Mommsen  Rom.  Gesch.2  5,  242  εξ. , 
Swoboda  Gr.  Volksbeschlüsse  σ.  32,  196  (πρβ. 
σ.  137  έξ.,  92,  καί  Li  ν.  XXXI,  25),  Brandis  έν 
Pauly  -  Wissowa  Beai  -  Encycl.  λέξ.  Achaia 
σ.  196-7   (πρβ.  Cavvadias  άνωτ    αριθ.  203-4 

«  Ayaioi  και  Βοιωτοί »    καί  «  Παναχαικω 

συνεδρίω  »  204  στί/  8),  Dittenberger  μ.  Pur- 
gold Inschriften  von  Olympia  σελ.  134. 

Στί/.  8-9.  Περί  τών  τ.ρώζο^  τήν  τελετήν  τών 
Μεγάλων  θεών  Μεγαλοπολίταις  καταστησαμένων 
πρβ.  Παυσαν.  VIII,  31,  7 3'2.  Του  έκεϊ  Σωσιγέ- 
νους  ίσως  εκγονος  είνε  ο  έν  Excavations  at  Mega- 
lopolis 1890-91  έπιγρ.  VIII  Β  Σωσιγένης,  σύγ- 
χρονος θεαρίδα  ου  μνείαν  έποιησάμην  έν  Έφημ. 
Άρχαιολ.  1895  σελ.  27233.  Δεν  εινε  αδύνατος 
καί  ίίπαρξις  συγγενείας  μεταξύ  τών  οικιών  Σωσι- 
γένους  και  τών  έν  τη  προκειμένη  επιγραφή  Σάω- 
νος  Σακλέας  καί  Σάωνος  (στίχ.  24). 

Περί  της  έν  Μεγαλοπόλει  τελετής  γινώσκομεν 
παρά  Παυσανίου  (Vili,  31,  7),  οτι  τα  έκεϊ  δρώ- 


μενα 


ήσαν  των  εν 


Έλε 


υσ'ΐνι  μιμηματα.    Τα  κατά 


τήν  περί  ιούζου  συνάφειαν  Μεγαλοπόλεως  καί  Αυ- 
κοσούρας  (πρβ.  άνωτ.  αριθ.  8  σημ.  26)  ατε- 
λώς γινώσκονται34.  Έκ  της  παρούσης  επιγραφής 
βλέπομεν   οτι  τω  ίεροφάντη   οέν  έπεβάλλετο  άγα- 

32  Παρά  Παυσανία  αύτο'Οι  μεταξύ  τοΰ  σφίσιν  καί  μεγεθει  συμ- 
πληρωτέον  έκρινα  ένεκα  της  δευτέρας  ταύτης  λέξεως  ί'σωςπαραλειφθέν 
(  χαί  κατά  τό  έν  Παυσαν.  VIII  37,  8)  μέγαρον  (  πρβ.  οίκημα  VIII 
31,  6-7  χα!  πρόλογον  της  Τευβνερείου  ε'κοο'σεως  Sciti/bari  1883  1ν 
τώ  οικείο  τόπω).  'Ασμένως  έπειτα  παρετήρησα  οτι  καί  οί  Sclilibart 
χαί    Walz  έν  τη  έκδόσει  τοΰ  1839  προτιμώσι  μέγαρον. 

33  Σημειωθήτω  ένταϋθα  ό'τι  δια  τών  επιγραφών  Dittenberger 
und  Purgold  Inschriften  von  Olympia  αριθ.  46  (όπου  χαί  «  [τό 
ιερόν  τ]οϋ  Διός  τοΰ  Λυκαίου»•  πρβ.  αύτ.  σημ.  σελ.  90)  χα!  Cavva- 
dias Fouilles  d'Épid.  αριθ.  172  καί  172"  έπιρρώννυνται  α'ι  έν 
'Εφημ.  Άρ'/αιολ.  1895  σελ.  271-74  περί  της  τοΰ  ιστορικού  Πολυ- 
βίου οικίας  έξενεχθεΐσαι  εϊκασίαι  ημών. 

Μ  Άνωτ.  άο.  5  στ.  30  Εξ.  φέρεται:  «άνενενκάτωσαν  δέ  ο!  έπιμεληταί 
τό  ψάφισμα  τό  γραφεν  εις  τό  γραμματοφυλάκιον  τό  έν  Μεγάλαι  πό- 
λει».   Πρβ.  άλλως  'Αθήνας  κα!  Ελευσίνα, Ώρωπόν  καί  Άμριάρειον. 


μία  (στίχ.  23) 3δ  καί  οτι  δ  Σάων  κατείχε  πιθανώς 

το  αξίωμα  κατά  γε  τα  τελευταία  του  βίου  (πρβ. 
ο  τον  ίεροφάντην  »  στί/.  3  καί  18)  ήγουν  οτι  άπέ- 
θανεν  ίεροφάντης  ών  zoQzo  δε  άγει  ήμί.ς  νά  είκά 
σωμεν  οτι  το  αξίωμα  κατείχετο  ύπο  του  ίεροφάν- 
του  μέχρι  θανάτου  36.  Οτι  δε  περιήρχετο  εις  μέλη 
της  αυτής  οικίας  μανθανομεν  έκ  τών  στίχων  8 
καί  9.  Έν  τούτοις  περί  ίεροφαντίας  τών  του 
-ιάωνος  γονέων,  ών  άλλως  εύφημοτάτην  ποιείται 
το   ψήφισμα   μνείαν,   ουδείς  γίνεται  λόγος'    τούτο 


λ. 


,r    it 


κατανοείται  υποτιθέμενου  Λ.  γ.  οτι  τις  ες  αίματος 
θείος  του  Σάωνος  ίεροφάντης  προ  αύτοο  γενόμενος 
άπέΟανεν  άπαις•17.  Οτι  δέ  δ  πατήρ  αύτοΟ  δεν  λέ- 
γεται ίεροφάντης,  τούτο  πείθει  ημάς  μάλλον  οτι 
το  αξίωμα  πιθανώς  κατείχετο  υπό  του  αύτοο  αν- 
δρός άπα  της  άναρρήσεως  μέ/ρι  θανάτου,  ήτοι  ην 
τό  λεγόμενον  ίσόβιον  διότι  άλλως  έόύνατό  ποτέ 
καί  δ  Πολύναρμος  νά  κατασταθή  καί  δή  αναγραφή 
εν  τω  ψηφισματι  οιαρρηοην  ιεροφαντης  J8. 

Περί  δέ  της  έν  ρωμαϊκοϊς  χρόνοις 3ί)  άπαντώσης 
ίερωνυμίας  oùùïv  οιοασκόμεθα  νέον  έκ  της  προκει- 
μένης επιγραφής"  οιότι  αναγράφεται  μεν  τό  όνομα 
τοΰ  ίεροφάντου  (καί  πατρόθεν  καί  μητρόθεν  και 
μετά  τής  πατρίδος),  αλλ'  επειδή  τό  ψήφισμα  έγέ- 
νετο  μετηλλαχότος40  του  ανδρός,  ούδεμίαν  ή  ανα- 
γραφή έχει  σημασίαν  άλλως  δε  τα  περισωζόμενα 
ίεροΦαντών  ονόματα  δεν  δύνανται  νά  άναφέρωνται 
πάντα  εις  τεθνεώτας41.  Έν  τούτοις,  έάν  ό  Σάων 
ϋπήρξεν  έπί  μακρά  ετη  ίεροφάντης  —  απέθανε  οέ 
άνήρ  ιυρωστος  καί  κάλλιστος  γενόμενος,   ουχί  δε 

35  Περί  τοΰ  έν  Έλευσινι  ίεροφάντου  ό'ρα  Töp/f'er  Att.  Genealo- 
gie σελ    54. 

36  Πρβ.  Παυσαν.  II,  14,  1,  'Εφ.  'Αρχ.  1883  σ.  79  εξ.  άρ.  7-8, 
TopfferivtûÎ.  σελ.  51-52. 

37  "Οτι  έν  τοιαύτη  περιπτώσει  τούτον  ό  Σάων  καί  ουχί  ό  πατήρ 
αυτού  διεδέξατο,  τούτο  Ίσως  λ.  χ.  δια  τήν  προβεβηκυΐαν  του  Πολύ- 
ν άρρ,ου  ήλικίαν  συνέβη. 

38  Πρβ.  λ. χ.  Dittenberger  u.  Piirgold  Inschr.  ν.  Olympia  άρ. 

459  n  ίεροφάντην.  .  .  .  Ίεροφάντου  υίο'ν». 

39  Λουκιαν.  Λεξιφάν.  §  10,  Dittenberger  έν  Hermes  XX  σ.  13 
σημ.  1.   Πρβ.  Φϋιον  Ε.  Α.  1883  σελ.  83. 

40  Στί/.  19  λέξις  où  σπανία. έν  τοιαυταις  έπιγραφαϊς.  "Αλλάς  μετά 
τής  λέξεως  ή  άνευ  αυτής  έπιγραφάς  ορα  έν  Sal.  Reinach  Epigr.  Gr. 

σελ.  432,  Cavvadias  Fouilles  d'Épidaure  σελ.  68  (πρβ.  άρ.  209 
στί/.  21,  16;  άρ.  206  στ.  3  ε  μιτ;  ),  Bull,  de  coir.  hell.  Χ  σελ. 
302  στ.  39. 

11  Töpß'er  άνωτ.  σ.  52-3.  Πρβ.  καί  τά  έν  Έπιδαύρω  Cavvadias 
άνωτ.  άρ.  47,  54,  67,  258,  πιθανώτατα  δέ  71  καί  72'  ό  έν  άρ.  207 
τιμώμενος  κατή^ετο  άπ'  αρχαίων  Ίεροφαντών  καί  δαδούχων  (στ.  10)> 
δεν  υπήρξε  δέ  ίεροφάντης  (απέθανε  νεανίας). 


12: 


ΛΤΚΟϊΟνί'Λΐ:    ΚΙΙΙΙΤΛΊΆΙ 


120 


προβε£ηκώς  (ό'τε  πατήρ  καί  ή  μήτηρ  έ'ζων  έ'τι) — 
δύναται  να  είκασθη  ίτι  καί  ζών  ετι  ήν  ούκ  ανώνυ- 
μος, διότι  έγένετο  επίσημος  ou  μόνον  έν  Μβγαλο- 
πόλει  άλλα  καί  παρά  τοϊς  Ελλησιν  στί/.  7- Η  . 
Άλλ'  έπ  ίσης,  έννοεϊται,  πιθανόν  εινε,  ότι  προ 
της  ίεροφαντίας  έτυχε  τοιαύτη;  φήμης 

14-15 

Βάθρον  τετράγωνον  κοινοΟ  (μετά  πολλών  φλε- 
βών) λίθου,  άνευ  κόσμου.  Τψ.  0.79,  πλάτ  0.41, 
πάχ.  0.50.  Φέρει  δύο  έπιγραφάς  έπί  παρακειμέ- 
νων επιφανειών,  έμπροσθεν  μεν  το  ψήφισμα  (άριθ; 
14),  δεςιά  δε  το  οί  'Αχαιοί  κλπ.  (αρ.  1•>  Ευ- 
ρέθη ένεκτισμένον  έν  τοίχω  του  προς  Ανατολάς 
της  Στοάς  ήρειπωμένου  έκκλησιδίου  Αγ.  'Αθανα- 
σίου' ήν  δε  άνεστραμμένον  ,  ήγουν  έχον  κάτω  την 
άνω  έπιφάνειαν  ,  ένεκα  δε  της  μακράς  έν  ίιπαίθρψ 
■διαμονής  καί  της  συστάσεως  του  λίθου  ή  το  ψή- 
φισμα μάλιστα  φέρουσα  επιφάνεια  απέβη  άνωμα- 
λωτέρα.  Έπι  της  άνω  επιφανείας  φέρει  δύο  τόρ- 
μους,  ων  δ  μεν  μείζων  έν  μέσω ,  δ  Ο  έλάσσων 
έμπροσθεν  αύτου".  'Επί  της  κάτω  επιφανείας  φέρει 
ΙμπροσΟεν  μικρόν  τόρμον.  Ή  οπίσθιος  επιφάνεια 
εινε  ωμή  καί  ΰπόκοιλος,  έκ  τούτου  δε  συνάγεται, 
€τι  ήν  που  προσηρεισμένη,  ίσως  προς  τω  βορείω 
τοίχω  του  προδόμου  τοο  ναοΟ  42  της  Δεσποίνης  ή 
παρά  το  βάθρον  τοΰ  'Αδριανού  (άρίΟ.  4)  αριστερά 
τω  εις  τον  σηκον  είσιόντι43  ούτως  ώστε  φωτιζό- 
μενα', να  ώσιν  ευανάγνωστοι  άμφότεραι  αϊ  ενεπί- 
γραφοι έπιφάνειαι. 

Τψος  γραμμάτων  τοΟ  μεν  αριθ.  14  εΐνε  0.03 
(τοο  1ου  στίχου)  καί  περ.  0.02  (τών  άλλων),  του 
3έ  αριθ.  15  εινε  0.035-0.04.  Τά  γράμματα  τών 
«ύο  επιγραφών  διαφέρουσιν  ένιαχοΟ  αλλήλων.  Τά 
της  IS  είσίν  έπιμελέστερον  κεχαραγμένα  καί  δι- 
σχιδή κατά  τάκρα'  της  δε  14  το  ο  ένθα  μεν  εινε 
στρογγύλον  έ'νθα  δε  επίμηκες,  του  δε  μ  αί  μέσαι 
γραμμαί  δεν  άρχονται  ευθύς  άπο  τών  άνω  άκρων 
τών  σκελών. 

Το  παρόν  ψήφισμα  (άρ.  14-15)  δεν  αφίσταται 
ίσως  πολύ  τών  χρόνων  του  προηγουμένου  (άρ. 
43)"  ή  φράσις  καθόλου,  το   σ/ήμα  τών   γραμμά- 

*-  Έν  Άγ.  Άβανασίω  είσί  καί  άλλοι  του  ναού  λίθοι  (άνεπιγρα^οι) 
ένεχτισμένοι. 

*3  Ό  Οποκάτω  τόρμος  τοΰ  λίθου  3έν  αντίκειται  προ;  τί-,ν  ειχασίαν 
ταύτην  διότι  λείπει  το  ΰπο'βαΟρον  (  πρβ.  κα'ι  τό  'Αδριανού  βάθρον  |. 


των,  γραμματικά!  τίνες  άρ/αι  εστωσαν  οί  πρώτοι 
υπέρ  της  γνώμης  λόγοι. 


14. 

f  Η  Φ    I    C    ΜΑΑΧΑ    IUUN 

EAOZETOICAXAIOIC 

ΓΕ  ΛΛΙ  OCB  ACCOCEII1EN 

HPAKAEIANEYMHAOYCUÜ 

OPOCYNHCENEKAKAITHC 

ΑΛΛΗΟΑΠΑΟΗΟ 

Γ  Υ   Ν  Λ  IKEIACAPETHCTE 

ΤΕΙΜΗΟΘΑΙΕΚ  Λ  C  Τ  Ο  θ  Ι  Τ  UU  Ν 

ΕΛΛΗΝΙΔϋϋΝΠΑΝΗΓΥΡΕ 

υυΝΑΝΔΡΙΑΟίΚΑΙΤθγΗ 

φΙΟΜΑΤΟΥΤΟΕΝΟΤΗΛΗ  Το  Υ 

ΑΝΔΡΙΛΝΤοΟΕΝΓΕΓΡΑ 

Φ  θ  Α  Ι  Ο  Π  ω  CANHPAKAEI 

ACEYMHAOYHMNHMH 

Α  ΙΔΙΟΟΕΙΗΚΑΙΠΑΡΑΔΕΙ 

ΓΜΑΟωφΡοΟΥΝΗΟΚΑΙΕΥΟΕ 

ΒΕΙΑΟΑΙΑΛΛΑΙΑΧΑΜΔΕΟ 

Γ  Υ  ΝΛΙΚΕ  C  Ε  Χ  ΟΙ  Ε  Ν 


10 


15 


Ψήφισμα   'Αχαιών. 
Έδοςε  τοϊς  Ά/αιοϊς• 
Γέλλιος  Βάσσος  εϊπεν 
Ήράκλειαν  Εΰμήλου  σω- 
5      φροσύνης  ένεκα  κχί  της 
άλλης  άπάσης 
γυναικείας  αρετής  τε- 
τειμήσθαι  έκάστοθι  τών 
ελληνίδων  πανηγύρε- 

10      ων  άνδριασ[ι]  καί  το  ψή- 
φισμα τοϋτο  έν  στήλη  τθ[ΰ] 
άνδριάντος  ένγεγρά- 
φΟαι,  όπως  αν  'Ηράκλει- 
ας Εΰμήλου  ή  μνήμη 

15      άίδιος  εϊη  καί  παράδει- 
γμα σωφροσύνης  καί  ευσέ- 
βειας αί  χλλαι   'Λ^αιίδες 
γυναίκες  εχοιεν. 

15. 


ΟΙΑΧΑΙΟΙ 
HP  ΑΚΛΕΙ  ΑΝ 
ΕΥΜΗΛΟΥ 
ΑΡΜΟ  ΔΙΟΥ 
5   ΓΥΝΑΙΚΑΔΙΑ 
ΣΑΦΡΟΣΥΝΗΝ 


Οί   'Αχαιοί 
Ήράκλειαν 
Εύμήλου, 
'Αρμοδίου 
γυναίκα,   δια 
σωφροσΰνην. 


127 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ   ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ 


128 


Της  «έκάστοθι  των  ελληνίδων  πανηγύρεων»  τι- 
υιηθείσης  'Ηράκλειας  Εύμήλου  δεν  ευρέθη  έν  Ο- 
λυμπία επιγραφή,  ούδ' άλλαχόθεν,  δσον  εγώ  οΐδα, 


έ'γνωσται  ή  γυνή  ". 


16 


Το  έξης  βάθρον  έδημοσιεύθη  μικροΐς  γράμμασιν 
έν  Δείΐ.  ΆρχαιοΛ.  1890  σελ.  45.  Νυν  κείται  έν 
τω  Μουσείω  Μεγαλοπόλεως  Ενταύθα  παρέχομεν 
κατωτέρω  πανομοιότυπον  της  επιγραφής. 

Ευρέθη    έν   τω  σήκω   του  ναοϋ   της  Δεσποίνης 
προς  Β.   τοΟ  νοτίου   θυρώματος.    Εχει   οέ   σχήμα 
κοραοΰ  δένδρου    μετ'  οζών  κατά  τόπους.   Του  βά- 
θρου σώζεται  το  άνω  (έφ1  ου  καί  ή  επιγραφή)  τε- 
μά/ιον   και  τρία   έτερα  τεμάχια-    των  τελευταίων 
τούτων   τα  μεν  δύο  εχουσιν  υψος  0.55   και  0.30, 
το  δε  κατώτατον,  έχον  ύψος  Ü.70   καί  διάμετρον 
κάτω  0.33  (άνευ  τόρμου  κάτω), καταλήγει  είςπερι- 
φερή   έκ  ζωνών   ήτοι  κυματίων   καί  πλίνθου  συγ- 
κειμένην  βάσιν.  Τα  τρία  ταύτα  τεμάχια  ούτε  άλ- 
λήλοις  προσαρμόττουσιν  ούτε  τω  ένεπιγράφω  τεμα- 
χίω,  δήλον  όμως   έκ  της  τέχνης  καί  τοο  μεγέθους 
οτι  τφ  αύτω  άνήκουσι  βάθρω. 

Τα  δε  άνώτατον  τεμάχιον,  (διαμ.  κάτω  0.15) 
δίχα  κατά  την  έπιγραφήν  τεθραυσμένον,  έντείνε- 
νεται  δια  κυματίου  προς  τά  άνω  (διαμ.  0.28)  καί 
φέρει  ύπο  το  νεϊλος  έπιγραφήν  εξ  στίχων,  ων  οί 
ούο  τελευταίοι  χωρίζονται  απο  των  πρώτων  οι 
άναγλύπτου  ζώνης  κύκλω  τον  κορμόν  περιθεούσης. 
Ή  άνω  επιφάνεια  περιφερής  ούσα  φέρει  παρά  το 
νεΐλος  πέριξ  λεπτήν  άβαθη  αύλακα  ήτοι  κύκλον 
(όμόκεντρον  τω  χείλει),  ου  το  έμβαοόν  είνε  ώμότε- 
ρον  είργασμένον  προς  ύποδοχήν  του  αναθήματος. 
Ή  επιγραφή  έχει  ώδε  (κλίμ.  σχεδόν  1/3): 

ΒΛΖΙλΕΥΕ 

ΙΟΥΛΙΟΣ   ΕΠ1ΦΑΗΗΖ 
~-^αθηαγιπος:  ΛΕΣΠΟίΝ 
1<ΑΙΣηΤ1ΡΑ»ΛΧίΡ°Ν 


<nifff>EoC 
ΕαΤΗΪΪ&Υ 


Βασιλεύς 

'Ιούλιο;    Επιφανής 
Φιλόπαππος   Δεσποίν[αι] 
χαί    Σωτίρα[ι]   οώρον. 

5      Έπί   ιερε'ος 
Σωτιηρί/ου. 


Το  όνομα  Φι.Ιόπαππος  άναμιμνήσκει  τον  άνα- 
γνώστην  ευθύς  τον  έπί  τοο  Άθήνησι  μνημείου45  τι- 
μώμενον,  Καί  οέν  υπήρξε  μεν  ούτος  τω  οντι  βα- 
GîAsvq,  άλλα  καί  μετά  τήν  τω  72  μ.  Χ.  γενομέ- 
νην  κατάλυσιν  της  βασιλείας  το  όνομα  εφερον  καί 
οί  υιοί46  καί  ο  έν  'Αθήναις  εγγονός47  τοϋ  τελευ- 
ταίου βασιλέως  της  Κομμαγηνής.  Τα  έπώνυμον 
ό'μως  'Επιφανής,  το  έπί  του  έν  Λυκοσούρα  βάθρου 
άναγραφόμενον,  παρέχει  τήν  ΰπόνοιαν  ό'τι  ένταΟθα 
δεν  εγοαεν  τον  αυτόν  καί  έν  'Α,θήναις  Φιλόπαππον" 
διότι  ούτος,  καθ1  ά  εικάζεται  έκ  της  τοο  επωνύ- 
μου απουσίας,  ήτις  παρατηρείται  έν  τοις  izoïCkoï^ 
έκεϊ  άναγραφομένοις  όνόμασί  τε  καί  άςιώμασι,  πι- 

ανως  οεν  εφερεν  αυτό4". 

Επειδή  δέ,  ώς  ό  τελευταίος  βασιλέας  καλείται 
κυρίως  'Αντίοχος  (Δ'),  ό  πρεσβύτερος  υιός  αύτοΰ 
καλείται  κυρίως  'Επιφανής^,  φαίνεται  μάλλον 
Οτι  τον  υίόν  τούτον   εχομεν    έπί  της  προκείμενης 

επιγραφής.  Ούτος,  καθ'  ά  έκ  της  μνηστείας50  αύ- 

**  Τό  δνομα  Bàaooç  προστεθη^ω  ώς  εκ  περισσοΰ  εϊς  τά  έν  In- 
schriften von  Olympia  άρ.  460  συμπληρούμενα,  καίτοι  βεβαίως 
υπονοείται  εκεί  δια  τοϋ  M.  s.  W. 

«  C.I. Α.  Ill  557  καί  Addenda  557•  πρβ.  Mommsen  έν  Mittli. 
des  alh.  Inst,  1876  σελ.  27-39,  Théod.  Reinach  έν  Revue  des 
Éludes  grecques  1890  σελ.  362-380. 

«  Tacit,  Histor.  II  25  (rex  Bpiphanes)•  C.I. A.  Ill  557  (b). 
Νομίσματα  τών  ούο  υιών  (πρβ.  Eckhel  Doctrina  num.  Ill,  258) 
Spa  Head  Ilistoria  num.  σελ.  653,  Babelon  Les  rois  de  Syrie 
κλπ.  1890  σελ.  222  (πρβ.  σ.  CCXIV  έξ.|.  Άνάλογον  τό  περί  Πα- 
κο'ρου  «rex  Parthorum  Pacorus»  (Tacit.  Hist.  V,  9)  αντί  «re- 
gis tilius  ». 

«  Πλούταρχ.  Συμποσ.  Προβλ.  I  10,  1=628 b  «Φιλοπάππου 
τοϋ  βασιλίως  ταΐς  φυλαΐς  όμοΰ  πάσαις  χορηγοϋντος  »  (  έν  Πλουτ. 
Πώς  αν  τις  διακρ.  τόν  κόλακα  του  φίλου  §  1  =  48  e  φέρεται  απλώς 
«'Αντίο/ ε  Φιλόπαππε»)'  Cl. Α.  III  557  |b). 

«  Mommsen  άνωτ.  σελ.  37.  'Υποτίθεται  ή  γνώμη  οτι  αί  έν 
C.I.A.  III  557  τρεις  έπιγραφαί  a,  b,  d  αναφέρονται  εις  τόν  αυτόν 
άνδρα,  τόν  τιμώμενον  [billenberger  άνωτ.  σημ.  45, πρβ.  Mommsen 
άνωτ.  σελ.  36).  Πρβ.  τά  δύο  βιβλία  τοϋ  Πλουτάρχου  (άνωτ.  σημ. 
47),  C.I.A.  III  78  (κατά  Dittenberger  χαΊ  1020)  238»,  238 <■ . 

«9  Ίώσηπ.  Ίουδ.  πολέμ.  V   ti,  3,  VII  7,  2-3,  Ίουδ.  Άρχαιολ. 

XIX,  IX,  1  (  =  355).  Tacit.  Hist,  άνωτ.,  C.I.A.  III  557  (b,d). 

50  Ή  Λρούσιλλα  κατά  τόν  θάνατον  τοϋ  πατρός  (Άγρίππα  Α  )  τω 

44  μ.  Χ.  ην  εξ  ετών,    καθωμολόγητο  δέ    ΰπό  τοϋ  πατρός  προς  γάμον 

«  Έπιφανεί,  τοϋ  δέ  της  Κομμαγηνης  βασιλέως  Άντιόχου  υίάς  ήν  ου- 


129 


ΛΤΚΟΪΟΤΡΑΣ    ΚΙΙΙΠ'ΛΊΆΙ 


ι:  50 


του  συνάγεται,  έγεννήθη  προ  του  •ίΗ  ι/..  Χ.,  υ,ετέ- 
σχε  δε  της  έν  Βητριαχω  [./.εταςύ  Οθωνοε  καΐ  Ουϊ- 
τελλίου  γενομένης  μάχης  τψ  69s'  και  του  Ιου- 
δαϊκού πολέμου52  τω  70.  Τψ  δέ  7*2  άντέστη  έρρω- 
μένως  μετά  τοΟ  άδελφοΟ  Καλλινίκου  κατά  των  Ρω- 
μαίων όπερ  της  πατρικής  αρχής, μεθ  ο  εφυγον  αμ- 
φότεροι προς  Ούολογέσην  τοντών  Πάρθων  βασιλέα, 
παρ' ω  πάσης  τιμής  ήξιώθησαν53.  Π  οέ  πατήρ 
βυτών  Λντίο/ος  φυγών  μεταζυ  εις  Ιν.λικίαν  συνε- 
λήφθη και  ήγετο  είςΡώμην  δέσμιος,  άφείθη  5μως 
έντολη  τοο  Ούεσπασιανοο  νά  οιάγη  έν  Λ,αχεοαίμονι, 
νορηγηθεισών  αύτώ  άμα  μεγάλων  προσόδων  χρη- 
μάτων «όπως  μη  μόνον  αφΟονον  άλλα  και  βασιλιχήν 
Ινοιτήν  δίαιταν  »  •'"''.  ΤοΟτο  μαΟόντες  οί  υιοί  έθάρ- 
ρησαν,  έπιστείλαντος  δέ  καΐ  τοο  Ούολογέσου  ΰπερ 
αυτών,  άνέλαβον  ελπίδας  διαλλαγής  μετά  του  αύτο- 
κράτορος'  δόντος  δέ  τούτου  την  άοειαν  εις  Ρώμην 
παρεγένοντο,  «τοο  τε  πατρός  ώς  αυτούς  έκ  της 
Λακεδαίμονος  ευθύς  έλΟόντος,  πάσης  άξιοιίμενοι 
τιμής  κατέμενον  ένταΟθα  »  5ο. 

Και  δ  μεν  πατήρ  ('Λντίο/ος  Δ')  έμεινε  πιθανώς 
μέχρι  θανάτου  έν  Ρώμη 5Γ>.  Το  αυτά  οέ  οέν  θά 
έδύνατο  να  ρηΟή  περί  τοΟ  Επιφανούς ,  αν  ή  έν 
C.1  Α.  Ill  78  επιγραφή,  ή  άναγράφουσα  «άρ- 
χοντα και  άγωνοθέτην  Διονυσίων  Γάιον  Ιουλιον 
Άντίοχον  Επιφανή  Φιλόπαππον  Γ'7  Βησαιέα  » ,  άνα- 
φέρηται  μέν  εις  αυτόν  [Momnisen  άνωτ.  σελ. 37), 


ανάγηται  δέ    εις  τους  μεταςύ    9(1  /.?•.   Ι••Ί    ■>.    Χ 
χρόνους    Dittenberger  C  Ι  Α    κνωτ•). 

Ä.V  το  ;'  Λ.υχοσοόρα  δώρον  τοΟ  Φιλοπάππου 
ήτο  άγαλμάτιον  r  ίλλο,  οίον  τι  λ.  χ«  των  έν 
C.I.A.  III  238"  πρ6  238'  κατά)  γου  ;ων,5έν 
δυνάμεθα  νά  γινώσχωμεν,  πάντως  5μως  ήν  αναλό- 
γως του  βάθρου  μιχρόν  το  μέγεθος. 

Περί  του  καί  ίλλαις  θεαΐς  διδομένου  επωνύμου 
Λ,',γ  ,w,  πρβ.  Παυσαν.  VIII  31,  1-2  «την  Κό- 
ρην  δέ  Σώτειραν    καλοΟσιν   οί     Αρχάο  iv 

Σπάρτη  δέ   υπήρχε  ναός  Κόρης  Σωτείρας 

'  •ί  δύο  τελευταίοι  της  επιγραφής  στίχοι  ίχαρά- 
χθησαν  πιθανώς  ίιπ  Αλλού  r  ή  κνάθεσις  τεχνίτου, 
ε!  μη  προσετέθησαν  δλίγω  οστερον  διότι  xal  άμε- 
λέστερόν  είσιν  έγλυμμενοι  καί  νεωτερον  φαίνονται 
φέροντες  γραφής  σχήμα"  το  é  και  «γ  μάλιστα  κατά 
διττόν  είσι  τρόπον  εν  τοις  στίχοις  τούτοις  γεγραμ- 
μένα.  Περί  τοΟ  ονόματος  του  ιερέως  εΙρήσθω  έν 
παρέργφ  ότι  Σωτήριχος  μνημονεύεται  εν  Μεγαλο- 
πόλει60  παιδίον  ΣπεδιανοΟ,  αγωνοθετήσαντος  "των 
Λυκαίων  κα'ι  Καισαρήων  » ,  και  Ιουλίττης ,  ή 
άλλα/οΟ61  άνήλωσεν  «υπέρ  της  Λυκαειτών  φυ- 
λής». Αί  έπιγραφαι  αύται  φαίνονται  νεώτεραι  του 
έν  Αυχοσουρα  βάθρου ,  συγγένεια  όμως  του  εν- 
ταύθα ιερέως  και  του  έν  Μεγαλοπόλει  παιοίου  του 
ΣπεδιανοΟ  δέν  αποκλείεται. 


τος  »  (Ίώσηπ.  Ίουδ.  'Αρχ.  άνωτ.).  Κατωτέρω  δέ  (  Ίώσ.  αύτ.  XX, 
VII,  1  I  μανθάνομεν  OTt  ούτος  «  παρητη"σατο  τόν  γάμον  μή  βουληΟείς 
τά  'Ιουδαίων  έ'Οη  μετάλαβαν  καίπερ  τούτο  ποι^σειν  προυπεσ/ημένο; 
αυτής  τώ  πατρί».  'Ex  Γη;  υποσχέσεως  ταύτης  χαί  έξ  άλλης  μαρτυ- 
ρίας Ι'ΐώσ.  Ίουδ.  πολ.  VII,  7,  2),  χαθ'  τ)ν  τω  72  μ.  Χ.  ην  ετι  νέος 
(τό  παΓο  τοϋ  συγγραφέως  σημαίνει  απλώς  νίός),  συνάγεται  ότι  έγεν- 
νηΌη  μέν  πρό  τοϋ  38,  άλλ'ούχί  ευθύς  ούδ'  αυ  πολλοίς  ετεσι  πρότερον. 

51  Tacit.  Hist.  II  25  «vulneratili•  rex  Epiphanes,  impigre 
pro  Othone  pugnam  ciens». 

Μ  Ίώσ.  Ίουδ.  πολ.  V  II,  3'  πρβ.  Tacit.  Hist.  V.  I. 

"  Ίώσ.  Ίουδ.  πολ.  VII  7,  2. 

54  Αύτ.  VII  7,  3.  "Αν  έπέτρεπεν  εντελώς  το  ό'νομα  χα'ι  ό  χρόνος 
της  έν  Λακεδαίμονι  διατριβής,  έδύνατο  να  ΰποτεθη  ότι  ούτος  έστιν 
6  τό  οώρον  έν  Λυχοσούρα  άναΟείς. 


'■'■'  Ίώσ.  αύτ. 

56  Ήν  ή'δη  προβεβηκώς  τήν  ήλικίαν  (πρβ.  χα!  »  ε'πί  γη'ρως  »  Ίώσ. 
αύτ.  V  11,  3). 

57  Ούτος   φέρει  πάντα,    πλην  τοϋ  Jaai.hvç,    τά    ονόματα    τοϋ   tv 
Λυκοσούρα  δωρητοϋ. 

58  Πρβ.  άλλως    χαί  τάδε  :      ο  Κόρη:    τη;  Σωτίίρ α;  u    Mitili,     dl  - 

ath.   Inst.  IX,  17,   ι  [Κόρα•.]  τάι  ΣωτεΕραι  ι  Bulletin  ile  corr. 

hell.   IV  473,    ο  της    Σωτήρας    Κόρης  »(  δις)  ,Βυ.11.   XIV  537. 
Μ  Παυσαν.  III  13,  2. 

m  Excavations  at  Megalopolis  (1890-91)  σελ.  139-40,  άρ. 
XXVI  Ι  nichants). 
<"•'  Αύτ.  άρ.  XVII. 

Β.  Ι.  Λεοναρδος 


Σ  Η  Μ  Ε  Ι  Ω  Σ  Ι  Σ 


Έν  τη  περί  Θοριχοΰ  δημοσιευΟείση  πραγματεία  ημών  ΓΑρ/.  Έφημ.  1895  τευ/.  Λ'  σελ.  221  χαί  Ιξ.  )  έγράφομεν,  προκειμένου  περί  τοϋ  έν 
Θοριχώ  θολωτού  τάφου,  ό'τι  άνεχαλύφΟη  τό  πρωζογ  Οπό  τυμβωρύχων.  Τό  ακριβές  ε'νε  —  καΐ  τούτο  πάνυ  εύ/αρίστω;  έπανορΟοϋμεν  —  οτι  πρώτος 
ό  Milchhüfer  άνεγνώρισεν  ώς  ο  Οολωτόν  τάφον  »  τά  ϋύωμα  όπεο  υπό  τοϋ  Bernli.il  ili  ήΐη  έν  Karlen  v.  Attika  ϊσημειοϋτο  ώς  •ΤηπιιιΙυ8». 

Β.  Σ. 


ΚΦΜΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ    ΑΝΑΓΛΥΦΟΝ 

ΜΕΤΑ  ΧΑΡΩΝΕΙΟΤ  ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ 

(Π!ν.  5). 


Το  περί  οδ  δ  λόγος  ανάγλυφαν  εύρηται  νυν  έν 
τη  έμή  πατρική  οικία,  έπί  τής  δδου  Βουλής,  20, 
αριστερά  τω  άνιόντι  την  κλίμακα, μετενεχθέν  έκεΐσε 
έκ  της  παρά  την  Πύλην  της  Άγορζς,  έπί  της  δια- 
σταυρώσεως των  οδών  «  Αρεως  »  και  «  Ποικίλης  » 
ιδιοκτησίας  ημών, όπου  προ  δεκαπενταετίας  περίπου 
Ό  πατήρ  μου  άνασκάπτων  το  έκεϊ  γήπεδον  άνευρε 
το  πρώτον  αυτό  έπί  εδάφους  πέντε  σχεοόν  μέτρων 
ταπεινότερου  της  οδού  καί  αντιστοιχούντος  προς 
το  της  Στοας  του  'Αττάλου.  Έν  τω  αύτω  χώρω 
συνανευρέΟησαν  καί  λείψανα  αρχαία,  οίον  συντρίμ- 
υ,ατα  κιόνων  καί  στυλοβατών,  μαρτύρια  πιθανόν 
προεκτάσεώς  τίνος  της  έκεϊ  που  ιδρυμένης  ρωμαϊ- 
κής 'Αγοράς,  ώς  δείκνυσι  καί  ή  ετι  διασωζομένη 
Πν.Ιη,  ή  ορθώς  υπό  τής  παραδόσεως  ώς  Πν.Ιη 
'Αγοράς,  φερομένη,  εσφαλμένως  δ',  ώς  νυν  απεδεί- 
χθη, εις  Αρχιηγεχιοος  Αθήνας  ναον  ϋπ  ένίων  αρ- 
χαιολόγων μεταβαπτισθεΐσα  ' . 

Το  μικρόν  τοΟτο  άρχαιολογικον  εύρημα  δεν  στε- 
ρείται σημασίας  τινός  και  δια  το  σχήμα  καί  δια 
την  πζρ'ιιρ^ον  παράστασιν.  Δυστυχώς  ο'  ό'μως  εινε 
τοσούτον  έφΟαρμένον  καί  Οπό  σκαπάνης  ίσως  πολ- 
λαχοϋ  τεΟραυσμένον,  ώστε  αϊ  μορφαί  καί  τά  σχή- 
ματα μόλις  είνε  ορατά,  λίαν  συγκεχυμένη  δ'  ή 
ολη  παράστασις  φαίνεται  καί  μόνον  εικασίας  καί 
υποθέσεις  επιτρέπουσα  ήμϊν  νά  έςενέγκωμεν  περί 
αυτής 

Το  αληθές  τοΟτο  «  fruste  »,ώς  λέγονται  γαλλιστί 
τά  ήκρωτηριασμένα  καί  λίαν  κατεστραμμένα  γλυ- 
πτά, είνε  μαρμάρινον  έπιτύμβιον  ουχί  μέγα  το  σχή- 
μα, μήκους  μεν  ον  50  ΰφεκατ-,  πλάτ.  30,  ΰψ. 
δε  0,45,  του  δ'  ανάγλυφου  0,25.  Το  όλον  ομοιά- 
ζει εντελώς  προς  τάς  τι^ροοόγους  κάλπας  ή  λάρ- 
νακας, τάς  Aschenurnen  fu  mes  cinéraires)  τής 
Τυρρηνίας,  ιδία  τοο  Volterra,  Chiusi  κλπ.  Αλλά 
το  περίεργον  εινε  δτι  μόνον  κατά  το  σχήμα  δμοιά- 

Όρθοτέρα  ίσως  πασών  ή  των  καθ'  ημάς  αρχαιολόγων  γνώμη  εις 
ΠρόστασίΥ  'A0n\räc  Άρχηγέιιόοι:  αυτήν  μετονομασάντων.  Κα!  ήν 
Οντως  αϋτη  Προ'στασίς  τις  εκ  τεσσάρων  δωρικών  κιόνων  £τοας  τίνος 
επί  Ρωμαίων  ιδρυθείσας  και  οιονεί  Προπν.Ιαιον  της  των  'Αθηνών 
'Αγοράς. 


ζει  τους  τυρρηνικούς  σαρκοφάγους,  καθόσον  το  μι- 
κρόν ημών  έπιτύμβιον  τυγχάνει  όλόλιθον,  (massif) 
εινε  δηλ.  ât,  οίον  πεποιημένον,  ώς  λέγει  ταΟτα  δ 
Παυσανίας  καί  ουχί  κενόν  έσωθεν.  Παράστασιν  άνά- 
γλυπτον  φέρει  μόνον  έμπροσθεν,  άνωθεν  δέ,  ώς  αί 
τής  Τοσκάνης,  γλυπτήν  γυναικείαν  μοργ-ί]^,  άκέ- 
φαλον,κατακεκλιμένην  έπ' άγκώνος,  ήμίγυμνον  δέ, 
των  σκελών  περιειλιγμένων  εντός  πέπλου.  Παρ' 
αύτη  όπισθεν  υπάρχει  σύντριμμα  λίθου  ώσεί  κίο- 
νος ή  μαλλον  αγάλματος,  ου  άποσπασθέντος  καί 
έκκοπεντος  απέμεινε   μόνον  το  κατώτατον   ιι.ίρος. 

Αλλά  πολύ  σπουοαιοτέρα  είνε  ή  ανάγλυφος 
παραστασις  έπί  τοο  έμπροσθεν  μέρους  τής  σαοκο- 
φάγου.  Επ  αυτής  παρίστανται  τέσσαρες  μορφαί, 
ων  αί  λεπτομέρειαι  καί  δ  χαρακτήρ  εντελώς  δια- 
φεύγουσιν  ήμας  δια  τό  λίαν  έφθαρμένον  τοο  μνη- 
μείου. Καί  άριστερόθεν  εις  το  <ίγ.ρον  εντελώς  είνε 
απεικονισμένη  περιέργως  πως  ναος  ή  άκάτιον,  τής 
πρώρας  μόνον  αύτοο  δρατής,  έφ'  ής  ίσταται  κεκυ- 
φώς  προς  τά  εμπρός  γέρων  μετά  πίλου  έπί  τής  κε- 
φαλής καί  με  πώγωνα  καθειμένον,έξωμίδα  δέ  περι- 
βεβλημένος. Εις  τάς  έκτεταμένας  όπως  δεχθώσίτι 
χείρας  του  γέροντος  τούτου  ή  πλησίον  σπεύδουσα 
άνορική  u-op^r\  δια  τής  όρεγνυμένης  χειρός  έντίθη- 
σιν  άντικείμενον  αφανές  λίαν  καί  δυσκατάληπτον. 
Ό  νεανικός  ούτος  τό  σχήμα  άνήρ  καί  με  τον  δεξιόν 
πόοα  επιβαίνων  έπί  τοο  δίκην  άρματος  έσχηματι- 
σμένου  π\οίου  αναπολεί  τον  Έρμήν  με  τό  κηρύ- 
κειον  έν  τη  αριστερά  καί  με  την  χλαμύδα  κυμαι- 
νομένην  προς  ταύτα  έκ  τής  σ^οΒρότγ\τος  τής  κινή- 
σεως. 

Μετά  τους  δύο  τούτους  έ'χομεν  πλησίον  προς 
το  εύώνυμον  ίτιρον  κεχωρισμένον  σύμπλεγμα  έκ 
δύο  μορφών,  ojv  επίσης  τό  σχήμα  και  ή  έκφρασις 
είνε  λίαν  ασαφή .  Φαίνονται  δ'  αμφότεροι  καθή- 
μενοι έπί  βράχου.  Καί  δ  μεν  πρώτος  εινε  άνήρ 
οκλάζων  τους  πόοας,  ώς  σάτυρος,  τοΟτο  δέ  προσ- 
μαρτυρει  καί  ή  κεφαλή  προς  τάνω, δεικνύουσα  ίχνη 
κερατίων,  άτινα  θα  έσήμαινον  αύτον  ώς  Πάνα. 
Διόλου  δ'  άπίθανον  νά  ήτο  Πάν  ούτος  κατά  το  άν- 


133 


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ  ΛΝΛΓΛΤΦϋΝ   ΜΕΤΑ   ΧΑΡΟΝΒΙΟΤ    ΠΑΡΑΣΤΑΣΒΟΣ 


13' 


Ορωπινώτερον  σχήμα,  δπερ  πολλάκις  εδιδον  αύτώ 
οι  καλλιτέχναι  το  πάλαι,  ποιοΟντες  ουχί  αίγο- 
σκελή,  ουδέ  τραγόπουν.  Διά  τής  δεςιάς  κρατεί  προ 
τοΟ  στόματος  τήν  σύριγγα,  διότι  ουδέν  έτερον  δύ- 
ναται να  ή  το  έκεϊ  τετραγωνικον  γεγλυυιυιένον  αν- 
τικείμενον.  Ευθύς  παρ'  αύτώ  καί  iv  κατατομή, 
προς  τούτον  δ' έστραμμένη  παρίσταται  γυνή,  ήτις 
Sta  της  αριστεράς  εχεται  της  αυτής  επίσης  χειρός 
του  προς  ΙΙανα  ομοιάζοντος  ανδρός. 

Το  ό'λον  σύμπλεγμα  προς  τούτο  το  άκρον  του 
ανάγλυφου  κλείει  δένδρον,  πιθανώς  κυπάρισσος,  ή 
έτερον  τι  φυτον  έκ  των  επιτύμβιων. 

Ιοού  έν  συνόψει  ή  παράδοξος  αΰτη  παοάστασις 
της  μικρας  σαρκοφάγου,  ήτις  δεν  θα  ήτο  καί  λίαν 
κακής  τέχνης,  ώς  δύναται  τις  νά  είκάση  έκ  τίνων 
σωζόμενων  τμημάτων   καί  έκ  τής  έν  γένει   διαθέ- 
σεως των  σωμάτων  καί  τής  κινήσεως  αυτών.  ΙΙλήν 
τί  αΰτη   σημαίνει;  'Ιδού   ζήτημα   λίαν   δύσλυτον, 
καθόσον   ουδέν  ήμϊν  σαφές  το  άνάγλυφον  παρέχε- 
ται.  'Εάν  6  γέρων  -πρωριυς  εινε  ό  Χάρων,  τότε  το 
ήμέτερον   έπιτυμβιον   προσκτάται  μεγίστην  σημα- 
■σίαν,  διότι  θα  εινε  ίσως  το  μόνον  έπιτύμοΊον  μαρ- 
μάρινον   άνάγλυφον   τα   διασώζον    ήμϊν    χαρώνειον 
παράστασιν.  Ναι  μεν   υπάρχει  έτερον  τι,  το  γνω- 
στότατον   έν  τω  Κεραμεικώ,  το  παρά  τήν  σημερι- 
Λ/ήν  Άγ.  Τριάδα  έπιτυμβιον,  δπερ  έσπούδασαν  ιδία 
•ό  Salinas  έν  τοις  «Monumenti  sepolcrali    scoperti 
presso  la  chiesa  della  S.  Trinità,  Torino.  1863», 
■ό  κ.  Περβάνογλους,  είτα  δέ  καί  ό  κ.'Ρουσόπουλος 
έν  Έριψ.  ΦιΛομαθων  αριθ.  736,  πλην  εινε  λίαν 
άμφίβολον,  ώς  καί  ό  Duhn  καί  αυτός  δ'  ό  Salinas 
παρατηρεί,  έάν   το  μέ  τεσσάρας   κώπας   πλοιάριον 
εκείνο   εινε   το  περίπυστον   άκάτιον   τοΟ  Χάρωνος. 
Επειτα  δέ  καί  ή  στάσις  τούτου  προς  τους  γέροντας 
τους  έστιωμένους   οέν  αίνίττεται  ουδαμώς  συγγενή 
τίνα  προς  το  έργον  του  Χάρωνος  κίνησιν.  Μάλλον 
λοιπόν  έν  αύτώ  παρίσταται  άλιεύς  τις,  οίος  θα  ττο 
ò  αποθανών,  καί  σχετική  προς  τήν  άλιευτικήν  αύ- 
τοο  δεξιότητα   ευτυχής  καί  άφθονος  ευωχία,  ουχί 
δέ  προς  ναυάγιον  αναφερομένη  παράστασις  ώς  άλ- 
>ο 


ι  είκασαν 


1  Εχτός  τούτου  φίλο;  αρχαιομαθής  άνέΊρερεν  ί,μϊν  χα!  έτερον  μαρ- 
μάρινο'/ άνάγλυφον  μετά  χαρωνείου  -αραστάσεως  έν  Πορταοιΐ  τΐ.ς 
■Θεσσαλίας,  πλην  ουδέν  άχριβώς  περί  τούτου  γνωρίζομεν. 


Αλλ'  έάν  άνάγλυφον  έτερον  5έν  διασφζη  ήμΐν 
χαρώνειον  παράστασιν,  πλεΐσται  τουναντίον  τοιαύ- 
τα•,  κπαντώσιν   ίπ!  τών  iev#<3r  Ληκύθων,  των 

θαυμαστών  τούτων  μνημείων  τής  νεωτέρας  αττι- 
κής Αγγειοπλαστικής, αι'τινες  παρέχονται  ήμϊν  έκ- 
τος τής  πληθυος  των  προ;  τά  επιτάφια  καί  περί 
τα  τής  εκφοράς  έθιμα  καί  υποδείγματα  άμα  άρι- 
στα τής  τότε  συγχρόνου  Γραφικής  και  τ?;;  τεχνο 
τροπίας  τ<ύν  από  'Απολλοδώρου  καί  'φΞ.;ή;  \-(«.ι- 
(ίαπσϊών  ή  σκι,αγράωων. 

Επί  το>/  ληκύθων  λοιπόν  πολλάκις  κπαντά  6 
Χάρων  καί  παρ' αυτόν  εστίν  ό'τε  καί  ό  Ψυχοπομ- 
ποο  Ερμής,  ώς  έπί  του  ημετέρου  ανάγλυφου.  Τάς 
παραστάσεις  ταύτας  έσπούδασαν  ήδη  πολλο 
κριτοι  αρχαιολόγοι,  ιδία  δέ  ό  0«Λλ  έν  τξ  Archäo- 
logische Zeitung  τοΟ  Βερολίνου  του  1885  «λ. 
1-24  έν  άρθρω  μεστω  αισθητικής  αντιλήψεως  και 
καλλιτεχνικής  του  πράγματος  διατυπώσεως,  έπι- 
γραφομένω  δέ  tCharondarstellungenv.'Ev  αύτώ 
Εοία  περιγράφει  καί  αναλύει  δύο  τοιαύτας  χαρω- 
νείους  παραστάσεις  κεραμείων  ανάγλυφων  (Terra- 
cotta -  Reliefs)  μετά  λειψάνων  χρωματισμού  του 
μεν  έκ  του  έν  Βερολίνω  Μουσείου,  του  δ'  έτερου, 
προτέρου  κτήματος  Lecuyer,  νυν  δέ  του  έν  Βιέννη 
πρίγκιπος  Liclitenstein.  lipo  του  Duhn  ό  ημέτε- 
ρος σεβαστός  συνάδελφος  κ.  Μυλωνάς  έν  τω  Bul- 
letin de  Correspondance  Hellénique  του  1 877  εν 
δρθρω  Περί  χαρωνείων  παραστάσεων  πάντα  τά 
σχετικά  μέχρις  αύτου  γνωστά  μνημεία  αναφέρει 
καί  λεπτομερώς  περιγράφει. 

'Αλλά  τήν  έκτενεστάτην  πραγματεία•/  περί  αυ- 
τών συνέταξεν  ό  ειδικώς  περί  τάς  ληκύθους  τής 
Αττικής  ασχοληθείς  γάλλος  αρχαιολόγος  κ.  Α>ί- 
iier  έν  τή  «  Étude  sur  les  lécythes  blancs  attiques 
à  representations  funéraires,  Paris  Î883». 
Έν  τω  III  κεφ  σελ.  34  ό  Pottier  πραγματεύεται 
τα  τής  ές  "Αδου  Καταί'άσεως  |.a  drsmitp  aux 
Enfers),  αναφερών  πάσας  τάς  σχετικάς  έπί  ληκύ- 
θων παραστάσεις.  Καί  φέρεται  μέν  ποτέ  καί  ό  ψυ- 
χοπομπος  Ερμής  0μο0  μετά  τοΟ  \y.zwrj-  έπ"  αυ- 
τών, πλην  τούτο  εινε  οτιανιώτερον,  ώς  έν  τή  έν 
Μονάχω,  [Stackeiberg,  Gräber  der  Hellenen, 
taf.  47.  0  Jahn,  Vasensammlung  zu  .1/  n- 
chen,  N*  209  καί  έν  τή  ές  Αθηνών  (Μυλωνάς, 
Bull.  deCorr.  Hellen.  Ill,   σελ.   177,2,   ταύτης 


135 


ΕΠΙΤΤΜΒΙΟΝ    ΑΝΛΓΛΥΦΟΝ    ΜΕΤΑ    ΧΑΡΩΝΕΙΟΤ   ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ 


13Ö 


πίνακα  παρέχεται  λαμπρον  ό  Pottier  εν  τω  συγ- 
γράμματι  αύτου  πίν.  III).  Του  Χάρωνος  μόνου  πα- 
ραστάσεις διασωζουσι  δέκα  καί  επτά  και  πλέον  λή- 
κυθοι, ας  λεπτομερώς  περιγράφει  αυτός  ό  Pottier 
και  εις  δν  παραπέμπομεν,  ίνα  μή  ενταύθα  μακρη- 
γορώμεν,  τον  βουλόμενον  να  λάβη  σαφή  ίοέαν  των 
παραστάσεων  τούτων. 

Ή  παοάστασις  του  Χάρωνος  φαίνεται  τισιν  οτι 
δεν  ήτο  και  λίαν  παλαιά,  διότι  ό  "Ομηρος  ούοαμου 
αναφέρει  τον  πολιόν  πορΟμέα  της  Αχερουσίας.  Αι 
Κηρες  και  ο  Θάνατος  είνε  παρά  τω  Ποιητή  οι  οαί- 
μονες  οί  κομίζοντες  τάς  ψυχάς  και  τα  άμενηνα 
κύρηνα  ή  τα  εϊάω.Ια  των  τεθνεώτων  εις  του  Πλού- 
τωνος τα  βασίλεια.  Και  αύτου  του  ψυχοπομποϋ 
Έραοΰ  ή  υπουργία  το  πρώτον  έν  τη  Οδύσσεια 
μνημονεύεται"  τα  περί  του  θανάτου  επακριβώς 
διέλαβεν  ό  πολύς  Robert  υπό  όμωνύμω  τίτλω  έν 
τψ  Βιγκε.ίμανείω  Προγράμμαη  Ό  Χάρων  έν 
τούτοις  έν  τη  συνειδησει  του  λάου  ΰπήρχεν  εκπα- 
λαι,  ώς  αποδεικνύεται  και  έκ  του  συγγενούς  τυρ- 
ρηνικού Charun,  προς  όν  ομοιάζει  δια  το  σατανι- 
κον  της  όψεως,  το  στυγερον  καί  έκδικητικόν  καί  ό 
παρά  τω  λαώ  ημών  ετι  πιστευόμενος  καί  μυθολο- 
γούμενος  Χάρος.  Ότι  δέ  ην  παλαιότατη  ή  εις  αυ- 
τόν πίστις  άποδείκνυσι  καί  το  γεγονός  δτι  κατά 
τον  Ε'  ήδη  αιώνα  π.  Χ.  ό  μέγας  Πολύγνωτος 
έγραφε  τον  στυγερον  πορθμέα  έπί  του  τοίχου  της 
Δελφικής  Λέσ/ης.  'Ιδού  δ  Παυσανίας  πώς  γράφει 
περί  αύτου  :  «'Ύδωρ  είναι  ποταμός  έοικε,  δήλα  ώς 
ό  Άχέρων,  καί  κάλαμοι  τε  έν  αύτω  πεφυκότες, 
και  αμυδρά  ούτω  δή  τι  τα  είδη  τών  ιχθύων  σκιάς 
μάλλον  ή  ί/θυς  εικάσεις'  καί  ναΰς  εστίν  έν  τω  πο- 
ταμώ  καί  ο  πορΟμεύς  έπί  ταΐς  κώπαις'  έπηκολού- 
θησε  δέ  ό  Πολύγνωτος,  έμοί  δοκειν,  ποιήσει  Μι- 
νυάδι.  Έστι  γαρ  δη  έν  τη  Μινυάδι  ές  Θησέα 
έχοντα  καί  Πειρίθουν 

Ένθ    'ήτοι  νέα  μεν  νεκνάμβατον,  ί)ν  ό  γεραώς 
Πορθμείχ    ήγε    Χάρων,   ονκ    ε.ΙΛαΒον    ενδοθεν 

δρμον» 
(Παυσαν    Χ.  28,  1-2). 

"Ωστε  δ  Πολύγνωτος  ένεπνεύσΟη  έκ  προτέρου  ποι- 
ητου,  καί  αύτου  οέ  την  γραφήν  πάλιν  ήκολούΟουν 
καί  άντέγραφον,  πολυτρόπως  μεταβάλλοντες,  οί  αγ- 
γειογράφοι καί  ληκυΟογράφοι  'Ητο  λοιπόν  εκπαλαι 


έλληνικωτάτη  παράστασις  δ  Χάρων  καί  βαθέως  έν 
τη  ψυχή  του  λαοΰ  έγκεχαραγμένη,  δια  τοΟτο  και 
αστήρικτος  εντελώς  και  απίθανος  παντάπασι  τυγ- 
χάνει δ  τοΟ  αρχαιολόγου  Ambrosch  οιϊσχυρισμός 
δτι  δ  Χάρων  οεν  ήτο  ελληνική  σύλληψις  καί  ομοίως 
εθνικός  δαίμων  ώς  αί  λοιπαί  θεότητες  τών  Ελλή- 
νων'.Πλην  σήμερον  τα  πολυπληθή  ευρήματα  πεί- 
θουσι  πάντας  περί  τούναντίου ,  το  δ'  ήμέτερον 
άνάγλυφον,  έάν  όντως  παριστά  Χάρωνα  δ  γέρων 
πορθμεύς,  πλουτίζει  την  συλλογήν  τών  παραστά- 
σεων τούτων  δι  ενός  έτι  σπουοαίου  μαρτυρίου  και 
οή  έξ  'Αττικής  και  έκ  γωρίου  κειμένου  εγγύτατα 
τω  άρχαίω  Κεραμεικώ. 

Ή  παράστασις  τοΟ  ~Κά.ρωνος,  οι'αν  διασώζει  ή- 
μϊν  ταύτην  δ  κεραμεικός  καί  αρχαιολογικός  ούτος 
άμητός,διατρανοΐ  άπαξ  έτι  τό  υψος  της  αισθητικής 
τελειότητος  τών  αρχαίων  καλλιτεχνών.  Τό  έλλη- 
νικον  πνεύμα  ήν  αεί  πολέμιον  του  φρικώοους  καί 
του  στυγερού.  Ηρέσκετο  τα  πάντα  να  φαιορύνη 
καί  ΊΐροσΎ\νΊ\  τη  θέα  να  καθίστα.  Ό  ευφημισμός 
ήτο  ού  μόνον  έν  τη  γλώσση,  αλλά  καί  έν  τη  Τέ- 
χνη. "Αριστον  δέ  τούτου  μαρτύριον  έστωσαν  αί 
επιτύμβιοι  παραστάσεις  καί  δή  αί  χαρώνειοι.  Πό- 
σον διάφοροι  είνε  σ'ί]υ.ιρον  αύται,  δπου  οί  σκελετοί, 
τα  αποτρόπαια  καί  όστεώδη  τοΟ  θανάτου  άπεικά- 
σματα,  τα  σάβανα,  τα  φάσματα  και  οί  της  Κολά- 
σεως  κερασφόροι  δαίμονες  προκαλοοσι  τήν  φρίκην 
καί  τήν  άποτροπίασιν  τών  Οεωμένων  !  Δια  τούτο 
καί  δ  θείος  Γκαίτε,  δ  βαπτισθείς  εις  τα  αγνά  νά- 
ματα του  ελληνικού  κλασσικού  πνεύματος  μεμα- 
γευμένος  έκ  τής  θέας  τών  αρχαίων  τούτων  επιτύμ- 
βιων έγραφεν  έκ  του  Μουσείου  τής  Βερώνης: 

«  Der  Wind ,  der  von  den  Gräbern  der  Alten 
herweht,  kommt  mit  Wohlgerüchen  über  einen 
Rosenhügel.  Die  Grabmäler  sind  herzlich  und 
rührend  und  stellen  immer  das  Leben  her». 

"Οθεν  καί  ή  παρουσία  τοο  Πανός ,  έάν  όντως 
είνε  τοιούτος  δ  τήν  σύριγγα  παίζων,  έπί  του  ημε- 
τέρου ανάγλυφου  δέν  πρέπει  ουδαμώς  νά  παραςε- 
νεύση  τινά  ,  δταν  γινώσκη  καί  κατά  βάθος  έννοή 
το  πνεύμα  τής  αρχαίας  ελληνικής    Καλλιτεχνίας. 

Μηνί  Μοφτίω  τοΰ  'έτους   1896. 

Αλεξ.  Φιλαλελφευς 

1  Ambrosch,  De  Charonte  Etrusco  1837  xotì  Braun  «An- 
nali» 1837  σελ.  253-274. 


Έςεδο'Οη   τή   I0ü  Σεπτεμβρίου   1896) 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 

ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ  ΕΝ  ΜΓΚΗΝΑ1Σ 


(  Πιν.  Ι 


Κατά  τό  παρελθόν  έτος  b  Χ.  Τσούντας,ένεργώί 
ΐαπάναις  της  Αρχαιολογικής  Εταιρείας  άνασκα- 
φάς  εν  τη  Ακροπόλει  των  Μυκηνών,  άνεορε  βα- 
θέως εν  τινι  δωματίω  αρχαίας  οικίας  μεταςύ  άλ- 
λων και 3786  άρχαϊα  νομίσματα,  άπαντα  αργυροί, 
εμπεριεχόμενα  έν  τρισί  πηλίνοις  καί  άνευ  γραφών 
δγγείοις,  ΟραυσΟεϊσι  κατά  την  σκαφήν.  Των  νομι- 
σμάτων τούτων  ανετέθη  μοι  οπό  του  έπί  των  Εκ- 
κλησιαστικών  καί  της  Δημοσίας  Εκπαιδεύσεως 
'Υπουργείου  ή  κατάτας\ς  καί  σύνταξις  του  κατα- 
λόγου, όπως  μετά  ταύτα  παραδοθώσι  καί  /.ατατε- 
Οώσιν  έν  τω  Εθνικώ  Νομισματικω  Μουσείω.  Εις 
έκπλήρωσιν  δέ  της  εντολής  ταύτης  προέβην,  άφοΟ 
πρότερον  ενήργησα  τον  καθαρισμον  αυτών,  καθόσον 
πλείστα  ήσαν  αρκούντως  κατιωμένα. 

Το  οπό  έςέτασιν  μέγα  νομισματικον  εύρημα  εΤνε 
το  ύίύτιρον  έν  Πελοπόννησο)  μετά  το  κατά  Νοέυ.- 
βριον  τοο  έτους  18Γ)9  έν  Ζούγρα  της  επαρχίας  Κο- 
ρινθίας (αρχαία  ΙΙελλήνη)  γενόμενον  καί  άποτε- 
λούμενον  έξ  9171  νομισμάτων,  ων  568!*  Αχαίας 
καί  των  διαφόρων  πόλεων  της  'Αχαϊκής  συμπολι- 
τείας (Πρβλ.  Revue  Numismatique,  Tom.  VII 
τοΟ  1862,  σελ.  170),  καί  συνίσταται  έκ  νομισμά- 
των Λευκάδος,  Κορίνθου,  Φλιούντος,  "Αργούς  καί 
Αιγύπτου.  Επειδή  δε  ουδεμία  μέχρι  τοοδε  πλή- 
ρης μονογραφία  υπάρχει  των  νομισμάτων  της  Κο- 
ρίνθου, του  Φλιούντος  καί  τοΟ  "Αργούς,  το  οέ  -ζο- 
κείμενον  εύρημα  έκτος  τοΟ  δτι  -iz~kr\po-i  πολλά  κενά 
των  ήδη  δημοσιευθέντων,  παρουσιάζον  πολλάς  νέας 
ποικιλίας,  ώς  Οέλοαεν  ίδη  κατωτέρω,  προσέτι  ουχί 
σμικρόν,  νομίζομεν,  θέλει  συμβάλη  καί  ώς  προς 
την  χρονολογίαν  αυτών  ,  δια  χοΟτο  έθεωρήσαμεν 
ορΟότερον  να  προβώμεν  εις  λεπτομερή  δημοσίευσιν 
αύτοϋ,  μετά  τών  αναγκαίων  παρατηρήσεων,  ανα- 
φερόντες συγχρόνως,  κατά  το  δυνατόν,  καί  οπου- 
δήποτε πρότερον  άλλαχοο  ε/ει  δημοσιευΟη  τι  τού- 


των.    Ωσαύτως,  -  /■/'•. 

ici-y  :  !-.-/ι  iv  αναγκαιότατη  ι  και  τη  ι  κατα- 

σκευήν τών  πέντε  [6-10        Γέλει  προσηρτημ 
φωτοτυπικών  πινάκων,  οπωσδήποτε  ίκανώς  επιτυ- 
χόντων,  καθόσον,  άναντΐ|  την  ίντελη  διά- 


κρισιν   τά>ν  παρουσιαζομένων   λεπτών,  ώς  έπί  xi 


cu 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896 


πλείστον,   διαφορών    εν  τε   ταϊς  σφραγϊσι    καί  t<j 
όυΟυ.ω  της  τέχνης,  ουδεμία  περιγραφή,  οσονδήποτε 
λεπτομερής,  δύναται  ακριβώς  να  παραστιήοτη. 

ili7'  Ι  ι  Ι*! 

Εν  τώ  υπό  έξέτασιν  ευρήματι  ευρέθησαν  και  δύο 
τετράδρανμα    δρα  κατωτέρω  σ.  ΙΊ'•    Πτολεμαίου 

Ι  Ι  /.ι  Ι  ι  Ι 

του  -ιωτήρος,  ένώ  παραδόξως  ουδέν  νόμισμα  ευ- 
ρέθη ούτε  Αλεξάνδρου  του  Μεγάλου,  άτινα  ήσαν 
έν  Πελοποννήσω  τότε  έν  μεγάλη  κυκλοφορία,  ούτε 
άλλου  τ'.νός  τών  διαδόχων  αύτοο'  και  τό  ετι  παρα- 
δοξότερον,βτι  ουδέ  εν  τών  της  γείτονος  πόλεως  Σι- 
κυώνος,  ης  ήσαν  τοσούτον  άφθονα  καί  ήτις  είχε  τό 
αυτό  νομισματικον  σύστημα  προς  το  Αργός  Αλλά 
τό  σπουδαιότερον,  καθ'  ήμας,  όπερ  κυρίως  συντε- 
λεί εις  τήν  χρονολογίαν  τών  νομισμάτων,  είν-  5τι 
έν  αύτοίς  ουδέν  νόμισμα  ευρέθη  έκτων  τη:  Αχαϊ- 
κής συμπολιτείας'  ωσαύτως  έκ  τών  της  Κορίνθου 
ουδέν  ευρέθη  έχον  μονόγραμμα  τι,  καί  έκ  τών  του 
"Αργούς  επίσης  ουδέν  έκ  τών  εχόντων  έν  τώ  κοίλω 
τετραγώνω  όνομα  άρχοντος  πλήρες.  Έκτων  ανω- 
τέρω λοιπόν  ορμώμενοι  δυνάμεθα  όπωσοήποτε  να 
ποοβώιχεν   εις  πιθανόν   τίνα    ορισμον    του   γρόνου, 

ί  \  ι  ι  /.ι 

καθ  8ν  τα  συλλεγέντα  ταύτα  νομίσματα  έναπετέ- 
Οησαν  εις  τό  μέρος,  οπόθεν,  καλυφθέντα,  εσχάτως 
πάλιν  ήλθον  ε;.ς  οώς.Ώς  προς  τοΟτο,πλήν  άλλων, 
δύο  τινά  κυρίως,  νομίζω,  δύνανται  νά  χρησιμεύ- 
σωσιν  ήμΤν  :  πρώτον  μεν  (α  )  τό  δτι  ούοέν  νόμισμα 
τών  της  Αχαϊκής  συμπολιτείας  ευρέθη  έν  αύτοΐς, 
καί  δεύτερον  (β*)  τα  ευρεθέντα  δύο  τετράδραχμα 
Πτολεμαίου  του  Σωτήρος. 

(α')    Εν  τη   Αχαϊκή  συμπολιτεία  πασαι  αϊ  ταύ- 

10 


139 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


140 


της  μετέχουσαι  πόλεις  έποιοοντο,  πλην  άλλων, 
χρήσιν  των  αυτών  νομισμάτων  ',  εκάστη  δαύτων 
εισερχόμενη  εν  αύτη  έκοπτε  νομίσματα  ©έροντα 
τον  κοινον  της  συμπολιτείας  τύπον,  ώς  πρόσΟετον 
οέ  ίδιον  σύμβολον  έ'Οετεν   επί  της  οπίσθιας  όψεως 

'Λ  ff  !  ~  /  „  ,•, 

συνηυως  τον  ιοιον  αυτής  τύπον,  ον  μετεχειριζετο 
επί  των  εαυτής  νομισμάτων  πριν  ή  είσέλθη  εις  την 
συμπολιτείαν  2.  Επομένως  εάν  τις  των  τριών  Πε- 
λοποννησιακών πόλεων  ,  εις  ας  άνήκουσι  τά  υπό 
έξέτασιν  νομίσματα,  καθ  ον  χρόνον  ταύτα  συνελέ- 
yovzo  και  κατετέθησαν  έκεϊ  ό'που  άνευρέΟησαν,  άπε- 
τέλει  —  ή  καί  απετέλεσε  —  μέρος  της  'Αχαϊκής 
συμπολιτείας,  επειδή  έν  κυκλοφορία  ήσαν  τά  της 
συμπολιτείας  νομίσματα,  ούναταί  τις  εντεύθεν  μετά 
βεβαιότητος  να  συμπεράνη,  ό'τι  βεβαίως  ήθελον 
κατατεθή  και  τοιαύτα,  ώς  τα  μόνα  κυρίως  τότε 
όντα  έν  χρήσει.  Έκ  της  ιστορίας  γνωρίζομεν  ότι  ή 
Κόρινθος  απηλλάγη  υπό  του  Άράτου  της  Μακε- 
δόνικης φρουράς  έν  ετει  "243  π.  Χ.  και  ευθύς  είσ- 
ήλθεν  εις  την  Αχαϊκην  συμπολιτείαν,  ότε  βεβαίως 
καί  έπαυσε  κόπτουσα  νόμισμα  μετά  των  ιδίων  τύ- 
πων, άλλα  συμφωνως  προς  τά  κεκανονισαένα  έκο- 
πτε τοιαύτα  φέροντα  τον  κοινόν  της  συμπολιτείας 
τύπον  και  ώς  συμβολον  ίδιον  τον  Πήγασον  ή  καί 
το  ο»  ων  και  ικανά  σώζονται.  Εάν  οέ  τυγον,  ώς 
τίνες  ένόμισαν,  έφ  όσον  χρόνον  ήτο  έν  τη  Αχαϊκή 
συμπολιτεία,  έςηκολούθει  αυτή  συγχρόνως  νά  κό- 
πτη μετά  των  άλλων  καί  τοιαύτα  ώς  καί  πρότε- 
ον,  φέροντα  οηλ.  τον  ίδιον  τύπον  καί  έπομένως- 
ρέν  κυκλοφορία  οντά  μετά  τών  της  Αχαϊκής  συμ 
πολιτείας,  τούτο  καί  αληθές  έάν  ήΟελεν  είναι,  πά- 
λιν οέν  ούναται  να  μεταβάλη   το  άvωτέpoJ  συμπέ- 

1    Πολύβιος  II,  37.   « ώστε  μη  μόνον  συμμα/ικήν  και  οι- 

λιχήν  κοινωνίαν  γεγονέναι  πραγμάτων  περί  αυτούς,  ά.ΙΛά  χαϊ  γόμοΐζ 
χρήοθαι  τοις  ajtoîç  χαϊ  αναθμοΐς  χαϊ  μίτροις  χαϊ  γομίσμασι, 
προς  δέ  τούτοις  άρχουσι  βουλευταΐς  δικασταϊς  τοις  αύτοΐς.  .  .  ». 

-  Ενταύθα  ποιούμεθα  λο'γον  γενιχώ;  περί  τών  άργυοών  αονον  νοαι  - 
σμάτων  της  συμπολιτείας,  καθόσον  μο'νον  αργυρά  έν  τω  παρόντι  είιοή- 
(J-ατι  έχομεν.  Πάσαι  αί  πόλεις,  αϊτινες  έκοψαν  αργυρά  νομίσματα, 
έκοψαν  προσέτι  καί  χαλκά,  άτινα  έπ!  της  οπίσθιας  ό'ψεως  ϋέρουσι  πέ- 
ριξ τήν  έπιγραφήν  κατά  γενικήν  πληθυντικήν  του  εθνικοί,  οίον  Α- 
ΧΑΙΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ,  ΑΧΑΙΩΝ  ΦΛΕΙΑΣΙΩΝ,  ΑΧΑΙΩΝ  ΑΡ- 
ΓΕΙΩΝ  καί  εξής,  καί  μο'νον  τών  Πατρών  οέν  ευρέθησαν  μέχρι  τούδε 
χαλκά  νομίσματα'  άλλ'  έκ  τούτου  βεβαίως  δεν  δύναται  τις  νά  διισνυ- 
ρισθή  οτι  καί  δεν  έκοψαν  ποτέ  τοιαύτα.  Τών  περισσοτέρων  όμως  πό- 
λεων έχομεν  ή'δη  μο'νον  χαλκά'  άλλ'  άπίΟανον  δέν  εΐνε  σύν  τω  χρόνοι 
να  ευρεθώσι  και  τούτων  αργυρά  ,  ώς  εσχάτως  έδημοσιεύθη  τοιούτον 
της  'Αρκαδικής  πόλεως  Λουσών  (δρα  M.  G.  Clerk,  Catalogue  of 
the  Coins  οϊ  tlie  Achaeao  League  σελ.  IV  καί  11,  άρ.  183,  PI.  I). 


ρασμα.  Εν  τη  Αχαϊκή  συμπολιτεία  ή  Κόρινθος 
οέν  έμεινε  τότε  μακρόν  χρόνον, άλλα  μόνον  εί'κοσιν 
έτη,  καθόσον  τω  223,  έν  τη  κατά  του  βασιλέως 
της  Σπάρτης  Κλεομένους  εκστρατεία,  κατελήφθη 
υπό  Αντιγόνου  του  Δώσωνος  καί  έ'μεινεν  υπό  την 
Μακεοονικήν  κυριαρχίαν  μέχρι  του  έτους  196,ό'τε 
οί  Ρωμαίοι,  έλευθερώσαντες  αυτήν,  τήν  προσέθε- 
σαν, πιΟανώτατα  αμέσως,  πάλιν  εις  τήν  'Αχαϊκην 
συμπολιτείαν  ώς  βέβαιον  οέ  σχεδόν  πιστεύεται  ό'τι 
τά  σωζόμενα  νομίσματα  αυτής,  τά  φέροντα  τον  τύ- 
πον της  'Αχαϊκής  συμπολιτείας,  έκόπησαν  κατά 
το  πρώτοι  διάστημα  τών  20  ετών,  ότε  κατά  πρώ- 
τον είσήλθεν  έν  αύτη.  Ό  ΦλιοΟς  προσήλθεν  ύστε- 
ρώτερον  της  Κορίνθου  εις  τήν  συμπολιτείαν,  έν  ετει 
228'  κατά  το  αυτά  δ'  επίσης  έτος  προσήλθε  καί 
το  Αργός.  Έκ  τούτων  βεβαίως  συνάγεται,  ό'τι  τά 
αποτελούντα  το  υπό  έςέτασιν  εύρ^αα  νομίσματα 
είσί  παλαιότερα  του  έτους  243,  ότε  δηλ.  εισήλθε 
κατά  πρώτον  ή  Κόρινθος  εις  τήν  'Αχαϊκην  συμπο- 
λιτείαν, καί  επομένως  ώς  έσχατον  χρονικόν  οριον 
(terminus  ante  quem),  καθ'  ο  ταύτα  κατετέθησαν 
έν  τη  γη,  θα  έουνάμεθα  ν  άποδεχθώμεν  το  έ'τος 
243,  έν  ουδεμία  δέ  περιπτώσει  νά  κατέλθωμεν 
'τούτου.  Εις  ένίσχυσιν  δε  τούτου  επέρχεται  καί  το 
γεγονός,  ότι  έκ  τών  τριωβόλων  του  "Αργούς,  ών 
ευρέθη  τοσούτον  πλήθος,  oùoì  εν  υπάρχει  μεταξύ 
αυτών  έκ  τών  εχόντων  έν  τω  κοίλω  τετραγώνω  το 
όνομα  άρχοντος  πλήρες,  ατινα  όρθότερον  τίθεν- 
ται, κατ'  έμέ,  εις  τους  προ  τοο  228  χρόνους. 

(β')  'Ανωτέρω  έςεθέσαμεν  δτι  κατά  δεύτερον  δύ- 
νανται νά  χρησιμεύσωσιν  ήμΐν  προς  όρισμόν  τοΰ 
χρόνου  τά  άνευρεθέντα  ούο  τετράδραχμα  του  Πτο- 
λεμαίου. Ως  γνωστόν,  τά  πλείστα  τών  νομισμά- 
των τών  Πτολεμαίων  διαδοχικώς  φέρουσι  τους  αυ- 
τούς τύπους  ώς  καί  τήν  έπιγραφήν  ΠΤΟΛΕ- 
ΜΑΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ,  ή  δέ  ασφαλής  άπόδοσις 
αυτών,  αν  καί  ίκαναί  σπουδαί  ί^ίνοντο  έπί  τούτων, 
εΐνε  τά  μάλιστα  ούσκολος  καί  αμφίβολος,  ιδία  δέ 
τών  κοπέντων  υπό  τών  πρώτων  Πτολεααίων  οέν 
εΐνε  έ'τι  βεβαίως  σταθερά.  Ως  προς  οέ  τά  ύπ  όψει 
δύο  τετράδραχμα  ήμεϊς,  καί  δι'  άλλους  λόγους, 
άποοεχόμεθα  ώς  όρθήν  τήν  γνώμην  τών  απονεμόν- 
των αυτά  εις  Πτολεμαΐον  τον  Σωτήρα.  'Αλλά 
κατά  ποιον  έτος  της  βασιλείας  αύτου  αρά  γε  έκό- 
πησαν ταύτα  ;    Πτολεμαίος  ό  Λάγου    άνεκηρύχθη 


141 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΧΟΜΙΙΜΛΤΛ 


142 


βασιλεύς,  καΟο.>ς  επίσης  και  οί  λοιποί  τών  διαδό- 
χων,  έν  έ'τει  30S  π.  Χ.  ',  και  άπό  τοΟ  έτους  τού- 
του και  έξης  ετίθετο  βεβαίως  έπί  των  νομισμάτων 
«οτοΟ  ή  επιγραφή  ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ  ΒΑΣΙΛΕΩΣ- 
έμεινε  δέ  έπί  του  θρόνου  μέχρι  τοΟ  έτους  285, ίτε 
άνεβίβασεν  έπ  αυτοΟ  τον  υίόν  του  ΠτολεααΤον, 
τον  έπικληθέντα  Φιλάοελφον  ,  καί  έτελεύτησε  δύο 
ετη  μετά  ταύτα  2.  Εάν  ήθέλομεν  παραδεχθη  ότι 
τα  ύπ'  όψει  τετράδραχμα  έκόπησαν  κατά  τα  τε- 
λευταία ετη  τη;  βασιλείας  αύτου  —  ει  και  είνε 
μάλλον  πιθανόν,  κατ'  έμέ,  ό'τι  έκόπησαν  κατά  τα 
πρώτα  ετη  —  ,  ώς  έκ  της  παρούσης  διατηρήσεως 
κοτών, νομίζομεν,  ό'τι  δεν  θα  άπείχομεν  τήςπιθανό- 
τητος  λέγοντες,  5τι  ταΰτα  μεθ  ό'λων  των  λοιπών 
νομισμάτων  του  παρόντος  ευρήματος  κατετέθησαν 
περίπου  περί  το  έτος  270  π.  Χ.,  μικρόν  τι  δηλ. 
μετά  την  έν  Άργει  καταστροφήν  του  ΙΙύόόου.  Ώς 
προς  την  έποχήν  ταύτην  δεν  αντίκειται,  πιστεύο- 
μεν,  καί  εάν  ήθέλομεν  παραδεχθη  ό'τι  ταΰτα  έκό- 
πησαν κατά  τα  πρώτα  ετη  της  βασιλείας  Πτολε- 
μαίου του  Φιλαδέλφου.  Έν  τη  κυρίως  Ελλάδι, 
κατ'  εξοχήν  δε  έν  Πελοποννήσω  καί  ιδίως  εις  τάς 
βορείους  πόλεις  αυτής,  περί  τους  χρόνους  τούτους, 
έκυκλοφόρει  βεβαίως  άφθονον  το  Αίγυπτιακον  νό- 
μισμα, καθόσον,  προς  μεγίστην  έν  αύτη  είσροήν 
του  Αιγυπτιακού  χρήματος,  πλην  τών  εμπορικών 
λόγων  συντελοϋσιν  ιδία  οί  πολιτικοί  Πτολεμαίος 
ο  Αάγου  σπουδαιοτάτην  υποστήριξιν  τών  έαυτου 
πραγμάτων  άνεγνώριζε  την  εύ'νοιαν  τών  Ελλήνων, 
ώς  έκ  τούτου  δε  ήτο  Ό  μόνος  εκ  τών  στρατηγών 
τοΟ  μεγάλου  Αλέξανδρου,  όστις  καί  έπεΟύμει  καί 
ένήργει  νά  έκτελεσΟη  και  Ό  άφορων  τήν  αύτονομίαν 
τών  Ελλήνων  ζρος  τών  μεταξύ  αυτών  κατά  το 
έτος  31 1  γενομένων  συνθηκών3,  πιθανώτατα  προσ- 
τεθείς έν  αύταΐς  τη  προτάσει  καί  επίμονη  αύτου 
τοΟ  Πτολεμαίου'    διότι   έκ  της  εκπληρώσεως  αύ- 


<  Διόδωρο;  XX,  53. —  Droysen,  Geschichte  der  Diadochen3 

II  σελ.   140,  σημ.    1. 

2  Droysen  έ.  α.  σελ.  317  καί  σημ.  4. 

3  Διόδωρος  XIX,  105  :  «  .  .  .  .  οί  περί  Κάσσανδρον  χαί  Πτολε- 
μαΐον  χαί  Λυσίμαχον  διαλύσεις  έποιτ{σαντο  προς  Άντίγονον  και  συν- 
θήκας  έγραψαν  έν  δε  ταύταις  ήν,  Κάσσανδρον  μεν  είναι  στρατηγόν 
της  Ευρώπης,  μέχρις  αν  'Αλέξανδρος  ό  έκ  Ρωξάνης  εις  ηλιχίαν  ΓλΟη, 
χα!  Λυσίμαχον  μέν  της  Θράκης  κυριεύειν,  Πτολεμαΐον  δέ  της  Αιγύ- 
πτου χαί  τών  συνοριζουσών  ταύτη  πόλεων  κατά  τε  τήν  Λιβύην  χα'ι 
τήν  Άραβίαν,  Άντίγονον  δέ  άφηγεΐσθαι  της  'Ασίας  πάσης,  îoùç 
ό'  * ΈΛΛηνας  avzorouovç  elrat  w. 


τοΟ  ούτος,  ένώ  σχεδόν  ουδέν  έζημιοΟτο,  τουναν- 
τίον ώφελεΐτο  πολλά.  Κατ-/  το  έτος  '><)8  ήλθεν  ο 
Πτολεμαίος  εις  Πελοπόννησον  και  κατέλαβε  τήν 
Κόρινθον  καί  τήν  Σικυώνα,   οπόθεν  διεκήρυξε  τοΤς 

Ελλησιν,  5τι  ζλθεν  δπως  ελευθέρωση  τάςΈλλη- 
νικάς  πόλεις.  Αλλά  μικρόν  χρόνον  έμεινε  τότε  έν 
Πελοποννήσω  καί  ήναγκάσθη  νά  έπανέλθη  είς  τήν 
Αϊγυπτον"  έγκατέλιπεν  δμως  φρουράν  έν  Σικυώνι 
καί  Κορίνθφ.  Βραδύτερον  ή  Κόρινθος  παρεδόθη  είς 
τον  Κάσσανδρον,  άγνωστον  πότε,  αλλ  έν  Σικυώνι 
ίιπήρχεν  ή  Αιγυπτιακή  φρουρά  καί  κατά  το  έτος 
303,  δηλ  δύο  ετη  ακόμη  ϋστερώτερον,  άφ  ότου  ο 
Πτολεμαίος  άνεκηρύχθη  βασιλεύς.  Πλην  δέ  τού- 
του Πτολεμαίος  δ  Σωτήρ  προσεπάθει  παντοιοτρό- 
πως 5πως  δημιουρνηστ  έαυτώ  οπαδούς  έκ  τών 
αρίστων  του  λαοΟ,  άναντιρ'όήτως,  εννοείται,  διά 
της  αποστολής  καί  διανομής  χρημάτων  ,  δείξας 
προσέτι  καί  διά  τήν  Ολυμπίαν  μέγα  ένοΐαφέρον. 
Τήν  πολιτικήν  ταύτην  του  πατρός  του  μετά  μεί- 
ζονος ετι  ενεργείας  έξηκολούθησε  Πτολεμαίος  ό 
Φιλάδελφος,    Οστις,   πλην   τών  άλλων,    προς  τον 

Αρατον  μόνον  παρείχε  τακτικήν  έτησίαν  σύντα- 
ξιν  ες  ταλάντων.  Οδτος  έν  Ολυμπία  εκτός  τών 
άλλων  ώκοδόαΥίσε  και  διάφορα  οίκοδοατ  υ.ατα  ' 

ι  ι        1  li  Γ      II 

'Αλλά  τό  παρόν  νομισματικον  εύρημα,  καθ  α 
έν  άρχη  έξεθέσαμεν,  έγένετο  έν  οωματίω  αρχαίας 
οικίας,  και  ώς  προς  τον  χρόνον,  ον  ανωτέρω  ώρί- 
σαμεν,  θα  έούνατό  τις  ισχυρώς  νά  αμφισβήτηση 
ότι  κατωκουντο  καν  τότε  αϊ  Μυκήναι,  καθόσον  υπό 
τών  αρχαίων  συγγραφέων  αναφέρεται  ότι  αύται 
μετά  της  Τίρυνθος  μικρόν  μετά  τήν  έν  Πλαταιαΐς 
μάχην,  έν  έτει  468,  έκ  φθόνου  διότι  απέστειλαν 
κατά  τών  βαρβάρων  μαχητάς,  κατεστράφησαν  όλο- 
τελώς  οπό  τών  Αργείων,  ουδεμία  δέ  ύπο  ούδενός 
μνεία  υπάρχει,  ότι  αύται  ύστερώτερον  κατωκήθη- 
σαν  πάλιν,  τουναντίον  μάλιστα  ό  Αιόοωρος,ό  Στρά- 
βων καί  ο  Παυσανίας  όητώς  άναφέρουσιν,  ότι  έπί 
τών  χρόνων  αυτών  ούοέ  Γχνος  της  κατοικήσεων 
αυτών  υπήρχε.  Τών  νεωτέρων  όμως  ό  μέν  Schlie- 
ιτιαηη,έξ  ευρεθέντων  έν  Μυκήναις  ειδωλίων  ές  δπτής 
γης  καί  τεμαχίων  αγγείων, παραδέχεται  ότι  αύται 
κατωκήθησαν  πάλιν,  πιθανώς  από  τών  άρχων  του 
Δ'  μέχρι  του  Β'  αιώνος  π. Χ.     Mycènes  σελ.  121. 

1  Πρβλ.  έν  γένει  Curtius  Ιν  Jahrbuch  τοΰ  1 805   ι  Archäologi- 
scher Anzeiger  σελ.  18). 


143 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΙΙΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


144 


Πρβλ.  επίσης  του  αυτού  καί  Tiryns  (Γερμ.  εκδ.) 
σελ.  53)•  δ  δε  Τσουντας  ("Αρχαιολογική  Έφημε- 
ρίς  του  1887  σελ.  160 )'δεν  παραδέχεται  καθ'  δλα 
τήν  γνώμην  ταυτην  του  Schlieraann,  άλλ  δτι,  ώς 
εξάγεται  έκ  των  άνευρεθεισών  επιγραφών  (  Αρχ. 
Έφημ.  του  1887  σ.  157  καί  159),  κατά  τον  Γ' 
αιώνα  —  το  τέλος — καί  έξης  κατωκήθησαν  '.  Έκ 
των  εΰρεθεισών  επιγραφών  είνε  άναντίρρητον  δτι 
αύται  κατωκοοντο  κατά  το  δεύτερον  ήμισυ  του  1 
αιώνος.  Ήμεΐς  δμως  φρονοΟμεν,  δτι  δχι  μόνον  και 
κατά  το  -ρω~0Ί  ήμισυ  του  αυτού  αιώνος,  εν  ω,  ω., 
ανωτέρω  ώοίσαμεν,κατε/ώσθησαν  τα  αποτελούντα 
το  6π'  έξέτασιν  εύρημα  νομίσματα,  κατωκοΟντο, 
άλλα  προς  τούτοις,  αποδεχόμενοι  τήν  γνώμην  τού 
Schliemann,  καί  κατ'  αυτόν  τον  Δ'  αιώνα,  ώς  έκ 
τών  έξης.  Ή  Τίρυνς  κατά  τάς  αρχαίας  μαρτυρίας 


κατεστράφη    υπό  τών    Ap-y 


Lieo  ν    συν 


λΡ° 


ν  to: 


αετα 


τών  Μυκηνών,  ουδεμία  δε  ώσαΰτως  καν  μνεία  γί- 
νεται και  περί  ταύτης,  δτι  πάλιν  κατωκήθη.Άλλ 
αν  και  δεν  αναφέρεται  που  δτι  πάλιν  κατωκήΟη, 
ουδ'  έπιγραφαί  τίνες  τουλάχιστον,  ώς  εν  Μυκή- 
ναις,  άνευρέΟησαν  εν  αύτη,  έξ  ων  αναντιρρήτως  νά 
έξάγηται  το  τοιούτον,  εν  τούτοις  εχομεν  μαρτυριον 
πεο>  -ούτου  άσοαλέστατον  και  έπιστιυ.ότατον  αύτα 
τα  νοαίσματα  ταύτης"  έκ  του  ρυθμοί»  δε  της  τέ- 
χνης και  της  έπ'  αυτών  επιγραφής  TIRV/*\  ίοίως 
του  γράμματος  R,  πείθεται  τις  δτι  αύτη  αναμφι- 
σβητήτως κατωκειτο  κατά  το  τέλος  του  Ε  αιώνος 
τ:.  Χ.  Ό  συνοικισμός  δε  τών  Μυκηνών  φαίνεται 
μοι  πιθανώτατον  δτι  έγένετο,  ένεκα  στρατιωτικών 
ιδίως  λόγων,  κατά  τάς  αρχάς  του  Δ  αιώνος,  κατά 
τον  λεγόμενον  ΚορινΟιακον  πόλεμον,  υπό  τών  Λα- 
κεδαιμονίων, ό'τε  κατά  το  390  πολεμοΟντες  ούτοι 
ύπό  τήν  άρχηγίαν  τού  Άγησιπόλιδος  κατά  τών 
Άργείων  έφθασαν  δηουντες  τήν  χώραν  μέχρι  τών 
τεινών  του  "Αργούς,  τειχίσαντες  μάλιστα  καί  <^ρού- 
ριον  -pò  του  άπέλΟωσι  (Πρβλ.  Ξενοφώντος 'Ελλη- 
νικά Δ,  7). 

Μετά  τα  ανωτέρω,  άτινα  έθεωρήσαμεν  ένεκα 
της  -/ρονολογίας  τά  μάλιστα  αναγκαία,  προβαίνο- 
μεν  ήδη  εις  τήν  δημοσίευσιν  τών  έν  τω  προκειμένω 
εύρήματι  νομισμάτων,  ών  πολλά  μεν  είσιν  εντελώς 
αδημοσίευτα,  τινά  δε  ελλιπώς  ή  καί  εσφαλμένως. 

'  Ταούντας  έν  Άρχαιολ.  Έφημιερίδι  σελ.  1(10. —  Μυκηναι  σ.  11 
καί  εξής. 


λεύκας 

Μεταξύ  τοσούτον  πολυπληθών  νομισμάτων  του 
παρόντος  ευρήματος,  ούοεν  έτερον  νόμισμα  της 
Λευκάδος  ευρέθη  ειμή  μόνον  ο  κάτωθι  περιγραφόμε- 
νος στατήρ  μεθ' ετέρων  επτά  ομοίων  της  Κορίνθου. 

Άργ.,  χμ.  22,  Γραμ.  8,425. 

Κεφαλή  'Αθήνας  φέρουσα  κρίνος  κορινθιουργες 
προς  δεξιά.  Έν  τω  πεοίω,  άριστερόθεν  ,  παρά  μεν 
το  χρίνος  Λ,  τούτου  δ'  όπισθεν  άρντι^ρ. 

Πήγασος  καλπάζων  προς  οεςιά,  έχων  τους  μεν 
ποοσθίους  πόδας  ήνωρθωμένους  και  προς  τά  εμπρός 
τεταμένους  ,    τήν  δε  κεφαλήν  προς  το  στήθος  κε- 
κλιμένην.  Έν  τω  πεδίω  κάτωθεν  Λ. 
Πίναξ   6,1 

Πρβ.  Imlioof-  Blumer ,  Die  Münzen  Akarna- 
niens  σελ.  127,  άρ.  38  καί  έξ.,  Taf.  Ill,  17.  — 
Head,  [Catalogue  of  the  Greek  Coins  in  the  Bri- 
tish Museum]  Corinth  etc.  σελ.  131,  αριθ.  71 
και  έξ.,  PI.  XXXVI,  3. 

Του  παρόντος  νομίσματος  ή  μεν  πρόσθια  οψις 
δεν  είνε  ή  αυτή  προς  τήν  τών  ύπό  του  Imhoof- 
Blumer  καί  Head  δημοσιευομένων  νομισμάτων,  έν 
οΐς  ωσαύτως  είνε  άνομοία,  άλλ  ές  άλλης  σφραγΐ- 
δος  καί  ρυθμού  πολλώ  ωραιότερου,  ή  οέ  οπίσθια 
είνε  ,  ώς  φαίνεται ,  έκ  της  αυτής  σφραγΐδος  παρ 
άπασιν.  Αλλ'  αξιοσημείωτος  είνε  ή  του  Πήγασου 
τοιαύτη  στάσις,  ήτις  δεν  άπαντα  παρ'  ούδενί  τών 
μένρι  τούδε  γνωστών  νομισμάτων  της  Κορίνθου 
καί  τών  αποικιών  αυτής,  παραπλήσια  δε  μόνον  ευ- 
ρίσκεται έπί  τίνων  νομισμάτων  της  Άλυζίας  καί 
του  Άνακτορίου  (Akarnanien  σελ.  68,  άρ.  44  καί 
έξ.,  Taf.  II,  20.— Corintli  etc.  σελ.  114,  άρ.  3 
και  4,  PI  XXX,  10  καί  σελ.  116,  άρ.  10,  PI. 
ΧΧΧΙ,10).Έκ  τοΰ  ρυθμού  δε  ώς  καί  του  δλου  της 
τέχνης,  νομίζω,  δτι  το  παρόν  νόμισμα  έκόπη  περί 
τάς  άρ/άς  του  Δ'  αιώνος  ή  ίσως  καί  μικρόν  τι  άρ- 
χαιότερον  περί  τά  τέλη  τού  Ε    αλώνος  π.  Χ. 


ΚΟΡΙΝΘΟΣ 

Έν  τώ  προκειμένω  εΰρήματι  Κορινθιακά  νο- 
μίσματα έμπεριείχοντο  περί  τά  296 ,  ών  7  μέν 
στατήρες,   δραχμαί   δε  254   καί  ήμίδραχμα  35. 


Ì4Ì5 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛ  ΜΙΝΊΚΛ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


146 


Παρατηρητέα  εΤνε  ή  μεγάλη  σχετικώς  αφθονία 
τών  δραχμών,  ων  ούδαμοΟ  ποτέ  εύρ  Οη  συγχρό- 
νως τόσον  πλήθος.  Αλλά  το  τοιοΟτον,  νομίζω, 
είνε  λίαν  εΰεξήγήτον,  καθόσον  αϊ  δυο  μεγάλαι  ϊ 
τονες  πόλεις  Κόρινθος  και  "Αργός  πάντοτε  εύρί- 
σκοντο  εν  μεγάλη  επικοινωνία  προς  κλλήλας  και 
συναλλαγή,  αϊ  δέ  Κορινθιακαί  δραχμαΐ  ('/a  τοΟ 
στατήρος),  ώς  εχουσαι  το  'αύτο  βάρος  προς  τά 
τριώβολα  τοΟ  "Αργούς,  ήταν  αδιακρίτως  έξ  Γσου 
μετά  τούτων  εν  κυκλοφορία  καί  κντηλλάσσοντο. 
Επίσης  δέ  ελευθέρως,  εννοείται,  έκυκλοφόρουν  και 
άντηλλάσσοντο  και  τα  ήμίδραχμα  της  Κορίνθου, 
ώς  έχοντα  το  αυτό  βάρος  προς  τά  τριημιωβόλια 
του  "Αργούς. 

Ή  έπί  των  Κορινθιακών  δραχμών  καί  ήμιδράχ- 
μων — ποιούμεθα  λόγον  περί  τούτων  ιδίως  ενταύθα, 
καθόσον  στατηρες  ελάχιστοι  ευρέθησαν  —  υπάρ- 
χουσα μεγάλη  ποικιλία  ρυθμού,  σχήματος,  συμ- 
βόλων καί  επιγραφών  παρέχει,  ώς  γνωστόν,  πεοί 
την  χρονολογικήν  ιδία  κατάταξιν  αυτών,  μάλιστα 
των  από  του  τέλους  τοΟ  Ε'  αιώνος  π.  Χ.  καί  έξης, 
μεγίστην  δυσκολίαν.  Επειδή  δέ  ή  ε-'  αυτών  το- 
σαυτη  ποικιλότροπος  διάταξιο  της  κόμης,  ώς  καί 
περιβολή  αυτής,  δέν  άπαντα  εν  τοις  νομίσμασιν  ου- 
δεμίας άλλης  πόλεως,  τρόποι  οέ  τίνες  αυτής  μά- 
λιστα, Οά  έούνατό  τις  να  είπη,  ουδέ  καί  έν  τοις 
άλλοις  μνημείοις  της  τέχνης,  δια  ταΰτα  καί  προς 
εύχερεστέραν  είσέτι  άνευρεσιν  εκάστου  τρόπου  έΟεω- 
ρήσαμεν  δρθότερον  νά  κατατάξωμεν  αυτά  έν  το!ς 
παρατιθεμένοις  πίναξι  κατά  το  σχήμα  της  κόμης, 
ποιούμενοι  άρνήν  έξ  εκείνου  ιδίως  του  σχήματος, 
το  οποίον  και  έκ  τών  αρχαιοτέρων  είνε  καί  μάλλον 
προς  τά  έτι  αρχαιότερα  κατά  τήν  ομοιότητα  προσ- 
εγγίζει (Πίν.  6  άρ.  11   καί  έξης). 

Ή  Κόρινθος  ώς  έκ  τοο  μεγάλου  εμπορίου,  της 
ναυτιλίας  και  της  βιομηχανίας  αύτης,  ετι  δέ  της 
ουχί  μακράν  ταύτης  τελέσεως  δύο  τών  μεγάλων 
πανελληνίων  αγώνων,  τών  ΊσΟαίων  καί  τών  Νε- 
μείων,  εις  ους  άπαντα•/όθεν  της  γης  συνέρρεον  πάμ- 
πολλοι άγωνισθησόμενοι  καί  θεαταί,  καί  προ  πάν- 
των ώς  έκ  τοΰ  λίαν  επικαίρου  της  τοποθεσίας  αυ- 
τής προς  τήν  συγκοινωνίαν,  κατέστη  λίαν  ενωρίς, 
ώς  γνωστόν,  ή  πλουσιωτέρα  τών  Ελληνικών  πό- 
λεων. "Ενεκα  δέ  πάντων  τούτων  τά  νομίσματα  αυ- 
τής οχι  μόνον  ήσαν  τά  μάλιστα  έν  τη  κυκλοφορία 


άφθονα,  άλ)  x  καί  κ<  κατ/  rdv  poOv  τοο  χρόνου  διά- 
φοροι καί  ποικίλαι  Εκδόσεις  χυτών   χπειροπληθεΤς. 
Πλην  δμως  τον  αφθόνου  πλούτου,    τ-.  Ιν  Κορίνθφ 
μέγα  πλήθος  τών  εταίρων  τά  μέγιστα,  χναμβ 
τήτως,συνετέλεσεν  ε!  καταστήση  ταύτην  ώς 

ίκπερισσοΟ  καί  τόκέντροντοΟ 
χαίαςΈλ)  ιονικής  καλαισθησίας,  τά  διάφορα  δΐ  κομ- 
ψότατοι καί  χαριέστατα  σχήματα  της  κομμό 
αυτών  αναπαρίστανται  ίν  τοις  νομίσμασι,  π) 
τών  οποίων, ώς  έκ  τον  καλλιτεχνικωτάτου  ^υθμοΟ 
αυτών, αναμφισβητήτως  καταλαμβάνουσι  τ.,/  κρω- 
τίστην  θέσιν  μεταξύ  τών  νομισμάτων  τον  χρναίου 
Ελληνικού   κόσμου.   'Αλλά  μέχρι  τίνος  χρόνου  /, 
Κόρινθος,   ώς  πόλις  αυτόνομος   καί  υπό   τα   Γδιον 
όνομα,  έξηκολούθησε  νά  κόπτη  νομίσματα  :    Μετά 
τήν    έν    Χαιρώνεια   μάχην,    έν    ϊτει   338  π     Χ.,  & 
Φίλιππος  έγκαθίδρυσεν  έν  Άκροκορίνθφ  Μακεδονι- 
κήν  φρουράν,  îjv  οιετήρητε  μετά  ταΟτα  καί  ο  'Α- 
λέξανδρος" αλλ  αύτη  έχρησίμευε  κυρίως  μόνον  ώς 
φόβητρον  της  συνοχής  έν  γένει  τών  Έλ)  ήνων,δπως 
μή   αποστατήσωσιν   έκ  της  έν  Κορίνθφ   άποφασι- 
σθείσης   κοινής  συμμαχίας   ΰπό  τήν  αρχηγίαν  του 
βασιλέως  της  Μακεδονίας  κατά  των  Περσών,  ή  οέ 
πόλις,  ώς  καί   αϊ  λοιπαί,  έμεινε   καθ'  5λα  αυτόνο- 
μος  και   ανεξάρτητος,    και   επομένως   ώς   τοιαύτη 
έκοπτε  καί  νομίσματα,  καθ   ά  καί  πρότερον.  'Αλλά 
τά  πράγματα   μετά  τήν  &πο  τον   'Αντιπάτρου  γε- 
νομένην   καταβολήν  της  έν  ετει  323  μετά  τον  θά- 
νατον  του  Μεγάλου  'Αλεξάνδρου  αποστασίας  τών 
Ελλήνων  μετέβαλον  εντελώς  όψιν.   Μακεδονικαί 
φρουραί  έγκαθιδρυθησαν  εις  τάς  πλείστας  τών   Υ.'/ 
ληνικών   πόλεων    καί   ή    ελευθερία   και   αύτονου.ία 
αυτών  απώλετο  ϋπο  τους  διαδόχους,  ο  οέ  ό:ος  τών 
μεταξύ  τούτων  κατά  τό31  Ι  γενομένων  συνθηκών, 
οπως  αί'Έλληνικαί  πόλεις  άφεθώσιν  έλευθεραι  (δρα 
ανωτέρω  σελ.  141)   ουδέποτε   σ/εοόν  έξετελέσθη. 
Απο  του  έτους  λοιπόν  ocJ  και  εςη;  έπαυσαν  π/.ει- 
σται  πόλεις  νά  κόπτωσι  νομίσματα  £ιπο   το   Γδιον 
όνομα   καθ'  ά   και  πρότερον,  ώς  εινε  γενικώς  σχε- 
δόν άποδεδεγμένον,  μεταξύ  οέ  τούτων  έτι  και  αύ- 
ται αϊ    Αθήναι  επί  μέγα  χρονικον  διάστημα    lipo. 
Head,    Η  istoria  numorum   σ.   316.    Προσέτι  του 
αύτου  [Catalogue  of  the  Greek  Coins  in  the  Bri- 
tisch Museum]  Attica  etc.   σ.   XXXI    .    Κατά    τό 
όγδοηκονταετές  επομένως  χρονικον  διάστημα,  ήτοι 


147 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


148 


άπα  του   έτους  322   μέχρι  του   έτους  243,  δηλ. 
μέχρι  της  εισόδου  της  πόλεως  εις  την  Άχαϊκήν 
συμπολιτείαν,  τα  νομισματικά  της  Κορίνθου  αναμ- 
φισβητήτως μετεβλήθη  σαν.  Και  εινε  μέν  τα  μάλι- 
στα δύσκολον  ν'άποδεχθη  τις  ώς  βέβαιον,  δτι  κατά 
το  χρονικον   τούτο  διάστημα  ή  Κόρινθος   επαυσεν 
εντελώς  εκδίδουσα  νομίσματα  ώς  προτερον,  ει  και 
ύπάρχουσι  λόγοι  προς  τοοτο"   άλλ    όμως  βέβαιον 
εινε,  βτι  σπανιώτατα  Οά  έκοπτε  τοιαύτα,  σχετικώς 
προς   το   άπειρον   και  ποικίλον  πλήθος  των  προη- 
γουμένων χρόνων.  Ό  Cousinery  (Essai  historique 
et  critique  sur  les  monnaies  d'argent  tie  la  ligue 
Achéenne,    accompagné   des    recherches   sur   les 
monnaies  de  Corinthe  elc.  σελ.  50  ώς  καί  άλλα- 
χοο)  διισ/υρίσΟη  ότι  ή  Κόρινθος  έτι  καί  κατά  τους 
χρόνους,  καθ'  ους  ήτο  μέλος  της  'Αχαϊκής  συμπο- 
λιτείας, έξηκολούθει  ώς  καί  πρότεροι   εξαιρετικώς 
να  κόπτη  ίδια  νομίσματα.    Ανευ  οέ  περαιτέρω  έςε- 
τάσεο,ις  του  πράγματος  μετ'  αύτοϋ  σύμφωνος  φαί- 
νεται ων  καί  ό  E.  Curtius  (Hermes  Χ  σελ.  240: 
Studien  zur  Geschichte  von  Corinth.   Τό  αυτό  έν 
Gesammelte  Ahhandlungen  1,   σελ.  209).    Άλλα 
κατά  της  γνώμης  ταύτης  του   Cousinery  ήγέρθη 
άντίρρησις,  ιδία  Οπό  του  L.  Warren  (An  Essay  on 
Greek   Federal  Coinage  σελ.  48).  Ό  Head   (Co- 
rinth etc.  σελ.  XXXI)  φρονεί   ότι  μετά  τό  243  ή 
Κόρινθος  έπαυσε  βεβαίως  κόπτουσα  νομίσματα  α- 
νεξαρτήτως τών  τής  'Αχαϊκής  συμπολιτείας,  άλλα 
και  είς  τό   μετά  τό  300  μέχρι  του  243  χρονικον 
διάστηυ,α  ελάχιστα  αποδίδει,  ίοίως  τα  φέροντα  μο- 
νογράμματα   Ή  γνώμη  αυτή  του  Head,  εάν  θεω- 
ρηΟή  ώς  ορθόν  το  χρονικον  όριον  τής  έν  τη  γη  κα- 
ταθέσ-ιυς,  όπερ  ήμεΐς  ανωτέρω  ώρίσαμεν,  δύναται 
τις  να  εί'πη  ότι  έκ  του  προκειμένου  ευρήματος  έπι- 
βεβαιουται,    καθόσον  ουδέν  νόμισμα   ευρέθη  φέρον 
μονόγραμμα  τι.  Βεβαίως  τα  έν  τω  προκειμένω  εύ- 
ρήματι  Κορινθιακά  νομίσματα  άνήκουσιν  είς  τον  Δ 
π.  Χ.  αιώνα,  ίσως  οέ  τίνα  αυτών  καί  είς  το  τέλος 
του  Ε'  αιώνος.  Ώς  έκ  τοο  ρυθμού  οέ  τής  τέχνης 
κυρίως   διηρέσαμεν   αυτά   είς  δύο  χρονικάς  περιό- 
δους,   καί  ή  μεν  πρώτη  (Α')  άρχεται  περίπου  από 
του  έτους  400   μέχρι  του  έτους  350  π.  Χ.,   ή  δε 
δευτέρα     (Β')      από    τοϋ    350    μέχρι   τοΰ   έτους 
322  π.  Χ 


Α')  400-350  π.  Χ. 

α')   Στατηρες 

1.—  Άργ.,χμ.  21,  Γραμ.  8,275. 

Κεφαλή  'Αθήνας  φέρουσα  κράνος  κορινθιουργές,. 
προς  αριστερά.  Εν  τω  πεοίω,  κάτωθεν  μέν  Α,  οε- 
ξιόθεν  δέ  στέφανος. 

Πήγασος  τρέχων  προς  αριστερά"  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6,2 

Παραπλήσιον  φαίνεται  το  ύπό  Head  έν  [Catalo- 
gue of  the  Greek  Coins  in  the  British  Museum] 
Corinth  etc.  άρ.  219  PI.  IX,  3,  δημοσιευόμενον, 
άλλα  τό  παρόν  είνε  πολλώ  ωραιότερου  ρυθμού  και 
αναντιρρήτως  παλαιότερον,  ώς  καταφαίνεται  έκτε 
τοΟ  περιγράμματος  τοο  προσώπου  καί  του  κράνους, 
μαλλον  δέ  πιθανώτερον  είνε  ότι  έκόπη  περί  τα  τέλη 
του  Ε'  αιώνος  π.  Χ.  Ό  στέφανος  αποτελείται,  καθ 
α  φαίνεται,  έκ  φύλλων  κισσού,  καθ  ό'σον  ευρίσκε- 
ται καί  τοιούτος.  Πρβλ.  Corinth  etc.  αριθ.  290,. 
PI.  Χ,  7. 

2.—  Αργ.,χμ.  24,   Γραμ.  8,28. 

Κεφαλή  Αθηνάς  φέρουσα  -/.ρίνος  κορινθιουργές, 
έστεμμένον  στεφάνω  έξ  έλαίας, και  περιοέραιον, προς 
άρ.  Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν  μεν  έπί  γραμμής,  τό  έ- 
δαφος ΰποδηλούσης,  ΚαΛναώνως  κάπρος  βαίνων» 
προς  άρ. , κάτωθεν  δέ  καί  εκατέρωθεν  τών  άκρωνΑ-Ρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <ρ• 
Πίναξ  6,3 

Cousinery,  Essai  historique  et  critique  sur  les. 
monnaies  d'argent  de  la  ligue  Achéenne  etc.  σελ. 
123,  Tab.  1  24.—  Head,  Corinth  etc.  PI.  XII,  1. 
—  Πρβλ.  καί  Combe,  Museum  Hunter,  σελ.  109, 
άρ.  34.— Mionnet  1  σ.  317,  άρ.977.  Suppl.  IV, 
σ.  40,  άρ.  240  καί  243.—  Fiorelli,  Catalogo  dei- 
Museo  Nationale  di  Napoli,  Medagliere  Ι,  αριθ. 
7204-6.  Collezione  Santangelo  11057-58. 

Τό  μέν  παρά  Cousinery  είνε  έξ  άλλης  σφραγϊ- 
δος   καί  το  Ρ   κείται   υπό  τον  λαιμόν  ,   τό  δέ  παρά. 
Head  φαίνεται  μαλλον  ότι  είνε  έκ  τής  αυτής  σφρα• 
γϊδος  προς  τό  Ίζρο-/.ύα.ζνον ,  έν  τω  όποίω  το  Ρ  κείν- 
ται υπό  τόν  κάπρον. 

Την  έπί  τών  Κορινθιακών  στατήρων  εύρισκομέ- 
νην  έπιγραφήν  Α  Ρ  προσπαθήσας  ήδη  να  έξηγήση, 
δ  Cousinery  (Essai  etc.  σελ.  124  καί  εξής:  expli-- 


140 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


Ι  KO 


cation  de  quelques  médailles  deCorintbe  el  de  Βββ 

colonies)  κατέληξεν  εις  το  συμπέρασμα,  ίτι  αοτη 
αποτελεί  τα  δύο  πρώτα  αρκτικά  γράμματα  του  ο- 
νόματος τοο  Άρίτου,  και  επομένως  τά  μετά  δια- 
φόρων συμβόλων  νομίσματα,  τα  φέροντα  την  έπι- 
γραφήν  ΑΡ,  έκόπτοντο  εκάστοτε  6πό  τοΟ  Αράτου 
καθ'  ά  ετη  ούτος  ήτο  στρατηγός.  II  γνώμη  κοτη, 
κατ  άρ/ας  επί  ίκανον  χρόνον  γενομένη  αποδεκτή, 
έχει  ήδη  εντελώς  άπορ^ιφθη  ώς  μή  ορθή.  Εν  γέ- 
νει περί  της  επιγραφής  Α  Ρ  πρβλ.  κατωτέρω  τά 
περί   Αργούς  προλεγόμενα. 

8.— Άργ.,χμ.  22,  Γραμ.  8,30 

Κεφαλή  Αθηνάς  φέρουσα  κράνος  κορινθιουργές, 
ίστεμμένον  δια  στεφάνου  έξ  έλαίας  Οπό  της  /ρή- 
σεως  άποτετριμμένου  καί  μόλις  διακρινομένου  , 
καί  περιδέραιον,προς  άρ  Έν  τψ  πεδίω, άριστερόθεν 
μεν  καί  εκατέρωθεν  του  ν.χρου  του  λαιμού  Α -Ρ, 
ίεξιόθεν  δέ  Πα.ί.1  ποιον  προς  δες.  Μεταξύ  της  κε- 
φαλής καιτοΟ  Ιίαλλαδίου  κείται  σφαιρίδιον  υπό  της 
χρήσεως  λίαν  άποτετριμμένον 

Ι Ιήγασος  τρέχων  προς  άρ .  και  έν  τω  πεδίω  κάτ .  ? . 
Πίνας"   6,4 

Cousinery,  Tab.  I,  21.—  Head,  αριθ.  256, 
PI.  XII,  6.— (Πρβλ.  Museum  Hunier  σελ.  109, 
■άρ.  25. —Mionnet  1  σ.  319,άρ.  992.— W.Leake, 
Numismata  Hellenica,  European  Greece  σ.  38. — 
Museo  Nazionale  7208-11). 

Το  παρόν  είνε  διάφορον  προς  τά  έτερα, προ  πάν- 
των δέ  ένεκα  του  όπισθεν  της  κεφαλής  σφαιριδίου, 
μη  άπαντώντος  παρ  ουδενί  άλλω,  καθ'  όσον  γνω- 
ρίζω. "Ομοιον  δε  νόμισμα  προς  το  υπ'  όψει,  και  εκ 
της  αυτής  σφραγΐδος,  έξοχου  διατηρήσεως,  είδον 
έν  τώ  έυ,ποοίω  ενταύθα. 


Curimi,   fcp.279,  ΙΊ.   \,l.       1 1  ;.-./. /ν  Mu-un. 

Hum.•,•  τ  109,  ίρ.  32  — Lavy  I  ».  158,  αριθ. 
1786  —Mu.,•,,  Nazionale  7282-83,  Collezione 
Santangelo  10948-51. 

lo  παρόν  είνε  διάφορο/  κατ    χμφοτέρας  τάς  ό- 
ψεις προς  τό  tv  Corinth  είκονιζόμενον. 

6. — Άργ.,  χμ.  21,  Γραμ.  8,31. 

Κεφαλή    Α,θηνδς   μετά  χράνους   κορινθιουργοΟς 

προς  ->;.     Εν  -.<■>  πεδίω,  κριστερόθεν  μέν  προ  του 
ΑαιμοΟ  Γ,   δεξιόθεν  οέ  ßvpooc  ταινία  περιδεδ   ι 
νος. 

Ομοιον  περίπου  τώ  προηγουμένω    !»π    4ριθ.  Ί 
νομίσματι 

Μίνα;  6,6 

β  J  zJf/α  γ;/  h  Ι 

6.  — Άργ. .χμ.   15,  Γραμ.  2,575. 

Κεφαλή  Περσεφόνης,  φέρουσα  περί  την  κόμην 
στέφανον  εκ  φύλλων  στάχυος,προς  ip.  Εν  τώ  πε- 
δίω, όπισθεν  ίσως  Δ  ή  και  συμβολον  δυσδιάκριτο/. 

Πήγασος  τρένων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  έν  τω 
πεοιω  °. 

Πίνας  6,9 

Ευρέθη  καί  ίτερον  όαοιον  οέρον  προ  του  ~;οσ(ύ- 

■  '  il  ι      (  Ι  ι 

που  εκ  των  κάτωθεν  προς  τά  άνω  εγκεχαραγμένην 
όςει  δργάνω  την  έπιγραφήν  '^rullilo    Ε  ρ  Λ. 

Ή  κεφαλή  της  Ι  Ιερσεφόνης  επί  Κορινθιακών  δραχ- 
μών είνε  σπανιωτάτ«.  Εκτο;  των  rìr  παρουσία- 
ζομένων  δυο,  κείται  έτερον  και  παρά  Head,  αριθ. 
228,  Η  'Χ,  9,  ού  ομοιον  υπάρχει  και  εν  τω  προ- 
κειμένω ευρήματι  εν,  ελκον  γραμ.  2,225,  αλλ' 
οϋνί  καλής  διατηρήσεως.  !.2στε  μέχρι  τούδε  είσί 
γνωσταί  του  τύπου  τούτου  δυο  εκδόσεις. 


4. —  Αργ.,  χμ.  23,  Γραμ.  8,33. 
Κεφαλή  'Αθηνάς  φέρουσα  κράνος  κορινθιουργές 
καί  περιδέραιον,προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  άριστερό- 

θεν  μεν  πρό  του  λαιμού  Γ,  δεξιόθεν  δε  öupcroc  ται- 
νία περιδεδεμένος. 

Πήγασος  ιπτάμενος  προς  άρ.    Αί  πτέρυγες   είνε 
όλως  προς  τα  άνω  άνεωγμέναι,  διακρίνεται  οέ  μέ- 
,ρος  καί  της  δεξιάς  αυτών   έμπροσθεν  έν  τω  3ά.0ει. 
Εν  τω  πεδίω  κάτωθεν  9• 

Πίνας"  6,5 


7.— Άργ.,  χμ    16,   Γραμ.   2,395. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου προς  άρ.  Δυο  πλόκαμοι  της  κόμης,  ο  μέν  έκ 
δεξιών,  ο  δέ  ες  αριστερών,  -εριΟέουσι  την  κεφαλήν 
έκ  των  όπισθεν  ποός  τά  έμπροσθεν.  Ε/  τώ  πεδίω 
όπισθεν  [Δ]. 

Πήγασο;  καλπάζω  ν  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6,10 

Gardner,  The  Types  of  Greek  Coins  PI.  VIII, 
18  — Head.  Corinth  ip.  292,  l'I.  X.  9. 


IBI 


ΑΡΧΛΙΛ   ΕΛΛΓΙΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


152 


Αξιοσημείωτος  είναι  ο  έπί  του  παρόντος  νομί- 
σματος σχηματισμός  της  κόμης,  όστις  έν  μεν  τη 
αρχαία  νομισματική  είνε, δύναται  τις  να  ειπη,  μο- 
ναδικός, εν  δε  τοις  άλλοις  μνημείοις  της  τέχνης 
ουχί  συνήθης.  Μέρος  του  πλοκάμου  όπισθεν,  περί- 
που ώς  έν  τω  προκειμένω  νομίσματι,  ευρίσκεται 
και  επί  τίνων  νομισμάτων  των  Λεοντίνων  καί  της 
Αίνου  (Πρβλ.  Gardner  έ.  α.,  Π.  II,  30.— [Kö- 
nigliche Museen  zu  Berlin]  Beschreibung  der  An- 
tiken Münzen  1  σ.  119,  Tafel  IV,  41-43).  Έν 
γένει  ποβλ.  το  άρθρον  του  Schreiber:  «Deraltalti- 
sche  Krobylos»,  έν  Mittheilungen  des  deut.  Ar- 
chäol.   Instituts   in  Athen,   VIII  σ.  246 

8.— Άργ.,  χμ.  IG,  Γραμ.  2,466. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τα  κάτω  μέρη  της  κόμης, τα  μεν  εμ- 
προσΟεν  ~ρος  το  μετωπον  ανασεσυρμενα,τα  οε  όπι- 
σθεν προς  τα  άνω, προς  άρ.Έν  τω  πεδίω,  κάτωθεν 
προ  του  λαιμού,  Δ,    καί  όπισθεν  αυτού  στέφανος. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτοΛεν  9• 
Πίνας  6,11 

Ί.  λί[κπροςί  Πελοπόννησος  Πίν.  Β',  17. 


ιριοε- 


9.— Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,46. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και 
ραίου,  έχουσα  τον  σχηματισμον  της  κόμης  ώς  έν 
τωπροηγουμένω  ύπ'  άρ.  8  νομίσματι, προς  άρ.  Εν 
τώ  πεδίω,  όπισθεν  του  λαιμού,  έν  στεφάνω  Δ.  Α- 
νωθεν του  στεφάνου  καί  πλησίον  του  βοστρύχου 
της  κόμης  διακρίνεται  μικροσκοπικώτατον  τό 
γράμμα    ο. 

"Ομοιον  τω  προηγουμένω  υπ'  άρ.  8  νομίσματι. 
Πίνας•   6,12 

Corinth  άρ.  297,  PI.  Χ,  13. 

Εις  έπίρρωσιν  του  οτι  παρά  τήν  κόμην  κείται 
μάλλον  μικροσκοπικώτατον  τό  γράμμα  °  f  όπερ 
μετά  πολλήν  προσοχήν  καί  κόπον  αναγνωρίζεται, 
ούνί  δε  φύλλον  του  κάτωθεν  στεφάνου,  ούναταί  τις 
να  λάβη  ύπ'  όψει  καί  τό  ό'τι  προς  τό  μέρος  τούτο 
εινε  ο  σύνδεσμος  τοΰ  στεφάνου,  έ'νθα  βεβαίως  οέν 
χρησιμεύει  φύλλον,  ή  δε  διεύθυνσις  των  φύλλων 
εινε  αντιθέτως  προς  τα  κάτω1.  Έάν  ή  παρατήρη- 

'    Έν  τω  ΐ)μετίρω  πίνακι  Sàv  διακρίνεται  τοϋτο  καλώς,  αλλ'  έν 
Corinth  ή  διάκρισις  εινε  εξαίρετος. 


σις,  ην  ήδη  ποιούμεθα,  ήθελε  βεβαιωθή,  νομίζω 
ό'τι  τούτο  μεθ'  ικανής  βεβαιότητος,  καί  ένεκα  τοΰ 
ελαχίστου  μεγέθους  αύτου  καί  ένεκα  της  θέσεως  έν 
ή  κείται  ο'λως  άποκεκρυμμένον  σκοπίμως,  όπως 
μή  έπισπάση  τήν  προσοχήν  του  βλέμματος  τοΰ 
θεατού,  αποτελεί  τό  άρκτικόν  γράμμα  τοο  ονόμα- 
τος του  τεχνίτου.Έπί  τίνων  δε  διδράχμων  'Αρκα- 
δικών, κοπέντων  μετά  τήν  υπό  τοΟ  Επαμεινώνοου- 
κτίσιν  της  Μεγαλοπόλεως,  καί  επομένως  συγχρό- 
νων οπωσδήποτε  προς  τό  παρόν  νόμισμα,  ευρίσκε- 
ται όπισθεν  έπί  του  βράχου,  έφ'ού"  κάθηται  Ό  Πάν,. 
παρά  τήν  σύριγγα  μικροϊς  γράμμασιν  ή  επιγραφή 
ΟΛΥΜ,  ήτις,  ώς  έχει  γίνη  άποδεκτόν,  δηλοϊ  το 
όνομα  του  τεχνίτου.  Μήπως  τυχόν  έν  τω  προκει- 
μένω νομίσματι  εχομεν  έργον  τοΟ  αύτου  τεχνίτου  ; 

10.  —  Άργ.,  χμ.   Ι  6,  Γραμ.  2,355. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου προς  άρ.  Ή  κόμη  Οπερ  τό  μέτωπον  περι- 
σφίγγεται  δια  ταινίας,  πιθανώς  μεταλλίνης,  άπο- 
ληγούσης  όπισθεν  εις  δικτυωτόν.  Κάτωθεν,  έν  τω 
πεδίω,  όπισθεν  μεν  τροχός  τετράκνημος,  έκ  τών 
πλαγίων  θεωρούμενος,  εκατέρωθεν  δε  του  προσθίου 
άκρου   του  λαιμού  Α -Λ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9• 
Πίνας"   6,14 

Έν  Corinth  άρ.  242,  PL  IX  17,  έχει  δημοσιευθώ 
στατήρ,  έφ'  ου  ή  τε  επιγραφή  Α-Λ  ώς  καί  σύμ- 
€ολο^  τροχός  ευρίσκονται  έπί  της  αυτής  θέσεως 
του  πεδίου  ώς  έν  τω  προκειμένω  νομίσματι.  Έκ 
τούτου  καταφαίνεται,  ώς  καί  έκ  του  ρυθμοΰ,  οτι 
ταύτα  έκόπησαν  συγχρόνως. 

11.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,49. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  έχουσα  τήν  κόμην  περί  τά 
άκρα  άνεστραμμένην  καί  περιδεδεμένην  στενή  ται- 
νία, ής  \ί.ίρος  διακρίνεται  όπισθεν,  προς  άρ.  Δεξιό— 
Οεν,  έν  τω  πεδίω,  άνωθεν  μεν  ΑΛ(;)  κάτωθεν  δε  έν 
κύκλω  τρεις  μηνίσκοι  έν  εϊδει  τρισκέλου1. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίνας"  6,15 

Museum  Hunter  σελ.  jllO,  Tab.  XX,  18, 
ένθα  εσφαλμένως,  νομίζω,  ή  επιγραφή  έχει  ση- 
μειωθη  ΑΝ. 

'   Τοΰ  κύκλου  έξετυπώΟη  περίπου  τό  ήμισυ  μεθ'  ενός  μηνίσκου. 


153 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


154 


Ευρίσκεται  και  στατήρ  ε*χων  τήν  αυτήν  έπιγρα- 
φήν  ΑΛ  δεξιόθεν  μετά  του"  αύτοΟ  συμβόλου  Πρβ. 
W.  Leake,  Numismata  Hellenica,  European  Greece 

σελ.  38. 

12•— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,455. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων,  έχουσα  τήν 
χόμην  όπισθεν  κατά  πολλούς  βοστρύχους  κεχυ- 
μένην  και  κυματίζουσαν,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
όπισθεν,  κρατήρ,  τούτου  δ'  άνωθεν  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίνα;  6,20 

Museo  Nazionale  I,  7380.— Corinth  άρ.  302, 
PI,  Χ,  16. 

13.— Άργ.,  χμ.  17.  Γραμ.  2,03. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  έχουσα  τον  ιτχηματισμον 
της  κόμης  περίπου  ώς  έν  τω  προηγουμένφ  6π' 
άρ.  12  νομίσματι,  προς  άρ.  Κάτωθεν,  έν  τω  πε- 
δίω,   έμπροσθεν  μεν  Δ,  όπισθεν  δε  φιάΛ-η. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  <?• 
Πίνας"  6,21 

Corinth  άρ.  304,  PI.  Χ,  18. 

14.— Άργ.,  χμ,  15,  Γραμ.  2,493. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων,  έχουσα  τήν 
κόμην  έσχηματισμένην  ώς  έν  τω  προηγούμενα)  υπ' 
αριθ.  13  νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίφ,  δε- 
ξιόθεν,  (ριάΛιΥ  άριστερόθεν  ύπηρχεν  ί'σως  Δ  ή  Δ  Ι. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9• 
Πίναξ  6,22 

15— Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,37. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  έχουσα  τήν  κόμην  όπισθεν 
κεχυμένην  καί  φέρουσα  στεφάνην,  ένώτια  και  περι- 
δέραιον,  προς  άρ.  Κάτωθεν,  έν  τω  πεδίω,  έμπρο- 
σθεν μεν  Δ,   όπισθεν  δέ  φίάΛ)}. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6,23 

Corinth  άρ.  303  PI.  Χ,  17.—  Πρβλ.  καί  Mu- 
seum Hunter  σ.  HO  Tab.  XX,  16.  — Mionnet  I 
σ.  320  άρ.  1016. 

16  —Άργ,  χμ.  17,  Γραμ.  2,398. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  έχουσα  όπισθεν  τήν  κόμην 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     18»«. 


χβχυμένην,    καί  φέρουσα  ίνώτια  /■/■  περιδέραιον, 
προς  άρ.    Εν  τφ  μπροσθεν  ΔΙ,  καί  όπισθεν 

<ριάΛη. 

Ομοιον  τψ  προη γον/ .'./<•>  ',-  άρ    15  νομίσματι 
Πίνα;  6,24 

Corinth  άρ.  305,  PI.  Χ,  19. 

II  επιγραφή  ΔΙ  ευρίσκεται  έμπροσθεν,  ώ;  εν  τφ 
προκειμένφ  νομίσματι,  καί  Irci  στατήρος,  φέροντος 
όμως  δλλο  σύμβολον  είσΐν  επομένως  περίπου 
χρονα,ώς  καταφαίνεται  καί  ix  της  οπίσθιας  S  : 
Πρβ.  Corinth  ip.  306,  PI.  XII,  17. 

17.-     Άργ.,  χμ.   18,   Γραμ.  2,38. 

Κεφαλή  Αφροδίτης, έχουσα  τήν  κόμην  ίσχημα• 
τισμένην  ώς  έν  τω  προηγουμένφ  δπ'άρ  1Π  νομί- 
σματι καί  φέρουσα  ίνώτια  καιπεριδέραιον,πρός  άρ. 

Εν  τφ  πεδίω,   όπισθεν,    άνωθεν  μεν   ΔΙ,    κάτωθεν 
Se  θώραζ  μετά  πτερύγων. 

Πήγασο;  τρέχων  προς  αρ.  και  κάτωθεν  Ο- 
Πίνα;    6 

Έν  Corinth,  αρ.  246,  PI.  IX,  20  (Πρβ.  καί 
Mionnel  Suppl.  IV  σ.  40,  άρ.  238),  έχει  δημο- 
σίευση στατήρ  φέρων  τήν  έπιγραφήν  Α  Λ  καί  θώ- 
ρακα όπισθεν  ,  ώς  έν  τω  παρόντι  νομίσματι'  ώς 
καταφαίνεται  δέ  έκ  τον  v/iy.ov  καί  της  Οπίσθιας 
όψεως  είσίν  αμφότερα  περίπου  σύγχρονα. 

18.— Άργ.,  χμ.   16,  Γραμ.  2,68. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  καίπεριδεραίου, 
φέρουσα  στέφανον  έκ  δάφνη  ς,  καί  έχουσα  τήν  κόμην 
έπί  των  νώτων  είς  πολλούς  βοστρύχους  περικεχυ- 
μένην  καί  κυματίζουσαν,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
κάτωθεν,  προ  του  λαιμού  Γ. 

Πήγασο;  ιπτάμενο;  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  φ. 
Πίναξ  6,20 

Άριστερόθεν,  από  του  χείλους  του  νομίσματος 
μέχρι  του  οφθαλμού,  οπελείφθη  κατά  την  κοπήν 
μέρο;  του  μετάλλου  έν  είδει  γραμμή;.  Τοϋτ<»  προ- 
ηλθεν  αναμφισβητήτως  έκ  προηγουμένη;  βλάβης 
της  σφραγΐδος. 

19.— Άργ.,  χμ.    17.  Γραμ.  2,631. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  σ/εδόν  ώς  έν  τω  προη- 
γούμενοι ΰπ'άρ.  18  νομίσματι.  ποός  άο  Έμπρο* 
σΟεν  Γ. 

II 


155 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


156 


Πήγασος  σχεδόν  ώς  Ό  του  προηγουμένου  νομί- 
σματος. 

Πίνας"  6,27 

Corinth  άρ.  284,  PI.  Χ,  3. 

20.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,575. 

Κεφαλή 'Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγου- 
μένου υπ'  αριθ.  19  νομίσματι,  προς  άρ.  Έμπρο- 
σθεν Γ. 

"Ομοιον  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  19  νομίσματι. 
Πίνας  6,28 

Toö  παρόντος  τύπου  υπάρχει  και  άλλη  διαφορά 
έξ  άλλης  σφραγΐοος.  Έν  ταύτη  ή  κεφαλή  είνε  μι- 
κρότερα. 

21  —  Άργ.,χμ.    15,  Γραμ.  2,520. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, φέρουσα  στέφανον  εκ  δάφνης  και  έχουσα  την 
κόμην  όπισθεν  κεχυμένην,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω, 
έμπροσθεν,  [δ]  . 

Πήγασος  τρένων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ  7,1 

Του  παρόντος  τύπου  υπάρχει  και  έτερον  έχον 
τήν  όπισθίαν  όψιν  έξ  άλλης  σφραγΐδος. 

22.— 'Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,38. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  21 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίνας  7,2 

23.—  ' Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,45. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδεραίου, 
σχεοον  ώς  έν  τω  προηγουμένω   ύπ'  άρ.  22   νοαί- 
σματι,   προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  όπισθεν,  Δ. 
Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ? 
Πίναξ  7,3 

24.— Άργ.,  χμ.  15  Γραμ.  2,665. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  διά  μίτου  χιαστί  περιοεοεμένην  τήν 
κόμην,  ης  το  άκρον  όπισθεν,  κατά  τήν  χορυ^ψ, 
περιοεοεμενον  ωσαυτιυς  οια  μ,ιτου,  αφιεται  κεχυ- 
μένον  εις  βοστρύχους  κυματίζοντας,  προς  άρ.    Έν 


τω  πεδίω, όπισθεν,  Α.  Έπί  του  λαιμοί»  διακρίνεται 
διπλούν  της  σφύρας  κτύπημα. 

Πήγασος  τρένων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9- 
Πίναξ   7,7 

25.-Άργ.,χμ.  14,  Γραμ.  2,572. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεοον  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  24 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  φ. 
Πίναξ   7,8 

26.  — 'Αργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,43. 

Κεφαλή 'Αφροδίτης  μετ'ένωτίων  καί  περιδεραίου, 
σχεοον  ώς  έν  τοις  προηγουμένοις  ύπ'  άρ.24  καί  25 
νομίσμασι,  προς  άρ.   Όπισθεν,  έν  τω  πεδίω,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  φ 
Πίναξ   7,9 

Πρβ.  Corinth  άρ.  230,  PI.  IX,  10.— Colle- 
zione Santangelo  11063-64. 

Τα  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  24-26  νομίσματα  είσίν  έξ 
άλλης  σφραγΐδος  προς  το  ύπό  τοο  Head  δημοσιευό- 
μενον,  ώς  καταφαίνεται  ίδια  έκ  της  κόμης  καί  της 
θέσεως  του  γράμματος. 

27.— 'Αργ.,  χμ.  ΐ6,  Γραμ.  2,488. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  ώς  έν  τοις  προηγουμένοις  υπ'  άρ. 
24  -  26  νομίσμασι  διά  μίτου  χιαστί  περιδεδεμένην 
τήν  κόαην  ,  ης  το  άκρον  όπισθεν  ,  περιδεΟεμένον 
ωσαύτως  διά  μίτου ,  άφίεται  κεχυμένον  εις  βο- 
στρύχους κυματίζοντας,  προς  άρ.  Εν  τφ  πεοίω, 
όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9• 
Πίναξ   7,10 

28  —Αργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,48. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προ-ί]^'ου[).ίνω  ύπ'  άρ.  27 
νοαίσματι,  προς  άρ.   Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9• 
Πίναξ   7,H 

29.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,452. 

Κεφαλή   Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων    καί  περιδε- 


157 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


ι:;κ 


ραίου,  σ•/εοόν  ώς  έν  τφ  προηγουμένφ  Οπ    άρ.  '28 
νομίσματι,  προς  αρ.  Έν  τω  πεδίφ,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  αρ.  και  κάτωθεν  ρ. 

Όμοιον  έν  Corinth  αρ.  293,  PI.  Χ,  10. 

30—  Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,483. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  xoci  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τφ  προηγούμενο  νπ  ν:.  2ί) 
νομίσματι,  προς  άρ.    Εν  τω  πεδίφ,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προί  άρ.  καί  κάτωθεν  <?. 
Πίναξ  7,12 

31.  —  Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ    2,493. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένφ  υπ'  άρ.  30 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίφ,  δπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέμων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  ο. 
Πίνας  7,13 

32.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,580. 
Κεφαλή    Αφροδίτης  μετ    ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, σχεδόν   ώς  έν  τω  προηγουμένφ  υπ'  άρ.  31 

νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίφ,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέμων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίνας"  7,1'. 

Πάντα  τα  άπο  του  άρ.  27  έως  32  νομίσματα 
είσίν  έκ  διαφόρων  σφραγίδων,  ώς  καταφαίνεται  κυ- 
ρίως έκ  του  άκρου  της  κόμης  καί  της  θέσεως  του 
γράμματος"  έν  τω  ΰπ'  αριθ.  27  όμως  ή  κεφαλή 
είνε  μείζων  ή  έν  τοις  λοιποΐς. 

33. Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,52. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, φέοουσα  σφενδόνην,  συνδεομενην  άνωθεν  τοο 
μετώπου,  και  έχουσα  όπισθεν  μίτφ  δεδεμένην  την 
κόμην,  ης  τα  άκρα  είσί  κεχυμένα  εις  βοστρύγους 
κυματίζοντας,  περίπου  ώς  έν  τοις  ανωτέρω  υπ  άρ. 
27-32  νομίσμασι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  όπι- 
σθεν, Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίνας1  7,23 

Corinth  άρ.  181,  PL  V,  7. 

Tò  παρόν  νόμισμα,  όμοια  τοο  οποίου  ευρέθησαν 
καί  άλλα,  είνε  έκ  της  αυτής  σφραγϊδος  μετά  τοΟ 
ύπα  του  Head  δημοσιευομένου,  αλλ  ούτος  οέν  ανα- 


φέρει ποσώς  το  γράμμα  Α,  τό  taotov  tv  τ•.σ•.  τών 
δλλων  διακρίνεται  ευκρινέστατα.  ΤοΟ  παρόντος 
τύπου  ευρίσκεται  προσέτι  καί  £λλη  διαφορά,  ώς 
καταφαίνεται  iSioj     κ  της  θέσεως  τον  γράμματος. 

84.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,457. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, φέρουσα  σφενδόνην  ίξ  ης  ανέρχονται  κυμα- 
τοειδώς  πολλοί  μικροί  βόστρυχοι  τής  κόμης,  προς 
άρ.   Έν  τψ  πεδίφ,  όπισθεν,  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  &ρ.  καί  κάτωθεν  ο 
Πίναξ  7,24 

Gardner,  The  Types  of  Greek  Coins  PI.  VIII, 
16.— Corinth  sp.  295,  PI.  X.  11. 

35._'Αργ.,  χμ.   16,   Γραμ.  2,88. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  δισκοειδών 
και  περιδεραίου,  φέρουσα  σφενδόνην  σχεδόν  ώς  έν 
τω  προηγουμένφ  υπ' αριθ.  34  νομίσματι,  προς  άρ. 
Έν  τω  πεοίω,  όπισθεν,  Δ; 

Όμοιον  τφ  προηγουμένφ  ύπ  άρ.  34  νομίσματι. 
Πίναξ  7,25 

36.— Άργ.,   χμ.    17,   Γραμ.  2,565. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετά  περιδεραίου,  φέροντα 
σφενδόνην  καί  έχουσα  την  κόμην  περικεκαλυμμε- 
νην  δια  πλατυτάτης  δικτυωτής  ταινίας,  προς  άρ. 
"Οπισθεν  έκ  της  σφενδόνης  ανέρχονται  δύο  βόστρυ- 
χοι κατ  &ντίθετον  διευθυνσιν.  Έν  τω  πεοίω,  κά- 
τωθεν και  εκατέρωθεν  τον  λαιμό  ν,  Α-Ρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ    7,26 

Gardner,  The  Types  κτλ.  PI.  Vili.  17. 

37.— Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,475. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγου- 
μένφ 6π'  άρ.  36  νομίσματι,  προς  άρ.  Κάτωθεν 
Α-Ρ. 

"Ομοιον  τφ  προηγουμένφ  Οπ  Sep.  3b  νομίσματι. 
Πίνας   7,21 

38.— Άργ  ,  χμ.    17,  Γραμ.  2,065. 
Κεφαλή  'Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγου- 
ιχένω   οπ'  io.  37  νομίσματι,   ποός  άο.    Κάτωθεν 

Α-Ρ. 


159 


ΑΡΧΑΙΑ   EAAHNIKA   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


160 


"Ouoiov  τω  ανωτέρω  υπ    άρ.  36  νομισματι. 

Πίναξ  7,28 
Corinth  άρ.  260,  PI.  XII,  9. 

39.— Άργ.,  χμ.   16,  Γραμ.  2,625. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  εν  τω  προηγού- 
μενα) ύπ'  άρ.  38  νομισματι,  προς  άρ.  Κάτωθεν 
Α    Ρ. 

Όμοιον  τω  ανωτέρω  υπ'  άρ.  36  νομισματι. 
Πίναξ   7,29 

40.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,41. 

Κεφαλή  Αφροδίτης, σχεδόν  ώς  έν  τοις  ανωτέρω 
ύπ'  αριθ.  38-39  νομίσμασι,  προς  άρ.  Κάτωθεν 
Α-Ρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 


Πί 


ινα: 


7,30 


Έκ  των  προηγουμένων  ύπ'  αριθ.  36-40  μετά 
της  επιγραφής  Α-Ρ  νομισμάτων  πιθανώτατον  είνε 
δτι  τινά  τούτων,  ιδίως  το  ύπ'  αριθ.  36,  ώς  δύνα- 
ται τις  να  είκάση  έκ  του  ρυθμού  της  τέχνης,  έκό- 
πησαν  περί  τα  τέλη  του  Ε'  π.  Χ.  αιώνος.  Έν  γέ- 
γένει  περί  της  επιγραφής  Α-Ρ  πρβ.  τα  ανωτέρω 
ύπο  τον  αριθ.  2  παρατηρηΟέντα,  ώς  και  τα  κατω- 
τέρω περί  'Αργούς  προλεγόμενα. 

41.— Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,467. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω,  έξ  ου  κρέμαται 
όπισθεν  θύσανος  έκ  τριών  σφαιριδίων,  προς  άρ.  Ό 
σάκκος  είνε  περιοεοεμένος  άνωθεν  του  μετώπου  μέ- 
χρι τών  νώτων  οιά  μίτου.  Εν  τω  πεδίω, όπισθεν, Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  <?• 
Πίνας"  7,31 

Corinth  άρ.  296,  PI.  Χ,  12. 

42.— Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,505. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, ώς  έν  τφ  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  41  νομί- 
σματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  έμπροσθεν  τού  λαι- 
μού, Δ. 


Ό 


μοιον  τω  προηγουμένω  υπ  αρ 


.41 


νομισματι 


Πίναξ  7,32 
Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  HO,  Tah.  XX,  12. 


43— Άργ.,   J  6,  Γραμ.  2,493. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω  περιοεοεμένω, 
ώς  έν  τοις  ανωτέρω  ύπ  άρ.  41  και  42  νομίσμασι, 
δια  μίτου  άπολήγοντος  άνωθεν,  κατά  τον  δεσμόν, 
εις  δύο  θυσανίσκους  έκ  σφαιριδίων  κατ'  άντίθετον 
διευθυνσιν,  προς  άρ.  Ή  κόμη,  εξερχόμενη  τού 
σάκκου  εις  βοστρυχίσκους  περί  το  πρόσωπον,  είνε 
όπισθεν  κεχυμένη  εις  βοστρύχους  κυματίζοντας'  έκ 
δέ  τού  σάκκου  όπισθεν  κρέμαται  θύσανος  έκ  τριών 
σφαιριδίων  οιά  μίτου  μακρού  καί  παχέος  έχοντος 
παρά  τον  θύσανον  καί  σφαιρίδιον.  (Το  ό'λον  εινε 
παρόμοιον  προς  το  έν  χρήσει  σήμερον  παρά  ταϊς 
γυναιξί  <peCtor).'Ev  τω-  πεοίω,  εκατέρωθεν  του  λαι- 
μού, [Δ;] -Ι. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίναξ  7,33 

44.— Άργ.,   χμ.   15,  Γραμ.  2,602. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ  άρ.  43 
νομισματι,  αλλά  μεγέθους  μεγαλητέρου,  προς  άρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ  7,34 

45.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,465. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω,  έξ  ο  δ  όπισθεν 
κρέμαται  θύσανος  έκ  σφαιριδίων,  -προς  δεξ.  Έν  τφ 
πεδίω,  όπισθεν,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  ?. 
Πίναξ  8,2 

Corinth  άρ.  231,  PI.  IX,  11.  —  Πρβ.  Mu- 
seum Hunter  σ.  HO,  Tab.  XX,  10. 

46.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,625. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  45  νομι- 
σματι, προς  δεξ.  Έν  τψ  πεδίω,  όπισθεν,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ  8,3 

Άμφότεραι  αί  όψεις  τών  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  45 
και  46  νομισμάτων  είνε  έκ  δύο  διαφόρων  σφραγί- 
δων. Ευρίσκονται  και  τρεις  εισέτι  διάφορα!  τού 
τύπου  τούτου. 


161 


ΛΙ'ΧΛΙΛ   ΕΛΛΙΙΝΙΚΛ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


102 


γ')   Ί/μΜραχμα 

47.— Άργ.,   χμ.   12,  Γραμ.   1,122. 

Κεφαλή  Δή  μητρός  πεπλοφόρου,  φέρουσα  στέ- 
φανον  έκ  σταχυών,  προς  αρ.  Έν  τω  πεδίω,  κάτω- 
θεν, Α -Ρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  αρ.  καί  χάτω- 
Οεν  φ- 

Πίναξ  8/. 

Corinth  αρ.  265,  PI.  XII,  11. 

48.— 'Αργ.,  χμ.  12,  Γραμ.  1,115. 

Κεφαλή  Περσεφόνης, φέρουσα  στέφανον  êx  φύλ- 
λων στάχυος,  προς  άρ.  Έν  τψ  πεδίω,  κάτωθεν, 
Α;-Ρ;. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν φ. 

Πίναξ  8,5 

49.— Άργ,  χμ.  13,  Γραμ.  1,19. 

Κεφαλή  Περσεφόνης  (;)  μετ'  ένωτίων  καΐ  περι- 
δεραίου, προς  άρ.  Κάτωθεν  Α- Ρ;. 

ΠρόσΟιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ  8,6 

Corinth  άρ.  267,  PI.  XII,  13. 

50.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,012. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετά  περιδεραίου,  φέρουσα 
σφενδόνην  καί  έχουσα  τήν  κόμην  κεκαλυμμένην 
δια  πλατείας  δικτυωτής  ταινίας, προς  άρ.  "Οπισθεν 
έχ  της  σφενδόνης  ανέρχονται  μικροί  τίνες  ^π-.ς,Μ- 
χίσκοι.  Έν  τω  πεδίω,  κάτωθεν  καί  εκατέρωθεν  του 
λαιμού,  Α -Ρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν <?. 

Πίναξ  8,10 

Το  παρόν  νόμισμα  ,  ώς  καταφαίνεται  εκ  του 
ρυθμού,  της  καλύψεως  της  κεφαλής  καί  της  επι- 
γραφής,   είνε  σύγγ^ρονον    καί  τής  αυτής    εκδόσεως 


'   . 


προς  τας  ανωτέρω   ϋπ    άρ.  ου  καί  έςής  οραχμάς. 

51.- Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1 ,19. 
Κεφαλή   'Αφροδίτης   μετ'  ένωτίων    καί  περιδε- 
ραίου,φέρουσα  σφενδόνην, έξ  ης  ανέρχονται  βόστρυ- 


χοι της  κόμης,πρός  άρ.    Εν  τφ  πεδίω,  Ιχατέρωθεν 
τοο  >  χιμοΟ,  Δ  -  ρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  καί  /.άτω- 

θεν  9• 

Πίναξ  Η, ιι 

Πρ5.  Corinto  ätp.  268,  PI.  XII,  14. 

Β«.— Άργ.,  χμ.   13,  Γραμ.   1,12. 

Κεφαλή    Αφροδίτης  μετά  ή  >υ,  φέρουσα 

ο-φενδόνην  (;,,  προς  &ρ.  Κάτωθεν  Α  -  Ρ;. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  αρ.    /.-/•.  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ  8,12 

53.— Άργ.,  χμ.    14,    Ι'ραμ.    1,16. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδέ- 
ραιου ,  έχουσα  τήν  κόμην  επί  των  νώτων  xe- 
χυμένην  και  κυματίζουσαν,  προ;  4ρ.  'Εν  τφ  πε- 
δίω, κάτωθεν,  εκατέρωθεν  του  προσθίου  äxpou 
του  λαιμού,  Α- Ρ,  και  δεξιόθεν  ψύΛΛον  : 
σοϋ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  4ρ.  καί  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ  8,13 

Corinth  άρ.  266,  PI.  XII,  12. 

Πλείστα  των  προηγουμένων  υπ  αρ.  47-53 
μετά  τής  επιγραφής  Α  Ρ  νομισμάτων,  ώς  καταφαί- 
νεται έχ  του  ρυθμού  τής  τέχνης  αυτών,  πιθανώτα- 
τον  εΐνε  ότι  άνηκουσι  μάλλον  εις  τα  τέλη  του  Ε' 
π.  Χ.  αιώνος.  Πρβ.  και  τήν  μετά  το  ανωτέρω  υπ' 
άρ.  40  παρατήρησιν. 

54.— Άργ.,  χμ.   12,  Γραμ.    1,118. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  έν  τψ  προηνου- 
μένω  ύπ  άρ.  53  νομίσματι,  προς  άρ.  "Οπισθεν,  έν 
τω  πεδίω,  (ρνΧΧον  κιασοϋ[\). 


ΠρόσΟι 


Οεν  9• 


ροσθιον  ήμισυ  Πήγασου    προς  άρ.    καί  κάτω- 


Πίναξ  8,1  ί 


περιοεδεαέ- 


55.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.    1,158 
Κεφαλή    Αφροδίτης,  έχουσα  ταινία 
νην  τήν  κόμην,   κπολήγουσαν   /.ατά  το  άκρον  όπι- 
σθεν εις  είδος  θυσάνου,  προς  άρ.  Εν  τω  πεδίω,  προ 
του  λαιμού,  Γ. 


163 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


164 


Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου    προς  άρ.    και  κάτω- 
θεν φ- 

Πίναξ  8,15 

Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  Ill,  Tab.  XX,  21. 

56.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,082. 

"Ομοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένω  υπ  άρ.  55  νο- 
μίσματι. Έν  τφ  πεοίω,  προ  του  λαιμού,  Γ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν φ. 

Πίναξ  8,16 

57.— Άργ.,  χα.  14,  Γραμ.  1,050. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  περιοεοεμένην  ταινία  τήν  κόμην,  ά- 
πολήγουσαν  κατά  το  άκρον,  όπισθεν,  εις  είδος  θυ- 
σάνου, προς  άρ.   Έν  τω  πεοίω,  όπισθεν,  Δ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν ?. 

Πίνας"  8,17 

Museum  Hunter  σ.  HO,  Tab.  XX,  20. 

58.— Άργ.,  χμ.  11,  Γραμ.   1,232. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, άπολήγοντος  όπισθεν  του  άκρου  της  κόμης 
εις  είδος  θυσάνου,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  όπι- 
σθεν, Δ  ; 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν 9• 


Πίναξ   8,18 


59.— Άργ.,  χμ.   13,  Γραμ.   1,285. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  καί  περιοε- 
ραίου,  φέρουσα  στέφανον  κισσού  καί  έχουσα  το 
άκρον  της  κόμης  έπί  των  νώτων  κεχυμένον  εις 
βοστρύχους  κυματίζοντας, προς  άρ.  Εν  τω  πεοίω, 
όπισθεν,  9• 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν ?. 

Πίναξ   8,19 

60.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,34. 

Κε  φαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου ,  έχουσα  ταινία  περιοεοεμένην  τήν  κόμην, 
άπολή  γουσαν   όπισθεν  κατά  το  άκρον  εις  είδος  θυ- 


σάνου, προς  άρ.Έν  τψ  πεδίω,  άριστερόθεν,προ  τοο 
λαιμού,  Λ,  καί  οεξιόθεν,  όπισθεν  τοο  άκρου  της 
κόμης,  <?. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν γ. 

Πίναξ   8,20 

61.— Άργ.,  χμ.   14,  Γραμ.   1,105. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, της  κόμης  όπισθεν  αποτελούσης  παχύν  πλό- 
καμον  άνεστραμμένον  καίπεριδεδεμένον,  προςάρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν ?. 

Πίναξ   8,21 

62.  — Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,17. 

Κεφαλή   Αφροδίτης   μετ'   ένωτίων   καί  περιδε- 
ραίου,   έχουσα  τήν  κόμην  ώς  έν  τω  ανωτέρω  ύπ 
άρ.  43  νομίσματι,  προς  άρ.  [Έν  τω  πεδίω,  εκατέ- 
ρωθεν του  λαιμού,  Δ- Ι;]  • 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν [?]• 

Πίναξ  8,22 

Το  προκείμενον  νόμισμα,  ώς  καταφαίνεται  έκ. 
του  ρυθμού,  της  καλύψεως  της  κεφαλής  καί  της 
κόμης,  ούσης  κεχυμένης  έπί  των  νώτων,  εινε  σύγ- 
χρονον  και  της  αυτής  εκδόσεως  προς  τήν  ανωτέρω 
ύπ'  άρ.  43  δραχμήν. 

63.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,117. 

Κεφαλή  Αφροδίτης, έχουσα  τήν  κόμην  έν  περι- 
δεδεμένω  σάκκω,  έξ  ου  όπισθεν  κρέμαται  θύσανος, 
προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  οεξιόθεν,  Α• 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν ?. 

Πίναξ  8,24 

64.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,010. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω,  ώς  έντω  προη- 
γουμένω  ύπ'  άρ.  63  νομίσματι,  προς  άρ.  Αριστε- 
ρόθεν  έν  τω  πεδίω,  προ  τοο  λαιμού,  Α. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν 9•  Πίναξ   8,25 

Corinth  άρ.  234,  PI.  IX,  13. 


16.f 


ΛΙ'ΧΛΙΛ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


Ιββ 


65.— Άργ•,  χμ.  14,  Γραμ.  1,187. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης,  σχεδόν  ως  έν  τω  προηγού- 
μενα» υπ  άρ.  63  νομίσματι,προς  άρ.  Εν  τφ  πεδίω, 
προ  τοΟ  λαιμού,  Α. 

ΠρόσΟιον  ήμισυ  Πήγασου    προς  e 
θεν  ?. 

Πίναξ  8;26 


και  κάτω- 


Β')  350-322  π.  Χ. 

α')  Στατηρες 

ββ.— Άργ.,  χμ.  22,  Γραμ.  8,357. 

Κεφαλή  Αθηνάς  μετά  κράνους  κορινθιουργοΟς 
προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  δεξιόθεν,  επί  γραμμής,  το 
έδαφος  ΰποδηλουσης,"ΛρΓεμΐί;(;)  βαίνουσα  προς  δες. 
xal  τη  δεξιά  χειρί  κρατοοσα  λαμπάδα(;  ,  καί  εκα- 
τέρωθεν τοο  λαιμοο  Δ -Ι. 

Πήγασος  μετ'  άνακεκαμμένων  προς  τα  έμπρο- 
σθεν πτερύγων, καλπάζων  προς  αρ., και  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6, 'ν 

Πρβ.  Museo  Nazionale  I,  7303-4,  Collezione 
Santangelo  11018. 

67.-Άργ.,  χμ.  21,  Γραμ.  8,26. 

Κεφαλή  'Αθηνάς  μετά  κράνους  κορινθιουργοΟς 
καί  περιδεραίου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  δεξιόθεν, 
στη. Ι  η  (;)  της  τετραγώνου  εργασίας  (;),  καί  εκατέ- 
ρωθεν τοΟ  λαιμού  Δ-Ι. 

Πήγασος  καλπάζων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6,8 

Πρβ.  Museum  Hunter  σελ.  108,  αριθ.  19. — 
Corinth  άρ.  318,  PI.  XII,  27. 

β  )  Αραγμαί. 

68.— Άργ.,  χμ.   16,  Γραμ.  2,487. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ίνωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  προς  τα  όπισθεν  σεσυρ- 
μένην  και  αποτελούσαν  οιονεί  δεσμόν ,  έξ  ου  τά 
άκρα  ανέρχονται  εις  μικρούς  κύματιζομένους  βο- 
στρύχους, προς  άρ.  Εν  τω  πεοίω,  όπισθεν,  Οπό  τον 
δεσμον  της  κόμης,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίναξ  6,13 

Corinth  άρ.  227,  PI.  IX,  8. 


69  —  Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,607. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ίνωτίων  κα)  περιδε- 
ραίου ί/.  σφαιριδίων,  Εχουσα  τήν  κόμην  -  :•:  /.-/τ•/ 
τά  άκρα  άνεστραμμένην  καίπεριδεδ  μ  /ην  διά  πλα- 
τείας ταινίας (;  στεφανοειδοΟς,  προς  ,.  Ι!/  τω 
πεοίω,  όπισθεν,  έν  οτεφάνω  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  6,16 

70.— Άργ  .  χμ.   16,  Γραμ.  2,592 

Κεφαλή     Αφροδίτης  μιετ    ίνωτίων   καί   περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  πέριξ  διατεταγμ   - 
είδει  στεφάνου,  προς  άρ.    Εν   τψ   ιτεί 
κώτοί.•  πίϊυος,καί  εκατέρωθεν  τοΟ  λαιμοΟ    Δ  -Ι 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  Ο. 
Πίναξ  Π, it 

Α.  LambropouloB  êv  Zeitschrift  fur  Numisma- 
tik Band  XIX,  σελ.  232,  αρ.  5,  Taf.  IV,  IO. 

Προ.  αυτόθι  και  όσα  έγραψα  περί  τον  στατη- 
ρος,έφ  ού  ευρίσκεται  το  αυτό  σιίμβολον  μετά  τή; 
αυτής  επιγραφής  κτλ. 

71.— Άργ.,  χμ.    16,  Γραμ.  2,607. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ  ίνωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχοντα  πέριξ  τήν  κόμην  &νασεσυρμένην  καί 
όπισθεν  επί  των  νώτων  εις  βοστρύχους  κεχυμένην, 
προς   άρ. 

Πήγασος  τρένων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  °. 
Πίναξ  6,18 

72.— Άργ.,  χμ.    17,  Γραμ.  2,498. 

Κεφαλή     Αφροδίτης   μετ    ίνωτίων   καί   περιδέ- 


ραιου,   έχουσα   την  κομην   -ε:•.; 


μεν  Οιατεταγμε- 


νην  έν  είδει  στεφάνου,  όπισθεν  δε  εις  πλοκάμους 
καταπί-τοντα:  έ~ί  των  νώτων,  προς  άρ.  Έν  τω 
πεδίω,  δεξιόθεν,  Α. 

Πήγασος  τρέχων  προς  &ρ.  και  κάτωθεν  ?. 
Πίνα;   6,19 

Έν  Corinth  άρ.  383,  PI.  XI.  13  έ/ει  δηυ.ο- 
σιευΟή  δραχμή  —  όμοιαι  δε  ταύτης  ίκ  της  αυτής 
σφραγΐδος  ενοέΟτσαν   ίν  τω  προκειμένω  εύρήματι 

(   1  (  ^  ι  Ι  »I  II  tit 

δύο — ,  μικρόν  τι  διαφέρουσα  της  παρούσης, Ιδία  Οτι 
έν  ταύτη  ή  κόμη  άνωθεν  είνε  περιδεδεμένη  ταινία. 
Το  υπό  του  Head  όμως  σημειούμενο-/  ως  Π  δπισθεν, 
είνε.  νομίζω,  ίσφαλμένον,   καθόσον  τοΟτο   δεν  είνε 


167 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΝΜΑΤΑ 


168 


γράμμα  τι,  άλλα  μικρός  βοστρυχίσκος  κυματοει- 
δώς  προεξέχων. 

73.— Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,61. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετά  περιδεραίου,  φέρουσα 
στέφανον  έκ  δάφνης  καί  έχουσα  επί  των  νώτων 
κεχυμένην  την  κόμην  εις  βοστρύχους  κυματίζον- 
τας, προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  κάτωθεν  καί  εκατέ- 
ρωθεν τοΟ  λαιμού,  Α -Υ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ   7,4 

Corinth  άρ.  274,  PI.  IX,  22. 

74.— Άργ-,  χμ-  16,  Γραμ.  2,685. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου εκ  σφαιριδίων,  φέρουσα  άπα  του  μέσου  προς 
το  μέτωπον  στέφανον  έκ  δάφνης  δεδεμένον  δια 
ταινίας,  όπισθεν  ορατής,  καί  έχουσα  τήν  κόμην 
επί  των  νώτων  κεχυμένην  εις  τρεις  κυματίζοντας 
βοστρύγους,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν 
του  λαιμού,  Ν  -Ο. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  φ. 
Πίναξ   7,5 

75.— 'Αργ  ,  χμ.  17,  Γραμ.  2,455. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτία^ν  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  επί  των  νώτων  κεχυμέ- 
νην εις  βοστρύχους  κυματίζοντας,  προς  άρ.Έν  τψ 
πεδίω,  όπισθεν,  εν  στεφάνω  Δ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  <?• 
Πίνα?   7,6 

Corinth  άρ.  300,  PI.  Χ,  14. 

Ευρέθη  καί  έτερον,  έλκον  γραμ.  2,387,  δμοιον 
μέν  προς  το  τΐρο•λζί\χζνον  κατά  τήν  προσθίαν  όψιν, 
έφ  ης  υπάρχει  έγκεχαραγμένον  όπισθεν  (graffito) 
το  γράμμα  Α,   διάφορον  όμως  κατά  τήν  όπισθίαν. 

76.— Άργ.,  χμ.   17/14,  Γραμ.  2,692. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  οια  μίτου  χιαστί  περιδεδεμένην  τήν 
κόμην,  ης  το  άκρον  όπισθεν,  περιδεδεμένον  ωσαύ- 
τως δια  μίτου,  άφίεται  κεχυμένον  εις  βοστρύχους 
κυματίζοντας,  προς  άρ.  Εν  τφ  πεδίω,  κάτωθεν  καί 
εκατέρωθεν  των  άκρων  τοΟ  λαιμού,  Δ -Ο. 

ήγασος  ιπτάμενος  προς  αρ.,  έχων  κατά  τήν 


Πγ 


κορυφήν  προς  τά  έμπροσθεν  κεκαμμένας  τάς  πτέ- 
ρυγας, και  κάτωθεν  <ρ• 

Πίναξ  7,15 
Corinth  άρ.  384,  PI.  XI,  14.  —  Πρβ.  Mion- 
net Suppl.  σ.  47  άρ.  303. 

77•— Άργ.,   χμ.   16,  Γραμ.  2,625. 
Κεφαλή    'Αφροδίτης    μετ'  ένωτίων    καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν   ώς  έν  τω  προηγουμένω   υπ'  άρ.  76 
νομίσματι,  προς  άρ.   'Εν  τω  πεδίω,   κάτωθεν  καί 
εκατέρωθεν  των  άκρων  του  λαιμού,  Δ -Ο. 

Ομοιον   σχεδόν  τω  προηγουμένω   ύπ'  αριθ.  76 
νομίσματι. 

Πίναξ  7,16 

78.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,68. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετά  περιδεραίου,  έχουσα 
προς  τά  όπισθεν  σεσυρμένην  τήν  κόμην,  της  όποιας 
το  άκρον, περιδεδεμένον  δια  μίτου, άφίεται  κεχυμέ- 
νον, προς  άρ.  'Εν  τφ  πεδίω,  εκατέρωθεν  τοο  λαι- 
μού, Α- Υ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  και  κάτωθεν  φ. 
Πίναξ  7,17 

79. — Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,49. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  κρικοειδών 
και  περιοεραίου,  έχουσα  τήν  κόμην  ώς  έν  τω  προη- 
γουμένω ύπ'  άρ.  78  νομίσματι,  προς  άρ.  'Εν  τω 
πεδίω,  εκατέρωθεν  τοο  λαιμού",  Α-Υ• 

Όμοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένω  ύπ'  αριθ.  78 
νομίσματι. 

Πίναξ   7,18 

Corinth  άρ.  276,  PI.  IX,  24. 

80.— Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,08. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  προς  τά  όπισθεν  σεσυρμένην  τήν  κό- 
μην, της  οποίας  τό  άκρον,  περιδεδεμένον  δια  μί- 
του, άφίεται  λελυμένον  εις  μικροος  βοστρύχους, 
προς  άρ.  'Εν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν  του  λαιμού, 
Α-Υ. 

Όμοιον  σχεδόν  τω  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  76  νομί- 
σματι. 

Πίναξ  7,19 

Corinth  άρ.  275,  PI.  IX,  23. 


169 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


17ο 


81.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,594. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ίιπ'  v.o.  80 
νομίσματι,  προς  άρ  Έν  τψ  πεδίω,  εκατέρωθεν  τοΟ 

λαιμοΟ,  Α  -  Υ. 

Όμοιον  τω  προηγουμένω  υπ'  αρ.  80  νομί- 
σματι. 

II  ίνα;   7,20 

Τα  επόμενα  δυο  νομίσματα,  καίτοι  κακότεχνα, 
κατέταξα  ενταύθα,  ώς  οντά  άπομίμησιν  των  προη- 
γουμένων ύπ'  αρ.  80  καί  81,  καθ'  ά  καταφαίνεται 
εκ  τε  της  διατάξεως  της  κόμης  καί  της  δπισθίας 
όψεως. 

88.— Άργ.,  χμ.  Ιο,  Γραμ.  2,49ο. 

Κεφαλή   'Αφροδίτης   μετ'  ένωτίων    καί  περιδε- 
ραίου, προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν,  Υ;. 
Πήγασος  ιπτάμενος  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?■ 
Πίναξ   7,21 

88.— Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,52. 
Κεφαλή    Αφροδίτης    μετ'  ένωτίων    καί  περιδε- 
ραίου,προς  δεξ.Έν  τω  πεδίω, προ  του  λαιμοο,  Υ;. 
Πήγασος  ιπτάμενος  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ?. 
Πίναξ   7,22 

84.— Άργ.,  χμ.   16,  Γραμ.  2,085. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  κα'ι  πεοιδε- 
ραίου,  έχουσα  την  κόμην  έν  σάκκω,  έξ  οΰ  όπισθεν 
κρέμαται  θύσανος,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίφ, εκατέ- 
ρωθεν του  λαιμού,  Δ  -  Ι. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ   7,35 

Πρβ.  Corinth  άρ.  322,  PI.  XII,  29. 

85.  — Άργ.,  χμ.    16,  Γραμ.  2,518. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδέ- 
ραιου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  υπ' άρ.  84 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν 
του  λαιμού,  Δ  -  Ι. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  φ.  Με- 
τα,υ  τοο  φ  και  των  προσθίων  ποδών    το  γράμμα 
Α,  έχον  τήν  χορυγψ  προς  τα  κάτω. 
Πίναξ  7,3G 

ΚΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1898 


ΓοΟ  τόπου  τούτου  βρίσκονται  καί  ίλλαι  διάφο- 
ρα! έξ  δλλων  ο•φ|  μικρόν  -  »σαι,'Εν 

I  à  επόμενα  υπ  άρ.  86-89  /ο  ιίο  ιατ«    :,:  κα 

κότεχνο;  κπομίμησις  τών  προηγουμί ,-    χριθ 

84-85,    ώς  καταφαίνεται    Ικ  τοΟ  σχήματος 
τοΟ  σάκκου,  κα)  ώς  ίκ  τούτου  κατέταξα  :αΟτα  α- 
μέσως ένταΟθα. 

ββ.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,665. 

Κεφαλή  Αφροδίτη  /ωτίων,    έχουσα  τήν 

κόμην   έν  σάκκψ  σχεδόν  ώς  έν  τοΤς  4νωτ  :■•<   Cm 
άρ.  84  κα'ι  85  νομίσμασι,  —  ^-.ς  &ρ. 

Πήγασος  τρέχων  προ;  ά.:.  καί  κάτωθεν  ο. 

Πίναξ  : 

87.— Άργ.,  χμ.   15.  Γραμ    8,53 
Κεφαλή    Αφροδίτης,  σχεδόν  ώς  έν  τψ  προηγου- 
μένψ  ύπ'  άρ    86  νομίσματι,  προς  io. 

ιι•  <         '      '      .  ' 

ιιηγασος  τρέχων  προς  4ρ.  χαι  κάτωθεν  ο 

Πίναξ  : 

88.— Άργ.,  χα.    15.  Γραμ.  2,435. 
Κεφαλή   Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου,  σχεδόν  ώς  έν  τψ  προηγουμένψ  ύπ'  άρ.  87 

νομίσματι,  προς  άρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  7.    ι 

89.— Άργ.,  χμ.    15,   Γραμ.  2,507. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ"  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τψ  προηγουμένη  6π'  άρ  88 
νομίσματι,  προς  αρ. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  7.  m 

90.— Άργ.,  χμ.    17,  Γραμ.  2,66. 
Κεφαλή    Αφροδίτης   μετ    ένωτίων   καί   περιδέ- 
ραιου, ενουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω  περιδεδειιένω« 

ές  ού  όπισθεν  κρέμαται  θύσανος  έκ  τριών  κροσσών, 
προς  άρ.    Εν  τω  πεδίφ,  προ  τοΟ  λαιμού,  Ι. 
Πήγασος  ιπτάμενο;  προ;  άρ.  καί  κάτωθεν  ο. 
Πίναξ  7,41 


12 


171 


ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


172 


91— Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,568. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιοε- 
ραίου,  σχεδόν  ώς  εν  τω  προτ>^Ό\>υ.ίνω  ύπ  άρ.  90 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  προ  του  λαι- 
μού, |. 

Όμοιον  σ/εδον  τω  προτ^'ουμίνω  ύπ  αριθ.  JO 
νομίσματι. 

Πίναξ  7,42 

92  — Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,585. 

Κεφαλή  Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τοις  προηγουμένοις  ύπ  άρ. 
90-91  νομίσμασι,  προς  άρ.Έν  τω  πεοίω,  προ  του 
λαιμοΟ,  |. 

"Ομοιον  σχεδόν  τοις  προηγουμένοις  ύπ'  άρ.  90- 
91   νομίσμασι. 

Πίναξ  7,13 

Corinth  άρ.  355,  PI.  Χ,  24. 

93.— Αργ.,  χμ.  ΐ7,  Γραμ.  2,53. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σ/εδόν  ώς  έν  τοις  ανωτέρω  90  καί  έξης  νο- 
αίσμασι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  izpò  του  λαι- 
μού, |. 

Όμοιον  τω  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  90  νομίσματι. 
Πίναξ  7,44 

Του  τύπου  τούτου  ύπάρνΌυσι  καί  άλλαι  ές  άλ- 
λης σφραγϊδος  διαφοραί,  μικρόν  τι  αλλήλων  οια- 
φέρουσαι. 

94.-' Αργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,565. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, έχουσα  τήν  κόμην  έν  σάκκω,  ές  ου  όπισθεν 
κρέμαται  θύσανος  έκ  τριών  σφαιριοίων,  τιροζ  άρ. 
Έν  τω  πεδίω,  προ  του  λαιμού,  |. 

ΙΙήγασος  ιπτάμενος  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  <?• 
Πίναξ   7,45 

95.—  Αργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,53. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  94 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  προ  του  λαι- 
μού, Ι. 

Πήγασος  ιπτάμενος  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  φ. 
Πίναξ  7,46 


96.  —  Άργ.,  χμ.  17,  Γραμ.  2,46. 

Κεφαλή  'Αφροδίτης  μετά  περιδεραίου,  έχουσα 
τήν  κόμην  έν  σάκκω,  έξ  οδ  όπισθεν  κρέμαται  θύ- 
σανος, προς  άρ.  Εν  τω  πεδίω,  προ  τού  λαιμού,  Ν. 

Πήγασος  τρέχων  προς  άρ.  καί  κάτωθεν  9• 
Πίναξ  8,1 

Corinth  άρ.  381,  PI.  XI,  12. 

γ')  Ήμίαραχμα 

97—  Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,187. 

Κεφαλή  Περσεφόνης  μετ'  ένωτίων  καί  περιδε- 
ραίου, φέρουσα  στέφανον  έκ  φύλλων  στάχυος,πράς 
άρ.    Εν  τω  πεδίω,  προ  τού  λαιμού,  Ι  ; 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ   8,7 

98— Άργ.,  χμ.   13,  Γραμ.  1,265. 

Κεφαλή  Περσεφόνης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένω  ύπ'άρ.  97 
νομίσματι,  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  προ  τού  λαι- 
μού,  Ι. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  και  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ  8,8 

Πρβ.  Corinth  άρ.  357,  PI.  Χ,  25. 

99.-Άργ.,χμ.  13,  Γραμ.  1,255. 

Κεφαλή   Περσεφόνης   μετ'  ένωτίων   και  περιοε- 

ραίου,  φέρουσα  στέφανον  έκ  φύλλων  στάχυος,  προς 
δεξ.  Έν  τω  πεδίω,  όπισθεν,    Ι. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ   8,9 

100.  — Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  1,193. 

Κεφαλή  Αφροδίτης ,  έχουσα  τήν  κόμην  έν 
σάκκω,  προς  άρ  «Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν  τού 
λαιμού,  Δ;-Ι. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ.  καί  κάτω- 
θεν 9• 

Πίναξ   8,23 

Εινε  πιθανώτατον  δτι  το  παρόν  νόμισμα  εινε  της 


αυτής  έκοοσεως    μετά  της   ανωτέρω   υπ    αρ. 


85 


na 


ΑΡΧΑΙΑ    ΚΛΛΙΙΝΊΚΛ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


17'. 


δραχμής,   ώς  δυναταί  τις  νά  συμπεράν^    ix  τοΟ 

σχήματος  ίοία  του  σάκχου. 

101.  — 'Λογ.,  χμ.    12,   Γραμ.  0,91. 

Κεφαλή  Άφροοίτης  μετ'  ένωτίων  και  περιδε- 
ραίου, έχουσα  την  κόμην  εν  σάκκφ,  προς  ìp.  Έν 
τψ  πεδίψ,  όπισθεν,  Ρ  ή  Ρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πηγάσού  προς  δεξ.  χαί  κάτω- 
θεν ?. 

Πίναξ  8,28 

102.  — 'Λογ.,  χμ.   12,   Γραμ.  1,125. 

Κεφαλή  Αφροδίτης,  έχουσα  την  χόμην  έν 
σάκκφ,  προς  άρ. 

Πρόσθιον  ήμισυ  Πήγασου  προς  άρ  και  κάτω- 
θεν ?. 

Πίνας"  8,27 


ΦΛΙΟΤΣ 

Νομίσματα  του  Φλιούντος  έν  τω  προκειμένω 
εορήματι  υπήρχον  133,  ων  τριώβολα  μεν  82, 
πάντα  οέ  τα  λοιπά  τριημιωβόλια.  Ανήκουσι  δε 
αναμφισβητήτως  πάντα  εις  τους  γρόνους  τους  με- 
ταςύ  του  400  (τινά  ίσως  καί  μικρόν  τι  άρχαιό- 
τιρον)  καί  322  π.  γ. 

1. —  'Λργ.,  χμ.    17,  Γραμ.  2,873. 

Ταύρος  χυρίσσων  έπί  γραμμής,  το  έοαφος  ύπο- 
οηλουσης,  προς  άρ. 

Έν  στεφάνφ   εκ  φύλλων   κισσού  φ.    Έκάτερος 
των  κλάδων   του  στεφάνου   έξωθεν   μεν   έχει   τρία 
πλατέα  φύλλα,   προς  τα  άνω  οιευΟυνόμενα,   έ'σω- 
εν  οε  ουο. 

Πίναξ  8,29 

Catalogue  de  la  collection  des  Médailles  Grec- 
ques de  Leopold  Walcher  de  Molthein  t.  124, 
PI.  XII,  1679. 

2.— 'Λργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,72. 
"Ομοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένφ. 
'Ομοίως   ώς   το   προηγούμενον.    Τα    εξωτερικά 
φύλλα  του  στεφάνου  κλίνουσι  προς  τα  εξω. 
Πίναξ  8,30 


3.  —  'Λργ.,  χμ.    Hi.  Γραμ.  2,  Hü. 
Ομοιον  σχεδόν  τοϊς  λνωτέρω"    b  ταΟρος  u> 

τερος. 

Εν  στεφάνφ  ί/.  φύλλων  κισσού"  Φ.     Αμφότεροι 
ο(  κλάδοι  εχουσιν   εκατέρωθεν    άνα   τρία  _/-/τ  α 
φύλλα,  ~ρό;  τά  άνω  διευθυνόμενα. 
Πίναξ  8,31 

4.  — 'Λργ.,  χμ.    IS   15,   Γραμ.  2,86. 
Ομοιον  σχεδόν  τοϊς  ανωτέρω. 

Εν  στεφάνφ   ί/.  φύλλων   κισσού"  φ.     Εκάτι 
των  κλάδων   tod   στεφάνου    ίξωθεν  μέν    ιχει    τέσ- 
σαρα στενώτερα   φύλλα,    προς  τα  άνω   διευθυνό- 
μενα, εσωθεν  δέ  τρία. 

'   Πίναξ  8,32 

5.— 'Λργ.,  χμ.    17.  Γραμ.  2,83. 

Πμοιον  σχεδόν  τοις  ανωτέρω. 

Εν  στεφάνφ  έκ  φύλλων  κισσού  φ.  Εχάτερος 
των  κλάδων  έξωθεν  μέν  έχει  τέσσαρα  φύλλα,  δια- 
φέροντα των  εν  τψ  προηγουμένφ  οπ  άρ.  Ί  νομί- 
σματι,  καί  μικρόν  τι  προς  τά  εξω  χλίνοντα, 
θεν  οέ  τρία.  Ωσαύτως  δέ  καί  το  γράμμα  Φ  εϊνε 
ουσιωδώς  μικρότερον  τοΟ  έν  τω  προηγουμένφ  νο- 
μίσματι. 

Πίνας   8,33 

6.—  Άργ.,χμ.  17,  Γραμ.  2,78. 

Όαοιον  σνεοον  τοις  ανωτέρω. 

"Ομοιον  σχεδόν  τψ  προηγουμένφ  υπ    άρ.  •>  νο- 
μίσματι.   Τά  φύλλα  διευθύνονται  προς  τα  άνω  καί 
το  γράμμα  εινε  αρκούντως  μεγαλήτερον. 
Πίναξ  8,34 

7. — 'Λργ.,  χμ.    L6,  Γραμ.  2,625. 

Οαοιον  σ/εοον  τοΤς  ανωτέρω. 

Έν  στεφάνφ  εκ  φύλλων  κισσού  Φ  .  Εκάτερος  τών 
χλάδων  του  στεφάνου  έξωθεν  μέν  ε/ει  τέσσαρα  μα- 
κρά, φύλλα ,προςτά άνω  διευθυνόμενα, εσωθεν  δέτρία. 
Πίναξ  8,35 

8. — Άργ.,  χμ.   17,  Γραμ.  2,76. 
"Ομοιον  σχεδόν  τοΤς  ανωτέρω. 
Έν  στεφάνω   êx   φύλλων    κισσού  φ.     Εκάτερος 
τών    κλάδων    του    στεφάνου    έξωθεν    μέν    έχει    εξ 


175 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΙΙΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


176 


φύλλα,   προς  τα  άνω  διευθυνόμενα,   έ'σωθεν   δε  δ 

μεν  έχ  δεξιών  πέντε,   ο  δ1  έξ  αριστερών  τέσσαρα. 

Πίναξ  8,36 

9.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,98. 

Όμοιον  σχεδόν  τοις  ανωτέρω. 

Έν  στεφάνω  έκ  φύλλων  κισσού  Φ,  κάτωθεν  του 
οποίου    σφαψίοιογ     Έκάτερος   τών   κλάοων  του 
στεφάνου  έξωθεν  μεν  έχει  τέσσαρα  φύλλα,  προς  τα 
άνω  διευθυνόμενα,  έσωθεν  οε  τρία 
Πίνας"  8,37 

10.— Άργ.,  χμ.   17,   Γραμ.  2,665. 

Όμοιον  σχεδόν  τοις  ανωτέρω. 
Έν  στεφάνω  έκ  φύλλων  κισσού  φ,  κάτωθεν  του 
Όττοίου  δεξιίθεν  μεν  Ιπποκάμπη (;)  προς  δεξ.,άρι- 


στερόθεν  δε  Π. 


Πίναξ  8,38 


ΙΙ.-Άργ.,χμ.   13,  Γραμ.  0,985. 

Κεφαλή  ταύρου  άντωπος  μετά  τοΟ  τραχήλου. 
Τροχός  τετράκνημος  καί   μεταξύ  τών   κνημών 
τρεΤς  βότρεις,  εις  δε  το  τέταρτον  ικίρος  φ. 
Πίναξ  8,39 

12.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  1,205. 

Ταυοος  κυρίσσων, έπί  γροιΐ).υ.ϊ\ς,  το  εοαφος  ύπο- 
δηλούσης,  προς  άρ. 

Τροχός  τετράκνημος'  μεταξύ  τών  κνημών  τρεις 
βότρεις,  εις  δε  το  τέταρτον  μέρος  μέγα  φ,  τού- 
του δ1  εκατέρωθεν,  προς  τα  έκτος,  μικροΐς  γράμ- 
μασιν  ή  επιγραφή  Τ -Α. 

Πίναξ  8,40 

13.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,09. 

Ταύρος  κυρίσσων  προς  άρ. 

Τροχός  τετράκνημος-    μεταξύ  τών   κνημών  φ, 

τούτου   δ'  απέναντι  Π,   καί  μεταξύ  αυτών,  εκατέ- 
ρωθεν, ανά  είς  βότρυς. 

Πίναξ  8,41 

14.— Άργ.  χμ.  13,  Γραμ.  1,22. 

ΤαΟρος  κυρίσσων,έπι  γραμμής,  το  έδαφος  ύπο- 
δηλούσης,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  άνωθεν,  Ι,  καί 
κάτωθεν  προς  τη  γραμμή, έν  τω  μέσω,  ecpaiçiâior . 


Τροχός  τετράκνημος'  μεταξύ  τών  κνημών  τρεις 
βότρεις  καί  είς  το  τέταρτον  \ι.ίρος  Φ 
Πίναξ   8,42 

Πρβ.  P.  Gardner,  [Catalogue  of  the  Greek  Coins 
in  the  British  Museum]  Peloponnesus  σ.  35,  άρ. 
24,  PI.  VII,  4. 

15.— Άργ.,  χμ.   14,  Γραμ.  1,085. 

Ταύρος  κυρίσσων,  επί  γραμμής,  προς  άρ.  Εν 
τω  πεοίω,  άνωθεν,  φ. 

Τροχός  τετράκνημος'  μεταξύ  τών  κνημών  τρεις 
βότρεις  καί  έν  τω  τετάρτω  μέρει  Ε- 
Πίναξ  8,43 

16.— Άργ.,  χμ.   15/13,  Γραμ.  1,17. 

Ταύρος  κυρίσσων,  έπί  γραμμής,  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  φ,  τούτου  Οε  πέρις 
τέσσαρες  βότρεις,  εις  έν  εκάστη  τών  τεσσάρων  γω- 
νιών τοΟ  τετραγώνου. 

Πίναξ  8,44 

17— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,198. 
Ταύρος   κυρίσσων,   έπί  γραμμής,   προς  άρ.     Εν 
τω  πεοίω,  άνωθεν,  Ε. 

Όμοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  16. 
Πίναξ  8,45 

18.— Άργ.,  χμ    14,  Γραμ.  1,162. 

Ταύρος  κυρίσσων,  έπί  γραμμής,  προς  άρ.  Έν 
τω  πεδίω,  άνωθεν,  Ι. 

Ouoiov  σχεδόν  τω   ανωτέρω   ΰπ    άρ.  lb. 
Πίναξ  8,46 

Dumersan,  Description  des  Médailles  antiques 
du  Cabinet  de  feu  M.  Allier  de  Hauteroche  σ.  56, 
PI.  VII,  6  (εσφαλμένως  άποδοθέν  ύπ'  αύτοΟ  είς 
Φαιστον  τής  νήσου  Κρήτης).  —  Peloponnesus  σ. 
35άρ.23,  PI.  VII, 3. 

19.  — Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  1,19. 

Ταύρος   κυρίσσων,    έπί  γραμμής,  προς   άρ.    Εν 

τω  πεδίω,  άνωθεν,  φ. 

"Ομοιον   σχεδόν  τψ  ανωτέρω  ΰπ   άρ.  16  νομί- 

σαατι. 

Πίναξ  8,47 


177 


ΛΙ'ΧΛΙΛ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


ηπ 


ΑΡΓΟΣ 

Έν  τω  παρόντι  εύρήυ,ατι  Αργούς  νομίσματα 
ύπήρ/ον  έν  ολω  3354,  ων  τριώζ'ολα  17(13,  τρί- 
ημιωβόλια  1173  — τούτων  έκ  μεν  χών  ενόντων 

έμπροσθεν  κεφαλήν  Ήρας  καί  όπισθεν  Παλλάδιον 
703,  έκ  oè  των  έ/όντων  ειιπροσθεν  λύκον  καί  ό- 
πισθεν κράνος  47U  ' — καί  ου'ολοί  416.  'Απορίας 
ο  άξιον  είνε  Οτι,  ει  καί  το  προκείμενον  εύρημα  ève— 
•νετο  έν  τή  περιοχή  του'Αργους  καί  τα  πλείστα  των 
νομισμάτων  είσί  της  πόλεως  ταύτης,  καί  προσέτι 
ει  καί  περί  πολλών  έκ  των  ευρεθέντων  τριημιωβο- 
λίων,  των  εχόντων  κεφαλήν  Ήρας,  δύναται  τις, ως 
έκ  τοΟ  ρυθμού  της  τέχνης,  να  εί'πη,  οτι  είνε  σύγ- 
χρονα καί  της  αυτής  εκδόσεως  προς  τάς  δραχμάς 
τάς  έχουσας  έμπροσθεν  μεν  κεφαλήν  Ήρας  δες. 
όπισθεν  δε  τόν  Διομήδη  κρατούντα  τη  μεν  αρι- 
στερά Παλλάδιον  τη  δε  δεξιά  ξίφος,  ό'μως  ουδέν 
ευρέθη  ανωτέρας  αξίας  του  τριωβόλου,  δηλ  ούτε 
δραχμή  ουδέ  δίδραχμου,  ένω  ξένων  μερών  ευρέθη- 
σαν τοιαύτα,  ώς  π. χ.  στατήρες  της  Λευκάδος  καί 
της  Κορίνθου  καί  τετράδραχμα  ΙΙτολεμαίκά.  Φαί- 
νεται λοιπόν  ό'τι  αί  δρα/μαί  καί  τα  δίδραχμα,  έξ 
ων  ελάχιστα  έκοψαν  άπ' αρχής,  ώς  δύναται  τις  έκ 
της  σπανιότητος  αυτών  έν  συγκρίσει  προς  το  πλή- 
θος τών  άλλων  να  είκάση,  κατά  τήν  εποχή  ν  της 
έν  τη  γη  καταθέσεως  του"  προκειμένου  ευρήματος 
θα  ειχον  καταστη  Ολως  σπανιώτατα.  Έκ  τών  κα- 
τωτέρας δε  ύποοιαιρέσεως  νομισμάτων,  ήτοι  τών 
άβολων,  μόνον  του  "Αργούς  ευρέθησαν  τοιούτοι, 
κα'ι  μάλιστα  έν  μεγάλη  ποσότητΓ  τούτο  όμως, νο- 
μίζω,είνε  λίαν  εϋεξήγητον  διότι  ούτοι,  ώς  χρησι- 
μεύοντες εις  τάς  επιτόπιους  κυρίως  μικράς  άλλα- 
γάς  καί  Οοσοληψίας  του  κατωτέρου  ιδίως  πλήθους, 
έπρεπε  καί  να  ήνε,  εύνοήτως,  μόνον  εγχώριοι. 

Τα  τοο  Αργούς  νομίσματα  διήρεσα,  ώς  έκ  του 
ρυθμού  κυρίως,  εις  τρεις  χρονικάς  περιόδους.  Καί 
ή  μεν  πρώτη  (Α')  άρχεται  από  του  έτους  500  πε- 
ρίπου μέχρι  τοο  έτους  421  π.  Χ.,  ή  δε  δευτέρα 
(Β')  άπα  του"  421  μέχρι  τοΟ  έτους  350  ,  καί  ή 
τρίτη  (Γ  )  από  του  350  μέχρι  περίπου  του  έτους 
2/0  π.  Χ.,  ότε  έγένετο  καί  ή  έν  τη  γη  κατάΟεσις, 
καθ    α  ανωτέρω  έξέθηκα. 

Δι  «μφοτέρους  του;  τύπους  τούτους,  παραχολουΟ^ιας  τον  Ρ. 
Gardner,  παριοέχθην  τήν  αυτήν  όνο^ασίαν.  Πρβ.  Peloponnesus 
Introduction,  σ.  XXII. 


Κατά  τάς  άρ/ά;  τ/;  πρώτης  ~  :-  "Αρ- 

γός, μετά  τ/,/  ροβεράν  ζτταν  /.-/.•  και  /,  r,/ 

κατά  τ/  τέλη   της    »της  π.  Χ.  ίκατοντο 
υπέστη   οπό  του  βασι)  ως  της  Σπάρτης    Κ)  ο  μ 
νους,   ευρίσκετο  έν  το 

μεταξύ  τών  Ελληνικών  πό)  ων,ού  ι     τι   λαέ 

;    εις  τους    κατά  τών  Βαρβάρων    κοι\ 


Έλλτ 


ηνων   αγώνας'    ραυμηοον  .>  χρόνου 

προϊόντος,    μένον   μακράν    τω 
/.αί  ούδέτερον,άνέλαβεν  :λ  τών  προτέρων  παθημά- 
των,   καί  κατά  τά  τέλη    τ/,;  παρούσης 
είχε  φθάσε•,  εις  μεγίστην   δύναμιν.    Ι  /  της  - 
0ου  ταύτης  νομίσματα  αυτού,  ίπι  της  πρόσθιας  ό- 
ψεως τών  οποίων  ώς  τύπος  ετέθη  ό  λύκος,  το  σύμ- 
βολον    του  Λυκείου     Απόλλωνος,    κατ«  μέν    τάς 
αρχάς  δεν  εΤνε  λίαν  συνήθη,  Ιδία  ai  δραχμαΐ  τπα- 


νιωταται, — οιαραχμα  u 


πο  τον  τύπον  τοΟτον 


5ιχως  τα  τ?ιω5ο7  α 


λώς  άγνωστα — ,  /.ατά  το  τ:/ 1 

γίνονται   συνηθέστατα.      Ano    της   επομένης   5μως 

περιόδου  τά  πράγματα  πάντη  χλλάσσουσιν. 

Τ.  ν  ετει  421  οί  Κορίνθιοι  χ.αί  οί  Ηλείοι,  ιύθύς 
μετά  την  Νικίειον  είρήνην,  άγανακτήσαντες  /.ατά 
της  Σπάρτης ,  κατέφυγον  εις  το  Αργός,  φΟάσαν 
τότε  μετά  πολυετή  είρήνην  εις  το  οψιστον  σημείου 
της  δυνάμεως  αύτου,  τής  ακμής  καί  του  πλούτου, 
καί  συνήψαν  προς  τοΟτο,  ύπο  τήν  ήγεμονίαν  αυ- 
τού, νέαν  Πελοποννησιακήν  συμμαχίαν  και  έπιμα- 
yiav  κατά  τών  Λακεδαιμονίων  (Προ*,  θουκυδίδην 
Ê,  27  καί  έξης.— Διόδωρου  [Β',  75  .  Λπο  τή: 
έπο/ής  ταύτης  τά  νομίσματα  του  Αργούς  ήσαν  έν 
τή  κυκλοφορία  έν  μεγίστη  αφθονία,  καί  κατ'  εξο- 
χήν τά  τριώβολα,  το  κύριον  τής  πόλεως  νόμισμα, 
τών  όποιων  αί  εκδόσεις  είνε  πολυπληθείς.  Κατά 
τάς  αρχάς  δέ  τής  περιόδου  ταύτης,  έν  ετει  418, 
δι'  ούς  λόγους  έ/ω  ήδη  εκθέσει  έν  τη  Zeitschrift 
fur  Numismatik  (Band  XIX  σελ.  230  /.α•.  εξ 
προέβη  το  Αργός  καί  εις  μεταβολήν  τών  τύπων  έπί 
τίνων  τών  νομισμάτων  αυτού'  επι  των  οιοραχμων, 
δραχμών  —  αμφότερα•,  αί  άξίαι  ουχί  λίαν  συνή- 
θεις —  καί  τίνων  υποδιαίρεσε'•;/  εισήχθη  ο  τύπος 
τής  κεφαλής  τής  "Ηρας  ,  έπί  τών  τριωό'όλων  η 
ήμιδράχμων  όμως,  ώς  καί  έπί  τίνων  υποοιαιρέ- 
σεων,  διετηρήθη  ο  αρχήθεν  έν  χρήσει  τύπος  του 
λύκου,  πιΟανώτατα  ώς  έκ  του  λίαν  γνωστού  έν  τή 
γενική  διαδόσει  και  κυκλοφορία.    Εν  τη  τρίτη  πε- 


179 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


180 


ptóSco  έξηκολούθουν  να  μετα/ειρίζωνται  μόνον  τον 
τύπον  τοΰ  λύκου,  ό  δε  της  Ήρα;,  από  του  τέλους 
ήδη  της  προηγουμένης  περιόδου,  φαίνεται  ότι  είχε 
παύσει  εντελώς  ών  εν  χρήσει.  Από  του  τέλους  της 
περιόδου  ταύτης  μέχρι  του  έτους  228,  ό'τε  εισήλθε 
το  "Αργός  εις  τή ν 'Αχαϊκή ν  συμπολιτείαν  και  εξέ- 
διδε νομίσματα  φέροντα,  κατά  τα  κεκανονισμένα, 
μόνον  τον  κοινόν  της  συμπολιτείας  τύπον  μετ  ίοίων 
συμβόλων,  δέον  να  τεθώσι,  νομίζω,  τα  νομίσματα 
τα  φέροντα  επί  της  οπίσθιας  '6'^ζως  έν  τω  κοίλω 
τετραγώνω  πλήρες  όνομα  άρχοντος  (Πρβ.  καί 
Head,  Historia  numorum  σελ.  368),  των  οποίων, 
ουδέ  έν  ευρέθη  έν  τω  προκειμένω  εύρήματι,  με- 
ταξύ τοσούτου  πλήθους 

Πλεΐσται  σειρά!  των  Αργείων  νομισμάτων  της 
δευτέρας  περιόδου  φέρουσι  τάς  έπιγραφάς  Α  Ρ  ή 
API,  αί'τινες  ωσαύτως  ευρίσκονται  καί  επί  νομι- 
σμάτων της  "Ηλιδος'  ή  ο'  επιγραφή  Α  Ρ  ευρίσκε- 
ται επίσης  καί  επί  πολλών  σειρών  τών  νομισμά- 
των της  Κορίνθου  συγχρόνων  προς  τα  του  Αρ- 
γούς1. (Ή  επιγραφή  API  έν  μικροΐς  γράμμασιν 
υπάρχει  επί  τίνων  στατήρών  προ.  Fiorelli,  Cata- 
logo del  Museo  Nazionale  di  Napoli ,  Collezione 
Santangelo  άρ.  11 ,029.  Έτερον  στατήρα,  φέροντα 
ωσαύτως  τήν  αυτήν  έπιγραφήν  εν  μικροις  γράμ- 
μασιν, είδον  καί  δ  ίδιος  ενταύθα  έν  τω  έμπορίω). 

Προς  έξήγησιν  τών  επί  τών  Ήλειακών  νομι- 
σμάτων άπαντωσών  ανωτέρω  επιγραφών  ήοη  ο  Ρ. 
Gardner  (Numismatic  Chronicle  Ν.  S.  vol.  XIX 
(  1879)  :  the  Coins  of  Elis,  σ.  260.  Ό  αυτός  καί  έν 
[Catalogue  of  the  Greek  Coins  in  the  British  Mu- 
seum] Peloponnesus  σ.  71)  ένόμισεν,ότι  αύται  είνε 
τα  αρκτικά  γράμματα  τοΰ  ονόματος  του  Άριστο- 
τίμου,  όστις  έν  έτει  272  ή  271  υπήρξε  τύραννος 
έν  Ηλιοι  έπί  εξ  ή  πέντε  μήνας  (Πρβ.  Παυσανίου 
V,  5,  1  καί  J  li  st  i  n  i  XXVI,  1,4),  καί  επομένως 
τα  νομίσματα  ταΰτα  έκόπησαν  υπ  αύτοΰ .  Ή 
γνώμη  αύ'τη  του  Gardner,  άνευ  τινός  περαιτέρω 
μετά  ταύτα  εξετάσεως  τοΰ  πράγματος ,  έγένετο 
μέχρι  τοοδε  δεκτή  (Πρβ.  Head,  Hist,  numorum 
σ.  356.  —  Weil,  Studien  auf  dem  Gebiete  des  an- 
tiken Münzrechts  σ.  5,  σημ.  3).   'Αλλ'  εξετάζων 

1  Heel  της  Ις'ηγη'σεως  της  έπί  τών  Κορινθιακών  στατήρων  εύρι- 
σχομένης  επιγραφή;  Α  -  Ρ,  πρβ.  ανωτέρω  τήν  έν  σελ.  148,  έν  αριθ.  2, 
πβρατη'ρησιν. 


τις  ήδη  το  πράγμα   μικρόν  τι   λεπτομερέστερον , 
πείθεται   άόιστάκτως,  φρονοΰμεν,  ότι   αύτη   ούοα- 
μώς  είνε  ορθή  *  διότι,  πλην  άλλων  λόγων,  έν  πρώ- 
τοις είνε  πάντη  αδύνατον  ν  άποοε•/θή  τις  οτι  ο  τύ- 
ραννος, όστις  μόνον  επί  πέντε  ή  εξ  μήνας  έτυράν- 
νευσε,    καί  τούτους   αναμφισβητήτως,  ώς   εκ  τών 
ανεπτυγμένων   τότε  μέχρι  τοΰ  ά-λρου  παθών,  ουχί 
άνευ  μεγίστων  φροντίδων  καί  ιρόμ.ου  έκ  τών  αντι- 
πάλων, ύφ'  ών  καί  έφονεύθη  ικέτης  έπ    αύτοΰ  τοΰ 
βωμού"  τοΰ  Διός  Σωτήρος,  θα  είχε  τον  καιρόν  να 
κόψη  νομίσματα  καί  εις  πολλάς  μάλιστα  έκοόσεις. 
Τα  νομίσματα  ταΰτα,  καθ1  ήμας,  άνήκουσιν  αναν- 
τιρρήτως εις  άρχαιοτέραν  έποχήν,  εις  τους  προ  τοΰ 
Λαμιακοΰ  ΊτοΧί^ου  γρόνους,  καί  οή  έν  τη  χρονική 
περιόδω  μεταξύ  τοΰ  421  καί  350,  ό  δε  ρυθμός  αυ- 
τών   δεν    αντίκειται    εις  ιοϋτο .    Αντίρρησίν  τίνα 
ασθενή,  ώς  προς  '-.ούζο,  θα  έούνατο  ίσως  νά  έγείρη 
ή  μετά  τεθλασμένης  ~ρος  τα  κάτω  της  μεσαίας 
γραμμής  έπί  τίνων  έξ  αυτών,  έκ  τών  εχόντων  τήν 
έπιγραφήν  Α  Ρ,  έμφάνισις  τοΰ  Α•  'Αλλ'  έκτος  τοΰ 
οτι  έπί  τών    αυτών ,    έν   τη   έτερα   επιγραφή   F  Α 
τοΰ  έθνικοΰ  ονόματος,  ζγν.  το  Α  τήν  μεσαίαν  γραμ- 
μήν   ευθείαν,  ώς  συνήθως,  ο  ρυθμός  τής  τέχνης   , 
έν  συγκρίσει  προς  άλλα,  καί  κυρίως  ή  έπί  τής  οπί- 
σθιας όψεως  έμφάνισις  τής  κεφαλής  τοΰ  κριοΰ,  έφ 
ης  ί'σταται  ό  αετός,  πείθουσιν  αναντιρρήτως  ότι  και 
τα  νομίσματα  ταΰτα  άνήκουσιν  εις  τήν  προειρημε- 
νην  περίοδον  (Πρβ.  Peloponnesus  σ.  72,  άρ.  122, 
PI.  XV,  2).    Φαίνεται  λοιπόν   ότι   έν  τή  περιόδω• 
ταύτη  τό  Α, μετά  τεθλασμένης  τής  μεσαίας  γραμ- 
μής, ώς  εμφανίζεται  τοιοΰτον  μικρόν  τι  ΰστερώτε- 
ρον    καί   έπί  του  έν  'Αθήναις  χορηγικοΰ    μνημείου- 
τοΰ   Λυσικράτους,  ανεγερθέντος   έν   έτει  335/334 
τ:.  Χ.   (Πρβ.    S.    Reinach,   Traité  d'Epigraphie 
Grecque  σ.  204),  ήτο   ήδη   γνωστόν.    Προσέτι  οε 
διάφορον  τοΰ  συνήθους  σ/ήμα,  οίον  Α,  υπάρχει  καί 
έπί  τίνων  τής  περιόδου   ταύτης  Βοιωτικών  νομι- 
σμάτων, φερόντων  τήν  έπιγραφήν  Ε  Π  Α  Μ  Ι ,  ήτις 
δηλοϊ    το   όνομα   τοΰ    μεγάλου    Επαμεινώνδα    ώς 
βοιώτάρχου  (Πρβ.  Imhoof-  Blumer,    Zur  Münz- 
kunde Boeotiens  und  des  Peloponnesischen  Argos 
[Separatabdruck  aus  dem    IX  Bände  der   «Nu- 

1  Τα  νομίσματα  ταΰτα  μετά  τοιαύτης  επιγραφής  εινε  λίαν  σπάνια. 
Ό  Ίδιος  εΐδον  έζμαγειον  τοιούτου,  ίχ  της  αύτης  σφραγίδος  προς  τα 
τοΰ  Βοεττανικοϋ  Μουσείου,  αρίστης  διατηρήσεως. 


181 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


182 


miematischen  Zeitschrift»  1877]  σ.  7  κ.  i;.  kp. 
18,  Taf.  I,  18.— Head,  On  the  Chronologial  Se- 
quence of  the  Coins  of  lioeotia  σ.  (>Ν,  ΙΊ.  •',  2  . 
ΊΙ  των  ανωτέρω  επιγραφών,  αναμφισβητήτως, 
καθ'  ήμδς,  σχέσιν  προς  άλλήλας  έχουσών,  έμφά- 
νισις  έπί  συγχρόνων  αργυρών  νομισμάτων  των 
τριών  μεγάλων  καί  πλουσίων  Πελοποννησιακών 
•πόλεων  παρακινεί  ει;  πολλά;  εικασίας  περί  αυ- 
τών, ων  ουδείς  μέχρι  τούδε  επελήφθη.  !•-';  προ; 
τήν  εξήγησαν  της  προελεύσεω;  τούτων,  νομίζομεν, 
δτι  δέν  θα  ήτο  όλως  άστ'οχον  να  προβάλώμεν  δυο 
κυρίως  υποθέσεις  :  ή  ότι  τα  νομίσματα  ταύτα  καί 
τών  τριών  πόλεων  έκόπτοντο  έν  ένί  και  τω  αύτφ 
αργυροκοπειω,  και  επομένως  αι  επ  αυτών  απαν- 
τώσαι  δμοιαι  έπιγραφαΐ  εχουσι  σχέσιν  προ;  το  ->.;- 
γυροκοπεΤον,  ή  οτι  ή  Κόρινθος  και  ή  Ήλις,  συμ- 
μαχήσασαι  έν  ετει  421  προς  το  "Αργός  κατά  της 
Σπάρτης  ,  πολύ  πιθανόν  είνε  οτι  προσέτι  αύται, 
αμέσως  ή  μικρόν  μετά  ταύτα,  είτε  i\  εμπορικών 
λόγων  και  της  ελευθέρας  κυκλοφορίας  τών  νομι- 
σμάτων έν  τη  περιοχή  έκαστης  τών  τριών  συμμα- 
χησασών  πόλεων  ,  είτε  έκ  λόγων  πολιτικών  και 
προς  ένίσχυσιν  της  γενομένης  συμμαχίας,  θά  προέ- 
βησαν καί  εις  νομισματικήν  τίνα  συνΟήκην,  οιαρ- 
κέσασαν  έπί  ικανούς  χρόνους  βραδύτερον  ώς  έκ 
τών  αναπτυχθέντων  συμφερόντων  καί  της  γενομέ- 
νης κοινής  ωφελείας'  συνεπεία  δέ  τοιαύτης  τινός 
συνθήκης  θα  ετέθησαν  έπί  τών  νομισμάτων  καί 
τών  τριών  πόλεων  αί  αύταί  έπιγραφαί.  Τοιαϋται 
νομισματικαί  συνΟήκαι  μεταξύ  τών  αρχαίων  πό- 
λεων ,  ώς  έχει  άποδειχθη  ,  δεν  εινε  τι  άγνωστον, 
ιδία  δέ  έν  τη  μεγάλη  Ελλάδι  (Πρ£.  Head,  Hist, 
numorum,  Introduction  σ.  LI  *xì  εξ  — Weil,  Stu- 
dien auf  dem  Gebiete  des  antiken  Münzrechts 
σ.  14),  προς  ην  ή  Πελοπόννησος,  καί  δη  έκ  τών 
πόλεων  αυτής  ή  μεν  Ήλις  ώς  έκ  τών  Ολυμπικών 
αγώνων,  ή  δέ  Κόρινθος  ώς  εκ  του  εμπορίου  αύτης, 
της  ναυτιλίας  καί  της  βιομηχανίας  ,  έν  μεγίστη 
επικοινωνία  και  συναλλαγή  ευρισκοντο'  προσέτι  οε 
καί  εις  τα  παράλια  της  Μικράς  'Ασίας  ,  μεταξύ 
■τών  πόλεων    Φώκαιας   καί  Μυτιλήνης ,     υπήρχε 


{  Έπί  τίνων  νομισμάτων  της  "Ηλιδος  το  Ρ  της  επιγραφής  Α  Ρ 
εΐνε  έσιραμμένον  προς  άρ.  οίον  q  (Πρβ.  Pol• ιρι muesus  PI.  XV, 
3)'  τούτο  χατά  τόν  αυτόν  τρο'πον  ευρίσκεται  χαί  επί  τίνων  νομισμά- 
των τοΰ  "Αργούς•   πρβ.  χατωτε'ρω  τήν  Οπό  τόν  άρ.  49  παρατήρησιν. 


τοιαύτη  νομισματική  συνθήκη  .  .  περί  τά 

τέλη  τον  πέμπτου  r  τάς  άρ/-/;  του  τετάρτου  π. Χ. 
αιώνος,  ώς  απεδείχθη  ./.  τίνος  Ιπιγραφής  [Πρβ 
Head,  Catalogue  of  the  Greek  Coinè  in  the  Bri- 
tish Museum  Ionia,  Introduction  σ.  XXII  --'; 
Ισχυρότατον  προς  τούτοις  έπιβοηθητικον  τεκμήριον 
τή;  ανωτέρω  ημετέρα;  υποθέσεως  δέον  ;«  χρησι 
μεύση  καί  τούτο,  ότι  κατ«  τήν  περίοοον  ταύτην, 
μετά  τήν  έν  ετει  394  έν  Κνίδω  γενομ.  η\\  /αυμα- 
χίαν  του  Κόνωνος  κατά  τών  Υακεδαιμονίων ,  ai 
πόλεις  καί  νήσοι  της  Μικρά;  Ασίας  Κνίδος,  Ρό- 
δος, Ιασό;,  Εφεσος  καί  Σάμος  συνήψαν  προς  &λ- 
λήλας,  ν.  καί  δέν  υπάρχει  μεν  αρχαία  τ•.:  μαρτυ- 
ρία περί  τούτου,  περιφανώς  δμως  έχει  άποδειχθη 
έκ  τών  νομισμάτων,  τοιαυτην  νομισματικήν  συν- 
θήκην  έκ  πολιτικών  λόγων  καί  κκριβώς  εναντίον 
της  Σπάρτη;,  θέσασαι  πασαι  όμου  έπί  της  οπί- 
σθια; όψεως  τών  εαυτών  νομισμάτων  τον  αυτόν 
τύπον,  ήτοι  τον  ΊΙρακλέα,  νήπιον,  πνίγοντα  ταΐς 
χερσίν  δφεις,  ώς  σιίμβολον  της  έκ  του  £υγοΟ  τών 
Λακεδαιμονίων  απαλλαγής  των ,  και  την  αύτη/ 
επίσης  έπιγραφήν  ΣΥΝ  =  βυνμαγ•ίχ«ν  άργνρι&ν, 
παϊμα  ή  κό^μα  (Πρβ.  Waddington.  Hev.  Nu- 
mismatique του  1863  σελ.  22)5.  —  Ι mhoof- Blu- 
mer, Monnaies  Grecques  σ.  311. —  Head,  Num. 
Chronicle  X.  S,  XX  (1880)  σ.  110 

A')  500  —  421  π.  X. 

α')   ΤριώβοΛα 

1.— Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  2,520. 

Πρόσθίον  ήμισυ  λύκου  προ;  άρ.  Περί  το  μέσον 
διήκει  από  του  ένο;  μέχρι  του  ετέρου  άκρου  του 
πετάλου  εγκοιλος  ζώνη,  εύθεϊα  καί  πλατεία. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  ου  άνωθεν  ovo 
έτερα  μικρότερα  καί  τά  μάλιστα  εγκοιλα  τετρά- 
γωνα, οριζοντίως  κείμενα.  'Εκατέρωθεν  της  με- 
σαίας γραμμής  του  γράμματος,  κλινούσης  οεςιό- 
θεν  ποος  τά  κάτω,  άνά  εν  σφαιρίδιον. 
Πίναξ  9,ι 

2.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,70. 
Πρόσθίον  ήμισυ  λύκου  προς  οες. 
Έν  κοίλω  τετραγώνω    μέγα  Α,    ου  άνωθεν  κοί- 
λον ορθογώνιον.  παραλληλογραμμον,    διαιρούμενον 


183 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


184 


διά  της  προεκταΟείσης  κορυφής  του  κάτωθεν  γράμ- 
ματος εις  ούο  τετράγωνα.   Τπο  τήν  μεσαίαν  γραμ- 
μήν  τοο  γράμματος  ΰφαιρίανογ . 
Πίναξ  9,2 

3.— Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  2,715. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
μεταξύ  της  κεφαλής  και  των  ποδών,  Ο  Μ. 

Ομοιον  τω  προηγουμένω   υπ'  άρ.  2  νομίσματι. 
Πίναξ  9,3 

4.— Άργ..  χμ.  15,  Γραμ.  2,89. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
μεταςύ  της  κεφαλής  καί  των  ποδών,  MO. 
Ομοιον  σχεοον  τω  προηγουμένω   ϋπ'  άρ.  3. 
Πίναξ  9,4 

5.— Άργ.,  χμ.   16,  Γραμ.  2,605. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 

Εν  κοίλω  έπιπέδω  μέγα  Α,  ου  άνωθεν  μεν  κοί- 
λον ορθογώνιον  παραλληλόγραμμον,   διαιρούμενον 
οιά  της  προεκταθείσης  ν.ορΐ)^τ\ς  τοΟ  γράμματος  εις 
ούο  τετράγωνα,  κάτωθεν  δε  Ûy6oq  (ρόδαξ;). 
Πίναξ   9,5 

Σύ^γχρονον  προς  το  προκείμενον  νόμισμα  καί  της 
αυτής  έκοόσεως,  ώς  φαίνεται,  εινε  καί  το  έν  Pelo- 
ponnesus σ.  138  άρ.  30,  PI.  XXVII,  8,  δημο- 
σιευόμενον  ήμιωβόλιον,το  έχον  επί  μεν  της  πρόσθιας 
ο'ψεως  άνθος,  επί  δε  τής  οπίσθιας,  έν  κοίλω  τετρα- 
γώνω, κράνος  κορινθιουργές. 

6.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,17. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  -προς  άρ. 
Εν  κοίλω  έπιπέδω  μέγα  Α,  ου  άνωθεν  κοίλον 
ορθογώνιον  παραλληλόγραμμον,  διαιρούμενον  δια 
τής  προεκταΟείσης  ν.ορυγης  τοΟ  γράμματος  εις  δύο 
τετράγ(.υνα.  Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν  μεν  Α  -  Ι,  κά- 
τωθεν οε  GzéparoQ. 

Πίναξ  9,0 
1  οΰ  παρόντος  τύπου  ΰπάργει  και  ετέρα  διαφορά, 
οηλαοή    έπί  τής   οπίσθιας  όψεως  το   μεν  γράμμα 
είνε   μικρότερον,  το  όλον  δε  έν  κοίλω  τετραγώνω. 

7.  — Άργ.,  χμ.    15,  Γραμ.  2,595. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 


"Ομοιον  τω  προηγουμένω  ϋπ'  άρ.  6  νομίσματι. 
Πίναξ  9,7 

8.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,68. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
άνουΟεν,  2• 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  οΰ  κάτωθεν  μεν 
φι\ΥΎ\  προς  τα  κάτω,  άνωθεν  οέ  έ'γκοιλον  ορθογώ- 
νιον παραλληλόγραμμον,  έν  ω  Α -Λ. 
Πίναξ   9,8 

9.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,688. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω, 
μεταξύ  τής  κεφαλής  καί  τών  πούών,  Δ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  ου  κάτωθεν  μεν 
όΑίκτωρ  προς  οες.,  έχων  τά  περί  τον  λαιμον  πτερά 
ήνωρθωμενα  ώς  προς  θέσιν  μάχιμον,,  άνωθεν  δε 
κοίλον  ορθογώνιον  παραλληλόγραμμον,  διαιρούμε- 
νον οιά  τής  προεκταθείσης  κορυφής  του  κάτωθεν 
γράμματος  εις  δύο  τετράγωνα,  έν  οΐς  Δ- 1,  και 
κάτωθεν  αυτών  Α -Ι. 

Πίναξ   9,9 

Peloponnesus,  σ.  141,  άρ.  42,  PI.  XXVII,  18. 

10.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,65. 

"Ομοιον  τω  προτι^'ουμίνω  ύπ'  άρ.  9  νομίσματι. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  ού  κάτωθεν  μεν 
ζώον  τρέχον  προς  δεξ.  (ôvoç  ή  ήμίονος  ;),  άνωθεν 
οε  έ'γκοιλον  ορθογώνιον  παραλληλόγραμμον,  διαι- 
ρούμενον οιά  τής  προεκταθείσης  y.opu^y\ç  τοο  κά- 
τωθεν ^ράαματος  εις  ύύο  τετράγωνα,  έν  οίς  Δ- Ι. 
Πίναξ   9,10 

11.— Άργ.,  χμ.    14,  Γραμ.  2,595. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ.  Έν  τφ  πεδίω> 
άνωθεν,  ΣΙ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  ού  κάτωθεν  μεν 
ά.Ιεκτοψ  προς  οεξ.  εις  θέσιν  μά^ιμον,  ωραιότερου 
δμως  ρυθμού  του  έν  τω  ανωτέρω  ύπ'άρ.  9  νομί- 
σματι, άνωθεν  δέ  δύο  εγκοιλα  κα'ι  οριζοντίως  κεί- 
μενα τετράγωνα,  ύπο  τα  όποια  ή  επιγραφή  Δ- Ι. 
Πίναξ  9,11 

12.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,64. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  οεξ. 

Έν  κοίλω  έπιπέοω   μέγα  Α,  κατά  τήν  y.opu(fy]v 


185 


ΑΡΧΑΙΑ   ΚΛΛΙΙΝΙΚΛ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


186 


τοΟ  οποίου  εγκοιλον  δρθογώνιον  παραλληλόγραμ- 
μον.  Εν  τω  πεοίω, κάτωθεν  μέν  κιθάρα  τετράχορ- 
δος,  άριστερόθεν  oè  Π. 

Πίναξ  9,12 

13. —  Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,60. 

"Ομοιον  τφ  προηγουμένω  ύπ  ->.ρ.  12  νομίσματι. 

Έν  κοίλω  έπιπέδω  μέγα  Α,  /.ατά  την  κορυφήν 
τοΟ  οποίου  εγκοιλον  ορθογώνιον  παραλληλογραμ- 
μον.  Έν  τω  πεοίω,  κάτωθεν  μεν  xparoç,  άριστε- 
ρόθεν  δε  Ρ. 

Πίναξ   9,13 

14.— Άργ.,  χμ.  15,  1>μ.  2,648. 

"Ομοιον  σχεδόν  τοις  προηγούμενοι;  ύπ'  άρ.  12- 
13  νομίσμασιν. 

Έν  κοίλω  έπιπέδω  μέγα  Α,  κατά  την  κορυφήν 
τοΟ  οποίου  εγκοιλον  δρθογώνιον  παραλληγόγραμ- 
μον,  έν  ω  ή  επιγραφή  Σ -Ι.  Έν  τω  πεοίω,  v.y.-ω- 
Οεν,  άοζράγαΛος. 

Πίναξ  9,14 

Περί  του  προκειμένου  νομίσματος  θα  έούνατο 
ίσως  ώς  έκ  του  σχήματος  τοΰ  Σ,  του  οποίου  αί 
έςωτερικαί  γραμμαί  μόλις  μικρόν  τι  κλίνουσι  προς 
τα  έκτος,  να  έγερθη  ασθενής  ενστασις,οτι  οεν  ανή- 
κει εις  την  παροΰσαν  περίοοον — συνεπώς  οέ  έκ  τού- 
του καίτινα  των  προηγουμένων — ,  αλλ  εις  χρόνους 
ύστερωτέρους .  Αυτή  όμως  αύΟωρεί  καταπίπτει" 
διότι  έκτος  του  κατά  την  χορνγην  του  Α  κοίλου 
ορθογωνίου  παραλληλογράμμου,  το  όποιον  αναμ- 
φισβητήτως, κατ'  έμέ,  ανήκει  εις  τα  προ  του  421 
νομίσματα,  ον  συνέχεια  των  αρχαιοτάτων  και  γε- 
νόμενον  βαθμηδόν  συν  τω  χρόνω  κανονικώτερον, 
ουχί  δε  εις  μεταγενεστέρους  χρόνους,  ώς  νομίζει  ό 
Gardner  (Πρβ.  Peloponnesus  σ.  141 ,  άρ.  56),  άλλα 
προσέτι  καί  αΰτου  του  Σ  ένπαλαιοτέρω  ετι  χρόνω, 
πεοι  τα  μέσα  του  πέμπτου  αιώνος  π.  Α.,  αι  εςω- 
τερικαί  γραμμαί  ευρίσκονται  ουχί  μόνον  ώς  έν  τω 
προκειμένω  νομίσματι  μικρόν  τι  κλίνουσαι  προς  τα 
έκτος,  αλλ1  αυτό  δη  τούτο  εντελώς  οριζόντιοι  και 
παράλληλοι.  Πρβ.  Larfeld,  Griechische  Epigra- 
phik  (έν  Handbuch  der  klassischen  Altertums- 
wissenschaft του  Iwan  von  Müller,  Band  Γ2), 
Schrifttafel  zur  Entwinklungsgeschichtc  der  Grie- 
chischen Localalphabete  έν  σελ.  530. 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1S96 


Όβ(  λοί 

15.— Άργ., χμ.  10,  Γραμ   0,782. 
Κεφαλή  λύκου  προς  δες. 
Εν  κοίλω  ίπιπέοω  μέγα  Α,  κατά  τήν  κορυφήν 
τοΟ  οποίου,  εκατέρωθεν,  το  -ίδιον  εινε  κοίλον.  Α.ρι- 

στερόΟεν  Α. 

Μίνα;   Κ'.    , 

16.  —  Ά:γ.,  χμ.  1  Ι,  Γραμ.  0,783. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ.  Εν  τψπεοίψ,  ίνωθεν,  5- 

Έν  κοίλω   έπιπέδω    εγκοιλον  τετράγωνον,  έν  <L 
μέγα  Α,  κατ•/  την  κορυφή/    του  οποίου,    Ικαΐ 
Οεν,  Α- Λ  καί  κάτωθεν  γ,Ύ\γίαχος,(;) . 
Πίναξ  10,27 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.    1  Ì3,  y.p.  HO. 

Tò  παρόν  νόμισμα,  καθ  ά  φαίνεται  ές  αμφοτέ- 
ρων τών  όψεων,  ανήκε•,  ει:  τήν  αυτήν  σειράν  μετά 
του  ανωτέρω  υπ  άρ.  8  τριωβόλου,καΐ  εινε  επομέ- 
νως σύγχρονα  καί  της  αυτής  εκδόσεως. 

17.— Άργ.,  χμ.  10,  Γραμ.  0,660. 

"Ομοιον  σ/εδόν  τω  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  15  νομί- 
σματι. 

Έν  κοίλω  έπιπέδω  μέγα  Α,  κατά  την  κορυφήν 
του  όποιου,  εκατέρωθεν,  τό  πεδίον  εινε  κοίλον.  Εν 
τω  πεδίω,  εκατέρωθεν,  Σ  -  xl(;),  και  κάτωθεν  κρά- 
νος, κομινθι,ονργες  προς  άρ. 

Πίναξ  10,39 

18.— Άργ.,  χμ.   11,   Γραμ.  0,780. 

"Ομοιον  περίπου  τω  προηγουμένου  ϋπ  άρ  1  / 
νομίσματι. 

Έν  κοίλω   έπιπέδω  μέγα  Α,  κατά  τήν  κορυφήν 
τοΰ   όποιου   το  πεδίον    εινε    κοίλον.    Εν  τω  πεοιω. 
εκατέρωθεν,  Σ-Ω,  καί  κάτωθεν  πΐ.Ιος(;) 
Πίναξ  10,40 

Catalogue  de  la  Collection  de  Médailles  Phil. 
Margaritis.  PI.  11. 

Περί  τών  δυο  τελευταίων  ύπ  άρ.  1  /  και  18 
νομισμάτων  ίσως  θα  έδύνατό  τις  ευλόγως  να  οιισχυ- 
ρισθη,  οτι  ταύτα  ώς  έκ  του  σχήματος  του  Σ,  τοΰ 
όποιου  αί  εξωτερικά!  γραμμαί  δεν  κλίνουσι  λίαν 
προς  τά  έκτος,  και  της  εμφανίσεως  τοΰ  Ω  ,  οεν 
άνήκουσιν  εις  τήν  περίοοον  ταύτην,   αλλ    εις  χρο- 

13 


187 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 
'Αλλ'    εις   απόδειξη/ 


188 


νους   πολλώ    υστερωτερους. 

του  ορθού  της  ημετέρας  κατατάξεως ,  πλην  του 
ρυθμού  της  τέχνης  της  πρόσθιας  όψεως ,  χρησί- 
μευε' τιαΐν  καί  το  έν  τη  όπισοία  όψει  κατά  την 
κορυφήν  του  Α  κοίλον  του  εδάφους,  δπερ  προσ- 
ομοιάζει ποος  τα  εγκοιλον  ορΟογώνιον  παραλληλό- 
γραμμον,  το  απαντών  μόνον  έν  τοις  άρχαιοτέροις 
νομίσμασιν.  Ώς  προς  τα  σχήμα  του  Σ,  το  οποίον 
ευρίσκεται  μετά  των  εξωτερικών  γραμμών  καί  όλως 
οριζοντίων  κατά  τα  μέσα  ετι  του  Ε'  π.  Χ.  αιώνος, 
έποιησάμεθα  ήδη  την  προσήκουσαν  παρατήρησιν  έπί 
του  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  14  νομίσματος. Όσον  δ'  άφορα 
το  Ω,  έξ  ού  καί  μόνου  πράγματι  ή  αμφιβολία  θα  καΟί- 
στατο-όπωσδήποτε  ισχυρά,  παρατηρουμεν  δτι  τούτο 
αναμφισβητήτως  προ  του  404  εΐχεν  ήδη  είσαχθη  εις 
τό'Άργος,ώς  καταφαίνεται  έκ  του  ρυθμού  της  τέχνης 
τών  αρχαιοτέρων  διδράχμων,  τών  εχόντων  έμπρο- 
σθεν την  κεφαλήν  της  Ήρας  καί  κοπέντων  προ  τοο 
404,  έν  οΐς  το  Ω  ευρίσκεται  μετά  του  R  έν  τη  επι- 
γραφή ΑΙ3ΓΕΙΩΝ  (Πρβ.  Gardner,  Peloponnesus, 
Introduction  σ.  LUI  καί  Pi.  XXVII,  11). 


Β')  421—350  π.  Χ. 
α  )    Τρι,ώβοΛα 

19.  — Αργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,618 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν   κοίλω   τετοαγώνω   μέγα  Α,   κάτωθεν  του 

ι  ti  ill 

οποίου  πείεκνς  αμφίστομος  οριζοντίως. 
Πίναξ  9,15 
Πρβ.  Mionnet  II,   σ.    229  άρ.  5.  — Pelopon- 
nesus σ.  140,  άρ.  54,  PI.  XXVII,  17. 

20.— 'Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,58. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  καί  τούτου  κά- 
τωθεν τρεις  μητίοκοο  τρίοκε.Ιοευαώς. 
Πίναξ  9,16 

Πρβ.  Mionnet  II  σ.  229,  άρ.  4. —  Peloponne- 
sus σ    140,  άρ.  55. 

21.  — Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,655. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 


Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τώ  πεδίω, 
κάτωθεν,  τρεις  μηνίσκοι  τριΰκε.Ιοείδως,  καί  οε- 
ξιόθεν  Α. 

Πίναξ  9,17 

22.— Αργ.,  χμ.   14,  Γραμ.  2,585. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω    μέγα  Α.     Εν   τω  πεδίω 
τρεις  μηνίοκου  τρι,σκε.Ιοειαώς  καί  άριστερόθεν  Α. 
Πίναξ   9,18 

Πρβ.  Prokesch- Osten,  Inedita  meiner  Samm- 
lung autonomer  altgriecbischer  Münzen  έν  Denk- 
schriften der  K.  Akademie  der  Wissenschaften 
(Βιέννης)  Bd.  V  (1854)  σ.  275. 


;ραγώνω   μέγα  Α.   Έν  τώ  πεδίω, 


23. — 'Αργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,66. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω   τε 
άνωθεν,  Α -Ρ,  καί  κάτωθεν  μήνη  προς  τά  άνω. 
Πίναξ   9,19 

Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  43  άρ.  3.  —  Museo 
Nazionale,  Collezione  Santangelo  11172-73. — 
Peloponnesus  σ.  141,  άρ.  60. 


24. 


-Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,588. 


Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Εν  τω  πεοίω, 
άνωθεν,  Α-  Ρ,  και  κάτωθεν  τρεις  μηνίσκοι  τρι- 
σκε.Ιοείόως. 

Πίναξ  9,20 

Πρβ.  Mionnet  II  σ.  230,  άρ.  7. — Peloponnesus 
σ.  141,  άρ.  59. 

25.  — Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,66. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τψ  πεοίω, 
άνωθεν,  Α -Ρ,  καί  κάτωθεν  οριζοντίως  στάχνς 
μετά  φύλλου  προς  οες. 

Πίναξ  9,21 

26. —  Αργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,728. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 
Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α-   τούτου   άνωθεν 
Α- Ρ,  καί  κάτωθεν  ρόπαΐον  προς  άρ. 
Πίναξ   9,22 
Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  43,  άρ.  4  —Mionnet 


189 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


190 


II,  σ.  230,  άρ.  8.  —  Peloponnesus  -τ.  L41,  άρ.57. 
ΤοΟ  παρόντος  τύπου  είσί  τίνα  κατά  την  οπιτΟίαν 
όψιν  εξ  άλλης  σφραγΐδός,  χαί  Αλλά  μέν  εχουσι  το 
ρόπαλον  λεπτότερον  και  μετά  περισσοτέρων  οζών, 
έν  άλλοις  δε  το  Α  δεν  φέρει  ΐήν  χεραίαν  γραμμή  ν, 
Βεβαίως  ex  παραβλέψεως  του  τεχνίτου. 

27.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  2,695. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 
Έν   κοίλω   τετράγωνοι    μέγα   Α•    τούτου    άνω- 
θεν, έν  τω  πεδίφ,  A -P.    χαί  χάτωθεν  κηρύκεων. 
Πίνας   9,23 
Πρβ.  Peloponnesns  σ.  141,  άρ.  58. 

88.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,46. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ.    Εν  τω  πεδίφ, 
άνωθεν,  ΣΙ. 

Έν  κοίλω  έπιπέδφ  υιέγα  Α.    Εν  τω  πεοίω,  κά- 
τωθεν, άαπίο,  Άργεία,  και  άνωθεν  Η -Ρ. 
Πίνας"  9,26 

Mionnet  Suppl.   IV,  σ.  237,  άρ.  6. 

29.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,515. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 
Έκ  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α,   άνωθεν   του  ο- 
ποίου, έν  τψ  πεδίω,  Ν-Ι. 

Πίναξ   9,27 
Πρβ.  Peloponnesus  σ.  141,  άρ.  65. 

30.— Άργ•,  χμ.  16,  Γραμ.  2,583. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  οεξ .  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  ΣΙ 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  ου  άνωθεν,  έν 
τω  πεδίω,  Ν-Ι. 

Πίναξ   9,28 

31.— Άργ,  χμ.  15,  Γραμ.  2,5»5. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Ν-Ι,  δεξώθεν  βότρνς,χαι  κάτωθεν  ρόπα- 
Λον  προς  άρ. 

Πίναξ   9,29 

Πρβ.  Prokesch -Osten  σ.  275. 

38.— Άργ  ,  χμ.  14,  Γραμ.  2,65. 


Πρόσθιον  Ρ)μισυ  λύκου  ιτρος  ip. 
Εν  χοίλφ  τετραγώνω  μέγα  Α'  τούτον  δνωθ  -. 
iv  τφ  πεδίφ,  Ν-Ι,  χαί  χάτωθεν  ρόπαΛ  ;  δεξ. 

Πίναξ  9,30 
Ι  [po'    Peloponneso  σ.  141  ip.  66. 

33. —  Αργ.,  χμ.   l'i.   Γραμ.  2,69. 
Ομοιον  ιχχεδόν  τψ  προηγου  ip    32  νο• 

μίσματι. 

Έν  κοίλφ  τετραγώνφ  μέγα  Α'  τούτου  £νω- 
θεν,  έν  τω  πεδίω,  Ν-Ι,  χαί  κάτωθεν  ψτ\γι\  προς 
τά  άνω  έστραμμένη. 

Πίναξ   9,31 
Πρβ.  Mionnel  II  ο-.  231,   ip.  17.  —  Pelopon- 
nesus σ.   1  VI  ,  άρ.  67. 

34.-Άργ.,χμ.   15,  Γραμ    2,493 

Οαοιον  σ/εδόν  τω  προηγουμένφ  6π    ip.  •;•'' 
Έν  κοίλω  τετραγώνφ  μέγα  Α.    Εν  τψ  πεδίφ, 
άνωθεν,  Ν-Ι,  χαί  χάτωθεν  ψόλλογ  «ιχτσοΰ '. 

Πίναξ    9,32 

Πρβ.  Mionnet  II,  σ.  231,  ip.  18.— Pelopon- 
nesus σ.  141.  ip.  69. 

35.— Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  2,568. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  οες. 

"Ομοιον  σ/εδον  τω  προηγουμένω  υπ'  •>.;.  34. 

Πίναξ  9,33 
Πρβ.  Peloponnesus  σ    141,  άρ.  68. 

36.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,59. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  οες. 

Έν  κοίλω   τετραγώνω    μέγα  Α.    Έν  τω  πεοιω, 
άνωθεν,  Π -Ρ,  και  κάτωθεν  pòitaJxtr  προς  οες. 
Πίναξ  9,34 

Πρβ.  Mionnet  II,  σ.  231,  άρ.  20.— Pelopon- 
nesus σ.   142,  άρ.  71 . 

37.— Άργ.,  χμ.   16,   Γραμ.  2,60. 

"Ομοιον  7/εδον  τω  προηγουμένφ  υπ   •>.:    36. 

Έν  χοίλφ  τετραγώνφ   μέγα  Α.    Έν  τω  πεοιω, 
άνωθεν,  Ρ-Ρ,  χαί  κάτωθεν  ρόπαΛοτ  προς  ip. 
Πίνας  Η, 35 

ΤοΟ  παρόντος  τύπου  άλλα  μεν  εχουσι  την  προ- 
σθίαν  όψιν  ομοίαν  εντελώς  τω  προηγουμένφ  υπ  ip. 


191 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


192 


36  νομίσματι,    άλλα  δέ  έν  τη  δπισθία   εχουσι   το 
πρώτον  γράμμα  ούτω  :  Π. 

38.— Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,40. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  αρ.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  2- 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Ρ  -  Ρ  ,  καί  κάτωθεν  ρόπαΛον  προς  οες. 
Πίναξ  9,36 

Πρβ.  Mionnet  II,  σ.  232,  άρ.  24.— Pelopon- 
nesus σ.  142,  άρ.  73. 

39.  — Άργ.,  χμ•   14,  Γραμ.  2,57. 
Όιχοιον  τω  προηγουμένω  ύπ'  άρ.  38  νομίσματι. 
Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α.    Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Π -Ρ,  καί  κάτωθεν  ρόπαΛον  προς  άρ. 
Πίναξ   9,37 

40.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,585. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  οεξ.  Έν  τφ  πεδίω, 
άνωθεν,  ΣΙ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α.    Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Π -Ρ,  καί  κάτωθεν  ρόπαΛον  προς  δες". 
Πίναξ   9,38 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  142,  άρ.  72. 

41.— Άργ.,  χμ.   14.  Γραμ.  2,625. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 
Εν  κοίλω  τετραγώνω    μέγα  Α.    Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Γ -Ρ,  κάτωθεν  ρόπαΛον,  καί  δεξιόθεν  βό- 
tçvç. 

Πίναξ  10,1 
Πρβ.  Prokesch- Osten  σ.  275. — Peloponnesus 
σ.  142,  άρ.  77. 

42  —Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,585. 

Όμοιον  σχεδόν  τω  προ-ηγουμένω  ύπ'  άρ.  41  νο- 
μίσματι. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν,  Π- Ρ,  κάτωθεν  ρόπαΛον,  καί  άριστερόθεν 
βότρνς. 

Πίναξ  10,? 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  142,  άρ.  78. 

43.  — Άργ.,  χμ    15,  Γραμ.  2,695. 


Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεόίω, 
άνωθεν  μεν  Ρ-Ρ,  κάτωθεν  δέ  δεΛφϊν  προς  δεξ., καί 
ύπ'  αυτόν  ρόπαΛον, έχον  εκατέρωθεν  άνά  εξ  όζους. 
Πίναξ  10,3 

Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  43,  άρ.  6. —  Pelo- 
ponnesus σ.  142,  άρ.  74. 

44.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  2,55. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν  μεν  Ρ-Ρ,  κάτωθεν  δε  δεΛφϊν  προς  δεξ., 
καί  ύπ'  αύτον  ρόπαΛον,  έχον  εκατέρωθεν  άνά  πέντε 
όζους 

Πίναξ  10,4 

45.  — Άργ.,  χμ.   15,   Γραμ.  2,485. 
Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α•  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν  μεν  Ρ-Ρ,  κάτωθεν  δε  δεΛφϊν  προς  αρ., 
καί  ύπ'  αυτόν  ρόπαΛον,  έ'χον  εκατέρωθεν  άνά  πέντε 
όζους. 

Πίναξ  10,5 

Πρβ.  Prokesch  -  Osten  σ.  275. —  Peloponnesus 
σ.  142,  άρ.  75. 

46.  —  Άργ.,  χμ.  16,  Γραμ.  2,60. 

"Οαοιον  τω  T:po'qyouu.Ìvix>  ύπ  άρ.45  νομίσματι. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν  αέν  Ρ-Ρ,  κάτωθεν  δέ  δεΛφϊν  προς  αρ., 
καί  ύπ'  αυτόν  ρόπαΛον,  έ'χον  εκατέρωθεν  άνά  εξ 
οί,ουζ. 

Πίναξ  10,6 

47.-  Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,595. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  δεξ. 

Έν   κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α.   Έν  τω  πεδίω, 
άνωθεν  Ρ-Ρ,  καί  κάτωθεν  ρόπαΛον  έν  τόξω. 
Πίναξ  10,7 

Πρβ.  Museum  Hunter  σ.  43,άρ.7. — Prokesch- 
Osten  σ.  275. —  Peloponnesus  σ.  142,  άρ.  76. 

Του  τύπου  τούτου  είσίν  ικανά  νομίσματα,  άτινα 
έπί  της  πρόσθιας  όψεως,  μεταξύ  της  κεφαλής  καί 
των  ποδών,  φέρουσι  σύμβολον  (;)  δυσδιάκριτον  ή 
μάλλον  μονόγραμμα,  περίπου  τοιούτον  :  Μ . 


193 


ΑΡλ'ΛΙΛ    ΚΛΛΙΙΝΙΚΛ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


1!)'ΐ 


6")   ΤρϊημιωβόΛια. 

48  — Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  1,317. 

Κεφαλή  "Ηρας  μιετ'  ένωτίων  και  περιδεραίου  ix 

σφαιριοίουν  προς  δες.,  φέρουσα  στεφάνην  κεκοσμη- 
μένην  δι  άνθεμίων,  και  έχουσα  τήν  κόμην  πέριξ 
μέν  τοΟ  προσώπου  άνασεσυρμένην,  όπισθεν  οε  λε- 
λυμένην  εις  διαφόρους  κυματίζοντας  βοστρύχους. 
Παλλάδιον  προς  δεξ.  και  έν  τω  πεδίω,  εκατέ- 
ρωθεν, Α-  Ρ. 

Πίναξ  10,11 

49.— Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.   1,307. 

Όμοιον  σχεοον  τω  προηγουμένου,  αλλ  άνευ  πε- 
ριδεραίου. Ή  κεφαλή  είνε  μικρότερα  της  έν  τω 
προηγουμένου  νομίσματι. 

"Ομοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένου  ύπ'  άρ.  48  νο- 
μίσματι.  Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν,  Α -Ρ. 
Πίναξ  10,12 

Peloponnesus  σ.  140,  άρ.  48,  PI.  XXVII,  13. 

Τπάρχουσί  τίνα  έχοντα  μεγίστην  ομοιότητα 
προς  το  παρόν,  αλλ  είνε  έξ  άλλης  σφραγϊδος"  έν 
τούτοις  ή  κεφαλή  εινε  κατά  τι  μείζων  και  φέρει 
καί  περιδέραιον.  'Ωσαύτως  υπάρχουσι  και  άλλα, 
οντά  κατά  μέν  τήν  προσΟίαν  όψιν  ρυθμού  χείρονος, 
κατά  δε  τήν  οπισΟίαν  επίσης  έξ  άλλης  σφραγϊδος, 
<υν  δύο  εχουσι  και  τήν  έπιγραφήν  ούτω:  Α-<1. 

50.— Άργ.,  χμ.  15,  Γραμ.  1,30. 

Κεφαλή   "Ηρας    μετ'  ένωτίων    και  περιδεραίου 

προς  δεξ.,  σχεδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένου   ύπ'  άρ. 
49  νομίσματι,  άλλα  ρυθμού  κατουτέρου. 

Παλλάδιον  προς  δεξ.  και  έν  τφ  πεδίω, εκατέρω- 
θεν, ή  επιγραφή  Α-Ρ  |. 

Πίναξ  10,13 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  140,  άρ.  30. 

Της  σειρας  ταύτης  είσί  τίνα  ρυθμού  χείρονος, 
οιονεί  άπομίμησις. 

5ΐ.— Άργ-  χμ-  15>  !>"••  Μ?• 

Κεφαλή  "Ηρας  προς  δεξ.,  σχεδόν  ώς  έν  του  προη- 
γουμένου ύπ'  άρ.  30  νομίσματι. 

"Ομοιον  σχεδόν  προς  το  αυτό.  Έν  τφ  πεδίω, 
εκατέρωθεν,  Α-Ρ  Ι. 

Πίναξ  10,14 


Ωσαύτως  καί  της  σειράς  ταύτη;  είσί  τίνα  ρυθ- 
μού χείρονος,  οιονεί  άπομίμησις  τοΟ  ανωτέρω  ϋπ1 
άρ.  51  νομίσματος.  Εν  τη  οπισθία  όψει  τά  γράμ- 
ματα εΐνε   πολλψ  μεγαλήτερα. 

52.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.  1,095. 

Λύκος   επί  γραμμής,    το  έδαφος    ύποδηλούσης, 

βαίνουν  προς  άρ.    Έν  του  πεδίω,    άνωθεν  του  λαι- 
μοΟ,  Β. 

Κράνος  κορινθιουργές   μετά  λόφου  προ;  άρ.    Εν 
το|3  πεδίου,  εκατέρωθεν,  Α- Ρ. 
Πίναξ  ΙΟ,ΐΓ, 

53.— Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.   1,083. 

Λύκος  προς  αρ.,  σ/εδόν  ώς  έν  τω  προηγουμένη 
ύπ'  άρ.  52  νομίσματι.    Εν  τοϋ  πεδίω,   δνωθεν,  Β. 

Κράνος  κορινΟιουργές  μετά  λόφου  προς  αρ., 
σχεδόν  ώς  έν  του  προηγουμένου  νομίσματι,  άλλα 
μεγέθους  μικρότερου.  Εν  του  πεδίω,  εκατέρω- 
θεν, Α-Ρ. 

Πίναξ  10,16 

Του  παρόντος  τύπου  ευρίσκονται  Ttva  διαφέ- 
ροντα μικρόν  κατά  τήν  δπισθίαν  όψιν  και  όντα, επο- 
μένως,έξ  άλλων  σφραγίδων. Πρβ.  Peloponnesus  σ. 
142,  άρ.  85,  PI.  XXVII,  20. 

54.— Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.  1,093. 

Λύκος  προς  αρ.,  σχεδόν  ώς  έν  τοις  ανωτέρω 
ύπ'  άρ.  52  καί  53  νομίσμασιν.  Έν  τω  πεδίω,  άνω- 
θεν, Β. 

Κράνος  κορινΟιουργες  μετά  λόφου  προς  άρ.  Έν 
τω  πεδίου,  εκατέρωθεν,  Α-ΡΙ. 
Πίναξ  10,17 

55. — Άργ.,  χμ.  13,  Γραμ.   1,083. 

Λύκος  προς  αρ.,  σχεδόν  ώς  έν  του  προηγουμένου 
υπ'  άρ.  54  νομίσματι  Έν  του  πεδίφ,  άνωθεν,  Β. 

Κράνος  κορινθιουργές  μετά  λόφου  προς  αρ., 
σχεδόν  ώς  το  προηγούμενον.  Εν  του  πεδίω,  εκα- 
τέρωθεν, Α-ΡΙ. 

Πίναξ  10,18 

'Ωσαύτως  καί  της  παρούσης  σειράς  ευρίσκονται 
τίνα  διαφέροντα  μικρόν  άπ  αλλήλων  κατά  τήν  δ- 
πισθίαν ιδία  όψιν. 


195 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


196 


γ')   ΌβοΛοΙ 

56.— Άργ.,  χμ.   10,  Γραμ.  0,68. 
Κεφαλή  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α"   τούτου    άνωθεν 
μέν,    έν  τω  πεδίω,  Α-Ρ,    κάτωθεν  δε  Β,    και  ύπ 

αύτο  ρόπαΛον  προς  δεξ. 

Πίναξ  10,24 

57.  —  Άργ.,  χμ.   11,  Γραμ.  0,83. 

Κεφαλή   λύκου    προς  άρ.    Έν  τω  πεοίω,    άνω- 
θεν, Θ. 

Εν  κοίλω  τετράγωνο.)  μέγα  Α•  τούτου  άνωθεν 
μέν,  έν  τω  πεοίω,  Α-Ρ,  κάτωθεν  δε  Β,  και  ύπ 
αύτο  οόπαΛον  προς  δεξ. 

Πίνας"  10,25 

ss.— Άργ-,  χμ-  10,  ΓΡ«μ.  0,71. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ. 

Εν  κοίλω  τετραγώνφ  μέγα  Α'  τούτου  άνωθεν 
μεν,  έν  τω  πεδίω,  Α-Ρ  Ι,  κάτωθεν  δε  Β,  και  ύπ' 
αύτο  ρόπαΛον  προς  δεξ. 

Πίναξ  10,26 
Του  τύπου  τούτου  υπάρχει  σειρά  διαφέρουσα  έν 
τη  οπίσθια  όψει  μικρόν  τι,   ιδίως  δε  έν  τοις  γράμ- 
μασι. 

59.—  Αργ.,  χμ.   10,  Γραμ.  0,748. 
Κεφαλή  λύκου  προς  δεξ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  καί  εκατέρωθεν 
της  χορ^γ^ς  αύτοΟ  Ν-Ι. 

Πίνας"  10,30 

60.— Αργ.,   χμ.   11,  Γραμ.  0,755. 

Κεφαλή  λύκου  προς  δεξ.  Έν  τω  πεδίω,  άνω- 
θεν, ΣΙ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  και  εκατέρωθεν 
της  κορυφής  αύτοϋ,  Ν-Ι. 

Πίναξ  10,31 

Peloponnesus  σελ.  143  ,  αριθ.  91  ,  PI. 
XXVII,  21. 


61.— Άργ.,  χμ.   11,  Γραμ    0,86. 
Κεφαλή  λύκου  προς  άρ. 
Εν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  εκατέρωθεν  της 


χορυ^γ\ς  του  δποίου,  έν  τω  πεδίω,  Ν-Ι,  καί  κάτω- 
θεν ρόπαΛον  προς  δεξ. 

Πίναξ  10,32 
Πρβ.  Peloponnesus  σ.  143,  άρ.  92. 

62  —Άργ.,  χμ.   10,  Γραμ.  0,71. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Εν  τω  πεδίω, 
άριστερόθεν  κατά  τα  άνω  Ρ,  και  κάτωθεν  κεραυ- 
νός οριζοντίως. 

Πίναξ  10,33 

63.— Άργ.,  χμ.   11,  Γραμ.  0,692. 

Κεφαλή  λύκου  προς  Οεξ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α.  Εν  τψ  πεοίω, 
άριστερόθεν  κατά  τα  άνω,  Π,  και  κάτωθεν  ρόπα- 
Λον προς  δεξ. 

Πίναξ  10,34 

64.-Άργ.,χμ.  12,  Γραμ.  0,778. 

Κεφαλή  λύκου  προς  δεξ.,  σχεδόν  ώς  έν  τω  προη- 
γούμενα) ύπ'  άρ.  63  νομίσματι. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α-  τούτου  εκατέ- 
ρωθεν της  κορυφής,  έν  τω  πεοίω,  Ρ  -  Ρ,  και  κά- 
τωθεν ρόπαΛον  προς  οεξ. 

Πίναξ  10,35 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  143,  άρ.  93. 

65.  —  Άργ.,  χμ.   11,  Γραμ.  0,885. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  άνω- 
θεν, 3. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α'  τούτου  εκατέ- 
ρωθεν μεν  της  χορυγ^ς,  έν  τω  πεοίω,  Π- Ρ,  κά- 
τωθεν δε  ρόπαΛον  προς  οεξ. 

Πίναξ  10,36 

Του  τύπου  τούτου  ευρίσκονται  τίνα  οντά  κατά 
τήν  όπισθίαν  όψιν  έκ  διαφόρου  σφραγΐΟος,  διότι  το 
ρόπαλον  κείται  προς  άρ.  Έχομεν  επομένως  υπο- 
διαιρέσεις συγ/ρόνους  αμφοτέρων  των  έκοόσεων 
των  ανωτέρω  ύπ'  άρ.  38  καί  39  τριωβόλων. 

66.  — Άργ.,  χμ.   ΙΪ,Γραμ.  0,72. 

Κεφαλή  λύκου  προς  δεξ.  Έν  τω  πεοίω,  άνω- 
θεν, ΣΙ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α'  τούτου  έκατε- 


107 


ΑΡΧΑΙΑ    ΕΛΛΗΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


1!ΙΚ 


ρωΟεν   μεν  της  κορυφής,  έν  τψ  πεδίψ,  Π -Ρ,  κά- 
τωθεν δέ  ρόπαΑον  προς  δεξ. 

Πίναξ  10,37 

Γ')  380-270  π.  Χ 

α  )   TçiùiOv.iii 

67.— Άργ.,  /α.  15,  Γραμ.  2,593. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίψ, 
άνωθεν,  Θ. 

Εν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α•  τούτου   εκατέ- 
ρωθεν μεν  τής  κορυφής,  έν  τω  πεδίω,  Δ -Ε,  κάτω- 
θεν oè  i-i  άρπης  ûeroç  προς  δες". 
Πίνας"  9,24 

Πρβ.  Mionnet  II,  σ.  230,  άρ.  11. —  Pelopon- 
nesus σ.  141,  άρ.  01 . 

Του  τύπου  ".ούτου  ευρίσκεται  και  άλλη  εκδοσις 
έξ  ετέρας  σφραγΐδος,  μικρόν  τι  διαφέρουσα  κατ'άμ- 
φοτέρας  τάς  όψεις. 

68.  — Άργ.,  3CI*•  17,  Γραμ.  2,508. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ.  και  άνωθεν,  ώς  έν  τω 
προηγουμένψ  ύπ'  άρ.  07  νομίσματι,  Θ,  ίκανώς 
μείζονος  μεγέθους. 


Ό 

νομίσματι. 


μοιον  σχεοον  τψ  προηγουμένω    ϋπ'   άρ.  07 


Πίναξ  9,?5 
Πρβ.   Pellerin,  Recueil  de  Médailles  PI.  XX, 
άρ.  2. 

υσαυτως  και  του  τύπου  τούτου  υπάρχει  και 
άλλη  έκόοσις  έξ  άλλης  σφραγΐδος,  μικρόν  διαφέ- 
ρουσα κατ'  άμφοτέρας  τάς  όψεις. 

69.— Άργ.,  χμ.   15,  Γραμ.  2,01. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  αρ.,  σχεδόν  ομοιον 
τω  ανωτέρω  ύπ'άρ.07  νομίσματι.  Έν  τω  πεδίψ, 
άνωθεν,  Ο. 

Εν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α•  τούτου  εκατέ- 
ρωθεν  μεν  της  γ.ορυψης,  έν  τψ  πεδίω,  Π -Υ,  κά- 
τωθεν οέ  έπί  αρπης  αετός  προς  δεξ. 
Πίναξ  10,8 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  142,   άρ.  70  καί  80. 

Υπάρχει  προσέτι  καί  άλλη  εκδοσις  του  παρόν- 
τος τύπου  έξ  ετέρας  σφραγΐδος,  μικρόν  τι  διαφέ- 
ρουσα κατ    άμφοτέρας  τάς  όψεις. 


70.— Άργ.,  y,,  ι:;,  Γραμ.  2,693. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προς  αρ.,  σχ  . .     5μοιον 
"'"  ανωτέρω  6π   άρ.  68  νομίσματι.  Έν  τψ  - 
άνωθεν,  Ο,  ίκανώς  μ  γαλήι   >ον. 

Ομοιον  σχεοον  τψ  προηγουμένψ  ύπ   αρ.  69  ;ο- 
μίσματι. 

Πίναξ  10,9 

Καί  του  τύπου  τούτον  ωσαύτως  υπάρχει  έξ  £λ- 
λης  σφραγΤδος  καί  ετέρα  εκδοσις,  μικρόν  τι  διαφέ- 
ρουσα κατ    λμφοτέρας  τάς  όψεις. 

71.      Άργ.,  /μ.   15.    Γραμ.  2,528. 

Πρόσθιον  ήμισυ  λύκου  προ;  αρ..  σχεδόν  ίμοιον 
τοις  ανωτέρω  6π  άρ.  •>/*  καί  69  «μίσμασιν.  Εν 
τω  πεδίψ,  άνωθεν,  Ο. 

Έν  κοίλω  τετραγώνψ  μέγα  Α,  δεξιόθεν  τής  κο- 
ρυφής του  οποίου,   έν  τω  πεδίψ,  το   μονόγραμμα 
γ¥ ,  καί  κάτωθεν  έπί  àçnr\Q  à  t<  •:  προς  δες. 
Πίναξ  ΙΟ,ιο 

Peloponnesus  σ.  142,  άρ.  81,  PI.  XXVII. ,19. 

Ιου  παρόντος  τύπου  φέρουσί  τίνα  την  προσθίαν 
δψιν  ες  άλ'/.η;  σφραγΐδος,  ώς  καταφαίνεται  έκ  του 
Ο,  ό'περ  καί  ύψηλότερον  κείται  καί  μεγαλήτερον 
εινε. 

β      Ί\η  η[αΐύ06Λια 

72  —Άργ.,  χμ.  14,  Γραμ.   1,19. 

Λύκος  έπί  γραμμής,  τό  έδαφος  υποδηλούσης, 
βαίνων  προς  άρ.  Εν  τω  -εδίω,  άνωθεν  μέν  του 
λαιμού  Ο,  κάτωθεν  οέ  της  γραμμής,  ύπο  τον  προ- 
βεβηκότα  δπίσθιον  πόοα,  μικροσκοπικό-/  Ρ(;). 

Κράνος  κορινθιουργές  μετά  λόφου  προς  αρ.,  φέ- 
ρον  στές^ανον.    Εν  τω  πεδίψ,  κάτωθεν,  Δ-Ε• 
Πίναξ  10,19 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  143,  άρ.  88. 

73.— Άργ  ,  χμ.  13,  Γραμ.    1,18. 
Ομοιον  τω  προηγουμένψ  ϋπ  άρ.  72  νομίσματι. 
Ομοιον  σχεοον  προς  τό  αύτο  νόμισμα    Το  κρά- 
νος εινε  κατά  τι  μείζον. 

Πίναξ  10,20 
74— Άργ.,  χμ.    13,  Γραμ.   1,115. 
Λύκος  έπ'ι  γραμμή;,  βαίνων  προς  άρ.Έν  τω  πε- 
οίω,  άνωθεν  του  λαιμού,  Θ. 


199 


ΑΡΧΑΙΑ   ΕΛΛΙΙΝΙΚΑ   ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 


200 


Κρίνος  κορινβιουργές  μετά  λόφου, φέρον  ϋτέφα- 
ror,  προς  άρ.  Έν  τω  πεδίω,  εκατέρωθεν,  Ρ-Υ. 
Πίναξ  10,21 
Πρβ.  Peloponnesus  σ.   143,  άρ.  86  και  87. 

75— Άργ.,  χμ.  12,  Γραμ.  1,16. 

"Ομοιον  σχεδόν  τω  προηγουμένω  ύπ' άρ.  74  νο- 
μίσματι.    Ανωθεν,  έν  τω  πεοίω,  Θ. 

"Ομοιον  σχεδόν  προς  τα  αυτό  νόμισμα.  'Εκατέ- 
ρωθεν, έν  τω  πεοίω,  Π  Υ. 

Πίναξ  10,22 

Των  ύπ'  άρ.  74  και  75  τύπων  ύπάρχουσι  καΐ 
άλλα  τινά  άλλης  εκδόσεως, μικρόν  διαφέροντα  αλ- 
λήλων. 

γ')    Όβο.ΙοΙ 

76.— 'Αργ.,  χμ.   10,  Γραμ.  0,785. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω  μέγα  Α,  εκατέρωθεν  της 
κορυφής  τοΰ  οποίου,  έν  τω  πεοίω,  Δ-Ε,  καί  κά- 
τωθεν κεραννοα  οριζοντίως. 

Πίναξ  10,28 

77.— Άργ.,  χμ.   10,  Γραμ.  0,79. 

Κεφαλή  λύκου  προς  άρ.  Έν  τω  πεοίω,  άνω- 
θεν; Θ• 

"Ομοιον  σχεδόν  τω  προηγούμενα»  ύπ'άρ.  76  νο- 
μίσματι. 

Πίναξ  10,29 

Πρβ.  Peloponnesus  σ.  143,  άρ.  90. 

Του  παρόντος  τύπου  έν  φέρει  έπι  της  πρόσθιας 
όψεως,  άνωθεν  της  κεφαλής,  ύστερόσημον,  περί- 
που αστεροειδές. 

78.— Αργ.,  χμ.  10,  Γραμ.  0,67. 
Κεφαλή  λύκου   προς  άρ.    Έν  τω  πεδίω,    άνω- 
θεν, Θ. 

Έν  κοίλω  τετραγώνω   μέγα  Α,    ου  εκατέρωθεν 


μεν  της  κορυφής,  έν  τω  πεδίω,  Π-Υ,   κάτωθεν  δε 
xspavvoç  οριζοντίως. 

Πίναξ  10,38 
Πρβ.  Peloponnesus  σ.  143,  άρ.  95. 

Τοοπαρόντοςτύπου  ωσαύτως  ευρίσκονται  πολλά 
άλλης  εκδόσεως  καί  έξ  άλλης  σφραγϊδος,  μικρόν  τι 
αλλήλων  διαφέροντα  κατ'  άμφοτέρας  τάς  όψεις. 


ΑΙΓΥΠΤΟΣ 


ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ   Ο    ΣΩΤΗΡ 


1— Άργ.,  χμ.  26,  Γραμ.   13,85. 

Κεφαλή  Πτολεμαίου  του  Σωτήρος,  έχουσα  ται- 
νία περιδεδεμένην  τήν  κόμην,  προς  δεξ.  Έν  τω 
πεδίω,  όπισθεν,  ύστερόσημον  αστεροειδές  (;).  Το 
όλον  έν  κύκλω  έκ  σφαιριοίων. 

ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ  -Β  ΑΣΙΛΕΩ[Ξ].  Αετός  ιστά- 
μενος έπί  κεραυνού,  προς  άρ.  Έν  τφ  πεδίω,  apt— 
στερόθεν  μεν  ΣΙ,  δεξιόθεν  δέ  δύο  ύστερόσημα 
δυσδιάκριτα. 

Πίναξ  10,41 

2.— Άργ.,  χμ.  26,  Γραμ.  14,17. 

Κεφαλή  Πτολεμαίου  του  Σωτήρος,  ώς  έν  τω 
ποοηγουμένω  ύπ'άρ.  1  νομίσματι,  προς  δεξ.  Επί 
τής  παρειάς  ώς  και  έν  τψ  πεδίω,  οεξιόθεν,  κυκλο- 
ειδές  ύστερόσημον  (;). 

ΡΤοΛΕΜΑΙοΥ-ΒΑΣΙΛΕΩΣ.  Αετός  ιστά- 
μενος έπί  κεραυνού  προς  αρ.,  καί  μεταξύ  των  πο- 
δών αυτού  Ι  (;).  Έν  τω  πεδίω  ,  άριστερόθεν  ,  το 
μονόγραμμα  [zf  ,  καί  έπ'  αύτου  ,  κατά  τα  άνω, 
ύστερόσημον  ουσδιάκριτον. 

Πίναξ  10,42 

Αλέξανδρος  Λαμπρόπουλος 


ΠΗΛΙΝΑ     ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ1 


Οί  παλαιότεροι  "Ελληνες  συγγραφείς  Αρχόμενοι 
άφ'  Όμηρου  συχνάκις  ποιοΟνΐαι  μνείαν  της  άρτο- 
ποιητικής.  Έκ  τών  σχετικών  τούτων  χωρίων  καί 
έκ  παρατηρήσεων  νεωτέρων  συγγραφέων  περισω- 
Οεισών  ήμϊν  κυρίως  παρ'  Άθηναίω2  δυνάμεθα  να 
εχωμεν  ακριβή  εικόνα  του  τρόπου,  καθ  8ν  παρε- 
σκευάζετο  ό  άρτος  παρά  τοις  άρχαίοις  Έλλησιν. 

Έκ  μνημείων,  μόνον  δια  των  παραστάσεων  ρω- 
μαϊκών τίνων  σαρκοφάγων  ή  έν  γένει  πολλοί  νεω- 
τέρων καλλιτεχνημάτων  έδιδασκόμεθα  τα  περί  τήν 
άρτοποιίαν,  έκ  παλαιοτέρων  δε  χρόνων  μόνον  σπο- 
ραδικαί  τίνες  παραστάσεις4  μοναδικών  σκηνών  της 
παρασκευής  του  άρτου  εχουσι  γείνη  μέχρι  τοΟδε 
γνωσταί.  Δια  τούτο  δέν  είνε  ποσώς  άκαιρος  ή  οη- 
μοσίευσις  πήλινων  τινών  του"  Ύ]υ\ετίρου  έΟν.  μου- 
σείου πληρούντων  ίκανοποιητικώτατα  τήν  μέχρι 
τούδε  ελλειψιν  παλαιών  παραστάσεων  της  άρτο- 
ποιητικής. 

Εινε  ταΰτα  τα  έπί  τών  πινάκων  II5  και  12 
απεικονιζόμενα. Έκ  τούτων  τα  έπί  του  πίνακος  11 
είνε  αρχαϊκά,  νεώτερα  δε  τούτων  άλλ  ουχί  ύστε- 
ρωτεοα  των  αρνων  του  ε   αιώνος  τα  Λοιπά. 

Περί  της  προελεύσεως  τούτων  ασφαλώς  γνωρί- 
ζομεν  μόνον,  δτι  τα  υπό  τους  άρ.  3  καί  4,  ευρέθησαν 
έν  τάφοις  δι'  ανασκαφών  της  Γεν.Έφ.  ένεργηθει- 
σών  υπό  Κορομάντζου  έν  Έρετρία  καί  Τανάγρα 
τω  1888,  περί  δε  του  ύπ'  άρ.  2  χειρόγραφος  ση- 
μείωσις  του  ευρετηρίου  της  'Αρχ.  Έτ.  λέγει  δτι 
ήγοράσθη  παρά  Παλαιολόγου  καί  δτι  ευρέθη  έν 
Άττικη,  δμοίως  δέ  καί  περί  τοΟ  άρ.  5,  δτι  προερ- 
γετοα  έκ  Χαλκίδος. 

Μεθ'  δλας  δμως  τάς  ελλιπείς  ταύτας  πληροφο- 
ρίας δεν  έ'/ομεν  ανάγκην  μακρών  λόγων,  δπως  κα• 


ταστησωμεν  πιστευτον,  δτι  άπαντα  προέρχονται 
έκ  τάφων  ή  καλή  τούτων  διατήρησις,  ή  εδρεσις 
ομοιοειδών  μόνον  έν  τάφοι;  καί  ή  αγορά  αϊ 
παρ  αρχαιοκαπήλων,  οίτινες  τά  εμπορεύματα  των 
σχεδόν  αποκλειστικώς  έκ  λαθραίας  ανασκαφής  τά- 
φων προμηθεύονται,  είνε  λόγοι  δίκαΐοΟντες  ήμδς 
να  παραδε/Οώμϊν  ως  απολύτως  βεβαίαν  τήν  ί/. 
τάφων  προέλευσιν  τών  ημετέρων  πηλίνων.  Α»νή- 
κουσΐ  δέ  ταΟτα  ει;  τήν  κατηγορία/  τών  έν  Ι  α/ά- 
γρα ώς  έπί  το  πλείστον  ευρισκομένων  μετά  μεγί- 
στης άφελείας  εικόνας  ανθρώπων  είς  βιωτικάς  ερ- 
γασίας ασχολουμένων  παριστώντων  είδωλίων'. 

Τά  αρχαιότερα  τούτων  είνε,  δπο;ς  είπομεν,  τα 
υπό  τους  άρ.  1  καί  2,  έπί  του  πίνακος  Ι  Ι  αναπα- 
ριστώμενα, είνε  οέ  ταΟτα  σπουδαιότατα,  διότι  πα- 
ρουσιάζουσιν  ήμίν  έν  μικρογραφία  ολόκληρα  αρτο- 
ποιεία, έν  ω  /ρόνω  έκτελοΟνται  έν  αΰτοΤς  αϊ  διά- 
φοροι έργασίαι. 

Και  τά  δύο  παριστάνουσι  τάς  διαφόρους  σκηνάς 
κυκλικώς  οιατεΟειμένας  έπί  μικρός  λεπτής  πλινθί- 
δος  /ρησιμευούσης  ώς  βάσεως,  ήτις  ε/ει  κοτ 
τρόπον,  ώστε  τά  άκρα  αυτής  να  ακολουθώσι  τό 
έξωτερικον  περίγραμμα  τών  έπ'  αυτής  στηριζόμε- 
νων αντικειμένων. 

Έπί  τοϋ  άρ.  22  παρίσταται  ö  ιπνός  :  αρι- 
στερά, έπί  κενού  βάθρου  τετραγώνου  ανοικτοί 
τήν  δες",  πλευράν,  σχήματος  ημίσεως  ελλειψοει- 
δούς θόλου  έχων  ευρύ  στόμιον  καταλαμοανον 
δλην  τήν  πρόσοψιν.  Εντός  του  ίπνοΟ  ακριβώς 
είς  το  τέλος  αύτου  φαίνεται  μικρά  επιμήκης  οπή 
έκτεινομένη  καθ'  δλον  το  προς  τούτο  τό  μέρος  πλά- 
τος τοο  ίπνοο,  έπί  του  εσωτέρου  ν.ν,ρου  της  οποίας 
στηρίζεται   στενή  πλάξ  του  μήκους  της  οπής  κα- 


1  Πρβλ.  Blümncr:  Technologie  und  Terminologie  der  Ge- 
werbe und  Künste  bei  Griechen  und  Römern  I,  1-88. 

a  Κυρίως  Γ,   196  xi. 

3  Πρβλ.  Blümner  ϊ.  ά.  σελ.  42  xl. 

*  Πρβλ.  Furtwängler:  Sammlung  Sabouron"  13,  σημ.  5, 
Heiizey:  Figurines  de  Louvre  pi.  39. 

5  Ό  πίναξ  11  έσχεοίάσΟη  υπό  Gillieron. 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1895 


*  Heuzey  ε.  ό. 

2  Martha:  Catalogue  des  Figurines  de  la  soc.  arch.  d'A- 
thènes Χ"  39.  Εΰρετιίριον  Γεν.Έφ.  4431.  Με'γ.  |φ.  πλίνΟ.0, 1 45, 
(ΐεγ.  -λ.  0,10. 

3  Τψ.  μετά  του  βάθρου  0,043,  βαθ.  Eitv.  0,04,  -λ.  έμπροσθεν 
0,048,  πλ.  ε•!;  τό  βάθος  τοΰ  ΐπνοϋ  0,035,  ίψ.  στομ.  0,028,  ϋψος 
ανοίγματος  βάθρου  0,015. 

14 


203 


ΠΗΛΙΝΑ    ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


204 


λύπτουσα  αυτήν  έν  μέρει.   Ταύτην   ύπεβάσταζεν, 
αν  είνε   εκ  τη:  φύσεως  εΕλημμένος,  μικρός  δοκί- 
σκος,  δν  βλέπει  τις    αρ.  μεταξύ   των  χ  ειλεών  της 
οπής.   Έν    τω  ίπνώ    προς  τω  στομίω    ευρίσκονται 
μικρά  κυλινδρικά  τεμάχια  πηλοο  άπολήγοντα  εκα- 
τέρωθεν   εις  οξύ,  άτινα    είκονίζουσι   τους   Άρτους. 
Προ  του  ίπνοΰ  αρ.  έπί  του  εδάφους  υπάρχει  μικρόν 
άβαθες  άγγεΐον,  προς  τω  δεξ.  δ'  οπισθίω  άκρω  τοο 
ίπνοΰ  εγγύτατα  του  ανοίγματος  τοΰ  βάθρου  έτερον 
ύψηλον  άγγεΐον   ζυρύστου,ΟΊ,  οξύ  τήν  βάσιν,  έχον 
κάλυμμα,  έν   τω   μέσω    του  οποίου    προέχει  οςεΐα 
λαβή,  στηρίζεται    άφ'  ένος  μεν    έπί  τοο  ίπνοΰ    και 
αφ'  ετέρου    έπ    άμορφου   μικρού  τεμαχίου   πηλοο. 
Εις  τήν  γραμμήν    του  στομίου    του  ίπνου,  οες. 
έπί  του  άκρου  της  βάσεως  σώζεται  το  κάτω  μέρος 
μορφής,  ήτις  ήτο  έστραμμένη  προς  αριστερά-  προ 
ταύτης  οι  κατά  μήκος  του  άκρου  τής  βάσεως  κεί- 
ται   έπί  του  εδάφους    σκάφη  ελλειψοειδής    έχουσα 
αρκετά  υψηλά  άτέχνως  πεποιημένα  χείλη1,  εντός 
τής  οποίας  εικονίζεται   τεμάχιον  ζύμης    καλύπτον 
πλέον  ή  το  ήμισυ  αυτής"  έκ  τοΰ  αριστερού  μέρους 
τούτου  έχει  αποκοπή  ήδη  ζύμη,  δπως  χρησιμεύση 
εις  περαιτέρω  έργασίαν,  ένω  ίχνη  έπί  του  δεξ.  ά- 
κρου τής  ζύμης  δεικνύουσιν,  δτι  άπεσπάσΟη   εκεί- 
θεν άντικείμενον    εξέχον   ύπερ  τήν  ζύμην   πιθανώς 
μορφή    ανθρωπινή    ιστάμενη .    Μετά    τήν    σκάφην 
(αριστερά)  βλέπομεν  επίσης  έπί  του  εδάφους  προς 
το  άκρον  τής  βάσεως  μικράν  στρογγύλον  άγγεΐον2 
εσωτερικώς  λευκώς  κεχρωματισμένον,  ούτινος  τα 
χαμηλά    παχέα  χείλη    έθραύσθησαν   έν  μέρει,  και 
όπισθεν  τούτου    τα  κάτω  άκρα    μορφής,  ήτις  ήτο 
προς    το  άγγεΐον  έστραμμένη    καί  ήούνατο  ουσκό- 
λως  να   ίσταται  όρθια  ώς  έκ  τής  όπισθεν   αυτής 
ιστάμενης  ετέρας  μορφής,  εις  ήν  θά  έ'λθωμεν  έν  τέ- 
λει. Κατόπιν  τούτων   δύο  μικραι  μορφαΐ  λίαν  αρ- 
χέτυποι, πτηνοπρόσωποι,  κύπτουσιν  ύπερ  σκάφην  3 
όμοίαν  καθ'  δλα    τη  πρώτη    τεθειμένην  έπί  χαμη- 
λού   συμπαγούς    υποστηρίγματος    καί    φθάνουσαν 
μέχρι   τής  κοιλίας  των,  καί  ασχολούνται   έπί  ούο 
σταυροειδώς    ύπερ  άλληλα    τεθειμένων    επιμηκών 
τεμαχίων  ζύμης"  ή  μία  μορφή,  ή  πρόσθια  έπί  τής 
εικόνος    εινε  μάλλον    κεκλιμένη   τής    άλλης,    καί 

1  Μηχ.  0,067,  πλ.  0,035,  ϋψ.  ytiX.  0,012. 

2  Μέγ;  0,015. 

3  Μέγ.  0,07. 

»'  Ι 


τών  δύο  δ'  αί  κινήσεις  είνε  έκφραστικώταται,  αξιο- 
σημείωτος δε  προς  τούτοις  είνε  και  ή  προσπάθεια 
του  κοροπλάθου  να  φέρη  ποικιλίαν  τινά  εις  τήν  έρ- 
γασίαν καί  τήν  θέσιν  τών  δύο  μορφών. 

Τής  προς  τα  δεξ.  έχει  αποκοπή  ή  δεξ.  χειρ"  εν- 
τός τής  σκάφης  υπάρχει  καί  τρίτον  τεμάχιον  ζύ- 
μης ώς  καί  θέσις  καί  δια  τρίτον  έργάτην.  Πλησίον 
τής  σκάφης  προ  του  άρ.  υ,ίρους  του  ίπνου  βλέπο- 
μεν έπί  μικρού  κιονοειοοΰς  υποστηρίγματος  άγ- 
γεΐον σχήματος  ανεστραμμένου  ιύρίος  κώνου  έντος 
του  οποίου  μορφή  όμοία  ταΐς  προηγουμέναις  σή- 
θει  κρατούσα  μεταξύ  τών  ούο  χειρών  μέγα,  ολίγον 
βαθύ,  κοίλον  κόσκινον1,  ^ίρον  πολλάς  μικράς  όπάς. 

Έν  τω  μέσω  τής  ώς  βάσεως  χρησιμευούσης 
πλινθίοος  καταντικρύ  του  ίπνου  κάθηται  ή  γονα- 
τίζει \J-op^ri 2  παρεμφερής  προς  τάς  άλλας  έχουσα 
προτεταμένας  τάς  χείρας  "προς  τον  ίπνάν  καί  κρα- 
τούσα ϋ.υ,ορ^όν  τι  άντικείμενον  έν  τη  αριστερά' 
τής  δεξ.  ελλείπει  το  ήμισυ.  Ταύτης  τής  μορφής 
εξαιρετικώς  έχει  δηλωθή  το  χώρισμα  τών  μηρών, 
ίσως  ώς  έκ  τής  ασυνήθους  στάσεως.  Τέλος  προ 
ταύτης  τής  υ.ορ^Ύ\ς  επίσης  έπί  τοΟ  εσωτέρου  τής 
βάσεως  μεταξύ  τών  ούο  σκαφών  μορφή 3  υπερέ- 
χουσα τών  λοιπών  κατά  το  υψος  στρέφεται  προς 
τήν  δευτέραν  σκάφην,  έχει  δε  τάς  χείρας  ομοίως 
προτεταμένας  καί  κρατεί  έν  τη  αριστερά  άντικεί- 
μενον όπως  καί  ή  προηγουμένη. 

Καί  έπί  του  άρ.  1  4  παρίσταται  άριστ.  δ  ίπνός5, 
δια  τήν  κατασκευήν  τοΟ  οποίου  δ  κοροπλάθος  ήρ- 
κέσθη  ενταύθα  να  έπιθέση  μικρόν  κοίλον  κύλινορον 
κλειστον  όπισθεν  έπί  χαμηλού  άψιδοειδους  υποστη- 
ρίγματος έχοντος  άνοιγμα  Οεξιά"  δπως  δ'  ισοπέ- 
δωση τήν  κάτω  έπιφάνειαν  τοο  εσωτερικού  του 
ίπνου,  μετεχειρίσθη  λεπτήν  πλάκα  πηλοο,  ήν  ή- 
πλωσεν  έπί  του  κάτω  μέρους  τοο  κυλίνδρου,  επέ- 
τυχε δ'  ούτω  ατελώς  τήν  ίσοπέοωσιν,  διότι  ή  βάσις 
του  ίπνου  είνε  ανώμαλος  καί  κλίνει  προς  τα  εσω, 
μέρος  οέ  ταύτης  προκύπτει  καί  έκτος  του  στομίου 
του  ίπνου.Έπίτήςπροσόψεωςτοο  ίπνου  καί  κάτωθεν 
τοο   στομίου   σχηματίζεται  ήμικυκλικον  χώρισμα 

<   "Τψ.  ίΑΟρφτ!«  0,06,  Η-έγ.  χοσχ.  0,031. 

2  Τψ.  0,055. 

3  "Τψ.  0,068. 

,  :*  Martha  ε.  ά.  40  άρ.  ευρ.  5773.  Διάμ.  βάσ.  0,135. 

5  "Τψ.  άπό   του   εδάφους   0,05,    ϋψ.  ατού..  .0,02,  βάθ.  0,035,  υψ. 
άνοίγμ.  βάθρου  0,025. 


20fi 


ΠΙΙΛΙΝΛ    ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


L'Oli 


ουχί  εΰδιαγνώστού  νοήσεως.  Εντός  τοΟ  άνοίγμα- 
τος  της  άψιοοειοοΟς  βάσεως  φαίνονται  τέσσαρα  ξύ- 
λα,  άτινα  προέχουσι  πολύ  καί  έκτος  τούτου,  γυνή 

δέ  κρατούσα  έν  τη  προτεταμένη  δεξιά  σχετικώς 
παχεΐαν  στρογγύλην  ^άβδον,  ής  ή  άκρα  άπεκόπη, 
ασχολείται  προ  τοΟ  ανοίγματος  εις  τήν  οιευθέτησιν 
των  ξύλων.  Το  σώμα  της  γυναικός  ταύτης  εΐνε 
6μοιον  προς  τάς  τοΟ  προηγουμένου  πηλίνου,  μόνον 
οέ  ή  κεφαλή  αυτής  εΐνε  άνθρωπο  μορφος  και  έχει 
Οπερ  το  μέτωπον  είδος  στεφάνης  φερούσης  στρογ- 
γύλον  επίθεμα  έν  τψ  μέσω  καί  άποληγούσης  εις 
δμοιοπλατεΐς  μακράς  ταινίας';  καταπίπτουσας 
Εκατέρωθεν  έπί  των  ώμων  ,  ής  κάτωθεν  εις  το 
άνω  του  μετώπου  προέχουσι  μικροί  οδλοι  πλοκα- 
μίσκοι.  'Aitò  του  λαιμού  αύτης  έξήρτηται  στρογ- 
γύλον  τι  κόσμημα  φθάνον  εις  το  μέσον  τοΟ  στή- 
θους υπεράνω  των  μαστών  '. 

Εν  τη  άρ.  αύτης  αγκάλη  φέρει  βρέφος  πτηνό- 
μορφον.  Ή  άρ.  χείρ  εΐνε  ίιπερμέτρως  μεγάλη,  δη- 
λοΟνται  δε  και  οί  δάκτυλοι.  Μετ'  αυτήν  μορφή 
μικρότερα  πτηνοπρόσωπος  κρατεί  δια  της  αριστε- 
ράς από  προεχούσης  λαβής  στρο^'ύ\ον  πινάκιον, 
έφ  ού  εικονίζεται  GZpoyyj'koç  άρτος,  υποστηρίζει 
ο   αυτό  και  οια  της  οεςιας. 

Προ  της  μορφής  ταύτης  γυνή  ολίγον  μεγαλει- 
τέρα  της  προηγουμένης  έχουσα  έπί  του  στήθους 
κόσμημα,  δμοιον  προς  το  της  κατά  πρώτον  περι- 
γραφείσης, καί  δύο  μικρά  δισκοειδή  αντικείμενα 
έπί  τών  ώμων,  άτινα  βεβαίως  έχρησίμευον  δια  τήν 
προσαρμογήν  τοΟ  χιτώνος,  κρατεί  μεταξύ  τών  δύο 
χειρών  σκεύος  τι  ελλειψοειδές  έχον  έπί  τών  τριών 
μόνον  πλευρών  υψηλά  χείλη,  άτινα  εΐνε  πλαγίως 
άποκεκομμένα  εις  τάς  δύο  μικράς  πλευράς2'  εντός 
τούτου  παρατηρούνται  πολλά  μικρά  άμορφα  αντι- 
κείμενα, δμοια  προς  τα  όποια  ευρίσκονται  καί  εν- 
τός του  προ  της  μορφής  έπί  του  ιαά^ους  κειμένου 
λεκανοειδοΟς  αγγείου 3,  εντός  τοο  οποίου  ή  γυνή 
βεβαίως  έκένου  καί  το  περιεχόμενον  του  σκεύους, 
6  έκράτει.  Πλησίον  τοΟ  μικρού  io'jzou  αγγείου 
δμοία  μορφή  επιθέτει  τήν  άρ.  χείρα  έπί  του  χεί- 
λους υψηλού   αγγείου   κυλινδρικού 4   έχοντος  ευρύ 


χωνιοειοδες  ϊνοιγμα,  http  Γσταται  πρ3  αΰτης,  /■/•. 
κρατεί  δια  της  δεξιας  υψωμένη  ν  από  τοΟ  μέσου 
y  /  -/  -y/  •ν.  βάβοον  ήμισφαιρι  ίλή- 

γουσαν,  ζς  ή  μία  άκρα  ■  αφανής  έντος  toll  αγ- 
γείου, καταντικρύ  ταύτης  lu 
ετέρου  μέρους  τον  χγγείου  Γσταται  Ινάλογος 
μορφή  κρατοΟσα  καί  διά  τών  ovo  χειρών  ίργα 
ίμοιον  (;),  κρυπτόμενον  σχεδόν  5λον  ίν  τψ  •/■/- 
γείω.  Αριστερά  τούτων  γυνή1  ανάλογος  τη"  κατά 
πρώτον  περιγραφείση  έχουσα  τ-/  κύτά  περίπου  κο- 
σμήματα καί  χιτώνα  ένταΟθ«  κάλλιον  οεδηΪ 
νον.  έ'^ει  iv  τη  αριστερά  μικρόν  παιδί  .  θη- 
λάζει άπο  του  άρ.  αυτής  μαστοΟ"  το  βρέφος  εΐνε 
όπως  καί  το  της  πρώτης  έσχηματίσμένον  έν  είοει 
στρογγυλής  δοκοΟ  καί  έχει  μορφήν  πτηνοΟ,  τήν 
παρά  φύσιν  μεγάλην  «ύτοΟ  y^pv.  επιθέτει  έπί  τοΟ 
στήθους  της  μητρός  έκτελοΟν  λίαν  φυσικήν  κίνη- 
σιν,  φέρει  δέ  καί  ένδυμα,  ότι:  πλαγίως  άπο  του 
άρ.αύτου  ώμου  κρχίζον  διέρχεται  πιθανώς  δι«  της 
θες.  πλευρδς  καί  ένοΟται  έπί  του  κύτοΟ  ώμου  μετά 
της  πρώτης  ακρας'.Τ.οΟ  παιδιού  το  κάτω  μέρος  /.ει- 
πεί, επίσης  καί  της  γυναικός  ή  δεξ.  '/είρ,  ήτις  ώς 
έκ  της  αναλογίας  προς  τήν  πρώτήν  θα  έκράτει  επί- 
σης σκεύος  τι.  Μεταξύ  της  γυναικός  ταύτης  και 
της  τελευταΐον  περιγραφείσης  ήτο  προσκεκολλη- 
μένον  έπί  της  βάσεως  μικρόν  κυνάριον ,  έν  τώ 
μέσω  οέ  της  βάσεως  ευρίσκεται  έπί  του  έοάφους 
σκεύος  όυ.οιον  προς  τό  άρτοφόρον  πινάκιον,  ο  έκοά- 
τει  ή  δευτέρα  γυνή,  αλλά  πολύ  μεγαλείτερον  , 
έφ'  ού  εΐνε  σεσωρευμένοι  παντοίων  σχημάτων  άρ- 
τοι' προς  τό  δεξ.  άκρον  φαίνονται  τρεις  στρογ- 
γυλοί έπ  αλλήλων,  έχοντες  έ-ίΟεμα  έν  τω  μέσω, 
μετ'  αυτούς  εις  τετράγωνος  έχων  σταυροειδή  έν- 
τομήν,  τρεις  όμοιοι  -τρος  τάς  σημερινάς  κουλού- 
ρας, ων  ö  εις  ε/ει  μικρά  στρογγυλά  επιθήματα 
πέριξ,  εις  στρογγυλός  φέρων  έντομήν  άνΟεμιοειοή, 
καί  ίτερος  σχήματος  αστραγάλου. 

Ό  τρόπος  της  εργασίας  τών  ημετέρων  πηλίνων 
εΐνε  δ  συνήθης  τών  σανιοοειοών  )  εγομένων  ειδω- 
λίων :!,  καθ'  ον  δ  τεχνίτης  λαμβάνων  μικρόν  τεμά- 
χιον  πηλοο  καί  οιά  τών   χειρών    κατεργαζόμενος 


1  Πρβλ.  Schliemann:  Tiryns  146-147. 

a  Μηχ.  0,03,  δψ.  0,015. 

3  Μίγ.  0,03. 

4  "Υψ.  0,03,  πλ.  0,028 


1    "Τψ.  τών  3ι«φ.  μορτών  χατ«  σ£ΐράν  0,067.  0,055.  0,063.  Ο,ΟΒ. 
0,07.  0,085. 
»  0,05. 
3  Πρβλ.  πρό  πάντων  Martha  ë.  ά.  ρ.  XVII. 


207 


ΠΗΛΙΝΑ   ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


208 


■αυτί,  τω  έδιδε  μοργψ  λεπτής  σανίδος,  ή,  δταν  το 
είδώλιον   προώριστο  να  ίσταται,  μικροο  κυλίνδρου 
εύρέος  προς  τα  κάτω,  άτινα  απεικόνιζαν  το  σώμα, 
δια  δε   τήν   κατασκευήν    της  κεφαλής   προσέθετεν 
έπί  του  ούτω  κατασκευασΟέντος  σώματος  τεμάχιον 
πηλού,  συμπιέζων  δε  τούτο  μεταξύ  των  δύο  δα- 
κτύλων απεικόνιζε  τήν  λίαν  ύπερμέτρως  και  πάρα 
φύσιν  προεξέχουσαν  ρίνα,  επιθέτων  δε  εις  την  εκα- 
τέρωθεν  της   προεξοχής   ταύτης    σχηματιζομένην 
κοιλότητα   μικρότατα  στρογγυλά  τεμάχια  πηλού" 
κατεσκεύαζε  τους  οφθαλμούς.  Ή  ούτως  απεικονι- 
ζόμενη κεφαλή  ώμοίαζε  μαλλον  προς  μορφήν  πτη- 
νού. Δι'  ιδιαιτέρων  τεμαχίων  πηλού  αναλόγως  ές- 
εογαζομένων  και  προσκολλωμένων  εις  τα  άντιστοι- 
/οϋντα    μέρη    του    σώματος    κατεσκευάσΟησαν  αί 
-/εϊρες,  τα  ενδύματα  και  τα  διάφορα  κοσμήματα. 
Ή   εργασία   των   ημετέρων  πήλινων    αρτοποιείων 
πλην  των  ιζροσώ-κων  των  δύο  άνΟρωπομορφων  γυ- 
ναικών τοο  αριθ.  1,  άτινα  έπλάσθησαν  άπο  τύπου, 
είνε  -/ειροποίητος,  προσεκολλήθησαν  δέ  τα  διάφορα 
τεμά/ta  τα  άπαρτίζοντα   τάς  διαφόρους  παραστά- 
σεις  ετι  υγρά,  έπί  της  δμοίως  ύγρας  βάσεως  πιε- 
ζόμενα δια  των  δακτύλων,  προ  της  όπτήσεως. 

Ήσαν  δε  τα  ημέτερα  πήλινα  κεχρωματισμένα, 
ώς  δεικνύουσι  λείψανα  λευκοα    καί  ερυθρού    χρώ- 
ι 


αατο: 


"Οτι  και  παρά  τοις  άρχαίοις  ή  παρασκευή  τοο 
άρτου  έγίνετο  δπως  και  παρ'  ήμΐν,  είνε  μεμαρτυ- 
ρ-^αίνον  ΰπο  των  παλαιών  συγγραφέων  οήλα  δή 
καί  τότε  ό'πως  και  στ^χιρον  μετά  τήν  κατάλληλον 
προπαρασκευήν  τοΟ  αλεύρου  (άλόησις,  τρΐψις)  ή- 
κολούθει  συνήθως  τη  βοήθεια  προζύμου  (ζύμης) 
ενίοτε  δέ  και  άνευ  τούτου  ή  ζύμωσις  (δευσις,  φύ- 
ρασις,  μάξις)  του  άρτου,  ή  πλάσις  αύτου  δήλα  δή 
ή  εργασία  δι'  ης  τω  έδίδετο,  έν  οσω  ήτο  μαλακός, 
ή  κατάλληλος  [J-οργίτ^  καί  τέλος  ή  έν  τω  ίπνω, 
κλιβάνω  ή  άλλοθι  οπτησις  (πέψις)  αύτοο. 

Τάς  διαοόρους  ταύτας  εργασίας  μετά  της  προ- 
παρασκευής τοΟ  αλεύρου  έν  μέρει  παρουσιάζουσιν 
ήμΐν  έν  δλη  αυτών  τη  ζωηρότητι  τα  ημέτερα  δύο 
πήλινα  αρτοποιεία. 

Καί  πρώτον,  ίνα  άκολουθήσωμεν  τάς  διαφόρους 
εργασίας  κατά  τήν  φυσικήν  αυτών  σειράν,  ή  κατά 
τρίτον  περιγραφείσα  μορφή  τοο  υπ  αρ.  1  πήλινου 
1  Ώζ,ίΧ.  χαι  Martha  ε.  ά.  Ν»  39  χαΐ  40. 


ή  το  ελλιπές  τήν  μίαν  πλευράν  ελλειψοειδές  σκεοος 
κρατοοσα  κοσκινίζει  δια  τελευταίαν  φοράν  τον  μή- 
πω  άλεσθέντα  σΐτον,  δπως  άπομακρύνη  άπ   αύτου 
καί  το  τελευταϊον  λείψανον  άγΰρου  ή  άλλης  ακα- 
θαρσίας' καί  παρ'  ήμΐν  ετι  προ  ολίγων  ακόμη  ετών 
υ~ή?Χ.ον  ^ν  άρτοποιείοις  κόσκινα  ομοιάζοντα  κατά 
τι  προς  το  ήμέτερον  πήλινον,  έν  οΐς  δι'  ήμιστροφι- 
κής  συνεν,  ους  κινήσεως  τοΟ  κοσκινού  συνηθροίζοντο 
τα  ξένα  έν  τω  σίτω  αντικείμενα,  συνήθως  ελαφρό- 
τερα τούτου,  έν  τω  μέσω   ύψηλότερον  του   σίτου 
καί  ούτω   δια  της  χειρός  άπεμακρύνοντο.    Η  τοι- 
αύτη εργασία   έκαλεΐτο  παρά  τοις  άρχαίοις  πιθα- 
νώτατα   αναβρασμός,  το  δέ  σκεοος   ίσως  λίκνον1. 
Ότι  τά  έν  τω  σκεύει  αντικείμενα  παριστώσι  σΐτον, 
δύναται  να  δειχθη   καί  δι'  ενός  πήλινου  του  ημε- 
τέρου  έθν.  υ\ουσιίου   (αριθ.  4042),  δπερ  παριστά 
γυναίκα  δίδουσαν  άπα  αγγείου  τρογ^ν,  βεβαιότατα 
κριθάς,  εϊς  άλεκτορίδας,  προ   αυτής  λαμβάνουσας 
τήν  τροφήν  καί  παρ'  αύτη   αί  κριθαί  παρίστανται 
κατά  τρόπον   δμοιον  προς  τον  σΐτον  του  ημετέρου 
πήλινου,  δήλα  δή   ώς  στρογγυλά   μικρά  αντικεί- 
μενα λίαν   μεγάλα   σχετικώς  προς  το   Οπ    αυτών 
παριστώμενον. 

Μετά  τήν  ώς  άνω  κοσκίνισιν  τοο  σίτου  ήκολού- 
θει  ή  έν  μύλαις  άλεσις  αύτοΟ,  ή  ή  έν  άρχαιοτέροις 
χρόνοις  μαλλον  διαδεδομένη  τρΐψις  ή  κόψις  αύτοΟ 
έν  ίδιαιτέροις  άγγείοις,  άτινα  έκαλουντο  δλμοι-  τήν 
δευτέραν  ταύτην  έργασίαν  βλέπομεν  έπί  τοο  αύ- 
του  πηλίνου  αμέσως  μετά  τήν  κοσκινίζουσαν.  Οτι 
πραγματικώς  ή  έν  λόγω  σκηνή  τήν  τρΐψιν  του  σί- 
του παριστά  καί  όχι  ζύμωσιν,  δπως  έπιπολαίως 
παρατηρήσας  δ  Martha  λέγει,  είνε  φανερόν.  Έάν 
παραβάλωμεν  τήν  παράστασιν  τοο  ημετέρου  πη- 
λίνου προς  άλλας  σωζομένας  έπί  αγγείων"  παρα- 
στάσεις τρίψεως  έν  δλμοις,  εύρίσκομεν  άκριβεστά- 
την  μέχρι  καί  τών  ελαχίστων  άναλογίαν.  Τά  ύπο 
τών  γυναικών  έν  χερσί  κρατούμενα  αντικείμενα 
καί  ώς  έκ  του  σχήματος  αυτών  καί  ώς  έκ  του 
τρόπου,  καθ'  δν  φέρονται  δεν  είνε  δυνατόν  νά  παρι- 
στώσι ζύμην ,  μεθ'  δλην  δ'  αυτών  τήν  άμορφίαν 
ευκόλως  δυνάμεθα  νάναγνωρίσωμεν  έν  αύτοΐς  τον 
υπερον,  τα  έργαλεΐον,  δι'  οδ  έγίνετο  ή  τρΐψις.  Φαί- 
νεται δ'  δτι  έγίνετο  ή  τρΐψις  συνήθως  ύπο  δύο  γυ- 

1  Πρβλ.  παρχΓ.ορπχς  ëv  Blümner  *έ.  ά.  <ι.  12-13  σηίΑ.  4. 

2  Blümner  σ.  21,  σημ.  6. 


20!» 


ΙΙΙΙΛΙΝΛ    ΑΙ'ΐΟΙΚιΙΚΙΛ 


210 


ναικών,  αίτινες  απέναντι  αλλήλων  παρά  τον  ολυ.ον 

'  Ί  Ili 

ίστάμεναι  κατέφερον  διαδοχικώς  τον  ύπερου  επί  του 
έν  τω  όλμω  σίτου.  Δια  το  σχήμα  του  ο>  μου  έπί 
τοΟ  ημετέρου  πήλινου,  όπερ  διαφέρει  κατά  τι  του 

έπί  τοΟ  αγγείου  πρβλ.  του  Κύστ.  ει;  Ίλ.  XI,  Ι  Ί7 
τήν  περιγραφήν  τοΟ  δλμου  ώς  στρογγυλού  /.υ'/  ιν- 
δροειόοος,  δπως  τοΟ  ημετέρου  πηλίνου,  ή  σκεύους 

κοίλου  ώς  τοΟ  έπί  τοΟ  αγγείου.  Το  σχήμα  του  υπέ- 
ρου, δπερ  φαίνεται  σαφέστερου  διά  της  παραβολής 
προς  τήν  παράστασιν  του  αγγείου,  διατηρείται  τα 
αυτό  και  σήμερον  ετι,  χρησιμεΟον  κυρίως  διά  τήν 
κόψιν  τοΟ  καφέ  έν  όλμοις  ακριβώς  δμοίοις  προς 
τους  παλαιούς. 

Τήν  κοσκίνισιν  τοΟ  αλεύρου  (σήθειν,  διασήθειν), 
ήτις  ήτο  ή  αμέσως  προ  της  ζυμώσεως  του  άρτου 
εργασία,  εύρίσκομεν  έπί  τοΟ  πρώτου  πηλίνου  εις 
τήν  άριστ.  παρά  τον  ίπνάν  παρισταμένου  σκηνήν" 
ή  παράστασις  εΐνε  σαφής.  Το  σχήμα  του  κοσκινού 
ίσως  δεν  είνε  και  εντελώς  ακριβές'  βεβαίως  τά  αρ- 
χαιότερα κόσκινα,  αί  κρησέραι,  θα  εΤχον  υψηλό- 
τερα χείλη,  άλλ  δ  τεχνίτης,  ίσως  ένεκα  της  δυσ- 
κολίας ή  έξ  άλλης  τινός  αιτίας,  προύτίμησε  να 
£ώση  εις  το  ήμέτερον  κόσκινον  τήν  μορφήν ,  ην 
έχει  έπί  τοΟ  πήλινου,  εύνόητον  δ'  εΐνε  και  διατί 
παρέλειψε  να  είκονίση  έν  τω  κοσκίνω  το  y.\vjpov, 
δπως  έπραξε  και  δια  τον  σϊτον.  Και  προς  παρά- 
στασιν τοΟ  σίτου  ήναγκάσΟη  προς  περισσοτέραν  σα- 
φήνειαν  να  δώση  εις  τους  σπόρους  παρά  φύσιν  μέ- 
γεθος, το  άλευρον  δε  θα  υτζεγ  ρζοΰτο  να  παραστήση 
ώς  ένα  συμπαγή  άμορφον  δγκον.  Το  άναλαμβάνον 
το  άλευρον  ύπο  το  κόσκινον  δοχεΐον  εΐνε  κινητή 
συνήθης  λεκάνη  (;) ,  ένω  δ  κιονίσκος,  έφ1  ου  αΟτη 
ισταται,  θα  ήτο  βεβαίως  έστερεωμένος  εις  ώρισμέ- 
"vov  σημεϊον  του  οικήματος. 

Η  ζύμωσις  του  ΰριου,  ήτις  παρά  τοις  άρχαίοις 
έκαλεϊτο  φύρασις  ή  μάξις,  έτελεΐτο  δπως  και  σή- 
μερον εντός  σκάφης,  ήτις  έκαλεϊτο  μαγίς  ή  μάκ- 
ιροΊ.  Τοιαύτας  σκάφας  εύρίσκομεν  έπί  του  πρώτου 
πηλίνου  δύο.  Ότι  έν  τη  κατά  πρώτον  περιγρα- 
φείση  σκάφη  έτελεΐτο  ή  καθ'  αυτό  ζύμωσις  εινε 
φανερον  έκ  τοΟ  μεγάλου  τεμαχίου  ζύμης  (φυρά- 
ματος), δπερ  ευρίσκεται  έν  αυτή,  φαίνεται  ο  ότι 
ή  ζύμωσις  έν  αύτη  έγίνετο  διά  τών  -οδών,  ό'πως 
και  σήμερον  ιδίως  κατά  τήν  ζύμωσιν  του  διπυρί- 
του.  Το  τοιούτον,  άλλως  ασύνηθες  παρά  τοις  4ρ- 


χαίοις    Ελλησι,  μοί  δίδουσιν  άφορμήν  Λ 

και  -ν  Γχνη    ir.',  του  οι;,   ν/;.-.  -    τ/,;    ' ,  , 

πιθανώτατα  άνήκουσιν  είς  κποσπασθεΤσαν  μορφήν 
άνθρωπίνην,  κα)  /,  θέσις  τή"ς  σκάφης  Ιπΐ  toO  εδά- 
φους, ήτις  θά  καθίστα  αδύνατον  τήν  Ιπΐ  μακρόν 
διά  τών  χειρών  ζύμωσιν  έν  κοτη\  "Οτι  -,  ζύμωσις 
διά  τών  ποδών  έγίνετο  κχ\  παρά  τοΤς  άρχαίοις, 
τουλάχιστον  τοΤς  Αίγυπτίοις,  μαρτυρεί  ό  ΊΙρόδ. 
II,  36.  *Λν  και  εντός  της  δευτέρας  σκάφης  έγί- 
νετο κυρίως  ζύμωσις  εΐνε  λίαν  άμφίβολον.  "Οτι  ή 
εντός  της  σκάφης  ταύτης  ζύμη  μετεφέρετο  ί/.  τη; 
πρώτης  δηλοΟται  έκ  του  σημείου  αποκοπές  αρι- 
στερά τοΟ  έν  τη  πρώτη  μεγάλου  τεμαχίου  ζύμης, 
μοί  φαίνεται  οέ  λίαν  δύσκολον  νά  παραδεχθώμεν, 
δτι  άφοΟ  &παξ  έζυμοϋτο  ό  άρτος  εντός  της  μιας 
σκάφης  μετεφέρετο  και  είς  τήν  δλλην  διά  /ά  ζυ- 
μωθη  πάλιν,  πολλψ  μδλλον  πιστεύω,  καίτοι  ή 
πρδξις  αύτη  oèv  δηλοΟται  σαφώς,  δτι  έν  τ/,  δευ- 
τέρα σκάφη  έτελεΐτο  ή  άλλη  εργασία  ή  μετά  τήν 
ζύμωσιν,  δήλου  ό'τι  ή  πλάσις  του  άρτου.  Είς  ταύ- 
την  τήν  έργασίαν  έχρησίμευον  συνήθως  ιδιαίτερα 
σκεύη  καλούμενα  πλάθανα  ή  πλάθανοι,  άτινα  ό 
Ησύχιος  περιγράφει  ώς  κύκλα,  έφ'  ών  έπλαττον 
άρτους  και  πλακούντας.  1  δωρ  διά  τήν  ζύμωσιν 
μετέφερεν  έκ  του  παρά  το  άνοιγμα  του  βάθρου  του 
ίπνοΟ  αγγείου  ίσως  ή  μορφή,  ης  σώζεται  μόνον  τό 
κάτω  άκρον  δεξιά  είς  τήν  γραμμήν  του  στομίου 
τοο  ΕπνοΟ,  εΐνε  δε  το  περιέχον  το  δδωρ  άγγεϊον 
τοσούτον  πλησίον  του  ΕπνοΟ,  διότι  φαίνεται  δτι, 
δπως  ώς  έπί  τό  πλείστον  και  προ  πάντων  τον  χει- 
μώνα και  σήμερον  ετι,  ή  ζύμωσις  έγίνετο  και  παρά 
τοις  άρχαίοις  διά  θερμού  ύοατος.' 

*Αν  ή  τελευταίου  περιγραφείσα  μεταςϋ  τών  δύο 
σκαφών  ιστάμενη  μορφή  του  ύπ  άρ.  «πηλίνου  με- 
τέφερε ζύμην  έκ  της  μιας  σκάφης  είς  τήν  άλλην, 
ή,  όπερ  μοί  φαίνεται  πιθανώτερον,  έξετέλει  χρέη 
έπιστάτου1,  εινε  άδηλον.  'ϋς  έκ  της  κατασκευής 
των  φαίνεται,  ό'τι  αί  σκάφαι  ήσαν  έκ  ξύλου,  εΐνε 
δ'  απολύτως  δμοιαι  προς  τάς  και  σήμερον  ετι  διά 
τον  αυτόν  σκοπον  έν  χρήσει  παρ'  ήμΐν  έν  οίκίαις, 
αΓτινες  εΐνε  έξ  ενός  ξύλου  κεκοιλωμενου  κατεσκευα- 
σμέναι. 

Τήν  είς  τον  ίπνόν  μεταφορά/  τών  έτοιμων  προς 
οπτησιν  άρτων  δεικνύει  ήμΐν  αναμφιβόλως  ή  οευ- 
ι   Έκιβτίτης  Ιν  Arch.  Zig.  1861,  T.  148. 


211 


ΠΗΛΙΝΑ   ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


212 


τέρα  γυνή  του  ύπ  άρ.  1  πήλινου'  ò  τρόπος  καθ  δν 
ο  άρτος  κείται  επί  τοΟ  σκεύους,  δπερ  κρατεί  αυτή, 
δεικνύει  δτι  ούτος  είνε  έτι  μαλακός,  και  αυτό  οε 
το  σκεύος  έχει  μεγάλην  ομοιότητα  προς  σκεύος 
παρ'ήμιν  ετι  έν  χρήσει  δια  τον  αυτόν  σκοπόν,  κα- 
λούμενον  πλασταρίά  ή  πλαστήρι.  Ισως  είνε  τοΰτο 
το  πλάΟανον,  περί  ού  το  ανωτέρω  χωρίον  του  'Η- 
συχίου, έφ  où"  έπλάττετο  ό  άρχος,  ίσως  οέ  και  έν 
ανάγκη  μετεφέρετο,  οτε  ήτο  ακόμη  υγρός,  εις  τον 
ίπνόν.  Υπολείπεται  νυν  ή  όπτησις  ή,  όπως  έ'λεγον 
οί  παλαιοί,  ή  πέψις  του  άρτου. 

Εγίνετο  αΰτη  συνήθως  έν  τοις  δαοίοις  προς  τους 
σημερινούς  φούρνους  ίπνοϊς,  άλλα  και  έν  έτέροις 
σκεύεσιν  ώς  δ  κλίβανος,  έσχάρα,  όβελός  κλ.'.  Επί 
των  ημετέρων  πήλινων  παρίσταται  ή  έν  ίπνω  οπτη- 
σις  του  άρτου.  Γίνεται  αύτη  σήμερον  ώς  έξης,  άφοο 
'πρώτον  πυρωΟή  6  ίπνός  καταλλήλως,  μετά  ταύτα 
τίθενται  εντός  αύτοο  οί  άρτοι,  ο'ίτινες  ούτω  όπτών- 
ται  εκ  τήςπροσκτηθείσης  ύπό  τών  τοίχων  του  ίπνοΰ 
Οερμότητος,  χωρίς  νά  είνε  ανάγκη  να  έξακολουθή 
ενεργούσα  ή  παραγαγοΟσα  την  θερμότητα  πυρά.  Η 
οέ  πύρωσις  του  ίπνου  γίνεται  κατά  δύο  τρόπους,  ή 
■τίθεται  ή  πυρά  εντός  του*  οια  τήν  οπτησιν  προωρι- 
σμένου  μέρους  του  ίπνοΰ  καί  άφου  άφεθή  έν  αύτώ 
έπί  Οιάστημα  γ^ρόνου  ίκανόν,  ώστε  νά  μεταοώση 
εις  τον  ίπνόν  τήν  άπαιτουμένην  θερμότητα,  αφαι- 
ρείται πάλιν,  ή  ή  πυρά  άνάπτεται  έν  ίδιαιτέρφ 
χώρω  κάτωθεν  του  ίπνου,  και  τότε  οέ  πάλιν  οέν 
διατηρείται  καί  έν  ω  χρόνω  εκτελείται  ή  οπτησις 
τών  άρτων.  Κατά  τήν  δευτέραν  ταύτην  περίπτω- 
σιν ή  βάσις  του  ίπνου  είνε  ενίοτε  έν  μέρει  διάτρη- 
τος, ίνα  είνε  άμεσωτέρα  ή  ενέργεια  της  πύρας  έπί 
του  εσωτερικού  τοο  ίπνου. 

Καθ  ομοιον  τρόπον  έτελεΐτο  βεβαίως  ή  πύρωσις 
του  ίπνου  καί  ή  όπτησις  τοο  άρτου  κα'ι  παρά  τοις 
άρχαίοις2.  Τα  ημέτερα  πήλινα  παριστώσι  τήν  έκ 
τών  κάτω  πύρωσιν,  ήτις  ενταύθα  εγίνετο  δια  του 
ανοίγματος  εις  τήν  δεξ.  πλευράν  του  βάθρου,  όπως 
τούτο  σαφώς  οηλουται  έπί  του  υπ  άρ.  1  πήλινου, 
έ'νθα  σώζονται  εισέτι  έν  τώ  άνοίγματι  τα  ξύλα  της 
πύρας  καί  παρίσταται  ή  εις  τήν  Οιάταξιν  αυτών 


'  Bliimner  ε.  ά.  58  χα!  ε. 

..  ,2  Έν  τοις  άρτοποιείοις  τής  Πομπηία;  διακρίνομεν  χαί  τά  δύο 
είδη  τής  πυοώσεως  πρ6λ.  Overbeck,  Pompeji  σ.  388  χαί  Breton. 
Pompeia  σ.  36G. 


ασχολούμενη  γυνή.  Τό  έργαλειον,  όπερ  αύτη  κρα- 
τεί, έκαλεϊτο  σκάλευθρον  ή  σπάλαθρον1.  Έπί  του 
πρώτου  πηλίνου  Ό  ίπνός  έχει  καί  τήν  οιάτρησιν,  ην 
έμνημονεύσαμεν  ήδη.  Οί  ίπνοί,  όπως  (Βλέπομεν  αυ- 
τούς έπί  τών  ημετέρων  πήλινων  και  έπί  τοΟ  δημοσιευ- 
θέντος ύπό  Heuzey,  διαφέρουσι  κατά  τό  σχήμα  τών 
σημερινών  καί  άλλων  αρχαίων  νεωτέρων  όμως  χρό- 
νων'2, διότι,  ένω  ούτοι  είνε  συνήθως  στρογγυλοί  καί 
έχουσι  μικρόν  άνοιγμα,  εκείνοι  είνε  επιμήκεις  καί 
τό  στόμιον  αυτών  παραδόξως  είνε  ύπερμέτρως  μέγα 
κατέχον  όλην  τήν  προσθίαν  έπιφάνειαν  αυτών  ίσως 
ό'μως  τοΰτο  οφείλει  νάποδοθή  εις  αδεξιότητα  τοΟ 
τεχνίτου.  Ή  χρήσις  του  ημικυκλικού  χωρίσματος 
προ  του  στοικίου  του  ίπνοο  έπί  του  ύπ'  άρ.  1  πήλι- 
νου εινε  δύσκολον  να  όρισθη'  δια  τήν  τέφραν3  δεν 
ήτο  προωρισμένον,  διότι,  ώς  βλέπομεν,  ή  πυρά  οέν 
ετίθετο  έν  τώ  ίπνω,  έκτος  αν  παραδεχθώμεν  ότι  έν 
τω  ήμετέρω  ίπνω  ή  πύρωσις  εγίνετο  και  οια  τών 
δύο  τοόπων  καί  φρέαρ  δέ,  όπως  φαίνεται  δτι  πα- 
ραδέχεται Ό  Martha,  εινε  άπίθανον,  ότι  παριστά, 
διότι  προς  τοΰτο  εινε  ή  θέσις  λίαν  ακατάλληλος. 

Τήν  εις  τον  ίπνόν  ενθεσιν  τών  άρτων  έξετέλει 
βεβαίως  ή  προ  του  ίπνοΰ  έπί  τοο  πρώτου  πηλίνου 
γονατίζουσα  ή  καθήμενη  μορφή"  αν  ή  στάσις  αΰτη 
.ήτο  συνήθης,  άγνοουμεν,  περίεργον  δμως  είνε,  δτι 
-καί  έπί  τοο  ύπό  Heuzey  δημοσιευθέντος  ή  προ  τοο 
ίπνου  μορφή  παρίσταται  καθήμενη.  Το  έργαλειον, 
δι'  οΰ  έτίθεντο  οί  άρτοι  εις  τον  ίπνόν,  δεν  παρε- 
στάθη  ή  έθραύσθη,  αν  κρίνωμεν  όμως  έκ  τής  απο- 
στάσεως του  οπτώντος,  ή  λαβή  αύτου  θα  ήτο  αρ- 
κετά μακρά.  Τό  αριστερά  προ  του  ίπνοο  του  -πρώ- 
του πηλίνου  μικρόν  άγγεΐον4  έχρησίμευε  βεβαίως, 

'  Ή  κρατούσα  τό  σχάλευΟρον  χειρ  της  γυναικός  ητο  εσφαλμένως 
ποοσκε/.ολλημένη  εις  τήν  τελευταίαν  άν&ρωπόμορφον  γυναίκα,  καί 
τοΰτο  εί/ε  δώσει  άφορμήν  εις  τήν  έσφαλμένην  περιγραφην  πάρα 
Martha. 

-  "Ιδ.  σχετιχάς  παραπομπάς  παρά  Blümner  έ.  ά. 

3  Πρβλ.  Overbeck,  Pomp.  σ.  388. 

4  Όμοιον  άγγεΐον  ΰπήρχεν  έν  τ 5)  αύτη  θέσει  χαί  έν  Πομπηία  εν 
τώ  άρτοποιείω  πλησίον  τής  Casa  del  Sallustio  (πρδλ.  Overbeck, 
Pomp.  σ.  388  καί  Breton,  Pompeia  σ.  268  τήν  φωτογραφίαν  τοί> 
έν  λόγω  αρτοποιείου),  όπερ,  χατά  πασαν  πιθανότητα,  έχρησίμευεν 
ομοίως,  όπως  ημείς  παραδε-/όμεθα,  διότι  χαι  διά  τήν  χρήσιν,  ην  πα- 
ραδε'χεται  ό  Overbeck,  δήλα  δή  να  περιλαμβάνη  τό  ϋ'δωρ,  δι'  οι» 
ήλείφετο  ή  ά'νω  επιφάνεια  τοϋ  μέλλοντος  νά  όπτηθή  άρτου,  χαί  δι  5|ν 
χρήσιν  τώ  αποδίδει  δ  Breton,  ρτι  περιείχε  τό  αλευρον,  δι'  οΟ  κατά, 
τήν  εις  τόν  ίπνόν  ε'ισαγωγήν  ένόί  έκαστου  άρτου  έπεπάσσετο  το  πτυον, 
Γνα  μή  ό  άρτος  προσκολλάται  εις  αυτό,  έχει  τό  άγγεΐον  λίαν  άκατάλ- 
ληλον  θέσιν,  επειδή  Οά  ήτο  λίαν  κοπιώδες   διά  τόν  οπτώντα  να  χυπτη, 


213 


ΠΙΙΛ1ΝΛ   ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


L'i'. 


άν  κρίνωμεν  έκ  τη;  αναλογίας  προς  σημερινού; 
ίπνούς,  ίνα  περιλαμίάνη  ύδωρ,  ει;  8  ένεβαπτίζετο 
το  ει;  άκρον  μακράς  ράβδου  προσηλωμένον  βφα- 
σμα  (ή  πάνα  σήμερον  καλούμενη),  δι  θδ  μετά  τήν 
άφαίρεσιν  άπο  του  ίπνοΟ  των  ετοίμων  πλέον  άρτων 
έκαθαρίζετο  (έπανίζετο)  ούτος. 

'Esci  τοΟ  δευτέρου  πήλινου  έν  τω  μέσω  ρλέπο- 
μεν  του;  ώπτημένους  ήδη  άρτου;.  <  <*  Αθηναίος 
διετήρησεν  ήμΐν  τά  παντοία  καί  πολλαπλά  òvo- 
αατα,  άτινα  άπεδίδοντο  ει;  τους  άρτους  ex  του 
σχήματος  των  ή  έκ  τη;  ποιότητος  ή  του  τρόπου 
τη;  οπτήσεως  αυτών. 

"  Οι  συνηθέστεροι  καί  παρά  τοΐ;  όφχαίοις  ήσαν  ol 
στρογγυλοί,  τούτους  δ'  εύρίσκομεν  έν  πλειονότητι 
καί  μεταξύ  των  άρτων  του  ημετέρου  πήλινου,  ά- 
παντώσιν  δμως  μεταξύ  τούτων  καί  σπανιώτεραί 
τίνες  μορφαί.  Οί  προ;  τά;  σημερινά;  κουλούρα; 
όμοιοι  εΐνε,  πιΟανώτατα,  οί  στρογγυλοδίνητοι  κόλ- 
λικες,  ώς  και  το  παρ'  ήμΤν  σωζόμενον  ετι  όνομα 
αυτών  κολλίκεια  δηλοϊ,  δ  έν  σ/ή  μάτι  δ'  αστρα- 
γάλου ίσως  εϊνε  έκ  τών  ονομαζόμενων  κύβων2. 

»  Τά;  διαφόρους  εργασίας  έκτελουσιν  έπί  τοο  ύπ 
αρ.  1  πήλινου  γυναίκες,  τούτο  οέ  συμφωνεί  τ.ρος 
τάς  μαρτυρίας  τών  αρχαίων,  καθ'  ας  συνήθως  γυ- 
ναίκες ήσ/ολουντο  εις  την  παρασκευήν  του  άρτου. 
Τήν  διαφοράν  του  σχηματισμού  τών  παριστανομε- 
νων  γυναικών  φαίνεται  αποδίδων  Ό  Martha3  εις  τυ- 
ναίαν  έκλογήν  του  τεχνίτου,  αλλ'  δμως  εϊνε  λίαν 
πιθανόν,  δτι  δ  κοροπλάθος  έξελέξατο  σκοπίμως  τους 
«διαφόρους  τύπους.  Το  γεγονός,  δτι  τάς  σχετικώς 
έλαφροτέρας  εργασίας  ή  ούδεμίαν  έργασίαν  έκτε- 
λουσιν αί  ανθρωπίνους  [ίοργίς  έχουσαι  και  κατά 
τάλλα  δ'  ύπερέχουσαι  τών  άλλων  μορφαι  πείθει 
ήμας,  δτι  αύται  παριστώσι  τάς  κυρίας,  τάς  οικο- 
δέσποινας, ένώ  αί  τάς  έπιπονωτέρας  εργασίας  έπι- 
τελουσαι  καί  δια  τοο  σχηματισμού  ο  αυτών  εις 
ήττονα    μοϊραν    τεταγμένα».,    εϊνε    αί    οοΰλαι  ,    αί 


£μωαί4. 


εκάστοτε,   δπω;  έχτελ?ί  τά;  ώ;  ανω  ε'ργασι'α;-   τό  /ρησιμεϋον  Sia  τα; 
αναφερθείσα;  εργασία;  jmpòv  άγγείον  τίθεται  στ{αερον  έπί  -οϋ  χιίλους 
πρό  τοϋ  στομίου  τοϋ  ΐπνοϋ. 
'     '   ε.  ά. 

3    ΆΟ^ναιο;  ε.  ά.  πρβλ.  χαί  Blümner  σ.  81. 

3  ε.  α.  XXVIII. 

4  "Οσον  άφορα  τό  τε/vixòv   τών  δύο  όμοϋ  άπαντώντων  τύπων  αν- 
^ρωπομο'ρφων  χαί  πτηνομο'ρφϊον  πρβλ.  οαοίω;  Martha. 


Elvi  γνωστόν,  5τι  ιίς  τήν  προπαρασκευήν  τοϋ 
άρτου  ήσχολοΟντο   ανέκαθεν  κατά   προτίμησιν  αί 
δοΟλαι,  ένώ  &©'   τέρου  κΙ  οίχοδέσποιναι  έπετ»- 
πάντοτε  τν.ς  οικιακά;  εργασίας  χαί  ο  •  ήμ  λουν  /•/. 
λαμβάνωσι  χαί  χύταΐ  μέρος  ^ίς  ταύτας 

Τουναντίον  οί  ίργάται  του  ύ-  jcp.2  πηλίνου  ώς 
έκ  τοΟ  σχηματισμού  κυτών  φαίνονται,  5τι  εϊνε 
πάντες  άνδρες. 

ΊΙ  διαφορά  αύτη  του  γένους  τών  ίργατών 
τών  δύο  πήλινων  χαί  ή  τελειότερα  χατασχ  <ή  τοΟ 
ΙπνοΟ  και  ή  πληθύς  τών  λοιπών  σχευών  Ιπι  τον 
πρώτου  πηλίνου  με  κναγκάζουσι  να  υποθέσω,  5τι, 
Ινώ  έπί  του  ύπ  άο.  Ι  πηλίνου  παρίσταται  ή  έν  ol- 
χογενεία  παρασκευή  τοϋ  άρτου,  το  οπ  άρ.  2  πήλι- 
νον  παρουσιάζει  ήμϊν  έπαγγελματιχόν  ΙρτοποιεΤον. 
Ένώ  εις  αρχαιότατους  χρόνους  χα'ι  τους  ομη- 
ρικούς ακόμη  ό  άρτος  παρεσχευάζετο,  ώς  φαίνεται, 
αποκλειστικώς  έν  ταΤς  οίκογενείαις,  υφίσταντο', 
ώς  εινε  γνωστόν,  έν  ακμή  τά  επαγγελματικά  αρ- 
τοποιεία ήδη  κατά  τον  πέμπτον  αιώνα,  χωρίς,  εν- 
νοείται, να  παύση  εντελώς  και  ή  μέχρι  ϊήμερον 
ετι  διατηρούμενη  συνήθεια  τής  έν  τώ  οίκω  παρα- 
σκευής τοΟ  άρτου. 

.  Τά  ημέτερα  πήλινα  κείνται  μεταςυ  τών  ουο 
μνημονευθεισων  χρονιχων  περιοοων,  ώστε  ουοεν 
εμποδίζει  ήμας  να  παραδεχΟώμεν ,  δτι  και  κατά 
τον  έβδομον  αιώνα,  πιΟανήν  χρονολογίαν  τών  ημε- 
τέρων πήλινων,  ήδύνατο  να  λειτουργη  ες  επαγ- 
γέλματος άρτοποιεϊον. 

Δεν  εινε  σκοπός  τής  παρούσης  μου  δημοσιεύ- 
σεως να  εισέλθω  εις  τό  λίαν  περιπεπλεγμένο•/  ζή- 
τημα τής  έννοιας  τών  διαφόρων  έν  τοΤ;  ταφοις  ευ- 
ρεθέντων πήλινων  καί  τής  σχέσεως  αυτών  προς 
τους  νεκρούς  ευτυχώς  δια  τήν  χατηγορίαν  τών 
πήλινων,  εις  ην  άνηκουσι  καί  τά  ημέτερα,  φαίνον- 
ται πάντες  οί  μέχρι  τούδε  συμφωνούντες,  οτι  έσκό- 
πουν  ταύτα  τρόπον  τινά  να  έφοδιάζωσι  τον  νεχρον 
δια  παντός,  δ  τι  θα  τω  ήτο  αναγχαΐον  προς  τροφην 
ή  διασκέδασιν  έν  τη  νέα  αύτου  ζωή-. 

Εις  τό  τέλος  του  έκτου  αιώνος  ή  τά.ς  αρχάς  του 
πέμπτου  άνηκουσι  βεβαίως  τά  τέσσαρα  πήλινα,  ων 
τών  τριών  τα  άπεικονίσματα  δημοσιεύονται  έπι 
τοΟ  πίναχος  12,  περιληφθέντα  εις  τήν  παροΟσβν 

*  Blümner  Ι.  ά.  σ.  1. 

»  Furtwängler  ϊ.  ά.  σ.  10.•  ί3.  Heu«y  ε.  ά.  Inlroduct. 


215 


ΠΗΛΙΝΑ   ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


216 


δημοσίευση*,  ώς  παριστώντα  επίσης  σκηνάς  της 
παρασκευής  άρτου. 

'Επί  του"  αρ.  3  '  παρίσταται  έπι  λεπτής  βά- 
σεως ορθογωνίου  γυνή  ένδεδυμένη  μακρόν  χιτώνα 
και  έχουσα  την  κόμην  άναοεοεμένην  έν  ύφάσματι 
(κεκρύφαλος  ;),  ήτις  κύπτει  υπεράνω  αρκετά  βα- 
Οείας  στρογγυλής  λεκάνης,  κειμένης  προ  αυτής 
έπί  μικρού  κιονίσκου.  Έπι  του  αριστερού  προσθίου 
χείλους  της  λεκάνης  υπάρχει  μικρά  προεςοχή,  ης 
ή  χρήσις  οηλουται  διά  του  έπ'  αυτής  ευρισκομέ- 
νου λύχνου.  'Εντός  της  λεκάνης  εικονίζονται  διά- 
φορα τεμάχια  ζύμης,  σαφηνίζοντα  τήν  έργασίαν 
της  γυναικός,  ήτις  προσωρινώς  φαίνεται  ασχολού- 
μενη οιά  της  οεξιας  αυτής  εις  τήν  οιευΟέτησιν  τοο 
λύχνου,  προς  6ν  έχει  και  το  πρόσωπον  έστραμμέ- 
νον.  ΊΙ  αριστερά  αυτής  χειρ  εινε  τεΟραυσμένη, 
άλλ  ήτο  και  αύτη  προτεταμένη  εντός  τής  λεκά- 
νης. Οί  έξωγκωμένοι  οφθαλμοί,  ώς  καί  οι  λοιποί 
χαρακτήρες  του  προσώπου  τής  γυναικός,  και  Ό 
άνευ  πτυχώσεων  και  άμόρφως  καταπίπτων  λίαν 
στενός  χ_ιτών   μαρτυρουσι  γυρίνους  έ'τι  αρχαϊκούς. 

Η  εις  μικρά  τεμάχια  τομή  τής  ζύμης  δεικνύει, 
ότι  οέν  παρίσταται  ενταύθα  ή  ζύμωσις,  άλλ'  ή 
πλάσις  του  άρτου'  το  δε  σκεύος  εινε  είδος  μάκ- 
τρας,  έν  ή  έγίνετο  ταυτοχρόνως  ζύμωσις  καί  πλά- 
σις' τον  κιονίσκον,  έφ  ου  τούτο  κείται,  άπην- 
τήσαμεν  ήδη  καί  ανωτέρω2  (σελ.  2Ü9).  Ανάλο- 
γους προς  τήν  προηγουμένην  σκηνάς  είκονίζουσι 
καί  τα  υπό  τους  αριθ.  4  καί  5  3  πήλινα.  Ή 
άμφίεσις  τών  γυναικών  εινε  όμοια  τη  προηγου- 
μένη" μόνον  ή  κόμη  τής  έπί  του  άρ.  5  καλύ- 
πτεται Οπό  οξέος  πιλίσκου,  άντικαθιστώντος  τό 
ύφασμα  τών  άλλων'  τά  άρτοπλαστικά  σκεύη  εινε 


ένταοθα  άβαθέστερα.  Έπί  του  αριθ.  4  ή  εργα- 
σία εινε  μάλλον  προκεχωρημένη,  διότι  ενταύθα  οί. 
άρτοι  έ'χουσιν  ήδη  λάβη  μορφήν,  πέντε  εινε  στρογ- 
γυλοί, εις  επιμήκης,  ένώ  υπάρχει  καί  περισσευον 
άμορφον  μικρόν  τεμάχιον  ζύμης  προς  τήν  μίαν 
άκραν  τοο  σκεύους,  ή  δε  γυνή  ασχολείται  να  έπι- 
θέτη  οιά  τής  (άποκοπείσης)  δεξιάς  στρογγυλά  μι- 
κρά αντικείμενα ,  άτινα  έ'χει  έν  τή  αριστερά  έπί 
τών  άρτων1  .  Έπί  του  ίτίρου  πηλίνου  ή  γυνή  έ'χει 
μόνον  ούο  άρτους  έτοιμους,  υπάρχει  δ'  έν  τω  μέσω 
τής  λεκάνης  μικρόν  τεμάχιον  ζύμης,  έξ  ου  αποκό- 
πτονται οί  πλαττόμενοι  άρτοι. 

Διάφορος  εργασία,  άλλ'  ουχί  άγνωστος  εις  ήμας 
παρίσταται  καί  έπί  του  ύπ'  αριθ.  6  2  έκ  Τανά- 
γρας προερχομένου  πηλίνου.  Καί  ενταύθα  ή  γυνή 
Γσταται,  όπως  έπί  τών  προηγουμένων,  έπί  μικρας 
πλινθίοος,  φέρει  οέ  τον  αυτόν  καί  αί  λοιπαί  ποοήρη 
χιτώνα,  ή  οέ  κόμη  αυτής  εινε  περιπεπλεγμένη  έν 
ύφάσματι,  άλλα  κατά  τρόπον  περίεργον  ή  έν  τώ 
ΰφάσματι  όςεϊα  άκρα  τής  κόμης  αυτής  στρέφεται 
προς  τά  άνω,  σχηματίζουσα  όμοιόν  τι  προς  Φρυγι- 
κήν  μίτραν.  Κρατεί  αυτή  σκεΟος,  ό'πως  και  ή  δευ- 
τέρα γυνή  του  ύπ  άρ.  1  πηλίνου  (ανωτέρω  σελ. 
205),  ό'περ  κατά  πιθανότητα  ώνομάσαμεν  πλάθα- 
νον,  έφ  ου  ευρίσκεται  ομοίως  άρτος,  έχων  μικράν 
κυκλικήν  έντομήν  έν  τω  μέσω  καί  πέντε  άκτινω- 
τάς  άπό  ταύτης  εις  τα  άκρα.  Τό  σκεύος  εινε  εν- 
ταύθα ολίγον  κεκοιλωμένον  καί  ή  λαβή  αύτου  έχει 
μικράν  όπήν,έξ  ης  τούτο  ά.νί]ρτα.το  μετά  τήν  χρήσιν. 

"Ισως  τό  πήλινον  ημών  παριστά  γυναίκα,  ήτις 
έτοιμάσασα  τους  άρτους  οίκοι,  μεταφέρει  αυτούς 
εις  έπαγγελματικόν  άρτοποιεϊον,  όπως  όπτηθώσιν. 

Κ.  ΚΟΤΡΟΥΝΙΩΤΗΣ 


1  'Αρ.  Εύρ.  4044.  Μήκ.  βάσ.  0,065  προς  0,05'  ϋψ.  μορφ.  010* 
δψ.  λεκάνης  0,045"  πλ.  0,05. 

2  Ευρέθη  τό  δημοσιευόμενον  πήλινον  έν  Τανάγρα  δι'  ανασκαφών 
της  Γεν.  'Εφορείας  τω  1888  έν  τω  αϋτω  τάφοι  μετ'  άλλων  πήλινων 
παριστώντων  ανάλογους  σκηνάς  οικιακών  εργασιών,  μεταξ"ϋ  τών  όποιων 
χαί  ή  ανώτεροι  (σελ.  208)  μνημονευθείσα  όρνιΟοτρο'φος.  'Ανάλογον 
σκηνήν  προς  τό  ήμέτερον  πήλινον  Ί'3.  Seliliemann,  Tiryns  σ.  140 
fig.  76. 

3  'Αρ.  Εύρ.  4052.  Βάσ.  0,09  προς  0,05'  ?<Ρ•  ν-οοψτα  0,10"  ϋψ. 
oxsious  0,045-  διάμ.  0,05.  Καί  άρ.  Εύρ.  6006-  μήχ.  βάσ.  0,07" 


ϋψ.  μορφ.  0,098'  ϋψ.  σκεύους  0,032"  Ευρέθησαν  τά  μέν  υπ'  άρ.  4052 
έν  Έρετρία  δι'  ανασκαφών  της  Γεν.  Έφορ.,  τά  δέ  υπ'  αρ.  6006 
ήγοράσθη  ώς  προερ/όμενον  έκ  Χαλκίδος  Ι'δ.  Martha  ε.  α.  Ν°  643. 

'  Τοιαύτα  στρογγυλά  αντικείμενα  βλέπομεν  χαί  έπ!  τών  ετοίμων 
άρτων  τοϋ  υπ'  άρ.  1  πηλίνου  (ανωτέρω  σελ.  206),  δειχνύουσι  δ' 
δτι  καί  παρά  τοις  παλαιοϊς  ύπήρχεν  ή  συνήθεια  να  έπιθέτωσιν  έπι  τών 
μελλόντων  να  όπτηθώσιν  άρτων  διάφορα  μικρά  οψα,  ίσως  κάρυα, 
αμύγδαλα  ή  άλλο  τι,  όπως  ατ\^ιερον  συνήθως  τά  ωά. 

2  Άρ.  Εύρ.  4756.  "Τψ.  0,145"  μέγ.  σκεύους  0,06"  λαβή  αύ- 
τοϋ  0,03. 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 

ΕΚ  ΤΩΝ  ΕΝ  ΤΩ  [ΕΡΩ  ΤΗΣ  ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ  ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ 

(  Συνίχιιβ.  "Ορα    Γ,.    Άρχαιολ.  1895  βι5     !  wJ    101  Ιξ.). 

Αί  έξης   ôiï   αριθ.  17-18  έπιγραφαί  ήταν  κε-  ίήή  μέν  μείζων  αρ.  17  »cai  17  2    ■;-•.  τί|ς  προσθίας, 

χαραγμένο»  έ-ί  της  αντικρύ  του  νοτίου  γωνιαίου  ή  δε  έλάσσων     αριθ.   IH     ini  τ^,ς  -οες-.ν.ς    Ιπιφα- 

κίονος  παραστάοος1    του  ναοΰ   της  Λεσττοίνης   καί  νείας  αυτής. 

"Αριθ.   17. 

ΑΣ  .  ί  Ζ 

Τ  Ω  Njr 

:υν:  μίτου 

λ  λ  κ ι  :ινοναοστα  ο  ηματ  γ 

5  γι  .      ουκαγατουσθεουσατοπηματοσγ: 

ουπανκεγεθουσαναλωματοσωνδηλουμενω  _  ι  • 

ΑΣΤΤοΛΙΟΣΠΡοΣΤΟΕΛΠΙΖοΜΕΝΟΝΑΤΥΧΗΜΑΑΚΟΛΟι 
ΤΟΙΣΠΡΟΠΕΠΟΛΙΤΕΥΜΕΝΟΙΣΑΤΩΔΙ^ΑΙΟΙΣΥΠΕΡΤΕΑΤΟΥΚ        ΤΑΣ 
ΥΝΑΙΚοΣΚΑΙΤΑΝΓΕΝΕΑΝΕΠΑΝΓΕΙΛΑΤοΤΟΝΝΑοΝΕΠΙΣϋΕ^       *  Γ 
ΙΙΙΠΑΡΑΤΟΥΟΥΤΑΝΕΓΔΟΣΙΝΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣΕΚΑΡΥΞΕΤΟΙΣΜΥΣΤ' 

ΣΙΝΤΩΕΓΛΑΒΟΝΤΙΔΗΝΑΡΙΑΜΥΡΙΑΠΡΟΣΟΚΕΦΑΛΑΙ   ON    Μ    Η    ΔΕΝ     £ 

Ε  Π  Ι  Τ  Ω  Ε  Π  Ι 
ΑΥΤΟΣΤΩΝΤΕΕΡΓΩΝΚΑΙΠΑΝΤΩΝΕΠΕΜΕΛΗΘΗ  Γ  Ρ  Α  Υ  Ι  Ν 
ΝΑΙΜΕΤΑΤΩΝΙΔΙΩΝπΑΡΕΧΕΤΑΙΔΕΚΑΙοΣΑΚΙΣΑΝΑΠοΛ    ΙΣΘ  ~  Α  , 

ΠΩΝΕΝΔΙΑΤΑΓΕΝΗΜΑΤΑΚΑΙΠΡΟΣΕΛΑΣΣΟΝΟΣΤΙΜΑΣΔΙ.  "ΠηΛ^ι 

ΐ:ι  Γ  Υ  Μ  Ν  Α  Σ  Ι   Α  Ρ  Χ  Ο  Ν  Τ  Ε  Ε  Ι   Ν  Ε  Ι:  Ε   Ν   Τ  Α  Σ  Π  Ρ  ο  Σ  Τ  Α   Ν   Π  Ο   Λ  Ι    Ν   Α  Ρ  Ε  Σ   e  Ε  ΙΑι,ΑΣ 

ΑΦΙΔΗΣΑΣΔΑΠΑΝΑΣΔΑΜΙΟΡΓΗΣΑΣΔΕΕΠΙΔΙΕΤΙΑΝΤΑΤεΚΛΤΑΛ 
ΕΔΕ   Ξ   Α   Τ   Ο   ΚΑ   Ι    ΤΑΣΛΟΙΠΑΣΔΑπΑΝΑΣΠΑΡΑΤΟΥΕΠΕΤεΛΕΣΑΤοΕΦΩΓ' 

οΧΛΗΘΗΝΑΙΤΩ•ΝΠΟΛΙΤΑΝ 

ΕφοΙΣΚΑΙΠΑΣΙΝΕΔοΞΕΤΟΙΣΣΥΝΕΔΡΟΙΣΚΑΙΊ 
20       71     ΑΙΡΩΜΑΙοΙΣΤοΙΣΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΕΝοΙΣΕ 

απολειευχαριστουντασεπαινινξεναρχονονασι»; 

ΙΠΑΣΙΤΟΙΣΠΡΟΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΙΣΠΟΙΗΣΑΙΔΕΑΥΤΟΝ  f    μ    ι 

ί   Α  Σ  Τ  Α  Σ  Γ  Υ    Ν   Α  Ι   Ι:  Ο    Σ    Α    Υ    Τ   Ο    Υ    U    Ι    Τ    Α    Ν    Γ    Ε   Ν    Ε    Α    Ν  Α   Γ   *    n    «    Α    Τ    A    t    Α    Ι 
ΟίΣΕΠΙΧΡΥΣΟΙΣΚΑΙΑΝΑΘΙΝΑΙΕΝΤΩΙΕΡΩΤΑΣΔΕΓΠοΙΝΑΣεΠΙΓΡΑ 
ΟΛΙΣΤΩΝΜΕΓΑΛοΤΤοΛΙΤΑΝΞΕΝΑΡΧοΝΚΑΙΝΙΚΙΠΠ   \Ν  (    '.ΙΤΑΣΓΕΝΕΑΣ      25 
ΚΡΓΕΤοΥΝΤΑΣΤΑΝΠΟΛΙΝΠΑΡΑΠΑΝΤΑΤοΝΒΙΟΝΟΜΟίηίΤΕίΑΙΕΝ-ΩΝΑΙΙ 
ΙΙΟΝϋΑΤΑΣΚΕΥΑΣΙΝΕΠΑΝΓΕΛΤΑΙΕΠΙΓΡΑΥΑΤΩΔΕΜΕΤΑΤΩΝΙΔΙΩΝ 
ιΝΑοΝΤΑΣΔΕΣποΙΝΑΣΕπΕΣΚΕΥΑΚΕΝΑΙΕΠΙΔΕΤΟΝΤΩΝΣΕΒΑΣΤΩΝ 
ΑΙΕΠΙΔΕΤοΝΤΑΣΚοΡΑΣοΤΙΕΠΕΣϋΕΥΑΣΕΕΣΤΩΔΓΙίΑΙΑΡΧΙΕΡΕΥΣ 
Ν  Δ  Ι  Α  Β  Ι  Ο         ΑΙΓΕΝΟΣΑ      Τ  ΟΥΑ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΤ~       "  ΡΧΩΝΠΑΣΑΣΛΙ 

ΛΕΚΑΙΕΙΣΪΐΡοΕΔΡΙΑΝΞΕΝΑΡΧΟΝΕΝΤΕΤΟΙ  'ΚΑΙοΙΣΚΛΙΣΑΡΗΟΙΣ 

y, Γ  .ΛΟΥΣΕΙΣΤΑΟΜΟΙΑ 

ΝΟΦΑΝεοΣ  33 


1 

2 

4  δ  ι  ε 

5  .    Ε 

fi  ΕΙΣ 

1  Πρβ.  η  παράστημα»  χατωτ.  1ν  αριθ.  18. 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΓΧΑΙΟΑΟΓΙΚΗ     1896. 


Άριθ.   1 


15 


219  ΛΥΚΟΣΟΤΡΑΣ  ΕΠΙΓΡΑΦΛΙ  220 

'Αριθ.    Ì7 


.  ασ.  ι;  .  . 
.ν;]  τω[ν; 


σ;]υν[έδριον;]  και  τού[ς; 

μελ;]λε tv  ό  ναός  τά[ς  θε]ο[ΰ  και;  χρη;]ματ[ιζον;]τ 

5    ου  κατά  του;  θεούς  ατοπήματος  [γ; 

ου  παν^/ίγέθους  άναλώματος,  ών  δηλουμένω[ν  μή  εύπο-;] 

ρούσας;  τ]ας  πόλιος  προς  το  έλπιζόμενον  ατύχημα  άκολο[ύθως  ;  . 

τοϊς  προπεπολιτευμένοις  άτώ  δικαίοις  ύπε'ρ  τε  άτοϋ  κ[αί]  τάς 

γ]υναικό;  και  ταν  γενεαν  έπανγείλατο  τον  ναον  έπισκευ[άσειν] 

10   παρ'  άτοϋ,  ου  ταν  έ'γδοσιν  ποιούμενος  έκάρυξε  τοις  μυστ[ηρίοις  δω-;] 
σιν  τώ  έγλαβόντι  Scripta  μύρια,  προς  ο  κεφάλαιον  μηδεν[ός  δεξαμένου;] 
αυτός  των  τε  εογων  και  πάντων  ίπεμελήθη  irti  τώ  ί'πίγράψιν  [έπεσκευακέ-;] 
ναι  μετά  των  ιδίων,  παρέχεται  δε  και  οσάκις  αν  ά  πόλις  θ[λείβητ;]α[ι;  καρ-;] 
πών  ένδία  τά  γενήματα  και  προς  ελάσσονος  τιμάς  δι πωλ[ών], 

15   γυμνασιαρχών  τε  είνεκεν  τάς  προς  ταν  πόλιν  άρεσκε[ίας  πάσ]ας 

άφιδήσας  δαπανάς,  δαμιοργτ,σας  δέ  επί  διετίαν  τά  τε  καταλ[ύματα] 
έδέξατο  και  τάς  λοιπάς  δαπανάς  παρ'  άτοϋ  έπετελέσατο  έ<ρ'  ω  [μηδε'να] 

όχληθήναι  των  πολιτάν 
εφ'  oïç  και  πασιν  εδοξε  τοις  αυνέοροχς  και  τ[ώ  δή-] 

20  μ]ω  [κ]αι  Ρωμαίοις  τοις  πραγματευομένοις  έ[ν] 

Μεγάλ]α  πόλει  εΰχαριστοΰντας  έπαινϊν  Ξε'ναρχον  Όνασικ[ρά-] 

τεος  έπ]ί  πάσι  τοϊς  προγεγραμμε'νοις,  ποιήσαι  δέ  αΰτο[ϋ  τε]  και 

Νικίππ]ας  τάς  γυναικός  αύτοϋ  και  τάν  γενεαν  ά[γάλ]ματα  και 

εικόνας  έν  όπλ;1οις  έπιχρύσοις  και  άναΐϊναι  έν  τώ  ίερώ  τάς  Δέσποινας  έπιγρα- 

25   φάν  έχουσας:   «ά  π]όλις  τών  Μεγαλοπολιταν  Ξέναρχον  και  Νικίππαν  και  τάς  γενεάς 
αυτών;   εύεργε]τοϋντας  τάν  πόλιν  παρά  πάντα  τον  βίον»,  ομοίως  τε  και  έν  τώ  ναώ 
τών  Σεβαστών;],  ον  κατασκευάσιν  έπάνγελται,   έπιγραψάτω  δέ  μετά  τών  ίδιων 
έπί  μεν  τον;  v]aòv  τάς  Δέσποινας  έπεσκευακε'ναι,  έπί  δέ  τον  τών  Σεβαστών 
καθιδρυκέν;]αι,   έπί  δέ  τον  τας  Κόρας  ότι  έπεσκεύασε,   έστω  δέ  και  άρχιερευς 

30   τών  Σεβαστώ;]ν,  δια  βίο[υ  κ]αί  γένος  α[ύ]τοΓ>  άλειτούργγ]τ[ο]ς  υπάρχων  πάσας  λι- 

τουργίας,  καλείν  δ]έ  και  εις  προεδρίαν  Ξέναρχον  έ'ν  τε  τοϊ[ς  Λυ]καίοις  (και;)  Καισαρήοις 
όπως  (άν)  φαινώμεθα  και  έν  τούτοις  μεμνημένοι  τών  αγαθών  και  άλ;]λους  εις  τά  όμοια 
προτρεπ âetra  Ξε;]νοφάνεος.  (xerór). 

'Αριθ.    17  α 

1     οις 

2    υ 

3  α ρ]ος 

4  διε τ]ας 

5  Δ;]ε[σποίνας; ν;]  δέ 

6  εις ν 


;  πρβ.  χατωτ.  «ρ.    21 


221 


ΛΥΚΟΣΟΤΡΛΣ   ΕΠΙΓΡΛΦΛΙ 


222 


Μέρος  της  ανωτέρω  ΰπ'  αριθ.  17  κατα- 
κε^ωρισμένης  επιγραφής: 


•.'.' 


α 


ΑΑΚ 

TEA 

Em 

AMY: 

ΛΕΝ 


Α2Α' 
Ε£Κ 
Ε  ΚΑΤΑ.,, 


-"ι 


18 


Σημ.  Μετά  της  δπ'  αριθ.  18  επιγραφής   καταχωρίζεται  ένταΰθα   και  τό  κείμενον   των  τεμαχίων   αριθ.  22-24\  περί  της  θέσεως  αυτών   πρβ.  χατωτίρω 
εν  τοϊς  οΐχείοις  άριθμοΐς. 


223                                                                     ΛΥΚΟΣΟΤΡΑΣ  ΕΠΙΓΡΛΦΑΙ                                                                     224 

'Αριθ.  18  θος  έχει  ΰψος  0.81,  im  οϊ  τής  κάτω  επιφανείας 

και       J  πλάτος    και   πάχος    και  άναθύρωσιν   και  τόρνους 

ώενάρ;]χου    Ι  ^         ^  ανάλογα  τοις  έπι  της  άνω  επιφανείας  του  προειρη- 

ταν  /    άΡιθ. 23.  μένου  (αριθ.  17  α)  λίθου.   'Αριθ.  17.  Ή  επιγραφή 

"  "  "  '        !  αριθ.  17  πληροί  άπασαν  την  προσΟίαν  τοΰ  μαρμά- 

οε  ;  1υ-  ;   '  ,         ,               „              -.  -.          _       ,      λ 

ρου    επιφανειαν,  ήτις  πολλαχου    μεν   οεινως   εστίν 

f    Γ  '  '  '  '  άποτετριμμένη,   δεξιά    δε    ήκρωτηριασμένη  '.  Και 

τ  άνωθεν  υ.έν   του  1ου  στίγου  του  λίθου  τούτου  πι- 
τσών    ι                     w       '-             t                  t             λ 

κα.ρ  θανώς  υπήρχεν  είς  έτι  στίχος  μόνον  (βεβαίως  ούχι 

να.  _                πλείονες),  δεξιά  δε  έδυνήθην  νά  προσαρμόσω  4-5 

τα; άποκεκομμένα  τεμάχια  των  15  πρώτων  στίχων  και 

.  .'.'.ε'. εν  (Οψ.  0^25,  πλ.  0.17,  πάχ.  0.06)   περιλαμβά- 

.  .  .  ευ[ χα-]  νον  το  τέλος  των  στίχων  22-33.   'Αριθ.  18.    Επί 

ρ]α[ξ]άτ[ωσ!χ]ν  τοΰτο  το  ψά-  της  δεξιάς  επιφανείας  του  αύτου  λίθου    (έφ'ου   ή 
φισμ]α  [είς  τ]ο  παράβτα-  υπ1  αριθ.    17    επιγραφή)     ύπήρχεν ,     ώς   εϊρηται  , 
μα  τ]οϋ  [7τρο]ναίου.  ή    ύ,_•  άριθ    jg   έπΐγραφή.  Ταύτης   έπ1  αύτοϋ   μεν 
\xeror)•  toq  λίθου  ούδεν  απέμεινε,  τά  περιλειπόμενα  δε  λεί- 
Tò  προς  Α.  άκρον    του  νοτίου  τοίχου   του  προ-  ψανα  εΰρηνται  κεχαραγμένα  έπι  της  δεξιας  έπιφα- 
νάου  συνέκειτο    έξ    επαλλήλων    λευκών    (των  Δο-  νείας   τεσσάρων   των  είρημένων   τεμαχίων   και  επί 
λιανών)  μαρμάρων,  ών  ευρέθησαν  δύο  των  κάτω-  έτερου  έχοντος  !ΰψ.   0.19,    πλάτ.  0.19,  παχ.  ώς 
τάτων'   φέροντα  τάς  προκειμένας  έπιγραφάς.  0.07   (έπι  τούτου  περιέχεται   το  δεξιον  μέρος  των 
Των  μαρμάρων  τούτων   το  έτερον,  το  και  πάν-  3-4  τελευταίων  στίχων)  2.Τά  λείψανα  ταύτα  άντι- 
των  κατώτατον,  κείται   έτι   κατά  χώραν,  έφερε  δε  στοιχοΰσι  κατά  τήν  θέσιν  προς  τους  15-16  πρώ- 
το τέλος  (opto.  17 α)  της  μείζονος  ήτοι  πρόσθιας  τους  στίχους  της  ύπ'  αριθ. 17  επιγραφής. Τά  γράμ- 
έπιγραφής.  Του  μαρμάρου  τούτου  (οψ.  0.89,  πλ.  ματα  της  προκειμένης  (αριθ.  18)   επιγραφής  (οψ. 
περ,  0.83,  πάχ.  περ.  0.34)   είσίν   άποκεκομμέναι  ώς  0.018)  είσίν  όλίγω  αραιότερα  και  πως  άπλού- 
αί  κάτω  πρόσθιαι  γωνίαι,  έφ'  ών  δεν  ύπήρχον  γράμ-  στερα  των  της  17   (του  α  λ.  χ.  αί  μέσαι  γραμμαί 
ματα,  και  ή  άνω   δεξιά  γωνία,  ήπερ   ίσως   ανήκει  δεν  προεκτείνονται  έκτος  της  γωνίας  της  προς  άλ- 
το  κατωτέρω  μή  προσαρμόττον  ένεπίγραφον  τεμά-  λήλας  συμπτώσεως).  Περί  της  αρχής  τοΟ  1ου  σω- 
χιον   αριθ.  21.  Έπι   της    σχεδόν    παντάπασι    διε-  ζομένου  στίχου  πρβ.  κατωτέρω  αριθ.  23.  Παρά- 
φθαρμένης  πρόσθιας    επιφανείας  περισώζονται    έτι  στάμα   άπαντα,  καθ'  ά  μοι   ευγενώς  υπό   Homolle 
μόνον   ολίγα   γράμματα  τεσσάρων   στίχων    (αριθ.  άνεκοινώθη,   και   έν   Λεβαδείας   επιγραφή,    έκδιδο- 
17  α),  ών  άνωθεν  μεν   ευθύς  υπό  τήν  κορυφήν  του  μένη    ύπ'  αΰτου    έν   τω  προσέχει  τεύχει  τοΟ  Bui- 
λίθου  {jTSqpyov  έτι  δύο  στίχοι,  κάτωθεν  δ'  αύ  ίσως  letin  (1896  σελ.  324,  στίχ.  50,  66,  68).  Προνάιον 
μόνον  έτεροι  δύο2. Ό  λίθος  έπι  τής  άνω  επιφανείας  εύρηται  και  έν  τή  κατωτέρω  επιγραφή  αριθ.  27. 
φέρει  άναθύρωσιν   και  (κατά   τάς   στενάς  πλευράς)  ,     ,      ,  r  ,           ,      ,          ,          , 

Τι                       ι                          ν                                                         '  '     Η  οεξια   και  η  οπίσθιος  επιφάνεια   φερουσιν  οριζοντίως   Ιχνη  εν- 

δύθ  μικρούς  τετραγώνους  τορμους,  ΟΙ    ων  συνεοεϊτο  τ0[λή-ς  γεν0μιένης  δια  σίδηρου  οργάνου    ρ,ετά  τήν  έκ  τής  οικείας  θέσεως 

αετά  τοΟ    υπερκειμένου.  χατάπτωσιν  τοϋ  λίθου•  Ίσως  αί  ζημίαι  αδται  ανάγονται    είς  τους  νεω- 

'       _,       Λ       ,                      ,                                             .         ,  τάτους  -/ρο'νους,  καθ' ους    οίκοοοαουμένης    τής  εκκλησίας    τοϋ  πλησίον 

Ιο  οε  έτερον  μαρμαρον  εύρεθη  πλησίον  πεπτω-  ^^  (•Α„άλβ)>  οί  χάτοιχοι,  ω5  μοι  έρρήθη,  έπεφώντο  νά  άπο- 

κός,   φέρει   δε    γθάαυ.ατα    έπ!    τής    προσθίας    (άρίθ.  κομίσωσι  λίθους   πρόσφορους  να  τεθώσιν   ώς  ύπέρθυρον   κα!  άλλος  κο'- 

jri\         ν    ,     ν       ~      ι>  >•  ~       .                 ι         i'.û     J8V  ι   V  σιχος   επί  τής  εκκλησίας•  και  τώ  ό'ντι   αήμερον   έν    τω  νωρίω   επί  τής 

17    και  επι  της  οεξιας  επιφάνειας    αριθ.  10     ο  λι-  σ^°;          Ί     .'  ,    ,     ,     '  ,     .    .  '      ,     Β,      V.        ' 

'                           Ι'              '          Τ              'vi                 /  νοτιάς    μακράς   της   εκκλησίας   πλευράς   υπέρ    την    θυραν   υπαρχουσιν 

<    Ευρέθη  και  το  έπίκρανον  φέρον  δύο  αναγλύπτους  ρόδακας.  ένεκτισμένα  γείσα   μετά  σταγόνων   κα'ι  άκρωτήριον   τεθραυσμένον,  τοϋ 

2   Ή  επιγραφή   δηλονότι   χάθηκε   πιθανώς   0.17    άπα   τής   κορυφής  αότοΰ   μαρμάρου   των   Δολιανών,  ε'κ   τοϋ   ναοϋ   τής   Δεσποίνης    μετε- 

τοϋ  λίθου    (κατά  γε  τό  μέσον  που   τοϋ  λίθου,  0.35  από  τής  κόρνας,  νεχθέντα. 

σώζεται  χώρος  τις  αλώβητος,  έφ'  ου  βεβαίως  δέν  έχαράχθησαν  γράμ-  2  Τό   τεμά/ιον   τοϋτο,   ειρήσθω   ώς   έκ   περισσοϋ,    ευρέθη    κατά   τό 

αατα).  μέσον  τοϋ  στυλοβάτου. 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896 


κ  f\  ν  ι  f»  \  pi  Ι  M  S  Τ  0  Κ Ι  |\«Τ  Ι Ο  Ν  û 


Π(ι  =  ι). 


Β    Ι     k     1/    Τ 


-  ■■ ,.,,, 


/^    ί      * 


IV  (ι•ι). 


■'   •\• 


Μ>(^& 


Κ  k 


V*0-a). 


ΠΑΡΕΝΘΕΤΟΣ     ΠΙΝΑΞ 


■  **tìi 


mKpV/ 


-Ίι'ΙιιιΤιίι  IllUlli II Γ~     ιίι'Γ'ι     ιί  τ•"-"•""**'" 

i-i). 


? 


IHM  ι=ι). 


ΠΙ2(ι-0. 


V5   (1-3). 


225 


ArKOV(iV|..\v    κίΜΠΆΦΛΙ 


220 


"Αλλα  τινά  τεμάχια  μη  προσαρμόττοντα  μεν 
τοις  ανωτέρω,  αναγόμενα  οέ,  ώς  καί  έκ  τον  σχή- 
ιχατος  των  γραμμάτων  είκάσαι,  εις  την  αυτήν  £ιπό- 
Οεσιν,  μνημονεύονται  κατωτέρω  αριθ.  19-24. 

Έπιγρ  ι'ιμίθ.  /7.  J  ψος  γραμμάτων  των  μεν 
πλείστων  στίχων  0.015  (οψ.  γραμμ.  των  κατόπιν 
μεταξύ  του  11°"  και  12ου  στί/ου  προσεπιγεγραμ- 
μένων  0.007),  του  δε  19•«  καί  20°5  στίχου  0.02. 
Τα  γράμματα  φέρουσι  κεραίας  κατά  τά  άκρα  [otov 
επί  του  /  καί  κατά  τάς  γωνίας  (οίον  έπί  του  δ  ' 
το  ρ  παρά  το  άνω  άριστερόν  άκρον  φέρει  κόσμον 
ώς  μηνίσκην  τινά  κάθετον  οίον  ψιλον  πνεϋυ.α. 

Στί/.  1-3.  Το  3ον  (των  σωζόμενων  γράμμα 
του  1ου  στί/ου  εινε  ίσως  τ  ή  .ι .  Το  •")"'  του  αύτοΟ 
στί/ου,  ωσαύτως  οέ  καί  το  4ον  του  2ου  στίχου  καί 
το  1ον  καί  40ν  του  30u  στί/ου  φαίνονται  ώς  >  ή  er. 

Στί/.  4.  lipo  του  ό  raôç  ϊσο^ς  υποκρύπτεται 
ξαεΧλεν  Γταθεΐν  ή  πεοεϊν  (καίτοι  σπανιώτερος 
ό  αόριστος  αετά  το  ite'Xîew),  οιότι  οή  κατωτέρω 
γίγνεται  μνεία  επισκευής  του  ναοΟ  (πρβ.  και  στίχ. 
7).  Το  40ν  μετά  το  ναυς  γράμμα  εινε,  ώς  έκ  πα- 
λαιοτέρας μου  τίνος  προχείρου  αντιγραφής  εικάζω, 
στρογγύλον,  διό  καί  συνεπλήρωσα  röc  θεον.  Το 
[ιζον]  προσέθηκα  ωσαύτως  έκ  παλαιοτέρας  σημειώ- 
σεως.Τά  κατόπιν  δύνανται  να  συμπληρωθώσι  κα- 
τ'έ'ννοιαν  πρόκειται  περί  του  επικειμένου  κινδύνου 
και  του  αναγκαίου  άναλώματος. 

Στί/.  5.  Τα  έν  άρχη  του  στίχου  λείψανα  αμφί- 
βολο ν  αν  εινε  .τε. 

Στίχ.  6.  Προ  τοΟ  έν  άρχη  ου  ίχνη  ώσεί  τ  ή  ν. 
Τά  γράμματα  μ«  του  πανψεγέθονο.  εισίν  ηνωμένα, 
δια  μιας  γραμμής  παρισταμένου  του  όεςιοϋ  σκέ- 
λους του  μ  και  τής  καθέτου  του  ε.  Μετά  το  Λ;- 
.?οΐ'μεΊ•ω[ί•  γώρος  'έτι  δύο  που  ελλειπόντων  γραμ- 
μάτων, είτα  λείψανα  ώς  ε  ή  Ο  και  καθέτου  γραμ- 
μής του  υ  καί  ετέρας  καθέτου  γραμμής  ((Tür;), 
μεθ'  ο  πάλιν  βεβλαμμένος  ò  λίθος  (από-;).  Ισως 
συμπληρωτέον  ώς  έν  τη  μεταγραφή. 

Στί/.  7-8.  Μετά  το  άκο.Ιο  ν  θ  χώρος  ετι 
ένος  γράμματος,  μεθ'  δ  λείψανον  ελάχιστον  ίσως 
του  ε  ή  Ο  (ή  ν;),  έπειτα  το  κάτω  μίρος  καθέτου 
γραμμής  τοΟ  ι  ή  του  ]•;  Κατόπιν  άμφίβολον  αν 
ϋπτ^γον  άλλα  γράμματα  έν  στίχ.  7.  Ού/ί  απίθα- 
νοι ίσως  σημπληρώσεις  είρήσθωσαν  άκο.Ιο  ^νθως 


....  παθί;\   τοις,  ή   àxòXi   υθα     γο*τ\Λ&γ    ι 
(πρβ.  8γάοσιν  στίχ.  Ι".   ■■ ,  '  ι   στί/.  Π),  <•, 

l'un, Α<•  υθων .-<  '•,  κλπ.  Ήττον  πιθα- 
νόν eTve  δτι  λείπει  τό  Ξένα^  \ 

Στίν.   ΙΟ.  Περί  μυστηρίων  πρβ,  έν  Νικασίππου 

/.  ΓΙ  <  >  ι 

επιγραφή*  Έφημ.  Αρχαιολ.  Ι896  σελ.  Ι06  αριθ. 
•">.  στίχ    1 5  καί  «λ.  Ι  23. 

Στί/.  II.     Εν  )  ]νάοια    μία  μόνη   γραυ 

μή  αποτελεί  το  οεζιόν  σκέλος  τοΟ  <;  καί  το  νοι- 
στερον  του  κ.  Εν  τέλει  του  στίχου  Γσως  γραπτέον 
{//,ι  \•    ?j  <:  ςα  //  Υ.  <■  [πρβ.  κατωτέρω  στ. 

17  έάέζατο  καί  έν  τη  Νικασίππου  επιγραφή  Εφη  ι 
Άρχαιολ.  1896,  σελ.  106   αριθ.  5  στίχ.  12  uri 
11    έπεαεζατο,   και  στί/.    ΙΊ    //</' 
προσεΛθε]  υ). 

Στί/.  12.  Μετά  το  έπεμεΛήθη  ό  λιθοξόος  πα- 
ραλιπών  λέξεις  τινάς  προσεπεχάραξεν  αοτάς  μι- 
κροΐς  γράμμασιν  άνωθεν  του  ;;■'.'''""■  0  λίθος  υ.ετά 
το  άνωθεν  του  γράψιν  δεύτερον  ••--;  ει  /ε  τεθραυ- 
σμένος"  εν  τούτοις  αμφιβάλλων  δν  έν  τη  προσθήκη 
ύπήρ/έ  τι  πλέον  μετά  τούτο,  έγραψα  έν  τη  μετα- 
γραφή fc'.TÌ  nö  knvrçaiJriY.  Μετά  το  γράψιν  ίσως 
κατά  τους  στίχους  27-28  συμπληρωτέον  [έ\τε- 
σκενακΐ-] . 

Στί/.  13.  Κατά  τό  τέλος  τοΟ  στίχου  λείπει 
πιθανώς  παθητικον  ρήμα.  [Ιαραλείπων  να  ανα- 
γράψω άλλα  ανάλογα  μεν,  ήττον  ο  εύαρμόστως 
ενταύθα  έχοντα  ρήματα,  συμπληρωτέον  ηγούμαι 
[0.ki7?>jr]a[t.  καρ]πών  èvâia,  τής  δι  '-  γραφής  εν 
τω  ρηματι  προκρινων  χάριν  του  χώρου  την  οι  ει 
πρβ.  καί  έν  τψ  Νικασίππου  ψηφίσματι  στίχ.16-17 
àçpoçiac.  καρπών  γενομετας  θε.ΐύντων  των  Λυ- 
κονρασίων  κλπ.  Διό8ωρ.  Ι,  8  αμηδεμίαν  των 
καρπών  εις  τάς  ένδειας  ποιεΐσθαι  παράθεσιν  »,  Dit- 
tenberger  Syll.  inscr.  graec.  246  στίχ.  54-9, 
Meisterhans  Gramm,  der'att.  Inschr.  '-'  σελ.  39 
(23-6). 

Στί/.  14.  Προ  του  έν  τέλει  .τω.?ώ»•  σώζεται 
ίχνος  άνω  ευθείας  γραμμής,  πιθανώς  του  α  ή  ε 
ή  γ  (έγπ•ω.1ων:  προ.  εγοοοιν  στίχ.  1".  KT» 

στί/.  11,   άλλα  Meisterhans    Gramm,    der   alt. 
Inschr.2  σελ.  84 -ri).  "Ισο^ς  δύναται  να  γραφή  oV 
ος]  κλπ. 

Στίχ.  15.  Τά  προ  του  έν  τέλει  του  στίχου  '<c 
λείψανα  τριών  γραμμάτων  jrao  ευρηνται  έπι  έ"/.α- 


227 


ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ 


228 


χίστου  τεμαχίου  (οψ.  0.03,  πλάτ.  0.045,  πάχ. 
0.021,  δπερ  νομίζω  δτι  ανήκει  εις  τήν  θέσιν  ταύ- 
την  ούτω  δε  συμφωνώ;  και  τή  έννοια  άναγινω- 
σκω  îratfaç  aywV/ö'ac  Λιπακας. 

Στίχ.  Iß•  cJapopj^ac  âè  επί  διετίαν  περί 
των  δημιουργών  δρα  Dittenberger  Syll.  inset'. 
Graec.  388  σημ.  45.  Swoboda  Die  griech.Volks- 
beschl.  σελ.  137-8,  148  κλπ.  Έν  τέλει  του  στί- 
χου συνεπλήρωσα  κατα2[ναατα],  άπερ  και  κατα- 
ΛνΟεις  άλλαχοΟ  λέγονται,  κατ'άναφοράν  ί'σως  ουχί 
άπίΟανον  και  προς  τους  κατωτέρω  (στίχ. 20)  πραγ- 
ματευου,ένους  Ρωμαίους  (πρβ.  ^4öi.  Schulten  De 
conventibus  civium  Romanorum,  Berolini  189~, 
σελ.  57  σημ.  4). 

Στίγ.  18.  Ai  τρεις  λέξεις  είσί  κε/αραγμέναι  έν 
τώ  μέσω  του  στίχου  χάριν  συμμετρίας,  υυοεν 
λείπει. 

Στίγ.  19.  Έν  τω  παρόντι  ψηφίσματι  άπαντώ- 
σιν  απλώς  σύνεδροι,  δήμος,  Ρωμαίοι  πραγματευό- 
μενοι  (πρβ.  οααιοργηαας  άνωτ.  στίχ.  16).  Περί 
των  συνέδρων  πρβ.  και  Fougères  Bull,  tie  Corr. 
bellen.  1896  σελ.  122-3,  Swoboda  Die  griech. 
Volksbeschl.  σελ.  147-8,  Richardson  έν  Amer. 
Journ.  of  Archaeology  1896  σελ.  185  έξ.  Ή  έν 
αργή  του  στί/ου  φράσις  άπαντα  καί  έν  τή  ΙΝικα- 
σίππου  επιγραφή  στίχ.  21:  εφ  οΐς  καί  ~οαι  (άνευ 
του  ν)  εάοςε. 

Στίχ.  20.  Περί  των  πραγματευομένων  Ρω- 
μαίων ορα  Schulten  άνωτ.  ιδία  σελ.  22  ές.,  38 
έξ.  κλπ.,  Ho/nolle  Les  Romains  à  Délos  έν  Bull, 
de  Corr.  bellen.  Vili  σελ. 75  έξ.  Swoboda  άνωτ. 
σελ.  220-21,  πρβ.  Fougères  Bull,  de  Corr.  hel- 
len. 1896  σελ.  127.  Tò  πραγαατενεσθαι,  έν  τή 
ιδία  (πρβ.  λατιν.  negotiari)  σημασία,  εφ  ης  καί 
ένταΰθα  κείται,  ούχ  ευρηται  παρά  τοις  άρχαιοτέ- 
ροις,  πρώτον  δε  άπαντα  ούτω  παρά  Πλουτάρχω 
(Συλλ.  XVII,  Κάτ.  vεoJτ.  LIX),  δπου  εννοούνται 
οί  Ρωυ.αΐοι  negotiatores'  πρβ.  άλλως  à-Oy^olov- 
αενοι  (==  neg-otiatores)  Διόδωρ.  XXXIV  2,32 
[=  6  Bekk.)  καί  C1G.  III  4866;  {Schulten 
άνωτ.  σελ.  105). 

Στίχ.  21 .  Όνασικ[ράτεος]  συνεπλήρωσα  έκ  τοΟ 
έν  τή  κατωτέρω  υπ'  αριθ.  26  επιγραφή  ονόμα- 
τος αποβλέπων  καί  εις  τον  έν  τή  Νικασίππου  επι- 
γραφή (ΕΑ.  1896  σ.  106  άρ.  5  στίχ.  7  καί  25) 


τύπον  του  ονόματος  καί  εις  τον  ενταύθα  ^ αριθ.  17) 
έν  στί/.  33  -νοφάνεος.  Κατωτέρω  αριθ.  26  ά- 
παντα δ  τύπος  ' Όνααικράτονς,  τα  δε  γράμματα 
φαίνονται  νεώτερα  τών  ενταύθα  .  Αμφίβολον  έν 
τούτοις,  αν  δ  εκεί  έκ  τών  ιδίων  άναΟείς  ώέναρχος 
δεν  εν  ει  άμεσον  άναφοράν  προς  τον  ένταΰθα.  Εν 
τω  Νικασίππου  ψηφίσματι  ή  συντιμωμένη  γυνή 
αύτου  λέγεται  Τιμασιστράτα  '  Οναοικράτεος'  Νι- 
κίππα  δε   άπαντα   έν  Έφημ.Άρ/αιολ.  1896   σελ. 

117  αριθ.  12 2.  ' 

Στί/.  24.  Προ  του  έν  αρχή   επίχρυσος   ίχνη 
τινά  γραμμάτων  κατά  παλαιοτέραν  σημείωσίν  μου 

παρέ/ουσιν  τήν  λέξιν  δπίοις  ,  προ  ταύτης  ό  ην 
ωσαύτως  αμυδρά  κάθετος  γραμμή  (πιθανώς  του  r), 
δθεν  γράφω  τήν  γνωστήν  φράσιν  εικόνας  ένδττΛ]οις. 
Εικόνας  μετ'  επιγραφής  (γραπτάςή  χαλκάς)  πρβ. 
καί  έν  Νικασίππου  ψηφίσματι  στίχ.  23-24  καί 
ΕΑ.  1896  σελ.  122  στίχ.  15-17." 

Στίγ.  26.   Έν   αρχή  προσέθηκα  το   αυτών  ώς 
πληρούν  ίκανώς  τον  οίκεΐον  χώρον,  καίτοι  ή  λέςις 
γενεαΐ3  δις  ανωτέρω  (στίχ.  9   καί  23)   δεν  φέρει 
αυτό.  Εννοείται  δτι    δύναται   καί    άλλως,   ήττον 
δμως  ί'σως  πιθανώς,   να  πληρωθή   δ  αυτός  χώρος. 
Στί/.  27-31.  Προ  του   έν   αρχή   του   στ.   27 
σωζόμενου   or  καί  του   έν   στίχ.  30  âià  βίου  έκ 
παλαιοτέρας  σημειώσεως  τριών  γραμμάτων  ή  λει- 
ψάνων   γραμμάτων  των   εικάζω  γραπτέον   (ώς  καί. 
έν   τή    μεταγραφή   συνεπλήρωσα)   τών  Σεβαϋτών. 
'Ωσαύτως   προ   του    έν    αρχή   του   στίχου    31    όε 
έγραψα   το    καί    άλλως    εύνόητον   κα.Ιεΐν.    Στίχ. 
29"  έν  άο/ή  του   στίχου   Οά  συνεπληρουτο   (κατά 
τον  στί/ον  27)  κατεσκενακεναι,  αλλ    αίρετωτερα 
χάριν  του   χώρου   εστίν   έλάσσων   λέςις,  λ.  χ.  το 
καθ  (ή  άν)ιορνκέναι.  Σημειωθήτω  καί  ή  οιάκρι- 
σις  Kópac  (στίχ.  29)   καί  Δέσποινας  (στίχ.  28). 
Στί/.  30'  το  ν  του  αύτου  παραλειφθεν   έκ  παρα- 
δρομής προσετέθη   Οπα  του  χαράκτου  κατόπιν.  Ei 
καί  έν  τω  αύτώ  στίχω  30  άπαντα  άΛ&ίτονργητος, 
έγραψα  Αυτουργίας  (πρβ.    άλλως   πό.Ιι    κατωτ. 

1  Πρβ.  τήν  επί  τών  αυτών  λίθων  διάφορον  γραφήν  γραμμάτων 
τινών  καί  tv  αλλαις  έπιγραφαΐς  οΤον  Έΰημ-Άρχαιολ.  1S96  σελ.  Ili) 
αριθ.  13,  σελ. 126  αριθ. 14-15,  σελ. 127  αριθ.  16,  άλλως  δ'  έν  αριθ.  5 
καί  1 1 . 

2  Εκεί  έν  τοίς  κεφαλαίοι;  τό  r  έκ  τυπωτικής  παραδρομής  έγραφα 
ισοσκελές. 

3  Καί  έν  Excavations  at  Megalopolis  σελ.  135,  έπιγρ.  XV 
στίγ.  2  Ί'σως  γραπτέον  roç  γε]νεάς. 


229 


ΛΥΚΟΣΟΙΤΛΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 


230 


αριθ.  19  στί/.  4  κλπ.  και  το  -κοινον  .tó./cc  εν- 
ταύθα άνωτ.  στί/.  21  κλπ.  Πρβ.  καί  Meisterhans 

Grammat.  der  alt.  Inschr.'-'  σι/..  30  Στί/.  3|• 
εν  excavations  at  Megalopolis  σελ. 139-40  έπιγρ. 

XXVI  άπαντα  «των  Λυκαίων  καί  Κα•.σαρ/'/ων -> 
(«Imperial  times  ....  the  writing  Ϊ8  already  very 
cursive  in  character»  Richards).  Ώς  προς  την 
γραφήν  KatCap^ovc  πρβ.  και  povi}c  Εφημ.  Λρ- 
-/αιολ.  1896  σελ.  122  στί/.  14,  '.<lf>uTrïj<i/?ia  κα- 
τωτ.  αριθ.  29,  ενάοκείσωσί  μεταθ^ναι  Excav.  at 
Me^alop.  σελ.  120  IV  στί/.  12-  πρβ.  καί  £ρήας 
έν  ψηφίσμασιν  Άμφιαρείου  Dittenbergcr  GIGS. 
291  στί/'.  3,  377  στί/.  7  =  'Εφημ.  Άρχ.  1889 
σελ.  23,3  στί/.  3,  σελ.  38,2  στί/.  7'  Meisler- 
hans άνωτ.  σελ.  30,  3/. 

Στί/.  32.  Τα  έν  τέλει  τοΟ  στί/ου  σωζόμενα 
λείψανα  άναγινώσκονται  έπί  τεμα/ίου,  δπερ  ευ- 
ρέθη άποκεκομμένον  καί  περιέχει,  ώς  ανωτέρω  έν 
άρ/ή  είρηται,  τα  τέλος  των  στί/ων  22-33.  Έπί 
του  μεγάλου  λίθου  ΰπο  τον  31 ον  στί/ον  έν  πα- 
λαιοτέρα μου  προχείρω  αντιγραφή  ε/ω  οιε  jtejtrrj- 
με'νοί  των  όγαθών,  τούτων  ό'μως  vöv  έπί  της  άπο- 
τετριμμένης  επιφανείας  του  λίθου  μόνον  ίσως  άμυ- 
ορώς  αμφίβολα  ί/νη  με  διακρίνονται"  ο'θεν  κρίνω 
μάλλον  να  περικλείσω  πάντα  μετ  ερωτηματικού 
ώς  συμπλήρωσιν,  ήτις  άλλως  κατά.  γε  την  έ'ννοιαν 
ενταύθα  φαίνεται  μοι  ού/ì  απίθανος. 'Αντί  της  προ 
του  μεμνημενοί  κρίσεως,  αν  μη  έν  άρ/ή  είνε  οι 
λοιποί  αγώνες,  ούναται  να  τεθη  άλλη  τις  των 
συνήθων,  άλλο  ρήμα,  30ν  πρόσωπον  (ώς  προς  το 
10νπρβ.  κατωτ.  αριθ.  19  στί/.  3)  κλπ. 

Στί/.  33.  'Ωσαύτως  αντί  τοΟ  έν  άρ/ή  ρήμα- 
τος δύναται  νά  γραφή  άλλο  παραπλήσιον  κατά 
τον  οίκεϊον  τύπον. — Έν  τέλει  τοΟ  στί/ου  ή  γενική 
j2e;]rog>aveoç  ',  εΐνε  πιθανώς  του  πατρός  μάλλον 
ή  αύτοο  τοΟ  αυτόθι  μνημονευομένου  ανδρός.  Ισως 
ενταύθα  πρόκειται,  ει  μη  περί  του  τήν  ίερατείαν 
ή  άλλο  αξίωμα  ε/οντος,  περί  τοΟ  ανδρός,  ό'στις 
έπεψήφιζεν  ή  ήρέθη  ίνα  προνοηθή  ή  έπιμεληθή  της 
ποιήσεως  καί  αναθέσεως. 

19-24  (πρβ.  17-18) 
Έπί  της  ανωτέρω  πιθανώς  παραστάοος  (αριθ. 
17-18)  ήσαν  κε/αραγμένα  καί  τα  έξης  του  αύτου 

'   "Αλλο  ονόματα,  ήττον  ενταύθα  πιθανά,  εΤνε   Άθηγοφάγηι:,  Ζη- 
vo<parrtc,  Mr}ro(pàrr]Q. 


λευκού  μαρμάρου  τεμάχια  [αριθ.  19-24),  ων  τά 
μεν  εχουσι  γράμματα  δμοια  τ',;;  τοΟ  >;-,rJ.  17,  τ-/ 
δε  τοΤς  τον  IH.  Το  κείμενον  :Ί>ι  4ριθ.  22-24 
δρα  άνωτ.  ι•.'/.  222). 


19 


Α0£ΑΝΤΑΛΥ£ο 

ΑΕΚΑΙΕΓΣΠΡΟ" 

ΤΑ^ΠΟΛίοΑΑΜ 

ΛΑΠΟΛΙΓΡΑΜΜΑΤ; 
ΞΑΝΕΝΜΕΝΤΛΙΕ 

ΤΑΝΑΥΤΑΝ  ! 


20 


21 


231  ΛΥΚΟΣΟΥΡΑΣ   ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ  232 

'Apte.  19 

δόςαντα  Λυκουρ[ασίοις καλεϊν] 

δε  και  εις  προε[δρίαν  Ξέναρχον;  κλπ 

τάς  πόλιος  άυ.[ών;  άνενενκάτωσαν  δε  οι  έπιαελητοί  το  ψάφισμα  τό  γραφεν  εις  τό;   έν  Μεγά-] 

λα  πόλι  γρα[ΛΐΛατ[οφυλάκ'.ον και  χαραξ  (η  ara  η  èmypaf)  άτω-;] 

5    σαν  έν  uiv  τώ  ίερ[ώ  τας  Δέσποινας;    

ναν  καί  άνα[θέτωσαν; ευεργέ-;] 

ταν  αυτών    

Τιμ[αί  αί  δοθεϊσαι  υπό  τας  πόλιος  (η  υπό  Λνχονρασ/ω>•);] 
Ξε;[νάρχω    Όνασικράτεος  καί  Νικίππα;] 
10   [thù  ος  τα  γυναικί  αΰτου;] 

'Αριθ.  20 

καί  Νι/.]ι[ππα έν  τώ  ίε-] 

ρώ  τας]  Δεσ[ποίνας άνα  (η  Ιπ/)γρα-] 

ψάτωσ]αν    

άνατέ]θ[ικε  (  η  amzeÛixf'rai  κλπ, 

.  .  .    κ]ατα 

'Αριθ.  21  7  πρώτων   στίχων   ώς  0.013,  των  δε   δύο   άλλων 

0.025).  Τα  παρόν  τεμάχιον   (δίχα  οριζοντίως   τε- 
(Μεταγραφην  δρα  έν  αριθ.  17  α).  θραυσμένον)  άπεκόπη  ίχτρίτου  μαρμάρου  της  πα- 

ραστάδος.     Ή    επιγραφή    εΐνε    έκ    της    πρόσθιας 
Αριθ.  22  (πλατείας)  επιφανείας  της  παραστάδος,  άλλως  τε 

καί  διότι,  ώς  έκ  τών  ελλειπόντων  γραμμάτων  εί- 
•Ψ κάζω,   έκαστος   στίχος    εΐχε   γράμματα    πλείω   ή 

•α  1•η'•  •  •  ώστε  να  kiioZo^  το  τεμάχιον  εις  την  δεξιάν  (στε- 

.  οις.  . .  .  ,    \  ,       / 

νην)  επιφανειαν. 

,  Στίχ.  1.  Ό  στίχος  κεχάρακται  ευθύς  ύπο  την 

'  *■     '  '/.ορυγ^ν  του  λίθου.  Άναγινώσκεται  άόζαντα  Λν- 

,Λ,  ,     .        ,     .    λ    ìo\  κονοαΰίοις  ή  δόζαν  τα  Ανκονρασίων  πόΐι  κλπ. 

(Μεταγραφην  ορα  εν  αριθ.  Ιο).  *  '  '    ,         ,  ., 

Στίχ.  2     Η  αύτη  φρασις  και  ανωτέρω  αριθ.!  / 

*  J     β     <λ/  στίχ.  ^•  "Επεται  πεΡι  αγώνων. 

Στί/.  3-4.  Τήν   συμπλήρωσιν    έ'λαβον    έκ  τοο 

σι.  περί  Νικασίππου    ψηφίσματος    (Έφ.  'Αρχ.   1896 

.  α]ύταν  ά[ν; .  .  σελ.  106  αριθ.  5  στίχ.  30  έξ.).  Γραμματοφυλάκιον 

.  .τα]ϊς  κ[ατα.  .  .  άπαντα  αυτόθι   καί  έν  Excav.  at  Megalopolis  σελ. 

126,  IV  {Richards  πρβ .  Dittenberger  Syll.  insci•. 

graec.  171  στίχ.  50-1). 

Αριθ.  19.    Ανω  αριστερά  γωνία  μαρμάρου  της  Στίχ.  5.   Μετά  το  Δεΰποίναο,;    ίσως  λείπει  ό 

παραστάοος.    ΐψ.  ώς  0.22,  πλάτ.  ώς  0.20,  πάχ.  (έπί  του  παραστήματος;)  τόπος,  μεθ'  ο  ί'σως  ο  έν 

ώς  0.06.  Ευρέθη    έμπροσθεν  που   του  βάθρου  Ά-  Μεγάλη  πόλει  (πρβ.  άνωτ.  αριθ.  18  καί  έν  Νικα- 

δριανοΟ    (Έφημ.Άρχ.  1896    σελ.  104    αριθ.  4)•  σίππου    ψηφίσματι  Έφημ.  Άρ-/αιολ.  άνωτ.  στίχ. 

Γράμματα  ώς  τά  του  αριθ.  17   (υψ.  γρ.  τών  μεν  32   αεί(ς)  στάΛαν  Λιθίναν»). 


233 


ΛΥΚΟΣΟίΊΆΐ:    ΚΙΙΙΠ'ΛΨΛΙ 


Στίχ.  8  έξ.  II  συμπληρωσις  κατά  το  Νικασίπ- 
τιου  ψήφισμα  (στίχ.  5). 

'Αριθ.  20.  "Ακρον  άριστερον  τεμά/ιον.  Διαστά- 
σεις1 αύτοο  0.105x0. 12 Χ ώς  0.04. Έν  στίχω 

4  ήττον  πιθανώς  δύναται  να  γραφή  •/ »v/r>-]ö[ ;/ 

Γράμματα  ώς  τα  τοϋ  αριθ.  19.  Ι  ν.  πρώτα  γράμ- 
ματα τών  στί/ων  είσί  λίαν  άποτετριμμένα,  μαί- 
νεται βμως,  ό'τι  κατελείπετο  αριστερά  προ  της 
αργής  των  στί/ων  τοσοοτος  κενό;  χώρος  (ήτοι 
πλαίσιον  πλάτ.  0.03)  όσος  καί  έν  τω  υπ'  αριθ.  19 
τεμαχίω  καί  όή  6'τι  το  προκείμενον  τεμάχιον  άπε- 
κόπη  έκ  τοΟ  αριστερού  άκρου  της  αυτής  και  το  19 
επιφανείας.  Ειρήσθω  ό'τι  έπί  της  πρόσθιας  επιφα- 
νείας τών  ύπ'  αριθ.  17  καί  17  α  λίθων  υπολείπεται 
έλασσον  πλαίσιον. 

Λριο.  21    "Ανω  δεξιά  γωνία.  Διαστάσεις   μέγ. 

0.14x0.045,  χθ.06. 

Γράμματα  ώς  έν  17  καί  17α-  ο  1ο;  στί/ος 
γέγραπται  ευθύς  υπό  το  άνω  χείλος  του  λίθου. 
Κατά  το  δεζιον  άκρον  τών  στί/ων  τοΟ  αριθ.  21 
εΰρηται  ελάχιστον  τι  πλαίσιον,  ήτοι  χώρος  προω- 
ρισμένος  να  μένη  κενός,  το  λεγόμενον  περιΟώριον 
(λεϊόν  πως,  ουχί  άνάγλυπτον,  πλάτ.  0.01)  αντι- 
στοιχούν προς  ομοιον  εύρισκόμενον  κατά  το  σωζό- 
μενον  δεξιον  &γ.ρον  τών  τελευταίων  στίχων  της 
ΰπ' αριθ.  17  επιγραφής.  'Αλλά  ταύτης  δέν  εϊνε 
άνω  δεξιά  γωνία  το  τεμά/ιον,  άτε  την  δέξιάν  έπι- 
φάνειαν  άνεπίγραφον  ε/ον  (ή  της  17  οεξιά  επιφά- 
νεια φέρει  έπιγραφήν,  την  ύπ'  αριθ.  18).  'Ωσαύτως 
ουδέ  του  αριθ.  19  είνε  δεξιά  γωνία,  διότι  ή  συνέ- 
χεια τοΟ  λόγου  απαγορεύει  τούτο.  Το  τεμά/ιον 
πιθανώς  εινε  ή  άνω  πρόσθια  δεξιά  γωνία  τοο  κατά 
χώραν  κειμένου  μαρμάρου  αριθ.  17  α•  το  τέλος 
του  40u  στίχου  τοο  προκειμένου  τεμαχίου  αριθ. 
21  και  ή  αρχή  τοΟ  5ου  στί/ου  του  ε'ιρημένου  ύπ 
άριθ  17  α  μαρμάρου  δύνανται  ίσως  συνδεόμενα  καί 
συμπληρούμενα  νά  άποτελέσωσι  τάς  λέςεις  rcïç 
Δέσποινας. 

Άριθ  22.  Πιθανώς  άνω  άκρον  (ίσως  άνω  αρι- 
στερά γωνία)  της  ύπ'  άριθ.  18  επιγραφής  (τά  γράμ- 

'    Έν   ταΐς   διαστάσεσι   προτάσσω   άείποτε   τό  ϋψος,  μεΟ  8   έπεται 
τ  ό  πλάτος  χα'ι  είτα  το  πά^ος. 

ΒΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1896. 


ματα  εινε  ου.οια).  Διαστάσεις  αέγ.  0.  108  <0.08, 

χ  0.02:;.  ' 

Ισο;ς  άνωθεν  τοΟ  βρ  v-rp/εν  εις  έτι  στίχος, 
ώστε  νά  αντιστοιχώ  προς  τον  1"'  στίχον  τον  έξης 
(άριθ.  ~:>    τεμαχίου. 

/ίριο,  23.  Ανω  δεξιά  γωνία  Γσως  τη"ς  προειρη- 
μένης  επιγραφής  άριθ.  Ι  Η  .  Άμφίβολον  Sv  το*  τ  λος 
τον  50u  στίχου  τον  παρόντος  τεμαχίου  /.'/.•.  ή  &ρχή 
τοο  1ου  σωζόμενου  στίχου  τον  άριθ.  Ι Κ  δύνανται 
οιά  συνδέσεως  καί  συμπληρώσεως  νά  απαρτίσωσι 
τήν  λέςιν  o*ev|t£p<i>.  Γράμματα  5μοια  τοις  τών 
άριθ.  18  καί  22'  ό  1";  στί/ος  εγλυπται  ευθύς  νπο 
τήν  κορυφήν   τον  λίθου.  Διαστάσεις  μέγ.  Ο.χΟΧ 

0.06x0.1.;. 

Ότι  το  τεμάχιον  δέν  ανήκει  τή  πρόσθια  π/α- 
τεία)  επιφάνεια  της  παραστάδος  καταφαίνεται  καί 
έκ  τής  άναθυρώσεως  της  οπαρχουσης  επί  τής  οε- 
ςιας  αύτου  επιφανείας,  ήτις  προσηρείδετο  τψ  τοίχω. 

'Λ(η#.  2ί.  Τεμά/ιον  δίχα  τεθραυσμένον]  ίσως 
έκ  τοΟ  μέσου  τής  ίιπ'  αριθ.  18  επιγραφής  γράμ- 
ματα Ομοια)  ,  οίον  όπως  που  ανωτέρω  κείται  ή 
ευθύς  άνωθεν  τών  τριών  τελευταίων  στίχων  αυ- 
τής κλπ.  Διαστάσεις  περ.  0.19x0.09x0.013. 

Το  κατά  εθηκα  έκ  παλαιοτέρας  μου  τίνος  ση- 
αειώσεως. 

25 

Τεμά/ιον  σπονδύλου  κίονος  δωρίκοΟ  έκ  του 
προσώπου  του  vaoö  τής  Δεσποίνης,  μάρμαρου 
λευκού  τών  Δολιανών  (πρβ.  ανωτέρω  άριθ.  17 
έξ.).  Τψ.  0.18.  Ευρέθη  έμπροσθεν  τον  στυλοβά- 
του  προς  Ν.  τής  ΒΑ.  γωνίας  αύτου.  Σφζει  μέρη 
τριών  ραβδώσεων  (χορδή  ραβδώσεως  0.12)  μετά 
μιρους  τής  ετέρας  επιπέδου  επιφανείας,  έφ  ής  τά 
εξής  δύο  τεκτονικά  γράμματα  εξ.  'Απόκειται  νΟν 
έν  τω  Μουσείω  Μεγαλοπόλεως. 


£ 


Τών  γραμμάτων    τό    μεν   e    ε/ει   ΰψ.  0  05,   το 
δε   ζ,   ου  ή   κάτω   γραμμή   αντιστοιχεί  προς  τήν 

15 


235 


ΛΤΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 


236 


(μέσην)  ευθείαν  του  ε,  το  lj2  του  ε,  ήτοι  0.025. 
Πλάτος  τοο  jjt-àv  e  0.025,  του  δε  ξ  0.05.  Το  δλον 
πλάτος  (αμφοτέρων  συν  τω  μεταξύ  κενώ)  0.12. 
Τα  δυο  γράμματα  εινε  άπλα  άνευ  άκρεμόνων  και 
αμελή  μάλλον. 

26 

"Οψις  βάθρου,  λίθου  κοινού.  "Γψος  0.82,  πλάτ. 
περίπου  0.73,  πάχ.  περίπ.  0.37.  Ευρέθη  πρανές 
έν  τω  σήκω  του  ναού  της  Δεσποίνης  παρά  τον  βό_ 
ρειον  τοΐχον  προς  Α.  του  μεγάλου  βάθρου  και 
της  στενής  έκ  λίθων  στρώσεως.  Ή  όπισθεν  επι- 
φάνεια τραχεία  ούσα  συνείχετο,  ώς  φαίνεται,  ήτοι 
μεθ  ένος,  λίθου  κατά  το  σχήμα  τοο  'Αδριάνειου 
βάθρου  (Έφημ.Άρχ.  1896  σελ.  104  αριθ.  4),  ή 
μετά  πλειόνων  κατ'  άλλα  άλλαχου  παραδείγματα. 

'Επί  της  άνω  επιφανείας  έμπροσθεν  δ  λίθος  φέ- 
ρει τόρμον  (0.06),  δι'ού  συνεδεϊτο  μετά  τοο  έπι- 
κράνου'  αϊ  κάθετοι  έπιφάνειαι  ϊγιρον  κάτω  πέριξ 
(πλην  οπίσω)  τον  κοινον  μετά  κυματίου  κόσμον. 
Έπί  της  κάτω  επιφανείας  έμπροσθεν  έγλυπται 
τορμίσκος  προς  στερέωσιν  του  λίθου  έπί  του  υπο- 
βάθρου, ου  άγνωστου  οντος  άδηλον  διατελεί  κα'ι 
που  το  βά.(ίρον  εκείτο. 

ZeNAPXOCONACIKPATOYC 
eKTUUNIAIUUNANeOHKe 

Ξε'ναρχος    Όνασικράτους 
έκ  των  ίοίων  άνέθηκε. 

Ο  λίθος  εστίν  ήκρωτηριασμένος  έν  πάσαις  ταΐς 
γωνίαις  πλην  της  κάτω  έμπροσθεν  αριστεράς.  "Α- 
νωθεν των  ούο  στίχων  της  επιγραφής  ΰπήρχον  έτε- 
ροι δύο,  επίτηδες  ύστερον  έξαλειφθέντες.  Τα  σω- 
ζόμενα γράμματα  (υψ.  περ.  0.03)  κοσμούνται  δια 
μικρών  άκρεμόνων  '  του  α  ή  τεθλασμένη  κεραία 
είνε  απλή,  ήτοι  άνευ  προεκβολής  κατά  την  γωνίαν 
της  συμπτώσεως,  του  δε  ε  ή  ευθεία  έχει  το  δεξιον 
άκρον  οισχιοές. 

Περί  τοΟ  ονόματος  πρβ.  τον  δι'  αγάλματος  κλπ. 
τιμώμενον  ανωτέρω  αριθ.  17  στίχ.  21. 

27 
Στήλη    λευκού    μαρμάρου,   αριστερά   ελλιπής, 


άνευ  κόσμου.  Ύψος  0.40,  πλάτος  0.27,  πάχος 
0.13.  Ευρέθη  έν  τοις  άνωθεν  τοΟ  ναοΰ  της  Δε- 
σποίνης έρειπίοις  έν  τινι  τών  παρά  την  δεξαμενήν 
οωματίων. 

Ή  επιγραφή  συνέκειτο  έκ  5  στίχων  άνω  άλλος 
στίχος  δεν  ύπήρχεν,  ουδέ  κάτω  ύπό  το  χ]οντο, 
δπου  και  περατουται  ή  επιγραφή.  Ύπό  τα  τελευ- 
ταία ταύτα  γράμματα  υπολείπεται  κενόν  (ύψους 
0  12),  Οφ'  δ  ή  επιφάνεια  είνε  ανώμαλος'  έκ  τού- 
του ιδία  (ασαφές  διατελεί,  αν  ή  κάτω  επιφάνεια 
εινε  ακατέργαστος  ή  τεθραυσμένη)  εικάζεται  δτι  ή 
στήλη  ην  που  έμπεπηγμένη'  ωσαύτως  ή  όπισθεν 
επιφάνεια  είνε  ωμότατα  είργασμένη,  διότι  πιθανώς 
προώριστο  προς  τοίχω  τινί  κειμένη  να  μή  φαί- 
νηται. 

Έπί  της  άνω  επιφανείας  και  έπί  της  δεξιάς  έξέ- 
χουσι  τριγωνικά  πως  μέρη  υποδεικνύοντα  δτι  δ 
λίθος  πρότερον  είχεν  άλλην  όρθογωνίαν  και  οή  άλ- 
λην  χρήσιν,  έπειτα  δ'  ώρίσθη  προς  δν  βλέπομεν 
έκ  της  επιγραφής  σκοπόν. 

Παρέχομεν  έξης  έν  μεταλλογραφήματι  το  σω- 
ζόμενον  κείμενον. 


/lokPÄTEAAri  Α 

/κευΑςαντοννα 

/ΓΓοπΡοΝΑΙΟΝΚΑΤΓΑ 

η-ΚΑΝΕΠΕΣΚΕΤΑΐ  // 

y^ONTO  \ì 

!  ι 

deìra  καί  Δα;]αοκράτεα   Άγια 
èdrixór\  έπε;]σκεύασαν  τον  να- 
όν  τας  Δέσποινας;  κα]ί  το  προνάιον  και  τα 
αναθήματα;  παρέδ;]ωκαν  έπεσκευα?- 
(Χε'να  ώσπερ  ΰπέσ;]χοντο. 
(xerór). 

Της  επιγραφής  έκαστος  στίχος  εστίν  έγλυμμέ- 
νος  έπί  εδάφους  κεχαρακωμένου  δια  δύο  παραλλή- 
λων γραμμών.  Τα  γράμματα  (υψ.  0.017-0.025) 
φέρουσι  κατά  τάκρα  μικρούς  άκρεμόνας'  ένιαχοο 
εξέχει  προς  τα  άνω  το  δεξιάν  σκέλος  τοο  α,  το  δέ  ν 


237 


ΛΥΚΟΣΟΥΙ'Λΐ:    ΚΙΙΠΤΑΦΑ1 


238 


φέρει  τήν  λοξήν  γραμμήν  ούχι  ακριβώς  αυτά  τά 
άκρα  των  σκελών  συνάπτουσαν. 

Άν  ή  επιγραφή  αναφέρεται  εις  ναον  άλλον  ή 
τον  της  Δεσποίνης  '  (πρβ.  τήν  άλλην,  τήν  οπό  Ξε- 
νάρχου,  έπισκευήν  άνωτ.  αριθ.  17),  τοντο  έκτος 
του  παρόντος  κείσΟω.  Εν  στίχ.  3  αντί  γμ>:  Ι  - 
αποίναο,  δύναται  να  συμπληρωΟη  γμ<;  "  •  r  /.ατά 
το  άνωτ.  αριθ.  17  στίχ.  4)  ή  r<7<;  Κόρας,  [(tut. 
οτίν .  29),  τότε  οέ  και  οί  έςής  στίχοι  πρέπει  νά 
αυμπληρωθώσΐ  οι  αναλόγου  άριθμοΟ  γραμμάτων 
(πρβ.  και  τω)•  Σεβαστών  αριθ.  17  στίχ.  27,  28• 
έν  τοιαύτη  περιπτώσει  φαίνεται  ότι  δέν  πρόκειται 
περί  κατασκευής,  διότι  αοτη  λέγεται  έν  τοις  περί 
Ξενάρχου  αριθ.  17).  —  Uporator  αναφέρεται  και 
επί  τής  αυτής  έκεΐ  παραστάδος  έν  τή  ϋπ  αριθ.  18 
επιγραφή. 

ΙΙρός  τοις  πιΟανωτέροις  Δαμοχράτβα  'πρβ.  το 
άρσενικόν  Δααοκράτι^Γ,  έν  τή  Χικασίππου  επιγρα- 
φή στί/.  3-4)  καί  Τιμοχράτεα  άλλα  'ονόματα 
άπαντώσι  τά  έκ  του  Έρμο-,  Π{τ)ο.ίεαο-  σύνθετα. 

Έν  αρχή  τοο  2ου  στίχου,  ει  μή  οί  μνημονευό- 
μενοι είνε  εγχώριοι,  ίσως  ένοέχεται  να  γραφή  το 
καί  έν  τή  κατωτέρω  επιγραφή  αριθ.  29  στίχ.  2 
Τευθρώνι,ον,  βπερ,  τιθεμένου  οτι  τής  προκειμένης 
πλακός  ελλείπει  αριστερά  τοσούτον  που  βσον  σώ- 
ζεται, πληροί  ενταύθα  ίκανώς  τον  οίκεΐον  τόπον. 

Το  όνομα  του  πατρός  εινε  Άγιας  ή  Αγιάδας' 
έν  τή  δευτέρα  ταύτη  υποθέσει  ή  τελευταία  συλ- 
λαβή   του   ονόματος    εΰρίσκετο    έν   αρχή   του  20U 

στίχου. 

Στίχ.  3.  ΤοΟ  και  το  ι  παραλειφΟέν  έκ  σφάλ- 
ματος ένεσφηνώΟη  κατόπιν  υπό  του  λιθοςοου  και 
δή  έχαράχΟη  έλασσον  ένεκα  ελλείψεως  yjvpvj. 

Στίχ.  4.  Το  ρήμα  δύναται  νά  εινε  σύνΟετον 
dare-,  παρ«?ωκαι•  κττ.  Προ  αύτου  αντί  τοΟ  ανα- 
θήματα δύναται  ίσως  νά  γραφή  αγάλματα  (πρβ. 
προίτώτα  5«/.  Reinach  Épigr.  gr.  σελ. 382    κλπ. 

Στίχ.  5.  'Αντί  του  ύπέϋχοντο  ειρήσθω  καί  το 
r(#j£orro  (ή  εδέχοντο;). 

1  Περί  τής  συνάφειας  τοϋ  ναοϋ  τής  Λεσποινης  πρό,•  τά  εϊρημένα 
ερείπια,  ένθα  ευρέθη  ή  προχειμένη  επιγραφή,  σημειωθήτω  έν  παρέργω 
ότι  χαί  ενταύθα,  ώς  έν  τω  ναώ,  ευρέθησαν  ίχανά  τεμάχια  χεράμων 
μετά  τής  λέξεως  deaxoirac,  ενταύθα  8'  έτι  ευρέθη,  ώς  είρηται  έν 
Έφημ.  Άρχαιολ.  1896  σελ.  1 1ί  αριθ.  10,  χαί  ή  Ιπιγραφή  του  Ιερέως 
Πομπηίου,  ή  συγγενής  τή  αυτόθι  ύπ  αριθ.  1)  έχοεδομένη,  ί,τις  ευ- 
ρέθη έν  τω  ναω  τής  Λεσποίνης. 


28 

Βωμίσκος  λευκοΟ  μαρμάρου,  σχήματος  τετ 
γώνου ,  κόσμον  οέρων  εξέχον  £νω  τ:  καί  κάτω 
πέρις  κυμάτιον  υ.ετν.  πλίνθου.  Ολον  6ψ.  (|  275, 
πλάτ.  0  148,  πάχ.  (•  125.  Έδημοσιεύθη  tv  άβΛ- 
-/,.,  Αρχαιολ.  1890  σε)  M  ScpiO.  3  -.•.  Εφημ. 
Αρχαιολ.  L896  σελ,  104  σημ.  H  •  Νυν  κΛται 
έν  -.'Ι  Μουσείω  Μ  γαλοπόλεως. 

ΊΙ  ΐνω  Ιπιφάνεια  ρέρει  4βαθΐ)  τετράγωνον  / 
λότητβ  καταλαμβάνουσαν  άπαντα  σχεδόν  "■■  /'■•- 
ρονκαίπεριβαλλομένην  οπό  μικροΟ  χείλους  0.01  . 
'Επί  τής  κάτω  επιφανείας  χώρος  τις  tv  μέσω  φέ- 
ρει μικρά  χαράγματα   rj  σφυρηλατήματα,  το  δ 
πέριξ  α  ντον  ε!  /ε  /  εϊον. 

Ευρέθη  tv  τω  σηκψ  τοΟ  /αοΟ  τής  Δεσποίνης 
κατά  το  βόρειον  πρόσθιον  μέρος  τον  μεγάλου 
βάθρου. 

επΛΓΑθοε 

ΤΟ  Υ  ΚΥΡΙ  ΟΥ 
KAICAPOCTA 
Β€λλΑΡΙΟΟ 
Γ)   AeCTTOINAlc 

επηκοο ι  e 

6ΥΧΗΝ 

Έπαγαθος 
τοϋ  κυρίου 
Καίσαρος  τα- 
βελλάριο; 
5   Λεστ:οίναι; 
Έπηκόοις 

εΰ/τ,ν. 

Ή  επιγραφή  (Οψ.  γραμμ.  0.011 -0.015  /ε- 
χάρακται  έπι  αιας  των  μεταξύ  των  κυματίων  κα- 
θέτων επιφανειών,  αίτινες  εχουσιν  βψ.  0.16,  πλάτ. 
0.13.  ΤοΟ  α  τό  δεξιον  σκέλος  πολλαχοΟ  υ-ετά  τήν 
προς  τά  άνω  προεκβολήν  κατακάυ,πτετα•.  ολίγον 
αριστερά  εις  μικράν  γωνίαν  ή  αγκίστρων. 

Στίχ.  5.  Τό  τελευταϊον  γράμμα  πολύ  μικρόν 
νψ.  Ο.Ό<ΐΜ  δι'  έ'λλειψιν  χώρου.  Περί  Δεσποίνων 
γίνεται  λόγος  και  έν  τοΤς  περί  'Ολυμπίας  τον  Παν- 
σανίου  V,  15,  4  και  10.  Έπηχοοζ,  λέγεται,  ώς 
γνωστόν,  και  ή  "Λρτεαις.  ήτις  και  συνε/.ατρενετο 
έν  Λυκοσούρ-/  ρέρει  δε  καί  τό  έπίΟετον  δέσποινα 
(πρβ.  καί  Έφημ.  Άρχαιολ.  1896  σελ.  L07  αριθ.  •'•. 


239 


ΛΤΚΟΣΟΥΡΑΣ    ΕΠΙΓΡΑΦΑ1 


240 


Σοφοκλ.  Ήλ.  626,  Roscher  Myth.  Lex.  έν  λέξ. 
(ίέαποινα  ) . 

Περί  ταβεΛΙαρίων  (tabellarii)  δρα  Marquardt 
Privatleben  der  Römer2  σελ.  150  καί  804  '■>■  πρβ. 
άλλως  γραμματορόρος. 

29 

Έπίχρανον  βάθρου,  λευκού  μαρμάρου,  έν  σχή- 
αατι  δωρικού  κιονόκρανου  (πλίνθου  μεθ  απλού- 
στατου έχίνου  txóvov),  οπίσω  ελλιπές.  Ολον  υψ. 
0.115,  έχίνου  δψος  0.045,  διάμετρος  κάτω  0.3'», 
πλίνθου    υψ.  0.07,   πλάτ.   0.535   (βάθ.    σωζ.  ώς 

0.40). 

Ευρέθη  άνεστραμμένον  έν  τω  προ^όμω  του  ναοΰ 
της  Δεσποίνης   παρά   τάς  προς    τω   νοτίω    τοίχω 

βάσεις. 

Ή  επιγραφή  γέγραπται  έπι  της  πρόσθιας  της 
πλίνθου  επιφανείας,  έχει  οέ  ώς  έξης: 

ΔΑΜΟΧΑΡΙΣ_Γ.Τ!Μ!ΔΑΚΑΙΑΡΙΣΤΗΔΕΙΑ 
ΝΙΚΙΑΤΕ.ΥΟΡ->ΝιΟΙΣΩΤΙΜ!ΔΑΝΤθΝΥΙΟΝ 

Δαμόχαρις  [Σω]τιμίδα  κ*ί  Άριατήδεια 
Nini*  ΤευθρΓώ]νιοι  Σωτιαίδαν  τον  υίόν 
Δεσποίνα[ι  (εΰ)χαρι<ϊτη;]ρι[ον. 

Το  έπίχρανον  κάτω  μεν  ούδένα  έχει  τόρμον,άνω 

δέ  φέρει  εύρεΐαν  τετράγωνον  κοιλότητα  (πλάτ 
0.30)  προς  ύποδοχήν  της  πλίνθου  του  αγάλμα- 
τος. Έπί  της  άνω  επιφανείας  το  έπίκρανον  φέρει 
έπι  έκατέρου  οπισθίου  μέρους  του  την  κοιλότητα 
περι/ειλουντος  (οπίσω  ελλείποντος)  πλαισίου  άνα 
ένα  τόρ[ΐ.ον  προς  σύνδεσιν  μετά  του  ελλείποντος 
οπίσω  τεμαχίου"  δύο  δ'  αύ  τόρμοι  εΰρηνται  έπί 
της  πρόσθιας  τοο  πλαισίου  πλευράς  παρά  το  προς 
την  κοιλότητα  χείλος  αύτοΟ  καί  έτερος  ωσαύτως 
παρά  τον  άριστερον  των  είρημένων  οπισθίων  τόρ- 
αων,  γενόμενοι,  ώς  είκάσαι,  προς  στερέωσιν  της 
πλίνθου  του  αγάλματος  έν  τη  κοιλότητι  του  έπι- 
κράνου  δια  μεταλλίνων  γόμφων  ή  συνοέσμων. 

Αυτόθι  που  έν  τω  -προνάχο  μεταξύ  του  ^οΜρου 
'Αδριανού  (Έφημ.  Αρχ.  1896  σελ.  104)  και  της 
εντεύθεν  εις  τον  σηκον  εισόδου  ευρέθη  έπί  τοΟ  πλα- 
κόστρωτου εδάφους  (ύπτιος)  κορέος  ανδρικού  α- 
γάλματος, ωπερ  προσαρμόττουσι  καί  τα  ωσαύτως 


ευρεθέντα  κάτω  των  κνημών  μέρη  μετά  τών  άκρων 
ποδών   και  της  αύτοϊς   συμφυοος  λεπτής  πλίνθου 
(εις  τρία  τεθραυσμένα).  Ή  πλίνθος  αυτή  ε/ει  πλά- 
τος άνάλογον  τη  τοο  είρημένου    έπικράνου   κοιλό- 
τητι, προς  δε  προ  τών  δακτύλων  του  δεξιού  ποδός 
φέοει  τορμίσκον  άντίστοιχον  τω  έτέρω  τών  έπί  της 
άνω  επιφανείας  τοο  έπικράνου   (έπί  του  πλαισίου) 
μνημονευθέντων  δύο  προσθίων.1  Αντίστοιχος  τω  δε- 
ξιώ  προσθίω  τόρμω  τοο  έπικράνου  υπήρχε  βεβαίως 
καί  έπί  της  μη  σωζόμενης  δεξιάς  γωνίας  της  πλίν- 
θου προ  του  αριστερού   ποδός'  το  αυτό  ρητέον   και 
περί   τοο  παρά  τον   δεξιον  πόοα  αντιστοιχούντος. 
Προστεθήτω  δτι  ή  τέχνη  του  αγάλματος  δεν  άπά  • 
δει   από   τών   χρόνων   της  προκειμένης   επιγραφής 
και   δτι   του  μεν   αγάλματος   δ  θώραξ   (ή  κεφαλή, 
ώς  εϊρηται,  ελλείπει)   διαπέπλασται  ουχί  κατ'  άν- 
δρα προβεβηκότα,  άλλα  μάλλον   κατά  νεανίαν  ευ- 
τραφή   (διάκρισις   μυώνων   σχεδόν    δεν   γίνεται   έν 
τοις  καθ'  έκαστον),  έπί  της  επιγραφής  δε  βλέπομεν 
δτι  δ  τε  πατήρ   καί  ή  μήτηρ  άνατιθέασι  τον  υίόν. 
Έκ  τών  είρημένων  τεκμαίρομαι  δτι  το  άγαλμα 
ανήκει  τψ  ένεπιγράφω  έπικράνω1.  ΤοΟ  αγάλματος 
ελλείπει  ή  κεφαλή,  δ  δεξιός  (γυμνός)  βραχίων  (πε- 
ριλείπεται  πρόσφυσις  αύτου   κατά  το  δεξιον  πλευ- 
pòv)   καί  ή  άκρα  αριστερά  χείρ.  "Ολον  ίίψος   μετά 
της  πλίνθου   περ.  1  μετρ.,  υψος  άπα  λαιμού   έως 
γονάτων  0.65,  πλάτος   ώμων   0.32.  Το   άγαλμα 
έστηρίζετο  διά  τοο  άριστεροο  ποδός,  καμπτομένου 
του  δεξιού  σκέλους  ου  δ  άκρος  πους  προέχει  τι  τοΟ 
ετέρου  έπί  της  πλίνθου.  Το  άνω  του  σώματος  μέ- 
χρι υπό  τον  όμφαλον  έμπροσθεν  εινε  γυμνόν,  τά  δέ 
κάτω   καλύπτονται   υπό  ιματίου,  ου  το   έτερον  α- 
Υ,ροΊ  έκ  τών  όπισθεν  φερόμενον   συνέχει  έμπροσθεν 
δ  καθειμένος  αριστερός  βραχίων,  το  δε  άλλο  ανα- 
διπλούμενης  της  γωνίας   έμπροσθεν    έπί  της  κοι- 
λίας   φέρεται  προς  το  άριστερον  πλευρόν    τά  δύο 
κράσπεδα  καταλήγουσιν  έμπροσθεν  έκάτερον  εις  το 
γνωστόν  κροσσωτον  κομβίον. 

Του  ^y.f)po\j  ή  θέσις,  ελλείποντος  μάλιστα  τοο 
κιονοειδους  αύτου  σώματος,  εινε  άγνωστος.  Εν  τω 
προνν.ω  μεταξύ  των  προς  τω  νοτιω  τοιχω  ουο  πε- 
ριφερών υποβάθρων  ή  βάσεων  κ  (πρβ.  E.  A.18J6 
σελ.  Ί  15)  καί  μ  ευρηται  άνατετραμμένον  (ώς  ύπό- 

1   Τό  έπίχρανον    μετά  τοϋ   κορμού   και  τών   τεμαχίων   κατετέθη  εν 
τώ  μουσείο)  Μεγαλοιτολεως. 


241 


ΛΤΚ«•Σ01Ί'Λϋ    ΗΙΙΙΙΤΛΦΛΙ 


■βαΟρον)  οωρικόν  τι  κιονόκρανον  Λ  (μετά  οποτραχη- 
λίου  άρραβδώτου  ϋψ.  0.07  καί  μιας  οακτυλιοει- 
δοΟς  ζώνης)  άνευ  τόρμων,  κοινοΟ  λίθου  [βλον  ΰψ. 
0.235   διαμ.  χάτω  0.41,  πλάτ.  πλίνθου  0.55 

αν  το  Βάθρον  τοΟ  προκειμένου  έπιχράνου  Γστατο 
ένταΟΟα  επί  τοΟ  υποβάθρου  τούτου  ή,  5περ  ήττον 
πιθανόν,  προς  Β.  τοΟ  βάθρου  ΆδριανοΟ  πλησίον 
παρά  τήν  Οΰραν  δπου  ευρέθη  ο  κορμός  τον  αγάλ- 
ματος, διατελεί  άδηλον. 

Ή  επιγραφή  γέγραπται  πάνυ  επιμελώς.  Τα 
γράμματα  ΰ'ψ.  0.015  φέρουσι  κεραίας  και  άκρε- 
μονας  έπ'ι  tcöv  Ακρών  καί  γωνιών  (πρβ.  το  d  καί 
τήν  γνωστήν  προέκτασιν  των  εις  γωνίαν  συμβαλ- 
λουσών  μέσων  γραμμών  προ'.  ",  ((  ,  πάνυ  5μοΐα 
όντα  τοις  του  ανωτέρω  ύπ'  αριθ.  17  λίθου"  το  γ 
iv  τψ  ròv  ri.'c.  καθάπερ  ένιαγοΟ  καί  έν  εκείνη  τη 
επιγραφή  (αριθ.  17),  ϊγιι  τήν  λοςήν  γραμμήν  φε- 
ρομένην  αριστερά,  μεν  ολίγω  κατωτέρω,  οεςιά  ιέ 
ανωτέρω  του  οικείου  άκρου  σκέλους. 


II   ενεπίγραφος  επιφάνεια  κατά  xi  μέσον 
σφόδρα  ΙστΙν  4ποτ  τριμμένη.  Στί/.   3"   μετά  tô 
çi\or  οέν  πιστεύω  6τι  &πη"ργον   άλλα  ι  '«τα, 

καίτοι  αποφαίνονται  ώσεί  Γννη  τινά    <    /•, 

Στί/.  -.   Ιο  δεύτερον  t  τον  1  ραίνε- 

ται  ώς  ει  παραλειφθέν  Ινεχαράχθη  υπό  τοΟ  τεχν! 
του  οστερον. 

Το   όνομα    ΑρΜΤτήαβία    δέν    άπαντν,    ίσον    Ιγββ 
οίοα,  κλλαχοΟ'  Γσως  ενδέχεται  νά  θεωρηθτ]  n 
ξότονον.  ΊΙ   ο•.-/  του  η  γραφή  δέν  χρήζει  Ιζηγή- 
σεως  διαλεχτικώς    πρβ.  χνωτ.  αριθ.  1  <  στ  /   31 
LJr   κνάλογα    ονόματα    μνημονευθητωσαν    τά   έν 
Σπάρτης  έπιγραφαΤς  ΣωχΛήάεια  Corp    inaer.  gr 
I  1450,  '£η>μο*Λη&Μΐ  C1G    1373      £e  ftw— 
/••,„„■,//■/  Meg.  el  Pél.  202  (πρβ.  3281  ,  πρβ-CIG. 
1448,  —  «laCiG.  1360. 

BaïIAKH'V   Λκονλρλος 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΑΓΓΕΙΩΝ    ΕΚ    ΒΟΙΩΤΙΑΣ 


Κατά  τον  Ίουνιον  μήνα  του  παρελθόντος  έτους 
περιελθόντα  εις  τήν  κατοχήν  της  'Αρχαιολογικής 

Εταιρείας    άπετέθησαν     προ  τίνων    μηνών   εις  το 
έθνικον  μουσεΐον  τρία  Βοιωτικά  αγγεία. 

Το  πρώτον  τούτων,  φιάλη  χαλκή  κατερρωγυϊα 
έχουσα  κατά  το  χείλος  όπήν  μικράν  προς  άνάρτη- 
σιν  (παρ.  πίν.  είκ  Ι2),  φέρει  κύκλω  περί  αυτό  έ'κ- 
τυπον  άρχαΐκήν  έπιγραφήν  (αύτ.  είκ.  Γ),  ήτις 
μεταγραφομένη  έχει  ώδε  :  Ίαρον  τώ  Καρνκεψίω 
ΦλόΡακος  Αγάρχοντος  λεκτοϊς  ΘειΟαίοις  άνέ- 
θεαν. 

Ανετέθη  λοιπόν  κατά  τήν  έπιγραφήν  ή  φιάλη 
τω  Κηρυκείω.  'Ερμής  Κηρνκειος  φαίνεται  τιμώ- 
μενος της  Βοιωτίας  έν  Τανάγρα.  Παρά  Παυσανία, 
IX,  XX,  3,  άναγιγνώσκομεν  :  "Εστίν  —  έν  Τανά- 
γρα, και  όρος  Κηρύκων,  ένθα  Έρμην  τεχθήναο 
λεγονΰι. 

'Ανέθεσαν  δε  τήν  φιάλην  δ  Φλόϊακος  και  ο  Ά- 
γάρχοντος.  Προς  το  πρώτον  όνομα  παραβλητέον 
προς  άλλοις  το  προχειρότατον  Βοιωτικον  Αάβδα- 
κος.  Τω  έτέρω  ουδέν  ευρον  ομοιον  αλλ'  ή  άνά- 
γνωσις  φαίνεται  μοι  ασφαλής. 

Εποιήσαντο  δ'  ούτοι  τήν  άνάθεσιν  λεκτοϊς  Θη- 
Οαωις,  ήτοι  νπερ  των  λεκτών  Θνφαίων.  Περί 
της  τάξεως  ταύτης  τών  Θηβαίων  ουδέν  εινε  ήμϊν 
άλλοθεν  γνωστόν. 

Το  οεύτερον  άγγεΐον,  κύλιξ  πηλίνη  δίωτος  με- 
λαμβαφής,  συγκεκολλημένη  έκ  πολλών  τεμαχίων 
και  συμπεπληρωμένη,  διαμ.  0,2  μ.,  υψ.  0,095, 
φέρει  έπί  τοΟ  χείλους  έξωθεν  έγχάρακτον  τήν  έπι- 
γραφήν :  Καλιαία  ειμί  τω  κεντρωνος  (παρ.  πίν. 
είκ.  II). 

Και  έπί  άλλων  Βοιωτικών  αγγείων  ένομεν  έπί- 
Οετον  αντί  της  γενικής  του  ονόματος  του  κτήτο- 
ρος.  Ι  οργίνως  είμι  ό  κότνλος  καλός  κ\αλ\ώ  έπί 
αγγείου    έκ  Θίσβης   (Harvard  studies.  II.   Boston 


1891.  Σ.  89-101).  Μακνταεα  ειμί  (δήλον  'ότι 
κύλιζ,  ώς  και  έν  τη  ημετέρα  επιγραφή)  δις  έπί 
αγγείου  μελαμβαφους  έκ  Τανάγρας  άποκειμένου  έν 
τω  έθνικώ  μουσείω  ύπ  άρ.  1118  (παρ.  πίν.  είκ. 
ΠΙ1.2.  Όρα  Δελτίον  άρχαιολογικον  1888  σ.  99,. 
άρ.  21.').  Φι.Ιντανα  έπί  τοο  χείλους  κύλικος  με- 
λαμβαφους,  ύψ.  0,082  μ.,  διαμ.  0,17,  ωσαύ- 
τως, ώς  φαίνεται,  έκ  Βοιωτίας  προερχομένης,  έν 
τω  έθνικώ  μουσείω  και  ταύτης  άποκειμένης  ύπ' 
άρ.  2519  (παρ.  πίν.  είκ.  IV).  Εινε  προφανώς 
τοΰτο  έπέκτασις  της  χρήσεως  τών  πατρωνυμικών 
επιθέτων. 

Αξιον  δέ  παρατηρήσεως  και  το  κατά  σύνεσιν 
σχήμα"  ώς  ει  προηγεΐτο  ή  γενική  Καλίαο  αντί  τοο 
επιθέτου  Καλιαία,  επιφέρεται  τα  τώ  κέντρωνος, 
ώς  και  ανωτέρω  έν  τώ  :  Γοργίνως  -  καίω. 

Δηλοϊ  δέ  το  έπίθετον  κέντρων  τον  κεντρον  ('Η- 
ροδότου III  130)  δεόμενον,  τον  μαστιγίαν  και 
μιαρόν  (Σοφοκλέους  απόσπασμα  309  παρ'  Άθη- 
ναίω,  IV,  164 a.  'Αριστοφάνους  Νεφελών  450). 
Καί  ίνα  μή  τις  Άπορ•ί]στι  έπί  τη  άποδόσει  τοιούτου 
επιθέτου  τω  κτήτορι  τοΟ  αγγείου  ΰπο  του  χαρά- 
ξαντος  τήν  έπιγραφήν,  παραπέμπω  εις  I.  Gr.  ant. 
588,  οπού  υπό  τον  πυθμένα  λύχνου  κενάρακται  : 
Ειμί  δε  Πανσανίου  τον  καταπυγοτάτον . 

Έπί  οέ  του  τρίτου  τών  ημετέρων  αγγείων  (παρ. 
πίν.  είκ.  V4.5)  είσίν  έγκεχαραγμέναι  κατά  το  μάλ- 
λον καί  ήττον  άμελώς  τρεις  έπιγραφαί.  Καί  ύπο 
μεν  τον  πυθμένα  αναγιγνώσκεται  το  όνομα  :  Κλε- 
Ψίχα  (αύτ.  είκ.  V1)-  έπί  δέ  του  χείλους  ένθεν  μέν: 
Κλεψίχα  καλά  και  φίλα  τω  ΙΙρά^Ύΐ[ντι  (αύτ. 
είκ.  V2),  έτέρωθεν  δ'  αντιστρόφως:  ...  α  καλά 
έπόει  Μαίδοκι  ή  :  έπόει  μ  Αϊδοκι  (αύτ.  είκ.  V3). 

1  Έν  τω  Δελτίω    ή  επιγραφή    έδημοσιεύθη    Marpvtata    εμν    ό  δέ 

Kretschmer    (Die  griechischen  Vaseninschriften  σ.  3-4),  μή 

δυνάμενος  δικαίως  να  vorjafl  όνομα  Μαφνζαζ,  ανέγνω  Σαψνταία  ι)μί 
έχδεχομενος  τό  πρώτον  γράμμα  ώς  σίγμα. ,'Λλλά  προφανώς  τό  τρί- 
τον γράμμα  εινε  χοππα  χαί  ουχί  φι. 


245 


ΚΠΙΓΡΛΨΛΙ   ΑΓΓΕΙΩΝ    ΕΚ   ΒΟΙΩΤΙΑΣ 


ü'jfl 


Και  έν  [/.εν  τη  πρότερα  των  οΰο  μακροτέρων  επι- 
γραφών αξία  παρατηρήσεως  εινε  ή  y  ρ  ?j τ >.  -  τοΟ 
Η  αντί  τοο  Γ,  μαρτυρίου  προφοράς  τοΟ  φθόγγου 
ομοίας  προς  τήν  ήμετέραν'  έ'τι  οε  αυτό  το  σχήμα 
τοΟ  γράμματος  Η,  όπερ  εΰρηται  και  ίν  άλλα.'.;  δύο 
Βοιωτικαΐς  έπιγραφαΐς  ,  έν  καταλέγω  της  Τανά- 
γρας του  ε'  π.  Χ.  αιώνος  (I.  Gr.  ant.  157  = 
C.  i.  Gr.  Gr.  sept.  Ι  585,  στ.  1 4 γ)  και  έν  μετα- 
γενέστερα έπιτυμ€ίω  επιγραφή  της  αυτής  πόλεως 
(C.  i.  Gr.  6r.  Bept.  I  1570),  όπου  δια  τοΟ  γράμ- 
ματος ουχί  πλέον  το  δασύ  πνεύμα,  αλλ  0  φθόγ- 
γος η  δεδήλωται  ' . 

Προς  δέ  τήν  τελευταίαν  έπιγραφήν  παραβλητέα 
άλλη  αρχαϊκή  επιγραφή  αγγείου  Βοιωτικού,  ήοε  : 
Meraiâaç  εμ  έποίΡηΰε  Χάροπι  (Gazelte  archéo- 
logique XIII  σ.  1G8-169.  Wiener Vorlegehlätter 
1880,  πίν.  II.  Kretschmer,  Die  griechischen  Va- 
sen in  Schriften,  σ.  53-54,  άρ.  4). 

Έν  Αθήναις  Όχτωδρίο)  μΓ,νί  1896. 

Δ.  Σπ.  Σ'ΓΛΤΡΟΠΟΤΛΛΟΣ. 


κποσταλή  τοΤς  ίπιτετραμμένοις  τήν  'χδοοτν  τί^ς 
εφημερίδος,  5τι  ενθάοι  οιατρ(6*ων  λαβον  Ις  Α- 
θηνών παρ  &ν5ρών  φίλων  γνώσιν  τής  ϊ/.οοτεως 
της  πρώτης  τών  επιγραφών,  τ^;  ίπΐ  τής  χαλχί]  ; 
φιάλης,  Ιν  τώ  Bulletin  de  correspondance  Hellé- 
nique τοΟ  λήγοντος  -του;,  ».  242-243,  Incò"  Per- 
drizet.  A//  οοτβ  τήν  εχδοσίν  μου  (νόμισα  μα- 
ταίαν  μετά  τήν  &νάγνωσιν  τών  txel  γ  γραμμένων, 
οΰ'τε  εζήτησα  Ιπιστροφήν  του  χειρογράφου  [MU 
προς  μεταβολήν  τίνα  κοτοΟ,  προτιμήοας  /β  κφήβχϋ 
τήν  εχδοσίν  μου,  ώς  είχεν. 

Σημειωτέον  τέλος  5τι  /'/τ-/  τήν  ίχτύπωσιν  τοΟ 
πίναχος  δέν  άπετυπώΟησαν  καλώς  οΰο  γράμματα, 
της  επιγραφής  ΠΙ2  το  δεύτερον  Ά),  εξαφανισθεί- 
ση;  της  συνδεούσης  τα  δυο  οχέλη  γραμμής,  και 
της  επιγραφής  V3  το  εβδομον  (Π),  ελλειπουσης 
ώσαΰτο.>ς  της  οριζοντίου  κεραίας.  Ι  ο  τελευταίου 
τοΟτο  γράμμα  εΰρηται  καλώς  απεικονισμένου  έν 
μικρώ  έπί  τοΟ  αγγείου  έν  V 

'Εν  'Ολυμπία  rf(  19ί  Δεκεμβρίου  1896. 


Ήν  ήδη  παρεσκευασμένος  δ  πίνας"  τών  επιγρα- 
φών  και  αϊ  ανωτέρω   βραχεϊαι   σημειώσεις    εΐχον 


Δ.  Σ.  Σ. 


1  Καίτοι  ώς  έχ  τοΰ  ιών  αντί  ε')•ώ  ή  σημερινή  προφορά  του  γ  νομί- 
ζεται ώς  πολύ  παλαιά  παρά  Βοιωτοϊς,  όμως  προκείμενου  περί  οϋτω 
πρωτοφανούς  γραφής  χα'ι  ταύτης  άπαντώσης  έν  επιγραφή  αυτοσ/εδίως 
χε•/_αραγμένη,  νομίζω  δτι  δέν  εΤνε  άτοπον  προς  το  παρόν  νά  ανα- 
γραφή ενταύθα  χαί  η  υποψία   μη"πως  τό  ανωτέρω  γράμμα  δέν  ε•.νε  Η, 


αλλ'  άδεςίως  χε/αραγμένον  Κ.  Γνωστόν  δ'  άλλως  KVI  οτ:  o/t  πο/.υ 
σπανίως  ευρίσκονται  γε^ραμμένα  τά  ψιλά  αντί  τών  με'σων  χαί  τα  μέσα 
αντί  των  ψιλών,  περί  ου  χαί  ήμεϊς]Εγράψαμεν  έν  τη  Ihpi  riic  Kfr\xt- 
xf/ç  οιαΑέχζου  πραγματεία  σελ.  81  -  85  χαί  Έφημ.   'Λρ/.αιολ.  1892 

«λ.  110.  Λ.  Ν.  Skias. 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΚ    ΣΑΜΟΥ 


Αί  παρά  πόδας  άνακοινούμεναι  έπιγραφαί  ευρέ- 
θησαν πρό  τίνων  μηνών  εν  Σάμω,  έν  τόπω  καλου- 
μένω  Τηγάνι1.  Σχεδόν  ευθύς  άμα  τη  εύρέσει  των 
μαθών  τα  πράγμα  ό  επί  του  Γαλλικού  θωρηκτού 
πλοίου  «Ποσειδώνος»  σημαιοφόρος  κ.  Sausse  έ- 
σπευσε και  άντέγραψεν  αύτάς,  το  δέ  άντίγραφον 
άνεκοίνωσέ  μοι  πάνυ  φιλοφρόνως.  Κατόπιν  αντέ- 
γραψα κάγώ  αυτός  [τάς  έν  λόγω  έπιγραφάς  επί 
ολίγας  ώρας  εις  Βαθύ  προσορμισθείς  τούτο  το  φθι- 

1  .  Γωνία  μεγάλου  βάθρου  εκ  λευκού  μαρμάρου 
τα  άνω  εις  έπίκρανον  ά.-πο'λ'φί'οντος.  "Τψος  0,34, 
ΰψ.  του  έπικράνου  0,19,  υψ.  γραμμάτων  0,015. 
Γράμματα  λεπτά  άνευ  άκρεμόνων.  Πλην  χάσμα- 
τος κατά  το  μέσον  ή  επιγραφή  σώζεται  πλήρης. 

ΑΥΤΟΚΡΑΤΩ 'ΡΣΕΒΑΣΤΟΣΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ 

ΤΟΕΝΑΤΟ ΧΙΚΗΣΕΞΟΥΣΙΑΣΤΟΕ 

Αΰτοκράτω[ρ  Καΐσα]ρ  Σεβαστός  αυτοκράτωρ 
τό  ενατο[ν  δημαρ]χιχής  εξουσίας  το  ε'. 

Ό  Αύγουστος  ανέλαβε  το  ε'  τήν  δημαρχικήν 
έξουσίαν  τήν  27,)ν  Ιουνίου  του  έτους  735ου  ά.  κ. 
Ρ.=  19  π.  Χ.  'Ανάγκη  να  δεχθώμεν  οτι  ευθύς 
μετά  ταύτα  ένεχαράχθη  έπί  του  λίθου  ή  ημετέρα 
επιγραφή.  Και  τω  οντι  παρά  Δίωνι  τω  Κασίω 
(L1V  §  9)  άναγινώσκομεν  τάδε.  «Ό  δε  Αύγουστος 
ες  τε  τήν  Σάμον  επανήλθε  κάνταυθα  αύθις  έχεί- 
μασε  και  έκείνοις  τε  έλευθερίαν  μισθόν  της  διατρι- 
βής άντέδωκε  και  άλλα  ούκ  ολίγα  προσδιώκησε». 
Ό  Αύγουστος  διεχείμασεν  έν  Σάμω  κατά  το  20- 
19  έτος  π.  Χ2.  Οι  δε  Σάμιοι  εύγνωμονουντες  άνή- 


'  "Ιδε  τό  υπό  Φαβρικίου  τοπογραφικόν  της  πόλεως  Σάμου  σκαρί- 
φημα έν  ταΐς  Athen.  Mittbeil.  IX  πίν.  7.  'Ακριβώς  ό  τόπος  ένθα 
ευρέθησαν  αί  έπιγραφαί  κείται  εν  αύτω  τω  Τηγάνι,  έμπροσθεν  της 
οικίας  του  Παναγή  Βαρβούνη  κατά  μήκος  της  αμαξιτού  της  άγούσης 
εις  τήν  Xoipav  (Fahrstrasse  nach  Chora)  μεταξύ  του  λιμένος  και 
τοϋ  σημείου  'ένθα  άρχεται  ή  οδός  ή  εις  Βαθύ  φέρουσα  (  Reitweg  nach 
Vathi). 
2   Gojau,  Chronologie  de  l'empire  romain  σελ.  17. 


γειραν   αύτω   το   μέγα   και  ώραιον  fiaftpov,  έφ1  οδ 
ή  ανωτέρω  αναθηματική  επιγραφή  '. 

2.  Επιστυλίου  τμήμα  προς  τα  δεξιά  άποκε- 
κρουσμένον  οωρικου  μνημείου  έκ  λευκού  μαρμά- 
ρου. "Τψος  0,38,  ύψος  γραμμάτων  0,05. 

ΟΔΗΜΟΣ 
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝΚΑΙΣΑΡ  . 

Ό  δηαος 
Γεραανικόν    Καίσαρ[α] 

Χάρις  εις  τον  Τάκιτον  (Annal.  11  §  53-55)  δυ- 
νάμεθα και  ταύτης  της  αναθηματικής  επιγραφής 
μεθ'  ικανής  ακριβείας  να  όρίσωμεν  τον  ypóvov.  Ό 
Γερμανικός  άνεχώρησεν  έκ  'Ρώμης  εις  τήν  Άνα- 
τολήν  απερχόμενος  κατά  το  δεύτερον  έξάμηνον  του• 
έτους  17  μ.  Χ.  Διήλθε  των  'Αθηνών  και  κατά  τάς 
άρ/άς  του  έτους  18  ήναγκάσθη  ένεκα  τοϋ"  τοκετού 
της  γυναικός  του  Άγριππίνης  να  παραμείνη  έν 
Λέσβω. 'Εκείθεν  άνέπλευσε  μέχρι  Βυζαντίου  οπόθεν 
κατέπλευσε  και  πάλιν  εις  το  αρχιπέλαγος  προσορ- 
μισθείς εις  Σαμοθράκην,'Ίλιον,  και  Κλάρον.  Κατά 
δε  τα  μέσα  του  ένιαυτοο  (18  μ.  Χ.)  συνηντήθη  με 
τον  Γν.  Πίσωνα  νοτίως  τής  Σάμου,  έν  Τόδω.  Τήν 
Σάμον  λοιπόν  έπεσκέφθη  μετά  τό  έν  Κλάρω  μαν- 
τειον  πριν  δέ  μεταβή  εις  'Ρόδον.  Τότε  δέ  και  οι 
Σάμιοι  απεφάσισαν  να  ίδρύσωσιν  ε'ις  τιμήν  του  μνη- 
μεϊον  έκ  λευκού  μαρμάρου. 

Δεν  επιθυμώ  να  μακρηγορήσω  ενταύθα  περί  τών 
άπονεμηθεισών  τιμών  εις  τον  Γερμανικον  ύπο  τών 
Ελληνίδων  πόλεων  άρκεϊ  να  παραθέσω  τα  λόγια 
τοΟ  Τακίτου  excepere  Graeci  quaesitissimis  hono- 
ribus,  vetera  suorum  facta  dictaque  praeferentes, 
quo  plus  dignationi  adulatio  haberet  (Annal.  Il 
§  53). 'Αλλά  προς  τήν  ήμετέραν  έπιγραφήν  ανάγκη 
να  συσ/ετίσωμεν  10ν  τήν  παρά  το  Τηγάνυ  επίσης 

1  Εις  τάς  τοϋ  Αύγουστου  προς  τήν  Σάμον  σχέσεις  αναφέρονται 
ε'τι  και  τάδε  τά  κείμενα'  Δίων  Κάσιος  L1V,  §  7,  Στράβων  XIV, 
§  14,  Σουετώνιος,  Αυ'γουστος  §  17  και  23. 


24!) 


Ulli  ΡΑΦΑ1    ΕΚ    SAMOT 


250 


ευρεθεΐσαν  έπιγραφήν  (δ  έκδοτης  αυτής  Κοντό)  ων 
δεν  αναφέρει  λεπτομερέστερον  τά  κατά  την  εβρεσιν 
αυτής  Allien.  Mittheil.  XIV  σελ.  102] 

Άγριππιΐναν  Μ  /;/.ν>  θυγατίρα 
γυναίκα  ΓιρμανιχοΟ  Καίσαρος 

καί  2ον  την  ύ-ò  Ρ.  Girard  έν  τφ  ίερψ  τής  Σάμου 
μίαν  ώραν  μακράν  τοΟ  Τηγανίον  εύρεθεϊσαν  και 
Ott'  αύτοΟ  άνευ  σχολίων  έκδοθεϊσαν  άναθηματικήν 
έπιγραφήν    Bull   Cor.  Hell.  II  σελ.  180) 

"Ηραν  /.y.\  Καίσαρα  Γερμανικού  ulòv  Γίρμανικόν 
ΣΕβαστόν  καί  τον  olxov  αΰτοΰ,  εύνοιας  òÈ  και  φίλο- 
δόζου  ί5'.χ0ί'7•ω;  ei:  τά,•/  πατρώα  καί  την  γιρου- 
ο*(αν. 

Πρόκειται  καί  έν  ταύτη  τη  επιγραφή  περί  τοΟ 
Γερμανικού"  καλείται  δέ  έν  αύτη  υΐος  Γερμανικού" 
διότι  δ  πατήρ  αύτοΟ  Νέρων  Κλαύδιος  Δροοσος  είχε 
προσλάβει,  μετά  τον  θάνατον  του.  δι  εαυτόν  και 
τους  απογόνους  του  την  ενδοξον  ταύτην  προσω- 
ν  υ  μίαν  ' . 

3.  Ό  φέρων  την  ανωτέρω  (αριθ.  2]  έπιγραφήν 
λίθο;  είναι  παλίμψηστος.  Εν  χρόνοις  μεταγενε- 
στέροις,  οΟς  ακριβώς  δέν  δυνάμεθα  νά  δρίσωμεν, 
απεξέσθη  ή  είς  τον  Γερμανικον  αναθηματική  επι- 
γραφή αντικατασταθείσα  6πο  άλλης  ήττον  έπιμε- 
λώς  έγκεχαραγμένης  ,  αλλά  δια  μεγαλειτέρων 
γραμμάτων.  ΊΙ  αρχαιότερα  επιγραφή  (ή  είς  τον 
Γερμανικον  αναφερομένη  θά  ήτο  βαθέως  έγκεχα- 
ραγμένη  δπως  μή  δυνηθη  δ  αποξέσας  να  έξαλείψη 
αυτήν  καθ   ολοκληρίαν. 

ΕΥφΑΝΙΟΥΤΟΪ 
φλ'λΕΟΝΤΙΟΕΑΠ 


ΕΤΤΙφΛΈΥφΑΝΙΟ  ΥΤΟ  Υ      ■ 
φλ'λΕΟΝΤΙΟΕΔΤΤΟ 

\  7   .    .    . 

Τ 

Το  μνημ  tïov,  ώς  φαίνεται, 
πωθή  5ταν  ό  Φ)  .  Λ,εόντιος  αντί  )το    μ 

'(  ι  Φ)     Ι  /  τΐ)  αρχή  Δημι 

Ματαίως  ανεζήτησα   τα  δύο  ταΟτα   ονόματα   ως 
και  δνομα  από  των  γραμμάτων  /Λ 
τους  καταλόγους  των  .-•  coi  των  1α- 

μίων  διαιτητ  χομένων 

γραφ«  :  αναφερομέναις  είς  τ/-,/  - 

ταςύ  Σάμου  καί  Πριήνης  ϊριν  Waddington, inscri- 
ptions Ί'•  Ι  Asie  mineure  recueillies  par  Le  Bas 
αριθ    189-20*:  . 

•  λ  H.   Λύο  έτερα  τμήματα  δωρικοΟ  ίπιστυλίου 
επίσης  έκ  λευκού  μαρμάρου,  ά.//    οίκοοομήματος 
μικρότερου  του  εις  τον  Γερμανικον   άνατεθεψ 
σώζουσι   μέρος  μόνον   μακράς  αναθηματι 
γραφής  επιμελώς  έγκεχαραγμένης  δι  ωραίων   καί 
ακρέμονας   εχόντων  γραμμάτων.     Ι  |/ος  του   £-■.- 
στυλίου    0,34,    ΰψ.    τής    ταινίας  0,3 
σταγόνων  0,024,  υ  ψ.  τών  γραμμάτων  0,055.  Ιο 
έτερον  τμήμα    αριθ. 5    προς  τάριστερά  αποκεκρου- 
σμένον  έχει  μήκος  1,00  Γ.  Μ.,  το  ο'  έτερον    αριθ 
6)  προς  τά  δεξιά   καί  τάριστερά   άποκεκρουσμένον 
έχει  μήκος  0,88. 

5  Ι  Κ  Α  Ι  Α  ΥΤΟ  Κ  Ρ  ΑΤΟ  PIK  Α 
ΖΑΓΑΟΑΝΩΡΤΑΣΠΑΡ 
vacai    ΑΓΩΝΟΟΕΤΩΝ 

6  ΕΟΥΥΙΩΙΣΕΒΑΣΤΩΙΚ/ 
^.ΡΑΤΑΜΕΡΗΤΗΣΔΙΑΦΑΣ 
ΖΕΒΑΣΤΩΝΚΑΙΣΑΡΕΙΩΝ 


4.  Ή  μεταγενέστερα  αύτη  επιγραφή  επανα- 
λαμβάνεται αύταίς  λέξεσιν  άπας  ετι  τουλάχιστον 
έ-ί  του  αυτού  έπιστυλίου.  Τμήμα  πλήρες,  πλην 
μικρού  τάνω  προς  τά  δεξιά  θραύσματος  .  Μή- 
κος  1 ,80. 

1   Δίων  Κάσιος    I.V.  >;  '.'•    Γερμανιχο'ς  τξ    ;j.;-j  ιών  παίδων   έ-ο- 
νομασθείς. 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕ     1S96. 


'Αγώνες  έν  Σάμω  ί»πο  το  όνομα   Λ  !   n  -•>  Kat- 
Οαοεια   οεν  ήσαν,  μοι  ραίνεται,  μέχρι  τουοε 
στοί.     II   έν   -.<•>  ~}<•>~<\>   -"7.':'   αφιέρωσις  ραίνε- 
ι   Ί  _  (αλιΤτα  Λ 
Waddington  ί.  i.  αίριβ.  189.  Λ 
a^T7,    /ιί    δέν    r.To   οΰ8'   ίντο 
καράβ.  J.  II.  S.  1886,  ρ.  148 

17 


251 


Σ ΥΜ  ΜΙΚΤΑ 


252 


ται  αναφερομένη  εί'ς  τε  τον  Ίούλιον  Καίσαρα  καί 
εις  τον  Αύγουστον  Ίον.Ιίου  θεον  ν'ιώ.  Δεν  δύνα- 
μαι  να  μαντεύσω  περί  τίνος  έγίνετο  λόγος  εν  τώ 
δευτέρω  στί/ω"  συμπληρωτέον  αρά  γε  ΔΙΑφΑΣ... 
δια  Φασ[ήλιδα]  ; 

7.  Εις  οέτας  έπιγραφάς  ταύτας  τάς  άρτι  εις  φως 
έλΟούσας  επισυνάπτω  καί  άλλην,  ήτις  είναι  μέν 
έκδεοομένη,  ής  όμως  δεν  είναι  ανωφελές  νά  παρά- 
σνωμεν  καλόν  άντίγραφον.  Ή  επιγραφή  έδημο- 
σιεύΟη  το  πρώτον  έν  τη  Επενηρίαι  rf/ç  ΔΊψου 
(18/6)  υπό  του  συγγραφέως  αυτής  κ.  Σταματιά- 
δου,  κατόπιν  δέ  καί  αύθις  ύπα  του  αύτοο  έν  τω 
έτέρω  έ'ργω  του,  τοις  ΣαφιαχοΧο,  (τόμω  πρώτω). 
Καίπερ  δε  μνημονευομένη  εν  τω  Jahresbericht 
(1880)  του  Bursian  διέλαθε  τον  συγγραφέα 
του  έν  τω  Λεξικώ  του  Röscher  περί  Διονύσου 
άρθρου. 

Ό  λίθος  ευρέθη  επίσης  έν  Τι,γάη  έν  οικία  κει- 
μένη παρά  τήν  οδόν  τήν  εις  Βαθύ  άγουσαν,  είναι 
δέ  βωμός  τετράγωνος  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  φέρων 
άνω  ώων  ταινίαν'  τών  τε  ώών  ή  εργασία  καί  το 
σχήμα  τών  γραμμάτων  δηλουσι  τους  'Ρωμαϊκούς 
χρόνους. 


Δ  ΑΛΛΙ  Vi 
ΔΙ  ON  YC  W 

ANeecTioc 


Δαλλίω 

Διονυσω 
Άνθέστιος 


Το  έπίθετον   Ac'uLhoç  ούδαμοο   άλλοθι  ευρέθη. 
Ό  κ.  Foucart  (Revue  archéologique  1876  II  σελ. 

56)  γρονιϊ  δτι  πιθανώς  το  όνομα  νά  έγράφη  ούτω 
κατά  έγχώριον  ορθογραφίαν  αντί  του  Δάλιος  =  Δή- 
λιος.  Άλλα  πλην  τοΟ  δτι  έπρεπε  νά  εύρεθή  άπο- 
χρώσα  έξήγησις  του  οιπλασιασμου  του  Λ  δύσκο- 
λον  καί  νά  οεχθώμεν  τήν  χρήσιν  οωρισμου  έν  τη 
'Ιωνική  Σάμω  καί  μάλιστα  προς  οήλωσιν  Δηλίου 
θεού,  άλλως  τε  και  διότι  ή  ημετέρα  επιγραφή  θα 
ήτο  τό  μόνον  μνη μείον  το  -^νωρίζον  ήμϊν  έ'ςω  της 
Δήλου  τήν  λατρείαν  του  Διονύσου  Αη.Ιίου.  "Οθεν 
νομίζω  ότι  τήν  έξήγησιν  της  αίνιγματώδους  λέ- 
ξεως πρέπει  νά  μάς  παράσχη  κοινόν  τι  όνομα. 
Ίσως  άναζητητέον  αυτήν  έν  τη  λέξει  Δάΐα'  αμ- 
πε^ος,  ην  ο  'Ησύχιος  μας  διέσωσε. 

'Αξία  παρατηρήσεως   είναι  ή  του  επιθέτου    προ 
τοΟ  κυρίου  ονόματος  πρόταξις. 

Έν   'Αθήναις  τη  11/23  Νοερού  1896. 

Paul  Perdrizet 


ΣΥΜΜΙΚΤΑ 


ΚΕΡΑΜΙΔΕΣ  ΕΝΕΠΙΓΡΑΦΟΙ 
ΤΟΥ  ΕΝ  ΕΑΕΥΣΙΝΙ  ΤΕΑΕΣΤΗΡΙΟΥ 

Άνασκαπτομένου  υπό  Φίλιου  του  έν  Ελευσΐνι 
Τελεστηρίου  ευρέθησαν  έν  αύτω  καί  προ  της  Φι- 
λωνείου  στοάς  '  πλεΐσται  κεραμίδες  έκ  πεντελη- 
σίου  μαρμάρου,  ών  ούκ  όλίγαι  φέρουσιν  έπικεχα- 
ραγμένα  γράμματα  δηλωτικά  του  ονόματος  τών 
έξεργασαμένων  αύτάς  λιθουργών,  ένιαι  δέ  καί  ολό- 
κληρα τα  ονόματα  αυτών. Ό  χαρακτήρ  τών  γραμ- 
μάτων τούτων  καί  το  βάναυσον  της  εργασίας  αυ- 
τών τών  κεραμίδων  έλεγχο υσι  τους  υστέρους  ρω- 

1  Όλίγιστα  μο'νον  τεμάχια  μικρά  ευρέθησαν  άλλαχοϋ  διεσχορπι- 
σμένα.  Τόν  τόπον  της  ευρέσεως  τών  κεραμίδων  τούτων  έμαθον  έκ 
προφορικής  ανακοινώσεως  τοΰ  Φιλίοο,  όστις  καί  τινας  τών  επιγρα- 
φών άνεκοίνωσεν  άλλοτε.  (Πρακτικά  της  "Αρχ.  Έτ.  1882  σελ.  101 
όποσημ.). 


μαϊκούς  -/ρόνους,  καθ1  ους  άνεκαινίσθη  το  Τελεστή- 
ριον,  ώς  γνωστόν  αί  δ'  επίσης  πολυάριθμοι  εύ- 
ρεθεϊσαι  κεραμίδες  του  αρχαίου  νεώ,  ήτοι  του 
Πεισιστρατείου  διακρίνονται  ευκόλως  άπ  εκείνων 
ώς  πεποιημέναι  έκ  πάριου  μαρμάρου,  προς  δέ 
τούτοις  καί  έν  παλαιοτέρα  έπιχώσει  εύρεθεΐσαι1. 
Πάσαι  αί  είρημέναι  ενεπίγραφοι  κεραμίδες  προέρ- 
χονται αναμφιβόλως  έκ  μόνου  τοο  Τελεστηρίου, 
καίτοι  όλως  αδύνατον  δέν  είνε  νά  άνήκωσιν  όλί- 
γαι τινές  καί  εις  άλλα  κτίρια,  οίον  τα  Μεγάλα 
Προπύλαια  καί  τά  παρά  το  νότιον  τείχος  οίκοοο- 
μήματα.   Έν  αύτοϊς  όμως  δέν  ευρέθησαν  τοιαυται 


1  Έκ  τών  μετά  τά  Μηδικά  οικοδομημάτων  τοΰ  Τελεστηρίου  δέν 
διεσοίΟησαν  κεραμίδες,  καθ'  όσον  γνωρίζω•  φαίνεται  δ'  οτι  φΟαρείσαι 
ολοσχερώς  άπεκομίσΟησαν  έξω  τοϋ  ιερού  κατά  τήν  έν  ρωμαίκοίς  χρό- 
νοις  άνακαίνισιν  τοΰ  Τελεστηρίου. 


253 


υΓΜΜΙΚΤΛ 


κεραμίοες,  καθ'  ίσον  ένθυμεϊται  &  Φίλιος.  Lo  μέ- 
γεθος δέ  των  κεραμίδων  τούτων,  όο-α•.  είνε  άκέ- 
ραιαι,  είνε  περίπου  άείποτε  το  αυτό,  καίτοι  ή  κα- 
τασκευή συχνάκις  διαφέρει  πάμπολυ,  κατά  τους 
έξεργασαμένους  αύτάς  τεχνίτας  αναμφιβόλως.  Τά 
ίπ' αυτών  γράμματα,  καίπερ  άλλως  μικρά  άτ,α- 
νών  χειρωνακτών  σήματα  οντά,  εχουσι  διά  τήν 
Ιστορίαν  τοΟ  έλευσινιακοΟ  ίεροΟ  Ικανήν  σημασίαν, 
διότι  τινά  ές  αυτών  ύπάρχουσι  και  έν  τοις  λίθοις 
κτιρίων  τινών  τών  αυτών  χρόνων  '  ,  πιθανώς  oè 
και  άλλα  θα  ευρεθώσιν,  όταν  έξετασθώσι  κα) 
άπαντα  τα  ερείπια"  επειδή  ok  μαρμάριναι  κεραμί- 
δες δυσκόλως  δύνανται  νά  φθαρώσιν  ή  καί  άν  τ,Οα- 
ρώτι  καί  άντικατασταθώσί  τίνες,  αύται  θά  είνε 
ολίγαι,  ol  δέ  λιθουργοί  έπέγραφον  έπ  αυτών  το 
ίδιον    όνομα    αναμφιβόλως    μόνον    όταν  συνεκομί- 

Γ  Γ  Τ  '      ι  . 

ζοντο  πολλαί  καί  ήτο  χρεία  να  διακριθώσιν  ai 
έκάστω  άνήκουσαι,  ανάγκη  να  ύποτεθώσι  πδσαι 
αϊ  ενεπίγραφοι  κεραμίδες  σύγχρονοι  της  οίκοδομής 

του  κτιρίου,  ές  ου  προέρχονται,  και  πάν  οέ  άλλο 
κτίριον  οέρον  τών  αυτών  λιθουργών  τα  γράμματα 
σύγχρονον  ώο-αύτως  προς  εκείνο.  Τα  χρονολογικά 
οέ  ταύτα  τεκμήρια  εχουσιν  οχι  μικράν  ο-πουοαιό- 
τν,τα,  άλλων  μαρτυρίων  ελλειπόντων. 

Αί  είρημέναι  ενεπίγραφοι  κεραμίδες  συλλεχθεΐ- 
σαι  κατεγράφησαν  έν  παραρτήματι  του  καταλόγου 
τών  επιγραφών  ύπ  αριθ.  Κ  1  -  Κ  50,  άπόκεινται  οέ 
αί  μεν  συντετριμμέναι  καί  όλίγαι  τινές  τών  ακε- 
ραίων έν  τη  αίθούση  τών  επιγραφών  του  μουσείου, 
ai  5  ακέραιαι  εξω  τοΟ  μουσείου.  Τεμάχια  τίνα  ευ- 
ρεθέντα ή  ο-υλλε/Οεντα  υπ  έμου  μετά  τήν  ο-ΰνταςΊν 
του  καταλόγου  και  ού'πω  καταγεγραμμένα  έν  αύτώ 
δηλοϋνται  ακολούθους  ώς  άχαχάγραψα.  Ai  πλεΐ- 
τται  τών  ενεπίγραφων  κεραμίδων  είνε  ό/εταγωγοί 
ή  σωΛήνες,  ώς  έλέγοντο  υπό  τών  αρχαίων,  τ-έρουσι 
δέ  τήν  έπιγραφήν  συνήθως  μεν  έπί  τής  ύπτιας  επι- 
φανείας τής  προς  τα  άνω  έστραμμένης,  σπανιώ- 
τερον  οέ  έπί  τής  πρηνοΟς  επιφανείας  τής  έπικα- 
θημένης  έπί  τής  στέγης,  ή  έπί  τίνος  τών  έκατέ- 
ροΟεν    προε/ όντων    χειλέων.    Ol   καλυπτήρες    είνε 

'  Πραχτι/.ά  τ/,;  Άρχ.  'Et.  1895  σελ.  ISO  xai  184  Οποιτ-,μ.  3. 
"Οτι  τό  αυτό  σί,μα  Ζ  άπαντα  ίν  τ;  totj  θεμελίοις  τοϋ  οικοδομήματος 
χαί  έν  νεωτέρα  sniaxsujj  αύτοΰ  (σελ.  180)  ουδέν  θαυμαατόν,  διότι  ή 
επισκευή  δέν  Οά  έ'γεινε  πολλά  μετά  τήν  πρώτην  χατασχευήν  Ετη,ώντ• 
ό  αυτό;  λιΟουργός  ήδύνατο  χάλλιστα  νά  έργασΟί)  έν  αμφότεροι;  τοΤς 
εργοιί. 


πολύ  δλιγώτ  poi,  διότι  καί   ύκολο 
εις  καταστροφή  ν,  φέρουσι  ο:  τή  '■'.'- 

στραμμένης  '  >ρθο- 

κέρα;;/,;  ΙνεπΙ 

αυτό  γράμμα   ;-•  ;ιάν   /  Ελους  αυ- 

τής καί  Ιπί  τοΟ  οπισθίου.    Επί  πολλών  / 
ύπάρχουσι  δύο  λιΟουρ  ίματα,  οσάκις  ε•.;  ϊ  >- 

>ους    άπό   KOtvoO    i:  ο  ;;    άνηκε   -. 

τις  κεραμίδων,  ίφ    ού    Γστατο    ή    Ινεπίγραφο< 
σημά*  ένίοτί  καί  του  αυτού  λίθου  γοΟ  "■ 

y   είνε   ΐπικεχαραγμένον  '■■:   καί   οη    έπί    τΐ)ς 
αυτής  επιφανείας  τ  Γ,  ς  κεραμ« 

■ 

λοΰται   χαί  : 

ή  Ιπιγραφι),  τ-.    //(  .    τήν   r. 

ματο;    του    /.ατα  <ixaf 

δηλοί  τά;  άχαταγράφους. 


1.  ΚεραυΑς  δχεταγωγος    1  ,  Μ(άκ.)  0,80. 

Ύπ.  Π  Ρ  UÜ  Τ  Ι  UU 

NOC 
Λ|)ο;τίωνοο. 

Του  αύτοΰ   λιθουργοΟ   πιθανώτατα   εινε   και  ai 
εξής  κεραμίδες  αριθ.  2-6. 

2.  Τεμάχιον   ο/εταγωγου     18),  M.    H Μ'.\.    II. 
0,34. 

Ύπ.  Π  Ρ  UÜ 

3.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  άποκεκρουσμένον  το 
ήμισυ  τοΟ  πάχους  (24),  Μ.  0,27.  II.  0,24. 

Ύπ.  HPUU 

4.  Καλυπτήρ    σχεδόν  ίλως   ακέραιος   f39)  Μ. 
0,82. 

ΠΡω 

:;.   Τεμάχιον   δχεταγωγοΟ     14  .  Μ.  0,30,  Π. 
0,34. 

Ύπ.  S  Π 

6.   Τεμάνιον  καλυπτήρος    άκατ.    Μ.* '.'-'Ι. 
Ύπ.  Ρ  UU  Τ  Ι 


255 


ΣΥΜΜ1ΚΤΑ 


256 


Πέος   άοιστεράν    δύνανται  να    λείπωσι    γρά 


(α- 


αατα. 


Συνεργασίαν  του  Πρωτίωνος  μετ'  άλλου  λιθουρ- 
yotj  δηλοΐ  ή  έξης. 

7.   Τεμάνιον   οχεταγωγοΰ  πανταχόθεν   ελλιπές 

[22),  Μ.  0,25,  Π.  0,13. 


'Υπ. 


ΠΡ 
Τ6 


Έκατέροθεν  δύνανται  να  λείπωσι  γράμματα. 
*Αν  ή  επιγραφή  του  δευτέρου  λιθουργοΰ  δέν  είνε 
κεκολοβωμένη  έν  τη  άρχη,  ανήκει  πιθανώτατα  εις 
τον  επί  των  εξής  κεραμίδων  σημειούμενον   Τ  6  Ι. 

8.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΰ  (31),  Μ  0,18,  Π. 
0,14. 

Πρ.  τει 

9.  Τεμάχιον  καλυπτήρος  (άκατ.)  Μ.  0,16. 

τει 

Άνεκοινώθη  καί  ύπο  Φιλίου  έν  Πρακτ.  τής 
Άρχ.Έτ.  1882  σελ.  101  ύποσημ. 

Ό  αυτός  Τ  6  Ι  άπαντα  πιθανώς  καί  έν  τη  επο- 
μένη κεραμίδι  συνεργαζόμενος  μετά  του  Τ  e  Λ. 

10.  Όχεταγωγος  (8).  Μ(άκ.)  0,80. 


1π. 


Τ6Λ 

τε 


Ενός  των  δύο  τούτων  το  όνομα  πιθανώς  παρι- 
στά το  Τ  έν  τή  έξης  κεραμίδι. 

11.    Όχεταγωγος  (2),  Μ(άκ.)  0,82. 


Ύπ. 


ΘΗ  Ν  Ι  Ω  Ν 


Προς  άριστεράν  δύνανται  να  λείπωσι  γράμματα, 
ώστε  άναγνωστέον  [,Α]θ)ΐνίων[οο).  Έπί  φατνώ- 
ματος τίνος,  όπερ  νομίζω  δτι  προέρχεται  έκ  τών 
Μεγάλων  Προπυλαίων  άναγινώσκεται  το  όνομα 
λιθουργου  τίνος  ΑΘΗΝ60Υ  (Έφ.  Αρχ.  1894 
σελ.  164  ύποσημ.),  όστις  έξ  άπαντος  δέν  εινε  δ 
αυτός  προς  τον  παρόντα. 

1 2 .      Όχεταγωγός  (  9  ) ,  Μ(άκ .  )  0 , 8 1 . 


'Γ- 
ι .. . 


τελ 


13. 
0,23. 

Πρ. 


Τεμάχιον  οχεταγωγοΰ"  (15),  Μ.  0,50.  Π. 


Τ€λ 

e  ντν 


14.    Τεμάχιον  ο/εταγωγου  (20),  Μ.  0,33,  Π. 
0,20. 

'Υπ.  τ  e  λ 

ΔΙ 


15.    Τεμάχιον 

Π.  0,12. 


άοήλου   ζϊοονζ 


Τ6λ 

ΔΙ 


(46),  Μ.  0,22, 


16.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΰ  (32),  Μ.  0,20,  Π. 
0,12. 

Πρ.  ~eX 

Tò  πρώτον  γράμμα  φαίνεται  δτι  ήτο  Τ. 

17.  Μικρόν  τεμάχιον  άδηλου  είδους  (45),  Μ. 
0,09,  Π.  0,08.  ' 

-6λ 

Το  πρώτον   γράμμα  καί  ενταύθα   φαίνεται  δτι 
ήτο  Τ. 

18.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΰ  (21),  Μ.  0,25,  Π. 
0,22. 


'Υπ. 


€Λ 


Προς  άριστεράν  δύνανται  να  λείπωσι  γράμ- 
ματα,  ώστε  πιθανώς  εκείτο  καί   ενταύθα  Τ  e  Λ. 

Τον  αυτόν  λιθουργον  δηλοΐ  πιθανώτατα  καί  ή 
πρώτη  τών  έν  τή  έξης  κεραμίδι  επιγραφών. 

19.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΰ,  ώς  φαίνεται,  παν- 
ταχόθεν  ελλιπές  (37),  Μ.  0,19,  Π.  0,10. 


Υπ. 


Λ6 
Ο 


Γράμματα  δύνανται  να  λείπωσιν  έκατέροθεν , 
ώστε  δύναται  νά  άναγνωσθή  [Τε] Αε [σφόρον]  ή 
άλλο  τοιοΰτον  όνομα. 

Του  ' Αθηνίωνος  το  όνομα  6r\koi  πιθανώς  ή  επι- 
γραφή τής  έξης  κεραμίδος  καί  ή  πρώτη  τών  επι- 
γραφών τής  επομένης: 


257 


ι:  ΓΜ  Μ  Ι  ΚΤΛ 


20.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΟ  (άκατ.),  Μ.  0,09, 
II.  0,14. 

Πρ.  Α  Θ 

21.  Όχεταγωγος  (6),   Μ(άκ.)   0,83,    II -ix..) 
0,60. 


ΧϊΛ. 


ΘΑ 

A3 
ΕΥΑ 


H  έπί τοΟ  χείλους  επιγραφή  φαίνεται  5τι  επανα- 
λαμβάνει αμφότερα  τα  έ— 1  της  ύπτιας  επιφανείας 
ονόματα,  το  τ.ρώτον  ci  παριστά  τον  έκ  τή;  ύπ'  αριθ. 
13  κεραμίδος  γνωστόν  6VTV,  ήτοι  £i>riî(j£(.or) 
πιΟανώτατα.  Το  όνομα  αύτοϋ  εΤνε  γεγραμμένον 
επανειλημμένως  καί  εν  τή  επομένη  κεραμίδι.  Αλλ' 
ομω;  πρβλ.  καί  τά  αυτόθι  σημειούμενα.  Ό  αυτό; 
άπαντα  καί  εν  ταΐ;  υπ'  αριθ.  23-24. 

22.  '  Όχεταγωγός    (3),    Μ(άκ.)   0,84,    Π(άκ.) 


0,60. 
Ύ«. 

Πρ. 

Χε•.λ. 


A3 

εγ+ 

EV* 
ÄY3 


Tò  σταυροειδές  γράμμα  της  δευτέρας  επιγρα- 
φής είνε  κακώς  γεγραμμένον  Τ•  Αμφίοολον  είνε 
αν  το  έπ'ι  τή;  πρηνοος  επιφανείας  προς  οεςιάν  κεί- 
μενον  γραμματοσύμπλεγμα  δηλοΐ  άλλον  λιΟουρ- 
γόν,  ή  είνε  το  όνομα  αύτοΟ  τούτου  του  Ευτυχίου 
ημιτελές  καταλειφΟέν.  Τουλάχιστον  άλλου  λίθουρ- 
γοΟ  όνομα  από  Τ  Υ  άρ^όμενον  δέν  άπαντα  άλλα- 
χοο.  Τα  A3  ή  EV  ώς  κείται  εν  αριθ.  24  (προ).. 
και  αριθ.  25)  δύναται  να  παριστά  άλλον  λιθουρ- 
γον  έτερον  τοΟ  EVTV  (πρβλ.  καί  αριθ.  56),  καί- 
τοι επιτρέπεται  να  συμπεράνη  τι;  το  εναντίον  έκ 
τή;  ύπ  αριθ.  21  κεραμίδος.  Ιοε  /.Ά  Πρακτικά  τή; 
Άρχ.Έτ.  1895  σελ."  184  6ποσημ.  3. 

23.  Τεμά/ιον  ο^εταγωγου  3•>  .  Μ.  0,14,  II. 
0,13. 

Πρ.  ÄY3 

24.  Ό/εταγωγος  (4),  Μ(άκ.)  0,81,  Π(άκ.) 
0,60. 


ΙΙρ 
Χι  Α 


EV 


λ"  V3 
ΕΥΑ" 


Το  πρώτον   Ιν  τ/,  πρην  ι  ιματο- 

αυμπλεγμα  δήλο?  πιθανώς  Ε  Ρ.    Ιο.  καί  fcptfl 
25.  Τεμάχιον  δχετα-)  ΰγοΟ     Μ  ,  Μ    0,21,  II. 

0,18 


Πρ. 

Χιιλ. 


Ε  Α 

Δ  Ι 


Ό  έκ  τ?,;  παρούσης  κεραμίδος   χα!  των  y    ι 
τέρω  ύπ    αριθ.  14-15  γνωστό;   ΔΙ    άπαντα  /.χι  έν 
ταϊς  έ;?,:: 

26.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ    36  ,  Μ.  0,13,  II. 
0,15. 

ΙΙρ.  ΔΙ 

27.  Μικρόν  τεμάχιον   άδηλου  είδους    50  ,   Μ 
0,12,  11.0,12. 

ΙΔ 

28.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  (29),  Μ.  0,24,  II. 

0,13. 
Πρ.  λι 


Χ6ιλ. 


(πιΟανώτατχ    Π 


29.  Τεμάχιον  δρθοχεράμου  (43  ,  Μ.  0,15. 
lipo;  δεξιάν  Δ 

Όπισθεν  Δ 

Ώς  έκ  τοΟ  μικρού  μεγέθους  τή;  δρθοχεράμου 
είχάζω  δτι  α6τη  δεν  ανήκει  εί;  το  Γελεστήριον, 
αλλ'  εί;  το  παρ-/  το  νότιον  τείχος  ^ωμαϊκον  κτί- 
ριον  το  ύπ  έμοΟ  αποκαλουμενον 
Λίμημα.  (Πρβλ.  Πρακτ.  της  Άρχ.  'Ετ.  1895 
σελ.  182).  Πληρέστερον  το"  ΐνομα  τοΟ  λίθου; 
είνε  γεγραμμένον  εν  τη  έ;/,;: 

30.  Όχεταγωγός    7  .  Μ  άκ.    0,80. 


Ί'ζ. 
Πρ. 


Δ  ΙΑ 
ΔΟΥ 


Προ;    άριστεράν    δύνανται    να   λείπωσι    γράμ- 


ιατα. 


259 


ΣΥΜΜ1ΚΤΑ 


260 


"Οχι  άλλος  τις,  αλλ'  δ  αυτός  μετά  του  ΕΥΤΥ 
ή  του  ΕΥ  πιστεύω  οτι  άπαντα  εν  τη  έξης. 

31.  Τεμάχιον   άδηλου    είδους  (47),    Μ.  0,25, 

Π.  0,12- 

/3ΙΔ 

Ό  έν  τη  επομένη  δεν  φαίνεται  να  εΐνε  ό  αυτός, 
διότι  και  το  πρώτον  γράμμα  φαίνεται  δτι  δεν  εΐνε 
Δ  (μάλλον  φαίνεται  Ρ"),  καί  άμφίβολον  είνε  αν 
ανήκει  εις  κεραμίδα  το  τεμάχιον: 

32.  Τεμάχιον  μαρμάρου  πανταχόθεν  ελλιπές, 
δπερ  άμφίβολον  αν  είνε  κεραμίς  (άκατ.),  Μ.  0,14, 

Π.  0,11- 

>ΙΕ 

Καί  το  δεύτερον  γράμμα  δέν  σώζεται  άκέραιον 
προς  τα  κάτω. 

33.  Τεμάχιον  οχεταγωγου  (άκατ.),  Μ.  0,22, 
Π.  0,30. 


Ύπ. 

Πρ. 


ora 


ri 

a 


Tò  έπί  της  ύπτιας  επιφανείας  γραμματοσύμ- 
πλεγμα  είνε  ίκανώς  έφθαρμένον  προς  τα  άνω,  ώστε 
δυσκόλως  δύναται  να  ορισθή  τίνα  γράμματα  παρι- 
στά, το  δε  έπί  της  πρηνοΟς  φαίνεται  ό'τι  παριστά 
Ε  Ρ,  ώς  το  έν  τη  υπ'  αριθ.  24. 

34.  Τεμά/ιον  οχεταγωγου  (28),  Μ.  0,11,  Π. 
0,17. 

χεΛ.  πι 

Προς  άριστεράν  δύνανται  να  λείπωσι  γράμματα' 
σημειωτέον  δε  ό'τι  το  όνομα  Επ(,γό{νον)  άπαντα 
έν  λίθω  τινί  έκ  του  Τελεστηρίου  προερχομένω. 
(Ίδέ  Έφ.  Άρχ.  1894  σελ.  164  ύποσημ.).'  Το  έν 
τεμαχίω  άρραβδώτου  χιόνος  απαντών  ΠΙ  Ν  (Πρα- 
κτικά της  Άρχ.Έτ.  1895  σελ.  192)  παριστά  άλ- 
λον τεχνίτην,  διότι  ο  κίων  ανήκει  εις  οίκοοόμημα 
παλαιότερον  του  Τελεστηρίου.  Ή  μήπως  καί  το 
οίκοδόαημα  τούτο  διαφθαρέν  συγχρόνως  μετά  τοο 
Τελεστηρίου  άνεκαινίσθη  καί  αυτό; 

35.  Τεμά/ιον  ό/εταγωγοΰ  (17),  Μ.  0,35,  Π. 
0,30. 

Τπ.  Π  Ο  Λ 


36.    Τεμάχιον   άδηλου   είδους   (44),  Μ.  0,37, 

Π.  0,12. 

πο 

3/.    Τεμάχιον    οχεταγωγου    πάντα/όθεν    έλλι- 
πες  (33,  Α),  Μ.  0,20,  Π.  0,21. 


Ιπ. 
Πρ. 


Π 

Ζ 


Τα  Ζ  άναγνωστέον  Ζ(ωπνρον).  Πρβλ.  την  έπο- 
μένην.  Το  αύτο  Ζ  ευρίσκεται  καί  έν  τοις  λίθοις 
του  παρά  τα  νότιον  τείχος  ρωμαϊκού  οικοδομήμα- 
τος (Πρακτικά  της  Αρχ.  Ετ.  1895  σελ.  180 
καί  184  ές".  υποσημ.  3),  ό'περ  φαίνεται  οτι  πρέπει 
να  Οεωρηθη  σύγχρονον  του  Τελεστηρίου.  Πρβλ. 
καί  ανωτέρω  αριθ.  29  καί  25  έξ.  Το  γεγονός  δέν 
εΐνε  άμοιρον  σπουδαιότητος  ώς  άποδεικνύον  ό'τι  ή 
κατά  τον  Β'  μ.  Χ.  αιώνα  επελθούσα  καταστροφή 
δεν  περιωρίζετο  εις  μόνον  το  Τελεστήριον,  άλλ'  ό'τι 
καί  το  λεγόμενον  ΒονΛεντήροον  συγκατεστράφη 
μετ'  αύτου,ί'σως  οέ  καί  άλλα  οίκοοομήματα.Πρβλ. 
αριθ.  34 

38.  Τεμάχιον  οχεταγωγου  πανταχόθεν  ελλιπές 
(19),  Μ.  0,56,  Π.  0,22. 

'Υπ.  Ζ  UU  π  Υ 

ήτοι  Ζωπύ{ρον). 

39.  Τεμάχιον  οχεταγωγου  (12),  Μ.  0,59. 


Ύπ. 


Ζ«. 


Το   οζύτζρον    κεκολοβωμένον   γράμμα    φαίνεται 

ώς  UU. 

Εις  τον  αυτόν  αναμφιβόλως  άνήκουσι  καί  αι. 
έπόμεναι  δυο,  καίτοι  έν  αύταϊς  δύναται  να  άναγνω- 
σθη  καί  Ζ  καί  Ν . 

40.  Τεμάχιον  οχεταγωγου,  ώς  φαίνεται  (33), 
Μ.  0,20,  Π.  0,13.' 

Πρ.  Ζ 

41.  Μικρόν  τεμάχιον  άδηλου  είδους  (49),  Μ. 

0,13,  Π.  0,08. 


42.    Τεμάχιον  οχεταγωγου  (34),  Μ.  0,22,  Π. 
0,13. 

Ύπ.  Ν  Ο  C 


261 


ΣΥΜΜΙΚΤΛ 


202 


Γράμματα  δύνανται  να  λείπωσι  μόνον  προς  δε- 
ξιάν. 

43.  Μικρόν  τεμάχιον  »δήλου  είδους  [48),  Μ 
0,09,  Π.  0,10. 

Ν  oc 

Tò  τελευταϊον  ήκρωτηριασμένον  γράμμα  φαί- 
νεται ως  C.  ΤοΟτο  το  τευ.ά•/ιον  φαίνεται  δτι  είνε 
το  υπό  Φιλίου  εκδοθέν  έν  ΙΙρακτ.  της 'Αρχ.  Έτ. 
1882  σελ.  101  ύποσημ. 

44.  Όχεταγωγος  (5),  Μ(άκ.)  0,83. 


1  7C 


ΟΝΟ 

ΟΝΟ 


45.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  (25),  Μ.  0,30,  Π. 
0,12. 

Πρ.  ΟΝΟ 

46.  Τεμάχιον  καλυπτηρος  (41),  Μ.  0,35. 

ΟΝΟ 

47.  Τεμάχιον  καλυπτηρος  (42),  Μ.  0,20. 

ΟΝΟ 

48.  Όχεταγωγος  (10),  Μ.  0,72,  Π.  0,42. 

Ύπ.  C  ω  Ti 

•    Πιθανώς  Σωτη(ρίωνοο)  ή  Σωτη(ρίχου).  Ό  αυτός 
άπαντα  και  έν  τη  επομένη. 

49.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  (26),  Μ.  0,14,  II. 
0,13. 

Χείλ.  C  (ι) 

50.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  (13),  Μ.  0,34. 
Ύπ.  \  Γ  6*  θ  Ο  Υ 

Προς  άριστεράν  δύνανται  να  λείπωσι  γράμμα- 
τα, ώστε  άναγνωστέον  πιθανώς  [Έπ]αγάθου. 

51.  Όχεταγωγος  (11),  Μ(άκ.)  0,69. 
•Τπ.  Θ  e 

52.  Καλυπτήρ  (39,  Α),  Μ.  0,72. 
Ύπ.  φ  6 


Αναμφιβόλως  άναγνωστέον  καΐ  ίνταΟθβ  θ  - 

53.  Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ    16  .  Μ.  0,29,  II. 
0,35. 

'Tic.  ΓΑΙ 

ήτοι  /  ai  ον). 

54.  Τεμάχιον  οχεταγωγοΟ    30),  Μ.  0,19   II 
0,20. 

Πρ.  6YCINI 

Γράμματα  δύνανται  να  λείπωσιν  ί/ατέροΟεν. 
Άναγνωστέον,  ώς  φαίνεται,  [ΕΛ  ■<■.,,:,,  II 
επιγραφή  αναφέρεται  όχι  είς  τον  ποιήσαντα  >  •.- 
θουργόν,  αλλ  εί;  το  ιερόν,  δι'ί  ήτο  προωρισμένη 
ή  κεραμίς.  Οτι  δέ  Έλ  vairior  ίκαλεΐτο  και  ι 
αύτη  τ/,  Ε)  ευσΐνι  ιερόν  Γδε  CIA  IV,  1,  4ριθ.  27  b 
στ.  29,  Ι\'  2  αριθ.  1 1  Ci'.  Ι.  στ.  Ι.  Πρβλ.  καΐ 
Foucart  έν  Bull.  ti.  con•.  Hell  18MO  «λ.  237 
LoO  αύτοΟ  ΙεροΟ  το  όνομα  πιστεύω  δτι  /είτα.',  καί 
έν  τη  ύπ'  εμού  έν  Έ^μ.  Αρχ.  1895  σε)  .  99 
έκδοθείση  επιγραφή  Λ,  15,  ένθα  &ναγνωστέον  zaïç 
[ir]  '£!.ί[ε]υοΊκ[ίω]. 

55.  Τεμάχιον  καλυπτηρος  (40),  Μ.  0,15. 


Ύπ. 


CTP 


Γράμματα  δύνανται  να  λείπωσιν  έκατέροΟεν. 
56.   Τεμάχιον  οχεταγωγοΟ  (άκατ.),  Μ.  0,35, 
Π.  0,  25. 


Ύπ. 


6Β6 


ήτοι  πιθανώς  Evi-.  *Αν   αναφέρεται    εις   τον  ανω- 
τέρω  (αριθ.  22)   μνημονευθέντα   EV,   άμφίβολον. 
57.   Τεμάχιον  δχεταγωγοΟ  πανταχόθεν  ελλιπές 
(23),  Μ.  0,26,  Π.Ό,20. 


Ilf 


61 


58.   Τεμάχιον  οχεταγωγοΟ  τέχνης  χείρονος  των 
άλλων  (38),  Μ.  0,15,  Π.  0,15.' 


Ύπ. 
Χ«ιλ. 


Α 
Λ 


ΑΧΛΡΕΑΣ    Ν.  ΣΚΙΑΣ 


263 


Σ ΥΜ  ΜΙΚΤΑ 


264 


ΣΗΜΑΤΑ  ΕΠΙ  ΑΡΧΑΙΩΝ  ΥΔΡΑΓΩΓΩΝ  ΣΩΑΗΝΩΝ  ΕΝ  ΕΑΕΥΣΙΝΙ 


Μετά  των  επί  των  κεραμίδων  επιγραφών  πρέπον 
φαίνεται  να  έκδοθώσι  και  έτερα  τίνα  χειρωνακτικά 
σήματα,  ήτοι  τα  έπι  μολύβδινων  υδραγωγών  σω- 
λήνων έν  τω  έν  Έλευσΐνι  μουσείω  άποτεΟειμένων, 
ευρεθέντων  οέ  πάντων  έν  τη  περιοχή  του  ίερου 
άνασκάπτοντος  του  Φιλίου.  Οί  σωλήνες  ούτοι  είνε 
κατεσκευασμένοι  εκ  πλατέος  ελάσματος  συγκε- 
καμμένου  και  συγκεκολλημένου  καθ1  άπαν  το  μή- 
κος αυτών,  διό  καί  το  σχήμα  αυτών  ούοέποτε  είνε 
κυλινδρικόν,  άλλ'  απολήγει  εις  γωνίαν  κατά  την 
γραμμην  τής  συγκολλήσεως  τα  ο  επ  αυτών  σή- 
ματα είνε  εκτυπα  ίκανώς  προέχοντα.  Καθ'  α  μαρ- 
τυρεί δ  Φίλιος,  ευρέθησαν  άπαντες  κατά  τα  προς 
ανατολάς  των  Μικρών  Προπυλαίων  μεταγενέστερα 
ερείπια,  τα  υπ'  αύτου  συνήθως  Βνζαντινα  γαΑά- 
ΰψατα  αποκαλούμενα.  Εΐς  εκ  των  εχόντων  την 
μεγίστην  ευρύτητα  διήρχετο  παρά  τον  πύρ^'ΟΊ  Α 
το  ρωμαϊκον  τείχος  του  περιβόλου  άπάγων  έςω 
ΰδωρ  πιθανώς  όμβριον,  'hzpoc,  οέ  μικρας  διαμέ- 
τρου, 6ν  δεν  δύναται  νά  Όρίστι  Ό  Φίλιος,  ευρέθη 
κάτωθεν  τής  εξωτερικής  βαθμίδος  τών  Μικρών 
Προπυλαίων  άπάγων  το  ύοωρ  τής  παρ  αυτά  με- 
ταγενεστέρας  δεξαμενής  η1,  άλλ  οΐ>ζος  φαίνεται 
δτι  εινε  εΐς  έκ  τών  μηδέν  σήμα  φερόντων,  δ  μα- 
κρότατος πάντων  έχων  μήκος  2,3ο  μ.  μεγίστην 
οέ  διάμετρον  0,11 . 

1)   Σωλήν    μήκους    1,54.    Μεγίστη    διάμετρος 

0,14. 

Σήμα  VIII 


2)  Σωλήν  έκ  δύο  τμημάτων  συγκεκολλη μένων 
συνιστάμενος.  Όλικον  μήκος  αύτου  2,30,  μεγί- 
στη διάμετρος  0,14. 


Σήμα 


Υ       τ>£ 


3)  Σωλήν    μήκους    1,80.    Μεγίστη    διάμετρος 
0,12ο. 


Σήμα 


Η> 


4)   Σωλήν    μήκους    0,90.    Μεγίστη    διάμετρος 

0,10 


r,u.a 


η  μ 


<Η 


Μετ   αυτό   φαίνεται  δτι  υπήρχε   καί  άλλο  σήμα 

κατεστραμμένον  υπό  τής  κατιώσεως  του  μολύζοου. 

5)   Σωλήν  μήκους  1,70.  Μεγίστη  διάμ.  0,11. 

Σήμα  έφθαρμένον  :         Ι1    (ίσως   III) 

Πλην  τούτων  ύπάρχουσιν  έν  τω  μουσείω  καί 
άλλοι  σωλήνες  άνευ  σημάτων,  ήτοι  δ  ανωτέρω 
μνημονευθείς,  έτερος  μήκους  1,60,  μεγίστης  οέ 
διαμέτρου  0,20,  ίτερος  μήκους  0,85,  μεγίστης 
δε  διαμέτρου  0,10  καί  άλλα  τινά  τεμάχια  έφθαρ- 
μένα. 

Α.  Ν.  Σ. 


(  'Εξεδόθη  τη  3ίί  'Ιανουαρίου  1897  J 


[St  -.h  Èv  τοις  Πρακτικοί?  της   Άρ/.'Κτ.  1887  π/ν.   1    σ/Ε2ιαγράφηρ.α  καί  τήν  έ'χθεαιν  τοϋ  Φιλίου  αΰτο'Οι  ίίλ.  :>3  ΰποσ.  2. 


ΙΊ 

< 


■:^. 


% 


' 


r 


$ 


/ 


e® 


ι»' 


4 


r- 


| 


r 


/> 


/>S 


s  Λ 


I 


.f 


OO 


Ι- 
Ο 
< 
Ο 

< 
χ 

Q_ 

< 


χ 
lu 


rW 


■mm 


/ 


ψ 

■•-r-i*àer  -  Hi  BÈI 


•'ÄeWÄSlSSäS-.     Î^apî-1 


.ff 


^, 


m 


m 


δ: 


Χ         W 

>-     ο 


< 


m 


Ν 


LÜ 

Χ 
< 
Χ     ό 

ι-    S 


CZ 

< 

Q_ 


κι 
< 


Kl 

LU 

l•• 

X 
H 
Ο 

< 

X 
Q- 
< 


< 

< 

Ζ 

r 
> 


α> 


r 

ο 
< 

ο 


α. 
< 

ο. 

UJ 

Σ 
χ 

UJ 


Βφβμβριζ  Αρχαιολογική  1896 


HlHAI  Λ 


ΤΕΘΡΙΠΠΟΝ      ΡΗΛΙΝΟΝ 


>- 
ο 

co 

I 

■θ- 

LU 

I 

< 
< 
■θ• 

LU 


s 


g 
< 

Η 


Ζ 

Ο 

■θ• 
> 
< 

L• 
< 
Ζ 
< 

Ζ 

Ο 

m 

Σ 

> 


LU 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 


ΠΙΝΑΞ    6 


» 


•? 


<gy 


(#  $  •  & 

#  Cr  -f    # 


16 


17  ιβ  20 

#  #  #   φ 


m 


25  26 

#        Φ        φ     Φ 
φ        Φ       φ 


Α> 


ΛΕΥΚΑ*  .     ΚΟΡΙΝΘΟ* 


0 


ΕΦΗΜΕΡΙΓ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 


ΠΙΝΑΞ      7. 


9     ^ 


^ 


#•• 


i?    W 


^  # 


- 


ι§ 


■y 
1) 


Ό 


3 


/>■  -  ' 


y 


^y 


®  #  $  m 


ι 


4 


vrr, 


35 

m  φ  mm 
φ  φφ 


■ 

'Ά  Φ 


s 


Ä> 


ΚΟΡΙ  ΝΘΟ* 


./    .ic'.".    /  - 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 


ΠΙΝΑΞ       8 


'J 


% 


^!) 


ii 


'■■fjl 


w 

■y 


§ 


•  •  •  •• 
φ  Φ  Φ  Φ  Φ 


ι 


Φ 
Φ  Φ  Φ  Φ 


»1  22  23 

υ         •  Φ  Φ  Φ  Φ 


Q 

y 


Λ 


-'    Κ  jf) 


'// 


Μ 


j 


m 


Ίν 


■  "Vi 


φ  φ 


- 


r  -'y 


R 


«& 


y?. 


,*#j 


\& 


KOPI  NGOi  .  ΦΛΙΟΥ* 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 

90•ββΜ 

9ΘΙβΙ9 


•  Φ  9  9  9  •  • 


22 


115  26  ay  sa 

$9  9  θ  9  9 


9  99999  9 


^  ©  9  £   9  9  9 

9  9  9  9   9  9  9 

99     99    9  9 


R 

ΑΡΓΟ* 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 


ΠΙΝΑΞ        10. 


T^y  ^J^       ^^Ρ^ 


%    φ    % 


β 


^y 


■è    ■ 


/■* 


& 


s. 


•ψ 


Φ    %    41    »■    ö 
•   •  Φ    Φ    #     Φ   φ 


23  2t 


» 


37 


ade  Q  φ  & 

6  •  #   φ   φ 


Φ 


Α> 


ΑΡΓΟ*  ,  ΑΙΓΥΠΤΟ* 


■ 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ      ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1896 


ΠΙΝΑΞ    11. 


ΠΗΛΙΝΑ     ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ 


< 

w 

ο 

e 
ο 

Ι- 
α. 
< 

< 

< 
I 


to 
œ 
οο 


a: 


ο 

Β. 

< 


Ε  Φ  Η  Μ  Ε  Ρ  Ι  Σ 

ΑΡΧΑΙΟ  Λ  0  ΓΙ  Κ  II 


Ε  Κ  Δ Ι Δ  Ο  Μ  Β  Ν  Η 


ΓΠΟ 


ΤΗΣ  ΕΝ   ΑΘΗΝΑΙΣ  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ   ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ 


ΠΕΡΙΟΔΟΣ  ΤΡΙΤΗ 

1897 


ΕΝ   ΑΘΗΝΑΙΣ 

ΕΚ  TOT  ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ  ΤΩΝ  ΑΛΕΛΦΩΝ  ΠΕΡΡΗ 

1897 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 


Sea. 

HiRTWIG,  Ρ.  Έπίνητρον  έξ  Ερέτριας  (πίν.  9  και  10) 129 

Καββαδία,  Π.  Τοπογραφικά  Αθηνών  κατά  τάς  περί  την  Άκρόπολιν  άνασκαφάς  [πίν. 

1-4  και  εν  ζιγκογράφημα  έν  τω  κειμένω) 1 

—  Έπιγραφαί  άναθηματικαί  τω   Απόλλωνι  6πο  Μακραΐς         Μ/ 

—  Περί  τοο  ναοΟ   τή"ς   Άπτέρου    Νίκης    κατ'  έπιγραφήν    έκ  της    Ακροπόλεως 

(πίν.  11) 173 

—  'Αγωνιστική  επιγραφή  έκ  Χαλκίδος  (πίν.   \'2  , 195 

Καςτιίωτοτ,  Π    ΊΙ  Κωλιά"ς  άκρα 93 

CooVE,  L.  Άμφορεύς  ρυθμοο  πρωταττικοο  (πίν.  5  καί  6) .  οί 

ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΟΤ,  Κ.  Έπιγραφαί  Ερέτριας   (μετά  3  πανομοιότυπων  επιγραφών  έν  τω 

κειμένω) **" 

Σκιλ,  Λ.  Ν.  Έπιγραφαί  Έλευσΐνος 33 

ΤΣΟΤΝΤΑ,  Χ.   Μητραι  και  ξίφη   έκ  Μυκηνών    [πίν.  7  και  8    και  '2  ζιγκογραφήματα 

εν  τω  κειμένω) °  ' 

—  Προσθήκη     ...» 200 

Fritze,  II.  von.  Συμβολή    είς  το  τυπικον   της  έν  Έλευσΐνι  λατρείας   (μετά  7  ζιγκο- 

γραφημάτων  έν  τω  κειμένω; 


163 


ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ 

Πίναξ        1    Άνασκαφαί  περί  τήν  Άκρόπολιν. 

—  2    Σπήλαια  του  'Απόλλωνος  καί  το0  Πανός. 

—  3     Σπήλαιον  του  'Απόλλωνος.  Σπήλαιον  του  Πανός. 

4  Έπιγραφαί  έκ  τοΟ  Σπηλαίου  του    Απόλλωνος. 

5  Άμφορεύς  ρυθμοο  πρωταττικοο. 

—  6  Άμφορευς  ρυθμού  πρωταττικοο. 
7  Μήτρα!  και  ξίφη   έκ  Μυκηνών. 

—  8  Ξίφη  έκ  Μυκηνών. 

—  9  Έπίνητρον  έξ  Ερέτριας. 

—  10    Έπίνητρον  έξ  'Ερέτριας. 

—  11    'Επιγραφή  έκ  της  'Ακροπόλεως. 

—  12   'Αγωνιστική  επιγραφή  έκ  Χαλκίοος. 
Σελ.  31    'Υπόγειος  κάΟοοος  έκ  της  Ακροπόλεως. 

—  110  Λαβή  ξίφους  έκ  Μυκηνών. 

—  113  'Εντομή  προφυλακτήρας  έκ  Μυκηνών. 

—  151  Πανομοιότυπα  επιγραφών  έξ  'Ερέτριας. 

—  153  Πανομοιότυπον  επιγραφής  έξ  'Ερέτριας. 

—  165  Πήλινα  Ουμιατήρια  έξ  Έλευσϊνος. 

—  167  Τοι/ογραφία  'Ετρουσκικού  τάφου. 

—  170  θυαιατήριον  έν  Έλευσινιακώ  πινάκι. 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ    ΑΘΗΝΩΝ 

ΚΑΤΑ  ΤΛΣ  ΠΕΡΙ  Ί II Χ  ΑΚΡΟΠΟΑΙΝ  ΑΝΑΣΚΑΦΑΣ 

II  .    1-4) 


'Από  των  [χέσουν  τοΟ  λήζαντος  έτους  1896  έγέ- 
νετο  εναρξις,  δαπάναις  τ-?;;  αρχαιολογικής  Εται- 
ρείας, ανασκαφών  περί  τήν  Αχρόπολιν.  Al  άνα- 
σκαςναί  αύται  θέλουσιν  έπεκταθη  κατ-/  τήν  δυτι- 
κήν  και  καθ' ο  Ar,  ν  τήν  άρκτικήν  κλιτύν  της  Ακρο- 
πόλεως καί  θέλουσι  διεςαχθη  κατά  το  αύτο  σύ- 
στημα καθ'  S  διεξήχθησαν  καί  αϊ  εντός  της  Ακρο- 
πόλεως από  του  1885-1891  ένεργηθεΐσαι  άνα- 
σκαφαί,  θέλει  δηλ.  προχωρήσει  ή  σκαφή  μέχρι 
τοο  φυσικοΟ  ρραχου,  ακολούθως  ci  το  έοα:ρο;  θέ- 
λει έπιχωσθη  έν  μέρει  (όπου  δέν  αποκαλυφθώσιν 
αρχαία  οίκοδομήματα)  καί  ίσοπεδωθη. 

Ιών  ανασκαφών  τούτων  ήρξάμην  άπο  του  με- 
ταξύ του  βράχου  του  'Αρείου  Πάγου  και  της  Α- 
κροπόλεως χώρου.  Προχωρήσασα  ò  εκείθεν  ή  σκά- 
φη μετά  τίνα  χρόνον  έπ  αυτών  τών  βράχων  της 
Ακροπόλεως  ήνεγκεν  εις  φώς,λήγοντος  του  1896, 
ευρήματα  σπουδαία  ύπο  τοπογραφική  ν  κυρίως  ε- 
ποψιν.  Περί  τών  ευρημάτων  καί  αποτελεσμάτων 
τούτων  τών  ανασκαφών  έν  σχέσει  προ;  τά  συναφή 
τοπογραφικά  και  άλλα  ζητήματα  θέλω  πραγμα- 
τευΟή  ενταύθα. 

Τα  σπήλαια  τοΟ  '.Απόλλωνος 
και   τοΰ    ΙΙανός. 

Ό  Παυσανίας  κατερχόμενος  έκ  της  Ακροπό- 
λεως διευθύνεται  τ.ζζ^  '^ζζν:ι  και  αναφέρει  αμέ- 
σως ύπο  τά  Προπύλαια  το  και  νυν  εκεί  σωζόμενον 
ύδωρ  τής  Κλεψύδρας  και  πΛηοίον  Λτολλωνο; 
ιερόν  έν  σπηλαίω  καί  ιερόν  τοϋ  1  Ιανός.  Το  κείμε- 
νον  του  Παυσανίου  (Ι,  28,  4)  έχει  ούτως:  «Κα- 
ταβασι  οέ  ούκ  ές  τήν  κάτω  πόλιν,  αλλ'  όσον  ύπο 
τά  Προπύλαια,  πηγή  τε  ύοατός  έστι  και  πλησίον 
'Απόλλωνος  Ιερόν  έν  σπηλαίω.  Κρεούση  οέ  Ουγα- 

ΚΦΗΜΕΡΙ!:     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897. 


τρι  Ερεχθέως  Απόλλων«  ένταΟθα  συγγενέσθαι  /ο 
μίζουσι  '  *  ώ;  πεμφθείη  Φιλιππίδης  ίςΑαχ 
μονά  άγγελος  κποβεβηκότων  Μήδων  Ις  τήν  yîjv, 
έπανήκων  οέ  Αακεδαιμονίους  ύπερβαλέσθαι  οαίη 
τήν  εξοδον'  είναι  γαρ  δη  νόμον  α,τοι;  μή  -ροτε- 
ρον  μαχουμένους  εξιέναι  πριν  η  πλήρη  τον  χύκλον 
τής  σελήνης  γενέσθαι,  τον  οέ  Πάνα  ο  Φιλιππίδης 
έλεγε  —  ε  ρ  ι  το  δρος  εντυχόντ«  οι  το  Παρθένιον  ca- 
vai τε  ώς  εύ'νους  Αθηναίοι;  είη  και  οτι  i;  Μαρα- 
θώνα ή;ει  συμμαχήσων.  οδτος  ;.:,  οδν  ο  θεός  ΐπι 
ταύτη  τη  αγγελία  τετίμηται  .Ίο  ;.ιτα:ν  τ'•,/  ίν 
τω  κειμένω  τούτω  λέξεων  νομίζουσι  καί  toc  γτ>(*- 
φθείη  κενόν  (όπερ  άναπληρωτέον  πως  δια  τών: 
ίνταϋθα  καί  τοϋ  lim•  ι;   iepor.    ί  :      έ- 

νοήθη  καλώ;  κατ   4ρχάς"  έπειτα  ίν  τισι  νειρογρά- 
φοι;  μετά  την  λέςιν  σπηΛ,αι  /ι  και  ή  > .  καί 

Uaroç'  τά  πλείστα  5μως  και  κάλλιστα  τών  χει- 
ρογράφων δέν  εχουσι  τήν  λέξιν  ταυτην.  Έκ  του 
ού/ί  òpOoj;  ένοηθέντος  τούτον  κειμένου  τον  Παυ- 
σανίου ορμηθέντες  κυρίως  ό  Leake  Topographie 
Athens,  σ.120  ,ο  Ο. Moller  Erech-Gruber  Enc. 
Ι.  τομ.  VI,  7.  229  .  ο  Beule  l'Acropole  d  Athè- 
nes Ι,  σ.  Ιθ3  και  ό  ISursian  (Geographie  Min 
Griechenland  Ι,σ.  294  υπέλαβον  οτι  ό  τε  Απόλ- 
λων  και  ό  Πάν  έλατρεύοντο  έν  τω  αύτω  σπη- 
λαία1. Πρώτος  δ  Göttling  (Rh  Mus. VII.  1850), 
σ.  1:  ϊίε  Ges.  Abh.  Ι,  Ι•1"  και  μετά  τοΟτον  ό  C. 
Bôtticher  (Philol.  XXII  ist'..".  ,  σ.  69,  :0ε  καί 
Bericht  iiher  die  Untersuchungen  auf  der  Akro- 
polis,  σ.  '2'22  .  ό  Wachemutfa  Ihr  Stadt  Athen,  I 
σ.249),  ό  Curtius  I  h'e  Stadtgeschiobte  von  Athen, 
σ.  134,,  ό  Mi  Ich  höfer  (Athen,  έν  Baumeisters 
Denkmälern, σ.208  ,  ό  Lolling  (Götting.  Gel.  Anz. 

1    Ταύτην    Tr,v    γνώατ,ν    ύ^03ΤΓ,;:ί£•.    *ϊ•    ό    Π(ρ6άνθγλθν{    ι  Neue 

Jahrb.  f.  Piniol,  und  Paedagog.  1873,  ο.   , 

1 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ   ΑΘΗΝΩΝ 


(1873),  σ.  498),  ό  W.  Judeich  (Ν.  Jahrb.  f.  Phi- 
lol.  τόμ.  CXLI  σ.  751)  κ.  ά.  διέκριναν  ορθώς  και 
άνεζήτησαν  δύο  σπήλαια,  εν  ρ.έν  δια  τον  Απόλ- 
λωνα, ζτιρον  δέ  δια  τον  Πάνα. 

Κατά  τήν  βορειοδυτικήν  γωνίαν  του  βράχου  τής 

Ακροπόλεως,  προς  το  αίρος  δηλ.  εις  ό  διηυθύνθη 
ό  Παυσανίας  κατελθών  έκ  της 'Ακροπόλεως,  ύπηρ- 
νον  ορατά,  προ  των  ημετέρων  ανασκαφών,  τρία 
σπήλαια,  ή  κυρίως  ειπείν  σπηλαιώδη  έν  τω  βράχω 
χάσματα,  μικρόν  έχοντα  βάθος  καί  όλως  ανοικτά. 
Τό  υ.έν  πρώτον  τούτων  (πίν.  1  Α.  πίν.  2,  είκ.  1 
και  II  αρ.  1)  κείται  ακριβώς  υπέρ  το  εν  τω  ναϊοίω 
των  αγίων  'Αποστόλων  σωζόμενον  νυν,  έν  τω  γνω- 
στώ  ορρέατι,  ύδωρ  της  Κλεψύδρας  (ϊοεπίν.  Ι,α/,τά 
δέ  δύο  έτερα  κείνται  μετά  τούτο,  κατά  το  ουτιν.ον  α- 
ν.ρον  της  αρκτικής  πλευράς  της  Ακροπόλεως  (πίν. 
Ι,Βκα'ι  Γ).  Το  πρώτον  τών  σπηλαίων  τούτων,  το 
σπήλαιον  Α,  το  υπέρ  το  ΰοωρτΐ^  Κλεψύορας,ύπέ- 
λαβεν  ò  Gülllin»-  ώς  τα  σπήλαιον  του  Απόλλω- 
νος  ,  το  οε  αμέσως  επομενον,  το  κατά  την  ουτι- 
κήν  άκραν  της  αρκτικής  πλευράς  τής  Ακροπό- 
λεως, το  έχον  καθ'  άπασαν  αυτού"  τήν  έπιφάνειαν 
κόγχας  έν  αΐς  ήσαν  ποτέ  έντεθειμένα  αναθήματα 
(πίν.  1,  Β.  πίν.  2,  είκ.  Ι  καί  II,  2.  πίν.  U,  είκ. Ι), 
ύπέλαβεν  ώς  το  σπήλαιον  του  Πανός.  Αυτή  δέ  ή 
γνώμη  ήτο  μέχρι  του  νυν  κρατούσα.  Όλως  οιά- 
φορον  γνώμην  έξήνεγκεν  δ  Lolling,  ό'στις  δέχεται 
υ.έν  τήν  υ,α.λλον  κρατούσαν  γνώμην  ώς  τ^ρος  το 
σπήλαιον  του  Πανός,  απορρίπτει  όμως  τήν  ώς 
προς  το  σπήλαιον  του  Απόλλωνος  και  αναζητεί 
το  σπήλαιον  τούτο  εν  τινι  σπηλαιώοει  χάσματι  έν 
τη  αρκτική  πλευρά  του  Τράγου  τής   Ακροπόλεως, 

1  Προς  εξασφάλισα  τοϋ  ΰδατο;  τούτου  είχε  κατασκευάσει  ό  'Οδυσ- 
σεύς 'Ανδρούτσος  έν  ετει  1822  τον  γνιοστόν  εκείνον  προμαχώνα,  όστις 
κατηδαφίσΟη  έν  ταΐς  γενομέναις  άνασκαφικαΐς  έργασίαις  έν  τΐ)  Λκρο- 
πόλει,  έν  ετει  1888,  (  ί'δε  Άρχ.  άεΛτίον-  1888,  σ.  92). 

2  Τούτο  ύπεστήριξεν  ό  Guttling  πιστεύσας  δτι  άνέγνωσεν  έν  τω 
περί  ου  ό  λόγος  σπηλαίω  έπιγραφήν  ΤΤΟΛ  (  =  Άπόλλωνος  )  λελα- 
ξευμένην  έν  τω  βράχω'  τοιαύτης  όμως  επιγραφής  ουδέν  Γχνος  εινε 
ορατόν  σήμερον,  ουδέ  πρότερο'ν  ποτέ  κατοΐρΟωσεν  άλλος  τις  να  δια- 
κρίνη.  Σημειωτέον  δέ  ό'τι  κα•  ε'ις  άλλην  ανακρίοειαν  περιε'πεσεν  ό 
GütlÜng.  Λέγει  δηλ.  δτι  έν  τω  σπηλαίω  τούτω  ΰπάρ-^ουσι  κο'γχαι 
προς  ένΟεσιν  αναθημάτων,  όπερ  δέν  εινε  ακριβές.  Κογ/αι  δέν  ΰπάρ- 
/'^σιν  έν  τούτω•  μόνον  ϊχνος  τι  διακρίνει  τις  σήμερον,  αλλά  καί 
lojto  άβέβαιον  εινε  αν  εινε  ι'/νος  κόγχης.  Σημειωτέον  δέ  ο'τιτο  σπή- 
λαιον τούτο  εινε  διπλούν  σπήλαιον,  ως  βλέπει  τις  έν  τω  πινάκι  1,  Α, 
εινε  όμως  λίαν  άδαθές,  ώστε  άμφίζολον  εινε  αν  έχρησίμευεν  ώς  τόπος 
λατρείας. 


προς  ανατολάς  του  υποτιθεμένου  σπηλαίου  τοο 
Πάνος  καί  εις  σχετικώς  μακράν  άπα  τούτου  άπό- 
στασιν.Άλλ'  ή  γνώμη  αύτη  ευθύς  έξ  αρχής  έφαί- 
νετο  αστήρικτος,  διότι,  ίνα  μή  τι  άλλο  είπωμεν,  ό 
Παυσανίας  έν  τοιαύτη  περιπτώσει  θα  ανέφερε  πρώ- 
τον το  σπήλαιον  του  Πάνος  καί  είτα  το  του  'Απόλ- 
λωνος καί  ουχί  τουναντίον. 

Του  σπηλαίου  του  Πάνος  ποιούνται  μνείαν,πλήν 
του  Παυσανίου,  καί  άλλοι  τών  αρχαίων  '  καί  μά- 
λιστα ό  'Αριστοφάνης  (περί  οΰ  κατωτέρω)  καί  ό 
Λουκιανός  (  έν  τω  ΔΙς  Κατηγορούμενος,  9),  ό'στις 
αναφέρει  δτι  ό  Πάν  κατείχε  το  άπα τοΟ  Αρείου  Πά- 
γου όρατόν  «  ί'.τιΊ  τ?)  Ακροπόίει  βπήίαιον  ,  μι- 
κρόν ύπερ  του  ΠεΛαϋγικον  ».'Ως  προς  δέ  τό  σπή- 
λαιον του'  'Απόλλωνος  σημειωτέον  ό'τι  εκ  τίνων 
επιγραφών  ευρεθεισών  τζρο  ετών  έγνωρίζομεν  ό'τι 
ό  κατά  τούτο  το  [ΐ.ίρος  τής  Ακροπόλεως  λατρευό- 
μενος  Απόλλων  έκαλεϊτο  Απόλλων  Ιποακραΐος 
καί  Απόλλων  υπ  Ακραις.  Η  καλλίστη  όμως  καί 
σπουδαιότατη  τών  πηγών  ημών  προς  έςακρίβωσιν 
τών  κατ  αμφότερα  τα  σπήλαια  ταύτα  εινε  ό  Ιων 
του  Εύριπίδου.  Μνημονεύων  του  έν  τω  σπηλαίω 
Ίιροϋ  του  Απόλλωνος  Ό  Παυσανίας  προστίΟησιν, 
ώς  είοομεν  ανωτέρου,  ότι  έλατρεύετο  έν  αύτω  δ 
'Απόλλων,  διότι  έκεϊ  συνηυνάσΟη  ούτος  μετά  τής 
Κρεούσης  Ουγατρός  του  'Ερεχθέως.  Οί  κρύφιοι  οΰ- 
τοι  γάμοι  του  'Απόλλωνος  μετά  τής  Κρεούσης,  έξ 
ών  έγεννήΟη  Ό  Των,  άποτελουσι  τήν  ΰπόθεσιν  τοΟ 
"Ιωνος  τοΰ  Εύριπίοου.  Τεκουσα  οηλ.  ή  Κρέουσα 
καί  Οέλουσα  νά  απόκρυψη  τό  εαυτής  αίσχος  έξέ- 
θηκε  τό  βρέφος  έν  τω  αύτω  σπηλαίω,  έν  ω  αύτη 
ει/ ε  συνευνασΟή  τω  Απόλλωνι,  βοράν  τών  θηρίων 
καί  τών  όρνέων.  Αλλ'  δ  'Ερμής,  παρακληθείς  ύπο 
του  Απόλλωνος,  άνείλετο  τό  [ίριδος  καί  μετήνεγ- 
κεν  αυτό  εις  Δελφούς,  ένθα  άνέθρεψεν  αυτό  ή  Πυ- 
θία καί  εγκατέστησε  νεωκόρον  του  Οεου.  'Εν  τη 
υπηρεσία  δέ  ταύτη  του  Απόλλωνος  διατελούντα  τον 
Τωνα  άνεγνώρισεν  ύστερον  ή  Κρέουσα,  μεταβασα 
εις  Δελφούς  σύν  τω  συζύγω  της  Λούθω,ώς  τον  έκ 
του  Απόλλωνος  υίον  αυτής  καί  ούτως  επανήλθε 
μετ'  αύτοΰ  εις  'Αθήνας,  ένθα  ούτος  έγένετο  δ  γε- 
νάρχης τών   Αθηναίων. 

Τοιαύτης  ού'σης  τής  υποθέσεως  τοο   οράματος 

*    "Ιδε  την  συναγωγήν    τών  σ/ετικών   τούτων  γωρίων    υπό  Milch- 
liöfer  έν  τη  τοϋ  Κουρτίου  Stadtgeschiclite  ν.  Athen, σ.  XXXVII. 


ΤοίΚ,ΓΙ'ΛΊΊΚΛ    Ai-)!I\îjN 


εύνόητον  εΐνε  ό'τι  γίνεται  πολ)  ακίς  έν  αϋτω  μνεία 
τοο  ύζο  τη  Ακροπόλει  χώρου, έν  ω  έγένετο  ή  σύλ- 
ληψις  του  [ωνος  καί  έν  φ  οδτος,  γεννηθείς,  εξε- 
τέθη ύ-ο  της  μητρός  του.  Ι  ά  χωρία  ταύτα,  εις  ά 
πολλάκις  θα  άναγκασθώμεν  νά  παραπέμψωμεν , 
εχουσιν  ώ;  ίςής: 

Έν  αργή  του  δράματος  προλογίζων  &   Epuri 
λέγει  τάοε  : 


Ι"• 


8     ϊστιν  γαρ  ούζ  Καημό      Ι•     ι{νων  icdXtc, 

-ι\;    /  J    111).'  ÌÌO(    Xlx)  ,,   ' 

III     ru  ni",'    I      |  ι  ...  Ί'       .;  Ιζιυξιν  γάμοις 
Κ     ..,;ιν,  ΙνΟα  icpoo6  >»ς 

Παλλάδος   j-    ',/Ί  .  ιν  /Οονός 

Μ  '        •       •..,,.;        ίνα  \      ■ 

άγνώ;  ο:   Κατρ('   τι•,  0 
Ι  "ι     γαατρό;  3ιι|νιγχ'  ϊγχον  ώς  5"  ηλΟιν  y_pdvo;, 

tixouV  (ν  οίκοι;  παϊδ'  άκι(νιγχιν  βριφος 

ει;  ταύτόν  ΐντρον  ββκιρ  ηϋνάσΟη  θεώ 
18      Κ     "j"i  χάχτίΟηβιν  ''•,;  βανούμ 

Ακολούθως  συναντά  ο    [ων  την  Κρέουσαν  καί 

ά.-ο  του  στ.  28.5  κέ.  έείοτδ  αυτήν  περί  του  εν  Α- 
θήναις χώρου  εκείνου,  έν  φ  έλατρευετο  ο  'Απόλ- 
λων, ό  Οεο;  δηλ.  εις  ού  την  ύπηρεσίαν  ό  Ιων  οιε- 
τέλει  έν  Δελφοΐς. 

281   ion  πατέρα  δ"  άληβώς  /άσμα  σον  ζρύπτει  /θονος; 

κιέ.  πληγαί  τριαίνης  ποντίου  σφ'  απώλεσαν. 

ion  Μαχρα!  δ=  /_ώρος  έστ'  έχει  χεχλημένος; 

ΚΡΕ.  ΤΙ  5'  ιστορείς  τοο';  ως  μ'  άνέμνησάς  τίνος. 

IQN  τιμά  σφε  Πύθιος  άστραπαί  τε  ΠόΟιαι; 

ΚΡΕ.  τιμά  γ'  ίτ;μ'  ώς  μήποτ'  ιΊΊφελόν  αφ'  ϊδεΐν 

ΙΟΝ  τί  δέ  ;  ατυγεϊς  où  τοϋ  θεού  τά  φίλτατα; 

ΚΡΕ.  ουδέν  ξΰνοιδ'  ά'ντροισιν  αίσ/ϋνην  τινά. 


Έ 


ν  στιγω 


/.':; 


Ì92 


κε.  ο  Λοοος  αοει  τ'/οε: 


492    'Q   ΙΙϊνός  Οαχήματα  χαί 
παραυλίζουσα  κίτρα 
μυχώδεσι  Μαχραις 

ίνα  /ορούς  στείόουσι  ποδοϊν 
Αγραύλου  χοραι  χτλ. 


500 


.   όταν  αύλίοις 
συρίζτ,ς,  ώ  ΙΙάν, 
τοΤσι  σοΐς  εν  άντρο; ς 
ίνα  τεχοϋσχ  :ις 
παρθένος,  ώ  μελεα,  βρέφος 
505     Φοί6ο>  πτανοΐς  έζοΊρισε  Οοίναν 
βηρσί  τε  φοινιαν  δαϊτα,  πικρών 
γάμων  ϋδριν 

Εν  στίχω  ί*.')"2  κέ.  ή  Κρέουσα  εκμυστηρεύεται 

είς  τον  παιοαγωγον  το  αετά  του  Απόλλωνος  εγ- 


κλτ. 


)μα  της  ώς  έξης: 


ι    KP.    «/.ou 

Μ  Π 

KP. 

ιι.     Ί   . 
κρ,  Ί 

Ι',/,  των  χωρίων  τούτων  δηλοΟται  δτι  ό   Απόλ- 
λων ίλατρεύετο  εν  τινι  χώρω  κατ-/  του;  προς 
ρδν  βράχους  τής  'Ακροπόλεως,  {στις  ίκαλεΤτο  Μα- 
κραί  και  [λυχώα  ις  Μακραί,καί  5τι  Ιν  αυτώ  !»πη 
χεν  ίερόν  του  Πανός  xal  βωμός  πλησίον.   Ι 
πάντα,  πολλά  πράγματα   εΓς  τι  του;  φιλολόγους 
κ  ζ  '.    τους    ά  ρ  /  α  •.  ο  /  ο  γους    π  α  ρ  ασχόντ  α  ,    ουν  ν  υ.  ε  0  α 
τώρα  τί,  βοήθεια  των  αποτελεσμάτων  των  ανασκα- 
φών κάλλιστα  να  έννοήσωμεν  και  έπί  toO  κνασκα 
φέντος  χώρου  σαφώς  νά  διακρίνωμεν  καί  ίςακρι- 
βώσωαεν. 

ι 

Αήγοντος  Δεκεμβρίου  του  παρελθόντος  έτους 
έγένετο  ή  ανασκαφή  του  υποτιθεμένου  σπηλαίου 
του  Πανός,  ο*ηλ.  του  σπηλαίου  Κ  πίν.  Ι  .  Ι!,  πίν.  2, 
Ι.  2  .  Κατ  ά;/ά;  έκαθαρίσθη  ολοσχερώς  το  έσω- 
τερικόν  του  σπηλαίου  τούτου,  ο  είκονίζεται,  fcva- 
κεκαθαρμένον,  έν  πίνακι  3,  είκ.  Ι.  Ιο  προκείμε- 
νον  σπήλαιον  εϊνε  8λως  σχεδόν  ανοικτόν  καί  ε/ε•. 
βάθος  2,40.  Το  άνοιγμα  αύτοΟ  ίχει  οψος  /,•ί(  Ι 
καί  πλάτος  4,30  '.  Γομήν  του  σπηλαίου  τούτου 
ΐοε  έν  πίνακι  1,  είκ.  Β -Β  . 

Το  εσωτερικον  του  περί  ου  ό  λόγο;  σπηλαίου 
εϊνε  ά-αν  κεκαλυμμένον  6πό  κογχών  λελαςευμέ- 
νων  έν  τ(0  βράχω,αίτινες  έχρησίμευον  ~;ο;  ύποδο- 
χήν  αναθημάτων.  Εϊνε  οε  αύται,  ai  πλεΐσται,  τε- 
τραγωνικαί  επιμήκεις  το  σχήμα  και  τίνες  περιφε- 
ρικά! και  εχουσιν  ai  πλεΐσται  δπάς  αίτιοι;  έχρη- 
σίμευον ~οο;  ενθεσιν  των  ήλων  δι  ojv  προσηρ- 
τώντο  τά  σχήμα  πινακίδων  ευ/οντα  àvxOr  υ,ατα  '-'. 
Κατά  το  μέσον  περίπου  υπάρχει  ή  μιεγίστη  ι 
κογχών,  ήτις,  ώς  οϋναταί  τις  νά  είκάση  έκ  τοΟ 
σ/ήαατος  αυτής,  έχρησίμευε  προς  οποδοχήν  μι- 
χρομεγέθους   αγάλματος   αετά  τετραγωνικής  έ-ι- 

1  Τοϋτο  το  άνοιγμα  ε'/ε  ιλιισβή    /.ατα  τ-,!,;  μιααιωνιχονς    '   . 
ρωτέρου;    /povoj;    Βιά  τει/ίαματος,   χαθ'  a   SiaxpCvil  τις   »δ»   έχ  των 
έν  τα!;  captiate  τ<,0  βράχου  αωζομίνων  !/νών  ά-ίε'ΐτου. 

2  ΙΙλήν  των  /.ογ/ών  τούτων  j-ipyojaiv  εν  το!ς  τοι/ωμαιι  τοί 
σκηλαίου,  τί,δί  xàxilat,  cal  ά*λώς  όπα:.  αϊτινες  θα  ηςρησίμΛυον  προ; 
ενθεσιν  ήλων  άφ' ών  άντ,ρτώντο,  ώς  φαίνεται,  ;χ:'.-ι  "  •α  αναθέματα, 
οίον  ατέφανοι,  ταινι'αι,  πήλινα  ειδώλια  χαί  ε"  τι  έτερον. 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


8 


■αήκους  το  σχήμα  πλίνθου  αύτοο.  Φαίνεται  ο  οτι, 
y.'S  o'j  το  έσωτεοικον  του  σ-•{\)<.α{ου  τούτου  έ/.α- 
λύφθη  άπαν  υπό  κογχών,  έξηκολούθησεν  ή  γλυφή 
κογχών  ποος  άριστεράν  και  ούτω  κατελήφθη  ή 
επιφάνεια  τοΰ  βράχου  ή  άποχωρίζουσα  το  σπή- 
λαιον τοοτο  από  του  σπηλαίου  Γ  (ί'οε  τάς  κόγχας 
ταύτας  έν  πίν.  2,  II  μεταξύ  τών  αριθ.  2  και  3, 
και  έν  πίν.  3,  Ι).  Έν  τη  κατωτάτη  τών  ενταύθα 
λελαξευμένων  οπών  (πίν  3,  Ι,  άρ.  1)  είνε  κεχα- 
ραγμένη  ή  επιγραφή  «"Αρχων  Έρέννιος  Δέξιπ- 
πος»,  περί  ής  ί'οε  κατωτέρω,  σ    14,  αρ.  16. 

Έκαθαρίσθη  ακολούθους  το  σπήλαιον  Γ  (πίν.1, 
Γ.  πίν.  2,  είκ.  Ι  καΐ  Π,  άρ.  3),  δπερ  ουδέν  παρέ- 
χει το  άξιομνημόνευτον.  Είνε  καί  τούτο  δλίυς  άνοι- 
κτόν,  ώσπεο  το  σπήλαιον  Β,  καί  έχει  κατά  τα 
άνοιγμα  αύτοΰ  οψος  11,20,  πλάτος  4,50  (ί'οε  το- 
μή ν  αυτού  έν  πίν.  1,  Γ'- Γ').  Έν  τω  έσωτερικώ 
•αύτου  ούοεμίαν  έχει  κόγχην. 

Μετά  οέ  τήν  έκκαΟάρισιν  τών  ούο  τούτων  σπη- 
λαίων άνεσκάφη  μέχρι  του  φυσικού  βράχου  ο  προ 
αυτών  χώρος.  Ή  ανασκαφή  αύτη  έσχε  σπουοαΐα 
αποτελέσματα. 

'Ακριβώς  έμπροσθεν  του  σπηλαίου  Β  (πίν.  3,1) 
εις  άπόστασιν  άπ  αύτου  ήμίσεος  περίπου  μέτρου, 
έν  έπιπέοω  10  μέχρι  30  περίπου  εκατοστών  του 
μέτρου  κατωτέρω  τοΰ  έπιπέόου  του  οαπέοου  του 
σπηλαίου, ευρέθησαν  έν  τοις  χώμασι  οέκα  μαρμά- 
ρινοι πίνακες1  οί  μεν  ακέραιοι  οί  δε  τεμάχια  (πίν. 
4).  Τα  σχήμα  τών  πινάκων  τούτων,  αϊ  οιαστασεις 
αυτών  και  ο  τόπος  της  ευρέσεως  καΟιστώσιν  άναμ- 
φισβήτητον  ότι  ούτοι  είνε  αναθήματα  προσενε- 
χθέντα  τω  έν  τω  σπηλαίω  τούτω  λατρευομένω  θεώ" 
τινές  αυτών  ήσαν  το  πάλαι  προσκεκολλημένοι  οια 
κολλητικής  τίνος  ύλης  καί  ενίοτε  δι'  ήλων  έν  ταΐς 

1  Ή  ολη  έπίχωσις  τοΰ  κατά  τά  σπήλαια  ταϋτα  χώρου,  ήτις  έπε- 
κάλυπτε  και  ίκανόν  μέρος  τών  σπηλαίων,  ει/εν  ύ'ψος  2  περίπου  μέ- 
τρων και  άπετελείτο  ix  δύο  διαφόρων  στρωμάτων.  Τό  άνώτερον  τών 
στρωμάτων  τούτων  άπετελείτο  έχ  μέλανος  χώματος  όπερ  είχε  κατα- 
πέσει Ιχ  της  'Ακροπόλεως.  Εντός  τούτου  ευρέθησαν  δύο  τεμάχια  ψη- 
φισμάτων, S  κατέπεσαν  προφανώς  ix  της  'Ακροπόλεως,  καί  τό  άνώ- 
τερον μέρος  μαρμάρινου  επιμήκους  πλακός,  ήν  βλέπει  τις  νϋν,  κατα- 
κειμένην  επί  τοΰ  βράχου,  έν  τω  πίνακι  3,  Ι.Τό  δέ  κατοίτερον  στρώμα, 
ό'περ  άπετέλει  τό  δι'  έπιχώσεως  κατασκευασθεν  έδαφος  τοΰ  περί  ου 
ό  λόγος  πρό  τών  σπηλαίων  χώρου, συνέκειτο  εκ  γιόματος  υποφαίου, 
ω  ήσαν  αναμεμιγμένα  καί  τρίμματα  λίθων  προερχόμενα  έκ  τών  γε- 
νομένων έκεΐ  èv  τω  βράχω  λαξευμάτων.  Έν  τούτω  τω  στρώματι, 
κατά  τό  άνώτατον  αΰτοϋ  μέρος,  ευρέθησαν  οί  περί  ών  ό  λόγος  πίνα- 
κες. 


;ινα- 


κόγχαις  τοΰ  περί  ου  δ  λόγος  σπηλαίου1.  Οί  πί 
κες  ούτοι  εχουσιν  άπαντες  γλυπτικώς  δεδηλωμέ- 
νον  στέ^ανον  έκ  κλάδων  ότέ  μεν  μύρτου,  δτέ  οέ 
δάφνης,  και  έπιγραφήν  άναΟηματικήν  τω  Απόλ- 
λωνι  ύπό  Μακραΐς  καί  ύπ  Ακραίο,.  Καθίσταται 
άρα  δήλον  καί  άναμφισβήτητον  δτι  το  περί  ου  δ 
λόγος  σπήλαιον  Β  είνε  ουχί  το  σπήλαιον  του  Πά- 
νος, ώς  κοινώς  μέχρι  τοΟοε  έπιστεύετο,  άλλα  το 
σπήλαιον  του  'Απόλλωνος,  αυτό  εκείνο  δπερ  δ 
Παυσανίας  πάνυ  προσφυώς  ονομάζει  «  Απόλλωνος 
ιερόν  έν  σπηΛαίω». 

Οι  ενεπίγραφοι  ούτοι  πίνακες  οί  έν  τω  φωτοτυ- 
πικώ  πίνακι  4  απεικονισμένοι,  εχουσιν  ώς  έςής: 

1.  Πίναξ  έχων  ύψος  0,33,  πλάτος  0,30  καί 
πάχος  0,05  περίπου  ( ί'οε  πίν.  4,  άρ.  1).  Φέρει  στέ- 
φανον  έκ  κλάδων  μύρτου,  υπέρ  αυτόν  έπιγραφήν: 


Άγ»θη  τύγγι 


και  εντός  αυτού: 


Γ(άϊος)  'Ιούλιος 
Μν,τρόδωρος  Μαραθ(ώνιος) 
θεσαοθίτήσας   Ά- 
πόλλωνι  ύπό  Μακραϊς 
άνέθηκεν. 

Δεξιά  καί  αριστερά  του  πίνακος  τούτου  υπάρχει 
άνα  μία  οπή  δι'  ής  οΰτος  ήτο  το  πάλαι  προσκεκολ- 
λημένος  ο   ήλου  τω  τοιχώματι  τοΰ  σπηλαίου. 

Ό  'Απόλλων  καλείται  ΑπόΑΙων  ύπό  Μακραΐς 
(πρβ.  καί  έπιγραφήν  ύπ'  άρ.  8)  κατά  τά  έν  τώ 
"Ιωνι  του  Εύριπιδου  (στ.  13,  283  κτλ.).  Κατά  τήν 
έπομένην  έπιγραφήν  καί  τάς  ύπ'  άρ.  12  καί  13 
καλείται  'Απόλλων  υπ'  "Ακραις,  δπερ  είνε  ταύτον 
τω  ύπό  Μακραΐς,  ώς  Οά  ί'δωμεν  έν  τοις  έπομένοις 

Ώς  ποος  οέ  τον  έκ  κλάοων  μύρτου  στέφανον  ση- 
μειωτέον δτι  τοιούτος  στέφανος  ήτο  το  έμβλημα 
τών  εννέα  αρχόντων  (ί'δε  Ποίναενκι-),  Η',  86 
«μυρρίνη  έστεφάνωντο  »,  πρβ.  καί  Άριϋτοφ.  Βα- 
τράχ.  στ.  330  καί  'Αριστοτέλους  ΠοΛιτ.  'Αθη- 
ναίων LVII,  4). 

1  Έν  ταϊς  κόγναις  τοΰ  σπηλαίου  ήσαν  προσκεκολλημένοι  οι  έχον- 
τες τήν  όπισθεν  έπιφάνειαν  άνώμαλον,  ούτως  έξειργασμένην,  ώστε  vi 
προσκολλάται  έν  αύτοΐς  ή  συνδετική  ϋλη.  Τινές  όμως  έχουσι  τήν  όπι- 
σθεν έπιφάνειαν  όλως  λείαν  ούτοι  δέν  ήσαν  προσκεκολλημένοι  τοίς 
τθΓ/ώμασι  τοΰ  σπηλαίου, άλλα  Οά  ήσαν  έκεΐ  που,  ε'ι'τε  εντός  τοΰ  σπη- 
λαίου ε'ίτε  πρό  αΰτοϋ,  κατατεθειμένοι. 


υ 


'Piimi  Ι'ΛΊ-ΙΚΛ    ΛΓ-ιΠΝΏΝ 


10 


Εΐνε  δε  χατάδηλον  δτι  ο  στέφανος  οδτος  συνέ- 
στηκεν  έχ  κλάδων  μύρτου,  ώς  χαι  &  έν  τφ  έπο- 
μένω  αριθμώ.  '•)  έν  τοϊς  ύπ  is•  Ί  καί  6  πίνα:•. 
φαίνεται  ών  στέφανος  δάφνης  μάλλον  r  υύ 
διότι  τα  φύλλα  εΐνε  σ•/ετ•.κώς  πλατέα  καί  μεταξύ 
τούτων  δέν  ύπάρνε•.  ο  τοσοΟτον  χαρακτηριστικός 
τοθ  μύρτου  χαρπός,  &  μεταξύ  των  φύλλων  των 
ύπ'  άρ.  Ι  χαΐ  2  στεφάνων  είχονιζόμενος.  '!■-';  προς 
οέ  τους  έν  τοις  λοιποίς  πίναξι  στεφάνους,  μή  είχο- 
νιζομένου  εν  αύτοϊς  τοΟ  καρποΟ  του  μύρτου,  δέν 
δύναται  τις  μετά  βεβαιότητος  νά  εΓπη  δτι  σύγχειν- 
τα>.  έχ  χλάδων  μύρτου"  τά  φύλλα  8μως  κΰ 
ομοιάζουσι  τοις  του  μύρτου 

2.  Πίναξ  έχων  Οψος  0,25,  -/ντο;  0,32  καί 
-ά/ος  0,05  περίπου  (Γδε  πίν.  4  v.:  2  .  Εντός 
στεφάνου  ς/,  κλάδων  μύρτου  ή  έξης  επιγραφή: 

Τ.€(«ριος) 
Αντίστιος 

Κ '.νέας 
ix  Κοίλης 
Άπόλλωνι 
υπ'  'Ακραις 

fiXTl— 

λεύς. 

Οί  δύο  κλάδοι  μύρτου,  έξ  ών  συνέστηκεν  ο  στέ- 
φανο;, συνδέονται  (υπο  την  έπιγραφήν)  δ•.ά  δύο 
δφεων  συμμετριχώς  διατεταγμένων  χαΐ  οιονεί  απο- 
τελούντων ταινίαν.  <  *φε•.ς  εικονίζονται  και  έν  τοΤς 
πίναξιν  ύπ1  άρ.  4  και  •>.  Γίνεται  δε  δια  τούτων  μάλ- 
λον κατάοηλος  ήσχέσις  τοο  έν  τφ  προκειμένω  σπη- 
λαίφ  ίεροΟ  του  Απόλλωνος  προς  τον  Πύθιον  Απόλ- 
λωνα,ήτις  άλλως  δηλοΟται  και  έκ  των  έν  τω  Ιων. 
του  Εύριπίδου  «  τιμδ  σφε  Πύθιος  άστραπαί  τε  Πύ- 
θιαι»  (ίδε  στ.  285  έν  σελ.  5  καίπρβ.  σελ.  23). 

Ό  άναθέτης  ΤΊβ.  Άντίστιος  Κινέας  βασιΛειχ 
εΤνε  προφανώς  άρχων  ßaOidevc  (πρβ.  έπιγρ.  άρ. 
14). 

3.  Πίναξ  τεθραυσμένος  εις  τεμάχια,  ελλιπής 
το  κάτω  μέρος  (πίν.  4,  άρ.  3).  Σωζόμενου  ύψος 
0,14,  πλάτος  0,47,  πάχος  0,02.  Φέρε•  δυο  στε- 
φάνους έκ  κλάδων  μύρτου  ή  δάφνης. 

'Υπέρ  τους  στεφάνους,  μεταξύ  αυτών,  επιγραφή: 

θεσαοθε'ται 


έντος  οέ  των  στεφάνων: 

Οΰιντίοιο;  1 1  k  ιοιλο« 

Ά••/.  /  /  ήθιν 

4.  [πίν.  4,   άρ,    'ι  .     Μέσον   τεμάχιον    ix 
κάτω  1 1,  ;|  Ι  -Ί .  0, 15,  πάχ. 
Ο,Ι  ι!)  ,  έν  φ  στέφανος  ί/.  κλάδων  δάφνης  καί 
αύτου  επιγραφή  : 

Πα)  ληνιΰς 

ύπο  τον  στέφανον  σώζονται  τάδε: 
(ρ;)ισσ 

Οί  δύο  κλάδοι  το  3  στεφάνου  συνδέονται  δια  δύο 
οφεων  αποτελούντων  οίονει  ταινίαν     πρβ.   άρ   2 
II  επιγραφή  αύτη  εΐνε  ή  αρχαιότερα  τών  εύρεθει- 
σών   επιγραφών,   ώς  δηλοΟται   έχ  του   σχήματος 
τών  γραμμάτων. 

5.  πίν.  4,  άρ.  5).  Κάτω  αριστερά  γωνία  πί- 
νακος  (6ψ.  0,17,  πλ.  0,16,  πάχος  0,035  έν  ω 
στέφανος  έκ  κλάδων  μύρτου  [;)  και  επιγραφή  : 

Ά[πόλ).ωνι] 

ύ[πό  ΜακραΙ?  η    Λ/.:•/.-.: 

6.  πίν.  4,  άρ.  0  .  Μέσον  τεμάχιον  του  δεξιού" 
μέρους  πίνακος(βψ.  0,09,  πλ.  014,  πάχ.  0,035  . 
έν  ω  σώζεται  τεμάχιον  στεφάνου  έχ  κλάδων  δά- 
φνης και  επιγραφή: 

[ό  δε?•/?,  γ:  ν  <  ι  XT6U( 
IO« 

voi 
Γα  γράμματα  εΐνε  χεγρωματισιιένα  χιρρώ  νρώ- 

II         t      t  /.ι  ι  t  ...       /.. 

ματ  ι. 

Συμπληρώ  ρραμμ]ατεύΰ  κατά  τα  έν  τΐ|  επι- 
γραφή ύπ'  άρ.  13  προ.  και  άρ.  12).  Γνωστόν  δε 
δτι  τοις  εννέα  άρχουσιν  είνε  προστεθή  κατά  του: 
χρόνους  της  δημοκρατίας  και  δέχατον  μέλος  ό 
γραμματεύς,  ό  καλούμενος  γραμματεύς  ό  τών  θε- 
σμοθετών  (ΛριοτοΓ.  Πολιτ.  Α,θην.  LV,  Ι.  Ι. IX.  1 
ί.'ς  προς  οέ  τον  γραμματέα  ουδεμία  μεταβολή,  ώς 
φαίνεται,  έγένετο  κατά  τους  ρωμαϊκούς  χρόνους. 
Μίτο  οέ  ούτος  γραμματεύς  των  ες  θεσμοθετών  κυ- 

*      ι  t         ι     ι  ι 

ρίως,   συγχρόνως   όμως   καί   της  ολομελείας   του 


11 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


12 


σωματείου,  δηλ.  των  9  αρχόντων,  δ  έστι  «γραμ- 
ματεύς του  συνεδρίου»  κατά  τήν  ΰπ  άρ.  13  έπι- 
γραφήν,  διότι  συνέοριον  ενταύθα  σημαίνει,  νομίζω, 
τήν  όλομέλειαν  των  αρχόντων  και  ουχί  μόνον  τήν 
των  έξ  θεσμοθετών.  Άφου  δε  οί  εννέα  άρχοντες  ει- 
χον,ώς  γνωστόν, κοινήν τίνα  οικαιοοοσίαν,ήν  έν ολο- 
μέλεια έξήσκουν,  ειχον  ανάγκην  πάντως  του  γραμ- 
ματέως, δστις  έξ  άλλου  αύτοοικαίως  τρόπον  τινά 
μετεϊ'/ε  της  ολομελείας  του  σωματείου, άφ  ου  έξε- 
προσώπει  μίαν  των  δέκα  φυλών  (ί'οε  Αριΰτοτ.  ilo- 
λιτ.'Αθην.  LIX,  7). 

Κατά  τους  ρωμαϊκούς  χρόνους  οέν  έμειώΟη  το 
παράπαν  ή  σπουδαιότης  τοΟ  αξιώματος  του  γραμ- 
ματέως άφ  ου,  ώς  ρλέπομεν  έν  ταΐς  προκειμέναις 
έπιγραοαΐς  ΰπ'  άρ.  6,  12  καί  13,  τήν  αυτήν,  ήν 
και  οί  λοιποί  άρχοντες  έχει  επισημότητα  καί  προσ- 
φέρει τω  Άπόλλωνιτά  αυτά  άκαίούτοι  αναθήματα. 

7-  πίν.  4,  άρ.  7).  Τεμάχιον  πίνακος,  όστις 
εληγεν  άνω  εις  άετωμάτιον  (υψ.  0,09,  πλ.  0,11, 
πάχ.  0,02).  'Εντός  του  άετωματίου  επιγραφή: 

Άγα[θη    τύχη] 

'Τπό  ταύτην  θα  ύπήρχεν  ή  αναθηματική  επι- 
γραφή. Πρβ.  άρ.  2. 

8.  (πίν.  4,  άρ.  8).  Μέσον  άνω  τεμάχιον  πί- 
νακος (υψ.  0,12,  πλ.  0,11,  πάχος  0,02)  έν  ω 
στέφανος  έκ  κλάοων  μύρτου  (;)  και  επιγραφή: 

[Άπόλλωνι]  ύπό  Μα[κραί:]. 

9-10.  (πίν.  4,  άρ.  9-10).  Δύο  τεμάχια  πα- 
ρεμφερών τοις  προηγουμένοις  πινάκων,  έν  έκατέρω 
των  οποίων  σώζεται  μέρος  τοο  έκ  κλάοων  μύρ- 
του (;)  στεφάνου. 

Έκ  τών  εΰρεΟεισών  τούτων  επιγραφών  γίνεται 
δήλον  δτι  έκ  του  περί  ου  ό  λόγος  σπηλαίου  του 
'Απόλλωνος  προέρχονται  καί  ai  έξης  γνωσταί  έπι- 
γραφαί: 

11.  C.  1.  Α.  III,  91.  Ευρέθη  παρά  τά  Προπύ- 
λαια,  υπέρ  τήν  Κλεψύοραν. 

( εντός  στίφάνου):      Πολέμαρχος. 

(ύπό  τόν  στεφανον):[Ι1]ολύβιος  Φαύστου, 

[Φλυε]ύς  πολεμαρ/ησας  τον  έπί 
-  -  λάου  άρχοντος  ένιαυ- 
τονΆπόλλωνι'Γποακραίω[άνέθ]γ)κεν. 


Σημειωτέον  ότι  ό  Köhler  άναδημοσιεύσας  τήν 
έπιγραφήν  ταύτην  έν  Mittheilungen  III,  σ.  144, 
έγραψεν  «  Απόλλωνι  Ίπακραίω»  και  έκ  τούτου 
παρα-λανηΟέντες,  ώς  φαίνεται,  πάντες  οϊ  μετ'  αυ- 
τόν όνομάζουσι  τον  'Απόλλωνα  τούτον  Ύπακοαϊον 
καί  ουχί  Ίποακραΐον,  ώς  άναγινώσκεται  έν  τω 
λίθω  καί  ώς  είνε  οημοσιευμένον  ορθώς  έν  τω  C.I.A. 
ΠροσΟετέον  δε  Οτι  αντί  Τποακραίω  δυνάμεθα  νά 
άναγνώσωμεν  ΰπ  Ακραίο).  Κατ'  άναλογίαν  προς 
το  Άπόλλωνι  υπό  Μακραΐς  καί  υπ'  Άκραις  ,  ή 
άνάγνωσις  υπό  Ακραίω  είνε  ίσως  προτιμητέα , 
οιοτι  καθ'  όν  τρόπον  Ό  χώρος  εκείνος,  έν  ω  έλα- 
ipzùixo  ό  'Απόλλων,  έκαλεϊτο  Ακραι  ήδύνατο  νά 
καλήται  καί  Άκραϊον. 

12.  C.  Ι.  Α.  III,  92.  Ευρέθη,  ώς  λέγεται,  παρά 
το  Έρέχθειον.   Έκ   τών   χρόνων   του   Τραϊανού"   ή 

'Αδριανού. 

(εντός    στεφάνου) 
[ό  δείνα  -  -  -]λεύσας  [Άπ]όλλωνι  [ϋ]π'  "Ακραις. 

Αί  υπό  του  Dittenberger  προτεινόμεναι  συμ- 
πληρώσεις [πρεσβ]εύσας  καί  [ίερατ]εύσας  εινε  ά- 
πορριπτέαι.  Ό  Köhler  [Mitth.  Ill,  σ.  144)  συμ- 
πληροΐ:  [βασιλ]εύσας.  Μετά  μείζονος  δ'μως  πιθα- 
νότητος  ουνάμεθα  νά  συμπληρώσωμεν  :  [γραμ- 
ματ]εύσας  (πρβ.  άρ.  6). 

13.  Mittheilungen,  III,  σ.  144.  Έκ  τών  άρ- 
χων της  Β'  μ.  Χ.  έκατονταετηρίοος. 

Άπόλλωνι  ΰπ'  "Ακραις    ό  γραμματεύσας   Έράτων  άνέ- 

θηκεν. 

(ίντός  τριών  στεφάνων) 

άρχον  ό  γραμ-  θεσμό 

τος  Τρε  ματεύσας  θέτης 

βελλίου  του  συνεδρί  Ειρηναίος 

Ρούφου  ου  Έράτων  Σώτου  Βε- 

Λαμπτρ  'Αντιγόνου  ρενικίο- 

(έ)ως.  Βτ,σαιεύς.  ης. 

Έκ  του  σπηλαίου  τούτου  του  'Απόλλωνος  φρο- 
νώ δτι  προέρχονται  καί  αί  έξης  έπιγραφαί: 

14.  G.  Ι.  Α    111,95.  Ευρέθη  παρά  το  Δίπυλον. 

(εντός    στεφάνου) 

ό  βασιλεύ[ς] 

Λο[ύκιος  Οϋολούσσι[ος] 
'Ισαίος  Μελιτεϋ[ς] 
Άπολλων[ι]. 


13 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


1Ί 


Tò  περιεχόμενον  της  επιγραφή;  καί  ό  στέφανος 
δεικνύει  ότι  ή  επιγραφή  προέρχεται  έκ  του  περί  οι 
b  λόγος  σπηλαίου  του  Απόλλωνος.  Επειδή  δέ 
υπό  την  λέξιν  Απόλλων[ι]  εΐνε  αποκεκομμενος  ό 
λίθος,  δυνατόν  να  οπηρχεν  ύπ'  αυτήν:  ύπο  Μα- 
κραΐς ή  ύπ  "Ακραις"  &λλά  τοΟτο  δέν  εΐνε  πάντως 
άναγκαΐον,  διότι  ό  έν  T'y  σπηλαίω  τούτω  τφ  ντο 
τήν  Άκρόπολιν  λατρευόμενος  Απόλλων  είχε  προς 
τον  Πύθιον  Απόλλωνα  σχέσιν  και  έκαλεΐτο  απλώς 
'Απόλλων,  το  δέ  ύπο  Μακραΐς  και  6π  Ακραις 
προσετίθετο  απλώς  προς  δήλωσιν  του  τόπου,  έν  φ 
έλατρεύετο  ούτος.'*  hi  οε  ή  επιγραφή  ευρέθη  παρά 
το  Δίπυλον,  ουδόλως  παράδοξον,  διότι  δυνατόν 
αοτη  να  μετεκομίσθη  έκεϊσε  ευ  παλαιοτεροις  σχε- 
τικώς χρόνοις  ως  οίκοδομήσιμον  ύλικόν'  δυνα- 
τόν όμως  και  άλλαχοΟ  του.  παρά  τήν  Δκρόπολιν, 
ευρεθείσα,  νά  έκομίσθη  εις  το  Δίπυλον  (ένθα,  ώς 
φαίνεται,  είδεν  αυτήν  ό  δια  το  C.  I.A.  άντι- 
γράψας  αυτήν  κ.  Lüders  ΤοιαΟτα  παραδείγματα, 
καθ'  ά  αρχαία  ευρισκόμενα  έν  τη  πόλει  άνεβιβα- 
ζοντο  ύπο  τών  φυλάκων  εις  τήν  Ακρόπολιν  και 
τανάπαλιν,  εχομεν  ουκ  ολίγα. 

Ώς  προς  το:    βασιλεύ[ςί   πρβ.   τήν   έπιγραφήν 

-    '  -      ο 
υπ   αρ.  ~. 

ΐ:;.  JnV.  J-,/π',.Γ,  1888,  σ.  183.  Ευρέθη  έν 
αώ  έν  έτει  1888  κατεδαφισθέντι  προμαγώνι  τοΟ 
'Οδυσσέως,  ο  Ιστι  παρά  το  σπήλαιον  του  Απόλ- 
λωνος, και  προέρχεται  έκ  του  έτους  1  17-129  μ  Χ. 

(έντο;  δύο  στεφάνων) 
0Ξτ;Λθ0ετγ)ς  θεσμοθέτης 

'Αντίγονος  Έρεννιος 

'Απολλώνιου  Σώσανορος 

Μαραθώνιος.  Άτηνιευς. 

Δεξιά  σώζονται  Γχνη  καί  τρίτου  στεφάνου.  Η 
επιγραφή  αύτη  θα  ήτο  οί'α  καί  ή  υπ  αρ.  3-  έν  τω 
έλλείποντι  δέ  άνω  μέρει  τοΰ  λίθου,  υπέρ  τους  στε- 
φάνους, θα  ύπήρ-/εν:  'Απόλλων,  ύπο  Μακραΐς  ή 
J-.  "Ακραις.  "Οτι  οε  ή  επιγραφή  έκ  του  σπηλαίου 
του  Απόλλωνος  προέρχεται,  δηλον  γίνεται  εκ  του 
σχήματος,  έκ  τών  στεφάνων,  έκ  τοΰ  περιεχομένου 
καί  έκ  τοΰ  τόπου  της  ευρέσεως. 

16.  Εν  τη  αύτη  τέλος  κατηγορία  τάσσεται  καί 
ή  εν  τω  βράν-φ  λελαξευμίνη  επιγραφή,  έν  τω  χω- 
ρώ τω  αμέσως  προς  άριστεράν  τοο  σπηλαίου  τοΰ 


Απόλλωνος  rió:  πίν.  '■>,  Ι.  αρ.  Ι),  ήίν  C    Ι.  Λ    II, 
/  Ι  ■  ι.  δημοσιευομ 

Άρχων  Έρέννιος  At;•.--•.:. 

Τόν  κατά  τήν  Ι'   μ.  Χ.  Εκατονταετηρίδα  ακμά- 
σαντα  άρχοντα  τοΟτον  ή  ίν  CIA    II     /Μι 

,     ονομάζει:     "  Ερέν(νιον     Δέξιππον    ΙΙτο/ε- 
μαίου,  αρξαντα  τήν  του  βασιλέως  τμοθέταις 

αρχήν  /.αι  αρξαντα  τήν  έπώνυμον  ίιρχήν  .  .     ρή 


Π- 


τορα  καί  συγγραφέα«    Ε 

γ:α•ο<-,  αοτη  έν  τί  <ταί«  προ:  τα  κάτω  κόγχη, 

καί  εΐνε  ποοφανώ;  τοιαύτη, οίαι  και  αϊ  ανωτ 
πινακίδες.  Όπως  δηλ.  οί  θεσμοθέται,  ο  πολέμαρ- 
χος, ό  άρχων  βασιλεύς  καί  ο  γραμματεύς,  κατα- 
λείποντες  τήν  αρχήν  αφιέρονον  τα:  πινακίοας  ταύ- 
τα; τφ  Απόλλωνι,  οίτω  και  ό  άρχων  'πώνυμος, 
προ;  αυτόν  τούτον  τον  σ/.οπο/  ανέγραψε  το  εαυτού 
όνομα'  εϊνε  δηλ.  και  ή  επιγραφή  αύτη  αναθημα- 
τική τω  Απόλλωνι  ύπο  Μακραΐς  η  ύπ  Ακραις 
Το  αναμφισβήτητον  τούτο  συμπέρασμα  εΐνε  σπου- 
δαΐον  και  ύπο  άλλην  έποψιν.  Αν  ήτο  δηλ.  δυνα- 
τόν νά  συλλαβή  τις  καί  έλαχίστην  τινά  άυν. 
λίαν  περί  τοΰ  ότι  αϊ  ανωτέρω  ύπ  αρ.  1-10  επι- 
γραφαί  έκ  τοΰ  σπηλαίου  Β  τοΰ  κατά  τας  έπιγρα- 
ίάς  ταύτας  σπηλαίου  του  Απόλλωνος  προέρχον- 
ται, αίρεται  καί  ή  αμφιβολία  αύτη  έκ  της  του  άρ- 
χοντος Έρεννίου  Αεςίτ-ου  επιγραφής, της  έν  αυτω 
τφ  βράχω  έκεΤ  λελαξευμένης. 

Της  επιγραφής  ταύτης  δημοσιεύομεν  έν  πινάκι 
Ι  εικ.  Η  σχεδιογράφημα,  ό'πο,ις  κυρίως  ϊοη  ο  ανα- 
γνώστης Οτι  ή  κόγχη,  έν  ή  εΐνε  κεχαραγμένη, 
έλαξεύθη  χάριν  της  επιγραφής  ταύτης,  αλλ  οτι 
ει/ε  λαξευθή  έν  άρχαιοτέροις  χρόνοις  και  ι-,το  έν 
αύτη  έντείειμένον  άλλο,  άρχαιότερον,  ανάθημα, 
ού  κατατεσοντος  ή  έκό>  ηΟεντος.  έχαράχθη  έν  τω 
χώρω  έκείνω  ή  του  Δεξίππου  επιγραφή.  Ι  ουτο  οη- 
λοοται  το  μεν  έκ  τούν  έν  τη  κόγχη  σωζόμενων 
οπών,  τών  χρησιμευουσών  προς  ενθεσιν  ήλων  οι 
ων  συνεκρατεΐτο  το  αύτη  προσηρμοσμένον  το  πα- 
λαι  αρχαιοτερον  ανάθημα,. το  οε  εκ  των  οιαστα- 
σεων  της  κόγχης  πολύ  μεγάλης  ούσης  έν  σ/εσει 
προς  τον  υπο  της  επιγραφής  κατα>  ,αμβανόμενον 
χώρον. 

Εξακριβωθέντος    ο    ούτω     ότι    έν    τω    προκει- 
μένω σπηλαίω   τοΟ  'Απόλλωνος  παλαιοτέρα    iva- 


15 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


16 


βήματα  άνπκαθίσταντο  δια  νεωτέρων,  έννοοομεν 
κάλλιστα  διατί  άπαντες  οι  ευρεθέντες  ενταύθα  ενε- 
πίγραφοι πίνακες  προέρχονται  εκ  των  τελευταίων 
ρωμαϊκών  χρόνων.  Ό  λόγος  τούτου  είνε,  οτι  ουχί 
τάχα  διότι  έν  παλαιοτέροις  χρόνοις  οέν  προσεφερον 
οι  άρχοντες  τοιαύτα  αναθήματα  τω  Απόλλωνι  (ώς 
θα  ένόμιζέ  τις  ίσως)  αλλά  διότι  τα  αρχαιότερα 
ταύτα  αναθήματα  άντικαθίσταντο  συν  τω  χρόνω 
ύπο  νεωτέρων  '. 

Τοσαϋτα  περί  των  γενομένων  επιγραφικών  ευ- 
ρημάτων δι'  ων,  ώς  εϊπομεν,  έςηκριβωθη  οτι  το 
μέχρι  τούδε  έκλαμβανόμενον  ώς  το  σπήλαιον  του 
Πάνος  είνε  το  σπήλαιον  του   Απόλλωνος. 

Προχωρήσασα  ακολούθως  ή  ανασκαφή  μέχρι  του 
βράχου  άπεκάλυψεν  έν  τούτω  τετραγωνικον  επίμη- 
κες λάξευμα  μήκους  2,45,  πλάτ.  2,00  και  βάθους 
0,10  μέχρι  0,05  περίπου  (πίν.  1,  β).  Το  λάξευμα 
τούτο  έχρησίμευε  βεβαίως  προς  ίδρυσιν  έν  αύτω 
του  βωμοϋ,  δν  αναφέρει  ό  Ευριπίδης  έν  Ίωνι  (στ. 
938)  δια  τών  <>  έ'νθα  Πάνος  άδυτα  και  βωμοί  πέ- 
λας».  Δεν  θα  ήτο  οε  μονόλιθος  ό  βωμός  ούτος, 
διότι  μεγάλαι  σχετικώς  εί'νε  αϊ  διαστάσεις  του  λα- 
ξεύαατος,  άλλα  θα  συνέκειτο  εκ  πολλών  επαλλή- 
λων ίσοδομικώς  τεθειμένων  λίθων,  θα  ήτο  οηλ. 
τήν  τε  κατασκευήν  και  την  ^.οργίτιν  τοιούτος  οίος 
λ. χ.  ό  εικονιζόμενος  έν  τω  γνωστώ  αναγλύφω  του 
Πάνος  έν  σπηλαίω  μετά  τών  Νυμφών,  τω  εύρε- 
θέντι  προς  μεσημβρίαν  της  'Ακροπόλεως,  έν  ταΐς 
άνασκα^αϊς  του  'Ασκληπιείου  (ΐδε  Mittheilungen, 
V,  πίν.'νΐΐ). 

Έν  τω  αύτω  χώρω,  απέναντι  του  σπηλαίου  1  , 
απεκαλύφθη  -κρος  τούτοις  άκανόνιστον  περιφερικον 
έν  τω  βράχω  όρυγμα  ή  χ_άσμα  (πίν  1,  γ)  οιαμέ- 
τρου  2,00  και  βάθους  1,90-  2,ö5  περίπου, ου  ΐδε 
τομήν  έν  πίνακι  1,  γ'-γ'•  Τό  παράδοξον  τούτο 
κατασκεύασμα   ούναταί  τις   ίσως  να  σχ_ετίση  προς 

*  "Οτι  τοιαύτα  μικρά  αναθέματα  άντικαθίσταντο  έν  γίνει  παντα- 
χού υπό  νεωτέρων  αναθημάτων,  εινε  ευνόητον,  διότι  άλλως  δεν  θα 
ΰπήρ/ε  /ώρος  επαρκής  έν  τοις  ίεροΐς  και  τοις  ναοΐς  προς  Οποδο/ήν 
τών  έπί  εκατονταετηρίδας  προσφερομε'νων  αναθημάτων .  Οΰτω  δέ 
εξηγείται  ή  εν  τισιν  ανασκαφεΐσιν  ίεροΐς  το'ποις  άποκάλυψις  βόθρων 
πε πληρωμένων  διαφόρων  [μικρών  αρχαίων,  πήλινων  ειδωλίων,  τε- 
θραυσμε'νων  αγγείων  κτλ.  Τά  αρχαία  δηλ.  ταύτα  ήσαν  αναθήματα 
άτινα  δΓ  ελλειψιν  '/ώρου  έδε'ησε  να  παραμερισθώσιν  έκ  τοΰ  ναοϋ  εις  ον 
ειχον  προσενε/Οή  όπως  παραχθη  χώρος  προς  Οποδο/ήν  νεωτέρων 
αναθημάτων. 


τά  παραδιδόμενα  περί  του  έν  ταϊς  Μακραΐς  τάφου 
του  Ερεχθέως  ,  περί  ου  ίοε  τά  έν  τοις  έπομένοιο, 
τα  υπό  τήν  έπιγραφήν  «  περί  τών  Μακρών  και  περί 
τοο  τάφου  του  'Ερεχθέως»  (σ.  24). 

Εν  τω  βράχω  δέ  τω  απέναντι  του  σπηλαίου 
του  Απόλλωνος  απεκαλύφθη  άγνωστον  μέχρι  του- 
οε  σπήλαιον,  το  σπήλαιον  Δ  (πίναξ  1 ,  Δ) .  Τούτο 
οια  στενού  χάσματος  έν  τω  βράχω  (ίοε  πίν.  1 ,  ό") 
συγκοινωνεί  άλλω  σπηλαίω,  οεοηλωμένω  Οια  του 
Δ'  (πίν.  Ι,Δ').  Τα  δύο  ταύτα  σπήλαια  άποτελουσι 
προφανώς  εν  σπήλαιον,  ό  οηλουμεν  Olà  τοΟ  ΔΔ'. 
Εςετείνετο  οέ  το  σπήλαιον  ιοΰχο  και  προς  τον 
γώρον  Δ"  κατεκρημνίσθη  ό'μως  κατά  το  ^λίρος 
τοϋτο  έν  ίκανώς  μεμακρυσμένοις,  φαίνεται,  χρό- 
νοις  καί  ούτως  ο  y  ώρος  ούτος  Δ"  μετεβλήθη  εις 
μικράν  χριστιανικήν  έκκλησίαν,  ής  σώζεται  νυν 
το  δάπεοον  μετά  του  κατωτέρω  μέρους  τοο  έκ 
πλίνθων  έκτισμένου  δυτικού  τειχίσματος  '.  "Εχει 
δέ  το  περί  οδ  ό  λόγος  σπήλαιον  ΔΔ'  τρεις  ταπει- 
νάς  είσόοους,  ών  αϊ  παρειαί  είσιν  έν  μέρει  (ό'που 
ήτο  ανάγκη  ό'πως  λάβωσι  κανονικον  περιφερικον 
σχήμα)  λελαςευμέναι ,  τήν  εΐσοδον  ε,  τήν  απέ- 
ναντι του  σπηλαίου  του  Απόλλωνος  παρά  το  ανω- 
τέρω μνημονευθέν  περιφερικον  όρυγμα  ή  χάσμα, 
(τομήν  του  σπηλαίου  κατά  τήν  ιίσοοον  ταύτην  ΐόε 
έν  πίν.  1,  είκδ-δ),τήν  εί'σοδον£;ήν  κεκαλυμμένην 
έν  μέρει  ύπο  βράχου,  καταπεσόντος  άνωθεν,  οιακρί- 
νει  τις  έν  πίν.  2,  εϊκ.  Ι  καί  II  άρ  4,  καί  τήν  ιϊσοοον 
η,  ήτις  εικονίζεται  έναργώς  έν  πίν.  2,  Ι  καί  II  άρ. 
5,  καί  ιδίως  έν  πίν.  3,  II  άρ.  2  (ΐδε  τομήν  του 
σπηλαίου  κατά  τήν  ιϊσοοον  ταύτην  έν  πίν.  1 ,  ό  -δ  ). 

Ούτω  τοις  προ  τών  ανασκαφών  γνωστοϊς  σπη- 
λαίοις,  Α,  Β,  Γ,  προσετέθη  νυν  το  άποκαλυφθέν 
σπήλαιον  ΔΔ',    ό'περ,    ώς  εί'οομεν,    είνε  ουχί  σπη- 

1  Τά  έκκληαίδιον  τοϋτο  Δ"  διακρίνει  τις  έναργώς  έν  τω  πίνακι  1. 
Σώζονται  δ'  έν  αότω  τοΐ"/ογραφίαι,  ό  Χριστός,  ή  Παναγία  και  ο 
άγιος  Δημήτριος,  δστις  εινε  έζωγραφισμε'νος  έν  αρχαία  ώς  φαίνεται 
κόγ/η,  J}v  έπωφελήθησαν  προς  τόν  σκοπόν  τούτον  οι  χριστιανοί  έπι- 
χρίσαντες  αυτήν  άσβε'στω. 

Σ/ετικώς  δέ  τω  περί  ου  ό  λόγος  έκκλησιδίω  σημειωτέον  οτι  ό  Πιτ- 
τάκης  (l'Ancienne  Athènes,  σ.  153)  περιγράφων  τό  σπήλαιον  Β, 
δηλ.  τό  ΰποτιθέμενον  τότε  σπήλαιον  τοΰ  Πανός,  προστίθησι  τάδε: 
«Devant  cette  grotte  on  voit  quelques  massifs  de  muraille 
en  brique,  débris  d'une  église  de  Saint  Athanasios  élevée 
sur  les  ruines  de  cette  enceinte».  Τήν  σημείωσιν  ταύτην  έχων 
6π' όψιν  ό  Α.  Mommsen  (Alhenae  Cbristianae,  σ.  41)  γράφει 
τάδε:  «Nemo  alius,  sive  scriptor  sive  topographus,  eo  loco  S. 
Albauasii  ecclesiam  esse  aut  fuisse  tradidit ». 


17 


ΤΟΠΟΙΊ'ΛΦΙΚΛ  AHIINÜN 


18 


λαιο^δες  χάσμα,  ώσπερ  δηλ.  τα  Λ,  15  καΐ  Ι  ,  αλλά 
κυριολεκτικώς  απτ\λαιογ  έπι  μακρόν  είσέχον  έν 
τώ  JÏ  ρ  α/ω,    ει;  8  εισέρχεται  τις  δια  ταπεινών   εΐ- 

σοδων  οιονεί  οπών'. 


Με-rà  τά  ρηθέντα  υπολείπεται  νά  έξετάσωμβν 
τί  εΐνε  το  άποκαλυφθέν  τούτο  σπήλαιον  Λ-Δ  ,  κυ- 
ρίως ο'  ειπείν  ποίον  εΐνε  το  σπήλαιον  του  Ι  lavo;, 
άτ/  οδ  δια  των  αποτελεσμάτων  των  ανασκαφών 
κατεδείγθη  5τι  το  εχλαμβανόμενον  ώς  το  σπήλαιον 
τοΟ  Πάνος  εΐνε  το  σπήλαιον  τον    Απόλλωνος. 

Δυνατόν  νά  θελήση  τις  νά  υπόθεση  δτι  το  σπή- 
λαιον τοο  Πανό;  εΤνε  το  σπήλαιον  Λ.  δηλ.  το  άαε- 
σως  υπέρ  το  ύδωρ  της  Κλεψύδρα:  χείμενον,  όπερ 
έξελαμβάνετο  πρότερον  ώς  το  σπήλαιον  του  Απόλ- 
λωνος (ϊδε  σ.  3  σημ.  2).  'Αλλ' ασχέτως  του  ζη- 
τήματος αν  το  σπήλαιον  τούτο,  λίαν  αβαθές  ον, 
έχρησίμευεν  έν  γένει  προς  λατρείαν,  σημειωτέον 
δτι  δεν  κείται,  ώ;  έδει.  κατά  την  άρκτικήν  πλευ- 
pàv  τής  'Ακροπόλεως,  δέν  εΐνε  δηλ.  απρόσβορρον 
δντρον»  ,/:*ί\ο."Ιων  στ.  9371  ,άλλ'  εΐνε  τετραμμέ- 
νον  προς  δυσμάς,  ουδέ  δύναται  νά  θεωρηθη  ώς  κεί- 
μενον  πλησίον  τοΟ  σπηλαίου  του  'Απόλλωνος,  à  ο 
ου    έν    έτερα    της    'Ακροπόλεως   πλευρά     κείται. 

'  Άνακοινώσαντε;  ήδη  τάς  γενόμενα;  αποκαλύψει;  έν  τί;  ανα- 
σκαφή" τοϋ  χατά  τά  σπήλαια  Β  χαί  Γ  χώρου  σημειοϋμεν  ένταϋθα 
περιέργεια;  έ"νεχα  ό'τι  ό  Call  BÖtticher  1ν  fcrti  1862  εΤ/εν  ενεργήσει 
ανασκαφάς  άκριβώ;  έν  αύτώ  τούτοι  τω  χώροι  επιΟυμών  va  αποκά- 
λυψη εντελώς  τό  σπήλαιον  Β, τό  κατά  τήν  κρατούσαν  γνο'ιμην  σπήλαιον 
του  Πανό;,  νά  άνευρη  αναθήματα  τών  έν  ταί;  κόγχαις  τοϋ  σπηλαίου 
τούτου  τό  πάλαι  προσχεκολλημένω/  χαί  νά  αποκάλυψη  Ί''/.νη  ~•°ΰ  υπ0 
-οϋ  Ινύριπίδου  μνημονευομένου  βωμοϋ.  Διεξήγαγε  δέ  την  ανασκαϊην 
μέχρι  τοϋ  βράχου,  ώ;  ισχυρίζεται,  αλλ' ουδέν  ε^,-.εν.  Ιδού  τί  περ 
τή;  ανασκαφής  ταύτη;  γράφει  έν  τώ  :  «Bericht  Über  die  Untersu- 
chungen auf  der  Acropolis»,  e.  222: 

Cruii-  des  Pan.  Aneli  dieses  Heiligthum  liess  ich  von  dem 
hohen  Schutte  welcher  seinen  Boden  samral  den  Vor- 
platze bedeckte,  befreien  und  bis  auf  den  Grund  reinigen. 
Die  leise  Hoffnung  hierbei  vielleicht  noch  Reste  der  Votive 
au.•,  den  Blenden  zu  Qnden  mit  welchen  das  ganze  Innere  der 
Hole  von  oben  t  ■  i  ^  unten  übersät  ist,  schlug  zwar  fehl,  nur 
eine  Marmortafel  ohne  jede  Inschrift  oder  Bildarbeit  kam  zu 
Tage;  allein  die  Beobactung  des  klar  vorliegenden  Grund- 
risses welebe  allein  Zweck  dei  Grabung  war,  lohnte  die 
Kostender  Arbeit.  Der  Roden  der  Hole  «i••  ihres  Vorptatzes 
ist  auf  gewaltsame  Weise  furchtbar  zerstört,  vom  Stamlplatze 
des  Altares  jede  Spur  verschwunden. 

Προφανέ;  5μω;  εινε  δτι  την  άνααχαφην  ταύτην  διεςήγαγεν  ό  Biïtti- 
cher  ίπιπολαίως  χαί  δέν  άνέσκαψε  με'/ρι  τοϋ  βράχου,  διότι  άν  ούτω 
διεξήγε  τήν  έργασι'αν  Οά  εϋρισκεν  ό',τι  έπεζήτει.Οά  άνεκάλυπτε  δηλ.  τά 
ίχνη  τοϋ  βωμοϋ  κα!  θά  εϋρισκεν  α  ευρέθησαν  νϋν  επιγραφικά  ανα- 
θήματα. 

ΚΨΙΙΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897. 


Ι  ιτα  αν  &ληθώς  το  σπήλαιον  τούτο  ήτο  το  του 
Πανός,ο  Παυσανίας, 6  έχ  τών  Προπυλαίων  κατελ- 
οών,  θά  ίμνημόνευε  πρώτο/  του  σπηλαίου  του 
Πάνος  και  είτα  του  σπηλαίου  του  'Απόλλωνος. 

']']■/.  των  έν  τω  Ιωνι  του  Εύριπίδου,  ιδίως  έκ 
των  έν  στ•  938  αένθα  Πάνος  £δυτα  και  βωμοί 
πέλας » ,  γίνεται  δηλον  δτι  το  σπήλαιον  του  Πάνος 
εκείτο  έν  τω  αύτώ  νώρω,  έν  τω  '/'"'■';<  τών  Μα- 
κρών, έν  ψ  /.αι  το  του  Απόλλωνος  Οά  εΐνε  Spa 
ή  το  σπήλαιον  Γ,  r  το  *Qv  άποκαλυφθέν  σπήλαιον 
Δ-Δ'.  Τό  ζήτημα  τούτο  δυνάμεθα  ta  /  ίσωμεν  τί, 
βοήθεια  τών  έν  τ/,  Λυαιατράνη  του  Αριστοφάνους. 
Έν  τ^  κωμωδία  δηλ.  ταύτη  ο  Κινησίας  ίπιθυ 
νά  απόλαυση  της  έν  τί,  Ακροπόλει  μετά  -.<<>'  ί.ι - 
λων  αθηναίων  γυναικών  συζύγου  του  Μυρρίνης, 
ταΰτ/,ς  δέ  έπιζητούσης  &πόκρυφόν  τίνα  τόπον,προ- 
τείνει  τη  συζύγω  του  νά  συνέλθωσιν  ει;  το  σπή- 
λαιον του  Ι  Ιανός  οπόθεν  αύτη  έούνατο  νά  ίπανέλθη 
καθαρά  εις  τήν  Λκρόπολιν,  άφοΟ  λουσθη  ί/  τώ 
ΰδατι  της  Κλεψύδρας1.  Αλλά  το  σπήλαιον  Ι  . 
λίαν  άβαθες  ον  και  ο/ως  ανοικτόν ,  δέν  έούνατο 
προφανώς  νά  χρησιμεύση  ώς  κρησφύγετον  τής 
Μυρρίνης  και  του  συζύγου  της.  Σπήλαιον  κατάλ- 
ληλον  προς  τοιαύτας  κρυφίας  πράξεις  εινε  το  /Ον 
άποκαλυφθέν  σπήλαιον  Δ-Δ'.  Τούτο  άρα  εΐνε  το 
σπήλαιον  του  Ι  Ιανός,  τά  άντρα  του  Ι  Ιανός  κατ' 
Ευριπίδην  ("Ιων,  502) 2. 

1    .Ιΐ'ΟΐσΓ^ un;,  στ.  911  κ.ε. 

Μι  Ι  1ΊΝΙΙ 

Ποϋ  γαρ  αν  τι;  και,  τάλαν. 
δράσειε  τοϋΟ'  ; 

KiMIIlAE 
"Οπου  τό  τοϋ  Πανό;,  καλόν 
Μ  ΠΙ' Ι Ν II 
Κα':  πώς  10' αγνή  '■',:'  *.  έλϋοιμι  έ;  πό'/   /. 

ΚΙΜΙΣΙΑΣ 
Κάλλιστα  δήπ'.υ,  λουσαμε'νη  τή  Κλεψύδρα. 
-    Γνωστόν  ότι  έν  'Αθηναϊκοί;  νομίσμασι  /.α•.  έν  τισιν  ανάγλυφοι;  tv 
'Αθήναι;  ευριθεϊσιν  εικονίζεται  ό  Παν  έν  σπηλαίο)•  άλλ'  ο  ρ  Oui;  παρε- 
τηρήΟη  ότι  αϊ  παραστάσε1;  α'ται  δέν  Ιχουσι  πρα-,-ματικήν  τίνα  bxó- 
στασιν,  ό'τι  δηλ.  εικονίζεται  έν  αύτο!;  άπλώ;  σπήλαιον  τι,  έν  φ  ό  Qav, 
où/ ί  δ' άκριβώ;  τύ  ttm    τη   Άχροπόλίΐ    σ-ήλαιον,    έν  ω  έλατρεύετο  ό 
θεάς  ουτο;.  Τούτων    τών    παραστάσεων    ή  δυναμένη    οπωσδήποτε    να 
συμφωνήση    χατά  τι    πρ'^;    τα  π:άγματα    εινε    ή    έν  τώ  γνυστώ  IV  τώ 
Άσ/.ληπιείω  εϋρεθέντι  άναγλόφιρ   τοϋ  Πανό;  μετά   τών  Ννμφ 
Mitllteiliingen,  V,  πίν.  VII).  Τό  στο'μιον  τοϋ  σπηλαίου,  έν  ώ  εικο- 
νίζεται ό  Πάν,    ομοιάζει   αληθώς   τώ  πράς  ßoppäv   στομίω   τοϋ  σπη- 
λαίου τοϋ  Πανό;    (  Γδε  πίν.  3,  II  άρ.  2).    Εινε  δε  τό  έσωτεριχόν  τοϋ 
σπη/α'ου  βαΟύτερον   τοϋ  στομίου,   ώστε  ιστάμενο;  ενταύθα  Ο  Ila.  'α 
ήτο  οράτε!;,  οΐοιιερ  και  έν  τώ  άνωτίρω  αναγλύφω,  ού/•.  καθ' 
σώμα,  άλλα  μόνον  κατά  τό  άνώτερον  μέρο;. 

2 


19 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


20 


'Αλλ'  ή  αυτή  σκέψις,  ήτις  τη  βοήθεια  των  έν 
τη  Λυσιστράττ)  του  'Αριστοφάνους  ήγαγεν  ή  μας 
εις  τήν  έξακρίβωσιν  ότι  το  σπήλαιον  Δ-Λ  είνε  τα 
άντρα  του  Πανός,  άγει  ήμας  εις  το  συμπέρασμα 
δτι  αυτό  τούτο  το  σπήλαιον  Δ-Δ  θα  ήτο  αρχικώς 
το  έίντρον  του  'Απόλλωνος, ο  γύρος  οηλ.  έν  ω  έβία- 
σεν  ούτος  τήνΚρέουσαν,  οιότι,  ot  6ν  λόγον  το  σπή- 
λαιον Γ  δεν  ήτο  κατάλληλον  κρησφύγετον  οιά  τον 
Κινησίαν  καί  τήν  Μυρρίνην,  δια  τον  αυτόν  λόγον  το 
σπήλαιον  Β  (το  σπήλαιον  του  Απόλλωνος),  ό'περ 
κατά  τον  αυτόν  τρόπον  καθ  ον  και  το  σπήλαιον  Γ 
ε:νε  όλως  άνοικτόν,  οέν  έοΰνατο  να  χρησιμεύση  ώς 
κρησφύγετον  του  'Απόλλωνος  δια  τους  άνοσίους 
αύτοΟ  μετά  της  Κρεούσης  γάμους.  Προς  τοιούτον 
σκοπόν  έούνατο  νά  χρησιμεύση  μόνον  το  σπήλαιον 
Α-Δ',  οηλ.  τό  έν  τοις  ύστερον  χρόνοις  σπήλαιον  του 
ΙΙανός.  Αυτό  δε  τούτο  πιστουται  και  δια  των  έν  τω 
Ιωνι  του  Εύριπίδου.  Εν  στ.  δηλ.  500  έως  507 
(  ίδε  σ.  5)  ό  '/ορός,  θέλων  να  όρίση  τον  '/β>ρον 
έν  ω  ή  Κρέουσα  έγέννησε  και  έξέθηκε  τον  Ιωνα, 
ορίζει  αυτά  τα  άντρα  του  Πανός,  ο  έστι  το  σπή- 
λαιον Δ-Δ'. 

Τό  συμπέρασμα  τοοτο  δεν  προσκρούει  εις  τα 
προηγούμενα.  Τά  πράγματα  εΐνε  σαφή  και  εξη- 
γούνται κάλλιστα  ώς  έξης: 

ΑνακεφαΙαίωΟίς.  καν  συμπέρασμα. 

'Εν  τη  κατά  τους  αρκτικούς  βρσ.γους  της  'Ακρο- 
πόλεως τοποθεσία  τη  καλούμενη  «  Μακραί  »,έν  τώ 
σπηλαίω  Δ-Δ',  έβίασεν  ο  'Απόλλων  τήν  Κρέουσαν 
και  έγέννησεν  έξ  αυτής  τον  Ιωνα.  'Εν  τούτω  τω 
σπηλαίω  έξέθηκεν  ή  Κρέουσα  το  βρέφος  άμα  γεν- 
νηθεν  καί  εντεύθεν  άνείλετο  αυτό  ό  Έρμης  καί 
μετήνεγκεν  εις  Δελφούς,  όθεν  ανδρωθείς  ο  Ιων 
έπανήλθεν  εις 'Αθήνας  καί  έγένετο  ò  γεννάρχης  τών 
'Αθηναίων.  Ταύτης  της  παραδόσεως  ένεκα  έλα- 
τρεύετο  Ό  'Απόλλων  έν  ταΐς  Μακραΐς  έκ  παλαιό- 
τατων νρόνων,  γνωστού  οντος  δτι  τα  έν  σπηλαίοις 
ιερά  εινε  τά  αρχαιότατα  τών  έν  τη  πόλει,  άτε  δυ- 
νάμενα να  έλκωσι  τήν  καταγωγήν  των  έξ  αυτών 
τών  πελασγικών  χρόνων.  Ή  λατρεία  δε  του  'Απόλ- 
λωνος όρμηθεΐσα  έκ  του  σπηλαίου  Δ-Δ'  έξετάθη 
καθ'  άπαντα  τον  χώρον  τών  Μακρών  (δηλ.  καί 
κατά  τά  σπήλαια  Β  καί  Γ  καί  τον  προ  τούτων  γώ- 


ρον),  δστις  ούτω  μετεβλήθη  εις  ιερόν  του  'Απόλ- 
λωνος. Έν  τω  χώρω  τω  μεταξύ  τών  δύο  σκελών 
τών  Μακρών  ίδρύθη  ο  προς  τήν  λατρείαν  του  θεού 
αναγκαίος  βωμός  (πίν.  1,  β),  έν  ω  έξ  άλλου  τά 
αναθήματα  τά  προσφερόμενα  τω  θεώ  προσεκολ- 
λώντο  έν  τω  παρά  τον  βωμόν  τούτον  σπηλαίω  Β, 
ό'περ  όλως  άνοικτόν  ον  ήτο  προς  τοιαύτην  χρήσιν 
πολύ  καταλληλότερον  του  σπηλαίου  Δ-Δ'.  Ούτως 
είχον  τά  πράγματα  μέ/ρι  τών  μετά  τά  Περσικά 
χρόνων,  ότε,  ώς  γνωστόν,  εισήχθη  έξ  'Αρκαδίας 
εις  'Αθήνας  ή  λατρεία  του  Πανός  ' .  Τον  θεον  τού- 
τον έγκαθίορυσαν  οι  'Αθηναίοι  έν  ταϊς  «Μακραΐς» 
ώς  συμπάρεορον  τω  Απόλλωνι ,  έν  τω  σπηλαίω 
Δ-Δ  ,  ό'περ  είχε  μεν  οώσει  άφορμήν  προς  τήν  κατά 
τάς  «  Μακράς  »  λατρείαν  του  'Απόλλωνος,  δεν  έ- 
χρησίμευεν  όμως  πλέον  προς  τον  σκοπόν  τούτον, 
ώς  ανωτέρω  εί'πομεν.  Ούτω  οέ  τό  κατά  τάς  «Μα- 
κράς »  πάλαιαν  ιερόν  του  'Απόλλωνος  μετεβλήθη 
εις  κοινόν  ιερόν  τοϋ  Απόλλωνος  καί  του  Πά- 
νος ,  τής  μεν  λατρείας  του  'Απόλλωνος  περιορι- 
σθείσης  κυρίως  έν  τω  σπηλαίω  Β,  τής  δε  του  Πά- 
νος έγκαθιόρυθείσης  έν  τω  σπηλαίω  Δ-Δ'.  Ούτως 
εχουσι  τά  πράγματα  συμφώνως  τοις  έν  τω  "Ιωνι 
του  Εύριπίοου,τοϊς  κατά  τά  έν  τη  Αυσιστράτη  τοΰ 
Αριστοφάνους  ,  τοις  ύπό  του  Παυσανίου  παραδι- 
δομένοις  καί  τοις  έν  ταΐς  άνασκαφαϊς  γενομένοις 
εύρήμασιν. 

Σημειωτέον  δε  ό'τι  δεν  είναι  παράδοξον  δτι  οι 
'Αθηναίοι  τον  έξ  'Αρκαδίας  θεόν  εγκαθίδρυσαν  έν 
ταΐς  Μακραΐς  ώς  συμ-τζίριορον  τω  'Απόλλωνι, 
διότι  ο  Πάν  δεν  ήτο  άσχετος  τφ  έν  ταΐς  Μακραϊς 
λατρευομένω  'Απόλλωνι.  Προς  άπόδειξιν  τούτου 
δεν  επικαλούμαι  ού'τε  τήν  ύπό  τών  δραματικών 
ποιητών  συχνήν  μνείαν  του  Πανός  σύν  τω  Άπόλ- 


'Ότι  ή  λατρεία  τοϋ  Πανός  εισήχθη  εις  'Αθήνας  μετά  τά  Περσικά 
άναφέρουσιν  ό  τε  Παυσανίας  (  ί'δε  τό  τοΰ  Παυσανίου  κείμενον  εν  σελ. 
2),  ό  'Ηρόδοτος  (VI,  105):  «  ίδρυσαντο  ύπό  τι)  Άκροπόλει  Πα- 
νός ϊρόν  καί  αυτόν  άπό  ταύτης  της  άγγελίης  θυσίησι  έπετεησι  καί  λαμ- 
πάδι  ίλάσκονται»  καί  ό  Λουκιανός  iAtaJojoç  θεών,  23,3)  «πρώην  δέ 
καί  Αθηναίοις  συμμα^ήσας  ούτως  ήρίστευσα  Μαραθώνι  ώστε  καί  ά- 
ριστεϊον  ηρέθη  [j.ot  τό  υπό  τη  Άκροπόλει  σπήλαιον  :  ην  γοΰν  ες  'Αθή- 
νας έ'λθης,  ε'ι'ση  όσον  εκεί  τοϋ  Πανός  όνομα».  "Οτι  δ"  ό  Πάν  έβοή  - 
θησε  τοις  'Αθηναίοις  κατά  τους  Περσικούς  πολέμους  δηλοϋται  καί  έκ 
τών  έν  τοΐςΠέρσαις  τοϋ  Αισχύλου  έν  στ.  445.  Σημειωτέον  δ'  ό'τι  οϋ- 
δένα  λόγον  Εχομεν  νά  άπιστήσωμεν  ταϊς  μαρτυρίαις  ταυταις  καί  νά 
δε/θώμεν  ότι  ή  έν  'Αθήναις  λατρεία  τοϋ  Πανός  ήτο  άρ/_αιοτέρα  τής 
τών  Περσικών  πολε'μων., 


21 


ΤΟΙΙΟΓΙ'ΛΨΙΚΛ  ΛΓ-ιΙΙΝΩΝ 


22 


λων.   [Σοφοκ.Ι .  έν  Λίαντι,  στ.  694  κ.έ.    Eiscm. 
έν  'Ιφιγένεια  ενΤαυροις,  err.  1  125  κ.έ.  *  Αςιβτοφ. 

έν  Βατράχοις  στ.  220  κ.έ.),  ούτε  τήν  έν  τφ  γνω- 
στω  έν  Βάρι  της  Αττικής  σπηλαίω  τον  Αρχεδή- 
μου,  έν  φ  εικονίζεται  έν  αναγλύφω  ο  Πάν  μετά 
του  Απόλλωνος  και  των  Νυμφών  ( ίοε  Mittheil. 
(I.  arch.  Inst.  V,  σ.  217:  Λ.  Milchboefer),Stó™ 
τά  μαρτυρία  ταύτα,  μεταγενέστερα  οντά  των  Περ- 
σικών χρόνων,  δέν  δεικνυουσι  τον  λόγον  της  έν 
ταΐς  Μαχραΐς  εγκαθιδρύσεως  του  Ι  Ιανό;,  άλλα 
τουναντίον  δύνανται  ευλόγως  να  έκληφθώσιν  ώ; 
άποτε.Ιεσμα  της  έν  τω  χώρω  τούτω,  τφ  υπό  τη 
Άκροπόλει,  λατρεία;  του  Πάνος  συν  τω  Απόλ- 
λωνι.  lipo;  έξακρίβωσιν  του  λόγου  της  έν  ταΐς 
Μακραΐς  λατρεία;  ταύτη;  του  Πάνος  δέον  να  άπο- 
βλέψωμεν  κυρίως  ει;  την  Αρκαδίαν,  ει;  την  χω- 
ράν δηλ.  εξ  ή;  ή  λατρεία  του  Πάνος  εισήχθη  είς 
'  Αθήνα;. 

Έν  Μεγαλοπόλει ,  έν  τω  κατά  την  Άγοράν 
ναω  της  λ^χ-ητρος  και  Κόρη;,  ήτο  ιδρυμένη  τρά- 
πεζα έν  ή  είκονίζοντο  «  δύο  Ώραι  και  έχων  Πάν 
σύριγγα  καΐ  'Απόλλων  κιθαρίζων ι>  {Παυσανίας, 
VIII,  31,  3).  Έν  δέ  τω  ίερώ  τοΟ  Πανό;  έν  Αυ- 
κοσουρα  ήτο  ίδρυμένον  ξόανον  του  Απόλλωνος , 
ώ;  αναφέρει  ό  Παυσανίας  (VIII,  11-12),  δστι; 
περί  του  έν  τω  ίερώ  τούτω  λατρευομένου  Πανό; 
προστίθησι  τάδε:  «  λέγεται  οέ  ώ;  τα  έτι  παλαιό- 
τερα καί  μαντεύοιτο  οΊζος  ο  θεό;,  προφήτιν  οέ  Ε- 
ρατώ νύμφην  αύτω  γενέσθαι  .  .  μνημονεύουσι  δέ 
καί  έπη  της  ΈρατοΟς,  α  δη  καί  αυτό;  έπελεξά- 
αην».  Ταύτα  συν  τοϊς  ύπο  του  Απολλοοώρου  (Ι, 
4,1)  παραδιδομένοις  :  ft  'Απόλλων  δέ  την  μαντι- 
κήν  μαθών  παρά  του  Πανό;  ήκεν  ει;  Δελφούς  χρη- 
σμωδούση;  της  Θέμιδος»  δεικνύουσιν  επαρκώ;  τήν 
σχέσιν  του  Πανό;  πρό;  τον  Απόλλωνα  καί  τον 
λόγον  δι'  όν  ό  ε;  'Αρκαδίας  θεό;  έγκαΟ'.δρύΟη  ώς 
συμπάρεδρο;  του  Απόλλωνος  έν  τω  υπό  τη  Α- 
κροπόλει,  έν  ταΐ;  Μακραΐς ,  ίερώ  -ζώ  έκπροσω- 
πουντι  έν  'Αθήναι;  αυτό  το  ιερόν  του  έν  Δελφοί; 
'Απόλλωνος   (ίδε  τα  έν  τοις  έπομένοις). 

IBsfjl  τ<>•3  ΟεσμιοΟεβίου 

κ-κί  τΐερί   τής  σχέσεως   τών   εννέα   αρχόντων 

προς  τον  υπό  ταϊς  !%1άκ<>α&ς  Απόλλωνα. 

Εκ   τών    έν   σελ.  8  αρ.    1-16   επιγραφών   γί- 


νεται δήλον  δτι  ο(  μτ:'»  açyovxeç.    οί  εξ  θεσμοθέ- 
τα1.,  ό  ΐρχων,  ό  βασιλεύς  καί  ό  πολέμαρχος     καί 
ό  γραμματεύ;  διετέλουν  έν  σ/έσε•.  τινί  προ;  τον  έν 
τφ   ί»πά  τη    Ακροπόλει  σπηλαίω   Β     πίν.   1     λα- 
τρευόμενον    Απόλλωνα.     Εκ  ταύτης  τή;  σ/έσεω; 
τών  θεσμοθετών  προς  το  περί  ού  ό  λόγος  Ιερόν  τοΟ 
Απόλλωνος  ορμηθείς  κυρίως  ό  Köhler  ,    ήν  είχε 
διακρίνει  οδτος  δια  των  επιγραφών  ν-   &ρ.  11-13  . 
υπεστήριζεν  6τι  το  θεσμοθέσιον  θεσμοθετεΐον,κατ 
Αριστοτέλη    εν  τη    Αθηναίων    Πολιτεία]    εκείτο 
πλησίον  του  ίεροΟ  τούτου  τον    Απόλλωνος  '•,  Ισχυ- 
ρίσθη  δηλ.  δτι,  του  θεσμοθεσίου,  εν  φ  είστιώντο, 
ώ;  γνωστόν,  οί  άρχοντες  ,  δντος  πλησίον  τον  περί 
ου  ό  λόγος  ίεροΟ,τούτου  τον  λόγου  ένεκα  προσέφε- 
ρον  ούτοι  άναθήματατώ  εαυτών  γείτονι  Απόλλωνι, 
όν  έθεώρουν    ώ;  προστάτην  τών  συμποσίων  τ'•-/ 
(Tiscbpatron  .    Τω  Köhler  επόμενο;    καί   b   Κ. 
Ι.,ιιιμί'  τοποθετεί  το  θεσμοθέσιον  παρά  το  δυτικον 
άκρον   της  αρκτικής   υπώρειας   της    Ακροπόλεως 
(Κ.   Lange:  Haus  und  Halle,  πίν.  VII).  'Αλλά  το 
οικοδόμημα   τούτο,  καί  έπί  τη  υποθέσει    δτι  εκείτο 
παοά  τήν  ύπώρειαν  ταυτην  τή;    Ακροπόλεως,   ε- 
κείτο πάντως  έν  τή  κάτω  πόλει,  ώστε  οέν  δύναται 
νά  έκληφθη  ώ;  γειτνιάζον  τω  ϊερψ  τοΟ    Απόλλω- 
νος,  τω  έν  χώρω  πολύ   ύψηλοτέρω  ,    έν  τω  μέσω 
τών   βράχων   τή;  'Ακροπόλεως,  κειμένω"     έπειτα 
απλώς  ή  γειτνίασις  του  θεσμοθεσίου  ~ρος  το  περί 
ου  ο  λόγο;  ιερόν   δεν  δύναται  ευλόγως  να  θεωρηθη 
ώ;  αποτελούσα  άποχρώντα  λόγον  προ;  προσφοραν 
αναθημάτων   τω    Απόλλων,    ύπο   τών    έν   τω  θε- 
σμοθεσίω  διαιτωμένων.     Ι  έλος   οε   ρητεον  δτι   αί 
άνασκαφαι    κατά  τον  χωρον   τούτον,    τον  πάρα  το 
σπήλαιον  του  'Απόλλωνος,  εχουσι  προχωρήσει  έπί 
τοσούτον  ,   ώστε   δυνάμεθα  νυν   μετά   βεδαιοτητος 
να  είπωυ.εν  δτι  οέν  έκε'.το  ε/.εΐ  το  θεσμοθέσιον. 

Τήν  υπό  τών  έν  'Αθήνα•.;  αρχόντων  προσφοραν 
αναθημάτων  τω  έν  ταΤ;  Μακραΐς  λατρευομένω  Α- 
πόλλωνι  δυνάμεθα  κάλλιστα  να  έννοήσωμεν  άπο- 

1  Milt  Teilungen  des  arch.  Instituts  III,  σ.  144  Πρβ.χα!  Her- 
mes V,  σ.  3Ί2,  σημ.  2. 

2  Tf,v  γνώμην  ταύτην  άποχρούει  ó  W.iclisiiiuth  I  Die  Stadi 
Athen,  Ι,  σ.   164.  II,  a.  354,  σημ..  ό  ). 

n  ΠΛατ.  Φαΐορ.  ί3Γι  Ι).  ΐΣ/ολ.  )  :  οί  δέ  ΟεσμοΟε'ται  .  .  ά?'  ών  χαί 
ό  To'no;,S-oj  σονήεσαν  /.it  Εστιοΰντο,  Θεσμοθέσιον  έχαλεϊτο. —  Ήσνχ. 
Πρυταγίϊογ  .  .  .  τρία  ΆΟη'νησι  συσσίτια,  Θεσμοθέσιον,  Θόλος,  Πρυ- 
τανείο•;.—  Άρίοτ.  Ά0γ/.  Πολιτεία  III,  5:  ε'-ί  δέ  Σο'λωνο;  άφαντε; 
(οί  έννε'α  άρ•/οντες)  ε:;  το  Θεσμοθετεΐον  συνήλΟον. 


23 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


24 


βλέποντες  εις  τήν  ιδιότητα  του  ιερού  τούτου   καί 
εις  τα  περί  του  Ίωνος  παραοιοόμενα. 

Έκ  των  μέχρι  τούδε  έν  τοΤς  προηγουμένοις  εί- 
ρημένων  δηλον  είνε  δτι  το  έν  ταΐς  Μακραΐς  ιερόν 
του  'Απόλλωνος  είνε ,  οΰτως  ειπείν,  παράρτημα 
τοΟ  έν  Δελφοϊς  ίερου  του  'Απόλλωνος,  του  Πυθίου 
'Απόλλωνος.  Ούτος  δ  'Απόλλων  είνε  ò  πατήρ  του 
έν  ταΐς  Μακραϊς  γεννηθέντος  και  έν  Δελφοΐς  άνα- 
τραφέντος  "Ιωνος.  'Αλλ'  δ  "Ιων  έγένετο  δ  γεννάρ- 
χης  των  'Αθηναίων  δ  Πύθιος  άρα  'Απόλλων  ήτο 
έν  'Αθήναις  'Απόλλων  πατρώος  ',  ώς  τούτο  ρητώς 
αναφέρει  ό  Δημοσθένης  (XVIII,  141)  λέγων  τάδε: 
«  καλώ  δ' εναντίον  υμών,  ω  άνδρες 'Αθηναίοι,  τους 
θεούς  πάντας  και  πάσας,  ό'σοι  τήν  χωράν  εχουσι 
τήν  Άττικήν ,  και  τον  Άπόλλω  τον  Πύθιον,  ος 
πατρώος  έστι  τη  πόλει,  καί  έπεύχομαι  πασι  τού- 
τοις »  κτλ. 

Ούτως  έχοντος  τοΟ  πράγματος,  εύνόητον  εινε 
ό'τι  οι  εννέα  άρχοντες, οί  τό  Άθηναϊκον  κράτος  εκ- 
προσωπούντες, διετέλουν  έν  σχέσει  προς  τον  πα- 
τοώον  τούτον  Πύθιον  'Απόλλωνα'  δια  τούτο  ο  ού- 
τοι άναλαμβάνοντες  τήν  εαυτών  αρχήν  ώμνυον 
ποος  τω  λίθω  τω  παρά  τη  Βασιλείω  Στοά  και  έν  τη 
Άκροπόλει  ΰποσ/όμενος  έκαστος  «  ει  τι  παραβαίη 
των  θεσαών,  ανδριάντα  γ^ρυσοϋν  ίσομέτρητον  άνα- 
θήσειν  έν  Aslçpoïc  [ΠΛονζ. Σόλ.  25.  Πλαζ.  Φαΐδρ. 
235,0.  Άρισζ.  Άθ.Πολιτ.νΐΙ,  1.  LV,5.  Πο.Ιυδ. 
Η, 86).  Ή  έν  Δελφοϊς  άνάθεσις  άνδριάντος  είχελό- 
γον  προφανώς  σχέσιν  τών  αρχόντων  προς  τον  έκεΐ 
λατοευόμενον 'Απόλλωνα. "Αν  οέ  προς  τούτοις  άνα- 
λογισθώμεν  ό'τι  Ό  "Ιων  όχι"  μόνον  ήτο  ό  γεννάρχης 
τών  'Αθηναίων  αλλ'  ό'τι,  κατ  άλλην  παράοοσιν,  έ- 
γένετο καί  Ό  πρώτος  πολέμαρχος  ('ΛρκΤτ.  Πολιτ. 
Άθην.ΙΠ,  2),  έννοουμεν  κάλλιστα  διατι  οί  άρχον- 
τες κατέθετον  αναθήματα,  οία  τα  έν  σελ. 8  κ.έ.,έν  τω 
έν  ταΐς  Μακραΐς  ίερώ,  τω  έκπροσωποΟντι  έν  'Αθή- 
ναις το  ένΔελφοϊς  ιερόν  του 'Απόλλωνος.  Ληξάσης 
δηλ.  της  εαυτών  αρχής  προσέφερον  ούτοι  ανα- 
θήματα ευχαριστήρια  τω  Άπόλλωνι  προς  ένοειςιν 
κυρίως  οτι  έτήρησαν  ον  ώμοσαν  ορκον  και  πιστώς 
έςεπλήρωσαν  τα  εαυτών  καθήκοντα*. 


1  Πρβ.  χαί  Waohsmuth:  Die  Stadt  Athen,  II  σ.  354  σημ.  5. 

2  Ένταΰθα  τοϋ  λόγου  σημειωτέον  ό'τι  έκ  τών  έξ  αφορμής  τών  γε- 
νομένων ευρημάτων  είρημένων  ΰφ'  ημών  περί  της  σχέσεως  τοϋ  έν  ταϊς 
Μακραΐς   ιερού  τοϋ  'Απόλλωνος  προς  το j  έν  Δελφοϊς   Πύθιον  Άπόλ- 


Περί   τών  Λίακρών 
κ*1  περί  τοΰ  τάφου  τοΰ  Έρε/Οέως. 

Αποκαλυφθέντος  νυν  εντελώς  δια  τών  ένεργη- 
θεισών  ανασκαφών  τοΰ  χώρου,  έν  ω  τά  σπήλαια 
του  Απόλλωνος  και  τοο  Πανός ,  δυνάυ,εθα  να 
έννοήσωμεν  διατί  Ό  χώρος  ούτος  έκαλεϊτο  «  Μα- 
κραί  »  '. 

Ο  γώρος  ούτος  αποτελείται  έκ  δύο  σκελών, 
ήτοι  προεχόντων  βράχων,  έκ  του  προς  δυσμάς  σκέ- 
λους, έν  ω  τό  σπήλαιον  του  'Απόλλωνος  (πιν.  1, 
ß),  καί  έκ  τοο  προς  ανατολάς,  έν  ω  το  σπήλαιον 
του  Πανός,  τό  δια  τών  Δ-Δ'  έν  τω  πιν.  1  δεδηλω- 
μένον.  Το  σπήλαιον  Γ  κείται  ε'ις  το  βάθος,  μεταξύ 
τών  ούο  σκελών  του  Τράγου.  Τά  σκέλη  δε  ταύτα 
άτινα,  ώς  βλέπει  τις  σ-ί]υ.ερον,  προέχουσιν  ίκανώς, 
ένπαλαιοτέροις  χρόνοις  προεϊχον  έπί  μάλλον,  κατα- 
πεσόντος  σύν  τω  χρόνω  ύπό  σεισμών,  ώς  φαίνεται, 
^.ερους  τών  εξεχόντων  βράχων.  Τοοτο  κυρίως  οια- 
χρίνοαεν  έναργώς  στ^χερον  έν  τοις  βράχοις  έν  οΤς 
τά  σπήλαιον  τοο  Πάνος  Δ-Δ'. "Ανωθεν  δηλ.  της  εί- 
σόοου  (,  προεξείχε  το  πάλαι  λίαν  Ό  βράχος'  μέγα 
δ'μως  τούτου  \χερος  κατέπεσε  (ή  ρωγμή  εινε  λίαν 
ευδιάκριτος  νυν  έν  τω  βράχω  )  καί  έθραύσθη  εις 
τεμάχια,  ων  άλλα  μεν  κατέπεσον,  ώς  φαίνεται, 
εις  τά  κάτω,  εν  δέ,  μέγα  τεμάχιον,εμεινεν  έκεϊ  καί 
έκάλυψεν  έν  μέρει  τήν  εί'σοοον  ζ  (το  καταπεπτω- 
κός  τούτο  τεμάχιον  του  fjpiyjju  ί'δε  έν  πίν.  2,  Π, 4). 
Επειτα  καί  από  της  κορυφής  του  σπηλαίου  Γ, 
δ'που  λίαν  λεπτός  ήτο  δ  ^ρίγ^ος  (πίν.  2,11,2),  έ'χει 
καταπέσει,  ώς  φαίνεται,  ίκανον  u-ίρος,  ι'σως  οε  καί 
άπο  του  σκέλους  έν  ω  τό  σπήλαιον  τοΟ  'Απόλ- 
λωνος. 

Ούτως  έχοντος  τοο  πράγματος,  έννοουμεν  οτι  ò 

λωνα  γίνεται  δήλον  οτι  ό  έν  σχε'σει  προς  τό  ζήτημα  της  θε'σεως  της 
Έννεακρούνου  ισχυρισμός  τοϋ  Dörpfehl  (èv  Mittlieiluilgen,  XIX 
(1894)  σ.  198),  ότι  τό  περί  ου  ό  λόγος  έν  ταΐς  Μακραΐς  ιερόν  τοϋ 
'Απόλλωνος  έκαλεϊτο  Πύθιον,  εξελέγχεται  où/ Ί  αστήρικτος ,  καθ'  α 
διατείνονται  οί  ώς  προς  τό  ζήτημα  της  Έννεακρούνου  άντιφρονοϋντες 
αύτώ,  οί  ΰποστηρίζοντες  οτι  τό  έν  ταΐς  Μακραΐς  ιερόν  Sèr  ητο  Sv- 
razòr  νά  καλήται  Πύθιον.  Άναμφισβήτητον  εινε  οτι  ό  έν  τω  Ίερώ 
τούτω  λατρευόμενος  'Απόλλων  ήτο  ό  έν  Δελφοΐς  Πύθιος  'Απόλλων 
και  δεν  συνάγεται  μέν  έκ  τούτου  ώς  βέβαιον  συμπέρασμα,  οτι  τό  ιερόν 
τοϋτο  και  έκαλεϊτο  επισήμως  Πύθιον,  δέν  αποκλείεται  όμως  καθόλου 
τό  δυνατόν  καί  πιθανόν  της  ονομασίας  ταύτης. 

1  Ή  ερμηνεία  της  ονομασίας  ταύτης  πολλά  παρέσ/ε  πράγματα  ε'ι'ς 
τε  τους  φιλολόγους  καί  τους  αρχαιολόγους.  "Ιδε  κυρίως  Güttling  έν 
Rh.  Mus.  VII  (18ο0)  σ.  I  (Ges.  Abh.  I,  100). 


25 


Τ0ΙΙΟΙΤΛΨ1ΚΛ  ΑΘΗΝΩΝ 


26 


χώρος  οΰτος  έκαλεΐτο    αΜακραί»    (δηλ.  πέτραι) 
ένεκα  των  καί  νΟν  μέν,  έν  παλαιοτέροις  δέ  χρόνοις 
έπί  μάλλον  προεξεχόντων  έκεΐ  βράχων.  Κάλλιστα 
δέ  περιγράφει  τον  περί  οδ  b  λόγο;  χώρον  ό  Ευρι- 
πίδης έν  τω  Ίωνι,  στ.  492  κ.έ.  (  ϊδε  σελ.  .">   : 
τοο  UavÒQ  θακήματα   εΐνε  το  σπήλαιον  Δ-Λ  ,  ή 
παρανΜζονσα  πέτρα  εΤνε  το  απέναντι  σκέλος  του 
βοάνου,  έν  ω  το  σπήλαιον  τοΟ    Απόλλωνος,  α1,  οε 
Ι^υχώΛις  Mancai  εΐνε  ό  ύπο  των  προεχόντων  βρά- 
χων,   έν   οΐς  τα  δύο  ταύτα  σπήλαια,   καί   του  ει; 
το  βάθος  σπηλαίου  Γ  περιλαμβανόμενος  χώρος.  Εν 
τούτω  τω  χώρω  ,    Ισοπεδωμένω  οντι    έν  τοΤς  πα- 
λαιοί;  χρόνοι;,    ήγον    χορού;    αϊ   της    .Ι;.•<«π\/ου 
κόραι. 

Έν  ταϊ;  Μακραΐς  υπηρχον,  ώ;  εϊδομεν,  τά  σπή- 
λαια τοΟ  Άπόλλωνο;  και  του  Πάνος  καί  ό  βωμός. 
Ex  δέ  του  έν  τω  Ίωνι  του  Εύριπίδου  διαλόγου  με- 
ταξύ τής  Κρεούσης  και  του    Ιωνος,τού  από  του  στ. 
280,καί  ίδίω;  έκ  των  έν  τοις  στ. 284-287  (ϊδ.σ  5) 
έ;άγεται  Οτι  έκεϊπου  κατά  τα;  Μακρά;  υπήρχε  προ; 
τούτοι;  ο  τάφος  τούΈρεχΟέω;,ήτοι  χάσμα  ^ooròc 
Tcapa/Okv  Οπό  της  τριαίνης  τοο  Ποσειδώνος  [nJ,r\- 
γαί  zçiaÎrqç)    φονεύσαντο;  τον  Έρε/Οέα,  πατέρα 
τη;  Κρεούση;.  Προ;  την  παράδοσιν  ταύτην  δύνα- 
ται τις  ίσως  να  σχετίση  το  έν  ταϊ;  Μακραΐς  όρυγμα 
γ  (πίν.  1),   ου  έμνημονεύσαμεν  έν  σελ.  15.  ΤοΟτο 
3ηλ.  δύναται  ίσως  να  έκληφΟη  ώς  ò  τάφος  του  Ε- 
ρεχθέως,  ήτοι  το  ύπο  τής  τριαίνης  παραχΟέν    έν 
τω  βράχω  σημεΐον.  Σημειωτέον  δέ  5τι  το  σημεΐον 
τούτο  τής  τριαίνης  του  Ποσειδώνος  δέν  πρέπει  να 
-τυγχέηται  προς  το  ύπο  του  ΙΙαυσανίου  μνημονευό- 
μενον  άγημα  τριαίνης  έν  τη  Ακροπόλει,  διότι  το 
τελευταϊον  τοΰτο  δεν  έχει  σχέσιν  προς  την  μνημο- 
νευοεΐσαν  παράδοσιν,  αλλ'  εΐνε  των  μαρτυρίων  ές 
την  άρ,ρισΰήτησιν  Γης  χώραο  ΰπο  του  Ποσειδώ- 
νος καί  τής  'Αθήνας  [Παυσ.  Ι,  26,  6).  "Ασχετος 
e    εΐνε  και  ή  παράδοσις  περί  του  έν  τη    Ακροπόλει 
τάφου  του  Έρε/Οεω;,  διότι  ò  έν  τη  Ακροπόλει  τε- 
θαμμένος  Έρεχθεύς  ήτο  ό  Έρι χθόνιος  [Άπο.Ι.Ιό- 
όωρος  111,  14,7,  1.  ΚΛήμης'ΆΛεξαγάρεύς,Ιίρο- 
τρεπτικό;,  Ill,  45,  σ.  13),   ό  ύπο  του  Ηροδότου 
Ι  VIII,  55)  ΈρεχΟεύς  b  γηγενής  καλούμενος, έν  ω 
ό  Ευριπίδης  δεν  ταυτίζει  τον   Εριχθόνιον  προς  τον 
Έρεχθέα    αλλά  διακρίνει  τούτους,   ό   ΈριχΟόνιος 
■δηλ.  (όστις  ήτο  γηγενής)  εΐνε  πατήρ  του    Ερεχθέως 


κατά  τον  ποιητήν  του  [ωνος  [στ.  207,  1007). 
Ούτω;,  ό  έν  τη  'Ακροπόλει,  Ζ->  τω  Ερεχθείφ,  σον 
τη  Πολιάδι  τιμώμενο;  και  εκεί  τεθαμμένος  Epe- 
χΟεύ;  ήτο  ό  γτ,γευής  'Ερεχθέως,  ό  Εριχθόνιος, 
διάφορο;  του  Ερεχθέως  πατρός  τής  Κρεούσης 
κατ  Εύριπίδην.  Τούτου  του  τελευταίου  ό  τάφος, 
φονευθέντος  οπό  του  Ποσειδώνος,  οπήρχεν  έ/  ταϊ; 
Μα/.ραϊ; 

Κλ£μ.ακ*ς  έπέ  toO  βράχου 
κ/ί  κ*0«»Γ,<>?  έκ  τ/,ς   Άκροηύλ«ως 

Μετά.  την  αποκάλυψιν  των  Μακρών  ίκαθαρίσθη 
ό  βράχος  μέχρι  του  σπηλαίου  .Ι.  'ΕνταΟθα  fcve- 
φάνησαν  αϊ  καί  πρότερον  γνωσταΐ1  έν  τψ  βράχω 
λελαξευμιέναι  βαθμίδες  ai  έν  τω  πίνακι  1  δεδηλω- 
μέναι  δια  τών  α1  α-'  α;.  Α•.ά  τούτων  τών  βαθμί- 
δων μετέβαινε  τι;  ά.πο  τών  Μακρών  εί;  το  σπή- 
λαιον .1  και  έτι  περαιτέρω,  ώ;  φαίνεται.  II  κατα- 
στροφή δ'  ενταύθα  ού  μόνον  τών  περί  ών  ό  λόγος 
βαθμίδων, άλλα  και  τού  βράχου,  εΐνε  μεγάλη, ώστε 
δέν  ούναταί  τις  να  εξακρίβωση  την  διεύθυνσιν  τών 
βαΟυ.ίδων  τούτων  ουδέ  νά  έννοήση  αν  αύται  άπετέ- 
λουν  Γσως  μέρος  κλίμακος  αγούσης  εί;  τά  ΙΙροπύ- 
λαια  και  δια  τούτων  εί;  την  Άκρόπολιν  ,  καθ  ά 
φρονεί  ö  Beule2. 

Ακολούθως  προύχώρησεν  ή  ανασκαφή  πέραν 
τών  Μακρών,  προ;  ανατολάς,  μέχρι  τοΟ  τείχους  της 
'Ακροπόλεως.  'Εν  τω  ανασκαφέντι  δέ  τούτω  χωρώ 
απεκαλύφθη  κλίμα;  λελαξευμένη  έν  τφ  βράχω 
(πίν.  Ι,  θ-κ-λ-μ)3  έκ  17  νυν  σωζόμενων  βαθμί- 
δων. Ai  μεταξύ  τού  *  καί  ./  βαθμίδες  κατεστρά- 
φησαν  κατά  τού;  νεωτέρους,  ώ;  φαίνεται,  χρό- 
νους προ;  κατασκευήν  τετραγωνικού  επιμήκους 
κτίσματο;4,  έφ'  ω  σκοπώ  έλαξεύθη  έν  αίρει  καί  ό 
βράχο;    πίν.   1,  κ'). 

liso;  έξακρ'ίβωσιν  τών  κατά  την  κλίμακα  ταύ- 
την  δέον  νά  άποβλέψωμεν  ει;  την  έν  ταϊ;  άνασκα- 
φαΐς  τή;  'Ακροπόλεως, έν  έτει  1885,  ανακαλυφθεΤ- 
σαν  παρά  το  βόρειον  τεϊχο;,  προ;  δυσμάς  του  'Ε- 
ι C.  Bottichen  Bericht  über  die  Untersuchungen  auf  der 
Akropolis,  *.  ???. 

2  L'Acropole  d'Athènes,  Ι,  σ.  153. 

3  Τήν  χλίααχο ταύτην  διαχρίν«ιτΐ{  χα)  ίν  ιφ  ptotowx  "">  κίνα»  2, 

Ι,    ipUTEOÌ   TOJ   SO.    6. 

*  To;t'/j  ίώζίται  νϋν    αέοο;  τοίχου    è/.  κλίνβων,    λίΟ'ον   /si  άστ- 
ατου χατίσχεοασιιΛοο. 


27 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


28 


"ta 


ρεν  θείου  ,  άγνωστον  πρότερον  άρχαίαν  κλίμακα 
(πίν.  1,  Ν)  έξ  22  βαθμίδων,  την  δια  θυρίδος  έν 
τω  τείνει  της  'Ακροπόλεως  (πίν.  1,  ν)1  συγκοι 
νωνουσαν  μετά  των  έξω.  Ταύτη  τη  κλίμακι,  ο 
της  μνημονευθείσης  θυρίδος  ν,  συνεκοινώνει  ή  vöv 
αποκαλυφθείσα  έν  τω  βράχω  λελαξευμένη  κλίμας 
Ö  κ  J  ji.  Σημειωτέον  δ'  ότι  από  της  βαθμίδος, 
της  δια  του  μ  δεδηλωμένης,  μέχρι  του  τείχους 
της  'Ακροπόλεως  δεν  ύπάρνουσιν  άλλαι  βαθμίδες. 
'Επειδή  δε  δ  βράχος  αποτελεί  ενταύθα  σχεδόν  όρι- 
ζόντιον  έπίπεδον,  φαίνεται  ότι  ούο  ύπήρχόν  ποτέ 
βαθμίδες  λελαξευμέναι  έν  τω  βράχω,  αλλ  ότι  θα 
έσνηματίζετο  ένταΟθα  άνωφερές  ίπί-πιοον  άγον  εις 
την  (ίυρίοα  ν.  Τούτο  βεβαιοΰται  και  έκ  του  σωζό- 
μενου νυν  ολίγον  κατωτέρω,  προς  βορραν,  λείψα- 
νου άρναίου  τείχους  (πίν.  1,  ξ),  όπερ  έχρησίμευεν 
ίσως  προς  υποβάστασιν  των  χωμάτων,  οι  ων  έσχη- 
ματίζετο  το  περί  ου  ό  λόγος  άνωφερές  έπίπεοον,  ή 
εινε  ίσως  λείψανον  άντηρίοος,  ήτις  θα  ΰπεστήριζε 
το  ΰποβαστάζον  τα  χώματα  τείχος. 

Ή  έν  ταΐς  νυν  άνασκαφαΐς  αποκαλυφθείσα  άρα 
κλϊμαξ  θ  κ  Λ  μ  έχρησίμευεν  όπως  δι' αυτής  κατέρ- 
χηταί  τις  άπο  τής  Άροπόλεως  (οιά  της  κλίμακος 
Ν  καί  τής  θυρίδος  γ)  εις  τάς  Μακράς,  ένθα  τα 
σπήλαια  του  'Απόλλωνος  καί  του  Πανός,  καί  τανά- 
παλιν, όπως  δηλ.  από  των  Μακρών  άνέρχηταί  τις 
εις  τήν  Άκρόπολιν  2.  Τούτου  έξακριβωθέντος  έν- 
νοοΰμεν  πλέον  τα  έν  τή  ΛνσοΟτράτΎ)  του'  'Αριστο- 
φάνους (  στ.  720)  : 

την  μεν  γε  πρώτην  διαλε'γουσαν  τήν  οπην 
κατέλαβον  η  του  Πάνος  έστι  ταυλίον 

Ή  λ.  όπή,  συνοδευομένη  υπό  του  άρθρου,  οέν 
δύναται  να  σημαίνη  όπήν  τίνα,  ην  ή  περί  ης  πρό- 
κειται γυνή  έπειρατο  να  διορύξη  δια  του  τείχους 
της  'Ακροπόλεως,  όπως  κατέλθη  εις  το  σπήλαιον 
του  Πανός,  καθ'  α  φρονουσιν  οί  του  Αριστοφάνους 
έρμηνευταί ,    άλλα  προϋπάρχουσάν  τίνα    γνωστήν 

*  Ή  öuou  αϋτη  etve  κεκλεισμε'ντ.  ôtà  τοίχου  Εκ  λίθων,  πλίνθων  καί 
άσβεστου  μετά  χώματος. 

2  "Οτι  τοιαύτη  τις  άπ'  ευθείας  συγκοινωνία  υπήρ•/ε  μεταξύ  τής 'Α- 
κροπόλεως καί  των  Μακρών,  ένθα  τό  σπήλαιον  τοϋ  Πάνος,  ΰπεμφαί- 
νεται  καί  εκ  των  εν  τή  Λυσιστράτη  του  'Αριστοφάνους  άπο  του  στ. 
948  κ. Ι.  Ή  Μυρρίνη  δηλ.  κατέρχεται  επανειλημμένως  άπο  τής  'Α- 
κροπόλεως εις  το  σπήλαιον  του  Πανό;  και  τανάπαλιν  κομίζουσα  τά 
προς  τήν  έρωτικήν  συνάντησιν  αυτής  μετά  τοϋ  συζύγου  της  αναγκαία, 
στρώματα,  προσκεφάλαια,  μύρα  κτλ. 


όπήν,    τήν  θυρίδα  r,  δι'  ης   κατήρχετό  τις    εις  το 
πλησίον  κείμενον  σπήλαιον  τοΰ  Πανός1. 

Κατερχόμενος  δε  τις   άπό  τής  'Ακροπόλεως   εις 
τάς  Μακράς   θά  έδύνατο   ωσαύτως    να  κατέρχηται 
αμέσως  άπό  των  Μακρών    εις  τήν  κάτω  πόλιν,    ό 
εστίν,  αι  εις  αυ,εσον  συγκοινωνιαν  μετά  της  Ακρο- 
πόλεως διατελοϋσαι  Μακραί,    έν  αΐς  ήσαν   τά  ιερά 
του  'Απόλλωνος  καί  του  Πανός,   θά  διετέλουν  είς 
άμεσον  συγκοινωνίαν   καί  μετά  τής  κάτω  πόλεως. 
Ούτω  δε   αληθώς   φαίνεται    ότι   έχει    τό   πραγμα, 
διότι  παρά  τάς  Μακράς  σώζονται  ακατέργαστοι  τί- 
νες λίθοι  επικείμενοι  αλλήλων  (πίν.  1,  β),  οίτινες 
δυνατόν  να  έχρησίμευον  προς  ύποβάστασιν  χωμάτων 
δι' ων  θά  άπετελεΐτο  επικλινές  έπίπεοον  άγον  άπα  τών 
Μακρών  εις  τήν  κάτω  πόλιν    Εις  τάς  δύο  άρα  γνω- 
στάς  οδούς, αί'τινες  άπατης  κάτω  πόλεως  ήγον  (δια 
τών  Προπυλαίων)  εις  τήν  Άκρόπολιν2,  προστίθε- 
ται καί  άλλη,  ή  νυν  έξακριβωθεΐσα  άνοδος  δια  τών 
Μακρών,  δια  τής  έν  τω  βράχω  λελαξευμένης  κλί- 
μακος  θ  κ  Λ  μ  καί  τής  θυρίδος  γ.    Τίς  δ   ή  καθό- 
λου χρήσις    τής  ανόδου  ταύτης,    αν  οηλ.    έγίνετο 
αυτής  καθημερινή  χρήσις,  ή  μόνον  καθ'  ώρισμένας 
τινάς    περιπτώσεις,    άγνωστον.     'Επί    Παυσανίου 
τουλάχιστον    δέν  ήτο  αυτή  έν  καθημερινή  χρήσει,, 
διότι  ό  περιηγητής   μίαν  μόνην  άνοδον  εις  τήν    Α- 
κρόπολιν γνωρίζει, τήν  διάτων  Προπυλαίων  (Παυσ. 
1,22,4). 

Προχωρησάσης  ακολούθως  τής  σκάφης  κατά 
τήν  αυτήν  προς  ανατολάς  οιεύθυνσιν,  απεκαλύφθη 
έν  τω  βράχω  ανώμαλος  στενή  υπόγειος  âioâoc, 
μήκους  33  μέτρων,  βαίνουσα  άπό  δυσμών  προς  ανα- 
τολάς (πίν.  1,  π -π'- ρ),  όπου  απολήγει  εις  σπή- 
λαιον ή,  κυρίως  ειπείν,  σπηλαιώδες  χάσμα  (πίν. 
1 ,  Σ),  ου  τό  άνοιγμα  ένει  πλάτος  8  '/.,  μέτρων  και 
μέσον  υψος  4  μέτρων  τζερί^οΐ).  Αυτή  ή  υπόγειος  οίο— 
δος  εινε  ή  ύπό  του  Forclihammer  (  Hellenica,  σ.  41) 

1  Σημειωτέον  ό'τι  τοϋ  σπηλαίου  τοΰ  Πανός  κειμένου  où/ !  ακριβώς 
παρά  τό  τείνος  τής  'Ακροπόλεως,  άλλ'  εν  τινι  από  τούτου  αποστάσει, 
τής  γυναικός  δε  τής  όια.Ιεγούσης  την  όπήν  ού'σης  εντός  τής  Ακρο- 
πόλεως, εύνόητον  εΐνε  ότι  ή  λ.  οπι)  δέν  δύναται  νά  δηλοϊ  ουδέ  τό 
σπήλαιον  του  Πανός    ή  τήν  ε'ι'σοδον  αυτοϋ. 

2  «Ό  Σωκράτους  εταίρος  .  .  ήγεν  ημάς  εις  άστυ  καί  δι'  αύτοϋ  ευθύς 
εις  τήν  Άκρόπολιν,  καί  έπεί  άγχοϋ  έγενόμεΟα,  έπιδει'κνυσιν  ήμΐν  δύο 
τινέ  όδώ  άναφερούσα,  τήν  μέν  όλίγην  προσάντη  τε  καί  δύσκολον,  την- 
δέ  πολλήν  λείαν  τε  καί  ραδίαν  καθιστάς»  [AiorcroVQ  Έπιστολαί,  30. 

"Ιδ.  Bpistolographi  Graeci  εχδ.  Herclier,  1S73). 


29 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


30 


το  πρώτον  καί  των  μετά  τούτον  γνωστή  έν  μέρει 
κάθοδος  από  τής  'Ακροπόλεως.  Ωσαύτως  το  σπη- 
λαιώδες  /άσμα  Σ ,  δπερ  ήτο  κεκλεισμένον  διά 
νεωτέρου  τείχους,  ήτο  γνωστόν.  ΤοΟτο  δηλ.  εινε 
το  σπήλαιον  εκείνο,  6  εκλαμβάνεται  6πό  τίνων  μέν 
μετά  πιθανότητος,  6π  άλλων  δέ  μετά  βεβαιότητος 
ώς  το  Ιερόν  τής'Αγραύλου.1  Σημειωτέον  δμως  5τι 
■περί  των  εικασιών  καΐ  περιγραφών  τούτων  δέν  είνε 
ανάγκη  να  γείνη  ενταύθα  λόγος,  διότι  αδται  οέν 
έστηρίζοντο  έπι  των  πραγμάτων,  καθότι,  ώς  εϊ- 
πον,  δεν  ήσαν  ακριβώς  γνωστά  ή  τε  δίοδος  και  το 
σπήλαιον2.  Δια  τοίν  νυν  ένεργηθεισών  ανασκαφών 
γνωρίζομεν  ακριβώς  ταΟτα  πρώτην  ήδη  φοράν. 

Άφ'  ου  άνεσκάφη  ή  κατά  το  πλείστον  πλήρης 
χωμάτων  υπόγειος  δίοάος,κατηδαφίσθη  το  προς  ανα- 
τολάς τεΐ/ος,  όπερ  εκλειε  καθ  ολοκληρίαν  το  σπη- 
λαιώοες  -/άσμα  Σ  κατά  την  έν  τω  πίνακι  1  διευ- 
θυνσιν  την  δεδηλωμένην  δι  απλής  γραμμής.  Εν τψ 
τείνει  τούτω  ευρέθησαν  έντετειχισμένα  αρχιτεκτο- 
νικά τίνα  τεμά/ια  και  γλυπτά  τίνα,  ανάξια  λόγο  ν, 
καί  μικράτινα  τεμάχια  επιγραφών*  ευρέθη  δ' ωσαύ- 
τως εντετειχισμένη  και  μαρμάρινη  πλάς  έφ  ή  ς 
τουρκική  επιγραφή,  ες"  ου  or^kov  γίνεται  ό'τι  το  τεί- 
χος τούτο  είχε  κατασκευασθή  ουχί  κατά  τον  με- 
σαίωνα ή  κατά  την  τουρκικήν  περίοδον,  άλλα  κατά 
τους  άπα  της  ελληνικής  επαναστάσεως  χρόνους3. 

Ή  περί  ής  δ  λόγος  υπόγειος  οίοόος  οιήκει,  ώς 
ειπομεν,  εκ  δυσμών  προς  ανατολάς,  του  τείχους 
τής  Ακροπόλεως  έδραζομένου  ένιαχοΟ  υπέρ  αυ- 
τήν δια  δε  μικροΟ  τίνος  /άσματος  έν  το}  βράχω 
συγκοινωνεί    μετά   της    Ακροπόλεως.     Το   /άσμα 


'  "Ιδε  χυρίως  Bötticlicr  :  Bericht  über  die  Untersuchungen 
auf  der  Acropolis,  σ.  220.  Beule:  l'Acropole  d'Athènes,  I,  a. 
157.  Wachsmuth:  Die  Stadt  Athen,  I,  σ.  219,  κτλ.  Σημειω- 
τέον ότι  το  σπήλαιον  τοϋτο  κείται  ακριβώς  υπέρ  τήν  γνωστήν  κατε  - 
ρειπωμένην  έκκλησίαν  τών  Σεραφείμ. 

s  Πάντες  ο!  από  της  'Ακροπόλεως  κατελθόντες  εις  τήν  έν  τω  βράχω 
■δίοδον  ταύτην  οέν  έδύναντο  να  έξακριβώσωσι  τά  κατ"  αυτήν,  διότι  τό 
μέν  προς  δυσμάς  μείζον  με'ρος  αυτής  ήτο  όλως  πλήρες  χωμάτων,  τό 
δε  προς  ανατολάς  μέρος,  όπου  τό  ΰποτιΟέμενον  Άγραύλιον,  ήτο  κε- 
κλεισμένον διά  τοϋ  μνημονευθέντος  νεωτέρου  τείχους. 

3  Ή  περί  ής  ό  λο'γος  τουρκική  επιγραφή  δέν  ήτο  ορατή,  διότι  τ,-.ο 
trroç  τοϋ  τείχους  εντετειχισμένη.  Έκ  τούτου  δηλοϋται  δτι  είχε  έν- 
τειχιϊβή  αϋτη  ώς  ά'χρηστον  ϋλιχόν.ΊΙ  κατασκευή  δέ  τοϋ  τείχους  τού- 
του είχε  σκοπόν  τήν  ά'μυναν  τών  έν  τη  Άχροπόλει,  διότι  άνευ  αΰτοϋ 
■6ά  εδύνατο  ό  εχθρός  νά  άνε'λθη  διά  της  υπογείου  έν  τω  βράχ  ο  διόδου 
ΐίς  τήν  Άκρόπολιν.  Ή  Ιτέρα  στενή  ε'ίσοδος  της  διόδου,  ή  προς  δυ- 
σμάς (  πίν.  1,  π)  δέν  ήτο  ανάγκη  νά  κλεισΟή  διά  τείχους,  διότι  αϋτη 
ήτο  αόρατος,  άτε  κεκαλυμμένη  ΰπό  χωμάτων. 


τοοτο  'πίν.  1,  Ξ)  κείται  βορειοδυτικώς  του  Έρε- 
χθείου  εντός  του  καλουμένου  οΙκήματος  τών  Λρ- 
ρηφόρων.  II  σημερινή  δ  αύτοΟ  διασκευή  προέρ- 
χεται έκ  τών  φραγκικών  rt  is.  τών  τουρ/.'./.'•//  χρό- 
νων. Διά  /.)  ίμακος  δηλ.  ε:  εννέα  βαθμίδων, έκ  πλα- 
κών μαρμάρου  μετά  πλίνθων  καί  άσβεστου  κατε- 
σκευασμένης, κατέρχεται  τις  άπο  του  υπό  το  τείχος 
της  Ακροπόλεως  χάσματος  τούτου  μέχρι  σημείου 
τινός  τής  υπογείου  καθόδου,  τής  τελευταίας  εν- 
ταύθα βαθμίδος  της  κλίμακος  αποτελούμενης  κατά 
μεν  το  ήμισυ  έκ  μαρμάρου,  κατά  δέ  το  έτερο/  ή- 
μισυ έκ  ξύλου.  Κατελθών  δέ  τις  εις  τήν  τελευ- 
ταίαν  ταύτην  βαθμίδα  οέν  δύναται  νυν  νά  καταβή 
εις  τήν  οίοδον,  ένθα  σώζεται  παρεμφερ/,ς  τήν  κατα- 
σκευήν κλΐμαξ  έκ  πέντε  βαθμίδων  πίν.  ι,  π  ), 
διότι  μεταξύ  τούν  δύο  τούτων  κλιμάκων  μεταξύ 
δηλ.  τής  κατωτάτης  βαθμίδος  τής  άνω  και  τής 
ανωτάτης  τής  κάτω  κλίμακος  υπάρχει  κενόν 
6'/,  μέτρων  αποτελούμενο-/  έκ  του  άποτόμως  κε- 
κομμένου  καθέτως  βράχου  τοϋ  αποτελούντος  •>.;;.- 
φοτέρας  τκς  παρειάς,  τήν  τε  προς  νότον  καί  τήν 
προς  βορρδν,  τής  υπογείου  διόδου.  Τον  κενόν  τοΰ- 
τον  /ώρον  Οά  κατήρχετό  τις,  ώς  φαίνεται,  διά  ξύ- 
λινης κρεμαστής  κλίμακος.  Ούτως  εϊχεν  ή  άπο  τής 
'Ακροπόλεως  κάθοδος  κατά  τους  φραγκικούς  ή 
τουρκικούς,   ώς  ειπομεν,  χρόνους. 

Κατά  τους  παλαιούς  ό'μως  ελληνικούς  χρόνους  ή 
άπο  του  έν  τω  βρά/ω  /άσματος  (έν  ω  σώζεται  νΟν 
ή  μνημονευθείσα  φραγκική  ή  τουρκική  κλΐμαξ)  κά- 
θοδος θά  έγίνετο  διά  κλίμακος  αποτελούμενης,  ώς 
φαίνεται, έκ  ξύλινων  βαθμίδων  έρειδομένων  εκατέρω- 
θεν έπι  του  βράχου. ΤοΟτο  συμπεραίνω  έκ  σωζόμενων 
νΟν  έν  άμφοτέραις  ταΐςπαρειαΐς  του  βράχου  κλιμα- 
κηδον  βαινόντων  λαξευμάτων,  έφ  ων  θά  έστηρίζετο 
κινητόν  τι  πράγμα,  ώς  φαίνεται,  (το  όπισθεν  σχε- 
δίασμα δεικνύει  τήν  μορφήν  και  διά.Οεσιν  τών  λα- 
ξευμάτων τούτων).  Εβαινε  ο'  αύτη  ή  έκ  κινητών 
ξύλινων  βαθμίδων  αποτελούμενη  κλΐμαξ  από  του" 
έν  τω  βράχω  /άσματος  προς  δυσμάς,  ακολούθως 
δ'  έκαμπτε  προς  ανατολάς  καθήκουσα  μέχρι  του 
σπηλαίου  Σ,  δηλ.  μέ/ρι  του  υποτιθεμένου  ίεροΰ 
τής  Άγραιίλου  (το  όπισθεν  σ/εοίασμα  δεικνύει 
τήν  διεύθυνσιν  ταύτην  τής  κλίμακος  .  Σημειωτέον 
δε  οτι  κατά  τήν  καμπήν  τής  κλίμακος  ή  μετάβα- 
βασις  από  τών  άνω  εις  τάς  κάτω  ςυλίνας  βαθμίδας 


31 


ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΑΘΗΝΩΝ 


32 


έγίνετο  οιά  μιας  βαθμΐοος  λελαςευμένης  έν  τη  έτερα  βαΟμΐοα  ταΰτην  διακρίνει  τις   έν  τώδε  τώ  σχεδιά- 

τών  παρειών   του  βράχου,    τη  προς  βορρδν,  (τήν  σματι)2. 


^ 


^MM^WM^é 


Τήν  άπα  της  Ακροπόλεως  δια  ξύλινων  βαθμί- 
οων  περί  ης  δ  λόγος  κάΟοοον  εις  τήν  έν  τω  βράχω 
ΰπόγειον  οίοοον  δυνάμεθα  να  σχετίσωμεν  προς  τα 
υπό  του  Παυσανίου  (Ι,  27,  4)  παραδιδόμενα  περί 
της  κατά  τήν  ίορτ^ν  των  Παναθηναίων  έν  καιρώ 
νυκτός  καθόδου  τών  Άρρ^όρων  από  της  'Ακρο- 
πόλεως εις  τήν  κάτω  πόλιν.  Επίσης  δυνάμεθα  να 
σχετίσω  μεν  αυτήν  προς  τα  Οπό  του  'Ηροδότου 
(VIII,  53)  παραδιδόμενα  περί  της  εις  τήν  Άκρό- 
πολιν  αναβάσεως  τών  Περσών.  Περί  τών  ζητημά- 
των ό'μως  τούτων  και  περί  του  σχετικοΰ  ζητή- 
ματος, περί  του  αν  το  σπήλαιον  Σ  είνε  όντως 
το  ιερόν  της  ΑγραυΛου,  οενεινε  συνετον  να  πραγ- 
ματευθή  τις  από  τουΟε,  αφ'  ου  αί  ένεργούμεναι 
άνασκαφαί,  α'ι'τινες  είνε  δυνατόν  να  συντελέσωσιν 
εις  την  λΰσιν  τών  ζητημάτων  τούτων,  δεν  έπερα- 
τωθησαν  εισέτι  '.  Μόνον  σχετικώς  προς  το  ζήτηυ,α 
περί  τοϋ"  αν  το  σπήλαιον  Σ  είνε  το  Άγραυλιον  ανα- 
φέρω από  τουόε  τά  έξης  πορίσματα  της  ανασκα- 
φής, ές  ων  οηλουται  οτι  τούτο  έχρησίμευεν  όντως 
προς  λατρείαν. 

Εν  τώ  σπηλαίω  δηλ.  τούτω  υπάρξει  έν  τω 
βράχω   λελαξευμένη  κόγχη,  ήτις  έχρησίμευε  προς 


ù~oooyi]v  αναθήματος.  Έν  τοις  χώμασι  δε  τοις 
άποτελουσι  το  οάπεοον  αύτοο  ευρέθη  μαρμάρινον 
τετραγωνικον  βάθρον  αγάλματος  έχον  κατά  τήν 
άνω  αύτου  έπιφάνειαν  κοιλότητα  προς  υποοοχήν 
της  πλίνθου  του  αγάλματος,  ό  κατά  τάς  διαστά- 
σεις του  βάθρου  κα'ι  της  κοιλότητος  θα  είχε  μέγε- 
θος ήμισυ  περίπου  του  φυσικού.  Έν  τοις  αύτοΐς 
χώμασιν  ευρέθησαν,  εις  κατώτερον  βάθος,  τεμάχια 
τίνα  μελανόμορφων  αγγείων,  τεμάχια  χαλκού  λέ- 
βητος,  άκέφαλον  πήλινον  είδώλιον  γυναικείας  κα- 
θήμενης μορφής  αρχαϊκής  τέχνης  καί  άλλα  τινά 
μικρά  πράγματα,   άπαντα  ευρήματα  τών  τζρο-περ- 


σικων  γουνών. 


Τοις  είρημένοις  προσθετέον  δ'τι  βορειοανατολικώς 
του  σπηλαίου  τούτοι)  εκτείνεται  ίκανώς  έπιπεδόν  τι 
δάπεδον  (πίν.  1,  τ).  "Αν  δ'  από  τίνος  μέρους  του 
οαπέοου  τούτου  ύπηρχεν  επικλινές  έπίπεδον  άγον 
εις  τήν  κάτω  πόλιν,  οέν  δύναται  τις  άπό  τουοι  να 
οιακρίνη.  Περί  τούτου  καί  τών  άλλων  ζητημάτων 
θέλομεν  πραγματευθή  ο'ταν  κατορθωθή  νά  συντα- 
χθή  πλήρες  τοπογραφικών  σχέδιον  τών  ανασκαφών. 

Έν  'Αθήναις  τη  10  Μαίου  1897 

Π.  Καββαδίας 


1  Τοΰτο  ρητέον  περί  τών  σχετικών  ζητημάτων  περί  της  θέσεως 
του  Ανακείου  καί  της  τοϋ  Θησείου,  όπερ  (ιδίως  χατά  τά  έν  τη  'Αθη- 
ναίων Πολιτεία  τοϋ  Αριστοτέλους,  XV,  4  )  έχει  πλησίον  εκείτο. 


3  Σημειωτέον  ότι  τό  υπ'  όψιν  προ'χειρον  σχεδίασμα  σχοπεΐ  απλώς 
νά  παρχσχη  τω  αναγνώστη  έ'ννοιάν  τίνα  της  διευθύνσεως  της  κλίμαχος* 
τα  λαξεύματα  οέν  σώζονται    άπαντα,   ώς  εινε  δεδηλωμένα   έν  αύτω. 


ΕΠ1ΓΡΛΦΛΙ    ΚΛΚΤΣΙΝΟΣ 


1  .  Στήλη  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  εις  πλείονα  τε- 
μάχια τεθραυσμένη  ελλιπής  άνωθεν  και  κάτωθεν, 
άπο  οε  του*  στ.  1  1  έξ.  και  προς  άριστεράν.  Μέγι- 
στον  Οψος  0,83,  πλάτος  0,34,  πάχ  0,07-0,08. 
Ανωθεν  των  γραμμάτων  υπάρχει  μέγας  στέφα- 
νος μυρσίνης,  εντός  τοΟ  οποίου  οέν  φαίνονται  Γχνη 
γραμμάτων.  ΤΙ  επιφάνεια  εΐνε  λίαν  έφθαρμένη 
-λεΐστα  ôè  ΥοάΐΑΐΑατα   ΑΦανίσθϊΐσαν  ολοσνερ( 


πλείστα  οε  γράμματα    ηφανισ•'ησαν  ο 


Γχερως   η 


κατέστησαν   λίαν   αμυδρά   και  ουσοιάγνωστα.    Τα 


γράμματα  εχουσι  μέγεθος  0,006  και  eTve  ι-.'λ/ιγ 
oòv  διατεταγμένα,  of  τελευταίοι  πέντε  στίχοι  2 
οέν  εχουσι  την  στοιχηδον  διάταζιν  καί  ραίνονται 
χαραχΟέντες  υπ'  άλλης  χειρός•  ούτοι  οέ  και  μόνοι 
διατηροΟνται  οπωσοΟν  καλώς  καθ  ίσον  υ.έρος  σο';- 
ζονται.  Ως  έν.  των  γραμμάτων  ή  επιγραφή  φαίνεται 
ανήκουσα  εις  τά  μέσα  του  Δ' αιώνος'  Ω  ανοικτό /. 
Ν  ανισοσκελές,  Ε,  τά  αχρα  το!>ν  κεραιών  έξωγχω- 
μένα).ΆριΟ.  του  χαταλόγου  των  επιγραφών 260. 


10 


15 


20 


25 


30 


Ο 
Υ 


.     \ 
*    Λ 

Μ   Ο 

Α    Ι 

Λ  Υ 

Ο 

Ο 


Ο    Ν 

Ε 


Λ 
Ο 


Ο   Ω    Ν 
.     h   Ο 

Ο    S 
Ε    Υ 
Ι 


Λ   Ο 


Ν   Ω   Ν  Τ 


Ε 


Ε    Λ    Ε    Y    i 


Ν 


Ρ    Ο    Φ     \    Ν    Τ    Η 


Β    Ο 


Ο 


Ε 
Ν 

Ο 


Ρ 
Ε 
Λ 


\ 

Ρ 


Λ 


Ι  Ο  S 

f.     Ι  Ε  Ρ 

Λ  Ν  Ι  ι 

Τ  Ο  Ν  Δ 

Ε     Γ  Η 

Ο  Ο  Η  Λ 


Ι  Ε  Μ  Π 
Ε  Λ  Ε  Y  S 
Λ   Υ    Η    Φ     Ι 


Ο 


Μ    Ο 


Ο   Τ     Ι 


Ο    Ε 


Ι     Λ    Υ    Λ 

Ρ 

Ρ 

Ο 

Ι 

Ε 
Μ 

Ρ 

Ε 

Ν 

Ι 

Α    Α 

\     Γ 

Ο 

Ρ 

Δ 

Ρ 

Λ 

Η 

* 

Ρ 

Ε     Ρ 

ί. 

Τ 

Η 

* 

Ε    Λ 

Ω 

Ι 
Ι 

Λ 
Ο 

Μ 

Ο 

Ο 

Ν 

[ — 

Τ 
Ο 
Ν     Ε 

Ο    Ρ 
Ο    Μ 
Κ    Γ    Ο    Ν    Ο     Ι     S  TE 

Δ     Η     Μ    Ο    Τ  Ω    Ν 
Δ     ΕΤΟΗΔΗΜ/ 
Η  Ι    Κ    Λ   Ι  (  ι  Η  ί     Λ 
S    Ι    Ν   Ι    Ω   Η 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     189". 


35  ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ  .  36 

(Θ\εοί].  Στ.  11.  "Ισως  δύναται  να  άναγνωσθΐ)  το  όνομα 

Έ (-θ)ωνος  'Ελευσίνιο;  [Δη]μο[σ]θέ,  νης]. 

[εί-εν  èitstò](7i)  ό  ίερο<ρ(ά)ντης  Ίερ-  Στ.  30  έν  τέλει  κενός  χώρος. Τούτου  ένεκα  συνε- 

ο[κ[(λ)[είδης -]έ[ου]ς  Π(α)ιανι(ε-)  πλήρωσα  εν  τω  έπομένω  στίχω  γράψαο  (πρβ.  CIA. 

5      ύς  (*)[νηρ  άγχθ]άς  [έστιν]  περί  τον  S-  (>  31,  Α.  1 7.  '  CI  Α  IV,  2,  αριθ.    318°    τεμάχ.    d 

[η]μο[ν  τ]όν  Έλ•υ[«νίων  *]α[ί]  λίγ[ω]ν  ^                       ___  %{ ^    ,,^,    ,    ύπολε[πό[Α£νος  χώρος  §έ',  ά     ^ 

[ΥΙαί  Γποιών]  δ,[τ]ι  [δύ]ν[ατα]ι  [α]γΓ«.](θ)ον  ~  ,      ,    ,  , 

J      L  J   L    J  L  η    „  οια  το  ανάγραψα/,. 

έν  τω  |ι  ε[λπρ-  ν       „.     '/     - 

γ  „,,γ       ,.  s. γ         5>  μ. γ  πλγ  ί   in,  ^τ.  οο  εν  τέλει  άγραφος  νωοος. 

οΜ(θ)[εν7](ρίό[νωι.  δεδ]ο[χ10[α>  Έλευσι-  _  "    J,*.'  ,        Λ,„ 

„      .  ;,  -   "  Hiv  αρνη της  επιγραφής  εν  τω  στεφανω  υα  εκείτο: 

[  U  οημοςο    ελευσίνιων  τον  ιεροφαντην    Ιεροκλει- 

δην  —  έους  Παιανιέα]. 

____--  2.    Τεμάνιον  ταπεινής  βάσεως    έκ  λευκού"  μαρ- 

15     -        -        -        -        -        -  μάρου   ελλιπές  προς  άριστεράν,    κατά  οέ  την  έπι- 

[έπαινέσαι  τ]ό[ν]  ίερ[ο-]  γεγραμμένην  έπιφάνειαν  και  άνωθεν,   ένθα  ούναται 

[φάντην   Ίεροκλείδην]  να  ήφανίσΟη  εϊς  στίχος.  Όλικόν  ΰ'ψος  0,23,  πλά- 

[x*l  στιφα>[ώσα]ι  τος  0,15,    πάχος  0,16.    Τα  γράμματα   φαίνονται 

[χρυσώι  στεφάνωι]  (άπ)ό  m  δρ[α-]  ανήκοντα  εις  τα  μέσα  του  Δ'  αιώνος•  μέγεθος  αύ- 

20      [χαών    εύνοιας   ενε*]α    [τ]ης  πεο-  _ών    .,,  ^    _.-.  *jQ    πρώτ0[ς  _τί/οις  (),02,  έν  δέ 

[Ι  αυτούς  χαί  φιλοτιμία]«  της  ___ç  ^^  0,012-0,013.    Έν  τοις  δύο  πρώτο.ς 

στίχοις   δεν  υπάρχουσιν  άλλα  γράμματα  προς   δε- 

ξιάν  των  σωζόμενων,   έκ  οέ  τών  λοιπών    αόνον  έν 

α~  τω  στ.  3  ούναται  να  λείπη  έν, διότι  έν  τοις  άλλοις 

ο  μετά  τα  γράμματα  χώρος  προς  δεξιάν  εΐνε  άγρα- 
______  φος.  'Αριθ.  καταλ.  114. 

[αύτώι  κα]ί  έκγόνοις  [ά]τέ-  Ο 

30      [λειαν; τώ]ν  δημοτών.  * 

[Γράψαι  δε  τό  τό  ψήφισμα  τ]όδε  τον  δήυ.(α)-  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΗΤ 

[ρχον  έν  στήληι  λιθίν]τ)ΐ  χ(α)ί  σ(τ)ησ(α)[ι]  ΤΟΞΑΓΑΣΙΝ 

[έν  τηι  άγοραι  τηι  Έλευίσινίων.  \Τ  Λ  Π  Α  ι  jy  ,ï,y  A 

Π  Ο  Λ  Ι  Σ 


Στ.  1.  Τό  Ο  δεν  αντιστοιχεί  προς  τα  γράμματα 
του  επομένου  στίχου.  Μετ  αυτά  δ  λίθος  είνε  έ- 
φθαρμένος,  έπειτα  δέ  ουδέν  ίχνος  γραμμάτων  φαί- 
νεται. 

Στ.  2  έν  τέλει  γώοος  ενός  γράμματος  κενός. 


Στ    3    Ή  άνάγνωσις  ό  iecoparvqc  Ίερ-  φαί 


IVE 


ται  βεβαία,  καίτοι  Ι  Ε  και  φ  είνε  λίαν  αμυδρά  και 
δυσδιάγνωστα.  Συνεπλήρωσα  ΙεροκΑείαης  και  όχι 
ΊεροκΛ?\α,  ίνα  μη  ΰπολειφθώσιν  υπέρ  τό  προσήκον 
πολλαί  θέσεις  γραμμάτων  οιά  το  όνομα  του  πατρός. 
Στ.  10.  Τα  γράμματα  ΛΥΗφΚ  είνε  αμυδρό- 
τατα, άλλ'  δμως  μοί  φαίνεται  οτι  άναγινώσκονται 
ασφαλώς. 


δικαιοσύνην  τ[η- ] 

[ν  περί  ;] τος  άπασιν 

-τα  πά[ντ]α  (;) 

[ή]  πόλις. 

Στ.  5  Έν  άρχη  λείψανον  ώσει  Α.  Ώς  έκ  τοΟ 
ακανόνιστου  του  μεγέθους  και  της  αποστάσεως  τών 
γραμμάτων  άπ'  αλλήλων  οέν  δύναται  νά  ρηθή 
ασφαλώς  αν  ή  κατόπιν  του  ΊΑ  κεραία  εινε  Ι  ή  α- 
νήκει εις  Ν. 

3.  Τεμάχιον  στήλης  έκ  λευκού  μαρμάρου  ελ- 
λιπές κάτωθεν  και  προς  άριστεράν.  Πλάτος  0,17, 


37 


ΚΙΠΙΤΛΦΛΙ    ΚΛΚΓΙΙΝΌΣ 


38 


βψος  0,13,  πάνος  0,08.  Γράμματα  μετά  ολίγον 
έςωγκωμένων  τών  κεραιών  κατ-/  τα  άκρα  ,  στοι- 
χηοον  διατεταγμένα"  τα  Ν  Ισοσκελές,  το  Ε  έχει 
ισομήκεις  τα.;  πλαγίας  γραμμάς,  £  συμπεπιεσμέ- 
νον.    Μέγεθος  αυτών  0,012     'Αριθ.  καταλ.  314. 


Ε  Ο 
Υ  Κ  Α 
Ω     Ν      1 


ι_  Λ  Ε  Υ  ί 

Ι       Ν  ί  Τ  Ε  Φ 

Ι      Τ  Η  (.  Β  ο 

Ω     Ν  Τ  Η  * 


~)     Κ      Λ      Ε     Ο     *      / 

(  Ό  SeivÄ  )   Έλίυσ- 
[ίνιος  άνίΟ/χ.£ν  τοϊν  0  soïv  ^T;rT/- 
[ανωΟείς  ύπό  του  δηαο};  κχ!  της  βο- 
[υλη(  xai  τών  πρυτάνβ]ων  των  ττ,ς    .Λ - 
[ίγηίοος  (  η  Οϊνηίο'ος)  φυλής  ΙπΙ  Φιλ  οχλέο(υ)ς  χ  ρχοντος], 

4.  Τεμιάχιον  σηκομόρφου  στήλης  εκ  λευκοΟ 
μαρμάρου  ελλιπές  κάτωθεν  καί  προς  δεξιάν.  Πλά- 
τος Ι'.  15,  υψος  0,17.  Ή  επιγραφή  κείται  έπ'ι  του 
θριγκοΟ,  ύποκάτω  δε  πιθανώς  υπήρχε  γραπτή  τις 
είκών  το  αυτό  όητέον  καί  περί  των  ακολούθων  υπ 
αριθ.  5-6  .  Τα  γράμματα  φαίνονται  ανήκοντα  εις  τον 
Δ'  αιώνα,  μέγεθος  αυτών  0,008'  το  Ν  είνε  άνισο- 
σκελές,  το  Ω  άνοικτόν.    Αριθ.  καταλ.  69. 

ΡΑΝΤΗΜΩΡ  Παντήνωρ  [άνεθηκεν]. 

5.  Τεμάχιον  στήλης  όμοιας  τη  προηγουμένη 
ελλιπές  κάτωθεν  και  προς  άριστεράν.  Πλάτ.0,26, 
ΰψος  0,21  ,  πάχος  κατά  την  παραστάδα  0,07.  Τα 
γράμματα  φαίνονται  ανήκοντα  εις  γρίνους  ολίγον 
τι  νεωτέρους  τή;  προηγουμένης1,  εινε  οέ  γεγραμ- 
μένα  λίαν  άμελώς  καί  σχεδόν  ειπείν  όλως  αύτο- 
σχεδίως.    ΆριΟ.  καταλόγ.  45ο. 

Λ  Ι  Η  Μ  Ω  Ν -ΑΝΕΟΗΝΕΝ 

-ήμων    άνε'θη(κ)6ν. 

Tò  εν  αρχή  Α  φαίνεται  ασφαλές  καίπερ  λίαν  βε- 
βλαμαένον,    το  οέ    μετ   αΰτο  γράμμα    έοΟαου,ένον 

kl  Ι  Mil  111 

1  Πλανηθείς  ίχ  της  εξωτερικής  όμοιο'τητος  της  στήλης  προς  αλλάς 
ex  ρωμαϊχών  χρόνων  προερχομένας  χαί  μή  παρατηρησας  μετά  ίχανής 
προσο/ής  τά  γράμματα,  κατέγραψα  έν  τώ  καταλο'γω  εσφαλμένως 
ταύτην  τήν  στη'λην  χα'ι  τήν  άχόλουΟαν  εις  τις  των  ρωμαϊκών  /ρόνων 
έπιγραφάς. 


καί  λίαν  ουσοιάγνωστον,  φαινόμενο•/  ώς  φ  ή  Τ.  Το 
τρίτον    άπο   του    τέλους   Ν    κείται    ήμαρτημένως 

άντ'ι   Κ. 

<).  Ι  εμάχιον  ομοίας  σηκομόρφου  ατή)  ης  έ)  λιπές 
κάτωθεν  και  προς  άριστεράν.  Πλάτος  Ι  •,29,6ψοςτο0 
ΘριγκοΟ  ϋ,08,  πάγο;  κατά  την  παραστάδα  0,11. 
Ι  ράμματα  τ'•;/  αυτών  περίπου  χρόνων  μέγεθος 
αυτών  0,14.   Αριθ.  καταλ.  Ί'ΊΊ. 

IPAÌANE0HKEN 
-ίρας    χνέθηκιν. 

7.  Γεμάχιον  στήλης  εκ  γλαυκοφαίου  μαρμάρου 
ελλιπές  κάτωθεν  καί  προς  άριστεράν,  έν  οέ  τη  έπι- 
γεγραμμένη  πλευρά,  έφθαρμένον  και  προς  δεςιάν, 
ώστε  έκ  πάντων  τ<ύν  στί/ojv  δύνανται  νά  έλ/  εί- 
πωσιν  εν  ή  δύο  γράμματα,  εκ  τίνων  οε  καί  πλείονα. 
Ύψος  0,23,  πλάτ.  0,15,  πα/.  0,065.  Ώς  εκ  του 
σχήματος  τών  γραμμάτων  ή  επιγραφή  φαίνεται 
ανήκουσα  εις  το  τέλος  του  Δ'  ή  τήν  αρχήν  του  Γ' 
π.  Χ.  αιώνος"  Το  Ε  έχει  ισομεγέθεις  τάς  κεραίας, 
το  Ν  ισοσκελές,  το  €  συμπεπιεσμένον  ,  το  Ο  καί 
το  Ω  μικρότερα  τών  άλλων  γραμμάτων  Μέγεθος 
τών  γραμμάτων  0,006,  διάταςις  στοιχηδόν,  χά- 
ραςις  αμελής.   'Αριθ.  καταλ.  336. 


10 


Α     Τ 

Α 

Ι 

Ε 

Λ 

Ε 

/ 

Ο     Ι 

Ν 

Ι 

Ι 

Λ 

Ν 

». 

.η 

Σ 

Ι 

Γ 

Ε 

Ν 

'£ 

Κ 

Τ 

Η 

Ι 

Ν 

Η 

Μ 

η. 

Ν 

Λ 

\ 

Ο 

Ζ 

Κ 

Α 

Λ 

ι 

Σ 

Σ 

J 

Ε 

Τ 

ι 

Ο 

Ι 

Σ 

Ε 

Ρ 

Ι 

Τ 

Ι 

Λ 

Ε 

ι 

Σ. 

Ι 

Λ 

V 

Σ 

ι 

Ν 

Ρ 

ο 

Ζ- 

Ε 

Ν 

Λ 

Ρ 

Ν 

Ι 

Ρ 

Μ 

Λ 

Χ 

J\ 

Ι 

Στ.  2.  Έκ  τών  Ι  Ι  το  πρώτον  εινε  έφθαρμένον 
δυνάμενον  ià  εινε  καί  φ,  τό  ο  έν  τέλει  Ν  φαίνε- 
ται βέβαιον. 

Στ.  7.  Το  τρίτον  γράμμα  είνε  έφθαρμένον  δυ- 
νάμενον να  είνε  καί  Φ,   ώς  το  έν  στ.  2.   Το  δ'  έν 


39 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


40 


τέλει  του  στίχου  ;ούτου  έφθαρμένον  γράμμα  φαί- 
νεται ως  Τη  Ι"  Ε  δεν  δύναται  να  είνε. 

Στ.  9  Έν  τη  αυτί]  θέσει,  ένθα  είνε  γεγραμμέ- 
νον  το  έν  τέλει  έφθαρμένον  =ί,  έχαράχΟη  υπό  του 
ΛιΟοξόου  καί  Ι,  πλανηθέντος  έκ  του  προηγουμένου 
γράμματος. 

Στ.  11.  Έκ  του  κατόπιν  του  Ξ  υπάρχοντος  Ε 
αί  πλάγιαι  κεραϊαι  είνε  λίαν  δυσδιάκριτοι. 

Στ.  12.  Το  όνομα  Άρνι,ππος  άπαντα  έν  CIA 
Il  944  κατά  το  άντίγραφον  του  Chandler,  διορ- 
θουται  δε  εις  Άρχιττποο. 

[Τάδε  παρέδοσαν  οι  έπι*ΐτ]άται  Έλε[υσι-] 
[νόθεν  καί  ταιιίαι  τοϊν  θε]οϊν  (Φ)ιλ[ω]ν- 
(Σ)ωσιγέν- 
-ς   Κτη[σ]ι- 
5  [Μ]ντ,[/.ων(;)   Ά- 

[-  λ]ος  Καλ(λ)- 
[οΐ]ς  -  -  - 
[έγρααριάτευεν,  έπιστάταις  τ]οϊς  έπί 
[τοΰ  δεινός  άρχοντος,  τω  δείνα  Έσ]τιαεϊ,  Σ- 
Ι Ο  [-ε]ΐ,  Λυσίν[ω] 
[Π]ροξέν[ω] 
Άρνίπ[πω] 
-αάχω. 

Αί  συμπληρώσεις  έγένοντο  κατά  τάς  έν  CIA  II 
add.   834 b  και  CIA  IV  2,  αριθ.  767L  έπιγραφάς. 

8.  Μάρμαρον  γλαυκόφαιον  πανταχόθεν  ελλι- 
πές. Τψος  0,26,  μέγιστον  πλάτος  0,115,  πάχος 
0,16.  Υπεράνω  του  πρώτου  στίχου  υπάρχει  γώ- 
ροζ  0,04  άγραφος.  Γράμματα  μικρά  άμελώς  κε- 
χαραγμένα  και  ίκανώς  δυσανάγνωστα'  φαίνονται 
των  αυτών  τ:ίρί~ου  χρόνων  προς  την  προηγουμέ- 
νη ν  έπιγραφήν.  Τα  μεταξύ  των  γραμμάτων  δια- 
στήματα συ^νάκις  είνε  ασύμμετρα.  Αί  κεραϊαι  τοο 
Α  συνήθως  δεν  ένουνται  άνω  εις  γωνίαν,  άλλα  διί- 
στανται πολύ  άπ'  αλλήλων,  ώστε  ομοιάζει  ίκανώς 
προς  το  Η.  'Αριθ.  καταλ.  48. 

Τ  Ο  .  Α  Ρ  Χ 

Τ  Ο    Ι  Σ    .    Ε 

Σ   Υ   Ρ  Α   Ι 

»    Λ   Α  Ρ  Α   ι 

5  Ε   Ν  ΤΟ  Υ 

Α  Ρ  Α  Σ 


Λ  Α   Χ  Ο  Υ  Σ 
Ν    Ε    Π    Ι    Μ    Ε    Λ   ι 
Μ    Ε    ι   Ω  Ν  Ε  Ι   2    Τ 
10  Ι  Τ  fi   Ν   Ρ  Ρ  Ο  Σ  Κ 

ΕΜΟΥΣΤΟΓ 
Η   Ο  Ε   Ι    Σ  Ι  Ν  Ο  Ρ  Ο 
Ν   Α   Ι    Ε   Ρ   Α   Ι    Ν 
ΚΑΙ    Ε  Υ  Ο  Υ   Ν 
15  Λ   Υ  Ω  Ν  Τ  Α 

Ο   Ν   Ο   Υ   Ν 
ΤΩΝ 
Ω  Γ 

[  Επί    .    .    -]το|_υ]  άρν[οντος] 

[Έδοξεν  Αθηναίων]  τοϊς  [τ]ε[ταγ(λε'νοις] 
[καί  τοϊ]ς  ΰπαί[θροις] 


στ.   7  λαχουσ- 

ν  έπΐ|λελ[ει- 
[τεταγ]ρ'(ν)ων  (;)είς  τ[α  φρούρια;  ;] 
[πολ;]έ[Λθυς 
-ηθείσιν  όπο- 

[άποδιδό;]ναι,  έπαιν[ε'σαι] 
και  εΰθύν[ας  δω] 

9.  Τεμάχιον  σκληρού  λευκού  μαρμάρου  παν- 
ταχόθεν ελλιπές.  Πλάτ.  0,14,  ύψος  0,18,  πάχ. 
0,06.   Γράμματα  λεπτά  καί  οχι  επιμελώς  κεχα- 

ραγμένα,  άτινα  άρχήθεν  φαίνεται  δτι  εκειντο  εν- 
τός γραπτοΟ  στεφάνου,  διατεταγμένα  δέ  στοιχηδον 
πλην  τοΟ  τελευταίου  στίχου.  Φαίνονται  ανήκοντα 
εις  μακεδόνικους  χρόνους*  μέγεθος  αυτών  0,006. 
'Αριθ.  καταλ.  378. 

ι     Α  Η 

Η    Μ   Ο  2 

Ν     Ι     Κ     Η    Τ    Η  Ν 

Ν     Ι     Κ    Η     Τ    Ο  Υ 

ΠΕΡΓΑΣΗΟ  Ε  ι 

[Ή   βου]λη 
[ό  δ]ηαος 
Νικήτην 
Νικήτου 
Περγασηθε(ν). 

Πρβλ.  CIA  II  550  καί  Add.  1392\ 


4  t 


ΚΙΙΙΓΙ'ΛΦΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


42 


10.  Τεμάχιον  μιχρ&ς  βάσεως  αναθήματος  έκ 
γλαυχοχρόου  μαρμάρου,  ελλιπές  προς  άριστεράν. 
Ύψος  0,077,  πλάτ.  0,08,  σωζόμενον  πάχ.  0,08. 
Γράμματα  μαχεοονιχών  χρόνων'  μέγεθος  αυτών 
0,00ο.  Εν  τω  δευτέρω  στίχω  δεν  ίιπηρχον  άλλα 
γράμματα  προς  δεςΊάν,τοΟ  δε  πρώτου  το  προς  δε- 
ξιάν  μέρος  είνε  λίαν  έφθαρμένον.   Ac.  καταλ.  329. 

_  Ι  Ο  Ε  Ι  Δ  Η   Σ  Λ    Ν  Η  « 

3ΑΣΙΕΥΣ 

[Μνη»]ι(0)ιίίϊΐς  (Μ)νη[ί- 
[Π](ρ)ασιιύς. 

11.  Τεμάχιον  στήλη;  έκ  λευκού  μαρμάρου  ê- 
χούσης  αέτωμα  άνωθεν,  ελλιπές  κάτωθεν  και  προς 
δεςιάν.  Γψος  0,30,  πλ.  0,21.  Τα  σωζόμενα  ο- 
λίγα γράμματα  υπάρχουσιν  έν  τω  γείσω  τοΟ  αε- 
τώματος ,  έκ  οέ  τοΟ  ύποκάτω  ψηφίσματος  ουδέν 
γράμμα  διακρίνεται  ένεκα  άποσαΟρώσεως  τοΟ  μαρ- 
μάρου.   ΛριΟ.  καταλ.  82. 

Υ      .      Ρ     Χ     Ο     Ν     Τ     Ο 

[Έπί   -  -   ο]υ   [*]ρχοντο[ς] 

12.  Τεμάχιον  στήλης  έκ  σκληροΟ  λευκοφαίου 
μαρμάρου  άκέραιον  μόνον  προς  άριστεράν.  Γψος 
0,27,  πλάτ.  0,22,  πάχ.  0,11.  Το  μέγιστον  μέρος 
της  πρόσθιας  επιφανείας  εΐνε  αγραφον,  τα  οέ  σωζό- 
μενα γράμματα  υπάρχουσιν  έν  όλίγω  χώρω  -αρά 
TÒ  προς  δεξιάν  ρήγμα,  ώστε  φαίνεται  οτι  άρχηθεν 
ίιπηρχον  εντός  γραπτού  στεφάνου.  Το  τεμάχιον 
τοοτο  εΐνε  ιχίρος  της  στήλης  του  ύπϊρ  Αημαονετου 
ψηφίσματος  (CIA  IV  .2  αριθ.  619  b)  άναπληρουν  το 
έλλεΐπον  μέρος  αυτής,  φαίνεται  οέ  και  ό'τι  προσαρ- 
μόζεται προς  τα  λοιπά  τεμάχια  αυτής  (στ.  54έ.), 
έάν  άφαιρεθη  ό  νυν  προστεθειμένος  εις  το  έλλεΐπον 
υ.ίρο;  αυτής  γύψος.    Αριθ.  καταλ.  230. 

ΑΟ  Η 
Τ 
ΛΕΥΣ 
ΟΡΟΙ 
ΕΡΜΟ 
Ν  Ε 
Τ  Α 


Λ  Ου   '  ■/  ίων  ο  Ι  τι- 
τ[αγ1μένοι  Ιν  Έ- 
λιυα  Ι  ι:  /.■)'.  ο(  ύπΧΙ- 
ΟρΟΙ       Λ     fi  ν  /=ΤΟ'/ 

ΈρμοΧλιους    AOuo- 
ν«  α  |  στ:  ν-  ηγήσαν- 
τα  (ί)φ'  ίαυτών  τ:ί;. 

13.  Στήλη  έκ  λευκού  μαρμάρου  συντετριμμένη 
εις  πέντε  τεμάχια  συναρμόζοντα  άλλήλοις, ελλιπής 
κάτωθεν.Ύψος  0,40-0,60,  π)  0,44,  πάχ.  0,10.' 
Γράμματα  μετά  έξωγχωμένω  >  τών  κεραιών  /.ατά  τά 
άκρα  και  αποφύσεων  σχεδόν  ομοίων  προς  άχρέμο- 
νας,  στοιχηδον  διατεταγμένα,  αλλ  δχι  απαντα- 
χού" μέγεθος  αυτών  0,006.  Τά  γράμματα  του 
υπέρ  Λημαινετον  ψηφίσματος  CIA  IV,  2  αριθ. 
619  φαίνονται  αρχαιότερα.  II  έπιγεγραμμένη 
επιφάνεια  εινε  λίαν  σεσαθρωμένη  και  άποτετριμ- 
μένη  ίοίως  κάτο.»  και  προς  άριστεράν ,  ώστε  τα 
γράμματα  ώς  έπ'ι  τό  πλείστον  εινε  λίαν  έφΟαρμένα 
και  δυσανάγνωστα,  ουκ  ολίγα  οέ  και  αμφίβολα. 
'Αριθ.  καταλ.  34. 

(  "Ιδε  τί,ν  ί^ιγραφτ-,ν   έ•/  tîj   έπομέντ)  OfXtSl). 

Πλην  τούτων  διακρίνονται  και  κατωτέρω  ολίγα 
τινά  γράμματα  μεμονωμένα  ές  είκοσι  περίπου  στί- 
χων, ένθα  όμως  ή  έπιγεγραμμένη  επιφάνεια  είνε 
ολοσχερώς  άποτετριμμένη  και  έφΟαρμένη,  ώστε 
ουοεμία  έλπίς  υπάρχει  να  άναγνωσθη τι.  Δια  τοϋτο 
ένόμισα  περιττον  νά  αναγράψω  αυτά. 

Στ.  4  έν  τέλει.  Ουδεμία  αμφιβολία  ό'τι  -ρέπει 
να  άναγνωσθη  e^rjjC6  ω;  ορθότατα  άποχατέστησεν 
ό  Köhler  έντφυπερΔημαινέτου  ψηφίσματι  (στ.  4). 
Δυστυχώς  δέν  δύναται  έκ  της  επιγραφής  εκείνης  να 
αποχατασταθη  και  ή  αρχή  του  παρόντος  στίχου, 
Οιοτι  το  εν  εκείνη  κειμενον  κεχειροτονηκεν  ούτε  τόν 
χώρον  πληροί  ακριβώς  ενταύθα,  ούτε  προς  τά  άνα- 
γνωσθέντα  γράμματα  συμβιβάζεται,  ές  ων  τό  Α 
κα'ι  το  S  δέν  μοι  φαίνονται  αμφίβολα,  χαίπερ  λίαν 
έφΟαρμένα  και  αυτά  και  δυσδιάγνωστα. 

Στ.  8.  Τα  έν  άρ/ή  ΩΝ  Η  έφΟαρμένα  και  αμφί- 
βολα. Το  μετ'  αυτά  £  σαφές.  Λίαν  αμφίβολα  εινε 
και  τά  περαιτέρω  γράμματα  ΤΥ'  έπί  του  Τ  μάλιστα 
διακρίνεται  στρογγΰλλον  τι  ίχνος  ώς  Ο  ή  Ο,  ώστε 
δέν  εινε  αδύνατον  τό  φαινόμενον  νυν  ώς  Τ  νά  εινε 
τυ/αία  βλάβητοΟ  λίθου. Έν  τοις  έπομένοις  το  κενόν 
διάστημα  επιτρέπει  την  συμπλήρωσιν  έκ[διώ]κογ- 


43  ΕΠΙΓΡΑΦΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ  44 

Ε  Ι 

....ΕΝΑΟΗΝΑΙ.     .     .     Ο    ΙίΤΕΤΑΓΜΕ Κ  Λ.  ΠΑ 

..Κ       ΩΙ  ΙφΥΑ  ΕίΔΗΟΕΟφΡΑΣΤΟ^ΥΝΟ  ΩΝΔΙΑΤΕ 

ΗΜΩΙ  ΗΝΑΙΩΝΚΑΙΕ    Γν  Ο  ί  Α  ί  Ε  Π  Ε  Λ  Ε  !        € 

Α  Γ  Χ  <  Λ  Ω  Σ  Κ  Α  Ι  Ε     Ν  Δ  Ο  Ξ  Ω  i  Α  Υ  Τ       £       _ΗΧ  Ε 

5  MO  Ν  Χ  Ε Ι  Ρ  Ο  Τ  Ο  Ν  Η  Θ  Ε  Ι   .  .  Υ  Μ  Ν      .     ί    Ι    ΑΡΧΟ       l   Ι  ί  Τ  Ο  Ν  ί  Ν 

ΝΕΡΑΝΤΙ.      ΙΛΟΥ...ΟΝΤΟ      ..ΑΤΕΚΑΤΑΤ.ΓΥ 
£   .Τ  Α   ΚΤΩί  ΚΑ  ΙΑΚΟΛΟΥΟ   .    .TOI    ί   NO 
Ω   Ν   h  ί  Τ  .   Η  Ν     .     .ΤΥ..Ε     Κ.    .     .    ΚΟΝΤΑΗΑ/     .Δ.   Λ 
Ε    Ι    Ρ  Τ  Ο  Λ  .   Μ  Α     Ι    Ω    Ι   Ρ  Ρ  Ο  Θ   Ε    Ι    .    .    Ο  .    .    Τ  Ο   Γ  ί  Α  Τ 

10  ΟΙίΤΩΝ    .     .     .    .    ΙΐΚ Ν   .   ΤΙΜΟΥ    ....   Οι 

"ΌΥΔΗΜΟ  ΥΡΡΟΛ     Ι     .     .     .Ο'ΤΙΔΑΝ 
ΤΟΝΗΟ.    UAEK/      ΙΙΡΡΑΡΧ  Ι    ί   ΤΟΝ  ΥΤΟΝΤ 

Γ    \    Ι  ΤΟΥ/     Ρ    .    ONTO    iE  ΛΗΟΗΤΟ  ΟΙ.   Ο 

Ν   ΤΟΠ   ΠΡ    ..     Ρ   O.Ü  ΤΟΙ.ΟΡ 

15  ΥΛ(ΜΕΝΟ  ΥΟ  ΕΝΔΕΚΑ  Γ 

Oli  Ι    *    Κ  ΤΗΝ  ΡΕ.    Ei  Ο   Ι    S  Ε  Ξ 

ΟΥ  ΤΑ  ΤΑ.     .Ο  ΛΕΙΡ  ΑΘΑ 

ΙΔΟ  Ι  ΤΑΥΤΑΥ  ΤΗ  NHÌKAITO 

ΗΜΟΥΚΛΙΤΛ  Ω  Ν  Ε   €   Τ  Ε  φ  ΑίΤΑΟΕ. ί . Ε 

20         "Ρ  Λ  ΡΙΤ.Ν.ΩΡΑΝ  Ι    NO.    E    UT 

ΤΟΝΤΟΝΕΡ  ΑΛΛ  ΤΟ*  €  Τ  Ε  Τ  Ω 

Λ  ΤΟ  ΕΡΟΡΗ 

Ω   Ι  Ο  Ω        Ε 

[Θ>[ο]ί• 
[Έδοξ]εν    Άθηναί[ων   τ]οϊς  τεταγΐΛε[νοις    Έλευσϊνι]   κα[ί]    Πα- 
[νά]κ[τ]ωι   [κα]ί   Φυλ[ήΥ    έιτ]ειδή    Ηεόφραστος   (ε}ΰνο[υς]   ων   διατε- 
[λεϊ   τώι   Sjf,[Ab)i   [τώι  'Αθηναίων   και   ε![ς]   ότας   έπ[ι(α]ελεί[α]ς 
κα]λώς   και   ένδόξως   αύτ[ά]ς   [έ](ξ)ηχε 
5  χειροτονηθείς   γ]υι/ν[α]σίαρχο[;   ε]ί;  τον    έν[ιαυτ-] 

[òv  τά]ν    έπ'  Άντι[φ]Λου   [άρχ]οντο[ς   τ]ά   τε    κατά   τ[α]   γυμνάσια] 
ε[ΰ]τάκτως   και   ακολούθ[ως]   τοις  vó[[i.otc] 

[βασιλ]εΐ   Πτολ[ε]ΐΛχίωι τοις  άτ[ακτοϋσι  κ*-] 

10    [ί ]οις  των  [νεαν]ίσκων  (;) 

(τ)οϋ    δήμου 
ιχειρο]τονηθ[ε]ίς   δε   κ(α)ί  ίππαρχ[ος   ε]ίς   τον   [ενιοψτον   τ[ον] 
[έπί   Μ](ενε)[κρά]του  (ά)ρ[χ]οντθς    έ[πεΐΛε]λήθη 
ίππ[οο1ρό[α]ω 
1 5        Γ•/.ατε<7κε]υ(α)συ.ε'νου  ενδ(ε)κα 

ταϋτα  ύ[πέρ  ]  τη[ς] 
και   τα[[Λΐεύ]ων    έστεψ[άνωταΓ     κατ]ασταθε[ί]ς   [ο]έ 
20    [^(τγ(α)[τηγός    έ]πί  τ[ή]ν  [χ]ώραν   [την    IV  Έλευσ]ινο[ς]   εί;   τ[ον   έ-] 
[νιαυ]τόν   τον    έπ[ί   Κα]λλ(α)[ίσχρου  (;)   άρχον]τος   [τη]ί   τε   τώ[ν   φ- 
ρουρίων  φυ]λ[ακής. 


',:; 


ΚΙΙΜΤΛΨΛΙ    ΚΛΚϊ'ΣΙΝΟΣ 


4G 


rnc,  ήτις  ό'μο^ς  δυσκόλως  δύναται  νά  φανη  »υμβί- 
βαζομένη  προς  το  δλον  νόημα  τοΟ  ψηφίσματος. 

Στ.  9.  Μετά  το  Ππ  Ι      nun,,  τά  γράμματα  ΠΡ 
εινε  αμφίβολα. 

Στ.  13.  Ίο  όνομα  τοΟ  άρχοντος  συνεπλήρωσα 
κατά  τον  έν  CIA  II  8θ9  κατάλογον  αρχόντων,  έν 
ώ  άπαντώσιν  ο  τε  Αντίφιλος  (στ.  53]  καί  ο  Mt- 
rexpatr\ç  (<Ι.  στ.  5).  Το  όνομα  αύτοΟ  ευρίσκεται 
ϋ~ο  τον  τύπον  Mevexpatov  καί  έν  άλλαις  έπιγρα- 
φαΐς  (CIA  II  119θ  κ.  αλλ.).  Τα  έτη  τών  αρχόν- 
των τούτων  μοι  φαίνεται  οτι  πολύ  άνεβίβασεν  ό 
ν.  Schoeffer  έν  Pauly-Wissowa  Real-Eakyklopädie 
τόμ.  2,  589.  Ό  έν  στ.  9  αναφερόμενος  ΙΙτο.Ιε- 
^taïoQ  φαίνεται  οτι  εινε  ο  Φιάοπάζωρ,  ίσως  δε  ανα- 
φέρεται ενταύθα  το  παρόν  ψήφισμα  εις  την  συμ- 
μαχίαν  αύτοΟ  μετά  των  Αθηναίων  έν  έτει  211 
π. Χ.  (Ιίαυσ.  Ι,  30,  4.  Livius  XXVII,  30). 

14.  Τεμάχιον  στήλης  έκ  λευκού  μαρμάρου 
πανταχόθεν  ελλιπές.  Το  μέγιστον  σωζόμενον  πλά- 
τος της  έπιγεγραμμένης  επιφανείας  είνε  0,15,  το 
μέγιστον  δε  υψος  αυτής  0,09,  πάχος  του  λίθου 
0,12.  Τα  γράμματα  εχουσι  μικράς  αποφύσεις  κατά 
τα  άκρα  ομοιάζουσας  προς  άκρέμονας  ,  φαίνονται 
δέ  ανήκοντα  εις  τον  Β'  π.  Χ.  αιώνα"  μέγεθος  αυ- 
τών περίπου  0,007.  ΆριΟ.  καταλ.  318. 

Ν  Ε  Κ  Α  ι 
Ι  ΕΝΠΑΝΑι 
λΑΙ  ΑΙΙΝΑΥΤΟΙΞΕΙο 
ΟΣΙΝΓΡΟΞΤΗΝΦΥΛΑ 
-,ΕΜΡΑΝΑΚΤΩΙΤΗΝΑΡΧ  Α• 
ΝΡΕΝΤΕΔΡΑΧΜ'* 
ΤΩΝΤΕΤ 

[εύνοίχς  έ']νεκα  (τ)[ης  προ;  τους] 
(τεταγμένου;  έν  Έλευσϊνι  κ*]ί  έν  Πανά[κτω] 

[άρ](ν/)αία,  ΐν  αύτοϊ;  εϊ  β^οΰλοιντο  ;] 
προ;  την  <ρυλα[*ην] 
[τεταγμένοι](;)  iy.  Πχνάκτω  την  άρν_α[ί*ν] 
[έκ  των  ίδίω]ν(;)  πέντε  δρχχμ(3 )[ς] 
των  τεταγμένων] 

Στ.  1.  Ή  έν  τέλει  σωζόμενη  κεραία  δύναται  να 
άνήκη  εις  Τ,  όχι  εις  Κ. 


Στ.  3.  Το  έν  τέλει  λείψανο/  γράμματος  φαίνε- 
ται ώς  ανήκον  εις  Β. 

Στ.   Ί.    Γο  έν  4ρχη  Ο  φαίνεται  βέβαιον. 

Στ.  6.  Το  έν  τέλει  σωζόμενον  ίχνος  γωνιώδους 
γράμματος  μοί  φαίνεται  βέβαιον. 

15.  Ι  εμάχιον  ίπικράνου  (στήλης  τινός,  ώς  φαί- 
νεται) έκ  λευκού  μαρμάρου,  ελλιπές  προς  αριστε- 
ρά•/. Πλάτος0,28,  ΟψοςΟ,Ιβ,  πάχος0,06.  Επι- 
φάνεια λίαν  άποτετρίμμένη  ιδίως  προς  αριστερά/, 
ένθα  οαίνεται  ότι  άφανίσθησαν  πολλά  γράμματα. 
Ως  έκ  χοΟ  σχήματος  τοΟ  Π  ή  επιγραφή  φαίνεται 
τών  τελευταίων  μακεδόνικων  χρόνων.  Ι  ο  Α  έχει 
τεθλασμένη•/  την  μέσην  γραμμή•/ •  το  φ?  έχει  πλή- 
ρεις   κύκλους     έκατέροΟεν.      Μέγεθος    γραμμάτων 

0,008.  Άρ.  καταλ.  342. 

ΟΥΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΦΛΥΕΩΣ 

ΧΗ 

ΝΟΤΟΥΓΡΓ•ΤΟΣΔΕΞ 

Ω  S 

-ου  'Αλεξάνδρου  Φλυέως 
ct.  3      -νότου.  Πρ(ώ)το;  Δες  .... 

Στ.  1.  Το  έν  αρχή  Υ  εινε  άμφίβολον,  φαίνεται 
όμως  οτι  δεν  δύναται  να  εκείτο  Σ  Μετά  οέ  το 
Ψ.ΙνεωΓ,  δεν  οτ.ηργον  άλλα  γράμματα. 

Στ.  2.  Προς  άριστεράν  τοΟ  Χ  δεν  οπάρχουσιν 
άλλα  γράμματα,  προς  δεξιάν  δέ  κατόπιν  του  λίαν 
έφθαρμένου  καί  όχι  βεβαίου  Η  δύνανται  νά  άπω- 
λέσθησαν  το  πολύ  τρία  γράμματα.  Ταύτα  φαίνε- 
ται οτι  εινε  αριθμητικά  σημεία. 

Στ.  3.  Το  Ν  λίαν  έφθαρμένον  καί  δυσδιάγνω- 
στον. 

Ή  επιγραφή  ίσως  εινε  αναγραφή  νικών  έν 
άγώσιν . 

16.  Τεμάχιον  στήλης  έκ  λευκού  μαρμάρου  έλλι- 
πέςκάτωΟεν  καί  προς  δεξιάν.Τψος  0,ΐ5,πλ.  0,09, 
πάχ.  0,07.  Έν  τη  έπιγεγραμμένη  πλευρά  είνε 
άποκεκρουσμένη  άνωθεν  ή  έπικρανΐτις,  εις  ήνάπέ - 
ληγεν  ή  στήλη,  αλλ'  ό  πρώτος  στίχος  της  επιγρα- 
φής δεν  υπέστη  βλάβηνέκ  τούτου.  Γράμματα  άνι- 
σομεγέΟη  μετ'  άκρεμόνων  ανήκοντα  εις  τους  έσχά- 


47 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΥΣ1Ν0Σ 


48 


τους  μακεδόνικους  χρόνους,  ώς  φαίνεται.   Μέγεθος 
αυτών  περίπου  0,006.  ΆριΟ.  καταλ.  423. 

ΔΟΞΕΝΑΟΗΝΑΙΩ 
Ν  Υ  Μ  Ο  Υ  Ι  Φ  Ι  >Ζ  Τ  Ι  Α  Δ 
ΑΥΤΟΝΟΔΗΜΟΣΕ 
ΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ  2  Φ Υ 

Τ  Ω  Ν  Ι  Δ  Ι  Ω  Ν  Ο  Υ 
;  Κ  Ο 

Στ.  2  έν  αρχή  μετά  το  Ν,  Υ  άμφίβολον  δυνά- 
μενον   να  άναγνωσΟή  και  ώς  Ι. 

Στ.  4.   φ  λίαν  έφθαρμένον  και  οχι  βέβαιον. 

["Ε]δοξεν  Άθηναίω[ν  τοις    τεταγμένοι;  Έλευσίνι   και  εν 
Πανάκτω  και  έπί  Φυλή-    επειδή  ό  δείνα    -  -ω-] 

νύαου  Ίφ'.στιάδ[ης    άνήρ  αγαθός  έστι    περί και  εις 

όσας  επιμελείας] 
αύτον  ό  οήαος  έ  χειροτόνησεν] 

κατασταθείς  <ρύ[λαρχος  εκ] 

των  ίδιων  ού[δέν  ελλείπων  σπουδής  προς  την  πόλιν] 

17.  Τεμάχιον  λευκοο  μαρμάρου  έκ  βάσεως  τί- 
νος άποκεκομμένον  πιθανώς,  άκέραιον  μόνον  άνω- 
θεν. Πλάτος  0,15,  υψ.  0,10,  πάχ.  0,08.  Γράμ- 
ματα μεγάλα  μετ'  άκρεμόνων  ,  οία  τα  έν  όμοίαις 
βάσεσι  τών  υστέρων  χρόνων  της  αρχαιότητος 
συνήθη.  'Αριθ.  καταλ.  401. 

Ο  Δ  Η 
Χ  Α  ΡΜ 
_ΑΛ 

Στ.  3.  Το  τελευταΐον  γράμμα  ούναται  να  εινε 
καί  Δ. 

Ό  δή[αος] 
(τον  δείνα)  Χαρα[ίδου] 

(-έ)α  (Λ)[ή[λητρι  και  Κόρη;] 

*Αν  ϋποτεθη  δτι  εύστόχως  άνεγνώσθη  το  όνομα 
Χαρρίαης,  ί'σως  εΐνε  ό  έκ  του  Ψευδοπλουτάρχου 
(Βίος  τών  Δέκα  ρητ.  842)  γνωστός  πάππος  του 
έςηγητου  Μηδείου.  Τό  όνομα  συνεπλήρωσα  κατά 
γενικήν,  επειδή  τό  ευθύς  υπεράνω  του  ονόματος 
τούτου  κείμενονό  δ~\μος,  όπερ  αναμφιβόλως  εκείτο 
έν  τω  μέσω  της  βάσεως,  δηλοΐ  ότι  έν  στ.  2  υπήρχε 
καί  άλλο  όνομα  προς  άριστεράν. 


18.  Βάσις  τετράπλευρος  έκ  μέλανος  λίθου  ελ- 
λιπής προς  δεξιάν.Ύψος  0,22,  πλάτος  0,19,  σω- 
ζόμενον  πάχος  0,20.  Γράμματα  μετ'  άκρεμόνων 
εντός  οριζοντίων  γραμμών  κεχαραγμένα.  Μέγεθος 
αυτών  0,017.  'Αριθ.  καταλ.   149. 

Λ  Α  Μ   Ι  Δ    ι 

Ο  Υ  Γ  Α  Τ   L 

Λ  Α  Δ  Α  Μ  Ε  Ι 

Θ  Υ  Γ  Α  Τ  Η  Ρ 

Δ  Η  Μ   Η  Τ    Ρ 

Λαμίδι[ον  τοΰ  δεινός] 
θυγατε'[ρα  ή  ιχήτηρ] 
ΛαδάμειΓα  Μηδείου] 
θυγάτηρ  [μυηθεϊσαν  άφ'   εστίας] 
Δήρνητρ[ι  καί  Κόρη] 

Τα   ονόματα    τών   επισήμων    τούτων    γυναικών 
εινε  άναγεγραμμένα    καί   έν  τοις  Ορόνοις   του  Διο- 
νυσιακού θεάτρου  και  άλλοθεν  δε  γνωστά.  Πρβλ. 
CIA  III  341,  344    καί  343    (όθεν  και  ή  συμπλή- 

ρωσις  του  στ.  3). 

19.  Μάρμαρον  λευκόν  ελλιπές  άνωθεν  καί  κά- 
τωθεν, ή  δ'  έπ'  αύτου  επιγραφή  εΐνε  ελλιπής  καί 
προς  δεξιάν  έν  τοις  δύο  πρώτοις  στίχ_οις,  κάτωθεν 
δε  άκεραία.  Πλάτος  0,30,  μέγιστον  υψος  0,20, 
πάχος  0,19.  Αριθ.  καταλ.  226. 

ΓΟΝΟι 

Ο  Ν  Α  Ρ  Τ  Ο  Υ  Π  \  .  ι 

τ  ο  υ  Λ  π  ο  λ  λ  ω  ν  ι  ο  υ  c  Φ  η  ι  μ  *?' 

Στ.  2  [κατ]δναρ.  Στ.  3  [ίερο<ράγ]του  (ή 
[έξίΐγη]τοϋ;)  ΆποΛΛωνίου  Σ<ρη[ττίο]υ. 

Στ.  2.  TT  λίαν  έφθαρμένον  καί  άμφίβολον.  Τό 
μετ'  αυτό  γράμμα  φαίνεται  ώς  Α  ή  Λ. 

Στ.  3.  φΗ  βέβαια.  Τό  έν  τέλει  Υ  λίαν  έφθαρ- 
μένον, άλλ'  ώς  μοι  φαίνεται,  ασφαλές•  προ  αύτοΰ 
δύναται  νά  ύπήρχεν  Ο  μικρότερον  τών  άλλων 
γραμμάτων  κατά  τό  μέγεθος,  άλλ'  ίχνος  τι  αύτοΰ 
δεν  ύπελείφθη.  Αι  προτεινόμεναι  συμπληρώσεις 
[ίερο(ράν}τον  και  [έξηγη]τον  εΐνε  έξ  ίσου  πιθαναί, 
καίπερ    όχι  όλως  βέβαιαι.    Την  συμπλήρωσιν  τοΰ 


49 


ΕΠΙΓΡΑΦΑ]    ΒΛΕΥΣΙΝΟΣ 


50 


Φιλίου  ίν  Άρχ.  Έφημ.  1887  σελ.  109  ftp.  31, 
καθ  ήν  δ  εξηγητή;  Απολλώνιος  ήτο  Αχαρνεύς 
(άποδεκτήν  γενομένην  6πο  τοΟ  Toepffer,  Λιι.  Ge- 
neal.  σελ.  32  έξ.]  νομίζω  δλως  κβεβαίαν. 

20.    ΤεμάχΙον    πανταχόθεν  ελλιπές  έκ  -α/είας 
στήλης    λευχοΟ    μαρμάρου    ίχουσης  άνωθεν    έπί- 
κρανον,   οΰ*  σψζεται  μέρος,    ώστε  είνε  φανερον  δτΐ 
ουδείς  στίχος    ελλείπει  άνωθεν,   έκτος  άν  τις  ήτο 
ίγκεχαραγμένος    έπ    αύτοΟ    του  έπικράνου.     Γψος 
0,48,  πλάτος  περίπου  0,14,  πάχος  0,18.  Ί1  έπι- 
γεγραμμένη    επιφάνεια    είνε    ένιαχοΟ    άποκεκρου- 
σμένη,  τά  δέ  δχι  πολύ  μεγάλα  ουδέ  βαθέως  κεχα- 
ραγμένα  γράμματα   έφθαρμένα.    Αίένστ.2  και  6 
φθοραι  γραμμάτων  φαίνονται  ώς  γενόμεναι  επίτηδες, 
καίτοι  δέν  εςηλείφθη  ο',  αυτών  παν  ίχνος.  Οί πέντε 
τελευταίοι  στίχοι  χωρίζονται  ino  των  προηγουμέ- 
νων δια  κενοΟ  διαστήματος,    ώστε  ίσως  προσετέ- 
θησαν κατόπιν      Πρβλ.     Εφημ.    Λον.    1883   ο-ελ. 
79  .    Οδτοι  φαίνεται    δτι  ήσαν   έμμέτρως  συντε- 
ταγμένοι,  επειδή  εν  στ.  13  υπάρχει  άγραφος  χώ- 
ρος  προς  δεξιάν  δηλών  δτι  αυτόθι  εληγεν   έξάμε- 
τρος  στίχος.  'Αριθ.  καταλ.   175. 

ΑΣΚΑΙΚΟΡΗ^. 
Ε  F  Ι   ..."    "> 

ΜΕΝΟΙΑΝΔΡ 
NYFAPXON 
5 Φ  ■     Τ     Τ     Ι    ο 

ΡΙΓΝΩ    Τ   ΟΥΦΥ 
Ν  φ  Ε       Ε  Λ  Ε  Υ  " 
"ΗΝΔ"    Ε    Τ 
10        Ι   Α  Κ  Τ    Ο  Ρ    .     ' 
Δ   Ε  Χ   Θ     Ε  Ν 

νΝΑΚΤΟΡΟΥ 
POXO  Ι  ΔΕΣ 
ΓΕΚΑΙΝΑΙΑΙΜΕ 
Ιδ       ΗΝΤΗΝΕΝΤΑΙΣ 

Ε  Ι  Σ  A  r  ν 

Στ.  ~  Πλην  τών  σημειωθέντων  βέβαιων  ιχνών 
γραμμάτων,  οπάρχουσι  μετά  το  EFI  και  αμφί- 
βολα Γχνη  ενός  ή  δυο  γραμμάτων  ώσεί  Λ  -}  ΙΛ.ΊΙ 
άναγνωσις  έπι  [αύτι  äj  an  poç  tfecVa    φαίνεται  ου- 

ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897. 


νατή    κατά  τά  υπάρχοντα  Γχνη,    îo-oj;  οέ    και  πι- 
θανή, έάν  &ποβλέψη  τις  είς  την  επίτηδες  από 
σιν  Τ'•)/  γραμμάτων. 

Στ.  ■>  έν  τ  ιετα  το  Ρ  υπάρχει  έλάχιστ: 

ίχνος  δυσκόλως  δυνάμενον  νά  &νήκη    εις  Ε.  πιθα- 
νώτατα  δέ  είνε  λείψανον  Α. 

— τ.  •>  Ι  ο  Φ  λίαν  έφθαρμένον  /.-/.•.  δυσδιάγνω- 
στον. 

-τ.  Ο.  II  μόνη  σφζομένη  κολοβή  κεραία  άδη- 
λον  είς  τί  γράμμα  ανήκει. 

1τ.  8.  Κατόπιν  του  ΝφΕ  έλλείπουσιν  εν  fj  διίο 
γράμματα.  Έπ  κύτοΟ  δέ  του  ήκρωτηριασμένου 
Ν  ίχαρίχΟτ^  υπό  τον  λιθοξόου  έκ  παραδρομής  και 
άλλο  γράμμα  ώσεί  Λ.  Εν  τέλει  οέ  μετά  το  Y  δια- 
κρίνεται  το  άκρότατον  μέρος  γωνίας  <-,  κεραίας 
ΙΊ    υ-ματός  τίνος,  ήτοι  Σ  κναμφιβόλως. 

—τ.  •'.  Ιο  εν  τέλει  Τ  φαίνεται  μάλλον  δτι  είνε 
κεκολοβωμένον  F. 

1τ.  14.   Ιο  έν  αρχή  γ  δύναται  νά  εϊνε  και  Τ. 

[Δήμητρος  Έλ6υσινί]ας  και  Κόρης 

επί  -  -  - 
-μενοι  άνδρ  -  - 
-ν  ύπαρνον- 

5  (-ς  Σφη)ττιΟ- 


[ά]ριγνώτου  φυ- 

Έλεν  ιιν- 

(-τ)ήνδε    έ(π-) 

[άν]ακτόρ[ο]υ 
δεχΟεν 


10 


15 


(ά)νακ,τόρου 
[π]ροχοίοες 
-ε  καινά!  αί  ρ.ε- 
-ην  την  tv  ταϊς 

είς  αί(ω)ν- 


π  επιγραφή  εινε  φανερον  δτι  αναφέρεται  ει: 
έπίσημόν  τι  πρόσωπον  εκ  τοΟ  ιερατείου  τήςΈλευ- 
σΐνος,  πιθανώς  δέ  είς  τον  έν  τη  προηγουμένη  έπι- 
ΥΡα?ΐ  άπαντώντα  ΑποΛΛώνων,  ώζ  επιτρέπεται 
ν  χ  είκάσωμεν  έκ  του  έν  στ.  •>  δημοτικού  Σφήτ- 
πος.  Εκ  του  διασωθέντος  μικροΟ  μέρους  του  πρώ- 
του στίχου  εικάζω  δτι  ή  παροοσα  στήλη  ήτο  ανά- 
θημα ίεοείας  τινός  της  Δήμητρος  και  Κόρης. 


m 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


52 


21.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  άκέραιον  μό- 
Λ/ον  προς  άριστεράν.  Πλάτ.  0,19,  υψ.  0,15,  πάχ. 
0,05.  'Αριθ.  καταλ.  394. 

ι        Μ        >ι       II 

Α  Ι  Λ    COC 

ΤΙΟΥΘΥΓΑ 

ΝΡΑΣ' 
ν 

Στ.  1.  Το  υπεράνω  του  Λ  λείψανον  ορθής  κε- 
ραίας ανήκει  πιθανώς  εις  Γ.  'Εάν  υποτεθη  δτι  ήτο 
ήνωμένον  μετά  της  ακολούθου  κεραίας  και  άπετε- 
λει  TT,  τοΰτο  θα  ήτο  πολύ  πλατύ. 

Στ.  5.  Το  σωζόμενον  λείψανον  ανήκει  εις  Υ  ή  Χ. 

(Ή  δείνα) 
Αίλ(ίου)  Σοσ[σιανοϋ  Προσπαλ-] 
τίου   θυγά[τηρ] 

Τήν  συμπλήρωσιν  παρέλαβον  έκτης  έν  CIA  III 
add.  1113  a  επιγραφής.  Έν  στ.  4  φαίνεται  δτι 
εκείτο  γυναικεϊόν  τι  όνομα  λήγον  είς  [-(ΐ]ώρα. 

22.  Μάρμαρον  λευκον  άκέραιον  μόνον  άνωθεν. 
Μέγιστον  πλάτος  0,40,  υψ.  0,20.  Επιφάνεια  έ- 
φθαρμένη  ένιαχου.  'Αριθ.  καταλ.  229. 

'\ΡΑΔΙΑΒΟΥΛΛ/ 
'ΣΑΥΤΟΥΚΛΙ/ 
»Ο  Υ  Λ  Η  ΣΚλίΔ" 

Στ.  1.  Έν  άρχη  Α  ή  Δ.  'Αμφότερα  τα  ΛΑ 
καίπερ  έφθαρμένα  φαίνονται  βέβαια'  το  μετ  αυτά 
ϊγνος  άμφίβολον.  Άνάγνωσίν  τίνα  άποδεκτήν  δεν 
ήδυνήθην  να  εΰρω'  το  έθνικον  Accidia  (έκ  του 
"^pacioç)  δεν  φαίνεται  πολύ  πιθανόν  δτι  εκείτο  εν- 
ταύθα. Έν  CIG  7070  φέρεται  και  κύριον  όνομα 
Άράόίος,  άλλα  τούτο  είνε  άμφίβολον. 

Στ.  2.  Εντέλει  πιθανώς  Μ"  Οχι  αδύνατον  καΐ 
Α  ή  Λ.  Το  κατόπιν  του  Κ  έφθαρμένον  Α  είνε  φα- 
νερόν  δτι  δεν  εγει  έν  τω  μέσω  γραμμήν,  ώστε  δύ- 
ναται να  άναγνωσθη  ώς  Λ  μόνον  έάν  υποτεθή  δτι 
κατά  παραδρομήν  παρέλειψε  τήν  γραμμήν  ταύ- 
την  ο  -/αράκτης. 

Στ.  3.    Αμφίβολον  εινε  αν  πρέπη  νά  άναγνωσθη 


[β)ον.Ιηα  καί  ά[ι'ιμου]  ή  νά  ύποτεθη  δτι  τα  σωζό- 
μενα γράμματα  είνε  μέρος  ούο  κυρίων  ονομάτων, 
του  μεν  θηλυκού  οϊον  ' ApiOZoßovAr]  ή  ΚΛεο6ονΛτ\ 

τοΰ  δε  αρχομένου  άπα  του  Δήμος.  Το  οεύτερον 
φαίνεται  μοι  πιθανώτερον. 

Στ.  4.  Άναγνωστέον  τόδημοτικον  Tçikoçvoioq. 

23.  Τμήμα  βάσεως  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  συγ- 
κολληθέν  έκ  δύο  τεμα'/ίων  μετά  τόρμων  ποδών 
αγάλματος  άνωθεν,  κάτωθεν  δε  ελλιπές.  Πλάτος 
0,78,  μέγιστον  υψος  0,09,  πάχος  0,45.  Αριθ. 
καταλ.  310. 

ΙΕΡΕΙΑΔΗ/ΛΗΤΡΟΣΚΑΙΚΟΡΗΣΓΛΑΥ 
ΚΗΜΕΝΕΔΗΜΟΥΚΥΔ^Θ 

'Ιέρεια  Δήμ/ιτρος  καί  Κόρης  Γλαυ- 
κή Μενεδήμου  Κυδ(α)θ[ηναιέως  θυγάτηρ] 

24.  Τεμάχιον  στρογγυλού  έπικράνου  βάθρου 
τινός  έκ  λευκού  μαρμάρου.  Τψος  της  έπιγεγραμ- 
μένης  ταινίας  0,16,  σωζόμενη  περίμετρος  0,29. 
Ή  επιγραφή  εινε  προς  άριστεράν  μεν  άκεραία,πρός 
δεξιάν  δέ  ελλιπής.  Γράμματα  λίαν  άποτετριμμένα 
καί  δυσανάγνωστα.  Τα  τών  δύο  τελευταίων  στί- 
χων εινε  μικρότερα  τών  άλλων.  'Αρ.  καταλ.  234. 

Είς  τήν  αυτήν  έπιγραφήν  ανήκει  καί  έτερον  τε- 
μάχιον ελλιπές  έκατέροθεν,  κατά  δε  τήν  έπιγε- 
γραυ,μένην  έπιφάνειαν  καί  άνωθεν.  Πλάτος  αύτοΟ 
0,11,  υψος  το  αυτό.  Τα  σωζόμενα  γράμματα 
αύτου  δμως  διατηρούνται  καλώς.  Άρ.  κατ.  1θ2. 


Δ  Ι  Ο  Ν  Υ  <- 
Φ  Ι  Λ  Ι  Σ  Τ  Ι  Ο  Ν 
Α  Φ  Ε  Σ  Τ  1  Α  Σ 
ETT'iEPE 
ΚΥΔΑ 


β' 

ΡΑ 

Α  Ι  Ν 

ΜΟΥ 


Διονύ[σιος   -  -  - 

Φιλίστιον  [τήν  έαυτοϋ   θυγατέ]ρα 

άφ'  εστίας  [μυηθεϊσαν  ταϊν  θε]αϊν. 

Έπί  ίερε[ίας  Γλαυκής  τής  Μενεδήμου 

Κυδα[θηναιέως  θυγατρος]. 


53 


ΚΙΙΙΙΤΛΊ'ΛΙ    ΕΛΕΓΣΙΝΓΐν 


54 


Δια  την  συμπλήρωσιν  παρά£αλε  τήν  προηγου- 
μένη•/ επιγραφή  ν. 

-.ι.  Τεμάχιον  κυλινδρικής  ατήλης  έκ  λευκοΟ 
μαρμάρου  πανταχόθεν  ελλιπές.  Τψος  0,18,  σω- 
ζόμενη περίμετρος  0,13.   Τά  γράμματα   των  δύο 

τελευταίων    στίχων    εϊνε    μικρότερα   των   άλλων. 
ΆριΟ.  καταλ.  486. 


μάρου  ελλιπές  έκατέροθεν.  !1λ.  0,15,  βψ.  0,25, 
πάχ.  0,27.  Εν  τοΤς  δύο  τελευταίοις  στίχοι;  δεν 
υπάρχουσα  Αλλά  γράμματα  προς  δεξιάν.  Το  πρω- 
ί Ulta   έν  στ.  3  φαίνεται  5τι  εϊνε  ΤΤ•    Αριθ. 


τον 


καταλ.  485. 


Ω  Τ  Ε  Ρ  Ο  Υ 
ΔΗΜΗΤΡΙΚΑΙι 


Α  Λ  / 

ΟΥ0ΥΓΑ 
Ν  Τ  Α  Ι  Ν  Θ 

-ΜΕ    Ν   Ε  Δ   ' 
Ρ    Ο    Σ 


-ου  θυγα[τε'ρα  αφ'  εστίας] 
[μυηθεϊσα]ν  ταϊν  θ[εαϊν]. 
[Έπί  ιέρειας  Γλαυκής  της]  Μενεδ[ήμου] 
[Κυδαθηναιε'ως  θυγατίρός. 


Δια  τήν  συμπλήρωσιν  παράβαλε  τάς  δυο  προη- 
γούμενα; έπιγραφάς."0τι  δε  ή  ιέρεια  της  Δη  μητρός 
και  Κόρης  εϊνε  ή  επώνυμος  έν  τη  χρονολογία  των 
έλευσινιακών  επιγραφών,  καταφαίνεται  και  έκ  της 
επομένης  £ιπ  αριθ.  32  επιγραφής  αναφερομένης  εις 
ίέρειαν  ήοη  γνωστοτάτην  ούσαν. 

26.  Μικρόν  πανταχόθεν  ελλιπές  τεμάχιον  λευ- 
κοΟ μαρμάρου  έχοντος  σχήμα  κυλινδρικον  μεγά- 
λης διαμέτρου.  Τψος  0,17,  πλ.  0,12,  πάχ.  0,06. 
Οϊ  δυο  τελευταίοι  στίχοι  άπέχουσι  πολύ  του  πρώ- 
του τελείως  οιακεκριμένοι  οντες  άπ'  αύτοΰ.  ΆριΟ. 
καταλ    424. 


l'Ai  AC  [Έπί  ιέρειας  Κλαυ]δίας 

"IMO"  [Τιμοθε'ας  της]  (Τ)ιμο[θε'ου] 

[Γαργηττίου  θυγατρός]. 

Δια  τήν  συμπλήρωσιν   πρβλ.  Έφ.  'Αρχ.    i  894 
σελ.  181,  CIA  III  828.  729. 

27.   Τεμάχιον  έπικράνου  βάθρου  έκ  λευκού  μαρ- 


ΤΗΑΣ 
^ΑΙΟ  Υ 


Δημητρι  και  [Κόρη]. 
[Έπί  Ιέρειας  -  -]  (-π)ηας  (= -πειας) 
[της  Γ]ναίου;  Γ  -  -  θυγατρός]. 

Το  2;ομα  της  ίερείας  θα  ήτο  οίον  το  Ευπρέπεια, 
Κασσιέπεια. 

28.  Τεμάχιον  βάσεως  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου 
άκέραιον  μόνον  κάτωθεν.  Τψος  0,21,  πάχ.  0,18, 
πλάτος  της  έπιγεγραμμένης  επιφανείας  0,16.  Ό 
τελευταίος  στίχος  εϊνε  δια  μικρότερων  γραααά- 
των  κεχαραγμένος.  'Αριθ.   καταλ.   128. 


Ε  θ  Η 

AMAITHZr 
στ.   2  [άν]έθη[κ  .  .] 

[Έπί  ίερείας]  -άμας  της  [τοϋ  δεινός  θυγατρός] 

Έν  τέλει  του  στ.  3  κείται  ή  Μ  ή  Ν. 

29.  Τεμάχιον  βάσεως  έκ  λευκοΟ  μαρμάρου  ελ- 
λιπές άνωθεν  και  προς  άριστεράν.  Τψ.  0,19,  πλ. 
0,28,  πάχ.  0,14.  'Αριθ.  καταλ.  199. 

<  A  t.  ι 
Δ  Ι  Α  Δ  Ο 
ΥΓΑΤΡΟΣ 

[Έπί  ίερείας  δείνα  της]  Διαδο- 
[υμένου  -  -  -  θ]υγατρός 


55 


ΕΠΙΓΡΛΦΑΙ   ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


56 


30.   Ευτελές  γλαυκόφοαον   μάρμαρον    συγκολ- 
ληθέν   έκ  δύο  τεμαχίων   άκέραιον  μόνον  προς  άρι- 
στεράν.     Πλάτ    0,26,    βψ.  0,100,    πάχ.  0.39 
(Πρβλ.  Έφ.  Άρχ.  1894  σελ.   207).  'Αριθ.   κα- 
ταλ. 515. 


ΚΑΙΕΠΩΝΥΜ( 

ΗΙΕΡΕ,Α™ 
ΚΛΕ~ 


ΑΔΗΜΗΤΡΟΣΚ AI  KO 
ΦΛΥΕΩΣΘΥΓΑΤΗΡΙΟΥΝΙΑΝ 
ΙΟΥΝΙΟΥΠΑΤΡΩΝΟΣΒΕΡΝ 
ΚΛΙΑΣΤΗΣΑΝΝΙΟΥΘΡΑΣΥ 
ΑΣΥ  ΙΔΗΣΜΥ  Η  ΘΕΙΣ 


και  ΙπώνυμοΓν  άρχοντα] 

ή  ιέρεια  τ[ης  Ληυ-ητρος  και  Κόριης] 

Κλε(ω)  [Εύκλεους  Φλυέως] 

31.  Δυο  τεμάχια  ταπεινής  τετραπλεύρου  βά- 
σεως έκ  λευκού  μαρμάρου  μ}]  συναρμόζοντα  "προς 
άλληλα, ώς  ελλείποντος  μέρους  τινός  έν  τω  μέσω. 
Πλάτος  του  μεν  0,25,  του  δέ  0,16,  βψος  αμφο- 
τέρων 0,10ο,  πά.-/ος  0,41.  Έν  τω  τελευταίω 
στί/ω  δεν  ύπάρχουσιν  άλλα  γράμματα  προς  άρι- 
στεράν.    'Αριθ.  καταλ.  262-263. 

β' 
ι  ΑΚΛΕΙΤΟ  Υ 
ΜΕΛΙΤΙΝΗΝ 
ΝΝΙΑΣΑΡΙΣΤΟ 
'Τ  ΡΟΣΤΗΣ'|Δ! 


[Ίε'οε]ια    Δήαητρος   και   ΚόΓρης   Φλαουία   Λαοδάαε]ια   Κλείτου 
Φλυεως   θυγάτηρ    Ίουνία,ν         -  Μελιτίνην 

'Ιουνίου    Πάτρωνος   Βερν[ικίδου   θυγατε'ρα   και   Ά]ννίας     Αριστο- 
κλίας   της    Άννίου    Θρασύ[λλου   Χολλείοου   θυγα]τρος  της   [ί]δί- 
ας   ΰϊοής   ριυηθεί^αν   αφ'  εστίας]. 


Δια  τήν  συμπλήρωσιν  πρβλ.  ακολούθως  αριθ.  35. 

32.  Τεμά^ιον  έπικράνου  έκ  γλαυκοφαίου  μαρ- 
μάρου άκέραιον  μόνον  κάτωθεν.  Πλάτος  0,20,  υψ. 
0,10.  'Αριθ.  καταλ.  148. 

3  Ο  Φ  Α  Ν  Τ  Ι  Ν 
Ι  Τ  Ι ΝΗΝΑΝ 

Έκ  της  -προτ^ουμίντις  επιγραφής  νομίζω  δτι 
ευκόλως  ούναται  να  συμπληρωθή  ή  παρούσα  ώς 
έξης: 

[την  ίερ]οφάντιν 
[Ίουνίαν  -  -Μελ]ιτίν/)χ  Άν[νίας  Άριστοκλείας  θυγατε'ρα] 

Εις  τήν  αυτήν  ίεροφάντιν  ήδύνατο  μετά  τίνος 
πιθανότητος  νά  άποδοθή  και  ή  ακόλουθος  υπ  αριθ. 
37  επιγραφή,  αν  μή  ή  διαφορά  του  δημοτικού  του 


πατρός  (στ.  2)   έκώλυεν.  "Ιδε  και  τα   έν  τω  ακο- 
λουθώ τεμανίω  σημειούμενα. 

33.  Τεμάχιον  γλαυκοφαίου  μαρμάρου  παντα- 
χόθεν ελλιπές.  Πλάτος  0,16,  υψ.0,11,  πάχ.  πε- 
ρίπου 0,10.  'Αριθ.  καταλ.  415. 

Λ  Ι  Α  φ  Ι  /*  ' 
'  Ι  Ε 

Ή  ποιότης  και  ή  εξεργασία  του  μαρμάρου  εινε 
όμοια  προς  τήν  προηγουμένην  έπιγραφήν  ,  ώστε 
καίτοι  οί  λίθοι  δεν  συναρμόζονται,  δεν  φαίνεται  α- 
δύνατον να  προέρνωνται  άμφότεραι  έκ  της  αυτής 
αναθηματικής  βάσεως.  *Αν  τούτο  εΐνε  αληθές,  ό 
ύίόχιρος  στί/ος  της  παρούσης  επιγραφής  θα  ήτο 
συνέπεια  του  πρώτου  στίχου  τής  προηγουμένης,  ή 
δε  άνάγνωσις    θά  ήτο    [τήν]  Ιε[ρ)ο<ράντΐΥ.    Πάρα- 


57 


ΚΙΙΠΤΛΨΛΙ    ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


58 


τηρητέον  5μως  οτι  τά  γράμματα  της  παρούσης 
επιγραφής  εΐνε  άορότερα  κεχαραγμένα  ή  τά  της 
προηγουμένης,  ώστε  το  πράγμα  καθίσταται  Sclil— 
ορίβολον,  καίτοι  ή  τοιαύτη  ανωμαλία  fi  πολύ 

ασυμβίβαστος  iv  τχϊ;  τοιαυταις  ίζ'.γρατ,αϊς.  Εν 
στ.  1    φαίνεται   5τι  κείται   το  όνομα    της  AlXLac 


Ίί  //  .-,,.    θυγατρός  τοΟ  δαδούχου  Αίλίου  Πραξα- 
γόρου    Πρβλ.  CIA  III   1*283. 

34,  Ταπεινή  βάσις  ίχ  λευχοΟ  μαρμάρου.  11/ 
0,64,  Οψ  0,14,  σωζόμενον  πάχος,  0,28.  Άριθ 
x.'y.T-/.>  .   276. 


■ΔΙΟΥΝΙΟΝΜΕΝΝΕΑΝΤΟΝΕΚΓΟΝΟΝΤΟΥΕΞΗΓΗ 
ΤΟΥΠΑΤΡΩΝΟΣΟΠΑΤΗΡΔΙΟΥΝΙΟΣΠΑΤΡΩΝΚΑΙ 
ΗΜΗΤΗΡΑΝΝΙΑΑΡ'ΣΤΟΚΛΕΙΑΑΝΝΙΟΥΘΡΑΕΥΛΛΟΥ 
ΧΟΛΛΕΙΔΟΥΘΥΓΑΤΗΡΜΥΗΘΕΝΤΑΑφΕΣΤΙΑΣ 

Τ  Α  Ι  Ν  Θ  Ε  Α  Ι  Ν 


Δ.   Ίουνιον  Μεννε'αν  τον  εκγονον  τον  ίξτιγτο- 
τοϋ  Πάτρωνο^  ό  πατήρ  Λ.  'Ιούνιος  Πάτρων  καΐ 
ή  [ΐήτηρ  Άννί«    Λοιττόκλεια  Άννίου  θρα(σ)ύλλου 
Χολλείδον  θυγάτηρ  μυηθίντα  ά•ρ'  εστία; 
ταΐν  Οεαϊν. 

OJ./owrtoç  HfervéaQ  Βερνιχίδης  ών(ΟΙΑ  III, 

911)  δεν  δύναται  νά  εΐνε  ό  αυτός  rei;  τον  /7et- 
çaièa  ίεροφάντην  .  Δ.ΙΟ.  .  .  (Bull,  de  corr.  Hell. 
XIX  σελ.   130). 

35.  Βάθρον  εκ  λευχοΟ  μαρμάρου  ενόν  άνωθεν 
τορμον,  οι  οδ,  ώς  ©αίνεται,  προσηρμόζετο  ε;.ς  αυτό 
έπίχρανόν  τι,  êv  φ  ήσαν  κεχαραγμένοι  οί  πρώτοι 
στίχοι  της  έπιγραφής.Ύψος  1,20,  πλ.  0,47,  πάχ. 
0,43.  Έχ  της  έπιγεγραμμένης  επιφανείας  προς 
οεξιαν  εΤνε  άποχεχρουσμένον  μέρος  χωροον  4-5 
γράμματα  έν  έκάστω  στίχω.   ΆριΟ.  χαταλ.  745. 

Τ  Η  Ν  Ι  b  Ν  Ο  Μ  Ε  Ν  Η  Ν  t  Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Ι 
ΚΑΙΟΚΗΡΥΞΤΗΣΕ5ΑΡΕΙΟΥΠΑ 
ΒΟΥΛΗΣΘΡΑΣΥΛΛΟΣΑΜΜΩ 
ΌλλίΔΗΣΤΗΝΕΑΥΤΟΥΜΗΤ 
ΝΝΕΘΗΚΑΝΑΡΕΤΗΣΕΝΕΚΕΙ 
ΚΑΙΤΗΣΠΙ'-ΟΣΤΑΣΘΕΑΣΕΥΣΕΒ 

(  Ττ,ν  δείνα  Άιιαώνιος) 
TTJM  (γ)ενοΐΑε'νην  (l)auxoC  (γ)[υναΐκα] 
και  ό  κήρυξ  της  έξ  Αρείου  lly  γου 
βουλ-?,;  Θοάσυλλος  Ά(λ|χω[νίου] 
(Χ)ολλίδης  την  έαυτοϋ  (Αγ)τ[ε'ρα] 
(ά)νέθηχαν  άρεττ,ς  ενεκε(ν) 
και  της  προς  τάς  Ota;  ευσέβειας]. 


36.  Γεμάχιον  μιχρδς  βάσεως  £χ  λευχοΟ  μαρ- 
μάρου αχέραιον  μόνον  άνωθεν.  Πλάτος  0,07,  βψ. 
0,10,  πάχ.  0,09.  Αριθ.  v.y.-.yj  .   Ί08. 


">ΥΛΗι 

^ΟΣΦ^ 
ΝΕΩΝ 

3ΑΝΤ 


[Ή  β]ουλη  ίκ)>.ί  ό  οημο«] 
(τον  δεινα)-(ν)ος  Φ(υ)[λ*<χιον 

[ίερο](φ)άντ  .  .  . 


Ιδε  τά  ανωτέρω  αριθ.  33  σημειωθέντα. 

37-38.  Μάρμαρον  λευχον  αχέραιον  μόνον  χατά 
μικρόν  αέρος  προς  αριστεράν.  Μέγιστον  πλ.  0,55, 
μέγιστον  οψος  0,30.  'Αριθ.  χαταλ.  212.  Όμοο 
μετά  ταύτης  της  επιγραφής  νομίζω  δτι  ~ζί~ν.  νά 
έκδοθη  xaì  το  τεμάχιον  β',  καίτοι  δέν  συναρμόζε- 
ται προς  αυτήν  .  διότι  το  μέγεθος  xaì  ή  εργασία 
των  γραμμάτων  xaì  ή  απ  αλλήλων  άπόστασις 
των  στίχων  ομοιάζουσι  τόσον  πολύ,  ώστε  £;.ς  έμέ 
τουλάχιστον  δεν  -ρχίνετχ'.  αμφίβολον  δτι  εις  την 
αυτήν  έπιγραφήν   άνήκουσιν  άατ.ότε:α.    Το  τει/.ά- 

'  'II'  •  Ι||  ι 

χιον  β'  εΐνε  μόνον  προς  δεςιάν  ακέραιον  μέγιστον 
πλάτος  αυτοΟ  0,18,  Οψ.  0,31,  πάχ.  0,07.  'Αριθ. 
χαταλ.  460. 

Ν  Κ  C    /  _  Α 

_ΑΝΤΑΕΠΙΣΗ> 
ΑΙΕΝ  ΔΟΞΟΤΑΤ AAy 
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΚ' 
ΠΡΟΣΤΟΥ"? 
';"ΑΤ 


59 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ   ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ 


60 


β'. 
\  ο  ^. 

Ο  Ν 

Ι  Γ  Ε  Μ  Ο 

HATA 

ΑΣ   Ε  Π  Ι 

)  Ι  ΑΤΗ 

ΣΗ  Ν  Ε  Ν  Ε 

-ΟΧΡΟΝΟ 


41.    Μάρμαρον  λευκον   άκέραιον   μόνον  άνωθεν. 

Μέγιστον  πλάτος  0,27,  υψ.  0,30.  Επιφάνεια  σε- 
σαθρωμένη      Αριθ.  καταλ.  719. 


,  Ν  Η  Β  Ο  Υ 
!Σ  Ε  Υ  Κ  / 
AT  Ρ  ΟΣ 
\  Ξ  *  * 


-  ή   βθυ[λή] 

-  ς  Εΰκ  — 

[θυγ]ατρος 
[Πρα]ξα[γόρου] 


-ν  κο(λ)-  -  α 
-σαντα  έπίση(ς) 
[κ]αί  ενδοξότατα  ά(χ)  -  - 
δικαιοσύνη,  κ[ηρυκ  .  .  .  (;;) 
προς  τους  -  - 
[ίπεδ](είξ)ατ[ο]  ; 

β'. 

Στ     3   (ή)γ£ριό[ν-].      Στ.   8   [ίσ]όχρονο[ν] 

Έν  στ.  2,  5  και  6  του  β'  υπάρχει  χώρος  τις  ά- 
γραφος προς  δεξιάν.  Τα  πρώτον  γράμμα  του  στ.  6 
άδηλον  αν  εΐνε  Ο  ή  Θ. 

39.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν 
ελλιπές.  Πλ.  0,16,  υψ.  0,14,  πάχ.  0,23.  'Αριθ. 
καταλ.  164. 

,  Λ  Ν  Α 
Ο  Ν  ΥΣ  Ι  Ο  Υ 
Υ  Γ  Α  Τ 

Ή  επιγραφή  πιθανώς  αναφέρεται  εις  θυγατέρα 
τινά  ή  άνεψιάν  τοο  δαοούχου  Ποπ.Ιίον  ΑίΛίον 
Jiorvaiov,  οτι  ό  πρώτος  στίχος  έπρεπε  να  συμ- 
πληρωθί]  [Ποπ.Ι]ίαν  Α\ίΛίαν  Έρεννίαν].  Πρβλ. 
Έφ.  Άρχ.   1885  σελ.  147  αριθ.  25. 

40  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν 
ελλιπές.  Πλ  0,15,  υψ.  0,12,  πάχ.  0,24. Αριθ. 
καταλ.  156. 


,  ETTIMl 
ΟΥΑΔΡΙΑ 
"  ΡΑΞΑΓΟ 


έπΐ[Λ[ελγιτης  μυστηρίων ;] 
[θφϋ  Άδρια[νοϋ] 
(Π)ραξαγό[ρ  -  -] 


Στ.  1  έν  άρχη  άδηλον  αν  κείται  Ι  ή  Η-  ωσαύ- 
τως και  έν  άρχΐ]  του  στ.  2.  Το  έν  τέλει  τοο  στ.  % 
λείψανον  Λ  άμφίβολον. 

42.  Τεμάχιον  λευκού  μαρμάρου  πανταχόθεν• 
ελλιπές.  Τψ.  0,24,  πλ.  0,16,  πάχ.  0,34. 'Αριθ. 
καταλ.  213. 


Α  Κ  Α  Ι  / 
Ο  ΡΟΥ  Τ 
<ΗΣΑ 

or* 


[Αίλίαν  Φιλίττην] 

[Βάσσης  θυγατέρ]α(;)  καί  [Αίλίου] 

[Πραξαγ]όρου  τ[οϋ] 

[δαδου](χ)Ϋ)σα[ντος] 


Δια  τήν  συμπλήρωσιν  πρβλ.  CIA  III  1283  καί 
ανωτέρω  αριθ.  34. 

43.  Μάρμ,αρον  λευκον  συγκολληθεν  έκ  δύο  τε- 
μαχίων άκέραιον  μόνον  προςάριστεράν.  Πλ.  0,39, 
ίίψ.  0,19,  πάχ.  0,U9.   'Αριθ.  καταλ.  198. 


.  /\Mc  J\r 

ΓΟΡ  Ο  Υ  Θ  OFM  Κ 
Υ  Ι  Ο  Ν  Κ  Α  ΙΚΛ 

-γ 


(ά)ν(έθη)[κε  Πραξα-] 
-γόρου  Θορικ[ίου] 
υίόν  καί  Κλ(αυδίας) 


Το  όνομα  Πραζαγόρον  συνεπλήρωσα  έκ  της  έν 
CIA  III  1023  επιγραφής,  έν  r\  αναφέρεται  Πρα- 
Çafôpaç  Θορίκιοα  ώς  άρχων. 

44.  Τεμάχιον  έπικράνου  έκ  γλαυκοφαίου  μαρ- 
μάρου άκέραιον  μόνον  κάτωθεν.  Πλ.  0,23.  οψ. 
0,08,  πάχ.  0,13.  Αριθ.  καταλ.  163. 


61 


ΐνΗΝΑΓΟ 
TOYrT 


ΕΠΙΠΆΦΑΙ    ΕΛΕΤΣΙΝΟΣ 

(ΆΟ)ηναγό[ρας] 


62 


Στ.  2  προς  άριστεράν  υπάρχει  χώρος  άγραφος. 

ΤοΟ   τελευταίου  γράμματος     ή   οριζόντια    κεραία 

φαίνεται  προέχουσα  μάλλον  προ;  οεςιαν  ή  προς  ά- 
ριστεράν,  ώστε  μοι  φαίνεται  μάλλον  TT  ή  Τ. 

45.  ΒάΟρον  έκ  λευκοϋ  μαρμάρου  ελλιπές  άνω- 
θεν, κατά  θέ  τήν  έπιγεγραμμένην  πλευράν  και  δε- 
ξιόθεν  και  άριστερόΟεν,ώστε  ολίγα  εΐνε  τα  υπολει- 
πόμενα γράμματα.  Τψ.  0,85,  πλάτ.  0,50,  πάχ. 
0,55.  "Αριθ.  χαταλ.  778. 


Υ  Β  Ο 
Ν  Α  Υ 

Ι  θ( 
>ϊ  Κ/ 

)ΥΘ, 
6JÜLAIO  Υ' 
ΊΛΙΟΥΝ 


Ή  έξ  'Αρείου  Πάγο]υ  βο[υλη] 


-ου  Κ(λ)[αυδίου  ;  ;  ] 

-ου  θ[υγάτγ;ρ  ;] 
[ΙΙτολ]εμαίου 
[Μαν]ιλίου 


Έν  στ.  3  το  έν  άρχη  Ι  δύναται  να  εΐνε  και  Ν. 

46.  Μάρμαρον  γλαυκόχρουν  ελλιπές  άνωθεν 
και  κάτωθεν  ,  προερχόμενον  δέ  ,  ώς  φαίνεται ,  εκ 
τίνος  οικοδομήματος  (ίσως  παραστάς  θύρας).' Από- 
κειται έν  τη  νοτιά  αύλη  του  ίεροΟ.  Μέγιστον  ύψος 
0,70,  πλάτος.  0,30,'  πάχος.  0,40.  'Αριθ.  κα- 
ταλ.  747. 

Επί  της  μιας  πλευράς  υπάρχει  έπιπολαίως  κε- 
χαραγμένον  το  όνομα 


ΑΤΤΟλλΟΔΩΡ  Άπολλόδωρ(ος) 


Μέγεθος  των  γραμμάτων  0,01  -0,015.  Άλλα 
γράμματα  δέν  ΰπάρχουσιν.  'Επί  της  προς  δεξιάν 
ταύτης  πλευράς  υπάρχει  μεμονωμένον  το  γράμμα 
8.  "Ομοιαι  εΐνε  και  αί  έπόμεναι  δύο  έπιγραφαί. 

47.  Μάρμαρον  λευκον  ελλιπές  άνωθεν  και  κά- 
τωθεν.   Και  αυτό  πιθανώς    εΐνε  παραστάς  θύρας. 


Τψ.  0,30,  πλ.  0,32,  πάχ.  ",'Κ.  "ΛριΟ.  καταλ. 

730. 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ)        Διονύσιο«  ) 

48.  Τεμάγιον  γλαυκοχρόου  μαρμάρου  άκέραιον 
αόνον  άνωθεν.  Μέγιστον  πλάτος  0,30,  οψ.  ",16, 
πάχ.  0,21.  'ΛριΟ.  καταλ.  168.  Φαίνεται  άποτε- 
τμημένον  εκ  τίνος  κτιρίου  η  βάθρου,  ί~\  lì  της 
οπίσθιας  ατελώς  χατεξεσμένης  επιφανείας  φέρει  ό- 
λως έπιπολαίως  χεχαραγμένον  το  δνομα 


ÄYCIM  AXOC 


Λυτίαα/ος 


'όλοι 


Τοιαύτη  υπό  ματαιοσχΟΛου  τίνος  κεχαραγμενη 
εΐνε  και  ή  έν  Έφ.'Αρχ.  L895  σελ.  123  κριθ.  37 
έκδεδομένη  επιγραφή  ,  ώς  και  ή  έν  CIA  3236, 
ήτις  κακώς  μέν  εΐνε  έκδεδομένη  μετά  των  επιτύμ- 
βιων,κακώς  δέ  και  ϋπ'έμοΟ  (Εφ.'Αρχ.  1894  συ  . 
17Ü  ΰποσημ.)  ένομίσθη  ώς  επίγραμμα  άνδοιάντος, 
ώς  ούσα  έπικεχαραγμένη  έν  έπικράνω  βάθρου. 

49.  Το  μάρμαρον,  έφ'  ου  εΐνε  κεχαραγμένη  ή 
υπ'  έμοο  έν  Έφ.  'Αρχ.  1895  σελ.  108  αριθ.  21 
εκδοθείσα  επιγραφή,  προσαρμόζεται,  ώς  προ  μι- 
κροΟ  παρετήρησα,  ακριβώς  έπί  του  μαρμάρου  της 
ύπό  Foucart  έν  Bulletin  de  corr.  Hell  VI  (1882) 
σελ.  436  έκδεδομένης,  ώστε  άναγκαϊον  φαίνεται 
να  άναδημοσιευθώσιν  άμφότεραι  ενταύθα.  Το  σω- 
ζόμενον  όλικον  ύψος  του  i\  αμφοτέρων  των  λίθων 
αποτελουμένου  βάθρου  εΐνε  0,80  ,  ελλείπει  ο  απ' 
αύτου  το  προς  τήν  βάσιν  μέρος  και  έπίκρανόν  τι 
άνωθεν  i\  ιδίου  λίθου  κατεσκευασμένον ,  έφ  ού 
δμως  φαίνεται  οτι  δέν  ήτο  κεχαραγμένον  μέρος  τι 
της  επιγραφής,  άλλ'  αύτη  εΐνε  άνωθεν  άκεραία. 
Ή  κατάστασις  του  ύπ'έμοϋ  έκοεοομένου  τεμαχίου 
εΐνε  άθλια,  τα  δ'  έν  αύτω  υπολειπόμενα  γράμματα 
λίαν  δυσανάγνωστα  και  αμυδρά,  διό  και  τίνα  άνα- 
γινώσκω  νυν  άλλως  ή  το  πρώτον.  Το  οέ  υπό  Fou- 
cart έκδεδομένον  μέρος  οιατηρεΐται  όπίυσοϋν  καλώς, 
καίτοι  και  εκείνου  ελλείπει  ή  προς  οεξιάν  άκρα 
πλευρά,  καί  τά  προς  εκείνο  το  μέρος  γράμματα  εΐνε 
ίκανώς  αμυδρά  κα'ι  έφθαρμένα.  Ιΐρος  άριστεράν  το 
Βάθρον  τούτο  ήτο  προσωκοδομημένον  προς  τοΤχόν 
τίνα  ή  άλλο  βάθρον,  διό  καί  έχει  άναθύρωσιν  κατά 
ταύτην  τήν  πλευράν.    'Αριθ.  καταλ.  43  καί  206. 


(33 


ΕΠ1ΓΡΑΦΑΙ    ΕΛΕΤΣ1Ν0Σ 


64 


ι  ι  Η  r    ' 

ιι  Ο  Λ  Ι   Σ   Κ 
Ν  Α  Ν   ^  η    .Ν 
•  ΚΟΣ 
5  Λ  ΡΙΣ 

•   Σ  Α  Ι  Ο  Υ  ι 
Σ  Π 
Ι  Ω 
Κ  Ι 

ίο      ο  .  χ 

Ο  Μ  η  '  Ν  ' 

Π  Ν  Ο  Ο  Ε  ■ 

ι  Ι  Ο   ..   Κ  Α  Ι  Ι  ι  A  AT 

ΥΔ   ΗΜΟΥΝ   ΕΟΠΟΙΟΥΤΙΙ 
15  MIN    ΔΙΟ  Υ  Α  Ν    f  Ν   Ο  Υ    r  Π 

ι    ΑΜΜ    \Tr  ΟΥΔΙιΜ   Ο   Υ     Κ  ;\    ι    Α   Ρ   Χ    Ι    Ε    Ρ  ΣιΗΣΛ 

ΩΣΓΑΪΟΥΚΑΙΚΛ-ΤΙΤΙΑΝΟΆΓΟΡΑ  II  Ο    MO  Υ  Γ- Υ 
}ΥΤΗΣ  .   ΟΛΕΩΣΓΡΑΜΜΑΤΕΩΣΤΟΥΔΗΜΟΥ    Κ    ΠΡΥΤΑ 
Α  Δ  Ε  Α  Φ  Ι  Δ  Η  Ν  Γ  ΑΙ  Ο  Υ  Κ  Λ-  ΤΙΤΙΑΝΟΥΣΥΝ  ΚΛ  Η  Τ  Ι  Κ  Ο  ΥΧ  ΕΙ  Λ  Ι  Α  Ρ 
20      ΔΕΚΕΜΒΕΡΟΣΤΑΜΙΟΥΕΠΑΡΧΕΙΑΣΑΧΑΐ   ΑΣΔΗΜΑΡΧΟΥΚ 
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥΡΩΜΑΙΩΝΗ  Γ  EM  Ο  ΝΟΣΚΡΗΤ ΗΣθ  Υ  Γ  Α  Τ  Ε  Ρ  Α  Φ 
Π  ΗΣΚΛ-   ΔΗΜΟΣΤΡΑΤΟΥΑΘΗΝΑΙΟΥΑΡΞΑΝΤΟΣΕΝΤ" 
ΤΗΝΕΠΩΝΥΜΟΝΑΡ   Χ   Η  ΝΣΤΡΑΤ  Η  Γ  Η  Σ  Α  Ν  ΤΟΣ   Ε  ΓΙ 
ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣΑΝ  ΤΟ  ΣΚΗ  ΡΥΚΕΥΣΑΝΤΟΣΤΗΣ 
25       ΠΑΓΟΥΒΟΥΛΗΣΑΓΩΝΟΘΕΤΗΣΑΝΤΟΣΠΑΝ 
ΚΑΙΕΛΕΥΣΕΙΝΙΩΝΕΞΗΓΗΤΟΥΜΥΣΤΗΡ- 

ΕΡΕΧΘΕΩΣΠΟΣΕΙΔΩΝ 


Τά  ολίγα  σωζόμενα  γράμματα  των  ούο  πρω- 
των στίχων  νομιι,ω  οτι  οηλουσιν  επαρκώς  οτι  η 
γυνή,  εις  ήν  αναφέρεται  ή  επιγραφή,  καίπερ  συγ- 
γενής του  γνωστού  'Αθηναίου  εύπατρίοου  Κλαυοίου 
Δημοστράτου,  δεν  ήτο 'Αθηναία  ,  αλλ  άλλοοαπή, 
διό  ήπόλις  αυτής  θέλουσανά  άνεγείρη  εις  αυτήν  εν 
Έλευσΐνι  ανδριάντα  έλαβε  προς  τούτο  την  άοειαν 
παρά  της  ες  'Αρείου  Πάγου  βουλής  κατά  τα  έν 
τοις  νρόνοις  έκείνοις  είθισμένα.  Του'τ  αύτο  και 
πρότερον  ήδη  ε;  άλλων  τεκμηρίων  είκασεν  εύστο- 
χος ό  Foucart.  Tò  όνομα  αυτής  νομίζω  δτι  χνα- 
γινώσκεται  ασφαλώς  εν  στ  3  Μενάναρα,  ήτο  δ 
ώς  φαίνεται  θυγάτηρ  θυγατρόςτοΰ  Κλαυδίου  Δημο- 
στράτου,  επομένως  πρώτη  εξαδέλφη  τής  ές  άλλων 
επιγραφών  γνωστής  ΚΛανδίας.  Mevavâpac  τής  Ου- 
γατρος  του  δαδούχου  Κλαυδίου  Φιλίππου. 

Έν  στ.  14  ίσως  εκείτο  το  όνομα  του  θείου  τής 


Μενάνδρας  Τι.  ΚΛανδίον  Ανΰιάδον,  ώστε  μετά 
το  γεοποων  να  άναγνωσθή  :  Το.  (Δ)[Λ.  Ανΰιά- 
δον άδεΛφιδηγ] .  Το  υπ'  έμου  το  πρώτον  αυ- 
τόθι άναγνωσθέν  Η  ήτο  ήμαρτημένον.  Ήμαρτη- 
αένως  ωσαύτως  άνέγνων  το  πρώτον  έν  στ.  1ί> 
Μ  Ι  Ν  Α Ι  Ο  Υ  αντί  Μ  Ι  Ν  Δ  Ι  Ο  Υ .  Έκ  τών  κατόπιν 
τούτου  γραμμάτων  τα  μεν  ΑΝ  είνε  σαφή,  το  Υ 
λίαν  έφθαρμένον,  το  δε  μετ'  αύτο  μοί  φαίνεται 
τώρα  ώς  Ν,  οχι  Μ'  το  άκόλουθον  Ο  μόνον  ώς  Ω 
δύναται  άλλως  να  άναγνωσθή,  το  οε  Υ  ούναται  να 
είνε  και  Χ.  'Ακολούθως  φαίνεται  οτι  κείται  Ε  Π. 
το  δε  δεύτερον  Π,  ό'περ  άνέγνων  το  πρώτον,  είνε 
ούτως  άμφίβολον,  ώστε  προετίμησα  νυν  να  μη  άνα- 
γράψω  αυτό.  Λί  έν  τοις  έπομένοις  Οιαφοραι  τής 
έμής  αναγνώσεως  άπο  τής  του  Foucart  οέν  είνε  τό- 
σον σημαντικαί,ώστε  νά  είνε  άξιαι  ιδιαιτέρας  ανα- 
γραφής. Έν  τω  τελευταίω  στίχψ  δεν  είνε  γεγραμ- 


65 


ΒΠΙΓΡΑΦΑ1    ΕΛΕΤΣΙΝΟΣ 


fifj 


μένα  άλλα  γράμματα  προς  άριστεράν  τών  ύπαρ-  χον  ΚΑΙ   Γσως  προσετέθη  ήμαρτημενως  υπό  το& 

χόντων.  Έν  στ.  17  το  κατόπιν  του  ΓΑΙΟΥ  ίιπάρ-         /  χ  ρ  άκτοι υ  πλανηθέντος  i/.  τοΟ    κομένου  ΚΛ. 

[Καθ1  £>πομ](ν)η(ρ.α)[τιβμον  της  ές  'Αρείου  Πζγου  [ίο•///•,: 

[ή  δείνα  π]ολις 

[Με]νάν(δρ)[α]ν 


5     -      -      - 

[Τ>αίου(;;) 
12  -      -       - 


[άγω]νοΟε[τησαντος] 


[γραμ|Λατέως] 


15 


[το  υ  οηυ.ου,  νεοποιου, 
Μινδίου 


•     χμμ(α)τ[ε'ως    τ!οϋ  δ(η)μου    κ(αί)  άρ/•.ερ  ε'ω]ς   (τ)ης  Λ[ητοϋς  ;  ;  ] 

-ως  Γαίου  <(καί)>  Κλ.   Τιτιανο(ϋ)  άγορα'ν  ΐν/ου  γυ  [Χ,να-  | 
[σιζρ/  ου  τ-?,:    -ίλεως,  γρχι/ματέως  του  δήμου  *(αΙ)  ττρυτά[νΕως  *  ] 
άδελφιδην  Γαίου  Κλ.  Τιτιανοΰ  συνκλητικοϋ,  /ει/'.ζρϊ/ου,Ι 

20   δεκε'υ.βερος,  ταμίου  έπαρ/είας  'Αχαίας,  δημάρχου  κ[αί] 
στρατηγού  'Ρωυ.αίων,  ήγβμόνος  Κρήτης-  θυγατε'ρα  Φ[ιλίπ-] 
πης  Κλ.  Δηυ.οττράτου  'Αθηναίου,  άρζαντος  έν  τ^η  πατρίδι] 
τήν  ίπώνυρ,ον  άρ^ήν,  στρατηγήσαντος  έπ[ί  τα  όπλα,] 
γυμνασιαρχήσαντος,  κηρυκεύσαντος  της  [έζ  "Αρείου] 

25    Πάγου  βουλής,  άγωνοΟετηοαντος  Παν[αθηναίων] 
και  Έλευσεινίων,   έξηγητοϋ  αυστηρί[ων,   ιερέως] 
Έρενθε'ως  Ποσειδώνας.] 

50.    Έκ  τή;  υπ   έμοΟ  έν  Έφ.   Αρχ.  1896  σελ. 
52   αριθ.   52  εκδεδομένης  επιγραφής    άνεΟρον  δύο 


β' 


προσέτι  τεμάχια  κείμενα  μεταξύ  άλλων  λίθων  άπο- 
τεθειμένων  κπότινων  ετών  εςωθι  τοΟ  νΟν  μουσείου. 

Τα  εν  των  τεμαχίων  τούτων  είνε  πανταχόθεν  έλλι- 
πές,  έχον  κατά  τήν  έπιγεγραμμένην  έπιφάνειαν  πλ. 
0,10  καί  Οψος  0,07,  ανήκει  δέ  ει;  το  μεταξύ  των 
ήδη  έκδεδομένων  τεμαχίων  διάστημα,  αλλά  δέν 
συναρμόζεται  ούτε  προς  το  εν  ούτε  προς  το  άλλο 
ές  αυτών,  και  μόνον  ή  μεγάλη  δμοιότης  τών  γραμ- 
μάτων αποδεικνύει  ότι  έκ  ταύτης  της  επιγραφής 
προέρχεται.  To  ok  έτερον  τεμάχιον  προέρχεται,  ώς 
φαίνεται,  εξ  άλλης  πλευράς  του  αύτοϋ  έπικράνου, 
έν  ή  έπανελαμβάνετο  ή  αυτή  επιγραφή,  δέν  συν- 
αρμόζεται οέ  ούοέ  τούτο  προς  τι  τών  άλλων.  Τό 
τεμάχιον  τούτο  είνε  μόνον  προς  δεξιάν  ελλιπές  έχον 
μέγιστον  πλάτ.  0,19,  ύψ.  0,14  και  πάχος  0,37, 
άνωθεν  οέ  φέρει  δυο  τόρμους.  Τα  γράμματα  καί  ή 
εργασία  του  λίθου  είνε  ομοιότατα  προς  τα  άλλα 
τεμάχια. 

ΚΦΙΙ.ΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897 


Κ  /  Α  Υ    Δ  . 

θ  Υ      ΓΑΤΕ 


ΗΘΕΓ         ,ΑΦΕΕ^ 


ΛΖ 


Δ   ι   n  Ν  Η  C 


Ε  π  Ι  Ι  Ε   Ρ 

δ' 

ΚλΑΥΔΙ 

θ  υγΑ- 

Εν  στ.  2  του  τεμαχίου  α'  μεταξύ  Υ  και  Γ 
υπάρχει  ικανός  χώρος  κενός  ένεκα  φυσικής  οπής 
του  λίθου,  ήν  υπερεπήδησεν  ό  χαράκτης'  και  αλ- 
λάς δε  ανωμαλίας  ώς  προς  τήν  θέσιν  και  τό  μέγε- 
γεθος  τών  γραμμάτων  έχει  ή  επιγραφή  λίαν  άτέ- 
χνως  οϋσα  έξειργασμένη.  Δια  τοιαυτην  τινά  αίτίαν 
αναμφιβόλως  καί  έν  στ.  3  ό  χώρος  ό  μεταςύ  του  Ρ 
καί  του  Λ  είνε  ύπερμέτρως  ευρύς  δια  δυο  γράμ- 
ματα, οσα  άρκοϋσι  Οία  τήν  συμπλήρωσιν  Erri 
iep[ei]aQi  ώστε  δέν  δύναται  τούτου  ένεκα  νά  άμφι- 
σβητηθη  ούτε  ή  δρθότης  τής  συμπληρώσεως  ούτε 


η   έκ   της  α  ι 
μαχίων. 


υτη< 


:ιγραφ,(, 


ης   προελευσις    των    τε- 

Ανδρεας  Ν.  Σκιάς 
5 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ  ΡΥΘΜΟΥ  ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


Ό  δημοσιευόμενος  έν  πίν.  5-6  άμφορεύς  προέρ- 
χεται έκ  Πειραιώς  και  ήγοράσθη   κατά  το  1880 

οπό  της  Άρχαιολ.  Εταιρείας  κατετέθη  δε  έν  τω 
τέως  Μουσείω  αυτής  οπ'  αριθ.  3574  (Πρακτ.'Αρ- 
ναιολ.  Έταιρ.  1888  σ.  6).  Μνεία  τούτου  έγένετο 
και  σύντομος  περιγραφή  έν  τω  περιοδικω  συγράμ- 
ματι  Berliner  Philologische  Wochenschrift  του 
έτους  1888  έν  σελ.  1483.  Μετεφέρθη  το  άγγεΐον 
ακολούθως  μετά  της  δλης  της  Εταιρείας  συλλο- 
γής εις  το  Έθν.  Μουσεΐον  και  κατεγράφη   ύπο  τον 

αριθ.  353. 

Χάριτας  ομολογώ  τω  κ.  Γεν.  Έφόρω  και  τοις 
λοιποΐς  κ.  έφόροις  οί'τινες  μοί  διηυκόλυναν  την  δη- 
μοσίευσιν  του  μνημείου  τούτου  δια  τής 'Αρχ.  Εφη- 
μερίδος, άναΟέντες  άμα  την  έκπόνησιν  του  σχεδιά- 
σματος αύτου  εις  τον  κ.  Gilliéron,  όστις  έξετέλε- 
σεν  αύτο  ως  συνήθως  μετ  ευσυνειοησιας  και  ειοι- 
κότητος. 

Το  άγγεΐον  τοοτο  είνε  πολλού  λόγου  άξιον,  πρώ- 
τον ένεκα  τών  μεγάλων  αύτου  διαστάσεων  (ΰψ. 
1,10,  υψοςλαιμοΟ  0,30,  διάμ.  στομίου  0,38),  α'ι'- 
τινες  τάσσουσιν  αύτο  μεταξύ  τών  μεγάλων  επιτύμ- 
βιων αγγείων  της  αρχαϊκής  χρονικής  περιόδου,  ων 
ό  αριθμός  άπό  τίνων  ετών  αυξάνει  δι'  ευρημάτων 
έν  τη  'Αττική  ή  τη  Βοιωτία,  και  τών  οποίων  τα 
κάλλιστα  είσίν,  πλην  τής  μακράς  σειράς  τών  με- 
γάλων αγγείων  τών  καλουμένων  «του  Δίπυλου»  , 
ό  άμφορεύς  ό  είκονίζων  τον  Ηρακλή  και  τον  Νέσ- 
σον  2  και  ό  μέγας  Βοιωτικός  άμφορεύς  ή  πίθος,  ό 
ύπο  του  κ.  Βόλτερς  έν  τω  περιοδικω  τούτω  δημο- 
σιευθείς 3. 

*  Brückner-Pernice,  Ein  allischer  Friedhof  (Ath.  Mitth. 
XVIII,  1893  o.  73  -  191)  Έθν.  Μουσ.  'Αθηνών  αριθ.  803-806, 
390.  Ε.  Potlier,  Catalogue  des  vases  du  Louvre,  Ι,  o.  213, 
229,  236. 

2  Antike  Denkmäler,  Ι  πίν.  57. 

3  Έφημερίς   Αρχαιολογική,  1892  πίν.  8. 


Έλλείπουσιν   ήμϊν   πληροφορίαι   σχετικά',   προς 
την  εΰρεσιν   του  αγγείου   ημών,  άλλ    ή  παραβολή 
τούτου   προς  άλλα   παρεμφερή   αγγεία,    καταοεί- 
κνυσιν  έναργώς  ό'τι  και  το  μνημεϊον  τούτο   έχρη- 
σίμευσεν  εις  «  έπιτύμβιον  σήμα».  Προώριστο  δηλ. 
ίνα    ίδρυθη   έπί  τάφου    τινός    έν  υπαίθρω ,    ώς  κό- 
σμος εξωτερικός  αύτοΟ,  τόν  όποιον   καθίστα  ούτω 
καί  πόρρωθεν    ορατόν,    κόσμος,   οίος  έν  τοις  μετά 
ταοτα   χρόνοις  ο  διά  τής  άνιδρύσεως   λίθινων  νε- 
κρικών στηλών1.  Έκ  τής  τέφρας  και  τών  λειψά- 
νων όστέων  άπερ  άνευρέθησαν  εν  τισι  τών  αγγείων 
τούτων  δεν  προκύπτει  άναγκαίως  ότι  έχρησιμοποι- 
οΟντο  ταύτα  ώς  όστεοδό^οι  κάλπαι2,  καθόσον, ιδρυ- 
μένα όντα  ταύτα   ΰπερθεν  του  τάφου,  πάντως  έδει 
να  χρησιμοποιώνται   κατά    τάς    επιτύμβιους   θρη- 
σκευτικάς  τελετάς,τά  περίδειπνα  δηλ.  καί  τάς  θυ- 
σίας, ας  οί  οικείοι  τών  νεκρών  περιοδικώς   έτέλουν 
έν  τοις  νεκροταφείοις  3.  "Οπως  ό  άμφορεύς  ό  είκο- 
νίζων τόν  ΉρακλέακαίΝέσσον,  όπως  ό  Βοιωτικός, 
περί  ου   ανωτέρω,  καί  τό  ήμέτερον  άγγεΐον  προω- 
ρισμένον  ήτο  εις  θέαν  άπό  μιας  μόνον,   τής  κυρίας 
αύτου,   όψεως,  καθόσον  τα  έπί  τής  όπισθεν  αύτοο 
επιφανείας  σπειροειδή  κοσμήματα,  έχοντα,  ώς  θα 
ΐδωμεν,  άξίαν  τινά  ρυθμικήν,  δέν  δύνανται  να  θεω- 
ρηθώσιν   ώς  έχοντα   καί   κοσμηματικήν  τοιαυτην. 
Έξ   άλλου   δε  τό  καθιστών   μάλλον    καταφανή 
τόν  προορισμόν  του  ημετέρου  αγγείου  ώς  επιτύμ- 
βιου  εινε   ό    έπί  του   λαιμού   άλεκτρυών,    ό   άπο- 
τελών    τήν    διακόσμησιν    του   μίοοΜς  τούτου   του 
σκεύους  κατά  τήν  κυρίαν  αύτοο  όψιν.  θα  ήδύνατό 

«  Antike  Denkm.  ϊνθ.  αν.  —  Ath.  Mitili.  1893,  ο.  91-94, 
151.  —  Δελτίον  Άρχαιολ.  1890  σ.  4.  1891,  σ.  20.  —  Wolters, 
Ath.  Mitth.  2891,σ.388.— Έφ.Άρχ.  1892,  ο.2Ι3.— Loeschcke, 
Jahrbuch,  II  1887,  ο.  27G.—  Pottier,  Catalogue  du  Louvre 
ο.  213. 

2  Δελτ.  Άρχ.  1890,  ο.  4.  Jahrbuch  1887,  ο.  276. 

3  Ath.  Mitth.  1893,  ο.  127,  128,  132,  147. 


69 


AM'l'OI'KVi:    l'I»  ΜΟΥ    II I'LJTATTIKOT 


Ti  ' 


τις  ν  άντείπη  δτι  ο  αλέκτωρ  οέν  εΐνε  πάντοτε  σύμ- 
βολον  νεκρικόν.  Αληθώς  έπί  των  ευάριθμων  αγ- 
γείων τοΟ  αρχαιοτέρου  Κορινθιακού  ρυθμού,  ένθα 
ήδη  εμφανίζεται  οδτος', έπί  αγγείων  τον  προηγμέ- 
νου Κορινθιακού  ρυθμοΟ  '  και  τών  έκ  Ναυκράτιος 
και  Κυρηναίας3  ένθα  συχνότερον  άπαντα,  έπί  τών 
μελανόμορφων,  τέλος,  αττικών  ένθα  επίσης  συχνό- 
τατα είκονίζεται  &  αλέκτωρ,  χρησιμεύει  απλώς  ώς 
κοσμητική  παραστασις  μετά  τών  λοιπών  ζώων, 
μεΟ  ων  συμπαρίσταται.  Εκτος  οέ  τούτου  εικονί- 
ζεται ενίοτε  ώς  σύμβολον  εν  έρωτικαΐς  σκηναΤς  ή 
και  έν  ρωπογραφικαΐς  ώς  λ.  χ.  έν  τη  συχνά  απει- 
κονιζόμενη καί  άρεστη  λίαν  τοις  Ελλησι  πάλη 
τών  άλεκτρυόνων.Άλλ1  έξ  άλλου  εινε  άνεπίδεκτον 
αντιρρήσεως  δτι  ο  αλέκτωρ  είκονίζεται  συχνά  έπί 
μνημείων  εχόντων  προορισμον  καθαρώς  νεκρικόν, 
και  τα  οποία  ούδεμίαν  δυνατόν  νά  εχωσι  σχέσιν 
:  σκηνάς  έρωτικάς  ή  ρωπογραφικάς  scenes  de 
genre  ώς  λ.  y.  έπί  τών  επιτύμβιων  μνημείων  της 
Ξανθού  ,  έπί  σαρκοφάγου  τινός  εκ  Κλαζομενών5 
και  έπί  πλείστων  επιτύμβιων  στηλών6. 

Δέν  Οά  ήτο  δ'  ίσως  τολμηρον  να  είκάση  τις,  ει 
καί  τοιούτου  είδους  έρμηνεϊαι  δυνατόν  νά  φανώσιν 
εις  τινας  ποιητικαί  μάλλον  ή  οπόστασίν  τίνα  εχου- 
σαι',  δτι  οί  αρχαίοι  έθεώρουν  τον  αλέκτορα  ώς 
το  πτηνον  το  προαγγέλλον  τήν  ήώ  καί  έκδιώκον 
τους  ολέθριους  δαίμονας  του  σκότους  ,s.  "Οπως  καί 
αν  εχη  το  πραγμα,το  γεγονός  ότι  Ό  τεχνίτης  ημών 
έςελε,εν  δπως  κόσμηση  έπιτυμβιον  άγγεϊον  ακρι- 
βώς αλέκτορα,  υπερηφάνως  άνεγειρόμενον  έπί  τών 
πλήκτρων  αύτοΰ  καί  έτοιμον  νά  φωνήση,  μοι  φαί- 
νεται λίαν  χαρακτηριστικών,  καί  πρό  παντός  εάν 
λάβη  τις  ίιπ  δψιν  ότι  το  άγγεϊον  τούτο  ϊορΊτο  έπί 
τάφου   καί    έχρησίμευε   διττώς,  είς  τε  τήν  έξωτε- 

1  Έθν.  Μουσ.  αριθ.  333,  984,  985.  Dumont,  Céram.  de  la 
Grèce  propre,  I  j.  1 82  σημ.  3. 

2  Dumont,  ενθ.  άνωτ.  a.  256,  258,  279.  Έθν.  Mouo.  αριθ. 
533,  535,  546,  942. 

3  Dumont,  Ενθ.  άνωτ.  σ.  299-304.  Puchstein,  Arch.  Zeit., 
1880  σ.  185,  1881,  σ.  215. 

1  CoIIignon,  Hist    de  la  sculp.  Gr.  I,  είκ.  121,  130. 

5  Loeschcke,  Aus  dei-  Unterwelt,  Dorpat,  1888. 

6  Furtwaengler,  Coll.  Sabourofî  Ι  Είσαγ.  a.  7.  Ath.  Miith. 
VIII,  itlv.  3. 

7  Fraenkel,  Arch.  Zeit.  I8S4,  a.  139. 

8  Gurlitt,  Hist.  u.  Phil.  Aufs.  z.  70  Geburtst.  Curtius  σ. 
154.  Boethgen,  de  \  ι  ac  ^nificatione  galli,  Göttingen.  Lòsch- 
cke,  aus  der  Unterwelt. 


ρικήν  δηλ  αυτοΟ  διακόσμησιν  καί  είς  τάς  τελου- 
μένας  έπί  του  τάφου  θρησκευτικάς  τελετάς  τάς 
έπιμαρτυρουσας  τήν  πίστιν  είς  το  ότι  ai  |>υχαΐ 
έπιζώσι  του  σώματος. 

Ι  ο  ύ~ό  μελέτην  άγγεϊον  τοΟτο  εινε  ωσαύ- 
τως ενδιαφέρον  υπόδειγμα  της  Ιστορικής  εςε>  ί- 
ξεως  του  Αττικού  άμφορέως,  ήτις  Οά.  έχρηζε  λε- 
πτομεροΟς  αναπτύξεως.  Δέν  άζιώ  ovò  δτι  Οά  σκια- 
γραφήσω καν  ταιίτην  ένταΟθα  ,άλλά  τυχούσης  της 
ευκαιρίας  Οά  έπεθύμουν  νά  καταδείξω  τίνι  τρόπω 
φαίνεται  μοι  δυνατή  έν  τω  συνόλω  ή  ταςινόμησις, 
ώς  προς  το  σχήμα,  των  διαφόρου  ρυθμοΟ  αρχαϊ- 
κών αμφορέων,  τ(ΰν  κατατεθειμένων  έν  τω  έθνικώ 
Μουσείω    Αθηνών  ' . 

Τρεϊς   κύριοι  τύποι,  λίαν  διάφοροι  προς  αλλή- 
λους,  άνεπτύχθησαν  ύπο   διαφόρους  περιπτώσεις: 

Α'.  Ο  πρώτος  τών  τύπων  δέον  νά  ναρακτηρι- 
σθη  ούτω:  λαιμός  του  αγγείου  ευρύς,  σ/εοον  ίσου 
εύρους  προ;  τήν  γαστέρα,  ήτις  εινε  λίαν  έστρογ- 
γυλωμένη"  ώτα  εκατέρωθεν  διπλά,  προσκεκολλη- 
μένα  έπί  της  γαστρός"  βάσις  που:  υψηλή  σχή- 
ματος κώνου  τετμημένου  κατά  τήν  κορυφήν. 
Παραδείγματα  άςιολογώτατα  καί  άρχαϊκώτατα 
τοο  τύπου  τούτου  είσΐν  οί  έκ  Μήλου  αμφορείς  -'. 
Ακολούθως  το  σχήμα,  άνευ  ουσιώδους  τίνος 
μετατροπής,  καθίσταται  λαγαρώτερον'  ό  λαιμός 
αποχωρίζεται  έναργέστερον  τής  γαστρος  και  λε- 
πτύνεται.  II  κοιλία  αυτή  μηκύνεται  μάλλον  καί 
το  Ολον  του  αγγείου  προσλαμβάνει  κομψότητα  τινά 
καί  ελαφρότητα.  II  νέα  αύτη  βαθμίς  γνωρίζεται 
ήμΐν  δια  του  πρωτοβοιωτικοΟ  άμφορέως  του  δημο- 
σιευθέντος έν  τω  περίοδικφ  τούτω3.  Έν  τη  επο- 
μένη περιόδω  το  σ-/ήμα  δέν  τροποποιείται  ειμή 
μόνον  κατά  τούτο,  ότι  τά  ώτα,  άτινα  έςακολου- 
ΟοΟσι  μένοντα  διπλά  καί  επί  τής  γαστρος  προσκε- 
κολλημένα,  εχουσι  κάθετον  διεύθυνσιν  φέρουσι  οέ 
τα  αγγεία  ταύτα  πάντοτε  πώμα.  II  νέα  αύτη  περίο- 
δος εκπροσωπείται  υπό  σειράς  όλης  μεγάλων  αγ- 
γείων,ων  τά  πλείστα  προέρχονται έξ   Ερέτριας.  Τά 

1  Λέν  θά  ομιλήσω  ή'  μόνον  περί  τών  αγγείων  τοϋ  Μουσείου  'Αθη- 
νών, πρώτον,  διότι  εΐνε  τό  πλουσιώτατον  είς  αγγείο  τοϋ  πρωταττικοϋ 
ρυθμού,  καί  δεύτερον,  διότι  ει;  τα  r.iy.  -.'υ  σχήματος  α^τών  ε/ω 
ιδιαιτέρως  άσ/οληθή  εν   Αθήναις  διατριβών. 

2  Conze,  Meliscbe  Tbongefässe.  Έφ.  Άρχ.  1894,  πίν.  12. 
Jahrbuch,  1887.  πίν.  12. 

:ι  Wolters,  Έ?.  'Αρχ.  1892,  π.  10  ι  Έθν.  Mow.  αριθ.  220). 


71 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ    ΡΥΘΜΟΥ   ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


72 


αγγεία  ταΟτα  άνήκουσιν  εις  μεταβατικήν  περίοδον 
και  παρουσιάζουσα  ρυθμάν  σύνθετον,έν  ω  ή  άνάμι- 
ς"ις  στοιχείων  άνατολικοο,  γεωμετρικού  και  'Αττι- 
κού τρόπου  καθίσταται  πολλάκις  παράδοξος  (bi- 
zarre). Ό  μικτός  ούτος  ρυθμός  Οά  έχρηζεν  ίσως 
ειδικής  τίνος  μελέτης1 .  'Ακολούθως  δ  τύπος  ού- 
τος έξέλιπεν  εντελώς  (το  σχήμα  τούτου  δέν  περι- 
λαμβάνεται έν  τω  Καταλόγω  τοΰ  Μουσείου  του 
Βερολίνου)  και  δέν  αναφαίνεται  ή  μόνον  κατά  το 
δεύτερον  ήμισυ  της  Γι5  π.  Χ.  έκατονταετηρίδος 
έν  τή  σειρά  των  μεγάλων  έρυθρομόρφων  αμφο- 
ρέων, των  έδραζομένων  έπι  ύψηλου  ποδός  και  εχόν- 
των πώμα.  Είσί  δέ  ταοτα  αγγεία  έφ'  ων  εικονί- 
ζονται σχεδόν  αποκλειστικώς  σκηναι  γαμήλιοι  ή 
έκ  της  γυναικωνίτιδος  είλημμέναι2. 

Παρατηρεί  τις  οτι  του  τύπου  τούτου  ουδα- 
μώς χρήσιν  έποιήσατο  ή  'Αττική  κεραμεία,  του- 
λάχιστον κατά  τήν  άρχα'ικήν  αυτής  περίοδον,  και 
δτι  έλ7νείπει  ούτος  παντάπασιν  έν  τη  του  Δίπυλου. 
Καί  έν  τούτοις  δέν  θα  ήτο  παράτολμος  ή  προσπά- 
θεια ν'  αναζήτηση  τις  το  άντίστοιχον  (le  pendant) 
τοΰ  τύπου  τούτου  έν  τοις  μεγάλοις  νεκρικοΐς  άμφο- 
ρευσι  τοις  είκονίζουσι  «πρόθεσιν  νεκροΰ » 3 .  θα 
ήρκει  όντως  άφ  ένας  μέν  ή  σμίκρυνσις  έπαισθητώς 
του  ποδός  του  αγγείου  καί  αφ'  έτερου  ή  μείωσις 
του  λαιμού  αύτου,  ίνα  ό  μετασχηματισμός  κατα- 
στή  πλήρης.  Αλλά  το  σχήμα  τούτο,  το  έν  τώ 
συνόλω  αύτου  βαρύ,  δέν  ηύδοκίμησεν.  Δυνάμεθα 
δ'  αληθώς  ν'  άριθμήσωμεν  παραδείγματα  τινά, 
έν  οίς  ορά  τις  τήν  άπόπειραν  ό'πως  καταστή  τό 
σχήμα  έλαφρότερον  και  κομψότερον,  άλλ'αί  προσ- 
πάθεια', αύται  έμειναν  ό'λως  μεμονωμέναι.  θά 
μνημονεύσω  δύο  μνημείων,  προερχομένων  άπ'  ευ- 
θείας έκ  του  τύπου  τούτου  ,  δια  μόνης  της  προσ- 
θήκης και  τρίτου  ώτός  ένουντος  τον  λαιμόν  προς 
τήν  γαστέρα:  τήν  ύδρίαν  τήν  εύρεθεΐσαν  έν  θέσει 
καλούμενη  «Άνάλατος»  (πλησίον  του  Φαλήρου) 
καί  λουτροφόρον  τινά  είκονίζουσαν  νεκρικήν  ΰπό- 
θεσιν,  έκείνην  μέν  του  πρωταττικοο  ρυθμού,  ταύ- 


•  Έθν.  Μουαεΐον,  αριθ.  895,  896,  1004,  1005,  1006,  1008. 
Δελτ.   ΆρΛαιολ.  1890,  σ.  50-51',  αριθ.  1,  2,  3,  4. 

2  Έθν.  Μουσεΐον,  αριθ.  1171-1173,  1250-1256,  1370-1371, 
1454,  1681,  2578.  Antiquités  du  Bosphore  (έχδ.  S.  Reinach 
π.  XLIX,  LH). 

3  Έθν.  Μουσεΐον,  αριθ.  803,  804,  805. 


την  δέ  τοΟ  αύστηροΟ  τρόπου  τών  έρυθρομόρφων1. 

Β  .  Ο  οεύτερος  τύπος  άμφορέως,  λίαν  διάφορος 
τοΰ  πρώτου,  δυνατόν  να  χαρακτηρισθή  ώς  έξης: 
διαστάσεις  του  αγγείου  εισέτι  ίκανώς  μεγάλαι"  ή 
γαστήρ,  λίαν  έστρογγυλωμένη,  λεπτύνεται  ελα- 
φρώς μόνον  προς  τό  κατώτατον  αυτής  υ,ερος,  κατά 
τρόπον  τοιούτον,  ώστε  ή  βάσις  του  αγγείου  να  κα- 
θίσταται λίαν  στερεά"  ό  λαιμός  οέν  χωρίζεται  τοΟ 
ώμου  δια  καθαρας  γραμμής ,  άλλα  βραχύς  ών, 
πλατύνεται  προς  τα  κάτω  καί  κάμπτεται  τα- 
χέως κατά  τρόπον  ώστε  να  ένωθή  προς  τήν  κυρ- 
τότητα της  γαστρός.  Ό  τύπος  ούτος,  ό'στις  τυγ- 
χάνει άγνωστος  έν  τη  αγγειοπλαστική  του  Δίπυ- 
λου ,  εμφανίζεται  λίαν  βραδέως,  έν  τη  τελευταίοι 
περιόδω  του  πρωταττικου  ρυθμού ,  τή  προηγου- 
μένη μικρόν  της  κεραμείας  τών  έπί  ερυθρού  εδά- 
φους μελανόμορφων  αγγείων.  Του  τύπου  τούτου 
τα  αγγεία  μέχρι  τούδε  είσίν  ευάριθμα'  τό  Έθνικόν 
έν  'Αθήναις  Μουσεΐον  εΐνε  κάτοχος  ένας  τοιού- 
του, τοο  άμφορέως  του  είκονίζοντος  τάς  Σειρήνας 
(ΰπ'  αριθ.  221  τοο  Μουσείου),  γνωστόν  δέ  μοί 
εΐνε  καί  έτερον,  όμοιον  τούτω  τό  σχήμα  και  τον 
ρυθμόν ,  όπερ  ανήκει  τω  Βρεττανικώ  Μουσείω2. 
Ευχερώς  θά  ήδύνατό  τις  να  νοήση  τίνι  τρόπω  δ 
τύπος  οοτος  παρήχθη  δια  μετασχηματισμού  του 
τρίτου  τύπου  του  άμφορέως,  περί  ου  αμέσως  έν 
τοις  έπομένοις  θά  δμιλήσωμεν,  και  δ'στις  εΐνε  δ 
δόκιμος  τύπος  τοϋ  'Αττικού  άμφορέως,  άλλ  έγώ 
άσμενέστερον  ήθελον  αναζητήσει  τήν  καταγωγήν 
αύτοϋ  έν  τψ  σχήματι  τών  μεγάλων  εκείνων  πίθων 
τοο  αρχεγόνου  ρυθμού  (de  style  primitif)  τή  πα- 
ρεμβάσει  καί  αγγείων  τινών  νεκρικών  του  πρωτατ- 
τικου καί  πρωτοβοιωτικου  ρυθμού, ών  έχομεν  πρό- 
τυπα3. Έν  πάση  περιπτώσει  δ  τύπος  ούτος  εΐνε 
λίαν  ενδιαφέρων,  άτε  ών  άναμφιρρήστως  ή  αρχή 
τής  Πελίκης  τών  επερχομένων  χρόνων  ή  διαδοχή 
εΐνε  άμεσος,  σχεδόν  άνευ  μεταβολής  τινός. 

Γ'.  Ό  τρίτος  τύπος  εΐνε  δ  σπουδαιότερος,  κα- 
θόσον εΐνε  δ  δόκιμος  τύπος  τοο  'Αττικού  άμφορέως, 
δ  έχων   ώς  γνώρισμα  τόν  κυλινορικόν  λαιμόν,  τον 

1  Jahrbuch,  II  1887,  π.  4,  Mon.  Ined.  VIII,  π.  V,  2.  Έθν. 
Μουσ  αριθ.  1170. 

2  Βρεττ.  Μουσεΐον  Α  271.  Εινε  μέγας  άμφορευς  άττιχοχορινθιαχοΰ 
ρυθμου,έπί  έχατέρας  τών  όψεων  τοΰόποίου  εικονίζεται  λέων  έν  κινήσει. 

3  Ath.  Mitth.  1893,  α.  119,  είχ.  12,  σ.  134,  είχ.  30.Έφ.Άρχ. 
1892,  π.  8. 


73 


ΛΜΦΟΡΕΤΣ    PTWMOV    III'LJ'I  ΛΊ  TIKOT 


74 


•διά  τελείας  γραμμής  τοΟ  ώμου  διακρινόμενο-/,  και 
τάς  Olio  ευθείας  λαβάς,  τάς  ένούσα;  τον  λαιμών 
μετά  της  γαστρός.  Εις  τοΟ  τύπου  τούτου  τήν  £ιψ£- 
στην  φυσικήν  άνάπτυςιν  άνακτέον  είνε  το  παρ  η- 
μών δημοσιευόμενον  άγγεϊον.  Το  πρώτον  στάδιον 
του  τύπου  τούτου  γνωρίζεται  ήμϊν  διά  της  σειράς 
τών  αμφορέων  του  Λ'.πύλου,  των  μετρίας  διαστά- 
σεις έ/όντων  ò  άμφορεϋς  έχει  έν  αύτοΤς  ήδη  προσ- 
λάβη  τον  οριστικόν  αύτου  τύπον,  καίτοι  έστερη- 
μένον  πως  κομψότητος  και  ευκαμψίας  έν  ταΐς 
γραμμαϊς  καί  ταϊς  καμπύλαις'  αί  γραμμαί  τοΟ 
λαιμού  λ  χ.  είσί  λίαν  εύΟεΤαι,  το  δε  κυλινδρικόν 
αύτοΟ  πλέον  ή  τέλειον  ή  κοιλία  εις  ύπερβολήν 
ομοιόμορφος  άπό  του  ώμου  μέχρι  της  βάσεως.  Ό 
ές  Ύμηττοϋ  άμφορεύς  τοΟ  έν  Βερολίνω  Μουσείου  ' 
και  ο  έν  τώ  έΟνικώ  Μουσείω  τών  Αθηνών  ο  είκο- 
νίζων  συάγρους  2  δεικνύουσιν  ήθη  έτερον  τίνα  βαΟ- 
μον  προόδου,  διά  της  έλαφρας  καμπής  τών  γραμ- 
μών τοϋ  λαιμοΟ.  Τέλος  δε  εις  τρί-.ow  τινά  σταΟμον 
έςικνούμεΟα  δια  του  μνημονευθέντος  ήδη  άμφο- 
ρέως,  τοϋ  είκονίζοντος  τον  Ηρακλή  και  τον  Νέσ- 
σον ''  και  δια  τοΟ  ΰφήμών  το  νυν  οημοσιευομένου. 
Καί  δεν  δυνάμεθα  μεν  νά  εΐπωμεν  ό'τι  το  σχήμα 
αυτών  κατέστη  ήδη  μάλλον  λαγαρον  ή  μάλλον 
κομψόν,  έν  τη  καθαρά  έννοια  τών  λέξεων,  άλλ  ό'τι 
έν  ταΐς  γραμμαΐς  αυτών  παρατηρητέα  εινε  ευκαμ- 
ψία τις  καί  σχετική  κομψότης  έν  τη  κυρτότητι 
της  γαστρός.  Αί  εκφράσεις  αύται  βεβαίως  οέν  άπο- 
δίδουσιν  ακριβώς  τα  πράγματα'  μόνον  ή  άντιπα- 
ράΟεσις  ένας  τών  μνημείων  τούτων  ~ρος  άλλο  άλ- 
λου τών  σταθμών  τούτων  δείκνυσιν  εμφανώς  τήν 
προσκτηΟεϊσαν  πρόοδον.Άπό  της  περιόδου  δε  ταύ- 
της οί  κεραμείς,  όπως  άνταποκριΟώσιν  εις  τάς  νέας 
του  βίου  συνΟήκας,ήναγκάσΟησαν  μεν  νάπαραγκω- 
νίσωσι  τήν  κατασκευήν  τών  μεγαλοπρεπών  τούτων 
αγγείων  καί  να  δημιουργώσι  τοιαΟτα  μετριωτέρων 
διαστάσεων,  αλλ'  ό  δόκιμος  τύπος  του  Άττικοΰ 
άμφορέως  εί/εν  ήδη  καΟορισθή.  Εν  τούτοις  εινε 
νοητον  βτι  πλησίον  τοο  γενικώτερον  διαδεδομένου 
τύπου  τούτου,  υπήρχε  πάντοτε  στάδιον  προς  τρο- 
ποποιήσεις τών  λεπτομερειών  καί  άναόημιουργίας 
τύπων  παραπλήσιων  μέν  του  αρχικού  καί  έκ  τού- 

«  Jahrbuch,  II  1887  π.  5. 

3  Bull.  d.  corr.  hell.  1893,  r..  2-3. 

3  Antike  Denkm.  Ι  π.  57. 


του  παρηγμένων,  xal  δμως  Ιχόντων  διαφοράν.  'Εν 

παραοείγματι:  ένδιαφέρουσαν  παραλλαγην  του  τύ- 
που τούτου  παρέχουσιν  ήμΐν,  Γνα  μόνον  περί  τών 
καθαρώς  άττι/.ών  σχημάτων  ομιλήσωμεν,   οί   έκ 

Μαραθώνος  και  Βουρβδ  αμφορείς  ώ;  και  ετερό; 
τις  έν  Λούβρω'.  Γ«  διάφορα  μέρη  τώ>  αγγείων 
το°  »χήκ-β^ος  τούτου  είσί  λεπτότερα  καί  έπιμηχέ- 
στερα'  τα  ώτα,  ώς  και  ό  λαιμός,  έκφύονται  προς 
τά  άνω  ευθέα  και  υψηλά  κατά  τρόπον  καθιστώντα 
άπαραίτητον  τήν  εσωτερικώς  διά  γόμφου  σύνδεσιν 
αυτών.  Ούτω,  συσχετίζοντες  τον  έν  τώ  Αούβρψ 
αμφορέα  προς  τον  έκ  Μαραθώνος  και  τούτον  προς 
τον  έκ  Βουρβδ,  προσπελάζομεν  ήρεμα  άλλ'  ασφα- 
λώς τώ  τύπω,  τώ  μετ  ού  πο>  ύ  δοκίμω,  της  λου- 
τροφόρου.  Εάν  παραβάλη  τις  τον  έκ  Βουρβα  αμ- 
φορέα προς  τήν  άρτι  υπό  του  κ.  Colliynon  δημο- 
σιευθείσα"; λουτροφόρον  2  Οά  βεβαιωθη  πάραυτα 
περί  τής  συγγενείας  του  τύπου  τών  δύο  τούτων 
αγγείων.  Έξ  αντιθέτου  πάλιν,  έτερος  τις  τύπος 
γεννάται  βραχυνομένου  του  λαιμοΟ  καί  αποσπώ- 
μενου τούτου  καθαρώς  του  ώμου,  στρογγυλουμέ- 
νων  οέ  τών  λαβών,  καί  της  γαστρος  καθισταμένης 
λίαν  ευρείας  κατά  το  κέντρον  λεπτυνομένης  δ'άπο- 
τόμως  προς  τήν  βάσιν.  Του  τύπου  τούτου  ΰπάρ- 
χουσιν  έν  τώ  Εθνικω  Μουσείω  πλείονα  του  ενός 
δείγματα'  τοιαΟτα  δε  εινε,  πρώτον,  Ό  άμφορεύς  ό 
είκονίζων  αύλητήν,  άγγεϊον  πλησιάζον  μέν  εις  τον 
τύπον  τών  αγγείων  του  Δίπυλου, άλλ'  ό'μως  διάφο- 
ρον  ήδη  τούτων3  —  ακολούθως  ό  άμφορεύς  ο  είκο- 
νίζων προτομήν  ίππου  καί  έτερος  τις  εϊκονίζων 
κράνος4.  Τέλος  δε  τα  ποικίλα  σχήματα  τών  Πα- 
ναθηναϊκών αμφορέων5.  Καί  προκειμένου  περί  τών 
Οιαφόρων  τούτων  τάξεων  τών  αγγείων,  δέον  νά 
γείνη  λόγος  περί  τής  γενικής  εξελίξεως,  καθόσον 
έν  άπασι  τούτοις,  τήν  πρόοδον  έν  τω  σχήματι  πα- 
ρηκολούΟησεν  ή  πρόοδος  έν  τω  δλω  ρυΟαώ. 

Οπως  δήποτε  έκ  τής  έρεύνης  ταύτης,  τής  προ- 
χείρου μέν  καί  έξ  ανάγκης  άτελοος,  περί  τών  δια- 

1  AU).  Milth.  1890  r..  Il,  1893  π.  2.  Bull.  d.  corr.  hell. 
1893  σ.  435,  cix.  8. 

2  Monuments  Piot,  Ι  σ.  54,  είχ.  1. 

3  ΈΟν.  MouocTov,  αριθ.  559. 

*  Έθν.  MouaEtov,  αριθ.  558,  1003.  Loeschcke,  Annali,  1878 
σ.  309.  Jahrbuch,  II,  1887,  σ.  276.  Dumont,  Cer.  de  la  Gr. 
propre,  I,  u.  317.  Antike  Denkmäler,  I  o.  47. 

5  Rayet-Collignon,  Hist,  de  la  Céram.  Grecque,  σ.  131, 
th.  60. 


75 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ    ΡΥΘΜΟΙ*   ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


76 


φόρων  του  άμφορέως  τύπων,  προκύπτει,  ότι  τα 
ήμέτερον  άγγεΐον,  ίνα  εις  αυτό  έπανέλθωμεν,  κατά 
τήν  έξέλιξιν  ενός  των  τύπων  τούτων,  δέον  να  τα- 
χθή  παραπλεύρως  του  μεγάλου  καί  ωραίου  άμφο- 
ρέως του  είκονίζοντος  τον  'Ηρακλή  και  τον  Νέσσον. 
Μεταβαίνοντες  δέ  τα  νυν  εις  τήν  μελέτην  της 
διακοσμήσεως  του  αγγείου,  έκ  του  αύτου  μνη- 
μείου πάλιν  θα  άρυσθώμεν  αναλογίας  τινάο  καί 
ομοιότητας  ενδιαφέρουσας.  Τα  κυριώτερα  στοι- 
χεία της  διακοσμήσεως  ταύτης  δυνατόν  να  συνο- 
ψίση  τις  ώς  έξης:  1)  Έλλείπουσι  σχεδόν  εξ  ολο- 
κλήρου τα  χαρακτηριστικά  στοιχεία  της  ανατολι- 
κής καί  κορινθιακής  διακοσμήσεως,  οί  ασιατικοί 
δηλ.  ρόδακες,  ώς  καί  τα  άνθη  καί  οί  κάλυκες  του 
λωτού'  τα  άνθεμιοειδή  κοσμήματα,  άτινα  ύπάρ- 
χουσι  πολλαχου  του  εδάφους,  είσί  πεποιημένα  κατά 
τρόπον  όλως  πρωτότυπον.  Το-  μόνον  χαρακτηρι- 
στικών λείψανον  της  ασιατικής  έπιοράσεως  το  ύπο- 
λειπομενον  έτι,  εινε  ή  πλεκτή  ταινία  (torsade)  ή 
πλαισιουσα  κατά  τον  λαιμόν  του  αγγείου  τήν  ει- 
κόνα του  αλέκτορος  εκατέρωθεν.  Ή  βοστρυχοειοής 
αυτή  ταινία,  στοιχεϊον  καθαρώς  άνατολικόν,  ά- 
παντα συχνά  εν  τη  αρχαϊκή  κεραμεία,  τη  άσκη- 
Οείση  εις  τάς  χώρας  προ  πάντων  τάς  ϋποστασας 
τήν  άπ'  ευθείας  έπίορασιν  τής  ασιατικής  τέχνης, 
ούχ  ήττον  δεν  σπανίζει  καί  εν  τη  γνησία  κοριν- 
θιακή '.  Αλλ  εμφανίζεται  αυτή  καί  έν  τή  αττική 
άπό  τής  εποχής  καθ'  ην  ό  ρυθμός  τοΟ  Δίπυλου  άρ- 
χεται τροποποιούμενος  έπί  τό  βέλτιον  *  καί  παρα- 
μένει επί  χρόνον  τινά  μακρόν,  καθόσον   ευρίσκεται 


εισέτι   επι  του   ημέτερου   αγγείου   και    επι 


ι  Γ 


άλλ 


ων 


συγνρόνων  καί  στενώς  συγγενών  αύτώ,  ώς  λ.  χ. 
έπί  του  έξ  Αίγίνης  κρατήρος  και  τοο  άττικοκοριν- 
θιακου  σκύφου  έκ  Βουρβδ3. 

2)  Κυριαρχουσιν  έν  τή  οιακοσμήσει  τα  στοι- 
χεία του  γεωμετρικού  ρυθμού.  Καί  πρώτον  άνα- 
φέρομεν  τάς  ζητοειοεΐς  παραλλήλους  γραμμάς, 
τάς  κοσυ,ούσας  τό  άνω   αέρος  του  λαιμού   καί  το 

"  Pottier,  Bull.  (Ι.  corr.  hell.  1895,  σ.  227,  σημ.  7.  Είς  τα 
Οπό  τοϋ  Pollici'  μνημονευόμενα  παραδείγματα  δυνάμεθα  να  προσθέ- 
σο>μεν  δύο  κορινθιακά  αγγεία  του  Μουσείου  'Αθηνών  '  την  υπ'  apiOt 
261  /ύτραν,  ήτις  φέρει  τοιούτους  πλοκάμους  έπί  των  λαβών  καί  τόν 
ύπ'  αριθ.  303  αμφορέα,  επί  της  γαστρός  τοϋ  οποίου  αϊ  ζωοφο'ροι  ζώ- 
ναι  πλαισιοϋνται  ΰπό  ομοίου  είδους  κοσμήματος'  αί  λαβα'ι  χα!  τό  άνω 
τοϋ  λαιμοϋ  είσ'ιν  ομοίως  κεκοσμημένα. 

a  Jahrbuch,  lì,  1Η87  π.  3.  Lau,  Gr.  Ves.  κ.  VII,  1. 
3  Arch.  Zeit.  1882,  π.  10.  Ath.  Mitth.  XV,  1890,  π.  10. 


κάτω    τής    γαστρος'    αί    γραμμαι    αύται    ενταύθα 
εχουσι  πλαγίαν   διεύθυνσιν.  Εινε  γνωστόν  ότι  τοΟ• 
κοσμήματος  τούτου  έποιοΰντο  ώς  τα  πολλά  χρή- 
σιν    οί  τών  χαλκιοικών  αγγείων  τεχνΐται  '  άλλ  εινε 
λίαν  τολμηρόν  να  βεβααόση  τις  οτιτό  κόσμημα  τούτο 
πρέπει  πάντως  νά  ΰποληφθή  ώς  γνώρισμα  χαλκι- 
δικοο   έργατηρίου,   καθόσον   βεβαίως  τούτο  παρή- 
χθη έξ  απλών  κοσμημάτων  παρεμφερών  τω  Μ  και 
τω  Ζ,  άτινα  είσ'ι  χαρακτηριστικά  του  ρυθμού  του 
Δίπυλου,  έν  τή  επομένη  δε  χρονική  περιόδω  ανευ- 
ρίσκεται τό  κόσμημα  τούτο   έπί  μεγάλου   αριθμού 
αγγείων    'Αττικών    ή    Κορινθιακών.    Έξ    ίσου    δέ 
τολατιρον  εινε    νά  βασισθή  τις    έπ  ί  του  ότι    αί  ζη- 
τοειδεΐς    γραμμαι     έπί   μεν   τών  'Αττικών  ή    Κο- 
ρινθιακών   αγγείων    εχουσι    κάθετον   τήν  διεύθυν- 
σιν,   έπί    δέ    τών    Χαλκιοικών    πλαγίαν,    καθόσον 
τοΟτο  δεν  εινε  πάντοτε   ακριβές'  έπί  τοΰ  έξ  Αίγί- 
νης λ.  χ.    κρατήρος    (Arch.  Zeit.  1881   πίν.   10) 
είσίν   αύται   κάθετοι,  άλλ'  έπί  του   ημετέρου   αγ- 
γείου,  του    ώς  εί'πομεν   στενώς  προς  τόν  κρατήρα 
τούτον  σχετιζομένου,  είσίν  αύται  πλάγιαι'  επίσης 
τήν  αυτήν  πλαγίαν   διεύθυνσιν   έχουσιν  αύται  και 
ό'μοιον  έξυπηρετουσιν  οίον   καί  ενταύθα  σκοπόν  έπί 
τε  του  μεγάλου  άττικοκορινθιακου  άμφορέως  τοο 
Βρεττανικου  Μουσείου,  ούτινος   έμνήσθημεν  ανω- 
τέρω, καί  έπί  του   είκονίζοντος  τάς  Σειρήνας  τοΟ 
Μουσείου  Αθηνών    (υπ'  αριθ.  221)  ώς  καί  έπί  του 
σκύφου   του    έκ   Βουρβα.    "Οπως   συμπληρώσωμεν 
τήν  ίστορίαν  του  κοσμήματος  τούτου  δέον  νά  μνη- 
σθώμεν   τής  εξόχως  ένδιαφερούσης  θέσεως,   τήν  ο- 
ποίαν λαμβάνει  τούτο   έν  τή  διακοσμήσει  τών  με- 
γάλων αμφορέων  τών  εχόντων  υψηλήν  βάσιν  (αμ- 
φορέων τοΰ  πρώτου  τύπου),  έ'νθα  αί  ζητοειοεΐς  κά- 
θετοι γραμμαι  περιθέουσι  τήν  περιφέρειαν   άπασαν 
του   λαιμού,  καθ'  άπαν   τό   ύψος  αύτου'    ωσαύτως 
έν  τή  διακοσμήσει  τών  πρωτοβοιωτικών  (  Εφ  Αρχ. 
1892,  πίν.  10)   καί  τών    αμφορέων  του  συνθέτου 
ρυθμού, τών  προερχομένων  κυρίως  έξ  Ερέτριας  καί 
φερόντων  έν  τω  Εθν.  Μουσείω  τους  αριθμούς  895, 
896,    1005,    1006,    1008.    Τέλος    ύπομιμνήσκω 
ότι  αί  ζώναι   τών    ζητοειδών  παραλλήλων   γραμ- 
μών εινε  έκ  τών  χαρακτηριστικών  τών  κορινθιακών 
κρατήρων  τών  έκΚαιρέας  (Caere),  έν  οϊς  αύται  κο. 

•  Loeschcke,   Arch.  Zeit.  1882,   σ.  206.   Milliet,   Premières 
périodes  de  la  Céramique  grecque,  σ   129. 


77 


ΛΜΊΌΙ'Κϊϊ:    ΡΥΘΜΟΥ    Πί'ΩΤΛΤΊΊΚΟν 


78 


σμοΰσι  το  κράσπεδον  τοϋ  στομίου  (έν  τώ  Μουσείω 
τοΟ  Αούβρου  φέρουσι  τους  αριθμούς  .">*>'.',  ;>7•), 
626,  636-639,644.  Αίθουσα  Ε 

Μετά  τήν  περιγραφήν  του  επικρατούντος  èv  -:rô 
ρυθμώ  άπάσης  τή;  σειράς  των  αγγείων  τούτων 
/αρακτήρο;,  φαίνεται  αληθώς  φυσι/.ωτέρα  ή  ανα- 
γωγή της  προελεύσεω;  τον  κοσμήματος  τούτου 
εις  τήν  κεραμείαν  του  Δίπυλου  ή  είς  Χαλκιδικήν 
έπίδρασιν. 

Άπαραλλάκτω;  ούτω;  εις  τον  ρυθμον  τοϋ"  Δί- 
πυλου δέον  ν'  κνανθ^  χαί  το  κόσμημα  τοΟ  σπει- 
ροειδοΟς  ή  τετραγώνου  μαιάνδρου,  6πό  τήν  μάλ- 
λον άπλήν  μορφήν  τοΟ  οποίου  ανευρίσκονται  έπί 
too  αγγείου  ημών  διάφορα  κοσμήματα,  πληρω- 
τικά  των  κενών  έν  τω  έδάφει  της  είχόνος  ούτω 
και  έπί  του  ε;  Αίγίνης  κρατήρος),  ένώ,  έ;  άλ- 
λου, ζώνη  μαιανδρικοΟ  τύπου  λίαν  συνθέτου,  περι- 
θέει  κύκλω  το  κάτω  μέρος  της  γαστρος  του  αγ- 
γείου ,  υπεράνω  της  ζώνης  τών  έν  πλαγία  διευ- 
θυνσει  ζητοειδών  γραμμών.  Επί  τοΟ  χρατηρος  της 
Αίγίνης  δ  αυτό;  τύπο;  τοΟ  κοσμήματος  περιθρίγ- 
κοΐ  εκατέρωθεν  τήν  μετόπην  τών  άρπυιών  χαί  τήν 
της  Αθηνά;  καί  του  ΙΙερσέως"  ύπάρ'/ει  οέ  υπό 
τήν  αυτήν  μορο'ην  το  κόσμημα  καί  έπί  άα^ορίως 
τίνος  πρωταττικοο  ρυΟμοΰ  του  Μουσείου  έν  Λού- 
βρω  υπ'  αριθ.  749. 

Τα  λοιπά  γεωμετρικά  κοσμήματα  τα  πληρουντα 
το  εοαφος  της  εικόνος  του  αγγείου  ημών  είτι  λίαν 
γνωστά,  ή  ώστε  να  εινε  αναγκαίος  περί  αυτών  μα- 
κρός λόγος-  ταύτα  είσί  μικροί  κύκλοι  έσ/ηματι- 
σμένοι  δια  στιγμών ,  και  τεθλασμένα',  γρααμα' 
περικλείουσαι  στιγμάς.  Άπαντώσι  δέ  έπί  τε  του 
ές  Αίγίνης  κρατήρος  καί  έπί  του  ία^ορίως  τοΟ 
είκονιζοντος  τον 'Ηρακλή  καί  Νέσσον  ομοίως  δπως 
έπί  του  ύφ  ημών  δημοσιευομένου. 

ο)  Αναφαίνεται  έν  τη  διακοσμήσει  ταύτη  κα- 
τηγορία τις  κοσμημάτων  εχόντων  τήν  αρχήν  άπο 
της  σπείρας,  καί  τών  όποιων  ή  μεμακρυσμένη 
προελευσις  ζητητέα  έν  τώ  άρχεγόνω  καμπυλό- 
γραμμου ρυθμώ,  τώ  μυκηναικώ.  θα  μνημονεύσω- 
μεν  χάριν  παραδείγματος  τοΟ  κοσμήματος  εκεί- 
νου του  έχοντος  μορφήν  κυματοειδούς  σπείρας 
(postes)  καί  χρησιμεύοντος  ώς  «Füllmotiv«  άνω- 
θεν καί  κάτωθεν  της  εικόνος. Ή  κατηγορία  τών  κο- 
σμημάτων τούτων   εινε  χαρακτηριστική   της  τά- 


ξεως των  αγγείων,  ει;  ην  άνακτέον  καί  το  ύφ'  η- 
μών δημοσιευόμενον.  Ανευρίσκομεν  ταΟτα  έπί  του 
έ;  Αίγίνης  κρατήρος  καί  έπί  τών  πο/λάκις  μνη- 
μονευθέντων αμφορέων  του  Νέσσου  καί  τον  τών 
Σειρήνων.  Οί  κεραμείς,  είς  οδς  δφείλομεν  τ-/.  &γ- 
γεΐα  ταϋτα,  έδανείσθησαν  το  κοσμηματικόν  το  ντο 
θέμα  παρά  τών  Αττικών  τεχνιτών  της  προηγου- 
μένης γενεάς"  καθόσον  γνωστόν  είνε  ότι  άπαντα 
συγνότατα  τούτο  εν  τώ  πρωταττικώ  ουΟυ.ώ  τών 

/.  ΓΙ  ι       Γ         .      ' 

αγγείων  του  Φαλήρου*. 

Τό  κόσμημα  τούτο,  λίαν  άπλοΟν  δν,  χρησιμεύει 
προ;  παν  είδος  συνθέσεως,  καί  το  ήμέτερον  άγ- 
γεϊον  παρέχει  δντως  ήμΐν  οιάφορα  τούτου  δείγ- 
ματα ελικοειδή  ή  σπειροειδή,  κατά  το  μάλλον  r) 
ήττον  πολύπλοκα,  θα  μνημονεύσω  Ιδιαιτέρως 
τον  εικονιζόμενου  μεταξύ  τών  ποοών  τών  ίππων 
του  πρώτου  άρματος'  αποτελείται  τοΟτο  έκ  σπεί- 
ρας εξαρτώμενη;  έκ  μακρού  στελέχους,  έχοντος 
προ;  τά  κάτω  το;οειοή  κρίκον'  άνθέμιον  άτελέ; 
έκφύεται  κατά  τήν  ενωσιν  του  στελέχους  καί  του 
κρίκου,  ο'μοιον  οέ  κατά  τήν  σπεΐραν.  Ουδέν  τού- 
του άναλογον  κόσμημα  υπάρχει  έπί  τών  τριών 
ανωτέρω  μνημονευθέντων  αγγείων"  καί  δμως  δεν 
εινε  άπολύτω;  νέον  το  θέμα  του  κοσμήματος  έν 
τη  κεραμεία  του  πρωταττικοΟ  ρυθμού.  Άπαντώσι 
οέ  υ.ετασνηυ.ατισυ.οί  τούτου  ενδιαφέροντες  έπί  τοΟ 
έκ  Θηβών  κρατήρος  -'  και  έν  οστερωτέρα  χρονική 
περιόδω,  έπί  του  σκύφου  ì/.  Βουρβα  .  Γοιουτοτρό- 
πως,  έάν  τις  άπεπειράτο  νά  σκιαγράφηση  τήν  έξέ- 
λιζιν  του  κοσμήματος  τούτου,  θα  ήούνατο  ν  ανί- 
χνευση τούτο  καθ  άπασαν  τήν  πορείαν  αϋτοΟ. 
Εάν  οέ  λαμβάνων  ώ;  άφετηρίαν  τού;  αμφορείς 
της  Μήλου  π.  χ.  κατέληγεν  ει;  το  ήμέτερον 
άγγεΐον  (δια  του  έκ  Θηβών  κρατήρος  καί  του  έκ 
Βουρβα  σκύφου)  θά  παρετήρει  τίνι  τρόπω  τό  θέμα 
του  κοσμήματος  ήπλοποιήθη  βαθμηδόν  αναλόγως 
του  περιορισμού  της  χρήσεως  τών  «  Füllmotive  » 
έν  τώ  έοάοει  τών  εικόνων. 

Ει;  έπίδρασιν,  τέλο;,  μυκηναίων  παραοόσεων 
δφείλομεν  ν'  άποοώσωμεν  καί  τά  ελικοειδή  κοσμή- 
ματα τά  κατά  τά;  λαβάς  του  αγγείου   ημών,  ώς 

1  Jahrbuch  II  1887  ».48-52,  βϊχ.  8,  11,  12,  1ί.  Αέν  sîvi  Γσως 

ανάγκη  νά  Οπομνήσω  δτι    τό  χώιμημα  ά-χντϊ  ηοη    ίΐ[(  τών  Κ|ΐφορ£ων 
της  MjJXou.  Jahrb.  1887,  it.  12. 

2  Jahrb.  II,  1887,  π.  4. 

3  AU).  Milth.  XV,  1890,  -.  io. 


79 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ    ΡΥΘΜΟΥ   ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


80 


καί  τα  μειζόνων  διαστάσεων  παρεμφερή  έπι  τοΰ 
λαιμού  και  τήςγαστρος  τοο  αγγείου,  κατά  την  οπι- 
σθίαν  αυτού  όψιν,  τα  αποτελούντα  τήν  μόνην  αυτής 
διακόσμησιν.  Ουδαμώς  παράδοξον  εινε,  δτι  έπέζη- 
σεν  ή  μυκηναία  αυτή  έπίδρασις  μέχρι  του  6ου  π 
Χ.  αιώνος,  καθόσον  τούτο  είνε  άποδεοειγμένον  δτι 
συμβαίνει  εις  δλας  τάς  κατηγορίας  των  αρχαϊκών 
αγγείων.  Καί  έν  αύτη  δετή  Κορινθιακή  τέχνη,  τη 
μάλλον  άπαλλαγείση  τών  επιδράσεων  τούτων,  φέ- 
ρονται ίχνη  τούτων  ενδιαφέροντα. Το  άγγεΐον  το  φε- 
ρόυ,ενον  υπό  του  πίνοντος  Σατύρου, το  πρότινος  οη- 
υιοσιευθέν,  φέρει  επί  του  τραχήλου  ζώνην  σπειρο- 
ειδή ',  επίσης  χύτρα  τις  του  Μουσείου  τών  Αθη- 
νών (ύπ'  αριθ.  431),  εις  τον  άρχαιότερον  ανήκουσα 
Κορινθιακόν  ρυθμόν,  είνε  κεκοσμημένη  κατά  τον 
τράχηλον,  άνωθεν  της  ζωοφόρου  ζώνης,  οιά  κυ- 
ματοειδούς ευρείας  ταινίας  έν  ύπολεύκω  χρώματι 
'του  πηλού)  άπο  του  μέλανος  έπαλείμματος  τοο 
αγγείου  χωριζόμενης.  Τό  αυτό  κόσμημα  φέρει  καί 
ετέρα  τις  Κορινθιακή  χύτρα  του  έν  Λούβρω  Μου- 
σείου (αίθουσα  Ε,  έρμάριον  Ρ,  αριθ.  602).  Ai  κυ- 
ματοειδείς αύται  ταινίαι,  αίτινες  πάντως  είσί  λεί- 
ψανα της  μυκηναίας  διακοσμήσεως,  άπαντώσιν  έν 
τω  ρυθμώ  του  Δίπυλου  ~  άλλα  καί  έν  τω  τών  πρω- 
ταττικών  αγγείων  παρετηρήθησαν  ήοη  ανάλογα  κυ- 
ματοειδή κοσμήματα3.  Τέλος,  κατά  χρόνους  νεω- 
τέρους, πλησιάζοντας  ήδη  προς  τήν  έποχήν  του 
ημετέρου  αγγείου,  το  θέμα  του  έλικοειοους  κοσμή- 
ματος είνε  -/αρακτηριστικον  τών  μεγάλων  έξ  Ερέ- 
τριας αμφορέων,  τών  πολλάκις  ήδη  μνημονευθέν- 
των  (της  συλλογής  του  Έθν.  Μουσείου   ϋπ   αριθ. 

1006,  1008). 

Εξετάζοντες  ανωτέρω  τό  σχήμα  του  αγγείου 
ημών,  κατετάξαμεν  τούτο  πλησιέστατα  τω  άμ- 
οορεϊ  τώ  εικονίζοντι  τον  'Ηρακλή  καί  τον  Ι\έσ- 
σον,  ήδη,  μελετώντες  τον  χαρακτήρα  τής  διακο- 
σμήσεως,  πάλιν  προς  το  αυτό  άγγεΐον  καί  προς 
τον   έξ  Αίγίνης  κρατήρα,  τον   έν  πολλοίς  όμοιά- 

ι  Pettier,   Bull.  d.  coir.  Hell.    1895,  σ.  226  (σημ.  5).  Προ 

πολλού  ή^η  παρετηρήθη  ή  ϋπαρξις  έν  τΐ)  Κορινθία  τέχνη  του  οκτά- 
ποδος,  ώς  ex  διαδοχής  τοΰ  μυκηναίου:  Dumont,  Céram.  de  la 
Gr.  Propre,  Ι,  σελ.  175.  'E'Jv.  Μουσείον  αριθ.  336. 

2  Έθν.  Μουσείον,  αριθ.  169,  203,  871.  Ταινία    κυματοειδής    πε- 
ριβαλλόμενη υπό  διπλής  γραμμής  έαχηματισμένης  δια  στιγμών  ομοίως 

χυματοειδοϋς. 

3  Έπι   τοΰ  άμφορέως   του   ε'ιχονίζοντος   συάγρους,  Bull.  d.  coir, 
hell.  1893,  σ.  29,  π.  2-3. 


ζοντα  αύτώ,  οφείλομεν  να  το  σχετίσωμεν.  Και  ίνα 
γενικώτερον  έκφρασθώμεν,  το  άγγεΐον  ημών  δέον 
νά  τα^θή  έν  τω  μέσω  πάντων  τούτων  τών  αγγείων 
τής  μεταβατικής  περιόδου,  τών  μεταγενεστέρων 
μεν  τής  ακμής  του  ρυθμού  του  Δίπυλου  καί  του 
τών  Κορινθιακών,  προγενεστέρων  δε  τής  οριστικής 
έπικρατήσεως  τών  μελανόμορφων  'Αττικών.  Εινε 
τουτέστιν  έκ  τών  αγγείων  εκείνων  άτινα  οεν  έχουσι 
ρυθμόν  όλως  ίδιον,  άλλα  συγκεντρουσιν  έν  αύτοΐς 
κατά  διαφόρους  βαθμούς  καί  έν  οιαφόροις  οόσεσι 
και  άναλογίαις  τα  έξ  επιδράσεων  παλαιοτέρων  σχο- 
λών προελθόντα  στοιχεία. 

Τοιουτοτρόπως  ήδυνήθημεν  νά  προσεγγίσωμεν 
το  άγγεΐον  ημών  συγχρόνως  προς  τε  τα  τοΟ  πρω- 
ταττικου  ρυθμού  (του  μελετηθέντος  υπό  τοο  Böh- 
lau)  καί  προς  τα  του  άττικοκορινθιακου  (τά  αγ- 
γεία του  Βουρβα)  ώς  καί  προς  αριθμόν  τίνα  αγ- 
γείων συνθέτου  ρυθμού.  Άλλ'  όπως  καθορίσωμεν 
τήν  τάξιν  του  αγγείου  ημών  ό'σον  οΐόν  τε  άκριβέ- 
στερον,  υπολείπεται  ήμΐν  νά  έξετάσωμεν  τον  ρυθ- 
μόν καί  τήν  τεχνικήν  διαμόρφωσιν  τών  εικόνων. 

Ai  μορφαί  είσί  μελαμβαφεΐς  έπι  ίοσ.ζ>οι>ς  τηρή- 
σαντος  τό  φυσικον  χρώμα  του  πηλού,  τα  ύπόλευ- 
κον  δηλ.  καί  ύπέρυθρον,  άνευ  έπαλείμματος  τινός. 
Τούτου  δε  ή  ελλειψις,  ούδεν  σημαίνει"  καθόσον  έν 
τη  μεταβατική  ταύτη  περιόδω  ή  χρήοπς  του  μέ- 
λανος ή  τοΰ  ipuBpoü  έπαλείμματος  του  εδάφους, 
έφ'  ου  αί  μορφαί  περιγράφονται,  ή  ή  μη  χρήσις 
τούτου  ούοεμίαν  έχει  σχεδόν  σημασίαν  ώς  προς 
τήν  χρονολογίαν  τών  μνημείων.  Εν  τη  χρονική 
ταύτη  περιόδω  άπαντώσιν  έπι  τοο  έοάφους  αί  απο- 
χρώσεις άπασαι  άπο  του  ύπολεύκου  μέχρι  του  ερυ- 
θρού, χωρίς  νά  παρέχωσιν  αί  διαφοραί  αύται  το 
ένδόσιμον  εις  χρονολογικήν  τίνα  κατάταξιν.  Επί 
τών  εχόντων  δέ  έρυθρόν  το  εΟαφος  οεν  παρατηρεί- 
ται και  ό  μαλλον  προηγμένος  ρυθμός1.  Τό  δτι  δέ 
του  τι[ί.ιτίρου  αγγείου,  όπως  καί  του  ά,^οριως 
του  ε'ικονίζοντος  τάς  Σειρήνας,  ό  πηλός  εμεινεν  έν 
τω  φυσικφ  αύτου  χρωματισμώ,τώ  ύπολεύκω, έν  ω 
του  άμφορέως  λ.  χ.  του  είκονίζοντος  τον  Νέσσον 
τό  μεν  κατώτατον  αύτου  μέρος  εινε  δια  μέλανος 
έπικεχρισμένον,  τό  λοιπόν  δε  δι'  ερυθρού  έπαλείμ- 
ματος, έν  ω  έκτυποονται  αί  μελαμβαφεϊς  μορφαί, 
δεν  συνεπάγεται,  λέγομεν,  άναγκαίως  τούτο  τήν 
1  "Ιδε  περί  τούτου  Holwerda,  Jahrbuch,  1890  σ.  250. 


81 


ΑΜΦΟΡΕΤΣ    ΡΤΘΜΟΤ   ΠΡΟΤΑΤΤΙΚΟΤ 


82 


.ZÎ-.C. 


αποοειςιν  της  μεταγενεστερας  τούτου  κατασκευής. 
Αί  μορφαι  τοΟ  αγγείου  είσΐ  μέλαιναι,  μόνον  δέ 
μέρη  τινά  αυτών  είτί  ο'.  ΙοειδοΟς  χρώματος  γε- 
γραμμένα.  ΑευκοΟ  επιθέματος  ούοαμοΟ  ραίνεται 
ίχνος.  Και  ένεκα  τούτου  δε,  αλλά  κυρίως  ένεκα 
τοο  τύπου  των  μορφών,  ρανερον  είνε  δτι  δ  ρυθμός 
too  χγγείου  ημών  μαρτυρεί  περί  της  μεταβατικής 
περιόδου  είςήν  ανήκει  τοΟτο.  Εκ  πρώτης  όψεως  αί 
γραφαί  του  &γγείου  χναμιμνήσκουσι  τινά  τους  έκ 
Μήλου  αμφορείς"  ή  έπίδρασις  τοΟ  ανατολικού  αρ- 
χαϊσμού τών  αγγείων  της  Μήλου  ir.*,  τών  του 
πρωταττικοΟ  ^υθμοΟ  είνε  λίαν  κίσθητή"  αρκεί  α- 
ληθώς να  παρατήρηση  τις  τήν  σύνθεσιν  της  κυ- 
ρία; υποθέσεως,  τον  τύπον  καθ  6ν  εικονίζονται  οι 
ίπποι,  και  εν  γένει  τον  όλον  ίυθμ,ον  τών  μορφών  ' 
Αλλ  δπως,  προκειμένου  περί  της  διακοσμήσεως, 
ή  Αττική  τέχνη  απηλλάγη  βαθμιαίως  της  ανα- 
τολικής επιδράσεως,  έξοβελίσασα  τους  ρόδακας, 
τον  λωτόν,  καί  κντικαταστήσασα  ταΟτα  διά  γεω- 
μετρικών σχημάτων  και  κνθεμίων,  οοτω  και  δσον 
χφορα  ει;  τον  ρυθμον  τ(όν  μορφών,  βαθμιαίως  έτρο- 
ποποιήθη  αοτη  καί  έτελειοποιήθη  κπαλλαγεΤσα  ξέ- 
νων επιρροών.  Γπο  την  εποψιν  δέ  ταύτην  το  κγ- 
γεϊον  ημών  είνε  άξιον  πολλοΟ  λόγου,  καθόσον  δια- 
βλέπει τις  έν  αύτώ  ήδη  προσπάθειας  προς  τοιαύ- 
την  έπί  το  βέλτιον  μεταβολήν.  Αν  έξετάσωμεν  λ. 
χ.  τάς  ανθρωπίνας  μορφάς  της  εικόνος,  θά  ίοωυ,εν 
δτι  είνε  αύται  εισέτι  λίαν  άρχαϊκαί  και  λίαν  υπομι- 
μνήσκουσι  μορφάς  τινας  τών  αμφορέων  της  Μή- 
λου (  Εφημ.  Αρχ.  1894  π.  13)  διά  τών  στρογγυ- 
λών οφθαλμών  αυτών  ,  της  μακράς  και  ευθείας 
ρινός,  του  σφηνοειδοος  πώγωνος,  της  μακράς  με- 
λαίνης  βοστρυχώδους  κόμης  της  πιπτούσης  όπι- 
σθεν Ίτλ  τών  νώτων,  του  στενοο  ίοχρόου  διαδήμα- 
τος, του  συγκρατοοντος  υψηλά  τήν  κόμην.  Καί 
όμως  διαφορά  τις  πολύσημος  υπάρχει  μεταξύ  τού- 
των έπί  των  αμφορέων  της  Μήλου  τα  γυμνά  μέλη 
τών  γυναικών  τηροΟσι  το  χρώμα  του  εδάφους,  ένω 
τα  τών  ανδρών  εχουσι  χρωματισμόν  κλίνοντα  προς 
το  μελαν  —  έπί  τών  μελανόμορφων  οέ  Αττικών 
αγγείων  τα  τών  άνορών  είσί  μέλανα,  τα  δέ  τών 
γυναικών  είσί  λευκά  (οι'  επιθέτου  αλείμματος). 
ϋπι   του  αγγείου  ημών,  όπως   και  ε-ι  του  αυιφο- 

(  Rayet-Collignon,   Géram.   Grecque,  πίν.  III.  "Etp.  'Αρχ. 
1894,  t..  13. 

κφημερισ    αρχαιολογικη    1897. 


ρέω;  τον  Νέσσου  ντον  αφορδ  εις  τάς  μορφάς 
Ι  οργόνων  παρατηροΟμεν  σύστημα  μεσάζον  /,  μύα 
μορφών  ίχει  μιέλαν  το  πρόσωπον  /  ίλλη  Ιό- 
χρουν.  Ιοντ  κύτο  :z/jv.  και  ώς  προς  τον  τύπον 
τών  ίππων,  δστις  διαμορφωθείς  εν  τοις  άμφορεΟσι 
Μήλου  παρελήφθη  υπό  της  Κορινθιακής  τέ- 
καί  παρέμεινεν  έκεϊ  αμετάβλητος  μέχρι  της 
εποχής,  καθ  ήν,  αναπτυχθείσα  αύτη,  προσήγγισε 
την  καθαρώς  Αττικήν  τεχνουργίαν.  Απαντες  οί 
ίπποι  των  εικόνων  της  περιόδου  ταύτης  ομοιάζουσι 
προς  ί.ι'ι  (Ί  ους1,  εχουσιν  υψηλούς  τους  πόδας,  το 
σώμα  λεπτόν,  επίμηκες,  ξηρόν,  τήν  κεφαλήν  μα- 
κράν καί  λεπτοφυή.  Οταν  ίδη  τις  άπας  τον  τύπον, 
τον  αναγνωρίζει  πανταχοΟ.  II  χαίτη  κυρίως  εινε 
χαρακτηριστική,  διά  τών  μακρών  αυτής  καί  πυ- 
κνών σφηνοειδών  πλοκάμων,  τών  κεχρωματισμέ- 
νων  ανεξαιρέτως  δι'ίοειδοΟς  χρώματος.  Ααμβάνων 
τις  αδιακρίτως  δείγματα  ίππων  έκ  τών  επομένων 
οιαφόρων  τάξεων  τών  αγγείων,  ήτοι  των  ί/.  Μήλου 
αμφορέων2,  των  κυρίως  Κορινθιακών  καί  τών  ατ- 
τικοκορινθιακών  '  θά  εορεθη  απέναντι  ένος  και  του 
αΰτοΰ  τύπου.  Ι  ο  πρδγμα  είνε  λίαν  ενδιαφέρον  καί 
χαρακτηριστικόν,  χρησιμεύει  οε  ώς  απόδειξις  της 
άλληλεπιδράσεως  εν  ταΐς  διαφόροις  σχολαΤς,  τήν 
έπιρροήν  δηλ.  τής  Μηλίας  έπί  της  Κορινθίας  τέ- 
χνης καί  ταύτης  τήν  έπίδρασιν  έπί  τής  Αττικής 
τεχνουργίας. 

Ού  μόνον  οέ  ο  τύ-ος  τών  ίππων  είνε  χαρακτη- 
ριστικός, αλλά  και  ή  κατάταςις  αυτών.  Εν  άπά- 
σαις  ταΐς  κατηγορίαις  ταύταις  των  αγγείων,  οί  έν 
κινήσει  εικονισμένοι  ίπποι,  οί  χνά  τετράοα,ή  δυάδα 
συνηθεστερον  έζευγμένοι,  είνε  μία  τών  συχνοτά- 
των κοσμητικών  παραστάσεων.  Αί  παραστάσεις 
ίππων  οδηγούμενων  οπό  ανδρός  τίνος  (ίπποκόμου  , 
αί  παρατάξεις  ιππέων  ή  αρμάτων,  ήο-αν  λίαν  αρε- 
στά Οέαατα  τοϊς  κγγειογράφοις,  ιδία  οέ  τοις  Κο- 
ρινΟίοις,  και  τοις  μιμηταϊς  τούτων    ΑΟηναίοις   του 

1  Wilisch,  AltkorJnt.  Thonindustrie.  σ.  89. 

2  Έ?.  "Αρχ.  1894,  it.  13.  Ravel,  Céram.  Gr.  -.  III. 

s  ΈΟν.  Mouoöov,  «ριθ.  277,  330,  340,  341,  497,  521,  529, 
530,  531,  532,  641,  992.  "là.  Jahrb.  II  1887,  ».  275.  Annali, 
1862,  Tev.  d'agg.  B.  Arch.  Zeit.  1863  te.  175,  1864  >t.  184. 
Ath.  Mitth.  1879,  t..  18.  Bull.  d.  coir.  Hell.  1895,  σ.  227,  π. 
1 9  -  20. 

*  ΉΟν.  Μου^ϊον,  άριβ.  529-53?,  903,  904,  1003.  Ant.  Denkm. 
I,  r..  '2?.  Έψ.  'Ap-/_.  1885,  -.  7.  Dumont,  Céram.  de  la  ür. 
Γη, pre  Ι,  σ.  248  xai  iE. 


83 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ   ΡΥΘΜΟΥ   ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


84 


6ου  π.  Χ.  αιώνος.  'Απανταχού    δε   εύρίσκομεν   τον 
αυτόν  τρόπον  της  απεικονίσεως  έν  τη  συζεύξει  τού- 


των   εικονιζόμενων  δηλ.   των  Ιππων 


ν  τη  κατά 


ου 


μέτωπον  κινήσει,  δ   ζωγράφος  οεν  παριστά   η 
έτερου   μόνον  των  ζώων  το  σώμα.  Συχνότατα  < 
•και  οί  πόδες  αυτών  συγχέονται  αδιακρίτως.  Αι  κε- 
φαλαί  μόνον  τών  υποζυγίων  καθαρώς  διακρίνονται 
και  δή   ούτως,  ώστε  ή  του  δευτέρου  να  έξέχη  μι- 
κρόν της  του  πρώτου.  Ή  κίνησις  τών  δύο  συνε- 
ζευγαένων  ίππων  εΐνε  ούτο^ς  εντελώς  όμοια.  Κυ- 
ριαρχεί τουτέστι  συμμετρία  τις  αυστηρά  λίαν,  συν- 
θηματική,   άπόζουσα  έ'τι  αρχαϊσμού,   όστις   μόνον 
έν  τη  νεωτέρα  'Αττική  τεχνουργία  εκλείπει.  Ούτω 
λοιπόν  ή  ξυνωρίς  τών  ίππων  του  ημετέρου  αγγείου 
ομοιάζει  εντελώς  προς  τάς  τών  αγγείων  της  Μή- 
λου,   και  προς  πάσας  τάς  τών  Κορινθιακών.  Καί 
έν  τούτοις  ή  πρόοδος   έν  τη  τέχνη   εΐνε  ίκανώς  αι- 
σθητή καί  έν  τούτω,  ού   μόνον  δε  ώς  προς  τον  ει- 
κονιστικών τύπον  τών   ίππων  ,     αλλά  καί  ώς  προς 
τάς   λοιπάς   λεπτομέρειας,   περί   ων   ώμιλήσαμεν, 
τό  άγγεΐον  ημών  εΐνε  έν  τών  μνημείων  της  μετα- 
βατικής περιόδου.  Καί  ώς  προς  μεν  την  έπεξεργα- 
σίαν  της  χαίτης  τών  ίππων  τό  άγγεΐον  ημών  συγ- 
γενεύει προς  τα  αρχαιότατα  της  σχετικής  κατη- 
γορίας   (προς  τα  αγγεία  της  Μήλου)  —  οϊ  άμφο- 
οεϊς  οί  φέροντες   έν  εικόνι  προτομήν   ίππου      και  Ό 
κρατήρ  έξ  Α'ιγίνης2  φέρουσιν  όμοίαν  έπεξεργασίαν. 
Ώς  προς    τήν  λεπτότητα    ομους    του   σγ^ΐύίου    καί 
την    μείζονα    χρήσιν    τής   έγχαράξεως    συγγενεύει 
τοΟτο   προς  τα  αγγεία  τής  νεωτέρας  κατηγορίας. 
Σνετικώς  δε  προς  τάς  ιδιότητας  ταύτας  ένδιαφέ- 
οουσα   εΐνε   ή    σύγκρισις  του    αγγείου   ημών    προς 
τάξ'.ν  τινά  αγγείων  περί  ών  εισέτι  δεν  ώμιλήσαμεν: 
προς   τα  κυλικοειδή    άττικοκορινθιακά  αγγεία,  ων 
αριθμός  ικανός  υπάρχει  έν  τω  Έθν.  Μουσείω  "  καί 
τών  οποίων  τό  κάλλιστον   έδημοσιεύΟη   έν  τω  πε- 
ριοδική τούτω  (Έφημερίς  1885,  πίν.  7).  θα  πα- 
ρατήρηση τις    ιδίως    τον  ό'μοιον   'ζρόττον    καθ    όν, 
έν  άπασι    τούτοις   αί   ούραί  τών   ίππων    είσίν   έπ- 
εξειργασμέναι ,    δια    μέσου    τουτέστιν    έγχαραγών 
λίαν  λεπτών   καί  τζρος  άλλήλας  πυκνών,  θα  εΰρη 
δέ  τις  επίσης  ομοιότητα  εντελή   καί  ώς  προς  τόν 


γενικον   τύπον  τών  Ίππων,  και  ως  Τίρος  τήν  ίππο- 
σκευήν  καί  τό  σχήμα  τών  οχημάτων. 

'Αλλ' ήδη  ας  άνακεφαλαιώσωμεν  τα  είρημένα. 
Τό  δημοσιευόμενον  άγγεΐον  εΐνε  Αττικής  εργασίας 
ανήκον  εις  -ζρίοοόν  τίνα  μεταβατικήν,  τήν  περίο- 
δον  έκείνην,καθ'  ην  οί  έν 'Αττική  τεχνίται  προσπα- 
θουσι  ν'  άπαλλαγώσι  τών  εξωτερικών  έπιοράσεων, 
καί  ιδία  τών  έξ  'Ασίας,  όπως  μορφώσωσι  ρυθμόν 
τίνα  Άττικόν.  Καί  δεν  ε/ει  μεν  εισέτι  έπιτευχθη 
τούτο'  άπόδειξις  δε  τούτου  εΐνε  ό'τι  ήμεϊς  δεν  ήδυ- 
νήθημεν  να  έξετάσωμεν  τό  μέγα  τοΰτο  καί  ώραϊον 
άγγεΐον,  χωρίς  νά  σκεφθώμεν  πάραυτα  τους  αμφο- 
ρείς τής  Μήλου"  προς  τούτοις  δέ  ήναγκάσθημεν 
πλέον  ή  άπαξ  νάθέσωμεν  έν  παραλλήλω  συγκρίσει 
αγγεία  του  γνησιωτέρου  Κορινθιακού  p\j^\xo\J.  Τό 
έδαφος  τής  εικόνος  έπίτοΟ  αγγείου  ήυ,ών  εΐνε  εισέτι 
μεστόν  κοσμημάτων  πληρωτικών  του  χώρου.  Η 
χρήσις  τών  ίοχρόων  προσεπιχρισμάτων  (engobes) 
εΐνε  εισέτι  ζωηρά. Έξ  άλλου  όμως  έν  τω  έδάφει  τα 
'Αττικά  κοσμήματα  είσί  τα  δεσπόζοντα,  δ  οέ  ρυθμός 
τών  εικόνων  πλησιάζει  ήοη  τω  ρυθμώ  τών  μελανό- 
μορφων, βαθμηδόν  απαλλαγείς  τών  Κορινθιακών 
επιδράσεων. 

Έν  τελικώ  δε  συμπεράσματι  τό  άγγεΐον  ημών 
τακτέον  εΐνε  έν  τη  μεσαζούση  εκείνη  τάξει  αριθμού 
τίνος  αγγείων  ευρεθέντων  έν  Αττική  :  τοΰ  έξ  Α'ι- 
γίνης  κρατήρος1,  του  άμφορέως  του  είκονίζοντος 
τον  'Ηρακλή  καί  Νέσσον2,  τών  αμφορέων  τών  φε- 
ρόντων προτομήν  ίππου  καί  τών  αμφορέων  τών 
Σειρήνων3.  Πάντα  τα  αγγεία  ταΟτα  άποτελοοσι 
σύστημα  (groupe)  λίαν  χαρακτηριστικόν.  Συγχρό- 
νως ή  μελέτη  ην  έποιησάμεθα  έπέτρεψεν  ήμΐν 
νά  βεβαιώσωμεν  σχέσεις  τινάς  του  αγγείου  ημών 
προς  τά  αγγεία  του  έκ  Βουρβά  τύμβου.  Τέλος, 
προσεκρούσαμεν  καί  εις  ομοιότητας  τινάς  τοΟ  αγ- 
γείου ημών  προς  άττικοκορινθιακάς  κύλικας  του 
Μουσείου  Αθηνών. 

Μεταξύ  όλων  τών  αγγείων  τούτων  ΰπάρχουσι 
βεβαίως  διαφοραί'  άλλ'  έν  άπασι  τούτοις  έξηκρι- 
βώσαμεν  τήν  αυτήν  προσπάθειαν  προς  εκφανσιν 
νέου  τινός  α  ιδεώδους».  Οί  τεχνίται  τών  αγγείων 
τούτων  έογάζονται  πάντες    κατά  τον  ί'οιον  έκαστος 


"    Έθν.  Μουσείον,  αριθ.  903,  904,  1003. 
-'  Arci,.  Zeil.  ISS1.',  σ.  200,  σ.  9-10. 
3   'Αριθ.  .V'9-f>3-2. 


'  Arch.  Zeit.  18ò2,  π.  9-10. 

2  Anlilvc  Denkm.  Ι,  οελ.  5". 

3  Έθν.  Μουιείον,  αριθ.  521,  903,  904,  1003. 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ    ΡΤΘΜΟΤ    ΠΡΟΤΑΤΤΙΚΟΥ 


κ»; 


τρόπον,  προς  οριστικήν  ο'ιαμόρφωσιν  τοΟ  ρυθμού" 
των  μελανόμορφων. 

ΠερατοΟντες  την  πραγματείαν  ταύτην  θ«  είπω• 
υ,εν  ολίγα  τινά  περί  της  υποθέσεως  της  εικόνος, 
ήτις  δέν  παρέχει  άφορμήν  ει;  πολλά.  (|  κύριος  σκο- 
πός της  εικόνος  είνε,  χατα  την  γνώμην  ημών,  κα- 
θαρώς χοσμηματικός.  Το  σύμπλεγμα  είνε  ώραΤον 
b  καθήμενος  εκείνος  >  ων,  βρυχώμενος  χαί  φράτ- 
των  την  δίοδον  ει;  δυο  &ρματα  ,  έχει  το  παρά- 
στημα μεγαλοπρεπές'  ή  δέ  χίνησις  τών  ίππων, άνα- 
ναιτιζομένων  4ποτόμως  προ  του  θηρίου,  άπεδόθη 
άριστα.  Αλλά  δέν  φρονώ  δτι  εικονίζεται  ένταΟθα 
σκηντ  τις  θήρας, δπως  εν  δμοίαις  παραστάσεσιν  έπι 
ανάγλυφων  ασιατικής  τέχνης  καί  έπί  μνημείων  κυ- 
πριακών ή  μυκηναίων  ή  ώς  ενίοτε  άπα.τά  καί  έπ'ι 
έργων  αρχαϊκής  ελληνικής  τέχνης  διατελούσης  υπό 
τήν  έπίδρασιν  ανατολικών  ή  μυκηναίων  παραδό- 
σεων'.   ΕνταΟθα  οι  δίφριηλάται  κρατοοσιν  άπλοΟν 

ill  ι 

ραβδίον,  ουδέν  δέ  υποδηλοΐ  δτι  πρόκειται  περί  θή- 
ρας. Είνε  απλή  παράταζις  δίφρων,  ή  αρεστή  τόσον 
ει;  τήν  αρχαϊκήν  τέχνην  Αέων  δέ  χάριν  κοσμη- 
ματικοΟ  λόγου  συμπληροί  τήν  σκηνήν.  Οοτω  καί 
έπί  της  κοιλίας  άμφορέως  τινός  Κορινθιακού  του 
Μουσείου  τών  Αθηνών  (αριθ.  317]  πολεμιστής 
καί  ηνίοχος  Γστανται  έπί  τεθρίππου,  λέων  δέ  Γστα- 
ται  άντίστερνος  τών  ί'-πων.  Είνε  γνωστόν  -ό- 
σον σύνηθες  είνε  έν  τη  άττικοκορινθιακη  κεραμεία 
το  σύστημα  τούτο  τής  προσθήκης  μιας  ή  πλειόνων 
μορφών  χάριν  καθαρώς  κοσμηματικοΟ  Λογού,  ό'ταν 
ή  εικονιζόμενη  ύπόθεσις  δέν  παρέχει  τον  απαιτού- 
μενον  αριθμόν  τών  μορφών  προς  πλήρωσιν  του 
8λου  χώρου  της  εικόνος2.  Αναγνωρίζω  έν  τούτοι; 
δτι  ένταΟθα  το  δλον  σύμπλεγμα  είνε  συντεθειαένον 
άρμονικώς  καί  οτι  ό  καθήμενος  εκείνο;  καί  βρυχώ- 
μενος  λέων  έχει  προς  το  όλον  συμμέτρως,  άλλα  το 
να  διακρίνη  τις  εν  τη  είκόνι  ταύτη  σκηνήν  θήρας, 
έν  τη  κυρία  αυτής  σημασία, εϊνε  ταυτον  ώς  νάπαρ- 
ερμηνεύη. 

II  είκών  του  αλέκτορος  έπί  του  λαιμού  τοο 
αγγείου  ώς  Οεμα  (motif  κοσμηματικον  είνε  λίαν 
ενδιαφέρουσα.  Εν  κρχη  υπεδείξαμεν  ότι  ο  αλέκτωρ 

1  Perrot,  Hist.  Je  l'Aart.  Ill,  ε?*.  543,  549,  IV,  v.-,..  -.'79. 
Dûment,  Cér.  d.  I.  Gr.  Pr.  Ι,  σ.  51  χέ?.,  <j.  183.  Furtwänglcr, 
Ardi.  Zeit.  1883,  ι.  159,  1884,  a.  103.  Έν  τω  Μουσείω  Άθη- 
νών  αμφορεύς  Κορινθιακός  ύ-' ά;ιΟ.   3(13. 

a  Holwerda,  Korintb.  Attisch.  Vas.,  Jahrb.  1890,  ».  237  χ£ξ. 


ίνταΟθα  έχει  αναμφιβόλως  σημασίαν  νεκρικήν  και 
οεν  θεωροΟμεν  αναγκαΐον  /«  ίπανέλθωμεν  έπί  τον 
αύτου  θέματος.  Όσον  αφορδ  οέ  εις  τήν  έξαγωγήν 
συμπεράσματος  τίνος  περί  τ/,:  χρονολογίας  τ-./ 
αγγείου  έκ  τ^ς  παρουσίας  του  πτηνοΟ  τούτου, 
/;;  ■;  τούλάνιστον  απέχομεν  του  >ά  ίκφράα 
γνώμην.  Είνε  όντως  αληθέστατον  ότι  ό  αλέκτωρ 
έγένετο  γνωστός  έ/  Ελλάδι  λίαν  αργά.  χαΐ  ότι  of 
Πέρσαι,  καθά  φαίνεται,  7)σαν  οι  πρώτοι  οί  κατορ- 
Oo'jo-αντες  νά  έντοπίσωσιν  έςημερωσαντες  το  πτη- 
vòv  τούτο  έν  τη  δυτική  Ασία,  ές  άλλου  δμως  είνε 
βέβαιον  ότι,  γενομένου  άπαξ  δεκτοΟ  τούτου  ε/  τη 
ελληνική  τέχνη,  ή  διάδοσις  υπήρξεν  ευρεία  λίαν 
και  πιθανώς  ήδη  άπο  τών  αρχών  του  6eu  π  Χ 
αιώνος1.  Απαντα  συχνότατα  ούτος  έπί  τών  Κο- 
ρινθιακών αγγείων,  του  τύπου  τών  έκ  Καιρεας 
αμφορέων  ',  έπί  τ'•//  αττικοκορινθιακών  διαφό- 
ρου τύπου,  έπϊ  τών  έκ  Κυρήνης  καί  Ναυκρά- 
τιος3,  ήδη  όε,  καίπερ  σπανιώτερον,  και  έπί  τών 
Κορινθιακών  του  αρχαιοτέρου  ρυθμοΟ4.  Βεβαίως 
οέ  έκ  τής  Κυνικής  τέ/νης  τής  Μικρασίας  έοανεί- 
σθη  τον  αλέκτορα  ή  Κορινθία.  Ό  αλέκτωρ  δέν 
είνε  έ/.  τών  ζώων  εκείνων  τα  οποία  έλήτ-ΟΎ,ταν  έκ 
τής  καθαρώς  ανατολικής  τέ/ν^ς,  όπως  τα  κο- 
σμοΰντα  γενικώς  τά  Κορινθιακά  αγγεία,  απόδειςις 
οέ  τούτου  είνε,  ώς  παρετηρήθη  ήδη,  ότι  δέν  απει- 
κονίζεται όπως  οί  λέοντες,  αί  τίγρεις  ή  οί  αίγα- 
γροι  κατά  τρόπον  αδέςιον  και  οιονεί  κατά  συνθηκην 
μεμορφωμένον.  Απ  αρχής  ήδη  οί  είκονίσαντες  αυ- 
τόν τεν-νϊται  είχον  αϋτον  υπό  τά  όμματα,  τοιου- 
τοτρόπως οέ  παρέο-τηιαν  αυτόν  ζωηρό  ν,  φυσικόν, 
ελεύθερον5.  Ο  αλέκτωρ  του  αγγείου  ημών  είνε  ά- 
ξιοσημείωτον  παράδειγμα  τής  παρατηρήσεως  ταύ- 
της Αρκεί  οέ  νά  παραβάλη  τις  τούτον  προς  τον 
έπί  τής  κυρίας  εικόνος  λέοντα  όπως  καταδειχθη 
πόο-ον  είνε  ούτος  -ουτικι^τεοον  εκείνου  και  ποα-αα- 

^        I  t  III 

τικώτερον  απεικονισμένος. 

Nancy,   ρ.ην'ι  Νοεμ.6ρίω   1896. 

Louis  Couve 

1  Heuzey,   Compt.    Rend.  d.  Ac.   des  Insc.  1890.  Lecliat, 
Bull.  d.  c.  Hell.  1891,  ».  HO.  Puttier,   lèv   Duraont   Cer.  I, 

Π7).  Curtius,  Ardi.  Zeit.,  1878,  σ.  I 

2  Duraont,   Μ.   άνωτ.    Ι,  σ.  250-258,  279.  Έθν.    Moueitov 
αριθ.  533,  535,  54(5. 

3  Duraont,  ίνβ.  άνωτ.  Ι,  σ.  299  χέξ.  311,  312  ( Pottier). 

*   Έθν.  Mouseïov,  aptö.  333,  984,  985.  Dumont,  ενθ.  ίνωτ.  Ι, 
σ.  182.  σημ..  3.  Wilisch,  ενθ.  άνωτ,  σ.  88. 
s  Arch.  Zeit.,  1878,  σ.  159  (Curtius). 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ 

ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΑΙ  ΤΩ  ΑΠΟΑΑΩΝΙ  ΥΠΟ  ΜΑΚΡΑΪΣ 


συνέ'/εια  των  έν  σελ.  8  κ. εξ.,  αρ.  1  -  IG) 


Έν  σελ.  1-32  έξέθηκα  τα  αποτελέσματα  και 
τα  πορίσματα  των  περί  τήν  Άκρόπολιν  ανασκαφών 
μέχρις  'Απριλίου  λήξαντος,  δημοσιεύσας  και  δέκα 
ευρεθέντα;  έως  τότε  μαρμάρινους  ενεπίγραφους  •πί- 
νακας αναθηματικούς  τω  Άπόλλωνι  υπό  Μακραΐς 
ή  όπ'  Ακραις.  'Ενταύθα  δημοσιεύω  και  άλλους  τοι- 
ούτους πίνακας  ευρεθέντας  άπα  του  μηνάς  Τουνίου 
μέχρι  σήμερον. 

Τπο  το  iv  ταϊς  Μακραϊς  σπήλαιον  τοΟ  'Απόλ- 
λωνος, ένθα  ό  βράχος  είνε  σχεδόν  καθέτως  άποκε- 
κομμένος,  έν  τω  χώρω  τω  οεδηλωμένω  δια  του*  Ω 
έν  τω  έν  πίν.  1  τοπογραφικά  σχεδίω  των  ανασκα- 
φών, απεκαλύφθη  άρχαΐον  οικοδόμημα,  ου  αί  μεν 
τρεις  πλευρά!  είνε  ωκοδομημέναι  έκ  ταύρου  λίθου 
κατά  το  ίσοδομικον  σύστημα,  τήν  οε  τετάρτην 
πλευράν  αποτελεί  αυτός  δ  καθέτως  άποκεκομμένος 
βράχος.  'Επί  του  νοτιοδυτικού  μέρους  του  οικοδο- 
μήματος τούτου  είνε  έκτισμένος  ό  το  ύδωρ  της 
Κλεψύδρας  περικλείων  να'ίσκος  τών  αγίων  'Απο- 
στόλων (ί'δ.  πίν.  1).  'Εν  τη  ανασκαφή  του  περί  οδ 
ό  λόγος  οικοδομήματος  ευρέθησαν  εις  μέγα  βάθος, 
ακριβώς  επί  του  άρναίου  εδάφους  άλλαι  τε  έπιγρα- 
γαί  (περί  ων  προσεχώς)  και  οι  έξης  πίνακες, αναθη- 
ματικοί τω  υπό  Μακραΐς  Άπόλλωνι,  ό'μοιοι  τοις 
έν  σελ.  8-11  δημοσιευμένοις  και  έν  πίν.  4  άπεικο- 
νισμένοις,  καί  τών  αυτών  ρωμαϊκών  χρόνων. 

1.  Πίναξ  έκ  λευκού  λίθου,  κολοβός  δεξιά  καί 
αριστερά.  Σωζόμενον  ΰψος  0,25,  πλ.  0,19  καί 
πάχος  0,35.  Εντός  στεφάνου  έκ  κλάδων  μύρτου 
επιγραφή  : 

λΓλθΗΤΥΧΗ 

β  λ  c  ι  λ  e  υ  e 

lÀYPONHCIMOf 
Φ  Υ  λ  À  C  Ι  Ο  C 

χ  π  ο  Λ  λ  ω  ν  ι 
υ  π  ο  μ   λ 


Άγαθη  τύχη. 

Βασιλεύς 
Μ(αρκο;)  Αύρ(ήλιος)    Όνήτΐ[Λθ[ς] 
Φυλάσιος 
[  Ά]πόλλωνι 
ύπό  Μα[κραϊ;]. 

Ώς  προς  τον  άρχοντα  βασιλέα  πρβ.  τάς  έν  σελ. 
9  καί  12,  άρ    2  καί  14,  έπιγραφάς. 

2.  Τεμάχιον  πίνακος  έκ  λευκού  λίθου  (ΰψ  0,27, 
πλ.  0,18,πάχ.  0,03). Ό  πίνας-  θά  είχε  δύο  τούλά- 
λιστον  στεφάνους,  ών  ό  εις  σώζεται  σχεδόν  ολό- 
κληρος έν  τω  προκειμένω  τεμαχίω.  Έν  τω  μέσω 
του  στεφάνου  τούτου  επιγραφή  : 

Β   A   C    Ι   Λ   6   Y   C 
Ή   έτερα   επιγραφή    ή   οηλουσα  το   όνομα    τοο 
άναθέτου   άρχοντος   βασιλέως  θά  ΰπήρχεν  ή  έν  τω 
έτέρω  στεφάνω  ή  έκτος  τών  στεφάνων. 

3.  Πίναξ  έκ  λευκού  λίθου,  γ.ο\οζος  το  άριστε- 
pòv  μέρος.  "Τψ.  0,25,  πλ.  0,23,  πάχ.  0,02.  Εν- 
τός στεφάνου  έκ  κλάδων  μύρτου  επιγραφή  : 

ΤΤΟλΥΑΙΝΟΣ  Πολύαινος 

\    λ    λ    Ι     Κ     Ο     Υ  Λαδικού 

Ο    Υ    Ν    Ι    Ε   Υ   Σ  [Σ]ουνιευς 

λ     Ε    Μ    λ     Ρ    Χ  Η                 [πο]λε(Λαρχγ)- 

b   Σ   λ   TT    Ο    λ   λ  5   [σα]«  Άπόλλ- 

|    Υ    Π    Ο    Μ  [ων]ι  ύπο  Μ- 

*     Ρ    À    Ι    Σ    À    Ν  [οφραϊς  άν- 

Θ    Η    Κ  [έ]8ηκ- 

Ν  [«>. 

Ό  έν  τη  επιγραφή  ταύτη  Πολύαινος  είνε  υίός, 
ώς  φαίνεται,  τοο  έν  C.  Ι.  Α.  Ill1,  122,  Ααδίκου 
Σώζοντος  Σουνιέως,  αδελφός  του  Σώζοντος  Λαοί- 
κου  (C.  Ι.  Α.   Ill  '  780»). 

4.  Κάτω  άριστερον  μίροζ  πίνακος  έκ  λευκού 
λίθου  (ΰψ.  0,17,  πλ.  0,211,  πάχ  0,02)  μετά 
στεφάνου  έκ  κλάοων  μύρτου.  Εντός  του  στεφάνου, 
έν  τω  σωζομένω  κάτω  μέρει  αύτου,   επιγραφή  : 


8!) 


ΚΠΜΤΛΨΛΙ    ΛΝΛΗΙΙΜΛΤΙΚΑΙ    Ί'Ω    ΛΠΟΛΛυΝΙ     ΓΠΟ    ΜΑΚΡΑΙΣ 


90 


Μ   / 

Ο   ^ 
Ο  Υ  Ε   Ν    Τ    Ι 
À   Ι    Ο   Σ 


Μ  -  - 

Ούιντί* 
Sto«. 


θεσμοθέτην  .  .  .  Ούεντίδιον  Γδε  iv  τη  έν  σελ.  Il) 
Cnt   αρ.  3  επιγραφή. 

.').  Τεμάχιον  πίνακος  έκ  λευχοΟ  /  ίθου  δψ.(  ',  Ι  2, 
ττλ.  0,1 1,  πάχ.  0,2b  έν  ψ  σώζεται  μέρος  στεφά- 
νου  καί  υπό  τούτον  επιγραφή: 

"  Ρ  Λ  I  C  [Απόλλων,  ντο   Μ  7  '.ραϊς. 

Έκ  τή;  έν  τψ  λίθω  θέσεως,  ήν  έ/ει  ή  επιγραφή, 
φαίνεται  ότι  θα  υπήρχε  και  άλλος  στέφανος  αρι- 
στερά. ΊΙ  επιγραφή  θα  κατείχε  το  κάτω  μέρος  τον 
πίνακο;,  το  μεταςύ  των  ovo  στεφάνων. 

Αγνωστον  αν  πρέπει  νά  συμπληρώσωμεν  [ύπο 
Μα  κραϊς  ή  [υπ    Α]κραις. 

6.  Τεμάχιον  πίναχος  έχ  λευχοΟ  λίθου  [οψ.0,14, 
—λ.  0,1. 'ί,  πάν•.  0,^2)  έν  ψ  σώζεται  Γχνος  στεφά- 
νου και  υπό  τούτον  επιγραφή: 

^ÀKPÀIC  [Άπόλλωνι  ύπο]  Μακραϊ;. 

7.  Τεμάχιον  πίναχος  (;)  παρεμφεροΟς  το!; 
προηγουμένοις,  (υψ.  0,00,  -λ.  0,12,  πάχ.  0,35), 
έν  ω  σώζονται  μόνον  τάοε: 

\  ι  ι  ι  ι  Λ  Ι  Ο  Σ  ΑύρηΤλιος 

À  Φ  Ρ  Ο  λ  Ε  Ι  Τ  ΆφροδείτΓιος] 

Κατά  τα  σωζόμενα  λείψανα  των  γραμμάτων 
δυνάμεθα  σχεδόν  μετά  βεβαιότητος  να  συμπληρώ- 
σωμεν: Αϋρή]λιος.  Στεφάνου  λείψανον  έν  τω  λίθω 
οέν  σώζεται  (διότι  όλόκληρον  τά  σωζόμενον  τεμά- 
χιον καταλαμβάνεται  6πο  των  σωζόμενων  γραμ- 
μάτων) ώστε  άβέβαιον  είνε  αν  το  τεμάχιον  τοοτο 
προέρχεται  δντως  έκ  πίναχος  αναθηματικού  τω 
Απόλλωνι  ύπο  Μακραϊ;. 

8.  "Ανω  μέσον  τεμάχιον  στήλη;  (υψ.  0,18, 
πλ.  0,13,  πάχ.  0,07)  μετά  ταπεινής  κορωνίδος 
έκ  κυματίου  και  αβακος.  Σώζονται  έν  αϋτώ  uiooe 
στεφάνου  έκ  φύλλων  μύρτου  και  έκτος  αυτού  τάοε 
τα  γράμματα: 

ΣΤΤΟλΥ  ς  Πολο- 

Μ  λ  Ρ  λ  Mxpx- 

ΤΤ  Ι  [Οώνιος  è  -• 

Υ  λ  Ρ  υ  ftp- 

Σ  [χοντ°ί]  ~  "  5 


Και  ή  επιγραφή  αοτη  ήτο  αναθηματική,  ω; 
φαίνεται,  τ<ρ   Απόλλωνι  οπό  ΜακραΤς. 

9.  Πίναξ  έ/.  λευχοΟ  λίθου,  κολοβός,    5ψ,  0,23 

5μενον  πλάτος  0,20  πάχ    0,023    οέρων  Ιντός 

στεφάνου  έκ  κλάδου   μύρτου  τήν   Εξής  έπιγραφήν: 


Αρχοντος 
Λρειο  υτ  ο  υ 

ν  ι  ΚΑΝ  ο  PC 
ΕΞΟΙΟ 


Αρχοντος 

Άριίου  το[θ] 

Nix  /  -'>;ο[ς] 

Έξ  oro  ι 


Οί  τον  στέφανον  αποτελούντες  δυο  κλάδοι  μύρ- 
του είναι  συνδεδεμένοι  δια  ταινία;  αποτελούμενης 
έκ  διίο  δφεων 

Αρχων  Αρειος  Νικάνορος  οεν  μοί  είναι  γνω- 
στό;. Νικάνωρ  έ;  Οίου  άπαντα  έν  τη  έν  (.Ι\. 
Ill1,   Ι  145,  επιγραφή 

11-13.  Γέσσαρα  διάφορα  τεμάχια  πινάκων  έχ 
λευκού  λίθου  παρεμφερών  τοϊ;  προηγουμένοις.  Σώ- 
ζεται έν  έκάστω  τούτων  τεμάχιον  του  έκ  μύρτου 
στέφανου,  ουοεν  όμως  γράμμα. 

14.  Δυο  προσαρμόζοντα  τεμάχια  πίνακος  έκ 
λευκού  λίθου.  Σωζόμενον  ύψο;  0,23  και  πλάτος 
0,53.  Πάχο;  0,032.  Ευρέθησαν  αμφότερα  ού/1 
μεν  εντός  του  έν  άρχη  του  άρθρου  τούτου  μνημο- 
νευομένου αρχαίου  οικοδομήματος  αλλ  έκτος  αυ- 
τού, υπό  τά;  Μακρά;  ομω;,  ει;  άπόστασιν  τριών 
περίπου  μέτρων  άπα  τη;  ανατολική;  πλευρά;  του 
ρηθέντος  οικοδομήματος. 

Σώζεται  έπ'ι  του   λίθου  το  πλείστον   μέρος   οΰο 

στεφάνων  έκ  κλάδων  μύρτου,  συνδεδευ,ένων  κατά 

το  σύνηθες  δια  ταινία;  έχούσης  σχήμα  δύο  όφεων. 

Γπο  του;  στεφάνου;  επιγραφή  μεγάλοις  σχετικώς 

γράμμασι: 

TT  Ο  Λ  Λ  Ω  Ν  Ι  Άπόλλωνι  [ύπο  Μακραΐς] 

iv/Toc  οε  των  στέφανων,  έν  μεν  τω   αριστερά  κει- 
μένω: 

Ο  Γ  Τ  Ε  Υ  ό  γ  ράμμα  τεύ- 

ΣΑΣΤΟΥΣΥ  σα;  τον  συ- 

[veSpto  ι 

.  ος  II  όπλιο;)  Ροθ[φος] 

ό  π^ολΕΐ/αρ^γ)-] 
σας  II ...  . 
ΟύεντίοΊ 

Ροΰοος. 


ιΟΣΤΤ  PO  YC 


Έ 


ν  οε  τω  οεςια: 


OTTC 

ΣΑΣΠ(• 
Ο  ΥΕΝΤΙΔΙ  - 
PO ΥΦΟΣ 


91 


ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ   ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΑΙ    ΤΩ   ΛΠΟΛΛΩΝΙ   ΥΠΟ    ΜΑΚΡΑΙΣ 


92 


Τα  γράμματα  εινε  το  πλείστον  έξηλειμμενα. 
Πρβ.  την  έν  σελ.  12,  κρ.  13  (δ  γραμματεύσας 
του  συνεδρίου    έπιγραφήν. 

Ιο.  Τεμάχιον  λίθου  (σωζόμενον  ύψος  0,1ο, 
-λ.  Ο,  12  και  πάχ.  0,05)  έν  ω  σώζεται,  μέρος  στε- 
φάνου και  έντος  αύτοΟ  επιγραφή: 


Γλ  Ι  ΟΣ 

Γάϊος 

ΙΟ  ΥλίΟΣ 

'Ιούλιος 

ΑΤΤΙΚΟ^ 

'Αττικό 

Γ 

Γέ-- 

Άυιφίβολον  είνε  αν  ο  λίθος  ούτος  προέρχεται  εκ 
πινακος  οίοι  οι  προηγουυ,ενοι.  Σημειωτέον  οε  οτι 
ευρέθη  καί  ούτος  έκτος  μεν  του  έν  αρχή  του  άρ- 
θρου τούτου  μνημονευομένου  αρχαίου  οικοδομή- 
ματος αλλ'  Οπό  τάς  Μακράς,  πλησίον  του  μέρους 
έν  ω  ευρέθη  καί  ό  προηγούμενος  πίνας. 

Προστιθέμενων  των  πινάκων  τούτων  τοις  έν  σελ. 
8-14,  υπ'  άρ.  1-16,  οημοσιευμένοις,  εχομεν  έν 
ολω  περί  τα  τριάκοντα  αναθήματα  προσενεχθεντα 
ΰπο  των  έν  'Αθήναις  άρ/ όντων  τω  έν  ταϊς  Μα- 
κραΐς,  έν  τω  σπηλαίω  Β  (ίδε  πίν.  1,  Β),λατρευο- 
μένω  Άπόλλωνι. 

Τά  επιγραφικά  ταύτα  αναθήματα  προσέφερον  οί 
άρχοντες  τω  έν  ταΐς  Μακραΐς  Άπόλλωνι  ένεκα 
της  σχέσεως  αυτών  προς  τον  ενταύθα  λατρευόμε- 
νον  'Απόλλωνα,  πατέρα  του  γεννάρχου  των  Αθη- 
ναίων "Ιωνος,  καθ  ά  έξέθηκα  έν  σελ.  23.  Προς  τω 
έκεΐ  οέ  μνημονευθέντι  περί  του  Απόλλωνος  τού- 
του, ως  'Απόλλωνος  πατρώου,  χωρίω  του  Δημο- 
σθένους, αναφέρω  ενταύθα  και  τόοε  το  χωρίον  του 
Πλάτωνος  (Ευθύοημος,  302  C):  «  ούκ  εστίν,  ην 
δ'  εγώ,  αυτή  ή  επωνυμία  (Ζευς  πατρώος)  Ιώνων 
ούοενί,  ούθ  όσοι  έκ  τήσοε  της  πόλεως  αποικισμέ- 
νοι είσίν  ούθ  ή  luv,  άλλα  Απόλλων  πατρώος  οιά 
την  του    Ιωνος  γένεσιν». 

Σημειωτέον  δε  οτι  τοιαύτης  ούσης  της  σχέσεως 


τών  αρχόντων  προς   τον   έν   ταΐς  Μακραϊς  Απόλ- 
λωνα δυνάμεθα  να  ύποθέσωμεν  οτι  καί  τον  ό'ρκον,, 
βν   ούτοι   τό  οζύτζρο^  ώμνυον  ,    κατ'  Αριστοτέλη, 
(ί'δε  σ.  23)  άναβάντες  εις  την  Άκρόπολιν  ',  ώμνυον 
προ  του   έν   ταΐς  Μακραϊς   Βωμοο  (ιδ.  σ".  15)  τοΟ 
Απόλλωνος,    άφ'  ου    άλλως  οιά  τοΟ  όρκου  τούτου 
ύπέσχοντο,    αν   παραβώσι  τινά  τών   θεσμών,   αν- 
δριάντα χρυσουν  Ίσόμετρον  άναθήσειν   έν   Je.lçpoÏQ 
και  άφ'ού  το  έν  ταΐς  Μακραΐς  ιερόν  ήτο  έν  Αθή- 
ναις ό,τι  αυτό  ιοϋτο  τό  έν  Δελφοΐς  ιερόν  του  Απόλ- 
λωνος. Ή  ύπόθεσις   αυτή    δεν  προσκρούει   εις   τήν 
μαρτυρίαν   του     Αριστοτέλους   αορίστως  εκφραζό- 
μενου,   μή    ορίζοντος   δηλ.  που   της    Ακροπόλεως 
ώμνυον  οί  άρχοντες,  διότι  αί  Μακραί  vai  μεν  κείν- 
ται έκτος  του  τείχους  της  Ακροπόλεως  άλλ'  υψηλά, 
έν  τώ  Βράχω,  συγκοινωνουσι  δ   αμέσως   μετά  του 
εσωτερικού  της  Ακροπόλεως  δια  της  έν  τω  Βράχω 
κλίμακος  θ-κ-.ί-μ  καί  της  θυρίοος  ν  (ί'δ.  σ.  26- 
27),  ώστε    ευλόγως   δύνανται   νά   έκληφθώσιν   ώς 
άποτελουσαι  μέρος  της   Ακροπόλεως,  άφ   ο  δ  αυτοί 
οί  αρχαίοι    τον  υπέρ    τό  Διονυσιακόν    Οέατρον   τά- 
φον    του  Κάλω,  το    ύδωρ   της  Κλεψύδρας   καί   το 
ιερόν   της  Ατ^τ^τρος  Χλόης   (ά   κείνται   έκτος  της 
'Ακροπόλεως  καί  δη  ουχί  τοσούτον    υψηλά,  έν  τώ 
Βράχω,    ώς   αί  Μακραί,  άλλα  χαμηλότερον),  έξε- 
λάμβανον  ενίοτε  ώς  κείμενα  έν  αύτη  τη  Ακροπόλει 2. 
Ή  εκφρασις  άρα  του  Αριστοτέλους  «  είςτήν Άκρό- 
πολιν Βαδίζουσι   καί  έκεϊ  ταύτα  ομνύουσι»    δυνα- 
τόν νά  έκληφθη  ώς  μή  άποκλείουσα   τάς  Μακράς. 
Κατ'  άκολουθίαν  ή  ανωτέρω   εικασία  ευλογοφανής 
είνε.    Ταύτης  δε    δεκτής  γενομένης,    έ'τι    μάλλον 
καταφαίνεται  δ  λόγος  οι  όν   οί  άρχοντες  άνέθετον 
τώ  Άπόλλωνι   υπό  Μακραΐς  τά  περί  ων  δ  λόγος 
αναθήματα  προς   ενδειξιν   οτι  έτήρησαν   τον  ορχον 
των  καί  πιστώς  διεξήγαγον  τά  της  εαυτών  αρχής. 


Άθήνησι  τη  15   'Ιουνίου  1897 


Π.  Καββαδίας 


1  η  Έντεϋθεν  (  άπό  τοϋ  λίθου  τοϋ  παρά  τήν  Βασίλειον  Στοάν)  δ'  ομό- 
σαντες  t'.ç  Άχρο'πολιν  βαδίζουσιν  καί  πάλιν  έχει  ταύτα  όανύουσι  και  μετά 
ταϋτ'  εις  τήν  αρ'/ήν  εισέρχονται».  (  Άριστ.    'Αθην.  ΙΙοΑιτ.   LX,  5). 

2  Περί  τοϋ  τάφου  του  Κάλιο  ό  Σ/ολιαστήί  (Ι,  3(18,14)  του  Λονχ. 
'Αλιείς  (4?:  έ'νιοι  δέ  χα!  κατά  τόν  του  Κάλω  τάφον  άνέρπουσιν  [δηλ. 
έπ•.  της  'Ακροπόλεως]  )  λέγει  τάδε:  «  ό  μ-έν  Κάλως  ήρως  παλαιός  ir 
τή    Άκιοηο.Ιίί  τεοαμμε'νος  ». 


Περί  δέ  τοϋ  ύδατος  της  Κλεψύδρας  ό  Σ/ολιαστής  τών  'Ορνίθων 
τοϋ  'Αριστοφάνους  (1(594)  λέγει  τάδε:  «Κρήνη  ir  ΆχροπόΛει  ήν 
Κλεψύδρα,  ής  "Ιστρος  έν  τη  ι6  '  μέμνηται  »,τά  παρά  τοις  συγγραφεΰ- 
σιν  άναλεγόμενος  ». 

Περί  òl  τοϋ  ίεροϋ  της  Δήμητρος  Χλόης  ό  Σχολιαστής  της  Λυσι- 
στράτης  τοϋ  'Αριστοφάνους  (830  χ.έ.)  λέγει  τάδε:  «  Χλο'ης  Δήμη- 
τρος  ιερόν  ir  ΆχροπόΛίί»  (χατά  ψιλο/ορον). 


II    ΚΩΛΙΛ2    ΑΚΡΑ 


Περίεργος  διαφωνία  του  γεωγράφου  Στράβω- 
νος καί  τοΟ  Παυσανίου  είνε  ή  iv  τοις  περί  Λ<•>- 
. /tit fi1*  <;  ακραο.  Ένεκα  τούτου  καί  ot  περί  τήν  το- 
πογραφίαν  της  'Αττικής  èv  γένει  καί  των  Α.θη- 
νών  ιδία  άσχοληθέντες  ημεδαποί  τε  καί  ξένοι  αρ- 
χαιολόγοι ò'.-/.  piovo  υ  τ  ι  περί  της  θέσεως  της  άκρας 
ταύτης.  Όσοι  τούτον;  συντάσσονται  τψ  Στρά- 
βωνι  τοποθετοοσι  τήν  Κωλιάδα  δκραν  έπί  τίνος 
των  ακρωτηρίων  της  Βάρης,  ίσοι  δέ  βασίζονται 
εις  τήν  μαρτυρίαν  τον  Παυσανίου  τιθέασιν  κύτήν 
έπί  της  άκρας  τον  λιμένος  τον  ΠαλαιοΟ  Φαλήρου, 
μέτρα  τινά  μακράν  τον  ναίσκου  τον  Αγίου  Γεωρ- 
γίου /.ατά  τήν  θέσιν  «  ΓρβΓς  Πύργοι». 

Π  διαφορά,  ώς  βλέπει  ό  αναγνώστης,  είνε  σπου- 
δαία. Εν  τη  περί  των  δήμων  της  Αττικής  πραγ- 
ματεία μου  '  έζήτησα  νά  συμβιβάσω  τον;  δυο  αρ- 
χαίους συγγραφείς,  τον  Παυσανίαν  καί  τον  Στρά- 
βωνα,δια  διορθώσεως  τον  κειμένου  τον  τελευταίου" 
καί  σήμερον  δ  εμμένω  έν  τη  γνώμη  μου  εκείνη 
ότι  το  χωρίον  τον  Στράβωνος  επαθεν  έν  τούτω  με- 
τάπτωσιν  λέξεων.  'Αλλ'  είνε  ανάγκη  πρώτον  νά 
ορίσω  καθαρώς  το  ζήτημα  πριν  προτείνω  τήν  διόρ- 
θωσιν,  ίνα  δ  αναγνώστης  κρίνη  κάλλιον  περί  τοΟ 
πράγματος. 

Και  δ  μεν  Παυσανίας  λέγει  ρητώς'  «\•Ι.τ éjçei 
âè  σταδίους  εϊκοοιν  άκρα  Κωλιάς.  ές  ταί•τη)• 
ιρθαρενζος  τοϋ  ναυτικού  τον  Μήδων,  κατηνεγκεν 
ό  κλύδων  π)  ΐΊΐπΊγια,  Κωλιάδος  δε  émir  εν- 
ταύθα   Αφροδίτης  άγαλμα  .  .  .». 

Επειδή  δέ  b  Παυσανίας  περί  Φαλήρου  ευθύς 
ανωτέρω  ποιείται  λόγον,  το  απέχει  δέον  νά  έν- 
νοηΟη  από  Ί'ι/.ΐήρου.  Οί  άκολουΟοϋντες  'λοιπόν  τω 
Παυσανία  αρχαιολόγοι  εάν  κατορθώσωσι  νά  εορωσι 
τήν  ακριβή  θέσιν  του  λιμένος  Φαλήρου  δέν  εχουσιν 
ή  να  ύπολογίσωσιν  είκοσι  στάδια  απ  αυτού,  ό'πως 
τοποθετήσωσι  τήν  Κωλιάδα  άκραν.  Ούτως  επρα- 
ςεν  ό  περιώνυμος  Αγγλος  συνταγματάρχης  \\  . 
Leake 3"  άπεδέςατο  ώς  Κωλιάοα  τήν  άκραν  γης 
τήν  έν  τω  Παλαίω  Φαλήρω,  έκεΐ  ένθα  κείται  σή- 
μερον το  ςενοδοχεΐον  Πρινοπούλου,  καθόσον  ούτος 
1  Die  DemeD  von  Anika  Leipzig  1886  S.  48. 

-   Παυσανίας  I,  I  ,  5. 

3  W.  Leake  Die  Demen  von  Attika  ι  Westerman  μετά^ρα- 

οις)  σελ.  45. 


ώς  Φάληρον  υπελάμβανι  τον  μικρόν  λιμενίσκον 
Κουμουνδούρου,  οπόθεν  ή  ει;  το  σηαερινόν  ΙΙα- 
λαιάν  χπόστασις  sîve  &κριβώς  είκοσι  στάδια. Τούτω 
οε  συμφωνοασι  πλείστοι  αρχαιολόγοι  και  of  ίκπο- 
νήσαντες  τον  της  Αττικής  χάρτην  τον  Γερμανικού 

Ινστιτούτου.    Ι\.ίιι|ιιιΊ   και   Ι  Julius. 

lipo;  έπίρρωσιν  της  γνώμης   ταύτης   έπιπροσ- 
θέτω,  ότι  ό  Παυσανίας  ολίγον  πριν  Jj   είσέλθη  εις 

Αθήνας  λαλών  περί  των  λιμένων  αυτή;,  αναφέρει 
κατά  σειράν  τον  Πειραιά,  τήν  Μουνυχίαν,  το  Φά- 
ληρον, είτα  δέ  τήν  Κωλιάδα  άκραν,  ώστε  /.ατά 
το  γενικον  πνεύμα  της  άφηγήσεως  τον  Παυσανίου 
δέν  πρόκειται  περί  άκρα;  λίαν  απομεμακρυσμένης 
και  μόλις  ορατή;  από  Φαλήρου,  άλλ«  περί  λίαν 
πλησιοχώρου  θέσεως. 

ιδωμεν  νΟν  τί  λέγει  περί  Κωλιάδος  άκρας  δ 
Στράβων1.  «  .l/>rù  ο*«  γ-ι•  Πειραιά  Φα  Ιηι  ϊς  δή- 
μο/;  év  τΓι  εφεξής  παραλία,  εϊθ'  Άλιμούσιοι, 
Αίζωνεΐς,  Α.Ιαιεΐς  οί  Αίζωνικοί,  Αναγυράσιοι, 
είτα  θωραιεϊς,  Ααμπτρεΐς,  Αίγιλιεΐς,  "  Αναφλΰ- 
ΰτιοι,  Αζηνιεϊς.  Ούτοι  μεν  οί  μέχρι  τη/;  ιίκρας 
τον  Σουνίου'  μεταξύ  δέ  των  λεχθέντων  δήμων 
μακρά  άκρα  πρώτη  μετά  ιούς  Αΐζων  ας  Ζ/οστήρ, 
εΐτ  άλλη  ite-à  θοραιεας  'Αστυπάλαια  .  .  .  περί 
δε  Ανάφλυατόν  έστι  και  -•'  Πανεΐον  καί  tì>  της 
Κωλιάδος  Αφροδίτης  ιερόν,  εις  Òr  τόπον  έκχυ- 
μανθηναι  τα  τελευταία  τα  ex  τη/;  περί  Σαλαμίνα 
ναυμαχίας  τη/;  Περσική/;  ναυάγια  φαβί  .  .  .». 
Κατά  το  γράμμα  λοιπόν  του  κειμένου  τούτου, 
ή  Κωλιάς  άκρα  θετέα  περί  την  άκτήν  τήν  σήμε- 
ρον λεγομένην  Ανάβυσος  ί  Ανάφλυστος  δύο  μό- 
νον δήμους  εντεύθεν  του  Σουνίου"'.  Τοιαύτη  ό'μως 
ερμηνεία  θά  άπετέλει  τρανοτάτην  λντίφασιν  πσος 
το  ανωτέρω  παρατεθέν  χωρίον  τον  Παυσανίου  καί 
δέν  είνε  ορθή;  κριτική;  έργον  νά  διαφωνήσωμεν  έν 
τω  ζητήματι  τούτω  προ;  τον  Παυσανίαν,  ού  πολ- 
λα/ώς  ή  αξιοπιστία  είνε  σεβαστή.  Αφ'  ετέρου  δέον 

1  Θ,  398. 

2  'ίί;  Κωλιάδα  à'xpav  ό  Γάλλο;  Hanriot  (Recherches  surla 
Topographie  des  Déraes  de  l'Attique  1853  p.  21  t]  ϊχολοϋθηΌας 

χιτα  γράμμα  τΛ  Στ;αό<.>νι  έξελε'ξατο  τόν  "Αγιον  Νιχόλαον  της  Βά- 
ρης, θεωρών  ώς  επιχείρημα  υ-έο  της  γνώμη;  toj  τήν  ιρωνητιχήν 
αναλογίαν  μεταξύ  τών  λέξεων  ΛΊχό.ίαος  χα;  KutÀtàc  Καθ' ημάς  ή 
αναλογία  αϋτη  είνε  ατυχέστατη,  ?•.οτ•.  ό  "Αγ.  Νικόλαος  δεοίξατο 
συνηΌως  τόν  Ποσειδώνα. 


95 


Η    ΚΩΛΙΑΣ   ΑΚΡΑ 


96 


δμολογήσωμεν   μετά  τοΰ  Leake,  ότι  δ  Στρα- 


βων,  προκειμένου   περί  των  παραλίων   δήμων  της 
'Αττικής,   αποδεικνύει   έξαιρετικήν   σαφήνειαν   καί 
άκρίβειαν,    ίσως   διότι    κατά    θάλασσαν  περιηγού- 
μενο: περιέγραψε  τους  δήμιους  τούτους,  οίτινες  εινε 
σήμερον  ακριβώς,  χάρις  τω  Στράβωνι   οι  κάλλιον 
γνωστοί  της  όλης  'Αττικής  καί  ήττον  αμφισβητή- 
σιμοι.  Προς   άρσιν   λοιπόν   τής  διαφωνίας  ταύτης 
του   κειμένου   του   Στράβωνος,   οδ   τήν   φθοραν  εν 
τη  περί  «  Δήμων  της  '  irrwifjç»  πραγματεία  ημών 
υπεδείξααεν,  προτείνομεν  νΟν  να  διορθωθη  ώς  έςής: 
«  Μεταςί'  δε  των  Λεχθέντων  δήμων  μακρά  άκρα 
πρώτη  ΚωΛιάς  και  το  της  ΚωΛιάδος  Αφροδίτης 
Ιερόν  εις  òv  τόπον  έκκνμανθηναι  τα  τε.ίενταΐα 
τα  έκ  της  περί  ΣαΛαμΧνα   ναυμαχίας  της  Περ- 
σικής νανάγια  φασίΐ)  .  .  .  είτ   άλλη   μετά  τους 
Αίξωνέας  Ζωστήρ  κτλ. 

Αλλ  ή  τοποΟέτησις  της  ΚωΜάδος  άκρας  έπι 
της  άκρας  του  Παλαιού  Φαλήρου,  ή  ύπα  τοΰ  Leake 
πρώτον  γενομένη,  καί  εσχάτως  ύπό  τοΰ  γερμανι- 
κού Χάρτου  έπικυρωθεΐσα,  μοί  φαίνεται  πλημ- 
μελής. 

Ό  Leake,  όστις  άπεδέχετο  ώς  λιμένα  του  Φα- 
λήρου τον  λιμενίσκον   του  Κουμουνδούρου,  κάτω- 
θεν της  Μουνυχίας,  üyi  δίκαιον,  κατά  τους  υπο- 
λογισμούς αύτοΰ,  τοποΟετών  έν  τή  θέσει  τών  Τριών 
Πύργων  έν  Παλαίω  Φαλήρω  τήν  Κωλιάοα  άκραν. 
'Αλλ'  οί   γερμανοί  επιστήμονες,  οίτινες  ίδιαίτερον 
λιμένα  Φάληρον  δεν  δρίζουσιν,  αλλ  δλόκληρον  τον 
άπο  Καστέλλας  μέχρις 'Αγίου  Γεωργίου  (Παλαιον 
Φάληρον)   κόλπον  ονομάζουσι  Φάληρον,  που  στη- 
ριζόμενοι έτοποθέτησαν  τόσω  εγγύς  τήν  Κωλιάδα 
άκραν;  Έκ  τίνος  σημείου  του  Φαληρικού  κόλπου 
πρέπει  να  ύπολογισθώσι  τα  είκοσι  στάδια  άπερ  δ 
Παυσανίας  λέγει  ότι  απέχει  το  Φάληρον  της  Κω- 
λιάδος  άκρας;  'Ημείς  τουλάχιστον  νομίζομεν   ότι 
ύπάρ/ει   λόγος   ιδιαίτερος  νά  προτιμηθή   ώς   Κω- 
λιάς  ή   σημερινή    άκρα   έ<ρ'  ής   δ  "Αγιος   Κοσμάς* 
όπου  καί  ή  διάσωσις  μέχρι  σήμερον  του  ναού  τού- 
του δύναται  να  πείση  ήμας  περί  της  υπάρξεως  αρ- 
χαίου  ναού  κατά  τήν   θέσιν  ταύτην  ,   oioc  ήτο   δ 

'  Τήν  Οει.ιρίαν  ταύτην  πρεσβεύει  καί  ό  άλλοτε  καθηγητής  τοϋ 
'Εθνικού  Πανεπιστημίου  άοίδιμος  Η.  Ν.  Ulrichs  έν  τω  έργω  αύτοΰ 
Topographie  der  Hafen  von  Allien.  Ίδέ  τον  Χάρτην  κοί  τας 
σελίδας  Ü7'l  -676. 

2   Καθ'  α  δέ   προφορικώς   μοί  άνεκοίνωσεν   ό  καθηγητής   κ.  Arthur 


ύπό   του  Στράβωνος   καί  τών  άλλων   συγγραφέων 
μνημονευόμενος  ναός  της   ΚωΛιάδος   Αφροδίτης. 
Ε'ις  έπίρρωσιν  της  γνώμης  ημών  ταύτης  έρχε- 
ται καί  το  έξης  λίαν  περίεργον  2  ότι,  από  του  Αγίου 
Γεωργίου  του  Παλαιού  Φαλήρου,  μέχρι  τοϋ  Αγίου 
Νίκο. I  ace  της  Βάρης,   δεν  υπάρχει  σήμερον  άλλη 
εκκλησία  έπί  της  ακτής,  πλην  της  τοΰ  'Αγίου  Κο- 
σμά, ούδε  δ  Παυσανίας  ή  δ  Στράβων  αναφέρει  έπι 
της  αυτής   ακτής   άλλο  ιερόν  πλην  τοΰ  της  Κω- 
λιάδος  'Αφροδίτης.   Έπειτα  δε  καί  ούοεμία   άλλη 
άκοα  τόσον  εξέχει  εις  τήν  θάλασσαν  όσον  δ   Αγιος 
Κοσμάς.  Εις   έπίμετρον   δε    έν   τοις  «.Δήμοις   της 
Άττικηςί)  αναφέρω  καί  άλλους  λόγους  τεχνικούς, 
ους  περιττον  θεωρώ  νά  επαναλάβω  ενταύθα3,  προσ- 
θέτω μόνον  ότι  ή  μετατροπή  τών  ειδωλολατρικών 
ίεοων  εις  χριστιανικούς  ναούς  εγενετο  των  μεν  οια- 
σήμων   ήτοι  τών   μεγάλων   θεών   καθ'  ώρισμένους 
τινάς  κανόνας,  οίον  το  της   Αθηνάς  εις  Παναγίαν, 
το  τοΰ  Ποσειδώνος   εις  " Αγιον   ΝικόΛαον,  το   τοΰ 
'Ηρακλέους  καί   Θησέως   εις  "Αγιον    Γεώργιον  ή 
"Αγιον  Δημητριον,  άλλα  τών  ήττον   διασήμων  ή 
μετατροπή   έγένετο,  ώς  παρατηρεί  δ  Leake,  σχε- 
δόν τυχαίως  καί  πολλάκις  λόγω  του  δμοήχου  της 
πρώτης  συλλαβής  τών  αντιστοίχων  ίερών  ιδρυμά- 
των, οίον  ΚωΛιας —  Κοσμάς. 

Περατοοντες  τήν  μικράν  ημών  ταύτην  οιατρι- 
βήν  λέγομεν,  ότι  τα  αγγεία  τα  έκ  της  Κωλιάδος 
γης  κατά  τήν  αρχαιότητα  κατασκευαζόμενα  ήσαν 
περιώνυμα  δια  τήν  λεπτότητα  αυτών  καί  δια  τον 
νρωματισμόν.  Σήμερον  οέ  μόνον  κατά  τήν  θέσιν 
τοΰ  ' Αγιον  Κοσμά  ή  γη  δύναται  να  παράσνη  άρ- 
γιλον  αρίστης  ποιότητος,  ένω  κατά  το  Παλαιόν 
Φάληρον  έπί  της  ακτής  ή  γη  εϊνε  απανταχού  άμ- 
αώδης  καί  επομένως  ακατάλληλος  εις  κατασκευήν 
αγγείων  4. 

ΣΗΜ.  Έν  ταΐς  πε'ουσι  γενομέναις  έν  Παλαίω  Φαλήρω  ϋπερθεν  τοϋ 
ξενοδοχείου  Λ.  Πρινοπούλου  άνασκαφαΐς  ύπό  τοΰ  εταίρου  τοΰ  ενταύθα 
Γ;ου.ανικοϋ  αρχαιολογικού  'Ινστιτούτου  Th.  Wiegant,  ουδέν  άξιον 
λογού  μνημείον,  δυνάμενον  νά  πίστωση  τήν  αυτόθι  ϋπαρξιν  αρχαίο» 
ναοΰ,  ευρέθη,  πλην    όλιγίστων    ρωμαϊκής    εποχής    θεμελίων    εξοχικής 

έπαύλεως.   Πρβ.   Mitteilungen   des  Κ.  deutschen  arch.  Inst. 
Συνεδρία  3   Ίανουαρ.  1896. 

Π.  Κλςτριωτης 

MilchhÖfer  ό  τό  χείμενον    τοϋ  Χάρτου   τοϋ  Γερμανικού  Ίνστιτούτοι* 
συγγράψας,  αποδέχεται  νϋν   ώς  Κωλιάδα  ά'κραν   τον  "Αγιον   Κοσμάν. 

3  Die  Deinen  von  Attika  έ'νθ'  ανωτέρω. 

-''    'Αθηναίος  Δειπνοσοφιστής  XI,  64. 


'Εξεδόθη  τη  15  'Ιουλίου  1897. 


ΜΙ1ΤΡΛΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΙΙ    ΕΚ   MYKIIXÜN 


Ι  ll.v.    1 


1.   %17-.'»ί.ι 

Εν  τινι  των  οικημάτων  της  ακροπόλεως  Μυ- 
κηνών, άτινα  άπεκαλύφθησαν  το  Ι  SUO  αριστερά 
τω  άνερχομένω  την  μεγάλην  άτό  της  πύλης  των 
λεόντων  προς  τά  υψηλότερα  μέρη  τής  ακροπόλεως 
άγουσαν  άνάβασιν,  άνεκαλύφθη  μήτρα  λίθου  γρα- 
νίτου  έχουσα  μήκος  0,133  μ.,  πλάτος  0,072  ;;.., 
πάχος  0,03  ;/.  καΐ  φέρουσα  τύπους  έγγεγλυμμέ- 
νους  έτ  αμφοτέρων  των  όψεων"  ήτοι  έπί  της  μιας 
μέν  (πίν.  7,  1  τύτον  ενός  επιμήκους  έ:αρτ/γ;.ατος 
συνηθέστατου  έν  τη  μυκηναϊκή  τέχνη  '  /al  ενός 
ναυτίλου,  έτ'ι  οέ  τής  ετέρας,  τής  μη  κπεικονισθεί- 
σης,  μόνον  τον  τύπον  εξαρτήματος  ομοίου  μέν  τψ 
πρώτψ  έν  τοΤς  πλείστοις,  οιαφέροντος  δμως  κατά 
το  μέγεθος  /.y),  εν  τισι  λεπτομερείαις. 

Αλλαι  δύο  μητραι,  ή  μέν  έκ  τοΟ  αύτου  λίθου, 
ές  οδ  καΐ  ή  ανωτέρω,  ή  δε  βασάλτου,  ωσαύτως 
έκ  της  ακροπόλεως  Μυκηνών  προερχόμεναι,  είναι 
icpc  πολλοΟ  γνωσταί  .Ή  μία  ές  αυτών  είναι  πλα- 
κωτή και  φέρει  ^~  αμφοτέρων  των  πλευρών  τύ- 
πους, ών  τίνες  διατηρούνται  καλώς,  ένώ  άλλων 
σώζοντα•,  λείψανα  μόνον  μάλλον  ή  ήττον  αμυδρά" 


εκ   τούτίυν   τών  ήμισοέστων   ο 


ιακρινονται 


"Λ 


ι•' 


μιας  πλευράς  τά  ίχνη  τεσσάρο,ιν  κοσμημάτων  πα- 
ρεμφερών τω  αριθμώ  ούο  και  —  -αρά  τον  τύτον 
του  τολυτοοος  —  άλλα  ίχνη. κοσμημάτων,  ων  το 
σ/ήαα  δέν  δύναται  νά  ορισθη  μετ'  ακριβείας'  έτι 
τής  ετέρας  τλευρας,  της  κάτω  έν  τη  είκόνι  του 
Schlïemann,  φαίνονται  τά  λείψανα  κόγχης.  Άξιο- 
σημείωτον  ο  έν  τούτοις  είναι,  ότι  οί  έξίτηλοι  ού- 
τοι τύποι  δέν  απετρίβησαν  ένεκα  συχνής  /ρήσεως, 
άλλ  άτεςεοΌ/,ταν  τρο:ραν<ύς  έτίτηοες  δπως  έγγλυ- 
φώσι  νέοι'  δ  τύτος  τοΟ  πολύποδος  τούλά^ιο-τον 
φαίνεται  ότι  εν  μέρει  κείται  έτι  αρχαιοτέρου  κο- 
σμήματος. 


II  άλλη  έν  ταΐς  αύταΐς  άνασκαφαΐς  άνακαλυ- 
τ,Οεϊο-α  μήτρα  είναι  κυβική  και  ρέρει  τύτους  ίπΐ 
-έντε  πλευρών,  ών  αϊ  τέσσαρες  μόνα•,  ίδημοσιεύ- 
θησαν  ντο  τον  Scbliemann'  ΙπΙ  τ<•,ς  πέμπτης,  ι,' 
ήυ.εϊς  //.-εικονίσαμε•/  -;/.  /.  2,  υπάρχει  τύτος 
ψήφου  επιμήκους  και  μικρόν  μέρος  ήμιστρογγύ- 
λου  κανόνος  φέροντος  έκτύπους  σπείρας1,  £— *.  οέ 
τής  έκτης  μόνον  δύο  μικραί  αβαθείς  κοιλότητες. 
Περί  τής  πλευράς,  ης  ή  είκών  εορηται  παρά  Scblie- 
mann είκ.  163  κάτω  δεξιά,  παρατηρώ  ότι  έφερε 
τύπον  εξαρτήματος  παρεμφεροος  προς  τα  έτι  τής 
άλλης  μήτρας  και  έτι  της  /Ον  το  πρώτον  δημο- 
σιευομένης δίς  άπαντώντα,  σώζεται  δμως  σήμερον 
μόνον  το  ήμισυ  τον  τύπου,  διότι  ή  μήτρα  αοτη 
ήτο  αρχικώς  διπλασία  τουλάχιστον  το  μήκος,  ατε- 
κόπη  δέ  μέγα  μέρος  αυτής  —  ίσως  διότι  έβλάβη  — 
και  ούτω  έμεινε  μόνον  το  ήμισυ  τον  έςαρτήματος 
ένεκα  τον  αύτοϋ  λόγου  και  τον  ήμιστρογγύλου 
κανόνος  μετά  των  σπειρών,  τον  έτι  τής  τέμττης 
τλευρας,  έμεινε  μόνον  ή  αρχή.  Ετι  τής  νέας  τλευ- 
ρδς  οέ,  τής  σχηματισθείσης  μετά  την  άποκοπήν, 
έσκαλίσθησαν  αί  όνο  αβαθείς  μικραί  κοιλότητες, 
ας  άνεφέραμεν  και  αί'τινες  ίσως  δηλοΟσιν,  ότι  έσκό- 
τουν  νά  έγγλύψωσι  νέον  τύτον. 

Τετάρτη  πλακωτή  μήτρα  εορηται  έν  τω  μου- 
σεία» τον  Γίερολίνου  έκ  Μ.  Ασίας  προερχομένη  και 
έν  Σμύρνη  αγορασθείσα,  είναι  ò  έ'ς  άγαλματολί- 
θου  και  φέρει  έτι  τής  μιας  πλευράς  τρεις  τύτους, 
ών  εις  ναυτίλου  καί  άλλος  καρδιοσχήμου  φύλλου  2. 
Τέλος  έν  τη  άκροτόλει  Μυκηνών  έχει  άνακαλυφθη 
και  τέμττης  μήτρας  μικρόν  τεμάχιον,  έφ'  ου  σώ- 
ζονται δύο  τύποι  ψη^ων  σ/ήματος  ώς  ένπίν.  7,2 
τερίτου. 

ί-'ς  τρος  την  χρησιν  τών  μητρών  τούτων  ήδη 
ό  Milchhöfei  3  ταρετηρησεν  ότι  ό  έτι  τής  οευτέ- 
ρας  υπάρχων   τντος  κωνοειοονς   κοσμήματος  άτο- 


1  Πρδλ.  τ..  -/.  Kuppelgrab  τοπ  Meni  di  πίν.  IV  27.  'Αθηναίου 

τομ.  VI  πίν.  4. 

Schliemann  Mycènes  six.  162  xal  163.  Ή  Ιυ-ίο*  χαί  παρά 
SchuchhardI  Schliemann's  Ausgrabungen9  ιίχ.  297. 

ΚΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897 


'  Πρ6.  Bulletin  tie  corresp.  hell.  II  (1878)   itCv.  13,  5,  έ'νθα 

οαως  ό  χανών  εΐνα:  επίπεδος. 

2  Furlwangler  un.!  Löschte,  Myk.  Vasen  ε!χ.  20. 

3  Athen.  Mittheilungen  1887  1. 173. 

7 


99 


ΜΗΤΡΑΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


100 


δεικνύει,  δτι  οί  εν  ταΐς  άνασκαφαΐς  του  Scblie- 
mann  άνακαλυφθέντες  κώνοι  έξ  ύαλομάζης  '  εν- 
ταύθα κατεσκευάζοντο.  Ό  Schuchliardt2  δεν  οια- 
φωνεϊ  προ;  ταύτα,  διότι  φρονεί  δτι  αί  μητραι  έχρη- 
σίμευον  ποος  òuo  σκοπούς,  όπως  τυπωνται  οηΛαοη 
εν  αύταΐς  τα  έκ  χρυσοΟ  ελάσματος  κοσμήματα 
και  συγχρόνως  όπως  πλάττωνται  τα  έκ  γης  όπτής" 
διότι  ούτος,  συμφώνως  τη  γνώμη  του  Landerei•3, 
παραδέχεται  δτι  ή  συνήθως  ΰαλόμαζα  λεγομένη 
είναι  άργιλος  ώπτημένη  έν  πολλω  πυρι  και  περι- 
ηλειμμένη  ύάλωσιν  μολύβδου.  Τουναντίον  ό  Hei- 
big4, όστις  επίσης  ακολουθεί  τη  γνώμη  τοΟ  Lan- 
derer  καί  ονομάζει  την  υλην  των  κώνων  καί  των 
ομοίων  αύτοϊς  κοσμημάτων  «  είοός  τι  φαοεντιανης 
(faience)»,  ισχυρίζεται  συμφώνως  τη  όλη  περί  της 
μυκηναϊκής  τέχνης  θεωρία  του,  δτι  τά  έν  λόγω 
κοσμήματα  είναι  φοινικικά,  έν  Έλλάοι  οί,  λέγει, 
κατεσκευάζοντο  υ,όνον  τα  έκ  χρυσού  ελάσματος 
καί  μόνον  προς  τούτο  ήσαν  προωρισμέναι  αί  έν 
Μυκήναις  άνακαλυφθεΐσαι  μητραι.  Περί  της  μή- 
τρας δε  ήτις  φέρει  τον  τύπον  του  κώνου,  υποθέτει 
ό  Heibig  ότι  ήγόρασεν  αυτήν  έκ  του  εξωτερικού" 
τεχνίτης  τις  εγκατεστημένος  έν  Έλλάοι  χάριν  των 
άλλων  τύπων,  των  καταλλήλων  προς  τύπωσιν 
χρυσών  κοσμημάτων,  ένω  δ  τοο  κώνου  ήτο  άχρη- 
στος εις  αυτόν. 

Ώς  προς  τήν  υλην,  αν  δηλονότι  είναι  ύαλόμαζα 
ή  άργιλος  ώπτημένη  έν  πολλω  πυρί,  το  πράγμα 
χρήζει  ακριβεστέρας  είοικής  εξετάσεως'  διότι  περί 
πολλών  τουλάχιστον  κοσμημάτων  μοί  φαίνεται 
άναμφίβολον,  ότι  είναι  χυτά  έξ  ύαλομάζης'  άλλα 
το  ζήτημα  της  ύλης  δεν  ενδιαφέρει  ενταύθα  τόσον, 
όσον  τό  του  τόπου  της  κατασκευής  τών  κοσμημά- 
των, και  έπί  τούτου  δίδουσιν  αί  μητραι,  αν  δεν 
άπατώμαι,  άπάντησιν  ουχί  σύμφωνον  τη  γνώμη 
τοΟ  Heibig. 

Τά  έξ  ύαλομάζης  κοσμήματα  —  ημείς  θα  κα- 
λώμεν  τήν  υλην  οΰ'τω  —  είναι,  όπως  άλλως  καί 
τά  χρυσά,  δύο  ειδών,  περίοπτα  καί  μονοπρό- 
σωπη' τά  πρώτα  έχουσι  ούο  επιφανείας  κατά  τον 
αυτόν  τρόπον  πεποικιλμένας  ή  άλλως  ήσαν  τ.ροω- 

1  Schliemann  Mycènes  είκ.  164. 

2  "Ε.  ά.  σ.  323. 

3  Παρά  Schliemann  Myc.  σ.  178. 

4  La  question  mycénienne  έν  Mém.  de  I'acad.  des  inscri- 
ptions et  lielles-lellres  tome  XXXV,  2e  partie,  σ.  294  σημ.  1. 


ρισμένα  να  φαίνωνται  πανταχόθεν,  τών  δέ  δευτέ- 
ρων μία  μόνον  επιφάνεια  φέρει  έ'κτυπον  τό  ποί- 
κιλμα,  διότι  αυτή  μόνη  ήτο  δρατή,  ένω  ή  έτερα 
εΐνε  εντελώς  λεία.  "Ινα  χυθώσι  τά  πρώτα  χρειά- 
ζονται δύο  δμοιαι  μητραι  ακριβώς  έπ  αλλήλων 
εφαρμοζόμενα',  και  ασφαλώς  συνΟεόμεναι,  εχουσαι 
δε  καί  οχετούς  προς  είσαγωγήν  τοΟ  ρευστού  εις 
τους  τύπους'  τά  δεύτερα  δ'μως  χύνονται  έν  μια 
μόνη  μήτρα,  δεν  υπάρχει  ο'  ανάγκη  καλύμ- 
ματος αυτής  ούδ'  οχετού.  Αί  τρεις  λοιπόν  έκ 
Μυκηνών  μητραι,  έφ  ων  ούτε  οχετοί  ΰπά.ρ- 
χουσιν  ούτε  τις  ένδειξις,  δτι  συνηρμόζοντο  μετ 
άλλων  καί  συνεδέοντο,  βεβαίως  οέν  έχρησίμευον 
δπως  χύνωνται  έν  αύταϊς  κοσμήματα  έξ  ύαλομά- 
ζης πεοίοπτα"  κάλλιστα  όμως  ήούναντο  όχι  μόνον 
να  τυπώνωνται  τά  έκ  χρυσού  ελάσματος  περίοπτα 
ή  μονοπρόσωπα  —  τών  χρυσών  περίοπτων  έτυ- 
ιζοϋντο  τά  ούο  ήμίση  χωριστά  καί  κατόπιν  συνε- 
χο^Τκώντο  —  άλλα  καί  να  χυθώσιν  έξ  ύαλομάζης 
τά  κοσμήματα,  ών  ή  μία  επιφάνεια  ήτο  λεία,  π. 
χ.  οί  ναυτίλοι,  αί  σηπίαι,  οί  κώνοι,  τά  εξαρτή- 
ματα ώς  πίν.  7,  1  καί  άλλα.  Tè  αυτό  εννοείται 
ισχύει  καί  περί  της  έκ  Μ.' Ασίας  έν  Βερολίνψ  μή- 
τρας, ής  καί  τά  τρία  κοσμήματα  ήσαν  μονοπρό- 
σωπα. 

"Οτι  δέ  αληθώς  αί  μητραι  αύται  έξ  αρχής  κα- 
τεσκευάσθησαν  προς  τον  σκοπόν  του  να  χύνωνται 
δι1  αυτών  καί  υάλινα  κοσμήματα,  αποδεικνύεται 
νομίζω  έκ  τούτου,  δτι  έπί  τών  έν  Μυκήναις  άνα- 
καλυφθεισών  οί  πλείστοι  τών  τύπων  έχουσι  παρ 
εν  τών  άκρων  των  αύλακα  στενόν1,  όστις  οέν  φαί- 
νεται νά  είχε  σπουδαιότητα  τίνα  δια  τήν  τύπωσιν 
τών  χρυσών,  άλλα  μόνον  δια  τήν  χύσιν  τών  υάλι- 
νων '  διότι  εις  τους  αύλακας  τούτους  ένετίθετο  κατά 
πασαν  πιθανότητα  λεπτόν  μετάλλινον  σύρμα,  ου 
έξελκομένου    μετά    τήν    χύσιν    έσχηματίζοντο    τα 

1  Έπί  της  νΰν  δημοσιευομένη;  μήτρας  πίν.  7,  Ι  αύλακας  εχουσι 
τά  δύο  εξαρτήματα,  έπί  δέ  τών  έν  τω  βιβλίο)  τοϋ  Schliemann  εικό- 
νων δέν  διακρίνονται  μέν  παντα/οΰ  σαφώς  οί  αύλακες,  ΰπάρ^ουσιν 
ό'μω;  έπί  τών  τριών  αρτίων  τύπων  της  μιας  πλευράς  της  πλακωτής 
μήτρας  Mycènes  είκ.  162  κάτω,  καί  έπί  τών  δύο  τύπων  της  άλλης 
τών  έν  είκ.  163  αριστερά  εικονιζόμενων  έκ  τών  τύπων  τών  τριών 
άλλων  πλευρών  της  αυτής  μήτρας,  τών  είκ.  163  δημοσιευομένων,  τό 
μέν  επίμηκες  εξάρτημα  είναι  βεβλαμμε'νον,  ώστε  δέν  φαίνεται  αν 
εϊχεν  αύ'λακα,  ωσαύτως  τό  παρά  τόν  κώνον  βωμοειδές  ή  βαΟροειδές 
κόσμημα,  αυτός  δε  ό  κώνος  δέν  έ'/^ει  αύλακας,  αλλά  τεσσάρας  μικρας 
στρογγύλας  κοιλότητας  κειμένας  ε'σω  έν  τω  δευτέρω  έλιγμώ  και  λο- 
ξώς  προς  τά  εντός  διευΟυνομένας. 


101 


ΜΙΙΤΙ'ΛΙ    ΚΛΙ    ΕΙΦΗ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


102 


τρήματα,  οι  ών  τ-),  κοσμήματα  ταΟτα  συνείροντο 
ή  συνερράπτοντο.  Καί  ευρίσκονται  ol  αύλακες  πάν- 
τοτε εις  το  μέρος  του  τόπου,  6που  τω  οντι  τα  σω- 
ζόμενα κοσμήματα  είνε  τετρτιμένα.  Οοέ  κώνος  εγει 
τεσσάρας  λοξώς  προς  τ-/,  εσω  διευθυνομένας  κοι- 
λότητας, διότι  αληθώς  του  είδους  τούτου  τα  κο- 
σμήματα εχουσι  »υχνά  τέσσαρα  τρήματα,  άτινα 
δλίγον  οψηλότερον  της  βάσεως  αρχόμενα  και  λο- 
ςως  προς  τα  εσω  καί  κάτω  οιευθυνόμενα  έκβάλ- 
λουσιν  έπί  τής  βάσεως  πλησίον  τής  περιφερείας 
αοτής.  ΣτεροΟνται  οέ  κολάκων  πρώτον  ο(  τύπο-., 
iv  οΐς  έχιίνοντο  κοσμήματα  φέροντα  τρήματα  ουχί 
παράλληλα  τη  λείο«  έπιφανεία,  άλλα  κάθετα  είζ 
τ-),-  γωνίας  —  π.  χ.  τά  λεπτά  πλακίδια  των  ναυ- 
τίλων καί  τών  υηπιών  — ,  διότι  ταύτα  έτρυπώντο 
μετά  την  χύσιν  και  δεύτερον  ol  τύποι  οί  προωρι- 
σμένοι  οιά  περίοπτα  κοσμήματα, ota  είναι  ai  ψήφοι 
καί  άλλα,  άτινα  εν  ταΐς  μήτραις  ταύταις  δέν  ήτο 
δυνατόν  νά  χυθώσιν  έξ  οαλομάζης,  άλλ'  έτυποοντο 
εκ  χρυσοΟ  ελάσματος.  Εννοείται  ότι  και  έπί  τών 
τύπων  των  εχόντων  αύλακας  ήδύναντο  νά  τυπώ- 
σωσι  χρυσδ  κοσμήματα  έχοντα  τήν  οπισθίαν  έπι- 
φάνειαν  λείαν  εάν  δμως  μόνον  προς  τούτον  τον 
σκοπον  ήσαν  προωρισμένοι,  οί  αύλακες  μένουσιν 
ανεξήγητοι'  διότι  εις  τά  έκ  χρυσού  ελάσματος  κο- 
σμήματα, τα  τε  περίοπτα  καί  τά  μονοπρόσωπα, 
τα  άκρα  των  τρημάτων  είναι  κύκλοι  ακέραιοι  μη 
δυνάμενοι  νά  σχηματισθώσι  δια  ο-ύοματος  κατά 
τήν  τύπωσιν,  άλλ'  έντμηθέντες  προφανώς  κατόπιν 
δι   ίδίου  εργαλείου. 

Αληθώς  δυναταί  τις  νά  ύποθέση,  ό'τι  ai  μη- 
τραι  κατεσκευάσθησαν  μεν  έν  Φοινίκη  δπως  χρη- 
σιμεύωσι  καί  -;ός  τύπωσιν  χρυσών  και  προς  χύ- 
σιν  υάλινων  κοσμημάτων,  άλλ'  ό'τι  οί  έν  Μυκή- 
ναις  τεχνϊται  ήγόρασαν  αύτάς  μόνον  χάριν  του 
πρώτου  σκο-ού.  τής  τυ~ώσεως.  Έν  τοιαύτη  όμως 
περι-τωσει  όχι  μόνον  ό  τύ~ος  τού  κώνου  θα  ήτο 
άχρηστος  εις  αυτούς,  ώς  παραδέχεται  καί  ό  Heibig, 
άλλα  και  οί  τύποι  των  έςαρτ/,μάτων  ώς  τό  έν  πίν. 
/,  1"  διότι  ούτε  κώνος  ούτε  εξάρτημα  τοιούτο  κα- 
τεσκευα-μένον  έκ  χρυσού  ελάσματος  άνεκαλύφθη 
μέχρι  τούοε'  τούτο  οέ  οέν  είναι  βεβαίως  τυ/αΐον, 
οιοτι  αμφότερα  είναι  έκ  τών  κοινότατων  μυκηναϊ- 
κών κοσμήματος,  τύ~ους  οέ  τών  έςαρτ/,μάτων 
βλε-ου.εν  και  έπί  τών  τριών  έκ  Μυκηνών  υ.τ,τοών. 


έ-ί  τής  μιας  μάλιστα  οίς.  Έάν  δε  πάντες  ούτοι 
ήσαν  άχρηστοι  εις  τους  έν  Μυκήναις  τεχνίτας  μη 
δυναμένους  νά  χύνωσι  κοσμήματα  ες  ίιαλομάζης, 
τότε  διατί  αρά  γε  ήγόρασαν  τήν  μήτραν  πίν.  7,1; 
μόνον  χάριν  του  τύπου  του  ναυτίλου,  . 

Πλην  τούτου  ή  περιγραφή  τ"//  οπό  Scbliemann 
άνακαλυφθεισών  μητρών  άπέδειξεν  ανωτέρω,  ότι 
αύται  δέν  περιήλθον  εί;  ημάς  δπως  έν  άρχη  κατε- 
σκευάσθησαν, άλλα  μετεσχηματισμέναι'  οέν  είναι 
οέ  πιθανόν  ότι  ούτω  τάς  εφερον  έκ  τής  αλλοδαπής 
προς  πώλησιν,  μετά  τύπων  άπεξεσμένων  r  κολο- 
βών' πιθανώτερον  πολύ  φαίνεται  ότι  μετερρυθμί- 
σθησαν  έν  τοις  έργαστηρίοις  των  έν  Μυκήναις  τε- 
χνιτών μετά  χρήσιν  πολυχρόνιον  καί  βλάβας  έξ 
αυτής  προελθούσας.  Αλλ  έάν  έγίνωσκον  να  έγ- 
γλυφωσι  τους  τύ-ους  ένταΟθα,  δέν  είχον  ανάγκην 
ν'  άγοράζωσι  παρά  ξένων  έμπορων  μήτρας  άχρη- 
στους αύτοΐς  έν  μέρει  ή  κατά  το  πλείστον. 

Λεν  πρέπει  οέ  νά  έκπλήττη  το  ότι  έπί  τής  αυ- 
τής μήτρας  είιρίσκομεν  τύ-τους,  ων  οί  μέν  ήσαν 
αναμφιβόλως  οιά  ν-ρυσά  μόνον  κοσμήματα  προω- 
ρισμένοι, οί  οέ  καί  οι  υάλινα'  διότι  τόσον  συχνά 
έγίνετο  χρήσις  του  χρυσού  προς  διαποίκιλσιν  το>/ 
υάλινων  κοσμημάτων  και  τής  οαλομάζης  προς  δια- 
ποίκιλσιν τούν  χρυσών,  ώστε  ανάγκη  είναι  νά  ύζο- 
Οέσϋ;μεν,  ότι  οί  χρυσοχόοι  έγνώριζον  νά  κατα- 
σκευάζωσι  καί  ίιαλόμαζαν.  Ιδίως  ή  δευτέρα  -ερί- 
-τωσις,  καθ  ήν  το  μέν  κύριον  σώμα  του  κοσμή- 
ματος είναι  έκ  χρυσού,  ή  οέ  οαλόμαζα  χρησιμεύει 
ώς  ποικιλτικον  μέσον,  είναι  τόσον  συν•νή  καί  τόσον 
γνωστή,  ώστε  οέν  υπάρχει  ανάγκη  ν  άναφέρωμεν 
ώρισμένα  παραδείγματα"  άλλως  0'  άπαντήσωμεν 
κατωτέρω  έπί  του  ξιφιδίου  πίν.  7.  3  και  τών  έξ 
άχάτου  πληρωμάτων  πίν.  8,  .')  δυο  λίαν  χαρα- 
κτηριστικά παραδείγματα.  *Αν  δε  μή  εις  -άντα, 
εις  πολλά  δμως  ές  αυτών  —  -.  y.  εις  το/  κρίκον 
τού  ξιφιδίου  πίν.  7,  3ο•1 —  ή  μάζα  ττιΟανούτατα 
έχυθη  ρευστή  καί  εύ'-λαστος  έτι  ούσα'  άλλα  και 
οσάκις  ένετίθετο  στερεά,  ώς  λίθος,  οέν  είναι  πιθα- 
vòv  ότι  ήρχετο  έξωθεν  έχουσα  το  σχήμα  ότερ  άττ- 
τείτο  εκάστοτε  ούτε  ότι  μετεσχ^ματίζετο  ενταύθα" 

1    Προσθέτω  οτι  χαί  ύ  rj-o;    roü  {|μιστρογγύλου  χαν<(νο;  κίν.  7.  2 
μΐλλον  2'.ί  χοσμήματα  5άλινά  ;j.oi  οαίνετα;  χοτάλληλο{    /.ji  oùyi  iti 

■    XPuoä• 

3  Πρβλ.  χαί    τόν    ίχ    Βαφείου    δαχτύλιον   Ά;/αιολ.    Έ?Γ,μ.  1S89 
πίν.  7,  9. 


103 


ΜΗΤΡΑΙ    ΚΑΙ    ΕΙΦΗ   ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


104 


διότι  τοΟτο  θα  ήτο  λίαν  κοπιώδες"  άλλα  μάλλον  πι- 
θανόν είναι  δτι  έχύνετο  ενταύθα  ύπ  αυτών  τών 
νρυσοχόων  εις  6  σχήμα  ήθελον.  Την  είκασίαν  δ 
ί-.<.  οί  αυτοί  τεχνΤται  κατεσκεύαζον  και  τα  χρυσά 
και  τα  έξ  ΰαλομάζης  κοσμήματα  ενισχύει  ή  παρα- 
τήρησις,  δτι  εν  τοις  τάφοις  ευρίσκονται  ενίοτε  κο- 
σμήματα χρυσά  και  υάλινα  τόσον  δμοια  άλλήλοις, 
ώστε  πιΟανώτατον  είναι  δτι  έκ  του  αύτου  τύπου 
έξήλθον.Ούτω  τριάκοντα  επτά  γ^ρυσοι  ρόδακες  και 
ισάριθμοι,  ώς  φαίνεται,  έξ  ύαλομάζης  ευρεθέντες 
έντος  τάφου  περί  το  κρανίον  νεκροΰ  '  δεν  οιαφέρου  - 
σιν  αλλήλων  κατ'  ουδέν  ωσαύτως  όγδοήκοντα  μι- 
κροί γρυσοϊ  ρόδακες  και  πολλοί  έξ  ύαλομάζης  κυα- 
νής άνα/αλυφθέντες  έν  άλλω  τών  Μυκηνών  θαλα- 
μοειδεϊ  τάφω. 

Ή  μάζα,  μάλιστα  ή  έπι  χρυσών  κοσμημάτο.»ν 
έντιθευιένη,  είνε  συχνά  κυανή  και  τοΟτο  βεβαίως 
κατ'  άποαίυ.ησιν  του  γνησίου  κυάνου  ή  λαζολι- 
0ου  (lapis  lazuli),  όστις  κατ'  εκείνην  την  έποχήν 
ήτο  λίθος  λίαν  περιζήτητος.  Οί  Αιγύπτιοι  κατε- 
σκεύαζον  και  τεχνητον  ή  χυτον  κύανον2,  εκείθεν 
δ'  ήλθεν  ή  τέχνη  αύτη  και  εις  την  'Ελλάδα  και 
έγένετο  κοινή  κατά  την  νιωτίραν  μυκηναϊκήν  πε- 
ρίοδον  διότι  έπι  τών  κτερισμάτων  τών  τάφων  της 
ακροπόλεως  Μυκηνών  δεν  γίνεται  ακόμη  χρήσις 
ύαλομάζης  ώς  ποικιλτικου  μέσου,  Ό  γνήσιος  κυα- 
νός δμως  άπαντα  κοσμών  μετά  του  φυσικού  κρυ- 
στάλλου την  λαβήν  του  έκ  τοο  τετάρτου  τάφου 
σκήπτρου  3. 

'Εναντίον  της  θεωρίας,  ήτις  τά  έξ  ύαλομάζης 
κοσμήματα  πιστεύει  εντόπια,  αναφέρει  Ό  Heibig4 
και  τούτο,  δτι  κατόπιν  της  μυκηναϊκής  εποχής  ή 
τέχνη  αύτη  δεν  αναφαίνεται  πλέον  έν  Ελλάδι,  και 
δτι  οί  Έλληνες  κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους  ήρ- 
χισαν  να  κατασκευάζωσι  φαβεντιανήν  -πρώτον  περί 
το  τέλος  του    έβδομου  αιώνος  έν  Ναυκράτι,  πολύ 

<   Άρχ.  Έφηυ..  1888  σ.  140. 

2  Heibig,  Horn.  Epos2  σελ.  101-106  και  Question  mycé- 
nienne  σ.  320  κατά  τόν  Lepsius,  Abhandlungen  der  Beri. 
Akad.  1871. 

3  Ό  Schliemann,  Mycènes  σ.  369,  χ<χ!  μετ' αότόν ό  Schucli- 

bardt  2  σ.  291  καί  έγώ,  Μυκηναι  σ.  61,  άναοέρομεν  μόνον  κρύσταλ- 
λον  και  χρυσον  ό>ς  ίίλτ,ν  του  σκήπτρου-  αληθώς  όμως  μόνον  τα  μ.ε- 
-y;:j  τών  τετραπετάλων  ανθέων  κενά  πληρούνται  δια  ρου,βοειδών 
κρυστάλλων,  αυτά  δέ  τά  πέταλα  χαί  α;  φολίδες  κα!  οί  οφθαλμοί  τών 
ό'φεο^ν  είναι  έκ  κυάνου,  όστις  κατά  τόν  ϋφηγητήν  χ.  Σκοϋφον  είναι 
φυσικός, ο/ 1  τε/ντ;τός. 

4  Question  mycén.  σ.  299. 


βραδύτερον  δ'  ετι  ΰαλον  έν  'Αλεξάνδρεια.  Όφείλο- 
μεν  δμως  νάπαρατηρήσωμεν,  δτι  καί  έν  τη  μυκη- 
ναία εποχή  άλλα  πράγματα  υάλινα,  πλην  τών  κο- 
σμημάτων, δέν  συνειθίζοντο  πολύ"  διότι  μόνον  πο- 
τηριών τινών  τεμάχια   ευρέθησαν   μέχρι  τούδε,  ή 
σπανιότης  δ'  αυτή  είναι  ίσως  τεκμήριον  δτι  ταοτα 
έκ  της   αλλοδαπής   εισήχθησαν.    "Οσον   άφορα  τά 
κοσμήματα,  φανερον    είναι    δτι    μετά    τήν    μυκη- 
ναίαν  έποχήν  οί  Έλληνες  καί  ένταΰθα  και  έν  ταϊς 
άποικίαις   απώλεσαν  τήν   προς  τά  ποικίλα   υάλινα 
αθύρματα,  άτινα  οί  πρότερον  έ'ρραπτον  άφθονα  έπι 
τών   ενδυμάτων   των,  άγάπην   καί  ένεκα  τούτου  ή 
τέχνη   αύτη  παρημελήθη.  Ή  μεταβολή  του  συρ- 
μοο  έπί  το  ^.ζτριώτζρον  ώφείλετο  έν  μέρει  ίσως  εις 
τήν    έπίδρασιν   τών  δωρικών   φυλών,  αίτινες   μετά 
τήν    μυκηναίαν  έποχήν    έπεκράτησαν   έν  Ελλάδι" 
οπωσδήποτε   βέβαιον   είναι,   δτι   κατόπιν   ουδέποτε 
πλέον,    ούτε   κατά   τους  ομηρικούς  γ^ρόνους   ούτε 
κατά  τους  μετ'  αυτούς,  ρλέπομεν  τους  Έλληνας, 
άνδρας  και  γυναίκας,  φορουντας  έπί  του  σώματος 
τόσον    πλήθος    κοσαημάτων    δσον    οί    Μυκηναίοι. 
"Οσα  δέ    μετά  τήν  μυκηναϊκήν   έποχ^ήν   συνείθιζον 
να  φορώσιν  οί  τε  άνδρες  καί  αί  γυναίκες,  πόρπας 
δηλονότι   και  ένώτια   και  σφηκωτήρας  της  κόμης 
καί   ει'  τι   άλλο   παρόμοιον,   κατεσκευάζοντο   ένεκα 
αυτής  της  φύσεως  των   έκ  γρνσοΟ  ή  χαλκού,  ένώ 
τών  υάλινων  ή  χρήσις  έξέλιπεν  ή  έγένετο  σπανιω- 
τάτη.   Μετ'  αυτής  φυσικώς  έπαυσε   καί  ή   κατα- 
σκευή  της  ύαλομάζης  ή,   πιθανώτερον   ίσως,   πε- 
ριωρίσθη  μόνον  πολύ"  διότι  φαίνεται  δτι  οί  χρυσο- 
χόοι έξηκολούθησαν  να  μεταχ_ειρίζωνται  αυτήν   ώς 
ποικ'.λτικον   μέσον  κατά  τάς  παραδόσεις  της  άρ- 
χαιοτέρας  τέχνης. 

«.  Ξίφη. 

Έν  τοις  έπομένοις  περιγράφομεν  καί  άπεικονί- 
ζομεν  ξίφη  τινά  χαλκά  (ή  μόνον  λαβάς  ξιφών)  άνα- 
καλυφθέντα  εντός  μυκηναϊκών  θαλαμοειδών  τά- 
φων ή  εις  στρώματα  σύγχρονα  περίπου  προς  τους 
θαλαμοειδεϊς  τάφους"  διότι  μέχρι  σήμερον  ολίγα 
ξίφη  ανήκοντα  άσφαΛως  εις  τήν  νεωτέραν  μυκη- 
ναϊκήν πεοίοδον  έγένοντο  γνωστά,  ταύτα  οε  τα  νΟν 
δημοσιευόμενα  συμπληρουσι,  φρονοΰμεν,  έν  πολ- 
λοίς τάς  γνώσεις  ημών  περί  του  δπλου  τούτου  κατ 


m:; 


ΜΙΙΤΓ'ΛΙ    ΚΛΙ    ΞΙΦΙΙ    ΚΚ    MTKHNÛN 


106 


εκείνους  τους  /οίνους.  Πλην  τούτου  δίδουσιν  άφορ- 
μήν  καί  είς  τινας  Αλλάς  παρατηρήσεις  αναφέρομε - 
νας  είς  την  ίλην  Ιστορίαν  της  μυκηναϊκής  τέχνης. 
ΙΙίν.  7,  ;{-.'{ γ.  Ξιφίδιον  χαλκοΟν  μήκ.  0,378 
εϋρεΟέν  έν  τω  7Km  θαλαμοειδεΤ  των  Μυκηνών  τά- 
φφ,  έν  ω  καί  τό  επόμενον  ξίφος  πίν.  Η,  Ι.  Ο  *αυ- 
λός,  δηλαδή  ή  εις  την  λαβήν  ίμπηγνυομένη  προ- 
ί/.τασις  τής  λεπίδος,  είναι  βραχύτατος,γλωσσοει- 
δης,  άνευ  εξεχόντων  χειλέων,  έπί  δέ  τ?]ς  λεπίδος, 
ήτις  οτενοΟται  βαθμηδόν  προς  την  αίχμήν,  διήκει 
όάχις  ήμιστρογγύλη  λεπτυνομένη  καί  αυτή  προς 
τήν  αίχμήν.  Έπι  τή;  πτέρνης,  ήτοι  του  προ;  τον 
χαυλον  δκρου  της  λεπίδος,  ύπάρχουσι  δύο  μικροί 
χαλκοί  ήλοι,  οί'τινε;  συνήλουν  τήν  ξυλίνην  έπέν- 
δυσιν  της  λαζής  μετά  της  λεπίδος•  έπί  τούτων  οέ 
ή  πλησιέστατα  αυτών  εκειντο  τέσσαρες  άλλοι  ή/οι 
—  δύο  έφ'  έκατέρας  των  όψεων  —  πολύ  βραχεϊς, 
ων  αϊ  κεφαλαί  άποτελούμεναι  υπό  χρυσών  δισκα- 
ρίων κοκκιδωτών  τήν  περιφέρειαν  καί  πεπληρωμέ- 
νων  κυανής  ύλης  έσκέπαζον  του;  πρώτους,  οίτινες 
ένεκα  τούτου  έπί  της  εικόνος  7,  3  α  δέν  είναι  ορα- 
τοί' οϊ  ήλοι  ούτοι  ήσαν  απλώς  κοσμηματικοι  καί 
είσέδυον  ού/ί  πολύ  βαθέως  είς  το  ξύλον,  ευρέθη- 
σαν δ'  οί  δύο  έξ  αυτών  συγκεκολλημένοι  δια  της 
οςΈιδώσεως  μετά  τών  άκρων  τών  αληθών,  οί'τινες 
ώς  εννοείται  ήσαν  διαμπερείς.  Επί  του  καυλού 
κείται  άλλος  χαλκούς  ήλος,  διαμπερής  ωσαύτως, 
τούτου  δε  αί  δύο  κεφαλαί  σκεπάζονται  δια  χρυσών 
επικαλυμμάτων  (πίν.  7,  3  α  καί  3  γ)  φερόντων 
άνω  ρόδακα  έσχηματισμένον  δια  λεπτών  ελασμά- 
των καί  πεπληρωμένον  ομοίως  κυανής  ύλης.  Τα 
επικαλύμματα  είναι  πολύ  μεγαλείτερα  τών  κεφα- 
λών τών  ήλων,  αναμφιβόλως  οέ  και  έξεΐχον  της 
επιφανείας  της  ξυλίνης  επενδύσεως,  έφ1  ής  έστε- 
ρεουντο  δια  μικρών  κέντρων.  Τά  διά  τα  κέντρα 
τρήματα  είναι  ορατά   έ— Ι  της  πλαγίας  όψεως  3  γ. 


lipo  τών  όοδ 


ρο  των  ^,οο'λ/.ων  εκειντο,  ως  οεικνυει  η  εικων 


ς  δε 


3» 


δύο  περίτμητα  χρυσδ  ελάσματα  —  έν  έφ  έκατέ- 
ρας τών  όψεων  —  προσηλωμένα  επί  της  επενδύ- 
σεως, ώς  φαίνεται,  διά  μόνων  τών  μικρών  οδόν- 
των, ους  φέρουσι  κατά  τήν  περιφέρειάν  των,  &πο- 
μιμούμενα  δέ  Ιμάντας,  ώς  Οά  είπωμεν  και  κατω- 
τέρω. Είς  το  ςιφίδων  τοοτο  άνηκε  βεβαίως  καί 
άλλο  χρυσοΟν  δισκάριον  πλησίον  ευρεθέν,  ίμοιον 
τοις   επί  τίίς  πτέρνης  και  όαοίως  πλ/'οέ::  ποτέ  καί 


τούτο  Ολης  τινός,  αλλά  μέγα/  είτερον ,  άπετέλε'• 
δέ  πιθανώς  τήν  κεφαλήν  ήλου  της  λαβής  κειμένου 
ανωτέρω  τών  ροδάκων.  Ωσαύτως  πλησίον  ευρέθη 
και  ο  οακτυ/ιο;  η  κρίκος  πίν.  /,•>',  Οστις  σύγ- 
κειται έκ  λεπτών  χρυσών  ΐλασμάτων  ούτω  κεκαμ- 
αίνων  καί  συγκεκολλη μένων,  ώστβ  να  σχηματί- 
ζηται  εΤδος  τροχιλίας'  ή  αύλαξ  δέ  τ?,;  τροχιλίας 
ταύτη;  είναι  διηρημένη   δια  υ.•./.  /  και 

στενών  ταινιών  είς  πολλά  χωρίσματα  ιιλήρη  πά- 
λιν κυανή;  ύλη;'  ή  διάμετρος  του  δακτυλίου  είναι 
ολίγον  τι  μεγαλειτέρα  του  πλάτους  του  καυλοΟ, 
Οά  ήτο  δηλαδή  Γση  τη  διαμέτρω  τή;  έτενούσεως, 
και  υποθέτω  ότι  εκείτο  μεταξύ  τή;  /αόή;  και  το; 
κομβίου'  διότι  αναμφιβόλως  αύτη  άπέληγεν  ε'ι; 
κομβίον  στερεούμενον  πιθανώς  έπί  γλώσσης  ίκφυο- 
μένης  &πο  του  άκρου  τή;  επενδύσεως,  οποίαν  γ/  ώσ- 
σαν  έν  άλλοις  ξίφεσι  φέρουσιν,  ώ;  Οά  Γδωμεν,  αυ- 
τοί οί  καυλοί.  Τέλος  ή  λαβή  έκοσμεϊτο  καί  κατ 
άλλον  τρόπον,  διά  πολλών  δηλονότι  γωνιωδώς  κε- 
χαμμένων  χρυσών  κέντρων  (προ.  πίν.  7,  6)  έμπε- 
πηγμένων  εις  τό  ξύλον  τή;  έπενόύσεω;  /αί  καλυ- 
πτόντων όλην  αύτοΰ  τήν  έπιφάνειαν  ή  σχημα- 
τιζόντων ποικίλματα  έπ  αυτής'  άλλα  περί  του 
τρόπου  τούτου  Οά  ομιλήσωμεν  κατωτέρω. 

Ή  έπένδυσις  τής  λαβής  έοερεν  επί  της  πτέρνης 
εκατέρωθεν  έντομήν  ωοειδή,  ής  τά  ίχνη  σαφώς 
διακρίνομεν,  όμοιας  ο  έντομάς  άπαντώμεν  έπι  πολ- 
λών  άλλων  μυκηναϊκών  ξιφών.  Έπι  τής  λεπίδος 
σώζονται  ολίγα  λείψανα  ξύλου  έκ  του  κολεου  πι- 
θανώς προερχόμενα. 

Έν  τω  αΰτώ  τάφω  ευρέθη,  ώς  είπομεν  ήδη, 
καί  το  ξίφος  πίν.  8,  1,  ου  τό  μήκος  άπο  του  άκρου 
του  καυλού  μέχρι  τή;  αιχμής  είναι  0,66  μ.  Έπι 
του  καυλού,  ου  τά  χείλη  έξέχουσι,  κείνται  τρεϊς 
χρυσοκέφαλοι  ήλοι,  έπί  δέ  τής  πτέρνης  άλλοι  δύο 
πολύ  μικρότερο-.•  πάντες  ίχρησίμευον  8πως  συνη- 
λώσι  μετά  του  καυλού  καί  τής  λεπίοος  τά  πλη- 
ρώματα τής  λαβής,  τά  δύο  δηλαδή  εκατέρωθεν 
έπιτεθέμενα  τεμάχια  τής  επενδύσεως,  άτινα  ήσαν, 
ώ;  φαίνεται,  ξύλινα  καί  εφερον  έπί  τής  πτέρνης 
ωοειδείς  έντομα;,  5πως  έπί  του  προηγουμένου  ξί- 
φους. Αλλος  ήλος  υπήρχε  ποτέ  ει;  τήν  νυν  κο/.ο- 
βήν  διάτρητον  γλώσσαν,  ει;  ήν  απολήγει  ο  καυ- 
λός καί  ήτις  είσήρχετο  είς  κομβίον  έπιστέφον  τήν 
λαβήν.    Η  πτέρνα  πλατυνομένη  προς  τά  πλάγια 


107 


MHTPAI    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


108 


σχηματίζει  ούο  στρογγύλας  αποφύσεις  ώς  προφυ- 
λακτήρας, ή  δε  λεπίς,  ήτις  καθ  όλον  το  μήκος 
φέρει  ράχιν,  στενουται  βαθμηδόν  προς  την  αίχμήν. 

'£ν  άλλω  τάφω  των  Μυκηνών,  τω  91  ".J,  ευρέ- 
θησαν δύο  ξίφη  σχεδόν  εντελώς  όμοια  τούτω.  Το 
εν  εξ  αυτών  έχει  μήκος  0,502  μ.  και  επί  της 
πτέρνης  φέρει  ούο  ήλους"  παραδόξως  όμως  επί  τοο 
καυλού  δεν  φαίνεται  να  έκειντο  άλλοι  ήλοι  —  πλην 
ίσως  επί  τής  εις  το  κομβίον  είσουούσης  γλώσσης  — 
ώστε  πρέπει  εν  εκ  των  ούο  να  υποθέσωμεν,  ή  οη- 
λαοή  ότι  υπήρχον  ιμάντες  άντικαθιστώντες  τους 
ήλους  ή  —  ό'περ  και  πιθανώτερόν  μοι  φαίνεται  — 
ότι  το  ξίφος,  πριν  τελειωθή,  ώρίσθη  Ίνα  κατατεθή 
εις  τον  τάφον  ώς  κτέρισμα  καί  ένεκα  τούτου  τα 
πληρώματα  τής  λαβής  προσκαίρως  έπεκολλήθη- 
σαν  επί  του  καυλού  καί  συνηλώθησαν  μόνον  δια 
τών  δύο  επί  τής  πτέρνης  κειμένων  ήλων.  'Επί  τής 
λεπίδο;  αντί  ράχεως  στρογγυλής  ύπάρχουσι  τρεις 
ολίγον  έ'κτυποι  στεναί  ταινίαι,  σώζονται  δ  έπ  αυ- 
τής καί  λείψανα  υφάσματος,  περί  ων  ήδύνατό  τις 
να  είκάση  Οτι  είναι  λείψανα  τοο  κολεου'  ακριβώς 
ό'μως  ομοιον  ύφασμα  έκάλυπτε  και  δύο  χαλκά  κά- 
τοπτρα άνακαλυφθέντα  μετά  τών  ξιφών  καί  τεσ- 
σάρων χρυσών  δακτυλίων  καί  πολλών  άλλων  χρυ- 
σών κοσμημάτων  εντός  λάκκου  έσκαμμένου  έν  τω 
έοάφει  του  τάφου. 

Τό  άλλο  έν  τω  αύτω  τάφω  άνακαλυφθεν  ξίφος 
δεν  διαφέρει  του  περιγραφέντος  ειμή  κατά  τούτο, 
οτι  ό  καυλός  οέν  απολήγει  ε'ις  γλώσσαν  τούτο 
ό'μως  δεν  αποδεικνύει  ό'τι  έστερεϊτο  κομβίου"  ί'σως 
είχε  κομβίον  απλώς  έπικεκολλημένον,  όπως  καί 
τα  πληρώματα  τής  λαβής'  διότι  καί  τούτο  τό  ξί- 
φος μόνον  έπι  τής  πτέρνης  έχει  ήλους,  ούδένα  δ' 
έπι  του  καυλοο. 

Τέταρτον  ξίφος  του  αυτού1  τύπου  ευρέθη  έν  θαλα- 
μοειόεϊ  τάφω  τής  Ιαλυσού1  έχει  οέ  καί  τούτο  γλώσ- 
σαν οιά  τό  κομβίον  καί  ώοειοεϊς  έντομάς  τών  πλη- 
ρωμάτων έπι  τής  πτέρνης. 

ΙΙίν.  8,  2.  Ξίφος  άνακαλυφθεν  έν  τω  81  Ψ  θα- 
λαμοειδεϊ  τών  Μυκηνών  τάφω  μεταξύ  τών  λίθων 
του  ξηροτοίχου,  δι'  ου  έφράσσετο  τό  στόμιον2  του 

1  Furtwängler  und    Löschke,  Myk.    Vasen  Hilfst.  D  11. 
Undset,  Zeitschrift  für  Etimologie  1890  a.  12  ih.  17. 

2  Αναπαράστασις  άνευ  χρωμάτων  της  προσόψεως  τοΰ  τάφου  τού- 
του, ήτις    ήτο  δι' άσβεστου  κεχρισμένη     καί  διά  χρωμάτων    χεχοσιιη- 


Οαλάμου-  είναι  εις  δύο  τεθραυσμένον  καί  έχει  μή- 
κος 0,61  μ.   Ή  λεπίς  είναι  στενή  καί  κατά  μήκος 

αυτής  οιήκει  ράχις  λίαν  έ'κτυπος,  έκ  τής  πτέονης- 
ο  εκατέρωθεν  τής  ρίζης  τοο  καυλοο  προεκτείνον- 
ται δύο  αιχμηροί  προφυλακτήρες  παρεμφερείς  προς 
τους  όγκους  τών  βελών.  Ό  καυλός,  ου  τά  χείλη 
έςέχουσιν,  απολήγει  άνω  εις  κολοβήν  τετράπλευ- 
ρον  γλώσσαν  οιά  τό  κομβίον,  τά  δε  πληρώματα 
ήσαν  συνηλωμένα  μετά  τής  πτέρνης  μεν  δια  δύα 
ήλων,  μετά  του  καυλού  οέ  οι  ενός  μόνου,  καί 
άπέληγον  προς  τήν  λεπίδα  εις  έντομάς,  όπως  καί 
εις  τά  προηγούμενα. 

Εν  τω  αύτω  τάφω  άνεκαλύφθησαν  καί  δύο  πλη- 
ρώματα λαβής  έκ  λίθου  άχάτου  ,  ων  τό  έτερον 
απεικονίζεται  πίν.  8,  5.  'Επί  του  aipoyyuXou  μέ- 
ρους τής  λαβής  ΰπάρχουσιν  έσκαλισμέναι  δύο  κυ- 
κλικαί  αβαθείς  κοιλότητες  καί  τό  ήμισυ  τρίτης,. 
άλλαι  οέ  ούο  μικρότεραι  κοιλότητες  ευρίσκονται 
κάτω  επί  τής  πτέρνης.  Εντός  τών  κοιλοτήτων 
τούτων  έκειντο  χρυσα  οισκάρια,  ων  δύο  ευρέθησαν 
καί  συναπεικονίσθησαν ,  όμοια  τοις  του  ξιφιοίου 
πίν.  7,  3,  έξ  εκείνων  δε  γίνεται  φανερόν,  ότι  καί 
ταύτα  πλήρη  όντα  ΰαλώοους  τινός  χρωματιστής 
ύλης  παρίστων  τάς  κεφάλας  τών  ήλων,  δι'  ων  ύπε- 
τίθετο  ότι  τά  πληρώματα  συνηλοοντο  μετά  τοΰ 
καυλού  καί  τής  ~λί.•πίύος'  αληθώς  όμως  ουδεμία 
συνήλωσις  ύπήρχεν,  άλλα  μόνον  έπικόλλησις  έπι 
του  καυλού,  διότι  τά  έξ  άχάτου  πληρώματα  δεν 
είναι  διάτρητα.  Τούτο  αποδεικνύει  ότι  τό  ξίφος, 
εις  δ  ταύτα  ανήκον,  είχε  κατασκευασθή  επίτηδες 
οιά  τον  τάφον,  διότι  άλλως  έπρεπεν  ή  λαβή  να 
είναι  στερεωτέρα  καί  αί  επενδύσεις  αυτής  δι'  ήλων 
συνδεδεμέναι.  Ίσως  μάλιστα  ουδόλως  ύπήρχεν 
αληθές  χαλκουν  ξίφος,  άλλ'  ομοίωμα  μόνον  ξίφους 
έξ  ύλης  εύφθάρτου. 

Ή  λαβή  άπέληγεν  άνω  εις  κομβίον,  τό  όποιον 
Οπετίθετο  σκεπάζον  κατά  τό  ήμισυ  τάς  κεφάλας 
τών  έσχατων  τ:ρος  τά  άνω  ήλων  καί  έστερεουτο 
πιθανώς  έπί  τίνος  γλώσσης  του  καυλού  τοΰ  ξίφους" 
κάτω  ο  ή  πτέρνα  φέρει  τήν  ώοειοή  έντομήν,  ής 
τά  ί'χνη  τοσάκις  ήθη  άπηντήσαμεν  έπί  τών  ξιφών, 
καί  εις  τά  πλάγια  τους  στρογγυλούς  προφυλακτή- 
ρας τοο  ξίφους  πίν.  8,  1"  προφανώς  λοιπόν  τά  έξ 

μένη,  ίοημοσιεύΟη  έν  Tsountas-Mcinatt,  Mycenaean  Age  είχ.  49, 

είκών  δ'  Λυτής  φωτογραφική  μετά  τοΰ  ξηροτοίχου  αύτ.  είχ.  50. 


109 


ΜΗΤΡΛΙ    ΚΛΙ    ΞΙΊΊΙ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


110 


ά/άτου  πληρώματα  ανήκον  εις  λαβήν  ξίφους  τοΟ 

•αύτοΟ  τύπου. 

Κίς  εντελώς  ίμοιον  ξίφος  άνηκε  καί  το  π(ν.8,6 

τεμάχιον  επενδύσεως,  το  δποϊον  είναι  εξ  ϋα/ομά- 
ζης  καί  άνεκαλυφθη  εν  τοις  έρειπίοις  της  Ακροπό- 
λεως Μυκηνών  καί  τοΟτο  δέν  ήτο  συνηλωμένον 
μετά.  της  λεπίδος  καί  τοΟ  καυλοΟ  ,  αλλά  μόνον 
έπικεκολλημένον,  διότι  αί  θέσεις  των  μέν  έπί  της 
πτέρνης  δυο  ήλων  οέν  είναι  τετρημέναι,  ή  δέ 
τοϋ  έπί  του  καυλοΟ  έφερε  μέν  έν  τώ  κέντρω  μι- 
κρόν τρήμα,  άλλ'  έν  τούτω  δυσκόλως  εκείτο  ήλος 
διαμπερής"  πιθανώς  υπήρχε  μικρός  ήλος  φέρων  ώς 
κεφαλήν  χρυσοΟν  δισκάριον,  8πως  τα  του  ξιφιδίου 
πίν.  /,  .3.  Μεταξύ  της  ώοειδοΟς  εντομής  καί  το  G 
πρώτου  έπί  του  καυλοΟ  ήλου  υπάρχει  έπί  τε  των 
ες  αχάτου  πληρωμάτων  και  έπί  του  ες  ύαλομάζης 
κόσμημα  άποτελοόμενον  εκ  διπλής  άναγλύπτου 
ταινίας,  οποίαν  ίύροαν/  πάλιν  έπί  του  ξιφιδίου  πίν. 
7,  -J,  μόνον  ότι  έκεΐ  ή  ταινία  είναι  έκ  γρυσοΟ  επι- 
θέτου ελάσματος. 

Εν  τω  81':'  τάφω,  έν  ω  άνεκαλιίφθησαν  το  ξί- 
φος πίν.  8,  2  καί  τα  έξ  άχάτου  πληρώματα,  ευ- 
ρέθησαν προς  τούτοις  ή  λαβή  πίν.  7,  4  και  το 
παρ'  αυτήν  τεμάχιον  άλλης  λαβής  ίσως  7,  ο.  Ό 
καυλός  τής  λαβής  έχει  τα  χείλη  εξέχοντα  όπως 
τα  ξίφη  πίν.  8  άρ?  1,2,  τα  δ'  έπ'  αυτών  εκατέ- 
ρωθεν επικείμενα  πληρώματα  ήσαν  όστέινα  ή  — 
πιΟανωτερον  —  ξύλινα  καί  συνηλοΟντο  μετά.  του 
καυλού  δια  τριών  χρυσοκεφάλων  ήλων,  δι' άλλων 
δέ  τριών  μετά  τής  πτέρνης•  ή  λοιπή  των  πληρω- 
μάτων επιφάνεια  έκαλύπτετο  δια  χρυσών  κέντρων, 
μικρών  δηλονότι  τεμαχίων  σύρματος  γωνιωδώς 
κεκαμμενων  κατά  το  σχήμα  του  γράμματος  Γ 
(πρβ.  πίν.  /,  G),  έφ' ών  κατόπιν  ένεχαράχθησαν 
σπειροειδή  κοσμήματα.  Κατά  τον  τρόπον  τούτον, 
περί  ου  έκτενέστερον  θά  γείνη  λόγος  κατωτέρω, 
ήτο  κεκοσμημένη  ώς  είδομεν  καί  ή  λαβή  του  ξιφι- 
όίου  πίν.  7,  3-  ωσαύτως  όμοία  είναι  καί  ή  διακό- 
σμησις  του  τεμαχίου  7,  :>. 

Εκ  τών  ευρημάτων  των  τάφων  των  Μυκηνών 
δημοσιειίομεν  ακόμη  το  έν  πίν.  8,  7  χρυσοον  επι- 
κάλυμμα λαβής,  όπερ  μεθ'  ενός  άλλου  καλύπτον- 
τος τό  έτερον  ήμισυ  τής  λαβής  ευρέθη  έν  τω  όρό- 
μω  τοο  88ou  τάφου,  προ  του  στομίου  αύτου"  τά 
επικαλύμματα  ταύτα  είναι  έκ  λεπτού   ελάσματος 


καί  προσηλοΟντο  έπί  τών  πληρωμάτων  τής  λαβής 
δι  ενός  ήλου,  τα  δέ  σπειροειδή  κοσμήματα  και  αί 
γραμμαί,  αί'τινες  καλύπτουσι  την  έπιοάνειαν  αυ- 
τών, υπήρχον  πιθανώς  ^σκαλισμένα  έπί  τών  ξυλί- 
νων  ή  δστείνων  πληρωμάτων,  έπί  των  επικαλυμ- 
μάτων δ  έχαράχθησαν  δια  στυλίσκου  λεπτού  έλ- 
κομενου  έπ  αυτών  καί  είσδυοντος  εις  τα  σκαλί- 
σματα. 

Ι  α  δυο  υπολειπόμενα  ξίφη  πίν.  8  άρ.  •!  καί  4 
ευρέθησαν  έν  τοις  έρειπίοις  τής  ά/.ροπόλεως  Μυ- 
κηνών και  έμνημονειίθησαν  ήδη  άλλοτε  ένταΟθα*. 
Ιου  πρώτου,  ου  λείπει  ή  λαβή,  το  σωζόμενον  μή- 
κος είναι  0,50  μ.  Κπ'ι  τής  πτέρνης  φέρει  Ιξ  ήλους, 
τά  δέ  χείλη  του  καυλοΟ  έςεϊχον  και  τα  πληρώ- 
ματα 4πέληγον  προς  την  λεπίδα  εις  έντομάς  ήμι- 
ωοειδεΤς'  ή  λεπίς  οέν  έχει  δάχιν  και  δεν  στενοΟται 
βαθμηδόν  άπο  τής  πτέρνης  προς  την  αίχμήν,  ά/>  ' 
είναι  κατά  το  πλείστον  του  εαυτής  μήκους  ίσο- 
πλατής"  πλατυνεται  μάλιστα  -lyy.j  του  μέσου 
κατά  τι,  αλλ  ή  πλάτυνσις  είναι 
σχεδόν  ανεπαίσθητος.  Ίο  ξίφος 
τούτο,  καθ  όσον  σώζεται,  ομοιά- 
ζει πολύ  προς  άλλο  ωσαύτως 
έν  τη  άκροπόλει  Μυκηνών  ύπο 
Schliemann  άνακαλυφθέν  2,  ώστε 
καί  ή  ελλείπουσα  λαβή  του  κατ' 
εκείνο  δύναται  νά  συμπληρωθή. 
Τρίτον  χαλκοΟν  ξίφος  του  αύτοϋ" 
τύπου,  ου  τήν  λαβήν  δημοσιειίο- 
μεν ενταύθα  είκ.  1 ,  ευρέθη  έν  τη 
Σχιστή  όόώ  τής  Φωκίδος,  εντός 
τάφου  ώς  λέγεται,  έχει  δέ  μήκος 
Ολον  0,7/  μ.  Ή  λεπίς  είναι  πά- 
λιν Εσοπλατής  περίπου  κατά  τό 
πλείστον  του  μήκους  καί  μόνον 
προς  τήν  αίχμήν  στενοΟται,  δπερ 
καί  έπί  του  υπό  Schliemann  ά.να- 
καλυφθέντος  συμβαίνει'  δεν  έχει 
δέ  κυρίως  ειπείν  και  δάχιν,  δυο 
όμως    κοίλα•,   γραμμαί    χωρίζουσιν     έν    τώ    υ.έσω 


Είχ.   Ι 


1    "Αρχβιολ.  'Εψημ.  1891  σ.  25.  OJ/I  8λω{  Kxpt6t5;  ίγραψα  ?χεΐ, 
ότι   εδρίθησαν   τρ•!α  fi^l  5:i0,a    Tli>  *«ρ«   Schliemann    Mycènes 

είχ.  238,  διότ•.  χαί  τα  :::j,  ών  :ν  είναι  tö  J-  αριθ.  i,  όμοιίζουίΠ 
μέν  χατα  τήν  λαβήν  κρός  το  ureo  το3  Schliemann  άναχβλυ?βίν, 
αλλά  διαοέρουσι  κατά  τό  τ/τ^ιη  τήί  πτερνης. 

-  Mycènes  είχ.  ίί  Ι . 


Ill 


ΜΗΤΡΑΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


112 


κατά  μήκος  ταινίαν  αντί  ράχεως.  Ό  καυλός  έχει 
χείλη  εξέχοντα  και  απολήγει  εις  γλώσσαν  δια  κομ- 
βίον ίκανώς  μακράν,  τα  δέ  πληρώματα  άπέληγον 
προς  την  λεπίδα  πάλιν  εις  έντομήν  ήμιωοειΟή. 
Ένεκα  της  γλώσσης  του  ξίφους  τούτου  καθίστα- 
ται αμφίβολος  καί  ή  συμπλήρωσις  της  λαβής  του 
έν  πίν.  8,  3,  διότι  άγνοοομεν,  εάν  πρέπη  ούτω  να 
συμπληρώσω  μεν  αυτήν  ή  άνευ  γλώσσης. 

Το  ξίφος  πίν.  8,  4  έχει  μήκος  0,375  καί  δια- 
φέρει πάντων  των  περιγραφέντων  καί  πάντων  των 
αρχαίων  μυκηναϊκών  ξιφών  κατά  τούτο,  δτι  οέν 
είνε  κομβίον  αυτοτελές  πρόσθετον,  αλλ  ότι  ο  καυ- 
λός, ου  τα  χείλη  έξέχουσι  πολύ,  εύρυνόμενος  εις 
το  άκρον  σχηματίζει  τόξον,  τούτο  δέ  τό  τόξον  πλη- 
ρούμενον  εκατέρωθεν  μετά  του  λοιπού  καυλού  οιά 
ξύλου  ή  οστού  άπετέλει  το  κομβίον.  Προς  την  λε- 
πίδα άπέληγον  τα  πληρώματα  εις  γραμμήν  ευ- 
θείαν, αυτή  δέ  ή  λεπίς  στερείται  ράχεως. 

Του  τύπου  τούτου  ξίφη  ευρέθησαν  καί  έν  Ατ- 
τική' καί  έν  Δωδώνη  ι,  ένω  δέ  τόσον  συνήθεις  είναι 
έπί  τών  άλλων  ξιφών  αί  ωοειδείς  ή  ήμικυκλικαί  ή 
τοξοειδείς  έντομαί  εις  τά  τ^ρος  τήν  λεπίδα  άκρα 
τών  λαβών,  εις  ταύτα  τά  πληρώματα  άπολήγουσι 
πάντοτε,  ώς  φαίνεται,  εις  ευθείαν  γραμμήν. 

Πλην  τών  ενταύθα  άπεικονισΟέντων  καί  περι- 
γραφέντων, γνωστοί  είναι  ώς  έν  χρήσει  οντες  κατά 
τήν  ύστερωτέραν  μυκηναϊκήν  περίοοον  καί  ουο 
άλλοι  νεώτεροι  τύποι,  ό  του  παρά  Schliemann 
Mycènes  238  ξίφους  καί  ό  κατά  το  σχήμα  τών 
προφυλακτήρων  διαφέρων  τούτων  τύπος  του  έν 
'Αρχαιολ.  Έφημ.  1891  πίν.  2,  5  δημοσιευθέντος 
ξίφους.  Αμφότερα  ταύτα  ευρέθησαν  έν  τοις  έρει- 
πίοις  τής  ακροπόλεως  Μυκηνών  —  το  οιύτιρον 
δ  μου  μετά  τών  ξιφών  πίν.  8  άρ.  3  καί  4  — ,  όμοια 
δέ  του  μεν  τ.ρώ-.ου  εχουσιν  άνακαλυφΟή  έν  Ια- 
λυσψ  τής  'Ρόδου  2  καί  άλλο  έν  Καρπάθω  3,  του  οέ 
δευτέρου  εν  μέν  πάλιν  έν  Μυκήναις  έν  τη  αύτη 
θέσει''  καί  έν  άλλο  έν  «Ελλάδι»0.  Δύναται  δέ  νο- 
μίζω ν'  άποδειχθη  δτι   καί  οι  eòo  ούτοι  τύποι  καί 

1  Undset  ε.  α.  είκ.  24. 

2  Furtwängler  und  Löschke,  Myk.  Vasen,  Hilfst.  D  12. 
Ευρέθη  έν  τω  IV  τάφο)  μετά  τοϋ  ανωτέρω  μνημονευθέντος  όμοιου 
τω  ημετέρω  πίν.  8,    !   ξίφους. 

3  Journal  of  hell,  studies  1887  πίν.  «3. 

4  Έφημ..    Άρχαιολ.   1891   ff.  25. 

5  Undset  ί.  a.  ih..  20. 


πάντες  οι  τών  λοιπών  νεωτέρων  μυκηναϊκών  ξι- 
φών, εξαιρουμένου  τοο  Οπό  τοο  ξίφους  πίν.  8,  3 
άντιπροσωπευομένου,  κατάγονται  άπα  τών  έν  τοις 
τάφοις  τής  ακροπόλεως  Μυκηνών  άνακαλυφθέντων- 
ξιφών,  ών  οί  τύποι  ήσαν  πολύ  ολιγώτερον  ποι- 
κίλοι. 

Τω  όντι  τά  έκ  τών  τάφων  εκείνων  ξίφη — πλην- 
τών  έγνειριδίων  —  δύνανται  να  διαιρεθώσιν  εις 
δύο  κατηγορίας.  Τά  εις  τήν  πρώτην  υπαγόμενα 
έχουσι  βρα'/ùv  γλωσσοειδή  καυλον  άνευ  εξεχόντων 
χειλέων,  πτέρναν  στρογγύλην  άνευ  προφυλακτή- 
ρων, καί  εις  το  άκρον  τής  ξύλινης  ή  όστε/νης  λα- 
βής, τό  έπί  τής  πτέρνης  κείμενον,  άνά  μίαν  ωο- 
ειδή ή  άκριβέστερον  καρδιόσχημον  περίπου  έντο- 
μήν εκατέρωθεν  έπί  του  καυλού  υπάρχει  συνήθως 
είς  μόνος  ήλος,  είναι  δέ  πιθανόν  δτι  ή  λαβή  αρχι- 
κώς τουλάχιστον  ήτο  μονοκόμματος  καί  κοίλη  είς 
το  εν  άκρον,  ώστε  δ  καυλός  καί  ή  πτέρνα  έν  μέρει 
είσέδυον  εις  αυτήν1.  Τών  τής  δευτέρας  δέ  κατη- 
γορίας ξιφών  δ  καυλός  έχει  ήδη  καί  μήκος  αρκούν- 
καί  είς  τά  πλάγια  χείλη  εξέχοντα,  ώστε  ή  έπέν- 
δυσις  τής  λαβής  άπετελειτο  έκ  δύο  πληρωμάτων 
εκατέρωθεν  μεταξύ  τών  χειλέων  επιτιθεμένων  καί. 
δι'  ήλων  πλειόνων  —  τριών  συνήθως  —  μετ  αλ- 
λήλων καί  μετά  του  καυλού  συνηλουμένων.  Η 
πτέρνα  δεν  είναι  στρογγυλή, άλλα  σχηματίζει  εκα- 
τέρωθεν του  καυλού  γωνίας  άμβλυτέρας  ή  οξυτέ- 
ρας,  ενίοτε  μάλιστα  τόσον  οξείας,  ώστε  αί  προεκ- 
τεινόμεναι  κορυφαί  αυτών  άποτελουσι  τρόπον  τίνα 
προφυλακτήρας"  μετά  τής  πτέρνης  συνηλοονται 
τά  πληρώματα  δια  τριών  άλλων  ήλων  καί  άπολή- 
γουσι προς  τήν  λεπίδα  άνευ  εντομών  είς  γραμμήν 
ευθείαν  ή  ολίγον  κυρτήν2. 

Γνωρίσματα  τών  δύο  κατηγοριών,  ήτοι  έντομήν 
καί  προφυλακτήρας  —  μάλλον  δμως  ανεπτυγμέ- 
νους —  εύρίσκομεν  ηνωμένα  έπί  του  έκ  του  πέμ- 
πτου τάφου  χρυσού  επικαλύμματος ,  το  δποϊον 
απεικονίζεται3    ενταύθα   (είκ.  2).  Τών   δ' έγχειρι- 

ι  Τοιαύτα  είναι  τά  ξίφη  Schliemann  Mycènes  445  α,  448, 
465.  Sophus  Müller,  Ursprung  der  europ.  Bronzekultur  itx. 
1  =  Helljig  Horn.  Epos2  είχ.  126.  Ή  έπί  της  πτέρνης  ^εντομή 
ευρίσκεται,  διάφορος  όμως  τό  υχ.ήμα,  /.αί  έπ'ι  εγχειριδίων  τής  'Αμορ- 
γού (S.  Müller  ε.  α.  είκ.  34). 

2  Δείγματα  Schliemann  Mycènes  443,  449,  467.  S.  Müller 
ε.  α.  είκ.  2  =  Ilelhig  ε.  α.  είχ.  127. 

3  ΈδημοσιεύΟη  χαί  υπό  S.  Müller  ε.  α.  είκ.   14. 


113 


ΜΙΙΊΤΛΙ    ΚΛΙ    ΕΙΦΗ    ΒΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


114 


δίων  αϊ  λαβαί  ήσαν  ποικιλώτεραι,  αλλ   αυτά;  δλΐ- 
γώτερον  ένδιαφέρουσιν  ή  μας  ενταύθα. 


Ε!» 


Έαν  νυν  προς  ταύτα  τα  έκ  των  τάφων  της 
ακροπόλεως  Μυκηνών  παραβάλωμεν  τά  ύφ  ημών 
δημοσιευόμενα  νεώτερα  μυκηναϊκά  vor,,  β/επομεν 
ti  το  χρυσοΟν  επικάλυμμα  πίν.  8,  7  ομοιάζει 
κατά  το  σ/ήμα  σ^εοόν  εντελώς  προς  τό  παρά  Schi. 
4G7  =  Scimeli.  239  άλλο  επικάλυμμα  λαβής  ξί- 
φους τής  δευτέρα;  κατηγορίας"  ώστε  δεν  ύπάρ/ει 
αμφιβολία,  οτι  ό  τόπος  ούτος  οιετηρεϊτο  απαράλ- 
λακτος ή  σνεοόν  απαράλλακτος  και  εν  τη  νεωτέρα 
περιόδω.  Απ'  αυτού  δέ  κατάγεται  βεβαίως  ό  τύ- 
πος της  λαβής  πίν.  7,  4,  ήτις  απολήγει  προς  την 
λεπίδα  εις  εύΟεΤαν  γραμμήν  και  έχει  την  πτέρναν 
ού;/'.  στρογγύλην, ,  αν  καί  αί  γωνία',  είναι  ολίγον 
άπεστρογγυλωμέναι.  II  λαβή  αοτη  δπως  και  πάν- 
τα τα  έκ  των  τάφων  της  ακροπόλεως  ξίφη,  εΤ/ε 
το  κομβίον  πρόσΟετον  ή  μακρά  πείρα  δμως  έδί- 
δαξεν  δτι  τοοτο  δεν  ήτο  ίκανώς  στερεών  καί  οτι 
συχνά  έςέπιπτεν  έκ  τούτου  επήλθε  νέα  του  τύπου 
έξέλιξις,  καθ  ην  πλατυνομένου  καταλλήλως  τοο 
άκρου  του  καυλού  το  κομβίον  απετέλεσε  μετά  τής 
λοιπής  λαβής  εν  σώμα'  ούτω  προέκυψεν  ο  τύπος 
του  ζίφους  πίν.  8,  4.  "Οτι  το  ^ίφος  τοΰτο  ανήκει 
εις  τήν  μυκηναϊκήν  έττον-ήν,  αν  καί  μάλλον  προς 
το  τέλος  αυτής,  αποδεικνύεται  και  έκ  του  τόπου 
τής  ευρέσεως  του'  και  έκ  τούτου,  οτι  ή  αυτή  με- 
ταρρύθμισις  τής  λαβής  έγένετο  ώς  θα  ίδωμεν  έπί 
ξιφών  άλλου  τύπου  άποδεοειγμ.ένως  εντός  τής  μυ- 
κηναϊκής έπο/ης.  Ό  καυλός  τών  ξιφών  τούτων 
συστέλλεται  ενίοτε  αμέσως  ύπο  το  κομβίον,  τίνα 
οέ  σκοπόν  v.yv/  ή  συστολή  αύτη,  αποδεικνύει  εν 
ξίφος   έξ    Ιταλίας  2 ,    ου   δ   δμοίως   συστελλόμενος 

1  Άρχ.  Έφτιμ.  1891  σ.  25  ifijc. 

2  Monum.  dell'  Inst.  XI  πίν.  60  άο.  19. 

ΚΦΙΙΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897. 


οπό  το  κομβίον  καυλός  περιβάλλεται  οπό  σύρμα- 
τος'  και  έπί  τούτων  λοιπόν  πρέπει  να  υποθέσω  μεν, 
δτι  υπήρχε  σύρμα  r  ίμάς  περισφίγγων  καί  συν 
δέων  στερεώτερον  τά  π>  χρώματα  μετά  τον  κα  »7  οΟ 
Ο  τύ-ος  τών  ξιφών  της  πρώτης  κατηγορίας 
οιεσώζ'ετο  επίσης  /.-y.  κατόπιν  της  εποχής  τών  τά- 
φων της  ακροπόλεως,  διότι  τα  έν  Βαφειώ  εύρεθίν 
ίίφος  '  είναι  καθ  δλα  δμοιον  ίκείνοις.  Ώς  παραλ- 
λαγή οι  τον  αύτου  τύπου  πρέπει,  /ομίζω,  νά  Οεω- 
ρηθή  το  ςιφίδιον  πίν.  7,  3"  ό  καυλός  αύτου  είναι 
βραχύς,  γλωσσοειδής,  καί  ή  πτέρνα  στρογγυλή 
και  τά  π"/  ηρώματα  απέ?  rjyov  εις  έντομάς  ωοειδείς 
δλίγον  διαφέρουσας  τών  έπί  εκείνων.  II  έπί  τών 
δύο  χρυσών  ελασμάτων,  τών  κειμένων  έπί  του 
προς  τήν  πτέρναν  άκρου  τής  λαβής  του  ςιφιδίου, 
εκτυπος  ταινία  είναι  αναμφιβόλως  άπομίμησις  α- 
ληθούς ίμάντος,  οι  ού  συνέδεόν  ποτέ  προς  μείζονα 
στερεότητα  τήν  λαβήν  μετά  τής  λεπίδος  περιελίσ- 
σοντες  αυτόν  μεταξύ  τών  κεφαλών  του  έν  τώ  μέσ'•> 
τής  πτέρνης  ή  τής  άρ/ής  του  καυλοΟ  εξέχοντος 
ήλου  και  τών  ύπό  τής  λαβής  και  τής  πτέρνης  σχη- 
ματιζόμενων γωνιών . ΤοιοΟτος  σύνδεσμος  ήτο  χρή- 
σιμος ιδίως  εις  τά  ξίφη  έκεΐνα,  ων  αί  λεπίοες  οέν 
ειν-ον  καυλόν  ή  εϊχον  καυλόν  βραχύτατον,  και 
επειδή  τοιαύτα  ήσαν  σχεδόν  πάντα  τά  αρχαιότερα 
ςίφη  και  εγχειρίδια,  πιθανώτατόν  μοι  φαίνεται,  δτι 
καί  ή  χρήσις  τοΟ  Ιμάντος  προς  τοιούτον  σκοπόν 
είναι  αρχαιότατη"  τά  έκ  τών  τάφων  τής  ακροπό- 
λεως ξίφη  τής  πρώτης  κατηγορίας,  τά  έχοντα  βρα- 
χύν  καυλόν  καί  ένεκα  τούτου  βεβαίως  αρχαιότερα 
μορφολογικώς  τών  τής  δευτέρας  κατηγορία;,  δεν 
γνωρίζομεν  έαν  ειν-ον  τήν  εκτυπον  ταινίαν,  διότι 
αί  λαβαί  αυτών  δεν  διεσώθησαν  ότι  όμως  είναι 
λίαν  πιθανόν  το  ποά-•αα  και  ότι  έκτοτε  συνειθίζετο 

Ι  1   ι 

ή  ταινία,  μαρτυρεί  το  νρυσούν  επικάλυμμα  της 
λαβής  ενός  τών  έκ  του  πέμπτου  τάφου  τής  ακρο- 
πόλεως εγχειριδίων2,  έφ  ού  ά.-αντώμεν  εκτυπον 
στρογγυλού  ιμάντα.  Όμοια  προς  τήν  τού  ςιφιδίου 
πίν.  8,  3  ευρίσκεται  ώς  είδομεν  ή  διπλή  ταινία 
και  έπί  τών  ές  άνάτου  καί  ίιαλομάζης  πληρωμά- 
των, παρεμφερής  δε  φαίνεται  ότι  υπάρχει  καί  έπί 
ξίφους  έκ  Καλαβρίας '"  τέλος  φέρουσι  τό  αυτό  κό- 

'    Άρχ.  Έφημ.  1889  σ.  145. 

1  Schuchliardt 2  είχ.  .'87  =  Perrot  et  Chipiez  Hist,  de  l'art. 
VI  -''v.  19,  5. 
3  Undset  ε. a.  six.  37  — Bull,  di  paletnol.  ital.  1896?:.  Ili  4 

8 


115 


ΜΗΤΡΑΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


116 


σμημα  καί  δύο  έλεφάντιναι  λαβαί,  ών  ή  μεν  κα- 
τόπτρου, ή  δ'  έτερα  άλλου  ίσως  σκεύους1.  Ταΰτα 
άποδεικνύουσιν,  δτι  ή  χ,ρήσις  του  ίμάντος  εις  τάς 
λαβάς  τών  ξι^ών  οχι  μόνον  πολύ  αρχαία  ήτο, 
άλλα  καί  συνηθέστατη"  διότι  κατήντησε  να  γείνη 
τυπικον  κόσμημα  αυτών.  Συν  τω  χρόνω  δ'  έλη- 
σμονήθη  καί  ή  αρχική  σημασία  αύτοΰ  καί  ανεξαρ- 
τήτως άπ' αυτής  μετεβλήθη  κατ  ολίγον  το  σχήμα 
του  έπι  το  ιύυ.ορ^ώτιρον,  καθ  α  φαίνεται  εκ  πα- 
ραβολής τοΟ  έκ  του  τάφου  τής  ακροπόλεως  εγχει- 
ριδίου προς  το  ξιφίδιον  πίν.  7,  3  καί  την  έλεφαν- 
τίνην  λαβήν,  καί  τούτων  πάλιν  προς  τα  εξ  άχάτου 
καί  ύαλομάζης  πληρώματα. 

Τά  έξ  ά/άτου  καί  ύαλομάζης  πληρώματα  άνή- 
κουσι  προφανώς,  ώς  εί'πομεν  ήδη,  εις  ξίφη  ό'μοια 
τω  έν  πίνακι  8,  1,  τούτων  δ'  ή  διαφορά  άπα  τοΟ 
ξιφιδίου  πίν.  7,  3  δεν  είναι  τόσον  μεγάλη,  ώστε 
να  μη  φαίνηται  ή  συγγένεια,  μάλιστα  εκ  τής  έπι 
τής  λαβής  εντομής"  ή  διαφορά  έγκειται  εις  το  μέ- 
γεθος καί  το  σχήμα  του  καυλού  καί  εις  τους  προ- 
φυλακτήρας' ώς  προς  το  πρώτον  φανερον  είναι, 
δτι  υπόδειγμα  ΰπήρξεν  ό  τελειότερος  καυλός  τών 
ξιφών  τής  δευτέρας  κατηγορίας,  εις  τον  σχηματι- 
σμών τών  προφυλακτήρων  οέ  φαίνεται  ό'τι  έπέορα- 
σαν  εγχειρίδια  τινα,ένοΐςή  πτέρνα  εύρύνεται  εκα- 
τέρωθεν εις  δύο  στρογγυλά  άκρα"  τοιούτον  τι  π. χ. 
φαίνεται  δτι  συνέβαινεν  έν  μικρώ  μεν  μέτρω  έπι 
τοΟ  εγχειριδίου  πίν.  7,  7,  το  όποιον  ευρέθη  έν  τω 
τετάρτω  τάφω  τής  ακροπόλεως  Μυκηνών,  καί  έν 
μείζον,  έπι  εγχειριδίων  εξ  Άμοργοο2.  Έάν  δε  το 
άκρον  του  καυλού  του  ξίφους  πίν.  8,  1  εύρυνθη 
καθ  ον  τρότ.ον  καί  έπι  τών  ξιφών  του  τύπου  πίν. 
8,  4,  θα  παραχ_θή  ό  τύπος,  ον  άντιπροσωπεύουσι 
τά  ανωτέρω  (σ.  111)  μνημονευθέντα  ξίφη  έκ  Μυ- 
κηνών,ΊαλυσοΟ  καί  Καρπάθου. Ότι  τά  ξίφη  ταύτα 
δεν  διαφέρουσι  τών  του  τύπου  πίν.  8,  1  ειμή  σχε- 
οόν  μόνον  κατά  το  κομβίον,  δεικνύει  απλή  παρα- 
βολή" δτι  οε  ή  μεταρρύθμισις  του  άκρου  του  καυ- 
λού εγεινεν  εντός  τής  μυκηναϊκής  εποχής,  είναι 
βέβαιον"  διότι  το  έξ  'Ιαλυσού  ξίφος  εί'δομεν  δτι 
ευρέθη  εντός  θαλαμοειοου'ς  τάφου  όμου  μετά  ξί- 
φους  του   τύπου  πίν.  8,   1,    επίσης  δε   καί  το   έκ 


1  Μυχηναι  π:'ν.  6  άρ.  1,  3  καί  σ.  77  έξ. 

2  Πρ6.  Sophus  Müller  ε.  α.  είκ.  36. 


Καρπάθου  άνεκαλύφθη  έν  τάφω  περιέχοντι   μυκη- 
ναϊκά αγγεία. 

Τών  ξιφών  τούτων  απλή  παραλλαγή  είναι  το 
έν  'Αρχ.  Έφημ.  1891  πίν.  2,  5,  το  όποιον  ώς 
εί'πομεν  ήδη  ανωτέρω  διαφέρει  μόνον  κατά  το  σχή- 
μα τών  προφυλακτήρων,  καί  τούτο  δε  πάλιν  το 
σχήμα  οέν  είναι  ού'τε  τυχαΐον  ούτε  αύθαίρετον, 
αλλ'  έποιήθη  προφανώς  καθ'  υποδείγματα,  οίον  το 
έκ  του  πέμπτου  τάφου  τής  ακροπόλεως  ανωτέρω 
(είκ.  2)  άπεικονισθέν  επικάλυμμα.  Όπως  δέ  τών 
ξιφών  του  τύπου  πίν.  8,  4  ό  καυλός  εί'δομεν  (άν. 
σ.  113)  δτι  συστέλλεται  ενίοτε  ύπατο  κομβίον, 
ούτω  καί  οιά  τον  αυτόν  λόγον  συστέλλεται  καί 
τούτων  ή  μόνον  ύπο  το  κομβίον  ή  καί  υπό  το  κομ- 
βίον καί  παρά  την  πτέρναν. 

Το  αυτό  χρυσοον  επικάλυμμα  (είκ.  2)  δεικνύει 
ετι  έγγυτέραν  την  συγγένειαν  του  ξίφους  πίν.  8,  2 
προς  τά  τής  ακροπόλεως"  το  επικάλυμμα  άνήκεν 
εις  λαβήν  τής  πρώτης  κατηγορίας,  εις  ην  προσε- 
τέθησαν οί  προφυλακτήρες,  το  δε  ξίφος  πλην  τών 
προφυλακτήρων  έχει  καί  τον  τέλειον  καυλόν  τών 
τής  οευτέρας  κατηγορίας. 

Ούτω  πάντα  τά  μέχρι  τούδε  έξετασθέντα  ξίφη 
παριστώσι  τύπους  παραγόμενους  αμέσως  ή  εμμέ- 
σως άπα  τών  δύο  κυρίων  κατηγοριών  τών  ξιφών 
τής  ακροπόλεως, συμβαλλομένων  πιθανώς  ενίοτε  καί 
τών  μετ'  αυτών  άνακαλυφθέντων  εγχειριδίων  ή  έκ 
τής  εξελίξεως  δέ  ταύτης  πρόοδος  à.^op'x  ιδίως  τους 
προφυλακτήρας,  τον  καυλόν  καί  το  κομβίον.  Ό 
υπολειπόμενος  δμως  τύπος,  δηλαδή  ό  του  ξίφους 
πίν.  8,  3  καί  τών  ομοίων  αύτώ  δεν  φαίνεται  να 
συνοέηται  μετά  τών  έκ  τών  τάφων  τής  ακροπό- 
λεως ξιφών  δι'  ούδενός  δεσμού'  ή  πτέρνα  εινε  διά- 
φορος, ό  καυλός  εντείνεται  βαθμηδόν  προς  το  μέ- 
σον καί  μειουται  πάλιν  προς  την  πτέρναν,  απολή- 
γει δ  έπι  μεν  του  έκ  Φωκίδος  εις  γλώσσαν  κατ 
άναλογίαν  πολύ  μεγάλην  (άνωτ.  είκ.  1),  ένω 
έπι  τοο  ύπό  Schliemann  άνακαλυφθέντος  βεβαίως 
οέν  έφερε  κομβίον  δμοιον  προς  τά  συνήθη'  προς 
τούτοις  ή  λεπίς,  ήτις  ε'ις  τά  άλλα  ξίφη  συνήθως 
γίνεται  στενωτέρα  από  τής  πτέρνης  προς  τήν  αίχ- 
μήν,  εις  τά  τρία  ταύτα  είναι  κατά  το  πλείστον  του 
εαυτής  μήκους  ίσοπλατής,  εύρύνεται  μάλιστα,  αν 
καί  ανεπαισθήτως  σχεδόν,  μεταξύ  του  μέσου  καί 
τής   αιχμής.  'Αλλ'  ένω    χωρίζεται   ό  τύπος  ούτω 


117 


ΜΙΠΤΛΙ    ΚΑΙ    ΞΗΊΙ    ΕΚ   ΜΥΚΗΝΩΝ 


UK 


οι'  ουσιωδών,  ώς  μοι  φαίνεται,  διαφορών  άπο  των 
λοιπών  μυκηναϊκών  ξιφών,  αρχαιοτέρων  καί  νεω- 
τέρων, συγγενεύει  πολύ  προς  τά  έν  τη  ίμέσως 
επομένη  περιόδω,  τη  του  Δίπυλου,  σιδηρά  ξίφη 
και  προ;  άλλα  ε;ω  της  Ελλάδος  λνακαλυφΟέντα" 
έξ  Αιγύπτου  είναι  γνωστά  δυο  τοιαΟτα  ξίφη  κο- 
λοβά καί  τέσσαρα  τεμάχια  άλλων  ',  πολύ  δε  μάλ- 
λον είναι  διαδεδομένος  b  τύπος  έν  Ευρώπη  προ; 
ßoppixv  άπό  της  Αλβανίας  μέχρι  της  Σκανοιναυ- 
ία;'''  τα  πλείστα  τούτων  είναι  καθ'  Ολα  όμοια  τω 
ύπο  Scbliemann  άνακαλυφθέντι,  ευρίσκονται  ό'μω; 
και  ξίφη,  ων  ο  καυλό;  απολήγει  είς  γλώσσαν  5πως 
έπ'ι  τοΟ  ημετέρου  έκ  Φωκίδος3. 

Είς  τά  υστερώτερα  ξίφη  του  τύπου  τούτου,  τά 
κατά  την  έποχήν  των  τάφων  του  Δίπυλου  συνήθη 
σιδηρά,  ή  λεπίς  πλατυνεται  πέραν  τοΟ  μέσου  μέ- 
χρι ενός  εκατοστού  του  μέτρου  ΐ\  καί  πλέον,  υπο- 
θέτω ο  ότι  ή  προβαίνουσα  πλάτυνσις  έχει  σχέσιν 
προ;  μεταβολήν  του  τρόπου  τη;  χρήσεως  των  ξι- 
φών, μεταβολήν  άρξαμένην  άπο  της  νεωτέρας  μυ- 
κηναϊκής περιόδου.  Γα  αρχαιότερα  μυκηναϊκά  ξίφη 
ήσαν  προωρισμενα  όπω;  νύττωσι  μόνον  δι  αυτών, 
οΰχι  καί  όπω;  πλήττωσιν"  ωσαύτως  οέ  καί  τών 
πλείστων  έκ  τών  νεωτέρων  ή  τοιαύτη  χρησις  ήτο 
ρεβαίως  ή  συνηθέστατη'  τούτο  αποδεικνύει  αυτό 
το  σχήμα  των.  Ούχ  ήττον  δυσκόλως  δύναται  ν' 
άμφισβητηθη  ότι  έκτοτε  μετεχειρίζοντο  ενίοτε  τά 
ξίφη  καί  προς  το  πλήττειν  ''  ιδίως  τά  ξίφη  του 
τύπου  πίν.  8,  3  είναι  έξ  ίσου  κατάλληλα  προ; 
τούτο  Οπως  και  προ;  το  νύττειν,  ϊσο.>;  ο  είναι  ου- 
το;  εις  τούν  λόγων  της  παραδοχής  αυτών  κατά  τήν 
νεωτέραν  μυκηναϊκήν  περίοδον,  ότε  ήρχισε  νά  με- 
ταβάλληται  ό  τρόπο;  του  μάχεσθαι5.  Βραδύτερον, 

4   Undset  ε.  a.  σ.  3. 

2  Nane,  Die  Bronzezeit  in  Oberbayern  σ-  87  σημ.  1. 

3  Undset,  Etudes  sur  l'âge  de  bronze  de  la  Hongrie  πίν. 

16,  4  (έξ  Ουγγαρία;)  καί  Nane  Ε.  α.  σ.  87  είζ.   14  (έξ   Απουλίας). 

4  Έν  τοί;  ομηρικοί?  έ'πεσιν  ή  /ρήσι;  τοΰ  ξίφους  προ;  τό  πλήττειν 
είναι  ήδη  μάλλον  συνήθη;  ή'  ή  προς  τό  νύττειν  (το  χωρία  συνέλεξεν 
ö    Heibig    ΙΙιιιιι.    Epos2   σ.  332    σημ.  7). 

5  Ει;  τήν  ποιχιλωτεραν  χρήσιν  τών  ξιφών  συνετε'λεσεν  "σοι;  χαί 
ή  εντός  της  μυκηναϊκή;  εποχή;  γενομε'ντ,  μεταρρύΟμισι;  των  ασπίδων 
(  Αρχαιολ.  Έφηα.  )*%  σ.  1  εξ.)•  διότι  οί  οοροϋντες  τάς  άρ/αιο- 
τίρα;  μεγάλα;  ασπίδα;,  τά;  άνευ  πο'ρπαχο;,  έχωλύοντο  φαίνεται  είς 
τό  πλήττειν  ΰπ'  αυτών  τών  ασπίδων  των,  αΓτινε;,  σχεπάζουσαι  τό  τε 
πρόσοιον  σώμα  μέχρι  τοΰ  λαιμού  χαί  τά;  πλευράς,  δέν  έπε'τρεπον  ει; 
τόν  όπλίτην  νά  χαταφε'ρη  τον  βραχίονα  μεΟ'  ορμή;  ούτε  ίχ  τΛν  άνω 
προ;  τά  χάτω  ού'τε  έχ  των  πλαγίων  ητο  λοιπόν  ουτο;  ήναγζασμε'νο; 
νά  ωΟη    τό  ξίφος  άνωθεν  της  άσπίδος.  "Οταν  ό'μως  είσή/θη  ή  έπ'ι  τοϋ 


μετά  την  μυκηναϊκήν  έποχήν,  εντείνονται  μάλλον 
αί  ένυπάρχουσαι  έν  τω  τύπω  πληκτικαΐ  Ιδιότητες 
καί 'ένεκα  τούτου  πλατυνεται  ετι  μάλλον  ή  λεπίς 
πέραν  του  μέσου,  δπως  το  χέντρον  της  βαρίίτητος 
κείται  δλον  ει;  το  μέρος  το  πλήττον.  Τήν  «ύτήν 
ίςέλιξιν  υπέστη  ό  τύπος  καί  èv  Ούγγαρίιχ  χαί  τη 
βορείω  Ευρώπη. 

Ai  προ;  το  μέσον  πα/ύτεραι  γενόμενα!  λαβαΐ 
του  υπό  Schliemann  είκ.  "J'JI  δημοσιευθέντος  ξί- 
φους και  τοΰ  έκ  Φωκίδος,  καθ  άςδέον  νάσυμπλη- 
ρωθη  και  ή  του  έν  πίνακι  8,3,  περιεβάλλετο  φαί- 
νεται ύπο  ιμάντων  συνδεόντων  τά  πληρώματα  μετά 
του  καυλό 0'  τούτο  καί  καθ  εαυτό  είναι  πιθανώ- 
τατον,  εξάγεται  οέ  και  έκ  του  ότι  έν  τη  λοιπή  Ευ- 
ρώπη λαβαΐ  ξιφών  του  είδους  τούτου  ολόχαλκοι 
φέρουσι  ζώνας  έκτύπους  κατ  άπομίμησιν  αληθών 
ιμάντων.  Εχομεν  ουτο;  καί  άλλο  είδος  ξιφών,  ων 
αί  λαοαι  περιεβάλλοντο  ύπο  ιμάντων,  επιτρέπεται 
οέ  νά  έρωτήσωμεν,  μήπο.>ς  ένεκα  τούτου  καλοΟν- 
ται  τά  ξίφη  ύπο  τοΰ  Όμηρου  Ο  713),  τοΰ  Ησίο- 
δου ['Ασπίς  221)  και  τού  Εοριπίδου  (Όρ.  821, 
Ψοίν.ΚϋΠ,Αποσπ.  374)  μεΛάγαβτα.Ό  Gei-luci)  ' 
ο^ν.  Οτι  ονομάζονται  ούτω  ξίφη  φέροντα  δίσκου; 
μεταλλίνους  πεπαρμένους  περί  τον  καυλον  καί  με- 
ταξύ τών  δίσκων  ή  νήμα  περιειλιγμένον  ή  ξυλον 
ή  ^ητινωδη  τινά  ούσίαν  ή  άλλην  6λην,  ώστε  νά 
σχηματίζωνται  ζώναι  σκοτεινοΟ  χρώματος  έναλ- 
λασσόμεναι  μετά  τών  μεταλλίνων  δίσκων. ΤοιαΟτα 
ξίφη  δμως  ευρίσκονται  μεν  έν  τη  βορειότερα  Ευ- 
ρώπη, σπανιώτερον  δε  και  έν  Ιταλία,  άλλ'  έ;  Έλ- 
λάοος ουδέν  είναι  γνωστόν,  καί  ένεκα  τούτου,  αν 
και  ή  γνώμη  τοΰ  Gerlach  έγένετο  κοινώς  αποδέ- 
κτη, δμως  είς  έμέ  πιθανότερα  πολύ  φαίνεται  ή  έκ 
τών  δερματίνων  ιμάντων  τών  συνδεόντων  τά  πλη- 
ρώματα ερμηνεία.  Ό  Αισχύλος  (Επτά  επί  Θήβας 
43)  μελάνδετον  ονομάζει  το  σάκος,  έν  ω  ταυρο- 
σφαγοΟντες  ώμνυον  οί  επτά  λοχαγοί,  τι  δέ  ένόει 
οιά  τούτου  μανθάνομεν  έκ  τοΰ  Όμηρου,  όστις  ποιεί 
περί  τοΰ  Έκτορος  "L  117)  ότι 

άμφΐ  δε  αιν  σφυρί  τύ-τε  καί  αΰνένχ  δε'ριια  κελαινόν, 
χντυξ,  η  -νι/.ζτη  θέεν  άσ-ίδο;  όμφαλοέσσης. 

αριστερού  ώμου  διά  τελαμώνος  καί  πόρπακο;  φορουμε'νη  ασπίς,  ήδύ- 
νατο  ό  πολεμιστή;  νά  κινή  τόν  δεξιόν  βρανίονα  μετά  πολύ  μεγαλει- 
τε'ρα;  ελευθέριας  /.αί  ζατα  τας  περιστάσεις  να  πλήττη  ή  να  διατρυπά 
τόν  έ/θρόν. 

'  Philologue  XXX  σ.  502. 


119 


ΜΗΤΡΛΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ    ΜΤΚΗΝΩΝ 


120 


"Όπως  λοιπόν  ή  ασπίς  ονομάζεται  μελάνδετος , 
διότι  περιβάλλεται  πέριξ  οπό  δέρματος,  οΰτω  και 
ή  λαβή  του  ξίφους.  "Αλλως  δέ,  έάν  προκειμένου 
περί  του  'Ομήρου  καί  αυτού  του  Ησιόοου  δύνα- 
ται τις  να  καταφυγή  εις  τα  προϊστορικά  εκείνα 
ξίφη,  τί  ειχεν  αρά  γε  εν  τω  νώ  δ  Εύριπίοης  όταν 
ώμίλει  περί  μελανδέτων  ξιφών  ;  βεβαίως  ξίφη  της 
εποχής  του'  καί  επί  αγγείων  συγχρόνων  αύτω 
άπαντώσιν  ενίοτε  ξίφη  φέροντα  περί  τάς  λάβας  πε- 
ριειλιγμένους  ιμάντας1. 

Ή  μεγάλη  διάδοσις  των  ξιφών  του  τΰπου  πίν. 
8,  3  έν  Ευρώπη  βορειότερον  της  'Ελλάδος  είναι, 
φρονώ,  ενδειξις,  δτι  εκείθεν  ήλθεν  ούτος  εις  τήν 
'Ελλάδα'  διότι  ενταύθα  μεν  εμφανίζεται  αιφνιδίως 
περί  το  τέλος  της  μυκηναϊκής  εποχής  καί,  ώς  εϊ- 
πομεν,  ο  εν  φαίνεται  συνδεόμενος  μετά  τών  αρχαιο- 
τέρων ελληνικών  ξιφών, έκ  τών  χωρών  δε  τής  Ανα- 
τολής άπαντα  μεν  ό  τύπος  έν  Αίγύπτω,  άλλα  δυσ- 
κόλως  δυνάμεθα  χάριν  τών  έκεΐ  ευρεθέντων  δύο 
κολοβών  ξιφών  και  ολίγων  τεμαχίων  να  θεωρήσω- 
μεν  τήν  χώραν  έκείνην  ώς  άρχικήν  πατρίδα  αυ- 
τού. Ξίφη  αρχαιότερα  τούτου  δεν  ευρίσκονται  έν 
Αίγύπτω  και  πιθανώς  ούο  ήσαν  έν  χρήσει,  οέν 
είναι  λοιπόν  εϋνόητον  πώς  δια  μιας  θα  επλαττον 
οί  Αιγύπτιοι  τύπον  τόσον  πρόσφορον,  ώστε  να  οια- 
δοθή  μετά  ταχύτητος  ουχί  μικρας2  μέχρι  τών  πε- 
ράτων τής  Ευρώπης'  τί  κωλύει  δέ  να  δεχθώμεν, 
ό'τι  τα  έν  Αίγύπτω  άνακαλυφθέντα  ξίφη  έτερον  έκεϊ 
οί  ξένοι,  οί'τινες  από  τών  νήσων  καί  ακτών  της 
'Ελλάδος  και  τής  Μ.  'Ασίας  έπέδραμον  επί  τήν 
χώραν  τών  Φαραώ  ακριβώς  κατά  τήν  νεωτέραν 
μυκηναϊκήν  περίοδον;3 

Έπειτα   έάν   αληθώς   έν  'Ελλάδι   ί[ΐ.ορ^ω^Ί]   το 

πρώτον   ό  τύπος,  περί  ου  πρόκειται,  ή  έάν  έκ  τής 

Ανατολής  έλθών  δια  τής  'Ελλάδος  διεδόθη  εις  τήν 

λοιπήν   Εύρώπην,    δεν    εξηγείται,    δια  τίνα   λόγον 


1  Π.  y .  Journal  of  hell,  studies  Χ  πίν.  I. 

2  Έν  Σκανδιναυία  ό  τύπο;   άπαντα   rjòr)  ανεπτυγμένος   έν   τη   αρ- 
χαιότερα χαλκη  περιοοω   ι  S.   Müller,   Nordische    Alterthums- 

kunde.  γερμ.  μετάφρ.  υπό  Jiriczek,  σ.  244  έξης),  δηλαδή  πιθανώς 
ουχί  υσ•.ερώτερον  ή  έν  'Ελλάδι. 

3  Περί  τών  άλλων    ανατολικών  χωρών,  τών  κυρίως  σημιτικών,  τό 
πράγμα    είναι    ετι  άβεβαιότερον  ΰπετέθη  ό'τι    χαί  αυτή    ή  λέξις    ξίφος 

είναι  σημιτική",  ό  J.  G. Wetzstein  ό'μως  αρνείται  τοϋτο  (Verhand- 
lungen der  Beri.  Gesellschaft  für  Anthropol.  und  Ethnol.  έν 
Zeitschrift  für  Ethnol.  18'JO  o.  13!)  χαί  (Βέβαιοι,  δτι  οί  Σημίται 
ουδέποτε  έγνώριζον  νά  κατασκευάζωσι  ξίφη. 


καί  άλλοι  νεώτεροι  μυκηναϊκοί  τύποι  ξιφών  δέν 
διεδόθησαν  ομοίως  ή  το  πολύ  μέχρις 'Ιταλίας. Άφ' 
ετέρου  εχομεν  έν  τοις  Όμηρικοϊς  επεσι  (Ν  577, 
Ψ  808)  ρητήν  μαρτυρίαν,  ό'τι  κατά  τους  χρόνους 
εκείνους  έφημίζοντο  έν  'Ελλάδι  τα  ξίφη  τής  Θρά- 
κης, δηλαοή  τά  δια  τής  'Ιλλυρικής  χερσονήσου 
ερχόμενα  εις  τους  Έλληνας.  Τέλος  δεν  είναι  ίσως 
τυχαΐον  ,  ό'τι  ή  έμφάνισις  τών  ξιφών  τούτων  έν 
Πελοπόννησο)  συμπίπτει  περί-που  μετά  τής  μεγά- 
λης εκείνης  τών  βορύων  ελληνικών  λαών  προς  νό- 
τον  κινήσεως,  τής  Δωρικής  μεταναστάσεως  κα- 
λούμενης, καί  ό'τι  επικρατεί  ό  τύπος  έν  τη  μετά 
τήν  μυκηναϊκήν  άκολουθούση  εποχή  του  Δίπυλου, 
ό'τε  έπικρατουσι  καί  οί  νέοι  κατακτηταί"  μήπως 
είναι  καί  τούτο  τεκμήριον  τής  βόρειας  καταγωγής 
του  καί  μήπως  τοιαύτα  ξίφη  επαλλον  οί  Δωριείς;1 
Εννοείται  ό'τι  ή  ύπόθεσις  περί  τής  καταγωγής 
τοο  τύπου  ουδέν  αποδεικνύει  περί  τοο  τόπου  τής 
ποιήσεως  αυτών  τών  ξιφών  διότι  δυνατόν  είναι  έν 
ή  πλείονα  έξ  αυτών  νά  εισήχθησαν  έξωθεν,  δυνα- 
τόν ό'μως  καί  πάντα  νά  κατεσκευάσθησαν  ένταΟθα. 
Αλλά  τά  άλλα  νεώτερα  μυκηναϊκά  ξίφη  είναι 
αναμφιβόλως  εγχώρια  έργα  και  ώς  προς  τήν  κα- 
ταγωγήν  τών  τύπων  και  ώς  προς  τον  τόπον  τής 
ποιήσεώς  των.  Έκ  τών  έν  τοις  ανωτέρω  περιγρα- 
φών και  παραβολών  εγεινε  κατάδηλον,  ό'τι  πάντα 
ταύτα  τά  ξίφη  συνδέονται  πολλαχώς  μετ'  αλλή- 
λων καί  πρέπει  νά  έξετάζωνται  ώς  έν  όλον,  ώς 
έ'ργα  τής  αυτής  τέχνης"  ή  συνεχής  δέ  βαθμιαία 
έξέλιξις  τών  τύπων  άπό  αρχαιοτέρων  μορφών  μαρ- 
τυρεί, ότι  ή  τέχνη  αυτή  έπί  αιώνας  είργάζετο 
κατά  τύπους  παραδεδομένους  ΰπό  τών  παλαιοτέ- 
ρων, καί  μετερρύθμιζε  μέν  πολλάκις  αυτούς  έπί 
τό  χρησιμώτερον  καί  στερεώτερον,  άλλ  ούχ'ι  οΰτω 
ώστε  νά  μή  άναγνωρίζηται  έκ  πολλών  στοιχείων 
ή  συγγένεια  τών  αρχαιοτέρων  προς  τά  νεώτερα. 
Καί  είναι  μέν  δυνατόν  νά  ύποτεθή ,  Οτι  ουχί  έν 
Ελλάδι,  άλλ'  έν  άλλη  τινί  χώρα  εκείτο  τό  κέν- 
τρον  τής  τέχνης  ταύτης  καί  ότι  έν  τη  συνέχει  εξε- 
λίξει τών  τύπων  έπί  τών  μυκηναϊκών  ξιφών  κατοπ- 
τρίζονται  απλώς  αϊ  έν  τη  χωρά  εκείνη  γινόμεναι 
μεταρρυθμίσεις  του  όπλου.  'Αλλά  τούτου  υποτι- 
θεμένου μένει  αληθώς  άνεξήγητον,  πώς  λαοί  τόσον 

'   Οί   Σπαρτιάται    όμως    κατά    τους  γνωστούς    ιστορικούς    χρόνους 
εφερον  βραχύ  ξίφος,  τήν  ξυήλην. 


121 


ΜΗΤΡΛΙ    ΚΛΙ    ΞΙΊΊΙ    ΒΚ    ΜΤΚΗΝΟΝ 


122 


πολεμικοί,  ώς  ol  μυκηναϊκοί,  ήδύναντο  ί~\  αιώνα; 
όλους  να  έξακολουθώσιν  είσάγοντες  έκ  της  χλλο- 
■ίατ^ς  τα  ξίφη  των  καί  δέν  έσκέφθησαν  νά  κατα- 
σκευάζωσιν  αυτά  οι  Γ-ΐ'.ο•. ■  διότι  οέν  παρατηρείται 
έν  αύτοΐς  διαφορά  τις  τέχνης  καί  oèv  δύνανται  νά 
θεωρηθώσι  τα  μέν  ζένα,  τά  δέ  απομιμήσεις  έγχώ- 
ριαι.  Πλην  τούτου   άναμιμνήσκω,  ότι   ςίφη   τινά, 
και  ιδίως  εκείνα,  εις  α  ανήκον  τ-/  ές  -//-/του  πλη- 
ρώματα,   κατεσκευάσθησαν    ές    αρχής   ώς    κτερί- 
σματα' δέν  είναι  δέ  πιθανόν,  ό'τι  ξένοι  έμποροι  εφε- 
ρον   μακρόθεν   και  έπώλουν  τοίς  Μυκηναίοις  ςίαρη 
ενόντα  τα  πληρώματα   τόσον   ατελώς  προσηλω- 
μένα, ώστε  να  μή  είναι  εΰχρηστα  έν  τώ  βίω'    ένώ 
και  ή  αξία  αυτών   μεγαλειτέρα  θα  ήτο   και  ή  πώ- 
λησις  ευχερεστέρα,    έάν   εϊχον  τους  καυλούς  και 
τα  πληρώματα  τετρημένα  και  δι  ήλων  συνδεδε- 
μένα' τούτο  εις  τους  κατασκευάσαντας  αυτά  ήτο 
εύ'κολον,  επειοή   οέ   δέν  έγένετο,  σημαίνει   ότι   έπί 
τόπου  παρηγγέλθησαν  ή  ημιτελή  ετι  δντα  ήγορά- 
σθησαν  έπί  τω  θανάτω  του  ανδρός,  ου  το  λείψανον 
έκόσμησαν  κατά  την  πρόθεσιν  και  την  ένταφίασιν  . 
Δια  το  ζήτημα  της  προελεύσεως  όχι  μόνον  τών 
νεωτέρων,  άλλα   καί   τών   αρχαιοτέρων    μυκηναϊ- 
κών ξιφών  καί  αυτών  ετι  τών  χρυσοκολλήτων  εγ- 
χειριδίων σπουδαιότητα  έχει  πιθανώς  και  ή  χρν- 
σοκέντη(ΐιθί  ήτοι  ή  διά  τεμαχίων   χρυσών  συρμά- 
των διακόσμησις,  ήν   άπηντήσαμεν   έπι  του  ςιφι- 
δίου  πίν.  7,  3,  έπί  της  λαβής  πίν.  7,  4  καί  έπί 
του  παρ   αυτήν  τεμαχίου  7,  5.  Έκ  τών  πληρω- 
μάτων του  ξίφους  ουδέν  σώζεται,  ευρέθησαν  ό'μως 

*  Έν  σ/έσει  προς  τ*  έξ  ά/άτου  πληρώματα  αναφέρω  χαί  τοΰτο, 
ότι  τό  1895  άνεχαλύφθησαν  χαί  άλλα  τεκμήρια  της  κατεργασίας  τών 
σπανίων  λίθων  Ëv  Muxrjvaiç'  διο'τι  έ'ν  τινι  οίκ^ματι  τής  άχροπείλεΐϋ( 
κειμένω  προς  ανατολάς  τοϋ  ανάκτορου  ευρέθησαν  ττένχε  τεμάχια  χαλ- 
κηδονίου  λίθου  ακατέργαστου,  επτά  κρυστάλλου,  εν  άχάτου,  δύο  μα- 
λα/ίτου  γεώδους,  ε'ν  γαληνίτου.  Εν  τίμά/ιον  αγγείου  έχ  λίθου  ά/ α- 
τού, έ'ν  τεμά/ιον  ποτηριού  έξ  ύαλομάζης,  κοσμήματα  τίνα  έξ  ύαλο- 
μάζης  καί  όστοϋ  καί  πολλά  τεμά/ια  θείου.  Έκ  τών  ευρημάτων  τού- 
των φαίνεται  οτι  χατώχει  ενταύθα  τεχνίτης  τις,  όστις  συνέλεγε  πάντα 
οπωσδήποτε  περίεργον  λίΟον  χαί  ό'στις  πλην  άλλων  εϊργάζετο  τον 
χαλχηδο'νιον,  τόν  ά/άτην  χαί  τόν  χρύσταλλον.  'Κν  αλλω  δέ  παρα- 
χειμένω  δωματίω  ευρέθη  λίθος  ά/άτ^,ς  φακοειδής  τό  σχήμα,  ώς  οι 
συνηΌεις  έγγεγλυμμένοι,  άνευ  γλυφής  δμως  και  »τρητος,  βεόλαμμένος 
δέ  ολίγον  ε'ι'ς  τι  μέρος  της  περιφέρεια;•  ενεχα  της  βλάβης  ταύτης  πι- 
θανώς έμεινε•/  ήμίεργος.  Μνημονεύω  ταύτα,  άν  καί  είναι  ίσως  περιτ- 
το'ν,  χάριν  εκείνων,  οϊτινες  άχο'μη  πιστεύουσιν,  ό'τι  οι  έγγεγλυμμένοι 
λίθοι  δέν  είναι  εγχώριοι  (πρβ.  καί  Evans,  Journal  of  hell,  stu- 
dies XIII  σ.  2ίϋ.  Eastern  Question  in  Archaeology,  Ad- 
dress to  the  anlhropol.  Section  ol'  Br.  Assoc,  for  the  Advan- 
cement of  science,  18ÌI6). 


περί  αυτό  iv  τοΤς  χώμασι  τον  τάφου  πλήθος  μι- 
κρών νουσών  κέντρων,  ολίγα  δέ  τίνα  και  έπικε- 

ι  /.ι  Γ  »  Ι 

κολλημένα  έπί  τής  πτέρνης  αύτου,  ώστε  είναι 
άναμφίβολον,  οτι  ή  /aóV,  του  ήτο  χρυσοκέντητος. 
Ομοια  κέντρα  έκ  διαλυθεισών  λαβών  προερχόμενα 
άνεκαλυφθησαν  καί  έν  τώτάφω  του  ΒαφειοΟ  -αρά 
τό  χρυσοκόλλητον  έγχειρ ίδιον  καί  εν  τισι  τών  Οα- 
λαμοειοών  τάφων  τών  Μυκηνών,  Ωσαύτως  πολλά 
έχ  τών  ξιφών  τών  τάφων  της  άκροπό?  εως  εϊχον  χρυ- 
σοκέντητους τάς  λαβάς,  ώς  αποοεικνύουσι  λείψανα 
σαφή  ' ,  έκ  δέ  τών  εγχειριδίων  του  τετάρτου  καί 
πέμπτου  τάφου  ίσως  τά  πλείστα.  Επί  τής  πτέρ- 
νης τής  λεπίδος  του  έκ  του  τετάρτου  τάφου  χρυ- 
σοκολλήτου  εγχειριδίου,  εφ  ου  εικονίζεται  07?ρα 
'  όντων,  ύπάρχουσιν  έπικεκολλημένα  σήμερον  ετι 
ούο  ή  τρία  κέντρα,  έπί  δέ  τοΟ  έν  πίνακι  7,  7  δη- 
μοσιευομένου εγχειριδίου,  τοϋ  έν  τω  αύτώ  τάφω 
ανακαλυφθέντος,  σώζεται  εύτυ/ώς  καί  μέρος  του 
έκσπειρών,ων  τους  οφθαλμούς  άποτελοΟσι  όόοακες, 
ποικίλματος'  τό  αυτό  κόσμημα  ευρηται  εκτυπον 
καί  έπί  τής  /αλκής  λεπίδος,  έπί  τής  λαβής  όμως, 
ήτις  ήτο  πιθανώτατα  ξύλινη,  σχηματίζεται  έχ 
πολύ  μικρών  χρυσών  κέντρων  —  κατά  το  ήμισυ 
μικρότερων  τοϋ  ελαχίστου  τών  έν  πίνακι  7,  6  ει- 
κονιζόμενων — ,  άτινα  είναι  γωνιωδώς  κεκαμμένα 
καί  ών  το  έ'ν  σκέλος  είναι  καθέτως  έμπεπηγμένον 
εις  τό  ςιίλον,  τό  δ  έτερον  κείται  έπί  τής  επιφα- 
νείας. 

'Ολίγον  διάφορος  είναι  ο  τρόπος,  καθ'  ίν  κο- 
σμούνται ή  λαβή  πίν.  7,  4  καί  το  τεμάχιον  7,  5' 
όλη  ή  επιφάνεια  τών  πληρωμάτων  αυτών,  τά 
οποία  φαίνεται  ότι  ήσαν  πάλιν  ξύλινα,  καλύπτεται 
ύπό  τών  χρυσών  κέντρων,  ώστε  τό  ξύλινον  ύπό- 
θημα  ουδαμοΟ  είναι  ορατόν,  αυτά  οέ  τά  έπί  τής 
επιφανείας  τών  πληρωμάτων  κείμενα  σκέλη  τών 
κέντρων  άποτελοΟσι  γρνσοΊν  έδαφος,  έφ  ου  έχα- 
ράχθησαν  κατόπιν  κοσμήματα  σπειροειδή  Πιθα- 
νώς ούτω  ήτο  κεκοσμημένη  και  ή  λαβή  του  ξιφι- 
δίου  πίν.  7,  3,  εκ  τίνων  λειψάνων  δέ,  δυστυχώς 
πολύ  ολίγων,  φαίνεται  ότι  καί  έπί  τών   έγχειρι- 


1  Έκ  τών  ολίγων  δημοσιευθέντων  ξιφών  έκ  τών  τάφων  της  ακρο- 
πόλεως χρυσοκέντητα  ήσαν  τά  Schlicmann  Mvcènes  445  e.  449 
καί  S.  Müller,   Ursprung  der  europ.  Bronzekultur  εϊχ.  2  = 

Helhig  Hom.  Epos3  \'2~'  ωσαύτως   τό  ξίφος,  εις  δ  άνήχε   το  ανω- 
τέρω  σ.   lib  εϊχ.  2  /ρυσοΰν  επικάλυμμα. 


123 


ΜΗΤΡΑΙ   ΚΑΙ    ΕΙΦΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


124 


δίων  της  ακροπόλεως  τα  κέντρα  έκάλυπτον  ενίοτε 
ολην  τήν  έπιφάνειαν  των  πληρωμάτων. 

'Οσάκις  ήΟελον  να  κεντήσωσι  τήν  λαβήν  κατά 
τον  τρόπον  τοΟ  εγχειριδίου  πίν.  /,  /,  βεβαίως 
οιέγραφον  πρότερον  το  σχέοιον  του  ποικίλματος 
έπί  του  ξύλου  καί  κατόπιν  ένεπήγνυον  τά  κέντρα. 
Κατά  τον  άλλον  δέ  τρόπον  ή  κέντησις  έγίνετο  φαί- 
νεται ώς  έξης"  ένεπήγνυον  εις  τήν  έπιφάνειαν  του 
προς  διακόσμησα  ΰποΟήματος  τά  άκρα  μικρών  τε- 
μαχίων σύρματος  κατά  στοίχους  πυκνούς  καί  απέ- 
χοντας αλλήλων  άλλοτε  περισσότερον,  άλλοτε  ο 
ολιγώτερον  —  έν  πίνακι  7,  6  εικονίζονται  εξ  κέν- 
τρα διαφόρου  μεγεθών ,  τά  δ'  οριζόντια  αυτών 
σκέλη  οεικνύουσι  οιαφόρους  αποστάσεις  τών  στοί- 
χων άπ'  αλλήλων  — ,  κατόπιν  οέ  τύπτοντες  τα 
έξένοντα  της  επιφανείας  τυ-ήαατα  τών  συρυ-άτων 
εκαμπτον  αυτά  καί  τά  έστρωνον.  Τάς  οπάς,  εις  ας 
ένεπηγνύοντο  τά  σύρματα,  έτρύπων  βεβαίως  πρό- 
τέρον  έπί  του  ξύλου  ή  οστοϋ  '  οιά  λεπτοο  αίχμη- 
ρου  εργαλείου,  ίσως  ο  ελαμοανον  κατ  αρχάς  με- 
γαλείτερα  καί  μάλλον  εύμεταχείριστα  τεμάχια 
σύρματος,  άφοο  οέ  τά  ένεπήγνυον,  άπέκοπτον  το 
περισσευον  μέρος  αυτών  καί  άφινον  εξέχον  της  επι- 
φανείας μόνον  όσον  ήτο  ανάγκη.  Το  σύρμα  είναι 
πολύ  λεπτόν,  αλλά  οέν  είναι  άπλουν,  διότι  σύγ- 
κειται εκ  ούο  ετι  λεπτότερων  συνεστραμμένων 
συρμάτων,  τούτο  ο  ί'σως  συνετέλει,  όπως  τα  έπι 
της  επιφανείας  κείμενα  σκέλη  τών  κέντρων  τυπτό- 
μενα  είσούωσιν  εις  το  ύπόΟημα  και  γίνηται  ούτω 
ή  στερέωσις  αυτών  ασφαλεστέρα.  Τά  μεγαλείτερα 
τών  κέντρων  έχει  ή  λαβή  πίν.  7,  4,  μετ'  αυτήν 
έρχεται  το  τεμά'/ιον  7,5,  κατόπιν  το  ξίφος  7,  3 
καί  τά  ελάχιστα  ευρίσκονται  έπί  του  έγχειριοίου 
7,  7'  έπ  αύτοο  οέ  ούδ'ήτο  δυνατόν  νά  σχηματι- 
σθώσι  οιά  μειζόνων  κέντρων  σπεΐραι  καί  προ  πάν- 
των ρόοακες  τόσον  μικροί. 

Είπον  οτι  ή  χρυσοκέντησις  έχει  ί'σως  σπουδαιό- 
τητα δια  το  ζήτημα  της  προελεύσεως  τών  μυκη- 
ναϊκών ςιφών,  αρχαιοτέρων  καί  νεωτέρων,  τούτο 
οέ,  διότι,  ό'σον  έγώ  τουλάχιστον  ήδυνήΟην  νά  ερευ- 
νήσω, ο  τρόπος  ούτος  της  οιακοσμήσεως  τών  λα- 

*  Τά  πληροΐματα  τών  "/ρυσοκεντήτων  λαβών  μοι  φαίνεται  οτι 
ήσαν,  ώς  έπί  ιό  πολύ  τουλάχιστον,  ξύλινα'  αλλ'  έξ  Ivo;  μικροϋ  τε- 
μάχιο j  ευρεθέντος  έν  τάφω  της  κάτω  πόλεως  βεβαιοΰται,  ότι  καί  έπί 
οστοϋ  —  καταλλήλως  εννοείται  παρασκευασΟέντος  —  ήσχεΐτο  ή  αυτή 
τέχνη. 


βών  ή  άλλων  πραγμάτων  δεν  ήτο  γνωστός  έν  τη; 
'Ανατολή,  δηλαδή  ούτε  έν  Αίγύπτω  ούτε  έν  Με- 
σοποταμία' περί  της  τέχνης  τών  Φοινίκων  κατά 
τήν  έποχ_ήν  ταύτην  ελάχιστα  γινώσκομεν,  έάν 
όμως  ή  χρυσοκέντησις  του  ξύλου  καί  όστου  ήτο• 
γνωστή  εις  αυτούς,  πιΟανώτατα  θα  μετεδίδετο  καί 
εις  τήν  Αίγυπτον  καί  θα  ίνζυρίστ.οντο  έκει  ίχνη 
αυτής.  Επιτρέπεται  λοιπόν  μέχρις  αποδείξεως  τοΟ- 
έναντίου  νά  Οεωρώμεν  ώς  εγχώρια  έργα  πάντα  τά 
έχοντα  χρυσοκέντητους  λαβάς  ξίφη  καί  εγχειρίδια,, 
μεταςύ  οέ  τούτων  καί  το  οιά  της  θήρας  τών  λεόν- 
των κοσμούμενον. 

Εν  αντιθέσει  προς  τήν  χρυσοκέντησιν  ή  κοκ- 
κίδωοκ;,  ήτις  κοσμεί  τήν  περιφέρειαν  τών  χρυσών• 
δισκαρίων  του  ξιφιοίου  πίν.  7,  3  καί  τών  έξ  άχά- 
του  πληρωμάτων,  οέν  άπαντα  ακόμη  έπι  τών  κτε- 
ρισμάτων τών  τάφων  της  ακροπόλεως,  αν  καί  έπί 
τών  δύο  κοσμημάτων  Schliemann  Mycì'nes  293 
ευρίσκονται  έπικεκολλημένα  κατά  διαστήματα 
σφαιρίδια  στερεά.  Εν  Κρήτη  ό'μως  καί  Τροία  ή 
κοκκίοωσις  λέγεται  ανερχομένη  εις  πολύ  παλαιο- 
τέρους χρόνους.  Ό  Evans1  έδημοσίευσεν  έν  χ,ρυ- 
σουν  σφαιρικον  πράγμα,  κεφαλήν  καρφιΟος  ίσως, 
έφ'  οδ  εύρηνται  έπικεκολλημένα  πολλά  ευμεγέθη 
κοκκίδια  ατάκτως  έσπαρμένα  έπί  της  επιφανείας 
και  μή  αποτελούντα  ωρισμενον  τι  σχήμα  μηοε  κα- 
λύπτοντα δλην  τήν  έπιφάνειαν.  Κατά  τον  Evans 
το  κόσμημα  τούτο  άνεκαλύφθη  παρά  τον  Αγιον 
Όνούφριον  της  Φαιστού  μετά  πολλών  άλλων  πραγ- 
μάτων ανηκόντων  εις  τήν  Άμοργινήν  περίοδον  δ 
κ.  Χατζιδάκης  δμως,  πρόεδρος  του  έν  Ηρακλείω 
της  Κρήτης  Ελληνικού  Συλλόγου,  έν  τψ  μουσείω. 
του  οποίου  κείται  νυν  το  εύρημα  τοΰ  'Αγίου  'Ονού- 
φριου, απαντών  εις  έρώτησίν  μου  γράφει,  οτι  ούοέν 
έκ  τών  αποτελούντων  το  εύρημα  τούτο  κοσμημά- 
των φέρει  κοκκίοωσιν,  υποθέτει  οέ  δτι  δ  Evans 
έπλανήΟη  ίδών  έν  τω  μουσείω  του  Συλλόγου  κοκ- 
κίοωσιν έπι  αρχαίων  προερχομένων  έκ  του  Ιοαίου 
άντρου.  "Ενεκα  τών  περιστάσεων  δεν  ήουνήΟην  νά 
εξακριβώσω  το  πράγμα,  άλλα  καί  έάν  έχη  δίκαιον 
δ  Evans  — ■  όπερ  λίαν  πιθανόν  — ,  πάλιν  έχομεν 
έπί  του  κρητικού  κοσμήματος  οχι  τελείαν  κοκκι- 
δωσιν.  Έπί  τών  τρωικών  δμως  κοσμημάτων  είναι 
ήδη  οία  καί  έπί  τών  έργων  της  νεωτέρας  μυκη- 
1  Cretan  pictographs  ο.  109  είκών  94. 


128 


ΜΙΙΊΤΛΙ    ΚΑΙ    ΞΙΨΠ    ΕΚ    ΜΤΚΗΝΩΝ 


126 


ναΐκής  περιόδου,  χα'  επειδή  τά  κοσμήματα  έ/.εΤνα 
άνεκαλύφθησαν  κατά  τον  Schliemann  έν  τη  δευ- 
τέρα πόλει  τοΟ  Ιλίου,  πρέπει  ν«  είναι  αρχαιότερα 
τής  δευτέρας  π.  Χ.  χιλιετηρίδος  ' .  Λ//-/  υ.ετά 
τήν  άνακάλυψιν  της  έκτης  τρωικής  πόλεως  δεν 
είναι  βέβαιον,  8τι  b  Schliemann  οέν  έπλανήθη, 
ο6τω  οέ  Γ]δη  ό  Evans  ένεκα  δλλων  λόγων  απο- 
φαίνεται δτι  "  ol  τρωικοί  θησαυροί  ουδαμώς  ανή- 
κουσιν  ει;  τήν  άπομεμακρυσμένην  έποχήν,  ει;  ήν 
κατ  αρχάς  ίινήχθησαν  Οπό  του  Schliemann'  ή  δλη 
αυτών  οψις  δεικνύει  δτι  είναι  μυκηναϊκοί  καΐ  δτι 


ανΓ,κουσι     μ'/ 


λλον 


εις  την  εκτην  η  ε;;  την  οευ- 
τέραν  πόλιν».  II  κρίσις  αύτη  μοι  φαίνεται  ορθή 
καί  περί  άλλων  καί  περί  τών  μετά  κοκκιδώσεως 
κοσμημάτων  οέν  είναι  δμως  βεβαίως  ανάγκη 
να  υποτεθώσι  narra  τα  αποτελούντα  τοος  θη- 
σαυρούς εκείνους  πράγματα  σύγχρονα  άλλήλοις" 
διότι  τοιαοτα  κειμήλια  δυνατόν  είναι  νά  κατεσκευ- 
άσθησαν   αιώνας  όλου;   πριν   κατατεθώσιν    εις  τα 

ir),  έν  οι;  ευρέθησαν. 

Εξαιρουμένων  ούτω  τών  τρωικών  κοσμημάτων 
μένουσι  μόνον  δυο  έκ  Μυκηνών  καί  πιθανώς  έν 
κρητικόν,  ές"  ων  δυνάμεθα  νά  συμπεράνωμεν,  δτι 
ήδη  προ  της  νεωτέρας  μυκηναϊκής  περιόδου  ήτο 
γνωστή  ή  /.ατατ/.ευή  καί  έπικόλλησις  τών  κοκκί- 
οων,  ήσαν  δηλαδή  γνωσταί  αί  βάσεις,  έφ'  ων  στη- 
ρίζεται ή  τέχνη  αυτή.  Πέραν  τούτου  δμως  δέν 
ε!/ε  προοδεύσει  καί  ή  χρήσίς  της  ήτο  περιωρι- 
σμένη'  Γσως  οέ  κοσμήματα,  ώς  τα  έκ  τών  τάφων 
της  ακροπόλεως  Schliemann  Mycènes  282,  283, 
•!•>Ί  καί  άλλα,  έν  οί;  ol  ομφαλοί  περιβάλλονται 
ίιπο  πυκνών  έκτύπων  στιγμών  καί  γραμμαί  δλαι 
καί  ρόδακες  σχηματίζοντα',  δι'  ομοίων  στιγμών, 
έχρησίμευσαν  ώ;  πρότυπα  απομιμήσεως  και  έδω- 
καν ούτω  άφορμήν  ει;  τήν  συστηματικήν  χρήσιν 
καί  τήν  τελειοποίησιν  της  κοκκιοώσεως'  διότι  τω 
οντι  οί  κύκλοι  εκείνοι  καί  αϊ  γραμμαί  καί  οί  όό- 
οακες  έ;  έκτύπων  στιγμών  προξενοΟσι  τήν  έντύ- 
πωσιν  κληθοος  κοκκιδώσεως  Ή  τελειοποίησις  οέ 
•■  επε  βεβαίως  προ  πάντων  τήν  κόλλησιν,  διότι 
αύτη  είναι  το  ουσχερέστατον  μέρος  τη:  εργασίας3- 

1  "0?a  Dörpfeld,  Troja  σ.  61. 
3  Journal  of  hell,  studies  XIV  σ.  330,  ?9a  . 
3  Darembergel  Saglio,  Diction,  des  antiquités  Ι  β.  79-1. — 
Blümner,  Technologie  und  Terminologie  IV  σ.  316  έξ. 


/.αί  επειδή  αϊ  κο/./.ίοε;  του  κρητικοΟ  κοσμήματος 
καί  τ'•-/  ovo  ■:/.  τών  τάφων  της  ακροπόλεως  είναι 
ίκανώς  μεγάλάι  κα)  κείνται  κραιώς,  ή  Ιπικόλλησίς 
των  βεβαίως  οέν  κπητει  τήν  προσοχήν  καί  δεξιό- 
τητα, Γσως  μάλλιστα  ούδί  τά  κυτά  τεχνικά  υ,έσα, 
ατινα  ήσαν  αναγκαία  διά  τήν  στερέωσιν  τών  μι- 
κροσκοπικοΟ  πολλάκις  μεγέθους  κοκκίδων  τών 
ύστερωτέρων  έργων. 

Κατά  τήν  νεωτέραν  μυκγιναϊκήν  περίοδον  ποι- 
κιλώτατοι  είναι  οί  τρόποι,  χαθ  ους  γίνεται  χρήσις 
τών  κοκκίδων,  καί  συχνά  Οαυυ,αστ^  ή  λεπτότης 
της  εργασίας.  Δείγματα  ικανά  εχουσιν  /οη  δημο- 
σιευθη  /.αί  πολύ  περισσότερα  μένουσιν  Ανέκδοτα, 
αλλ  είναι  δύσκολον  καί  ίσω;  περιττον  ν  άναφέ- 
ρωμεν  αυτά  ένταΟθα'  θα  περιορισθώ  λοιπόν  εις  εν 
μόνον,  ι*  Αλέξανδρος  Castellani,  περί  ου  γνωστόν 
είναι  πόσον  έμελέτησε  τά  χρυσά  ετρουσκικά  κο- 
σμήματα, άτινα  καί  κπεμιμήθη  μετά  πολλής  έπι- 
τηδειότητος,  φρονεί  ότι  ή  τέχνη  του  κοσμεΐν  με- 
ταλλικά; επιπέδους  ή  κυρτά;  επιφανείας  οι'  έπι- 
κεκολλημένων  ελαχίστων  χρυσών  κοκκιδίων  εφευ- 
ρέθη  οπό  τών  Φοινίκων  μεταξύ  του  έβδομου  καί 
τοΟ  πέμπτου  π.  Χ.  αιώνος'.  ΊΙ  τέχνη  δμως  αύτη 
ήτο  γνωστή  έν  τη  νεωτέρα  μυκηναϊκή  περιόδω,  ώς 
άποδεικνύουσι,  πλην  άλλων,  ουο  μικρά  κοσμή- 
ματα έκ  του  τάφου  του  ΒαφειοΟ  '"  το  εν  τούτων 
είναι  σφαίρα  χρυσή,  κοίλη  καί  διάτρητος  —  κε- 
φαλή καρφίδος  ίσως  —  κεκαλυμμένη  όλως  υπό 
κοκκιδίων,  τό  ο  έτερον  δισκάριον  κυρτον  φέρον  έκ- 
τυπους  ένα  όμφαλόν  έν  τφ  μέσω  καί  οκτώ  άλλους 
μικρότερου;  πέριξ,  πάντα;  οέ  κεκαλυμμένους  πά- 
λιν ύπο  σμι/.ροτάτων  πυκνών  κοκκιδίων.  Αμφό- 
τερα ένθυμίζουσι  κοσμήματα  εκ  τών  τελειότατων 
ετρουσκικών  ή  £ν  Ετρουρία  κνακαλυφθέντων  .  μοί 
φαίνεται  οέ  άναμφίβολον,  ότι  υπάρχει  στενή  σχέ- 
σις  μεταξύ  αυτών,  ότι  δηλαδή  αί  παραδόσεις  καί 
οί  τρόποι  της  μυκηναϊκής  χρυσοχοίας  κληροοοτη- 
θέντες  ει;  τά;  κατόπιν  έποχάς  και  τελειοποιηΟέντες 
έν  πολλοίς  ενταύθα  καί  έν  ταϊ;  νήσοι;   και  ά.κταϊς 

1  Castellani,  Degli  ori  e  dei  gioielli  nella  esposiz.  di  Pa- 
rigi 1879  σ.  7-10.  Λέν  είοον  έγώ  τό  JitöXiov  τοϋτο,  άναφίρει  οέ  τήν 
γνώαΓ,ν   τοϋ    συγγραφέως   σχεδόν    αϋτολεξεί   ώς  έν  τω  «'.ιιένω  ό  De 

Linas,  Origines  de  l'orfèvrerie  cloisonnée  III  i.  76,  1. 

2  Άρχαιολ.  Έφημ.  lt>89  civ.  7  ά..  6  »ti  12.  Λ^τ->/ώ;  α!  είχα- 
νε; δέν  είναι  ττολύ  χαλαί. 

3  Προ.  κ.  /.  τι  έν  Daremberg  el  Saglio,  Diction,  des  anti- 
quités Ι  σ.  79ό  εϊχ.  960  xaî  961. 


127 


ΜΗΤΡΑΙ    ΚΑΙ    ΞΙΦΗ    ΕΚ    ΜΥΚΗΝΩΝ 


128 


της  Μ.  'Ασίας  διεσώθησαν  έπί  τούτων  των  λεγο- 
μένων ετρουσκικών  κοσμημάτων. 

Έάν  είναι  αληθές,  ώς  εγώ  έπί  του  παρόντος 
θεωρώ  πιθανώτατον,  οτι  ή  κοκκίδωσις  είναι  έφεύ- 
ρεσις  της  μυκηναϊκής  τέχνης  και  δτι  κατά  τήν 
μυκηναϊκήν  έποχήν  ύπο  ταύτης  μόνης  ήσκεϊτο, 
τότε  φυσικώς  ανάγκη  είναι  να  θεωρηθώσιν  ώς  "ιθα- 
γενή έ'ργα  όχι  μόνον  το  ξιφίδιον  πίν.  7,  3  καί  τα 
έξ  άχάτου  πληρώματα,  ων  τα  κοκκιδωτά  δισκάρια 
έδωκαν  άφορμήν  εις  τον  λόγον,  άλλα  και  πάντα 
τα  άλλα  κοσμήματα  καί  οιαδήποτε  πράγματα,  έφ' 
ών  υπάρχει  κοκκίδωσις.  Έκ  τούτων  δέ  ιδιαιτέρως 
έξαίρομεν  τους  φέροντας  έγγεγλυμμένας  παραστά- 
σεις έπι  της  σφενδόνης  χρυσούς  δακτυλίους"  διότι 
και  έπ  αυτών  απαντωσι  συχνά  στοίχοι  κοκκιοων 
κοσμουντες  πέριξ  τον  κρίκον  έπί  ενός  μάλιστα  τών 
ανωτέρω  σ.  107  μνημονευθέντων  τεσσάρων  χρυ- 
σών δακτυλίων  αί  κοκκίοες  είναι  τριών  διαφόρων 
μεγεθών  καί  ευρηνται  διατεθειμέναι  εις  πέντε  πα- 
ραλλήλους στοίχους,  ων  ò  μεσαίος  αποτελείται  έκ 
τών  μεγαλειτέρων,  οί  δυο  εκατέρωθεν  αύτου  έκ 
τών  ελαχίστων  και  οί  ούο  εξώτατοι  έκ  τών  δευτέ- 
ρου μεγέθους  κοκκίδων. 

Συγκεφαλαιώ  έν  ολίγοις  τα  γενικώτερα  πορί- 
σματα. At  έν  Μυκήναις  άνακαλυφθεϊσαι  μήτραι 
άποδεικνύουσιν,  δτι  τα  έν  τη  μυκηναϊκή  τέχνη  τό- 
σον συνήθη  υάλινα  κοσμήματα  κατεσκευάζοντο  εν- 
ταύθα. Τό  συμπέρασμα  τούτο  ενισχύει  καί  ή  τών 
ξιφών  μελέτη,  διότι  ευρίσκονται  λαβαί  έχουσαι  ή 
ολόκληρα  τα  πληρώματα  έξύαλομάζης  ή  μόνας  τάς 
κοσμητικάς  κεφάλας  τών  ήλων  πλήρεις  υαλομάζης' 
αί  λαβαί  δε  αύται  είναι  έργα  τέχνης  ιθαγενούς,  Οιότι 
έξ  αρχής  ήσαν  προωρισμέναι  εις  κτερίσματα  τάφων 
καί  διότι  πάντα  τα  νεώτερα  μυκηναϊκά  ξίφη,  πλην 
ένας  τύπου, κατάγονται  άπο  τών  αρχαιοτέρων,  τών 


έν  τοϊς  τάφοις  της  ακροπόλεως  Μυκηνών  άνακαλυ- 
φθέντων  καί  έάν  δέ  ύποτεθη  —  δπερ  Ολως  άπίθανον 
— δτι  πάντα  εκείνα  είναι  ξένα,ούδεν  έκ  τούτου  απο- 
δεικνύεται περί  τών  νεωτέρων, διότι  άπίστευτον  εί- 
ναι, δτι  οί  Μυκηναίοι  μέχρι  τέλους  δεν  κατώρθωσαν 
να  κατασκευάζωσιν  αυτοί  τα  δπλα  των. Ή  χρυσό- 
κέντησις  δε  καί  ή  κοκκίδωσις,δύο  τέχναι  αίτινες  δεν 
φαίνεται  νά  ήσκοοντο  έν  'Ανατολή  κατά  τήν  έπο- 
χήν ταύτην,  μαρτυρουσιν  δτι  καί  αυτά  τά  πολυ- 
τελέστερα ξίφη,  άτινα  μ.όνον  οί  πλούσιοι  ήούναντο 
ν'  άγοράζωσιν,  ενταύθα  κατεσκευάζοντο.  Ή  χρυ- 
σοκέντησις  μάλιστα  άποοεικνύει  τούτο  καί  περί 
τών  αρχαιοτέρων  ξιφών,  καί  περί  αυτών  ετι  τών 
θαυμάσιων  χρυσοκολλήτων  εγχειριδίων,  τά  όποια 
προ  πάντων  τών  λοιπών  θεωρούνται  ξένα.  Εν  γένει 
δέ  ή  ϋπόθεσις,  δτι  τά  ξίφη  έξ  'Ανατολής  ήλθον  έν 
αρχή  εις  τήν  Έλλάοα,  οέν  φαίνεται  νά  στηρίζη- 
ται  κατά.  το  παρόν  έπί  στερεών  βάσεων. 

Ή  τους  χρυσούς  δακτυλίους  συχνά  κοσμούσα 
κοκκίδωσις  μαρτυρεί,  δτι  καί  αύτη  ή  σπουδαιό- 
τατη κατηγορία  μυκηναϊκών  τεχνουργημάτων  δεν 
δύναται  νά  προέρχηται  έκ  Φοινίκης  ή  άλλης  τινός 
τών  ανατολικών  χωρών  έπειοή  οέ  το  αυτό  είναι 
άποδεδειγμένον  καί  περί  τών  έγγεγλυμμένων  λίθων, 
ακολουθεί  δτι  πάντα  τά  κυριώτατα  καί  χαρακτη- 
ριστικότατα τών  έργων  της  μυκηναϊκής  τέχνης, 
ήτοιτά  έξ  ύαλομάζης  κοσμήματα, τά  χρυσοκέντητα 
καί  τά  χρυσοκόλλητα  ξίφη,  οί  έγγεγλυμμένοι  λί- 
θοι καί  δακτύλιοι,  είναι  εγχώρια.  Οφείλω  ό'μως 
νά  ομολογήσω  δτι,  ώς  καί  ανωτέρω  υπέδειξα,  τά 
έκ  τής  χρυσοκεντήσεως  καί  της  κοκκιδώσεως  συμ- 
περάσματα δεν  είναι  δλως  ασφαλή"  ούχ  ήττον 
έθεώρησα  καλόν  νά  προσελκύσω  έπ'  αυτών  τήν 
προσοχήν  τών  ουναμένων  νά  έρευνήσωσιν  άκρι- 
βέστερον. 

Χ.  Τςουντας 


ΕΠΙΝΙΙΎΡΟΝ   ΕΞ   ΕΡΕΤΡ1ΑΣ 


(Πίν.  9-10). 


Το  έπί  των  πινάκων  9  -  10  άπεικονιζόμενον 
σκεύος,  πήλινον  έπίνητρον  ή  όνος,  ευρέθη  έν  Ερέ- 
τρια τω  1891  έν  ταΐς  άνασκαφαΐς  τοΰ  Ι.  Λάμ- 
πρου. Ό  κ.  Στάης  έν  τω  Δελτίω  τοΟ  έτους  1892 
σελ.  77  έποιήσατο  πρώτος  μνείαν  περί  τούτου' 
και  ούτος  δε  ώς  και  ο  κ.  L.  Polla k  (Arch.Epigr. 
Mitili,  aus  Oesterreicli  189Ü  σ.  21)  ναρακτηρί- 
ζουσι  το  σκεύος  δικαιότατα  ώς  έν  των  καλλίστων 
κειμηλίων  τοΰ  Εθνικού  Μουσείου  (Αριθ.  1029). 

Χάριτας  οφείλω  τω  κ.  Μυλωνά  δια  τήν  φιλι- 
κήν  παρότρυνσιν  προς  δημοσίευσιν  του  καλλιτε- 
χνήματος, ομοίως  οέ  καί  τοις  κκ.  Καββαδία  και 
Στάη  οιχ  τήν  άδειαν  της  δημοσιεύσεως  και  τω  κ. 
Gilliéron  δια  τήν  έξαίρετον  άπεικόνισιν  των  έπ'  αύ- 
τοΟ  παριστανομένων. 

Το  σχήμα  τοΟ  έπινήτρου,  οτζερ  αναπαριστά  ή 
ημετέρα  είκών  3  πίν.  9  το  μέγεθος  αϋτου  (0,28 
μήκ.)ώς  και  ο  τρόπος  της  διακοσμήσεως  οΰδεμίαν 
ουσιώδη  παρουσιάζουσι  διαφοράν  προς  τά  άλλα 
του  αύτοϋ  είδους  σκεύη,  ων  ό  σκοπός  άγνωστος 
πρότερον  καί  αμφισβητούμενος  (Benndorf'gr.  und 
sicil.  Vasenb.  σ.  70  κέ.,  Studniczka,  Jahrb.  1887 
σ.  60  κέ.,  Dumont-  Chaplain,  les  céramiques  de 
la  Gri'ce  propre  Ι  σ.  381)  έγνώσΟη  ακριβώς  δια 
της  λαμπρας  άνακαλύψεως  τοΰ  Robert  (Έφη- 
μερίς  1892,  σελ.  247  κές\).  Κατά  το  κάλλος 
των  γραπτών  εικόνων,  της  πλαστικής  παραστά- 
σεως καί  τοΰ  λοιπού  οιακόσμου,  ώς  καί  κατά  τήν 
λεπτότητα  της  τεχνικής  επεξεργασίας  υπερβάλλει 
το  ήμέτερον  έπίνητρον  πάντα  τα  μέχρι  τοοδε  γνω- 
στά τοΰ  είδους  τούτου  τεχνουργήματα '.Το  σκεύος 

Ο  Beiindorf  Ι.  ά.  αναφέρει  9   χατά  τό  μάλλον  η  ήττον  χαλώ; 
διατηρούμενα  έπίνητρα,  άλλα  μόνον  τό  ΈΟνιχόν  Μουσεϊον  "Αθηνών  χα- 
TtTyt  τώ  1895  12  αντίτυπα  τά  μεν  έρυθρόμορφα  τά  δέ  μελανόμορφα. 
ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897 


εινε  σχεοον  αρτιον,  οίοτι  μόνον  εις  ουο  σημεία 
είνε  άποκεκρουσμένον.  Ή  φέρουσα  τάς  ίγ/αρά- 
κτους  φολίοας  προς  τρΐψιν  τών  έρίων  άνω  επι- 
φάνεια ίγ ει  το  -/ρώμα  του  πηλοΰ  ,  ή  δ  εσωτε- 
ρική επιφάνεια  εινε  κατ'  έςαίρεσιν  δια  μέλανος  γε- 
γανωμένη.  Εις  τό  χείλος,  παρ'  ω  δ  ές  άνΟεμίων 
στέφανος,  οπάρχουσι  ούο  μικραΐ  οπαί,  όπως  οιίνη- 
ται  το  σκεύος  νά  αναρτάται  από  τούτων  δια  νή- 
ματος. 

Αί  έπιγραφαί  ήταν  έπιγεγραμμέναι  δΓ  ερυθρο- 
λεύκου λίαν  παχέος  χρώματος,  ούτως  ώστε  έςέ- 
χουσιν  έν  μέρει  ώς  άνάγλυπτοι  άπό  τοΰ  έδάοου; 
του  σκεύους.  Έπί  τών  γραφών  προσετέθησαν  πλα- 
στικώς  οί  κοσμοΰντες  τα  οιαοήματα  τών  γυναικών 
πολύτιμοι  λίθοι,  επίσης  οέ  έπ'ι  της  πλευράς  γ  (πίν. 
10,  2)  έοηλώΟησαν  πλαστικώς  τίνα  τών  καθ  έκα- 
στον  ώς  ή  λαβή  του  κάτοπτρου,  το  κιονόκρανο  ν, 
ωσαύτως  τά  περίαπτα,  τα  ένώτια  και  τά  ψέλια. 
Πλαστικώς  δηλουνται  τ.ρος  τούτοις  και  αί  έν  τω 
κέντρω  τών  άνΟεμίων   στιγμαί. 

"Οτι  τά  έςέ/οντα  ταΟτα  μέρη  ήσαν  αρχικώς  κε. 
χρυσωμένα  όυνάμεΟα  ασφαλώς  να  συμπεράνωμεν 
έκ  τοΰ  οτι  έπί  της  κόμης  της  έκτύπου  μεγάλης 
κεφαλής  της  προσόψεως  τοΰ  σκεύους  σώζονται 
τμήματα  έκ  λεπτών  φύλλων  χρυσοΰ. 

Το  καλύπτον  το  έοαφος  μελανωπόν  γάνωμα  εινε 
πολλα-/οΰ    λελωβημένον,    εινε   δε   τοΰτο    ή    μόνη 

Έπί  τή;  Άκροπόλεω;  ευρέθησαν  31  θραύσματα  έπινη'τρων,  έ'ν.α  δε 
έν  τω  Έλευσινίω  ΐερώ  (πρβλ.  Έφημερ!;,  1886,  πίν.  8),  χαί  άλλα 
έν  ταϊ;  παρά  τόν  "Αρειον  ΙΙάγον  άνασκαφαι;  του  Γερμανικοί  'Ινστι- 
τούτου τοϋ  παρόντος  έτους.  Ολίγα  τινά  αντίτυπα  ϋπάρ/ουσι  διε- 
σπαρμένα έν  τοί;  μεγάλοι;  Εύροιπαϊκοϊ;  μουσείοις  (πρβλ.  Έφημ. 
1892,  σ.  247,  σημ.  Ιι.'Έν  μελανόμορφον  ευρίσκεται  ε';  τήν  χατο/ήν 
τοϋ  χόμητο;  Mich.  Tj'Szkiewiz  έν  Βόννη.  "Εν  τεμά/ιον  τοΰ  έν  πα- 
ραχμη  άττιχοΰ  ρυθμού  μετ'  ερυθρά;  μοροη;  ευρίσκεται  έν  τη  συλλογή 
μου  δειγμάτων  τών  τεχνοτροπιών  τη;  άρ/αία;  χεραμευτιχή;. 


131 


ΕΠΙΝΗΤΡΟΝ    ΕΞ    ΕΡΕΤΡ1ΑΣ 


132 


φθορά,    ήτις   παραβλάπτει    ολίγον  τι   το   άρχικον 
κάλλος  του  σκεύους. 

Εξετάσωμεν  vûv  έν  πρώτοις  τάς  διαφόρους  ζώ- 
•νας  των  εικόνων. 

Ύπάρχουσιν  έν  τω  ήμετέρω  έπινήτρω  τρεις  τοι- 
αυται,  ένω  συνήθως  ταύτα  έχουσι  μόνον  δύο  κατά 
τάς  μακράς  πλευράς,  αλλ'  δ  ζωγράφος  ενταύθα 
έθεσε  καί  παρά  το  πρόσθιον  κλειστόν  μέρος  του 
καμαρωτού  σκεύους  έτέραν  ζώνην  ί'να  καταστήση 
το  έργον  του  εκτάκτως  πλούσιον. 

Εικονίζεται  δ'  έπί  ταύτης  της  ζώνης  (πίν.9,1)  ό 
ερωτικός  άγων  του  Πηλέως  καί  της  Θέτιδος,  θέμα, 
6πιρ  άπειράκις  άπαντα  έν  τη  ελληνική  αγγειογραφία 
του  60U  καί  5ου  αιώνος.  Όφιοειδές  τέρας  έχον  κεφα- 
λήν θαλασσίου  Ίππου  ύποδηλοϊ  τήν  ικανότητα,  ην 
έκέκτητο  ή  θαλάσσια  θεά  θέτις  νά  έκφεύγη  της 
βίας  του  έρώντος  αυτής  τ^ωος  μεταμορφουμένη  εις 
διάφορα  ζώα.  Νηρεύς,  ό  πατήρ  αυτής,  ί'σταται  εγ- 
γύς παρά  τη  θυγατρί  ώς  φαίνεται  δε  διαμαρτύρε- 
ται κατά  τής  αρπαγής  οιά  θεατρικής  τίνος  κινή- 
σεως τής  δεξιάς  χειρός. 'Εκατέρωθεν  τών  έν  τω  κέν- 
τρα) τ.ροτώτίων  πέντε  Νηρηίδες  φέρουσαι  κυματί- 
ζοντα ενδύματα  εικονίζονται  αϊ  μεν  προς  αυτό  τοΰτο 
το  κίντρο^  σπεύδουσαι,  αί  δε  φεύγουσαι  άπ'  αύτου, 
άλλ  έκεϊσε  τό  βλέμμα  καί  έν  μέρει  καί  το  σώμα 
έστραμμένον  εχουσαι.  Τούτων  τα  ονόματα,  όπως 
καί  τά  τών  προμνημονευθεισών  ^/.ορ^ών  προσεπέ- 
γραψεν  έπί  τής  εικόνος  ό  ζωγράφος.  Εγγύτατα  τω 
κεντρικώ  συμπλέγματι,  προς  άριστεράν,  άναγινώ- 
σκομεν  ΕΥΛΙΜΕΝΕ  καί  Μ  ΕΛΙΤ  Ε,  δύο  καί  άλ- 
λοθεν  μεμαρτυρημένα  ονόματα  Νηρηίδων.  Ακο- 
λουθεί μετά  ταύτα  ΑΛΤ  Ι*,  όνομα  άγνωστον  μέ- 
χρι τοοδε,  ό'περ  μοι  φαίνεται,  δτι  πρέπει  νά  άνα- 
γνωσθή  Άλτίς  ώς  παρηγμένον  έκ  τής  ρίζης  άλ 
του  ρήματος  άλλομαι1  .  "Οπως  δέ  καί  άλλα  ονό- 
ματα Νηρηίδων  (Άλία,  θόη,  Κυμαθόη)  σχετίζε- 
ται καί  τούτο  προς  τά  άλματα  τών  κυμάτων.  Όπι- 
σθεν του  Νηρέως  άναγινώσκομεν  ΑΥΡ^  συμπλη- 
ρωθέν  ήθη  ΰπό  τοΟ  κ.  Στάη  (ε.  άν.)  εις  Αύρα. 
Καίτοι  δ'  αληθώς  αί  Αύραι  ήσαν  θυγατέρες  τοο 
Βορρά,  έν  τούτοις  φρονώ  ό'τι  λίαν  πιθανόν  εΐνε  νά 
ύπέπεσεν  Ό  αγγειογράφος  εις  εύεξήγητον  πλάνην. 
ΙΙρός  τή  δεξιά  άκρα  τής  εικόνος  υπάρχει  τέλος 
Ν  Α  Ω,   όνομα    άποδιδόμενον    εις  Νηρηίδα   καί   έφ' 

'    Ανάλογοι    προς  τούτο    θά  ήσαν    πρό  πάντων  λέξεις,  οίαι  άλτι{ρ. 


έτερου  ΆττικοΟ  αγγείου  (Wiener  Vorlegebl.  1890/ 
91  πίν.9),ό'περ  Ό  Ki'etschmer(Grieeh.  Vaseninschr. 

σ.  2U2)  σχετίζει  προς  τό  νάειν  =  ρέει 


îtv. 


ΈΣ 


ί^ςετασωμεν  νυν  καί  τάς  έπί  τών  δύο  μακρών 
πλευρών  εικόνας. 

Επί  τής  πλευράς  6  (πίν.  10,1)  εΐνε  συνηνωμέναι  έν 
πλήρει  χάριτος  συνθέσει  επτά  μορφαί,  δηλουται  δέ 
και  ενταύθα  σαφώς  δι'  επιγραφών  τίνα  διενοήθη  ό 
ζωγράφος  ύφ' έκάστην  τούτων  νά  παραστήση/ Αρι- 
στερά κάθηται  εγγύς  κίονος  ή  ΑφΡΟΔΙΤΕ,  εις 
ην  ò  Ε  Ρ  Ω*  προσφέρει  άπα  πυξίδος  άντικείμενόν 
τι,  πιθανώς  κόσμημα,  όπερ  αυτή  μετά  προσοχής 
παρατηρεί.  Ώς  πάρισον  τής  εικόνος  ταύτης  εικο- 
νίζεται έπί  του  δεξιού  άκρου  τής  ό'λης  παραστά- 
σεως ή  Η  BE  ίσταμένη  προ  τοΟ  καθήμενου  Ίιχέ- 
ρου  (ΙΜΕΡΟ*)  καί  τήν  κόμην  διακοσμούσα,  ένω 
ο  νεαρός  θεός  προσφέρει  αύτη  ληκύθιον  πλήρες 
ίύωοους  ελαίου.  Ή  κεντρική  τέλος  παράστασις 
αποτελείται  έκ  τριών  μορφών.  'Αριστερά  Ί'σταται 
ή  ΑΡΜΟΝΙΑ  έγκατοπτριζομένη,  τό  δε  μέσον  κα- 
ταλαμβάνει έπί  8ίγροι>  καθήμενη  έτερα  γυναικεία 
\χοργ'ί\,  ταύτη  δέ  τρίτη  γυναικεία  μορφή  όπισθεν 
ίσταμένη  καί  δια  μεν  τής  αριστεράς  από  τοο  βρα- 
χίονος  αυτήν  λαμβάνουσα  διά  δέ  τής  δεξιάς  δει- 
κνύουσα προς  τό  μίρος  ένθα  ή  'Αφροδίτη  καί  ο 
Ερως  προσεπιλέγει  τι. 

Υπεράνω  τής  κεφαλής  τής  έπί  τοΟ  δίφρου  μορ- 
φής άναγινώσκεται  ΕΙ  Ο  Ο,  ήτοι  Πειθώ  καί  δεξιό- 
θεν  τής  ιστάμενης  ΚΟΡΕ.  Ό  πρώτος  γράψας  περί 
τοο  έπινήτρου  (Δελτ.  ενθ.  άνωτ.)  ουδόλως  διστάζει 
νά  άπονείμη  εις  τάς  μορφάς  τά  ονόματα  όπως  κατά 
τήν  έπί  τής  εικόνος  θέσιν  τών  επιγραφών  φαίνε- 
ται ορθόν,  ήτοι  ΚΟΡΕ  διά  τήν  ίσταμένην  καί 
ΠΕΙ  Θ  Ο  διά  τήν  καθημένην  μορφήν.  Έν  τούτοις 
έγώ  οιστάζω  νά  όεχθώ  ανεπιφυλάκτως  τήν  γνώ- 
μην  ταύτην.  Κα'ι  πρώτον  εγείρεται  τό  ερώτημα 
ή  οπό  τό  όνομα  ΚΟΡΕ  μορφή  εΐνε  ή  θυγάτηρ  τής 
Δήμητρος,  ή 'Ελευσίνια  θεά,  ή  μήπως  διά  τοο  ονό- 
ματος Ινόρη  οηλοΰται  μία  οποιαδήποτε  θνητή  παρ- 
θένος; '  Εΐνε  αληθές  ό'τι  θά  ήδύνατό  τις  νά  δικαιο- 
λόγηση   τήν  παρουσίαν   τής  νεαρας   θεάς    μεταξύ 

1  Ενθυμούμαι  οτι  ειδον  εν  ιδιωτική  τινι  συλλογή  εν  'Αθήναις  ερυ- 
θρομορφον  λήκυθον  επί  τη;  όποιας  παρίστατο  τρέχον  χοράσιον,  παρ'  ώ 
ήτο  γεγραμμένον  ΚΟΡΕ.  'Επειδή  ή  μορφή  ουδέν  ïvst  /αρακτηρι- 
στικόν  άντικείμενόν,  ουδέν  αναγκάζει  ήμας  νά  άναγνωρίσωμεν  έν  αύτη 
τήν  Περσεφονην. 


133 


ΚΙΙΙΝΊΓΠ'ΐιΝ    1.2    ΒΡΕΤΡΙΑ2 


134 


τών  θεών  τοϋ  έρωτος  καί  της  χάριτος,  προ  παντός 
αν  δεχθώμεν  5τι  6  αγγειογράφος  δεν  ίσκέφθη  και 
τόσον  πολύ  περί  της  ουσιώδους  σχέσεως  τών 
παριστανομένων  μορφών  προς  άλλήλας.  Εν  τού- 
τοις παράώοςον  μένει  πάντοτε,  πώς  ήτο  δυνατόν 
να  παρασταΟή  συνηνωμένη  μετά  της  Αφροδίτης 
και  τής  Πειθοος  προ  πάντων  ή*  θεά  εκείνη,  r)v  συ- 
νήθως -αρά  το  πλευρον  της  μητρός  είκονιζομένην 
εορίσκομεν  καί  ήτις  άκουσα  μόνον  παρεδόθη  ει; 
τον  έρωτα  του  Πλούτωνος.  ΙΙασα  αμφιβολία  θά 
ίςέλειπε  κατ'  έμέ,  αν  έπετρέπετο  νά  άποδώσωμεν 
te  όνομα  ΚΟΡΕ  ουχί  εί;  τήν  [στα  μένη  ν  αλλ'  είς 
τήν  καθήμενη  ν  μορφήν.Όπως  δέ  καί  επί  της  έτε- 
ρα; πλευράς  του  έπινήτρου  ημών,  ώς  θά  ίδωμεν, 
παρίστανται  σκηναι  παρασκευής  ει;  γάμον,  οΰτω 
καί  ενταύθα  είχονίζεται  ή  ΚΟΡΕ,  ή  προ;  υπαν- 
δρείαν  ώριμος  ήδη  γυνή,  έν  τω  μέσω  τοΟ  Ιδεώδους 
κόσμου  τών  θεών  τοΟ  έρωτος. Ή  Πειθώ  περιπτυσ- 
σομένη  τήν  Κόρην  προσπαθεί  συμφώνως  προ;  το 
έργον  αυτή;  νά  καταπείση  αυτήν  παραπέμπουσα 
συγχρόνως  διά  της  κινήσεως  της  χειρός  προ;  τήν 
άρχουσαν  εν  τω  βασιλείω  τοΟ  Ερωτος  καί  τοΟ 
γάμου  Αφροδίτην.  Μεγίστην  αναλογίαν  θα  εΐ^ον 
τότε  τα  ένταΟθα  εικονιζόμενα  προ;  τήν  εξοχον  έκεί- 
νην  άρχαίαν  αναπαράστασιν  γαμήλιου  σκηνή;  τον 
καλού  μενον  Αλδοβρανδινον  γάμον',  ένθα  εικονί- 
ζεται καθ'  δμοιον  τρόπον  ή  Πειθώ  ή  ή  'Αφροδίτη 
έναγκαλιζομένη  τήν  νύμφην. 

Λομίζω  5τι  θά  μοι  ιτυγχωρήση  δ  αναγνώστη;, 
αν  αφήσω  είς  αυτόν  τήν  έκλογήν  μεταξύ  τών  δϋο 
τούτων  δυνατών  εξηγήσεων.  Τό  αίσθημα  δδηγεΐ 
ήμας  νά  δεχθώμεν  μάλλον  τήν  δευτέραν  έξήγησιν, 
και  τότε  πρέπει  να  ύποΟεσωμεν  ότι  ο  αγγειογρά- 
φος απλώς  παρήλλαξε  τήν  θέσιν  τών  ονομάτων 
ΠΕΙ  Ο  Ο  καί  ΚΟΡΕ.  Ei;  τον  αυστηρώς  όμως  επί 
τών  δεδομένων  στηριζόμενον,  μένει  πάντοτε  ή  δυσ- 
χέρεια νά  έρμηνεύση  τήν  παρουσίαν  της  Περσε- 
φόνης έν  μέσω  τών  θεών  του  έρωτος,  διότι  θνητον 
κοράσιον  δέν  εινε  δυνατόν  νά  εινε  ή  κόρη  αΰτη  ή 
τόσον  οίκείως  καί  μετ'  επιμονή;  προσομιλοΟσα  τη 
ΠειΟοί. 

Ας  ιδωμεν  νυν  τήν  δευτέραν  επιμήκη  πλευράν  γ. 
Ές  γυναικεϊαι  μορφαί   εινε  ενταύθα   συνηνωμέναι 
έν  οωματίω,  ου  τήν  όροφήν  άνέχουσι  κίονες.  Άρι- 
'  "Ιδε  Baumeister,  Denkmaler  II  σ.  872. 


στερά  &σχολθΟνταΐ  δνο  τούτων,  προ;  ά;  βλέπει 
τρίτη  τις,  ει;  το  νά  διακοσμήσωσι  διά  κλάδων, 
μύρτου  προφανώς,  τά  προσεπεικονισμένα  αγγεία, 
ων  το  εν  σαφώς  δηλοΟται  ώ;  /υμ«ική  λουτροφό- 
ρο;.  Στέφανοι  μύρτου  καί  ο/ίγω  πορρωτέρω  κά- 
τοπτρον  κοσμοΟσι  τού;  τοίχους  του  δωματίου'. 
Ακολουθεί  προς  δε•;ιά  σύμπλεγμα  δύο  γυναικών, 
ων  ή  μία  έχει  ίπί  της  βάχεως  της  αριστεράς  χει- 
ρός μικρόν  πτηνόν,  ένψ  ή  δεξιά  αυτή;  υψοΟται  ώ; 
υποδεικνύουσα  τι'  δύναταί  τις  νά  υπόθεση  ότι  δι- 
δάσκει το  πτηνόν  νά  αδη  άσμα  τι,  Γσως  τον  Ιμέ- 
ναιον2.  ΠεπλοφοροΟσα  και  διά  πολυτίμου  περιδε- 
ραίου /.αϊ  στικτών  υποδημάτων  κεκοσμημένη  προσ- 
ερείδεται  τέλος  κατά  τό  δεξιόν  άκρον  γυνή  τις  επί 
κλίνη;  κεκοσμημένης  διά  ζωοφόρου  ζώνης  και  κε- 
καλυμμένης Οπό  προσκεφαλαίων,  παρά  του;  πό- 
δας της  οποίας  ευρίσκεται  θρήνυς.  ΊΙ  γυνή  αοτη 
εινε  αναμφιβόλως  ή  νύμφη,  ή  δέ  κλίνη  υπενθυμί- 
ζει τήν  νυμφικήν  παστάδα.  Κί;  το  βάθος  φαίνεται 
ήμιανεωγμένη  θύρα,  έφ  ή;  δι  αραιότερα;  &ποχρώ- 
σεο;;  του  γανώματος  είσΐ  δεδηλωμένοι  οι  ποικίλοι 
χρωματισμοί  του  ξύλου.  ΚαΊ  ένταΟθα  ίπεζήτησεν 
δ  ζωγράφο;  νά  καθορίση  είδικώτερον  την  παράστα- 
σιν  επιγραφών  τά  ονόματα  τών  εικονιζόμενων  μορ- 
φών. Κατά  πρώτον  άναΎΐνώσκομεν  άρνόμενοι  έξ 
αριστερών  ΘΕΩ,  όνομα,  καθ  όσον  γινώσκω,  μη 
μεμαρτυρημένον  άλλοΟεν  άκολουΟοϋσι  μετά  ταΟτα 
λείψανα  επιγραφής,  άτινα  συμπληρωτέα  πάντως 
οΰτω;  ώστε  νά  άποτελεσΟη  τό  όνομα  -)-ΑΡΙ^  (έν 
τώ  Δελτίω  ενθ.  άνωτ.  άναγινώσκεται  EVPOPE  , 
μετά  ταύτα  ΘΕΑΝΩ,  γυναικεΐον  όνομα  πολλάκις 
απαντών  έν 'Αθήναι;  ή  ΕΡΑΝΩ  ά.ντ'ι  του  Εραννώ, 
ακολούθως  Α*ΤΕΡΟΓΕ  καί  IPPOUVTE,  δυο 
ηρωικών  αναμνήσεων  ονόματα,  καί  τέλο;,  παρά 
τήν  ώς  νυμφην  χαρακτηρίσθεΐσαν  μορφήν,  ΑΛΚΕ- 
£  Πί.  Αφορμήν  λαμβάνοντες  έκ  τοο  τελευταίου 
ονόματος  ά;  έςετάσωμεν,  αν  ο  ζωγράφο;  ηθέλησε 

1  Έν  τώ  πρωτοτυπώ  τ«  φύλλα  τών  στεφάνων  χαί  χλάδων  παρί- 
στανται διά  τοϋ  φυσικού  /ρώματος  του  πηλού  άφεθέντο;  έχάστοτε 
χενοΰ  εν  τώ  γανώματι  τοΰ  Sta  το  περίγραμμα  αυτών  νώρου,  μόνον 
δ'  ο!  άνευ  φύλλων  μίσ/οι,  oöj  τοποθετεί  εις  τό  στρογγύλον  άγγιϊον  ή 
πρό;  αριστερά  γυνή  έζωγραφηΌησαν  Ζιί  λευχοΰ  έπιβε'ματο;. 

-  Παρομοία  παράστασι;  προς  τήν  τοΰ  άνε'/οντος  τήν  χομψήν  λου- 
τροφο'ρον  χορασίου  εΰρηται  έπ'ι  μιας  άναγεγλυμμένη;  μαρμάρινη;  λου• 
τροφορου  τοΰ  "Αβην.  Μουσείου.  Athen.  Mitth.  1887  πίν.  9  χαί  σ. 
283.  Conze,  Grabreliefs  N'r.  90 i ,  πίν.  178,  όμοία  είχών  έπίση; 
έν  αρ.  873,  πίν.  160. 


135 


ΕΠΙΝΙΙΤΡΟΝ    ΕΞ    ΕΡΕΤΡΙΑΣ 


13G 


νί  παρουσίαση  ήμΐν  αληθή  εικόνα  '  έκ  του  κόσμου 
των  ηρώων,  και  αν  ή  έν  αύτη  "Αλκηστης  είνε  ή 
ευγενής  θυγάτηρ  τοΟ  Πελίου,  ή  περίφημος  σύζυ- 
γος του  'Αδμήτου,  ή  πρόκειται  μόνον  περί  παρα- 
στάσεως είλημμένης  έκ  του  καθ'  ήμέραν  βίου  των 
'Αθηναίων.  Υπέρ  της  παραδοχής  της  πρώτης  υπο- 
θέσεως θα  ήδυνατό  τις  να  έπικαλεσθή  τα  όνομα 
Α^ΤΕΡΟΠΕ,  δπερ  έχει  μεγίστην  άναλογίαν  προς 
το  όνομα  ετέρας  Πελιάδος  της  Άστεροπείας.'Αλλ' 
εάν  άπίδωμεν  προς  ά'λλας  δμοιοειδεϊς  καί  συγχρό- 
νους αγγειογραφίας,  θα  εύρωμεν  δτι  πολλάκις  ά- 
παντώσιν  άναμίξ  ηρώων  και  θνητών  πρόσωπα  καί 
ονόματα,  ώσεί  έν  τη  εικόνι  έγίνετο  ιροτον  τινά 
έξιδανίκευσις  τοΟ  πραγματικού  βίου  εις  ήμιθεϊκόν. 
Όφείλομεν  έν  τούτοις  να  παραδενθώμεν  δτι  ό  αγ- 
γειογράφος έςελέξατο  δια  την  νύμφην  από  σκοπού, 
όπως  χρησιμεύση  ώς  υπόδειγμα,  το  όνομα  Αλκη- 
στις,  ην  έκόσμουν  αί  υψισται  γυναικεΐαι  άρεταί,  δ 
πιστός  έρως,  ώστε  καί  τον  θάνατον2  να  ύπομείνη 
χάριν  του  έρωμίνοί)  συζύγου. 

Ιδιαιτέρας  προσοχής  άξια  είνε  τα  νυμφικά  αγ- 
γεία κατά  το  άριστερον  της  εικόνος.  Προφανώς  δ 
Ζ,ω^'ρά'^ος  έςεπόνησεν  αυτά  μετ  ιδιαζούσης  επιμε- 
λείας, και  δη  καί  δια  παραστάσεων  έκόσυ.ησεν 
αυτά  έν  σκιαγραφήμασι  ( Silhouetten)•  έπί  των  γα- 
σ^ρωοώ'/  αγγείων  παρίστανται  σκηναί  καταδιώξεων 
ερωτικών,  έπί  οέ  του  εύμήκους  αγγείου  δαδοφό- 
ρος  ανήκουσα  αναμφιβόλως  εις  παράστασιν  γάμου, 
οι'  ών    κατά  προτίμησιν    έκοσμούντο    αί    ~Κουτρο- 


φο: 


οι  ' 


1  Ανάλογα   παραδείγματα   ί'δε    παρά   Rayet-  Collignon,    Céra- 
mique grecque  σ.  237  /.αί  Jahrbuch  1896  σ.  137  άρ.  40. 

2  Πρβλ.  την    χατηγορίαν    των    χρυσοχοσμη'των    αγγείων,    περί    ών 

πραγματεύεται  ό  Ο.  Jahn  έν  τω  Festgruss  an  Gerhard  1865, 
όμοίιυς  άγγεΐά  τίνα  ώς  τήν  λήκυθον  παρά  Stackeiberg,  Gräber  der 
Hellenen  πίν.  29,  χαί  τα  6πό  του  Milchhöfer  έν  Jahrbuch  1894 

συλλεγέντα.  Μεγίστην  δεικνύει  άναλογίαν  επίσης  χαί  ό  γραπτός  μαρ- 
μάρινος πίναξ  του  'Αλεξάνδρου  έξ  'Αθηνών  έν  τω  μουσείω  της  Νεα- 
πόλεως,  έφ'  ou  παρίστανται   άστραγαλίζουσαι  γυναίκες'  πρβλ.  Heibig 

Wandgemälde  σ.  48,  άρ.  140  β. 

3  "Οτι  αί  έπί  τών  αγγείων  παραστάσεις  εινε  μελανόμορφοι,  αιτιο- 
λογείται έκ  του  τρόπου  της  εργασίας  έν  τη  άγγειογραφικη.  Θα  έξε- 
τρεπετο  ό  ζωγράφος  εις  πολλήν  μικροπραγμοσόνην,  αν  τά  μέν  αγγεία 
έζωγράφιζε  διά  μέλανος  -/ρώματος  τάς  δ'  έπ'  αυτών  μορφάς  äf ινεν 
ερυθράς.  Οΰτω  ë/ομεν  π.  y.  ανηρτημένους  πίνακας  έπί  έρυθρομόρφων 
αγγείων  πάντοτε  μετά  μελαίνων  παραστάσεων  έζωγραφημένους,  πρβλ. 

Catalogue  of  the  Greek  vases  in  the  Ashmolean  Museum  nr. 
305  fig.  19.  Journal   of  Hellenik  Studies   IX,  πίν.  2.  "Αλλα 

παραδείγματα  ειδον  έπί  έρυθρομόρφων  ληκύθων  του  μουσείου  του  Pa- 
ermo  καί  παρά  τω  χαθηγητη  ν.  Kropf  έν  Βόννη. 


'Αμφότερα  τα  σχήματα  τών  αγγείων,  τό  τε  γα- 
στρώδες  και  το  εύ'μηκες  άπαντώσι  και  έπ'  άλλων 
αγγειογραφιών,  καί  μάλιστα,  ένθα  απεικονίζονται 
γαμήλιαι  παραστάσεις  (Monumenti  Χ,  341.  2). 
Ή  εύμήκης  λουτροφόρος  φέρεται  υπό  γυναικάς  έν 
τη  προσαγούση  τήν  νύμφην  πομπή  (ομοίως  βε- 
βαίως καί  Athen.  Mitth.  1891  σ.  382),  ένώ  το 
γαστρώδες  άγγεΐον  ίσταται  έπί  του  εδάφους  έν 
σκηνή  παριστώση  τον  στολισμον  της  νύμφης. 

Μετά  τάς  μακράς  μελετάς  του  Herzog  έν  τη 
Archäolog.  Zeitung.  1882,  σ.  131  κέξ.  καί  τοο 
Wolters  έν  Athen.  Mitth.  1891,  μία  μόνον  γνώμη 
επεκράτησε  δια  το  όνομα  καί  τον  σκοπόν,  τουλάχι- 
στον τον  άρχικόν,  τών  εύμήκων  αγγείων,  δτι  δήλα 
δη  ταύτα  εινε  αί  λουτροφόροι,  τουτ  έ'στι  τα  αγ- 
γεία δι  ών  κατά  τήν  προ  του  γάμου  έσπέραν  έκο- 
μίζετο  έκ  της  Καλλιρρόης  το  δια  το  νυμφικον  λου- 
τρον  ύδωρ.  Άγνωστος  τουναντίον  είνε  μέχρι  τούδε 
ή  χρήσις  τών  γαστρωδών  αγγείων,  άτινα  εδράζον- 
ται έφ'  υψηλού  ποδός,  έ'χουσι  τρεις  λαβάς  καί  φέ- 
ρουσι  συνήθως  πώμα.  Ό  το  πρώτον  δημοσιεύσας 
τοιούτου  σχήματος  άγγεΐον  Stackelherg  έν  τοις 
«Gräber  der  Hellenen»  πίν.  25  ονομάζει  ταύτα 
θερμοποτίδας  (Πάμφ.  παρ'  'Αθηναίω  11,  475  D), 
αί'τινες  ήσαν  άγγεϊα  χρησιμεύοντα,  δπως  έν  αύτοις 
άποταμιεύωνται  καί  οιατηρώνται  έν  ποια  τινι  θερ- 
μότητι  ποτά. 

Ό  αυτός  παρατηρεί  είτα  κατωτέρω,  δτι  έφ1  έτε- 
ρου γνωστού  αύτω  δμοίου  αγγείου  έξ  Αίγίνης 
υπή"?χον  κατά  το  άνω  τοΟ  κοίλου  ποδός  μικραί 
οπαί,  ίνα  διευκολύνηται  ή  κυκλοφορία  τοο  αίρος 
διά  τών  κάτωθι  τοο  ποδός  τιθεμένων  άνημμένων 
ανθράκων. 

'Ομοίως  καί  δ  Robert  πραγματεύεται  έν  τη  Ar- 
chäologische Zeitung  1882,  σ.  151  κέ.  περί  της 
τάξεως  ταύτης  τών  αγγείων,  έξ  ών  επτά  παρα- 
δείγματα ήσαν  αύτω  γνωστά. Έν  τούτοις  ούδεμίαν 
εκφέρει  δριστικήν  γνώμην  περί  τοο  προορισμού 
τών  αγγείων.  Επίσης  δε  καί  δ  Furtwängler  δεν 
τολμά  νά  άποδώση  ώρισμένον  όνομα  εις  τα  έν 
λόγω  άγγεϊα  καί  νά  καθορίση  μετά  βεβαιότητος 
τήν  γνώμην  αύτου  περί  του  σκοπού  του  αγγείου 
έν  τω  κειμένω  του  πίν.  68  της  Sammlung  Sa- 
bouroff,  δέχεται  δέ  μόνον  δτι  έχρησίμευον  ταύτα 
κατά  πασαν  πιθανότητα  εις  τον  γυναικεϊον   καλ- 


137 


KIIINHTI'ON    ΚΞ    ΒΡΕΤΡΙΑΖ 


138 


λωπισμόν  ώς  σκεύη,  έν  οΐς  έγίνετο  ή  μΐςΊς  τοΟ 
ύδατος  μετά  διαφόρων  ευωδών  θυσιών.  Εν  τούτοις 
ò  Robert  εκφέρει  περί  της  γενέσεως  τοΟ  τύπου 
τούτου  των  αγγείων  γνώμη  ν,  ήτις  άγει  ήμϊς  δλίγω 
περαιτέρω.  ΙΙαρατηρεΐ  δήλα  δή  ότι  τα  κεκαμμενον 
άνω  άκρον  το0  ποίο;  προσκολλάται  αμέσως  άνευ 
τινός  μεσολαβήσεως  ε!;  την  γαστέρα  των  άγ-, 
και  υποθέτει  5τι  τοΟτο  ώς  και  το  περικ)  εΤον  το  κα- 
τώτατο•/ άκρον  του  αγγείου  πλέγμα  ές"  άκίδωτών 
φύλλων  δηλοΟσιν  επαρκώς  ότι  άγγεΤον  καί  πους 
ήσαν  άρχήθεν  «χωρισμένα  καί  ό'τι  ο  τελευταίος 
ήτο  ώς  αυτοτελές  υπόθημα  κατεσκευασμένος.  II 
παρατήρησις  αύτη  ώς  καί  ή  γνώμη  τον  Stackel- 
berg  περί  θερμάνσεως  υγρών  έν  τοΤς  τοιούτου  εί- 
δους άγγείοις,  ουκ  άστοχοΟσι  του  όρΟου.  Ι  ά.  αγ- 
γεία παρήχθησαν  έκ  της  έν  τη  κεραμευτική  συνε- 
νώσεως τοΟ  χαλκοΟ  λέβητος  (ή  του  πήλινου  δει- 
νού) και  του  τρίποδος.  ΕΤνε  δε  ή  μορφή  αύτη  τών 
αγγείων  λίαν  παλαιά  ώ;  ύπέδειξεν  ήδη  ο  Ι'Ίιιΐ- 
wängler  ε.  ά.  φέρων  ώ;  παράδειγμα  παλαιοκο- 
ρινθιακόν  τι  άγγεϊον,προς  ο  δύναται  νά  παραβληθη 
το  παλαιοαττικόν  έν  Allien.  IMillh.  1802  πίν.  Χ. 
έτεοα  παραδείγματα  παρένει  ήμ,ΐν  το  έθνικον  Μου- 
σεΐον  Αθηνών.  Αϊ  προωρισμέναι  8πως  διευκολύ- 
νωσι  το  ρεύμα  τού  αέρος  διά  τήν  διατήρησιν  του 
πυρός  τών  ανθράκων  οπαί  του  ποδο;  άπαντώσιν  έν 
πολλοίς  παραδείγμασιν,  άδηλον  ο  όμως  εϊνε,  αν 
όντως  έγένετό  τις  αυτών  y-ρήσις  ή  διετηρήθησαν 
αί  όπα'ι  απλώς  προς  άνάμνησιν  της  πάλαι  ποτέ 
αυτών  χρήσεως.  Τήν  γνώμην  τοΟ  Stackeiberg  ό'τι 
τα  ημέτερα  αγγεία  ήσαν  ειοός  τι  θερμοκρατηρος 
(Bowle),  ήτις  ούτε  ϋπό  του  Furtwängler  ούτε  ύπο 
τοΟ  Robert  ελήφθη  υπ'  όψιν,  πρέπει  νά  άποκρού- 
σωμεν  αποβλέποντες  εις  τήν  παράστασιν  έν  Monu- 
menti Χ  πίν.  34,  2  καί  προ  πάντων  εις  τήν  τοο 
ημετέρου  έπινήτρου.  Κατά  δέ  ταΰτα  απορριπτέου 
όυ,οίως  και  τό  όνομα  Οερμοποτίς,  όπερ  άλλως  ση- 
μαίνει μάλλον  κύπελλον  προς  πόσιν  θερμών  ποτών. 
Αϊ  παραστάσεις  τών  γαστρωοών  αγγείων  ήγα- 
γον  ήμας  μέχρι  τοοδε  εις  τήν  γυναικείαν  ζωήν 
καί  τον  γυναικεϊον  καλλωπισμόν,  τό  Ο  ήμέτερον 
έπίνητρον,  έφ'  ο  δ  τα  αγγεία  ταύτα  ευρίσκονται 
στενότατα  συνδεδεμένα  προς  τήν  κομψή  ν  λουτρο- 
φόρον  καί  παρουσιάζονται  ούτως  ειπείν  ταυτόσημα 
προς  ταύτην,  συγχωροοσιν  ήμίν  να  έκφέρωμεν  τήν 


γνώμην  ό'τι  ταύτα  έχρησίμοποιοΟντο  όπως  και  αϊ 
λουτροφόροι  κατά  τον  γάμον.  ''πως  ή  εύμήκης 
λουτροφόρος  έχρησίμευεν  Γνα  οι  αυτής  κομίζηται 
το  ύδωρ  τοΟ  νυμφικού  λουτροΟ  ί/.  τ^ς  ιερά;  πη- 
γής, ούτω  μοί  φαίνεται,  Οτι  /.αί  τά  γαστρώδη  αγ- 
γεία, τουλάχιστον  αρχικώς,  έχρησίμευον  αναμφι- 
βόλως όπως  μεταγγίζηται  έν  αύτοΤς  καί  θερμαί- 
νηται  το  Ιερόν  ύδωρ.  Εκείνη  ήτο  κινητόν  -,ί  j-.ί. 
δ  αμετακίνητα  σκευή,  ώς  σαφώς  απέδειξαν  ήδη  αί 
δύο  παραστάσεις  γάμου  έν  τοϊς  Monumenti  Χ,  •!'ι 
Λ/  »τον  δμως  βεβαίως  μένει  το  ζήτημα,  α/  καθ1 
ους  χρόνους  κατεσκευάζετο  το  ήμέτερον  έπίνητρον 
αί  λουτροφόροι  έχρησίμευον  όντως  προς  το/  σκοπόν 
της  κομίσεως  και  θερμάνσεως  του  οδατος  r  ήσαν 
απλώς  μόνον  διακοσμητικά  σκεύη  συμβολική  ν  2- 
χοντα  μόνον  εννοιαν.  Οί  έν  τοις  άγγείοις  τεθειμένοι 
κλαδίσκοι  ουδαμώς  συμβάλλονται  εις  λυσιν  του 
ζητήματος,  διότι  τούτο  μεν  ήδύναντο  ούτοι  νά 
σκοπώσι  την  μετάδοσιν  αρώματος  εις  το  ύδωρ, 
τούτο  δέ  ήδύναντο  πάλιν,  τουλάχιστον  διά  τήν  εύ- 
μήκη  λουτροφόρον,  νά  χρησιμεύωσιν  ό-ως  έμπο- 
δίζωσι  τό  ύδωρ  να  έκπηδα  έκ  του  αγγείου,  έν  ω 
χρόνφ  τοΟτο  έφέρετο,  όπο/ς  τούτο  παρατηρείται 
και  έπί  άλλων  ελληνικών  αγγειογραφιών  εις  υδρίας 
πεπληρωμένας  ύδατος  παρά  πηγαΤς.  Βέβαιον  έν 
τούτοις  εϊνε,  ότι  έπ'ι  της  ακροπόλεως  τών  'Αθηνών 
ευρέθησαν  πολλά  τεμάχια  έκατέρου  είδους  τών 
αγγείων,  τούτων  ο'  ή  σμικρότης  αποκλείει  πα.σαν 
ίδέαν  χρήσεως  έν  τω  καθ  ήμέραν  βίω,  και  αναγκά- 
ζει ήμας  νά  δεχΟώμεν  ότι  ήσαν  αναθήματα  Ατθίδων 
παρθένων  προς  τήν  Βραυρωνίαν "Αρτεμιν,  ώς  τούτο 
εξάγεται  έκ  του  τόπου  της  ευρέσεως  αυτών  παρά 
τα  Προπύλαια.  Δυστυχώς  δεν  ήδυνήθην  νά  εύρω 
μέχρι  τούδε  πάλαιαν  όνομασίαν  διά  τά  ε:,  υψηλοΟ 
ποδός  έδραζόμενα  γαστρώδη  ταΰτα  αγγεία,  άτινα 
προσιυρινώς  ουνάμεΟα  βεβαίως  νά  όνομάζωμεν  «γα- 
στρώδεις  λουτροφόρους» .  Ai  όλίγαι  αύται  γραμ- 
μαί  ίσως  παρακινήσωσιν  ετέρους  ομοτέχνους  ευτυ- 
χέστερους έμοϋ  να  ζητήσωσι  και  εύρωσι  το  όνομα 
του  αγγείου. 

Ή  σχεοόν  κυκλοτερής  πρόσοψις  του  έπινήτρου 
κοσμείται,  όπως  κα'ι  παρ  άλλοις  ώς  έπί  τό  πλεί- 
στον παλαιοτέροις  έπινήτροις  πρβλ.  Furtwängler, 
Sammlung  Sabouroff  πίν.  ii'2  ,  διά  πλαστικής 
έκτύπου    προτομής  ,    ένώ    παρά    νεωτέροις    άντι- 


139 


ΕΠΙΝΗΤΡΟΝ    ΕΞ   ΕΡΕΤΡΙΑΣ 


140 


τύποις  επικρατεί  ή  συνήθεια  να  κοσμούνται  Olà 
γραπτής  εικόνος  πρβλ.  Üumont-Chaplain  Ι  πίν. 
19-20).  Τα  πρόσωπον  καί  το  στήθος  της  ημετέ- 
ρας προτομής  έφερον  λευκόν  επίχρισμα  λεπτής  άρ- 
•j-ίλλου,  όπερ  έν  μέρει  άπελεπίσθη,  ή  δέ  κόμη  έκα- 
λύπτετο  υπό  λεπτών  πετάλων  χρυσού,  ων  οιετη- 
ρήθησαν  έτι  λείψανα  επί  τοο  προσθίου  μέρους  κατά 
το  μέσον  της  κεφαλής.  Το  επί  της  κεφαλής  ύφα- 
σμα εϊνε  κεχρωματισμένον  δι'  υπερύθρου  χρώμα- 
τος έπιτεθειμένου  έπ'ι  λευκού  έξ  άργίλλου  υποθέ- 
ματος, ανοικτού  δ  ερυθρού  χρώματος  εινε  επίσης 
και  τα  χείλη.  Ή  ιρις  έχει  χρώμα  καστανοΰν  άνοι- 
κτον  μετά  σκοτεινής  περιβολής,  ή  δέ  κόρη  τοΟ 
οφθαλμού  εινε  μέλαινα.  Μελανόχροαι  δ'  επίσης 
εϊνε  καί  αί  οφρύες  καί  αί  βλεφαρίδες. Τα  ώτα  κρύ- 
πτονται υπό  την  κόμην  κείμενα  εσφαλμένως  ϋψη- 
~λ.ότιρον  του  δέοντος. 

"Ηδη  ό  Robert  (Έφημ.  1892,  σ.  254)  αποκλί- 
νει να  παραδεχθή,  ό'τι  έν  ταΐς  επί  τοΟ  προσθίου 
μέρους  των  έπινήτρων  εύρισκομέναις  κεφαλαΐς  δέον 
να  άναγνωρισθή  ή  θεά  του  έρωτος,  ό'τι  δ'  ή  του 
ημετέρου  -προτο^Ί]  παριστά  την  Άφροδίτην,  καθί- 
σταται άναμφισβήτητον  ένεκα  της  παντελούς  γυ- 
μνότητος  της  μορφής.  Ώς  προς  την  τεχνικήν  άξίαν 
παραβάλλεται  ή  ημετέρα  κεφαλή  προς  τα  άριστα 
έργα  της  αρχαίας  πηλοπλαστικής  καί  δύναται  να 
όνομασθη  ίσαξία  προς  τήν  θαυμασίαν  Σφίγγα  του 
ρυτου  τοο  Λονδίνου  (Journal  of  Hell.  Studies  1887 
πίν.  1),  τήν  Σφίγγα  της  Πετρουπόλεως  καί  τήν 
ομοίως  έκεϊ  εύρισκομένην  προτομήν  της  έκ  κογχυ- 
λίου προβαλλούσης  Άφροοίτης  (  Compte  rendu 
1870/71,  πίν  1-2).  Ώς  προς  δε  τον  χρόνον  της 
κατασκευής  κατατάσσεται  ή  κεφαλή  του  ημετέρου 
έπινήτρου  μεταξύ  της  πρώτης  καί  τών  τελευταϊον 
μνημονευθεισών  κεφαλών.  Ή  κεφαλή  της  Αονδι- 
νείας  Σφίγγας  πλησιάζει  μάλλον  προς  τήν  του  η- 
μετέρου έπινήτρου,  εινε  ό'μως  ολίγον  τραχυτέρα' 
το  κάτω  μέρος  τοΟ  προσώπου  αυτής  εϊνε  μακρότε- 
ρον,  ό  δε  σχηματισμός  της  κόμης  καί  τών  οφθαλ- 
μών αυστηρότερος ,  καί  προς  τήν  τεχνοτροπίαν 
ταύτην  συμφωνεί  καί  δ  ρυθμός  της  έρυθρομόρφου 
παραστάσεως  του  Λονδινείου  ρυτου.  Αί  μορφαί  έκεϊ 
αν  καί  άνήκουσιν  εις  τήν  περίοδον  τοο  ωραίου  ρυθ- 
μού, άναμιμνήσκουσιν  όμως  ετι  τον  ιρόιζοΊ  του  εις 
το  τελευταϊον  στάδιον  της  αναπτύξεως  ευρισκομέ- 


νου αυστηρού  ρυθμοο,  ένώ  τουναντίον  αί  γραπται 
μορφαί  του  ημετέρου  σκεύους  έπιοεικνύουσι  τήν 
πλήρη  έλευθερίαν  καί  χάριν  του  ανεπτυγμένου  ήδη 
ωραίου  ρυθμού. 

Ιναί  περαιτέρω  δε  έχώρησάν  τίνες  ήδη  ζητή- 
σαντες  καί  τό  όνομα  τοΟ  τεχνίτου  του  λαμπροί 
ημών  καλλιτεχνήματος.  Ό  Pollale  (Arch.  Epigr. 
Mitth.  aus  Uesterreich  1895,  σ.  21)  νομίζει  ό'τι 
πρέπει  να  δεχθώμεν  τον  Ξενότιμον  ώς  ζωγράφον 
του  ημετέρου  έπινήτρου  ένεκα  της  κατ'  αυτόν  στε- 
νής συγγενείας  τών  έπ  αύτου  εικόνων  προς  τάς 
τών  φιαλών  τών  ©ερουσών  τό  όνομα  τούτου  τοο 
τεχνίτου  άπεικονισθεισών  δε  έν  τώ  α'  τόαω  τών 
Antiken  Denkmäler  (πίν.  59).  'Αλλ'  ό'μως  εινε 
ασφαλώς  βέβαιον  ότι  ή  επιγραφή  του  τεχνίτου  επί 
της  μιας,  της  ώραιοτέρας,  τών  δύο  φιαλών  εϊνε 
πλαστή,  ένεκα  δε  καί  της  διαφοράς  τοο  ρυθμοΟ 
δυσκόλως  ούνανται  αί  φιάλαι  να  εϊνε  ϋπό  μιας  καί 
της  αυτής  χειρός  πεποιημέναι  (Furtwängler  έν 
Ardi.  Anz.  1893,  σ.  91)"  τό  δ  ήμέτερον  έπίνη- 
τρον  ομοιάζει  κατά  τον  χαρακτήρα,  αν  όλως  οε- 
χθώμεν  ότι  ομοιάζει  προς  μίαν  τών  δύο  φιαλών, 
ουχί  προς  τήν  έ'χουσαν  τήν  γνησίαν  έπιγραφήν, 
άλλα  τήν  έτέραν,  αί  έξωτερικαί  οέ  ομοιότητες  (πα- 
ριστανόμενα  αντικείμενα  κλπ.),  αί'τινες  άποτελουσι 
τρόπον  τινά  τήν  γέφυραν  μεταξύ  τοΟ  ημετέρου  έρ- 
γου καί  της  φερούσης  τήν  αληθή  έπιγραφήν  τοο 
Ξενοτίμου  φιάλης  εχουσιν  Οπερ  τό  δέον  γενικόν 
χαρακτήρα  ή  ώστε  να  δυνάμεθα  έπ  αυτών  στηρι- 
ζόμενοι να  άναγνωρίσωμεν  τόν  Λενότιμον  ώς  ζω- 
γράφον του  r^fApou  έπινήτρου.  Μόνον  τον  συγ- 
χρονισμόν  αμφοτέρων  τών  σκευών  δύναται  τις  να 
δεχθή  ώς  βέβαιον  τόν  δε  χρόνον  της  κατασκευής 
τοΰ  ημετέρου  έπινήτρου  ουνάμεθα  κατά  τάς  σημε- 
ρινάς  ημών  γνώσεις  να  όρίσωμεν  μίαν  δεκαετίαν 
T^ipir.ou  κατωτέρω  τοΰ  μέσου  τού  50U  αιώνος,  του- 
τέστι  περί  τό  440-430  π.  Χ.  Έκτος  της  τεχνο- 
τροπίας τών  ιι,οροών  έχομεν  καί  ετέρας  έξωτερικάς 
αποδείξεις  υπέρ  της  ανωτέρω  χρονολογίας,  εϊνε  δέ 
αύται  ή  έμφάνισις  του  Δωρικού  χιτώνος  δμοΰ  μετά 
τοο  'Ιωνικού  καί  ή  ορθογραφία  (Ω  παρά  τω  Ο, 
καί  ή  ελλειψις  τού  δασέος). 

Καί  δια  τήν  έκτυπον  κεφαλήν  της  'Αφροδίτης 
ύπάρχουσι  νομίζω  τα  ανάλογα  έκ  τών  συγχρόνων 
μνημείων   τής  πλαστικής,  καί  δή   ή  γυναικεία  κε- 


141 


ΚΙΙΙΝΙΙΤΙΌΝ    ΕΞ    Κ Ι 'KT  PI  ΑΣ 


142 


φαλή,  ήν  δ  Furtwängler  (Meisterwerke  πίν.  Ι-ΙΙΙ 

ερμηνεύει   ώς  την  Λημνίαν  Άθηνδν  τοΟ  Φειδίου. 

Εάν  παραδάλη  τις  τάς  δυο  κεφάλας  Οά  εορη  άμέ- 
σως  έν  ταΐς  κυρίαις  γραμμαΤς  του  ψοειδοΟς  προσώ- 
που, ίν  τω  σχηματισμψ  και  τη  διακοσμήσει  της 
κόμης  και  Ιδίως  έν  τψ  σχήματι  του  άνω  χείλους 
καταφανή  τοις  πασι  συγγένειαν.  Χαρακτηριστικον 
ο  Ιδιάζον  άμφοτέραις  ταΐς  κεφαλαϊς  εϊνε  το  loto— 
τρόπως  προς  τά  έσω  έστραμμένον  και  σχεδόν  πως 
κατηφές  βλέμμα. 

Εν  συνόλω  οέ  έπισκοποΟντες  τον  τε  γραπτον 
και  τον  πλαστικον  κόσμον  του  ημετέρου  έπινήτρου 
είιρίσκομεν  ότι  έφ  όλων  των  πλευρών  ιστορείται  ο 

Ερως  και  ή  έπίδειζις  της  Ισχύος  αύτοΟ.  Ό  ερω- 
τικός άγων  του  ήρωος  Πηλέως,  οί  θεοί  του  έρωτος 
και  της  Νεότητος,ή  νύμφη  μετά  των  συμπαικτριών 
αυτής  προετοιμάζουσαι  τον  γάμον  και  τέλος  αυτή 
ή  'Αφροδίτη  ή  θεά  του  "Ερωτος.  Κα'ι  αγγειογράφοι 
των  προτέρων  χρόνων  έςιστορουσι  παρομοίως  το 
άσμα  του  Ερωτος,  ώς  έν  παραδείγματι  ό  ΙΙειΟϊνος 
έν  τη  φιάλη  του  Μουσείου  τοΰ  Βερολίνου  (Meister- 
schalen  πίν.  2Ί,  25,  σ.238),  άλλα  πόσον  διαφόρως 
εκφράζεται  ή  έννοια  του  "Ερωτος  έν  εκείνη  και  έν 
τη  ημετέρα  είκόνι,  όποιον  τετορνευμένον,  ιωνικό  ν, 
πνεΟμα  ζη  έν  ταΐςνυμφικαΐς  σκηναϊς  του  έπινήτρου  ! 
θεωρώ  πάντοτε  ώς  ιδιάζον  προτέρημα  τών  αγ- 
γειογραφιών, ότι  αύται  είσάγουσι  κατά  διάφορον 
βλως  τρόπον  ή  τα  έργα  της  πλαστικής  εις  την 
πνευματικήν  ζωήν  μιας  περιόδου,  διά  τούτο  δε  και 
καθίστανται  ανεκτίμητα  μνημεία  της  ιστορίας  τοΟ 
αρχαίου  βίου. 

Αναγνωρίζοντες  έν  τη  τάσει  ταύτη  προς  λεπτο- 
τεραν  αντίληψιν  την  οπερτέρησιν  τών  αγγειογρά- 
φων, οίος  ό  ημέτερος,  από  τών  παλαιοτέρων  τοο 
πρώτου  ήμίσεος  της  οι;  έκατονταετηρίδος,  όφείλο- 
μεν  να  μη  άποσιωπώμεν  και  τάς  ελλείψεις  αυτών. 

Εν  ταΐς  μορφαΐς  δέν  αναφαίνεται  πλέον  το  παοα- 
τηρητικόν  όμμα,  ούδ'  ή  ασφαλής  χειρ  τών  πα- 
λαιοτέρων αγγειογράφων,  τουναντίον,  ιδίως  έν  τη 
πλευρά  έν  η  απεικονίζεται  δ  ερωτικός  άγων  τοο 
Πηλέως  έ'χουσιν  αϊ  μορφαί  μικροπρεπές  τι  και 
πλαγγονοειοές.   Τό   όλον   δ'  αποβλέπει   μάλλον  εις 


το  κοσμηματικον  και  την  εύάρεστον  ίντύπωσιν. 
Εκ  της  εκλογής  τών  κοσμουσών  τά  ίπίνητρ« 
παραστάσεων  (γαμική  πομπή,  ερωτική  ομιλία, 
γυναικείος  βίος)  συνεπέρανεν  δ  Benndorl  Gr.  miri 
eicil.  Vasen bilder  σ.  70  χέ.,  ότι  ή  χρησις  τών 
ημετέρων  σκευών  ήτο  ερωτική,  ό  δέ  Robert  απέ- 
δειξε την  χρήσιν  του  έπινήτρου  έν  τψ  γυναικείω 
δωματίψ"  vöv  ζητητέον,  αν  τα  πήλινα  σκεύη,  ά- 
τινα  διετηρήθησαν  μέχρις  ημών,  εινε  πραγματι- 
κώς  αύτα  τά  έν  χρήσει  αντικείμενα,  ή  είνε  μόνον 
κεραμευτικαΐ  απομιμήσεις  τοιούτων  αντικειμένων, 
αΓτινες  έν  τη  πραγματικότητι  ήσαν  ές  άλλης  Q  ης, 
όπως  έχομεν  έν  παλαιοΐς  τάφοις  πήλινα  καλύμ- 
ματα κατόπτρων,  πηλίνας  στλεγγίδας  και  τά  πα- 


>ομοια. 
*0 


ρισμενως  πιστεύω  το  δεύτερον,  οιοτι  αφ  ενο, 
μέν  το  έπίνητρον  ένεκα  της  επισφαλούς  θέσεως  αυ- 
τού έπί  του  γόνατος  της  γυναικός,  ήτο  λίαν  έ/.τε- 
θειμένον  εις  πτώσιν  και  θραΟσιν,  ώστε  θά  ήδύνατο 
έκ  στερεωτέρας  τίνος  υλη:  π.•/,  έκ  ςΰλου  μάλλον 
ή  έκ  του  εύθραυστου  πηλού  να  κατασκευάζηται, 
καί  άφ  ίτίρον  αϊ  φολίδες  τών  πήλινων  έπινήτρων 
εινε  λίαν  επίπεδοι  και  προς  διακόσμησιν  μόνον  πε- 
ποιημέναι  ή  προς  την  όντως  χρησιν  της  τρίψεως 
τοΟ  βάμβακος. 'Εν  μια  περιπτώσει  πρέπει  νά  άπορ- 
ριφθη  ασφαλώς  ή  χρησις  τών  πηλίνων  έπινήτρων, 
έν  έ/ι  άντιτΰπω  της  έμής  συλλογής  παλαιών  οστρά- 
κων. ΈνταΟΟα  αί  φολίδες  δέν  είνε  ουδόλως  πλα- 
στικώς  δεδηλωμένα'.,  άλλα  μόνον  διά  λευκού  /ρώ- 
ματος  γεγραμμέναι  έπί  τοΰ  μελανώς  γεγανωμένου 
εδάφους. 

Δια  ταΟτα  νομίζω  ότι  έν  το"ις  ήμετέροις  πηλί- 
νοις  έπινήτροις  εχομεν  εν  qui  pro  quo.  Κυρίως 
ήσαν  ταΰτα  έν  χρήσει  ώς  οώρα  διά  την  νύμφην, 
καί  ώς  τοιαύτα  άνετέθησαν  εις  τόσον  μέγαν  αριθ- 
μόν έπί  της  Ακροπόλεως  τών  Αθηνών  ή  συνώ- 
δευσαν  γυναίκας,  ίσως  προώρως  άποθανούσας  νέας 
συζύγους  εις  τον  τάφον,  Οπως  καί  τό  ήμέτερον  έκ 
τών  ανασκαφών  της   Ερέτριας  προερχόμενον. 


Έν  Τώατ),  Μάρτιο«  1897. 


F.  Η 


ARTWIG 


επιγραφαι  ερετριας 

Ai  ενταύθα  δημοσιευόμενα!  έπιγραφαί  ευρέθη-  λαι   μέν   έν  ταις  έμαΐς  άνασκαφαϊς,    άλλαι   δ'  έν 

Οησαν  κατά  τα  δύο  τελευταία  έ'τη  έν  Έρετρία  άλ-  άνασκαφαϊς  τάφων  υπό  ιδιωτών  γενομέναις. 

Άρ.  1 

Υ 

Ι    Ν    Α   Ρ 

ΣΩΣΤΡΑΤΟΣΣΩΚΛΕ 
ΕΥΕΛΘΩΝΤΙΜΗΣΚ 

Δ  Υ  Σ  ΘΕΟΪΕΝΟΣΔΗΜΟΣΤΡ ΑΤΟΥΑ  5 

ΓΡΑΤΟΥΣΤ  ΧΑΙΡΙΩΝΔΗΣΑΡ/βΕΙΔΟ  Υ  ΤΑΜ 
ΛΡΧΟΥΣΤΥ       ΑΝΤΙΡΑΤΡΟΣΗΡΑΚΛ  Ε  Ι  Δ  Ο  Υ  Ι 
ΙΟΑΡΧΙΔΟΥΣΤΥ      ΛΥΡΙΣΚΟΣΑΥΓΩΝ//ΣΡΑΣ 
ΣΡΟΛΥΕΥΚΤΟΥΜ  Ι  Ν  ΙΠΡΟΚΥΔΗΣΔΗΜΟΝΙΚΟΥΩ 
ιΟΣΦΙΛΑΡΧΟΥΜΙΝΟΟ  10 

ΥΛΟΣΥΡΕΡΟΧΙΔΟΥΙΣΤΙ 
t>ANOKP  Ι  ΤΟΣΑΡΙ  ΣΤΟΞ  ΕΝΟΥ  ΙΑ  Υ       ιΟΙ 

Ε  ΥΦ  Η  ΜΟΣΔΗ  ΜΙ  Ρ  Ρ  Ο  Υ  Ι  Α  Ρ  Η  ΚΛΕΑΝΔΡΟΣΚΛΕ  ΩΡΟΥΤΑ 

ΞΑΣ        Α  ΡΧ  Ι  Ρ  Ρ  ΟΣ  Κ  ΛΕΟΤ  IMO  ΥΔ  ΥΣ  EX  ΕΚΡΑΤ  Η  Σ  Ν  Α  Υ  Κ  Ρ  Α  ΤΟ  Υ  Ω  ΡΩ 

ΥΔΙΣ  ΔΕΪΙΟΕΟΣΔΕΪΙΜΕΝΟΥΣΤΥ  ^ΙΙΕΟΣΦ  NIX  Ρ  IS 

Ι  Ω  Ν  Ο  Σ  ΕΞ  ΑΣ  ΕΣΤΡ         ΣΧΑ 

ΣΤ  Ε  ΙΣ  Ι  KP  ΑΤΟ  Υ  ΕΙ  ΑΣ  t-ΔΙΕΥΣΟΙ 

ΑΘΩΝΟΣΕΪΑΣ  ΥΙΛΟΙ  Λ     ΣΙΟΛΟΣ  ΣΑΡΧ 

Ε ΤΟΣ Ρ ΥΟ Ι  Ρ  Ρ  Ο  Υ ΕΪΑΣ  Ι  Ε  Ρ Ω Ν Υ  Μ Ο  Σ  Α  Ρ Χ  Ε  Β  Ι  Ο  Υ  Δ Υ  Σ  ΚΛΕΩΝΚΛΕΟΧΑ 

ΟΦΑΝΗΣΤΙΜΟΪΕΝΟΥΕ  îf/f  ÊUÊIHIIIIHIIHl^  ΩΝΟΣΣΤΥΡΟ  Α       KU        ΣΑΡΧΕ  20 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣΕΡΙΧΑΡΜΙΔΟΥΕΞ/////  ΙΡΑΤΟΣΔΗΜΟΤΕΛΟΥ         ΡΟΛΥ  ΗΣΡΟΛ 

ΑΡΟΛΛΟΔΩΡΟΣΛΥΡΑΝΙΟΥΕΚΧΥ      ΕΡΙΓΕΝΗΣΑΝΤΙΚΡΙΤΟΥΙΑ  ΡΟΛΥ<  Ρ    Υ     Ρ 

1ΗΜΑΡΧΟΣΚΡΑΤΩΝΟΣΕΪΑΣ  ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣΡΕΙΘΑΡΧΟΥΣ  Ρ  KO  Ο 

Λ  Η  Σ  Η  ΡΑ  ΚΛΕ  Ι   Λ  Ο  Υ  Ε  ϊ  Α  Σ     Ρ  Ο  Λ  Υ  Ω  .  Ο  Σ  Ρ  Ο  Λ  Ε  Ο  Υ  Ι  Σ  Τ  Ι  ΦΙ  Τ 

Μ  ΤΡΑΤΟΣΗΡΑΚΛΕΙΔΟΥΕΞΑΣ  Α  ΚΡΑ  25 

ΑΝΔΡΟΚΛΗΣΑΡΙΣΤΩΝΟΣΕΞΑΣ 

API  ΣΤΟΦΑΝ  ΗΣΑ  PI  Σ  Τ  Ι  Ω  Ν  ΟΣΕΪ  Α  Σ   Μ  ΕΣΟΧΩ  PO  ΥΟ  Ρ  Λ  Ι  Τ  Α  Ι  ΣΟΑΡΡ.     ΝΟΣ 

Α       Η  Μ  Α  Ν  ΤΟΣ  Ρ  ΡΩΤ  Ι  Ω  Ν  Ο  Σ  Ε  Ξ  ΑΣ  AM  Φ  Ι  Γ  Ε  Ν  Η  Σ  AM  ΦΙ  ΔΗΜΟ  Υ  ΣΡ  Λ  ΑΝ      ΧΕΙ 

ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣΑΡΙΣΤΟΜΑΧΟΥ 

ΕΥΓΕΙΤΩΝΟΕΟΔΟΤΟΥΡΤΕ  30 

ΕΥΕΤΗΡΙΔΗΣΡΑΡΑΜΟΝΟΥΡΤ 

Ν  Ι  KO  Λ ΑΟΣ ΒΥΚΧΟ ΥΣ ΡΛ Η  ΑΡΑΣΙ  ΡΑ 

Φ  Ι  ΛΟΦΑΝΤΟΣΙΩΒΙΟΥΑΦΑΡ  ΑΙΡΙ  ΙΜΟΚΡΑΤΟΥΟ  IX  Α 

ΔΙΟΔΩΡΟΣ   Η  ΙΜΟΥΣΡΛ  Ι  Δ  Η  Σ  Ρ  Λ  Ο  ΥΤ  Α  Ρ  Χ  ΙΔΟΥ 

ΙΛυΙ  Σ  Ι  Μ  Ι  ΑΣΤ  ΕΛΕΣ  Α  ΡΧΟΥΣ  Ρ  Λ  Η  API  ΣΤΟΚΡΙΤΟΣ  ΑΡ  Ι  ΣΤΟΜΕ  ΝΟΥΕΙ     3£> 

Ε  ΡΙΧΑΡΜΙΔΟΥΕΞΕΣ  Ο  Ν  Η  PI  Μ  Ο  Σ  Ο  Ν  Η  Ρ  Ι  Μ  Ο  Υ  Σ  Ρ  Λ  Η  Ν  Ο  Σ  Η  Γ  Η  Σ  Ι  Ρ  Ρ  Ο  Υ  Ο ///////// 

ΙΡΗ  ΚΤΗΡΙΑΣΚΤΗΣΩΝΟΣΣΡΛΗ  ΧΑΙΡΙΛΣΑΡΧΙΝΟΥ  UHIIM 

ΜΟΔΙΟΣΚΤΗΣΩΝΟΣΣΡΛΗ  ΚΛΕΟΡΟΜΡΟΣΣΤΡ,.ΙΡΡΟΥΕ 

Κ  Α  ΛΛΙ  ΒΙΟΣΧΑΡΜΑΝΤΟΣΣΡΛΗ  ΧΑΙΡΙΡΡΟΣ 

ΑΝΑ  ΟΚΛΕΟ  ΗΓΗΣΙΜΑΧ  40 

ΜΟΥΑΦΑ  ΚΡΙ 

Α 


14Γ> 


ΒΠΙΓΡΑΦΑ1    ΒΡΕΤΡΙΑΣ 


146 


Σώστρατος  Σωκλέ(ους) 

ΕΰελΟων  Τιμηαίονι 

Δυσ  θεοξενος  Δηυ.οστράτου  Λ 

(τ)ράτου  Στ    Χαιριώνδης  Άρ(ιστ)είδου  Ταμ 
άρχου  Στυ    'Αντίπατρος  Ήρακλείδου 

(Πε)ιΟαρ/ίδου  Στυ    Λυρίσκος  Αϋγων(ο)ς  Ρασ 

ς   Πολύευκτου  Μιν  Ίπποκύδης  Δημονίκου   Ώ 

ος  Φίλαρχου  Μινθο 

ύλος  Ύπερο/ίδου  Ίστι 

Φανόκριτος     Άριστοξένου     Za  ψ(ιλ)οί 

Εύφημος    Δημίππου     Ζαρη  Κλέανδρος  Κλε(οδ)ώρου  Τα 


ξ  Άσ    "Αρ/ιππος   Κλεοτίμου  Δυσ 
υ  Δισ    Δεξίθεος  Δεξιμένου  Στ 
ίωνος  έξ  Άσ 
Στεισικράτου  έξ    Ασ 
Άγ)αθωνος  έξ  Άσ  ψιλοί 

νετος  ΠυΟίππου  έξ  'Ιερώνυμο;     Άρ/εβίου    Δυσ 

οφάνης  Τιμοξένου  έξ  μωνος  Στυρο 

'Αριστοτέλης  Έπιχαρμίδου  έξ  ρατος     Δημοτέλου 

'Απολλόδωρος  Λυρανίου  έκ  Χυ     Έπιγένης     'Αντικρινού     Ζ* 
Δ)ήμαρχος  Κράτωνος  έξ  Άσ      Καλλικράτης     ΙΙειΟζρχου     Σ 
.    .    λης   Ήρακλείδου  έξ  Άσ       Πολύω(ρ)ος     Πολέου     Ίστι 
Μ        τρατος  Ήρακλείδου  έξ'Ασ 
Άνδροκλης  Άρίστωνος  έξ  Άσ 

'Αριστοφάνης  Άριστίωνος  έξ  Άσ  Μεσοχώρου  όπλΐται 
Ά(π)ήμαντος  Πρωτίωνος  έξ  Άσ'Αμφιγένης  Άμφιδήμου  Σπλ 

Μητρόδωρος  Άριστομάχου 
Εΰγείτων     θεοδότου     ΙΙτε 
Εΰετηρίδης  ΙΙαραμόνου  Πτ 
Νικόλαος    Βύκ/ου    Σπλη 
Φιλόφαντος  Ζωβίου  Άφαρ 
Θεόδωρος  Η  .  .  .  ίμου  Σπλ 
(ψ)ιλο'ι  Σιμίας    Τελεσάρν/ου  Σπλη 

Έπι/αρμίδου  έξ  Εσ    Όνήριμος  Όνηρίμου  Σπλη 
ηρη  Κτηρίας   Κτήσωνος  Σπλη 

Άρ)μόδιος   Κτήσωνος  Σπλη 
Καλλίβιος  Χάρμαντος  Σπλη 
ava  .    .   οκλέο 

μου  Άφα 


Έ/εκράτης  Ναυκράτου    Ωρω 
εος  Φ(ιλω)νί^ 
έστρ    ς  Χα 
Π)εδιευς  Ό 

οδός  σι*Ρ/ 

Κλέων  Κλεο/ά 
Ά       κ     ς  Άρ/ε 
Πολύ         ης  Πολ 
ΙΙολυ 
11 
Φ 
Ά 

ς  Θάρρ(ω)νος 
Αν  χει 


10 


15 


20 


25 


ΕΦΗΜΕΡΙΕ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897 


30 


.  αρασι 
Χ)αιρί  (Τ)ιμοκράτου  Οίχα 

ΠυΟαρνίδης  Πλουταρχίδου 
Άριστόκριτος  Άριστομένου,   Ει       35 
Ν  ος  Ήγησίππου  Ο 

Χαιρίας  Άρ/ίνου  Ε 
Κλεόπομπος  Στρ.  .ίππου  Ε 
Χαίριππος 

Ήγησίμαχ  40 

Κρι 
Μ 

10 


147 


επγραφλι  ερετριας 


148 


Έπί  στήλης  ίκ  τιτανόλιθου,  ης  ολόκληρος  ή 
αριστερά  άνω  γωνία,  το  κάτω  αέρος  ώς  και  πολ- 
λαχόθεν  αϊ  εκατέρωθεν  πλευραί  είνε  άποκεκρουσμέ- 
ναι  βψ-  0,^2,  πάχ.  0,09  καί  πλ  0  40  Μέγεθος 
γρααμ.  0,006.  Μέγ.  γραμμ.  ούο  πρώτων  στί- 
χων 0,01.  Ή  επιγραφή  είνε  ένιαχοϋ  έφθαρ- 
μένη  προ  πάντων  δέ  δεξιά  από  τοΟ  15  μέχρι  του 
24  στίχου.  Μεταξύ  το0  9  και  11  στίχου  δεξιά, 
τοο  15  καί  18  ώς  και  24  καί  27  έν  τω  μέσω,  τοΟ 
28  καί  32  δεξιά  καί  του  28  και  35  αριστερά  υπάρ- 
χει κενός  χώρς. 

Ευρέθη  δ  λίθος  άποτελών  α,έρος  της  μιας  των 
πλευρών  τάφου  ύστερωτέρων  χρόνων,  έν  ω  ούοέν 
κτέρισμα  ύπήρχεν,  έν  τω  κτήματι  του  Ι.  Βράκα 
ανατολικώς  της  Ερέτριας  ού  μακράν  της  πόλεως 
παρά  τήν  δημοσίαν  όδόν  προς  δεξιάν  του  όδεύοντος 
είς  Βάθειαν  '  ,  έν  τη  υπ'  έμοΰ  γενομένη  εφέτος 
ανασκαφή  του  εκεί  υπάρχοντος  μεταγενεστέρου  νε- 
κροταφείου, 

Ό  τόπος  εν  ω  ή  ημετέρα  στήλη  ήτο  άρχήθεν 
έστημένη  δέν  δηλοΟται  δια  της  επιγραφής,  ανα- 
γράφονται δ'  έν  ταύτη  είς  τρεις  καθέτους  στήλας 
τα  ονόματα  στρατιωτών  Ερετριέων  ψιλών  και  ο- 
πλιτών συνοοευόμενα  υπό  τών  δημοτικών  αυτών. 
Τον  σκοπον  της  επιγραφής  ημών  δέν  άρκουσι  δυσ- 
τυχώς ό'πως  δηλώσωσι  τα  ύπολειφθέντα  μεγαλεί- 
τερα  γράμματα  τών  δύο  πρώτων  στίχων,  ώς  ΰπό- 
θεσιν  δέ  μόνον  δυνάμεθα  να  έκφέρωμεν,  ότι  οί  εν- 
ταύθα αναγραφόμενοι  στρατιώται  έλαβον  μέρος  είς 
στρατιωτικήν  πομπήν  έν  εορτή  τινι  έγχωρίω,  του- 
λάχιστον μόνον  ώς  δηλωτικόν  του  τρόπου  της 
παρατάξεως  αυτών  έν  τη  πομπή  δύναμαι  να  έξη- 
γήσω  τον  ,τρόπον  της  αναγραφής  τών  ονομάτων 
μετά  των  Οιαφορων  άνευ  έτερου  προφανούς  σκοπού 
κενών  έν  τω  μέσω ,  καί  τον  προσδιορισμών  τών 
οπλιτών  «  μισογώρου  όπλΐται»,  τοϋτ'  εστίν  οί  τον 
έν  τω  μέσω  χώρον  κατέχοντες  όπλΐται. 

Στίχ.  8,  Ανγωνος  πρωτοφανές,  καθ'  όσον  έγώ 
γνωρίζω,  όνομα  σχέσιν  ίσως  έχον  προς  τήν  όίζαν 
αύγε  του  ονόματος  Αυγή  κλ. 

Στίχ.  9.  Του  έν  τω  τέλει  Ω  σώζεται  μόνον 
μικρόν  άλλ  ασφαλώς  δυνάμενον  νά  συμπλη- 
ρωθή  μέρος    μοι    φαίνεται    δέ    βέβαιον,    οτι    πρέ- 

'  Είς  του  αύτοϋ  τάφου  τήν  έτέραν  πλευράν  ήτο  έντετει/ισμε'νη  καί 
ή  κατωτέρω  υπ'  άρ.   1ϋ  δημοσιευομένη  επιγραφή. 


πει    τις     να    συμπλήρωση     Ώ(ρωττόθεγ). 

Στίχ.  15.  Το  δημοτικόν  Διΰ  εινε  βέβαιον. 

Στίχ.  21  καί  29  παρελείφθη  το  δημοτικόν. 

Στίχ.  24.  Προς  το  όνομα  Πο.Ιεης  πρβλ.  το 
Πο.ΐεαν,  έν  Bechtel-Fick  Personennamen  σελ.  239. 

Στίχ.  32.  Το  όνομα  Ιίνκγος  άπαντα  επίσης  το 
πρώτον  νυν. 

Στίχ.  37.  Έν  αρχή  αγνοώ  αν  πρέπη  νά  συμ- 
πληρωθή  [Αίγ.1εψε)ίρ)]{θεν)  ή  αν  υποκρύπτηται  έν 
τω  Ι  Ρ  Η  νέον  δημοτικόν, άλλως  τε  το  πρώτον  γράμμα 
δέν  εινε  άπίθανον  νά  είνε  Η. 

Εκ  τών  έν  τη  ημετέρα  επιγραφή  άπαντώντων 
δημοτικών  γνωστά  μέχρι  τούδε  ήσαν  Δνθ{τόθεν) 
στίχ.  5,  14,  19,  Ταμ{ννόθεν)  στίχ.  6,  13,  Αί- 
(γά.ΐηθεν  ή  γ.ίεφείρηθεν)  στίχ.  5,  Στυ(ρόθεν) 
στίχ.  6,  7,  8,  15,  20,  23,  Μΐγθο{υντόθεν)  στίχ. 
9,  Î0,  Ώρω{πόθεν)  στίχ.  9,  14,  Ίσζι{άφγ) 
στίχ.  11,  24,  Ζαρη{κόθεν)  στίχ.  12,  13,  22, 
έΓΛσστίχ.  14,  16,  17,  18,  19,"(20,  21;),  23, 
28,  ίΐτε(χηθεν)  στίχ.  30,31,  ' Α(ραρ[εϋθεν)  στίχ. 
So,  41  (  ίοε  τελευταϊον  Έφημερίς  'Αρχαιολογική 
1895  σελ.  147-154  Σταυρόπουλλος),*  άγνωστα 
δέ  'Ρασ  στίχ.  9,  Διΰ  στίχ.  15,  "Εκ  Χυ  στίχ.  22, 
Σπ2(η)  στίχ.  28,  32,  34-39,  Οίχα  στίχ.  33  καί 
Ει  (;)  στίχ.  35,  έ£  Έσ  στίχ.  36. 

Δυστυχώς  ό'πως  τών  πλείστων  μέχρι  τούδε  γνω- 
στών δημοτικών  της  'Ερέτριας  μόνον  τα  αρχικά 
γράμματα  γνωρίζομεν,  ούτω  καί  έκ  τών  νΟν  πρώ- 
τον άπαντώντων  μόνον  του  ενός  ολόκληρον  το  ό- 
νομα, δυνάμεθα  μετά  μεγάλης  πιθανότητος  νά  συμ- 
πληρώσωμεν,  του  έν  στίχω  33  Οίχα,  ό'περ  πρέ- 
πει κατ    έμέ  νά  άναγνωσθή  Οί^αΛίηθεν. 

Oiy^aX'ia  ώς  χωρίον  ανήκον  τή  Έρετρική  μνη- 
μονεύεται παρά  Παυσανία  4,  2,  3  «'Εκαταίος  α' 
ό  Αίι.Ιήσιος  èr  Σκίω  μοίρα  της  Ερετρικης  έ'γρα- 
ψεν  είναι  0ίγα2ίαν  »  καί  παρά  Πλινίω,  ένθα  καί 
ή  θέσις  του  γωρίου  άκριβέστερον  ορίζεται  «  Œcha  - 
lia  nunc  Clialcide  cujus  ex  adverso  in  continenti 
Aulis  est»,  έξ  ού  καί  πληροφορούμεθα  ,  ό'τι  βρα- 
δύτερον  (nunc)  άνήκεν  τοΟτο  τή  Χαλκίδι. 

Κατά  το  σχήμα  τών  γραμμάτων  κατατάσσε- 
ται ή  ημετέρα  επιγραφή  είς  ούς  χρόνους  καί  ή 
συνθήκη  προς  Χαιρεφάνη  (Άρχαιολ.Έφημ.  1869 
πίν.  48)  δήλα  δή  περί  τάς  αρχάς  του  γ'  αιώνος 
(ίδ.  Σταυροπούλλου  ε.  άν.  σελ.  147). 


149 


ΕΠΙΠ'ΛΦΛΙ    ΒΡΒΤΡΙΑ2 


130 


Λ,      -) 

ΆΡ•   6 


«) 


10 


Α  ΕΞ 

ΕΟΥ     ΙΛΩΝΦΙΛΩΝΙ 
ΛΕΟΥ     ΕΝΟΚΙ      -ΟΣΪΕΝΩ 
ΤΟ  ΣΤΟ        Σ  Μ  Υ  Ρ  Ι  Ο 

ΑΜΟΥΕΥΔΗΜΟΣΚΑΛΛΙΑ 
Φ  Ι  Λ  Ο  Ν  Ι  Κ  Ο  ΣφΙΛΙ 
Η  ΒΙΟΣΡΑΡΑ 

ΣΤΡΑΤΟΥ 
Φ  Ε  Ρ  Ο  Ν  Ι 
ΡΧ  Ι  Δ  Α 
ΑΟΥ  Τ  Α  Ρ  Α 

ΜΟΥ 

ΟΥ  ΠΑ 


β) 


10 


oc 

ΔΗΣΣΩοΙΚΟΥ 

ΔΗΣΙΩΒΙΟΥ 

Ε 

ΛΕΟΜΕΝΟΥ 

ΤΙΜΟΓΕΝΟΥ 

3 

ΟΥ 
ΝΟΣ 
ΌΣ 


Ο  Ν  Η  PI 
Μ  Ε  Ν  Ι  Μ  / 

Ι 
φΑΝΑΔΗ  ΣΦ Α  Ν 
ΠΡΙ-ΞΙΠΠΟΣΜΕ 
ΕΥΒΟΙΚΟΣΕΥΜ 
ΡΕ  Ι  Θ ΑΔΗΣΟ  Ν 
ΦΑΛΟΜΑΧΟΣΦ 
Ι  Π  Π  Α  Ρ  Χ  Ι   Ω  Ν 
Ι   Γ  Π  Ο  Χ  Α  Ρ  Η  § 


«) 


β) 


έου  (Φ)ίλων  Φιλωνί(δου 
λέου  (Ξ)ενόκριτος  Ξένω(νος) 
στο  .  .ς  Μυριο  .  . 
5  όψου  Εΰδ•/)|Λθ;  Καλλιά(δου) 

Φιλόνικος  Φιλί .  . 

.  .βίος  Παρχ.  . 
στρατού    .... 
Φερονί .  .  . 
10      (Α)ρχι8ά((Αθυ)  .    .    . 

δης  Σωοίκου  Όνηρι([;.ος) 
οης  Ζωβίου  Μενεκρά(της) 
ε  ι 

5  (Κ)λεθ(Λε'νου  Φανχδης  Φαν.  . 

Τιαογένου    Πρ(ή)ς\ππος  Μεν. 
Ευβοϊκός  E'jjjl  .  . 
ου    ΙΙειΟάοης  Όν  .  . 
νος   ΦαλοΐΛαχος  Φ.  . 
10  (ν)°?  Ίπππαρνιων 

Ίππονάρτης 


Επί  των  δύο  πλευρών  τεμαχίου  μαρμάρινης 
στήλης  πάντοθεν  άποκεκρουσμένης,  (5ψ.  0,21 ,  -/ . 
0,26,  πάχ   0,09.  Μέγεθος  γραμμ.  0,0 1.  Ευρέθη 

ήμίσειαν  ώραν  περίπου  μακράν  της  Ερέτριας,  ά- 
νατολ.  αυτής  παρά  το  κτήμα  τοΟ  Παπαχαραλάμ- 
πους,  ένθα  υπάρχει  μικρά  κατεστραμμένη  εκκλη- 
σία και  λείψανα  .όωμαικου  συνοικισμού  ού  μακράν 
της  θαλάσσης. 

Εκ  της  παραβολής  της  ημετέρας  επιγραφής 
προς  τήν  υπό  Τσουντα  Εφ.  Αρχ.  1887,  83  κέ 
(Σταυροπούλλου  Έφ.  Αρχ.  1895, 131  κέ.  δημο- 
σιευθεΐσαν  καταφαίνεται,  δτι  και  ένταΟθα  ήτο  επι- 
γεγραμμένος  δι'  οιανδήποτε  αίτίαν  κατάλογος  δη- 
μοτών Κρετριέων  ώς συνήθως  είςκαθέτους  στήλας. 

6"  στί/.  4  δύναται  τις  νά  συμπ)  ηρώση  τον  πλη- 
θυντικών  εις  tic    οιουδήποτε  δημοτικοΟ  ονόματος 
Ερετριέων  κατά  το  παράδειγμα  της  αμέσως  ανω- 
τέρω μνημονευομένης  επιγραφής. 

Στί/.  '•'  Φαλό  μανός  άπαντα  νΟν  το  πρώτον. 

Και  ή  επιγραφή  κοτη  ανάγεται  /.ατά  το  σχήμα 
των  γραμμάτων  εις  χρόνους  ουχί  ϋστερωτέρους 
της  προηγουμένης. 


•Αρ. 

3 

\ΙΟΣΟΜ 

Διός   Ό[α(ο) 

Λ  Ω  Ι  Ο 

Λωίο(υ) 

Επί  τεμα/ίου  λεπτής  πλακός  εις  τάς  τρεις 
πλευράς  άποκεκρουσμένης,  ύψ.  0,13,  πλ,  0,20. 
Μέγεθος  γραμμ.  0,03. 

Ευρέθη  έν  ταις  δυτικώς  του  θεάτρου  ού  μακράν 
τούτου  γενομέναις  εφέτος  ανασκαφαις,  έν  η  θέσει 
άνεκαλύφθη  ή  δυτική  πύλη  της  Ερέτριας,  εις  μι- 
κρόν βάθος.  Ώς  εκ  του  σχήματος  των  γραμμάτων 
δύναται  νά  άναχΟη  ή  ημέτερα  επιγραφή  εις  τον  γ 
αιώνα  π.  Χ. 

Ή  συμπλήρωσις  όμοΛαπου  μοι  φαίνεται ,  δτι 
δεν  επιδέχεται  άμφιβολίαν.  Λατρεία  του  Αιος  όμο- 
λωΐου  ήτο  μέχρι  τουοε  γνωστή  έκ  παλαιών  συγ- 
γραφέων μόνον  έν  Θεσσαλία  καί  Βοιωτία  θηοαις 
ιδίως,  πρβλ.  και  Bull.  Ill,  130.  Σπουδαία  είνε  ή 
παρά  τη  πύλη  ευρεσις  της  επιγραφής,  διότι  καί  έν 
θήβαις,  ώς  γνωστόν,  υπήρχον  πύλαι  Όμολωιοες, 
βεβαίως  έξ  έκεϊ  υ-ν.ργον:ος  ίεροο  του  Όμολωϊου 
Διός  κληΟείσαι  (Παυσ.  IX,  8,  6  εξηγεί  άλλως). 


ist 


επιγραφλι  ερετριας 


152 


Άρ.  4 

/1ΕΝΑΝΔΡΟΣ 


Μένανδρος 


Έπί  μαρμάρου  σχήματος  ορθογωνίου  άποκε- 
κρουσμένου  αριστερά  μήκ.  1,08,  βψ.  0,4b  και 
πάχ.  0,72.  Τψ.  γραμμ.  0,04-0,045. 

Ευρέθη  έν  ταΐς  ώς  άνω  άνασκαφαϊς  μετ  άλλων 
δεν  φαίνεται  να  είνε  επιτύμβια. 


μάρμαρων  και  οεν  φ 


Άρ.  5 


Φίνο 

/V  κ  Ε"  HA  \ 

AT  Λ  Λ  Α^-) 


Ένθάδε  Φίλον  κείται  τόν  δε  κατά  γαί'  έκάλυσφεν 
ναυτίλον  Ho  φσυχεϊ  παϋρα  δέδοκ'  αγαθά. 

Έπί  λεπτής  πλακός  έκ  φαιοο  σχιστολίθου  βψ. 
0,50  μήκ.  0,32,  σχήματος  ακανόνιστου  πολυ- 
γωνικού. Εσφαλμένος  είνε  ο  τέταρτος  πους  του  α 
στίχου  -~~ν,  ένθα  βεβαίως  δ  συντάκτης  τοΟ  επι- 
γράμματος θα  έσκέφθη  απλώς  τον  αντί  του  τον  dé, 
δπερ  αποδίδει  επίσης  καλώς  τα  αυτό  νόημα.  Κατά 
τάλλα  το  επίγραμμα  είνε  άμεμπτον.  ΤοΟ  Φίλον 
το  ι  λαμβάνεται  ώς  έκ  της  θέσεως  του  ώς  μακρόν. 
Τα  γράμματα  είνε  ουχί  βαθέως  κεχαραγμένα 
έπί  της  επιφανείας  της  πλακός  ώς  αΰτη  έκ  φύσεως 
είχε  χωρίς  ουδεμία  προπαρασκευαστική  -προς  τοΟτο 
εργασία  να  έγένετο,  είνε  δε  ταοτα  οπωσδήποτε  επι- 
μελώς έσχεδιασμένα,   οί  στίχοι  ό'μως  της  επιγρα- 


φής δεν  χωρίζονται  πολύ  τακτικώς  άπ    αλλήλων. 

Στίχ_.  2  μετά  το  Ι  του  Φίλον  υπάρχει  κεχαραγ- 
μένον  εν  είδος  ί  μικρότερον  τών  άλλων  γραμμάτων, 
ό'περ  κατά  πασαν  πιθανότητα  δέον  νά  άποδοθή  εις 
άπροσεςίαν  του  χαράκτου'  ε'ις  άπροσεζίαν  τοο  χα- 
ράκτου  άποδοτέον  επίσης  και  το  οτι  έν  τω  4  στίχω 
αντί  τοο  Ο  του  τον  έγράφη  άρχήθεν  Α  διορθωθέν 
έπειτα. 

Στίχ.  5-6  εκάΑυαφεν  αντί  έκάλυφσεν  πρβ.  το 
εγοααφεν  του  'Επικτήτου  έπί  αγγειογραφιών  τοΰ 
τεχνίτου  τούτου  Klein  Meistersign  2  101,102  κά. 

Άρ.  6 


mtì 

m73 

+  mm 

-G* 

+  >m 

S 

o  + 


G 


Πλειστίας 

Σπάρτα  [Λεν  πατρίς  έστιν,  έν  εύρυχόροισι  Άθάναις 
έθράφθε,  θανάτο  δε  ένθάδε  μοΐρ    ε/_ι(/_)ε. 


153 


επιγραφα]  ερβτριας 


[Μ 


Έπί  κιονίσκου  τετραγώνου  ίχ  πώρου  ύψους 
0,7'(  ενόντος  έμπροσθεν  μίαν  μεγάλην  κάθετον 
αύλακα  και  δυο  μικρότερα;  εκατέρωθεν  ταύτης 
έπί  των  γωνιών  της  πρόσθιας  πλευράς,  και  μικρόν 
τετράγωνον  κιονόκρανον.  Έπί  της  προσόψεως  τοο 
κιονόκρανου  είναι  κεχαραγμένον  το  όνομα  ΠΛκι- 
στίας,  έπί  δε  της  έν  τω  μέσω  αύλακος  καθέτως  τα 
λοιπά.  Ό  κιονίσκος  εΐνε  έντεΟειμένος  εντός  μικρας 
βάσεως  οψ.  0,2"2. 

Ta  γράμματα  εΐνε  μετά  προσοχής  και  έντέχνως 
κεν αραγμένα. 

Άρ.  7 

•Υ-βίΡ^ΤΕΤΟΙΠΟΡΙΟ 

Fht        TEAEt£OR 

OEcea>iniA,ETER^or 

Χ3ΡΕΤΕ  ΤοοοιΕΠΑ•:   ΟΝ 
nrO.CTEnENA.n,^ 

ΟΙ£  Π'  ΠΛΙΝΙΟ  ^ 

Χαίρετε  τοί  παριό- 
ντες,  έγο  δέ  θανόν 
κατάκειμαι  δεϋρ- 
ο(;)  ιπ(;)να  νανεμαιαν 
5      επτ. .  τεδε  τε'θαπ- 
πται,  ξένος  άπ'  Αίγ- 
ιλίες  [Λν6ΐτιθεα(;)ς  δ(;)ο 
ιψα^αιλοινν  έπε'ν- 
6ε<τε(;)  φίλε  με'τερ  Τιμ- 
10      αρε'τε  τόποι  έπ'  ακρότ- 
ατοι στε'λεν  άδ(;)άριατον(;) 
Ηοτι 

Τ 
ιριιχρε'τε  μί(ι)στε<τε  φίλ- 
οι έπί  παιδί  θανόντι  ' 
*  Εϊ   χα!  δεν  ήδυνήθην   νά  αναγνώσω  έξ  ολοκλήρου  τήν  επιγραφών, 


Eut  στήλης  εκ  φαιού  λίαν  σκληροΟ  τιτανόλιθοι) 
βψ.  0,70,  πλ.  0,40  ΊΙ  επιγραφή  είναι  λίαν  4- 
μελώς  κεχαραγμένη  και  τά  γράμματα  δέν  εχουσι 

πάντοτε  το  αύτο  7Τ"?|μα. 

\'jj  Α  ή  μεταξύ  των  σκελών  κεραία  ένίοτ 
παρελείφθη,  κλίνει  δε  συνήθως  από  των  δεξιών 
προς  τάριστερά.  Το  Δ  δμοιάζει  πολύ  προς  Ο.  ΤοΟ 
E  ai  οριζόντιοι  κεραία•,  διευθύνονται  αδιακρίτως 
άλλοτε  πλαγίως  προς  τά  άνω  και  άλλοτε  προς  τά 
κάτω,  άπας  ο  έν  τω  α'  στίχω  έγράφη  τοΟτο  /.αι 
Οιά.  τεσσάρων  αντί  τριών  κεραιών.  Ιο  δασύ  Η  ά- 
παντα άπας  έν  άρχη  τον  Ι  2  στίχου.  Του  Θ  ή  έν  τω 
μέσω  στιγμή  διαρκώς  παρελείφθη,  άπα;  δέ  μόνον 
έχει  τούτο  αντί  της  στιγμής  οριζοντίαν  κεραίαν. 
Του  Κ  αί  κεραΐαι  εΐνε  παραδόξως  σχεδόν  παράλ- 
ληλοι (γράφεται  δήλα  δή  ό'πο;ς  άλλως  συνήθως  το 
δίγαμμα).  Τό  Λ  γράφεται  βμοιον  προ;  το  TT.  ΤοΟ  TT 
το  σχήμα  εΐνε  επίσης  ασταθές,  άλλοτε  έχει  τοΟτο 
και  τους  ούο  πόοα;  Γσους,  άλλοτε  δ'  έχει  τον  πρώ- 
τον μακρότερον  και  άλλοτε  τον  δεύτερον.  Ίο  Ρ 
φαίνεται  ό'τι  έγράφη  διαρκώς  ως  το  λατινικό  ν  Ρ 
μετά  της  μικρδς  γραμμής  της  άποφυομένης  παρά 
την  βάσιν  του  κύκλου,  αν  και  ενίοτε  αύτη  δέν  είνε 
ευδιάκριτο;.  Το  Σ  γράφεται  δια  τετσάρο.)-/  γραμ- 
μών, τό  δ'  απαντών  μηνοειδές  Σ  δέον  ν  άποδοΟή 
όπως  και  το  μηνοειδές  Ε  εις  την  ταχύτητα  της 
-/αράξεως.  Δύο  στιγμαί  χρησιμεύουσιν  έν  τοις  στί- 
ν-οις  2,  3  και  6  Οπως  '/ωρίσωσι  τάς  λέξεις. 

Στίχ.  6-7  Ανγι.Ιίες  ούτως  ώνομάζετο  εις  τών 
δήμων  της  'Αττικής,  Αίγίλια  δ'  ώς  χωρίον  της  Έ• 
ρετρικής  μνημονεύει  ο  Ηρόδοτος  6,  10 1.  Μικρά 
νήσος  μεταξύ  Κρήτης  και  Κυθήρων  (νυν  Σιγλιο'ι) 
ει/εν  επίσης  τό  όνομα  Αίγιλία.  Σκύλας"  113  έν  Mill- 
ier Geograph i  graeci  minores  σελ.  96.  Επίσης  και 
μικρά  νήσος  απέναντι  τών  Στύρων  (Ήρόδ.  6,107). 

Ευρέθησαν  αί  ανωτέρω  υπό  τους  άρ.  5,  6  και  7 
έπιγραφαί  έν  τω  άμπελώνι  του  Νικ.  Βελισσαρίου 
κειμένω  δυτικώς  της  Ερέτριας  20  λεπτά  περίπου 
μακράν  της  πόλεως,  δεςιόθεν  τω  έκ  Χαλκίδος  έο- 
χομένω  παρά.  την  δημοσία  ν  όδόν,  έν  ω  ευρίσκεται 
ήρειπωμένος  ανεμόμυλο;  παρά  την  θάλασσαν,  οτε 
ό  Βελισσάριος  χάριν  καλλιέργειας  του  άμπελώνος 

Èvdjiiaa  Ôijlio;  άναγχαΐον  vi  δημοσιεύσω  αυτήν  ώ;  τήν  μενίσττ,ν  τών 
έξ  'Ερέτριας  αρχαϊκών  έ-ιγραφών,  έλ-ίζων  ότι  S/.λο;  τι;  Οά  χατορ- 
8ώσ7)  βεβαίως  νά  άναγνώστ,  αυτήν  ολοσχερώς.  Ό  χωρισμός  αύτη; 
έττίατ,ί  εϊ;  στί/ου;  μετρικούς  εινε  άρχετά  δύσκολος. 


155 


επιγραφαι  Ερέτριας 


156 


επεχείρησε  τήν  άνασκαφήν  των  εν  αύτώ  πολυπλη- 
θών τάφων  ύπο  τήν  έπίβλεψιν  του  αστυνόμου  Ερέ- 
τριας. Υπάρχει  εκεί  εν  των  μεγίστων  και  πυκνό- 
τατων νεκροταφείων  της  Ερέτριας,  άμιλλώμενον 
ώ;  ~ζοζ  το  πλήθος  των  τάφων  προς  το  'έτερον  των 
έν  Ερέτρια  μεγάλων  νεκροταφείων  το  παρά  τω 
Ί'γιονομείω,  δπερ  έγνώρισα  και  οι  ίοίας  ανασκα- 
φής και  δια  πληροφοριών  του  Νικ.  Βελισσαρίου. 
Το  μέγιστον  αέρος  τών  έν  αύτώ  τάφων  άποτελεϊ- 
ται  έξ  επιμηκών  λάκκων  έσκαμμένων  1 ,50-2, 00μ. 
υπό  το  σημερινόν  έδαφος  έν  τω  μαλακώ  πώρω,  έν 
οΐς  οί  νεκροί  έΟάπτοντο  συνήθως  τιθέμενοι  εντός  ςυ- 
λίνων  σαρκοφάγων.  Αί  έν  τοις  τάφοις  τούτοις  εΰ- 
ρισκόαεναι  μόνον  μελανόμορφοι  λήκυθοι  από  τών 
αυστηρότερων  μέχρι  τών  μάλλον  ανεπτυγμένων 
(άπαξ  ευρέθη  ύπ'  εμού"  και  μία  λήκυθος  όλομέ- 
λαινα  μετά  ίρ^ρν.ς  εικόνος  λίαν  άρχ_αιοτρόπου 
γλαυκός  μετ'  άλλων  μελανόμορφων  ληκύθων) 
καθορίζουσιν  ακριβώς  τήν  χρονολογίαν  τούτων  περί 
τα  τέλη  τοΟ  6  αιώνος  μέχρι  τών  μέσων  περίπου 
του  5.  Εκτός  δμως  τών  ώς  άνω  τάφων  ευρίσκον- 
ται και  έν  τω  ύπερκειμένω  του  βραχώοους  έοά- 
φους  χώματι  καί  τίνες  μετά  λευκών  ληκύθων  καί 
άλλοι  δυνάμενοι  ώς  έκ  τών  έν  αύτοϊς  κτερισμάτων 
να  άναχθώσιν  εις  τον  τέταρτον  καί  τρίτον  π.  Χ. 
αιώνα.  Τάφοι  μετ'  έρυθρομόρφων  ληκύθων  τού  ε 
αιώνος  οέν  ευρέθησαν ,  άλλα  μόνον  σπανιώτατα 
όστρακα  τοιούτων  έν  τω  χώματι. 

Αί  ήμέτεραι  έπιγραφαί  άνήκουσιν  αναμφιβόλως 
εις  τους  τάφους,  οι  ους  κατ  εξοχήν  προωρίσθη  το 
νεκροταφεΐον,  τους  το~3ν  μελανόμορφων  ληκύθων 
καί  ούνανται  να  χρονολογηθώσι  μεταςυ  τοο  τέλους 
του  6  καί  τών  άρχων  του  5  αιώνος.  Ή  πρώτη  ώς 
έκ  τοΟ  σχήματος  τών  γραμμάτων  ανήκει  βεβαίως 
εις  τον  6  αιώνα. 

Αρχαικαί  έπιγραφαί  έξ  Ευβοίας,  αν  έξαιρέσω- 
μεν  τάς  έκ  Στύρων  έπί  τών  μολύβδινων  πλακιδίων 
(I.G.  Α.  σελ.  87-99  ι  έλάχισται  μόνον  είνε  γνω- 
σταί,  έκ  δ'  'Ερέτριας  μόνον  μία  (  I.  G.  Α.  σελ.  102, 
373)  καί  αυτή  ουχί  κατά  χώραν  άλλ'  έν  Ολυμ- 
πία ευρεθείσα.  Έπί  ταύτης  στηριχθείς  b  Kirchhoff 
(  Studien  zur  Geschichte  des  griechischen  Alphabets 
n.  110  καί  μετ'  αυτού"  οί  λοιποί  περί  επιγραφι- 
κής πραγματευθέντες  (Reinach,  Roberts  κλ.)  παρα- 
δέχονται,ότι  το  άρχαΐον  Έρετρικόν  άλφάβητον  ήτο 


όμοιον  -ρος  το  ^τυραϊκον  και  συνεφωνει  προς  το 
δυτικόν  καλούμενον  άλφάβητον,  άλλ'  αί  ήμέτεραι 
έπιγραφαί  οιαψεύόουσι  τήν  γνώμην  ταύτην  ριζι- 
κώς. 

Διαφέρουσιν  αύται  άπο  τών  Στυραικών  καί  τών 
της  Χαλκίοος  επιγραφών  κατά  το  σχήμα  του 
γράμματος  εκείνου,  ό'περ  αποτελεί  το  κυοιώτατον 
χαρακηριστικόν  γνώρισμα  του  ΧαλκιδικοΟ  όνομα- 
σθέντος  αλφαβήτου  ήτοι  του  χι,  ό'περ  έν  τω  Χαλ- 
κιοικω  άλφαβήτω  οηλούται  δια  τοΟ  σημείου  γ, 
ένω  έν  ταΐς  ήμετέραις  έπιγραφαΐς  δηλούται  διά• 
τοΰ  σημείου  -\-,  όπερ  πάλιν  έν  τω  Χαλκιδικώ  άλ- 
φαβήτω αντιστοιχεί  προς  τον  φθόγγον  ξι. 

Καί  έν  άλλη  εγγύς  της  Καρύστου  εύρεθείση  αρ- 
χαία Ευβοϊκή  επιγραφή  άπαντα  ή  αυτή  διαφορά 
της  σημασίας  του  γράμματος  +,  ην  ό  έκίότης 
τών  I.G.  Α.  σ.  2,  7  αποδίδει  άνευ  άποχρώντος 
λόγου  εις  'Αθηναίους  κληρούχ_ους,  ό'πως  άποφύγη 
τήν  δυσκολίαν  της  διαφοράς  ταύτης  τών  γραμμά- 
των άπο  τών  λοιπών  Ευβοϊκών  επιγραφών. 

'Αρχαιότερα  καί  τών  τριών  επιγραφών  ημών  εΐνε 
ή  πρώτη  (άρ.  5),  είνε  οέ  αυτή  καί  δια  τήν  ίστορίαν 
του  Έρετρικου  αλφαβήτου  σπουδαιότερα, διότι  περί 
ταύτης  ουδεμία  αμφιβολία  δύναται  νά  ύπαρξη,  ό'τι 
δεν  έγράφη  εις  το  έπιχώριον  Ερετρικόν  άλφάβη- 
τον, καθόσον  ό  θανών  Φίλων  εις  ου  τήν  μνήμην 
ανετέθη  ή  στήλη  ήτο,  ώς  μη  έχων  έτερον  έθνικον 
εγχώριος,  Έρετριεύς,  ένω  περί  τών  δύο  άλλων  επι- 
γραφών ώς  αναφερομένων  εις  ξένους  ήδύνατό  τις 
νά  άντιτείνη,  ό'τι  δεν  ήσαν  γεγραμμέναι  κατά  το 
έπιχώριον  άλφάβητον. 

Έχει  ή  ύπ'  άρ.  5  επιγραφή  ημών  έκτος  τοΰ 
γράμματος  ~Γ"=χΐ,  δπερ  είνε  κοινόν  καί  ταϊς  τρι- 
σίν  έπιγραφαΐς,  καί  έτερα  χαρακτηριστικά  γνωρί- 
σματα, τήν  ΐί.οργ)]ν  του  γάμμα  έσχηματισμένου 
ώς  οξεία  γωνία,  ής  ή  γ.ορυγτ\  προς  τα  άνω  (τί> 
σχήμα  του  συνήθους  λάμβοα)  καί  τήν  τοΟ  λάμβύα 
(κοινήν  μετά  τού  άρ.  6)  ώς  οξείας  άνισοσκελοΟς 
γωνίας,  ής  ή  γ.ορ\>γΓ\  προς  τα  κάτω  (U)  άτινα  ά- 
παντώσιν  καί  έν  έπιγραφαΐς  έκ  Χαλκίοος,  Βοιωτίας, 
τών  Έπικνημιδείων  Λοκρών  καί  είνε  κύρια  γνωρί- 
συ.ατα  καί  τού  'Αττικού  αλφαβήτου.  Προς  το  τε- 
λευταΐον  μόνον  τούτο  άλφάβητον ,  το  Αττικόν, 
συμφωνεί  καί  κατά  πάντα  τάλλα  το  άλφάβητον  της 
ημετέρας  επιγραφής'    ή   σημασία    του  +    είνε    έν 


187 


ΕΠΙΓΡΑΦΑ1    ΒΡΕΤΡΙΑΣ 


1!>8 


ά[Λφοτέραις  ή  αυτή,  το  ψϊ  γράφεται  έν  τη  ημετέρα 
επιγραφή  ό'πως  καί  έν  'Αττική  ci-/,  του  φσ  (ςϊ 
δυστυ/ώς  δέν  υπάρξει,  άλλα  δέν  αμφιβάλλω  οτι 
καί  τοΟτο  Οά  έγράφετο ,  δπως  καί  iv  τ/,  ανωτέρω 
μνημονευθείση  ΕύβοΚκη  έκ  Καρύστου  επιγραφή  διά 
τοΟ  -+-£),  καί  των  άλλων  δέ  γραμμάτων  πάντων 
το  σ/ήμα  εΐνε  το  αυτό  έν  άμφοτέροις  ώστε  αναγ- 
καίο); πρέπει  νά  οεχθώμεν  ,  οτι  έν  Έρετρία  ίσως 
δέ  και  έν  άλλαις  τισι  πόλεσι  της  Ευβοίας  ήτο  έν 
-/ρήσει  το  Άττικον  άλφάβητον. 

Γνωστή  είνε  ή  στενή  σχέσις  εις  ήν  διαρκώς  εύ- 
ρίσκοντο  οι  'Αθηναίοι  προς  τους  κατοίκους  τής  Ευ- 
βοίας έν  γένει  και  ίοίως  τους  Έρετριείς  ,  περί  ων 
καί  έλέγετο,  δ'τι  κατωκίσθησαν  ΰπ  'Αθηναίων  μετά 
τον  Τρωϊκον  πόλεμον  ,  ώστε  ουδόλως  παράδοξος 
εινε  ή  παρουσία  τοΟ  'Αττικού  αλφαβήτου  έν  Εύ- 
βοια κα'ι  ιδία  έν  Έρετρία,    ήτις  πλησιέστατα  τη 


Λττ'./.',  άκτη  κειμένη  ήτο  τά  μάλιστα  υποκείμενη 
εις  διαφόρους  εκείθεν  επιδράσεις. 

II  διαφορά  του  αλφαβήτου  μεταξύ  των  5ιίο 
πρώτων  ■/.  τών  :;.'.'ί/  αρχαϊκών  επιγραφών  έγκει- 
ται μόνον  εις  τήν  μορφήν  τον  θητα,  δπερ  έν  μεν 
τη  ιτρωτη  γράφεται  or/  σταυρού  έν  τω  ιλέσφ  του 
κύκλου  έν  οΝέ  τη  δευτέρα  òr/  στιγ*μης  αντί  τοΟ 
σταυρού,  αλλ'  ή  διαφορά  αοτη  δεικνύει  /.-/τ  έμέ 
μόνον,  δτι  ή  δευτέρα  επιγραφή  είνε  δλίγον  νεωτέρα 
τής  πρώτης  ',  αλλ  αί  διάφορα!  μεταξύ  τ?;;  τρίτης 
καί  τών  λοιπών  είνέ  πως  σπουδαιότερα•.,  το  σχήυ.α 
του  γάμμα  καί  του  λάμβοα  γραφομένων  ως  ί/    τι-Ο 

Ιωνικφ  άλφαβήχω,   το  εψιλον  μετά  τεσσάρων  κε- 
,   το  τετράγραμμον  σίγμα,    και  ή  παρουσία 


;aiojv 


του  ξϊ  ακόμη  εΐνε  διαφοραί,  αίτινες  δέν  εξηγούνται 
ίσως  μόνον  òtà  της  διαφοράς  τών  χρόνων   της  ya- 

ράςεως  τών  επιγραφών. 


ΆΡ.  8 

ΕΓΤΙΑΓΑΘΟΤΤΟΔΙΤΤΛΡΑΜΟΝΟΥ 
ΤΟΥΕΥΝΕΔΡΙΟΥΔΕΚΑΠΡΝΤΟΕΑΝΗΡφΙΛΟΕΕΝΘΑΔΕΤΕΥϊΕΝ 
ΑΓΑΘΟπΟΥΕΠΑΡΑΜΟΝΟΥΑΥΤΗΚΑΙΤΕΚΕΕΕΕΙΚΑΙΤΗΑΥΤΟΥΠΑΡΑΚΟΙΤΙ 
APXACEYCHMWCEKTEAECACTTOAEI 

'Επί     Αγαθόποδι    Παραπόνου 
Τοϋ    συνεδρίου    δεκάπρωτος   άνηρ    φίλος   ένθλδε   τεϋξεν 
Άγαθόπους    Παραπόνου   αύτω   καί   τεκε'εσσι   καί   τι)    αύτοϋ   παρακοίτι 
Αρνας    εύσηι/ως   έκτελεσας   πόλει. 


Έπι  τής  στενής  πλευράς  μααρυιαρίνης  πλακός 
σχήματος  επιμήκους  ορθογωνίου  μήκ.  2,60,  ΰψ. 
0,40  καί  πάχ.  ϋ,ί'Ο,  ήτις  άπετέλει  άλλοτε  τό 
άνώφλιον  τής  Οΰρας  νεκρικού  θαλάμου  καί  ευρέθη 
ώς  κατώφλιον  εις  τήν  πύλην  κατεστραμμένου  περι- 
βόλου βυζαντινού"  ναού  επίσης  κατεστραμμένου,  έν 
τω  άγρώ  του   Ι.  Βράκα. 

Επίγραμμα  έκ  δύο  έξαμέτρων  κα'ι  ενός  πεντά- 
μετρου εξάγεται  έκ  τής  ανωτέρω  επιγραφής,  ης 
δήλη  εινε   ή  ποιητική    σύνΟεσις    δια   λέξεων ,    οίαι 

-τεκέεασι  (μετά  οιπλοο  σ)  καί  παρακοίτι,  αν  àsai- 

•  ~   ?       '  /  > 

ρεσωαεν   απο  του  οευτερου   στινου   το  πεοιττεϋΌν 

καί  ούχ'ι  κατ'  ανάγκην  δ'ις  έπαναλαμβανόυ,ενον  ο- 

voii-a  του  θανόντος.  Σφάλματα  οία  δ  δεύτερος  πους 

'    Τό  οτι  τό  Οητα  xaî  ό'αιχρον    εγράφησαν  Sii  τετραγώνων    χαί  ό'/ι 
χύχλων  άποδοτέον  χατ'  έμε  ε!ς  τε-^νοτροιτίαν  τοϋ  /αράχτοα. 


του  α  στίχου  ~-~ν.  (ό'που  άλλως  ήδύνατό  τις  καί 
συνίζησιντών  δυο  πρώτων  συλλαβών  να  δε/θή)  και 

ò  τρίτος  πους  τοΰ  ^iwzipo'j  στί/ου εινε  συγ- 

χωρητέα  εις  τον  λίαν  μεταγενέστερον  συνθετην  τοο 
επιγράμματος  καί  δέν  εΐνε  ασυνήθη  εις  επιγράμ- 
ματα αναγόμενα  εις  ους  καί  το  -ήαί-ζεζοΊ  χρόνους, 
ώς  ούναταί  τις  να  πεισθή  εξετάζων  τινά  τούτων 
παρά  Kai  bel  Epigr. 

Κάτωθεν  τής  επιγραφής  ύπήρχεν  έπι  τοϋ  λίθου 
έτερα  τρίστιχος  επίτηδες  άποκεκρουσμένη  νυν. 

Στίχ.  2  Τον  σννεαρίον  όεκάπρωτος'  και  έν  επι- 
γραφή έκ  Χαλκίδος  Mitth.  VI  167  άπαντα  er  τοις 
Ουνεαρίοις  είσηγησαμενου  τον  άεκαπρώτον  καί 
σελ.  168  ομοίως  τον  άεκαπρώτον ,  άλλως  μόνον 
έν  μικρασιατικαΤς  έπιγραφαΐς  αυτοκρατορικών  χρό- 
νων άπαντα  συνήθως  ή  αρχή  αύτη  τον  άεκαπρω- 


159 


επιγρλφαι  ερετριας 


160 


τον   ή   των  άεκαπρώτων,    πρβλ.  Mitth.VI,   σελ. 

170-171. 

Άρ.   9 

ΤΡΟφίΜΗ         ΧλΙΡΕ 

ΤΤολλΗΟΟΤΟΡΓΗΟΚΑΐλΓλ 

ΤΤΗΟλΝΔΡΙΟωφΡΟΟΥΝΗΟ 

το 
ΠΕΡΙΖΗΝθπΕΡ60ΤΙΝ6ΝλΝ 

5    OPUUTTOICÀeiMNHCTON 

λφειολρετΗΝτοιοοοιο 

KHÀOM6NON 

Τροφίμη        λα'Ρε 
Πολλής  στοργής  και  αγά- 
πη; άνδρί  σωφροσύνης 
περί  το  ζην  όπερ  έστιν  έν  άν- 
θρωποι; άείίΛνηστον 
άοεϊσ'  (;)  άρετην  τοις  σοϊς 
κηδόι/.ενον 

Έπί  μαρμάρου  μήκ.  0,68,  Οψ.  0,35  ευρεθέν- 
τος έν  τω  άμπελώνι  του  κ.  Δημ.  Βρατσάνου  Άν. 
της  'Ερέτριας  παρά  τήν  δημοσίαν  δοόν.  Λίαν  παρά- 
δοξος και  το  νόημα  δυσχεραίνουσα  είνε  ή  σύνταξις 
της  λίαν  μεταγενεστέρας  επιγραφής  ταύτης. 

Στίν.  7  κηδόμενον  βεβαίως  αντί  κηοομένην 

Άρ.  10 

ΕΡΓΟΤΕΛΗΣ  Έργοτέλης 

Έπί  πλακός  υ'ψ.  0,50  πλ.  0,23  ευρεθείσης  ώς 
ή  άνω  επιγραφή. 

Άρ.  11 

ΘΕΟΔΟΤΟΣ  θεόδοτος 

ΜΕΝΥΛΛΟΥ  Μενύλλου 

Έπί  αικροΰ  κιονίσκου  οψ.  0,45  ευρεθέντος  έν 
τω  άγρώ  του    Ι.  Βράκα. 

Άρ.  12 

α)        ΕΥΑΓΡΕΙΑ  Εύάγρεια 

ΟΑΛΗΣΙΚΛΕΟΥ  Θαλησ1κλέου 

6)        ΕΥΑΓΡΕΙΑΣ  Εύαγρείας 

Κάτωθεν  της  επιγραφής  α  εντός  επίχρυσου  στε- 
φάνου. Επίχρυσα  καί  τα  γράμματα. 


γ) 


ΑΡΧΕΜΑΧΟΣ   ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 
ΕΥΚΛΕΙΔΟΥ    ΑΡΧΕΜΑΧΟΥ 

Άρχέααχος   'Αλέξανδρος 
Εύκλείδου     Άρχεμάχου 


ΚΡΑΤΗΣΙΡΟΛΙΣ 
ΑΡΙΣΤΙΩΝΟΣ 
ΚΡΑΤΗΣΙΡΟΛΙΣ 
ΜΕΝΕΛΑΟΥ 


Κρατησίπολις 
Αριστίωνος 
Κρατησίπολις 
Μενελάου 


0 


ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ  ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ 
ΕΥΚΛΕΙΔΟΥ      ΠΑΡΑΜΟΝΟΥ 
ΠΑΡΑΜΟΝΟΣΑΡΧΕΜΑΧΟΣ 
ΕΥΚΤΑΙΟΥ  ΕΥΚΤΑΙΟΥ 

Παράμονος  Ευκλείδης 

Εύκλείδου  Παραμόνου 

Παράμονος  Άρχεμαχος 

Ευκταίου  Ευκταίου 


c)  Α  Ι  Ρ  Ι  Π  Π  Η  Αίρίππη 

ΑΡΧΕΜΑΧΟΥ      Άρχεριάχου 
Τα  γράμματα   ώς  καί  ή  κατά  τούτο   το  μέρος 
επιφάνεια  του  σαρκοφάγου  δια  πρασίνου  χρώματος 
κεχρωματισμένη. 

Ευρίσκονται  κεχαραγμέναι  αί  ώς  άνω  έπιγρα- 
φαί  έπί  τούν  μακρών  πλευρών  πέντε  σαρκοφάγων  , 
ποικίλων  σχημάτων,  εντός  νεκρικού  θαλάμου, όστις 
ήτο  έν  τύμβω  κεχωσμένος,  κειμένω  έπί  χαμηλού 
λόφου  δυτικώς  τής  Ακροπόλεως  'Ερέτριας  ολίγον 
μακράν  ταύτης,  και  έσυλήθη  κατά  το  παρελθόν 
έτος  υπό  εργατών  σκαπτόντων  τυχαίως  έπί  τοο 
τυαβου  προς  κατασκευήν  ασβεστοκαμίνου.  Ο  θά- 
λαμος ήτο  πλουσιώτατα  κεκοσμημένος  περιείχε  oà 
πολύτιμα  καί  αξιόλογα  κτερίσματα,  ων  ελάχιστον 
μέρος  περιήλθεν  εις  χείρας  τών  δικαστικών  αρ- 
χών Χαλκίδος.  Προτιθέμενος  προσεχώς  να  γράψω 
πλείονα  περί  του  αξιόλογου  τούτου  μνημείου,  αρ- 
κούμαι ενταύθα  εις  τάς  ολίγας  μόνον  ταύτας  ειδή- 
σεις περί  του  τόπου  τής  ευρέσεως  τών  άνω  επι- 
γραφών. 

Άρ.  13 

ΜΑΝΗΣ  Μάνης 

ΧΡΗΣΤΟΣ  χρηστός 


161 


ΚΙΙΙΠ'ΛΦΛΙ    ΚΡΕΤ1ΊΛΣ 


162 


Έπί  τμήματος  μικράς  μαρμάρινης  στήλης  ΰψ. 
0,22  πλ.  0,2!) .  Ευρέθη  êv  τω  χώματι  είς  το  κρά- 
σπεδον  τοο  τύμβου,  έν  ω  ευρέθη  ο  νεκρικός  θάλα- 
μος μετά  των  £ιπ   άρ .   12  επιγραφών. 

'Λ?.  14 

ΕΚΦίΛΗΤΟΣ  Έχφίλητος 

Έπί  επιτύμβιας  μαρμάρινης  πλακός  βψ.  0,90 
πλ.  0,Α8.  Ευρέθη  παρά    Ι.  Βράκα. 

Άρ.  ι?; 

Α  Ν  Τ  Ι  Ο  Χ  Ο  Σ  Άντίοχο« 

ΦΙΛΩΝΟΣ  Φίλωνος 

ΝΙΚΗ  Νίκη 

ΙΣΙΔΩΡΟΥ  'Ισιδώρου 

Έπί  στήλης  κεκοσμημένης  δι'  άετωματίου  ΰψ. 
0,92  πλ.  0,43.  Ευρέθη  έκτισμένη  εις  την  μίαν 
των  πλευρών  του  τάφρου  έν  ω  και  ή  υπ'  άρ.  1  επι- 
γραφή- 

Άρ.  16 

ΑΡΚΕΣΩ  Άρκεσώ 

ΤΙΜΟΚΡΑΤΟΣ         Τιμοκράτος 

Έπί  μαρμάρινης  στήλης  ΰψ.  0,60  πλ.  0.58. 
Ευρέθη  έν  τω  άγρω  τοο  Ί.  Βράκα. 

Άρ.  17 

ΕΥφΑΜΟΣ  Εΰφαριος 

ΞΑΝΘΙΠΠΟΥ  Ξανθίππου 

ΠΕΡΙΝΘΙΟΣ  Περίνθιος 

Μαρμάρινη  στήλη  υψ.  0,83  πλ.  0,57  και  πάχ. 
0,30.  Ευρέθη  έν  τω  άγρω  Ί.  Βράκα. 

Άρ.  18 

ΜΕΝΕΚΛΗΣ  Μενεκλης 

ΜΕΝΑΡΧΟΥ  Μενάρχου 

Μαρμάρινη  στήλη  υψ.  0,64  πλ.  0,47  και  πάχ. 
0,28.  Ευρέθη  ως  άνω. 

Άρ.  19 

Κ  Λ  Ε  Ω  Κλεώ 

Ε*ΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897. 


Μικρά   μαρμάρινη  ο-τήλη    ΰψ.  0,45   πλ.  0,27. 
ΙΙαρά  Νικ.  Βελισσαρίω. 


Άρ.  20 


Υ  Ν  Ο  Μ  Ι  Α 


Ευνοεί* 


Έπί  τιτανόλιθου  βψ.  0,60  πλ.  0,38.  Κύρίσκε- 
ται  παρά  τω  Ίωάν.  Βουρκακιωτη. 

Άρ    21 

ΛΥΡΑΝΙΣΚΟΣ  Λυρανίβχο« 

Μάρμαρον  ΰψ.  0,62  πλ.  0,36.  Ευρίσκεται  ώς 
άνω. 

Άρ.  22 

Τ  ΡΑΛΙ  Σ  Τραλίς(;) 

Έπί  τριγωνικής  οξείας  κάτω  στήλης  έκ  σκλη- 
ρού" πώρου  ΰψ.  0,40  πλ.  άνω  0,50.  Ευρίσκεται 
παρά  τω  Νικ.  Βελισσαρίω. 


Άρ.  23 


ΝΙΚΥΛΛΑ 
AXA  Ι  Ι  Σ 


Νικύλλχ 
Άχαιίς 


Στήλη   μαρμάρινη   μετ'  άετωματίου    ΰψ.  0,70 
πλ.  0,36.  Ευρέθη  έν  ταΤ;  δυτικώς  του  θεάτρου  γε 
νομέναις  άνασκαφαις  τάφων  αποτελούσα  μίαν  των 
πλευρών  καλυβοειδους  τάφου. 


Άρ.  24 


ΝΙΚΙΑΣ 
Χ     ΡΗΣΤΟΣ 
Α  Ν   Ο    Η   Δ  Ω  Ν 
ΙΠΠΑΡΧΟΥ 


Νικίας 
Χρηστός 
Άνθν,οών 
'Ιππάρχου 


Στήλη  μαρμάρου  μετ'  άετωματίου  ΰψ,  0,70 
πλ.  0,40.  Μεταξύ  τών  κενών  της  λέξεως  χρηστός 
δύο  ρόοακες,  σώζονται  και  γράμματα  προγενεστέ- 
ρας επιτύμβιας  επιγραφής,  ήτις  έχει  έςαλειφΟη, 
ώς  φαίνεται.  Ευρέθη  έν  τω  άγρω  του  Ί.  Βοάκα. 


Άρ.  25 

Η  ΔΥΒΙΟΣ 
ΠΥΟΟ ΣΤΡΑΤ  ΟΥ 


Ήδύβιος 
Πυθοστράτου 
11 


163 


ΣΥΜΒΟΛΗ   ΕΙΣ    ΤΟ    ΤΤΠΙΚΟΝ    ΤΠΣ    ΕΝ   ΕΛΕΥΣΙΝΙ   ΛΑΤΡΕΙΑΣ 


164 


ανω 


Μάρμαρον  υψ.   0,60    πλάτ.  0,40.  Ευρέθη    ώς 

Άρ.  26 


ΜΕΓΑΚΛΕΑ 
ΑΡΧΙΟΥΓΥΝΗ 


Μεγάκλεα 
Άρχίου  γυνή 


Έπι  μαρμάρινης  στήλης  υψ.  0,70  πλ.  0,31. 
Ευρέθη  έπί  γηλόφου  ΒΔ.  της  πόλεως  έν  τω  κτή- 
ματι    Ι.  Βουρκακιώτη. 

Κ.    ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ 


Έζ  "Αρτηα.  Έν  τέταρτον  περίπου  της  ώρας 
μακράν  της  πόλεως  "Αρτης,  δεξιόθεν  τω  ίργου,ίνω 
έκ  της  πόλεως  παρά  την  δημοσίαν  οδον  την  άγου- 


σαν  εις  Μενίδιον  υπάρχει  μικρός  γήλοφος  πλήρης 
αρχαίων  τάφων,  ών  εις  έσχηματισμένος  δια  πλα- 
κών ήτο  σεσυλημένος  καί  ετέρου  μη  σεσυλημένου 
έφαίνετο  ή  άκρα  έν  τάφρω  όρυχθείση  χάριν  οχυ- 
ρωματικών εργασιών.  Οπισθεν  του  γηλόφου  τού- 
του ύπάρχουσι  σεσωρευμέναι  πολλαι  πλάκες  προ- 
ερχόμεναι  εκ  συληθέντων  τάφων,  έπί  μιας  έκ  τού- 
των μήκ.  περ.  U,70  καί  υψ.  0,50 περ.  άνέγνων  την 
έπιγραφήν  AIN^TOV  (Έπ)αινέτου  ή  τι  τοιούτον. 
"Ομοιοι  τάφοι  ύπάρχουσι  καί  έπί  τών  δυτικών 
κλιτύων  τοο  λόφου  ,  έφ'  ού  ό  αμυντικός  στρατών 
(Perranthes  παρά  Πλινίω  Bursian,  Geograph.  1, 
34),  έν  ivi  τών  οποίων  ευρέθη  και  στλεγγις  χαλκή 
φέρουσα  δυσανάγνωστον  έπιγραφήν  μεταγενεστέ- 
ρων νρόνων. 

Κ.  Κουρ. 


ΣΥΜΒΟΛΗ 


ΕΙΣ  ΤΟ  ΤΤΠΙΚΟΝ  ΤΗΣ  ΕΝ  ΕΛΕΤΣΙΝΙ  ΛΑΤΡΕΙΑΣ 


Έν  ετει  1895  ευρέθη  έν  Έλευσϊνι  έρυθρόμορ- 
φος  πίνας  πήλινος ,  έχων  άνωθε;  αέτωμα,  χψος 
αύτοο  0,30  μ.,  πλάτος  0,15.  "Οτι  έν  αύτώ  πα- 
ρίστανται σκηνα'ι  έκ  τών  περί  τήν  έν  Έλευσϊνι  λα- 
τρείαν,  εινε  άναμφίβολον.  Τοΰτο  δηλοί  πλην  του 
■τόπου  της  ευρέσεως  και  ή  κάτωθι  κεχαραγμένη 
επιγραφή  :  Nimor  τοΐν  θεοϊν  άνεθηκεν.  Έςηγη- 
σιν  της  ό'λης  παραστάσεως  δεν  προτίθεμαι  νάδώσω, 
άφου  επίκειται  ή  οημοσίευσις  τοο  μνημείου  υπό  του 
κ.  Σκιά,  άλλα  μάλλον  να  παράσχω  συμβολήν  τίνα 
προς  έξήγησιν  αύτου. 

Έν  αναγγελία  της  ευρέσεως  τοο  είρημένου  πί- 
νακος  έν  ταΐς  Mittlieilungen  της  έν  'Αθήναις  Γερ- 
μανικής αρχαιολογικής  σχολής  1895  σελ.  321 
εΐνε  γεγραμμένα  τα  εξής  :  «  Οι  μετέχοντες  της  πομ- 


πής είνε  άνδρες  καί  γυναίκες,  αύται  δέ  εχουσιν  έπί 
τής  κεφαλής  περίεργόν  τι  επίθημα  ομοιάζον  προς 
άγγεΐον».  Τό  επίθημα  τούτο  νομίζω  ό'τι  δύναται 
να  έξηγηθή  νυν.  Περισκοπών  τις  το  μικρόν  έν  Έ- 
λευσϊνι μουσεϊον  παρατηρεί  μέγαν  αριθμόν  αγγείων 
τινών  ομοίων  μεν  τήν  όψιν,  διαφερόντων  δέ  κατά 
το  ύλικόν.  Ταΰτα  συνίστανται  έκ  κυπέλλου  μετά 
ποδός  καί  δύο  λαβών  έκατέροθεν  καί  έκ  πώματος 
έχοντος  όπάς  είτε  κατά  τα  πλευρά  είτε  άνωθεν. 
Τά  μέγιστα  έξ  αυτών  έ'χουσι  μέγεθος  περίπου  0,12, 
μετά  δέ  τοΰ  πώματος  περίπου  0,18.  Δείγμα  τοο 
είδους  τούτου  τών  αγγείων  έδημοσίευσεν  ό  Φίλιος 
έν  Έφ.  Αρχ.  1885,  πίν.  9,  6,  ορθώς  δηλώσας 
αυτό  ώς  Ουμιατήριον  (σελ.  174).  Τά  άγγεϊα  λοι- 
πόν ταοτα,  ών  ή  χρήσις  έξηγήθη  μετά  βεβαιότητος 


ι»;:; 


ΣΥΜΒΟΛΙΙ   Ι'ΛΣ,   ΤΟ  ΤΥΠΙΚΟΝ    ΤΙΙΣ    ΗΝ    ΒΛΕΥΣΙΝ1   ΛΑΤΡΕΙΑΣ 


166 


αφού   ευρέθησαν  έν  αύτοϊς   ίχνη  τέφρας,  εΐνε  κατά  £αί  ή  μάλλον  κρίκοι,    ων  ή  Οέσι;  τότε   μόνον  ίξη- 

τά  κύρια  τοΟ  σ/ήματος  ακριβώς  δμοια  τοΤς  έν  τω         γεϊται,  5ταν  δεχθώμεν  δμοιον  προς  τα  κάτω  οιευ- 
είρημένω  πίνακι  παριστάμενοι;.  Πλην  τούτου  öl  έν  θυνόμενον  δεσμον  οι«  ταινιών. 


τω  πίνακι  Οιακρίνεται  σαφώς  ο  τρόπος,  καθ  8ν  τα 
Ουμιατήρια  προσαρμόζονται  επί  της  κεφαλής  των 
γυναικών.  Δεξιόθεν  και  άριστερόθεν  φαίνονται  ται- 
νία», λευκαί  το  /ρώμα  προστεΟειμέναι  ει;  την  ζώνην 
τοΟ  αγγείου,  κατερχόμεναι  δε  εις  την  κεφαλήν  των 
γυναικών.  Άλλα  μεταξύ  τών  πήλινων  Ουμιατη- 
ρίων  της  Έλευσΐνος  ευρίσκονται  τίνα,  ων  ή  έν  τψ 
κυπέλλω  ζώνη  ε/ει  οπάς  (*),  και  μάλιστα  συνή- 
θως ανά  δυο  πλησίον  τών  λαζών,  ήτοι  έν  τη  αύ- 
τη θέσει,  ένθα  καί  έν  τω  πίνακι.    Δια  τών   μικρών 


τούτων  οπών  προφανώς  διήρχοντο  αϊ  μήρινθοι,  St' 
ών  •κροσ•ί]Τίτί~.ο  το  άγγεϊον  έπί  της  κεφαλής  τών  γυ- 
ναικών, προσδενόμενον  πιθανώς  έπί  κεφαλόδεσμου 
τινός  έν  τη  κόμη.  Έν  άλλοις  τών  είρημένων  πή- 
λινων Ουμιατηρίων  δεν  οπάρχουσιν  οπαί,  άλλ'  αντί 
τούτων  ύπάρχουσιν  ύποκάτω  της  άποτόμως  κεκλι- 
μένης έν  τή  κοιλία  το0  αγγείου  ζώνης  μϊκραι  λα- 

|*)  Αύται  διιχρίνονται  σαφώς   χαι  έν  τω  Οπό  Φίλιου    (ε.  ά.)  άιτει- 
χονισμένω  αγγείω. 


Άλλα  τήν  έξήγησιν  τών  αγγείων  δεν  παρέχει 
μόνον  ή  δμοιότης  του  σχήματος.  Έν  τη  ανωτέρα 
ομάδι  τών  μορφών  έμπροσθεν  γυναικείας  μορφής 
καθήμενης,  έστραμμένης  προς  άριστεράν ,  Γσταται 
γυνή  κρατούσα  δύο  δάδας  έν  ταϊς  νερσίν.  Κατόπιν 
αυτής  έπεται   άλλη   γυναικεία   μορφή   έχουσα  έπ'ι 


167 


ΣΥΜΒΟΛΗ    ΕΙΣ    ΤΟ   ΤΤΠΙΚΟΝ    ΤΗΣ    ΕΝ   ΕΛΕΤΣΙΝΙ   ΛΑΤΡΕΙΑΣ 


168 


της  κεφαλής  άγγεΐον  έκ  των  περί  ών  δ  λόγος,  ή 
δε  δάς  της  προ  αυτής  ιστάμενης  γυναικός  προσ- 
ψαύει  εντελώς  το  άγγεΐον  τούτο,  ώστε  το  κατ  έμε 
ουδεμία  αμφιβολία  υπάρχει  οτι  ενεργείται  άνάφλε- 
ξις  του  λιβανωτου  δια  της  φλογός. 

'Απροσεξία  του  τεχνίτου,  (ήτοι  τυχαΐόν  τι)  μ.οι 
φαίνεται  ό'τι  οέν  δύναται  να  ύποτεθή,  έπειοή  μετά 
επιμελείας  ή  φλόξ  εφαπτομένη  τοο  αγγείου  παρί- 
σταται προσαρμοζόμενη  προς  το  έν  κατατομή 
σχήμα  αύτου  .  'Εννοείται  ό'τι  τό  κάλυμμα  πρέ- 
πει να  υποτίθεται  αετά  οπών  άλλ  δμως  και 
κεκλεισμένον  αν  ήτο  το  άγγεΐον,  ουδείς  λόγος  θα 
υπήρχε  να  μη  δεχθώμεν  άνάφλεξιν  του  λιβανωτου. 
"Οστις  γνωρίζει  τον  τρόπον  της  εργασίας  τών  αγ- 
γειογράφων, ουδαμώς  θα  ευρη  παράδοςΌν  το  τοι- 
ούτον. 

Τρόπος  του  φέρειν  το  θυμιατήριον  à.vi'koyoç  προς 
τον  παρόντα  οέν  μο'ι  έγένετο  μέ/ρι  τούδε  γνωστός 
έκ  καθαρώς  ελληνικών  έργων  τέχνης.  Αύτος  καθ' 
εαυτόν  δ  τρόπος  οΐιτοζ  οέν  αντιφάσκει  εις  την  άρ- 
χικήν  έπίνοιαν  του  θυμιατηρίου  ώς  κινητού  βωμού. 
Ευρίσκεται  όμως  ανάλογος  παράστασις  λίαν  χα- 
ρακτηριστική έν  τοιχογραφία  τάφου  τινός  του 
Κλουσίου  (Mon.  dell'lnst.,  V,  πίν.  XVI,  IV),  ής 
μικράν  άπεικόνισιν  ένομίσαμεν  και  ήμεΐς  οτι  έπρεπε 
να  παράσχωμεν  ενταύθα. 


'Εν  τω  μέσω  της  παραστάσεως  ί'σταται  όπισθεν 
έρυματος  άνήρ  αυλών  έστραμμένος  προς  άριστε- 
ράν.  Προ  αυτού  παρίσταται  γυνή  έπί  λίαν  ταπεινού 
βαθριοίου,  ής  τό  μεν  άνω  σώμα  φαίνεται  κατενώ- 
πιον,  οι  πόοες  οιευθύνονται  προς  δεξιάν,  ή  δέ  κε- 
φαλή προς  άριστεράν.    'Αμφοτέρων  τών  χειρών  οί 


αγκώνες  είνε  λίαν  προτεταμένοι  προς  τα  εξω,  έν 
δέ  τη  αριστερά  χειρι  φαίνεται  οτι  κρατεί  άνθος  τι. 
Επί  της  κεφαλής  αυτής  ί'σταται  θυμιατήριον  έχον 
σχήμα  οίον  όχι  σπανίως  ευρίσκεται  έπί  διαφόρων 
μνημείων,  συνιστάμενον  έκ  κυπέλλου,  έξ  ου  φλέ- 
γεται ή  φλόξ,  στηριζόμενου  έπί  βραχέος  τορνευτού" 
στελέχους  μετά  ποδός.  Προς  δεξιάν  τοο  αύλητοο 
κάθηται  έπί  θρόνου  γυνή  στηρίζουσα  τους  πόδας 
έπί  σκίμποδος  έχοντος  προσωποειδή  τίνα  διακόσμη- 
σιν,  ήτις  φαίνεται  ότι  θεαται  τό  γινόμενον.  Κρατεί 
δέ  δι  αμφοτέρων  τών  χειρών  άλεξήλιον  σκιάζον 
αυτήν. 

Δυστυχώς  ή  βαθύτερα  έννοια  πλείστων  παρα- 
στάσεων ετρουσκικών  μνημείων  οέν  απεκαλύφθη 
ήμΐν  ακόμη"  τοΟτο  δέ  συμβαίνει  και  έν  τη  παρούση 
περιπτώσει.  Τοσούτον  δ'μως  εινε  βέβαιον,  οτι  έκτε 
λεΐται  όρχ_ησις  μετά  συνοδείας  αύλου  προ  γυναικός 
τίνος,  ήν  παρά  τήν  γνώμην  του  Braun  (Ann.  dell' 
Inst.  1850,  σελ.  273  έξ.)  κλίνω  νά  εκλάβω  μάλ- 
λον ώς  θεάν  ή  ώς  θνητήν  γυναίκα  θεωμένην.  Άλλ' 
δπωσοήποτε  και  αν  έ'χη  τούτο,  ή  είκών  είνε  εξόχως 
κατάλληλος  νά  παραβληθή  μετά  του  ημετέρου  πί- 
νακος'  έπειοή  όέ  αναμφιβόλως  και  Οια  ταύτας  τάς 
τοιχογραφίας  δυνάμεθα  νά  προϋποθέσωμεν  έλλη- 
νικήν  έπίδρασιν,  ίσως  δέ  και  "Ελληνα  τεχνίτην,  ή 
αναλογία  της  ετρουσκικής  παραστάσεως  καθίστα- 
ται καθ'  έαυτήν  πολύτιμος.  Δια  τής  τοιχογραφίας 
ταύτης  απαλλάσσεται  ή  έν  τω  έλευσινιακώ  πίνακι 
παράστασις  άπό  τής  μονώσεως  αυτής,  δυνάμεθα 
δέ  έν  πλήρει  δικαίω  νά  θεωρώμεν  το  έτρουσκικον 
μνημεΐον  ώς  τι  οεοομένον. 

Άλλ  άρα  Ουνάμεθα  νά  μάθωμέν  τι  άκριβέστε- 
ρον  περί  τής  τοιαύτης  έλευσινιακής  ιεροτελεστίας; 
Αυτός  δ  χαρακτήρ  τής  έλευσινιακής  λατρείας, 
μυστηριώδους  ούσης,  συνετέλεσεν  ώστε  μήτε  περί 
του  οόγματος,  μήτε  περί  τών  ιεροτελεστιών  νά  πα- 
ραδοθώσιν  ήμΐν  λεπτομερέστεραι  πληροφορίαΐ•  Τά 
μνημεία,  ό'σα  μάλλον  ή  ήττον  πιθανώς  ούνανται 
νά  έξηγηθώσιν  ώς  παριστώντα  σκηνάς  μυστικής 
λατρείας,  ουδέν  διδάσκουσι  περί  τής  χρήσεως  λι- 
βανωτου. Προσέρχονται  δ'μως  εις  έπικουρίαν  έτερα 
γεγονότα,  και  οή  έν  πρώτοις  δ  δμηρικός  ύμνος  εις 
Δήμητρα,  παρέχων  τεκμήρια,  άτινα  δέν  πρέπει  νά 
ύποτιμώνται.  Άπαντώσι  μέν  και  έν  τοις  λοιποΐς 
παλαιοτέροις   ΰμνοις  ένιαχοΟ  επίθετα  δηλούντα  το 


160 


ΣΤΜΒΟΛΙΙ    ΕΙΣ    ΤΟ    ΤΤΠΙΚΟΝ    ΤΗΣ    ΕΝ    ΕΛΕί'ΣΙΝΙ    ΛΑΤΡΕΙΑ! 


170 


θυμίαμα  ή  τήν  εΰωδίαν  ',  αλλ'  êv  τω  εις  Δήμη- 
τρα ύμνω  συμβαίνει  τοοτο  ύπερβαλλόντως  συχ  νό- 
τερον.  Ύπάρχουσιν  έν  αΰτώ  οηλαοή  τοιαΟτα  /Ό- 
ρια όχι  ολιγώτερα  των  οκτώ.  Λυτή  ή  Δημήτηρ 
λαμβάνει  το  παιοίον  êv  τω  «  θιπΌ^ει  »  κόλπω  αυ- 
τής (στ.  231),  εκπέμπει  δε  έκ  των  «  θυηίντων  » 
πέπλων  αυτής  τερπνήν  εΰωδίαν  (στ.  277),  ό  θά- 
λαμος τοΟ  Κελεοο  αποκαλείται  *θυώάηςι>  (στ. 
244),  ωσαύτως  δέ  και  δ  ναός  τής  θεάς  (στ.  355. 
885),  έξαιρέτως  δέ  αυτή  ή  Ελευσίς  λαμβάνει  το 
έπίΟετον  «  θυόεασα  (στ.  97.  318.  490),  και  μά- 
λιστα το  έπίθετον  τούτο  αναφέρεται  (στ.  490)  ώς 
χαρακτηριστική  προσωνυμία  αυτής  κατ  αντίθεσιν 
προς  τήν  α άψφιρντΫ\ν »  Πάρον  και  τον  απετρή- 
€ ντα  »  "Αντρωνα,  τάς  αλλάς  δυο  έδρας  τής  Δήμη- 
τρος  και  Περσεφόνης.  ΤαΟτα  αναμφιβόλως  δηλοΟ- 
σί  τι  πλέον  άπλοΟ  κοσμητικού  επιθέτου,  προς  τούτο 
δέ  συμφωνεί  το  μέγα  πλήθος  των  έν  Έλευσϊνι  άν• 
ευρεθέντων  Ουμιατηρίων  έκ  μαρμάρου,  ναλκοο  και 
πηλοΟ  παντός  μεγέθους,  άλλα  του  αύτοϋ  κυρίου 
σχήματος.  (Πρβλ.  Φίλιον  έν  Εφ.  Αρχ.  1885, 
σελ.'  172  ές\). 

'Ωσαύτως  αί  έπιγραφαί  της  Έλευσϊνος  παρέ- 
χουσι νύξεις τινάς  περί  του  προκειμένου  ζητήματος. 
Καί  δή  βεβαιοΟσι  τήν  ίίπαρξιν  θυμιητηρίων  (Πρβλ. 
τήν  υπό  Σκιά,  Έφημ.  Αρχ.  1894,  σελ.  178  εξ. 
δημοσιευΟεϊσαν  έπιγραφήν  στ.  4).  Προσέτι  δέ  έν 
προευκλειδείω  ταμιακή  επιγραφή  έκδοΟείση  το  πρώ- 
τον ύπο  Φίλιου  (Έφημ.  Αρχ.  1888  σελ.  50  = 
CIA,  IV,  1  αριθ.  225e)  είτα  δε  π^ρίστερον  ύπο 
του  αύτοΟ  έν  Mittheil.  d.d.  arch.  Inst  Athen  XIX 
σελ.  192,  καί  ύπο  Δραγούμη  έν  Έφημ.  Αρχ. 
1895  σελ.  61,  κείται  (πλευρά  Α  στ.  28)  :  h  hl• 
Λιβανωτος  uvppivat. 

Ήθη  έαν  έζετάσωμεν,  μήπως  Οπάρχουσι  καί 
ά'λλα  τεκμήρια  επιτρέποντα  να  έξαχθώσι  συμπε- 
ράσματα περί  τής  έλευσινιακής  ιεροτελεστίας, εϋρί- 
σκομεν  τοιούτον  τεκμήριον  έξ  αύτοϋ  του  ημετέρου 
πίνακος.  Αυτή  ή  παράστασις  αποδεικνύει  οτι  πρό- 
κειται περί  θρησκευτικής  τίνος  τελετής,  ώς  δηλοϊ 
καί  ή  γενική  στεφανηφορία.  Όχι  μόνον  τα  πρόσω- 
πα τα  προσερχόμενα  προς  τάς  καΟημένας  γυναίκας 
φέρουσιν  ώς  έπί  τό  πλείστον  στεφάνους  έν  τη  κόμη 

*  Πρβλ.    τήν  εμήν  πρ«γματε•αν  :    Die   Rauçhopfer    bei  den 
Griechen  σελ.  26  έξ. 


ή  θαλλούς  έν  ταϊς  χερσί,  αλλά  καί  αυτά  τά  περί 
ων  πρόκειται  θυμιατήρια  φέρουσιν  διά  λευκοΟ 
χρώματος  δεδηλωμένους  θαλλούς  εμπεπηγμένους, 
πράγμα  ουδαμώς  ασύνηθες,  ώς  γνωστόν,  έν  σκεύεσι 
Ουσίας.   Έκτος  των  στεφάνων,  τών  θαλλών,  <α\ 


*-   Ί 


τών  Ουμιατηρίων  άπαντα  προσέτι  ώς  όργανον  λα- 
τρείας ή  οινοχόη,  ην  ό  πα.Τς  έν  τή  ävoj  ζώνη  τών 
\χορ^ώΊ  -ροΐίίνν.  διά  τής  δεςιάς.  Εις  ταύτα  προσ- 
τίθενται καί  ai  δάδες.  Έν  προ^τοις  ήδύνατό  τις  να 
έκλάβη  τήν  παράστασιν  ώς  πομπήν,  ό'τε  ουδέν  Οά 
παρίστατο  προχειρότερο-/  τής  εορτάσιμου  πομπής 
έξ  'Αθηνών  εις  Ελευσίνα  τή  19  Βοηδρομιώνος, 
είτα  οέ  ώς  έκ  τής  ζωηρας  κινήσεως  τών  πλείστων 
\χορ^ώΊ  ήδύνατό  τις  νά  είκάση  καί  οτι  τελείται 
ορχησις.  Εις  τήν  δευτέραν  είκασίαν  άγει,  ώς  νο- 
μίζω, ίοίως  ή  έν  τω  άετώματι  παριστάμενη  σκηνή. 
Αυτόθι  Γσταται  έν  τω  μέσω  νεάνις  μετά  του  θυμια- 
τηρίου  έπί  εστεμμένης  τής  κεφαλής,  οψοΟσα  τήν 
άριστεράν  διά  δε  τής  δεξιάς  κρατούσα  θαλλόν  (;). 
Το  σώμα  αυτής  εΐνε  φανερον  μόνον  κατά  το  ήμισυ 
καί  έν  στάσει  κατενώπιον,  ή  οέ  κεφαλή  έστραμ- 
μένη  προς  άριστεράν  και  έν  κατατομή .  Παρ  αυ- 
τήν άριστερόΟεν  Γσταται  νεδνις  αύλοϋσα  παριστά- 
μενη έν  κατατομή  προς  δεξιάν.  Τήν  άριστεράν  γω- 
νίαν  τοΟ  αετώματος  κατέχει  νεανίας  εστεμμένος  και 
κρατών  κλάοον  έπ  ώμου.  Ακολούθως  προς  δεξιάν 
τής  έν  τω  μέσω  μορφής  υπάρχει  έν  κατατομή  προς 
άριστεράν  άνήρ  πωγωνοφόρος,  επίσης  εστεμμένος, 
ένδεδυμένος  χλαμύδα,  υψών  olà  τήςδεςιάς  οίνοχόην, 
έκτείνων  οέ  εμπρός  τήν  οεξιάν.  Έν  δέ  τη  δεξιά 
γωνία  τοΟ  αετώματος  προέχει  μόνον  ή  κεφαλή 
νεανίου  επίσης  εστεμμένου,  ένω  πδσαι  αί  άλλαι 
ήδη  περιγραφείσα',  μορφαί  εΐνε  φανεραί  κατά  το 
άνω  ήμισυ  του  σώματος.    Ενταύθα  έκ  τε  τής  δια- 


171 


ΣΥΜΒΟΛΗ    ΕΙΣ   ΤΟ   ΤΥΠΙΚΟΝ    ΤΗΣ    ΕΝ    ΕΛΕΥΣΙΝΙ    ΛΑΤΡΕΙΑΣ 


172 


τάξεως  και  εκ  της  κινήσεως  των  προσώπων  φαίνε- 
ται μοι  5τι  δηλοοται  ορχησις  μετά  συνοοίας  αύλοο. 
Φαίνεται  λοιπόν  οτι  εχομεν  οποίαν  παράστασιν  προς 
τήν  έκ  Κλουσίου  τοιχογραφίαν. 

Επειδή  δέ  τα  aqu-à  oppa  προϋποΟέτουσι  κα- 
τάστασιν  Οεοληψίας  προκαλουμένων  δι  ορχήσεως, 
αύλήσεως  καί  θυμιαμάτων,  ώς  λ.  χ.  έν  τω  κορν- 
βανζιασμω*  ,  ευχερές  εινε  να  ύποτεΟώσι  και  εν- 
ταύθα τοιαυταί  τίνες  τελεταί.  Έπειτα  δ  Εύριπίοης 
λέγει  έν  τω  Ίππολύτω  (στ.  141,  έ'κδ.  Wilamo- 
witz):  î]  Ουγ1  ενθεος,  ώ  κούρα,  /  εί'τ  έκ  Πάνος 
εϊθ'  Έκάτας  /  η  σεμνών  Κορν6άντων  φοι  /  me 
ή  ματρος  όρείας.  Η  μνεία  της  Εκάτης  παρά  τους 
Κορύβαντας  ώς  τιμώμενης  έν  οργιαστική  θεολη- 
ψία  άγει  ήδη  ήμας  περαιτέρω,  επειδή  ή  λατρεία 
αυτής  έν  Ελευσΐνι  εινε  αποδεδειγμένη  εκ  τε  μνη- 
μείων και  έξ  επιγραφών  (Πρβλ.  Preller-  Robert, 
Griech.  Myth.  σελ.  324,  3.  399,  4.  761,  1  ).  Εις 
ταύτα  προστίθεται  καί  το  σπουδαΤον  γεγονός  δ'τι 
έν  τή  έπικεφαλίδι  του  ορφικού  ύμνου  (XI)  δια- 
τάσσεται Ουσία  έκ  θυμ.ιαμάτων  τή  Δήμητρι  καί 
οτι  αυτή  αναφέρεται  ρητώς  ώς  ΕΛενοινία.  Τέ- 
λος υπάρχει  παρά  Πολυδεύκει  IV,  1  Ί  ενδιαφέρουσα 
ειδησις  ή  έξης  :  rò  γαρ  κερνοφόρον  δργημα  οία 
οτι  Λίκνα  Ì)  êoyçapiôaç  φέροντες'  κερνά  δε  ταϋτα 
εκαΛεΐτο.  Η  σημείωσις  αυτή  λοιπόν  πληροφορεί 
ήμας  περί  τίνος  κερνοφόρου  όρχήμαζος,  ου  ή 
υπαρξις  έπιβεβαιουται  και  έκ  του  Αθηναίου  (XIV 
σελ.  629  Ε),  δ'στις  καταλέγει  αυτό  εις  τάς  μα- 
νιώδεις ορμήσεις.  Κατά  τον  Πολυδευκην  ή  δρχη- 
σις  αΰτη  τελείται  ύπο  ανθρώπων  φερόντων  Λίκνα 
ή  έσγαρίαας.  Τήν  ταυτότητα  λίκνου  καί  κέρνου 
μαρτυρεί  προς  τούτοις  και  Ό  Σ  χ  ολιαστής  του  Πλά 
τωνος  (σελ.  123)  λέγων:  «  κέρνος  δε  rò  ΛΊ- 
κνον,  ì'iyovv  rò  πτνον  εστίν."»  Τό  τε  Λίκνον  και 
το  πτνον  οηλουσι  λικμητήριον  των  σιτηρών.  Τούτο 
και  μόνον  φαίνεται  μοι  ήδη  δ'τι  αποδεικνύει  οτι  ου- 
δαμώς παρίσταται  έπ'ι  τοϋ"  ημετέρου  πίνακος  κέρ- 
νος,  ίσως  δέ  έχουσι  δίκαιον  δ  Κ.  Ο.  Müller  (  Hand b. 
σελ.  414  §  300)  καί  δ  Lobeck  (Aglaoph.  σελ.  26 d) 
έξηγουντες  τον  κέρνον  ώς  πλατεΐαν  λοπάδα.  Έκτε 

1  Rollile,  Psyche  σελ.  336-  7  σημ.  Ι,  2.  ΙΙρβλ.  αυτόθι  σελ.  309 
σημι.  4,  σελ.  310  σημ.  1.  "Οτι  τα  θυμιάματα  ήσαν  καί  άλλως  εν  χρή- 
σει, Γνα  προκαλώσιν  εγθονοίασμόγ,  αποδεικνύει  χωρίον  του  Λουκιανού 
(  Ζεύ;  τραγ.  30 1,  ένθα  τό  τοιούτον  αναφέρεται  περί  των  έν  Δελφοϊς 
μαντείων. 


νή   περιγραφήν    τοο   κέρνου   παρέχει    δ   'Αθηναίος 
(XI  σελ.  476  Ε)    έξηγών   αυτόν   ώς  άγγεΐον  κε- 
ραμονν  εχρν  έν  αντω  ποΛΛονς   κοτνΛίσκονς  κε- 
κοΛΛημενονς  '.    Ότι  καί  ένταοθα  τα  έν  τω  ημε- 
τέρου πίνακι  αγγεία  δεν  συμφωνουσιν,  εινε  φανερόν. 
Άλλα   καί  τα  λοιπά,    δσα  είνε  παραδεδομένα  περί 
τοο  τ.ίρνοΌ,  άπαγορεύουσι  να  άποβλέψωμεν  εις  αυ- 
τόν. Ό  Νίκανδρος  (Άλεξιφ.  στ.  217)  λέγει:  7/  ατε 
κερνοφόρος  ζακόρος  βωμίστρια   Ρείι\ς,  δ  δε  Σχο- 
λιαστής  αύτου    εξηγεί  τήν    ζακόρον  βωμίστριαν 
ταύτην  δια  του  :   κερνοφόρος,    ή   τοίχ  μυστικούς 
κρατήρας  φέρουσα  ιέρεια.    Έκ  τούτων  εξάγεται 
αναμφιβόλως  οτι  μόνον  ή  ιέρεια  έφερε  κέρνον,   δχι 
δέ  όαάς  νεανίδων  είτε  νεωκόρων  είτε  μυστίοων.  Ό 
δέ  πληθυντικός  μυστικονς  κρατήρας  αρμόζει  προς 
τούτοις  έξαιρέτως  εις  τα   ύπο  του  'Αθηναίου  μαρ- 
τυοούαενα,    καθ'  α  δ  Υ,ίρνοζ  συνίστατο  έκ  πολλών 
κοτυΛίσκων.    Προσέτι  αν  επιτρέπεται  να  πιστεύ- 
σωμεν  εις  τήν  μαρτυρίαν  Κλήμεντος  του  Άλεξαν- 
δρέως  σελ.   14  καί  του  ήδη  μνημονευθέντος  Σχο- 
λιαστου"  του  Πλάτο.>νος,   οί'τινες  άναφέρουσιν  δ'τι  b 
κέρνος   κατελέγετο   έν  τοις   άγιωτάτοις  συμβόλοις 
τών  Ελευσίνιων  μυστηρίων,    μοί  φαίνεται  δ'τι  καί 
ώς  έκ  τούχο^   μόνου  αποκλείεται  ώς  αδύνατος  ή 
έξήγησις  της  έν  τώ  πίνακι  παραστάσεως  ώς  χοροΰ 
μετά  κέρνων,    διότι  ακριβώς  περί  τών  εσωτερικών 
τούτων  τελετών  δεν  ήτο  δυνατόν  να  γείνη  τι  γνω- 
στόν έξω  του  κύκλου  τών  μεμυημένων,  επομένως 
ουδέ  να  άπεικονισθή. 

'Αλλ'  όμως  δ  Πολυδεύκης  έν  τω  χωρίω,  έξ  ου 
άφωρμήΟημεν,  μνημονεύει  πλην  του  Λίκνου  καί 
έσχαρίδας,αοζοα  οέ  ούοαμώς  δύνανται  να  καταλε- 
χΟώσιν  εις  τα  κερνά,  επειδή  γνωρίζομεν  οτι  ήσαν 
ή  μαγειρικά  σκεύη  ή  (όπερ  συχνάκις  μαρτυρεϊται, 
ενταύθα  δέ  καί  μόνον  δύναται  νά  έννοηΟή)  άνθρα- 
κοδόχα  αγγεία  προς  Ουμίασιν.  'Αλλ'  άραγε  τυχαΐον 
είνε  δ'τι  δια  της  μαρτυρίας  ταύτης  φερόμεοα  πά- 
λιν προς  τήν  άρνικήν  ύπόΟεσιν  ημών,  ή  επιτρέπε- 
ται νά   έκλάβωμεν  ταύτα   ώς  μαρτυρίαν  αρχαίου 

'  Πράγματι  ΰπάρχουσιν  αγγεία  αντιστοιχούντα  προ;  τους  λόγους 
του  'Αθηναίου,  ών  τίνα  κατέχει  τό  Βρεταννικάν  Μουσεΐον.  Ταϋτα 
συνίστανται  έκ  μικρών  λεκανιδίων  η  κυλίκων,  τουτέστιν  αληθών  αγ- 
γείων προστεθειμένων  περ'ι  τα  χείλη  λοπάδος  ]ή  περί  στεφάνην  τίνα, 
εφαπτόμενων  δέ  άλλήλοις  ώς  έπ'ι  τό  πλείστον  (xexo.l.li)fitra ).  Ταϋτα 
άρμόζουσιν  έςαιρέτως  εις  τό  έθος  της  προσφοράς  απαρχών  τών  καρ- 
πών τη  Δήμητρι  καί  δικαίως  δύνανται  να  έχωσι  τό  όνομα  κέρνος. 


173 


ΠΕΡΙ    ΤΟΥ  ΝΛΟΤ    ΎίΙΣ    ΛΙΙΤΗΡΟΤ   ΝΙΚΙΙΣ 


174 


συγγραφέως  βε£αιοΟσαν  yopòv  μετά  Ουμιατηρίων  ; 
Τό  χωρίον  είνε  πάρα  πολύ  σύντομον  και  αντιφάσκει 
•προς  εαυτό,  ώστε  δέν  δυνάμεθα  ν«  -αραστησωμεν 
τοΰτο  ώς  βέβαιον.  Αληθώς  ώς  έκ  της  ά6'ε€αίας 
γνώσεως  των  έν  τοις  Ελευσινίοις  μυστηρίοις  τελε- 
τών έξω  του  κύκλου  τών  μεμυηαένων,ήτο  δυνατόν 
ώς  παρά  τοις  άλλοις  οΰτω  και  έν  ταΐς  πηγαΐς  τών 
περί  τών  αγγείων  υ.αρτυρούντο.>ν  συγγραφέοΓ/  νά 
υπήρχε  τις  συγχυσις,  πράγματι  δέ  μόνον  /ορός 
μετά  Ουί-πατηρίων  ύπηρνεν  '.  Αναυ.φισ£ήτητον 
έμως  μοί  φαίνεται  τοΟτο  τούλάνιστον,  δτι  προκει- 
μένου περί  χοροϋ*  μετά  roi;  κ&'ρνον,  μόνον  er  πρό- 

'  Ό  χ.  Φίλιος   μέ   υπέμνησε    τό  αςΊοπαραττΙρητον    γεγονός  οτι  εν 
τη   ΰπ'  αύτοϋ  ε'ν  Έφημ.  Άρχ.   1 Η83   σελ.  1  if.  (  =  CIA,  II  Add. 

xHj'ic)  έχοεδομένη  μεγάλη  έξ  Ί•]λευσΐνος  επιγραφή  μνημονεύεται  ίσχα- 
ρίς,  χαίτοι  αυτόθι  προστίθεται  ί'πί  zar  Aitìor,  όπερ  opOoij  αναμφιβόλως 
εξηγεί  ό  χ.  Φίλιος  ώς  ταυτόσημον  τοΰ  ίπϊ  zar  βωμόν.  Ή  φράσις 
άπαντα  /.αϊ  άλλα/οϋ  (πρβλ.  τα  αυτόθι  ύπό  Ψιλίου  σημειούμενα  σελ. 
15).    ' 


σωπον  δύναται  νά  ίννοηται,  ήτοι  ή  ιέρεια,  ώς  fcito- 
δεικνυουσι  τά  παρατεθέντα  /">y.y..  Κατά  δέ  της 
έκοοχης  òp/ήσεως  μετά  έΰγαρίαων  ϊ-.ά  θυμιατη- 
ρίων  έκτελουμένης  υπό  ομάδος  νεανίδων  ουδεμία 
άντίρρησις  υπάρχει,  επειδή  ή  τοιαύτη  τελετή  οέν 
άνηκεν  εις  τα  άγιώτατα  αρώαενα  τών  μυστών  II 
εικασία  καθίσταται  κατ  ίμε  £εβαιότης,  ίάν  τις  fried 
τοΟτο  T'y  πνεΟμα  επισκοπή  τά  έν  κρχη  εκτεθέντα 
γεγονότα.  Εν  τη  παραστάσει  λοιπόν  τον  ήμει 
έ;  ΕλευσΤνος  πίνακος  βλέπω  νέαν  διά  μνημείου 
τέχνης  άπόδειξιν  περί  της  χρήσεως  τον  λιβανωτοΟ 
έν  τη  έλευσινιακη  λατρεία,  καί  δή  προσφερομένου 
κατά  ίδιόρρυθμον  τρόπον  διαφέροντα  τον  συνήθους, 
ού  ή  βπαρςις  ρεβαιοΟται  αναντιρρήτως  κα'ι  υπό  της 
ανωτέρω  περιγραφείσης  τοιχογραφίας  τον  Πλου- 
σίου. 

Η.  von  Fhitze. 


ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΝΑΟΙ  ΤΗΣ  ΑΠΤΕΡΟΤ  ΝΙΚΗΣ 

ΚΑΤ'  ΕΙΠΓΡΑΦΗΝ  ΕΚ  ΤΗΣ  ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ 

(Πίν.  11). 


Τον  ναον  της  Άπτέρου  Νίκης  μόνος  τών  αρ- 
χαίων δ  Παυσανίας  αναφέρει'  άλλα  καί  ούτος  α- 
πλώς δι  ολίγων  λέξεων  μνημονεύει  τοο  οικοδομή- 
ματος τούτου  '  καί  ούδεμίαν  παρέχει  ήμΐν  εί'δησιν 
σχετικήν  προς  τους  χρόνους  της  οικοδομής  αύτοϋ. 
Κατ'  άκολουθίαν  τό  ζήτημα  της  χρονολογίας  του 
περί  ου  δ  λόγος  ναού  σπουδαίως  άπησχόλησε  τους 
άρχαιολογοΟντας  άπο  του  1 835,  αφ'  ου  δηλ.  -/ρό- 
νου  οί  Ross,  Scliaubert  καί  Hansen,  άνωκοδόμησαν 
τον  ναον  τούτον  έν  τη  οικεία  θέσει  έκτειχίσαντες 
το  ύλικόν  αΰτοΟ  έκ  τοΟ  τότε  παρά  τά  Προπύλαια 
τουρκικού  προμαχώνος.  Ό  Ross,  όστις  -πρώ-ος  έ- 
πραγματεύΟη  περί  του  ναοΟ,  ύπεστήριξεν  δτι  οζ)~ος 
είνε  τών  οικοδομημάτων  του  Κίμωνος,  δτι  δηλ.  δ 

1   Παυσ.  Ι,  22,  4  :  ο  τών  δέ  Προπυλαίων  έν  δίξιί  Νίχης  εστίν  Ά- 
πτέρου ναός  ι). 


Κίμων  ώκοδόμησε  τον  ναον  τοΟτον  της  Νίκης  προς 
άνάμνησιν  τών  νικών  ας  κατήγαγε  κατ?,  τών  Περ- 
σών1 .  Τπέρ  τήςΚιμωνείου  καταγωγής  του  οικοδομή- 
ματος άπεφάνθησαν,  αετά  τον  Hoss,  δ  Heule  Ζ,δ  Mi- 
chaelis3, è  Wachsmuth4,  δ  Curtius5, δ  Benndorf', 
καί  έτεροι. 

Κατά  της  γνώμης  ταύτης  άντετάχθη  πρώτος  ό 
Bursian7  υποστηρίξας  ό'τι  ό  περί  οδ  δ  λόγος  ναός 
ώκοδομ/^θη  έπί  Περικλέους.  Είδικώτερον  δε  διετιί- 

'  Hoss,   Scliaubert,  Hansen:  Die  Akropolis   von  Athen.  I 
Der  Tempel  der  Nike  Apteros,  σ.  9. 

2  L'Acropole  d'Athènes  Ι,  σ.  266  x.  έ. 

3  Arch.  Zeitung  1862,  σ.  260. 
*   Die  Stadi  Allien,  Ι,  σ.  &4H. 

s  Sladtgeschiclile  von  Athen,  σ.  130. 
G  Ueber  das  Kultbild  der  Athena  Nike  (Wiener  Festschrift 
zur  Gründungsfeier  des  römischen  Instituts.  1879,  σ.  17). 
7  Ν.  Rheinisches  Museum,  X,  (1856),  9.  508  x.  t. 


175 


ΠΕΡΙ   TOT   ΝΑΟΥ   ΤΗΣ   ΛΠΤΕΡΟΥ  ΝΙΚΗΣ 


176 


πωσαν  το  ζήτημα  ό  Julius1  και  ό  Bolin2  έκ  τεχνι- 
κών κυρίως  δρμηθέντες  λόγων.  Ούτοι  δηλ.  θέλον- 
τες   να  άνευρωσι   τον  λόγον    δι'  Sv  τα  Προπύλαια 

κατά  το  μεσημβρινοδυτικόν  αυτών  μέρος  φαίνον- 
ται ημιτελή,  υπεστήριζαν  δ'τι  μετά  την  έναρξιν 
της  οικοδομής  τών  Προπυλαίων  (μετά  το  437  π. 
Χ.  )  απεφασίσθη  να  οίκοδομηθή  επί  του*  πύργου  ό 
ναός  της  Άπτέρου  Νίκης  καί  τούτου  ένεκα  δ  Μνη- 
σικλής  ήναγκάσθη  να  μεταβάλη  κατά  την  έκτέ- 
λεσιν  το  ~ρος  το  \χίρος  του  πύρ^οιι  σχέοιον  τών 
Προπυλαίων.  Ό  Robert :î  θεωρεί  τον  ναον  της  Νί- 
κης ώς  αποτελούντα  δλον  τι  μετά  τών  Προπυλαίων, 
υποστηρίζει  δηλ.  οτι  αμφότερα  τα  οικοδομήματα 
ταοτα  κατεσκευάσθησαν  συγχρόνως  κατά  ένιαΐον 
σχέδιον  του  αύτου  άρχιτέκτονος'  ωκοδομήΟη  άρα 
κατά  τούτον  δ  ναός  καθ  ους  χρόνους  ώκοοομήθη- 
σαν  και  τα  Προπύλαια,  δηλ  κατά  τα  έτη  437- 
432.  Ό  Döppfeld  4  έκ  τεχνικών  ορμώμενος  λόγων 
ισχυρίζεται  οτι  το  σχέδιον  τών  Προπυλαίων  έμει- 
νεν  ημιτελές  κατά  το  μεσημβρινόν  καί  μεσημβρι- 
νοδυτικον  μίρος,  διότι  έκεΐ  της  'Ακροπόλεως  υπηρ- 
χεν  ίερόν  τι,ού  [ίίρος  κατελαμβάνετο  υπό  τών  Προ- 
πυλαίων τούτου  ο  ένεκα  οί  ιερείς  ήγειραν  αντιρ- 
ρήσεις κατά  της  εκτελέσεως  του  σχεδίου  και  υπερί- 
σχυσαν. Το  ιερόν  τούτο,  το  επί  τοο  πύργου,  δ  Wol- 
ters 5  εκλαμβάνει  ώς  ίερόν  της  Νίκης  καί  υποστη- 
ρίζει οτι  μετά  την  εναρξιν  της  οικοδομής  τών  Προ- 
πυλαίων μετεποιήθη  το  ίερόν  τούτο  δια  της  έν  αύτω 
οικοδομής  τοο  ναού6.  Τέλος  δ  Furtwäügler 7  ισχυ- 
ρίζεται οτι  δ  ναός  της  Νίκης  είνε  ύστερώτερος  τών 

1  Mittheilungen  des  arch.  Instituts  in  Athen,  I  (1876),  a.  216. 

2  Die  Propylaien  von  Athen,  1887,  σ.  3I.  Arch.  Zeitung, 
1880.  σ.  85. 

3  Philologische  Untersuchungen.  I.  Aus  Kydathen  (1*80) 
ο.  173  x.  i. 

'  Mittheilungen  der  arch.  Instituts  in  Athen,  Χ(1885),σ.  45. 

5  Έν  ταίς  Bonner  Studien,  1890,  a.  92  κ.  i. 

6  Σημειωτέον  οτι  ό  DÖl'pfeld  έν  τη  μνημονευΟείση  διατριβή  του 
επεφυλάχθη  εις  όίλλην  εϋκαιρίαν  όπως  άποφανθη  περί  τοϋ  ναοϋ  της 
Νιχης,  ε/ει  σχηματίσει  όμως  πρό  ετών  γνώμην  ότι  ό  ναός  ούτος  ήτο 
αρχαιότερος  τών  ΙΙροπυλαίων.    Τοιαύτην  γνοΐμην    ε/ει  άποφανθη   χαί 

ό  Michaelis   (Arch    Zeitung.  1862  σ.  260 1,  ούτος  δηλ.  ΰπεστή- 

ρ  ιξεν  οτι  ό  ναός  της  Νίχης  πάντως  ώχοδομη'θη  πρό  τών  Προπυλαίων, 
διότι  έκ  τοϋ  σχεδίου  τών  Προπυλαίων  προκύπτει  οτι  ό  Μνησικλης 
χατά  την  σύνταξιν  και  έκτέλεσιν  τοϋ  σχεδίου  τούτου  είχεν  ίιπ'  ό'ψιν 
τόν  νϋν  σωζόμενον  ναόν  της  Νίκης•  άνήγαγεν  ό'μως  ούτος  τήν  οίχο- 
δομήν  τοϋ  ναοϋ,  ιός  κα'ι  ανωτέρω  ε'ίπομεν,  εις  τους  χρόνους  τοϋ  Κί- 
μωνος. 

7  Meisterwerke  σ.  207  χ.  έ.  Πρβ.  χαί  Collignon:  Histoire  de 
la  Sculpture  grecque  II  a.  97. 


Προπυλαίων,  δ'τι  ωκοδομήΟη  δηλ.  μετά  τον  θάνα- 
τον του  Περικλέους,  έπί  Νικίου,  προς  άνάμνησιν 
τών  κατά  τό  426/5  νικών  τών  Αθηναίων  καί  ιδίως 
της  έν  τφ  Άμφιλοχικώ  πολέμω  νίκης  τοΟ  στρα- 
τηγού Δημοσθένους. 

Ός  προς  δέ  τήν  έπί  τοο  πύργου  ύπαρξιν  ίερου 
της  Νίκης  πρό  της  οικοδομής  του  ναοΟ,  σημειωτέον 
οτι  δ  Kekulé  '  ϋπεστήριξεν  δ'τι  ύπήρχεν  έκεϊ  που 
ίερόν  της  Νίκης  καί  δη  έκ  παλαιτάτων  χρόνων, 
έν  ή  έλατρεύετο  ή  Νίκη,  ήτοι  ή  'Αθήνα  Νίκη,  ης 
ή  έν  τη  Άκροπόλει  λατρεία  προήλΟεν  έκ  της  Α- 
θήνας Πολιάδος,  ί\  ιδιότητος  δηλ.  της  θέας  ταύ- 
της ώς  θέας  της  νίκης.  Άλλα  τήν  έκ  παλαιών 
χρόνων  λατρείαν  της  Νίκης  αρνείται  δ  Benndorf 2, 
έν  φ  δ  Robert 3  ούδένα  λόγον  ευρίσκει  δπως  δεχθη 
δ'τι  υπήρχεν  έπί  τοο  πύργου  ίερόν  της  Νίκης  προ• 
της  συν  τή  οικοδομή  τών  Προπυλαίων  οικοδομής 
τοΟ  ναού. 

Τήν  λύσιν  τών  ζητημάτων  τούτων  παρέχει  ή- 
μϊν  τό  έν  τω  φωτοτυπικά  πινάκι  1 1  άπεικονιζό- 
μενον  έπιγραφικόν  εύρημα  τών  περί  τήν  Άκρόπο - 
λιν  ανασκαφών  4  ,  όπερ  προς  τούτοις  καί  άλλα 
σπουοαΐα  διδάσκει  ημάς. 

Ύπό  τάς  Μακράς,  προς  ανατολάς  τοο  ύδατος 
της  Κλεψύδρας,  απεκαλύφθη  άρχαΐόν  τι  οικοδό- 
μημα, έν  ω  ευρέθησαν  κατά  Μάϊον  του  έτους  τού- 
του αί  έν  σελ.  87  δημοσιευμέναι  έπιγραφαί,  άλλα 
τινά  τεμάχια  επιγραφών ,  έκ  της  'Ακροπόλεως 
προφανώς  καταπεσόντα,  καί  ή  προκειμένη  στήλη 
ή  έν  τω  πίνακι  11  απεικονισμένη. 

Αυτή  ή  έκ  πεντελησίου  μαρμάρου  στήλη  εινε 
άποκεκομμένη  τό  κάτω  μέρος  καί  ελλιπής  τό  άνω 
(σωζόμενον  ύψος  αυτής  0,30,  πλάτος  0,3ο,  πά- 
χος 0,09  )'  κατά  τό  άνω  δηλ.  μέρος  ελλείπει  τε- 
μάχιον  της  πλακός,  δ  ήτο  πρόσθετον,  συνδεδεμέ- 
νον  δια  δύο  γόμφων,  ώς  δηλοοται  έκ  τών  σωζόμε- 
νων δύο  έν  τω  λίθω  οπών  5.  Φέρει  δέ  ή  στήλη  αύτη 
δύο  έπιγραφάς,  ψηφίσματα  τοο  δήμου  τών    Αθη- 

*  Die  Bulustrade  des  Tempels  der  Athena  Nike,  1896,  σ.  36. 

2  Ueher  das  Kultbild  der  Athena  Nike. 

3  Aus  Kydathen,  σ.  185-187. 

'*    Περί  τών  ανασκαφών  τούτων  Ί'δε  σ.  1  καί  σ.  87  κ.  ε. 

5  Παράδοξον  εινε  ό'τι  τό  ανω  μέρος  της  πλακός,  ό'που  έπετίβετο  το 
έλλεΐπον  άνώτερον  μέρος,  δεν  εινε  οριζοντίως  άλλα  πλαγίως  αποχε- 
κομμένον. 


177 


ΙΙΚΙΊ    Τ«  tv    N'AMV    Till    ΛΙ1Ί  ΚΡΟΥ    ΝΙΚΗΣ 


178 


Λ        Λ  ι  -  •  Î      -,       ~ 

ναιων,  α;  οιακρισεως  και  σαφήνειας  ένεκα  οηΛοο- 
μεν  δια  των  Λ'  και  1!'  Και  το  μέν  ψήφισμα  Α'  εΤνε 
ή  κυρία  επιγραφή,  ή  πρώτη  èv  τη  προς  τοΟτον  τον 
σκοπον  παρασκευασθείση  στήλη  χαραχθεΐσα,  το 
δέ  ψήφισμα  Β',  το  έν  τη  δπισθία  επιφάνεια  της 
στήλης  κεχαραγμένον,  είνε  ύστερώτερον  του  ψη- 
φίσματος Λ'  και  έχαράχθη  έν  τη  στήλη  ουχί  αμέ- 
σως μετά  την  έ'κδοσιν  αυτοΟ,  ώς  θα  ίδωμεν  κάτω- 
τέρω  (σ.   192  . 

Uhm.   Έν  TTJ  επομένη  μεταγραφή    των  δύο  τούτων  έγγραφων    τά 
γοάμματο,ϊ  Οέν  διατηρούνται  χαλή;  Ιν  ών  δηλ,  ολίγα  /.ατά 

τό  μάλλον  ζαί  ήττον  ίχνη  σώζονται,  δηλοϋνται,  διαχρίσεως  ενεχα, 
οιά  xvptür   στοιχίίων. 

Επιγραφή  Α 

κος  ='.-  « 

[Άθεναίαι  τΐι  Nix«  ί  Ηιέρεαν  11=  χ  ν  άσ-J 
ττ£  έ/;  άστδν  ει?]  ένς  Άθεναίον  Ηαπά[ντ-] 
καταστεβίαι  καί  το  Ηιερόν  θυρδσα- 
5   •.  καθότι  κν  Καλλικράτε;  χσυγγράφσ- 
ει  άποαισθδσαι  δέ  τος  πολετας  έπΐ  τ- 
:;  Λεοντίδος  πρυτανείας  φέρεν  Ss  τ- 
£ν  ΙΙιέρεαν  πεντέκοντα  δραχμας  και 
τα  σκέλε  καί  τα  δέρματα  φέρεν  τον  δε- 

10   [Αοσίον  νεόν  δε  οίκοδομεααι  καθότι 
αν  Καλλικράτε;  /συγγραφτεί  κα!  βο- 
;;ον  λίθινον. 

//εττιαϊος  είπε  τρες  άνορα;  Ηελέσθ- 
[α]ι  έγ  βολές  τούτο;  δε  ij.sTLa]   h'aj.f'.y.ox- 

15   |τ°]'-'  νβυγγράφβαντας  έπ[ιδεϊχσαι  τε- 
ι  βολ  f.  καθότι  7.-0  ί  ισθδσχι  χν  αυτο- 
ί; Só/T  -J  f  ròc  [οέ  πρυτάνες  ες  τον  οει/.- 
ον  ένσενεγχεν  ?----- 


Επιγραφή    Β 

Έδο^-σεν  τει  βολει  και  τδι  οέ- 
(λοι  Αίγεΐ;  έπρυτάνευε  Νεοκ- 
λειδες  έγραμιχατενε  Άγνόδε- 
(αο;  έπεστάτε  Κάλλια;  είπε  τ- 
5   ει  Ηιερέαι  τε;  ΆΟενάα;  τες  Νί- 
κες    ?  -εντ//'κοντχ  δρα/αάς  τ[α-] 
ί  γεγραρ^/,/ίνα;  έν  τήι  στη[ληι] 
χ-οδιδοναι  το;  κωλακρ[έτας] 
ai    αν  κωλακρετώσι  το  [/7οσειδ- 
10   εώ?]νο;  (Αηνος,  τήι  ιερ[έαι  της    Λ- 
[θηνα  (V(C  της  Νικτ  ;  - 


Α,μφότεραι  ai  έπιγραφαί  αΰται  εϊνε  ψηφίσματα 
του  δήμου  περί  σχετικής  υποθέσεως. 

Έν  τη  επιγραφή  Λ  πρόκειται  περί  επισκευή 
ίεροΟ  τίνος  και  οικοδομής  έν  αυτφ  ναοΟ,  και  περί 
[ερείας  ή  ορίζεται  αμοιβή  πεντήκοντα  οραχμών 
καί  ήτις  έμελλε  προς  τούτοι;  νά  λαμβάνη  τά 
σκέλη  και  δέρματα  των  θυμάτων.  Εξ  αυτής 
τής  επιγραφή;  διδασκόμεθα  τούτο  fióvov  ,  ότι 
το  περί  ου  ό  λόγος  ίερον  είνε  ιερόν  θεάς  τίνος  άφ 
ου  εγκαθιδρύεται  έν  αύτφ  ιέρεια)'  τίνι  όμως  θεά 
ανήκε  τούτο  και  που  εκείτο,  αν  οηΛ.  εκείτο  εν  τη 
Άκροπόλει  ή  έν  τη  κάτω  πόλει,  οεν  γνωρίζομεν, 
ουδέ  θα  ήτο  ουνατον  νά  έξακριβώσωμεν,  αν  μή  ητο 
γεγραμμένη  ευτυχώς  έν  τη  έτεροι  του  λίθου  επι- 
φάνεια ή  επιγραφή  Β'. 

Εκ  των  έν  τφ  στ.  5  κ.  έ.  τής  επιγραφής  li  , 
[ζϊι  Ηιερέαι  rlç  .  l^-oim;  rie  Nixeç  πεντήκοντα 
άραχμάς  zàç  γεγραρ,μέναο,  èv  zî)i  οζτ\Χι\ι  κτλ  , 
προφανές  είνε  οτι  το  ψήφισμα  τούτο  αναφέρεται  εις 
το  ψήφισμα  Λ'    (<ρ  ;    ι  rér  //<  pear    reert  - 

κοντά  δραχμάς  )  καί  ότι  ή  ιέρεια,  περί  ης  ό  λό- 
γος, είνε  ή  τής  Αθηνάς  Νίκης.  Κατά  ταύτα  το 
κενόν  το  μεταξύ  του  α  και  ο  στίχου  τής  επιγρα- 
φής Α  συμπληροομεν  ασφαλέστατα  δια  των:  rit 
'Αθεναίαι  ζϊι  ΝΊκει.  Ωσαύτως  βεβαία  δύναται  ν->. 
θεωρηθη  ή  δια  τής  λέξεως  καζαΰζϊααι  συμπ)  η- 
ρωσις  του  έν  αρχή  του  ο'  στίχου  κενού'  τουλάχι- 
στον δια  λέξεως  τοιαύτης  έννοια;  δέον  νά  συμπλη- 
ρωΟή  το  κενόν  τούτο.  Εν  οέ  τω  κενω  τω  μεταξύ 
τοο  ο'  καί  γ'  στίχου  θα  υπήρχε  φράσις  ορίζουσα 
τά  προσόντα  τή;  έκλεξίμου  ίερείας  ίοε  κατω- 
τέρω σ.   l<^i  στ.  2-3). 

Ή  επιγραφή  Α  είνε  άρα  άπόφασις  του  δήμου 
περί  εκλογή;  ίερείας  τής  Αθήνας  Νίκης,  περί 
επισκευή;  του  ιερού  τή;  θεά;  ταύτης  δια  κατα- 
σκευή; θύρας,  περί  οικοδομής  έν  αύτω,  δια  τοο 
αρχιτέκτονος  Καλλικράτους,  ναού  καί  βωμοα  λί- 
θινου ,  περί  οικοδομής  δηλ.  του  νΟν  σωζόμενου 
έπί  τού  πύργου  ναοΟ  τής  Νίκης  και  τού  προ;  ανα- 
τολάς αύτου  [ίωαού,  και  περί  εκλογή;  τριμελούς 
επιτροπή;  έκ  μελών  τής  βουλής,  ήτις  μετά  τού 
Καλλικράτους  έμελλε  να  έπιμεληθή  τής  εκτελέ- 
σεως των  έργων  τούτων.  Μετά  το  τέλος  τή;  επι- 
γραφής θα  ήσαν  άναγεγραμμένα  και  τα  ονόματα 
των  εκλεγέντων   τούτων  μελών,    ώ;  δυνάμεθα   νά 

1-2 


179 


ΠΕΡΙ    TOY   NAOV   ΤΗΣ    ΑΙΠΈΡΟΥ  ΝΙΚΗΣ 


180 


είκάσωμεν   κατ'  «ναλογίαν    προς  αλλάς  έπιγραφας 

εν  αις  γίνεται  λίγος  περί  εκλογής. 

Τοιαύτης  ούσης  της  περί  ης  δ  λόγος  επιγραφής, 
δήλον  δτι  ή  έξακρίβωσις  της  χρονολογίας  .  αυτής 
παρέχει  ήμΐν  την  λυσιν  τοΟ  ανωτέρω  ζητήματος 
περί  των  χρονών  της  οικοοομης  του  ναού  της  1Μ- 
κης. 

Ή  δε  επιγραφή  Β'  εινε  άπόφασις  τοΟ  δήμου  κα- 
νονίζουσα  λεπτομερέστερον  τα  της  αμοιβής  της  ιέ- 
ρειας, ορίζουσα  δηλ.  πότε  του  έτους  έ'μελλεν  αύτη 
να  λαμβάνη  τάς  άναγεγραμμένας  έν  τω  ψηφίσματι 
Α'  πεντήκοντα  δραχμάς  και  τίνες  αί  άρχαί  (οί  κω- 
λακοέται)  αΐτινες  εμελλον  να  πληρόνωσιν  αύτη  τον 
μισθόν  της  τούτον.  Έπί  πλέον  δε  έν  τω  έλλεί- 
ποντι  κάτω  μέρει  της  επιγραφής  6α  òivzypa^wzo 
επίσης  λεπτομερώς  τα  ίερώσυνα  της  ίερείας  και 
προς  τούτοις  τα  καθήκοντα  αύτης,  καθ  ά  ου- 
νάαεθα  να  είκάσωμεν  έκ  παραβολής  προς  παρεμ- 
φερείς έπιγραφάς  και  ιδίως  προς  την  έν  C.  I.  G.  αρ. 
2656  και  έν  τή  Sylloge  του  Dittenberger,  αρ.  371, 
δημοσιευμένην  έπιγραφήν  έξ  'Αλικαρνασσού  περί 
πωλήσεως  της  ίερωσύνης  της  Άρτέμιοος  ΙΙεργαίας 
και  περί  τών  δικαιωμάτων  και  υποχρεώσεων  της  ίε- 
ρείας. Πρβ.  και  την  έκΜικρας  Ασίας  (;)  έπιγραφήν 
(Dittenberger,  άρ.  369)  και  την  έκ  Κω  (Inscrip- 
tions of  Kos  ύπο  Paton  και  Hicks,  αρ.  27). 

Τήν  χρονολογίαν  των  προκειμένων  επιγραφών 
δυνάμεθα  να  έξακριβώσωμεν  έκ  τοο  σχήματος  τών 
γραμμάτων  και  έν  μέρει  έκ  τοο  περιεχομένου  αυ- 
τών. 

ϋερι  τής  επιγραφής  Λ.' 
■ΑΊ.Ϊ  τιζρί  τοΰ  ναοΰ  τής  Νέχης. 

Tò  σχήμα  τών  γραμμάτων  της  επιγραφής  Α 
εινε  το  του  νεωτέρου  αττικού  αλφαβήτου"  μόνον  το 
σ  έχει  τήν  παλαιοτέραν  αύτου  μορ^ν  (ί), είνε  δηλ. 
τρισκελές.  Έπειοή  οε  έκ  τών  γενομένων  παρατη- 
ρήσεων έπί  τών  Αττικών  επιγραφών  '  έξηκριβώθη 
δτι  το  f  εξέλιπε  καθ  ολοκληρίαν  έν  τοις  μετά  το 
446  χρόνοις,  αφ'  οδ  έτους  είνε  πλέον  έν  χρήσει  το 
τετρασκελές  α  (£),  δυνάμεθα  να  συμπεράνωμεν  οτι 
ή  επιγραφή  αύτη   είνε  αρχαιότερα  του  44Ö  π.  Χ. 

'  U.  Köhler:  Urkunden  und  Untersuchungen  zur  Ge- 
schichte des  deliscb  —  attischen  Bundes,  σ.  4.  (Abh.  d.  Beri. 
Akad.  1869), — Schütz:  Histori a  alphabet!  attici,  1885. 


'Αλλ'  επειδή  πάντα  τα  λοιπά  γράμματα  έχουσιν, 
ώς  είπον,  το  του  νεωτέρου  'Αττικού  αλφαβήτου 
σχήμα,  ίοίως  το  Υ  και  το  Ν,  δεν  δύναται  αύτη  να 
άνέρχηται  άνω  τοΰ  460,  δέν  δύναται  δηλ.  νάπροέρ- 
χηται  έκ  τών  χρόνων,  καθ'  ους  ίσχυεν  έν  'Αθή- 
ναις ό  Κίμων. Ότι  δε  ουχί  έκ  τών  χρόνων  τοΰ  Κί- 
μωνος άλλ  έκ  τών  τοΰ  Περικλέους  χρονολογείται 
ή  επιγραφή,  ούναταί  τις  να  είκάση  και  έκ  τοΰ  δτι 
ό  Καλλικράτης,  εις  όν  δ  δήμος  άνέθηκε  τήν  έπι- 
σκευήν  τοΰ  ίεροΰ  και  τήν  οίκοοομήν  τοΰ  ναοΰ  της 
Νίκης,  εινε  δ  κατ'  εξοχήν  αρχιτέκτων  δ  έκτελέσας 
έργα  τοΰ  Περικλέους,  διότι  ούτος  είργάσθη  έν  τή 
κατασκευή  τών  Μακρών  τειχών,  ά,  ώς  γνωστόν, 
ωκοδομήθησαν  έπί  Περικλέους',  ο^οζ  ήτο  αρχι- 
τέκτων τοΰ  Παρθενώνος  συν  τω  Ίκτίνω2,  ούτος  προς 
τούτοις  έξετέλεσεν  έν  τή  Άκροπόλει  έπί  Περικλέους, 
κατά  τους  χρόνους  της  ενάρξεως  της  οικοδομής  τοΰ 
Παρθενώνος,  και  άλλο  τι  άγνωστον  ήμϊν  έργον, 
φυλακεΐόν  τι  ίσως  ή  περίφραγμα  γώρου  τινός  ή 
έπεσκευήν  τείχους, προς  τον  σκοπον  ό'πως  αν  όρα- 
3tétr\Q  μη  έσίηι  μ,ηοε Λωποδντι^3  Κατά  ταΰτα  λαμ- 

1  Πλούταρχος  (  [lepix.Hìc,  13):  «  Τό  δέ  μακρόν  τείχος,  περί  ου 
Σωκράτης  ακοΰσαί  φησιν  αυτός  είσηγουμένου  γνώμην  Περικλέους 
ήργολάβησε  Καλλικράτης  «. 

2  Πλούταρχος  (iltpix-lric,  13  ):  «  Τον  έκατόμπεδον  Παρθενώνα 
Καλλικράτης  είργάζετο  κα!    Ικτίνος». 

3  Τοϋτο  μανθάνομεν  εξ  επιγραφής  ευρεθείσης  έν  έτει  1889,  έχού- 
σης  ώς  εξής  : 

τ]έν  πόλιν 

ο!ζο[δ]ομίσαι  Ηό[πω 
ς]  αν  δραπέτες  μέ  έ[σ- 
t]  et  μιδέ  λοποδύτ[ε- 
ς]  ταΰτα  δέ  χσυνγρά- 
φσα[ι]  μέν  Καλλικρά- 
[τ]ε  Ηοπος  άοιστα  κα- 
ι ευτελέστατα  σκε- 
ύασα! άπομισθίσα- 
[ι]  δέ  τό[ς]  πολετ[ά]ς  Ηό- 
π]ος  αν  εντός  Ηε/σέ• 
[κ]οντα  εμερδν  έπισκ- 
[ε]υασθ|ι  φύλακας  3è 
[έ]ναι  τρ|ς  μεν  το/σο 
[τ]ας  έκ  τ?ς  φυλές  τ6ς 
[π]ρυτανευο'σες. 

"Ιδε  Bull,  decorr.  hellénique,  1890,  σ.  117  iFoucart).  ΔιΛ- 
zlor  Άρχαιο.Ιογιχον  1889  σ.  254  (  Lolling).  C.  Ι.  Α.  IV,  σ.  14(1 
άρ.  26α,  και  πρβ.  Hermes,  XXVI,  σ.  51  (Κ.  Wernicke). 

Τήν  έπιγραφήν  ταύτην  παραβάλλοντες  προς  τήν  προχειμένην  έπι- 
γραφήν Α'  παρατηροϋμεν  ότι  τό  ο  δεν  εινε  τρισκελές, άλλα  τετρασκε- 
λές, και  δτι  του  δασέος  Η  δέν  γίνεται  καθολική  -/ρήσις,  ες*  ου  συμπε- 
ραίνομεν  ό'τι  ή  επιγραφή  αϋτη  εινε  κατά  τι  ΰστερωτέρα  της  επιγρα- 
φής Α'  επειδή  δέ    έξ  άλλου    τό  r  χαί  τό  υ  εχουσι    τό   τοΰ   άρχαιοτέ- 


181 


IIKI'I    TOT   ΝΑΟΥ   ΤΗΣ    ΑΠΤΕΡΟΥ    ΝΙΚΗΣ 


182 


βανομένων  ύπ  όψιν  καί  των  έν  τη  προκείμενο  επι- 
γραφή, δύναται  τις  νά  συμπεράνη  βτι  δ  Καλλικρά- 
της  ήτο  κατά  τους  χρόνους  εκείνους  του  Περικλέους 
αρχιτέκτων  τής  πόλεως. 

Ότι  oè  ή  προκειμένη  επιγραφή  έκ  των  πρώτων 
χρόνων  της  του  Περικλέους  αρχής  χρονολογείται 
καί  ουχί  έκ  των  τελευταίων,  έκ  των  νρόνων  δηλ. 
καθ  ους  φκοδομήθησαν  τα  Προπύλαια  (437-432), 
δύναται  τις  να  έξαγάγη  καί  ές  αυτού  του  περιεχο- 
μιένου  τής  επιγραφής-  Εκ  ταύτης  δηλ.  μανθάνο- 
μεν  οτι  το  ιερόν  της  Νίκης  έν  τοις  χρόνοις  καθ  ους 
εξεδόθη  το  ψήφισμα  τούτο  έν  κακή  διετέλει  κατα- 
φτάσει. II  μεν  είσοδος  αύτοΟ  έστερεΐτο  θυρωμά- 
των,  ό  δέ  βωμός  δέν  ήτο  λίθινος'  θα  ήτο,  ώς  φαί- 
νεται, πρόχειρου  τι  κατασκεύασμα  έκ  πλίνθων  ή  έκ 
κοινών  ακατέργαστων  λιθαριών  και  /οψατος.  ΓΙ 
επισκευή  ά'ρα  του  ίεροΟ  τούτου  ήτο  επείγουσα  καί 
έπεβάλλετο  ΰπο  της  ανάγκης.  Κατ  χκολουθίαν  Οά 
ήτο  άτοπον  να  δεχθη  τις  οτι  έγένετο  σκέψις  περί 
άνοικοοομήσεως  καί  έγκαλλωπισμοΰ  των  έν  τη 
Ακροπόλει  ιερών ,  οτι  ηρςατο  και  έπερατωΟη  ή 
οίκοοομή  τοΟ  μεγαλοπρεπούς  καί  πολυδάπανου  ΙΙαο- 
Οενώνος  χωρίς  να  ληφΟή  φροντίς  περί  του  έν  το- 
σούτον κακή  καταστάσει  διατελούντος  ιερού  της 
Νίκης  του  έν  περιφανεϊ  της  Ακροπόλεως  θέσει, 
αμέσως  παρά  την  είσοοον  αυτής,  ιδρυμένου. 

Τα  είρημένα  κρατύνουσι  το  έκ  τοΰ  σχήματος 
των  γραμμάτων  συμπέρασμα  ημών,  καθ'  δ  ή  προ- 
κειμένη επιγραφή  προέρχεται  έκ  των  μεταξύ  τοο 
446  και  470  π.  Χ.  y  οίνων.  Ινα  δέ  άκρι€έστερον 
προσΟιορίσωμεν  τήν  ^ρονολογίαν  ταύτην,  οέον  να 
άποολέψωμεν  εις  ούο  ιστορικά  γεγονότα  των  κατά 
τήν  χρονικήν  ταύτην  περίοοον  άτινα  σχετίζονται 
προς  τα  έπί  ΙΙερικλέους  κατασκευασΟέντα  έν  τη 
Άκροπόλει  έργα. 

Κατά  τους  χρόνους  καθ  ούς  ο  Περικλής  έκρα- 
τύνΟη  έπί  πλέον  έν  τη  αθηναϊκή  πολιτεία,  έξορι- 
σΟεντος  του  οεινοΟ  αντιπάλου  του  Κίμωνος,  ήτο 
πλέον  ό  κατάλληλος  καιρός,  Γνα  έπι/ειρήση  τήν 
εκτέλεσιν  του  μεγαλοπράγμονοςαύτου  σχεδίου  προς 
έγκαλλωπισμόν  της  Ακροπόλεως  καί  άνύψωσιν  της 

pou  αλφαβήτου  σχήμα,  δυνατόν  αύτη  νά  μή  είνε  πάντως  ΰστίρωτέοα 
του  446  π.  Χ.  άλλα  καί  άρ/αιοτέρα  χατά  τι,  νά  προέρχηται  οηλ.  έχ 
των  περί  τό  έτος  τούτο  χρονών,  5  εστίν  έκ  των  χρόνων  της  ενάρξεως 
τη;  οικοδομής  τοϋ  Παρθενώνος  (407  π.  Χ.). 


πόλεως  των  Αθηνών  εις  μητρόπολιν  του  Έλλη- 
νισμοΟ.  Γότε  Ο-/  προέτεινεν  είς  τον  δήμον  το  ψήφι- 
σμα εκείνο   περί   συγκλήσεως  εις    Αθήνας   συνε- 

t        <  '  .  ,  ,  ,  11,  ,  V  .  1     1  , 

ορίου  παντού/  των  ava  την  αυρωπην  και  την  Ασιαν 
ελλήνων,  όπως  ούτοι  (ϊουλεύσωνται  «περί  -.«>, 
ελληνικών  ίερών,  α  κατέπρησαν  οί  βάρβαροι  και 
των  Ουσιών,  άς  όφείλουσιν  6περ  της  Ελλάδος, 
εύξάμενοι  τοις  Οεοϊς,  ότε  προς  τους  βαρβάρους  έμά- 
χοντο,  καί  της  θαλάττης  ,  όπως  πλέωσι  πάντες 
άοεώς  καί  τήν  είρήνην  ίίγωσιν  ο  Πλούταρχος:  β 
Περικλέους,  Ι  /  ,  '.  Καί  το  μεν  πανελλήνιον  εκείνο 
συνέοριον  απέτυχε,  των  ελληνίδων  πόλεων  μή  άπο- 
στειλασών  εις  Αθήνας  αντιπροσώπους,  ένεκα  &ντι- 
πράςεως  των  Αακεδαιμονίων,  ώς  λέγεται"  ά./  /  ή 
ώς  προς  τάς  Αθήνας  έκτέλεσις  του  σχεδίου  τού- 
του περί  άνιορύσεως  τών  ίερών  έςηρτά.το  πλέον  : 
αύτου  του  Περικλέους.  ΙΙρος  τούτο  ήτο  ανάγκη 
αληθώς  επαρκών  χρηματικών  πόρων,  άλλα  και 
ούτοι  έςευρέΟησαν  μετ  ολίγον  οιά  της  γενομένης 
έκ  Δήλου  είς  Αθήνας  μεταφοράς  του  ταμείου  του 
φόρου  τών  συμμάχων. 

ΕπανορΟών  ό  Köhler  τά  συμπεράσματα  του 
Ι ìot'fk  1 1  ώς  προς  το  έτος  της  έκ  Δήλου  είς  Αθήνας 
μεταφοράς  του  ταμείου  τοΰ  συμμαχικού  φόρου  άτέ- 
οειςεν  ότι  ή  μεταφορά  αύτη  έγένετο  τω 454  π. Χ. 
καί  οτι  απ  αύτοΰ  τούτου  του  έτους  της  μεταφο- 
ράς [J-ίρος  του  φόρου,  το  '/ι;0  (μπ7  ιί.το  ταυ -n.ln >■- 
τον)  ,  άφιεροΰτο  τή  Άθηνδ  καί  κατετίΟετο  έν  τω 
ταμείω  της  Οεας  ταύτης2.  Άπό  τοϋ  έτους  άρα  Ί'ΊΊ 
υπηρχον  επαρκείς  χρηματικοί  πόροι  προς  ν.Ί'λζ,υ- 
σιν  τών  έν  τή  Άκροπόλει  ίερών,  ώστε  κατά  το  έτος 
τούτο  ή  έν  τοις  αμέσως  έπομένοις,  ότε  Οά.  ελήφθη 
πιΟανώτατα   καί   ή    άπόφασις  περί   οικοδομής   του 

1  Περί  τοΰ  έτους  καθ'  ö  ό  Περικλής  έγραψε  τό  ψήφισμα  τοϋτο  με- 
γάλη άμφισβήτησις  επικρατεί.  Πρόδηλον  όμως  είνε  οτι  δέν  ΰπηρ/ε 
βεβαίως  λόγος,  όπως  ό  Περικλής  προτείνη  τοιούτον  ψήφισμα  μετι  τήν 
έναρξιν  της  οικοδομής  τοϋ  Παρθενώνος,  δηλ.  μετά  τά  447  !  έτος  της 
ενάρξεως  της  οικοδομής  τοϋ  Παρθενώνος  χατά  τήν  κρατούσαν  γνώ- 
μην|.  Ό  Adulf  Holm  Ι  Gricci).  Geschichte  li,  σ.  272]  άναγε, 
τό  ψήφισμα  τοϋτο  είς  τό  'έτος  460  η  ολίγον  τι  ΰστερώτερον  συμφα- 
σκοντος  καί  τοϋ  Κϋρρ  iJahl'hiich  il.  Instituts,  Y,  1890,  σ.  268 
χ.  i.).  Ή  /ρονολογία  αύτη  συμπίπτει  τοίς  περί  τήν  έξορίαν  τοϋ  Κί- 
μωνος χρόνοις  (459  π.  Χ.).  Τούτους  δέ  αληθώς  τους  χρόνους,  τους 
αμέσως  μετά  τήν  έξορίαν  τοϋ  Κίμωνος,  δέον  νά  δεχθώμεν  ώς  τους 
χρόνους,  καθ'  ους  ό  Περικλής  προέτεινεν  είς  τόν  δήμον  τό  περί  ου  ό 
λόγος  ψήφισμα,  δι'  ού  ΰπεδήλωσε  τά  πρόγραμμα  οΰτως  ειπείν  τής  ύπ 
αΰτοϋ  διοικήσεως  τών  τής  πολιτείας. 

2  "Ιδε  τήν  έν  σ.  170  σημ.  1  μνημονευομένην  διατριόήν  τοϋ  Köhler: 
Urkunden  und  Untersuchungen,  σ.  99,  102,  Uli  καί  108. 


183 


ΠΕΡΙ    TOT   ΝΑΟΥ    ΤΗΣ   ΑΠΤΕΡΟΥ   ΝΙΚΗΣ 


184 


Παρθενώνος,  θα  εξεδόθη  και  το  προτ.εψ.ινον  ψήφι- 
συ,α  περί  επισκευής  τοο  ίεροο  τής  Νίκης  και  οικο- 
δομής του  ναοο.  Ή  έκτέλεσις  δε  των  έργων  τού- 
των θα  ήρξατο  αμέσως  μετά  την  εκδοσιν  του  ψη- 
φίσματος, κφ  ου  ο  δήμος  πάντα  τα  προς  τούτο 
παρεσκεύασεν,  ou  μόνον  δηλ.  τον  αρχιτέκτονα  τον 
μέλλοντα  να  σύνταξη  τάς  συγγραφάς  ώρισεν,  άλλα 
και  την  έπιτροπήν  την  μέλλουσαν  να  έπιστατηση 
τής  εκτελέσεως  των  έργων  έςέλεςεν  (ί'οε  ανω- 
τέρω σ  L78).  'Επειδή  δε  ώς  βέβαιον  σχεδόν  δυνα- 
τά', πλέον  να  θεωρηθη,  Οτι  ή  οικοδομή  του  Παρθενώ 
νος  ήρξατο  τω  44  Ζ1, δέον  να  οεχθώμεν  δτι  κατά  τούτο 
το  έτος  τουλάχιστον,  ει  μή  και  έ'τι  πρότερον,  θα 
ήρξατο  κα'ι  ή  οίκοοομή  του  ναού  της  Νίκης, αφ'  οδ 
αί  προπαρασκευαστικά!  έργασίαι  προς  εναρξιν  της 
οικοδομής  του  Παρθενώνος  άπήτουν  πολύ  μείζονα 
νρόνον  ή  αί  προς  εναρςιν  της  οίκοοομης  του  ναού 
της  Νίκης,  και  αφ  ου,  ώς  γνωστόν,  προς  οίκοδομήν 
του  πολυδάπανου  Παρθενώνος  μεγάλη  έγένετο  άντί- 
πραΗις  τω  Περικλεϊ  υπό  τών  τότε  Οπό  τήν  ήγε- 
σίαν  του  θουκυδίδου  αριστοκρατικών  (  ΙΙΛονταρ- 
χος,  β.  Περικλέους,  12  και  14).  "Οτι  δε  ή  οίκο- 
οομή του  ναού  της  Νίκης  δεν  ήτο  δυνατόν  νά  διαρ- 
κέση  όσον  και  ή  τοΟ  Παρθενώνος,  εύνόητον  είνε' 
δια  τούτο  δυνάμεθα  να  συμπεράνωμεν  ότι  δ  ναός 
της  Νίκης  ωκοδομήθη  καθ'  ους  χρόνους  ωκοδο- 
μεΐτο  ό  Παρθενών. 

Έκ  της  προκειμένης    άρα    επιγραφής    διδασκό- 
μεθα  τάδε  : 

α')  Ό  ναός  της  Νίκης,  ο  κυριολεκτικώς  κα- 
λούμενος ναός     Αθήνας  Νίκης2,  ωκοδομήθη  ύπό 

1  Τοϋτο  έξη'/θη  έκ  τη;  ύπό  τοΰ  Köhler  έξενε/^θείσης  τό  πρώτον 
εικασίας  (Allien.  Mitth/d.  arch.  Inst.  IV,  σ.  35)  περί  τών  έν 
C.  Ι.  Λ.  Ι,  301-311,  IV  »97  α,  6  και  311  επιγραφών  ώς  άναγρα- 
φουσών  δαπανάς  της  οικοδομής  του  Παρθενώνος.  "18ε  Loesclicke  έν 
ταϊς  Historische  Untersuchungen  Arnold  Schaefer  gewidmet, 
σ.  41  x.  έ. 

2  Αϋτη  ήτο  ή  επίσημος  ονομασία  τοΰ  ναού",  ώς  διδάσκει  ήμά;  ή 
προκείμενη  επιγραφή.  Σημειωτέον  δέ  δτι  αύ'τη  ή  Αθηνά  Νίκη,  ή  έν 
τω  ναώ  τω  έπί  τοΰ  Πύργου  λατρευομένη,  έν  τη  Λυσιστράτη  τοΰ  'Αρι- 
στοφάνους, στ.  317,  καλείται  Δέσποινα  Νίκη,  ώς  δηλοοται  έκ  παρα- 
βολής προς  τα  έν  στ.  286.  Ότι  δ'  αϋτη  είνε  ή  'Αθηνά  Πολιάς  έν  τη 
ίδιότητι  αυτής  ώς  θεά  Νίκη,  εινε  προφανές.  Έν  τω  ΦιΛοχζήζιι  τοΰ 
Σοφοκλέους,  έν  στ.  134,  ό    Οδυσσεύς  λέγει  τάδε  : 

Έρμης  δ'  ό  πέμπων  δόλιος  ήγήσαιτο  νών 
Νίκη  τ'  ΆΟάνα  Πολιάς,  ή  σώζει  μ' άεί. 

Και  ό  Σχολιαστής  :  «Ούτως  ή  πολιοϋ/ος  Αθηνά  Νίκη  καλείται  έν 
τη  Αττική«.  Πρβ.  τήν  έν  σελ.  176,  σημ.  1,  μνημονευομένην  πραγ- 
ματείαν  τοΰ  Kckillé. 


του  άρχιτέκτονος  Καλλικράτους  συγχρόνως  τω 
ΠαρΟενώνι.  Ύπήρχεν  άρα  ούτος  έπί  τοΟ  πύργου, 
καθ'  ον  χρόνον  ό  Μνησικλής  συνέταξε  και  έξετέλεσε 
τό  σχέδιον  τών  Προπυλαίων. 

β')   Πρό   της   οίν.οοου.-ΐ\ς   του   ναοο   ύπήρχεν  επί 
τοο  πύργου  ιερόν  της  'Αθηνάς  Νίκης. 

Έν  τούτω  τω  ίερώ.  ώς  φαίνεται,  θα  ήτο  τό  πά- 
λαι ίόρυμένον  τό  ύπό  τών  αρχαίων  άναφερόμενον 
ξόανον  της  'Αθηνάς  Νίκης,  ό  είν-εν  έν  μεν  τη  δε- 
ξιά ρόαν  έν  δέ  τη  αριστερά  κράνος1,  θα  ήτο  δε  τό 
ιερόν  τοΟτο  τών  ιερών,  ά  οί  μεν  Πέρσαι  κατέστρε- 
ψαν, είσελάσαντες  εις  τήν  Άκρόπολιν,  οί  δέ  'Αθη- 
ναίοι, έπανελθόντες  έκ  Σαλαμίνος  εις  τήν  εαυτών 
πόλιν,  προγείρως  έπεσκεύασαν.  Τοιούτον  τι  πρό- 
χειρον  κατασκεύασμα  ήτο  ό  βωμός,  ό'στις  δια  τοο 
προκειμένου  ψηφίσματος  απεφασίσθη  όπως  κατα- 
σκευασθη  λίθινος.  Σημειωτέον  δέ  ότι  συμφώνως 
ταΐς  του  Περικλέους  άρχαΐς,  ας  ούτος  έξεδήλωσεν 
έν  τη  προς  τόν  δήμον  προτάσει  του  περί  συγκλή- 
σεως του  Πανελληνίου  συνεδρίου,  ελήφθη  φροντις 
δια  του  προκειμένου  ψηφίσματος  ού  μόνον  περί  έγ- 
καλλωπισμου  του  ίεροο  δια  της  οίκοοομής  του  βω- 
μοο  και  του  ναού, άλλα  και  περί  της  λατρείας  της 
θεάς,  διότι  δια  τοο  ψηφίσματος  τούτου  απεφασί- 
σθη και  ή  έγκαθίδρυσις  ιέρειας  της  'Αθηνάς  Νίκης. 
Τότε  ί'σως  Οά  έκανονίσθησαν  και  άλλα  της  λα- 
τρείας της  θεάς  ταύτης  και  ή  κατ'  έτος,  κατά  τήν 
ίορττ^  τών  Παναθηναίων,  θυσία  έπί  τοο  βωμού' 
αυτής  μιας  βοός,  καθ'  ά  μανθάνομεν  έκ  τών  έν  C. 
Ι.  Α.  II,  163  και  471  επιγραφών2. 

Μετά  τάς  γενικάς  ταύτας  παρατηρήσεις  μετα- 
βαίνομεν  εις  τήν  έξέτασιν  τών  καθέκαστα  της  προ- 
κειμένης  επιγραφής  Α.'.     ήτις   και  άλλα  σπουδαία 

*  Παρά  Άρποχρατίωη  :  Νίκη  ΆΟηνα.  Λυκούργος  έν  τω  περί 
τής  ίερεία'ς.  "Οτι  δέ  Νίκης  Αθηνάς  ξόανον  απτερον,  έχον  έν  μέν  τη 
δεξιά  ρο'αν  έν  δέ  τη  εύωνύμω  κράνος,  έτιματο  παρ'  Άθηναίοις,  δεδή- 
λωκεν  'Ηλιόδωρο;  ό  περιηγητής  έν  α'  περί  Ακροπόλεως. —  Παυσα- 
Waç,V,  26,  6:  Κάλαμις  δέ  ούχ  έχουσαν  πτερά  ποιήσαι  λέγεται  Νί- 
κην  έν  'Ολυμπία  (ανάθημα  τών  Μαντινέων)  άπομιμούμενος  τό  ΆΟή- 
νησι  τής    Άπτέρου  καλούμενης   ξόανον». 

2  Ο  Ι.  Α.  II,  163:  «άπό  δέ  τών  τετταράκοντα  μνών  και  τής  μιας 
τών  έκ  τής  μισθώσεως  τή;  νέας  βοο.>νήσαντες  οί  Ίεροποιοί  μετά  τών 
βοωνών,πέμψαντες  τήν  πομπήν  τή  θεά,  θυόντων  ταύτας  τάς  βοϋς  άπά- 
σας  έπί  τω  βωμ,φ  τής  Αθηνάς  τω  μεγάλω,  μίαν  δέ  έπί  τω  τής  Νί- 
κης, προκρίναντες  έκ  τών  καλλιστευουσών  βοών,  και  Ούσαντες  τή 
'Αθηνά  και  τή   Αθηνά  τή  Νίκη  ι)  κτλ. 

C.  Ι.  Α.  11.471  :  ο  συντελούμενης  δέ  και  τής  θυσίας  τή  Αθηνά  τή 
Νίκη  συνεπόμπευσαν  καλώς  χα'ι  εΰσ/ημόνως  βοϋν  συμπέμψαντες,  ήν 
χα'ι  έΟυσαν  έν   Άκροπόλει  τή  θεώ  ι). 


185 


1 1  κι 


ΤΟΥ   ΝΑΟΥ   ΤΗΣ    ^ΠΤΕΡΟΥ  ΝΙΚΗΣ 


1  MC, 


οιοασκει  ημάς  ως  προς  τα  ίερωσυνα  και  ως  προς 
την  κατασκευήν  των  δημοσίων  έργων  έν  Αθή- 
ναις. 

II  επιγραφή  εϊνε  στοιχηδόν  γεγραμμένη,  εκά- 
στου στίχου  αποτελουμένου  έξ  29  γραμμάτων. 

Στ.  Ι.  Ό  στί/ος  ούτος  οέν  εινε  ο  πρώτος  της 
επιγραφής,  αλλ  ο  τρίτοο,  ώς  φαίνεται,  διότι  το 
ψήφισμα  θα  ήρχετο  δια  των:  Εδοχσεν  τ;',  βολίι 
και  τοι  δέμοι  κτλ.  Έν  τφ  έλλείποντι  αρα  άνω  μέ- 
ρει της  στήλης  θα  υπήρχον  δυο  στίχοι  ή  και  τρεις 
ίσως. 

Στ.  2-3.  Καθ  α  έξέθηκα  έν  τοις  προηγουμένοις 
(σ.  I7S  ή  δια  τοΟ  '  löevatot  ru  .YfV-/  συμπλήρω- 
7'.;  τοΟ  κενοο  του  2  στί'/ου  εϊνε  βεβαία  Σημειω- 
τέον δέ  δτι  έν  τω  λίθω  σώζονται  ίχνη  τοο  Ε  ,  τοΟ 
ποοτελευταίου  γράμματος  της  λ.  Νίκει. 

Εκ  της  συ/và  άπαντώσης  έν  ταΐς  Αττικαΐς 
έπιγραφαΐς  φράσεως  «ες  Αθηναίων  απάντων»  δή- 
λον  γίνεται  δτι  ενταύθα  πρόκειται  περί  εκλογής 
καί  εγκαταστάσεως  ιέρειας  της  Αθήνας  Νίκης. 
Έλαμοάνετο  δε  αύτη  έξ  Αθηναίων  απάντων, 
ουχί  δηλ.  έξ  ώρισμένου  γένους  ή  οικογενείας.  Έκ 
τούτων  προφανές   εϊνε   ότι  έν  τώ   κενώ  τώ  μεταξύ 

ι         ι  '  .  Γ  Γ      Ι 

το  ο  2  και  3  στίχου,  θα  υπήρξε  φράσις  δηλωτική 
τών  προσόντων  της  ιέρειας.  Επειδή  οε  το  πρώτι- 
στου προσόν  παντός  έκλεςίυιου  εϊνε  ή  γνήσια  αυτού 
καταγωγή,  το  νά  εϊνε  δηλ.  πολίτης  'Αθηναίος  έκ 
πατρός  και  μητρός  (πρβ.  τα  έν  τη  Αθηναίων 
ΠοΧιτεία  του  'Αριστοτέλους,  κεο.  55,  περί  της 
δοκιμασίας  των  εννέα  αρχόντων),  διά  τούτο  προ- 
τείνω τήν  συμπλήρωσιν  «  acre  ève  άοτον»  ορμώ- 
μενος κυρίως  έκ  της  έν  σελ.  179  μνημονευθείσης 
έ:  Αλικαρνασσού  επιγραφής,  έν  ή  άναγινώσκονται 
τάοε  :  ο  ό  πριάμενος  τήν  ίερητείαν  της  Αρτέμιδος 
της  ΙΙερ  γα  ίας  παρέςεται  ίέρειαν  άστην  έξ  άστων 
αμφοτέρων  έπί  τρεις  γενεάς  γεγενημένην  καί  προς 
πατρός  καί  προς  μητρός».  Πρβ.  καί  τα  έν  τη  έκ 
Κώ  επιγραφή,  τη  έν  ταϊς  Inscriptions  of  Kos  ίιπο 
Paton  καί  Hicks  υπ  άρ  3G'1  δημοσιευμένη  :  »  Αν 
οί  τις  νόθος  ων  κρ[ιθ]ε'ις  γνωσΟη  μετέχειν  τών 
ιερώ[ν  μ 'ή  έςέστω  αύτώ  μετέχειν  τών  [ϊε]ρω- 
συνών  » . 

Ως  προς  οέ  τήν  δια  του  προκειμένου  ψηφίσμα- 
τος  έγκαθισταμένην   ίέρειαν   της    Αθήνας   Νίκης, 


σημειωτέον  δτι  κατά  τήν  έν  C.  Ι    Λ.  III.  659 
γραφήν  ρωμαϊκών   χρόνων   υπήρχε  καί  ίβρενς  της 
έν  τη  Άκροπόλει  θεδς  ταύτης 

Στ.  4.  κατα,ι  ι  α\αι>  :  Ι  αύτην  τήν  συμπλήρω- 
σιν προτείνω, άτε  της  λ.  1/  Ί  "ihn  μή  πληρούσης 
το  κενόν. 

Στ.  Ί.  r.i  /// .■■;,  /■  0  κατασκευάσαι  δη5 

θυρώματα  τη  είσόοω  αύτοΟ.  ΙΙερ•.  της  σημασίας 
ταύτης  του  θνρώσαι  ιο:  τήν  έν  <!.  Ι.  Λ.  II.  ϊ89  '' 
έκ  του  Ασκληπιείου  έπιγραφήν,  έν  η  άναγινώσκον- 
ται τάοε'  απρόσοδον  ποιησάμενος  προ;  τήν  βουλήν 
ό  είληχώς  ιερεύς  Ασκληπιού"  καί  Γγιείας  -  -  έν- 
φανίζει  τα  θυρώματα  διεφθάρθαι  της  πρότερον  ού- 
σης εις  το  ιερόν  εισόδου  -  -  και  διά  τούτο  παρα- 
καλεί τήν  βουλήν  έπιχωρήσαι  έατφ  κατασκευά- 
σαντι  έκ  τών  ϊοίων  θνρώσαι  το  αρχαϊον  πρόπυ- 
λον».  Πρβ.  καί  τήν  ες  Επιδαύρου  έπιγραφήν 
(Cavvadias:  Fouilles  d'Epidaure,  σ.  78,  ip.  7!S 
στ.  38),  έν  ή  ή  λ.   θύρωσι^  αύτο  τούτο  σημαίνει 

Στ.  0.  jSOjjff'  γ  .ΙίΙΙι ι-ί,ι-  ΙΙρύ  την  έκ  Μεγαλο- 
πόλεως  έπιγραφήν  την  έν  C.I.G.  L536,  έν  ή  ά- 
παντα: ά  και  βωμό  ν  κατασκευάσαι  λευκόλιθον  ώς 
καλλιστον  » . 

Μί,ιτθι'κ:  καί  iepó)irv)-(i   rfjc  iepeiaç 

Στ.  7-10.  Έν  τοις  στίχοις  τούτοις  καθορίζον- 
ται ό  μισθός  καί  τά  ίερώσυνα  της  ιέρειας. —  Ιερω- 
σύναι,  αίτινες  δέν  ανήκον  εις  ώρισμένα  γένη  ή  οι- 
κογενείας, έπωλοοντο  καθ  α  παραδίδει  ήμΐν  Διο- 
νύσιος ό  Αλικαρνασσεύς  Ρωμαϊκή  Αρχαιολογία 
Π,  -1  )  καί  καθ  α  μανθάνομεν  έκ  της  έν  τοις  προη- 
γουμένοις  σ.  1/•'  μνημονευθείσης  επιγραφής  έξ 
'Αλικαρνασσού,  ές  επιγραφής  ές  Ερυθρών  Rayel  : 
Revue  archéologique  1887,  α  Κ•/  κ.  έ. — Dit- 
tenlterger,  αρ.  370),  έν  ή  αναγράφεται  το  τίμημα 
τεσσαράκοντα  περίπου  ίερωσυνών,ές  επιγραφών  έκ 
Κώ  (  Inscriptions  of  Kos  ύπο  l'alun  καί  Hicks,  xp. 
27,  28,  30,  32  κ.  έ.  'Αλλ'  εύνόητον  εϊνε  δτι 
τούτο  έγίνετο  δια  τάς  θέσεις  έκείνας,  έν  αίς  οί  ιε- 
ρείς εϊνον  άοκετά  κατά  το  μάλλον  και  ήττον  είσο- 
δήαατα.  Διά  τούτο  το  -.ίατ.αχ  τών  ίερωσυνών  ήτο 

il  ill  I  I 

διάφορον"  ή  ίερωσυνή  δηλ.  του  ΕρμοΟ  αγοραίου, 
κατά.  την  ές  Ερυθρών  έπιγραφήν,  έπωλήθη  αντί 
δρ.  4610,  έν  ω  ή  ίερωσύνη  της  Γης  έπωλήθη  αντί 


187 


ΠΕΡΙ    ΤΟΥ    ΝΑΟΥ   ΤΙΙΣ    ΛΠΤΕΡΟΥ   ΝΙΚΗΣ 


188 


δρ.  10  μόνον.  Προκειμένου  όμως  περί  ίερωσυνών 
arrivi;  δέν  -y.zzïyov  τοις  ίερεΰσιν  ικανά  ωφελή- 
ματα, εδύνατό  τις  να  εικάση  ότι  ό/ι  μόνον  οέν 
έπλήρονον  οί  ιερείς  άλλα  τουναντίον,  έπληρόνοντο 
ούτοι  Otts  της  πολιτείας  Αυτά  τοΰτο  βέβαιοι  ή 
προκείμενη  επιγραφή,  καθ'  ήν  ή  ιέρεια  της  Αθή- 
νας Νίκης  έμελλε  να  λαμβάνη  κατ'  έτος  (ϊδε  την 
έπιγραφήν  1!',  στ.  9-10)  πεντήκοντα  ορα/μάς. 

Τά  οέ  ίερώσυνα  της  ιέρειας  ταύτης  συνίσταντο 
κατά  το  σύνηθες  είς  τα  σκέλη  των  θυμάτων  καί 
δέου.ατα.  ΓΙ  γ  πλ  δεμοσίον  (θυμάτων)  αναφέρε- 
ται μόνον  είς  την  λ  δέρματα  oùyì  οέ  καί  είς  τήν  λ. 
σκέΛε, διότι  εν  τοιαύτη  περιπτώσει  οέν  ήτο  ανάγκη 
νά  έπαναληφθη  το  φέρεν'  δεχθέντος  οέ  ότι  αυτή 
αναφέρεται  καί  είς  τήν  λ.  σκέΛε,  τότε  οέν  γίνεται 
λόγος  εν  τη  επιγραφή,  ώς  μή  ώφειλε,καί  περί  των 
υπό  ιδιωτών  προσφερομένων  θυμάτων.  Φρονώ  οηλ. 
ότι  το  yojpiov:  φέρεν  τεν  III 'ρεαν  τΙισκέΛε  χαίζα 
δέρματα  φέρεν  τον  δεμοσίον:  δεν  εννοεί  ότι  ή  ιέ- 
ρεια έοει  να  λαμβάνη  τα  σκέλη  και  τα  οερματα 
των  δημοσίων,  τών  υπό  της  πόλεως  δηλ.  προσφε- 
ρομένων θυμάτων,  άλλ  ότι  εοει  να  λαμβάνη  τά 
σκέλη  τών  θυμάτων  (άοιακρίτως  τών  τε  υπό  της 
πόλεως  και  τών  υπό  ιδιωτών  προσφερομένων),  προς 
τούτοις  δε  καί  τά  δέρματα  τών  υπό  της  πόλεως 
προσφερομένων  θυμάτων.  Αυτή  ή  ερμηνεία  φαί- 
νεται μοι  πιΟανωτέρα ,  όιότι  ακριβώς  κατ  αυτόν 
τούτον  τον  τρόπον  καθορίζονται  καί  τά  ίερώσυνα 
της  ίερείας  της  Αρτέμιδος  Περγαίας  έν  τη  μνη- 
μονευΟείση  (σ  179)  επιγραφή  εξ  'Αλικαρνασσού 
ώς  προς  τήν  οιάθεσιν  τών  οερμάτων.  Έν  στ  9  κ. 
έ.  της  επιγραφής  ταύτης  εί'ρηνται  τάδε:  «(ή  ιέ- 
ρεια) Ούσει  τά  ιερά  τά  δημοτε.Ιέα  και  τά  ιδιωτικά 
καί  λήψεται  τών  θυομένων  δημοσία  άφ  έκαστου 
ίερείου  κωλήν  καί  τα  επί  κωλή  νεμόμενα  καί  τε- 
ταρτημορίοα  σπλάγχνων  καί  τά  δέρματα,  τών  οέ 
ιδιωτικών  λήψεται  κωλήν  καί  τά  επί  κωλή  νεμό- 
μενα καί  τεταρτημορίοα  σπλάγχνων  ».  Και  έν  Χίω 
αυτό  τούτο  έγίνετο'  ο  ιερεύς  δηλ.  του  Ηρακλέους, 
όταν  το  γένος  έθυε,  έλάμβανεν  ώς  μερίοα  κρέατα 
καί  το  οέρμα,  όταν  οέ  ίδιώνης  έθυε,  ελάμβανε  αό- 
νον  κρέατα1,  ουχί  δε  καί  δέρμα.  Αυτό  δε  τούτο 
έγίνετο  καί  έν  Μιλήτω,  ώς  ουνάμεΟα  νά  εξαγάγω• 

1  "Ιίε   έπιγραυήν  έχ  Χίου  δημοσιευμένην   έν  ταϊςΛΙΙιΠι.   Mitthei- 

lungen  des  ardi.  Instituts.  XIII  (1888)  σ.  446. 


μεν  έκ  της  έν  τη  Sylloge  του  Dittenberger  £ιπ'  άρ. 
/υ  επιγραφής, εν  ή  ειρηνται  ταοε:  «ήν  ςενος  ιερό• 
ποιή  τω  Απόλλωνι,  προϊερασθαι  τών  αστών  ον  αν 
Οέλη  ό  ςένος,  διδόναι  οέ  τω  ίερεϊ  τά  γέρεα  άπερ  ή 
πόλις  διδοΐ  χωρίς  δέρματος»,  όπερ  δηλοΐ  ότι  ή 
πόλις  έδιδε  τω  ίερεϊ  καί  το  δέρμα. 

Σημειωτέον  δε  ότι  το  οριζόμενον  έν  τη  προκει- 
μένη επιγραφή  ότι  ή  ιέρεια  τής 'Αθήνας  Νίκης  έδει 
νά  λαμβάνη  καί  τά  οέρματα  τών  δημοσίων  θυμά- 
των, δεν  πρέπει  νά  έκληφΟή  ώς  κανών  ισχύων  έν 
Αθήναις,  διότι  έκ  της  έν  C.  Ι.  Α.  II,  741,  επι- 
γραφής οιοασκόμεοα  ότι  τα  οέρματα  τών  υπό  της 
πόλεως  προσφερομένων  τοις  θεοϊς  θυμάτων  κατά 
τάς  μεγάλας  Ουσίας  έπωλοΟντο  είς  όφελος  του  δη 
μοσίου  ταμείου.  Ευλόγως  οέ  έν  ταΐς  άναγραφομέ- 
ναις  έν  τη  μνημονευΟείση  επιγραφή  θυσίαις  '  δέν 
αναφέρεται  καί  ή  της  Άθηνας  Νίκης,  άο'  ου  τά 
οέρματα  τών  τη  θεά  ταύτη  προσφερομένων  υπό 
της  πόλεως  θυμάτων  έλάμβανεν  ή  ιέρεια,  ώς  μαν- 
θάνομεν  νυν.  Δέν  ήτο  δέ  μεγάλη  ή  τη  Άθηνα  Νίκη 
τελούμενη  υπό  της  πόλεως  θυσία  (μία  βους  μόνον 
έθυσιάζετο  αύτη  κατ' έτος.  to.  σ.  184  σημ.  2)  και  δια 
τούτο  τά  οέρματα  κατελείποντο  τή  ίερεία.  Αυτό 
τούτο  έγίνετο,  ώς  φαίνεται, έν 'Αττική  καί  ώς  προς 
άλλας  υπό  τής πόλεως  τελουμένας  θυσίας  ούγί  υ.ε- 
γάλας  (πρβ.  έπιγραφήν  έν  C.  Ι.  Α.  II,  631).  Άλλ' 
εννοείται  ότι  περί  τούτων  δέν  ΰπήργε  νόμος  καθο- 
λικήν  ίσχύν  έχων  έν  'Αττική,  άλλ  εκάστοτε  τά 
πράγματα  έκανονίζοντο  υπό  του  δήμου  κατά  τάς 
οιαφόρους  άνάγκας.  Ούτως  έν  τή  έν  G.  Ι.  Α.  II, 
61U  επιγραφή  έκ  Πειραιώς  ορίζεται  ότι  ή  ιέρεια 
έοει  νά  λαμβάνη  έκτων  ιδιωτικών  θυμάτων  κρέατα 
καί  τό  δέρμα. 

Κατασκευή  δημοσίων  έργων  έν' Αθήναις. 

Στ.  13  κ.  έ.  Έν  τω  άπα  τοο  στ.  13  δευτέρω 
μέρει  τής  επιγραφής  γίνεται  λόγος  περί  εκλογής 
επιτροπείας  έκ  τριών  μελών  τής  βουλής,  ήτις  μετά 

1  Τό  κατά  τήν  μνημονευθεΐσαν  έπιγραφήν  κεφάλαιον  έχ  του  Scpjia- 
τιχον  προήρ-/_ετο  έκ  τών  εξής  θυσιών  :  έκ  Διονυσίων  τών  έν  Πειραιεί, 
έχ  Διονυσίων  τών  ιτλ  Ληναίω,  έκ  τής  θυσίας  τή  'Αγαθή  Τύχη,  έκ 
τών  'Ασκληπιείων,  έκ  Διονυσίων  τών  έν  "Αστει,  εξ  Όλυμπιείων,  εκ, 
τή;  θυσίας  τω  'Ερμή  τω  Ήγεμονίω,  έχ  τής  Ουσίας  τώ  Διί  τώ  Σω- 
τήρι,  έκ  τής  Ουσίας  τή  Ειρήνη,  έκ  τής  θυσίας  τώ  "Αμμωνι,  έκ  τών 
ΙΙαναθηναίων,  έχ  τών  'Ελευσίνιων,  έκ  τής  θυσίας  τή  Δημοκρατία,  έκ. 
τών  Θησείων. 


189 


ΠΕΡΙ    TOT   NAor   Tili:    ΑΠΤΕΡΟΥ    ΝΙΚΗΣ 


190 


τοΟ  άρ/ιτέκτονος    Καλλικράτους  έμελλε   να  σύν- 
ταξη τάς  συγγραφάς  και  νά  έπιστατήση  εις  τήν 
έκτέλεσιν  των  έργων,  εις  τήν  οίκοοομήν  δηλ.  toO 
ναοΟ  και  τοΟ  βωμού,  διότι  περί  της  θυρώϋεως  τοΟ 
ϊεροΟ   εμελλον  ν«  οροντίσωσι,    κατά  τά  έν  στ.  6, 
οι  πωΛηταί.   I  ά.  τρία  ταΰτα  μέλη  της  Βουλής  εϊνε 
οι  έν  Αθήναις  καλούμενοι  έπιστάται1.   Έκ  τών  έν 
τοις  στίχοις  τούτοι;  μανθάνομεν  πρώτην  φοράν  δτι 
αί  Ονγγραφαι   /.ct.~y.  τα  έν   Αθήναις  Ισχύοντα  δέν 
ήσαν  άποκλειστικόν   έργον  του  àpy-ιτέκτονος,  άλλ' 
Οτι    αύται    συνετάσσοντο    υπό    τούτου    από   κοινού 
μετά  τών  επιστατών.  Τούτο  δε  εύλογου  εϊνε.  διότι 
οί  έπιστάται, οί  έκπροσω-ουντες  τα  συμφέροντα  της 
πολιτείας,  ΰέν  έπρεπε  να  οιατελώσιν  έν  αγνοία  τοο 
υπό  του  άρχιτέκτονος  διακανονισμού  τών  εκτελέ- 
σεων έργων,  έφ  όσον  ταΟτα  ούτως   ή  άλλως    έκ- 
τελούμενα   άπήτουν  μείζονα  ή  ελάσσονα  δαπάνην. 
Ex  τούτου    οέ  συνάγεται   δτι  οί  έπιστάται  και  δ 
αρχιτέκτων  ήσαν  ισότιμοι,  ούτως  ειπείν,  ένταϊς προς 
έκτέλεσιν  και  κατά  τήν  έκτέλεσιν  τοΟ  ïpyov  ένεο- 
γείαις  των  Οά  έπετηρουν  οέ  και  ούτοι  τα  έκτελού- 
μενα  έ'ργα  έν  τοις  καθέκαστα,   δέν  Οά  περιωρίζοντο 
δηλ.  εις  τήν  πληρωμήν  τών  δαπανών  κατά  τάς  εκά- 
στοτε αποφάνσεις  του  άρχιτέκτονος,  άλλα  Οά  έσχη- 
μάτιζον  και  ούτοι  γνώμην  περί  τής  άκοιβοΟς  εκτε- 
λέσεως τών  έργων  κατά  τάς  συγγραφάς,  τής  συν- 
τάξεως τών  οποίων  και  αυτοί  μετέσ/ον.  Τοοτο  ενά- 
γεται και  έκ  τής  γνωστής  έκΑεβαοείας  επιγραφής 
(  Silloge  του  DiUenberger,    άρ.  353),  ένή  είρην 
•ται  τάδε  (στ.  51  κ.  έ)  '   «  δταν  δε  απόδειξη  (ό  έο- 
γώνης)  πάσας  (τας  στήλας)   είργασμένας  και  όρ- 
θάς  πάντη  και  τέλος  έχουσας  κατά  τήν  συγγρα- 
φήν  άρεοτως  τυϊς  raojzoïoïr,  (ούτως  έκαλουντο  έν 
Λεβαοεία  οί  έπιστάται)  και  τώ  άρχιτέκτονι,  λήψε- 
~ται  τήν  δευτέραν  δόσιν  »  . 

Εν  τη  έν  C.  Ι.  Α.  II,  άρ.  167,  επιγραφή  ανα- 
φέρεται έν  στ.  6  αρχιτέκτων  κεγει^κΐΓονημενος 
rrrò  τοϋ  δήμου  και  έν  στ.  34  και  1  17  άρχιζεκτο- 
rsç.  Επειδή  δε  οί  άρ/ιτέκτονες  ούτοι  δέν  δύναν- 
ται νά  εϊνε  οί  τήν  έκτέλεσιν  τών  Οια^ορων  έργων 
άναλαβόντες  εργολάβοι  (έργώναι),  διότι  έν  τη  αύτη 
•επιγραφή  γίνεται  ιδιαιτέρα  μνεία  τούτων  (ονομάζον- 
ται ούτοι  αισθωσάμενοι),  Ό  Köhler  εϊκασεν  ότι  άρ- 
jçizmtowç  καλούνται  οί  έπιστάται.  Τήν  είκασίαν 
ταύτην  του  Köhler  κρατύνουσι    τά  έν  τη  ημετέρα 


επιγραφή,    διότι  έ:  Οσων  είπομεν,    δηλοΟται  δτι  οί 
έπιστάται. οι  μετε/οντες  τή;  συντάξεως  της  συγγρα- 
φής και  οί  έξακριβόνοντες  προς  τούτοις   την  κατά 
ταυτην  έκτέλεσιν  τών  έργων,  δεν  θα  ήσαν  άμοιροι 
αρχιτεκτονικών  γνώσεων  δέν  ήτο  Βεβαίως  ανάγκη 
νά  εϊνε  ούτοι  αρχιτέκτονες  έξ  έπαγγί/  ματος,θά  έκέ- 
κτηντο  δμως  πάντως  εμπειρία/  τινά  περί  τ*-,/  οίκο- 
οομικήν    δια  τούτο  έδιίναντο  νά   χληθώσιν   έ/  τη 
μνημονευθείση  επιγραφή  αρχιτέκτονες.  'Εφαρμοζο- 
μένων τών   έν  τη   επιγραφή   ταύτη    έπί  τω/  ι,  τη 
προκειμένη   επιγραφή,  ο   μέν   Καλλικράτης   εινε   ό 
αρχιτέκτων  ή  κεχειροτοντ\ρ.  roc.  οπό  τον  άήμον, 
τά  οέ  τρία  μέλη  τής  βουλής  εινε  οί  αρχιτέκτονες 
Στ.    15-16.    Το   κενόν   το   μεταξύ   του   τέλους 
του  '?.')  στίχου    και   τής   αρχής   του    16  συνίσταται 
έκ    1  Ι   γραμμάτων.    Προς  συμπλήρωσιν  τούτου  Οά 
προέτεινέ  τις  τήν  φράσιν  έπψεΛεσθαι  ή   μάλλον 
έπιοτατεν  ή   tmrnauaai  κοινϊϊ  άλλ'  έν   ουδεμία 
τών  περιπτώσείυν  τούτων  πληροΟται  ακριβώς   το 
κενόν.  Φρονώ  Οτι  ασφαλέστατα    συμπληροΟταΐ  το 
κενόν  τούτο   διά  του  έπ[ιΛ>Ζχ;σαι  r£t  /3oi]ft,  διότι 
και  ή  έννοια  κάλλιστα  εύοδουται  και  ή  φράσις  αυτή 
έν  συγχρόνω  ιζιμτ.ου  έπιγραφικώ  κειμένω  άπαντα, 
έν  τω  ές    Ελευσϊνος   ψηφίσματι  τω  έν  C.  Ι.  Λ.  σ. 

59  άρ.  '27  '•.  'Εν  τω  ψηφίσματι   δηλ.  τούτω     στ. 

60  κ.  έ)  εί'ρηνται  τάδε:  «περί  δε  τδ  έλαιο  τϊς 
απαρχές  χσυγγράφσας  Λάμπον  Ιπιάειχσάτο  τϊι 
6o.Hi  έπί  τ::ς  ένατες  πρυτανείας  He  δε  βοΛε  ές  τον 
δζμον  έχσενεγκετο  έπάναγκες  » . 

Στ.  16  κ.έ.  Παραδόξως  μετά  το  καθότι  δέν  έπε- 
ται το:  αν.  θά  προετίμων  συμπληροοσιν:  καθότι 
άπ-ομ[ισθόσοσι:  άλλ'  έν  τοιαύτη  περιπτώσει  δύσκο- 
λον  εινε  νά  συμπληρωΟη  τό  Ολον  κενόν  το  εις  ει 
λήγον,  οιά  τούτο  προτείνω  συμπλήρωσιν  :  καθότι 
άπομ[ισθϊσαι  âv  avzoïç  δόχσ]ει:  άμφίβολον  μέν 
ένεκα  τής  ουχί  συνήθους  θέσεως  του  αν,  δι'  ης 
όμως  κάλλιστα  εύοδουται  ή  έννοια.  "Ως  ποος  δε  το 
έπόμενον  κείμενον  τής  επιγραφής  παρατηρώ  Οτι, 
επειδή  άπίΟανον  εινε  δτι  ή  βουλή  και  ουχί  ό  δήυιος 
άπεφασιζε   περί  υποθέσεων   τοσούτον    σπουδαίων  ', 

1  'Ü  G.  Busolt.év  Slaals  und  Rechtsaltertümer  ι  Klass.  Al- 
terthums  Wissenschaft  O-o  I.  w.  Müller)  ».  252,avaWd|x.tvot  ε•:; 
τήν  "Αθηναίων  Πολιτείαν  τοϋ  'Αριστοτέλους,  χε?.  49. λέγει  ότι  τ,  Βουλή 
έν  παλαιότεροι;  χρονοις  ε'νε  τό  διχαίωμ,α  τοϋ  έγχρίνειν  άρ/ιτεχτονιχα 
σχέδια  (παραδείγματα),  λέγει  δηλ.  τα  Ιξη-ς:  In  früherer  Zeit  halle, 
der  Rat  auch  über  die  Baupläne  (  παραδείγματα  ι  für  öffentliche 


191 


HEW    TOT   NAOV    ΤΙΙΣ    AI1TEPOY   ΝΙΚ1ΙΪ 


192 


£/.  του  μνημονευθέντος  ψηφίσματος  έξ  Ελευσίνας 
δομώιιενος     προτείνω    τήν    συμπλήρωσιν:     ròc  <?« 

-,,r:  ι  ,  ,  ,-:  ι  ■  âïuor  ;.'\•().•ι•:•;ν<;)•|  — ώημειω- 
τέον  δτι  ή  χναγνωσις  των  εκ  του  στ.  ι  /  σωζόμε- 
νων γραμμάτων  ΕΙΤΟί  είνε  βεβαία. 

Έκ  της  συμπληρώσεως  ταύτης  του  κειμένου 
ορμώμενοι  και  τα  έν  τοις  προηγούμενοι;  είρημένα 
άνακεφαλαιοϋντες  συνάγομεν  τα  έξης  -ορίσματα 
ώς  ποος  τήν  έν  Αθήναις  κατασκευήν  των  δημο- 
σίων έργων  κατά  τήν  Ε'  εκατονταετηρίδα. 

χ'  Προκείμενου  περί  κατασκευής  έργου  ουχί 
αξίου  λόγου,  μικράν  δαπάνην  απαιτούντος,  ο  δή- 
υιος  ώριζε  τον  αρχιτέκτονα  τον  μέλλοντα  να  σύν- 
ταξη τάς  συγγραφας  και  ανέθετε  τήν  φροντίοα  της 
εκμισθώσεως  και  εκτελέσεως  του  έργου  εις  τους 
-ω./ι,Γ.ίι;.  Τοϋτο  έγένετο  ώς  προς  τήν  κατασκευήν 
θυρωμάτων  τής  εισόδου  του  ίερου  της  Νίκης.  Αυτό 
τούτο  έγένετο  και  ώς  προς  το  άλλο  έν  τη  Ακρο- 
πολει  ευτελές  /.αί  τούτο  έργον,  δ  έξετέλεσεν  ό  Καλ- 
λικράτης  κατά  τήν  έν  σελ.  180  σημ.  3  έπιγραφην. 

Β')  Προκειμένου  περί  οικοδομήματος  άςίου  λο- 
γού καί  σχετικώς  πολυοαπάνου,  οίον  ήτο  ό  ναός 
της  Νίκη;  καί  δ  βωμός,  δ  δήμος  ώριζε  τον  αρχι- 
τέκτονα τον  μέλλοντα  να  σύνταξη  τάς  συγγραφάς 
(ούτος  συνέτασσεν  έν  πρώτοις,  εννοείται,  το  σχε- 
διον,το  καλούμενον  παράοειγμα,  έπί  τη  βάσει  τοΟ 
δποίου  συνετάσσοντο  αί  συγγραφαί),  συγχρόνους  οέ 
έξέλεγε  καί  τρεις  άνδρας  έκ  τής  βουλής,  τους  κα- 
λουμένους έπιστάτας,  οίτινες  έπεμελουντο  συν  τώ 
άρχιτέκτονι  τής  οικοδομής.  Έλαμβανον  οέ  ούτοι 
μέρος  εις  τήν  υπό  του  αρχιτέκτονας  σύνταςιν  των 
συγγραφών  καί  έςεμίσθονον  ακολούθως  το  ζρ^ον. 
Αλλά  τάς  περί  τούτοι  ενεργείας  καί  αποφάσεις 
εαυτών  ώφειλον  ούτοι  να  ύποβάλλωσι  προς  εγκρι- 
σιν  εις  τήν  βουλήν  καί  πιθανώς  οιά  ταύτης  εις  τον 

οήμον. 

■  Befjt  τής  επιγραφής   US'. 

Καθ'  6ν  νρόνον  εξεδόθη  το  ψήφισμα  Β',  ού  μό- 
νον εί-/εν  έκόοθή  το  ψήφισμα  Α',  αλλ  είχε  χαρα- 
νθη  τούτο  έπί  τής  στήλης  καί  είχεν  iop\j()y]  αύτη 

Arbeiten  àie  Entscheidung  zu  treffen,  späterhin  ging  diese 
Function  auf  die  Dikasterien  ti  her,  da  er  vielfach  nach  per- 
sönlicher  Gunsl    Beschlüsse  fasstë.  'Αλλ' ό  συγγραφεί»?  προφα- 

ν'.'»ς  παρενόησεν  η  μάλλον  παρεβλεψεν,  ο  αναφέρει  /ωρίον  τοΰ  'Αρι- 
στοτέλους, διότι  ό  Αριστοτέλης  ομιλεί  περί  παραδειγμάτων  προς 
κατασκευήν   του  πέπλου   της  'Αθηνάς,  λέγει   δηλ.  τάδε:    «εχρινεν  δέ 


έπί  τής  'Ακροπόλεως,  διότι  έν  στ.  7  του  ψηφίσμα- 
τος li'  μνημονεύεται  ή  ιπή.Ιη  αύτη,  (ή  στήλη  δηλ 
ή  νυν  ευρεθείσα,  ήτις  τότε   έφερε   μόνον  το  ψήφι- 
σμα Α').  "Οτι  οέ  το  ψήφισμα  Β'   είνε  υστερώτερον 
του  ψηφίσματος  Α'  δείκνυται  καί  έκ  τοΰ  σχήματος 
τοΟ  Σ,    όπερ   έχει  ουχί  τρεις   αλλά  τεσσάρας  κε- 
ραίας.  'Εξεδόθη   άρα  το  ψήφισμα  τούτο    μετά  το 
446  π    Χ.  Τήν  χρονολογίαν   αύτου   δυνάμεθα  έπί 
ιλαλλον  να  προσδιορίσωμεν   διά  του  έν  στ.  4  μνη- 
μονευομένου Καλλίου.  Ό  Καλλίας  δηλ.  ούτος,  δ 
ειπών  το  προκείμενον  ψήφισμα,  είνε   κατά   πασαν 
πιθανότητα  δ  αυτός  Καλλίας,  δ   ειπών  το   έν  ετει 
435    εκδοθέν    γνωστόν    ψήφισμα   περί  άποαόΰεως 
τών  όφειΛομένων  χρημάτων  τοις  θεοΐς,  το  έν  C. 
1.  Α.  Ι,  32,  καί  τα  έπί  Άψεύδους  άρχοντος  (433 
π.  Χ)  ψηφίσματα  περί  συμμαχίας  τών  Αθηναίων 
προς  τους  Ρηγίνους    καί   τους  Αεοντίνους ,    τα  έν 
C.  Ι.  Α.  IV,   σ.  13  αρ.  32   καί  33a  1.    Δυνάμεθα 
άρα    να  είκάσωμεν    ότι  περί  τούτους  τους  χρόνους 
καί  ίσως  ετι  άρχαιότερον,    (έν  τοις  αμέσως    δηλ 
μετά  το  446   χρόνοις,   δτε   έπερατώθη  ή  οικοδομή 
του   ναού     τής  Νίκης    καί  έγκατεστάθη    ή    ιέρεια) 
εξεδόθη  το  προκείμενον   ψήφισμα  προς  τον  σκοπον 
δπως    λεπτομερέστερον   καθορισθώσι  τα  έν  τω  ψη- 
φίσματι  Α'περίτής  αμοιβής  καί  τών  ίερωσύνων  τής 
ιιρίίχζ,    ώς  είπομεν    έν  σελ.    179.    Παρατηρητέον 
δμως    ότι  τούτο    δεν  έχαράχθη  τότε,    ευθύς    μετά 
τήν  έκδοσιν  αύτου,  έπί  τής  στήλης  τής  νυν  ευρε- 
θείσης,  άλλα   μετά  παρέλευση/  πολλών  ετών,    εν 
τοις  χρόνοις  τοις  μετά  τήν  έν  ετει  403  επίσημο  ν 
έν  'Αθήναις    είσαγωγήν  του    ιωνικού    αλφαβήτου. 
Τούτο  δηλουται  έκ  τών  έςής  : 

Arcò  του  Ι  μέχρι  τής  αρχής  του  6  στίχου, μέ- 
χρι δηλ.  τής  λέξεως  Νίκες,  ή  επιγραφή  είνε  γε- 
νραααένη  έν  τώ  άττικώ  άλοαβήτω,  το  λοιπόν  οέ 
υ.έοος  έν  τω  ίωνικώ  άλφαβήτω.  Γίνεται  έν  τούτω 
καθολική  χρήσις  του  Ω  καί  Η,  εκλείποντας  καθ 
ολοκληρίαν  του  δασέας  Η.  καί  τα  γ  καί  λ  εχουσι 
το  σχήμα  Γ  καί  Λ'  μόνον  οέ  τό  Ο  τίθεται  άντι 
του  ΟΥ,  αλλ'  ή  γραφή  αύτη  ήτο  έν  χρήσει,  ώς 
γνωστόν,  καί   μετά  τό  403.    Προς    έξήγησιν    του 

»  ποτέ  χα'ι  τά  παραδείγματα  τά  εις  τόν  πέπλον  ή  βουλή",  νϋν  δέ  τό 
»  δικαστη'ριον  τό  λα/όν  έδόκουν  γαρ  ούτοι  καταν_αρίζεσθαι  την 
ι»  χρίσιν  ι» . 

1    ΙΙεοί  του   Καλλίου  τούτου   ίδε   πραγματείαν   τοΰ  G.  Busolt   εν 
τω  Philologue,  1891,  α   96. 


19U 


EP]   TOT  NAOT   ΤΠΣ   ΑΠΤΕΡΟΤ   ΝΙΚΗΣ 


Ι'.ΐ'ι 


παραδόξου  τούτου  φαινομένου  παρατηρητέον  δτι 
μετά  την  λ.  Νίκβς  δ  χαράκτης  αντί  Π  έχάραξε 
κατά  λάθος  Α,  είτα  έπειράΟη  νά  διόρθωση  το  λά- 
θος του,  να  χαράξη  δηλ.  Ρ,  άλλα  μη  κατορθώ- 
σας  τούτο, άπέξεσε  τον  λίΟον  και  άφήκε  τον  χώρον 
κενόν  μετά  το  κενόν  τοΟτο  άρχεται  ή  συνέχεια  της 
Επιγραφής  [πεντήκοντα  <V".\'i"":  /-Τλ•  )'  άλλα  τά 
γράμματα  εΐνε  πλέον  κατά  τι  μικρότερα, οοτε  συμ- 
πί-τουσιν  ακριβώς  υπό  τα  γράμματα  τω/  προη- 
γουμένων στίχων,  άλλ  ή  στοιχηδον  διαταςις  απο- 
κλίνει κατά  τι  προς  τά  δεξιά.  Έκ  τούτου  δυνάμεθα 
νά  είκάσωμεν  ό'τι  μετά  το  γενόμενον  έν  τω  λίΟω 
λάθος,  άλλος  χαράκτης  έχάραξε  το  λοιπόν  μέρος 
της  επιγραφής. 

Φαίνεται  άρα  ότι  το  προκείμενον  ψήφισμα  ή 
δέν  ειχεν  αναγραφή  καθ'  όλου  έπί  λίθου  και  άνε- 
γράφη  το  πρώτον  έν  τη  προκειμένη  στήλη  μετά 
το  403,  ή  άναγραφέν  εν  τινι  λίΟω  ,  φθαρέντι  ή 
εις  άλλην  τινά  χρήσιν  χρησιμεύσαντι ,  μετε- 
γράφη  έν  τη  στήλη  μετά  το  ρηθέν  έτος  .  Εγε- 
νετο  δέ  ή  εργασία  υπό  δύο  λιθοξόων"  και  δ  μεν  πρώ- 
τος έν  άραξε  το  έαυτοΰ  μέρος  έν  τω  άλφαβήτψ,  έν 
ώ  ήτο  γεγραμμενον  το  τζρωτοτυ-πον,  ο  οε  οευτε- 
ρος,  είθισμένος  να  γράφη  έν  τω  τότε  έν  καθολική 
πλέον  χρήσει  Ίωνικώ  άλφαβήτψ,  έχάραςε  το  λοι- 
πόν του  ψηφίσματος  μέρος  έν  τω  ίωνικώ  άλφα- 
φήτω.  Ούτω  δυναμαι  νά  εξηγήσω  το  παράδοξον 
τοΟτο  φαινόμενον. 

Στ.  2.  Νεοκ.ΐείδης  γραμματεύς  άπαντα  και  έν 
τή  έν  C.  Ι.  Α.  IV,  σ.  20  άρ.  71,  τη  έκ  των  χρό- 
νων τών  μεταξύ  Όλυμπ.  90,1-01,4  (420-417) 
προερχομένη"  αλλ'  εννοείται  ότι  δεν  έ'χομεν  λόγον 
τινά  όπως  ταυτίσωμεν  τούτον  προς  τον  της  προ- 
κειμένης επιγραφής. 

Στ.  8-10.  Οί  κωλακρέται,  οί'τινες,  ώς  φαίνε- 
ται, ήσαν  κατά  τήν  Ε',  εκατονταετηρίδα  οί  προϊ- 
στάμενοι του  δημοσίου  ταμείου,  εμελλον  νά  πλη- 
ρόνωσι  τή  ίερεία  τόν  έκ  πεντήκοντα  δραχμών  μι- 
σθόν  της  κατά  τον   μήνα  Ποοειδεωνα  ή  Πυανε- 


ψυωνα  (ούτω  συμπληρωτέον  το  μεταξύ  του  9  και 
10  στίχου  κενόν,  διότι  το  πρώτον  γράμμα  του  κε- 
νοΟ  ήτο  ίσως  Π,  ώς  δύναται  τις  νά  είκάση  έκ  μι- 
κρού τίνος  ίχνους  σωζόμενου  έν  τω  λίθψ  .  Φαί- 
νεται δέ  έκ  τούτων  ότι  ή  αμοιβή  της  ίερείας  ήτο 
ενιαυσία. 

Ρήμα  κωίακρατεω  άπαντα  και  έν  επιγραφή  έκ 
Κυζίκου  C.  I.  G.  αρ.  3660  .—  Ώς  προς  δέ  τήν 
φράσιν:  οι  αν  χωΛακρετωΟΐ  τον  âeïva  μηπ  c  πρβ. 
τα  έν  τψ  ψηφίσματι  τψ  έν  C.  Ι.  Α.  IV,  σ.  15  &ρ. 
51,  «τός  τε  στρατεγό  ;  οί  ΐν  εκάστοτε  ά  ρχοντες 
τυγχάνοσιν  -  -  καί  το;  άρ/  οντ  ας  το;  Αθήναιον 
οί  ΐν  έκ|  άστοτε  άρχοσι»  κ  ά.  1  ούς  /.<»/  ακρίτας,  ώς 
γνωστόν,  αντικατέστησαν  σύν  τω  /ρόνω  oi  ύπό  του 
Κλεισθένους  ίδρυθέντες  οέκα  Αποδέκται,  οί'τινες 
ληγούσης  της  Ε  .  εκατονταετή  ρ  ίδος  και  έπεκράτη- 
σαν  καθ  ολοκληρίαν,  εκλιπόντων  έκτοτε  των  κω- 
λακρετών. 

Στ.  11.  Επειδή  το  πρώτον  σωζόμενον  έν  τω 
στίχω  τούτω  γράμμα  θα  ήτο  Ι ,  ώς  φαίνεται  έκ 
των  έν  τω  λίθψ  σωζόμενων  λειψάνων  αύτου,  συμ- 
πληρώ  το  μεταξύ  τών  στ.  1"  και  Ι  1  κενόν  δια 
τών:  τήι  ιερ\ίαι,  γΓ/ο  Αθιμ-π  ίας'  άλλως  θα  προε- 
τίυ-ων  τήν  συμπλήρωσιν:  rT/t  ιερ[ειαι  τΓ/<:  ΑΘύ\- 
r\aaç,  οιί-'.  έν  στ.  ί)  άπαντα  ό  τύτ:ος  Αθηνάα 
και  ού/ì  ό  άρ/αιότερος  τύπος  'Αθηναία.  Και  vai 
μεν  οιά  του  τελευταίου  τούτου  τύπου  συνεπλή- 
ρωσα  καί  το  κενόν  του  στ.  2  τής  επιγραφής  Α  , 
άλλ'  ή  επιγραφή  εκείνη  εΐνε  αρχαιότερα  της  περί 
ης  νυν  ό  λόγος  επιγραφής  Β'.  Άλλ'  άφ  ου,ώς  εί- 
πον,  τα  ϊ/νη  του  Ι  εΐνε  προφανή,  δέον  νά  δεχθώμεν 
δτι  έν  τή  επιγραφή  ταύτη  έγένετο  χρήσις  και  τών 
δύο  τύπων. 

Έν  τω  έλλείποντι  κάτω  μέρει  τής  επιγραφής 
θα  καΟωρίζοντο  λεπτομερώς  τά  άφρρώντα  τα  ίε- 
ρώσυνα  τής  ίερείας  καί  προς  τούτοι;  τά  καθήκοντα 
αυτής,  ώς  είπον  έν  σελ.  1  ιό. 


ΆΟτίνησι,  'il  Νοεμβρίου  1897 


Π.  Καββαδίας 


1  Πίρίεργος  εΐνε  ή  συμπτωσις  δτι  χαί  το  άλλο  μνημονευθώ  ψή- 
φισμα το  Οπό  του  Καλλίου  ρηθέν  έν  έ'τει  435,  το  -ερί  αποδόσεως 
τών    οφειλομένων    /ρημάτων    τοΐ{    θεοί«,  δέν  άνεγράφη  itti  του  λίθου 

ΚΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ     1897 


εύθ^;  μετά  τήν  εχδοσιν  αϋτοϋ,  άλλα  μετά  δεχαπενταετίαν,  -ερ!  το 
420  (Γδε  Kirchlioiï  έν  ταΐ;  Abliandl.  d.  Beri.  Akad.  1876  σ. 
21  χ.  έ.  ). 

13 


Σ  Τ  M  M  Ι  Κ  Τ  A 


ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ  ΕΠΙΓΡΑΦΗ  ΕΚ  ΧΑΑΚΙΔΟΣ 


;πίν.  12) 


Προς  ανατολάς  της  πόλεως  Χαλκίδος,  εις  άπό- 
ττασιν  τετάρτου  της  ώρας  περίπου,  κατά  τήν  θέ- 
σιν  Τρυπά,  ευρέθη  κατά  Τούλιον  του  έτους  τού- 
-ου  τ,  έν  τώ  φωτοτυπικώ  πίνακα  12  εικονιζόμενη 
αγωνιστική  επιγραφή, ήτις  έκομίσθη  ήδη  εις  Αθή- 
νας και  κατετέθη  έν  τω  Έθνικω  Μουσείω.  Κατά 
το  αυτό  αέρος  ευρέθησαν  πρό  τίνων  ετών  τρεις 
κορμοί  αγαλμάτων,  κείμενοι  νυν  έν  τη  Συλλογή 
Χαλκίδος,  και  άπεκαλύφθησαν  καί  θεμέλια  μεγά- 
λου οικοδομήματος. 

Ή  πλαζ  ε/ει  υψος  0.80,  μήκος  1.69,  πάχος 
0.13.  Έπί  της  άνω  επιφανείας  κατά  το  όπισθεν 
αέρος  υπάρ/ουσι  δύο  τόρμοι  οίτινες  έχρησίμευον 
προς  σύνοεσιν  του  λίθου. 

Της  επιγραφής  ταύτης  ,  προ  της  εις  Αθήνας 
μεταφοράς  του  λίθου,  επεμψεν  άντίγραφον  εις  τήν 
Γενικήν  Εφορείαν  6  της  έν  Χαλκίδι  Συλλογής 
έπιμελούμενος  φιλότιμος  καθηγητής  κ.  Ιωάννης 
Μάτσας. 

Το  άντίγραφον  τοΟτο,  δπερ  έκ  της  γενομένης  έν- 
ταοθα  παραβολής  προς  τον  λίθον  έφάνη  έν  γένει 
ακριβώς  ε/ον,δημοσιεύομεν  ενταύθα  έν  μεταγραφή 
διορθώσαντες  μόνον  τα  έν  τω  α'  στίχω  δι  ους  λό- 
γους έκθέτομεν  κατωτέρω. 

Έλά[ξευ]ε  μό[ν]οςΤιμα[ρ]χίδ[ης  Λ//ί'///]υσιστράτο[υ] 

Δημήτριος  "Ανδρομάχου  επιμελητής 
γενόμενος  του  γυμνασίου  αθλα  προέ- 
θηκεν  έν  τώι  άγώνι  των  Ηρακλείων 
καί  ένίκων  οίο  [ε]: 


πάνπιχιδας 

δόλιχον 

1    Γλαυκίας 
Γλαυκίου. 


στάδιον 

2      Κλέων 
Χαριλε'ου 

■λ• 
Χαλκιδεύς. 


δίαι/λον 

3     Άλεξίυ.αχος 
Θεοζενίδου 
Χαλκιδεύς. 

πυγιιην 

5    Άρτεαίδωρος 
Νικίου 
Άντιοχεύς. 

παιοΤίας  δόλιχον 

7      Ιίοσειδώνιος 

Ξενοκράτου 
Χαλκιδεύς. 

δίαυλον 

9  Παράτονος 
Ξενοκρχτου 
Χχλκιδεύς. 

πυγμίχν 

1 1      Λεύκιος 

Καστρίκιος 

Λευκίου 

Ρωυ.αίος. 

έφηβων 

δόλι^ον 

1 3  Άγέλαος 
Φίλωνος 
Χαλκιδεύς 

δίαυλον 

15  'Ηρόφιλος 
Ζωίππου 
Χαλκιδεύς. 


πα 


λην 


17     Πόπλιος 

Ώράριος  Δε'κριου 
Ρωμαίος. 


πάλην 

4      Ζώπυρος 
Θεοφάνου 
Άντιοχεύς. 

πανκράτιον 

6  Λεωνίδης 
Άρ/ελάου 
Χαλκιδεύς. 


Οτάδιον 

8     Βρόαιος 

Παραι/.ονου 
Χαλκιδεύς. 

πάλην 

10     Θεοκλτις 

Άρτιου 
Χαλκιδεύς. 

πανκράτιον 

12     Θεοκλης 
Παυτανίου 
Χαλκιδεύς. 


στάδιον 

14     Τιυναρ/ίδης 

Λυτιστράτου 
Χαλκιδεύς. 

ϊππιον 

16    'Απολλόδωρος 
Πυρρού 
Χαλκιδεύς. 

πυγηην 

18     Διονύσιος 
Παρχμόνου 
Χαλκιδεύς. 


197 


ΕΥΜΜΙΚΤΑ 


198 


πανκράηον 

1 9  Ευκριτος 
ΙΙυρρί^ου 

Χαλκιδεύς. 

αγένειους 

στάδιον 

20  Άσκληπιάδϊΐς 

Εΰνίΐροί 
Χαλκιδεύς. 


πα 


λην 


22    Άρνίας 
Άρτιου 
Χαλκιδεύς. 


πανχράτιον 

24  Άρτεαίδωρος 

Παυσανίου 
Χαλκιδεΰς. 

αίνδοας 

δόλι^ον 

25  Περιλλος 
Μνηιιμάνου 
Χαλκιδεύς. 

δίαυλον 

27     Μένανδρος 
Μνησιΐλάχου 
Χαλκιδεΰς. 


29 


πάλη  ν 

Καλλικράτης 

Άμύντου 

Χαλκιδεύς. 


πανκρατιον 

31  Έρ(/.άφιλος 
Έριχαφίλου 
Χαλκιδεύς. 


πένταθλον 

2 1     ΦΛίνος 

Διονυσίου. 


23 


πυγμην 

Μάαρκος   Έρε'ννιος 

Μαάρκου 
Ρωμαίος 

και 
Νίκανδρος 
Κλεογένου 
Χαλκιδεύς. 


στάδιον 

26     Αυλός 

Κορνήλιος 

Αΰλου 
Ρωμαίος. 

πένταθλον 

28     Μοσχίων 

Έρυ.αφίλου 
Χαλκιδεύς. 

πνγμίιν 

30      Ειρηναίος  'Αλεξάνδρου 
Άντιονευς 

και 
Φιλόνικος 
Λεωνίδου 
Χαλκιδεύς. 


3? 


κνΟρκς 

όπλίτην 

Ι  Ιόπλιος 

Κοίγκτιος 
Τίτου 

Ι  ''"'/.αϊος. 


ΐππωι 

Olili 

33    'Avopópiayo; 
Δημητρίου 
Χαλχιοεύς. 


Σημειωτέον  δτι  ή  επιγραφή  α6τη   έδημοσιευθη 

ηδη    έν  τη    ΛΙ)ιμ•ι7    ίιπο  του  γυμνασιάρχου    /.    Γ. 

Παπαβασιλείου  οι'  επιγραφικών  στοινείων"    τούτο 

ι»!  /. 

όμως  δέν  καθιστή  άσκοπον  τήν  γινομένην  ένταΟθα 
φωτοτυπικήν  οημοσίευσιν  τοΟ  αξιόλογου  τούτου 
επιγραφικού  μνημείου. 

II  έν  τη  μεταγραφή  άρίθμησις  δηλοΐ  του  αριθμόν 
των  στεφάνων,  οίτινες  είνε  έν  8λω  •5•>. 

Ì  πέρ  τους  στεφάνους  είνε  άναγεγραμμένα  τα 
ονόματα  έκαστου  αγώνος,  εντός  ο  αυτών  τ?,  ο  /ο 
ματατών  νικητών.  Είνε  δέ  άναγεγραμμένοι  οί  αγώ- 
νες καθ  ην  έτελέσθησαν  τάςιν  και  κατά  τκς  ηλι- 
κίας τών  άγωνισαμένων  αθλητών,  at  είνε  πέντε: 
«α.ΐϊΐες  πάΐί.π'κιΐϊες,  π-χίΐίες,  έφηβοι,  αγένειοι, 
άνΤϊοες.  Οί  τελεσθέντες  αγώνες  είνε  συλλήβδην  οί 
έξης:  &L?tyjoç  ffratfior,  âiav.loç,  πάΛη,  πνγυ,ή, 
ττανκράτοον,  ί'ττπιος,  πένταθΛον,  οτζΛίτης,  ϊππω 
αίανίος. 

Εκ  της  αντιθέσεως  προς  τον  αμέσως  έπόμενον 
αγώνα  απαΐάες»,  προκύπτει,  κατ  έμήν  γνώμην, 
δτι  ò  άγων  «jrat^eç  JtatiTtaideçt)  οηλοΐ  ojy't  αγώνα 
έκ  πάσης  ηλικίας  παίοων,  άλλ  αγώνα  όλως  διόλου 
παίδων, παίδων  δηλ.  της  κατωτάτης  ηλικίας.  Λΰτο 
τούτο  φρονώ  βτι  σημαίνει  ή  λ.  Jtaujtaiâeç  καί  έν 
τη  έν  Bull,  de  corr.  hellen.  1885,  σ.  441,  επι- 
γραφή. Κατά  τα  έν  τη  προκειμένη  έπιγραφΐ  οί  παΤ- 

i  Ι  ι     ι!  μ         Ι  Ι  ti  Ι  Ι  ι    il 

δες  διαιρούνται  εις  κατωτέρας  ηλικίας, .τι/μ.ται&ις, 
καί  ανωτέρας,  .-ratôaç.    Oi  ëg>r\6oi  και  οί  αγένειου 

δεν  ά'νήκουσιν  εις  τους  πάΐδαο.,  οϋτε  εις  τους  âr- 
άρας,  άλλ'  άποτελουσιν  αυτοτελείς  διακεκριμένα^ 
ηλικίας. 

Ώς  προς  τον  α',  στίχον  της  επιγραφής  τον  έπί 
τοΟ  περιθωρίου  του  λίθου  οίονεί  παρέργως  κε/α- 
ραγμένον,  σημειωτέον  ό'τι  έν  μεν  τη  Άθίγτφ  έδη- 
μοσιεύθη  ούτως:  Έ[χάραζ]ε  μ[όνο]ς  Τιμαρ  "/ίδης 
Λυ]σιστράτου,  έν  δέ  τω  αντιγράφω  τοΟ  κ.  Μάτσα 
είχεν  οΰτω  :  Ε[γραψ]ε  μόνος  Τιμαρ•/ί[δης  Διονυ]σι- 


199 


ΣΤΜΜΙΚΤΑ 


200 


στρατού.  Άλλα  κατά  τα  σωζόμενα  έν  τω  λίθω 
ίχνη  τοΟ  μετά  το  Ε  γράμματος,  το  γράμμα  τοοτο 
ού  μόνον  δεν  είνε  δυνατόν  να  είνε  Γ  αλλ  ουοι  Χ. 
Βεβαίως  τούτο  είνε  Λ.  Μετά  δε  το  Λ  μέχρι  του  Ε 
υπάρχει  κενόν,  έν  ω  χωροΟσι  τρία  μέν  γράμματα 
άνέτως,  τέσσαρα  δέ  ολίγον  τι  συμπεπυκνωμενα. 
ϊών  γραμμάτων  δε  τούτων  τα  τελευταϊον  έούνατο 
να  είνε  Γ  ή  Υ  ουχί  δέ  Ξ,  ώς  πείθεται  τις  επιστα- 
μένως εξετάζων  τον  λίΟον.  Σημειωτέον  οέ  -ρος 
τούτοις  ότι  προ  του  πρώτου  σο/ζομένου  έν  τω  λίθω 
γράμματος  Ε  ουδέν  άλλο  γράμμα  ύπήρχεν.  Άνα- 
γνωστέον  άρα  'Ei[a£ei>]e. — Ώς  τρος  δέ  τήν  λ. 
μό[ν]ος  παρατηρητέον  ότι  και  των  ούο  Ο  σώζον- 
ται ίχνη  έν  τω  λίθω,  έσώζετο  οέ  κατά  τήν  άνακά- 
λυψιν  του  λίθου  και  το  Ν ,  ώς  οηλουται  έκ  του 
άντρ'οάφου  του  κ.  Μάτσα  καί  έξ  αύτοΰ  του  λίθου, 
προσοάτως  φθαρέντος,  βεβαιουται'  ή  άνάγνωσις 
άρα  t*ó[r]oc  είνε  βεβαία. —  Του  ονόματος  ΤΊμαρ- 
χίδ[ης  έλλείπουσι  μόνον  τα  ούο  τελευταία  γράμ- 
ματα" των  δυο  προηγουμένων  σώζονται  ίκανα  ίχνη 
έντώ  λίθω. — 'ίΐς  προς  δέ  το  έπόμενον  όνομα  παρα- 
τηοητέον  ότι  σώζονται  ίχνη  του  Υ'  προ  τούτου  οέ 
μέχρι  του  Σ  της  λ.  Τιμαρχίδης  υπήρχε  γώρος  οιά 
τρία  εισέτι  γράμματα  ή  καί  δια  τέσσαρα  ίσως,  αν 
εν  τούτων  ήτο  Ι,  ώστε  άναγνωστέον  Τιμαρχίο[ης 
.  .  .Ιυσιστράτου.  Δέν  δικαιολογείται  άρα  ή  συμ- 
πλήρο^σις  Α]υσιστράτου,  έκτος  αν  οεχ_0ώμεν  ότι 
μεταξύ  των  δύο  ονομάτων  κατελείπετο  κενός  χώ- 
ρος δύο  τουλάχιστον  γραμμάτων,  όπερ  οέν  είνε 
εύλογον.  Έν  τοιαύτη  περιπτώσει  προτιμητέα  είνε 
συμπλήρωσις  Να  ]  ν  (nerica  τον. 

Κατά  τά  είρημένα  ή  ορθή  και  ώς  προς  τήν  πρώ- 
την  λέςΊν  ή  μάλλον  πιθανή  άνάγνωσις  του  στίχου 
τούτου  είνε  αύτη  : 

Έλ[άξευ]ε  μό[ν]ος  Τιμαρχίδ[ης/'//Ί]υσιστράτου. 

Δεκτής  γενομένης  τής  αναγνώσεως  και  συμπλη- 
ρώσεως έ2[άζεν]ε,  εύνόητον  είνε  ό'τι  ò  προκείμενος 
στίχος,  ό  παρέργως  ώς  είπομεν  γεγραμμένος,  είνε 
η  υπογραφή  του  τεχνιτου,  η  υπογραφή  οηλ.  του 
λιθοξόου  Τιμαρ/ίδου  τοΰ  γλύψαντος  τον  λίθον  καί 
χαράξαντος  προς  τούτοις  καί  τήν  έπιγραφήν,  Οστις 
άποΟαυμάζων,  ώς  φαίνεται,  το  έαυτου  έργον,  έγρα- 
ψεν  ό'τι  μόνος  έξετέλεσεν  αυτό, άνευ  συνεργάτου.— 
Άλλα  καί  αν  έδικαιολογεϊτο  ή  άνάγνωσις  Τιμαρχί- 
δ[ης  Λ]υσιστράτου,  καί  αν  κατ   άκολουθίαν  τούτου 

-Μ»-4- 


ήτο  δυνατόν  να  ταυτισθή  Ό  Τιμαρχίοης  ούτος  ιζρος 
τον  έντφ  ύπ'  άρ.  14  στεφάνωΤιμαρχ_ίδην  Αυσιστρά- 
του  Χαλκιδέα,εδει  νά  δεχθώμεν  ότι  ό  στα.οιοορόμος 
ούτος  ήτο  και  λιθοξόος  καί  ώς  τοιούτος  το  επάγγελμα 
έλά.ξευσε  το  ■προ-Λΐίυ.ζνον  μνημεϊον.  Τήν  προς  κατα- 
σκευήν και  άνίδρυσιν  τοο  μνημείου  Οαπάνην  κατέ- 
βαλε πάντως  ό  άγωνοθέτης Δημήτριος  Ανόρομάχου. 

Τέλος  σημειωτέον  ότι  κατά  τάς  πληροφορίας 
τοο  αύτοΰ  κ.  Μάτσα  πλησίον  τοϋ  γώρου  έν  ω  ευ- 
ρέθη ή  προκειμένη  επιγραφή  οιακρίνονται  έπί  τοο 
βράχου  λελαξευμέναι  οκτώ  σειραι  έοωλίων.  Φαί- 
νεται άρα  ότι  εκεί  είνε  το  στάοιον  τής  πόλεως,  έν 
ω  έτελέσΟησαν  οί  έν  τη  προκειμένη  επιγραφή  αγώνες. 

Ή  έν  Χαλκίδι  ι'δρυσις  των  Ήρακίείων,  καθ  ην 
άγωνιστικήν  ίορτ^  έτελέσΟησαν  οί  περί  ων  ό  λόγος 
αγώνες,  φαίνεται  ότι  ήτο  επακόλουθη  μα  τής  ύπό 
τών  Χαλκιδέων  καθιερώσεως  γυμνασίου  Τίτω  τω 
Φλαμινίνω,τώ  εαυτών  σωτήρι,καί  Ήρακλεΐ  [ΠΛον- 
tapyoç  έν  β.  Τίτου,  16).  Τότε  δηλ.  συν  τη  καθιε- 
ρώσει του  γυμνασίουθά  ίδρύθησαν  καί  τά  Ηράκλεια. 


Έν 


τω  στεΦανω  υπ   αρ 


32 


αναγράφεται  ως  νι- 


κητής ρωμαίος  άνήρΠόπλιος  Κοίγκτιος  ΤίτουΈίνε 

περίεργον  τούτο'  άνήρ  ούτω  ονομαζόμενος  ου- 
νατόν  να  άνήκη  τη  οικογένεια  του  σωτήρος  τών 
Χαλκιδέων  Τίτου  Κοϊντίου  Φλαμινίνου, δυνατόν  να 

II.  Κβλ. 


εινε  υιο: 


:ουτου. 


ΠΡΟΣΘΗΚΗ 

Όμιλών  ανωτέρω  σ.  119  περί  τής  προελεύσεως 
του  τύπου  του  ξίφους  πίν.  8  άρ.  3  καί  τών  συγγενών 
αύτώδένένεθυμούμην,ότιήδη  òS.  Rei  nach,  Mirage 
oriental  σ.  37,  είχε  κρίνει  ομοίως  περί  του  ζητήμα- 
τος τούτου  ο\τΐογ.ρούων  τήν  περί  αιγυπτιακής  κατα- 
γωγήςγνώμην  του  Undset,  συμπληρών  δέ  νυν  τήν 
ελλειψινέκείνην  παραθέτω  τήν  οίκείαν  περικοπήν  έκ 
τής  διατριβής  του  Reinach:  Undset  s'est  fondé  sur 
trois  ou  quatre  épées  de  bronze,  de  provenance 
égyptienne  douteuse,  conservées  à  Rerun,  à  Lon- 
dres et  à  Saint-  Germain.  Mais  ces  trois  épées,  à 
supposer  qu'elles  aient  vraiment  été  trouvées  en 
Egypte,  ne  peuvent  y  avoir  été  introduites  que  par 
les  premiers  colons  égéens  ;  leur  analogie  avec  les 
types  mycéniens  ne  le  démontre  pas  moins  que  la 
dissemblance  très  sensible  qui  existe  entre  elles  et 
les  poignards  de  fabrication  égyptienne.     X.  T. 


■*~t~ 


Εξεδόθη   tij   15   Δεκεμβρίου    1897 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ       ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ        1897. 


--- 


ΚΟΓΧΑΙ     ΕΝ    ΤΩι   ΒΡΑΧΩι 


ΝΚΧΔεχίΓΡ 


ΤΟΜΗ     ν,  ν. 


ΠΙΝΑΞ    1. 


ΤΟΜΗ    Γ  Γ. 


ΤΟΜΗ    5,  δ. 


1/200 


ΤΟΜΗ     0,0. 

J«Jß 

'/200 

ur    beule 


ΑΝΑΣΚΑΦΑΙ     ΠΕΡΙ    ΤΗΝ   ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ 


ΣΠΗΛΑΙΑ  ΤΟΥ  ΑΠΟΑΛΩΝΟΣ  ΚΑΙ    ΤΟΥ    ΠΑΝΟΣ. 
ΚΛΙΜΑΚΕΣ    ΕΝ  ΤΩι  ΒΡΑΧΩι,  ΥΠΟΓΕΙΟΙ   ΔΙΟΔΟΣ. 


ΛΙ0.     Κ.    ΓΡΟΥΝΛΜΑΝ        ΛΟΗΝΑ! 


Εφημι  pie  Αρχαιολογική  1897 


Ill.NAZ    2 


ζ 


m*  - 


σπήλαια   του   Απόλλωνος   και   του   ρανος 


w 
ο 
ζ 
< 

L. 

> 
Ο 

h 

ζ 
Ο 

< 

< 
Χ 
C. 
W 


ο 

ζ 

G 
< 
< 

Ο 

C 

< 

> 
ο 

Ι- 


Ο 

< 

< 

Ι 
C 
ΙλΙ 


ο 

Ύ. 

G 
< 
< 

Ο 

e. 
< 

> 
ο 

h 

> 
Ο 

< 
< 

ι 

W 

>- 

o 

h 

LU 

< 

■θ- 
< 

Q. 

L 

C 

LU 


Εφημέριε  Λρχλιολοπκιι  1897 


Ninas  5 


ΑΜΦΟΡΕΥΣ     ΡΥΘΜΟΥ     ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


Εψημπριε  Αρχαιολογική  1897 


ΑΜφΟΡΕΥΣ     ΡΥ 


ΙΙΐΝΛΞ    6 


ΠΡΩΤΑΤΤΙΚΟΥ 


Imprimerie  Eugène  Mauler 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ     ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ   1897 


ΠΙΝΑ3  7. 


******* 


:î•. 


V  '      f 


■  Β 

ι  ■ 


•ij.<r»Tiï;. 


etc 


4 


;<> 


M 


X. 


f 


3  <_!. 


i: 


if 


<2ä6~j«»~-. 


1 1 


I 


;:.  V  i 


~-j  '■    ,    . .  ■ 


MHTPAI     ΚΑΙ     ΞΙΦΗ     ΕΚ    ΜΥΚΗΝΛΙΜ 


ΕΦΗΜΕΡΙΣ    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ    1897 


ΠΙΝΑΖ   3 


2. 


5. 


ΞΙΦΗ      ΕΚ     ΜΥΚΗΝΩΝ 


s. 


Ν 


â 


< 

Q. 

h 

LU 
Q. 

m 

IH 

ω 


ο 

Q- 

H 

X 

ζ 
e 

UJ 


Εφημέριε  Αρχαιολογική  1897 


IIlNAS    11 


f  ΑΓ• 


f.  ü  5  £ 


iCMJ; 


^ 


• 


e 


ΜΗ  Ι  E  Ρ  E  AN  Ρ 


i' 


Ili  E  ΡΕΑ/' H        ? 

Α'^ΊΙΛΙ  ΜΊίΑρΛ 
A;j  -Κ    J  ΊΟ  ji  j   L  PO|U,Vj.  •    l      /. 

iM'AU  JKpATt  ί^ΥΛΛΡΛ*^] 

göx/vi  Ι^^ΡΟΙΕτΑίΕ  Ρ  Ι'  Τ 

'/*  \*7         Ε  Ι  Α^φΕΡΕΗ  α  Ρ   Ί 

ΤΑ  Λ  ΡΑ  Χ/ΛΑ  ^  Κ  /    Ι 

'Λ-  pLii-ί  0|.JAE 
KÖ'Ao/λΕ  ί/\  |?  AG  ο  τ  Ι 

ΓΕ^Χ^ΥαλΡΑΦ-'Γ  ]  κα  ι  βο^ 


/-•ν  J  ,> 


Ι         Γ  Ρ;  £         ^ 


-Α&ΛΕ 


^A^A^HBL'E^òj 

ΜΓ   Τ      '-'   Li  χ ,- 


Α' 


ΕΔ 


W$\\         Β  OP  E  Ι  ΚΑΙ  TOI  At 

'    Γ/  Ellf  ΠΡΥΤΑΝΕΥΕΙ  E  < 
Ι  £Ε-£Ε/  ΡΑΛΛΑΤΕΥΕΑΑΝΟΑι_ 
^ΕΠΕ^ΤΑΤΕΚΑΙ/Ι/  Ι'/ΑΕ  Ι  Ι .  ET* 


ΚΈ 


>Λ  Π 


ΗΪΓΡί:/        Ε^ΑΘΕΙ  ΓΈ; 

er'T»ei  ont/ 

ΨΓΐ.Μ  V^  ΕΝΤ#  '  <  ΤΗ  " 

.M      . 


Α  Ml'-^Α A  Κ ΡίΤΛ 
Mo    'ΜΗΝ^  ΤΗ  I    !  ! 
ΤΙΚ  til  |<  κ 


Β' 


ΕΠΙΓΡΑΦΗ     ΕΚ    ΤΗΣ    ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ 


w 

ο 

ΚΙΔ 

< 

è^y 

< 

},v- 

Χ 

LU 

-*^â 

χ 

■ψ 

■θ- 

< 

* 

0. 

u 

e 

LU 

Χ 

^ 

Η 

^i 

W 

1  ^  ;       ] 

ζ 

/  w     1 

G 

iSM 

U 

R  1 

< 

ι 


-""^ΧΜβ* 


y. 


y/j/'7 


ι  ito 


1 


fi 


lui  ili  il