Skip to main content

Full text of "To en Athnais Ethnikon Mouseion"

See other formats


ί^- 


το    ΕΝ   ΑΘΗΝΑΙΣ 


ΕΘΝΙΚΟΝ    ΜΟΥΣΕΙΟΝ 


το 


ΕΝ     ΑΘΗΝΑΙΣ 


ΕΘΝΙΚΟΝ  ΜΟΥΣΕΙΟΝ 


ΥΠΟ 


Ι.     Ν.     ΣΒΟΡΩΝΟΥ 


ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ   ΤΟΥ   ΕΘΝΙΚΟΥ    ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ    ΜΟΥΣΕΙΟΥ 


ΤΟΜΟΣ       ΚΕΙΜΕΝΟΥ       Α' 


ΕΚΔΟΤΑΙ 

ΜΠΕΚ     ΚΑΙ     ΜΠΑΡΤ 

ΕΝ      ΑΘΗΝΑΙΣ 


(»  γΤ>ι  Ι) 

ΕΝ     ΑΘΗΝΑΙΣ,    ΤΤΠ0ΓΡΑΦΕ10Ν    "ΕΣΤΙΑ,,    ΓΛΑΙΣΝΕΡ    ΚΑΙ    ΚΑΡΓΑΔΟΤΡΗ        6481 


το    ΕΝ    ΑΘΗΝΑΙΣ    ΕΘΝΙΚΟΝ    ΜΟΥΣΕΙΟΝ 


Ο     ΘΗΣΑΤΡΟΣ 


ΤΩΝ 


ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ 


ΕΙΚΟΣΙ      ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟΙ      ΠΙΝΑΚΕΣ 


ΜΕΤ•    ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΥ    ΚΕΙΜΕΝΟΥ 


ΥΠΟ 


Ι.      Ν.     Σ  Β  ο  ρ  Ω  Ν  ο  τ 


ΔΙΕΤΘΤΝΤΟΤ    ΤΟΤ     ΕΘΝΙΚΟΤ     ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ     ΜΟΤΣΕΙΟΤ 


ΕΝ      ΑΘΗΝΑΙΣ 

ΜΠΕΚ     ΚΑΙ      ΜΠΑΡΤ 

1903 


21 


«70        ;]  ί  ■ ' 


«0^  "^  χ-// 


_Γ<>1_ 


._^ 


ΕΝ    ΑΘΗΝΑΙΣ,    ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ   "ΕΣΤΙΑ.,    Κ.    ΜΑΙΣΝΕΡ    &    Ν.   ΚΑΡΓΑΔΟΤΡΗ -3691 


!■  ΜιΊΙΓΜΜΙ— ΓΓ' 

Τόπος    τί|ς    κίιρίσ£θ)ς    τών    'Λντικηί)ιιο</.ιν.('ΐν. 


Ο    ΘΗΣΑΥΡΟΣ   ΤΩΝ    ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ 


Α.    ΙΣΤΟΡΙΑ    ΤΗΣ    ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΛΣ    ΚΑΙ    ΑΝΕΑΚΥΣΕΠΣ 


νυταοτάτη  ιών  νΓ|θ(ΐ)ν  τοΓ)  βασι/.είου 
της  Ελλάδος,  ή  μεταξύ  καΐ  είς  ίσην 
σχεδόν  άπόατίίπιν  ιών  Κυθήρον  και 
της  Κρήτης  κειμένη  βραχώδιις  και  ό?αγάνΟρα)- 
πος  νησίς,  ή  νΰν  μεν  επισήικος  Αντικύθηρα, 
υπό  δε  των  ναυτι?ιλομένο)ν  Τσιριγότο  και  υπό 
των  κατοίκων  αυτής  ΣιγιλΊο  καΐ  <  στους  ν1?οΰς>- 
καλούμενη,  πάντο)ς  κατά  παραφΰοράν  τοϋ 
αρχαίου  αυτής  ονόματος   Αίγι?αα  ',  έπέπροιτο 


'  Περί  της  λη'ισου  ταύτης  ί6ρ  κυρίιος  Κ.  ^ί1η1^5οη  εν 
Νϋ\ν  Ρ(ιί1θ5ορ1ιίο&1  ]ουΓη3ΐ,  νοί.  XXI  (ΕίΙίηΙιπΓ^Η  1836).  — Ι.  Α. 
'Ρωμανοϋ  Νήσος  Αϊγιλα  έν  Πανδώρα,  τόμ.  18  ( 'ΑΟηναι 
1868)  σελ.  118 — 120  και  τελειότερον  ίν  Λεξικώ  Έγκνκλο- 
παίδικώ  τών  Μπάρτ  και  Χΐρστ  (Αθήναι  1889)  έν  λ.  Αϊγιλα. — 
Β.  ίίτάη  Άνασκαφα'ι  και  έρευναι  έν  Αίγιλία  έν  τώ  Άρχαιο- 
λογιχφ  Δελτίω  τοΰ  1889  σελ.  237 — 242.  —  Ό^  Κ.  Ι,εοηΐιαηΐ, 
Οίο  Ιηδοί  εγΐΗοΓίΐ  (σελ.  47—77:  ΑηίίεχΛβΓ»),  ΟοιΗε  1899 
(ΡοΙΟΓηιΐΜπ'δ    ΜίΙΙοίΙιιηςοιι,  ΕΓξαηζυη^δΗείΐ  128). 


νά  καταλ(/.β)),  τυχαί(ΐ)ς,  περιφανή  θέσιν  έν  τή 
ιστορία  τών  (/.ρχαιολογικών  ανακαλύψεων  τών 
νε(ι)τάτων   χρόνων. 

ΙΙερι  τό  Πάσχα  τοΰ  1!>()0  δύο  πλοιάρια 
Έλλήνίον  εκ  Σύμης  σπογγαλιέ(ον.  έπανερχ(ί- 
ιιενί/.  εκ  τών  βορείων  ακτών  της  Αφρικής, 
συνήθους  τόπου  τής  αλιείας  αυτών,  καΐ  υπό 
τώ\'  άνέιΐίι)ν  βία  φερόμενα,  προσοορμίσθιισαν 
τυχαίίος  εις  τα  Αντικύθηρα,  ενΟα  έπεδόΟησαν 
εις  την  άνίχνευσιν  τοΰ  βυΟοΰ  προς  άλιείαν  σπ()γ- 
γο)ν  έν  θέσει  Πινακάκχα  κειμένη  20  μόλις 
μέτρα  από  τής  ακτής  τοΰ  είς  τα  ΒΑ  τών  Αντι- 
κυθήρων άκρωτΐ]ρίου  Γλνφάδια,  δπερ  μόλις 
κάμψη  τις  εισέρχεται  είς  τόν  Ποταμον  καλού- 
μενον    λιμένα    τών    ΆλαικυθήρωΛ" '.    Τότε    δε 


'  'Ιδέ  τόν  χάρτην  τής  \ήσου  νπό  τοΰ  Αγγλικού  Ναυαρ- 
χείου κα'ι  τόν  έν  τφ  ανωτέρω  πονήματι  τοϋ  ίοοηΗϊΓΐΙ.  Χορ- 
τογραφικήν  εικόνα  τοΰ  τόπου  τοΰ  ναυαγίου,   παλτελώς  όμοις 


1   — 


Ό  θησαυρός  των  Αντικυθήρων 


δύτης,  Ηλίας  Σταδιάτης  καλούμενος,  καταδυ- 
θείς εις  βάθος  35  περίπου  όργυιών,  ευρέθη 
έκθαμβος  προ  σωρείας  συ(ΐπ(/.γοϋς  και  έπΙ  όΟ 
[ΐέτρα  εκτεινομένης  χαλκών  και  [ΐαρμαρίνων 
αγαλμάτίον  ώς  καΐ  παντοί(ον  σκευών  και  λει- 
ι|)άνο>ν  [ΐεγάλου  πλοίου.  Άποσπάσας  δε  την 
δεξιάν  χείρα  χαλκού  άνδριάλτος  (την  τοΰ  έπι 
τοϋ  πίνακος  IV  εικονιζόμενου)  ανή?^θε  περιχα- 
ρής και  ανήγγειλε  το  πράγμα  εις  τους  συντρό- 
φους αυτού.  Αμέσως  τότε  αυτός  ό  Συμαΐος 
πλοίαρχος,  Ληίΐ.  Έλ.  Κοντός,  κατήλθεν  εις  τό\' 
βυΟόν,  βεβαιωθείς  δε  περί  της  αληθείας  τού 
αγγέλματος  καΐ  ακριβώς  καταμετρήσας  και 
σημεκόσας  τον  τόπον  τού  Λ'αυαγίου,  άνεχώ- 
ρησε  (ΐετα  τών  συντρόφων  εις  τήν  έαυτοϋ 
πατρίδα  Σύμιιν,  ένθα  επί  μακρόν  διασκεφιθεις 
μετά  τών  προκρίτων  της  νήσου  άπεΓ(>(ίσισεν 
υπό  φιλοπατρίας  έλαυνιήιενος  να  άναγγείλη 
το  πράγμα  εις  τήν  Έ?./.ηνικην  Κυβέρν)]σιν. 
Πράγματι  δε  τ[]  6  Νοεμβρίου  τού  (ίοτού 
έ'τους  οί  δύται,  έπίκουρον  έχοντες  τόν  επίσης 
Συμαϊον,  μακαρίτην  Α.  Οικονόμου,  καΟ)]γητήν 
της  αρχαιολογίας  εν  τω  Έί)νικώ  Πανεπιστη- 
μίου, ένε(^'α\'ίσθησαν  έΛ'(ί)πιυ\'  τού  τότε  υπουρ- 
γού της  Παιδείας  κ.  Σπυρίδίονος  Στάη,  ανήγ- 
γειλαν και  περιέγραψαν  τη\'  (/Λ'ακιίίλυψιν  αυτών, 
παρουσιάσαντες  ώς  πειστήριον  και  την  (η'ασυρ- 
θεΐσαν  χαλκήν  χείρα,  και  έδήλωσαν  ότι  προσφέ- 
ρονται να  (Ινασύρωσιν  εκ  τοϋ  πυθ|ΐένος  της 
θαλάσσης  τόν  άρχαιολογικόν  θιισαυρόν  δν  άνε- 
κάλυψαν,  έπι  τω  δρω  δπως  το  Δημόσιον  υπό- 
σχεση αΰτοϊς  δια  συμβο?ναίου  ικανοποιητική  ν 
τίνα  ά[ΐοιβή\'  αναλόγως  της  αξίας  τών  αγαλ- 
μάτων, διά  τε  το  δικαίωμα  της  (χνακαλύι|)εϋος 
καΐ  τους  κόπους,  ους  θα  καταβάλωσι  διά  τήν 
άνέλκυσιν  αυτών,  της  Κυβερνήσεως  χορηγυύ- 
σης  αύτοΐς  προς  τοϋτο  και  τήν  έπικουρίαν 
πλοίου  τοϋ  Β.  Ναυτικού  μετά  τών  απαιτουμέ- 
νων άνελκυστικών  μηχανί]  μάτιΟΛ'. 

Ε'ι  καΐ  ή  αγγελία   αυτί]    έγένετο    δεκτή   εν 


τώ  Ύπουργείω  μετά  τίνος  δυσπιστίας  και  τού- 
λάχιστολ'  της  ύπονοίας  δτι  οί  δύται  παριστώσι 
τά  πράγματα  επί  τό  ύπερβολιχώτερον,  ό  κ. 
υπουργός  παρεδέχθη  προθύμως  τάς  προτά- 
σεις αυτών,  υποσχεθείς  καί  πρόσθετον  άμοιβιιν 
εκείνης  ην  ορίζει  ό  άρχαιο?νθγικός  νόμος  *. 

Οί  δύται  τότε  παραδώσαντες  τήν  άνακαλι»- 
(^θεϊσαν  χεΐρα  έθεσαν  ά[ΐέσως  εαυτούς  εις  τήν 
διάθεσιν  της  Έ?νληνικής  Κυβερνήσεως,  άλλ' 
ένεκα  τών  ώς  εκ  της  εποχής  τού  έτους  έπικρα- 
τουσών  τρικυ[ΐιών  μόλις  τη  24  Νοεμβρίου  τά 
δύο  πλοιάρια  τών  άτρομήτιον  Συμαίων  δυτο)ν  ', 
συρό[ΐενα  ύπο  της  κυβερνω(ΐένης  υπό  τού  /.. 
Σωτηριάδου  Μυκά?^]ς  ,  οπλιταγωγού  τού  Β. 
Ναυτικού,  έ'π?ιευσαν  εις  τό  [ΐέρος  τού  ναυα- 
γίου, μετά  τοϋ  καθηγητού  της  αρχαιολογίας 
Α.  Οίκονό[ΐου  ώς  ειδικού  αντιπροσώπου  τοϋ 
αρχαιολογικού  τμήματος  τού  υπουργείου  της 
Παιδείας.  Τήν  ήμέραν  της  αναχωρήσεως  αυτών 
δηιγήίίησαν  εκ  νέου  τήν  ίστοπίΐίν  τής  άνακαλύ- 
ψεως  αυτών  ώς  εξής.  <  Κατεγίνοντο  εις  τήλ' 
άλιεία\'  σπόγγο)ν  (εις  τό  δηλωθέν  μέρος),  δτε 
ήμέραν  τινά  εις  βάθος  ,3.")  περίπου  όργυιών 
άνεύρον  εις  τόν  πυΟμένί/.  χΐίλκινον  άγαλμα 
υπερφυσικού  μεγέθους,  τό  όποιον  ήτο  στε- 
ρεώς  έσ(:(^ΐ]νο)μένον  εις  βραχώδες  [ΐέρος  καί  δεν 
ήδύναΑ'το  τ(')πον  ευκόλως  ν(ί  τό  (ϋνασύρωσιν. 
"Εϋρηυσαν  τότε  τήν  δεξιάν  αύτοΰ  χεΐρα  καί  τήν 
έ'λαβον  μεθ' εαυτών,  ταύτην  δε  καί  παρουσία- 
σαν εις  τόν  ύπουργόν  τής  Παιδείας.  Πλιισίον 
τοΰ  άγάλ[ΐατος  τούτου  και  εις  άπόστασιν  πολύ 
μικράν,  παρετήρησαν  δγκον  αρκετού  ί'ψους, 
άποτελοΰ[(ενον,  (ος  ήδυνήΟησαν  \'ά  διακρί- 
Λ'ωσιν,  άπό  διάφορα  αντικείμενα,  αγάλματα 
καί  λοιπά.  Τοϋ  χα?.κίνου  αγάλματος  τό  έσω- 
τερικόν   κενό\'   ήτο  πεπληροηιένο\'  άμμου  καί 


έσφαλμρνην  ((1νεστρα|ΐμένην).  ίδέ  ΐ\•"Αστει  της  11  Φρβροικχρίοιι 
1901  (ίκτά  σχετικοΟ  όίρθρου  ύπό  Ναντικοϋ  (  -Ε.  ΛυκοΰΛΐ), 
νομικού  συμβούλου  τοϋ  υπουργείου  τής  Παιδείας). 


'   'Ιδέ  "Αστυ  της  6,  7  καί  8  Νοεμβρίου  1900. 

-  Τοΰτοιν,  ώς  τών  μόν(ι)ν  αντοπτών  τών  έν  τω  πΐ'θμενι. 
σημειώ  ένταΰΟα  τά  ονόματα.  ΈφοηλισταΙ  οι  κ.  κ.  Φο')τιος, 
Νικόλαος  και  Ηλίας  Λενδιακός.  Πλοίαρχος  ό  Δ))μήτριος  Έλ. 
Κοντός.  Δνταί  οΐ  Ηλίας  Σταδιάτης  (η  Ζυκοπάντ>ις),  Κυριά- 
κος κα'ι  Γείί)ργιος  Μουλ-τιάδης,  'Ιιοάννιις  Πίλλιου  (η  'Ροδί- 
της),  Γεοόργιος  Κρητικού,  Βασίλειος  Κατσαρας.  Κολαουζέρης 
Μερκούριος  Κ.  Κίΐραγιάννης-  προς  δέ  ήσαν  μετ'  αυτών  12 
αωπηλάται.   'Ιδέ  τί)  "Αστυ    τής  1  και  13  Φεβρουαρίου  1901. 


'(}   ϋηοαυρος  τών  Άηικνϋ ι'/ροη' 


/«?νίκο)ν,  αποτελούντίον  ατρρρο)τ(/.τ)ΐν  ιΐ(χζ(/.λ'  '. 
Καταπ?.εύσαντι•"ς  λοι.την  κίς  τον  τιλτον  τοΠ 
ναυίχγίου  οί  δύται  ί'ιρξίχντο  (Χ[ΐίσως  εργαζόμε- 
νοι α?ι.?^|/.ο(>ιαί>(')//ΐ)?ι  άλ'/Λ  μόλις  έπι  τρεις  ώρας 
ένεκα  της  εγερί)είσ))ς  τρικιΐ[ΐίας.  "Εκαστος  ί)ύτιις 
(^εν  ηδυνατο  τ('»τε,  ώς  και  κίχτόπιν  καΟ'ολην  την 
(>ιάρκειαν  τδ)ν  εργασιών,  να  παραμένΐ]  νπο  την 
ίΐΐίλασσαν  εις  το  βάθος  τόιν  35  όργυιών  πλέον 
τ(Τ)\'  Γ)  λεπτώλ',  τριών  άλλων  λεπτών  άπαιτο^ιμέ- 
ν(ΐ)ν  προς  κατ(χ?)υσιν  και  άνάδυσιν  αύτοΰ.  Το 
όπλιταγίογον  Μυκάλη  (ος  εκ  τοΟ  μεγ(/.λοΐ' 
εκτοπίσματος  αύτοΰ  δεν  ήδυνή{)η  να  παρ(ίσ/ΐ| 
κ(/.ιΐ[ΐί(/.ν  συνδρομήν  εις  τους  πλησιέστατα  της 
επικινδύνου  ακτής  εργαζομένους  δύτας,  διο  και 
παραλαβών  άμα  τΓ)  ένάρξει  της  θαλασσοταρα- 
χής τα  κατά  το  τρίο)ρον  εκείνο  άνελκυσΟέντα 
αντικείμενα  έπανέπλευσε  τη  27  Νοεμβρίου  εις 
Πειραιά,  ίνα  διαταχΟή  κ(/.ι  πλεύση  έπι  τόπου 
άλλο  πλοϊο\'  μικρότερον,  δυνάμενον  νά  πλί]- 
σιάση  εις  τί|\'  (/.κτήν.  Μετά  τής  Μυκάλης» 
επανήλθε  κ(ά  ό  άντιπρόσ(οπος  τοϋ  Υπουργείου 
Α.  Οικονόμος.  Τά  δε  άνε?αΐ'σθέντα  και  κο(ΐι- 
σθέντα  αντικείμενα  ήσ(χν  τά  εξής  κατά  τή\' 
προς  τάς  εφημερίδας  άνακοίνωσιν. 

1)  Ή  πιογωνοφόρος  κεφαλή  τοΰ  επί  τών 
πινάκιον  111  και  1\'  χαλκοϋ  (χνδριάντος. 

2)  Ή  έπι  τοΰ  πίνακος  \',  αριθ.  4,  χαλκή 
χειρ  πυγμάχου. 

3)  Ξίφος  χα/^κοΰν  άπλοϋν  και  τεθραυσμέ- 
νον  προς  την  αίχμήν  (πίναξ  \',  αριθ.  7). 

4 — 5)  Δύο  [ΐαρμάρινα  αγάλματα  ανδρικά 
ακέφαλα  έφθαρμένα  υπό  τής  θαλάσσης,  το 
εν  εξ  αύτώλ'  είναι  φυσικοΰ  μεγέθους,  τύ  δ '  έτε- 
ρον ολίγον  μικρότερον,  αρκετά  όμος  καλ- 
λίγραμμο ν   . 

(!)  Το  άκρον  δεξιού  ποδός  μικρού  ιιαρμα- 
ρίλ'ου  αγαλματίου,  ο)ραίας  κατεργασίας,  έπι 
ύποστί]  ρ  ίγ  ματος. 

7)  Διάφορα  τεμάχια  μαρμαρίνον  και  χα?.κί- 
νων  άγαλιιάτον. 

8)  Αγγεία  πήλινα  και  χάλκινα  διάφορα. 


Κατά  τάς  ά((  )|γήσεις  τοϋ  Α.  Οικονόμου  οί 
δύτ(/.ι  κα.!  πάλιν  διεβεβαίθ)σαν,  ότι  εις  το  βάίίος 
τής  θαλάσσης  υπάρχει  μέγας  σορός  άγαλμά- 
το)ν  χα/.κίνο)ν  και  |ΐαρμ(/.ρίνο)ν,  ώς  και  δια.<(ό- 
ρο)ν  άλ?.ίον  άρχαίίον  (χντικειμένιον,  όστις  διά  νά 
άνε/.κυσΙΙΓ|  απαιτείται  (ΐεγάλΐ)  προσοχή,  ϊνα.  μί| 
καταστραφώσι  τά  αγάλματα,  άτινα  ώς  εκ  τοΓι 
ιιακροΰ  χρόνου  τής  παραμονής  το)ν  εν  τή  θα- 
/.άσση  εχουσιν  ύποστή  ((θοράν  κίχΐ  ίδίί»;  τά 
χίχλκινα  *. 

Ί Ι  Κυβέρνησις  διέταξεν  άμέσ(^)ς  την  τότε  εν 
ΙΙάτραις  ναυλοχούσαν  μικράν  Β.  άτμοημιολίαν 
Σΰρον  ,  νά  προσορμισθή  εις  τον  Πειραιά  και 
(/.κολούθο)ς  νά  πλεύση  εις  τον  τόπον  τών  ερευ- 
νών μετά  τού  έιρόρου  τών  άρχαιοτήτον  κ.  Γ. 
Βυϊΐαντηνού,  (χντι  τοΰ  Α.  Οικονόμου.  Πράγματι 
δε  μόλις  έ}ΐετριάσθιι  ή  τρικυμία,  ης  ένεκεν  εΐχον 
δκχκοπή  αϊ  μόλις  άρξάμεναι  ερευναι,ή  Σύρος  > 
κυβερνωμένΐ]  υπό  τοϋ  κ.  Ιάσονος  Μπούμ- 
πουλη,  φέρουσα  δε  τον  κ.  Βυζαντηνόν,  έ'πλευ- 
σεν  είς  τον  Αύλαίμονα  τών  Κπϋήροη',  ελ-θα 
ε\'εκα  τής  τοικυιιίας  εΐχον  καταφύγει  από  τής 
προκης  ημέρας  οί  δύται  άναιιένοντες  την  επι- 
κουρία ν  τοϋ  Β.  πλοίου.  Καταπλεύσασα  δ'  έκεΐ 
τή  3  Δεκεμβρίου  καΐ  παραλαβούσα  τους  δύτας 
[ΐετά  τών  πλοιαρί(ι)ν  αυτών  έ'φθασεν  είς  τον 
τόπον  τοϋ  ναυαγίου  τή  Κυριακή  4  λεκεμ- 
βρίου,  ένθ'  άιιέσως  έπανελήφθησαν  αί  έργα- 
σίαι  είς  άπόστασιν  20  μέτρων  από  τής  ακτής. 
Ό  πρώτος  δύτης  (ΐετά  3  λεπτών  παραμονήν 
.απέσπασε  ^  χαλκοϋν  άριστερον  πόδα  μετά  τής 
κνήμης  καΐ  σμικροϋ  μέρους  τοϋ  ιματίου  (τον 
έπΙ  τοΰ  πίνακος  Ιλ'  άπεικονισθέντος  ανδριάν- 
τος).  Μέχρι  δε  τής  εσπέρας  τής  Κυριακής  εκεί- 
νης άνεβιβάσθησαν  δύο  μαρμάρινα,  κατε- 
στραμμένα καΐ  παραμεμορφωμένα,  πλην  τοΰ 
ετέρου  ου  σώζεται  το  όπίσθιον  μέρος,  ώς  εκ 
τοΰ  μακροϋ  χρόνου  τής  εν  τή  θαλασσή  παρα- 
μονής, βάσις  ίππου  μαρμάρινου,  τέσσαρες  μαρ- 
μάριναι  χείρες,  δύο  χα/^κοΐ  πόδες  καΐ  πους 
ίππου  εκ  μαρμάρου  >.  ' 


'Αατν  -21  Νοεμβρίου  1900. 


•Αστν  •2•^  Νοεμβρίου  1900. 
"Αστν  9  Λεκεμβρίου  1900. 


Ό  '&ηοανρος  των  Άντικνϋήρων 


Την  έπομένην  ί|μίραν  [ΐετέβησαν  μεν  έπΙ 
τόπου  τα  πλοία  εν  μεσφ  σφοδρας  θ-αλασσοτα- 
ραχής,  άλλα  μετά  ματαίους  αγώνας  [ΐιάς  ώρας 
ήναγκάσΟησαν  να  καταφύγωσιν  εις  τον  εν 
Κυθήροις  δρμον  τοϋ  Άγιου  Νικολάου  (Αύλαί- 
μονα),  ενΰ'  άπεκλείσ-Βησαν  υπο  της  τρικνΐ[ΐίας 
έπΙ  5  ή[ΐέρας. 

Τα  ευρήματα  όμως  των  επομένων  ημερών 
υπήρξαν  πολύ  πλουσιώτερα.  Π?ιήν  ένύς  ίππου 
μαρμάρινου  (/.νειλκύσθη  πλήθος  '/ αλκών  αντι- 
κειμένων, σπάθη  χαλκοϋ  αγάλματος  (πίναξ  λ', 
άριΟ.  6),  λύρα  χαλκή  (πίναξ  IX,  Γ)),  τεμάχια 
χαλκοϋ  θρόνου  ή  κλίντις  (πίναξ  IX),  άγγελΟέντα 
ο)ς  κοσμήματα  χαλκά  τοϋ  καταποντισθέντος 
πλοίου,  καΙ  το  μάλλον  σώο\'  πάντων  των  εξ 
Αντικυθήρων  μαρμαρίνων  αγαλμάτων,  ό  αμυ- 
νόμενος στρατιώτης  (Αρχ.  Έφημ.  1902,  πίναξ 
Α'  1)  \  ύ  έκτοτε  πασίγνωστος  γενόμενος  υπό 
το  παράδοξον  δνθ[ΐα  τοϋ  Άποσκοπενηντος,  δπερ 
έδωκεν  αύτώ  ό  κ.  Καββαδίας^. 

Διακοπεισών  και  π(/λιν  τών  εργασιών  ένεκα 
της  κακοκαιρίας  έπανήλθεν  ό  κ.  Βυζα\'τηΛ'ός  εΙς 
'Αΰήνας  τη  12  Δεκεμβρίου  κομίζων  τα  (/.νελ- 
κυσθέντα,  έγραψε  δ'  έκτοτε  δίς,  έπι  το  δημοτι- 
κώτερον,  περί  τών  κατά  το  χρονικόν  εκείνο 
διάστημα  τής  επιστασίας  αύτοϋ  εργασιών  '. 

'ΑντΙ  τοϋ  κ.  Βυζαντηνοϋ  απεστάλη]  εις  τόλ' 
τόπον  τών  έρευνώλ-,  ίνα  παρακολουθή  τάς 
εργασίας  τών  δυτα)ν,  (ΐόνος,  άνευ  Β.  πλοίου,  ό 
γραφεύς  τοϋ  αρχαιολογικού  τμήματος  κ.  Κρη- 
τικός. Μόλις  δε  έπανελήφθησαν  αί  έργασίαι 
περί  τάς  τελευταίας  ημέρας  τοϋ  Δεκεμβρίου, 
έφθασεν  εις  'ΑίΙήνας  τή  27  Δεκε[ΐβρίου  το 
χαρμόσυνίΐν   τηλεγραφικον    άγγελ[ΐ(/.    τής   ύπδ 


'  Ώς  προς  τά  μαομ(ίιιινα  άγάλ(ΐ(ΐτ(ΐ  παραπ^ιιπ:(ι)  .ΊροσΟ)- 
ρινώς  εις  τους  πίνακας  της  Άρχ.  Έφηιι.  τοϋ  Γ,Χΐι'. 

-  "Αστυ  13  Νοεμβρίου  ΙίΙΟΟ. 

■*  Γ.  Βυζαντηνοϋ  Εις  τον  βνϋ•ον  τών  'Αντικνθ•ήρων,  ίν 
τοις  <ίΙΙανα-θ•ηναίοις^  (περιοόικφ  'ΛΟηνΛν)  τόμ.  Α'  1!•00  — 
1ί)1)1,  σε?..  224-  :227,  μετά  εΐκόν(ι)ν  τοϋ  αμυνομένου  καΐ  τοϋ 
ποδός  τοϋ  χαλκοϋ  άνδριάντος,  κα'ι  « Γα  Άντικνθ•ηρικά 
ευρήματα»  έν  τί)  έφημερίδι  '^Άϋ'ήναις'  τής  21  'Οκτωβρίοιι 
1902.  Ή  προαγγελθεϊσα  συνέχεια  δέν  έδημοσιεύί)η  έκτοτε. 
Πβλ.  και  τό  "Αατν  τΓ|;  14  Δεκεμβρίου  ΙίΚΧ)  [  "Λνακοίνοισις 
τοϋ  κ.  Βυζαντιινυϋ). 


τώλ'  δυτώχ'  (}.\'ελκύσεο3ς  ολόκληροι»  χαλκοϋ 
αγάλματος.  Έρμου  ή  Άπό?^ι,ωνος,  ολίγον  τι 
μεγα?^υτέρου  τοϋ  φυσικού  μεγέθους,  ε'ις  πέντε 
μεν  τεμάχια,  αλλά  λαμπρώς  διατηρου^ιένου, 
προς  δε  και  άλ?ι(ον  διαφόρ(ον  χαλκών  τειιαχίων 


άλλων  έργων    '. 


Ά[ΐέσως  τό  ύπουργεϊο\'  τής  ΙΙίίΐδείας  έζή- 
τησε  παρά  τοϋ  υπουργείου  τών  Ναυτικώλ', 
όπως  άποσταλή  εκ  νέου  εις  Άντικύθι^ρα  πολε- 
μικόν  πλοΐον,  ίνα  βο)]ν)ήαΐ)  τους  δύτος  εις  τό 
έργον  αυτών. 

Τί]  10  Ιανουαρίου  τού  επομένου  έτους 
1ί)01  ή  « Σύρος :^  παραλαβούσα  έν  'ΑντικυΟή- 
ροις  τό  χα?ι,κοϋν  άγαλμα  και  τά  Χίίτά  τιρ'  νέαν 
ταύτην  έργασίαν  άνελκυσθέντα  λοιπά  ι/χτικεί- 
μενα,  περί  ων  οΰδειιία  σχεδόν  εϊδησις  ύπήρχεν 
έν  Αθήναις,  έκό[ΐισε  ταύτα  μόλις  τή  21  Ια- 
νουαρίου εις  Αθήνας.  '()  νέος  ούτος  άμητός 
ένέπλησεν  απερίγραπτου  χαράς  και  ενθουσια- 
σμού τους  έν  Αθήναις  (αρχαιολόγους  και  π(/.ν- 
τας  τους  Άθϊ]Λ'αίους.  Πλί|\'  τοϋ  (ί)ς  'Απόλ- 
λοινος  ή  Ερμού»  άγγελι^έντος  Οουμασίας  τέ- 
χνης καΐ  διατηρήσεο)ς  αγάλματος,  τοϋ  έκτοτε 
έπι  πολύ  ώς  «ώρισ(ΐέν(ος  Έρ[ΐοϋ  ισαξίου  τοϋ 
ΙΙραξιτελείου  κ/.ηθέντος  (πίνακ.  Ι  καΙΙΙ),  έκο- 
μίσθησίχλ'  και  δύο  καλλίτεχ\'α  και  υπό  πάσαν 
έποψιν  σπουδαία  και  κα?ιώς  διατηρούμενα  ι/,ν- 
δρικά  χαλκά  αγαλμάτια  (πίνακ.  ΜΙ  και  \ΊΙΙ,  2) 
και  τό  ιιεγα?α'τερο•\'  άλ?.ά  κακώς  διατιιρούμε- 
νον  γυναικεΐον  χαλκούν  άγαλ[ΐάτιον  ίερείας 
(πίναξ  \Τ),  δύο  πόδες  χάλκινοι  [ΐετά  πεδίλίον 
(πίναξ  \'),  αριστερά  χεΙρ  από  τού  καρπού  επί- 
σης χαλκίνΐ]  (πίναξ  1\')  ωραίας  τέχνιις  κ(α 
άλλα  τινά'. 

Τό  ύπουργεΐον  τής  Παιδείας,  ενώ  εξετέθησαν 
ταύτα  πρυσο)ρινώς  είς  κοινήν  θέαν,  μετεβλήθη 
εις  προσκύνημα  πάντων  τΓον  'Αθιιναίων,  ήιιε- 
δαπώλ'  και  ξένο) ν,  ήσα\'  δε  αί  ήμέραι  έκεΐναι  αί 
άρισται   διά  τό\'  ί)έλοντ(ί  \α  ψυχολογήσΐ]  έπΙ 


'  Άστυ  28  Δεκεμβρίου   11 Κ  Κ», 

^  Ίδέ  τό  "Αστν  22  και  2.]  Ίανουαρ.  1901  και  πάσας  τάς 
λοιπάς  έιρημερίδας  τΛν  ".\ί)ηνών  τών  αυτών  ήμερων  και  τιον 
αμέσως    επομένων. 


'()   ί))/ηαΐ)ρος  τών  \\ντ(κ7>1)ήηο>ν 


της  |)(ηΙυΓ(/.Γΐ|ς  η'ηιπίοσρίος  ην  προ^ρνουσιν  ρις 
.-τ(/ντ(/.ς  τ(/.  Γργ(/.  τη;  (/.κμΓις  της  έ?^ι.ηνικΓ|ς  τέ- 
χνης. ί(^κος  ί^!-  ρ.τΐ  τοΓ»  ι'λ/.)|νικ()ΰ  /.«οΓ»  τοΓι 
"ϊΐρίοι^οϋντος  ί>ικ(/ί(ΐ)ς  τά  τοιυϋτα  ρργα  ώς  τά 
πολυτιμότί/.ΤΓ/.  το)\'  /.ίΊΗΐιλκον  τής  πηογονικής 
αύτοϋ  ι>ό'ςΐ|ς. 

Το  χαριιόσΐ'λ'ον  γεγονός  ρτϊΐλργρ(ίΐ|  Γ|Ι)ΐ|  .τ(/.ν- 
τκχοΓ'  γης,  οί  (^ί••  </.η/(<ΐ()/.(Ίγοι  ηοίί/Λ'το  (ΐε?ιΡ- 
τώντες  και  προς  (ί/νλήλους  εκτοτρ  [ΐρ/.ί."  '''*""'  ^''^'^' 
σφοδρώς  ερίζοντες  περί  της  επο/ής  τοΰ  ναυα- 
γίου, της  προρ?.ρΰσρο)ς,  καλλιτεχνικής  ά'ίίας, 
όνοιιαοί(χς  τών  (χγαλιιάπιΐν  κ./^.π.  Ά[ΐεα(ος  δε 
τότε  ό  γενικός  είρορος  τό)ν  (ίρχαιοτήτο)ν,  αυγ- 
κεντρών  τάς  γν(ί)|ΐ(ίς  πολλών  τ(η\'  εν  ΆΒήναις 
αρχαιολόγων  τών  επισκεπτο[ΐεν(ΐ)ν  τά  ευρή- 
ματα, απέστειλε  πολλάκις  (/.ναδημοαιευιίεΐσαν 
άνακοίνίοσιν  προς  την  Άκίίδημίίχν  τών  Παρι- 
σίων κ,λ,π.,  ης  περίληψιν,  χάριν  τών  Έ?Λήν(ον, 
παρέσχε  κ(χ1  (Μα  τ(Τ)\'  έλ/νηνικών  εφημερίδων, 
καΟ'  ί'ΐλ'  τό  μέγίί  κ(/.ι  αοχιν  χαλκοΰν  άγαλμα 
παριστά  πιϋανώτατ*/.  τό\'  Έρ(ΐήν,  είναι  δε  έργον 
θαυμάσιον  της  ύι|ιίστ)ΐς  άκ[ΐης  της  τέχνης.  Ό,τι 
είναι  ό  Έρμης  τοΰ  Πραξιτέλους  έν  μαρ[ΐάρω, 
τοί3το  εΐνε  τό  έν  λόγο)  άγα/^'κ  έν  χα?^κω.  Εΐνε 
δε  έργον  της  Δ'π.  Χ.  έκατονταετηρίδος,  ήτοι 
της  εποχής  τοΰ  Πραξιτέλους  κ(ί1  Λυσίππου.  Τά 
δε  τρία  άλλα  χαλκά  αγαλμάτια  εΐναι  επίσης  έργα 
τής  ύ\|)ίστης  ακμής  τής  τέχνης  και  ϊσως  ολί- 
γον τι  αρχαιότερα,  δη?ι.  τής  Ε'  έκατονταετηρί- 
δος π.  Χ.,  καθ'  ην  ήκμασαν  ό  Φειδίας  καΐ  ό 
Πολύκλειτος»  *. 

"Εκτοτε  αί  έργασίαι  τής  άνε?ικύσεως  έξη- 
κολούθησαν  μετά  μείζονος  δραστηριότητος. 
Επειδή  δε  οί  δύται  άνήγγελλον  ότι  έν  τώ  πυΟ- 
μένι  ύπάρχουσι  μεγάλα  χάλκινα  και  μαρ^ιά- 
ρινα  αγάλματα,  άτινα  δμως  δεν  δύνανται  να 
τά  άνελκύσωσιν  ώς  έκ  τοΰ  βάρους  αυτών», 
άπεφασίσθιι    νά    χρησιιιοποιηθή    μεγαλύτερον 


■  "Αστν  23  Ιανουαρίου  1901.  Έκτενέστερον  τι-,ν  άνακοί- 
νίοσιν ταϋτην  ίδέ  έν  τοις  Πρακτικοΐς  τής  ΆρχαιοΛογικής 
Εταιρείας  τοΰ  1900,  σελ.  95—102,  έν  τφ  ]οιΐΓη3ΐ  ο£  ΗοΙΙ. 
δΙιι<ϋθ5  νοί.  XXI  (1901)  ρ.  205—208,  έν  τη  Κβνυο  άεί  Είυάεδ 
ΟΓΟοςυοϊ  Ιοηι.  XIV  (1901)  ρ.  122—126.  κα'ι  άλλαχοΰ,  πά\τα 
μετά  εικόνων. 


πο?.ρμικόν  σκίΜ^ος  Ρίρωδιασμένον  διά  μεγάλου 
βαρούλκου,  έζητήίΐΐ)  χάριν  τών  εργασιών  πί- 
στ(ΐ)σις  (!( ),()()()  δραχ[ΐών,  έγένοντο  δέ  και  τίνες 
[ΐάταιαι  άπόπειραι  έπαυξήσείος  τοΰ  προσωπι- 
κοΰ  τών  δυτών  και  προμηθείας  εξ  Εσπερίας 
καλυτέρ(ΐ)ν  ιιηχανημάτίον  προς  έξερεύνησιν  τοΰ 
βυΟοΰ  ',  διότι  οί  Συμαΐοι  ναυτικοί  ήσΐίν  μεν 
'22  τόν  (}.ρη')μ(Ίν.  ().λλά  πραγ^ιατικοί  δν'ιται  [ΐόνον 
εξ,  οΐτινες  κατήρχοντο  άλλΐ|λοδιαδ()χο)ς  εις  τόν 
πυϋ[ΐένα  εις  βάθος  .'5ό  όργυιών,  μή  δυνάμενοι 
νά  έργασ{)(7)σιν  έν  αύτώ  πλέί)ν  τών  ό  /.επτώλ'. 
ουδέ  νά  καταδυΟώσι  π/.έον  ή  δίτ  έ\'  έκαστη 
ήμερα 'ί 

Επειδή  δε  έγρά(ρη  τότε  ότι  ή  άνέλκυσις  έγέ- 
νετο  κατά  τρόπον  βεβιασμένον  και  (ί»ς  έκ  τούτου 
αί  (/.ρχαιότιιτες  έξήγοντο  εις  τεικ/χια,  οί  τοΰ 
Υπουργείου  υπεύθυνοι  άνεκοίνωσαν  είς  τάς 
έ((')]ΐιερίδας  τάς  έξης  χρησίμους  ήμΐν  π/.ηρο(;()- 
ρίας  ι  ;  Οί  Συμαΐοι  δύται  εργάζονται  μετά 
τ(')σης  προσοχής,  ώστε  πολλάκις  παρέρχονται 
δύο  και  τρεις  ή[ΐέραι  διά  νά  κατορΟθ)σ(οσι 
νάνασυρο)σιν  έν  άντικείμενον.  Όταν  άνεύρ(θ- 
σιν  είς  τόν  πυθμένα  τής  θαλάσσης  τεμάχιόν  τι 
άρχαιότ)]τος,  δεν  προσδένουσι  τοΰτο  ά[ΐέσο)ς, 
ουδέ  τό  άποσπώσι  διά  τής  βίας,  αλλά  κατέρ- 
χονται πάντες  ά/.λη?.οδιαδόχως  και  έκσκά.πτουσι 
τά  πέριξ  αύτοΰ  μέρη  μετά  προσοχής,  δταν  δε 
τε/.είως  πεισθώσιν.  ότι  τοΰτο  εΐνε  άπομεμονο)- 
μένον,  τότε  τό  άποσπώσιν  έκ  τής  ιλύος  και  τό 
άνελκύουσιν.  Άπόδειξις  άλλίος  τε  τής  εργασίας 
ταύτιις  τών  δυτών  εΐνε  τά  μέχρι  τοΰδε  άνε/.κυ- 
σΟέντα  αντικείμενα.  Ουδέν  τούτων,  ούτε  χεΙρ 
ούτε  πους  φέρει  τά  σημεία  .τροσφάτοΐ'  άπο- 
οπάσείος  από  τοΰ  δλου  κορμού,  αλλά  πάντα 
παρουσιάζουσι  σήμερον,  δτι  πρό  χιλιάδίον  έτώ\' 
είχε  συΛ'τελεσΟή  ή  θραΰσις  αυτών.  Τό  ιιέγα 
χά?.κινον  άγαλμα,  τό  όποιον  άνεσύρθη  είς  πέντε 
μεγάλα  τεμάχια  καί  τίνα  μικρά,  εύρέθΐ]  είς  τόν 
βυθόν  δπως  άνεσύρΏη  τεθραυσμένον  είς  τά 
τε[ΐάχια  ταΰτα.  Οί  δύται  είργάσϊίησαν  έπι  πολλάς 


'  "Αατν  24  Ιανουαρίου  1901. 
-  "Αατν  25  Ιανουαρίου  1901. 
'  "Αστν  26  Ιανουαρίου  1901. 


'<)  ϋ•ησανρ6ς  των  Άντικυ&ήρων 


ημέρας  εως  ου  κατόρθωσαν  καΐ  ανεϋρον  τα 
τεμάχια,  κεχωσμένα  εις  την  Ιλύν  πλησίον  τοϋ 
χώρου  δπου  όνευρέθη  το  πρώτον  6  κορ[ΐός 
από  τοΰ  στήθους  και  άνω  μετά  της  κεφα^ιής;;. 

>0ί  Συμαΐοι  δύται  άλλως  τε  έκτος  της  συ- 
στάσεως τοΰ  Υπουργείου,  ή  οποία  τους  έκα- 
μεν  ίδιαιτέριος  νά  προσέχο^σι  κατά  την  έ'ρευναν 
εις  τό\'  βυΟόν  νά  μη  θραύωσι  τάντικείμενα, 
έ'χουσι  και  άλλον  λόγον  ενδιαφέροντα  νά  κατα- 
βάλωσι  πάσαν  προσπάθειαν,  δπως  έξάγ(οσι 
σώας  τάς  αρχαιότητας.  Υπεδείχθη  και  συνε- 
στήθη εις  αυτούς,  δτι  όσον  άκεραία  εΐναι  ή 
άρχαιότης  ή  οποία  θά  έξαχϋη  εκ  της  θαλάσ- 
σης, χωρίς  νά  ύποστή  βλάβην  τινά,  τ()σον  ή  αξία 
αυτής  εΐνε  μεγαλύτερα  και  συνεπώς  ή  προς 
αυτούς  δοθησομένη  άποζημίωσις  θά  εΙνε  επί- 
σης μεγαλύτερα.  ΚαΙ  ό  ίδιος  δε  έφορος  τών 
αρχαιοτήτων  κ.  Βυζαντηνός,  δταν  μετέβη  εις 
Αντικύθηρα,  παρετήρησεν,  δτι  οί  δύται  έδεί- 
κνυον  περισσότερον  ενδιαφέρον  διά  την  ακεραιό- 
τητα τών  αρχαιοτήτων  και  άπ'  αυτούς  ακόμη 
τους  ενθουσιώδεις  λάτρεις  τών  αρχαιοτήτων  >  '. 

Το  ανακοινωθέν  τούτο  παρά  τίιν  άσυμφω- 
νίαν  αυτού  προς  τάς  μέχρι  τοϋ  χρόνου  εκείνου 
δημοσιευθείσας  ειδήσεις  κ(λΙ  αφηγήσεις  αυτών 
τών  δυτών,  καΟ'  ας  πάντοτε  έλέγετο  περί 
αποσπάσεως  τεμαχίων  άπό  συμπαγών  όγκων» 
και  παρά  την  προφανή  πρόθεσιν  της  καθησυ- 
χάσεως  τοΰ  κοινού,  δεικνύει  εί  μη  τον  τρόπον 
καθ'  δν  έγένοντο  τουλάχιστον  αί  τελευταΐαι 
ερευναι,  πάντως  δμ(ι)ς  τον  τρόπον  καθ'δν  έδει 
νά  γίνοινται,  και  δστις  φαίνεται  δτι  πράγματι 
έφηρμόσΟί]  κατ()πιν  έν  τω  βυΟχο. 

ΚαΙ  ή  επιτροπή  δέ,  ην  κατόπιν  τών  μο[ΐφών 
κατήρτισε  τότε  το  'Υπουργεΐον  εκ  τών  καθη- 
γητών τού  Εθνικού  Πανεπιστημίου  Α.  Χρη- 
στομάνου και  Α.  Δαμβέργη,  χημικών,  και  Κ. 
Μητσοπούλου,  όρυκτολόγου,  απεφάνθη  δτι 
τά  θραύσματα  τών  πλείστων  και  μεγάλων 
τεμαχίων  εΐναι  παλαιά.  Εις  τίνα  δ[ΐο)ς  τών 
μικρότερων  παρετηρήθησαν  ασήμαντοι  άποκο- 


παί,  όφει?^όμεναι  εις  το  εΰθρυπτον  και  εΰθραυ- 
στον  τοϋ  άλ?ιθΐο)θέντος,  ένεκα  της  επιδράσεως 
τοΰ  θαλασσίου  ύδατος,  κράματος  τών  άγαλμά- 
τ(ι)ν  και  προελΟοΰσαι  κατά  πάσαν  πιθανό- 
τητα είτε  κατά  την  άνέλκυσιν,  εϊτε  κατά  την 
μεταφοράν   . 

Ή  αυτή  έπιτρ(^πή  εις  δεύτερον  έροκημα 
περί  τών  ελλειπόντων  κορμών,  αν  διιλαδή 
κατεστράφησαν  ούτοι  παντε?Λ)ς  ή  μήπο)ς  ευρί- 
σκονται εντός  της  Ιλύος  τοΰ  βυθού  της  θαλάσ- 
σης ,  απήντησε  τά  εξής•  Χημικήν  διάλυσιν  τών 
υπολειπομένων  κορ[ΐών  αποκρούει  ή  επιτροπή, 
παραδέχεται  δε  δτι,  εάν  οί  κορμοί  ύπήρχον  αρ- 
χικώς πλήρεις,  θ'  άνακα?;υφθώσιν.  Άλλ'  επειδή 
ό  πυΟ  μην  της  θαλάσσιις  είναι  επικλινής,  ή  έρευνα 
πρέπει  νά  έπεκταθή  εις  μεγάλην  έκτασιν,  διότι 
και  αί  τρικυμίαι  καΐ  οί  σεισμοί  πολύ  πιθανόν 
νά  μετεκίνησαν  τά  στερεά  μέν,  αλλά  κοίλα  τε- 
μάχια, νά  ευρίσκονται  δέ  ταΰτα  εις  μεγάλην 
άκτΙνα•  δεν  αποκρούει  (!)  δμως  ή  επιτροπή  και 
την  ύπόθεσιν  [τίνος;]  δτι  τά  τεμάχια,  αρχικώς 
εκ  κατακερ[ΐατισ()έντων  (Ιγαλμάτιον  /^](^ί)έντα, 
μετει^έροντο  ιιετ' ακεραίων  τοιούτο)ν  ' . 

Τή  2Μ  και  ;>()  Ιανουαρίου  έλήφιθησαν  νέα 
τηλεγραφήματα  ές  Αντικυθήρων,  άγγέλ/.οντα 
δτι  οί  δύται  έξακολουθήσ(;ΐντες  τακτικώς  τάς 
εργασίας  άνείλκυσαν  τήν  άγκυραν  τού  ναυαγή- 
σαντος  πλοίου  (Έφιιμ.  Αρχ.,  σελ.  171,  είκ.  1ί^), 
διάφορα  σώματα  έκ  μαρμάρου  κατεστραμμένα 
εις  τε[ΐάχια,  αγγεία  πήλινα,  τε[ΐάχια  τοΰ  π?^οίοχν 
καΐ  κυρίως  ώραίαν  κεφαλήν  αγάλματος,  κατε- 
στραμμένην  κατά  το  όπισθεν  μέρος  {  Αρχ. 
Έφημ.,  πίναξ  Ε'  1)  '^.  Ταύτην  ίνα  άνασύρωσιν 
β&ρανααν  άπό  τοΰ  κορμού  τού  [ΐόλις  κατόπιν 
άλ'ε?.κυσι)έντος  αγάλματος  φαισικοΰ  μεγέθους, 
(Έφημ.  Αρχ.,  πίναξ  Ε'  2).  Προς  δέ  οί  δύται 
έβεβαίουν  δτι  εύρον  και  σοορόν  ετέρων  μαρμά- 
ρινων αγαλμάτων,  άδυνατούσιν  δμως  νά  άνασύ- 
ρωσιν ώς  έκ  τοΰ  όγκου  και  τοΰ  βάρους  αυτών  ^. 


"Αατυ  27  Ί«ν(ΐιιαοίΐ)ΐι  1!ΜΙ1. 


'   "Αστν  28  Ιανουαρίου  1901. 

-  'ίίραίαν  εικόνα  της  κεφαλής  ταύτης   έδημοσίευσαχ'    και 
τά  '^Πανα&ήναια"  έν  τόμ.  Α',  σελ.  377. 

■*  "Αστν  20,  30  και  31  Ιανουαρίου  1901. 


'(>  ί}ιιηανρί)ς  των  Άντικνϋήηοη• 


'Γήπ'  ό  υπουργός  τΓ|;  II «κυρίας  ύη¥ΐ.\άαια? 
Λ'ά  μεταβϋ  αύτος  ούτος  έπΙ  τόπου,  πα(.)«λ(ί|φ(ί- 
Λ'(ΐ)ν  ώς  (<ρ/(ίΐο/.()γικον  ό^11γο\'  τι'ις  ανελκύσεως 
(χϋτον  τον  γινιχπν  Βρορον  τών  (/ρχίχιοτι'ιτίον  κ. 
II.  Κ(ί|)|)«^ί(χν,  τον  ?(ρορον  τών  (ίρχ(/.ιΐ)τΓ|το)ν 
II.  Καατρκότιιν,  προς  (^ε  τον  νομικον  συ|ΐ|5ουλον 
τοΰ  υπουργείου  τΓ|ς  Ιΐίίΐ^είας  κ.  'Κμμ.  Λυκοΰ- 
δην,  έχοντα  έντολην  ι••ξομ(ί?ασεο)ς  παντός  σχε- 
τικού ζητ»)(ΐατος  προς  τάς  [ΐετά  τών  ίΐυτών 
συ[ΐο[(ι)νίας,  ώς  προς  τάς  κατ(/.Ρι?.ΐ)ί)ιισοιιενας 
εις  αυτούς  άποζΐ](ΐΐ(όσεις. 

Ούτοι  έπιβά\'τες  της  <  Μυκά/.ης  ^  κυβερνο)- 
μένης  υπό  τοΰ  (/.ντιπλοιάρχου  κ.  θ.  Θεοχάρΐ| 
και  συμπαραλαβόντες  την  άτ(ΐ()ΐΐ(ΐιο?ιίαν  '  Σί3- 
ρον  %  προς  δε  σκεπαστή  ν  (ρορτηγί?)α  μετά  γερα- 
νού και  τά  σχετικά  βοιι^ητικά  μηχανήματα, 
άνεχιόρησαν  εκ  ΙΙειρίχιώς  την  εσπεραν  της  7 
Φεβρουαρίου  και  [ΐετά  περιπετεκόδΐ)  πλουν 
έφθασαν  εις  τον  1  Ιοτίχμόν  τών  ΆντικυΟήρον 
μόλις  τΓ|  .">  μ.  μ.  της  Ν  Φεβρουαρίου,  ένί)'  άνέ- 
μενον  αυτούς  οι  δύται  κατάκοποι  ή?)η  και 
άπηλπισμένοι  ένεκα  τών  (δυσχερειών  της  άνε/.- 
κύσεως  καΐ  τών  άμυ{)ήτ(ΐ)ν  αυτών  κακουχιών, 
ών  ένεκεν  ήσαν  έτοιμοι  \'ά  διακόψωσι  τάς 
εργασίας  καΐ  έπανέλθωσπ'  εις  τήν  πατρίδα  των. 

Αμέσως  δε  ή  Μυκάλη  επεδόιΗ]  εις  τήν 
άνέλκυσιν  τών  άγαλμάτοον,  άτινα  οί  Συμαΐοι 
δύται  εΐχον  [ΐεν  ανακαλύψει  πρό  της  όφίξεως 
αυτής,  αλλά  δεν  ήδύναντο  νά  η^έρωσιν  εκτός 
της  ισάλου  και  εΐχον  έπιπόνως  ρυμουλκήσει 
ύποθαλασσίως  εις  ύδατα  άβαΟέστερα.  Μεταξύ 
τούτων  ήτο  και  ή  [ΐνημονευθεΐσα  ήδ)|  εν  μέρει 
καλώς  διατηρούμενη  κεφαλή  τοΰ  τό  πρώ- 
τον ύπηνήτου  νεανίου  μετά  τοΰ  υπό  σπόγγωλ' 
κατάφυτου  κορμού  αυτής,  άφ'  ου  (Ιπεκόπη  κατά 
τήν  άνέλκυσιν  κορμός  ϊππου  έχοντος  περί  τόλ' 
τράχηλον  διάφορα  ανάγλυφα  κοσ[(ήματα  ήτοι 
άετόν  καΐ  δπλα  (Άρχ.  Έ((  ΐ)ΐι.,  πίλ'αξ  Β'  .■')),  και 
άλλα  αγάλματα  μαρμάρινα,  δυστυχώς  κατε- 
στραμ[ΐένα,  ών  μεταξύ  κορμός  γυναικός  μετά 
διασταυρουμένων  ποδών,  πλείστα  αγγεία  καΐ 
τεμάχια  τού  π?^οίου,  ένώτιον  χρυσούν  κ.?^.π. 

Τήν  έπιοΰσαν,  9  Φεβρουαρίου,  τά  δύο  άτ[ΐό- 


πλοια  μετά  τών  π/νοίίον  τών  δυτών  ρκπ/.εύπαντα 
τοΰ  ΙΙ()Τ(/.μοϋ  (ΐετέβησαν  εις  τόν  τόπον  τοΰ 
ναυαγίου  και  ήρξαντο,  διά  τών  άτμηλ(ίτθ)ν 
αυτών  μηχανημάτυη',  τής  άνελκύσείος  τών  με- 
γάλθ)ν  άγαλ[ΐ<ίτ(ΐ)ν,  άτινα  κ(/παδυ<ήιενοι  οί  δύται 
ύπί)  τάς  ά[ΐέσους  ένί)ουσΐ(ί)δεις  παροτρύνσεις, 
παραίίαρρύνσεις  και  υποσχέσεις  τοΰ  υπουργού 
κ.  Στιχη,  προσέδενον  δι'  ισχυρών  κάλίον  μέ 
μόχί)ί)υς  καΐ  κινδύνους,  τών  όποίίον  τί|ν  <(ρίκΐ|ν 
τίποτε  δεν  δύν</τί/.ι  νά  περιγρά»|»η  .  Τούτο)ν 
δ'ε'νεκεν  ανήρχοντο  πολ/.άκις  ήμιΙ)ανεΐς  εκ  τοΰ 
βυΟοΰ,  όν  ύπεχρεοΰντο  νά  άνασκάπτωσι  πέριξ 
τοιν  αγαλμάτων. 

Κατ' αρχάς  έξήχίΐη  εν  καταβεβρωμέλ'ον  υπό 
τής  {)α/ιάσσης  μαρμάρινον  άγαλμα  {)εοΰ  καθή- 
μενου επί  {)ρόνου  ('Λρχ.  Έίρημ.,  πίναξ  Α'  ">). 
Κατόπιν  όμο)ς  οί  δύται  ανερχόμενοι  ανήγγελ- 
λαν ότι  έπι  τών  αγαλμάτων  έπικάθηνται  πε- 
λίόριοι  όγκιιλπίοι  ή  βράχοι  .  Δυστυχώς  ό  τε 
επιστατών  έπι  τής  (/.νελκύσεως  αρχαιολόγος 
κ.  Καββαδίας  και  πάντες  οί  συν  αύτω  εν  τή 
εύλόγο)  αυτών  σπουδή,  ούδόλίος  φανταζόμενοι 
ότι  οί  βράχοι  ούτοι  δυνατόν  νά  ήσαν  κολοσ- 
σιαία αγάλματα,  0)ς  εύ{)τ)ς  κατόπιν  απεδείχθη, 
ένόμισαν  ότι  πρόκειται  περί  βράχο)ν  καταπε- 
σ(')ντ(ΐ)\'  εκ  τής  άνοιθεν  ακτής  συνεπεία  σεισμι- 
κής τίνος  δονήσεο)ς,  γενομέλης  εν  άγνοΊστο) 
εποχή  μετά  τό  ναυάγιον. 

Λιετάχί)η  λοιπόν  ή  έκτόπισις  αυτών.  Οί  δύται 
περιέδενον  αυτούς  διά  παχύτατου  κάλο),  ού  τήν 
άκραν  παραλαμβάνουσα  ή  ισχυρά  ιιηχανί|  τής 
«Μυκάλης»  κατεκύλιεν  ύποβρυχίίος  μετά  τίνα.; 
στροφάς  εις  τήν  παρακειμέλ-ην  άβυσσολ'. 

Μετά  τόν  έκτοπισμόν  τούτον  άλ-εβιβάσΟη- 
σαν  πλείστοι  νέοι.  παραμεμορφομένοι  κατά  τό 
πλείστον.  κορ[ΐοι  μαρμαρίνων  αγαλμάτων,  δν 
εν,  σώζον  τό  περίγραμμα  νεανίου  τήν  δεξιάν 
έπι  κιονίσκου  στηρίζοΛΤ-ος  (Άρχ.  Έφημ.,  πίναξ 
Β'  ϋ),  έκλήΟΐ]  υπό  τώλ•  τότε  παρόντωλ-  τό 
φάντασμα  τοΰ  Έρμου  τοΰ  Πραξιτέλους  .  Διαρ- 
κούσης τής  εργασίας  ταύτης  μέγας  κορμός 
ϊππου  προσδεθείς  κακώς,  ει  καΐ  μετ'  ανή- 
κουστους κόπους,  έξέφυγε  τών  δεσμών  τής  εις 


Ό  -θησαυρός  των  Άντικνϋήρων 


πολύ  βαθυτέραν  θάλασσαν  άποαυρΟείσης  Μυ- 
κάλης >  και  κατεκυλίσθΐ]  δια  παντός  εις  την 
άβυσσο  ν. 

Τότε  δ'άπεΓρασίσΟη  να  άποπ?^εύσ)]  Γ)  Μυ- 
κάλη εις  Πειραιά  μετά  τοΰ  γενικού  εφόρου, 
δπο)ς  κομίστ)  καταλληλότερα  μέσα,  ιδίως  δε  την 
μικράν  τορπιλλοϋέτιδα  «ΑΊγιά?ιειαν-  τίιν  δυ- 
ναμένΐ]ν  \'ά  έργασΟ-ί)  κατακορύφως  άνωΟι 
τοΰ  ναυαγίου,  προς  άνέλκυσιν  των  υπολοίπων, 
άτινα  κατά  τάς  παραστάσεις  των  δυτών  ήσαν 
πελώρκι  '. 

Τ  Γ)  VI  Φεβρουαρίου,  έπΙ  της  Μυκάλης» 
κομισάσιις  και  πάντα  τα  ά\'ελκυσθέντα  μέ/ρι 
τοΰ  απόπλου  αυτής,  έπανήλΰεν  εις  Αθήνας  6 
κ.  Καββαδίας,  τάς  δε  λεπτομερείς  αύτοϋ  αφη- 
γήσεις περί  των  τελευταίοον  εργασιών  έδημο- 
σίευσαν  αϊ  διάφοροι  έφιημερίδες  τών  Ά{)η\'ών 
και  το  Πανελλήνιον  Πρακτορεΐον  τών  εφη- 
μερίδων 'Κ 

Τα  αγάλματα  κατετέΟησαν  αμέσως  εις  το 
Μουσεΐον,  επειδή  δ '  έκτοτε  ή  επιφάνεια  αυτών 
άπεξέσίΐη  δια  σ[ΐιλών,  καιίαρισθεΐσα  εκ  τών  παν- 
τοίων ΐίαλασσίίον  προσφυμάτίον,  παραιΙέτομεν 
ενταύθα  το  γενικόν  μέρος  περιγρα(ρής  ανδρός 
έπισκεφθέντος  αυτά  δτε  (/.κό[ΐ)|  εύρίσκοντο  έπι 
τοΰ  καταστρώματος  τής  Μυκάλης  ο  Ι  Εΐναι 
20  περίπου  κομμάτια — μαρμάρινα  ανδρικά  ως 
έπΙ  το  πλείστον  αγάλματα — μεταξύ  τών  οποίο) ν 
δύο  ή  τρίίχ  υποτίθεται  ότι  ανήκουν  εις  γυναί- 
κας. Ή  θάλασσα  όμως  έπετέλεσε  τρομεράν 
καταστροφήν  έπάνο3  εις  αυτά.  Τά  πλείστα  εξ 
αυτών  έχουν  μεταμορφω{)ή  τώρα  εις  άμορφους 
όγκους  εναλίων  βράχων,  οι  όποιοι  [ΐάς  έκαμον 
την  έντύπωσιν  κολοσσαίων  θα?ιασσί(ι)ν  όστρά- 
κο)ν.  Φαίνεται  ότι  περίεργοι  χ)]μικ(χι  ενώσεις 
συνετελέσΌησαν  μεταξύ  τοΰ  λευκού  μαρ[ΐ,άρου 
και  τών  διαβρο)τικών  υδάτων  τής  θαλάσσης.  Οί 


Γ?αχφυράν,  ?ιεπτομερΓ|  και  χρήσιμον,  υπό  μορφήν  ημε- 
ρολογίου, περιγραφήν  τών  από  τής  7  μέχρι  10  Φεβρουαρίου 
εργασιών  τοϋτοιν  έδημοαίευσεν  ό  αυτόπτης  κ.  "Εμμ.  Λυκού- 
δης  ίντω'Άατει  τής  13  Φεβρουαρίου.ΊΛέ  και  Έστίαν  τι'ις  12. 
•^  Ίδέ  τό  "Αατν,  Νεολόγον,  κ(ΐ1  ΣχρΙπ  κ.λ.π.  τη.;  1;} 
Φεβρουαρίου    1!1ΰ1. 

^   Ακρόπολις  18   Φεβρουαρίοιι   1001. 


πόδες  έλεπτυνΟησαν,  αί  χείρες  κατεφαγώθη- 
σαν,  αί  κεφαλαΐ  παρεμορφο'τΟησαν  τερατωδώς, 
αί  ώραΐαι  καμπύλαι  έξηφ!ανίσθΐ]σαν  υπό  συγ- 
κολλήματα  άλάτϋ)ν  και  οστράκων,  και  οί  κορμοί 
κατέστι^σαν  ποροίδεις,  δυνάμενοι  νά  άποτρι- 
|"]οϋν  εις  λεπτήν  κόνιν,  ενώ  ή  παρθένος  λευκ()- 
τΐ|ς  τοΰ  μαρμάρου  προσέλαβε  τό  χρώμα  βρά- 
χου αιωνίως  δερομένου  υπό  τών  κυμάτων  .... 
Άλλ'  υπό  τάς  καταστροφιάς  και  τάς  μεταμορ- 
φώσεις, τάς  όποιας  συνετέλεσεν  ή  θάλασσα,  τό 
παλαιόν  κάλλος  μαντεύεται,  αί  ώραΐαι  γραμ(ΐαι 
συλλαμβάνονται  κ.λ.π.   . 

ΤΓ|  14  Φεβρουαρίου  ό  γενικός  έφορος  τών 
αρχαιοτήτων  μετά  τοΰ  εφόρου  κ.  Π.  Καστριώ- 
του  έπλευσαν  έπΙ  τής  Μυκάλης»  εις  Άντικύ- 
{Η^ρα  ακολουθούμενοι  ύπό  τής  Αιγιαλείας  . 
Άλλ'  εκ  τής  έπικρατούσιις  τρικυμίας,  ής  ένεκεν 
ε'ιχον  και  πάλιν  έπι  ημέρας  διακοπή  αί  έργα- 
σίαι,  ή  μεν  Μυκάλη»  προσωρ[ΐίσθη  εις  Κύ- 
θηρα, ένί)α  είχε  μεταβή  και  ό  κ.  υπουργός,  ή 
δε  Αιγιαλεία  ,  κινδυνεύσασα  εν  τφ  πελάγει 
παρά  τό\'  Μαλέ(/.ν,  κατέφυγεν  εις  Βοιάς  '.  Μόλις 
δε  τΓ|  Κ!  Φεβρουαρίου  άμηότερα  τά  πλοία 
έπλησίασαν  εις  την  ακτή  ν  τού  ναυαγίου,  ένι)α 
(ΐί  δύται  είχον  επαναλάβει  τάς  εργασίας  από 
της  (ΐεσΐ)μβρίας  τής  προηγουμέντ)ς,  κατορθο')- 
σαντες  νά  άνελκύσωσι  τό  κάτω  ήμισυ  μαριια- 
ρίνου  γυναικείου  άγι/λματος  έφθαρ[ΐένου,  δύο 
υδρίας  άκεραίας  καΐ  δύο  βάίίρα  αγαλμάτων. 
Εις  τους  καταπλεύσαντας  επικούρους  οί  δύται 
άνεκοίνωσαν  ότι  έβ?ίεπον  έν  χαράδραις  τού 
βυθού  διάφορα  αγάλματα,  ιδίως  έν,  ου  ευδιά- 
κριτος ή  κεφαλή  και  τά  ενδύματα,  δύο  ίππους, 
κ.τ.?ι..,  προσέθετον  όμο)ς  ότι  διά  τήν  άνέλκυσιν 
αυτών  προαπαιτείται  καΐ  πάλιν  νά  άποκυλισθή 
εις  τήν  άβυσσον  -  μέγας  βράχος  >  έπικαθή μένος 
τών  άγαλ[ΐάτο)ν.  Τούτο  και  απεφασίσθη.  Τήν 
έπιοϋσαν  λοιπόν,  17  Φεβρουαρίου,  προσεδέθη 
ό  βράχος  >  διά  παχύτατου  κάλω  και  ή  Αιγια- 
λεία παρα?χχβούσα  την  άκραν  αυτού  έξεκίνη- 
σεν  ολοταχώς    προς    τό  πέλαγος.    Ευτυχώς   ό 


"Αατν   1."),  17  και   18  Φεβρουαρίου. 


Ό   {)ηα(ΐνρ<)ς   τ<7η•  Άΐ'τικοΟι'/οηιι• 


κάλίος  έΟραύαίΙη  χ<ΐ)πΊς  να  κινΐ|ΐ)Γ|  ό  |!ο(/./()ς  . 
ΓΙροσρ?>π)η  ίκ  νι'οπ  χα\  )\<))\  ί-πήοιτο  ήποΙ'^ού- 
/ιος  προς  το  πέλαγος  καΐ  προίκΐ'ΐτο  να  κατα- 
ποντιαΟΓ)  /αιομρνου  τοΓ»  '/.άλο),  ί'ηΐ  ό  Οπουργος 
ύποπτηιίΐΓίς  αϊ(('νΐ|ς  οτι  (>ιιν(ίτον  οί  κίχταπον- 
τιζόμινοι  οί'τοι  |'5ρ(<7.<>ι  να  ι-ίναι  (χγάλματα  κο- 
/α)σαΐ(<1(/.  {( (/.ιν()|ΐ!-ν(χ  ίκ  πρ(ί)τΐ]ς  οψΡ(ι)ς  ί"ίς  το 
ακιόφως  τοϋ  πυΟμένος  (ός  ((ΐισικοι  βρίίχοι,  κπί"- 
μεινρ  μεγάλο)ς  να  εξακολουΟήσιι  η  (χνκλκί'σις 
κατακορικρίος  ((ΐ-χρι  της  Ιαάλον  ϊνα  |)ί-•()(χιο){)Γ) 
αν  πρ(Γ;μ(/τι  πρ(')κριται  περί  |ίράχου.  'Οτε  ί^ε 
ιιετά  κιν(^ύνο\1  χής  Αιγιαλείας  •  ίςετελεσϊ)ΐ|  ί| 
ί)ιαταγί|  αΠτί),  τα.  αν(ΐιί)εν  κΰπτοντα  .τλΐ|ρ(ί)ΐιατα 
.τ(/.ντ(ΐ)ν  το)ν  πλοίων  έρριψαν  κραυγί|ν  χ/ίράς  επί 
τΓ]  εμφανίσει  εις  την  επκράνειαν  της  {)αλάασΐ]ς 
[ΐαρμαρίνου  άκε(ραλου  κολοσσοΓι  Ηρακλέους 
πανομοίου  προς  τον  Φαονεαειον  ΊΙρ(χκλεα  τοΰ 
Μουσείου  της  Νεαπόλεως  (Έφη[ΐ.  'Λοχ.  πίνας 
Η'  1).  ΐν(/.  (^ί-  κ(χτ()πιν  άνελκυσΟη  οΰτος  έκτος 
τοϋ  (Ήπατος,  έόέησεν  ή  Αιγιαλεία»  ήρεμώτατα 
πλέουσα  να  σύρη  αύτον  κάτ(ΐ)Οι  της  ίσιχλου, 
όπως  προσδειΚ)  δι'  (χ?α>σεοη'  έπι  τοϋ  γερανού 
της  εν  τφ  δρμίο  Μυκ(χλης  ,  ύφ'  ής  (ΐετά  κιν- 
δύνου αυτής  και  τοΰ  πληροιματος  ιμορήΟΐ)  καΐ 
άπετέθη  έπι  τοϋ  καταστρο)ματος. 

ΚάτονΟι  τοϋ  Ηρακλέους  τούτου  ευρέθη  και 
άνειλκύσΟιΙ  έτερον  ιιαομι'χρινον  αγαλιια  ίμ(χτιο- 
φυρον  ύποιιιμΑ'ήσκιη'  πο)ς  παράστασιν  Απόλ- 
λωνος• (=^ Λιοιιήδιις:  'ί]Γ(ΐημ.Άρχ.  πίναξ  Ε' 3). 

Τήν  έπιοϋσαν,  Κυριακην  IX  Φεβρουαρίου, 
οί  κεκμηκότες  δύται  έπείσΟησαν  [ΐετά  πο/.λούς 
μόχθους  να  έργασθώσι  κιχί  π(χλιν,  ανείλκυσαν 
δε  τρία  (χγάλ[ΐατα  και  κορμόν  ίππου  άκέφα- 
λοΛ'  και  άπου\'    . 

Παρ'δλας  δε  τάς  έ'ριδας  καΐ  διχονοίας  μεταξύ 
των  δυτών  και  τοϋ  πλοιάρχου  αυτών,  ό  κ. 
υπουργός  κατώρθοισε  να  πείσΐ)  τους  άλλως  σφό- 
δρα έξηντλιμιένους  δύτας,  τινάς  δε  και  βαρέο^ς 
ασθενείς,  να  έργασθώσι  και  τήν  έπιοϋσαν 
άπο  τής  Ο  π.  μ.  μέχρι  τής  ο  μ.  μ.  Κατά  το  διά- 
στημα τοϋτο  άνειλκύσθ^ησαν  πρώτον  μεν  διά- 
φορα τεμάχια  τοϋ  κολοσσιαίου  Ηρακλέους, 
άποκοπέντα  καθ'  ην  ώραν  το  άγαλμα  έσύρετο 


υπό  τής  Αιγιαλείας  έπΙ  τών  έναλίίον  βοάχπιν, 
δεύτερον  δε  άγαλμα,  σύνθετον  (χρ/ήΠεν  εκ  δύο 
τΡ|ΐαχίο)ν,  νεανίου  έρείδοντος  τήν  δεξιάν  έπΙ 
τής  οσ((  ύος  ('Εφηιι.  'Αρ/αιο/..  πίναξ  Ζ'  4). 
Έπι  τοΰ  στήίΐους  τούτου  ήτί)  έπικεκολλημένη 
έτερα  χειρ  τής  χα?Λής  κλίνης,  όπερ  παρέσχε  τήν 
έίωτίδα  ότι  έν  τω  υπό  τα  αγάλματα  συμπήγ- 
ματι  άδράς  ψάμμου  και  λίθχον  (χνασκαπτο- 
μένο)  καταλλήλως  ί)'  (χνεκαλύπτοντο  οί  ελλεί- 
ποντες κορμοί  τών  χαλκών  άγαλμάτο>ν.  Τέλος 
άνειλκύσϋη  μαρμ(χρινος  κορμός  (ΐετά  κε<(αλής 
πο)γωνοφόρου  φερούσης  κράνος  ('Εφη μ.  Αρχ. 
πίναξ  Ζ'  2). 

Λυστυχώς  οί  δύται  τελείως  έξαντληΟέντες 
ήρνήίίησίχν  να  συνεχίθ(ι)σι  τάς  καταδύσεις  αϋ- 
τώ\'.  ΊΙ  προτίχίΐεΐσα  εκσκαφή  τοϋ  βραχοιδους 
πήγματος  τοΰ  εδάφους  εις  βάθος  30  όργυιών, 
μεθ'  ην  ή^ϋτΓζετο  υπό  τών  παρισταμένων  (χρ- 
χαιο/α)γων  ΰτι  ί)ά  άνακαλυφθώσιν  άφθαρτα 
αγάλματα  και  μάλιστα  χαλκά,  έτρόμαξεν  αυτούς, 
έλεγαν  δ'  δτι  δεν  εχουσι  περαιτέρω  έ/-πίδας 
περί  ανευρέσεως  ετέρων  άγαλμάτοιν.  Τήν  εναν- 
τίον γνο'ιμην  εΐχον  οί  ίδιοκτήται  καΐ  οί  πλοίαρ- 
χοι τών  π?^οίων,  έπιμένοΛ-τες  δτι  υπάρχει  ακόμη 
πλήθος  αγαλμάτων  και  προτείναλαες  είς  τόν  κ. 
ύπουργόν  νά  μεταβώσιν  είς  Σύμην  προς  άνα- 
νέ(ι)σιν  τοϋ  πληροηιατος  αυτών. 

Τέλος  ό  κ.  Στάιις  καταπείσας  αυτούς  τή 
ύποσχέσει  προσθέτου  αμοιβής  νά  έργασθώσιν 
ακόμη  έπΙ  οκτώ  ημέρας  και  υποσχεθείς  αύτοίς 
δτι  μετά  τοϋτο  θά  ρυμουλκηθώσιν  υπό  τής 
Αιγιαλείας»  είς  Πειραιά,  άνεχοιρησεν  έ.τι  τής 
.<  Μυκάλης  >  μετά  τής  ακολουθίας  αύτοϋ  καΐ  τών 
εύρΐ][ΐάτων  είς  Αθήνας  τήν  έσπέραν  τής  19 
Φεβρουαρίου  '. 

'  ΙΙεοι  πάντιον  τοντον  τιϊη•  ΐΛ-πό  12 — 19  Φεβρουαρίου  ίδέ 
τό  Ήμερολόγιον  αντόπτου  (Ε.  2.  Λυκοΰδη)  έν  τω  "Αστεί 
τής  19  και  21  Φεβρουαρίου  1901.  Έπίση;  τοΰ  αύτοϋ  -Τά 
αγάλματα  τών  Άντικυβήριον  έν  τοΐ;  Πανα&ηναίοις,  τό(ΐ.  Α' 
σελ.  386—387.  Ό  αυτός  εγραψεν  (άνο)\•τ'μο)ς)  και  έν  τη  Εστία 
της  22  Φεβρουαρίου  εκτενές  σηιιείωμα  υπό  τόν  τίτλον  «Εις 
τόν  τόπον  τοϋ  ναυαγίου  .  Ίδέ  .τρός  τούτοις  τάς  περί  τών 
αυτών  εργασιών  άνακοινιόσεις  τοϋ  υπουργού  κ.  Στάη.  κ.λ.π. 
έν  ταϊς  έΓρημερίσι  τών  Άβηνώλ•  Εστία  και  Έσηερινϋ  της 
ίΟΊ-,    Σκρίπ,  Εμπρός,  Άχροπόλει,   Νεολόγφ,  "Αστει  κ.τ.λ. 


—  9  — 


ο  '&ησανρος  των  Άντικνϋ•ήρων 


Ώς  άντιπρόσ(οπος  τοϋ  άρχαιο^νογικοϋ  τμή- 
ματος τοΰ  υπουργείου  ούδεΙς  των  άρχαιολό- 
γο)ν  παρέμεινεν  εν  Άντικυθήροις,  απεφασίσθ)) 
δε  να  περιφρουρηΗτί  (ίστυνομικώς  ό  τόπος  τών 
ερευνών   α  μα   τι]  όιακοπΐ)   τών  εργασιών. 

Οι  έπι τόπου  μόνοι  ποραμείναντες  δΰται,  συνε- 
χίσαντες  αμέσως  κατά  τάς  έπιούσας,  20  και  21 
Φεβρουαρίου,  τάς  εργασίας  αυτών,  άνείλκυσαν, 
κατά  τηλεγράφιιμα  τοϋ  εν  ΚυΙ^ήροις  άδελφοϋ 
τοί3  κ.  υπουργού,  δύο  ήκρίοτηριασμένα  [(αρ[ΐά- 
ρινα  αγάλματα  ανδρών  και) )][ΐένων  έπΗ)ρόν(ο\' 
και  κεκαλυμ(4ένων  κάτω  τής  όσορύος,  αγαλ^ια 
μαρμάρινον  εν  στάσει  πυκτου  ή  σπροντός  τι 
(Έφημ.'Αρχ.  Γ'  4),  έτερον  νεανίου  άνευ  ποδώλ' 
(Έφη[ΐ.  Άρχ.  Γ'  .">),  βάσιν  (ΐαρ[ΐαρίνΐΐν  έφ'  ης 
βαίνει,  έπι  τών  δακτύλων  άκρος  πους,  κορ[ΐόν 
άκέφαλον  μεγάλου  αγάλματος  [ΐαρμαρίνου,χα/.- 
κην  κειραλήν  χηνός  την  κλίνην  κοσμούσΐ]ς 
(πίναξ  IX,  4)  καί  τιν<λ  άλλ(/.,  εΐδον  δι-  καΐ  έτε- 
ρον [ΐαρμάρινον  ΐππον  '. 

Μετά  τούτο  διέκο^ίαν  τάς  εργασίας  αυτών, 
ματαία  δ'  απέβη  ή  έπΙ  τόπου  (χποστολή  ύπη 
τού  υπουργείου  τού  τότε  καΟτ^γητού  της  αρ- 
χαιολογίας Οίκονόμ(ΐυ,  έ\'τολήν  ε/οΛτος  Λ'ά 
πείση  αυτούς  διά  προσθέτου  ά[ΐοιβης  \'ά  συλ'ε- 
χίσωσι  τάς  εργασίας  αυτών. 

Τη  Κ!  Φεβρουαρίου  ή  «Μυκάλΐ)  έκό[Ησεν 
εις  Πειραιά  τά  τελευταία  εύρήματ(ί  κ(χί  αυτούς 
τους  δύτας,  άξιούντας  ν'  άναπαυϋώσι  τουλά- 
χιστον έπΙ  ενα  μήνα  πριν  ί']  έπαναλάβωσι  τάς 
εργασίας  αυτών.  Το  ύπουργεΐον  παρεδέχΟί) 
τούτο  '. 

Ό  έτερος  τών  πλοιάρχο)ν  τώΛ'  δυτών,  κ. 
Φωτιάδης,  άμα  τη  έπανόδο)  παρουσιασθείς 
εις  τον  ύπουργόν  τής  παιδείας  κ.  Στάην,  άνε- 
κοίνωσεν  δτι  «μή  άρκούμενος  εις  τάς  παρατί)- 


της  21>;ί  Φεβρουαρίου.  Έν  δέ  τί)  Εστία  τής  ΙίΙ'ί";  Φεβρουα- 
ρίου έδημοσιεϋΟη  εκτενές  προς  τό  (ιπουργεΐο\•  τών  Ναυτικών 
τηλεγράφημα  περί  το)ν  είιρημάτυ)ν  τοϋ  κυβερλ'ήτου  της 
«Μυκάλης-,  κ.  Θεοχάρη.  Έν  τω  "Αστει  τής  22«>.•  Φεβρουαρίου 
άνακοίνιόσεις  τοΰ  κ.  Στάη  πρ(")ς  τό\•  πρωΟυπο\ιργόν  κ.  Θεοτόκην. 

'  Ίδέ  Εμπρός,  "Αστυ,  Άκρόπολιν  και  ΣκρΙπ  τής  24 
Φεβρουαρίου  1901. 

-   "Αστν   27  Φεβροιιαρίου  1901. 


ρήσεις  τών  δυτών,  κατήλθεν  αύτος  ούτος  εις 
τον  πυθμέ\'α  τής  θαλάσσης,  διέκρινε  δέ  πλήθος 
αγαλμάτων,  τά  όποια  κα?Λ'πτει  ή  ιλύς  και  τώ\' 
οποίων  ό  άριθιιός  είναι  τουλάχιστον  τριπλάσιος 
τών  (ΐέχρι  τούδε  άνε/Λυσθέντων.  Τά  άγάλ[ΐ(ίτα 
ταύτα  έφάλ'ησαν  αύτω  όλα  ακέραια,  ίδίο)ς  δέ  έπι 
τού  σωρού  αυτών  διέκρινε  μέγα  μαρμάρινον 
(ν;αΚ\{,α  διατηρούμενον  σώονν.  Μετά  τάς  δια- 
βεβαιοΊσεις  ταύτας  προσέΰιικεν  ΰτι  άναλα[ΐ- 
βάνει,  όλως  άοριλοκερδώς.  προσλαιιβάνων  καί 
άλλους  δύτας  ν'  ανέλκυση  ταύτα  πάντα  εκ  τού 
πυθμένος  εντός  τριών  (ΐηνών,  αφού  όμως  δια- 
κοπώσιν  έπι  τού  παρόντος  αϊ  έργασίαι,  ϊνα 
οί  δύται  ιιεταβώσιν  εις  την  πΐίτρίδι/.  αυτών 
ένεκα  τών  εορτών  τού  ΙΙ(/σχ(ί  '.  Τό  ύπουργεϊο\' 
έζήτΐ]σε  την  άμεσοΛ',  ει  δυχ-ατόν,  έπιη'άλιιψιν 
τών  έργίίσιών,  έπειδί)  δέ  τίνες  τών  δυτών  έδή- 
λίοσαν  κατηγορηματικώς  ότι  δεν  θά  δυνηθ(οσι 
νά  έξακολουΰήσίοσιν  εργαζόμενοι,  ότι  δέ  η 
υγεία  αότιον  επιβάλλει  εις  αυτούς  ν' άναπαυ- 
θώσιν  έπί  τίνα  χρόνον,  ό  κ.  υπουργός  έχορήγη- 
σε\'  είς  τον  μη  έπιίΚηιούντα  νά  έγκαταλίπη 
τάς  εργασίας  π/.οίαρχον  1Γ)  ημερών  προθε- 
σμίαΛ',  ϊνα  καταρτίση  τό  νέον  αυτού  πλήρο3(ΐα• 
έδήλ(οσε  δέ  αύτω  ότι,  τούτου  μη  γενομένου,  ή 
Κυβέρνησις  Οά  έδέχετο  τάς  προτάσεις  αΏΜ^\ 
δυτών  εξ  Αιγίνης,  προσ(ρερ()μένο)ν  νά  συλ'εχί- 
σ(οσι  τάς  εργασίας  τής  άνελκύσειος  -. 

1Ιράγ[ΐατι  δέ  οί  Συ((αϊοι  πλοίαρχοι  έδήλω- 
σαν  ήδη  την  ί)  Μαρτίου  ότι  κατήρτισαν  τά 
νέα  αυτών  πληρώματα  αύξήσαντες  τον  αριθ- 
μόν τών  εξ  δυτών  είς  δέκα,  ίνα  αί  έργασίαι 
γίνο^νται  είς  τό  [ΐέλλοΛ'  τακτικ(ί)τεραι  καί  άποτε- 
λεσματικο)τεραι, δκχκοπτόμεναι  μόνον  έπ'  ολίγας 
ημέρας  κατά  τάς  προσεχείς  έορτάς  τού  Πάσχα  '. 

Οί  δύται  συνοδευόμενοι  υπό  άτμοη[ΐιολίας 
τού  Β.  Ναυτικού  άνεχοΊρησαν  μόλις  τη  1 7 
Μαρτίου,  έχοντες  μεΟ'  εαυτών  καί  τον  έφορον 
τών  αρχαιοτήτων  κ.  Κ.  Κουρουνιθ)τηΛ',  έντολήν 
έχοντα   υπό  τοϋ  υπουργείου,    όπως    έποπτεύη 


"Αστυ    2    και    ίί   Μαρτίου    1901. 

Άστυ  4  Μαρτίου  1901. 

"Αστυ  10  καί  14  Μαρτίου    1901. 


10  — 


'()   ι'ίί/Πίίορος   ΤίΤιΐ'  Άι•τικι<ι'}ήι>ΐι>>' 


τ«ς  κργασκχς,  οχιτινρς  ΐ\•¥Χ(ΐ.  της  ¥ΆΐΧ[)(ΐτ\]πα- 
π\\ς  μργάλιις  τ^^ιικυμίας  Γ|ο'ί(/.ντο  ιιόλις  τΓ|  24 
Μα!^)ΤΗΐΐ'  '. 

Μόλις  ί^' ι•π(/.ν(/.λ(ί()()ντι-•ς  οί  ί^ιΊται  τάς  ί'ογα- 
σί«ς  (χνείλκυσαν  κορμον  'ιίτπου  μ(ίρμαρίν()υ,  ((^^■- 
ροντος  άνόγλικρον  πΓχράστ«σιν  'περί  τύν  λαι- 
πην  (Ίν('ΐ|μ.  'Αρ/αιολ.  πίνίίξ  Π'  Ι)•  ί^ιρκοψαν 
ί)ε  κατ(')πιν  τάς  ι•ργασίας  τΓ)  2!Ι  Μίχρτίου,  ενεκοχ 
τ(7)ν  ίορτών  τοϋ  Γίάαγα,  κίΐι  ίπ«νκλα|^»()ν  πίχλιν 
(ίΰτάς  κντος  τής  ρβί^ομάίίος  τής  Λιακαινησί^ιου, 
άνελκύσίχντες  με/ρι  της  !•  Απριλίου  (^(«((ό- 
ρους [ΐαρ[(«ρίνας  (5άσεις,  γλυπτ(/.  τίνα  δλο)ς 
(/.πΓ|μ(/.ντ(/.,  κ(ά  κεφαλήν  ϊπποτι  μι-τρίίος  (^κ/τη- 
ρ()ΐ)[ΐεΛ'ην,  (χνήκουσαν  ?)ε  εις  ενα  τών  εύρείίεντον 
κοριιών  (Άρ/.  Έ((  ΐ|ΐι.  πίν«ξΛ';5).  Έν  γένει  ί)έ 
καιΤ  όλον  το  μέ/Λ"^  ^'Ί^  ^^  Απριλίου  διάστηιια 
αί  εργασίαι,  περί  ών  ό  κ.  Κοΐ'ρουνΐ(ί)της  υπε- 
Ι^ίχλε  προς  το  Ύπουργεΐον  εκΐΐεσιν,  ίιπ'  ουδε- 
μιάς έστέφΟησα\'  αιμκίντικής  έπιτνγίας,  το  μεν 
ένεκα  της  έπικρατούσΐΐς  τρικυμίας,  το  δε  ένεκα 
τής  (χτελείας  τών  μέσ(ον  ατινα  διεΟετον  οί  δύται 
εις  το  (χναπεπτα(ΐενον  εις  πάντα  ανεμον  και 
εις  διαρκή  σχεδόν  θαλασσοταραχή  ν  διατελούν 
άξενον  εκείνο  [ΐέρος  τώ\'  ΆντικυΌήρον  '.  Έκ 
τής  πο/.λής  δ  εργασίας  εις  τώλ'  δυτών,  ονόματι 
Γ.  Κρητικός,  καταδυθείς  εις  βάθος  35  όργυιών, 
(χπεΟανεν,  οί  δε  π?ιθίαρχοι  ελ{)()ντες  εις  Αθή- 
νας, άμα  τή  είδήσει  δτι  ή  Κυβέρνησις  έπεζήτει 
τάς  ύπιιρεσίας  τών  εν  Γενούη  Ιταλών  δυτών, 
έζήτησαν  την  άδειαν  \'ά  [ΐισθο)σο)σι  καΐ  ά?^ι.ους 
δύτας  ίνα  συνεχίσοισι  τάς  εργασίας  ^. 

Αί  περί  τών  κατόπιν  εργασιών  ειδήσεις  έρ- 
χονται σποραδικώτεραι.  Την  τε/.ει>ταίαν  εβδο- 
μάδα τοϋ  Μιχΐου  οί  δύται  άνείλκυσαν  κατά 
τηλεγράφημα  προς  το  ύπουργεΐον  τής  Παι- 
δείας λίΐφιΰεν  τή  1  Ιουνίου  «άρχαιο/\.ογικά 
τιν(χ  (ίντικείμενα  μικράς  αξίας,  ήτοι  τήν  δεξιάν 
χείρα  (χγάλματος  μαρμαρίνου  καλής  τέχνης, 
κορμόν  άλλου  αγάλματος  κατεστραμμένου  και 
παραμεμορφωμένου,    μίαν   βάσιν    μαρμαρίνην 


'  "Αστυ  της  1Η,  20,  24  και  29  Μαρτίοιι  1901. 
-   "Αστυ  1,  10  και  18  Απριλίου  ϋΙΟΙ. 
3  "Λστν  29  "Απριλίου  1901. 


εφ'  Γ|ς  υπάρχουσι  τά  Γχνΐ|  ποδών  αγάλματος 
στιιριζομένου,  ((δίνεται,  έπι  τής  β(χσεο)ς,  ο')ς  καΐ 
?ιίίψανα  στήλιις,  ί^να  (ΐαρμίχρινον  πίίδα  καλής 
δΐ(χτ)μ_^)ήσεο);  καί  τίνα  άλλα  ί/.αήμα.ντα  (χνη- 
κείμίλ'α     '. 

'Γή  δε  .'»1  Ιουνίου  ήγγέλΟη,  ότι  άνειλκύ- 
σΙΙησαν  κατά  τάς  ημέρας  έκείνας  διάφορα 
πήλινα  (χγγεΐα,  εν  πινάκιον  κατεστραμμένο  ν, 
τε[ΐάχΐ(χ  τίνα  σκευών  έκ  μετάλλί)υ,  πήλιναι 
πλάκες,  διάηορα  άλλα  τεμάχια  καί  έπ(/ν(ί)λι- 
ί)ος  χειροκινήτου    ιιύλου     ". 

Τή  δε  ι;  Ιουλίου  ελήφθη  εις  το  ίιπουρ- 
γι-ϊον  τιιλεγράφημα,  ότι  τάς  τελευταίας  τεσ- 
σάρας ημέρας  διαρκώς  έργασϊ)έντες  οί  δύται 
(χνέσυραν  διάφορα  αγγεία  πήλινα  δια(( ()ρ(ον 
σχη(ΐάτο)ν  καί  μεγιχλα  τεμιχχια  χαλκίνης  χύτρας 
μετά  λιχβής-  έπίσιις  βίχρος  [ΐολύβδινον  σχή- 
ματος κωνοειδοΰς  και  ότι  οί  δύται  έξηκο- 
λούί)  ουν  τάς  εργασίας  αυτών,  έφ '  όσον  επέτρεπε 
τοΰτο  ή  τρικυμία^.  Νεώτερον  δε  τηλεγράφι^ια, 
τή  1ϊ)  Ιουλίου,  ήγγει/^εν  ότι  οί  δύται  (ί)ς  εκ 
τής  έπικρατούσ)ΐς  τρικυμίας  δεν  ήδυνήί)ΐ|σαν 
νά  έργασΟώσιν  ή  τρεις  μόνον  ημέρας,  καΟ'  ας 
άνεί/^κυσαν  μόνον  τρία  μικρά  πήλινα  αγγεία, 
μίαν  ύδρίον  πηλίνην  και  διάφορα  μικρά  τεμά- 
χια  χάλκινα  \ 

Ένεκα  τοΰ  άκαρπου  σχεδόν  τών  τελευταίον 
προσπαθειών  τών  δυτών  έγένοντο  τότε  προσ- 
πάΟειαί  τίνες,  ίνα  εί.θοσιν  εις  Ελλάδα  προς 
έξακο/^ού{}ιΐσιν  τώ\'  εργασιών  Ιταλοί  έκ  Γε- 
νούΐ)ς  δύται,  περί  ών  λέγεται  ότι  δύνανται  νά 
παρα[ΐένο)σιν  ύπο  τήν  θάλασσαν  έπΙ  μακρόν 
έρευνώντες  τον  βυΟόν  αυτής,  ό  δε  υπουργός 
κ.  Στάης  απεφάσισε  νά  μεταβή  και  πάλιν 
εις  Άντικύθιιρα,  όπως  έπι  τόπου  έξετάση  τά 
κατά  τήν  έργασίαν  τών  Συμαίων  δυτών  καΐ 
ϊδη  αν  πρέπει  νά  έξακολουθήσωσιν  αί  εργα- 
σίαι ή  νά  διακοπώσι,  μη  ύπαρχούσ)]ς  ελπίδος  νά 
άνελκυσθώσι  και  άλλαι  άρχαΐ()τητες  διά  τών 

'  "Αστυ  2  "Ιουνίου  1901. 

-  Άστυ  1  Ιουλίου  1901.  'Ιδε  και  τό  φΰλλον  τής  2  Ιου- 
λίου (οί  6ΰται). 

^  "Αστυ  7  Ιουλίου  1901. 
<  "Αστυ  14  "Ιουλίου  1901. 


11 


Ό  -θησαυρός  των  Άντικνϋ^ήρων 


μέσων,  ατινα  (>ιαΙ)ΐ"τ()υσιν  «ιπαρ'ίκιίν  κ«ταί)ΐ'- 
τικαι    μηχαναί  ^ 

Πράγματι  δε  την  έσπέραν  της  28  Ίου?άου 
ό  υπουργός  επιβαίνωΛ'  της  Μυκάλης  εξέ- 
πίιευσε  τοϋ  Πειραιώς,  εγων  μεΟ'  εαυτού  και 
τον  νομικόν  σΰμβουλον  τοϋ  υπουργείου  της 
Παιδείας  κ.  Ε.  Λυκούδην,  όστις  κ(/.τ(')πιν  έδη- 
[ΐοσίευσεν  υπό  το  ί|)ευδώνυμον  Τ(ΐζί-Ί()ΐ(!ηης 
λεπτομερή  και  /ρήσΐ(ΐον  άφήγιισιν  τιΊη'  κατά 
τον  νέον  τοϋτον  πλουν  'Ι  Ή  μαινόμενη  τρικυ- 
μία ή  νάγκασε  την  Μυκάλην  να  προσεγγίση 
μόνον  εις  τηΛ'  ύπήνεμον  θέσίΑ'  Καμαρίλι  τώλ- 
Αντικυθήρων,  ενί)(/.  κατίορΟο^Όη  ή  άποβίβασις 
τοϋ  ϋπουργοϋ,  όστις  συνεννοηθείς  [ΐετά  τώ\' 
δυτών  και  της  ν  Αιγιαλείας  ν  περί  της  έξακο- 
λουθήσεως  τών  εργασιών  άμα  τη  ιιεταβ()?ιή 
τοϋ  καιροϋ  έπανήλ{)ε,  μετά  δίίορον,  επί  της 
«Μυκάλης•,  ήτις  μετά  τρίιορον  κ?^,υδωνισ[ΐόν 
κατέφυγεν  εις  τόν  όηιΐ()\•  τής  εν  Κρήτη  Γραμ- 
βοιισης  τη  .")(»  Ιουλίου.  Τέλος  βελτκοΟέντος 
τοΰ  καιροΰ,  την  πρωΐαν  τής  .'Π,  ή  Μυκάλη 
έ'φθασεν  εις  τόν  τόπον  τοϋ  ναυαγίου,  εν9α 
ειχον  ήδη  προηγηθή  οι  Συ[ΐαΐοι  και  ή  -Αίγκ/.- 
λεια  Ν  αί  δ'  έργασίαι  ήρξαντο  ά[ΐέσ(ος.  Μέρος 
τής  περί  τούτων  γλαφυράς  άφηγήσε(ι)ς  τοϋ 
αύτόπτου  κ.  Λυκούδη  πι/,ραΟέτω  ένταΰΌα,  ώς 
παρέχον  εικόνα  χαρακτηριστικήν  τοϋ  συνόλου 
τώλ'  πρωτοφανώΛ'  τούτων  αρχαιολογικών  ανα- 
σκαφών εν  τω  βυ{)ώ  τής  θαλάσσης  τών  Αντι- 
κυθήρων. 

<  ..."Ανευ  τής  <  Μυκάλης»  ή  περαιτέρω 
εργασία  προς  έξερειπ'ησιν  τών  βυί)ώ\'  {>ά  ήτο 
αδύνατος.  Δύο  πελ(ί)ριοι  όγκοι,  καταπεσόντες 
προφαΛ'ώς  κατόπίΑ'  σεισμικών  δονήσε(0Λ'  εκ 
τών  άπορρώγων  βράχων  τής  ακτής,  κατ(χκαλύ- 
πτουν  τό  ύπολειφχ'ΐέν  άνεξέταστον  υπό  τώ\• 
δυτών    μέρος. 

» Ισχυρίζονται,  δτι  κάτωθεν  αυτών  λευκά- 
ζουν μάρι^ιαρα.  Άλλα  καΐ  αν  δεν  διεφαΐΛ'οντο 
τοιαύτα,  {)ά  ήτο  άςρροσύνη   νά   [ΐείνη   άλΐξέτίχ- 


'  "Αατν  ο  Ιουλίου  1901. 

^  'Ιοτορία  ίνος  ναναγίον,  ίν  τώ  "Αστει  τί]ζ  ■>.  (ϊ.  7  και 
8  Αΰγοϋπτου  1901. 


στος  κατά  το  μέρος  τούτο  υ  χώρος  τοϋ  ναυα- 
γίου. Ανάγκη  λοιπόν  νά  προσδεθούν  οί  βράχοι 
και  νά  αποσπασθούν  εκείθεν. 

Πόσον  τω  δντι  εύκολος  ήτο  ή  εργασία 
κατά  την  δια  τής  γραο(  ίδος  διατύπο)σιν!  Νά 
προσδεθούν,  νά  αποσπασθούν  !...  Κατά  την 
έκτέλεσιν  ό[ΐ(ος  ποοέκειτο  περί  τοΰ  εξής,  τό 
όποΐολ'  κατωρθώΟΐ]  \'ά  αιιντελεσί)ή  υπό  τάς 
όψεις  μας  δι'  εργασίας  ημισείας  ημέρας. 

>  Κάλως  ύπερ[ΐεγέι)ης,  πάχους  !Ι  δάκτυλων, 
τοϋ  οποίου  120  όργυκ/Ι  έκαμΛ'ον  ιιίαν  [ΐεγάλην 
άκατον  τής  <  Μυκάλης  νά  βυθίζεται  σχεδόν 
μέχρι  τού  χείλους,  διηυθύνιΐΐ]  καθέτως  άνωθι 
τοϋ  ναυαγίου  είς  βάθος  ;!5  όργυιών. 

»Τόν  κάλων  τοϋτον,  τόν  ίσχυρότερολ'  τής 
«Μυκάλης  ,  τόν  σκληρότατον,  τόν  όποιον  επί 
τού  καταστρώματος  τού  πλοίίΐυ  ύ.τό  τόν  ελεύ- 
θερον αέρα  μόλις  κατορθώνει  τις  \'ά  λυγίση 
δι'όλΐ|ς  τής  εντάσεως  τών  δυνι/ιιείόν  του,  εκεί 
κάτο)  εις  τους  απόκρημνους,  τοιις  (η-ηλίους 
βΐ'θούς,  επρεπεν  οί  ήροκκοι  εκείνοι  άνδρες  Λ'ά 
λυγίζουν,  νά  έκσκάι)ιου\'  όπή\'  κάτω  τώ\'  μετα- 
κινηθησομένοιν  βράχιον,  νά  κά[ΐουν  νά  διέλθη 
δι' αυτής,  νά  περιβάλουν  δΓ  αυτού  τους  βρά- 
χους, λ'ά  προσδέσουν  διπλούς  και  τοιπ/νΟύς 
τεχνικούς  κόμβους,  καΐ  έπειτα,  παραδιδομένου 
εκ  τής  ?.έμβου  τοϋ  ετέρου  άκρου  εις  την  πρω- 
ραίαντροχαλίαν  τής  Μυκάλης-  ,ν'άποσπάσουν 
αυτούς  διά  τής  τεραστίας  δυνάμεως  τής  [ΐηχα- 
νής  τού   οπλιταγωγού,   κινου[ΐένου    ολοταχώς. 

»  Διά  την  πρόσδεσιν  ταύτην  άπητήθησ(χν  24 
καταδύσεις  οκτώ  δυτών  και  ί^πειδή  ή  εν  τω 
βυθώ  εργασία  εκάστου  τώλ'  μαρτύρων  τούτων 
εις  βάθος  .Ηό  όργυιών  δεν  υπερβαίνει  τά  ό  λεπτά, 
πλΐ|ν  άλλων  4  διά  την  ά\'έλκυσΐΛ'  καΐ  κατάδυ- 
σιν,  διά  τό  δυσχερέστατον  τούτο  έργον  άπητήΒΐ] 
πράγματι  μιίνον  δίωρος  εργασία  ενός  δύτ(η)  ! 

»  Τέλος  προσεδέθη  ό  κάλως,  παρεδόθη  εις 
τή\'    Μυκά?ιτΐΛ'    και  (χΰτη  έξεκιΆ'ησεν  ολοταχώς. 

-  Στιγ^ιή  ισχυρού  όσον  και  ευλόγου  τρόμου. 
'Πδύνατο  νά  λυθή  ή  πρόσδεσις  τού  βράχου, 
δτε  μόνον  θά  εϊχο[ΐεν  άποτυχίαν  τοϋ  εγχειρή- 
ματος• άλλ'  ή  δυνατό  και  νά  θραυσθ'ή  ό  κάλως 


12 


'()    ιΊ ηααΐ'ρος   των  'Ανηκιη'^ήρηη• 


κ(πι/.  τΐ|\' .τι/./.ΐ|\'  7(/.ΐ'η|\'  τ(ο\'  (/.\'τιηη((.Ί<ΐι\'  τι•ρα- 
οτίίον  ^ιι\'(/,ιπ'ο)ν.  τΓ|::  (ϊ)ατΐ/'.Γ|ς  της  [ΐΐ|/ανΓ|ς  της 
Μιικ(χλ)|ς  κΐίΐ  τής  «ίντοχης  τοϋ  άπ' αίίόνοη' 
οιΐ(ΐπιιχί)κντ(»ς  μν.τά  τον  πιη)[ΐή'()ς  (ίράχοχι,  οτε  ό 
κίνδυνος  των  ι\)γαζ()[ΐενο)ν  ήτο  (ΐνυπολίΡ/ιστος. 

»Άλλά  και  ?τρρος  τρομερώτερος  κίνδχινος 
έπεκρέματο  κατά  κυριολεξίαΑ'.  ΊΙδήν(/.τ()  (Ϊτγο- 
σπώμενος  ό  βρά/.ος  να  ιιείνΐ)  προοδεόεμένος 
και  δια  τοΰ  |•}άρ()υς  να  έλκΰσΐ)  τ»|ν  πρωραν 
της  Μυκ(χ?ι,ης  προς  τους  βυθούς.  Κίχτά  τοϋ 
κινδύνου  τούτου  ϊστίίντο  έπι  της  πριόρας  έτοι- 
μοι προς  άποκοπήν  τοϋ  χάλιη  ναΰται  της 
«Μυκάλης^>  κρατούντες  πελέκεις.  Άλλα  χάρις 
εις  τα  ληη  Πεντα  μέτρα  και  εις  την  συνδροιιην 
της  τύχης  τα  πάντα  διεξήχθησαν  ύιιαλώς  και  ό 
βράχος  [(όλις  </.ποσπασί)εις  ελύΟη  κυλιαίΐείς  εις 
την  άβυσσον     '. 

Επειδή  δε  τα  ΰδατα  έθο/ιθ)0)ΐοαν  τοσούτον 
μετά  τήν  άπόσπασιν  τοϋ  βράχου,  ώστε  οί  δύται 
μετά  πολλάς  κατίίδύσεις  ουδέν  κατώρ9ο)σαν  να 
άνελκύσωσιν,  ο  δε  κ.  υπουργός  και  ή  <  Μυκά?\,η>^ 
δεν  ήδύναντο  νά  άνα[ΐεν(οσιν  επι  πλέον,  άνεχώ- 
ρησαν  είς  τον  ΙΙοταμύν  των  ΆντικυΟήρο)ν  και 
παρέλαβον  τά  εκεΐ  έναποτεΰειιιένα  αρχαία, 
άτινα  έπι  τετράμηνον  μετά  το  προτελευταϊον 
ταξείδιον  της  Μυκάλης  έξήχΟιισαν  εκ  τοϋ 
βυ{)οϋ  ύπο  των  δυτών,  ους  άλλως  υ  κ.  ύποιιρ- 
γος  εύρε  καταπεπονη[ΐένους  και  έξηντλημένους. 
Δύο  μάλιστα  εξ  αυτών  ήσαν  ήδη  ήμιπαράλυτοι, 
εις  δε,  ό  καρτερικώτατα  εργασθείς  Γεώργιος 
Κρητικός,  όπέθανεν  ήδη,  ώς  εϊπομεν  ανωτέρω, 
παθών  είς  τά  βάίΗ]  της  θαλάσσης  τή\'  κεραυ- 
νό βόλον  τοϋ  νωτιαίου  μυελού  και  τού  εγκε- 
φάλου νυσον  τώλ'  [ΐι^χανοδυτών  (ιπίΐΐίΐάίβ  οΐβδ 
δΟίίρΗίΐηάΓΡίί). 

Τά  αρχαία  ευρήματα,  άτινα  ή  «Μυκά?αν>  και 
ό  κ.  υπουργός  έκόμισαν  τότε  εις  Πειραιά  τη  3 
Αύγουστου,  ήσαν  τά  εξής :  ^ 

Άγαλμάτιον   χαλκοϋν   νεανίου   έπι    βάσεως 


'  "Αστν,  7  Αύγουστου  1901. 

-  'Ιδέ  "Αστν  2  καΐ  4  Αύγουστου  (τηλεγρά({ημα  και  άνα- 
κοινοΊσεις  τοϋ  κ.  υπουργού)  κ«ί  8  Αυγούστου  1901  (περιγραφή 
Έμμ.    Λυκούδη). 


κυλινδρικής,  λίίΐου  ερυθρού  (πίναξ  \  III,  Λ). 
Κορμός  ίππου  μαρμα,ρίνου  ακέφαλου  ((έρολτος 
επί  τού  στήθους  κε(|α?νήν  Μεδούοης  ('Κί(ημ. 
Άς)χ.  πίν.  Η'  4).  Κε«(αλή  ίππου  μαομαρίνη 
καλής  διατηρήσεως  (Ίνριμ. 'Λρχ.  πίν.  Λ' 4)  ευ- 
ρεθείσα εγγύς  τού  ιχνιοτέρο)  κορμού.  "Λγαλικ/. 
[ΐαρ[ΐάρινον  Απόλλωνος  γυ(ΐνού,  στηρίζοντος 
τόν  άριστερόν  αγκώνα  έπΙ  τρίποδος,  διατηρού- 
μενον  δε  καλώς  μόνον  κατά  τό  όπίσθιον  [ΐέρος 
τού  σώ(ΐατος  (Έφημ.  Άρχ.  πίν.  Λ'  1).  Κορμοί 
αγαλμάτων  μαρμαρίνο)ν,  τίνες  μεν  άκέ(|αλ(»ι, 
έτεροι  δε  μετά  τής  κεφα/α)ς,  αλλά  πάντες  σχεδόλ- 
δκίβρίοτοι,  πάντες  κατεστραμμένοι,  διατηρούν- 
τες  δε  μόνον  τών  σχημάτο)ν  αύτίν  τήν  παρά- 
στασιν.  —  Μαρμαρίνΐ]  χείρ  καί  πους  γυναικείος 
μετά  πεδίλου,  αρίστης  άμιρότερα  διατηρήσειος. 
Βάθρα  [ΐαρμαρινα  άγαλμάτ(ον  πολλ(/,  φέ- 
ροντα έφ/  εαυτών  καί  τους  πόδας  τών  άνελκυ- 
σθέΛ'τ(ΐ)Λ'  αγαλμάτων.  —  Μεγάλη  συλλογή  πΐ)λί- 
νιοΛ'  κίίί  ύαλίνοιν  αγγείων  παντοίων  μεγεθώΛ', 
προορισμών  καί  σχη(ΐάτο3ν.  Δύο  τών  αμφορέων 
φέρουσιν  ό  ιιέν  έλλιινικηΑ',  ό  δε  /.ατινικήν  έπι- 
γραΐ( ιήΛ'.  -  Πλείστα  τεμάχια  τού  ναυαγήσαντος 
πλοίου.  —  Όστά  άνθρωπου,  ίσως  τινός  τών 
ναυαγών  τοϋ  πλοίου.  Τέλος  διάφορα  άλλα 
ασήμαντα  αντικείμενα  μνημονευθέντα  άν(οτέρο). 

Μετά  τήν  άναχώρησιν  τού  κ.  υπουργού,  οί 
δύται,  ζητήσαντες  καί  λαβ()ντες  παράτασιν  τών 
εργασιών  αυτών  μέχρι  τής  'όΟ  Σεπτεμβρίου, 
έξηκολούθιισαν  τάς  εργασίας  έφορεύοντος  τού 
αρχαιολόγου  κ.  Κουρουνιώτου. 

ΤΓ]  !Ι  Αυγούστου  τη?ιεγράφ)]μα  προς  τό 
ύπουργεΐον  άνήγγειλεν  ότι  κατά  τήν  όιιολο- 
γίαν  τών  δυτών,  κάτωθι  τού  μετακυλισϋέντος 
βράχου  υπάρχει  στρώμα  άποκεκρυσταλλωμένον, 
έν  φ  είναι  έσφηνωμένα  τεμάχια  μαρμάρου, 
προς  δε  καί  δτι  άνειλκύσθΐ]  ;  ιιικρός  τριπτήρ 
εξ  έρυΟρολίθου,  έχων  ώς  λαβή  ν  τεχνικώτατον 
δάκτυλον  άνθροχτου».  Τή  δε  29  τού  αυτού 
έτερον  τηλεγράφη^ια  εξ  Αντικυθήρων  τού  εφό- 
ρου κ.  Κουρουνιοότου  όνέφερεν  είς  τό  ύπουρ- 
γεΐον, δτι  πάσαι  αί  ένέργειαι  τών  δυτών  προς 
μετακίνησιν  τώλ'  βράχων,  κάτοιθι  τών  οποίων 


13 


Ό   θησαυρός  των  'Λντικν&ί/οο})• 


ύπετίΌετο  δτι  κρύπτονται  άρχαΜ)τητες,  απεβίω- 
σαν μάταιαι  καΐ  οτι  ηδη  έξήγοντο  ασήμαντα 
τίνα  αντικείμενα,  λεή[)ανα  τοί3  καταποντισθ εν- 
τός πλοίου  *.  Και  νεωτέρα  δε  (ϋναίρορά  τοΰ 
αύτοΰ  εφόρου,  ληφθείσα  τΓ)  1 1  Σεπτε[ΐβρίου, 
ανήγγειλε  τφ  υπουργείο),  δτι  αϊ  έργασίαι  της 
{χνελκύσεο)ς  εβαινον  έπι  ματαίφ,  βεβαιούντων 
τών  δυτών  δτι  ελάχιστον  μέρος  τοΰ  πυθμένος 
μη  καλυπτυμενον  υπό  βράχω\'  μέ\'ει  άνεξερεύ- 
νητον,  πάσαι  δ'  αϊ  εφεξής  προσπάΟειαι  ανιτών 
Οά  περιορισθώσιν  εις  την  διάρρηξιν  σκληρού 
στρώματος,  αποτελουμένου  εκ  διαφόρων  απο- 
κρυστάλλωνε ισώ  ν  ουσιών,  εν  αις  ευρίσκονται 
καΐ  τεμάχια  χαλκώλ'  και  ^ιαρ[ΐαρί\'ων  αρχαίων, 
ών  τα  πλείστα  κατεστρα[ΐμένα.  Οι  δύται  έβε- 
βαίουν  επίσης  δτι  ύπο  το  σκληρόν  τοϋτο  στρώ(ΐα 
υπάρχει  άτιμος,  ένθα  δυνατόν  να  κρύπτοινται 
(αρχαιότητες,  άλλ'  δτι  ήτο  δύσκολον  να  διασπα- 
σθή  το  στρώμα  τοΰτυ  δια  τώΑ'  μέσων,  άτινα 
εχουσιν  εις  την  διάι)εσιν  αυτών,  διό  καΐ  έζήτουν 
να  γίνη  χρήσις  δυναμίτιδος  ή  τορπίλλης  (!)  κ(ίί 
τών  άνελκυστικών  μ)ΐχανών  τής  Μυκ(χλΐ|ς  . 
Έν  τέλει  ό  κ.  Κουρουνιώτης  άνέφερεν  δτι 
τελευταΤον  έξήχ{)ΐ]σαν  δύο  τε[ΐ(ίχια  σκελών 
ίππου,  δύο  τμι'ιματα  ποδών  άνΟρίόπου  και  τειιά- 
χια  ενδυμάτων,  πάντα  μαρμάρινα. 

Τέλος  τή  '2'2  Σεπτεμβρίου  ό  αυτός  ε((!θρος 
έτηλεγράφησεν  δτι  εντός  τής  εβδομάδος  δια- 
κόπτονται αϊ  έργασίαι  τών  δυτών,  καθόσον 
αποβαίνει  αδύνατος  ή  άπόσπασις  τ(Τ)ν  κ(χλυ- 
πτόντων  τα  αγάλματα  βράχων    ^. 

Οΰτως  έ?ιηξαν  τΓ]  ΜΟ  Σεπτεμβρίου  1!Η)1  αϊ 
(ΐέχρι  τοϋδε  έργασίαι  τής  ανελκύσεως,  οι  δε 
Συμαΐοι  σπογγαλιείς  άπήλΟον  εις  την  πατρίδα 
αυτών,  λαβόντες  ώς  (χμοιβήν  πίχρά  μεν  τής 
Ελληνικής  Κυβερνήσεως  150,000  δραχμών, 
παρά  δε  της  Αρχαιολογικής  Εταιρείας  έπι 
πλέον  ανά  500  δραχμάς  έκαστος  Ι 

Αϊ  έργασίαι  αύται,   αΐτινες  πάντως  Οά   μέ- 


νωσι  διάσιιιιοι  έν  τή  Ιστορί  τών  άρχαιθ?ιθγι- 
κών  ερευνών,  ένεκα  τοΰ  προ)τοφανοί3ς  αυτών 
καΐ  τών  αληθώς  ηρωικών  προσπαθειών  τών 
δυτών,  δεν  θε(οροϋνται  λήξασαι  οριστικώς,  ώς 
έκτος  πάσης  ά[ΐφ>ιβολίας  δντος  δτι  έν  τω  βυθώ 
κείται  ακόμη  σειρά  ολόκληρος  χαλκών  αγαλμά- 
των φυσικού  μεγέθους  και  έξοχου  τέχνης,  (ον 
μέλη  τινά  μόνον,  χείρες  ή  πόδες,  άνειλκύσΟιισαν 
μέχρι  τοΰδε  (πίναξ  \').  Πάντες  έν  Ελλάδι  συναι- 
σΟάνονται  βαθέως  τύ  καθήκον  τής  άντι  πάσης 
θυσίας  άνελκύσεο3ς  τών  άντικεΐ[ΐένο)ν  τούτίον  *, 
διη  και  ή  Κυβέρνησις,  ιδίως  έπΙ  τοΰ  ίιποιιρ- 
γού  κ.  Μομφερράτου,  εις  πολλάς  [ΐέχρι  τοΰδε 
προέβη  άποπείρας  προσκ/ιήσεως  έκ  τής  εσπε- 
ρίας Εύρώπ))ς  δυτών  δυναιιένων  νά  έργασθώσι 
διά  τελειοτέρίον  καταδυτικών  μηχανών  έπι  [ΐα- 
κρότερον  και  (χ\'ετ(ί)τερον  εϊς  τά  βάθη  έκεΐλ'α  καΐ 
εις  έτι  μείζονα•  δυστυχώς  δμ(ος  αϊ  προσπάθειαι 
αύται  δεν  έτε/ιεσφ()ρΐ)σαν  μέχρι  τοΰδε  ένεκα  τών 
ασυμβιβάστων  προς  τονις  έ/^.ηνικούς  νόμους 
και  ύπερόγκο)ν  άξκόσρίον  τώ\'  ιιετακα/.ουιιέχ'ίον 
έξ  Εσπερίας  δυτών  ^. 

Β.     ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ.    ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΙΣ    ΚΑΙ     ΜΕΛΕΤΗ 
ΤΠΝ     ΑΝΕΛΚΤΣΘΕΝΤίΙΝ 

Άπό  τής  ήμέρ(χς  τής  ανελκύσεως  τοΰ  ιιεγά- 
λοιι,  τοΰ  σώου  γαλκοϋ  αγάλματος  (Περσέο)ς), 
παραλλήλως  προς  τάς  εργασίας  τής  άνελκύ- 
σεο)ς  ήρξαντο  αϊ  έργασίαι  τοΰ  διά  χημικών 
μέσ(ον  καίίαρισμοΰ  και  τής  αναστολής  τής 
φθοράς  πάλ'των  τών  χαλκών  εύρημάτωλ',  ταύ- 
ταις  δ'  ήκο?ιθύθησαν  κατά  πόδας  αϊ  έργασίαι  τής 
συγκολλήσεως  τοΰ  χαλκού  Περσέως. 

ΚαΙ  διά  μεν  τάς  εργασίας  τοΰ  καθαρισ(ΐοΰ  έν 
αρχή,  πλην  χη[ΐικών  τίνων  Έ?.λήνων  ^  έκλήθΐ] 
έξ  Ιταλίας    καΐ    είργάσθτ]    τόλ'    ΜάρτιοΑ'   τοΰ 


'    "Αστυ    10   και   30   Αύγοΰστοιι    1ί•01. 
2  "Αστν  12  καΐ  23  Σεπτεμβρίου  11)01. 
■*  Ίδέ  τό  "Αστν  τΫ\ζ  7,  21),  30  Όκτωβρίοιι  κα'ι   8  Δρκεμ- 
|1ριου  1901,  προς  δέ  9  κα'ι   11   Ιανουαρίου   1902. 


'  "ΙΛέ  κύριος  τά  περί  τούτου  αξιανάγνοιστίΐ  άρθρα  Αϊ 
ερενναι  παρά  τά  Κνϋ-ηρα  έν  τω  "Αστει  τΓ|ς  22  Φεβρουαρίου 
1902,  και  Ό  βν&ός  τών  '  Αντιχν9•ήρων  έν  το)  "Αστει  τί|ς  18 
"Ιουνίου  1902. 

-   "Αστν  21  και  23  Φεβρουαρίου  1903. 

^  "Ιδέ  κυρίιος  Α.  Κ.  Δαμβέργη  Έξαγόμε\'α  χημικών  έ'£ε- 
τάσεικν  άρχαιοτήτίον  τινώχ'  τών  Αντικυθήρων,  έν  Άρμονίι^, 
περιοδ.  Αθηνών,  τύμ.  Β'  (1901)  σελ.  182—183. 


—   14 


'()  ί%]παιιρος  τών  Άνηκυι'^ήροη• 


Ι',ιοί  ή  Γΐ/νίτιι-;  τοΓ'  λΐοΐ'πι  ίοΐ'  τΓ|ς  ΝΐΓ"(χ.τ()λΐί(ΐ)ς 
κ.  Ι\(/ρ(ίτρνοΰτ()ς•  (χ/.λ'  ^•πρι(^ΐ1  ή  (χρίστί)  άλλως 
ρμπίτΊΠΗ/.  (/ητοΓ'  (>ϊ  ν  ρξετείνετο,  ώς  φαίνρτιη,  και 
Ρπΐ  (ίντικΐΊ(ΐι••ν(ον  ίπΐ  τόοοιις  (/.ί(7)ν«ς  ύποσκίν- 
τ(ι)ν  την  ιΐτήρι-κίν  της  \)αλάαο\\ς,  ή  ρργαπίί/ 
αϋτοΰ  πι•\)ΐ(ορίσί)ιι  ρίς  (ΐόνον  τον  καιίαριαμον 
ρνος  /(χλκοϋ  (ϊραχίονος  (πίναξ  \',  1)  '.  Άμίσίος 
κατόπιν  (χί  ρργαπίαι  αύται  άνετριΊιισαν  οριστι- 
κώς εις  την  /ΐ|[ΐικον  '().  Ρουσόπουλον,  δοτις 
έπεράτωσεν  αύτάς  τον  Ίούνιον  τοΰ  1901,  γρά- 
\|ιας  έκτοτε  περί  της  μρΟ(Η^()^'  ην  Ρ(ρήρ[ΐοαε 
προς  τοΰτο  '. 

Λιά  ί)ρ  τάς  εργασίας  της  συγκο/.ληαε(ι)ς 
έκλή9)|  κατ'ίχρ/άς  [ΐεν  ό  τ(7>ν  τοιοότίον  εργα- 
σιών λίαν  ε[ΐπειρος  κα/^λιτέχν^ΐζ  ^•  Γουλιέλμος 
Ι^ΙιΐΓπι.  έπανορ{ί(ι)τί|ς  τών  (χρ/αιολογικών  πτ'λ- 
/ιογών  της  Βιέννιις,  ΰστις  μετά  [ΐελέτ)]\'  τοΰ 
προπκαίροκ  όπο  τοΰ  "Ελ?^)ν()ς  γ?αιπτου  κ.  Κα- 
λοιΉ^ΐ)  αυναρμο/^ογ)]θέντος  άγ(χλ[ΐατος  ύπέ- 
[■^αλε  τΓ]  12  'Οκτωβρίου  1!)01  ικχκράν  εκίΐε- 
σι\'  προς  το  ύπουργεΐολ'  \  εν  η  προέτεινε  τα 
δέοντα  γενέσθαι.  Επειδή  δμο)ς  προς  έφαρμο- 
γήν  της  μεθόδου  αί>τοϋ  εΐχεν  (χν(χγκιιν  εργασίας 
εξαμήνου,  δε\'  ήδύνατο  δε  έπ'  ούδενι  δρο)  να 
παραμείνη  έπι  τοσούτον  χρόνον  έν  Άθ-ήναις, 
άλλ'  έζήτει  να  άποσταλή  το  άγαλ^ια  εις  Βιέν- 
νην,  δπερ  δεν  παρεδέχθη  ή  Ελληνική  Κυ(3έρ- 
νησις,  μετεκίιήθη,  πολύ  κατόπιν,  εκ  Παρισίίον 
τή  συστάσει  Γάλλων  αρχαιο?^όγ(ον  ό  Γά?ι.- 
λος  καλλιτέχνης  Αλφρέδος  Αικίτέ  *.  Ούτος 
κατελΟών  είς  ΆΟηΛ'ας  το  πρώτον  τον  Μαίον 
τοΰ  1902,  [ΐελετήσας  δε  το  άγαλμα  και  εγγρά- 
φως έκ-θέσας  προς  το  ύπουργεΐον  την  [ΐέθο- 
δον  αύτοΰ,  ευθύς  έγκριθεΐσαν,  επανήλθε  τον 
Αΰγουστον  τοΰ  αύτοΰ  έτους  και  από  τής  14 
Αύγουστου   μέχρι  τής  30  Σεπτεμβρίου  δεξιώς 


'  "Αστν  6,  8  και  22  Μαρτίου  1ί>01. 

-  ϋόβΓ  άίβ  Κείηί^απ^  υη<1  Κοπίβινίεπιπ^  άβΓ  ΑηΐίςυίίϊΙβη, 
έν  Κ.  Β.  ΑΗγοπϊ'  ΟΗεπιίδοΙιε  ΖείΙδοΙίΓίίΐε,  Βά.  II,  5.  202— •_>0δ  α. 
364,   Τα£.  3. 

^  Ίδέ  ταϋτην  όλόκ?.ηρον  ελληνιστί  έν  τω  "Αστει  τή;  17 
"Οκτωβρίου  1901. 

■*  Βιογραφικάς  σημειώσεις  περί  τοΰ  καλλιτέχνου  τούτου 
Ιδέ  έν  τω  "Αστει  τής  13  Αύγουστου  1902. 


εργασθείς    συνεκι')λλΐ|σ!     το    άγαλμα,    ('ηζ    νΰν 
ευρίσκεται. 

ΙΙί/.νυ  περίεργον  κεηάλαιον  της  ιστορίας  τών 
'ΑντικυΙΙηραϊκών  αρχαιοτητίον  άποτελοΰσιν  αί 
εϊκασίαι,  ερευναι  και  μελέται,  αί  άπό  τής  άνα- 
καλύψεϋ)ς  τοΰ  ϋησαυροΰ  άρςάμεναι  και  μέχρι 
τοΰ  νϋν  ζωηρώς  έξακολου{)οΰσαι,  περί  τής  προε- 
λεύσεως και  κατευθύνσεο)ς  τοΰ  ναυαγήσαντος 
πλοίου,  περί  τοΰ  χριΊνου  τοΰ  ναυαγίου,  πεςη 
τής  τεχνικής  (χξίας  και  τοΰ  ονόματος  ενός  εκά- 
στου τών  άνακαλυ((Οέντ(ΐ)ν  αγαλμάτων  κτλ. 
Σθ(μ)ΐ  και  άσο((θΐ  άνεμίχίίησαν  εις  τ>ιν  συζή- 
τησι\•  ταήτην,  ιδίως  "Κλλχ\νΐ.ς,  πλείστα  γράψαν- 
τες  έν  ταΐς  έψ»]μερίσι  καΐ  περιοδικοΐςτών  Άί)))- 
\'ώΛ'  κτλ.,  (χλλά  [ΐηδέ  περί  τοΰ  έ^^αχίστου  τών 
ζητηιιάτ(ι)ν  κατορΟώσαντες  νά  όμονοήσωσι, 
πάλ'τες  δε  σχεδόν  ουδέν  άλλο  ζητοΰντες  ή  νά 
άντικρούσωσι  τάς  εμάς  γνοψας,  ας  περί  ενός 
εκάστου  τών  ζητημάτο)ν  έδημοσίευσα,  διαρ- 
κουσών τών  εργασιών  τής  άνε/αύσεως  '. 


'   Τά  έμά  άρθρα  είναι  τά  έ;ής  : 

(Α)  Ό  εκ  τών  Κυ9τ|ριι)ν  {)ΐ)σα\ιρός :  "Αστν  άρ.  3(567. 
24  'Ιανουαρίιιυ  1901.  —(Β)  "Ερευναι  και  εϊκασίαι  περί  τών 
άγαλμάτιον  τών  Κυί)^ήρων.  Πιθανή  προέ?.ευσις  τό  Άργος. 
Αγάλματα  Άπόλλ(ι)νος  κεχηνότος,  Διομήδους  τοΰ  Άργείονι. 
Κρεΰγα  .πυγμά/ου:  "Αστν  άρ.  3070,  27  Ιανουαρίου  1Κ01. — 
(Γ)  ΌΟρυιίόίΐς  ό  Σ.ταρτκίτης :  "Αστν  άρ.  3(571,  28  Ιανουα- 
ρίου 1901. — (.\)  ΛΊ  χείρες  τοΰ  -πύκτου.  Ό  Περίλαος.  Τό 
χαλκοϋν  άγαλμα,  άγαλμα  Ιίερσέως  κρατοϋλτος  κεφα/.ήν 
Μεδούσης  ;  "Αστν  άρ.  3674,  31  Ιανουαρίου  1901.  —  Ό 
Περσεύς.  Γνώμη  \αυτικών  περ'ι  τοΰ  ναυαγίου.  Τό  κράνος 
τοΰ  ΌΟρυάδα  :  "Αστν  3080.  8  Φεβρουαρίου  1901.  —  (Ζ) 
Ό  «ταϋρος•  ίππος  έκ  ρωμαϊκής  πύλης  τοΰ  "Αργούς:  "Αστν 
άρ.  309.5,  22  Φεβρουαρίου  1901.  —  (Η)  Έρμης  άνιιπαυό- 
μεΛ'ος.  Άγαλμα  Ασκληπιού :  "Αστν  άρ.  3696.  23  Φεβρουα- 
ρίου 1901.  — (Θ)  Ή  «λύσις-  τοΰ  ζητήματος:  Εστία  άρ. 
3δ0,  23  Φεβρουαρίου  1901.  —  (Ι)  Ό  κολοσσός  τοΰ  "Ηρα- 
κλέους :  "Αστν  άρ.  3098.  2δ  Φεβρουαρίου  1901.  —  (Κ)  Πότε 
και  ΰπό  τίνος  ά(ρ.ιρέ{>ησαν  τά  αγάλματα  τών  Ά\•τικυΟήρο)ν. 
Α'  Τό  ζήτημα  και  τά  πράγματα:  "Αστν  άρ.  3704.  3  Μαρτίου 
1901.  —  (Α)  Β'  Τό  συ^»πέρασμα  τής  έρετίλ-ης  :  "Αστν  άρ.  3705. 
4  Μαρτίου  1901.  —  (Μ)  Ό  πρώην  «πύκτης  :  "Αστν  ας. 
3724,  23  Μαρτίου  1901.  —  (Ν)  Δεινίας  ό  'Αργεϊος  (=Διεθ\•ης 
Έφημερ'ις  τής  Νομισματικής  Αρχαιολογίας,  τόμ.  ς'  1903).  Τό 
σήμα  τών  'Αργείων.  Όθρυάδιις  και  Περίλαος  ό  'Αργεϊος. 
Περσεύς  ή  'ΑργεΧος  και  τό  κηρύκειον.  Απόλλων  ό  κεχηνώς : 
"Αστν  άρ.  3735,  4  "Απριλίου  1901.—  (Ξ)  "Αφροδίτη  γεΛ-ους  . .  . 
αρσενικού!  Ή  ομηρική-  επιγραφή.  Ή  σχεδία  κα'ι  ό  φόρτος 
της.  Ό  χρόνος  τού  ναυαγίου :  "Αστν  άρ.  3809,  16  Αύγουστου 


15 


Ί)   θησαυρός  των  Άντικυϋ^ήρων 


Τ(7)ν  προατυφανών  και  έκτάκτίον  δυσχερειών       σιν  των   ΆντικυΟηραϊκών  αρχαιοτήτων  κυρία 
προς    έπιστη (ιονική ν  άναγνοΊρισιν   και   εκτίμη-        αφορμή  έγένετο  τύ  πρωτοφανές  των  περιστά- 


1901.— (Ο)  Ό  αστρολάβος  των  Άντικυ()ιΊρ<ι)ν ;  Νέον  "Αστν 
άρ.  163,  23  Μαΐοιι  1902.  Πβλ.  και  "Αστν  άρ.  4141,  23  Μαΐου 
1902.  —  (Π)  Είναι  αστρολάβος:  Νέον  "Αστν  άρ.  !•)5,  2Γ> 
Μαίου  1902.  —  (Ρ)  Ό  αστρολάβος  των  ΆντικυΟήριον :  "Αστν 
άρ.  4148,  30  Μαΐου  1902.  —  (Σ)  Περίληψις  ήιαλέξεως  περί 
των  'ΑντικυίΗιραϊκων  εν  τφ  Κεντρικω  Μουσεκο :  ^Εμπρός 
άρ.  2193,    2  Δεκειιβρίου,  και   Κράτος   άρ.  67,   Γ)  Δεκεμβρίου 

1902.  —  (Τ)  ΑΙ  αρχαιότητες  τών  ΆντικυΟήριον:  "Αστν  17 
Δεκεμβρίου  1902.  —  (Υ -Χ)  'Λντικυί)ηραϊκά  Α',  Β'  και  Γ' : 
Ά-&^ήναι    άρ.    109,  110  και    112,  4,    5    και    7    Φεβρουαρίου 

1903.  -  (Ψ)  Ό  Περσεύς  και  τό  ζήτηιια  τών  'ΑντικυΟη- 
ραϊκών  άρ/αιοτήτοιν :  Ά&ήναι  άρ.  11.">,  11  Φεβρουαρίου 
1903  (^ΔιεΟνν^ς  Έ(|  ημερις  τΓις  Νομισματικής  "Αρχαιολο- 
γίας,  τόμ.  ς'  1903). 

Τών  ΐιπό  άλλων  'Κλλήνων  δημοσιειη'^έντιον  περί  τ(ον 
'ΑντικυΟηραϊκών    άρχιχιοτήτιον   μνημο\'εύομεν  τά  εξής: 

Π.  Καββαδίας.ΆνΐίΜηνιηαΐΐς•."Αοτυ  13  Δεκεμβρίου  1900. 
—  Εστία  28  ΊαΛ'ΐιυαρίοΜ.  'Άστν,  '  Ακρόπολις,  Νεολόγος 
τής  29  Ιανουαρίου  1901  και  "Αστν  Ι.'!  «Ι'^βροραοίοιι  και  ."> 
Ιουλίου. — 'Ανακοίνωσις  περί  τών  εκ  τής  παρά  τά  'ΑντικύίΙηρα 
θαλάσσης  (ΐγαλιιάτιον  (χρονολ.  28  Ίανουαρίοιι  1901):  Πρακτικά 
τής  'Αρχαιολ.  Εταιρείας  τοΰ  έτους  1900,  σελ.  95  — 102. — ΊΊιε 
ΓεοεηΙ  ηηΗ<;  οίΐ  ^'γιΐιείίΐ:  ΊΊιβ  }οιΐΓηΛΐ  οί  ΙΙι;11.  5[υιΙΪ65,  νοί. 
XXI,  1901  ρ.  205  —  208.  (ΚβΙιγ.  18).  — 8ΐ!ΐ(ιΐ68  νεικίυβδ  ]κ-ιγ 
Ια  ιηβΐ' :  Κεν.  (1β5  Είικίβδ  Οιεοί^ιιεδ,  Ιοηι.  XIV  ρ.  122  — 126 
(δ  Μ3Γ5  1901).  — εοιηρΐβ5-ι•6ηι1α5  Λοαιί.  Ιη.ίοι.  1901  ρ.  ,58  — 63 
(2  ;αην.  1901)  βΐ  ρ.  158  — 159  (8  ΚένΓ.  1901)  —  Ι.ιΙιγΙιιιοΙι 
ο1θ5  Κ.  Π.  ΑγοΗ.  Ιη5(.  ΒγΙ.  XVI,   1901.  .\ΓεΗ.  Αηζοί^οΓ  .'ί.  17—19. 

Α.  Θ.  Φιλα&ελφενς.  (α)  Ό  χάλκινος  Ερμής.  "Εκ  τής 
ΰ.τοβρυχίου  Πομπηίας:  ' Ακρόπολις  26  "Ιίΐνοιιαρίου  1901. — 
(β)  Ό  "Ειρηβος  τών  "Ανιικί'ΐΊήριον ;  '  Ανατολή  (.τεριοόικόν 
'ΑΟηνών)  έ'τος  Α'  (1902)  άριΜ.  9  —  10,  σελ.  310 -311.  —  (γ) 
Ό  έφηβος  τών  "ΑντικυΟήριον  :  ".Αστυ  15  'Ιιινουαρίου  1903.  — 
(δ)  Και  πάλιν  περί  τοΰ  εφήβου:  "Αστν   24    Ιανουαρίου  1903. 

Θ.  Ν.  Φιλαδελφεύς.  Πόθεν  ί|ρπάγησαν  α'ι  αρχαιότητες. 
Ή  λϋσις  τοΐι  ζητή(ΐατος:  Εμπρός,  22  Φεβρουαρίοιι  1901. 

Έμ.  Λνχονδης  [Ναυτικός].  Πόθεν  τιΐγιίλματα  τών  Κυθή- 
ρων :  "Αστν  11  Φεβρουαρίου  1901.  —  Πβλ.  και  δσα  άλλα 
δημοσιεύματα  τοϋ  αϋτοΰ  έμνημονεΰσαμεν  άνιοτέριο  εν  τώ 
Ιστορικώ  μέρει    τής  άνελκύσειος. 

Κ.  Ν.  Ράδος.  (α)  Τό  ναυάγιον  τής  όλκάδος:  Εστία  15 
Φεβρουαρίου  1901.  — (β)  Αι  χαλκαϊ  πλάκες  τών  "Αντικιηΐή- 
ριον.  Δέν  είναι  άστρόλαβον :  Νέον  "Αστν  28  Μαΐου  1902.  — 
Πβλ.  καΐ  "Αστν  29  Μαΐου  1902.  —  (γ)  Τό  άστρόλαβον  τών 
'Αντικυθήριον.  Άπάνττ)σις  εις  τόν  κ.  Σβορώνον :  "Αστν  31 
Μαΐου  1902.  —  (δ)  Είναι  άστρόλαβο\• ;  άκό(ΐη  δύο  λέξεις. 
'Απάντηαις  εις  τόν  κ.  Ρεδιάδην:  "Αστν  31  Μαΐου  1902. 

Π.  Ρεδιάδης.  Ό  αστρολάβος  τών  "ΑντικυΟήριον  :  "Αστν 
30  Μαΐου,  23  κα'ι  24  "Ιουνίου  1902. 

Γ.  Σωτηριάδης  [Φιλότεχ^Ός].  Τά  αγάλματα  τών  Κυθή- 
ρων. Τό  χαλκοϋλ'  αριστούργημα.  Συνομιλία  μετά  τοϋ  κ. 
ΡβΓίΐΓίζεΙ  (μέλους  τής  Γαλλ.  "Αρχ.  Σχολής).  'Π  γνοηιη  τοΰ 
κ.  Γ.  Σωτηριάδου:  "Αστν  30  "Ιανουαρίου  1901.  —  Τά  έξ 
"ΑντικυΟήριον  αγάλματα:   "Αστν  24  Φεβρουαρίου  1901. 

Γ.  Νικολαΐδης.  Τό  πρώτον  έξ  "ΑντικυΟήςχον  άγαλμα: 
"Αστν  24  Φεβρουαρίου  1901. 


Ι.  Κ.  Β  '  *  *  Είναι  άρά  γε  α'ι  αρχαιότητες  τοΰ  "Ελγίνου  ; 
"Αστν  4  Φεβρουαρίου  1901. 

2.  Σ.  Α  '  *  Δέν  εΤλ'ΐιι  δυνατόν  νά  είναι  αί  άρχαΐ(')τΐ)τες 
τοΰ  "Ελγίνου:  "Αστυ  5  Φεβρουαρίου  1901. 

Α.  Μηλιαράπ-ης.  Τά  μάρμαρα  τοϋ  "Ελγίνου  :  "Αστν 
1   Μαρτίου   1901. 

Σ.  Σκονλονδης  (Παρισινός).  Ο  έ<(ηβος  τών  "ΑντικυΟιι- 
ριον  (.:   Πάρις)  :  Εστία  21  και  25  Φεβρουαρίου  1901. 

Ε.  Βερνόν.  '()  θησαυρός  τών  ".λντικιη'Ιήριον :  "Αστν 
5  Μαρτίου   1901. 

Γ.  Βνζαντηνός.  'Ιδέ  άνωτέριο  σελ.  4  σΐ|μ.  .!  και  Νέον 
"Αστν  22  καΐ  23  Μαΐου  1902  (περί  τοΰ  αστρολάβου),  ένθα 
μνιιμονεύεται  κιιΊ  γνιίιμη   τοϋ  κ.  Α.  ννίΐΐιείιη. 

Θ[εΟΗλητος]  ("Επίσκοπος  Σπάρτης).  Τό  Α  τιον  ΚυΟηραϊ- 
κών  άγαλμάτίον :  "Αστν  22  "Απριλίου  1901. 

Κ.  Γ  '    Ό  έ'φηβος    τών    ".ΥντικυΟήριον :  Νέον  "Αστν 

21  Νοεμβρίου   1902. 

Β.  Στάης.  Αί  (χρχαιότΐ|τες  τών  .ΛντικυΟήριον:  "Αστν  1.3. 
14  και  18  Δεκεμβρίου   1902. 

Κ.  Κονροννιώτης.  \ιά  τί|ν  χρονολογίαν  τοΰ  ναυαγίου 
τών  "ΑντικυίΙήριον :    "Αστν    18  .Δεκεμβρίου    1902. 

Α.  Κεραμόπονλος.  Τά  ευρήματα  τώλ'  ΑντικυΟήριον  : 
Νέον  "Αστν  '.\\  Μαρτίου  1903.  —  Αί  "ΑντικιΌιιραϊκαί  άρχαιό- 
τΐ)τες  :   Νέον  "Αστν  6  ".Λ.πριλίου  1903, 

Διάφοροι  άλλοι.  Δια(ρόρ(ι)ν  άλλιον  γν(ί)μας  συντόμους  εν 
έλ?ιηνικαϊς  έ([ημερίσιν,  ϊδίιος  περί  τοϋ  αγάλματος  τοΰ  Πΐρσέως, 
ΐδέ  έν  "Αατει  23  "Ιανουαρίου  1901. — Εμπρός  .31  "Ιανουαρίου 
1901  (γνώμαι  τών  Έλλήνιον  καλλιτεχνώλ'  Βρούτου,  Αύτρα, 
"Ιακιοβίδου,  Ροϊλοϋ  κτλ.). — Εστία  30  "Ιανουαρίου  1901 
(ΊΊι.  ΗοηιοΙΙε).  "Αστυ  4  Φεβρουαρίου  1901  (8.ιΙ.  ΚείπαοΗ)  — 
"Αστν  21  Φεβρουαρίου  (Μπάουτσερ  έν  τώ  Τίπιεκ). 

Ή  άξιολογιοτέρα  τών  μέχρι  τοϋ  λτιν  έν  Ελλάδι  όιιμοσιεύ- 
σε(θ\'  περί  τιοΛ'  ".λντικυΟηραϊκιον  (ΐοχαιοτήτιον  είναι  ή  τής  επΙ 
τής  εκδόσεως  τής  Αρχ.  Εφημερίδος  Επιτροπής  (Β.  Στάη, 
Χ.  Τσονντα  και  Κ.  Κονροννιώτου  ύπό  τΐ|ν  έπίβλε>)ΐιν  τοϋ 
γε\ικοϋ  εφόρου  Π.  Καββαδία)  :  'Ι'ά  ευρήματα  τοΰ  ναυαγίου  τών 
'Αντικυθήριον,  έν  Έφημ.  Αρχαιολογική  1902.  σελ.  145 — 173. 
Πίνακες  7 — 17,  παρένΟετοι  πίνακες  Α — Θ  καΐ  εικόνες  1 — 18. 
Προς  συ^υιλήριοσιν  μόνον  τοΰ  καταλόγου  ημών  άναφέρο- 
μεν  καΐ  τήν  μακράν  σειράν  άρΟριον  ήν  έδΐ|μοσίευσεν  "Αρβα- 
νιτόπουλλός  τις  έν  τή  έφημερίδι  'Α•&•ήναι  τοϋ  1902  — 1903 
αριθ.  73,  75,  82,  85,  93,  102,  103,  105  και  117  και  κατόπιν  έν 
μέρει  άνεδημοσίευσεν  έν  φυλλαδίω  'Ο  έφηβος  τών  "Αντικυ- 
θήρων», "Α-βήναι  1903. 

Τέλος  τιον  ύπό  τινιολ'  τώ\'  ξέ\'θ)ν  έν  άρχα.ιολογικοϊς  περιο- 
δικοΐς    δημυσιευΟέντιον    μνημονεύομεν    τά    εξής : 

[■νναΐζίπ^εΓί]:  Αιΐιεη.  ΜίηΗεϋ.,  ϋιΐ.  XXV  1900  8.4.57     461. 

Κ.  Ο.  ΒοΒΗπςυεΙ:  ΤΙιε  ΙοιιτηΛΐ  οί  ΗεΙΙ.  8ηι<1ίε5,  Υοΐ.  XXI 
(1901)  ρ.  350  -  351. 

Τ1ι.  ΚείηβεΙι,  Ι^' έρ1ιέ5ε  ιΐε  Οειί^οΙΙο  :  ΟαζείΙε  ιΐε  Βε.τιιχ- 
ΑΠδ,  (1901)  Ι.  ρ.  295  —  301. 

Η.  Ι^βε1ΐ3(,  1^'έρΙιεί)ε  ίε  ΟετίςοΚο :  Κενιιε  ιΐοδ  Εηκίεί; 
Οτεοςιιεδ,  Ιοηι.  XIV  (1901)  ρ.  445  —  448. 

V.  Ό.  Ρ3ΐυιηΐ3θ,  11  ΙεβοΓΟ  &Γΐί$Ιίοο  άεΐΐε  αοςαε  ιΙί  Οίίετα; 
Ι,εΚιίΓα    (Μίίαπο)  νοί.  Ι  (1891)  ρ.  819—822. 

Ο.  ννβΐάκίείη,    Μοπίΐιΐγ  Κενίελν,  Εοηάοη   1902. 


16 


ο   ιΐι/ηηυρος  των  Άντικνι^ή^κον 


σεων,  Γη(  '  Γίς  ((Γιτ(/.ι  (η'Γκ(ίλι'»(|  ΪΙηαίίν.  'Λί.ηϊΙώς 
το  π()(Τ)τ()ν  Γ|(^ι|  μρ,γα  πλήθος  «ρχαιοτι'ιτίον,  ((ορ- 
τίον  τροίίατιον.  οίον  σιινήΟίος  ^ί••ν  ί)0)ςίρΐται  ί|[αν 
οϋ?)'  ί|  .τ/.οιιπΐ(ΐ)Τ(ΧΤΐ|  των  (/.ν(ίακίίί(^ ών,  (ίνΐ'καλυ- 
(|  ί)ΐ|  ί-ν  τΓ|  ΪΙ(ίλ(/.σσ!|,  ΐ'ϊ<'ίγν<ι')πτ(ΐΐ'  ,τ<')λε(ΐ)ς  ποοεο- 
/όμκνον    κ(/.1    -τρος    άγνίόπτοπ    /(όοίχς     /.ιιιιΗ'α 

κ(/.Τ11Μ')ΐι\'(ΜΙίν()\'.       ()ΐ"'Τ(ι)       (^ί••       (»ί       (ίΙ)/(/.Ηΐ/.(')γθΙ 

(/.γνοοΓ'ντι-ς  τί|ν  προρ/^ρυσιν  εί)ρι'Ί')ΐ|ΐ(!ν  .τρό  τ(7η' 
(ΐνιιμί-ίίον  τοΓ>τ(ι)ν  εντελώς  εστερ)|μενοι  ο?^οη' 
έκείνίΐνν  των  μικρών  κίίΐ  [ΐεγ(ίλ(ι)ν  ε[ί>Γ|αεο)ν 
και  ιιεσίον.  ατινίί  έπικουροΰσιν  ημϊν  προς  επι- 
στ)]μονικί|ν  ιη'ΐ/.γνίόριαιν  και  εκτί[η|σιν  πασών 
τών  άρ/(ίΐ()τΓ|τ(ΐ)ν  τ<ϊ)ν  εξ  άνασκαίρής  οιασδή- 
ποτε γν(ΐ)ατΓ|ς  π()λε(ι)ς  η  ίεροϋ  προερχομένοη•. 
Προς  ύδηγίαν  ημών  ούόεν  εϊχυμεν  άρ/αΐον  κεί- 
[ΐενον  συγγραιρε(ι)ς  η  επιγρα(ρΓ]ς  κ(χί  οΰδεμίαν 
τών  ειδήσεων  εκείνων, αΐτινες  εξεκ(/.στιις  άνασκιχ- 
(ρής  άναπιιδώσι  διαλευκαίνουσαι  τα  ευρήματα. 

()ύή()λ(ος  λοιπόν  παράδοξον,  οτι  οί  (ίρχαιο- 
λόγοι  ουδέν  άλλο  εΐχον  \'ά  προτείνίοσπ'  ί'ι  εικα- 
σίας, τάς  μεν  μά?Λον  τών  ί)έ  άστΐ]ρίκτ()υς. 

Έκ  της  (χδυνα[ΐίας  ταύτης  τών  (ίο/αιο/.ό- 
γοιν  ώορελοιηιενοι  διάιροροι  έρασιτέχναι  άνεμί- 
χί)ησα\'  εις  το  ζήτίίμα,  ουδέν  όίλλο  έφόδιον 
φέροντες  ώς  έπι  το  πολύ  ί'ι  την  αχαλίνωτον 
αυτώχ'  φαντασίαν,  οϋτοι  δε  μετ'  ού  πο?ιύ  παρέ- 
στΐ|μεν  προ  αλΐ]ΐ)()ϋς  Βα(1υλωνίας  γνο)μών  ! 

Την  συγχυσιν  έπέτεινεν  έπι  μάλλον  ό  ('ίδ(ί[ΐας 
τών  ανακαλυ(ρ'ϋέντων  (χρχαί(ΐ)ν,  τό  ώραΐυν  και 
πλήρες  χαλκοϋν  όίγαλμα,  δπερ  παρέστη  προ  τών 
έρευνιιτιοΝ'  και  περιέργων  εν  ολη  (χύτοϋ  τή  αν- 
δρική καλλονή  και  έν  στάσει  μτιδεμίαν  ομοιό- 
τητα παρουσιαζούση  προς  οιονδήποτε  τών  κοι- 

0.  νναΐάδίείπ,  ΚεοίπΐΙγ  <1ί5θονβΓε(1  ΟΓεεΙς  πιαδΙεΓρίΒαββ :  ΤΚε 
ΜιιηιΚΙν  Κί•νί^\ν,  Ι,οηίοη  1901  (οΰχ'ι  1902  ώς  έτυπώΟΐ)  έκ 
παοαδρομής  εις  τό  τέλος  τής  προηγουμίλη^ς  σελίδος),  Χ°  8, 
Μαν,  ρ.  110 — 12δ. —  Τον  αντον,  ΟεΙεΓηιίηίη^;  2  ίουΙρΙοΓ:  ΤΚε 
ί11ιι*(Γ3ΐθι1  Τ.οηιΐοη   Ν\•\ν-,  ;υηε  6.  1903. 

δ.  Κείηβοΐι,  1^ε#  ίουϊΐΐε^  !;ου8  -  ιπΕΓίηεδ  <ΪΘ  ΟεΓΪ^οΙΙο :  1^& 
ί'1ΐΓυηί()ΐιε  ι1θ5  Αγ15  (δυρρίέηιβηΐ;  ιΐε  Ια  Ο&ζεΙίε  άεδ  Ιιεαυχ 
Αγ13).   ΡαΗδ  1901.   2  ΜαΓ5   ρ.   68—70   οι   9    Μ&Γ5   ρ.    76—77. 

Ε.  ΟαΓίΙηβΓ,  ΤΙιε  1>ΓοηζΒ  δίαΐυε  £Γοηι  ΟεπσοίΙο  :  ^ου^η31  ο£ 
ΗεΙΙ.  δίικίίεί  νοί.  XXIII  (1903)  ρ.  152—156  ρΐ.  VIII,  IX. 

Τά  τοΰ  Κ.  Κίς1ΐ3Γΐΐ3θη  έν  τφ  ΙηόερεηάεηΙ  (Νεκ-  Υοτίί,  1901) 
γλ'ίορίζω  μόνον  έκ  τής  περι?ν)Ίψε(ος  τοΟ  ΑιηεΓίο&η  ]οαχτ\.  οί 
ΑΓοΗίΐεοΙ.  1901,  ρ.  339. 


νώςγνίοστών  τυπ())ντό)ν(χρ/αίο)ν  ΙΙεών  ή  ήρο')θ)ν. 
Τίς  ό  νεαρός  ούτος  (χνήρ,  ήρο)ς  ή  {)εός;  Τί  επι- 
δεικνύει τοις  ίΐεαταΐς  την /εϊρα  υψών;  ΙΙόίΙεν 
ερ/εται;  Τίς,  πιχντίΐις  δ(')κιμος.  καλλιτέ/ντις  ι--τ^'ίτ|- 
σεν  αιΊτόν;  Τίς  καΐ  πότε  ήρπασε  τό  άγαλμα; 
ΙΙοΓ)  έκομίζετο;  Τίς  εις  ρ'καστος  τών  σηντρ•)- 
(|(ΐ)ν  (χΓιτοη,  μικριον  ί'ι  μεγά/Λ)ν,  χαλκών  Γ|  μαρ- 
μαρίν<ΐ)\'.  κ(χλ(7)ς  δΐ(/τΐ|οουμένίΐ)ν  ή  οίκτς)ώς 
παραμεμορφο)(ΐένο)ν;  Ίδου  (Ιρο/ή  έρωτημάτοη', 
ατινα  [ΐάτην  οί  άρ/αιο/.όγοι  εΟετον  έαυτοϊς 
κ(χΙ  δι'  ών  ανά  πάν  |1ήμα  μάτην  έ|^ασάνιζεν 
αυτούς  τό  κοινόν,  ού  δικαίως  έςή(ρί)η  εις  τό 
ΰπατον  ση(ΐεϊον  ή  περιεργία. 

Τότε  δε  ημείς  έΐ(ηρμόσα[ΐεν  τό  εξής  σύστημα 
έρεύνης. 

Έσκέη  Οημεν  ότι  άδύλ'ατον  εΐναι  τηλικοϋτον 
πλήθος  αγαλμάτων  να  μί|  αΓρήκεν  ϊχνη  έν  τίχΐς 
άρ/αίαις  πηγαϊς,  εξ  ών  γνο)ρίζομεν,  ποίαι  άρ- 
/αιότί)τες  ύπήρχο\'  έν  έκάστί]  τών  πό/^εων  τής 
Έ?ι?αχδος,  ήτοι  έν  τοις  κειμένοις  και  μνημείοις, 
οία  π.  /.  τό  κείμενον  τοϋ  Παυσανίου  και  οί 
τής  ρο)μαϊκής  έπο/ής  νομισματικοί  ελληνικοί 
τύποι  οί  άντιγράχροντες  κατά  τό  [ΐάλλον  ή 
ήττον  πιστώς  τά  έκάστην  τών  Ελληνίδων 
πόλεων  κοσμούντα  αγάλματα. 

Άφοΰ  /^οιπόν  έ[ΐε/.ετήσαμεν  μετά  μεγίστης 
προσο/ης  καΐ  έπιστάσεως  όσα  πλείονα  ήδυ- 
νήι)ΐ]ΐιεν  τών  Άντικυΰηραϊκών  (χγαλμάτοιν, 
ϊν'  άναγνωρίσϋίμεν  τίνας  ϋεούς  ή  ήρχοας  άπει- 
κονίζουσι,  προέβιιμεν  εις  συστηματική  ν  παρα- 
βολήν  αυτών  προς  τά  υπό  τών  ρηθεισών  πΐ)γών 
αναφερόμενα  έν  ιιιά  εκάστη  τών  Έλλ)]νίδο)ν 
πόλρ(ι)ν  αγάλματα.  Μετά  μακράν,  έπίπονον  καΐ 
εντελώς  άκαρπον  ιιελέτην,  άπό  πόλεο^ς  εις  πόλιν 
βαίνοντες,  έφΟάσαμεν  εις  την  πόλιν  τοΰ  "Αρ- 
γούς, μίαν  τών  διασημότερων  εστιών  τής  αρ- 
χαίας καλλιτεχνίας•  έκεΐ  δε  συνέβη  ήμΐν  όλως 
το  εναντίον ! 

Έσχηίΐατίσαμεν  λοιπόν  τότε  την  γνώμην,  δτι 
έξ  "Αργούς  ελήφθησαν  τά  αρχαία  ταύτα,  και 
την  γνώμην  ημών  ταύτι^ν  έν  ταΐς  έφημερίσιν 
υπερασπίζοντες  προείπομεν,  δτι  δυνατόν  προϊ- 
ούσης τής  ά\'ε/ικύσεως  νά  ελθωσιν  έξ  Άντικυ- 


17 


Ό  ϋηοανρος  των  Άντικυϋήρων 


θήρων  και  διά(^'θρα  άλλα  άγάλ,κατα 
γνο)στά  εκ  των  αρχαίον  πηγών  ώς 
έν  "Αργεί  υπάρχοντα.  Και  ιδού  τοϋτα 
το  εν  μετά  το  έτερον  άνελκυόμενα 
μετά  τινας  ημέρας  ή  έ|•}6θ[ΐάδας  και 
κομιζόμενα  εις  Αθήνας  !  Τότε  λοιπόν 
π/.έον  ή  γνώμτ|  ημών,  οτι  εξ  "Αργούς 
ι'ΐρπάγησαΑ'  τα  αρχαία  ταϋτα.  ιιετε- 
βλήΟιι  εν  ήμϊν  εΙς  έπισττ) (ιονική ν 
πεποίΟησιν  ακράδαντον. 

Νϋν  δ'  εξετάζοντες  τον  ϋιισαυρόν 
τοϋτοΛ'  εν  τφ  πυν()λοΰ  αύτοϋ  θέλο- 
ιιεν  έ(ραρμόσει  το  έξης  σόπτΐ|[ΐ(/. : 

Περιγράφομεν  πρώτον  εν  προς  εν 
πάντα  ανεξαιρέτως  τα  ευρήματα,  Ιΐη- 
τοΓιντες  συγχρόνως  κατά  το  δυνατόν 
νά  άναγνιορίσωμεν  το  όνομα,  την 
έποχήν  και  τέχνηλ'  ενός  εκάστου,  καΐ 
παραΐνέτοντες  τάς  π)ΐγάς  τάς  μαρτυ- 
ροι'ισίχς  τί|ν  Αργείαν  αύτοΰ  προέ- 
λειισι\'.  Κίχτόπιν  δέ,  έν  τέλει,  συγκεν- 
τροΓΜ'τες  εις  εν  τα  εκ  της  μελέτης  ενός 
εκάστου  εξαγόμενα  συ[ΐπεράσματα, 
Οέλομεν  εξετάσει  καί  τό  ζήτημα  τής 
εποχής  τοϋ  ναυαγίου  και  της  πιθα- 
\'Γ|ς  τοΰ  πλοίοιι  κατευθύνσεως. 

Γ.  ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ  ΤίΙΝ  ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΝΤδΝ 
α  )  Τα.  χαλκά  αγάλματα  και  αγαλμάτια. 

1.  1Ιει'2:ευ>:.  Τό  έπι  τών  πινάκων 
Ι  χ(ά  II  άπεικονισιΐέν  {)•αυ[ΐάσιον 
(/γαλμίχ,  μεγέθους  κατίί  τι  μείζονος 
τοϋ  φυσικού  (ΰψ.  1,1)4), είναι  τό  μόνον 
σχεδόν  άκέραιον  έξαχθέν  εκ  τοϋ  βυ- 
Ι)()ϋ  τών  Αντικυθήρων.  Ανειλκύσθ^η 
δ  εκ  τοϋ  βάθους  τών  35  όργνιών 
(δΐ|λ.  μέτρων  63,70)  εις  τρία  μεγάλα 
μερί],  ών  τό  [ΐέν  πρώτον  άπετελεΐτο 
υπό  παντός  σχεδόν  τοϋ  άνω  τής  κοι- 
λίας [ΐέρους,  τά  δέ  δυο  έτερα  εκ  τών 
δύο  κ(ίτ(ι>  της  όσφχίος  μερών  τοΰ 
σ(ΰ(ΐατος — και  εις  πολλά  άλλα  [ΐικρό- 


18   — 


ο   Οηο/ινρος   τιϊπ'  '.Ι  ΐ'ηκί'ΐΊήαοιι• 


τερα  τεμα/κί  τοΓ»  ιιι-σου  [ΐερυυς  τοΓ»  σ(ΐ)[ΐ«τ()ς  . 
ΓίίΓ'τι/  πάντα  προαΓχρμ()ζουσιν  (ΐλλήλοις  άκρι- 
(](7)ς,  ως  τΰ  πλείστον  κατά  την  (χνέλκιισιν  ΐίπο/(ι)- 
ρισϊίεντα  (ίλ/.ήλίον,  ίΟ.άγιατα.  ίΐκ  χαι  ίπουακή^ιι 
σ/εί^ον  είν(/.ι  τά  πί)  (/.νευρεΙ)εντ(/.  Μί'ρΐ|.  Την 
ίΙεαιν  κ(χί  εκταπιν  το)ν  έ/^λειπόντ(ΐ)ν  ί^ι-ικνΰουσι 
κίίλλκιν  πίχαης  άλλης  .τεριγΐ)(ί((  ης  πρώτον  ιιέν  η 
έντ(χϋί)α  κίχτΜνι'κ^οτον  (|  (ητογοι/,η  ί(/,ν  ^ηικιαι- 
ευομή'η  ύπ'αριί).  2  εϊκϋ>ν,  ήτις  παριστά  εκ  τοϋ 
(χριστεροϋ  το  (χγ(χλ[ΐ(χ  ώς  συνετεϊΐη  ύπο  τοΓ'  "Κλ- 
ληνος  γλύπτου  κ.  Καλούί)η,  πριν  η  υποβλιιΟΓ)  εις 
τον  /ιμιικον  κΓχι)αρισ[ΐόν•  ί^εότεοον  (^ϊ•  η  ;"ν  τή 
Άρχαιολογικγι'Εψημερίδι,  1!)()2  σελ.  14  7.  δημο- 
σιευθείσα εΐκώλ',  ήτις  παριστά  αύτο  εκ  το)\' 
ε(ΐπροσθεν  ώς  [ΐετά  τον  καΟαρισμον  σιινετεΠί) 
ύπο  τοΰ  κ.  ΛποΙγΟ"  τρίτον  ήε  (ρο)τογρ(ί((  ία, 
ι^Ίΐστυχώς  εισέτι  ανέκδοτος,  διατηρούμενη  έν  τω 
Έθνικώ  Μοιισείω  παρά  τω  έη  όρω  κ.  Β.  ^τάη. 
ήτις  πιχριστά  το  άγαλμα  εκ  τών  όπισθεν  κιχι  (ί)ς 
είχε  [ΐετά  τον  χηιιικον  καθαρισμον  υλιλ  την  προ 
της  συγκολ/ν,ήσεως  σύνΟεσιν  ύπο  τοΰ  .\η(ΐΓ('•.| 

Ώς  Ι^λέπει  τις,  τά  μη  άνευρεΟεντα  μικρά 
τεμάχια  εΐναι  εκ  τών  υπό  το  στήθος,  άνω  τοΰ 
υπογαστρίου  καΐ  περί  την  οσιι^ύν  μερών,  πλην 
μικρού  τε[ΐαχίου  της  αριστεράς  βάσείος  τοΰ 
τραχήλου,  έτερου  τού  άνο)  προσθίου  ιιέρους 
τοϋ  δεξιού  ιιηροΰ  και  τρίτου  τοΰ  κάτο)  μέρους 
της  αριστεράς  κνήμης.  Επομένως  ή  συγκόλλη- 
σις  τώ\'  ύπαρχόλ'τιον  μερών  ήτο  εί3κο/α)ς  και 
άσοραλής.  Δυστυχώς  όμως  ό  Γάλλος  καλλιτέχνης 
άντικαταστήσας  τά  έ?ι/ιείπο\'τα  τεμάχια  δι'  ύλης 
καθ'  δλα  όμοχρ(')οΐ'  τή  τού  αγάλματος,  δεν  εδή- 
λωσε  διά  τίνος  οιουδήποτε  τρόπου,  ώς  άλλως 
ήτο  λίαν  ευχερές,  τάς  συμπληρίόσεις  αυτού. 
Ούτο)  νύν  6  (')(|ΐΐ)αλ[ΐός  αδυνατεί  παντεί.ώς  νά 
δκ/,κρίνη  άνευ  της  βοηθείας  τών  (^ιοτογραι^  ιών, 
τίν</  τά  πρόσθετα  ταύτα  ιιέρ)). 

Έν  τω   συνόλω  αυτής   έξεταζομένΐ)    ή    υπό 


'  Ή  σαφεοτερα  άπεικόνισις  τοϋ  αγάλματος  εν  τεμαχίοις 
είναι  ί|  έν  ΜοηΐΗΙγ  Κιίνίϋ\ϊ  (Κοηιΐοη)  1901,  Ν"  8  Μϊν,  ρΐαΐυ 
Ι  και   V. 

-  Την  εικόνα  ταύτην  σαφεστέραν  ίδέ  καΙ  εν  τΓ|  ΙΠιΐίΐΓ.τιίοη 
(ΡίΓίδ)  1902,  Χ°  3112,  σελ.  31Π. 


τοϋ  κ.  ΛηιΙιό  γενο|ΐένη  οογκόλλησις  δύναται  νά 
χαρακτηρισΟΓ)  (ΰς  επιτυχής,  μ('»νον  δε  ώς  προς 
την  συμπλΓ|ρ(ΐ)σιν  τών  υπέρ  τί»  ύπογάστριον 
ιιερών.  τών  γό(ΐί((ιιν  καΐ  κυρίίυς  ώς  προς  την 
ίΙέσιν  τού  δε'ίιού  ποδός  δύναται  νά  ύπάρξί) 
(/μΐ(  ι|1ολί(/.  τις.  'ΑληΗώς  ό  μέγας  δάκτυλος  τοΰ 
.τοδό;  τοΓ'του,  ό  μή  π(/.τοιν  νύν  εντελώς  έπι 
τοϋ  έδ(/.((ους  τού  |ίάί)ρϋυ,  δεικνύει  άσ<(αλώς 
ότι  άλ/.οτε  ό  πους  ούτος  έφέρετο  κατά  τι  μάλ- 
λον προς  τά  όπίσο)  κα.Ι  δη  .πλ)|σιέστερ(')ν  τι  τοΰ 
αριστερού  .ποδι'ις. 

Άντιίΐέτίος  προς  πάντα  σχεδόν  τά  λοιπά 
χάλκινα  άγάλ[ΐατα  τ(ον  'Αντικυ{)ήρο)ν,  τό  παρόν 
ε(μ-ρε\'  έ/>άχιστα  Καλάσσια  προσφύματα  (ίδέ 
την  (( (ι)τογρα((  ίαν,  έξ  ής  έλήίρϋη  προ  τοΰ  κα\)α- 
ρισιιού  ή  είκών  2,  έν  παραβολή  προς  την  κατιυ- 
τέρο)  παρεντιΟεμένΐ]ν  ενταύθα  εικόνα  την  δει- 
κνύουσαν  πώς  είχε  πρό  τού  καθαρισμού  ή 
κεφα?α]  ετέρου  χαλκού  αγάλματος),  ήτο  δ'  'ίσο)ς 
δυνατόν  νά  περιορίση  τις  τόν  καθαρισμον  είς 
(χπλουστέραν  άφαίρεσιν  τών  ι^θοράν  δυναιιέ- 
νων  έν  τω  ιιέλλοντι  νά  έπενέγκωσιν  άλάτο)ν, 
χο)ρις  νά  προσ(ρύγΐ]  είς  τά  ισχυρά  χημικά  μέσα, 
ών  έγένετο  χρήσις  και  άτινα  εσχον  ο)ς  αποτέλε- 
σμα έν  μέρει  μεν  την  βλάβην  της  επιφανείας 
τοΰ  άγάλ[ΐατος,  ήτις  πρό  τοΰ  καθαρισμού  διε- 
τ)|ρεΐτο  αρκούντως  '.  έν  συνό/.ίο  δε  την  κατα- 
στροφήν  τής  ωραίας  αρχαίας  πρασίνης  κατκό- 
σεως  (ρίΐΐίπίΐ).  Οι  νΰν  έν  χρήσει,  εκ  μακράς 
πείρας,  τρόποι  καθαρισμού  τών  χαλκών  νομι- 
σμάτίΟλ'  πολλά  ηδύναντο  νά  διδάξωσι  προς 
μείζονα  σωτηρίαν  τού  αγάλματος,  όπερ  μετά 
την  έοραρ^ιογήν  τών  χημικών  μέσων  προσεκτή- 
σατο  ιχπεχθές  μέλαν  χρώμα.  Τό  νύν  πρασινϋ)πόν 
πως  χρώμα  τοΰ  αγάλματος  οφείλεται  είς  εύφυά 
τίνα  έπίχρισιν  καΐ  έν  μέρει  άναζιοπύριισιν  ύπό 
τοΰ  ΑικΙγρ  τών  μετά  τόν  χημικόν  καθαρισμον 
άπομεινάντων  λειψάνο^ν  τής  (χρχαίας  ωραίας 
κατιώσείος. 

Άλλ'  έν  τώ  συνόλίο  δύλ'αταί  τις  \'ά  εϊπη, 
έχ(ο\'   ύπ'  όψει   τήν  άτέλειαν   τών  ε  ν  Ελλάδι 

"  Ίδέ  'Κ(|ημ.    Αρ/..  1!•υ2  οελ.  1.5ϋ. 


19 


Ό  ϋησηυρυς   των  Άντικυϋ'ήρων 


μέσωλ',  οτι  ό  συντελεσθείς  καθαρισμός  τούτον, 
μάλιστα  δε  των  λοιπώ\'  έξ  Αντικυθήρων  χάλ- 
κινων αγαλμάτων,  παρουσιάζει  π/^είονα  πλεο- 
νεκτήμ«τα  ή  ελαττώματα. 

Ώς  βλέπει  τις,  το  άγαλμα  τοϋτο,  πάντως  το 
κάλλιστον  πάντων  των  μέχρι  ημών  περισωθέν- 
των  αρχαίων  χαλκών  αγαλμάτων,  εικονίζει  νεα- 
ρόν  άνδρα,  ηλικίας  25  περίπου  ετών  (ούχΙ  δέ,  ώς 
κατά  κόρον  έγράφη,  'έφηβον),  ίστάμενον  αφελώς, 
άνευ  τινός  επιδείξεως  ή  θεατρικής  έ^ιφάσεως. 
Βαίνει  δέ  στερρώς  έπΙ  τοϋ  αριστερού  ποδός, 
φέρων  τον  δεξιόν  κατά  τι  προς  τα  όπισθεν  και 
έπ'  άκρων  τών  δακτύλων  ελαφρώς  πατοϋντα. 
Τήν  δεξιάν  χεΐρίί  προτείνει  και  ύψοΐ  [ΐέχρι 
σχεδόν  της  γραμ[ΐής  τοϋ  μετώπου,  ούχι  δέ 
«μικρόν  τι  υπέρ  τψ'  κβψαλήν'^,  ώς  έγράφη  έπΐ 
τή  βάσει  τής  φοηογραφίας  τοΰ  πίνακος  Ι,  ήτις 
κατ'  άναπόδραστοΛ'  (ϋνάγκην,  ένεκα  τής  νϋλ'  έλ' 
στεν[|  καΐ  (/.κατίίλλήλω  αίθούση  προσωρινής 
ίδρύσεο)ς  τοϋ  ίίγάλ[ΐ(ίτος,  λτ]φ'θεΐσα  έκ  τοϋ 
πλησίον  και  έξ  επιπέδου  ούχι  ίσοϋι|>οϋς  τω  επί- 
πεδο) τοϋ  βάθρου,  δεικνύει  (ίπατηλώς  τήν  χείρα 
μικρόν  τι  υπέρ  την  κεφαλήν  ύψουμένιιν  (πρβλ. 
τήν  εικόνα  2  και  τάς  λοιπάς  πρό  τής  συγκολλή- 
σεως ληφ{)είσας  είκόνίχς  καΐ  φωτογραφίας). 

Ή  χειρ  αύτη  δεν  τείνεται  πρό  τοϋ  ποοσιό- 
που  τοϋ  άγάλ[ΐατος  ή  π?ι,ησίον  αύτοϋ,  άλλ'  απο- 
μακρύνεται αύτοϋ  πολύ  προς  τα  δεξιά,  εκτός  τής 
γρα[ΐμής  τών  οφθαλμών,  άφιίνουσα  τω  εικονιζό- 
μενα) εντελώς  έλευΒέραν  τήν  θέαν  τούτο  δέ 
σαφέστατα  καταδεικνύει  ότι  τό  άντικείμενον, 
όπερ  ό  νεαρός  άνήρ  έκράτει  έν  τή  χειρί,  δεν 
προετείνετο  προς  προαψυράν  άλλα  προς  διαρκή 
και  ήρεμον  επίδειξιν  και  εις  τρόπον  ώστε  να  [ΐή 
καλύπτη  από  τοϋ  θεατού  τοϋ  αντικειμένου  τού- 
του τό  πρόσωπον  τοϋ  επιδεικνύοντος,  όστις  μετ' 
άτενοϋς,  άλλ'  ήρεμου  προσοχής  βλέπει  προς  τό 
πρόσο)πον  τοϋ  θεωμένου  τό  άντικείμενοΛ',  ώσει 
■\|)υχολογών  έπ'  αύτοϋ  τήν  εΛ-τύπωσιν,  ίμ•  προ- 
ξενεί τό  έπιδεικνυόμενον  (ίδέ  πίνακα  Ι). 

Ότι  δέ  τό  άντικείμενον  τοϋτο  ήτό  τι  σχε- 
τικώς βαρύ  πράγμα,  εξάγεται  όχι  μόνον  έκ  τής 
επιμελούς   μελέτης  τοϋ  σχηματισμού  τών  νεύ- 


ρων και  μυο)νω\'  τής  δεξιάς  χειρός  και  τοϋ 
βραχίονος,  άλ/ιά  καΐ  έκ  τής  προς  τα  όπισθεν, 
χάριν  τής  ισορροπίας,  μικράς  κλίσεοος  τοϋ  δ?ι.ου 
σο)(ΐατος  τοϋ  αγάλματος  (πίναξ  II),  ήτις  έγέ- 
νετο  αφορμή  νά  νομισθη,  υπό  τίνων  τών  φρο- 
νούντων  ότι  τό  κρατούμεΛ'ον  άντικείμενον  ήτο 
λίαν  έλαφρόν,  ότι  κακώς  ό  Απάπέ  έσπισε  τό 
άγαλμα.  Τό  πέλμα  όμως  τοϋ  αριστερού  ποδός 
σαφέστατα  διδάσκει,  ότι  τό  άγαλμα  ευρίσκεται 
νϋν  ακριβώς  έν  τί)  αρχαία  αύτοϋ  στάσει. 

Τό  σχήμα  τού  άντικεΐ[ΐένου,  ή  τοϋ  μέρους 
αύτοϋ,  άφ'  ού  έκράτει  αυτό  ό  νεαρός  άνι^ρ,  ήτο 
περίπου  ητρογγΰλον,  ώς  σαφώς  διδάσκει  ή  θέσις 
τών  δακτύ/Λ)ν  τής  χειρός,  (ον  ύ  μεν  άντίχειρ, 
ό  παράμεσος  καΐ  ό  μικρός  συγκρατούσιν  αυτό 
υποκείμενοι  γαμ\|Η7)ς  και  ύπο βαστάζοντες  αυτό 
ασφαλώς,  άνευ  ανάγκης  τεχνικής  τίνος  προσκολ- 
λήσεως,  οι  δέ  λοιποί  δύο  επιτεθεί [ΐένοι  εις  τό 
άνοΊτερον  μέρος  δάκτυλοι  φέρουσιν  ε'ις  τα  άκρα 
αυτών  άνά  ένα  στρογγύλοΛ'  σχεδόν  κόμβον  μετ(χλ- 
λου,  δι'ών  ό  καλλιτέχνης  προσεκόλλησε  τό  ιδιαι- 
τέρως χυθένάντικεί[ΐενον,  όπερ  ο)ς  έκ  τοϋ  βάρους 
αύτοϋ  ήδύνατο  Α'ά  άποσπασθή  προς  τα  κάτω 
έκ   τών   δύο   τούτίον   ύπερκεΐ[ΐέΛ'ων  δακτύλων. 

Ή  αριστερά  χεΙρ  κατέρχεται  ήρεμα  παραλ- 
λήλ(ι)ς  τω  σώματι,  έκράτει  δέ  άνευ  τινός  προσ- 
παθείας  άντικεί[ΐενονάπολεσθέν,  σχήματος  δέ — 
(ος  πειρα[ΐατικώς  άπεδείχθΐ]  και  σα<(έστατα  δει- 
κνύει τό  σχήμα  τοϋ  μεταξύ  τών  δακτύλων  καΐ 
τής  πα/αχμης  κενού, — λεπίδος  ξίφους,  γυμνού  ή 
έν  κολεώ,  πλάτους  δέ  0,37  και  πάχους  0,9,  ού  ή 
λαβή  πάντιος  ήτο  έστραμμένη  προς  τα  κάτω, 
εκτός  τής  χειρός,  ενώ  λ]  κάτω  άκρα  έφέρετο 
προς  τάνω  (πρβλ.  τήν  οΰτ(ι)  πως  κρατούσαν  τό 
ξίφ>ος  χείρα  τού  Περσέως,  έν  Άρχ.Έψημ.  188!) 
σε?^.  ί>7).  Στυλίσκος  δέ,  προσΐ)ρμοσ[ΐένος  και  νϋν 
εις  τον  (ΐικρόν  δάκτί'λον  τής  χειρός  ταύτης  τοϋ 
άγιχλματος,  έχρησίμευε  προς  άσφα?α]  καΟήλο)σιν 
και  στερέωσιν  τής  λεπίδος  ή  τοϋ  κολεοϋ  έν  τή 
χειρί. Οιουδήποτε  άλλου  σχή(ΐατος  άντικεί[ΐενον, 
π.χ.,  ράβδος  στρογγυλή  κ)|ρυκείου,  στλεγγις  ή  τι 
τοιούτοΛ',  ή  αδυνατεί  εντελώς  νά  εισχωρήσει  εις 
το  κενόν   τής  χειρός,   ή  είσερχόμενον  άφίνει  άνω 


—  20 


'()  1%/σηνρης  των  Άντικνί}//η(»ΐ' 


κ<ιι  κάτω  ιαγα.  χμόγ,  όπιο  σ(ί((  ιστατα  και 
έκτος  πίίοιις  άιΐ((ιΐ($ολί(χς  ^ι^(ίπκει,  οτι  ιιι)ή\•(ΐ- 
τι»•  \α  ΐ\'/ΐ  τοιοΰτον  σ/Γ||ΐ(ί  το  (ίντικρί[ΐενον. 
οπρρ  περιίβΓχ/.λρν  ή  χειρ  αϋτΐ),  ί)  σχιιιιατίζουσα 
ίταΓ(  Γπτίίτα  .τερί|^?.ΐ)[ΐα  ?.ρ-τίίίος  '£ί((()υς. 

Οί  ό((  ΪΙαλμοΙ  τοΰ  άγάλ^ιατυς  είναι  κατε- 
σκευασμένοι  εξ  ύαλο)δους  ξένης  λειικής  ΰλιις, 
την  κυρην  καστανόχρουν  ε/.ονη-ς  νΓ'\'  πίτα  τον 
χηιιικον  καΟαρισμόν,  πρότερον  ί^έ,  καίΡοσον 
ένθυ[ΐοΓΗΐ(/.ι,  κυανίζουσάν  πως.  Πρόσθετοι  έπί- 
αιις  ι/.λ?.'  εκ  μετά?.?.οιι  τΤναι  καΐ  (ά  !)ΐ|λ«ι  τών 
μαστών. 

Το  δλον  (^ρ  της  έκφράσε(ος  της  κεφα^^'ις, 
σμικρόν  τι  προς  τα  ί^εξιά  κ/.ινοήσΐ|ς,  κα!  της 
στάσεως  τοΰ  σ(ΰματος  αποπνέει  άφατόν  τι,  αφε- 
λές, ζωηρόν  και  άνεπίδεικτον  θέλγητρον  ρωμα- 
λέας, αυτάρκους  και  [ΐάλλον  η  κατ'  άνι)ρ(ΐ)π()ν 
καλλονής,  πάντως  ηρω()ς  τίνος,  άνευ  έ(ΐ(|άσεως 
ισταμένου  και  ζο)ηρώς  [ΐετ'  άκρας  ευγενείας 
ατενίζοντος  προς  τό\'  Οειόμενον  το  ύπ'  αύτοΰ 
έπιδεικνυόμενον  πράγμα,  όπερ  ως  αΊ'((  νης  εις 
μέσον  παρε?.θών  παρουσιάζει  ήρέμιχ,  ώσει  άνα- 
[ΐένίον  νά  ϊδη  την  έντύπ(ι)σπ',  ί^ν  πρόκειται  τοϋτο 
να  προξενήση  τφ  θεατΓ). 

Ή  καλλιτεχνική  επεξεργασία  τοΰ  σώματος 
και  ιδίοις  τών  άκροιν  αύτοΰ  εΐναί  τι  θαυμάσιον 
την  τελειότητα,  πάντως  δε  αριστούργημα  τι 
τοΰ  τελειότατου  και  [ΐάλλον  πεπειρα[ΐένου  τών 
εργαστηρίων  της  εν  χαλκώ  άγαλματοποιίας, 
οίον  π.  χ.  παρεδόθη  ί)μΐν  τό  τοΰ  Λυσίππου.  Ή 
δ'έντύπωσις  ην  προξενεί  τό  κάλλος  αύτοΰ  εις 
πά\'τα  τό  πρώτον  Οεώμενον  τό  άγαλμα,  έντύπω- 
σις  ην  ούδ'  έπ'  έ?.άχιστον  άποδίδουσι  καΐ  αί  τε- 
λειότατοι τών  μέχρι  τοΰδε  φιοτογραηιών,  είναι 
τοιαύτη,  ώστε  ούδειιία  δύναται  νά  ύπαρξη  αμφι- 
βολία, ότι  πρόκειται  περί  έργου  πριοτοτύπου 
ενός  τών  άρίστω\'  καλλιτεχλ'ώλ'  τών  χρόνων 
Αλεξάνδρου  τοΰ  Μεγάλου.  "Ινα  όμως  άσφαλέ- 
στερον  κριΟη  καΐ  βαθμολογηθη  ή  καλλιτεχνική 
αύτοΰ  αξία  και  θέσις,  είναι,  φρονώ,  απαραιτή- 
τως άναγκαΐον  νά  γνωρίζοηιεν,  τί\'α  και  εν  τίνι 
δράσει  ή{)έλησε  νά  παραστήση  ό  καλλιτέχνης. 
Οί  κατά  κόρον  έπαναλαμβάνοντες  δτι,  ίνα  κρί- 


νωμεν  περί  της  καλλιτεχνικής  αξίας  έργου  τινός, 
δεν  εχομεν  άνιχγκην  νά  γνίι)ρίζθ)μεν,  τίνα  και 
τί  δρώντ(χ  πι/ριστι/,  άλλ'  ότι  άρκεϊ  αύτοϊς  προς 
τούτο  ή  [ΐελέτη  τών  /λεπτομερειών  της  τέχνι^ς 
αύτοΰ,  ήποστιιρίζουσι  ποίχγμα  εις  έμέ  εντελώς 
άκαταν(')ΐ|τον.  Λεν  δύναμαι  άληΰώς  νά  έλΛ'οήσο». 
πώς  δυνάμεΰα  νά  κρίνωμεν  τό  μέγεθος  της 
δεξΐ()τητος  και  επιτυχίας  τοΰ  κα/.λιτέχνου,  χο)ρΐς 
νά  γνωρίζωμεν  τί  ακριβώς  έσκύπει  νά  είκονίση. 

Πλεϊσται  προυτάΟησαν  μέχρι  τοΰδε  γνώμαι 
περί  τοΰ  τίνα  παριστά  τό  άγαλμα.  Οί  παρα- 
στάντες  κατά  τί|ν  άνέλκυσιν  (χύτοϋ  έκάλεσαν 
αυτό  αμέσως  Άπόλλοινα  ή  Έρμήν  (ϊδε  σε/- 
4).  'Ο  δ' εν  Πειραιεΐ  πρώτος  είσορ^ιήσας  εις 
τό  κόμισαν  τό  άγαλμα  π/.οΐον  εγχώριος  αρχαιο- 
λόγος έγραψε  χαρακτηρΓζθ3ν  αυτό  ώς  άσφα- 
/.ώς  Έριιήν  ,  τήν  δε  γνώμην  ταύτην  συνεμερί- 
σϋησαν  εύϋύς  οί  πλείστοι  τών  εν  Ελλάδι  καΐ 
τών  έ'ξω  αυτής  αρχαιολόγων,  παραλ/.ηλίσαντες 
μάλιστα  (χύτό  προς  τόν  Έρμήν  τοΰ  Πραξιτέ- 
λους και  εις  τά  πέρατα  τής  γής  δημώδ)|  κατα- 
στήσαντες  τήν  όνο[ΐασίαν  ταύτην. 

Ή  έπΙ  τής  ποοΊτιις  έντυπώσεως.  ανεπαρκούς  ίϊ 
καΐ  έπ'ούδεμιάς  μελέτης  ή  καΐ  εσφαλμένο) ν  προϋ- 
ποθέσεων ώς  προς  τά  εν  ταΐς  χερσί  τοΰ  αγάλ- 
ματος αντικείμενα  στηριχθείσα  ονομασία  αύτη 
τοσούτον  επεκράτησε  παλ-ταχοΰ,  ώστ'  έδέησεν 
έπΙ  έτος  καΐ  πλέον,  ήδη  άπό  τοΰ  Ιανουαρίου  τοΰ 
1!;)01  ',  νά  παλαίσο)  διιμοσία  κατά  τής  γνίόμης 
ταύτης,  [ΐέχρις  ου  κατορΟοίσο)  νά  έγκαταλειφϋή 
αύτη  και  λησμονηθή  υπό  πάντων.  Διαρκούσης 
τής  πά?α]ς  οί  άντίπα/ι,οί  μου  έφθασαν  μέχρι  τοΰ 
νά  έξαγγείλωσι  δια  τών  εφημερίδων,  δτι  άνε- 
κάλυψαν  εν  τοις  Άντικυθηραϊκοΐς  /.ειψάνοις 
αυτό  τό  κηρύκειον  τοΰ  Έρμου  !  Λέν  ιιοι  ήτο 
δμως  δύσκολον  νά  καταδεΓςο)  αμέσως,  δτι  τό 
«κηρύκειον  >  εκείνο  τοΰ  χαλκον  αγάλματος 
ουδέν  έτερον  ήτο  ή  εις  τών  ξύλινων  ήλων  τοΰ 
πλοίου,  ών  άπειράριθ[ΐοι  έκομίσΟησαν  εξ  Αντι- 
κυθήρων εις  'Α-θήνας,  ήλος  φ)έρ(ΐ)\'  Γχλ'η  /(χλκοΰ 


•  'Ιδέ  τό  έν  τφ  "Αατει  τής  31  Ιανουαρίου  1901  άρθρον 
μου  Τό  χη/.χ.οϋν  άγα/.μα,  άγαΡ.αα  Περσέο}ς  κρατοΰΛ-τος 
κεφαλήν   Μεόοΰσης'. 


21 


Ό  ϋησανρυς   τών  Άΐ'τικυϋήρων 


εκ  τυ/αίας  προσκολλήσεως  πρύς  έτερα  χαλκά 
αντικείμενα   εν  αύτφ  τω  βυθω  της  θαλάσσης. 

Έν  τω  μεταξύ  άλλοι  αρχαιολόγοι,  "Ελλιινες 
καΐ  ξένοι.  προέτειναΑ'  ί)ιαφόρους  άλλας  ονομα- 
σίας. Οΰτως  έκάλεσαν  αύτο  ΙΙιίριν  το  μήλον  τη 
Αφροδίτη  προσφέροντα(Σκουλοΰδης, Β. Στάης, 
θ.  Φιλαδελφεύς)•  άϋ^λι/την  (ριάλην  η  στέ((  ανον 
ύψοΰντα  εν  τη  δεξιά  (Βοιιιχίιίαη)•  ά>)λητη)'  μή- 
λοΑ'  κρατούντα  ώς  άθλον  άγϋ)νος,  Γ]  και  Άριστό- 
νικον  τον  Καρνστ.ιον  τον  Ά?ίεξάνόρον  πψαιρι- 
στήν,  περί  ου  παρεδ(){)η  (Άθ)|ναίου  Α',  .'54  (ί) 
οτι  Αθηναίοι  πολίτην  εποιήσαντο  δια  την 
τέχνην  και  άνδρκίντίλ  άνέστησ(/.\'  (λν3,Ιζίη§-6Γ.'')• 
α^'αΑ,αα  έπιτνμβιον  συνοδευόμενον  υπό  κυνός, 
(ΐπολεσθέντος  νυν,  προς  δν  θα  έδείκνυεν  εκ 
τών  άνωθεν  σφαΐρα\'  ή  διπυοίτην  άρτον  (ιιηο 
^^ίΐΐεΐΐί;)  Γ|  πτηνόν  τι  (ΓΗ.  Κίι'ίπίΐοΗ)•  ΐ'ψηβον 
ύψοΰντα  σφαΐραν  (Π. Καββαδίας)•  ϋ•ύτψ'  (ηηογι- 
ΗοίΐΙβιΐΓ:  !^ίΐ1.  ΚείπαίΗ)•  νεαρόν  νικητην  άϋ'λ)/τ)ρ' 
λαμβάνοντα  νΰν  ιΐ(')λις  στέ(|  (Π'ον  εκ  τών  χειρών 
Νίκιις  προσερχόμενης,  άλλ'  απολεσθείσης  (II. 
Ι^έΌΐΐίΐΙ)•  άϋλητην  συλλαμβάνοντα  σφαΐραν  μ()- 
λις  προς  αυτόν  ριφθεϊσανΙ  ϊη  ΐΐκ'  ηοΐ  οί  αι,ΐΝΗίηο• 
Λ  Ι^ίΐΐΐ  ΐΙίΕΐΙ:  Ηίΐκ  Ββεη  ΐΗτοννη  Ιο  Ηίπι   :  Γ].  (  ΊηγϊΙπογ). 

Τέλος  δ'  έκάλεσέ  τις  τό  άγαλμα ΆποΗυό- 

μενον  ρεμβάζοντ*/  ! 

Άλλ'  ούδε^α'α  τών  γνωμών  τούτων  δύναται 
ν'  άντιστή  ούδ'  έπ'  έλίίχιστον  εις  την  πραγ(ΐα- 
τικήν  έξέτασιν,  πέποπία  δ'δτι  ουδείς  τών  ξένο3\' 
άρχαιο?ιυγο3ν  ί)ά  ί'πεστήριζε  τοιαύτας  γλ-οιμας, 
αν  έμελέτα  αί'τό  τό  πρωτότυποΛ'  και  δεν  έβα- 
σίζετο  επί  μ(')ν(Γ)ν  τών  παραμορφουσών  τό 
άγαλμα  ατελών,  μέχρι  τούδε,  φωτογραφιών  και 
τϋ)\'  έσφιαλμεΛ'ίιΐν  πληροφοριών,  αΐτινες  εδόθη- 
σαν ϋ)ς  προς  τό  σχήμιχ  τού  αντικειμένου,  όπερ 
τό  άγαλμα  έκράτει  έν  τη  αριστερά.  "Αλ?αος  δε 
έπι  τίνος,  έρίοτώ,  [ΐνΐ|ΐιείοιι  ό  Πάρις  ή  τις  άλλος 
προσφέρει  τι  ούτως  υψών  την  χεΤρα ;  τίς  σφαι- 
ροβόλος  ή  σφιαιρολήπτης  άκινητεΐ  και  αδρανεί 
οΰτο)  τελείως;  τίς  σφιαΐρα  άι^λητον  ούτω  σμι- 
κρά ;  ΐ]  ποίον  μήλον  τόσον  μέγα ;  "Αν  δε  ό 
ί'ίρως  ημών  έπεδείκνυε  διπυρίτην  ί')  τι  άλλο  εις 
κόνα,  ό  κύ(ι)\'  οΰτος  έδει  π(ίντ(ι)ς  να  εΐναι  πτε- 


ρο)τός  και  δύο  μέτρα  υπέρ  τό  έδαφος  μετέωροο 
ϊ\'α  κατορΟοΙ  \'ά  βλέπη  αυτόν,  ώς  έ'δει,  ό  επι- 
δεικνύων ή  προσφέρο)ν  αύτφ  ταύτα.  Τίνα  τέλος 
σχέσιν  δύναται  να  έ'χη  προς  πάντα  τα  προτα- 
9έντ(/.  όν()ματα  τό  ξίφος,  όπερ  άσφιαλώς  έκράτει 
εΑ'  τΓ]  αριστερά  τό  άγαλμα ;  ή  ποίον  ομοίου 
τύπου  »']  ό^ιοίας  στάσείος  άρχαϊον  ιινημεΐον 
ήδυνήΠΐ)  τις  να  άναφέρη  προς  ύποστήριξιν  μιας 
οίαςδήπυτε  τών  άνωτέρο)  γνωμών  :  Οΰδέ\',  διότι 
και  ουδέν  τοιούτον  υπάρχει. 

Ήμεΐς  δ(ΐως  έγνωρίζομεν  κ(/.ΐ  γνωρίζομεν, 
ότι  υπάρχει  εις  και  μόνος  αρχαίος  τύπος  πι- 
στώς αντιγράφων  τό  εξ  Άντικυθήρίον  άγαλμα. 
Πο/.υάριθμα  δη?ιαδή  νοιιίσπίίτα  τοΰ  "Αργούς, 
δακτυλιόλιθοι  και  άγγειογραφίαι  εΐκονίίΐουσι 
τον  Άργεΐον  ήροχχ  Περσέα  ακριβώς  υπό  τόν 
τύπον  τοΰ  εξ  Αντικυθήρων  (ίίγάλ[ΐατος.  Συμ- 
φο}\Όϋσι  δ'ουτο)  πιστώς  προς  άλ?\.ηλα  και  είναι 
τ()σω  πολυάριθμι/.  τα  ιιν)|μεΐ(/.  ταϋτα,  ώστε 
ουδεμία  δύναται  να  ύπαρξη  αμφιβολία, δτι  άντι- 
γρ(/.(('ουσιν,  εϊτε  πιστώς  εϊτε  και  εξ  αύτοΰ  έμ- 
π\'ε(')μενα,  εν  καΐ  τό  αυτό  χα/Λοΰν  άγαλμα, 
περίφιη[ΐον  πιχντίΰς,  οίον  βεβαί(ος  θα  ήτο  καΐ 
τό  τους  πάντας  αύθίορεί  νϋν  γοΐ|τεΰο\'  άγαλ[ΐα 
τών   Αντικυθήρων. 

Τίύν  ΐ(\Ίΐπεί(ΐ)ν  τούτων 
-ταρεντίθενται  (έν  μεγεθύν- 
σει  τό  πλείστον)  τινά  έν- 
τίίΰθα  έκλεγό[ΐενα  έκ  πολλών 
όμοί(ι)ν  : 

α')  Δακτυλιόλιθος  (Είκ.  8) 
νΰν  έν  τω  Μουσείω  τής  Φλο)- 
ρε\'τίας^  άντιγρά((  (ον  πιστώς 
τό  ήμέτερον  άγαλ(ΐα  ώς  προς  την  ί)έσιν  τών 
ποδώΛ',  την  κλίσιν  τής  κεφαλής  κτλ.,  μετά  μόνης 

'   δ.ΚείηϊοΗ,  ΡίεΓΓι-'ί  ^Γανέο*,  ρ1.  56,  34'  (ΰοτί  11,34.3  —  \νίοαΓ 
Ι.  II  ρΐ.  14  ίί.).  Ώς  προς  τόν  τρόπον  καθ'  δν  δράτ- 
τεται   ό    >ίρθ)ς    τής    κεφαλής    παράβαλε    χ(ΐί    τόν 
ιόραϊον    άνάγλυφον    δακττιλιύλιθον    (ΕΙκ.    4)    τοί' 
Μουσείοιι  τοΰ  Βερολίνου  (ΚπΓίλνϊπ^ΙεΓ,    ΒβίοΗπί- 
1)υη£  άι?Γ  2ι25θΗη,  δίοίπβ  ίτη  .ληΙί(.|υίΐΓΪυη'ΐ  Χ^  1 1083)1 
προς  δέ  εκείνον  τοϋ  Εηπίία^ι-  τής  ΙΙετρουπόλείος,      5;[.^,;„, 
τό\'  εν  Ρ^υΓΕΛναπ^ΙοΓ,  Όίε  ΑηΙΪΙεβιι  Οβηιιηεη  }}!.  ΙΛΊΙΙ, 
Ι,    και   τήν   καθ'  δλα    όμοίαν    τοιχογρα<(  ίαν    έν    τίΐΐς   ΧοΙϊζίβ 
ι1ιί§1ί    ίΟ&νϊ    ι897)  Ρ•  3^1  ί'δ•  5• 


ΚΙν.ιον    3• 


•2'> 


Ό    ι) ηπαυροζ   το»•  '.Ινηκί'ίίήρον 


Κίκ.Ιιν     5. 


τΓ|;  ^ΐ(/.ΐ|  (Μ)(7ς  πτι  ι'λλί  ίι|ΊΊ  κπας)κ<)Γις  /(ήοοιι  τπί 
τοΓι  (ίακτυ/αολίίΐοΐ'  \\  τί|ν  /.?.(.{ αλί\\'  τής  Μρ<ν)υ- 
σΐ|ς  ψέρουσ(ΐ  χι-ιρ  είκονίσΟ))  (χναγκκίοις  εις 
μικρότρρον  Γιι|ιος.  Ί  ί  αριστερά  Γ("ρρρι  τΐ|ν  ('/ρ.την 
επίσης  τί|ν  /.(ίβην  έ'//η)σαν  προς  τά  κάτίο,  ά}.'κ 

ϊνα  έπΙ  τοΰ  σ[ΐικρ()ΰ  ()α- 
7.τνλιολί{)ον  κατ«σταί)τ| 
σαφέστερα,  εϊκονίσί)ΐ) 
Ρκίίνουσα  ειιπροστίεν  και 
ουχί.  Ας  έπι  τοΰ  (Γ/ί/.λιια- 
τος,  Οπισθεν  τοΟ  πήχι-χος 
της  χειρός.  Το  ί^ε  περί 
την  (ϊριστεραν  χεΐηι/.  ίμά- 
τιον  καί  {|  έπΙ  τοΰ  εδά- 
φους κατακεΐ[ΐεν)|  ασπίς  είναι,  ώς  Οέλομεν  ϊδει, 
σνινήΟεις  προσΟηκαι  πάντον  σχεδόν  τω\'  αντι- 
γρα(ρέο)ν  τοΰ  άγάλιιατος,  οϊτινες  δεν  Οελουσι 
να  φαίν(ΐ)\'Τ(ίΐ  απλοί  τεχνοκ?.όποι  (ρ1ίΐυ•ϊ»ΪΓ6«) 
δουλικώς  (ίντιγράφοντες  τον  (/.ρχαΐον  τύποΛ'. 

β')  Νό[ΐισμα  (Είκ.  5)  "Αργούς '  (ίύτοκρατο- 
ρικών  χρΟΛ'ω\'.  Ό  αυτός  τύπος,  έχων  έπίσι^ς  την 
φέρουσαν  την  κεΓρα?:ην  της  Μεδοΰσης  δεξιάν 
χείρα  εις  μικρότερον  ίίψος  της  τοΰ  αγάλματος, 
δχι  όμως  τόσον  έ?ιλείψει  χώρου,  δσον  ένεκα  της 
συνήθους  ανάγκης  (περί  ής  ίδέ  κατωτέρω)  της 

υπό  τοΰ  σφραγιδογλύ- 
φου  παρενθέσείος,  μεταξύ 
της  χειρός  και  της  κεφα- 
λής τοΰ  ήρωος,τών  γραμ- 
μάτίον  ΡΓ  της  περιθεού- 
αης  τόν  τύπον  επιγρα- 
φή;  Α-ΡΓ-6ΙΩΝ. 

γ')  Δακτυλιόλιι1ος(Είκ. 
(ί)  δημοσιευθείς  τό  πρώ- 
τον υπό  τοΰ  λίαίϊεί^  εκ 
τής  συλλογής  τοΰ  καρ- 
διναλίου ΟΐΐΗοΒοηί,  πιστώς  δε  αντιγράφων  τό 
εξ  Αντικυθήρων  άγαλμα  ο)ς  προς  τό  ΰψος 
τής  δεξιάς  χειρός,  τή\'  θέσιν  τών  ποδών,  τί^ν 
κλίσιν  τής  κεφα?.ής  κτλ.  Προσθήκαι  όμως  τοΰ 

'   Έν  τφ  ΟϊΙιίηεΙ  άεδ  ιηέίΐΛίΙΙίτδ  τών  Παρισίιον  και  άλλαχοϋ. 
-  Οειπηιε  αηιίοΗε  ίί^υταιο,  Τοηι.  IV.  ϊά\>.  25. 


ΕΙχών    6. 


ΚΙκόΛ'  7- 


άντιγρα((έ(ΐ)ς    δακτΐ)λιογλύ((<)υ    είναι     ή    κΐ'νή. 

τό  ί|ΐάτ'.ο\'  κ(/.1  ή  συνήΙΙίος  παρακειμή'η  ασπίς* 

τροποποίησιν     δ'   άσήμαντον 

όλίος   πα,ρουσιάζει    και     ή    ί/ρι- 

στερά    χείρ. 

δ')  ,ΛακτιιλιόλιΟος  (Είκ.  7)  τοΰ 

Μουσείου  τής  Νεαπόλεο)ς*  (μετά 

τής  νεωτέρας  επιγραφής  ΔΙΟΟΚ). 

εϊκονΓζων  τόν  αυτόν  τύπον  τοΰ 

ΙΙερσέϋ)ς,  ά/.λ'άνευ  κυνής,  κατο- 

πτρικώς  δε  άνεστραμμένον. 

ε')  Νόμισμα  άνέκδοτον  "Αργούς  (Εν/..  Χ)  έν 

τω  Νομισιι.   Μουσείίυ  τών  ΆίΙηνών.  'ί)  αυτός 

τύπος,  επίσης  κατοπτρικώς  άνεστραμ[ΐένος  και 

μετά  τής  διαί^οράς  ότι, 
κατ  είίος  συνηίΐέστα- 
τον  τοις  σ«(  αγιδογλύ- 
φιοις  τών  νομισμάτο)ν, 
προς  πλήρωαιν  τοΰ  η-- 
Οεν  και  ένθεν  τοΰ  τύπου 
κενού  πεδίου  ή  [ΐρ\'  την 
άρπην  φέρουσα  δεξιά 
(δηλαδή     πράγματι    ή 

αριστερά)  απομακρύνεται   τής  παραλλήλου  τω 

σ(ί)ματι  θέσεως,  δεξιά  δε  προσηρτήθη  τω  τύπο) 

ίμάτιον  τοΰ  ήρωος  πληρούν  τό  κενόν  τοΰ  πεδίου. 
ζ)  Νόμισιια.   (Είκ. 


!Ι)  Καραλλίας  τής  έν 
Κιλικία  τη  Τραχεία  ', 
είκονίζον  Πεοσέα  έ'- 
χοντα  τ)|ν  δεξιάν ακρι- 
βώς εις  τό  αυτό  ΰψος, 
εις  δ  και  τό  έξ'Αντικυ- 
{Κ]ρο3ν  άγαλμα.  Δια- 
φέρει δε  μόνον,  εκ  τής 


ΕΙκών  8. 


ΕΙκών    9• 


συνήθους  περί  τάς  άΛτιγραφάς  ά(ΐελείας  τών 


'  θΕΓ§ϊυ1ο,  Κεουοΐΐ  <1θ5  ιηοηυηιεη($  άα  Μυϊέε  Χ&ιίοη»1.  ΧβρΙεί 
1867  νοί.  III  ρ1.  6. —  Πρβλ.  ΚείηϊοΚ,  ΡΐεΓΓε*  β'^νέεβ  ρ.  166, 
ηοίε  1. — Μ.  Μϋηΐζ,  ΡπέοϋΓδευΓδ,  ρ.  192. — Έτερον  δμοιον  ίόέ 
παρά  Ρυηννϊη^ΙεΓ,  ΒεδοΙίΓεϊΙιιιπβ,  Ν»  4243,  και  (κατελ'ώπιον 
δμ(ι)ς)  Ν'ο  42.39. — "Ομοιον  άκριβώ;  τχΊ.τον,  ά/.λά  προ;  τάοι- 
στερά  έστραμιιέΛ'ον.  ίδέ  έπ'ι  ετέρου  δακτυλιο/.ίθοί'  .παρά  (',ιλ- 
νβΐΐβ  II  ρ1.  Τ1:=Κείπαο1ι   1.  ο.  ρΙαηοΚε  80. 

-  Ε.  Βαίιείοη,  ΙηνεηΙαίΓε  <1ε  Ιϊ  ςοΐΐεοιϊοη  \ν3(1<1ίη§Ιοη  Χ"  4722 
— ΒΓΐιί-^Η  Μαβ.  ΟαΙαΙ.,  Ι^γοΒοηϊ»,  Ιβϊαπ»  αηά  Οίΐιοίίΐ  ρ.  47.  .3. 


—  23  — 


Ό  ϋησανρος  των  ^Αντικυθήρων 


σφραγιδογλύφων  ττ)ς  εποχής,  εις  ην  ανήκει  το 
νόμισμα  (χρόνοι  'Ορβιανής  καΐ  Μαξίμου  222- 
238  μ.  Χ.),  ώς  προς  την  θέσιν  των  ποδών. 
Σπουδαιότατον  εΐναι  το  δτι  ό  σφραγιδογλύφος 
χαράξας  πρώτον  την  έπιγραφήν  τοΰ  νο[ΐίσμα- 
τος,  το  δε  πρώτον  αυτής  Λ  θεσας  εξ  α(3λεψίας 
εις  τον  χώρον  έ'νθα  έ'δει  να  χάραξη  κατόπιν  τήν 
κεφαλήν  της  Μεδούσης,  άψήκε  κατ  ανάγκην 
κενψ'  την  χήρα, 
ήτις  οντω  παρον- 
αιάζΐΐ  ανοικτούς 
τους  όακτύλους, 
ους  βλέπομεν  ού- 
τως ακριβώς  εν  /]  διαϋέ- 
αει  και  τους  την  κεφαλήν 
της  Μεδοΰαης  άπολεσαν- 
τας  δακτύλους  τοΰ  αγάλ- 
ματος των  Άντικυϋ'ήρίον. 
ζ')  Αγγειογραφία  (Είκ. 
!())'.  Τύπος  οΐος  περί- 
που 6  τοΰ  νομίσματος  τής 
Καραλλίας  ώς  προς  το 
βι|ιος  τής  χειρός  καΐ  τήν 
Πεσιν  τονν  ποδών,  άλλα 
μετά  τής  κεφαλής  τής 
Μεδούσης  εν  τή  δεξιοί 
καΐ  μετ(Λ  τίνος  σμικράς  παραλλαγής  ώς  προς 
τον  τρόπον  καθ'  ΰν  κρατεί  εν  τή  αριστερά  την 
δρέπανο μάχαιραν.  Χ)  ρΙαοΐίΐΐΓΡ  ούτος  αγγειο- 
γράφος, θέλ(θλ•  λ'ά  καλύψΐ) 
την  εκ  τοΰ  αρχαίου  πρωτο- 
τύπου ύπεξαίρεσιν  τοΰ  τύ- 
που, έκόσμησε  τον  ήρωα 
δια  πτερωτής  κυνής,  όπι- 
πΙΙεν  τής  κεφαλής  ήρτη[ΐέ- 
νης,  δια  πτερωτών  πεδίλων 
και  χλαμύδος. 

η')  ΔακτυλιόλιΟος   (Είκ. 
11)  τοΰ  Μουσείου  τοΰ  Βε- 
ρολίνου-. Άντίγραφον  τοΰ  Περσέως  των  Άντι- 
κυΟήρίον    κατενώπιον.    Πιστώς   άποδίδετίπ    ή 

'  ΔιεθΛής  Έφημ.  Νομισμ.  Άρχ.  Τό|ΐ.  Τ'  ο.   154. 
^   ΓυτΙχν-ίπί^ΙοΓ,    ΒοίίοΙίΓϋίΙινιηο;   η»  2470. 


ΕΙκοί 


θέσις  τών   ποδών,   ή    τοΰ   όλου    σώματος  και 
το  ΰψος  τής  δεξιάς  χειρός.  Μόνον  δ '  ελλείψει 
χο)ρου    ( ό    λίθος    έξικΛ'εΐται 
μέχρι   τής    ασαφώς    έπι   τής 
εικόνος  φαινόμενης  εσωτερι- 
κής γραμ[ΐής)  ό  καλλιτέχνης 
εκαμψεν    ολίγον  τι  προς   τά 
εσω  τηΑ'  φέρουσαΛ'  τήν  κεφα- 
λήν τής  Μεδούσΐ)ς  χείρα,  δια 
δε  τήν  δρεπανομάχαιραν,  ίνα 
είναι  ορατοί  και  σαφής,  ηναγ- 
κάσϋΐ)   να   [ΐεταβάλη   ολίγον  τι   τήν   θέσιν   τής 
κρατούσΐ]ς    αυτήν   αριστεράς. 

Ο')  Δακτυλιόλιθος  (Είκ.  12)  τοΰ  Μουσείου 
τής  Φλίορεντίας  ',  (χντιγράφο)ν,  επίσης  κατεν(ό- 
πιον,  πιίΐιχνώς  τΐ)  αυτό  έξ'Λντικυθήρων  άγαλ(ΐα. 
μετά  τής  σπουδαίας  δμως  και  χαρακτηριστικής 
διαφοράς  δτι  ένεκα  τής  δι'ενα  οιονδήποτε  λό- 
γον  προσίίήκης,  εις  τά  δεξιά  τοΰ  τύπου,  αγαλ- 
ματίου έπι  βάσεως  καΐ  τής  συνεπεία  τής  προσ- 
θήκης ταύτης  παντελούς  έλ?νείψεως  χώρου  προς 
άπεικιη'ίσιν  τής  δεξιάς  τοΰ  ήρωος  εν  τή  συνή- 
Πει  (χύτής  θέσει  ό  κα/ιλιτέχνιις  έπενόΐ]σε  τήν 
άλ?ιως  προς  τί|\'  κ(ίλλιτεχνίαν  άντιβαίνουσαν 
τροποποίησιν,  καθ'ήν  ό  ήρως  ύψοϊ  τί|\'  δεξιάν 
οπιοϋεν  τής  κεφαλής  αυτού,  άφίνων  νά  κατο- 
πτρίζηται  ή  εν  αυτή  κεφα/νί)  τής  Μεδούσης  εν 
τή  παρά  τους  πόδας  αύτοΰ  κειμένη  άσπίδι, 
έ\'  ή  ύ  ήρως  (χκινδύνως  —  κατά  τον  γ\'ωστοΛ' 
ιιΰΰον — 0(αίνετ(χι  β?.έπ(ι)ν  τήν  κεφαλιών  τιχύτην. 

Ώς  βλέπει  τις,  πάντα  τά  παρατεθέ\'τα  ιι\'η- 
ιιεΐα,  εξαιρέσει  τοΰ  σπουδαίαν  τροποποίησιν 
ύποστάντος  τελευταίου  αντιγράφου,  είκονί- 
ζουσι  τον  Άργεΐον  ήρωα  ούχι  φοβούμενον  νά 
άτενίση  αύτος  τήν  κεφιαλήν  τής  Μεδούσης,  τού- 
του δ'ενεκα  άποστρέφοντα  τήν  κεφαλήν — ώς  εν 
τή  σειρά  τών   ιινιμιείίον  περί  ών  κατωτέρω — 


'  ΓυΓίλναη^ΙβΓ,  υίί'  αηΐίΐίεη  (ίεηιιηεη,  Ύαί.  42,  4. — Οοη',  II, 
34,  δ=Κοίη£ΐοΗ,  ΡίβΓΓΕδ  §;Γανέβ8  ρ1.  56. — Έτερον  δμοιον  δακτυ- 
/αόλιβον  έ\'  Βερολινω  Ίδέ  παρά  ΡυΓΐ«'5η§ΐ6Γ,  ΒεδοΗτ.  π"  3102, 
πρβλ.  κ(ΐΊ  Ν"  4238. — "Ετερολ'  ΰμοιολ'  την  .ταράστασιν,  άλ?^'άνευ 
τοϋ  αγαλματίου  ίδέ  παρά  ΚοίπαοΗ  1.  ο.  ρ1.  127  ( :=  θΓΐέ&η8  1, 
94  —  ΟιεάεοΗβη,  άρΌρον  (Ιογ^ο  έν  Εγ5οΗ  ιιηά  ΟηιΙιεΓ  ρ. 
417Ρ;    Ζεηοηί,  ^&ται^\  (.  Ι  ρ.  112), 


24 


Ι)    ί) ηπίΐν^οζ    τιϊχ'  '.ΙνίΓ/ίΐ'ΐΊ/μχον 


οΓκ^ί-  χ(χτ(<πλΐ|ξιν  ί•.•τιζΐ|τοΓ'ντ(/.  να  .Ί{}αξΐ\'\'\π\\ 
()['  αντ\]ς  τοις  η7,'''(.">'?  ί-"""!^"".  <ίλ/ιά  (( ιλί(ι)ς  κκΐ 
Γ|ρρμ(χ  1^τ1^Κ1κΛ'Γι()ντ«  (χΓιτί|Λ'  πηικικόνίος  τΓ|  ιι«')ν(ΐ) 
τίί)  "Αογκι  ϊ(^ιαό)Γ'πΐ|  .τ(ίο(/.(^(')π^•1  κκκίνΐ).  κΐίϊΓί'ιν 
ί|  λΙπ^οΐ'Πί/.  ί)ί•ν  Γ|το  ΐ(  πικι/./.π/.  τις  τί|ν  όψιν  κ«Ι 
(/.το/.ιίΐοϋσίί  τοίις  ί)ι-•(ΐ)μί•ν()ΐ'ς  (ίΡτήχ•.  ()././.  (ί)π(<ιο- 
τ(ίτΐ|  κ(')ρΐ|,  ής  τ\''/αί(ΐ)ς  ^(ΐλ(ΐ(|  (ι\ί|Ι)ι  ίπης  Ρ((>ρρΗν  ό 
ΙΙρραΐΜ'ις  τί|ν  χιί|  ι/λην  ιίς  "Ληγος  προς  ^πί()ι■^ιζι^ 
τον  γοΐ|ΤΓΐ'τικοΓι  (πΊτης  κίϋλλους  '.  Τί|ν  στιγμήν 
Τ(/Γ)τΐ|Α'  τοπ  [ΐΓ'Ποιι  (^Γον  να  Γ/ΐ|  :'\'  τΓ|  ^ι(/.νοί<x 
(/.ίιτοϋ  Γ)  ίΙ;-'λ(ΐ)\'  \'(/.  ;'νν()Γ|πΐ|  τί|\'  πτ(/.οι\'  κ(ίΐ 
ί'κ(}'ρ(/.αι\•  τοΓι  Λ\'τικΐΜΊΐ|ρ(ίϊκοίι  (ί.γ(/.λμ(/.τ(ΐς,  ί'ιτις 
!•ί\'(/.ι,  κ(/.τ  !-■((!•■.  ί|  τοίι  προς  (|  ίλοπς  (ΤίκΊν  τι  ίΐο.ΐ'- 
μ(χσμοϋ  ίπκ^ΡίκνΓ'οντος  λ(/.ΐ(  υρον.  ο.-τι•ρ  π(ίκρ<')- 
9κν     ίν  ετη'Αηξιν     ί-κ(')μια!••. 

Τί|ν  .τίίτρό^α  τοΓ'  τΓ'που  τοήτοη  ίν  γκνι-ι, 
ίήίίος  ί>ρ  τί)\'  π(')λι\'  ι••\'  ι')  ήτο  ί(>ρ(ΐμρνο\'  (χρ/ικόις 
το  πρότυπον  (/γίχλμ•/.,  (/.()  οί'  ν:χ\'\\'(ΐ.πα.\'  .τ(η'Τ(/. 
τα  (/.\'(ΐ)ΤΗρο)  μ\Ί|ΐΐ(>ν!••»'()ή'τ(/.  (/.ντι'γρ(/(|  (/.  ί^ι-Ί- 
κνήοηαι  (Τ(Χ(^'(Τ)ς  τά  πολΰτπΗ/.  νομι'α(ΐ(<τ(ί  το)ν 
"Λργκίίον,  ατινα  Ηΐνιχι  κ(χΙ  ίά  ικπίι'  ΐν  ολί)  τΓ] 
(χρ/ίχία  νο[(ΐσ[ΐατικΓι  παρουσιάζοντίχ  τον  τόποΛ' 
τοϋτον.  Το  της  Κίχρίχλλίας  οϋίίρν  άλλο  ρΐναι  ή 
(χντιγραφί)  τοϋ  'ΑργείΌΐ'  τιλτου  .-τΐ|γ(χζοΐ'σ(χ  έξ 
(/.Γ'το»ν  τ(Τ)\'  μνιμίΗΐίον  τοΰ    Λργοί'ς,  ί'£  οί'  ί-\'  χρό- 


'  ΙΙ(ΐυα(ΐνίοι•  2,  21,  Ιί  :  ΤοΟ  ί(>  ίν  τ(ΐ  αγορά  τί)  Άρνκίίον 
()ίκο6<)μΓ||ΐ(ΐτος  οό  μακράν  γβ>μα  γης  έστιν  ρν  ί>ί•  αϋτφ  κεϊ- 
σΟ«ι  τήχ•  ιΜΕΛοι'ισης  λέγουαι  της  Γοργόνος  κεφαλήν.  'Απόλτος 
ήί  τοΟ  μιι()Ό\'  τάδε  άλλα  εις  αί'τήν  έίττιν  εϊρημενι/.,  Φόρκοΐ' 
μέν  ϋιτγατέρα  είναι,  τελεοτήσαντος  Λέ  <>ί  τοΟ  ^πατρός  βαοι- 
λεϋειν  τών  περί  τήν  λίμλπρ•  τήν  ΤριτονίΛίΐ  οίκούντίον.  και  έπ'ι 
ί^ήραν  τε  έξιέναι  και  ες  τάς  μάχ<λς  ήγεΐοίΐαι  τοις  Λίβυσι.  κ«ί 
}>ί|  και  τότε  άντικαΟημέλ'ην  στρατό)  προς  τήν  Περσέ(ι)ς  Λΐ'- 
ναμιν.  επεσϋαι  γάρ  και  τφ  ΙΙεραεΤ  λογ(ίδ<ις  εκ  Πελοπονη'ι- 
ποί'.  Λ<)λθ(|  ονηίΐήναι  νιΊκτ<ι)ρ,  και  τον  ΙΙρροέα  τό  κάλλος  ετι 
χαί  εττΐ  νεχρφ  ^ανμάζονζα,  ονζίο  την  κεφαλήν  άττοτεμόντα 
αντής  αγειν  τοϊς'Έλληαιν  ες  επίδειξιν  -. 

-  Ό  ΙιηΗο,ιί-ΗΙυΓηιΓ,  ΚΙείηοϋίαΙίϊοΙιι-  Μίίηζιη.  Η.Ι.  II  ιΐ;ΐ(Ι2ι 
!>.  417,  (ΰταριίΐμών  τάς  πόλεις,  α'ίτινες  ,ταροιισκχζουοι  τόν  μετά 
ΰι^κομενης  χειρός  τϋπον  τοϋ  Περοέιος,  παραιΊετει  πλην  των 
μνΐ|μο\'ε>Όέντ<ι)ν  νομισμάτιι)ν  τοΰ  "Αργοί'ς  και  της  Καραλλίας 
έτερα  τοϋ  Ικονίου  και  τής  Ταρσοϋ.  Άλλ'  ό  μέν  τόπος  τοΰ 
Ικονίου  ανήκει  εις  έτερον  εντελώς  διαφόρου  τύπου  αγοι/.μα, 
περί  οΓ>  κατι»τέρω,  ό  δέ  τής  ϊαριτοϋ  (Ιοιιηι&Ι  ο£  ΗεΙΙ.  8ΐιι- 
(Ιίεί,  νοί,  XVIII,  ρ.  177  ρ1.  ΧΙΠ),  παριοτών  τόν  ΙΙερσέα  φέ- 
ροντα έν  τή  ίκ^κομεΛΊ)  χειρί  εΐδιολον  Ά.τόλλονος,  οϋδεμίαν 
αχέσιν  έχει  προς  τό  ήμετερον  ζήτημιι.  Οΰτιη  μόνον  εν  ".λργει 
ιίπΐ'.ντα  ()  άντιγράιριον  τόν  τύ.τον  τοϋ  (Ίγάλματος   ηιιών  τΐ'πος  ! 


νοις  .τί'χνί'  όψίμοις  κϊοΓ|/Ι)ΐ|  {\  λατρκό/,  τοΓ'  ΙΙιρ- 
πί(ΐ)ς  ΗΪς   τί|ν  Κίχραλλίαν  κ(χί  τινίχς  τ(7)ν  -τίχριχ- 
κκιμκνίον  .7<Ίλι  (ον   τής  ΚιΛιχηχ;,  Λΐ'χαίΐνίας   και 
Ιπαηρίίχς. 

'ΓΓ|  |)οιμ')κί(/  πίχντίΐιν  το»ν  μνΐ|μκί(ΐ)ν  τοΓ'Τ(ΐ»ν 
και  τοιν  (/.ν(ΐ)τκρη»  κν  οκλ.  ^0  ΗκτκίΙκλ'Τίον  τι-χνι- 
κο)\'  .τρα.γΐΗ/.τικιην  .ταρί/.τΐ)ρΓ|πκ(ι»ν  (ί)ς  προς  τό 
α/Γιικχ  κα,Ί  τί|\'  ίΙίσιν  το)ν  ίν  τ(χΐς  /ί-ραΐ  τοΓι 
(χγίχλμιχτος  τίον  ΛντικυίΙΓ|ρ(ΐιν  (χντικκιμή'ίκν. 
πΐΜΐπλΐ|ρη)  τ(ΐΓ>το  (ί)ς  (>κικνΓ)οι>αιν  αί  κντ(χΰϊΙ<χ 
.τ(χρ<ίτιΐ)κ[ΐκν(χι  ?)ΰο  ^ίκιητς  (<χρ.  1.")  κ(χ1  14).  (χί 
τπιγκογρα<(  ικώς  ληφίίρϊσαι  ίκ  ((θ)τογρα(ί  κην 
τορ  ().γ(/.λμ(χτος,  Κ€['  ων  προοί-τκιΐηπαν  προ/κί- 
ρ())ς  <^ιά  χρίόματος  \\  κι-((ίχλί|  της  .Μί-ί)οήαΐ|ς 
καϊ  ί|   αρπΐ|  '. 

Ως  προς  ί^ί'  τόν  τρχλ'ΐκόν  τρ(•πον.  κίχίΙ  όν  ό 
Γ|ρ<ΐ)ς  παρίπτίχτο  αηγκρατών  ρν  τ[|  ?)Γίΐ(χ  τί|ν 
ίί>ΐίχιτρρ(ος  χυΗρΐααν  κεφαλήν  της  Μρί)ουοΐ|ς, 
.τ(/.ρ(χτΐ|ρο)  ("ιτι  ό  ζαλλιτρχν'ΐξ  'Τ^?''?  (χα((αλη  ρν- 
α(|ην(ΐ)θΐν  τή;  ϊ^ιαιτίροις  /ιιΟριαης  κεφαλής  .Ή' 
τ[|  /.ειρι  τ'Ο  ηρίπος  (/,πρ((  υγρ  τόν  μόνον  γλ' 
ρργοις  τής  7ρα(μκής  ή  <χγ(χλμαο7ΐ  ικχρικ/ρί- 
νοις,  κν  οίς  ?'/.  τοΰ  αϋτοΰ  λίί^οΐ'  οΐΎ/ρ<')νο)ς 
ίποιήΗησιχν  ήν(ΐ)ΐ(ρν«ι  ή  κε<(  (χλή  και  ή  χείρ, 
?)ΐ'ν(χτόν  τρόπον  ίκεϊνον,  κ(χ9  όν  ίίεατρικώς 
(( οβερός  ό  ήρος  τείνει  ζωιιρώς  υψών  τήν  χεϊρα 
κ(χι  συσ(|  ίγγίον  τήν  κόμην  τής  κε(μχλής.  ώς  άν 
(χϋτη  ήτο  ',1ο)Π(χ  καϊ  έφο(•)εΐτο  μήπίυς  ί^ιαί^ύγί)  ! 
ΙΙ(χρεατησε  ί^ε  (χι''Τ()ν.  πολί'  καλλιτεχνικο)τε- 
ρον,  ήρεμα  έμπ/.έΗαντ(/,  τους  (^(χκτΰλους  εις  τόν 
κρίόΙ'ίυλον  τής  κ<')ΐη|ς  τής  κε((  α,λής  καϊ  έκ  τίον 
κ(χτϋ)  έγείροντα  τ((ύτην  προς  τά  αν(ι)  ήαΰχος, 
πρό;  τοϋτο  (^ε  μ()νον  κατ(χ βάλλοντα  ελ(ί((  ρ('χν,  ώς 
('χρμ(')ζει  τοιούτχρ  (χομίχλειο  ήρο)ϊ.  προαπάίίειαν, 
σχεί^όν  (χνεπαίσ{1ΐ|τον  τφ  θεατή.  Ίν(χ  ί^ε  συγ- 
κρίχτή  (χΰτήν  (χαφα/.ώς,  άρκεϊ  αΰτφ  ή  έν  τω 
κρωβύλο)  τής  μαλακής  κόμης  ευχερής  γάμ- 
ψιοπις    τοϋ    (χντίχειρος    και    τών    ί^ύο    ί^εΗιών 


'  :£ημεΐ(«  ίίτι  επιμελεστέρα  συμπλήρυ)σις  ίΐέ/,ίΐ  παρουοιάσει 
τί|ν  μέν  άρπΐ)ν  πλησιέστερόν  πο)ς  φερομένην  προς  τήν  χείρα 
τοϋ  ίίρ(ΐ)ος,  τόν  δέ  σταυρόν  τοΐ'  ξίφους  μάλλολ•  π(ΐρα/.λήλ<ος 
τ(Ι)  άνοίγμ<ιτι  τής  παλάμης  τής  χειρός.  Επίσης  ή  κεφαλή  της 
Μεδοΰση;  έδει   νά  είνίΐι  κατά  τι  πλαγιιότεοον  έστραμμένη. 


25 


Ό  ϋησανρος  των  ΆντικνΟί/ρίον 


^α/'.τύλ<ι)Λ^  ένώ  δια   τώλ'  /ιοι.τών  δύο   έλαφρώ; 
(κη'ολ'  πιρζρι  τον  κρ(όβυ?νθν,  ο^σεί  έφοβεΐτο  ιιή- 


ΕΙκών     13. 

πιος  καταστρέψει  τί|ν  κυμμωσίΛ'  της  (ί)ρ(χί(/.ς 
κεφαλής.  Ώς  προς  την  τεχνική  ν  ταΰτην  άντίλΐ]- 
ι|μ\'  κ(/.1  προς  το  εν  τΓ|  οχριστερα  τοϋ  ήρωος 
χειρ'ι    (/.\'τικεί[ΐενον    και    τον    τρόποΛ'    καθ'   Γιν 


τοϋτο  ί|τ<'  εντεθειιιένον,  πλιιρέστ(/τα  σιητ- 
(ροΊνησαν  έμοί  οπ  μόνον  υ  κάλλιον  και  (χ\'ε- 
το)τερο\'  παντός  άλλου  έπΙ  μακρόν  με- 
λέτη σ(/.ς  τεχνικ(7)ς  το  άγαλμα,  πρΙν  ή 
συγκολ/ιήση  αύτ(^,  Γάλλος  καλλιτέχνης 
Λικίπ'*,  ά/νλά  κ(/.ι  πι/ντες  οί  λοιποί  καλ- 
λιτέχν(χι,  οϊτινες  έτυχε  να  μελετήσίοσιν 
εν  Αθήναις  αυτό  τοϋτο  τό  άγαλμα. 
εξ  ών  [ΐνηιιονευο)  ιδιαιτέρως  τί|ν  έπι 
πολλούς  μήνίίς  εν  τοΤς  Μουσείοις  των 
'Α{)ίΐν(ον  εργασία εΐσ(7. ν  όιάσημον  Λανίδο 
άγαλμ(/.τοποιό\'  χαλκο)\'  έργ(ΰ\'  Ληη<• 
Μίΐπί'  Νί(;Ίί>ΐ'η,  (/.νρπΐ(ρ'λ(/.κτ(ΐ)ς  αυπιμο- 
νήσασίχν  έμοί. 

Αί  δε  κι/τά  της  γν(ί»μιις  [ίου  ταύτης 
αντιρρήσεις  τινοιν  ιη'ήκουσιν  είτε  εις 
(/.γ\'όοΓη'τ(/.ς  τΰ.  ιινηιιεπ/.,  άτινα  (/.πΐ|ρί{)- 
μΐ|σ(/.  (/.ν(^)τέρ(ρ),  ει'τε  εις  [ΐί|  εϋτυχήσαν- 
τας  να  [ΐελετήσωσιν  αΰτοΊ  ούτοι  τό 
άγΐίλΐΗ/..  Και  οί  μεν  και  οί  δε  ουδέν  μέχρι 
τοϋδε  άλλο  έπιχείριμκ/  ήδυνήί)ΐ|σαν  νά 
μοι  (ϊντιτάξίοσίλ'  ή  τό  τοϋ  Γάλλου  άρ- 
χαιολ(')γΐ)υ  Ιλ•(•1ι;ιΙ '^κίίίΚ  ον  ΓΙηροίΠέδο 
(;!(■  Μ.  !~^\•οΓ(ΐηιΐΝ,  (μιί  .Μίπι^ί•  ά  ηη  Ρ&Γίίέθ 
ηιοπίπιπί  1;ι  ΐΟΐΰ  άο  Μέάυ.'ίί;,  ηβ  86ΓΗίΐ  α 
υχίΐηιϊηβΐ'  ιμκ•  ν' ί1  ν"  αι^ΪΝ.'^αίΐ  γ1ρ  Ια  πΐίΐϊη 
^•"ίηιοΐιο ;  ί'αΐ'  απ  ιηοπκι'Πΐ  οπ  ΡοΓ8έ6 
νϊβηΐ  ά'Ηαοοπη)1ίΓ  ^οη  ρχρίοίΐ,  ο'βϋΐ  άβ  Ιίΐ 
ηι,ιίη  ι;;Η1^1^(■,  ηΓ(;ΡΝ8ίΐίπ:Ίηοη1:,  (μΓϊΙ  άοίΐ 
θχΗϊΙ^οι-  1;ι  Ιίΐίί  ^ουρέ^,  8;ι  ιηπίπ  οΙγοιϊθ 
ΙοπίΐηΙ  ΪΆ  Ηατρθ  .  Άλλ',  ως  (5?νέπει  τις,  ό 
κριτικός  οΰτος  κ(/ι  οί  τα  αυτά  έπανα- 
λ(Χ(ΐ|")άνοντες  έλησμόνουν,  φαίνεται,  εν- 
τελώς τό  πλήθος  των  άρχαίο>ν  ιινί)- 
[ΐείωΛ',  εν  οίς  6  Περσεύς  κριζτεΐ  ή•  τ)} 
όεξια  τψ'  κε(|αλίιν  της  Μεδοΰσης,  φαί- 


'  Ίδέ  καΐ  τό  «"Αστυ»  της  5   Σεπτ.  1ίΗ)•2,  έν  φ  ό 
ΑηιΐΓέ  έξεφράσίΗι  ως  έξης  :    <  Κατ'  ίμήν  γνιόμην  τό 
άγαλμίΐ  παριστά  τόν  Περσέα,  κρατούντα  έν  τή  άρι- 
(ττερα   αρ-την,    έν   δέ    ττ)    δε£ΐ(ί    τ»)ν    κεφαλήν   της 
Μεήούαιι^.  Πολλοί    φρονοϋσιν    δτι   είναι  ό  Έρμης  και  (ϊλλοι 
π  ΙΙάρι;.  "Λλλ'  έκ  τής  πτάοαηζ  τοϋ  αγάλματος  «αϊ  των  γενο- 
μένων   δοκιμαστικών   αναπαραστάσεων    γενικεύεται    ηδΐ)    η 
πεποίίΐηαις.  ότι  πρόκειται  ,τερ'ι  Περσέος•.  Τήν  αυτήν  γν(ομΐ|ν 
αϋτοΰ  ιί)έ  κα'ι  έν  τή  Πΐιΐϊΐιηΐίοη   1902  σελ.  ΗΚί. 
-  Κίνιιι;   άι-^  Εηιιΐο  (Ιγοο^ικ-'-  1!)01    |ι.  417. 


26 


'()  ιΉιαανρος   τώΐ'  \Ιΐ'τικΐΊ'^ι'/ριο>• 


\ΊΤ(Μ  ί^ϊ  Γιτι  (ΐρτοι  ΓΪ/_ον  ιΗ'  Τ  Γι  ιινΓ|ΐιΐ|  (/.ύκον  τοΓ'τον  ιινΐ||((ΐνΓύθ)  ι-νταϋίΐί/.,  ϊνα  ί^ιά  τΓ|ς 
ιΐ(ΐ\'(ΐν  τ()ΐ>^  τπίίγικώς  ΙΙι-ίίτηικοίις  τύπους  τοΓι  ί)ί"θΡ<ι)ςίτκ(_κ»ιι  νί»|ΐίΓν|ΐατης  τ<)Γι"Α(_)γους{Κ 
ΙΙκραέίος  τοΓ'  Ι'χιηιιηιΐη  (  <Ί11ηί  ι-ν 
τΐΊ  '  ".ί;.^ί•'  <1ι"Ι..ιπ/ί  της  •1>λ(ι)ρεντί«ς 
•/Λίΐ  τον  Κ(ίν(')β(ί  ίν  τώ  ΒίίΤΓ/ίη'ώ. 

'()  ΙΙιοσκϋς  τν  τΓ|  π(/.τοί(>ι  (ίήτοΠ 
"Ας)γι•ι.  Γνί)«  !-•ί/ι•ν  Γ|ο(;)()ν  '  7.(ά  χατ' 
!-Η()/ί|ν  ρ/ιατρευρτο,  είν(ίΐ  .7ρ()((  (/.νίς 
ΟΤΙ  Π(ί  !-Ί/_ί•  κ(χι  πολλά  (}.γάλμ(/.Τ(/  * 
^ΐ(<((  (')ρων  άλλων  τιλτίον  ι^•πίπης  πι-ρι- 
((  Γ||ΐ(ΐ)ν,  τοΰτο  (^'^-πικυροϋπι  λα[ΐπρ(7)ς 
τα  ϊ-κ  τ\\ς  Ρίοικίϊκης  αϋτοκρατορικΓις 
ίποχΓις  νομίαιίΓχτα  τοϋ  "Αργού;,  τα 
ώς  γνίοατον  (ίντιγρ(/.(|  οντά  τα  ;'ν  τΓ| 
πολρι  ίδρυ[ΐί"να  καλλιτ!7.νΜί"''τ•'-  '^^^' 
τοιούτον,  (ΐναγνίορισίΐί-ν  ηί^ιι  (ης  άντί- 
γρ(Χ((()ν  π(ίντ{))ς  π8ρκ(  Γ|[(οιι τίνος //χλ- 
κοΰ  ρργου  της  Ε'  π.  Χ.  ρκατοντ(/>τ)|- 
ρί^ος  ',  είναι  το  επί  τοΓ'  ενταΰΟα 
(ϋπεικονιζομεΛΌΐ)  (Είκ.  1Γ»)  νομίπικχτος 
Τ(ον  Άργείίον  /.(χϊ  επί  (^υο  ετερίον 
σπ(χνί(ον  νομισικχτίον  της  Κορίνθου 
(Είκ.  1  ())  '  και  τοϋ  Ικονίου  (Είχ.  1  7)*. 
Κ(χί  τα  τρία  ταΰτα.  εν  κ(χι  τί)  (χΰτί) 
μέχρι  τών  ελαχίατίον  λεπτομερειών 
(χντιγρ(χί|  ο\'Τ(/.  /(χλκοϋν  αγιχλικ/..  .ταρι- 
στώσι  τον  Άργεΐον  ί'ιροίχ  εγείροντα 
μεν  έν  τΓ)  δεξιά,  ώς  το  άγ(χλμα  τίϋν 
ΑντικυίΙι'ιροη',  τήν  κείραλίιν  της  Με- 
δυύσΐ|ς,  έχοντα  (ίε  καΐ  τ)|Λ'  άρπην  έν 
τΓ|  (χριστερά, διαο^εροντίχ  ί>'ομ(ι)ς  ριζι- 
κο)ς  (χϋτοΰ  (ής  παριστώντίχ  τί)ν  ηρίοίχ 
συμ(((ί)ν(ος  τώ  (/.ρχαιοτερίο  μΰΰωώιο- 
πτρΕψοντα  τί|\'  κεΓραλ»|ν  (χυτοϋ,  ίνα 
(<π(Κ(  ΰγΐ)  την  ίΙεαν  της  και  αυτόν 
δυναμένης  να  ιχπολιΟοίση  τρομεράς 
κεφαλής  της  Μεδούστ]ς.  Τον  τύπον 


.τίχρα.- 
ίκ.1«). 


'   Παυσανίου  '2,  18,  1. 

-  ΙηιΗοιιί- ΒΙυιηεΓ  3.η<1  Ρ.  Γ,αηΐηυι-,  Νυηι.  ίΊιηιηι. 
οη    Ι'ίΐυίαηί&ί    ρ.    35.  —  ΡυΓΐ\νϊη§1θΓ,    ΜίΊ^ιοΓννι,τΙίΐ;    ϋ.    •!81).  — 
ΙηιΗοϋί  -  1!1ιιηιι;Γ,  ΚΙι3ίοα5ίαΙίίθ1ιι>   Μϋηζοη  Βιΐ.  II  δ.  417. 

■'  ΔιεΟν.Έφ.  Νομ.Άρχ.  τόμ.  Τ'  (19(«)  σελ.  1 1,  αρ.  24.  Πίν.  1,12. 

'  Ιιτιΐκιοί  -  ΒΙυηιΟΓ,  ΚΙβΐη&^ΐαΙί'ίοΐΊί-  Μϋηζοη  Βίΐ.  Π  3.  417 
ηο  Γ>  Τ&(.  XV.  —  δβίΐίηί,  Ι,ιΊ.  ηυηι.  \'  .")ΙΙ.  Ηίΐιοΐοη,  ΙηνοπΙ. 
λΥίΐιΙιΙίη^Ιοη   ηο  4767. 


ΕΙκών     14. 


τυ   αυτό    ακριριο::   αγα/.ιια   εικο\Ί^οντο;  .   και 


-  1 


'  Τόν  αυτόν  τι'ιπον  αντέγραψαν  κατόπιν  διάφοροι  τεχνο- 
κλό.ποι  αγγειογράφοι,  ένδϋσαλτες  δι'  ϊιιατίοιν.  πτεριοτή;  κυλ-ής 
και  -πτερωτών  .τεδίλιον  (Λιεθν.  Έφ.  Χομ-   Αρχ.  ε.  ά.). 


—    -27    — 


'()   ϋηοαυρος   τ(7)ν  ΆντικνΟήροιν 


όμως  ^'χυντας  πολΰ  7(ί|ΐΐ|λ(')Τί•ρ()ν  τί|\'  ^εξιά\' 
χείρα,  [ΐόνον  ρ'νρκα  της  κατ'  ά\'(ίγκΐ]\'  [ΐρταξύ  της 
κι-τρα?^"Ίς   κ(ίΐ    της   ^ε^;ι«ς    χειρός   π(λρρνθέσεο)ς 

τοΰ  γράμματος  6  της 
επιγραφής  ΑΡΓ  -  6  - 
ΙΩΝ,  ίνα  ερ(ΐη\Ί-ύσ(ο 
σαφέστερον  τη  συμ- 
|!αΪΛ'()λ'  καϊ  εν  τιοι 
Γ{7)ν  \'()πΐίτμ(ίτίι)λ'  το)Λ' 
(ίντιγρ(χφόντθ)ν  τοΑ' 
τύπον  τοϋ  εξ  Άντι- 
κυί)ήρ(ΐ)\'  (ίγάλματος. 
η.τερα  παΚνν  νο- 
μίσματα τοΓ)  "Αργούς  (Είκ.  1!ΐ-2())  π(/.ρο\ιοΐ(/.- 
ζουσι  τρίτοΑ'  τύπον  αγάλματος  ΙΙερσε(ΐ)ς.  μόνον 
ή  μετ  Αθηνάς,  επίσης  ύψοϋντίχ  την  κεφαλήν 
τής   Μεί^ούσης   εν   τή    χειρί,    (/.λλά    στΐ)ρι"ά)ντ(χ 


Κί-Αών     ι6. 


ΕΙν,ο>ι 


τ(ίΐιτΐ|ν  επί  (/.σπίνος  τείίειμένης  έπΙ  β(χ)μοΓ'.  Τοϋ 
τήπου  ί>ε  τούτου  αντίγραψα  ευρίσκονται  κ(ίΐ 
επί  τινίον  (^ακτυλιολίΟτον'.  0()τ(ΰς  εΐναι  άναμ((  ι- 
σ|-5ήτ))τον  δτι  εν  "Αργεί  ί'πήρχε  σειρά  δ?.η  ^κί- 

αήμ(ΰν  (ίγ(ίλμάτω\'  τοϋ 
Περσέως. 
Ύπο?ιείπετ(ίΐ  νϋν  ήμΤ  ν 
ή   έξέτασις   τής  τεχνο- 
τροπίας τοΰ  (ϊγάλι,κίτος 
τίϊ)  \'  Ά  ντ  ικ  υ  Η  ή  ρ  (ολ'.  Ώς 
προς  τοΰτο  πρέπει    να 
σΐ)μεΐ(όσοί    δτι.  αν  κΐίϊ 
μόλις    παρήλθαν    (>ι''ο 
ετί)  άπί)  τής  (ίνακαλύψεο)ς  (ίύτοϋ,  ελιχχιστος  δε 
χρόνος  (Ιτδ  τής  σιιγκολλήσείος.  εν  τούτοις  εχο- 
μεν  ήδη  σειράν  διατρι()(7η'  άρχαιολόγίον,  ούχΙ 


των  (/.σήμο^ν,  ύποστΐ|ριζόντ(ΐη'  διά  ποικίλ(ρ)ν  έπι- 
χειρημάτο)ν  των  με\'  δτι  είναι  έργον  Πραξιτέ- 
λειον.  τών  δε   Μικχόνειον,  έτεο(ι)ν   ΣκοπάδειοΛ', 


Ει; 


κο>Λ'     1  ο 


Ε(κι 


κικν      2ο. 


άλλίΐιν  ΙΙολυκλύτειον  κ<ίΐ  άλλ(ΐ)\•  Αυσίππειον. 
Κίς  δε  ικίλιστι/  δεν  εδίστ(ίσε  \'ά  κηρύξη  (ίύτί> 
ώς  (ίσηαλώς  Άλκαμενειον.  ()ΰδόλ(ι)ς  δε  (ίίκρι- 
βά}^^!)  δτι  εντός  όλίγοί'  δ  κατίίλογος  ούτος  τών 
τεχνιτο)ν  ί)ά  (λΐ'ξηιΐή  κΐίτά  δεκίίδα  όνο[ΐάτ(ο\' 
κ(<ι  δτι  εύ/ι,ογοφανή  έπιχειρή(ΐατα  {)ά  εΰρίοσι 
π(ί\'τοτε  οί  σο((  οι  διά  πά\'  νεο\'  προτει\'(Ηΐενο\' 
δνομ(ί  καλλιτεχνου. 

"Α\'  κ(ίΊ  τυγχάνω  έπιμε/.ΐ|ς  (ϊ\'αγνώστης  τοϋ 
εϊ'δοιις  τούτου  τών  κί/τακλυσιχντίον  την  νείοτά- 
την  άρχ(χιολογίαν  μελετών,  πρίις  δε  καΐ  ίΐι/.υ- 
μαστής  κα,τά  τά  άλλοι  το)ν  τα  τοιαϋτα  συγ- 
γρα((ι(')ντ())ν  (ϊρχ(ίΐολ(')γ(ι)ν.  ύ(('είλ(ΐ>  δ'  δμ(ος  νά 
όιιολογήσ(ΐ)  είλικρινο)ς  κα!  άπερκρράστίος  εν 
τή  προ)τη  ταύτη  ευκαιρία,  ην  μοι  παρέχει  ή 
παρούσα  συγγρα((  ή.  δτι  δεν  είμαι  θερμός  λιί- 
τρις  τώ\'  τοιούτων  ί)εϋ)ριών,  μικρόν  δε  ύπολαιι- 
(Μν(ΐ),  εΛ'ρκα  πολλών  λόγα)ν,  τό  γε  \'ϋ\'  έχον,  τό  εξ 
(ίύτών  προκύπτον  έπιστη(ΐονικόν  κέρδος, συμμε- 
ριζό[ΐενος  μάλιστα  π/.ηρέστατα  γνίόμην  (( ίλου 
και)ΐ)γητοΰ  τής  άρχ(Χΐο?α)γίας  εν  τιϊ)  Κι) νικώ 
ή(ΐών  ΙΙανεπιστημί(ΐ).  καΐΙ'  ην  ή  λυικχινοιιενιι 
και  την  φιλολογίιχλ'  υπερκριτικί)  πολλώ  (ΐείζονα 
δεινά  (χπεργάζεται  έν  τή  ιστορία  τής  αρχαίας 
τεχλ'ης,  πυργοϋσι/.  είκιχσίας  έπι  εικασιών  καϊ 
έπι  ασταθών  καϊ  σαλευυ[ΐένων  θεμελίων  έποι- 
κοδομοϋσα  κρίσεις  περί  τοΰ  ιδιάζοντος  χαρα- 
κτήρας εκάστου  τώ^•  (ϊρχαί(ΐ)Α'  τεχνιτών    '. 


>;.  Κ,ΪΓκκΙι,  Ι'ίΓΠ-ε*  £;ι•ίΐνόι.•ν  ρ,   !(;(;,  ],ι.   1;54,  ;!()  γ_^} 


'   Ν.  Π(ΐ?α'τοιι    Γά  Π(.ια£ΐΓΐ^λη(Λ   άνάγλιιψα  τΓ|ς  Μκντινείος  : 
Έηετηρ'ις  τοϋ'Ε&νιχον  Πανεπιατημίον .' .\^ϊ\\(ΐ.ι  1908,  οελ.  5-1. 


2«    — 


()   ιΐηηαιιοο^   τών  'Λ\'τικνϋή()<ιη• 


{ ),Ί(ι)Π(ΐΓ|.τ(»τι•,  Η\•  [1(11  ί|Τ()  κ.τι|)ΐ•()λΐ||ΐι••ν<)ν  νά 
ιν.((η«α(ι)  κοί  κγο)  γκνικήν  τιν(ί  γν(ί)ΐιΐ|ν  <ί)ς  ,τοος 
τί|\'  τΓ/νοτοο.τίί/.ν  κ(/."ι  /οονο/.ογίίίν  τοΓ»  ρργοαι 
τοί'τοΐ',  πτΐ|ριζ()[(ήΊΐν  πηος  (')Π(<  ί'τη/κ  νά  «ί- 
σί)(η'(ι)(ΐ(/.ι  μά/.λον  Γ|  (^(χοίικος  νά  γνίοοΓάο  ίκ 
της  μι-λίτης  τ(Τ)ν  .τερισ(ΐ)ί)κντ(ΐ)\'  ιινιιιπίίον  χα\ 
(ΐάλιστ(ί  τών  (/.σ((  (ίλι'ατρηον  ^ι>ν(Χ[ΐιΗ'(ΐ)ν  τΓ/νο- 
τρ(»πικ(ος  νά  (^(πΙμολιη/ηΟώσιν  (ίρ/ίχίίον  νοιιι- 
ο[ΐ(/.τ(ον,  Πά  κκλινον  ύ.τί-ρ  |(<)νιις  τΓις  προς  την 
(χρχήίΐεν  ί|(ί|ν  σιΐ|(πεσούσΐ|ς  γν(ί)ΐιΐ|>:  τοϋ  κ. 
ί~ΐ.  ΚίΜΠίκΗ,  Οροροϋντος  τί|Λ'  τεχνοτροπίαν  τοΰ 
έργου  (ός  ίη(•οηΐΡΝΐ;ι1)1^'ηΐ('ηΙ  Ιγι-ν  χοϊί^ίη  ;\  (-('ΐιιϊ 
<1('  ΐΛ^ίρρι•  ',  αν  και  ί^εν  άγΛΌΟ)  δτι  άλλος  άρ- 
χαιο/α)γος  της  (/.ύτής  (ίξίας.  ό  κ.  ^V;ι1^1^^ιρ^η, 
εγρ(χ\)'εν  (ίντιθετ(ΐ)ς  Ι  αιπ  μη•  ηο  Ιπκι•  πί  ιΗιν  ίη 
ΐΗ(•  \\()γ1<  "^,  Λ<(  ή\'(ι)ν  ί^ϊ-  έικίπτον  πληρεστερον 
νά  παρασυρίΐο)  ύπ^ο  τοΰ  καταγο)ΐτειΊσαντ()ς  [ΐε 
(ίγ(/.λ[ΐ(ίτος,  επηίιηιό)  νά  τρεορο)  την  ώρίχιαν  πλά- 
ΛΊ|ν,  ΟΤΙ  εΐνίχι  εν  εκ  τών  (( η[ΐιζο(ΐενων  έκεΓν(ΐ)ν 
ίϊισχιλίίΟΛ',  άτινίχ  έξήλΟολ'  τώλ-  χειρών  τοΰ  περι- 
ίριμκχ'  της  Άργειοσικυ(ΐ)\'ί(χς  σχολής  κ(χλλιτε- 
χνοι»  .\υσίππου. 

Έλ'  πάση  .τεριπτ(όπει  το  έργον  είναι  άξιον 
τιπό  τεχΛΌτροπικήν  κ(χι  τεχνικήν  εποι)»ιν  μακράς 
και  ί?)ΐ(χιτερας  δλως  μελέτης.  (^ι'V(xμενον  νά 
χρ)|πιμεύπη  ώς  (χφετηρί(χ  |ίααίιι(^)ν  π•(χρ(/.τηρή- 
οεων  γενικωτέρας  σπο\'(^(/.ΐ(')τητος,  περί  (ον  ού 
τοΰ  παρόντος.  ΈνταϋΟα  επιτρ(χπήτ(ΐ)  ιιοι  μί'ινον 
νά  πη[ΐεΐ(όσο5  δτι  αί  κατά  τον  κιχΟαριπμδν  εμφα- 
νισί) είσαι  έπι  της  κει^αλής  τρεις  κανονικού 
σχήματος  και  εις  κα\Όνική\'  άπ'  άλλήλ(ΐ)ν  άπ(')- 
οτασιν  όπαι  είναι  εκ  τ('ί)\'  συνητ)έστατα  έπι  τοΰ 
κρανίοΐ'  τώ\'  χαλκών  άγαλμάτοη'  εύρισκοιιεχ'ίον. 
γενΑ-ητΙεισών  ί)ε  εκ  τώ\'  ρ(χ("5(^(ΐ)\'  τών  συγ- 
κρατουσών  κατά  την  χύσιν  τον  έσο)τερικδν 
^πυρήνα  τοΰ  άγάλμχχτος  μετά  τής  (ΐήτρας  \ 
Ή  περί  αυτών  ίίε  ά\'(χκάλυν|Ίς  τοΰ  χιιμικοΰ 
Όθωνος  Ρουσοπούλου.  δτι   έχρησίμευον  προς 


'  Έν  Γ?)  01ΐΓοηϊ<ιη6  άεϊ  Απ*,    1901,  Ί  Μ»γ5. 

2  Μοηΐΐιΐχ  Εο-ίοχν,  1901  ρ.  Ιΐβ. 

^  ΤελεχιταΙος  περί  αυτών  έγρα\|ιεν  ό  ΒβηηάυΓί,  ϋ^ετ  <1ί(; 
<ίΓθ85ΐ)Γοηζβπ  (Ιβί  Μυδοο  ηαζίοηαΐΰ  ίη  Νο&ρ^Ι ;  ^^ΗΓ^511^ίί^  <1β5 
θ65ΐ.  ΑγοΙι.  ΙπίΙ.  Βά.  IV,  δ.  177.  Πρβλ.  και  Α.  Ι.θ\νίη,  ϋΐ)0Γ 
<1ίε  ΤεοΗηίΙί  αη  3η[1ί?η  Βτοηζεη:  ^αΗΓ^)υ^^1  Βά.  XVI,  ΒοίόΙίΙΙ  16. 


ενΙΙεσιν  Τίον  πτερ(7»ν  τής  κε<(  αλής  τοΰ  'Κρμοΰ  -, 
έχει  τήν  (χΰτίιν  (χίίαν  ην  κα'ι  ή  ί)εΐ)τέρ(Χ  αότοΰ 
άρχ/χιολογική  ιχνακάλυψις  τοΰ  κηρυχήου  την 
Ε'ηιιοη  ,  καΙ  ή  Γοίτη  καΙΓ  ην  έπι  τεσσάροΛ' 
μερών  τοΰ  (χΰτοΰ  άγ(χλ(ΐατος  άπαντί7»σι  α((ρ«- 
γϊίΐες  μετ' έπιγραηών  μεγίστης  σποιιί)αιόττ|τος 
ί^ιά  τους  αρχαιολόγους  '.  ίίερΐ  τής  ^>ενιτέρα^ 
(χνακ(χλιη()ε(ι)ς  έγραψα  (χνιοτέρίιι  (σελ.  21)  τά 
ίϊέοντίχ.  ΙΙερΙ  ί)ε  τής  τρίτης  παραη|ρώ  δτι  (>έν 
πρόκειτίχι  .τερί  σφς)αγί^(ΐ)ν  κα,ι  μάλιστα  ένε^τι- 
γράφο)ν(!),  (χλλά  περί  βυσ(ΐ(χτο)ν  (Ιίΐ.^Ν&1ί,  ταρίέ- 
(■οιτιΐΜΐΙ^).  ίΐι'  <ην  έπΐ(>ΐίΐ»ρί)<ήίΙησαν  [ΙλάΙΊαι  τής 
χόσειος  τη  ενθέσει  και  έπι  ση  υρηλίχτήσει  πεπυ- 
ριχκπομένιον  στρογγΰ/.03ν  πετά/.ίον  νομισμίχ- 
τ<)[ΐόρφ(ι)ν  ή  ΐ'σ(ΐ)ς  κ(χ"ι  νομισ}ΐάτο)ν.  Τοιαΰτα 
στρογγύ?ι.α  βύσματα  ώς  και  άπειράριΟμίχ  άλ/.α 
φοεώή  ή  τετράγα)να  μικρά  και  μεγάλα  όρϋ)ν- 
ται  και  έπι  πάντίον  σχεδόν  τών  λοιπών  χαλκών 
άγαλμάτίον  τών  'ΛντικυιΙήριον  και  έπ' αότοΰ 
τοΰ  Περσέοκ,  είναι  δε  τό  πράγμα  γνιοστότατον 
τοις  άρχαιολόγοις. 

2.    Εικονικός  λνλιί.λς  (Αεινιου;).  ΊΙ   έπ'ι 

τών  .-τινάκοη'  ΠΙ  και  Ι\'  άπεικονισΟεϊσα  ίίαυμα- 
σία  κε((  αλή  είναι  έκ,είνη,  ίμ-.  ο)ς  εϊδομεν  (σελ.  .Η), 
άνείλκυσαν  οί  ι^ύται  άμα  τή  ένάρξει  τών  εργα- 
σιών είς  τό  .ταρ'  αυτών  ακριβώς  σημεΐίοί)εν 
μέρος  τοΰ  βυθοΰ,  όπόΰεν  απέσπασαν  τήν 
τυχ<χίί')ς  ύπ'  αυτών  όνακαλυφΟεϊσαν  ήεξιάν 
χείρα  τήν  έπι  τοΰ  (χύτοΰ  .τίνακος  1\'  άπεικονι- 
σΟεϊσίχν.  Άλλ'  επειδή,  δτε  ή  κεφαλή  αυτί) 
άνει/.κΰσί)ιι,  ετνιχεν  ενεκ(ί  τών  έπ'  αυτής  θαλασ- 
σίων προση  υμάτίυν  νά  όμοιάζΐ)  [ΐεγά/^ως — ώς 
δεικ\'ΰει  ή  ένταΰΟα  παρεντιθεμένη  είκών  21, 
κατά  (ρωτογραφίαν  ληΐ(:θε1σαν  άμα  τη  ανελκύ- 
σει προς  τήν  έξ  'Ο/.υμπίας  ,τασίγλ'οστον  κε- 
φα/αιν  πυγμάχου,  προς  δε  επειδή  συγχρόνχος 
(ίδέ  σελ.  3)  τή  κεφαλή  άνειλκΰσϋη  έν  Λλαικυ- 
Οήροις  καΐ  ή  έπΙ  τοΰ  πίνακος  \'  ύπ'  άο.  4  <χπει- 
κονιζομέλΟ)  χα/^ή  χειρ  πυγμάχου,  ένομίσθΐ) 
κατ'  αρχάς  δτι  και  ή  κεφαλή  αΰτη  άνήκχι  είς 
άγαλμα  πυγμάχου.   Ώς  τοιαύτη   λοι.τόν  περιε- 


I    ΟΗί•ηιί5θΗε  Ζείΐ5€Κπί(  Ηά.  II,  8.  ί(>4. 


29   — 


Ό  ι%]σανρυς  των  Άντικυϋήρων 


^'ρά(('ΐι  ίτ  τΓ|  προς  τας  ^((/.((ΐόροΐ'ς  Άκ(/.^ΐ)μίας 
και  αρχαιολογικά  περιοδικά  τοΰ  κόσμου  έγκυ- 
κ?α'(θ  (χνακ()ΐν(ί)πρι  τοΰ  γρΝ'ΐκοΰ  έ((ΐ(')ρου  των  (/.ο- 
/(χιοτήτίον  II.  Κ(Λ|•)βαδί(ί  και  ίν  τοις  (/.πο  ταύ- 
της (ίπορρίουσι  ?)ΐ|ΐιοσΐί-ύμ(ίσι. 

Μετά  τον  κ(λί)αρισμον  όμως  ί|  κει^αλί]  άπιό- 
?ιεσε  παν  ίχλ'ος  αθλητιο^ιοϋ  και  εφάνη  —  ως 
όρί)()τερον  (/.ιιεπιος  τ()τε  ε/αρακτηρίσιΉ] — ώς 
κεφαλή  ((ΐλοαόιιου  τινός  σοβαρωτάτου  και 
οκεπτικίοτάτοιίν. 

"Οτε   όε   μετά   τον  κα9αοισμό\'  πΐίσιον  τιον 


ϋικων     α. 


χαλκών  άρχι/,ιοτήτιον  επεχείρησα,  σοναντιλή- 
πτορας  εχο>\'  <>ιακε.κριμένους  φίλους  [ίου  καλ- 
λιτεχ\'ας  κι/,ι  γλύπτας,  λεπτομερέστατη  ν  και 
τεχνικην  αυτών  μελέτην  επΙ  τΓ)  ελπίόι  συσχετί- 
σεοκ  τινοιν  εξ  αύτώΑ',  εύρον  ότι  τΓ)  κειραλί) 
ταύτη  (ίνήκοκσι :  !"''  ό  εν  τω  αύτώ  ακριβώς 
σημείιρ  τοΰ  |1ιιι)()ΰ  ανακαλυφθείς  δεξιός  |5ρα- 
χίοη-  (πίναξ  Ι\'),  οιί  ελλείπει  μόνον  μέρος  τοΰ 
(λντίχειρος  (ή  (ράλαγξ  τοΰ  όνυχος  καΐ  το  ήμισυ 
της  ύπ'  αυτήν  φάλαγγος)•  2'"  ζεύγος  σαν- 
δαλοφόρων  ποόών  μετά  μέρους  τών  κνημϋ)ν 
και    έπ     αυτών     λειψι/.νιοΑ'     τοΰ    [ικ/.τίου    τοΰ 


(/.γι/,λματος.  Σιιμειωτέον  όί-  ότι  και  οι  π()δες 
ούτοι  όνει/ικύσ{)ΐ]σ(/.ν  (/.ποσπί/σίΐέντες  εκ  τοΰ 
αϋτοΰ  ακριβώς  σημείου  τοΰ  πυΐ^μένος,  κατά 
την  (^ευτέραν,  έίρορεύοντος  τοΰ  κ.  Βυζαντη- 
νοΰ,  (/.νέ/.κυσιν  (ίόέ  σελ.  8)•  .')'"■  χειρ  αριστερά 
(ίπό  τοΰ  καρποΰ  σο_)ζθ[ΐένη,  πεπ^^ηρωμένη  ό  εν- 
τός μελίίίνης  μάζης  πηλοΰ  χρΐ)σιμοποιη{)εί- 
πΐ|ς  όιά  τό  πρόπλασικ/.  τοΰ  αγάλματος,  ήτις  χη- 
πικο)ς  (ϋναλυΟεΐσα  ευρέ^θη  περιέχουσα  32,()8''/ο 
πυριτικού  οξέος  καΐ  4.">,87°/ο  σιδηρομιγοΰς  οξει- 
δίου τοΰ  (/ργιλλίου,  έλ'ώ  τύ  έπΙ  τοΰ  προπλάσ[ΐα- 
τος  λεπτόν  νΰν  σχετικώς  έπίστρίομα  εΰρέϊΐη 
περιέχον  4!;).2"/ο  κασσιτέρου  και  40,2 "/Ό  χ/ίλ- 
κοΰ.  — ΐ|(ΐίΊ(ΐ»τέο\'  όϊ-  ότι  τό  ί)(χλ(/σσιον  ύδωρ  κιχι 
ί|  ίλΰς,  έν  ί|  (((/.ίν!•τ(/.ι  ότι  ικη'η  η  χειρ  (/ί'τΐ|  τοΰ 
αγάλματος  εΐχεν  εΐσχιορήσει,  έπέδρι/σιχν  οϋτο) 
σφοδρώς  έπ'  αΰτης,  ώστε  νΰν  ευρίσκεται  εις  ψα- 
Ουράν  κατάστασιν  [ΐετουσκηΟεϊσα  σχεδόν  εντε- 
λώς, εις  τρόπον  ώστε  η  εκ  ιιεταλλοκρά,ιιατος 
έ.τΐ  της  χειρός  στιβάς  οΰδί-χ'  χαρακτηριστικίΐΝ' 
της  μεταλλικής  συνεκτικότιμος  παρουσιάζει  και 
εΰκό/αος  δΰναταί  τις  νά  ί)εο)ρήση  ταΰτην  ώς 
στιβίίδα  εκ  πηλοΰ  συγκροτουμένην '.  4'"'  εκ 
τής  δκχιΐέσειος  τ(ΐ)\'  δ(/.κτΰλ(ΐ)\'  της  (/.ριστεράς 
ταήτΐ|ς  χειρός  καΐ  τοΰ  μεταξί'  (/.ίιτο)ν  κενοΰ  (Ιρι- 
δή/αος  έξάγετίίΐ  ότι  έκριχτει  ποτϊ  σκήπτρον. 
ΙΙράγμιχτι  δε  ιιετιχξΰ  τιην  ΛντικιηΙηρι/,ϊκών 
λειψ(/.ν(ον  (Ινεκάλυψα  τε^ιάχιον  τοΰ  άνω  μέρους 
σκήπτρου,  (Ιποτελοιήιενον  εκ  ράβδου  ξυλί- 
ν»ις  άπ()?ιεσάσης  [ΐέν  νΰν  τό  χαλκοΰχ•  έπέν- 
δυμα,  αλλά  διατηρούσης  καθ'  όλην  την  έπι- 
(((/.νεκ/ν  την  εκ  τοΰ  χαλκοΰ  κιχτίιοσπ•.  ΊΙ 
ράβδος  (/.Γ'τΐ|  (Είκ.  22)  ιρέρει  έν  τω  κέντριο 
τοΰ  άνω  (χύτής  μέρους  στυλίσκον  πρύς  προσαρ- 
μογήν  βεβαίιος  τής  πιχντως  εκ  πολυτιιιοτέρου 
[ΐετάλλου  κεφιαλής  τοΰ  σκήπτρου.  'Ακριβ(Τ)ς  δε 


'  Λ.  ΛαμΙ^ΐργη  Ε'ίαγόμίνκ  χιιμικών  έίρτάσρίον  άρχίΐιοτή- 
Τ(ΐ)ν  τινών  έξ  'Λντικυθι'ιριυν:  Άρμονίιι  ΙίΜΙΙ,  αελ.  1>>2.  ΙΙρός 
ταϋτα  .^ρβλ.  τά  πρρ'ι  τΓ)ς  αυτής  χειρός  ΐ':τό  τοΟ  έτερου  χημι- 
κού 'Ρουσοπούλου  δημοσιευί^έντα  (ΟΗΰΐηίϊοΗι;  ΖείΙκοΗπ.  ε.  ά.  8. 
204,  Αηιη.  4):  «Οίβδβ  Ηαικί  ΚίΙΙι;  υίηι;  ^^^^πηι.^  ίοΚλν&Γζο,  αιΐΛ 
ΚυρίΰΓοχγά  ΐ5ί;5ΐι;1ιεηάο  ΟΙΐιτίΙαοΗρ,  άβηιηΐιτ  ι'ίηί  ιΐίοΐίθ  δοΚίοΗΐ 
νί)η  ^Γαυϋπ  ΟΗΙοΓΪίΙοη,  δοτίαπη  Οχ)•(1υ1  ιιηιΐ  ^&ηζ  ίιτι  Ιηηι'π'τ» 
«ίηυη   Γοίη  ηιι;ΐ!>1Γΐ8θΗί•η  Κςτη   (ίίϋΗς•    Ληα1)«ι.•  III  υπιΐ  IV). 


30 


'(>  ι)Ί/η(ΐν()<)ς   τών  'Λντικνϋι'ιιχον 


Φ• 


ϋΐς  το  [ΐι-"(.•()ς  τοι»  σκηπτοορ  ιμηνιτί/ί  ιιιχ  οτι 
προσ«ρ((()ζι•ι  |(ΐκπ<')ς  τις  σπόνδυλος  ΐκ  τε|ΐα/ί(•ΐ' 
ξυ?α)υ  (πύξου)  ίπιμελίατατίχ  τΗτορνκιιμή'οι», 
στίλΙ^οντος  "/.«ι  όψιν  ίλι-((αντ()(>()ντ()ς  ΐ-/α\•Ίί\ζ. 
'()  απον^υλίπκος  οι'τος  ρϊς  μίν  το  κίντοον 
κίναι  (διάτρητος  (^ι'  όπης,  ίν  Γ)  ατυλίσκος  7.ρΐ|πι- 

ιΐί•ρ(ον  προς  καωτερικην  προσ(/.ρ[«)- 

ΜΗ|Ι  γί|\'  (/.ϋτοϋ  ι•ίς  τί|ν  κοριΐ(|  ην  τΓ|ς 
^^β  {)('ί|1(^οιι  τοϋ  οκήπτροιι,  εις  ήί-•  τα 
πλίίγκ/.  (ΐ'ίρει  ετίραν  όπήν,  ι-ν  [|  π(/.ν- 
πος  καί)ΐ|λ()Γιτο  το  εκ  πο/α>τίμου  τι\'ος 
Ηετ(χ/.λ(»ΐ'  κ(')αμΐ|ΐΐ(/.  τοΰ  σκήπτρου,  ου 
(ίκριβώς  ό  σπον(>υλίοκος  ((«ίνετ(/.ι  οτι 
έχρΐ|σί[(ειιεν  ϊν(;.  πληροί  την  κί/.το) 
όπήν  κ«ϊ  ((ερί)  ατερρώς  τον  πτυ- 
/.ίσκον.  ?)Γ  ου  το  κ()α(ΐ)|μ(/.  ήτο  εν 
[ΐερει  καιίηλωμέ,νον  έπΙ  τοΰ  σκ»Ίπτρου. 
Τέλος  μεταξύ  τών  εισέτι  μίι  υπο- 
|)λΐ|1)ρντ<ΐ)ν  εις  /η[ΐικον  καΟαρισμον 
/αλκ(7)\'  τε(((χχίων  τών  ΆντικυΙΙήρίον 
εύρον,  πλην  (χσημ(χντο)ν  τινών  [ΐι- 
κρών  τεμαχίίον,  τρκχ  μεγάλα  μέρη 
ανήκοντα  πιθανώς,  -ώς  εκ  της  έργα- 
σίίχς.  τοϋ  π(χχους  κιχι  τοιν  λεπτών 
αυτών  χαρακτηριστικών  ί^ύνίχταί  τις 
εύλόγοος  να  ύποΙ)έση  εις  τύ  αύτο 
αγαλ[ΐα.  Εΐναι  (ίε  ταΰτα  πρώτον  [ΐεν 
ύλόκλ)|ρος  ή  ύπεράνοο  τοϋ  αριστερού 
ώμου  έρριμμένη  άκρα  τοϋ  ί[ΐατίου. 
αρχομένη  από  τοϋ  προς  τα  κ(χτ(ΐ) 
τελείθ)ς  σωζόμενου  άκρου  αΰτοϋ  και 
(κχίνοιισα  μέχρι  της  προς  την  ράχιν 
τοϋ  άγιχλμιχτος  πριότιις  καμπής  τής 
αριστεράς  ωμοπλάτης"  όεύτερον  δε 
ολόκληρος  σχεδόν  ή  ετέρα  άκρα  τοΰ 
ιματίου,  ή  άπό  τής  αριστεράς  χειρός 
αρχομένη,  καμπυλουμένη  και  κίχταπίπτουβα 
προς  τα  ε^ω  της  χειρός  μέχρι  σχεοον  μικρόν  τι 
υπό  τό  γόνυ'  τρίτον  όέ  τεμάχιυν  τής  ύπί)  τύ 
στήθος  εκ  τώ\'  κάτω  προς  την  άριστεραΛ'  χείρα 
άναδιπλώσεως  τοϋ  ιματίου. 

Έκτώλ'  /^ειψάνων  τοϋτο)\'  κίχταλ/ιήλως  ((ΐυτο- 
γραφηθέντ(ιν\'  (πλιρ'  τοΰ  τελευτ(χίου,  όπερ  ίχνο- 


ΕΙκών     22. 


γρα<(ήίΙη)  (χπετελέσίΐη.  τών  έν  τώ  μεταξΰ 
μερών  ίχνογρα((  ικώς  συ(ΐπληρ(ΐ)ί)έντ(ΐ)ν  τί) 
έπι  τοϋ  πίνακος  Ι\'  κατά  τι  μείζον  τ(ΐϋ  «(ΐιαικοϋ 
μεγέίΐους  άγαλμα,  οΓ»  τα  μέλανίχ  μέρ»)  είναι  τά 
σα,)ζόμενα  '.    Μόνον    δί-    τοΰ    άνο)    μέρουζ   τί)ϋ 


'  Ίης  κεφαλής,  ής  οί  οιιιζόμενοι  όΐ(Οίχ).μοΙ  ίΐναι  ίνΚβιιιι 
έ|  ΰαλίόδου;  τινός  ΰλης,  τό  σφζόμενον  ίη|ιος  είναι  0,2ί>. 

Τής  δεξιάς  χειρός  τό  όλον  μήκος  Ο,Κ::!.  'Λπό  τής  μ«ο/ά/.ης  ήί 
^ί^:■χ{)ι  τοϋ  (ίγκ(7)νος  Ο.ϋΟ.  'Λ,πό  τοϋ  άγκώνυς  μίχς"  τ"•""  κΐίμποϋ 
0..'!(Ι.  'Λπό  τοϋ  καςιποϋ  μρχ(.ιι  τής  βάσειος  τοϋ  μέσου  ί>ακπ)λοι• 
υ,ΐυ.  Μισόν  πιίχο;  τοϋ  μετάλλου  κατά  ιήν  τομήν  τή;  μασχά- 
λης 0,08  Ί1  7.εΐ{ΐ  αϋτη  είχε  χΐ'Οή  ίδιαιτέιιιιις,  πςιοση(ΐμόσί)η 
δέ  εις  τό  άγαλμα  κατά  τό  μέσον  τής  μασχάλης  δι'  όδοντο!»- 
[αχτος  σχήματος  έπά).ξΕ«)ς  τείχους.  Καΰ'  ίίλην  τήν  έπκράνειαν 
ί|  χε'ιο  αΰη)  φέ(_)η  .πλείστα  σμικρά  και  μεγάλα  τετι>άγι•ινα 
|1ύσ}ΐατ(ΐ. 

ΊΙ  αριστερά  χειρ  είναι  σϋ)α,  παρ"  ολην  τήν  ψαΟυράν  αύτήι: 
καταστασιν,  περί  ής  εϊπομεν,  πλην  σμικρών  τινιυν  τεμαχί(ι)ν 
τών  άκρων  δακτΰλοιν,  άποτριβέντιον  κατά  τι'ιν  άνέλκυσιν. 

Τοϋ  δεξιον  ποδός  μετά  τοϋ  μικροϋ  μέρους  τής  κ^^Ίμη^  και 
τοϋ  ε.τ'  «ιϋτής  σπουδαίου  λειι(ιάνου  τοϋ  Ιματίου  τό  σφζόμενον 
Γη|ιος  είναι  (ϊυτί)  τοϋ  πέλματος  0,31,  μετά  δέ  τοϋ  ΰπ'  αυτόν 
μολύβδινου  όγκου  (μή  δηλιοϋέντος  έν  τή  είκόνι)  τής  ένσφηνίό- 
σεως  εϊς  τό  βάΟρον  ΰψους  0,35.  Περιφέρεια  τοΰ  χαττι'ιματος 
0,73.  Περιφέρεια  τής  κλήμης  άνιο  τοϋ  αστραγάλου  0,2(ί. 
Άιρίς  τοϋ  ποδός  0,21.  Μέσον  πάχος  τοϋ  μετιχλλου  0,0Γ>.  —  Ό 
πους  φέρει  σάνδαλολ•,  έχον  τρι.τλά  τά  ΰπ'  αυτό  καττΰματα. 
είναι  δέ  σώος,  πλήλ'  τής  απολεσθείσης  περόλ-ης  τοϋ  σανδάλοΐ'. 
'Ριι)γμή  δέ  νεωτέρα  άρχομέ^^)  άπό  τής  έξω  πλευράς  τοϋ  (ΐεγά- 
λου  δακπ'ιλου  φβάνει  μέχρι  τοϋ  αστραγάλου.  ΈπΙ  τοϋ  δεξιοϋ 
αστραγάλου  υπάρχει  άρχαϊον  τετράγοινον  βύσμα  μεγέθους 
Ο.ΟΙ'Ο.Οΐ;!,  έτερον  δέ  μεγαλΰτερον.  τετράγιυνον  παραλλΐ|/.ό- 
γραμμον  βύσμα  μεγέθους  0,0220.012  υπάρχει  όπισθεν  τοϋ 
ποδός,  άνΐίΐτέριυ  τής  πτέρλίις.  Τέλος  τρία  έτερα  μικρότερα 
βύσματα  άπαντώσιν  εις  δκίφορα  άλλα  μέρΐ]  τής  έπιφανεί<ις 
τοϋ    .ποδός. 

ΤοΓ'  άριστερον  ποδός  (ού  ελλείπει  ό  μέσος  δάκτυλος  και  ή 
.πιρ(Ίνΐ|  τοϋ  οανδάλου)  και  τών  μετ"  αΰτοϋ.  μεγάλου  μέρους 
τής  κνήμης  και  σμικρού  /^ιψάνου  τοΰ  ιματίου,  τό  σωζό(ΐεΛΌν 
ΰι|)ος  είναι  0,37,  μετά  δέ  τοϋ  υπό  τό  σάνδαλον  μολχιβδίνου 
όγκου  τής  εις  τό  βάΟρον  ένσιρηνώσεοις  (επίσης  μή  δηλιοθέν- 
τος  έν  τή  εϊκόνι)  ΰψος  0,41.  Ή  περιφέρεια  δέ  τοϋ  καττύματος 
είναι  0.74  '  ,,  ώς  .πλειότερον  δντος  βεβλαμ(ΐένου  τοϋ  δεξιού 
.ποδός  και  ένεκα  τής  συνήθους  κατά  μέγεθος  διαφοράς  τών 
άχ'Οριοπίνιον  ποδών.  Άι|)Ίς  τοϋ  ποδός  0,21.  Και  έ.π'ι  τοΰ  ποδός 
τούτου  ΰπάρχουσι  πλείστα  άρχαϊα  βύσματα,  ήτοι  έπΙ  μέν 
τής  δεξιάς  αΰτοϋ  πλεΐ'ράς.  άνο)  τής  -πτέρνης,  τετράγωνον 
0,025  0.012,  έπι  δέ  τής  αριστεράς  .πλευράς  α)  ιϊιοειδές  έπί 
τοϋ  αστραγάλου  0.03.  β)  έτερον  ωοειδές  άνοι  τοϋ  αστραγά- 
λου 0,025,  γ)  τετράγωνον  παραλληλόγραμμον  κάτω  τοΰ  άστρα- 
γά/.ου  0,018/0,02  και  δ)  έτερον  έπί  τής  κλοΊμης  0,023,0,014. 

Τοΰ  δέ  έπί  τοϋ  αριστερού  ωμού  τεμαχίου  τοϋ  ίματίον  μή- 
κος 0,41  και  .πλάτος  0,17. 

Τής  μεγάλης  πτυχής  τοϋ  ίματίον  τής  αριστεράς  χειρός  μή- 
κος 0,78,  π?^άτος  μέγιστον  0,19.  τής  δέ  μικοάς  .πτΐ'χής  τής 
άναδιπίώσεως  μήκος  0,2.5. 


—  31 


Ί)   ι^ησανρος   τών  \4.ντι.κνϋήρ(ον 


οκήπτρου  Γ|  ίΊπ(χρξις  6ρν  εί)ηλθ)ΐ)ΐ|  ί•πι  της  ί-•ίκ<'>- 
\'()ς,  (ός  άνακίχλιιφθρντος  πολύν  /ρ(')ν()\'  ιικτά 
τί|ν  σιη'</ρ[ΐ()γήλ'  και  έκτύπ())σΐΛ'  (/.ύτης  '. 

Ώς  βλέπει  τις,  ελλείπει  μ<)ν()\'  ό  κορμός  τοΟ 
(ίγάλ(ΐ(ίτος,  (χλλά  και  τοΰτον  εΐ^ον  έν  τω  βυιΐφ 
οί  (^ύτίίΐ,  κατά  τί|ν  (ίνιοτέρ(ΐ)  (σελ.  '2)  παρατε- 
ί)εϊσ(/.ν  ικίρτιιρίαν  αυτών,  καϋην  τί|ν  ^ε^ιάν 
/εϊρ(/.  η\)<α'σαι•  εν  τω  πυΟμένι  απο  άγάλμίχ- 
τος  σώου  στερεώς  εο((  ΐ|νωμένοιι  είς  βοίί/ώ- 
δες  μέρος,  αγάλματος  οί'  το  έσ(^)τερικον  κενόν 
εΐνε  πεπληρθ)[ΐέΛΌν  αμιιου  κα.ι  /(/.λίκιον,  (/.ποτε- 
λοι'νντ(ΐ)ν  στερε(ΐ)τ(/.τΐ|ν  μά'ύίν  .  Υυστυχώς,  ώς 
εκ  τοΓ'  όλου  τΓ|ς  ιστορίας  της  (/.νελκυσεως  (((ίί- 
\'ετ(/.ι,  οί  ί^Γιται  μετετόπισ(Λ\'  τάς  έρεχινας  αυτώ\' 
στρέψ(/ντες  εϊνΟύς  κατόπιν  τίιν  προσο/ήν  αί'τώ\' 
εις  τον  παρ</κεί(ΐενον  μέγαν  συ[(παγΓ|  σίορον 
το)\'  (χρ/(/.ιοτΓ|τ(ΐ)ν.Άς  έλπίσο)μεν  ί)ΐΐ(ι)ς  (ίτι  νέαι 
συστΐ|(ΐατικ(ΐ)τερα.ι  ερευ\'(/.ι  ϊΐά  ((έρ(ΐ)πι  κ(/ι  τού- 
τον εις  το  φως. 

Το  (^'  οίίτ(^)ς  (/.ποτελεσΗέν  αγαλικχ,  τε/_νικώς 
έξετ(χζ(')μενον.  (((χίνεται  κ(χλλιστο\'  πρ(ΐ)τ<')τυπο\' 
έ'ργον  τοΰ  τέ/.ους  τοϋ  Γ'  π.  Χ.  αΐώνος.Ώς  προς 
τί|ν  χρον()λογί(/.ν  ^ε  τ(/.υτΐ|ν  συ[ΐφ(ι)νοΓισι,  πάντες 
(ίνεξαιρέτ(ι)ς  οί  περί  της  κειρίχλής  γράψαντες 
αρχαιολόγοι.  1 1  ί^ε  ζίοί)  κιχι  πραγικίτικότης 
(ΓόαΙϊ.ΜΤΊ^),  ί'ιν  αποπνέει  ή  κεψαί^ή,  είναι  τι  άλΐ)- 
ί)ώς  άξιον  Οίχυμασμοΰ.  Π(χρ(χβα?ιών  ?»έ  π(χσας 
τάς  ύ[ΐοίας  (( ιΊσεως  γνωστάς  [ΐοι  είκονιστικάς 
κεφάλας  οΰ?)ε(ΐίαν  άλίιην  εύρίσκο)  παρουσκχ- 
ζοαισαν  τά  ιχΰτά  πρότερη ματίχ,  ζθ)ί|ν  κιχι  πραγ- 
ματικότητ(χ.  μά/.λον  της  ί)αυ[ΐασίας  έκείνιις  κε- 
φιχλής  τοΰ  τυράννου  Νιχβιίίος  (207-  1  !Ι2  π.  Χ.) 
έπΙ  τοΰ  (ΐοναδικοΰ  τετρ(χ?)ρά/μου  (χϋτοΰ(Είκ.:ί.'>) 
τοΰ  πι{)ανίϊ)ς  κοπέντος  έλ'  "Αργεί  κιχτά  τά  ετη 
1!Ι7-  1!•Γ>  π.  Χ.,  (ίτε  6  τύραννος  ούτος  κατείχε 
τί|ν  πόλιν  ταύτην.  ΊΙ  ί^ε  κίηιικοσις  της  κε((  αλης, 

'  "Ενεκα  τών  μκγιίλον  ίΐΐ'οκοΛκον,  ας  .ται>οΐ'<ΐ((ί.^ει  ή  .ιρό.: 
^ν  σχρήιον  <(!ΐοτογρά<(  ησις  ήκιφόριην  ιϊπεσπασμ£νυ)ν  ά?^ιΐΊλ(ι)ν 
τεμαχάυν,  ό  ήεξιύς  -πού;  δέν  ίτέΟη  εις  τήν  άκριβ(7)ς  .Ίροαι'ι- 
κουσαν  Οέσιν.  διά  τοΓιτο  δέ  και  τό  ί/νογρώρημα  τί|ς  προ/εί- 
ροϋήμών  πιιμπ?ιΐιρ(ί)σρ(θς,τ()  κατ'ανάγκΐ)ν  .ταρακο/,οιιΟοΓη•  τάς 
γραμ(ΐάς  τΛν  φιοτογρίίψικΛς  συντεΟέντιον  τεμαχκυν,  παριπτα 
τον  πόήίΐ  τοΰτον  κα'ι  τό  νη'  αύιόν  ι^ιερος  τοΰ  σίόματος  εΙς 
<'ίλλΐ|ν  ιΐέοιν  ΓκείΛΠ);.  ήτις  μάλλον  ί'ιρμοζε  κα'ι  καΗ"  ί'ρ'  ή  ποϋ^ 
ίδει  νά  είνιιι  μάλλον  .προς  τά  έμ:τρος  έπτραμμένος. 


ί)  (Χ((^ελΐις  κιχι  ατημέλητος,  είναι  εκείνη,  ίμ-,  ηαί- 
νετιχι,  άπο  της  εν  τοις  χρόνοις  τών  Επιγόνων 
(χναμίξεοίς  αύτιον  εις  τά  ελληνικά  πράγματα 
είσήγαγολ'  οί  'Ρο)μαίοι  και  ης  κάλλιστον  όεΐγμ<χ 
πιχρέχει  ί)  (( υσικ(οτάτη  κεςκχλή  τοΰ  εύίίύς  κατό- 


ΕΙκό: 


πιν  κυριεύσίχντος  τίρ'  Έλλά(^α  Φλαμινίνου,  η 
επί  τοΰ  σπανκυτάτου  κ(χί  εν  Ελλάδι  κοπέντος 
πτίχτήρος  τοΰ  Νομισμ(χτικοΰ  Μουσείου  τών 
Ά()ην(ον  (χπαντο)σ(χ  (Κίκ.  24). 

Οτε  ύπεστήριζον  έν  τ(χίς  πολιτικ(χΐς  έηημε- 
ρίσι  τ(Τιν  Αθηνών  τί|ν  γν(ί)μΐ|ν.  ότι  αί  'Αντι- 
κυί)ηρ(χϊκ(χι  (χρχιχιότητες  έλή((  9ησ(χν  εξ  "Αργούς, 
?ν,έγ(ΐ)ν  πρί)ς  τοις  άλλοις  ότι  [κη'οι  οί  τύποι  τών 
νομισ[ΐάτων  της  πόλεως  ταύτιις  κιχΙ  ικη'ΐχι  ιχί 
περί  αύτης  πηγ(/ι  ^ύνιχντίχι  νά  σχετισίΐώσι  προς 
τους  τύπους  το)ν  εξ  Άντικυίΐήριυχ'  ιχγιχλμιχ- 
τιον,  συνιχήελφοί  τίνες  τών  άντιλεγ(')ντ(ι)ν  προέ- 
|')(χ/.όν  μοι  (ί)ς  λυι^ίαν  τινά  λίΟον  της  γν(ί)μΐ|ς 
μου  τί|\'  (χπ(χίτ))θΐ\'  τοϋ  \'  (χνεύρχΐ)  τοΰ  άγιχλ- 
μχχτος  τούτου  τών  Αντικυθήρων  έπι  μεν  τών 
νο(ΐισμ(χτ(ΐ)ν  τοΰ  "Αργούς  αντίγρα(()θ\'.  έν  ί^έ 
ταΐς  έγγρ(χΐ|οις  .τιρ,Μχϊς  (ίνείίχντινά  (χύτοΰ.  Μετά. 
έπιστΓχμένην  ιιελέτην  έ'γραψιχ  τίΊτε  '  τά  έξης 
περίπου,  άτιν(χ  και  νΰν  έπαναλ(χμβάνο). 

"Κ\'  πρ(ί)τοις  μεταξίι  τών  επί  της  ρο3(ΐαϊκί|ς 
ΐίϋτοκριχτορικής  εποχής  κοπέντωλ'  έν  Άργει 
νομισιΐ(χτ(ΐ)ν.  τ(ον  (χντιγραψόντ(ΐ)ν  τά  κάλλιστ(χ 
κ(χ1  όΐ(χσΐ|μ(')τ<<τ(<  τ(Τ)ν  έν  τη  πόλει  κα?ιλιτεχνη- 
μάτων,  ύπιχρχει  νόμισμα  πιστότατα,  φρονώ, 
(χντιγρά,ΐ)  ον  τί»  έξ  'Αντικί'ίΙήροη'  άγαλμα•  τοΰ 
νομίσμ(χτος  τούτου  ί)η[ΐοσιεύ(ο  ενταύθα  ίχΐ'ο- 
γράψηιιη  πιστί)ν  τοΰ  καλλιτέχνου  κ.  Λέκα,  έλ' 


'  Ίόέ  τό  έν"^1<ΓΓεί  1901  άρίΐρον  μου  Δεινίας  ό  Άργεϊος  . 
άνατυπ<ι)ίνέν  και  έν  τι")  ΔιεΟνεϊ  Έ€ρημ.  της  Νομισμ.  "Αρχαιολ. 
ΙίΙΟΗ.  οελ.   ΐη.-)     ΙΥι'. 


32 


(}    ιΐηοηηηί)!;    τιον   Μι 


'/ί" 


ιΐργΓΐ)ύνοι•ι  ί)ΐ(/.  το  σ(ί((  ι^στίοκν  (Ι'^ίκ.  2Γ>),  κίίΐ 
ίτκοίίν  ψοηητυπικην  μ?γπ^Λ)νσιν  ί>ιά  το  πιπτ<')τι•"- 
οον  (Κίκ.  2( )).'()  πςκ7)τος  πρριγράψας  το  νόμιπικί 


ΕΙκιον     25. 

τοϋτο  V.  (ϊίΐΓάηίτ  ',  (/.,τ(/τΐ|ίΐ!ΐς  ιλτο  τοϋ  σκή- 
πτρου, δπερ  έξέλοχβεν  (ος  ΟποσοΝ'  Χιονυσιακόν — 
αν  και  ούδεν  των  γν(ι)οτών  κ()σμη[ΐάτο)ν  τοΰ 
ίίυραου  παρουσιάζΐ]  -  ένόμιπεν  οτι  ό  τύπος 
εικονίζει  τον  Λιόνυσον.  Ά/.λά  χίίΐ  οϋτο)  σπεΰ- 
_  (ν~ι     να    παρατηρήοΐ) 

όρΟώς  υ  σο((ύς   αν  ή  ρ. 

δτΐ   «ΤΗΪ8    Γ6ρΓ686ηίίΙ- 

ΐϊιιη  ηί  Πίοπλ'ΝΟΗ  Ϊ8  οί 
;ι  \>τ\"  ιιηιΐΜΐίνΙ  ΐλ'ρίί  . 
ήόύνατο  ί)ε  μάλιστα  να 
ρΊ'πΐ)  ά(('()β(ος  δτι  τοι- 
ούτος τόπος  \ιο\'ΰσου 
είν(/.ι  εντελώς  άγν<»- 
πτος.  Έγώ  τούλίχχι- 
στον  ()ύ5ρνα  τοιοπτον  γν(ορίίΙ(ο.  Αληθώς  ?)ρ 
πρίΓ/ριται  περί  ένος  τών  γνωστόη•  ρκρίν(ο\' 
τήπιον,  ύφους  είκονίζοντ(/.ι  σκΐ|πτρο(((')ροι  και 


Είκίον     20. 


ίμάτιον  περι|)ρ|)λΐ|μρνοι  ί)ιά((.ορ()ΐ  π<»ΐ)|ταί, 
({'ΐλόπ()(|()ΐ,  ιστορικοί  κ/„π.,  ρ'£  ών  μνΐ|μ(ΐνρι''ω 
τον  "Ομηρον  '  και  τον  ΙΙιιΙΙαγόραν '. 

ΙΙρ()κριται  αρα  περί  τόπου  άγάλιιατος  τοιού- 
του τινός,  και  ^ί|  (διασήμου  Άργείου  (χνήρός, 
ποιητοΰ.  ρήτορος  ι")  ίστορικοΰ,  είκονιίίοιιρνου 
ρν  στάσει  ορϊΐία  ήρεμο),  προτρίνοντος  ρητορι- 
κώς  την  ^ρξιάν  και  ά((  ηγουμένου  τι.  (ί)ς  άλλος 
τις  ΊΙρόί^οτος,  προς  τους  συ μπατρ κότας  «ύτοϋ. 

Άλλα  τίς  ούτος  ; 

'Κνω  το  ί>ίΐ)ρικον  "Αργυς  ούδένα  έχει  να  επι- 
^ρΓΕΙΙ  ιιργαν  ποιητην  η  ρήτορα.  κρκτΐ|ται  ί^'δμίας 
πλείστους  (( ιλοσό((ους,  κυρίος  ί)ε  ιστορικούς, 
<')\'  οί  πλείονες  εγραι|)α\'  Αργολικά  ,  ως  π.  /. 
οι  Άναξικράτης,  Άγιας,  Λερκύ?.ος,  Σωκράτης, 
Λυκέας,  Διονύσιος  κτ/..  Τών  τε/^ευταίο)ν  τούτιοΛ' 
(^ιαση[ΐότατος  έγενετο  ό  Δινίας  ή  Λεινίας  ό 
Άργρΐος  ιστορικός,  φίλος  τοΰ  Άράτοτ». 

Οΰτος  ήτο  περίφημος  ένεκα  πολλών  λ()γϋ)ν. 
έκέκτιιτο  ί)έ  πάσας  τάς  άρετάς  έκείνας,  ών 
ένεκα  βλέπομεν  τάς  αρχαίας  ελληνικάς  πό?^ις 
δι'  ανδριάντων  τΐ[ΐ(όσας  τους  τοιούτους  πολί- 
τας  αυτών. 

Συνέγραψε  δηλαδΐ|  υπό  τον  τίτλον  Αργο- 
λικά έκτενρ'στατον  και  περίφημον  βιβλίον  εις 
πολλάς  (τουλάχιστον  εννέα)  συντάξεις  διαιρού- 
ιιενον  καί  δις  εν  τή  άρχαιότητι  εκδοθέν.  'Ητο 
δρ  διηρηιιένον  το  βιβλίον  τοϋτο  εις  δύο  μεγά/^α 
ιιέρη,  εν  οίς  εκτενώς  έξετίθεντο  ή  ιιυΟολογία 
καί  ί|  .πολιτική  ιστορία  τών  Άργεί(ον  ^.  Εκ  τών 
περισ(ι){)έ\'των  [ΐέχρις  ήιιών  ά.ποσ.πασμάτων  τοΰ 
συγγράμιιατος  τούτου  *  φαίνεται  ότι  6  Λεινίας, 
τί|\'    π(/τρίδα    (ίύτοΰ    έξυμνών,    άνέφερεν.    ότι 


'  ΙηιΙιο,ιί-ΒΙιιηΐϋΓ  απίΐ  Ροιοχ  (',ιπΙπβγ,    Χυιηί^ηιαΙίο    €"Γηηΐι.•η- 
ΙαΓ)^   οη  Ραιι^Επίίΐ-ί  ρ.  40,  ρ1.   Κ,  ΧΙΛ'Ι. 


'  ΈπΙ  τοΰ  πασιγνο'ίστου  άναγλύίρου  της  άποθεο'ισεο);  αίτοΟ  : 
Ονι.•Γΐ)«ο1ί,  ΟοίοΗ.  <1ς•Γ  Ογ.  Ι'Ιΐ^ίΐίΙί,  3  βκδ.  Βά.  II  ρ.  40.5-  -τοός  ί>έ 
έπ'ι  τών  Όμηρείοιν-  νομισμάτων  της  Σμϋρλης:  Β.  Μ.  Οϋ. 
Ι..ηί3,  ρ1.  .XXV,  7,  1.5,  16  κτλ. 

-  Β.  Μ.  ΟαΙ.,  Ιοηίίρΐ.  XXXVII,  14.  κτλ.— ΒϋΓηουΙΙί,  ι,Γΐ^ίοΗ. 
Ιοοπο^ΓαρΗίι',  Β<1.  Ι,  ΜϋηζΙϊί^Ι  Ι,  21.  Ίδέ  καί  τόν  τραγικόν 
-ΊΟίητήν  της  γνιοστης  Πομ.τ:ηϊαΛΤ|ς  τοιχονραφίίΐς :  ΟϊΓ^ίυΙο, 
Κϋουοίΐ  άα  Μυ^έε   Νίΐΐίοηίΐ.  Ναρίε^  4^""=  έά.  νοί.  111  ρ1.  30. 

^  Πλουτάρ.  "Αρατος  29,11.— ■.\γαθαρχ.  ά-ποσ.Ί.  4.— Σχόλια 
ίίς  Άπολλ.  'Ροδ.  2,789•  εις  Πινδάρου  Όλυμπ.  7,49,  Χεμ. 
3,104-  ρις  Θεοκρ.  14,48-  εις  Σοφοκλ.  Ηλεκτρ.  281•  εις  Ενριπ. 
'Ορέστ.  861. 

<  ΜϋΙΚτ,   ΚΓα^ηι.  1ιί>1.  [ίταβο.  III  211—227. 


Ό  θησαυρός  των  Άντικνΰ-ήρων 


«Γαίης  μεν  πάσης  το  Πελασγικόν  "Αργός  άμει- 
νον»,  πάντων  δε  των  άνθρο^ποίν  <  άμείνονες  οί 
Άργεΐοι»,  δπερ  βεβαίοις  [ΐεγάλως  Οά  έκο?ιά- 
κευε  τους  άείποτε  περί  τών  πρωτείων  άγωνι- 
σθελ'τας  συμπατριοιτας  αύτοΰ. 

Τύ  σύγγραμμα  τοΰτο  ήτο,  όκ  εϊπομεν,  περί- 
φημον,  ούχΙ  δε  μόνον  οί  αρχαίοι  αναφέρουσι 
δύο  εκδόσεις  αύτοΐ),  άλλα  και  όμιλοί3σι  περί  τοΰ 
Δεινίου  (π.  χ.  ό  Άγαθαρχίδης  καΐ  οί  σχολιασται 
τοϋ  Πινδάρου)  ώς  περί  άρχ»ιγοϋ  τών  περί  τον 
Δεινίαν».  Και  περί  τοΰ  λεκτικού  δε  τοϋ  Λεινίου 
όμιλοΰσιν  οί  αρχαίοι,  π.  χ.  ό  Ήριρδιανός  '. 

Άλλ'  υπήρχε  καί  τις  πολύ  σπουδακίτερος 
λόγος,  ϊνα  οί  Άργεΐοι  τιμήσίοσι  τον  Λεινίαν 
δι'  άνδριάντος. 

Ό  Δεινίας,  φίλος  πατρικός  τοΰ  Άράτου,  εΐναι 
πάντο)ς  ό  μετά  τοΰ  έτερου,  επίσης  Άργείου, 
Αριστοτέλους  τοΰ  δια?ιεκτικοΰ,  φίλου  επίσης  τοΰ 
πατρός  Άράτου,  φονεΰσας  εν  μέση  (/.γορα  της 
Σικυώνος  Άβαντίδαν  τον  τΰρα\'\'()ν  τ(7)ν  Σικυ- 
(ονίίον,  όστις  συνείΟι,ζε  να  παρακολουΟή  τάς  έλ' 
τη  άγορα  της  Σικυ(ϊ)νος  διαλέξεις  αυτών  ^. 

Ό  Άβαντίδας  ούτος,  άφοΰ  εν  έτει  2()4  π.  Χ. 
έφόνευσε  Κλεινίαν  τον  πατέρα  τοΰ  Άράτου, 
έζήτει  να  φονεύση  καΐ  αύτοΛ'  τό\'  έπταέτη  τότε 
όντα  'Άρατον,  όστις  μόλις  έσώί)η  καταφυγών 
είς  'Άργος,  έστίαν  ανέκαθεν  ασφαλή  πάντων 
τών  δη[ΐοκρατικών  και  τών  εχθρών  τών  τν»ράν- 
νων.  Μετά  δέ  τον  ύπο  τοΰ  Δεινίου  φιόνον  τοΰ 
Άβαντίδου,  ό  'Άρατος  ανδρωθείς  εν  'Άργει, 
ενθ'  (χνετράφτ)  εν  μίσει  άσπόνδω  κατά  τώλ-  τυ- 
ρ(<νν(ον,  κατέλυσεν,  εξ  "Αργούς  ορμώμενος,  ου 
μόνον  τους  λοιπούς  Σικυο)νίους  τυράννους, 
αλλά  και  τους  εν  "Αργεί  έξαπί\'ης  ίσχύσαντας 
τοιούτους.  Μάλιστα  τον  εν  έτει  2;3Γ)  ή  234  π.  Χ. 
φόνον  παρά  τάς  Μυκήνας  Άριστίππου  τοΰ  τυ- 
ράννου τών  Άργείων  διηγεΐτο  εν  τί)  ρηθείσΐ) 
συγγραφή  αυτός  ό  Δεινίας  Ι 

Είναι  λοιπόν  όλως  λογικόν  και  προς  αυτά  τά 
πράγματα   σύμφωνον  το  νά  σκεφθώ[ΐεν  ότι  οί 


'   Περί  μον.  λέξ.   μ.  8  εκδ.  ΟίηάοΓί. 

-  Πλουτάρχου   "Αρατος,  κεφ.  8,  και  Μϋ1Ι(•ι,    Κ.  Η.  ('τν.  ΐ.  ά. 

■^  Πλούταρχος  αυτόθι. 


θανασίμως  τους  τΐ'ράνλ'ους  [ΐισοΰντες  Άργεΐοι, 
ά[ί.έσως  ή  έτΐ)  τι\'ά  μετά  την  τφ  229  π.  Χ.  υπό 
τοΰ  Άράτου  κατάλυσιν  τοΰ  τελευταίου  τών  Άρ- 
γεί(ον  τυράννου,  Άριστομάχου  τοΰ  δευτέρου,  και 
τηΑ'  τελείαν  κατίσχυσιν  τής  δημοκρατίας,  τοϋ 
Άράτου  καΐ  τών  φίλων  αύτοΰ  δημοκρατικών, 
οίος  ό  Δεινίας,  έτίμιισαν  τον  Δεινίαν  διά  χαλ- 
κού άνδριάντος,  ίδρυθέντος  έλ-  τή  αγορά  αύτώλ'. 

Οΰτω  το  "Αργός  ού  μόνον  έτίμα  τον  έξυ- 
[ΐνήσαντα  αυτό  ιστορικόν,  ακραιφνή  δη[ΐοκρα- 
τικοΛ'  και  τυραννοκτόνον  [ΐάλιστα  πολίτη \'  αύ- 
τοΰ, άλλα  και  αυτόν  τόν  τότε  πανίσχυρον  καί 
φίλτατον  τω  'Άργει  "Αρατον  έκο?.άκευε  και  είς 
εύγν(ΐ)μοσύνην  προέτρεπε  διά  τής  άνιδρύσεο)ς 
τοΰ  αγάλματος  τοΰ  Άργείου  εκείνου,  όστις  έτι- 
μο)ρησε  θανάτίο  τόν  φονέα  τοΰ  πατρός  τοΰ 
Άράτου. 

Άν  δέ  νΰν  δεχίΐώιιεν.  ότι  ο  Δεινίας  εύρί- 
σκετο  εν  τή  ακμή  τής  ηλικίας,  ήτοι  ότι  ήτο  τρια- 
κοντούτιις,  ότε  έν  έ'τει  264  π.  Χ.  έφόνευσε  τόν 
Άβαντίδίχν.  τότε  έν  έτει  229  π.  Χ.,  δτε  περίπου 
9ά  ίδρύθ)|  ό  (ίνδριάς  αύτοΰ,  θά  ήτο  59  ετών, 
ή  δε  ηλικία  αύτη  συ[ΐφ(ΐ)νεΐ  πληρέστατα  προς 
την  τοΰ  εξ  ΆντικυΙ)ήρο)ν  αγάλματος,  δπερ  φαί- 
νεται ανδρός  άγοντος  τό  Οϋ"""  περίπου  έ'τος. 

Πόσον  δέ  συ[ΐφ'ωνεΐ  ή  χρονο?^ογία  αύτη  τής 
περί  τά  τέλη  τοΰ  τρίτου  π.  Χ.  αιώνος  ιδρύσεως 
τοΰ  αγάλματος  τοΰ  Δεινίου  προς  την  τεχνοτρο- 
πίαν  τής  εξ  Άντικί'θήροη'  κεφαλής,  ήτις  κατά 
την  πάγκοινον  ό(ΐ()/ι.ογίαλ'  τών  άρχαιολόγο)ν 
είλ'αι  έργον  τοΰ  τέ?α)υς  τοΰ  Γ'  π.  Χ.  αιώνος, 
θεωρώ  περιττό  ν  νά  εξάρω,  ώς  έπίσιις  και  τό 
κατά  πόσον  αρμόζει  ή  αυστηρά  και  θυμοειδής 
έκφιρασις  τής  κεφα^νής  ταύτης  προς  τόν  χαρα- 
κτήρα τοΰ  τιιραννοκτόνου  Δεινίου. 

Τίθεται  δεύτερον  καί  τό  έρώτ))μα,  άν  τοϋ 
πάντοκ  αξίου  [ίνείας  αγάλματος  τούτου  εΰρηται 
μ\'εία  τις  έν  ταΐς  πηγαΐς,  εξ  (ί)Α'  γ\'ωρίζομεν  τά 
έν  "Αργεί  καλλιτεχνήματα. 

Ό  Παυσα\'ίας  έν  τή  περιγρα((^ή  τών  έν  "Αρ- 
γεί άγαλ[ΐάτ(ΐ)ν  μνηιιονεύει  ρητώς  πέντε  έν  δλίο 
τοιούτων  χα/νκώΛ'.  Τά  τέσσαρα  πρώτα  ήσαν: 

α')  "Αγαλμα  τοΰ  Νεμείου  Διός,  τέχνη  Αυσίπ- 


34 


'()    }}>ιπ<ινρος  των  \ίι•τικνι')ήη(ον 


ποπ  (•2.  20,  .".)•  |)')  (Γ,'ίίλμίί  όρϊΐον  Ά,-τόλλο)- 
νο;  .\8ΐρ{χί)ΐ(ί)Τ()ΐι  (αύτ()ί)ι)•  γ')  δγαλμα  Εκά- 
της, ί'ργυν  τοΰ  Ναυκυί)ϋυς  (2,  22,  Η)•  ί)') 
(ίγΓΧ?^,μ«  ό[ΐ<)ίας  'Κκά.τ^]ς.  άλλ'  ρ'ργον  τοΰ  Πο- 
λυκλκίτοι»  ((/ϋτ()ί)ι). 

ΙΙί[ΐπτ()ν  ί)κ  και  τελευταίον  ό  Παυσανίας, 
περιγράορίον  Γ|^ΐ|  τα  ίν  τή  άγορςί  τοΰ  "Αργούς, 
αναφέρει  (χπλώς,  οτι  καΐ  Αινείου  ένταΰθα 
/αλκοΰς  άνίϊριάς  εστί     (2,  21,  2). 

'()  Αινείας  οιίτος  .ταοαιιένει  κενοί  τοΰ^ε 
(χνί^ριάς  ολιος  μυστηρκόόιις  (^ια  τους  αρχαιολό- 
γους σχολιαστάς  τοΰ  Παυσανίου.  Πάντες  οΰτοι 
έΟεοίρησαν  αύτον  (?)ς  .ταριατώντα  τον  περίί^ΐ]- 
μον  Τροιαδίτιιν  ήρωα,  δεν  ήδυνήί)ΐ)σαν  δικός 
μέχρι  τοΰίϊε  ν'  (ΐνεΰρωσιν  οιανδήποτε  παράδο- 
σιν,  /α)γο\'  η  μΰΟον,  δικαιολογοΰντα  την  εν 
"Αργεί,  καΐ  μάλιστα  εν  μέση  τϊ)  (χγορα  αύτοΰ, 
ΐδρυσιν  αγάλματος  τοΰ  ήρωος  τούτου,  τοΰ 
οποίου  [ΐάλιστα  οί  Άργεΐοι  έκαυχώντο  δτι 
κατέστρεψαν  εκ  θεμελίο)\'  την  πατρίδα.  Οΰτως, 
ϊνα  μόνον  τάς  νεωτάτας  έρευνας  μνημονεύσω, 
ό  τελευταίος  ασχοληθείς  περί  των  εις  Αί- 
νείαν  τον  Τρωαδίτιιν  άνα(|;ερο μένουν  μύθο^ν 
Γερμανός  λΥοΓπεΓ  '  παρατηρεί  οτι  ούδένα  μϋ- 
θον  γνωρίζομεν  δικαιολογοΰντα  τή\'  εν  "Αργεί 
ΰπαρξιν  άνδριάντος  τοΰ  Αινείου,  οί  δε  τελευ- 
ταίοι έκδόται  και  σχολιασταί  τοΰ  Παυσανίου 
Ηίίζίι^'  ^^<'''ι  ΒΙϋιηηβΓ  (τόμ.  Α',  σελ.  Γ)8;5)  απέ- 
κρουσαν, δικαίιος,  ώς  όλως  άπίΟανον  την  όρ- 
χαιοτέραν  ΰπόθεσιν  τοΰ  8Ϊ6ΐ3€ΐΪ8,  ότι  τό  έν  "Αρ- 
γεί άγαλ[ΐ(ί  τοΰ  Αινείου  δυνατόν  να  σχετί'Ζηται 
προς  την  έν  Τριοάδι  ιιονομαχίαν  αύτοΰ  μετά 
τοΰ  Άργείου  λιοιιήδους.  Μυστήριον  λοιπόν 
πλανάται  μέχρι  τούδε  έπι  τοΰ  χωρίου  τούτου 
τοΰ  Παυσανίου. 

Άλλ'  ή  έν  [ΐέση  (ίγορά  τοΰ  "Αργούς  ϋέσις 
τοΰ  άνδριάντος  ένέβα/^,έ  μοι  την  σκέψιν  ότι 
ϊσως  ύ  Αινείας  ούτος  δεν  ήτο  ό  Τροιαδίτιις, 
ά?.λ  ομώνυμος  τις  πολιτικός  τ')  των  γραμμάτων 
άνήρ,  συ,ιιπολίτης  των  'Αργείων.  'Π  σχετική 
έ'ρευνά  μου  όμως  εις  ουδέν  κατέληξε,  διότι  ουδείς 
Αινείας  'Αργεΐος  είναι  γνοιστός   μέχρις  ημών. 

'  Έν  ΚοίθΗ6Γ•<  ΜνΐΗοΙ.  Ι,^χ.  σ.   1•!;•. 


Μοι  έπή/α)ε  λοιττόν,  όλως  άφ'  έαι»τίΊς,  ή 
δευτέρα  σκέψις  ότι  έν  τω  χο)ρίθ)  τούτί;)  τοΰ 
Παυσ(/νίου  παρεισήλΟε  τό  συνηΟέστατον  των 
παλαιογρα((  ικών  σ((  αλμά,τίον,  τεΟέητος  έν  άρχτ) 
Α  (χντί  Δ  και  μετα|ίληΟέντος  ί)ύτ())ς  ύπ(>  τίνος 
των  αρχαίων  άντιγρα((  έων,  άγνοοΰντος  τα  κατά 
τον  ίλινίαν  ή  λεινίαν  τον  'Αργείον  άτινα  ό 
Παυσανίας  ώς  πασίγνο)στα  έν  "Αργεί  ί)ά  πα- 
ρέλιπε  κατά  τήν  συνήΟειαν  αύτοΰ  και  ύπο- 
Οέσαντος  ότι  πρόκειται  περί  τοΰ  πασιγνο'ιστου 
'Γοίοαδίτου  Αινείου,  ουδόλως  δε  σκε(μ')έντος  ότι 
ούδεις  μύθος  δικαιολογεί  τήν  έν  τί|  άγορι/  τοΰ 
"Αργούς  παρουσίαν  τοΰ  ξένου  τούτου  καΐ 
έχΟροΰ  τοΐς  Άργείοις  ήρωος.  Ούτως  ό  άντι- 
γραφεύς  τό  Δινίας,  Αινείας  ή  Δεινίας  (καΐ  αί 
τρεις  γραφαΐ  άπαντώσι)  ίίά  άντέγοαι^εν  εσφαλ- 
μένως ή  εξ  υπερβολικού  ζήλου  δκυρϊίωσεν  εις 
Αΐνίας  ή  Αινείας.  Όπωσδήποτε  άξιον  σ)|μειο)- 
σεως  εΐναι  τό  ότι  ή  αύτη  ακριβώς  έσ(ραλ(ΐένη 
άντικατάστασις  τοΰ  ονόματος  τοΰ  ή[ΐετέρου 
Δεινίου  διά  τού  Αινείου  έγένετο  και  ύπ'  άλλων 
άρχαίιον  αντιγραφέων  κο)δίκω ν  άλλη)ν  άρχαί(ι>ν 
συγγρα{(έων  '. 

3.  ΧΚΙΡ  ΠΥΚΊΌΥ  (Κρευγα;).  Πίναξ  \',  4. 
"Αρίστης  διατηρήσεως  χειρ  αριστερά  χαλκού 
αγάλματος  πύκτου,  φυσικού  μεγέθους,  άνατε- 
ταμένι^ν  προφανώς  έχοΛτος  αυτήν.  Περιβά/.?>£- 
ται  δε  υπό  ιμάντων  λεπτών  πεπλεγμένο)ν  σταυ- 
ροειδώς,  δεδεμένων  ύπό  τό  κοίλον  της  χειρός 
καΐ  άπολειπόντων  κατ'  ασυνήθη  τρόπον  γυ- 
μνούς τους  τεταμένους  δακτύ/^ους.  Σοκόμενον 
αυτής  μήκος  0,82.  'Από  δε  τής  μασχά/.ης  εις 
τον  αγκώνα  κάτο^θεν  μεν  0,29,  άνο)θεν  δε  0,22. 
Από  τού  άγκώλ'ος  εις  τόν  καρπόν  κάτο){)εν  μεν 
Ο,ίίί},  άνωθεν  δε  0,30.  Π(/χος  τών  παρειών  έπι 
τής  τομής  0,004-0,01,  τού  μετάλ?>,ου  παχύ νο με- 
νού έφ'  όσον  βαίνει  προς  τό  άκρον  της  χειρός. 
Βύσμα  ουδέν  παρουσιάζει,  άτε  κα?^ώς  χυθεΐσα. 
Εργασία  πιθανώς  τού  Γ'  αιώνος  π.  Χ. 

Ότε  τό  πρώτον  άνεκαλύφΟη  ή   χεΙρ  αυτή, 
ένομίσθη  εσφαλμένως,  ώς  ειπομεν  (σελ.  29),  ότι 

'  Ίδέ  νΒίοΙίι,Ίΐ.   Λά  δοΐιοΐ.  ΤΙιβοΟΓ.    σ.  304. — ΜϋΙΚτ,    ΚΓϊςηι. 
ΙιίδΙ.  Ογ3ι.•ο.  ε.  ά.  δ. 


—  35 


Ό  ϋηαανρος  των  Άντικνϋί/ρων 


άνήκεν  εις  το  πϋ<))|γ()ύμί:•Λ'()ν  είκονικόν  άγαλμ(/.. 
Ίί  ί^ε  κατόπιν  εξετασις  κατέ?)εΓξέ  μοι  δτι  αΰτΐ| 
όέν  (>ύνατΓα  να  σ/ετισθή  προς  ούδεν  των  ?.οι- 
πώλ'  εξ  ΆντικιιίΗ'ιρω^'  χ«λκ(7)ν  λειψάνω\'. 

Ό  Παυσανίας  (2,  20, 1)  εν  τί]  περιγρα(|ΐΓ|  το)ν 
εν  τΓ)  πόλει  τοΰ  "Αργούς,  παρά  το  έπιφανέστί/.- 
τον  ίερον  Άπόλλοη'ος  τον  Λυκίου,  [ΐνη[ΐονεύει 
είκονικόν  ανδριάντα  "Κρηιγη,  άνόρος  πνκτον  , 
περί  ου  κατωτέρω,  εν  τοις  Αρκαδικοΐς  δε  (8,4( ),.")) 
διηγείται  τα  εξής,  άφορμήν  λα[ΐβάνων  εκ  τοΰ 
εν  Φιγα?ιεία  άνδριάντος  Άρραχίωνος  τοΰ  παγ- 
κρατιαπτοΰ,  δν  καΐ  Λ'εκρδν  άνιρ/όρευπαν  νικιιτΐ|ν 
οι  Ή?ι.εΐοι:  Έοικύς  δε  και  Άργείους  οΐδ(/  επί 
Κρεύγα  ποιήσαντας  Έπιδα(ΐνίω  πύκτΐ]•  κίίί  γαρ 
'Λργεΐοι  τε{)νεώτι  εδοααν  τω  Κρεύγα  των  Νε- 
μείΐΰν  τον  στέχρανον,  οτι  ό  προς  αύτδν  μ(/."/ό- 
[ΐενος  Λα(ΐόξενος  Συρ(χκ()σιος  παρέβη  τα  (πμο- 
λογιιμένίί  α(|  ίσιν  ες  αλλήλους.  Έφέξειν  [ΐέν  γαρ 
εμελλεν  εσπέρα  πυκτευουσιν  αυτοΤς.  συνέίίεντο 
δε  ες  έπήκοον  ανά  μέρος  τον  έτερον  όποσχείχ' 
αυτών  τω  έτέριρ  πλιιγήν.  Τοις  δε  πυκτεΰουση• 
ούκ  ην  πω  τηνικαϋτα  ί[ΐάς  οξύς  έπι  τω  κίχρπω 
της  χειρός  έκ(ίτέρ(ίς,  αλλά  ταΐς  [ΐειλίχαις  έτι 
έπύκτευον,  ύπδ  τδ  κοΤλοχ'  δέοντες  της  ■/.ειρ()ς, 
ίνα  οί  δάκτυλοι  σψισιν  άπο?ιείπω\'τ(/.ι  γυμνοί• 
αϊ  δε  εκ  βοέας  (ομής  ίιιάντες  λεπτοί  τρ(')πο\' 
τινά  άρχαΐον  πεπλεγμένοι  δΓ  άλλή?αΐ)ν  ήσ(/\'  αϊ 
μειλίχαι.  Τότε  ούν  ό  μεν  την  πλιιγήν  ά(|  ήκεν  ές 
τοΰ  Δα[ΐ,οξένου  την  κείραλήν  6  δε  (ϊνασχεΐ\'  τή\' 
χεΐρίί  δ  Λαμόξενος  έκέλευσε  τδν  Κρεύγ(/.\',  (/.ν(ί- 
σχόντος  δε  .ταίει  τοις  δακτύλοις  όρθοΐς  ύπδ  τήν 
πλευρά\',  ύπδ  δε  άκμιής  τε  τό)ν  ΟΛ'ύχωΛ'  και  βίας 
τής  πληγής  την  χείρα  ές  τδ  έντδς  κ(/ι)ε1ς  κ(ί1 
έπιλαβό[ΐενος  των  σπ?ιάγ/ν(ΰν  ές  τδ  έκτδς  έ'λκ(ο\' 
άπέρρηξε.  ΚαΙ  δ  μεν  τίμ-  ψυχήν  αύτίκα  δ  Κρεή- 
γας  (/.(( ίησιν,  οί  δε  'Αργείοι  τδ^'  Λα[ΐόξενο\'  άτε 
τά  συγκείμενα  ύπεοβάντα  και  άντι  μιας  κεχρη- 
μένον  πολλαΐς  ές  τον  άντίπαλον  τ(ίΐς  πληγαΐς 
έξελαΰνουσι.  Τω  Κρεύγα  δε  την  νίκιιν  τεθνε(7)τι 
έ'δοααν  και  έποιήσαντο  εικόνα  έν  "Αργεί,  ή  και 
ές  έμέ  εκείτο  έν  τοΰ  Απόλλωνος  τοΰ  Αυκίου  . 
Ώς  (ίμέσως  β?^έπει  πάς  τις,  τδ  χίοοίοχ'  τοΰτο 
τοΰ  περιηγητοΰ  ([(/.ίνεται  ώς  εί  έγράφη  ποί)  τής 


παρούσης  χειρδς  πύκτου.  δΐ()τι  ή  περιγραφή 
τής  περιέργου  περιδέσεο)ς  αυτής  διά  τών  ίμάν- 
τ(ο\'  συ[ΐφωνεΐ  πλΐ]ρέστατα  πρδς  πάντα  δσα 
διακρίνομεν  έπι  τής  σωζόμενης  χειρός.  Τδ 
γεγονός  δέ  δτι  ή  [ΐέ\'  χειρ  αύτη  ηαίνεται  δτι 
ήτο  ά/.λοτε  άνατεταμένΐ),  οί  δέ  δάκτυλοι  αυτής 
διατελοΰσι.  κατά  [ΐολ'αδικήλ'  Γσίος  έξαίρεσιν  τών 
γνο)στών  άγαλμάτιον  πι^κτών,  τεταμένοι  και  έν 
άδρανεία,  ούχΙ  δέ,  ώς  συνήθως,  συλ'εσφιγ[ΐένοι 
πρδς  κατ(/.πύκτευσιν  ή  ά[ΐυναν,  συμφω•\'εΐ  πρδς 
άγαλμα  πύκτου  είκ()νιζθ[ΐένου,  ώς  πιθανώς  θα 
είκονίσΰη  πρδς  άνά[ΐνησιν  τών  περιστάσεων 
τής  πάλης  ό  Κρεύγας  έν  "Αργεί,  ήτοι  άνα- 
τεταιιένας  έχων  έν  αργία  τάς  χείρας  και 
άνυπ()πτ(ΐ)ς  ιϊναμέλ'ων  τδ  κατά  τά  συντεΟέλτι/. 
πλήγ[ΐα  τοΰ  δολίου  άντιπ(</α)υ. 

Τέλος  ή  περίστασις  δτι  ουδέν  άλλο  άγαλ^κχ 
πύκτου  ιινημονεύεται  έν  Αργεί  κριχτύνει  έπι 
ιιάλλον  την  ύπόθεσίν  μου  δτι  ή  χειρ  ουτί)  είναι 
Γσ(ικ  ή  τοΰ  Κρευγ(/.. 

4.  Χεπ'  .λΧΛίΊΚΐι  ΛΕΞί.λ  μετά  τοΰ  καρπού 
κιχΐ  μέρους  τοΰ  πήχεως,  προσαρμοζόμενη  πι- 
ίίαλ'ώς  πρδς  ισομεγέθη  βραχίονα  μετά  μέρους 
τοΰ  πήχεως  (Πίναξ  λ',  1).  "Εχει  τεταμένον 
σχήμ(χ  κα\  τους  δακτύλους  ώσει  αγάλματος 
(χνδρδς  δητορικώς  χειοονομοϋντος. 

Τδ  μέγεθος  αυτής  εΐνίχι  [ΐεΐζόντιτοΰ  ψυσικοΰ. 
Μήκος  άπδ  τής  [ΐασχ(χλΐ]ς  εις  τδν  αγκώνα  0,30, 
άπί)  δέ  τοΰ  αγκώνος  εις  τδν  καρπδ\'  0,31  (;). 
άπδ  δέ  τοΰ  καρπού  μέχρι  τής  βάσεως  τοΰ  μέ- 
σου δακτύλου  Ο,Οί•. 

Μόνη  ή  χειρ  έκ(χί)αρίσί)η  χιιμικώς  ώς  τά 
λοιπά  χα/αά,  διά  τοΰτο  δέ  και  είναι  νϋν  μέλα- 
νος χρο)ματος.  Ό  βραχίων  δ'  όμως  μετά  τοΰ  πή- 
χε(ΰς  εΐναι  εκείνος,  δλ'  έκαθάρισεν  άνευ  χημικώλ' 
μέσωλ'  δ  τεχνίτης  τοΰ  Μουσείου  τής  Νεαπό- 
λεως  Κιχρατενοΰτος  (σε?ι.  15),  διδ  και  διατηρεί 
τδ  πρασινίοπδν  χρώμα  τής  αρχαίας  κατΐ(ί)σε(ΐ)ς. 

5.  Χειρ  λι•;ξι.\  ανδρική  ομοιλ  μκτλ  γου 
Βΐ^νχίΟΝΟΣ  (Πίναξ  \',  2),  άρτία,  αλλά  διερρωγυϊα 
καθ '  δλον  τδ  [ΐήκος  τοΰ  βρίχχίονος  και  πήχεως, 
άπολέσασα  δέ  και  τεμάχιον  τοΰ  άγκώνος.  Και 
αύτΐ]  φαί\'ετ(/.ι  (η'ήκουσα  εις  άγαλμα  ρητορικώς 


—   3(5   — 


ν>   ιΊι/ααΐ'ρη.:   τ(7η•  \'\ν7ΐκΐ'ί})Ίΐ)<ιΐν 


ΐ-χον  («Γ'την  τεταιικνΐ|ν  (ί)ς  κΐίΐ  τοίις  ^«κτυλους. 
ών  ό  παράμεσος  καΐ  [ΐίσης  πυστί/./.ονται  ικίλ- 
λον  τών  τής  προΐ|γηυιικνΐ)ς  χριηός. 

Τί)  ιιίγι-ίίος  (χιΊτΓ|ς  ι•ίναι  ίπίπιις  μι-ΐζον  τοΓ' 
<ρυσικοΓ'.  Μήκος  (χπο  της  [ίασχίχλης  μί/ϋ'  τοΓ' 
πήχεως  (>,2Γ),  (ϊ,το  τοΓ»  (ίγκ(7)νος  ηί"/η\  τοΰ  καρ- 
ποΓ'  (),."?2.  (ίπο  τπϋ  κίχρποΰ  [ΐκ/Λ"  '''Μ?  β<ί."εο)ς 
τοϋ  [π'συυ  6ακτύλονι  Ο,ΟίΙ.  "Ολολ'  μήκος  (\Η'2. 
ΈπΙ  τής  ρπκ^ίίνείας  (^ρ  αυτής  (ϊπ(χ\'τώσι  ΛλΐΙπτιι. 
ομικρά  βύα[ΐατϋ  τετραγιόνου  σχή[ΐατος. 

6.  Βΐ'ΛΧΐί.>Ν  αριστεροί:  μετά  του  ιπιχεως 
(ΠίνΓχξ  \',  3)  ρπίοης  ανδρικός,  μεγέίίους  κ(χτ(χ  τι 
μείζονος  τοΰ  τής  .τροηγουμένιις  χειρός,  επομέ- 
νως μη  (χνήκοίΥ  εις  το  αυτό  άγΓχλ(ΐα,  ώς  ή{)ελέ 
τις  νομίσει  έκ  πρώτης  όψεως.  Λυο  δι'χκτυ/.οι 
(δείκτης  καΐ  [ΐέσος ;  )  (χπεσπασμένοι  εύρεΟή'τες 
άνήκουσιν  'ίσως  εις  την  (χπο?.εσθεϊσαν  χείρα 
τοϋ  αύτοϋ  αγάλματος.  Μήκος  (χπό  τοΰ  προς  την 
μασχάλη  ν  σψζομένου  άκρου  τοΰ  (3ραχίονος  [ΐέ- 
χρι  τοΰ  έσωτερικοΰ  άκροι»  τοΰ  πήχεως  0,2."), 
«πό  δε  τοΰ  άγκώνος  [ΐέχρι  τοΰ  κ(χρ/τοΰ  (),;52. 
Όλον  σωζόμενον  (ΐήκος  0,ΐ)ο. 

7.  Χειρ  αριστερά  γυναικεία  (Πίναξ  \',  ό) 
μετά  μέρους  τοΰ  πήχεως,  ανήκουσα  εις  άγαλμα 
φυσικοΰ  μεγέθους.  Ό  παράμεσος  αυτής  δάκτυ- 
λος φέρει  δακτΰλιον  μετά  σφενδόνης  άσι^μου, 
σχήματος  δε  φοειδοΰς. 

Εργασία  χρόνο^ν  ρωμα'ϊκών,  ώς  φαίνεται. 

Έκ  τής  ΰέσεως  τώΛ-  δακτύλων  κιχι  τοΰ  σχή- 
ματος τοΰ  κοίλου  τής  χειρός  κρίνοντες  δΐ'λ•(/.- 
μεθα  νά  υποθέσω  μεν  δτι  ή  χειρ  αΰτη  ή  το  πς)0- 
τετα[ΐένΐ],  φιΐάλΐ]ν  η  τι  άλλο  ατρογγύ/^ου  σχή- 
[ΐατος  άντικείμενον  άνέχουσα,  κίχθη/αομένον  δε 
εν  αυτή,  ώς  φαίλ'εται  εξ  οπής  μεγάλης  ορατής 
νΰν  εις  τό  μέσον  τοΰ  κοίλου  τής  χειρός.  Μήκος 
τοΰ  δλου  0,32.  Άπό  τοΰ  καρποΰ  μέχρι  τής  βά- 
σεως τοϋ  μέσου  δακτύλου  0,20.  Μήκος  τοΰ  μέ- 
σου δακτύλου  0,10. 

8.  Πους  δεξιός  (Πίνας  \',  Ι»)  φυσικοΰ  με- 
γέθους, σωζόμενος  άπό  τοΰ  μικρόν  τι  υπέρ  τους 
αστραγάλους  μέρους  τής  κνή[ΐης,  μετά  σανδα- 
λίου  σχήματος  ήμιυποδήματος  δι'  ίμάντοον 
περιδεδεμένου.  Τό  πέλμα  τοΰ  σανδαλίου  αποτε- 


λείται ες  ενός  μονού,  αΛΛα  παχύτατου  κίχττιηια- 
τος,  στενουμένου  προς  τά  εμπρός.  Σωζόμενον 
ίΜ|ιος  (χπό  τοΰ  πέλματος  Ο, Ι'».  Μήκος  (χπίι  τής 
πτέρνης  μέχρι  τοΰ  άκρου  τοΰ  μεγάλου  δάκτυ- 
λου 0,.•Ί4.  Άψ'ις  τοΰ  ποδός  0,20.  Κάτο)  τοΰ 
πέ?4•ίίΤ">?  τ'•ΰ  ποδί)ς  σο)ζετ(χι,  (ί)ς  καΐ  επί  πάν- 
Τ(ΐ)ν  τίον  λοιπών  έξ  ΆντικυΟήριον  χ<χλκών 
ποδών,  μέγας  όγκος  μο/α'»Ρ)δου  (Γ'ψους  0.11). 
δι'  ηπ  τό  άγαλμα  έσι^ηνοΰτο  και  προσεκολ- 
Λάτο  εις  τί)  βίχίΐρον.  Λυτό;  δε  ό  τοΰ;  είναι 
πλήρης    μολύβδοΐ'. 

9.  Πους  νεξιος  (Πίναξ  \',  «)  όμοιος,  (|υσι- 
κοΰ  μεγέ{)ους,  μεΟ'  όμοιου  τω  προηγοί'μέΛ'ίο 
σανδίχλίου  και  [ΐολυβδίνου  όγκου  προς  ένσ((ή- 
νιοσιν,  σιρζόμενος  δε  άπό  τοΰ  άμέσ(ΐ)ς  ί'πϊ-ρ  τους 
άστρίχγιχλους  μέρους,  και  διερρίογώς  ά.τί»  τής 
πτέρνης,  κάτιοΟεν  τοΰ  δεξιοΰ  άστραγά/.ου.  Τί) 
πέλμα  τοΰ  σανδαλίου  αποτελείται  έκ  τρΐ(Τ»ν 
έπαλλήλο)Λ'  λεπτών  καττυμάτοη'.  Ύψος  σιοζί'»- 
[ΐενον  άπό  τοΰ  πέλματος  0,14.  Άψις  0,2.').  Μή- 
κος άπό  τής  πτέρνι^ς  μέχρι  τοΰ  άκρου  τοΰ  μεγά- 
λου δακτύλου   0,34. 

10.  Πους  αριστερός  (Πίναζ  \',  Κ»)  φυσι- 
κού μεγέθους,  μετά  τοΰ  π/^είστου  τής  κνήμ)|ς, 
έφ'τίς  λείψανα  τοΰ  ιματίου,  φέρων  δε  όμοια  σαν- 
δάλια. Ή  διατήρησις  αύτοϋ  εΐναι  τελεία  ύ.τό 
πάσαν  επολ^^ιν,  ή  δε  τεχνοτροπία  έργου  θαυμα- 
σίου  τών  άρχων  ίσως  τοϋ  Γ'  αιώνος  π.  Χ.  Έάν 
ποτέ  δ'  (χνελκυσΟή  όλόκ?.ιιρον  τό  άγαλ(ΐα,  εις  ό 
ανήκει  ό  ποί'ς  ούτος,  τό  Έθνικόν  ημών  μου- 
σεϊον  Οά  έχη  τότε  προ^τότυπον  έργον  ενός  τών 
μεγίστιον  καλλιτεχνών  τής  αρχαιότητος  ! 

Ύψος  σωζόμενον  άπό  τοΰ  πέλ[ΐατος  0,40. 
Άψίς  0,1!>.  Μήκος  άπό  τής  πτέρνης  μέχρι  τοΰ 
άκρου  τοϋ  μεγάλου  δακτύλου  0,32. 

11.  Πους  λεξιος  (Πίναζ  \',  11)  μείζων 
τοϋ  φυσικού  μεγέθους,  μετά  μέρους  τής  κνήμης, 
εν  χειίιερίλ'ώ  κοίλω  ύποδήματι  δερμάτινο),  κα- 
λύπτοντι  όλον  τόν  πόδα  άπό  τοΰ  σο)ζομένου 
ύψους  τής  κλίΊμης,  άφήνοντι  δε  γυμνούς  μόνον 
δύο  τών  δακτύλ(ον  (μέσολ'  κιχι  μέγαν). 

Συνέθεσα  αυτόν  έκ  δύο  διαφόρων  τεμαχίων 
(νΰλ'   διαφόρου  χρώματος   ώς   έκ   τοΰ    διαφό- 


37   — 


Ό  ϋησανρυς  των  Άντικνϋ-ήρίον 


ρου  είδους  τών  καθαρισμών,  εις  ους  ύπεβ/ιήΟιι- 
σαν)  ακριβώς  αρμοζόντων  προς  άλλη?\.α,  άλλα 
και  εν  τΓ|  άρχαιότητι  αποσπασθεντω\'  ποτέ  αλ- 
λήλων καΐ  πάλιν  κατόπιν  προσαρμοσΰέντοιν. 
'Υπό  το  τεμάχιον  τοΰ  άκρου  ποδός  ευρίσκεται 
ό  μέγας  όγκος  τοΰ  μο?ιύβδου  της  εις  το  βάΟρον 
ένσφηνώσεοος.  Σωζόμενον  ΰψος  0,29.  Περιφέ- 
ρεια κνήμης  εις  το  κατώτατον  αυτής  μέρος  0,2ί). 
Μήκος  από  τής  πτέρνης  μέχρι  τοΰ  άκρου  τοΰ 
δακτύλου  0,84.  Άψίς  0,29. 

12.  ΠθΥ2  ΛΡΐί:τΕΡ0Σ  γυμνός  (Πίναξ  ν, 
12),  φυσικού  μεγέίίους,  σωζόμενος  άπό  τοΰ 
ΰψους  τών  αστραγάλων.  'Υπ'  αυτόν  όγκος  μο- 
λύβδου προς  ενσφήνωση»  εις  τό  βάθρον.  Τό 
έσωτερικόν  τοΰ  ποδός  τούτου  είναι  πεπληοο)- 
μένον  [ΐο/νύβδω,  οΰ  έν  τω  κέντρω  υπάρχει  [ΐε- 
γάλΐ)  τετράγωνος  όπή  βάθους  0,04,5  προς  είσα- 
γο)γήν  [ΐεταλλίνης  ράβδου  χρτ]σιμευσάσης  προς 
συγκόλλησιν  τοΰ  ποδός  ε'ις  τό  άγαλ[ΐα,  άφ'  οΰ 
άπεσπάσί))]  βιαί(ος  ποτέ  έν  άρχαίοις  χρόνοις. 

Μήκος  άπό  τής  πτέρνης  (ΐέχρι  τοΰ  άκρου  τοΰ 
μεγάλου  δακτύλου  0,29.  ΙΙεριφέρεκλ  τοΰ  ποδός 
0,(!4.  Ά\|)1ς  0,19.  Κάτοί  τοΰ  αριστερού  αστρα- 
γάλου υπάρχει  μέγα  στρογγύλον  βύσμα  δια[ΐέ- 
τρου  Ο,Ο.'!,  προς  δ  έχρησιμοποιήιΐιι  στρογγύλον 
πέταλον  μετάλλου,  ϊσως  χαλκού  τίνος  νο[ΐίσ[ΐα- 
τος  πυρακτωΒέντος,  ου  ήΟελέ  τις  νο[ΐίσει  οτι 
σώζονται  λείψανα  τής  επιγραφής. 

13.  Πους  αριστερός  κόρης  (Πίναξ  V,  13) 
ή  παιδός  δεκαπενταέτους,  σωζόμενος  μεν  ολό- 
κληρος, άλλ'ε'ις  τέσσαρα  τεμάχια  (ων  δύο  μόνον 
έφωτογοίίίρήΟησαν),  και  άπεσπασμένη  έπίσι^ς 
ή  κνήμιι  αυτού,  σο/ζομένΐ]  άπό  τού γόνατος  μόνον 
κατά  τό  έ'μπροσ&εν  αυτής  μέρος,  λίαν  δ '  ελλιπής 
κατά  τό  όπισθεν,  οΰ  σώζεται  μόνον  μέγα  τεμά- 
χιον, άπεσπασμένον  και  τούτο.  Ή  κνήμη  είκο- 
νίσΟη  έπι  τοΰ  πίνακος  εκ  τοΰ  πλαγίου  καΐ  ούχι 
ως  6  πους  εκ  τών  έ^υτροσθεν.  Έκ  τούτου  δε 
ή  φαινόμενη  προς  άλληλα  άσυ[ΐφιωνία  τών  τε- 
μαχίων τούτων.  Μήκος  τοΰ  ποδός  0,23.  Ύψος 
τού  σφζομένου  μέρους  τής  κνήμης  0,27. 

Πάντα  τα  τεμάχια  τοΰ  ποδός  τούτου  άπομέ- 
Λ'ουσίΛ'  ().κά{)αρτα,  ώς  εύρέ{)Ί]σαν. 


14.  ΞίΦΟΣ  αγάλματος  (Πίναξ  V,  6)  έν  κο- 
λεώ,  ελαφρώς  κυρτούμενον  και  σ(ρζόμενον  όλό- 
κληρον  εις  τρία  τεμάχια.  Μήκος  αυτού  (Ι,!^3.  Ό 
κο/^εός  κοσμείται  δΓάνίΙεμίων  δηλο>Οέντο)ν  δια 
στιγμών.  Τρεις  δε  κίήιβοι  μετάλλου,  εις  τό  άνω 
μέρος  τοΰ  κολεού  σωζόμενοι,  έχρησίμευόν 
ποτέ  προς  συγκόλλησι\'  τών  μεταλλίνο)ν  ίμάν- 
τω\'  τοΰ  ξίφους. 

15.  ΞίΦΟΣ  ΟΜΟΙΟΝ  (Πίναξ  V,  7),  άλλ'έλλι- 
.τές  άπό  τοΰ  μέσου  και  κάτο).  Παρά  τό  στιήιιον 
ίιπ(χρχει  έκατέρωΟε\'  κόσ[ΐημα  φυλλοειδές  δΐ]- 
?^ο)ΐ)έν  δια  στιγμών.  Σο}ζόμενον  [ΐήκος  0,42. 

Πί/ντα  τα  προ)]γού[ΐενα  είναι  λείψαν(/.  χαλκών 
(ίγαλιΐ(χτ(ι)ν  φ>υσικού  ή  και  μείζονος  (ΐεγέί)ους. 
Εΐίς  άγαλικί  δε  χαλκοΰν  ήμίσεος  περίπου  τού  φυ- 
σικού μεγέθους  ανήκει  τό  έπόμενον  λείψανον. 

16.  .\ΥΡΑ  ΧΑΛΚΗ  (Πίναξ  IX,  δ),  ύψους  0,28, 
πλάτους  κατά  τό  άν(ΐ)  αυτής  μέρος  0,14,  πιί/ους 
0,01  Γ).  Τό  κύριον  σώμα  αυτής,  κοίλον  εις  τα 
εντός,  είναι  κατεσκευασμένον  έκ  δύο  λεπτώλ»^ 
έλασμάτω\',  πολλάς  παρουσιαζόντων  \'ΰ\'  ύπάς 
ένεκα  φθοράς,  προς  δε  έπι  τής  εσωτερικής  επιφα- 
νείας άρχαΐον  βύσ|ΐα  στρογγύλον  άπαράλλακτον 
προς  σφραγίδα  νοιιίσματος,  άλλα  μή  τοιαύτη  ν. 

Τίτο  ί|  λύοίχ  (/ί'τη   έ.πτάχορδος,  ώς   δηλοΰ- 


Είκι 


ΛΟν        27—27 


σιν  (λί  σιρζόμεΑ'αι  προσαρμογαι  τών  χορδών. 
Έπι  δε  τοΰ  εσωτερικού  αυτής  κέρατος  είναι 
πλαστικώς  δεδηλωμένοι  οι  ιμάντες,  δι'ών  άνηρ- 
τάτο  (/.πό  τοΰ   σίόικιτος  τοΰ   φέροντος,  ενώ  τα 


38 


ο   ιΊι/πανρος  τ<~>ν  'ΛνηκνΟήικιη• 


ί•ξ(οτΗ()ΐκον  κίρας  κοαμεΐται  ύππ  κΡ((ΓχλΓ|ς  Μ(/(^ι- 
οΓ'ου  (Κίκών  27  27")  «ρίστιις  και  λ^πτοτίχτης 
τε7νοτς)οπίας  των  (χρ/(η\'  τοΓ'  Ι"  (χίώνος  π.  Χ. 
'Κπει^ί)  ί^ί•  \\  ιΐ(Ίνΐ|  γν(ι)ατΓ|,  ί|ΐ(Γι  τού/.άχι- 
οτον,  λύρα  ί)  ύπο  ό[ΐ()ί(χς  πίχςχχστάσκίος  Μ(χρ- 
ουοί'  προπ((ΐκ7)ς  κ()Π|ΐ()ΐΐ[ΐήΊΐ  καΐ  (^η  κ(χτά  το 
αΰτο  [ΐίρυς  τοϋ  (χΰτοΓ'  κκοίχτος,  ιίνίχι  ι-κρίνΐ),  ην 
<ρέρει  υ  περίφΐ)[ΐος  κιΟίχπίοήπς  Άπόλ?ι(ον  τοϋ 
Β(χτικ(χ\'()Γ'  ',  ον  πολλοί  άνάγουσιν  εΙς  τον  Σκό- 
παν,  είκάζθ3  δτι  κ(ί1  Γ|  λύρίχ  ί|(((Τ)\'  (Ινήκί  ποτέ  εις 
τοιοϋτόν  τι  αγαλ(ΐα  'Λπυλλίονος  κιί)αρ(ρί)οΰ. 
Έν  ο/ρορι  ί)ρ  προς  την  γν(ί)|(ΐ)ν  [ΐί)υ,  οτι  τα 
'ΛντικυίΙιιραϊκά  (χγίχλμίχτα  προέρχονται  έξ  "Αρ- 
γούς, προσθετά)  δτι  (χκρι|^ώς  τοιούτου  τύπου 
άγαλμα  Άπό?ι.λ(ΐ)νος  ύπήρ/εν  έν  "Αργεί,  αν/γά- 
τ(χτ(χ  καΐ  επί  [ΐ(ίκρ()ν,  προ- 
(ρ(χν(7)ς  ένεκα  τοϋ  κ(χλ?.ους 
(ίύτοΓ'.  ε[κονιζό[ΐενον  έπΙ 
τη)ν  ν()(ΐισ[ΐάτ(ον  της  πό- 
λε(ΐ)ς  ταύτης  (Εϊκοη'  28) 
το)\'  (ί.πο  Ούήρου  μέχρι 
Ι  Ιλαΐ'τίλλης  κοπέντ(ον  ". 
Συμπεραίνω  έπομένοίς  δτι 
πιθανώς  ή  λύρα  ή ικΐνν  ανή- 
κει εις  πάνυ  άρχαΐον,  μέσου  [ΐεγέΟους  (χντίγρα- 
φον  τοΰ  Άργείου  τούτου  άγάλιιατος,  ού  τον 
τύπον  έν  μεγάλω  σχήματι  ί^ιέσίοσεν  ή[Ην  ό  περί- 
φημος κιθαρωδός  Άπόλ?αον  τοΰ  Βατικανού. 

ΙΙλουσκότερος  ήτο  6  (Χ[ΐΐ)της  εις  άγίχλιιάτια 
μικρότερου  μεγέθους,  (η'ελκυσΟέντοον  τεσσά- 
ρων, πάνυ  άξιολόγω\',  τώλ'  εξής: 

17.  ΚοΡΗ  (Χλωρις;).  Μέγα  αγαλμάτων  κό- 
ριΐς  ϋψους  αρχικού  Ο,ΛΟ  περίπου,  λίαν  κολο- 
βύν  διασωθέν  (ΙΙίναξ  \Ί,  1 — 2),  τοϋ  γνωστού 
ωραιότατου  τύπου  των  μαρμαρίνοιν  Καρυατί- 
δων  τοϋ  Ερεχθείου,  των  έ\'  τω  μουσείφ  της 
Νεαπόλεως  χάλκινων  κορών  τοΰ  Ηρακλείου 
της  Ιταλίας  κ?^τ.  Ώς   προς  την  στάσιν  όιιοιά- 


Είκών     2$. 


1  Οβηΐίΐη.  ε.  Κυπδΐ  Ι.  141α.- ^Iα^ί1^  496,  9(ί7  κτλ. 
-    ΙιηΗοοί-ΒΙυηιβΓ    &ηά  Ρ.  ΟαΓίΙηβτ,  Νυηι.  ΟοηιιηοηΙ.    οη  1'αυ- 
83ηία5,  ρ.  35  Ρ1.  Ι,  XXII— XXIV. 


ζει  τά  μέγιστα  κυρίίος  προς  το  έξ  Ηπείρου 
(χρίστης  διατΐ)ρήοεο)ς  χαλκοΰν  άγαλμάτιον  τής 
περΐ(|ήμοχ'  συ/Λογής  τοϋ  κ.  Κ.  Καραπάνου, 
δπερ  λεπτομερώς  και  καλώς  περιέγραψεν  ό  κ.  1 1. 
Ι  ,ΐ'οΗαΙ '.  Προς  τον  τύπον  τούτον  ταυτΓίεται  τό 
ήμέτερον  εντελώς,  δια<(έρον  [ΐόνον  ο»ς  πς)δς  τήν 
θέσιν  τών  χειρώλ'.  "Αν  και  ή  διατήρησις  αύτοϋ 
είναι  πάνυ  κολοβή,  ή  δε  κατάστασις  τοϋ  σ(ι)ζο- 
(ΐένου  [ΐέρους  δλο)ς  ψαιΊυρά,  -  ού  ένεκα  δεν 
ύπεβλήθΐ)  εις  δν  κ(ίΐ  τά  λί)ΐπά  χ(/.λκά  χημικδν 
κα9αρισ[ΐόν  και  διατηρεί  έν  μέρει  τΐ|ν  πρόσΟετον 
(χρχαιόθεν  χ/.ίοράν  κατίίοσιν  .  δμο)ς  διακρίνει 
τις  σαφώς  τί|ν  θαυμασίαν  τε/^ιότ)|τα  τής  τε- 
χνοτροπίας αύτοϋ,  τήν  αύστηράν.  άπλήν  καΐ 
χαρίεσσαν  άρμονίαν  τοϋ  δλου  και  τήν  άπαρά- 
μιλλον  αληθώς  καΐ  έν  άπολύτω  ήρεμίί^  εύγέ- 
νειαν  τής  παραστάσεο)ς,  ών  πάντοιν  ένεκα  δύ- 
ναταί  τις  να  εϊπη  δτι  το  έ'ργον  τοϋτο  είναι  το 
κατά  τέχνην  άριστον  πάντων  τών  Άντικυι)ΐ|- 
ραϊκών,  σίρόδρα  λυπούμενος  μόνον  δια  τήν 
κακήν  αύτοϋ  διατήρησιν. 

Έ\'  τΓ)  προς  τά  κάτω,  παραλλή?Λ)ς  τώ  σο)- 
ματι,  φεοοιιένη  δεξιά  έκράτει  προ(|^ανώς,  ώς 
δηλοΐ  ή  δκχθεσις  τών  δακτύλο^ν,  κλάδον  τινά, 
(( ιάλην  δε  ίσως  ή  πτηνόν  τι  έν  τώ  τής  μικρόν 
προτετα[ΐένης  αριστεράς  κοίλω,  έν  φ  φαίνεται 
νΰ\'  ή  οπή  τής  καθι^ί-ώσεως. 

Τίνας  παριστώσιν  αϊ  τοϋ  τύπου  τούτου  μορ- 
φαί,  αί  Καρυάτιδες  ή  κόραι  τοϋ  Ήρακ/^ίου 
τής  Ιταλίας  καλούμεναι,  παραμένει  εισέτι  άγνο)- 
στον.  Αύτο  τδ  άγαλμάτιον  τής  συλλογής  τοϋ  κ„ 
Καραπάνου,  κίχίτοι  (|έρει  περιστεράν  έλ'  τή  αρι- 
στερά, δυσκόλως  δύναταί  τις  να  χαρακτηρίση 
ώς  Άφροδίτΐ)ν,  διότι,  ώς  όρίίώς  παρετήρη- 
σεν  ήδΐ)  δ  περιγράψας  αυτό  κ.  Η.  Ι^βοΗίΐΙ,  τδ 
νεαρώτατον  τής  ηλικίας  αύτοϋ  και  ό  παρθενι- 
κός σχηματισμός  τοϋ  στήθους  άρμόζουσι  μά/.- 
λον  προς  σεμνήν  παρθέΛ'ον,  ο'ία  ή  "Αρτεμις,  ή 
προς  θεάν  τοϋ  έρωτος,  οία  ή  Αφροδίτη. 

Τό  μόνον  δε,  δπερ  δύναταί  τις  βασίμως  νά 
ίσχυρισθή,  εΐναι  δτι  πάσαι  σχεδόν  αί  καρυατι- 


I  Βυΐΐ.  <16  €οΓΓ.  Ηβΐΐ.  1891,  461  κέ. 


39  — 


ο   ϋησαυρύς  των  Αντικυθήρων 


δόμορφυι  .τϋ'.ρί3ί••νικ(/.ί  μορψ(α  (<ύτ(/.ι,  (/.ί  ιιακρό- 
θεν  όμοιάζουσαι  ότέ  μεν  προς  τηχ-  αυστηρότητα 
των  δωρικών  ότέ  δε  προς  το  λιγυρόν  των  [(ονικών 
κΐ(')ν(ΐ)ν,  (χνήκουσιν  εις  θτητάς  παρΰένους  5ί  και 
θεότητας  δευτέρας  τάξεως,  ύπηρετικώς  ε/ούσας 
προς  μείζονας θεότητας  τοΰ  έ?ιληνικοΰ'(  )λυμπου. 

Ώς  προς  το  ήμέτερον  δε  0)|[ΐειώ,  εν  σχέσει 
προς  την  γνώ[η|ν  μοί'  καίΐ'  ην  τα  ΑντικυΟΐ]- 
ραϊκά  άρχ(χϊ(/.  προέρχονται  εξ  "Αργούς,  ότι  εν 
ττ)  πόλει  ταύτη  γνωρίζομεν  ιιίαν  και  μιη'ην 
τοιαυτη\'  ιιορφι')\',  αλλά  τοΠ  (/.ϋτοΰ  ιιέ/ρι  τ(ον 
έ?ιαχίστο)ν  τύπου. 

Ό  Παυσανίας  δηλαδή  (1να(4'έρει  εν  "Αργεί 
ναόν  Αητοϋς  και  εν  αύτω  αγαλ[ΐ(χ  της  θεάς 
ταύτης  ποιηθέν  υπό  Πραξιτέλους,  προσθέτων 


Είκών     29.  ΕΙκών     3^. 

ότι  την  δε  ύκόνα  παρά  τη  ί)εώ  της  παρθένου 
Χλώριν  όνομ(Ιίζουσΐ'''.  Τοΰ  συ(ΐπλέγ[ΐατος  τού- 
του διέσωσαν  ήμΐν  ευτυχώς  (ίντίγραιρα  νο[ΐί- 
σματα  τών  Άργείων  πλείστα^  είκονίζοντίχ  αυτό 
είτε  εν  τω  ναω  (Εΐκ.  2!)),  ε'ι'τε  και  εκτός  (/ύτοϋ 
(Είκών  .")(!).  Ώς  βλέπει  τις,  η  Χ/νώρις  εικονίζε- 
ται παρά  τΓ|  Αητοΐ  ((έρουσα  (ος  Κίίρυάτίς  τις 
την  άριστερ("/.ν  χείρα  τοΰ  (ίγ(χλ[ΐατος  της  θεάς. 
Ό  μετά  προσοχής  παρα|Η/.λλ(ι)ν  τό  ήμέτερον 


'  2,  21,  9,  έ'νΟα  ίν  πιη'ρχκ.ία  κ«Ί  τά  ί'ξής:  Νιό|•!ΐ|ς  μέν 
θυγατρρα  είναι  ?νέγ<)νx^ς.  Μελίβοιαν  ήρ  κ(ΐλρΐσί)αι  τό  έξ  •ίρχϊ'Κ' 
άπολλυμένιον  ίιέ  \<πο  Απόλλωνος  καΐ  Αρτέμιδος  τ(ον  Άμφίο- 
νος  παίήιον  πρριγρνίσΟαι  μχΊνιιν  τώ\'  (1δκλφ(ί)\'  ταήτι^ν  και 
Άμΰκλίίν,  περιγρ\•!:'σί)(ΐι  δρ  ρύξαμένους  τΓ|  Λΐ|τοί.  Μρλίροιαν 
ήέ  οΰτ(ο  δη  τι  παραττίκα  τε  χλ(ι)ράν  τό  δρϊμ,α  κποήιαρ  και  ές 
τό  λοιπόλ'  τοΰ  βίοιι  ποιρέμεη'εν,  ιός  και  τό  όνομα  έπ'ι  τφ 
σιιμβάντι  άντΊ  Μελιβοίας  αΰτϊ)  γενέσθαι  ΧλιορίΛ•.  Τοϋτοιι; 
δι'ι  φασιν  Άργρϊοι  τό  έ|  αρχής  οίκοδομήσαι  τΓ|  ΛητοΙ  τόν 
νικη'    . 

-  ΙπιΚοοί  —  Βΐυιηοι•  αη<1  Ι'.  ΓγειγιΙιιοι-  ε.  ι).,  ρ.  ',^'^ — ;!8  μ1.  Κ, 
XXXVI— XXXVIII,  και  ρ.  1.')ί),  ρ1.  ΚΚ,  XXIV. 


άγαλμάτιον  προς  την  Χλο)ριν  τών  πολυαρίθ- 
μων τοΰ  "Αργούς  νομισ[ΐάτ(ον,  ών  π(ίντ(ον 
εκμαγεία  εΰρηνται  νϋν  συγκεκεντρωμένα  εν  τω 
Νομισματικφ  μουσείω  τών  Αθηνών,  βλέπει 
οτι  άμ(|ΐότεραι  αί  μορφαι  είναι  αί  αύταΙ  μέχρι 
τών  έλαχίστίον,  πΐίρουσκίίζουσαι  τό  αυτό  ίή'δυιια 
μετά  τοΰ  αύτοϋ  άποπτύγματος  \  την  δεξιάν 
όμοίοος  προς  τά  χάτα)  (( ερομένην,  την  δε  άριστε- 
ράν  όιιοί(ι)ς  ιΊρέ|ΐ(ί  πρ()τεινο[ΐένην  χ(ά  άνέχου- 
σάν  τι  (ί)ς  ψιάλην.  Προς  δε  βλέπει,  έψ'όσον  επι- 
τρέπει τοΰτο  ή  σμικρύτης  τοΰ  τύπου,  ότι  και  η 
κόμμίοσις  είναι  τοΰ  αύτοΰ  [ΐετά  κρο)βύ/.οιι  όπι- 
σθεν τύπου. 

Ταϋτα  .τ(/.\'τ(/.  έπιτρέπουαι,  χ'ομίζιΐ).  ί|ΐιΙ\'  \'ά 
έκορράσίοιιεν  την  υπόθεσιν.  ότι  τό  (/γαλμίίτιον 
τών  Άντικυ{1ήρ(ΐ)ν  εΐ\'αι  σΰγχρον(')ν  τι  άντί- 
γρα((ον  της  εν  "Αργεί  Πρίχξιτελείου  είκίη'ος 
της  Χλιόριδος.  Είναι  άλΐ|ί)ές  ότι  ό  τύπος  τοΰ 
(χγαλματίου  ((αίνεται  εκ  πρ(ί)τΐ|ς  όψείος  ούχι 
Πραξιτέλειος,  άλλ' (/.νήκιην  είς  τά  άριστίί  προ)- 
τ()τυπα  τοΰ  Κ'  αιώνος  π.  Χ.,  ι/λλά  ί)  ιιέν  επεξερ- 
γασία είναι  πολλώ  \'ε(ΐ)τέρα  τοΰ  Ε'  (χίώνος,  τίς 
δε  βεβίχιοΤ  ημάς  ότι  ό  Πραξιτέλης  δεν  έδ(χνεί- 
σθη  διά  την  δευτερεΰουσίχν  τίχύτιιν  μ()ρ((  ην,  την 
θέσιν  άπλοΰ  κιονομ(')ρ((()υ  υποστιιρίγματος 
εχοιισ(χ\'  εν(ί  τ(ο\'  Οαυμαπίιοχ'  έκεί\'(ΐ)\'  τυπιοχ' 
τ(ον  υπί>  το)\'  περΐ(|  ι'ιικοχ'  διδασκάλ(ι)\'  αΰτοΰ 
εν  (χμέσίος  προγενεστέρα  έποχη  έππ'οίμΐέντων; 

^Οποιοδήποτε  έ'/ίον  υπ  όψιν  την  ιιεγίστην 
σπουδαιότΐ|τα  τοΰ  ίίαυικχσίου  τούτου  εύρή(ΐ(ί- 
τος  τών  Άντικυθήρίον,  πρόσθες  δε  καΐ  την 
όλίος  ψαΟυράν  αϋτοϋ  κιαίίστασιν.  ής  ενεκίί 
φθείρεται  έπι  μάλλον  καθ' έκάστιιν,  (/.νέΜιικα 
είς  τόν  πλήρ))  μέλλοντος  νειχρόν  (χρχαιολόγον 
κ.  Α.  Κερα[ΐ()π()υλλ<)ν,  βοηθιη'  [ίου  εν  τω  Μου- 
σείω, την  λεπτομερή  αύτοΰ  περιγραφήν,  ή\'  και 
παραθέτω  ενταύθα  εν  ύποσΐ] μειώσει '^. 

'  ΈκεΙνο  όπες)  έπί  τί|ς  ένταϋΟα  μκγεί)ιινθείσης  φιοτοτιιπι- 
κής  εικόνος  τοΰ  νομίσματος  ιραίνεται  ιός  ζο')\Ίΐ.  προέρχεται 
όιπλώς  εκ  τής  προσπαί)είας  προς  σαφή  διΊλιι)σιν  τιον  μαστιό\- 
τής  σμικρας    μορςής. 

-  ".λγαλμιίτιον  γιιναικείον,  χαλκοΓη•,  ένδεδυμένον,  όοίΐιον. 
σωζόμενον  από  τοΟ  λαιμοΠ  μέχρι  τοΰ  κάτιο  άκροιι  τής  έαιΊή- 
τος.    Ύψος    τοιΊιοΐ'  Ο,ΙΟ    [άρχικόν  (Ι..")0  .τερίποιι].    Μέρο^   τή^ 


—  40 


'()  ι'^ηοηηρος   των  \\νιικι<Ι}ήιι<ι>ν 

18    Λιΐ()ΛΛ<>.\  (Ι  Ιίνίί;;  \ΊΙΙ,  2) '.'Λγαλμάτιον  πατοΰντος   (ίρχαϊκ(7)ς   ,τ(ΐ);   κ,τ' (/.ΐ(<(()τκιΐ(ι»ν   τόιν 

νκ(Λνι<)>ι  (ί')ΐ|)()\)ς  (),.').'?  '  .,)   μιτ(ί   |)ο«•/ίίας,  πάνυ  πο^ών,  προτείνοντος   ί>κ   μικςκίν  τι  τΐ|ν  Λκξιάν, 

ι••πΐ[ΐι-λ(ος  ρΐργααμίνιις  και   ήπο  λκπτοΰ   <^ι«ί)ιΊ-  ης  ίλλκίπ-οιισιν   ί)ί  ί^άκτί'λοι   πάντες  σ/είίον   ^ξ 

(((/.τος  αιιγκρατοιιμιΗ'ης   κ<')μ)|ς.   ίακχμίνου    και  όλυκ/^ήρου,   και   άνοίγοντος  τί|ν  παλ(<μΐ|ν   της 


κεφαλής  και  οί  πόδες  ίσ(ι')Ι)ΐ|οαν  (ΟΚΟΛκοιικνικ.  Ο  δεξιός  μετά 
του  επικαλύπτοντος  αυτόν  ]ΐέ()οιις  της  έπ0ί|τος  ι1πεΛπάίτί)ΐ| 
νρίοοτί.  πΐ)οαα(>ιιόζκται  Λκ  άκ(.>ι|^!ι»ς  εις  τό  π()()πΓικον  |ΐέΐ)ος 
(κν  κ;)  πίνηκι  Γ|μών  δέν  (Ιπεικονίζκται).  Λεξιά  ελλείπει  τό  με- 
μος  (ΐπό  της  |ΐηι>ιαί(ΐς  χ<ίις)ας  μέχρι  τοϋ  ποδός. 'Κπίοης  ελλείπει 
μέγα  μέρος  τοΟ  ήείκτοιι  τΓις  δεξκΐς  χειρός  και  πάντες  οί 
δάκτυλοι  της  (ΐριπτερα^,  ριν  αιι')ζκτ<ιι  μόνη  ή  (ΙιΊηις  τ(ον 
ΐ()αλ<ίγγιιιν. 

Της  κε((>(Λλί|ς,  ι'ίτις  ε|!λεπεν  εΓ'Οί'  προς  τά  πρόσο,  έσ(ί)ί)ΐ| 
μ('>νον  τό  καλιιπτόμενον  όπό  τών  τριχών  μέρος  σχεδόν  όλον. 
(όπε'ι  ήν  κεχιοριομένΐιις  ιΐπό  τοϋ  προσ(ί)ποιι  εϊργαομένον,  περί 
οί  φαίνεται,  ότι  μαρτυρεί  ί|  όιρις  τιολ'  της  Οραΰσειος  κρ<ι- 
μνών,  (Ιποτελουμένιον  έκ  δόο  έπικεκολλημένιΐ)ν  πλακών.  ϊσ<ι)ς 
δέ  και  μικρός  ήλος  ολίγον  προς  τά  (ΐριστερά  τής  χιορίστρας 
διά  τής  κόμης  διήκηιν  και  τά  έπικεκολλη|ΐένα  έλάοματ'α  τών 
συναπτομένιον  δύο  κυρίιιιν  μεριϊιν  τής  κειραλής,  τοΰ  τριχοτοΰ 
και  τοϋ  ιίτρίχου,  συνΐ)λών.  Ή  κόμμιοσις  ηχηματίζει  χι«ρί• 
οτραν  άπό  τοϋ  μέσου  τοϋ  (ΐετ<ί)που  μέχρις  όπίσ(ι)  κατά  τό 
ϊνίον.  ενί)α  η  κόμη  συλλέγεται  εις  ίνα  όγκον.  Καθ"  έκάτερα 
τά  μέρ)|  (Ιπό  τής  χιυριστρας  ("ηΜίχικροϋσι  διεκτενισμένοι  |^!ο- 
στρυχοι  (όσε'ι  βεβρεγμένοι.  διηυΟετι^μένοι  κατά  πλατέα  κύματα 
και  έξειργασμέ^Όι  άδρομερώς  κατά  τρόπον  πολλφ  νε(ι')τερον 
τοΰ  Ε'  αιώνος.  Κατά  τό  πρόσΟιον  μέρος  τοϋ  κρανίου  περι- 
ί)εϊται  η  κόμη  υπό  διαδήματος  ταινιοειδοϋς.  διαιρουμένου  δια 
καΟέτον  γραμμών  Γιπλών  εις  μετόπας,  κοσμουμένας  έν  τφ 
μέσο)  διά  κύκλου  (πρβλ.  ^ίι^1^1.•^^Η^1(«.■  1901,  σ.  184.  είκ.  201, 
ένθα  ρύδαξ  άντΐ  κύκλου).  Τό  όπίσθιον  μέρος  τοϋ  διαδήματος 
ελλείπει  μετά  τοϋ  τραχηλικού  τμήματος  τής  κεφαλής,  έβαινεν 
δμιος  ύποκάτΐι)  τοϋ  κατά  τόν  τράχηλον  όγκου  τής  κιηιτις.  ιός 
δεικηιει  ή  κατεύΟυλσις  αύτοϋ  κατά  τό  σιοζόμενον  μέρος. 

"Ε,πάλληλοχ'  διάταξιν  τών  συγκεκολλημένιον  έλασμάτ<ρ>ν  δει- 
κνύει τό  άγαλμάτιον  και  κατά  τό  μέσον  ίίψος  τοϋ  λαιμοΟ.  Ή 
(χπόθραυσις  τής  κεφαλής  άπ'  αύτοϋ  επήλθε  προς  τά  όπίοιΐ) 
όλίγίο  ΰ\|ιηλότερον  τοϋ  σημείου  τής  συγκολλήσεος.  ί'νί)α  ακρι- 
βώς τό  (Ιπλιιϋν  χαλκοϋν  έλασμα,  τό  (Ιποτελοϋλ•  τό\•  τοιίχηλον, 
ήν  λεπτόν,  μικράχ'  παρέχον  αντίσταση•. 

Τών  ποδών  ό  μέν  αριστερός  ώς  κεκ()υ(('ΐομένος  προέχει  τής 
έσθήτος  καλυπτούσης  τόν  ταρσόν,  και  ιρέρει  σανδάλιον  μετά 
ζνγών  υπέρ  τοίις  δακτύλους,  κατασκευασΟέντ(ι)ν  χιοριστά  και 
.-τροσικι  ϊ)έντ(•)ν  και  ιίλοις  (εις  μετά  τετραγιίινου  τομής  είναι 
έμηανέστατος  έ.πι  τοϋ  παραμέσου  δακτύλου).  Τοϋ  δεξιού  πο- 
δός, όστις  βαίνει  κατά  τήν  κατακόρυφον  τοϋ  κέντρου  τοϋ  βά- 
ρους και  βαστάζει  τό  σώμα,  προέχουσι  τής  έσθήτος  μόνον  οί 
τρεις  πρώτοι  δάκτυλοι   έν  μέρει.  Σανδάλιον   δέν  διακρίνεται. 

Τ<)  άγαλμάτιολ'  είνε  περιβεβλημένον  .τρώτον  ί(ι)νικόν  χιτώνα 
ή  χιτιιινίσκον  χειριδιοτόν.  όστις,  καταλείπιιιν  γυμνόν  τόν  λαιμόν 
και  τι  τοϋ  άνιιι  μέρους  τοϋ  στι'ιθους,  φαίνεται  ένταϋθά  τε  και 
κατά  τους  βραχίονας.  Αί  πτυχαΐ  αύτοϋ  είναι  κυματοειδείς  και 
στεναί  καθώς  λεπτοϋ  λινοΰ  υφάσματος  ούλου  (οΓέρι•),  δχθοιβος 
ίΙιοΓίΙιΐΓύ)  όέ  έκ  διαφόρου  κράματος — ϊσιυς  (Ιργυρούχου — άμαυ- 
ροϋ  χρώματος,  έιιπαιστικώς  έληρμοσμένος,  .περιίΐέει  έμπρο- 
σθεν τό  ί'πύ  τόν  λαιμόν  μέρος  και  τήν  συρραΐ)  ήν.  τήν  κατά 
τί)ν  δελτοειδή   κίΐτερχομέ\'η\'  μέχρι  τοϋ  μέσου    τοϋ  βραχίηνος. 


μέχρις  ού  είναι  και  τύ  μήκος  τών  χειρίδιον,  <!ις  δεικη'ιουοιν  αΐ 
έπΙ  τοϋ  .-τίχ•ακος  VI  δύο  <(ΐ•ιτοτυπικαϊ  όψεις.  Έπί  τοϋ  χιτώνος 
περιβέβληται  τό  άγαλμάτιον  βαρύν,  έρεοϋν  βεβαίοις,  πέπλον, 
κλειστόν  καΟ'  έκάτερα  και  πε.πορπημένον  (πόρπη  ή  .-ιερόν»} 
δέν  φ(ΐίνεται)  κατά  τυύς  ώμους,  επικειμένου  τοϋ  οπισθίου  (ιε- 
ρούς έπί  τοϋ  προσθίου.  Άν  είναι  έζωσμεΛ'ον,  Λέν  φαίνεται, 
διότι  τό  (ΐπόπτυγμα  τοΰ  πέπλου  έφαιπλοϋται  εμπρός  μέν  και 
οπίσο)  μέχρι  κίίτιυ  τής  όσι^ύος  τόσον,  ώστε  νά  καΙ)ιστ<]ί  «ιύτήν 
α((ανή,  κατά  τά  πλάγια  δέ  έτι  μάλλον,  μέχρι  τοϋ  (ΐέσου  τ<ον 
μηρών  έκ  τής  άποστενιίισειος  όμιος  τών  πτυχών  τ<ιϋ  πέπλου 
κατά  τήν  όσφύν  εξάγεται,  ότι  είναι  έζοιβμενον.  Έπ'ι  τοΰ  στή- 
ίΐους,  (ίπερ  ίχρχαϊκώς  ΰπερμ(ΐζι/ι  και  έχει  τους  μαστούς  άγαν 
μεμακρυσμένους  άπ'  άλλήλ(•)ν,  τό  άπό.πτυγμα  δεικλα'ιει  άνιυ  τί|ν 
σί'νήίΐη  βράχε  ϊίΐν  έ-κπίπτουσαν  κατά  τό  μέσον  πτυχή  ν,  άπλοϋ- 
ται  είτα  (Ιπτυχον  κάτι»  αυτής  ώς  και  όπίσοι  κατά  τό  ά\•τί- 
στοιχον  μέρος  και  (ΐόνον  κατά  τά  πλάγια  σχηματίζεται,  ώς 
και  τό  λοιπόν  (ΐέρος  τοΰ  πέπλου,  εις  κατακόρυφους  ευρείας 
αύλακιόδεις  πτυχτίς  άνευ  διαμέσιον  κυ(ΐάνσε(ιιν.  'Οπίσιιι  ή  ερ- 
γασία είναι  πιος  άδς)οτέρα. 

Τό  κάτ(ι)  μέρος  τοϋ  πέπλου  έχύί)ΐ|  καθ"  αυτό,  συνεκολλήίίη 
δ'  έπειτα  ^ιετά  τοΰ  άποπτύγμί/ιτος.  Χυτικά  αμαρτήματα  τής 
έπιδερμίδος  τοϋ  έργου  διορΟοΰλται  διά  βυσμάτοιν  (1»)>.•*(;1ί^ 
συλήΟιος  τετραγ(ί)ν(υν,  ΰφ'  ά  κρύπτονται  πολλάκις  αί  κορυφα'ι 
διαμπερών  ί'ιλιον,  !>\  αί  ακίδες  φαίνο\•ται  ενίοτε  εντός  τής  κοι- 
λότητας τοϋ  (ίγάλματος  (μία  κατά  τό  πρι'ισθιον  μέρος  τοϋ 
δεξιοϋ  ώμου  και  ετέρα  μεταξύ  τών  μαστών.  ΙΙρβλ.  τόν  ήλον 
τής  κεφαλής  και  Ι.ϊ;ο1ι21  έν  Β.  Ο'.  Η.  1891,  α.  471  έξ.).  Διορθώ- 
ματα  τετράγΐιΐνα  διακρίνολ-ται  και  ά/.)Λΐχοϋ,  ώς  1  έπί  τής  τρίτης 
πτυχής  τοϋ  άποπτύγματος  έιιπρός  -/.ατά  τόν  κΐίρ.πύν  τής  δε- 
ξιάς χειρός  (ιχπέπεσε  τό  βύσμα),  1  κατά  τ<)  αυτό  περίπου  ι"•ψι>ς 
έπ'ι  τής  ευρείας  επιφανείας  τοϋ  άποπτύγματυς  έν  δεξυ^ί,  1  έπΙ 
τοϋ  αριστερού  μαστού,  1  έν  δεξι^  αύτοϋ  όρΟογώνιον,  έτερον 
παρ'  αυτό  δεξιά  καΐ  2  έπ'ι  τοϋ  άριστεροϋ  βραχίονος  μά/.λον 
τετράγιονα,  όπισθεν  δέ  1  έπί  τοϋ  ά.ποπτύ'^ματος  άρ/ομένου  εΛ' 
(ΐριστερά  κατά  τ()ν  ιίριστερον  βραχίονα,  1  κατά  τίρ•  άριστε- 
ράν  ι;)μοπλάτην  και  1   μέγα  κατά  τήν  όσφίΛ•. 

Ουδεμία  προσπάθεια  καταβάλλεται  προς  ύποδήλιιιηιν  τοϋ 
ΰπό  τήν  έσθητα  σώματος  πλην  τοϋ  στήθους.  Αί  χείρες  άντι- 
θέτιος  προς  τήν  λουτήν  κατά  τό  στήθος  και  τήν  πτύχοισιν  άρ- 
χαϊκήν  αυστηρότητα  είναι  λίαν  εύπλαστοι.  Και  ή  μέν  δεξιά 
καταπίπτει  συγκλείουσα  άβιάστκις  τυίις  δακτύλους,  ώς  ει  έκρά- 
τει  οίνοχόην.  (μία  ύπή  έν  τή  παλάμη  και  δύο  κατά  τόν  άΛΐί- 
χειρα  είναι  ή  λείψανα  προσιιλιόσείος  ή  φθορά).  Ή  αριστερά 
κάμπτετίίΐ  κατά  τόν  αγκώνα  όριζοΛτίως  προς  τά  πρόσιο  και 
έχουσα  άναπεπταμένον  τό  θέναρ  έκράτει  πιθανώς  φιάλην  ι'λ• 
διαθέσει  σπενδούσης  ή  οινοχόου  (πρβλ.  'Εθ\'.  μουσ.  αίθ.  άναθ. 
ά\αγλ.  1386=^Κο^^^1ι.■Γ,  Ι^ϋχ.  έν  λ.  Ιΐβτο.ϊ  σ.  2δδ8,  Είκ.  4.  Έφημ. 
Αρχ.  1883  πίν.  2.  Κυηηαη^ΐβτ,  ΒβίοΗτ.  άβτ  ΒογΙ.  ν3ϋ<;η53ΐηιη1, 
2706,  3141.  Μοηυηΐι;ηΙί  ίηε<1.  Ι,  π.  52.  ΒββοΙίΓβίΙιιιης  άβτ  αηΐίΐί. 
8αιι1ρίιΐΓβη,  Βετϋπ  1891,  Ν'°  814).  Τρήμα  διαιιπερές  υπάρχει 
έν  τώ  μέσιι)  τοϋ  θέναρος  προερχόμενον  έκ  τής  πάλαι  συ^^1- 
λ(ί)σε<ι)ς  τής  φκίλης   . 

'    Ίδέ  και  Έφημ.  '.\ρχαιολ.  1902,  πίν.  14  και  10-^. 


41    — 


Ό   ί}>/παυρΐ)ς   των  Άντικνϋι'/ραη• 


χειρός,  ώς  αν  έκράτεί-  εν  αύττ|  Γριάλιιν — νΓη'  έλ- 
λείπουσαν — ,  εξ  ης  εαπενδε  κ?α'νων  αυτήν  προς 
την  γήν.  Της  προς  τα  κάτω  ορερομΡΛ'ης  αριστε- 
ράς οι  δάκτυλοι,  πάντες  σώοι,  είλ'ίχι  τοιουτοτρό- 
π(ος  συνεσταλμένοι,  άστε  πάντες  μεν  όιιοΰ,  σί'ν 
στυλίσκω  έφηρμοσμένφ  εν  τΓ|  παλάμη,  άφήνοΐ'- 
σιν  εν  μέσω  αυτών  μέγαν  ανλόν,  ό  δε  ιιέσος 
δάκτυλος  εξέχων  τών  λοιπών  σχηματίζει  ιιετά 
της  ράχε(ος  αυτών  έτερον  έ?^άσσονα  αϋλόν. 
Ώς  δι-  διδ(/σκουσιν  ημάς  σπάνια  τίνα  αγάλ- 
ματα '  και  νομισματικοί  τύποι  '\  την  αύτην  δκί- 
ΟεσίΑ'  τών  δακτύλων  παρουσιάζοντες,  δια  με\' 
τοΓ'  μείζονος  αύλοΰ  διήρχετο  τόξον,  τω  στυ- 
λίσκιΐ)  και)ηλω[ΐένον  εν  τη  χειρί,  δια  δε  τοΰ 
ελάσσονος  βέλος.  Επειδή  δε  ταύτα  είκονίζου- 
σιν  Απόλλιονας,  συ(ΐπεραίνομεν  οτι  κα!  το 
ήμέτερονάγαλ[ΐάτιον  παριστά  τδ\'  αϋτδ\'  νεαρο\' 
{)εόν,  τοσοιΊτ(ΐ)  [ΐάλλον  και) '  οσο\'  προς  τοΰτο 
συμφ(ΐ)νεΐ  κάλλιστα  και  πάλ'  τδ  λοιπδλ'  τ(ΐΰ 
αγαλματίου  παριίστημα  ^.  ()ί  ό((  ι)αλ[ΐοί,  οί  [ΐα- 
στοί  καΐ  τα  χείλη  μετά  τών  όδόντιον,  νϋν  απο- 
λεσΗέντα,  ήσαν  πρόσθετα,  ϊσως  εξ  άργύροτ)  «)ς 
τα  τοϋ  γνίοοτοΰ  χαλκίνου  άγαλικίτίου  τοπ  ιιετά 
κριοϋ  Έρμου  '*.  Τδ  μετά  τήλ'  (ίπ(ί)λεΐ(ίν  τ(ο\' 
χειλέοη'  καΐ  όδόντω\'  απόμειναν  κενύν  είλ'αι 
τόσον  μέγα,  ώστε  έξάγομεν  ότι  τδ  στόμα  τοΰ 
ί)εοϋ  είκονίζετο  κατά  το  ήμισυ  άνεωγιιένον,  όπερ 
άν(ί[ΐΐ[ΐνήσκει  ημάς  δτι  μνημονεύεται  καί  τι 
άγαλμα  Άπό?ιλ(ονος  κεχιρ'ότος'^•  Προς  τούτοις 
άποκεκρουσμένη  είναι  \'ΰν  ή  άκρι/.  τής  ρινός, 
έιρΟαρμένΐ)  δε  ή  έπιδερμίς  τοϋ  αριστερού  πο- 
δός. Κατά  δε  τά  λοιπά  ή  διατήρησις  τοΰ  ('χγαλ- 
ματίου  είναι  αρίστη. 


'  Ββ5ο1ΐΓοί1)ΐιη5  ιΙοΓ  απίϊΐίΐ-η  ΒοιιΙρίυΓοη,  ΙΚτΗιι  Ι8!Π,  Ν'"  Λ1.— 
υνθΓΐ3ρο1ι,Κιιη•-(ιη>ΊΚο1ο2ΐι;  Βά.  ΠΙ  ( Αροΐΐοη  )  ρ.ΐ'ι'Ο.  -8.  Κοίη&οΐι, 
ΚέρΐϊΓίοίη.•  (Ιο  1ϋ  ^.ΐαίιιαίΓο  Π  ρ.  104,•2.— Ί6ί  κ(ά  τον  ΙΙάριν  τοϋ  ρν 
Μονάχω  μουσείου :  ϋηιηη,  ΟβδοπρΙίοη  γΙκ  Ια  ( ϋγρΙηΐΗέιιιιι;  Νο  (ί(ί. 

-   ΟνεΛεοΙ:  ε.  ά.  Μϋηζΐϋίοΐ  Ι,  ■>4,  και  ίΙΙ,  ».  44. 

'  Πβ?..  τό  έκ  Βονιονίας  /(ΐλκοΰν  αγα/,μάτιον  τοϋ  Νομισμ. 
μονσείοιι  τών  Παρισίιον :  Βίΐΐιοΐοη -ΒΙαηοΗϋΐ,  Οαΐαΐο^υο  ιΐο- 
ΙϊΓοηζς•^  αηΙίςιΐί-Ν  «Ιο  Ιϊ  ΒίΙιΙίοίΗ.  Χαΐίοηαίε  (ΙΉγι^  1<Η!•5),  98  Ληι. 
εχρί.  1  Π.  :ί,  158,  καί  τό  έκτου  Κουρίου  τής  Κύπρου  χαλκοϋν  «γα/.- 
μάτιον  Απόλλωνος  άπεικονισΟέν  παρά  Οοδηοΐ»,  Ογρτυ»,  ρ.  ;!4Γ). 

*  33ΐΐΓΐ)υαΙι  <1β5  ΑτοΗβεοΙ.  Ιηδί.  1887,  ρ.  \?,'Λ  Ταί.  9. 

■^  Πολεμοη-,  παρά  Κλήμεντι  τφ  Άλεξαν..  Ποοτοεπτικίκ, 
ορλ.    117. 


Ή  επεξεργασία  τοΰ  αγαλματίου  τούτου, 
δπερ  εϊνΐιΐι  τδ  (ΐρχαιότερολ'  πάντο)ν  τών  Αντι- 
κυθηραϊκών,  είναι  τελειότατη,  ουδέν  βύσικ/. 
παρουσιάζουσα,  ή  δε  τεχνοτροπία  αύτοΰ  ιχνήκει 
ασφαλώς  είς  τά  μέσα  τοΰ  Ε'  αιώνος  π.  Χ.,  κα- 
λώς δ'  άνεγνο)ρίσ{Ηι  αΰτη  —  πάντίον  τ(Τ)ν  άρ- 
χαιολόγίΟΛ'  έ\'  τούτιο  συμφοινούλαων  —  ώς  ή 
Πο?α)κλείτου  τοΰ  Άργείου,  ου  σαφώς  βλέ- 
πομεν  εν  τώ  παρόντι  έργω  τδ  τετραγωνικώς 
ίσχυρόν,  ήρεμον,  ασφαλές  και  μαθ^η^ιατικώς 
ακριβές.  Πάντο^ς  δε  ει  μί]  έξ  αυτών  τιον  χει- 
ρών τοΰ  Πολυκ/^είτου,  όμως  έκ  τοΰ  έργίίστη- 
ρίου  αύτοΰ  ΰά  έξήλΟεν  δ  νέος  ούτος  μαργαρί- 
της τοΰ  Έιΐνικοΰ  ήμο)ν  μουσείου! 

19.  ΛίοΜΗΛίΐΣ  (ΙΙίναξ  VII) '.  Άγαλμάτιον 
ι"ν|ιοιις  0,4;),  εϊκονίζον  άνδρα  άγένειον,  προτεί- 
νολ'τα  τον  δεξιδν  πόδα,  ου  εΐναι  κΐίτά  τδ  ήμισυ 
έφ{)αρμένος  δ  [ΐέγας  δάκτυλος,  και  βιχίλ'οντίί 
ήρεμα  αϊΧά  μετά  σθένους  καίπροφυλάξεως. Τοΰ 
αριστερού  ποδός  ελλείπει  τδ  άκρον  μετά  πιητιολ' 
τών  δακτύλ(ον.  Τήν  κεοραλήν,  περί  ήν  διάδη[ΐα, 
στρέφει  ό  άνήρ  [ΐικρόν  τι  προς  αριστερά  (χπει- 
λητικώς  βλέπ(ΐ)\'•  τη\'  δεξιάν,  ής  ελλείπει  δ  (ϊντί- 
χειρ  κΐίΐ  ή  φάλαγξ  τοΰ  όνυχος  τοΰ  μικρού  δΐί- 
κτύλου,  έχει  μικρόν  προτεταμένην,  ώςάν  έκράτει 
έλ'  αύτη  ξίφος  γυ^ινδν  ετοΐ[ΐος  προς  μάχιιν  πρδς 
τοΰτο  δε  συμ(()θ)νεϊ  καί  ή  Οέσις  τών  διχκτύλιον 
τής  δεξιάς,  έιρ'όσον  σα)ζονται.Έν  τή  κεκαμμένη 
(ίριστερά.  ής  έλλεί-τουσιν  δλοι  οί  δάκτυλοι 
κΐίΐ  περί  ί'ρ'  έλίσσετίίΐ  ή  (ίπί)  τοΰ  αριστε- 
ρού ώ[ΐου  ήρτιιμένη  χλαμύς,  έκράτει  άντικεί- 
μενόν  τι.  όπερ  ήτο  κεκλιμέ•\'ο\'  επί  τοϋ  πήχεως 
και  δια  τοΰ  βιχρους  έπίεζε  και  παρεμέριζε  τδ 
έπι  τοϋ  βραχίονος  [ΐέρος  τής  χλαμύδος. 

Οΰτ(ι)  τί)  δλο\'  τοΰ  τύπου  συμφιωνεΐ  [ΐέχρι 
τών  έλαχίστιον  πρδς  τον  κ()ΐν()τοίτο\•  τώ\'  τύπ(ΐ)ν 
τοΰ  Άργείοχι  ήριοος  Λιομήδους,  (γέροντος  εν 
μεν  τή  αριστερά  τδ  τρωϊκδν  Πα?^,λάδιθΛ' — όπερ 
κατόπιν  άνέΗηκεν  εν  "Αργεί  '■ — ,  εν  δε  τή  προ- 
τεταμένη δεξιά  ξίφος  γυμνόν,  ετοίμου  δντος  πρδς 
ά[ΐυναν  κΐίτά  τών  έχίΐρών,  διά  ιιέσου  τών  οποίων 


'  'Ιδέ  καί  Έφημ.  'Λρχ.  1!•ϋ"2.  πίνακα;  15  και  Ιβ,  Β'. 

-  1ιτιΙιοο{-Β1ιιηΐϋΐ-  αηιΐ  Γ.  (ΊατιΙηεΓ,  Χιιηι.  ί'οιηιη.  οη  Ραιι^.  |.).  40. 


42 


Ί)    Οι/ηαηηος    των  \\νιι•/(νί}>Ίη<ην 


ι'ποτίΟεται  ΰτι  μετκ  πς)()(()υλάξεο)ς  βαίνρι.  1  Ιο|)/.. 
το  ίν  τΓ|  Γλυπτοί) ήκΐ)  τοΰ  Μονίχχοί)  πααίγν(ρ)- 
πτον  άγαλμα   τοϋ    Χιοιιψ^ους,   τα  πολλά  (ϋ'>τοΓ< 


• 


κ  ι  ζ 


ό(ΐ()ΐ(')Τί>π(/.  '/ΜΛ  τοίις  ί"ντ<ΛΪη')α  (Κίκίη'ρς  .">  1 ,  .■)2,  .').■») 
(ΐπΐΊκονιζθ[ΐρνους  τρεις  (^(/.κτυλιολίίΐους  του  εν 
Ηί-ρολίλ'Ο)  ιιουσί'ίου  '. 

Λί  κ(')ρ(/.ι  το)\'  (Κ(  ίΙί/.λίΜον  τοΓ'  «/.γί/.λικ/.τίοη. 
ελλείποΐ'αί/,ι  νϋν,  \\αα\•  κνΟρτοι  (ος  και  τα  !-"πίσ)|ς 
άπο/ιεσΟεντ(χ  (ίί^οΐα.  Η  έπΙ  τοΰ  κρανίου 
κ(χτά  το  δεξιολ'  μέρος  όπί]  ητο  άλλοτε  βεβυ- 
σιιενη  κ(ί1  (Η|ρίλεται  εις  τύν  τρόπον  καθ '  δν 
εχιπ))]  το  (ϊγαλμάτιον  (ίδε  άνο)τέρω  σελ.  2!Ι). 
ΚαΟ'  δλιρ'  ?)ε  την  επιφάνειαν  αύτοΰ  ()ρ(Τ)ντ(/.ι 
πλείστα  στρογγυλά,  μ(λλιστ(/.  δε  τετράγο3να 
βύσματα  σμικρά.  ΊΙ  (^ΐ(/.τιΊρΐ|σις  της  επιφανείας 
τοΓ'  ('ί^.οΐ'  αγαλματίου  είναι  λίαν  κακή,  μη 
επιτρέπουσα  ασφαλή  κρίσιν  περί  τής  εποχής 
εις  ήν  ανήκει,  άλλ' ήτις  αδύνατον  να  εΐναι  νεο)- 
τέρα  τής  εποχής  τώλ-  ζΧιαδόχίΟΝ'. 

Έν  τή  πατρίδι  αύτοΰ  Λιομήδης  ό  Άργεΐος 
εΐχεν,  ώς  ήτο  επόμενον,  ποΚλά  άγάλ[ΐατα.  Τοΰτο 

διδάσκουσιν  ή  [ΐάς  έναρ- 


^' 


γώς  τα  νοιιίσ[ΐατα"."Οτι 
ί^ε  το  άγαλμι/τιον  ήικΐνν 


ιη'τιγραφειεντίοναγαΑ- 
ιΐ(/.τ(ΐ)\'  τ()υτ(ΐ)\'.  διδά- 
ηκουπι  σαφιώς  τα  έκ  τής 
ι /. ήτοκοίίτορικής  εποχής 
νομίσ[ΐατα  τής  πόλε(ι)ς. 
εφ• '  ών  εικονίζεται  αγ(χλ- 
ικ/.  \ΐ()ΐιήδους  άπαράλ- 
λακτον  (  Είκών  34),  ιιετά  μίΛ'ης  τής  ιιικράς 
δια(('θράς  οτι  προς  πλήρο)σιν  τοΰ  εκατέρίοΟεν 
τοΰ  νομισματικού  τύπου  κενοϋ  ό  σφραγιδο- 
γ?\,ύφος    εξέτεινε   κατά  τι    ιιάλλοχ-   τας   χείρας 


Κικιυν     34- 


8241,  κ/^Γ.  ν.)^. 

-   ΙηιΙιοοί-ΒΙϋΓηΕΓ    3ηϊ1    Ρ.    Οβηΐηι,τ    ?.  ("ι.    |ΐ.    .'!!) — 40    ρ1.   Κ. 

χι,ιπ— χι,ν. 


τοΰ  (χγ(ίλ[ΐατος.  Ηπίσης  άδιινατίον  (ώς  πάντες 
σχεδόν  (ίνεξαιρετ(ι)ς  οί  τής  έπ<»χής  ταύτης 
σ((ραγιδογλΐΜ(  οι  τη)ν  νοηισμάτίον)  νά  παρα- 
στήση  την  μικράν  προς  αριστερά  κλίσιν  τής 
κε(((χλής  τοΰ  ίΊρ(ΐ)ος  πίίρεστησεν  (ίΰτήν  εντελώς 
προς  ι/ριστερά  !•"στραμ(ΐίνην. 

20.  Εΐ'Μΐιι  ΜϊκοΗοΛΟί:  (ΙΙίνα'ί  \ΊΙΙ.  Ι)'. 
Αγαλμάτιον  έπι  βάσε<ΐ)ς  κυλινδρικής  λίιΐου 
λ(/.κ(ΐ)νικοΰ-  βαΟέος  ερυθρού,  ενεαφΐ|ν(ΐ)μενους 
έχον  τους  πόδας  έν  τω  βάΟοιο  διά  χαλκών 
έΐ(β(')λϋ)ν  (ΐολυβδο)  προσκεκολλημενίΐ)ν.  Ύψος 
(ίί'τοΰ  (Ι,2Γ»,  τής  βάσεως  δε  (Μ^ί'  '  .,,ής  διάμετρος 
Π, Ν  '  ^.  11  βάσις  προς  άσφα?νεστέραν  μεταφο- 
ράν  έχει  εις  τα  πλάγια  δύο  τετραγοη'ους  άπο((  ύ- 
σεις.  Έ/.λείπει  ό  δεξιός  βραχίων  άπό  τοΰ  ώμου 
σχεδόν  όλ(')κ/ιηρος,  προς  δε  αί  φάλαγγες  τών 
όνύχ(ΐ)ν  τής  αριστεράς  χειρός  κ(ίί  οί  ενΟετοί 
ποτε  μαστοί  τοΰ  αγαλματίου  τούτου,  ου  κ(/ι  ή 
έπιδερ(ΐις  υπέστη  μεγά?α]ν  βλάβην.  Οΰχ  ήττολ' 
όμως  διακρίνει  τις  και  νϋν  ότι  έχύθΐ)  μετ'  άκρας 
επιμελείας,  ουδέν  βύσμα  παρουσιάζον,  και  εΛ' 
γένει  ότι     ϊΐ  \νΗ.^  ρίπίπΐ}•  ά  Ηϋΐΐβ  Γηίΐ.'>ί0Γρί606->''. 

Εικονίζει  δε  εφηβον  νεανίαν  ίστάμενον  στερ- 
ρώς  έπ'  (χμφοτέρων  τών  ποδών,  ών  ζωηρώς 
προτάσσει  τόν  δεξιόν,  κλίΛ'ων  συγχρόνίος  τους 
ώμους  προς  τα  οπίσω.  Τόν  (ϋριστερόν  βραχίονα 
κάμπτει  εις  γοινίαν  άμβλεΐαν,  οις  δε  φαίνεται 
έκ  τής  θέσεως  τών  λειψάνοιν  τής  χειρός,  έκρά- 
τει  έν  αυτή  ιιέγα  τι  και  βαρύ  άντικείιιενον  έρει- 
δόμενον  επί  τοΰ  πήχειος.  Τής  δεξιάς  δε  χειρός 
έλλειπουαης.  εϊν(/.ι  δΰσκολον  ν' άναγνοορίση  τις 
ασφαλώς  τίιντΓ'.τον  τής  όλης  στάσεως,  ούχ  ήττον 
όιιως  φρονώ  ότι  ό  κ.  Βο.'ίΗ,ικ^υβΙ  *  έμάντευσε  το 
(ίληΟές  ενθυμηθείς  τόν  δισκοβόλον  Ναυκύδους 
τοΰ  Άργείου,  τοΰ  επισημότατου  τών  μαθητών 
τοΰ  [ΐεγιχλου  Πολυκλείτου.  Τα  τόν  περίφϊ)μον 
αΛ'ά  τόλ'  έλ?^ηνικό\'  κόσμον  Δισκοβόλον  ή  όρθό- 
τερον  ειπείν  'Κρμήν  όισκοβόλον  τοΰ    Άργείου 


ι   Ίδρ  και  Έφημ.  '.\ρχ.  1902.  τιίν.  17. 

-  Όμοιου    λίθου  τεμάχια  άπα\•τώσιν  έσπαρμενα  έν  "Αςίγει. 
Τίρυνθι  κα'ι  άλληχοΰ  της  Αργολίδος. 

■  Κοπαικιυ^-Ι  εν  τώ    ΙοιίΓ.  οί    Ηίΐΐ.  5ΐ.  νοί.  XXI  (!!Η)1)  μ.  35. 
^   ΑύτοίΚ. 


4Η 


Ό  ^ι/σαυρος  των  Άντικνΰ^ήρων 


Ναιικι'ιί^ους  άντιγράφοντα  αρχαία  νο(ΐίσματα, 
οία  π.  ■/.  τα  της  Φιλυτπουπό?^εο)ς  (Είκών  Ηό), 
μάλιστα    6ρ   τα    της    Ά[ΐάστρρ(ΰς  τηΰ   ΥΙόντον 


Είκών     35-  ΕΙκών     36. 

(Είκο)ν  οΗ)',  ής  τα  λ'ομίσματα  πιστώς  άντιγρά- 
φοντα  τά  περιφημότερα  των  αγαλμάτων  τοϋ  αρ- 
χαίου κόσμου,  όμοιάζουσι  μέχρι  των  ρλα/ίπτ(ΐ)ν 
πρόςτόν  τύπον  τοΰ  εξ  Άντικυί)ήρων  αγαλματίου. 

β)   Διάφορα   χαλκά  άντιχείμενα. 

21  Αστρολάβος  (Πίναξ  Χ  και  IX  <;).  Τη 
περιρργότατον  πάντων  των  'ΛντικυΟιιραϊκών 
εύρημάτο^ν  είναι  μηχάνημα  τι  χαλκοΰλ'  λίαΛ' 
πολΰπλοκοΛ'  και  προ)τοφανές,  περί  ού  σμικρόλ' 
μετά  τη\'  άνακάίαιψίΛ'  έτολμησα  να  γριίψίο 
την  εΐκασίαν  δτι  εΐναι  εΐδός  τι  (χστρολάβου.  Μη 
έχων  εΐδικάς  γλ'ίόσεις,  ίνα  σαίρώς  περιγη(η|'(ο 
αυτό,  αποβλέπων  όέ  και  ε'ις  την  μεγά?.»ιν  αύτοϋ 
σπουδαιότητα,  παρεκάλεσα  τον  προς  τοΰτο  άρ- 
μο6ιθ)τατον  εν  Ελλάδι  κ.  Περικλή  Τεδιάδιρ- 
— άλ-ίΚιποπλοίαρχον  τοΰ  Β.  Ναυτικού  και  καθη- 
γτιτήν  της  Γε(ΰδαισίας  και  Ύδρ()γρα(ρίας  έλ' 
τη  Βασιλ.  Ναυτική  Σχολή,  γνίοστόν  και  παρά 
τοις  άρχαιολόγοις  ένεκα  της  σπουδαίας  αύτοϋ 
μελέτΐ)ς  περί  της  εν  Σαλα[(,ΐνι  ναυμαχίας  -,ΪΛ-α 
μελετήση  καΐ  περιγράι|)η  αυτό.  Χάριτας  δε  πλεί- 
στας  όμο?ιογώ  αύτω  προθύμως  πράξαντι  τούτο 
και  παρασχόντι  μχυ  τό  άκόλουχί^ον  άρί^ρον  '\ 


'  ΗλΙιϊοΙι,  Ηβηηβδ  Οί5οοΙ)ο1θ5  ΛϋΓΜϋηζεη:  Λιε»ν.  'Εφΐ)|ΐ. 
της  Νομ.  Άρχ.  τόμ.  Β'  (1898)  σελ.  137  κ.  εξ.— Ίδέ  καΐ  δοΐιΐοϊ- 
ββΓ:  Νιιιη.  ΖβϊΙδοΙίΓ.  Β<1.  ΧΧΗΙ,  5.13.  ΆόΎαί.  35.— ΙιηΙιοοΓ-ΒΙιι- 
ιη«Γ:  ΖείΙδοΙίΓ.  Γ.  Νιιηι.  Βά.  XX.  ρ.  269.  Τϊί.  Χ.  2.  -ΒΓίιΐδΗ  Μιΐ5. 
€εΙ.  ΡοηΙυβ  ρ.  87,21  Ρ1.  XX.  7. -ΜίοηηεΙ,  II  393,34. 

-  Τφ  αντώ  κ.  'Ρεδιάδτ)  όορείλω  πλείστας  πολύτιμους  πλί]- 
()θφορί(χς  περί  της  ανελκύσεως  τών  Άντικυθ^ηραϊκών,πεντάκκ 
μεταβάντι  εις  Άνηκΰί^ηρη  έπ'ι  της  Μυκάλης  .  ης  έπεβαινεν 
ος  άξιι•)ματικΰς,  και  .ταριχκολουΟι'ισανιι  τά  κατά  τή\•  άνέλκυσιν. 


Ο     ΕΞ     ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΟΝ     ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ 

ΤΠΟ    ΠΕΡΙΚΛΕΟΤΣ    ΡΕΔΙΑΔΟΤ 

α)  Περιγραφή  τοϋ  όργανον. 

Μεταξύ  τών  εκ  τού  βυθού  της  θαλάσσης 
των  Άντικυθήρο)ν  έξαχίίεισών  άρχαιοτήτοιν 
συγκατίχλέγεται  περιεργ()τατον  άλλ'  (χγνώστου 
σκοπού  και  χρήσεως  οργίίνον,  το  όποιον,  καίπερ 
σχεδόλ'  καΟ'  ολοκληρίαν  κατεστραμμένολ-  έκ 
τής  μακροχρονίου  εν  τω  βυΟώ  εν  επαφή  μετά 
τού  θαλασσίου  ύδίχτυς  και  υπό  πίεσιν  πολλώ\' 
άτμοσιραιρών  διαμονής,  εν  τούτοις  ένέκρυπτε 
σύστημα  μΐ|χανικής  κινήσεως  {)αυ[ΐάσιον.  Περί 
τής  πο?α)πλόκου  ταύτιις  κινήσεως  τής  διά  τού 
εν  λ()γιρ  οργάνου  έπιτυγχανομέλ'ης  ούδα^ιοϋ 
υπάρχει  και  ή  έί^αχίστη  πλιιροφορία  οπωσδή- 
ποτε, ήθελε  δε  τούτο  αποκαλύψει  π()λύτΐ[ΐον 
αληθώς  κΐίΐ  όλα)ς  άγνωστον  σύστιμια  μηχαΛ'ΐ- 
κόν,  αν  δεν  έξήγετο  εκ  τής  Οαλάσσιις  εντελώς 
σχεδόν  κατεστραμιιένον.  Λιότι  ατυχώς  ή  επή- 
ρεια τού  θαλασσίου  ύδατος  έσχημάτισεν  όστρα- 
κο)δεις  επικολλήσεις  δαπάνη  τής  (ΐεταλλικής  ύλης, 
εξ  ής  τό  όργανον  κατεσκεύασται,  και  επομένως 
δυσχερέστατα  άποσπ(θ[ΐένας  και  ιιετά  κινδύνου 
παραμοριμόσειος  τού  οργάνου,  πανταχού  δε 
εξ  ολοκλήρου  (ΐετεβ?.ή{)ΐ)  ή  σύστασις  τού  [ΐετά?.- 
λου  υπό  τάς  άνω  επήρειας  ούτως  ώστε  λ-ά 
ί^ραύηται  κΐίΐ  εις  την  ΐλαγίατψ•  βίαν,  ην  ήδύ- 
νατο  νά  έπελ'έγκ!)  ή  χειρ  τοΰ  καθαριστού  έπ' αυ- 
τού• ένιαχού  πάλι\'  έπι  τοσούτον  εΐναι  διαβεβριο- 
μένον  τό  ιιέταλλον.  ώστε  ν'  άπολέση  και  αυτήν 
άκύ[ΐη  την  (ΐρχικήν  μορ((  ήν,  ην  έδοικεν  αχ)τω  ό 
κατασκευαστής•  τέλος  δ'αί  πολλαπλαΐ  εν  πινακίσι 
και  έ\'  εί'δει  όδΐ]γιώ\'  προς  χρήσιν,  ώς  θέλομεν 
ϊδει,  τού  οργάνου  έπιγρα(ραί,  αΐτινες  συνοόδευον 
αυτό,  είναι  σήμερον  συ(ΐπεπι?ν,η(ΐέναι  έν  (ίμόρ((  (ο 
κατά  τό  πλείστον  [κίζη. 

Τό  εύρη[ΐα  τώ\'  ΆΛ'τικυθήριον  (χποτελούσι 
\'ύ\'  τρία  κυρίως  τεμάχια  και  εις  μικρός  τρο- 
χός, χαρακτηριζόμενα  εΛ'  τω  πίνακι  Χ  διά  τών 
γραμμιχτίον  Α,  Β,  ^,  ϋ,  ούτως  ώστε  εκαστον 
τών  γραμμάτων  τούτων  να  παριστά  άμφο- 
τέρας  τάς  όψεις  εκάστου  τειιαχίου  (1-2).  Τά 


—   44 


ο  ι%ηη(ίν(}(ΐ(:  ηΤη•  Άνηχνΐ^ήηοη• 


τκ|((/.•/ΐ(/.   τ<ίΐ'Τ(<    π(ίθΓ/()\'τ(/.ι    γχ'    τίο   .τη'ΐ/.χι    ηπο 
ομίκοιινπιν    '   ,. 

Το  ΤΗ[ΐ(ί/ΐ(ΐ\•  ,\  (ίποτκ/.οϋπι  ί^ήο  όρίΙογοΊνκιι 
()('',  !."(")  •  (Γ',  ΗίΟ  ,τΓοί.τοΐ')  ΗΓΤ(/.λλικ(/.!  πλίχκρς 
<ί)σι-ι  (^ιΉ)  χιλι<)στ(ϊ)ν  ηάγρνς,  προς  άλλήλίχς  »|λ(ΐ)- 
}ΐή'(ίΐ  ()ίΊτο)ς,  ώοτκ  ν'  (Λποτρ/.ώσι  [ΐίαν  ίνκίΗ/ν 
πλάχα,  των  ϊ/νών  το)ν  ρνίοτικών  Γ|/.(ι)ν  (ίΐί/((  (/.ι- 
ΛΌ[ΐρνο)ν  ρνΐ(ί/()Γι.  'ΚπΙ  της  [ΐκχς  ον|ιι-•(ι)ς  (1) 
της  ορτίο  α/η[((χτιζομρν)ΐς  ^τλακος  περιφέρε- 
ται πρρ!  κάίΗτον  ρπι  της  πλακός  υλιλ  ν\  τω 
μρσω  αυτής  πόλον  α  [ΐίγας  ('χ^ολτίοτος  τρο/ος 
ίϊιαμρτρου  Οΐ',  1.Η1  μετά  τι•σσάρ(ι)ν  (η-ιποπλα- 
τών  άκτίν(ον  προς  όριΚίς.  Αιακρίνοντ(/.ί  που 
καί  που  ιχν))  της  ξτ'λίΛΊ)ς  πυξί^ος,  εν  η  ήτο  ρντε- 
■θειμή'ΟΛ'  το  όργανον,  ως  επίσης  καί  τις  η/ιι.ατ\\- 
ρία  (1  τηρούσα  τον  τροχον  παρίί/.ληλον  τώ 
έπιπεί)(ΐ)  της  πλακός  κατά  την  περιφοραΛ'  αύτοΰ• 
^ραίνρται  δε  ΰτι  πλείονες  τοιαΰται  σχαστηοίΐίΐ 
ένυπήρχον.  'Κπι  πλέον  εις  γ  προς  τα  δεξιά  και 
άνω  ε{')ριιτ(χι  (οσει  ή  πλήμνη  ετέρου  μικροϋ 
όδοντωτοΰ  τροχού  καταστραφέ\'τος  καΐ  ά/>.λτι- 
λουχουμένου  (ΐετά  τοΰ  μεγάίιου,  ή,  όπερ  και 
πιθανώτερον,  ή  κεφαλή  τοΰ  πόλου  μικροϋ 
τροχοΰ  έπι  της  ετέρας  οψεο^ς  (2)  όμοταγώς 
τούτω  (ρ(χινο[ΐένου.  Έκ  των  όστρακ(ο6ών  επι- 
κολλήσεων, αΐτινες  ώς  έπι  το  πλείστον  όμοιο- 
γενώς  κα?ιύπτουσι  τίρ'  οψιχ'  ταΓ'τη\'  άνίχπτ»- 
χθεΐσαι  ελευθέρως,  συνάγεται  οτι  ή  όψις  αύτη 
τοΰ  οργάνου  διετέλει  εν  ελευθέρα  επαφή  μετά 
τοΰ  θαλασσίου  ύδατος,  δπερ  διέβρ(οσε  το 
μεταλλικόν  λεπτόν  επικάλυμμα  της  πυξίδος. 
Τέλος  εις  το  άριστερόν  μέρος  της  δψεως  ταύτης 
καί  περί  το  μέσολ'  αυτής  εγείρεται  προσθήκη 
τις,  ήτις  όριο  μένη  έκ  τοΰ 
πλαγίου  φαίνετίχι  έχουσα  τήν 
(ΐορφήν  περίπου  τοΰ  σχ.  1, 
ενώ  παρ'  αυτήν  ΐσταται  εις 
στυλίσκος•  σκοπός 
τής  προσθήκης  ταύ- 
της φαίνεταιδτιεΐναι. 
Οπως  ύπο(3αστάζΊ]  κυλινδρικόν  άξονα  διαμέτρου 
3  εκατ.  περίπου,  φέροντα  εν  τω  μέσω  έγκάθι- 
<ιιν,  εντός  τής  οποίας  ένεκάθητο  κλείς  τις  τής 


μ()Π((  ής  τοΰ  σχ.  2,  δι'  ης  παρείχετο  είς  τον  ά£ονα 
τοϋτον  περιστρο<|  ική  κίνησις,  μεταδιδομέΛ^| 
πι{)ανο»ς  είς  τον  μέγαν  τροχόν  τής  1  όψείος. 
Τέλος  έπΙ  τ(•η  τροχοΰ  και  παρά  ττ|ν  προσΙ)ήκί|ν 
(((χίνετίχι  έτερος  κάθετος  έπ'αιΊτοΰ  διπλούς  στυ- 
λίσκος ίΜ|)ους  ώσεί  .>  εκατ.,  όρι'ζο)ν  οίονεΐ  σκο- 
πευτικήν  γραμμήν  παρά  τήν  προσθήκην  ταύτην. 
Τοΰ  αύτοΰ  τεμαχίου  Α  ή  2  όψις  παρέχει 
τά  πλειότερα  ίχνη  τού  πολυπ?.ί)κϋ)τάτου  μηχα- 
νήματος έπι  τής  ετέρας  των  δήο  ,τλακών,  α'ίτι- 


Σχ.    Ι     (Είχ.    37).      Σχ.    -.     (Είκ.    38) 


Σχ.    3.     (ΕΙκ.     39) 

νες  (χποτελούσι  το  τεμάχιολ'  Λ.  Ή  όψις  αύτη 
(σχ.  ."{)  (χποκαλύπτει  κύκλο\'  διαμέτρου  περί- 
που (>'',  104  περί  πό/Λΐν  ε,  τού  οποίου  ή  όδον- 
τιητή  περιφέρεια  φέρει  έπ'  αυτής  δακτύλιον 
επίσης  όδοντοίτόν,  όμόκελαροΛ'  τω  κύκλο)  καί 
έ^τικεκολλημέλ'ον  αύτω  κατά  τι  μικροτέρας  ή 
αυτός  διαμέτρου.  Ο  όδοντ(οτός  ούτος  δακτύλιος 
φέρει  όρθογιονικάς  δύο  ετέρας  [ΐικράς  έξο- 
χάς  ζ.  Τό  ήμισυ  σχεδόν  τοΰ  κύκλου  τούτου 
μετά  τών  όδοντοιτών  περιφερειών  έλ?χίπει,  άπο- 
σπασθέν  [ΐετ'  άλ/.ου  τεμαχίου  [ΐή  εύρεΟέλαος. 
ΈπΙ  τοΰ  κύκ/.ου  τούτου  ευρίσκεται  έ,πΐ  πλέον 
εις  μικρός  οδοντωτός  τροχίσκος  η  διαμέτρου 
ώσει  Ο'*,  028,  συγκρατούμενος  διά  τίνος  σχα- 
στηρίας  τηρούμενης  είς  τΐρ"  θέσιν  διά  τής 
έφηλίδος  θ,  ενώ  εις  γ  διακρίνεται  μικρός  τροχί- 
σκος, ου  ή  κεφαλή  τοΰ  πόλου  φαίνεται  έπΙ  τής 
όψεως  1  είς  γ.  Ό  τροχίσκος  η  φέρει  έντομήν 
τετραγο}νικήν  ι,  ήλληλουχεϊτο  δ'ούτος  μεθ' ετέ- 
ρου τροχίσκου  κεκα/^υμμένου  και  ευρισκομένου 
περί  τό  κέντρον  ε  τοΰ  κύκλου  μετά  τών  οδοντω- 
τών περιφερειών  καΐ  υπέρ  αυτόν.  ΈπΊ  τής 
δψεο^ς  ταύτης  και  είς  κ  διακρίνεται  σύμβολόν  τι 
προέχον  τής  μορφής  ΡΙ,  δπερ  κατά  πάσαν 
πιθανότητα  άνήκεν  είς    τήν   έσοηερικήν   όι|ιιν 


45 


Ό   ϋ•ησανρος  των 

της  έτέρ(ίς  π?ιακός  τοϋ  αύτοΓι  ιρμαχίου,  ένφ 
προς  το  μέσον  της  όψεως  κλότιις  καΐ  πρύς  τα 
κίίτω  ευρίσκονται  /νρίψανα  επιγραφής.  Τέλος 
όρωμένου  πλαγίως  τοΰ  τεμαχίου  τούτου  φαίνε- 
ται οτι,  ύπο  τον  κύκ/ιον  είιρίσκονται.  έπι  τοΰ 
αύτυΰ  πόλου  ε  τοϋ  κύκλου  ί)ύο  τροχίσκοι  ?)ια- 
μέτρο)ν  περίπου  (>',  02^'^  και  ()'\  020,  εξ  ων  6  εις 
ή/ιληλουχεΐτο  με9  ενός  (Η^οντιοτοϋ  τροχού  περί 
πόλον  τον  λ  υπό  τόν  κύκλοχ'  ιιετά  των  οδον- 
τωτών περιφερειών  εύρισκό[ΐενον  και  μη  φαινο- 
μένου εν  τώ  σχι'ιματι,  ό  δ '  έτερος  ϊαίος  ή/νληλου- 
χεΐτο  μεί) '  ετέρου  τροχίσκου,  ου  6  π()λος  μόλις 
διακρίνεται  εις  μ.  Εις  ν  τέλος  διακρίνετίίΐ  ίχνος 
ενός  έν(οτικοΓι  των  δύο  πλακών  ήλου. 

'Γό  τεμάχιον  Β  παρουσιάζει  όμοίίος  δύο 
άξιοσΐ]((εΐ(ότους  όψεις.  Επι  της  Ι'ΐ^  όψειος. 
ί'ΐν  παρέχομεν  επίσης  και  έν  πίν(χκι  IX  ((>)  εις 
τό  πραγματικόν  μέγεθος,  ((κίίνονται  (χσ(Χ((ή 
λίίχν  τμήματα  επιγραφής  εκ  τής  όπισιΊίίχς 
όψεως,  επομένως  αντιστρόφως,  ατινιχ  μετά  κό- 
που ά\'(χγνο)σΟέντα  υπό  τοΰ  κυρίου  Σβορώνου 
τή  βοηΟεία  εν  τισι  τοΰ  κ.  Α.  λΝΊΙΗ^Ιηι  εχουσιν 
(ος  εξής  εν  εύθείςχ  (χντιγραφή  : 

1    ΕΑΝΤΗΝΔ  .... 

ΔΕΚΑΥπΟΛ  .  .  . 

ΥΠΟΔΕ  

Α 

Γ)  Ε    


10 


.    ΟΑΛ 

ΠΡΟΕΧΟΝ.  .Σ.  . 

φΕΡΕΙΩΝ 

Ιί")  ΤΟΣΤΟΔΕ   .... 

ΤΗΣΑφΡ 

ΤΟΥ  .  .  .  .  Σ.  .  .  . 

ΓΝΩΜΟ Υ.  .  .Σ 

ΗΛ10ΥΑΚΤΙΝ ΝΗΛΙΟΝ 

2'» ΥΑΡ -ΤΟΔΕ  .  ΑΠΟ 

ΜΕΝ 


24 


ΔΕ  .  ΟΝ 
ΜΕΝΑ  . 


Άντικνΰ'ήρων 

1  Έάν  την  δ(ιοπτείαν  ί'ι  ί^ίόπτραν;)"   .. 

δέκα   ί>πολ(ογίζειν ;) .  .  . 
ύπο  δρ  την  .... 

(Ι 

Γ)  κ 

(στίχοι  Π- 11   ολοσχερώς  έφι'^αρμένοι) 
.  ύ  (1λ  .  .  .  . 
προέχον  [το]  ς  .  . 
[.τκρι]φερεΐ(Τ)ν  .... 
1  :>  τος  το  δε  .  .  . 

της    \\φρ  .  .  . 

ΤΟΙ'    .    .   .   .    ϋ 
[|ΐΐ)ΐοο)νν(ομό(νιον),  (ΰταν)   {ι[πΕι^σ[^ι)0^1^ν(ις  ϊήης  τάς  τοϋ| 

ί|λίοΐ'  (ίκτϊν[(χς  εξ  ώ(;)]ν  ήλιον  .  .  . 
:2Ι )  ι•«ρ τό  δε  .  (χπο 

μεν 

......   δε   .   ον 

'2-1         μεν(/ 

Έπι  τής  2  όψεχος  τοϋ  αΰτοϋ  τε[ΐαχίου  φαί- 
\Ό\'ται  πλείονες  ομόκεντροι  βαθέως  κεχαρα- 
γ[ΐέν()ΐ  κ(χι  κατά  Ο'',00(Ί  (ΐλλήλο)ν  διεστηκότες 
κύκλοι,  οΐτινες  πιθαΛ'ώς  έχριισίμευον  ώς  ίί)υν- 
τιιρί(χι,  έφ'  ών  έβάδιζε\'  ακίς  τις  εύρισκο[ΐέν)ΐ 
εις  τό  ετερο\'  τών  περάτίον  διχαλωτοΰ  πολυ- 
σιη'θέτου  δείκτου  δ,  κι\Ί|τοϋ  περί  άξονα  τίνα 
β  εκκέντροκ  προς  τόν  άξο\'α  α  τώ\'  ό[ΐοκέν- 
τρ(ον  κύκλίον  δκχτεταγμένον  κιχί  δι'  όδοντο)- 
τών  τροχίσκο)ν  έ((θ)διασμένον,  0'',υ2.">  δε  διαμέ- 
τρου. Ύπό  τΟλ'  (χξολ'α  α  διακρίνονται  (οσεί  Ι'χνη 
ετέρου  οδοντωτού  τροχίσκοΐ'  εκ  τοΰ  π/παγίου 
όρωμένου  τοϋ  τεικχχίου. 

Τό  τεμάχιον  Ο  επί  μεν  τής  1  όψεως  φέρει 
ϊχνη  έπιγρα(('ής  κατ'  ευθείαν  άναγιν(οσκομένης, 
εξ  ής  ό  κ.  ΣβορώΑ'ος  διέκρινε  μόλις  τά  γρχχμματίχ 

πο . 

ΙΚΟΜΑ 

ΙΝΩΝ  (λευκόν) 

(μΪΓΧ  λεΐ'κή  γρίίμμή) 
ΞΩ  .  .  .  ΤΑΝ 

οπ 

ήτις    έπιγρ(χ«ρή     είναι    τμήμα     πλειόνίον    επι- 
γραφών, επί  δε   τής  2   ότΐίεοϊς  ενα  προέχοντα 

'   Ίίς  -Ίοός  τάς  συ(ΐπληρ(ΐ)θκι;  ιΛκ   τ)|ν  ίν   σελ.    .")υ  σΐ)|ΐκκι>- 
σιν  1  τοΜ  κ.  Σβορίόνου. 


—  46 


'()    ///^(ΐίί/ι/ίΛ^    τ(7ιι•  '.ίΐ'τικιη'^ήοίιη• 


ανκλον  λλ.  ου  το  κι'ντρον  τύρίσκεται  ι-ίς  κ,  τρ- 
(η'ονκ/.  κτρραν  π{}θΐγ()νπαν  7Μμπνλ\]ν  μμ  κατά 
το  οχ.  4.  Π/ιΐ|οίον  τοΟ  κέντρου  τοϋ  προέχον- 
τος κύκλοι»  (χν(ΐιγιν(ί)σκΓτ(χι  κν  Τ,  (((/ήτται  ί^ί•• 
κινουμίνΐ)     και    |'5(χίνονισ(χ    άπο     τοΓ»    οημείου 

α,  εύρισκο[ΐίνου  εις 
άιτόστί/σίντινίί  (/..το 
τοϋ  κρντρυυ  κ,  ώοεΙ 
γραφίς  τις.  'Λπο 
τοϋ  πόλο  1 1  (ΐ.  της 
γραφίδοςταύτΐ|ς  ο)ς 
\ρ  από  κέντρου  ήτο 
ίΗ'τος  τοϋ  προέχον- 
τος κύκ/.ου  έκκεν- 
τρος προς  (χπτον  έγγργρ(ί[ΐ(ΐέ\Ός  μικρός  κύκλος 
νν  άπεσπίίαμένος  ήδη,  ου  Ί'χνος  [ΐόνολ'  (ίΐιυόρόν 
άλλα  χαρακτηριστικόν  ί)ια((Γχίνρται. 

Τέλος  ό6οντ(οτός  τροχιακός   ϋ  (όαεί  0^022 
διαμέτρου  φαίνεται  συ(ΐ.τλΐ|ρο)ν  το  όλον. 

β')    Παρατηρήσεις  περί  τοϋ   οργάνου. 

ΙΙ(/.ρατιιριιτέον  νϋν  ; 
Α')  "Οτι  τό  όργανον  έ(ρέρετο  εντός  Ηυλί\'ης 
πυξίόος,  (ΐκριβώς  ώς  αιμιερον  φέροχ'ται  έπι 
των  πλοίων  τά  προς  χρήσι\'  αυτών  νίίυτικά 
όργανα,  και  ότι  ήτο  τοΰτο  έφωδιασμένον 
δι'  όδηγκΤη'  χρήσεως.  Ότι  δε  αί  όδηγίαι  αύται 
<χφεώρο)ν  εΙς  τό  εν  λόγω  όργανον,  καίτοι  εκ  τοΰ 
γεγονότος  [ΐόνον  ότι  αί  εν  έπιγραφαΐς  έπι 
πινακίδ(ον  όδηγίαι  εύρέ{)•τ]οα\'  επί  τοΰ  αύτοΰ 
ακριβώς  εις  ό  και  τό  όργανον  ση[ΐείου  συ[ΐ- 
π;επιλημέΛ'αι  και  άρρήκτως  μετ'  αΰτοΰ  συν- 
δεδεμέναι  τεκ[ΐαίρεται,  έπι  πλέον  άπυδείκνυται 
έναργώς  εκ  της  εικαζόμενης  ϋέσεως,  ην  τά 
τεμάχια  ειχον  προς  άλληλα  ευρισκόμενα  εν 
τώ  βυθφ,  ένθα  μεταξύ  των  τεμαχίων  τούτων  Α 
και  ^  άφ'  ενός  και  Β  αφ'  ετέρου  ήσαν  αί  έπι- 
γραφαί,  ώς  εξάγεται  εκ  τών  εξής  συλ?ιθγισμών. 
Επειδή  ή  έπι  της  1  όψεως  τοΰ  τεμαχίου  Γ 
σχεδόν  κατεστραμμένη  επιγραφή  άναγινίόσκε- 
ται  απ'  ευθείας,  φανερόν  ότι  ή  2  όψις  τοϋ 
αύτοϋ  τεμαχίου  €  εύρίσκετο  εν  επαφή  μετά 
της  2  όψεως  τοϋ   τεμαχίου   Α,  έφ'  ου  ομοίως 


τ('>τε  απ'  εύ{)εί(/.ς  καϊ  όμοτ(χγ(Τ)ς  ((>αίνονται  τά 
γράμΗ(/.τ</.  τοΰ  προς  τό  μέσον  της  όψεο)ς  2 
τοϋ  τε(ΐαχίου  Α  τμήιιατος  επιγραφής,  διακρί- 
νονται δε  καί  τινί/.  (/.π()τυπ(όιιατα  έκ  της  2  όι|)είι)ς 
τοϋ  τεμαχίοΐ'  (.  Τέλος  επειδή  ή  έττι  τής  Ι 
όψρίος  τοΰ  τε(ΐαχίου  Η  επιγραφή  άναγιν(ί)- 
σκετ(/.ι  (/.ντεστραμ^ιένη,  φανερόν  ότι  ή  όψις  2 
τοϋ  τεμαχίου  Β  ύπερέκειτο  οΰτϋ)ς,  ώστε  μετα'ίύ 
τοϋ  τεμαχίου  τούτου  Β  και  τών  λοιπών  δύο 
Α  και  €  έ[(εσολ(χβει  ή  έπιγραηή,  ήτις  πιίΐα- 
νόν  νά  μή  ήτο  μία  αλλά  πλείονες.  "Οτι  δε  τό 
τεμάχιον  τοΰτο  Β  άνήκεν  εις  τό  αυτό  όργανον, 
φαίνεται  και  έκ  τής  ταυτότητος  κατά  τε  τίρ• 
κατασκευήν  και  τΐ)ν  διάμετρον  τών  αξόνων  β 
(τε[ΐ.  Β,  όψις  2")  και  τής  έν  τώ  σχηματι  2  παρι- 
στάμενης κλειδός,  ήτις  [ΐετέδιδεν  εις  τόν  έπΙ  τη: 
προσιΐήκιις  (σχ.  1)  άξονα  τήν  κίνησιν.  Καϊ 
άλ/.η  τέλος  παρατι'ιρησις  έ^ικυροΐ  ότι  αί  έπι- 
γραφαΐ  άφεώροη'  εις  τό  όργανον  έπ'  αυ- 
τών άναγινώσκεται  ή  ?ιέξις  [περι]ψερειών  , 
ήτις  βεβαίως  αρμόζει  νά  αποδοί)Γ|  εις  τάς  έπι 
τής  2  όψεως  τοϋ  τεμαχίου  Β  συγκεντρικάς  περι- 
φερείας, ας  ίθυντηρίας  (ί)νο[ΐάσαμελ',  ώς  επίσης 
και  ή  λέξις  προέχον [τος]  ,  ί'ιτις  χαρακτηρίζει 
τόν  έ.τι  τής  2  όψεως  τοϋ  τεμαχίου  ^  κύκλον, 
δν  και  ημείς  προέχοντα  ο)νομάσα μεν,  διότι  πρά- 
γ[ΐατι  εΐναι  τοιούτος  έκ  κατασκευής. 

Β')  Ό  έπι  τής  2  όψεως  τοϋ  τεμαχίου  Β 
άξων  β  εΪΛ'αι,  ώς  εϊπομεν  ήδη,  τών  αυτών  δια- 
στάσεων ώς  ί|  έν  τΓ)  προσθήκΐ)  είσαγομέχη 
κ/νείς  (σχ.  1).  Εντεύθεν  τό  ένδόσιμον  δτι  πρό- 
κειται περί  τοϋ  αύτοϋ  άξονος  ΐ)ραΐ'σ9έντος  κατά 
τό  ναυάγιον  και  ότι  κατά  τήν  χρήσιν  τοΰ  οργά- 
νου τό  τεμάχιον  τοΰτο  Β  διετίί)ετο  καθέτως 
προς  τήν  έπιφάνειαν  τών  πλακών  τοΰ  τεμαχίου 
Α,  ούτως  ώστε  ό  άξων  τής  προσθήκης  μετέδιδε 
τήν  ην  έκ  τοΰ  άξονος  β  τής  2  όψεο^ς  τοϋ  τεμα- 
χίου Β  ελάμβανε  κίνησιν. 

Γ')  Ή  άναγιν(οσκομένη  έν  ταϊς  έπιγραφαΐς 
λέξις  [μοιρο]γνωμό[νιον]  παρέχει  τό  ένδόσι- 
μον δτι  τό  όργανον  ήτο  έφωδιασμένον  διά 
μοιρογνωμονίου. 

Λ)  Αί    έπιγραφαι  κατά  τόν   κ.  Σβορώνον 


47 


'<)   ϋ^ησανρος  των  Άντικνϋήρ(ον 


δυνατόν  να  χρονυλ()γ)ΐθώσι  χ.(/.ι  ιιρχρι  τών  /ρ()- 
νων  τοΰ  Μαξίμοιι  και  Γορδιανοϋ  (2;55-244 
μ.  Χ.),  ήτοι  τί|ν  τρίτην  μ.  Χ.  ?χ(/τ()\'ταετηρίδα. 
"Οσον  άφορα  ο[ΐο)ς  είς  το  σύμβολονί^Ι ,  δπρρ 
άναγινο)σκεται  ι^πΐ  τοΰ  τεμαχίου  Α  επίτής  2 
Οψεως  εις  κ,  εΐ\'(ίΐ  όξιοπαρατήρητον  οτι  τοΰτο 
δεν  είναι  Η  τέλειο  ν,  όπερ  αΰτοτε/.ώς  έξεταζόμε- 
νον  ήόΰνατο  να  έκληφθί]  ώςπαριατών  το  ζφδιον 
τοΰ  Ζυγοϋ  καθ '  ί]ν  εΐχον  οι  (ΐρχαΐοι  σιη'ήΟειαν, 
ώς  επίσης  και  οι  ΙΙέρσαι  ',  να  παριστώσι  και 
δια  γρα[ΐμάτ(ον  τα  ζοίδκχ  ώς  π/νηροφορού- 
μεθα  ύπο  Τεύκρου  τοΰ  Βαβυλοννίου  και  εξ 
είκοσαέδρου,  ου  ό  κ.  Κτίΐηζ  ΒοΙΙ  ^  πΐίρέ/ει  (<πει- 
κόνισιν,  αλλ'  οόδε  άραβικόν  γρ(ί(ΐμα  είναι 
τοΰτο.  Ύποί^έτομεν  λοιπόν  ότι  πρόκειται  περί 
σ\ΐ(ΐ|•]όλου  ή  μονογραφή [ΐατος  τοΰ  κατασκευα- 
στοΰ,  τ<')σ(ρ  [ΐάλλον,  όσω  τό  σύμβολον  τοΰτο 
κατά  τή\'  ήμετέραν  άντίλιιψιν  ευρίσκεται  επι  της 
εσωτερικής  επιφανείας  τής  [ΐιάς  τώ\'  πλακών, 
αΐτινες  άποτελοΰσι  τό  τεμάχιον  Α,  τής  ευρισκο- 
μένης εν  επαφή  μετά  τής  έσιοτερικής  επίσης 
έπιφιανείας  τής  ετέρας  τών  πλ(/.κώΛ'  τούτιολ', 
οΰτως  ώστε,  αν  δεν  έΙ)ραΰετο  τνγαίως  ή  μία 
τών  πλακών  έκείνιον  κατά  τό  σΐ) μείον  τοΰτο,  ν)ά 
παρέμενε  κεκρυμμένοΛ'  τό  σύμβολον.  Όσον 
άφορα  τέλος  ε'ις  τό  γράμμα  Τ,  τό  εΰρισκόμενον 
παρά  τό  κέντρον  τοΰ  προέχοντος  κύκλου  τής 
2  δι[)εο)ς  τοΰ  τεμαχίου  ^,  υποΟέτ()[ΐεν  ότι  και 
τοΰτο  ήτο  τεθεΐ[ΐένον  συνίίτμιατικώς,  όπως  διευ- 
κολΰνη  την  ?α)σιν  και  άρμοσιν  τοΰ  οργάνου. 
Ε')  Τό  μέταλλον  τής  κατασκευής  τοΰ  οργά- 
νου είναι  χαλκός  και  πιθανώτατα  (ΐόνον  αυτός 
είτε  καί)αρός  είτε  ακόμη  εν  κριχματι  [ΐετά 
κασσιτέρου,  οίον  (χνέκαί)εν  έξειιεταλλεύοντο 
έκ  τών  ορυχείων  τής  ^ο^η\\;ι11^^;  Φοίνικες  και 
ΡωμαΧοΓ  τοιαύτα  δ'  ήσαν  τα  κράματα  ορει- 
χάλκου τής  αρχαιότητος  καΐ  έκ  τοιούτου  ορει- 
χάλκου κατεσκευάζοντο  τά  ό[ΐ()ίας  φύσείος  εργα- 
λεία, ούδαμοΰ  δε  φαίνεται  ϊχνος  σιδήροιι,  πολλώ 
δ'  όλιγώτερον   χάλυβος. 


'    ΟίΆχάΊη,  νο)•ίΐ§ε5,  Ιοπι.  V.  ρ.  84. 

-   8ρΗ30Γ3,   Νευε    ^ΓΐεαΙι.  Τεχίε  υ.  ΙΙηΐϋΓ^ιιοΙι.  ζιιγ  (ΙεδοΗ.  <3. 
διεηιΙιίΚΙεΓ  (1!)02)  ρ.  470. 


'Ί')  Έκ  τοΰ  ότι  ό  μέγας  τροχός  τής  1  όψεως 
τοπ  τεμαχίου  Α  δεν  είναι  πλήρης  ά?ι,λ' άκτι- 
νιοτός  δύναταί  τις  νά  ύποΒέση  ότι  τοΰτο  έγέ- 
νετο  προς  έπίτευξιν  μείζονος  έλαφρότητος  τοΰ 
οργάνου,  άφχ)ΰ  άλλοκ  τε  φαίΛ'εται  έλ'  τη  κατα- 
σκευή πάντων  τ('ϊ)ν  [ιερών  τού  όργά\'(ΐυ  προσπά- 
θεια τοιαύτ))  τοΰ  κατασκειπίστοΰ. 

γ)    ΓενιπαΙ   σκέψεις  έπΙ   τοΰ   προοριομοΰ 
«αϊ  της   χρήσεως  τον   όργανον. 

Και  αν  (ίκό[ΐη  παραδεχΟώμεν  ότι  τό  όργα- 
νον εκείνο  δεν  άνήκεν  είς  τό  πλοΐον  χριισιμεΰον 
είς  τόν  πλουν,  άλλ'  ότι  άπετέλει  μέρος  τής  συλ- 
λογής τώ\'  άρχαιοτήτ(ΰν,  ήν  [ΐετέφερε  τό  ναυίί- 
γήσ(/.\'  πλοΐον  άκό|.Γη  καΐ  κατά  χρόνους  πολύ 
τΓ|ς  Γ  11.  Χ.  έκ(/.τοντ(/.ίτΐ|ρίδος  μεταγενεστέρους, 
όπ(ΐ)σδΓ|ποτε  παρατ)|ρητέον  ότι  προς  τό  έν'Αντι- 
κυΟήροις  εύρεΟεν  όργανον  παρόμοιον  ουδέν 
διε(('ύλαΗα\'  ήμΐν  αί  περιγραιραί-  άλλ'  ουδέ  την 
έλαχίστην  νύξιν  ότι  Οπήρξεν  είς  την  (χρχακ')- 
τΐ]τ(χ  τόσιρ  πολυσύνΗετον  όργανον  ήδυνήθημεν 
νά  (χνεύρ(ΐ)ΐιε\'.  \ιά  τούτο,  καίτοι  ο)ς  έκ  τής  [ΐεγί- 
στης  (|  Οοράς,  ί'ιν  τούτο  έ'χει  ύποστή,  δεν  δύνα- 
ταί τις  νά  μορφ^ιόσΐ)  ίδέαν  ασφαλή  περί  τοΰ 
τρ(')που  τής  /.ειτουργίας  τού  οργάνου  τούτιιυ,  έν 
τούτοις  πρέπει  \'ά  χαρακτΐ|ρισί)ή  ώς  μεγίστης 
(χξίας  εύρημα•  δΐ(')τι  είναι  τ(')σ(ρ  /.επτής  κατα- 
σκευής κ(χι  έν  σχέσει  προς  τάς  δκχστάσεις  αυτού, 
και  (ΧΛ'εξαρτήτως  (χύτώ\',  π(χρέχει  ίδέαν  τόσον 
πολύπλοκου  κινήσειος,  ώστε  ουδέν  τών  είς  την 
(χρχαιότ))τ(χ  (χνιχφερο μένων  γνίοστών  ιιηχιχν))- 
μάτων  και  πόρρωΟεν  νά  παραβί.ηΟή  προς  αυτό 
δύναται.  Τά  υπό  'Αριστοτέ?α)υς  και  Ηριονος 
τού  Άλεξανδρέως  έν  τε  τοις  Αύτοιιητικηϊς  και 
ΠνευμαηκοΙς  (/.ύτού  (χ\'αφερόμενα,  τά  υπό 
Αθηναίου  τοΰ  ιιιιχ(χνικοΰ  και  λοιπά  '  άκόμ)) 
και  πολεμικά  όργ(χνα  γΛ'ωστά  σήμεροΛ'  Βίτω- 
νος,  'Απ()λλοδο)ρου  κλπ.,  ώς  έπίσ)|ς  και  τά  υπό 
τού  Βιτρούβιου  αναφερόμενα,  ουδέ  την  έλαχί- 
στΐ)\'  παρουσιάζουσιν  ομοιότητα  προς  τό  δρ- 
γιχνον  τών  ΆντικυίΗΊρων,  όντα  έν  σχέσει  προς 
αυτό   κατασκευής     βαναυσοτάτης.   άφοΰ     ('χντι 


'     ΥοϊεΓΟδ    τηαΐΗί'πιαΙ.     Ι'λγ.    Ιίΐίί^ϊ. 


48 


Ί)   ι)ηα(ίΐιρΰς   των  ΆντίκνΟήρων 


(Είχ.      4•) 


των  λεπτοτάκον  όί^οντοτών  τη()/(7)ν  τών  ΙΙαΐ)- 
μασίίος  (ίλ/.ηλοιι/οιιμκνοη'  χ\\ς  Άντικυ!)ΐ|ραϊ- 
κης  «ρχαιότητος,  τα  μα^ιλον  πολύπλοκα  όίΐοντο)- 
ιιατα,  ατινί/.  Γ|^•'νιΊι)ιΐ(ΐεν  ν'(η'Ρ,ΰρ(ΐ)[ΐεν,  είναι  τα 
κν  σχ.  ">  παριστ(όμενα  παρ  'ΙΙροονι  τω  'Λλεξαν- 
^ρρΐ  στ()ΐ/Ρΐο)(>ίίττατα  τοκ/Γ'τί/.  Καίΐ'  Γ|μ(7ς 
λοιπόν  πρι'^ίειται  περί  άγνίόατου  μ)|7(/.νΓ|ματος, 
περί  ου  οιΉν  ί|  ελίχ/ίστη  υποψία,  οτι  κατά  τί|ν 
(αρχαιότητα  υπήρξε  προ  της  (ΐνελκΰοεοκ  του 
εξ  Άντικυθήρίον,   ήίΐύνατο  νά  γενν)|ί)Γ|,  χ.αίτοι 

εύκόλοις  εκ  πρίότης 
οι|•ε(ΐ)ς  άγεται  τις  εις 
το  συ[ΐπερασ(ΐα,  δτι  το 
όργανον  τούτο  άναφέ- 
ρετίίΐ  εις  χρόνους  πολύ 
μεταγενεστέρους•  ()ΐ()τι 
πράγ[ΐατι,  καίτοι  ούί)αμοΰ  ένδεικνύει  καΐ  το 
ελάχιστον  ϊχνος  ελατηρίου,  εν  τούτοις  παρέχει 
πλείστ)|ν  όμοιότΐ]τα  προς  σύστημα  ύί^οντωτών 
τροχών  άπλοΰ  συγχρόνου  ωρολογίου,  ήθέλομεν 
δ'  άδιστάκτως  σχετίσει  τοϋτο  προς  μεταγενέστε- 
ρον  ώρολόγιον  και  αΛ'αδράμει  εις  την  ίστορίαν 
τών  ναυτικών  χρονομέτρων  τοϋ  ΗαττίΗοη,  αν 
ό  κ.  Σβορώνος  δεν  έπληροφόηει  ήιιάς,  ότι  αί 
συνοδεύουσαι  το  όργανον  έπιγρα^(  αι  προς  όδη- 
γίαν  τοϋ  χείριστου  κατέρχονται  το  πολν  εις  τους 
χρόνοΐ'ς  της  Γ'  μ.  Χ.  έκατονταετηρίδος,  οπότε 
οΰτε  τά  χαλυβικά  ελατήρια,  ούτε  οί  ρυθ[ΐισται 
και  αί  διαφυγαί,  απαραίτητα  δια  την  όμαλήν 
και  μακράν  οπωσδήποτε  κίνησιν  ενός  χρονο- 
[ΐέτρου,  ύπηρχον  άκόμΐ],  όπως  στηριχϋη  ή  ριψο- 
κίνδυνος ιδέα,  ότι  πρόκειται  περί  αυτοκινήτου 
ωρολογίου,  και  αΛ'αδράμη  τις  οΰτως  εις  την 
ίστορίαν  της  εξελίξεως  τών  στΐ[ΐερινών  α)ρολο- 
γίο)ν  καΐ  χρονο[ΐέτρων. 

Έπιχειροϋντες  δμως  νά  μελετήσωμεν  το 
όργανον  τοϋτο  παρατηροϋμεν,  ότι  ύπάρχουσι 
δεδθ[ΐέΛ'α  τινά  επιτρέποντα  νά  περιορίσωμεν 
αισθητώς  τον  ορίζοντα  τών  παρατηρήσεων 
και  εν  ττ]  έρεύντ)  ημών  νά  στραφώ  μεν  προς 
ό)ρισμένην  διεύθυνσιν.  Πράγματι  το  όργανον 
τοΰτο  εύρεΟέν  εν  ναυαγίω  και  μάλιστα  συνε- 
σκευασμένον  εντός  ξύλινης  πυξίδος  καθ '  δν  τρό- 


πον αρ|ΐοζει  να  (ρερο)νται,  υμλ  ((έρονται  (ίκό|Π| 
και  σή[ΐερον,  τά  ναυτικά  όργ(/.να  έ'νδον,  παρέχει 
το  ένδόσιμον  ότι  ήτο  όργανον  χρήσιμον  εις  το 
π?^οΐον.  Ναυτικόν  όργανον  όμως  διετηρήίΐη 
ή(ΐΐν  γνο)στόν  εκ  της  αρχαιότητος  (κίνον  δρο- 
μ()μετρ()ν  τι  προς  [ΐέτρησιν  τών  διανυομένοιν 
διαστηΐ((/τ(ι)ν  κατά  ξηράν  και  θάλασσαν  π(/.ρά 
Πιτρουβίΐΐ)•  ημείς  τουλάχιστον  δεν  γν())ρίζυιιεν 
έτερον  ναυτικόν  όργανον  '.  Άλλ'  έκτος  τοϋ  ότι 
το  δρο[ΐό(ΐετρον  τοϋτο  θά  ήτ<ι  πολύ  ηικράς 
χρήσεο)ς  έ'νδον  ένεκα  της  κατασκευής  αύτοϋ,  ώς 
ά/ιλως  τε  ίΐεωρεΐ  αύτο  και  ό  Γΐίΐΐΐίΐηϊ,  άφ'  έτε- 
ρου ήτο  βαναι»σότατον  έν  συγκρίσει  προς  τό 
'Λντικυ{)ηρ(/.ϊκόν  όργανον  και  κατ'  ανάγκην  [ΐε- 
γίστων  έν  σχέσει  προς  αυτό  διαστάσεο)ν,  άφοΰ 
αναφέρονται  έν  τω  δρομομέτρφ  εκείνο^)  τροχοί 
διαμέτρου  4  ποδών.  "Ωστε  άναμφιβό?^ως  δεν 
πρόκειται  περί  τοϋ  οργάνου  εκείνου. 

Άφ'  έτερου  αί  έπιγραφαι  άναγνο)σί)εΐσαι 
υπό  τοϋ  κ.  Σβοροη'ου  παρέχουσιν  έκ  τών 
λέξεων  της  'Αφρ]ύδίτης,  [ μοιρο] γ%>ωμό [νιον] , 
ηλίου  ακτίνα,  ήλιον,  τό  ένδόσιμον  δτι  πρόκειται 
περί  οργάνου  αστρονομικοϋ.  Ευτυχώς  όμως  έκ 
τών  αστρονομικών  όργάνίον  τών  αρχαίων  τά 
πλείστα  μένείσι  γνωστά,  ΰσα  δε  δεν  διασίόζονται 
ειμή  εις  ατελείς  σημειοΊσεις,  παρέχουσιν  επαρ- 
κές ένδόσιμον  δπως  μορφοιθη  ή  πεποίθησις,  ότι 
ταϋτα  πάντα  ήσαλ-  απλούστατα  κυρίο)ς  σκιοΟη- 
ρικά  όργανα  άνευ  ούδενός  μΐ]χανισμοϋ,  ών  ή  τε 
ακρίβεια  και  χρησιμότι^ς  ένέκειτο  έν  τΓ]  τελειό- 
τητι  της  κατασκευής  τών  σχηιιάτοιν  και  τών  δια- 
στάσεων αυτών  έπι  πάσι  δε  πάντα  ανεξαιρέτως 
έστεροΰΛ'το  όδοντωμάτων  μέχρις  αυτών  τών  με- 
γάλοη'  υδραυλικών  ο)ρολογίο)ν  αναφορικών  τε 
και  κοινών,  ών  επαρκείς  εικόνας  έρμηνευτικάς 
παρέχει  ό  Ρέταυίΐ  -'. 

Οί  γνώμοΑ'ες,  οί  παραλλακτικοί  κανόνες  και 
τό  άστρολάβον  όργανον  τοϋ  Πτολεμαίου  (Α1- 
Γη&^-εδΐε),  ώς  και    ή    λοιπή    χορεία  τών  παρά 


'  Οεΐ  αΓΰίίΙοίΙϋΓα  νύιή  ιΐίβοί  άϊ  Μ.  ΥίίΓυνίο  Ροΐϊοηί,  1γι<3. 
6  οοιη.  άζ\  Μ&ΓοΗ.  Β.  Ο&ΐίϊηϊ,  1854,  ΙίΙ).  Χ,  οαρ.  IX. 

-  Ι^κί  άίχ  ΙίνΓοί  {1'2ΓθΗίΐ6ο[ιΐΓ<;  άί•  Υίιπανε,  ρ&Γ  ΡέΓ&υΙι,  5ίς. 
έί.    ρ1.    ΙΛΊΙ. 


49 


Ό  ϋ•ησανρυς   των  Άντικν&ήροη• 


Βιτρούβιο:)  αναφερομένων  οργάνων  ούδί:•  τηλ' 
έλα/ίστ))\'  ρχουσι  συγγένειαν  προς  το  όργανον 
τώλ'  ΆΛ'τικυθήρων,  ο\'τα  άπλίχ,  απλούστατα, 
ουδόλως  κατά  τηλ'  κατασκευίρ'  πολυσύλΌετα. 
έστερημένα  δε  παντάπασιν  όδοντο)τών  τροχών. 
Το  μόνον  άστρονομικον  όργανον,  δπερ  ({α{- 
νεταί  πως  πολύπλοκον,  καίπερ  έστερΐ|μέ\Όν 
παντός  οδοντωτού  τροχοϋ,  εΐναι  ό  αστρολάβος. 
Άλλα  και  τούτου  ή  περιγραφή,  ή  κατασκευή 
και  αύτη  ή  έξέλιξις  εΐναι  τε?νεί(ος  γνο)στή.  Εϊτε 
υπό  τοΰ  Άλεξανδρέως  Ιωάννου  τοΰ  Φιλόπο- 
νου '  περιγράφεται  ούτος,  εϊτε  υπό  τοΰ  Λΐιοιιΐ- 
Η1ΐίΐ8Η3.η  ■-'  και  τοΰ  |οίΐη.  άβ  ΚοΪΕΐ,'ϊ  ■'  πολλούς  αιώ- 
νας κατόπιν,  εΐνε  εΐς  και  ό  αυτός  αστρολάβος,  εν 
ταΐς  γενικαΐς  γρα,ιιμαΤς  αυτού  τελεί(ι)ς  γνωστός 
και  ϊσως  μέχρις  έ?»,αχίστ(ΐ)ν  λεπτομερειών  ^. 
Άφ'  ης  δ'  εποχής  τό  πρώτον  έφΐ)ρμόσί))]- 
σαν  υπό  Απολλώνιου  τού  Περγαίου  ή  Ίππαρ- 
χου αϊ  στερεογραφικαΐ  προβολαι  εν  τώ  αστρο- 
λάβο) προς  επίλυσιν  τοΰ  τριγώνου  της  ■θέσεο)ς 
ή  άστρο\Ό[ΐικ()ύ  άλλως  τριγώνου,  μέχρις  ότου 
περιηλΟεν  εις  χείρας  τών  Άράβ(ΐ)λ',  Ισπανών 
καΐ  Πορτογάλο)ν,  μέχρις  ότου  ό  είσαχϋείς  εν  τη 
αστρονομία  υπολογισμός  και  ιδίως  αϊ  έργασί(ίΐ 
τών  ΡαΛίΐοΗ  "  και  Κ.βί,ποιτιοη1;;ιηπ8  κατέστί)- 
σαν  αυτόν  άπλούστατον  μόνον  ύψομετρικόν  έρ- 
γαλεΐον,  ό  αστρολάβος  ύπήρξεν  εΐς  καΐ  ό  αυτός, 
πάντοτε  έφωδιασ[ΐένος  δια  της  διόπτρας,  τών 
τυμπάνιον  και  της  αράχνης.  Τούτο  εκτός  τοΰ  ότι 
ύποστιιρίζεται  υπό  τών  !^6άί11οΐ,  Τίΐηηεπ',  λ\"ο1ί 
κτλ.,  ευκόλως  άλλως  τε  και  εκ  της  συγκριτικής 
μελέτης  φαίνεται.  Ούδαμού  εν  τούτοις  έπι  τών 
αστρολάβων  υπάρχει  ελάχιστον  ϊχνος  όδοντώ- 
ματος,  ουδέ  καν  έχρειάζετο  τοιούτο,  πολλφ  δέ 
όλιγώτερον    πολλαπλών     όδοντο)τώΛ'    τροχών. 


'   ΚΚιίίπ.  Μυ-.  ίίϊΓ  ΡΙιϋπΙ.  Βαηά  II  18:!!». 

■  Μέιηΐ)ίη;8  ρΓέί.  ά  ΙΆοαϋ.  ιΐι;^  ΙαίΟΓίρΙίοηδ,  βεγ.  Ι.  νοί.  Ι  ρ.  1. 

"  }ο&ηηίί  ι3ΐί  Κοία*,  Οοηιηιεηΐ.  ίη  α8ΐΓθ1αΙιίιιηι.  Ι^ϋίεΙίαβ  ΜϋΙ.!!. 

'  Περί  τω\•  άστρολάβίον  εχομεν  σωρείαν  πραγματειών. 
Έκτος  Ιωάννου  τοϋ  Φιλόπονου  εγραι|ιαν  έπ'  αυτών  Νικηφό- 
ρος ό  Γρηγορας,  Γεώργιος  Χρυσοκόκης,  ΚοΙίεΙ,  ΗυΓηιαηη, 
8(οίΠθΓ,  ΚίιίεΓ,  Κΐανίϋί  κλπ.,  ΰπάρχουσι  δέ  νπέρ  τάς  20 
ανέκδοτοι  (ϊραβικαί,  περσικα'ι  κλπ.  πραγματεΐιιι  ε'ις  τάς  δια- 
φόρους βιβλιοΟήκας. 

■'•  λΥοΙί,  Γ,ΒδοΗ.  ά.  ΑδίΓοη.  ρ.  80. 


αφού  ούτοι,  εξαιρουμένου  τοΰ  υψομετρικού  χα- 
ρακτήρος  αυτών,  δεν  άπετέ?ιουν  ειμή  γραφικιιν 
κατασκευήν  τού  τριγώνου  της  θέσεως  κατά  πο- 
λύπλοκον τρόπον.  Και  περί  τούτου  βεβαιούμεθα 
ού  μόνον  εκ  τών  περιγραφών,  άλλα  καΐ  εξ  αυτών 
τώλ'  σ(ρζομέν(ΰν  όργάλΌ)ν  εν  τε  Ταΐ'ΐΐα  και 
άλλαχού,  ο)ς  έπίσιις  και  έν  τω  μουσεία)  της. 
Γεωγρ.  και  'Ιστορ.  Εταιρείας  της  Λισαβώνος, 
εΛ'  ω  και  τώ\'  ελλειπόντων  όργάλ'ωλ'  υπάρχει 
άναπαράστασις.  Άφ'  ετέρου  εΐναι  γνωστοΑ'  ότι 
τό  πολύπλοκον  τής  χρήσεο)ς  τών  τοιούτων 
άστρολάβο)ν  έδικαιο/.όγει  τήν  συνύπαρξιν  οδη- 
γιών έν  πινακίσιν,  αύται  δέ,  δπερ  καΐ  άξιοπα- 
ρατήρητον,  αί  (χναγνωσΟεΐσαι  λέξεις  ευρίσκον- 
ται ακριβώς  έν  τω  κειμένίο  τής  περί  αστρολά- 
βου πραγματείας  Ιωάννου  τοΰ  Φι/.οπόνου,  ώς 
παρετήρ)]σεν  ό  κ.  Σβυρώνος  '.  Άφ'  ετέρου  ή 
λέξις  [μοιρο] γνίομό [νιον]  φαίνεται  ακριβώς  έν- 
δεικνύουσα  ΰτι  τό  όργανον  ήτο  έφο)διασμένον 


'  Ό  κ.  Σβορώνος  σημειοϋται  Γ|μϊν  τάς  εξής  αναλογίας  και 
δυνιιτάς  συμπτώσεις  τών  λειι)ιάνων  της  έ.πιγραφής  τοϋ  οργά- 
νου προς  τό  τοϋ  Φιλόπονου  κείμελ'ον  «  Περί  της  τοϋ  αστρο- 
λάβου χρήσεως  χαΐ  κατασκενής  καΙ  τών  έν  αντφ  καταγε- 
γραμμένων (ΚΗείη.  Μυ-ί.  Β.  II,  1839):  Ή  αρχή  τής  επιγραφής 
(δτι  δέ  πρόκειται  περί  αρχής  δηλοΰται  υπό  τοΰ  άνο)  κενοΰ) 
Έάν  τήν  δ.. .  (στίχ.  1)  ομοιάζει  προς  τάς  αρχάς  πολλών  τών 
περί  τής  χρήσειος  κεφαλιχάον  τοΰ  Φιλόπονου,  άρχομένιαν  δια 
τών  εΐ  και  έάν,  π.  χ.  σελ.  ΙϋΙί  και  144  ;  ει  μεν  οϋν  σελ.  169: 
εϊ  δ'  έρωτας•  σελ.  147  :  υπόκειται  ονν,  ζητεΐν  ημάς.  σελ.  139 : 
έάν  τε  ήμερινή  εϊη  ή  διοπτεΐα,  έάν  τε  νυκτερινή•  σελ.  156  : 
έάν  μεν  έ'ξω  τοΰ  ισημερινού•  σελ.  158  :  ει  βοΰλει  γινώσκειν 
κτλ.  .  — τίχ.  "2:  δέκα  ύπολ.  .  .  .-τρβλ.  Φιλο.πόνου  σελ.  135  :  έν 
τοις  τριμηριαίοις  εις  δέκα  ,  τα  δώδεκα  ξφδια^,  επτά  καί 
δέκα  και  σελ.  149  :  εις  τά  δώδεκα.  ^^τίχ.  14  [περι]φε- 
ρειών,  πρβλ.  Φιλοπόνοιι  σελ.  146 ;  ή  έπανεστηκυΐα  περιφέρεια 
τώ  έπιπέδω.  Σελ.  147  :  ή  είρημένη  περιφέρεια.  — τίχ.  16 
Τής  Άφρ.  .  .  πρβλ.  Φιλόπονου  σελ.  170:  (ό  αστήρ)  ή  Αφρο- 
δίτη• σελ.  171  ;  έπϊ  τοϋ  "Αρεως  και  τής  Αφροδίτης.  2τίχ. 
18:  [μοιρο]γνωμό[νιον],  :τ{\βλ.  Φιλο:τό\ου,  σελ.  130:  έφ'  ών 
τό  τής  διόπτρας  πίπτει  μοιρογνωμόνιον.  Σελ.  137  :  καϋ•'  ην 
έπεσε  τό  μοιρογνωμόνιον.  Σελ.  140 :  εν  τών  μοιρογνωμο- 
νίων έν  τω  μοιρογνώμονι.  Επίσης  έν  σελ.  142,  14.3.  14;»,  147, 
148  κτλ.  Στί/.  1Ι•:  |"Οταν  ϊδης  ΰπεισδυομένας  τάς  τοϋ;] 
■ηλίου  άκτίν[ας  έξ  ώ]ν  ήλιον  .  . .  πρβλ.  Φιλόπονου.  Σελ.  158  : 
"Οταν  ϊδης  τήν  τοϋ  ήλιου  ακτίνα  ΰπεισδυομένην  εντός  τής 
ανω•&•εν  οπής  τοΰ  κανονίου.  Σελ.  136:  ή  άκτίς  εισβαλοΰσα 
διά  τοϋ  προς  τω  ήλίω  τής  διόπτρας  τριπΰματος.  —  έπευ- 
&είας  γινομένης  τω  ήλίω  τής  διόπτρας,  τοΰ  ήλιου  ή  άκτίς. 
—  αί  ακτίνες  τον  ηλίου  προσβάλλωσιν.  -  υπό  τοϋ  ήλιου 
καταλάμπεαϋ•αι.  —  διοπτευόμενος  ό  ήλιος.  —  τό  προς  τον 
ήλιον  νεΰον  κτλ.  Σελ.  1(ίΟ:  Στή&ι  προς  τόν  ήλιον,  κτλ.  κτλ.    . 


50 


Ό   ί)ΐ]σανρί)ς  τώ%'  ^ΑνΎ.ικυ{^ή()<ον 


(^ια  μοιρογνιιχιονίου,  οπι-π  Γ|τ(•  (ϋπίχραίτητον  έπι 
τοΓ'  (ίστρολά(^ου  και  εϋρηται  ώς  οΰσκο^ρστάτη 
?^έξις  πας)ά  Φιλοπ<')ν(ο. 

Έκ  τοότων  ?π^■τ(/.ι  οτι,  τών  έπιγρΓχφών  αϊτι- 
νες  άπετέλουν  μι'ρος  τηΰ  όργίίνοιι  (η'αγ()}ΐενο)ν 
εις  την  Γ'  μ.  Χ.  ιν^ατονταετηοί^α,  το  οηγανον 
έπρεπε  να  ίίνίίΐ  (χστρ(η'()[)ΐκον  και  ('ίτι  Γρο 
!'•(('(ΐ)ί)ΐ(ίπιΐ!'•\'()\'  ί^κ"/  μ()ΐριιγν(ΐ)μ(ΐ\'ί()ΐ'  υμλ  κ(/.τά 
πυμπερασ[ΐον  κ(/.1  ί^ια  διόπτρας.  ΙΙρόκειτί/ι  λοι- 
ποΛ-  πιθανώς  περί  οργάνου  ύι|)θ[ΐετρικοϋ,  ου 
ή  ΐτυς  κατεστράφΐ),  ατε  κειμένη  έπΙ  της  έξοιτά- 
της  τοϋ  οργάνου  περιφερείας,  ο)ς  πληροφορού- 
με/θα παρά  Ίω(χννου  τοϋ  Φιλόπονου  δτι  συνέ- 
βαινε και  έπι  τοΰ  ύπ'αύτοΰ  περιγραφομένου 
ομοίως  υψομετρικού  όργάνου.Έπειδη  δε  πάντα 
τα  όμοίας  φύσεως  οργαΛ'α,  δι'  ών  έλαμβάνετο 
το  ϋψος  άπο  τοϋ  ορίζοντος  αστέρος  τινός,  ών(')- 
[ΐαζον  (χστρολίϋβους,  της  /λέξεως  ταύττ)ς  αποδι- 
δομένης κυρίως  εις  τα  όργανα,  ατινα  εΐχον  την 
Ικανότητα  \'ά  ύψομετρώσι  τους  αστέρας  ',  καΐ 
(ος  τοιαύτη  αποδίδεται  ή  λέξις  αΰτη  υπό  Ιωάν- 
νου τοΰ  Φι?ιθπόνου,  ΛΙ)ου1  ΗΗίΐ88&η,  ]οίΐηηθ8 
(Ιί'  Κ.οίίΐ8  -'  κ?»^τ.  εις  τους  υπ'  αυτών  περι- 
γραφ'ομένους  άστρο?^άβους,  ϋ)ς  έπίσιις  και  εις 
το  μεταγενέστερον  (χπλούστατολ'  όργανον,  ου 
ώραίαν  μορφήν  παρέχει  το  εν  Αγγλία  σωζό- 
(ΐενον  καΐ  τω  Ογ&1<6  δωρηθεν  £ΐ3ΐΓθ1ίΐ1ιίυητ  δια 
τοϋτο  εις  το  όργανον  τών  Αντικυθήρων  προσι- 
διάζει, νομίζομεν,  το  όνομα  άστρό?ιαβος. 

Καθ  όσον  όμως  (ίηορα  εις  τα  δυσεξήγητα 
όδοντώματα,  περί  προσομοίων  τοις  όποίοις  ου- 
δεμία υπάρχει  που  νύξις,  άλλα  και  περί  της  /.ει- 
τουργίας  τών  οποίων  ώς  έκ  της  φθοράς  τοΰ 
οργάνου  ούδεμίαν  ασφαλή  ίδέαν  δυνάμεθα  λ'ά 


'  Ό  ΤϊηηβΓγ  ( ΚεεΚβΓοΙιεδ  5αΓ  Γ  ΙιϊϋΙοίΓε  Λε  Γ  35ΐΓοηοιηίε 
αηεΐεηηε,  ρ.  7 1)  Ισχυρίζεται  ορθότατα  οτι  ή  ονομασία  άστρο- 
λάβον,  ή  σ(ρζομέΛ'η  εν  τ\\  Μεγάλΐ)  συντάξρι  (VI)  τοΰ  Πτο?.ε- 
μαίου,  δέν  είνε  αϋθελτική  και  οτι  εις  τό  γνιυστόν  κρικοτόν 
όργανον  δέον  ν'  αποδοθϋ  ή  ονομασία  μόλ'ον  όργανον,  άφυΰ 
αλλιος  τε  εν  τφ  κει^ιένω  φέρεται  ή  λέξις  αοτΐ)  άστρολάβον 
ο)ς  έπίθετον  τών  δυο  μόνον  έκ  τών  πολλών  κρίκων  τοΰ  οργά- 
νου. Συνηγοροϋλαες  υπέρ  της  γνώμης  ταύτης  προσθέτο^ιεν 
δτι  εις  τους  ύν)ιομετρικούς  μόνον  κρίκους  εΤχεν  άποδοΟή  τό 
έπίθετον  τοΰτο.  Πρβλ.  Κενυε  ι1ε  ΡΗίΙοΙ.  1888  ρ.  61. 

"  ΙΙΙιΐδίΓΪδ  νίΓί  Ιοίίπηί^  (1ε  Κοίαδ  ΟοΐΏΠΊεηΙ&Γίιιιη  ϊπ  ακΐΓοΙαΙΐΐυιη. 


σχημ(/,τίσ())(ΐεν,  ύποϋέτομεν  ότι  ταΰτα  εΙχον  σκ<ί- 
πόν,  όπως  (Ιπό  τοΰ  λαμβίίνομένου  Οψους  τοΰ 
αστέρος  προσδιορι'ζιιτί/.ι  πιθανώς  δια  δεικτών 
παρ  αυτών  λ(ί[ΐβανόντων  την  κίνησιν  ή  ώρα, 
ϊσίος  δε  και  τό  γεωγρα({  ικόν  πλάτί)ς  τοΰ  τίλτου, 
καθ'  όν  έγένετο  ή  παρατήρΐ|αις  ',  προσδιο- 
ρισμός ά/^ί,ως  τε  αρχαιότατα  γνοιστός  δια  τοΰ 
ιιεσημβρινοΰ  ΰψους  τοϋ  ηλίου  -'.Έχομεν  δι•  τΐ|ν 
ίδέ(/ν  ότι  κι/ι  το  άζιμούΟ  ακόμη  τοΰ  παρατη- 
ρουμένου αστέρος  έξήγετο,  εξ  ου  εν  σχέσει  πρί)ς 
την  χαρασσοιιένην  υπό  της  τρόπιδος  ίίί'λακα 
έξετιμάτο  ή  γωνία  της  π/,εύσεως  τοΰ  πλοίου  εις 
άντικατάστασιν  της  απαραιτήτου  πυξίδας  κατά 
τους  αρχαίους  πλους,  ώς  ά?./.ως  τε  θέλθ[ΐεν  δεί- 
ξει προσεχώς  εν  ιδιαιτέρα  ημών  μελέτη.  Ύπο- 
θέτομεν  δηλαδή  ότι  κατ'  αρχάς  έλαμβάνετο  τό 
ϋψος  τοΰ  αστέρος  διά  τοΰ  οργάνου  τούτου, 
όπερ  άστρόλαβον  κατ'  έπέκτασιν  όνομάζίηιεν, 
έρρυθμίζετο  εΐτα  τό  όργανον  αναλόγως  της 
εποχής  τοΰ  έτους,  εξ  ης  εξαρτάται  ή  κλίσις  τοΰ 
αστέρος,  και  τοΰ  πλάτους  τοΰ  τόπου,  οΰτως 
ώστε  έκ  τών  τριών  στοιχείων,  τοΰ  π?.άτους,  τοΰ 
ΰψους  και  της  εποχής  τοΰ  έτους  κατά  τήν  στι- 
γμήν της  παρατιιρήσεως,  τά  όδοντώματα  μετέ- 
διδαν τΐ|ν  κίνησιν  καΐ  διέθεταν  εις  τάς  καταλ- 
λήλους θέσεις  δείκτας  τη-άς  άνα?.όγους  ϊσοις 
προς  τους  τών  σημερινών  ώρο?^ογίων,  αΐτινες 
παρείχαν  τόν  χρόνον  κατά  τήν  στιγιιήν  καθ' ην 
έγίνετο  ή  πααατήριισις  μετά  μείζονος  πρασεγ- 
γίσεο)ς  ή  ό  κοινός  αστρολάβος  και  τό  άζι- 
μούθ  ή  αντιθέτως  τό  πλάτος.  Ή  δε  συνύπαρ- 
ξις  τών  οδηγιών  της  χρήσεως  τοΰ  οργάνου 
δικαιολογείται   ούτω   προκειμένου   περί  όργά- 


'  ΕΙνε  άξιον  παρατηρήσειυς  οτι,  άν  ΰποτεθί)  τό  όργανον 
έξαρτώμενον  κατά  τήν  χρήσιν  από  της  χειρός  ώς  ό  κοινός 
αστρολάβος,  οΰτως  ώστε  ή  γραμμή  της  άρτήσεοις  παρά/.ληλος 
ούσα  προς  τήν  μείζονα  τών  διαστάσεων  τοΰ  οργάνου  νά  διέρ- 
χηται  διά  τοΰ  κέλαρου  τοΰ  βάρους  αύτοΰ,  μία  άκτ'ις  τοΰ  μεγά- 
λου τροχοΰ  της  1  όψεως  τοΰ  τε(ΐαχίου  Α  σχηματίζει  μετά 
τοϋ  όρίζολτος  γωνίαν  37—39  μοιρών,  όσον  δηλαδή  είναι  τό 
π/.άτος  τών  ελληνικών  θαλασσών,  εις  ας  έναυάγΐ)σε  τό  .τλοϊον. 
Πιθανόν  λοιπόν  νά  είχε  χρησιμοποιηθή  τελευταίως  τό  όργα- 
νον εις  εϋρεσιν  τοΰ  πλάτους  τοΰ  πλοίου,  όπερ  ίσιος  έδεικνύ- 
ετο  διά  δείκτου    όμοταγώς  ττ)  άκτίνι  τοϋ  τροχοΰ  τεταγμένου. 

-  Αιγυπτίου  Ερμηνεία  της  τοϋ  άστρο?Λΐβου  χρήσειος  : 
Κΐιεϊη.  Μιΐί.  1839.  έ.  ά.  —  Β&ϋΐγ,  Ηϊδί.  (Ιε  Γ&5ΐΓ.  νοί.  III  ρ.  110. 


51 


'()   ϋηαηνρος  των  Άντικνϋήρων 


νου  ρυΟμιζομέΑ'ου  κ(/.τά  την  χρήσιν,  ώς  ρπίσης 
συνέβαινε  καΐ  εις  τον  κοινον  (ίατρόλαβον,  ενώ 
αϊ  όδηγίαι  αύται  ϋά  παρεΐλκον  έντε?νίος  προ- 
κειμένου περί  οργάνου  αυτομάτους  λειτουρ- 
γοϋλ'τος  δι'  ελατηρίου  η  άλλως  άφ'  έαυτοϋ  ώς 
τα  σύγχρονα  ωρολόγια. 

Δη?Λδή  άντι  της  επιλύσεως  τοΰ  αστρονομικού 
τριγωΑ'ου,  τοΰ  και  άλλως  τριγώνου  της  ϋέσεως 
καλουμένου  γραφικ(7>ς,  ώς  έγίνετο  διά  τώΛ'  στε- 
ρεογραφικών  προβολώΛ'  των  τυμπ(χ\'{))ν  καΐ  της 
αράχνης  τοΰ  κοινού  αστρολάβου,  η  άντΙ  της  όι' 
ύπολογιαμυν,  οστις  σιμιερον  είνίίΐ  εν  χρήσει  μετά 
τάς  κατ(/.πλ))κτικάς  έκτοτε  πρ()()δους  της  αστρο- 
νομίας, επιλύσεως  αυτού,  διά  τού  οργάνου  τώ\' 
Άντικυί)ήρων  έπελΰετο  το  τρίγ(ι)νον  τοϋτο 
μηχανικώς,  παρεχο[ΐένου  τοΰ  άλΐ)Οούς  χρόνου 
της  στιγμής  της  πιχρατιιρήσεο^ς  άντι  τοΰ  μέσου 
τοιούτου  τού  πίχρεχομένου  εις  πάσαΛ'  στιγμήν 
υπό  το)ν  ση[ΐερινών  (ορολογίίΟΑ',  (ος  έπίσΐ)ς  και 
τοΰ  πλάτους  και  άζιμούί),  όπερ  παρείχετο  και 
εις  τους  μεταγεΑ-εστέρους  των  ελληνικών  αρα- 
βικούς άστρο/.άβοιις  '  και  ήτο  καΟ'  ίιμάς  μεγί- 
στης  σπουδαιότητος. 

"Αλλως  τε  δεν  έχομεν  μ()νον  τόν  έλληνικύ\' 
καΐ  άραβικον  άστρόλαβον  ούτως  ειπείν  στερεο- 
τύπους, προς  τάς  διαστάσεις  τών  όποίωΑ'  παρα- 
δόξως πλησιάζουσιν  (χί  δκχστάσεις  τοΰ  οργάνου 
τών  Άντικυθήρο)ν,  (οσίχνει  π(χντα  τα  όργανα 
ταΰτα  ήσαν  προωρισμέ\'α  νά  πλιιρώσι  τάς  αύ- 
τάς  συνθήκας  -.  Έκτος  τοΰ  (χστρολάβου  οργά- 
νου τοΰ  Ίππαρχου  ■'  ή  απλώς  όργίχνου  παρέχει 
ό  Συνέσιος,  επίσκοπος  Κυρήνης,  έτερον  άστρό- 
λαβον πο?ιύ  διάφορον  τοΰ  δπύ  Ί(οάννου  τοΰ 
Φιλόπονου  περιγραίρομένου,  αφού  ούτος  έβα- 
σίζετο  ούχΙ  έπι  τών  στερεογραφικών  προβολών, 
άλλ'  έπι  κιονικής  αναπτύξεως  '.  "Ωστε  ή  φαντα- 

'    δέάίΐΐοί,  ΜέιηοίΓβδ  ρπέ^.  ά  ΓΑοϊ(;1.  ιΐβ:.   Ιη^ςτ.   ^<:γ.   Ι.  £υιη.  Ι. 

-  Όύπό  τοϋ;οιηηΐ3Γά  τΓ|  Γα?.λ.  Βιβλιοΰήκχι  άλλοτε  προμη- 
θευθείς αστρολάβος  είχε  διαστάσεις  7  |  χ  Η  |  δακτ.  ή 
0/'•  210  χ  Ο.".  Οί•4. 

■'  Κλαΐ'δ.  Πτολεμ.  Μαθ.  :ϊ:ύντ.  \>λϊ  ΜαΙηΐΛ,  αηηοΐέο  ρ&ι•  Οε- 
ΙαηιΙιη.•. 

Συνεσίου  τοΟ  Κυρηναίου  προς  Παιόνιολ•  υπέρ  τοΰ  6(ϋρου 
άστροληβίου  λόγος  (ΡαίΓοΙο^ία  Ογ  Μί§ηο  ΐοηι.  ΙΛΥΙρ.  1578). 
Πρβλ.  ΤϋΐιηοΓγ  ή'θ'  άν.  σελ.  Γ)0. 


σία  (χφίετο  έ?ιευθέρα  προς  επίλυσα•  τού  αυτού 
προβλήματος  διαφοροτρόπως  διά  τών  άστρο- 
λάβ(ΐ)ν,  τών  οποίων  παρ"'Αραψιν  ειδικοί  μάλι- 
στα υπήρχον  κατασκευασται  έχοντες  το  ίδιαίτε- 
ρον  έπώνυμον  ο.'^ΐΗίΐΓίαΙ)].  Πιί)ανο)ς  λοιπόν  πρό- 
κειται περί  μηχανικού  αστρολάβου  ή  μάλλο\' 
ωρολογίου  και  ουχί  πεοι  αυτομάτως  λειτουρ- 
γούντος, (ί)ς  τα  σΐ]μερινά  ώρο?^όγια,  άλλα  στη- 
ριζόμενου έπι  της  ύψομετρήσεως  τών  άστέρ(ο\'. 
'()π(ι)σδήποτε  ύ(ρίσταται  (χπ(')?ι.υτος  ανάγκη 
νά  κίχΟαρισίΐΓ)  τό  όργανολ',  πράγμα  δύσκολον 
μέν,  ουχί,  δ'  δμίος  και  αδύνατον,  πιθανόν  δε 
τότε  Α'ά  προκύψωσιν  άλλαι  ενδείξεις  μεταβάλ- 
λουσαι  τάς  σκέ^^εις  ταυτίχς.  Έν  πιχση  περιπτιό- 
σει  εκ  της  σΐ)μερΐΑ'ής  αύτοΰ  καταστάσεως  τοιαΰ- 
τ(χι  είναι  αϊ  έπι  τη  βάσει  αύτοΰ  τούτου  και  τών 
(χναγνοΰσί)εισών  έπιγραίρών,  τών  τοσούτον  συμ- 
πιπτουσών  προς  ορράσεις  τών  αρχαίων  περι- 
γρα(ρ(7)ν  τής  κατασκευής  και  χρήσε(»ς  τών 
άστρολ(χβ(ον,  δια[ΐορ(ρούμεναι  περί  τού  οργά- 
νου σκέψεις.  „    ρεδ.αδης 

22.     ΚλΙΜΙ     ΧΛΛΚ11    ΛΜΦΙΚΕΦΑΛΟΣ     (Πίναξ 

IX,  (χρ.  1  -4).  Τρία  τών  τεσσάρων  τούτων  τε[ΐα- 
χίωΑ'  είναι  τα  άικ/.  τή  (χνελκύσει  ΙΙεωρηθέΑ'τα 
υπό  τι\'(ΐ)\'  (ος  κοαιιηπατί/.  ((/.κροστόλια)  τού 
ναυ(χγήσ(χντος  πλοίου,  η  κιχί  (ί)ς  ίίριη'ος  πολυτε- 
λούς (χγίίλματος.  Αλλ'  οί  γράψίχντες  τηΑ'  έν  τη 
Άρχ.Έΐ(  ημ.  περιγραορην  τών  ΆΑ'τικυΟηραϊκώΑ' 
άνεγ\'(όρισαν  ορΒώς  (σελ.  1(ίί>),  ότι  πρόκειται 
περί  τεμαχίων  αρχαίας  κλίνης.  Ήιιεΐς  δ'εΰρο- 
μεν  κατόπίλ',  ότι  εις  τα  τρί(<  ταύτ(χ  τεμάχια, 
εκ  τών  κειραλών  τής  κλίν)]ς  όντίχ,  (χ\'ήκει  και  ή 
ύ.π'  (χριί).  4  κεφα?ι,ή  χηνός,  προς  δε  δτι  εις  τήν 
αύτην  κλίνιιν  άνήκουσι  πλείστα  άλ?^α  χα/.κά 
τεικχχια  τών  ΆντικυΟηραϊκών,  αποτελούντα  τα 
κάτω  άκρα  τών  τεσσάρων  αυτής  ποδώΑ',  κάλλιστα 
σωζόμενα  [ΐετά  πολ?α7)ν  τεμαχίω\'  τών  ξύλο)ν 
τώΑ'  περιβαλλόμενων  ποτέ  υπό  τ(ο\'  χιχλκών  ελα- 
σμάτων, προς  δε  μέρη  τινά  τοΰ  [ΐέσου  τών  ποδών, 
και  τό  μέγιστον  [ΐέρος  τών  παρολλ))/^ογράμμων 
χα/αών  έλασ[ΐάτων  τών  περιΟεόντιον  τηΑ'  στρώ- 
σιν  (χύτής.  Τα  διασ(ι)ί)έντα  τε(ΐάχια  εΐναι   ιχαΑ'ά 


—  52 


ο    ιΊηηαϋρας   των  \ΙνηκΐΝ'>ιΊρων 


ώστι-  να  ^ήνατίχι  έξ  αυτών  ήσκη^ικνος  τεχνίτΐ|ς 
να  οΐ'[υτλΐ|π(όα||  όλόκ?.ΐ|ρ(»ν  τί|ν  κλίνΐ|ν,  ώς  ίγκ- 
νετο  εσ/άτίος  ί^ι'  ύ(ΐ()ί(ίς  κλίνας  ίν  τοΐς  Μοο- 
σείοις  τοΰ  Β8(.)()λίν()υ,  Νεαπυ/,είος  κ(ίΐ  'Ρ(Μ(ΐΐ|ς. 
'Οπόσα  καΐ  (κτοΐίί  είναι  τα  σα)ζ()[ΐενα  τεμ(/.χια, 
δείκνυσι  (^ιά  τοιν  |ΐελ(/.ν(ΐ)ν  ιιιριον  το  ίνταΰΰα 
παρεντιίίειιενον  ( ΐΜκών  42)  πρόχειρον  προ- 
σχεδίασ[ΐα. 

Ώς  πρύς  τα  κυριώτερα  τών  τΐ[ΐ(ί/ί(ΐ)ν  π(/.ρα- 
τΐ|ρ()ϋ[ΐεν  οτι  τα  έπΙ  τοΰ  πίνακος  IX,  1-4  άπει- 
κονισΟέντα  είναι  λείψι/να.  τών  τεσσάρον  ανοι 
άκρων  κεφα?^ών  κ?α'νΐ|ς  τοΰ  είδους  εκείνονν,  ας  οί 


ΕΙκών     4^• 

αρχαίοι  έκάλουν  άμφικεφάλους  '.  Έ/ρησίμευον 
δε  προς  συγκράτησιν  καΐ  περιορισμον  τών  στρω- 
μάτων, στρω[ΐνώ\',  ύπαυχενίων  προσκεφαλαιχον 
και  λοιπών  έπιβλημάτων  της  κ?ανΐ]ς.  Δύο  εξ 
αυτών  (αρ.  2  καΐ  4)  υπέστησαν  ήδη  χημικόν 
καΟαρισμον.  Τα  λοιπά  δύο,  ώς  καί  τΐλ'α  τών 
τεμαχίων  τών  ποδών,  παραμένουσιν  ακαθάρι- 
στα, φέροντα  πολλά  θαλάσσια  προσφύματα. 
Ή  κεφα?ι.Ίΐ  τοΰ  κυνύς  τοΰ  ύπ'  αριθ.  1  τεμαχίου 
καΐ  ή  τοΰ  λέοντος  τοΰ  ύπ'  αρ.  3  άπεσπάσθ ή- 
σαν κατά  την  άνέλκυσιν  ί'ι  κατόπιν,  προσαρμό- 
ζονται δ'  δμως  άριστα,  ώς  καΐ  ή  ημετέρα  ε'ικών 
δείκνυσι.  ΤοΠ  ύπ'  αρ.  'Λ  τε[ΐάχιον  σώζεται  καΐ 
το  κάτω  άκρον,  άνευ  δμως  της  κοσμούσης  ποτέ 
αυτό  νομισιιατοιιόρφου  ά\'αγλύΓρου  μορφής. 

Πάντα  τά  λείψανα  ταΰτα  αποτελούνται  εκ 
χαλκών  ελασμάτων  χυτών,  καθηλωμένων  ά?ι.- 
λοτε  έπΙ  τοΰ  ξύλινου  (πυξίνου)  εσωτερικού  με- 


ρών κλίνης,  πιίΐανώς  τών  όριζομένίον  0)ς  άμφι- 
κόλλιον  παραπι^ζίνιον  '.  Τόκ(/.λλιοτ(/.  πάντίον  σο)- 
ζό(ΐενον  τεμάχιον  2  (μεγέί)ους  ώς  καϊ  τά  λοιπά 
0,43)  κοσμεΐτίίΐ  κατά  το  κάτο)  αύτοϋ  άκρον 
ύπο  προτομής  γυναικός,  Ίσως  Αρτέμιδος  -,  προς 
ην,  πιθανώς  ώς  κυνΐ]γέτιδα,  σχετίζονται  και  (ύ 
κε(ραλαι  τοΰ  κυνός,  της  αγρίας  χηνός  και  τοΰ 
λέοντος,  αΐτινες  κοσ[ΐοΰσι  τά  λοιπά  τρί(/.  όμοια 
τεμάχια  της  αυτής  κλίνης.  Τά  χαλκά  αύτοΰ  μέρη 
ήσαν  καθη/Λ)μένα  επί  ξύλου,  έφ'  ου  ήτο  έπε- 
στρ(ΐ)[ΐένον  πλέγμα  λεπτοΰ  χόρτου  (ί)α/^χσσίων 
φυκών  κατά  τον  Ηε!άΓ6ΪοΗ),η'α,  ο)ς  φαίνεται,  τά 
λεπτά  χαλκά  ελάσματα  προσαρμόζίονταιάκριβέ- 
στερον  και  μη  παρ(/.ιιορί(:ώνται  ύποχ/ορούντα 
ευχερώς  εις  πάσαν  έξωτερικίμ-  πίεσιν.  Το  υπό 
τοΰ  πλαισίου  τοΰ  άκρου  τούτου  περιβα?ιλό- 
μενον  έπίπεδον  πεδίον  συνίσταται,  κατά  χημι- 
κήν  τι\'α  άνά/.υσιν  •',  «εκ  μεταλλικού  ύποστρο)- 
ματος  περιέχοντος  37,40",,  κασσιτέρου  και 
12,89",,  χαλκού,  έφ' ου  υπάρχει  σιια/πώδες 
έπίχρισ[ΐα  (λευκόν  έπΙ  τού  πίνακος  IX  ((αινόμε- 
νον)  [ΐετά  κοιλοτήτων,  εν  αίς  ύπήρχεν  έμπεπα- 
σμένος  αργύρους  επίχρυσος  διάκοσμος  ,  ήτοι 
δύο  θαλλοι  έλαίας  ή  μύρτου  μετά  καρπών,  συν- 
αντώ μενο  ι  προς  το  κέντρον  καΐ  π?.αισιούμενοι 
υπό  κυματίου,  ά.ταραλ/.άκτως  όμοία  κλίνη  εύρε- 
Οείση  εν  ΒοδοοΓβίΐΙβ  καΐ  άποκειμένη  νΰν  εν  τω 
Μουσείω  τοΰ  Βερολίνου^.  Καί  αϊ  μύρτοι  δυνα- 
τόν Ί'σ(ος  νά  σχετισΟώσι  προς  την  Αρτέμιδα. 
Οΰτω  βεβαίως  θά  ήσαν  κεκοσμημένα  καΐ 
τά  λοιπά  τρία  πάρισα  άκρα  τής  κλίνης  ημών, 
ης  όμοιαι  εΐναι  ήδη  γνωσται  εύρεθεΐσαι  εν 
Πομπηία  '",   Βθ5εοΓ6&ΐ6  '',  Άγκώνι  \  Κριμαία  ^ 


'  Πολυδ.    10,   Η4.    Πρβλ.    κιιί    Θησαυρύν    ιοΟ    Έρρ.   Στε- 
φάνου   έν    λ. 


'   Πο/.υδ.  8,  150  καί  10.  34. 

■  Πρβ/..  δτοΓοηοδ,  Νυιηίδπι&Ιίίΐυε  ά&  Γΐΐε  άο  Οτεΐα,  ΡΙ. 
XXVI,    2-2. 

^  Άν.  Δαμβέργη  Εξαγόμενα  χημικών  τινοιν  άναλύσε<ον  : 
Αρμονία,  ΙϋΟΙ,  σελ.  182. 

■■  ΡβΓπϊοβ:  ΑΓοΗϊεοΙ.  Αηζεί^εΓ  1900  ρ.  178. 

°  ΟνβΓίιβΰΙί,  Ροιηρείί  *,  ρ.  427. — Μ»π,  Ροιηρείϊ  ίη  1^ε1)6π  ϋηά 
ΚπηδΙ  ρ.  364,  Γΐξ.  191,  καΐ  εν  Ροιηρβϊ,  ίίβ  Ι^ί£ε  αηά  ΑτΙ.  Νε\Γ 
ΥοΛ  1899  ρ.  361  (ίξ.  180. 

*  ΡεΓπϊοε  ε.  ά.  ρ.  178  Πς.   7. 

'  Νοίίζίε  άε^ΐϊ  δοανί  1902  ρ.  445. 

*  Αη1ί(ΐυί[έ5  άβ  Ια  Καδδίε  ΜέΓΐάίοηοΙε  ί^.  40  ^  Οοιηρίβ-Γεοηιΐ 
1880,  ρ.  88  ρ1.  IV,  10.— ΡείϋΓδεη:  Κοιη.  Μίιιΐιβϊΐ.  1892  Πβ.  VII,  1. 


—  53 


Ό   §ηαανρος  των  Άντικνΰήροη' 


Πριήνΐ)  '  καΐ  άλλαχοΰ,  διαοροροτρόπως  ιιί/.ρι 
τοί3δε  συμπλΐ]ρω{)εΐααι,  κατ'  αρχάς  μάλιστα 
ρσφα?ιμρνως  ώς  τιμητικά  <)ιΐ:'όρια  (δίφροι,  1)ϊ- 
86ΐΗίΐ)  ".  "Αριστος  τρόπος  σιιιιπ?.))ρο)αεο)ς  τών 
κλινών  τούτων  φαίνεται  [ΐοι  6  κατ'  Γχΰτάς  προ- 
ταθείς ύπο  τοΰ  κ.  λ\  .  ΛπίρΙππι;  '. 

Ή  κλίνη  τών  ΆντικυίΙ'ήροίΛ'  τΓ)αο\'  πόλη  αυμ- 


φιονεΐ  εν  ταΐς  λεπτυμερείαις  τοΰ  σχήματος  και 
τήςδιακοσμήσειυς  πρόςτός  εκ  Βοδοοτε&ΐε,  Νεα- 
πόλεοις  και  Πριήνης,  ώστε  εΰλόγο)ς  δύναται  τις 
νά  εικάσ||,  ότι  πάσαι  αύται  εΐναι  προϊόντα  ενός 
καΐ  τοΰ  αύτοΰ  εργοστασίου,  λειτουργούντος 
περί  τά  τελ))  τοΰ  1°"  αιώνος  μ.  Χ.,  ότε  ή  έ'κρηξις 
το  Π  ΒεσουΙ^ίου  έκάλυι|ιε  τπ'ας  εξ  (/.ύτών. 


Είκών     43- 


ΤΑ      ΜΑΡΜΑΡΙΝΑ      ΑΓΑΛΜΑΤΑ     (πίνακες    χι-χχ). 


Καταπληκτικός  αυτόχρημα  εΐναι  ό  (ϋριί)μός 
τών  άνελκυσθέντων  μαρμαρίνων  άγαλμ<χτο)ν, 
π?ι,ηρούντων  νϋν  στοάν  όλόκληρον  τοΰ  ΈΟνι- 
κοΰ  Μουσείου,  εν  ή  το  εν  σχεδόν  έπι  τοΰ  άλλου 
προσωρινώς  άπεΟηκεύ-θησαν  (είκ.  43).  Δυστυχώς 
τοιαύτΊ]  είναι  ή  καταστροφή  ί'ιν  υπέστησαν  υπό 
της  έπΙ  τόσους  αιώνας  έπιδράσείος  της  ι)  (ίλίίσσης, 
τών  μαρμαροφάγων  όστρβων  Γ|τοι  είδους  [ΐυών 
θαλασσίων  διατρυπώντ{ΐ)ν  απ '  άκρου  εις  άκρον 


'  Καη5θπι,  ΚεβΙβ  ^ΓίεεΗί^οΗυΓ  Ηπ1ζιηοΐ5θ1  ίιι  ΒοΓίίη  :  ^α^1^Iη1^|1 
<1θ5  Κ.  Ο.  ΑγοΙι.  Ιπδί.  Β<1.  XVII,  ρ.  125. 

-  Κ.  ΟΐΓ^ίιιΙο,  Κεουβίΐ  άοϋ  ηιοηιιιηοιηδ.  2=  έά.  νοί.  Ι  ρΐ.  72. — 
Βυΐΐ.  Οοηιυηϊΐβ  1881  ρ.  214. — ΟνοΓΐιι;€ΐ<  κα'ι  Μ&υ,  Ροηιρ6]ί  ρ.  42(1 
Γΐ2.227.  — Νοιιηιαηπ:  ΡΕυΙχ-λνίδδοννί,  Κβαΐ-Επαγοί.  έν  λ.  ΒίβοΠίηηι. 

'  0&8  οαρίΙοΠηί5οΗί•  «Ιιίδείΐίιιιη•  :  ΚΓιηι.  ΜίιιΗβίΙ.  Βά.  XVII, 
(1902)  ρ.  209— 27(5,  ΙΊ^.  8. 


τύ  μάρ[ΐαρον  προς  έ[ΐφώλευσιν  εν  αύτώ  κλπ., 
ώστε  ό  εισερχόμενος  έν  τη  στοά  ταύτη  καταλα[ΐ- 
[•^(ίνετα.!  Οπό  βαθυτάτιις  λύπης  και  νομίζει  ότι 
ευρίσκεται  έν  «ΜοΓο-υε»  τινί  αγαλμάτων.  Τά 
πλείστα  εξ  αυτών  τελείως  διεβρίοθησαν  και 
ίΐόλις  δύναται  τις  νΰν  νά  μαντεύση  τό  άρχικόλ' 
αυτών  γένος  και  σχήμα.  "Αλλα  πάλίΛ'  διέσωσαν 
[ΐέν  τό  περίγραμμα  τών  μελών,  αλλ'  αι  λεπτο- 
μέρειαι  αυτών  έντε?ιώς  διεβρώ{)Ί]σαν  υπό  της 
ι}αλάσστ]ς  και  τών  έπ'  αυτών  άλ'απτυχθέντων 
παχυτίίίτων  όγκων  θαλασσίων  προσφυμάτο)ν, 
(ον  τά  πλείστα  (ίίρηρέΟησαν  νΰν  διά  τής  συν- 
τόμου όσον  καΐ  σκαιάς  μεθόδου  τής  σμίλης  και 
σφύρας.  Έν  τούτοις  ένίων  αγαλμάτων  μέλη 
τινά  είσχωρήσαντα,  άμα  τω  καταποντισμώ,  έν 


54 


'()  ϋι/οαυρος  τών  ΆντικυΙ) ήοοη• 


ι\\  ('ίμ(ΐ<ρ  ί'ι  τϊΊ  ίλύϊ  τοΰ  πυίΐμρνος  και  έκεΐ  μίχρι 
τΓ|ς  ήιΐΗρας  της  (χνελκύαι--ο)ς  κπυ(ρί)ι'•ντ(χ,  (ίΐΓτη- 
()ήί)ΐ|ααν  ι-ί;  |!(ίί)|ΐον  (χ/.ηι)ώς  ΐίακμάσιον.  Χο- 
μίζι-ι  τις  οτι  μ(')λις  Γ'ςΓ|λί)()ν  τών  /ί-ΊΟίον  τοΰ 
γλύπτου!  (ί?)ρ  πίνίχκος  Χ\Ί,  (χο.  ")-()). 

Πάντίί  (^'  (ίνί••ξαιρέτως  είναι  (χγ(χλ[((χτ(χ  πά- 
ριου [κχρμιίροΐ',  περιφερή,  ύπερίρυαικοΰ,  φυσι- 
κοϋ,  σπίχνίως  ί)ε  κιχΐ  κατά  τι  ήσσονος  τοΰ  φυσι- 
κού [ΐεγεΟους.  Οπί^κν  άγαλ[ΐ(χτιον  ή  άνάγ/νυ((ον 
εν  αύτοΐς,  όυστιγώς  ί^ε  καΐ  ού?)εμία  ρπιγρα((  )| 
είναι  ορατή  επί  τίνος  τών  πο?ϊ.υαρί{)μο)ν  πλί\'- 
Οων  τών  |)άί)ρ(ΐ)ν. 

Αι  στάσεις  αυτών  ιί\'(χι  τοιαΰται,  ώστε  ευθύς 
εξ  αρχής  άποκ/α"ίετ«ι  π(χσα  σκεψις,  οτι  άοιΟιιός 
τις  αυτών  δυνατόν  ν'  (χπετρ/α-ι  τον  ()ιάκοσ[ΐον 
αετώματος  ναοΰ,  συλλήβδην  (χπαχι)έντος.  Άπ' 
εναντίας  δε  εύκόλοις  διακρίνει  τις,  οτι  πο?ιλά 
μεν  αυτών  ήσαν  ιικιιονίοιιενα  ά•'ΐάΧ\Ηΐ.χα,  τινά  δε 
οτι  άπετέλουν  ποτέ  συμπλεγ[ΐ(χτα  Γ|  και  παρα- 
στάσεις παρίσους  ήρώ(ον,  άντιτεταγμενοιν  ώς  οι 
«άν&εστηκότες  καΐ  οχή/ια  άνητΕταγ μένων  έχον- 
τες όμιιρικοί  ήρίοες  τοΰ  ίν  "1  Ιλιδι,παοά  το  'Ιπ- 
ποδάμιον,  έργου  ^\υκίου  τοΰ  Μύρωνος  άνατε- 
"θέντος  υπό  τών  εν  τώ  Ίονίίΐ)  'Απολλωνΐ(/.τ('ϊ)ν  '. 

"Ενεκα  τής  μεγίστιις  καταστροφής,  ην  πάντα 
τα  αγάλματα  ταΰτα  υπέστησαν,  ελάχιστος  λίίγος 
δύναται  να  γίνη  περί  τής  κίχ/νλιτε/Λ'ΐκής  αξίας 
ενός  εκάστου"  το  μόνον  δε  σχεδόν  όπερ  δύν(χταί 
τις  να  επιχείρηση  εΐναι  ή  έρευνα  περί  τοΰ  τίνα 
και  εν  οποία  στάσει  εικονίζει  εκαστον. 

Ε'ις  τοϋτο  δε  κυρίως  Οά  άσχοληΟώμεν  εν 
τοις  εξής,  επιχειροΰντες  συγχοόνοις,  συμί^ίόνος 
τή  θεωρία  ημών,  να  σχετίσίοιιεν  αυτά,  κατά  τό 
δυνατόν,  προς  τό  "Αργός. 

23.  Ηρακλη:ϊ:  πάρα  την  αγελαςτον  ιιετραν, 
ό  κοινώς  ?ιεγόμενος  Φαρνέσειος  (Πίναξ  XI,  1)-. 
"Αγαλμα  άκέφαλοΛ'  ιιεγάλ(ος  υπό  τής  θαλάσ- 
σιις  φθαρέντος  Ηρακλέους,  κολοσσιαίου  μεγέ- 
"θους  (μετρ.  2,50),  δμοιον  καθ '  όλα  προς  τό  τοΰ 
έν  Νεαπόλει  Φαρνεσείου  Ηρακλέους,  ού  τής 
κεφαλής  έκμαγείον,  ταυτοχρόνως  τώ  όγάλματι 


τών  Άντικυ{)ιΊρϋ)ν  φωτογραφιήσαντες,  προσηρ- 
[ΐόσα(ΐεν,  κατά  τό  δυνατόν,  έπι  τοΰ  πίνακος 
ημών  εις  τΐ|ν  ί)έσιν  τής  έλλειπούσης  κε((:α/^|ς 
τοΰ  'ν\ντικυί)ηραϊκοΰ  Ηρακλέους,  προς  σαφε- 
στέραν  κατάδειξιν  τής  ταυτότητος  τοΰ  μεγέθους 
αμφοτέρων  τών  (χγαλμάτο)ν. 

"Εχοντες  δ '  υπ '  όψιν  τό  παγκοσμίως  περίφη  μον 
και  πασίγνο)στον  τοΰ  Φαρνεσείου  Ηρακλέους, 
{)εο)ροΰμεν  περιττόν  να  περιγράψίομεν  τό  δίδυ- 
μον  αΰτοΰ  Άντικυί))|ραϊκόν  άγαλμα.  Ό  τό  εν 
ιδών  δύναται   να  εϊπη  ότι  είδε  και  τό  έτερον. 

Μόνον  ώς  προς  την  δεξιάν  αύτοΰ  χείρα  ση- 
μείου [ΐεϋ  α  ότι  ελλείπει  από  τοΰ  καρποΰ,  επόμε- 
νους άγν(ΐ)στο\'  είναι,  άν  έκράτει  τι  έν  αυτή. 

"Αν  καΐ  ό  Φαρνέσειος  Ήρακ/νής  είναι  γνο)- 
στός  από  τοΰ  1ο4(),  ότε  άνεκαλύφϋη  έν  Ρά)μτ) 
έ\'  ταΐς  θέρμαις  τοΰ  Καρακάλλα,  όπ()ΰεν  μετη- 
νέχνίη  έν  έτει  ΙΤ'.Κ)  ρις  Νεάπολιν,  άπειρα  δε 
είναι  και  τα  περί  αύτοΰ  γραφέντα  ',  οι  άρ- 
χαιολ()γοι  δεν  κατώρθίι)σαν  νά  συμφοΐληΊσο)σι 
μέχρι  τοΰδε  οίίτε  περί  τοΰ  τεχνίτου,  ή  τούλ(//ι- 
στον  περί  τής  σχολής,  εις  ην  δέον  νά  άποδοΟη 
τό  πάντως  περίφημον  πρωτότυπον  τοΰ  τύπου, 
<)\'  άντέγρα\|)εν  ό  ποιήσας  τόν  Φαρνέσειον  Τλν- 
κιον  και  άλλοι,  ούτε  περί  τοΰ  άν  αρχικώς  ήτο 
με[ΐονω[ΐένον  τό  έ'ργον  ή  μετ'  άλ/ιου  συμπεπλε- 
γιιένον,  ούτε  τέλος  περί  τοΰ  τίνα  στιγμήν  έκ 
τοΰ  ('ίίου  τοΰ  ήρωος  εικονίζει. 

Οί  αρχαιότεροι  τών  αρχαιολόγων,  παραδε- 
χόμενοι ώς  άσφα/.ή  τίρ•  μαρτυρίαν  τής  επι- 
γραφής ΛΥΣΙΠΠΟΥ  ΕΡΓΟΝ,  γεγραμμέλης  επί 
αρχαίου  τινός  αντιγράφου  τοΰ  τύπου  τούτου 
άποκειμένου  έν  τω  Μυυσείω  τής  Φλωρεντίας  -' 
και  αναφερομένης  εις  τόν  τό  πρώτον  π/.άσαντα 


'  Παυσαν.  V,  22,  2. 

''  Πρβ?..  Έφηιι.  ΆρχαιοΛ.  ΙΙ'υι'.  Πίνιιξ  παρίνίίετο;    Η.  1. 


'  Ίδε  λΥίηοΙίεΙιηαη,  ΟβίοΗ.  ά.  Κυηδΐ  αεί  ΑΙίεπΗ.  ρ.  744—746. 
— ΟνεΓΐ>εα1ί,  Ρΐΐδΐϊΐί ",  II,  ρ.  381,391—39.3  καΐ  5οΙΐΓί£ΐ<ιαε11βη  η" 
2230. — ΜίΙοΗβΙΙ,  Α  ΙιΐδΙυΓγ  ο£  δηοίοπΐ  δοηΙρΙυΓε,  ρ.  661. — ΜυΓΓϊ)^, 
Α  Ιιίδί.  οί  ίίΓεοΙί  δοαίρΐυτε,  II  ρ.  9δ1.— δίερΗϊηί,  ΟεΓ  ϊπδΓαΙιεικΙο 
ΗεΓίΙίΙί-,  ρ.  1Γ)!Ι— 194.—  ΒΓϋηη,  ΟοίοΙιίοΗΐβ  ά.  ΟηεοΗ.  Κϋη$Ιΐ6Γ, 
Ι  ρ.  549.  -\νείζ5ϊο1ί6Γ,  ΒειηβΓίίϋηβεη  ζατα  Κ3Γη85ίί.ε1ιεπ  ΗεΓαΙίΙεϊ  ; 
ΑγοΗ.  Ζείι.  1882  ρ.  2δδ— 264.— ΓηεάποΙίδΛνοΙιεΓδ,  Οίε  ΟίρδίΙ)- 
2ϋ5>ο,  η"  1265. —  ΚπΓίλνϊη^ΙεΓ  :  ΚοβοΙιεΓ'δ  ΜγΐΗ.  1-εχ.  έ.  λ.  Ηε- 
ταΐίΐε*  ρ.  2172  —  2174,  και  ΜείδΙεΓνρετΙίβ  ρ.  48δ.  —  ΟοΙΙϊβηοη, 
ΗίδΙ.  άε  Ια  δΟΐιΙρίιίΓε,  II,  317 — 425,  κα'ι  ΜχΐΗοΙο^ίε  Γι§;ιΐΓέε  άε  \ζ 
ΟΓέοε  ρ.  314. —Κ..  Ι^ϊη^ε,  άαί  Μοίίτ  <1.  ΛαίςεδΙ.  Κπίδεδ,  ρ.  47,  κτλ. 

•'  Ίδέ  εικόνα  έν  ΜϋΙΙεΓ.  [)εη1ϋη.  <1.   ί.  Κυπίΐ.  Ι,  η"  151. 


55  — 


Ό  ϋ^ησαυρος  των  Άντικυ&ήρων 


τον  τύπον,  έχρρόνουν  δτι  πρόκειται  περί  έργου 
της  άργειοσΓ/α)θ)νίας  σχολής.  Κ(ίτύπιν  όμως 
πολλοί  δόκιμοι  αρχαιολόγοι  έκήρυξαν  τΐ|ν  επι- 
γραφή ν  ταύτην  ως  «δλο^ς  (ίναμφΐβ()λως  νέαν 
κιβδηλίαν»,  παρ'δλας  τάς  δια(ΐαρτυρίας  άλλων 
επίσης  δοκίμων  συναδέλφοίν  αυτών.  ΓΙ(λλιν 
δ'  δλως  έπ'  εσχάτων  έπεκράτησεν  ή  αρχική 
γνώμη.  Ήμεΐς  δ '  έξετάσαντες  προ  ολίγου  τήν 
έπιγραφήν  εν  Φλωρεντία  έπανι^λαμβάνομεν 
άνεπιφυλάκτίος  τάς  λέξεις  τοϋ  ΡιΐΓΐ\νΗηο•ΐ6Γ  (ε.  ά. 
σελ.  217:2),  ότι  οΗρ  ΙπΝοΗπίΐ  Ϊ8ΐ;  ^ϊοΗθγ  εοΠΐ»•. 
Εις  τήν  μαρτυρίαν  δε  ταύτην  της  επιγραφής 
προστιϋει,ιένου  τοΰ  γεγονότος  ότι  ί|  αρχαιότατη 
άντιγραφί)  τοΰ  Φαρνεσείου  Ηρακλέους  άπαντα 
επί  νοΗίσΗ(/.τος(Είκ.  44)  άλεξανδρείου  τύπου"-, 
κοπέντος  περί  το  Ρ)00  π.Χ.  εν  "Αργεί  ή  Σικυώνι 
(ϊδε  κατωτέρω),  έ'δρα  τοΰ  Λυσίππου,  δυνάμεθα 
να  παραδεχΟώμεν  ότι  το  πρ(οτότυπον  έποιήΟΐ] 
υπό  τοΰ  περίφημου  τούτου  τεχνίτου. 

"Ενεκα  τώ\'  [ΐήλωΛ-,  άτιν(/.  φ^έρει  εν  τη  όπι- 
σθεν τοΰ  σώματος  έπΙ  της  όσφύος  άναπαυομένη 
δεξιά  ό  εν  Νεαπόλει  Ηρακλής  καί  τίνα  άλλα 
τών  μαρμάρινων  αντιγράφων,  ήρμήνευσαν  οί 
πλείστοι  τών  αρχαιοτέρων  αρχαιολόγων  τον 
τύπον  τούτον  τοΰ  Ηρακλέους  εν  σχέσει  προς 
τον  μΰΟοΛ'  τών  Εσπερίδων.  Άλλα  και  Λ'έα  εκ 
ου^υτληρώσεως  προσΐΐήκη  αν  δεν  ήσαν  τα  μήλα 
ταϋτα,  ώς  πολλοί  υπεστήριζαν,  ή  τού/.άχιστον, 
ώς  ϋέλει  ό  ΡιΐΓΐ\νΗη•^ΐ6Γ,  (ίσφαλώς  προσθήκη 
τών  κατά  τιι\'  ρωμαϊκΐ)ν  έπιγραφήν  αντιγρα- 
φέων, οΐτινες  τά  ^ιέγιστα  ήγάπων  παρά  τω 
ΉρακλεΤ  το  σύμβολον  τοϋτο»,  εΐναι  αδύνατον 
νά  παραδεχ{)τί  τις  ότι  τό  πρωτότυπον  έ'φερε  τά 
σύ(ΐβολα  ταύτα,  διότι,  ώς  ορθώς  παρετήρησεΛ' 
ήδη  υ  \ν6Ϊ/:83.ο1<βΓ  (ε.  ά.),  ^  ποίος  καλλιτέχνης  Οά 
έκρυπτε  ποτέ  όπισθεν  τοΰ  σο)ματος  τό  γνώρι- 
σ[ΐα  ακριβώς  τής  πλασάσης  τό  άγαλμα  αύτοΰ 


'  "Ιδε  και  ΟοΙΗξηυη  ε.  ά.  σε?ι.  Η17.  —  Περί  της  επιγραφής 
ταύτης  ϊδε  δΚρΗαηί  ε.  ά.  164,  20.  —  Η.  Μογβτ,  ΟοβοΗ.  ό.  ΙίίΗ. 
ΚΗπδΐΒ  III,  ρ.  59.  — ΟαΐδοΜίΟ  Αη(.  ΒίΜνν.  Π,  3(5.  — Ο.  ]α1ιη,  Αγ- 
οΚίίΘοΙ.  Αυίδ.,  ρ.  162. — ΟνϋΓΐιυοΙί  έ.  ά.  II,  381,460.  —  ΜίοΗαοΙίδ  : 
ΑγοΚ.  ΖοίΙ.  1880  ρ.  17,  28.— Ι,εϊρζίξϋΓ  ΒεΗοΙιΐο  1881  ρ.  77,  78.— 
ΗβΓΓπεδ  22,  153.1 — 1>6ννγ,   ΚϋπδΙΙεΓ  -  Ιη3θΙΐΓί£ΐβη,  506. 

'-   Νιιπιίίπι.  ΟΗγοπ.  1883  ρ.  ί)  Ρ1.  Ι,  5. 


αιτίας».  "Αλλως  δε  τίνα  σχέσιν  δύναται  νά  εχη 
προς  τόν  μΰθον  τών  Έσπερίδοτν,  κα•0•'  δν  έθρι- 
άμβευσεν  ό  ήρως,  ή  υπέρ  πάν  άλλο  χαρακτΐ)- 
ρίζουσα  τό  άγαλμα  τούτο  μελαγχολία ; 

Απορριπτέα  επίσης  εΐναι  ή  ετέρα  θεωρία 
τών  άβ  ΡτΐΛ'η68  ',  Ο.  ΙίΐΗη  (έ'.  ά.)  και  \\^θϊζ8ίΙαΙ:6Γ 
(έ.  ά.),  οΐτινες  στ)|ριζόιιενοι  επί  τινο)ν  νο(ΐισμ(Λ-, 
το)ν  καί  μιας  τοιχογραφίας  ροιμαϊκών  χρόνων 
ύπεστήριξαν  ότι  ό  Φαρνέσειος  Ήρακ?4,ής  άπετέ- 
λει  αρχικώς  σύμπλεγ[(α  εν  μαριιάρω  ή  γραφή 
προς  τον  υπό  έλάφου  ιΐιιλαζόμενον  παΐδα  αύτοΰ 
Τή?νεφιον.Ώς  παρετήρησεν  ήδη  ό  \νο1ί6Γ8  (έ'.  ά.), 
τό  άνο)τέροι  π(ίρατεΟέν  άλεξίχνδρειον  τετρά- 
δραχμον,  όπερ  ί|γν(Κ)υν  οί  ρηΟέντες  αρχαιο- 
λόγοι, αποδεικνύει  ότι  ό  τύπος  τοΰ  Φαρνε- 
σείου Ηρακλέους  έποιήθη  ήδη  κατά  τόν  τέταρ- 
τον π.  Χ.  αιώνα  ώς  με[ΐον(υ[ΐένον  άγαλμα, 
επομένως  ότι  πολύ  κατόπιν  συμπεριείιήφΰη  εν 
τοις  ρωμαϊκών  χρόν(ον  νομισικίτικοΐς  τόποις 
και  τοιχογραφίαις  ταΐς  άναφερο[ΐέναις  εις  την 
νηπιότητα  τοΰ  Τηλέφου. 

Παραμένει  επομένως  ζήτημα  άλυτον  μέχρι 
τυΰδε,  τίνα  στιγμήν  τοΰ  βίου  τοΰ  ήρωος  ηθέ- 
λησε νά  παραστήση  μέγας  καλλιτέχνης  ποιών 
τό  άγαλμα  τούτο,  διό  κ<ιΐι  πολλαΐ  είκασίαι  προε- 
τάΟ-ησαν  και  νΰν  έτι  προτείνοντίίΐ,  έπΙ  [ΐόνιις 
τής  χαρακτηριζούσης  τό  άγαλμα  μελαγχολίί/ς 
στιιριζόιιεναι,  προς  δε  και  έπι  τής  κοπίόσειας, 
ην  λέγουσιν  ότι  διακρίνουσιν  εις  τόν  τρόπο\', 
καθ'  δν  σττ]ρίζεται  έπΙ  τοΰ  ροπάλου  κ(/ι  κλίνει 
τήν  κεφιαλήν  αύτοΰ  προς  τά  κάπο.  Ό  ήρως — 
λέγει  συγκεντρών  τάς  γνοηιας  ταύτας  ό  κ.  \\Ό1- 
1;θγ8  (έ.  ά.)  —  ΐσταται  παρά  τό  τέρμα  τών  [ΐό- 
χ{}ο)ν  αύτοΰ,  ουχί  χαροπός  εκ  τής  νίκης,  άλλα 
κατάκοπος  καΐ  κεκυρτω μένος  υπό  τοΰ  βάρους 
τοΰ  έπιμόχθου  βίου  αύτοΰ.  Τό  δλο\'  τής  έ[ΐφα- 
νίσεως  αύτοΰ,  αϊ  φλεγμαίνουσαι  άρτηρίαικαΐ  οί. 
έξογκούμενοι  μυώνες  διι?ιθΰσι  κόπον  καΐ  [ΐόχΟον, 
αύται  δ'  αί  σκέψεις  αύτοΰ  φέρονται  προς  τό 
παρελθόν  και  ούχΙ  προς  τό  μέλλον  .  Παραλείπων 
νά  μνημονεύσω  τάς  κατά  τής  έξηγήσεως  ταύτιις 


Νουν.  Αηη.  Λε  ΓΙπδΐ.  Ι  ρ.  <ϋ). 


56   — 


Ό  ^^ηηανροζ  των  ^Αντικνύήρο)%> 


ργι•ρί)ρίσας  αντιρρήσεις,  νο(ΐίζο)  δτι  δύνα(ΐί/.ι  να 
προτρίνίο  νέαν  ο?.(ΐ)ς  μΔ  προς  (ΐρ/αίας  πτ]γάς 
πΓΜΐ(|(ον()ν  ρρ[(ΐινΓίαν  τοΓ»  Οαυμασίου  τούτου 
ι•ίς  τ^■λ^•ι('»τ11τα   και  εκ((ρ(ίαιν  άριατουργήιιατος. 

Ύίππαοά  τίνα  /αρ(/.κτΐ|ρίζουσι,  κατ'  γ[ικ,  το 
αγαλ[ΐα  τοοτο.  Πρώτον  ιιί-ν  {\  παρ'ολον  παρα- 
τηρ)|Οι•ΐσα  βαΟεΐίί  μελαγχολίίχ,  ί'ιν  εκφράζει  \\ 
φυσιογν(ομία  τοϋ  Γιρο)()ς,  ης  πάρισοι  εΐναι  αϊ 
έπιτΐ'μ|5ί(^ιοι  παριχστάσεις  τών  ?ι,ηκύΟο)ν,  των 
«ρΐΓΐιπ•ιΐ8ί>>>  ,  ή  της  λνπουιιένης  ,τίχρά  νεκρικην 
στήλην  περΐ((  ήιιου  Ά{)ΐ]\'(χς  τοϋ  άναγλύ(ρου  της 
'Λκρ()π()λεως,  καί  τίνες  τΓ^ς  έπι  της  Αγέλα- 
στου πέτρας  καιίιμιένης  καΐ  επίσης  άχι•υμένης 
(άχαίας)  ,\ή}ΐητρος  '.  Δεύτερον  δε  το  κάτω  προς 
την  χ{)()να  έστρα[ΐμένον  μετά  προσοχής  βλέμ[ΐα 
αΰτοΰ  '.  Τρίτον  δε  ή  δή?.ωσις  της  υπάτης  και 
άπαραδειγματίστου  αναπτύξεως  και  άκμϊΊς  τών 
τεραστί(ον  σο)((ατικών  δυνάμεων  αύτοϋ,  και 
τέλος  τέταρτον  κ(ί1  ε'ίπερ  τι  και  άλλο  ή  μεγάλη 
αργή  πέτρα,  παρ'  ή  ΐσταται  καΐ  έφ'ής  στηρίζει 
το  φοβερόν  ρόπαλον,  νΰν  έρεισμα  αύτοΰ. 

Έφ'  όσον  γν(ορίζω,  ουδείς  άπέδωκε  βαΰυτέ- 
ραν  τινά  σημασίαν  εις  την  μεγάλην  πέτραν 
ταύτιιν  καΐ  άλ?ι,ην  ή  της  ύπύ  τεχνικών  λογο^ν 
ανάγκης  προς  στήριξιν  τοΰ  σιόματος  τοΰ  ήρωος. 
Και  δμως  ούδέποτ'  εν  τη  κλασσική  εποχή  της 
τέχνιις  συνεδέΟησαν  προς  τους  απεικονιζόμε- 
νους ΰεούς  ή  ήρωας  τοιούτοι  λίθοι  ένεκα  τεχνι- 
κών μόνον  λόγων  και  άνευ  συνδέσ[ΐου  τινός 
μυθο?ι.ογικοϋ.  Παράδειγ[ΐα  ύ  λίθος  όμοραλός, 
έδρα  τοΰ  Απόλλωνος  και  τα  υπό  τόν  πόδα 
διαφόρων  θεών  σύμβολα  (Ίδε  κατωτέρω).  Δέον 
επομένως   τό  αυτό  λ'ά   υποθέσω  μεν,  ευθύς  εξ 


'  ΔιεθΎ.  Έί^ηιι.  Νομ.  Άρχ.  τόμ.  Δ',  σε/..  294  κ.έξ. 

-  Πβλ.  τόν  λΥβίζϊοΙίεΓ  (ε.  ά.)  παρατηροΰλτα  ορθώς  δτι  Οίβ 
8(αΙυε  ζείβΐ  <1βη  Ηβταΐίΐβδ  ηίοΐιί  5ον?ο1ι1  αυεηιΚοηιΙ,  &15  νί<:1ιηε1ΐΓ 
ίη  εϊηβΓ  δίβΐΐυης,  \νί6  δίβ  δίοΐι  1)6ί  2α2επΙ)1ϊο1ίΙί€Κοιη  ΙηηβΙίΕΐΙΙεπ 
α,αί  άατ  νίΛπάετηηζ  6Γ§;ί6ΐ>1,  ϊίβηη  άει  Βΐίοΐί  (ΙυτοΚ  είηεη  ααί  άεηι 
Βοάεη  Ιίε^εηίΐεη  Οεβεηδίαηίΐ  ^είε^δείΐ,  άετ  \ν&η<1εΓεΓ  ζα  είηί- 
^ειη  ΥεΓΛέίΙεπ  αυί^βίοΓίΙεη  ννίΓίΙ.  λΥίΙΙ  ιηαη  ϊ6εΓ  (1»5  ΜοΙίν 
πϋΓ  αΐί  εϊη  ίη  δίοΚ  ^β'^ε'^τίοδ  Ν^οΗάεηΙίεη  Εΐιίϊα53εη,  5ο  ϋΙιεΓ- 
δίεΐιΐ  ηιαη,  ά&55  (Ιετ  Κορί  ζ«•3,γ  ^«δεηΐίΐ,  άυ  Αιίβε  ]εάοοΗ  §εοίΙ- 
ηεΐ  υηά  αυ£  είηεη  ΙιεδΙίπιπιΙεη  Ρυηΐίΐ  &π\  Βοάεη  βετίοΚίεΙ  ίβΐ, 
ίνίε  υιη  <1ϊ5  άοτΐ  ΕΓΐ)1ίο1ίΙε  ΓεοΗι  1ίε£  ίη  βίεΐι  αϋίζηπείιιηεη  :  άβτ 
Οεδίοΐιΐδίηη  ίί£  άεΓ  .•\υ55εηίτε1(  ^εδΛ'ηεί,  ηίοΐιΐ  νεΓϊοΜοδδεη. 


αρχής,  ώς  προς  την  πέτραν  τοΰ  ΦαρνεσείουΊ  Ι  πα- 
κλέους,τοσούτο)  μάλ?^ον  «ίσον  αΰτη  είσάγετι/ι  κι/.Ι 
ώς  σύμβολον  εις  παρα?.λαγάς  τινας  τής  παρα- 
στάσεως, έν  αίς  δεν  υπάρχει  πλέον  ό  τεχνικός 
λόγος  τής  στηρΓξεο)ς  τοΰ  σοψατος  τοΰ  ήρωος 
έπι  τοΰ  λίΙΙου  ',  όπερ  αποδεικνύει  σαφέστατα  τό 
μυϋολογικώς  συναφές  τοΰ  λίθου  προς  τόν  ήρωα. 

Ερωτάται  λοιπόν  νΰν,  αν  υπάρχει  λίΙΙος  τις 
αργός  έν  τή  μυίίολογίςί,  συνδεόμενος  προς  τόν 
βίον  τοΰ  'ΙΙρακλέους,  ώς  έπίσιις  και  προς  τόν 
τοϋ  Ηησέως,  τοΰ  μιη'ου,  νομίζο),  ήρο)ος,  ού  εχο- 
μεν  πΐίοάστασιν  ομοίους  τό  ρόπαλον  έπι  όμοίας 
πέτρας  στηρΓζοντος,  ήτοι  τό  γνωστόν  άττικόν 
άνάγ/^υφον  τοΰ  Λούβρου  -.  Ώς  π/^είσται  άρχαΐαι 
[ΐαρτυρίαι  και  μνημεία  δεικνύουσιν,  άτινα  συνε- 
κεντρο)σα[(εν  πρό  τίνος  έν  άλ?.η  με/.έτη  ήιιών', 
ό  λίθος  ούτος  δι'  αμφότερους  εΐναι  ή  ιερά  τή 
άχούση  \ήμΐ)τρι  καΐ  παρά  τί]ν  πύ?.ην  τοΰ  "Αδου 
κειιιένη  περίφημος  αργή,  ?.ενκάς  ή  άγέ?Μστος 
πέτρα,  άφ'  ής  αμφότεροι  οι  ήροιες  πλήρεις 
μελαγχολίας  και  ώς  τό  άγαλμα  ημών  αγέλαστοι 
άνεπαύ{))]σαν  έν  απαράλλακτο)  τή  τοΰ  Ψαρνε- 
σείου  στάσει  πριν  ή  εις  "Αδου  κατέλθωσιν. 

Πρόκειται  άρα  περί  παραστάσεοις  Ηρα- 
κλέους εικονιζόμενου  καθ'  ην  στιγμήν  έν  δλτ\ 
τή  ακμή  τής  σωματικής  αύτοΰ  ροίμης  ευρισκό- 
μενος και  φθάσας  πρό  τοΰ  χθονίου  χάσματος 
τής  πύλης  τοΰ  "Αδου  στηρίζεται  έπι  τής  παρά 
την  πύ?^ιν  Αγέλαστου  πέτρας  και  αχνύμενος, 
ώς  πάντες  οί  εΙς  "Αδου  κατερχόμενοι  (Όμηρου 
κ,  5),  βυθίζει  τό  βλέμμα  αύτοΰ  εις  την  όπίιν  τοϋ 
Πλουτωνείου,  δι'ής  κατερχόμενος  εις  την  Άγέ- 
λαστοΛ'  χώραν  τών  νεκρών  ιιέλλει  νά  επιχείρηση 


'■  Ίδε  π.  χ.  τό  ώραΧον  εκ  Δωρίδος  χα/.κοΰν  άγοχ>.μάτιον : 
Μοηυπι.  Οτεοδ,  1880  φυλλ.  9  ρ.  1—10,  Πίναξ  Ι  =  δ.  ΚείηίεΗ, 
ΚέρεΓίοίτε  <1ε  1&  δΙαίιΐΒίΓε  II,  ρ.  209,  2, 

-  Μοηαιη.  άΜ"  Ιηδί.  4,  22  Β=:Κο5α1ΐ6Γ,  Μχίΐιοΐ.  ίεχ.  σελ.  2499. 
— ΚτδΙιηεΓ,  ΙπδΟΓ.  §τ.  άυ  Ι^οηντε  η°  23,  είκών.  Τό  ρόπα/.ον  τοϋ 
ήρωος  ήτο  δια  χρώματος  δεδηλωμέλ'ον. 

^  ΔιεΟν.  Έφημ.  τής  Νομισμ.  Άρχαιολ.  τόμ.  Δ'  (1901)  σελ. 
237—254  και  484  είκ.  23— 2δ  καί  πίν.  ΙΖ'.  Πρόσθες  εις  τα  έκεϊ 
παρατιθέ^ιενα  μλ-ημεΐα  κα'ι  τόν  πρό  όμοίας  άχαίας  Λήμητρος 
άναπαυό^ιενον  έπϊ  τής  Αγέλαστου  πέτρας  Φαρνέσειον  Ήρα- 
κλέα  νομίσματος  είκονισθέ\'τος  -παρά  .ΜοΓεΙΙί,  ΤΙιεδ.  ηυπι.  Ιιηρ. 
II  Τ»1>.  91,  18  (Σάρδεων  έπ'ι  Δομιτιανοϋ). 


—    57     — 


Ό  ϋ•ηοανρος  των   Λντικυϋήρων 


τον  μέγιστον  των  πόνίον  αύτοϋ,  την  αναγωγην 
τοΰ  φοβεροί3  Κέρβερου.  Χάριν  δε  μίίνον  της 
ισορροπίας  τοΰ  σώματος  και  ίνα  εχΐΐ  μαλλοΛ' 
έλευθέραν  την  προς  την  χθόνα  θέαν,  φέρει  τη\' 
δεξιάν  οπισίΐεν  τοΰ  σ(ί)ματος,  ακριβώς  ώς  πάς  τις 
ή(ΐών  πράττει  νΰν  αύ{)ορ(ΐήτο)ς  οσάκις  σταθείς 
εΙς  το  χείλος  βαθέος  τινός  χάσματος  γης  βυθί- 
ζει το  βλέμμα  εν  αύτώ.  "Οταν  δε  ό  ήρως  συντε- 
λέσιι  τον  ((οβερόν  προκεί[ΐενον  άθλον  και  σώος 
έπανέλίΐη  εν  {)•ριά[ΐβ(ΰ  έπΙ  ττίς  γης,  ή  εκφρασις 
της  μορορής  αύτοΰ  {)ά  γείνη  το  άντίθετον  της 
νΰν  ήτοι  χαροπή,  ώς  μαρτυρεί  ή  Βοιωτικί) 
παράδοσις  \  ή  δε  Νίκη  θέλει  σπεύσει  να  στέψη 
αύτδν  καΟ'  ι'ίν  στιγμήν  έξελθών  της  πύλης 
τοΰ  "Αδου  ί)έ?.ει  στηριχΟή,  νικητής  νΰν,  έπι 
της  Αγέλαστου  πέτρας,  ώς  μαρτυρεί  τοιαύτΐ) 
τις  σύγχρονος,  άλλα  χαροπή,  της  τοΰ  μελαγχο- 
λικού Φαρνεσείου  τύπου  παραλλαγή,  (χπαντώσα 
έπΙ  νομίσματος  κοπέντος  εν  Ήρακ?ιεία  της 
Βιθυνίας  περί  το  .'Ί••.")  ;')(»"^  π.  Χ.  και  ή  ταύτη 
συγγενής  παραλλαγή  τοΰ  τύπου,  ή  ν  παρουσιά- 
ζει το  εκ  Δο^ρίδος  ώραΐον  (Ιγαλμάτιον  (σελ.  Γι 7 
σημ.  1)-. 

Ή  (?)ς  Λ'ομίζα)  πάσαν  την  ψυχολογί(χ\'  κ(ίΐ 
πάσας  τάς  λεπτομέρειας  της  στάσεως  τοΰ  Φαρ- 
νεσείου Ηρακλέους  εξηγούσα  απλούστατη  αίίτ)| 


Ε  (κ 


Εί,χών     45- 


ερμηνεία  άποδείκνυται  σύμφωνος  προς  την 
ά?αίθειαν  υπό  Αθηναϊκού  τΐΛ'ος  \Ό(ΐίσματος 
(Ε'ικ.  45)  ■^,  εικονίζοντας  παρά  τήν  Άγέλαστον 
πέτραν   τοΰ  Φαρνεσείου,  και  δη   είς  τό  [ΐέρος 


'  Παυσαν.  9,  34,  5:  Άνίιΐτέρω  δί'  ΐστιν  Ηρακλής  Χάροψ 
επίκλησιν  ένταϋθα  Λέ  οΊ  Βοιωτοί  λέγουσιν  άναβήνοι  τό\' 
Ή^αxλέα  άγοντα  τοΰ  "Αδου  τον  κύνα. 

■-'  δίχ  ;  Νηιηίδίη.  ΟΙίΓοηίοΙι;  1885,  ρ.  .5Η  η"  52— 53.  — ΚαΙίΚι-Ι, 
Νυηι.  νοί.  Εηι;α<3.  ρ.  37  Ύαΐι.  III,  14. 

^  ΙηιΚοο(  αηά  ΟαΓςΙιιβΓ,  Νυηι.  Οοπιηι.  οη  Ραυϊ.  ρ1.  Ου,  XI. 


εν9α  βυθίζεται  τό  βλέ[ΐμα  τοΰ  ήρωος,  τοξοειδές 
στόιιιον  σπηλαίου,  οίον  τό  τοΰ  Πλουτ(ο\'είου 
της  Έ?ιευσϊνος  '. 

Άλλα  καΐ  τα  αρχαιότερα  [ΐνημεΐα,  έφ'ών  τό 
πρώτον  εμφανίζεται  ό  τύπος  τοΰ  Φαρνεσείου 
Ηρακλέους,   ώς   είχε   πρό  τοΰ  τελειοποίησαν- 


τος  [ΐόνον,  ούχι  δε  εΓρεί'οίη'τος -'  αυτόν  Απσίπ- 
που,  λαμπρώς  συμφωνοΰσι  προς  τήν  έρ(ΐηνείαν 
ημών.  Ούτω  τό  εν  τω  ΈθΛ'ΐκώ  Μουσεί(ΰ  ημών 
εξ  Ίθώ[ΐης  άνάγλυφον  (Είκ.  4(ί)  '  εικονίζει 
αυτόν  στηρίζοντα  τό  ρυπαλον  αύτοΰ  έ.τΐ  τώ\' 
βαθμίδων  μεγίίλης  πνλ')]ς  καΐ  ώς  χθόνιον  ήρ(ΰα 
ίΐυσίαν  βοός  και  κριοϋ  δεχόμενον.  Επίσης 
έπι  βρ(χχου  π(χραστάδος  πύλης  της  ακροπόλεως 
της  'Ακαρνανικής  'Αλυζίας  είναι  γεγλυμμένη  ή 
δευτέρα  τών  αρχαιοτέρων  παραστάσεων  το  Π 
Φαρνεσείου  Ήρακ?ιέους  ^.  Πολί'  δε  κατόπιν 
εν  πλαισίφ  πύλης  ωσαύτως  ΐσταται  Ηρακλής 
μεταγενεστέρο)ν  χρόνων  ",  και  τέλος  έπι  μικράς 
Λ'αομόρφου  χθονίας  πύλης,  ούχι  δ'  έπι  της 
Άγε?ι.άστου  πέτρας,  στηρίζει  τό  ρόπα?^ον  αύτοΰ 

'  'Ιδέ  τί|ν  είκόν(;.  ί'ν  Λιεί^ν.  ίφημι-'ο.  της  νομιπμ.  αρχαιολο- 
γίας τόμ.  Δ',  σελ.  347. 

-  Κιιη«:>π2ΐβΓ  έ.  ά.  σελ.  2173. 

■'  δοίιοπο,  αηοοΗ.  Κοί.  112.— δγΒοΙ,  η"  320.— Κ^1;υI^,  η"  374. 

■"    Πυυζον,  Ι.υ  ηιοηΐ  Οίνηιρρ  ο£  1'.•\οαΓηαηίί•,  ρ1.  XI. 

■■'  ϋοΐΐ.  (_;Γί!αιι  VIII,  347  =:  Κ^^ηα^^1.  ΚέρυΓίοίΓΟ  ϋο  Ια  5ΐίΐ(ιι:ιίΓι• 
II  σελ.  233,3. 


58  — 


ο  ϋί/παυρος  τώ%•  ΆντικνϋΥ/ιχ/η• 


(}  Φα.ηννπΐίος  'Π(^•(/.κλΓ|ς  κον  ίπΐ  '1*(ΐ)|((/.ί(ΐ)ν 
νηιίΗτικχτων  τών  Α<^κ^•^)(ίιιι<)νίο)V  ',  παρ'οίς  ίν 
Γί'.ινίϋρο)  ρΰρίσκετο  ναός  ι•ίκαα[(ρ,νος  σπιιλαίο)  , 
Γ|ΐ(ΐι  ί|  ή^η^  ί^ι  Γ|ς  ϊίλεγον  οτι  6  ϋοακλής  (χνή- 
γαγρν  έξ  '^όου  τον  κΰνα  -'. 

Λί  πύλαι  αΟτίίΐ  ίνίΐιιμίζοιισιν  άμναως  ι'ιιην 
(χκρι(}θ)ς  τίιν  (ΐρ/αιοτάτιιν  τών  πα(_)α^)(')αΓ{^)ν 
πρρΐ  της  προς  αναγωγην  τοΰ  Κερ(5κρου  μιλο.- 
βάσειος  το  Γ»  Ηρακλέους  εις  "Λί)ην,  οι»,  (ί)ς 
γ\'(ΐ)πτ(')ν,  τά  |)ααί/α"ΐα  έί^ήλοί)  αυνοπτικώς  [«')νΐ| 
ί\  πι''λ)|  '.  Ή  μαρτνρίί/.  (ίίίτΐ)  είναι  οί  περί((>ΐ|ΐ(οι 
παρά  τοϊς  Ό|1)|ηιστ(/.ϊ^  στί/οι  τΓ|ς  Ίλκίί^ος  (Ε. 
;5!).-)-;597): 

τλΓ|  ί)'  \Λίδ»|ς  εν  τοΐσι  πελιόηιος  ώκί'ν  οϊπτήν, 

ΐντέ  μιν  (ΐ){>τ()ς  ανηρ,  ΐ'ίο;  Διός  «ιγκΊχιιιο, 

έν  πύλω   Ρν  νεκί'εααι   Ι'χίλιον  ο(>ι''νΐ|απ'  ί'Λ(ιικρν. 

Πολλοί  τών  (/.ρ/_(χί(ΐ)ν  γράφοντες  εν  Πύλω 
σιινή^ί'ον  τον  ιιΓιΠον  της  εις  "Αδυυ  καταβάοε(ΐ)ς 
τοπ  Ηρακλέους  προς  την  πόλιν  Πυλον  της 
Μεσσηνίας  ή  της  "Ηλιδος  ',  αλλ'  άλλοι,  ως  ο 
πολύς  Άρίσταρχος,  ορθώς  άνεγίνοσκον  εν 
πύλω,  όπερ  ήρ^ιήνευον  ώς  έτερον  τύπον  τοΰ 
πΰΑί;,  έν  πύλη  δηλαδή  τοΰ  "Αδοιν  τούτο  δ'έγέ- 
νετο,  κ(ίτά  τον  ΕύστάΟιον,  έν  τη  προς  τον 
"Λδην  ικ/./ιι  τοΰ  Ηρακλέους  (Ίλ.  Θ.  ."ΚίΤ)• 

εύτε  μιν  εις  \\ί^((ο  πνλάρταο  ,τοιιύ,τε!ΐ\|>εν  (ΕΓχχιαίΙεί'ς) 
ες  έρέβευς  α£;ο\'τΐί  χύνίί  ατί'γεροΓ'  "Λί<ΐ(ί(). 

"Αρα  ή  πύλη.  προς  ί'ιν  τ(')σον  στενώς  συνδέε- 
ται ό  τύπος  τοΰ  Φαρνεσείου  ΊΤρακλέους  έπι 
τών  δυο  αρχαιοτάτων  [ΐνηπείο^ν, έφ'ών  άπαντα, 
άνα(ρέρεται  προς  τ»ιν  δια  της  πύλης  τοΰ  "Αδου 
κάΟοδον  αύτοΰ.  Επίσης  προς  την  αύτην  κάι)ο- 
δον  σχετίζεται  υλιλ  η  τοίτΐ]  τών  έμοί  γνο)στών 
άρχαίο)ν  παραλλαγών  τοΰ  τύπου,  ή  άπαντώσα 
έπι   αγγείου    ελευθέρας   τεχνοτροπίας   τοΰ   Δ' 

'  ΙηιΙιοοί- ΙϋιίΓαοΓ  3.ηά  Ρ.  ΟαηΙηεΓ,  Νυηι.  Οοηιιη.  οπ  Ρ»υί.  ρ1. 
Ν,  Χ  =  15.  Μ.  ΟαΙ&Ι.,  Ρείοροηηβδϋδ  ρ1.  XXVI,   1. 

-  Παυσαν.  11Τ,  :25,1. 

"  ΡγοΙΙογ  -  ΚοΒυη,  ΊΐΓίιίοΙι.  Μ>ΐΗυ1.  ίί.  «07  :  ]α  άαϊ  ΤΗογ  άεβ 
Αϊάεδ  \νυΓάο  1)Ϊ5\νεϊ1ΰη  αη^ΙηΙΙ  άυ»  ^Επζεπ  ΡαΙη^Ιεί,  αΐίυ  αηδΙαΙΙ 
(ίι-Ί-  υηΐ0Γ\νι_•1(   §οηαηηΙ  .  .  . 

'  "ΙδΕ  Ιΐαΐ'π.  ιί.  25,  :•5-  —  ΆπολλυΛ.  2,  7.  '■'<■  —  ΙΙινόιίοου 
'Ολυμ.  !•,  :11. 


(ίίη)νος  π.  Χ.',  είκονίζοντος  τον  <Ι>αρνέσειον  ((έ- 
ροντα  τον  κλ(/.δον  το)ν  μυστών,  ίστάμενον  δε 
παρά  τον  κιονίσκον  τον  δηλούντα  τά  μεταξύ  ΓτΊς 
•/.(ΙΛ  "Αδοπ  ίΐρκ/.  ϊ'ι  τί|ν  πύλην  τοΰ  "Αδου,  και 
δεχιηιενον  προς  πυσιν  έν  ύδρο/))))  το  ΰδωρ  της 
ΑηίΙης  παρά  τοΰ  Γιδί)  έν  τω  Αδη  ευρισκομένου 
ι|Μΐχοπομποΰ    Κρμοΰ  '. 

Άξιοσημείίυτον  εΐναι  ίίτι  κΐΛΐ  έπι  τών  τριών 
προλυσιπ:πείο)ν  Μνΐ|ΐπ•ί(ΐ)ν  τούτίον  έλ/ν,είπει  υπό 
το  ρόπαλον  ή  "Αγέλαστος  πέτρα, προ(ρανώς  διότι 
ό  τόπος  της  σκηνής  και  6  /{Ιόνιος  αυτής  χαρα- 
κτήρ  δηλοΰνται  επαρκώς  και  σαφώς  υπό  τής 
πύλης,  τοΰ  ψυχοπομποΟ  Έρμου  και  τοΰ  ύδα- 
τος τής   ΑήίΙης. 

Φαίνεται  λοιπόν  ότι  ό  Αύσιππος  έν  τούτ*;) 
κυρίους  έτροποποίησε  τον  άρχαΐον  τύπον,  ότι 
πιχνυ  εύιρυώς  καΐ  συμφώνίος  προς  τάς  τεχνικάς 
άνάγκας  τής  ποιήσειος  περκρερών  άγαλιιάτο)ν 
άντικαταστήσας  την  πύλην  τοΰ  "Αδου  διά  τής 
ταυτοσήμου  ταύτη  Αγέλαστου  πέτρας,  διά  δε 
τής  παραστάσεως  τής  εις  τό  έπακρον  αναπτύ- 
ξεως τής  σωματικής  δυνάμεως  τοΰ  ήρθ3θς  δηλά)- 
σας  ότι  πρόκειται  νΰν  περί  τοΰ  '  γαλεποηάτηνΆ-^ 
τών  άθλων  αύτοΰ,  ου  τον  τόπον  και  την  φύσιν 
έδήλιοσε  διά  τών  περίλυπων  και  προς  την 
χϊΐόνα  έστραμμένοίν   (3λεμμάτων  τοΰ  ήρωος  *. 

Τό\'  οί'τιΐ)  τελειοποιηθέντα    υπό  τοΰ  Αυσίπ- 

'    Ι';ιπ•>ί!ί3,  Ζυυ>   ΙίαϊίΙευί.  Είκοίν. 

■  "Ιδε  τήν  όμοίαν  παράοιααιν  τοΟ  ΐ/.  τοϋ  Π/.υυτωνείου  τής 
έ\'  Αθήναις  "Αγρας  ανάγλυφου  ('Λρχ.  Έφημ.  1ί^94,  πίναξ  7, 
και  >;βορο7)νος  έν  ΔιεΟν.Έ(ρΐ)μ.  νομιομ.  Άρχ-  Δ',  σελ.  304  κέ.). 
Πρβλ.  επίσης  καΐ  τάς  ταύτιι  συγγενέστατος  .ταραστάσεις  παρά 
ιΜαΓίεΙΙε  ΡίεΓ.  βΓίΐν.  Ι,  .'^Τ,  καΐ  Οοπί,  Μυβ.  1•Ίογ.  II,  'Μϊ,  8.  ένθα 
όμοιος  κιονίσκος  παρά  τήν  Άγέλαστον  πέτραν. 

'  Ό|ΐιΊρου  λ.  (ί2-1. 

'  Περιγράφοιν  τό  άγαλμα  τοϋτο  ό  Λιβάνιος  (Εκφράσεις.  11 
^ΡείοΓδεη,  Οοιηιη.  <}ε  Ι^ϊόαηίο,  II,  20)  ?.έγει.  πολύ  όρθότερον 
πολλών  τών  νε{οτέρ(•)ν  ιΐρχαιολόγοιν,  δτι  Άνάκειται  ονχ  οίον 
εϊδεν  ή  Νεμέα,  άλλ'  οίον  "Αργός  άπήλαυνεν  επί  αναιρέσει 
τον  λέοντος  (ή  λεοντή  τοϋ  Χεμείου  /.έοντος,  ν|ν  φέρει  τό 
άγιιλιια.  ίίεικνϋει  ότι  έκ  παραδρομής  ετέθη  λέοντος  άντι  χννός 
ή  Κέρβερου),  ή  χεφαλή  νεύει  ηρος  γην  χαϊ  δοχεΐ  μοι  σχο- 
πεϊν  ει  τι  χτείνειεν  έτερον  (τό  σκο.τοΰ,ιΐίνον  τοϋτο  ώς  έν  τή  γή 
εΰρισκόμενον  ουδέν  έτερον  δύναται  να  είναι  ή  ό  Κέρβερος). 
Τών  χειρών  η  δεξιά  τέταται  και  σνγχέχαμηται  χατάπιν 
έπΙ  νώτον ...  εν  ησυχίας  χαιρφ  χεϊρα  (δεξιάν)  δέδωχεν 
απραχτον.  .  .  .  και  παρέχει  τοις  όρώσι  μαΌ-εΐν,  οίος  Ηρα- 
κλής χαϊ  ηονών  χαϊ  πανόμενος• . 


-—  59 


Ό  ϋΐ]σανρ6ς  των  Άντικν&ήρων 


που  τύπον  αδύνατον  βεβαίως  ήτα  να  μη  αντι- 
γράψωσιν  ή  άπομΐ[ΐηΟώσιν  οί  μεταγενέστεροι 
γλύπται,  σφραγώογ/ακροι  καΐ  ζωγράφοι  ε'ισά- 
γοντες  αυτόν  εις  διαφόρους  συνθέσεις.  Και 
μεμονωμένα  μεν  πιστά  αντίγραφα  αυτού  τοΰ 
άγά?ιματος  ύπάρχουσιν,  ώς  γνωστόν,  απειρά- 
ριθμα, ιδίως  έπΙ  νομισμάτίον,  από  των  περί  το 
"Αργός  πόλεων,  Σικυώνος  και  Κορίνί)ου,  μέ/ρι 
των  έσχατιο)ν  τοΰ  ελληνικού  καΐ  ρωμαϊκού 
κόσμιου,  ώς  και  έτερα  απλώς  άντιπαρατάσσοντα 
αυτόν  προς  οίλλας  τυπικάς  μορφάς,  οΐαι  αί  της 
Δ7ί[(ητρος,  τού  Διονύσου,  τών  προς  την  αυτήν 
εις  "Αδου  κατάβασιν  σχετιζθ[(ένων,  ή  ή  τού 
σπένδοντος  τώ  ήρωϊ  ιερέως  ή  'Ρο)μαίου  αύτο- 
κράτορος.  Έξ  άλλου  δ'  όμως  τα  προς  την  γήν 
έστραμμένα  βλέμματα  και  ή  [ΐελαγχολική  έ'κ- 
φρασις  τού  προσοόπου  τούΦαρνεσείου  περιώρι- 
ζον  μεγάλως  τον  άριθ (ίόν  τών  μορφών,  μεθ'  ων 
ήδύνατο  να  ένωΟΓ)  κατά  τέχΛΊΐΛ'  και  εΛ'νοια,Λ' 
εΙς  σύμπλεγμα.'Έδει  δηλαδή  ανάγκα ίως  το  (ίντι- 
κείμενον,  μεϋ'  ού  Οά  συνεδέετο  τεχνικώς,  νά 
είναι  μικρού  μεν  ύψους,  ώστε  νά  ύποπίπτη  εις 
τά  προς  τήν  χθόνα  έστραμ^ιένα  βλέ(ΐματα  τού 
ήρωος,  τοιαύτης  δε  φύσεως,  ώστε  νά  φαίνηται 
δτι  αυτό  και  ούχΙ  ή  υπόγειος  κατοικία  τών 
νεκρών  κινεί  αύτον  εις  μελαγχολίαν.  Προς  τούτο 
πάνυ  εύφυώς  έπενοήθη  ό  μύθος  —  ό  άλλως 
άμαρτύρητος,  ν(ηιίζω,  εν  ταΐς  πηγαΐς — ,  καθ'δν 
αυτός  ό  Ηρακλής,  και  ούχΙ  ό  Ναύπλιος  ή  οί 
βουκόλοι  τού  ΚορύΟου,  συναντά  τύ  είςτό  όρος 
έκτεθειμένον  και  ύπό  έ?ιάφιου  τρείρόμενον  δυσ- 
τυχές τέκνον  αυτού,  ήτοι  τόν  Τήλεφον,  ού  ή  θέα 
ή  και  τήν  δυστυχίαν  τής  μητρός  Αυγής  ανακα- 
λούσα τω  Ήρακλεϊ,  κινεί  αυτόν  εις  λύπην,  ένθυ- 
μούμενον  δτι  αυτός  έγένετο  αίτιος  τών  δει- 
νών δυστυχή  μάτων  άμφ)οτέρο)ν  \  Τοιουτοτρόπως 
βλέπομεν  παρα?ιαμβανόμενον  τόν  Αυσίππειον 
τύπον  ύπό  τού  ποιήσαντος  τήν  έπΙ  τού  μεγάλου 
βο)μού  τής  Περγάμου  μικράν  ζωοφόρον  τού 
Τηλέφιου  '-,  καΐ  ύπό  τών  πο?ιλω  άδεξιωτέρων 
αντιγραφέων  τών  χαραξάντων  τάς  παραστάσεις 

'  Πρβλ.  Κο5ο1ι6γ'5  Μ)Ίΐι.  Ι.εχ.  έ.  λ.  Αυ^υ. 
-  ΡοηΐΓ6ηιο1ί-€οΙ1ί§ηοη,  Ρ6Γ§;ίΐηΐ6,   ρ.  94,  Γΐζ. 


τών  ρωμαϊκών  χρόνίον  (Σ.  Σεβήρου  και  Καρα- 
κά.λ?^ου)  νομισμάτοιν  τών  Γερ^ιηνών  (Είκ.  47)  ', 
ώς  καΐ  ύπό  τών  γραψάντο)Λ'  τήν  γνωστίιν  ίτα- 
λικήν  τοιχογραφίαν  τού  Τηλέφου  -. 

Τίθενται  \'0ν.  έ\'  σχέσει  προς  τήν  θεωρίαν 
ημών  περί  τής  Άργείας  προείιεύσεως  τών  Άντι- 
κυΟηραϊκών,  τά  ζητήματα,  αν  ό  μύθος  περί  τής 
καί)(')δου  τού  Ηρακλέους  εις  "Αδην  και  ανα- 
παύσεως αυτού  έπι  τής  Αγέλαστου  πέτρας  ήτο 
εγχώριος  παρά  τοις  Άργείοις,  προς  δέ,  αν  ύπάρ- 
χη  μαρτυρία  τις  δτι  τό  πριοτύτυπον  τού  Φαρνε- 
σείου  Ηρακλέους  ήτό  ποτέ  ίδρυμένον  αυτόθι. 

Ώς  προς  τό  δεύτερον  εχομεν  σαφές  τεκ[)ήριον 
τό  Άλεξάνδρειον  τετράδραχμον,  έφ'  ού  τό  πρώ- 
τον άπαντα  ό  Φαρνέσειος  και  δή  εις  χρόνους 
καθ'  ους  έζη  ϊσως  εισέτι  ό  τήν  άργειοσικυω- 
νίαν  σχολήν  δοξάσας  και  εν  "Αργεί  εργασθείς 
Αύσιππος.Τό  νόμισμα  τούτο  (Είκ.  44)  ανήκει  εΙς 
τήν  πολυάριθ(ΐον  έκείνιιν  τάξιν,  ην  ό  τά  νομί- 
σματα τού  Α/.εξανδρείου  τύπου  /^επτομερώς 
μελετήσας  €.  λΐϋΐΐβτ  άπέδωκεν  έπΙ  τή  βάσει  τής 
προελεύσεως,  τεχνοτροπίας  και  τών  συμβάλουν 
αυτής,  τή  Σικυώνΐ'Ι  Διά  τούτο  δέ  ό  πρώτος 
δημοσιεύσας  αυτό  ΒυηΙοαΓ)-  ^  εϊκασεν  δτι  έκόπη 
εν  τή  πόλει  ταύτη  και  δτι  ό  Φαρνέσειος  παριστά 
τόν  εν  τή  άγορα  τής  Σικυώνος,  άγνο)στου  δέ 
τύπου,  χάλκινον  Ήρακλέα  τού  Αυσίππου  ^  Τήν 
γνϋ)(ΐην  ταύτην  .παρεδέχθΐ]σαν  οί  λνο1ΐ:βΓ8  (έ.  ά. 
σε?ι.  4Γ)1)  και  ΚιΐΓίχναηο-ΙβΓ  (έ.  ά.  σελ.  217.'5). 
Παρατηρώ  δμως  δτι  αυτός  ό  ΜϋΙΙβΓ  (ε.  ά.  224 
— 225)  έση[ΐείωσεν  ήδη  δτι  τινά  τών  νο[ΐισμά- 
των  τής  εν  λύγο)  τάξεως  τών  Άλεξανδρείων 
δυνατόν  νά  έκόπη  σαν  έν  "Αργεί.  Τούτο  δέ  ύπο- 


'  \νίοζαγ,  Μυδ.  ΗοάοΓν.  Αάϋ.  Λά  Το.  Ι.  ρ.  7.  —  δεδίίηί,  Μΰδ. 
ΗεάβΓν.  π,  101.  —  Μίοηπεί  V,  .^(53— 544.  —  δ[ΓθΙ>θΓ,  ΜϋηοΗ- 
ΑΙ^ΙιαπιΠ.  Ι,  191.  Τίί.  3,  2.—  \νη(1(1ίηί:Ιοη  ;  Κον.  Νυηι.  1852,  89 
Ρ1.  IV.  (;.— ϋαΐ3ϋ1οη,  ΙπνεηΙ.  λΥΗ^άίη^Ιοη  Ν"  804  και  7035. 

-  ΡίΚϋΓε  άΈΓοοΙίΐη.ι,  1,  Ταν.  «.— Μϊΐΐίπ,  ΟαΙΙ.  Μ^^ύί.  Ρ1.  116, 
451.— Μϋδ.  ΒοΛοη.  Τοηι.  IX  Ταν.  5.  ;  Τοω.  XIII,  Τίν.  38,  39. 
— ΟυίβηίϊΐΚ,  ΚεΙίβ.  (Ιο  Γ.\π(.  ρ1.  183,  670. — Ζδΐιη,  ϋίε  βοΚϋηδΙεη 
Ογπηιπ.  ι,  18.  III,  1  -3. — δΙβρΚαηί  1.  ο.  172,  1. — \νείζ5αο1ίεΓ  ε.  ά. 

■'  ΜϋΙΙεΓ,  Νϋΐηίδηι.  <1'Α1εχαη(ΐΓ0  1ε  Οηηιΐ,  ρ.  218 — 225,  Ν" 
864—898. 

'  Νυπι.  ϋΚΓοη.  1883  ρ.  9.  Ρ1.  Ι,  δ. 

"  Παυσ.  Ι,  9,  8  :  ίνταϋθα  Ηρακλής  χαλκούς  έστι-  Λύσιππος 
έποίησεν  αυτόν  Σικυ(ί)νιος. 


—   60 


'()   {^ηααυρος  ΐί'η'  Άντικυϋήρον 


πτΐ]ρίζουσι  συνεχή  ι-ύρήμίχτα  τοιούτίον  ν<)(α- 
ο(ΐάτ(ον  γενόμενα  κατόπιν  εις  ί>ιά((()πα  οιιμεΐα 
τής  Αργολίδος  ',  προς  ίίε  και  ή  σκεψις  ότι  ό 
κατ'έξ()/ί|ν  'Αργεΐος  και  οΰχΐ  Σικυώνιος  ΊΙπίί- 
κλής  ήδύνατο  πολύ  ύρΟότερον  να  /ρησιμεύαΐ) 
ως  ού(ΐ(^()λον  τοΠ  "Αργούς  μα^^λον  ή  της  Σικυ- 
(ονος  έπΙ  των  Ά?νεξ(ίνδρείου  τύπου  νομιαικ/.- 
τ(ον,  άφΌύ  μάλιστα  ε/.^[ΐεν  ήδη  τοιαύτα  δη- 
λούντα την  Σικυώνίί  δια  τού  ιδιάζοντος  αυτή 
συ[ΐβό?.οιι  τήςΧΐ[ΐαίρας.  Προς  τούτοις  το  δτι  τά 
γρά[ΐ[ΐατα  ΑΡΙ,  ατινα  φέρει  τύ  μετά  τού  Φαρ- 
νεσείου  ΊΙρακ/νέους  τετράδρα"/[ΐον,  (ΐπαντώσιν 
έπι  πολυαρίι)[ΐ(ΐ)ν  [ΐικροτέρων  άργυρ(7)ν  νομι- 
σμάτοιν  των  Άργείίον  '-',  κοπέντθ)ν  (ΐκριβώς 
κατά  τους  αύτους  χρόνο ι>ς,  καί)'  ους  και  το  έν 
λόγο)  τετράδραχμον,  καθιστά  πιβανωτάτην  ει 
μη  βεβαίαν  την  Άργείαν  προέλευσιν  αυτού. 
Ή  οικτρά  κατάστασις,  εις  ήν  περιήλΟεν  ήμίν 
ό  εξ  Αντικυθήρων  Ηρακλής,  δεν  επιτρέπει  \'ά 
κρίνω[ΐεν,  αν  εΐναι  πρ(ι)τ()τυπον  ή  άντίγραφον. 
"Εχοντες  ό[ΐως  ύπ'  όψιν  /.είψανά  τίνα  τής  τε- 
χνοτροπίας αυτού  και  το  ότι  πάντα  τά  αναφε- 
ρόμενα έ'ργα  τού  Αυσίππου  ήσαν  χα?>,κά,  ούδεν 
δε,  ώς  το  εξ  Αντικυθήρων,  [ΐαρμάρινον,  δυ\'ά- 
[ΐεθα  να  είκάσ(θ|ΐεν  ότι  πρόκειται  περί  ενός  τών 
πρώτων  εκείνων  πιστών  αντιγράφων,  ατινα 
άφιινον  προς  παρηγορίαν  τών  ?^]στευομέν(ον 
πόλεοον  και  έξακολούθησιν  τής  λατρείας  οί  τά 
πρωτότυπα  άφαιρούντες  φι/^,ότεχνοι  όσον  και 
άρπαγες  'Ρωμαΐοι  κατακτηται  τής  Ελλάδος, 
δια  τούτο  δε  και  παρήλθεν  αυτό  αιινηιιόνευ- 
τον  6  βεβαίως  πλείστα  άλλα  άντίγραηα  αυτού 
πανταχού  τής  Ελλάδος  ίδών  Παυσανίας.  Ό 
δε  έν  'Ρώμτ]  τον  Φαρνέσειον  ποιήσας  Γλυκών 
πιστώς  επίσης  {)ά  αντέγραψε,  προς  έ|.ιπορίαν  ή 
και  κατά  παραγγελίαν  τινός,  το  έν  Έιόμΐ]  εξ 
"Αργούς  κομισθέν  πρωτότυπον. 


'  Προσεχώς  δημοσιευθήσεται  ΰπό  τοϋ  βοηθοϋ  μου  κ.  Α. 
Κεραμοποϋλου  νέον  εΰρημα  Άλεξανδρείων  νομισμάτων  τής 
τάξεο)ς  ταύτης  γενόμενον  έν  Επίδαυρο)  τής  "Αργολίδος  κατά 
τάς  τελευταίας  άνασκαφάς  τής  Άρχαιολ.  Εταιρείας. 

■-'  ΒΜΟ.  Ρβίοροηηβδϋδ,  Αγ^οϊ  Ν"  47—50,  57—60,  84- 8ό. 
—  Έφημ.  Άρχ.  1896,  Εύρημα  Μυκηνών:  άρ.  23 — 27,  56 — 58 
(ελ'θα  τό  χρονολογικόν  μέρος  είναι  έσφαλ(ΐένον). 


Ώς  προς  δε  τό  ζήτημα,  αν  ό  μύθος  τού  παρά 
τό  στόμιον  τού  "Αδου  έπΙ  πέτρας  άνιχπαυομέ- 
νου  Άγε/νάστου  Ηρακλέους  ήτο  έγχο)ριος  και 
έν  φή(ΐιΐ  παρά  τοις  Άργείοις,  σημειώ  τά  έξης: 

Πύλαι  "Αδου,  πλουτώνεια  σπήλαια  καΐ  χά- 
σματα, επομένως  καΐ  πέτραι  αγέλαστοι,  άργαΐ 
και  λευκάδες,  ύπήρχον  πανταχού  τού  Ελλη- 
νικού κόσμου  '.  'ίίν  Άργολίδι  ό  Παυσανίας 
άνα<ί  έρει  δύο  τοιαύτίχ,  έν  Τροιζήνι  -  καΐ  έν 
Ερμιόνη  ',  ο)ς  και  τρίτον  έν  τή  άείποτε  τοις 
Άργείοις  άνηκούστ)  Αέρνη  '.  "ί)τι  δε  προς  τό 
τε?ιευταΐον  τούτο  ακριβώς  σχετίζεται  ό  Ηρα- 
κλής τού  Φαρνεσείου  τύπου,  νο[ΐίζω  ότι  μαρτυ- 
ρούσι  σαφέστατα  τά  εξής. 

Έπι  τών  νο[ΐισμάτ(ΐ)ν  τών  Ι  ερμηνών  (Είκ. 
47)  ό  έπι  τής  Αγέλαστου  πέτρας  άναπαυό μέ- 
νος Ηρακλής  έχει  προ  αυτού  τον  παΐδα  Τήλε- 
φον  θηλαζόμενον  υπό  έλάφου  ύπό  τους  πρό- 
ποδας  όρους  ύψιιλού,  έφ'  ου  έπικιχΟηται  αετός. 
"Αρα  ή  Αγέλαστος  πέτρα  τού  Ηρακλέους  τού- 
του εκείτο  επίσης  εις  τους  πρόποδας  τού  αυτού 
όρους.  Αοιπόν  γνωρίζομεν  ότι  τό  όρος,  έφ'  ου 
εκτεθείς  έτράφη  ό  Τή}.εφος,  έκαλεΐτο  Παρθέ- 
νων, ανήκον  έξ  ημισείας  τοις  Τεγεάταις  και 
Άργείοις  ",  '  κα{^ήκον  έττΐ  την  Άργείαν  άπο  τής 
Τεγεάτίδος.^    κατά    Στράβωνα   (Χριιστομ.  ;56). 

'  Πρβλ.  την  άοχαιοτάτην  περιγρα((:ήν  τής  εΙσόδου  τοϋ 
"Αδου  έν  Όμηρου  κ.  515  ενΰ-'  εστίν  πέτρη  και  ω,  11  εΛ•θα 
ή  παρά  τάς  πϋλας  λενχας  πέτρα-  «ιΙογ  Κυΐίεη  <16Γ  ΥεΓΗτβΒϋηί; 
ιηίΐ  άεη  ΙιΙείοΗοπάεη  ΟεΙ)εϊπϋη  {λεύκ'  όστέα)  άετ  ΥοΓδΙοΓ^ε- 
ηεη»  :  ΡΓε11βΓ-Κο1)βΓΐ,  Ογ.  Μ^ΛοΙοβ.  ρ.  814. 

-'  2,  .31,  2  :  Έν  τοϋτω  δέ  είσι  τώ  ναώ  ("Αρτέμιδος  τής  Σο)- 
τείρας)  βωμοί  θεών  τών  λεγο(ΐένων  υπό  ^τΐν  άρχειν  καί  φασιν 
έξ  "Αιδου  2ε(ΐέλην  τε  υπό  ΔιΟΛ-ϋσου  κομισθήναι  ταύτη,  και 
ώς  Ηρακλής  άναγάγοι  τόν  κύνα  τοϋ  "^δου. 

'  2,  35,  10  :  Περιείργεται  μέν  δη  πάντα,  (τά  Πλουτοίνεια) 
Οριγκοΐς  λί•&•α>ν,  έν  δέ  τώ  τοϋ  Κλυ(ίίνου  και  γης  χάσμα-  διά 
τούτου  δέ  Ηρακλής  άχ-ήγε  τοϋ  "Αδου  τόν  κύνα  κατά  τά  /χγό- 
μεΛ'α  ύπό  Έρμιονέίον.— Ίδέ  κα'ι  Στράβωνος  VIII,  373. 

^  2,  36,  7  ;  Πλησίον  δέ  αύτοΰ  (τοϋ  Χεΐ(ΐάρρου  πόταμου  τής 
Λέρνης)  περίβολος  έστι  λίϋ•ων,  κα'ι  τόν  Πλούτιονα  άρπάσαντα, 
ώς  λέγεται,  κόρη  ν  τήν  Δη  μητρός  καταβήναι  ταύττ)  φασίνες  την 
ύπόγείον  νομιζομέ\•ην  αρχήν.  —  2,  37,  δ  :  ΕΙδον  δέ  κα'ι  πηγήν 
Αμφιάραου  καλουμένην  και  η'ιν  'Αλκυονίαν  λιμλ-ην,  δι'  ης 
φασιν  'ΑργεΙοι  Αιόλ•υσον  εις  τόν  "Αδην  έλθεϊν  Σεμέλην  άνά- 
|θλ•τα,  τήν  δέ  ταύτη  κάθοδον  δεΤςαί  οί  Πόλυμνον  [ή  Πρόστι- 
μνον :  Κλήμ.  'Αλεξ.  Προτρ.  2.  34.— 'Αρνοβ.  3<1ν.  ξ.  δ,  29].  Τή 
δέ  Άλκυονί<ί  πέρας  τοϋ  βάθους  οϋκ  έστιν,  κτλ. 

'  ΒιίΓδίαη,  Οεοβτ»ρΗϊε  νοη  ΟτίβοΚεηΙ&ηιΙ  II,  7,  39.  66  κ.έ.  217. 


61 


ο  '&7]σανρ6ς  των  Άντικυϋήρων 


Ό  Παυσανίας  μάλιστα  τίθησιν  ακριβέστερον 
τον  τόπον  της  εκθέσεως  τοϋ  Τηλέφου  έπΙ  της 
κατωφέρειας  της  όδοΰ  της  από  Τεγέας  εις  "Αρ- 
γός δια  τοϋ  Παρθενίου  κατερχόμενης  ε'ις  Ύσιάς 
καΐ  την  ίεράν  τω  Ήρακλεϊ  Λέρνην  \  έΆ-θα 
ακριβώς  εΰρομεν  τάς  εις  "Αδου  πύ?ιας  τών 
Άργείων  και  περίβολον  λίϋων  Π?ιθυτωνείων. 
"Οτι  δε  αί  πύ?ιαι  αύται  εΐναι  εκεΐναι,  δι'  ων 
κατηλθεν  ό  Ηρακλής  προς  άναγο)γήν  τοϋ  Κέρ- 
βερου, μαρτυρεί  ή  παράδοσις  ϋτι  δι'  αυτών 
ακριβώς  κατή?.θεν  εις  "Αδου  ό  Διόνυσος  (Παυσ. 
ε.  α.),  δστις  μη  γνωρίζων  την  όδόν  εμαΰε  ταύ- 
τιιν,  κατά  την  κοίΛ'ήν  καΐ  πασίγνιοστον  εκ  τών 
Βατράχων  τοϋ  Αριστοφάνους  παράδοσιν,  παρ' 
αύτοϋ  τοϋ  πρότερον  την  αυτήν  όδό\'  άκολου- 
Όήσαντος  Ηρακλέους. 

Υπάρχει  δε  και  ετέρα  τις  ετι  περιεργοτέρα 
μαρτυρία  κυροΰσα  το  πράγμα.  Νόμισ(ΐά  τι  δη- 
λαδή τών  Άργείων  (Είκ.  4«)  -,  άνερμήνευτον 


ί^^. 


ΕΙκόιν     47-  ΕΙκο>ν     48. 

μέχρι  τοΰδε  παρουσιάζον  τύπον,εΐκονίζει  σαφ^ώς 
το  αυτό  μετά  τοϋ  έπικαΟημένου  άετοΰ  όρος, 
δπερ  καΐ  το  ρηθέν  νόμισμα  τών  Γερ μηνών, 
ά?^λ'  ό  μεν  Τήλεφος  ελλείπει,  αντί  δε  τοί3  Ηρα- 
κλέους εύρίσκομεν  άναπαυομένην  επί  τής  προ 


'  VIII,  48,  7  κα'ι  64,  5 — 7.  Έπίσιις  και  ό  Διόδωρος  (4,  'ά'ά) 
λέγει  δτι  ή  Αύγί)  έγέλίνησε  κατά  τό  Παρϋένιον  ορός,  ΰτε  άπή. 
γετο  ύπό  τοϋ  Ναυπλίου  έκ  Τεγέας  εις  Ναύπλιον.  Ή  οδός  είναι 
ή  αυτή  προς  τήν  εις  "Αργός  έκ  Τεγέας  κατερχομένην  μόνον 
μέχρι  τής  Αέρ\ης  (νϋν  Μΰλιυν).  Εκείθεν  σιιντομιότερον  πε- 
ραιοΟταί  τις  διά  θαλάσσιις  εις  Ναύπλιον  άποφεύγίον  τήν  ένεκα 
τών  τελμάτιον  όίβατον  και  τά  μάλιστα  άποτρεπομένιιν  άκτήν 
τοϋ  κόλπου.  "Ιδε  και  τόν  λεπτομερή  χάρτιιν  τοϋ  κ.  Α.  Μΐ)λια- 
ράκη,  Γεωγραφία  Αργολίδος  (Αθήναι,  188β),  μρτά  τοϋ  σχε- 
τικού κειμένου. 

-  Ιιη1ιοο(-Β1υηΐ6Γ  ιηιΐ  Ρ.  ΟΕΓάηΟΓ,  Νιιηι.  Οοιηηι.  ιιη  Ρ.1Π5.  Ρ1. 
Ι,  XIII  ρ.  :!4. 


τών  προπόδων  τοϋ  δρους  πέτρας  μορφή  ν  πάνυ 
-Β^ίλυπρεπή,  φέρουσαν  δμως  υπέρ  μεν  τόν  μα- 
κρόν χιτώνα  τήν  λεοντή  ν,  εν  δε  τή  χειρ  ι  αυτό 
τό  ρόπαλον  τοϋ  Ηρακλέους  ! 

Τίς  ή  γυνή  ή  ό  θη?.υδρίας  ούτος  6  οΰτως 
έσκευασμένος;  Ουδείς  άλλος,  νομίζω,  ή  ό  Διό- 
νυσος υ  τήν  αύτιιν  τω  Ήρακλεϊ  άκολουΰήσας 
όδόν,  ϊνα  κατέλΟί)  εις  "Αδου,  καΐ  προς  τούτο 
παρ'  αύτοϋ  δανεισθείς  λεοντήν  και  ρόπαλοΛ-, 
ϊνα  ομοίως  αύτώ  σκευασθΓ]  ^  ύ  Διόνυσος,  ού 
ακριβώς  εν  τω  Πλουτωνείω  τούτο)  της  Αργο- 
λίδος έτελούντο  τά  άγνίοστα  ήμΐν  όργια  εκείνα, 
περί  ών  ό  Παυσανίας  (ε.  ά.)  προσθέτει  δτι  -τά  δε 
ες  αυτήν  Λιονύσ(ρ  δρίόμελ-α  εν  νυκτΐ  κατά  έτος 
εκαστον  ούχ  δσιον  ές  άπ(/.ντας  ην  μοι  γράν|)αι-^>. 
"Ισως  εν  τοις  όργίοις  τούτοις  ένεφανίζετο  ό 
Διόνυσος  φέρων,  ώς  έπΙ  τοϋ  'Αργείου  νομίσιια- 
τος,  τά  δπλα  τοϋ  Ηρακλέους "-. 

Ταϋτα  πάντα  πείθουσι,  νο[ΐίζο),  δτι  τό  πρω- 
τότυπον  τού  Φαρνεσείοΐ' Ηρακλέους  εύρίσκετο 
εν  "Αργεί,  συΛ'δεόμενον  στενώτατα  προς  τήν 
μυθολογίαν  τής  πόλεως.  Εις  έμέ  τουλάχιστον 
τοσαύτη  έγεννήθη  περί  τούτου  πεποίθησις  έκ 
τε  τών  ά\Ίΰ  και  άλλ(ΐ)Λ'  τι\'ώΛ'  λ'ομισματικών 
ένδεΓζεοη',  ώστε  διαρκούσης  τής  άνελκύσε(ος 
τώ\'  'Αντικυθηραϊκών  έτ(')λμιισα  να  έκφρίχσίο 
τήν  είκασίαλ',  δτι  ί)ά  άνελκυσΟή  άγαλμα  τ(»ιού- 
του  τύπου,  ή  δ '  εικασία  αύτη  έσχε  τήν  σπανίαν 
τύχΐ|ν  νά  επαλήθευση  ιιετι/.  τινας  ημέρας  ^ 

Τό  σπουδαιότερον  δμως  εν  ττ]  έρεύνη  ημών 
περί  τοϋ  Φαρνεσείου  Ηρακλέους  εϊναι,  ν()[(ίζω, 
δτι  ή  παρ'  αυτόν  άνακάλυψις  τής  Αγέλαστου 
πέτρας  προϋ)ρισται  νά  άγάγη  ασφαλώς  εις  εν- 
τελώς νέαν  άντίληι|Μν  και  έρμηνείαν  πλείστων 
άλλονν  άριστουργΐ|μ(/.τ(ΐ)ν   τής  (ίοχαίας  τέχνης. 


'  "Ιδε  τους  Βατράχονς  τοϋ  "Αριστοφάνους  μετά  τών  ΰπο- 
Οέσειιη'  και  σχολίιον. 

-'  ΠιΟανιότατον  είναι  δτι  εις  τί|ν  κάϋοδον  διά  τής  ίΐΰτής 
όδοϋ  εϊς  "Λδι^ν  όφιείλεται  ή  έπί  τίνος  νομισματική  παρίίτα'Ιις 
τοϋ  Φαρνεσείου  τύ.ποιι  τοϋ  Ηρακλέους  και  τύπου  Διονύσου. 
Δυστυχώς  τό  \όμισμα  τοΰτο  είναι  γνωστόν  μοι  μόνον  έκ  δη- 
μοσιεύσεως τοϋ  ούχ'ι  πάντοτε  αξιόπιστου  δοίΐϊηί  (Μυ».  ϋί-εοτ. 
(Ιβΐΐβ  ηΐ6(3.  Ηοΐ  £ιι  Βεηΐζολτίΐζ  ρ.  39.  Τβν.  Ι,  Η!•. 

'  ^Άατν  τή;  2'2  και  25  Φεβρουαρίου  1!Κ)Ι. 


62 


'()  ϋ^ηοανρος  των  Άντικνϋ^ήροη• 


Περί  τοΓιτοΐ'  νϋν  [κΊνον  νυξρις  τινας  ί)υνά[ΐί-:Οα 
να  π(χρά(τχ(ΐ)[ΐεν  ίνταΰϊΐα. 

'Λλΐ|ί)ώς  βασανίζοντες  τΐ|ν  γνο)[ΐην  τΐ[ΐ(7)ν  οτι 
ό  ?αΊ')()ς,  π|  '  οΓ'  στηρίζεται  ό  Φ(/.ρνεοειος,  είναι 
ή  παρά  τίρ-  πυ/.ΐ|ν  τοΰ  "Α?)()υ  Άγκ/ι,αοτο;  πέ- 
τρα, έζητήσαμεν  να  (χνεύρω[ΐεν  αΰττιν  και  παρά 
τους  τύπους  των  ώς  ό  Ηρακλής  ες  "Αδου 
κατελΟόντίον  ίΐιοιν  ί|  Γιρο'χον.  ΊΙ  ^'  έρευνα 
ή|ΐ(7)ν  εστέί}  })η,  ν()[ΐίζομεν,  υπό  μεγίστης  επι- 
τυχίας κυρούσης  λαμπρώς  την  ρη{)εΐσαν  γνώ- 
[ΐην  ημών. 

Ώς  γνοστόλ',  οί  ες  "Αδου  κ(χτε?ι{)όντες  εΐναι 
κυρίως  τών  [ΐεν  θεών  ό  Έρμης,  ό  καθ'  έκάστην 
ήμερίχν  -/λιλ  νύκτα  τάς  πύλας  τοΰ  "Αδου  διερ- 
χόμενος ώς  ψυχαγοογός  και  νεκροπομπός',  τών 
δε  ηρώων  οί  Θησεύς,  Όρφεύς  και  Όδυσσεύς. 

Τούτων  (ΐυνος  6  Θ)]σεύς  εΐχε  ρόπα?νθν  (ος  ό 
Ίΐρακλής,  διά  τοΰτο  δε  και  είίρομεν  ήδη  αυτόν 
στηριζό[ίενον  έπΙ  τής  Αγέλαστου  πέτρας,  εν 
απαράλλακτοι)  στιίσει  τή  τοΰ  Φαρνεσείου  Ήρα- 
κ?ι,έους '-.  Διά  δε  τους  λοιπούς,  τους  τοιούτων 
β(ίκτρο)ν  στερούμενους,  εχρησΐ[ΐυποιήθΊ]  ό  τρό- 
πος τής  έπΙ  τής  πέτρας  στηρίξείος  τοΰ  ετέρου 
τών  ποδών,  ίνα  έπ'αύτοϋ  άναπαυΟή  τό  προς  τά 
έ^^ιπρός  κεκλιμένον  σώμα.  Περί  τοΰ  τρόπου  τού- 
του έ'χομεν  λεπτομερή  μελέτη  ν  τοΰ  Κ.  1.αη§^β,  ϋ38 
Μοίϊν  οΐ68  ίΐηί§•&'>1ϋ1ζΐ6η  Ριΐ8868  ίη  οΙθγ  Εΐηΐίΐίεη 
ΚυηδΙ  (ίβϊρζίσ-  1879)7  δστις  δμϋ)ς,  άγνοών  δτι 
ή  αργή  πέτρα,  έφ'  ης  στηρίζεται  ό  πους  τών  εν 
λόγω  μορφών,  είναι  ή  Αγέλαστος,  δεν  ήδυνήθη 
να  έρμηνεύση  κατ'  αξία  ν  αύτάς,  αν  καΐ  εξ  άλ- 
λου πάνυ  ορθώς  ανέφερε  τί]ν  τελειοποίησιν  τοΰ 
τρόπου  τούτου  εις  τόν  Αύσιπ;πον,  ήτοι  αυτόν 
τόν  πρώτον,  ο)ς  εϊδομεν,  ε'ισαγαγόντα  τΐ|ν  Άγέ- 
λαστον  πέτραν  παρά  τόν  τύπον  τοΰ  άναπαυο- 
μένου  Ηρακλέους. 

Τέσσαρες  κυρίως  εΐναι  αϊ  μορφαΐ  τοΰ  τύπου 
τούτου,  ας  διακρίνει  εν  τή  σοφή   αύτοΰ  μελέτη 


'  Λουκιανού  Θεών  διάλογοι  2-ί,  1. 

-  Ίδέ  άνωτ.  σελ.  57  σημ.  2. — Προς  τούτοις  έχομεν  τόν  αυτόν 
Θησέα  και  ύ.ΊΟ  τόν  έτερον  τύπον  στηρίζοντα  τόν  πόδα  έπ'ι  Αγέ- 
λαστου πέτρας  κειμένη;  εις  τό  χείλος  τοΰ  βασιλείου  τοΰ  Πλούτω- 
νος :  "Ιδε  τήν  άγγειογραφίαν  έν  ΑγοΗ.  ΖείΙ.  184.3,  Ταί.  11  =;  Κο- 
ϊοΗεΓ  Μ^ιΗ.  Ι^εχ.  Βά.  Ι.  ρ.  1810  Γΐ£.  και  έν  λ.  ΡβίτίιΚουδ  σελ.  1786. 


ό  ρηίΐείς  Ι^ιπί^ο.  Γ'"  ό  ύποδούμενος  τά  σάνδα?ιχχ 
αύτοΰ  (ά&τ  '^Ά.η&ΔαχΛήηάατ),  2""  υ  άνίχπαυό- 
μενος  έ'ίρηβος  (οΙγγ  ΓυΗβηοΙβ  ΕρΗβΙίΟ),  3'"'  Πο- 
σειδών, δν  ό  \^\.η<^ν.  έκάλεσεν  "ΙσίΙμιον,  και  4*" 
ή  Μούσα  Με?.πί)μένη.  Ό  έν  τώ  μουσείίο  τοΰ 
Μονάχου  Αλέξανδρος,  δν  ό  Ι^ίΐη•^6  συνάπτει 
0)ς  πέμπτον  και  τελευταΐον  τύπον,  άποκ/.είε- 
ται  νΰν  τής  έρεύνης  ημών,  0)ς  στηρίζων  τόν 
πόδα  έπΙ  κράνους  καΐ  ούχΙ  πέτρας. 

Αοιπόν  ό  πρώτος  τών  τύπο)ν  τούτοιν  (Είκ. 
4ί))  εικονίζει  τόν  Έρ[ΐήν,  ώς  τρανώς  άποδει- 
κνύουσιν  οί  έκ  τοΰ  τέλους  τοΰ  4""  και  τών  άρ- 


ΕΙκών    49- 


ΕΙκών     5ο. 


χών  τοΰ  3""  αιώνος  π.  Χ.  άργυροι  στατήοες  τών 
Συβριτίων  '  και  Αευκαδίθ)ν-,  προς  δε  και  άλλα 
μεταγενεστέρίον  χρόνων  νομίσματα  ■'',  έφ'  ών 
πάντων  ό  τύπος  ούτος,  ότέ  μεν  διά  τής  μιας 
χειρός  λύων,  ότέ  δε  δι'  αμφοτέρων  προσδένων 
τό  έτερον  τ(7)Λ'  σανδάλων  τοΰ  έπΙ  πέτρας  τεθει- 
μένου  ποδός,  φέρει  πάντοτε  έν  τή  χειοΐ  ώς  χα- 
ρακτιιριστικόν  τό  κηρύκειον.  Πρόκειται  άρα, 
καΟ'  ημάς,  περί  τοΰ  ψυγ^οπομποϋ  Έρμου  εϊτε 
φθάσαντος  κεκμηκότος  μετά  μακράν  όδοιπορίαν 
προ  τής  πύ/ιης  τοΰ  "Αδου  και  αποβάλλοντας  τά 
πέδιλα,  ίνα  εΊσέλθΐ]  εντελώς  γυμνός,  ώς  εδει^  ες 
"Αδου,  εϊτε  εξερχόμενου  αύτοΰ,  καΐ  άνα?.αμβά- 
νοντος  τά  πέδι/.α  εκείθεν  έ'νΟα  άφήκεν  αυτά,  ώς 
απαραίτητα  δντα  και  πάλιν  αύτώ  προς  τήν  ού- 
ράνιον  αύτοΰ  πορείαν  και  πτήσιν.  Σημειωτέον 


^  δνοΓυπο3,  ΝυιηΪ5ϊη3ΐί(^ιΐθ  άε  Γΐΐε  <16  ΟτέΙο,  ρ1.  XXX,  18. 

-  Α.  Ποστολάκα  Κατάλογος  τών  νομισμάτων  τών  "Ιονίων 
Λησων,  Λεύκας  άρ.  579 — 580. 

^  Β.  Ρίοΐί,  Οίε  αηΐ.  Μϋηζεη  ΝΌτά-ΟτίεοΙιεηΙίΐκΙδ  III,  Τ&£.  XVI, 
23  (Νικόπολις)  και  2ό  (Μαρκιανόπολις  αριθμ.  1209). —  Ιιη1ιοο£- 
ΒΙαιηεΓ,  Οηοοίιίδοΐιβ  Μϋηζεη,  ρ.  59  Ύ&(.  V,  7  (Τραπεζοίς). 

*  Λονκιανοϋ  Νεκρικοί  διάλογοι  10. 


63 


Ό  θησαυρός  των  Άντικνϋ^ήρων 
δ'  δτι  και  τύ  άσάνδαλον  ϊ]το  σημεΐον  πένθους 


έπΙ  νεκρφ '. 

Ή  δευτέρα  μορ(ρή  (Είκ.  50),  ό  νεαρός  άνα- 
παυόμενος,  αν  δεν  είναι  και  οΰτος,  ώς  νομίσ[ΐατα 
και  τοιχογραφίαι  δεικνύουσιν-,  ελαφρά  παρα?ι- 
λαγή  τύπου  ομοίου  Έρμου  ή  Θησέο^ς,  απλώς 
άναπαυομένου,  πριν  ή  είσέλθη  ες  "Αδου,  έπΙ 
της  Αγέλαστου  πέτρας,  ένθα  έ'ορΟααε  κατάκο- 
πος, δύναται  να  λογισθώ  ώς  κοινός  τις  έπιτυμ- 
βίδιος  τύπος  είκονΓςο)ν  ώς  ήρωας  τους  τάς  πύ- 
λας  τοΰ  "Αδου  εν  νεαρά  ηλικία  διελθόντας 
ΐ)τοι  Οανόντας  θ-νητούς,  ών  θα  έκυσμει  τους 
τάφους,  αναλόγως  προς  τα  κοινό ΰ  τύπου  έπι- 
τυ  μ  β  ίδια  αγάλματα  εκείνα  των  κοινώς  λεγομέ- 
νων έπιτυμβίίον  Άπολλώνων  και  Έρμων. 

"Οτι  δε  και   ή   τρίτη   [ΐορορή,   ό  Ποσειδών, 


ΕΙκιον     52. 


Είκών     53. 


(Είκ.  51),  δν  έπι  ανεπαρκών  δεδο[ΐέν(ον  στηριζό- 
μενος ό  1.ίΐη§•θ  έκάλεσεν  "Ισθμιον,  πατεΐ  επίσης 
έπι  τΐίς  Αγέλαστου  πέτρας,  αρκεί  να  άποδείξη 
το  γεγονός  δτι  εύρίσκομεν  αυτόν  επί  τίνων  [ΐνΐ]- 
μείων  (Είκ.  52)  συνδεόμενον  τοπικώς  μετά  της 
Άμυμο)νης•',  επωνύμου  νύμφης  της  παρά  ττ)ν 


'  Ίδέ  Βίοινος  Έπιτάφιον  Άδ<ΐ)\ιδος,  στίχ.  19. 

-'  1ηι1ιοο£-Β1ιιιηβΓ,  Οηεοΐι.  Μϋηζβη,  ρ.  87,  Ν»  161  και  162, Ταί. 
VI,  24  κα'ι  25,  κιιΐ  ΚΙοίηαβίίΙ.  Μαηζκη  ρ.  18,  Τ»(.  Ι,  1-1.— ΒΜ€. 
Μγκία  ρ.  1δ,  ρ1.  ΠΙ.  (■>.  (Άτταία).  —  ΑγοΗ.  ΖβίΙ.  1843,  Τ&ί.  11 
(άγγειογραφί(ΐ). 

■'  ΜϋΙΙοΓ  -  ΧνίΒβοΙοΓ  ϋβιι1<ηι.  <1.  Ά  Κ  II  74».  Πβλ.  ΟνεΛεοΙί, 
ΚυηδίηιχίΙιοΙοβίΕ  Ιΐα.  III  ρ.  299.— Μοηυιη.  IV  ρ1.  XIV,  κα'ι  ΒυΙΙ. 
Ν&ροΐ.  II  ρ1.  3,  ένθα  εικονίζεται  και  ή  είσοδος  τοΰ  χθονίου 
σπηλαίου,  ενίοτε  δέ  και  ό  ψυχοπομπός  Έρμης  (Ονετί^εοΐι  ε.  ά. 
Αίΐΐϊ,  Ταί.  XIII,  10).  — Ή  ένταϋΰα  εΙκιΌν  .52  έλιΊφ{)η  παρά 
Β»1)εΙοη,  Οιήάε  αυ  €3.1)ίηε£  (Ιεδ  Μέάαίΐΐεε,  ρ.  ;!56,  ίί^.  169. 


ένΛέρνη  εϊσοδον  ες  "Αδου  χθονίας  πηγής,  ένθα 
ακριβώς  εΰρομεν  την  Άγέλαστον  πέτραν  τοΰ 
Φαρνεσείου  Ηρακλέους,  παρ'  ην  επομένως  γί- 
νεται και  ή  συνομιλία  αύτη  της  Άμυμίόντις 
και  τοΰ  Ποσειδώνος,  στΐ)ρίζοντος  τόν  πόδα  έπι 
τής  τόν  τόπον  και  τόν  χθόνιον  χαρακτήρα  τής 
σκηνής  δηλούσης  Αγέλαστου  πέτρας  τής  Άρ- 
γείας  χο)ρας.  Τοΰτο  άλλως  μαρτυροΰσι  και  (ίγ- 
γειογραφίαι  τινές  '  τοΰ  μύθου  τής  Άμυμώνης, 
είκονίζουσαι  τ)|ν  Άγέλαστον  πέτραν,  έφ'  ης 
βαίνει  ύ  Ποσειδών  υπό  δρος  καϋ'  δλα  δμοιον 
προς  τό  'Αργολικόν  δρος  τών  ανωτέρου  μνημο- 
νευθέντων νομισμάτων  τών  'Αργείων  και  Γερ- 
μιΐνών  (Είκ.  47  καΐ  48).  "Ενεκα  δέ  τούτου 
φρονώ  δτι  ύ  τύπος  ούτος  τοΰ  Ποσειδώνος  δεν 
είναι  ό  τοΰ  Ίσ§μίον,  άλλ'  ό  τοΰ  παρά  τί]ν  Λέρ- 
νην  έπιΰαλασσίου  ίεροΰ  Ποσειδώνος  τοΰ  Γενε- 
σίου  ",  τοΰ  οΰτοις  ίσως  κλΐ]θέντος  ώς  διά  τοΰ 
πλήγματος  τής  τριαίνης  αύτοΰ  γεννήσαντος  την 
'Αμυμώνην  πηγήν.  Διά  τοΰτο  εύρίσκομεν  αυτόν 
έπΙ  τών  αυτοκρατορικών  νομισμάτων  τών  'Αρ- 
γείων (αρ.  14281  τοΰ  Μουσείου  τής  Βιέννης). 

Έτι  σαίρεστέρα  είναι  ή  παρουσία  και  συμ- 
βολικί)  έννοια  τής  Αγέλαστου  πέτρας  υπό  τόν 
πόδα  τής  τρίτης  μορφής  (Είκ.  53),  ήτοι  τής 
Μελπομένης.  Ά?ιηθώς  την  φύσιν  τής  κατ' 
εξοχήν  αγέλαστου  Μ  ούσης  τής  έπι  θανάτω 
ωδής  (τραγωδίας)  ουδέν  άλλο  σύ(ΐβολον  ήδύ- 
νατο  προσφυέστερον  νά  δηλώσΐ],  ούδ'  αύτη  ή 
αγέλαστος  τραγική  πρυσωπίς,  ί'ιν  φέρει  προς 
είδικώτερον  χαρακτηρισμόν  αυτής  ώς  θεατρι- 
κής Μούσης. 

"Αν  δέ  νΰν  στρέι|>(θ[ίεν  τά  βλέ[ΐ[ΐατα  ή[ΐών 
προς  τόν  'Ορφέα  και  'Οδυσσέα,  Οέλομεν  εί'ιρει 
πλείστας  παραστάσεις,  εν  αις  ή  παρουσία  τής 
Αγέλαστου  πέτρας  υπό  τόν  πόδα  αυτών  καΐ 
προ  τής  πύλης  τοΰ  "Αδου  ούδεμίοιν  επιδέχεται 
άμφιβολίίχν.  'Αρκοΰμαι  αναφερών  ώς  προς  μεν 


'  ΟεΛϋΓά,  .\ϋ50Γΐ.  να5ί•ηΙ)ίΜεΓ,  11,  2— ΕΙίΙε  III  ρ1.  18.— Ι.  Κ. 
Κοφινιώτου  Ιστορία  τοΰ  "Αργούς,  πίν.  6  (9). 

-  Παυσαν.  2,  38,  4:  Έστι  δέ  έκ  Λέρνης  κα'ι  έτερα  παρ'  αύ- 
ττ]ν  οδός  την  θάλασσαν  επί  χίορίον  δ  Γενέσιον  όνομάζουσί' 
προς  θαλασσί)  δέ  τοΰ  Γενεσίυυ  Ποσειδώνος  Ιερόν  έστιν  οϋ  μέγα• 


64 


ο    ι^ηο(^ί>(^()ς   τώΐ'  \^^•τικνI)ιΊ(^ω^' 


τον  '()ρ((π/.  τί|ν  άρ/αίαν  ίκείνην  τ<)ΐχυγρα((ίαν 
(Κίκ.  ")Γι),  τί|ν  ρΐκονΓ^ουπαν  τπ  ππήλαιον  της 
.Ίύλΐ|ς  τ(Η)  "Αί)()υ  ιιετα  τοΟ  Κι^π|)ίρ()υ  ΐίκλγο- 
[ΐένου  υπό  τών  ι"|•/(^)ν  της  λύρας  τοΰ  '()ρ((κι)ς, 
ην  ούτος  ατΐ|ρίζΐΊ  ι-.τΐ  τοΓ'  [ΐηποΓ»  τοπ  γ.τι  της 
προ  τΓ|ς  πυλΐ|ς  τοΰ  "Λί^οη  Αγέλαστου  πέτρας 
στΐ]ριζο[ΐένου  ποήός  αύτοΓ'  '.  Ώς  προς  ί^ε  τον 
'Οδυσσέα  άΑ'αφερ(ΐ)  ικη'ον  το  ώραΐον  εκείνο 
(ϋνάγλυφον  (Είκ.  ή 4),  τό  είκονίζον  (ίΐΊτόν  εις 
το  στυ[ΐαον  τοΰ  "Αδου  καΐ  προ  τής  σκΐ(7.ς 
τοΰ  Τειρεσίου,  πατοΓ'ντ(/.  δε  επίπ)]ς  τον  έτε- 
ρον πόδί/.  επί  ό(ΐοί(/.ς    Αγέλαστου  πέτρας  -. 


ΕΙκών     54. 


Είκών     55- 


Πλην  τούτ(0Λ'  ο[ΐ(ος  απειράριθμοι  είνι/,ι  οί 
τύποι,  οι  δυνάμενοι  να  έ|ηγΐ)θώσι  νυν  κατά 
νέον,  πολλάκις  δε  κ(/.ι  άνέλπιστον  δλο^ς  τρόπον, 
δια  της  παρ'  αΰτοϊς  παρουσίας  της  Άγε7.άστου 
πέτρας.  Ώς  χαρακτΐ)ριστικόν  παράδειγμα  ανα- 
φέρω το  άγαλμα  της  άπδ  ύψηλίις  πέτρας  έςορ- 
μώσης  κόρης '',  ητις  κατ'  έμέ  ούδε[ΐία  άλλη  εΐναι 
ή  ή  Σαπφώ  κρημνιζοιιένΐ]  </.πό  ιιιάς  τών  περι- 
φημότερων Αγέλαστων  πετρών,  ήτοι  της  προ 
τών  πυλών  τοΰ  "Αδου  λενκάδος  πέτρας  τοΰ 
Ό[ΐήρου,  ην  οί  Αευκάδιοι  εϋετον  εν  τη  τα 
μάλιστα  -προς  ζόφον»  της  Ελλάδος  κειμένη 
νήσο)  αυτών.  "Αξιον  δε  Ιδιαιτέρας  σημειώσεο3ς 
ένταϋ&α  είναι  και  το  «'ίτι  ό  τύπος  τοΰ  επί  τής 
Αγέλαστου  πέτρας  πατοϋντος  Έρμου  το  πρώ- 
τον άπαντα   έπι  νοιιισιιάτΓον   τών  Αευκαδίων, 


'  ΒοΙΐΕΓΪ,8€υΙΙ;ϋΓβερίαυΓβ538το,Τ»1).  Ι.ΧΙ1Ι. — Ουί^ηί&υΙ-ΟΓβα- 
Ζ6Γ,  Κείί^ίοηί  άε  ΓίαΙίςυϊΙέ,  νοί.  IX.  ρ.  27ΐ).  ρ1.  172Ι''^  η"  64.0^. 

■  \νίη€ΐ£6ΐιη&ηη,  Μοηιιιη.  ίηέά.  ΙοΊ — ΟΙάτάο  ρ1.  223,  άρ.  2δ0 
(=1<<.ηηαο1ι,  ΚβρεΓί.  Ι  ρ.  112). — Ουί§ηί2ΐ](-θΓευζβΓ  ε.  ά.  ηο  8-19. 
ρ1.  248. 

■'  €1αΓ3ο  ρ1.  5-1Ιίΐ>,  ηο  124(>ι>— Κείηαοΐι  ί'.  «.  ρ.  202. 


«/.να(ρερ()ντ(ΐ)ν  αΐ)τ<ιν  προφανώς  εΙς  τοί)ς  ο(ΐη- 
ρικοίις  εκείνους  στί/ί)ΐ)ς  (ω,  1  —  1 4),  καΙ) '  οίΊς 
ό  ίΐεος  ούτος  ε<|ερε  τάς  ψυ/άς  τών  Ι)α.ν(»ν- 
των  παρά  την  λευκάδα  πέτραν  την  άμέσο)ς 
προ  τών  δπτικιΤ)ν  .τυλών  τοΰ  ΊΙλίοι»,  ήτοι  τών 
τοΰ  "Αδου. 

Αυτόν  δε  τον  πρώτον,  προ  τής  Σαπφούς, 
κρ))μνισΟέντα  άπό  τής  πέτρας  τής  Αευκάδος 
Κέίμ/λον  ',  έπώνυ[ΐον  ήρο)α  τής  γείτονος  νήσου, 
ευρίσκω  έπΙ  άλλο)ν  μνημείοη'-'  καίΙήμενον 
περί?ιυπον.  πριν  ή  κρημνισνίή,  επί  τής  αυτής 
πέτρας,  έφ'ής  βραδύτερο  ν  θέ/^ομεν  ευρει  καίΙή- 
μενον ομοίως  και  άλ'απαυόμενον  έπι  βραχύ,  πριν 
ή  περίλυπος  καταδυίΐή  είς  τον  "Αδην  δια  τών 
δυτικών  πυλών  τοΰ  Ί  Ιλίου,  έτερον  περίφημον 
τύπον  αγάλματος  /αλκοΰ,  ήτοι  τον  τοΰ  έν  τώ 
Μουσεί([)  τής  Νεαπό?ιεο)ς  ?α»σιππείου  Έριιοϋ  •. 
Άλλα  περί  πάντο)ν  τούτων  ρηΟήσονται  έκτενέ- 
στερον  τά  δέοντα  έν  τοΐς  οίκείοις  τόποις  τής 
παρούστις  συγγραφής. 

24.  Απόλλων,  έργον  Αττλλου  του  Αθη- 
ναίου; (Πίναξ  XI,  2  —  2'')*.  Άγαλμα  γυμνόν, 
κολοσσιαίων  δ ιαστάσεων  (σωζό  μενον  ΰψος  2,25), 
λίαν  έφθαρμένον  την  έπιφάνειαν,  άκέ(|:α/.ον, 
άπολέσαν  δε  και  τά  λοιπά  άκρα.  Τούτων  άνεΰ- 
ρον  έν  τοΐς  Άντικυθηραϊκοΐς  /.ειψάνοις  τον 
δεξιόν  πόδα  μετά  μέρους  τής  πλίνθου  (Πίν. 
XI,  2^)  και  τον  δεξιον  βρα/ίονα  άνευ  τής  χει- 
ρός (Πίν.  XI,  2").  Είς  το  αυτό  άγαλμα  ανήκει, 
μη  σ.πεικονισ{)εις  επί  τοΰ  πίνακος  ημών,  κορ- 
μός κίονος  λίαν  έφϋαρ μένος,  ΰψους  1,4Χ,  έφ' 
ου  σα)ζεται  ό  άγκών  τής  άλλοτ'  έπ'  αύτοΰ 
στηριζοιιένιις  αριστεράς  χειρός  τοΰ  αγάλματος 
ήιιών.  Αμφότεροι  οί  βραχίονες  ήσαν  ένθετοι, 
ώς  δη?Λΰσιν  αϊ  έπι  τοΰ  κορμοΰ  τοΰ  σοηιατος 


'  ^ίτράβίονος  10,  4ό2,  ί):  Ό  [ΐέν  οΰν  Μένανδρος  -πρα)ΐην 
άλέσθαι  λέγει  τήν  Σίΐπφώ  (άπό  τής  Λευκαδίας  πέτρας),  οί  δέ 
ετι  άρχίχιολογικοΊτεροι    Κέφα?.ον 

-  15.Μ0.  Ρείοροηηβδϋί,  ρ1.  XVII,  11—20  (αερ1ι&1Ιεηί&;— Πο- 
στολάκοις  έ'.  ά.  ηο  929 — 936. — Βι1)ε1οη,  ίε  Ο&ΐιίηεΐ  <1ε5  .ΛηΙίςυε» 
ϊι  Ιά  ΒίΙ)1.  Ναΐίοπϊΐε,  ρ.  9—10,  ρ1.  III  (Οέρΐιιΐε  ίίβϋΓε  (1'ίρρΐί- 
ςαε  εη  1)Γοηζε). 

'  ΑηΐίΛίία  ΛΙ  ΕγοοΙ.  6  Ιαν.  29  —  ΒϊηιηείΒίεΓ,  Εΐκών  738  — 
ΚοϊοΗεΓ  Μχΐΐι.  Ι^εχ.  1  σελ.  2119. 

'  Πρβλ.  Έφημ.  Άρχαιολ.  ε.  ά.  σελ.  156, 1.  Πίν.  παρένθ.  .\.  2. 


65 


Ό  '&ησανρος  των  Άντικν^ήρων 


τετράγονοι    όπαί,   εν   αίς  είχοΛ'    ποτέ   σώήρψ 
γομφωθή. 

Ή  οικτρά  κατάστασις,  εις  ηΛ'  περιεσο){)ιι  6 
κολοσσός  ούτος,  ούί^εμίαν  επιτρέπει  κρίσιν  περί 
της  τεχνοτροπίας  καΐ  των  χρόνων  ε'ις  ους  ανή- 
κει. Ώς  προς  την  στάσιν  δμως  αύτοΰ  σαφώς 
διακρίνομεν,  δτι  το  [ΐέν  βάρος  τοΰ  σ(όιιατος 
έστηρίζετο  έπΙ  τοΰ  δεξιοΰ  ποδός,  ή  δε  δεξιά 
χειρ  προετάσσετο  ώς  κρατοΰσά  τι  προς  τά  κάτω, 
ενώ  ό  άγκών  της  αριστεράς  ήρείδετο  απλώς 
επί   τοΰ   κίονος. 

Τά  Λ'ομίσ^ιατα  τοΰ  "Αργούς  παρουσιάζουσιν 
άγαλμα  Απόλλωνος  εν  άπαραλλάκτφ  στάσει 
(Είκών  Γ)()).  Το  άγαλμα  δε  τοϋτο  οί  ΙπιΠοοί- 
ΒΙιυτκίΓ  και  Ρ.  ΓταΓοΙηκΓ  ^  έσχέτισαν  προς  τύ 
χωρίον  τοΰ  Παυσανίου  (2,19,  3):  ('Αργείοις  δε 
των  εν  τί)  πόλει  το  έπιφανέστα- 
τόν  έστιν  Απόλλωνος  ίερόν  Λυ- 
κίον  το  μεν  ονν  άγαλμα  το  εφ 
ημών  Άτταλου  ποίημα  ην  Ά§}ΐ- 
ναίου'.  Επειδή  δε  και  το  κο- 
λοσσιαΐον  μέγεθος  τοΰ  Άντι- 
56.  κυΰηραϊκοΰ  αγάλματος  αρμόζει 
εις  άγαλμα  «επιφανέστατου  ιεροί)»,  υποθέτο- 
μεν  δτι  δυνατόν  νά  εχωμεν  προ  ημών  τά  οικτρά 
λείψα\'α  αΰτοϋ  τοϋ  έργου  τοί3  αγνώστου  χρο- 
νολογίας τεχνίτου  Άτταλου,  ολ'  γνωρίί^ομεν 
μόνον  εκ  τοϋ  παρατε{)έντος  χωρίου  τοΰ  Παυ- 
σανίου, διότι  είναι  λίαν  άμφίβολον,  αν  εις  αυτόν 
αναφέρεται  ή  παρά  τό  θέατρον  τοΰ  "Αργούς 
ευρεθείσα  εν  έ'τει  1810  υπό  τοΰ  Βελή-Πασσά 
προτομή  [ΐετά  της  επιγραφής  ".^τταΑος  "/Ιι-ίίρη- 
γάϋ^ου  Άϋηνάϊος-. 

Τό  ήμέτερον  άγαλμα,  αν  πράγματι  εΐναι  τό 
έργον  τοΰ  Άτταλου,  δεικνύει  σαφώς  δτι  οΰτος 
άπεμιμήΟΐ]  εν  τοΐς  κυρίοις  τό\'  κανόνα  τοϋ 
Πο?^υκλείτου  ή  δτι  άλ-τέγραψεν  απλώς  τό  άο- 
χαιότερον  άγαλμα  τοΰ  ίεροϋ,  δπερ  πιθανώς 
ήτο  έργον  αύτοΰ  τοϋ  Πο?Λ!κλείτου. 


'   Νυηι.  οοιηηι.  οη  Ριιΐ5ίΐηί35  ρ1.  ΚΡ,  2ίϊ.  ρ.  25.  9  κα'ι  15!',  !). 
■-'  ΒΓυηη,  Ογ.  ΚϋηδίΙβΓ  Ι  ρ.  558.— Ι.ο\νχ,  Ιη8€ΐΐΓ.  ^γ.  ΒίΜΗ.  4;!(). 
-€.  ΚοΙ)ι;γ[  :  1'ααΙν-\νί5ίο\ν.-ι  Κδαΐ  Εηΰ)•ο1.  ίν  λ.  .^ΙΙαΙοί  ηο  :ί(ί. 


25  -  26.  Περιλαος  ο  Αργειος  και  Οθρυ- 
ΑΔΑΣ  ο  Σπαρτιάτη^•  ;  (Πίναξ  XII.  1—2) '.  Δύο 
άγάλιιατα  εικονιστικά  νέοον  άλληλομαχούντίον, 
άτινα  δμως  δεν  είκονίσΟησαν  έπΙ  τοΰ  πίνακος 
ημών  εις  τήν  άρμόζουσαν  προς  άλ/.ηλα  στάσίΛ'. 
άλλ'  έφωτογραφήθησαν  άφ'  ης  δψεως  ήτο 
τοϋτο  δυνατόν  έκεΐ  έ'νθα  νΰν  κατάκεινται,  ήτοι 
άπεσπασμένα  εις  δύο  διαφόρους  αίθουσας.  Τό 
[ΐέγείίος  αυτών  είναι  κατά  τι  μικρότερον  τοΰ 
φυσικού.  Εικονίζει  δε  τό  μεν  ύπ'  αρ.  26  άνδρα 
γυμνόν  (ύψους  1,58)  μετά  μεγίστης  ορμής  έπι- 
τιθέμενον  (Πίν.  XII,  2),  τό  δε  (άρ.  25)  νεα- 
ρόν  άνδρα  (ύψους  1,04)  ά[ΐυνόμενον  πάση  δυ- 
νάμει, άλλ'  ήδη  υποκύπτοντα  (Πίν.  XII,  1°). 

Τοϋ  έπιτιθειιένου  ελλείπει  ό  δεξιός  βραχί(ι)ν 
σχεδόν  ύ/νύκληρος,  προς  τούτοις  δ'ύ  πήχυς  τής 
αριστεράς  χειρός  και  ή  αριστερά  κνήμη  [ΐετά 
τοϋ  ποδός.  Τό  δε  τμή[(α  άπό  τοϋ  μέσου  τοΰ 
δεξιοϋ  [ΐηροΰ  και  κάτο)  μετά  τοΰ  παρ'  αύτώ 
στηρίγματος  τοϋ  αγάλματος  εΐναι  είργασμένον 
έ|  ιδιαιτέρου  τεμαχίου  [ΐαρ[ΐάρου.  Δυστυχώς 
πάντα  τά  σωζόμενα  μέρη  εΐν(/ι  λίαν  εφ  θ  άρ- 
μενα, μόλις  δε  διακρίνονται  υπό  τά  θαλάσσια 
προσφύματα  τά  αδρά  χαρακτηριστικά  τοΰ  αρι- 
στερά και  προς  τά  κάτω  στρεφομένου,  έξωργι- 
σ[ΐένου  δε  προσώπου  αύτοΰ. 

Εικονίζεται  δε  ό  επιτιθέμενος  ούτος  εν  δλη 
τή  έλτάσει  τών  δυνάμεων  αυτού,  καθ '  ην  στι- 
γμήλ'  ρίψας  τό  σώμα  προς  τά  εμπρός  όρμητι- 
κώς  καταφέρει  δει\'όν  π/^ιγμα,  προφανώς  τό 
τελευταΐον,  κατά  τοΰ  ήδη  ύποπτήσσοντος  αντι- 
πάλου αυτού.  Τά  σκέλη  έ'χει  λίαν  διαβεβηκότα, 
τόν  δεξιόν  πόδα  μεθ'  ορμής  προτάσσων,  εγεί- 
ρει δε  τήν  ποτέ  δόρατι  ώπλισμένην  δεξιάΛ'  αύ- 
τοΰ, ίνα  πλήξη  μεβ '  ορμής,  ενώ  συγχρόνως  τή\' 
προτεταμένην  καί  ποτέ  διά  τής  άσπίδος  ώπλι- 
σμένην άριστεράν  κλίνει  προς  τά  πλάγια,  ίνα 
άφήση  έλευθέραν  τήν  δίοδοΛ'  ε'ις  τό  κατά  τήλ' 
στιγμήν  ταύτην  καταφερόμενον  δόρυ.  Ώς  προς 
τό  δλον  τής  στάσεως  παράβαινε  ιδίως  τύ  όοραΐον 


'    Πρβλ.  'Κ(|  ΐ||ΐ.  Αρχαίο/.,  ί'.  ά.  Πίν.  ,ταρ.  Α,  1  (σελ.  1Γ)1))  καί 
Πίν.  Β,  2  (αίλ.  1.")7,  7). 


—  66 


/«λκοΠν    (Γ,Ίίλικίτιον   Ί  Ιπ(/.κλκ()ΐ'ς    τοπ 
σ|ΐ(ίτικ()Γι  Μουσι-ίου  τών  1 1αΐ)ΐσίο)ν '. 

'()  <ν•  <ίΐιΐ)ν<)[ΐι•ν()ς.  το  πρώτον  τών  άνελκυ- 
σΟίντων  κ(ίΙ  κ(/τά  την  ί^Γίκ/ν  (χι')τ<»Γι  π/ιευράν 
(χλ(ί)(]ΐ|τ()ν,  ώς  ούδί-ν  α/.λο  τών  ΆντικυΟηραϊ- 
κών  σωζό[ΐρ\'()\'  [Κίρμάρινον  ('ίγαλιια  --  εικο- 
νίζεται ύποπτησσολ',  κατάκοπος,  ϊσοος  ?)κ  καΐ 
τρ(χυ[ΐατίας  ηδη  κατά  τύν  άπο/.εσ{)εντα  άρι- 
ατερόν  [ΐηρόν-'.  Αποβλέπει  δε  (ΐετά  τρόμου  εις 
τί)  καταορερυμενον  ηδιι  ύπο  τοπ  επικειμένου 
(ίντιπάλου  ι)ανατιιφ<')ρ()ν  πλήγ[ΐ(/.,  κ(ίί)' οΓ' '^η- 
τεΐ  να  α[ΐυνι)[ι  συγκεντρών  πιχσας  τάς  ύπολει- 
πομένας  δυνι/μεις  αί'τοΰ  εις  τί|ν  προτεταιιένην 
και  τί|ν  ασπίδα  ύπερέ/.ουαιίίν  ποτέ  (ϋριατεράν. 
'Η  αριστερά  αΰτη  χείρ,  ποία)  μετά  την  άνελκυ- 
σιν  τοΰ  αγάλματος  άνενίρεθεΐσα,  έχει  υπό  τον 
καρπόν  μεγάλην  και  |)αί)εΐ(/.ν  παραλ?α]?ι,()γραμ- 
[ΐ()\'  οπή  ν,  εν  ή  προσιιρμυζετο  το  δχανον  της 
ασπίδας.  Ή  δε  κατά  την  προηγ))ί)εΐσαν  πάλη  ν 
έξαντλήσασα  τά  δπλα  αυτής  δεξιά  (ξέρεται  νΰν 
κατάκοπος  και  σχεδόν  αδρανής  προς  τό  έδα- 
φος, ώς  ζητούσα  εκεί  άφ'  εαυτής,  αλλά  ικίτιρ', 
όπλον  τι,  χερμάδίον  'ίσως,  προς  άντεπίΰεσιν. 

Πρόκειται  άρα  περί  συμπ?^,έγματος  παρι- 
στώντος  τό  έ'σχατον  και  κρίσιιιον  σημεΐον  σφο- 
δράς  μάχης  μεταξύ  δύο  άντιπάλο)ν.  Τοιαύτας 
παραστάσεις,  καθ'  δλα  όμοιας,  παρουσιάζουσιν 
άπειρα  παντοειδή  καΐ  πασίγνωστα  άρχαΐα  μνη- 
μεία, έφ'  ων  συχνά  επανέρχεται  ή  αύτη  αδρα- 
νούσα άοπ?ΐ,ος  δεξιά  και  ό  αυτός  τρόμος  και  ή 
ικεσία,  ήν  έκφράζουσι  τά  χαρακτηριστικά  τοΰ 
προσώπου  τού  ύποπτήσσοντα  καΐ  άμυνόμενον 
εικονίζοντας  αγάλματος  ήμών'''. 


Ο   ιΊηηανρης  τών  Άντικυι'^ήροη 

Χι  111  I- 


'  ΒαΙ)ε1οπ,  ΟειΙ)ίηοΙ  άβδ  ΑηΙίςιιεδ  25  —  Ο.  ΚαΐΈΐ,  Μοη.  24. — 
Κβίπίΐαΐι,   δίαΙυ&ίΓε  II  ρ.  202,  1. 

-  Πρβλ.  ΟΙηηε  ρ1.  280,  2151  =  ΚοίπϋοΗ  σελ.  141.  —  Βυΐΐ. 
αβ  ΟοΓΓ.  ΗεΙΙ.  1884  ρ.  178=Κβίηαο1ι  II,  8ΐαΙυαίΓβ  ρ.  199,  5. 

»  Μίΐΐίη  Ι,  58  και  61.— Νουνεΐΐβί  Αηηαΐεδ  1838  ρ1.  Β.— ΒυΙΙ. 
Νίΐρ.  Νουν.  δβΓ.  IV  ρ1.  Ι\^. — ΤίδεΗΙιείη,  ΟοΙΙ.  ο£  Εη^Γ&νίη^δ,  Ιοιη. 
II  ρ1.  1. —  Κ.  Εη^είπιαηη,  ΒίΙάεΓ  -  Αΐΐΐδ  ζιΐΓ  Ιΐί&δ,  Τ&ί.  II,  3 
ΙΙίακός  ηίναξ.  Ίδε  τους  ανω  τοϋ  ίεροϋ  της  Άφς)θδίτιις•  προς 
όέ  έν  τΓ|  τελευταία  γραμμί)  τόν  Εύρΰ,τυλον  και  Νεο.ττόλε- 
μον. — 013.Γ3.0  ρ1.  117  Ε  (ζο^ίοφόρος  της  Μαγνησίας)  ρ1.  214'''5, 
ρ1.  199,  247,  ρ1.  8δ4':,  ηο  22111:.— Κείηίΐεΐι,  δο,Ιυ^ίΓε  II  ρ.  199, 
4-5. — Κενυε  ϊΓοίιέοΙ.  1897  II  ρ.  239=Κ6ίΜ3.€ΐι  ε.  ά.  ρ.  794,  2, 
κτλ.  κτλ. 


ΙΙρός  τούτοις  τά  ώς  χυδαίο^ν  σχεδόν  /(φρι- 
κών στρατκοτών  χαρακτηριστικά  τοΓ»  προσο)που 
(ίμ((οτέρϋ)ν  τών  ΆντικιιίΙιμ^αϊκών  άγαλμάτο)ν 
δηλοΰσι  σαφέστατα  ότι  οί  μαχόμενοι  δεν  είναι 
ιδανικοί  τίνες  ήροιες  μυΟολογικίίϋ  τίνος  κύ- 
κλου,  (ίλλ'  ιστορικά  πρ()σο)πα. 

Ταϋτα  πάντα  έχων  ύπ'  όψιν  έν  σχέσει  προς 
την  ί)εο)ρίαν  [ίου  περί  τής  έ|  "Λογούς  προε- 
λεύσειος  τών  ΆντικυίΙηραϊκών,  έταύτισα  τό 
σύ[ΐπλεγμα  τούτο  τών  δύο  μαχητών  προς  τό 
υπό  τοϋ  ΙΙαυσανίαυ  [ΐνημανευόμενον  έν  τΓ] 
περιγραφεί  τού  έν  "Αργεί  θεάτρου,  γράφοντος 
(2,  20,  7) :  <'Έν  δε  αντώ  (τώ  θεάτροι)  και  άλλα 
ϋεας  άξιη  και  άνήρ  ψονεύοη•  έστΙν  άνδρα, 
'ϋϋρυάδαν  τον  Σπαρτιάτην  Περίλαος  Άργεϊος  υ 
Άλκήνορος  > . 

Είναι    πασίγνωστον   τό  περί  τό   ."»4ΐΙ   π.  Χ. 
περίφημον   ιστορικόν  έπεισόδιαν.  εις  δ  αναφέ- 
ρεται   ό    Παυσανίας.    Οί  Λακεδαιμόνιοι    καΐ 
'ΛργεΙαι  έπΙ  μακρόν  ήριζον  περί  τής  κυριότη- 
τας  τής   θυρέας,    μοίρας   τής   Αργολίδος,  ή  ν 
απασπάσαντες  βία  κατείχαν  οί  Λακεδαιμόνιοι. 
Έπι  τέλους  δέ,  προς  λήξιν  τών  μακρών  αί}ΐα- 
τηρών  άγοινων,  απεφάσισαν  νά  έκλέξωσίλ-  έκα- 
στος (/.νά  τριακασίαυς  λογάδας  μαχητάς  καΐ  — 
άποσυρυ[ΐένων   μακράν  εις  τάς  πατρίδας  των 
πάντων  τών  λοιπών  στρατιωτών — νά  δοίΐή    ή 
ά[ΐφ)ΐσβηταυ[ΐένη  χιόρα  οριστικώς  είς  εκείνους, 
ών  οί  στρατιώται  ήθελαν  νικήσει.  Συμβα/.όν- 
τες  λοιπόν   έ[ΐάχαντο   μέχρις   οΰ  πά.ντ(ον   τών 
λοιπών  φονευθέντων  ύπελείφθι^σαν  τρεις,  δύο 
'Λργεΐοι  καΐ    ΌΟρυάδας  Λακεδαιμονίων  στρα- 
>  τιώτης,   δστις  πολλούς  άποκτείνας  καΐ  πολλά 
;  τετρωμένας  εκείτο    μεταξύ  τών  άνηρη^ιένων 
Λακεδαιμονίοίν  μόνος  περι?ιειφθείς>.  Οί  'Λρ- 
γεΐοι   νομίσαντες,    δικαίως,    εαυτούς    νικητάς, 
έδραμον  είς  "Λργος,  ίνα  άναγγείλο)σι  τήν  νίκην. 
'Λλλ'  ό  'Οΰρυάδας     επιζήσας  και  ήμικλάστοις 
δόρασιν  ύπερειδόμενας  τάς  τών  νεκρών  απαν- 
τούν ασπίδας  περιείλετο  καΐ  τρόπαιον  στήσας 
εκ  ταύ  ίδίαυ  αίματος  έπέγραψε  Αά  τροπαιονχω, 
ή  Λακεδαιμόνιοι  κατ  Άργείων,  και  τοΰτο  πρό- 
ζας άπέΟανεν  .  Σταθκιΐουσαι   τά  γεγονότα  αϊ 


67    — 


Ό  ϋησανρος   των  Άνηκν&ήρων 


αντίπαλοι  πόλεις  διεφιλονίκουν  εκάστη  ύπερ 
εαυτής  τί|ν  νίκην,  μέχρις  ου  οί  διαιτηταΐ  Άμ- 
φικτύονες  απεφάλ'θησαν  δτι  εις  τους  Λακε^αι- 
ιιονίους  ανήκει  ή  νίκη,  χάρις  εις  την  πράξιν  τοΰ 
'ϋί)ρυά5α. 

Ιστορικοί,  ρήτορες  και  ποιηταί,  "Ελληνες 
και  Λατίνοι ',  πλειστάκις  εξύμνησαν  το  Όαυ[ΐά- 
πιον  τοϋ  ΌΟρυάδα  κατόρθωμα,  δστις  ήόυνήθη, 
καίπερ  ήττηΰείς,  μετά  τής  τελευταίας  αύτοΰ 
πνοής  το  ΰστατον  αύτοΰ  αίμα  άντι  μελάνης 
μεταχειριζόμενος,  να  άναγράψη  δι'  αύτοΰ  νίκην 
υπέρ  της  πατρίδος. 

Άλλ'  οί  ΆργεΙοι  ουδέποτε,  ώς  φαίνετ(χι, 
θ)μολόγησαν  εαυτούς  πράγματι  ηττημένους,  εις 
(«πόδειξιν  δε  τοΰ  εναντίου  έπραξαν  το  εξής. 
ΜαΟόντες,  τίς  ό  καταβαλών  Άργεΐος  στρατκό- 
της  κατά  την  μάχην  τον  'ΟΟριιάδαν,  έ'στησαν 
εν  [ΐεταγενεστέροις  χρόνοις  προς  γενικήν  θέαν 
εν  τω  θεάτρω  αυτών  σύμπλεγμα  είκονίζον  Πε- 
ρίλαον  τον  Άργεΐον  καταρρίπτοντα  και  Οα- 
νασίμιος  τραυματίζοντα  τον  ΌΟρυάδαν.  Ούτως 
εξηγείται  \'ϊνν,  ιρρονώ,  και  ή  όλίγη  φροντίς  τοΰ 
Άργείου  καλλιτέχΑ'ου  νά  εξιδανίκευση  τα  χα- 
ρακτηριστικά τοΰ  διά  δόλου  τήν  νίκην  των 
Άργείων  άφαρπάσαντος  ΌΟρυάδα,  δν  εικονί- 
ζει [ΐετά  χυδαίας  φυσιογνωμίας  στρατκότου  χω- 
ρικού, οίος  ήτο  ϊσως  καΐ  πρ(χγματι.  Είς  τους 
Άργείους  δ'  ϊσο)ς  οφείλεται,  εκ  τοΰ  αύτοΰ  λό- 
γου πηγάσασα,  και  ή  παραλλαγή  εκείνη  της 
παραδόσεως,  καΗ'  ί'ιν  ό  Όΰρυάδας  Ί]ύτοκτόνη- 
σεν  εξ  αισχύνης  μετά  τί|\'  μ«χην,  έντρεπόμενος 
δήθεν  νά  έπιστρέψη  είς  τήν  πατρίδα  αύτοΰ,  ένφ 
έ'πρεπέ  τις  νά  αναμένη  δτι  θά  συνέβαη'ε  το 
εναντίον.  Ότι  δε  ό  Παυσανίας  τοΰ  ιστορικού 
καλλιτεχνήματος  εΐδεν  άντίγραφίΟΛ'  και  ούχΙ  το 
πρωτότυπον — το  τίς  οΐδεν  ύπύ  τίνος  Έοιμαίου 
κυριάρχου  αφαιρεί) εν, — μαρτυροΰσι  τά  πολλά 
στηρίγματα    τοΰ    προ    ημών    άγάλ(ΐατος    τοΰ 

'  Ή(.ιοίιότ.  Λ',  Κ2. — 2τρά|:1(ονος  Μ,  :ί7(ί.— Π/.ϋΐ'τάρχ.  Ίοτο(.). 
παραλλ.  ϋ  (Ήΰικά  έκδ.  Βερν.  τόμ.  Β'  οίλ.  ίϊ.'Η)). — Λουκιανού 
Χά^ίον  24  και  'Ρητορ.  παραγγ.  1Ν.— ί:ουΐ6ας  έν.  λ.  Όθροά- 
δας.— 'ΛνίΙολογία  VII,  7,  4.%,  431,  Γ)2ΐ;,  711  και  XI,  141.— :ϊ:ιο- 
|5αίου  'ΛνίΙολόγ.  7,07. — Υαΐ^ι-.  Μ.•ιχίηι.  111,  2,4. — Ονίιΐ.  Κ.ΐί.ι. 
2,005  κλ. 


'Οΰρυάδα,  ώς  καΐ  ή  στάσις  αύτοΰ  ή  σα(|'έ- 
στατα  δεικνύουσα  δτι  το  πρωτότυπον  ήτο  χαλ- 
κοΰν  και  δή,  ο)ς  δεικ\'ύει  ή  τεχνοτροπία  αύτοΰ, 
έ'ργον  τοΰ  Λ'  αιώνος  π.  Χ.,  άντιγρα(|;έν  μόλις 
κατά  τον  Β'  αιώνα  π.  Χ.,  καθ'  ή  ν  έποχήν  Οά 
άφηρέι))]  το  προ^τότυπον  εκ  τής  έν  τώ  θεάτρορ 
θέσειος  αύτοΰ  '. 

"Οτε  δ'άμα  τΓ|  ένάρξει  τών  εργασιών  τής  ΟΛ-ε/.- 
κύσεως  ήλΟεν  είς  φώς  το  άγαλμα  τοΰ  ΌΟρυ- 
άδα, ό  γενικός  έφορος  τών  αρχαιοτήτων  Καββα- 
δίας έσπευσε  νά  ύποστηρίξΐ)  έν  δωδεκάδι  δη[»ο- 
σιεύσεοη'  και  ομιλιών,  δτιπρόκειται  περί  τύπου 
νεανίου  άποσκοπονντος,  ήτοι  φέροντος  τήν  άρι- 
στεράν  υπέρ  τους  όφΟαλ[ΐούς,  ίνα  τι  μακράν 
και  υψηλά  κείμενον  άτενίσΐ]  μετά  προσοχής. 
Απέκρουσα  εύΟύς  τότε  ώς  εντελώς  άβάσΐ[ΐον 
τίιν  γ\'(ί)μην  ταύτην,  ττ^'  μι)  δυναμέν)|\'  Λ'ά  στί)- 
ριχθή  έπ'  ούδενός  αρχαίου  μνημείου  έν  τοιαύτη 
ύποπτήσσοντος  στάσει  είκονίζοντός  ποτέ  <ίπο- 
σκοποΰντα.  Άντ'  αυτής  δέ  προέτεινα  τήν  άνίο- 
τέρω  έκτεθεΐσαν  γνώ[(ην  μου,  πολλούς  μήνας 
πριν  ή  άνακαλυφΟή  ή  τε  (αριστερά  χειρ  τοΰ  (χμυ- 
νομένου  (ΌΟρυάδα) — ή  διαψεύσασα  τήν  γνώ- 
μην  τοΰ  Κΐίββαδίου  -  και  τύ  άγαλμα  τοΰ  επιτι- 
θεμένου (ΓΙεριλάου).  οι'ι  τήν  (ίνέ?αυσιν  προε[ΐάν- 
τευσα  ώς  πιθανή  ν  τεσσάρας  μήνας  πρότερο  ν, 
ήτοι  ευθύς  ώς  έσχημάτισα  τήν  γν(όμΐ]ν  δτι  ό 
'  άποσκοπεύων  >  τοΰ  Κίχββαδίου  είναι  ό  αμυνό- 
μενος Όθρυάδας  τοΰ  έν  "Αργεί  συμπλέγματος"-. 

Έλ'  τω  [ΐεταξύ  δέ  ό  Γάλλος  ΡεΓάτίζεΙ:  απο- 
κρούων τήν  κατόπιν  ύπό  τών  ευρημάτων  ούτως 
έπικυρωθεΐσαν  γνώ[ΐην  ημών,  έπι  μόνω  τω  λόγφ 
δτι  ό  ΌΟρυάδας  δέν  έφόρει  και  το  κράνος  αύτοΰ, 
προέτεινε  τήν  και  τής  τοΰ  Καββαδίου  μάλλον 
άστήρικτον  γνώμην,  δτι  πρόκειται  περί  παλαι- 
ατην.  Συγχρόνως  δμως  άλλοι,  όρθότερον  τουλά- 
χιστον ψυχολογοΰντες,  ένόμισαν  δτι  πρόκειται 
περί  ένος  τών  Νιοβιδών,  προφυλασσομένου 
κατά  το  δυνατόν  άπό  τών  θανατηφ()ρ(ον  πλη- 


'  ^ιιιιεκοτρον  Λ'  (ίτι  τό  (ϊίνιι)  (ΐΕρος  τοΓι  κρανίοχι  και  ή  ιίεςιά 
χειρ  είναι  είργασμένα  έκ  προσ{)έτ(ρ)ν  τεμαχάολ'  μαρμάροΐ'. 

-  "Ιδε  τά  έν  τφ  "Αστει  όίρΟρα  μοιι  τής  28  και  ΜΙ  Ίανοχ'α- 
ρίου,  8  Φεβρουαρίου  και  4  Απριλίου  1901. 


—  68 


Ί)   Ι)ηαανρος   ιών  Άντικ('ΰήυ(ι>ι• 


γιΐ(ίτ(ΐι\'  Γΐ»Γι  'Λ.τιΊ/.λίκνο::.  Γ]  πΐ'οι  τοΓ»  Λυκ(/.()\'()ς 
ίκι τΓΐΊοντος  τον  ι-πιχ.ι  ίΐίΐνον  ΆχιλλιπίΚ  Τίλος 
ίχ  τών  |ΐί|  ίί)(')Λ'τα)ν  το  πρ(ι)τ<)τυπον,  άλλ'  τπΐ  ττ) 
()</.σΐΊ  (( (οτογρ(/.Γ['ΐίΤ)ν  κηιν(')ντο)ν  το  αγίίλικ/.  τοΰ 
'ϋί)ρχΗχ^(ί,  ή  ^ί.  Ι\(ίη;κ1ι,  ('κ^ηγον  ν-/(ην  τάς 
§σφαλμίνας  πληροιρορίας  τοΰ  Κ(χ('5(5«^ίοΐ',  ίπη- 
[(π'οΐ'-'  ΟΤΙ  ΤουΙΰ  ΙοηΙ;ιΐίνι•  ιΓ(!xρ1^^ίιι^οη  οίοϊΐ 
ΙυπίΓ  ί•(ΐιη])Ιο  άβ  ογ  ί.ιίΐ.  (|ΐΐ6  1θ8  ιπιι.ΗοΙεΝ  <Ίιι 
οοΓρΗ  ηνχρΓΪιτκΜΊΐ:  ( ! )  ;ιαοιιη6  ΐοη8ίοη  εΐ  (|υί:  1ί• 
1)ΓΗΝ  ΓοΙοιηΙι,ιπΙ  η'  ("χοΐιιΐ  ρίΐΝ  ιηοίηί;  Γίοΐέε  ά'αη 
βίΤοΓί.  ^^ί  (Ιοικ'  (-'ί•^!  ηη  ι^ικ'ΓΠγγ,  (•'(•νΙ  ιιη  1)Ι('ΝΗύ, 
ηοη  πη  (■οηιΐκιΐΐ,ιηΐ  ,  ένω  εξ  άλλον  ό  \\' ιύάί^ίί'ην' 
(ΐπίχριΟμών  καΐ  αποκρούων  πάσας  τας  λοιπάς 
γνώ(ΐας  ργραι|)ρν,  ώς  εί  όμυνό(ΐΡΛΌς  υπέρ  της 
έμής  γν(ό[ΐΐ|ς,  ίρ-  ϊ'σος  ήγνόει,  οτι  'ΓΙιο  ααΐϊοη 
ΪΗ  8θ  ο1ο;ιγ1\'  ϊΗ.ιΙ  οί  οηηι1)ϊηίκ1  οίείεηοβ  ίΐηά 
Ηΐ1;ίΐΓΐ<  ίπΜΐι  Πο1ο\ν  ιιρ\\;ΐΓ(ΐ8  1()\ν,ΊηΐΝ  ;ιη  αίΙνβΓ- 
8;ΐΓ\•  χνΐιο  ίϊι^ΙιΐΝ  ίπιπι  .'ΐΐκηχ•,  ΐΐι,ιΐ:  ίΐ  χνοπΚΙ  ποΓ 
Γ6(|ΐηΓ6  ΐΗβ  οοη"ο1)()Γίΐΐίοη  οί  ΐΗε  ίΐηοϊεηΐ  ηιοηη- 
ηΐ6ηΐ8  \νΗίοΗ  Ι  οίΐη  ίΐοΐάιιοβ  Ιο  8ΐιο\ν  ίΗΪ8.  ΤΗθ 
ΟΓοιιοΗϊηο-  γοαΐΗ  Ηεΐά  ίΐη  νιρΓΛΪ8θά  8Ηί6ΐο1  οπ 
Ηί8  Ιβίΐ  αηη,  \νΗϊ1β  ΐΗβ  8\\όγοΙ  ογ  8ρ€ίΐΓ,  \ν;ΐ8 
ενίάεηΐΐν  ΙκΊά  ίη  Ιιϊν  ιΙοΝνη^ΐΓβΐοΗβά  ηοΗΐ 
&Γηι κτ?^. 

27-28.  ΛιΟΜΡίΔΗΣ  ΚΑΙ  Ολυςςευς  (Πίν. 
XIII,  1  -  '2)\  Ό  Παυσανίας  δεν  λέγει  τί  παρί- 
στο)\'  τα  αλ?ι,α  θέας  άξια  >  αγάλματα,  άτινα 
εΐδεν  εν  τω  Οεάτρω  τοΰ  "Αργούς  παρά  το  σύ}ΐ- 
π?ιεγμ(ί  τοΰ  Περιλάου  καΐ  'ΟΟρυάδα.  Κρίνολ'- 
τες  δμως  εκ  τοΰ  θέματος  τοΰ  τελευταίου  τού- 
του δυνάμεθα  Λ'ά  εικάσω  μεν  οτι  και  εκείνα 
ίσως  άνεφέροντο  επίσης  εις  ένδοξα  κατορί)ώ- 
ματα  'Αργείων  ανδρών  ή  ήρο'κον. 

Εις  τοιούτον  λοιπόν  κατόρθωμα  τοΰ  Άρ- 
γείου  ήρωος  Διθ[ΐήδους,  υπερισχύοντος  τοΰ 
πανουργοτάτου  των  Έ/.λήνοον  Όδυσσέως  έ.ν 
τω  περιφήμίΰ  έπεισοδίορ  της  αρπαγής  τοΰ  Παλ- 
λαδίοΐ',  αναφέρονται,  ώς  νομίζω,  δύο  έτερα  των 
ΆντικυΟηραϊκώΛ'  άγαλμάτο^ν,  συγχροΛ'ως  άνελ- 


κυσίΐέντα,  τοΰ  αΰτοϋ  δε  μεγέθους  αμφότερα  και 
(/.ποτελοΰντά  ποτέ  προ((ί<νώς  σι>μπ?ι^γμ(/.  δύο 
μ()ρ((ών  (/.ντιτεταγ  μέ- 
νων, παρόμοιον  προς  το 
γνίοστόν  η  δ  η  εκ  πολ- 
λών άλλθ)ν  μνημείο)ν  ', 
κυρίως  δε  έκ  της  παρα- 


στάσεοκ   της  εν  τώ  Έ- 


ΕΙκών     57• 


'  Γ.  Νικολαίδης:  εν  τφ   "Αστει    τ\]ζ  -1  Φί|ίρουαρίου  ΙίΙΟΙ. 

"  εΚΓοη.  (1θ4  ΑΠδ  1901  ε.  ά. 

"  ΤΗβ  ΜοηΐΗΙχ  ΚενίεΛν,  Με!  ΙϋΙΙΙ,   ρ.  Ιΐ!. 

'  Πρβλ.  Έφιιμ.  Άρχ.  ?.  ά.  Πίν.  Ε,  4— Γ.  (<τε>..  1Γ)8,  18— Ιί•). 


ΪΙνικώ    Μουσείο)    ημών 
(άριί).  λιΟ.  2Γ)14)  έκ  Λυ- 
κίας [ΐικράς  σαρκοφάγου  -,  εξ  ης  ελήφθη  και 
ή  ενταύθα  παρατιθεμένη  είκών  Γ)7. 

Ώς  ορθώς  άνεγνο)ρισεν  6  τελευταίος  εκδότης 
τής  σαρκο((άγου  ταύτης  ^.  ΚοΙχ^γΙ,  ί\  έπ' αυτής 
εικονιζόμενη  σκηνΐ)  τής  αρπαγής  τοΰ  Παλλαδίου 
είναι  έκ  τής  γνο)στής  παραλλαγής  τοΰ  έκ  τής 
Μικράς  Ίλιάδος  μύθου,  ί'ιν  διηγείται  ό  Κόνων'^ 
ώςέξής:  « Στέλ?νθνται  ούν  επί  τή  κ/Λπή  τοΰ  Παλ- 
λαδίου Διομήδης  καΐ  "Οδυσσεύς,  και  αναβαίνει 
έπΙ  το  τείχος  Διομήδης,  έπιβάς  τών  ώμ(ί3ν 
Όδυσσέως,  ό  δε  ουκ  άνελκύσας  Όδυσσέα,  καί- 
τοι τάς  χείρας  όρέγοντα,  ήει  την  έπΙ  το  Παλ- 
λάδιον,  και  άφελό[ΐενος  αύτο  προς  Όδυσσέα 
έγ.ων  ύπέστρεφε.  Και  δια  τοΰ  πεδίου  κατιόντων 
πυνΟανομένιρ  έκαστα  τώ  Όδυσσεΐ  Διομήδης, 
το  δόλιον  τάνδρός  είδώς,  ούχ  όπερ  έφησεν 
"Ελενος  Παλ/.άδιον  /^αβεΤν  αυτόν,  άλλ'  άντ' 
εκείνου  έ'τερον,  αποκρίνεται.  ΚίΛτιθέντος  δε  τοΰ 
Πα/ν/.αδίου  κί/πά  τίνα  δαίμονα,  γνούς  Όδυσ- 
σεύς  αυτό  εκείνο  εΐναι  και  κατόπιν  γεγονώς 
σπάται  το  ξίφος,  έκεΐνοΑ'  μεν  άνελεϊλ-  βοΐ'λη- 
θείς,  αυτός  δ'  Άχαιοΐς  το  ΙΤαλ?ν(Ιίδιον  κομί- 
ζειν.  Και  αύτοΰ  μέλλοντος  π/νηγήν  έμβα/ιεΐν, 
όρα  Διομήδης   την  (ίύγήν  τοΰ  ξίφους  (ην  γαρ 


'  Βηιυπ,  Ζννο1£  ΒϊδΓεΙίεΙδ  ρ.  12.— Ο.  ]&Ηη  :  ΡΗίΙοΙο^υδ  Ι,  46.— 
Αηηϊϋ  ;!0,  228.— ΟνεΛεοΙί,  ΟαΙΙ.  578  β.  Ταί.  2δ.— ΑγοΗ.  ΖείΙυη^ 
18Τ4,  110.— ΒυΙΙ.  <1.  Ιη5ΐ.  1873,  240.— ΒαΙΙ.  1878,  42.— ΚοδοΗβΓ, 
ΜχΐΗ.  Ι,εχ.  εν  λ.  υίοιιιεάεδ  ρ.  1024  καΐ  0<1χ55βϋ5  ρ.  66.ό — 669. 
— 0Ηαν»ηηε5,  άε  Ραΐΐ&άϋ  ταρίυ.  ϋίδϊβΓί.  ΒεΓί. — Γ.  ΒαοΙιεΓΕΓ,  υΐε 
Οίοπιεαεδ-δΒ^ε.  (5ΐαΙ§3η  1892)  ρ.  44  —  00. 

-  Ο.  Κο1)βΓΐ,  Οίε  ϊπΐίΐίεη  δ2ΓθορΗΕ£;  -  ΚβΙίείδ,  Βιΐ.  II  ρ.  147 
Τ»£.  Ι^  (Ιιέραν  άπεικόνισιν  ϊδε  και  έν  .\ΙΙιβη.  ΜιΙΐΗ.  II  1877 
Τ3£.   10 — 12,  εξ  ης  έλήφβη  και  ή  ημετέρα  εΐκι'ον  άρ.  57). 

•'  Διηγήσεις,  -ϋ'.  (Μυθογράφοι  εκδ.  \νβ5ΐεπηαηη,  σελ 
138  κ.  εξ.). 


69 


Ό  ■&}]ΰανρυς  των  Άντικνϋήρων 


σελήνη),  'Οδυσσεύς  δ'  αναιρεΐν  [ΐεν  απέσχετο 
(χντιππασα}ΐένου  κάκείνου  ξίφος,  δειλίαν  (γρ. 
Διομήδης)  δ'  όνειδίσας  πλατεΐ  τω  ξίφει  ούκ 
έ{)έλοντα  προϊέναι  τύπτων  τα  νώτα  ήλαυνεν,  εξ 
ού  ή  παροιμία  «ή  Δωμήδειος  ανάγκη  επί  παν- 
τός ακουσίου  λεγομένη    '. 

Τα  δύο  Άντικυι)Ί]ραϊκά  αγάλ[ΐατα  αναφέρον- 
ται, νομίζω,  εις  την  στιγμήν,  καΟ'ί'ιν  αμφότεροι 
δια  τοΰ  πεδίου  κατιόντες,  σπασά[ΐενοι  τα  ξίφΐ) 
καΐ  εν  τΐ\  δεξιά  έχοντες,  αντιτάσσονται  άλλήλοις 
έχΟρικώς,  τοΰ  μεν  Διομήδους  ετοίμου  οντος  προς 
έπίθεσιν  και  εν  όργη  όνειδίζοντος  τον  δόλιον 
Όδυσσέα,  φτινι  επιτάσσει  να  βαδΓζη  προ  αύτοϋ, 
τοϋ  δε  Όδυσσέως  σκεπτόμενου  νϋν,  ότε  (χνεκα- 
λιΉρΟη  ό  δόλιος  σκοπός  αύτοΰ,  να  άποφυγΐ)  την 
μάχην  προς  τον  ρωμαλεο)τερον  και  δικαίως 
έξοιργισμένον  άντίπαλον. 

ΆληΌώς  ό  μεν  έ,κ  τοΰ  πί?ιου  εύδιάγνωστος 
'Οδυσσεύς  (Πίν.  XIII,  2)-,  εκ  δυο  ισομεγεθών 
τειιαχίων  μαρ[ΐάρου  είργασμένος  (σωζ.  ΰψος 
1,ί)8),  εικονίζεται  —  ως  καΐ  έπΙ  πο?ιλών  άλλων 
μνημείων  εις  την  αυτήν  άρπαγήν  τοΰ  Παλλα- 
δίου ή  και  εις  ά?^ιους  μύθους  αναφερομένων ■' 
—  βαδίζων  ζωηρώς  προς  δ.  και  στρέφων  [ΐετά 
φυλακής  τήν  κεφαλήν  προς  τα  οπίσω,  φέρων 
δε  έξωμίδα  έζωσμένην  και  χλα[ΐύδα  ύπερ  ταύ- 
ΤΊΐν  έρρΐ|.ιμένην  και  έλισσομένην  περί  τον  βρα- 
χίονα τής  αριστεράς,  ήτις,  νΰν  ελλείπουσα, 
εφερέ  ποτέ  τον  κολεόν  τοΰ  ξίφους,  το\'  δια 
τελαμώνος  άπό  τοϋ  δεξιού  ώμου  τού  ήρο)ος 
άνιιρτημένον,  ενώ  ή  μέχρι  τοΰ  καρπού  σωζό- 
μενη δεξιά  Οά  έκράτει  το  γυμνόν  ξίφος  προ 
τοϋ  προσϋ)που,  παρέχουσα  τώ  Όδυσσεΐ  δι(Η\' 
ανδρός  ά[ΐυνομέ\Όυ,  άλλα  και  συγχρόλ-ως  σκε- 
πτόμενου να  άποφύγη  τήν  πάλην,  δια  τούτο  δε 
προπορευόμενου  αυ[ΐφώνως  τφ  κελεύσματι  τού 
δικαίίος  έξοργισθέντος  και  δυσπιστοΰντος  συνο- 
δοιπόρου αύτοΰ. 


'  Ίόέ  Ήσύχιον  έν  λ.  Διομήδειος  ανάγκη.  —  Ζηνόβιον  έν  λ. 
— ννεΙοΙίεΓ.  Ογ.  Τταξ.  145,948  και  Ερ.  Οχοΐ.  ι>,ι'42.  —  ΕιΊσταΟ. 
822,23.  —  Πτολ.  Ήφαιστ.  18  Κ.  — δετν.  Ακη.  2,1(;2.  ^  Πρβλ. 
ΒυοΗεΓοΓ,  έ'.  ά.  σελ.  40. 

•  Πρβλ.  Έφημ.  '.\οχ.  ί.  ά.  Πίν.  -πΐίρ.  Ι'.  2. 

=■  ΚοΙ)6Γΐ  ί.  ά.  ρ1.  .XIX,  :!1,  .XX,  8ίΙ. 


Έξ  άλλου  ό  Διθ[ΐήδης  (Πίν.  XIII,  1),  ού 
έλλείπουσιν  αί  κνήμαι  άπό  των  γονάτων  (σωζ. 
ΰψος  Ι,Γιο),  βαδίζει  έπίσΊ]ς  γοργώς  κατά  πόδας 
τοΰ  Όδυσσέως,  προς  ον  ατενίζει  μετ'  οργής, 
έγείρων  άπειλΐ]τικώς  έν  τή  δεξιά  γυιινόν  το 
ξίφος,  ού  διεσο)θη  μόνον  ή  λαβή,  ενώ  έν  τή 
αριστερά,  απολεσθείσα)  νϋν,  έκράτει  τό  περι- 
μάγψον  Παλλάδιον.  Ό  Διομήδης  ενταύθα  δεν 
παρίσταται  γυμνός,  ώς  συνήθως,  (λλλά  φέρει 
τήν  χλαμύδα  περί  τον  άριστερόν  βραχίονα  και 
τα  κάτ(ο  της  όσφύος  έλισσομένην.  Ή  θήκη  δε 
τού  ξίφους  ήτυ  άνΐ)ρτημέν)ΐ  άπό  τού  δεξιού 
ώμου  δι'  άορτήρος. 

Άμφίίτερα  τά  αγάλματα  ταϋτα  φαίνολται 
αντίγραψα  χαλκών  έ'ργων  τοϋ  Δ'  αιώνος  π.  Χ., 
δια  τούτο  δε  φέρουσι  και  πολλά  στηρίγματα, 
ήτοι  ό  μεν  'Οδυσσεύς  δύο  μεταξύ  τής  δεξιάς 
χειρός  και  τού  σοηιατος  και  τρίτον  [ΐεταξύ  τής 
δεξιάς  κνή[ΐης  και  τού  προς  στήριξιν  τοΰ  ΰλου 
άγάλ[ΐατος  χρησιιιεύοντος  κορμού  δένδρου•  ό 
δε  Διομήδιις  έχει  δύο  έντίσιις  προς  στήριξιν  τοϋ 
δεξιού  βραχίονος,  τίς  οΐδε  δε  πόσα  θα  εΐχε 
μεταξύ  τών  (ϊπολεσθεισών  κνημών. 

Ή  κατίσχυσις  τοϋ  Διθ[(ήδους  έν  τή  αρπαγή 
τού  Παλλαδίου  ήτο  θέμα  τοσούτφ  μάλλον 
.προση  ιλές  τοις  Άρ- 
γείοις,  ΰσον  έλέγετυ 
παρ'  αύτοϊς  δτι  τό 
Παλλάδιον  έκομίσϋη 
υπό  τού  Διομήδους 
εις  "Αργός ',  ένθα  μετί' 
τής  άσπίδος  τού  ή- 
ρωος  έφυλάσσετο  υπό 
τών  άπογόνωΛ'  αύτοΰ 
έν  τω  επί  τής  άκρο- 
πό/ιεως  Λαρίσης  ναώ 
Άθι^νάς  τής  "Οξυδερκούς,  δν  άνήγειρεν  αυτός 
ύ  Διομήδης,  διότι  μαχομένω  ποτέ  έν  Ίλίω 
τήν  άχλύν  άφεΐλεν  ή  θεός  άπό  τών  όφθαλμών'-'. 


ΕΙκών     58. 


'   Παυσαν.  2,  23,5. 

'  Καλλιμ.  Εις  λουτρά  Παλλ.  35.  — Σχόλια  1.  —  δραηΐιβίιη 
Οίΐΐΐ.  ρ.  ."ίΟί•, —  Πλοιιτάρ.  Έλλ.  Ζ))τήμ.  48.  και  Ποταμ.  18.  — 
Όμηρου,  Ίλ.  Ε,  12Τ. — Παυοαν.  2,24,2. 


—   70  — 


'()  ϋηπανρίκ  των  ΆντικνιΉ'ιρίον 


ϊσως  ^ί-  κ(ίΐ  ^ιότι  τΓ)  |)())ΐί)ι••Η/.  (ίύτΓ|ς  όξυόερκώς 
άντνλψμ)}],  νν  τΓ|  νυκτι  τΓ|ς  άρπίχγής  τηϋ  ΙΙα/.- 
?να^ί(η',  τί|ν  λ<ί(Η|ην  του  'ξ\({ονς  την  'Οί^υαακος 
κ(ίΐ  οϋτως  ί•π<ί)ί)ΐ|.  'Γά  τον  Λ'αον  τούτον  της  ίπι 
της  Λαρίσης  ΆίΙιινας  είκονίζοντα  νο[ΐίίΤ[ΐατί/. 
τ(Τ)\'  Άργείίον  ήεικνΰουαιν  ίν  αϋτώ  το  ΙΙα/.- 
λάί)ιον  (Είκών  Λ  Ν)  '. 

29.  Λΐ()ΜΐΐΛΐι:ί;  Το  επΙ  τοΰ  πίνακας  XIV,  4 
απηκονισίΐιν  αγαλιια  ύπερφυσικοΰ  [ΐεγεΟους 
(Ιπρτρλεσαιιρ.ν  συνΟεσαντες  (((οτογρα((Ίκώς  δύο 
(ίλλήλας  συ μπ?ιη ρούσας  Άντικυίΐηραϊκάς  άρ- 
-/(/.ΐ(')τΐ]τας.  Τοήτιον  ί|  ιιί-ν  -,  ΰψους  1,14,αποτελεΐ 
το  άνο)  μέρος  τοΰ  σώματος  μέχρι  ιιέσου  τών 
(ΐιΐρών,  ή  δέ,  ΰψους  (),!Η),  εΐναι  τάκ(χτο)  άκρα  τοΰ 
(ίΓνι^νΰ  σ(ό[ΐατος  απο  [ΐέσου  των  [ΐηρών  και  κάτω. 
Το  δ/.ον  (ίψοςτοϋ  αγάλματος  ύπερέβαινεν  αρχι- 
κώς τα  δύο  [ΐέτρα. 

Κίχι  τοϋτο  το  άγαλ[ΐα  διεσιόιΐΐ)  εις  οίκτράν 
κατάστασιν,  άπολέσαν  προς  τούτοις  όλόκληρον 
τον  δεξιον  βραχίονα,  τον  δεξιόν  μηρόν,  την  δε- 
ξιάν  κνήμην,  [ΐέχρις  άστραγά^αηι  και  τί]ν  άρι- 
στεράν  χείρα. 

Έφ'δσον  δυνάμεθα  να  διακρίνωμεν,  (3λέπο- 
μεν  ΟΤΙ  εϊκοΛ'ίζεται  ρωμαλέος  άνήρ,  ζωηρώς 
ήιαβεβηκότα  εχοΰν  τα  σκέ?ν,η,  προς  αρ.  βαδίζθ)ν, 
στρεΓρων  την  κεφαλιών  προς  δεξιά,  φέρων  θώ- 
ρακα άνω  τοΰ  χιτώΛ'ος,  ϊσως  δε  και  κράνος  επί 
της  κεΓ|  α?ιης.  Ή  στάσις  αύτοϋ  και  παράστασις 
ενθυμίζει  αμέσως  την  τοΰ  Άριστοναύτου  τοί3 
γνωστού  μεγάλου  επιτύμβιου  άττικοϋ  ά\'α- 
γ?ιύφου  τοΰ  ΈΟνικοΰ  Μουσείου  •',  άλλα  πολύ 
πιστότερον  ταυτίζεται  προς  την  βεβαίως  εκ 
περκ|ήμου  τίνος  αγάλματος  λη(^θείσαν  εικόνα 
Διομήδους  τοΰ  Άργείου  επί  σορκοΓράγου  ανα- 
φερομένης εις  τΐ|ν  άνακάλυψιν  τοΰ  Άχιλλέως 
εν  Σκύρφ  (Είκών  5! Ι)  ^. 


'  ΙηιΗοο£  και  Ο&τάηετ,  ε.  ά.  ρ.  3{)  -  40  ρ1.  Κ.  ΚΙ. II. 

■'  Άρχαιολ.  Έφημ.  έ'.  ά  πίν.  παρ.  Ζ,  1  (σελ.  159,  20).  Τό 
κάτο)  μέρος  δέν  μνημονεύεται  οΐίτε  απεικονίζεται  αότόΟι. 

•'  ΑΓπάΙ-Αηΐ6ΐυη§,  ΡΗοΙο^ηρΗίδοΚε  ΕίηζβΙαυίηαΗηιεη  η"  (ϋΙό. 
—  ΚβίηαοΙι,  δΐϊΐυίίτο  II,  1ί<4,  1. 

^  ΚοΙ)ι;Γί,  ΰίβ  αιιΐίΐίκπ  δίίΓοορΙια^  -  ΚυΗίίδ,  Βά.  II  ρ1.  XX,  ϋί) 
(=νί30ϋπίί,  Μιΐ56ο  Ρίο  ΟΙειη.  V.  ΙΤίΚί  Ταί.  17,  έ|  οί  ελήφθη 
και  ή  εΐκιον  ΐ)μών,  ήνδμως  ΐδε  κάλ?αον  παρά  ΚοΙιεΠ^. — Μίΐΐίη, 
0&11.  ϋΐγΐΗοΙ.,  1811  ρ1.  15 — Ονετίιεοΐι,  ΒϋάλνεΛε  ζοπν  ΤΚεΒ.  υηιΐ 
Τγ.  ΗεΜ.,  Τϋί.  XIV,  η"  6. 


"Ισως  λοιπόν  εχο(π•ν  προ  ημών  έτερον 
άγαλμα  τού  Λιομήδους  και  δη  εκείνο,  βπερ  ό 
ΙΙαί'σανίας  (2, 20,  Γ))  αναφέρει  οτι  'ίστατο  ΐ.νττ\ 
(/.γορα  τοΰ  "Αργούς  πλησίον  μεν  τών  επτά 
ίίγεμόνοη'  τών  επί  Θήβας  όμοΰ  Ι  Ιολυνείκει  στρα- 
τευσάντων,  μετίχξύ  δε  τών  τάς  Θήβας  έκ^τορθη- 
σάντων  έπιγόν(ον  αυτών,  ών  εις  καΐ  ό  Διομήδης. 

"Αν  τοΰτο  είναι  αληθές,  τότε  είναι  πιΟαλ-οΛ- 
να  ταυτίζωνται  προς  τινας  τών  συντρό(ρο)ν 
τούτο)ν    τοΰ    Λιομήδους    τινά    τών    έπομένοη' 


ΕΙκών     59• 


ΕΙκών    6ο. 


ήρωϊκών  και  εις  πο?.εμικάς  στάσεις  είκονιζομέ- 
\'ων  (/.γαλμάτων. 

30.  Τοξότης  (Πίναξ  ΧΙ\',  3) '.  "Αγαλμα 
φυσικού  μεγέθους,  άνευ  χειρών  και  ποδών,  αν- 
δρός έλ'τελώς  γυμνοΰ  (σωζόμενον  ΰψος  1,54), 
εΐκονιζθ[ΐένου  δ'  ώς  τοξότου  καθ'  ην  στιγμήν 
επί  τών  ποδών  στρεφόμενος  άφίνει,  ή  ιιόλις 
άφήκε,  βέλος,  ου  παρακολουθεί  δια  τών  όη  ί)α/.- 
μών  την  προς  τον  σκοπόν  πτήσιν.  Αγαλμάτων 
Απόλλωνος  εν  τω  Μουσείο)  τοΰ  Βερολίνου 
(Είκών  60)  -  καί  τίνες  επί  δακτυλιολίΟον  και 
νομισμάτων  τύποι  Άπό?.?ΛηΌς  (Είκών  61 — 62) 
καί  "Ερωτος  παρουσιάζουσιν  άπαραλ/.άκτως 
την  αυτήν  στάσιν  ■'. 


'  Πρβλ.  "Αρχ.  Έφημ.  ε.  ά.  Πίν.  παρ.  Α.  4  σελ.  156,  2. 

■-'  ΟνεΛεοΙί,  ΚυηδίπιγίΗοΙο^ϊε,  ΑροΙΙοη  ρ.  219  ίί^.  14. — 
5.  Κβίηαείι,  δίΕΐΙυΕίΓε  II,  99,  8.  Πρβλ.  καί  ΟΙαΓαο  ρ1.  49δ,  964 
καί  045,  141)7. 

■'  ΙιηΗοοί-ΒΙυηιεΓ,  Οτίεοΐι.  Μϋηζεη,  ρ.  244  (748)  η»  741  Ύαί. 
XIII,  .3  —  ΒΕΐ)ε1οη,  ΙπνεπΙαίτε  άε  Ιί  οοΐΐ.  ΝΥίΐϋϊηζΙοη,ρΙ.  ΧΥΤΙΙ 
12.  (^  Είκιον  61).  —  δίτεΐιετ,  Ναιη.  ηοηη.  ΟΓαεοα  ρ1.  IV,  11. 
(=  Είκών  62).  (Νομίσματα  Συνάου  Φρυγίας).  —  ΚοΓίπ-ίίηςΙεΓ, 
ΒείοΙίΓ.  άεΓ  ^εϊοΗη.  δίείηε,  η°  929  καί  7190. 


71    — 


Ό  ϋ^ησαυρος  των  Άντικυδήρων 


Εις  τον  τ()ξότ)|ν  τοϋτον  (/.\'Γ|κί•-\'  Γσ(ι)ς  ώς 
έρεισμα  το  σχήμα  φαρέτρας  έχον  στήριγμα 
αγάλματος,  δπερ  άπεικονίσαμεν  επι  τοϋ  αύτοΰ 
πίνακος    ΧΙ\^    ύπ'    αριθ.   (!. 


ΕΙκών     6ι.  Είκών     02. 

31.  Κρανοφορος  ανιιρ  (Πίναξ  XIV,  2)  '. 
Φυσικοϋ  μεγέιΐους  αγα?ιμα  ανδρός  κρανο(ρ(')- 
ρου  καΐ  γενειήτου,  σφζόμενον  εν  μέρει  κατά  το 
(ίριστερόν  μόνον  [ΐέρος  τοΰ  σίοματος  και  μέχρι 
τοϋ  αρ.  μηροΰ,  έφ'  ου,  ώς  και  έπι  τοϋ  αρ.  ώμου, 
σώζεται  μέρος  της  χλαμύδος  αύτοΰ.  Σφζόμενον 
ΰψος  1,  43.  Ή  κεφα?α]  μετά  τοϋ  λαιμού  και 
μέρους  τοΰ  στέρνου  είναι  ιδιαιτέρως  έξειργα- 
σμένα  και  ώς  σφήν  έντεϋειμένα  εις  το  σώμα 
τοϋ  αγάλματος. Επίσης  το  άνω  μέρος  τοΰ  κρά- 
νους ήτο  εΊργασ[ΐένον  εξ  ιδιαιτέρου  τεμαχίου. 

Ή  στάσις  τοΰ  αγάλματος  ήτο  ήρεμος,  ούχι 
δέ,  ϋ3ς  υπέθεσαν  τίνες,  ό[ΐοία  προς  τήν  τοϋ 
Μενελάου  τοΰ  γνωστό ϋ  συμπλέγματος  τοϋ  Ρλ8- 
ί|ΐπηο.  Τον  άριστερόν  πόδα  φαίνεται  δτι  έστή- 
ριζεν  έπι  μικροΰ  τίνος  ύ\|κόματος,  καΟ'  δν  χρ(')- 
νον  εστρεφεν  ήρεμα  τήν  κεφαλήν  προς  αρι- 
στερά. Έν  γένει  δέ  ή  στάσις  αύτοΰ  ένΟι^μίζει 
μεγά?ιως  τους  δΰ(^  ομοίους  άναπαυομένους  κρα- 
νοφόρους  άνδρας  τοΰ  περίφημου  μαρμαρί- 
νου  κρατήρος  των  Μεδίκων  (ναδβ  άε  Μέάϊοϊϋ) 
τοΰ  Μουσείου  της  Φ?ιωρεντίας  -,  οΰ  ή  μέχρι 
τοΰδε  ανεξήγητος  παρα[ΐένουσα  παράστασις 
αναφέρεται,  κ(λτ'έ[ΐήν  άνέκδοτον  έρμηνείαν,  εις 
τήν  υπό  τοϋ  Δαναού  ύπαγωγήν  εις  δίκ))ν  τής 
Ουγατρός  αύτοΰ  Ύπερμήστρας  έν  τφ  π(ίναπ- 


'  Πρβλ.  Έφημ.  Άρχ.  έ.  ά.  ΙΙιν.  παρ.  Ζ,  2,  σελ.  158,  13. 

'-'  ΡίΓαιιε<:ί,  ΚαοοοΙίΕΐ  άί  ν£ΐ5Ϊ,  Ι3ΐ5.  5-1.  —  Μίΐΐίη,  ΟαΙΙβΓ.  ιηγίΐι. 
ρ1.  155,  572. — ΟΓβυζβΓ-Ουϊ^ηίίΐυΙ  ρ1.  2:ί7,  (ΐρ.  7(ϊ8.—  Γη'ο(ΐΓΪς1ι<- 
\ν  οΐΐιτϋ,  Οίρ5αΐ3§ϋ580,   ηο  2113. 


χαίω  Κριτηρίω  τοΰ  "Αργούς  ',  δίκην  καΟ'  ήν 
ή  ιιέν  'Υπερμήστρα  κατάκειτ(χι  υπό  τό  βάθρον 
τής  σωσάσιις  αυτήν  Αρτέμιδος  τής  Πειθοϋς, 
οι  δέ  κύριοι  διάδικοι  Δαναός  και  Αίγυπτος  στη- 
ρίζουσι  τό  άκρον  των  ποδών  έπΙ  βωμώΛ'  ΐ'ι  λίθων, 
όμοίϋίν  τοις  έπΙ  τοΰ  Αρείου  Πάγου  τών'Αθηνών 
λίθοιςτήςΎβρεχος  καΐ  Άναιδείας,  <έφ  ών  εστά- 
σιν  δσοι  δίκας  ύπέχονοί  και  οι  όιώκοντες  '-.  Υπέρ 
τής  Ύπερμήστρας  αγορεύει  ό  Λυγκεύς,  παρι- 
στά [ΐενος  τω  πατρί  ΑίγύπτίΟ,  ου  τό  πένθος  έπι 
τ  ή  άπωλεία  τών  λοιπών  4!)  υιών  εκφράζει  ή 
όπισθεν  αύτοϋ  ιστάμενη  βαρυπενθής  μορφή 
ενός  τών  ακολουθούν  αύτοΰ.  Περίεργον  δ'εΐναι 
δτι  οί  δπισίΐεν  τοΰ  Δαναού  τρεις  Άργεΐοι  αύτοϋ 
ακόλουθοι  είκονίσΰησαν  υπό  τρία  τών  διαση- 
μοτέρο)ν  σχιμιάτίον  τοΰ  Άργείου  εργαστηρίου, 
ήτοι  ό  [ΐέν  πρώτος  ώς  ύ  άνο^τέρω  ύπ'  αρ.  29 
Διομήδης,  ό  δέ  δεύτερος  ώς  ή  άμαζών  τοΰ  Πο- 
λυκλείτου (όχι  Φειδίου!)  και  ό  τρίτος  ώς  ό 
Φαρνέσειος  Ηρακλής  τοΰ  Λυσίππου.Ύποθέτιο 
λοιπόν  δτι  και  τό  Άντικυθηραϊκόν  άγαλ(ΐα 
είκονίζον  ϊσως  τον  Αϊγυπτον  ή  Δαναόν  θά 
(ίνήκεν  ε'ις  σύμπλεγμα  παροιιοίας  τής  έπι  τοΰ 
αγγείου  παραστάσεο)ς. 

32.  ΔίΕΣΤΗΚΩΣ  ΤΟΥΣ  ΠϋΛ.ΛΣ  ΛΝΗΡ  1ΎΜΝΟΣ 
(Πίν(/.ξ  Χίλ',  1) '.  "Αγαλμίχ  φυσικού  μεγέθους 
(ΐνδρός  γυ[ΐνοϋ  και  ζωηρώς  βαδίζοντος.  Αι  χεί- 
ρες από  τών  βραχιό\'ων  και  οι  πόδες  κάτω  τών 
γονάτων  έλλείπουσι  (σιρζ()μενον  υψος  1,35). 
Προφανώς  πρόκειται  περί  ήρωϊκοΰ  τίνος  αγάλ- 
ματος έν  ζωηρά  τινι  δράσει  εικονιζόμενου.. 

33.  ΤΟΞΕΥΩΝ  (Πίναξ  ΧΠΙ,  4-4")^.  "Αγαλμα 
κατά  τι  μικρότερον  τοϋ  φυσικού  (σωζ.  ΰψος 
1,24),  ανδρός  γυμνού  έν  στάσει  σκοπεύοντας 
διά  τόξου  προς  τά  άνω.  Άμφότεραι  αί  χείρες 
από  τών  καρπών  καΐ  οί  πόδες  μετά  μέρους  τών 
κνη(ΐών  έλλείπουσι.  Τών  ποδών  υ  αριστερός 
έστηρίζετο  επί  υψώματος  τΐλ'ος.  Τό  άγαλικί 
ϊσιος  παριστά  Ήρακλέα  σκοπεύοντα  διά  τοΰ 


'  Παυσαν.  '2,19,15.  20,7.  21,1  και  25,4. 

-  Πα\>σαν.  1,  28,  5. 

'  Πρβλ.  Άρχ.  Έΐ(ημ.  έ'.  ά.  Πίν.  παρένβ.  Ζ,  3,  σρλ.  158,   1." 

'  Πρβλ.  Άρχ.  Έφημ.  ρ'.  ά.  Πίν.  παρρν».  Γ,  3,  σελ.  157,  8. 


-    72 


'ϋ   ()ι/ο(ΐορΰς  τ<7η'  Άντικυι'^ήροη• 


τ()ξ()υ  τάς  ύπεςχχνο)  αύτοΰ  ίπταμένας  Στυμφα- 
λί(^(/ς  ΰρνεις '.  ΊΙ  μί|  Γ|(.)(/.κλί-•ιος  άλλα  λΐπτο- 
((  υης  φκινομι-ν)!  ί)ιάπλ(/οις  τοΰ  σο)(ΐ«τος  τοΓι 
(Ο/άλματος  ι•ίν(ίΐ  ϊσος  «πυτέλι-σμα  της  [ΐεγά- 
λΐ|ς  (>ΐ(ί|]ρ(όσρο3ς,  ί'ιν  υπέστη  καϋ'  υλα  αύτυΰ 
τ(ί  ιιέοΐ|  ύπο  τής  Οαλάσσιις.  Σιμιειοκέον  δε  υτι 
ήδόνατί)  τις  να  ύποΟέσΐ]  ΰτι  πρόκειται  περί 
(Γ;(/.λμ(ίτ()ς  (}.νΟρος  ουχί  τοξευοντος,  άλλ'  άνα- 
κρούοντος  λΰραν,  ί'ιν  άνέχει  υψηλά,  ο)ς  πο?ιλά 
(ίγίίλιιατα  'Λπ()λλο)νος -.  Έφ' ϋσυν  ΰμος  δεν 
ι•ίν(/.ι  δυν(χτον  να  [ΐελετήση  τις  ελεύθερος  τα 
Άντικυί}ΐ]ραϊκά  αγάλματα  ταϋτα,  μετακινών 
και  τοποΟετών  αυτά  ώς  βούλεται,  ούδεμίαν  κρί- 
σιν (7.σ(ρα?α]  δυνατ(ίΐ  περί  τούτου  να  σ/ΐ|μ(/.τίσ!|. 
34.  Βλδιζων  λνιπ'  (ΙΙίναξ  XIII,  'ό)\  νέος 
καΐ  αγένειος,  εντελώς  γυμνός,  κλίνον  το  σώμα 
προς  τα  εμπρός  ώς  αν  [ΐετά  ροίμης  ώΟειτι.  Ή 
προ)τη  επερχόμενη  εις  το  πνεϋ[ΐα  σκέψις,  ότι 
πρόκειται  περί  πυγμάχου  ή  παλαιστοΰ  προτάσ- 
σοντος  τάς  χείρας,  αποκλείεται  ένεκα  τοΰ  περί 
την  βάσιν  τοΰ  αριστερού  αύτοΰ  πήχεως  λειψά- 
νου ίματίου.Τό  άνω  μέρος  τοΰ  κρανίου  αύτοΰ  ήτο 
πρόσθετον  και  ελλείπει.  Επίσης  έλλείπουσιν  ή 
δεξιά  χειρ  άπΰ  τοΰ  καρποΰ,  ό  αριστερός  πήχυς 
μετά  της  χειρός  καΐ  αμφότερα  τά  κάτο)  άκρα 
από  τών  γον(ίίτων  (σωζ.  ίη[)ος  1,25).  Ύπό  την 
δεξιάν  χείρα  ύπάρχουσι  δύο  στηρίγματα  αύτης. 
Ή  εν  τω  άγάλ[ΐατι  τούτω  παρατηρου^ιένη 
προς  τά  εμπρός  ισχυρά  κίνΐ]σις  και  ελξις,  προς 
δε  μέγα  τεμάχιονρυμοΰ  αμάξης 
(Πίν.  XIII,  5)  άνελκυσΰέν  συγ- 
/ρόν(ος  τφ  άγάλματι,  παρεκί- 
νησάν  με  νά  ύποϋέσω  ότι  πρό- 
κειται περί  ενός  τών  δύο  πε- 
ρίφημων εκείνων  Άργείων, 
Κλεόβιος  καΐ  Βίτωνος,  τών 
άντΙ  βοών  ζευχθέντων  εις  την  άμαξαν  τής 
ιέρειας  μητρός  αυτών  καΐ  κομισάντων  (ίύτήν 
εγκαίρως  εις  το  "Ηραιον  (πρβλ.  την  ένταϋΟα 

'  Πρβλ.  Ήρακλέα  τοξόιην  έν  δουν.  άυ  Ια  Οαίετίο  ΡουτίΕΐΙέδ 
ρ1.  45  ηο  β2(5=δ.  ΚείπΕοΗ,  3(ι(.  II  ρ.  206,8.  Πρβλ.  και  σελ.  428,5. 

■  Πρβλ.  αηηο-ΚείιιιοΙι.  243,  918.  και  251.  948  Α.— ΚεΙηαοΗ 
δίαΐυιίΓε,  II,  92,  5—6  και  99,  2—3,  κτλ. 

'  Πρβλ.  Άρχ.  Έφημ.  Ι.  ά.  Πίν.  παρ.  Γ.  4,  (σελ    15Τ.  9). 


Εΐκϋ)ν     63. 


παρατιΟεμένην  υπ*  άρ.  <>;5  εικόνα  'Λργείου 
ν()(ΐίσματος).  Άλλύ.  τά  διδ()μενα,  δτινα  εχο- 
μεν,  είναι  ανεπαρκή  προς  στήριξιν  τής  υποθέ- 
σεως ότι  το  άγαλμα  ημών  είναι  λείι|κ/.νον  τοΰ 
περκρήμου  εκείνου  συμπ?.έγματος. 

35.  ΧκοΣ  ιιίΏτο.Ν'  γιπιχπτπν  (ΙΙίναξ  XV, 
1)'.  "Αγαλμα  φυσικού  μεγέΰους  (ί5ψ.  Ι,Ηό), 
νέου  άρτι  γενειώντος,  γυμνοΰ,  ισταμένου  έπΙ 
τοΰ  αριστερού  ποδός,  έχοντος  ύπερ  τόν  άριστε- 
ρόν  ο)μον  και  περί  τόν  μικρόν  προτεταμένον 
άριστερόν  βραχίονα  την  χλαμύδα  αύτοΰ.  ΊΙ 
προς  τά  αριστερά  κλίνουσα 
κεί(  αλή  αύτοΰ,  άποσπασΟεΐσα 
κΐίτά  την  άνέ?ι,κυσιν,  διατί]- 
ρεϊται  —  μόνη  αυτί)  εξ  υλου 
τοΰ  αγάλματος  —  έν  καλή 
σχετικώς  καταστάσει  -',  του- 
λάχιστον κατά  τά  τρία  τέ- 
ταρτα αυτής,  διότι  μόνν|  αύτη 
είσε/ίόρησεν  αμα  τω  ναυαγίο) 
εις  τόν  πηλόν  ή  την  άιιμον 
τοΰ   βυΟοΰ  τής  θαλασσί) ς. 

ΊΙ  .προς  τά  κάτω  φερο- 
μένη δεξιά  έ?ιλείπει  από  ιιέ- 
σου  τοΰ  βραχίονος•  έ.πίσης  ό  δεξιός  πους  από 
ιιέσυυ  τής  κνήμης  και  τό  άριστερόν  άκρον  τής 
αριστεράς  χειρός.  Ύ-πό  δε  ταύτην  την  χείρα 
εΰρηται  τό  μαρμάρινον  έρεισμα  τοΰ  αγάλματος, 
έφ'  ου  έστηρίζετο  ή  αριστερά  χειρ,  ήπλοΰτο  δε 
και  τό  ένδυμα  τοΰ  αγάλματος. 

Τό  νεαρόν  και  άγνόν  τής  εκφράσεως  τής  κε- 
φαλής ταύη]ς  ένθυ[ΐίζει  τόν  Ίππόλυτον,  τό 
δλον  δε  τής  στάσεο)ς  ταυτΓζεται  προς  έκείνην 
άγαλμάτο^ν  τινών  Έρμου  (Είκ.  64)''  τοΰ  τύπου 
τοΰ  εξ  Αιγίου  Έρμου  τοΰ  ΈθΛ'ΐκοΰ  Μουσείου^. 

Ή  εργασία  δεικνύει  δτι  πρόκειται  ϊσοος  .τερι 
πρωτοτύπου  έ'ργου  τοΰ  Β'  αιώνος  .χ  Χ. 


1  \ 


ΕΙκών     64. 


'  Πρβλ.  Έφημ.  Άρχ.  Πίν.  ,παρ.  Ε,  1 — 2,  σελ.  158,  16. 

-'  "Ιδε  μεγάλην  είκοΛ'α  ταύτης  έν  Άρχ. Έφημ.  ε.  ά.  Πίν.  Ε,  1 
καΐ  μάλιστα  έν  τοις  ΙΙανα&ηναίοις  τόμ.  Α'  σελ.  377. 

'  €1&τΆ€  ρΐ.  316,  1542  (Κείπ^αΗ  σελ.  160). 

'  ΆριΟμ.  241:  ΑιΗ.  Μίιιΐι.  1878  ρ1.  δ.  Πρβλ.  κα'ι  τόν  έν  Βε- 
ρολίνα έκ  Μήλου  Έρμήν  Άλτιφάνους  το«5  Παρίου  (=Κεϊηαο1ι, 
δίαΐ.  II,  149,  6). 


73  — 


10 


Ό  '&ησανρυς  τών  Άντικν&ήρων 


36.     ΑΧΛΠΑΥΟΜΕΝΟΣ    ΕΡΜΗΣ ;    (Πίναξ  XV, 

2 — 2")'.  "Αγα?ι,μα  φυσικού  μεγέθους  (ϋ•ψ.  1,Η8), 
παριστών  νεανίαν  γυμνόν,  δρθιον,  πατοΰντα 
έπι  τοΰ  αριστεροί)  ποδός,  τον  δεξιόν  φέροντα 
προς  τα  οπίσω,  έρείδοντα  δε  τον  δεξιόν  πήχυν 
καΐ  άγκ(Τ)να  έπΐ  στ)Ί?νΐις  Έρμου  της  τετραγώ- 
νου ζ^■^αΰ{ας  έσφηνωμένου  έπΙ  βάσεως  τετρα- 
γώνου. Τα  βλέμματα  εΐχε  το  άγαλμα  έστραμ- 
μένα,  ώς  φαίνεται,  προς  το  άντικεί[ΐενον.  όπερ 
έκράτει   εν  τί]  δεξιά. 

Το  άγαλμα  τοϋτο  διέσωσεν  όλόκληρον  το 
περίγραμμα  αύτοϋ,  π/.ήν  τών  δύο  χειρών  έλλει- 
πουσών  από  τών  καρπών.  Ό  έπΐ  τοϋ  πίνακος 
ημών  ελλείπων  επίσης  αρ.  πήχυς  διεσώθη  εις 
δύο  τεμάχια  άπεσπασμένα,  άλλ' ακριβώς  προσ- 
αρμοζόμε\'α,  ώς  κατά  την  άλ'έ/.κυσίΛ'  ΰραυ- 
σθέντα.  Ή  φθορά  της  επιφανείας  αύτοΰ  είναι 
γενικί]  και  βαθεϊα.  ΜόνοΛ'  6  δεξιός  πους  διε- 
τηρήθη  καλώς  ώς  μόνος  εΊσχο)ρήσας  εις  τί|ν 
ίλύν  τοΰ  βυθοΰ  υτε  κατεποντίσΟί). 

"Αλλο  ομοίου  ακριβώς  τύπου  άγαλμα  δεν 
γν(ορίζο).  Έν  γένει  δε  εΐναι  λίαν  σπάνιος  ό 
τρόπος  της  στηρίξεως  τοϋ  άγκώνος  της  δεξιάς 
άντΙ  της  αριστεράς  χειρός  έπι  ερείσματος.  Τα 
αγάλματα  τοϋ  γνωστοϋ  παρομοίου  τύπου  τών 
Φαύλτον  παρουσιάζοίΗτιν  άλ^^ας  σπουδαίας  δια- 
φ)θράς.  Προς  τό  άγαλμα  ημών  μάλλον  ομοιάζει 
το  παρά  ΟίΐΓίΐο  πίν.  662,  άρ.  15.')(!  άγαλμα 
Έρ[ΐοϋ.  "Οτι  δε  ύπήρχεν  άγαλμα  διάσημον 
Έρμου  τύπου  απαράλλακτου  προς  τον  τοϋ  εξ 
Αντικυθήρων  παρόντος  αγάλματος,  δεικνύουσι 
τα  νοίΐίσματα  της  Μαρκιανοπόλεως  της  Κάτο) 
Μοισίας,  έ(|'  ών  (/.πάντα  ακριβώς  ο  αυτός 
τύπος.  Περί  τοϋ  τύπου  τούτου  πάνυ  ορθώς  ό 
Β.  ΡΪ€ΐ<  παρετήρησεν  ότι  εΐναι  πάντως  άντίγρα- 
φον  [ΐαρ[ΐαρίνου  τινός  αγάλματος-.  Ούδόλοκ 
όέ  παράδοξον  να  ήτο  άντίγραφον  άγάλ[ΐατος 
της  Άργείας  σχολής,  Ί'σοκ  δε  τό  αυτό  προς  τό 
μόνον  άγαλμα  Έρμου,  δπερ  μνημονεύει  έν 
"Αργεί  ό  Παυσανίας  και  δη  (2,ΐ;),7)  έν  τη  περι- 
γρα((^Γ|  τοϋ  λ-αοϋ  τοϋ  Αυκίου  ΆπόλλωΛ-ος,  λέ- 


γων «τοϋ  ναοϋ  δέ  έστιν  εντός  Έρ(ΐής  ες  λύρας 
ποίησιν  χελο)νην  ήρκώς».  Εΐναι  αληθές  δτι  τό 
άντίγραφον  έπι  τών  νο[ΐισμάτων  της  Μαρκια- 
νοπόλεως  παρουσιάζει  έν  τη  δεξιά  κηρΰκειον  και 
ουχί,  ο)ς  ανέμενε  τις,  χελώνην,  άλλ'  εΐναι  πασί- 
γνωστον  ότι  συχνά  οί  σφραγιδογ?>,ύφοι  άντήλ- 
λασσον  τά  έν  ταΐς  χερσΐ  τών  θεών  σύμβολα 
προς  ά?ιλα  εύκρινέστερον  φαινόμενα  έπι  τών 
[ΐικρών  νο[ΐισμάτ(θ\'.  Όμοιος  τύπος  νομίσματος 


τω\' 


Άο^ 


ειων,  ήτοι  παρουσιάζων  τον  σπανιον 


τρόπον  της  στηρίξεως  της  δεξιάς  έπι  στή?ι,ης  ' 
κλπ.,  έ'χει  τό  κηρύκειον  έν  τη  αρ.  τοϋ  Έρμου  και 
δυσδιάκριτόν  τι  έν  τή  δεξιά,  ϊσοις  χελώνην,  ην 
άρας  έκ  της  γης,  έκράτει  έν  τη  δεξιά  και  ήτέ- 
νιζεν  ό  θεός  μελετών  τόν  τρόπον,  καθ'δν  ήδύ- 
νατο  \'ά  μεταβάλη  αυτήν  εις  λύραν. 

37.  Απο.\.νΩΧ:  (Πίναξ  XV,  ;!) -.  "Αγαλμα 
γυμνόν  δρθιον.  Έλλείπουσιν  (/.ιιφότεροι  οί  βρα- 
χίονες, ών  ό  δεξιός  ήτο  ένθετος,  προς  δέ  αμφό- 
τεροι οί  πόδες,  ό  μεν  δεξιός  από  τοϋ  γόνατος, 
ό  δέ  αριστερός  από  μέσου  τοϋ  [ΐηροϋ  καΙ  κάτω. 
Πρόσθετον  ήτο  και  τό  διασοιθέν  άνω  [ΐέρος 
τοϋ  κρανίοΐ'  της  προς  τά  δεξιά  κλινούσης  κε- 
φα?^]ς,  ής  ή  κόμ[ΐ(οσις  εΐναι  απαράλλακτος 
έκείλ'η  διαφόρων  αγαλμάτων  τοϋ  Απόλλωνος  •'. 
Σωζόμενον  υ\|ιος  τοΰ  άγίίλματος  1,  42. 

38.  ΕΡΜίΐν;  (Πίναξ  XV,  4— 4")^  "Αγαλμα 
φυσικοϋ  μεγέθους  (ΰψος  1,  90),  νεανίου  ιστα- 
μένου καΐ  στηριζθ[ΐένου  έπΙ  τοϋ  δεξιοϋ  ποδός, 
δστις  ερείδεται  έπΙ  κορμοϋ  στηρίζοντος  τό 
άγαλμα.  Ή  προς  τά  δεξιά  και  κάτω  κλίνουσα 
κεφαλή  και  ό  αριστερός  ώιιος  μετά  μέρους  τοΰ 
στήθους  ήσαν  είργασμένα  έξ  ιδιαιτέρου  τεμα- 
χίου [ΐαρ(ΐάρου.  Πρόσθετος  επίσης  ήτο  και  ό 
έ?ιλείπο)ν  «ιριστερός  βραχίων.  Έ?ιλείπει  δέ  καΐ  ό 
δεξιός,  άλλ'  ή  χεΙρ  αΰτοΰ  διεσώθη  άναπαυομεΛ'η 
όπισθεν  έπι  της  όσφύος  τοϋ  άγάλ[ΐατος  τούτου, 
οΰ  ή  έ.πιφάνεια  πάσα  υπέστη  δεινήν  καταστρο- 
φήν.ΈπΙ  τοϋ  στήθους  στερεώς  προσκολληθέντα 


'  Πρβλ.  Άρχ.  Έφημ.  έ.  ά.  Πίν.  παρ.  Α',  .-!,  οϊλ.  157,  4. 
-  Βίι-  αηΐ.  Μϋηζιη  ΝοΓά-ΟΓίεοΚϋηΙαηάδ,  Ι.  ρ.  193  ρ1.  Χ\Ί,  2:.'. 


Iη1^ιο1)ί-^;2^^1η^^,  Οοιηιη.  οη  Ραυ5.  ρ.  'Λ~ί  ρ1.  Κ.  .\ΧΧ1Ι1. 
Πβλ.  Άρχ.  Έφηιι.  Πίν.  παρ.  Δ.  2,  σελ.  157,  5 — 6. 
Ονίτΐΐβοΐί,  Κυη5(ιη)ΊΗο1ϋ§;ίε,  ΑροΙΙοη.  (Αΐΐακ). 
Πβλ.  'Αρχαιολ.  Έφημ.    έ.  ά.  Πίν.  παρ.   Ζ.  4,  σελ.  158,  14. 


74  — 


'(>   Οηαανρυς  των  Άντικνάήροη• 


ΕΙκών     65. 


ιιίνουσιν  (Ικόμΐ)  ?.ρίψ«ν(ί  ((ΐάςτών  κκ((.(/./.(7)ν  τΓ|ς 
/(χλκΓ|ς  κλίνΐ)ς,  πι-ρι  Γ|ς  (χνο)τέ()(ο   ((ί(_).  22). ' 

'()  τύπος  τοΰ  ά^;ύλμ(ίτ()ς  τούτου  είνίχι  γν(ΐ)- 
στος  ηδΐ)  εξ  άγαλμάτον  τοΰ  ΰεοϋ  Έρμου  ' 
(τοΰ  τύπου  εκείνου  ον  ενίοτε  ταυ- 
τίζουαι  προς  τον  Νάρκισσον  η 
Άντίνοον),  (Τ) ν  παραΐίετομεν  προς 
σύγκρισιν  ένταΰϋα  ε  να  εκ  τοΰ 
Μουσείου  τής  Νεαπό/ι,εος  (Κί- 
κών  Ιίό) '-'. 

39.  Απόλλων  ιιλρλ  τριπολα 
(ΙΙίναξ  Χ\Ί,  1)''.  "Αγαλικ/.,  οΓ'  Γ| 
έπκράνεια  σώζεται  έν  μέρει,  ιιόνον 
κατά  το  όπισθεν  [ΐέρος  τοΰ  σο')μα- 
τος,  ένφ  το  πρόσΰιον  εΐναι  εντε- 
λώς υπό  τής  θαλάσσης  δια(3εβρω- 
μενον.  Παριστά  δε  ουχί,  ώς  ένόμισεν  ό  γενικός 
έφορος  Καββαδίας,  Άφροδίτην  έξερχομένην 
τοΰ  λουτρού  καΐ  έπι  υδρίας  στΐ]ριζοιιένην,  άλλ' 
απλώς  Απόλλωνα  έχοντα  κό[ΐην  μακράν,  στη- 
ρίζοντα δε  τον  αγκώνα  τής  αριστεράς  έπι  τρί- 
ποδος [ΐετά  φοειδοΰς  επιθέματος  Κ  Ό  τύπος 
ούτος  τοΰ  Απόλλωνος  εΐναι  λίαν  κοινός  (σο)ζ. 
ΰψος   1,69). 

40.  Αφρολιτη  (Πίναξ  XVI,  2)='.  Κοριιός 
ί'ιψους  1,10  αγάλματος  Αφροδίτης,  ώς  ήδη 
παρετήρησεν  εις  των  εφόρων,  τύπου  δε  τοΰ 
τής  Κνιδίας''.  Σορζει  όπο)σδήποτε  την  έπιφά- 
νειαν  αύτοΰ  μόνον  κατά  το  όπίσΟιυν  [ΐέρος.  Εις 
το  αυτό  άγαλμα  ανήκει  Τσως  και  ή  έξ  Αντικυ- 
θήρων [ΐαρμαρίνη  υδρία  (Πίν.  Χλ'Ι,  /ϊ),  ή  μάλ- 
λον ή  ύμοία  υδρία  μετά  σπουδαίου  μέρους  τοΰ 
έπ' αυτής  καταπίπτοντος  χιτώνος  τής  λουομένιις 
θεάς  (Πίν.  Χ\Ί,  4).  'Αν  όμως  ταϋτα  δεν  άνήκω- 
σιν  εις  τον  κορμόν,  τότε  χωρεί  και  ή  ύπόθεσις 
δτι  ό  κορμός  ανήκει  εις  μίαν  τών  τριών  γυ[ΐνών 
Χαοίτίον    τοΰ    γνωστού    συιιπλένιιατοα.    δπεο 


'  €1αΓ2ο  ρ1.  ϋδδ,  1.523  και  66δ,  1ό14. 

-  ΚείπαοΗ,  δίαίπαίτε  II,  101,  δ. 

■'  Πρβλ.  Άρχ.  Έφ>ιμ.  Πίν.  παρ.  Λ,  1,  σελ.  Ιδ.*^,  11. 

'  Πρβλ.  013Γ20  ρ1.  346.  92δ. 

•  Πρβλ.  'Λρχ.  Έφημ.  Γ,  1—2,  σελ.  Ι.δΝ.  1(1—10". 

"  €1&Γαο  ρ1.  (!1.*^.  1.Ί77. 


ί/πεικονίζουσι   συχνά   τά  'Λργεία   νομίσματα  '. 

41.  <-)ι•χ)ν  ΚΛΗΐι.ΜΕΝον  (Πίναξ  XVII,  ;})-'. 
"Αγ(/.λμ(/.  κατεστραμμένον  εντελώς  την  έπκρά- 
\'ειαν,  (ΐεγέΟους  φυσικού  (σϋ^)ζ.  ί5ι|)ος  Ι,όό),  θεού 
τίνος,  ϊσως  Λιός,  Ποσειδώνος  ή  Άσ/.κηπιοΰ, 
γυιινοΰ  τάνο)  τής  ύσφύος,  καθήμενου  έπι  βριΐί- 
χου  ή  εδωλίου,  την  μεν  άριστεοάν  ύψοΰντος 
ώς  ποτέ  έπΙ  σκήπτρου  στηριζο[ΐένην,  τί|ν  δε 
δεξιάν  έχοντος  έπι  τοΰ  δεξιού  μηρού,  έφ'οΰ 
σφζονται  λείψανα  τοΰ  ενδύματος.  Αμφότερα 
τά  κάτο)  άκρα  έλλείπουσιν  από  τών  μηρών  και 
κάτω.  Ό  τρόπος,  καθ'  δν  εΐναι  είργασμένον 
το  όπισθεν  ιιέρος  τοΰ  έδοϊλίου,  δεικΛ'ύει  δτι 
τό  άγαλμα  ήρείδετο  εις  τοΐχον. 

42.  Αγαλμα  λκεφαλον  καθημενόν  (Πίναξ 
Χ\Ί1,  1)  ',  φυσικού  μεγέθους  ({3»|>ους  1,40). 
ΐΐλψ'  τής  κεφαλής  έ?^λείπουσιν  αμφότεροι  οι 
πόδες  από  τών  γονάτων  καΐ  ό  αριστερός  βρα- 
χίων.  'Π  δεξιά  έφ^έρετο  υπό  τήν  μασχάλην  τής 
αριστεράς  καΐ  έκράτει,  ώς  φαίνεται,  βραχύ  τι 
όργανον,  νΰν  άπο?.εσ9έν,  στηριζόμενον  έπι  τοΰ 
άρ.  μηρού  τού  αγάλματος.  Τό  όργανον  τούτο 
ήτο  Ίσως  σφυρίον  χαρακτηρίζον  τό  άγαλμα  ο)ς 
Ηφαίστου  ή  γλύπτου  τινός.  Ση μειοιτέον  δ' εν- 
ταύθα δτι  ό  Παυσανίας  αναφέρουν  τό  έν  "Αργεί 
έπιφανέστατον  τών  Ασκληπιείων  λέγει  περί 
τούτου  (2,  23,  4)  ίίτι  άτολμα  έφ'  ημών  έχει 
καθήμενον  Άσκληπιόν  λίθου  ?^ευκοϋ,  καΐ  παρ' 
αυτόν  έστηκεν  'Υγίεια-  κάθηνται  δε  και  οί 
ποιήσαντες  τά  αγάλματα,  Ξενόφι/.ος  και  Στρά- 
το) ν  .  "Ισο)ς  λοιπόν  τόν  έ'να  τών  δύο  άγαλμα- 
τοποιών  τούτο)ν  νά  παριστά  τό  παρόν  άγαλμα, 
ένώ  εις  τόν  δεύτερον  δυνατόν  νά  άναφέρηται 
τό  περιγραφόμενον  κατωτέρου  ύπ'  άρ.  44  συγ- 
χρόνως δε  άνε/αυσθέν  κάτο3  μέρος  ετέρου 
ομοίου  καθήμενου  αγάλματος.  Προς  αυτόν 
δμως  τόν  Άσκληπιόν  τού  συμπλέγματος  τού- 
του δυνατόν  νά  σχετίζηται  ό  προηγούμενος 
αριθμός  ή  ό  άκυί.ουθος. 

43.  Ανω  ήμισυ  Αςκ.\ηπιου  (Πίναξ  XVII, 


'  ΙιηΚοοί  -  ΟαΓάηεΓ,  Νιιιη.  Οοιηιη.  οη  Ρ»Π5.  ρ.  34  ρ1.  Ι,  XI. 
-'  Πρβλ.  Άρχ.  Έφημ.  Πίν.  παρ.  Α,  ό,  σελ.  157,  3. 
■'  Άρχ.  Έφημ.  ε.  ά.  σελ.  1δ8,  15,  μή  άπεικονισθέν. 


(Ο 


Ό  '&ησανρός  των  Άντικν&ήρων 


2)  ή  Ποσειδώνος  (;)  κα{)ημένου,  τί|ν  πρόσθετον 
αλλ'  ΐΐΧΐ.{πονααν  ν\3\<  δεξιΟΛ'  ύψοί3ντος  ϊσως  ϊλτ/. 
έπι  σκήπτρου  ή  τριαίνης  στηρί'Εΐ]  αύτή\',  την 
κεφαλήν  δε  στρέφοντος  προς  αριστερά.  Το  εξ 
άλλου  μεγάλου  τεμαχίου  ε'ιργασμένον  κάτω 
μέρος  τοϋ  αγάλματος  δεν  άνειλκύσθη.  "Υψος 
τοΰ  σω•θέντος  0,84. 

44.  Κάτω  ημι5:υ  κα{)η[ΐένου  αγάλματος  ά\'- 
δρός  ένδεδυ[ΐένου  (Πίναξ  ΧΜΙ,  6),  μή  προσ- 
αρμοζόμενον  εις  τον  προηγούμενον  άριι)  μοΑ'.'Ύ- 
\|)ος  0,44.  Αι  πτυχαι  τοΰ  ενδύματος  εΐναι  ΰαυμα- 
σίως  είργασμέναι,  φαίνεται  δε  δτι  πρόκειται 
περί  προ)τοτύπου  έργου  τοΰ  τρίτου  αιώνος  π.Χ. 

45.  Κάτω  ήμισυ  ιστάμενου  (Πίν.Χλ'ΙΙ.Γ)) 
ένδεδυμένου  αγάλματος,  (ΐετά  μέρους  της  πλίΛ'- 
θου.  Το  έ|  αλ?^,ου  τεμαχίου  μαρ(ΐάρου  ειργα- 
μένον  άνω  ήμισυ  δεν  υπάρχει  μεταξύ  τών  άνε?.- 
κυσΟέντων.  Σωζόμενον  ΰψος  0,70. 

46.  Κάτω  ήμισυ  γυμνού  αγάλματος  αν- 
δρός (Πίναξ  Χ\1Ι,  4)  καθήμενου  έπι  ύψηλοΰ 
βράχου  ή  εδωλίου.  Σορζόμενον  ΰψος  (),!);").  Λίαν 
έφ8αρ[ΐένον.  Τα  άκρα  τών  ποδών  έλλείπουσίΛ'. 
Παράβαλε  τα  καθήμενα  γυμ\'ά  (ϋγάλματα 
παρά  Οαπιο,  Πίνακες  481,  αρ.  ΗΓ)!).  —  704,^  αρ.        ( 


1083  ^.  —  704».  1683  '^.—  726  '\  1736  ^•  και  — 
727,  1747  ■' και  τα  ύπ' αρ.  869  καΐ  871  επι- 
τύμβια ανάγλυφα  τοϋ  Έθνικοΰ  Μουσείου. 

47-58.  Εφθαρμενλ  οαοςχερως  λείψανα 
σωμάτοη'  δ(όδεκα  διαφόρων  αγαλμάτων  (Πί- 
ναξ XVIII,  1-12)  τών  π?ιείστων  φυσικού  [ΐεγέ- 
θους,  ώλ'  αί  στάσεις  [ΐαΛ'τεύονται  μάλλολ'  ή 
όρώνται,  τα  έξης• 

•^''•=Πίν.  Χλ'ΙΙΙ,  1.  Άνήρ  ώσει  προτάσσων 
τή  αριστερά  ασπίδα,  έγείρων  δε  δόρυ  εν  τι] 
δεξιά.  Ύψος  1,35. 

48.=:Πίν.  XVIII,  2.  Κορμός  ι'σως  γυναι- 
κός δ ιεσταυρω μένους  έχούσης  ποτέ  τους  πόδας. 
Ύψος  1,22. 

49.=  Πίν.  Χ\Ί1Ι,  3.  Άνήρ  κεκλιμένην  προς 
τα  κάτω  έχων  ποτέ  την  κεφαλήν.  "Υψος  1,30. 

50.  =  Πίν.  XVIII,  4.Άνήρ  εν  στάσει  ανδρός 
ύψοΰντος  ασπίδα  τΓ)  αριστερά,  μαχόμενου  δέ 
τή  δεξιά.  Ύψος  1,30. 


51.  =  Πίν.  ΧΜΙΙ,  5.  Κορμός  ανδρός.  Ύ- 
ψος 0,95. 

52.  =  Πίν.  Χλ'ΙΙΙ.  (;.  Κορμός  ανδρός.  Ύ- 
ψος 0,88. 

53.  =  Πίν.  ΧνΠΙ,  7. Ελεεινά  λείψανα  αγάλ- 
ματος εν  ζωηρά,  όρχηστικτ)  ϊσως,  κινήσει  εικο- 
νιζόμενου, παρά  στήριγμα  τι  εκ  δένδρου.  (Πβλ. 
ΚείηαοΗ  ^^ίπΐ.  II,  .'ΪΗΝ,  1).  Ύψος  1,80. 

54.  =  Πίν.  Χλ'ΙΙΙ,  Ν.  Κοριιός  γυμνού  γυναι- 
κείου αγάλματος,  ϊσως  Αφροδίτης  έ\'δεδυμένης 
τα  κάτω  τών  γλουτών.  Έπι  τοΰ  πίνακος  είκο- 
νίσθιι  εκ  τών  όπισϊ)ε\'.  'Ύψος  0,73. 

55.  =  Πίν.  XVIII,  9.  Κορμός  ανδρός  ιστα- 
μένου ύψούντος  την  άριστεράν  ώς  ει  έστΊ]ρί- 
ζετο  έπι  δόρατος  ή  σκήπτρου.  Έπι  τοΰ  πίνακος 
είναι  ορατός  εκ  τών  ό.πισΟεν.  "Υψος  0,75. 

5().  =  Πίν.ΧνίΠ,  10.  Κορ[(ός  ανδρός  ύψούν- 
τος την  δεξκη',  την  δ' άριστεράν  έχοντος  προς 
τά  κάτιο  παραλλήλως  τω  σιόματι.  Ύψος  0,95. 

57.^  Πίν.  Χλ'ΙΙί,  11.  Κορμός  ύψους  0,()7. 

58.  =  Πίν.  Χ\ΊΙΙ,  12.  Κορ(ΐός  [ΐετά  τής 
κεφα?ιής  άγάλ[ΐατος  φυσικού  μεγέθους,  σφζων 
τώλ'  άκριον  τά  μεν  άνο^  μέχρι  τοΰ  μέσου  τών 
ίραχιό\'(ι)ν,  τών  δέ  κάτω  [ΐέχρι  τών  γονάτων. 
Εικονίζει  άνδρα  γυμνόν  κλίνοντα  τί)\'  κεΓ|αλήν 
αριστερά  καΐ  προς  τά  κάτω.  Πβλ.  Γΐίΐκίΐο,  Πίν. 
494 ''  άρ.  96()"  (Άπόλ/Λ)ν  μετά  τοΰ  Υακίν- 
θου). —  ΚοίπΛοΗ,  δΐίΐΐ.  II  ρ.  94,  2  (Απόλ- 
λων), 597,  3. 

59-91.  Τριάκοντα  τρεις  βραχίονες,  πήχεις, 
χείρες,  μηροί,  κνήμαι  και  πόδες  (Πίναξ  XVI, 
5-6  καΐ  XIX,  1-31)  διαφόρων  άγαλ[ΐάτο3ν,  φυ- 
σικού μεγέθους  τών  πλείστωλ-.  Μετά  επιμελή 
μελέτην  δυνατόν  νά  προσαρμοσθώσι  και  συμ- 
πληρ(ί)σο)σι  πολλά  τών  ανωτέρω  περιγραφέν- 
τ(ο\'  [ΐαρ μαρίνων  αγαλμάτων. 

Ή  διατήρησις  τών  άπεικονισθέντων  τούτων 
άκροΰν  είναι  0)ς  έπι  τό  πλείστον  κακή.  Έξαίρε- 
σιν  άποτελούσί  τπ'α,  και  μάλιστα  δύο,  τά  εις 
μέγα  σχήμα  (ΙπεικοΛ'ΐσθέντα  έπι  τοΰ  πίνακος 
Χ\Ί,  5-6,  άτινα  διατΐ)ρούνται  τ()σον  λαμπρώς, 
ώστε  νομίζει  τις  ότι  νΰν  μόλις  έξήλθον  τών 
χειρών  τοΰ   γλύπτου.  Είναι   δέ  τό  [ΐέν  (ιχρ.  59) 


76 


()   ι))/π(ΐνρος  των  Άντικνϋήιιη)}• 


πους  γυναικείος  [ΐι-τά  .τκί^ίλοιι,  το  (^ί•  (άο.  (10) 
χρίρ  (^ι-ξιά  κρ(ίΤ(»ΗΠ(<  ππτι•  πκΓ|πτρην  Γ|  τι  τοιοΟ- 
τον.  Τα  (ΐΓταξϋ  τ(7)ν  (^ακτι''/.(ι)ν  λι••πτ()τ(ίτί/.  στη- 
ρίγματα αι''τ(Τ)ν  ?)ιατηί)θΰνται  (/.νκπα((  (/.. 

Τα  λοι.τα  το)\'  ακπ(ι)ν  τοί'Τίον  ί-ίν(ίΐ  τα  ί'ΪΓις: 
'Λπ.  (11  Ιΐίν.  XIX.  1.  Βς)α7ίων  πρόσίΐι-τός 
ποτέ  εις  το  άγαλμα,  εις  δ  ανήκεν.  —  62.  ΙΙίν. 
αρ.  2.  Βρα/ίίον  κα)  πήχυς.  —  ()3-()5.  —ι  ΙΙίν.  αρ. 
Β-.•").  Πηχυς  και  βρα/ί(ον  κεκαμμενος  εις  γ(ο- 
νίίίν.  (ί(ί.  νΓΐΙίν.  άρ.  Ι).  Βραχίων  μετά  της 
ώμοπ?ιάτΐ)ς.  —  (ίΤ.^^Πίν.  αρ.  7.  Βραχίοον  και 
πΓ|•/ιις  κεκα[ΐ[ΐενοι  εις  γωνίαν.  —  68.  =  Πίν.  (/.ρ. 
Ν.  Βρ(Γ/ίων,  πηχυς  και  χεΙρ  μετά  ?ιειψάνο)ν  το)ν 
^ακτι''?α))ν.  —  (ίίΙ.π^-  Πίν.  αρ.  ί». Χειρ  μετά  τμή- 
μ(χτος  τοΰ  πήχεως  κρατούσα  πτυχήν.  —  70.= 
Πίν.  άρ.  10.  Χειρ  δεξιά.  —  71.  =  Πίν.  άρ.  11. 
Μέρος  χειρός.  —  72.  =  Πίν.  (Ιρ.  12.  Άγκών 
μετά  .τήχεως.  —  73.=  Πίν.  άρ.  13.  Χειρ  [ΐετά 
τοΰ  καρπού,  άλλ'  άνευ  των  δακτύλων.  —  74.  = 
Πίν.  άρ.  14.  Χειρ  αριστερά  κρατούσα  πτυχήν 
ενδύματος.  —  75.=  Πίν.  άρ.  15.  Βραχίθ)ν  καΐ 
πήχυς.  —  76.  ^  Πίν.  άρ.  16.  Πήχυς  μετά  της  ^^^ 
χειρός,  άνευ  δμως  των  δακτύλων.  —  77.  =ι  Πίν. 
αρ.  17.  Κνήμη. —  78.^  Πίν.  άρ.  18.  Μηρός  μετά 
τοϋ  γόνατος.  —  7Π.  =  Πίν.  άρ.  Ιϋ.Όμοιως.  — 
80.  =  Πίν.  άρ.  20.   Κνήμη.  —  81.  =  Πίν.  άρ• 

21.  Κνή[ΐη  μετά  τοϋ  ποδός.  —  82.  =  Πίν.  άρ. 

22.  Κνή[ΐη  μετά  μέρους  τοΰ  ποδός.  —  83.= 
Πίν.  άρ.  23.  Μέρος  κνή[ΐης  μετά  στηρίγμα- 
τος.—  84.  =  Πίν.  άρ.  24.  Μέρος  κνήμης  και 
ποδός.  —  85.  ^  Πίν.  άρ.  2δ.  Κνήμη  μετά  μέ- 
ρους τοϋ  ποδός. —  86.^=  Πίν.  άρ.  26.  Κνήμη. — 
87.  =  Πίν.  άρ.  27.  Τεμάχιον  πρύσθετον  ποδός 
μετά  σανδάλου.  —  88.  ::=Πίν.  άρ.  28.  Πους 
δεξιός  μετά  μέρους  της  πλίνθου  ορατός  άνω- 
θεν. —  8!;».  =:  Πίν.  άρ.  29.  Πούς  αριστερός, 
άπό  των  αστραγάλων,  γυμνός.  —  90.  =  Πίν. 
άρ.  30.  Δάκτυ?.οι  αριστερού  ποδός  μετά  μέ- 
ρους της  πλίνθου.  —  91.  =  Πίν.  άρ.  31.  Δεξιός 
πούς,  παιδός  ϊσως,  κεκαμμένος,  έπΙ  πλίΛ^ου  (ίδέ 
σελ.  3,  άρ.  6). 

Πλήλ'    των    άκρ(ΰ\'   τούτίον   υπάρχει    σπου- 
δαίος άραίμός  τειιαχιων  ενδυμάτων  τών  [ΐαρ- 


[ΐαρίνίην  (ίγαλμάτο)ν  και  πολλά  στηρίγματα  καΐ 
πλίνθοι  τ(7)ν  άγ(/.λμί/.τ(ΐ)ν,  ων  ενιαι  (Πίν.  ΧΙ\' 
(ίρ.  5)  είναι  έντεϊίειμέναι  εις  περίεργα  λεκανο- 
ειδή  (ί(ίί)ρα,περι  0)ν  κατο^τέρο).  Τη  (>οηΙ)είί/πάν- 
το)ν  τών  λειψάνων  τούτο^ν  ικανός  γλύπττ]  ς,  ή  δυ- 
νατό. πιινεργαζό[ΐενος  μετ' άρχαιο?.όγου  τινός, 
νά  συμπλήρωση  σπουδαίος  πλείστα  τών  άγαλ- 


ι 


1  ν 

■ν.    •, 


ΕΙκών     66, 


μάτων.  Ούτω  δε  άντι  της  νΰν  οίκτράς  κατα- 
στάσεως θα  άπετελεΐτο  περιεργοτάτη,  μονα- 
δική την  Οψιν  και  επιστημονικώς  σπουδαιότατη 
αΐ'θοί'σα  ^Ιυυσείου. 

92-95.  Τέσσαρες  ήρεμα  βαδίζοντες  ϊπποι 
τού  αυτού  πάντες  ήτοι  (|;υσικού  μεγέθους  (Πί- 
ναξ  XX,  1-4)  \  σωζόμενοι  ως  εξής :  1"^  (92)  Πίν. 
XX,  2.  Κορμός  μετά  τής  προσθέτου  κεοραλής, 
άμορότερα  λίαν  διαβεβρωμένα  υπό  της  θαλάσ- 


'  Πβλ.  Άρχ.  Έφημ.  Πίν.  παρ.  Β  άρ.  3  οελ.  159;  2ΐ  και  Β 
άρ.  4  Οίλ.  159,  24  Πίν.  παρ.  Δ  άρ.  3  οελ.  159,  23  και  Δ  άρ.  4 
σελ.  1 59•  22. 


ί  Ι     — 


Ό   ϋ•Ί]σανρ6ς  τών  Άντικνϋήρων 


σης.  Τών  τεσσάρων  ποδών  καΐ  τοΰ  ύπο  την  κοι- 
λίαν  στηρίγματος  (κιονίσκου)  σώζονται  ικη'ον  αί 
άρχαί. — 2°«(93)  Πίν.ΧΧ,Ι. Όμοιος κορμός,αλλα 
καλώς  διατ)ΐρον)μενυς  ο^ς  προς  την  ράχιν  και 
τύ  περί  τον  τράχηλον  μέρος,  το  ύπο  πλατέος 
τελαμώνος  περιΟεόμενον,  έφ'  ού  εικονίζεται,  εν 
αναγλύφφ,  ανω  μεν  τοΰ  στήθους  άετος  μετ' 
άναπεπταμένων  πτερύγ(ον  έπΙ  κεραυνού,  εκα- 
τέρωθεν δ'  αύτοΰ  κατά  σειράν,  κράνος  κοριν- 
Βιουργές  μετά  ίπποΰρώος,  ασπίς  φοειδής  (γα- 
λατική;)  καΐ  πέ?ιεκυς  άμαζονικός(•,).  Ή  επί  τοΰ 
πίνακος  τώ  κορμφ  τούτω  έπιτεθειμένη  κεφαλή 
δυνατόν  νά  άνήκη  καΐ  εις  ενα  τών  λοιπών  δύο 
ίππων.  Ή  διατήρησις  αυτής  κατά  το  δεξιον  μά- 
λιστα μέρος  είναι  καλή  (Εικών  (ϊΒ).  Έπι  δε  τοΰ 
κορμού  τοΰ  ίππου,  εις  τύ  αφάνες  μέρος  ένθα 
έπετίι)ετο  ή  πρόσθετος  κεφαλή,  και  δη  ύπεριίνω 
της  οπής  της  προσαρμογής,  άναγινώσκεται  έπι 
μιίνου  τοΰ  ίππου  τούτου  το  μέγα  γρ(Λ[4ΐα  ή 
μονογραφή μ(/.  Λ•. — ;)"^(!»4)  Πίν.  XX,  .">.  'Ομοίας 
διατΐ]ρήσεως  κορμός,  ού  δμως  6  περί  τον  τρά- 
χη?ιον  τελαμών  είναι  φολιδοιτος  και  κοσμείται 
μόνον  κατά  το  μέσον  αύτοΰ  ύπο  κεφαλής  Με- 
δούσης. — 4°^  (!)Γ)).Ό  κορμός  τοΰ  τετάρτου  ϊππου 
κατεποντίσθη,  ως  εϊπομεν  εν  σελ.7,  έκφυγών  τών 
δεσμών  κατά  την  άνέλκυσιν.  Άντ'  (ίύτοΰ  δμως 
έ'χομεν  την  πλίνθο  ν  μετά  τών  άκρων  τών  δύο 
όπισθίοιν  ποδών  και  ολοκλήρου  τής  στήλης,  έφ' 
ης  έσττ]ρίζετο  το  σώμα  τοΰ  ϊππου  (Πίν.  XX,  4). 
Ή  στήλη  αύτη  έλικοειδώς  ηύλακωμένη  περιε- 
βάλλετο  υπό  φχιλλων  τής  κλασσικής  άκάνθιις 
και  ελίκων  φυτικών,  διατηρείται  δε  εν  άρίστί) 
καταστάσει,  ώς  και  ουρά  και  διάφοροι  πόδες 
τινών  τών  τεσσάρων  τούτοιν  ΐππο)ν,  έπΙ  τοΰ 
αυτού  πίνακος  όμοϋ  άπεικονισΰέντες.  Ε'ις  τίνα 
τών  τεσσάρων  Ιππων  άνήκεν  ή  πλίνθος  αυτί) 
είναι  άγνωστον. 

Οι  ίπποι  ούτοι  είναι  προφανώς  ρωμαϊκής  επο- 
χής καλά  αντίγραφα  εργο^ν  χαλκών  τής  καλής 
εποχής,  ϊσως  τού  Λυσίππου,  παρέχουσι  δ'  ακρι- 
βώς την  αυτήν  στάσιν,  ην  και  οι  άγνωστου 
προελεύσεως  τέσσαρες  περίφημοι  αρχαίοι  ελλη- 
νικοί  χα?Λθϊ    ίπποι   τοΰ  Άγιου   Μάρκου    τής 


Είκ 


67. 


Βενετίας  ^  "Αξιον  σημειώσεως  θεωρώ  ότι  τά 
έπι  τών  τελαμώνων  αυτών  κοσμήματα  και  δή 
ό  επί  τοΰ  κεραυνού  αετός  και  τό  κράνος  άπαν- 
τώσιν  ύπό  τό  αυτό  σχήμα  μεταξύ  τών  κυρίων 
\Όμισματικών  τύπ(ΰν  τοΰ  "Αργούς  -,  προς  δε 
ότι  τό  γράμμα  Λ  —  τό  τεθέν  εϊτε  προς  διά- 
κρισιν  τής  κεφιαλής,  ήτις  έδει  νά  έφαρμοσθ-ή 
έπί  τοΰ  κορμού  τούτου,  εϊτε  προς  δήλωσιν 
τού  έκπέμποντος  τά  αντίγραφα  ταύτα  εργα- 
στηρίου ή  πόλεως  —  άπαντα  ύπό  τό  σχήμα 
τούτο,  ήτοι  [ΐετά  τής  έπί  τής  κορυφής  αύτοΰ 
καθέτου  κεραίας,  μόνον  εν  "Αργεί,  έ'νθα  προσέ- 
λαβε τό  μοναδικόν  τούτο  σχήμα,  ώς  συ[ΐβολι- 
κόν  τού  ονόματος  τής  πόλεως  [ΐονο- 
γράφ)]μα,  ένεκα  τής  συνηθείας  ί'ιν 
είχον  ανέκαθεν  οί  'Αργεϊοι  νάκόπτ(ΐ)- 
σιν  ύπεράνο)  τού  γρά[ΐματος  Α.  τύπου 
τής  οπισθίας  όψεως  τών  νομισμάτων 
αυτών,  ένθεν  δε  και  ένθεν  τής  κορυφής  αύτοΰ, 
δυο  μικρά  έγκοιλι/.  τετράγο:)να,  ών  τό  μεταξύ 
άνάγλυφον  χώρισμιχ  έθεωρήθη  σύν  τώ  χρ<ίνω 
ώς  μέρος  τού  Α.  αρκτικού  τού  ονόματος  τής 
πόλεως  (Εικών  ()?)'. 

Ώς  ήδη  παρετηρήθΐ]  ^οί  όμοιοι  τοις  'Αντικυ- 
Ηηραϊκοΐς  ίπποι  τοΰ  'Αγίου  Μάρκου  έκόσμουν 
ποτέ  ρωμαϊκήν  τίνα  θριαμβευτικήν  πύλην.  ^Υοι- 
πόν  νόιιισμίίί  τι  τών  'Αργείων  τών  ρωμαϊκών 
αυτοκρατορικών  χρόνων  άποκείμενυν  εν  τώ 
Νομισματικώ  Μουσείιο  Αθηνών,  εικονίζει  τοι- 
αύτΐ)ν  πύλιιν  τού  "Αργόυς  κεκοσμημένην  ακρι- 
βώς ύπό  δύο  ζευγών  ϊππ(ον. 

ΔΙΑΦΟΡΑ     ΑΛΛΑ     ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ 

Πλην  τών  ανωτέρω  άνειλκύσθησαν  και  δκ/.- 
φιορα  άλλα  αντικείμενα,  ήτοι  σκεύη,  κοσιιή- 
ματα,  αγγεία  κτλ.,  ανήκοντα  εις  τό  πλήρωμα 
τοΰ  πλοίου,  τά  εξής• 

96.  Ενωτιον  χρυσούν  (Εικών  ()8)  άποτε- 
λούμενον  εκ  κομψού  Έρωτιδέιος,  λύραν   άνα- 


'   ΖίηείΙί,  δΓαΙυβ  άϊ  δ.  Μϊγοο  Ι.  Τα£.  43  ■  46• 
-  ΒΜΟ.  Ρείοροηηεδϋί  ρΐ.  XXVII,  7,  8,  2θ. —  ΜίοηηεΙ  Π,  234ι 
39,  43  κτλ. 

•'  "Ιδε  ΒΜΟ.  Ρβ1οροηηε5ΐΐ5  ρ1.  XXVII   1-6  και  38. 
''  ΓΓίεάεηοΙίδΛνοΙΙεΓΒ,  Οίρ5ΐΙι§ίί35ε  η"  1698. 


—    7! 


Υ)  ϋηοανρο;  των  ^Ιντικοϋή/κι)!• 


ΕΙκών    68. 


κηιιήοντο;  κκι  ΐ'-το  τον  Γ|/()ν  (χυτης  ορχουμενου 

ί'ΐ  ήποπτι-οίο;  |ί(ιί^ίζοντος,  ι'ιοτιιιιι'νοι»  (^ί"  ΐ"/.  ί)υ- 
ρεοΰ  περιρ/.οντος  τρεις  κίχλιάς  εν 
αΐς  ήίτίχν  πού:  πο?ιύτΐ|ΐ()ΐ  /αιίοι, 
(ί.τυλεπϋεντες  νΰν,  και  περιβαλ- 
λόμενοι ύπο  σειράς  ιιαργαριτών. 
Χηστυ/ώς  οι  [ΐαργαρΐται,οΰς  ε'Λο- 
[1^1ΊΙ^(;«     !""^'   ''^'  λ(/.ιιπ•ρ^  διατηρήσει,  κατε- 

νΛ^  λΒ»*  στρ(<((  ησί/,ν  σχεδόν  εντελώς  ένεκα 
απρόσεκτου  ιχύτών  ένΟέσεως  εις 
οξέα  ύπο  τοΰ  καΰ άριστου  των 
Ά  ντ  ι  κυ  {)ίι  ρ  αϊκ(7)  \'. 

Ή  εργασία  καΐ  ό  συρμύς  τοΰ 
ένωτίου  τούτου  ανήκουσιν  εις 
τους   πρίότους   ρΓοιιαϊκους  αήτο- 

κρατορικούς  χρόνους. 

97.  Σφραγις  μολύβδινη  (Είκών  09)  τεχνο- 
τροπίας τοΰ  τρίτου    [ΐ.  Χ.  αιώνος  και  εκ  των 

της  τάξεως  δε  τών  κοινώς  λεγο- 
μένων ρϊοιηΐίϊ  ιτΐ6Γ03ηΐί1ϊ.  Ώς 
έπίση[ΐον  φέρει  δε?ι.φΐνα  νΐ]χό- 
[ΐεΛ'ον  προς  δεξιά,  έχοντα  δε  άνω 
και  κάτω  αύτοϋ  έπιγραφήν,  ής 
σώζεται  μόνον  το  κάτω  μέρος, 
ΓΑΟ,    προφανώς   το    τέλος    τοΰ 

όνύ[ΐατος    τοΰ    σφραγίσαντος    εμπόρου    (π.  χ. 

Κηηύγας,    Μήγας,  "Αργας    ή   Άργης). 

98.  Τριπτπρ  εξ  έρυΟροΰ  λίθου  σχι'κιατος 
και  [ΐεγέΟους  δακτύλου  άνΰρώπου,  άριστα  δε 
διατΐ]ρούμενος  (Γδε  σε/..  Ι,Ί).  • 

99-  102.  Κώνοι  μολύβδου  τέσσαρες  (Άρχ. 
Έφημ.  ε.  ά.  Είκών  17  σελ.  170),  ών  οι  τρεις 
μεν  ΰψους  0,17-0,21,  ολκής  οκάδων  41-43 
έκαστος,  ό  δε  τέταρτος,  μικρότερος  και  κολοβός, 
όλκης  7  '  .,  οκάδων.  Πάντες  φέρουσι  κάθετον 
όπήν  διαμπερή.  Τίς  ή  χρήσις  αυτών  δεν  γλ'ωρί- 
ζομεν,  πιθανόν  δμως  να  έχρησίμευον  ώς  σταθ- 
μία.  εί'τε  και  προς  αυτομάτους  συστολάς  τών 
ίστί(ο\'   τοΰ   πλοίου. 

103.  Σωλην  μολύβδινος  (Είκών  17  της 
Άρχ.  Έφημ.  έ'.  ά.  σελ.  170)  μήκους  0,62.  "Ισως 
έχρησίμευεν  εν  τώ  πλοίω  προς  διοχέτευσιν  ή 
άντλησιν  ύδ(/.τ(ον. 


Είκών     69. 


104  -  105.  ΚεΡΛΜΙΛΚΣ  ΣτΚΓΙΐν  (Άρχ.  Έ(| . 
έ'.  ά.  ΙΙίν.  παρ.  θ)  άρχαίίον  οικοδομή μάτ(ΐ)ν, 
πο/.λαί  τον  άρΐ)Ι[ΐόν,  ών  δύο  είναι  εντελώς  ακέ- 
ραιοι. Τούτοη'  ή  μεν  (άρ.  104)  είναι  συνήΙΙης 
καλνπτηρ  (ΐήκους  0,50,  ή  δε  (άρ.  105)  ητρωτήρ 
πλ.  0..Ί7  και  μήκ.  0,(><),  έχων  παρά  μεν  τά  τέσ- 
σα.ρίί  αύτοϋ  άκρα  (/.νά  μίαν  όπήν,  έπΙ  δε  της 
εσωτερικής  έπκ^ανείας  στρογγύλην  ένεπίγρα- 
φον  σίρραγΐδα  τοΰ  κατασκευαστοΰ  της  κεράμου 
ή  τοΰ  (χρχιτέκτονος  τοΰ  οίκοδομή[ΐατος,  ί)  ούτος 


ΕΙκών     -/ο. 


έ'σκεπεν.  Δυστυχώς  ή  κατά  το  πλείστον  καλώς 
σωζόμενη  έπιγραφί]  τής  σφραγΐδος,  ής  παρα- 
θέτο)  ένταΰΟα  ισομεγέθη  φωτογραφικήν  είκόχ-α 
70,  εϊναι  δυσνό))τος  και  δεν  δύναται  νά  βοη- 
θήση  ή[ΐάς  προς  άνεύρεσιν  τής  προελεύσεως  τής 
κεραμίδυς.  Όμοίο)ν  καλυπτήρο)ν  καΐ  στρο3τή- 
ρ(ΰν  ύπιίρχωσιν  εν  τοις  Άντικυίίηραϊκοίς  πολλά 
τεμάχια,  πλείστα  δε  άλλα  έρρίφθησαν  καΐ  πάλιν 
υπό  τών  δυτών  εις  τιιν  θάλασσαν  ώς  άχρηστα. 
106.  Μηνοειδες  ΣΚΕΥΟΣ  μαρμάρινον  (Είκ. 
71)  διαμέτρου  Ο,δΟ.  Έφ '  δσον  γνο^ρίζω,  το 
σκεϋος  τοΰτο  εΐναι  πρωτοφανές  καΐ  άγνωστου 
χρήσεως.  "Ισο)ς  νά  έχρησίμευεν  έπι  τοΰ  κατα- 
στρ(ί)ματος  τοΰ  σαλευομένου  πλοίου  προς 
ασφα/^1  έναπόθεσιν  και  στερέο^σιν  τινός  τών  εν 
διαρκεί  καθημερινή  χρήσει  υδροφόρων  αγγείων 


79 


Ό  θησαυρός  των  Άντικνάήρων 


ί'ι  οινοχόων,  και) '  ά  δεικνύει  ή  ρνταΰΟι/.  παρεν- 
τιθεμένη  ε'ικών  72.  Χάρις  εις  το  (/.νοικτον σχήμα 
τοί3  ύποθήματος  τούτοι»  το  (/.γγεΐον  εναποτίθε- 


ται και  αφαιρείται  άνευ  φόβου  προσκρούσεος, 
κρατείται  δε  στερεώς  και  άσαλεύτως  εν  αύτω. 
107.  Αγκυρα  σιδηρ(7.  (Άρχ.  Έφημ.  ε.  ά. 
Είκών  18  σελ.  171)  ύψους  1,55.  Βεβαίιος  ή 
[ΐικρά  αυτή  άγκυρα  δεν  ανήκει  είς  το  ναυαγή- 


χαντήριον  άπολέσαν  την  άγκυραν  αύτοΰ  ή 
ναυαγήσαν  εν  τή  αύτΓ]  θέσει,  εν  ή  και  το  </.ρ- 
χαΐον  πλοΐον. 

108.  Λύο  [ΐεγά?ν,αι  σφαΐραι  μαρμάριναι 
περιφερείας  ή  μεν  Ι,ΙίΟ  ή  δε  (),!-!( ). 

109.  κέξ.  ΑΐΤΕΐΑ.  Λίαν  πολυάριθμα  εΐναι  τα 
αγγεία,  πάντα  κοινά  και  καθημερινής  χρήσεως, 
άτινα  άνει/ικύσΟησαν  εκ  του  βυθοί).  Επειδή  δε 
ταΰτα  επαρκώς  άπεικονίσθησαν  και  περιεγρά- 
φησαν  εν  τή  Άρχαιολ.Έφη[ΐερίδι  (ε.ά.  σελ.  1(!(^ 
κέξ.  Πίν.  Η'  και  Θ')  ύπο  τοϋ  εκ  των  συντα- 
κτών τοϋ  άρθρου  εκείνου  Κ.  Κουρουνκότου, 
αρκούμαι  παραθέτων  ένταΰθα  εν  ύποση  μειώσει ' 


σαν  μέγα  άρχαϊον  πλοϊον,  ούδ'  εΐναι  καν  αρ- 
χαία. Ώς  το  σχήμα  καΐ  ή  κατασκευή  αυτής 
δεικνύουσιν,  ανήκει  είς  νεωτάτων  χρόνων  τρε- 


'  1,  Πήλινα  αγγεία.  Αποτελούνται  ταϋτα  εκ  μεγάλίον  αμφο- 
ρέων έ/_όντ(ΐ)ν  ι')'ίεΤ(ΐ\'  βάσιν,  οινοχόων  διαφόροον  μεγεθών  κ«ϊ 
σχημάτίον,  τρυβλίίον  κα'ι  άγγείίον  διαφόρίον  άλλων  σχιιμάτων. 
Ή  τεχνική  άπεργασία  τούτων  ώς  και  τά  σχήματα  είναι  τά  χαρα- 
κτηριστικά των  αγγείων  της  Ελληνιστικής  προ  πάντων  περιό- 
δου, «τίνα  διετηρήΟησαν  μέχρι  τοΟ  α'  μ.  Χ.  αιώνος. 

Έπ'ι  τών  παρενίΐέτιον  πινάκων  Η,  Θ,  εικονίζονται  τά  διά- 
(ρορα  σχήματα  τών  εΰρεΟέντοιν  πτ|λίνων  και  ύαλή'ων  άγγείίον. 

Πίναξ  Παρ.  Η  άρ.  1-4  εικονίζονται  α'ι  τέσσαρες  διάφοροι 
μορφαί,  άς  έχουσιν  οί  μεγάλοι  αμφορείς.  Τά  μεγέθη  τούτων 
είναι  τών  μέν  μικρών  της  ΰπ'  άριβ.  1  μορφής  Ο.δδ,  τών  δέ 
μεγάλοιν  0.80  περίπου.  Ο  .πτ)λί)ς  αυτών  εϊ\'αι  έριιθρός  λίαλ' 
καλώς  κατειργασμένος,  είναι  δέ  τι'ί  τοιχώματα  αυτών  πρό  πά\•- 
το)ν  της  μορφής  άριΟ.  4  λίαν  χονδρά  περίπου  0.02δ.  Τοιούτοι 
αμφορείς  ευρέθησαν  εν  σοιρώ  περί  τους  εΐκοσιν,  έχρησίμευον 
δέ  πιθανώτατα  έν  τω  πλοίιο,  ίίπως  περιλαμβάνωσι  διάφορα 
εφόδια•  έν  έν'ι  δέ  τούτοιν  εΰρίσκυντο  εισέτι  .πυρήνες  έλαιών. 

Έ.πί  τοϋ  άνιο  μέρους  τής  κοιλίας  ενός  άμιΐ'ορέιος  τή;  μορ- 
φής ί}  είναι  κεχαραγμέλΐ)  δι'  οξέος  εργαλείου  ή  [παραπλευριος 
πανομοιότυπος  είς  τά  -  ,,  περίπου  τοΰ    πραγματικού  μεγέθους 

τών  γραμμάτων  διδομένη]  έ.τιγραΐ)  ή      Η      ΙΑ 

Χ      Κ. 

ΈπΙ  έτερου  άμΐ(>ορέ<')ς  τής  μορ(()ής  1  ευρίσκεται  ή  [όμοίιος 
έν  πανομοιότυπο)  διδομένη]  λατινική  επιγραφή     1-ΐνι~. 

ΈπΙ  τού  αυτού  πίνίλκος  άριί).  .">  - !)  εικονίζονται  διάφορα 
άγγεΙα,  ατινα  έχρτ|σίμευον  |3εβαίΐΰς  ώς  δοχεία  οίνου. 

Τό  σχήμα  τών  αριθ.  5-8  είναι  έκτων  χαρακτηριστικωτέρων 
τής  Αλεξανδρινής  περιόδου.  Προς  τόν  αριθ.  5  ευρέθησαν  έν 
Ρα)>ουιη  μετ'  άντικειμένιον  τών  χρόνιον  τών  ΠτολεμαίιοΛ'. 

Αλλ'  έτι  χαρακτηριστικιότερα  είναι  τά  όμοια  προς  τόν  αριθ. 
8  αγγεία.  "Εχουσι  ταϋτα  συλί'ιθως  κιτρί\ΐ)ν  άλοιφήν  και  έπί 
ταύτης  δια  καστανού  γανώματος  διάφορα  κοσμήματα,  πολλά 
δέ  τοιαύτα  αγγεία  κέκτηται  τό  ΈθΎΐκόν  Μουσεΐον  Αθηνών. 
Τό  έπί  τού  πίνακος  ήμιόν  είκονιζόμενον  άγγεΐον  σώζει  (ΐόνον 
ελάχιστα  άλλα  σαφιή  λεί<1ιανα  τής  αλοιφής. 

Τά  αγγεία  ταύτα  (Ιπαντώσι  συνήθως  άπό  τού  γ'  μέχρι  τού 
α'  π.  Χ.  αιώνος  έν  άρχαίοις  τάφοις. 

Πολλά  λείψανα  κιτρίνης  αλοιφής  έχει  και  ό  αριθ.  5. 

Τό  μέγεθος  τών  ανωτέρω  αγγείων  είναι  άπό  0.27-0.30,  εύ- 
ρέθ»ισαν  δέ  περί  τά  τριάκοντα  πέντε  τοιαύτα.  Ό  αριθ.  7  έχει 
διπλάσιον  περίπου  μέγεθος. 


—  80  — 


Ό  χ^ησανρος  τών  Αντικυϋήοοη• 

όλυκληοον  τί)ν  πρριγρα(()ίιν  αύτοΰ,   παρ'ολην  ί)θ)Ι)[|  χλΙ  ατηηι/ί)!"]  η  ύπ' έμ()ΰ  ευθύς  ίξ  αρχής 

τί|ν  .τ()()<| ανή  προσπάΟριαν  τοΰ  συγγραφέως  να  πολεμηϊΐείσα  γνο)μη,  οτι  το  ναυάγιον  έγένετο 

παραατήσΐ)  εκ  παντός  τρόπου  όσον  τυ  δυνατόν  τόν  πρώτον  π.  Χ.  αιώνα,  ζήτημα  περί  ου  ρηΠή- 

(/.ρ/ίπότι-ρί/.  τα  ((γγι-ΐα  ταΰτα,  ϊνα  οίίτο)  κατορ-  πονταί  τίνα   ι•ν  τοις  εξής. 


ΕΠΙΛΟΓΟΣ 


Μετά  τα  άνοκέρο  /.επτοιιερώς  έκτεΟέντί/.. 
{)ε(ΐ)ρώ  περιττόν  να  προσίΐέσο)  τι  προς  έπίρρ(ΐ)- 
σιν  τήςγνώμιις  δτι  αϊ  αρχαιότητες  αΰται  προέρ- 
χονται εξ  "Αργούς.  Επειδή  όμ(ος  τών  (/.ρχί/ιο- 
/.ύγων  τινές  έζήτ)]ααν  παραδόξ(ος  έκ  ιιόνου 
τοΰ  τόπου  τοϋ  ναυαγίου  όριιώμενοι  να  έξαγ(/.- 
γίοσιν  ύποϋέσεις  και  συμπεράσματα  περί  τοϋ 
τόπου  της  προελεύσεο^ς  τοϋ  ναυαγήσαντος 
πλοίου,  λέγοντες  ποτέ  μεν  δτι  τοΰτο  Ό^ά  προήρ- 
χετο  εκ  'Ρόδου  ή  Μικράς  Ασίας,  ποτέ  δέ  εκ 


'()  (Ιριί).  10  πα()ΐσιά  τρμάχιον  ακι'ιφοί'  τών  λενομίν<ον  Μέγα- 
ρειχών  τό  γάνωμα  αΰτοΟ  είναι  κατά  τό  ήμισυ  μέ?αχν  και  κατά 
τύ  ειερον  ήμισυ  έρυθρόν,  έχει  δ'ώς  κόσμημα  ζ(ί)νιιν  ροδάκων 
καϊ  άνΟεμιοειδή  σχήματα  καλύπτοντα  έν  εΐδει  ((ολίδων  τό  κάτω 
της  κοι?άας.  ΚαΙ  τών  αγγείων  τοΰ  είδους  τούτου  ή  χρονολογία 
ορίζεται  από  τοϋ  3ου  π.  Χ.  αιώνος  μέχρι  τοΰ  '2ον  μ.  Χ. 

Ιΐίνα'ί  Παρ.  Θ  άριΟ.  11-12.  Παρίστανται  δύο  πρόχοι  ΰψους 
υ.28-0.;51  έκ  πηλοΟ  ώχρερύθρου  ομοίου  περίπου  προς  τόν  τών 
άνωτέριι)  μλπιμονευθεισών  οινοχόων. 

Πίναξ  Παρ.  Θ  αριθ.  13.  "Αγγείον  έκ  πηλοΰ  τεφρού  μέ  μέλαν, 
κακής  ποιότητος,  κατά  τό  .πλείστον  έξαλειφθέν.  γάνωμα.  "Ολί- 
γον κατιοτι'ρω  τοϋ  χείλους  υ.τήρχε  περί  τόν  λαιμόν  λε.πτή  περι- 
φερική εξοχή,  έσο)τερικώς  δέ  φράσσεται  ό  λαιμός  παρά  τήν 
κοιλίαν  διά  διάτρητου  καλυμματιου.  Έ.πί  της  Ηοιλίας  .παρά  τήν 
λαβήν  υπάρχει  και  μικρά  .προχόη  μή  δκικρινομένη  δυστυχώς 
έ.πί  της  φιοτογραφ  ίας. 

Άρι&^.  14.  Άλαβαστροειδές  άγγεϊον.  Είναι  ές  έρυθροϋ  .πη- 
λού κατεσκευασμένον  και  δέν  διακρίνεται  αν  είχε  γά\'ωμα. 
Έπ'ι  τοϋ   χείλους  σχεδόν  υπήρχε    μικρά  λαβή  ιΙποσ.πασΟεΐσα. 

Χυτρίδια  δμοια  προς  τόν  αριθ.  15  ευρέθησαν  πολλά,  εν  δέ 
μόνον  τοΰ  σχήματος  αριθ.  16.  Ό  πηλός  αΰτοιν  είναι  κιτρινω- 
πός μετρίας  .ποιότητος. 

Πίναϊ  Παρ.  Θ  2  αριθ.  1Τ  λείπει  ή  λαβή  και  ό  λαιμός.  Έκ 
τοϋ  .πηλοϋ  ομοίου  -τρός  άρ.  13.  "Εχει  αϋ?.ακιόσεις  κατά  μήκος 
τής  κοιλίας. 

Άρι-&:  18.  Λείπει  τό  στόμιον  ευρέθησαν  και  τρία  έτερα 
δμοια  αλλά  μάλλον  ελλιπή.  Έκ  πηλοϋ  έριΌροΰ  οΰχ'ι  τόσον 
καλής  ποιότητος.  Και  τά  αγγεία  ταύτα  είναι  χαρακτηριστικά 
έν  τοΤς  τάφοις  τών  τριών  τελευταίων  .π.  Χ.  αιώνων,  έχρησί- 
μευον  δ"  ίσιος  ώς  μυροδοχεία.  ΙΙαριΐ-τλήσια  είναι  και  τά  αγγεία 
τού  σχήματος  αριθ.  19. 

Άρι-Ο•.  20  -  23.  Τρυβλία  διαφόρων  μεγεθών  έκ  .πη?,οΰ  χριό- 


Μήλου  ή  και  εξ  Άί)ηνο)ν,  άποκλείοντες  όμοις 
τό  '^νργος,  άπετάΟημεν  προς  τόν  έν  τή  περι- 
στάσει  ταύτη  άρμοδκότατον  να  άποφανΟή  περί 
τοΰ  ζητήματος  τής  ναυτικώς  πιΰανοιτέρας  προε- 
λεύσεως τοϋ  πλοίου,  ήτοι  αυτόν  τόν  πεπειρα- 
(ΐένον  κυβερνήτ)ΐν  τής  'Μυκάλης.^  άντι.πλοίαρ- 
χον  τοΰ  Β.  Ναυτικού  κ.  θ.  θεοχάρην,  τόν  κά/.- 
λιστ(/  γνωρίζοντα  τήν  Μεσόγειον  και  τήν  περί 
τά  'Λντικύι)ΐ]ρα  Οά/^ασσαν,  πολ?.άκις  δ'έπισκε- 
φΟέντα  τόν  τόπον   τοΰ  ναυαγίου  (ϊδε  σελ.  7). 


ματος  ΰπολεύκου  κλίνο\•τος  ολίγον  προς  τό  ροδόχρουν,  κάλλι- 
στα κατειργασμένα.  Τινά  τούτιυν  είναι  λε.πτότατα.  Ή  επιφά- 
νεια αυτών  είναι  βεβαμμέηι  διά  βαθέοις  ερυθρού  χροίματος, 
έχοντος  ένιαχοΟ  καστανόχρους  κηλίδας  έκ  σφάλματος  ΐσιιΐς 
κατά  ττί)ν  έπίθεσιν  και  τήν  όπτησιν  τής  βαφής.  Έπ'ι  τής  έσο)- 
τερικής  επιφανείας  εχουσί  τίνα  έ'ί  αυτών  .περί  τό  κέντρον  ),Λ- 
.πτούς,  πρό  τής  όπτήσειυς  χαραχθέντας  κύκλους,  και  στιγιιάς, 
τινά  δέ  και  άνΟεμιοειδή  σχήματα.  Διάμετρ.  άπό  0.10-0.41  και 
ίίψος  0.47.  Τά  τρυβλία  τιιϋτα  έχουσι  μεγίστΐ)ν  ομοιότητα  προς 
τά  λεγόμενα  Σάμια  αγγεία  ή  τά  'Αρρητινά  αγγεία  (ΐοττα 
5ί|;ί1Ι»(3),  όμοια  δέ  τούτοις  ευρέθησαν  έν  Μικροί  'Λσία  .προ 
.πάντ(ι)ν  και  άνήκουσιν  εις  τους  τεί.ευταίους  π.  Χ.  αιώνας. 
Όμοιον  τόν  πηλόν  και  τήν  τέχνην  είναι  και  τό  μικρόν 
κύπελλον  αριθ.  24,  παραπλήσιος  δέ  άλλ'  έκ  πηλού  ερυθρότε- 
ρου και  λεπτότερου  είναι  καΐ  ό  δίωτος  σκύφος  αριθ.  2δ.  ΈπΙ 
τοΰ  άνϋ)  μέρους  τίον  λαβών  τούτου  παρά  τό  χείλος  είναι  έ.πι- 
κεκολλημένα  δύο  κισσοειδή   φύλλα. 

'Αρί&•.  26.  Τρυβλίον  έκ  πηλοΰ  κοινού  και  χονδρού,  χρυ')μα- 
τος  λίαν  (ΐκαΟάρτου  λευκού.  Ή  έσοιτερική  επιφάνεια  είναι 
έστιλβωμένη,  έχρησί^ιευον  δ'  ίσως  τά  τρυβλία  ταΰτα  διά  τό 
κατοηερον  προσιο.πικόν  τοΰ  πλοίου. 

Όμοίΐϋς  έκ  κοινού  πηλοΰ  ά?.λ'  ερυθρού  χροίματος  είναι  και 
τό  μόνωτον  κύ.πελλον  άς>ιθ.  27. 

Ό  λύχνος  Πίναξ  Παρ.  Η  αριθ.  28  είναι  όπως  και  οί  αριθ. 
13  και  17  έκ  πηλού  τεφροϋ,  έχει  δέ  έπί  τής  άνιο  έ.πιφανείας 
μίαν  (ΐεγάλην  κεντρικήν  ό.πήν  και  τρεις  άλλας  μικροτέρας 
.περί  ταύτην. 

2.  Υάλινα.  Πολυτιμότερα  τών  πηλίνων  είναι  τά  ευρεθέντα 
υάλινα  αγγεία,  εΐνε  δέ  ταΰτα  ποτήρια  διαφόρων  σχημάτων  και 
μεγεθών.  Έπί  τοΰ  πίνακος  Η  απεικονίζονται  τινά  τούτων 
αριθ.  30-34. 

Τό  χρώμα  τοΰ  μαστοειδούς  σκύφου  άριΟ.  33.  ον  κοσμεί  ανά- 


—  81   — 


11 


Ό  ϋ•ησανρυς  των  Αντικυθήρων 


Ό  κ.  θεοχίίρης  εύηρεστήθη  νό.  μοι  πέμψτ]  λε- 
πτομερή  εγγραφον  γνωμοδότησιν  δια  τοΰ  πλη- 
ρέστατα συμφωνούντος  αύτω  άνθυποπ?ιθΐ(/.ρχου 
τοί3  Β.  Ν.  και  συνεργάτου  ημών  κ.  Π.  Τεδιάδου, 
γνωμοδότησιν,  Γις  συ(ΐπέρασμα  είναι  οτι  το 
πλοΐον  έξέπλευσεν  εξ  "Αργούς  . 

Χάριν  δε  των  ναυτικών  παραθέτω  ένταΰϋα 
μικρόν  χάρτην  τών  Άντικυ{)ήρο)ν,  σχεδια- 
σθέντα  έπιτοπίοκ  ύπο  τοϋ  ρηθέντος  άνΟυπο- 
π:λοιάρχου  κ.  Τεδιάδου  και  δεικνύοντα  ακριβώς 
το  μέρος  τοϋ  ναυαγίου  (Είκ.  Τ.'!). 

Άλλα  παρά  το  κύριον  ζήτημα  της  προε?^εΰ- 
σεως  τών  ΆντικυΟηραϊκών  πολύς  λόγος  έγέ- 
νετο  και  διάοροροι  γνώμαι  ύπεσττ]ρίχϋησον 
περί  τοϋ  χρόνου  καΰ '  δν  δυνατόν  να  έγένετο 
το  ναυάγιον,  περί  τοϋ  έξαποστεί?ιαντος  το  φορ- 
τίον  καΐ  τέλος  περί  τοϋ  τόπου  προς  ον  κατιιυ- 
Ό^ύνετο  το  πλοΐον. 

Άν  και  τα  ζΐ)τήματα  ταύτα  εχουσι  μάλ- 
λον ίστορικήν  ή  άρχαιολογικήν  σπουδαιότητα, 
άναγκαΐοΛ'  χΐεωροϋμεν  να  σημειώσωμεν  ολίγα 
τινά  περί  αυτών. 

Ευθύς  ο)ς  ήγγέλθη  και  έβεβαιώΟη  ή  ευτυχής 
άνακάλυ\|)ΐς  τών  Συ[ΐαίο)λ'  δυτών,  Γριλίίρχαιός  τις 
Αθηναίος,  υ  κ.  Χρυσάφ)ΐς,  ένεΟυμήΟη  καΐ  έδΐ|- 
μοσίευσεν  εν  τινι  έφημερίδι  τών  Άΐΐηνών  οτι 
ό  Λουκιανός  εν  τω  Ζεύξιδι(κεΓρ.3)  ομιλών  περί 


γλυπτός  στέφανος  έκ  μεγάλοιν  φύλλιυν,  είναι  άνοικτόν  κυανοΟλ'. 
Ό  ρ\ι<}μός  τοϋ  κοσμήματος  κα'ι  ή  καλή  κατασκευή  τοΰ  αγγείου 
τούτου  δέν  επιτρέπει  νά  καταβιβάσιομεν  αϋτύ  πέραν  τών  πριό- 
τ<ον  Ρϋϊμαϊκών  χρόνίον. 

Τό  μέγα  ποτήριον,  ούτινος  μόνον  εν  τε.μάχιον  εικονίζεται 
έπ'ι  τοϋ  πίνακυς  Η  αριθ.  32,  χαρακτνιρίζεται  διά  τοΰ  σχήματος 
της  λαβής  αΰτοϋ  ώς  έ'ργον  αναμφισβητήτως  Ελληνικών  χρό- 
νίον. Τό  χρώμα  τούτου  είναι  βαθύ  πράσινον,  εύρίσκομεν  δέ  τό 
σχή(ΐα  αύτοϋ  πρό  πάντων  εΙς  αργυρή  κύπελλα  τών  Ελλη- 
νικών   χρόνιον. 

' Αζΐ-Θ•.  34.  Εικονίζει  τεμάχιον  φιάλης,  ήτις  είχε  περί  τήν 
βάσιν  άνάγλυπτα  φύλλα  έν  εΐδει  άκτίνιον  και  υπό  τό  χείλος 
κατά  διαστήματα  μικράς  επιμήκεις  έζοχάς. 

Οί  μικροί  πολύχριομοι  κύαΰοι  άριΟ.  30-;!!  δέν  είναι  τοσού- 
τον καλής  κατασκεΐ'ής,  δ.πιος  τα  λοιπά  αγγεία. 

Πλην  τώ\'  π))λίν(θ\'  και  ΰαλίνοιν  σκευώ\•  ευρέθησαν  κα'ι  ολίγα 
έίρθαρμένα  αργυρά  ποτήρια  κιονικοΰ  σχήματος  κα'ι  μία  αργυρά 
οίνοχοΐσκη.  Ώς  κα'ι  τό  έν  Πίνακι  Θ  μεμονο)μένο)ς  εΊκονισ(ΐε- 
νον  άλαβάστρινον  άμφορίδιον  ΰψ.  0.13. 

Χαλκών  άγγεί(ον  μό\•θΝ'  μικρά  τεμάχκι  και  όλίγαι  λαβα'ι 
ευρέθησαν. 


Όαυμασίου  πίνακος  τοϋ  ζ(ογράφου  τούτου  τοΰ 
τοϋ  είκονίζοΛ'τος  τήν  θήλειαν  ίπποκένταιιρον, 
λέγει  τά  εξής:  «της  εικόνος  ταύτης  άντίγραφός 
έστι  νϋν  Άθήνησι  προς  αυτήν  έκείνην  άκριβεΐ 
τή  στάθμη  (ΐετενηνεγμένη•  τό  άρχέτυπον  δαύτο 
Σύλλας  ό  'Ρω[ΐαίων  στρατηγός  έλέγετο  μετά 
τών  άλλων  εις  Ίταλίαν  πεπομφέναι,  εϊτα  περί 
Μαλέαν,  οΐμαι,  κατάδυσης  της  δί^κάόος,  άπολί- 


„  ΙΓο». 


ΤΓοριιτι 


νανανίί^ 


ΕΙκών     73. 


οϋ^αι  άπαντα  και  τήν  γραφήν.  πλήλ'  αλλά  τι'ρ'  γε 
εικόνα  της  εικόνος  εΐδον,  κτλ. 

Έπειδί)  λοιπόν  τά  ΆντικύίΗ]ρα  ευρίσκονται 
όποοσδήποτε  «περί  Μαλέαν  και  παρά  τήν  όδον 
εξ  Αθηνών  εις  Ίταλίαν,  ό  Χρυσαφής  καΐ  ύ 
σπεύσας  νά  υίοθετήσΐ)  τήν  γνοηιην  αύτοϋ  Καβ- 
βαδίας ένό[ΐισαν  οτι  ανεκάλυι|)αν  τήν  τε  προέ- 
λευσιν  τών  άρχαιοτήτοιν  τών  ΆΛ'τικυθήρ(0Λ'  και 
τΟΛ'  χρόνον  τοϋ  ναυαγίου  αυτών.  "Εκτοτε  δέ  ή 
γνώμη  αϋτη  επεκράτησε  πανταχού  διαδοθεΐσα 
διά  τών  ανακοινώσεων  τοϋ  Καββαδία.  Κυρίως 
δέ  προς  ϋποστήριξιν  της  γνώ(ΐης  ταύτης  κατε- 
βλήθιι  και  ή  έν  τη  Άρχ.  Έφημερίδι  τε?.ευ- 
ταία  προσπάθεια  της  όσον  τό  δυνατόν  άρχαιο- 
τέρας  χρονολογήσεως  τών  αντικειμένων  τοϋ 
ναυαγίου. 


82  — 


ο   ι')Ί/ο(ΐυ(>ος   τών  Άντικνϋήροη' 


Κατά  τΓ|ς  γν(ό[ΐΐ]ς  ταύτης  ώς  (/|5αοί[ΐ()υ  (Ιντε- 
τά/ί)ΐ]ν  άλλοτε  ',  και  νΟν  ί^'  άποκροΓκτ)  (/.ητην 
ένεκα  κυρίως  τών  έξης  λό\'ί»ν. 

Εν  πρίότοις  εν  τω  /(ορίο)  τοΠ  Λοί'κκχνοΰ  δεν 
(/.ν(/.((  ί'πί-ται  Γη  ι  ιιιτά  της  εικόνος  εύρίσκοντο  έπΙ 
τοΰ  πλοίου  κ(ά  (χγ(ίλ|ΐατ(/.,  το  ί^ε  ιΐίτά  τών 
άλ?Μν ^  δύναται  νά  έ(ραρ[ΐοσί)Γ|  εις  άλλας  εικό- 
νας ζ(ογρά((  (ΐ)ν  ή  και  οί(/.δήποτε  ('ίλλα  λάιρυρα 
έξ  εκείνων  άτινι*  προσεπ()ρισεν  απτώ  ή  έν  ε'τει 
^ϋ5  π.  Χ.  ά?ι.ωσις  και  λεηλασία  τ(Τ)ν  Αί)ηνών. 
Άλλ'  είναι  τ(')σον  ((υσικόν  το  νά  (ϊ((  ηρεσε  και 
αγάλματα,  οίστε  πτενι'ι  τις  ερ[ΐηνεί(Λ  τοΰ  ανώ- 
τεροι κειμένου  τοΰ  ^\.ουκιανοϋ,  ιχποκλείουσα 
τα  (ίγΐίλματα,  Όά  ήτο  βεβαίως  τολμηρά  αν  μη 
(ίδικ(λΐο/.υγΐ]τος.  Δέον  (ίμως  νά  σημεκοϋη  πρώ- 
τον ιιεν  ότι  ό  άφαιρέσας  το  άρχέτνπον  της  εικό- 
νος Σύλλας  και  </.\'τ'  αύτοΰ  άντίγραψον  (/.ΐ)  η- 
σας  τοις  Ά{)))ναίοις,  δεν  ϊ)ά  άιρηρει  βεβαίως 
τον  έσμόν  τών  αντιγράφων  άγαλμί'αιον,  άτινα 
περιείχε  το  έν  ΆντικυΟήροις  ναυαγήσαν  πλοΐον, 
ίνα  άφήστ)  τα  προ^τότυπα  εις  τους  παρ'  αύτοΰ 
ληστευθέντας  "Ελ?αινας. 

Δεύτερον  δε  πολλά  τών  (ίνελκυσθέντίον  αντι- 
κειμένων ανήκουσι  προφανώς  εις  χρόνους  κατά 
αιώνας  όλους  μεταγενεστέρους  της  εποχής  τοΰ 
Σύλλα.  Είναι  αληθές  ότι  ύ  συντάξας  την  έν  τή 
Άρχ.Έφημερίδι  περιγραφιιν  τών  αγγείων  νεα- 
ρός αρχαιολόγος  κ.  Κ.  Κουρουνιώτης  προσπα- 
θεί νά  άποδείξΐ]  το  έ\'αντίον,  τούλάχιστο\'  ώς 
προς  τά  αγγεία  καΐ  λοιπά  μικροτεχνήματα,  αλλ' 
(ίύτός  ούτος  αναγκάζεται  ένιαχοΰ  νά  όμολογήση 
(ϊδε  σελ.  81)  ότι  μεταξύ  τούτων  υπάρχουσί  τίνα, 
ων  ή  χρονολογία  ορίζεται  «μέχρι  τοΰ  2°^  μ. Χ. 
αιώνος».  "Αν  δε  άντι  νά  ζητή  προς  στήριξιν 
τής  γνώμης  αύτοΰ  παραδείγματα  έξ  Αιγύπτου 
ήρεύνα  έν  αύτώ  τώ  Έϋνικώ  Μουσείω  τών 
Αθηνών,  θά  εύρισκεν  έν  αύτώ  κατατεθειμένα 
αγγεία  απαράλλακτα  προς  τά  Άντικυθηραϊκά, 
προερχόμενα  έκ  τάφων  τοΰ  Γ'  και  Δ'  αιώνος 
μ.  Χ.  -.    Γενικώτερον  δ '  ερευνών  το  ζήτη  μα  θ  ά. 


είίρισκεν  ότι  δεν  υπάρχει  σχεδόν  έν  τυΐς  Άντι- 
κυίΐηραϊκοΐς  τύπος  αγγείου,  όστις  νά  [ΐΐ)  ήτο 
έν  κοινή  χρήσει  κατά  τους  τεσσάρας  πρώτους 
αιώνας  μ.  Χ.  ΈπΙ  τοΰ  ζητήματος  τούτου  {)ά  επα- 
νέλθω έν  ϊδίω  παραρτή[ΐατι  περί  τών  άγγείο^ν 
τούτων  καΐ  ίδίϋ)ς  περί  τών  λίαν  χαρακτιιριστικών 
Γιαλίν(ΐ)ν.  Άλλα  και  ή  λεπτομερέστατη  μελέτη 
τών  γραμ[ΐάτο)ν  τής  έπιγραηής  τοΰ  αστρολά- 
βου, κυρίιης  δ'  ή  σύγκρισις  αυτών  προς  τά 
ίσοιιεγέθη  έπΙ  ύμοίας  ΰ/αις  καΐ  δι' ομοίου  τρό- 
.τοιι  χαραχθέντα  γρά[ΐματα  τών  χαλκών  έλλη- 
νικυ)ν  νομισμάτων  έδίδαξέ  με  ότι  ό  αστρολά- 
βος ανήκει  κατά  πάσαν  πιθανότητα  εις  τους 
χρόνους  τοΰ    Γορδιανοΰ    Γ'   και  λίαξιμίνου'. 

Επίσης  εις  τον  Γ'  αιώνα  μ.  Χ.  ανήκει,  κατά 
τήνγνώ[ΐην  μου,  καΊ  ή  νομισματόμορφος  μολυ- 
βδίνη  σφραγις  άρ.  97,  ϋ)ς  καί  τίνα  άλλ(/.  τών 
άνελκυσθέντων,  θεοιρώ  δ'  όμοις  περιττόν  νά 
έπιμείνο)  έπΙ  τοΰ  χρονολογικού  ζητήματος  τού- 
του ένεκα  τής  σχετικώς  σμικράς  αύτοΰ  αρχαιο- 
λογικής σημασίας. 

"Αλλοις  δε  κ(χι  το  όλον  τοΰ  ευρήματος  δεν 
αρμόζει  εις  φορτίον  τής  εποχής  τών  προ)τϋ)ν 
Ρωμαίων  κατακτΐ]τών,  αλλά  μάλλον  είς  ους 
χρόνους  ή(ΐεΐς  θέτοιιεν  αυτό. 

Αληθώς  έν  αύτώ  παρά  τά  χαλκά  προ^τότυπα 
έ'ργα  τών  καλών  τής  τέχνι^ς  χρόνο^ν,  οία  ύ  Περ- 
σεύς, ό  Δεινίας  καΐ  οί  λοιποί  χα?^κοΙ  σύντροφοι 
αυτών,  βλέπομεν  μέγα  πλήθος  τυχαίο)ν  μαριια- 
ρίνων  άγαλμάτιον  αντιγράφονται  ν  προηότυπα 
χαλκά,  ήτοι  (/.ντίγραηα  άτινα  βεβαίο)ς  ούδεΙς 
τών  πρώτοη'  Ρωμαίων  αρπάγων  τών  γλιχομέ- 
νων  έκ?χκτών  ελληνικών  άγαλμάτοιν,  οίοι  οί 
Σύλ?ιας,  Ούέρρης.  Δολαβέλλας,  Σεκοΰνδος  Κα- 
ρίνας, Νέρων  κ/„π.,  θά  ήρπαζον,  άφ'  ου  εΐχον 


'  "Ιδε  τά  άρθρα  μου  Πότε  και  υπό  τίνος  άφχιρέΟησαν  τά 
αγάλματα  τών  Αντικυθήρων  ί\"Αστει  3  και  4  Μαρτίου  1901 
(άρι*.  ;5704-;}705). 


■'  Τοιαύτα  π.  χ.  είναι  τά  μνημόνευα ^ιενα  έν  τοις  ΙΙρακτ. 
τής  Άρ/αιολ.  Έταιρ.  έτ.  1897  σελ.  80.  έκ  τής  ανασκαφής 
πέριξ  τοΰ  ναοϋ  τής  "Αγρας. 

'  Χαρακτηριστική  εΐναι  ή  σύγκρισις  τών  γραμμάτων  τής 
επιγραφής  τοΰ  αστρολάβου  .τρός  τάς  έπιγραφάς  Αθηναϊκών 
νομισμάτο^ν  τής  εποχής  ταύτης,  εύρεθέλ-τοιν  εσχάτως  έν  Έ/,*υ- 
σΤνι  εις  μέγα  -πλήθος.  "Ιδε  ταϋτα  δημοσιευθησόμενα  προσε- 
χώς έν  τώ  πριότω  τεύχει  τής  έμής  Διεθν.  Έφηιι.  τής  Νομισμ- 
Άρχαιολ.  τοΰ  1904. 


83 


Ό  ϋησανρός  των  Άντικν&ήρων 


εις  τιιν  διάΟεσιν  αύτώλ'  τους  [ΐεγά?ιους  ■θιισαυ- 
ρούς  πρωτοτύπων  αριστουργημάτων  πασών  τών 
Έ?^.ηνίδων  πόλεων.  "Ολως  τουναντίον  τά  έ| 
Άντικυβι'ιρίΰν  αντίγραφα  ταϋτα  εΐ\'αι  έ|  εκεί- 
νων, ατινα  οι  υπό  τών  ρωμαίοιν  λΊ]στευόμενοι 
"Ελλΐ|νες  εΰετοΛ'  έπΙ  της  θέσεοις  τών  αφαι- 
ρουμένων χαλκών  πρωτοτύπων  τοϋτο  δε  δει- 
κνύουσι  και  τά  περίεργα  ?^εκανοειδή  βά{)ρα 
αυτών  (Πί\'ας  ΧΙ\^  5),  τά  ποιη{)έντα  προφανώς 
ϊνα  έπΙ  τών  μετά  την  αφαίρεσιν  τών  χαλκών 
πρωτοτύπων  άπομεινάντοιν  αρχαίων  βάί}ρο)Α' 
έπιτεθώσιν  ασφαλώς  τά  νέα  (/.ντίγραφα  χ(ορΙς 
νά  παραμορφωθώσι  τά  βάθρα  ταΰτα  '. 

Απαράδεκτος  επίσης  καΐ  ουδέ  καν  συζητή- 
σε(ι)ς  (/.ξία  φαίνεταί  [ΐοι  ή  αλλί]  εκείνη  γνώ[ΐη 
τοΟ  Καββαδία,  οτι  τά  ΆντικυΟηραϊκά  ϋά  ήρπά- 
γησαν  πανταχόθεν  υπό  πειρατών  και  {)'ά  συλ-ε- 
λέχ{)ησαΛ'  έ\'  Μήλοο  οΰση  κατ'  αύτόχ'  αποθήκη 
τοΰ  διαμετακομιστικού  τών  πειρατών  εμπορίου 
τώνάρπαζθ[ΐένο)ν  άγαλμάτ(ΰν(!),  και  ότι  εκείθεν 
Οά  έπεβιβάσΟιισαν  ϊν'άποσταλώσιν  εις  Έώμην. 
ΤΙ  άφαίρεσις  και  [ΐετακό[ΐισις  τών  άντικειμέ- 
ΛΌ)ν  τούτων  άπήτει  ιιηνών  ήσυχον  έργασίαν, 
έ\'ώ  ()[  πειράται  εφιευγον  διαρκώς  προ  τών 
στόλων  της  Τόδου  και  Τ(ό(ηις  κτλ.  ώς  Όύελλα 
έπιπίπτοντες  είς  τάς  πόλεις  και  ώς  θύελλα  επί- 
σης ταχέως  απερχόμενοι. 

Άλλ'  ουδέ  έ[ΐπόρου  Ίδιο)του  φιόρτος  φαίνε- 
τΐίΐ  Αα'  ύ  ΆνηκυΟηραϊκος  Οιισαυρός. '-'  Ουδείς 
βεβαίως  ίδΐ(ότ)|ς  θά  ήδύνατο  τ(')τε  νά  πορισΟΓ] 
εν  τοις  ιι.  Χ.  χρόνοις  και  δη  άποσπών  και  κατα- 
β  ι  βάζων  εκ  τώ\'  β(/.{)ρο)ν  (/.ύτών  το  [ΐέγα  πλήθος 
τϋη'  χαλκών  πρωτοτύπων  έργων  τοΰ  Δ'  και  Γ' 
π.  Χ.  αιώνος,  άτινα  περιέχει  το  εύρημα. 

Πρρ'ι  τπΟ  τρόπου  τούτου  τΓ|ς  έπ'ι  άρχκίίιιν  γυμν(ι)Οέντ(υν 
|!(ί\Ίρ<.ιν  έΜΐϋΐ:-σρο)ς  αντιγράφων  έγραψα  είδιχοηερον  έν  τω 
Άατει  της  17  Λεκεμβρίου  1902. 

■  Τοιούτον  ((όρτον  ευρίοκιιι  μνιμιονευόμενον  έν  τω  έξης  λίαν 
άξιοαιμιεκότιι)  /,υ)ρίο)  Φιλοστράτου,  τά  ές  τό\•  ΤυαΛ'έα  Άπολ- 
λ(ϋ\•ιο\•  .')  20,  !>;! :  Καταβάς  δέ  (ό  'Απολλώλ'ίος)  ές  Πειραιά  ναϋς 
μεν  τις  ωρμει  προς  Ιστίοις  οΰσα  και  ές  Ίο)\•ίαν  άφήσουσα,  ό 
δ'  έμπορος  οϋ  'ξυνεχώρει  έμβαίνειν,  Ίδιύστολον  γαρ  αυτήν  άγειν. 
Έρομένου  ήέ  τοΰ  Άπολ?.ωνίου  <  τίς  ό  φόρτος;»  θεών'  έ'φη 
«αγά?.ματα  (Ιπάγω  ές  '1ω\•ίαν,  τά  μέν  χρυσοϋ  κα'ι  λίθου,  τά  δέ 
Ε^'"Γ"'>'':ος  και  χρυσοϋ.  >  ■  'Ιδρυσόμελ'ος  ί'ι  τί ;  •  άποδιυσόμενος» 
ε((η  '  Γοί;  (Ιουλομένοις  ΊδρΰεσΟαι     κτλ. 


"Ολο)ς  τουναντίον  το  δλον  τοΰ  Άντικυί))]- 
ραϊκοϋ  {Η]σαυροϋ  δεικνύει  οτι  πρόκειται  περί 
τίνος  συλλήβδην  απαγωγής  πάντων  τών  εν  πόλει 
τινί  άνακειμένων  έργων,  πρωτοτυπούν  και  μη, 
καλών  και  ευτελών,  γενομένης  δέ  βασιλική  τινι 
διαταγή  δια  μακράς  εργασίας  καΐ  δη  μετά  τον 
Γ'  μ.  Χ.  αιώνα.  Άλλ'έν  τή  εποχή  ταύτη  τοιαύτη 
τις  συλλήβδην  άφ)αίρεσις  τών  καλλιτεχνημάτων 
τώΛ'  διαφόροιν  πόλεων  είναι  [ΐόνη  ή  γενομένη 
ύπο  Κωνσταντίνου  τοΰ  Μεγάλου,  δτε  κατά  τά 
έτη  328-ί533  μ.  Χ.  κτίζων  την  παμμεγέΰη  νέαν 
αύτοϋ  πρωτεύουσαν  Κωνσταντινούπολιν,  διέ- 
ταξε την  συλλήβδην  άπο  πασών  τών  πό?.εων 
Ανατολής  καΐ  Λύσεως  και  θεμάτων  μετα- 
φοράν  είς  την  κτιζομένην  πρϋ)τεύουσαν  από 
πάσης  επαρχίας  και  πόλεως  εΐ'  τι  έργον  ήν  εύ- 
κοσμίας  και  άνδριάντοιν  και  χαλκού  και  μαρμά- 
ρου ^  >,  ούτω  δέ  συνήθροισε  «πάντα  τά  χα/.- 
κουργή[ΐατα  και  τά  ξόανα  εκ  διαφόρων  πόλεων 
καΐ  τόπων -■^>.  Βρίθουσιν  οι  Βυζαντινοί  ιστορι- 
κοί και  χρονογράφοι  λεπτομερειών  •'  περί  τής 
τεραστίας  ταύτης  [ΐεταφοράς  τών  αγαλμάτων, 
δι'  ων  έπλΊ]ρώθη  ή  νέα  Έο')μη.  Όπόσον  δέ  ή 
αρπαγή  ήτο  γενική,  δηλοϋσιν  αϊ  λέξεις  τοΰ  θείου 
Ιερωνύμου  «Οιτιηε»  ίΐίπηι  ροηο  ηΓΐΐ68  ηικ1ίΐ8«θ, 

Ιΐΐ  811Η1Τ1   ΝονίΐΐΏ    ΚοΠΙΛΙΠ   ΡΧΟΠΙίΙΓθΙ: ». 

"Οτι  δέ  και  το  έν  Άντικ^ϊθήροις  ναυαγήσαν 
πλοϊοΛ'  μετά  φορτίου  (/.γαλμ(/των  ήτο  έν  τών 
συνεπεία  της  διαταγής  ταύτης  τοΰ  Κωνσταντί- 
νου πλεόντων  προς  τίρ'  Κ(ιΐ\'πτ(ίντινούπολιν,  μαρ- 
τυρεί ευτυχώς  σαφέστατα  περίεργόν  τι  και  μέχρι 
τούδε  [ΐή  παρατι^ρηθέλ-  γεγονός.  Μεταξύ  τών 
ΆντικυθιιραϊκώΑ'  (/.ρχαιοτήτων  εύρέ€ησα\',  ώς 
ε'ίδομεν  (αρ.  104  —  1<•5),  πλείστοι  κα?Λ)πτήρες 
και  στρωτήρες  στεγών  αρχαίων  ο'ικοδο^ιημάτων, 
το  ευρη[ΐα  δέ  τούτο  είς  [ΐεγά?ι.ην  ένέβαλεν  (ίπο- 


'  Θεοφάνους  χρονολογία,  έκδ.  Βυ\νΐ)ς. 

-  Κθ)δινός,  περί  αγαλμάτων,  στηλών  και  θεαμάτων  Κων- 
σταλτινου,-τόλειος  σελ.  19,  έκδ.  Βόννης. 

■'  Εΰσεβ.  Βίος  Κωνσταντ.  3,  54.  —  Σ(οζόμεν.  2,  5.  —  ΖιΟσιμ. 
5,  24,  9.  —  Μαλαλάς  13,  319.  —  Κωδινός  σελ.  19,  20,  -16,  52, 
54,58,04. —  Ανώνυμος  παρά  Β&ηόιΐΓί,  ΙηιροΓίυηι  ΟΓίυιιΐ.τΙο, 
έκδ.  Παρισίων  1711.  Τομ.  1.  4.  Λ.  Β.  βιβλ.  3,41,  Λ  και  06. 
"Ιδε  κα'ι  τά  έν  τη  αύτη  συλλογί)  αελ.  1.-^5-174  έπιγρ(ί.μματα.  — 
Πρβλ.   κα'ι  2.  Βυζαντίου,   Κι•η•σΓαντινοϋ,τολις  1.  53. 


84 


Ό  '&ησαυρυς  των  Άντικνϊ^ήροη• 


ρίίχν  πάντας  τονς  (χρ/αιο^ιόγους  (χγνοοΰντας, 
τί  Λ'ά  υποΟκπίιίπι  πι  οι  τοΰ  κατ'  αυτούς  'Ρ(ο- 
μαίου  στρίίτιρ/οΰ  ί|  ί|ΐπόροΐ)  <ίγ(χλ|ΐ(ίτο)ν,  τοΰ 
σίΐΛ'  τοις  πο^αιτίμοις  (ίγάλμασιν  (ίπαγαγόντος  τός 
εύτε?^εΐς  ταύτας  κερα[ΐίδας!  Και  ()((0)ς  ί|  (ί.((  (/.ί- 
ρεσις  αι"τΐ|  των  κερα|ΐίί)(ΐ)ν  στργών  τ(7)ν  ναόη' 
είναι  εν  τών  κοριοτάτων  χαρακτιιριστικών  της 
αρπάγης  Κωνσταντίνου  τοϋ  Μεγάλου,  εις  ην 
άπεί^όΟ))  καΐ  ή  πρυίΐεαις  της  καταστροφής  τών 
ιερών  τών  εθνικών  οΰτως  ό  βιογράίρος  αύτοΰ 
Εύσεβιος  ί^ιηγούμενος  τα  κατά  την  ποάξιν 
ταύη]ν  τοϋ  Κωνσταντίνου,  εν  τω  κεηαλαίίο 
«Εί()ο3?αων  και  ξίχίίνων  παντα/οΰ  κίίτάλυσις  , 
γράίρει  χαίρηίλ'  επι  τη  συ(ΐφορά  ταΰτη  τών 
είδίολολατρών  Ελλήνων,  δτι  •ί"Εν&εν  είκότως 
έγυμνοντο  μεν  αντοΐς  τών  κατά  πόλιν  νεών  τά 
προπύλαια,  ϋ^υρών  έρημα  γινόμενα  βασιλέως 
προστάγματι,  έτερων  ο'  ή  έττΐ  τοϊς  όρόοοις 
«ίτέγη,  τών  καί^,υπτήοων  άΛαιρον^ιένων. 
"Αλλων  τά  σεμνά  τών  ειδωλίων  γ^αλκουργήματα 
κτλ.  >.  Φυσικά  δε  οι  βασι?».εως  προστάγματι 
αφαιρούμενοι  καλυπτήρες  τών  άρχαίο)ν  ναών 
έφέροντο  [ΐετά  τών  αγαλμάτων  εις  Κ(1)\'στα^'- 
τινούπολιν  δχι  μόνον  (ος  [ΐαρτύριον  της  εκτε- 
λέσεως τοΰ  βασιλικού  προστάγιιατος,  άλ?ιά  και 
ο)ς  (δυνάμενοι  νά  χρησιμοποιιμίώσιν  εις  τάς  στέ- 
γας  της  νΰν  δι'  έτοί[ΐων  πανταχόθεν  άποσπα- 
σθέλ'των  υλικών   ανεγειρόμενης  πόλεως. 

Δεν  αναφέρονται  όνομαστι  αϊ  πόλεις,  προς  ας 
απεστά?αι  ή  διαταγή  αΰτη  τοΰ  Κοινσταντίνου, 
δτι  δ'δμως  μεταξύ  αυτών  ήτο  το  "Αργός,  είναι 
απολύτως  βέβαιον,  άφοϋ  ή  μεν  διαταγή  απε- 
στάλη προς  πάσαν  τοΰ  Κράτους  χώραν,  έπαρ- 
χίαν,  Οέ(ΐ(ί  καΐ  πόλιν  Άνατο?νήςτε  καΐ  Δύσεως», 
το  δε  "Αργός  δχι  μόνον  έβριθεν,  εϊπερ  τις  και 
(χλ?ιη  πόλις,  άγαλμάτοιν,  αλλά  καΐ  έλέγετο  μΐ)- 
τρόπολις  τοΰ  .παλαιού  Βυζαντίου  ',  κατέχουσα 
έργα  παριστώντα  θεούς  καΐ  ήρωας  δυναμένους 
προσφυώς  νά  κοσμήσωσι  τή\'  νέαν  μορφήν  της 
αποικίας  αυτής  Βυζαντίου. 

Άλλ'  ει  καΐ  δεν  έ'χομεν  σημαντικόν  κατάλο- 
γον  τών  πόλεων,  προς  ας  απεστάλη]  ή  δκίταγή 

'  Άρχαιολ.  Έφημ.  1889  σελ.  ΊΊ. 


εκείνη  τοϋ  Κοινσταντίνου,  γνίορίζομεν  δ'δμως 
τά  όλ'όιια,τίχ  (ΐεγίίλου  πλήίΚ)υς  π()λεων,  ών  τά 
καλλιτέχνη [ΐατα  εφϋαααν  εις  Κίονσταντινούπο- 
λιν.  Οί  χρονογράφοι  (σελ.  Η4  σημ.  ','ή,  ή  συλλογή 
τών  έπιγρα[ΐμάτο)ν  κί/.ϊ  αί  λοιπαι  πιιγαΐ  άναφέ- 
ρουσιν  άπειρα  καλλιτεχνήματα  κομισΰέντα  τότε 
εις  Κωνσταντινούπολιν  έκ  Ρο'ηπις,  Σικελίας, 
Δίοδίόνΐ];,  ;\ε/.([ών,  Βοΐίτ)τίας.  Αθηνών,  Έ/χυ- 
σΐνος,  Κορίνθου,  Όλυμπίας,  Κρήτης,  Λήλου, 
Ρόδου,  Σάμου,  Χίου,  Κύπρου,  Κνίδου,  Μύνδου, 
Σμύρνης,  Ιλίου,  Εφέσου,  Περγάμου,  Κυζίκου, 
Νικομηδείας,  Ήλιουπό?νεοις,  Καισαρείας,  Τυά- 
νων,  Τράλλεων,  Σάρδεων,  Σεβάστειας,  Σατά- 
λων,  Χαλδείας,  Αντιοχείας,  Άτταλείας,  Ικονίου 
και  πλείστων  ά/.λων  .πόλεων,  ονόεμιάς  έξαιρου- 
μένΐ]ς  τών  γνο3στών  ο)ς  έχουσών  ποτέ  σπουδαία 
καλλιτεχνήματα,  ούδε(αάς  ηλην  τοΐ;  "Αογονί•! 
Προς  δε  ένω  έ'χομεν  εν  Κωνσταντινουπόλει 
κομισθέντα  άπειρα  αγάλματα  ήρώοιν,  άΟλ^]τών, 
σο((ών  και  ποιητών,  (ί)ν  καΐ  έκ  τών  όνομάτοιν 
(ΐόνον  ήδυνάμεΟα  νά  ιιαντεύσωμεν  τήν  πατρίδα 
και  προέλευσιν,  ούόεΐ'  υπάρχει  τοιοΰτον  περί  ον 
νά  ήδννάμεϋα,  εστο)  κηΐ  κατ'  εικασίαν,  νά  εΐπω- 
μεν  δτι  προέρχεται  έξ  "Αργούς,  ουδεμία  δηλαδή 
είκών  Άργείου  αθλητού,  ποΐ)]τοΰ  ή  ήρωος  τοις 
Άργείοις  μόνοις  ιδιάζοντος.  Ταϋτα  δύναιιαι  Λ'ά 
βεβακόσοί  μετά  έ.πίπονον  ιιελέτην  και  έξάλτλ)]- 
σιν,  νομίζω,  πάσης  σχετικής  πηγής. 

Λιατί  λϋΐ.πόν,  έρωτα  τις,  ή  άποναίο.  αΰτη  έκ 
Κωνσταντινουπόλεως  μόνον  τών  έ|  "Αργούς 
καλλιτεχνιιμάτων:  Τί  ά.πέγιναν  ταϋτα  και  διατι 
ουδέν  εξ  αυτών  εύρίσκομεν  έν  Κίονσταλτινου- 
πόλει  παρά  τήν  και  προς  το  "Αργός  βεβαίο^ς  ά.πο- 
σταλεΐσαν  διαταγήν  τοϋ  Κωνσταντίνου;  Άπάν- 
τιισιν  εις  τήν  άπορίαν  ταύτην  παρέχει  ή  θάλασσα 
τώλ'  ΆντικυθήρωΛ',  ήτις  κατέ.πιε  το  κομίζοΛ' 
ταϋτα  εις  Κοινσταντινού.πολιν  μέγα  πλοΐον. 

Το  δτι  δε  τά  ΆντικύΟι^ρα  δεν  κείνται  έπΙ 
τής  μεταξύ  "Αργούς  καΐ  Κωνσταλ'τίΛ'ουπό/χως 
θαλασσίας  όδοΰ  δεν  εΐναι  επαρκές  επιχείρημα 
κατά  τής  γνώμης  ημών,  άφοϋ,  ως  με  διεβεβαίω- 
σαλ'  λ-αυτικοί  άνδρες,  πλοΐον  πλέον  [ΐεταξύ  "Αρ- 
γούς καΐ  Σουλ'ίου  καΐ  ά.πολέσαν  έ'νεκα  σφοδράς 


85   — 


Ό  ϋ'ησαυρός  των  Άνηκν&ήρων 


τρικυμίας  τα  ιστία  η  το  πηδάλιον  δύναται  να 
έξοκεί?ιΐΐ,  υπό  τοϋ  βορρά  ώθούμενον,  ακριβώς 
είς  τί)  ση  μείον  έκεΤνο  των  Αντικυθήρων  ένθα 
έγένετο  τύ  ναυαγών  (ιδέ  τον  γεωγρα(|:  ικόν  χάρ- 
την).  Ή  δύναμις  τοϊ3  Ποσειδώνος  ούδένα  χαλι- 
νον  αναγνωρίζει.  Οΰτως,  ϊνα  (χναφέρω  ναυά- 
γιον  γΛ'ωστόν  τοις  αρχαιολόγοις,  τίς  ήδΰνατο  να 
φαντασΟϊΐ  τύ  ύπ' αυτής  της  επισήμου  εκ{)έσεοκ 
τοΰ  "Αγγλου  πλοιάρχου  τοϋ  εις  Κύθηρα  ναυα- 
γήσαντος  πλοίου,  τοΰ  άπάγοντος  εξ  Αθηνών 
είς  την  Δύσιν  τα  περίφημα  μάρμαρα  τοϋ 
Έλγίνου  ',  μαρτυρούμενον  ομοιον  γεγονός,  δτι 
δηλ(ίδίι  πλοΐον  το  όποιον  διεβη  ί'ιδη  τό  στε- 
νί)ν  τοϋ  Μαλέα  και  εφθασεν  ηνριοόρομηϋν  τί|\' 
νύκτα  είς  το  Ταίναρον  άκρωτήριον,  ευρίσκει 
αιχρνης  ώντίΟετον  σφοδρόν  άνε((ον  δυτικόν, 
άνε[ΐον  μεταβληϋέντα  την  έπομένιι\'  ποωΐαν 
είς  ΔΒΔ,  άναγκάσαντα  δε  τό  πλοΐον  κατ'  αρ- 
χάς μεν  να  απομάκρυνση  πλαγιοποροϋν  40 
δλα  μίλια  από  τοϋ  Ταινάρου,  έπειτα  δε  νη  όπι- 


'  ϊαύτην  έδημοσίευσεν  εν  τΓ|  γνιυστϊι  αΟτοϋ  μελετί)  περί 
τοΗ'  Έ?.γινεί<ον  μαρμάρων  ό  κ.  Α.  Μιιλιαρ(ίκΐ|ς.  Ή  αιΊτή  έ'κΟε- 
σις  έδημοσιεύθη  κατ'  άλ?.ο  αντίγραφαν,  εν  τφ  φύλλω  τής  18 
Φεβρουαρίου  1!)01,  αριθ.  ΙΠ^:!  τι'ις  εν  Ζακύνθω  έκδιδομεΛίις 
εφημερίδος     Ελπίδος-. 

-'  Ευτυχώ;  έδιδάχίΐην  βασίμίος  παρ'  ανδρών  ειδικών  περί 
την  έξερεύνησιν  τών  ίίαλαασίιον  βιιβών.  μεθ'  (Τ)\'  έμελέτησα  τό 
ζήτημα  τής  άνελκύσειος,  ότι  τό  έργον  τοί^ιτο  είναι  πολύ  εϋχε- 
ρέστερον  ή  όσον  κοινώς  νομίζεται,  προς  δέ  ότι  δεϊται  δαπάνης 
σχετικώς  έ?.αχίατΐ|ς.  ΆρκεΙ  νά  μί|  γίνΐ)  έκ  νέου  χρήσις  τών 
αϋτιον  καταδυτικών  στολοιν  τών  (Τ.πογγο.λιέιον,  αϊτινες  είναι 
έλαφρα'ι  κ(ΐί  κατάλληλοι  μό\Όν  προς  ευχερή  περιπλάνΐ)σιν  έν 
τώ  βυθώ  δι'  άνίχνευσιν  οπόγιοη•,  υϋχί  δέ  και  .προς  μακράν 
έ\•  αϋτώ,  κ<ιί  μ(ίιλιατα  είς  μέγ<χ  βάθος,  παραμοχ'ήν  και  έργασίαν, 
οία  απαιτείται  έν  ΆντικυΟήροις.  Πρύς  τοιούτους  σκοπούς 
έχουσιν  έφιευρεθή  πολύ  τελειότεραι  καταδυτικα'ι  στολαί  άντέ- 
χουσαι  επί  μακρόν  εις  μεγάλας  πιέσεις  έν  τώ  βυΟώ,  μάλιστα 
δέ  έκεΐναι,  (ο\'  χρήσιν  ποιείται  τό  Άγγλικόν  Ναυαρχεϊον,  αΐ 
γΛ'ωσταί  υπό  τό  όνομα  «  ΓΙιο  ΒυοΙιαηαη-ΟϋΓΐΙοη  ραΐοηΐ  ιΐκερ 
ίοα  άίνίηζ  (1γ<;58».  ('Αριθ.  78  τοΰ  κατα?^όγου  τών  8ίο6ϋ,  Οογ- 
ηι&η  άπα  (.-°,  5υϊ)ηιαη'ηο  Επίτΐηοίτ;;  Ιο  ΐΗβ  ΑιΙπΊΐΓπΙΙγ  ΝΥ&γ  Οίΐίοε 
(Ι^οηάοη,  ΒΓΪά^ι;  Κι^αά). 

Ώς  άριστον  δέ  γνώστην  και  δυνάμενον  κάλλιον  παντός 
άλλου  νά  εκτέλεση  τήν  άΑ'έλκυσιν,  σιη'ΐστώ  τοις  άρμοδίοις, 
τόν  κ.  Λε(»νίδα  δήμαρχον  Σπετσών  κα'ι  άδελφόν  τοϋ  νϋν  προέ- 
δρου τής  Βουλής,  επιστημονικώς  άσχολούμενον  .προς  έξερεύ- 
νησιν  τώ\'  βυθών  και  πολλά  σπογγαλιευτικά  πλοία  κατέχοντα, 
όστις,  ώς  προφιορικώς  και  έγγράφιος  μοι  έδήλ<ι)σεν,  έν  πληρέ- 
στατη γνοίσει  ιον  τοϋ  βάθους,  είς  δ  ευρίσκονται  α'ι  άρχαιότΐ]- 
τες,  αναλαμβάνει  αφιλοκερδώς  ^■ά  ανέλκυση  ασφαλώς  πάν  6, τι 
ευρίσκεται  έν  αϋτώ  μέχρι  βάθους  όχι  μόνον  35•  <''ί  ■'^ά  Αντι- 
κυθηραϊκά,  αλλά  και  45   όρΊοιιών. 

ΠΡ0ΣΘΗΚΑ1 

Είς  τήν  βιβλιογραφίαν  σελ.  17,  σημ.  προσθετέα  τα  έκτοτε 
δημοσιευθέντα : 

Α.  Δ.  Κεραμοπούλου,  ΑΙ  έποινυμίαι  τών  άγαλμάτιον  και 
ό  "Εφηβος  τών  Αντικυθήρων  κρινόμενος.  Έν  Αθήναις  1903, 
σελ.  04. 


ο'&οδρομήσΐ]  πάλιν  προς  τήν  Άνατολήν  καΐ  τέλος 
νά  ναυαγήση,  ποΰ ;  εΙς  τά  Κν&ηρα  ! 

Άλλα  τά  συμπεράσ[ΐατα  τής  μελέτιις  ημών 
ας  διαψεύσ|]  ή  ας  επικυριόση  ή  μέλλουσα  τοϋ 
βυΟοϋ  έρευνα  Γ]  τών  σοφών  ή  μελέτ)ΐ.  Τό  γε 
\'ϋλ'  σπουδαΐον  και  επείγον  εΐναι  ή  αντί  πάσης 
ΰυσίας  έπανάληψις  τών  εργασιών  τής  ανελκύ- 
σεως, ϊν'  άνασυρΟΓ)  ό  μέγας  (χριθ[ΐός  τών  μεγά-- 
λων  χαλκών  αγαλμάτων,  υ  έν  τω  βυθω  ευρι- 
σκόμενος, ώς  ασφαλώς  μαρτυροϋσι  τά  θαυμά- 
σια τήν  έργασίαν  καΐ  διατήριισιν  άκρα  αυτών, 
τά  μέχρι  τοϋδε   άλ-ελκυσθέντα  "-'. 

Πάσα  νέα  άναβολί)  τής  έρεύνης  τοϋ  βυθοϋ 
και  ή  από  τίνος  παρατηρούμενη  λήθη  τοϋ  πράγ- 
ματος είναι  πάνυ  επιζήμιος  τή  επιστήμη  καΐ  τή 
δόξη  τοϋ  ΈΒνικοϋ  Μουσείου  τής  πατρίδος 
ημών,  τοΰ  νϋν  τόσον  άπροσδοκήτως  πλουτι- 
σθέντος  δι'  αντικειμένων  (ίντιπροσωπευόντων 
λαμπρώς  [(ί(/.\'  τώ\'  ενδοξότατων  καλλιτεχνικών 
σχο?ιών  τής  αρχαίας  Έλλ(/.δος. 


κ.  τ.  ΡγοβΙ,  ΓΗι;  ϊΐηΐιιυδ  ίΓοιη  ί'οπβοΙΙυ;  Ιουπιαΐ  οί  ΗοΠ. 
8ΐυ(1ίθ5  νιιΐ.   1903   μ    217  —  236. 

Ο.  λνΗΐιΙδίβίη,  αυτόθι  έν  τοις  Πρακτικοίς  τής  Εταιρείας 
σελ.  XXXVIII— XXXIX. 

Είς  σελ.  24.  Αγγειογραφία  (Είκ.  77)  Περσέως  επιδεικνύον- 
τος τήν  κεφαλήν  τής  Μεδούσης. 


ΕΙκών    74- 


ΕΙκών    75. 


Είκών     76. 


ΕΙκών     77. 


Εις  σελ.  (54.  Παραθέτο)  έλταϋθα  εικόνα  (Είκ.  74)  τοϋ  ύπ'  άρ. 
14281  Άργείου  νομίσματος  τοϋ  Μουσείου  τής  Βιέ^'\■ης,  προς  δέ 
δύο  άλλ(ι)ν  τής  αυτής  πόλειος  (Είκ.  75  και  713),  έν  τώ  Μουσείιο 
τών  Άθηνιον,δεικΛ'υόχτιολ'  ασφαλώς  ότι  ό  ύπό  τοϋ  ίαη^ο  κληθείς 
'Ίσ-θ•μιος  Πησειδίϋλ•,  ήτο  άγαλμα  λατρείας  έν  ναώ  τών  Άργείιολ•. 


ΤΑ      ΑΝΑΓΛΥΦΑ 


ΠΛΗΝ    ΤΠΝ    ΕΠΙΤΥΜΒΙΠΝ 


ΑΙΘΟΥΣΑ     ΑΡΧΑΪΚΏΝ     ΕΡΓΩΝ 


1.    Άριϋ:   36.    (ίΐίναζ   XXI,    2). 
' Αναϋ-η ματικόν   ανάγλυφαν  '. 

'Ύψος  0,4;;.  Πλάτος  υ,ΰδ.  Πάχος  0,095. 
Μ(/.ρ(ΐ(χρ()ν  πεντελήσιον  πρωτογενές.  Τόπος 
ευρέσεως  άγνο^στος.  "Αλ?ι,οτε  κατατεθεΐ[ΐένον 
εν  τφ  λεγόμενα)  Πύργω   των  Άνεμων. 

Μέσολ'  τεμάχιον  ανάγλυφου  εικονίζοντος  δύο 
γυναικείας  μορφάς,  δύο  λίαν  διαφόρων  μεγε- 
θών. Τα  άνω  καΐ  κάτω  άκρα  αυτών  εΐναι  τε- 
λείως άποκεκρουμένα. 

Ή  αριστερά  τω  ΰεωμένω  θεά,  διπλασία  σχε- 
δολ'  ούσα  το  μέγεθος  της  απέναντι  αυτής,  κάΟη- 
ται  προς  δεξιά  έπι  θώκου,  νΰν  αφανούς,  φέρουσα 
πλούσιον  χιτώνα  μετά  λεπτών  και  πολυαρίθμων 
πτυχώσεων  καΐ   μακρών  χειρίδων,  ών  αί  πτυ- 


^  Βιβλιογραφία  ;  ΒυΓ3ί3η,  ΑταΙιαοΙο^^ϊδοΗ  -  Ερί^ΓαρΗίδοΗο 
Νϊΐο1ι1θ3θ  αυ5  ^^^^^^Η^η1Λη^1:  Βογ.  δαοΗδ.  Οβδ.  άΟΓ  \νίί5.  Βό.  XII 
(1860)    δ.  19β. 

ΤΓβηάβ1βηΙ)ϋΓε  :    Βυΐΐοΐίηο  ^^^•I1  ΙπδΙ.  1872,  ρ.  98-100. 

ΗεχάβηίΒηη,  1)ίο  ιηΐίΐίοη  Μαηι>θΓΐ)ί1<1\νβΓΐ;6  ζιι  ΑΐΗεη  (1874) 
δ.  Ι49>  ""  •''^^• 

8εΙιοη6,  (,ΐΓΪοοΗίίοΙιε  ΚοΙιοίδ  αυκ  ΛΐΗοηϊίοΗοη  5ίΐηιιηΙιιιι§6π 
1.ίίρζΙ§  (1874)  δ.  (ίΟ,  122,  Τα£.  29. 

Μ3Γ(ϊηε11ί,  Οαία1ο§ο  <1βί  §β11ί  ίπ  2653ο,  (1875)  η"  129. 

ί.οε8θ1ιΐ£ε,  .λΙΙαίΙΙδαΚε  θΓαΙ)5[6ΐοη:  ΑΐΙιεα.  Μίίΐέίΐιιη^επ  IV 
(1879)  5.  294.  10. 

Ο.  Κβχει,  Βαδ-Γκίίεί  άυ  Γηιΐδέε  άο  Ρϊίίεϊία:  βηΐΐ.  ςίε  οογγ.  ΚεΙΙ. 
1880  ρ.  54<.)-1  ρ1.  VI.  ^Κϊγει,  Εΐαάεδ  ά'.-ίΓοΗέοΙο^ίε  ε(  <1'»γΙ 
Γέαπίβί  εΐ  ρυΙ)Ηέε5  ρΕίΓ  δ.  Κεϊηίαΐι  (1888)  ρ.  9-11  ρ1.  II. 

δγΐϊεΐ,  Κϊΐΐίΐΐο^  άβΓ  δευΐρίιιτεη  ζιι  ΑϋΗεη  (Μ^Γ^υτ^  1881) 
δ.  4,  π"  17. 

ΜϋεΙιΙιοίεΓ,    ϋίε  Μιΐδβεη   ΑΐΗεπδ  (1881)  δ.  4,  Ν".  6. 

ΡΓίεάεΓΪοΙΐ3-^ο11εΓ3,  ϋίε  Οίρδ&Β^ϋββε  απΗΙίεΓ  ΒϊΜννεΓίεβ 
(1885)  δ.  58,   Ν»  102. 


χώσεις  καΐ  τά  κομβία  ήσαν  ποτέ,  έπΙ  τών  ?.είθ)ν 
άφεθέντων  ύ.πό  της  σμίλης  μερών,  χρϋ)ματι 
κινναβαρίνο)  προφανώς  δεδηλωμέναι,  'κονικον 
τόλ'  τρόπον  πέπλο  ν,  άνερχόιιενον  εκ  τών  κάτω 
τοΓ'  στήθους  ύπερ  τον  δεξιόν  (ΰμον,  τέ?^ος  δε 
ίμάτιον,  ου  άνέχει  τή  αριστερά  πτυχήν  προ  τοϋ 
προσώπου.  Ή  δε  δεξιά  αυτής  εΐναι  άνατεταμένη 
ήρεμα  προς  την  προ  αυτής  ίσταμένην  ώριμον 
κόρην,  ώσεί  διά  τών  άκρϋ)ν  δακτύλων  λαμβά- 
νουσα τι  έ?ι.αφρόν,  άνθος  ή  στάχυ  ν,  υπό  τής  κόρης 
προσφερόμενον.  Άιιφότεραι  δε  αί  χείρες  αυτής 
κοσμούνται  άνω  τών  καρπών  διά  ψελίοιν. 

Ή  δε  δεξιά  τω  θεωμένφ  προς  την  καθημέ- 
νην  Οεάν  έστραμμένη  παρθένος  ϊσταται,  παρο- 
(ΐοίως  ένδεδυμένη,  εν  στάσει  ί^ατρείας  ή  ο^ς 
υποδεεστέρα  τις  θεότης,  διακονούσα  ή  προσφέ- 
ρουσά  τι  τή  καθημένΐ]   ΐ)εα  διά  τής  εύλαβώς 


ΡυΓίΛνϊηεΙεΓ:  ΑΐΗεη.  ΜίΙΙείΙαιίβεα  Βά.  VI,  δ.  179,  2. 

δΐυ(1ηίοζΙΐ3,  ΒείΐΓββε  ζηγ  Οεδοΐιϊοΐιΐε  ά.  ^ΓΐεοΙι.  ΤηοΚί  (1886) 
ρ.  80-81  η§.  23. 

ΒΓυηη-ΒΓυεΐ£ΐη3ηη  ;  Οοηΐίηι.  ^τ.  αηά  τ'ότη.  δ1>η1ρ(υΓ  Ν"  17,  2. 

Καββαδίας,  Κατάλογος  τοϋ  Κεντρικού  Αρχαιολογικού 
Μουσείου  (1886-1887)  σελ.  43,  36.  κ«Ί  Γλυπτά  τοΰ  ΈΟνικοΰ 
Μουσείου  Α'  (1890-1892)  σελ.  78-79,  άρ.  36. 

Ο.  Κ.  Ι^βρδίυδ,  Οτίεαίιίδοΐιε  ΜΕπηοΓ3ΐϋ(1Ίειι.  (Βετϋπ  1890) 
δ.  77,  101. 

νν.  Κοοίι,  ΡϊΓΐδ  νοΓ  ΗεΙεπΕ  ίη  ιΙβΓ  απί.  Κιιηβΐ.  (}Λζτ\>ατξ 
1889)  δ.  11,  15. 

Οοηζε,  Αιΐϊδοΐιε  θΓ&1>ΓεΗε£5  Ι.   (1893)  δ.  10  η°  20,  Τϊί.  XII. 

ΟοΙΗβηοη,  ΗίϊίοΪΓε  άε  13.  50ΐι1ρΙϋΓε  ξτ&οφ^,  Τοιη.  Ι  (1892) 
ρ.  388  και  γερμ.  μετάφρ.  ΤΙΐΓϊειηεΓ  (1897)  Βά.  Ι  δ.  409  {\ξ.  202. 

Π.  Καστριώτης,  Κατάλογος  τών  γλυπτών  (1896)  σ.  10,  36. 

ΡεΓΓΟί  εί  Οΐιίρίβζ,  ΗίβΙοίΓε  άε  ΓαΠ  ά^ηε  Γιηΐίςυϊΐέ.  Τομ. 
VIII  (1903)  ρ.  654  Γι^.  336. 


—    87 


12 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


άνατεταμένης  δεξιάς,  άνέχουσα  συγχρόνως  τ[ι 
αριστεροί  κομψώς  και  φι?ιαρέσκ«ς  πτυχήν  τοϋ 
χιτώνος  αυτής. 

Κατά  τέχνη  ν  το  περικαλλές  τοϋτο  μνΐ)  μείον 
ανήκει  εις  την  έποχήν  της  ο)ρί[ΐου  ά^''/ανλ\\ζ 
αττικής  τεχνοτροπίας,  διακρίΛ'όμενον  δια  το 
εκτάκτως  έπιμεμελημένον  τής  επεξεργασίας 
πασών  των  λεπτομερειών  τοΰ  χαρακτηριστι- 
κώς  λίαν  προστύπου  άναγλΰορου.  Ελάχιστοι 
[ΐ(')νον  των  λεπτομερειών  ύπελείφ{)ησαν  προς 
δήλωσιν  τω  χρω  ματ  ι,  ού  άλλοτε  ήσαν  κατα- 
(ρανή  λείψαΛ'ά  τίνα.  Έπι  δε  τοϋ  δλοί)  έπανθεΐ 
το  λιγυρον  εκείνο  των  σχημάτων,  το  κο(ΐψον 
και  κ(/.θαρύν  τοϋ  διαγράμ[ΐατος  καΐ  ή  εν  γένει 
αττική  χάρις  και  λεπτότης,  αΐτινες  χαρακτηρί- 
ζουσι  τά  άριστα  καΐ  πολυτιμότερα  των  μνη- 
μείο)ν  τής  Αττικής  σχολής  τοΰ  τέ?^,οΐ'ς  τοϋ  Τ' 
αιώνος  π.  Χ.  Δικαίοις  άρα  το  μνη μείον  έθεοι- 
ρήΟη  ανέκαθεν  ώς  εν  τών  χαρακτηριστικωτέ- 
ρων  και  διδακτικωτέρων  τής  εποχής  και  σχο- 
λής εις  ας  ανήκει. 

Μεγάλη  διαΓρορά  γνω[ΐών  υπάρχει  ώς  προς 
τον  χαρακτήρα  τοΰ  μνΐ]μείου  τούτου,  τών  πλειό- 
νων [ΐέν  (ΒιίΓδίίΐη,  Ίνεικίθίεπί^ιιτ^-,  Ι^38€ΐιο1<:β, 
5οΗοη6,\νο1ίβΓ8, 0'οηζε,  ΚοοΗ)θεωρούντων  αυτό 
ως  άπλοϋν  έπιτύμβων,  {)ντ]τάς  επομένως  τάς 
έπ' αύτοΰ  μορφάς,  άλλων  δε  ώς  έπιτύιιβιον  μεν 
άλλ'  εί,κονίζον  θνητούς  άποθεωθέντας,  και  τέ/.ος 
άλλων  (ΚίΐγβΙ,  8ΐικ1ηίοζ1<ίΐ,  ΡθγγοΙ)  έκλα[ΐβανόν- 
των  αυτό  ώς  άναϋηματικόν  άνάγλυφον. 

Ή  μεγίστη,  κατά  τό  διπλάσιον  σχεδόν  μέ- 
γεθος, διαφορά  τών  εικονιζόμενων,  αν  και  ή 
ίστα^ι,ένη  εΐ\'αι  ήδη  τελείως  ά\'επτυγμένΐ]  παρ- 
θένος, τό  βαθύ  σέβας  μεθ'  ού  ή  τελευταία 
ΐσταται  ώσει  δεομένη,  διακονούσα  και  συγχρό- 
νως προσφέρουσά  τι  τή  μεγαλοπρεπώς  πρό 
(χύτής  καθήμενη  γυναικί,  ή  έλλειψις  παντός 
σημείου  αποχαιρετισμού  ή  τής  τρυφερότητας 
εκείνης  και  9λίψεως,  αΐτινες  χαρακτ)ΐρίζουσι 
τάς  έπιτυμβίους  παραστάσεις,  προς  δε  ή  ελλειψις 
βεβαίου  παραδείγματος,  άποδεικνύοντος  δτι  εν 
τή  Αττική  υπήρχε  τό  έθος  τής  άποθεώσεως 
τών   νεκρών,  και   έπΙ  πάσιν  ή   σύγκρισις   προς 


ανάλογα  αρχαϊκά  (/.ττικά  αναθηματικά  ανά- 
γλυφα (ϊδε  άριΟ.  ο  13  τοΰ  Μουσείου  τής  Άκρο- 
πό?ιεως  Αθηνών),  πείθουσί  με  δτι  πρόκειται 
περί  άναϋηματικοϋ  ανάγλυφου,  είκονίζοντος 
προσφοράν  εκ  μέρους  θν)]τής,  ή  τό  πολν  όιακο- 
νίαν  θεάς  δευτερευούσ)ΐς  τάξείος  προς  τίνα  τών 
μεγάλων  θεαινών  τοϋ    Ολύμπου. 

Ό  δΐικίηϊοζίία,  βασιζόμενος  έπι  τής  άγνιό- 
στου  προελεύσεως  τού  [ΐνημείου  και  έπι  ανα- 
λόγου παραστάσεως  άναγ?.ύφου  άνακαλυφθέν- 
τος  υπό  τοΰ  Ι^οΠίπι^  εν  τω  Άρτεμισίφ  τής 
βορείου  Ευβοίας  (ΑΐΗ.  Μίΐΐεϋ.  1  883  δ.  206  ίΓ.), 
ύπολαμβάνει  δτι  ή  καθιιμένη  θεά  είναι  ή  "Αρ- 
τεμις τής  Βραυρώνος,  ής  τό  εϊδωλον  είκονί- 
ζετο  καθήμενον.  Άλλ'  ό  σαφώς  δεδηλωμένος 
ιιητρικός  χαρακτήρ  τής  [ΐορφής  νομίζω  δτι  απο- 
κλείει την  ύπόθεσιν  ταύτιιν,  δτι  δε  ή  έξι'ιγησις 
τής  παραστάσεως  δέον  νά  ζητηΟή  εν  άλλο) 
άττικώ  [^υΟ^ολογικω  κύκ?ιω,  δυσεύρετο)  δ'  δμως 
ένεκα  τοΰ  κολοβοϋ  τής  π(/.ρ(ίστάσεως  εν  τοις 
κυριωτέροις. 

2.    Άριΰ'.   43.    (ΠΙναξ  XXII). 

Ηρακλής    φέρων  τον  ' Ερνμάν&ιον  κάπρονΚ 

Ύψος  0,63.  Πλάτος  0,52. 

Πρωτογενές  λευκόν  πεντελήσιον  μάρμαρον. 

Άνάγλυφον  εύρεθέν  εν  Αθήναις  σχή[ΐατος 
στήλης  μετά  τριγωνικού  αετώματος  προς  τά  άνω, 
άνευ  δε  πλαισίου  εις  τά  πλάγια,  άποκεκρουμέ- 
νον  τό  κάτω  [ΐέρος  άπό  σκοπού,  οΰτο^ς  ώστε  νά 
σχη[ΐατίζη  έξάγο)νον  πλάκα  προς  τίνα  νεωτέραν 
χρησιμοποίησιν,  λίαν  δε  βεβλα[ΐμένον  και  κατά 


'  Βιβλιογραφία:    Πιττάκης,    Χειρόγρ.  κατάλογος,  άρ.  72. 

Πίττάαης  :  Έφημερίς  Αρχαιολογική  1839,  Σεπτ. -Όκτώβ. 
άρ.  294  μετά  εικόνος. 

Ο.  Ο.  ΜϋΙΙβΓ  -  Α.  δοΐιοΐΐ,  Ατοΐι&οΐϋςίβοΐιε  Μίίΐείΐυη^οη  α11^ 
Οιίθ€ΐιοη1αη<3.    ΚΓαηΙίίυΠ  1843,  δ.  98,  ηΜΟΤ. 

Κβίςυΐέ,  ε.  ά.  5.  18-19,  Ν»  43. 

Μ3Γ(ίηβ11ί,  ε.  ά    ρ.  24,  92. 

8χΙ)βΙ,  ε.  ά.  ρ.  4,  13. 

ΜίΙοΙιίιδΓεΓ,  ϋίο  Μυδεοη  ΑιΗεπϋ,  δ.  3,  3. 

Ι^ερ5ίυ3,  θΓίεε1ιί$ο)ιε  Μ3ηηοΓ5ΐυ<1ίεπ,  δ.  78,  Ν"  118. 

Καββαδίας,  Κατάλογος  (188()  87),  σελ.  50-51  και  Γλυπτά 
(1890  2)  σελ.  86-87,  άρ.  43. 

Π.  Καστριώτης,  Κατάλογος,   σελ.  Π,  43. 

ΡιΐΓ{•νν3η§1εΓ  .    ΚοδοΗεΓ'δ  ΜγΛ.  Ι^εχ.  15(3.  1  δ.  2199. 


—  88 


Αϊ'ϋο 


ι>π(ΐ   (ΐρχαικίοΐ'  ΐργιον 


τΐ|\'  ρπιφίχνριαν  υπο  της  ατμοσφαιρικής  κπι- 
(>ράαρ(ι)ς.  Είκονίζρι  δκ  'Ι  Ιρακλία  π(ι)γ<ι)ν<)ΐ(Ί')οον 
ου  άπ(ο?νΚσ{)ιισ(ίν  τα  (χπο  τοΰ  άμκο(ι)ς  ύπές) 
τα  γόνατα  μέρους  κ(χτο)  άκρο,  —  προτάπσοντα 
το\'  (χριστεροΛ'  πόδα,  (βαδίζοντα  προς  δεξιά, 
φέροντ(ί  δι-  δι'  (Χ(ΐφθτέρων  τών  7}••ιρών  ανπ) 
τοϋ  άριατίίροϋ  ώμου  {χνεστρα[([ίένον  τον  'Κρυ- 
(κχνΟιον  κάπρον  ζώντα  και  τί|\'  κρίραλήν  κρρ- 
μαιιρνην  έχοντα  όπισθεν,  εν  αγωνία  δε  και  δυσ- 
φορία τους  πόδας  και  την  ούράν  συστέλλοντα• 
'()  ήρως,  γυμνός  κατά  τα  άλ/^α,  (ρέρει  τί|ν  λεον- 
τΓ|ν  περί  τί|ν  κεφαλήν  και  τον  (χριστερόν  (βρα- 
χίονα, άφ'  ου  κατε,ρχετίχι  αυτή  προ  τοϋ  προς 
τά  εμπρός  κεκλιμένου  σώμ(Λτος  αΰτοΰ.  Λιά 
τελα[ΐώνος,  άφαΛ'οϋς  νΰν,  ι'σως  δέ  πυτε  [κη'ον 
χρ(όματι  δεδηλω(ΐένου,  ήρτηται  εις  τά  αριστερά 
τοΰ  Ηρακλέους  φαρέτρα,  ής  εΐναι  ορατά  αμφό- 
τερα τά  μή  υπό  τοϊ3  σώματος  τοϋ  ήρωος  καλυ- 
πτόμενα άκρα.  Ή  δε  αριστερά  χεΙρ  τοϋ  ήρωος, 
δραττομένη  τοϋ  κάπρου  από  τοϋ  κατά  τό  α'ι- 
δοΐον  [ΐέρους  της  κοιλίας,  εμφανίζεται  εις  τά 
άνω  κρατούσα  συγχρόνως  και  τό  ρόπαλον,  κε- 
κλιμένον  προς  τά  όπισθεν  σχεδόν  παραλλήλως 
τω  σο')ματι  τοϋ  θΊ]ρίου.  Ή  δεξιά  τέλος  δράττε- 
ται τοϋ  μεταξύ  τών  έ^υτροσΟίων  ποδών  στή- 
τ'ίους  τοϋ  κάπρου. 

Τό  άνω  μέρος  της  παραστάσεως  εισέρχεται 
εν  μέρει  εις  τό  τριγωνικόν  καί  τι  προεξέχον  τής 
λεπτής  επιφανείας  άέτω[ΐα  τής  πλακός.  Τό  δε 
ΰψος  τοϋ  ανάγλυφου  τής  παραστάσεοίς  εΐναι 
αρκετά  έ'κτυπον. 

Ή  τεχνοτροπία  ε'ΐΛ'αι  ώρ^ιος  αρχαϊκή,  δηλοΐ 
δέ  πάλ'υ  δεξιάν  χείρα  καλλιτέχνου.  '()  [ΐΰΟος 
και  τύπος  ούτος  τοϋ  Ήρακλέίηις  ιιετά  τοϋ 
Έρυμανθίου  κάπρου  άποητά  τό  πρώτον  έπΐ 
τών  ό»()ίμου  αρχαϊκής  τέχνης  αττικών  ιιελα- 
νο[ΐόρφων  αγγείων  τοΰ  δευτέρου  ήμίσεος  τής 
(ί'''^  π.  Χ.  έκατονταετ)]ρίδος,  διατηριιθεις  έκτοτε 
σταθερός,  και  δή  συχνάκις  σχετιζόμενος  προς 
παράστασιν  τοϋ  εις  πίθον  καταφυγόντος  εντρό- 
μου Εύρυσθέως,  μέχρι  αυτών  τώ\'  ρω(ΐαϊκών 
αυτοκρατορικών  χρόνων  τών  Άντωνίνων  (πρβ. 
Βλία  ΑΙβχίΐηάπΕί  ρ1.  \'Τ,  1046.  Β&ν.είοη,  ΟοΙΙβο- 


Ιίοπ  \ναοΐ€ϋη},Γΐοη,  ρ.  53  Ν"  903 ').  Τό  δ'άνά- 
γλυ(|()ν  ί|μών  είναι  Γ|  αρχαιότατη  γλυπτική 
παρίχστασις  τοϋ  τύπου  τούτου,  ανήκουσα  εις 
την  από  τοϋ  (Γ"  εις  τόν  ΐ)""  αιώνα  π.  Χ.  μετα- 
βατικήν  έποχήν  τής  αττικής  τεχνοτροπίας. 

Ό  άοίδΐ[ΐος  ΙΙιττάκης,  όστις  έσφ^αλμένως 
έφρύνει  οτι  τό  άνάγ/^υφον  είκονΓζει  τόν  Θησέα 
φ^έροντα  την  Κρομμυίονίαν  σϋν,  εγραψεν  εν  τή 
Άρχαιολ.  Έφημ.  τοϋ  1839  ότι  '  άνεκαλύφά}η 
πλησίον  εις  τό  έ'κπαλαι  έγνοισμένον  Θησείον 
και  Γ|τ()  (χνάί)η[ΐα  εν  τω  ναώ  τούτφ»,  έζήτει  δε 
δι'  (χύτοϋ  νά  ύποστηρίξη  την  έσφαλμένην  γνίί)- 
μτρ'  οτι  τό  λεγόμενον  Θησείον  εΐναι  ναός  τοϋ 
ήρο)ος  τής  Αττικής.  Ή  τελευταία  αυτή  προσπά- 
ί)εια  τοΰ  ανδρός  καΐ  ή  εν  τω  μεταγενέστερο) 
χειρογράφω  αυτού  καταλόγω  διάφορος  πως  ση- 
[ΐείωσις,  οτι  τό  άνάγλυφον  άνεκαίι,ύφθη  έν  ΆΌή- 
ναις  έν  έτει  1840, κατέστησαν  ΰποπτον  τήν  εϊδη- 
σιν  περί  τής  παρά  τό  Θησείον  άνακα?ιύ'ψε(ος. 
Νθ[αζω  δ'δμως  οτι  τά  από  μνήμης  έν  τώ  μετα- 
γενεστέρ(ρ  χειρογράφω  καταλόγορ  γραφέντα  δεν 
εΙν(/ι  πλησιέστερα  τής  ά?ιη9είας  τών  έν  ετει 
18.'5!)  τυπωθέντων  υπό  τοϋ  αύτοϋ,  ατινα  θά 
ήδύναντο  άλλως  νά  έλέγξοισιν  αμέσως  τότε  ως 
ιιή  (χκριβή  οί  βεβαίιος  άντιληφθέντες  τοϋ  τόπου 
τής  άνακαλύ\|)εως  σύγχρονοι  Αθηναίοι  άνα- 
γνώσται  τής   Άρχ.  Εφημερίδος. 

3.     Άριϋ'.    1959.    (Πίναξ  ΧΧΙΎ,   1). 
Άνάγλνφον  δρομοκήρνκος,  έξ  'Α•&ηνών  '. 

Πλάξ  τετράγίονος  [ΐαρμάρου  νησιοιτικοϋ, 
πιθανώτατα  παρίου.  'Ύ-ψος  αυτής  μέγιστον 
σο)ζόιιεΛ'ον  1,01  —  1,02•  πλάτος  κατά  μεν  τήν 
εις  τά  άνω  τής  πλακός  έλικα  0,72  '  .,,  αμέσως 
κατωτέρω  δέ  0,(»8,  έν  τω  μέσω  0,72  καΐ  εις  τήν 
βάσιν  0,75  περίπου.  Πάχος  τής  πλακός  0,9  '/,, 
τής  ελικος  0,8  \'.,,  τής  βάσεως  0,15. 

Κατά  τάς  πληροφορίας  ας  ήδυνήΟη  νά  συλ- 
?ι,έξη  ό  Φίλιος,  ή  πλάξ  αυτί)  εύρέΟΐ]  εντός  σωρού 


'  Βιβλιογραφία  :  Δ.  Φί'λίΟί,Άνάγλυπτος  επιτύμβιος  αρχαϊκή 
στήλη  :  Έφημ.  "Αρχαιολ.  1904,  σελ.  4.3-06  και  207,  πίναξ  1. 

Ο.  ΡβηοΙ  βΐ  Οΐιίρίεζ,  ΗίβΙοίΓΟ  <1ο  ΓαΠ  άζΏί  Γαηΐΐςυίΐέ.  Τοιη. 
νπΐ  (1904),  ρ.  648—651  Γΐβ  .333. 


89 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


λίθοον  έρριμμένη  ώς  λίΰος  κοινός,  —  έπο[ΐένως 
αλλαχόι)εν  έκεϊ  μετενεχΰεΐσα  —  κατά  το  φθινό- 
πο)ρον  τοϋ  1901  "^  έτους  εν  τφ  οικόπεδο,)  Ι. 
Καλάμη,  κειμένφ  κατά  το  μεσημβρινοδυτικόν 
(ΔΔΜ)  μέρος  της  πόλεο)ς  των  Ά{)ΐ|νο)ν,  εκατόν 
περίπου  γαλ.  μέτρα  μακράν  τοΰ  έκκλΐ]σι.δίου 
τοΰ  Άγ.  Αθανασίου  τοϋ  επιλεγομένου  τοΰ 
Χαλκούρη,  κατά  το  μέρος  έ'νΰα  σώζεται  μικρόν 
τμΓ)|ΐα  τοΰ  τείχους  τοΰ  εξωτερικού  περιβόλου 
της  αρχαίας  πόλεο)ς,  ήτοι  εις  80-100  (Ιΐ)|ΐάτων 
απόστασιν  προς  βορράν  της  πιθανής  8  έσεοις  τής 
πειραϊκής  πύλης. 

Ή  έν  γένει  διατήρησις  τής  πλακός  κ(χι  τοΰ 
έπ'  αυτής  εικονιζόμενου  δρομέως  είναι  αρίστη. 
"Ολαι  δε  αϊ  βλιχβαι  αυτής  φαίνονται  αποτέλε- 
σμα βιαίας  καταστροφής  μνημείου  μόλις  προ 
μικροΰ  ποιηθέντος  και  ίδρυΟέντος,  ευθύς  δε 
μετά  την  καταστροφή  ν  ταφέντος  έν  φιλόστοργος 
γη•  ουδεμία  δηλαδή  βλάβη  οφείλεται  εις  την 
έπίδρασιν  τοΰ  χρόνου  καΐ  τής  ατμοσφαίρας. 
Είναι  δε  αϊ  βλάβαι  αύται  αί  εξής.  Άπό  τοΰ 
άνω  τής  κεφαλής  μέρους  άρχεται  έλαφρόν  σχιί- 
σμα  (ράγισμα)  διήκον  δια  πάσης  τής  κεφαλής 
και,  τής  βάσεως  των  δακτύλων  τής  δεξιάς  χει- 
ρός τοΰ  δρομέως  [ΐέχρι  τοΰ  όπισθεν  τής  όσφύος 
αυτού  κέντρου  τής  πλακός.  Άποκεκρουμένα 
είναι  πρώτον  μεν  μικρόν  (ΐέρος  τής  κάτο)  αριστε- 
ράς γωνίας  μετά  τοΰ  άπό  τής  πτέρνης  και  τοΰ 
αστραγάλου  έμπροσΟίου  μέρους  τοΰ  δεξιού  πο- 
δός τοΰ  εικονιζόμενου  δρομέως,  δεύτερον  δε 
μέγα  τμήμα  τής  κάτω  δεξιάς  γωνίας,  συναπολε- 
σθέντος  ούτο)  καΐ  τοΰ  αριστερού  ποδός  άπό  τοΰ 
κάτω  μέρους  τοΰ  σκέλους.  Επίσης  άποκεκρου- 
μένα είναι  τά  περί  τόν  αγκώνα  τής  αριστεράς 
χειρός,  τό  άκρον  τής  ρινός  και  τό  μέσον  μέρος 
τοΰ  άνω  τής  κεφαλής  τόξου  τής  έ'λικος.  Ε'ίς 
τίνα  δε  μέρη  εΐναι  βεβλαμμένη  βιαίως  και  ή 
επιφάνεια  τού  μαρ[ΐ(χρου  καΐ  μίχλιστα  κατά  τόν 
όφϋαλμόν  τοΰ  δρομέως,  οΰτο)ς  ώστε  εκ  τών 
ερμηνευτών  τοΰ  [ΐνημείου  ό  μεν  ΡβΓΓΟϊ  φρονεί 
δτι  ό  οφθαλμός  είκονίζετο  κλειστός,  τό  άντίθε- 
τον  δε  ό  Φίλιος. 

Έπι  τής  άνο)  δε  τής  ελικος  κυρτής  στεφάνης 


τοΰ  πάχους  τής  πλακός  και  δη  εις  ϊσας  σχεδόν 
αποστάσεις  άπό  τών  δύο  άκροιν  της  ελικος 
ύπάρχουσι  δύο  πάνυ  σμικροί  τόρμοι,  έν  οίς 
εύρηνται  καΐ  νύν  λείι)ιανα  σμικρών  και  λεπτών 
ήλων  χρησιμευσάντων  πάντως,  ώς  ήδη  ορθώς 
ύπέλαβέ  τις,  ίνα  στηρίξωσιν  επί  τίνα  τοϊχον  τήν 
πλάκα  τοΰ  ανάγλυφου,  ης  τό  όπισθεν  μέρος 
κατά  τά  πλάγια  είναι  ώμαλισμένον  διά  χονδρού 
εργαλείου.  Ή  ύπόΟεσις  δτι  οι  μικροί  ούτοι 
τόρμοι  έχρησί[ΐευον  ϊνα  προσαρμοσθΓ]  κανών 
φ^έρων  άνθέ[ΐιον  είναι  βεβίχίως  έσφιαλμένη,  διότι 
ούχΙ  μόνον  εΐναι  λίαν  σμικροί  προς  τοιαύτην 
χρήσιν,  αλλά  και  ή  άνω  επιφάνεια,  τής  πλακός 
κυρτούται  ()υτ(ΐ)  σαφώς,  ό')στε  ουδεμία  δύναται 
νά  ύπαρξη  άιιφιιβολία,  δτι  έσχημάτιζεν  έν  τη 
κορυφή  τού  λίύου  συμ(ρυες  αύτώ  μικρόν  άνΰέ- 
μιον,  παρό[ΐοΐ()ν  προς  τό  τοΰ  άναΟη[ΐατικοΰ 
ανάγλυφου  τοΰ  Έχέλου  (ίδε  κατο)τέρω),  άνευ 
δ^ιθ)ς  κανόνος,  ούτο)  δε  μικρόν  ώστε  εκείτο 
εις  μακράν  (χπύστασιν  άπό  τών  ρΐ]θέντων  τ()ρ- 
μο)ν.'()  Φίλιος  ύπολαμβάνει  ευλόγως  δτι  τό  άνά- 
γλυφον  ΐδρυτύ  ποτέ  γομφού(ΐενον  κατά  τίνα 
τρόπον  έπΙ  βάθρου,  έφ'ού  πιθανώς  υπήρχε  και 
σχετικί)  προς  τήν  πί/ράστασιν  επιγραφή.  Τέλος 
τοΰ  χρωματισμού,  δν  πάντως  έ'φερέ  ποτέ  ε'ίς 
τΐΛ-α  (ΐέρη  ή  πλάξ,  ϊχνη  δεν  φαίνονται  πλέον. 
Ή  έπΙ  τής  πλακός  δε  ταύτης  άνάγ?αιπτος  αρ- 
χαϊκή παράστασις  είναι  περιεργοτάτη  και  [ΐονα- 
δική,  ά?ιηθώς  έΐΓ&ηο-ε,  ώς  καλεί  αύτΐ|ν  ό  ΡεΓΓοΐ. 
Εικονίζεται  δηλ(/.δή  νεανίας  αγένειος  ουδέν 
άλλο  φέρων  ή  τό  έπι  τής  κεφαλής  αυτού  άττι- 
κόν  και  άνευ  παραγναΟίδων  κράνος,  έ'χων  τήν 
κόμην  όπισθεν  μεν  και  παρά  την  παρειά^-  κατα- 
πίπτουσαν  εις  πολλούς  ώςκάνναβις  συνεστραμ- 
μένους  πλοκάμους,  έπΙ  δε  τοΰ  μετώπου  κατερ- 
χομένην  εις  κοχλιοειδή  βοστρυχίδια.  Ό  νεανίας 
δε  ούτος  τρέχει  ολοταχώς  προς  τά  δεξιά,  «ίίρο'αω 
φερόμενος ;,  ώς  έλεγον  οι  αρχαίοι,  και  δη  ύπό  τό 
σχεδόν  τυπικόν  εκείνο  σχή[ΐα  της  αρχαϊκής  και 
άρχαϊζούσης  τέχνης,  καθ'  δ  τό  έτερον  μεν  τών 
γονάτων  τών  κατά  γραφήν  εικονιζόμενων  κάτ(ο 
άκρων  αυτού  εγγίζει  σχεδόν  τό  έ'δαφος,  τής 
κνήμης    σχηματιζούσης   ευθείαν   γωνίαν    μετά 


90 


Ανθούσα   αρχαϊκών  ί'ργ(υι• 


τον  σκίλους,  ρνώ  ό  έτερος  πους  έξορμί^ί  προς  τα 
εμπρός.  ΊΙ  κεφαλή  αύτοΰ  στρέφεται,  κατ'  («'τί- 
ατροιρυν  <^ιεΐΗ)υ\'σιν,  επίσης  κατά  γρ(ί((  ί|ν  είκονι- 
ζομέντ),  αϊ  δε  χείρες  ύψού[ΐεναι  (Λίΐ((  ότερί/,ι  παρά 
τα  πλευρά  προβάλλονται  τοϋ  στήθους. 

Κ(/.1  ταητα  μεν  Ε'/ει  κοινά  ή  παρούσα  παρά- 
πτασις  προς  πολλάς  τών  ηδη  γνίοστών  είκόν(ι)ν 
{)νΐ|τών  Γ)  θεών  δρομέων.  Λίαν  ο[ΐως  σπ(/.νΐ()ν 
είναι  πρώτον  μεν  οτι  ή  κεφα?αι  και  το  β?αψμα 
κλίνουσι  προς  τά  κάτω  ώσεί  κεκμηκότα,  ούχι  δε, 
ως  συνήθως,  ζωηρώς  και  κατ'εΪΗΐεΐαν  άποβ/.έ- 
ποντα  προς  τά  οπίσω,  π.  /.  προς  τίνα  διώκοντα 
ή  απλώς  άκολουίΐοΰντα,  δεύτερον  δε  ή  έπι  τοΰ 
προσώπου  έπικεχυ[ΐένιι  ά(ρατός  τις  ?ι,ύπη  ή  με- 
λαγχολία καΐ  υ  εν  γέΛ'ει  κάματος  και  ή  αγωνία 
εκείνη,  ήτις  ώΰιιαε  το\'  ιιέν  κ.  Ρι,τγοΙ,  τον  έκλα- 
(5()ντ(/.  την  όφθαλμόν  ώς  κλειστόν,  νά  πιστεύσΐ] 
δτι  πρόκειται  «ά'υη  ιηοπΓαηΙ  οα  ά'ιιη  ηκιΐίΐοίε 
ίμιί  Νοηί  νεηΪΓ  Ιλ  ^;νποορθ »,  τον  δε  Φίλιο\',  βλέ- 
ποντα τον  όφ'{)αλμ()ν  τοΰ  εικονιζόμενου  κλει- 
στ(')\',  ήνάγκ(/.σε  Λ'ά  (/.φήσΐ]  δλως  άνεξήγητον 
τί|\'  και  ΐ'π  αύτοΰ  παρατηριιθεΐσ(/.ν  μελαγχολι- 
κήν  έ'κφρασιν  τοΰ  προσώπου. 

'()  Ι^ίΓΓοί,  λησ[ΐονών  φαίνεται  δτι  οι  δολι- 
χοδπόμοι  έ'τρεχον  «άνέχοντες  εν  προβολή  τάς 
χείρας ;  καΐ  συσφίγγοντες  τάς  πυγ[ΐάς  ',  ώς  ή 
παρούσα  παράστασις,  φρονεί  έσφαλ[ΐένως  δτι: 
«1^6  §•68ΐ;ε  οΙ(?8  ΐ3Γίΐ.'5  €81  οοΐιιϊ  ά'αηε  ρβΓδοηηε 
εμιϊ  έΐουίϊε  εΙ  Γμύ,  ιΓίη^ΐίηοΐ,  ροιίΓ  οΙοπηεΓ  ρΐυδ 
άε  ]6ΐι  Η.  8ε5  ροιιηιοη8,  οΗετοΙιε  α  άέί^ίΐ^ετ  5α 
§ΌΓί^•6  άυ  νέΐεηιεηΐ  ιμιί  13.  8εΓΓ6.  Ιοί,  οιι  1ε  ΙθΓ8ε 
ε8ΐ:  ηη,  οη  άΐτίΐϊί  ομιε  1ε  ]ειιη6  Ηοηιιτιε,  άαηδ  νιη 
8ρίΐ5ΐτιε  ά'3,η§Όί58ε,  ΙεηΙε  άε  8'οανΓΪι-  Ια  ροϊΐήηε 
ροιίΓ  ΗνΓεΓ  α  Γαίτ  υη  ΗΙίΓε  ρ3583.§^ε».  Πιστεύει  δε 
ό  ΡεπΌΐ  δτι  πρόκειται  περί  όπλιτοόρόμου  τΐλ'ός, 
δστις  «αιι  ιποιτιεηΐ  οΙεΙουεΗεΓ  αιι  ΙιυΙ,  ίΐιΐΓίΐίΐ  έΐέ 
83,181  ρατ  αηε  άε  εε8  οπ8ε8  άε  άϊΐαΐαΐίοπ  ίΐϊ§ηε 
άυ  οοειίΓ  ηυε  ρΓονο(]υε  δοανεηΐ  ηη  εκεπείοε 
νίοΐεπΐ».  Όσον  δε  και  αν  είναι  εσφαλμένη  ή 
ρηθείσα  αύτη  ερμηνεία  της  θέσεως  τών  χει- 
ρών (ϊδε  κατωτέρω),  τόσον  εξ  άλλου  φαίνεται 


|ΐοι  βέβαιον  δτι  πρόκειται  άλιιΟώςπερΙ  δρομέϋ)ς 
είς  τά  έσχατα  δρκ/.  της  έντάσεη)ς  και  κοπ(όσείΐ)ς 
τών  δυνά[ΐεων  αυτού  εύρισκίηιένου,  και  οΰτο)ς 
δ[ΐως  πάλιν  έντείνοντος  τάς  δυνάμεις  αύτοΰ  και 
δί|  ϊν(/.  κομίση  άγγελμα  τι  δυσάρεστον,  δπερ, 
φρονώ,  είναι  ή  αιτία  της  έπι  τοΰ  προσο)που 
αύτοΰ  έπικεχυιιένιις  [ΐελαγχολίας. 

Ά[ΐφότεροι  οί  κ.  κ.  ΡογγοΙ  και  Φίλιος  στηρι- 
ζόμενοι είς  το  κράνος,  δπερ  ί(έρει  ό  εικονιζό- 
μενος, παραδέχονται  δτι  πρόκειται  περί  όπ'Μτο- 
όρόμον  τινός  τών  έν  Ελλάδι  ειρηνικών  άγο)- 
νων  τών  σταδίων.  Γνωστού  δ'δμως  δντος  δτι  οί 
όπλιτοδρόμοι  έδει  νά  τρέχο)σι  (γέροντες  πλτ|ν 
τοΰ  κρ(/.νυυς  την  ασπίδα  και  κνημϊδας,  βραδύ- 
τερον  μόνον  κράνος  και  (χσπίδα,  τέλος  δε  μόνον 
τ»ιν  ασπίδα ', — ης  ένεκα  το  μεν  άγοη'ΐσμα  αυτών 
έκαλεΐτο  απλώς  άηπίς,  ή  δε  άσπΙς  ήτο  αυτό 
τούτο  τύ  σύμβο?.ον  της  γενέσεο)ς  τού  άγοινί- 
σματος  - —  εντελώς  μοι  αδύνατον  είναι  νά 
παραδεχθώ  δτι  πρόκειται  περί  όπλιτοόρόμου  και 
[ΐάλιστα  έχοντος  τους  βραχίονας  κατά  τους  τών 
δολιχοδρύμων  έσχηματισμένους  ^  ώς  ήναγκά- 
σθη  νά  ύπολάβη  ό  Φίλιος  θέλων  νά  έρμη- 
νεύση  την  δλως  άκατανόητον  παράλειψιν  της 
άσπίδος  (σελ.  48).  Έξ  άλλου  δε  το  κράνος,  δπερ 
φέρει  ό  εικονιζόμενος,  άποκ?ιείει  τή\'  ύπόθεσιν 
δτι  δυνατόν  νά  πρόκειται  περί  άπλοΰ  όρομέως  η 
δολιχοόρυμον  αγώνος  τινος,  ά(ρΌύ  ούτοι  έδει  νά 
τρέχωσιν  δλως  άοπλοι.  Άναγκαίως  άρα  πρόκει- 
ται περί  εικόνος  ένος  τών  στρατιωτικών  έκείνο^ν 
δολιχοδρόικον  όρομοκ^ιρνκων,  οΐτινες  «έοροίτων 
είς  τΊ|ν  Ελλάδα  τών  πολε[ΐικών  άγγελοι»,  και 
έγένοντο  μεν  το  πιζλαι  αιτία  καΐ  της  έν  είρήντ) 
δολιχοδρομίας  ^,  άλλ'  οΐτινες  μέρος  τοΰ  στρα- 
τού αποτελούντες  είναι  έντε/^ώς  διάφοροι  τών 
αόπλων   εικονιζόμενων  δολιχοδρόμων  ή  δρο- 


'  "Ιδε  Φιλΰοτράτοιι  Γυμναστικός,  50  (32)  κιιί  Ό3Γ6ηι1)βΓ§  εΐ 
83§1ίο,  Ιίίοΐίοη.  άοί  Επίίηιιίΐέδ  5.  ν.  Ουτδυδ  (σε?..  1644,  εΐκ.  2'2Ά0). 


'  'Ιδε  περί  τούτου  αυτόν  τόν  Φίλιον  ε.  ά.  σε/..  48  σημ.  1. 
Πβλ.  και  σελ.  ό'ό. 

-  Φιλοστράτου  ε.  ά.  12  :  φημ'ι  γαρ  νενομίσθαι  μεν  αύιόν 
{τόν  ό.πλίτην  δρόμον)  εκ  -πολεμικής  αιτίας,  παριέναι  δέ  ες 
τους  αγώνας  πολέμου  αρχής  ένεκα,  δηλούσι^ς  της  άσπίδος, 
δτι  πέπαυται  εκεχειρία,  δει  δέ  δπλιον. 

'  Φιλοστράτου  ε.  ά.  δΟ. 

'   Φιλοστράτου  ε-  Λ.  4. 


91 


Τά   άνάγλνφα  πλην  των  επιτύμβιων 


[ΐέων  και  των  ασπιδοφόρων  6πλιτοδρόμο)ν  των 
είρηνικόί^ν  αγωνισμάτων  τοΰ  σταδίου. 

Τίς  λοιπόν  —  ερωτάται  νϋν  —  δύναται  να 
είναι  ούτος; 

ΠρΙν  ή  περί  τούτου .  εϊπωμέν  τι,  είναι 
ανάγκη  να  γνωρίζωμεν  τίιν  φύσιν  τοΰ  [ΐνη- 
μείου  ημών  και  τους  χρόνους  καΰ'οϋς  έποιήΟη• 

Ώς  προς  το  πρώτον  ό  μεν  Φίλιος  (σελ.  4;ΐ) 
φρονεί  δτι  πρόκειται  περί  επιτύμβιου  στήλης 
εις  άν{)έ[ΐιόν  τι  προς  τάνω  περατουμένης,  γομ- 
φουμενης  δε  κατά  τίνα  τρόπον  έπΙ  βάθρου, 
έφ'  ού  Οά  ύπήρχεν  ϊσως  καΐ  σχετική  τις  επι- 
γραφή. Άλλ'  ύ  ΡεπΌΐ  δικαίως,  νομίζω,  παρα- 
τηρεί ότι  «Ιη,  ά&ΙΙε  άβ  ΓΠίΐΓΐίΓε  η'α  \)άη  Ίά  Ι;ι 
ίοηηε  ίΐ11οη§-6θ  οΙ  ργΓΗΐτιΐάίΐΙε  ηιιβ  ρπέ^επΐεπί 
οοιηιηαηέιηεηΐ,  η  οεΐΐε  έρθ(.μιβ,  1β8  βίέΐε.'ί  ίιιηό- 
Γίΐίι•68  •  αί  δε  ΙωνικαΙ  έλικες,  αϊ  κοσμοϋσαι  το  άνω 
μέρος  αυτής,  ένθυμίζουσιν  αύτω  βάθρα  τινά 
τών  (χρχαϊκών  αναθηματικών  αγαλμάτων  τής 
Ακροπόλεως  '.  Άλλ'  ότι  ουδέ  περί  άπλοϋ  βά- 
θρου πρόκειται,  καταδεικνύουσιν  οί  άγνωστοι, 
φαίνεται,  τω  ΡθγγοΙ:  μικροί  τόρμοι  τής  άνο) 
επιφανείας  τοΰ  πάχους  τής  πλακός,  εξ  ών  σα- 
φώς δηλοϋται  ότι  ή  πλάξ  έστηρίζετο  δΓ  αυτών 
προς  τοΤχόν  τίνα.  Εις  έμέ  επομένως,  έχοντα 
ύπ'  δψιν  τον  τρόπον  καθ'  δν  είναι  ειργασμένΐ] 
δια  χονδρού  οργάνου  ή  όπισθία  δψις  τής  πλα- 
κός, πιΟανώτερον  φαίνεται  δτι  πρόκειται  περί 
αυτοτελούς  μνημείου,  ούχΙ  έπιτυμβίου,  άλλ' 
ιστορικού  ή  αναθηματικού  χαρακτήρος,  προσ- 
•*ΐρμοσ[ΐένου  ποτέ  εις  τοΐχον  οικοδομή (ΐατός 
τΐΛ'ος  τής  πόλεως  τών  Άί)ΐ)νών. 

Ώς  προς  δέ  τους  χρόνους  καΟ'  ους  έποιήΟη 
αυτό,  ό  μέν  Ρειτοί  φρονεί  δτι  «ΐ1  681  &886ζ 
άίίΐϊοΐΐε  θβ  Η^νοΐΓ  εοπιιηεηΐ  ^λΙθγ  εεΐ  οιΐΥΓΛο-ς», 
δπερ  κατ' αυτόν  είναι  «ιτιοίηδ  αηοίέπ  ([ΐΓϋ  ηε  1ε 
ρίΐι-£ΐίΐ  αιι  ρΓεηιίει-  ίΐΐιοιχΐ»,  διότι  εν  τή  τεχνοτρο- 
πία αυτού  βλέπει  κρά[ΐα  άε  «εΐεηοε  εΐ  ^1ε  ι,^αιι- 
οΗεΓΪε.  Στηριζ()[ΐενος  δέ  είς  το  γεγονός  τής  εν 
έτει  Γ)2()  π.Χ.  επισήμου  εισαγωγής  τού  όπλίτου 
δρό[ΐου  εν  'Ολυμπία   φρονεί  δτι  «ί1  η'\-  α  ΓΪεη 


ιμιΐ  οΗΗι^ε  έ  ι-ειποπίεπ  ρ1π8  Ιΐίΐπί  <μιε  εεΙΙε 
άίΐΐε  Γμΐίΐηοΐ  οη  αοη^ϊάεΓε  1'εχέοηΐίοη»  τού  έρ- 
γου τούτου,  εν  φ  αναγνωρίζει  την  χείρα  δεξιω- 
τάτου  καλλιτέχνου.  Ό  δέ  Φίλιος  (σελ.  50-52) 
δια  μακρών  ερευνών  τήν  τεχνοτροπίαν  ευρί- 
σκει αυτήν  συγγε\'ή  πρώτον  μέν  προς  έκείνην 
τΐΛ'ών  τών  εκ  τής  Ακροπόλεως  άρχαϊκώΛ'  έρ- 
γο)ν,  ευρεθέντων  εν  τή  λεγομένη  περαικί)  έπι- 
χώσει,  έπομένϋ)ς  ποιηθέντων  πρό  τού  480  π.Χ., 
δεύτερον  δέ  προς  έκείνηΑ'  τών  τυραννοκτό- 
νων τοΰ  Αντήνορος,  τών  ποιηθέντων  πάντως 
[ΐεταξύ  τού  510  καΐ  480  π.  Χ.  Καταλήγει  δέ 
εις  τήν  γνώμην  δτι  τό  άνάγλυφον  ημών  έποι- 
ήθη  περί  τό  520  π.  Χ.  Άλλα  τά  μεν  αγάλματα 
τής  περσικής  έπιχίόσεως,  άτινα  παρατίθιισι,  βέ- 
βαιον είναι  μόνον  δτι  έποιήϋ Ίΐσα\'  πρό  τοΰ  4Ν0, 
χωρίς  δμως  να  γνωρίζωμεν,  ώς  αυτός  ό  Φίλιος 
ομολογεί,  καΐ  πότε  ακριβώς  έποιήθησαν  τό  δέ 
σύμπλεγμα  τών  τυραννοκτόνοιν  εΐναι  άσφα?ιώς 
μεταγενέστερον  τοΰ  510  π.  Χ.,  ιδρυθέν  εν  τή 
άγορα  τών  Αθηνών  περί  τό  50()  5  π.  Χ.\ 

Ύπάρχουσιν  δ[ΐως  και  άλ/^α  ασφαλέστερα  κρι- 
τήρια της  τεχνοτροπίας  τού  ανάγλυφου  ημών, 
(ίλλ'έκ  τών  συνήθως  διαφευγόντων  ή  άγλ'οου- 
[ΐένων  υπό  τών  άρχαιολόγίον.  ΟύχΙ  μόνον  αί  κε- 
φαλαΐ  τών  ά[ΐέσως  μετά  τήν  εν  Μαραθώνι  μά- 
χΐ]ν  κοπέντων  άθιιναϊκών  νο[ΐισμ(ίτων,  αλλά 
και  οί.  ασφαλώς  μεταξύ  τού  5(Ι0  και  450  π.  Χ. 
κοπέντες  αρχαιότεροι  τών  περίφημων  διπλών 
στοτήρων  τής  Κυζίκου,  (χποικίας  τών  εκ  Μιλή- 
του ΆθηναίωΛ'  -',  παρουσιάζουσι  τύπους  τε- 
χνοτροπίας εντελώς  ταυτιζομένης  προς  τί|ν 
τεχνοτροπίαν  και  στάσιν  τών  ύπ'  αυτού  τοΰ 
Φιλίου  [ΐνη^ιονευομένων  άρχίχϊκών  αθηναϊκών 
έργ(ΰΛ',  μίίλιστα  δέ   τοΰ  ή[ΐετέρου  ανάγλυφου  •', 


'  "Ιδε  ΟοΙΙί^ηοη-ΤΗΓαεηιοι-,  (ίβδοΗϊ.  άοΓ  ^γιοοΙι.  Ρΐαϊΐίΐι,  ϋά.  Ι, 
8.  :370Ρί2.  17(1. 


'    }ου5ίη,  Ι-,Ά  δοηΙρϋιίΓΟ  ^Γοαςιιο  ,  ρΆξ.  46. 

■  νν.  {ίΓι.•ϋη\νο1Ι,  ΕΙοοΙηίΓη  ϋ"ίηα§ϋ  οί  Ογζίαιίδ  ρΙ.  III  υΐ  IV. — 
\ν.\νΓΰ[Η,  ΒΜ€.  .Μχ.•ίί&  ρ»^.  XVI  κ«Ί  20-25  Ρ'•  IV  υΐ  V.— Ηβαϋ— 
Σβορώνος,  ΊοΓορία  τών  \'θ(ΐίσμ(ίτων,  τόμ.  Β'  οελ.  4^  κ•  ε|• 

'  Πρβλ.  π.χ.  τήν  ώς  τύνήμέτερον  δρομέα  ίΐρόμ(ρ  (ρερομέη)ν, 
στρέφουσαν  τήν  κεφαλήν  και  όμοκυς  τήν  κόμην  έ'χουσαν  δια- 
τεί)εΐ((ένΐ]ν  Νίκην  (ΒΜΟ.  έ.ά.  ρ1.  IV,  9)•  τήν  κείραλήν  τοΰ  δισκο- 
βόλου (ΒΜ€.  ε.  ά.  IV,  4),  ην  .ταράβαλε  προς  τήν  τοΰ  άθηναΐκοΟ 
άναγλι'ιφοιι  τοΰ  Κεντρικού  μουσείου•  τήν  πα\•ομ,οίαν  προς  τήί' 
τών  (Ίθη\•αϊκών   τετραδράχμίον   τών  περσικών    χρόνων  κεφα- 


92 


Λΐϋονηα    ηοχ/ιϊκών  Ι'ργιον 


ΰπερ  έπΙ  μα?Λον  καΙΙιπτά  σπυυδαιότι-ρον  το 
γεγονός  δη  και  οι  πλείστοι  των  τύπων  τών 
()ΐΐΙ)ι•ντ(ι)ν  οτί/.τήοίιίν  (ίνίκρκοοντΓχι  εις  την  αττι- 
κών ιιιή)()λογίαν  κιχι  ίοτορίαν,  π.  χ.  ύ  '<τά  προς 
ποί^ιον  Λπίίκοντίί^ιΐς  [Άριατο(ρ.  ΣφΓικ.  4;5Χ] 
Κεκροψ,  ί]  την  Έριχ{)ό\Ί()\'  (/.νάγουσα  Γη,  ό 
αρχαϊκός  Τρίτονν,  ίπΐ  πααι  ίΐκ  αύτοΙ  οι  τυραλ'- 
νοκτιη'οι  τοπ  Αντήνορος  '.  Άλλ'  οι  αρχαϊκοί 
οΰτοι  νο[ΐΐ(7ματικοι  τύποι,  οί  προξενοϋντες  εν 
τω  συν()?αΰ  αυτών  έντυπωσιν  (/.ϊί)ούσΐ)ς  τοϋ  εν 
τί)  'Ακροιτ(')λει  μονσείου,  εκόπησαν,  ώς  ε'ίπο- 
(ΐεν,  μιτα  το  Γ)()(),  οί  πλείστοι  ί^' αυτών  προ  τοΰ 
480π.Χ.,  ώς  ή^ιι  ορθώς  παρετήρησεν  υ  ΧΥτοΐΗ-. 
Οΰτ(ΐ)  δε  (λγόμεΟα  εις  το  συ^ιπέρασμα  ότι  το 
(ίνίχγλυφον  ημών  είναι  πιΟανίότατα  έ'ργον  τών 
ά[ΐεσ(ΐ)ς  μετά  την  εν  Μα,ραΟώνι  νίκιιν  τοΰ  4Η0 
και  προ  της  εν  έ'τει  480  καταστροφής  χρόνων 
προς  το  συμπέρασικί  δε  τοΰτο  Οαυμασίως  συ[ΐ- 
φωνεΐ  το  ευτυχώς  ύπο  τοΰ  Φιλίου  σημειωθέν 
γεγονός  δτι  το  άνάγλυφον  ευρέθη  έρριιιμέ- 
νον  (ός  κοινός  λίθος,  άλλοθεν  εκεί  μετενε- 
χΟείς,  ώς  παραγέ^ασμα  τοϋ  τείχους  τοΰ  εξωτερι- 
κοί» περιβόλου  της  πόλεο)ς,  δπερ  πιθανωτάτην 
καθίστα  την  ώς  φαίνεται,  καΐ  εις  την  διάνοιαν 
τοΰ  Φιλίου  ελΟοΰσαν,  σκέψιν  οτι  είναι  εξ  έκεί- 
ν(ΐ)ν,  άτινα  οί  Άθηναπ^ι,  εύρόντες  ευθύς  [ΐετά 
το  480  βιαίως  ύπο  τών  Περσών  κατεστραμμένα 
και  άχρηστα,  μετεχειρίσ{)ΐ]σαν  ώς  άχρηστον  ύλι- 
κόν,  υμοίίΰς  τΓ)  αρχαιότερα  τοΰ  480  στήλη  τοΰ 
Αντιδότου  και  άλλοις  μνημείοις,  περί  ών  σ)]- 
μειοΰται  τα  δέοντα  ό  Φίλιος.  Ότι  δε  το  ήμέτε- 
ρον  άνάγ?Λΐφον  εΐναι  μεταγενέστερον  τοΰ  490, 
τ(ίΓ()έν  ευθύς  μετά  το  480,  δτιλοϊ  και  ή  όλως  και- 
νουργής  διατήρησις  αύτοΰ  και  αϊ  προφανώς  εκ 
βιαίας  επιθέσεως  προερχόμεναι  αύτου  β?.άβαι. 
Κ(ίτά  ταΰτα  δεν  ήτο  όλο)ς  άναξία  προσοχής, 


?^ήν  της  'Λΰηνας  (θΓΒειι\νο11  ρ.  61,  ρ1.  II,  1)•  τόν  Τρίτωνα  και 
έν  γένει  πάσας  τάς   έπ'ι  τοϋ  αύιοΟ  πινακος  άρχαϊκάς  μορφάς. 

'  θΓϋϋη«•ο11  ?.ά.  ρ.  64  ρ1.  Ι,  11,  Π  6-10,  III  28-30  κτλ.  Πβλ. 
ΛΓοΙιαοοΙ.  Ζοίΐυη^  1872  ρ.  51  ρΐ.   Ι.ΧΙΙΙ. 

-  έ.  ά.  σελ.  XVI :  ΤΗο  οοίηδ  ο£  Λίδ  ρβΓίοά  (δΟΟ-ΙοΟ)  ίΐε  £ογ 
ΐΗβ  αΐϋδί  ραΓί  ο£  Μοήαίο  ογ  ραΓίίαΙΙγ  αΓοΗϊίο  δίγΐο,  βιιοΐι  αε  Λνο 
ϊΓΟ  2θθΐΐ5ΐοιηο<1  Ιο  ΐδδοοίϊΐΰ  ηΊιΙι  ΐΗβ  ροτίοά  όείοΓβ  Λβ  ΡθΓ5ί3ϋ 
νναΓ5  (Β.  €.  480). 


τουλάχιστον  ώς  προς  το  χρονο?.ογικ6ν  αυτής 
[ΐέρος,  ή  γνοηπ)  εκείνη  τών  το  πρώτον  ίδ(ίντο)ν 
το  'ίνάγ?.υ((ιον  άρχαιολόγοη',  ην  (/.ναφέρει  ό 
Φίλιος,  καί)  ην  υ  έπι  τοΰ  άν«γλύ(μ)υ  εικονι- 
ζόμενος είναι  αυτός  ό  περίφημος  άγγελος  τής 
έν  Μαραθώνι  νίκης,  υ  άμα  τφ  (χγγέλματι  έκ- 
πνεύσας.  Βεβαίοις  παραδέχομαι  καΐ  έγό)  μετά 
τοΰ  Φιλίου  δτι  τό  μνη μείον  ημών  δεν  εικο- 
νίζει θ-νήσκοντα,  έπι  πλέον  δε  φρονώ  δτι  τό 
προς  έπίτασιν  τοΰ  μεγέθους  τοΰ  κατος)ϋθίμα- 
τος  λεγόμενον  περί  τοΰ  αγγέλου  τής  έν  Μαρα- 
θώνι νίκης,  δτι  έ'δραμε  αϋν  τοις  (">πλοις>  ή 
".πάνοπλος»,  δεν  αρμόζει  εις  τόν  μόνον  κράνος 
θ(:έροντα  δρομέα  τοΰ  μνημείου  ημών,  03ς  ουδέ  ή 
μελαγχολική  έκφρασις  τοΰ  προσο)που  άρ[ΐόζει 
εις  τόν  άγγε?.ον  εκείνον  τοΰ  «χαίρετε  και  χαίρο- 
μεν».  Δύναται  δ  δμο)ς,  φρονώ,  νά  προταθή  άλλη- 
τις  ερμηνεία  τοΰ  δρομέο^ς  ημών,  έχουσα  τό  προ- 
τέρημα δτι  αναφέρεται  είς  επίσης  περίφΐ]μον 
έπεισόδιον  τής  ιστορίας  τοΰ  Μαραίΐώνος,  έπει- 
σόδιον  ιστορικώς  βεβαιότερον  τοΰ  άθλου  τοΰ• 
δρο[ΐέως  τοΰ  ΜαραΟώνος,  δν  αγνοεί  ό  Ηρόδο- 
τος, προς  δε  δυνά(ΐενον  νά  έρμηνεύση  τάς  ?.επτο- 
μερείας  έκείνας  τής  παραστάσεως,  είς  ας  δεν 
προσαρ[ΐόζει  ούδ'  αυτός  ό  περί  τοΰ  δρομέθ)ς 
τοΰ  ΜαραθώΛ'ος  θρύλος,  έπι  π?.έον  δε  και  αυτόν 
τόν  κλειστύν  όφθαλμόν  τοΰ  δρομέο^ς  ημών, 
αν  πράγματι  ούτος  εΐναι  κ?^ειστός  ώς  καΐ  εγώ 
εξετάζουν  τό  [ΐνημεΐον  νομίζω,  ά?νλ' δπερ,  —  ώς; 
και  τό  άντίθετον,  —  ουδείς  δύναται  πλέον  Λ'ά 
διαβεβαίωση  νΰν,  δτε  έξηφανίσθΐ]σαν  τά  άλ/.οτε 
την  λεπτομέρειαν  ταύτην  σαφ^ώς  δη/.οΰντα  χρ(ό- 
ματα  τοΰ  ανάγλυφου. 

Ός  εϊπομεν,  ό  Ηρόδοτος  αγνοεί  τό  κατόρ- 
θωμα τού  αγγέλου  τοΰ  Μαραθώνος,  ή  περί  ου 
παράδοσις  παρουσιάζεται  τό  πρώτον  δύο  δ?ι,ους 
αιώνας  [ΐετά  την  [ΐάχην  \  αναφέρει  δ'δμοις  ώς 
μέγα  τι  τό  κατί^ρθο^μα  τοΰ  Αθηναίου  εκείνου 
Φειδιππίδου  ή  Φιλιππίδου,  δστις,  άμα  τφ  άγγέλ- 
ματι  τής  ά?.ώσεως  τής  Έρετρίας  και  τής  άποβά- 
σεως  τών  Περσών  εις  Μαραθώνα,  πεμφθείς  υπό 


'  Σ.  Λάμπρου,  Μοιραθώνιος  δρόμος,  έν  Λόγοίζ  «αϊ  αρ&ροις, 
(■Αθήναι  1902),  σελ.  434  /..  εξ. 


93 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


των  Άΰΐ]ναίων  στρατηγών  προς  τους  άρχοντας 
της  Σπάρτης  άγγελος,  ϊνα  ούτοι  σπεύσωαι  προς 
έπικουρίαν  τώΛ'  Αθηνών,  «δευτεραΐος  εκ  τοϋ 
ΆίΠ^ναίων  άστεος  ήν  εν  Σπάρτη  >  \  διαδρα[ΐών 
τηΛ'  καταπληκτική  ν  μεταξύ  των  δύο  πυλείον  άπυ- 
στασιν — ην  ό  Ίσοκράτΐ]ς  καΐ  Πλίνιος  όρίζουσιν 
εις  χίλια  διακόσια  στάδια,  άλλοι  δε  των  αρχαίων 
εις  χιλίους  πεντακοσίους  σταδίους  -,  άπόστασιν 
ήτις  και  δια  τών  συντο(ΐωτάτο)ν  ατραπών  τοϋ 
Άχλαδοκάμπου  και  της  Λαγκάδας  διανυομένη 
δεν  είναι  μικρότερα  τών  180  χιλιομέτρων — ,  εύ- 
ΰ-υς  δε  κατόπιν  έπιτελέσας  τον  ετι  μάλλον  άξιο- 
Οαύμαστον  άθλον  τοϋ  να  έπιστρέ-ψη,  [ΐετά  δια- 
μονήν  μιας  ημέρας  εν  Σπάρτη,  εις  Αθήνας  την 
πέμπτην  άπο  της  άναχωρήσεο)ς  του  ή[ΐέραν, 
καίπερ  βαρύθυμος,  ώς  φέρων  το  λυπηρύν  άγ- 
γελιια  δτι  οι  Σπαρτιάται  έκο^λύοντο  ύπο  θρη- 
σκευτικ.ώΛ'  λόγίον  να  παραστώσιν  επίκουροι 
τών    Αθηναίων. 

Τον  Φειδιππίδην  τοϋτον  καλοϋσι  πάντες  οί 
αρχαίοι  δρομοκήρνκα  ή  ήμεροόρόμον  ■'  και 
τούτο  μελετώντα  ,  προσθέτοντες  δτι  εστάλη 
«κήρυξ»  ή  «άγγελος»  προς  τους  Λακεδαΐ[ΐο- 
νίους.  Κατά  τους  αρχαίους  λεξικογράφους^  ήμε- 
ροδρόμοί  χαι  όρομοκήρνκες  έλέγοντο  οί  δι'δλης 
της  ημέρας  θέοντες,  έπΙ  σπουδής  πεμπόμενοι  και 
ταΐς  βασιλικαΐς  ή  ταΐς  τών  στρατηγών  διατάξεσι 
τάχιστα  διακονούμενοι  άγγελοι  τών  πολεμικών 
νποϋέσεων,  άγγελοι  οΐς  άπείρητο  μη  ίππεύειν 
άλλ'  αύτουργοΐς  εΐναι  τοϋ  δρόμου  ^  Έκ  τούτων 
λοιπόν,  ώς  καΐ  τής  παρ'  Ήροδότο)  πληροφορίας 
δτι  ό  Φειδιππίδης  έξεπέ[ΐφθη  «ύπύ  τών  στρα- 
τηγών» και  έκ  τής  ιρράσεως  τοϋ  Πλουτάρχου 
(ε.  ά.)  περί  τοϋ  αύτοϋ  Φειδιππίδου:     παρακα- 


'  Ήροδοτ.  VI,  105,  106.  —  Παυσαν.  Ι,  28,  4  και  VI.  54,  Ι! 
Πλουτάρχου,  Περί  τής  Ήροδότ.  κακοηθ.  26.  —  Σχόλια  Κλή- 
μεν.  Άλεξανδ.  Τόμ.  4  (εκδ.  ΚΙοΐζ)  σελ.  111.— Πολυδ.  Ι^,  148.— 
Σχολ.  Αίσχίν.  II,  137. 

-  Σουίδας  έν  λ.  Ιππίας. 

•'  "Ιδε  ανωτέρω  σημ.  1. 

^  Πολυδ.  Ι,  65.— Φώτιος  και  Μ.  Έτυμολ.  έν  λ.  ήμεροδρόμοι. 

'"  Αίσχίνου,  περί  παραπρεσβ.  130.  — Σχόλ.  Αίσχίν.  II,  ΐ;!7  — 
Ήσΰχ.  έν  λ.  Δρομοκήρυξ.— Φιλοστρ.  Γιιμν.  8,  10— Λεξ.  Ρητορ. 
1>.  2.39,  17.  —  Δίων  Κάσιος  78,  35.  —  Πολύαιν.  5,  37.  —  Σχόλ. 
Ι1λ(ί.τ(ον,  ρ.  99. 


λοϋντα  Λακεδαιμονίους  έπι  την  μάχην  έκ  τής 
μάχης  γεγενημένον»,  τέλος  δε  και  έκ  τής  περί 
τών  δρομοκηρύκων  παραδόσεως  δτι  ούτοι  έγέ- 
νοντο  αφορμή  τής  έν  ειρήνη  αγωνιστικής  δολι- 
χοδρομίας,  σαφώς  εξάγεται  δτι  οί  δρο[(οκήρυ- 
κες  ήμεροδρόμοι  ήσαν  δολιχοδρόμοι  στρατιώ- 
ται.  Επομένως,  προκειμένου  νά  είκονισθώσί  που , 
δολιχοδρο μουντές,  έδει  νά  φέρο)σιν,  ώς  έπι  τού 
ανάγλυφου  ήμώ\',  το  κράνος  προς  διάκρισιν 
άπό  τών  δλως  άόπ?νων  δρομέων  τού  σταδίου  ή 
τών  άναγκαίως  άσπιδοφορούντων  όπλιτοδρό- 
μων  τών  αυτών  ε'ιρι^νικών  αγώνων. 

Ύπο?ναμβάνω  λοιπόν  δτι  το  άνάγλυφον  ή μών 
εικονίζει  δολιχοδρο μοϋντα  αύτον  τον  'Λθη- 
ναΐον  Φειδιππίδην,  τον  κατά  τους  αρχαίους  γε- 
νόμενον  έπιφανέστατον  τών  δρομοκηρύκιον»  ', 
έπανερχύ[ΐενον  δε  βαρύθυ(ΐον  και  κατάκοπον 
έκ  Σπάρτης,  ϊνα  άναγγείλη  τή\'  δυσάρεστον 
άπόκρισιν  δτι  οί  Σπαρτιάται  δεν  δύνανται  νά 
έλθο)σιν  αμέσως  εις  έπικουρίαλ'  τώΛ'  Αθηναίων. 
Το  ζήτημα,  αν  οί  οφθαλμοί  τοϋ  εικονιζόμενου 
δρομοκήρυκος  εΐναι  ανοικτοί  ή  κλειστοί,  θ•ά 
μείΑ'η  ΐίΛ'αγκαίως  άλυτον,  ώς  άπολεσθέντωΛ'  τών 
χρωμάτων  δΓ  ών  έδηλοϋντο  αϊ  λεπτομέρειαι  τής 
παραστάσεως.  'Λλλ'  αν  πράγματι  οί  οφθαλμοί 
εΐναι  κλειστοί,  ώς  θέλει  ό  ΡβΓΓΟΙ  καΐ  ήμεϊς  καΐ 
ώς  δηλοΐ  όμοία  τις  παράστασις,  περί  ης  κατώ- 
τεροι, τούτο  θα  καθίστα  έτι  πιθανωτέραν  την 
έξήγησιν  ημών.  'Λληθώς  οί  άρχαΐοι  θέλοντες 
νά  έρμηνεύσωσι  το  θαυμάσιον  κατόρθω[ΐα  τοϋ 
Φειδιππίδου  έλεγον  δτι  έδραμε  συνεχώς  ούχι 
μόνον  δι'δλης  τής  ημέρας,  αλλά  καΐ  δι'δλης  τής 
νυκτός '-'.  'Λλλ',  ώς  είΛ'αι  γνωστόν,  δπως  φημί- 
ζεται παρά  τω  λαώ  δτι  οί  δρτυγες  και  άλλα 
αποδημητικά  πτηνά  ύπνώττουσι  διιπτάμενα 
συνεχώς  έπΙ  παλλάς  ημέρας  ύπερΟα?ι.ασσίως, 
ούτω  και  δολιχοδρόμος  άνήρ  έκτελών  έπΙ  πέν- 
θη μεροΑ'  έπιταγήν,  εξ  ής  ήρτητο  ούτίι  αΰτη 
ή  τής  πατρίδος  αΰτοϋ  σ(ΰτηρία,  ήδύνατο  νά 
άναπαύη  διά  [ΐερικής  και  στιγ(ΐιαίας  υπνώ- 
σεως τινας  τών  σφαιρών  τοϋ  εγκεφάλου  αύτοϋ, 

'  Σχόλ.  Αίσχίν.  έ.  ά. 
''  Σουΐδας  έν  λ.  Ιππίας. 


94 


Λη)ΐ) 


νπα   αυχαικ(ΐ))•  ι-Ίίγα»• 


χωρίς  ίί'νι-κα  τούτοΜ  νά  (^κίκι^πώσιν  αί  λειτυυρ- 
γί(χι  τών  ύργάνίον  τΓ|ς  κινιΊαΐ:•ο)ς,  (5ς  ίκράτει  εν 
έγρηγόρορι  ό  (ΐεγας  κίνδυνος  της  πίίτρίδος 
αύτοΰ  καΐ  ό  π()0()ς  τοΰ  \'(<  εκτέλεση  εστο)  κ(χΙ 
μετά  της  τελευταίας  αύτ()ϊ3  πνοής  το  ίερον  κ«ί 
(ΐεγα  καθήκον.  Έπο[ΐένα)ς  οιιί)(')λως  άπίίΐανον 
εΐνίίΐ  (ίί  λεπτο[ΐερειαι  τοϋ  ΰρύ/ιου  περί  τοΰ 
ί)(ίυ[ΐ(ίσίου  κ(ίΤ()ρ{)(ί)(ΐατος  τοΰ  Φειδιππίδου  νά 
άνέφερον  οτι  ί^τρε/ε  κ(ίΐ  κοΐ(ΐ(ί)μενος,  ά((''  ου 
|(άλιστ(χ  οΟτο)  καΙ  ικη'ον  ήί)ύν(χτο  νά  έξΐ]γΐ)ΐ)Γ| 
υπό  τών  π()λλ(Τ)ν  το  ύπεράνΟρίοπον  γεγονίις 
τής  έπι  πο/^νάς  ημέρας  διαρκεσίίσης  συνεχούς. 
ή[ΐέρας  και  νυκτός,  πορείας  αΰτοϋ. 

Όποΐαι  Γ|σα\'  (χί  αωιιατικαΐ  συνέπειαι  της 
πορείας  ταύτης  άγνοοΰ(ΐεν.  "Εχοντες  οιιως  ύπ' 
Οψιν  ότι  ό  μεν  θρΰλος  περί  τοΰ  {)αν(χτου  τοΰ 
«γγέ/ιου  τοΰ  Μαρ(χί3ώνος  εΐν(χι  κ(χτά  δυο  (χίώ- 
νας  νεώτερος  της  [κχχης  τοΰ  Μαραϋώνος,  ό  δε 
^\ο\ικιανος  αποδίδει  το  κατόρ{)ω[ΐα  τούτου  εις 
αυτόν  τον  Φειδιππίδη  ν,  δυνάμεθα  νά  ύπολά- 
(3ωμεν  ότι  ό  περί  τοΰ  αγγέλου  τοΰ  Μαραθώ- 
νος  θρύλος  έγεννήϋη  έκ  ιιεταγενεστέρας  έπι 
το  ποιητικώτερον  τροποποιήσεως  και  διχασ[ΐοΰ 
τών  διηγήσεων  περί  τοΰ  αύΟεντικώς  μεμαρ- 
τυρημένου  κατορθώματος  τοϋ  Φειδιππίδου, 
επομένως  ότι  ό  Φειδιππίδης  απέθανε  συνεπεία 
τής  ύπερανθρο)που  πορείας  εκείνης. 

Ουδεμία  δ'  αμφιβολία  ότι  οι  Αθηναίοι  Οά 
έτίμησαν,  θανόντα  ή  επιζήσαντα,  τον  θαυμάσιον 
συμπολίτ)|ν  αυτών  διά  μνημείου,  όπερ  ύπο/.αμ- 
βάνω  ότι  εΐναι  αυτό  τύ  όνάγλυφον  ημών.  Ούτω 
καΐ  Εύχίδαν  το\'  Πλαταιέα,  τύν  δι'όμοίας  θαυ- 
μασίας  πορείας  έντο?α]  τών  στρατηγών  δρα- 
[ΐύντα  έκ  Πλαταιών  μετά  τιρ'  νίκην  τών  Έλ?.ή- 
νιον  εις  Λελορούς  και  κομίσαντα  αύθ)ΐμερόν  εις 
Π?.αταιάς  καΰαρόν  από  τής  κοινής  εστίας  πΰρ, 
άμα  δε  τή  παραδόσει  αυτού  έκπνεύσαντα,  έθα- 
ψαν οί  σι>μπο?αται  αύτοΰ  Πλαταιεϊς  εν  τω  ίερώ 
τής  Εύκλείας  Αρτέμιδος  έπιγράι()αντες : 

Εΰχίδας    Πυθώδε    θρέξας   ήλθε   ταδ'  αυθημερόν  '. 

Μετά  τής  πορείας  τοΰ  Φειδιππίδου  στενώ- 


'    Πλουτάρχ.  Άριστείδ.  20. 


τατ(χ  συνδέετίχι  ό  σύγχρονος  τή  μ<χχιΐ  τοΰ 
Μαραθώνος  αθηναϊκός  και  τεγεατικός  μύθος 
περί  εισαγωγής  τής  έν  Αθήναις  λατρείας  τοΰ 
Ι  Ιανός  τής  Αρκαδίας.  Ό  ΊΙρόδοτος,  ό  Παυ- 
σανίίχς  και  ά/./.οι  τών  άρχαίοιν '  διηγούνται 
τόν  βεβαί(ΐ)ς  υπό  τών  έν  Μαραθώνι  στρατη- 
γών προς  παραΟάρρυνσιν  τών  στρατιιοτών  κ(χϊ 
έξουδετέρίοσιν  τοΰ  (Αποθαρρυντικού  έκ  Σπάρ- 
της (χγγέλματος  τοΰ  Φειδιππίδου  ή  Φιλιππί- 
δου  έφευρεϋέντα  μύίΐον,  ότι  δΐ|λαδή  τούτα) 
τρέχοντι  διά  τής  Αρκαδίας  προς  τάς  Αθή- 
νας έπεφάνη  τό  (( άσ^κ/.  τού  Πανός,  παραγγεί- 
λίχντος  αύτώ  νά  άγγείλΐ]  ότι  -  εύνους  Άθη- 
ναίοις  εϊη  καΐ  ότι  ες  Μαραθώνα  ήξει  συμ- 
ιιαχήσωλ'  αύτοΐς  κίχτά  τών  Μήδων  όπερ  και 
έ'πραξε,  κατά  την  παράδοσιν,  αριστεύσας  έν 
Μαραθχονι  και  τρ<)μ()ν  π(χ\Ίκόν  ένσπείρας  τοΐς 
βάρβαρο ις  -'. 

Ό  Παυσανίας  (Ι,  2<-!,4)  διηγούμενος  τά  τής 
συναντήσεως  τοΰ  Φειδιππίδου  μετά  τού  Πανός 
έν  'Ας)καδί(;ί  προσθέτει  ότι  ούτος  μεν  ούν  ό 
ι'^εύς  έπι  ταύτΐ]  τϊ)  (διά  τοΰ  Φειδιππίδου)  αγγελία 
τετίιη/τω  υπό  τών  Άθ)]ναίο)ν.  Συνίστατο  δε 
ή  άπολ'εμηΟεΙσα  αύτώ  αμέσους  μετά  την  έν  Μα- 
ραθώνι νίκην  τιμή  εις  την  έγκαθίδρυσιν  τής 
λατρείας  αυτού  έν  τω  υπό  τή  Άκροπό?^ει  γνο)- 
στω  σπη?^αίω  και  την  ΐδρυσιν  αγάλματος,  έφ' 
ου  κατά  τινας  μεν  έπεγέγραπτο  τό  Σιμωνίδειον 

Τόν  τραγόπουν  έμέ  Πάνα,  τύν  "Αρκάδα,  τόν  κατά  Μήδων. 
τόν  μετ'  '.'\{)ηναίων   στήσατο  Μιλτιάδης. 

κατ'  άλλους  δε  τό  άδέσποτον  επίγραμμα: 

Πέτρης  εκ  .ταρίης  με  πολιν  κατά  Παλλάδος  άκρην 
οτήσαν  ΆΟηνιιΙοι  Πάνα  τροπαιοφόρον  ^. 

Λυν(χμεθα  άρα  ευλόγως  νά  ύπολάβωμεν  ότι 
και  τό  επίσης  «πέτρης  έκ  παρίης »  ποιηθέν 
άνάγ?^υφον  ημών,  έφ'ου  βλέπομεν  την  εικόνα 
αύτοΰ  τοΰ  κομίσαντος  την  άγγελίαν  δρομοκή- 


'  Ήρόδ.  ε.  ά.  — Παυσαν.  Ι,  28,4.  VIII,  54,6.—  2χολ.  Κί.ήμ. 
Άλεξ.  ε.  ά. 

'  Τάς  περί  τούτου  -ιηγάς  ΐδε  έν  ΚοδοΚβτ'δ  Μχΐΐιοΐ.  Ι,εχ.  3.  ν. 
Ραη,  σελ.  1353,  σημείοισις. 

'  -ΑΛ-θολ.  Παλ.  Πλανοΰδ.  232  (ΒβΓδΙ;  η»  136)  καΐ  259. 


95 


13 


'/'ά  ανάγλυψα  πλην  τών  ίπηνμΐϋων 


ρυκος  \  ης  ένεκεν  έτιμήθη  ό  Πάν,  έποιήΟη  συγ- 
χρόνως, ήτοι  εύΰ-υς  μετά  την  έ\'  Μαραθώνι 
μάχην,  ιδρυθέν  παρά  την  πάλαιαν  πύ/.η\'  της 
πόλρ(ι)ς,  δι'  ης  εξά)ρμο)ν  οι  προς  την  Πελοπόν- 
νησον  τρέχοντες  ή  εκείθεν  επανερχόμενοι,  ώς 
ό  Φειδιππίδης  κατά  την  περίορημον  έκείνην 
πορείαν  αύτοϋ.  Μετά  δε  την  εν  ετει  4X0  βιαίαν 
καταστροφήν  τοϋ  μνιιμείου  υπό  τών  Περσών 
((ΐαίνεται  οτι  μετηΛ'έχϋη  τυϋτο  έκεΐ  που  πλησίον, 
ϊνα  ίσως  χρησιμεύση  ώς  παραγέμισμα  τοΰ  [ιε- 
ρούς τοϋ  Θεμιστοκλε  ίου  τείχους,  ένθα  νΰνεύρέθΐ). 
Έν  τέλει  στιμειοΰμεΑ'  ότι  την  προσοχήν  τώ\' 
Φιλίου  και  ΡργγοΙ  διέφυγε  περίΓρη[ΐός  τις  δι- 
πλή παράστασις,  μεγάλως  συγγενευουσα  πρύς 
την  παράστασιν  τοΰ  αναγλύ(ρου  ημών  και 
καθιστώσα  εναργέστερα  δσα  περί  (ϊύτοΰ  έγρά- 
ψαμεν.  Εννοώ  τον  κάλλιστον  και  πλειστά- 
κις  δημοσιευθέντα  καΐ  ποικιλοτρόπιος  σχολι- 
ασΟέντα  "  άρχαϊκόν  έτρουρικόν  σκαρα|)αΐο\' 
τής  συλλογής  τοΰ  δουκός  τής  Ορλεάνης,  τό\' 
νΰν  έν  τω  Μουσείω  τοΰ  Εηηϊίαι^ο  τής  Πε- 
τρουπόλεοις  άποκεί[ΐενον,  ου  άναδημοσιευοιιεν 
ένταΰθα  την   εικόνα  (είκ.  7 Χ  και    7!)). 


ΕΙκόιν     78.  ΕΙκών     79- 

Ώς  βλέπει  τις,  έπι  μεν  τής  ράχεοκ  τοϋ  λίΒου 
και  δη  έπι  τής  εικόνος  αύτοϋ  τοϋ  σκαραβαίου 
(κανϋάρου)  εικονίζεται  [ΐία  τών  έπι  ταχύτΐ]τιφη- 
(ΐιζθ[ΐένων  πτηΛ'ομύρφων  ψυχών  (^(,^θίεηνοο-θΐ), 

'  Σημεκΰτέον  οη  κατά  τόν  Φιλόστρατον  (έ'.ά.)  οΊ  δρομοκι'ιριι- 
κες  κατήγοντο  άρχικΛς  έκ  της  πατρίδος  τοϋ  ΓΙανύς  "Αρκαδίας. 

"■■'  Ι^α  ΟΗαϋ,  Όοεατ.  (1θ5  ρΐεποδ  §;Γ£ΐνέθ5  άιι  Οαο  Ι'ϋΓΐέίΐηδ, 
Τοηι.  II,  ρ.  5  —  8  ίίβ.  2 — 2*  =  ΚβίηααΗ,  ΡίθΓΓθ5  §ιανέ65  ρ1. 
128  ρ.  140,  ένθα  και  ή  εκτενής  βιβλιογραφία  εις  ην  πρόσθε- 
σαν :  ΡιιιΙ\ναη§1βΓ,  Οβηιηιΐ2η,  Τι>£.  16,  19.  —  νΥοίοΙίΟΓί,  Όογ 
36θ1εηνοσβ1  δ.  191. 


ήτοι  Σειρήν  δολιχοδρομοϋσα  δια  τοϋ  αιθέρος 
και  δ)|  έχουσα  τά  ανθρώπινα  αυτής  μέλη  έσχ))- 
ματισμένα  απαράλλακτος  προς  τά  τοϋ  δρθ[ΐο- 
κήρυκος  τοΰ  ανάγλυφου  ημών.  "Εχει  δηλαδή 
ουχί  μόνον  ώς  δολιχοδρόμος  τάς  χείρας  έν  προ- 
βολή και  κλειστάς  προ  τοϋ  στήθους,  άΏΛ  και 
τήν  κεφαλήν  ομοίως  προς  τά  όπίσο)  έν  κατα- 
γραφή περι/.ύποις  κατανεύουσαν  και  δή  ιιετά 
κλεισκΤ))•  τών  όφ)ί)αλμώ\',  εϊτε  (ί)ς  κεκιιηκυΐα 
ήδΐ)  εκ  τής  [ΐακράς  πτήσεως  και  περίλυπος, 
συΗΓ((ΟΛ'(ΐ)ς  προς  τόν  έπιτύμβιον  χιχρακτήρα 
τών  Σειρήνων,  είτε  χυλ  ιος  διά  ιιέσου  τοΰ 
ζόφου  τοϋ  "Αδου  ιπταμένη. 

Έπι  δε  τής  ετέρας  οι|)εως  εικονίζεται  ό  Αίας 
(ΑΙΕΑΕ)  φ)έρων  το  πτώμα  τοΰ  'Αχιλλέως, 
(ΑΜ/Εί-Ε),  όστις  εϊπερ  τις  καΐ  άλλος  τών  Έλλή- 
νωλ'  ήρ(ό(ΐ)\'  ((ΐ)ΐιίζεται  ιιυριάκις  ώς  ποδώκιις, 
π(>()ίίρκης,  (ηκνς,  ποΛας  ώκός,  ταχύς,  πόδας 
τηχνς,  ενώ  έν  τω  πεδίω  φιεύγει  δολιχοδρομοϋσα 
μικρά  τις  μορ((  ή  ανδρός  δρομέως,  όν  τίνες  ύπο- 
λα[ΐβάνουσι\'  αυτό  το  εΐδωλον  τοΰ  "Αχιλλέως 
και  μάλιστα  πτερίοτόν  και  ίπτάμενον,  έκλαμβά- 
νοντες  εσφαλμένως '  (Ός  πτέρυγας  αύτοϋ  τά 
άκρα  τών  χειρώ\'  τοΰ  πτιόματος  τοΰ  Άχιλλέο)ς. 
"Ισως  ή  έν  τω  πεδίίο,  έπι  τον  έόί'κ/ονς  τυεχονηη, 
και  ούχι  ίπτα[ΐένη,  μορφή  αΰτΐ)  ουδέν  άλλο  είναι 
ή  συμβολική  είκών  αύτοϋ  τοϋ  κτήτορος  τοϋ 
σκαραβαίου,  όστις  ένεκα  τών  εις  [ΐορφάς  δολι- 
χοδρίίμους  άναφερομένονν  παραστάσεων  αύτοϋ 
δΐ'νατόν  νά  έχρησίμευεν  ώς  φυλακτήριον  [κ/.γι- 
κόν  (άποτρόπαιον)  δολιχοδρό[ΐου  τπ'ός. 

4.    Άριϋ^.    54.    (Πίναξ   XXIII). 

Πους  ΰ•ρόνον  (;),   έφ'  ον  Έρμης    κρίοφόρος 
και    '&εά  τις  -'. 

Μάρ[ΐαρον  άρχαιότερον  (πρωτογενές)  λευ- 
κόν  πεντελήσιον. 

Μέγεθος  σφζόμενον  νϋ\',  ΰ\|»ος  0,45,  πλά- 
τος 0,26,    βάθος  0,24.    Τό  κάτω    μέρος   εΐναι 


'  ΤοΟ  σκαραβαίου  τούτου  είχε  τήν  καλωσύνην  ό  διευΟί'νιίις 
τοϋ  έν  Πρτς)θΐιπόλει  Νομ.  Μουσείου  κ.  Αϊ.  ΜαΓίίοή'νά  μοι  πεμψιι 
έκμαγεϊον.  έπι  τί)  βάσει  τοϋ  οποίου  περιέγραι)ια  αυτόν  ένταΰθα. 

'■'  Βιβλιογραφία  :  Ο.  νοη  Ι^ηίζοντ,  Εηηοβ  ΟγΙοΙΌγο  ίη  υη 
ΛΓΛ  άί  .λίοιε  :    ΑπηαΗ  <3β1  ΙπδΙ.  1869,  2.'5;-?— 262  Ταΐ).  ά'ζξξ.  ΙΚ. 


—   96 


Λϊΰονπα  ιΐρχαϊκών  ί'ργ(ι>ι• 


(χποκι;κη(Μΐ((ΐ  νον  (/..τ<ι  τΰίν  ιιιιπίον  κ7)ν  μορ(('ών. 
ΊΙ  ('ίνο)  ίπκμηΊΉ/,  κ/ι-ί  κοίλωμα  τετράγο)νον 
π«ρ(χλλΐ|?.όγρα[(ΐΐ()ν  λεκανοειί^ίς,  άνοικτον  ΰμο)ς 
προς  το  (ϊν(ΐ)  της  γυναικείας  παραστάσεοις  μέ- 
ρος, β(ίί)ους  (Ι,()  '  .,  (Γσον  περί^του  προς  την  έςω- 
τερικην  τίπνίίχν  τοΰ  κοσ(ΐή(ΐατος),  μήκους  0,19 
και  πλίίτους  0,17,  {ι^ε  είκ.  80  και  ΜΙ).   Και  ή 


ΚΙκών     8ο.         (Έκ  τών  ΑιιπλΙϊ)         ΕΙκών     8ι. 

κάτω  επκ^άνεια  έ'χει  έτερον,  άλλα  [ΐικρον  καΐ 
προφανώς  έκ  νεωτέρας  χρήσεως  προερχόμενον, 
τετράγ(ΐ)νον  κοί/αομα,  βάθους  <),(>,  μήκους  Ο,ί) 
και  πλιίτους  (),(>. 

Τ(7)ν  τεσσάρων  πλευρώ\'  αί  τρεις,  6η/.αδή 
ή  Γ(έρουσα  την  παράστασιν  τοΰ  Έρμου  π?ι.α- 
τεΐα  πλευρά  και  αί  εκατέρωθεν  αυτής  δύο  στε- 
νοΊτεραι,  έφερον  ανάγλυφους  μορφάς,  ο)ν  εντε- 
λώς άποκεκρουμένη  εΐναι  ή  της  όπισθεν  τοΰ 
Έρμου  πλευράς.  Ή  τετάρτη  πλευρά  ειχεν 
άφεθή  ανεπεξέργαστος,  προφανώς  ώς  αόρατος 
τω  θεω(ΐένο)  το  μνη  μείον. 

ΈπΙ  της  κυρίας  δψεως  εΰρηται  άνάγλυπτος 
παράστασις  Έρμου,  γυμνού,  σφηνοπώγωνος, 
προτάσσοντας  τον  άριστερον  πόδα   καΐ   βαδί- 


Μ3Γΐίηε11ί,   Οαΐοΐιι^ο  Ίϋ'  ε>ί"•  '"  βοίδο  ρ.  196. 
ΚΙβίη,  Αηπαΐί  1875,  298. 
83Γΐ)β1,   ί.  ά.  8.  ϋ,  20. 
Ι,ίΚβΓ.  ΟβηΐΓ3ΐΙ)ΐ3η  1881  5.  1660. 

ΟνβΓΐ)οεΐ£,   ι  ΊείοΙιίαΙιΐβ  άετ  ^ΓίεοΙιίίοΗβη  Ρΐαίΐίΐί  Γ'  8.218  και 
221  Ρί§.  53  υηά  1^  δ.  280. 

ΗαιίδβΓ,   υίβ  πευαΙΙίδοΗεη  Κβΐίείδ  δ.  170,  3. 

ΚΓίεάεΓίοΙιβ-ννοΙΙβΓδ,  ΟίρδίΙϊ^ϋδΒε  δ.  164 — 165,  η"  418,  419. 

ΜίΙεΙιΙιδΓβΓ,    1)ίε  Μυβεεη  Αΐΐιεπδ  δ.  δ,  13. 

ί.βρ5ία8,   ΟγιοοΗ.  Μ3ΓπιθΓ5ίιΐ(ϋεη  δ.  79  η"  126. 

Καββαδίας,   Κατάλογος  σελ.  56 — 57.  Γλυπτά  σ.  92  άρ.  54. 

Καστριώτης,    Κατάλογος  σελ.  12,  54. 

Οή.  δεΙιβΓβΓ,   ΚοδοΚετ'δ  ΜγΛ.  Ι,εχ.  Βά.  Ι.  5.  2396. 

Η3υ55οιι1ϋεΓ,  (Ιϋοιηοάο  Ύ&η3.ζΐ3.&ί  8ερα1εΓ3  άεοοΓ3νβΓαιιΐ  ρ. 17 

ΡΓεΙΙεΓ-Κοόεη,   ΟγιεοΙι.  Μ^ΐΚοΙοςίβ,  Ι  ρ.  420,  4. 


ζοντος  ήρεμα  ή  ίστα(ΐένου  προς  δεξ.,  εκτάκτως 
δε  εύγρίίμμον,  ενπεριγρίίπτου  και  αρχαίου  την 
άνάόεσιν  της  κόμης,  ',  ης  μακράς  οΰσης  καΐ  εις 
τά  όπισθεν  προς  τά  άνω  (χναδεδεμένΐ|ς  δια 
στρο((  ίου  έκφεύγει  είς  πλ<»κα(ΐος  καταπίπτοιν 
έπι  τοΰ  στήθους.Ή  διατήριισις  αύτοΰ  είναι  σχε- 
τικώς καλή,  ά?.λ'  έχει  άποκεκρουμένα  το  όπι- 
σθεν (ΐέρος  τοΰ  δεξιοΰ  βραχίονος,  τον  αγκώνα 
τοΰ  αύτοΰ,  [ΐέρος  τώ\'  γλουτών  καΐ  πιχντα  τά 
υπό  τούτους  μέρη  τών  κάτο)  άκρο)ν. 

Ό  Οεος  φέρει  έπΙ  τών  ώμων  άρνα  κρατών 
προς  τά  έ^ιπρός  τί]  (^ιεν  δεξι^  τους  όπισ9ίους, 
ττ)  δε  άριστερ(7  τους  έ^ιπροσΟίους  πόδας  αύτοΰ 
κ(ίΐ  μικρόν  κηπύκειον  όρΟόν,  ένφ  άπο  τοΰ  αρι- 
στερού ώμου  κατερχοιιένη  επί  τοΰ  αριστερού 
πήχεο^ς  κρέ[ΐατ(χι  προς  τά  κάτο)  ή  χλαμύς  αύτοΰ 
λεπτώς  και  πυκνώς  πτυχου[ΐένη.  Επι  δε  τοΰ 
προσιόπου  (/υτοΰ  έπανθεΐ  μειδίαμα  ευφυούς 
«κερδε^ιπόρου». 

Είς  το  άνω  [ΐέρος  της  πλεν^άς  ταύτης  σοιζε- 
ται,  κάλλιστα  διατΐ)ρουμένη.  αρχαϊκή  κοιιψή 
κορωνίς  έκ  πλαστικώς  δεδΐ)/νω[ΐένων  άν{)ε(ΐίων 
καΐ  κρίνων,  στρεφ^ομένΐ]  δε  και  έπΙ  της  όπισθεν 
τοΰ  Έρμου  άποκεκρου[ΐένης  νΰν  π^^ευράς,  ούχι 
όμως  και  έπΙ  της  πρό  αύτοΰ,  έφ'  ής  ή  γυ- 
ναικεία [ΐορφή  και  υπέρ  ην  είναι  άνοικτον  το 
λεκανοειδές  κοίλωμα  της  άνο)  έπκ(ανείας  τοΰ 
μνημείου,  καταργουμένου  ούτω  τοΰ  χώρου  προς 
συνέχειαν  της  ταινίας  τοΰ  κοσμήματος. 

Έπί  της  πρό  τοΰ  Έρμου  τρίτης  πλευράς 
εικονίζεται,  όλιγώτερον  σαφώς  διατηρούμενη, 
θεά  τις  βαδίζουσα  προς  δεξιά  ώσεί  προηγείτο 


Οο11ίβηοη-ΤίΐΓ3βΓηβΓ,  ΟεδοΗ.  άβι  ξτ.  Ρΐιβίίΐί,  Βά.  Ι  ρ.  422 
(\ξ.  207. 

Πρβλ.  τά  σχετικά  προς  τον  Κριοφόρον  τοΰ  Καλαμίδος. 

ΟνβΓϋβοΙί,  Κϊΐίπιίε'  Ηετιηεδ  ΚΓίορ1ιοΓθ5  :  ΑΓοΗϊεοΙ.  ΖείΙυης 
1853,   δ.  46  κα'ι  1864,  209,  144. 

Α.  Οοηζβ,  ΜοπϋΐηεηΙί  ΤαπΕ^τεί :  Αηπαΐί  (1ε1  Ιπ5ΐ.  1885, 
347-351. 

Ε.  άβ  ΟΙιβηοΐ,  1-85  άίνίηϋέδ  οΓίορΗοΓεδ :  Οαζεΐιε  ϊΓοΗεοΙ. 
IV,  ρ.  101  (1878). 

ΙιηΙιοοΓ-ΒΙιιιηβΓ  —  Ρ.  θ3ΓάηβΓ,  Νϋΐη.  Οοιηπιεηι.  οη  Ρ3α53- 
ηί35  ρ.  46  ρ1.  Ι-.  ν,  VI.  και  115  ρ1.  Χ,  XI,  Χ"• 

νεχτίεβ,  1-65  Γι^ατεδ  οτίορΗοΓεδ. 

ΡεΠοινΒ,  ΟΪ5θον.  ίη  Ι-)•οία  ρ.  175.  κ. τ. λ.,  κ.τ./.. 

'  Λουκιανού,  Ζευς  Τραγωδός,  33. 


97  — 


Τά  άιτί^Αυφη  πλην  των  ίπιτνμβύιη• 


τοϋ  Έρμοί3,  προς  δν  στρέορει  την  κεφΓχλήν  και 
τά  βλέμματα,  δηλου[ΐένου  οΰτως  δτι  μυθο^ιογι- 
κώς  συνέχονται  αί  δόο  αύται  μορο^αί.  Ή  Ορά 
αΰτ)],  σο)ζομένΐ|  κατά  τά  άνο)  τοπ  [ΐέσου  των 
μηρών,  εικονίζεται  ένδεδυμένη  λεπτόν  χιτώνα, 
έφ'  ού  ίμάτιον  κατερχόμενον  έκ  του  δεξιοϋ 
ώμου  προς  τά  υπό  τον  άριατερδν  [ΐαστ()\'.  Την 
δε  κεφα?ιήν  αυτής,  προφανώς  διά  στεφάν»]ς 
κεκοσμημένιιν,  καλύπτει  πέπλος  μακρός,  ού  (χνέ- 
χει  σεμνώς  πτυχήν  τΓ|  αριστερά.  Τέλος  ή  δεξιά 
αυτής,  αποκεκρουμένΐ)  τά  κάτιο  τοΰ  καρπού, 
είναι  άβέβαιον  αν  έκράτει  πτυχήν  τού  πέπλου 
ή  τοΰ  χιτώνος  ή  άλλο  τι  (ίντικείιιε\'ο\•. 

Ή  τελειότης  τής  ωρίμου,  αύστΐ|ρού  άρχ(/.ϊκοΓι 
κάλλους  τεχνοτροπίας,  ή  λεπτότης  και  ή  -/ά- 
ρις  τών  παραστάσειον  κ(Λτέστΐ|ααν  τό  ιινί] μείον 
τοΰτο  διάσημον  έν  τή  (/.ρχαιο/^ογία,  (/.(ρ 'δτου 
εν  έ'τει  1807  ύπέδειξεΛ'  αΰτο  ό  [ΐακ(/.ρίτν]ς 
Ποστολάκας  τω  πρώτοο  δη[ΐοσιεύ0αντι  ί.  νοη 
Ι,αίζονν,  έντετειχισ^ιένοΑ'  άν(ο  θύρας  οικίας  τής 
παρά  τον  Πύργον  τών  Άνεμων  οδού  τοΰ  Μου- 
σείου. Ανέκαθεν  δ'έΟεωρήΟη  ώς  έργον  αρίστου 
καλλιτέχνου,  της  τεχνοτροπίας  καΐ  τώΛ'  πίίρα- 
στίίίσεων  αύτοΰ  σχετισθεισών  μάλιστίί  προς  τον 
έν  Τανάγρα  κριοφόρον  Έρμήν  τοϋ  Καλιϋμιδος 
και  την  έπι  τής  Άκροπόλεο^ς  τών  Ά{)•ηΛ'ών 
περίφημον  ΣωσάνδραΛ' τοϋ  αύτοϋ  καλλιτέχνοα', 
ού  έορημίζετο  ή  έπανΟοϋσα  —  ώς  έπι  τοϋ  ήιιε- 
τέρου  μνημείου,  τοΰ  βεβαίως  ανήκοντος  εις  την 
άκ[ΐήν  τής  (χρχαϊκής  τεχνοτροπίας,  —  (χρχαϊκίι 
λεπτότης  και  χάρις   και  αρχαιοπρεπής  άπλυτης. 

Παρ'  δλην  δμως  τήν  ό[ΐοιυτητα  τής  παρα- 
στάσεως τοΰ  έπι  τοΰ  (χναγλύφου  Έρμου  προς 
τήν  έκ  τών  νομισ[ΐάτονν  τής  Τανάγρας  '  γνωστήν 
εικόνα  τοΰ  έκεΐ  κριοιρόρου  Έρμου  τοΰ  Κα- 
λαμίδος, δεν  είναι  πιθανόν  δτι  έπι  τοΰ  άθΐ)- 
ναϊκοΰ  ημών  άναγλύορου  άπεικονίζολ-το  παρα- 
πλεύρως ό  έν  Τανάγρα  Ερμής  και  ί)  έπι  τής 
Ακροπόλεως  τών  Άθιινών  Σωσάνδρα  τοΰ  Κα- 
λαμίδος, τοσούτο  μάλλον  κα9 ' δσον  ή  έπι  τοΰ 
ανάγλυφου  στρεφομέχΊ]  και  προσβλέπουσα  προς 

'  ΑγοΗ.  ΖβίΙ.  1849.  (.  9.  12.—  Μοη.  άεΐ  Ιιΐ5(.  XI,  6.  5.— 
ΙηιΗοοί-ΟαΓ(3ιιεΓ,  Νιιηιίϊ.  Οοηιηι.    οη  Ραιίδ.  ρ.  115  ρ1.  Χ,  Π,  12. 


τον  άκολουθοϋντα  Έρμήν  σχετίζεται  άμέσο)ς 
προς  αύτόχ',  ενώ  ουδεμία  υπήρχε  μυθολογική 
σχέσις  μεταξύ  Έρμου  τού  κριοφόρου  και  τής 
Σωσάνδρας  τού  Καλαμίδος.  "Αλλως  δε  αί 
κριοφόροι,  μοσχοιρόροι  κ/.π.  μορφαι  εΐναι,  οκ 
γνωστόν,  ούτο)  συνήθεις  παρίχστάσεις  '  έν  τή 
αρχαία  καλλιτεχνία.  ώστε  καΐ  αυτή  ή  προς 
μοΛ'ον  τον  έν  Τανιχγρα  κριοφΐ()ρον  Έρ[ΐήν  τοΰ 
Κ(χ?νάιιιδος  συσχέτισις  τοϋ  ανάγλυφου  ήιιών 
είναί  τι  τολιιΐ|ρ(')ν,  δσον  κ(χ1  αν  ί|  τεχνοτροπία 
αυτού  συ}ΐ(ρο)νΓ|  πρ()ς  τήν  τού  Κίχ/^χμιδος. 

Το  έπ'  έιιοί,  προκειιιένου  περί  (ίίΐηνίχϊκοϋ 
μνιμιείου  ώς  τδ  ίμιέτερον.  Οά  ιχνεζήτουν  το  πρθ3- 
τότυποχ'  ι/ϋτού  έ\'  Αθήναις  μάλλον  ή  έν  Τα- 
νιί,γρα,  τοσούτο)  μάλλον  καθ '  δσον  έν  Αθήναις 
ί'πήρχε  δκ/.σιιμον  άγαλμίί  (/.ρχίχϊκδν  Ερμού, 
δπερ  κ(/.τά  κ()ρ(»ν  (χντέγραφον  οι  αρχαίοι  τών 
ΆθηΛ'ών  κιχλλιτέχναι.  Έννοο)  τον  η•  ιιεο}]  τ-η 
αγορά  >■  ή  άκριβέστερον  πρης  την  1Ιι>ικΙλην 
Στοάν,  πληπίιιν  πΐ'λης  ίδρυθέντα  έπι  Κεβρίδος 
άρχοντος  (4Ν(ί  ό  π.  Χ.)  χαλκούν  Έριιήν  Άγο- 
ραΐον -,  δν  δ  Λουκιανός  περιγράφει  ώς  •εΰ- 
γραμμον  κ(/ί  εύπερίγρα.ττο\'  και  άς)χ(/.ΐον  τήν 
άνάδεσπ'  τής  κό|ΐης  >  και  χος  ούτω  καλόλ-,  ώστε 
οι  άνδριαντοποιοί  υσημέραι  λαμβάνοντες  έκ- 
μάγ,ιιατα  (χΰτοΰ  κατέστησαν  πίσσης  άνάπλεων. 
Ό  χρόλ'ος  τής  ιδρύσεως  αύτοΰ  και  τά  χαρακτΐ)- 
ριστικ(/.,  άτι\Ί/.  δίδει  δ  Λουκια\'(')ς.  δικί/.ίως  (οθη- 
σαν  τον  ΚΙ(:-ίπ  ■'  να  έκφραση  τήν  ύπόθεσιν,  δτι 
ό  άγ^'Γοστος  ηιιϊΛ'  ποιητής  τοΰ  διασήμου  τούτου 
αγάλματος  ήτο  δ  Κάλαμις,  ήτοι  (χύτδς  εκείνος, 
είς  δν  εϊδοιιεν  άναφερο[ΐένας  τήν  τεχχ'οτροπίαν 


'  Οίίτ(ι);  <Ίιΐί-'σ(ος  άπ-ι-'ναντι  τΛν  ΆΟιινών  έ'χΐ)|ΐί•ν  κπΊ  τών 
νορισμάτον  της  Αίγίνης  όμοίαν  -Ίαράστίίοιν  ΈομοΓι  κοιο- 
((όυου  (ΐΓηΗοο£-(ϊ3ΓάηυΓ  έ'.  ά.  ρ.  46  ρ1.  Ι..  5^. 

•'  Φιλοχίόρου  Άποαπάομ.  82.  —  Ησύχιος  ί'.  λ.  Αγοραίος 
Έρμης.  'Αριοτοφ.  'Ιππ.  297.  ίίχολ. — Αολίκιαν.  Ζευς  Τραγφ- 
δός  .'ί.'!  Σχ(Ίλια.  —  (Πλουτάοχ.)  Βίοι  10  ρητόρον,  844.  Β.  — 
Παυσαν.  1.  1.").  1.  —  Βι.•1<1(εΓ,  .^ηι-οά.  3:!9,  1.  —  \νϊο1ΐ5ΐηιιΐΗ  δΐ&άΐ 
.Α,ΐΐιοη  207.  .Λ.  11,  208.  —  ν.  ννίΐ3ΐηϋ\νί(ζ,  .Λυδ  ΚγβαΐΗοη  207. 
ΗοΓπιοδ  XXI,  100.  .\.— Μίοΐιιοΐϊδ  :  ΗβΓπιβδ,  ί'.  ά.  493-499.— Ρτβΐ- 
1θΓ-ΚοΙιΡΓί,  Γ,πίοοΗ.  ΜχΐΗ.  Ι,  414,  2.  —  ΡθΓν3ηυ§1υ,  ΑγοΗ.  Ζοίΐ. 
26,  75.  —  Ονοτίϊοοίι,  ΡΙα^ΙίΙί  Ι",  154.  —  ΚοϊαΗετ'δ,  ΜγΐΗοΙ,  Ι,οχ.  Ι, 
2397-2398.  — ΚΓ3ζβΓ,  ΡαυδΕπίίΐϋ  νοί.  II,  ρ.  130  κ?ξ.— ΗίΙζί§-Β1ηηι- 
η6Γ,   Ρ&ιΐ5αηϊα5   νοΙ.  Ι  ρ.  198. 

■'  ΑγοΗ.  Ερί^Γ.  ΜίΚ.  ηϋ5  ΟοϊΙϊγ.  IV.  24.  Σιΐ(ΐ.  4. 


98 


ΛϊϋοίΗχι   άηχαϊκών  ¥(»γ(ιη• 


και  τάς  τοπ  ίκΐίτιροί)  (/.ν(χγλΓΐ(( οιι  π(λ(_»(χατ(ίθΐ•ις, 
(ον  ό  κοΐ()<()όρος  'ΚριιΓ|ς  κίναι  (ΙλιμΙώς  ρΐ'πεη  τις 
και  ('(λ/^ος  εϋγραιιιιος  και  ι-ύπιρίγρηππ)^  κΐίί 
αρχαίος  η'μ•  ηηΊ()ι-ηη•,  ,ταη()υοΐ(ίζ(ΐ)ν  πΐ'γχρυνος 
και  πιχντίί  τα  /αρακτΐ|ριατικά  (ΐντιγράφου  κκ 
χαλκό  Γι  (<γ(/.λ[ΐατος. 

'ΛγνοοΟιιι-ν  ίντι-'λώς,  όποιος  τις  τί|ν  στάαιν 
ήτο  'Κρ(ΐής  ό  Αγοραίος  τών  ΆΟηνιον.  Τά  περί 
(χϋτοΠ  (>'  ίν  τ(Τ)  Λοηκκ/.νφ  ήπό  τοϋ  Λιός  λεγό- 
[ΐενα  <άλλά  τίς  ό  ηποικ)/)  προπιών  ούτος  κ(/.ί 
κατώτερο  τί,  (ΐ)  πι/.ϊ,  ι)ρο/ιηΐος  ήμΐν  (ί((ΐξαι  ήεν 
('ίναφερολ'Τίίΐ,  νοιιίζιο,  ιίς  τή^'  στάαιν  τοΰ  αγι/./.- 
[ΐατος,  ώς  ύπέλαβε  τις  ',  ιύ.λύ.  |")ε|!(Λί(ος  ετεί)ΐ]ααν 
ίνα,  συ[ΐ(ρ(όνως  προς  τί|ν  ΰλην  δραματουργίαν 
της  αΐ'νίΐεαείΰς  τοΓ'  συγγραφέως,  είκονίσωσι  τί|ν 
ταχύτΐ|Τ(/..  μεθ'ής  εσπευσεν  εκ  της  εν  τΓ)  άγορα 
Οέσεοις  αύτοϋ  ό  Έρμης,  ϊν'  άπαγγείλτ]  τοις 
Ό/αιμπίοις  θεοϊς  το  νττί'ρμεγα  και  /ίυρ/«ί  τήι: 
ππην<)ής  <^^•όμε^ην  αγγρλιηι  .  όπερ  ετραντά.σί))]  ό 
Λοπκιανός.  Όλως  (V•  τουναντίον  ί|  υποιιονί| 
μείΙ'  Γ|ς  /.έγει  αυτός  ό  θεός  ότι  μικρόν  πριν  η 
σπευστ)  προς  τους  {)εούς  έτύγχανεν  εν  τ\\  άγορα 
υπό  /αλκουργ(7)\'  πιττοΰ[ΐενος  στέρνον  τε  και 
[ΐετάφρενον,  Οώραξ  δε  μοι  γελοίος  άμχρι  σώματι 
π?^ασθεΙς  παρΐ]θ)ρ)ΐτο  [ΐιμηλΓ)  τέ/νΐ)  σφρα.γϊδα 
•/(/.λκοΰ  πάσαν  έκτυπούμενος»,  προς  δε  ό  εν  γένει 
7αρ(/.κτΐ)ρ  τοϋ  αγάλματος  ώς  κ(ίτ'έξο/ί|ν  (/.γΐίλ- 
ματος  λατρείας  (ϊδε  \\';κ1ι^;ιηιιΐ1ι  ε.  (/..  Ι.  207), 
ύποδεικνύουσιν  ήιιϊν  ότι  Γ|  στιίσις  αΐιτοϋ  ήτο 
ή  της  ήρεμου  μεγαλοπρεπείας.  Και  ουδέν  [ΐέν 
επιτρέπει  ήμΐν  να  ύπολάβωμεν  ότι  ό  Αγοραίος 
Έρ[ΐής  των  Αθηνών  έκριοφόρει,  ώς  ό  τοϋ 
ανάγλυφου  ημών,  αλλά  και  ούδεν  αποκλείει 
την  ύπόθεσιν  ταύτην,  άφ'  ού  μάλιστα  ή  στάσις 
τοϋ  κριοφοροϋντος  είναι  ή  κατ'  έξο/ήν  χαρα- 
κτηρίζυυσα  και  νϋν  τον  έγχώριον  έμπορον  εν 
ταΐς  λαϊκαΐς  άγοραΐς  τών  πόλεων  καΐ  κωμών 
της  Ελλάδος,  εν  αίς  καΟ'  έκάστην  βλέπομεν 
τους  ποΐ[ΐέναςήμών  εμπόρους — διαδόχους  τών 
υπό  τοϋ  νομείον  και  αγοραίου  Έρμου  προ- 
στατευομένων ποιμένων  εμπόρων  της  αρχαίας 
Ελλάδος  —  μειδιώντας  προς  τους  άγοραστάς 


τό  αυτό  κερδειιπορικον  μειδί)/.μα,  ίίπερ  και  ό 
κριοφόρος  'Κρμής  τοΰ  άναγ?νυ((ου  ημών. 

1'^ίνα,ι  (ίληΟί-ς  ότι  τών  έπι  τών  άί)ΐ|ν«ϊκών 
νο[(ΐσμ(ίίτο)ν  τριών  ΐ'ι  τεσσάρων  εικόνων  τοϋ 
Έρ[ΐοϋ,  ών  μεταξύ  έδει  να  άναμένίομεν  και  τί|ν 
τοΰ  Αγοραίου,  ουδεμία  παρουσκ/,ζει  αυτόν 
(χρνο(μ)ροϋντα•  ση^ιειωτέον  όμίος  ότι  και  ουδε- 
μία τοϋτίον,  οϋδ'αΰτή,  ην  οι  ΙηιΗοοί-ΒΙυιηβΓ  και 
ί"^Η^^1η6^  (έ.  ά.)  ύπέλαβον  ώς  άντιγράφουσαν  τόν 
Ί\γοραΐθΛ'  Έρμήν,  φιαίνεται  έχουσα  την  άρχαϊ- 
κί|ν  άνάδεσιν  της  κόμΐ|ς  καΐ  τά  λοιπά  εκείνα 
χαρακτ)|ριστικ(/.,άτινα  παρέχει  ή  μΐνό  Λουκιανός. 

'Κν  τέλει  σημεΐ()ϋ[ΐεν  (ός  προς  την  εν  γένει 
φΰσιν  τοϋ  μνημείου  ημών  δτι  οί  αρχαιολόγοι 
{)εο)ροϋσιν  (/ϋτό  τινές  μέΛ'  ώς  βίομόν,  άλ?.οι  δέ 
(«ς  βάϋρην,  βάοιν  ή  υπόδημα  άναϋήματός  τίνος. 
Νθ[ΐίζω  όμως  δτι  τοΰτο  ουδέν  (ύΧο  είναι  ή 
(ΐριστερός  οπίσθιος  πονς  ι^άνου  μεγά?.ου,  εν 
μέρει  εκ  μαρμάρου  κατασκευασΟέντυς,  ανήκον- 
τος δέ  εις  δΐ(/.σΐ]μύν  τι  άγαλμα  ?^ατρείας,  οΐοι 
δηλαδή  ήσαν  ό  μαρμάρινος  '  θρόνος  τοΰ  γαλ- 
κοϋ  Άμυκλαίου  Άπό/ιλωνος  καΐ  ό  τους  πόδας 
μόνον  προιρανώς  [ΐαριιαρίνους  καΐ  άναγλύ(|θΐς 
κεκοσ[ΐη μένους  έχων  θρόνος  τοϋ  Έριιοϋ  τών 
νοιιισμίίτων  της  Αϊνου  -. 

Οΰτο)  καΐ  μόνον  δύναμαι  \'ά  εννοήσω,  μετά 
έπιστα(ΐένην  μελέτην  τοϋ  μνημείου,  τύ  της  άνο> 
αύτοΰ  επιφανείας  κανονικόν  καΐ  προς  τά  δεξιά 
άνοικτόν  τετράγωνον  κοίλωμα,  έν  ώ  θά  έσφη- 
χ'οϋτο  τό  όριζό\'τιον  ξύλινον  ή  μετάλλινον  ή 
και  μαρμάρινον  κάθισμα  τοΰ  θρόνου,  προς  δέ 
τάς  διαστάσεις  και  τάς  λοιπάς  άρχιτεκτονικάς 
λεπτομερείας  αύτοϋ. 

Περί  τοϋ  Αγοραίου  Έρμου  τών  Άθΐ]νών 
γνο)ρίζοιιεν  δτι,  εν  ιιεταγενεστέροις  χρόνοις, 
Καλλίστρατος  τις  Έιιπέδου  ΆφιδναΙος  κατε- 
σκεΰασεν  αύτώ  βωμόν.  Να  ύπολάβωμεν  δέ  δτι 
τό  αυτό  άγαλμα  έκάθητο  ή  ϊστατο  εν  θρόνω 
σύγχρονοι,  ή  κατασκευασθέντι,  δτε  εκ  νέου 
Ι'σως  θά  άνιδρύθΐ]  αντίγραφο  ν  τοϋ  πρωτοτύ- 


δοΙιοΓοΓ :  Κϋ5αΙΐ€Γ'8  Μ)ΊΗ.   Ι,ϋχ.  Ι,  2398. 


'    α.    ΚοΙ)εΓ(  ;    Ραυΐ7-\νί55θ\να   ΚβϊΙ-ΕηοχοΙ.     111,    126.  —  Βγ. 
δοΙίΓοίΙοΓ,  .Λ.Λ.  Μίιΐοίΐ.  1904,  ρ.  41). 
-   ΒΜΟ.  'Γ1ΐΓ3οία  ρ.  77,  1  κα'ι  ρ.  80,  23. 


99 


Τά  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


που,  ού  δεν  θα  έφείσθησαν  βεβαί(ος  εν  ετει 
480  π.  Χ.  οι  Πέρσαι,  δτι  δε  τοί3  αντιγράφου 
τοϋ  θρόνου  τούτου,  φέροντος  ή  άντιγράφον- 
τος  έτερα  έ'ργα  τοϋ  Καλαμίδος,  λεά|)ανον  είναι 
το  ήμέτερον  μνη μείον,  εΐναι  βεβίίίος  τι  λίαν 
τολμηρόν,  οΰχΐ  δ'  δμο)ς,  νο}ΐίζω,  και  εντελώς 
αδύνατον.  Ή  δ'  εκ  της  παρά  τον  ΓΙύργον  των 
Άνεμων  όδοϋ  Μουσείου  προέλευσις  τοΰ  [ΐν)]- 
μείου  άρ|ΐόζει  εις  [ΐνη μείον  εύρισκυμενον  αλλοτ' 
εν  τχι  άγ<^ρα  των  Ά0ΐ|ν(7)Λ'. 

5.    Άριΰ'.   55.   (Πίναξ   ΧΧΠ). 

Άνάγλνφον     «νεκρόδειπνον»     άρπαδικόν  '. 

'ΑριστεροΛ'  μέρος  άναγλύ(ρου  χΟαμαλοΰ, 
αρχαϊκής  τεχνοτροπίας,  ού  ή  επιφάνεια  έχει 
μεγάλως  βλαβή  υπό  τε  της  έπιδράσείος  της 
ατμοσφαίρας  καΐ  υπό  πυρός.  Εύρέί)»]  δε  υπό 
τοΰ  Α.  ΜΠοΗΗδίβΓ  εν  ετει  1878  έντετειχισ[ΐένον 
εις  τό  ύπέρθυρον  αυλής  οικίας  τινός  τοϋ  εν  τή 
κοι?^άδι  τής  Τεγέας  χο)ρίου  'Ιιιβραημ  -Έψένδη, 
τά  εν  φ  όπαΛ'τώντα  αρχαία  λείψανα  γλυπτικής 
προέρχονται  πάντα  εκ  της  αμέσου  γειτονίας  τοϋ 
παρακειμένου  χωρίου  τής  Παλαιό  επισκοπή  ς. 

Τό  μάρμαρον  τοϋ  ανάγλυφου  προέρχεται  εκ 
των  λατομείων  τοϋ  προς  νότον  τής  Τεγέας 
χωρίου  Δολιανών.  ΜέγεΌος  τής  πλακός:  Ύ\|»ος 
0,41•  πλάτος  σωζόμενον  0,36•  πάχος  0,17. 

Εις  τό  άριστερόν  μέρος  τής  πλακός  εικονί- 
ζεται γυνή  καΟιμιένη  προς  δεξιά  επί  θρόνου, 
ού  οί  [ΐέν  πόδες  εχουσι  τό  σχήμα  ποδών  λέο\'- 
τος,  τά  δε  πλευρά  κοσμούνται  υπό  σφιγγός  (;). 
Τό  άνω  μέρος  τοϋ  έρεισινώτου  εΐναι  άποκε- 
κρουμένον.   Ή    ρηΐΐεΐσα    γυνή    φέρει    μακρό\' 


'   Βιβλιογραφία  ;    Εύηρτι'ιριον  Άρχαιολ.  Έταιρ.   αρ.  3270. 

Α.  ΜίΙοΙιΙιδΓβΓ,  ΑηΙίΙζεηΙιοΓίαΙιΙ  απ5  άβΐη  Ι'βΙοροηηβδ  ;  ΑΐΗοη. 
Μίΐί.  IV  (1879),  δ.  13δ/6  η"  .32  καΐ  162-  ΚΏ  Τ.ιί,  VII. 

8}Ί)6ΐ,  ?.  <1.  δ.  219,  η»  3090. 

Α.  ΜίΙοΙιΙιδίβΓ,  υΐβ  Μυϋϋεη  ΑΐΗβηβ  δ.  80. 

Ρ.  ννοΙίβΓδ,  ΑγοΙι36ο1.  Ζ(.•ϊ(υη2  1882  ρ.  308. 

ΡΓίβάβΓίοΗδ  -  ννοΙΙεΓδ,  (ϋρ5.ιΙ)|;ίί5δβ  δ.  27,  η"  54. 

Ι^βρδίυβ,   (Ιτίοοίι.  ΜϊΓηιοΓ5ΐυ<3ίβη  δ.  η"  218. 

Καββαδίας,   Γλυπτά  σελ.  93/4  άρ.  5.5. 

νν.  Κοείι,  Ραπϋ  νοΓ  Ηείβπα  5.  15. 

Ρ.  ΟαηΙηβΓ,  δοιαίρΐυτ.  ΙοιηΙ)5  δ.  90  Γι§.  33. 

Μ.  ΟοΠίβηοη -ΤΙΐΓβεπιβΓ,  Γίβδοΐι.  <3εΓ  (ίΓίοοΗ.  ΙΊαβΙίΙί  Ι!ά.  Ι 
(1897)  ρ.  248  Γι^.  112. 

νν.Η.  Ο.Κοιΐ3β,  ΓΓΓββΙί  νοίίνο  οίϊίτίη§5(0»ηιΙ)Γί(1§ο  1902)  ρ.  20. 


χιτώνα  και  ιματιον,  έχουσα  εν  τή  προτεταμένη 
δεξιά  άνθος,  ενώ  διά  τής  αριστεράς  απομακρύ- 
νει τοϋ  προσ(όπου  τό  από  τής  κεφ^αλής  κατερ- 
χόμενοΛ'  και   τό  πρόσωπον  κα?ιύπτθΛ'  ίμάτιον. 

Πρό  αυτής  ΐσταται,  επίσης  προς  δεξιά,  παις 
εντελώς  γυμνός,  εν  μεν  τή  προς  τά  κάτω  τεταμένη 
δεξιά  κρατών  τι,  νϋν  αφανές  (ϊσοος  οίνοχόην),  εν 
δε  τή  άνατεταμένΐ]  αριστερά  άνέχων  στέφανον.  ' 

Πρό  τού  παιδός  σώζεται  τό  τέρμα  κλίνης 
μετά  τοϋ  ποδός  τοϋ  έπ'  αυτής  έξηπλω|ΐένου 
και  συμποσιάζοΛ'τος  ανδρός,  ώς  και  λείψανα 
τής  πρό  αυτού  τραπέζης  τοϋ  σιηιποσίου. 

Τό  όλον  τής  παραστάσειος  ομοιάζει  κατα- 
π?ιηκτικώς  προς  παοίίστασιν  ασσυριακού  τίνος 
ανάγλυφου  τοϋ  Ζ  αιώνος  π.  Χ.  '  Επίσης  στε- 
νώς,  κατά  σχήμα  και  τεχνοτροπίαν,  σχετίζεται 
τό  παρόν  [ΐνη μείον  και  προς  τάς  παραστάσεις 
τών  τής  Σπάρτης  γνϋ)στών  ηρωικών  ανάγλυ- 
φων-',  έφ' ών  ομίος  ό  τε  άνήρ  και  ή  γυνή 
κάθηνται  έπι  τού  θρόνου. 

Περί  τής  γενέσεως,  αναπτύξεως  καΐ  έννοίι/ς 
τοΰ  τύπου  τών  κοινώς  καλουμένοιν  «νεκροδεί- 
πνων  ^^  θέλθ[ΐεν  πραγματευΟή  κατωτέρου  εν 
ο'ικειοτέρω  τόπφ.Ώς  προς  δε  την  τεχνοτροπίαν 
τοϋ  παρόντος  τεγεατικοΰ  μνη[ΐείου  παρατη- 
ροΰ[ΐεν  δτι  ή  ταυτ()της  αυτής  προς  τΐ|ν  τέχνην 
τών  εκ  τής  Λακωνικής  άρχαϊκώΛ'  έργων  εΐναι 
τοιαύτΐ),  ώστε  ούδεΙς  λόγος  δύναται  νά  γίνη 
περί  διακρίσεως  αυτών.  Αμφότερα  άνήκουσιν 
εις  την  αυτήν  σχολήν  δι'  άιιφοτέρας  τάς  χώρας 
έργαζομένην. 

6.    Άριΰ'.    95.    (Πίναξ    XXI). 
Τεμάχιον  άνα•&ημαιικοϋ  άναγλύφον  Διός  (;)  -^ 

ΜάρμαροΑ'  πεντελήσιον  (πιίριον  κατά  τόν 
ΗβγάβΓΠίΐηη). 

Ύψος  0,36•  πλάτος  0,46. 


'  ΡβΓΓοί  βΐ  ΟΗίρίεζ,  νοί.  IV,  ρ.  502,  Γι^.  313. 
■  Ρ.  ΟΛτάηβτ,  δουΐρί.  ΙοιηΙ>5  ρ.  89  Γΐβ.  32. 
'  Βιβλιογραφία:   Οοηζβ  (Α.  Ποατοίάχας  χα'ι  ΜίαΙία^Ιίε) : 
Νυονβ  ΕπεπιοΓίο  άεΐΐ' Ιηβΐίΐιιΐο,   2  (18ΐ>5)   ρ30.  416.  Τϊν.  13.  Β. 
ΗβχιΙβΓηβηη,  ε.  ά.  οελ.  23.5,  αριθ.  644. 
3}Ί)εΙ,  ί'.  «.  σελ.  275,  άριΟ.  .3820. 
Καββαδίας,   Γλυπτά  πρλ.  113,  95. 


100 


Αΐι% 


(>υο(ΐ   <ιρχ<ακο)ν   ^•^^γ<ιιν 


Λν(ΐ)  (Ιίξκ/.  γ(ΐ)νί{/.  τΓτη(Λγ(ί)\Ί)ΐι  (/.\'(/.γ/.ΓΊ(  οη 
(ί)(_)ί[ΐ()υ  άΐΥ/{α•Λ\\ς  τιχνο^οοπίας,  πλαισιουμενον 
κίς  τά  ανο)  ύπο  γείσοιι  ίπί  τής  ατεΓράνης,  ούτι- 
νος είίρηπίΐ  κοίλίι)μ(/.  τι. 

Κίς  το  (^εξιον  μέρος  τι'ις  πλακός  οιόζεται  το 
(ίν(ι)  τΓ|ς  οσφύος  μέρος  σίρηνοπώγωνος  Οεοϋ, 
ίστοχμένου  προς  αριστερά  και  έχοντος  την  κόμην 
[(ακρ(χν,  επιμελώς  έξειργασμένην  και  ύπο  της 
περι|1αλ?.οι''πη>;  (/.ΰτην  ταινίας  είς  τά  δπισί)εν 
συγκρατου[ΐέν)|\'.  Την  ίίεξιάν,  άπο  τοϋ  άνο) 
ιιέρους  τοϋ  πήχειος  άποκεκρου(ΐέν)|ν,  προτεί- 
\'ρι  ί|ρι'•[((/.  (όσει  έκράτει  (ριά?ιην.  <1>ερει  δε  ιμά- 
τιο ν,  γυ[ΐνον  1 1  γ  ν  καταλεϊπον  το  δεξιόν  μέρος 
τοΰ  στήθους  κ(ίΐ  τον  δεξιον  βραχίονα,  (ίπό  τοϋ 
(ΐριστεροϋ  δε  ώμου  ύπο  τον  δεξιον  μαστον 
κιχτερχίΗίενον   και   κατά  τό   άνο)   [ΐέρος   αυτοϋ 


(/.ναοτρε(ρ()μενον  εΙς  πολύπτυχον  /μΧ  κομψώς 
έσχηματισμένον  (χπ<)πτυ7μ(χ.  '^ΐ"  ""^ήζ  ^Φζ  τά 
κάτω  τεταμένης  αριστεράς  κκράτει  (ΐέγα  σκη- 
πτρον,  έρειδό(ΐενον  έπΙ  τοΰ  (/ριστεροϋ  βρα- 
χίονος  κα.ι  είς  άνΟεμοτόν,  άποτετριμμένον  νϋν, 
κόσμΐ|[ΐα  περατουμενον  προς  τάνο). 

Προφανώς  πρόκειται  περί  παραστάσεο)ς  Διός 
καϊ  δί|  Τ!  χνοτροπίας  αρχαϊκής,  ως  πρώτος  παρε- 
τήρησεν  ό  Ηβ\'^16IΤ1ίιηη,  οΰχι  δε  (χρχαϊζούσης, 
ως  έφρόνει  ό  Οιηζβ.  Ή  προέ?.ευσις  αύτοΰ 
είναι  άγνωστος.  Πριν  ή  δ'εΙσέλΙ)ΐ|  είς  το  Κεν- 
τρικον  λΐουσείον,  εύρίσκετο  εν  τφ  περιβιίλο) 
τών  (ϊπομάχων  τής  Άκροπόλεοις  τών  Ά9ΐ]- 
νών,  ένθα  έφυλάσσοντο  κυρίως  τά  εκ  τών  άνα- 
σκα([ών  τοΰ  Χιονυσιακοΰ  θεάτρου  προερχό- 
μενα (/.ρχαΐα. 


Α'    ΑΙΘΟΥΣΑ    ΕΡΓΠΝ     ΤΗΣ     Ε'    ΚΑΙ    Δ'    ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ 


7.    Άριΰ'.   82.   (ΙΙΙνιά   XX Ι Ί). 

Τά  δύο  Παλλάδια  '. 

Άνάγλυφον  σχεδόν  εντελώς  σώον,  εύρεϋέν 
<έν  άγρφ  ου  [ΐακράν  τών  ΆΟΐ]νών  κειμένω 
ή  «παρά  τάς  Αθήνας  ,  άγορασΰέν  δε  ύπο  τής 
Άρχαιολ.  εταιρείας  εν  ετει  188ί)  παρά  τοΰ 
άρτι  θανόντος  συμβο?ι,αιογρά^ρου  Γρηγορίου 
Μπουρνιά,  τοΰ  πε/>.άτας  έχοντος  τους  Αθη- 
ναίους χωρικούς,  ειδικώς  δε  σΐ'λλέγοντος  άΟη- 
ναϊκάς  αρχαιότητας. 

Άποκεκρουμένα  είναι  αμφοτέρων  τών  μορ- 
φών αϊ  ρίνες  καΐ  το  κάτω  περιθα)ριον  τοϋ 
ανάγλυφου  μετά  τών  άκρων  τών  ποδών  τών 
παραστάσεων. 

Τ6  σχήμα  τοϋ  ανάγλυφου  είναι  περίπου 
τετράγωνον,  διαιρούμενον   δια   τριών   προεξε- 


'  Βιβλιογραφία:  Κ.  Μνλωνας,  "Αν(/:Οΐ|ματικύν  άνάγλυ- 
φον έξ  Αττικής:  Έφημερ'ις  άρχαιολογικί)  1890.  σε/..  1-10. 
πίναξ  1  (μετά  έτερου  παρενβέτου  πίνΓχκος). 

Π.  Καββαδίας,  Γλυπτά  σελ.  107  - 109,  αριθ.  82. 

8€ΐΐΓ&(ΐ6Γ,  ΑιΗεπ.  Μίΐΐοίΐ.  XXI  (1896)  δ.  277. 

νν.  Κουββ,  Οτεείί  νοίίνο  οίίβπη^δ,  ρ.  293,  1. 


χουσών  απλών  παραστάδο^ν  είς  δύο  ίσα  ιιέρη, 
έπιστεφόμενα  άλλοτε  διά  προσθέτου,  νϋν  δε 
απολεσθέντος  άετωματίου,  ϋ)ς  δηλοΰσιν  αί  άνω 
εν  ΤΟ)  μέσίο  (χκριβώς  εκάστου  διαμερίσματος 
ύπάρχουσαι  οπαΐ  έγγομφα)σεως,  ων  ίδιαιτέραν 
εικόνα  παρέχει  ό  πίναξ  1  τής  Αρχαιολογικής 
εφημερίδος   τοΰ   18!)ϋ. 

Έν  τοις  διαμερίσμασιν  ϊστανται  ούχι  δύο 
πανόμοιαι  προς  ά?.λήλας  Άθηναΐ,  ώς  λέγουσιν 
οι  μέχρι  τοϋδε  έκδόται 
και  έρμιινευται  τοϋ  (ΐνη- 
μείου,  άίΧα  όνο  πανό- 
μοια  προς  άλληλα  Παλ- 
λάδια τοΰ  από  τοϋ  Ε' 
π.  Χ.  αιώνος  —  εις  ού  τό 
πρώτον  ή[ΐισυ  ανήκει  τό 
παρόν  μνιμιεΐον — μέχρι  τοϋ  Β'  π.  Χ.  επικρατούν- 
τος, γνοίστοΰ  δ'έκ  πλείστιον  μνημείοίν,  έπιμεμε- 
λημένου  ξόανο  μόρφου  τύπου  ^  Άπό  τοϋ  σχη-ή- 
θους  τύπου,  ού  παραθέτομεν  ενταύθα  (Είκ.  82) 


ΕΙκών    82. 


'    Ι.    δϊβνεΐςϊη^,    ΡαΙΙαάίοη :  Κο5ο1ι6γ'5    Μχΐΐιοΐ.    1-εχ.    Βιΐ.  III 
5.  1331.  Πβλ.  καΐ  ΡυηνΓαηβΙεΓ  αυτόθι  Βά.  Ι  δ.  691. 


101 


Τα   ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


παράδειγμα  (Μιι1ΐ6Γ-\νί68βΐ6Γ,  ϋ6η1<ιηϋ1ί.'Γ  ά.  ίΐΐί. 
Κυη^Ι  II,  ρ1.  XX,  214"),  διαφέρουσι  [ΐόνον  κατά 
τοΰτο  δτι  ένεκα  [ΐέν  της  Γ)λτ]ς,  εξ  ου  κατεσκευά- 
σΟΐ)  το  παρόν  [ΐνη^ιεΐον,  ή  υψωμένη  δεξιά  δεν 
προτάσσει,  ώς  συνήθως,  το  δόρυ  <  διηρμένον», 
αλλ ' αναγκαίους  στηρίζεται  έπ'αύτοΰ.  "Ενεκα  δε 
τοϊ3  στενού  χώρου  εν  φ  πλαισιοϋται  έ'καστον  τ(7)ν 
ΙΙ(ίλ?ιαδίο}ν,  ή  άσπις  προτάσσεται  εντελώς  τοϋ 
στήθους,  επομένως  και  ή  από  τοϋ  αριστερού 
βραχίονος  κρεμα(ΐένιι  πτυχί]  τοϋ  έπιβλήματος 
τών  ειδωλίων  κατέρχεται  παραπλεύρίος  τί]  από 
τοϋ  δεξιοϋ  βραχίονος  κρεμάμενη  ετέρα  πτυχί], 
ούχΙ  δε  συμμετρικώς  εις  τό  άντίθετον   μέρος. 

Έν  γένει  δε  είκονίζουσιν  αμφότερα  τά  ΓΙ(ί/.- 
λ(/.δια  ήιιώΛ'  ταϋτα  την  ί)εάν  ίσταμ,ένην  ακρι- 
βώς κατεν(ί)πιον  μετά  συ\'ην(ομένων  ήτοι  συμ- 
βεβηκύτο)ν:  τών  ποδών,  φέρουσαν  έπι  της 
κεφα?ιής  κράνος  δίλοφον  και  ένδεδυιιένην  -το- 
δήρη  χιτώνα  στενώς  έφαρμοζόμενον  προς  τό 
σώ[ΐα  και  ιδίως  προς  τά  προς  κίονα  παρεμφερή 
κ(/.τω  άκρα  τοϋ  ξοάνου.  Περί  δε  τους  ώμους 
φέρει  τό  σύνηθες  επίμηκες  και  προς  ώμοψόριον 
δμοιον  (δ1ι?ι\ν1ίΐΓΐ:ίο-68)  έπίβλημα,  κατερχό[ΐενοΑ' 
εις  ξηράς  πτυχάς  από  τών  βραχιόνων  προς  τά 
εμπρός  συμμετρικώς  και  παραλλήλως.  Τό  στή- 
θος καλύπτει  ή  αίγίς,  ης  μχννον  τινάς  τών  όφεων 
καταλείπει  άκα/ιύπτους  η  τη  αριστερά  προβε- 
β?.η[ΐένη  στρογγυλή  ασπίς,  έφ'ής  Γοργόνειον 
άρχα'ίκόν  άνάγλυπτον.  Διαφορά  τις  παρατηρού- 
μενη ώς  προς  τΐ|ν  έκφρασιν  τών  έπΙ  έκατέρας 
της  άσπίδος  Γοργονείων,  ήτις  εΐναι  καΐ  ή  μόνΐ] 
διαφορά,  ην  δϋναταί  τις  νά  παρατήρηση  μεταξύ 
τών  δυο  πανομοίων  Παλλαδί(ο\'  ημών,  είναι 
τόσον  μικρά  καΐ  ανεπαίσθητος,  ώστε  δικαίως 
παρετηρήθη  ήδη  ότι  αΰτη  εΐναι  άποτέ?.εσμα 
αβλεψίας  τοϋ  δύο  εντελώς  δμ,οια  αντίτυπα  προ- 
βαλομένου  νά  (ίπεικονίση  γλύπτου». 

Λείψανα  χρο)μάτο3ν  δεν  ήδυνήΟην,  εγώ 
τουλάχιστον,  ν'άνεύρω  έπι.  τοϋ  άλ-αγλύφου,  άλλ' 
ή  ατελής  επεξεργασία  μερών  τίνων  αύτοϋ,  π.  χ. 
τής  κόμης,  τοϋ  δόρατος  κτλ.,  προύποτίθησι  την 
Οπαρξιν  χρωματισμού. 

"Οτι  δε  πρόκειται  περί  αναθήματος  και  δη 


ύψηλώς  ποτέ  άνακειμένου,  δηλοϋσιν  ή  παρά  την 
άριστεράν  γωνίαν  τής  έν  τω  μέσιο  παραστάδος 
υπάρχουσα  προς  έγγόμ,φιωσιν  όπή  καί  τίνες  τών 
λεπτομερειών  τής  επεξεργασίας  τοϋ  δλου,  εξ 
ών  καταφαίνεται  δτι  τό  άνάγλυφον  έθεάτό  τις 
εκ  τώ\'  κάτο). 

Οι  δη[ΐοσιεύσαντες  καΐ  σχολιάσαντες  τό  περί- 
εργον  τούτο  μνΐ)μείον  Μυλωνάς  και  Καββιχδίας, 
μη  άντιληφθέντες  δτι  πρόκειταιπερί  Παλλαδίων, 
άλλ'  έκλαβόντες  τάς  εικόνας  ώς  παραστάσεις 
τής  θεάς  Αθηνάς,  εις  πολλάς  περιέπεσον  απο- 
ρίας έπιχειρήσαντες  νά  έριιηνεύσωσι  τήν  παρά- 
στασιν.  Ό  πρώτος  δη[ΐ()σιεύσας  τό  μν)|μεΙον 
κ.  Μυλωνάς  κατέ?α]ξεΛ'  (σελ.  0)  εις  τό  συ(ΐπέ- 
ρασμα,  ότι  η  αΐτίο.  τοϋ  διπλοϋ  τής  παραστά- 
σειος  «πρέπει  νά  ζητηί)τ|  έν  τη  δι.πλή  τής  ΰεάς 
ίδιότητι  άποδεικνυομένη  καΐ  εκ  τής  λατρείας 
αυτής.  Ούτω — λέγει  — έχομεν  \4&ηνην  Παλιάόα 
καΐ  Ά'&ιρ'άν  Παρϋένον  λατρευομένας  έν  δυσι 
πλησίον  αλλήλων  κειμένοις  ναοίς  ρ.πι  τής'Ακρο- 
πόλεως  τών  Άί)ηνώ\',  'Αϋ•ηναν  Πολιάδα  και 
'Λ&ηνάν  Σϋ•ενιάδα  έν  Τροιζήνι,  Άϋ•ψ'άν  Άλέαν 
και  Άϋ•ηνάν  'Ιππίαν  έν  Τεγέα,  δύο  ναούς  τής 
ΆθηΛ'άς  έν  Θήβαις,  δύο  αγάλματα  αυτής  έν 
Αίγίω  .  Έποιιένως  «έπεται  άν(ίγκαίο)ς,  δτι  ή 
διπλή  της  Άθτινάς  παράστασις  αναφέρεται  εις 
δυο  τής  θεάς  ίδιότητας?,  αΐτινες  δεν  εΐ\'αι  ευκο- 
λοΑ'  νά  όρισΟώοιν,  αν  και  εκ  τής  κατά  τι  διαφο- 
ράς τών  έπι  τών  (ϊσπίδίον  δύο  Γοργονείιον,  ώΑ' 
τό  έτερον  βλοσυριότερον,  Ι'σως  έδυνάμεθα  εις 
τί|ν  μεν  νά  άναγνο)ρίσο>μεν  την  πολεμικήν,  εις 
τήν  έτέραν  δε  την  είρηνικι/ν  της  θεάς  ίδιό- 
τ11τα^  (σελ.  7). 

"Ρ]τι  [ΐάλλον  εξεζητημένη  και  εντελώς  αστή- 
ρικτος εΪΛ'αι  ή  γνώιπ)  τού  γενικού  εφόρου  τών 
αρχαιοτήτίον  Καββαδία,  δστις  αποκρούων  τήν 
γνώμην  τού  κ.  Μυλοινά  γράφει  δτι  « προς 
έρ[ΐηνείαν  τού  παραδόξου  τούτου  (/.ναγλύφου 
δεν  δυνά[ΐεθα  νά  ύποι)έσϋ)μεν  ούτε  δτι  τούτο 
απεικονίζει  αγάλματα  τής  θεάς  έν  διπλώ  ναω 
(χνακείμενα,  ούτε  δτι  απεικονίζει  έν  γένει  τήν 
ΆΟηνάν  υπό  δύο  διαφόρους  αυτής  ιδιότητας, 
διότι  και  τά  δύο  άπεικονίοματα  τής  θεάς  εΐναι 


102 


Αΐί^οναα  αρχαϊκών  ϊίργοη' 


εντελώς  όμοια•  ΰπάρ/ει  αληθώς  (ΐικ^^ιά  τις  δια- 
φοοά  ίν  τώ  ίπι  τής  άαπί^ος  εικονιζόμενο) 
Γθ()γονεί(ρ,  (ίλλά  τοΰτο  εΐνίίΐ  τυ/αΤον  άποτέ- 
λεα[ΐα  (/βλεψίας  τοϋ  ί)ύο  εντελώς  ο(ΐοια  α.ντί- 
τυπα  π()()βαλ()((εν()υ  να  (Ιπεικονίοΐ)  γλύπτου• 
άλλα  Μα  σκόπΐ[ΐος  αν  ήτο  ή  (^ια((ΐορα  αΰτη, 
δεν  ΰά  ήτο  άρκοϋσα  προς  ύποδήλο)σιν  δύο 
διαφόρων  τής  θεάς  Ιδιοτήτων.  Τούτου  δε  ού- 
τως έχοντος,  ο  ?ιόγος  τής  διπλής  ταύτης  παρα- 
στάσεως ζητητέος  άλλίίχοϋ.  "Ισως  δύο  ήσαν 
οί  άναΟεται  τοϋ  άναγλύΓρου,  οϊτινες  εκ  κοινής 
τΐΛ'ος  αιτίας  όρμηθέντες  άνέθι^καν  το  δυιλοΰν 
τοϋτο  άνάγλυφον  τή  θεα•  ϊσως  δε  οί  άναθέται 
ήσαν  δύο  πόλεις  ή  κοινότητες  υπό  την  ίδιαιτέραν 
προστασίαν  τής  ΆΟιινάς  διατελοϋσαι  και  δια. 
τοΰτο  εν  τω  άναΟή[ΐατι  απεικονίσϋη  δι'εκάστ)|ν 
τούτων  το  τής  πολιούχου  θεάς  ό[ΐοίωμα  . 

Νϋν  δμως  ή  παρ'  ή[ΐών  (ίναγνώρισις  δτι 
δεν  πρόκειται  περί  παραστάσεο)ν  Ά{Η]νάς,  αλλά 
περί  δύο  Πηλληδίων,  προς  δε  το  γεγονός  τής 
παρά  τάς  Άθήλ'ας  άνακα?νύψε(ος  τοϋ  μνημείου 
καΐ  τό  άπαράλ?ιακτον  μέχρι  των  έλαχίστιον  άμιρο- 
τέρων  τών  παραστάσεων  αύτοϋ,  άγει  ημάς  εις 
την  εξής  άπλουστέραν  και  προς  αυτήν  τήν 
άττικήν  μυθο?ιθγίαν  σύμφωνον  έρμηνείαν  τοϋ 
μνη[ΐείου. 

"Ο,τι  κυρίως  χαρακτηρίζει  τήν  περί  τοϋ 
τρωϊκοϋ  Παλ?^αδίου  παράδοσιν,  ην  αγνοεί  μεν 
ό  Όμηρος,  διηγείται  δ'  δμως  ήδη  αυτός  ό  Άρ- 
κτΐνος,  εΐναι  δτι  εν  Ίλίω  ύπήρχον  δνο  Παλλάδια, 
αληθές  και  ι|^ευδές,  απαράλλακτα  προς  άλληλα 
και  εν  ίδίίο  [ΐέρει  τοϋ  ναοϋ  ίδρυμένον  εκαστον, 
δπως  δηλαδή  τά  έπι  τοϋ  ημετέρου  ανάγλυφου 
εικονιζόμενα:  ;  Άρκτινος  δε  φησιν  υπό  Διός 
δοθήναι  Δαρδάνο)  Παλ?ιάδιον  εν  καΐ  εΐναι  τοϋτο 
εν  Ίλίω  εως  ή  πόλις  ήλίσκετο,  κεκρυμμένον  εν 
άβάτω•  εικόνα  δ'  εκείνου  κατεσκευασμένην  ώς 
μηδέν  της  αρχετύπου  διαφέρειν  απάτης  τών 
έπιβουλευόντων  ένεκα  εν  φανερώ  τεθήναι  και 
αυτήν  Αχαιούς  έπιβουλεύσαντας  ?ιαβεΐν   ^ 


'  Διονυσ.  Άλικαρ.  Ρωμαΐκ.  Άρχαιολ.  Ι,  69  (=:Ερϊο.  Ογε6ο. 
ίη^ηι.  εκδ.  Ο.  Κίηΐίεΐ  νοί.  1,  ρ.  50,  1.  "Ιδε  και  Κλήμ.  Άλε- 
ξανδρ.  14.  12:  «Άπελλάς  δέ  έν  τοις  Δελφικοΐς  3«ο  φησ'ιγεγο- 
νέναι  τά  Παλλάδια». 


Περί  τής  τύχης  άμφ;οτέρων  τών  ώταραλλά- 
κτων  ΓΙαλ?Λδίθ)ν  τούτων  ύπάρχουσι  δύο  διά- 
φοροι παραδόσεις,  στενώς  ώμίρότεραι  συνδεόμε- 
ναι  προς  τήν  'Λττικήν  καΐ  τάς  Αθήνας,  ένθα 
εύρέί)))  τό  άνάγλυφον  ήμών.Άμ(ρότερα  δι^λαδΐ) 
εκλάπησαν  υπό  τοϋ  Λιομήδους  καΐ  Όδυσσέθ)ς  ', 
οΐτινες  περιήλθον  εις  σφοδράν  ενοπ?νθν  έριδα 
προς  αλλήλους  -  περί  τής  κυριότητος  τοϋ  γνη- 
σίου, ης  έριδος  άποτέ?.εσμα  ήτο  ή  τη  παρεμβάσει 
τών  άλλθ)ν  ήγε[ΐόνων  τών  Αχαιών  παρακατα- 
θήκη τοϋ  γλίισίου  Παλλαδίου  εις  χείρας  τοϋ 
βασιλέως  τών  Αθηνών  Δημοφώντος,  υίοΰ  τοϋ 
Θησέως  και  άδελφοϋ  τοϋ  ΆκάμαΛτ;ος:  '  Τό 
Παλ/ιάδιον,  τό  διιπετές  καλού μενον,  δ  Διομή- 
δης και  "Οδυσσεύς  ίστοροϋνται  μεν  ύφελέσΟαι 
άπό  Ιλίου,  παρακαταΟέσΟαι  δέ  Ζ\ημοφώντι» 
(Διονύσ.  Ρόδιος  παρά  Κ/.ήμ.  Ά?ιεξανδ.  Προ- 
τρεπτ.  4,47).  Τήν  έριδα  ταύτην  ζωηρώς  (απει- 
κονίζει θαυμάσιος  αγγειογραφία  τοϋ  Ιέρω- 
νος •',  έφ'  ής  βλέποιιεν  τόν  Διομήδη  καΐ  Όδυσ- 
σέα  ανά  εν  Παλ/.άδιον  εκαστον  φέροντας  καΐ 
επιτιθεμένους  κατ'  αλλήλων,  παρεμβαίνοΛ-τας 
δέ  προς  καθΐ]σύχασιν  αυτών,  πλην  τοϋ  άρχη- 
γοϋ  τών  Αχαιών  Αγαμέμνονος  και  τοϋ  πρε- 
σβυτέρου αυτών  Φοίνικος,  τους  δύο  υιούς 
τοϋ  Θησέως  Άκάμαντα  καΐ  Δημοφώντα,  ήτοι 
αυτόν  εκείνον  τόν  Άθΐ]ναΤθΛ',  εις  ου  τάς  χεί- 
ρας παρακατετέθΐ]  εύΟτ^ς  κατόπιν  τό  γνή- 
σιον  τών  Παλλαδίων.  Ώς  δ'ΐνα  ετι  σαφέστε- 
ρον  μαρτυρηθή  ό  αττικός  χαρακτήρ  τής  έπΙ 
τοϋ  αγγείου  εικόνος  ταύτης,  εύρίσκομεν  έν  μεν 
τω  κέντρω  τοϋ  αύτοϋ  αγγείου  τόν  πατέρα  τών 
ρηθέντο^ν  δύο  Άθηναίο^ν  ήρώο)ν  Θησέα  πρό 
τής  μητρός  αύτοϋ  Αίθρας,  έν  συνεχεία  δέ  τής 
εικόνος  τής  έριδος  συνέδρων  ες  γηραιών  αν- 
δρών, προφανώς  εκείνων  οΐτινες   έκριναν  τήν 


'  Πτολεμ.  Ήφαιστ.  έν  Φωτίου  Βιβλιοθ.  ο.  190  ρ.  148  Βΐ£.— 
"Ιδε  κα'ι  τό  έν  ΑγοΗ.  Ζείΐυη^  τόμ.  4  σελ.  203.  Πίν.  37  (^^Άρχ. 
Έφημ.  1890  σελ.  8,  Πίναξ  παρέ\Όετος  αριθ.  2)  άνάγλυφον  έ| 
όπτής  γης,  εφ*  ου  εικονίζονται  ό  Όδυσσεϋς  κα'ι  ό  Διομήδης 
άποκομίξολ'τες  άνά  εν  Παλλάδιο  ν  έκαστος. 

-  "Ιδε  άνιοτέρίο  σελ.  69  (Ά\•τικυθηράίκών  άρ.  27-28). 

■^  Μοπη.  άβΙΓΙηβΙ.  νοί.  VI.  Ιιν.  XXII,  κα'ι  Ο.  ;&Ηη,  Π  Γ3ΐΙο 
άβΐ  Ρίΐΐϊΐΐίο;  .Αππαΐί  αείΐ'ΐηδίίΐαίο,  νοί.  XXX  (1858)  ρ.  256  κέ;. 
=  3.  Κείηαοΐι,  ΚερεΓίοΐτε  <1ε5  ναβεδ  ρείπΐδ,  νοί.  Ι  ρΛξ.  150. 


103 


14 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  έπιτνμβίιον 


ένΤρωάδι  περί  το  ΰ  Παλλαδίου  έριδα  τοϋ'Οδυσ- 
σέως  καΐ  Διομήδους,  ή  την,  ο)ς  θα  ϊδωμεν, 
χρόνον  τινά  κατόπιν  έπακολουθήσασαν  έριδα 
περί  τοΰ  αύτοϋ  Παλλαδίου  μεταξύ  Δημοφών- 
τος  και  Αγαμέμνονος. 

Ά?ι,ηθώς  κατά  τίνα  παράδοσιν  ',  προφανώς 
ακραιφνώς  άττικήν,  Δη[ΐοφών  παρά  Διομή- 
δους  το  Παλλάδιον  παρακαταθήκη  ν  λαβών 
έφύλαττεν.  Αγαμέμνονος  δε  απαιτούντος,  το 
μεν  αληΰινόν  έδωκεν  άνδρι  ΆΟιιναίοο,  καλου- 
μένω  Βουζύγη,  κομίζειν  Άθηναζε.  "Ισον  Οε  και 
δμοιον  άλλο  κατασκευάσας  εΐχεν  έπι  της  σκηνής. 
Άγα(ΐέμνονος  δε  συν  πολλή  χειρι  έπελ&υντος 
άπεμάχετο  έπΙ  μακρόν,  δόξαν  έμποιών  ώς  υπέρ 
τοΰ  αληθινοΰ  προκινδυνεύοι.  Πολλών  δε  τραυ- 
ματιών γενομένων,  οι  μεν  αμφι  Δημοφώντα 
ύπεΐξαν,  Αγαμέμνων  δε  το  παραπεποιημένον 
Παλλάδιον  λαβών,  εξαπατηθείς  ωχετο    '-. 

Τής  παραδόσεως  ταύτης  σκοπόν  έχούσης 
την  άπόδειξιν  δτι  εν  Αθήναις  και  ούχΙ  έν  "Αρ- 
γεί άνέκειτο  το  αληθές  Παλλάδιον,  διαφέρου- 
σιν  έν  ταΐς  λεπτομερείαις  άλλαι  επίσης  άττικαΐ 
παραδόσεις  περί  τής  υπό  τών  Αθηνών  κυριότη- 
τος τοΰ  αυτού  Παλλαδίου,  έν  αις  δ[ΐως  άνεμί- 
χθη  καΐ  ή  πάντως  εκ  μεταγενεστέρων  χρόνων 
πηγάσασα  πρόθεσις  τής  ερμηνείας  τοΰ  λόγου, 
ου  ένεκα  το  έν  Αθήναις  έπΙ  Παλλαδίω  καλού- 
μενον  δικαστή  ρ  ιον  τών  εφετών  έδίκαζε  τους 
ακουσίους  φόνους  ^.  Κατά  τάς  παραδόσεις 
ταύτας,  γνωστάς  ή[ΐΐν  εκ  πολ?ιών  αρχαίων  μαρ- 
τυριών, ή  αρπαγή  καΐ  άπόκρυψις  τού  Παλ- 
λαδίου ύπό  τού  Δημοφώντος  έγένετο  έν  αύτη 
τη  Αττική,  ό  δ'  άπολέσας  αύτο  ήτο  ό  Αγα- 
μέμνων ή  αυτός  ό  Διομήδιις.  Οΰτο)  κατά  μεν 
τον  Παυσανίαν  (Ι,  28,  9)  <  Όπόσα  δε  έπι  τοις 
φονεύσίν  έστιν,  άλλα  και   έπι   Παλλαδίω   κα- 


'  Πολυαίνου  1,  5. 

-  Πβλ.  και  Λυσίαν  έν  Σχολ.  Άριστείδ.  ρ.  320  (ϋάί.):  .<Ό 
γάρ  Δημόφιλος  (δίο)  παρά  Διομήδους  άρπάξας  (τό  Παλλά- 
διον) εις  τήν  πόλιν  ήγαγεν».  —  Ββΐ^ΐςεπ,  Αηβοά.  ^γ.  1  ρ.  311: 
<•φασι  γάρ  Δημοφώντα  άρπάσαντα  Διομήδους  τό  Παλλάδιον 
φεΰγειν  έφ'  άρματος»,  κτλ. 

■'  Άκριβέσιερον  κατά  τόν  Άριοτοτέλ.  'ΛΟΐ)ν.  Πολιτ.  57  οΊ 
επι  Παλλαδίου  δικ<ιαταΊ  Ιδίκαζον  «ακουσίων  καϊ  βονλενσεως, 
καν  οικέτην  άσΐοκτείν-ΐ)  τις  η  μέτοικον  ί)  ξένον^. 


λοϋσι,  καΐ  τοις  άποκτείνασιν  ακουσίως  κρίσις 
καθέστηκε.  ΚαΙ  δτι  μεν  Δημοφών  πρώτος  έν- 
ταΰθα  ύπέσχε  δίκας,  άμφισβητοΰσιν  ούδένες• 
έφ'  δτω  δέ,  διάφορα  ες  τούτο  εϊρηται.  Διομή- 
δην  φασίν  άλουσι^ς  Ιλίου  ταΐς  ναυσίν  οπίσω 
κομίζεσθαι,  και  ήδη  τε  νύκτα  έπέχειν,  ώς  κατά 
Φά?ιηρον  πλέοντες  γίνονται,  κοι  τους  Άργείους 
ώς  ες  πολεμίαν  άποβήναι  τήν  γήν,  ά?^ιην  που 
δόξαντας  έν  τή  νυκτι  καΐ  ού  τΐ|ν  Άττικιήν  εΐναι. 
Ενταύθα  Δΐ]μο<ρώντα  λέγουσιν  έκβοηθήσαντα, 
ουκ  έπιστάμενον  ουδέ  τούτον  τους  άπο  τών  νεών 
ώς  είσΐν  Άργεΐοι,  καΐ  άνδρας  αυτών  άποκτεΐναι 
και  το  Παλλάδιον  άρπάσαντα  οϊχεσθαι,  Άθηναΐόν 
τε  άνδρα  ού  προϊδόμενον  ύπό  τοΰ  ίππου  τού 
Δημοφώντος  άνατραπήναι  και  συμπατηθέντα 
άποθανεΐν.  ΈπΙ  τούτφ  Δη^ιοφώντα  ύποσχεΐν 
δίκας,  οί  μεν  τοΰ  συ[ΐπατηθέντος  τοις  προση- 
κούσης οί  δέ  Άργείων  φασί  τω  κοινώ  >.  Κατ' 
άλλων  πάλιν  συγγραφέων  χωρία:  «Κλειτόδη- 
μος  δέ  φησιν,  Αγαμέμνονος  συν  τω  Παλλαδίω 
προσενεχθέντος  Αθήναις,  Δημοφώντα  άρπάσαι 
τό  Παλλάδιον  και  πολλούς  τών  διωκόντων 
άνελεΐν.  Τού  δέ  Αγαμέμνονος  δυσχεραίνοντος, 
κρίσιν  ύποσχεΐν  ύπό  ν'  'ΑΟιιναίων  καΐ  ν'  Άρ- 
γείο)ν,  ους  έφέτας  κλ7)θήναι  διά  τό  παρ '  αμφο- 
τέρων έφεθήναι  αύτοΐς  περί  τής  κρίσεως»  ^ 
Όποιον  τι  ήτο  τό  αποτέλεσμα  τής  δίκης  ο)ς 
προς  τήν  κυριότητα  τοΰ  γνΐ]σίου  Παλλαδίου 
ύποδη}.ούσί  πως  έτεραί  τίνες  [ΐαρτυρίαι,  καθ' 
ας  «ύστερον  Άκάμαντος  (αδελφού  τοΰ  Δημο- 
φώντος) γνωρίσαντος  κα\  τον  Παλλαδίου  ενρε- 
ϋ^εντος,  κατά  χρησμόν  αυτόθι  τό  δικαστήριον 
απέδειξαν»",  ή  «Άκά[ΐας  δέ  έμήνυσεν,  δτι  (οί 
προς  τω  Φαλήρο)  φονευθέντες  επιδρομείς)  ειεν 
Άργεΐοι,  τό  Παλλάδιον  έχοντες.  ΚαΙ  οί  μεν 
ταφέντες  άγνώτες  προσηγορεύθησαν,  τοΰ  θεού 
χρήσαντος,  αύτό&ι  δέ  ίδρν&)/  τδ  Παλλάδιον»  ^. 
Φαίνεται  δη?ιαδή  δτι  τοΰ  Δημοφώντος  άρνου- 


'  Σουΐδας,  έ.  λ.  Έτι!  Παλ?Λδίω  δικαστήριον  —  "Ιδε  κ(ΐΊ 
Εύστάθ.  εις  'Οόΰσσ.  ρ.  1419.  —  Άρποκρ.  έν.  λ.  Έαί  Παλλα- 
δίω. —  Έτυμολ.  Μέγ.  έν.  λ.  Έπι  Παλ?^αδίω. 

^  Φανόδημος,  παρά  Σονίδα  ε.  ά. 

••  Πολυδ.  Η',  118. 


104 


Ανβονπη   αρχαϊκών   ί'ργοη• 


|ΐ:''ν(ΐ('  ν(/.  π(ίπ(/.^(ί)αΐ|  το  1 1(/.λλ(/.^ΐ(»\',  καί  Γί7(ι)ς 
τ(Ίτΐ'  ι-νταϋΟα  κ(χί  οϋ/ί  ί-ν  Γπ<)ί(/.  κ(/.ταοκι••(ΐ(ί- 
α((ντ()ς  προς  έξ(χπάτηπιν  τοϋ  Άγαμέ(ΐνονος  το 
ΐ'ποι•  και  ηιιοκιν  ηλλη  ιν.εΐνο,  περί  οΓι  (ϊν(/- 
φίρει  ύ  1ί()}.ΓιαΐΛΌς  (ε.  ά.),  ανεγνώρισε  και  εύρε 
το  (χ?ιΐ|ί)ί-ς  ΙΙ(ίλλ((διον  ό  εκ  της  Τροίας  ή?)ΐ] 
γνωρίζων  αύτο  (χόελ([ος  αύτοΰ  Άκάμας,  ων 
νϋν  προφανώς  εΐς τών κριν(/.ντ(ον  εφετών, — άλλ' 
(ίτι  κ(χι  π(ί/.ιν  το  γνήπιον  1 1  «/./.(/.(^  ι  ο  ν  έμεινε, 
τή  παρεμβ(<σει  τών  θεών  (κατά  χρησμύν)  παρά 
τοις  Άι)ηναίοις  ιδρυθέν  έπΙ  τοϋ  τόπου  τοϋ 
(( ('η'ου  κ(ίΐ  της  ταφής  '  τών  Άργείων,  τοϋ  προς 
τίι  •1>(χλ)]ρυν  κειμένου  (ό  λόφίος  Σικελία;)ί-τί  /7α/- 
λίώίω  δικαστίΐρίου,  ενώ  άφίδρΰΟιι  το  Π(ί?^.άδιον. 
Τί  δε  άπέγεινε  το  έτερον  τ(Τ)ν  ΙΙ(ίλ?αχδίων 
τοϋ  Δημοφώντος  κατά  την  τελευταίαν  ταύτην 
διαακευην  τοϋ  [ΐύθου,  άγνοοϋ[ΐεν.  Πάντ(ος 
ο[ΐο)ς  δέον  νά  ύπο?ιάβο>[ΐεν  δτι  και  τοΰτο  δεν 
έστερηΟ)]  ?ιατρείας.  Αληθώς,  κ(αά  τινας  τών 
παραδόσεων  α[ΐφότερα  τα  Παλ?ιάδια  της  Τρωά- 
δος  ήσαν  επίσης  ιερά,  δοθέντα  ώς  δώρα  υπό 
τής  Αθηνάς  τη  Χρυσή  θ-υγατρί  τοϋ  αρκάδος 
Πά?.?ι,αντος,  δτε  ένυμφεΰθη  τον  κο[ΐίσαντα  ταϋτα 
εις  "Ιλιον  Δάρδανον  -.  Έξ  άλ?.ης  πάλιν  μαρτυ- 
ρίας είναι  γνωστή  ή  εν  Αθήναις  ΰπαρξις  παρά 
την  Ά^ψ'άν  έπΙ  ΠαλλαΜω  ετέρας  Άϋ•ηνας  έπΙ 
Παλλαόίω  Δηριονείω  (ΟΑ.  Ι,  27ο).  Έπίσΐ]ς 
αναφέρεται  παρ'  άλ?ιης  πηγής  ή  εν  Αθήναις 
λατρεία  δύο  ΠαλλαδίοοΛ',  τοϋ  τε  καταλκομέ- 
νου  τον  αυτόχθονα  (ί^ίο)  (γράφε :  τοϋ  τε  κατενη- 
νεγμένον  τών  αύτοχ&όνων)  και  τοϋ  παρά  τών 
Γεφυραίων    καλουμένου»  "*    «διά    το    έπΙ    τής 


'  2χό?αα  ΑΙσχίνου  2,93 :  Άςιγρϊοι  τό  ΠΓχ?ιλάδιον  Εχοντες, 
τό  άπό  Ιλίου  και  έκ  Τροίας  άνακοιιιζόμενοι  ώρμίσαντο  Φά- 
ληρο! και  αυτούς  τών  έγχίορίιυν  τινές  ακούσιος  άναιροϋσι. 
Μενόχτιοιν  δέ  έπ'ι  πολύν  χρόνον  τών  νεκρών  άδιαφί^όρων  και 
άψαΰστοιν  υπό  τών  Ότιρίων,  πολυπραγμολήσαντες  οΐ  έγχιόριοι 
ί'γνοισαν  παρ'  Άκάμαντος  δτι  ΆργεΤοι  ήσαν,  και  τό  Παλλά- 
διον  εύρόντες  ίδρύσαντό  τε  παί)ά  τή  ΆΟηνπί  τί)  Φαληροϊ.  κοϊ 
τονς  νεκρονς  ^άψαντες  δίχαστήριον  εποίησαν  εκεί  τοϊς 
έπί  άκουσίϋ,)  φάνω  φεύγουσι  .  Ίόε  και  Ήσύχιον  έν  λ.  άγνώ- 
τες  θεφ  :  ουτο)  λέγεσθαι  φασί  τους  μετά  τόν  τής  Ιλίου  πλουν 
Φα?ιηροΐ  προσ/όντας  και  άναιρεΟεντας  υπό  Διιμοφώντος 
ταφήναι. 

■   Καλλίστρατος  και  Σάτυρος,  παρά  Διονυσ.  Άλικαο.   Ι.  6.*^. 

'  Φερεκύδης   και    Άντίοχος,   παρά  Σχολ.  Άρισιείδ.   Πανα- 


γε((ύρας  τοΓ»  Σπερ/ειοϋ  ((ΐί'κης  (/.ντί  Ίλισοϋ) 
ποταμού  ίερατεύειν  τω  ΙΙαλλαδίίμ.,  έ|  ου  (|αί- 
νεταιοτιτό  μεν  διιπετές  (κατενηνεγμένον)  ΙΤα/.- 
λίχδιον  έλάτρευον  οί  αυτόχθονες  Αθηναίοι,  τό 
δε  οί  π(χρά  τάς  ΆίΙι'ινας  οΐκοϋντες  έπτ'ιλυδες 
Γειρυραΐοι  '. 

"Εχοντες  λοιπόν  ύπ'  όι|Ην  ότι  ο'ί  τε  Γείρυ- 
ραΐοι  καΐ  τό  έπΙ  ΤΙίύΜώίω  δικαστήριον  εκειντο 
εκτός  τών  τειχών  καΐ  παρά  την  πόλιν  τών 
Άθτινών  πλησίον  άλλήλο)ν,  αν  μη  έν  τώ  αύτώ 
χώρω,  προς  δέ  ότι  έν  τή  περιοχή  τοϋ  έπΙ  Παλ- 
λαδίου δικαστηρίου  ήτο  τόπος  τα((ης  (ϊδε  ανώ- 
τερο)) δυλ'άμεϋα  νά  ύπο/.άβθ3μεν  δτι  τό  '  έν 
άγρώ  ού  μακράν  τών  Αθηνών  κειμένο) .,  μά- 
λιστα δέ  «έπΙ  τάφου»  (Μυλο)νάς  ε.  ά.  σελ.  8) 
άνακαλυφΰέν  άνάγλυφον  εικονίζει  τά  δύο  εν- 
τελώς ϊσα  και  δμοια  >  άλλή?ι,οις  Παλ?ιάδια  τοϋ 
Δημοφώντος,  τά  υπό  δύο  διάφορα  ονόματα 
λατρευόμενα  έν  Αθήναις. 

"Αξιον  ιδιαιτέρας  σημειοίσεως  θεοιροϋμεν 
έν  τέλει  δτι  έπΙ  ευγενούς  λίθου  άναγλύπτου 
(οίΐηιέο),  εικονίζοντας  την  έν  τφ  έπΙ  Παλλαδίο) 
δικαστηρίω  δίκην  τοϋ  'Ορέστου,  εικονίζεται 
άνιδρυμένον  προς  δήλο)σιν  τοϋ  δικαστιιρίου 
εκείνου  Παλλάδιον  άπαράλλακτον  τήν  στάσιν 
προς  τά  τοϋ  ημετέρου  αναθήματος-.  Σημειω- 
τέον δέ  προς  τούτοις  δτι  ακριβώς  κατά  τόν  Ε' 
αιώνα,  εις  δν  ανήκει  τό  άνάγ?ιυφον  ημών,  (χνα- 
φέρονται  πλείστα  άναθήιιατα  Παλλαδίων  υπό 
Άθ)]ναΐΌ3ν.  Τοιαύτα  δ' είναι  τό  έν  Δελφοΐς  έπΙ 
φοίνικος  χαλκού  βεβηκός  ΠαλλάδιοΛ',  ανάθημα 
τών  Αθηναίων  από  τών  Μηδικών  αριστείων  ^ 
τό  έν  τή  Άκροπόλει  ανατεθέν  υπό  τοϋ  Νικίου 
έπίχρυσον  Παλλάδιον  \  τά  επίχρυσα  ΤΙαίΧά- 


^ΐν.  ΙΠ,  320  Οίηά.  Πβλ.  Ίοιάν.  Λυδοΰ :  Περί  μηνών  IV,  1δ 
εκδ.  ΧΥαηδοΗ.  —  δετν.  ίΐ<1  νβΓ^-  Αβη.  II,  16δ,  166.  —  ΚοΙιβΛ- 
ΡΓεΙΙβΓ,  ΟίίοοΗ.  Μ)•(1ι.  ρ.  226,  1.  —  Ο.  ΟϊΙΙιεη,  ΟπεοΙι.  ΟϋιιεΓ- 
ΙεΗτε  (Ι.είρζί^)  1898,  ρ.  373,  1. 

'  Περί  τών  Γεφυραίθ)ν  ΐδε  ΔιείΗ'.  Έφημ.  Νομ.  Άρχαιολ• 
τόμ.  Δ' σελ.   299-301   κα'ι   δΙΟ-511. 

-  ΡυΓΐ\νϊίπ2ΐεΓ,  ΑπΕιΙε.  Οβπιιηεη  Τ&ί.  δδ,  4. 

"  Πλουτάρχ.,  Νικίΐϊς  13. 

*  Πλουτάρχου  ε.  ά.  3.  Πβλ.  κα'ι  τό  άναφερόμενον  υπό 
ΚϋΓίνναηβΙεΓ  (ΜείϊΙετλνεΓίίε  άεΓ  ^τιβεΊ.  ΓΊ•  5.  202,  2)  άνάγ?^υ- 
(^ον  τοϋ  πρό  Παλλαδίου  ιστάμενοι•  Αθηναίου  στρατηγού. 


105 


Τά  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


δια,  δι'  ών  οί  Άΰηναΐοι  έκόσμουν  τάς  πρφρας 
των  τριηρών  αυτών  \  και  το  υπό  τοϊ3  εν  Πει- 
ραιεϊ  οίκοϋντος  Άρχία  άνατεΰέν  Πα?ιλάδιον 
έλεφάντινον  περίχρυσον  '". 

Ή  ερμηνεία  ημών  αΰτη  τοϋ  παρόντος  αττι- 
κού ανάγλυφου  προώρισται,  αν  είναι  όρΰή,  ως 
νομίζω,  να  έπιχΰστ)  μέγα  φώς  καΐ  ώς  προς  το 
ζήτημα  τών  έπι  πολλών  [ΐεταγενεστέρων,  εκ 
παντοειδούς  ΰλης,  ιδίως  δε  έπΙ  νομισματικών 
μνημείων  ευρισκομένων  καΐ  μέχρι  τοΰδε  δυσερ- 
μήνευτων όίπλώΐ' παραστάσεων  διαφόρων  θεών, 
περί  ών  δμως  δεν  δυνάμεθα  να  ασχοληθώ  μεν 
νΰν  ένταϋθα  ^. 

5.  Άριϋ'.  126.  (Πίνακες  XXIV  κώ.  XXV). 

Το    μέγα    έξ    Έλεναΐνος     ανάγλυφαν. 
Δημήτηρ,  Περαεφόνη  και  Νΐαος  '. 

Τό  άριστον  τοΰτο  καΐ   μέγιστον  τών  έν  τω 


Έθνικώ    Μουσείω   ανάγλυφων    ευρέθη    κατά 


'   Άριστοφ.,  Άχαρνεϊς  στ.  547  κα'ι  σχόλια. 

'  €ΙΑ.  II,  2,  060,  σχίχ.  18. 

^  Κατάλογον  αυτών,  δυνάμενον  δμοις  νά  αύξηθί)  κα'ι  δι'  άλ- 
λων παραπομπών,  ΐδε  παρά  ΙηιΙιοοί-ΒΙυιηεΓ,  ΚΙβίπίΐδίίΐίίοΙιε 
Μϋηζεη  ϋά.  II,  δ.  312-320. 

^  Βιβλιογραφία  ;  ΡβΓναηοβΙιι,  Βυΐΐβΐίηο  άεΙΙΊπδΐίίυίο,  1895 
ρ.  200,  1860  ρ.  216. 

Η.  ΒΓυηη,  Βαΐΐεΐίηο  (ΙεΙΓΙηβΙίΙιιΙο,  1860  ρ.  69.  ΡΗίΙοΙο^ιΐί 
Βά.  XVI  (1860)  ρ.  177. 

8ΐερ1ΐ3ηί,  Οοηιρίε-Γεικίιι,  1859  ρ.  106,  2. 

Κενυε  αΓοΙιέοΙο^ίιιυε  1860,  ρ.  401. 

ί..  νίΐβΐ,  1^63  ηιαΛτεε  (ΙΈΙειιβί.'ϊ ;  Κενυε  άεδ  (Ιευχ  ιηοηάεδ, 
νοί.  XXX  (1860  1  Μαΐδ)  ρ.  217-226. 

Ρ.  Ι^εηοΓπηαηΙ,  Ι^εδ  ηι^Λιβδ  ά'ΕΙειιείδ  :  ΟϊζεΙΙε  ΰεε  Βε^υχ- 
ΑΓίδ,  1860  (15  Ανή!)  ρ.  65-84,  ή^υΓε. 

Α.  Ρ.  Ραγκαβής,  Περί  τοϋ  Έλευσινιακοΰ  ανάγλυφου ; 
Πανδϋ'ιρα  (περιοδικόν  Αθηνών)  1860,  Ιούλιος,  Φυλλάδιον 
247,  σελ.  162-167. 

ΡβΓΓίη,  Κενυε  ενίΓορέεηηε  1860,  15  ΜίίΓδ. 

^.  ΟνβΓίϊβοΙ:,  ϋΐ3εΓ  είη  ίη  ΕΙειίδϊδ  βείαηάεηεδ  Κείϊεί,  \τε1οΙ>85 
ιΐεβ  ΤΓίρΙοΙεπιοδ  Αυδδεηάιιη^  άαΓδΙεΙΙΙ ;  ΒεΓίοΗΐε  ϋΙ)εΓ  άίε  νει- 
1ι&η(ϋυη§εη  ιΐετ  Κ.  δαοΗδίδοΗεπ  ΟεεεΙΐ5θ1ι&ί(  άετ  \νί85εη3θΗαίΙεη, 
1860  (1  ]υΠ)  δ.  163-194,  Ταί.  Χ. 

Περβάνογλονς,  Περί  τοϋ  Έλειισινίου  ανάγλυφου :  Φιλί- 
στίορ,  τόμ.  Α'  (1861)  σελ.  71-77. 

ννε1οΙ:εΓ,  Βΐ55θΓί1ίενο  <1ί  Είευβί ;  Αηη»1ί  (ΙεΙΓΙηδΙίΙιιΙο  1860 
(ΜαΓδ)  ρ.  217-226.   Μοηυιηεηΐί  άεΙΓΙπδΙ.  νοί.  VI,  Ιον.  ΧΙ,ν. 

Α.  Μί€ΐιαε1Ϊ3,  Απηαΐί  (1ε11Ίη5(.,  1860  ρ.  470-472. 

ΜίοΙίΗεΗδ,  ΑγοΗ.  Ληζεί^εΓ,  1860,  6,  66  ;  —  ΟεΓΐΐ3Γ(1,  ίΒ.  ρ. 
1)9.— ^.  ΟνεΓΐ>εοΐ£,  Ζυηι  Είειίϊίπίϊοΐιεη  Κείίεί,  ίΐι.  ρ.  113-114.— 
ννεΙοΙίεΓ,  ϋ&5  ζιι  Είευϊίδ  εηίάεοΐςΐε  Κείίεί,  ί1).  1861  ρ.  165-167. 
^  ΒοείΙϊοΙιβΓ,  ϋΐιεΓ  άεη  Είευβίηίίοΐιεη  βο^εηη&ηίεη  Αΐίαρίίη»- 
1)επ,  ίΐ).  ρ.  194. 


^.  ΟνβΓΐ)βο1ί,  Οαδ  ΕΙεϋδίπίδοΚε  Κείίεί  ποοΗπιαΙδ :  ΒετίοΚίε  <1εΓ 
ΥεΛ.  άβΓ  Κ.  δϊεΐΐδ.  Οε^εΙΙίϊοΚίΐίι,  1861  (26  ΟοίοΙιεΓ)  δ.  133-144, 
Τε£.  V. 

ΒΓέΐοη,  Λ[1ιέηε5  (Ι'ΒΓίδ  1862)  ρ.  370-371. 

ΒοΙιίοΙιεΓ,  υη[εΓ5ΐιοΗιιη§εη  αυί  άετ  ΛΙίΓοροΙίδ  ζα  ΑΐΗεη  (1862) 
δ.  226. 

ΒοιΙίοΙιεΓ,  ΥετζείοΗπ.  όετ  Ογρδ&Β^ίίδϊε  ίη  ΒεΓίίη,  2=  Αυίΐ. 
δ.  70-76  (ΕΙίΓειιηΐϊΙ  είπεδ  αΐΗεηίδοΗεη  ΗεΓάΙίπϊΙιεη). 

ννεΙοΙίεΓ,  Πεπιείετ,  Κοτε  υαά  ΙαοοΗοδ  :  Αΐΐε  ΟεηΙίΐηαΙεΓ,  Β(3. 
V  (1864)  δ.  104-121,  Τα£.  VI  (έκ  τών  Απηϋΐί  τοϋ  1860  μετά 
προσθηκών). 

Ο.  ^3^1η,  ϋίε  αΐΐε  Κιιπ5(  υηά  ά'ιβ  Μοά&  :  ΡορυΙΪΓε  ΑυίδϊΙζε 
αυδ  <3εΓ  ΑΙΙεΠΗυηίδΝνίδδ.   (Βοηη  1868)   δ.  230-231. 

Κ.  Κείειαίέ,  Πϊε  ϊΐηΐίΐ^εη  ΒίΜλνετΙίε  ιοί  ΤΗεδείοη  ζα  ΑΐΚειι 
(1839)  Ν»  62,  δ.  32-35   (ΟεηιείεΓ,  ΤΓίρΙοΙειηοδ  (?)  υηιΐ  Κογ&). 

Ρΐ33οΙι,  Βυΐΐ.  άεΙΓΙπδΙ.  1872  ρ.  8  (29  ΟίοειηΙ>Γε  1871). 

δοΐιοηε,    ΟΓίεοΙι.  Κε1ίε£8   3ϋ8   ΑΐΗεη.  δ&ιηιηΐυη^εη  δ.  80,  54. 

Οοηζε,  ΗεΓοεη-  υηά  ΟΰΚεΓ  -  Οεκίαΐΐεη  άεΓ  ^πεοΚ.  ΚυηδΙ 
(\νίεη  1875)  δ.  29-30. 

Μ3Γΐίηε1Η,    Οαΐαΐο^ο  αεί   ^είΐί  ίη  ςεδδο  (Αΐεηε  1875)  η"  66. 

ΟνεΓίιεοΙί,  Κϋη5(ιη)Γΐ1ιο1ο§ίε,  Βά.  III,  426-429,  564-570.  Αΐΐαδ 
Τ3£.  XIV,  8. 

Ονετίιεοΐί,  ΟεδοΗϊεΙκε  <1εΓ  £ΓίεοΚ.  Ρΐαδίίΐί  1''  (1881). 

ΜίΙεΙιΙιδΓεΓ,  υίε  Μυδεοη  ζιι  ΑιΗεη  (1881)  δ.  19,  14. 

8χΙ>β1,  ΚαΙαΙο^  ϋοΓ  δουΐρΐυιεη  ζυ  .\ΐ1ιεη  (ΜϊγΙιιιγ^  1881) 
δ.  58-59  η"  314. 

ΡΓίεάετίοΗδ  -  ννοΐίετβ,  α>•ρ53ΐ52α5δε  (ΒεΓίίη  1868-1885)  δ. 
391-393  η"  1182  (298). 

Τ.  3.  .  .,  Ι,ίΙεΓϊΓ.  αεπΐΓ£ΐ1-Βΐ3ΐί,  1887,  255. 

Η.  Ηε'ΙηεΓ,  Ο^δ  Κοηί^Ι.  Μπδευηι  άετ  Ογρδ^ΐί^ίίδδε  ζιι  Ότεδ- 
άεη  (1881)  δ.  34  η"  66. 

Βηιηη-ΒΓαοΙίΓηβηη,  ϋεηΐίηι.  βΓίεεΗ.  «πα  τοιη.  δΐίυΐρΐυτ  η"  7. 

Β3υιηεί8ίεΓ,  ΟεηΙίΐηϊΙεΓ  Ι,  δ.  411-413,  Κί^.  454. 

Ι^ερΒίιΐΒ,  ΜϊπηοΓδίυάίεη  η"  165. 

ΟοΙΙίβηοη,  ΜγΐΗοΙο^ίε  Γι^ϋΓέε  (1ε  Ια  ΟΓέοε  (1883)  ρ.  247. 

ννίηΙεΓ,  ΙϊΗΓΒϋοΗ  άεδ  ΑγοΗ.  Ιηδίίΐ.  1887  δ.  226,  Αηιη.  32, 
κα'ι  5.  238-239. 

Καββαδίας,  Κατάλογος  (1886/7)  σελ.  58-60,  άρ.  5=Γλυπτά 
(1890/2)  σελ.  119-121,  άρ.  126. 

Β.  θΓ3εΓ,  ΛιΗ.  ΜίΙΙείΙ.  Βά.  XV  (1890)  δ.  36-.38. 

Κ.  ν.  δεΙιηείιΙεΓ,  Κότα :  }3ΗγΙ)ιιο1ι  «Ιετ  ΙίΐιηδίΙιίδΙοΓίδοΗεη 
δαηιηιΐυη^εη  ιΐεδ  ΟδΙετΓ.  ΚίΐίδεΓίιαυδεδ,  Βά.  XII,  1  (1891) 
δ.   72  £. 

Ρ3ΐΐ3ί,  ;3ΐΐΓΐ>υοΚ  άεδ  ΑγοΙι.  ΙηδΙ.  1894  δ.  3,  Αηιη.  4. 

ΡιΐΓίνιτΜηβΙεΓ,  ΜείδΙεΓϊνετΙίε  αεί  §ΓίεοΗ.  Ρΐαδίίΐί  (1893)  ρ.  39,4. 

ΡτεΙΙεΓ-ΚοΙ^εη,  ΟΓίεοΚίδοΙι.  ΜχΛοΙ.  (1894)  δ.  772,  1. 

Α.  ΦίΙιος,  ΑΛεη.  Μίιι.  Βά.  XIX  (1894)  δ.  170.  Βά.  XX 
(1895)  δ.  247-253,  259. 

Α.  Φίλιος,  ΕΙευδίδ,  585  ιη^δΐέιεδ,  δεδ  τϋίηεδ  εΐ  δοη  αιιΐδέε 
(Αιΐιέηεδ  1896)  ρ.  54  ε£  56-57. 

Ι..  ΒΙοοΙι,  ΚοΓ3;  ΚοδοΙιεΓ'δ  ΜχΐΗ.  Ι,εχ.  Βά.  II  (1897)  δ.  1347- 
1348  κα'ι  1352-13.54. 

Κείίυΐέ  νοη  3(Γ3(1οηίίζ,  ϋΙιεΓ  Κορίεη  είηβΓ  ΕΓαιιεπδίΕΐυε 
αυδ  άεΓ  ΖείΙ  άεδ  ΡΗεί(ϋ3δ  ;  ΕΥΙΙ.  Βετί.  ΥΥίιιΙίεΙπιαηπδρΓΟβΓαιηιη 
(1897)  δ.  24  £.  —  ΑΓοΚίεοΙ.  ;ιΚΓΐ)υοΗ  1897,  Αηζεί^εΓ,  δ.  74  ί. 
(2  Γε1)Γ.  1897). 

Κ3ΐ1ιηΐ3ηη,  .\ΓθΚαεο1.  .ληζεί^.  1897  δ.  136  (.1ιιηί). 


—   106   — 


ΑΊ'ϋηνηη   αρχαϊκών  ϋργοη• 


τάς  (ίίρ/άς  τοϋ  έτους  1Η5!)'  ().ν()ΐγ()(ΐΓν(ΐ)ν  ίΐΐ;.- 
μελί(ι)ν  προς  οϊκοίϊομήν  τοΰ  δημοτικού  σ/ο?>.είου 
της  Ελευσίνας,  ήτοι  παραπ?^εύρως  τοΰ  σχεδόν 
ήρευΓθ)(ΐένου  παλαιού  έκκ?.ησιδίου  τοΰ  Άγ. 
Ζαχαρίου,  κεΐ[ΐρνου  εις  μικρών  άπόστασιν  (χπό 
της  (χν(/.τολικης  πλευράς  τοΰ  ίεροϋ  περιβόλου 
της  Έλευσϊνος. 

Οί  τάς  παραστάσεις  τοΰ  ανάγλυφου  αμα  τη 
άνακα?αη|'!•ι  (ίΐΗοΰ  έρμηνεύσαντες  ώς  άναφε- 
ρομένας  εις  τον  μΰΰον  τοΰ  Τριπτολέμου,  ύπέ- 
λ(ί(5ον  και  διέδοσίχν  την  γν(όμιιν  δτι  ό  ναΐσκος 
ούτος  τοΰ  Αγίου  Ζαχαρίου  εκείτο  επι  τοΰ  ναοΰ 
εκείνου  τοΰ  Τριπ:τολέμου,  τον  όποιον  αναφέρει 
ό  Παυσανίας  (Ι,  28,  6)  ώς  κείμενον  έκτος  τοϋ 
τείχους  τοΰ  εν  Έλευσΐνι  ίεροΰ  περιβόλου.  Τοΰτο 
ουκ  ολίγον  συνετέλεσεν  έκτοτε  προς  έπικράτη- 
σιν  της  γνώ[ΐης  ότι  ό  έπι  τοΰ  (χναγλύφου 
ή[ΐών  νεανίσκος  είναι  ό  Τριπτόλεμος•  άλλ'  αϊ 
κατόπιν  έπι  τοΰ  χώρου  εκείνου  ένεργηθεϊσαιύπό 
τοΰ  Δ.  Φιλίου  άνασκαφαι  απέδειξαν  σαφέστατα, 
δτι  υπό  τον  "Αγιον  Ζαχαρίαν  δεν  υπήρξε  ποτέ 
άλλο  τι  ή  μεγάλη  βυζαντιακή  έκκ?ι,ησία,  οικο- 
δομηθεΐσα  έπι  τών  ερειπίων  οικίας  ρωμαϊ- 
κής '.  Επομένως  το  πιΰανώτερον  είναι,  δτι  το 
άνάγ?ι.υφον  ημών  μετεκο[ΐίσ{)ιι,  δτε  φκοδομεΐτο 
ή  βυζαντιακή  εκκλησία,  εξ  άλλου  τινός  αρ- 
χαίου οικοδομήματος  τής  Έλευσΐνος  ληφθέν, 
ίνα  χρτ]σιμεύση  εϊτε  προς  διακόσμησιν,  είτε 
προς  πλακόστρωσιν  τής  εκκλησίας,  καθ'  ά 
π.  χ.  καΐ   αϊ   τρεις   εκ   Μαντινείας   περίφημοι 


ΟοΙΗβηοη-ΒαϋΓηβαΓίβη,  ΟβδοΙιίοΗΐβ  <36γ  ^γιοοΚ.  Ρ1ΐ5ΐί1ί,  Βϋ. 
II  5.  149-150  Κί^.  68. 

ΚιαΓίν^ΜηβΙβΓ,  θΓΪ6θΙιΪ5θΙιε  ΟΓΐ^ίηαΙδίαΙυεη  ίη  Υεπεάί^:  Α1)1ι. 
(ΙοΓ  ΙΐίίχοΓ.  Αΐίαά.  1898  3.  287. 

Ηβΐΐϊίε,  ΓαΙΐΓ6Γ  II,  83δ. 

Μίεΐιαβίίδ,  ΒεδρΓβοΗιιιΐβ  νοη  ΚυΓίλναπ^Ιετ  ιιηά  υΓΐίο1ΐ5,  ϋεηΐί- 
ιηαΙεΓ  βΓΐβοΙι.  ιιηά  Γοηι.  δοιιΐρΐυτ:  5ϋ<3«ε5ΐ(1ευΐ5θΗε  δαΗυΙΙίΙαΙ- 
ΐβΓ  1898  δ.  263. 

Ο.  ΚεΓΠ,  Ραυ1)'Λνί55θ\ν£ΐ,  Κε!ΐ1εηε)Όΐορ.  Βά.  IV  (1901)  5.  2763. 

Μ.  Κυ1ιΐ3ηι1,  Οίε  Είευδίηίδοΐιεη  Οοΐιίηηεη  (5ΐΓ»38ΐιυΓ0  1901) 
δ.  11,  30,  58  «•. 

ΒρΓίη^εΓ-ΜίεΙίΗεΙίδ,  ΟεβοΗίεΙιΙε  άεΓ  Κυηδΐ,  Βϊηά  Ι  (1904) 
δ.  149-150  Γίδ.  68. 

'  Μόνος  ό  Περβάνογλους  έν  τω  ΦΜατορί  (έ.  ά.)  γράφει 
δΙς  1858,  βεβαίως  έκ  παραδρομής. 

'  Ρ1ιίΙίο5,  Εΐ6ΐΐ5ίδ  σελ.  11  και  56  -  57. 


άνάγλυπτοι  πλάκες  τής    μουσικής   έριδος  τοΰ 
Απόλλωνος  προς  τόν  Μαρσύαν  '. 

Είναι  δε  πεποιημένον  έκ  πεντε?^ισίου  μαρ- 
μάρου έχον  σπανίας  τό  μέγεθος  διαστάσεις 
(ί)ψος  2,40,  πλάτος  1,52,  πάχος  Ο, Η!). 

Αί  έπ'  αΰτοΰ  εικονιζόμενα  ι  (ΐορφαι  είναι 
υπερφυσικού  μεγέθους,  ήτοι  αί  μεν  δΰο  γυναί- 
κες εχουσιν  ΰα|)ος  1,!)8,  ό  δε  νεανίας  Ι,βΟ. 
Τέλος  τό  άνάγ?ι,υπτον  ΰι|ίος  τοΰ  λίίχν  προστΰ- 
που  άναγ?ιύφου  φϋάνει  μόλις  μέχρι  0,05, 
οΰτοις  ώστε  νο[ΐίζει  τις  δτι  πρόκειται  περί 
ζωγραφίας    μάλλον  ή    περί   άναγ/.ύφου. 

Ή  πλάξ  έχει  άνω  καΐ  κάτω  πλαίσιον  προέ- 
χον σμικρόν  τό  άνω  πλαίσιον  επεκτείνεται  καΐ 
έπΙ  τών  πλαγίων  π?>,ευρών  τής  π?νακός,  αϊτι- 
νες  εΐνε  επιμελώς  λελεασμέναι,  ενώ  ή  όπισθία 
δψις  είναι  κατειργασιιένη  μόνον  δια  χόνδρου 
εργαλείου,  έξ  ου  καταιραίνεται  δτι  τό  άνάγλυ- 
φον  ήτό  ποτέ  άνατεθειμένον  ώς  κόσμημα  τοί- 
χου μεγά?ιθυ  οικοδομήματος  καΐ  δή  άνακείμε- 
νον  εΙς  μικρόν  ΰψος  άπό  τοΰ  θεατοΰ,  διότι,  ώς 
ήδη  παρά  δοκίμων  τεχνοκριτών  παρετηρήϋη, 
αί  έπ'  αΰτοΰ  παραστάσεις  είναι  πεποιημέναι 
ϊνα  όρώνται  έκ  τοΰ  πλησίον. 

Δεν  υπάρχει  έκφρασις  ϋαυμασμοΰ,  ην  νά  μη 
μετεχειρίσΟησαν  πάντες  οί  περί  τής  κα/.λιτε- 
χνικής  αξίας  τοΰ  ΰαυμασίου  τούτου  μνημείου 
γράψαντες  απειράριθμοι  και  παντοεθνεΐς  αρ- 
χαιολόγοι και  καλλιτέχναι.  ' 

Πάντες  ούτοι  συμφωνοΰσιν  εις  τό  δτι  ισά- 
ξια κατά  τό  κάλλος  και  κατά  την  τελειότητα 
έ'ργα  έχει  νά  έπιδείξη  μόνον  ό  γλυπτικός  διά- 
κοσμος τοΰ  Παρθενώνος,  παραδέχονται  δ  αυτό 
ε'ίτε  ώς  έ'ργον  τοΰ  Φειδίου,  εϊτε  τών  χρόνων 
και  τής  σχο?α|ς  αυτού.  Ή  γνώμη  τοΰ  ΟνβΓ- 
1)βο1<,  δστις  μόνος  ήθέ?ι,ησε  νά  υποβίβαση  αυτό 
εις  έργον  τοΰ  Πραξιτέλους,  δεν  εϋρεν  οπαδούς. 

"Οσον  δμως  συμφωνοΰσι  πάντες  οί  αρχαιο- 
λόγοι ώς  προς  την  άξίαν  τού  ανεκτίμητου  τού- 
του και  αληθώς  αξίου  τής  σμίλης  τοΰ  Φειδίου 
έργου,  τοσούτο  διαφωνοΰσιν  ώς  προς  την  έρ- 
μηνείαν  τής  έπ'  αυτού  παραστάσεως. 

'  "Ιδε  κατωτέρω  τό  περί  τών  ανάγλυφων  τούτων  κεφάλαιον. 


—  107  — 


Τα  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


Ή  πρώτη  των  γνωμών,  ή  και  νΰν  έ'τι  έχουσα 
τους  πλείονας  οπαδούς,  είναι,  δτι  εικονίζονται 
ή  Δημήτηρ  και  ή  Κόρη,  εχουσαι  εν  τω  μέσω 
αυτών  τον  Τριπτό?ιεμον,  και  δη  ή  μεν  δίδουσα 
στάχυς  νΰν  απολεσθέντας,  ή  δε  στεφανοϋσα 
αυτόν.  Την  γνώμην  ταύτηΛ',  ύποστηριχθεΐσαν 
δια  μακρών  και  πο?\,λάκις,  κυρίως  υπό  τοϋ 
ΟνεΑεΛ",  σφοδρώς  έπολέμησαν  ά?>,λοι  τε  καΐ 
ό  λνεΙαΙίθΓ,  δστις  ήρ[ΐήνευσε  την  παράστασιν 
ως  είκονίζουσαν  τον  μυστικόν  "Ιακχον  εν  μέσω 
τών  δύο  Ελευσίνιων  θεών. 

Τρίτην  γ\'οηπ)ν  προέτεινεν  ό  δίβρΗίΐηϊ,  λέ- 
γων δτι  πρόκειται  περί  Δη  μητρός  καΐ  Κόρτ)ς, 
έχουσών  εν  μέσορ  αυτών  τον  νεαρόν  Πλοΰτον. 
ΚαΙ  τάς  τρεις  δε  ταύτας  ερμηνείας  αποκρούων 
ώς  εντελώς  αστήρικτους  ό  ΒοεΐΙϊοΗεΓ  ύπεστή- 
ριξεν  δτι  δεν  πρόκειται  καν  περί  θεών,  άλλ' 
απλώς  περί  τιμητικού  μνημείου  ε'ικονίζοντος 
Αθήναιον  ευγενή  «παΐδα  άφ'  εστίας  μυη- 
θέντα»  εν  μέσω  δύο  θ'\'ητών  ιερειών  τών  δύο 
πολιούχοον  θεών  της  Έλευσΐνος. 

Κατόπιν  άλλος  Γερμανός  αρχαιολόγος,  ό 
ΡΙ&δοθ,  παραδεχόμενος  δτι  ή  μία  τών  θεών 
τοΰ  ανάγλυφου  έδιδε  δημητριακά  σπέρματα 
εις  τον  προ  αυτής  νεανίαν  και  ένθυ[ίηθεΐς  δτι 
άθλον  τών  εν  Έλευσΐνι  αγώνων  ήσαν  οι  δΐ]- 
μητριακοι  καρποί,  ήρμήνευσε  τόν  νεανίαν  ώς 
άπλοΰν  θνητόν  νικΐ]τήν  εις  τους  ρηθέντας  αγώ- 
νας, λαμβάνοντα  παρ'  αυτών  τών  θεών  τα  αντί 
άθλων  διδόμενα  σπέρματα,  εις  άνάμνησιν  δε  τής 
νίκης  αύτοΰ  άφιερώσαντα  κατόπιν  τό  άνάγλυφον 
ώς  ανάθημα.  Παρομοίως  ό  ΜϊΙεΙιΗοείβΓ  έφρό- 
νει  δτι  πρόκειται  περί  αναθήματος  μη  αναφε- 
ρομένου εις  μύθολογικήν  τίνα  σκηνήν,  άλλ'  εις 
την  πραγματικήν  έκείνην  περίστασιν,  ήτις  θά 
έγένετο  αφορμή  προς  άνάθεσιν  τοϋ  μνημείου, 
προτιμών  οΰτω  νά  θεώρηση  τόν  εν  τω  μέσω 
τών  δύο  θεών  νεανίαν  ώς  ευγενή  τίνα  Λ'εανί- 
σκον  καθιερούμενον  εις  την  ύπηρεσίαν  τής 
λατρείας  τών  δύο  θεών  τής  Έλευσΐνος,  ή  και 
ώς  εύπατρίδην  τινά  νικητήν  τών  Έλευσινίων 
ίχγώνων. 

Τό  περίεργον  δε  εΐναι  δτι  αί  έριδες  και  αι 


διαφωνίαι  δεν  περιωρίσΟησαν  μόνον  εις  τόν 
χαρακτήρα  τοϋ  μνημείου  και  τό  όνομα  τοϋ  εν 
τω  μέσίο  τών  δύο  θεών  νεανίου,  άλλ'  δτι  έπε- 
ξετάθησαν  καΐ  ε'ις  τό  τίς  ή  Δημήτηρ  και  τις 
ή  Κόρη  ήτοι  ή  Περσεφόνη,  παρ'  δλην  την 
σαφώς  έπι  τοϋ  ανάγλυφου  δεδηλωμένην  μεγά- 
λην  διαφοράν  τής  ηλικίας  αυτών '.  Οι  μεν 
δηλαδή  ύπεστήριξαν,  δτι  Δημήτηρ  είναι  ή  προς 
τάριστερά  τοϋ  θεατού,  οί  δε  τανάπαλιν. 

Ευτυχώς  έπΐ  τοϋ  θέματος  τούτου  επήλθε 
πλήρης  συμφωνία  μετά  την  πρό  τίνων  ετών 
άνακάλυψιν  τοΰ  ετέρου  Έλευσινιακοϋ  ανάγλυ- 
φου ήτοι  τοϋ  λεγο[ΐένου  ανάγλυφου  τοΰ  Λα- 
κρατείδου  ',  έφ'ού  ή  Κόρη  έποιήθη  κατά  πιστήν 
άντιγραφήν  τής  θεάς  ταύτιις  τοϋ  άνίχγίαιφου 
ημών,  ώστε  νϋν  το  πρόβ/ι,ημα  υφίσταται  κυ- 
ρίως ώς  προς  τό  τίς  ό  εν  τω  μέσω  τών  δύο 
θεών  νεανίας  κ(λΐ  τί  ακριβώς  συμβαίνει  μεταξύ 
αυτού  καΐ  εκείνων. 

Προς  τελείαν  δε  κατανόησιν  τής  θέσεοις 
τοϋ  ζητήματος,  άναφέρομεν  δτι  και  αύτοι  οί 
παντός  άλ?ι.ου  πεισματ(οδέστερον  ύποστιιρίξαν- 
τες  δτι  πρόκειται  περί  ώρισμένης  τινός  μυθο- 
λογικής σκηνής  όμολογοϋσιν  δτι  ουδέν  άλλο 
μνη μείον  τής  αρχαιότητος  εικονίζει  ούτω  τόν 
ήρωα  καΐ  την  σκηνήν,  ην  παραδέχονται.  Οι"τω 


'  Ή  διαφορά  αίίτΐ)  τής  ηλικίας  καταφαίνεται  μεγάλως  μό- 
νον δταν  (ριοτίζηται  τί)  άνάγλυφον  πλαγίως  έξ  αριστερών  (ϊδε 
τίμ'  ΐ'.τ'  (Ιρ.  120  (1\•θρακοφι(ΰτοτΐ)πίαν  τοϋ  καταστήματος  Άρ. 
Ρωμαΐδου),  ι'ίτοιΰταν  μένχ)  τό  πρόσοιπον  τής  Δήμητρος  έν  τή 
σκιά,  έ\'(ρ  αν  άντιΟέτιος  φιοτίζηται  (οπιος  π.  χ.  ή  παρά  τω 
Ονςτίίϋοΐ;  ίχνογραιρική  είκ(Γ)ν),  ή  διαφορά  αΰτη  μεγάλως  έλατ- 
τοΰται,  έξηγουμένης  οΰτω  κα'ι  τής  παραδόξου  φαινομέλης 
απάτης  τών  μη  δυνηθέντιον  νά  διακρίν<ι)σι  τήν  μεγάλην  καβ' 
ήλικίαν  διαφοράλ',  ην  ί|ί)έλΐ)σε  νά  δηλ(ί)σ[ΐ  ό  καλλιτέχλ'ης,  εϊκο- 
νίσας  τήν  μέν  Δήμΐ|τρα  (ίις  ώριμον  μητέρα,  τήν  δέ  Κόρην  ως 
νεαράν  και  άκμάζουσαν  γυναίκα  τοϋ  Πλούτωνος.  Ή  παρατή- 
ρησις  αΰτη  σχετιζομέλη  προς  δσα  κατο)τέρ(ο  θέλομεν  άνοιπτύ- 
ξει  περί  τής  αναθέσεως  τοϋ  μνημείου  κατά  τήν  έποχήν  τών 
εργιον  τοΰ  Περικλέους  έν  Έλευσΐνι,  καθίστα  πιθιινόν  ϋτι  τό 
μνημείον  ημών  έκόσμει  αρχικώς  τήν  βορείαν  έξοιτερικήν  πλευ- 
ράν  τοϋ  Τελεστιιρίου,  άνατεθειμένον  αριστερά  τής  μιας  τών 
δύο  πυλών  (ΐύτοϋ,  εις  ίίς  περατοϋται  ή  πο(ΐπική  οδός  (ηι•*  κα'ι 
υπ"  έπ'ι  τοϋ  υπό  τοϋ  Φιλίου,  ΕΙβυβίδ,  δημοσιευθέντος  τοπογρα- 
φικού πίνακας).  Αί  θέσεις  αίΐται  είναι  έκεΐναι,  ών  τά  γλυπτά 
κοσμήματα,  αν  εΐχον  τοιαύτα,  σπα^'ί(ος  δέχονται  τάς  ήλιακάς 
ακτίνας  έκ  τοϋ  δεξιού  ήτοι  δυσμ^κοϋ  αυτών  μέρους. 

-  Διεθνής  ΈφημερΊς  τής  Νομισμ.  Αρχαιολογίας  τόμ.  4ο5 
(1901)  σελ.  •1!)0,  Πίν.  ΙΘ'-  Κ'. 


—    108 


Αΐι)^ηνπη   άηχίΐϊκοη'  ^ργίοΐ' 


π.  /.,  ιΗ'ίό  κχομεν  /ιλιάίΐας  πΓΧ(^ΐΓχατ(ίσρ.ο)ν  Γρι- 
πτολέμου,  ουδεμία  (ίΐ')τ(7)ν  παΐ)(»υσΐ(ίζι•.ι  τον 
ίΊρ(ΐ)α  ώς  νεανίίχν  ίατ(ί[ΐενον,  κ(ΐ.\  ())\  άνευ  τοΰ 
ίιπο  δρακιητων  οι>ρο[ΐί"νου  αομίλτος  αύτοϋ. 
Μι•γ(<λ(ικ  δι-  και  προς  άλ/.ηλους  δΐ(Χ(ρ(ΐ)ΛΌΰπιν 
οί  σο(()θΐ  κ(χι  ώς  προς  την  σιιμαοίαν  τών  χει- 
ηοΝ'ίΐμκην  το)ν  [(ορ(|  (Τ)ν  κ(χΙ  (ής  προς  τα  άπο/.ε- 
οΟέντα  αντικείμενα,  άτινίχ  αύται  έ,κράτουν,  ύ((ο- 
λογοΰαι  ί)ε  οτι,  και  δεκτή  αν  έγίνετο  μία  το)ν 
παρ '  αυτών  προτεινομένων  ερμηνειών,  πλείστα 
(ίσα  (χπο[ΐένοΐ)σι  και  πάλιν  τα  παρίχξενα,  σκο- 
τεινά κ(/.ί  σ(ί(|  ιινείας  δευμενα  '. 

Προτιθέμενος  \'Γ)ν  να  εκθέσω  ϊδίαν  και 
δλως  νέαν  έρμηνείαν  τοΰ  περΐΓρή(ΐου  τού- 
του [ΐνημείου,  βάσιν  της  εργασίας  [ίου  εΰηκα 
τον  άρχίχϊον  εκείνον  όοισμον  τοΰ  ^\()υκιανοΰ  -, 
καΟ'δν  (χ?ιηϋί|ς  ερμηνεία  είναι  ή  σαφήνεια 
τών  σχη[ΐ(χτο)\'  .  Επόμενους  προ  παντός  θέλω 
πειραθή  να  καταστήσω  (ί)ς  οίον  τε  πίκρή  τα 
έπΙ  τοΰ  μνιιμείου  ΐ]μών  σχήματα  καΐ  την  σκί]- 
νήλ'  ην  δηλοΰσιν,  ίνα  κατ()πιν  δείξω  δτι  υπάρ- 
χει περί(|  ιιμός  τις  άττικοελευσινιακός  μΰΟος, 
άριστα  εφαρμοζόμενος  εις  το  μντ]μεΐον  ημών 
καΐ  πάσας  ανεξαιρέτως  καΐ  άπ?\.ούστατα  έξηγού- 
μενος  τάς  μέχρι  τοΰδε  παραδόξους,  παράξενους 
και  ακατανόητους  νομισΟείσας  λεπτομέρειας 
αύτοϋ.  "Ας  ϊδωμεν  λοιπόν  εν  πρώτοις,  τί  ακρι- 
βώς εικονίζει  τό  μνη[ΐεΐον  αυτό  καθ'  εαυτό  και 
ασχέτως  πάσης  μυθολογικής  ερμηνείας. 

Αριστερά  τοΰ  θεατοϋ  εικονίζεται,  ώς  κύριον 
πρόσωπον  της  δ?ιης  παραστάσεως,  μεγαλοπρε- 
πής σκηπτοϋχος  γυνή,  ωρίμου  ήδη  ηλικίας, 
προφαλ'ώς  ή  σκηπτοΰχος  καΐ  πολιούχος  της 
Έλευσΐνος  {)εά  Λημήτι^ρ,  ίσταμένιι  προς  τά 
δεξιά  ούτως,  ώστε  άπαν  σχεδόν  τό  βιχρος  τοΰ 
σώματος  αυτής  φέρεται  έπι  τοΰ  δεξιοϋ  ποδός, 
ου  δλον  τό  πέλμα  πατεί  στερεώς  τό  έ'δαφος, 
ενώ    ό   αριστερός   πους  προτάσσεται   κατά  τι. 


•1>κρει  δε  ποδήρΐ)  και  άχκιρίδθ)τον  χιτώνα,  έφ' 
ο  π  είναι  έπιτεθειμένον  έτερον  έλαφ;ρόν  και 
πάνυ  βραχύ  έπίβ?.ημα,  [ΐόλις  τό  άνο)  μέρος  τί)ϋ 
σίόματος  περιβά/.λον,  κατα/.εΐπον  δ  "ακάλυπτους 
().μ([οτέρους  τους  βραχίονας.  Την  αύστηράς 
έκφ^ράσεως  καΐ  προς  τον  πρό  αυτής  νεανίαν 
κλίνουσαν  κεφαλήν  αυτής  κοσμεί  κόμη  βρα- 
χεία, πενΰίμως  κεκαρμένη  και  κατά  τόν  άπλού- 
στίχτον  τρόπον  έκτενισιιένη,  ήτοι  απλώς  εις  τό 
μέσον  κεχωρισιιένη  καΐ  είς  ουραίους  λυτούς  και 
κυματοειδείς  βοστρύχους  προς  τόν  τράχηλον 
κατερχόμενη  '. 

Τών  δε  χειρών  αυτής  τήν  μεν  άριστεράν 
ύψοϋσα  πρό  τοΰ  προσώπου  στηρίζει  έπΙ  σκή- 
πτρου ίσούψοΰς  (χύτή  και  κοσμου^ιένου  διά 
συμβολικού  άνθους,  τιιν  δε  δεξιάν  ύψοί  πρό 
τοΰ  πρό  αυτής  νεανίου,  συμβουλάς  ή  κελεύ- 
σματα τίνα  προς  αυτόν  σοβαρώς  μέν,  άλλ'  εύ- 
νοϊκώς  'χπευΟύνουσα,  πρΙν  ή  έγχειρίση  αύτφ 
τό  σμικρόν  και  δια  χριόματός  ποτέ  δεδη/,ωμέ- 
νον,  (χΐ(  ανές  δε  νϋν  άντικεί[ΐενον,  δπερ  έκράτει 
σηηγκτώς  μεταξύ  τών  άκρων  δύο  τών  δακτύλων 
αυτής,  ήτοι  τοΰ  άντίχειρος  καΐ  τοΰ  δείκτου, 
τους  ?^οιπούς  δε  δύο  δαχτύλους  άπρακτοΰντας 
έχουσα  καΐ  συνεσταλμένους. 

Ό  πρό  αυτής  μετά  μεγίστου  σεβασμού  ιστά- 
μενος καΐ  μεθ' ιεράς  προσοχής  προς  αυτήν  άνα- 
βλέπων  μελλέφιΐ|βος  νεανίας  είκονΓζεται  εντε- 
λώς γυμνός,  μόνον  τους  πόδας  έχων  εν  πεδίλοις 
διάπολ?>,ών  ιμάντων προσηρ[ΐοσμένοις.Τό  βάρος 
τού  σώματος  αυτού  στηρίζει  έπΙ  τού  αριστερού 
ποδός  πατούντος  δι'  δλου  τού  πέλματος  τό 
έ'δαφος,  προτάσσει  δε  σμικρόν  τόν  δεξιόν  πόδα, 
ου  καΐ  πάλιν  ολόκληρο  ν  τό  πέλ[ΐα  πατεί  τό 
έ'δαφος,    δηλούμενης   οΰτω    τελείας   ακινησίας 


'  Χαρακτηριστική  είναι  ή  φράσις  τοϋ  κ.  Φι?.ίου  γράφο\τος 
περί  τοϋ  ακατανόητου  φανένιος  αύτφ  λυσικόμου  της  Λήμιι- 
τρας  «άλλα  μή  τοϋτο  μόνο\'  έχει  τό  παραξενον  τό  έλευσινια- 
κόν  εκείνο  έργον    ;  ΑιΗβη.  ΜίΙΙ.  XX  σελ.  252. 

"  Περ'ι  όρχήσεως.  36. 


'  Ή  άμεσίος  κατώτερο)  ση  [ΐειιοΟησομένη  κίλ-ησις  της  Κόρης, 
ή  δηλοϋσα  ϊσως  δτι  αΰτη  νϋν  μόλις  άνέβη  έκ  τοΰ  °./^δου,  φ(ι>- 
τίζουσα  τά  βήματα  αυτής  διά  τής  καιούσης  ^Λίμπάδος,  Χνα 
κομίσΐ)  τω  μελ/^φήβφ  τό  χθόνιον  δώρον  ."τερι  ου  πρόκειται, 
ώς  θά  ϊδιομεν,  δύναται  ίσως  νά  έρμηνεύσ»!  τό  έπ'ιτή  παρά 
Πλοϋτιυνι  παραμονή  αυτής  πέ%'θος  τής  Δη  μητρός,  δπερ  κατ' 
έμέ  δηλοϊ  τό  κεκαριιένον  τής  κόμικς  και  τό  δλιος  άκόσμητον 
και  σΰλ'οφρυ  τής  ,παραστάσειος  αυτής,  κατ'  άλ-τίθεσιν  .τρός  τήν 
παράστασιν  τής  απέναντι  αυτής  άρτι  έκ  τοΰ  "Αδου  άνελθοϋ- 
ο));   Κόρης. 


—  109   — 


Τά  ανάγλυφα  πλην  τοη>  επιτύμβιων 


της  μορορής  ταύτης,  ο)ς  και  της  προ  αυτοί3 
θεάς  της  ομοίως  πατούσης  το  έδαφος. 

Άπό  δε  τοϋ  δεξιοΰ  ωμού  τοΰ  νεανίου  κρέ- 
μαται  μέχρις  αύτοΰ  τοΰ  εδάφους  μακρά  χλα- 
μύς,  άκάλυπτον  καταλείπουσα  δλον  το  προς  τον 
θεατήν  μέρος  τοϋ  σώματος,  ένω  ή  προς  τά 
κάτω  τεταμένη  και  ολίγον  όπισθεν  τοϋ  σώμα- 
τος φερομένη  αριστερά  αϋτοϋ  χειρ  ανέχει  πτυ- 
χήν  της  χλαμύδος,  ϊνα  μη  αΰτη  σύρηται  πολύ  έπΙ 
της  γης.  Συγχρόνως  δέ,  ώς  ϊνα  δεχΰη  το  παρά 
της  προ  αύτοϋ  ευρισκομένης  γυναικός  προσφε- 
ρόμενον  άντικείμενον,  ύψοΐ  την  δεξιάν  αύτοϋ 
χείρα  και  συστέλλων  τους  λοιπούς  αυτής  δακτύ- 
λους προτάσσει  αφελώς  μόνον  τον  δείκτην  αυτής  ^ 
(ίδέ  είκ.  83),  υποδεικνυομένου  οΰτω  σαφώς,  δτι 
ευθύς  ώς  ή  ΔΊ)μήτηρ  παύση  ομιλούσα,  ό  άπό 
τοϋ  νϋν  εις  την  διάθεσιν  της  Δη  μητρός  τεθει- 
μένος  δάκτυλος  ούτος  τοϋ  νεανίου  -θέ^^ει  ταΰή 
έντε?νώς,  ίνα  δεχθή  τό  εις  χείρας  αυτής  σμικρόν 
καΐ  μεγέθους  δακτυλίου  δώρον.  Επομένως  τό 
δώρον  τούτο  ήτο,  κατά  πάσαν  πιθανότητα, 
δακτύλιος,  ούχι  δέ  ο)ς  ύπετέθη  μέχρι  τούδε, 
δέσμη  σταχύο)ν  ΐ']  εις  στάχυς,  ή  σπέρμα  σίτου, 
ή  κύλινδρος,  ή  πόρπη,  ην  τελευταίαν  δίδει, κατά 
τόν  ΒοεΐίίοΗθΓ  ή  Δημήτηρ  τω  νεανία  ίνα  κό- 
σμηση την  χλα^ιύδα  αύτοϋ !  Αληθώς  και  αν 
ύποτεΰτ],  δτι  ή  χειρ  τής  Δη  μητρός  ήδύνατο  νά 
κρατή  εν  τών  αντικειμένων  τούτων,  βεβαίως  ό 
νεανίας  ουδαμώς  ήδύνατο  νά  λάβη  αυτό  προ- 
τάσσων  μόνον  τόν  δείκτην,  συστέλλων  δέ  τους 
λοιπούς  δακτύ?^.ους. 

Τέλος  όπισθεν  τοϋ  με?ιλεφήβου  νεανίου  ϊστα- 
ται  προς  αυτόν  έστραμμένη  δαδούχος  νεαρά 
γυνή  ακμαίας  καΐ  θείας  καλλονής,  προφανώς 
ή  κόρη  τής  Δή[ΐητρος  Περσεφόνη.  Τό  βάρος 
τοϋ  σώματος  αυτής  στηρίζει  έπι  τοϋ  δεξιού 
ποδός,  άπλα  ώς  ή  Δημήτηρ  πέδιλα  φέρουσα, 
ένω  ό  μικρόν  προς  τά  οπίσω  φερόμενος  αρι- 
στερός πους  πατεί  τό  έδαφος  διά  τών  άκρων 


'  «Οίεδβ  εείηο  γ.  Ηίΐηιΐ  ίδΐ  ηααΐι  οΙ)εη  Ηα16  ^εΰίίηοΐ  ;  (Ιίε 
(Ιτεί  ΙεΙζΙεη  Ρίπ^ετ  νναΓεπ  απ  είη&ηάεΓ  βεδαΗΙοδδβη  >ιη(1  ^ε- 
ΙίΓαιηιηΙ,  άετ  Ζβί^είίη^εΓ  ίΐιΐ5§ε5ΐΓεο1ίί  >  :  Κείιιιΐέ,  Βί1ι1\ν.  Αΐΐιεηδ 
δ.  Β4. 


τών  δακτύλων,  δηλουμένου  οΰτο^ς  δτι  μόλις 
νϋν  προσήλθεν  εις  τήν  σκηνήν  ταύτην  ή  περι- 
καλλής  θεά,  τό  ύποχθόνιον  αυτής  βασίλειον 
καταλείπουσα.  "Οσον  δέ  ή  πρότερον  περιγρα- 
φείσα Δη  μήτηρ  εΐναι  απλή,  αυστηρά  καΐ  άκόσ[η]- 
τος,  τήν  κό[ΐην,  ώσεί  πενθούσα  επί  τη  απου- 
σία τής  κόρης,  κεκαρμένην  έχουσα,  τοσούτον 
έχει  ή  νεαρά  σύζυγος  τοϋ  Πλούτο3νος  έπι- 
[ΐεμελημένην  και  φιλάρεσκον  τήν  περιβολήν. 
Τήν  κόμην  αυτής,  κομψώς  καΐ  μετά  ιωνικής 
χάριτος  άναδεδεμένην  προς  τό  άνω  όπισθεν 
μέρος  τής  κεφα?^ις,  συνέχει  ταινία•  τόν  γυ[ΐΛ'όν 
αυτής  τράχηλον,  τά  ώτα  και  άμφοτέρας  αυτής 
τάς  χείρας  κατά  τους  καρπούς  έκόσμουν,  νϋν 
απολεσθέντα,  μετάλλινα  (προφανώς  χρυσά)  ένώ- 
τια,  περιδέραια  και  ψέλλια,  ώς  δεικνύουσα-  αί 
εις  τά  οικεία  μέρη  τής  πλακός  σωζόμεναι  μι- 
κραι  όπαί,  ήτοι  δύο  μεν  παρά  τους  καρπούς 
αμφοτέρων  τών  χειρών,  τρεΐς  δέ  περί  τόν  τρά- 
χηλον και  μία  εις  τόν  λοβόν  τοϋ  φαινομένου 
ώτός.  Τό  δέ  σώμα  αυτής  περιβάλλει  ποδήρης 
λεπτός  καΐ  μετά  βραχειών  χειρίδίον  χιτών  ζωη- 
ρώς  ύπεγειρόμενος  κατά  τό  στήθος  ύπό  τών 
κυδωνιώντο)ν  μαστών  αυτής,  ών  καΐ  μόνον  τό 
νεανικόν  σφρίγος,  κατ'  αντίθεσιν  προς  τους 
μητρικώς  π?ιθυσίους  καΐ  ήδη  μικρόν  καταπί- 
πτοντας μαστούς  τής  ετέρας  θεάς,  ήρκει  ν  άπο- 
δείξη  δτι  αΰτη  μεν  ή  Κόρη,  εκείνη  δέ  ή  Δη[ΐή- 
τηρ.  Υπέρ  δέ  τόν  χιτώνα  φέρει  έπίβλημα 
θαυμασίως  πτυχούμενον,  οΰτω  δέ  άπό  τοϋ 
αριστερού  αυτής  ώμου  καταπίπτον,  ώστε  αφή- 
νει άκάλυπτον  τό  στήθος  καΐ  αμφότερους  τους 
βραχίονας,  ών  ό  αριστερός  κρατεί  μεγάλην 
καίουσαν  λαμπάδα  στηριζομένην  έπι  τοϋ  εδά- 
φους καΐ  τοΰ  ώμου  αυτής.  Τέλος  —  έπΙ  τούτου 
δ'  επικαλούμαι  συμπασαν  τήν  προσοχήν  τοϋ  άνα- 
γνώστου  —  τί^ν  δεξιάν  αυτής  χείρα  έγείρουσα 
στηρίζει  έπΙ  τής  κορυφής  τής  κεφαλής  τοϋ 
πρό  αυτής  μελλεφήβου  νεανίου,  ήμικ^^είουσα 
μεν  τους  τρεΐς  τελευταίους  και  επί  τής  κε- 
φαλής στηριζθ[ΐένους  δακτύλους,  διά  δέ  τοϋ 
άκρου  τοΰ  άντίχειρος  και  τοΰ  δείκτου  ποιοϋσά 
τι  έπι  τής  κορυφνής  τής  κεφαλής  τοϋ  νεανίου, 


110 


Αΐϋ^ηυοα   άηγαϊκών  ΐηγ<οι• 


κίίτίί  τί|ν  ρ,νέργεκ/Λ'  τοπ  ό.τοίοιι  ιιργά?.ως  προσί- 
7/1  κ?ανουσα  την  κι-((αλΓ|ν.  Σΐ|ΐΐΡΛωτέον  ί^ε  οτι 
λίορίς  τοΠ  (Χνο.)  [ΐερους  τοϋ  περιγρ(/.ΐ((ΐ(λτος  της 
■•Λΐχ{>α\\\ς  τοϋ  νείχνίου,  εορ'ής  (/κρι(1ο)ς  ενεργεί  ή 
χειρ  της  ΙΙερσε((ΐόνιις,  «((ιείΟΐ)  παραί^όξοις,  άλλο. 
και  σκοπίμως,  ύπο  τοΰ  κα/ι/ατέχνου  εντελώς 
ανεπεξέργαστος,  όπερ  (^ί•ν  αιΐιι[)(/.ίνει  κ(/.ι  εΙς  τάς 
άλλας  ί^ύο  κεφάλας  της  παραστάσεως,  αν  και 
αυτί/ι  είναι  ιη|ηιλ()τερον  τών  βλε[ΐ|ΐάτ(ον  τών 
ϋεατών.  Σημειωτέον  προς  τούτοις  οτι  ακριβώς 
προ  τοΰ  [ΐετώπου  και  π?α]σιεστατα  τοϋ  άκρου 
της  κόμΊ|ς  τοϋ  μελλε(()ήβου  υπάρχει  επΙ  της  πλα- 
κός όπί)  [ΐείζων  ή  αϊ  παρά  την  δεξιάν  χείρα  της 
Κόρης,  προς  στερέωσιν  άντικεΐ[ΐεΛ'ου  τινύς  εκ 
μετιίλλου,  νϋν  απολεσθέντος  ('ι'δε  ΙΙίν.  ΧΧ\'). 
'\\  τ(')σον  δε  σαφώς  δεδτι?.ωμενη  ενέργεια  της 
δεξιάς  χειρός  της  Περσεφόντις,  ενέργεια  ήτις 
θα  παράσχη  ή[ΐΐν  την  κλεΤδα  προς  έρμηνείαν 
τοϋ  ανεκτίμητου  τούτου  ΓρειδιακοΠ  [ΐνημείου, 
παρενοήϋη  μεγά?^ως  υπό  πάντων  τών  έρ[ΐιι- 
νευτών.  Ύπέλα(5ον  δηλαδή  οί  μεν  οτι  ή  Κόρη 
εύ?ιογεΐ  τον  νεανίαν,  λησμονοϋντες  οτι  ή  δια 
χειρονο[ΐίας  ευλογία  ήτο  εντελώς  άγνωστος 
τοις  άρχαίοις•  άλλως  δε  ουδέ  νϋν  οί  εύλογοϋν- 
τες  στηρίζουσιν  οΰτω  την  χείρα  επΙ  της  κε- 
φαλής τοϋ  εύλογου μένου,  άλλ'  ύπερέχουσιν 
αυτήν  εύλογοϋσα\'.  "Αλλοι  πάλιν  καΐ  δη  οί  πλεί- 
ονες τών  άρχαιο?.,όγων  παραδέχονται  οτι  ή  Κόρη 
εθηκεν  ΐ']  θέτει  έπΙ  της  κεφαλής  τοΰ  μελλεφή- 
βου  [ΐετάλλινον  στέφανον,  νϋν  δε  απολεσθέντα, 
δστις  παραδόξως  ί)ά  ένεγομφοϋτο  επί  [ΐό\'ης  τής 
προ  τοΰ  [ΐετώπου  αύτοϋ  οπής.  Άλλ'  ή  σύγκρι- 
σις  προς  άπειρα  [ΐνη[ΐεΐα  είκονίζυντα  στεφα- 
νώσεις καταδεικνύει  οτι  ή  χειρονομία  τής  θεάς 
ημών  είναι  εντελώς  διάφορος,  διότι  ουδείς 
στέφανων  στηρίζει  μέρος  τών  δακτύλων  έπι 
τής  κεφαλής,  ουδέ  κρατεί  τον  στέφανον  δια 
μόνου  τοΰ  άντίχειρος  και  τοϋ  δείκτου,  ουδέ 
τόσον  [ΐεγά?\.ως  εντείνει  την  προσοχΐ|ν  αύτοϋ 
έπι  ώρισμένου  ση[ΐείου  τής  κεφαλής  τοΰ  στέ- 
φανου μένου.  Πλείστα  άλ?ν,α  μνημεία  δεικνύου- 
αιν  ότι  προς  προσαριιογίμ'  μεταλλίνου  στεφά- 
νου έπι    άναγλύπτων   έργων  έχρειάζετο  σειρά 


οπών  περί  την  κείραλι'ιν  έπΙ  τοΰ  μαρμάρ(^υ  \ 
ούχΙ  δέ  μία  καΐ  μόνη,  και  αί5τη  (ΐάλιστα  τεθει- 
μένΐ]  παρά  το  έτερον  τών  άκρων  τής  κεφαλής. 
Άλλως  δ'  είναι  και  άτοπον  νά  παραδεχ{)ο)μεν 
()τι  ό  τεχνίτης  ϊ)ά  ήνοιξε  μίαν  μόνην  ύπήν  προς 
προσαρμογήν  τοϋ  στεφάνου,  δύο  δέ  καΐ  τρεις 
προς  έγγόμφιωσιν  εκάστου  τών  πολλψ  έλαφρο- 
τέρο)ν  και  μικρότερων  κοσμημάτο)ν  τής  Κόρης, 
ήτοι  τών  ψελλίων  καΐ  περιδερ(/.ίο}ν.  Τέ?Λς 
άλλίλς  τΐλ'άς  γνώμας  άρχαιολόγο)ν,  οΐαι  π.  χ. 
εκείνα  ι,  κίχΟ'  ας  εν  τη  προ  τοΰ  μετο)που  οπή 
ταύτη  ένεγομφοϋτο  τέττιξ  χρυσούς  ή  στλεγ- 
γίς  (!),  'ίσως  εΐναι  περιττόν  νά  μνημονεύσο). 

Ίίρωτάται  ?.οιπόν  νϋν:  τί  δύναται  νά  ενεργή 
ή  θεά  αύτη  ιιετά  τόσι^ς  προσοχής  έπι  τής 
κεφ^α/ιής  τοΰ  προ  εαυτής  (ΐε/.λεφήβου;  Ότε  το 
πρώτον  άντελή(ρθην  τοΰ  τρόπου,  καΰ '  δν  αύτη 
μητρικώς  ενεργεί  δι'  άκρων  τών  δακτύ/ι,οη'  έπΙ 
τής  κεφα?ιής,  ένεθ'υμήΟην  αμέσως  τον  άρχαΐον 
(ΐΰΟον  -,  καθ'  ί)ν  ύ  Ποσειδών  έποίησεν  άΟάνα- 
τον  τον  έ'γγονον  αύτοϋ  και  υίόν  τοΰ  βασιλέως 
τών  Ταφίων  Πτερέλαον,  <  εν  τ  ή  κεφα?ι.ή  χρυ- 
σή ν  ένθείς  τρίχα >.  Ή  δέ  συνέχεια  τοϋ  μύθου, 
καθ'  ήν  ό  Άμφιτρύων  στρατεύσας  έπι  την 
Τάφον  άχρι  μέν  ούν  εζη  ό  Πτερέ/.αος,  ούκ 
έδύνατο  την  Τάφον  έλεΐν,  ως  δέ  ή  Πτερελάου 
θυγάτΐ]ρ  ΚοιιαιΟώ  έρασθεΐσα  Άμφιτρύο)νος 
τί|ν  χρί'οήν  τρίχα  τοϋ  πατρός  εκ  τής  κεφα/αής 
έξείλετο,  τοϋ  Πτερελάου  τελευτήσαντος  έχει- 
ρώσατο  τάς  νήσους  άπ(ίσας  (τών  Ταφίων)», 
ιιυσαχθεις  κατόπιν  καΐ  κτείνας  τιιν  προδ()τιν 
τοΰ  πατρός  αυτής  Κοιιαιθο'),  ή  συνέχεια  λέγω 
αυτί]  ανέ[ΐνησέ  με  άμέσο)ς  οτι  τόν  αυτόν  ακρι- 
βώς μΰΰον,  καΐ  δή  ο)ς  πρωτότυπον  πάντο^ν  τών 
πολυπ?ιηθών  ομοίων  παραλλήλων  μύθοίλ',  γν(ΰ- 
ρίζομεν  ακριβώς  και  περί  τοΰ  Νίσου  ^,  ήτοι  τοϋ 


'  "Ιδε  το  κατωτέρω  περιγραφόμενον  εξ  Επιδαύρου  άνάγλυ- 
φον  (μετόπΐ)ν)  τοϋ  Διός. 

-'  Άπολ/.ο&ώρου  2,  4,  δ  και  7.  —  Τζέτζου  Σχόλια  εις  Λυκό- 
φρονα  στίχ.  932  κα'ι  939  και  Βφ/.ίον  ιστορικής  (Χιλιάδες)  Β', 
περί  2αμψώ\'  στίχ.  534  κε|. 

^  Τάς  .ιηγάς  ϊδε  συ\ηθροισμένας  νπο  'νίΛξη&τ  εν  ΚοδοΙιβΓ'ϊ 
ΜχΐΚοΙ.  Ι,εχ.  Β<1.  III  5.  425-433  έ.  λ.  Νίβοδ.  —  δΐοοίιε,  Οε  Νίβο 
ει  δο>•11&  ϊη  ανεδ  ιηυΐηΐϊδ.  1'γο|;γ.  ΒεΓϋη  1884.  —  Πβλ.  ΚοϊοΗβΓ 
έν  ΒεΓϋηεΓ    ΡΗίΙοΙ.  λΥοοΙιεηδοΗΓίίι    1884  5ρ.  1542  β.  —  ΡγοΙΙεγ- 


111 


1δ 


Τά   ανάγλυφα  πλην  των  έπιτυμβάον 


πρώτου  μυθ  ικοϋ  Άθιιναίου  ήγε[ΐόνος  τών  Με- 
γάρων και  αυτής  της  Έλευσΐνος,  έν  τ)  άνεκαλύ- 
φθη  το  άττικοελευσινιακόν  μνη μείον  ημών,  εφ ' 
ού  βλέπομεν  την  θεάν  Περσεφόνην  ενεργούσαν 
ακριβώς  ώς  ει  ένέθετεν  άντικείμενόν  τι  ε'ις  την 
κοηυφήν  της  κεφα?α~]ς  τοΰ  προ  αυτής  νεανίου. 


Είκών     83. 

"Εθηκα  λουτόν  αμέσους  ε'ις  έμαυτόν  το  ζή- 
τημα: μήπως  ό  λεγόμενος  Τριπτόλεμος,  "Ιακ- 
χος,  Π/ιοΰτος  και  εϊ  τι  άλλο,  νεανίας  τοΰ  άνα- 
γ^^,ύορου  ημών,  εΐναι  αυτός  ό  Αθηναίος  ήγε[ΐο- 
νίδης  τών  Μεγάρων  καΐ  τής  Έλευσΐνος  Νΐσος, 
δεχόμενος  έν  τή  κεφαλή  ώς  θείον  δώρον  παρά 
τής  ετέρας  τών  Ελευσίνιων  θεών  τί|ν  περίφη- 
μον  χρυσή  ν  τρίχα  ή  πλόκα[ΐον  χρυσών  ή  πορ- 
φυρών τριχών; 

Ό  Νΐσος  είναι  κυρίως  γνωστός  και  περί- 
φημος εκ  τοΰ  εις  την  γεροντικήν  αύτοΰ  ήλι- 
κίαν  αναφερομένου  τραγικού  εκείνου  μύθου, 
καί>'  δν  ή  νεαρά  Ο-υγάτηρ  αύτοΰ  Σκύλλα,  εϊτε 
έρασθεΐσα  τοΰ  πολιορκοΰντος  τά  Μέγαρα  βα- 
σιλέως τής  Κρήτης  Μίνωος,  εϊτε  δώροις  παρ' 
αύτοΰ  διαφθαρεΐσα,  κείρει  νύκτωρ  τάς  έν  τή 
κορυφή  τής  κείραλής  τοΰ  κοιμω^ιένου  πατρός 
Ν  ίσου  υπάρχουσας  χρυσάς  αθανάτους  τρίχας, 
ας  έφ'δσον  εΐχεν  έν  τή  κόμη  ό  Νΐσος  ήτο  κατ" 


ΚοΙίΕΓΐ,  ΟπεοΗ.  ΜγΐΗοΙ.  3.  619. —  Περί  των  όμοί(ι)ν  περί  τρι- 
χών, οΤαι  αΐ  τοΰ  Νίσου,  νεωτέρων  παραδόσειον  ΐδε  Ι.  Ο.  Κια- 
ζοΓ,  ΤΗβ  ξοΐάβη  Ιιοιι^Η  (Ι^οπάοη  1900)  Τόμ.  III-  σελ.  358-360. 

—  ΙΙϊΙιη,  θΓίβοΗί3οΙΐ6  υηιΐ  αΙΙίαπεδίδαΗε  ΜαΓοΗεη  Ι,  127.  II,  282. 

—  Β.  δοΐιιηΐάΐ,  ΟιίεεΙιϊδοΗε  ΜϊΓεΙιεπ,  5α§:εη  ιιικί  ΥοΙΙΐδΙίεάεΓ 
ρ.  91  5<},  κα'ι  Οαϊ  Υοΐωοί^εη  άβΓ  Νευ^ΓίεοΗεη  ρ.  206.  —  Ο.  Α. 
ννίΐΐίοη.  Οίε  δίιηδοηεαββ     ΰί  Οι,/α  1888  Ν  5". 


άπόφασιν    τών    ϋεών    τελείως    ασφαλής    από 
παντός  κινδύνου  αυτός  τε  και  τό  κράτος  αύτοΰ. 
Κατόπιν  ή   Σκύλλα  κομίζει  εις  τον  πολιορκη- 
τήν   Μίνωα   τόν   άποκαρέντα   πλόκαμον,  άλλ' 
ούτος  κυριεύσας  ήδη  τά  Μέγαρα  καΐ  φονεύσας 
τΟΛ',    ώς    ό    Σαμι|)θ)ν,      άνανδρην    καταατάντα 
Νΐσον,  αποκρούει  αυτήν  ώς   μυσαχθείς  τήν 
προδότιν  τοΰ  πατρός  καΐ  τής  πατρίδος  αυτής. 
Τότε  δε  ή  Σκύλλα  καταποντισΟεΐσα  [κη'η  ή 
υπό  τοΰ  Μίνωος,  εις  τό  πηδάλιον  τοΰ  πλοίου 
αύτοΰ  προσδεθεΐσα  καΐ  διά  τοΰ  Σαρο)νικοΰ 
συρθεΐσα,  [ΐετα^ιορφοΰται  κατά  τινας  μεν  εις 
τό  άπαίσιον  και  έν  τή  θαλασσή  πετρωμένον 
γνωστόν  τέρας,  κατ'  άλλους  δε  εις  τό  πτιινόν 
κεΐριν  ή  έρωδιόν,  δστις  και  νΰν   μετά  λύσσης 
καταδιώκεται  υπό  τοΰ  άλιαέτου,  εις  δν  κατά 
τάς  αύτάς  παραδόσεις  μετειιορφώΟη  ό  πατήρ 
αυτής  Νΐσος.  "Ελ/.ηνες  καΐ  Λατίνοι  τραγικοί 
ποιηται    και     μυΟογράφοι     έπραγ[ΐατεύ{)ησαν 
π?ιειστάκις  τον  μΰ9ον  τοΰτολ',  δν  και  παρ'ήμϊν 
κατέστησε  γνωστότατον  ποπ)τής  έκ  τών  πρώ- 
των   λα[ΐπρυνάντων    τόν    νεοελληνικόν   Παρ- 
νασσόν.  Δυστυχώς   ό   εις  την   γεροντικήν  ήλι- 
κίαν  τοΰ    Νίσου    αναφερόμενος    [ΐϋΟος   ούτος 
άπερρόφησεν  έπι  τοσούτο  τήν  προσοχήν  πάν- 
των  τών  αρχαίων  μυθογράφων,  ώστε   ουδείς 
αυτών  έμντ)μόνευσέ  τι  περί  τής  παιδικής  ή  νεα- 
νικής  ηλικίας  τοΰ  Νίσου  καΐ  τοΰ  τρόπου  και 
χρόλ'ου    καθ'  δν,   ώς    ό   Πτερέλαος,    θά   άπέ- 
κτ)]σε  τό  θείον  δώρον  τοΰ  πλοκάμου  τών  αθα- 
νάτων τριχών. 

Άγνοοΰμεν  λοιπόν  αν  ή  κόρη  τής  Δήμη- 
τρος  Περσεφόνη  εΐναι  ή  ένθεΐσα,  ώς  μαρτυρεί 
τό  ανάγλυφυν  ημών,  εις  τήν  κόμην  αύτοΰ  τάς 
χρυσάς  τρίχας.  Άλλ'  ό  έντε?αος  παράλληλος 
μύθος  περί  τοΰ  Πτερελάου,  τοΰ  παρά  τοΰ 
πάππου  θεού  Ποσειδώνος  λαβόντος  ό[ΐοίας 
ακριβώς  τρίχας,  ας  ομοίως  ύπό  τής  θυγατρός 
αύτοΰ  Κομαιθοΰς  προδοθείς  απώλεσε,  κυρίως 
δε  αϊ  πολυπ?ν.ηθεΐς  άρχαΐαι  [ΐαρτυρίαι,  καθ'  ας 
τά  τοιαύτα  θείαν  και  μαγικήν  δύνα[ΐιν  έ'χοντα 
δώρα, — ήτοι  αθάνατοι  τρίχες,  ώς  αϊ  τοΰ  Νίσου. 
μαγικοί  δακτύλιοι  οϊος  ό  τοΰ  πολυχρύσου  βα- 


112 


ΙΙΐ>ώτΐ}   αΐί^ουοα  εογιον  της   Κ'   κ<ά  Δ '   ΗκατονταΕτηοί<\<>ς 


σιλκως  των  Λυδών  Γύγου,  πίλοι  αφανή  κ(ίί)ι- 
στ(7)ντι•ς  τον  φέροντα,  οΊα  ή  περί(ριΐ[ΐος  κι>νΓ| 
τοϋ  ΙΙλούτίονος,  —  ί^ί^οντο  ουνήΟοος  ύπο  των 
κ(ίτ«χί)ονίο)ν  Ιΐτών,  π.  /.  τοΰ  ΙΙ/α)ύτωνος  και 
τοΰ  'Κο[ΐ()Γ'  ',  κ(/.ι  ή  Ο'Ι'^Ί  Ι'αρτυρία  Δίωνος  τοϋ 
Χρΐ)σοπτ()[ΐου -,  οτι  αϊ  χρυσαΐ  τρίχες  τοΰ  Νίσου 
ήσαν  ί)ΐ|σ(ίΐιρος  πάρα  Όεοϋ»  δοθείς,  καθι- 
στώσι  πιί)(η'(ί)τ(ίτ<)ν.  τΓ|  βοηΌεία  δε  και  τοϋ 
Έλευσινιακοΰ  ί|μ(Τ)ν  μνΐ|ΐιείου  (βέβαιον,  δτι  ό 
Νίσος  ελα|•ίε  το  θείον  εκείνο  δώρον  ύπο  της 
συζύγου  τοϋ  καταχθονίου  Όεοΰ  Π?ι.ούτωνος, 
βασιλίασΐ|ς  δε  τοϋ  "Αδου  Περσεφόνΐ)ς,  Ουγα- 
τρος  της  Λή μητρός  καΐ  θεάς  πολιούχου  της 
ΈλευσΤνος,  έ(()'  ης  ήρξεν  ό  Ά{)Ί)νοΐος  ούτος 
ήγειιονίδης  Νΐσος. 

Τί|ν  υπό  της  Περσεφόνιις  δε  προς  τον  Νΐσον 
δωρεάν  τοΰ  αθανάτου  πλ<)κάΐ(ου  καΒιστώσι 
πιθανο)τάτΐ]ν  και  αί  εξής  παρατηρήσεις. 

Είναι  πασίγνωστον  εις  τους  άρχαιο?ιόγους 
δτι  τάς  κορυφάς  των  κεφαλών  πολλών  [ΐυθο- 
λογικών  οντωΛ'  και  δη  σφιγγών,  Ιππέων,  πτε- 
ρωτών μορφών  και  [ΐάλιατα  σειρήνων,  κο- 
σμοϋσιν  έλικες  λωτοϋ,  ο^ς  ουδέν  άλλο  όμοιά- 
ζουσαι  προς  τής  Γοργυνος  καΐ  τοϋ  Νίσου  τά 
αθάνατα  τής  κόμης  πλόκια. 

Πάντα  τά  μυθολογικά  ταϋτα  οντά  είναι,  ώς 
ορθώς  ήδη  άνεγνωρίσθΐ],  χθονίου  χαρακτή- 
ρος"*•  αί   σειρήνες   [ΐάλιατα   ρητώς   κ(/.λοϋνται 


'  Λουκιανού  ΠλοΙον  ή  Εϋχαί,  42.  «Έγώ  δέ  βούλομοι  τον 
Έρμήν  έντυχόντα  μοι  δοϋναι  δακτυ?.ίους  τινάς  και  τοιούτους 
τι'ιν  δύναμιν,  ένα  μέν  ώστε  άεΐ  έρρώσΟαι  και  ύγιαίνειν  τό 
πώμα.  και  ατρ(ι)τ()ν  είναι  και  ά.ταθί),  έτερον  δέ  ύ>ζ  μ\\  όριίσΟ(ΐι 
τύν  περιΟέμενυν,  οίος  ην  ό  τοΰ  Γύγου»,  κτλ.  κτλ. — Ηλιοδώ- 
ρου, ΑΙθιοπικά  4,  8.  5,  13-14.  8,  11.  —  Άπολλοδ.  3,  7,3. — 
Παυσαν.  8,  47,  δ  κτλ.  "Ιδε  κυρίως  τά  περί  τής  κυλης  τοϋ 
"Αδου   μυθεύματα. 

-  Λόγοι,  64.  —  Πβλ.  και  τύν  νν^^ηει  ε.  ά  3.  429:  Όαβ 
ΡαΓρυΓΐΐ3.αΓ  ίβΐ  ίβάβηίϊΠβ  αυοΗ  ΐ3θί  Νί5ο5  <135  Οηίάεη^εδοΗεπΙί 
είπεδ  ζοΙΙΙίοΗεη  ΥϊΙεΓΒ  οάετ  ϋοαηεΓ5,  «'εΙοΗεδ  άίε  δίεΚεΛείΙ 
άβΓ  νοη  ίΐιιη  ΙιεΙιοΓΓβοΙιΙεη  δΐ&άΐ  ϊη  ϋΐιηΐίοΐιεη  ΝΥείβε  νεΓίιϋΓ^Ιε, 
\νίε  εΐινα  (135  ΡϊΠ^άίοη  άίο  νοιι  ΤΓοία,  οάεΓ  (3ίε  ΟοΓ^οηβηΙοοΙιε 
ά\α  νοη   Τε^εα». 

'  <ί}β<1ε5  ιηίΐ  άετ  Ι^οίοδίαηΐϊε  ^εδοΗηιϋοΙίΙε  \νε5ειι,  2ε1βδ^''^^ 
οίΙοΓ  υη^εΗϋ^εΙΙεδ  Εί<1ο1οπ,  άετ  ΓείΙεηάε  Ηετοδ,  (ϋε  δρΗίηχ, 
\νίΓά  ιΐϊΐηίΐ  αΐ5  εΗίοηίεοΗεΓ  ΝαΙαΓ  ^εΐίοηηζείεΐιηεΐ  :  Ο.  ΧΥείοΙίεΓ, 
ΟεΓ  δεείεηνο^εΐ  δ.  1(5. — ΡυοΗδίείη,  Κ)•Γεη3βί5εΗε  ν^δευ  ;  ΑγοΙι. 
Ζείι.  1881,  Ταί.  ΧΙΠ,  2,  3,  6. 


χΰόνιαι  κ<)ραι>  τεταγμέναι  υπό  τάς  άμεσους 
δΐ(ίτ(/.γάς  τής  Περσε(ρόνης  '.  Έπι  δέ  περιερ- 
γοτάτων  δακτυλιολίΟων  -  (εικόνες  ΗΑ-Ηϋ),  ών 
"δέν  είναι  επαρκείς  αί  μέχρι  τούδε  δοΰεΐσαι 
έρμηνεΐαι  )^  άλλ'οϊτινες  εΐναι  τά  μόνα  μοι  γνο)- 
στά  [ΐνημεΐα,  άτινα  παρουσιάζουσι  δράσιν 
<ηιοί(ίν  προς  τήν  τής  ΓΙερσεφόνΐ|ς  τοΰ  έ/χυ- 
σινιακοϋ  ημών  άναγ/.ύφου,  β?.έπομεν  τον  χθό- 
νιον    Έρ[ΐήν    ενεργούντα  πρώτον  μέν    0)ς   ει 


Είχ.<1ι 


ΕΙκών     85 


ΕΙ/.ών     86. 


μετά  προσοχής  αναζητεί  τι  ττ|  δεξιά  έπΙ  τής 
κορυ((ής  τής  κεφαλής  μιας  των  σειρήνων 
τούτων,  ης  κρατεί  τον  πα)γο3να  διά  τής  αρι- 
στεράς, ίνα  μη  κινήται  ή  κεφαί.ή  (είκών  84  και 
85),  δεύτερον  δέ,  έπι  παρα?ι,λαγής  τοϋ  αύτοΰ 
τύπου,  βλέπομεν  τον  αύτύν  Έρμήν  βιαίως 
άποσπώντα  τή  δεξιά  τον  ήδη  άνακαλυφΟέντα 
πλόκαιιον  καΐ  προς  τούτο  σφίγγοντα  τή  αρι- 
στερά τον  ?ιαιμόν  τής  σειρήνος,  ίνα  εύκολο)- 
τερον  καΐ  ταχύτερον  απόσπαση  τον  πλόκαμον  ^ 
(είκών  8  β). 


'  Εύριπιδ.  'Έ,)~έντ]  στ.  167  κέξ. — Ση[ΐ«ιο)τέον  προς  τούτοις 
δτι  αί  σειρήνες  λέγονται  ίίτι  <καί  ποτέ  Δηοΰς  Ουγατέρ'  ίφθί- 
μΐ)ν  ( δηλαδή  τήν  ΠερσεφοΛην )  άδμήτ'  ετι  πορσαίνεσκον 
άμμιγα  μελπόμεναι»  ("Απόλλων.  'Ροδ.  Αργοναυτικών  Δ',  896 
κέξ.),  συιιπαίζουσαι  μετ'  αυτής  έπΙ  τών  λεΐ[αί)νων  τοϋ  Άχε- 
λιήοΐ',  μετά  δέ  τήλ'  άρπαγήν  δτι  έζήτησαν  αυτήν  άνά  πάσαν 
τήν  γήν  και  θάλασσαν  Ορηνοΰσαι  διά  τήν  άρπαγήν  τής  Περ- 
σεφόνης. Πβλ.  κα'ι  Ονίά.  ΜεΙ.  V.  551  κέξ. — ΗγξίΏ.  £26.  141. — 
Μ)Ίΐιο2.  1.31.  Ι,  186,  II,  101.— Ευσταθίου  817,  31,  1709,  25.— 
0ΐ3ΐι<1.,  ΚαρΙ.  Ρτοδετρ.  ΙΠ,  180,  254.  —  \νείο1:εΓ,  Όετ  δεείεη- 
νο^εΐ  δ.  73. 

-  ΙιηΙιοο{- ΒΙυηιεΓ  υηιΐ  ΚεΙΙεΓ,  ΤίεΓ-αηιΙ  ΡίΙ&ηζεηΙιίΜεΓ  26, 
33. — ΓοΓίΏ-αη^ΙεΓ,  ΟεδοΙι.  δίείηε  ίιη  ΑοΙίςαίΓίοιη  η"  371  κα'ι 
Όίε  ΐπΐίΐ^εη  ΟεπιπίΒη  Τ3£.  19,  50. 

'  ννείοΙίεΓ  ε.  ά.  σελ.  12,  5. 

*  Κ.  ΟαεάεεΗεηί,  Οε  θΓ3εΪ5  ρ.  36.  Τϊί.  Ι,  4,  έξ  οδ  ελήφθη 
και  ή  είκιον  ημών  άρ.  86,  ένθα  δμιος  ανακριβώς  τό  πλόκιον 
εικονίζεται  ώς  έχον  κορυφήν  ήλου-  άκριβεστέραν  εικόνα  ϊδε 
παρά  ΓυτΙη-ϊη^ΙεΓ,  Οεπιιηεη  Ύαί.  XIX,  49  (δ.  49).  ένθα  πά/αν 
εσφαλμένως  τό  πλόκιον  περιγράφεται  ώς  μικρά  ράβδος.  Περί 
τών  αυτών  δακτί'λιολίθιον  ϊδε  κα'ιΤδΙΙίεη,  ΕτΙίΙϊΓ.νεΓζείοΙι. 


—   113 


Τα  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


Ό  Έρμης  αποσπά  το  αΟάνατον  π?.όκιον, 
ϊσο3ς  ϊνα  κομίσ|)  αυτό  ώς  δώρο  ν  προς  τι\'α 
εύνοούμενον  νπ  αύτοϋ  ΰνητον  (πβλ.  Λουκιαν. 
Π?ιθΐον,  42).  Κατά  μείζονα  λοιπόν  ?^όγον  δυ- 
νά[ΐ,ει)α  να  ύπολάβωμεν  δτι  ήδύνατο  να  πράξΐ] 
το  αχιτο  και  ή  κυρία  των  σειρήνων  Περσε- 
φόνη, ίνα  πορισΟΓ)  τον  «άϋάνατον»  πλόκαμον 
δια  την  κεφαλήν  τοϋ  Νίσου.  Τοϋτο  δε  δυνά- 
μεθα τοσούτίο  μάλλον  εύ?ιόγο3ς  νά  παραδε- 
χθώμεν,  οσω  αί  έπΙ  της  κεφ'α?.ής  των  δια- 
φόρων χθονίων  όντων  έντεΟειμέναι  έλικες 
έ'χουσιν  ήδη  άναγνωρισθη  ώς  την  ά{)ανασίαν 
σημαίνουσαι,  καί)' α  και  ή  άΒάνατος>  ϋρΐξ 
τοΰ  Νίσου.  Οΰτο)  π.  χ.  έπΙ  κυρηναϊκής  κύλι- 
κος τοϋ  Τ'  αιώνος  π.  Χ.  απεικονίζεται  συμπό- 
σιον  οσίων  ήρώο^ν  εν  "Αδου  κατακεκλΐ[ΐε\'ω\', 
καθ'  δ  σειρήνες  και  άλλα  πτερωτά  χθόνια 
δντα  προσαρμόζουσιν  εις  τάς  κεφάλας  τών 
ρηθέντων  ήριόων  τοιαύτα  πλόκια  λωτοΰ  εις 
ση  μείον  τής  νϋν  αθανασίας  αυτών  ^ 

Ώς  παρετηρήθη  ήδη,  ή  σημασία  τών  πλο- 
κίων  τοΰ  λωτοΰ  κατάγεται  εκ  τής  πίστεως  τών 
Αιγυπτίων  περί  τής  ιδιότητος  τής  ψυχής  τοϋ 
νά  μεταβάλλ^ιται  εις  άνθος  λωτοΰ,  δστις  οΰτως 
ένετίΟετο  και  έπι  τών  κεφαλών  τών  νεκρών  ώς 
σύμβολον  τοΰ  άφηρωϊσμοΰ  αυτών.  Έκ  τών 
ΑΊγυπτίιον  παρέλαβον  τήν  τελευταίαν  ταΰτην 
συνήθειαν  οι  γείτονες  αυτών  Κυρηναΐοι  και 
άλλαι  έλληνικαι  χώραι  ύπαχθεΐσαι  άπ'  ευθείας 
εις  την  έπίδρασιν  τής  Αιγύπτου  '-.  "Οτι  δε  και 
τά  Μέγαρα,  ή  πατρίς  τοϋ  Νίσου,  δέον  νά  λογι- 
σθή  μεταξύ  τών  χωρών  τούτο)λ',  δεικνύει  ή 
καθαρώς  μεγαρική  παράδοσις  ή  λέγουσα : 
«Λέλεγα  (τον  πάππον  τοϋ  Πύλα,  πενΟεροΰ  τοΰ 
Νίσου)  άφικόμενον  εξ  Αιγύπτου  βασιλεΰσοι 
εν  Μεγάροις  και  τους  Μεγαρείς  Αέλεγας  κλί)- 


<1.  3ηΙ.  δίοίηε  <3β5  ΒογΙ.  Μυϊουηι  II,  1,  π"  δ!•. — \νίη1ίο1ηιαηη,  1)05- 
οιίρΐίοη  ά65  ρίί'Γ.  2ΐ-3ν.  ά.  ί.  Β.  δίοδοΗ,  II,  VIII,  η"  407.  —  Ρα- 
ηοίΐ^α,  ϋΐ36Γ  νοΓίο^εηε  Μ)Ίΐιοη  :  ΑΙιΗαιιάΙ.  άετ  ΒογΙ.  Αΐϋΐά.  1!^:3ί) 
Τ3ί.  Ι,  δ.  19.  —  €ΓεϋζεΓ,  δχηΛοΙ.  II,  Ι,  ΎάΌ.  VI,  ιιο  2.•ί,  ρ.  203. 
—  ΟβΛαΓά ;  ΑγοΗ.  Αηζεί^.  18.51  ρ.  93.  —  \νίβ5εΐ6Γ,  ϋεηΐίΐη.  ^1. 
αΐΐ.  ΚυηδΙ  II,  V.  Ύώ.  Ι>Χν,  840.  —  ΒΓαυη,  ΒιιΙΙεΙ.  ί1.  ΙπδΙ. 
1839,  ρ.  100. 

'  λΥείοΙίΕΓ  έ.  ά.  σελ.  Ιδ. 

-'  λΥείοΙιεΓ  έ.  ά.  16. 


θήναι  έπι  τής  αρχής  αύτοϋ  '.  Κατά  ταύτα  έκ 
τής  αιγυπτιακής  αθανάτου  έ'λικος  λωτοΰ  οί 
"Ελληνες  τής  Μεγαρικής  θά  επ?\.ασαν  τον  επί- 
σης άθάνατον  ταυτόσημων  ελικοειδή  πλόκαιιον 
τής  κόμης  τοΰ  Νίσου.  Σημειωτέον  δ'  δτι  και  ό 
ημέτερος  Τσούντας "  φρονεί,  δτι  αρχικώς  οί 
έπι  τής  κεφα?ιής  τών  γρυπών,  σφιγγών  κ?ατ. 
λόφοι,  «ουδέν  άλλο  παρίστανο\'  ί']  πλοκάμους 
τής  κόμης,  δπο^ς  είναι  οί  έκ  μέσου  τής  κεφαλής 
τώνπηλίνων  ειδωλίων  εξερχόμενοι  καΐ  υπεράνω 
τής  στεφάνης  έπι  τών  νώτων  καταπίπτοντες, 
καΐ  δτι  καΐ  αυτά  τά  φυτογενή  κοσμήματα,  έξ 
ων  πολλάκις  έκφύονται,  είναι  [ΐετεσχηματισμιέ- 
νοι   μικροί  βόστρυχοι». 

Είναι  αληθές  δτι  ύ  Νϊσος  αρχικώς  ουδέν 
αίΧο  φαίνεται  ων  ή  εγχώριος  τις  ήρως  τής 
ομωνύμου  αύτώ  μεγαρικής  Νισαίας  καΐ  δη 
μεμαρτυρημένως  υιός  ούχι  τοΰ  Πανδίονος, 
αλλά  τοΰ  "Αρεως  ■',  επομένως  δλως  άσχετος 
προς  τάς  Αθήνας  και  τηΛ'  Ελευσίνα.  "Οτε 
δ'  δμως  οί  Αθηναίοι  κυριεύσαντες  διά  τοϋ 
Πεισιστράτου  τήν  Νίσαιαν  τήςΜεγαρίδος  ηθέ- 
λησαν και  μυθολογικώς  νά  βεβαιώσωσι  τά  έπΙ 
τών  Μεγάρων  και  τής  'Ελευσΐνος  επικυριαρ- 
χικά (χύτών  δικαιώματα,  τά  κτηθέντα  δι'  αρ- 
χαιοτέρων συνεχών  πολέμων,  έπλασαν  εν  τή 
αυλή  τοΰ  Πεισιστράτου  *  τόν  κυρίως  έκ  τών 
άτϋώογράψων  γνωστόν  εκείνον  μΰθον,  καθ' 
δν  ό  Νΐσος  ήτο  μέλος  αυτής  τής  βασιλικής 
οικογενείας  τώΑ'  Αθηνών.  "Ε?νεγον  δη?ιαδή  δτι 
Πανδίων  ό  Β',  όγδοος  βασιλεύς  τών  Αθηνών, 
έκβληθείς  τής  βασιλείας  υπό  τών  στασιασάν- 
των  ΜητιοΛ'ΐδών,  συγγενών  αύτοϋ,  και  κατα- 
φυγών εις  Μέγαρα  προς  Πύλαν  τον  βασιλέα, 
ένυμφεύθη  τήν  θυγατέρα  τούτου  Πυλίαν  και 
άνηγορεύθη  βασιλεύς  τών  Μεγάρων.  Έκεΐ  δε 
βασιλεύων  γέννα  έκ  τής  Πυλίας  τεσσάρας 
υιούς  τόν  Αιγέα,  Πάλλαντα,  Νΐσον  και  ΑύκοΛ', 
οϊτινες  μετά  τόν  θάνατον  τοϋ  πατρός   αυτών 


'  Παΐ'οαν.  Ι.  39,  (ί. 

=  Άρχ.  Έφημ.  1902  σελ.  (!. 

'  Ηί-^ίπ.  Καίιυΐαε  198  ε[  242. — λΥα^πεΓ  έ'.   ά.  σελ.  428. 

*  ΒΐϋοΙίηεΓ  ;  ΑίΗ.  ΜιΊι.  1(ί,  200  κέξ.  —  ΝΥα^ηΟΓ   ε.  ά. 


114 


Αΐϋ 


ονοίΐ   (ΐρχηικοΐ'   ι-ργ(ι}\ 


ατρ(/.τι•υσαντρς  κατά  τών  ΆίΗ]λ'ών  ίξέβολον 
τους  ΜητιοΛ'ίίίας  κ(/1  ήικλόντες  εις  τΐαπαλπι.  το 
κοίίτος  ϊ^ί)οσαν  την  επι  τοΰ  παντός  ίπικυριαρ- 
■/ί(ίν  εις  τον  πρεοβΰτερον  α'ί)τ{7)ν  Αιγέα. 

Τ(')τε  λοιπόν,  κίχτά  πιητας  τοΐις  ΆτΟιδογρά- 
φους,  ό  Νΐαος  έλαβε  () Γ  εαυτόν  τί|ν  Μεγαρίόι/. 
/(όοίιίν.  ίκτεινο[ΐένΐ)ν  τότε,  κατά  τους  αυτούς 
άτίΐιδογρίίφους,  (ίπό  τοΰ  ίσι)[ΐοΰ  της  Κορίνθου 
μέχρι  τοΰ  Πυθίου,  ήτοι  της  νΰν  μονής  τοΰ  Δα- 
ίρνίοχι,  και  περιλα|(|)(ηΌυσαν  πλΐ|ν  τών  Μεγι/.- 
ρ(ΐ>\'  τίι  Ηηκίίτιον  πι-δίον  κι/.ι  την  Ελευσίνα,  ης 
οΰτως  ό  Ν  ίσος  έγένετο  υ  πρώτος  Ά{))]ναΐος 
ήγε(ΐ(όν  '.  ΊΙ  έπι  τοΰ  αρίστου  άρ(/.  κ(χΙ  μεγί- 
στου τών  εξ  Έλευσΐνος  μνιμιείιον  αττικής  τέ- 
χνης παρουσία  τοΰ  Ν  ίσου  εν  [ΐέσο)  τών  θεών 
τής  Ελευσϊνος  είναι  και  καίΙ'  έαυτην  πληρέ- 
στατα δεδικαιολογημέντ),  αν  μάλιστα  άναλογι- 
σθώμεν  ότι  το  μνιμιεΐον  τοΰτο  ανήκει  κατά 
τεχλ'οτροπίαΛ'  εις  την  έποχήν  τών  μεγάλ(ο\' 
οικοδομικών  έργων  τοΰ  11ερικ?ιέους"-^  εν  Έλευ- 
σϊνι,  δτε  ε\'εκα  τοΰ  πελοποννησιακού  πολέμου 
και  τοΰ  κίνδυνου  τοΰ  ν'άπολέσωσι  τά  Μέγαρα 
καΐ  τίμ'  Ελευσίνα  οί  Αθηναίοι  παντοιοτρό- 
πως ήγωνίζοντο,  ώς  γνωστόν,  Λ'ά  αποδείξίοσι 
και  βεβακόσωσι  τά  έπι  τής  Μεγαρίδος  και 
Έ?.ευσΐνος  επικυριαρχικά  αυτών  δικαιώ[ΐατα. 
Βεβαίως  δε  δεν  Οά  παρέλιπον  τότε  νά  πιστο- 
ποιήσωσι  ταΰτα  και  διά  μνΐ)μεί(ον  άναφερομέ- 


'  "Απολλοδ.  3, 1δ  6.— Στράβων  9,  392  :  Οϊ  τε  δή  τήν  Ατθίδα 
συγγράψαντες  πολ?ιά  διαφίιΐνοΰντες  τοΡτό  γε  όμολογοΓισιν  οΐγε 
λόγοιι  άξιοι,  διότι  τών  Πανδιονιδών  τεττάρίον  δντ(ι)ν,  ΑΊγέ(ι)ς 
τε  και  Λύκου  και  Πά?ιλαντο;  και  τετάρτου  Ν  ίσου,  και  τής 
Αττικής  εις  τέτταρα  μέρΐ)  διαιρεθείσιις,  ό  Νΐσος  τήν  Μεγα- 
■ρίδα  λάχοι  και  κτίσαι  τι'ιν  Νίσαιαν.  Φιλόχορος  μεν  οΰν  άπΐ) 
'Ισθμοΰ  (ΐέχρι  τοΟ  Πυθίου  (πβλ.  ΒυΓ8ίαιι,  Οοο§γ.  νοη  Οτίβοΐιεπ- 
Ιαηίΐ  Ι,  330)  διι'ικειν  αϋτοϋ  φηοι  τήν  αρχήν,  "Ανδρών  δέ  μέχρι 
Έ?^ευσΐνος  και  τοο  Θριαοίοιι  πεδίου.  Τήν  δ"  εις  τέτταρα  μέρη 
διανομήν  άλλιι)ν  άλλ(ι)ς  εϊριικότ(ι)\'  αρκεί  ταΰτα  παρά  Σοφο- 
κλέους λαβείν  φησϊ  δ'  ό  Αίγεϋς  δτι  ό  πατήρ  ώρισεν  έμοί  μέν 
άπελΟεΐν  ε'ις  άκτάς  τήςδε  γης  πρεσβεία  νείμας•  είτα  Λΰκω 
«τον  άντίπλευρον  κήπον  Ευβοίας  νέμει,  Νίσιη  δέ  τήν  δμαυ- 
»  λον  εξαιρεί  χθόνα  Σκείρίονος  ακτής,  της  δέ  γης  τό  προς 
»  νότον  ό  σκληρός  ούτος  και  γίγαντας  έκτρέφιον  ει'ληχε  Πάλ- 
»  λας».  "Οτι  μέν  οΰν  ή  Μεγαρίς  τής  Αττικής  μέρος  ήν,  τού- 
τοις χρώνται  τεκμηρίοις•. — "Ιδε  και  Παυσ.  1,39,4. — Σχόλ. 
Άριστοφ.  Λ\ισ.  58. 

"■   Πλιιυτάρχοΐ'  Περικλ.  13. 


νων  εις  τον  πρώτον  μυΟικόν  'ΛίΙηναϊον  ήγε- 
[ΐόνα  τών  πόλεων  έκείνο)ν. 

Σημειο)τέος  προς  τούτοις  ό  |.ιϋί)ος,  κ(/ί)'όν 
ί|  Λιμιήτηρ  άφίκετο  εις  τήν  Άττικήν  έπι  τοΰ 
ΙΙανδίονος,  πατρός  ή  πάππου  τοΰ  Νίσου  '. 
Προς  δι-  σημειωτέον  ότι  αυτός  ό  περί  τής  χρυ- 
σής τριχος  τοΰ  Νίσου  μΰΰος  είναι  αρχαιότερος 
τών  χρόν(ον,  καίΚ  ους  έποιή{)η  τό  άνάγλυιρον 
ίμιών.  Οΐ'ιτίος  ο  Αισχύλος  έν  '  Χοη(ρόροις>-  (στ. 
()  1 1  κέ'ί.)  (Λναφέρει  ώς  τι  πασίγνωστον  τήν 
παράδοσιν,  καν) '  ην  ή  αθλία  Ο'υγάτηρ  τοΰ  Νίσου 
Σκύλλίί,  δΐ(ί(()ί(αρεΐσα  δο)ροις  υπό  τοΰ  Μί- 
νιοος,  άφήρεσεν  άπύ  τής  κεφα?ι,ής  αύτοΰ  τήν 
«αθάνατο ν  τρίχα  >,  καταστρέι|ιασα  οΰτω  πα- 
τέρα και  πίλτρίδα.  Τό  πάντ(ι)ν  όμως  σπου- 
δαιότερον  ε1ν(/.ι,  ότι  νΰν  δύναται  νά  έρμηνευθτ) 
π?ιηρέστατα  και  απλούστατα  ούχι  μόνον  ή  παρά- 
δοξος προ  τοΰ  μετοΊπου  και  παρά  τό  άκρον 
τής  κόμης  τοΰ  Νίσου  όπή  τοΰ  (/.νί/,γλύορου 
ημών,  (/.λλά  και  ό  μέχρι  τοΰδε  άκατανόιιτος 
λόγος,  ού  ένεκα  ό  κα?.λιτέχνης  άφήκεν  άνε- 
πεξέργαστον  όλοΛ'  τό  άνιο  μέρος  τής  περιφε- 
ρείας τής  κόμης  τοΰ  Νίσου,  ήτοι  τό  άνω  μέρος 
τής  κορυφής  τής  κεφα/αής  [ΐέχρι  τοΰ  μετώπου. 

Αληθώς  οί  πλείστοι  τών  μυΟογράφον  άνα- 
φέρουσιν  ότι  άντι  μιας  τριχός  ό  Νίσος  εΐχε 
πλείονας  τοιαύτας,  και  δή  όλόκ?ιηρον  πορφυ- 
ροϋν  ή  χρυσοΰν  π/>,όκαμον  από  τής  κορυφής 
τής  κεφα?^]ς  αύτοΰ  έκφυόμενον  -.  Εικόνα  δέ 
τοΰ  πλοκάμου  τούτου  παρέχουσι  τά  δύο  και 
μόνα  μνημεία,  άτινα  εχομεν  αναφερόμενα  εις 
τον  μΰΟον  τούτον  τοΰ  Νίσου•  ήτοι  πομ,πηιαΛη 
τοιχογραφία  ε'ικονίζουσα  τΊ|ν  Σκύλ?ιαν  προσ- 


'  Άπολλοδ.  3,  14,  6. 

'  Παυσαχ'.  Ι.  19,  4  ες  τοϋτον  τόν  Νίσον  έχει  ?νόγος  τρίχας 
εν  τί)  κεφαλή  οί  πορφνρας  είναι,  χρήναι  δέ  αυτόν  τε?^υ- 
τάν  έπι  τίΐύταις  ά.τοκαρείσαις  .  —  Δίων.  Χρυσόστ.  Λόγ.  64. 
«Κροίσφ  δίδοισι  χρυσόν,  Πτερέλ^:  κόμην  χρυσήν,  Νίσω  ηλό- 
καμον  πορφυροΰν^ .  ^  Χονχιανοΐ'  Περ'ι  θυσιών  1δ,  <κάν  τόν 
Νίσου  έχη  ηλόκαμον  τόν  πορφνροϋν^.  —  Αουκιανοϋ  Περί 
όρχήσειος  41  εξής  δέ  Μέγαρα  και  Νΐσος  και  Σκύλλα,  κα'ι 
ηορφνρονς  πλόκαμος^  κτλ. —  Σχόλια  Εΰριπίδ.  Ίππόλ.  1999. 
-Ούτος  γάρ  (ό  Νίσος)  ωκησεν  εις  Μέγαρα  έάσας  τους  αδελ- 
φούς μαχόμενους  περ'ι  βασιλείοις.  ΚαΙ  ήν  είμαρτόν  μή  παρα- 
ληφθήναι  τόν  τόπον  έν  φ  ήν  ό  Νΐσος,  έως  εΐχε  τόν  χρνσονν 
πλόκαμον*,  κτλ.  κτλ. 


115   — 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


φέρουσαν  ε'ις  τύν  Μίνωα  τον  άποκαρέντα  πλό- 
καμον  τοϋ  πατρός  και  έτερα  τοιχογραφία  είκο- 
νίζουσα  αυτήν  μετά  τοϋ  πλοκάμου  εν  τΓ)  χειρί  ^ 
"Αν  λοιπόν  ύπολάβωμεν  δτι  ή  Περσεφόνη  τοϋ 
ανάγλυφου  ημών  προσπαθεί  δια  των  άκρων  των 
δυο  δακτύλων  της  δεξιάς  αυτής  να  εμφύτευση 
εις  την  κορυφήν  τοϋ  μελλεφήβου  τόν  υπό  τοϋ 
καλλιτέχνου  εκ  χρυσοϋ,  προφανώς,  ελάσματος 
ποιηθέντα  δμοιον  βόστρυχον,  τότε  ή  [ΐεν  μία 


Εις  των  άρίστο)ν  γλυπτών  της  νεωτέρας 
Ελλάδος,  ό  εν  Παρισίοις  έχων  τό  έργαστήριον 
αύτοΰ  κ.  Λ.  Σώχος,  εύρισκό[ΐενος  νϋν  ένταΰθα 
προς  συμπλήρωσιν  και  άναστήλο)σιν  τοϋ  λέον- 
τος της  Χαιρωνείας  και  παρακ/νηθεις  ύπ'  έμοϋ 
να  μελετήση  και  συμφώνως  προς  τά  πορί- 
σματα της  τεχνικής  αύτοϋ  μελέττις  συμπληρώστ| 
τό  έ?ι,ευσ  ινιακό  ν  άνάγλυφον  χωρίς  να  προκατα- 
ληφ)θή    υπό  της  έμής  ερμηνείας,   έφθασεν  εις 


Είκών      87. 


των  άκρων  αύτοϋ  θά  ήτο  προσηριιοσ(<έ\'η 
μεταξύ  τοϋ  άκρου  τοϋ  αντίχειρας  και  τοϋ  δεί- 
κτου  τής  Περσεφόνης,  ένφ  ή  ετέρα,  προς  τά 
εμπρός  φερομένη,  θα  ήτο  έστερεωμένη  φυσικώ- 
τατα  εν  τη  πρό  τοϋ  μετο)που  ύπαρχούση  και 
προς  τούτω  ποιηθείση  οπή,  καλύπτοντος  οΰτω 
τοϋ  πλοκάμου  πάν  τό  υπό  τοϋ  καλλιτέχνου, 
προφανώς  προς  στερέωσιν  τοϋ  ελάσματος,  άφε- 
θέν  άνεπεξέργαστον  μέρος  τής  κόμης  τοϋ  Νί- 
σου,  ένθα  μάλιστα  κατά  τό  [ΐέσον  σώζεται  και 
διπλή  έγκοπή  ποιηθείσα  προφανώς  κατά  τήν 
προσαρμογήν  τοϋ  ελάσματος  τοϋ  πλοκάμου. 

'  \ν.  ΗεΙΙιίβ,  Μίηοδ  ϋη<1  81ίχ1ΐ3,  είη  ροηιρείαηϊδαίιοδ  ΝΥιιηά- 
ίξειηϋΐάε:  ΑγοΙι.  ΖεΚ.  1866,  196-100.  Ταί.  00X11.  —  Κϋουΐ 
ΚοεΗεΙΙε,  ΡεπιΐυιεΒ  αηΐίςυεϊ  ίηέάίΐβδ  (Ρίΐπδ  1836)  ρ.  399-400 
ρ1.  III.  — Η6ΐΙι|•§,  ΚϋΙίΓεΓ  Κοηΐδ,  2,  189  £. 


και  εγώ  συ,ιιπέρασμα.  Ή  ενταύθα  δε  παρεν- 
τιθεμένη  είκών  εκ  φωτογραφίας  (αρ.  87)  ως 
καΐ  ή  ήδη  εν  σελ.  112  παρεντεθεΐσα  ίχνογρα- 
φ'ΐκή  (υπό  Άναστ.  Α.  Μελετοπούλου)  είκών 
(αρ.  83)  δεικνύουσι  τό  μνη μείον  ως  εΐχε  (ΐετά 
τάς  υπό  τοϋ  κ.  Σώχου  διά  πηλού  έπ' αύτοϋ  τοϋ 
μνημείου  συμπληρώσεις  τών  εν  μέρει  ελλειπόν- 
των δακτύλων   τών  τριών  μορφών. 

Τοιούτους  πλοκά[ΐους  εκ  τής  κορυφής  τής 
κεφ)α?^]ς  έκφυομένους  γνωρίζομεν  και  εκ  δύο 
άλλων  μνημείων.  Τό  πρώτον  (είκών  88)  είναι 
νόμισμα  τής  Ε'  εκατονταετηρίδας  τής  πό?ιεως 
Μαλλοϋ  \  είκονίζον  πτερωτήν  άνδρικήν  μορφήν 


'  Νόμισμα  Μαλλοϋ  Κιλικίας:  ΒΜΟ.  Ι^)'εΐϋπία,  Ιδίυτία  ηηά  Οί- 
Ιίοίαρί.  XVI,  9  και  11.— ΖείΙδοΙίΓίη  ίϋΓ  Ναηιίδηι.  XVI, 'ΓαίεΙ  Χ,  15. 


—   116 


Προ'ϊτη   αί'βοΐ'πη  Ρηγοη'  τ//^   Ε'   και   Λ'  ίκατονται  ιι/οί()οζ 


άγνωστου  τίνος  ^(/.ίιι(ινος  (ρρροντος  τοιοϋτον 
πλυκιον  ί'ι  ?λικ(χ  προς  τα  οπίσο)  Γ|νί•[ΐ{ΐ)|ΐι-'νον 
ενεκ(χτΓ|ς  προς  τα  έμποος  (|ΐοράς  της  μορ(|  Γ|ς  ταύ- 
της, Γ|ς  το  πτι-ρ(οτον  άνακαλι-ΐ  το  ονοιια  τού/.ά/ι- 


ΕΙκών     88. 


• 


ΕΙκών     89- 


στολ'  τοϋ  τοιοϋτον  πλ()κα[ΐον  έχοντος  Πτερελάοι». 
Το  ίιεύτερον  (είκ.  89)  δ'  εΐναι  ν()[Ησ((α  κατά  τι 
άρχαιότερον,  άλ?/ επίσης  τοϋ  Ε'ίίίώνος  ',  είκο- 
νίζο\'  Γοργόνα  πτερωτην  ίπταμένην  ταχέως  και 
στρε(ρο[ΐένην,  εχουσαν  δ'έπΐ  της  κορυφής  αυτής 
έκφυόμενα  δυο  τοιαΰτα  πλόκια,  ζωηρώς  άνα- 
παλλόμενα  εΛ'εκα  της  ταχείας  πτήσεως  τής 
Γοργόνος.  Το  περίεργον  δ'  είναι  οτι  εχομεν 
μΰΰον  άναΓρερ()(ΐενον  εις  τα  δύο  ταϋτα  πλόκια 
τής  Γοργόνος.  Κατ'  αυτόν  ή  Τεγέα  τής  Αρκα- 
δίας θα  εμενεν  απόρθητος  έφ'  δσον  κατείχε  το 
χρυσοϋν  π?^,όκιον  τριχών  τής  Γοργόνος,  όπερ 
έδωρήσατο  ή  ΆΟΐ|νά  εις  την  μικράν  κόρην 
τοϋ  Κη(ρέως  Στερόπην  άλΐ^'  ετι  περιεργότερον 
και  ση[ΐαντικά)τερον  εΐναι  ότι,  ΰτε  διεξερχόμε- 
νος  τάς  [ΐυριάδας  των  νο[ΐισματικών  τύπων,  ας 
εχομεν,  έζήτουν  Α''  άνεύρω  παράστασιν  παρου- 
σιάζουσαν,  ά\'  [ΐή  τον  μΰιΐον  τοϋ  Νίσου,  τούλά- 


^Μ ' 


ν 


Είκών     9°• 


ΕΙκών     9*• 


χιστον  τή\'  αυτήν  τεχνικιιν  σύνθεσίΛ',  ίμ'  καΐ  το 
άνάγλυφον  ημών,  μίαν  καΐ  μόνιιν  τοιαύτην 
κατόρθωσα  ν'  άνεύρω•  εΐναι  δε  αύτη  ό  νομι- 
σματικός εκείνος  τύπος  τής  Τεγέας  (εϊκ.  90  και 
91),  ό  είκονίζων  την  μικράν  Στερόπΐ]ν  δεχομέ- 


'  Άργυροϋν  άρ/αϊκόν  νόμισμα  Κί/.ικίας  τοΟ  Μουσείου 
Αθηνών  (Συλλογή  Σούτσου):  Διεθνής  Έφημ.  Νομισμ.  "Αρχαιο- 
λογίας τό|ΐ.  Ζ'  (Ιϋΰΐ).  πίν.  XVII,  28. 


νΐ|ν  έν  ύδρίί/  χαλκή  παρά  τής  Αθηνάς,  παρι- 
σταμένου και  τον  Κη((έ(])ς,  το  πλόκιον  των 
</.ίΙαν(ίΠΐ)ν   τριχών  τής  Γοργόνος  '. 

"ΕλΙΙωμεν  νΰν  εΙς  τϊιν  έτέραν  τοϋ  άναγλύ- 
(ρου  ημών  ιΊεάν  και  τό  δώρον  όπερ  εγχειρίζει 
εις  τον  Νΐσον.  Θέ/^ο[ΐεν  'ίδει  και  πάλιν  δτι  καΐ 
τοϋτο  είναι  νέα  έ'νδειξις,  οτι  τό  μνη[ΐεΐον  ημών, 
—  τό  εϊπερ  τι  και  άλλο  έχον  έν  αύτφ  «ώσπερ 
άει&αλες  πνεϋμα  και  ψνχήν  άγήρο)  καταμεμιγ- 
μεΐΊρ'  -',  επομένως  και) '  ό/.α  άξιον  νά  λογισΟή 
ο)ς  ανάθημα  αυτών  τών  Αθηνών  τοϋ  Περικλέ- 
ους,—  αναφέρεται  συ[ΐβολικώς  εις  την  πολιτικήν 
έξουσίαν  τών  'Λθηναίο^ν  έπΙ  τής  Μεγαρίδος 
καΐ  τής  ιεράς  Έλευσΐνος. 

Ώς  ειπο[ΐεν,  ή  τάσις  τοϋ  δείκτου  τής  χειρός 
τοϋ  Νίσου  και  τό  σχήμα  τών  δακτύλοιν  τής 
δεξιάς  χειρός  τής  Δη  μητρός  ένδεικνύουσιν,  δσον 
τό  δυνατόν  σαφώς,  δτι  τό  δώρον  τοϋτο  ούδεν 
άλλο  δύναται  νά  εΐναι  ί'ι  δακτύλιος  σφραγι- 
στήρ  εξ  έκείνο^ν,  ους  έ'φερον  εις  τόν  δείκτην 
τής  δεξιάς,  0)ς  ση[ΐεΐον  εξουσίας,  οι  βασιλείς 
και  άρχοντες  πάσης  εποχής.  Ά/.ηθώς  άπό  τών 
καθ ' ημάς  χρόνων  δτε  άρραβωνιζόμενοι  άκούο- 
μεν  την  άρχαίαν  έκείνην  εύχιιν  τής  έκκ?νησίας 
ημών  την  άρχομένην  διά  τών  «διά  δακτυλίου 
εδόθη  εξουσία  τω  Ίωσήφι  έν  Αιγύπτιο  >  -^  κτ/.., 
και  άπό  τών  άρχαίοιν  ιστορικών  χρόνωλ',  εξ  ών 
εχομεν  περίφημα  παραδείγματα, — οΐον  τό  τοϋ 
αποθνήσκοντος  Μ.  Ά/ιεξάνδρου  παραδίδοντος 
τω  Περδίκκα  διά  δακτυλιδίου  σύμπασαν  τι^ν 
άρχηγίαν  τοϋ  κράτους, — μέχρις  αυτών  τών  απω- 
τάτων μυ9ο?Λγικών  χρόνοιν,  εύοίσκομεν  τόν 
δακτύλιον  ώς  σύμβολον  τής  βασιλικής  εξου- 
σίας. Πλεΐσται  δ'δσαι  μυθο/^ογικαΐ  παραδόσεις 
περιβάλλουσι  την  προέλευσιν  πολ?.ών  τοιού- 
τ(ον  βασιλικών  δακτυλίοιν.  θείαν  εχόντων  την 
καταγωγίων  και  δύναμιν  μαγικήν  πανίσχυρον  *. 


'  Ά.-ιολλοδώρου  2,  7.  'ό.  —  Παυοαν.  VIII,  47.  5.  —  Ιιηΐιοοί- 
ΒΙνιπίΕΓ  Ληά  Ρ.  0»η1ηεΓ,  Νυιη.  ΟοιηιηοηΙαΓγ  οη  Ρ&ιΐ53ηί35  ρ.  109 
ρ1.  V,  22-23. — Σουΐδας.  Φίότιος  και  '.Λποστόλιος  έν  λ.  Πλόκιον 
Γοργόνος  (Γοργάδυς). 

•  Πλουτάρχου.   Περικλής  ε.  ά. 

'  "Ιδε  Εΰχολόγιον  τό  μέγα  (Βενετία  18δϋ)  σελ.  234. 

*  "Ιδε    τάς    παρααο^ιπάς   παρά    ΚίΛν   ΚΙοκετ    διηίΐΐι,    ΤΗε 


117 


2α  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


Άπολεσθεισών,  ώς  εϊπομεν,  πασών  των  εΙς 
την  νεοχνικήν  ήλικίαν  τοϋ  Νίσου  αναφερομέ- 
νων μυθολογικών  παραδόσεων, — ήλΐΗί«ν  καθ' 
ην  συμφώνως  τη  μαρτυρία  τών  μνημείων 
ημών  {)ά  ε?^αβε  τοιούτον  δακτύλων  παρά  της 
πολιούχου  της  Έλευσΐνος  θεάς  Λή μητρός, — 
έστρέψαμεν  την  προσοχήν  ημών  εις  τους 
παραλλήλους  περί  τοιούτοη'  θείων  δακτυλι- 
διών αρχαίους  μύθους,  έλπίζοντες  να  εΰροομεν 
έν  αύτοΐς  στοιχειά  τίνα  προς  μαρτυρίαν  της 
ύπάρ'ξεο^ς  τοιούτου  μύθου  και  περί  Νίσου, 
δστις  δυνατόν  να  ε?ιαβε  καΐ  δεύτερον  δώρον, 
ώς  ό  Πτερέ?ιαος  τοΰ  παραλλήλου  μύθου  έλαβε 
παρά  τοϋ  Ποσειδώνος  πλ»ιν  τοϋ  χρυσοϋ  πλο- 
κάμου και  σκύπφον  ^  Προ  παντός  δε  ήρευ- 
νήσαμεν  τόν  διασημότατον  τών  τοιούτων  μύ- 
θων ήτοι  τόν  άναφερό^ιενον  εις  τόν  παροι- 
μιώδη δακτύλων  Γύγου  τοϋ  πολυχρύσου  βα- 
σιλέως της  Λυδίας.  Όσα  δ'  ευθύς  εΰρομεν 
προυκάλεσαν  την  έ'κπληξιν  ημών,  ώς  άποδει- 
κνύοντα  ότι  ό  μϋθος  τοϋ  Γύγου  αντιγράφει 
αυτόν  τόν  μϋθον  τοΰ  Νίσου !  Πρό  παντός 
δέον  νά  σημειωθή  δτι  ό  Γύγης  οΰτος  εΐναι  ό 
πρώτος  μέγας  βάρβαρος  >  βασιλεύς,  μεθ'  ού 
ήλθον  εις  έπαφιήν  οι  "Ε?ιληνες  τών  ιστορικών 
χρόνων,  σπεύσαντες  νά  περιβάλωσιν  αυτόν  διά 
πλήθους  [ΐυθικών  παραδόσεων,  ας  αντέγραψαν 
εκ  της  αρχαίας  έ?^αινικής  [ΐυΟολογίας,  ώς  άπέ- 
δειξεν  ή  νεωτάτη  και  λεπτομερέστατη  έ'ρευνα 
Αμερικανού  σοφοϋ-,  εις  ην  παραπέμπω  σχε- 
τικώς προς  τα  ά[ΐέσως  επόμενα. 

Διασημότατος  λοιπόν  τών  περί  Γύγου  [ΐύ- 
θων  τούτων  ήτο  ό  περί  τοϋ  ρηΟέντος  παροι- 
μιώδους δακτυλίου  αΰτοϋ,  δοΊρου  τών  κατα- 
χθονίων  θεών.  Ό  δακτύλιος  ούτος  εΐχεν,  ώς 
γνωστόν,  την  μαγικήν  δύναμιν  νά  καθίστα 
κατά  βούλησιν,  ήτοι  στρεφόμενης  προς  τά  έσω 
της  σφενδόνης,   άόρατον   τόν   φέροντα   αυτόν 


δι'  αύτοϋ  δε  ό  Γύγης  κατέλαβε  τόν  βασιλικόν 
θρόνοΛ',  γοητεύσας  την  βασίλισσαν  καΐ  φονεύ- 
σας  τόν  βασιλέα  της  Λυδίας,  ήτοι  τόν  εκ  της 
περίφημου  σχετικής  διηγήσεως  τοϋ  Ηροδότου 
(Ι,  6-14)  γνωστότατον  Κανδαύ?>,ην. 

Λοιπόν  δπ(ος  ό  Νΐσος  μυθολογεΐται  υιός 
βασιλέως  φυγάδος,  ήτοι  τοϋ  υπό  τών  Μητω- 
νιδών  έκδιωχθέντος  Πανδίονος,  καταφυγόντος 
εις  ξένην  πόλιν,  τά  Μέγαρα,  παρά  τω  βασιλεΐ 
Πύλα,  ούτινος  νυμφεύεται  τήν  θυγατέρα  Πυ- 
λίαν,  εξ  ή  ς  έγέννησε  τόν  Νίσον,  οΰτω  και  ό 
βασιλεύς  Γύγης  λέγεται  υιός  τοϋ  εκ  τοϋ  γέ- 
νους τών  Μερμναδών  Δασκύ?Λυ,  τοϋ  υπό  τών 
Ηρακλείδων  βασιλέων  —  ων  πρώτος  Νίνος  ό 
"Αγρωνος  —  έκδιωχθέντος  της  πατρίδος  και 
καταφυγόντος  εις  Σινιόπην,  ένθα  γήμας  τήν 
έγχωρίαν  βασιλόπαιδα  Σύραν  έγέννησε  τόν 
βασιλέα  Γύγην.  Ό  Ηρόδοτος  έν  τη  ρη- 
θείση  διηγήσει  αύτοϋ  περί  τοϋ  φόνου  τοϋ 
βασιλέως  Κανδαύλου  υπό  τοϋ  Γύγου  καΐ  της 
περίφημου  αύτοϋ  γυναικός  δεν  αναφέρει  το 
όνομα  της  γυναικός  ταύτης  τοϋ  Γύγου.  Ευτυ- 
χώς διάφοροι  αρχαίοι  μυΟογράφοι  όνομάζου- 
σιν  αυτήν  διά  τεσσάρων  διαφόρων  ονομάτων  ^ 
σαφέστατα  δεικνυόντων  οτι  οί  περί  τοϋ  Γύγου 
μϋθοι  άντεγράφησαν  κατά  μέγα  μέρος  εκ  τών 
εις  τόν  Νΐσον  αναφερομένων.  Τό  πρώτον  τών 
ονομάτων  τούτίον  εΐναι  Άβρώ.  Παραδόξως 
όμως  τό  όνομα  τούτο  [ΐία  και  μόνη  άλλί]  γυνή 
φέρει  έν  τη  ελληνική  (ΐυΟολογία,  είναι  δε  αύτη 
ή  σύζυγος  αύτοϋ  τοϋ  Νίσου,  θυγάτηρ  τοΰ  εκ 
Βοιωτίας  'Ογχηστοΰ  καΐ  αδελφή  τοϋ  Μεγα- 
ρέως,  εξ  ου  κατόπιν  εκλήθησαν  τά  Μέγαρα  τά 
έπΙ  Νίσου  Νίσαια  και  Νίσου  πόλις  καλού(ΐενα  % 

Τό  δεύτερον  όνομα  της  γυναικός  τοΰ  Γύγου 


Ιαίε  οί  Ογ§:β5  ιηά  ίΐιυ  Κίη§  οί  Ι,γάία  ;  ΑπίΘΓίοαπ  ^ου^η^1  οί 
ΡΗϋοΙο^χ,  Τοηι.  23  (1902)  ρ.  268-269,  2.-  Πρβ.  καΐ  ΚΓαζεΓ, 
Τΐιι;  §οΗ6η  ΙίουζΚ  Ι'-  ρ.  401  κέξ. 

'  Αθηναίου  XI,  498  ο. 

■  Κ.  Κ.  δηιίΐΐι  ε.  ά.  ρ.  264.— Γ.Η.Ο.  383  κέξ.— ΗίίΙ.  ^γ.  ηιίη. 
(1)1πι1.)  Ι,  ρ.  32  κέ'ί. 


'  ΜγΐΗο^Γ.  ΟΓΕίβαί  έκδ.  λνβδίεηη&ηη  ρ.  192 :  <  Ώς  ή  Κανδαύ- 
λου γυνή,  ής  Ηρόδοτος  οϋ  λέγει  τό  δνομα,  Ννσία  έκαλεΐτο, 
ην  καΐ  δίκορον  και  όξυοπεστάτην  φησί  γενέσθαι,  τόν  δρακον- 
τίτην  κτησαιιένη  λίΟον,  διό  κ(«  (ΐίσΟέσθαι  τόν  Γύγην  έξιόντα 
διά  τών  θυρών.  "Αλλοι  Τονδοϋν  αυτήν  καλεΙσΟαι,  οί  δέ  Κλν- 
τίαν,  "Αβας  δέ  Άβρώ  ταΰτην  καλεϊσβαι  >  κτλ.  κτλ. 

-  Πλουτάρχου  Έλλΐ)ν.  ζητήμ.  16  Τί  τό  καλοΰμενον  υπό 
Μεγαρέων  άφάβροιμα:  Νίσος,  άφ'  ού  προσηγορεΰθη  Νίσαια, 
βασιλεύων  εκ  Βοιιοτίας  εγιμιεν  Άβρώτην  (γράφε  "Άβρώ 
τήν)  Όγχήστου   θυγατέρα•. 


—  118 


Πρώτη   (ίπΊοιιπα   Ρργαη•  της   Ε'  καΐ   Λ'  έκατονταετηρίόης 


?ί,αλεΐ  άορ"  εαυτού.  Είναι  δε  τοΰτο  Νιηία  ή  Νισ- 
αία  (\)|λ(ίδί|  τη  Ι)ΐ|/.ιικο\'  (/.ϋτοϋ  τοΰ  Νίσου  '. 

Το  τρίτον  ονοπα  Τουδώ  ή  Τιιδο)  άναφέ- 
ς)εται  ποοατιίΐι-ιιενοΐ'  οτι  αΰτη  ήτο  {)υγ<ίτηρ 
Άρνίΰσσοϊ'  τίνος,  |5«σιλέο}ς  το)ν  Μιισ(Τ)ν,  κτί- 
σαντος  π()λιν  Άρδΰνιον  «εν  Θίσβης  πεδίο)-» 
της  Αιγύπτου.  Άλλ',  ώς  ήδη  εϊπομεν,  και  ή 
γιινή  το  Γ)  βασιλέως  των  Μεγάρων  Νίσου  κατή- 
γετο  εκ  της  εν  τη  πεδιάδι  των  Θΐ]βών  της 
Βοιωτίας  π()?ιε(ος  'Ογχηστοϋ,  παρ'  ι'ίν  εχο[ΐεν 
κ(ίΐ  πόλιν  "Αρνην,  ης  έπίσιις  το  όνομα  συγγε- 
νεύει προς  το  της  Άρνωσσού.  Σημαντικόν  έπί- 
σιις  είναι  δτι  χιά  ή  π()?ας  Σινοιπη,  εις  ην  κατέ- 
(('υγε\'  ό  πατήρ  τοΰ  Γύγου,  ώνο[ΐάσθιι  εκ  της 
επίσης  εκ  Ηοιωτίίχς  έλΟούσης  Σινίόπης,  {)υγα- 
τρος  τοΰ  βασιλέίος  Άσ(ΰποΰ  επωνύμου  τοΰ 
βοιωτικού  ποταμού ".  Αυτό  το  όνο[ΐα  Τουδώ 
(Τυδώ)  ενθυμίζει  την  παράδοσιν  έκείνην,  καθ' 
ην  Κομαιί)(ί)  τις  όμοινυμος  τη  ΰυγατρί  τοΰ 
Πτερελάου,  τη  (ής  ή  Σκύλλα  κειράση  τον  χρυ- 
σούν  πλόκα[ΐον  τού  πατρός,  ήτο  Ουγάτηρ  τοΰ 
Τυδέο)ς  ^. 

Πριν  δε  μνη[ΐονεύσω  το  τέταρτον  ονο(ΐα 
της  γυναικός  τού  Γύγου,  ση(ΐειώ  οτι,  κατά 
τινας  των  μυΟογράφων,  ό  Γύγης  τόν  δακτύ- 
λιον  αυτού  δεν  έ'λαβεν  άπ' ευθείας  παρά  των 
■θεών,  (χλ?ιά  παρ' αυτής  τής  περκρήμου  συζύγου 
αυτού  '^.  Παρά  τίνος  δε  των  θεών  ελ(/βεν  αίίτη 
τόν  παντοδύ\'αμον  έκεΐΛ'ον  θείον  δακτύλιον, 
άγνοούμεν.  Τούτο  δ' ομοος  υποδεικνύει  ή [ΐϊν 
αρκετά  σαφώς  το  τέταρτον  αυτής  όνομα,  Κλυ- 
τία.  Άλΐ]θώς  κατ'  άλλον  τινά  έλληνικόν  μύΟον 
Κ?ιυτία  έκαλεΐτο  βασίλισσα  τις  τής  νήσου  Κώ, 
σύζυγος  τού  βασιλέο)ςΕύρυπύλου,  ύποδεχθείσα 
καΐ  φιλοξενήσασα  την  θεάν  Δή[ΐητρα  «καθ'δν 


'  Πλήν  τοΰ  αρχαίου  κειμένου  τής  άνοηέρο)  εν  σελ.  118 
αριθ.  1«  ο))ΐιειιί)σευ)ς  ϊδε  ΟΓαηικΓ'ϊ  .ληεοά.  Οχοη.  ΙΠ,  3δ1  (ΜΰΙ- 
ΙοΓ  Ρ.  II.  Ογ.  IV,  278),  ενΟα  τό  δνομα  γράφεται  Ννσσία.  Περί 
τών  διαφόρων  γραφών  και  διορθιόσεων  τοϋ  ονόματος  τούτου 
ΐδε  ΜβΙΙεΓ  ε.  ά.  καΐ  III,  384. 

-  "Ιδε  σιιμείο)οιν  σελ.  118,  άρ.  2. 

■'  "Ιδε  τάς  παραποι^ιπάς  εν  Ραρβ,  ΝΥΰηοΓίίϋΓαΙι  άεΓ  ^Γίεαίι. 
Εί^βηηϊΐηεη  έν  λ.  Σινιόπη,  σελ.  1397. 

*   Τριφιοδιόρου   159. 

^  ΜγΙΙιο^Γ^ρίιί  Οταεοί  εκδ.  \νο5ΐ6Γηιαηη  ρ.  192. 


καιρόν  αι"ιτΐ|  άγνίοστος  έπ?.ανάτο  την  κ<)ρην 
ζητούσα  > '.  Γνωρίζομεν  δε  ότι  ή  Λημήτηρ 
άορτ)ονα  παρείχε  τά  δώρα  εις  τους  ?α>πηΟέν- 
τας  και  ([ΐλοξενήσαντας  αυτήν,  ότε  τί|ν  Κόριιν 
έζήτεί"  επόμενους  είναι  πιί)ανϋ)τατί)ν  ότι  παρ' 
αυτής  έ7^αβε  δώρα  ή  Κλυτία  τού  Εύρυπύλου 
(ί)ς  και  ή  τοϋ  Γύγου  γυνή  Κλυτία  τόν  δακτύ- 
λιον, αφού  μάλιστα  και  ή  έτερα  παράδοσις, 
καθ'  ην  ό  Γύγης  εύρε  τόν  δακτύλων  αυτού 
<'σχισΰείσης  υπό  σεισ[ΐού  τής  γής  ,  την  αυτήν 
^  έχει  έννοιαν,  γνο)στού  όντος  ότι  ή  Δη[ΐήτηρ 
είναι  ί|  Γή  -  (ΐήτηρ.  "Αλλως  δε  καΐ  τρίτη  τις 
παράδοσις,  καθ' ην  ό  μαγικός  δακτύλιος,  όν 
έκέκτητο  ή  γυνή  τοϋ  Γύγου,  έφερε  τόν  δρα- 
κοντίτην  καλούμενον  ιιι/,γικόν  λίθον-,  εις  τήν 
αυτήν  άγει  ύπ()θεσιν,  διότι  κατά  τους  αρχαίους 
παραδοξογρ(χφους  καΐ  μυθογράφους  •'  οι  δρα- 
κοντΐται  λίθοι  εύρίσκοντο  ε'ις  τάς  κεφάλας 
τών  μυθολογουμένων  τεραστίων  πωγωνοφόρων 
όρείων  δρακόντο)ν  τής  Ινδικής  και  Αιβύΐ]ς, 
ους  ακριβώς  βλέπο[ΐεν  σύροντας  τό  περίφη- 
μον  άριια  τής  τήν  θυγατέρα  αυτής  ζητούσ))ς 
και  πλανωμένίΐς  Λήμι^τρος.  Αναφέρω  μάλιστα 
αύτολεξει  κ(/.1  τό  χοορίον  τοΰ  Φι?ιοστράτου  * 
καθ' δ  «άποκεΐσθαί  φασιν  έν  ταΐς  τών  όρείων 
δρακόντων  κεφαλαΐς  λίθους  τό  μεν  είδος  αν- 
θήρας και  πάλ'τα  άπαυγαζούσας  χροόιιατα,  τήν 
δε  ίσχύν  άρρητους  κατά  τόν  δακτύλων,  δν 
γενέσθαι  φασί  τω  Γύγη  >.  Αναφέρονται  τέλος 
τοιούτοι  δρακοντΐται  λίθοι  έχοντες  αύτοφυώς 
έγγεγλυμμένον  άρμα ",  ήτοι  τό  γνωστόν  σύ[ΐ- 
βολον  τής  τήν  Κόρην  ζΐ]τούσης  Δη  μητρός,  καΐ 
δη  άρμα  μή  (ραινόιιενον  πριν  ή  τυπο)θή  ό 
λίθος  έπι  κηροΰ. 

Ταύτα  δε  πάντα  καθιστώσι,  νομίζω,  σαφές 
έν  σχέσει  προς  τό  μνη μείον  ημών,  δτι  ύπήρξεν 


'  Σχόλια  εις  Θεόκριτου  είδύλ.  7,  δ. 

-  "Ιδε  τό  κείμενον  τής  σημειώσεως  σελ.  118,  άρ.  Ια  :  .:τόν 
δρακοντίτην  κτησαιιενη  λίθον». 

^  ΡΙίη.  XXXVII,  158— δοΗηϋδ  XXX,  16,  17.— ΙδίάοΓϋδ  XIV, 
14,  7.  XV,  5,  15.  —  Φιλοστράτου  Β.  'Απολλ.  Τυαν.  III,  6  καΐ 
8.  —  Τςέτζου  Χιλιάδες  7.  656  κέ|. 

'  Άπολλ.  Τυαν.  III,  8. 

"  Τζέτζης  ε.  ά. 


—   119   — 


16 


Τά  ανάγλυφα  ττλήν  των  επιτύμβιων 


αρχικώς  μϋίΐός  τις  περί  τοϋ  Νίσυυ,  άπυλεσϋείς 
δΓ  ήμχ/.ς,  (χντιγραφόμεΛ'ος  δε  ποικιλοτρόπως 
ύπο  τοϋ  διασωθέντος  παραλ^ιήλου  μύθου  τοΰ 
Γύγου,  καΟ'  δν  ό  Νϊσος  χριό^ιενος  βασι?ι.εύς 
της  Έ^^ευσΐνος,  δτε  ήτο  πρόσηβος,  έλαβε  παρά 
μεν  τί|ς  Δή  μητρός  Οαυματουργόν  τίνα  δακτύ- 
λων, παρά  δε  της  Κόρης  τον  περίιρημον  αύτοϋ 
χρυσοϋν  όθάνατον  πλόκαμον,  ακριβώς  δπως  ό 
Πτερέλαος  τοΰ  εντελώς  παραλ?ιήλου  μύθου 
ελαβεν  δμοιον  χρυσοϋν  πλόκαμον  και  σκύπιρον 
παρά  τοϋ  Ποσειδώνος. 

Τί  απέγεινεν  ό  πλόκαιιος  τοϋ  Ν  ίσου,  δν 
αποκ(η|)ασα  ή  Σκύλλ(λ  εορερε  τώ  Μίνωϊ,  άγνο- 
οϋμεν.  Έπίσιις  άγνοοϋ[ΐεν,  αν  ύ  Μίνως  έσκύ- 
λευσε  και  τον  συναφή  δακτύλιον  τοϋ  Ν  ίσου, 
σύ[ΐβολον  της  έπι  της  Μεγαρίδος  βασιλικής 
αρχής.  Παραδόξους  δ[ΐως  εν  τή  συνεχεία  τών 
αττικών  παραδόσεων  περί  τοϋ  πρύς  τον  Μί- 
νωα πολέμου  εκείνου  εύρίσκο[ΐεν  εΙς  τον  δά- 
κτυλοΛ'  τοϋ  Μίνωος  δακτύλκνν  τίνα,  (χγνώστου 
[ΐέν  δι'  ημάς  προελεύσεως,  άλλ'  έπίσΐ]ς  περί- 
((ΐΐΐμον  εν  τή  μυί}ολογία,  δακτύλιον  δν  διά 
θαύματος  αΓραιρεΐ  παρ'  αύτοϋ  ύ  νεαρός  εγγο- 
νός τοϋ  Νίσου  θησεύς,  ήτοι  αύτος  ό  άνορ- 
θώσας  τύ  υπό  τοϋ  Μίνωος  καταβληθέν  άΰΐ)- 
ναϊκδν  κράτος.  Μάλιστα  ή  έπΙ  παρουσία  τής 
Άθ-τινάς  παράδοσις  τοϋ  δακτυλίου  τούτου  υπό 
τής  Άμίριτρίτης  τω  Θησεΐ  άποτε?ιεΐ  τό  θέμα 
περιορήμου  αγγειογραφίας  τοϋ  Ιέρωνος,  ης  ή 
σύνΰεσις  (ΐεγά?ιως  ομοιάζει  τεχνικώς  προς  την 
τοϋ  ανάγλυφου  ημών  '.  Τό  ση[ΐαντικώτερον 
δμως  καΐ  περιεργότερον  εΐναι  υτι  άφυρμήν 
προς  άνάκτησιν  τοϋ  δακτυλίου  εκείνου  εδωκεν 
ή  Περίβοια, — Βυγάτηρ  τοϋ  μετά  τ?ιν  (ίναχώρη- 
σιν  τοϋ  Μίνωος  εκ  Μεγάρων  (χνορί)(όσαντος  τά 
υπό  τοΰ  Μίνωος  καταρριφΟέντα  τείχη  αυτών 
βασιλέως  Άλκαθόου, — ή  Περίβοκ/.  ην  ικίλιστα 
ένυμφεύΟη  κατόπιν  ό  Θησεύς,  έπανελΌόντος 
ούτ(ι)  τοϋ  βασιλικοϋ  εκείνου  δακτυλίου  ε'ις  με- 
γαρικήν  χεΐρα  ένεκα  Μεγαρίδος  βασιλόπαιδος. 


ο^ς  άπ(ολέσι)η  ένεκα  ϊσως  τής  επίσης  Μεγαρί- 
δος βασι?ιόπαιδος  Σκύλλης. 

Βλέποντες  νϋν  εκ  νέου  τό  {)αυ[ΐάσιον  τούτο 
άττικοε?ιευσινιακόν  άνάγλυφον  υπό  τό  τρως  τής 
νέας  ταύτης  έρμιινείας  ημών,  άναγνωρίζομεν 
έν  αύτώ  άνάθη(ΐα  αΛ'τάξιον  [ΐέν  κατά  πάντα 
αυτών  τών  Αθηνών  τοϋ  Περικλέους  και  τοϋ 
Φειδίοΐ',  διά  μυθολογικής  δε  παραστάσεως 
πρώτον  (ΐέν  είκονίζον  τίρν  και  ιστορικώς  [ΐε- 
μαρτυρημένην  παραχώρησιν  τής  πολιτικής 
εξουσίας  προς  τους  Αθηναίους  υπό  τοϋ  εγχω- 
ρίου τής  Έλευσΐνος  γένους  τών  υπό  τής  Δή- 
μίίτρος  άντιπροσο)πευο}ΐένων  Εύμολπιδών  — 
διότι  τοϋτο  κατ '  ε  με  δηλοΐ  ή  υπό  τής  Δή[ΐη- 
τρος  έγχείρισις  τοϋ  βασιλικού  δακτυλίου  τω 
νεαρω  Άθηναίω  ήγεμονίδη  Νίσω — ,  δεύτερον 
δε  δηλοϋν  διά  τής  ένθέσεο^ς  τοϋ  πλοκά[ΐου 
τών  χρυσών  τριχών  εις  την  κεφαλήν  αύτοϋ 
την  σύνεσιν  έκείνην  καΐ  θείαν  έ'μπνευσιν  τών 
βασιλέων,  ήτις  καθιστά  ισχυρά  και  απόρθητα 
τά  κράτη,  τά  εν  τοιαύτη  περιπτώσει  δυνά[ΐενα 
νά  καταρριφιθώσι  (ΐόνον  υπό  τών  εμφυλίων 
σπαραγ(ΐών  και  τής  τών  οικείων  προδοσίας,  ην 
τόσον  σαφώς  δηλοΐ  ύ  μϋθος  τής  άπαισίου 
ονόματος  Ουγατρός  τοϋ  Νίσου  Σκύλλης. 

Οΰτιος,  δσ(ρ  τις  (ΐάλλον  εμβαθύνει  ε'ις  την 
μελέτην  τών  («ρθίτου  κί/,λλους  προγονικών 
ημών  κειμηλίω\',  δσω  κατανοεί  πληρέστερον 
την  ε\'λΌΐαΛ'  και  τόν  σκοπόν  αύτώλ',  τοσούτοι 
περισσότερον  θαυ[ΐάζει  τό  άπροσπέλαστον  αυ- 
τών κάλλος  και  τήν  εις  σχήμ(/.  καΐ  ένΑΌίαν 
τε?^ειότητα. 

9.    Άρι^.    1783.    (Πίναξ    ΧΛΊ  7//). 
Άνάγλυφον   Έχέλον  και  Βααίλης  '. 

Αρίστης  διατηρήσεως  και  τεχνοτροπίας  άνα- 
θηματικόν  άνάγλυφον  εκ  πεντελησίου  μαρμά- 
ρου, διπλούν  δε,  ήτοι  έχον  παραστάσεις  έπ'ά[ΐ- 


'  Βακχυλίόου  (ρκΛ.  Κβηγυη)  XVII  ΊΙΐϋεοι  Γ|  (-)ΐ|σί-ίις  (οελ. 
158  κέξ.).— Παυσαν.  Ι,  17,  2,  Η. — Ηχ^ίη.  ΡοοΙ.  ΑίίΓοη.  Π,  .5.— 
Κα)•ι;[-€ο11ί§ηοη,  ΟεΓΗΠιίίΐυι;  σελ.  11)5  ήι;.  (ϋ). 


'  Βιβλιογραφία:  Ι.  Χ.  Δραγάτσης,  ^;τΐ|λΐ|  άναϋιιμαιιχί| 
εΙς  Έρμήν  καΐ  Νύμφ(χς  :  Εστία  (Περιοδικύλ'  Αθηνών)  άρ.  2Ϊ 
(Ιούλιος  τοϋ  1893)  σελ.  14-15  κα'ι  Πρόνοια  (Έφιιμεη'ις  Πει- 
ραιώς) της  14  "Ιουνίου  18ί)3. 

Ρ.  ννο1ΐ6Γ8  :    ΑΐΗοη.  ΜίΚεϋνιηςοπ  18;ΐ;?.  Η.  214. 

Π.  Καββαδίας,  Άνάγλχιφον  άναΟηματικόν  Έρμί]  και  ΝιΊμ- 


120 


Πρώτη   (ΐΐιΊονΓκι  Ι'ργαη•  τΓ/ζ   Κ'   και   Λ '  κχατηντακιηοίΙ^ος 
ΙΙ?.(ίτ()^   (ίΓιτοΓι 


Ι()|Ι\Ί()\' 


(ροτΗοίον  των  πΛι•Ίΐο(ΐ)ν  «ιιτοι» 
(Ι,ΜΝ,  ίίψος  0,7(1,  π-άχος  (),1  1. 

Κίίτά  το  αν(ι)  μίρος  επιστέφεται  ύπύ  άετίο- 
ματίου  (ΐρτ'  (ίκρο)τηςη'(ον  εν  α/ήματι  κεραμί- 
?)(ον  άν{Ιεμο)τών,  ών  τα  φύλ/αί  ήσι/,ν  ,τοτε  ίϊεί)!]- 
λ(θ[ΐενα  χρίόματι.  "Ιχνη  /οίοίίατισμοΰ  κιχ/,νοΰ 
και  ερυίΐροϋ  φαίνοντ(ίΐ  νϋν  ολίγα,  ήσαν  ομοις 
π?.είολ'α  και  ζο)ηρά  εύΟύς  [ΐετά  την  (χνακ(/λ\ι- 
ψιν  τοΓι  μνηπείου. 

ΕυρεΟί]  6ε  το  μ\Ί||ΐεΐον  τοΰτο  τον 
τοΰ  1;Μ);1  παρά  τύν  συνοικισ[ΐον  τοΰ 
Νέου  Φαλήροΐ',  π?νΐ|σίον  τοΰ  οΐνοπνεΐ'- 
[ΐατοποιείου  'Η|)ης  ,  άκρι|)ώς  ι  ί-- 
το  βόρειον  ?)ιόρυγ[ΐα  της  προς  βορρ(ί\ 
τοΰ  ιινΐ]μ!Ί'ου  τοΰ  Καραϊσκάκη  παλαιάς 
γραΗμης  τοΰ  άπ'  'Λίίηνών  είς  Πειραιά 
σώιιρο6ρ()[ΐυυ,  της  καταργηΌείοης  ιιετά 
την  κατασκευηΛ'  της  νέας  προς  την  παοι/.- 
λίαν  τοΰ  Νέου  Φαλήρου  καμπύλης. Έπί 
τοΰ  ένταϋ'Οα  δηιιυσιευομένου  τειιαχίοτι 
(Είκ.  !)2)  τοΰ  (ρΰλ?ι.ου  Π"  κον  τοΰ  Κιπ- 
ΐίακ  και  Κίΐαρ€Γΐ:  ΚαΓίεη  νοη  Λΐΐ!(:ι 
έδήλοσα  δια  λευκοΰ  σταυροΰ  τιήν  ϋέσιν 
της  άνακα?Λη|ιεως  —  δειχΰεΐσάν  [ΐοι  έπι 
τόπου  υπό  τοΰ  παραστάντος  είς  την  άνα- 
σκαφήν  έορόρου  τ(7)ν  αρχαιοτήτων  Πει- 
ραιώς κ.  Ι.  Χ.  Δραγάτση  —  κειμένην  δε 
[ΐεταξύ  τοΰ  βορείου  και  μεσαίου  σκέ- 
?ιους  των  άρχαίίον  (ΐακρών  τειχών. 

Αί   δύο  παραστάσεις  τοΰ  μνημείου, 
καίπερ  συγχρόνως  ποιηΟεϊσαι,  παρουσιάζουσι 
μεγάλην  διαφοράν  ώς  προς  την  έπΐ[ΐέ?.ειαν  της 


επεξεργα,σιας  τ<Τ)ν  /.επτο^ιερειών,  ο)ς  της  μεν 
((ερούσης  τό  τέΙ)ριππ(ΐν  πλευράς  οίησης  λίαν 
έπΐ(ΐε?Λ)ς  έξειργασμένης,  άμε/^ώς  δε  της  ετέρας. 
'()  \\'ο1ΐ(•ι>ί  χρονολογεί  αυτό  "βραχύ  μετά  την 
ζο)θ(ρόρον  τοΰ  Παρί)ενώνος>  ό  δε  Οοΐϋ^ηοη 
ορρονεΐ  ότι  έποιήίΐΐ]  κατά  τό  ύπ()δειγ|ΐα  της 
ζοκκρόρου  τοΰ  Παρθενώνος,  καΐ  ότι  εΐναι  σΰγ- 
χρονον  τφ  εν  τω  Κεραμεικω  μνημείο)  τοΰ 
Λεξίλεο),  ποιη{)έντι  εν  έτει  3ί)4  ή  .'ίίΚ-5.  Κατώ- 
τερο) δε  §ά  'ίδωμεν  δτι  ύπάρχουσι  λόγοι  έπι_ 


Είχ. 


φαίς:  Έφημερίς  Άρχ^xιολ.  189.•5  σβλ.  109- 112  και  1•2!)-14ϋ, 
Πίνακες  9  και  10. 

ΟοΠί^ηοη  -  Ββυηι^βΓίβη,  ΟκδοΙιίοΗΐε  ^1^^  ^γιοοΗ.  Ρ1ίΐ5(ϊΐ£,  Βά. 
11.  -Η.  ιΌο  -  2ΰ1,  Γίβ.  90. 

υββηβΓ,  (ίοΙΙεΓπαιηεη  δ.  230. 

ΜίΙοΙιΙιοίοΓ,  ΕΓΐϊυΙοηκΙεΓ  ΤοχΙ  ιν,  άεη  ΚίΠβη  νοη  Α(Ιίθ3 
Ηςίι  1,  30,  39.  II,  4,  ΰ  ί.  VII,  30. 

ΒΙοοΗ:  ΚοίοΗοΓ'ί,  ΜγΐΗ.  Ι,εχ.  15(1.  III  (Ν^τηρΗεη)  8.  562  .Λ.1)1).  4. 

Ε.  Μ3χβΓ :   Ηεηηεδ  Βά.  XXX,  1895,  δ.  286. 

Ο.  ΚβΓπ:  ΡΛυΙχ-ννί55θίν&,  ΚβαΙεηοχαΙορΕεάίε,  Βά.  III  (1889) 
δ.  42  5.  ν.  Βα3ί1ε.  Βΐϊίΐαί,  ΒΕδίΙεί». 

Α.  ννϋΙιβίΓη  :  Έφημ.  Άρ/αιολ.  1902  σελ.  138-139. 

νν.  Κουδβ,  Οτεείί  νοίίνε  οΚετίη^δ  (Ο^ηιΙΐΓίίΙ^ε  1902)  σ.  87  κέξ. 

.\ηιεΓίοαη  )οιΐΓΠ2ΐ  ο£  ΑΓθΗιεο1ο§;ν,   Ιοιη.  IX,  203  ρΐ.  XII. 


τρέποΛ'τες   να  χρονολογήσοιμεν  τό  (χνάγ?^υ(ρον 
ημών  ακριβώς   δια   τοΰ   έτους   403   π.  Χ. 

Περιγραφή   της  κυρίας  πλευράς. 

Ή  έπιιιελέστερον  εΐργασμένιι  πλευρά  φέρει 
παράστασιν,  ής  ευτυχώς  τά  πρόσοχπα  σαφηνί- 
ζονται  υπό  τών  έπι  τοΰ  κανόνος  τοΰ  κάτο> 
περιΟο)ρίουτοΰ  αετώματος  εγγεγραμμένων  ονο- 
μάτων αυτών.  Έχει  δ'ή  παράστασις  ώς  έξης. 

Έπι  τεθρίππου  άρματος,  συρομένου  προς 
τάριστερά  έπι  ήρέιια  άνωφεροΰς  εδάφους 
υπό  ζωηρώς  κα/^παζόντων  και  σφριγο')ντο)ν 
ίππων,  ϊσταται  νεανίας,  ΕΧΕΛΟΣ  καλούμενος, 


—   121 


2α  ανάγλυφα  πλην  τών  επιτύμβιων 


φέρων  [ΐόνον  χλαμύδα  πορπουμέν)ΐν  υπεράνω 
τοΰ  στήθους  και  ζωηρως  ένεκα  της  φοράς  τοί3 
άρματος  ήνεμωμένην.  Τη  δεξιά  συγκρατεί  τα 
χρώματί  ποτέ  δεδηλωμένα  ηνία  τών  ίππων. 
Τα  βλέ[ΐ[ΐατα  αύτυϋ  στρέφιει  προς  εύειδή  και 
μεγάλην  το  σώμα  κόρην,  ι'ις  περιβάλλει  τη 
αριστερά  την  όσφ)ΰν,  ίνα  μη  (/.ΰτη  έκπέση  τοί3 
άρματος.  Ή  κόρη  αΰτη,  ΒΑΣΙΛΗ  καλούμενη, 
περιβε|:!λη[ΐένη  δε  χιτώνα  ποδήρη  καΐ  ίμάτιον, 
άλ?ιοτε  χρώματι  πορφυρω  βεβαμ[ΐένον,  κλίνει 
χάριν  της  ισορροπίας  το  σώμα  προς  τα  οπίσω 
κά|.ιπτουσα  μικρόν  τα  γόνατα.  Και  τη  μεν  δε- 
ξιά κρατείται  άπύ  της  άντυγος  τοϋ  άρματος, 
τή  δ'  αριστερά  συγκρατεί  πτυχάς  τοϋ  ζωηρώς 
ένεκα  της  ταχείας  φοράς  τοί3  άρματος  ήνε- 
μωμένου  ί.[ΐατίου  αυτής.  Το  σύνολον  δε  τής 
παραστάσεως  και  ή  έκφρασις  τοΰ  φαιδρού 
προσο)που  αυτής  δεικνύουσιν  δτι  εκουσίως  και 
ευχαρίστως  απάγεται  υπό  τοϋ  Έχέλου.  Άστηρ 
δε  δστις,  ώς  φαίνεται,  ήτό  ποτέ  χρώματι  δεδη- 
λωμένος εν  κυαΛ'ώ  πεδία)  άνω  τοϋ  άρ[ΐατος, 
έσήμαινε  πάντως  δτι  ή  απαγωγή  γίνεται  νϋκτωρ. 
Προ  τών  ίππων  το  άνωφερές  έδαφος  αίρε- 
ται αίφνης  εις  χΰαμα^ών  και  ώς  άκρωτήριον 
προέχοντα  λόφον.  ΈπΙ  τοϋ  λόφου  δε  τούτου 
βαίνει,  διεστηκότα  ζωηρώς  έ'χων  τα  σκέλη  προ 
τών  ίππων,  νεανίας,  ό  ΕΡ/ΑΗΣ!  ώς  δηλοΐ  ή  επι- 
γραφή, φέρων  χλαμύδα  μόνον  ώς  ό  "Εχελος, 
ομοίως  άνω  τοϋ  στήθους  πορπουμένη\'  και 
ζωηρώς  κυματίζουσαν,  ώς  εκ  τής  βιαίας  κινή- 
σεως αύτοϋ.  Άμφοτέρας  τάς  χείρας  ύψοΐ  προ 
τών  ίππων,  ουχί,  ο)ς  θέλει  εις  τών  ερμηνευ- 
τών, «οιονεί  προτρέπων  τους  ίππους  και  σύν- 
θημα δίδων  προς  ιρυγήν»  —  πράγμα  εντελώς 
περιττόν  δΓ  ίππους  ούτως  όρμητικώς  ήδη  κα?^- 
πάζοντας  — ,  άλλ'  δλως  τουναντίον  αναχαιτί- 
ζων και  ανακόπτων  τήν  ιλιγγιώδη  όρ[ΐήν  [ΐεΟ' 
ής  έφέροντυ.  Και  δη  τή  μεν  δεξιά  αρπάζει  τήν 
χαίτην  τοϋ  εις  τα  δεξιά  ίππου,  τή  δ'  αριστερά 
κρατεί  μάστιγα,  χροηιατί  ποτέ  δεδηλωμένην 
και  νϋν  αφανή,  δι'  ής  απειλεί  ή  πλήσσει  τήν 
κεφα?αιν  τοϋ  δευτέρου  τών  μεσίίίων  ίππων, 
δστις,  ίνα  άποφύγη  το  πλήγμα,  αποστρέφει  τήν 


κεφα?ιήν.  Ή  κορυφή  τοϋ  λόφου,  έφ'  οϋ  ΐστα- 
ται  ό  Έρμης,  εΙν(/.ι,  ώς  ϋά  ϊδίομεν,  το  τέρμα 
προς  ο  απάγει  ό  "Εχελος  τήν  Βασίλην. 

Το  δ?\.ον  τής  παραστάσεως  απομιμείται  φα- 
νερώς  γν(οστόν  μέρος  τής  ζφοφόρου  τοϋ  Παρ- 
θενώνος, είκονίζον  άρμα,  ου  τήν  όρμήν  τών 
ίππων  ανακόπτει  άνήρ  τις  (πομπευς  συνήθως 
κα?ιθύ[ΐενος),  ό[ΐοίοκ  τω  Έρ[ΐή  ήμώλ'  άνατεί- 
νων  τάς  χείρας. 

Σημειθ)τέον  δτι  το  [ΐέν  δνομα  ΕΧΕΛΟΣ 
γέγραπται  σαφώς,  το  δε  ΒΑΣΙΛΗ  έχει  το  πρώ- 
τον γράιιμα  ώς  Ι,  σώζει  δ'δμως  σαφή  ίχνη  τών 
δύο  τόξο)ν  τοϋ  Β.  Το  δνομα  δ'δμως  τοϋ  Έρμου 
γέγραπται  Ι  ΗερΙμης,  εξ  ού  σαφώς  καταφαί- 
νεται, δτι  πριν  ή  χαραχϋή  το  δνομα  ΕΡΜΗΣ 
έγένετο  εκ  παραδρο[ΐής  αρχή  χαράξεως,  έπι  τής 
πλευράς  ταύτης,  τής  έπΙ  τής  ετέρας  πλευ- 
ράς άναγραφείσης  κατόπιν  επιγραφής  ΕΡΜΗ  Ι 
ΚΑΙ    ΝΥΜφΑΙΣ.    Δηλαδή   τά   μεγά?ια   στοιχεία 

Ι        Η  Ι 

είναι  ή  έναρξις  χαράξεως  τών  [Ε]Ρ[Μ]Η[ΙΚΑ]Ι. 

Τά  νϋν  καταφανή  ?νείψανα  τής  πρώτης  χα- 
ράξεως [.ιετά  τήν  χάραξιν  τής  νέας  επιγραφής 
έκαλύφι)ΐ]σαν  βεβαίως  δια  γύψου,  φθαρέν- 
τος  έκτοτε,  [ΐή  ταράσσοντα  οΰτως,  ώς  νϋν,  τον 
άναγινιοσκοντα  την  Λ'έαν  έπιγραφ^ή^^ 

Περιγραφή   τής  ετέρας  πλευράς. 

Επί  δε  τής  ετέρας  π?ιευράς  τοΰ  μνημείου 
εΰρηνται  έπι  εδάφους  δ?ιως  επιπέδου  αϊ  εξής 
εξ  μορφαί. 

Ε'ις  το  αριστερό  ν  άκρον  τής  πλακός  ΐσταται 
προς  δεξιά,  τελείως  μεν  ανεπτυγμένη  το  άνά- 
στη^ια,  ά?ιλά  πάνυ  λεπτή  καΐ  νεαρά  κόρΐ), 
έχουσα  την  κόμην  τίίΐΛ'ία  άναδεδεμένηΛ',  φέ- 
ρουσα δε  βραχύν,  μόλις  μέχρι  τών  γονάτιον 
κατερχόμενον,  χιτώνα,  έφ'  ού  εΰρηται  έπίβλημα 
από  τοϋ  αριστερού  αυτής  ώμου  υπό  τον  δεξιόν, 
μόλις  προέχοντα  νεαρόν  μαστόν  αυτής,  κατερ- 
χόμενον καΐ  (ΐέχρι  [ΐόνον  τών  λαγόνων  καΟι- 
κνούμενον,  έζωσμένον  δε  περί  τήν  όσφύν  αυτής. 
Άμφοτέρας  τάς  χείρας  έχει  προς  τά  κάτω,  τή 
μεν  δεξιά  λα[ΐβάνουσα   ακροθιγώς  τήν   κάτ(ι) 


122  — 


ΙΊρώτιι   (αΰ•<)νπ(ΐ   εργ(»ν   ιΓ/ς   Κ'  κα)   Α'   έκατοντπί'η/ρίόίκ 


παρυΓ(  ί|ν  τοϋ  ΓΠ•ι|)λΓ|Η(/.τ()ς,  τί|ν  ί^'  (/.οιστρράν 
ί'χ()ΐΌ(ί  (ΐικπόν  τι  .γοο  γοΓ»  πίόματος  κ(χι  τοίις 
δακτύλους  ηίιτΓ|ς  χχνοναα.  (ός  συνοδεύουσκ 
ίν  τΓ|  κινΓ|πι•ι  «ύτηιν  τί|ν  προς  τοΛ'  (χπί\'(/.ντι 
αυτής  ίστάμΐ'νον  (ϊνδρα  ό[ΐι/άαΛ'. 

ΙΙρό  αυτής  εις  μικράν  άπόατασιν  ϊσταται, 
ώσει  μόλις  προσελΟώλ'  και  προς  (/.ύτήν  διαλε- 
γό[ΐρνος,  (ίνήρ  π(ογ(ΐ)νο(('όρυς,  έ'χων  την  κόμην 
κανία  πρριί)ι-δρ[ΐενιιν,  φέρων  δε  ίμάτιον  κατα- 
λεΐπον  γκμνοης  τους  βρίχχίονας  και  το  δεξιον 
μέρος  το  Ο  στήθους  μέχρι  τής  κοιλίας.  Τών  χει- 
ρών την  μεν  δεξιάν  έχει  προς  τα  κάτω  και 
ομοίως  έσχηματισμένην  τή  (χριστερά  τής  προ 
αυτού  κόρ^ις,  ήτοι  τΓ|  κινήσει  τών  δ(/.κτύλων 
συνοδεύει  και  (χύτός  ανεπαισθήτως  τήν  προς 
την  κόρην  διά?>,εξιν,  ενώ  τής  δεξιάς  αύτοϋ  προ- 
τάσσει τον  πήχυν,  (/.σαφούς  δμως  δντος  αν 
έκράτει  τι  μεταξύ  τών  δακτύλο^ν,  ώς  τού  λίθου 
μή  δντος  έξειργασμένου  κατά  το  μέρος  τούτο. 

Τού  ανδρός  δε  τούτου  περιβάλλει  τήν  όσφύν 
διά  τής  δεξιάς  έτερος  καθ'δλα  δμοιος  πωγω- 
νοφόρος  άνήρ,  κερασφόρος  δμ(ος  ών  και  κατε- 
νώπιον  εικονιζόμενος,  κέντρον  δε  τεχνικυν  άπο- 
τε?ιών  τής  δλης  παραστάσεοκ.  Τήν  άριστεράν 
δ'  αυτού  χείρα  έχει  καί)ειμένΐ]ν  προ  τού  αρι- 
στερού (ΐηρού,  ήρεμα  κινών  τους  δακτύλους, 
καΟ'  ά  κ(/.ί  αϊ  δύο  προηγούμεναι  μορφαί. 

Ό  κερασφόρος  ούτος  άνήρ  στρέφων  μικρόν 
τήν  κεφα?α]ν  προς  τά  οπίσω  διαλέγεται  προς 
τήν  αμέσως  παρ'αύτω  ίσταμένην  πρώτη  ν  τού 
συμπλέγ[ΐατος  τριών  νεαρών  γυναικών,  Νυμ- 
φών ώς  δηλοϊ  ή  έπΙ  τού  περιθωρίου  τού  αετώ- 
ματος τής  πλευράς  ταύτης  επιγραφή. 

Αϊ  τρεις  αύται  νύμφαι,  ποδήρεις  χιτώνας 
καΐ  ιμάτια  φέρουσαι,  άποτελούσιν  ώραϊον  σύμ- 
πλεγμα, αυτοτελές  μεν  τεχνικώς,  αλλά  συνδεό- 
[ΐενοΛ'  προς  τήν  λοιπήν  παράστασιν  διά  τής  συν- 
διαλέξεως,  ε'ις  ίμ'  προφανώς  ευρίσκεται  ή  πρώτη 
αυτών  μετά  τού  αμέσως  παρ'  αυτή  ισταμένου 
ανδρός.  Ή  νύ(ΐφη  αύτη,  έχουσα  κατ'  έξαίρε- 
σιν  τήν  κεφα?ν,ήν  πέπλω  κεκαλυμμένην,  είναι 
δλως  έστραμμένιι  προς  τόν  προς  αυτήν  στρε- 
φόμενον   κερασφόρον    άνδρα,    μεθ'  ου   ομιλεί 


εχοιισα  τάς  χεΐρ</.ς  ι  ν  [|  ι/,κριΐίώς  θέσει  έχει  τάς 
εαυτού  και  ό  προς  τί|ν  (5ραχυχίτωνα  κόρην 
διαλεγόμενος  πρώτος  τών  ήδΐ]  περιγρα<(έν- 
τίον    (/.νδρών. 

Έπι  τών  ώ[ΐοιν  τής  νύμφης  ταύτης  στηρί- 
ζει ο'ικείως  ή  δευτέρα  τών  Λπηκ^ών  τόν  δεξιον 
βραχίονα,  ου  ή  χειρ  άφείθΐ)  ακατέργαστος.  Τήν 
δ'  (χριστεράν  χείρα  έχει  έντε?Λ)ς  και')ειμέν7ΐν 
παρά  τάς  πτυχάς  τού  ιματίου.  Το  σώμα  αυτής 
είναι  έστρα(ΐμένον  κατενώπιον,  ένφ  ή  κεφαλτ; 
κλίνει  προς  τά  κάτω  στρεφόμενη  μικρόν  προς 
τήν  παρ'  αυτήν  ίσταμένην  τρίτην  τών  νυμφών, 
μεΟ'ής  συνομι^^εΐ." 

Ή  τελευταία  αύτη  νύμφη  έ'χει  άμφοτέρας 
τάς  χείρας  υπό  τό  ίμάτιον  κεκρυμμένας,  στηρί- 
ζει δε  δλον  τό  βάρος  τού  σώματος  έπι  μόνου 
τού  αριστερού  ποδός,  διασταυρούσα  τόν  δεξιον 
πόδα  υπεράνω  αυτού  προς  τά  δπισί)εν. 

Έν  γένει  δε  τό  δλον  τής  παραστάσεως  τής 
πλευράς  ταύτης  τού  ανάγλυφου  διαιρείται  εις 
δύο  [ΐέρη,  έ'χον  τήν  βραχυχίτοη'α  κόρην  δι' 
ικανού  κενού  άποκεχωρισμένην  άπό  τών  λοι- 
πών πέντε  παραστάσεων  τών  προς  αύιήν  άπο- 
βλεπόλ-των  ώς  άρτι  προσε?ιθόντο)ν  και  παρα- 
στάντων  προσώπαη'. 

Τέλος  ή  επιγραφή  τής  πλευράς  ταύτης,  αρ- 
χομένη άπ'  αυτής  τής  άνο3  τής  βραχυχίτωνος 
κόρης  αριστεράς  γωνίας  τού  αετώματος  και 
μέχρι  σχεδόν  τού  [ΐέσου  τής  πλακός  άναγινω- 
σκομένη,  έχει  ώς  εξής• 

ΕΡΜΗΙΚΑΙΝΥΜφΑΙΣΙΝΑΑΕΞΟΙΙ     Ι      Λ 

Ό  πρώτος  δημοσιεύσας  τό  ιινημεΐον  κ.  Τακ 
Δραγάτσης  άνέγνωσεν  αυτήν 

Έρμίϊ   Ηαί    Ννμφαις    ίνα    άέξθί(εν)  .  .  . 

Μετ' αυτόν  ό  γενικός  έ'φορος  τών  αρχαιοτήτων 
Καββαδίας  άνέγνωσε  πρώτον   μέν 

ΈρμΓ)   και   Νΰμφαισίλ'   Άλεξό  ί[έρει|α 

κατόπιν  δε 

Έρμτ)      κα'ι    Νύμίφαισιν   α'  .  .  . 

τέλος  δ'  ό  κ.  Αά.  λνΐΙΗείΓπ  παραδεχόμενος  ώς 
έμμετρον  τήν  έπιγραφήν  έση μείωσε  περί  αυτής 


12ί 


Τα   ανάγλυψα  πλην  τών  έπαυμβίων 


τα  έξης:    <Μετά  τάς  λέξεις:  'Ερμ[ι  και  Ννμ- 

>  φαιαιν  διακρίνονται  τα  έξης" 

ΑΑΕΞΟΙΙ     1      Λ 

■  φαίνεται  δε  δτι  τα  τελευταία  γράμματα  η  εν 
;  μέρει  [ΐόνον  ή  ουδαμώς  έχαράχθιισαν  έπΙ  τοϋ 

>  λί{)ου,  μέλλοντα  Λ'ά  συμπληρο){)ώσιν  απλώς 
»  δια  χρώματος,  δπως  συ[ΐβαίνει  καΐ  εν  αλλαις 
» έπιγραφαΐς,  π.  χ.  τη  αναθηματική  €ΐΑ  II 
»  1449,  έ'νθα  τον  ονόματος  Μνηαίϋεος  έχαρά- 
»  χθησαν  [ΐυνον  τα  έξης  Μ  II  Ι.  Έν  δε  ΑΑΕΞΟΙ 
::  κατά  πασαν  πιθανότητα  πρέπει  να  άναγνω- 
»  ρίσωμεν  το  δνομα  τοϋ  ίδρύσαντος  το  άνά- 
>θημα•    ή    αρχή    αύτοϋ    εΐναι    αναμφιβόλως 

>  ΑΛΕΞ'  έπειδί)  δε  το  δνομα  Άλεξομενος  δεν 
;  συμβιβάζεται  προς   τάς   έπομένας   γραμμάς, 

μόνον  \Αλέξων  ι")  Άλεζώι  υπολείπεται.  "Οτι 
ί  δε  άντι  τοϋ  Ω  υπάρχει  ο  έπΙ  τοϋ  λίθου,  έν 
^>  τή  έποχη,  εις  ην  ανήκει  τύ  άνάγλυφον,  ούδό- 
•:-'  λως  είναι  παράδοξον.  Τύ  τέλος  τοί3  έξα[ΐέ- 
:>  τρου  εξ  άπαντος  άπετέλει  το  ρήμα  άνέϋ-ηκεν. 

"Ωστε  λείπουσιν  έτι  δύο  συλ?ν,αβαι  [ΐετά  το 
»  δνομα•  ϊσως  τήνόε  δηλ.  στήλην,  ί)  τύνόε  δ))λ. 
>>  πίνακα.  Π  βλ.  €ΙΑ  IV,  2  15Ρ.1Ρ.  Ηοίϊπΐίΐηη, 
» 5γ1Ιο§•β  ερίι,^ΓίΐιτιπίίΐΙηπι  341  (Όίΐ;1:6η1)βΓί>•6Γ 
»8γ11ο§β2  588,47)  340  (δγ11ο§β  -  588,41) 
»369,  375,  376». 

Την  δε  γνο)μην  ημών  περί  τοΰ  τρόπου  καιΤ 
δν  δέον  νά  συμπληρωΰή  καΐ  άναγνωσΟή  ή  επι- 
γραφή, 9ά  εϊπωμεν  μετά  τήν  έρμηνείαν  τοϋ 
ιινιηιείου,  είς  ην  προβαίνο[ΐεν  νϋν. 

Ερμηνεία    των    παραστάσεων. 

Α '.    Πρώτη    πλευρά. 

Αί  έπιγραφαΐ  τοϋ  ανάγλυφου  διευκολύνουσι 
μεν  μέχρι  τινός  τήν  έρμηνείαν  τοϋ  θαυμασίου 
τούτου  [ΐνημείου,  άφίνουσιν  δμοκ  και  κενά 
πολλάς  γεννήσαντα  απορίας  και  αμφισβητή- 
σεις, άναγκαίαν  καθιστώσας  νέαν  λεπτομερε- 
στέραν  αύτοϋ  μελέτην. 

Ό  "Εχελος  έν  προίτοις  είναι  ήδη  γνωστός 
ώς  αττικός  ήρως  παρά  τον  Πειραιά  λατρευό- 


μενος,  και  δή  εκ  [ΐόνων  τών  έξης  αρχαίων 
μαρτυριών : 

Στέφανος  Βυζάντιος  έν  λ.  Έχελίδαι,  δήιιος 
τής  Αττικής,  από  Έχέλου  ήρωος•  ούτως  [ΚΥ 
ούτος  Α]  δ'  από  έ'λους,  τόπου  μεταξύ  δντος 
τοϋ  Πειραιέθ3ς  και  τοΰ  τετρακοψου  Ηρα- 
κλείου \  έν  ω  τους  γυμνικούς  αγώνας  έτίθεσαν 
τοις  ΠαναΟηναίοις•  ο  δηιιότης  Έχελίδης.  Τά 
τοπικά  εκ  τής  γενικής  τών  πληθυντικών. 

Ησύχιος  έν  \.  Έν  Έχελιδών.  'Έχε/.ος  ήρως, 
ώς  δε  έ'νιοι  έπίθετον  ήρωος,  από  τοϋ  έλος 
παρακεΐσθαι  τώ  ήρωω.  "Εστίν  δε  ό  Αθηναίων 
ιππόδρομος  έν  Έχελιδών,  έν  φ  ιππικοί  ήγοντο 
αγώνες  και  ναός  Έχέλου. 

Μέγα  Έτνμολ.ογικον  έν  /..  Έχε?.ος•  ήρως  παρά 
'Αθηναίοις  τιμοηιενος.  Και  δήμος  τής  Αττι- 
κής Έχελίδαι,  από  τοΰ  (παρα)κειμένου  έλους 
τω  τόπω,  έν  φ  ΐδρυται  τό  τοϋ  Έχέλου  άγαλμα• 
παρά  τό  έλος  έ'χειν,  Έχελος.  Και  Έχελιδών 
δήμος,  από  Έχέλιος  (810). 

Αντό&ί  έν  \.  Έν  Έχελιδών  (ν.  Ένεχελιδο)), 
τόπος  ΆΒήνησι  σταδίων  οκτώ,  έν  φ  αί  ίππο- 
δρομίαι•  από  τίνος  Έχέλου. 

Φοηίου,  ;\εξικ.  έ\'  λ.  Έχελιδώλ'•  τόπος  έχων 
Ιππόδρομον   από    Έχέλου   ονομασθείς. 

Σημειωτέον  δε  προς  ταύτα  δτι  κατά  μεν  τόν 
ΓΤο/Λίδεύκη  (Ι\',  105)  :  ^.Άβήνι/σι  τετράκωμοι 
ήσαν  ΠειραιεΧς,  Φαληρεϊς,  Ξυπεταίονες  και  Θυμοι- 
τάδαι»•  κατά  δε  τόν  Αάοΐρΐι  \\^ί1Ηβ1ηι  (έ.  ά.  σελ. 
139)  τό  τετράκωμον  Ήράκλειον  εκείτο  εκεί 
ένθα  νύν  ό  ναός  τοΰ  Αγίου  Ιωάννου  τοΰ 
Ρέντη.  Επομένως  τό  έλος  τών  Έχελιδώλ',  τό 
μεταξύ  τοΰ  Πειραιώς  και  τοϋ  τετρακοιμου 
τοΰ  Ηρακλείου  κεί(ΐενον,  εΐναι  τό  έ'λος  τοΰ 
νέου  Φα?α)ρου,  ένθα  καΐ  ευρέθη  τό  άνάγλυφον 
ημών.  Ή  μέχρι  τούδε  έλλειψις  επιγραφής  άνα- 
φερο[ΐένης  εις  δημότην  Έχελίδιιν  έκώλυε  τους 
περί  τών  δήικοΛ'  τής  Αττικής  άσχοληθέντας 
νά  παραδεχθώσι  τήν  μαρτυρίαν  τών  ανωτέρω 
λεξικογράφων  περί  τής  υπάρξεως  τοιούτου 
δήμου  '.  Ή  άνακάλυψις  δμως  τοϋ  ανάγλυφου 


'   Μ^1^Η]1δ£ε^,    ΕΓίαιιΙ.  Τεχί    ζ«    €ιΐΓΐίυ5  \ιηι3   ΙναυρβΓΐ,   Κ.-ιηειι 
νοΜ  ΑΐΙίοίΐ  Ι,  5.  36,  39,  Π,  δ.  6  ί. 


124 


Πρώτιι   (ΐη')(>νηη   Ι'ργοη•   της   Κ'   και    Λ'   ι'κίποντηΕτηρίίίος 


τοϋ  Ίν/ι'-λου  κατί'δειξη'  οτι  οί  Ί']/ι•:?α'{)αι,  ΓΪτε 
ώς  ί)Γ|[ΐος  εΐ'τε  ώς  [ΐέπος  τοπ  ^ήμου  της  π«ς)«- 
λί(χς  των  Φα?αιπί(ΐ)ν,  εκι-ιντο  («κριβώς  είς  την 
Οίσιν  τών  πίίοά  το  |ΐνη[ΐεΐον  τοΰ  Κ(/.()αϊοκάκη, 
ίν  Νι••(|)  ί1>(/./^Ίρ(ρ,  σ(ι)ζο[(έν(ι)ν  λεπ|κΑΌ)ν  αρχαίου 
δήμοΐ'  '.  Ίν/ί-ΐ  δ'  (/.κριβώς  έ'Οηκεν  ορθώς  τους 
Έχελίδας  ύ  ΜϊΙοΗΗοίΐιΜ•  εν  τώ  νείοτίίτο)  αύτοϋ 
πίνακι  τών  δήμων  της  Αττικής-. 

Τον  δι"  ίππ()δρο(ΐον  τών  Ά{)ην(ίί(ο\',  τον 
κατά  τάς  ανωτέρω  μαρτυρίας  κεί[ΐενον  Ρν 
ΈχελιΛών»,  καΐ  ου  πάντως  προστ(χτν]ς  ήρο^ς 
Γ|τ()  6  (ος  (χρματηλίχτης  εικονιζόμενος  έπΙ  τοΰ 
μνη[ΐείου  ή[ΐών  "Εχελος,  εΟιικεν  ό  €'αΓΐϊιΐί>  εΙς 
το  ομοιον  προς  στάδιον  κατασκεύασμα  το  κεί- 
[ΐενον  ύπο  τον  λύψον  τής  Μουνιχίΐίς  και  τον 
λόφον  τοΛ'  φέροντα  νϋ\'  το  γνωστόν  μνημεΐον 
τών  Γά?^,λων  και  "Αγγλων  (ϊδε  ΚαιηδαΙιη  εν 
τχ\  είκ.  92).  ' ίύΧ  ό  ΜίΙοΗΗοίεΓ  υρϋώς  παρετή- 
ρησεν  ήδη  ^  οτι  ό  δι'  [ππόδρ()[ΐον  δλως  ανεπαρ- 
κής ούτος  χώρος  εΐναι  πιθανο)τατα  το  στάδιον 
τοΰ  Πειραιώς.  Έξ  άλ?ιου  δε  ή  [ΐαρτυρία  οτι  ό 
ιππόδρομος  τών  Έχελιδών  ήτο  σταδίων  οκτώ 
και  το  γεγονός  οτι  ακριβώς  εκεί  ένθα  όνε- 
κα?ιύφΰη  τό  (ίνάγλυφοΛ'  οί  κάτοικοι  τών  νΰΛ' 
Αθηνών  έτέλεσαν  τάς  πρώτας,  ώς  νομίζω, 
εν  Ελλάδι  ίπποδρο[ΐίας,  ούδενός  άλλον  τόπου 
περί  τάς  Αθήνας  δειχθέντος  έκτοτε  καταλ- 
λη?^.οτέρου  προς  τοιούτους  αγώνας,  άγει  με 
εις  τό  συ[ΐπέρασμα  οτι  ό  ιππόδρομος  τών 
Αθηναίων  εκείτο  εν  Νέω  Φαλήρο)  προς  βορ- 
ράν  [ΐέ\'  τοΰ  μνημείου  τοΰ  Καραϊσκάκη  (ένθα 
νΰν  τό  νέον  ποδΐ]λατοδρόμιον)  καΐ  δή  εις  τό 
ξηρόν  έδαφος  τοΰ  κρασπέδου  τοΰ  έλους  ήτοι 
τό  [ΐεταξύ  τοΰ  βορείου  και  μέσου  μακροΰ  τεί- 
χους, ένθα  και  προσέθηκα  αυτό  εν  τω  ανω- 
τέρω άναδημοσιευομένω  (Είκ.  92)  άποσπάσματι 
τοΰ  γερμανικού  χάρτου  τοΰ  αρχαίου  Πειραιώς. 
Οΰτως  ή  θέσις  εν  ή  ευρέθη  τό  άνάγ?Λ»φον 
ή[ΐών  θά  εκείτο  εν  τω  μέσω  τοΰ  ιπποδρόμου 
τούτου,   δστις  ήτο   ό    μέγιστος  τών   γνωστών 


έλ/^ινικών  ίπποδρό(ΐων  έπΙ  τέσσαρα  περίπου 
στάδια  έκτεινόμενος,  0)ς  οκτώ  στ(/.δια  έχοντος 
τοΰ  στοίβου  αύτοΰ.  Τό  τεοί/στιον  τοΰτο  μήκος 
τοΰ  ίπποδριίμου  ούδ(')λ(ΐ)ς  έκπ/.ήσσει,  αν  ύπο- 
λάβωμεν  οτι  οί  Αθηναίοι  εύίρυώς  μετεχειρί- 
σϋΐ]σαν  ώς  θέατρον  αύτοΰ  αυτά  τά  παραλλή- 
?ι.ως  ταΐς  πλευραΐς  τοΰ  ιπποδρόμου  βαίνοντα 
μακρά,  τείχη.  Φρονώ  δε  οτι  τό  άνάγλυφον 
ημών  θά  ήτο  άνατείίειμένον  έπΙ  τής  τόν  ιππό- 
δρομον  εις  δύο  κατά  μήκος  χωριζούσης  ρά- 
χεως,  τής  .'ϊρίηα  υπό  'Ρωμαίων  καλούμενης  και 
διά  πλήθους  αναθημάτων  και  κοσμητικώΛ- 
αγαλμάτων  κόσμου [ΐένης. Ή  θέσις  αΰτη  τής  ανα- 
θέσεως ερμηνεύει  καΐ  τιρ'  σπανκοτάτην  ιδιότητα 
τοΰ  άναγ/ιύφου,  νά  (ρέρη  δηλαδή  έπ'(/.μφοτέ- 
ρων  τών  πλευρών  παραστάσεις,  ίνα  οίίτο^ς  αύται 
ώσιν  όραταΐ  υπό  τε  τών  περιθεΟΛ'των  την  νύσ- 
σαν  τοΰ  ιπποδρόμου  άγοη• ιστών  καΐ  τών  περί 
τί|ν  άκανθαν  εν  τφ  μέσω  τοΰ  ίπποδρό[ΐου  ισταμέ- 
νων άνθρο)πο}Λ',  έκείνοοχ'  ους  ό  Ξενοφών  εν  τω 
Ίππαρχικω  παραγγέλλει,  —  προκειμένης  τής  με- 
γά?ιης  έπιδεΓξεωςτών  ιππικών  δυνάμεο)ντής  πό- 
λεως, —  νά  έξελαύνωσιν  εκ  τοΰ  μέσου  τοΰ  ιππο- 
δρόμου οί  ίππαρχοι  τάξαντες  έπΙ  μετώπου  τάς 
εφίππους  φυλάς  καΐ  έμπ^νήσαντες  οΰτως  ίππων 
τόν  ίππόδρομον  '.  Έκ  τής  θέσεως  αύτοΰ  ταύ- 
της ίσως  έκρημνίσθη,  ή  πρότερον  κρημνισΟέν 
κατεχώσθΐ),  τό  άνάθηιια  ήιιών  υπό  μιας  τών 
και  νΰν  συνήθων  μεγάί^ων  πλημμύρων  τοΰ 
Κηφισού,  α'ίτινες  μεταβάλλουσιν  εις  π/ιωτήν 
θάλασσαν  τό  μέρος  τοΰτο,  τό  πάν  άνατρέπου- 
σαι,  παρασυρουσαι  καΐ  θάπτουσαι  υπό  σο^ρόν 
ί/.ύος.  ΆνασκαφαΙ  ένεργούμεναι  είς  τό  τόσον 
σαφώς  ένδεικνυόμενον  μέρος  τοΰτο  φρονώ  οτι 
θά  όποκαλύψωσιν  όλόκ?.ηρον  τό  σχέδιον  τοΰ 
μεγίστου  τών  τής  Έλ?»,άδος  άρχαίο^ν  ιπποδρό- 
μων, ώς  και  άλλα  αναθήματα  ανάλογα  προς  τό 
περί  ου  δ  λόγος  ενταύθα. 

Ώς    δ    "Εχελος,    περί   ού    δεν    γνωρίζομεν 


'  "Ιδε  τών  (5ί\•(οτερ(ο  ,τινάκων  τό  φϋλλον  II". 
'-'  ϋΙ)εΓ5ίο1ιΐ5ΐίαΓ[6  νοη  ΑΙίίοα  παοΗ  ΜίΙςΗΗοίβΓ. 
"  ΕτΙαυΙ.  ΤοχΙ  ζυ  ΟυτΗιΐδ  υηιΐ  ΚϊΐιρβΓΐ  Ι,  39. 


'  Ξενοφ.  Ίππαρχικός  3, 10.  "Οταν  γε  μήν  εν  τφ  ίπποδρόμφ 
ή  έπίδειξις  ΐι.  καλόν  μέλ•  οΰτο)  πρώτον  τάςασΟαι  ώς  άν  έ-τΊ 
μετώπου  έιιπλήσα\•τες  ίππων  τόν  ίππόδρομον  έξελάσειαν  τονς 
εκ  τον  μέσου  ανθρώπους  *. 


12δ 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


άλλο  τι  πλέον  των  υπό  των  άνωτέρο)  παρατε- 
θέντων  λεξικογράφων  αναφερομένων  ειδήσεων, 
οΰτω  καΐ  ή  ύπ'  αύτοΰ  άπαγο[ΐένιι  Βασίλη 
μόλις  είναι  γνωστή  εν  τή  αττικί]  [ΐυθολογία. 
Γνωρίζομεν  δηλαδή  μόνον  δτι  μεταξύ  τοΰ 
εν  Ά-θήναις  Διονυσιακού  ΰεάτρου  καΐ  τοΰ 
Ίλισοϊ)  ύπήρχεν  εν  ετει  418  π.  Χ. '  το  ιερόν 
τοΰ  Κόδρου  καΐ  τό  τοί3  Νηλέθ)ς  και  της  Βασί- 
?νης».  Τό  αυτό  ιερόν  αναφέρει  κοιι  ό  Πλάτων - 
ο)ς  κείμενον  καταντικρύ  της  τού  Ταυρέου 
παλαίστρας. 

Ζήτη[ΐα  έγεννήθΐ]  περί  τού  τίς  ή  Βασίλΐ] 
καΐ  οποία  ή  φύσις  αυτής,  τοσούτω  [ΐάλλον  δσω 
περί  της  υπό  τού  ανάγλυφου  μαρτυρουμένης 
απαγωγής  αυτής  υπό  τού  Έχέλου  ούδ'  ή  ελα- 
χίστη διεσο)θη  μαρτυρία  ή  νύξις.  Ό  Ε.  €ιΐΓίίιΐδ 
έφρόνει  δτι  ή  παρά  τους  βασι?^,εΐς  Κόδρον  και 
Νηλέα  λατρευομένη  Βασίλη  ή  το  «Δαίμων  τις 
προσωποποιούσα  τήν  φήμην  τής  αττικής  βασι- 
λείας».Ό  δε  ΙΙδβηεΓ  εκλαμβάνει  αυτήν  ως  βααί- 
λισσαν  τον  ΟϋραΐΌϋ  (Ηϊιτιιτιβίδΐίοηίοίη).  Τρίτος  ό 
γεν.  έφορος  Καββαδίας  φρονεί  δτι  άνεκά?ιυι|ιεν 
ούχι  μόνον  οποία  τις  ή  φύσις  τής  Βασί?ιης  ταύτης, 
άλλα  και  τά  ϊχνη  τής  εν  τη  Άττικη  ύπο  τού  Έχέ- 
λου αρπαγής  αυτής.  Γράφει  δηλαδή  δτι  εύρε 
σχετικόν  «ά'&ηναϊκδν  μϋ'&ον»  εν  τή  παρά  Διο- 
δώρφ  (Γ',  57)  διηγήσει,  καΰ-'  ην  Βασίλεια  τις 
καλου[ΐένιι  γυνή  <  ήτο  ΤιτανΙς  θυγάτηρ  τού 
>  Ουρανού  καΐ  τής  Τιταίας,  σύζυγος  τού  Ύπε- 
»ρίονος  καΐ  [ΐήτηρ  τού  Ηλίου  καΐ  τής  Σε?α]νης. 
»Έκμανής  γενο[ΐένη  έπΙ  δυστυχή μασι  των  τέ- 
»κνων  αυτής  περιεφέρετο  κατά  την  άττικήν  χώ- 
>ραΐ'  [ΐέχρις  ού  έγένετο  άφαντος».  Παραθέτει  δε 
ό  γενικός  έφορος  και  μέρος  τής  διηγήσεως  ταύ- 
της τοΰ  Διοδά)ρου  λέγοντος  δτι  κατ'  άκολουΐΚαν 
τής  λύπης  αυτής  έγένετο  εκ  μανή  ς  ή  Βασίλεια, 
μεθ'  δ  «των  τής  θυγατρός  παιγνίων  τά  δυνά- 
μενα ψόφον  έπιτελείν  άρπάσασαν  πλανάσθαι 
κατά  την  χώραν,  λε?αΐ[ΐένην  μεν  τας  τρίχας,  τω 


'   ΟΙΑ  IV.  2,  .53. 

-  Χαρμίδ.  153α.  —  Πβλ.  ΒβΓ^Ιί,  Ροεί.  Ι,γτ.  Ι.  249.— \νί1αηκ>- 
«•ίΐζ,  Ι^βοίίοηεδ  ερί§:Γ&ρΗίεαβ  5.  —  Ε.  ΟυτΙίυϊ  ΟεδΗΐηιιηεΙΙε  ΑΙ)- 
1ΐ!ΐηά1ιιιι§εη  Ι.  459.  —  ΙΙββπεΓ,  αοΙΙεΓη8.ιηοη  8.  230. 


δε  διά  τ(7>ν  τύμπανων  και  κυ  μ  βάλουν  ψόφο) 
ένθεάζουσαν,  ώστε  καταπλήττεσθαι  τους  ορών- 
τας. Πάντίΰν  δε  τό  περί  αύτην  πάθος  έλεούν- 
τοον,  και  τίνων  άντεχομέΐ'ων  τοΰ  σώματος  (παρά 
τΊ|ν  προς  τόν  δχλον  τών  ΰ^ητών  άπαγόρευσιν 
αυτής:  τού  αυτής  σοηιατος  ιιηκέτι  μηδένα  χΗ- 
γεΐν),  έπιγενέσθαι  π^^ήθος  δμβρου  και  συνεχείς 
κεραυνών  πτώσεις.  Ενταύθα  δε  τήν  μεν  Βασί- 
λειαν  αφανή  γενέσθαι».  Λοιπόν  εν  ταΐς  λέξεσι 
τού  Διοδοίρου  <  καί  τίνων  άντεχομένωΛ'  τού 
σοηιατος  (τήν  Βασίλειαν)  αφανή  γενέσθαι: 
ευρίσκει  ύ  Καββαδίας  δτι  <ύπολανθάνει  ή 
παρά  τω  Άθΐ]ναϊκώ  λαφ  εν  τοϊς  καθέκαστα 
διαδεδομένη  παράδοσις  περί  τΓις  αρπαγής  τής 
Βασιλείας  ή  Βασίλης  υπό  τού  Έχέλου». 

Δυστυχώς  ό  Διόδωρος,  παρά  τήν  ρητήν  δια- 
βεβαίωσιν  τού  γενικού  εφόρου  τών  αρχαιο- 
τήτων, ούδαμού  λέγει  δτι  πρ()κειται  περί 
«άτηκοϋ  μνϋ-ον  ,  ουδέ  δτι  ή  Βασίλεια  περι- 
εφέρετο κατά  την  άττικίρ•  χώραν  ».  Ταύτα 
πάντα  εΐναι  πίχρεμβολαι  αυτού  τού  Καββα- 
δίου  εις  τό  κείμενον  τού  Διόδωρου !  "Ολως 
τουναντίον  ό  Διόδίορος  ρΐ]τώς  λέγει  δτι  πάντα 
δσα  διηγείται  περί  τής  Βασίλης  ταύτΐ|ς  ήσαν 
μυθεύματα  έγχαιρια  τών  παρά  τόν  Ώκεανόν 
Άτλαντί(ον  περί,  τών  ι)εών  τής  χ(όρας  αυτών, 
τής  πάνυ  μ(/κράν  της  Αττικής  κι/.Ι  δη  είς  τά 
έσχατα  τού  αρχαίου  κόσμου  κειμένης!  Έξαλλου 
είναι  προφανέστατον  δτι  οΰτε  ή  ώς  μαινάς 
μετά  κυμβάλων  και  τύμπανων  περιφερόμενη 
γηραιά  Βασίλεια  (='Ρέα)  τών  Άτλαντίων,  ή  και 
πρεσβυτάτη  τών  1Η  τέκν(ι)ν  τίιΰ  Οϋραλ'οϋ  και 
μήτηρ  τέκνωΛ'  ήδη  άνδρωθέντων,  δύναται  νά 
εχη  οιανδήποτε  σχέσιν  προς  τήν  νεαράν  άττι- 
κήν παρθένον,  ήν  χαίρουσαν  απάγει  ό  'Έχε?^ος 
τοΰ  άναγ?ιύφου  ημών,  ούτε  ή  φράσις  τού  Διο- 
δα)ρου  δτι  ή  Βασίλεια  τών  Άτλαντίων  ήφανί- 
σ&η  ευθύς  ώς  τίνες  τών  τό  περί  αύτήλ'  πάθος 
έλεούντων  άντείχοντο  τον  σώματος  αυτής,  δηλοϊ 
άπαγίογήν  και  [ΐάλιστα  έκουσίαν  ώς  ή  τής 
ευχαρίστως  άπαγο[ΐένης  καΐ  έπι  τούτου  μει- 
διώσης  Βασίλης  τού  ανάγλυφου. 

Τούτων  πάντων  ένεκα   ό  Γερμανός   σοφός 


126   — 


ΙΙρα')/!/   (ΐ'ύ')ΐ)ΐ!(ί(ΐ   ϊ'υγ(ι)ΐ'    ιζ/ι;   /ί'   και   Λ'   ίκατοντίαΐίΐηιΊ'ίιις 


Μά.  ΜκνοΓ  (ε.  ά.  2^7,  αημ.  "2)  (/.ποκς)()ΐΊ(ΐ)ν  οηλ- 
?.ιΊ(5ί>ι1\'  πασαν  τίμ-  ί(_)|Π|νΓίαν  τίχύτην  τοϋ  γκνι- 
κοϋ  π(  όρου  των  (ίρ/ίποτήτίον  σηπριοΐ  όπίΐιοςοτι 
«τί|ν  π(χρά  τω  Λΐ()^(ί)ρ(|)  [κηραν  ίστ()πί(/.ν  περί 
της  Βοοιλείος,  ούσαν  εύικίίριστικήνέ'κδοσιν  τοί3 
ηΓίΊοι'  τΓ|ς  μΐ]τρος  των  θεών  Ρέας,  έδει  νά 
μ»|  έπικαλεσί)Γ|  ό  Κίχββίίδίας  προς  έρ[ΐηνείαν 
της  Β(χαίλιις,  μεΟ  ης  οΰδί•ν  έχει  το  κοι,νόν  . 

Ά/.λά  και  τί|ν  τετ(/.ρτην  ερ[ΐηΛ'είαν,  ην  προέ- 
τεινεν  (ίντι  τΓ|ς  τοΰ  Κ(λ|)|)(/.δίου  ό  Γερμανός 
ούτος  α()((()ς,  ι)ε(ι)ρ(7)  επίσ)|ς  άπορριπτέαν  καί 
άβάσΐ[(()ν,  αν  καΐ  εισηγητής  αύτν)ς  έγένετο  ό 
σοφώτατος  περί  τά  [ΐυΟολογικά  καθηγητής  ϋ. 
ΚοΗοΓΐ,  (ίπεδεξατο  δε  καΐ  ό  Ο.  Κογπ.  "Εχοντες 
δηλαδή  οι  τρεις  ούτοι  σοφοί  ύπ'δψιν  τήν  με- 
γά?αΐν  (ηιοιότητα  των  πολυπληθών  παραστά- 
σεων της  απαγωγής  της  Περσεορόνης  υπό  τοϋ 
συνεργόν  τον  Έρμήν  έχοντος  Πλούτωνος,  προς 
τήν  παράστασιν  τής  αρπαγής  τής  Βασίί.ης  τοϋ 
αναγλυΓρου  υπό  τοϋ  συνεργόν  εχοΛ'τος  τόν 
αυτόν  Έρ[ΐήν  Έχέλου,  (ρρονοΰσιν  δτι  ή  [ΐέν 
Βασί?αι  εΐναι  ή  βασίλισσα  τοϋ  "Αδου  Περσε- 
φόνη, 6  δε  άρματηλάτης  "Εχελος  ύ  αυτός 
προς  τόν  κλυτόπωλον  Πλούτωνα.  Οι  αύτοι 
ισχυρίζονται  δτι  ό  παρά  τήν  Βασί?αιν  εν  Αθή- 
ναις ?\,ατρευόμενος  ΝΊ]?^εύς  δεν  είναι — ώς  ιιέχρι 
αυτών  Ρ(('ρόνουν  οί  αρχαιολόγοι  \ — ό  περίφη- 
μος βασιλεύς  τής  Πύλου  καΐ  γενάρχης  των 
βασιλέων  τής  Αττικής  Νηλεύς,  άλλ'  αυτός  ό 
ανηλεής  βασιλεύς  τοϋ  "Αδου  Πλούτων.  Τέλος 
τόν  τήν  συνοχήν  τής  ερμηνείας  ταύτης  ταράσ- 
σοντα Κόδρον,  τόν  κατ'  ούδένα  λόγον  δυνάμε- 
νον  να  ταυτισΟή  προς  τίνα  των  χθονίο)ν  Ο^εών, 
έ'Οεντο  οί  αύτοΙ  εκποδών,  λέγοντες  δτι  πάντως 
ή  λατρεία  αυτού  προσετέθη  κατόπιν  παρά  τό 
ιερόν  τοϋ  Νηλέως  και  τής  Βασίλης. 

Τήν  εκ  πρώτης  όψεως  τόσω  σοφ)ήν  και 
πειστικήν  έρμηνείαν  ταύτην  δεν  παραδέχομαι, 
διότι  ή  έφ'  ης  κυρίο)ς  έβασίσΟί)  όμοιότιις  τής 
παραστάσεως  τοϋ  ανάγλυφου  ημών  προς  τάς 


παραστάσεις  τής  απαγωγής  τής  Περσείρόνης 
υπό  τοϋ  Πλούτωνος  είναι  δλο)ς  κατ'  έπίφασιν. 
Άλιμ'ΐώς,  ένω  ή  Περσρ((όνη  και  είκονΓζεται 
καί  λέγεται  0)ς  άπαχίΐεΐσα  δλως  άκουσα  και 
όλοφυρομένη,  τάς  χείρας  προς  τους  θεούς  και 
την  μητέοί/.  (/.ήτής  τείνουσα  καϊ  δια  φοη'ών 
άκουομένων  μέχρι  των  κορυφών  τών  ορέων  υλιλ 
τών  βυΠών  τοϋ  πόντου  έπικα?.ου(ΐένη  βοήθειαν 
κατά  τοϋ  στυγνού  άρπαγος  ',  ή  Βασίλΐ]  τοϋ 
άναγ?νύφου  ημών  απάγεται  εκουσίως  καΐ  χαί- 
ρουσί/..  Έξ  άλ?ιου  δ'  ο  άπάγων  αυτήν  νεαροηα- 
τος  και  ί?^αρός  ήρως  "Εχελος  ούδεμίαν  βεβαίο^ς 
παρουσιάζει  όιισιότι^τα  προς  τόν  οις  στυγνόν 
τήν  εκφιρασιν  καΐ  ώρΐ[ΐον  ήδη  ά'νδρα  είκονιζό- 
μενον  ((οβερόν  ϋεόν  τοϋ  "Αδου  Πλούτωνα. 
Τρίτον,  ενώ  εις  τάς  παραστάσεις  τής  αρπαγής 
τής  Περσεφόνης  ό  Ερμής  εικονίζεται  πάντοτε 
προηγού[ΐενος  καΐ  υδΐ]γών,  —  ϋ)ς  ψυχοπομ- 
πός,  —  προς  τό  ύπόγειον  τοϋ  "Αδου  χάσμα 
τό  άρμα  τοϋ  Πλούτο^νος,  έπι  τοϋ  ανάγλυφου 
ημών  πράττει  τά  εναντία,  ήτοι  αναχαιτίζει  - 
τήν  όρ[ΐιιν  τών  'ίπποιν  καΐ  σταματά  επί  λόφου 
έφ'ού  ανέρχεται  τό  άρμ(/.  (/.ντί  τοϋ,  ώς  έπΙ  πολ- 
λών παραστάσεων  τής  αρπαγής  τής  Περσε- 
φόνης, καταβυθίζεσθαι  είς  τό  χθόνιον  χάσμα 
τοϋ  "Αδου. 

"Ενεκα  τών  λόγων  τούτων,  αποκρούων  πάσας 
τός  μέχρι  τοϋδε  προταθείσας  ερμηνείας  τοϋ 
μνημείου,  άντιπ:ροτείνω  νέαν  έρμηνείαν  στηρί- 
ζοίν  αυτιών  διά  τών  έξης : 

Εϊδομεν  δτι  κατά  τίνα  τών  περί  Έχέλου 
αρχαίων  μαρτυριών,  τήν  τοϋ  Ησυχίου,  τό 
όνομα." Εχε?.ος  ήτο  τοιούτον  ήρωος,  ώς  (Υ  ενιοι 
έπί'ΰ'εχον  ήρωος,  άπο  τοϋ  έλος  παρακεΐαϋ^αι  τω 
ήρφω  .  Αοιπόν  τό  μόνον  ήρώον,  δπερ  γνωρί- 
ζομεν  ώς  παρακείμενον  τω  έ'λει  τών  Έχελι- 
δών  καί  δη    έ.τί   τοϋ   δεσπόζοντος   τοϋ   ζλονς 


'  Αιείι.  ΖβίΙ.  1885,  162  £. — Ε.  ΟυΓίίυδ;  δίΙζηη§5ΐ)εΓ.  ιΙογ  ΒογΙ. 
Αΐναά.  188.5,  437;  δίαι1(§β5οΗ.  νοη  ΑιΗβη  5.  79.  —  ΝνείζίϊοΙίεΓ: 
ΚοίοΗοΓ'δ,  ΜνίΗοΙ.  Ι.ΟΧ.  ί.  ά.  3.  110. 


'  Όμηρ.  "Υμνος  εις  Δήμητρα,  στίχ.  18  κ.  έξ:  '  άρπάξοις 
δ'  άέκουσαν  έπΙ  χρυσέοισιν  δχοισιν  ήγ'  όλοφυροιιέλην  ίαχησε 
δ"  άρ'  δρθια  φίονή  ?,  κτλ.  — ΟνεΓΐ)εο1ί,  ΚαηβίιηίΓΐΙιοΙοβίβ :  ϋε- 
ηιείβΓ  ιιηά  Κότα,  Α(1α5. 

-  Παράβαλε  Ικ  τής  ζωοφόρου  τοΰ  Παρθενώνος  τήν  εικόνα 
τοϋ  τμήματος,  ου  κατά  τό  υπόδειγμα  έποιήΟη  τό  (ϊρμα  τοϋ 
Έχέλου. 


127 


Τη   ανάγλυφα  πλην  τών  ίπιτνμβίίον 


λόφου  τοϋ  Νέου  Φαλήρου,  έφ'  ου  νϋν  το  μνΐ)- 
μεΐον  τώΛ'  Γάλλο) λ'  και  "Αγγλων,  είΛ'αι  το  θη- 
αέΐον  (ϊδε  είκ.  92)  ^. 

Ό  δε  ?^,ΟΓρος  τοΰ  Θησείου  τούτου  παρουσιάζει 
ακριβώς  το  αυτό  σχήμα,  δπερ  εν  μικρογραφία 
έ'χει  επΙ  τοϋ  άναγλιΉρου  ήμ(ϊ)ν  ό  λόφος,  έφ'  οΰ 
άγει  τή\'  Βίίσί/.ην  6  "Εχελος.  Κατά  ταΰτα  δυ- 
νάμεθα να  είκάσωμεΛ',  ότι  ό  "Εχελος,  ήτοι  ό 
έχων.  δη?^αδή  έξουσιάζων,  το  ελ.ος  επώνυμος 
ήρως  τών  Έχελιδών,  εΐλτη  αυτός  ό  θησεύς. 
Όπόσον  δε  προς  τον  Ηησέα  αρμόζει  ή  όλη 
έξίοτερική  παράστασις  τοϋ  νεαροϋ  άπαγωγέως 
της  Βασίλης  β?ιέπει  αμέσως  πάς  τις.  Έξ  άλλου 
πάλιν  ό  Θιισεϋς  εΙ\'αι  ύ  κ(ίτά  τους  Αθηναίους 
εφευρέτης  -  τοΰ  πολεμιστΐ]ρίου  τεθρίππου,  έφ'οΰ 
ακριβώς  βλέπο[ΐεν  τον  "Εχελον  άπάγοντα  τίρ' 
Βασίλην.  Προς  τούτοις  τα  Παναθήναια,  (ον 
αϊ  ίπποδρομίαι  έωρτάζοντο  εν  Έχελιδών,  ίδρύ- 
ΰησαν  κατά  την  άττικιιν  παράδοσιν  υπό  τοϋ 
αύτοϋ  Θησέως  '.  Τέλος  δε  καΐ  οι  ιππικοί  αγώ- 
νες τών  Θησείων  ήγοντο  έπίσιις  εν  τω  ιππό- 
δρομο) τών  Έχελιδών*. 

Οΰτω  τοϋ  Έχέλου  ταυτιζομένου  προς  τον 
Θησέα,  ή  Βασίλη  ούδεμίαν  σχέσιν  δύναται  να 
έ'χη  προς  την  Περσεφόνην,  ην  ουδέποτε  άπή- 
γαγεν  ό  Θησεύς.  Επειδή  δε  κατά  τίνα  άρχαΐον 
γραμματικόν  "  τό  Άγάμμεαι  έλέγετο  καΐ  άγάμμη 
<:  ώς  πρέοβεια  πρέσβη  κηΐ  το  βασίλεια  κατά 
συναλυιψτρ'  βασίλη  δυνάμεθα  να  ύπολάβω- 
μεν  ότι  ή  Βασίλη  ημών  είναι, —  ώς  ήδη  ορθώς 
ύπέλαβεν  ό  Ε.  ^ιι^1;^ι18 — ή  προσωποποίηαις  της 
βασιλικής  αρχής,  και  δή,  κατ'  έ[ΐέ,  εκείνης 
ακριβώς  ήν  ήρπασεν  ό  Θησεύς  από  τών  χειρών 
τών  έπ'  αύτοϋ  δυνατών,  διό  και  ούτοι  έμίσουν 


'  Άνδοκίδ.  Ι.  4δ.— ΟΙΑ.  1059.— ΜίΙοΙιΗοίεΓ,  ΕγΙΚιιΙ.  Τεχΐ  ζιι 
€υΓ(ίυ5  υη<1  ΚίυρϋΓΐ,  Καηοπ  νοη  Αΐίίοα  Ι,  38ί. 

■'  Σχόλια  Εις  Άριοτοφ.  Νεφέλας  Ιϊί^.  Πολεμιστήρια  κιιλυϋν- 
ται  τά  πολεμικά  ('ίρματα,  έ((ΐ' (Τιν  οπλίτης  έπι|5ε|ίΐ|κεν  ι'ίμα  τώ 
παραβάττ).  Ταϋτα  δ' έξεϋρεν  ό  Θησεύς. — Πόσους  δρόμονς•  εΙς 
δ"  εστίν  άπό  της  αφετηρίας  μέχρι  τοΟ  κα(ΐπτήρος.  ΟΙ  ό'  ηνίο- 
χοι κα{)(θπλισμένοι  ή?ιαυνον.  —  Τοϋτο  δ'  εΰρεν  ό  Θησεύς.  — 
Πόσονς  καμπτονς  πεποίηκας ;  εστί  δέ  είίρημα  τοϋ  Θησέ(»ς>. 

■'  Πλοιιτάρχ.  Ηηοεύς,  Ί\.  —  ΙΙαιισην.  8,2,1•  —  —χάλια  Πλά- 
τιον.  Παρμεν.  127  Α. 

■'  Α.  Μοιηηίδεη,  Κβδίε  άοτ  ίίΐϋάι  Αιΐιεη    δ    ΙΙΚί  (ί. 

■^  Στέφανος  Βυζάντιος  έ\'  λ.  Άγάμμεια. 


αυτόν,  κατά  τόν  Π?.ούταρχον,  «ώς άρχί/ν  και  βα- 
οιλείαν  άφυρημένον  εκάστου  τών  κατά  δήμον 
ευπατριδών  εις  εν  άστυ  συνείρξαντα  πάντας  ύπη- 
κόοις  χρήσΠαι  και  δού?.οις  > '.  "Αλλως  τε  δτι  ή 
Βασίλη  εΐναι  ή  προσο)ποποίησις  τής  βασιλικής 
αρχής  σαφιώς  δείκνυται  καΐ  υπό  τής  παρά  τόν 
Ίλισόν  τοϋ  άστεο)ς  λατρείας  αυτής  μετά  τοϋ 
άρχηγέτου  τών  αττικών  βασιλέων  Νηλέως  και 
τοϋ  τελευταίου  βασιλέο)ς  τών  ΆθιΐΛ'ών  Κό- 
δρου, έξ  οΰ  και  οί  Βασιλίδαι  τής  Ιωνίας  -. 
Κατά  δέ  τόν  Δίωνα  Χρυσόστομον^  ή  προσωπο- 
ποίησις  τής  βασι?ιείας  Βασιλεία  ήτο  <  δαίμων 
Διός  βασιλέως  εκγονος  >,  «εύειόής  και  μεγάλη», 
έχουσα  τό  πρόσωπον  φαιδρονόμον  καΐσεμνόν», 
ακριβώς  δηλαδή  όπως  και  ή  εικονιζόμενη  μεί- 
ζο)ν  τό  σώμα  τοϋ  Θησέως  Βασί?.η  τοϋ  άνα- 
γ/ιύφιου  ημών,  ης  καΐ  τό  πορφυροΰν  ένδυμα 
(ϊδε  οί,λ.  122)  άρ[ΐόζει  τή  προσωποποιουμένη. 
Δέον  επίσης  \'ά  μνημονεύσω  ενταύθα  δτι 
υπάρχει  εν  τω  ιιουσείφ  τής  Τεργέστης  έτερον 
μειιαρτυρημένης  αττικής  προελεύσεως  άνά- 
γ?Λ)φον,  ήμικίβδη?ιον  δυστυχώς,  είκονίζον  ώς 
ύμοτράπεζον  σύντροφον  τής  ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ  ήρο)ά 
τίνα  ΖΕΥΞΙΠΠΟΝ  καλούμενον '.  Τά  υπέρ  τόν 
ήρο)α  τούτον  ανηρτημένα  μετά.  τής  χλαμύ- 
δας δπ?^α  αύτοϋ,  θώραξ  καΐ  ξίφος,  τά  τόσον 
άρ[ΐόζοντα  εις  τόν  Θΐ]σέα,  πρύς  δέ  τό  όνομα 
Ζεύξιππος  τό  έπίσιις  άρ[ΐόζον  εις  τόν  πρώτον 
εν  Αττική,  έξ  ης  προέρχεται  τό  άνάγλυφον, 
ζεύξαντα  πολεμικόν  άρ[ΐα  Θησέα,  και  τέλος  ή 
παρά  τοί'ς  ί.τποδρυμους  μεμαρτυρημένη  ΰπαρ- 
ξις   χώρων  Ζευξίππων  καλουμένων "  άπό   τής 


5         —  Ρ 


αυτής  υπο  τιρο)ων  ι,ευξεως  αρ[ΐατ(ΰν,  αγουσι  [ΐε 


'  Πλουτάρχου  ΘησειΊς  ;!2,  πβλ.  και  24. 

-'  "ΙδεΤοορΚοτέν  Ι'^ιιΐ)"  -  νΥίεδολνι  Κοαί-Επο^οΐ  5.  ν.  Βαίίΐίιίαϊ. 

^  Λόγος  περί  βασιλείας  Α',  1.5. 

^  ϋοιιζο,  υΐ)θΓ  ^ΓΪοοΗίδοΗο  ΟταΐίΓβΠείδ  :  δϊΙζυπ^ϊΙίεΓίοΗΐε  ίΐετ 
ρΚίΙ.-ΗίδΙ.  €1α856  (36Γ  ΑίίΛ.  λνίεπί,  Βά.  71  (1872)  δ.  :!17  «. 
Ύϋί.  1.  (  =  €αγ1ιΐ5,  ΚεαυείΙ  ά'ίπΐϊςυίιέδ  Τοηιε  VI  ρ1.  XV,  1  — 
ΟΙΟ.  Ι,  92ϋΐ=€Ι.\  II,  1573).  —  ΡεΓν&ηο^Ιυδ,  ϋΐιεΓ  <138  Ρβηιί- 
Ιίεηιηαίιΐ  αιιί  α11§;Γίεα1ιΪ5θΗεπ  Οταίιβϊείηεπ.  (Ι,είρζί^)  δ.  16  ί.  70 
ίί.—  Κεηι  ε'.  ά.  δ.  44. 

"  Ησυχίου  Μιλιισίυυ  ΙΙίίτρια  Κοινοταντινουπόλειος  §  ί17: 
«Αουτρόν  μέν  αύτοίς  μέγιστον,  κατά  τόν  τοϋ  Διός  Ίππίου  β(ο- 
μόν  ή  τό  τοϋ  Ηρακλέους  άλσος  καλούμενον,  ένθα  τάς  Διο- 
μήδους  ίΐϋτόν    φασι   δαμάσαντα  'ί,Ίπους,  ΖεύξιπποΛ'  τό\•  τόπον 


—   128 


Πρώτη   <αϋ<>υπ(ΐ  Ι'ργα^ν   της   Κ'   κηΐ    Α '   ίκατονταηι/ηίύος 


εις  το  σιΐ[ΐπίη(/.αιΐ(ί  οτι  ό  Ζι  ινίιππος  κιά  )\  Π(/.-        ( 


σιλΐΊ'(ί  τοΰ  άττι/οΓι  τούτου  <ΐν(/.γλύ<('θυ  ί-ΐναι 
οί  (/.ΰτοι  -τρος  τον  (^ΐ((  ρΐ|/.άτΐ|ν  Ηιισκ*/.  "Εχΐ'λον 
κ(/.ι  τί|ν  Η(/.αί/.ιιν  τοΠ  (}.ναγλύ(('θυ  ημών. 

"Οσον  (^'(ί(|()ρ^  εις  τον  ΈριιήΛ'  τοΰ  άνίχγλύ- 
(|()ΐι  ί|πη)ν,  ^ΐ'ν(/.ιΐίί)α,  ρχοντκς  ύπ'  οψί-Ί  τί|ν 
.■τ(/.ρά  το  (ίρΐ((/.  τοΓ'  προατ(/.τ()ΐ)  ηοΜος  το)ν  ί-ν 
'Κγελώών  άγ(ί)ν(ΐ)ν  Οέσιν  αΰτοϋ,  να  έκλάβο)|ΐεν 
ΓχύτοΛ'  ώς  τον  ηγώνιον  ή  εναγώνιον  ή  άρματία 
'Ερμήν,  «ός, —  κατά  ΙΙίνδαρον,  «^/ώΓΗςέ^εί  μοΐ- 
ρήν  τ  ΛέΟλίον  '  .  Σιμιεκοτεον  προς  τούτοις  δτι 
ό  Παυσανίας  (IV,  32,  1)  όμΛών  περί  άγαλμίχ- 
των  Έρμου, ΊΙρ(/κλίουςκαΙ  θησέ(ος,  ιδρυμένων 
όμοϋ  εν  τω  γυ[ΐνασίω  της  Μεσσι')νΐ]ς,  και  έξη- 
γού[ΐενος  την  6(ΐοϋ  απεικόνισιν  αυτών  ?»,έγει  οτι 
«τούτους  [ΐί-ν  δη  τοις  πάσιν  Ε/.λΐ|σι  και  ηδη 
των  βίχρΙ'ίάροίν  πολλοίς  περί  τε  γυ[ΐν(χσΐ(/.  κ(/.ι 
εν  παλαίατραις  καθέπτηκεν  έ'χειν  εν  τιμΓ)». 
"Εχοντες  δμιος  ί'π'  δψιν  τί|ν  έπΐ  τοΰ  λόφου 
τοο  (ϊναγλύίρου  πτάσιν  τοΰ  Έρμου,  δυνάμεθα 
εύλογώτερολ'  νι"/.  ταυτίσοίμεν  αυτόν  ώς  «πύλιον 
άρματέα'-'»  προς  τον  προ  της  πυλίδος  τοΰ  τεί- 
χους τοΰ  Πειραιώς  λατρευόμενον  «Έρμήν  τον 
προς  τΓ]  πυλίδι  ■' >.  Ή  ττυλίς  αυτή  δύναται  μετά 
μεγίστης  πιΰανότητος  νά  ταυτισΟη  προς  την 
έπι  τοΰ  γερ[ΐανικοΰ  χάρτου  (είκ.  92)  δια  τοΰ 
Τ/ίΟ)-.-  σημειουμένίΐν  δευτερευούσης  σημασίας 
πύλη  ν,  δι  ης  συνεκοιν(όνει  ό  Πειραιεύς  προς  το 


όνομάοαι,  πολυτελώς  έγείρανιος  και  τόν  τούτ(;)  πλιιοιάζοντ(Λ 
χώρον  της  Ιπποδρομίας,  τοις  τοΰ  Διός  άνακείμενον  κοΰροις, 
ϊκρίοις  τε  και  στοαΐς  ίίιακοσμι'ιπαλ'τος  .  "Ιήε  και  τό  σχετικόν 
σχόλιον  διά  τό  τόν  Ήρακλεα  ίκεΐσε  ζεϋ|αι  τους  Ίππους  τοΟ 
Διομήδους  ύφ'  άρμα•.  —  Πβλ.  Ραοί}  -  \νί55θ«•&,  Κοα1-Εηο)•ο1ΰρ. 
Βά.  III  1  Η.  11-2δ. 

'  Όλιιμπ.  VI,  79. 

■  Κεν.  ίίΓοΙιέοΙ.  1877,  1,  119=υίιΐβηΐ3εΓ§εΓ,  5νΙ1.  370,  στ.  140. 

■'  ΔημοσΟ.  47,  %'2. — Άρποκρατίων,  Φο'ηιος  κα'ι  Σουίδας  εν  λ. 
ηρός  τγ}  πυίίδι  Έρμης  και  Έρμης  ό  προς  τη  πνλίδι.  Τήν 
πυλίδα  ταύτην  ό  ΜϋοΗΠοίει  (ε.  ά.  Ι,  39  ί.)  νομίζει  οτι  δέον 
ίσως  νάΰέσωμεν  παρά  τίμ'  κειμένην  έκτος  τών  μακρών  τειχών 
μεγά?.ην  βορείαν  πΰ/^ην  τοΰ  Πειραιώς-  ιΰΧ'  ό  ορισμός  τών 
πηγών  δτι  ό  ηρος  τη  ηνλί&ο  Έρμης  εύρίσκετο  « παρά 
ηνλώνα  τον  άττικόν»  ή  μάλλον  τόν  άστικόν,  ως  λίαν  επι- 
τυχώς διορΟοϊ  ό  Ι.εϊΐίβ  (Τορο^Γ.  σελ.  85  σημ.  10),  δεικνύει 
δτι  πρόκειται  περ'ι  τοΰ  μόνου  [.ιεταξύ  τών  μακρών  τειχών 
ευρισκομένου  και  προς  τό  άστυ  έστραμμένου  πτιλώνος,  ου 
πλΐ]σίον  ευρίσκεται  μόνη  ή  παρά  τόν  λόφον  τοΟ  Έχέλου  σΐ)- 
μειοιιμένη  πνλίς. 


λ[ΐεσ(ι)ς  παρακείμενον  (-)ΐ|σεϊον  τοΰ  λόφου  τών 
Έχελιδών.Ό  προ  της  πυλίδος  δε  ταύτης  ιστά- 
μενος 'ίσταται  σχεδόν  ίπ'  αύτοΰ  τοΰ  λόφου, 
έφ'  ου  τό  μέγα  τέμενος  τοΰ  Θησέως  Έχέλου. 
Τέλος  προς  τήν  έπΙ  τοΰ  λόιρου  τούτου  '/.</.- 
τρεί</.ν  τοΰ  Ί^ρμοΰ  συντρέχει  και  άλλος  τις 
πάνυ  περίεργος  λίίγος.  Τό  έπ'  αύτοΰ  δηλαδή 
τέμενί)ς  τοΰ  Θησέως  Έχέλου  παρουσιάζει  σπα- 
νιθ}τάτΐ]ν  τινά  ίδκίτητα,  ήτις  προεκάλει  τήν 
προσοχί|\'  7.(ά  εκίνει  την  <(•αντασίαν  τών  άρ- 
■/υ.ί«)\'  όσον  κίίΐ  ημ(Τ)ν  τίην  νεωτέρων.  Απο- 
τελείται τουτέστιν  ή  περιοχή  αύτοΰ  εκ  σωρείας 
μεγάλο)ν  αργών  ίσταμένο)ν  ή  κατακειιιένο)ν  εις 
άποστιχσεις  άπ'  άλλήλο)ν  λίϊΐων,  φαινομένων  εκ 
πρώτης  όψεως  ϋ)ς  τυχαίως  έκεΐ  έσπαρμένο)ν  '. 
Τα  τοιαύτα  /.οιπόν  αθροίσματα  μεγάλων  αργών 
λί()(υν  ώπέδιδον  οί  (/.ρχαϊοι  εις  τόν  Έρ[ΐήν, 
καλούντες  έ'ρμακας,  έρμαια,  έρμαίους  Λογούς 
και  ερ[ΐατα-,  ?.έγοντες  δτι  ό  Έρμης  πρώτος 
καχ)ήρας  τάς  οδούς,  ει  που  λίΟον  εύρεν,  άπετίϋει 
εξω  της  όδοΰ  -.  Ακριβώς  δ'είς  τά  κράσπεδα  τοΰ 
λόφου  τούτου  ευρίσκονται  δύο  τοιαΰται  άρ- 
χαΐαι  όδοι  ('ίδε  ε'ικ.  92).  Ούτως  ούδό?ι,ως  άπίθα- 
νον  είναι  δτι  ό  λόφος  ήτο,  εν  μέρει  τού/^άχιστον, 
ιερός  τω  Έρ[ΐν|,  και  μάλιστα  πρΙν  ή  ίδρυΟή 
έπ'  αύτοΰ  τό  Θησείον.  Φρονώ  /.οιπόν  ότι  ό 
Έριιής  τοΰ  άναγ/ι.ύφου  ημών,  ό  έπΙ  τοΰ  λόφου 
τούτου  </.ν(χχαιτίζων  τό  από  τοΰ  άστε(ος  κατά- 
γον  τήν  Βασίληλ'  άρμα  τοΰ  Έχέλου,  εικονίζε- 
ται ενταύθα  ώς  τοπικός  θεός  (Ι^οοαΙ^οΐΙ),  κατά 
τήν  λίαν  άγαπητήν  συνήθειαν  τών  αρχαίων 
καλλιτεχνών,  ην  Οέλομεν  Ιδεΐ  εφαρμοζόμενη  ν 
καΐ  έπι  πάσης  της  παραστάσεως  της  ετέρας 
πλευράς  τοΰ  άναγ?^ύφου  ή[ΐών. 


'  ΜίΙαΚΗϋίεΓ  ε.  ά. — Δυσπ'χώς  επισκεφθείς  πρό  τινο)ν  ιμιερών 
τό  μοναδικόν  τούτο  εν  Ελλάδι  τέμενος  κατεπλάγΐ)ν  ίδών  δτι 
άρδιρ  κατεστράφη,  ουδέ  λιθαρίου  άφεθέλτος,  εις  τρόπον  ώστε 
ουδέ  τήν  βέσιν  τού  τεμένους  δύναται  νά  διακρίνη  τις  πλέον ! 

Ή  ένεκεν  άσυγγνοΊστου  άμελειοις  συντελούμενη  κατά  τΐ)ν 
τελευταίαν  ταύτην  δεκαετίαν  καθ'  άπασαν  τήν  Ελλάδα  κατα- 
στροφή τών  αρχαίων  κινεί  άί.ηΟώς  εις  άγανάκτησιν  κα'ι  μεγί- 
στη ν  λύπ))ν. 

'■'  Όμήρ.  Όδύσ.  π.  471. — 2χόλια  Ευσταθίου  αυτόθι. — Στρά- 
βων 8.  343  κα'ι  17,  818.— Παυσαν.  8,  34,  6. —  Δίοη•  Χρυσόστ. 
78  ρ.  420  Κ.— ΡιεΙΙεΓ  -ΚοΙϊεΓΓ,  Οηεείι.  ΜγΛοΙ.  δ.  38δ,δ  και  401. 


—    129 


Τα  ανάγλυψα  πλην  των  ίπιτνιιβκον 


'Α\ν  ζ^(^ηύ.  τις  Λ'ΰ\'  άπορων,  ποίαΛ'  ση[ΐασίαν 
δύναται  να  εχΐ]  ή  παρά  τοϋ  Θησριος  αρπαγή 
εκ  τοϋ  άστεως  της  Βασι?.είας  και  (ΐεταορορά 
αυτής  εις  το  παρά  τά  τείχη  τοϋ  Πειραιώς 
όχυρόν  τέμενος  αύτοϋ;  Διότι  βεβαίως  ή  απα- 
γωγή αΰτη  δεν  δύ\'αται  ή  να  άναορέρηται  ε'ις 
πο?ατικό\'  τι  γεγοΛ'ος,  εστοο  και  εφήμερον,  ώς 
εφήμερος  φαίνετ(/.ι  Αλ'  ό  ουδέν  άλλο  λείψανον, 
έκτος  τοϋ  παρόντος  άναγ^^,ύφου,  καταλιπών  εν 
ττ)  αττικί)  μυθολογία  [ΐϋθος  τής  απαγωγής 
τής  Βασί?.ιις  εις  Πειραιά  εκ  τοϋ  παρά  τον 
'Ιλισόν  τοϋ  αστείος  τε[ΐένους  αυτής,  εν  φ  γνο)- 
ρίζομεν  οτι  έλατρεΰετο  ί']δη  εν  έ'τει  417  π.  Χ. 
Τοιοϋτον  πολιτικόν  γεγονός  υπάρχει  ευτυχώς 
εν  τή  ιστορία  τών  ΆΟηνώΛ'. 

Εϊδθ[ΐεν  ήδη  ανωτέρω,  οτι  δόκΐ}ΐοι  αρχαιο- 
λόγοι ι)ε(ΰροϋσι  τύ  άνάγλυφον  ημών  ώς 
αμέσως  με\'  μετά  την  ζίοοφόρον  τοϋ  Παρθε- 
νώνος ποιΐ]Οέν,  σύγχρονον  δε  τΓ)  εν  τώ  Κερα- 
μεικω  στήλη  τοϋ  Δεξί?ιεω,  τή  ίδρυθείση  εν 
έ'τει  394  3  π.Χ.  Λοιπόν  γνοορίζοιιεν  πάντες  οτι 
έ'τη  τινά  πρότερον,  καΐ  δή  εν  έ'τει  403  π.  Χ.,  ή 
εν  Αθήναις  πολιτική  ισχύς  τοϋ  δήμου,  ην 
προς  τοις  άλλοις  έξεπροσώπει  ό  άρχων  βασι- 
λεύς και  ή  βασίλισσα  κάλου [ΐένΐ]  σύζυγος  αύτοϋ, 
έφυγαδεύθη  εις  τον  Πειραιά  καταλαβοϋσα 
τον  λΟΓρον  τής  Μουνιχίας  και  τον  άείποτε  ώς 
προμαχώνα  ταύτης  κατά  τοϋ  άστεως  χρησι- 
μεύσαντα  γειτονικόν  λόφολ',  έφ'  ού  το  προς 
όχύρωμα  στρατοπέδου  όμοιάζον  τέμενος  τοϋ 
Θησέως  Έχέλου.  Εννοώ  δηλαδή  τά  έπι  τών 
τριάκοντα  τυράννων  πασίγνωστα  ιστορικά  γε- 
γονότα, ότε  έ'νεκα  τής  άφορήτοΐ'  τυρα\'νίας 
<.<έξ)]ρΐ]μώ{)ιι  το  άστυ  διά  τής  (ρυγής  τώ\'  διμιο- 
κρατικών,  ών  ύπερπεντακισχίλιοι,  κ(ίΐ  δί|  οι 
όντες  μετέωροι  προς  την  κατά?α)σΐΛ'  τής  δυ\'(ί- 
στείας  τών  30  τΐ'οάννων  ,  κατέΓρυγον  εις  Πει- 
ραιά, ού  οί  κάτοικοι  σ(ρόδρα  έ[ΐίσουν  τους  τριά- 
κοντα εΛ'εκα  κυρίως  τής  ύπ'  αυτών  σκοπί|.ιου 
καταστροίρής  τών  τειχών  και  τής  θαλασσίας 
επικοινωνίας  τοϋ  Πειραιώς.  Τότε  λοιπόν  οί  τήν 
Φυλιιν  πρό  μικρού  καταλαβόντες  χίλιοι  περί 
τόν  Θρασύβουλον  κατήλθον  διά  της  κοιλάδος 


τοϋ  Κη((  ισοϋ  και  είσπηδήσαντες  νύκτωρ  εις 
τοΛ'  Πειραιά  κατέλαβον  τόν  <  έρη[ίον  καΐ  καρ- 
τερόν  λόφον  τής  Μουνιχίας,  ένθα  όχυρωθέν- 
τες  ένίκησαν  ευθύς  κατόπιν  το  έπιτεθέν  στρά- 
τευμα τών  τυράννωΛ',  φοΛ'εύσαντες  τους  αρχη- 
γούς αύτοϋ  τυράννους  Κριτίαν,  'Ιππόμαχον 
καΐ  Χαρμίδην  και  καταδιοΥξαντες  (ΐέχρι  τής 
πεδιάδος  τους  ολιγαρχικούς  ^ 

Ούτως  ή  βασιλεία  τοϋ  δήμιου  τών  Ά•θη- 
ναίων,  ής  σπουδαΐον  μέρος  έξεπροσώπει  ύ  άρ- 
χων βασιλεύς  μετά  τής  συζύγου  αύτοϋ  βασιλίσ- 
σης, καταχθεΐσα  ύπό  τοϋ  Θρασυβούλου  και 
τών  περί  αύτΟΛ'  δη[ΐοκρατικών,  έγκαίΐιδρύθΐ] 
ισχυρώς  εις  τό  στρατόπεδον  τής  Μουνιχίας 
καΐ  τόν  κύριον  κατά  τοϋ  άστεως  προ[ΐαχώ•\'α 
αυτής  λόιρον  τοϋ  Θησέως  Έχέλου.  ΈπΙ  τοσού- 
τον δ'  ηύξήθΐ)  τότε  ή  δύναμις  τοϋ  περί  τόν 
Θρασύβουλον  δή[ΐου  διά  τής  πανταχόθεν  συρ- 
ροής τών  δημοκρατικών,  ώστε  απέκλεισαν  ■καν 
έπολιόρκησαν  έν  τω  άστει  τους  ολιγαρχικούς, 
κυριαρχοϋντες  τελείως  τής  πεδιάδος  καΐ  πρό 
παντός  τοϋ  αμέσως  ύπό  τόν  λόφον  τοϋ  Έχέ- 
λου έλους  τών  Έχελιδών.  Ή  πολιτική  αύτη 
κατάστασις  διήρκεσεν  έπι  επτά  μήνας,  ήτοι 
από  τής  κατά  μήνα  Ίανουάριον  τοϋ  403  π.  Χ. 
κατα?^μ|ιε(ΰς  τής  Μουνιχίας  ύπό  τοϋ  Θρασυ- 
βού/α;)υ  (ΐέχρι  τοΰ  Ιουλίου  τοϋ  αύτοϋ  έτους, 
δτε  ό  Θρασύβουλος,  δια/.λάξας  τους  ύπερι- 
σχύσαντας  οπαδούς  αύτοϋ  προς  τους  έ\'  τή  πύ- 
λει  ολιγαρχικούς,  συνφκισε  και  π(<λι\',  ως  νέος 
τις  Θησεύς,  τους  Αθηναίους  έν  τω  άστει  έγ- 
κ(ίθιδρύσας  έκ  νέου  έκεΐ  τίρ•  β(ίσι?^εία\'  τοϋ 
δη  [ΐοκρατικοϋ  πολιτεύματος. 

Φρονώ  λοιπόν  ότι  διαρκοϋντος  τοϋ  έπταιιή- 
νου,  ΥΜ.'Ο' ϊ)  ό  δήιιος,  ού  τήν  ίσχύν  προσωποποιεί 
ή  Βασίλη  τοϋ  (ίναγλύφου  ημών,  ήτο  εγκαθι- 
δρυμένος έν  Μουνιχία,  έπλάσθη  ό  μΰθος  τής 
ύπό  τοϋ  Θησέως  Έχέλου  έκουσίας  καταγωγής 
τής  Βασίλης  έκ  τοϋ  παρά  τό  άστυ  ιερού  αυτής 
εις  τόν  υπέρ  τό  έλος  τών  Έχελιδών  λόφον  τοϋ 
νέου  Φαλήρου.  Ή  ζωηρώς  έξημμέΑ'η  ποιητική 


ϊεν<Κ(χΤ)ντο;   Ελληνικά  2.4,10  κέξ. —  Δκιίίιόοοιι  14, ;ί2 -;!.'!. 


130 


ΙΙρυηι/   (ΐΐϋουπίΐ  Ρργαη•  της  Ε'   κ<ά   ,1 '  ^κατοντα^τι|η!ϊ)(ις 


φαντασία  τοη-  εν  Πειραιεΐ  (>ιιμοκί)ί/.τικών  !)(/. 
παρρβαλ?;.ε  τυύς  έπΙ  τοϋ  (")ιισεο)ς  (ίυνατους  ολι- 
γαρχικούς, άψ'ών  (χίριΊρεσε  το  πάλαι  ύ  Θησευς 
την  Β(/.α(λΐ|ν,  προς  τοπς  ΪΜ)  τυράννους,  άφ'  ων 
νΰν  ί'ιρποιαΓ,  την  πολιτικην  ίσ/πν  ό  περί  τον 
νέον  ηρ(ΐ)(/.  Θρασύβουλον  (^Γμιος,  καταγαγών 
και  έγκ(χταστήσας  (χύτήν  εις  τήν  Μουνιχίαν 
κα)  το\'  λίκρον  τοϋ  Ύ^'/βΐΜν  Θησέως. 

Ηε|5(χίως  δε  κατά  το  έπτά[ΐην()ν  εκείνο  βια- 
στή (ΐα  τής  κατοχής  υπό  τοΰ  δήμου  της  Μου- 
νιχίας, κ(ίΐ  μιίλιστα  διαρκούσης  τής  μετά  την 
παρε(ΐβασιν  τοΰ  (ρίλα  φρονοϋντος  τοΙς  δη[ΐο- 
κρατικοΐς  βασιλέο^ς  τής  Σπάρτης  Παυσανίου 
άνακοχής  κ(/.ι  των  κατ'  αυτήν  προς  τους  ήττη- 
ϋέντας  ολιγαρχικούς  διαπραγματεύσεονν,  οι  εν 
τή  Μουνιχία  Όά  έτέ?ιεσαν  εν  τω  ίπποδρό[ΐω 
των  Έχελιδών  ιππικούς  (ΐγώνας  κ(ίΙ  [κίλιστα 
αρμάτων  πολεμικών,  οΐον  το  τοϋ  τάς  πολεμικάς 
άρματοδρο[ΐίας  εύρόντος  Θησέως  Έχέλου.  Διά 
τούτο  δί•  (ρρονώ  δτιτο  άνάγ^^υφον  ημών  δέον  να 
ΰεωρηΟΓ)  άνάι)Ί]ματοΰ  τελέσαντος  τάς  ιπποδρο- 
μίας ενόπλου  δή[ΐου,  τής  επιγραφής  τοΰ  άναθή- 
μ(/.τ()ς  δυναμένης,  κατ'  έμέ,  ν'  άναγνωσθή  άνευ 
διορΰώσεώς  τίνος  τών  φανερώς  γεγραμμένων 
γραμμάτων  και  συμφο)νως  προς  αυτά  τά  φιαι- 
νό[ΐενα  λείψανα  ώς  εξής  \  προεξυπακουομέν(ΐ)ν 
τών  τήν<)ε  την  ατήλην  άνέϋηκεν : 

' ΕρμϊΊ    και    νί'ΐιιι  αι;,    ΐ)•(ΐ    αίξοι/εν,    ό/    όίημος/. 

Είναι  ά?>,ηθές,  δτι  σπουδαΐον  κο3λυ[ΐα  πρύς 
παραδοχήν  τής  αναγνώσεως  ταύτης  εΐναι  το  δτι 
ό  τύπος  άέξω  άντΙ  αΰξω  δεν  εΐναι  πεζολογικός, 
ένφ  ή  επιγραφή  φαίνεται  γεγραιιμένη  άνευ 
μέτρου.   Το  κώ?^υμα  τούτο  εΐναι  τυσφ  σπου- 


'   "Ιδε   την  ένταϋΟα   πανθ(ΐοιότ\ιπον  τής    έπιγρα(ρής  εικόνα 
άρ.   93. 


δαΐον,  οΊστε  όμο/.ογώ  δτι  δεν  ϋά  έτόλμων 
νά  προβ(χ/.ίι)  τοιαύτην  </.ν(/.γνο)σιν,  αλλά  !)ά 
εκρινον  πολύ  πρ(^τιμοτέραν  καΐ  αύτίμ-  τΐ|ν  δεο- 
μένην  μεταβο/νών  και  μη  τά  γράμματα  άνα/ν- 
/.οίωτα  διαφ^υλάττουσαν  άνάγνωσιν  τοΰ  δεινοΰ 
επιγραφικού  κ.  λνΐΙΗβΙιη,  αν  ακριβώς  δεν  ύπήρ- 
χεν  ενταύθα  όλως  ιδιαίτερος  τις  /.όγος  ένδει- 
κνύων,  διά  τής  χρησΐ[ΐοποιήσεο)ς  τοΰ  τύπου 
άέξο),  δτι  ορθώς  έμαντεύσαμεν,  δτι  το  ανά- 
θημα άφιερώθη  υπό  τοΰ  εν  Πειραιεϊ  περί  τόν 
Θρασύβουλον  δήμου. 

Ό  λόγος  δ'οΰτος  φαίνεται  μοι  δτι  εΐναι  ό  εξής. 

Ώς  εϊπομεν,  δ  τύπος  άέξω  άπαντα  μόνον 
παρά  ποιηταΐς.  Υπάρχει  δ'δ[ΐ(ΐ)ς  μία  και  ιιόνη 
έξαίρεσις,  ή  δ'  έξαίρεσις  αύτη  εύρηται  εν  περι- 
φήμω  πεζω  κειμένο),  δπερ  δύναται  νά  λογι- 
σΟή  ώς  το  εύαγγέλιον  τού  εν  Πειραιεϊ  δήμου, 
διότι  αληθώς  ουδέν  άλλο  κείμενον  άπεκρυ- 
στάλλωσέ  ποτέ  εύγ/ι.ωττότερο\'  τάς  κατηγορίας 
κατά  τού  μοναρχικού  και  ολιγαρχικού  πολι- 
τεύματος και  την  ύπεράσπισιν  και  έξύμνησιν 
τοΰ  δημοκρατικού  πολιτεύματος  εκείνου  ακρι- 
βώς, δπερ  τότε  ήγωνίζοντο  νά  έπιβάλωσι  βία 
και  πειΟοΐ  εις  τους  ολιγαρχικούς  αυτών  συμ- 
πολίτας  οι  εν  Πειραιεϊ  δημοκρατικοί.  Το  κείμε- 
νον τούτο  είναι  τύ  εξής" 

'ϋ  τότε  εις  τάς  χείρας  πάντιον  τών  Έλλήνο)ν 
ώς  προσφιλές  άνάγνοοσμα  ευρισκόμενος  πατήρ 
τής  ιστορίας  Ηρόδοτος  ιστορεί  (Γ',  61-88),  πώς 
οί  Πέρσαι  έφόνευσαν  τους  δι'  απάτης  κατα- 
λαβόντας  τόν  θρόνον  μάγους  τους  περί  τόν 
Ψευδοσμέρδιν.  Μετά  τόν  φόνον  τών,  ο^ς  οί 
τριάκοντα  τύραννοι  τών  Άθΐ]νών,  παρείσακτων 
εκείνων  ανδρών,  οι  Πέρσαι  ευρέθησαν  ακρι- 
βώς είς  την  αυτήν  πολιτικην  κατάσταση-,   εις 


Ε  ΡλαΜ(Κ.ΔΙΗ  ΥλλΦα 

£ 

Ι  Η  Α  Α  Ε  Ι 

0     Ι    Ι 

Ι   ■^ /-^  ■///Μ/0''^Μ 

Άν(ίγλ•(;ΐ)σ(;     Καββαδία 

Α 

1    Κ 

Ρ  Ε  Ι  /\  /Μ/////0///Μ 

Χνίΐΐΐϋίπι 

Α 

1    Η 

Ι-...;  Α  Ϊίβ//////////////Μ 

!••.Ι   Ο  Α  1•••  ^-^  ^  - 

»■              ΣβοροηΌΐ' 

Ε 

ΕΙκών     93- 


131 


Τα   ηνάγ?,υφα  πλην  των  ίπιτνυβίίύν 


\\ν  και  οι  Άθΐΐναΐοι  των  έπασχολουΛ'τοίν  ημάς 
χρόνων.  "Οπως  δη/^αδή  διαρκουσών  των  [ΐετά 
την  κατάλυσιν  των  τριάκοντα  και  τίιν  έγκα{)ί- 
δρυσιν   των   δέκα    ανδρών  διαπραγ[ΐατρύσε(θν 
προς  ε'ιρηΛ'ευσιν  τών  άλληλομαχούντω\'  Αθη- 
ναίων, ούτοι  είχον  διαιρεΟή  εΙς  τρία  κόμματα, 
τοί3  μεν  εν  ΠειραιεΙ  και  Μουνιχία  δήμου  υπερα- 
σπίζοντος την  έγκαΟίδρυσιν  της  απολύτου  δη- 
μοκρατίας, τών  δε  εις  τους  εν  τω  "Αστει  κα\ 
τους  εν  τη  Έλευσινι  διαιρεθέντων  ολιγαρχι- 
κών έπιΌυμούντο)ν  τών    μεν  την   όλιγιχρχίαν, 
τών  δε  απόλυτον  ύπ' αύτον  μάλιστα  τον  Λακε- 
δαΐ[ΐόνιον   Λύσανδρον   τυρανΛ'ίαν  ',   ούτω  και 
οι  Πέρσαι  έ'θεντο   τότε    βουλην   περί  τοϋ  τίς 
προκριτέα,  ή  άπ(')λυτος   μοναρχία,  ή  ολιγαρχία 
ή  ή  δ»]μοκρατία.  Τότε  ?ιθΐπόν  ύ  το  δημοκρατι- 
κόν    πολίτευ[ΐα    προτιμών    Πέρσης    μεγιστάν 
'Οτάνης  έξεφοόνησε  σιη'τομον  λόγοΛ',  έν  φ  8αυ- 
[ίασίίος  εκθειάζονται  τα  (/.γ(ίί)ά  τοϋ  δΐ)μοκρα- 
τικοΰ  πολιτεύματος-,  κατακρίνεται  δε  ή  μοναρ- 
χία καΐ  ή  όλιγαρχία.Ό  περίφημος  ούτος  λόγος, 
—  δστις  βεβαίως    ΰα  ήτο  προσφιλές  ανάγνω- 
σμα  τοις   περί   τον  Θρασύβουλον  δΐ)μοκρατι- 
κοΐς    και  ή  (5πλοθήκη,    (!(()'   ης  ήντλουν    επι- 
χειρήματα   οι    προς    τους    ολιγαρχικούς    και 
μοναρχικούς   συζητοΰντες  τότε   περί  πολιτεύ- 
ματος ρήτορες  καΐ  πρέσβεις  τοϋ  έν  Πειραιεΐ 
δήμου  ■', — περατοΰται  δια  τής  φράσεως  «Τί•&ε- 
μαι   ων   γνώμιρ'  μετέντας  ήμέας  μονναρχίην  χ6 
πλη'ΰ'ος  άέξειν.'  Εν  γαρ  τω  πολλώ  έ'νι  τη  πάντα». 
Έκ    τοϋ   περκρή[ΐ()υ    λοιπόν    τούτου   παρά 
τοις  δη[ΐυκρατικοΐς  κειμένου  φ)ρονώ  δτι  έλή- 
φΌ))  ύ  άλλως    (ΐοναδικός    παρά   πεζ(ΐΤς  τύπος 
τοϋ  ρήματος  άέξοιεν  τής  τοϋ  αναθήματος  ημών 
επιγραφής,  δι'  ης  υ  δή[ΐος  ηΰχετο  Έρμη,  —  τώ 
ούχι   μχη'ον   ϋ)ς  έναγωΑ'ίίο   (χλλά  και   0)ς  ανξι- 
()>///ω^   λατρευομένω,  —  και  τ(χΐς  Νύμφαις,  ίνα 
άέξοιεν,  δηλαδή     βοηΟήσ(οσι    καΐ     αύξήσωσιν 

'  Ε.  Κουρτίου,  Ελληνική  Ιπτοπία  (μρχάιρρ.  2£.  Λιαυτρου) 
τόμ.  Δ'  σελ.  53  κέ|. 

'  Ήρόδοτ.  Γ',  80  κέξ. 

^  Πβλ.  τόν  παράλληλον  λόγον  <»■  κ'ίίφιόνησεν  ό  Θρασύβου- 
λος πρό  πάντον  τών  κυ(ΐ(ΐάτ(ι)ν  ίν  Αθήναις  (Ξενοφ.  Έλλ.  Β', 
4,  40  κί•ξ.). 

*  Ήπήχιος  έν  λ. 


έργο)  τα  ποάγιιατα  τοϋ  δήμου,  άτινα  τότε 
έ'νεκα  τής  αναμίξεως  τής  στρατιο)τικής  δυνά- 
μεο)ς  τής  Σπάρτης  εύρίσκοντο  και  πάλιν  έπΙ 
ζυροϋ  ακμής  παρ'  δλας  τάς  κατά  τών  ολιγαρ- 
χικών νίκας  τοϋ  δημοκρατικού  κόμιιατος  '. 


'  Σηιιει<•)τ!:'υν  προς  τούτοις  οτι  ή  /.ρΓ|σις  τοΟ  άίξιο  έν  πεζφ 
λόγω  επιτρέπεται  κα'ι  εξηγείται  ένεκα  τΓ|ς  έν  ΰρΐ]σκευτικα1ς 
άφορμαΐς  έπικρατησάσΐ)ς  χρήσεΐΰς  αύτοϋ.  ΆληίΙώς  βλέπομεν 
οτι  παρά  ποιηταΐς  τό  άτξω  ήτο  σχεδόν  τοπικής  χρήσεως 
προκειμένου  περί  βοηθείας  και  δράσε(ι)ς  τών  θεών.  "Ιδε  π.  χ. 
Όμήρ.  Όδΰσσ.  \',  3ό() :  λ'ύμψαι  ν?]Ίαδες  .  .  .  αϊ  κεν  εά  πρό- 
ψρων  με  Α(6ς  &νγάτηρ  άγελείη,  ηιηόΐ'  τε  ζίόειν  και  μυι  ψίλον 
νίον  άέξΐ).  —  ι,.  111  :  Αιός  δμβρος  άέξει.  —  ο,372 :  άλΙά  μοι 
αντω  έργον  άέξοναιν  μάκαρες  ί«οι'  -  Ησιόδου  "Εργα  κα'ι  ήμέ- 
ραι,  6:  §^'"  <5'  (ό  Ζευς)  άρΐζηλον  μινύϋει  και  ιίβηλον  άέξει. — 
Πινδάρου,  'Ολΰμ.  6,176;  δέσποτα  ηοηόμεδον .  .  .  έμών  νμνων 
αεξ'  εύιερπές  ΆΦος.  —  8,86:  εΐ'χομαι  άμφ'ι  καλών  μοίρα  Νέ- 
μεαιν  διχόβουλον  μη  Οέμεν  άλ?.'  άηήμαντον  άγων  βίον  αντονς 
τ  άέξοι  και  πάλιν.  Πβλ.  και  τά  επίθετα  άεξίφυτος  (Διόνυσος  η 
Ήο)ς),  άεξίτροφοι  (Ώραι)  κτλ.  "Ιδε  τέλος  κα'ι  την  έπ'ι  τοΰ 
βάθρου  τοϋ  έν  ΛελφοΙς  άνακαλυφθέντος  μεγάλου  χαλκοϋ 
συμπλέγματος  τοϋ  λεγομένου  <  ήνιήχον  »,  πινδαρικήν  τό  λεκτι- 
κόν,  έπιγραιρήν  : 

Π]ολϋζαλός  μ'  &νέΟηκ[ε  .  .  . 
.  ον  αεξ'  ενώνυμ'  ''Απολ[λον  .  .  . 
Σημειωτέον  δ'  ένταϋ&α  οτι  κατ'  έμήν  γνιόμην  τό  σύμπλεγμα 
τοϋτο  είναι  αυτό  τό  υπό  τοϋ  Παυσανίου  (Χ,  15,  6)  περιγρα- 
φόμενον  ώςέξήςέν  Δελιροΐς  ανάθημα:  ΐίΚνρηναΐοι  δ'  άνέΰεσαν 
εν  Αελψηϊζ  Βάττον  έπ'ι  ίίρματι,  'ός  ες  Λιβνην  ήγαγε  σφάς  νανοίν 
εκ  Θήρας.  Ηνίοχος  μεν  τον  ίίρματός  έατι  Κτρήνη,  επΙ  δε  τφ 
αρματι  Βάττος  τε  και  Λιβύη  οτεψανονοά  έοτιν  αντόν  έποίηοε 
δε  Αμφίων  ' Ακέατορος  Κνώσιος  .  φρονώ  δη/Λδή  ίίτι  ό  μέν 
μετά  τοϋ  .ηνιόχου•  ευρεθείς  αριστερός  βραχίιον  κόρης  (  ά'ιιηο 
]βιιη6  ίίΠι;  )  κρατούσης  «ιιη  τοηίοΓοοηιοπΙ  άα  1η  οοιιγγοιΌ,  ιιπϋ 
δΟΓίε  <1ε  1)οιιο1β  3ΐι  ηιογεπ  άε  ΙϋςηοΗο  κοηΐ  τέϋπίβδ  Ια  Ιίη'ιΐι;  οί 
165  Γ6ΐΐ65ν  (ΗοιηοΗο), —  ανήκει  εις  τήν  ώς  νεαράν  κόρην  είκο- 
νιζομένην  ικδιιόξιππυν  (Πινδάρ.  Π.  9,  4)  Κυρήνην,  τήν  κατά  τόν 
Παυσαχ'ίαν  κάτω  τοϋ  άρματος,  έφ'  ου  ό  Βάττος  κα'ι  ή  Λιβύη, 
εΰρισκομέ\ηιν,  και  δή  προφανώς  Ίοταμένΐ]ν  πρό  τών  ΐππ<ι)ν 
κα'ι  έ'χουσαν  αυτούς  άπό  τοϋ  παρά  τους  χαλιχ'οίις  δερματίνου 
κύκλου  τών  ηνίων  »  —  ου  έ'νεκα  ώς  ήνίοχον,  δηλαδή  όδηγόν 
έχουσαν  τιί  ηνία,  χαρακτηρίζει  αυτήν  ό  Παυσανίας  ^πβλ.  και 
V,  27,  1  ένθα  ό  ηνίοχος  δέν  επιβαίνει  άλλα  παρίσταται  τοις 
'ίπποις :  έκατέρω  τών  ΐπποιν  παρεατώς  άνηρ  ηνίοχος]  — ,ϊνα 
ήρεμα  όδηγή  είτε  έν  ακινησία  κρατή  τους  ίππους  κατά  τήν 
είκονι'ζομένην  στιγ(ΐήν  τής  πανηγυρικής  ταύτης  στεφανοισεως 
τοΰ  νικητοϋ  Βάττου  υπό  τής  Λιβύιις,  οτε  τό  άρμα  έδει  νά 
ήρεμη  ή  βραδέιος  κα'ι  μετά  προσοχής  κινήται.  Βάττος  δέ 
είναι,  κατ'  έμέ,  αυτός  ό  νΰν  καλούμενος  <■  ήχάοχος  ».  Αλη- 
θώς πρώτον  μέν  ώς  βασιλέα  χαρακτΐ|ρίζει  αυτόν  τό  διά- 
δη|ΐα,  ου  τά  όπισθεν  κρεμάμενα  άκρα  ίόιάζουσι  μόνοις  τοις 
βασιλικοίς  στέμμασι,  καθ'  ά  σαφώς  διδάσκει  ή  νομισματική. 
Δεύτερον  δέ  Γρέρει  ακριβώς  ώς  ό  Βάττος  τών  χρυσών  στατή- 
ρο)ν  τής  Κυρήνης  (Μϋΐίβι-,  ΝαηιίβιηιΙίςαβ  άο  Γϊποίοηηε  ΑίΓίςαο 


132 


ΙΙραηι/   αΐϋουα<ί   ίργιοι•   η'/ς   Ε'  και  Δ'   έκακΊ'πιι  τηρΐ()ηζ 


Όπόαον  ^  (/.η|ΐ('»ζ()ΐιπ(/.  !•ΐν(/.ι  ή  τοκ/.Γ'ΤΓ)  ι  Γ'/ίι  παράστασις  τ<7)ν  εις  αυ|ΐ(1()ύλΐ(»ν  ουνΕλί)όντο)ν 
τοϋ  ί)ιΊ|ΐ()ΐι  ,τρος  τους  ί•γ/(ιιρί()ΐις  ίΐτους  (Ιι-ικνόει  έγ/θ)ρίο)ν  ίΐεών,  εις  ων  την  ό/αγο)ν  λόγϋ)ν  ?)εο- 
καΐ  ή   έπΙ  της  ετέρας  πλευριχς  τοΠ  (ΛναγλΓχιου        ηενην  ερμηνείαν  μεταβαίνομεν  νΰν. 


Ιοιη.  Ι  ίίβ.  185,  1!)1  κτλ.),  τό  κνί)ιΐ|ΐΓΐ  τυΟ  ηνιόχου,  προίρανώς  (ός 
είκονιζόμϊνος  ώς  νικήσας  έν  ά(_)(ΐατ<)δΐ)θ(ΐί(ΐις  παντός  ήηο/ών 
(πρλ.  Ιΰ.Λ,  79),  καΟ'  ('ί  ποτέ  κα'ι  ό  έν  τφ  ί:πΙ  Πελί(^  άγώνι 
νικήσας  πρόγονος  αϋτοΓι  Είίιρημος  (  Παιιοαν.  5,  17,  9  — 
ιΜοηιι.  (ΙυΙΙΊπϊΙ.  10,  4,  Γ)).  Οίίτίο  κα'ι  ό  έν  έτει  41()  νικήσίΐς 
Αλκιβιάδης  (ΪΛεικονίσΟη  αυτός  ήνιοχΛν  τό  ας>|ΐα  αι'ιτοΰ  (Ρΐίη. 
11.  Ν.  'ό4,  80).  Ότι  δέ  και  ή  αύτοκράτιορ  Νέρων  παρέστη  έν 
Όλυμπίςι  έν  στολϋ  άρματηλάτου,  κιϋαρφδοϋ  κα'ι  <Η)λητοΰ, 
είναι  πασίγνιοστον.  "Αλλοις  δέ  ό  Βιχττος  ήτο  ό  βαοιλεύς  της 
κατά  Ι1ίνδαπονΕ''ί'π.-7θί•,  ιναρμήιον  κηΐ  διωξί.τπον  Κυρήνης  κα'ι 
γενιίρχης  τοϋ  ^δίφρους  (ίί^./.ότίοδαί »  έχοντος  ιίΧααίίίπον  γέ- 
νους τών  Κυριιναίον  των  καΟ'  «πάντα  τόν  άρχαϊολ'  κόομον 
περιφήμωλ'  διά  τά  πολλά  άρματα  και  τους  ταχείς  αϋτώλ• 
ίππους•  έπομένιος  τό  ένδί'μα  τοϋ  άριιατη/.άτου  αρμόζει  τφ 
"ΟΧΊΥΦ  τ^Λ^'  Κυρηναίο)ν  Βάττιο  ως  ουδέν  (ίλλο. 

Στεφανούμενος  δέ  νϋν  υπό  της  Λιβύης  ό  Βάττος  τοϋ  δελ- 
<ρικοϋ  συ(<πλέγματος,  αυτός  μέν  έκράτει  άπλως  την  άκραν 
των  «ΗοΐΙϊπΙϋδ  ου  ρου  (εηίυοβ'  (Ηοηιοΐΐβ)  ήνίοη',  'ίνα 
μη  οϋρ(ι)\'ται  κατά  γης  καϋ'  δ\'  χρύχ'ον  ι']  πρό  των 
ϊππιον  ιστάμενη  νεαρά  Κυρήνΐ|  όδιιγεϊ  ήρέ|ΐα  η  έν 
πλήρει  άκινηπία  κρατεί  τό  άρμα  ί'χοναη  τιΊ  ηνία 
χ\]  άριστεςια  ('ιπό  τοϋ  παρά  τους  χιιλινούς  δες)ματίνου 
κύκλου  αυτών,  ού  μέρος  ο(όζετ(ΐι  κα'ι  \'ϋν  έν  τη 
χειρί    αυτής. 

Τέλος  δέ  ή  έπΙ  τοϋ  άρματος  ιστάμενη  και  στειρα- 
νοϋσα  τόν  Βάττον  Λιβύη, — ης  μό\π)ς  δέν  ευρέθησαν 
λείψανα  έξ  όλου  τοϋ  υπό  τοϋ  Παυσανίου  περιγρα(ρο- 
μένου  δελφικού  συμπλέγιιατος  —  είκιίζω  ότι  Οά 
(ομοίαζε  μεγάλως  προς  τήν  Λιβύην  τήν  οτειρανοΰ- 
σαν  τήν  Κυρήνην  έπ'ι  τοϋ  γνιοστοΰ  κυρηναϊκοϋ  άνικ- 
γλύφου  τοϋ  είκονίζοντος,  κατιΐ  τήν  έπ'  αΰτοϋ  έπι- 
γραφήν,  ^λεοντοφάνον  Κνρήνην  πολιών  μητρόπολιν 
ην  οτέψει  αντί)  ηπείρων  Λιβύη  τριοοον  ί'γ^ονοα  κλεος^ 
(  δΐυάπίίϊΙίΕ,  Κ}•Γΰηε,  δ.  31  Γι^.  2.^ ).  Λιά  δέ  της  επιθέ- 
σεως στεφάνου  ύπό  της  Λιβύης  έπί  της  κεφαλής  τοϋ  Βάτ- 
του  εκλείπει  και  ή  μόντ)  δυσμορφία  τοϋ  δελφικοϋ  «ηνιόχου». 
Ό  καλλιτέχνης  δη?Λδή  έξειργιίσθ))  τήν  κό(ΐην,  εξαιρέσει  των 
παρά  τους  κροτάφους  ίούλιον,  οΰτοις  εντελώς  λείαν,  ώστε  ουδέν 
έμπόδιον  νά  έπιπροσβή  εις  τήν  έφαρμογήν  τοϋ  στεφάνου. 
Έκ  τούτου  δέ  ό  βλέποιν  νΰν  από  τίνος  άποστάσεΐιΐς  τήν  άνευ 
στεφάνου  κεφαλήν  τοϋ  «ηνιόχου»  αισθάνεται  τό  δυσάρεστον 
εκείνο  αίσθημα,  όπερ  γεννά  ή  θέα  φαλάκρας  κεφαλής.  Ή 
μεγάλην  έντύποισιν  προίενοϋσα  άσχημία  αί'τη  τής  κεφαλής 
τοϋ  ηνιόχου  εκλείπει  εντελώς  διά  τής  έ.πιθέσεοις  τοϋ  στε- 
φάνου, τοϋ  άλλως  έν  πληρέστατη  ευρυθμία  ευρισκομένου 
προς  τοίις  πλουσίιυς  έξειργασμένους  ίούλους  των  κροτάφων 
τή ;    αυτής   κεφαλής. 

Πλείστα  όσα  μνημεία,  μέχρι  τών  έσχάτοιν  χρόνιον  τής 
αρχαιότητος,  φαίνεται  ότι  έποιήΟησαν  κατ"  άπομίμησιν  τοϋ 
δελφικοϋ  τούτου  συι^ίΛλέγματος.  "Εν  τοιν  χαρακτΐ)ριστικιο- 
τέρων  άντιγράφιον  είναι  τό  ένταϋθα  (είκ.  94)  αΛ'αδημοσιευόμε- 
νον  άνάγλυφον  τής  θριαμβευτικής  πύλης  τοϋ  Τίτου.  Μόνον  τά 
ονόματα  άλλάσσιον  τις  δύλ'αται  νά  περιγρά•ι)ιη  αυτό  διά  τιον 
αυτών  λέξείιΐν,  διΊηνκαί  ό  Παυσανίας  περιγράΐ(  ει  τό  άφιέριομα 


τών  Κυρηναίιον.  "Αληθώς  «ηνίοχος  μέν  τοΰ  αριαιτός  έστι 
'Ρώμη,  έπ'ι  δέ  τφ  άρματι  Τίτος  τε  και  Νίκη  στε(ρανοΰοά  έστιν 
αυτόν».  "Αν  δέ  αΐ  άκραι  τών  ήνί(ι)ν  δέν  είναι  έν  ταϊς  χεροί 
τοΰ  Τίτου,  ως  έν  ταϊς  τοϋ  Βάττου,  άλλα  κρέμανται  (ίπό 
τής  άντυγος  τοϋ  άρματος,  αίτιον  είναι  ότι  ό  Τίτος  στέφε- 
ται ένεκα  πολεμικών  άθλων  κα'ι  ούχ'ι  οις  ό  Βιίττος  άρματο- 
δρομικών.  ΣημαντικοΊτατον  δ'  είναι  ότι  ή  'Ροηιη  τοϋ  ιίνα- 
γλύιρου  αντιγράψει  μέχρι  τών  έλαχίστ(ι)ν,  εξαιρέσει  μόνον 
τοϋ  κράνους,  δύο  γνωστός  εικόνας  τής  Κυρήνης  (πβλ.  5ΐυ<1- 
πίΐζΐίϊ  έ.  ά.  ββ.  22  κα'ι  23),  άπ<ίράλλακτος  δ'  είναι  και  ή  θέσις 
τοϋ  κρατούντος  τά  ηνία  άριστεροΰ  βραχίονας  τής  'Ρο')μης  τοϋ 
άναγλύιρου  προς  τήν  τοϋ  έν  Δελφοϊς  εΰρεθεΛτος  άριστεροΰ 
βραχίονος  γυναικείας  χειρός,  ήτοι  τής  κατ'  έμέ  Κτ'ρή\πις. 

Τό  δέ  άντΊ  τοΰ  διαγραφέντος  ονόματος  έκ  τής  επιγραφής 
τοϋ  δελιρικοΰ  αναθέματος  τεθέν  ίΐο'/.νζαλος,  όνομα  γΛ'ίοστόν 
ήμίν  κα'ι  ώς  κυρηναϊκόν  ( Πτολεμ.  Ήφαίστ.  παρά  Φιοτίο) 
148Ρ,  16),   ανήκει   πιΰανιός   είς   τόν   άγνο)στον  ήμΙν  άρχηγόν 


Είκών     94. 

τών  Κυρηναίιυν  δημοκρατικών  τών  περί  τό  460  π.  Χ.  έκθρο- 
νισάντοιν,  φονευσάντιυν  και  κατοατολτισάντοίν  (ΐετο  λύσσιις 
Άρκεσίλαον  Δ'  τόν  τελευταίον  άπόγονον  τοϋ  Βάττου  κα'ι 
βασιλέα  τής  Κυρήνης,  διαγραιράντων  δ"  ευθύς  κατόπιν,  κατά 
τί|ν  γνιοστήν  τοιν  αρχαίων  ουληΊθειαν,  τό  όνομα  τοϋ  μισητοϋ 
Άρκεσιλάου  άπό  τοϋ  μ\ΐ]ΐιείου  τούτου,  όπερ  ό  Άρκεσίλαος  θά 
άνέθ^ηκεν,  έκ  μέρους  έαυτοϋ  καΐ  τών  ίιπηκόιον  Κυρηναίοιν, 
πιθανιΰς  μετά  τήν  έν  έτει  462  π.  Χ.  νίκην  αύτοϋ  έν  ταίς  άρμα- 
τοδρομίαις  τοιν  Πυθίοιν,  νίκιμ'  ύπό  τοΰ  Πινδάρου  έ|υμ\•ηθεϊ- 
σαν  έν  Πυθιονικιόν  Δ'  και  Ε'. 

Τό  δέ  σ.-τάνιον  σχήμα  τοϋ  γράμματος  |^  τής  επιγραφής, 
εύρισκόμενον  και  έν  τφ  βοκυτικφ  άλφ-αβήτοι  (Τανάγρας)  εξη- 
γείται ίσιος  διά  τής  ύποθέσεοις  ότι  ό  Άρκεσίλαος  ηθέλησε 
νά  ϋπομλί'ισιι  τήν  άπ"  ευθείας  καταγωγήν  τών  Βαττιαδών 
τής  Κυρήλΐις  άπό  τών  Εύφαμιδών  και  Αίγιδέων  τής  Βοιο)- 
τίας  (Σχόλ.  Πινδ.  Πυθ.  Δ.  15),  ή  διά  τής  ύποθέσεοις  ότι 
τό  επίγραμμα  άντεγράφη  ύπό  τοϋ  τεχνίτου  ά.πό  χειρογράφου 
τοϋ  έκ  Βοιοιτίας  φίλου  και  έξυιίΛητοϋ  τοϋ  Άρκεσιλάου  Πινδά- 
ρου, οΰ  τήν  χείρα  έμφαίνουσιν  αί  τόσον  συχνά  έν  τοις  ποιήμα- 
σιν  αύτοϋ  άπαχτώσαι  λέξεις  τοϋ  επιγράμματος  αεξε  (ϊδε  ανω- 
τέρω) και  ενώνν/ιε,  ήν  τελεΐ'ταίαν  λέξιν   ΐδε   έν  Πο'δ.  'Ο/.νμπ. 


—  133  — 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  ρπιτνμβίων 


Β'.    άεντέρα    πλευρά. 

Έν  τω  ήρέμο)  τούτο)  συ[ΐβουλίω  Όεών  ανα- 
γνωρίζομεν  αμέσως  τάς  ύπο  της  έπιγρΓχφής  τοϋ 
αναθήματος  μνημονευομένας  Νΰμφας.  Είναι 
δ '  αύται  αί  υπό  το  σχεδόν  τυπικόν  σχίμια  των 
τριών  παρθένοιν  ίστά[ΐεναι  ε'ις  τό  δεξιόν  μέρος 
τοΰ  άναγλΰορου.  Έπειδί)  δε  κύριον  πρόσο)πον 
τοΐ»  αναθήματος  εΐναι  ή  παρά  τον  Ί/ασόν 
λατρευομένη  Βασίλη,  φυσικόν  εΐναι  να  ταυτί- 
σω μεν    αύτάς    προς    τάς    γνο)στάς    'ϋνίσιάδας 

2,  8.  Πυ&.  11,  58.  Νηι.  4,  19.  7.  48.  7,  45.  8,  47  κτλ.Ή  οιν.ν'ΐ 
κα'ι  ιδιάζουσα  τω  Πινδάρο)  χρΓισι,ς  τοΰ  ίπιΟέτυυ  ενωννμος 
παρετηρή-θη  ήδη  και  υπό  τοΰ  Ευσταθίου  (Σχόλια  Ί?αάδ.  895, 
37  :  Μοίρα  δυσώννμος  προς  διασιολην  της  άγαϋης,  και,  ώς  αν 
Πίνδαρος  εΧποι,  Ενοιννμον — Πονημ.  56,  30.  Πολλα/ον  Λί  «αϊ 
δριμέως  γράψει  [6  Πίνδαρος]  ώς  και  δτε  τονς  ενδόξονς  ευω- 
νύμους φηαίν,  —  141,  14.  Πίνδαρος,  'ός  ενοιννμονς  τοΙ'ς  τΊερι- 
κλντονς   καλεί,   δριμέο)ς  ψράζο)ν  εκείνος). 

Ό  δέ  περί  τό  402  π.Χ.  χρόνος  της  αναθέσεως  τοϋ  δελφικού 
άναθι'ιματος  κα'ι  ή  τεχνοτροπία  αϋτοϋ  συ(ΐπίπτουσιν  ακριβώς 
προς  τοίις  χρόνους  τοϊι  κατά  τόν  Παυσανίαν  ποιήσαντος  αυτό 
Άμφίιονος  τοϋ  Κνωσίου  (ΚοΙ)βΓ(;  Ρίυΐ5'-\νΐ55ον['3,  Κοαί-Εποχοΐ. 
Ι,  δ.  1948)  κα'ι  προς  αυτά  τά  ετη  475  -  465  π.  Χ.,  εις  α  έφρόνει 
κατ'  αρχάς  αυτός  ό  Ηοηιοΐΐο  δτι  άλήκει  ή  τεχνοτροπία  τοΰ 
^ηνιόχου».  Επίσης  κα'ι  ή  υπό  τίνος  (ίεοΗαΙ)  όρΰώς  παρατη- 
ρηθεϊσα  «πελοποννηοίακή•  τεχνοτροπία  τοΰ  συμπλέγματος 
αρμόζει  εις  τόν  έν  ΓΙελοποννήσφ  εργασθέντα  Άμφίο\'α. 
Κατά  ταϋτα  φρονώ  ότι  ή  επιγραφή  τής  βάσειος  δέον  νά  συμ- 
πληρωθή  οϋτο)  πως,  ώστε  νά  διι?ιθϊ  περίπου  ίϊτι  Πολνζαλός 
(^ Αρκεοίλας)  μ'  ανέβηκε  και  οι  ΚνρηναΙοι  ών  ίή  των)  άεξ' 
ενώννμ'  ' ΑηόΏ,ων  πίονα  δήμον  (Πβλ.  τήν  έπιγραφήν  €.  1. 0. 16. 
Ι.  Ο.  Α,  510  :  <^Ίάρων  ό  Δεινομένεος  και  τοι  Σνρακόοιοι  το>  Δι 
Τνράν' ,  άπο  Κνμας^).  Τέλος  ή  νϋν  (ΐκριβώς  καθορισθείσα  έν 
ΔελφοΙς  Οέσις  τής  κολοσσιαίας  ύι|ιηλής  βάσε(ι)ς  τοϋ  συμπλέγ- 
ματος τοΰ  ηνιόχου  (Β&^(1β^1^^^,  (ίτίοοΗοηΙίΐηίΙ,  1903  δ.  147  και 
πίναξ  μεταξύ  τών  σελίδιον  140 — 141),  θέτει  αυτό  πρό  των 
όμμάτιον  τοϋ  Παυσανίου  περιερχομένου  τόν  ναόν  τοΰ  Απόλ- 
λωνος κα'ι  ευρισκομένου  έν  τώ  μέρει  τής  περιγραφής  αΰτοϋ, 
έν  ω  ακριβώς  μνημονεύει  τοϋ  άναί^ήματος  τώ\'  Κυρηναίων. 
Τό  σύμπλεγμα  δηλαδή  ήτο  Ίδρυμένον  έπΙ  τοΰ  προς  βορράν  τοϋ 
ναοϋ  τοΰ  Άπόλλοινος  τοίχου  και  έστραμμένον  προς  νότον, 
οϋτ(ι)ς  ώστε  νά  είναι  κυρίιος  όρατόν  ύπό  τών  περιερχομένιον 
τόν  ναόν  θεατών.  Εκτενώς  τήν  περί  τοϋ  μνημείου  τούτου  γνιό- 
μην  μου  έξέΟΐ)κα  κατ'  αυτό  τό  έτος  τής  άνακαλύψειος  τοϋ 
«ήλ'ΐόχου*  έν  δημοσία  συνεδριάσει  τοΰ  αρχαιολογικού  τμήμα- 
τος τοΰ  συλλόγου  Παρνασσού.  Δέν  έδι^μοσίευσα  δ'  όμως  τήν 
μελέτην  μου  έκείνην  μέχρι  τοϋδε  ώς  απογοητευθείς  ένεκα  τοϋ 
άμέσ(ι)ς  επακολουθήσαντος  έν  τή  ΓαλλικΓ|  Σχο?ιή  ανοικείου, 
πικρώς  σαρκαστικού  και  πλήρους  οργής  τρόπου  πολεμικής, 
δι'ου,  προς  κοινήν  έκπλΐ|ξιν  τού  ακροατηρίου,  ένόμισεν  άρμό- 
ζον  ό  Παρισινός  Ζευς  ΗοηιοΠο  νά  κεραυνοΊση  τόν  μικρόν 
έμέ  "Ελληνα  —  δστις  ομιλών  είχον  τήν  άπλότιιτιι  \'ά  περι- 
βάλω αΰτοΛ'  δι'  δλοιν  τών  έπαίνο)ν  έκείνιον,  ών  εύχαρί- 
στιος    οι   "Ελληνες   κάμνομεν   κατάχρησιν   προκειμένου   περί 


νύμφας  τών  Αθηνών  \  (ΐ)ν  η  λατρεί(Λ  έξετεί- 
νετο  φυσικώς  έφ'  δσον  καΐ  τά  εκ  τών  ύπ'  αυτών 
προσωποποιουμένων  πηγών  σχΐ][ΐατιζ()μενα  ρεί- 
θρα τοϋ  'Ιλισοΰ  και  Κηίρισοΰ  και  τό  εκ  τοι»- 
το)ν  γενόμενον  έ'λος  τών  Έ/ε?νΐδών,  ενΰα  ευ- 
ρέθη τό  άνάγλυφον  τοϋ   Έ/έλου. 

Ευδιάκριτος  έπίστ]ς  είναι  ό  προς  αυτούς 
έστραμμένος  και  συνδιαλεγό μένος  κερασφόρος 
θεός.  Τά  κέρατα  χαρακτηρίζουσιν  αυτόν  σα- 
φώς ώς  ποτάμιον  θεόν,  ή  δέ  μετά  τών  Ί?ασιά- 
δων  νυμφών  αναστροφή  αύτοϋ  διδάσκει,  δτι 
ουδείς  άλλος  δύναται  νά  είναι  ούτος  ή  αυτός  ό 
Ίλισός,  περί  ού  είναι  γ\'(ι)στόν  ότι  είχε\'  ιερόν 
έν  Αθήναις '.  ΊΙ  ιΐ(')νΐ|  γνωστί)  εκ  τών  πιρ,'ών 


τών  πορ'  ήμΐν  φιλοξενουμένων  ξένιον  —  αρνηθείς  μάλιστα 
κατόπιν  νά  μοι  πίίριιχιορήσΐ)  προς  άπάντησιν  τόν  λόγον  από 
τού  βήματος  τής  Γαλλ.  Σχολής,  παρά  τήν  δημοσία,  άμα  τή 
λήξει  τής  ευγενούς  ομιλίας  αχΊτού,  δοΟεΙοαν  τή  αιτήσει  μου 
ύπόσχεσιν  αυτού. 

Ευτυχώς  όμως  οΰτε  οι  σαρκασμοί  και  τά  επιχειρήματα  τού 
κ.  Ηοπιοΐΐϋ,  οΰτε  τά  παρ"  άλ?αυν  σοφών  έκτοτε,  έν  άγνοί^ι  τών 
έμών  έπιχειριιμάτιον,  γραφέντα  περί  τοΰ  αϋτοϋ  συμπλέγματος, 
ίσχυσαν  νά  με  πείσιυσιν  π•α  και  έπ"  ελάχιστον  μετιιβάλω  τήν 
περί  τού  δελφικού  τούτου  αναθήματος  γνοιμην  μου.'Λλλως  δέ 
προς  ένίοχυοιν  αυτής  πολλά  προσετέθι^σαν  έκτοτε,  άτίλ'α  ϊσοις 
δημοσιεύσω  νϋν,  δτε  δυνατόν  νά  παρήλθεν  ή  όργίι  τοϋ  δαλάτου 
Διός,  έμετριάσΟί)  δέ  π(ι)ς  και  ή  ά.-ιοστροφ;ή,  ην  μοι  προξενεί 
έκτοτε  τό  θέμα  τούτο.  "Εν  τφ  μεταξύ  αρκούσα  δι"  έμέ  Ικανο- 
ποίησις  είναι  δτι  ό  κ.  Ηοιιιοΐΐο, — ό  μή  δυνά(ΐενος  νά  έννοήση, 
πώς  δύ\'αται  ή  λέξις  ηνίοχος»  τού  Παυσανίου  \'ά  έφαρμόζη- 
ται  εις  τήν  οδηγούσαν  ιΐπό  τών  χαλπ'ών  τών  ή\'ί(ο\'  τοϊις  'ίπποΐ'ς 
κόριιν  και  ουχί  τόν  φέροντα  τό  ένδυμα  τοϋ  ηνιόχου  Βάττον,  ό 
στηρίξας  δέ  όλόκληρον  τήν  Οειορίαν  αυτού  πρώτον  επί  τής 
ψενδοΡς  (ΐδε  3οιιΙ)ίη,  Κα  5ου1μΙιΐΓ6  Οτοΰςηο  σελ.  142,  1)  προϋπο- 
θέσεως δτι  τό  ^  ανήκει  εις  τό  συρακόσιον  άλφάβητον,  δεύτε- 
ρον έπί  τής  επίσης  έαφαλμέ<ης  γνιόμης,  δτι  τά  νομίσματα  τών 
Συρακουσώχ'  παρουσιάζουσιν  αναλογίας  τύπιυν  προς  τό  ΰελφι- 
κόν  σύμπλεγμα,  και  τρίτον  έπΙ  τού  κηινοτάιον  άνά  πάσαν  τήν 
Ελλάδα  ονόματος  Πο?^ύζαλος,  —  έξ(ί)κειλε  προκειμένου  περί 
τοΰ  αρίστου  τών  ευρη[ΐάτων  αϋτοϋ,  δπερ  παραδόξως  δέν  θά 
έμνημόνευεχ'  ό  Παυσανίας,  εΙς  νέας  αυτόχρημα  τερατιήδεις  κα'ι 
έπ"  αλλήλων  μέχρις  οΰρανοϋ  πυργουμέλ'ας  υποθέσεις,  αΐτινες 
θά  παραμείνωσιν  ές  άεί  μνημεΐον  τού  τί  δύναται  νά  ύποστή 
σοφός  έν  άτόπο)  οργή  έκουσίιος  κλείων  τοίις  οφθαλμούς  πρό 
τής  πρό  αύτοΰ  κειμένης  αληθείας,  άνιπτάμενος  δέ  προς  τάς 
νεφέλας  εις  άναζήτησιν  τεχνοτροπικών  κα'ι  ιστορικών  χιμαι- 
ρών ευχερώς  συστελλομένιον  κα'ι  διαστελλομέλ'ΐον  ύπ"  αϋτοϋ 
κατά  τό  δοκούν,  και  καταλήγιυν  οίΊτοις  εις  συιιπεράσματα 
άγρίιος  ΙΐΓβϊ  ρατ  1θ5  οΚενοιιχ. 

■  Πλάτιονος  Φαϊδρ.  230.  Β.  —  ΟΙ.λ.  2,  1327  —  Κο5οΗεΓ'5 
ΜγΐΗοΙ.  ίβχ.  Β(3.  III.  δ530. 

'^  ΟΙΑ.  1,  210  Κ.  2.  κα'ι  1,  273,  ί.  16.  -  ϋίη6π1)εΓ§;6Γ  δ)•1- 
1θ2.  29,82. 


134 


ΙΙηιόη/   αί{)ονα<ι   εηγο)\•   τΓ/ς   Ε'  και  Λ'  έκατονταετηρίΛης 


ίδιότ))ς  τοΰ  Ί/.ιαοπ  (ός  γαμοσιόλον  χαϋιατί]. 
έπΙ  (ΐάλλον  σκοπ:ΐ[ΐωτίραν  την  άπεικόνιπιν  αό- 
τοϋ  έπι  (χναγ^.ικροιι  κίκονίζοντος  την  (ί)ς  προς 
γά[ΐον  ί•κ()ΐισί(/.ν  (/.πίίγίογην  τής  Η«οίλη;  ί'.το 
τοϋ  Έχίλου  '. 

Άλλα  κ(/.ί  τοΓ)  παρά  τον  Ίλιπο\'  ισταμένου 
θεοϋ  τί)  ονοικί  δεν  είναι  δΰσκο/.ον  να  εύρεΟΓ). 
ΊΙ  καΟ' δ?ια  ό(ΐοιότης  της  παραστάσεις  αύτοΰ 
προς  την  τοΰ  Ίλισοΰ,  κυρί(ος  δε  ό  τρόπος  δι' 
ου  6  Ίλισος  ένοΰται  [ΐετ'  αύτοΰ  περιπτυσσό- 
μενος  αυτόν  δια  της  δεξιάς,  διδάσκουσι  σα((^<ος 
οτι  οΰτος  ούδεις  άλλος  δύναται  να  ε1\'αι  η  ό 
δίδυμος  τ(|)  Ίλισώ  ποταμός  Κηορισός,  μεθ' 
ού  πράγμ</.τι  ένοϋται  ό  Ίλισός,  εισβάλλων  εις 
αυτόν  εν  τω  [ΐέσ(ι)  της  (ΐττικής  πεδιάδος, 
ακριβώς  προς  βορράν  των  Έχελιδών  τοΰ 
Νέου  Φαλήρου.  Είναι  άλΐ]ί)ές,  δτι  ό  Κηφισός 
ημών  δεν  ε/ει  πλαστικώς  δεδηλο^μένα  7Λ^ατα 
ως  δ  σν'ιντροορος  αύτοΰ  Ίλισός•  άλλ'  ένω  όφ' 
ενός  ούδεν  κωλύει  να  παραδε/Οώμεν  δτι  τα 
•Μ'ρατα  της  ποιηΟείσης  κατά  γραφιιν  καΐ  ούχι 
κατενώπιον,  ώς  ή  τοΰ  Ίλισοΰ,  κεφαίιής  τοϋ 
Κηφισού  ήσαν  ποτέ  χρ(ό(ΐατι  δεδηλο)μένα,  ού 
ένεκα  νΰν  έγένοντο  αφανή,  γνωρίζομεν  εξ  άλλου 
δτι  τα  κέρατα  ήσαν  σύνηθες  μεν  άλλΌνγ).  και 
άπαραίτητον  γνίόρισμα  των  ποταιιίιον  θεών. 
Ούτως  έπι  συγχρόνων  [(νη(ΐεί(ον  ό  αύτος  ποτα- 
μός, ότέ  μεν  εικονίζεται  μετά  κεράτοον,  ότε 
δε  καΐ  άνευ  αυτών  ^.  Εικόνας  δε  ποτα[ΐών  άνευ 
κεράτων  εχομεν  πλείστας  δσας  καθ'  άπάσας 
τάς  περιόδους  τής  τέ/νης. 

Κατά  ταύτα  μέχρι  τής  μορφής  ταύτης  τοΰ 
ανάγλυφου  ή  έρ[ΐηνεία  εΐναι  εύκολος.  Δυσχε- 
ρέστατη δ'δμως  αποβαίνει  καΟ'δσον  άφορα 
εΙς  την  τελευταίαν  μορφήν  τής  παραστάσεως, 
τίμ'  και  τοπογραφικώς  κυρίαν,  προς  ην  προσελ- 


'  Ό  Καββαδίας  καλεί  ΆχΕλώον  τόν  Ίλισόν  ημών  άλλ'  ό 
θεός  ούτος  οΰδένα  λόγον  ύπάρξειος  έχει  έπΙ  ανάγλυφου  ου 
κΰριον  πρόσωπον  είναι  ή  παρά  τόν  Ίλισόν  λατρευοιιέλη  Βα- 
σΡ^η.  Κατόπιν  ό  αυτός  έκάλεσε  τό  αυτό  πρόσ(ι)πον  Κι^φισόν. 
Κηφισός  όμιος  είναι  ή  έποιιενη  μορφή. 

-  δίευάίη^  :  ΚοδοΙιβΓ'δ  Μ>•11ιοΙ.  Ι,εχ.  Βίΐ.  Ι  ρ.  1490  κέξ.  Πβλ. 
κα'ι  ΑΙλιαν.  Ποικ.  Ιστορ.  2,33,  ένθα  διακρίνολται  τριών  ειδών 
παραστάσεις  ποταμών,  ήτοι  α')  βοών  τό  είδος•  β')  όλως  άν- 
θρωπο μόρφο)  ν  και  γ')  ανδρών   μεθ'  ΰποφαινομένοιν  κεράτων. 


{)ών    [ΐετά    τών    ό.ταδίον    ό    Κΐ]((ΐσός    όμι?^εΐ. 

Χ)  κ.  Λραγάτσης  έκάλεσεν  αυτήν  Αρτέμιδα, 
ό  δε  Καββαδίας  οιονεί  γυναίκα  (!),  πράγματι 
οίΗος'Εριιι'/ν  .  ΊΙπατήίΙη,  (ραίνεται,  έκτης  άνο) 
τής  [ΐορ((  ής  τ(/.ύτ)|ς  αρχής  τής  έπιγρα(|.ής  Έρ/ιί) 
και  Ννμφαις,  εΐσαγαγών  οΟτω  τόν  Ερμή  ν 
έπ'  ά[ΐφοτέρων  τών  δψε(ι)ν  τού  (/.ναγλύφου. 
Ό  (/.ύτός  έρμτινεύων  εκ  δεχιτέρου  τό  μνη- 
μεΐον  κα?^εΐ  τιιν  εν  λόγιο  μορφιήν  Ί'ίρμήν  μεν, 
«)'  είναι  αρσενικού  γένους,  Άρτέ(ΐιδα  δέ,  ην 
είναι  ίΐηλυκοΰ,  και  δη  Άρτέ(ΐιδα  Άγροτέραν  ή, 
ην  τοΰτο  δεν  εΐναι  όρίΐόν,  Αρτέμιδα  Μου- 
νιχίαν 

Λι'  ημάς  δ[ΐως  και  πάντας  τους  ?αίΐπούς  έρ- 
μίΐνευτάς  τοΰ  μνημείου  ή  [ΐοριρΐ)  αυτή  είναι 
γένους-^ηλυκού.  ΙΙερΐ  τούτου  δ  ούδεμίαν  άικμ- 
βολίαν  άφίνουσιν  ή  κόμιιοισις,  οι  ίκανώς  δεδη- 
λωμένοι παρθενικοί  μίλστοί,  ίδίο)ς  δέ  αϊ  πλα- 
τεία ι  λαγόνες  αυτής. 

Προς  δέ  την  Αρτέμιδα  Άγροτέραν  δεν 
δύναμαι  νά  σχετίσ(ΐ)  αυτήν,  αφού  δεν  έ^χει  τά 
απαραίτητα  αυτής  σύ[ΐβολα,  τόξον,  βέλη  κ(/.ι 
κύνας.  Επίσης  προς  την  Άρτέ[ΐιδα  τής  Μου- 
νιχίας δεν  δύναται  νά  ταυτισΟή  διά  τε  την 
έ'λλειψιν  παντός  συμβόλου  καΐ  κυρίους  διότι 
αύτη  μεν  έ?.ατρεύετο  έπΙ  τοΰ  λό(ρον  τής  Μου- 
νιχίας, [ΐακράν  τής  έκβο?.ής  τού  Κητρισού,  εν  ω 
ή  εν  λόγο)  μορφή  τοΰ  ανάγλυφου  ΐσταται  έπι 
τοΰ  αυτού  χΟαμαλού  εδάφους,  έφ'  ού  καΐ  ό 
παρ'  αυτήν  εύρισκόμεΛ'ος  Κηφισός. 

Τίς  λοιπόν  δύναται  νά  είναι  ή  .περίεργος 
καΐ  λεπτεπίλεπτος  αύτη    κόρη  ; 

Ό  πρό  αυτής  προσε?.Οών  και  ίστ(/μενος  ώς 
φθάσας  εις  τό  τέρμα  τής  πορείας  Κιιφισός 
έκβάλ?ν,ει  ακριβώς,  —  ώς  δύναταί  τις  νά  ίδΐ) 
εν  τω  μεγάλο)  γερμανικω  άρχαιολογικώ  χάρτη 
τής  Αττικής  τών  ΟιιΓίϊα'ί,  Κ&ιιροΓ):  καΐ  Μ^ι^Η- 
ΗδίθΓ  (είκ.  92),  —  εις  χώρον  τής  Φαληρικής 
παραλίας  '  τών  Έχελιδών,  άλ'ήκοντα  μεν  τό 
πάλαι  καΐ  νΰν  εις  τόν  δήμον  τοΰ  Πειραιώς, 
καλού  μενον    δέ    Παραλίαν    καΐ     έκτεινόμενον 


'  Πβλ.  Στράβωνος  9,398     μετά   δέ  τόν  Πειραιά  ΦαληρεΤς 
δήμος  εν  τή  εφεξής  παραλία». 


—   135 


18 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


εφ '  όσον  και  ί|  νΰν  καλούμενη  παράλιος  πλατηα 
(ρΐίΐοε)  τοϋ  Νέου  Φα?ιήρου.  Ή  Παρα?α'α  αϋτη 
τών  Έχελιδώχ'  είΛ'αι  γΛ-ωστή  έξ  αττικής  έπιγρα- 
Γρής  τοϋ  321/320  π.  Χ.  \  δι' ής  έπΙ  Άρχίππου 
άρχοντος,  Φρυνίωνος  δη(ΐαρχοϋντος,  εκ[ασΟοϋ- 
σιν  οί  ΓΙειραιεΐς  <  Παρα/ααν  και  Άλμυρίδα 
και  το  Θησεΐον  .  Κατωτέρω  δε  πάλιν  αναφέ- 
ρονται οί  μισΟωσάμενοιΠαραλίαν  και  Άλ[ΐυ- 
ρίδα  κΐλΐ  το  Θησεΐον-,  ήτοι  το  τέμενος  τοΰ 
Θησέως   Έχέλου. 

"Οπως  λοιπόν  υ  αττικός  ήρως  Πάραλος  ήτο 
ή  προσωποποίησις  παντός  τοΰ  παραλίου  πλη- 
■θυσμρϋ  τής  Αττικής,  ήτοι  τής  εν  γένει  αττικής 
παραλίας,  εΊκονιζό(ΐενος  ως  άνήρ  εχο>ν  πλοΐον 
παρ'  αύτω  "',  οΟτω  και  ή  σμικρά  την  έκτασιν 
και  λεπτόγειος  τιιν  σύστασίΛ'  Παραλία  αΰτΐ) 
τών  Έχελιδών  τοϋ  Πειραιώς  προσίοποποιεϊται, 
φρονώ,  υπό  τής  λεπτής  και  νεαρότατης  κόρης 
τοϋ  ανάγλυφου  ημών,  τής  ιστάμενης  καΐ  συν- 
διαλεγομένης  προς  τον  ακριβώς  εΙς  αυτήν  έκ- 
βάλ?ιθντα  Κηφισόν  ποταμόν/Ότι  δ'ή  Παραλία 
αυτί]  έπροσωποποιεΐτο  εν  τΓ)  τέχνη,  γνωρίζομεν 
και  εξ  άλλου  τινός  πανομοίου  την  τεχνοτροπίαΛ' 
ανάγλυφου  (Έ9ν.  Μουσείου  άρ.  1500,  περί  ού 
ϊδε  κατωτέρω),  επίσης  ευρεθέντος  παρά  την 
βορείαν  παραλίαν  τοϋ  λιμένος  τοϋ  Πειραιώς, 
προ(ρανώς  δε  ποιτιΟέντος  ύπ' αύτοϋ  τοϋ  ποιή- 
σαντος  τό  άνάγλυφον  τοΰ  Έχέ?ιου.  Είκο\'ίζει 
τόν  ΔΙΟΝΥ2:θΝ  έχοντα  όμοτράπεζολ'  νεαράν 
και  καΰ'  δλα  όμοίαν  προς  την  τοΰ  άνα- 
γ?ν,ύφου  κόρην,  φέρουσαν  δ'  έγγεγραμμένον 
κάτωθεν  αυτής,  λίαν  ασαφώς,  τό  όνο[ΐα 
ΠΑΡΑΛΙΑ  ■'.    Ή    μόνη     μεταξύ   τώ\'    δυο    τού- 


'  ΟΙΑ.  π,  1069. 

''  ΗοίίβΓ,  ΡιίΓΕίοδ  :  ΚϋδαΙικΓ'ϊ  ΜχΐΙι.  Ι,οχ.   Κιΐ.  111,  8.  ΙϋΰΤ. 

■'  δοΗυοΚΚαΓάι :  ΑιΙιβη.  Μίιΐ.  Βά.  13,221.  Πρλ.  κα'ι  Β(1.  7,38!),  Ά. 
Ταί.Χίν.—Ηεηηεδ  22,336— 1Μ3&53:  ΑγοΗ.;&ΗγΙ).  11  (1896)  104.— 
ΡιΐΓΐ\ν3η§ΐ6Γ,  δίίζυπ^δΙιβΓ.  άβΓ  Α1:&ά.  (1.  ννίδ.  ζα  ΜαηοΗοη  1897, 
1,412.— Κ.  ϋΰηείίβη:  ΚοδοΗοΓ'β  Μγΐΐ).  1.βχ.  Βά.  Ι.  δ.  2573  (ι§.  11. 
"Οτι  αΐ  έπιγραφα'ι  ΔΙΟΝΥίΟί  και  ΠΑΡΑΛΙΑ  (;)  έχαράχίίησαν 
πολύ  κατόπιν,  φαίνεται  βέβαιο\•.  Δυνατόν  ρπομένίος  νά  έ'χτ) 
δίκαιον  ό  ΚοΙιετΙ,  φρονών  δτι  ό  «Διόνυσος*  ήτο  αρχικώς  ό  ήρως 
Μοννιχος,  έπ'ι  τοΰ  λόφου  τοϋ  οποίου  έτελοΰντο  οί  θεατρικοί 
αγώνες.  Έν  τοιαύττι  περιπτώσει  ή  Παραλία  αρμόζει  ως  σύν- 
τροφοςαΰτοϋ,  ώς  ακριβώς  υποκείμενη  τώ  λόφω  τοϋ  Μουνίχου. 


των  κορών  διαφθορά  είναι  οτι  ή  μεν  ομοτρά- 
πεζος τώ  Διονϋσο)  φέρει  ποδήρη  χιτώνα  κ(ίΐ 
έπ'  αύτοϋ  νεβρίδα  ϊσως  άντΙ  έπιβλήματος. 
Άλλα  τοιαύτας  διαφόρους  ενδυμασίας  πλει- 
στάκις  παρουσιάζουσιν  οί  αύτοι  ϋεοι  ανα- 
λόγως τών  ασχολιών  αυτών  π.  χ.  ή  Άρτε- 
μις ώς  Άγροτέρα  φέρει  βραχύν  κυνηγετικόν- 
χιτώνα,  ποδήρη  δ'  δμο^ς  όταν  παρίσταται  εις 
πομπήν  ή  έορτήν  τίνα  άστικήν.  Οΰτω  καΐ 
ενταύθα  ή  ό|ΐοτράπεζος  τφ  Διονύσω  Παραλία 
μετέχει  τών  έν  ΙΙειραιεΐ  Διονυσίων, — τουλάχι- 
στον έν  τή  διανοία  τοΰ  προσγράψαντος  τάς 
έπιγραφάς  αρχαίου,  —  ά  δηλοΰσιν  οί  παρ' αυ- 
τήν ιστάμενοι  τρεις  προσωπιδοφόροι.  Χάριν 
τών  άγο)νων  τούτων  κατήρχοντο  πρύς  την 
παραλίαν  τοϋ  Πειραιώς  και  ανήρχοντο  τόν 
?ι,όφον  τής  Μουνιχίας  οί  Αθηναίοι.  Ή  δέ 
τοϋ  άναγ?ιύφου  τοϋ  Έχέλου  Παραλία,  εικο- 
νιζόμενη έν  τή  κατ'  εξοχήν  αυτής  ίδιότητι 
τής  τοπικής  θεάς,  φιέρει  βραχύ  ώς  τό  τών 
ναυτών  και  κυνηγών  ένδυμα,  προς  ένδειξιν 
ούχΙ  [ΐόνον  τοΰ  θαλασσίου  αυτής  χαρακτή- 
ρος,  άλλα  κυρίως  τοΰ  οτι  τό  πάλαι,  ώς  και  μέ- 
χρι εσχάτων  πριν  ή  πυκνωθή  ό  συνοικισμός 
τοΰ  Νέου  Φαλήρου,  ό  χώρος,  δν  προσωποποιεί, 
ήτο  τόπος  πλήρης  κυντιγίου,  ένθα  έθήρευον 
οί  Πειραιεΐς  καΐ  (ΐάλιστα  κατά  τόν  χειμώνα. 

"Αλλως  δέ  και  ή  έν  γένει  ό[ΐοιότης  αυτής 
προς  τήν  Αρτέμιδα  αναπολεί  ήμΐν  δτι  και  ή 
Άρτεμις  έφερεν  άλλαχοΰ  τό  έπίβετον/Ζηραλί'α'. 

'Ρίπτοντες  νΰν  γενικόν  βλέ[ΐμα  έπΙ  δλης 
τής  πλευράς  ταύτης  τοϋ  άναγ?\.ύφου,  βλέπο- 
μεν  δτι  πρόκειται  περί  συμβουλίου  εγχωρίων 
θεών,  συνελθόντίον  πρό  τής  παραλίας  τών 
Έχελιδών,  ίνα  συσκεφθώσι  περί  βοηθείας  τοΰ 
παρά  τήν  Φαληρικήν  παραλίαν  αγωνιζομένου 
τότε  υπέρ  τής  ελευθερίας  δήμου  τών  Αθη- 
ναίων, δστις  διά  τοΰ  αναθήματος  τούτου  έπε- 
ζήτησε  τήν  βοήθειαν  αυτών.  "Αλλως  δέ  οί 
είκονιζό[ΐενοι  θεοί    ήσαν   οί   τότε    φύσει  και 


'  Οοδηοΐίΐ,  δϊΐΒΐηίιηί,  95:  <Άρτέμιδι  Παράλια  Απελλής  άνί- 
Οηκε•.  — Β.  Ο.  Η.  20  (1896)  340,  6:  < 'Αρτέμιδι  Παραλία  εύ- 
ξάμενος  ■ . 


—   136 


ΙΙ^χότ}/   αΐΟονπιι   Ρηγίον   τΓ/ς   Κ'   και   Λ'   έκατιη'ΐηετί/ρίιίος 


ίΐέσρι  βριατοι  τών  πιιιιιΐ(/.//ον  τοΰ  (^ημου.  Αλη- 
θώς ι'ι  μί-•ν  ί)άλ(χοσ(ί  τής  ΙΙ(/.ο(ίλί(/.ς  ποοΓΐ(  Γ'- 
λ(/.απΕ  τους  εν  τ[\  Μουνιχίί^  κατά  τών  μί] 
ρ'/όντοιν  ϊδιολ'  ναυτικον  όλιγίχρ/ικών  τοΰ 
(χστεως,  το  (^ϊ•  ί'πο  τ(Τ)ν  κίίτά  τον  /ριμ('ϊ)\'(/. 
ΐιπερχι•ιλιζυντο)ν  υ(^(ίτο)ν  τών  ^ι<^Γ'μ(ι)ν  .τοτ(/.- 
(ΐών  ΚηφίαοΓι  και  Ίλισοϋ  καΐ  τών  τη()((()^ο- 
τουσών  αυτούς  πΐ|γών  τών  Νΐ)[ΐ(ρών  σ/ημίχ- 
τιζ()μκνον  έλος  τοΰ  Νέου  Φαλήρου  προε((ΰ- 
λασσεν  αυτούς  κατά  τών  εκ  της  ,-τε?)ΐ(Λ(^ος 
έπιΟέαεχον  τ(Τ)ν  έχθρων.  'Οπόσον  ί^έ  ί^ικαίο^ς 
έπεκαλεΐτο  τ»|ν  προατασίαν  αυτών  δεικνύει 
ί)[ΐΐν  το  γν(ι)οτον  έκ  τοΰ  Ξενθ((ώντος  γεγο- 
νός, δτι  υλίγω  πρότερον,  έπικεΐ(ΐένης  της  έν 
Μουνιχία  μεγάλης  καΐ  ευτυχούς  κατά  τώ\' 
τιιπ(/.νν(ον  μά.χ)|ς,  6  Θρασύβου?νθς  έπιθαρρύνων 
τους  πολίτας  έλεξεν  αΰτοΐς  .τρός  τοΐς  άλ/.οις 
ϋτι  οι  ι)εοΐ  νϋν  (ρανερώς  ή[αν  συμμαχοΰσι. 
Και  γάρ  έν  ευδία  χειμώνα  ποιοϋσιν,  δτίχν 
ή  μι  ν  συμ(ρέρΐ)  '  .  Ταΰτα  δε  λέγων  άνεφέρετο 
εις  τάς  προ  τίνος  μόλις  έν  Φυλ[|  νίκας  αυτών 
κ(ίτά  τών  τυράννω\',  ας  έκέρδησαν  ένεκα  τοΰ 
έν  ευημερία  αίφνης  κατά  τών  έχθρων  έπελ- 
θόντος  νιφετοΰ  καΐ  τοΰ  υπό  τοΰ  πιστοϋ  όπα- 
δοΰ  τών  Νυμφών  Πανός  έμβληΟέντος  αύτοΐς 
πανικού  φόβου  -'.  Έπύ[ΐενον  άρα  ήτο  και  νύν 
ό  αύτύς  δήμος  να  έπικα?α]ται  διά  τοΰ  άνα- 
Ο^ήματος  τούτου  την  βοήΟειαν  τών  φανερώς 
ουμμαχούντων  αύτώ  εγχωρίων  θεών. 

Συμπεραίνοντες  λέγομεν,  δτι  το  θαυμάσιον 
άνάγλυφον  ημών  δεν  είναι,  ο)ς  μέχρι  τούδε 
ένο[ΐίζετο  ύπο  τών  διαφόρων  ερμηνευτών,  άνά- 
■θημα  τυχαίας  και  άγνωστου  τινός  Άλεξοϋς, 
άλλα  μνημεΐον  ιστορικόν  έ'ξοχον  άναφερόμε- 
νον  εις  μίαν  τών  ευγενέστερων  σελίδων  τής 
πόλεως  τών  ΆΌηνών,  ήτοι  είς  τους  υπέρ  ελευ- 
θερίας καΐ  κατά  τών  τυράννων  αγώνας  τώλ- 
ευγενών  τέκνων  αυτής.  Οι  έγχ(όριοι  θεοί 
ήκουσαν  τότε  τών  δεήσεο)ν  τού  δήμου  και 
ιιετ'  ου  πολύ  οΐ  περί  τόν  Θρασύβουλον  είσήρ- 
χοντο    νικηταΐ    είς    τό    άστυ    και    άνελθόντες 


σί'ν  τοΐς  δπ?νθΐς  είς  τι'ιν  (/.κριλπολιν  έ'ίΐυσαν 
ευχαριστήρια  τοΐς  θεοΐς  '.  Είκοσι  και  τρεΐς 
αΐώ\'ες  πι/ρηλΟον  έκτοτε,  δτε  και  πάλιν  από 
τών  (/.ϋτών  λ<')Γ(ο)ν  τοΰ  Πειραιώς  οί  πατέρες 
ήπίον  Γ|γ(ί)νίοίΙησ(/.ν  τόν  αυτόν  ευγενή  αγώνα 
κατά  το)ν  τυρά.ννο)ν  υπέρ  τής  έ/.ευθερίας  τοΰ 
αστείος,  καταλιπόντες  ώς  σήμα  τοΰ  ήρίοισμοΰ 
αυτών  τόν  έν  μέσο)  τοΰ  έλους  τού  'Κχέλου 
ίστά(ΐενον  λ'ύν  σεμνόν  και  άπέριττον  τάφον 
τοΰ    στρ(/.τηγοϋ    (ίντΓην    Καραϊσκιίικη. 

10.   Άριϋ^.  127.   (  ΙΙΙναξ  ΧΧΙΊ). 

Άΰ•ηνά    και    Μαρσύας 
έηΐ  άττικοϋ  μαρμάρινου  κρατήρας  -. 

Αθηναϊκής  προελεύσεως  κρατήρ  έκπεντελη- 
σίου  [ΐαρμίχρου,  κοΐ/α)ς  δε  τά  έσω.Ύψος  αυτού 
0,48,  διά[ΐετρυς  0,43.  Άποκεκρυυμένα  εΐναι  τό 
κάτω  μέρος  τού  ποδός  καΐ  (ακρότερα  τά  ώτα 
τού  κρ(/.τήρος,  ποός  δε  αϊ  κεφαλαι  κ(χι  λεπτο- 
[ΐέρειαί  τίνες  τών  έπ'  αυτού  άναγ/.ύφων  μορ- 


Ξενοφ.  Έλλην.  2.  4.  14. 

Ξενοφ.  ε.   ά.  2,  4.  3.  —  Διοδ(ρ')ρ.  14,  32. 


'  Ξενοφ.   Έλλην.  2.  4,  39. 

'-'  Βιβλιογραφία     δΐυβπ,  Ληιίςυίιίοδ  οί  ΑιΗβηϊ,  Τοηι.  2  ο.3 

ρ.    27    νίίζΐΐ. 

ο.  ΜϋΙΙβΓ,  ΙΙϊπάΙΐϋοΚ  (1.  ΑτςΗιοοΙοβίε  §  371,  Ο  (σελ.  571  τη; 
τρίτη;  ίκήόπειος  ϋ.τό  λΥεΙοΙίίτ  έν  ετει  1848). 

Κ3θΐι1-Κοο1ιε«β,  Μέιη.  άΐ  ηυιηϊϊπίΒΐ.  β(  ά'αη(ί<].  ρ.  141. 

Η.  ΒΓϋπη:  ΒυΙΙβΙίηο  (ΙβΙΙ'ΙηδΙΐΙϋΙο  Ιβ-^Β  ρ.  14.5-146 ;  ΑΓοΙιαβοΙ. 
Ζεί(.  18.53,  377  (ιηϊΐ  είπβΓ  ΒειηεΓίίϋπβ  νοη  ΟαίίΛτά). 

Βευΐέ,   Ι.εδ  ηιοηηαίεδ  ά'ΑίΗέηβδ  (1858)  ρ.  393. 

Μίς1ΐ3εΙί3,   Αηηιιΐί  ά.  Ιπ^ιΚυίο  XXX  (1858)  ρ.  317-318. 

Η.  Βηιηη  :    ΑΓοΚαεοΙ.  ΖείΙιιηζ  1858,242-243*; 

Η.  ΒΓυηη,  II  ΜϊΓίία  <1ί  ΜίΓοηε.  ΰίδοοΓβο  ΙεΙίο  ηεΐΐϊ  ποογ- 
Γ6ηζ3  άεΐ  ηΛΟίε  (ϋ  \νίης1{ε1ιη3ηη  1858  ;  Αηηαΐί  (ΙεΙΓΙηδΙϊΙϋΙο 
XXX  (1858)  ρ.  374-383  ;ΜοηυιηεηΙί  άεΙΙΊπδΙ.  νοί.  VI,  Ι&ν.  XXIII. 

ΜϋΙΙεΓ-  ννίεβεΙεΓ,  ΟεηΙίΐηαΙεΓ  ά.  &1ιεη  ΚυηβΙ,  Ββ.  II  (1860  6) 
ρ1.  ΧΧΙΙ,  239  (5.  125)  3  ρΐ.  ΧΧΙΙ,  Ν»  2Ά9^,  2391'. 

δΙερΗαηί,   ΟοιηρΙε-Γεηάυ  1862  5.  62  ρ.  86-94. 
>      1869  δ.  157. 

ννίεδείετ,  ΟβΓ  Αροΐΐοη  δίΓοβϊποίί  υηιΐ  <18Γ  .ΑροΙΙοη  νοη  ΒεΙ- 
νβίΙβΓΟ  (Ουηίη^εη  1861)  5.  105-106. 

Η.  ΗίΓζεΙ,  ΜίηεΓνα  άΐ  ΜίΓοηε  :  .Αηηιΐί  (ΙεΙΓΙηδύ.  1864  ρ.  2.3.5- 
238  (ΐιν.  ά'Λζξ.  ^.). 

Ε.  ΡεΐβΓ8εη,   ΜχΓοη3  δαίνι:  .^Γοΐΐίΐεοΐ.  Ζεϊι.  1865,3.  86-94. 

Ο.  ^^^1η,  ΡοραΙΪΓε  ΑηίδϊΙζε  «υδ  άετ  ΑΙΙεπΗαιηδντϊβδεηδοΙίίίΙ 
(1868)  δ.  212. 

ΒβηηάοΓί-δοΙιδηε,  Οίε  Επίίΐίβπ  ΒίΜ^εΓίιε  άεδ  ί»ΙεΓίπί- 
δοΗεη  Μυ5ευηΐ5  (1867)  Ν»  225,  δ.  142-147. 

Οοηζβ,  \νίεη6Γ  ΥοΓίε^εΙιΙϊιΙεΓ,  δειίε  VI,  12. 

Κείίϋΐέ,  υ^'  Λ\ί3.ά.  Κηπδΐιηϋβεοιη  ζιι  Βοηη  (1872)  Ν"  79 
5.  2υ-21. 


—   137   — 


Τα   ανάγλυφα   πλην  των  έπιτυμβάον 


φων.  Αΰται  έποιήθησαν  έπι  της  ετέρας  των 
μεταξύ  των  ώτων  τοΰ  κρατήρος  παρειών  τής 
κοιλίας  αύτοϋ,  έ'χουσι  δε  ΰψος  0,33. 

Ό  κρατήρ  ούτος  έδημοσιεύθη  το  πρώτον 
ύπί)  τού  .'-ίΙαίΐΓΐ;•  αφού  δ'  έπι  μακρόν  χρόνον 
έξηφανίσ97],  άνεφάνη  έν  έ'τει  1873  εις  την  κυ- 
ριότΐ)τα  τοΰ  έν  Αθήναις  τότε  β ιούντος  "Αγγλου 
ιστορικού  Κίηΐίΐγ,  ού  φέρει  καΐ  το  δνομα. 
Κατόπιν  δε  είσήλθεν  εις  το  Έθνικόν  ΜουσεΤον. 

Ή  ανάγλυφος  παράστασις  τού  κρατήρος, 
ότε?αις  αφεθεΐσα  υπό  τού  κα?ιλιτέχνου,  εικονίζει 
έν  λίαν  τεταραγμέντ]  στάσει  τον  σειληνόν  ή 
σάτυρον  Μαρσύαν,  έχοντα  προ  αυτού  μεν  την 
θεάν  Άθηνάν  ζωηρώς  βαδίζουσαν,  όπισθεν 
δε  τρίτην  μορφήν  έν  σχεδίω  και  οΰτιος  ατελής 
ώστε  είναι  δύσκολον  να  έννοηθη  τί  έσκόπει  να 
γλύψτ]  ό  καλλιτέχντ]ς. 

Έφ'  δσον  δε  δυνάμεθα  να  κρίνω  μεν  έκ  τών 


Η^^5^^1ίε1(1,  Αΐΐιεη»  υη<1  ΜαΓ5γ&5  (ίϋ.ΒβΓί.ΧνίηοΙίεΙιηΕίιηδρΓΟ^Γ.). 

Κ.  Κείίυΐέ,  ΙπΙοιπα  λ\  ^Γπρρο  (1ί  ΜίΓοηε  ΓαρρτεβεηίΒηίε  ΜαΓ- 
513  εΐ  ΜίηεΓνϋ  ;   Βυΐΐεΐίηο  άεΙΓΙπδΙ.  1872  ρ.  282. 

Η.  ΗεγάεηπΗηη  (υη<3  Ο.  Ι^ϋάεΓδ),  Οει  8αΙγΓ  νοη  ΜγΓοη ; 
ΑΓοΗιεοΙ.  Ζείίυπβ  1873  (XXX)  δ.  96. 

Ο.  Ι.ϋ(1εΓ8,  Αίεηαε  ΜϊΓβγα;  Βαΐΐεΐίηο  άεΐΐ'ΐηδί.  1873  ρ.  168-9. 

ΒυΓδί3η :  Εγ5ο1ι  υη(1  ΟΓυΙιεΓ,  ΑΙΙ^;.  Εηογείορ.  δει.  Ι  Βά.  82 
(ρ.  23)  δ.  43δ. 

Κ.  Κεί^υΐέ,  ΑΐΚεηίΐ  ιιη(1  ΜκΓϊγκδ,  ΜαηηοΓΓεΙίεί  ίη  ΑΐΗεη  ; 
Ατςίΐϊεοΐ.  ΖείΙ.  1874,  93,  ΎάΙ.  8  (Ίχνογράφιμια  υπό  δοΐιίηη). 

ΜαηίηεΙΠ,   Ουίίΐΐοβο  άεί  ^εΐΐί  ίη  §0550  (1875)  Ν"  198. 

Νε\νΐοη:  Αηηυίΐΐ  τεροΓΐ  ο£  ιΗεΒΓίΙίδΚ  Μϋ3ειιιη  1876,ρ.17  Ν''38. 

3>Ί>ε1,  ΑΛεηα  υηά  ΜαΓ5)ΐ35,  ΒΓοπζειηϋηζε  άεδ  ΒετΙ.  Μϋ5ευιη5, 
(ΜαΛϋΓ^  1879). 

ΡΓίε<1ΐ3βη£ΐβΓ:  Ζείί5θΙΐΓί£(  ίϋΓ  Νυηιίίηιαίίΐί  1879  δ.  216. 

Ο.  ν.  Ριιΐ8ΐ{}ί,  δαΙγΓδίαΙιιε  αιΐδ  ΒΓοηζε  ίιη  ΒΓΐΙίβΗ  Μιΐϊευιη : 
ΑγοΗ.  ΖείΙ.  1879,  δ.  91-93. 

Α.  8.  ΜηττΆγ,  ΜαΓβγίΐδ,  1>Γθηζ6  ΐΓουνέ  Ά  ΡίΐΓϋδ :  ΟίζεΙΙε 
ίΓοΗεοΙοβίςιιε  1879,  ρ.  242  -  248,  ρ1.  34  εΐ  35. 

Ρ.  Ι.εηοΓπΐ3ηί,  αυτόθι  ρ.  248-249. 

Μηιταγ,  ΗίδΙοΓγ  ο£  £Γεε1ι  5οιι1ρ(υΓεΙ'  (1880),  ρ.  217,  220,  222 
II,  337  και  Ι-  ρ.  256  -  262. 

ΡυΓίννϋηςΙεΓ,  δίΐ)^  νοη  Ρ6Γ£;ίΐιηοη  :  ΒεΓί.  \νίηο1ίε1ιηϊηη3ρΓο- 
Βπηιιη  1880  3.  9. 

Ε.  Ρεί6Γ3εη,   Οεγ  δϋΙχΓ  νοη  ΜγΓοη:  ΑΓοΙίίΐεοΙ.  ΖείΙ.  1880,  25. 

8χ1>β1,  Ζα  ΑΛειίΕ  ιιηά  Μμ5)γ.ι3  :  ΑΐΚεη.  Μίΐί.  Βά.  V  (1880) 
ρ1.  33-34,  δ.  1-12,  δ.  342-34,5. 

8)Ί>ε1,  ΚϊΙαΙοβ  ίΙεΓ  δουΙρίπΓεη  ζιι  Α(1ιεη  (1881)  δ.  54-55 
Ν"  297. 

Μ.  Οοΐϋβηοη,  Μο,Γβγαδ :  Ο.  Καγαί,  ΜοηιαηιεηΙδ  άε  1'αΓ(  »η1ί- 
ςιιε  Ι  (1884)  δ.  5,  ΤίΐΓ.  5. 

^.  ΟνεΓίίβοΙι,  ΟβδοΗϊοΗΐε  άεΓ  βΓίεοΙι.  Ρΐ35ίΐ1ί  Ρ  (1881)  8.  208 
ει  240,  1*(1895)  δ.  268-272. 


ατελών  άφεθέντω\'  (χ\'αγλύ((  (ο\',  ό  κρατήρ  ανή- 
κει μόλις  εις  τον  δεύτερον  ή  πρώτον  αιώνα  π.Χ. 
Ούχ  ήττον  όμως  το  μνημεΐον  τούτο  εΐναι  περί- 
φημον  παρά  τοις  άρχαιολόγοις  ένεκα  τής  υπό 
τών  Ο.  ΜαΙΙβΓ  και  Βηιπη  συσχετίσεοις  αύτοϋ 
προς  έργον  τού  περίφημου  Μύρωνος. 

Μελετήσας  επισταμένως  πάντα  τα  περί  τού 
σπουδαιότατου  τούτου  αρχαιολογικού  ζητήμα- 
τος γραφέντα  υπό  πλήθους  σοφ)ών,  κατέληξα 
ε'ις  γνώμην  διάφορον  τής  κρατούσης  νύν,  διό 
θέλω  εκθέσει  ενταύθα  αναλυτικώς  τα  κύρια 
σημεία  τού  περίφημου  τούτου  και  πασίγνω- 
στου ζιιτήματος. 

Ό  Παυσανίας  έν  τη  περιγραφή  τών  έν  τη 
Άκροπόλει  τών  Αθηνών,  [ΐεταξύ  τού  ιερού 
τής  Αρτέμιδος  Βραυροηάας  καΐ  τού  Παρθε- 
νώνος, ιδρυμένων  καλλιτεχνημάτων  γράφει 
(Ι,  24,  1):  Έντανϋ'α  ' Α{Η]νά  πεποίηται  τίη•  αι- 
ληνυν  Μαρσύαν  παίουσα,  οτι  όή  τους  αυλούς 
άνέλοιτο,    έρρΐφΰ•αι   σφάς  τι^ς  ϋεον    βονλομένης. 


ΜϋεΗΙιοίεΓ,    ϋίε  Μιΐδεεη  ΑΐΗεηε  (1881)  8.  20,25. 

ΗαυβεΓ,   Βίε  ηευακίβοΐιεη  Κείίείδ  δ.  71. 

ΚιΐΓΐν(Γ3η2ΐβΓ,  Βεβοΐιτείόυη^  <1εΓ  ΥβδεπδΕηιιηΙυηβ  ίαι  ΑηΙίςυα- 
Γίυιη  Β(1.  II  (1885)  8.  673  Ν"  2418  (2356). 

ΡΓίεά8ΓίοΙΐ8-ννο1ΐεΓ8,  Οίρδ^Ι^εϋδδε  (1885)  ρ.  194  Ν"  456. 

ΜοΓ^εηΐΙΐΗυ  υ.  Οοηζε,  Αΐΐιεηϊ  υηά  ΜϊΓβίίίδ:  Τί^ΙΐΓΐ)ηο1ι  ά.  Κ. 
1).  ΑγοΗ.  Ιπδΐ.  Β(3.  2  (1887)  ρ.  193-195. 

Ε.  Ββ1)βΙοη,  δαΙχΓ  άΕπεαπΙ :  Ο&ζείΙε   ΒΓοΗέοΙο^.  1886,  ρ.  305. 

83ΐιεΓ,  Αηβη^ε  ά.  .3(3ηι»Γ.  ΟΓπρρε  (1887)  δ.  68-72. 

Καββαδίας,  Κατάλογος  (1886  7)  άρ.  63,  Γλυπτά  (1890  2) 
σελ.  121   άρ.  127. 

Β3υπιβί5ΐεΓ,    ΟεηΙίηιαΙεΓ  (1887)  δ.  1002. 

ΡοιίβέΓεδ  :    Βυΐΐεΐίη  (1β  €ογγ.  Ηεΐΐέπίςιιε  1888,   ρ.  112. 

Μ.  άε  Ο.  Vε^^31-^3ηε  Η3ΓΓί8θη,  Μ^ΐΚοΙοβ^  3ηά  ηιοηυηιεηΐδ 
οΓ  &ηοίεηΙ  ΑΐΗεηδ  (Ι.οηάοη  1890)  ρ.  407  -  410. 

Ι.  Σβορώνος,  Διεθνής  Έφημερ'ις  της  Νομισμ.  "Αρχαιολ. 
Τομ.  Ε'  (1902)  α.  312,  Πιν.  XII,  Δ'. 

Μ.  ΟοΠίβηοη,  Μ,ιγ5)•35,  (έΐε  εη  ηι»Γΐ)Γε  άε  Ια  οοΐΐεοΐίοη  ΒβΓ- 
ηοοο  α  Κοηιε :  Μέίβη^εδ  ά'^ιεΠ.  ε[  άΊιίβΙ.  Χ  (1890)  ρ.  118  - 122. 

ΡιΐΓίννβηεΙεΓ,  ΜείδΙετννεΓίίε  (1893)  δ.  357  -  358. 

ΡτεΙΙεΓ-ΚοϋεΠ,  ΟπεεΗ.  Μ)ΊΗο1ο2ίε  (1894)  δ.  223,  2. 

^ε33εη,  Μ^Γδί-αδ  :  ΚοδοΗεΓ'δ  Μ)ΊΗ.  Ι^εχ.  Βά.  II  (1894  5)  δρ. 
2246  κεξ. 

ΗϊΙζίβ  -  ΒΙϋιηηεΓ,  Ραυ53ηίαε  ΟΓαεο.  άεδΟΓίρΙ.  (1896)  δ.  54 
(24,  1)  κα'ι  δ.  263  -  264. 

Οο1Ιίβηοη-ΤΙΐΓ3επιεΓ,  ΟεδοΗ.  <3.  ^γ.  Ρ1ίΐ5(ί1{  Ι  (1897)  δ.  493 
Γί§.  242. 

ΡΓΗζετ,   Ραιίδαηίαί,  νοί.  II  (1898)  ρ.  289-294  ίί^.  15-  17 

Ο.  53ΐιη  -  Α.  Μίο1ΐ3ε1ί8,  Αγχ  ΑΐΗεηαΓυηι  (1901)  ρ.  .50. 

Ι^ιιοχ   Μ.  ΜίΙοΙιεΙΙ,   ΗιϊΙογ)•  οί  αηοίεηΐ  5θυ1ρ£ιΐΓε  ρ.  291. 


—   138  — 


11ΐ)ώιιι   (άΰανοα   ΐ'ργοιν   τ  Γ/α   Κ'   κιιΊ     Γ   ^κατοί'ίίίειιιρίόος 


Ύον  αυμπλ?γματ(.)ς  τουτοι>  (χντίγο(/.((  (/.  παοοί'- 
οιάζοτιαιν  οί  τΰ.τοι  τινών  των  κ«τα  τοης  (χο- 
[((ίϊκοί'ς  αΰτοκρίίτορικοί'ς  /ρ(')νοΐ'ς  κοπκντίον 
(ΗΙιιναϊκών  γαλκών  ν()[ΐιπ(ΐ(πο)ν.  Μγ/λί  ίο'/ά- 
τίον  τϋ.  ν(ΐιπ'οιΐ(<τ(/.  τοΓ»  τΓι.τοι»  τούτου  ήσαν  λίαν 
σπάνκί,  νπν  ο[ΐϋ)ς  υπάρχει  ικανός  (ίριΒμος  αυ- 
τών '  παρουσιαζόντων  τρεις  ίϊιαίρόρους  παρα/».- 
λαγάς  κατά  τα  υπό  τάς  όψεις  [ίου  ι^κκρορα 
κομμάτια,  ών  πέντε  κέκτηται  νϋν  τό  Νομ.  Μου- 
σεΐον  τών  ΆχΊιινών.  Τα  νο[ΐίσ[ΐατα  ταΰτα  εκό- 
πησαν  είς  ί)ΰο  ί)ιαΓρόρους  έπο/άς  κ(/.ι  ^η  τα 
μεν  αρχαιότερα  έπΙ  Αδριανού  (117-1  !Μ  μ.Χ.). 
τάδε  νεώτερα  επι  Γορδιανοΰ  Γ'  (2ϊ5^>-244 
μ.  Χ.)  -'.  Τά  αρχαιότερα  (  είκ.  !ΙΓ)  -  !Ι7  ),  όντα 
έκ    δύο  δΐ(ιΚ(  ()η(ΐ)ν   σφραγίδονν  και   μείζονος  ή 


Είκών     95  —  9*^• 

τά  δεύτερα  διαμέτρου,  είκονίζουσιν  αριστερά 
μεν  ίσταμένην  άνευ  δόρατος  και  άσπίδος  την 
Ά{)ημ'άν,  δεξιά  δε  τόν  Μαρσυαν  τόνάπα?α\' 
δε  τά  νεώτερα  (είκ.  !)8-!Ι!•).  Τό  εν  όμως  τών 
αρχαιοτέρων  (είκών  96-97)  εικονίζει  την  αυτήν 
Άθηνάν  κατενώπιον  ίστα[ΐ,ένιιν,  προς  τά  κάτω 
εχουσαν  άμφοτέρας  τάς  χείρας  και  στρέφουσαν 
αίφνης  τήν  κεφα}.ήν  αυτής  προς  τό\'  πλη- 
σίον   ίστά(ΐενον    Μαρσύαν,   δστις    άνατινάσσε- 


'  Ννίεζαγ,  Μιΐ5.  ΗβάβΓν.  Ι  ρ.  46  π"  1280  (κΙ).  4. — $05ίίηί.  Μιυ. 
1Ιε(ΐ6Γν.  Ρ.  ΕιίΓορ.  II  ρ.  73  η"  63 — Β^οη5ι6^1,  Υογαγο  εη  Οιέεε 
II  ρ.  188 — 0ει1ΐ3Γ(1,  νεηετε  ΡΓΟίεΓρίη»  ρ.  ίο  αοΐΐ.  78;  Η)•ρβιΙ). 
Γδηι.  5ΐιΐ(3.  1,  111. — ΟΓΟϋζεΓ-ΟηϊβπίίΐυΙ,  Κείϊςίοηδ  ιΐε  Ι'Λπίίςιιϊίέ, 
νοί.  IV  δεεοηάε  ρ&Γΐίε,ρΙ.δΟ  η''34ϋ•'>  — Καοαΐ  ΚοεΗεΙΙε,  ΜέπιοίΓεί 
<1ε  ιηίΓηϊβηι.  εΐ  ά'ΛηΙις.  ρ.  143,  ηοίε  3.  —  Βευΐέ,  Ι^εβ  ιηοηπαίε* 
<1  Αΐΐιέηεϊ  ρ..393— Μοη.  άεΙΓΙηίΙ.  VI,  23— ΜϋΙΙεΓ-λνίεδεΙεΓ,  υεη1<- 
πιΗΙοΓ  απί.  ΚυπδΙ  ΙΙά  II  Τϊί.  XXII  ηο  239β  —  ΡΉεΚΙαηίΙεΓ  ;  Ζεί(. 
(.  Ναηι.νΐΙ,  216 — ΙηιΙιοοΓ-ΒΙιιιηεΓ  ίίικί  Ρ.ΟαΓθηετ,  Ναιηίίΐη.Οοιηιη. 
οη  Ρ£ΐιι$3ηίίΐ5  ρ.  132-133  ρ1.  Ζ.  ΧΧ-ΧΧΙ.  — Σβορώνος :  ΔιεΟν. 
Έφημ.  Νομ.  Άρχαιολ.  1904  σελ.  12δ  άο.  137-138.  πίν.  1.  44. 
"Ιδε  τύ  αυτά  νομίσματα  και  ρν  ταϊς  π/.ρίοσι  τιον  .ιρρί  τοϋ 
"ζητήματος  άρχαιολ.  (ΐί:?.ετί)ν. 

-  Σβορώνος  έ'.ά.  οελ.  110. 


ται  προς  τά  όπίσο)  ι'ν  έκπ/.ή|ει  ί»ψών  τί|\'  δρ- 
ξιάν  ύπί-ρ  τήν  κειρα/^ιν  και  τείνο)ν  Ριαίιι)ς  καϊ 
τήν  άριστεράν  προς  τά  ύπίσο).  ΈπΙ  δε  τοΓ' 
ετέρου   τών  (/.ρχαιοτέρων  (είκ.  97).  όντο;    δυσ- 


τυχώς κίχκής  δκ/τηρήσεως,  (/./.λά  πάντοη'  σπου- 
δαιοτ(ίτου,  ή  επίσης  άοπ?.ος  Ά!)  η  να  είναι 
έστραμμένη  προς  τόν  Μαρσύ(/.ν  ύψοΰσί/.  προς 
αυτόν  τήν  άριστεράν.  Ό  δε  Μαρσύας  εΰρηται 
εν  τη  αύτ»)  στί/σει,  εν  ή  και  έπΙ  τών  προηγου- 
ιιένίον  νομισμάτ(ΐ)ν,  αλλά  τό  σώιια  αύτοϋ  άνα- 
τινίΛοσεται  βΐ(/.ΐ()τερον  προς  τά  όπισθεν  καΐ  δίι 
άπαραλ?ιάκτως  τω  Μαρσύα  τοϋ  Λατερανοΰ. 
Δυστυχώς  ένεκα  φθοράς  τοϋ  νο[ΐίσματος  ή 
ίίέσις  της  δεξιάς  τοϋ  Μαρσύου  δεν  διακρίνεται. 
Ύελος  επί  τών  νείοτέςκον  νομισμάτων  (είκ.  9><-9:ι) 
έ'χο(ΐεν  τόν  κατοπτρικον  τύπον  τοϋ  έπι  τοϋ  τ(7)λ' 
άρχαιοτέρο^ν  τύπου,  ούτως  ώστε  ό  Μαρσύας 
εικονίζεται  υψών  τήν  άριστεράν  άντΙ  της  δεξιάς. 
Αυτό  τυΰτο  συνέβη  και  έν  ττ)  απεικονίσει  τοϋ 
Μαρσύου  τοϋ  κρατήρος  ήιιών.  Νέαν  λεπτομέ- 
ρειαν  δ'  εχουσι  τά  τελευταία  ταΰτα  νομίσματ(/. 
ότι  παρά  τους  πόδας  της  Άι)ΐ)νάς  είκονΠίεται 
καΐ  ό  Έριχΰόνιος  δφ'ΐς. 

Έπι   τών  πλεκη'ΐον   τών  αρχαιοτέρων   ίχνο- 


ΕΙκών     9^  ~  99• 


γραφικών  δημοσιεύσεων  νομισμάτων  έκ  τών 
αυτών  σφραγίδοτν  είκονίσ9ΐ]σαν  αύ/ιοι  εις  τάς 
χείρας  της  Αθηνάς,  ή  μεταξύ  αυτής  και  τοϋ 
Μαρσύου  προς   τό  έδαφος   κατα.τί.ττοντες.  Τό 


139 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


αληθές  δμως  εΐναι,  δτιέπΐ  ούδενός  τών  ύπ'έμοϋ 
έξετασ&έντων  εν  πρωτότυποι  η  έκμ,αγείω  ή  ορω- 
τογραφικτ)  αναπαρασταθεί  νομισμάτων  ουδέν 
ίχνος  φαίνεται  τοιούτων  αύ?ιών,  αν  καί  τίνα 
των  κομ[ΐατίο)ν  τούτο^ν  είναι  αρκετά  καλής 
διατηρήσεως. 

Τώλ'  νο[ΐισματικών  τούτων  τύπων  ελαφρά 
πα^αλλα■^^[  εΐναι  ή  γραφή  οίνοχόιις  τοϋ  εν  Βε- 
ρολίνω  Μουσείίΰ,  ευρεθείσης  εν  τή  πλησίον 
τών  Αθηνών  Βάρη(είκ.  100).  Ή  αγγειογραφία 
αΰτη,  ώς  εκ  τοϋ  [ΐεγεϋ ους  αυτής,  καθ  ιστα  εναρ- 
γεστέρας τάς  λεπτο[ΐερείας  έκείνας  τής  σκηνής, 


Είκών 


άς  δεν  ήδύνατο  νά  είκονίση  σαφώς  εν  τώ  σ[ΐι- 
κρω  πεδίω  τοϋ  νομίσματος  ό  σφραγιδογλύφιος. 
Ό  Μαρσύας  εικονίζεται  εν  τή  αυτή  στάσει  τής 
ζωηρ(7.ς  έκπλήξειος  καΐ  της  προς  τά  οπισί)εν 
άνατινάξεως•  ή  δ'  Άΰι^νά  ούσα,  ώς  έπι  τοϋ 
αρχαιοτέρου  και  τοϋ  νεωτέρου  τών  νομισμάτίον, 
δλως  προς  τον  Μαρσύαν  έστραμ[ΐένη,  χειρονομεί 
ήρέμα,συμβουλευτικώς τείνουσα  την  δεξιάν  προς 
τον  Μαρσύαν,  ενώ  διά  τής  (ϋριστεράς  κρατούσα 
στηρίζει  το  δόρυ  έπι  τοϋ  αριστεροϋ  αυτής  ώμου. 
Μεταξύ  δε  αυτής  καΐ  τοϋ  Μαρσύου  καταπί- 
πτουσι  προς  το  έδαφος  δύο  αυλοί,  ους,  κατά  μεν 
την  μέχρι  τοϋδε  γενικώς  κρατοΰσαΛ'  γνο)μην, 
έρριψεν  ή  ΆΟηνά,  κατ'  έμέ  δε  (ϊδε  κατίοτέρω) 
6  ύπί)  τής  Αθηνάς  καταπτοηθείς  Μ(/.ρσύας. 
Τρίτην  έτι  έλευθερωτέραν  παραλλαγήν  τοϋ 
αύτοϋ  θέματος  άποτε?ιεΐ  ή  παράστασις  τοΰ 
αθηναϊκού  μαρ[ΐαρίνου  κρατήρος,  περί  (ΐύ  κυ- 


ρίο)ς  πρόκειται  ενταύθα.  Έπ'  αύτοϋ  ό  Μαρ- 
σύας εικονίζεται  απαράλλακτους  ο)ς  έπι  τών 
προηγουμένο)ν  [ΐνη[ΐείθ)ν,  αλλά  κατοπτρικώς, 
υψών  έπθ[ΐένο)ς  υπέρ  τήλ'  κε{ραλήν  ούχΙ  την 
δεξιάν  αλλά  την  άριστεράν,  ένεκα  τής  εις  τά 
αριστερά  τής  εικόνος  τοποθετήσεως  αυτού  υπό 
τοϋ  καλλιτέχνου.  Ή  Αθηνά  δ'δμως  είναι  εντε- 
λώς διαφόρου  τύπου.  Φέρουσα  δηλαδή  έν  τή 
αριστερά  την  ασπίδα  ορμά  βιαίως  προς  δεξιάν 
στρέφουσα  τΐ|ν  κεφαλήν  αυτής  προς  τον  κατά- 
πληκτον  καΐ  προς  τά  υπίσο)  άνατινασσό[ΐενον 
Μαρσύαν, τήν  δε  δεξιάν  έχουσα  έπιτακτικώς  προς 
το  έδαφος  έστραμμένην.  Τήν  από  τών  νομισμά- 
των και  τής  άγγειογραφ'ίας  διαφοράν  καθίστα 
[ΐείζονα  ή  υπό  τοϋ  καλλιτέχλ'ου  προσθήκη  εις 
τήν  σκ)]νήν  τρίτης  μορφής,  ης  τό  σχέδιον  μόλις 
ήρχισεν  ούτος  ποιών  όπισθεν  τοϋ  Μαρσύου. 

Προς  τάς  τρεις  ταύτας  έπι  τών  νομισμάτων, 
έπι  τής  αγγειογραφίας  και  έπΙ  τού  κρατήρος 
παραστάσεις,  άς  στε\'ώς  προς  άλ?ι.ήλας  συνδέει 
ή  άΟιιναϊκή  προέλευσις,  ό  [ΐύΟος  και  κυρίως 
ό  κοινός  καΐ  έπι  τών  τριών  απαράλλακτος  τύ- 
πος τού  Μαρσύου  προσήρμοσε  δικαιότατα  έν 
έτει  1853  ό  διάσημος  Γερμανός  αρχαιολόγος 
Βηιηη  τό  πράγ,ιιατι  πανόμοιον  τύπον  παρου- 
σιάζον  [ΐαρμάρινον  άγαλμα  τού  έν  τφ  Λατε- 
ρανώ  Σατύρου  (είκ.  101),  τό  περίφη  μ ον  έκτοτε 
γενόμενον  ένεκα  τής  λα^ιπρώς  τή  βοηθεία  χω- 
ρίου τινός  τού  Πλινίου  ύποστιιριχθείσης  υπό 
τοϋ  αυτού  Βηιηη  γνώ[ΐης,  δτι  εΐναι  άντίγραφον 
έργου  τοϋ  περίφημου  καλλιτέχνου  Μύρωνος, 
εικονίζοντας  σύ[ΐπλεγ[ΐα  Αθηνάς  και  Μαρσύου. 
Βραδύτερον  δε  άλλοι  αρχαιολόγοι  προσέθεσαν 
εις  τήν  αυτήν  σειράν  τό  έν  Πάτραις  άλ'ακαλυ- 
φΰέν,  νύν  δ'  έν  τω  Βρεττανικώ  Μουσείοι  άπο- 
κείμενον,  κάλλιστον  χαλκοϋν  άγαλμα  τού  Μαρ- 
σύου (είκ.  102)  και  τήν  έκ  Παρίου  [ΐαριιάοου 
κεφαλήν  Σατύρου  τής  συ?ιλογής  τού  εΑ'  'Ρ<όμη 
δουκός  Βαταοοο  '. 


'  ΜίΐΙζ — ν.  ϋιιΐιη  Ι,  4.")1  —  ΚΓίοιΙετίοΙίδ-ΝνοΙΙΟΓδ,  έ'.  ά.  η"  45.Τ 
—  ΟοΙΙ.  ΒαΓαοοο,  Ρ1.  37,  37«  —  ΟοΠίςποπ,  Μέ1αη§68  (Ι'^ΓοΙιέοΙ. 
61  (Ι'ΙιίδΙοίΓΟ  άα  ΙΈαοΙβ  (γ.  άε  Κοπιο  1890  ρ.  118  εΐ  δ.  ρ1.  2.— 
ΚιΐΓΐ\τϋη§ΐ6Γ,  ΜείδΙΟΓννοτΙίο  δ.  3ί38,  1. 


—   140 


ΙΙυιήίη    (ΐ'ή')()ΐ<ηη    ϊ'ηγα»•   τΓ/ζ    Κ'   και      Ι  '    ι'χατηνται  τ ι/ι>ίι)ι>ι; 


'Γ(χϋτα  πάντα  είν(ίΐ  τα  [ΐόνα  ΐίετικο  και  βί- 
(!(/.!(/  στοι/κΐα,  ατινα  νγομΐν  προς  ρκτίμηοιν 
τοΓι  αγίτιχον  προς  την  γν(ό[ΐην  τοϋ  Ιίηιηη 
άς)χαΐ()λ()γικ()Γ)  ζητΓιμίαος.  Άλ'α[ΐΓρπ(5ητήτ(ος 
εν  και  μόνον  βεβίχιοΰσι  τα  [ΐνι^ιεΐα  ταύτα,  δτι 


ΕΙχώ 


;ων     ιοϊ. 


δη?ιαδή  πρόκειται  περί  περίφημου  τινός  και 
πο?^Λκις  κατά  το  μάλλοΛ'  ι")  ήττολ'  πιστώς  ή 
έ?^ευΟέρο)ς  άντιγραφεντος  άθιιναϊκοΰ  συ[ΐπ?.έ- 
γματος  Ά{)Ίΐνάς  και  Μαρσυου,  άναφερο(ΐένου 
εις  τον  μϋθον  των  αυλών.  Έντεΰΰεν  δμο^ς 
είσερχόμεΟα  εις  το  πεδίον  τών  διαφόρων  σχε- 
τικών προς  τα  [ΐνημεΐα  ταϋτα  χιποθεσείον  τών 
νεωτέρων  αρχαιολόγων. 

Πρώτος  ό  Ο.  ΜϊίΙΙργ  εσχετισε  προς  το  ανω- 
τέρω παρατεϋεν  χοορίον  τοϋ  Παυσανίου,  ο)ς 
καΐ  προς  τους  τύπους  τών  Άθΐ]ναϊκών  νο[ΐι- 
σμάτων  και  την  παράστασίΛ'  τοϋ  ιιαρμαρίνου 
κρατήρος  ημών,  το  πολυπύλ'δετον  εκείνο  χοι- 
ρίον  τοϋ  Πλινίου  (XXXIV,  57)  καΟ'  δ :  (λΙγΓοη) 
ίεοϊΐ  6ΐ  οαπΘΐη  ρΐ  οΙίδοοΗοΙοη  οΙ  ΡεΓδθυιτι  6ΐ 
ρτίδίαδ  β/  Ξαίγηιηι  αίΊιηϊΐ'αηίεηι  ίϊδία^  εί 
Μϊηβτναυι,  Οείρΐιίαοδ  ρβηΐίίΛΙο»  εΐο.  "Ετη  τινά 
κατόπιν  ό  Βηιηη  ορθώς  άναγνωρίσας  εν  τω 
έσφαλ[ΐένως  ως  όρχουμένω  Σατύρω  συμπ/ιη- 
ρωθέλτι  άγάλιιατι  τοΰ  ^\ίίτεραν()ΰ    τον    Μαρ- 


σύίχν  τών  ΆίΙηναϊκών  νομισμάτων,  εν  δε  τΓ) 
τεχνοτροπία  αΰτοϋ  είχίίσας  τΐ|ν  τοΰ  Μΰρ(ι)νος, 
συνεπέρανεν  δτι  το  ύπδ  τοΰ  Παυσανίοι»  εν  τη 
περιγραφΓ)  τής  Άκροπόλεο)ς  μνημονε,υό(ΐενον 
σύ[ΐπλεγμα  ΆΙ)ην(7ς  καΐ  Μί/ρσΰου,  ου  ό  περιη- 
γητής δί-ν  ονομάζει  τον  ποιητήν,  είν(/.ι  (/ϋτδ 
τοΰτο  το  ύπδ  τοϋ  ΙΙλινίονι  μνημονευόμενον 
έργον  τοΰ  Μν''ρο)ΛΌς,  ούτινος  ίϊλ^.ως  καΐ  άλ/.ο 
έ'ργυν  άναΐ(έρει  δ  Παυσανίας  έπι  της  Άκρο- 
πόλεοις  ρητώς  [ΐνιιμονειΊων  τοΰ  ονόματος  τοΰ 
Μύροινος  '. 

Ή  ευφυέστατη  αϋτη  γν(ί)μΐ|  τοΰ  ΒΓυηη,  καί- 
περ  κατ'  άρχος  παρά  δοκίμων  άρχαιολόγοη'  εν 
μέρει  άποκρουσΟεΐσα,  έπι  τοσοΰτον  κίίτίσχυσεν 
έκτοτε,  ώστε  νϋν  (/.ποτελεϊ  τον  Οεμέλιον  λίί)ον 
ένδς  τών  (βεβαιότερων  θεωρουμένων  κεφο- 
?.αίο)ν   της    ιστορίας    τής    (χρχαίας    γλί'πτικής. 


Γ.ίκ. 


,κον     Τ02. 


ώς  τοΰ  Σατύρου  τοϋ  Λατερα\Όΰ  καΐ  τών  συνα- 
φών αύτώ  ιιν)]ΐιείων  ϋεωρου μένουν  άαφαλώλ' 
υποδειγμάτων  τής  τεχνοτροπίας  τοΰ  Μύρο^νος. 


'  Ι,  2ϊ>,  8:  Και  άλλα  ρ  ν  τί)  'ΛΟηναάον  άκρο,Ίολρι  Οεασά- 
[ΐενος  οιδα.  Λυκίου  τοΟΜύρίονος  //ιλκοϋν  ."ταΐδα,  δς  τό  περιρ- 
ρανιήριον  έχει,  και  Μϋροινος  Περοέα  τό  έ;  Μέόοΐ'σαν  έργον 
εΐργασ(ΐένον  . 


—   141   — 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


Την  ■γνώ[α]ν  ταύτϊ|ν  θέλομεν  εξετάσει  και, 
κρίνει  νΰν,  μόνοις  τοις  πράγ|ΐασι  προσκείμενοι 
καΐ  το  πνεΰμα  ή[(,ών  έλευθεροΰντες  δσον  το 
δυνατόν  π?ιειότερον  πάσης  προκαταλήψεο^ς. 

Ότι  το  υπό  τοΰ  Παυσανίου  [ΐνημονευόμε- 
νον  έπι  της  Ακροπόλεως  σύμπλεγμα  εΐναι  τό 
έπΙ  των  αθηναϊκών  νομίσματα) ν  είκονιζόμε- 
νον,  είναι  εκτός  πάσ)ΐς  αμφιβολίας,  γνωστοί3 
όντος  δτι  έ,πΐ  των  νομισμάτων  εκείνων  οι 
Αθηναίοι  απεικόνιζαν  κατά  προτί(ΐησιν  τά  της 
Ακροπόλεως  αυτών  οικοδομήματα  καΐ  καλλι- 
τέχνη (ΐατα.  "Οσον  δμως  είναι  βέβαιον  τοϋτο, 
τόσον  είναι  επίσης  βέβαιον  ότι  τό  εις  τό  αυτό 
καλλιτέχνημα  άναφερόμενον  κείμενον  τοΰ  Παυ- 
σανίου, ως  έχει  νΰν,  κατ'  ούδένα  τρόπον  δύνα- 
ται νά  συμφωνήση  προς  την  εικόνα  τοΰ  συμ- 
πλέγματος έπΙ  των  (χΒηναϊκών  νο[ΐισμάτο)ν, 
έφ'  ών — ώς  καΐ  έπι  τών  ασφαλώς  εις  τό  αυτό 
πρωτότυπον  αναφερομένων  ή  ύπ'αύτοΰ  έμπνευ- 
σΟεισών  παραστάσεων  τοΰ  αγγείου  της  Βάρΐ)ς 
καΐ  τοΰ  μαρμάρινου  κρατήροςήμών  -ή'ΑΟηνά 
κατ'  ούδένα  ποτέ  τρόπον  δύναται  νά  {)εως)η{)Γι 
ο)ς  παίονσα  τόν  Μαρσύαν.  Τοΰτο  ένόησαν  ήδη 
ευθύς  έξ  αρχής  οί  πλείονες  τών  όρχαιολόγίΟΛ-, 
ορθώς  (χποφανθέντες  ότι  τό  χωρίον  τοΰ  Πα\ι- 
σανίου  διεφΰάρη  υπό  τών  άντιγραφέίολ'.  "Ινί^ι 
δε  τό  κείμενον  συμφ(ι)νήση  προς  τάς  υπό  τοΰ 
χρόνου  άθίκτους  παοίχστάσεις  τών  νομισ[ΐ(<- 
το)ν,  τών  κίαά  κανό\'α  πιστώς  εν  τοις  κυρίοις 
άντιγραφόντίον  τά  τοΐ(/.ΰτ(λ  περίφημων  καλλι- 
τεχνών έργα,  άνέγν(οσα\',  αντί  τοΰ  παίοναα,  ό 
μεν  Βηιηη  «  έπιονοα  ,  υ  δε  \νΪ68β1κΓ  πτ.ν- 
ονοα»  (!)  ή  {ανλοϋντα  άνα)πανουσα,  6  δε  ΜίΓΝίΉ- 
ίεΐά  «πτοούσα»  καΐ  ό  Ηϊτζεί  επίσης  χ  πτοοϋοα 
{ή  παραινοναα)  μι)  τοίκ  αύλονς  άνέληιτοχ. 

Πριν  ή  (χποφανθώμεν  περί  τών  διορθώσεων 
τούτων,  άναγκαΐον  απαραιτήτως  θειοροϋμεν  νά 
ιδοί(ΐεν,  τίς  ό  (ΐΰθος,  έξ  ου  ένεπνεύσΒη  ύ  ποιή- 
σας  τό  σύμπλεγμα  καλλιτέχνης,  δΐ()τι  μόνον  ή 
άναγνά)ρισις  της  στιγμής  του  μύθου,  εις  ην  ανα- 
φέρεται τό  καλλιτέχνημα,  δύναται  νά  διδάξη 
ημάς  ασφαλώς  περί  τής  προτιμητέας  διορθώ- 
σεως τοΰ  έφθίχρμένου  χαιρίου  τοΰ  Παυσανίου. 


Ώς  γναιστόν,  ό  αθηναϊκός  μϋθος  περί  Αθη- 
νάς, αυλών  και  Μαρσύου,  καΐ  περί  τής  την  άμε- 
σον  αύτοΰ  συνέχειαν  αποτελούσης  έριδος  περί 
μουσικής  τοΰ  Μαρσύου  προς  τόν  Άπόλλο)να, 
έγεννήΟΐ)  μεν  περί  τά  μέσα  τοΰ  Ε'  αιώνος 
π.  Χ.  εκ  τής  κατά  τής  βοιωτικής  αύ?ιητικής 
έχ&ροπαθείας  τών  Αθηναίων,  άνεπτύχθΐ]  δε 
κυρίως  έπι  τοΰ  βιαιοτάτου  καΐ  πασίγνωστου  εν 
τη  ιστορία  τής  μουσικής  πολέμου  εκείνου  τών 
Άθηναίίον  δραματικών  ποιητών  κατά  τών  δια- 
πρεπέστατων καΐ  δκ/σήμων  μουσικών  έκείν(ον 
τοΰ  Ε '  αιώνος,  οϊτινες  έπεζήτησαν  καΐ  κατώρθ ω- 
σάν νά  προβιβάσο)σι  την  μουσικήν  (χπό  υπηρε- 
τικής τέχνης  τής  πρωταγωνιστούσης  ποιήσεως 
εις  έπιστήμην  εντελώς  ανεξάρτ)]τον  και  αύΰύ- 
παρκτον,  εις  άλη&ή  μυναικήν,  ώς  έ'λεγοΛ'  ^  ιΥοι- 
πόν  κατά  τό  άττικόν  δράμα,  οτε  ή  ΆθΊ]νά  κατα- 
σκευάσασα  τους  πρώτους  αυλούς  τ)ΰλησε  τό 
πρώτον  έν  συ^ιποσίω  τών  θεών,  ή  "Πρα  καΐ 
ή  Άφιροδίτη  εξερράγησαν  εις  γέλωτας  βλέ- 
πουσαι  τό  πεφυσιω[ΐένον  και  άσχή[ΐως  παρηλ- 
λαγ[ΐένον  έκ  τής  έ(ΐ(ρυσήσεως  τών  αυλών  πρό- 
σίοπον  τής  Άί)ΐ]νάς.  Αίίτη  δέ  καταβάσα  τότε 
έκ  τοΰ  'ϋ?Λΐμπου  εις  τους  «  εσγάτους  τό- 
πους τής  "Ιδης»  κ(η  δη  τάς  παρά  την  Άπά- 
μειαν  Κελαινάς  τής  Φρυγίας,  έκιχθισε  παρά 
την  πΐ)γήν  Αΰλοκρήνΐ|ν  και  αύλοΰσα  έγκα- 
το)πτρίσί)η  έν  τοις  ϋδασιν  αυτής,  ότε  και  ή 
ιδία  άντελήφθΐ)  τό  πριχγματι  γελοΐοΑ-  κιχι  δύσ- 
μορφον  τοΰ  προσώπου  τοΰ  (ίύλοϋντος.  Πλή- 
ρης οργής  τότε  έρριψε  χαμαί  τους  αυλούς,  κ(/.τα- 
ρασθεΐσα  συγχρόνως  νά  τύχη  οικτρού  θανάτοχ> 
οίοςδήποτε  ήθελεν  αναλάβει  αυτούς. 

Τους  ουτο^ς  έρρΐ[ΐ[ΐένους  αυλούς  εύρε  κιχτό- 
πιν  ό  σάτυρος  ή  σιληνός  Μαρσύας,  ό  προσωπο- 
ποιών  τ(')ν  όμχόνυμον  καταρράκτην  τών  Κε- 
λαινών  και  τής  Άπαμείας.  Άναλαβών  δέ  τότε 
αυτούς  προσάπτει  τοις  χείλεσιν  οί,  δέ  ηδον 
\}?ία  δυνά[(ει,  άκοντος  και  θαυμάζοντας  τοΰ 
χρωμένου.  Κατόπιν  ό[ΐο)ς  τέχνην  ιδίαν  νομίσ(χς 


'  Τάς  πηγάς  ϊδε  έν  ΔιεΟν.  Έφημ.  τΓ|ς  Νθ|ΐια|ΐ.  'Λρχαιολ. 
τόμ.  Ε'  σελ.  .^01  κα'ι  εξής•  κατωτέρω  δ'  ένταϋίΐη  ΐ'δε  τό  περί 
τών  άν(ΐγλιΊ((ΐ(ο\'  τής  Μαντινείας  κεφάλαιον. 


142  — 


ΙΙρα'ηη   <ιΊΊΊοοη<ι   ^ηγαη'  τής  Κ'   και   Λ'  ίκατοντ(ΐΡ.τιιρί()()ς 


ό  Μ(ίρπή(ίς  τί|ν  ί)κί(ίν  (^Γιν((μιν  τών  αύίαον,  ρπΐ 
τοοοϋτον  ίτυ((;λ(ί){)η,  ώοτε  ίτ(')λ(ΐΐ|σε  να  ί"(.>ίοΐ| 
περί  (ίουσικής  σ()((  ίας  πρίις  αύτύν  τον  'Απ()λ- 
λιονα,  οτρ,  ηττηθείς  ετυχεν  οϊκτροΰ  τέλους  εκί)α- 
ρείς  το  ?)ίρ[ΐ«.  ΟΠτο)  ίίε  έξεπλτ)ροη)Ί|  και  ή 
κατιίρα  της  Αθηνάς  '. 

'Γ(/.ΰτ<ί  εΐλ'ίίΐ  πάν») '  οπα  γνο)ρίζθ[(εν  περί  της 
υποθέσεως  τοΓι  (Ίυστυ/ίΐκ  απολεσθέντος  αττικού 
δρά[ΐατος  τοΰ  (ίΐ(/.πλ(χσαντος  τον  [ΐΰΐ)ον.  Ινα 
λοιπόν  μαντεΰσ(ΐ)|ΐι•ν  έκτενέστερον  τας  ^ΐ(ί(((')- 
ρους  δκχ^οχικάς  σκΐ)νάς  τοΰ  άττικοϋ  τούτου 
δράμ(χτος,  -ων  ιιί(ίν  εικονίζει  το  της  Άκροπυ- 
/^εως  σύμπλεγικ/.  (ίνιίγκη  να  κατα((  υγίομεν  εις 
τα  εξ  αϋτοΰ  εμπνευσΟέντα  (ΐνιμιεΐα. 

ΙΙρίότΐ)  τών  τοΰ  (ΐύι)ου  σκν)νών,  ων  εχ'Η'^ν 
απεικονίσεις,  είναι  ή  έπι  τών  νομισικίτίην  της 
Άπαμεί(ίς  της  παρά  τάς  Κελαινάς  κειμένης 
ακριβώς  κίίτωίΐεν  τών  πτ]γών"  τοΰ  καταρρά- 
κτου  Μαρσύου.  Έπι  τών  νοιιισμάτο)ν  τούτων^, 
άνηκ()ντο)ν  εις  τους  χρόνους  τοΰ  Κομ[ΐόί)ου, 
τοΰ  Σ.  Σεβήρου  και  Γορδιανοΰ  Γ',  ή  Άϋηνά 

εικονίζεται  άνευ  δόρα- 
τος και))] μένη  έπι  βράχου 
παρά  τα  ΰδατα  της  Αύ- 
λοκρήνης,  προς  α  στρε- 
((ομένη  και  έγκατοπτρι- 
ζομένη  αύ?^εΐ  τον  διπλοΰν 
αύλόν,  της  εικόνος  τοΰ 
προσώπου  αυτής  φαινό- 
μενης εν  τοις  ΰδασιν. 
"Ανω  μακράν  και  όπισθεν  της  θεάς  άνίσταται 
όπισθεν  τών  βράχων  τών  πιιγών  αύτοΰ  6  Μαρ- 
σΰας,  άκούων  νϋν  εν  θαυμασμφ  και  όφ'  ύψηλοΰ 
τους  έζεγείραντας  καΐ  καταβέλξαντας  αυτόν 
ήχους  τών  αυλών,  προς  έκφρασιν  δε  τοΰ  θαυ- 
μασμού αχιτού  όνατείνων  τάς  χείρας,  ιδίως  δε 
την   δεξιάν  (εΐκών    103). 


ΕΓχ 


'  Τάς  πηγάς  ϊδρ  παρά  }ι."5ίοιι,  ΜαΓί)^*  :  Κο5ο1ιογ'5  Μ)•Λ. 
Κοχ.  Β(3.  Π  δ.  2240  κέξ. 

'  ΧΥαάιϋπβίοη,  Αϊ.  Μίη.  ρ.  11. — Ηο3(1-Σβορ<ί)νου, Ιστορία  τών 
νομισμάτιον,  τόμ.  Β'  σελ.  212. 

■'  Κ65(ίη;,  Μυ5.  ΗοΰοΓνατ  II,  336,  24,  ρ1.  XXV,  21.— Ιιη1ιοο£- 
ΒΙϋΐηηιβΓ  :  ΖοίΙ.  £.  Νυιη.  XVI,  3.  288,  240  ί.;  ΟηεοΗϊίοΗβ  Μαηζβη 
δ.  206,  Τϊί.  XII,  5-6  ;  ΚΙείηαδί&ΙϊϊοΗο  Μϋηζεη  Ι,  δ.  213α,  23- 
24,τ3ί.  VII,  11  κ<ά  Ιδ. 


Σχεδόν  (χπαραλ/.(χκτ(ΐ)ς  (χνευρίσκομεν  την 
αύτί|ν  σκηνί|ν  έπι  τών  ρθ)μαϊκών  σαρκο<(άγο)ν', 
τών  εΐκονιζουσών  συντ•ηΐ(])ς  όλ()κληρ(η'  τόν 
άττικόν  μϋΟον  περί  τοΰ  Μαρσΰου  και  παρουσια- 
ζουσών,  ώς  μόνην  κυρίαν  δκίψοράν,  πεπροσω- 
ποποιημένα  καΐ  τα  ίίδατα  τής  πηγής  ή  τ()ΰ 
ποταμού,  εν  οίς  έγκατοπτρίζεται  ή  'Αί)ΐ|νά. 

Σπουδαιοτέραν  καΐ  εΰρυτέραν  παραλλ(/γήν 
τής  αυτής  σκΐ]νής  εικονίζει  γραφί)  αγγείου  έκ 
Κ'ίχνύσης  (εΐκ.  104) ".  Έν  τω  κέλαρω  ή  Άί)ΐ|νά 


ΕΙκών     Ι04. 

ΰ/.ως  άοπλος  κάί)ΐ)ται  έπΙ  λίθου  διά  τής  αιγί- 
δος αυτής  έπεστρο)[ΐένου,  αΰλεΐ  δε  τόν  διπλούν 
αύλόν  έμβ/νέπουσα  έν  κατόπτρω,  δπερ  παρου- 
σιάζει αύττ)  νεανίας  γυ[ΐνός  πρό  αυτής  ιστάμε- 
νος, πάντως  δε  προσο^ποποιών  το  ΰδο)ρ,  έν  ω 
έγκατο^πτρίσΟί)  ή  θεά.  "Οπισθεν  καΐ  ύι|;ηλό- 
τερον  τοΰ  νεανίου  τούτου  ΐσταται  ό  σάτυρος 
Μαρσύας,  μόνος  αυτός  αντιγράφεις  υπό  τοΰ 
κεραμογράφου  έκ  τοΰ  συ[ΐπλέγματος  τής  Ακρο- 
πόλεως, καΐ  δη  τεθείς  ένταΰΟα  0)ς  ύψούιιενος 
έπι  τών  ονύχων  αύτοΰ,  ίνα  ϊδη  κάλλιον  τΐιν 
αύλοΰσαν,  καΐ  ώς  εκφράζων  τόν  ΰαυμασμόν 
αυτοΰ  διά  τής  υψώσεως  τής  δεξιάς.  "ΟπισΟεΛ' 
τής  Άι)ΐ]νάς,  ώς  έπΙ  τής  κορυφής  τοΰ  παρα- 
κειμένου τή  σκηνή  όρους,  εΐναι  έξΊ]π?Λ)μένος 
ό  Ζευς,  δστις  στρέφ(ον  την  κειριχλήν  προς  την 
Άΰηνάν  άκροάται  έπίστ|ς  τής  μουσικής.  Κάτο) 
τού  Διός  βαδίζει  προς  τόν  τόπον  τής  αύλήσεο)ς 
μαινάς  τις  θυρσοφόρος,  ενώ  ετι  κατωτέρω  καΐ 
παρά  την  Άθηνάν  ετερός  τις  σάτυρος  κατα- 
διώκει καΐ  καθΐ]συχάζει  κυνάριον  έξερεθισθέν 


'  }655θη  Ι.ά.  2449 — ^  Κο6«Γ(,  Οίε  αηίίΐίεπ  δατΙ^ορΠα^-ΓεΙίεΓί 
Βά.  111.  Τϊί.  Ι,Χνί  κέξ. 

'  |ί1ΐ3,  Αηη.  άε  ΙπϊΙ.  1879  Τ^ν.  0.=Κείη3θ1ι,  ΚβρβΓίοίΓβ  άεκ 
ν£ΐ5β5  ρείηίδ.  Τοηι.    Ι,  ρ.  342. 


143 


19 


Τα   άνάγλνψα   πλην   των  έπιτυμβίίον 


νπο  των  ήχοΛ'  τ{7)\'  αυλών    και  ύλακτοΰλ'  τίμ- 
αύλοϋσαν  ι*)  εάν. 

Συμφώνως  προς  τα  ιινη[ΐεΐα  ταΰτα  6  Μαρ- 
συας  εξέφρασε  τον  Οαυμασμόν  αύτοϋ,  καθ'  ην 
στιγμήν  ήκροάσατο  ιιακρόθεν  των  ήχων  τών 
αυλών,  ούχΙ  δε,  ο)ς  π(χντες  σχεδόν  οι  άρχαιολ()- 
γοι  παραδέχονται,  καΟ'  ην  στιγμήν  ερριψεν  ή 
Ά9ηνά  αυτούς  κατά  γης,  δπερ  και  ύπ'  οϋδενός 
τών  αρχαίων  συγγραφέων  μαρτυρείται.  Επό- 
μενους το  υπό  Πλινίου  εν  τφ  τέλει  της  πολυ- 
συΛ'δέτου  αύτοΟ  ορράσεως  μνη[ΐονευυμενοΛ' 
έργον  τοϋ  Μΰρωνος,  τό  είκονίζον  Μαν5);αυι 
ίί/>ίαχ  αίίιηη-αηίαη  ί'ί  Μΐηΐ'ννα»!,  1\\  πρ(χγ[ΐ(χτι 
άναφέρηται  εις  εν  σύ[ΐπλεγμα,  καΐ  ούχΙ  είς  δύο 
άσχετα  άλ?ι,ήλ(ον  έργα  τού  αύτοΰ  καλλι,τέχνου 
(ίεοίΐ:  εί  ΜίΐΓ8νίΐιη...  βΐ  λίΐηεί'νίΐιτι),  εικονίζει  τήν 
πρώτην  ταυτην  σκηνήν  τοΰ  δράματος,  καί)'  ι'ίν 
ό  Μαρσυας  {)αυ[ΐάζει  τους  αυλούς  και  συγχρό- 
νως τήν  δι'  αυτών  αύλοϋσαν  Ο  εάν.  Ούδεμίαν 
επομένως  δύναται  να  έ'χη  σχέσιν  ό  Μαρσύας  τού 
Μύρωνος  προς  τήν  μεταγενέστερα  ν  στιγ^ιήν 
της  άπορρίψεοκ  τών  αυλών,  εϊτε  προς  τήν  ετι 
μεταγενεστέραν  σκηνήν  εις  ην  άνα(()έρετ(ίΐ  ή 
περιγραφή  τού  Παυσανίου  καΐ  οί  τύποι  τών 
Ά{)Ίΐναϊκών  νομισμάτ(ο\',  ήτοι  την  σκηνήν  της 
στιγμής  τής  υπό  τού  Σατύρου  άνακαλύψεως 
και  άλ-αλήψεως  τών  υπό  τής  Αθηνάς  απορρι- 
φθέντων κ(χΙ  κατακειμένων  αύλώλ'.  Έν  ή  δε 
περιπτώσει  ό  Μύρων  έποίησε  σύμπλεγμα  Μαρ- 
σύου  καΓ Αθηνάς  (ίβοϊί  Μ?ΐΓ8γίΐηι  εΐ  Μίηεί'ναιη ), 
ό  Μαρσύας  αυτού  έθαύμαζε  τους  αυλούς,  φυ- 
σικώς δε  καΐ  τιιν  δι'  (ίύτών  αύλούσαν  (ηοίτηϊ- 
πιηίειη  ίίΐ:)!^^;  εΐ  λίϊηεΓναηι  ).  "Αν  όμως  ή 
ΆΟηΛ'ά  τοΰ  Μύροινος  ήτα  έτερον,  άσχετον 
προς  τόν  Μαρσύαν,  έργον  τού  αύτοΰ  καλλιτέ- 
χνου,  τότε  ό  Μαρσύας  αύτοΰ  έδαύμαζε  τους  αυ- 
λούς ούχι  δτε  εύρεν  αυτούς  κατακε  ι  μένους,  άλλα 
καθ'ήν  στιγμήν  ένθείς  αυτούς  εις  τό  στόμα  εΐ- 
δεν  δτι  ούτοι  «{ΐδον  θεία  δυνάμει  και  άκοντος 
τού  χρο)μένου  '.  Όπωσδήποτε  κίχτ' άμφοτέρας 
τάς  περιπτώσεις  τό  έργον  ή  τα  έργα  ταύτα  τού 


Παλαίφατος  48=:Άποατόλιος  11,  (!. 


Μύρωνος  ουδαμώς  δύνανται  νά  σχετισΰώσι 
προς  τό  ύπό  τοϋ  Παυσανίου  περιγραφιόμενον 
και  ύπό  τών  νομισμάτων  είκονιζόμενον  σύμ- 
π/.εγμα  τής  Άκροπόλε(ος,  έν  ω  μήτε  την  'Λι%]- 
νάν.  μήτε  τον  Μάραναν  βλέπομεν  ηνληΰντας. 

Δευτέρα  σκΐ)νή  τού  δράματος  είναι  εκείνη, 
καθ'  ην  τής  Άίίηνάς  άπορρΐΛ|»άσης  τους  αυλούς 
και  αναχωρούσης  έκ  τοΰ  τόπου  τής  αύλήσεως 
προσέρχεται  ό  [ΐακρόΟεν  άκουσας  τού  θελκτι- 
κού αύλή}ΐατος  Μαρσύας,  αγνοώ  ν  δε  τήν  άπα- 
γόρευσιν  και  κατάραν  τής  Ά{)τ]λ'άς  αναλαμβά- 
νει αυτούς  έκ  τοΰ  εδάφους  και  άρχεται  αυλών. 

Είς  τήν  σκηνήν  τ(/.υτιιν  αναφέρεται,  φρονώ, 
πλην  τιν(θν  τών  πολυαρίθμων  τύπων  τοΰ  κατά 
μόνας  αύλούντος  καΐ  θαυ(ΐ(ϊζοντος  αυτούς 
Μαρσόου,  ή  παράστασις  δακτυλιολίθου  τινός 
(είκών  105)  ',  έφ'  ου  β/ι,έπομεν 
τόν  Μαρσύαν  ίστίίμενοΛ'  όπι-  /' 
σΟεν  τής  εντελώς  άπ' αύτοϋ  άπε- 
στραμ[ΐένης,  (ος  ήδΐ]  άναχω-  \ 
ρούσης,  Αθηνάς  κιχι  αύ?ι,οϋντα 
πάντ(ΰς  έλ'  αγνοία  τής  άπαγο- 
ρευσεο)ς  και  κατάρας  τής  Αθη- 
νάς, ας  αν  έγνώριζε,  βεβαίως  ουδέποτε  θα  έτόλ(ΐα 
νά  πράξη  τοΰτο,  περιφρονών  ούτω  θρασέως 
τά  κελεύσ[ΐατα  τής  μεγάλης  εκείνης  θεάς  και 
άψηφών  τίιν  φοβεράν  κατάραν  αυτής. 

Τρίτην,  (ΐ[(έσως  έπομένην,  στιγμΐ)ν  τοΰ  ιιύ- 
θου  αποτελεί,  ή  σκηνή,  καθ'  ην  ή  Άί)ηνά 
άκούσασα  αϊφνΐ)ς  τών  ήχων  τών  αυλών  αυτής 
και  έννοήσασα  οτι  ανέλαβε  τις  αυτούς,  στρέ- 
φεται έν  οργή  έκ  τού  πλησίον,  ή  σπεύδει  [ΐα- 
κρόθεν,  ίνα  καταστήση  αύτώ  γνωστά  τά  απο- 
τελέσματα, ήτοι  τόν  οίκτρόν  θάνατον  δν  μοι- 
ραίως  θέλει  ύποστή  ώς  άναλαβών  τους  ύπ'<χύ- 
τής  κατηρα[(ένους  αυλούς,  δεινώς  ούτω  πτοούσα 
αυτόν.   ούχΙ    δε   παΐουαα,    ώς   έχει    τό   πάντως 

■  ΤοΙίΕοη,  ΕιΗ.  ΥβΓζ.  ΚΙ.  III,  ΑΒίΚ.  2,  η"  :!32. -νΥΙηοΙίοΙηΐΕπη. 
ϋβδΟΓίρί.  II,  1139. — ΟβΓίΐϊΓίΙ,  ϋΐ)εΓ  ΜίηοΓνεηίάοΙο  δ.  2-1  Ταί.  IV, 
η"  9.=Ραυο1ίθΓ,  ϋΐ)0Γ  ά&δ  ίΐίΐ.  ΡϊΠιάίοη  Ταί.  η"  9.  — Μα11βΓ-\νίε- 
56ΐβΓ,  ΟβηΙίηιαΙοΓ  η.  ΚϋΠδΙ.  Βά.  ΙΓ'.  Ύ&ί.  XXII,  η"  ΐ';!9ο— ΥΥίε- 
5θ1εΓ,  Αροΐΐο  δίΓο^αηοΙϊ  ε.  α.=^Ι.βποΓηΐ£ΐηί,  Νυπν.  ^λΙΙ.  ιηγίΗοΙ. 
ρ1.  XVIII  ρ.  107  η"  17.  —  δίερΗιηί :  Οοηιρίβ  Γβηάιι  1862  ρ.  91, 
2,92.  —  ΡϋΓίλναη^ΙεΓ  ΒετοΗτ.  <3εΓ  §ε5θ1ιη.  δίείηο  ίη  .Λη(ϊ<]ΐΐΛπιιιη 
Ν"  685(>  (Τ3(.  δΟ). 


144 


ΙΙ^ώτη   (ΐΐΐίονοα  Ρργων  της   Κ'   κ<ιι   Λ'   ίκατονται^ττηιιΙΛοζ 


ί•((ιί)(ίπ|ΐι••ν()ν  /(ορίον  τοΟ  ΙΙίχυπανίου,  το  οΓκνχ- 
μώς  ήιινάμι-,νον  να  σ(ΐ[ΐ((  (ονΓ|πΐ|  κίτε  πηος  τύ.ς 
έπΙ  τών  [(νιΐ[ΐρίϋ)ν  π(/.ρ(ίατ(ίαι-ις  τοΰ  αυ|υτλίγ- 
(ΐατος  τής  Άκς)()πό?.εως,  εϋτε  προς  τί|ν  ψιγ.ο- 
?α)γί(χν  τοΓι  |ΐύί)οΐ).  'Λ^^ιΟώς  ό  Μαρσύας  έν 
«)ΊΌία  της  οίπαγορεΐ)σεο)ς  της  'ΛΙίιινάς  (ΐνίχ- 
λ(ί|](ον  τοίις  αύ^ίούς  υύ?)()?ιως  Γ|αεΡ)ΐ|ΠΓ  ντρος 
τί|ν  ΐΐεάν,  \να  ^αρ[ΐ  παρ'  αύτης,  (ϋλλά  [ΐάλλον 
άξιος  τοΰ  οΓκτου  αυτής  έγενετο,  (ος  μελ?.θ)ν  νϋν 
μοιραίϋ)ς  να  ΰποστί]  οίκτρον  ίΐίίνατον  κατ'  άκο- 
λουΟίίίν  τΓ|ς  ίν  ατιγμί)  οργής  τεθείσης  κατά- 
ρας αυτής.  Λιά  τοϋτο  δε  και  εΙς  τάς  έπΙ  τών 
ρωμαϊκ(7)ν  σ(ίρκο(ρ(ίγ(ι)ν  λοιπάς  σκηνάς  τοΰ 
αύτοϋ  [αιίΐου  |}λέπο[)ε\'  την  'Λί]ΐ|νάν  ον\ΐΆ<.ι.- 
ΰώς  προς  τον  σάτυρον  δΐ(ίκεΐ(ΐένΐ]ν '.  ΙΙρο- 
(^(χίνο)  [Κίλιστα  κ(ίί  πι-ραιτέρω,  ύποστηρίζον  οτι 
οΐΓ/Ι  [ΐόνον  \\  λέξις  παίονπα.  όρΰώς  ύπο  τών 
1ΙΪΓΛθΗί(>Μ  και  ΗΪΓζβΙ  ί)ΐ(«ρ9ώ0η  εις  πτοούσα, 
άλλ'  οτι  και  ή  γραμ(ΐατικώς  (Ινίομαλος  συνέ- 
χεκχ  τής  φράσεως  τοΰ  Ιίαυσανίου  οτι  όη  τους 
αυλούς  άνέλοιτο,  έρρΐφϋαι  οψάς  τής  ϋ^εοϋ  βου- 
λο/ιένης»  —  έν  ή,  ώς  ορθώς  ήδΐ]  παρετηρήίΗ] 
υπό  τινίον  "-',  το  οτι-άνΐ'λοιτο  «  έτέθΐ]  παρά  τοΛ' 
περί  ευκτικής  κανόνα,  καΟ'  δσον  έν  τή  κυρία 
προτάσει  δεν  κείται  παρίοχη μένος  χρόνος*  — 
δέον  να  διορϋιυίΐΓ)  εις  ('ίτε  όή  τους  αυλούς 
άνείλετο»  κ.τ.λ. 

Φυσικώς  ό  δυστυχής  Μ(χρσύας  μόλις  άκου- 
σας παρά  τής  Άί^ιινάς  τον  οίκτρον  θάνατον, 
δστις  αναμένει  αύτον  ένεκα  τής  άνα?ιήι|)εως 
τών  κατιιραμένίον  αυλών,  απορρίπτει  αυτούς 
μετά  φρίκης,  άνατινασσό μένος  προς  τά  οπίσω 
μεθ"  όρ[ΐής,  εκπλήξεως  και  τρόμου. 

Εις  την  δραματικωτάτ^ινκαι  κυριωτάτην  τρί- 
τ)|ν  τ(ίΰτ)|ν  σκηνήν  τοΰ  μύθου  αναφέρονται, κατ' 
έμέ,  τά  εξής  [ΐνιμιεΐα,  άτινα  πάντ(ί  έσφαλμένίος, 
φρονώ,  έσχέτισαν  πάντες  οι  αρχαιολόγοι,  παρα- 
δεχόμενοι ή  μη  την  θεωρίαν  τοΰ  Βηιπη,  προς 
την  πολλώ  προγενεστέραν  σκιινήν  έκείνην  τοΰ 
δράματος,  καθ'  ην  ή  ΆΌιινά  άπέρρια[>εΛ'  έν  οργή 
τους  άσχ))  μίσαντας  το  πρόσωπον  αυτής  αυλούς. 


ΕΙχών     ιο6. 


Πρώτον  μεν  άγγειογρα((  ία  τις  (είκοη'  ΙΟΟ)", 
έν  \\  [{λέπομεν  την  'ΛίΙηνάν  στηε((ομένην 
αϊφινΐ)ς  καΐ  πτοοϋοαν 
τον  Μίχρσύαν,  έ'ντρο- 
[ΐον  Γ|δη  κ(ίΙ  (χπορρί- 
ι|ΐ(χντα  τ(η)ς  αυλούς, 
παραινοΰσίίν  δ '  αυτόν 
δι'  επιτακτικής  κΐλ'ή- 
σεως  της  χειρός  να 
καταλίπΐ)  κατά  γής 
τους  κατΐ|ρα[ΐένους 
αυλούς,  οϋς  δεικνύει 
νΰν  ό  δίίκτυλος  αυτής. 

δεύτερον  δε  το  υπό 
τοΰ  Ιίαυσανίου  περι- 
γραφόμενο ν  έπι  τής  Άκροπό/^εως  σύμπλεγμα 
και  τά  αντίγραφα  αύτοΰ  έπι  τών  Αθηναϊκών 
νομισμάτων  (είκ.ϋ6-9  7), έπι  τής  αττικής  έκ  Βάρης 
κεραιιογρα((ιίας  (είκ.  100)  και  έπι  τοΰ  μαριια- 
ρίνο\)  ημών  κρατήρος,  επόμενους  και  τά  συν(/φή 
έν  τω  Λατερανώ  (είκ.  101),  έν  τώ  Βρεττανικω 
Μουσείο)  (είκ.  102)  και  έν  τή  συ?^ιογή  Βίΐ- 
1Η00Ο  άγάλ[ΐατα  τοΰ  Μαρσύου,  ου  το  μεν  πρό- 
σωπον εκφράζει  ούχΙ  <  ΰαυμασμόν  τών  αυλών 
καΐ  έπιΟυμίαν  προς  πρόσκτιισιν  αυτών  -,  αλλά 
τρόμον,  πτόησιν  καΐ  κατάπληξιν  συγχρόνως: 
« 8ΐίΐιιηεη  ζυ^ΙεϊοΗ  ιιικί  Ρ'υΓοΗΐ »  ώς  όρϋώς 
εγρα\|)εν  ύ  ΚιΐΓίννϋπί^Ιβη  Μόλις  δη/^αδή  άκουσας 
παρά  τής  πτοούσης  αυτόν  ΆθΊ]νάς  όποιον 
οίκτρον  τέλος  αναμένει  νΰν  μοιραίως  αυτόν, 
άνα^.αβύντα  τους  κατηρα[ΐένους  αυλούς,  απορ- 
ρίπτει αυτούς  φρίσσων  και  έντρομος,  ο)ς  δη- 
λητηριώδεις δε  τινας  δράκοντας  βλέπων  αυ- 
τούς ανατινάσσεται  ζωηρώς  προς  τά  όπίσο), 
υψούμενος  ένεκα  τής  άνατινάξεως  ταύτιις  έπΙ 
τών  άκρων  τών  ποδών  αύτοΰ  καΐ  ούχΙ  όρχού- 
μενος,  ώς  παραδόξως  ύπέλαβον  πολλοί  τών 
αρχαιολόγων.  Τών  δ'  αίφνης  και  έν  τρόμφ 
άπορριψασών  τους  αυλούς  χειρών  τοΰ  Μαρσύου 
φ^υσικώτατα  ή  μεν  δεξιά  ύψοΰται  υπέρ  την 
κεφαλήν  ή   έν  άπε/νπισμώ  τείνει   νά  δράξηται 


'  €.  ΕοΙιεΓί  ε.  ά.  5.  243. 

'  ΗίΙζί^υΐυεηιηΡΓ,  Ραϋδϊηίαε  ΟΓαεοϊαε  (ΙεδΟΓίρΙίο,  Β(1.Ι,δ.264. 


'  Κ.  Ι^εηοΓΠΐϊηΙ  εΐ  άε  \νί4£ε,  ΕΐίΙε  αέΓ3ΐηο§Γ3ρ1ιίςιιε  νοί.  Ι,  ρ. 
239-240  ρ1.  73. 


145 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


της  κόμης  αύτοΰ,  ή  δ'  αριστερά  φέρεται  βιαίως 
προς  τα  οπίσω. 

Ώς  προς  δε  την  Άθηνάν  των  αντιγράφων 
τοΰ  συμπλέγματος  τούτου  παρατηροϋμεν  δτι 
επί  τίνων  των  νομισμάτων  (είκ.  ϋό-ίΙΟ)  και  έπι 
μιας  τών  άγγειογραφαών  (ε'ικ.  106)  αυτί)  στρέ- 
φουσα την  κεφαλήν  αίφνης  πτορΐ  αυτόν  δει- 
κνύουσα δια  της  ετέρας  τών  προς  τά  κάτο) 
έστραμμένων  χειρών  τους  (ίύλούς,  ους  ρίπτει 
ή  ερριψεν  ήδη  έντρομος  και  άνατινασσόμενος 
ό  σάτυρος.  ΈπΙ  δε  τών  λοιπών  νομισμάτων, 
και  δη  τοΰ  αρχαιοτάτου  καΐ  νεωτάτου  τών 
κομματίθ)ν,  ή  ΆΟηνά  εΐναι  ήδΐ)  εντελώς  προς 
τον  Μαρσύαν  έστραμμένη,  τά  αυτά  ποιοϋσίί. 
"Οτι  δ'  οΰτως  εντελώς  έστραμμένη  προς  τον 
Μαρσύαν  θά  άπεικονίζετο  ή  θεά  τοΰ  συιι- 
πλέγματος  της  Ακροπόλεως,  δεικνύει  και  ή 
πολλω  αρχαιότερα  καΐ  πληρεστέρα  και  προς  το 
πρωτότυπον  πλησιεστέρα  εϊκ(Όν  τοΰ  εκ  Βάρης 
αγγείου.  Έπι  ταύτης  δέ  ούχι  ή  Άΰηνά — ώς 
πάντες  ύπολαμβιίνουσιν  ^  —  άλλ'  ό  Μαρσύας 
εϊναι  ό  άπορρίπτο)ν,  και  δή  μετά  φρίκης  και 
εκπλήξεως,  τους  αυλούς.  Ή  δε  Αθηνά  δει- 
κνύουσα διά  της  χειρός  τους  αυλούς,  ώς  έπΙ  τής 
προηγουμένης  κεραμογραφίας  (είκ.  106),  πτοεί 
καΐ  παραΐΛ'εΐ  συγχρόνως  τόν  Μαρσύαν.  Ή  έπι 
ένί(ΰν  τών  νο[ΐισ}ΐάτ(ον  καΐ  έπι  τής  ρηθείσης 
πρώτης  κερα[ΐογραφιίας  αίφνιδία  στροφή  τής 
κε(ραλής  τής  Αθηνάς  φαίνεται  ανήκουσα  ούχι 
εις  τόν  ποιητήν  τοΰ  συμπλέγματος  τής  Ακρο- 
πόλεως, άλλ' εις  τόν  χαράκτην  τών  νομισμάτων 
εκείνων  και  τόν  κεραμογράφον,  έπιθυ^ιοΰντας 
νά  καταστήσωσι  σαφέστερον  τό  αίφνίδιον  τής 
επεμβάσεως  τής  Άΰηνάς.  Τέλος  ή  έπι  τοΰ 
μαρμαρίνου  κρατήρος  δλως  διάφορος  καΐ  σπεύ- 
δουσα  πρό  τοΰ  Μαρσύου  Αθηνά  έλή(ρί)η  προ- 


'  Έξαίρεσιν  αποτελεί  μόνος  ό  ΚιΊιιιΙε  έν  τΓ|  β(Ί(ίχεία  ση- 
μειώσει τοΰ  Βυΐΐοΐίηο  άοΙΓ  ΙιΐϊΙ.  1872  σελ.  282  όρΟώς  γράψας 
οτι:  ΟΓ&  ί1  ν&5ο  ρυΐϊΐίοίΐΐο  άαΐ  οΗ.  ΗΪΓδοΗίοΙίΙ  ηιί  γοπιΙο  οογΙο  οΚβ 
ίη  ΙϋΙίΐ  ί  ηιοηπιηοηίί  Γοΐαΐΐνί  ΐΐ  ηιοπίθηΐο  ΓϊΐρρΓε5θηΙίΐ[ο  ηοη  ο 
φΐοΐΐο,  ίη  ουί  ΜαΓδία  ηεΐ  ρΓΪηιο  νίίΐβ  ί  ίίαυίί  β  πβΐ  νοΙοτΗ  ρτεπ- 
<1βΓ6  νίοηε  βρανοηίαίο  <1α11^  ιΐε»;  ηι»  αηζί  ιΐονο  ίπΙβηΰοΓβί  οο5ί 
οΗε  ΜαΓδία  ςία  ετίδί  ίιηρ&άΓοηίΙο  άβ'ίΐΕΐιίί  ο  δυοηβνϊ,  ηυ^πάο 
Ια  ιΐ83.  αρραΓΪδοκ  ε  §1ί  ί&  ζϋάΐΐα  ί  ίίαυίί  ά&ΙΙα  ιηιηο.  Ε^Η  (Ιϊΐΐ' 
ίιηρΓονίβΙι  5θο55α  δΐυρείίΐΐΐο  ηιηΙ)α1ζα. 


φανώς  έ|  άλλου  τινός  σχετικού  προς  τόν  αυτόν 
μΰθον  μνημείου.  Οτι  δέ  τοΰτο  ήτο  'ίσο)ς  άνά- 
γλυφόν  τι  περίφιΐ(ΐον,  εις  όλόκληρον  τόν  μΰίΐον 
τοΰ  Μαρσύου  άναφερό[ΐενον,  υποδεικνύει  ή 
πρό  τίνος  ύπ'  έμοΰ  τό  πρώτον  παρατηρηθεΐσα 
παρουσία  Αθηνάς  πανομοίας  τή  τοΰ  κρατήρος 
έπΙ  μνη[ΐείου  συ|.ιπ?ιηροΰντος  τήν  εις  τόν  μΰΟον 
τοΰ  Μαρσύου  άναφερομένην  πλάκα  τών  περί- 
φημων έκ  Μαντινείας  ανάγλυφων.  Ή  Αθηνά 
αυτή  σπεύδει  νά  παραστή  εις  τήν  τελευταίαν 
σκηνήν  τοΰ  μύθου,  τήν  έριδα  τοΰ  Μαρσύου 
προς  τόν  Άπόλλίονα  '.  Έκ  τοιούτου  τινός  [ΐνη- 
ιιείου  ληίρθεΐσ(/.  και  ή  Άθιινά  τοΰ  ρωμαϊκών 
χρόνίον  κρατήρος  ή[ΐών  έχρτισιμοποιήθΐ)  εις  τήν 
έπ'  αύτοΰ  εΊκονιζθ[ΐένην  πο?ιλω  προγενεστέραν 
σκηνήν  τής  ύπ'  αυτής  καταπτοήσείος  τοΰ  Μαρ- 
σύου. Οτι  δέ  ό  ποιητής  τοΰ  κρατήρος  δεν 
αντέγραψε  πάντα  τά  πρόσο)πα  τοΰ  ιιύθου  τοΰ 
έπι  τής  Ακροπόλεως  συμπλέγματος,  σαφέστατα 
δ)]λοΰται  υπό  τής  προσθήκης  και  τρίτου  προ- 
σώπου, ήτοι  τοΰ  ατελούς  δλως  άφεθέντος-'. 

Αί,  κατόπιν  σκηναί  τοΰ  αύτοΰ  μύθου  τοΰ 
Μαρσύου  αναφέρονται  εις  τό  δεύτερον  [ΐέρος 
τοΰ  δρά[ΐ(ίτος.  Ό  δυστυχής  σάτυρος  ωθούμε- 
νος υπό  τής  δυνάμείος  τών  Μοιρών  (ας  βλέπομεν 
παρούσας  καΐ  έπι  τής  συμπληρώσεως  τώ\'  άνα- 
γ/ιύφων  τής  Μαντινείας)  (ίναλαιιβάνει  και  πά- 
λιν τους  αυλούς,  ερίζει  προς  τόν  Απόλλωνα  καΐ 
άποθ\'ήσκει  οίκτρώς,  έκπληρίοΟείσης  ούτω  τής 
κατάρας  τής  Άίΐηνάς.  Περί  τούτων  π(ίντ(ον 
Ί'δε  κατωτέρω  τό  περί  τώ\'  (Γ,-αγλύιρίον  τής 
Μαντινείας  κεφάλαιον. 

Συμπεραίνο)ν  λέγίο  δτι  ορθώς  μεν  έσχετί- 
σθησαν  υπό  τών  αρχαιολόγων  τά  τοΰ  Μαρσύου 


'  "Ιδε  1.  5;βορ(όνου,  Τά  πραξιτέλεια  ιΐν(ίγλυφα  τώχ'  ΜουσΛν; 
Διεθν.  Έιρημ.  της  Νομισμ.  "Αρχαιολ.  τόμ.  Ε'  σελ.  11)9  κέξ. 
Πίν.  XII  και  XIV. — "Ιδε  και  τό  κατυηέρω  ένταϋϋα  κεφά?αιιον 
περϊ  τών  ανάγλυφων  τής  Μαντινείας. 

^  "Ισα)ς  ό  καλλιτέχνης  προυτίθετο  νά  είκολίσΐ)  τήν  έ.τΊ  θρό- 
νου καΟιιμένην  'Ρέαν,  πρό  της  όποιας  βλέπομεν  —  έπ'ι  τών 
άρχαιοτιίτων  τών  εις  τόν  Μαρσύαν  άναφερομένο)ν  σαρκοφά- 
γων ('ίδε  ΚιΛετί  έ.  ά.)  —  τήν  "ΛΟηνάν  (ΐϋλοϋσαν  κα!  δή  υπέρ 
τήν  κρήνην  έ'νθα  έ'ρριψε  τους  αίιλοΰς,  ους  αμέσως  εΰρεν  ό 
Μαρσΰας  και  ήρξατο  αυλών,  προκαλέσας  οίίτο)  τήν  αίφνίδιον 
έπιστροφήν  και  έπέμβασιν  τής  Αθηνάς. 


146  — 


11(>ι!ηιι   αϊιΊουοα   ί-ργαιι•   τΓ/ι;   Κ'   κιιϊ     Γ   ι'κ(ΐιι>ΐΊ.(α:ί7/οί()ι>ς 


ά•^άλμ(ΐ.τ(ΐ.  τοΓι  Λ(/.τ!•ο(χν()Γι,  τών  Π(ίτς)ή)νκαΙ  της 
σιι?^λ()γΓ|ς  ϋ;ΐΓ;κ:ΐ(  >  προς  το  πΓΐ(ΐπλκγ|ΐ«  τΓις'Ακρο- 
πόλΐχος  κ(χι  τά  τοΰτο  πιστώς  ί'ι  !-•λι-•ιιί)κ(_)θ)ς  (ϋντι- 
γράΓροΛ'τί/.  μνΐ](ΐεΐα  Γ|τοι  τα(/.ί))|ν(ίϊκ(ί  νομίαηίίτα, 
τί|ν  (/.ττικί|ν  (/.γγΓΚ)γρ(Χ((Η'(ίν  κ(α  τον  (ΗΙηναϊκον 
μαρ[ΐ(χρινον  κρατήρα,  ίσίραλμίνος  ομίος  έταυτί- 
σ{)ιι  προς  το  αύτύ  ην\ιπλΐ.γ\ΐ(ί  της  Ακροπόλεως 
το  ύπο  τοΠ  Πλινίου  (χ\'α((ΐ'ρ(')μι•νοΛ'  κργον  τοϋ 
ΜΓιρίονος,  δπερ  π(χντ(ος  (χνα((  ερετίχι  εις  πολλώ 
προγενέατρραν  σκηΛ'ήν  τοϋ  αύτοΠ  μυϋου.  Οίίτο) 
και  ί•\'  ιΊ  περιπτίόσει  το  σΰ(ΐπλεγ[ΐα  της  Άκρο- 
πό?^εως  ήτο  έπίστ)ς  έργον  τοϋ  Μήροηνος  -δπερ 
(χπίθ(ΐνον  καθιστά  το  γεγονός  δτι  ό  Παυσα- 
νίας δεν  μνημονεύει  τοΰ  όνιηκχτος  τοΓι  Μύρο)- 
νος  προκείμενου  περί  τοΰ  έργου  τούτου,  ενώ 
προ  [ΐικροτ3  έμνήσϋη  αύτοΰ  προκεΐ[ΐένου  περί 
άλλου  έργου — ,  τότε  αναγκαίως  πρόκειται  περί 
έτερου  έργου  τοϋ  αύτοΰ  καλλιτέχνου.  Φυσικο)τε- 
ρον  όμως  είναι,  νομίζο),  να  ύπ()?αχβω[ΐεν  εκ  τών 
προτερο)ν  ότι  ό  από  τοΰ  Ε'  αιώνος  τόσον  διά- 
σημος κιχταστάς  αττικός  μϋϋος  περί  Αθηνάς 
καΐ  Μαρσύου  ενέπνευσε  και  άλλους  πλίρ-  τοΰ 
Μύρ(ΐ)νος  περιφή[ΐους  καλλιτέχνας  της  αρχαιό- 
τητος, ών  εις  ί)ά  είναι  κιχΐ  ό  ποιήσας  το  έπΙ 
της  Ακροπόλεως  σύιιπλεγ^ια. 

Μέχρι  τοΰδε  άπέφυγον,  σκοπίμοος  και  επι- 
μελώς, να  όμιλήσο)  περί  της  παρά  πάντοιν 
ώς  αναμφισβήτητου  αναγνωριζομένης  νΰν  τε- 
χνοτροπίας τοΰ  Μαρσύου  τοΰ  Λατερανοϋ  και 
τών  λοιπών  αντιγράφων.  "Επραξα  δε  τοΰτο, 
διότι  ή  γνώ[ΐη  αυτί)  επήλθε  το  πρώτον  εις  την 
διάΛΌίαν  τοΰ  προ)του  ύποστηρίξαντος  αυτήν 
Βηιηη  τότε  μόνον,  ότε  ούτος  έπι  τών  προηγου- 
μένως εκτεθέντων  [ΐυθολογικών  λόγων  εσφαλ- 
μένως βασισθείς  προϋπέλαβεν  ώς  βέβαιον  ότι 
το  έπΙ  της  Ακροπόλεως  σύ|.ιπλεγμα  άνωνύ((ου 
καλλιτέχνου  εΐναι  αυτό  τοΰτο  το  υπό  τοΰ  Πλι- 
νίου άναφερόμενον  έργον  τοΰ  Μύρωνος. 

Νΰν  δμως,  δτε  ή  λεπτομερής  έξέτασις  καΐ 
«νάλυσις  τών  πηγών  έδειξεν  ή[ΐΧν  δτι  ή  προϋ- 
πόθεσις  αΰτη  εΐναι  εσφαλμένη  καΐ  δτι  πρόκει- 
ται περί  δύο  διαφόρων  έ'ργων  ε'ις  δύο  χρονικώς 
διαφόρους   στιγμάς  τοΰ  μύθου  αναφερομένων, 


καθήκον  έ'χομεν,  νομίζο), — δσον  [ΐέγα  καΐ  άν 
εΐναι  έν  τή  επιστήμη  το  όνομα  και  το  κύρος 
τοΰ  131111111  και  τών  όπιχδών  αύτοΰ  να  έξετά- 
σω(ΐεν  αυτά  κα{)'  έαυτά  και  τά  τεχνοτροπικά 
χαρακτηριστικά  έκεΐν(χ  τών  άντιγρά((;θ)ν  τοΰ 
Μαρσύου  της  Ακροπόλεως  τά  δηλούντα,  κατά 
τους  ρηθένταςσοφούς,  τίιν  χεΧρα  τοΰ  Μύρο)νος. 

Ευτυχώς  προς  άπόκρουσιν  τής  κατ'  έμέ  επί- 
σης εντελώς  έσ(['αλ(ΐέντ]ς  γνώ|ΐης  ταύτης  δεν 
εΐναι  άνάγκτ)  νά  τολμήσο)  νά  προβά/.ω  ϊδια 
έπιχειρήμίχτα  και  παρατηρήσεις,  ών  πάντως 
μικρόν  ήθελεΛ'  εΐναι  το  κΰρος. 

Άρκεΐ,  φιρονώ,  νά  παραθέσω  τάς  έπΙ  τοΰ 
αύτοΰ  θέιιατος  παρατηρήσεις  δτκ)  τών  δο- 
κιμοτέρων  άρχαιο/.όγων,  τοΰ  Γερμανού  ΚιιγΙ- 
\νΕΐη5>1(ίΓ  καΐ  τοΰ  "Αγγλου  ΜυτΓίΐγ.  Αί  παρατί]- 
ρήσεις  δ' αύται  εχουσι  τοσούτο  μείζονα  σηικ/- 
σίαν  έν  τω  έπασχολοΰντι  ημάς  ζητή[ΐατι,  καθ' 
δσον  ά[ΐ(ρότεροι  οί  σοφοί  ούτοι  παραδέχονται 
πλιιρέστίχτα  ώς  όρθήν  τήν  γΛ'θ)μην  τοϋ  ΒΓυηη, 
δτι  ύ  Μί/ρούας  τοΰ  Αιχτερανοϋ  (χντιγράφει  τό 
έ'ργον  τοϋ  Μύρωνος. 

Ό  ΜιΐΓπίΛ-  δΐ]λαδή,  δημοσιεύων  έν  τή  0&- 
Ζ6ίΐ6  Η^^ι^6ο1οί4■^^]ι16  τό  άρχαιότατον  καΐ  άρι- 
στον τών  σ(ΐ)Οέντο)ν  όντιγράφον  τοϋ  Μαρ- 
σύου τής  Άκροπ()λεως,  ήτοι  τό  εκ  Πατρών 
χαλκοΰν  άγ(χλ[ΐα,  εξετάζει  λεπτομερέστατα  τάς 
ιιαρτυρί(ίς  τών  αρχαίων  περί  τών  χαρ«>'-τήρων 
τής  τέχνης  τοΰ  Μύρωνος  έν  σχέσει  πρύς  τή\' 
γνο)ΐιην  τοϋ  Βηιηη  και  έν  σχέσει  προς  τό  εκ 
Πατρών  άντίγραηον.  Καίπερ  δε  παραδεχόμε- 
νος ώς  πιθανώτατον  δτι  ή  στάσις  τοΰ  Μαρσύου 
τών  ΠατρώΛ'  εΐναι  ή  στιχσις  τοΰ  θαυμάζοντας 
Μαρσύου  τοΰ  Μύρωνος,  ομολογεί  δ'δμως  δτι, 
καθ'δσον  άφορα  εις  τήν  τεχνοτροπίαν,  δεν  δύνα- 
ται ν'  άνακα?ιύψτι  έν  τω  Μαρσύα  τών  Πατρών 
ηύδ' ίχνος  τών  εκ  τών  αρχαίων  κει ιιένο)ν  και  εκ 
τών  μνημείων  γνωστών  χαρακτηριστικών  τής 
τεχνοτροπίας  τοΰ  Μύρωνος.  Φρονεί  μάλιστα  δτι 
ό  Μαρσύας  τών  Πατρών  αναφέρεται  εις  πρω- 
τότυπον  μόλις  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ.  και  ουχί 
τοΰ  Ε',  είς  δν  ανήκει  ό  Μύρων.  Εη  οβ  ηυΐ 
Γ6§^£ΐΓά6   8ρέοίΕΐ1θΐηβηΐ,   λέγει    μεταξύ  άλλων,  1β 


147   — 


7α  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


1)Γθηζ6  άβ  ΡαΐΓίΐδ,  ηοηπ  ηε  θβνΓίοπδ  ρΐυδ  ΗέδϊΐβΓ 
3.  )•  νοίΓ  απο  οορϊε  άε  Γοειητβ  άε  Μυγοπ  81 
ηου8  ρϋΓνεηίοηδ  3.  γ  τεοοηπίΐίίΓε  άεδ  ΐΓίΐοεδ  (Ιιι 
δίγΐε  (1ε  οεΐ  ΗΓΐίδΐε,  οοηιιτιε  οη  3.  ίΐίήηηέ  ςιι'εΐΐεδ 
έΐ3.ίεηί  ίηοοηΐεδΙ?ι1)1εδ  άαηδ  1&  δίαΐυε  άιι  Ι^ίΐίΓΕίη. 
ΛΙαΐ5  ]ί  }ΐ€  'υοίχ  βαί;  άβ  ίκαα'3  (ίε  α•  ί^αινε,  ει 
1)1611  ΐ|η'ί1  \•  αϊΐ  ίΐε  !^;τ;ιηόεδ  ρΓθ1)ίΐ1)ίΗΐ;εδ  ιμιε  1ε 
ηιοΐίί  ίΐναϊΐ  είε  ΐηνεηΐέ  ρ3Γ  ΜγΓοη,  ηοΐνε  ύνοΐΐζβ 
ηβ  $  αεαη-άο  ανεε  απείΜβ  άεί  ϊηεΙίεαΙϊοη$  {οιιτ- 
ηίε$  ρατ  Ιεε  έε^-ίναϊηε  3Μν  Ιε  ίΙ)<ίε  άιι  χεαίρ- 
ίεην.  Ι^εδ  εορϊεδ  άε  δοη  Οίδοοίιοίε  ηοιίδ  ρΓέ- 
ραΓεηΙ  1)ίεη  ίΐ  3ΐ1;εη€ΐΓε  άε  §"ΐ•3ΐκ1δ  εΙΐΛΠί^ειτιβηΙδ 
ϊηΐΓοάιυΙδ  });ΐΓ  Ιεδ  3Γΐ:Ϊ8(:εδ  ροδίέΓΪβιπ'δ  άπηδ  Ιεδ 
ϊηιίίΛΐίοπδ  άε  δεδ  δΐ3ΐιιεδ,  ιηαίχ  ηοη  ρα3  ιαι  ε^εί 
(ί'ειιεενιόίε  αιι^ίί  Ηίβ'έτεΐίί  ψιε  εείαί  €[Μί  τέ^ηίίε 
ίίΰ  Ι'α.$ρεεί  άιι  όνοηζε  άε  Ραίι-αί.  Κΐ  ]β  ρεπδε 
ηυ'ίΐ  δεΓίΐϊΐ:  εχηεΐ  άε  Γ姕ίΐΓάεΓ  οεΐυϊ-εί  εοηιηιε 
υη  ουντίΐι^ο  άα  (|ΐΐ3ΐ:π6ηιε  δϊεοίε  ανίΐηΐ  ).€".;  ίιηϊΐέ 
άίΐηδ  δοη  3ΐ1;ίΐιιάε  άυ  δαΐγΓε  άε  ΜγΓοη,  ιπαΐδ 
ά^πδ  ίοηΐ  1ε  πεδίε  θΓΪ_^ίη<ι1. 

"Ετι,  χοχρακτηριπτικώτεραι  ριναι  αϊ  π(χρατη- 
ρήσεις  το  Γ»  Κιπ•1\ν;Ιπι;1εΓ  εν  τω  περί  τής  τέχνης 
τοΰ  Μύρωνος  κεφαλαίο)  των  <  ΜείδίεηνεΓίίε » 
αύτοϋ.  Ώς  εΐ'πομεν,  ύ  ΡπΓΐ;νν£ΐη§;1εΓ  παραδέχε- 
ται κατ'  άρχί|ν  ώς  εντελώς  βέβαιον  δτι  ό  Μαρ- 
σύας  τοΐ3  Λατερανοΰ  εΐναι  έργον  τοΰ  Μύρωνος. 
Έξετάζο)ν  δ[ΐως  τεχνοτροπικώς  το  σώ[ΐα  αύτοϋ 
εν  σχέσει  προς  τύ  τοΰ  Δισκοβόλου,  ήτοι  τοΰ 
μόνου  έργου  τοΰ  Μύρωνος,  ου  έ'χομεν  αντί- 
γραφα, αναφωνεί  μετά  θαυμασμού  :  «  Όπόσον 
εντελώς  διάφοροι  είναι  πάσαι  αί  λεπτομέρειαι... 
Ή  αντίθεσις  διήκει  δι'  δλου  τοΰ  σώματος  και 
δύναται  να  δειχΟΓ)  εν  τοΐς  καθ'  έκαστα  από 
κεφαλής  μέχρι  ποδών».  (*  ΐνΐε  νοΙΙί^  νετ8ΰΙιίε- 
άεη  13 1  Ιηεν  αΙίε$  είηζεΐηε  !  .  .  .  ιίεκ  Οερ-βηχαίζ 
^ε/ιί  άανεΐι  άίε  ^α^ιζεη  Ρίζΐιτεη  αιιά  Ια$3(  εϊεΐι 
ΐηΐ  είηζεΐηειι  νοη  Κορ{  ίήί  Ζ7ΐ  Ρηεχ  ηαείΐΐνεί- 
ίειι*).  Άλλ'  άντι  ό  σοφός  ούτος  να  συιιπεράνη 
δτι  Δισκοβόλος  και  Μαρσύας,  οί  τηλικαύτας 
άπ'  αλλήλων  τεχνοτροπικάς  διαφοράς  καΐ  αντι- 
θέσεις παρουσιάζοντες,  εΐναι  έργα  δύο  διαφό- 
ρων καλλιτεχνών  —  ώς  πάντως  θα  έ'πραττεΛ', 
αν  δεν  έτέλει  υπό  τύ  κράτος   τής  εσφαλμένης 


θεωρίας  τοΰ  Βτυηη — άγεται  μοιραίως  εις  τα 
χαρακτηριστικά  συμπεράσματα  δτι  « πρέπει 
»άναιιφιβόλως  παρά  Μύροη'ΐ  να  προσδοκώ[ΐεν 
»τήν  μεγίστ)ΐν  ποικιλίαν. ..  Ούτω  διδάσκει  ημάς 
»ή  σύγκρισις  τοΰ  Δισκοβόλου  καΐ  τοΰ  Μαρ- 
»σύου  οποίαν  ποικιλίαν  τών  μορφών  διέθετεν 
»ό  ΜύρωΛ',  όπόσον  άρα  διέφερον  τα  έ'ργα 
» αύτοϋ  εν  τοΐς  καθ' έκαστα,  κατά  τόν  εκάστοτε 

;  χαρακτήρα  τοΰ  εικονιζόμενου   προσώπου 

»Ό  Μαρσύας  πλην  τούτου  διαφέρει  ημάς 
^>είδικώς,  διότι  δεικνύει  πώς  ό  Μύρων  εν  τώ 
»σχηματισμφ  τής  τριχοίσεως  βεβαίως  δεν  έμεινε 
» στάσιμος  έπι  μιας  καΐ  τής  αυτής  βαι)[ΐίδος• 
»ή  τρίχωσις  παρά  τώ  Μαρσύα  εΐναι  πολλώ 
»έλευΟεριώτερον  και  εύρευστότερον  διερρυθμι- 
»μένη  και  (κυρίως  ή  τής  ήβης)  πλαστικώτερον 
»έσχη ματ ισ μένη  ή  παρά  τω  Δισκοβόλο).  Ό 
» Μαρσύας  βεβαίίος  πρέπει  νά  χρονολυγηθή 
»μετά  τούτον.  Οΰτο)  και  κατά  την  χρονολογι- 
»κήν  σειράν  τής  γενέσεως  Οά  εΐχον  τά  έργα 
>Μύρωνος  πολύ  διάφορον  δι|ην  .  Και  περαι- 
τέρω δε  λέγει:  <  Ή  (ίίρχαία  εκείνη  κρίσις  περί 
»τής  έλλείν|»εως  τής  ψυχικής  εκφράσεως  παρά 
»τώ  Μύρωνι  άρ^ιόζει,  ώς  και  ή  περί  τοΰ 
» αρχαϊκού  τής  τριχώσεως,  εις  τόν  Δισκοβόλον 
»  μόνον  καΐ  ονχΐ  εις  τ(»•  Μίΐραΰαν.  ΜανΒάνοιιελ' 
ΐδ'  εκ  τούτου  όπόσον  ϋά  έοί^άλλομεν,  αν  άφιή- 
»νομεν  νά  περιορίση  ή  κρίσις  έκείνΐ]  μονομε- 
»ρώς  τήν  περί  Μύρωνος  ήμετέραν  ίδέαν». 

Ταύτα  ό  ΚιΐΓΐ\\'ϋη^1εΓ.  Άλλ'  ήμεΐς  Λ'ϋν  οί 
Ίδόντες  δτι  εΐναι  εσφαλμένη  (ΐυθολογικώς  ή 
προϋπόθεσις  δτι  ό  Μαρσύας  τοΰ  Μύριονος 
είναι  υ  αυτός  προς  τόν  Μαρσύαν  τής  Ακρο- 
πόλεως, δεν  είμεθα  ήναγκασ[ΐένοι,  ώς  ό  Κιπ-Ι- 
\ν3,ηο-1εΓ,  νά  έρμηνεύσο)μεν  διά  τής  τολμΐ]ράς 
ταύτΐ)ς  μεθόδου  —  δι'  ής  δύναται  νά  ύπο- 
στ7]ριχι)ή  δτι  και  τά  εκ  διαμέτρου  αντίθετα  τε- 
χνοτροπικώς έργα  εΐναι  τοΰ  αύτοϋ  τεχνίτου — 
τήν  άσυ[ΐφωνίαν  καΐ  αντίθεσιν  τής  τεχνοτρο- 
πίας τών  αντιγράφων  τοΰ  Μαρσύου  προς  τήν 
τεχνοτροπία  ν  τοΰ  Δισκοβόλου  καΐ  τάς  μαρτυ- 
ρίας τών  αρχαίων  περί  τών  χαρακτηριστικών  τής 
τεχνοτροπίας  τοΰ  Μύρωνος.  Αί  «από  κεφαλής 


148 


Ιίηοηη    αΐΐϊοηηιι    Ρηγοιν    της    Κ'   κηΐ   Λ'    ίκητονκι^τη^ιΊ^ος 


(ΐρ/Λ"  -"Γοδί^Η'  ίΐιι'ικίΗ'σίίΐ  τρ/,νοτροπικαι  {)ι«((()- 
ρ(χΙ  και  άντιΟίσεις  (ίύται  ?^'»γ()ν  εχοιισιν  άπ^αχΊ- 
ατατα  δτι  ()ΐ')?)(-•(ΐία  π/ίοις  ίι;ιΓ|ς)ξρ  ποτι-  ιη•τ(χξί) 
τοΰ  Μ(ίρσΓιυυ  τοϋ  Μύςχονος  και  τοϋ  Μαρσυου 
της  Άκροπ(')λι-ο)ς.  Συμπεραίνομεν  έπομένο)ς  δτι 
δέον  να  (^ΐ(/.γη(ί(|  Γ|  άπυ  της  ιστορίας  της  τέχνης 
το  κε((άλαιον  περί  των  χαρακτηριστικών  της 
τέχνης  τοΰ  Μν'ιροτνος,  έφ'δσον  τούτο  έβασίσίΐη 
επΙ  τών  (ίντιγρ(χΐ((ον  τοΰ  Μαρσυου  της  Άκοο- 
πό/^Ρ(ι)ς. 

Άλλα  τίς  λοιπόν,  ήθελεν  ερωτήσει  τις  νΰν, 
είναι  ό  ποιήσας  τη  οΰτο)  περκρη[ΐον,  ίνα  τοσά- 
κις  αντιγραφή,  σύ(ΐπλεγμα  της  Άκροπόλεο)ς; 
Εις  το  έριότηιια  τούτο  (ρρονώ  δτι  δεν  δύνατίίΐ 
να  δοΰ[|,  τό  γε  νΰν,  απάντησίς  τις  (ϊνευ  κιν- 
δύνου νέων  πλανών.  Άλλ'  έ'χο^ν  ύπ'  δψιν  τοϋτο 
μεν  την  κατ'  έ[ΐέ  όρΟήν  γνώμην  τοΰ  λΙιΐΓπιν. 
δτι  το  άριστον  και  άρχαιότατον  τα)ν  αντιγρά- 
φων τοΰ  Μαρσύου  της  Ακροπόλεως  αναφέ- 
ρεται (ός  πριοτότυπον  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ., 
τοϋτο  δέ  τό  γεγονός  δτι  οι  διά(ροροι  αντι- 
γραφείς τοΰ  σιηιπλέγ(ΐατος  της  Ακροπόλεως 
πάσΐίν  τί|\'  προσοχην  αυτών  στρέφουσιν,  ϋ)ς 
εϊδομεν,  προς  μόνολ'  τον  σάτυρον  Μαρσΰαν,  δν 
όμοιοτρόπως  άντιγράφουσιν,  ούχΙ  δέ  καΐ  προς 
την  Άθιινάλ',  ηΛ'α(ΐελώς  άπεικονίζουσιν  ή  και  έξ 
άλλων  προίτοτύπων  λαμβάνουσιν,  ύπενΰυμίζιο 
δτι  ό  Πλίνιος  '  αναφέρει  ως  θαυμαζόμενον 
έργον  εν  Αθήναις  σάτυρον  ποιηθέντα  υπό  τοΰ 
Λυσίππου.  Οΰτο)ς,  αν  τό  αγγεΐον  της  Βάρης  δεν 
είναι  άρχαιότερον  τών  χρόνων  τοϋ  ^\υσίππου  -, 
οι  άρεσκόμενοι  εις  τάς  τόσον  επικίνδυνους  τε- 
χνοτροπικάς  μελετάς  δύνανται,  νομίζω,  να  έξε- 
τάσωσι  κατά  πόσον  ή  τεχνοτροπία  τών  περισω- 
■θέντιον  αντιγράφων  τοΰ  συμπλέγματος  της 
Ακροπόλεως  δύναται  να  είναι  ή  τοΰ  ^\.υσίππου, 
επομένως  κατά  πόσον  ό  σάτυρος  τοϋ  διασή- 
μου τούτου  καλλιτέχνου  δύναται  νά  εΐναι  τό 
κύριον  άγαλμα  τοϋ  συ^ιπλέγματος  της  Άκρο- 


'   ΗίδΙ.  ΠΕί.  XXXIV,   64. 

-  Ό  ΚιΐΓΐηαη£;1εΓ  (ΒβϊοΙιγ.  ιΙεγ  ΥαΒεηδαπιιηΙ.  η"  2418)  θειορεϊ 
αυτό  ώς  ανήκον  εις  την  ^ιέχρι  τοϋ  400  π. Χ.  περίοδον.  Εις  έ(ΐέ 
<(ΐαίνεται  κατά  ;τολύ  νείότερον. 


πόλειος.  Εις  ημάς  άρκείτο)  νϋν  τό  συ^ιπέρασμα, 
δτι  άλ?ιθ  [ΐέν  τό  υπό  τοϋ  Πλινίου  άναί(ερ()με- 
νον  έργον  τοΰ  Μύριονος,  ά/ν?νθ  δέ  καΐ  ϋπ'  άλλου 
καλλιτέχνου  ποιιμΙέν  τό  έπι  της  'Λκοοπ(Ίλεως 
σύ|ΐπ?νεγ(ΐ«. 

11.  Άριϋ•.  173-174.  (  ΙΙίνηί   XXXI). 

Ζευς  καϊ  Ασκληπιός,   μετόπαι  τον  έν  Έπιδανρω 
ναον  τοΰ'Αακληηιον.' 

Ά(ΐ(ρότερα  τά  λίαν  έκτυπα  άνάγλυ((,α  ταϋτα 
εύρέ{)ησαν  έν  ταΐς  άνασκαιραΐς  τοϋ  ίεροϋ  της 
Επιδαύρου,  καΐ  δη  τό  [ΐέν  ύπ'  άρ.  17?)  άνεκα.- 
λύφίΗ)  έν  έ:τει  1884  έντετειχισμένον  έν  μεσακυ- 
νικώ  τινι  τοίχο)  τοϋ  παρά  την  άνατολικήν  πρόσ- 
οψιν  τοΰ  ναοϋ  τοϋ  Άσκληπιοϋ  τετραγο)νου 
οικοδ<η(ήιιατος  (Ε  έν  τω  χιπό  Ν.  Ίωαννίτου 
παρά  Κα|1|1αδία,  Το  ίερον  τον  Άσκληπιοϋ,  τοπο- 
γραφικώ  πίνακι  τοϋ  ίεροϋ),  τό  δέ  ύπ'  άρ.  1  74 


'   Βιβλιογραφία:  Ενρετήριον  Γεν.  Εφορείας,  άρ.  298". 
17ιοακτ(κά  της  έν  Άϋηναις  'Λρχαιολ.  Εταιρείας  τοΰ  έτους 
1884  σελ.  58.  ("Εκθεοις   Π.  Κ(ΐββα6ία). 

Π.  Καββαδία,  Άντίτυπον  τοϋ  έν  τω  ναή  τοϋ  "Αοκληπιοΰ 
χρυσελε(()αντίνου  αγάλματος:  Έφημερ'ις  Αρχαιο- 
λογική, 1885  σελ.  48 -.50,  πίν.  2.  εΐκ.  6  (σχεδιο- 
γρίίφημα    ΟίΙΓιεΓοη  ). 

Κατάλογος   τοΰ   Κελ'τρικοΰ  Άρχηιολ.  Μουσείου 
(1886  7)  σελ.  90-93,  άρ.  101-102. 
Γλιιπτά  τοϋ  Κεντρικοϋ  'Λρχ.  Μουσείου,  τόμ.  Α', 
(1880-1892)  σελ.  146-150  άρ.  17:5-174. 
ΚοιιΙΠεδ  (1Έρίά30Γ€  (189.3),  ρ.  22,  Πίν.  IX,  21. 
Αντίτυπα   τοϋ   έν  Έπιδαύρο)   χρυσελεφαλτίνου 
αγάλματος   τοϋ  Άσκληπιοϋ  :    Έφημ.  'Αρ/αιολ. 
1894  σελ.  11-14  πίν.  1,  1-2. 
Τό  ιερόν  τοϋ  ".\σκληπιοϋ  (1900)  σελ.  45. 
Άρχαιολογιχόν  Δελτίον  1886,  σελ.  11,  β'. 
Ι^οβνβ,  Οε  Αβδοαίϊρϋ  Γΐςϋτ».  .')(Γ298ΐ>υΓ^  1887  ρ.  39  κέξ. 
Βτυηη-ΒΓυοΙίΐτιβηη,  Πεηΐιιη.  βπεοΐι.  ιιηϋ.  τόπι.  δοαΙρΙιΐΓ,  ΤαΓ.  3. 
Ι^ερεϊυδ,   ΜαΓηιθΓ5ΐυ(1ίεο  Ν•^  184. 

Η.  Ν.  ΡοννΙβΓ,  Τΐιε  δίαίιιε  οΓ  .\5ΐί1ερίϋ5  α(  ΕρϊάαϋΓθ5  .λιηε- 
Γίεβη  }οηΓηα1  οΓ  Ατοΐιαεοΐο^ίε  νοί.  III  (1887)  ρ.  .32-37. 

Η.  1^.  υΓΗοΙΐ5,υεΙ)8Γ  <1ϊε  Τβιηρεΐ5ί3ΐυε  άβ5  ΐ1ΐΓ35^ιηε<1ε5  ίηι 
ΑδΗερϊείοη  ζιι  ΕρϊιίαιίΓΟΒ  :  Κΐιείη.  Μυβευπι  Ν.  Ρ.  Βά.  48  (1889) 
8.  474-478. 

Α.  ΟβΓΓ355ε  -  Η.  Ι^βοΗΒΐ,  ΕρκΙαιίΓε   (1895)  ρ.  83-86  (ίϊ^υΓεΒ). 
ΟοΙΗβηοη,  ΜίδίοίΓε  άε  Ια  ϊουΙρίιίΓε  2Γε€<)ΐιε  νοί.  II  ρ.  186-187 
ίίβ.  88.  =^  ^ο11^2ηοη-Β311II10α^^εη,    Οεδοΐι.    άεπ    βΓΪεοΗ.    Ρ1:ΐ5ΐϊΐ£ 
Β<1.  Π,  (1898)  8.  198-201. 

ΡΓ3ζβΓ,  Ρ3υ5ϊηΊ35'  Οβδοήρΐ.  ο£  ΟΓεεεε  νοί.  III  ρ.  241-242 
β§.  39. 

ΗίΙζίκ-ΒΙιίΓηηεΓ,  Ραιίίίπίϊε  Οταεείαε  (Ιεδοηρίίο  Βά.  Ι"  (1899) 
8.  609-610. 


149 


Τά  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


έν  τοις  έρειπίοις  τοΰ  παρά  την  βορείαν  πλΐ,ν- 
ράν  τοϋ  αύτοΰ  ναοί)  τοΰ  Ασκληπιού  κειμένου 
«λουτροΰ  τοΰ  Άντωνίνου»  (Κ  έν  τω  αύτω 
τοπογραφικό)  πίνακι). 

Αμφότερα  έποιήϋησαν  έκ  πεντελΐ|σίου  μαρ- 
μάρου, αρχικώς  δ'ήσσν,  ώς  φαίνεται,  ακριβώς 
τών  αυτών  διαστίίσεων  καΐ  δη  εντελώς  τετρά- 
γωνα, άλ'  καν  νΓ>\'  αϊ  πλάκες  αυτών  αυθαιρέτως 
συνεπληρώΟιισαν  γΰ\|»ο)  εις  διάφορον  κατά  τι 
άλ?αιλ(ον  μέγεθος.  Αληθώς  μόνης  της  ύπ'  ώρ. 
174  πλακός  διεσο)θη  άπαν  το  πλάτος  (0,(;'.)), 
τοϋ  δε  ΰτ])ους  το  της  πλακός  (0,62),  έλλειπού- 
σης  της  κάτω  τών  ποδών  τοΰ  θεοΰ  προεξοχής, 
ήτις  σωζόμενη  εις  τι^ν  έτέραν  πλάκα  εΐναι  0,07• 
ώστε  το  δ?ιον  ΰ^Ι^ος  ήτο  επίσης  0,69.  Ή  πλάξ 
174  άρα  ήτο  εντελώς  τετράγωνος.  Τής  δε  πλα- 
κός ύπ' άριΟ.  173,  άπολεσάσης  τό  άνω  καΐ  το 
προς  αριστερά  τέρμα,  συνεπληρώθη  τυχαίως  νΰν 
διά  γύψου  τό  μεν  ΰψος  εις  0,65,  τό  δε  πλάτος 
εις  0,66.  Άλλ'  ό  [ΐετ'  έπιστάσεως  εξετάζων  τό 
μνημεΤον  βλέπει  ότι  πάς  λόγος  συντρέχει  εις  τό 
νά  παραδεχθή  τις  δτι  καΐ  τοΰτο  εΐχεν  αρχι- 
κώς τάς  αύτάς  ακριβώς  διαστάσεις,  ήτοι  0,(>ί) 
πλάτος  καΐ  0,69  ΰψος.  Μόνον  ώς  προς  τό  π(χχος 
παρουσιάζουσιν  αί  πλάκες,  έφ'  δσον  τοΰτο  δύ- 
ναται νά  έξετασθή  νΰν,  ώς  είναι  έντετειχισ^ιένα 
τά  ανάγλυφα,  άνεπαίσθιιτον  σχεδόν  διαφοράν, 
έρμηνευο[ΐένην  όμως  έκ  τοΰ  κατά  τι  [ΐείζο- 
νος  ΰψους  τής  γλυφής,  ου  εΐχεν  άνάγκΐ)ν  ή 
τοΰ  ύπ' αρ.  174  ανάγλυφου  παράστασις,  ένεκα 
τής  έν  αυτή  παραλλήλου  και  ούχΙ  ώς  έπΙ  τοΰ 
ύπ'  άρ.  173  διεσταυρωμένης  διατάξεοις  τών 
ποδών  τοΰ  θεοΰ. 

ΈπΙ  τοΰ  προ)του  (άρ.  173)  εικονίζεται  δλως 
εκτυπος'Ασκληπιός  νωχελώς  άνακεκλιμένοςπρός 
δεξ.  έπΙ  έ'δρας  έχούσης  προσκεφάλαιον  και  έρει- 
σίνωτον,  έφ'  ου  ήρείδετο  καΐ  ή  δεξιά  αύτοΰ  χείρ, 
προφιανώς  ουδέν  κρατούσα,  ώς  έπΙ  πολλών 
ομοίων  παραστάσεων  αύτοΰ  '.  Γυμνός  ών  τά 
άνω  τής  όσφύος,  έχει  τά  κάτω  τοΰ  σοηιατος 
περιβεβλημένα  δι'  ιματίου,  ού  δμως  μέρος, 
άνερχόμενον  ύπό  την  δεξιάν  αύτοΰ  μασχάλην 

'   Πρβ.  τους  ίνταϋΟα   πίν.  ΝΧΧΐν,  XXXVI,    XXXVIII,  κτλ. 


υπέρ  τον  αριστερον  αυτοΰ  ώμον,  καταπίπτει 
προς  τά  έ(ΐπρός  καλύπτον  τόν  άριστερόν  βρα- 
χίονα, δν  ό  θεός  άνατείνει  σμικρόν  έν  θέσει 
συνδιαλεγομένου  ή  ευμενώς  υποδεχόμενου  τους 
προσερχόμενους.  Τέλος  τους  έν  σανδάλοις  πόδας 
έχων  δ ιεσταυρω μένους  σττιρίζει  έπΙ  υποποδίου 
τεθειμένου  πρό  τοΰ  θρόνου.  Άποκεκρουμένα 
είναι  ή  ρίς,  τά  άκρα  τών  δακτύλοη'  τής  αριστε- 
ράς, τά  άκρα  τών  ποδών,  όλόκλΐ]ρος  σχεδόν  ό 
δεξιός  βραχίων  και  οί  προς  τόν  ίΙεατιιν  πόδες 
τής  έδρας  τοΰ  θεού.  Επίσης  δε  τής  π?.ακός  έλ- 
λείπουσιν  όλύκληρον  τό  άνω  μέρος  καΐ  ή  προς 
δεξ.  κάτω  γωνία,  γύψίο  νυν  συ[ΐπληρωθέντα.Ή 
κάτω  τοΰ  υποποδίου  και  τοΰ  θρόνου  προεξοχή 
τής  πλακός  φέρει  έκατέρο)θεν  τρεις  όπάς,  ο)ν 
τίνες  διατηοοΰσιν  εισέτι  τόν  μόλυβδον  τής  προσ- 
αρμογής. 'ΙΙ  δ'  όπισθεν  έπΐ({)άνεια  τής  πλακός 
«είναι  δλως  ακατέργαστος»,  ώς  τοΰ  ανάγλυφου 
δντυς  ποτέ  προσηρμοσμένου  είς  τοΐχόν  τίνα. 

ΈπΙ  τοΰ  δευτέρου  (άριθ.1 74)  εικονίζεται  θεός, 
πώγωνα  καΐ  μακράν  τρέ((θ)Λ'  κυιιην,  ην  περιέ- 
βαλλε ποτέ  μετάλλινος  στέ((ΐαΑΌς,  ώς  δεικνύου- 
σιν  αί  πολλαι  έπ'  αυτής  σωζ(ίμεν(/ι  όπαί.  Κά- 
θιιται  δε  προς  δεξιά  [ΐεγαλοπρεπώς  έπΙ  θρόνου 
διά  κεφαλής  κριοϋ  καΐ  όκλαζούσης  Σφιγγός 
έ'χοντος  κεκοσμη[ΐένον  τό  άκρον  τοΰ  έρεισιχεί- 
ρου.  Άπό  τοΰ  άνιο  [ΐέρους  τοΰ  έρεισινώτου 
τοΰ  θρόνου  και  τών  ώμων  τοΰ  θεοΰ  κατερχό[ΐε- 
νον  ίμίίτιον  περιβιίίλλει  τό  ύπό  την  υσ((  ύν  [ΐέρος 
τοΰ  σοιματος,  ού  οί  έν  σανδάλοις  πόδες — προτε- 
ταγμένου  ΟΛ'τος  τοΰ  δεξιού  καΐ  καλύπτοντος  τόν 
άριστερόν  —  στηρίζονται  έπΙ  τοΰ  εδάφους.  Τών 
άνω  άκρων  ή  μεν  [ΐέχρι  τοΰ  μέσου  τοΰ  βραχίονος 
σωζομένΐ)  δεξιά  έστηρίζετο  προφ^ανώς  έπι  σκή- 
πτρου, ή  δ' αριστερά  σωζόμενη  [ΐέχρι  τοΰ  καρ- 
πού προτάσσεται  ϋ)ς  και  ή  τοΰ  προηγουμένου 
ανάγλυφου,  ή  ώσεΐ  τής  χειρός  άνεχούσης  σκεύος 
ή  σύμβολόν  τι.  Άποκεκρουμένον  εΐναι  πλην 
τών  άν(ΰ  άκρων  τής  μορφής  τό  πρόσθιον  [ΐέρος 
τοΰ  προσώπου  αυτής,  μέγα  μέρος  τής  άνω  δε- 
ξιάς και  τής  κάτω  αριστεράς  γωνίας  τής  πλακός 
ώς  και  οί  πόδες  τοΰ  θρόνου. 

Άμφότεραι  αί  ανάγλυφοι  αύται  παραστάσεις 


—   150 


Πρώτη  ηΐ'ϋ^ονοα  έργων  της  Κ'  κ<ι\   Λ'  εκατονταετηρίδας 


πε(.)ΐί•γι_)(/.ΐ(  ΐ|α(/.ν  και  ύΐί:Η(  »|[ΐίοί)ΐ|ααν  ί'πο  τοϋ 
πρώτου  ^ημοσιεΰσαντος  αΰτάς  Καββα?>ίου  0)ς 
αντίτυπα  κατά  το  μάλλον  η  ήττον  πιστά  τ()ί3 
ύπο  Θρααυμι'ιδους  τοπ  ΙΙ(/.οίοΐ'  .τοιηϊΐέντος  έν 
Έπΐ(^(ίή(_)(ι)  χ()υπΓ/.ε((  (/.ντίνου  αγάλματος  τοΰ 
Άακλΐ|πιοϋ.  Λυστυχώς  δ[ΐως  ή  γνοιμη  αΰτη 
είναι,  νο(ΐίζω,  έντε?ιώς  έσ(((χλ[ΐένιι,  πρόκειται  ί)ε 
περί  δύο  έργων  ούδεμίαν  άλλΐ]ν  σχέσιν  εχόντων 
προς  το  ρηθέν  άγαλμα  Γ|  οτι  κ(/.ι  ταύτα  είκονί- 
ζουσιν  απλώς  ως  εκείνο  ΰεύν  καϋήμενον.Ά/^]- 
Όώς  ό  τύπος  τού  "Αακληπιοϋ  τοΰ  περί  τ*")  μέσον 
τού  Δ™  (χΐώνος  π.  Χ.  άκιιάσαντος  Θρασυ[(ηδους 
εΐΑ-αι  ήμΐν  ακριβώς  γνίοστος  ένεκα  περιγρα(( ης 
τοΓ'  ΙΙίχυσανίου  (II,  27,  2)  και  τών  ταύτην  συμ- 
πλ)|ρούντων  πολυαρίίΐμο^ν  νομισμάτων  της  Ιε- 
ράς Έπιδίχυρυυ,  έν  οΐς  επαναλαμβάνεται  ήδη 
άπό  τού  Γ'  π.  Χ.  αιώνος  μέχρι  τών  χρόνων 
τών  Άντωνίνων  πάντοτε  ύ  αύτος  τύπος,  πι- 
στώς τύ  αυτό  χρυσελεφάντινον  άγαλιια  τού 
•θεού  (αντιγράφων.  ΚαΙ  κ(χτά  [ΐέν  τύν  Παυσα- 
νίαν  <•τ(>ΐι  Άσκ?.ηπΐ()η  τυ  (ίγαλμα  μεγέϋει  μεν 
τον  Ά&ήνιισιν  Όλυμπίον  Δώς  ήμισυ  άπο()εΐ, 
πεποήμαι  Οέ  έλέψηντος  και  χρυοοΐν  μηνύει  όε 
επίγραμμα  τον  είργαομενην  είναι  θραηνιιή()ην 
Άριγνώτον  Πάρων.  Κάϋ'ηται  δε  έπΙ  ΰ'ρόνου 
βακτηρίαν  κρατών,  την  δε  έτέραν  τών  χει- 
ρών υπέρ  κεφαλής  έχει  τοϋ  δράκοντας,  και 
οί  καΐ  κνων  παρακατακείμενος  πεποίηται. 
Τω  Ορόνω  όε  ηρώων  ειτειργασμενα  Άυγείίον  εστίν 
έργα,  Βελλεροψόντον  το  ες  Χίμηιραν  και  Περ- 
σεύς αφελών  την  Μεδούοης  κεφαλήν  >>.  Τά  δε  νομί- 
σ[ΐατα  '  (ε'ικ.  107-110)  συμπληρούντα  τήν  περι- 
γραφήν  τού  Παυσανίου  δεικνύουσι  σαφώς  καΐ 
στερεοτύπως  δτι  ό  θεός  μεγαλοπρεπώς  έπί 
τού  θρόνου  μετά  ή  άνευ  έρεισινουτου,  καθή[ΐε- 
νος  καΐ  γυμνά  έχων  τά  άνω  της  όσφύος,  τιιν 
μεν  άριστεράν  έστήριζεν  επί  σκήπτρου,  τήν 
δε  δεξιάν  έ'χουσαν  τό  κοϊ?ιθν  προς  τά  κάτω 
έστραμμένον  υπερείχε  προστατευτικώς  της  κε- 


'  'Ιδε  ταΟτα  και  έν  τί)  ΛιείΗ'.  Έφημ.  της  Νομ.  Άρχαιολ. 
τόμ.  Δ',  σελ.  10-11  είκ.  3-6.  "Ιδε  και  Ιιη1ιοο£  -  ΒΙυηιβΓ  αηά  Ρ. 
0&Γ<3π6Γ  ΝυηΊ.  Οοηιηιεπί.  οη  Ρ^ϋ^απί^δ  ΡΙ.  Ι.,  ΠΙ-Υ.  Αι  πλεΐπται 
τών  νπ'ο  διαφόρων  άρχαιολόγιον  δημοσιευβεισών  εικόνων 
τών  νθ(ΐισμάτ(ον  είναι  (ΊτελεΙς  η  δλοις  έοφαλμέναι. 


ΕΙκών     Ι07    (μβγέθυνσις). 


φαλής  δρ(/.κοντος  άνο^ρϋο)μένου  προ  αύτοΰ,  ένώ 
ό  κύ())ν  κατέκειτο   ύπο  τον  θρόνον  τοΰ  θεού 
άνορί)(Τ)ν   κ(ίΙ   ατρέίρων 
τήν  κείραλήν  προς  τους 
πρ  ο  σε  ρχ( )  [  ι  έ  νους. 

'Λλλά  προς  τον  οΓιτο) 
λεπτομερώς  γνίοστό ν  τύ- 
πον τού  άγάλματί^ς  τού 
Θρασυμήδους  παρα- 
β(Λ/.λόμενοι  οί  τύποι  άμ- 
ΐ('θτέρο)ν  τών  (/ναγλύ- 
φον  ημών  παρουσιά- 
ζουσι  τάς  έξης  ούτω  καίριας  διαφοράς,  ώστε 
δεν  επιτρέπεται  ουδέ  ώς  δ?Λ)ς  έλευθέραν  άπο- 
μίμησιν  αυτού  νά  έκλάβωμεν  αυτά. 

Α')  Ό  Άσκ?ι.ηπιός  τού  Θρασυμήδους  στηρί- 
ζει τήν  άριστεράν  έπΙ  τού  σκήπτρου,  τήν  δε 
δεξιάν  έ'χουσαν  τό  κοίλον  προς  τά  κάτω  έστραμ- 
μένον, πρηνή  δι^λαδή  και  ούχΙ  <ίύπτίαν,  δτκος 
τι  λήψεταΐΛ  \  προτάσσει  υπερέχων  προστατευτι- 
κώς της  κεφαλής  τού  δράκοντος.  Τών  ανάγλυ- 
φων δμως  τό  μέν  ύπ'  αρ.  1 74  εικονίζει  τόν  θεόν 
στιιρίζοντα  τήν  δεξιάν  έπι  τού  σκήπτρου,  τό  δέ 
ύπ'  άρ.  173  έπι  της  ράχεως  έδρας  (ούχι  θρόνου). 
Τήν  δ'  άριστεράν  αμφότερα  τά  άνάγ?.υφα  εχου- 
σι\'  ούχι  υπέρ  κεφα?^ήν  δράκοντος,  ώς  πάντοις 
θά  συνέβαινεν  αν  ήσαν  εστο3  καΐ  άνεστρα[ΐ- 
μένα  ήτοι  κατοπτρικά  αντίγραφα  τού  έργου 
τού  Θρασυμήδους, 
άλλα  τό  11  έ  ν  173 
σ(ΐικρόν  προτετα- 
ιιέν)]ν  καΐ  τους  δα- 
κτύλους έ'χουσαν 
άνεωγμένους  εις 
χειρονομίαν  θεού 
ό[ΐιλούντος  ή  υπο- 
δεχόμενου, τό  δέ 
174  κατά  τά  αυτά 
μέν  τφ  173  προτε- 

ταμένην,  ίσως  δέ  καΐ  τους  έ?.λείποντας  δακτύ 
λους  ομοίως  έ'χουσαν  ποτέ  έσχηματισμένους. 


7 


/ 


ΕΙκών     ιο8    (μεγέθννσις). 


'  Πβλ.  Άριστοφ.  Έκκλ.  στίχ.  780. 

151   — 


20 


Τα   άνάγλικρα  πλην  των  επιτύμβιων 


Β)  Τοΰ  δράκοντος  καΐ  τοΰ  κυνος  τοΰ  άγά?.- 
ματος  τοΰ  θροχουμήδους  ουδέ  το  έλάχιστοΛ'  πα- 
ρουσιάζουσινϊχΛ'οςάμφότερατάάνάγλυφαή[ΐών, 
ει  καΐ  κατ' ευτυχή  σύμπτωσιν  διεσώιΊ))  ό  οικείος 

προ  τοΰ  θεοϋ  και 
υπό  τον  Ορόνον  χώ- 
ρος αΰτ(7)ν.  "Α?Λως 
^έ  και  ή  ΰέσις  της 
ι/.ριστεράς  χειρός 
;^τ'  ά(ΐφθτέρων  των 
άναγλύοροιν  είΛ-αι 
τοκίύτη, (οστε  αύτη 
καΐ  [ΐόνη  αρκεί  να 
καταστησιι  οη/.ον 
δτι,  αν  τους  θεούς  αυτών  συνώδευεν  (Κ('ΐς,  βε- 
βαίως ούτος  δεν  ε'ικονίζετο  προ  τοΰ  Οεοϋ,  οίς 
παρά  τω  άγά^^ι^^ι  τοΰ  θρασυμήδους,  αλλά  τό 
πολύ  όπισθεν  αύτοϋ.  Τυχαίαν  παράλειψιν  τοΰ 
κυνός  και  τοΰ  δράκοντος  δεν  δυνάμεθα  νά 
παραδεχ&ώμεν,  διότι  αμφότεροι  ήσαν  κύρια 
αύτοΰ  γνοορίσματα,  άτινα  βεβαίως  ό  τόσον 
εύρύν  χώρον  διαθέτων  ποιητής  τών  ανάγλυ- 
φων δεν  θα  παρέλειπεν,  αφού  ούδ'  αύτοΙ  οι 
μικροσκοπικόν  χώρον  διαθέτοντες  σφραγιδο- 
γίαιφοι  τών  Έπιδαυρικών  νομισμάτων  τόν  μεν 
δφιν  ουδέποτε  παρέλιπον,  τόν  δε  κύνα  τότε 
καΐ  μόνον  παρέ?ιειπον,  ΰτε  συναπεικονίζοντες  τόν 
ναόν  και  έποιιένως  την  παράστασιν  τοΰ  αγάλμα- 
τος άναγκαίως  λίαν 
σμικρύνοντες  (είκών 
110)  δεν  διέθετον 
πλέον  ουδέ  τόν  ελά- 
χιστον χώρον  προς 
έ'στω  και  μικροσκο- 
πική ν  άπεικόνισιν 
τοΰ  κυνός  ^ 

Γ)  Τό  άγαλμα 
τοΰ  Θρασυμι'ιδουςεί- 
κοΛ'ίζει  τόν  Οεόν  όρΟον  έχοντα  τό  άνω  [ΐέρος 
τοΰ  σώματος  και  τό  βάρος  αύτοΰ  έπι  τοΰ  σκή- 
πτρου κυρίως  στηρίζοντα,  ένω  τών  ανάγλυφων 


{μεγέί>υνσις). 


αμφότεροι  οι  Οεοι  έ'χουσι  τό  αυτό  μέρος  τοΰ 
σοιματος  νωχελώς  έπΙ  τοΰ  έρεισινώτου  της 
έδρας  ή  τοΰ  θρόνου  άνακεκλιμένο\'. 

"Αν  δε  εις  ταΰτα  προσΟέσωμεν  τό  διάφορον 
σχήμα  της  έδρας  και  τους  διεσταυροομένους 
πόδας  τοΰ  προιτου  τών  ανάγλυφων  κ(λ1  τήλ' 
μεγάλη  ν  τών  δύο  άναφλύφων  διαφοράν  ώς 
προς  τήν  κόμμωσιν  τοΰ  θεού,  κατα^ιήγομεν 
ασφαλώς  εις  τό  συιιπέρασμα,  δτι  ό  τό  πρώτον 
ποιήσας  ή  οι  ποιήσαντες  ή  σχεδιάσαντες  τους 
τύπους  ά[ΐφοτέρων  τών  ανάγλυφων  ή(»ών  δόκι- 
μοι προφανώς  καλλιτέχναι  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ., 
αν  ήσαν  πράγματι  μεταγενέστεροι  τοΰ  Θρασυ- 
μήδους, ούχΙ  μόνον  δέν  ηθέλησαν  νά  άντιγρά- 
ψϋίσιν  ή  ελευθέρως  άπο[ΐιμηθώσι  τόν  τύπον 
τοΰ  αγάλματος  τοΰ  θρασυμήδους,  αλλά  καΐ 
άπό  σκοπού  έπεδί(ο'ξαν  Λ-ά  πλάσ(ΰσι  τύπους  τών 
καθήμενων  τούτων  θεών  εντελώς  διαφόρους. 

"Αλλ(ος  δέ  παρατηρώ  τό  παραδόξως  ύπ' 
ούδενός  ά?ιλου  σΐ)μειωθέν,  δτι  πάν  άλλο  ή 
βέβαιον  είναι  δτι  αμφότερα  τά  άνευ  συμβό- 
λων ανάγλυφα  είκυνίζουσιν  Άσκλΐ]πιούς.  Ώς 
Άσκληπιόν  παραδέχομαι  άνενδοιάστως  μόνον 
τό  πρώτον  (173).  Τοΰ  ετέρου  δ'  δμως  ό  μεγα- 
λοπρεπής τύπος  εΐναι  τοιούτος,  ώστε  βεβαίως 
ούδεις  θά  παρεγνά)ριζεν  έν  αύτώ  τόν  Δία,  αν 
μη  τό  άνάγ?^υφον  προήρχετο  εκ  τοΰ  ίεροΰ  τοΰ 
Άσκ?ιηπιοΰ.  Μόνη  δ'δμως  ή  προέ?^ευσις  αύτοΰ 
δέν  άρκεΐ,  πολλού  γε  και  δει,  νά  καταστήση  βέ- 
βαιον, δτι  πρόκειται  περί  Άσκλιιπιοΰ,  αφού  έν 
τφ  αύτφ  ίερφ  μεγάλως  και  ό  Ζευς  έτιμάτο,  ώς 
ήτο  φυσικόν  και  ώς  πλείστα  ευρήματα  άποδει- 
κνύουσιν,  καΐ  δή  λατρευόμενος  ύπό  τά  επίθετα 
φίλιος,  ξένιος,  κτήσιος,  τέλειος,  τροπαΐος,  απο- 
τρόπαιος ή  καΐ  άλλως  ^ 

"Οτι  δε  μάλιστα  πρόκειται  περί  Διός,  ήδύνατο 
νά  καταστήση  βέβαιον  ή  άπόδειξις  της  γνώμης 
ημών,  καθ '  ί']ν  αμφότερα  τά  άνάγ/αιφα  ταύτα  δέν 
είναι  αναθηματικά  αλλά  μετόπαι  τοΰ  ναού  τοΰ 
Ασκληπιού,  ποιηθεΐσαι  ή  σχεδιασθεϊσαιύφ'ένός 
και  τοΰ  αύτοΰ  καλλιτέχνου.Ώς  προς  τήν  γνώμην 


'  "Ιδε  οσα  γράφομρν  περί  ιούτου  έν  τί|  ΔκίΟνεΙ  Νομισματ. 
Έφημ.  έ.  ά. 


1  Οανναάίαδ,  ΚουίΙΙβδ  <1Έρ!ά»υΓβ  άρ.  99,  1-21,  1-22,  119,  1β1. 
Έφημερ'ις  Άρχαιολ.  1894  οελ.  17,  4.  σελ.  23,  19. 


152 


ΙΙηα'ηη   (ΐΐ'βαΐ'πη   Ι'ογοη•  τΓ/^   Κ'   κ<ά   Λ'  ^κατονταιπιπ/Αο^ 


δρ  Τίχύτην  .τα()ατΐ|ρώ  οτι  ναΙ  μεν  υ  πρώτος  δημο- 
σίΡΐΊσας  τα  ανάγλυ(((χ  Κ(ίββ(/.?)ίας  περί  μεν  τοΰ 
πρώτου  γρ(Χ((«ι  '  οτι  είναι  κα/^.ίατ)ΐς  ελληνικής 
τεχν)|ς  έργον,  εύάρεοτον  τί|ν  ύψιν  τω  Οεατί)  >, 
ενώ  το  δεύτερον  παριχδόξως  κα?.εΐ  «έργον  ρω- 
μαϊκών χρόνοιν  πόλο  ύποδεέστερον  τον  ϋπ' 
άρ.  17.'5,  άτυχες  εν  τΓ)  πτυχοισει  τοΰ  ίματισιιοΰ 
καΐ  τΓ|  δκχίΐεσειτής  [ΐορφής,  έ/ούσης  τι  το  βαρύ 
και  δυσανάλογον,  δπερ  δυα(/.ρεστως  διαταίησι 
τον  ΟεατΓιν(!)  >•  ά?\,λ'όμο?α)γώ  οτι  την  περίεργον 
γνώμην  ταύτην  περί  τοΰ  δευτέρου,  ι") ν  ουδείς, 
εξ  δσ(ΐ)ν  γνωρίζο),  συνε[ΐερίσθη,  δΐ•ν  δύνα[ΐαι 
να  παραδεχθώ  ώς  ούδε[ΐίαν  τεχνικήν  διαφοράν 
δυνά(ΐενος  να  διακρίνω  μεταξύ  (χικροτέροιν  των 
καλλίστοη'  (χλιμίώς  κ(/ι  ϋαυμασίίον  την  έκτέλεαιν 
έργων  τούτων.  Ή  καλλιτεχνική  τελειυτ)]ς  και 
ταυτότης  της  εργασίας  των  μνη(ΐείο)ν  τούτ(ον 
όμιλοΰσιν  ούτω  σαφώς  άφ'  εαυτών,  ώστε  γρά- 
φων δι'  αρχαιολόγους  θεωρώ  περιττόν  να  εισ- 
έλθω εις  τεχνικάς  παριχτηρήσεις  προς  απόδειξιν 
οτι  καΐ  τύ  δεύτερον  (/.νάγλυφον  έχει  πάσας  τάς 
(ΐρετάς  τοΰ  πρώτου,  περί  ου  ορθώς  απεφάνΟη- 
σαν  ηδη  πο?ι,λοΙ  τών  αρχαιολόγων  ΰτι  ανήκει  εις 
αυτούς  τους  χρόνους  της  ο'ικοδομίας  τοΰ  εν 
Έπιδαύρω  ναοΰ  τοΰ  Άσκ?.ηπιοΰ.  Ό  Ι^εαΗαϋ 
[κίλιστα  (έ.ά.  σελ.  8.'))  ιρρονεΐ  οτι  άρχαιότερον  και 
τελειότερον  τών  δύο  είναι  το  υπό  τοΰ  Καββα- 
δίου  περιφρονηθέν  τα  προτερήματα  δ'  δμ(ος, 
ατινα  βλέπει  ό  Γάλ?».ος  αρχαιολόγος,  είναι  απο- 
τελέσματα ούχι  χρονικής  ή  κ(ί/>.λιτεχνικής  δια- 
φοράς, άλλα  της  θειοτέρας  και  αύστηροτέρας 
εκφράσεως  καΐ  στάσεως,  ην  ό  αμφότερα  τα 
ανάγλυφα  ποιήσας  καλλιτέχνης  ορθώς  επεχεί- 
ρησε να  προσδϋίση  εις  τον  Δία  εν  συγκρίσει 
προς  τον  ύποδεέστερον  Άσκληπιόν. 

"Οτι  δε  αμφότερα  τα  άνάγ?ιυφα  ταΰτα  είναι 
μετόπαι  τοΰ  ναοΰ  τοΰ  Άσκ?ιηπιοΰ,  ού  παρά 
τάς  πλευράς  καΐ  άπεκαλύφθησαν,  υποστηρίζω 
ένεκα  τών  εξής  λόγων:  Ό  Καββαδίας  καΐ  άλλοι 
τών  έπιχειρησάντων  νά  άναπαραστήσωσι  το 
άρχικόν  σχήιια  τοΰ  ναοΰ  τούτου  ύπέλαβον  οτι 


ούτος  έστερεΐτο  μετοπών  μετ'άναγλύί^ον  παρίχ- 
στάσεων.  Άλλ'  ή  τάς  δαπανάς  της  οίκοδομίας 
τοΰ  ναοΰ  τούτου  (χναγρά(μ)υσα  γνο)στή  έπι- 
γρ(/.((  ί|  '  περιέχει  την  πληρο((  ορίαν,  εις  το  μέρος 
(χκριβώς  έν  ω  έδει  νά  άνα[ΐείν(ομεν  μνείαν  τών 
μετοπών  τοΰ  ναοΰ  (στίχ.  35),  οτι '  Τιμόϋ^εος  έ'λετη 
τύπος  έργάσασϋαι  και  παρέχειν  ΒΒΒΒΒΒΒΒΒ  ' 
(=900  δραχ[ΐών).  Τοΰ  χωρίου  τούτου  ή  λέξις 
τύπος  {  τύπους)  ήρ[ΐηνεύί)η  ύπο  τοΰ  Ι'Όιιο&πΙ; - 
ώς  δηλοϋσα  (1β8  €ΐθ8.'>ΐη.'»,  ρειιΙ-έίΓΟ  ιηέιτιε  ϋβί> 
ιηαηυείΐβδ  ροαπ  16.Η  «Ι&Ιυβ.'ί  (368  ΓγοπΙοπ»  βϋ 
άβδ  αοΓοίέτθδ»•  έπΙ  της  γνώμης  δε  ταύτης  έστη- 
ρίχΟί)  κ(/.ι  ό  Καββαδίας.  Ά/.λ  ή  λέξις  τύπος 
κυριολεκτεΐται  παρά  τοις  άρχαίοις  έπΙ  άνα- 
γλνψων  •',  εκ  δε  τής  συνεχείας  τής  αυτής  επι- 
γραφής (στίχ.  !)0)  βλέπομεν  ΰτι  πολλώ  βρ(/.δύτε- 
ρον  ό  αυτός  Τιμόθεος  «ελε[το  τάκρω]τήρία  έπΙ 
τον  άτερον  αίετόν>,  άλλοι  δε  καλλιτέχναι  άνέλα- 
βον  τά  ακροατήρια  τοΰ  ετέρου  άετοΰ  (στίχ.96-97) 
ώς  και  τά  έναέτια  αγάλματα  τοΰ  ετέρου  άετοΰ 
κτλ.,  δπερ  άπίθανον  δλως  κα{)ιστα  οτι  το  «τύ- 
πος >  τύ  άναγραφέν  άνευ  έπεξηγήσεοας  τίνος, 
π.  χ.  «τύπος  ακρωτηρίων >>  ή  «τύπος  έναιετίων  >, 
αναφέρεται  εις  τά  ακρωτήρια  και  έναέτια  άγά/^- 
ματα  τοΰ  ναοΰ  καΐ  ούχι  εις  τά  άνάγί^,υφα  τών  με- 
τοπών. Ό  δε  Βίΐυηίίθ1ν(έ.ά.  έν  σελ.  71)  προκειμέ- 
νου περί  τοΰ  Τίμό&εος  ελετο  τύπος  έργάσασ&αι 
και  παρεχειν  έχει  πλΐ]ρέστατα  δίκαιον  γράί^ίον 
«Επειδή  ή  επιγραφή  ενταύθα  αναγράφει  τάς 
>  τιμάς,  κατά  σειράν  εκ  τών  άνω  προς  τά  κάτω 
»  συ  μφωνεϊ  προς  την  σειράν  αν  τον  στ.  Ά  6  θεωρώ 
»  άναφερόιιενον  εις  παραστάσεις  έκτύπους  τών 
»  μετοπών.  Είναι  ά/α]Οές  οτι  ό  Καββαδίας  έν 
»  Πρακτ.  1884  σ.  57  ρητώς  σημειοΐ:  αϊ  μετό- 
»  παι  δεν  εΐχον  άνάγλυφον  παράστασιν,  άλλ'  ή 
;>  παρατήρησις  αύτοΰ  θ'  άναφέρηται  μόνον  εις 


'  Κατ(ίλογος  οελ.  93  και  Γλυπτά  σελ.  150. 


'  Άρχαιολ.  Έφημ.  1886  σελ.  14δ  κ.  έ|.  —  Οαννίκΐΐίβ,  ΓοϋίΠοδ 
(ΙΈρίάαιίΓβ  ρ.  78,  241.  — ).  Βϊΐιηαοΐί,  .^ιυ  Ερίβ&ϋΓΟδ  δ.  22  υ. 

-  ΒΟΗ.  1890  ρ.  .091. 

•*  Ηροδότου  2,  136  «έχει  τά  προ.τΰλαια  τύπους  έγγεΊ'λυμιιέ- 
νους»•  1-18  :  «οΐ  τοίχοι  τύπων  έγεγγλυμμένων  πλέοι»•  3,  88:  «^τύ- 
πον ποιησάμελ'ος  λίθινον  έστησε-  ζφον  δέ  οι  ένην  άνήρ  ίπ- 
πεΰς  >. — Παυσαν.  8,31, 1:  <  έπειργασμένοι  δέ  έπΙ  τύ.-ιων  πρό  τής 
εσόδου,  τΓ)  μεν  Άρτεμις,  τή  δέ  Ασκληπιός  έστι  κοιΊΎγίεια    κτ?.. 


—   153 


2α  ανάγλυφα  πλην  των  επιτνμβίοη' 


»  « 

» 


»  μέρος  των   [ΐετοπών.  Οΰτω  και  τυΰ  Θησείου 

»  έ'νιαι  μόνον  των  μετοπών  εΐχον  όναγλύπτους 

»  παραστάσεις. Υπέρ  της  υποθέσεως  (ίου  συνί]- 

»  γορεΐ  πάντο)ς  το  ΰψος  τοΰ  τιμήματος  και  το 

γεγονός  δτι  ό  Τιμόθεος  είναι  άγαλματοποιός, 

άφοϋ  κατά  τον  στ.  90    νελετο  τάκρωτήρίπ  έπΙ 

τον  άτευοί'  αίετόν  .  Ό  αυτός  εν  σελ.  108  ση- 

μειοϊ  προσθέτως  καΐ  τα  έξης:  «Τόν  εν  συνάφεια 

»  μετά  τ(7)ν  στ.  ο3  καΐ  40  έξεταζόμενον  στίχον 

»  36  ό  ΡοαοίΐΓΐ  εν  τω  τεύχει  Υ-λΉ  τοϋ  ΒΟΗ 

»  τ.  XIV  σ.  590,  τω  έκδοϋέντι  καθ '  δν  χρόνον 

»  έξετυποΰτο  ή  μελέτη  μου,  άλλ(ος  ήρ^ιήνευσεν. 

» Ό  στίχος  λέγει:  «Τιμόθεος  ε?^ετο  τύπος  έργά- 

»  σα[σ]Παι  και  παρέχειν  900   δρ.  .    Περί  τοϋ 

τύποι  >  σημειοΐ  ό  ΡοιιοίΐΓΐ:  «Οε  8οηΙ;  ο1β8  άβδ- 

δϊΐϋΗ,  ρραΙ-6ΐΓ6  ηιεπιβ  άε;;   ηΐΕκ^ηβΙΙβδ  ρουτ  Ιβ,δ 

»  8ΐ;£ΐ1ΐ168    (16.8    ίΓΟηΙΟΠΗ     θΐ     οΐβίί    ίΙΟΓΟΪ6Γ65».     Ή 

»  γνώμη  αύτη  απάδει  προς  την  εν  τη  επιγραφή 
»  κατάταξιν  της  ΰλτ)ς  (πρβ.  σ.  91  κέ.),  διότι  από 
»  τοϋ  στ.  ,'ί  μέχρι  της  νέας  παραγράφου  έ.ν  στ.  88 
»  ουδέ  μία  καν  [ίνεία  εΰρηται  τών  δύο  άετωμά- 
»  των  και  τών  ακρωτηρίων  ή  σχετικόν  τι  είς 
»  αυτά.  Αι  εν  τφ  στίχ.  3 6  τιμαΐ  ούδόλοις  είναι 
»  τοιαϋται,  ώστε  νά  δικακόμεθα  άνευ  ετέρου  νά 
»  προσΟέσωμεν  ε'ις  τό  «τύπος»  ώς  ύπονοούμε- 
» νον  τό  ώπαιτούμενον  τό  «τοΐν  αίετοΐν  καΐ 
» τοις  άκροοτηρίοις  >.  Προς  τούτοις  άπίθανόν 
»  μοι  φαίνεται  ότι  εκείνος  ό  καλλιτέχνης,  δστις 
»  έξεπόνησε  τά  σχέδια  τών  εν  τοις  άετώ[ΐασι 
»  μαχών  καΐ  τών  άκρωτιιρίο)ν  αγαλμάτων,  κατά 
» την  έπικύρωσιν  της  εκτελέσεως  προσήνεγκε 
»  καΐ  έ'λαβε  μόνον  τά  ακρωτήρια  τοϋ  ενός  άετώ- 
»  ματος  άντΙ  τώΛ'  δύο  κυρίων  αντικειμένων  τών 
» σχεδίων  αύτοϋ  ή  τούλάχιστοΛ'  τοϋ  ετέρου, 
»  δηλαδή  τοΰ  ενός  τώ\'  εν  τοΐς  άετοηιασι  μαχών. 
»  Μετά  τοϋ  Καββαδίου  ό  ΡουοΛΓΐ  έκλ(;ίμβάνει 
»  τά  έναέτια  ώς  τά  ακρωτήρια  αγάλματα  καΐ 
»  θεωρεί  πιστευτόν  δτι  ό  μεν  καλλιτέχνης  διά 
»  τά  τρία  μόνα  αγάλματα  τών  ακρωτηρίων  ενός 
άετο')ματος  έλαβεν  άμοιβήν  2260  δρ.,  ό  δ'  άλ- 
λος έξεπόνησεΛ'  όλίίκληρον  σκηΛ'ήλ'  ιιάχης,  ήτις 
έπλήρου  τό  τύμπανον  τοϋ  άετο')ματϋς,  άντΙ 
μόνον   1400». 


Αϊ   σοφαι   και   όρθαι   παρατηρήσεις    αύται 
τοϋ  Β&ιαηίΐΛ  ούδα[ΐώς  επέδρασαν  έπι  τόν  Καβ- 
βαδίαν  —  αν  ποτέ  άνέγνωσεν  αύτάς — ,  διό  καΐ 
εν  τω  εν  έ'τει   1900    έκδοθέντι    βιβλίω   αύτοϋ 
« Τό   ιερόν   τοϋ    Ασκληπιού    εν   Έπιδαύρφ » 
(σελ.  40  καΐ  42)  εξακολουθεί  έχων  την  αυτήν 
έσφαλμένιιν   γνώμην,   δτι    <αί    [ΐετόπαι    ήσαν 
άπ?ι.αΐ  πλάκες  άνευ  ανάγλυφων  παραστάσεων  > ' 
κτλ.  Ήμεΐς  δμως,  οϊτινες  καΐ  πριν  γνωρίσω- 
μεν  τήν  γΛ'ώ[η]ν  τοϋ  Βίΐιιηίΐα1<;  ήρμΐ]νεύσαμεν, 
ο)ς  αυτός,  μετόπαι  τήν  λέξιν  τύποί  ττίς  επιγρα- 
φής,  έσχηματίσαμεν  δε   εκ  της   δλιις    μελέτ)]ς 
τήν  γνοηιην  δτι  τά  περί  ων  ό  λόγος  άνάγλυφ)α 
είναι  [ΐετόπαι  τοϋ  ναού  τοϋ  Ασκληπιού,  έζητή- 
σαμεν  δι'  επιστολής  παρά  τοϋ  κ.  ΌοΓρίεΜ,  ίνα 
διδάξτ)  ημάς  όπόσον  έστιν  ακριβώς  τό  [ΐέγεθος 
τών  ιιετοπών  τοϋ  Λ'αοϋ  τούτου,  έλάβο[ΐεν  δε  παρ' 
αύτοϋ  (τή  29  Νοε^ιβρίου  1904)  τήν  άπάντησιν, 
δτι  τό  τε  ΰψος  καΐ  τό  πλάτος  αυτών  ήσαν  αμφό- 
τερα 0,69,   δηλαδή    ακριβώς   όσον    κα'ι   τά  τών 
ανάγλυφων  ημών  μεγεϋ^η  ^  Προσθέτοντες   ε'ις 
ταύτα  τό  γεγονός  δτι  (χμφότερα  τά  ανάγλυφα 
εύρέΟησαλ'  παρ'  αύτδν  τον  ναον  τοϋ  Άακλΐ^πιοΰ, 
δτι  ί|  όμοιότης  (χμιι^οτέροιν  προς  μετόπας  εΐναι 
προφανέστατη  (πρβ?ι.  αυτόν  τόν  Ι^θοΗίΐΙ;  σελ.  83, 
σημ.  3,  παραβάλ?ιθντα  αύτάς  προς  τάς  [ΐετόπας 
τοϋ  Σελινούντος,  (καίπερ  φρονοΰΑ'τα   δτι  πρό- 
κειται περί  άναΟη  ματικών  ανάγλυφων)  καΐ  τέλος 
δτι  ή  τεχνοτροπία  αυτών   παρουσιάζει   σαφέ- 
στατα δ,τι  ακριβώς  διακρίνει  τά  λοιπά  γνωστά 
έ'ργα  τοϋ  Τιμοθέου,  δη?Λδή  «άϊε  ΐϊεί  είησβδοΗηϊΐ- 
Ιεηεη  πηά  δοΐιατί  §•6ΐ:)ΐΌαΗβη6π  ΡητοΠεη  ηηά  (ϋβ 
βΐνν'Οδ  ιαιηάΙίοΗβη  ηΐοΐιΐ  ΝοΗίΐΓίεη  ΡΗΐΐβηΓϋο1<6η  » -, 
ούδεμίαν  δυνά[ΐεί)α  νά  έ'χωμεν  άμφιβυλίαν  δτι 
έ'χο[ΐεν  εν  αύτυΐς  δύο  τών  μετοπών  τοϋ  ναού 
τούτου  καΐ  δή  ποιηθείσας    συμφώνως  τη  έπι- 


'  Πο?Λ  παραδοξότερον  φαίνεται  μοι  δτι  καΐ  ό  δύκιμος 
αρχαιολόγος  Ι^οοΗεΙ  (έ.  ά.  σελ.  56)  γράφει  εν  ύποσημεκύσει 
δτι  ό  β^ϋπ&οΐί  κ&  δουίβηιι,  ^ί7«ί  ταίΣοη  ναΙαΗί^  ςυ'ιιη  οοτίαΐη 
ηοιηΐ3Γ6  (Ιε  ηιέίορεε  έΐαίοπΐ  οΓπέοε  (1β  ϊουΙρΙυΓΟδ  βη  Ηιυΐ  ιεΐίβίι. 
Ή  απλή  κα'ι  αδικαιολόγητος  φς)άσις  «5απ5  Γαίίοη  νβίαίιΐε»,  δέν 
αρκεί  βεβαίιος  προς  ά-τιόκροιισιν  γνυ)μΐ)ς  επί  τοσούτο)  στε- 
ρεών βάοείον  στηριχθείσης,  λαμπρώς  δέ  νϋν  έπιβεβαιοιιμένης 
διά  της  άνακαλιηρειος  δύο  τουλάχιστον  τών  έν  λόγο)  μετοπών. 

-  ΡϋΓίνναιι^ΙβΓ,  Ζϋ  ίΐΐίη  δΙίυΙρΙυΓβπ  (165  -\5ΐί1βρί<)5ΐοηιρεΐ5  νοη 
Ερΐάϊΐιτϋδ :  ΒοΓ.  Β3)•γ.  Κν^Α.  19ϊ«,  5.  439. 


—   154 


Αΐί'^ονσα  Έρμου 

γρίχίίϊι    ύπ'  (/.ΰτοΓ'   τοΰ  Τΐ(ΐ()ί)έ()ΐι.    Βΐ)αίίύτρς)()ν  «έργον  ρο)μαϊκών  χρόνιον  (ϊτνχες  κτ?..''   άς  κρί- 

ί)(ί  (^ΐ|(ΐοσιειισο)μεν  και  α?.λθ3ν  τοΰ  αΰτοϋ  ναοϋ  νοσιν  οί  δυνάμενοι  νά  ίίιακρίνοσι  τα  έργα  τών 

μετ()π(7)ν  τεμίίχια.  Τΐ|ν  δε  άξίαν  τΐ'ις  γνο3[ΐ)]ς  τοΰ  μΐγάλων  καί^νίτεχνών  τοΰ  Δ'  π.  Χ.  αιώνος  άπυ 

Κα(?[')(ίδί())'  ητι  το  Γτεηον  τοη' (ίναγ?.ΰ(ρων  είναι  τών  ('ώοκίηοη'  εργοιν  τών  ρωμαϊκών /οόνοη•! 


ΑΙΘΟΥΣΑ 


ΕΡΜΟΥ 


12.   Άρίΰ'.  1463.   /Πίναξ  XXIX). 
Βάϋ•ρον   πραξιτελείον  τρίποδος   χορηγικοΰ  '. 

Τριγωνική  πρισματυμορφος  βάαις  τρίπο- 
δος εκ  πεντελησίου  μαριιάρου,  έχουσα  (/.να- 
γλΰπτους  παρ(ίστάσεις  καΐ  επΙ  τών  τριών  αυ- 
τής πλευρώλ'.  'Λνεκ(ίλύφθιι  περί  τα  τέ?α]  τοΰ 
Ι^ϋί}  άνοιγο[ΐενων  τών  ι)ε(ΐελίων  οικίας  κει- 
μένης <^  [ΐεταξΰ  τοΰ  θεάτρου  τοΰ  Διονύσου  και 
τοΰ  μνΐ]μείου  τοΰ  Λυσικράτουςχ  ή  άκριβέστε- 
ρον  «μικρόν  υπέρ  το  μνη μείον  τοΰ  Λυσικρά- 
τους, επι  της  προς  την  Άκρόπολιν  άναγοΰσης 


'  Βιβλιογραφία  :  Α.  νοη  Υείβεη  :  Αταίι.  Ζείι.  (ΑγοΙι.  Αηζ. 
XII)  1854  5.  437  Γ. 

ΒυΓ8Ϊ3η  :  ΑγοΗ.  Ζείι.  ΚΜ.  (XIII)  1855  δ.  53  (τ. 

Ρ.  ΡεΓναηο^Ιιι  :  Βα5ε  ΐΓΪαηςοΙίίΓε  α^οηϊδίίοίΐ  ά'Αΐεηε  ;  Απη^ΐι 
ίεΐΐΐπδΐ.  XXXIII  (1861)  ρ.  114-122.  Τ3ν.  ά'Άξξ.  Ο. 

ΡΓίε  ίβΓίοΙιβ,  ΒεΓίίηδ  &η1ΐ1ςβ  ΒϋάΛνεΛε,  Ι  ΒιιΐδΙείηε  Ν"  630 
(σελ.  364). 

Κ.  ΒοΙΙίοΙιεΓ,  νεΓζείοΗ.  άεΓ  ΒεπΙ.  Αΐιςϋίϊε  ΒηΐίΙςεΓ  λΥεΛε  (ΒεΓ- 
ϋη  1872)  Ν"  1277.  "Ιδε  τοΟ  αΓ'τοϋ  ΡΗ11ο!ο§.  διιρρί.  1867  δ.  308 
κέ|.,  περί  όμοίίον  τς)ΐ.τόδ(ον  και  άνα{1ιιμάτ(ι)ν  ?ν  τη  όδφ  τών 
Τριπόδων. 

Ηεχάβπιοηη,  Οίε  αηι^1^εη  ΜαΓηιοΛίΜννοΓίίε  ζιι  .\11ιεη  Ν»  197 
(ρ.  71-73). 

ΒβηηάΟΓί,  ΒείΐΓϊςε  ζιιγ  ΚεηηΙηίδδ  ά.  αίΐ.  ΤΗεϋΙεΓϊ  δ.  83. 

Μ3Γΐίηε1Η,  Ο^ΙαΙοςο  (Ιεί  βεΐΐί  ίη  §ε55ο  (1875),  Νο  160. 

ΜίΙοΙιΙιοίεΓ,   Οίε  Μιΐδεεη   Αΐΐιεπϊ  (1881)  δ.  20,  8. 

3x1)81,  Κίΐαίος  (ΙεΓ  δειιΙρίιίΓεη  ζιι  ΑΙΙιεη  (1881),  δ.  56-57. 
Ν"  305. 

ΡΓίε(1βΓίοΗ5-ννο1ιεΓ3,  Οίρ^αΐίβηδδε  Ν"  2147    (δ.  817-819). 

Ρ.  Η3ΐΐ5εΓ,  ϋίε  ηειιιΐΐίεείιεη  ΚεΙίεΓδ  (1889)  δ.  66-70,  Ν"  98. 

Ε.  ΚείδοΗ,  ΟΓίεοΗίϊοΗε  λνείΐίβεδοΐιεηΐίε  (1890)  δ.  94  «". 

θ3νν3άί35,  Οηίαΐοβίιε  αεί  ιηιΐδέεδ  <ΐΆιΗέπε3  1895  .δ.  71 
Νο  1463. 

ΒιιΠε  :  Κο5θ1ιεΓ5  Ι^εχίοοη  8.  ν.  Νίΐίε  δ.  341. 

ΒβηηιΙοΓΓ,  ϋΓείΓιΐ58ΐ>35ί5  ίη  ΑιΗεη  ;  ^α1ι^ε511εΓIε  Λεϊ  ΟδΙεΓΓ. 
ΑγΛ.  Ιη5[.  Βιί.  II  (1899)  δ.  255-269,  ΤπΓ.  Υ-ΥΠ. 

Η.  ί.ΒζΥΐΆί  :  Κενιιε  άεδ  έΐιιάεδ  5''«ε'ί"ε5  νοί.  XIII  (1900) 
ρ.  392-395. 

Ο.  ΡεΓΓΟί,  Ρηχίΐέΐε,  έΐιιάε  0Γίιί(ΐιιε   (1905),  ρ.  39  -  40  ήζ.  6. 


ύδοΰ  .  Προέρ/εται  δη/.αδή  εκ  της  περίφημου 
άρ/αίας  όδοΰ  τών  Τριπόδων  ,  ενΟα  κατά  τον 
Παυσανίαν  (ί,  20,  1)  ναοί  ϋεών  μεγάλοι  (γρ.  ον 
^> μεγάλοι  ή  στρογγύλ.οι ;)  καί  αψιαιν   ε<ρεοτήκαοι 

τρίποόες,  χαλκοί  μεν,  μνήμης  όέ  άξια  μάλιστα 

περιέχοντες  ειργααμένα  . 
Τών  παραστάσεο)ν  άποκεκρου[ΐέναι  είναι  έν 
μέρει  αϊ  κεφαλαι  καΐ  τών  τριών  ιιορ(ρών,  ή 
αριστερά  χειρ  της  όπισθεν  τοΰ  Διονύσου  Νί- 
κΐ|ς  και  μέρη  τοΰ  βραχίονος,  τοΰ  πή/εο)ς  και 
τοΰ  γόνατος  μετά  της  κνήμης  της  προ  αύτοΰ 
ετέρας  Νίκης.  Επίσης  άποκεκρουμένον  είναι 
ό?.όκ/.ηρον  το  άνω  τών  κεφα/.ών  μέρος  της 
βάσεοις  καΐ  μεγάλα  μέρη  τών  γωνιών  αυτής, 
οις  σαφώς  δεικνύει  ή  προ  τής  νΰν  κατά 
σχήμα  συμπ/^ηρώσεως  τής  βάσεοις  δημοσιευ- 
θείσα ε'ικών  τοΰ  μνημείου  έν  τοις  Αηηαΐϊ  ά(Λ\ 
Ιη.δίίΐιιΙο,  ή  καΐ  υπό  τοΰ  ΒεηηάοΓί  (ε.  ά.  σ.  255) 
άναδη[ΐοσιευθεΙσα.  Ά?νλά  καΐ  έπΙ  τής  ημετέρας 
εικόνος  εύ'/.όλως  δύναταί  τις  νά  διακρίνη  τά 
διά  γύψου  ποιηθέντα  νεοηερα  μέρη  προς  συμ- 
πλήρωση• ιιόνον  τοΰ  σχήματος  τής  βάσεως, 
καθ'  ην  δμο)ς  συμπλήρωσιν  δεν  προσετέθη  τό 
προς  τό  σωζόμενον  άρχιτεκτονικόν  κάτο)  τέρμα 
αυτής  άναλογοΰν  διιοιον  τοιούτον  τοΰ  άνω 
αυτής  μέρους.  Οΰτο3  τό  ΰψος  τής  βάσειος  μόνον 
κατά  προσέγγισιν  δύναται  νά  όρισθή  εις  1,38, 
μη  ύπο?ν,ογιζομένου  τοΰ  άνοι  (/.ρχιτεκτονικοΰ 
τέρματος.  "Ενεκεν  όμοίας  βλάβΐ]ς  δύναται  νά 
όρισθή  τό  πλάτος  μόνου  τοΰ  κάτω  τέρματος 
τής  ακεραίου  σοκομένης  κυρίας  δψεοις,  και  δη 
από  γωνίας  εις  γωνίαν  εις  0,62  και  εις  τόν  κορ- 
μόν  εις  0,55.  Τέλος  τώΛ-  γω^Ίώ^•  τό  π/.άτος  είναι 
0,05  καΐ  0,135. 


—  155 


7η  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


Ότι  δε  ή  βάσις  αΰτη  είναι  βάσις  τρίποδος 
αναθηματικό ϋ,  διδάσκει  μεν  το  αρχιτεκτονικόν 
αυτής  σχήμα,  έπιβεβαιοΐ  δε  και  ή  προέλευσις 
αυτής  εκ  τής  όδοΰ  των  Τριπόδων,  ένθα  άνετί- 
θεντο  οι  ένεκα  θεατρικών  ή  μουσικών  νικών 
άφιερούμενοι  υπό  τών  χορηγών  τρίποδες,  οί 
κατά  τον  Παυσανίαν  «περιέχοντες  •,  ήτοι  προ- 
Γρανώς  τών  βάσεο)ν  αυτών  πέριξ  έχοντες  νάξια 
μνήμης  είργασμένα»,  προς  δ  χωρίον  παράβολε 
κα)  την  φράσιν  τής  κατωτέρω  (σελ.  1Γ)Η)  παρα- 
τιθεμένης  σχετικής  επιγραφής,  καθ'ήν  ό  Πρα- 
ξιτέλης την  Νίκΐ]ν  ϋ)ς  πάρεδρον  τοϋ  Διονύσου 
δισαοΐς  εϊσαΟ'  νπο  τρίποσιν».  "Οτι  δε  ή  νίκι^' 
δ  Γ  ην  άφιερώθη  ή  βάσις  ή[ΐώ\',  έγένετο  κατά 
τους  διονυσιακούς  θεατρικούς  αγώνας,  διδάσκει 
σαφώς  ή  έπι  τής  κυρί(/.ς  πλευράς  παράστασις 
αύτοΰ  τοϋ  Διονύσου. 

Ό  άριστα  δε  πάντων  με/^ετήσας  το  [ΐνιι^ιεΐον 
τούτο  ΒεηικΙοΓί  (ε.  ά.  σελ.  2δ())  γράφει  σχο- 
λιάζοη'  το  σχήμα  αύτοΰ  τά  εξής:  < 'ΙΙ  βάσις 
έ'χει  έγκοίλους  πλευράς  συμπίπτουσας  ούχΙ  εις 
οξείας  άλλ'ε'ις  άποτετμιη^ένας  γωνίας,  δεικνύει 
δε  την  δι'  έλαφράς  πρύς  τά  άνω  ?^,επτύνσεως 
κο(ΐψότητα  τού  σχή[ΐατος,  οία  εμφαίνεται  παρά 
χορηγικοϊς  [ΐνημείοις  άπο  τών  άρχων  τής  τε- 
τάρτης εκατονταετή  ρ  ίδος  διά  πλέον  τού  ενός 
παραδειγμάτων.  Τύ  κομψόν  έγκειται  κυρίως 
εν  τή  άκριβεΐ  συμφιωνία,  ήτις  επετεύχθη  [ΐε- 
ταξύ  τού  βαστάζοντος  και  τού  βαστάζο μένυυ. 
Έν  ταΐς  άποτετμημέναις  γίονίαις,  εν  αις  έ?^Ί- 
φθ^ϊ]σαν  ύπ'δψιν  οί  λεοντόποδες  τοϋ  τρίποδος, 
ή  αρμονία  αΰτη  πρόκειται  καθαρά,  έν  δε  ταΐς 
πλευραΐς,  αΐτινες  ύπεχο)ρουν  έγκοιλοι  εκεί, 
ένθα  υπεράνω  αυτών  το  στρογγύλον  σχήμα 
τού  λέβητος  προεβάλλετο  κυρτώς,  μετ'  (αντι- 
θέσεως ην  εξίσου  και  διέ?ιυεν  άρ[ΐονικώς  υ 
προστεθείς  εικονικός  κόσμος.  Τά  ανάγλυφα 
δήλα  δη  δεν  εΐναι,  ώς  συ\'ήθο)ς,  έγκεκομμένα 
ε'ις  την  μετοπιαίαν  έπιφιίνειαν  τού  λίθου,  άλλ' 
έξέχουσιν  αυτής  ώσεί  πρόσθετος  μετιίλλινος 
κόσμος  μέχρι  ύψους  οκτώ  ύφεκατοστομέτρων, 
κα&όσον  έξειργάσθησαν  εκ  μεγάλων  όγκων, 
ους  ό  λιθοξύος  κατασκευάζων  τό   πρίσμα  τού 


σοηιατος  τής  βάσεως  κατέλιπεν  άθίκτους.'Όθεν 
τά  ανάγλυφα  άναπληρούσιν  ε'ις  τό  σώμα  τής 
βάσεως  δ,τι  άφιτ|ρεσεν  άπ'  αυτού  τό  έγκοίλωμα 
τών  π?ιευρώΛ',  και  μάλιστα  έξογκούσιν  αυτό 
δι'  οπτικής  άπάτιις,  τών  παραστάσεων  έξεχου- 
σών  μετά  [ΐεγίστΐ)ς  ζο)Ί]ρότητος  εκ  τού  πεδίου. 
Διότι  αϊ  μορφαΐ  έχουσι  μεν  την  υπό  τού  ρυθ- 
μικού νό(ΐου  ζητουμένην  έπΙ  τής  επιφανείας 
χαμηλότητα,  κατανικώσι  δ' αυτήν  διά  τοσούτο 
φυσικής  στάσεως,  ώστε  κατά  τάς  φωτογραφιΐ- 
κάς  απεικονίσεις  ήδύνατό  τις  σχεδόν  νά  ό[ΐι- 
^ιήση  περί  έντυπώσεως  0)ς  από  άγαλ[ΐάτων. 
Ούτως  (ανταποκρίνονται  εις  την  «θαυμασίως 
[ΐεταξύ  ελευθέρας  γλυπτικής  κ(/ι  γλυπτικής  έπΙ 
επιφανειών  ίσταμένην  τεχνοτροπίαν  τών  ανα- 
γλύφουν», ήτις  χαρακτΐ]ρίζει  την  άττικήν  γλυ- 
πτικήν  τής  τετίχρτης  εκατονταετή  ρ  ίδος  και 
μετ ' αυτής  έκ?ιείπει.  Έπακολούϋημα  τοϋ  τρόπου 
τούτου  τής  τεχνικής  εκτελέσεως,  δστις  άποτε?>,εΙ 
κανόνα  εις  τ(ίς  συγχρόνους  μαρμαρίνας  λΐ]κύ- 
θους,  άπαντα  δ'  εκτάκτως  καΐ  παρ(χ  στή?ιαις 
(έπιτυμβίοις),  εΐναι  δτι  αϊ  παραστάσεις  άπή- 
τουν  ιδίας  προεξοχ/ϊς  τού  εδάφους.  ΙΙερίεργον 
φαίνεται  δτι  παρεγνίορίσθη  ή  ανάγκη  αύτη, 
έθεωρήθησαν  δε  αί  προεξοχαι  τού  εδάφους 
αύτ(ίΐ  ως  τι  (ϊχαρι  και  άπάδον  εις  τ(')ν  ρυίΙικΆ'. 
Τουναντίον  επίτηδες  εργάζονται  αύτάς  οί  καλ- 
λιτέχναι  δσον  ένεστιν  άνεπιζητήτως  και  άιιε- 
ρίμνως,  ώς  κακόν  δε  (ΧΛ'απόφιευκτον  αισθά\'ε- 
ταί  τις  αύτάς  τό  πολύ  [ΐόνον  ε'ις  απεικονίσεις 
ή  εκμαγεία  εκ  τοΰ  αψύχου  γύψου,  ούχι  δε  ίστά- 
μενος  πρό  τού  μαρμάρου  αυτού,  ένθίί  ή  καλ- 
?ιθνή  τών  γρα[ΐ[ΐών  τών  μορφών  καΐ  ή  κατίΛ- 
πληκτικ(ος  επιτυχής  διανομή  φωτός  και  σκΐ(7ς 
αμέσο)ς  συν(χρπάζει  οριστικώς  τόνθε(χτήν  . 

Αί  έπι  τών  τρων  πλευρών  τής  βάσεως 
εικόνες  Διονύσου  και  δύο  Νικών  άποτελούσι 
[ΐίαν  και  την  αυτήν  συνεχή  παριχστίχσιν,  ής 
κέντρον  ό  Διόνυσος,  κιχτέχων  τήν  κυρίαν  ήτοι 
την  προς  τόν  θε(ό[ΐενον  παροδίτην  έστραμμέ- 
νην  πλευράν  τής  βάσεως.  Εικονίζεται  δ'  ύθεύς 
ούτος  αγένειος,  μετά  μακράς  κό[ΐης,  ής  (χνά 
δύο    πλόκαμοι   κατέρχονται   προς   τό    στήθος 


156 


Αιϋονσα   Έρμου 


«υτοϋ,  ιοτ(Χ[(ρν()ς  προς  (χρΐ(ττρη(/.ν  κ«ι  προταο- 
σων  τον  ί^ιξιοΛ'  τών  υπο  αανί^άλων  'Λαλνητομί- 
νο)ν  ποίίών  (ίύτοΰ.  Κ(ίΐ  το  [ΐί-ν  σώμα  κλί\Ί•:ι  άνε- 
παισίΐήτίος  προς  τα  (')πίπ(ΐ),  τί|ν  (^ί'  κρ(((/.λΐ|ν 
έ|ΐπρος  προς  τα  κάτίο.  Γο  πΓομχι.  αύτοϋ  περι- 
β(χ?^λει  πυδήρΐ|ς  [ΐετά  [κχκρών  χί-ιρίίχην  χικήν, 
έφ'ου  [[ΐάτιον,  όπερ  (Ιπο  τοϋ  (/οιστεροϋ  ώμοι» 
ίιπερ  τα  νώτα  αύτοϋ  κατερχ(')|ΐεν()ν  προς  το  κ(ίτο) 
μέρος  τοϋ  σ(ό[ΐατος  έπ«ν(ίκ(Χ[(πτει  προς  τόνίχρι- 
στερον  (ομον.Έν  τι]  προτεινομένΐ)  δεξιά  (ΧΛ'εχ'^'' 
κρατών  άπο  τοϋ  (ότός,  κάνΟαρον  ώσει  [ΐεγα- 
λοπρεπώς  προσδοκών  την  εγχυσιν  τοϋ  προς 
αύτον  προς  νικητήριον  σπο\'δί]ν  κομιζο[ΐρνου  εν 
οίνοχόΐ]  οϊνοτ)  υπο  τΓ|ς  σεμνώς  προσερ/^ομένης 
Νίκης.  Έν  δε  ττ|  χειρί  τοϋ  το  ίμάτιον  ύπεγεί- 
ροντος  αριστεροϋ  βραχίονος,  τη  [ΐόνη  έξερχο- 
μέν>|  τοϋ  ιματίου,  κρατεί  έρείδων  έπΙ  τοϋ  αρι- 
στεροϋ αύτοϋ  ώ[ΐου  και  έπΙ  τοϋ  εδάφους  {)ι')ραον 
πα/έος  καΐ  (χσυνήΟους  σχή[ΐατος,  περφα/νλό- 
μενον  καΟ'  δλον  το  [ΐηκος  αύτοϋ  ύπό  πλεγμα- 
ματος  φύλλων  κισσού.  Το  δλον  της  παραστά- 
σεο)ς  ταύτης  τοϋ  Διονύσου,  έφ'  ής  έπικέχυται 
άκρα  τις  σεμνότης  καΐ  μεγαλοπρέπεια,  ύπεν- 
•θυμίζει  τάς  ό[ΐοί(ος  ένδεδυ[ΐένας  εικόνας  τοϋ 
κοινώς  *Σαρδαναπάλλου  >  λεγομένου  Διονύ- 
σου \  μετά  της  διαφοράς  δμως  δτι  ένταΰΟα 
ό  θεός  είναι  αγένειος.  Πολλοί  άγνοοϋντες 
άλλ(χ  παραδείγματα  Διονύσου  ούτω  σε[ΐνώς 
ένδεδυμένου  δια  ποδήρους  χιτώνος  καΐ  συγ- 
χρόνως (χγενείου,  ήρνή{)Ί]σαν  δτι  πρόκειται 
ενταύθα  περί  Διονύσου  καλέσαντες  την  παρά- 
στασιν  ίΗ'ητόν  ύπό  το  σχη[ΐα  τοϋ  Διονύσου  » 
(Περβάνογλους),  ή  καΐ  έξέλαβον  αυτόν  ώς  γυ- 
ναίκα και  δη  την  Τελετή  ν  >  (ΒιίΓδίαη).  Άλλ' 
ύπάρχουσι  τοιαύτα  παραδείγματα  άγενείου  Διο- 
νύσου, αν  και  σπάνια,  π.χ.  πρώτον  ό  ύπό  χορη- 
γικόν  τρίποδα  είκονιζόιιενος  και  τα  [ΐέγιστα  κατά 
τήνστάσιν  προς  τόν  Διύνυσον  ημών  ομοιάζων 
«Διόνυσος  άξιος  θέας  τοϋ  φδείου  τών  Άθΐ]- 
νών,  δν  απεικονίζει  ή  περίφημος  υδρία  της 
Κύμης  -  (εικών  111),  καΐ  δεύτερον  ό  έπΙ  μονα- 

'   Κθ5θ1ΐβΓ5   Μ^ί'η.   Ι^6Χ.   5.   ν.  Οίοηγ5θ5   3.  (1117). 
-  Σβορώνοα    έν  Διεθν.  Έφημ.  της  Νομισμ.  "Αρχαιολ.  Τόμ. 
4  (1901)  σελ.  411-412  .πίν.  ΙΕ'. 


δικού  και  ώρίχίου  τετραδρίχ/μου  κοπέντος  περί 
τό  244  π.  Χ.  έν  "Λνδρω  '  (είκών  1  12). 

Ίίπι  δε  της  απέναντι  τοϋ  Δκη-ύσου  πλευράς 
της  βάσεως  εικονίζεται Μκ*;,  ήρ^Ι^"  βαδίζουσα 
προς  τόν  Δκίνυσον  (ΐετά  συνε- 
πτυγμένων  ήδΐ)  τών  πτερύγοη- 
απτής,  τους  πόδας  έχουσα  έν 
σ(χνδάλοις  και  την  κε((αλί|ν 
σεμνώς  προς  τά  κάτο)  κλίνουσα 
0)σε1  θεωμένη  τόν  εΛ'  τη  προ- 
τετίχμένη  δεξκ^  τοϋ  Διολ'ύσου 
κάνΟαρον,  έν  ω  μέλλει  (ΐετά 
[ΐίαν  στιγμήν  νά  έγχυση  οΐνον 
έκ  της  οίνο/όης  της  έν  τΓ|  προς 
τά  κάτω  τετίχμένη  άλλ'  ήδη 
προς  εγχυσιν  χιν(ηΜΐέν!|  δεξκχ 
αυτής  ευρισκομένης.  ΊΙ    κ(Μ(η 

,  -  ,  "  /  ΕΙχίίιν     III. 

αυτής  είναι  αναπεπΛεγ[ΐενη  εις 
κόρυ[ΐβον  έπι  τής  κορυφής  της  κε([α/.ής,  τό  δε 
σώικχ  (χύτής  περιβάλλει  χιτόίν  ποδήρης  καΐ 
ίμάτιον  κ(χταλεΐπον  γυμνούς  τόν  δεξιόν  αυτής 
(ίηιον  κ(χ1  τόν  βραχίονα,  ένω  την  προς  τά  κάτω 
καταπίπτουσαν  πτυχήν  τοϋ  ίιιατίου  ύπεγείρει  ό 
αριστερός  αυτής  βραχίων  προς  τοϋτο  καΐ  μόνον 
εις  γοη'ίαν  προτεταγμέΛ'ος. 

Τέλος   έπι  τής  όπισθεν  τοϋ  Διονύσου  τρίτης 
πλακός   εικονίζεται    δευτέρα  Νίκη,   ομοίως  τη 


ΕΙκών 


προηη  ένδεδυ[ΐένιι,  ιστάμενη  δ'  ό.τισθεν  τοϋ 
Διονύσου  μετά  σειινώς  προς  τό  έ'δαφΌς  κεκλι- 
μέλ'ΐις  κεφα?ί]ς  και  ιιακράς  εις  π?ι.οκάμους  όπι- 
σθεν και  προς  τό  στήθος  κατερχθ[ΐένης  κόμης. 


'  "Ε.  α.  και  τόμ.  Α'  πίν.  ΙΔ'  Ι.Ήδη  τό  τετράδραχμον  τοΰτο 
είίρηται  έν  ττ)  νέα  συΗογή  τοΰ  ΙιηΗοοί-ΒΙυιηβΓ  πολύ  κέρδισαν 
εις  σαφήνειαν  μετά  νέον  καθαρισμόν. 


157 


Τα  άνάγλνψα  πλην  των  επιτύμβιων 


Έν  τΓ]  μονΐ]  φαινομένΐ]  χειρί,  τοϋ  προς  τα 
κάτω  τεταμένου  δεξιοϋ  αυτής  βραχίονος,  κρατεί 
κενήν  όμοραλωτήν  φιάλην,  ένω  ό  αριστερός 
αυτής  (3ραχίων  έγειρόμενος  εις  γωνίαν  ύπυ  το 
ίμάτιον  ανέχει  αυτό  καθ'  α  καΐ  ή  έτερα  Νίκη. 

Ή  τεχνοτροπία  και  ή  χρονολογία  τοϋ  θαυ- 
μάσιου και  πάγκαλου  τούτου  μνη[ΐείου  είχε  με- 
γάλως  παραγνίορισΟή  από  τής  άνακαλύ\|ιεως 
αύτοΰ  μέχρι  εσχάτων,  ώς  των  πλειόνιον  ΰεω- 
ρούντων  αύτύ  έργον  των  μετά  την  άκμήν  τής 
τέχνης  χρόνων,  αν  καί  τίνες  παρετήρησαν  υτι 
πρόκειται  περί  μνημείου  τοϋ  τέλους  τοϋ  Δ'  αιώ- 
νος π.  Χ.,  διό  καΐ  το  έργον  έμεινε  παρερριμμέ- 
νον  πρώτον  μεν  μετίίξύ  έρειπίίον  έν  τω  πύργω 
τών  "Ανέ[ΐων,  κατόπιν  δε  μεταξύ  ευτελούς  κύ- 
κλου μνημείων  έν  τω  κεντρικφ  μουσείω,  οπό- 
θεν ανέσυρε  τέλος  αυτό  ό  Βειτηοίοτί  δι' ουραίας 
μελέτης,  πειΰούσης  δτι  πρόκειται  περί  ούδενός 
ήσσονος  ή  έργου  αύτοϋ  τούτου  τοϋ  εργαστη- 
ρίου τοϋ  Πραξιτέλους,  προς  δ  συιιπέρασιια 
Οαυμασίως  συ^ιφωνοΰσιν  αϊ  λεπτομέρειαι  τής 
τεχνοτροπίας  αύτοΰ  καΐ  ή  έπΙ  τοϋ  δλου  έπικε- 
χυμένΐ]  άφατος  τις  χάρις  και  σεμνότης. 

Ό  αυτός  σοφός  εΐχε  προς  τούτοις  την  ευτυχή 
έ[ΐπνευσιν  να  σχετίση  προς  τό  μνη[ΐεΐον  ημών 
έπιγραφήν  άναΰημ,ατικοϋ  βάθρου,  ευρεθέντος 
έν  έχει  1862  έν  τφ  Λιονυσιακφ  θεάτρ(ρ,  άνή- 
κουσαν  εις  τό  πρώτον  ήμισυ  τοϋ  δευτέρου  π.Χ. 
αιώνος  ',  έχουσαν  δ'  ώς  έξης: 

ΕΙ  καί  τις  προτέρίον  [έ]ν[αγ(ι)]νί(ο  Ές)((εΙ  έρε|εν 
Ί]ερά,  καί  Νίκει  τοιάήί  δώρα  πρέπει, 

ή]ν  πάρεδρον  [Βρο]μί(Γ)  κλει[ν]οΐς  έν  άγιΰσι  τεχνιτών 
Πρ]αξιτέλης  δισσ[ο]ϊς  εΐσαθ'  υπό  τρίποσιν. 

Ό  ΒεηποΙοΓί  ορθώς  παρατηρεί  δτι  ή  κατά 
πολύ  μεταγενέστερα  τοϋ  μνημείου  ημών  έπι- 
γροφιή  αΰτη  δεν  δύναται  ή  Λ'ά  έχη  την  εξής 
έννοιαν,  προτάσσουσα  ώς  τι  πασίγνωστον  δτι 
έν  τφ  Διονυσιακφ  θεάτρω  έδει  τις  νά  αναμένη 
αναθήματα  εις  μόνον  τόν  Διόνυσον  αφιερωμένα: 


'  2.  Κουμανοΰδη  :  έν  Φιλίστορος  τόμ.  Δ',  ί),'5.=0ΙΑ  II  1298.— 
Ι.οβΛ'γ,  ΙηδοΗ.  ^Γίεοΐι.  ΒίΜΗηιιεΓ  πο  583.  —  ΚβίδοΗ,  ΟτίβοΗίδοΙιβ 
ΝνοίΗ^ϋδοΗοηΙιο  07,  113.  —  Βοάβη8ΐοίιΐ6Γ,  ϋΐ)0Γ  οΗοιεζίδοΙίΕ 
\νείΗίηίαΗΓί{(επ,  81. 


<  Έάν  τις  αρχαιότερος  άναθέτης  ίδρύσατό 
ποτέ  έν  τφ  ίερφ  τούτφ  τοϋ  Διονύσου  ανά- 
θημα τι  εις  Έρ[ΐήν  τόν  εναγών ιον  >  (αληθώς 
δ'  εύρέθΐ]  έν  τφ  αύτφ  Διονυσιακφ  θεάτρω, 
καΐ  δΐ|  συγχρόνως  τή  επιγραφή  ταύτη,  αφιέ- 
ρωμα <Έρμ[ι  έναγωνίω  '»),  «αρμόζει  επίσης 
τοιούτον  ανάθημα  καΐ  εις  την  θ  εάν  Νίκη  ν,  ην 
ποτέ  ώς  πάρεδρον  τοϋ  Διονύσου  (Βρομίου) 
άπεικόνισεν  αυτός  ό  περίφημος  Πραξιτέλι^ς  υπό 
δύο  χορηγικούς  τρίποδας,  δΙς  δι^λαδή  νικήσας 
ώς  χορηγός  έν  τοις  κλεινοΐς  διονυσιακοίς  άγώ- 
σιν^.  Οΰτως  ή  μεταγενέστερα  επιγραφή  αύτη 
δηλοΐ  τΊ|ν  ϋπαρξιν  δύο  περιφήμοιν  έργων  και 
συγχρόγίος  χορηγικών  Διονυσιακών  αναθημά- 
των τοϋ  Πραξιτέλους,  ήτοι  τριπόδων,  ών  τοϋ  έτε- 
ρου βάσις  θά  εΐναι  ή  περί  ης  ό  λύγος  ενταύθα, 
έφ'  ης  πράγιιατι  ώς  πάρεδρος  τού  Διονύσου 
εικονίζεται  ή  Νίκτ]. 

Άλλα  καί  ώς  προς  την  έρμηνείαν  τοϋ  συνό- 
λου τής  παραστάσεως,  δσον  και  αν  αΰτη  φαί- 
νι^ται  απλή,  πολλή  άσυ^ιφοινία  επικρατεί  μέχρι 
τοϋ  νϋν.  Νο(ΐίζομεν  [ΐάλιστα  δτι  ούδ'  ό  Ββηη- 
άονί,  [ΐεθ'  ου  συμφωνοϋμεν  ώς  προς  πάντ(ί  τά 
λοιπά  ση[ΐεΐα,  έτυχε  τοϋ  ά?αιΟοϋς  έν  ταΐς  λε- 
πτομερείαις  τής  έρ[ΐηνείας  αύτοϋ. 

Κατ'  (ΐρχάς  δηλαδή  ύπήρξεν  άσυμφ(ονία 
παρά  τοις  σοφοΐς  καΐ  ώς  προς  αίιτά  τά  ονό- 
ματα τών  εικονιζόμενων  μορφών.  Ε'ίδομεν  ήδΐ] 
δτι  ό  ΒιΐΓ^ίαη  έξέ/^ίβε  τόν  άγένειον  καΐ  πο- 
δήρη  χιτώνα  φέροντα  Διόνυσον  ώς  θεά\'  και 
δή  τήν  Τελετήΐ',  ό  δε  ημέτερος  Περβάνογ?νους 
έκάλεσε  τί|ν  αυτήν  παράστασιν  -^  θνητόν  νικη- 
τήν»  δεχό[ΐενον  ύπό  τό  σχή[ΐα  τοϋ  θεού  σπον- 
δι'ιν  καΐ  ταινίαν  (ης  δμως  ούδ'  ελάχιστον  Ίχνος 
υπάρχει)  παρά  τής  προσερχόμενης  Νίκης. 
Προς  τούτοις,  επειδή  δύο  Νίκαι  έπΙ  τής  αυτής 
παραστάσεως  καΐ  παρά  τφ  αύτφ  θεφ  έφαί- 
νετό  τι  αδύνατον,  ό  μεν  Περβάνογλους  έκάλεσε 
Νίκην  μόνον  τήν  προς  τόν  Διόνυσον  προσερ- 
χομένην,  Τελετην  δε  τήν  έτέραν,  ό  δε  ΚτίΘοΙεποΗδ 
τήν   ιιέν  προηην  έκάλεσε    Νίκην  φέρουσαν  τφ 


"  ΒβηηάοΓί  έ.  ά.  σελ.  2β4. 


158 


Λΐϋονσα    Έρμσϋ 


Λιονν'ισο)  τί|ν  νικΐ)τ»Ί(_)ΐ()ν  σπονί^ήν,  τί|ν  δί-ρτίοαν 
πΊρίόρηπΓν  ώς  (/.νίόνπμόν  τιν(ί  ιΙτάν  η  ί)(ίί[(ονα 
ύπαόον  τοΓι  Λιονύσου,  [ΐ^/,λοιισαν  να  (^ΐ"/.ί)[|  ί-τί- 
σης  σπο\'ί^ί|ν  ήπο  της  προσι-ρ/ομίνης  Νίκης.Ό 
(>ί•  Ι'χΗΐίί  ΙκΓ  (/.[(<!  οτέρΓχς  τάς  Νίκας  θεωρεί  0)ς 
δαί(ΐ()νας  νίκης  (Νϊΐίΰ-ιΐίΐιηοηβη),  χρΐ]σιμευ()ύ- 
σας  ϊν(ί  χ(χρακτΐ|ρίπ(οαι  το  τφ  Λιονήοω  άφιερθ3- 
[ΐένον  τοΰτο  [ΐνιιμί-ϊον  ϋ)ς  αί)/α)ν  νίκΐ);,  αυγ/π•)- 
νως  δε  'ύπηρετοόσ(/.ς  πρύς  την  σπ()ν6»|ν  τοϋ 
άφιερώ[ΐατυς  κατά  την  ανίχΟεοα'  τοϋ  τρίποδος, 
ούχΙ  δε  τον  κάνΟορον  τοϋ  Οεοΰ  πληρούσας>'. 
Έκ  δε  των  τελευταίοον  έρ[<.ηνευτών  ό  ΚεΐχοΗ, 
αποκρούων  τίιν  μη  «[κροτέρας  τάς  πτερωτάς 
'Ο'εάς  ώς  Νίκας  ^)^"ωροΰσ^/ν  γνίόμην,  σιηιπεραίνει 
δτι  «άμχρότεραι  εΐναι  Νΐκαι,  έκ  δύο  δκχίρόρων 
[ιερών  έρχόμεναι'ίνα  κοινώς  σπείσωσι  τω  θεώ  ». 
Τέλος  ό  ΒεηηοΙοΓί  παρατηρών  δτι  άμφότεραι 
αϊ  Νΐκαι  εικονίζονται  έστραμμέναι  προς  τον 
Διόνυσον,  δτι  δ'  όπισθεν  έκατέρας  αυτών 
άορέΟη  έπΙ  της  πλακός  πο?.λώ  μείζον  περιί)(ό- 
ριον  ή  κατά  τύ  έ|υιρυσϋεν  μέρος,  συμπεραίνει 
μεν  όρΟώς  δτι  πρόκειται  περί  μιας  καΐ  της  αυτής 
συνε/οϋς  κατ'έ'ννοιαν  παραστάσεως  τριών  θεών 
κέντρον  εχόντων  τον  Διόνυσον,  παραγνωρίζει 
δ'  δμως,  νομίζω,  την  στάσιν  τοΰ  Διονύσου, 
γράφων  περί  αύτοϋ  δτι  ούχι  ασφαλώς  ίστά- 
» μένος  έπΙ  τών  ποδών  αύτοϋ,  ώς  έν  έλα- 
«φρά  μέθΐ]  ευρισκόμενος,  και  βεβαρημένην 
»κεφαλήν  βαθέως  κλίνων  προς  το  στήθος, 
«κλίνει  (ΐικρον  το  σώμα  αύτοϋ  προς  τά 
» οπίσω».  Νοιιίζω  αληθώς,  δτι  ή  μεν  προς 
τά  κάτω  κλίσις  τής  κεφαλής  τοΰ  Διονύσου 
δηλοΐ  τόσον  ολίγον  κατ(ίστασιν  έλαφράς  μέ- 
θτ]ς  παρ'  αύτω  δσον  και  παρά  ταΐς  ομοίως 
την  κεφαλΐ|ν  κεκλιμένη  ν  έχούσαις  Νίκαις•  την 
δε  προς  το  όπισθεν  μέρος  τής  πλακός  άνεπαί- 
σθητον  κλίσιν  τοϋ  σώματος  αύτοϋ  καΐ  την 
σαφώς  έπιδιωχθεΐσαν  προσέγγισιν  αύτοϋ  προς 
την  [ΐορφήν  τής  επομένης  Νίκης  θεωρώ  ώς 
δηλούσας  την  πρόθεσιν  τοϋ  καλλιτέχνου  προς 
στενωτέραν  σύνθεσιν  τών  δύο  τούτων  μορφών. 
Διαιρείται  δ'  ούτως  ή  παράστασις  εις  δύο 
μέρΐ],  ήτοι  άφ'  ενός  μεν  τόν  Διόνυσον  και  την 


όπαδόν  αύτοϋ  Νίκην,  ττ|ν  ήδη  πρότερον  απεί- 
σασ(/.ν  (/.Γιτώ,  διό  και  κενήν  νΰν  εχουσαν  τΐ|ν 
(μίίλιμ',  ώρ'  ετέρου  δε  τΐ|ν  ήδη  μακρόθεν 
προσερχομένην  Νίκην 'ίνα  έγχυση  το)  θεώ  προς 
σπονδί|ν  έπι  νέί^ι  τινί  νίκη  τοϋ  θνητού  χορΐ|γοΰ 
τοϋ  μνημείου,  δν  νϋν  αυτή  αντιπροσωπεύει. 
Πρ()κειται  δη/.αδή,  κατ'  έμέ,  περί  τής  βάσεο)ς 
τοϋ  ()κντ^{>(>ν  τών  τριπόδων,  ους  ποιήσας  άηιέ- 
ροισεν  έπι  τ(χΐς  δύο  αύτοϋ  διαδοχικαΐς  νίκαις 
ό  Πραξιτέλης,  άπεικονίσας  έπ'  αυτών  την  θ  εάν 
Νίκην  ώς  πάρεδρον  τοϋ  Διονύσου. ΈπΙ  τη  προπη 
αύτοϋ  χορηγική  νίκη  είκίϋζω  δτιθάέποίησε  μίαν 
μόνον  Νίκην  ώς  πάρεδρον  καΐ  έ,γχέουσαν  προς 
σπονδήν  τω  θεώ,  ϋέσας  έπι  τής  τρίτης  πλευράς 
συνήί)))  τινά  ύπαδόν  τοΰ  Διονύσου,  π.  χ.  σάτυ- 
ρον,  ύπενθυ[ΐίζοντα  ήμίν  τόν  έν  τή  αύτη  όδώ 
τών  τριπόδων  υπό  τοϋ  αύτοϋ  Πραξιτέ/.ους  ίδρυ- 
θέντα,  'ίσως  έπΙ  χορηγία  κωμωδοΐς,  περί(ρ]μον 
Σάτυρον.  ΈπΙ  δέ  τη  δευτέρα  αύτοϋ  νίκη  εικάζω 
δτι  ά(|!ΐέρωσε  τόν  έπι  τής  ή[ΐετέρας  βάσεο)ς 
ίστάμενόν  ποτέ  τρίποδα,  βάσεως  ύπο[ΐιμντ|σκού- 
σης  μεν  την  πρώτην  αύτοϋ  νίκΐ]ν  διά  τής  ήδη 
σπεισάσης  και  παρακο?.ουθούσης  τόν  θεόν  Νί- 
κης, δηλούσης  δ' έκείνΐ|ν  δι' ην  αφιέρωσε  τόν 
παρόντα  τρίποδα  διά  τής  νϋν  προσερχοιιένης 
ίνα  έγχυση  τω  θεώ  Νίκης.  Ούτω  καΐ  μόνον  δύ- 
ναμαι — έγώ  τουλάχιστον — νά  εννοήσω  τιιν  έπΙ 
τοΰ  αύτοϋ  μνημείου  σύγχρονον  παράστασιν  και 
συ[ΐ[ΐετοχήν  έν  τή  αύτη  πράξει  δύο  Νικών,  ο)ς 
καΐ  πάσας  τάς  λεπτομερείας  τήςάπεικονιζο[ΐένης 
διαφόρου  αυτών  στάσεως  καΐ  διακονίας.  Τέλος 
ό  έξόχο)ς  αυστηρώς  χαρακτήρ  τής  εκφράσεως 
καΐ  στάσεοις  τών  προσοιπων  τής  παραστάσεως 
ϊσως  δηλοΐ,  πλην  τοϋ  καθόλου  ίεροϋ  χαρακτή- 
ρος  τής  συντελούμενης  σπονδής,  δτι  πρόκειται 
περί  νίκης  έπι  χορηγία  τραγο)δοΐς. 

13.  Άριϋ:  1562-1576. 

Μετόηαι  έκ  τοΰ  Ηραίου   της  Αργολίδος. 

Αύται  έκρίχΗ]  άναγκαϊον  νά  περιγραφώσι  βραδΰτε- 
ρον  εν  ίδίο)  παρ«ρτήμ«τι.  Έπι  τοΰ  παρόντος  ϊδε  τόν  λε- 
πτομερώς περί  αυτών  .τ:ραγματευ{)έ%'τα  €Η.  νν&1<35ΐ€Ϊη, 
Τ1ΐ€  Ατ^ϊνε  ΗεΓ&ευπι  νοί.  Ι  (1902)  ρ.  146  '''^\-  ρ1- 
XXX  κέξ. 


159 


21 


ι 

■    \ 
ι 

ι             ι 

!    ν 

'ί 

ι 

Ι 
• 

- 

~     ■- 

ι 

1 

1 
ί 

ι 

1      ί 

ν.  ι 

ι 

ι                                    ■ 

14.  Άριϋ'.  1731.  (ΠΙναζ  ΧΧΊΎ). 
Βωμός  των  έξ  Ά'&ηνών  δώδεκα  ■δ'εών  '. 

Βωμός  περιφερής  εκ  πελτεληπίου  μαρμά- 
ρου, ευρεθείς  εΛ'  ετει  1877  εν  Αθήναις  παρά 
τήν  εκκλΐ]αίαν  τοΰ  αγίου  Φιλίππου  τήν  εΛ'  τή 
γωνία  των  οδών  Αδριανού  και  Φιλίππου,  ήτοι 
ίν  τω  μέρει  της  πόλεως  τω  προς  βορράν  της 
στοάς  τοΰ  Αττάλου  κα'ι  τοΰ  ναοϋ  τοΰ  Ηφαί- 
στου (Θησείου). 

Το  μνΐ) μείον  τοΰτο  ανήκον  πιί^ανώς  εις  τα 
τέλι)  τοΰ  Δ'  ή  τάς  αρχάς  τοΰ  Γ'  αιώνος  π.  Χ. 
περιέγρ(χ\|)εν  (^ΰτίος  (ΐκριβώς  και  λεπτο[ΐερώς  ό 
8ν1:)6ΐ  εν  τοις  ΑΐΗκη.  Μϊΐΐβίΐαηι^βη,  ώστε  άρκού- 
μεΟ-α  άντιγράφοντες  ενταύθα  πάν  το  περιγρα- 
<ρικόν  μέρος  της  μελέτης  ούτοΰ,  παραλείποντες 
μόνον  τάς    νΰν   ανεπαρκείς   συγκρίσεις  αύτοΰ 


'  Βιβλιογραφία.  Ι-.  νοη  βχ^βΐ,  ΖλνοΙΓςοίΐεΓίΐΙίΕΐΓ  305  ΑιΗεη  ; 
ΑιΗεη.  Μίκείΐ.  ΒΛ.  IV  (1897)  δ.  337-350,  ΤιΓ.  20. 

Ι-.  νοη  8}Γΐ)β1,  Κα(α1ο§  άοΓ  8ου1ρ(ιΐΓ6η  ζιι  .'νΛεη  (1881). 
5.  176-177  Νο  2151. 

Α.  ΜϋοΙιΙιοΓεΓ,  Οίε  Μ«5εεη  Αιΐιεηδ  (1881)  δ.  34. 

ΡΓβ11εΓ-ΚοΙ>εη,  Οπεοΐι.  Μ)ΓΛο1ο8ίε(1894)  δ.  110  Αηηι.4,866. 

ΡυΠλνΜπΒίεΓ,  ΜβϊδίεΓΛνβΓίίε  (1893)  δ.  190. 


προς  άλλα  (ηΊ][<εΐα.  Συγχρό\'(ος  παραθέτοιιεν 
ένταΰθα  (είκ.  11;})  άχαίγραφον  εν  σ,ιιικρΰνσει 
τής  παρά  τοΰ  αΰτοΰ  .^ν1)6ΐ  δη[ΐοσιευΟείσης 
('ίνεπτυγ[ΐένης  Ίχνογραφικής  εικόνος  τοΰ  μνη- 
μείου, προς  συ[ΐπλήρίοσιν  τής  ημετέρας  ηίοτο- 
τυπικής,  τής  μέρος  [ΐόνον  τών  έπΐ  τοΰ  βωιιοΰ 
παραστάσεων  δεικνυούσης. 

Ό  βωμός  ούτος,  γράορει  ο  .'-ΙνΗθΙ,  έποιήθη 
εκ  πεντελησίου  /ρυσόχρου  πο)ς  [ΐαρ[ΐάρου.  Τό 
ύψος  αύτοΰ  εΐναι  περίπου  0,44•  ή  έκτασις  τών 
περισωθέντοίν  ανάγλυφων  μετρου[ΐένϊΐ  υπέρ 
τάς  παραστάσεις  1,78•  τό  ΰψος  τών  ίστα(ΐέ- 
νων  θεών  0,2 (ν  τών  και)η[ΐέΛ'(ο\'  τών  μεν  Διός 
καΐ  Άπόλλ(ΰνος  0,24,  τών  δε  Ποσειδώνος  καΐ 
τής  Δή μητρός  0,2;3.  Εΐναι  δε  βιομός  κυκλοτε- 
ρής  [ΐετά  βάσεως  άποτελου[(ένης  έξ  ήμιεγκοί- 
λου  (Αΐίΐίΐιιί)  υπέρ  σκοτίαν.  Ή  ά\'ω  περιφέ- 
ρεια, νΰν  γύψφ  συμπεπληρωμένη.  είναι  παντα- 
χού εντελώς  άποκεκρουμένΐ),  ώστε  ουδέν  ϊχνος 
τής  αρχιτεκτονικής  αυτής  κατασκευής  υπολεί- 
πεται. Ούχ  ήττον  υπάρχει  υπέρ  τάς  παραστά- 
σεις αρκετός  χώρος  δια  σίμΐ]ν.  Ή  άνω  έπιφ'ά- 
νεια  εΐναι  εντελώς  επίπεδος,  άλλ'  ούχι  και  Χε- 


160   — 


Αί'ΰουοα    Έρμου 


λεοο|(ΐ••ν)|•  οΰτκ  προς  τκλεοιν  Ονισίας,  οϋτε  προς 
ύποί^ο/ίιν  (χγ(ί(λματος  ι•'ΐν(ϋ  π(/ρ!•πκΗυ(/α[ΐίνιι. 
Έν  τυυτο),  ώς  κιά  ίν  πάσΐ|  τΓ|  αρ/ιτεκτονικΓ| 
αύτοί3  ί•|ΐ(ρ(χνίσρ,ι,  ό[ΐοΐ(ίζει  ό  β(ΐ)μος  ιμιών  προς 
τον  τοΰ  Λιος  'Ερκείου,  Έρ[(οΓι  κυΐ  'Ακά(ΐ(χν- 
τος,  τον  άνακαλυφΟεντα  έντος  τοΰ  Δίπυλου. 

>Ό  (ίο)μος  ι'ιμών  όμως  είνίίΐ  (ΐνεπίγρα(( ος, 
φερίον  πέριξ  ώντί  επιγρ(χφί|ς  (χν(χγ/α)πτον  παρά- 
οτασιν  κίχλης  ετι  ελληνικής  εογίχσίίχς,  άποτε- 
λου[ΐένην  ιχρ/ικώς  εκ  δα)ί)εκα  ί)ε(7)ν.  Το  τρίτον 
δμως  μέρος  αυτής,  εκ  τεσσάρων  θεών,  εΐναιάπο- 
κεκρουμέ,νον  των  δε  περισωΟέντων  οκτώ  θεών 
οι  εις  τ(Χ  ακρ(Χ  ευρισκόμενοι  δύο  ί^ί^άβησίχν 
κατά  τύ  μάλλον  ή  ήττον  σπουδαίίος.  Οί  ίΐεοι 
εΰρτινται  έξειργασ[ΐένοι  έν  μέσου  ίίψους  άνα- 
γλύφφ,  έπΙ  κοινής  γραμμής  κανόνος  πλινθοει- 
δοΰς,  εκάστου  αυτών  περιβαλλόμενου  ύπο  εύ- 
ρέος  χώρου.  Σίόζονται  δε  πέντε  θεαΐ  καΐ  τρεις 
θεοί•  οί  εις  τά  άκρα  δύο  δεν  δύνανται  νά  (χνα- 
γνοιρισΟώσιν  αμέσως,  ενώ  οί  λοιποί  εξ  είναι 
ούτω  σαίρώς  δεδηλω[ΐένοί,  ώστε  περί  τοΰ  ονό- 
ματος αυτών  ουδεμία  δύναται  νά  ύπαρξη  αμφι- 
βολία. Έξ  αριστερών  προς  δεξιά  βαίνοντες 
εύρίσκομεν  πρώτον  θεάν  τίνα  δυσδιάκριτον, 
κατόπιν  δε  Ποσειδώνα,  Δήμ)|τρα,  Άθηνάν, 
Δία,  "Ηραν,  Απόλλωνα  καΐ  έτέραν  τινά  δυσ- 
διάκριτον θεάν.  Περιγράφω  δ'  ενταύθα  εκά- 
στη ν  μορφή  ν  αρχόμενος  από  τοΰ  Διός  . . . 

»  Ό  Ζενς  κάθηται  έπι  θρόνου  προς  αριστερά. 
Το  πρόσωπον  αυτού  εΐναι  άποκεκρουμένον,  το 
στήθος  βεβλαμμένον,  ή  άκρα  τού  αριστερού 
ποδός  και  ή  κορυφή  τοΰ  σκήπτρου  είναι  επίσης 
άποκεκρουμέναι.  Ό  θρόνος  έχει  ύψτ]λόν  έρει- 
σίνωτον  καΐ  χαμηλόν  υπό  καΟ))μένης  Σφιγγός 
φερόμενον  έρεισίχειρον  (έπι  τοΰ  Ιχνογραφήμα- 
τος  ή  Σφιγξ  δεν  έδηλώθη  σαφώς,  έπι  τού 
πρωτοτύπου  δ'  δμως  είναι  σαφές  τό  διάγραμμα 
αυτής,  εξαιρέσει  τών  πτερύγων.  Δεν  εΐναι  δε 
άπίθανον  ότι  τό  έρεισίχειρον  έπερατούτο  εις 
κεφαλήν  κριού).  Τό  ύποπόδιον  (θρήνυς)  εΐναι 
τού  συνήθους  σχήματος  (ασαφές  επίσης  έπΙ  τής 
ίχνογραφικής  εικόνος).  Ή  άνω  σανίς  δηλαδή 
κείται   έπΙ   δύο  σανιδίων  τεθειμένων   έπΙ   τής 


μακράς  πλευράς,  κεκαμπυλωμένο)ν  δ'  εμπρός 
κ(χι  οπίσ(ΐ)•  συνήθ(ος  ί|  καμπύλτ)  περατοΰται  εις 
πόδα  ζϋ>ου,  ούχι  δ'όμως  και  ένταύΙΙα.  Ό  Ζευς 
έχει  τον  δεξιόν  πόδα  κατά  τι  προς  τά  έσω-  τό 
στήθος  εΐνίχι  γυμνύν,  τό  δ'  ίμάτιον  αυτού  δεν 
κείται  έπΙ  τοΰ  ώμου,  ά?.λ'  απλώς  λυτόν  περί 
τά  νώτα  και  ττίΛ'  δεξιάλ'  π?.ευράν  κίχλύπτει 
μέχρι  τών  ποδών  τά  κάτω  τής  όσφύος.  'Ο  αρι- 
στερός βραχί(ι)ν  αναπαύεται  έπι  τού  έρεισιχεί- 
ρου,  ένφ  ή  χειρ  εΐναι  τεΟει^ιένη  έπι  τών  πτυ- 
/(όσεοίν  τοΰ  ίματίου.Ό  δεξιός  βραχίων  ύψούται 
οριζοντίως  μέχρι  τού  ύψους  τοΰ  ώ[ΐου,  τής  χει- 
ρός κρατούσης  κατά  τήν  κορυφήν  τό  έπΙ  τοΰ 
έδίχφους  έρειδιήιενον  σκήπτρον  .... 

Ή  "Ηρα  ϊσταται  προς  αριστερά.  Τό  πρόσο^- 
πον  αυτής  εΐναι  άποτετρΐ(ΐμένον,  τό  δε  σώμα 
σττιρίζεται  έπι  τοΰ  δεξιού  ποδός,  ένφ  ό  αριστε- 
ρός πους  φέρεται  προς  τά  οπίσω.  Φέρει  δε 
αύτη  άχειρίδωτον  χιτώνα  και  σάνδαλα.  Τό  ίμά- 
τιον καλύπτει  τήν  κε(ρα/.ήν  αυτής,  (χνεχό[ΐενον 
δε  υπό  τής  ύ\|»ο)μένης  δεξιάς  κατά  τό  ύψος  τού 
ώμου  κατέρχεται  καλύπτον  τό  κάτω  μέρος  τοΰ 
σώματος,  ένφ  π?ι,ουσία  πτυχή  αυτού  περιβάλλει 
τό  σώμα  όριζοντίθ)ς  υπό  τό  στήθος.  Εις  τήλ"^ 
άριστεράν  πλευράν  αυτής  τό  ί^ιάτιον  κατέρχε- 
ται από  τού  ώμου  περιβά/^.ον  ώς  χειρις  τόν 
άνειμένως  κρεμάμενον  βραχίονα,  ύποδυόμενον 
δε  κατόπιν  σχηματίζει  έπΙ  τών  λαγόνων  ώς 
κέντρον  διασταυρώσεως  πολ?^ών  συνερχομένοιν 
έκεΐ  γραμμών  εΐδος  ρόδακος,  ή  δε  άκρα  κρέμα- 
ται  παρά  τήν  άριστεράν  π?^ευράν. . . . 

Ό  Απόλλων  κάθι^ται  προς  τά  δεξιά.  Τό 
πρόσο3πον,  ό  δεξιός  ώμος,  τό  έξοιτερικόν  μέρος 
τοΰ  δεξιού  πήχεως,  μέρη  τών  μηρών  καΐ  τών 
κνημών,  ώς  και  ό  δεξιός  πους  είναι  κατά  τα 
μάλλον  ή  ήττον  άποκεκρουμένα.Ό  θεός  κάθΐ]- 
ται  έπι  λίθου  κυβικού  σχήματος,  προτάσσοιν 
τόν  άριστερόν  πόδα,  άποσύρων  δε  προς  τά. 
οπίσω  τόν  δεξιόν  ούτως,  ώστε  ή  ύψωμέλη  πτέρνα 
ερείδεται  έπΙ  τοΰ  τετραγωνικού  καθίσματος.  Τό 
άνω  μέρος  τού  σώματος  κλίνει  κατά  τι  προς 
τά  οπίσω,  έπι  τοΰ  αριστερού  δε  βραχίονος  στηρί- 
ζεται ή  κιθάρα•   ή    αριστερά   χειρ   ψαύει    τάς 


—   161 


Τά   ανάγλυψα   πλην  των  επιτύμβιων 


χορδάς,  ενώ  ή  δεξιά  το  πλήκτρον  κρατοΰσ(χ 
στηρίζεται  προς  τά  όπίαω  έπι  της  άκρας  τοΰ 
καθίσματος.  Γυμνός  τά  λοιπά  ών  έχει  περί  τον 
άριστερόν  [ΐηρόν  το  ίμάτιον,  έφ'  ου,  εις  πολλάς 
πτυχάς  σεσο3ρευ[ΐένου,  κάΰηται  ό  ϋεός,  τοΰ 
άκρου  τοΰ  ιματίου  κρε[ΐαμένου  παρά  την  πλευ- 
ράν  τοΰ  λίΌου.  Ή  παράστασις  είναι  ?αγυρά 
καΐ  κομψή,  ης  δμως  ή  κεφαλή  δεν  φέρει  την 
μεταγενεστέραν  ύψηλήν  κόμμωσιν,  αλλά  κόμην 
άπερίττως  προσκεΐ[ΐένην  τη  κεφα?α]  μετά  π?^ου- 
σίας  στεφάνης  βοστρύχων  περί  το  πρόσωπον 
και  πλοκά(ΐου  έπΙ  τοΰ  τραχήλου.  Περί  την 
κεφαλήν  φαίνεται  δτι  έχαράχθΐ]  αΰ?ναξ  προς 
στέφανον   ή   ταινίαν  .  .  . 

;^  Θεά  τις  ΐσταται  προς  δεξιά.  Εΐναι  λίαν  βε- 
βλα[ΐμένη  τόσον  κατά  το  άνω  δσον  καΐ  κατά 
το  κάτω  μέρος  αυτής.  Ή  κεφαλή  και  οι  ώμοι 
μετά  τοΰ  δεξιοΰ  βραχίονας  ώς  και  οι  πόδες 
έ?ιλείπουσι.  Στηρίζεται  έπΙ  τοΰ  άριστεροΰ  πο- 
δός, των  γόμφων  αυτής  ισχυρώς  αποκλινόντων, 
φιέρει  δε  προς  τά  οπίσω  τον  δεξιόν  πόδα,  ου 
τό  άκρον  έστρέφετο  ϊσως  προς  τον  Απόλλωνα. 
Φέρει  χιτώνα,  πιθανώς  μετά  άποπτΰγ[ΐατος  και 
διπλοϊδίου.  Ό  αριστερός  βραχίων  κατέρχεται 
παρά  τό  σώμα,  ύ  δε  πήχυς  προτάσσεται  κατά  τι, 
ένφ,  ώς  φαίνεται  εκ  τοΰ  περιγράμματος,  της 
άποκεκρουμένης  χειρός  ήνοΰντο  τά  άκρα  τοΰ 
άντίχειρος  καΐ  δείκτοαι  ώς  τι  κρατούντα.  Ση- 
μειωτέον δμως  δτι  ή  χεΙρ  δεν  εΐναι  κατά  τόν 
τρόπον  τής  χειρός  τής  Άΐϊηνάς  κεκλεισ[ΐένη.  Ό 
δεξιός  βραχίων  άπωλέσΟη  σχεδόν  καθ  "ολοκλη- 
ρίαν φαίνεται  δ'  δμως  δτι  τό  κάτω  περίγραμμα 
τής  άποκροΰσεως  παρέχει  ήμΧν  εισέτι  περίπου 
τό  περίγραμμα  τοΰ  βραχίονας.  Λείψανον  τοΰ 
κάτω  περιγρά[ΐματος,  ϊχ^ος  τής  προσαρμογής 
τοΰ  βραχίονος,  σώζεται  εισέτι,  καΐ  έδη?.ώθη  έπι 
τοΰ  ίχνογραφήματος  δΓ  ίσχυροτέρας  γραμμής, 
ήτις  εξέρχεται  εις  όξεΐαν  γωνίαν  από  τής  δεξιάς 
πλευράς  τοΰ  κορ[ΐοϋ  τής  (ΐορφής  (αριστερά  ώς 
προς  τόν  θεατήν).  Άλλ'  ό  ίχνογράφος  έθηκε 
την  γραμμήν  χαμηλότερον  τής  πραγ[ΐατικής 
αυτής  θέσεο)ς.Ή  κατ'  όρθήν  γωνίαν  προς  τάνω 
διακοπτόμενη  συνέχεια  τής  γραμ[ΐής  τής  άπο- 


κρούσεως,  εξ  ής  μαντεύει  τις  περίπου  τό  περί- 
γραμμα τοΰ  άγκώνος  καΐ  τοΰ  υψουμένου  πή- 
χεως,  άπέτυχεν  εντελώς  έπι  τοΰ  Ιχνογραφήματος. 
Συντόμως  δ'  ειπείν,  τά  ϊχνη  ύποδηλοΰσιν,  δτι 
ή  δεξιά  χεΙρ  ύψοΰτο  υπέρ  τόν  ο'^μον.  Συμφώ- 
νως  προς  τήν  κίνησιν  ταύτην  ή  χειρ  δυνατόν 
νά  άνεΐχε  τό  ένδυμα.•  αλλά  ί[ΐατίου  περιβάλ-- 
λοΛ'τος  τήν  θεάν  ουδέν  φαίνεται  ίχνος.  "Η 
μήπως,  ώς  ή  Ειρήνη,  έσττιρίζετο  έπΙ  σκήπτρου; 
Άληί)ώς,  τοΰτο  δεν  ήτο  άν(ίγκη  νά  έδηλοΰτο 
πλαστικώς.  Τέλος  μήπως  ή  δεξιά  έλά[ΐβανε 
βέ?^ος  άπό  φαρέτρας  από  τών  ώμων  άν)ΐρτη- 
μένης,  ένφ  ή  αριστερά  έκράτει  τό  τόξον;  εννοεί- 
ται αν  ή  Οέσις  τών  δακτύλων  τής  χειρός  ταύ- 
της άρμόζη  προς  τοιούτον  σκοπόν.  Αληθώς 
τήν  Αρτέμιδα  περιέμενέ  τις  παρά  τόν  Άπό?ν- 
λωνα  πρό  πάσι^ς  άλλης  θεάς. 

»  Αριστερά  τοΰ  Διός  ΐσταται  ή  Άϋ•ηνα  προς 
άριστεράν.  Τό  πρόσωπον  εΐναι  άποκεκρουμέ- 
νον,  βεβλαμμένος  επίσης  ό  (ϊριστερός  βραχίων. 
"ΐσταται  έπΙ  τοΰ  δεξιού  ποδός,  ενώ  ό  αρι- 
στερός φέρεται  προς  τά  όπίσο).  Φέρει  άχειρί- 
δωτολ'  χιτώνα  [ΐετά  διπ?ωϊδίου  έζωσμένου  και 
κατερχομένου  [ΐέχρι  τοΰ  μέσου  τών  μηρών.  Εις 
τόν  δεξιόν  βραχίονα  διακρίνεται  σαφώς  χειρις 
τρις  ή  τετράκις  πορπουμένη.  Οί  πόδες  αυτής 
φέρουσι  σάνδα?^α.  Στενή  αίγίς,  υπό  [ΐικροΰ 
Γοργονείου  κεκοσμημένη  περιβ(ίλλει  λοξώς 
ώς  ταινία  τό  στήθος  κατερχόμενη  άπό  τοΰ  δε- 
ξιού ώμου  προς  τά  υπό  τήν  άριστεράν  μασχά- 
λη ν.  Άπό  τών  ώ[ΐων  κρέ[ΐαται  δπισΟε\'  τοΰ 
σώματος  μικρόν  έπίβλημα  ήνεμω[ΐένον  πως 
προς  τά  κάτω.  Ή  κεφαλή,  ήτις  τό  πολύ  έφερε 
κράνος  στενώς  περιβάλλον  (ίύτήν,  κλίνει  προς 
τά  εμπρός,  ή  αριστερά  κρέμαται  άπρακτούσα, 
ό  δεξιός  βραχίων  κατέρχεται  παρά  τό  σώ[ΐα,  ό 
πήχυς  προτείνεται  οριζοντίους,  ή  δε  χεΙρ  εΐναι 
κεκλεισμένη,  επομένως  ούχΙ  έτοί[ΐη  ίνα  λάβη 
τους  εν  τη  δεξιά  τής  Δή[ΐητρος  στάχυς,  άλλ'  ώς 
ει  έκράτει  τό  δόρυ  αυτής,  δπερ  δμως  δεν  εΐναι 
πλαστικώς  δεδηλωμένον  . .  . 

»Ή  Δημήτηρ  κάθ)ΐται  προς  δεξιά.  Τό  άνω 
μέρος  τού  προσώπου  είναι  βεβλαμμένον,  έπί- 


162 


Λη^οιιαη    'Κοιιον 


αης  !ΐι'χ>>|  τινά  τοΓ»  ίΜ(<τπ»('  ■/.(/.!  τοϋ  κα{)ίσ[ΐατος. 
'ΙΙ  θεά  κά{)ητ(χι  ίπί  σκεύους  κυλινδοικοϋ  ^ιΐ)- 
ρη[ΐενου  κατά  το  ΐ(εαον  τοΰ  ΰι|η)υς  δι'  οριζον- 
τίου εντομής.  Ή  κ()[ΐη  «ΰτής  είναι  άπερίττίος 
έπΙ  της  κείρα^.ής  ίίκχτεΟειμένΐΐ.  Φέρει  χιτών(Λ 
μετά  βραχειών  χειρίδο)ν.  Ό  πέπλος  κατέρχεται 
από  της  αριστεράς  ωμοπλάτης  περί  τά  νώτα  καΐ 
έγγίζων  ελαφρώς  τον  δεξιόν  ώμον  περιβάλλει 
το  κίχτο)  [ΐέρος  τοΰ  σώ[ΐατος.  Άπό  της  (χριστε- 
ράς  (ί)ΐιοπλ(χτης  κατέρχεται  προς  τά  έφιππος  έπΙ 
τοΰ  μηροΰ  πτυχή  τοΰ  πέπλου.  Φέρει  σάνδα?αχ, 
έπι{)^έτει  δε  τον  δεξιό\'  πόδα  επί  τοΰ  άριστεροΰ. 
Το  άνω  μέρος  τοΰ  σοηιατος  κλίνει  κατά  τι  προς 
τά  έ[ΐπρός,  ή  (χριστερά  δε  χειρ  κρατεί  ε'ις  το  υψος 
των  ώμων  αυτής  σκήπτρον  έρειδόιιενον  π?.α- 
γίως  έπΙ  τής  γής,  ένω  ή  προτεταμένη  δεξιά 
κρατεί,  ώσεί  προσφέρουσα,  δυο  στάχυς. . . . 

Ό  Ποσειδών  κάΒιιται  προς  αριστερά.  Ή 
ρίς,  το  στό[ΐα  και  ή  δεξιά  χειρ  εΐναι  βεβ?^,α[ΐ- 
μένα.  Ό  θεύς  κάίΗιται  έπι  τετραγώνου  λίθου, 
έχοντος  σχήμα  βράχου,  θέτει  τον  δεξιόν  πόδα 
έπΙ  προεξοχής  τοΰ  λίθου,  τον  δ'  άριστε- 
ρόν  έ'χει  προς  τά  όπισθεν  οΰτίος,  ώστε  ή 
πτέρνα  ερείδεται  έπΙ  τοΰ  λίθου.  Τό  ίμάτιον 
αύτοΰ  εΰρηται  περί  την  όσφύν,  τά  δ'  άκρα 
αύτοΰ  κείνται  έπι  των  μ)]ρών.  Ό  αριστερός 
βραχίων  εκτείνεται  οριζοντίως,  ό  δε  πήχυς 
ύψοΰται  εις  όρθήν  γωνίαν.  Οι  δάκτυλοι  τής 
ήμικλείστου  χειρός  οραίνεται  δτι  έκράτουν  την 
έπΙ  τοΰ  εδάφους  στηριζομένην  τρίαιναν,  ήτις 
δμως  δεν  έδη?ι.ώθη  πλαστικώς.  Ό  δεξιός  πήχυς 
αναπαύεται  έπι  τοΰ  μηροΰ,  έχων  την  χείρα  κρε- 
μαμένΐ]ν  προς  τά  εμπρός.  Έπι  τοΰ  ποσειδιο- 
νείου  κορμοΰ  είναι  τεθειμένη  ορθή  ή  κεφαλή, 
ένω  τά  βλέ[ΐματα  διευθύνονται  οξέως  κατ'εύ- 
■θείαν  προς  τά  εμπρός. . . . 

»  Θεά  τις  ϊσταται  προς  άριστεράν.Ή  κεφαλή 
είναι  άποκεκρουμένη,  ό  δεξιός  πήχυς  ελλείπει 
σχεδόν  καθ'  ολοκληρίαν  μετά  μέρους  τοΰ 
άγκώνος  καΐ  τής  χειρός•  έλλείπουσιν  οι  πόδες- 
τύ  δ'ίμάτιον  εΐναι  βεβλαμμένον  κατά  τά  εμπρός. 
Ή  θεά  ϊσταται  έπΙ  τοΰ  άριστεροΰ  ποδός,  φέ- 
ρουσα τόν  δεξιόν  πόδα  προς  τά  οπίσω.  Φορεί, 


0)ς  ((αίνεται,  άχειρίδϋ)τον  χιτώνίχ,  άνευ  άπο- 
πτύγματοςκαΐ  έζωσ^ιένον.  Τό  ίμάτιον  κ(χ?α)πτον 
την  κεφ'α?.ήνπεριβ(χλ?ιει  τους  ώμους  καΐ  τάκάτίΐ) 
τής  όσιρύος,  τριγο)νικόν  δε  σχηματίζον  διπλοΐ- 
διον  περί  τό  σώ[ΐα  υποδύεται  κίχτά  την  άρι- 
στεράν  πλευράν,  ένφ  δύο  άκρα  αύτοΰ  κατέρ- 
χονται π(/.ρά  τό  αώμα.  Ό  αριστερός  βραχίοιν 
περιβά,λλετίχι  κατά  τό  ήμισυ  υπό  τοΰ  ιματίου, 
ή  χεΙρ  έπι/^.αμβ(χνεται  κατά  τό  ίΉ()ος  τοΰ  στή- 
θους τής  άκρας  τοϋ  ιματίου•  ό  δεξιός  βραχίων 
κρέμ(χται  άπρακτων. 

Εξετάζοντες  τό  σύνολον  τής  σειράς  των 
ί)εών  τούτϋ)ν  εν  σχέσει  προς  την  σύνθεσιν 
παντός  τοΰ  (ίναγ?ιύφου  δεν  έχο[ΐεν  πολλά  να 
έπαινέσιομεν.  Έν  [ΐιά  λέξει,  καλλιτεχνική  σύν- 
θεσις  δεν  ύπίχρχει,  (χλλ'άπ?αΤ)ς  έξίοτερική  παοίχ- 
ταξις  τύποιν  μεμονωμένος  πλασΟέντων.  Οί 
θεοί  ούτοι  εΐναι  τύποι  άγαλμάτο^ν,  ών  αί  προε- 
?ί,εύσεις  κ(χΙ  τά  εις  [ΐνημεΐα  παράγίογα  θά  γνο)- 
σθώσιν  (χκριβέστερον  σίιν  τω  χρόνω.  ΚαΙ  δη 
εΐλ'αι  πάντες  παραστάσεις  ποιηθεΐσαι  τό  πρώ- 
τον (ός  [ΐε[ΐον{ομένα  (χγάλματα  (ή  Δημήτηρ  ϊσως 
αποτελεί  έξαίρεσιν).  Αί  αρχικώς  άσχετοι  αύται 
προς  άλλήλας  παραστάσεις  παρετάχθιισαν  περί 
τό  σώμα  τοΰ  βωμοΰ  είς  τυχαίαν  ποικί?>,ην  σει- 
ράν π?ι,ησίον  άλλή?ιθ)ν  καθήμενων  καΐ  ισταμέ- 
νων θεών,  εκάστου  αυτών  περιβαλλόμενου  υπό 
τόσον  πολ?.οΰ  χώρου,  ώστε  και  εκ  μό^-ου  τού- 
του αίρεται  πάσα  σχέσις  μεταξύ  τών  πλησίον 
άλ?ι.ήλθ3ν  τεΟειμένων  [ΐορφών. 

»  Αρχικώς  εΐχον  άπεικονισθή  έπΙ  τοΰ  βωμοΰ 
δώδεκα  θεοί,  ών  οκτώ  διεσώθησαν  σχεδόν  έξ 
ό/.οκ/.ήρου-  τών  σωζόμενων  δε  δύναται  μετ'  άπο- 
Λυτού  ρεραιοτητος  να  ονο[ΐασι(ωσιν  ες,  ήτοι  ο 
Ζευς  μεταξύ  τής  "Ηρας  καΐ  τής  Άθι^νάς,  όπι- 
σθεν τής  Ήρας  ό  Άπόλ?ι,ων,  προσέτι  δε  παρά 
τήν  Άθηνάν  ή  Δημήτηρ  και  ό  Ποσειδών. 
Αί  παρά  τόν  Απόλλωνα  και  τόν  Ποσειδώνα 
δύο  θεαΐ  δεν  δύνανται  ασφαλώς  νά  όνομασθώ- 
σιν.  Ή  συμπλήρωσις  τοΰ  ιιεγάλου  κενού  φαίνε- 
ται ακατόρθωτος,  τό  πολύ  δε  δύναταί  τις  νά  φαν- 
τασθή,  ποίοι  θεοί  εχουσι  μείζονας  πιθανότητας 
δτι  είκονίζοντο  είς  τό  έ?ιλεΐπον  μέρος». 


163 


Τά  ανάγλυψα  πλψ'  των  επιτύμβιων 


Περί  της  λατ^είας  των  δώδεκα  θεών  (το 
δωδεκάΰ•εον)  καΐ  τών  εΙς  αυτήν  αναφερομέ- 
νων πηγών  καΐ  μντιμείων  πολ?Λΐ  τών  σοφών 
έπραγματεύθησαν  μέχρι  τοΰδε  \  παρ'  οΐς,  κυ- 
ρίως δε  τω  ΡεΙεΓί^εη  και  ΡΓθ11βΓ-ΚοΙ)6Γΐ,  ϊδε 
μνημονευόμενος  ή  παρατιΰεμένας  τάς  αρχαίας 
πηγάς.  Άρχαιότατον  ϊχνος  της  λατρείας  ταύ- 
της φαίνεται  ή  εν  τω  όμηρικώ  ΰμνω  εις 
Έρμήν  (στίχ.  128)  απαντώσα  παρά  τοΰ  {)εοί3 
τούτου  διαίρεσις  εΙς  δώδεκα  μοίρας  τοΰ  κρέα- 
τος της  θυσίας.  Αί  μυθολογικαι  παραδόσεις 
άναφιέρουσι  τοιούτους  βωμούς  δώδεκα  θεών 
ίδρυΟέντας  υπό  τοΰ  Δευκαλίωνος  εν  Θεσσαλία, 
υπό  τοΰ  Ηρακλέους  εν  'Ολυμπία,  υπό  τοΰ 
Ιάσονος  ή  τών  υίών  τοΰ  Φρίξου  είς  την  εϊσο- 
δον  τοΰ  Πόντου,  υπό  τοΰ  Αγαμέμνονος  είς  τό 
Λεκτόν  ακρωτήριον  της  Τρωάδος.  Έν  τοις 
Λεοντίνοις  της  Σικελίας  αναφέρεται  ως  υπάρ- 
χων βωμός  τών  δώδεκα  θεών  ήδη  προ  της 
έποικήσεως  τών  άπ'  Ευβοίας  Χαλκιδέων. 
Αρχαιότατος  δμως  τών  ήμΐν  έκτων  ιστορικών 
χρόνων  γνωστών  βωμών  τών  δώδεκα  θεών 
ήτο  ό  έν  Άΰήναις  ιδρυθείς  έν  τη  αγορά  υπό 
Πεισιστράτου  τοΰ  νεωτέρου.  Έν  Αθήναις 
υπήρχε  και  στοά  γραφάς  έχουσα  '&εούς  δώ- 
δεκα καλουμένους^,  συχνά  δ'άπαντά  ενταύθα καΐ 
άλλως  ή  λατρεία  τοΰ  δωδεκαθέου. Αναφέρονται 
προσέτι  έν  τοις  ίστορικοΐς  χρόνοις  είς  πλείστας 
άλλας  πόλεις  αγάλματα,  εικόνες,  βωμοί  και 
ναοί  τών  δ(ί)δεκα  θεών,  καΐ  δή  έν  Μεγάροις 
έν  τφ  ναώ  Αρτέμιδος  Σωτείρας  «αγάλματα 
τών  δώδεκα  6νομαζομέ\•ων  ϋ^εών,  έργα  είναι  λεγό- 
μενα Πραξιτέλους»  (Παυσαν.  Ι,  40,  3),  έν  Θελ- 


'  "Ιδε  κυρίιος,  πλην  τών  έν  τφ  ανωτέρω  ειδική  βιβλιογρα- 
φία, τους  Ε.  ΟοΓΐιαΓ(5,  ϋΙ>βΓ  άίε  ζννοΐί  ΟοΙίετ  ΟΓίεοΗβηΙαηίΙδ, 
ΒβΓίίη  1842. — ί..  ΡτεΙΙεΓ  ϋΐ)6Γ  (1ϊ5  Ζ^νοΙίςοΙΙεΓϊγδΙβιη  άατ  Οτίΐ- 
οΐιεη  (ΥεΓΚαπάΙπη^οη  <1εΓ  9.  ΥεΓδαηιΙιιπ^  (ΙευΙδοΗεΓ  ΡΗίΙοΙο^εη 
Ζ11  }βη3  184()).  —  ΟΗγ.  ΡεΙεΓβεη,  Οαβ  ΖνροΙί^οΙΙεΓδγδΙειη  άετ 
Οηεοΐιεη  ιιη(3  ΚοπηεΓ.  ΕπδΙε  ΑΙιΐΗείΙϋη^,  ϋ»δ  Ζννδί^οΙΙεΓβγδΙεπι 
<1εΓ  Οήεοΐιβη  ιιπίΐ  Κοπιετ.  ΙΐΕΐηΙίΐΐΓβ  1868.  (νεΓζείοΗηϊδδε  ι3βΓ 
νοΓίεδυη^εη  ίιη  ΗίΐηιΙιυΓ^ίϊοΗεη  Αΐίΐά.  υικί  Κ6ΐ1-0)Ίηπ&5ίιιηι). — 
Ρ.  Ο.  ννεΙοΙίβΓ,  ΟΓίεοΗίδϋΙιε  ΟοίΙεπΙεΙίΓε  Β<1.  II  (1860)  δ.  163-177: 
ϋίβ  ΖνροΙί^οΙίεΓ.  —  1.ε1ΐΓ5,  ΡοραΙΪΓε  ΑυίδϊΙζε,  2  Αιιίΐ.  δ.  235  2. — 
ΡΓ8ΐ1εΓ-ΚοΙ)εΓ(,  ΟήβοΙι.  Μ^ΐΗοΙο^ίβ  α.  3.  Ο. — Ο.  ΜίΐιίΓεΓ,  Οε  εγϊϊ 
θΓ3εοθΓυΐϊΐ  ρ1ιιπΙ)Η5  <1εί8  ίη  οοηιηιαηβ  ροδίΐίϊ.  Οίπηδίϊάΐ  1885. — 
Ο.  Οΐ11)εΓΐ,  ΟΓίβοΗϊδοΙιε  ΟοΙίειΙεΚΓε  (1898)  δ.  504-505. 


πούση  της  Αρκαδίας  «ϋ^εών  ιερόν  τών  δώδεκα», 
έν  Δήλω  Αωδεκάϋ^εον,  βωμός  έν  Αχαιών  λιμένι 
της  Αίολίδος,  προς  δε  ?ιατρεία  αυτών  έν  Μη- 
τροπόλει  τη  παρά  τη  Έφέσω,  έν  Ξάνθο)  της 
Αυκίας  κτλ. 

Κρίνων  δέ  τις  έκ  πολλών  τών  λεπτομερειών 
τής  επεξεργασίας  τών  τύπωΛ'  τών  θεών  τοΰ 
ανάγλυφου  ημών,  περί  ων  ορθότατα  αποφαί- 
νεται ό  δγΒεΙ  (ϊδε  ανωτέρω  σελ.  168),  δτι  άντι- 
γράφουσι  τύπους  αγαλμάτων  μεμονο)μένων, 
ήδύνατο  να  άποφανΟή  δτι  ούτοι  αναφέρονται 
είς  αγάλματα  Πραξιτελείου  τεχνοτροπίας.  Έν 
τοιαύτη  περιπτώσει  ουδόλως  άπίθανον  είναι 
πάσαι  αί  έπι  τοΰ  βωμοΰ  ημών  παραστάσεις  νά 
είναι  άντίγραίρα  τών  μύλ'ίον  έκ  τών  πηγών  γνο}- 
στών  ήμΐν  άγαλμάτ(ι)ν  τών  δϋ)δεκα  θεών,  ήτοι 
τών  παρά  τοΰ  Αθηναίου  καλλιτέχνου  Πραξιτέ- 
λους ποιηθέντων  \  ίδρυθέντων  δ'  έν  τω  έν 
Μεγάροις  ναώ  Αρτέμιδος  τής  Σωτείρας,  ης  τό 
άγαλμίί  τής  λατρείας  έποίησεν  ό  Στρογγυλίων. 
Άλλα  τό  ζήτη[ΐα  τοΰτο  τής  αναφοράς  τών 
τύπων  τοΰ  βωμοΰ  ή[ΐών  είς  τά  έν  Μεγάροις 
Πραξιτέλεια  πρωτότυπα  δεΐται  ιδιαιτέρας  δλως 
μελέτης,  τοΰ  βωμοΰ  ημών  δντος  ενός  τών 
σπουδαιότατων  διά  τήν  ίστορίαν  τής  αρχαίας 
καλλιτεχνίας   μνημείων. 

Ιδ.'Αρι^.  1733.  (Πίναξ  XX 1 7  και  XX 17/). 
Τό  βά-θ•ρον  τον   Βρνάξιδος  -. 

Βάσις  έκ  παρ  ίου  [ΐαρμάρου,  ύψους  0,32, 
πλάτους  0,75,  ευρεθείσα  τη  26  Μαΐου  1891 
έν  ταΐς  σκαφικαΐς   έργασίαις  προς  κατασκευήν 


'  Περ'ι  τούτων  πβλ.  ΚΙείη  έν  ΑγοΙι.  ερΊ§Γ.  ΜϊΐΛείΙ.  &ιΐ5 
ΟεδΙεΓΓ.  IV.  13.  —  ΟνεΛεοΙί  Ι\  500.  —  ΒΓοηη,  δΐΙζυη25ΐ)εΓ.  ά. 
βϋγβτ.  Αί&ά.  1880  δ.  446. 

^  Βιβλιογραφία  :  ΤΗ.  Ηοπιοΐΐβ,  ΝοιινεΙΙε  ίηδΟΓίρΙϊοη  άέοονι- 
νεηε  1ε  26  Μίί:   ΒαΙΙ.  <1ε  Οογγ.  ΗεΠέηΙςυε  1891,  ρ.  369-73. 

Π.  Καββαδίας,  ΣπουδαΙον  εύρημα  έν  Ά•θήναις  :  Άρχαιολ. 
Δελτίον  Τόμ.  Ζ',  1891  σ.  34-36,  άρ.  6  (μετά  ίχνογραφήματος 
τής  έπιγραιρής  τοΰ  βάθρου)  και  σελ.  89. 

Α.  ΛόλλιγΗ,  Τό  βάθρον  τοΰ  Βρυάξιδος  :  Αυτόθι,  σελ.  52-62. 

(ννοΙίβΓδ)  :  ΑιΗεη.  ΜΙΙΙ.  XVI  (1891),  δ.  252. 

ΤΗ.  Κείηαοΐι :  Κεν.  έι.  Οπεοςαεί  1891  ρ.  191. 

1-.  Οοιανε,  Βαίε  ροπαπί  1&  δϊςηίΙυΓε  <1ε  ΒΓγ£ΐχΐ$ :  Βυΐΐ.  (1ε 
ΟοΓΓ.  Ηεΐΐέηίιιυε  1892,  ρ.  550-559,  ρ1.  III  εΐ  VII. 


164 


Λα% 


ονοα    Έριιοϋ 


ττ\ς  υπογείου  σχ\{}αγ''{ος  της  τοϋ  οι^ηποί^ρόμου 
Αθηνών  Πειραιώς  προεκτάοείος  άπο  τοϋ 
στα{)[(θΰ  τοΰ  ναοϋ  τοΰ  ΊΚραίατου  (Ηηπήου) 
(ΐεχρι  της  πΐΜΧζίας  της  Ό(ΐονοίας,  και  ίίί|  εν 
τώ  τ(ΐήματι  αυτής  τω  κειμένο)  ακριβώς  προς 
βορράν  και  κάτο)\)εν  τοΰ  ?.εγομένου  θησείου, 
τω  πλ(χισιου[ΐένω  προς  βορράν  μεν  υπό  της 
παραλλήλου  τη  οήραγγι  όδοΰ  τοΰ  Αδριανού, 
προς  ανατολάς  δε  και  δυσιιάς  υπό  τής  όδοΰ 
και  τής  λεοχρόρου  τοΰ  Θησέως  '. 

"Εκείτο  δε  ή  β(χσις  κατά  χώραν  έδραζομένη 
έπΙ  όμοιοσχή(ΐου  και  περίπου  ίσυϋψοΰς  (0,29) 
υποβάθρου  (ϊδε  πίν.  XXVI)  εκ  Πειρα'ίκοΰ  λί- 
θου επιμελώς  πανταχόθεν  λελεασ[ΐένου  (άρα 
υπερέχοντος  επίσης  τοΰ  εδάφους),  εις  βΐίθος  5 
μεν  μέτρων  υπό  την  έπιφάνεια\'  τοΰ  (χνίχσκα- 
φέντος  εδάφους,  14  δε  υπό  την  γραμμή  ν  τοΰ 
στηλοβάτου  τοΰ  «Θησείου»,  πλησιέστατα  (προς 
Β)  αρχαίου  τινός  τοίχου,  ου  [ΐικρόν  [ΐόνον 
μέρος  προέκυψε  κατά  τήν  άνασκαί()ήν. 

ΚαΙ  αϊ  τέσσαρες  π}.ευραι  τοΰ  βάθρου  τούτου 
είναι  κεκοσμ^ιμέναι  δι'  άναγλύπτων  παραστά- 
σεων και  επιγραφής.  ΈπΙ  τής  κυρίας,  ήτοι  τής 
προς  τόν  θεατήν  έστραμμένης  ποτέ  πλευράς, 
εΰρηται  ή  εξής  επιγραφή,  γράμμασι  τοΰ  μέσου 
τής  Δ' π.  Χ.  εκατονταετή  ρ  ίδος: 

φΥΛΑΡΧΟΥΝΤΕ^ΕΝΙΚΩΝΑΝΘΙΠΠΑΣΙΑΙ 
ΔΗΜΑΙΝΕΤΟΣΔΗΜΕΟΠΑΙΑΝΙΕΥΣ 
ΔΗΜΕΑΣΔΗΜΑΙΝΕΤΟΠΑΙΑΝΙΕΥΣ 
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣΔΗΜΑΙΝΕΤΟΠΑΙΑΝΙΕΥΣ 

ΒΡΥΑΪΙί     ΕΠΟΗίΕΝ 

Έπι  εκάστης  δε  τών  ?.οιπών  τριών  πλευ- 
ρών υπάρχει  πανομοία  άνάγλυπτος  παράστασις 


π.  Καββαδίας,  Νίκη  έ|  ΆθΊμ'ών  και  τό  βάΰρον  τοϋ  Βρυά- 
ξιδος  :  Έφημ.  "Αρχαιολ.  1893,  σελ.  40-48,  Πίνακες  4-7. 

Οίβΐιΐ :  Κβν.  Ει.  5Γ6οςιΐ65  1894,  ρ.  219. 

8.   ΚείπΗοή  :   ΟαεεΗε  άβ5  Βε^ιιχ-ΑΓίϊ   1894  1="•  Μϊγ5  ρ.  225. 

Μ.  Οοΐΐίςηοη,  ΗίδΙοΪΓε  άε  1ι  δοιιΐρΐϋτε  §Γεοςιιε,  νοί.  Π 
ρ.  306-308,  ίί^•  1δ6,  157  καϊ  ΟοΠίςηοη  -  ΒαυιπβΒΓίεη,  ΟβδοΗ. 
ΛεΓ  ^Ηεοΐι.  Ρΐαδί!^  Βά.  II  δ.  328-. 530. 

ΟΙ.λ.  IV.  2.  ΐ3θ5'=. 

ΟίΜβηΐ56Γ6εΓ,  810  ^^  687,  1. 

Ο.  ΚοΙ)βΓΐ,  ΒΓ7ίΐχΪ5 :  ΡίϋΙγ-λΥίδδΟΛν»,  Κεαΐ  Εηογοί.  Βά.  111 
δ.  918. 

'  "Ιδε  τό  έν  Β€Η  1891.  ρ.  386  τοπογραφικόν  σχέδιον. 


ίππέως  έπΙ  ίππου  βαδίζοντος  προς  μέγαν  τρί- 
ποδα, ίδρυμένον  έπι  χα[η|λής  βάσείος,  έκ  δύο 
δΐ(Χ([(')ρου  μεγέθους  πλίλ'θων  (ίποτελουμένης. 
Τοΰ  τρίποδος  τούτου  τό  υψος  φϊΐάνει  μέχρι 
τής  γραμμής  τής  κεφαλής  τοΰ  ίππέως.  Είναι 
δε  οί  τρεις  ιππείς  ούτοι  οΰτω  διατεθειμένοι  έπι 
τοΰ  βάθρου,  ώστε  ό  τήν  έπιγραφήν  τής  κυρίας 
πλευράς  (Α)  άναγινο)σκων  βλέπει  τους  ίππείς 
τών  δύο  πλαγίων  πλευρών  (Γ3  καΐ  Γ)  συμμετρι- 
κώς  έρχυ[ΐένους  προς  τόν  προς  τό  μέρος  αυτού 
ίδρυμένον  τρίποδα  εκάστης  π?^ευράς,  ένφ  ό  τής 
όπισθίας  πλευράς  (Δ)  βαδίζει  ώσει  άκο?>,ουθών 
τόν  ιππέα  τής  πλευράς  (Β).  (Ίδέ  τό  ενταύθα 
παρεντιθέμενον  σχή[ΐα.  Τό  δε  παρά  Καββαδίου 
δη  [ΐοσιευΟέν  εν  Έφ.'Αρχ.  ε.  ά.  είναι  έσίμχλμένον). 


Τρίπους      α 


Ίππεύς 


Επιγραφή 

ΚαΙ  οί  τρεις  ούτοι  ιππείς  εικονίζονται  ώς 
άνδρες  τής  αυτής  ηλικίας  καΐ  τών  αυτών  χα- 
ρακτηριστικών, έχοντες  τήν  κό[ΐην  καΐ  τόν 
πο)γωνα  βραχείς  και  αδρούς,  επιβαίνοντες 
ΐπποον  πανομοίως  ά?ς?ιήλοις  βαδιζόντων,  έγεί- 
ροντες  τήν  δεξιάν  χείρα  όμοιοτρόπως  εις  ση- 
μείον  λατρείας  τοΰ  θείου,  κρατούντες  τή  αρι- 
στερά τά  χρώ[ΐασί  ποτέ  δεδη?^ωμένα  ηνία" 
φέρουσι  δε  χιτώνα  βραχύν  καΐ  έζωσιιένον  περί 
τήν  όσφύν  οΰτως,  ώστε  σχηματίζεται  μέγα  άπό- 
πτυγμα  κα?ιύπτον  εντελώς  τόν  ζωστήρα.  Έν 
γένει  δ'  ειπείν,  εικονίζονται  και  οί  τρεις  άνευ 
ιδιαιτέρων  προσωπικών  γνωρισμάτων,  δπως 
συμβαίνει  εις  τάς  επιτύμβιους  μορφάς  τής 
αυτής  Δ'  π.  Χ.  έκατονταετηρίδος. 

Είναι  δε  ούτοι  προφανώς  οί  υπό  τής  επι- 
γραφής δη?.ούμενοι  τρεις  Παιανιεΐς  Άθΐ]ναΐοι 
φύλαρχοι  Δημαίνετος  Δημέου,  Δημέας  Δημαι- 
νέτου  καΐ  Δημοσθένης  Δημαινέτου,  ήτοι  ό 
πατήρ  καΐ  δύο  υίοι  αυτού,  νικήσαλ'τες  διαδοχι- 


165 


Τά  ανάγλυψα  πλην  τών  ίπηνμβίχον 


κώς  εν  τώ  άγώνι  της  άνθιππασίας.  Και  ψνλαρ- 
χος  '  μεν  έκαλεϊτο,  ώς  γνωστόν,  ό  καθ'  έκάστην 
τών  δέκα  αττικών  φυλών  άρχων  τοΰ  ιππικού, 
ήτοι  τών  εκατόν  ιππέων  φυλής,  τε?ιών  ύπύ  τους 
δύο  ιππάρχους  της  πόλεως,  ών  έκαστος  προΐ- 
στατο  πέντε  ^νι\(ϊ>ν.' Λ\•ϋ•ιππασία  δε  (και  ()ιιππα- 
οία)  έκαλεϊτο  ό  ιππικός  άγ(ό\',  ή  τώ\'  ιππέων 
άμιλλα  -  εν  τοις  Παναθηναίοις,  Θησείοις  και 
'Ολυμπιείοις^,  ην  περιγράφει  ό  Ξενοφιών  έν 
τω  Ίππαρχικω  (3,  1 1  κ.  εξ.)  ώς  εξής-  "Οταν  γε 
»μήν  έν  τω  ίπποδρόμφ  ή  έπίδειξις  ή,  καλόν  μεν 
»οΰτω  πρώτον  τάξασθαι  ώς  αν  έπι  μετώπου 
»έμπλήσαντες  ίππων  τον  ίππυδρομον  έξελά- 
»σειαν  τους  έκ  τοΰ  [ΐέσου  ανθρώπους*.  Κα?ιόν 
»δ',  έπεί  αϊ  φυλαΐ  έν  τη  όνθιππασία  φεύγουσί 
»τε  αλλή?ι,ας  και  διώκουσι  ταχέως,  όταν  οι 
«ίππαρχοι  ήγώνταιταΐς  πέντε  φυλαΐς,  έκατέρας 
»διελαύνειν  τάς  φυλάς  δι'(ΐλλήλων.  Ταύτης  γαρ 
»τής  θέας  τό  τε  αντιμέτωπους  προσελαύνειν 
»άλλήλοις  γοργόν,  τό  τε  διελάσαντας  τόν 
»ίππόδρο(ΐον  άντίους  πάλιν  στήσαι  (χλλήλοις 
»σεμνόν,  καΐ  τό  άπό  σάλπιγγος  αύ  το  δεύτερον 
»θάττον  έπελαύνειν  καλόν,  στάντας  δε  ήδη 
»τό  τρίτον  αΰ  από  [της]  σάλπιγγος  χρή  τάχιστα 
»άλλήλοις  έπελαύνειν,  και  διελάσαντας  εις 
»κατάλυσιν  ήδΐ]  έπι  φάλαγγος  απαντάς  κατα- 
» στάντας,  ώσπερ  εί(ί)Οατε,  προς  την  βουλήν 
» προσελαύνειν.  Ταΰτά  μοι  δοκεΐ  πολεμικιότερά 
»τε  φαίνεσΰαι  αν  και  καινότερα.  Τό  δε  βραδύ- 
»τερον  μεν  τών  φυλάρχων  έλαύνειν,  τόν  δ '  αυτόν 
»τρόπον  έκείνοις  ίππεύειν,  ουκ  άξιον  ίππαρχίας». 
Ό  Ηοηιοΐΐβ  (έ'.  ά.  ρ.  370)  σχετίζων  τό  χωρίον 
τοΰτο  τοΰ  Ξενοφώντος  προς  την  έπι  τοΰ  βά- 
θρου διάταξιν  τών  ιππέων  φρονεί  δτι:  ρΐ&αέδ, 
εοηιιηε  ίΐ»  Ιε  8οη1;,  ί^ατ  Ιβπ  ίίΐ068  Ιο,ΐέτ&ΐεδ,  Ιε^ 
ρθΓδοηη᧕68  άα  1;)ίΐ!5-Γβ1Ϊ6ί  οηΐ  Γπϊγ  άε  ιηεηεΓ 


'  ΆριστοτΕλ.  Άθην.  Πολιτ.  61,5 — Πολυδ.  Η',  94 — Άρπο- 
κρατίων  και  Σουΐδας  έν  λ. — Βεΐίΐίβτ  Αηβο<1.  Ογ.  312,.52 — ΜαΓίίπ 
1^05  0»ν3ΐΐεΓ5  ίΐΐ1ιβπί6η5  ρ.  394  —  Γίλβερτ,  Έγχειρ.  άρχαιολ. 
(μετάφρ.  Ν.  Πολίτου)  σελ.  294  καΐ  401. 

■^  Ησύχιος  έν  λ.  άνθιππασία — ί^ουΐδας  έν  λλ.  άνιππασία, 
άνθιοτπασία  και  διιππασία — ΒεΙίΙίεΓ,  Αιιεοά.  θΓβς.  ρ.  404.  2. 

"  Ι^οΙΗηβ  έ.ά. 

'  Πβλ.  άνίοτέρο)  σελ.  12,'3. 


1βιχΓ8  ΐΓοαρβδ  ίίΓεηοοηΙιτ  Γιιηε  άβ  ΓίΐιιΐΓε;ΐΕΐηάΪ5 
ςυε  Ιε  ΐΓοίδϊέιτιε,  οεΐιιί  άε  Ια  ί^εε  ροδΐέΓίευΓε, 
ρίΐΓίΐίΙ  ΓβνεηΪΓ  ρΓβηάΓε  δα  ροδΐΐΐοη  ά'ϋΐίίΐηιιε, 
3.ρΓέδ  ίΐνοΪΓ  οΗ&Γ§-έ  εΐ  εΓοϊδέ  δοη  &άνεΓδίΐίΓε.  Οη 
ίΐιΐΓίΐίΐ:  ίΐϊηδί  ΓερπέδεπΙέ  Ιεδ  άίνεΓδεδ  ρΗίίδε»  άε 
Ιίΐ  ηΐίΐηοεανΓε;  εερεηά&ηΐ;  ί1  δε  ρεαΐ  ηαε  ΓίίΓΓαη- 
§-εΓηεηί  αίΐ  είέ  ^άορίέ  ρουΓ  οίεδ  πίΐϊδοηδ  εδίΗέ- 
Ιϊί^αεδ  οίε  δγιηπιέίπε.  Καθ  ημάς  δμως  τό  άοπλον 
τών  τριών  φυλάρχο)ν  και  ή  ?ι,ατρευτικώς  υψού- 
μενη, υπό  τό  τυπικύν  σχήμα  τής  τοΰ  θείου 
προσκυνήσεως,  δεξιά  αυτών  δηλοΰσι  σαφώς 
δτι  δεν  πρόκειται  περί  στιγμής  τίνος  τοΰ  αγώ- 
νος τής  άνθιππασίας,  ά/^ιά  περί  τής  πολύ  [ΐετά 
την  νίκην  και  τοΰ  τρίτου  Γρυλ(/.ρχου  στιγμής 
εκείνης,  κα9'  ην  και  οί 
τρεις  ούτοι  άπό  κοινού 
ίδρύσαντες  τοΰτο  το  οί- 
κογενειακόν  αυτών  ιπί)- 
μείον  εύχαριστούσινέγεί- 
ροντες  την  δεξιάν  έπι 
ταΐς  νίκαις  τής  οικογε- 
νείας αυτών  την  θεότητα, 
ην  έθεσαν  έπι  τοΰ  μνη- 
μείου αυτών.  Τό  αυτό 
ακριβώς  βλέπομεν  ποι- 
οΰντα,  έπΙ  αττικού  τίνος  αγγείου,  πρό  μνη[ΐείου 
ακριβώς  ομοίου  τώ  ήμετέρ(ρ  τόν  άναΟέντα 
αυτό  "Αθήναιον  εύπατρίδην  (είκ.  114) '.  Οί  δε 
έπΙ  τής  βάσεως  εικονιζόμενοι  πρό  εκάστου  τών 
νικητών  φυλάρχων  τρίποδες  εΐναι  βεβαίίος  τό 
άθλον  τής  έν  (λνθιπ;πασία  νίκης.  Ούτω  καΐ  έν 
κερα(ΐογραφία  τινί  βλέπομεν  τόν  νικητήν  Ιππέα 
άποκομίζοντα  τρίποδα  ώς  άΐΐλον  -. 

Έπι  τής  άνω  επιφανείας  τοΰ  βάθρου  υπάρχει 
κυκλική  προεξοχή  (ύψους  0,05  καΐ  διαμέτρου 
0,49),  έ'χουσα  μεγάλΐ]\'  και  βαΟεΐαν  όπήν  προς 
έγγό[ΐφωσιν  ιωνικού  κιονίσκου,  έφ'  ου  πάντως 
ήτο  ίδρυ^ιένον  τό  από  κοινού  υπό  τών  τριών 
φυλάρχων  ιδρυθέν  αφιέρωμα.  Πολλοί  ύπέλαβον 


ΕΙκών     114. 


•  Κοβιη.  ΜΐΙϋ.  XII  (1887)  5.  318^0οαν6  :  Κεν.  Εΐ.  ΟΓβοίΐυβδ 
1899  ρ.  185. 

■^  ΟβτΗαΓ^,  Αυ5€Γΐϋ56ηι;  να5οηΙ)ί1<1θΓ  ΐν  δ.  17  Τ&ί.  247^Κ€ί- 
ηο-οΗ,  ΚέρβΓίοΓΐο  άβδ  ναδβδ  ρβϊπΕδ  Π,  ρ.  124 — Οοανο  έ'.  ά. 


—  166 


Α  ί'ϋονοα    Έρμο  ϋ 


(τα\'  βτι  τΛ  (ί<(>ιι'~ο(ΐ)ΐΐ(/.  τοΠτο  !)(/.  ήτο  /(/.λκοΠς 
τρίπους.  'Αλλ'  ιί  και  νπά[}'/ονπι  πολλά  παπίχ- 
δείγμιχτίχ  τίΐιοιΊτίον  ρπΐ  κκη'ονν  ί|  βίίσίίον  (η'«- 
ί)Ί](((ίτικ(ον  τριπόίΐον.  νοιιίζω  οτι  ή  ί'πι  της  {VI.- 
πΐίης,  τρις  απεικόνισις  τών  εν  τοις  ίππικοΐς  άγώπι 
κερί^ανϋέντων  τριών  τριπόίίίΟΑ'  οΓ'/Ι  ικη'ονκαΟι- 
ατ(7.  πρριττί|ν  κ(/1  ίϋ)  μονότονον  την  ,ταρουσίαν 
τι•τ(χρτου  τρίπ()^ϋς  έπί  της  (^(ίσε(»ς.  άλλα  κα,ι 
!•πιβ(χλ?ιει  Γ|[ΐ1ν  την  σκέι|Ην  οτι  άλλο  τι  αημαντι- 
κ(ότερον,  γενικοκερον  καΐ  ίερώτερον  9ά  ήτο  το 
κοαμοϋλ'  το  οίκογενειακον  τοϋτο  [ΐνημεΐυν  τ(Τ)\' 
τριών  Γρυ?αχρχ{ον.  Ευτυχώς  ολίγας  ή [ΐέρας  [ΐετά 
την  άποκ(/.λιη|Ην  τΓις  β(χσι•(ΐκ  κ(ίΐ  είς  ιιικράν  α.πά- 
στασιν  (ί)()  μέτρων)  (χϋτής  εύρέίΐιι  άγαλ[ΐα  γυ- 
Λ'αικεΐον  άκέίραλον  έντετειχισ[ΐένον  εν  ιιεταγενε- 
στέρω  τινι  τειχίσ[ΐατι  (ϊδεπίν.  ΧΧΥΊΙ).  Αϊ  δε  τί) 
βάσει  τοϋ  Βρυάξιδος  αυ[ΐφα)νοΰσαι  διαστάσεις 
αύτοΰ  (σωζό(ΐενον  ΰψος  1,10),  τύ  εις  το  κάτο) 
μέρος  αύτοΰ  σωζό[ΐ!-Λ'θΛ'  ειιβολονπρος  έγγόμφίο- 
σιν  έπΙ  βάίΐρονι  η  κίονος,  η  ταυτ()της  τοΰ  [(αρ[ΐά- 
ρου  καΐ  ή  όμοκίτης  της  τεχνοτροπίας  καΟιστώσι 
πιΰανωτάτιιν  τί|ν  ηδη  άμ(ί  τΓ|  (ϊνακαλύψει  τοϋ 
αγάλματος  προταΰεΐσαν  εν  Άι)ΐ]ναιςύπό  διαφό- 
ρων γνώμην,  οτι  το  άγαλμα  τοΰτο  εΐναι  τό  ποτέ 
έπΐ  της  βάσεο)ς  τοΰ  Βρυάξιδος  ίδρυμένον  οίκο- 
γενειακον άνά{))]ΐια  τών  τριών  (ρυλάρχων.  'Αλλ' 
ό  εν  ττ)  Άρχαιολ.  Έφη[ΐερίδι  πρώτος  δη^ιοσιεΰ- 
σ(/.ς  τή\'  γνιοιιην  ταυτην  Καββαδίίχς,  απατηθείς 
ύπί)  της  (ηιοιότητος  της  ήνε[ΐω[ΐένης  στάσεως 
τοϋ  αγάλματος  τούτου  προς  έκείν)]ν  δια(ρ<)ρο)ν 
Νικών  αναλόγων  τη  τοϋ  Παιωνίου,  άπε(ρ(/.νΟη 
οτι  και  τοΰτο  παριστά  την  ϋεάν  Νίκην.  <  Παρα- 
δόξως δριως  —  προσθέτει  —  δεν  έ'χει  πτέρυγας, 
ώστε  έκληπτέα  ως  Νίκη  άπτερος(!)!.  Παρατη- 
ροϋ[ΐεν  δ'δριως  οτι  ή  •9εά  Νίκη  ουδέποτε^  ύπήρ- 
ξεν  άπτερος,  προς  δε  οτι  πασίγν(οστον  εΐναι  οτι 
ύπό  τοΛ'  όρισμόν  Νίκΐ]  άπτερος  δΐ]λοΰσΐΛ'  οί  αρ- 
χαίοι ούχι  τί|ν  θεάν  Νίκιρ',  άλλα  τί|ν  Άΰηνάν 
η  την  Άφροδίτην-.  Αθηνά  δε  ή  "Αφροδίτη 
βεβαίως  δεν  εΐναι  τό  περί  ου  ό  λόγος  άγαλμα. 


Κατ'  έ[ΐέ,  το  εν  βκχίγ  κινήσει  και  μετ'  ήνε- 
μωμένων  ένδυμ(χτ(ι)ν  εΐκονιζόιιενον  άγαλμα, 
τοϋτο  ούδεν  άλλο  είναι  ή  μία  τών  Νηρηΐδ(ΐ)ν, 
(ί)ς  δυνίχται  νά  πεισϋΐ)  πάς  τις  πίχραβάλλίον 
(/.ΰτΐ|ν  προς  τάς  πασίγνωστους  Νηρηίδας  τοΰ 
έν  Ξάνίΐω  της  Καρίας  περίφημου  μνημείου 
τών  Νηρηΐδ(ΐ)ν  ',  ων  τίνες  είναι  σχεδόν  άπαρίχλ- 
λακτοι  προς  την  ήμετέ-  ^ 

ρ(χν  (είκ.  1 1  ό,  πβλ.  την 
πτύχωσιν  τοΰ  στήθους). 
Άλ?ι.ά,  έρωτα  τις,  τίν(ί 
σχέσιν  δύναται  νά  έχη 
Νηρηΐς  προς  την  τρΙς 
έν  ίττιιικοϊς  άγώσι  νική- 
σασιχν  οίκογένειαν  τοϋ 
Λη  [ΐαινέτου ;  Άπάντησιν 
είς  τό  έρίότημα  τοϋτο  ^ 
παρέχει  όχι  τόσον  ή  πα- 
σίγνο)στος  στενή  σχέσις 
τών  Νηρΐ]ΐδων,  ών  [ΐε- 
ταξύ  ή  Ίππονόη  και  ή 
'Ιπποθόη,  προς  τους  ίπ- 
πους, άλλα  κυρίως  τό 
γεγονός  της  ήδη  παρά 
πολλών  τών  νεωτέρων  - 
ταυτίσεως  τοΰ  Δημαινέ- 
του  Δη[ΐέου  ΙΙαιανιέως,  νικητοϋ  και  πατρός  τών 
επίσης  νικτ]τών  Λημέου  καΐ  Δημοσθένους,  προς 
τόν  ό[ΐώνυμον  καΐ  εκ  τοϋ  αρχαιοτάτου  άττικοϋ 
γέλ'ους  τών  Βουζυγών  ^  καταγόμενοΛ'  Αθή- 
ναιον, τόν  υπό  τοΰ  Α'ισχίνου  (II,  78)  και  Ξενο- 
φώντος (Έλλην.  Υ,  1,  10  καΐ  26)  άναφερόμενον 
ώς  Ί^κατανανμαχήσαντα»  μεν  έν  τώ  Κορινθιακώ 
πολέ[ΐω  Χίλωνα  τόν  τών  Λακεδαιμονίων  ναύαρ- 
χον,  μετά  δε  τοϋ  Χαβρίου  επίσης  νικήσαντα 
έν  έτει  388/7  π.  Χ.  τόν  μετά  δοίδεκα  πλοίων 


Ε[κο>ν     ιΐ5• 


'  "Ιδε  ΒυΙΙβ  έν  ΚοδοΙιβι'δ  ΜγΐΗ.  Ι,εχ.  Βά.  II.  5.  316  <ί.  (Νίί-ε). 
■'  Βιβλ.   Διεθν.  Έφίμιερ'ις  της   Νομισματ.  Άρχαιολ.    τόμος 
Ε'  σελ.  402  κ.ές. 


'  ΜοηυπιεηΙί  <1β1  Ιη5ΐίίϋΙο  Χ,  Κο5ο1ι6γ'5  ΜγΐΗοΙ.  1>βχ.  Βά.  III 
δ.  229-231  Ρίβ.  8ε.— Οο11ί§ηοη-Β3αιη§ΕΓΐ6η,  Οε5θ1ι.  <16Γ  βΓίοοΙι. 
Ρ1ίΐ5ΐίΐ£,  Βά.  II.  5.  24δ  ΐϊ^-  113.  —  ΟνβΓίιεοΙι,  ΡΙβϊΙιΙε  3  Βά.  II. 
3.   148   «. 

-  Ηοιηοΐΐε,  Ι,οΐΐίης  και  ΟίΙΙεηΙιεΓβεΓ  ε.  ά.  —  ΚίΓοΙιηεΓ,  Ργο- 
δορο^Γ&ρΗΪΕΐ  Αίΐίοα  νοί.  Ι  ρ.  216,  Νο  3265. 

2  ΤδρίΐεΓ,  .λίίίδοΗε  Οεηεαίο^ίε  δ.  136-149.  Σημειωτέον  οτι 
έν  το)  γένει  τούτω  άπαντώσι  τά  προς  τους  ίππους  σχετιζό- 
μενα ονόματα  Ξάνθιππος  (ό  νικητής  της  Μυκά?.ης),  Ί.πποκρά- 
της.  Τελέσιππος. 


167  — 


•22 


Τά  ανάγλυψα  πλην  των  έπιτυμβίχον 


ορυλάσσο\'τ(/.  την  Αϊγιναν  Λακε6αιμόνιο\'  άρ- 
μοστίιν  Γοργώπαν,  τίλος  δε  κατά  το  φΌινό- 
πωρον  τοϋ  ^587  διώξαντα  κατά  θάί^ασσαν  εν 
τφ  Έλλησπόντω  τον  Άνταλκίί)(/.\'.  Ό  τελευ- 
ταίος άρα  των  νίών  αύτοΰ  νικήσας  άνΟχππα- 
σία,  ίδρΰσας  τότε  το  οίκογενειακόν  τοϋτο  πνί)- 
μεΐον,  μόνος  η,  δπερ  το  πιθαΛ'οηερον,  [ΐετά 
τοϋ  ενδόξου  αύτοΰ  πατρός  και  τοϋ  αδελίροΰ, 
εν  τω  τμήματι  της  (/γοράς  των  Αθηνών  ', 
έ'νΟα  «άπάντίινν  τώ\'  καλών  εργίον  τά  ύποιινή- 
ματα  άχ'έκειντο  -,  ήδήνατο  κάλλιστα  νά  λα[(- 
πρύνη  την  οίκογένειαν  αύτοΰ  δια  της  άνα- 
{)εσεϋ)ς  Νηρηΐδος  τινός  (Ίππηι^ίης  ή  'Ιππονόης 
ή  Εννίκης),  δηλοΰσης  τάς  τε  κατά  θάλασσαν 
κ(ίΐ.  τάς  εν  τοις  ίππικοΐς  άγώσιν  άλλιι?>,οδια- 
δόχους  και  λαμπράς  νίκας  της  (Μκογενεί(Λς 
αίιτοΰ.  Οίίτίο  και  τά  αγάλματα  τοΰ  εν  ΞάΛ'Οω 
μνημείου  το)ν  Νηρΐ|ίδ(ον  εσχετίσΰησαν  προς 
πολεμικάς  νίκας  των  Ξανΰίίον,  [κίλιστα  δε  προς 
την  εν  έ'τει  386  π.  Χ.  περίφημον  ναυ[ΐαχίαν, 
και  δη  το  πρώτον  υπό  τοΰ  \¥β1α1<βΓ  έχοντος 
ύπ'  όψει  <  την  προφανέστατη  ν  σχεσιν  τών  Νη- 
ρηίδων τούτων  προς  ναυτικήν  τίνα.  νίκ)]ν^^  '. 
Ώς  προς  δε  τον  χρόνο\•  της  ιδρύσεως  τοΰ 
μνημείου  ημών  πίίρατηροΰμεν  οτι  τοΰ  εν  έτει 
3Ν8  7  π.  Χ.  στρατηγού  Λτιμαινέτου  οι  υίοΐ  9ά 
εΐχον  την  διά  τιρ'  φυλαρχί(/.\'  άπαιτουμένη\' 
ήλικίαν  τό  βραδύτερον  περί  τά  μέσα  της  Δ' 
εκατονταετή] ρ ίδος,  επομένως  οτι  εις  τηΛ'  έποχην 
τίίΐυτην  ανήκει  και  τό  μετά  την  νίκ))Α'  τού  τε?^ευ- 
ταίου  εξ  αυτών  ιδρυθέν  έ'ργον  τοΰ  Βρυάξιδος. 
Τ(ίΰτο  δε  συιιφίονεΐ  κάλλιστικ  προς  τάς  εΐδν']- 
σεις  περί  τών  χρόνιον  της  δράσεως  τοΰ  περι- 
€ρήμου  τούτου  καλλιτέ.χνου,  ούτινος  τά  έργα,  ων 
γνωρίζομεν  την  χρονο?^ογίαν,  έποιι']θ-ΐ]σαν  έν  τη 
Μικρά    Ασία     από     τοΰ    .'ίόΟ    (Μαυσώλειον) 


'  "Ιδε  Ι-,ο11ίη§   ε.  α. 

'•'  ΛΊσχίνου  III.  18;5. 

"  «ϋίβ  υηνεΛειιπΙιαΓο  Βεζι'βΗιηΐβ  (ϋβδΟΓ  Νειείάβη  αιιΐ  ί-ίπΰτ 
δκβϊϊεξ» ;  λνεΙοΙίΕΓ  έν  Ο.  ΜαΙΙεΓί  Ηαηι11>ιιοΗ  3.  128  κ.έξ.  — 
Ονι•Γΐ)βοΐ£  ρ.  ά.  δ.  156.  —  Οο1Γΐ|;ηοη  -  Β&υιη^Βηειι,  ΟεδοΗ.  άΐτ 
^ΓίεοΚ.  Ρΐ35ΐί1{  Β<1.  Π  δ.  232.  3.  —  Οο)Γ(1,  Χβηΐΐιίίΐη  ηιαΓΐ)1ε5, 
(Ι,οικίοη  1845)  ΰεωρρΤ  διι  αί  Νηρηίδες  αδται  αναφέρονται 
εΙς  τήν  (χπε/.ευϋέρίοσιν  τής  Λυκίας,  δια  της  -τάρα  τόν  Εύρυ- 
(ΐέδοντα  ν(/.ιΐ(ΐ(ΐ/ίας. 


μέχρι  τοΰ  ο  12  π.  Χ.  (είκών  Σε?^εύκου  τοΰ  Νι- 
κάτορος).  Άλλ'  ό  Βρύαξις,  ου  τό  σπάνιον  καΐ 
έν  μόνη  τί]  'Ιασώ  της  Καρίας  πεντάκις  εν  συγ- 
χρόνιο  επιγραφή  '  απαντών  όνομίί  δηλοΐ  σα- 
φώς την  Καρικήν  καταγωγήν,  καλείται  ύπί) 
τοΰ  Άθηνοδοιρου  -  Άϋ•ηναΐος,  εξ  ου  και  οί 
νεώτεροι  άρχαιο?ιόγοι  •'  συμπεραίνουσιν  ότι 
ήλθε  τό  πρώτοΛ'  εκ  της  Καρίας  εις  Αθήνας,  ϊ\'(ί 
μορφοθή  καλλιτέχνης  παρά  τω  Σκόπα,  ότι  δέ, 
άφοΰ  περί  τά  36(•-οΓ)0  έποίησεν  έν  Άθήν(ίΐς 
ιιέ\'  τί)  μνιμιεΐον  ημών  —  έν  τών  πρώτων  αύ- 
τοΰ έργων  — ,  έν  δέ  Μεγάροις  Άσκληπιόν  και 
Ύγίειαν,  [ΐετέ(5η  μετά  τοΰ  Σκόπα  από  τοΰ  350 
εις  την  πατρίδα  αύτοΰ  Καρίαν,  εργασθείς  έν 
Άλικαρνασσώ  εις  τό  Μ(ίυσώλειον  ^,  έν  Κνίδο) 
και  έν  Ρόδφ  της  Καρίας,  ώς  και  έν  ΓΙατάροις 
της  γείτονος  τί]  Καρία  ^\υκίας,  ένθα  έποίησε 
.λία,  Απόλλωνα  κ(χι  πολλούς  λέοντας ".  Τούτο 
δέ  και  ή  (ΐεγά/α)  ό[ΐοιότης  τοΰ  αγάλματος  της 
έν  Αθήναις  β(χσε(ΰς  τοΰ  Βρυάξιδος  προς  τάς 
Νηρηίδας  τοΰ  [ΐνημείου  της  ΞάνΟου,  της  ώς 
λιμένα  έχούσης  αυτά  τά  Πάταρα,  έ'νθα  μεμαρ- 
τυρημένως  έπι  ιιακρόν  είργάσθη  ό  Βρύαξις, 
άγει  με  εις  τίι\'  ύπόθεσιν  ότι  καΐ  αί  περίφημοι 
αύται  Νηρηίδες  τοΰ  μνημείου  της  Ξάνθου, — 
ού  την  ανέγερση-  κατάγουσιν  έ'νιοι  τών  άρχαιο- 
λόγίον  μέχρι  τών  περί  τό  3(ί()  π.  Χ.  χρόνων  ®, 
τών  συμπιπτόντων  προς  αυτά  τά  έ'τη  της  δρά- 


'  Βρι'ιαξις  Ι1ολέμ(ΐ)νος.  Βρύα'ξις  'Ιδάκου,  Βρναξις  Νόσοοιι, 
"Ανυτος  Βρυάξιος  καί  Απολλόδωρος  Βρυάξιος  έν  Βυΐΐ.  <1ε  Οογγ. 
ΗεΙΙ.  IV  (1880)  ρ.  319.^υί(ΐ6η1)βΓ8ΒΓ  δ.Ι.Ο  ηο  <»β42,1ϊ.20,46,Τ7. 

'"  Παρά  Κλήμ.  Άλεξανδ.  Προτρεπτ.  IV,  48  ρ.  42  ΙΌιι. 

■'  Ο.  ΚοΙ>6Γΐ,  Βτγ^χίί;  ε.  ά. 

'  "Αξιον  σΐ|(ΐειώσε(θς  είναι  ίίτι  καί  οί  πέντε  Ιιίσιοι,  οί 
φέροντες  τό  όνομα  Βρϋαΐις  έν  τί)  άνίοτέρίι)  μνιιμονειιίΐι  ιοί] 
έπιγραφί),  ήσαν  αντίθετοι  τώ  κομμάτι  'τών  επιβονλευ- 
σάντων  Μανσώλω  χαΊ  τγι  Ιασίων  ηόλεΐ".  Οί'δολοις  λοι- 
πόν (ϊπίΟανον  καί  ό  ημέτερος  Βρόοξις,  ό  μετακληϋε'ις  έξ 
Άβηνών  υπό  της  "Αρτεμισίας  προς  διακι'ισμησιν  τοϋ  Μαυσοι- 
λείου,  νά  Γ|το  επίσης  έκ  τών  πολιτικοιν  φίλ<•)ν  τΟΜ  οϊκοιι  τοΓ' 
Μαυσώλου. 

"  Κλήμ,.  Ά?^εξ.  Προτρεπτ.  IV.  47,  ρ.  41   Ροΐι. 

"  ϋνεΓΐ)εο1ί  ε.  ά.  ΙΡ,  δ.  158  περ'ι  τό  .")Τϋ-;ί(ί(Ι  — ΟοΠί^ηοπ- 
Β3ΐιιη2»ηεη  ΟεβοΗ.  ιΐβτ  §ηβϋ1ι.  1Ί&5ΐίΙ<  Βά.  Π  δ.  233  καί  38(1 
<  περί  τό  362  ή  370  π.Χ.  Πρβλ.  ΟνεΓ^εοΙ;  ΙΙ••.  δ.  198.  έν  γένει 
δέ  ϊδε  λεπτομερείας  έν  Α.  διηίιΗ,  Οαι^ΐο^ιιε  οί  δοαίρΐυτεβ  ίη 
Λε  ΒΓΐΐίδΗ  ΜϋδίΜίπι  Υοΐ.  II  ρ.  1  κέϊ. 


—   168 


ΑΙ'&οναα   Έρμοι) 


πεως  τοΟ  Ηριηίίξκ^ος,  -είναι  ίργ«  αΰτοΰ  τούτοι» 
τοπ  Η(_)ΐ)άξιί>ος,  ίν  τ[Ί  (ίκ|ΐΓ|  τΓ|ς  καλ/ατεχνικής 
(ίίιτοΓ)  ήράοε(ος  εί)(_)ΐσκο[ΐενου,  έχοντα  ^ε  προς 
το  εξ  ΆίΠινών  αγα?ι[ΐα  και  τα  (ίνάγλικρίχ  τής 
βάαε(ΐ)ς  τί|ν  |ΐεγ(ίίλΐ|ν  επι  το  (Ιελτιον  ί)ια- 
(ροράν  εκείνιμ-,  ί'ιν  παροιισιάζουσι  τά  έργα 
της  άκ[ΐΓ)ς  πίχντός  τεχνίτου  συγκριν()μενα  προς 
ί"κρΐ\'(/.  τών  νε(/νικ(ον  αύτοΓ)  /οίΛ'ον.  ΙΙερΙ  πάν- 
τ(ον  τουτίον  Οελομεν  πραγ[ΐατευι)Γι  εκτενώς 
1-ν  το)  περί  των  περΐ((εη(ον  γ?α'πτών  έργων 
οίκεί(ρ  τ[ΐήΐ((ίτι  της  παρούσης  συγγραφής,  εν- 
ταύθα δ'άρκούμεΰίί  σικιειοΰντες  ώς  προς  τους 
ιππείς  τής  βάσεως,  δτι  το  [ΐεν  σχε(ίιον  αυτών 
ελέγχει  ήδη  το  δεξιόν  πνεϋμα  σπουδαίου  καλλι- 
τέχνου,  ή  έκτέλεσις  δ'  δ[ΐως  εΐναι  ό?.ίγον  τι  άιιε- 
λής,  ώσει  έγένετο  ύπο  χειρός  μη  εισέτι  τε/ιείίος 
ήσκη[ΐένης  ή  και  ύπδ  βοηίΐοΰ  τίνος  τοΰ  με- 
γά/νου  καλ?ατέχνοΐ)  \ 

Έν  τέλει  νομίζομεν  ά'ξίας  παραθέσεως  τάς 
λέξεις,  δι'  ών  ό  Ον6Γΐ36θ1<(ΙΡ,  δ.  148)  χαρακτη- 
ρίζει τά  γλυπτά  τοΰ  των  Νΐ]ρηίδων  μνΐ]μείου 
τής  Ξίχνθου,  λέξεις  άριστα  άριιοζούσας  εις  τον 
ύπ'  έμοΰ  ε'ικαζόμενον  ποιητήν  αυτών  Βρύαξιν. 
«Ει  καί,  ώς  άπαν  το  [ΐνημεΐον,  ου  τον  κόσμον 
»άποτελοϋσι,  πρέπει  κατά  πιθανότητα  ν'  άπο- 
»δο9^ή  εις  έγχώριον  κα?ι,λιτέχνη ν,  ούχ  ήττον 
«επιτρέπεται  νά  π(ΐραδεχθώμεν  δτι  ένεπνεΰ- 
»σθησαν  υπό  έ?ν?^ινικής,  κυρίως  δε  αττικής  τέ- 
»χνης  και  δτι  έγεννή{)ΐ)σαν  ύπύ  την  έπίδρασιν 
» ταύτης  •  πάλιν  δ'έν  σελίδι  158  γράφοντος 
δτι:  το  σύνολον  9ά  είναι  έργον  εγχωρίου 
»καλλιτέχνου,  δστις  δ'δμως  ού  [ΐόνον  υπό  την 
»έπίδρασιν  έλ?αινικής  τέχνης,  κυρίως  δ'  άττι- 
»κής,  ώς  φαίνεται,  έ[ΐορφώ{)η,  αλλά  και  έν 
»  Αθήναις  έκαμε  τάς  μελετάς  διά  τό  μνη μείον 
» αΰτοΰ,  εις  δ  πλείστας  έξ  ελληνικών  καλλιτε- 
»χνημάτων  αναμνήσεις  μετεφύτευσε  >. 


'  Πρβλ.  Β6ηηάοΓ£ :  ΙαΙίΓβδΗοΛε  Βά.  Π  8.  260  :  ννβΓ  άεη  Βε- 
ΐΓίβΙ)  νί6ΐΙ>65θ1ι&ίΐί2βΓ  Βί1<11ιΐϋ6ην6Γΐ»3ΐϊΙίβη  1;βηηΙ  υηά  νετίοΐ^εη 
ΙζοηηΙε,  \νεί55,  ά^δδ  άίε  Κγ3£ι  (Ιει  εί^βηεη  Ηαη<1  πϋΓ  ίϋΓ  <1α5 
ννίοΗιίβδΙε  ζϋΓείοΗΐ  ;  υπά  Λτίο  είηάΓί^ΙίοΗ  ΙεΗτΙ  ϊΐΐβδ,  νναβ  \ϊίΓ 
νοη  δοοΙίβΙαΛείΙεπ  άεϊ  ΑςοΓαΙίΓίΙοδ,  Βτγαχίβ  ιιηά  Ι^^ϊίρρ  ηοοΗ 
Ιίεδίϊζεη,  (1355  ΐ&ά&ΐ  Β35ί5ζίεΓάε  άίε  δίΓεη^δΙε  Βεκοΐιείάυπ^  αυίετ- 
1ί§1  «ΐίτάε,  ιιηι  <3ίε  δρΓϊοΗε  άεδ  ΗΕΐιρΙννετΙίεδ  ζιι  δοΐιοπεη. 


16.  Άριϋ'.  203-214  (Ιίί,:  Χ  υ  χη',  χ  1.11). 

Αεί•ψα.να  τών  άναγλνητων  ηαραατάσεων 

τοΰ    έν   'Ραμνοϋντι   βά-&•ρου    τής   Νεμέοεως 

τοϋ  Άγοραχρίτου  '. 

Ό   1Ιαυσ</.νίας  (Ι,  .');),7)   μετά   ΐίμ•   .ππιγπα- 
((  ην  τοϋ  έν  τφ  ίερφ  τής  'Ραμνουσίας  Νεμέσεως 

'    ΒίΒίΛίΟΓΡΑΦίΑ :  Εύριτήριον  Γενικής  Έί(ΐ)(Ίεί<ΐΐ  (\ιι{).  ΙΓκΠ. 

Π.  Καββαδίας,  'λ(}/ηιιιλο';\.•/.ί)\  Δελτίον  1«!•0,  οκ/..  1ΙΓ»-Πβ, 
•λςι.  (>  κ«Ί  πελ.  122,  ι1(>.  12. 
»  Γλυ.ττά  τ<ιΰ  Έθνικοη  Μουσείου,  Λ'  (1Η90- 

1892),  π.  λ.  169-172,  άριΟμ.  203-214. 

Ρ.  ννοΙίβΓδ,  .ΜΗβπ.  ΜίΙΙη.  ΗΛ.  XV  (1890;,  ρ.  ;549. 

Ε.  Α.  θ3Γ(1ηεΓ,  ]οϋΓη«Ι  ο£  ΗβΠ.  8ΐυάίβ!;,  νοί.  12  ^1891)  μ.  391. 

Β.    Στάης,     Λείψανα     ΦειΛιακοΰ    (1ναγλιΊ<(  ου:     Έ(ρι^μερίς 
Λρ/ακιΛ.    1«91,   πελ.   (ϊ:}  -  70,    πίν.  8  και  9. 

Ο νβ^^)β^^^,  ΟεδοΙι. (Ιογ βηεοΗ.  Η1»5ΐίΐ£  Ι* (1 893),δ.383  (1» 8.278). 

ΡυΠΛνΒηβΙβΓ,  ΜείδίοηνβΓίίε  (1893),  8.  119. 

Ι^.  ΡαΙΐ3ΐ,  ϋίε  Ββϊίϊ  ϋεΓ  Νειηβδίβ  νοη  Κ1ι»ιηηυ5:  ^3)1Γιιυ^Κ 
.1.  (1ευ(κο1ιι-η  ϋΓοΗ.  ΙηδΙ.  IX  (1894),  8.  1-22,  Τίί.  Ι-ΥΠ. 

Η,  Ι^βεΙιαΙ,  ΑςοΓϊΙίΓίΙοϊ  :  Κεναε  <1«5  έ(α(1ε5  βΓεοςιιεί,  νοί. 
VIII  (1895),  ρ.  419. 

Ο.  ΚοΙ)βΓί,  ΑβΟΓϊΟΓίΙοϊ :  Ρ3ΐι1>'-ννί85θκν3,  Κεαίγ  Εηο^οΐο- 
ρϋίϋε  Τοιη.  Ι  (1894),  δ.  882. 

Ηίΐζίβ-ΒΙϋΓηηβΓ,  Ρ»ιΐ5»ηί3ε  θΓ3εεί3ε  <Ιβ50ΓίρΙίο  νοί.  Ι  Π896), 
δ.  :!4(). 

Ο.  Κθ85ΐ>3θ1ι,  Νβιηβδίβ :  ΚοδοΗεΓ'ί  ΜγΐΗοΙ.  Ι.εχ.  Β(1.  III 
(1897),  δ.  1Γ)1-155,  ΑόΙι.  2-4. 

0ο11ίβηοη-Β3ΐιπΐ83Γ*βη,  ΟεδαΗίοΗΐε  (Ιετ  ^ΓΪεοΗ.  Ρΐ35(ί1ί.  β<1. 
II  (1898),  8.  121-122. 

Ο.  ΚοΙ>6Γί,  ϋίε  ΚηοοΙιεΙδρίεΙεΓίηηεη  ϋεϊ  ΑΙεχ&η<ΐΓθ5  ηεΙ>5ΐ 
ΕχουΓβεη  ϋΙιεΓ  (Ιίε  Κείίείϊ  αη  άετ  Βϊδίβ  άΐτ  Νειηεϊϊί  νοη  Κ)ΐ3ΐη- 
πΐί5  (2ΐβ5  Η3ΐ1Ϊ5θΙιεδ  νΥίπΙιεΙπιβηηβρΓοβΓ&ιηιη,  Ηΐΐΐε  1897^  δ.  18 
ί.  υηί  8.  2δ-31. 

ΡΓ3ζεΓ,  Ραιΐ53ηί35  νοί.  II  (1898)  ρ.  456-408. 

Η.  Ι.,εε1ΐ3(,  Ι^εβ  τείίείδ  άε  ΚΗαιηηοηΙε ;  Κβναε  <1ε5  έίυ(1ε£ 
βΓεοςυβί,  ΐοιη.  XII  (1899),  ρ.  189-190. 

ΒΓυηη-Βηαο1ΐΓη3ηη,   Νο464*. 

δρίηββΓ-ΜίοΙίίΕΗϊ,  Η»ηάΙ)ϋθ1ι  ΟεΓ  Κιιηδίβεδοΐι.  5.219  £.  (1904). 

Πρβλ.  και  τού;  έξης  γράψαντας  πρό  της  άνακαλύι)ιεθ)ς  τών 
άναγλΰ<ρ<ι)ν. 

Βηιηη,  ΟεδοΗίοΗΐε  ά^τ  ^ΓΐεοΗ.  ΚϋπδΐΙεΓ  Βά.  1  (18  57)  8.  242. 

Ο.  Κο85ΐ33θΙι,  θΓίεε1ιΪ5θ1ιε  Αηΐίΐιεη  ιΐεδ  βγοΗ.  .Μϋ5εϋηΐ5  ζιι 
ΒΓεδΙίΐα.  (ΒΓεδΙ^η  1889)  δ.  17  Αηιη.  1  (ϋΐ>εΓ  ΕροεΗοδ). 

3ΐυι1ηίοζΐ£3,  Κ)•Γεηε  (Ι^είρζϊ^  1890),  δ.  150. 

δίερίιβηί,   ΚΗείη.  Μυ5.  Ν.  Ρ.  IV,  5.  16. 

λνίΐ3ηιο«•ίΙζ,  ΡΗίΙοΙ.    ΙΙηΙεΓδυοΙιιιηβεπ   IV  (1881)  (.\η(ί§οηο& 

νοη    Ιν2Γ)•5ΐ05),   δ.  12. 

ΡϋθΙΐ3ΐβϊη:  )»ΗΓΐ)ϋα1ι  ά.  (1ευ(5θ1ι.  εγοΗ.  ΙηδΙ.  Βά.  V  (1890), 
δ.  113  Αηιη.  77. 

Κείίΐαΐέ:  Βοηπει  ΡεδΙίοΗΓίίι  ζϋΓ  Κείετ  αεί  ίύηίζϊζϊϊΛίτ.  ΒβίίβΗεηϊ 
<1ε8  Κ.  ΑγοΗ.  ΙπδΙ.  ίη  Κοιη  δ.  26. 

Η.  ΡοδηβΓΠΒΐίχ,  Οε  Νειηεϊεοϊ  ηιοηαιηοηΐΐδ.  υίδδετί.  ίη3υ^- 
Γϊΐίϊ  (νΓϊΐίδΙϊνίίβ  1888)  δ.  13-17. 

Ο.  Κο88ΐ}2ε1ι,  ΖιΐΓ  Νειηεϊίϊ  άβδ  .λ^οΓαΙίΓίΙοδ :  Μίΐΐΐι.  <ίε5 
άεαίοΐι.  3ΓοΙι.  ΙηβΙ.  1890  δ.  64. 

Η.  Ρθ8η3η8ΐ{)',  Νειηεδίδ  υηιΐ  Α(ΐΓ33Γβί&  (Βτεδίαπ  1890),  δ.  40 
ί.  ηηά  97  Γ. 


—   169 


Ία  (ίνήγ?Λ'(/'η  πλίρ'  των  ετητνμβίοη• 


περιχ|  ι'κιου  (χγάλ[ΐατος  της  θεάς  ταύτΐ|ς,  ί-'ργου 
κατά  τινας  μεν  τυΰ  Φεώίου,  κατ'  άλλους  ?)ε 
τοϋ  (Ιγαπητοϋ  ί/.ύτω  [ΐαΟητοϋ  Άγορακρίτου 
τοϋ  Παρίου,  γράφει  τα  έξης:  Νΰν  δε  ηδη 
δίεΐ(»ι  όπυσ(/.  έπι  τω  βάΟρφ  τοϋ  αγάλματος 
εστίν  είργασμένα,  τοσόνδε  ές  το  σαφές  προδη- 
λιόαας.  Έλενη  Νε[ΐεσιν  μΐ]τέρ(χ  είΛ'αι  λέγουσιν 
"Ελ/ύ|νες,  Λήδαν  δε  μαστοΑ'  έπισχεΐΛ'  αύτη  κ(/.ι 
ΰρέψαι•  πατερίί  δε  και  ούτοι  κ(ά  πι/ντες  κατά 
ταύτα  Έλε\Ί)ς  Δία  και  οΰ  Τυνδιχρεων  είναι 
νομίζουσι.  Ταϋτα  άκηκοώς  Φειδίας  πεποίηκεν 
Έλέν}ΐν  ύπο  Λήό(χς  άγομήπιν  παρά  την  Νε/ιρ- 
σιν,  πεποίΐΐκε  δε  και  Τννόάρηόν  τε  και  τοίις  παΐ- 
δας  και  ανόρα.  ηνν  ΐττπω  π(χρεστηκότα,  Ίππεα 
δνο[ΐ(/.'  εστί  δε  \Αγαηέιη•ων  και  Μενέλαος  και 
Πυρρός  ό  Άχιλλέως,  πρώτος  ούτος  Έρμιόνην 
την  Ελένης  γυναΐκ(/.  λαβίόν.  Όρεστης  δε  δια 
το  ές  την  μητέρα  τυλ[ϋΐμα  πιχρείθη,  παρα}ΐει- 
νάσιις  τε  ές  άπαν  Ερμιόνης  αντώ  καΐ  τεκούσης 
παΐδα.  Έξης  δε  επί  τφ  βά{)ρ(ΰ  και  "Εποχος 
("Εσοχος :  Δα)  καλούμενος  και  νε.ανίας  έστίΛ' 
έτερος•  ές  τούτο  (γρ.  τούτους)  άλλο  [ΐέν  ήκουσα 
ουδέν,  αδελφούς  δε  είναι  σίράς  Οη'όιις,  (/.φ'  ης 
έστι  το  όνομα  τω  δή[ΐω  . 

Ευτυχώς  αϊ  διά  τού  Β.  Στάη  ένεργιιΌεΐσαι 
άνασκαφαΐ  της  Άρχαι.ϋ/α)γικης  Εταιρείας  εν 
'Ρα(ΐν()ΰΛ'τι  κατά  Σεπτέιιβριον  τοϋ  1Η!)0  έ'φε- 
ρον  εις  φώς  λείψανα  τινι/.  σποοδαΐα  τοϋ  βιίιΐρου 
τούτου,  ευρεθέντα  εν  τοις  έρειπίοις  τοϋ  νεωτέ- 
ρου ναοΰ  της  Νεμέσεως,  έσπαρ(ΐέν(χ  κατά  την 
άρκτικην  αύτοϋ  πλευρά\'.  ΕΙ;ν(ίΐ  δε  ταϋτα  περί 
τά  45  τε[ΐ,άχια  λίαν  έκτύπων  άναγλύπτων  σχε- 
δόν όλογλύφο)ν  μορφώ\',  (Ίψους  ένδς  περίπου 
ποδός,  έκ  Παρίου  πιθανώς  λίθου  πεποιημένα, 
όφϋαλμοφανώς  δ  ανήκοντίΐ  κατά  τεχνοτροπίαν, 
ύλην  κΐίί  [ΐέγεΰος  εις  την  αυτήν  Φειδκίκής  τε- 
χνοτροπίας άνάγλυπτον  παρ(χστ(χσι\'  τοΰ  ύπδ 
Παυσανίου  περιγραφομένου  βάθρου.  Τούτ(ο\' 
τά  κυριώτερα  τεμάχια,  δώδεκα  τον  (χριθιιόν, 
ήτοι  τά  μόνα  νΰν  έκτεθειμένιχ  (ύπ'  αριθ.  2θ;{- 
214)  έν  τη  αί&ούση  τοϋ  Έρμου,  περιέγραψε 
κ(χι  άπεικόνισεν  ό  αυτός  Β.  Στάης  έν  τη  Έφημ. 
Άρχαιο/ν.  τοΰ  1891.  Τά  αυτά  (οο  και  τά  λοιπά 


πολυάριθμα,  άλλ'  άσιμιότερα  τεμάχκ/,  ((υλασ- 
σόμενα  νυν  έν  μια  τών  αποθηκών  τοΰ  Εθνι- 
κού Μουσείου,  έμελέτησε  λεπτό [ΐερέστατιχ  μετέχ 
μεγά?α]ς  ύπομοΛ'ής  και  οξυδέρκειας  και  έπι 
επτά  πι\'άκ(ο\'  άπεικιΊνισε  τρία  έ'τη  βοαδΰτερον 
ύ  Γερμανός  άρχαιολ()γος  \^.  Ρ&ΙΙίΐΙ,  παραλιπών 
μόνον  δσα  ένό[ΐισεν  δτι  καθ'  ΰ?\,ην  και  έργα- 
σίαν  διαφέρουσί  πιος  τ(Τ)ν  βεβαίως  τΓ|  β(/.πι  ι 
ά\'ηκόντο)\'    τε μαχίω \'. 

Ταϋτα  πάντα  περιγρικρομεν  έκ  νέου  ενταύθα 
και  άπεικολ'ίζομεν  έπΙ  τώΑ'  πινάκων  ήιιώΛ'  ΧΙ,Ι- 
ΧΙ^ΙΙ,  χωρίζοντες  αυτά  κατά  μορφάς  (Ι-ΙΧ)  συμ- 
φώνως  τη  και  παρ'  ημών  έξακριβίοθείση  επιμε- 
λέστατη έρεύνΐ)  τοϋ  Ι^.ιΐΐαί,  ού  δ'  όμως  οί  πιΆ'ακες 
δεν  παρουσιάζουσιν  (/.ϋτά  τεταγ[ΐέν(/.  /.(χτά  ιιορ- 
φάς,  ιχλλ'  (χτιχκτως  έσπαρ[ΐένα,  διό  και  (/.σαφείς 
τυγχάνουσιν  ούτοι,  μί|  έπαρκούσης  της  παρ'  αύ- 
τοϋ δηιιοσιευί^είσης  μικράς  συνοπτικής  εικόνος 
(είκ.  1 1  ('))  προς  κατανόησιν  τοϋ  συνόλου  της 
τεχνοτροπίίχς  (χύτών.  Ση(ΐεΐ(οτέον  δε  ότι  δεν  ήδυ- 
νήθημεν  νά  άνεύρω[ΐεν  έ\'  τή  (ίπονίήκ[|  τέσσαρα 
τών  παρά  Ραΐΐίΐί  άπεικονισθέντων  άσημοτέρο)ν 
τεμαχίίον  (τά  ύπ'  αρ.  \'ό,  14  Τίΐί.  4  και  20,26 
1  ίΐί.  6),  ένώ  εΰροιιεν  άλλα  τινά  σμικρά  τε(ΐάχια 
διαφυγόντα  ϊσως  τί|\'  προσοχή  ν  τοϋ  Ρα,ΠίΐΙ. 

Ι      (Λήδα). 

(1).  ΠίναξΧΟ,  χ\,  αριθμός  μουσείου  206. 
(=  Στιχη  πίναξ  8,4.  ΡαΙΙίΐΙ,  Ταί.  .ό,  1  (ί).  Τό  άνω, 
από  τοϋ  [ΐέσου  τών  όφθολμώ\',  τιιήμα  κεφα- 
λής γυναικός  προ(('(χν(ος  σχεδό\'  κατενίόπιον 
ιστάμενης. 

(2).  11ίν(ίξ  XI. 1.  Β.  209.  (:-  Στ.  .τίν.  ϋ.4. 
Ρίΐΐ.  1,  1  '  και  4,  1  "'').  Στήθος  γυναικείας  μορ- 
φής μετά  μέρους  τής  βάσεως  τοϋ  λαΐ}ΐοϋ, 
τμημάτο)\'  ά(αροτέρων  τών  βραχιόνων,  προς 
δε  τοί3  ενδύματος,  όπερ  ή  αριστερά  χειρ  έκριχ- 
τει  ποτέ  ύι|κΰμένον  προς  τάν(0.  '\Λ  μοριιρή, 
εις  ήλ'  ανήκει  τό  τειιάχιο\'  τούτο,  έφερεν  άχειρί- 
δ(ΰτο\'  χιτώνα  ιιετ'  έπιβλή[ΐ(χτος.  ήτο  δ'  έζον 
σμένη  περί  τήν  όσ(()ύν. 

(3).  Τεμάχιον,  μή  ιχνευρεΟέν  παρ'  ήιιών  έν 
τή  (χποιίήκη,  περιγραφόμενον  δε  και  άπεικονι- 


170 


Αϊΰοϋοα    'ΚίίικιΡ' 


ζόμενον  π•(/.<ιά  Ι',ιΙΙ,ιΙ  Γ;ιί.  4.  14  (ί)ς  μικοον  τρμά- 
χιον  ρνήΓ)(ΐ(ίΤ()ς.  <'/π|ΐ(')ζ()ν  τί;  το  ίιπο  τί|ν  (<οι- 
στρ-ΐ^ιαν  χκΐπί/  τΓ|^  πο<>!•Ίπΐ|ΐικ\Ί|;  μπ()<(  Γ;;  ιικπος 
τοΰ  ρπιβλΓιμίχτος. 

(4).  1 1  ί\'(ί'ί  Χ  Ι  Ι,  Ι '.  210.  \Γ'()  (ϊκπι(")η)ς  προσ- 
αρ[ΐοζ(')(ΐι•ν(/.  Ύΐ-μάγηι  (το  ί'ν  ικΜ'ον,  το  ■/.(/.!  ικη-ον 
ρκτρ,θειμΡΑ'ον  νΓ'ν  καΐ  «ρέρον  τον  (/.ριίΐιιον  τοΓι 
Μουσείου  210,  άπεικονίαΙΙΐ|  .τ(λρ(/.  ^τ(ίΐ|  πίν. 
9,  Γ).  Άμφότεοίί  δε  π(ίρ«/.  Ι';ι1Ι;ιΙ  Ί';ιί.  1,Γ)"κ(χ1 
4,  Γ) ''")  αποτελούντα  [ΐέρος  τοΰ  κ(ίτο)ί)εν  τοΰ 
επιβλΓμιατος  [ΐεροιις  τών  ποινών.  Τοΰ  επιβλή- 
ματος  σώζεται  (ίκόμη,  κατά  το  (χριστερον  μέρος, 
μικρόν  τεμάχιον.  Πτιγ/όσεις  τίνες  τοΰ  δεξιοΰ 
μέρους  ύποδΐ|λοΰσιν  Γσο);  δτι  ή  γυνή.  εί;  ην 
(χνήκουσι  τα  τεμιχχκ/.  τ(ίϋτ(<.  έκρίχτει  γΓ|  όεξια 
προ  τοΰ  δεξιοΰ  μΐ)ροΰ  [ΐέρος  τοΰ  άπο  τών 
ώΗ(ΐ)\'  κατερχο[ΐένου  επι('5?^ήιΐ(/.τος. 

II  γυ\ΊΊ,  ει.:  ί'ρ'  (((/.ί\Ό\'ται  άνήκοντί/.  τα  ('/λό) 
τεμάχια  1 -4, ϊστατο  σχεδόν  /.(ίτενίό.τιον  ί'ι  μικρόν 
προς  τα  δεξιά  άτενίίΐουσα. 

II      (Ελένη ). 

(Γι).  ΙΙίναξ  Χυ,  ζν  204  (  -  Στ.  πίν.  Ν,  2. 
Ρ&1.  Τη!".  3,  9  •'•'"-■).  Κί-:(|ΐαλί|  λ-ειχράς  γυναικός,  ής 
το  (χριστερόν  ιιέρος  είναι  εν  συγκρίσει  προς  το 
δεξιόν  λίαν  άμελώς  είργασμένοΛ',  εξ  ού  κατα- 
φαίνεται ΰτι  έπι  τοΰ  μνημείου  ή  μορορή  αντί] 
ήτο  έστραμμένη  προς  τα  δεξιά  κιχΐ  δί|  κ(χτ(/.  τι 
την  κεφαλήν  κλίνουσα  προς  τά  κιχτο). 

(()).  Πίναξ  Χυ,  Ε  (εν  τΓ]  (χποιίήκη  ι:=  Ρϊΐΐ. 
Τ;ιί.  4,12).  Μέρος  τοΰ  κι'χτίι)  στήΗους  γυναι- 
κείας μορ(|ης  κ(χί  δη  το  άπύ  τοΰ  μέσου  τών 
μαστών  [ΐέχρι  τών  ύπο  τοΰ  ζίοστηρος  σ7ηιια.τι- 
ζομένιον  πτυχών  τοΰ  ενδύματος. 

(7).  Τε[ΐάχιον,  [ΐή  άνευρεθεν  παρ'  ή[ΐώ\'  εν 
τη  άπο{)ήκη  (=Ρίΐ1ΐΗΐ  Ι';ιί.  4,  1;') '*'■).  ανήκον  δε 
εις  το  κάτω  πέρας  τοΰ  ά.το  τοΰ  δεξιοΰ  βραχίο- 
νος  της  αυτής  γυναικείας  [ΐορφής  κατερχο[ΐέ- 
νου  ενδύματος  μετά  [ΐέρους  τοΰ  σιάμίχτος. 

(8).  Πίναξ  χυ,  Ζ,  213  (  =  Στ.  πίν.  9,0. 
ΡίΐΙ.  Τίΐί.  Ι,ο'"  και  5,  ?>''''■).  Το  περί  τους  πόδας 
μέρος  ένδεδυμένης  γυναικείας  ιιορφής.  ιστάμε- 
νης έ.τι  τοΰ  αριστερού  ποδός,  κινούσης  δε  τον 


δεξιόν.  '()  Στάης  (επόμενος  τφ  Κα.β|ία.δία  ') 
αποδίδει  έσ((<αλμένο)ς,  ώς  παρετήρηοεν  Γμ^ι1  ό 
ΡίΐΙΙίΐΙ.  το  τεμάχιον  τοΰτο  εις  καχΊηιιή'ΐμ•  γυ\•αι- 
κείαν  μοριρήν,  και  δί|  (χΰτήν  τί|ν  Χέμεσιν. 

Κατά  δε  το  δεξιόν  μέρος  τοΰ  τεμαχίου  τοΰ- 
τοί)  σώζετίχι  [ΐέρος  τής  πλακός  τού  άναγλΰ((ου, 
ά(( '  ής  βιαίως  ποτέ  άπεκόπη  τ|  μοριμ'ι,  εις  ην 
ανήκει.  'Κπι  τού  πίνακος  ήιιών  το  τεμιχχιον  ΐ{α{- 
νετιχι  μεγιχλυτέροιν  κατά  τι  διαστάσειιιν  ή  τά 
τρίίχ  προηγούμενα  τής  αυτής  μορ{(;ής,  τοΰτο 
δ  όμο)ς  προέρχεται  έκ  τής  κατ ' ανάγκην  ύψηλό- 
τερον  κατά  τήν  ΐ|  (ΐ)τογράφησιν  τοποϊίετήσεως 
τοΰ  τεμα,χίου  τούτου,  όντος,  ενεκιχ  τού  συμ- 
(( υοΰς  τεπίχχίου  τής  πλακός,  πολίι  παχύτερου 
τών    λοιπώΛ'. 

III      (Νέμεοις). 

(:»).  Πίναξ  χυ.  II,  203  {  Στ.  πίν.  «,  1. 
Ι';ι1.  Τίΐί.  8, 10"  καΐ  Γ),  10'').  Πεπ/.οφόρος  κεφαλΐ| 
γυναικείας  μορφής  έστραιιιιένης  κατά  τι  προς 
τάριστερά,  ώς  δεικνύουσι  τά  Ί'χ\Ί|  τής  άποκρού- 
σεως  και  αί  πτυχαι  τοΰ  δέρματος  τού  λαιμού. 

(10).  ΤΙίναξ  Χίΐ,  θ,  208  (=  Στ.  πίν.  9,  1. 
Ρίΐΐΐ.  'Γ;ιί.  1,  6).  Δύο  τεμάχια  άποκεκομιιέλ-α  και 
συγκεκολ?α]μένα,  τοΰ  άπο  τού  στο(ΐάχου  μέχρι 
σχεδόν  τών  γονιχτοη'  κορμού  γυλ'αικείας  μορφής 
φερούσης  χιτώνα,  έχούσης  δε  περί  τήν  κοιλίι/»• 
τό\'πέπλον,ού  εν  τών  άκρων  ήτο  έρριμμένονύπέρ 
τον  (χριστερόν  βοίχχίονα.  Ή  μορφή  αυτί]  ΐστατο 
προς  στιγ^ιήν  ή  δκχρκώς  επί.  τού  δεξιού  ποδός 
ούτως  ώστε  έκαμπυλούντο  οί  γόμφοι  αυτής. 

ν  Ι      (  Τννδάρεως  ;  ), 

(11).  ΙΙίναξ  χυ.  1.  211  (--=Στ.  πίναξ  9,2. 
ΡειΙΙ.  Τίΐί.  2,  7).  Το  μέγιστον  πάντων  τών  τεμα- 
χί(0Α'  (0,21  Οψος),  ήτοι  το  άπο  τοΰ  λαιμού  μέχρι 
τού  άνωτίχτου  μέρους  τώλ'  ιηιρών  μετά  τώΛ'  αΛ-ω 
μερχον  τών  βραχιόνχον  τμήμα  σιόματος  ανδρός 
περιβεβλημένου  ίμάτιον  κατερχόμενον  από  τοΰ 
αριστερού  ώμου  και  περιβάλλον  τήν  όσφύν,  εν- 
τελώς δ'άκάλυπτον  καταλεϊπον  τό  /.οιπόν  σώμα. 

(12).  Πίναξ  χυ,  Κ  (εν  τή  άποθήκη=ΡΛΐΐΗΐ 


Γ/.ΐ'.ττά  ορλ.  17(1  και  171. 


171 


Τά  άνάγλνψα  πλην  των  επιτνμβίιον 


Ταί.  5,17).  Το  κατώτατον  τμήμα  μορφής  φε- 
ρούσης  ίμάτιον  περί  τάς  κνήμας,  (ΐ)ν  σώζεται 
μικρόν  μέρος. 

ν      (^Ο    ϊηπος). 

{Υό).  Πίναξ  Χυΐ,  Λ,  207  (=Στ.  πίν.  8,5. 
Ρ3.1.  Τίΐί.  3,11).  Κεφαλή  ίππου  προς  αριστερά 
έστραμμένου,  μετά  μέρους  τοΰ  τραχήλου,  ης 
δμως  έλλείπουσι  τά  ώτα  και  το  περί  το 
στόμΐλ    [ΐέρος. 

(14).  Πίναξ  ΧΙ^ΙΙ,  Μ  (εν  τή  όπο9ήκΐ|).  Τεμά- 
χιον  τοΰ  άνω  όπισΰ  ίου  μέρους  ϊππου  όλογλύψον 
των  αυτών  διαστάσεων,  ων  καΐ  ό  της  προηγου- 
μένης κεφαλής.  Ό  Στάης  (σελ.  67-68)  νομίζει 
δτι  είναι  κατωτέρας  επεξεργασίας, προερχόμενον 
ϊσως  εξ  ίππου  άρμιαος  απεικονιζόμενου  έπΙ  τοΰ 
αΰτοΰ  βάθρου,  ιδιαιτέρως  δε  ποιηΟέντος  και 
προσηλωΟέντος  ακολούθους  τω  βάϋρο).  Ό  δε 
Ρη,ΙΙθ,Ι;  φρονεί  δτι  οΰτε  τω  βάδρω  ανήκει,  οΰτε 
ΐππον  εικονίζει,  αλλά  μάλλον  ζωον  αιλουροειδές. 
Κατ'  έμέ,  πρόκειται  ασφαλώς  περί  ϊππου  και  δη 
αύτοΰ  τοΰ  βάθρου.  Το  όλ()γλυφον  αΰτοΰ  δύνα- 
ται νά  έξηγιιθή  διά  τής  ύποθέσεο^ς  δτι  ό  παρε- 
στηκώς  συν  ϊππο)  άνήρ,  ου  μνείαν  ποιείται  ό 
Παυσανίας  έν  τή  περιγραφή  τοΰ  βάθρου,  είκο- 
νίζετο  εσωθεν  τοΰ  ϊππου,  δστις  ούτως  άν(χγ- 
καίως  έδει,  προκειμένου  περί  ούτως  έκτύπων 
μορφών,  νά  ήτο,  τούλίίίχιστον  κατά  το  πλεί- 
στον, όλόγλυφος  και  δή  ποι»]Οείς,  ο)ς  ορθώς 
εικάζει  ό  Στάης,  ιδιαιτέρως  και  ακολούθως 
προσηλωθείς  τφ   βάθρω. 

(15).  Πίναξ  ΧΟΙ,  Ν  (έν  τή  αποθήκη  =  Ρ&11. 
Τ&ί.  6, 2ί) " '').  Τε[ΐάχιον  μηρού  ϊππου  μετά  προσ- 
φύματος  σχήματος  παραδόξου  '. 

(16).  Πίναξ  ΧΙ.ΙΙ,  Ξ  (έν  τή  αποθήκη  —  Ρίΐΐ. 
Τ^ί.  6, 24).  Το  μεταξύ  σκέ?ίθυς  και  κνήμης  μέρος 
ποδός  ϊππου. 


'  Ό  Ρ&Π&ι  (δ.  9)  αγνοεί  τί  νά  ύπολάβΐ)  .προς  έξήγησίΛ• 
τοϋ.δίΓ&ηΙεηίοηηϊβεη»  προσφύματος  τούτου. Ό  Κθ55ΐ)αοΗ(ίί.154) 
παραδεχόμενος  δτι  ό  "Εποχος  είχε  και  ΐππον  παρ"  αύτώ,  μή 
μ\ιΐμονευόμενον  {ιπό  τοΰ  Παυσανίου,  νομίζει  δτι  τό  πρόσφυμα 
τοϋτο  είναι  ίσως  λείι|)ανον  δοράς  αρπακτικού  θηρίου  χρησι- 
μευούσης  άντ'ι  έφιππίου.  Εις  ημάς  τό  σχήμα  τοϋ  αΰτοΰ  ενθυ- 
μίζει φύλλον  πλατάνου  ή  (χμπέλου  (πρβλ.  το  κατ(«τέρω  ύπ'  άρ. 
1454  άνάγλυφον  τοΰ  Μουσείου)  σχετιζόμενης  ϊσιος  προς  την 
Ο'ινόην  τοΰ    βάθρου. 


(17).  Πίναξ  ΧΙ.ΙΙ,  ο  (έν  τή  άποθήκη:=Γ:Ρ£ΐ11. 
Τίΐί.  6, 25).  "Ετερον  τεμάχιον  τοΰ  κατ(οτάτου 
μέρους  κνήμης  ϊππου. 

(18-19).  Πίναξ  ΧΙ.Ι1,  ΝΝ,  ΞΞ  (ΡεΙΙ.  Τίΐί. 
6,27-30).  Ασαφέστερα  καΐ  ελάχιστα  τό  μέγε- 
θος τεμάχια  ποδών  ϊππου. 

VI      (Ό  έτερος   τών   Διοοκονρίον  ; ) 

(20).  Πίναξ  Χυΐ,  Π.  205  ( -Στ.  πίν.  8,3. 
ΡίΐΠ.  Τηί.  1,2).  Κεφα?αι  εύρο'^στου  νεανίου. 

(21).  Πίναξ  Χυΐ,  Ρ  (έν  τή  άποθήκΐ)  =  Ρ&11. 
5,  18).  Τεμάχιον  στήθους  γυμνού  νεανίου. 

(22).  Πίναξ  XI  .11,  Σ,  214  (=Ρ£ΐ11.  Τ&ί.  1,  4). 
Τό  μεταξύ  τής  κοιλίας  και  τοΰ  ιιέσου  τώΛ'  [Π]- 
ρών  τ[ΐή[ΐα  γυμνού  νεανίου. 

Εις  τήν  αυτήν  γυμ,νήν  νεανικι'ιν  μοριιην  δυ- 
νατόν νά  άνήκωσι  καΐ  τά  εξής  τρία  τεμάχια: 

(23).  Πίναξ  Χ  υ  Ι,  Τ  (έν  τή  άποθήκη=Ρ£ΐ11. 
7,31).  Τεμάχιον  κνή[ΐης  γυ(ΐνής. 

(24-25).  Πίναξ  XI. 11,  Υ  (έν  τή  αποθήκη  = 
ΡίΐΠ.  7,32).  Δύο  ακριβώς  προς  άλλΊ)λ(χ  προσαρ- 
μοζόμενα τε[ΐάχια  γυμνής  κνή(ΐιις. 

VII  (Ίπηεύς;;) 

(26).  Πίναξ  XI. π.  Φ  (έν  τή  αποθήκη-- Ρ&ΙΙ. 
5, 15 ''■''■).  Κεφαλή  νεανίου  δλως  έφθαρ[ΐένη. 

VIII  (Έποχος;) 

(27).  Πίναξ  ΧΙ.ΙΙ,  ΕΕ,  212  (Στ.  ί),3.  ΡίΐΙΙ. 
2,8  και  7,8'').  Τό  από  τοΰ  άνο)  μέρους  τών 
μηρών  (ΐέχρι  τοΰ  κ(ίτ(ι)  τών  κνη[ΐών  [ΐέρος  αν- 
δρός έχοντος  περί  τό  σώμα  τό  ί[ΐάτι<)\'.  Μετά 
τοΰ  τεμαχίου  τούτου  έσώΰη  και  τό  συμφυές 
μέρος  μιας  το)ν  γωνιών  τοϋ  βάθρου  καΐ  δή  τής 
αριστεράς.  Την  μορφιήν  ταύτην  οι  μεν  Ρ&ΙΙ&Ι 
καΐ  Κθ88ΐ)&οΗ  ταυτίζουσι  προς  τόν  Τυνδάρεων, 
ό  δε  ΚοΙίβΓΐ  προς  τόν  "Εποχον  (ϊδε  κατωτέρω 
σελ.  1  7()). 

IX      (Αγαμέμνων    η    Μενέλαος;) 

(28).  Πίναξ  Χυΐ,  ΖΖ  (έν  τή  άποθιίκη  = 
Ρίΐΐΐίΐΐ:  Τ3^ί.  6, 22).  Τό  από  τής  κοιλίας  μέχρι  τοΰ 
μέσου  τών  μηρών  τε^ιάχιον  μορφής  ανδρός 
έχοντος  τό  ίμάτιον  περί  τό  κάτω  τής  όσφύος 
και  άνω  τών  κνημών. 


—   172   — 


Λη^ονηη    ΈΊιιιαί' 


'()  κυρών  το  τΐΗ(ί/ΐ(ΐ\'  τοΓ'το  ιιι  γ(/  Γίην  /.(ΐι- 
;γ(Τ)\'  ι•\'  'Ρ(/.|ΐ\'()Γη'τι  Στ(/.(|;  ί^ί-χ'  (/..τκικ(')\ΊΠΐ••\'  (/.ητο 
?\τκ<ί  τΓ|ς  χαχ\\ς  (χϋτοϋ  <^ΐ(ίΓ(|ρΓ|οι•(ΐ)ς,  ό  Λϊ••  Ι';ιΙ1;ιΙ 
ι-ί'ρίακίον  (ίτκλΓ)  τί|ν  {'ογαπίαν  (/.ΰτοΓι  φρονκ,ΐ  οτι 
(<νΓ|κκι  ι-ίς  ιΐ()π<(  ί|ν  κιάς  τών  πλαγία-ιν  π/^ευρών 
τοΓι  βάθροιι  τοήτοΐ'.  Αλλ  Ι\  (( (/.ινοιπ-νΐ]  </.ιιίλκ,ΐί/. 
της  έργίίσίοχς  οφρι'λετίχι  [ΐάλλον  ρίς  την  (( ί)(•π(/.ν 
ην    ύπίστΐ|. 

χ      (Λείψανα   όλως  άπροσδιορίοιων  μορφών). 

Άοημανκχ  τΗμι/./κί  (^ΐ(/.((  (Ίπ(ΐ)\'  ('/προσ^ιορί- 
στ(ο\'  [ΐ()ρ((ι(ο\'  τοΟ  (ίΰτοϋ  (ϊίίίίποΐ'.  νΓ'\'  :τάντιι. 
ΐ\•  τϊ)  (ίποϋήκη  τοϋ  Μουοί-ίοιι  : 

(2;)-;•}5).  ΐίίναξ  χυι.  Χ,  Ψ.  ν.,  λλ  ( 

ΡηΠ.  5,  19='•''),  ΗΒ,  ΓΓ.  \\  (  Ι'ηΙΙ.  Ι.ιί.  ι;.  •_>(;): 
Τεμάχκχ  ένδε^υμένίον  [ΐί-ρών  ή  απλώς  έν^ιπκ/.- 
των  άν9ρο)πίν(ον  μορίρών.  Το  ΑΑ  ανήκει  πιί)•/.- 
νώς  κ(χτ(/.  το\'  Ι'.ιΙΚιΙ  !••ίς  τον  (/.ριστερον  άγκών•/. 
της  παρ'  αύτώ  δεξιάς  γωνΐ(/.ί(/.ς  [ΐοοφής  νεανίου. 

{8(;-44).  ΓΐίναΗ  XI. II.  ΙΙΙί  ( -- ΡαΠπΙ  Γ;ιί. 
7,^^9),  ΘΘ  (^ΙΉΙΙ.  1;ι1'.  τ,  η;;),  II  {-  ΡηΙΙ.  ι  αί. 
7,34),  ΚΚ  (ΡαΙΙ.  7.40'''^),  ΑΑ,  ΜΜ.  00.  ΙΙΙΙ. 
ΡΡ  =  Ρ&11.  Τίΐί.  7).  Τε[ΐάχΐ(/.  γυμνιον  χειρο)ν 
και   ΧΛ'ηιιών   ?)ιαφόρ(ον  (η'9ρο)πίν(ΐ)ν   ιιορ(((ον. 

Πλην  τών  άνωτέρο)  τε[ΐαχί(ΐ)ν  ίιπάρχουσίΛ' 
εν  ττ)  αποθήκη  κιά  μείζονί/.  τίνα  τεικίχια  της 
πλακός  τοϋ  Ι^άΟοου.  ηιεροντα  λείψ(χ\'α  εν?)υμτ/.- 
των.  Λυο  έξ  αυτών  (14.")-14())  άπεικοΛ'ίσ9ηα(/.ν 
παρά  Ρίΐ11;ιΙ  (Γ;ιί.  (1. 20  "-21). 

"Ετερα  σπουόαΐα  λείψ(ίν(/.  τοΓ'  αύτοΰ  βάθρου, 
ευρεθέντα  υπό  τών  " Αγγλο) ν  Πϊΐρΐΐίΐηΐί  εν  τοΤς 
αΰτοΐς  έρειπίοις  της  "Ραμνοϋντος.  αναφέρει  ή 
γνωστή  εν  έτει  1817  έκόοΐΐεϊσα  συγγραφή 
αυτών '  (ος  έξης:  Τεμάχια  τοϋ  υπό  τοϋ  Φειδίου 
ποιηΟέντος  αγάλματος  της  Νεμ.έσεο)ς,  ων  μεταξύ 
και  ή  κεφαλή,  εύρέθΊ]σαν  ;-•ν  τη  .τιριο/ή  τοϋ  ν(/.οϋ 
τήςΝεμέσεως•  έπίσΐ)ς  απεκαλύφι)  ήσαν  και  πολλά 
■ΟραΰσιΐΓ/τα  λίαν  άναγλύπτ(ΰν  πικρών  ιιορφών, 
ανηκουσών  πιθίχνώς  τώ  |")άΟρ(ρ  τοϋ  (χγΐίλματος 


'  'ΤΙιε  υη6€ϋ1βά  απ1ίί^ίπ1ϊί'>  οΐ  ΑιιϊοΕί  ^=ι  .λΙιΟΓϊΗϋηΐίΓ  νοη 
ΑηΙίΕΐ.  ΗεΓαυϊ^βββόεη  ίιη  }&1ιγ6  1817  νοη  άοΓ  Οβ36ΐΐ5ΰΗϊ£ΐ  <1βΓ 
^ί1ε((ΐη^^  ζπ  Ι.οηάοη.  ϋΐ)8Γ5εΙζ(  νοη  Ο.  \νϊ§ηεΓ  (ΟΒΓΠίδΙαάΐ 
1829)  8.  17. 


της  λατρείας  .  Ί'ών  αυτών  λειψίχνων  δεητέρ(/.ν 
|ΐνείαν,?^επτομερεστέραν  πως,εΰρίακομεν  εν  ετει 
1Η21Ι  πίχρά  τώ  Ι  ,ί'ίΐ1<ίί  '  γράηιοντι,  προκειμένου 
πεα^ιΊ  τιην  έρειπίιον  τοϋ  (χύτοϋ  νεο)τέρου  ναού 
τής  'Ραμνουσίας  Νε|ΐέσεο)ς,  τά  εξής:  ΙΙλήν 
τοϋτ(ΐ)ν  ευρέθησαν  έ,ν  τοΐς  έρειπίοις  τοϋ  ναοϋ 
όΐ('ί((()ρ(χ  τεμά/κχ  άναγλύπτο)ν  μοριρών  λί(/.ν 
έκτΰπιυν,  είνίχι  δε  ταΰτα  εκ  /.ευκοΰ  μαρ[ΐάρου, 
ΰψους  ενός  περίπου  ποδός,  οΰτο)  δ'έξό/ίος  έ'£ειρ- 
γίχσιιένιχ,  ώστε  δεν  δήνιχτιχί  τις  νά  άμη  ιΙ'ίάλλί], 
ότι  (χνήκουσιν  εις  την  έν  όμοια  τέχνη  έξειργα- 
σιιι•νΐ|\'  παρ(χστ(/.σιν  τοϋ  |)(/.ίΙροιι  τοϋ  αγάλμα- 
τος τής  Νεμέσειος,  έργοι»,  ως  κ(ίί  τό  |ίάι)ρον, 
αϋτοϋ  τοϋ  Φειδίου   . 

Χυστυχώς  τών  υπό  τη)ν  Ι  )ί1<•ΐ1;ιηΐί  άνακαλυ- 
(ρι)έντων  λειψάνων  τούτοιν  τής  1)άσεϋ)ς  άπωλέ- 
σί)η  έκτοτε  πάν  ϊχνος,Ό  8ΐ(;ρΗ&ηϊ  μάτην  άνεζή- 
τησεν  αυτά  έν  ετει  1843  -.  Ά?ί,λΌύτος,  ώς  κα.)  οί 
Στάης,  1  ';ιΙ1;ιΐ,  Κο».'ϊΙ)ίΐοΗ  κ.λ.π.,έί)ε(ί)ρησαν  έσφ>α?^- 
[ΐένως  ώς  προ)την  μνείαν  τών  άναγλϋΓ( ον  τού- 
των τήν  παρά  Ι,θίΐ1<ο  (μόλις  έν  ετει  182!Ι)  (χπιχν- 
τώσίχν,  ενώ,  ιός  εϊδομεν.  δεν  είναι  οΰτος  ύ  ιχνα- 
καλϋψας  ΐ'ι  απλώς  ίδών  (χύτά  έλ'  'Ριχιινοΰλ'τι, 
άλλ'  οί  έν  έ'τει  1Ν11  την  Έιχμνοϋντι/.  έξετά- 
σίχντες  και  μελετήσαντες  απόστολοι  τής  εται- 
ρείας τών  ΟίΙβΙΙίΐηΐΐ  (ΟβΠ,  Οϋΐκΐγ,  Ββάίοτά^), 
τώ\'  δημοσιευσάντ(ι)ν  τό  βι|"5λίον  έν  ω  άνεϋρο- 
μεν  τήν  ανωτέρω  παρατεί)εΐσ(χν  ικχρτυρίαν. 
Είναι  δε  λίαν  πιθανόν  ότι  οί  άνακαλυψαντες  τά 
τετεμαχισμένα  εΰτεχλ-α  ιχγαλμάτια  τοΰ  βάΰρου 
ϋά  έ'λαβοΛ'  μεί) '  εαυτών  εις  Άγγλίαν,  κατ"  (χκο- 
λοινίΐίίίν  δε  (ρρονώ  ότι  επιμελής  έρευνα  έν  ταίς 
άποΰήκιχις  τοϋ  Βρεταννικοϋ  Μουσείου  ή  έΛ' 
τοις  άριστοκριχτικοίς  οϊκοις  τών  ιιελών  τής  έται- 


'  ()η  ΐΗε  ϋειηί  οί  .ΛΐΙϊοα:  ΓΓ3η520[ίοιΐίΐ  ο£  ΐΐιε  Κ.  δοοίεΐ)• 
ο£  ΗΐεΓΛίαΓί-  οί  [Κι;  υιιίίειΐ  1:ίη8<1οηι.  νοί  Ι  Ρϊγι  2.  Ι.οιιάοη 
1829,  4  ρ.  114  5.^=  ϋβΊπεη  νοη  .λΐιίοιι  (μετάφρ.  γεριιανιστί  υπό 
ΧΥβδίεπηίΐηη  (ΒΓ&υη5εΗ\νεΪ2  1840).  8.  119  ί. 

-  ΚΗβίη.  Μιΐδβυηι  Ν.  Κ.  Βά.  IV.  (1846)  8.  ΙΙί:  «νοη  άε»  Κε- 
Ιίείί  άετ  8ΐ3ΐυβπΙ)»5ί5,  »ε1οΙιε  ηοοίι  Ι^εαΙςε  ε1)6ηί2ΐΐ5  όρη  5»1ι, 
151  ϊοίζί  ηίο1Κ5  ιηεΙίΓ  ζυ  δείιεη,  υικί  ιηβϊηε  ΝϊοΗίοΓϊοΗυιι^εη 
α1)εΓ  ίϊί  δοΗίοΙίδΛΐ  (ΙεΓδεΙΙ^εη  \ΐ3.ιεη  όίδΙιεΓ  εΓ£ο1§Ιο5». 

■^  Ίδε  Α.  Μίο1ΐ3ε1ί5,  ϋίο  ΟεδεΙΙδοΗϊίΙ  άετ  ϋίίειίίΐιιΐί  ίη  Ι^οη- 
άοη  (δοιΐ(1εΓ2ΐ)(ΐΓυε1;  2ΐΐ5  1.ίίΐζο\τ'5  Ζείΐ5θ1)Γ.  Γϋτ  1}ίΙ<1εη<1ε  Κυηϊΐ. 
Βά.  XIV,  1879)  8.  25. 


—     173     — 


Τα   ανάγλυψα  πλην  τΛΐ'  επιτύμβιων 


ρείας  τών  ΟίΙεΙΙίΐηΐί  όυνατον  να  φέρΐ}  εις 
φως  τα  σπουδ(ϊΐα  ?\.εί\|)ανα  ταϋτα,  δι,'  <ον  ϊσως 
συμπλ•ί)ρωι)Γι  τύ  πλείστον  της  παραστάαε(ος 
τοϋ    βάθρου. 

Όπίοσδήποτε  εν  ελλείψει  αυτών  άπεπειρά- 
{)^ησαν  νΰν  διαδοχικώς  οι  Στάης,  ΡαΙΙαΙ,  Κθ88- 
ΙίίίεΙι  και  Κοί^ετίνά  (χναπαραστήσωσι  τί|ν  παρά- 
στασιν  τοϋ  βάθρου  τΓ]  βοήθεια  της  περιγραορής 
τοΰ  Παυοανίου  και  τών  εν  ταΐς  άνασκαψαΐς 
της  Ελληνικής  Άρχαιολ.  Εταιρείας  άν(ίκαλυ- 
φ&έντων  λειψάνοΰν. 

Ό  Στάης  ύπολαμβ(/.νει  οτι  ή  δλη  επί  τοϋ 
βάθρου  παράστασις  εΐχε  πιθανώς  οΰτιος : 

«Έν  τω  [ΐεσο)  είκονίζετο  ή  Νέμεσις,  καθη- 
ιιενΐ)  ί'σως  [ϊδε  δμως  αΑ'ωτέρω  σελ.  171  άρ.  8]  και 
φέρουσα  πέπλον  από  της  κεΐ()(χλής  άνεχόμενον 
προ  τοϋ  προσίόπου  δια  της  δεξιάς  χειρός  [Πίν. 
ΧΟ,  Η,  203  και  Ζ,  21ο],  αριστερά  δε  ταύτης  ή 
Λήδα  [Πίν.  Χυ,  Α,  206]  ίσταμένΐ],  τόν  άριστε- 
ρόν  βραχίονα  [Πίν.  ΧΙ.Ι,  Β,  209]  έπι  τοϋ  ώμου 
της  παρ '  αυτή  ιστάμενης  (αριστερά  καΐ  ταύτης) 
Ελένης  [Πίν.  ΧΟ,  Δ,  204  καΐ  Θ,  208]  έχουσα, 
ην  καΐ  έκράτει  ϊσως  διά  της  άλλης  χειρός.  Το 
πρόσωπον  της  Λήδας  [Πίν.  Χ1.Ι,  Α,  20(5]  εινέ 
έστραμμένον  μικρόν  προς  αριστερά,  την  παρά 
την  Νέμεσιν  άγομένην  Έλένην  προσατενίζον. 
Εΐπετο  έν  ττ)  αύτη  σειρά,  πάντοτε  προς  αρι- 
στερά της  Νεμέσεως,ό  Τυνδάρε(ος  [--Πίν. ΧΙ.Ι, 
Ι,  211]  μετά  τών  παίδων,  τούτων  πιθανώς  έν 
μικρώ[;]  μεγέθει  είκοΛ'ΐσμένων,  ως  [ΐαρτυρεΐ  κ(χι 
τεμάχιον  (έν  τοΐς  άνεκδότοις)  μορφής  μικρότε- 
ρων διαστάσεοΰν  [=Τίΐί.  Χυΐ,  Φ;;]  ή  αϊ  ?.οι- 
παί.  "Εληγε  δε  ή  παράστασις  προς  αριστερά 
διά  τοΰ  ίππέιος  καΐ  τοϋ  παρ'  αύτώ  ίππου,  ού- 
τινος ή  ευρεθείσα  κεφαλή  [^Πίναξ  ΧΟΙ,  Λ, 
207]  έπικυροΐ  την  κατάταξη-  ταύτην,  άτ'  έπεξ- 
ειργασμένη  έντελέστερον  έκ.  τοΰ  αριστερού 
αυτής,  άποκεκομμέντ)  δε  τής  πλακός  τοϋ  βά- 
θρου έκ  τοΰ  δεξιού-  ήτένιζεν  άρα  ό  ίππος 
προς  το  κέντρον  τής  παραστάσεως,  ιστάμενος 
αριστερά  τούτου  πλαγίως.  Δεξιά  δε  τής  Νεμέ- 
σεως  ϊστατο  ό  Αγαμέμνων,  6  Μενέλαος  και  ό 
Πύρρος  ό  Λχιλλέως  υιός,  ό  ως  έκ  τοΰ  γάμου 


αυτού  μετά  τής  Έριιιόνιις,  τής  Ουγατρός  τής 
Έλένΐ]ς,  δικαιώ(ΐατα  προσκτησάμενος  συμ- 
παραστάσεως έν  τφ  οίκογενειακφ  τούτω  κύκλω. 
Εϊπετο  δε  6  Έποχος  και  ό  νεανίας  [  =  Π  ίν. 
Χηΐ,  Π,  20Η,  Σ,  214],  οι  αδελφοί  τής  Οινόης 
« (αφ'ής  έστι  το  όνομα  τφ  δήμω::•),έάν  κ(Λλώς  έρ- 
μη νεύη  ό  Παυσανίας,  Οπερ,  ώς  θ ά  ϊδω[ΐεν,άμφί- 
βολον.  Ή  παράστασις  έπι  τφ  βά&ρω  είχε  κατά 
ταϋτα  τί|Λ'  εξής  τάξιν  περίπου  [είς  (ΐίίίν  γρα[ΐ- 
μήν  έξ  αριστερών  προς  τά  δεξιά,  Γδε  σελ.  17(!]: 
νεανίας,  εποχής  [ήτοι  άνήρ  τις  έπι  άρματος], 
ΙΙνρρος,  Μενέλαος,  Αγαμέμνων,  ΝΕΜΕΣΙΣ, 
Λήδα,  Ελένη,  Τυνόάρεως,  παίδες,  ίππος,  ίππεύς. 

Έκ  τής  κ(χτ(χτ(χξεως  ό[ΐ(ος  ταύτΐ|ς  προκύ- 
πτει ότι  τό  άριστερόν  ιιέρος  τής  παραστάσεως 
ήν  πληρέστερον  τοΰ  δεξιοϋ  κ(/.ί,  ώς  έκ  τής  απει- 
κονίσεως τοϋ  'ίππου  έτέριοίΐεν  μόνον,  (ίσύ[ΐμε- 
τρον,  τοΰΟ'  όπερ  δύσκολον  εΙνε  νά  συνέβαινε. 

Έξ  άλλου  δε  τά  υπό  τοϋ  Παυσα\'ίου  ανα- 
φερόμενα όνόματίί  τώ\'  δύο  εκατέρωθεν  κατά 
τά  άκρα  μορφών  Ίππεύς  και  'Έποχος  αδύ- 
νατον εΪΛ'ε,  αληθώς,  νά  εΐ\'ε  τά  κύρια  ονόματα 
τώλ'  μορφώΛ'  τούτωχ',  ώς  ύπελήφθΐ]σαΛ',  φαίλ'ε- 
ται,  ταϋτα  υπό  τών  έκδοτων  τοΰ  Παυσανίυυ 
τώΛ'  άναγραψάντων  ταϋτα  διά  κεφαλαίου  τοΰ 
αρχικού  γράμματος,  άλ?^ά  πάντως  αναφορικά 
είς  τί)\'  παράστασπ'•  καΐ  ίππεύς;  (ΐέν  ήτο  ή 
αγνοουμένη  μορφή  ή  παρά  τω  ΐππω,  « έποχος  > 
δε  ή  κατά  τό  έτερον  άκρον  ιιορφή  ή  έπι  άριια- 
τός  τίνος  ϊσως,  ήν  ήδυνάτουν  άλλιος  νά  έρ- 
μηνεύσωσιν.  Ό  Παυσανίας  έγραφεν  ό,τι  και 
δπως  τφ  ύπηγόρευον  οι  έξηγηται'•  ούτοι  δε 
πάντως  (ίγΑΌοΰντες  τά  πρόσιοπα  άπεκάλουν 
ταϋτα  δΓονομάτιον  γενικώΛ',  σχετικών  τή  παρα- 
στάσει.  Ήμ,εΐς  διά  ταϋτα  και  διά  την  συμ- 
μετρίαν  κυρίως  φρονοϋμεν  ότι  κατά  τό  δεξιόν 
άκρον  τής  παραστάσεως  είκονίζετο  άρ[ΐ(ί,  ούτι- 
νος έπέβαινεν  άνιιρ  <  έποχος»  αορίστως  κλη- 
θείς > « Σημειωτέον  έν  τούτοις  δτι  υπάρ- 
χει καΐ  τεμάχιον  κορμού  ίππου  όλόγλυφον 
[ζ=άριθ.  14,  πίναξ  ΧΙ^ΙΙ,  ι\ί],  συμφωνούν  [ΐέν 
ταΐς  διαστάσεσι  προς  τό  μέγεθος  τών  ανάγλυ- 
φων τούτοη'  τοΰ  βάθρου,  άλλ'  ήσσονα  δεικΛ'ύον 


—   174  — 


Λί'ί^υυσα   Έρ/οιί' 


έπεξι:(.)γ(χαίαν,  ('ίπερ  δυν(*τον  να  .τροίρ/ηται  ίκ 
τοΟ  α^^ιικίτος,  ίάν  Γι.τ()τι•ί)Γ|,  οπρο  (»ΰ<^(')/αΐ)ς  Λπί- 
Οΐίγον,  ΟΤΙ  ίπ()ΐΓ|ίΙιι  ί^ΐ(ϋτκρο)ς  και  προοι-κολ- 
λΓμΙη  (ίκολουΟοκ  τω  (■ΙάΟοίΟ  . 

Οί  ?)ί••  ΐ(ΐ•τα  τον  Στάην  πΐιοί  τοΓ)  α ύτοΰ  θέμα- 
τος λεπτομερώς  πραγματευΙΙέντες  ΡηΙΙηΙ,  Κ.ο«ν- 
Ι);ιγΗ  και  ΚοΙιεκΙ,  ώς  καΐό  προ  τής  ανακα/.ν'ι ψεως 
των  λειψιίίνων  τοϋ  βάθρου  γρά\|»ας  ΡθΝη;ιηί^Ι<)', 
εις  ίΐιάιρορα  ^ν  τ(/.Τς  λεπτομερείαις  κατελΐ|ξαν 
συιιπεράσματα,  συνοψίπαντες  τάς  γν(όμας  αυτών 
(^κ/.  ί/νογοαί]  ιμκ/,τοη',  ατινι/.  Η()να  (/.να^ημο- 
πιεύομεν  ενταΟΟα  (ίν  τω  /.(/.τίοττοω  σε/..  17<) 
περιληπτικώ  πίν(/.κι  των  ()ΐ(/.(('(')ρο)ν  γνωμών), 
ώς  άρκοΰντα  ίνα  τις  /-(/.()))  γνώπιν  πιυ^ϊ]  της 
(ίντιλήψεως  αΐ'τών. 

Σημειωτέον  ίϊ'οτι  οί  Κθ8,>ί1)&ο1ι  κι/.!  Κοίχτί 
άκο?ιου{)οΰσιν,  ο)ς  και  ημείς,  ιός  προς  την  προσ- 
αρίΐογην  τών  περισωΰέντων  τε[ΐα/ίων  εκάστης 
μορορής,  τω  Ρίΐΐΐίΐΐ:,  ένω  ώς  προς  την  διάταξιν 
αυτών  έπΙ  της  βιχσεοις  ρχουσιν,  ώς  βλέπει  τις, 
ίόίας  δλως  γν(όμας. 

Ό  τάς  άνωτέρο)  διατάξεις  τών  τεσσάρων έρευ- 
\Ίΐτώ\'  Στάΐ),  ΡίΐΠίΐΙ,  ΚοδδΙ^ίΐοΗ  καΐ  ΚοΙ)6γΙ  παρα- 
βά?ι.λων  προς  το  κεί[ΐενον  τοϋ  Παυσανίου  και  τα 
σο){ίέντα  ?ι,είι|'ανα  ευρίσκει  δτι  και  αϊ  τέσσαρες 
τυγχάνουσιν  εξ  ϊσου  εύ?ιθγοφανεΐς  κΐίΐ  πιίΐαναΐ 
ώς  προς  τε  το  σύνολον  καΐ  τάς  λεπτομέρειας 
αυτών.  Λυσκόλως  άρα  δύναται  τις  να  προκρίντ) 
ταύτην  έκείνΐ]ς.  Φρονώ  εν  τούτοις  οτι  όρΟό- 
τερον  ήθελε  κρίνει  τις  περί  τούτου  μόνον  μετά 
πλήρΐ]  άνίΓ/νώρισιν  καΐ  κατανόησιν  τοϋ  μύθου, 
εις  δν  αναφέρεται  ή  περιγραφή  του  Παυσανίου. 

Δυστυχώς  ώς  προς  τοΰτο  μεγίστη  υφίσταται 
νϋν  ασυμφωνία,  διότι  ουδέν  παρεδόθη  ήμΐν  περί 
τοϋ  λόγου  καΐ  χρόνου  της  αγωγής  τής  Έ?.ένης 
υπό  τής  Λήδας  παρά  τή  Νεμέσει.  Οΰτως  οί  μεν 
Στάης  και  Κθ88ΐΐίΐοΗ  ούδό?Λ)ς  άπτονται  τοΰ  δυσ- 
χερούς αλλά  καιρίου  ζητήματος  τοϋ  μύθου,  εις 
δν  αναφέρεται  ή  παράστασις  τοΰ  βάθρου.  Έκ  δε 
τών   αρχαιοτέρων    ερευνητών   ό    μεν    Βηιηη  ^ 


'  ΟεδοΗίοΗΐε  άβΓ  ςΓίεοΗ.  ΚϋπΒΐΙεΓ  Βά.  Ι.  5.  242  :  Οϊε  ΑηοΓά- 
ηυπ£  αηά  ΟοπιροϊίΙίοη  »»§ε  ίςΗ  ίηι  Είηζεΐηεη  ηίεΐιι  ζυ  Ιιε• 
δΐϊιηπιεη». 


λέγει  δτι  δεν  τολμί^Ι  νά  όρίσΐ]  τάς  /.επτομερείας 
τής  δΐ(/.τάξεο)ς  κ(ί1  συνίIέσε(^)ς  τής  έπι  τοϋ  βά- 
θρου παραστιϋσείοςόδέ  Κ(;1<ιι1ο'  γράφει:  ΙΙερΙ 
ίπανίκ/ οράς  '  τής  Ελένης  παρά  την  Χέμεσιν 
ουδέν  γνωρίζθ[ΐεν.  Μήπως  ό  γλύπτΐ|ς  ήϊίελε  νά 
παραστήσΐ)  οΰχι  την  (ίγωγ7|ν  τής  Έ?.ένης  παρά 
την  Νέμεσιν  διά  τής  Λήδας,  ά/.λά  την  (ίγο)γήν 
αυτής  παρά  την  Λήδαν  διά  τής  Νεμέσεϋ)ς,  οϋτω 
δε  πανηγυρικώς  κιχι  σα((^ώς  ήθελε  νά  έκφράσΐ] 
τδ  αυτό,  δπερ  άλ?Λ3ς  δηλοϋται  διά  τής  άνα- 
καλύψεο)ς  τοϋ  (οοϋ;^  Άλλ' 6  μεν  \\'ί1ίΐιτιο\νϊΐζ  ' 
παρατηρεί  δτι  ή  σκηνή  είναι —  αν  δεν  είκό- 
νιζεν  απλώς  τήν  θυγατέρα  προ  τής  μητρός  -- 
ακατανόητος•  τά  πρ()σ(ΐ)πα  δεν  ένπαρκοϋσι  προς 
ΐ(ί(ίν  ή  καΐ  πλείονας  σκηνάς.  Τί  περίπου  παρί- 
στατο, έδήλωσε  πολύ  κα/Λ)ς  ό  1\.6ΐ<υΐ6,  άλλα 
τοϋτο  δέν  στοιχίζει  τίποτε  όλιγά)τερον  ή  τήν 
πίστιν  εις  το  άλάΟητον  τοΰ  Παυσανίου  /.  Ό  δε 
Ρ;ι11;ιΙ  αποκρούων  τήν  έρμηνείαν  τοΰ  Κβ1<υ1β 
παραδέχεται  εν  τούτοις  δτι  πρόκειται  περί  [ΐετα- 
γενεστέρας  στιγμής  τοϋ  αύτοϋ  μύί)ου  τής  ανευ- 
ρέσεως τοΰ  φοΰ  τής  Νεμέσεως,  και  δη  περί 
σκηνής  τδ  πρώτον  ύπυ  τοϋ  κα/ιλιτέχνου  τοΰ 
βάθρου  έπινοηθείσης,  καθ '  ην  ή  Λήδα  οδηγεί 
τήν  έκ  τοϋ  φοϋ  τής  Νεμέσεως  γεννηΟεΐσαν  καΐ 
ύπ'  αυτής  άνατραφεϊσαν  Ελένη  ν  πρδς  τί|ν  μη- 
τέρα αυτής  Νέμεσιν. 

Τέλος  ό  ΚοΙίβΓΐ  —  εύρίσκων,  δικαίοις,  ανε- 
παρκή και  τήν  έρμηνείαν  ταύτην  τοϋ  ΡαΙΙ&Ι,  τήν 
ιιή  διασαφούσαν  τήν  έν  τή  σκηνή  ταύτη  παρου- 
σίαν  τοΰ  Αγαμέμνονος,  Μενελάου  και  Πυρ- 
ρού,—  παραδέχεται  κατ' αρχήν  ώς  ορθήν  γνο)- 
ιιην  τινά  τοϋ  Κβϊ,δοΗ  ^  καθ'  ην  πρόκειται  περί 
τοϋ  γάμου  τής   Ελένης  μετά  τοΰ   Μενελάου. 

;Τΐ)ν  συνέχειαν  ϊδε  έν  σελ.  177) 

'  ΒοπηεΓ  ΚβδΙδοΚπή  ί5.  26. 

■^  Το  αγομένην  (=  όδηγουμέλην)  τοϋ  Παυσανίου  ό  Κβΐ£υ1& 
μϊταφράζει.  αγνοώ  διατί.  διά  τής  >νί|ε(ος  ΖυπίοΙίίίίΙίΓυηβ  = 
έ.Ίαναΐ(ορά. 

^  Ρΐιίΐοΐοβ.  υηΐείΒϋεΗ.  IV  ρ.  12  :  «ϋοΐιΐίείϊΐίεΐι  2ΐ)εΓ  15*  <1ί& 
δεεηε,  ιτεηη  δίε  ηίεΐιΐ  1)1ο55  άίε  ϋ&ΓδίοΙΙηπβ  <1εΓ  ΤοοΗΐεΓ  τογ 
άετ  ΜοΙΙεΓ  εηΐΗίεΙί,  ϋηνβΓίίϊηάΙίΰΙι ;  άίε  Γί^ιιτεη  Γβίοΐιεη  κεάεΓ 
ζυ  εΐηίΓ  ηοοίι  ζο  ΒοεΗτετειι  δοεηεη  305.  Χν^δ  ε(ίτ3  (33Γ2ε5ΐε111 
ΛνβΓ.  Ιιαΐ  Κείιυΐε  δείιτ  ΗαΙ>5€ΐι  ϊη^εάειιίεΐ :  λ\>ϊτ  <1ϊ5  ίδί  υιη  ηίοΗΐδ 
2€Γίη2εΓθ8£εί1,αΐ5<1εη01ίΐιιΙ)οη  λπ  άίε  Ιη(3ΐ1ίΙ)ί1ίΐ3ΐ  «ΙεδΡίΟδ^ηίίδ». 

*  Παρά  ΡαΙΙίΐ  δ.  8  -λ.  17. 


—   175   — 


23 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  έπιτνμβίοπ' 
"Εποχος.    Νεανίας   άν(ό\ΐ'μος 


Σ  ΥΝΟΨΙΣ 

ΤΩΝ     ΔΙΑΦΟΡΩΝ 

ΓΝΩΜΩΝ 


Ιππενς 

Α 

Κάστιυρ 

Γνώμ-ί]     ΡοκηΒηδΙίχ 

ΙΙολιι6εύκΐ|ς 

(Ι)ί-  Νι-ιηι?8ροί;  ηιοηυιιΐ(?ηΐίίί) 

1888 

Τονδάρειος 

ΙΙΓιρρυ; 
Ερμιόνιι  ? 
Μενέλαος 
'Λγ(ΐ|ΐέ(ΐνο)ν 


Χέμεσις.    Έλέχΐ).    Λήδα 


Β'      Γνώμη      Στάη      (1891) 


νεανίας.    έποχυς.    Ιΐύιιριις.     Μίνέλαος.     Άγαμίμνον.     ΝΕΜΕΙΙΣ.    Λή&α.    Ελένη.    Τυνδάρεως.      Πολυδεύκης.     Κάστωη.    Ί.-τπος.    ί;ιπείις. 
(έπί    ίίοιιατος) 

Γ'      Γνώμη      ΡαΙΙαΙ      (1894) 

ΤΥΝΔΑΡΕΟΣ  ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ  ΝΕΜΕΣΙΣ  ΛΗΔΑ     ΕΛΕΝΗ       ΑΓΑΜΕΜΝΒΝ     ΜΕΝΕΛΑΟΣ     ΠΥΡΡΟΣ 


ΙΠΠΕΥΣ 

παρεστηκ("•)ς    συν   ΐππίο 


ΕΠΟΧΟΣ. 

ΝΕΑΝΙΑΣ 

( κφιππος) 

ανώνυμος 

ί  άί>ρλφοΊ 

ΟΙνόης ) 

άθιστΕΟα    πλευηα  ^^  2,4,18  1,  .•>,  14,  16         3,  1),  12,  1ί1  ι!,   10  7,17 

=  Πίνα£  ΧΙ,ΙΙ,     =Πίναξ  ΧΙ.ΙΙ,  ΠΙναξ    ΧΙ,Ι,     Πίναξ    ΧΟ,     ΠΙνοξ    XI, Ι.         =  Πίνας  XI. Ι, 
ΕΕ  Π,  Ρ,  Σ  Α,   Β,  Γ  Δ,  Ε,  Ζ  Η,  Θ  1 


δε'έιά     πλευρά 


ΕΙκών     1 1 6. 


Δ'     Γνώμη     Κθ88ΐ)3€Η      (1897) 


Είκών    117    (αριστερά    πλευρά)  ΕΙκών    ιι8    (έμπροσ&ία    πλευρά) 

Ε'      Γνώμη      ΚοόεΓί      (1897) 


ΕΙκών    119    ί?>Γςιά    πλευρά) 


ΕΙκών 


Γνώμη     Σβορώνον    (1905).     Πίνακες     Χυ — ΧΙ^ΙΙ  .\  -  ρι• 


"Εποχος.    νεανίας.    Πΰροος.    Μενέλαος.    Αγαμέμνων.    ^Ελένη.    Λήδα.    Νέμεσις.    Τυνδάρεως.    Πολυδεύκης,  Κάστωρ.    Ί'ππος.       Ιππονόμος 
Ε  Ε     (Τρικόρυ^ος ; )  ΖΖ  ΙΚ  ΔΕΖΑΒΓΗΘ  ΠΡΣΤΥ  (ό   Κύλλαρος;    Ανώνυμος. 

Λ  Μ  Ν  Ξ  ό  Φ 


176 


Αιι^ηνπη  'Κρμοϋ 


*Κν  τούτοις  »')  ΚοΙκγι  φρονεί  οτι  ήεν  είκονΓζρτο 
αιΊτίι  Γ|  σκηνί;  τοϋ  γ(ί[ΐου,  ά\\'  \\  ατιγ(ΐίι  κα\)'  ί'ιν 
οι  νε()νυ[ΐ((ΐ()ΐ  ,τίίροιισκ/,ζονκχι  τΓ)  ()ι•(^  Νρμκαει 
ώς  [ΐητρί  της  νν(ΐ((νιις.  ΊΙ  ΛιΊ?)(ί  /.ργρι  ό  Κο- 
ΙιεΠ  -  τροφός  τής  Ή/.ρνης,  όί))|γι••ϊ  (ίύτήν,  ό  ^^• 
Άγαμεμνοΐ)\'  ή^ΐ|γεΤ  (ί)ς  πρρα|•]ι')τερος  άδε?αρος 
τον  Μενέ?ι(/0Λ',  ρν(ΐ)  ό  ΠΓιρρος  ι•ίν(/.ι  ό  παρι/.- 
νυ(Η|ΐος ;. 

Πόσον  ο[ΐο)ς  (ίπίίΐανος  εΙν(ίΐ  και  ί|  γν(ό[ΐΐ| 
αΰτη  των  ΚριμΊι  κ(/.1  Γ<η1)η•ΐ:,  (>ΐ|λοΐ  ή  ανάγκη  εις 
ην  πορίαταται  ό  ΓΙοΙχτΙ  να  ϋι-α])  εκποδονν  δια 
(ριλολογικών  επιχειριΐ[ΐ(χτ(ΐ)ν  τον  εν  τφ  κειμένω 
τοΰ  Παυσανίου  ρ)]τώς  [ΐε[ΐαρτυρημενον  Πνρρον 
τον  Άχιλλέως,  δστις  αληθώς  δεν  είχεν  (χκό[η| 
γεννιιΟΓι,  ότ'  ετελεΐτο  ό  γά|ΐος  της  Έ/.ενιις  και 
τοϋ  Μενελάου.  Ίσ/υρίζεται  δηλαδί)  ό  σοφος 
ούτος  δτι  ό  Παυσανίας,  Γσίος  δε  καΐ  ή  πιιγή  ί'ιν 
άντέγραψεν(;),  έξέλαβεν  άλλον  τιν(/.,  δλως  άγνω- 
στον  ήιιΐν,  Πύρρον —  ου  το  δνομα  {)•ά  ήτο  έγγε- 
γρα[ΐμένον  έπΙ  της  βάσεως '  —  άντΙ  τοΰ  υιού  τοΰ 
Ά/ιλλεως,  διο  και  εζήτει  να  έρ[ΐηνεχ')ση  την 
παράξενονπαρουσίαναύτοϋ  διάτοΰ  γάμουαύτοΰ 
μετά  της  Ερμιόνης.  Νθ[ΐίζω  δ'ομως  δτι  οΰτέ  ό 
Παυσανίας  ήτο  τόσον  αφελής,  ώστε  να  άρκεσθΐ) 
εις  τον  [ΐετά  δεκαετηρίδας  γάμον  τοΰ  υίοΰ  τοΰ 
Άχιλλεως  μετά  της  Ουγατρός  της  Ελένης  Ερ- 
μιόνης, ίνα  παραδεχΰη  αύτον  παρόντα  κατά  τον 
γάμον  της  Έλέν)]ς  και  τοΰ  Μενελάου  -,  δτε 
ακόμη  δεν  εΐχε  γεννηθή  ό  Πυρρός,  οΰτε  οία- 


'  2ιΐμ?ΐ(ι)τρον  δέ  οτι  ο  Ροδτιαη^Ιεγ  (Νβηιοδίϊί  υηιΐ  Αάταδίοϊα  5• 
1)8),  ό  ΚοδδΙίαοΙι  και  ό  ΚοΙ^βΓΐ  θεοροϋσιν  ιός  Γΐπο?.ύτιος  βέβαιον 
δτι  .παρά  τάς  μορφάς  τοϋ  βάθρου  ί|θαν  γεγραμμέ\'α  τά  ονό- 
ματα αυτών.  Ό  ΡλΙΙεΙ  είναι  της  αυτής  γνώμης  ώς  προς  τάς 
μορφάς  τής  κυρίας  πλευράς,  άν  και  δέν  θε<ορή  τό  πράγμα  ώς 
απολύτως  βέβαιον  (ϊο  5β165ΐν6Γ5ΐ»ηι]1ίο1ι  «οΗείηΙ  ικίτ  ά&5  ηίοΜ;. 
Ήμεϊς  δέ  έχοί'τες  ύπ'  δψει  δτι  ό  Παυοίΐνίας  αγνοεί  τό  δνομα 
τοϋ  άδελφοϋ  τοϋ  Έπόχου.  ίσιος  δέ  και  τυϋ  σύ\'  ΐππω  ανδρός 
(ΐδε  κατιοτέριο  σελ.  180),  νομίζομεν  δτι  τά  ονόματα  δέν  ήσα\• 
άναγεγραμμένα  έπ'ι  τοϋ  βάθρου,  άλλ'  δτι  ό  Παυσανίας  ί'ικου- 
σεν  αυτά  παρά  των  έγχϋΐρίιον  εξηγητών. 

-  Αυτός  ό  ΚοΙ)6γΙ  ορθώς  παρατηρεί  δτι  τήν  τερατιόδη 
σκέψιν  τοϋ  νά  παραστήσιι  τό\'  υίόν  τής  Ληΐδαμείας  .παρόντα 
κατά  τό\•  γάμοχ'  τής  -πελ'θεράς  «ΰτοϋ.  οϋδε'ις  καλλιτέχ\ης  τοϋ 
Ε'  αιώνος  ήδΰνατό  ποτέ  \'ά  συλλάβΐ)  .  Άλλ'  δ,τι  θά  ήτο  τερα- 
τώδες διά  τους  καλλιτέχνας  τοϋ  Ε'  αιώνος,  μήπως  δέν  θά  ήτο 
επίσης  τερατώδες  προκειμένον»  περί  τοΰ  άριστα  γνιορίζοντος 
τίμ•  έλληνικήλ'  μυθολογία\•  Παυσανίου  ; 


δήποτε  (ριλο/α)γικά  επιχειρήματα  '  δύνανται  νά 
ι)  έσωσιν  έκπί^δίυν  πρ(')σωπον  οίίτο)  ρητώς  ύπο  τοΰ 
Παυσ(/.νίου  μεμαρτυρ)|μένον  ώς  παρδν  κατά 
την  στιγμήν  τής  έπι  τοΰ  βάθρου  είκονιζομέ- 
νης  σκηνής,  ά((ι'  ου  μάλιστα  πάν  άλλ(ί  ή  βέ- 
βαιον είναι  δτι  πρόκειται  περί  τοΰ  γάμου  τής 
Ί•ίλένΐ]ς  και  τοΰ  Μενελάου.  "0?νως  τουναν- 
τίον (ρρονώ  δτι  ή  ρητώς  υπό  τοΰ  Παυσανίου 
[ΐεμαρτυριμιένΐ)  παρουσία  τοΰ  υίοΰ  τοΰ  Αγιλ- 
λέίος  έπι  τοΰ  β(/.1Ιρου,  0)ς  επίσης  καΐ  ή  ύπό  τοΰ 
αύτοΰ  Πίχυσανίου  δικαιολογία  τής  [ΐή  κατά  την 
έπι  τοΰ  (ίύτοΰ  βάθρου  σκηνήν  παρουσίας  τοΰ 
'Ορέστου,  οις  φονέως  τής  μητρός  αύτοΰ  ί  όιά  το 
ές  την  μι/τίρα  τόλμημα  παρείϋη  ),  σαφέστατα 
διδάσκουσα•  ήίΐάς  δτι  ό  άγλ'ίοστος  μΰθος  τής  έπΙ 
τοϋ  β(/.ί)ρου  εικονιζόμενης  αγωγής  τής  Έλέ- 
\'ης  παρά  τΐ|ν  Νέμεσιν  τοΰ  'Ραμνοΰντος  ανήκει 
είς  /ρόνον  κΐίΟ'  δν  και  ό  υιός  τοΰ  Άγιλλ§Μς 
κιά  ό  'Ορέστης  ειχον  ήδη  άνδρωΟη,  επομένως 
ε'ίκοσι  τουλάχιστον  έ'τη  [ΐετά  τον  γάμον  τοΰ 
Μενελάου  και  τής  Ελένης,  καΐ  κατ'  (χκο?ι.ου- 
θία\'  πιΟανοηατα  είς  τους  μετά  την  ά/.ωηιν  τής 
Τροίας  χρόνους. 

Ερωτάται  λοιπόν  νΰν,  μήτοι  έσώΰησαν  άλλα 
λείψανα  τοιούτου  τινός  μύθου ; 

Έν  πρώτοις  παρατηρώ  δτι  τήν  προσοχήν 
πάντο)ν  τών  νεωτέριον  ερμηνευτών  διέφυγε  τό 
γεγονός  δτι  ό  Παυσανίας  όμιλεΐ  περί  (/.γίογής 
τής  Ελένης  παρά  τήν  Νέμεσιν  τοϋ  'Ραμνοϋν- 


'  Ό  ΚοΙιβΓΐ  στηρίζεται  κυρίως  έπι  τής  σκέψεως  δτι  το 
δνϋ(ΐα  Πυρρός  αντί  Νεοπτόλεμος  ήτο  αδύνατον  νά  γραφή 
έπι  μνημείου  τοϋ  Ε'  αιώνος.  Εϊδοιιεν  δμιος  ευθύς  άνιοτέρω 
δτι  .πά\•  άλλο  ή  βέβαιον  είναι  δτι  έπι  τής  βάσειυς  ήσαν 
άναγεγραμμένα  τά  ονόματα  τών  εϊκονιζομένιον  ήριόιον  και 
θεών.  Επομένως  ό  Παυσανίας  τόν  υ'ιόν  τοϋ  Άχιλλέως  ήδύ- 
νατο  κάλλιστα  νά  όνομάστ)  «Πύρρον  τόν  Άχιλλέως»  ένταϋθα, 
ώς  .πράττει  .πανταχού  σχεδόν  τής  συγγραφής  αύτοΰ  (ΐδε  Ι,  4,  4 
και  1.3,  9.  Π,  •>3.  6.  ΠΙ,  2δ.  1  καΐ  2.  26.  7.  Χ,  7,  1  και  23,  2), 
"Αλλίος  ρητώς  αυτός  ό  Παυσανίας  γράφει  έν  Χ,  26,  4,  δτι  «τον 
δ'  'Αχιλλέως  τφ  παιδί  "Ομηρος  μέν  Χεοπτό).*μον  όνομα  έν 
άπάσΐ)  οι  τίθεται  ττ)  ποιήσει•  τά  5έ  Κύπρια  επη  φησ'ιν  υπό 
Αυκομήδους  μέν  Πύρρον,  Νεοπτόλεμον  δέ  όνομα  ύπό  Φοίνι- 
κος αύτώ  τεθήναι,  δτι  'Αχιλλεύς  ηλικία  ετι  νέος  πο/,εμεϊν 
ήρξατο-.'Άρα  τό  δνομα  Πύρρος,δπερ  εΰρητο  ήδη  έν  τοις  Κυ- 
πρίοις,  ήδύνατο  κάλλιστα  νά  χρΐ)σιμοποιηθή  και  ύπό  τοϋ  ποιη- 
τοΰ  τοϋ  βάθρου  τής  'Ραμνουσίοις  Νεμέσεως,  άν  πράγματι 
ούτος  άνέγραψεν  έπ'  αύτοΰ  καΐ  τά  ονόματα  τών  προσιόπων, 
δ.περ  δλ(ι)ς  άπίθανον  προκει^ιένου  περί  Φειδιακοΰ  ανάγλυφου- 


177 


Τη   ανάγλυφα   πλην  των  επιτύμβιων 


τος,  κατ'  ακολουΟίαν  δτι  ή  παρουσίασις  αΰτη 
έγεΑ'ετο  πόνκος  έν  αύτω  τω  'Ραμνοϋντι,  δπερ  αο- 
φέστατα  έπικυροϊ  καΐ  ή  κατά  την  αύτηΛ'  σκηνην 
παρουσία  δύο  εγχωρίων  αττικών  ήοίίκον,  ί'ιτοι 
τοϋ  Έπυχου  κα\  τοϋ  ανωνύμου  νεανίου  αδελφού 
αύτοΰ,  αδελφών  αμφοτέρων  της  Οίνόιις,  ά([ΐ'ής 
ώνομάσθη  αυτός  ό  παρακείμεΛ'ος  τώ  Έαμνοΰντι 
αττικός  δή[ΐος  Οινόη.  Λοιπόν  αν»τός  ό  Παυ- 
σανίας βραχύ  μετά  τί|\'  εν  λόγ(ρ  περιγραφήν 
τοϋ  βάθρου  της  'Ραμνουσίι/ς  Νε[ΐέσεως  γρά- 
φων περί  της  (χττικής  νήσου  Ελένης  (Ι,  35,  1), 
—  της  κατά  τον  Γεωγράφον  '  [ΐόνης  προκειμένης 
αττικής  νήσου  της  από  Σουνίου  κ(/.ι  Θορικού 
μέχρι  'Ραμνοϋντος  και  Ώρωποϋ  ανατολικής  ατ- 
τικής παραλίας — ,  λέγει  ότι  <  ίς  ταντην  άποβήναι 
λέγυιιαιν  'Ελί•ν}ρ•  μετά  την  αλωσιν  την  'Ιλίον 
και  διά τούτο υνομίίέστιν  Ελένη  τΓ|  νήσ(ΐ)  .Επί- 
σης καΐ  Στέφανος  ό  Βυζάντιος  εν  λ.  «Ελένη, 
νήσος  της  Αττικής,  Εκαταίος  Εύρώπτ).  Έκεΐ 
γαρ  άποβήναί  ψαοι  την  Έλένην  μετά  την  άλωαιν 
'Ιλίον  .  Ιδού  άρα  τό  ζητούμενοΛ'  ι'χχ'ος  τΓ|ς 
παρουσίας  της  Ελένης  και  τού  Μενελάου  μετά 
την  άλωοιν  της  Τροίας,  αν  [ΐί]  έ,ν  αύτω  τούτο)  τω 
'Ρα[ΐνοϋντι,  τουλάχιστον  εν  τη  άμέσ(ρ  αύτοΰ 
γειτονία  και  έπι  τής  αυτής  παραλίας.  Εΐναι 
ά?ιη•θές  οτι,  άπολεσΟεισώ\'  τώ\'  κατά  τοιις  αρ- 
χαιότερους τών  επικών  δια(^ιόρ(ον  λεπτο(ΐερειώ\' 
τής  (ΐετά  τΊ|ν  ά?.ωσιν  τής  Τροίας  [ΐυΐ)ευομένης 
πλάνης  τής  Ελένης  μετά  τοϋ  ΜεΑ'ελάου  κατά 
τιιν  άνακομιδήν  αυτών  εις  την  οίκεί(/.\',  δεν 
εχομεν  έτερον  ϊχνος  τού  προφανώς  εν  αυτή  τΓ; 
Αττική  συλλεχθέντος  υπό  τού  Παυσανίου 
μύθου  τούτου,  εκτός  αν  Οεωρήσ(ΰ[ΐεν  ώς  τοιού- 
τον ϊχνος  τή\'  μετά  τΊ|ν  άλοισιν  τής  Τροίας  γνο)- 
στήν  άπόβασιν  τοϋ  Μενε?ιάου  εις  τό  Σούνιον  τής 
Αττικής-,  ώς  και  τό  στενόν  σύνδεσμον  τήςΈλέ- 
νηςπρός  τόνΈαμνοΰντα  δη?ιθύν  επίθετο  ν  αυτής 
'Ραμνουσίς'Κ  Άλλ'  ό  γν(ορίζων  εκ  τού  παραδείγ- 
(ΐατος  τής  Ελένης  τού  Εύριπίδου  και  εκ  πλεί- 
στων άλλων  ό[(θί(ον  παραδειγμάτων,  μεί)  'όποίας 


'  Στράβωνος  VIII,  π.  399. 

•'  Παυσαν.  Χ,  2δ,  2.  — Όμήα.  ΌδΐΌ.  Γ. 

'  Καλλίμ.ιχ.  "Υμν.  3,  233. 


78. 


ελευθερίας  επλαττον  ή  έτροποποίουν  κατά  τό 
δοκούν  τους  μύθους  οι  αρχαίοι  ποιηταί  και  καλ- 
λιτέχναι,  έχων  δ'  ύπ'  όψει  και  την  [ΐαρτυρίαν 
τού  Παυσανίου,  καί) '  ην  αυτός  ό  ποιητής  τού 
βάθρου  τής  'Ρα[ΐνουσίας  Νεμέσεως  καλλιτέ- 
χνης <'άκ)]κοώς  τά  περί  τής  συγγενείας  τής 
Ελένης,  ώς  ίΐυγατρός  αυτής  τής  Νε[ΐέσεως  και 
τού  Διός,  πεποίηκεν  όσα  έπι  τού  βάθρου 
είδεν  ό  Παυσανίας,  δικαιούται  ευλόγως  νά  ύπο- 
λάβη,  ότι  ό  καλλιτέχνης  ούτος  είναι  ό  διαπλά- 
σας  ή  τό  πρώτον  πλάσας  —  πάντως  τή  υπαγο- 
ρεύσει τώΛ'  ίερέίον  τής  Έα[ΐνουσίας  Νεμέ- 
σεως —  τόν  [ΐύΟυν,  εις  δν  άλ-αφέρεται  ή  παρά- 
στασις  τού  βάθρου  '. 

ΚαΙ  είναι  μεν  βεβαίως  πάνυ  τολμηρόν  νά 
ζητήσΐ]  τις  νύν  Λ'ά  μαλ'τεύσΐ]  τάς  ?.επτομερείας  ή 
τάς  γενικάς  γραμ[ΐά.ς  ολοσχερώς  απολεσθέντος 
[ΐύΟου,  δν  επλασεν  ή  διάνοια  τού  καλλιτέχνου 
τή  εμπνεύσει  τών  ίερέίΟΛ'τής'Ραμνουσίας  Νεμέ- 
σεως, ύπάρχουσι  δ'δμως  εν  ταΐς  πηγαΐς  γε\Ί- 
καί  τίνες  έ\'δείξεις,  δυνάμεναινά  βοηΰήσ(οσι  τι^ν 
φιαντασίαν  τού  ερευνητού  εις  τό  παρίίτολμον 
τούτο  έ'ργον. 

Αυτός  δη/ιαδί|  ό  Π(/.υσανίας  (Ι,  ο'Λ,'2)  άνα- 
φέρωΛ'  δσα  πάντ(ι}ς  ήκουσε  παρ'  αύτώ\'  τών 
ιερέων  και  έξΊ]γΐ)τών  τοϋ  ναού  τής  'ΡαμΛ'ου- 
σίας  Νεμέσεως,  ;  ί')  θεών  [ΐάλιστα  άνΟρώποις 
ύβρισταΐς  έστιν  απαραίτητος  ,  λέγει  δοκεϊ  δε 
και  τοις  άποβάσιν  ες  Μαραθώνα  τώΛ'  βαρβάρων 
άπαντήσαι  μήνιμα  εκ  τής  θεού  ταύτης•  καταφρο- 
νήσαντες  γίίρ  σίμσι\•  έ[ΐποδών  είναι  τάς  Αθή- 
νας έλείν,  λίΒον  Πιίριον  ώς  έπ'  έξειργίίσμένοις 
ήγον  ες  τροπαίου  .ποίησιν  τούτον  Φειδίας  τόν 
λίΰον  είργάσατο  άγαλμα  είναι  Νεμέσεως  . 

Ούτως  ή  και  εκ  πολλών  άλλιον  άρχαί(ο\'  μαρ- 
τυριών γνωστΐ|  παράδοσις  αΓ'τη  -  συνδέει  την 

'  Όμοίοις  περί-του  αα,ΐΛΤΐται  και  ό  Ι'α1ΐ3ΐ  (3.  11)  γρώροιν 
«Εδ  Ιιεδίεΐιΐ  άϊηιιη  βποΗ  ίϋι  αηδ  ηίςΐιΐ  άίο  Νοίννεικίί^ΐίείΐ,  ηαοΗ- 
ζιιννοίδεη,  «•ο  υηιΐ  \ί•αηιι  <ίίε  (3ίίΓ§08£ε11ΐ0  .'ϊζειιε  πηοΗ  ΰεη  ηι>ΊΗο- 
Ιο^ίδοΐιεη  ΥοΓδίεΙΙαιι^εη  ά&τ  Αΐίεη  ^'^^'^'ΐ'-'ΐιεη  ίίί.  δίε  ^ΟϊοΗίεΙη 
εΐιεη  ΗίεΓ  ζυιη  εΓδΙεη  ΜαΙε,  ηαοΗ  άοτη  Χνϊΐΐεη  ιΐεδ  1>ί1(1επΛεη 
ΚϋπδΙΙεΓδ,  (ΙεΓ  άεη  Μ^ΐΚιΐδ  άειη  ΟεβοΙηηαεΙεε  δεΐηεΓ  Ζείΐ  αηζη- 
ρϊ85εη  2εΓ£ΐ<1ε  5ο  §ιιΐ  ΐ5θΓ8θ1ιΙί^Ι  \\άι  «•ίε  είη  ΕϋΓΪρΙΰεδ». 

'  "Ιδε  αύτάς  παρά  Η.  Ρο5ηαη!ί1ί)',  Νεηιεδίί  ιιη<3  .Λ(ΐΓ£ΐ!.Ιεία  δ. 
40  Γί. —  Τοϋ  αΰτοΓι  Οε  Νειηε5εο5  ιηοηιίΓηεηΐίδ  σελ.  9  κε'ξ.  Πβλ. 


178 


Αη'Ιονηη  Ίϊη/ιον 


.τ(>ίΐ|οιν  ΓοΓ'  (/.γ(/.λ|ΐ(/.τ()ς  της  'Ρα(ΐν()υσί(ίς  Νε- 
[ΐέσεως,  κατ' (χκυ?.υΐΗ)ί«ν  κ(χι  το  (ΙύίΙρον  αι'»τΓ|ς, 
προς  την  ύπο  της  ίΐιι'ας  νΐί[ΐΐίσε(ΐ)ς  τιιι<ΐ)ΐ)ί(/.\'  τών 
ύπερφΐ(ίί?.(ι)ν  Άσκίτώλ'  ^ιά  τί|ν  κίαα  της  Ελλά- 
δος έπΐ(>ρ()|ΐί|ν  (αιτών.  "Εξ  άλλου  είνίχι  πασί- 
γν<ΐ)ατ(ΐν  οτι  ό  Ί  Ιρόδοτος,  άπαριΟμών  τν  τΓ) 
άρχϊΊ  της  ίοτορίας  «υτοΰ  τα  άπο  (χΐοη'ίον  αϊτια 
τοϋ  μεταξύ  Έλ?ιή\'0)\'  καΙ  Ασιατών  πολέμου, 
άναΓρρρει  ώς  εν  των  χ.ιιρΐ(ι)Τ!••ρ(ι)ν  την  ϋβριν  της 
ύπο  τυΟ  Άσιάτοιι  ΙΙάρώος  αρπαγής  της  Ελλη- 
νίδας Ελένης.  ΓΙ/νεΐοτοι  δε  άλλοι  τών  άρ/αίοη' 
αναφερόμενοι  εις  την  ύπί»  της  Νεμέσεως  τιμίο- 
ρίαΛ'  το)\'  βαρ|)(/.ρ(ον  παριατώσι  τί|\'  Έλέντρ• 
ώς  το  άκούσιον  όργανον  της  ί)εύ/.ς  νε(ΐέσεως, 
αυτήν  μεν  την  Έλέλ'ην  θυγατέρα  αυτής  τής 
Νεμέσεως  έκ  τοΰ  Λιός  καλούντες  ',  τΊ)ν  δε  'Ρα- 
μνουσίαν  Νέμεσιν  ταυτίζοντες  κατά  σχή[ΐα  και 
σν[φολα  προς  τί|\'  ίίεάν  Άφροδίτην  '-',  ήτις 
βουλή  τών  θελόντων  να  άπολέσωαι  τούς  Άσιά- 
τας  ΟεώΑ'  βοηθεΐ  τον  Γΐάριν  προς  τήν  άρπαγήν 
τής  Έλένης.'ΊΙδη  δε  εν  αύτοϊς  τοις  Ό[ΐηρικοΐς 
επεσιν  ή  Ελένη  παρίσταται  μάλλον  ύπο  τής 
Αφροδίτης  έξαπατωμέΛ'η  ή  εν  συνειδήσει  και 
έκ  προΟέσεο)ς  ά[ΐαρτάνουσα•'>;.  Αύτος  ό  Πρία- 
μος τοΰ  Όμηρου  άναγνοορίζει  δτι  δέ\'  ήτο  ένο- 
χος ή  Ελένη,  ό.λλ'  δτι  ό  πόλεμος  εστάλη  υπό 
τών  θεών  ^.  Κατόπιν  έτι  σαφέστερον  έν  τοις  Κν- 
πρίοις  επεσιν — ,  έν  οΐς  το  πρώτον  ϊσοος  ή  Έλένΐ] 
ώνομάσ§ΐ|  θυγάτηρ  τής  Νε[ΐέσεως  και  ούχΙ  τής 
Λήδας,  —  ή  Ελένη  εικονίζεται  ώς  ; όργανον  έν 


κυρίιος   τύ  ίη:ίγραμ|ΐ(ΐ  <Ινιι)νΐ'ΐιοιι  τινός   ίν  "ΑνίΙ.  Π«/..  παριϋρτ. 
Πλανούδ.  263: 

Καί  με  λίθον  ΙΙρρσαι  όρϋρ"  Γ|γαγον,  6((ρα  τρόπαιυν 
σχήσονται  νίκας.  Ειμί  6έ  νΟν  Νέμισις. 
Άμφοτέροις  δ'  εστηκα,  και  "Ελληοι  τρόπαιον 
νίκα;,  κΓΐΊ  Πέροαις  τοΰ  πολεμοτ'  νέ((εσις  . 
'    Π/.ΐ|ν  Γορ    Π(ΐ.υοανί(>ιι   ϊδε    Κίηΐίβΐ    Ργε^πι.   Ερίο.  ΟΓίεο.  .'ί. 
24. —  ΕϋσταίΙίοχι  Σχόλια  εις  Ίλιάδ.  ψ.  β3"2. —  Ερατοσθένους 
Καταστερ.  .XXV.  κτλ. 

■'  Φο'ίτιος   κ(ά   Σοιηδα;  έν   λ.  'Ραμνουσία  Νέ(ΐεσις.  —  Μάν- 
τισσα έν  Παροιμιογρ.  έκδ.  8ο1ιηβί(ΐ6\νΐη-Ι^οιιΐ8θ1ι  Π.  76:   «Αϋτη 
πρώτον  άφίδριιτο  έν  Άιρροδίτης  σχήματι,  διό  και  κλάδον  είχε 
μηλέας». —  ΡΙίη.  ΝίΙ.  ΗίϊΙ.  ϋ6,17. —  Ροδπϊΐΐδΐζ)»   Νβηιεδίϊ  5.  Ι)  (ί. 
'  Ροδηαηδίί)!  έ.  ά.  !>.  9. 
'  Ίλ.άδ.  Γ'.  164-165: 

οϊί  τί  μοι  αίτίη  έσσί,  θεοί  νύ  μοι  αϊτιοί  είσιν. 

οϊ  μοι  έφ(ί)ρμΐ)σαν  πόλεμον  πολόόακρυν  'Λχαιών. 


ταΐς  χερσί  τής  'Λ((ροδίτης,  ήτις  πάλιν  είναι 
εντεταλμένη  να  ί(έρτ)  εις  πέρας  τΐ|ν  (χπ«κ(<χσιν 
τοϋ  Λιός '   . 

Κατά  ταϋτα  τής  Ελένης  άκουσίιος  και  βουλή 
τών  θεών  άμαρτησάσης  προς  πλήροισιν  τής 
θείας  γεμέσεο)ς  κατά  τών  Ασιατών,  -  οϊτινες 
ώς  έκ  τούτου  έταύτιζον  τήν  Έλένην  προς  αυτήν 
τήν  Νέμεσιν,  Έλέ  VI  ι  ν  ΆΑράοτειαν  αυτήν  καλούν- 
τες-,  είναι  όλίος  ιρυσικόν  νά  ((αντασΠώμεν 
δτι  οί  ιερείς  τής  'Ραμνουσίας  Νεμέσεως,  ΪΙέλον- 
τες  νά  κοσμήσιοσι  δια  συγγενούς  παραστάσε(ΐ)ς 
τύ  β(/.ί)ρον  τοΰ  προς  τήν  έν  ΜαραΟώνι  ήττιχν 
τ(Τ)\•  'Λσκ/τών  στενώς  συνδεομένου  αγάλματος 
τής  ΰεάς  ταύτης,  έπλασαν  μΰθον,  καθ '  δν,  δτε 
πλέον  συνετελέσί)η  διά  τής  άλο)σεως  τής  Τροίας 
ή  πρ(ί)τ))  μεγάλη  τιμωρία  τής  κατά  τής  Έλλιχ- 
δος  ύβρεο3ς,  το  όργανον  τών  τ)εών,  ί\  «'Ραμνου- 
σις  καΐ  «Αδράστεια  Έλένΐ],  επιστρέφουσα  έκ 
τής  Τροίας  εις  τήν  Έ/.λάδα,  ήχΟη  ύπο  τών 
οικείων  έν  τιμή  προς  έξαγνισμον  από  τοΰ  ακου- 
σίου αυτής  αμαρτήματος  παρά  τήέν'Ραμνούντι 
[ΐητρι  αυτής  Νεμέσει,  άποβάσα  τύ  πρώτον,  ώς 
εϊδομεν.  έν  τη  άπ'  αυτής  Ελένη  κληΰείση  νήσο), 
ήτις  (χκριβώς  είνιχι  ή  πρώτη  αττική  γή,  ην 
συναντά  ό  έκ  τής  Τρωάδος  ερχόμενος. 

Διά  τής  υποθέσεως  περί  υπάρξεως  τοιού- 
του τΐΛ'ός  μύθου,  —  δστις  ση[ΐειωτέον  δτι  ν)ά 
άπετέλει  (/.κριβές  πάρισον  τοΰ  τω  παρακειμένω 
τω  Έαμνοΰντι  δήμο)  τών  Άφιδναίων  ιδιάζον- 
τος μύθου  περί  τής  αρπαγής  τής  ΈλέΛης  υπό 
τοΰ  Θησέως,  έκπορθήσεως  τών  Άφιδνών  υπό 
τών  Λιοσκόρων  και  άνακομιδής  τής  Έλέ- 
\ΐ]ς  ύπ'  αυτών  (Στράβ.  9,.'?9(!), —  δύναται,  νο- 
μίζω, νά  έρμηνευθ  ή  λαμπρώς  και  άβιάστως  πάσα 
ή  υπό  τοΰ  Παυσανίου  περιγραφόμενη  παρά- 
στασις  τοΰ  βάθρου  ημών.  Τήν  ακουσίως  δηλαδή 
άμαρτήσασαν  Έλένιιν  παρουσιάζει  τή  Νεμέσει, 
εύθα)ς  μετά  τήν  άλωσιν  τής  Τροίας,  προς  έξα- 


'  Ροδπαοδίίν  5.  10.  —  Πβλ.  καί  δοΗινεπΙί,  Μχΐΐιοΐ.  <1.  Οπβοΐι. 
ρ.  431  :  «ΠιιγΛ  Ηϋΐεηα  νι&τ  ά&να3.\ί  άΐη  Αδΐίΐβη  ά\ΐ  Ζαοΐιΐί^ιιηβ 
^εΙίΟΓηιηειι,  ϋηά  50  ν/Άχά  άίεβε  ζιι  είηετ  ΤοοΗικγ  βετ  Νεπιβδίί 
^βιηίοΐιΐ  ϋη<1  δίε  \τ2γ  ϊΗηεη  βίδ  βϊηβ  Νεηιεδίδ  ^εΐίοιηιηεη  η.».*.». 

-  ΆΟηναγόρ.  Άπολογ.  1:  ιά?.λ'ό  (ΐέν  Ίλιεύς  Οεόν  "Εκτορα 
λέγει  καί  τήν  Έλέχ-ην  Άδρήστειαν  επισταμένος   προσκυνεί•. 


179  — 


7α  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


γνισμον  ή  .τροσφυέστερον  πάντων  δυν(/.ιιρνΐ] 
να  ζητήσΐ]  τιιν  ύπρρ  αυτής  άφεσιν  από  τοΰ 
ακουσίου  αμαρτήματος,  ή  θετή  τροφός  και  μή- 
τηρ  αυτής  Λήδα.  Άμεσως  όπισθεν  τής  Νε[ΐε- 
σεως  ΐστανται  οι  λοιποί  στενοί  τής  Έ?ιέΛ'ης 
συγγενείς,  ήτοι  ό  θετός  πατήρ  Τυνδάρεοις  καΐ 
οί  αδελφοί  αυτής  Διόσκοροι,  τέλος  δε  και  ό  τω 
ϊππο)  παρεστηκώς  άνήρ,  ό  'Ιππεύς  όνομα  >. 
ΓΙερι  τοΰ  δλίος  αγνώστου  τούτου  ανδρός  δεν 
δηλοί3ται  ότι  ήτο  συγγενής  τις  τής  Έ?ιένης. 
Οί  νεώτεροι  έρμηνευταί  έκλαμβάνουσιν  αυτόν, 
ορθώς  νομίζω,  ώς  ίπποκόμον.  Ό  ΚοΙιθγΙ  \\ά- 
λιστα  εύφυώς  ίιπολα[ΐβάνει  προς  τούτοις  ότι  ύ 
"ίππος,  παρ'  φ  ΐσταται  ό  άνήρ  ούτος,  εΙ\'αι  ό  τοΰ 
Κάστορος,  δηλαδή  ό  περίφτ]μος  Κύλλαρος  '. 
Άμφοτέρας  τάς  γν(ό[ΐας  ταύτας  πιχραδέ/ομαι 
καΐ  εγώ,  τολ[ΐώΛ'  μάλιστα  να  έκφράσοο  τή\'  ύπ(')- 
θεσιν  ότι  εν  τω  κειμένο)  τοΰ  Παυσ(χνίου  <χντΙ 
πεποίηκε...  και  άνδρα  σόν  [ελλείπει  τό  σίιν  εν 
Ι.βίάβηδΪ8  Ν.  1 6  Κ]  ϊππω  παρεστηκυτα.  Ιππέα 
δνοματ  άναγνωστέον:  «και  άνδρα,  ϊππιο  παρ- 
εστηκότα  ίππονόμον  -  .  Πρ(')κειται  δηλαδή 
περί  ανωνύμου  τινός  ίπποκυμου  έπΐ(ΐελητοΰ 
τοΰ  Κυλλάρου,  ίππου  τοΰ  εις  τήν  ύποδο/ήν 
τής  Ελένης  έπΐ]σχολη[ΐένου  κατά  τήν  στιγμιιν 
ταύτην  Κάστορος  •'.  Τό  Ίππενς  (χπαντά  [ΐέν 
άπαξ  ώς  κύριον  όνομα  ενός  των  ιηών  τοΰ 
Ήρακ?ιέους  και  της  Θεσπιάδος  ΓΙρόκριδος 
(Άπολλόδ.  2,  7,  8),  ούδεις  δμως  οπαδός  τών 
Διοσκόρο)ν,  ή  συγγενής  τής  Ελένης  ή  ά?νλος  τις 
φέρει  όνομα  Ίππενς,  ένω  εξ  άλλου  τους  αντι- 
γραφείς τοΰ  Παυσανίου  ευκόλως  ήδύνατο  να 
πλανήση  ό  παρεστηκώς  τω  ίπποκό[ΐω  ίππος, 
ίνα  τό  άνδρα  Ιππονόμον  άντιγράψιοσιν  ώς 
<'  άνδρα  Ιππέα  δνομα  . 

Πάντες  λοιπόν  ούτοι,  Τυνδάρεως,  Λιόσκο- 
ροι  και  ό  ίππονόμος,ΐσταντο  όπισθεν  τής  Νεμέ- 


'  ΚοΙίβη   έ.  ά.   δ.   ;51. 

•'  Ίππονόμος  παρά  Πολυδεύ.  Α',  18Γ  ίππονώμας  παρά 
Σοφοκ.  Αϊ.  231.  Εύριπίδ.  'Ιππολ.  1399 — Άριοτοφ.  Νκψρλ.  571. 

"  Τό  όΧόγλνφον  τιΤιν  λειψάνίοχ'  τοΰ  ίππου  τοΟ  βάθρου  άγει  εις 
χήν  ϋπόθεσιν  οτι  ό  Ιππονόμος  οδτος  'ίστ«το  όπισθεν  τοϋ  Ίππου 
{π^λ.  τό  κατ.  ύπ'  άρ.  Μουσ.  1385  ανάγλυφαν  τοΰ  Μουσείου), 
ούχ'ι  δ'  ε^ιπροσθεν  ώς  εν  ταΐς  άνα.ταραστιίσεσι  τών  ΚοΙιεΓΐ 
κα'ι   Κοδ5ΐΐΛο1ι. 


σε(ος  αποτελούντες  τόν  εν  Ελλάδι  στενόν  κύκλον 
τών  συγγενών  τής  Ελένης.  "Οπισΰεν  δε  τής 
Ελένης  έπΙ  τοϋ  (3άι)ρου  είκονίζοντο,  συμφώνως 
τη  περιγραφή  τοϋ  Παυσανίου,  οί  εκ  τής  Τροίας 
άρμοδιώτεροι  σύνοδοι  αυτής,  δηλαδή  πρώτος 
μεν  ό  αρχηγός  τής  κατά  τής  Τροίας  εκστρα- 
τείας Αγαμέμνων,  δεύτερος  δε  ό  άνακτησά- 
μενος  τήν  Έλένην  σύζυγος  αυτής  Μενέ/Λος, 
τρίτος  τέλος  ό  υιός  τοΰ  Άχιλλέως  Πύρρος, 
διά  τών  όπλωλ'  τοΰ  οποίου  ήλ(ό{)η  ί|  Τροία 
καΐ  έπληρώθη  ή  κ(/.τά  τών  ΆσιατώΑ'  νέμεσις 
τών  θεών,  είς  ην  (χναφέρετ(/.ι  ό  μΰΟος  τής  παρα- 
στάσεως τοΰ    βάθρου. 

Τους  τελευτιιίους  τούτους  (Ιποβάντας  είς  τήλ' 
Άττικήν  και  προσερχο[ΐένους  είς  Ταμνοΰντα 
παρακολουί)()ϋσι\'  εν  τΓ|  παραστάσει  τοΰ  βά- 
θρου δύο  έγ/ώριοι  (χττικοι  ήρωες,  ό  "Εποχος  ' 
δηλαδή  και  ετερός  τις  άνώνυ[ΐος  νεανίας,  άδε?^.- 
φοί  άιιφότεροι  τής  Οινόης,  άφ'  ής  έστι  τό 
όνομα  τώ  δή[ΐω,  όστις  [ΐετά  τοΰ  'Ρα[ΐνοΰντος, 
τόπου  τής  σκηνής  τής  παραστάσεως  τοΰ  βάθρου, 
τοΰ  Μαραθώνος,  ενΟα  έτιμωρήι)ιισαν  υπό  τής 
Νεμέσεως  οί  άρπάσαντες  τήν  Έλένιιν  Άσιά- 
ται,  καΐ  τών  έπίσιις  παρακειμέλ'ων  δήμων  Τρι- 
κορι'νΟου  και  Κυκάλο)λ'  άπετέλει,  ώς  γΛ'ωστόλ', 
τήν  παράλιολ'  τριττύν  τής  φυλής  Αίαντίδος  -. 
"Ισως  [ΐάλιστα  ό  έπι  τοΰ  βάθρου  ανώνυμος 
αδελφός  τής  Οινόης  εϊναι  ήρως  τις,  π.  χ.  'Ρα- 
μνοΰς  τις  ή  αυτός  ό  ήρως  Τρικόρυθος,  άφ'  ου 
ο)νομάσθη  δ  παρακεί[ΐενος  τή  ΟϊΛ'όη  και  τω 
Έαμνοΰντι  όμοίνυμος  δήμος  \ 

Συμπέρασμα  τής  εξετάσεως  ημών  ταύτης 
είναι  ότι  πασών  τών  προταθεισών  διατάξεων 
τών  διαφόρο)ν  προσα)πων  τοΰ  βάθρου  προτι- 
μητέα  τυγχάνει  ούσα  εν  τώ    συν()λίρ   αυτής  γ] 

'  Οϋδεμίαλ'  ανάγκην  βλέπίο  νιΊ  συ|ΐπερά\•(•)(ΐεν  εκ  τοϋ  ονό- 
ματος "Εποχος  δτι  ούτος  ήχο  έπ'ι  άρματος  ή  'ίππου.  Οΰχ'ι  μό- 
νον λείψανα  άρματος  η  δευτέρου  'ίππου  δέν  άνεκαλύιρθησαι•, 
αλλά  και  τό  δνομα  "Εποχος  έφερε  καΐ  έτερος  αρχαίος  ηρως,  6 
έξ  Αρκαδίας  υιός  τοΰ  Λυκούργου  κα'ι  της  Άνχινόης  (Παυσαν. 
8^45.4.  Σχολ.  Άπολλον.  Τοδ.  Α  ΚΜ.— Άπολλόδ.  3,  9,  2). 

-  1.ορ«Γ,  Οίο  ΤΓίΙΙχοιι  ϋηό  Οειηεη  ."ΜΙιεηί;:  .^Ιΐιβη.  Μίΐΐΐι.  ΒΛ. 
XVIII,  δ.  420-421  —  Ρβηΐν-Ννίδϋοχν»,  ΚβΗΐεηογοΙορ.  *.  ν.  ,ΛΐΙίοα 
δ.  2230. 

'  Ησύχιος  εν  λ.  Τρικορυθος. 


180  — 


/ 1  η%)ΐ)οα    Κι»  1 1  <  >  Γ' 


τών  2!τ(ίΐ|  Χ(ί1  ΚοΙηγγ,  ήτις,  ((πονίΤ),  ^^•()ν  νά 
τρ()πυπ(>ιΐ|ί)Γ|  [κη'ον  (ής  .τοός  τάς  τριίς  ί.ν  τω 
κέντρο)  γιη'(ίΐκι•Ί'(/.ς  (ΐ()ρ((άς  κίά  ^ί|  σι»|ΐ(ρο)ν(ΐ)ς 
προς  τί|\'  γ\'(ΐ)[(ΐ|\'  τοϋ  Κον^Κικ  1ι,  Γιτοι  της  Έλέ- 
ΛΊΐς  οΰ/ί,  <ί)ς  ί)ρ/α•ι  ό  Κοίχτί,  (όΟουμένης  ύπο 
της  οπισΟι-ν  αυτής  Ιατ(ί(ΐιΗΊ|ς  Λήί^ίχς,  ή  7τρ«')ς 
τάριστι•:ρά  ^τρος  τί|ν  Νέμεσιν  όίίιιγουμι'-νιις  όπο 
της  ΑΓιίχχς,  Ας  ίΐέλπ  ό  Στίχης,  άλλ'  (Ιγομή'ΐις 
«χι-'ϊρ'  έπΙ  κηρπω>  ύπο  της  Λήδ«ς  προηγουμέ- 
νΐ|ς  δεξιόίΗ'ν  προς  την  Νέιιι^οι  ν.  Σ  ΐ|  (ΐκκοτκον  ^  ι'ν 
σχίσει  προς  το  ί/νι>γρ(ί((  ιμκ/.  τοϋ  Κ()1)βη,  οτι 
τον  μέν  ίππονιηιον  (.{ιαντάζομαι  ΐΠίοΰνν  τον 
ίππου  ίστ(Χ[ΐεν()ν,  τον  ()ρ  Μενέλαον  ού/ι  ώς 
μ?λλόνιΐ[ΐ(()θΛ'  Λ'είχνίαν,  άλλ'  ανόρα  ώς  τον  Άγ(χ- 
μέ[ΐνον(/.  '()  Πΰρρος  δε  πιΟίχνώς  νά  εικονί- 
ζετυ  π'οπλος. 

17.  Άριϋ'.  215-217  (Ιίή:  XXX 
κα)    ΧΧΧί   1-2). 

Τά    έκ    Μαντινείας    «  Πραξιτέλεια  -     ανάγλυφα 
των  Μουσών  '. 

η')    [I^:ριγρ<^ι/ 1/  και  ίατυρί'ΐ  τ(7)ΐ•  ιχν(ΐ•//.ί•</  <'»•. 

Αι  χιπό  τοΰ  Γτ.  Ρουο-έτεδ  έν  ταΐς  κατά  (ΐί|\'α 
Αΰγουστον  τοΰ  έτους  1887  έν  Μαντινεία  άνα- 
σκαφαΐς  της  Γα?ιλικής  Άρχαιολ.  Σχολής  άνα- 


'  Βιβλιογραφία  : 

α)  Ενρετήριον   Γεν.  Εφορείας   380. 

β)  Άρχαιολογιχόν  ΔεΧτίον  1887.  σελ. 

γ)  Ου5ΐ3νβ  ΡουββΓββ :  ΚιιΙΙεΙίη  <1ο  ΟοΓΓβ^ρ.  Μβΐΐεηίςυε 
XI  (1887)  ρ.  488. 

δ)  Ροιΐ03Γΐ  ;  ΟοηιρΙϋ  -  Γβηοΐιι  άε  ΓΑο&ίΙέιηίε  (Ιο;^  ΐη50ΓΪρΙ.  βΐ 
ΒεΙΙβΒ-ίοΐΐιοϊ,  1887,  11  ηον. 

ε)  \νο1*εΓ8  :   Πακίίο»!  Κενίεη-,  1887,  ρ.  317. 

■ζ)  Ο.  ΡουεέΓββ:  Η.  Ο.  Η.  XII  (1888)  ρ.  104-128  1'\.  Ι-ΙΙΙ. 

1))  Κ3ν3ί38θη  :  Οοηιρίε-νεηίΐιι  (1ε  Γ.λοίκΐ.  άεδ  ΙηδΟΓίρΙ.  1888, 
ηιατί;-  αντίΐ,  ρ.  83. 

ιΊ)  ΤΙι.  Κείηβοΐι :  Κενυε  άοϊ  Εΐιιάεί  §Γεο(ΐιιε5  Ι  (1888)  ρ. 
114,  ηοίε  3. 

ι)  Ι^θ5ε1ιεΙ<ε  ;  |α1ιιί)ΐιο1ι  ιΐεδ  Κηίί.  ϋ.  .*\ΓαΙι.  Ιη.•>(ί(.  1888  ρ. 
92,  Αηιη.   7. 

κ)  ΚνίΓίλνΜηβΙεΓ  :  ΒειΙίηεΓ  ρΚίΙοΙ.ννοαΗεπδοΙιι.  1888  δρ.  1482. 

λ)  ΟνετϋβοΙί,ϋΐιεΓ  Λίε  ίηΜϊηΙίηεα  βείιιηίΐεηεη  Κείίείί:  Βετίοΐκ 
<16Γ  Κ:6πί§1.  520(15.  Οεϊεΐΐδοΐιαίι  άεΓ  \νί85.  1888,  δ.  284-  294. 

μ)  ΟνβΓΐ)6ς1ι,Κυη5ΐηΛ)ίΗο1θ2ίεΒ(1.Ι1Ι(1889)  δ. 421,45411.547. 

ν)  ΗβιαββΓ,   1>ίε  ηειίΗΐΙίδοΙιεη   Κείίείδ  (1889)   δ.   151   υ.   179. 

ξ)  Ι^θρβίυβ,  ίίΓίεοΗίϊοΗε  ΜϊΓηιοΓδίικϋεη  (1890)  Νο  187. 

ο)  ΚοΙ>βη  :  ΙιιΙΐΓΐ)υο1ι  άεβ  Κίΐίδ.  ΟοαίδοΗεη  ΑγοΗ.  Ιη5ΐ.  Βά.  V 
<18!•0)  δ.  228,  16. 


καλΐΜ|  ίΐεΐσίχι  τρεις  πλίχκες,  αί  έκτοτε  περί((ΐ)μοι 
γενόμενα)  ένεκ(χ  της  (χποί)ό(Τεως  των  έπ'  αυτών 
άναγλήπτίον  (ΐορ((;ών  εις  τον  ΙΓραξιτέλην  ή  το 
έργαστήριον  αύτοΰ,  εΐ)ρέίΗ|σαν  κ(χΊ  αί  τρεΤς 
ύ[ΐ()Γ)  έστρίομέναι  ώς  ^ι«πεδον  αρχιχίου  ήρει- 
πωμένου  [^υζαντιακοΠ  ναοΰ  [ΐετά  τών  παραστά- 
σε(ι)ν  (χι'ιτών  προς -το  έ?)α(( ος  έστρ(χιιμένίΐ)ν,  είς  ο 
(Κ(εί/.εται  και  ή  σ/ε^όν  τελεία  ?)ιατήρΐ|σις  τί7»ν 
(χ\'(χγ/ιΰ(ρων  (χΰτών  παραστάσεο)Λ'. 


.-ι)  3.  Κείη3οΙι  :   ι  ίϊζεΙΙε   άεί   Ιίείΐυχ-ΑΓίϋ   1888  ρ.  72. 

ι»)  .  :  .  »  .  1889  ρ.  70. 

ο)   Ε.    ΟαΙ>Γθ1,    \\>γΛ^ε    εη    ΟΓέοβ    1889  (ΡβΓΪβ   1890)  ρ.  90. 

τ)  \ν3ΐ(ΐ5ΐείη,   Ί'Ηε  Μηηΐίιιε3ΐι   Κείϊείϋ  :    ΑηιεΓΪοαη  )ουΓη3ΐ  "Γ. 
ΑτεΙιεοΙ.  ν.. Ι.  VII  η891)  ρ.  1-18  ρ1.  Ι-ΙΙ. 

ΐ')  77.  Καββαδίας,  Γλυπτά  έν  τω  ΈΟνικφ  Μουοείίο  η\μ. 
Α'  (1892)  αελ.  172-  176  άρ.  215-217. 

φ)  ΡοΐΙίβΓ,  Ι^εί  5ί»1ιιεΐΐβ5  (Ιβ  ΙίΓΓε  οοίΐε  (1890),  ρ.  112. 

χ)  Μΐχϊπι.  Μβ/βΓ,  Ι)1ε  Μιΐ3εη  <Ιβ5  ΡΓ&χίίεΙεδ :  .λϊΗειι.  ΜϊιΙεί- 
ΙϋΠβεη  Ιίιΐ.  .\νΠ   (1892;  δ.  261  -264. 

ψ)  ΡυΓίννΒπβΙεΓ,  ΜέίϊΙεΓΛεΓίιε  (1893),  δ.  70'.  547.  533, 
554,   682^ 

(1))  ΡβΙβΓ8βη,  Ι,ί-  Μπίε  εΗΙ^ί»ιιε  :  Κΰιη.  ΜίαείΙ.  Ιίιΐ.  VIII 
(1893),  δ.  72. 

αα)  ΟνβΓΐ)8ε1<,"  ί^εϊεΐιίεΐιΐι•  ΗεΓ  {;Γίεε1ιί5θ1ιεη  Ρ1ΐ5ΐί1<  (1894), 
δ.  61   11.  400. 

βΡ)  8.  ΚείηαεΚ  :  ίοϋΓΓίει  <1ο  ΓαιΙ  ίΐηΐίςυε  (Ολζ.  άεδ  Ηοζυχ- 
Αηβ  1895  ρ.  158). 

γγ)  ^^88εη :  ΚοδοΠεΓΈ,  Ι>εχίεοη  άετ  ι^ΓΪεεΗ.  Μγΐΐιοΐ.  «.  ν. 
ΜαΓ5χ35  (Βιΐ.  II  (1894)  δρ.  2450). 

δδ)  Ο.  Βϊβ  ;  ΚοδοΗετ'ϊ  Ι^εχίοοη  <1εΓ  ^ιίεοΗ.  Μ)•ιΗυ1.•5.  ν.  Μπβεη 
(Βά.  II  (■1895)  δρ.  .3249-2256).  (Πβλ.  τοΰ  αύιοΟ  Βίε,  Οίε 
Μυ$εη   ίπ  (1.  αοί.  Καπδί.  ΒεΓίίη  1887). 

εε)  νν.  ΑΐΏβΙυηβ,  ,Πίε  Ββδίδ  (1ε5  Ρηχίΐείεϊ  ϋϋδ  ΜαηΙίηει 
(Μϋηοΐιεη  1895)  δ.  ίη  4".  δ.  80. 

ζζ)  ΤΗ.  ΚείηαοΙι,  Ι.α  ^πίΙ»Γε  άϊπδ  ΓϊγΙ  {{Γβο  (Κεν.  άεί  Εΐιιί. 
8Γ.  VIII  (1895)   ρ.  .374). 

ηη)  ΡβΓθχ-θ3ΓάηβΓ,  ΤΗε  ΜαηΙϊηείΐη  Β3$ί5 :  ^οιI^η»1  ο£ 
Κείΐεηίο  δΐιαάίεδ  νοί.  XVI  (1896)  ρ.  280-284  και  νοί.  XVII 
(1897)  ρ.  120-121. 

θΟ)  ΟοΗίβηοη,  ΗίβΙοίΓε  άε  1»  δοαίρΐυτε  2''*ε<1"*  *'<''•  '' 
(1897;  ρ.  2(50. 

II  )  Ι^εε1ΐ3('.  Κεναε  άε5  Ειυάεί  §Γεοιιιιε5  νοί.  Χ  (1897)  ρ.  355. 

κκ)  ΚΙείη,  ΡΓ3χίΙε1ε5  (1898)  δ.  854  Λ'. 

λλ)  ΒηαοΙίΓηβηη  -  ΑΓηάί,  ΟεηΙίΐΠίίΙεΓ  άεΓ  §ηεοΙ>.  ιιηά  γοιπ. 
δΙίυΙρΙιΐΓ,  IV"  468. 

μ|ΐ)     ΡΓ3Ζ8Γ,    Ρ31151αί45  νοΙ.  IV  (1898)   ρ.  206-207. 

νν  )  ΡοιΐβέΓβ8,  ΜβηΙίαέε  ει  Γ.λΓοβάίε  οΓίεπΙ»Ιε  (  Ρ2Π5 
1898),  Αρρεηάίεε  2°  (ρ.  543-564):  1.05  1)»5-Γε1ίε£5  <1ε  Ι» 
Β33ε   <3ε    ΡΓϊχίΙέΙε. 

%%)  ΒβηηάοΓί•.  [ΛΗΓε5Ηο£ίε  άε5  ΟδΙει.  ΑΓοΗαεοΙ.  ΙπδΐίΐϋΙεδ  ΰά. 
II  (1899),  256- 259  ίΤ. 

οο)  /.  Σβορώνον,  Τά  Πραξιτέλεια  άνάγλυΐία  τών  Μου- 
σών. Άρχαϊον  μουσικόν  βήμα:  Διεθλής  Έφημερ'ις  τί|ς  Νομι- 
σματικής Αρχαιολογίας  τόμ.  Ε'  (1902)  σελ.  169-188  και  285-377 
Τό   αυτό   έδημοσιεΰθη    κα'ι   έν   τώ   περιοδικώ    συ'/γράμματι 


181 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


Το  μάρμαρον,  έξ  οδ  έποιήΟιισΓίν,  εΐναι  πεν- 
τε/ι.ήσΐ()ν,  αϊ  δε  διαστάσεις  αυτών  σχεδόν  πανό- 
[ΐοιοι,  ήτοι: 

"ΑϋΐίΙιι.   215.     Οψος  0,97,     πλάτος  1,3.^      (Πίναξ  XXXI) 
21β         ■     0,97  1,3«'/,  XXX 

217  »     0,97  1,Η6  »       XXX. 

Πάχος  δε  των  μεν  πλακών. 0,08,  συν  δε  τφ 
ύ.τέρ  τάς  παραστίίσεις  γείσω  αυτών  0,12."Υψος 
δε  μέγιστον  τοϋ  ανάγλυφου  των  [ΐορφών  0,04. 
Έπι  της  πρώτης  πλακός  (αρ.  21Γ>)  είκονί- 
'ίονται  τά  γνο)στά  τρία  κύρια  πρόσωπα  τοΰ 
μύθου  της  έριδος  τοΰ  Απόλλωνος  προς  τον 
σάτυρον  Μαρσύαν,  ήτοι  αριστερά  μεν  τω  ΰεο)- 
μενω  ό  Απόλλων  κ(/.Οήμενος  ήρεμα  προς  δεξιά 
επι  βρίχχου,  ένδεδυμένος  τον  συνηί)ΐ|  τω  Μου- 
σηγέτΐ]  Άπόλλωνι  ποδήρη  χειριδιοτόν  καΐ  έζίο- 
σμένον  περί  την  όσιρυν  χιτώνα,  προς  δε  ίμ(χ- 
τιον,  ου  τη  δεξιά  κρατεί  έπι  τοΰ  δεξιοϋ  μηροΓι 
εν  τών  άκρων,  ένφ  την  άριστεράν  αναπαύει 
παρά  τίιν  βάσιν  τών  εννέα  χορδών  ιιεγάλης 
κιθάρας,  τεϋειμένης  έπΙ  τοΰ  βράχου  μεταξύ  της 
αριστεράς  αύτοϋ  χειρός  καΐ  τοΰ  αριστερού  [ΐη- 
ροΰ.  Ατενίζει  δ'  ό  θεός  ήσύχως  καΐ  υπερηφά- 
νως προς  τόν  απέναντι  αύτοΰ,  εις  το  δεξιόν 
άκρον  της  πλακός,  ίστά[ΐενον  δλίος  γυμνόν  σά- 
τυρον Μαρσύαν,  δστις  διεστώτα  έχων  τά  σκέ?α] 
στρέφεται  αριστερά  προς  τόν  'Απόλ?ι,ο)να,  πάση 
δυνάμει  έμφυσών  εις  τους  δυο  αυλούς,  ους  κρα- 
τεί δι' αμφοτέρων  τών  χειρών.  Μεταξύ  τών  δύο 
τούτων  μορφών  ΐσταται  άποβ?».έπων  προς  τόν 
σάτυρον  καΐ  εν  άπολύτω  ηρεμία  της  πνοής  τών 
αυλών  άκροώμενος  ό  γνωστός  ΣκύΟ)ΐς.  φέρων 
πΐλον  φρύγιον,  χιτώνα  χειριδο)τόν,  έζωσμένον, 


τώ\'  Αθηνών  «Πανα•{Ηιναίοις»  τοΰ  έτους  1902  και  εν  Σβο- 
ρώνου  Τά  ■/(ειμή?αα  τών  Μουσείοιν  μας  ("Αθήναι,  1904) 
σελ.  9-40. 

πτΐ)  Ηαιΐ86Γ,  ϋίδΐεοϊϊΐ  ηΐίίΐηΙ)Γα  ηβααΙΙϊίίοΗεΓ  ΚοΗοί5  :  }αΗΓ65- 
Ηβίιε  <1θ5  ΟϊΐεΓΓ.  Αιοΐιαεοΐ.  ΙηδΙίΐυΐβδ  Β<1.  VI  (ΙΟΟί!)  δ  107,  2δ. 

ρρ)  -ΛΓ.  Γ.  Πολίτον  Τά  Πραξιτέλεια  ανάγλυφα  της  Μαχτι- 
νείας  (Άνατύπωοις  εκ  της  Έπετηρίδος  τοϋ  Έθνικοΰ  Πίίνεπι- 
στημίου,  "Αθήναι  1903)  σελ.  49-73. 

σσ)  ΟοΙΙίβηοη-ΒβυπίββΓίβη,  (ίβϊοΗίοΗιο  άκΓ  §Γίβο1ι.  Ρΐ38ΐί1ί 
Β<3  II  (1898)  ϋ.  277  {. 

ττ)  Ο.    Ρεγγο»,   ΡΓϊχίιέΙε.   (Ρϊπ'δ  1905)  ρ.   37  -  39   ί\ξ.   4  -  5. 

υυ)  Ρ.  ΒβϋΓΠβ^Γίεη,  Κ.  Ροίβηά  υηά  Κ.  ννββηβΓ,  Όίε  Ηεΐΐε- 
ηΙϋοΗβ  ΚυΙΐϋΓ  (1905)  δ.  .395-397,  ίΐξ.  .300. 


βραχύν  και  δη  μέχρι  τών  γονάτιον  κατερχόμε- 
νον,  προς  δε  άσιατικάς  άναξυρίδίίς  και  ύψη?αί 
βαρβαρικά  υποδήματα. 

Επι  δε  της  δευτέρας  π?.ακός  (άρ.  21(ί)  δεξιά 
μεν  τω  ί)εωμένω  κάί)ηται  έπι  βράχου  προς 
δεξιά,  κατενώπιον  δμως  καί  τι  προς  αριστερά 
στρέφιουσα  το  άνϋ3  τοΰ  σο>ματος  και  την  κε(ρα-^ 
λήν,  κόρη  φέρουσιχ  χιτώνα  ποδήρΐ),  χειριδωτόν 
και  έζ(οσ[ΐένον,  προς  δε  καΐ  ιμάτιο  ν,  κρούουσα  δε 
ξενόμορφον  εγχορδον  όργανον  και  δη  λνροψοί- 
νικα  (ϊδε  κατωτέρω).  Παρ'αύτή  δέ, έν  τω  κέντρω 
τής  πΐίριχστάσεως,  ΐσταται  σχεδό\'  κατενώπιον 
γυνή  τις.  ομοίως  μεν  ένδεδυιπ-νη  αλλ'  έχουσα 
τάς  χείρας  κενάς,  άπρακτο ύσας  και  εντελώς  υπό 
τοΰ  ίιιατίου  κεκαλυμμένίίς-  έν  άπολύτίΰ  ηρεμία 
ίστα[ΐένη  (ίύτη  (/κροάται  ιιετά  ιιεγίστης  προσο- 
χής τών  ήχων  τοΰ  οργάνου  τής  πρό  αυτής  μνη- 
σΟείσιις  κ()ριις.  Τέλος  εις  τό  άριστερόν  μέρος 
τής  πλακός  ΐσταται  προς  δεξιά  ετέρα  κόρη,  φέ- 
ρουσα έπίσιις  χιτώνα  ποδήρη  και  ίμάτιον,  κρα- 
τούσα δέ  δι'  αμφοτέρων  τών  χειρών  δύο  φιρυ- 
γίους  αυλούς,  ους  εξετάζει  διά  τοΰ  βλέμ[ΐατος. 
ΚαΙ  τών  τριών  τούτων  γυναικών,  ο)ς  καΐ  τών  έπι 
τής  επομένης  πλακός,  ποικίλλει  (ΐεγά?ιως  ή  κόμ- 
[ίωσις  και  ό  τρόπος  τής  άναβο?ιής  τών  κομψώς 
και  πλουσίως  πτΐ'χουμένων  ενδυμάτων. 

Έπί  δέ  τής  τρίτης  πλακός  (άρ.  217)  έχομεν 
πάλιν  τρεις  ίστα[ΐένας  γυναικείίχς  ιιορφάς,  φέ- 
ρουσας ομοίους  χιτώνα  ποδήρη  και  ίμάτιολ',  κομ- 
ψώς  και  μετά  περισσής  χάριτος  διατεθεΐ[ΐένα 
ποικιλοτρόπως  έπι  τών  σωμάτων  αυτών.  Ή  εις 
τό  άριστερόν  μέρος  τής  πλακός  ιστάμενη  προς 
τά  δεξιά  κόρη  κρατεί  δι'  αμφοτέρων  τών  χειρών 
χειρόγραφ)ον  άνεπτυγμένον,  έξ  ού  άναγινώσκει 
αδουσα,  ενώ  ή  εις  τό  απέναντι  άκρον  τής  πλα- 
κός ιστάμενη  και  προς  αριστερά  έστραμμένη 
κύρη  λα[ΐβάΛ'ει  τή  δεξιά  ?ιύραν  άπλοΰ  άρχαϊκοΰ 
σχήματος,  ήρτημένην  δέ  άνω  εις  τόν  τοίχον. 
Μεταξύ  τών  δυο  τούτων  κορών  ΐσταται  κατε- 
νο)πιον  τρίτη  τις  κόρη,  τά  βλέμματα  στρέφουσα 
προς  την  αδουσαν,  και  την  ιιέν  δεξιάν  στηρί- 
ζουσα έπΙ  τών  ισχίων,  έν  δέ  τή  αριστερά  κρα- 
τούσα συνεπτυγμένον  κύλινδρον  βιβλίου. 


—   182 


Αϊ». 


ουαα   'Κρμηΰ 


ΊΙ  ^ΐ(ίτΓ|ρΐ|θΐς  τ(Τ)ν  !•\τι  το)ν  τοιών  πλα- 
κών π(ίραατ<ίσΗθ)ν  ιίλί/.ι  α/^ί^ην  ινΙ,ΐΜΐ.,  .τ/.ί|ν 
ί)ΐ|λαί)ίι  τών  προοίόπον  τ(Τ)ν  ί)ύο  κατά  τα  άκρα 
της  πλακός  (χρι{)[<.  217  κυρών,  ών  είναι  άποκε- 
κρουιιίναι  κατά  το  π?^ρΐατον  αί  κρχ(^αλαί,  ί-νώ 
τών  Αοιπών  [ΐορψών  τά  μί-'ν  αο)μ(ίτ(/  ?)ιετιιρΓ|- 
ί)ΐ|θ(/.ν  ο?^ως  άθικτα,  τά  δέ  πρόαοπα  [ΐικράς  η 
()ΐΉν"(α'αν  ύπεστ)|α(/.\'  |•1λά|ίας,  ώς  ?ν,επτομερώς 
("ίλέπει  τις  επί  τών  πι  ν(ί.κ(ΐ)\'  ή  μών  XXX  και  XXXI. 

Ό  τά  άν(ίγ?.τΐ(ρα  ταΰτίί  άνακα/.ύψας  (\.  Κου- 
ι,'-^ιχ-.^  (ϊί)ε  ;'  κ(/.ι  Γ  της  βι|^λιηγη(χ((ΐίας)  στηριζό- 
μενος είς  χωρίον  τι  τοΓ'  ΙΙαί'αανίοΐ',  ώς  (λύτος 
—  κατόππ'  της  (η'ακ(/.λΓη(η•(ος  τώλ'  πλακών  — 
ήιώρ{)(ΐ)σί- ν  (/.Γ'τ(').  κ(/.1  κοίνίον  ίκ  της  τεχνοτροπίας 
τίον  (/.\'(/.γλι''(|  (ο\',  ί'ΐΝ'  έ9ε(όρηαενώς  Πραξιτέ/^ειον, 
άπε((  ήνατο  δτι  άπετε/.ουν  ποτέ  τον  ήιάκοαμον 
τοΰ  υπό  τοϋ  ΓΙι/υαανίου  ΗΛ'ηιιονευομενου  βά- 
\)•ρου  τών  ρα'  Μαντινεία  άγαλιιάτίον  της  Λητοϋς 
καΐ  τών  τεκν(ΐ)\'  (/.ΰτής,  εργω\'  τοΰ  Πραξιτέλους. 

Εννοείται  ότι  τοϋτο  διηγειρε  την  χαράν  τών 
άρχαιολόγον.  πηουκάλεσε  (^ε  και  την  μελέτι^ν 
τών  δοκιμο)τ(/.τ(ον  εξ  αυτών. 

Οί  πρώτοι,  κατά  τά  όΰο  πρώτα  ετη  (/.πό  της 
άνακαλύι))εως,  ί'ιτοικατάτό  1«87  και  τό  1  Ν88,(\ΐ|- 
μοσιεΰσαντες  τίρ'  γ\'ώ(ΐην  αυτών  περί  της  άνα- 
κα?^ύψεως  τοϋ  ΡΌιιοβΓβχ,  τ"]τοι  οί  κκ.  Ι^ΌποηγΙ**, 
Κίΐνίΐίδδοη '',  ΤΗβοοΙ.  ΚθϊιιηοΗ*,  Ι^ο.δθΗο1<6'  και 
ΓιΐΓίχνίΙηυΙκΓ  ^  όδιστάκτοκ  παρεδέχίΐτισαν  τίιν 
γνώιιην  τοΐ"»  ?Όιΐ(,•-€ΐ-β8.  Μ()νος  ό  \\'π1[6γη  εν 
έπιστυλΓ)  προς  τρίλον.  διιμοσιευί)είσΐ|  ί»πό  του- 
του^  άπεφήνατο  (ττηριζό(ΐενος  εις  τό  πχήιια 
τών  μεταλλικώ\'  συνδέσικον  τώ\'  .πλακών,  'ότ\. 
«  είναι  έ'ργα  μεταγενεστέροιν  χοόνιον  τώ\'  τοϋ 
Πραξιτέλους  και  δτι  έν  ουδεμία  περιπτ(όαει  δύ- 
να.Λ'ται  νά  ώσιν  έ'ργα  αΰτοΰ  τοϋ  Πραξιτέ?^ους». 

ΈπήλΟεν  εΰΟϋς  κατόπιν  ό  ΟνθΓΐιβο1<,  δστις 
τό  πρώτον  [ΐεν  έν  έ'τει  1888  έν  ιδία  ιιελέττ)\ 
εν  δ'έ'τος  κατόπιν  έ\'  τη  ΚηηδΐΓηνΐΗο1ο§-Ϊ6  αύ- 
τοϋ^  στηριζόμενος  είς  π/ιήθος  πυκνοτάτοΐλ'. 
ραγδαίων  καΐ  πΐίντοίας  φύσεως  έπιχειρηιιάτίον, 
Γ]τοι  φιλολογικώλ',  τεχνικών,  τεχνοτροπικών,  αι- 
σθητικών καΙ  (ΐυΒολογικών,  εξέφρασε  διά  μα- 
κρών την  πεποίθησιν  αύτοΰ,  δτι  τά  έ'ργα  ταΰτα 


()ϋδεμί(/.ν  σχέσιν  ί'χιιυσι  πρίις  τόν  Πριχξιτέλην 
η  τους  χρόνους  αύτοΰ,  ά?^λ'  δτι  άνήκουσιν  ουδέν 
ησσον  ή  εις  αυτούς  τους  ρίομαϊκούς  χρόνους 
τοϋ  Β'  αιώνος  π.  Χ. 

Μί|  άρκεσϊίεις  δκ  είς  τί|ν  ιδίαν  αύτοΰ  γνοΉ 
μην  και  πεποίίΐιισιν,  έδημοσίευσεν  έπιστο?>.άς 
πρύς  αυτόν  δύο  ά?ιλο)ν  δοκίμων  Γερ(ΐ(χνών  «χρ- 
χ(ίΐολόγο)ν,  γραφείσας  έν  Άΰήναις  μετ'  έξέτίί- 
τασιν  αυτών  τών  προ)τοτύπων.  Ό  είς  τών  δύο 
τούτο)ν  σοφ^ών,δν  δεν  όνο|ΐάζει  [,ιέν  ό  Ονβτΐιβοΐί, 
χαρακτηρίζει  δ' δμως  ώς-δόκιμον  Γερμανόν 
άρχαιολόγον  ,  άπειρη νατο  δτι  αί  μεν  παραστά.- 
σεις  τών  άναγλύφο)ν  φ^αίνυνται  ούσαι  άντί- 
γρίίφο.  κα?^οΰ  πρωτοτύπου  ελληνικών  χρόνο)ν, 
η  ψυχρά  δ'  δμο)ς  και  έπιπό?.αιος  έκτέλεσις 
αυτών  άγει  είς  τό  συ[ΐπέρασιια  δτι  πρόκειται 
.περί  έργων  ρωμαϊκών  γρόνοη•  α. 

Ό  δε  έ'τερος  τών  σοφών,  ό  καί)ΐ]γητΐ|ς  τοϋ 
πανεπιστΐ)μίου  της  Καινιγσβέργης  Ο.  ΗίΓ8(Η- 
ίείΓΐ,  έ'γραψε  τω  Ον6Γΐ5θο1<  πολλφ  κατηγορημα- 
τικώτερον,  δτι  η  μεν  εργασία  είναι  ξηρά  και 
έπιπό?».αιος  και  προϊόν  δει/.ης  χειρός,  αυτός  δε 
.πιστεύει  δτι  ονδης  ευρισκόμενος  .πρό  τοϋ  ιιαρ- 
[ΐάρου  δύναται  νά  σκεφΟη  δτι  πρόκειται  περί 
πρωτοτύπου  έ'ργου.  Τέλος  δτι  κατά  την  κρίσιν 
και  πεποίΟιισιν  αύτοΰ  είΛ'αι  έργα  τοΰ  Β'  η  καΐ 
τοΰ  Α'  αιώνος  π.  Χ. 

Έν  έτος  κατόπιν  Γεριιανός  άρχαιο/^όγος,  ό 
ΗίηίδΡΐ-",  άπεφήνατο  επίσης  δτι  τά  άνάγλυ(ρα 
της  Μαντινείας  ούδεμίαν  σχέσιν  έ'χουσι  .τρός 
τόν  Πραξιτέλην  καΐ  δτι  είναι  έργα  ούχΙ  προιτο- 
τύπου  καΐ  δημιουργικής  τέχνης,  άλλ' άντίγραορα 
τοϋ  Β'  αιώνος  π.  Χ. 

Ευθύς  δμως  κατόπιν  οί  αρχαιολόγοι  ί.  Κο- 
Ι^βΠ  °,  8.  Κεϊη&αΗ  '^'β  καΐ  \\';ι1θδΐ6Ϊη  \  άντικρούον- 
τες  τους  ρηθέντας,  έκηρύχθησαν  υπέρ  της  γνώ- 
μης τοΰ  Ροι駕βΓβ8.Ό  λν&Μδΐείη  μάλιστα,  ό  και 
κύριος  υπερασπιστής  τής  Πραξιτελείου  τέχνης 
τών  άναγ?^ύφων,  τόσον  επιτηδείους  υπεστήριξε 
την  είς  αυτόν  τόν  Πραξιτέλην  ά.πόδοσιν  τοΰ 
μνημείου  τούτου,  ώστε,  δτ' έδημοσιεύθη  ή  ομι- 
λία αύτοΰ,  κατώρθωσε  νά  πείση  καΐ  αυτόν  τόν 
ΟνβΓΐ36θ1ί,  δστις,  έν  τή  τετάρτη  έκδόσει  (1894) 


—   183 


24 


ΤΛ   ανάγλυψα   πλην  Τ(7)ν  ίπιτνιφίων 


της  Οβδοΐιϊοΐιΐβ  άθΓ  ΐ5τίκοΗί8θΗβη  Ι^ΙίΐΝίίΙ•;""  αύ- 
τοϋ,  ομολογεί  οτι  ήπατήΟη  κατά  ?>ίιο  'όλονς 
αιώνας  περί  τν]ν  χρονολογικην  εκτίμησίΛ'  των 
άναγ/ανρω\',  εκ?ιαβών  (ος  ρωμαϊκώλ'  7ρ(')\'(ο\' 
έργον  πράγ|Η/.τι   ΙΙραξιτελειον  ! 

Επειδή  δε  έγ\'(όσΟΐ)  έξ  (χνακοιν(όσε(ΐ)ς  τοΓ' 
Γερ[ΐ(ηΌϋ  (/.ρ"/(/.ΐ()?^(')γ()ΐ)  ΑιπθΙιιπ^;",  δτι  και  ό 
Μ;ηι.ν(;γ  Ρ[ΐιμ)ΊίΙη  τον  ()νί^Γΐ)6ο1<,  ε{)εο)ρήί)ΐ|  π/.ή- 
ρης  ί|  νίκη  τώ\'  τα  ί/.ν(ίγλυφα  προς  τί|\'  |)(/.οιν 
τ(ην  άγαλ(ΐ(/.τ('»\'  τοΓ'  ΙΙραξιτέλοαις  ταιιτιζόντων, 
ους  (>ιακρίσεο)ς  χάριν  {)ά  κα?>.0)  (<πη  τοη  Λ•ϋ\'  έ\' 
τ  Γ)  παρούση  μελέτη  ΙΙραξιτελακούς. 

"Εκτοτε  δε  πτοΐίτιά  ολη  αοΓρών  «ΐρχαιολό- 
γω\',  ών  [ΐεταξύ  οί  Ρ()[ίίΐ!'',  Μ.  Μηγί^Γ'-,  Ιηπί- 
\ν&η_ΐί1βΐ'''',  ΡεΙεΓΗΡπ '",  8.  ΐΙβίηΜοΙι '^'\  |('νν(•ιΓ''^' 
\ν.  Λιη<:•1ιιημ•",  Τΐι.  ΚίΜΐι;»^*"^  Ρ^χν  (  .;ιπ1ιι(τ''ί, 
ΟΌΙΗι^η""  "".  Ι.ι•»1ι.ιΙ",  Ληκίΐ"•,  ΡΊναζοΜ- "'',  οΰ/ί 
μόνον  παρεδεχί)ησ(/.\'  οτι  εχοιιεν  (5ε(Ί(/.ί(ι)ς  προ 
ημών  αυτών  το  υπο  τοΓι  ΙΙ(ίυσ(/.νίοιι  (ίν(/.((  ερι')- 
[ΐενον  βάθρον  τοϋ  ε\'  Μΐίντινεία  αι>[ΐπλεγ(ΐατος 
τοΰ  Πραξιτέλους,  άλλα  κι/Ι  έπτήριξι/.ν  τίνες 
αυτών  επΙ  τ(ιί)\'  (/.\'(/.γ?^ή(()(ΐ)Λ'  όλοκ/ιήρορς  |π-λετ(ίς 
κΐίΐ  /αρακτΐ|ρια[ΐοί'ς  περί  της  τέχνης  τον  ΙΙραςι- 
τέ?ιοΐ)ς,  ουσχετίσαντες  προς  τά  (ίνάγλΐΗ()α  τΐίΠτα 
τάς  ΤαναγραίΐΛς  κιίρας,  τάς  θεαπιάιίας.  ή  τέλος. 
ώς  ό  Αιηε1ιιη<;,  κοιταλέξοΛ'τες,  έπι  τη  βιίίσει  α.ν- 
τών,  εις  τΐ|ν  ο/ολην  τοΓ'  Ι  Ιραξιτέ?^,οχις  πολιπ/- 
ρι\ί|ΐα  εκ  διαφόρων  [ίουσείίον  (χγάλματα.  άτι\'(ί, 
ώς  αχιτός  οΰτος  ό  1^"οιΐί^έι-βΗ  κατιίπίΛ'  π(/.ρετΓ|- 
ρησεΛ',    -  πρ  Η';ιΙΙ^Μΐ(Ί;ιί('πΙ  ρη^  ;\  (•(■Ι  Ικιιιικίιγ! 

Δυο  μι'ννον  σο((ιοι  (ίπέμεινανδιιμοαία  μιλ  κατΐ|- 
γορηματικ(ότατ(/.  άντκρρονοΰντες,  ούτοι  δ'εϊνι/ι 
6  ειδικώς  περί  τών  εν  τΓ|  τέχνΐ|  π(/.ραατ(/.αε(ον 
τών  Μουσών  δ1^  γ()(/.(|ΐ(/.ς  (  ).  Βί(;•'''\  κΐίϊ  ο  την 
μεγάλΐ|\'  ιιονογρα((ΐί(ί\'  περί  τοΰ  Πραξιτέλους 
δΐ|ΐ(οπιεΰσ(/.ς  Κ1('^η■''•^  (/.(κρότεροι  δια  μα,κρών 
(ίρνοι')[)ε.νοι  -  6  τε?\.ευταϊος  [κίλιατα  ιιετά  πο/.- 
λής  της  είρωνείιχς  \'ά  (ΪΛ'οιγΛ'ίορίαιοΓίΐ  τί|ν 
έλαχίστιιν  καν  αχέσπ'  τιολ'  (η'αγλΰίρτον  τού- 
τΐόν  εΐ'τε  προς  το  όπο  τοπ  Παυσανίου  (/.ναιρε- 
ρόμενον  Πραξιτέλειον  βάΟρον,  εϊτ'  εν  γένει 
προς  το  έργαστήριον  τοΰ  Πραξιτέλους. 

Μετά  πάντας  τούτους  εγρίίψεν  έ.κ  νέου  ύ  αυ- 


τός ΡΌπι^ΐ-ιχ'.'^,  όστις  εν  τώπο?α'τίμ(ρ  σιιγγράμ[ΐατι 
αύτοϋ  Μαηΐίηέε  (ίΐ  ΓΑιτίΐο1ί(ϊ  Οΐ'ίί;ηΙ;ι1ρ"'  ,  διά 
[ΜΤίκρώΛ'  συγκε(['(ίλαιώσας  και  έξετάσας  πάλ'τα  τά 
περί  τοϋ  ζιιτή[ΐατος  γραφέντα,  κατέ?α]ξε  πάλιν  είς 
τό  αύτδ  συ|<πέρασ[ΐα,  είς  δ  καΐ  πρότερον,  ήτοι 
ότι  βεβαίίος  άνεκ(ί?α)>|ιρ  τό  Πραξιτέλειον  \\ά- 
ϊΙροΛ'  και  ότι  τά  άνάγλυ(ρα  (/.ύτοΰ,  αν  δεν  είναι 
έ'ργα  αυτής  της  χειρός  τοϋ  Πραξιτέ?>.ους,  πάν- 
τ(ος  διιως  έποιήι)ησα.ν  κατά  σχέδιον  καΐ  υπό 
τί|ν  άιιεσον  έποπτεία,ν  απτοΰ,  διορι)(όσαντος 
[ΗίλιστίΛ  ίδιοχείρο)ς  πάσι/,ν  άτέλεκίν  αυτών. 

ϋΰτω  δε  κατίσχυσε  τελείιος   ή  γνιήιιΐ]   (χΰτΊ|, 
ην  καΐ    ό  εν  ετει   ΙΝίϋΐ   γρ(/.\|)ας  περί  τών  (χνα- 


τί-  καλ: 


κα/.ει 


υγια 


γλι'>((.(ΐ)ν  τούτ(ΐ)\'  κ.  ( >.  ΙηίιικΙο 

και  πληρέστατα  δεδικαιολογιι|ΐέ\Ί|\'    . 

Ί^λπειδιι  δί  κι/.ί)  έκι/.στηχ'  σ/εδ(')\',  έπι  πολλά 
έ'τη  βλέπ(ι)ν  τά  (/.ν(/.γλΐ'«|  (<  ταϋτα.  οιΊδέποτ'  ήδυ- 
νήΟην  νά  συνΐ|ί)ίσο)  προς  τίρν  ίδέ(/.ν  ότι  τά 
έργα  τ(ίϋτ(ί  είναι  προϊόΛ'Τίί  της  χειρός  τοϋ  Πη(/.- 
ξιτέλους,  ή  έκειΆ'ης  έ\'ός  τών  περί  αυτόν  τεχνι- 
τ('ϊ)Λ'•  επειδή  προς  τοήτοις  ίΊιιΐ|\'  λία\'  περίεργος 
\'ά  ιΐ(/.1)(ΐ).  πιος  ί-ι\'(/.ι  διη'(/.τό\'  τιΊσο\'  .τερι  αΓ'Τ(ο\' 
\'ά  δι</.στ(οσι\'  (/.ρχαιολ<')γοι  έί  ίοοί'  ποιροί,  ώστε 
οί  μεν  νά.  ίΐεωηήσιοσι  ταΰτΐί  ώς  Πραξιτέλεια, 
οί  δέ,  ει  κΐίί  προσιορπ'ώς,  ώς  (χοικά'κών  χρό- 
νων, έ(ΐελέτησ(ί  εν  έτει  1!)()2  έπιστα[ΐέν(ος 
.τ(ίντ(/.  τά  περί  (/.ΰτοιν•  γραιρέντα,  κιό  πλειστάκις 
έξήτασα  (/.ότά  τά.  πρ(ΐ)Τ(')τΐ'π(ί,  ϊ\'(ί  διδαχίΐο)  καΐ 
μοριριόσω  πε(ρ(ΐ)τιαιιέ\'ην  τινά  γ\'(ι)ΐιΐ)ν. 

'ϋ,τι  δέ  κΐ'ρίιος  μ'  έξέπληξεν  έν  τΓ|  [ΐε?^έτ!| 
τιιυτη  εί\'αι,  πώς  εκ  τώ\'  πολεμιισιίίντιοΛ'  ή  πολε- 
ιιούνκον  τόν  Πραξιτέλειον  χαρακτήρα  τοϋ  ιινΐ|- 
μείοΐ'  σο(|  (Τ)\',  <ί)\'  όμολογο)  ότι  τα.  έπιχειρήματί/. 
έ(ράΛΊ)σά\'  ιιοι  [σ/ιιρ(')τατ(/.,  .τ(Τ)ς,  λέγιο,  οιΊδεΙς 
έσκέΓρ9η  τό  εξής  έρ(ΐ')τΐ|ΐια  : 

'Λιροϋ  κατ'αϋτοί'ς  τϊι.  (/.\'(/.γλικρα  τΐίϋτΐί  οί'ιτε 
Πρικξιτέλεια  είναι,  οϋτε  οΰδεμίαν  σχέσιν  έχουπι 
.τρός  τό  πε,ρί(ρΐ|μον  χο)ρίον  τοϋ  Παυσανίου, 
(ΐήπως  ϋπάρχουσιχ•  άλλα.ι  (/.ρχιιΐαι  ιιαρτυρίαι 
δυνιχμεχ'αι  νά  δΐ(/.σα<ριΊσ(ί)σι  τί|\'  παπουσίαν  και 
(ϊλ'εϋρεσιν  αυτών  έν  Μαντινεία  κΐίΐ  ταυτίσ(οσιν 
(ίΐ'τά  προς  άλ/α)  μνημεϊον  τής  πό/.εο)ς,  ιίίιροϋ 
μάλιστα  ουδέν  έπιβίίλλει  ήμΐν  νά  δεχί)ώ[ΐεν  ότι 


184 


Λη^ι>ιιοα   'Κιιαοη 


ί'\'  .Μ(/.νΓΐ\ΊΊ'(<  ί'\'  "/(/.!  |ΐ(')\'<>ν  |ΐ\Ί|ΐΐ!Ϊ()ν  Γ'πΓ|ο/ι-.ν, 
(/.ν(/.(('ΐ•"π(Ί)ΐΓ\'(»ν  !ί';  ίί|\'  τ(Ίπΐ)\'  ποοπ(|  ι/.Γ|  γι|  ι/.π- 
■/(/.ία  Γΐ7\'!|  ΐΗ»ΐ'θΐ/ί|ν  ίοιί^ι/  τοπ  Λ.το/./.ίονο; 
προς  τον  ΐΜίχροΓκ/,ν ; 

Μι-"τ  Γηνοήτοι»  πκοιι-ργΗχς  ππ  λίτΐ|ίτ(/.  κπι- 
πτ(Χ(ΐι'"νος  το  !-•(_)(ότ)|[ΐ(χ  τοϋτο,  κ(/.ΐ!νιΐ|£(ί  ί^κ  ι•-ΐς 
κ«τ(ί(((ίτικί)ν  οΐ)(ΐ7Γκρ(/.πιΐ(χ,  ?)ΐ||(()αΐΗΟσ(/.ς'"'  κν 
ΓΤ1Ι  11Μ•ΐ!  το  πρώτον  την  .τ(χροΓ'α(χν  μρ/.κτΐ|ν, 
ι•ίς  Γ|ς  τ(/.  συ^υτεράσ[ΐατα  ρπΐ[ΐι•'ν<ί>  κ(/.ι  νϋν 
ιιι•ίΓ  ολ(χς  τάς  κκτοτΐ"  ί)ΐ|ΐιοοιι-ιιί)ρίσ(/ς  (/.ντιρ- 
ρΓ|αι-ις    τών   σο(ρΛν    ΙΙιηιηιτ'""    '/λιλ    ΙΙο?.ίτΐ|  *•'^', 

(ΐντιρρι'ιπΓίς  πρρι  (όν  ίν  τ(ο  οίκκίίο  ι-•κ(ίστοτί• 
τ(')π(ΐ)  ρΐ|ίΙΓ|θο\'τ(χι,  κατ(ΐ)τι•ρ(ΐ)  τα    άκοντα. 

[>' )     Γη    ^.^ι■/>■ιιιί|I(ιιτιι    ι ΰιν    Ι Ιιιιι^υ ί/.ΐΗΐ~>)'. 

Έπΐίΐ(^ί|  \\  λήαις  τοΰ  πρ()βλί|ΐι«το;  τοΰτοπ, 
ην  ί1(ί  προτκίνο),  (χποκλριρι  πίϊσαν  σ/ίσιν  τών 
ι/.ν(/.γ/.ύ(ρο)ν  προς  τε  το  /(ορίον  τοΰ  Π(/.υσ(/.νίου 
και  προς  το  Γργίίατήριον  (/ΰτοΠ  τοΓ'  ΙΙρ(/'ςιτ^λους, 
^1^■ον  να  ϊδ(ΐ)[ΐεν  εν  πρίότοις  τίνα  τα  επιχειριμιατα, 
εφ'  ών  στηρίζετ(/.ι  η  κ(/.ι  νΰν""""  κοινώς  πίχρα- 
δεκτί]  αντίθετος  γν('')ΐιΐ|  καΐ  πεποί9ησις.  Τοϋτο 
ί)'  είναι  νΰν  άν(χγκ(/.ϊο\',  διότι  εκ  της  εξετίχ- 
σεως  ταύτης  ί)ά  ((ηχλ'Γ|,  νο(αζο),  όπ()σ()ν  άπιατεύ- 
τως  ασθενή  εΊ\'αι  τα  επιχειρήικχτα  ταΰτα,  οίον 
π?α"){ίΌς  πίχντοειδών  (ΐντιρρήσεον  και  δη  ππου- 
δ(ίΐοτ(ίτ(ΐ)ν  δυν(/.τ(/.ι  να  προ|5?α]ΐ)Γ],  υλιΧ  τέλος, 
πώς  πάν  το  σκυτεινον  καΐ  άκατανόιιτον  παρά- 
μεναν και  παρ'  (χύτοΐς  έκείνοις,  οΐτινες  ταυτί- 
ζουσι  τα  (ϋνίχγλυφα  ταΰτα  προς  το  Πραξιτε- 
λειον  β(χ{)ρον,  διααίίΓρεϊται  και  δκχλευκαίνεται 
δια  της  ?ιύσεως  τοΰ  προβ^.ηματος,  ην  ίίελω  προ- 
τείΑ'ει  καΐ  κα9'ής,  ώς  φρονώ,  ούδεν  τώνέπιχει- 
ρηιΐ(ίτ(ΐ)\'  τοΓ'Τίον  δΰνατί/.ι  \'ά  εΓραρμοαϋή. 

Ό  Παυσανίας  («,  1•,  1),  αμα  είσελΟών  εις 
την  Μαντίνειαν  δια  της  πύ/.ης  Νεστάνης -"Αρ- 
γούς, μνηιιονεύει  ίχιιέαως  διπ?.οΰ  ναοΰ  λέγων 
περί  αύτοΰ'  «"Εοη  <)ί:  Μηντινεΰσι  ναός  διπλούς 
(ΐάλιοτά  που  κατά  μέοον  τοίχω  (ίαιργήμενος•  τον 
ναοΰ  όέ  τϊ]  /ίέΐ'  άγαλμα  εατιν  'Λπκληπιοϋ,  τεχν»/ 
Ά/,καμενονς,  το  δε  έτερον  Λητονς  εατιν  ίερον  και 
τ(7)ν  παίδων  Πραξιτέλης  δε  τα  άγά/,ματα  είργά- 


ααη>  ιρίτι/  μετά  \\λκ<ιμή'ην  ηπτερον  γενεά,  τού- 
των πεποιημένα  έατΙν  έπΙ  τω  βάϋ'ρω  Μοϋσα 
καΐ  Μαρονας  αυλών.  ■ 

1 1  τελευταία  (ρρίχαις  τοΰ  /(ορίου  τούτου  είναι 
το  ΙΙεμελιον,  ειρ'  ου  έοτΐ|ρί/!)η  άπαν  τό  οίκο- 
δ()(ΐΐ|μ(ί  τών  ΙΙραξιτελικών,  'Κπειδη  δ'ομιος  το 
•/(ι)ρίον  τοΰτο  τοΰ  περιηγητοΰ,  οπο)ς  κ(/.1  άν 
λ(χ|Ιιι  τις  (χύτί)  εν  ο/έσει  προς  τά  (χν(/.γλυφα 
ίμιών,  εϊτε  δηλαδή  ώς  περιγρα(ρίιν  της  πλακ»)ς 
άριί).  215  της  περιεχούαης  τον  'Λπόλλίονα.,  τον 
ΣκΰΟιρ»  και  τον  Μαρσύ(/.ν,  εϊτε  0)ς  συνοπτικίμ- 
περιγρ(Χ(ρί|ν  και  τόιν  τριών  πλίχκών  όμοΰ,  δεν 
συ[ΐ(('(ονεΐ  προς  τάς  παραστάσεις  (χπτών,  ών  η 
ιιεν  (ΐί(χ  μιη'η  παριστά  Άπυ/ι.λο)να  και  οΰ/_ι 
Μοΰοαν  ιιετά  τοΰ  Μαρσύου,  απασαι  δ'  όμοΰ 
λ(χμ|^)αν(ηιεναι  παοουσκίζουσι  π/.είονας  \Ιοό- 
αας  /.(ύ  ού/Ι  μί(Χ\'  Μοΰοαν,  οί  1Ιρ(χξιτελικο1 
<χρχ(*ιολόγυι,ϊνα  καταστώσι  πιΟανοί,προέβησαν 
είς  τά  έξης  λίαν  παρακεκινδυνευμένα  μέτρα: 

ΠαρεδέχΟησαν,  πρώτον,  οτι  το  /οκιίον  τοΰ 
Παυσανίου  έχει  ανάγκην  όιορΰ•ώσεως,  δκίτι, 
ανεξάρτητος  της  εΰρέπεος  του  (χν(/.γλΓΗροιι,  μία 
λΐοΰσα  μόνΐ)  ιιετά  τοΰ  λίαρσύου  ιχύλοΰντος 
ειναί  τι  δλως  ακατανόητο  ν  >  '.Έπιτραπήτω  μοι 
ομ(ΐ)ς  Λ'ά  εϊπο)  ότι  η  περίεργος  θεωρία  αΰτη 
έπήλίΐεν  εις  τί)\'  νουν  τών  άρχαιο?νόγων  μιίνον 
ιιετά  την  άνακάλυψιν  τών  άναγ?ιύ(ρων  της  Μαν- 
τινείας, ότε  διιλαδί)  παρουσιάσΟη  ί)  ιχνιχγκη  νά 
μετ(ί|)ληί)Γι  τό  κείμενον  τοΰ  Παυσανίου  ίνα 
συ[κρο)νήσΐ)  προς  τά  ανάγλυφα.  Προ  τούτου  οί 
άβ  λνϊηβ  -,  Ι-ίίβρΗ&ηΙ  ■',  ΜίοΗίίεΙΐδ  ^  κ?ιπ.  εΰρι- 
σκον  πράγμα  φυσικοιτατον  τό  νά  παρίσταται 
τω  Μαρσύα  μία  τών  Μουσών  και  πολλά  μνη- 
μεία ήρμήνευον  διά  τοΰ  χωρίου  τούτου  τοΰ 
Παυσανίου.  Μόνος  ό  Ο.  ]3Ηπ  '"  είχε  προτείνει 
τΐ|ν  διόρθωσιν  ταύτην,  ά?.λ'  ή  γν(όμΐ|  αύτοΰ  ου- 
δέ μίαν  εύρεν  ήχώ. 


'  Αιηβΐυηβ.  Οίε  Βαδίβ  νοιι  ΜαηΙϊπβία  8.8;  «βίπκ  Ζϋδίπαιηβη- 
δίοΠιιηβ  «>/=•'•  /!/««  ηιίΐ  άβηι  Ηοΐεηιίεη  ΜίΐΓ5)ίΐ5  Ϊ5ί  ζΛΠζ  ήηηίοί.' 

-  Εΐίΐβ  οέΓΕηιοςηρΙιϊςιιε  II  ρΐ.  70  ρ.  313,  ποίβ  3. 

'  ^ο^ηριε  -  Γεηάιι  ρουτ  1862  ρ.  ΙΟίΐ. 

'  ΟΪ6  νεηΐΓΐΚεί1υη§;  άεδ  Μ&γ5>25  »ϋ£  βϊηεΓ  Υίίδε  νοη  ΚαΙιο. 
(ΤϋΙιϊηεβη  1864).  —  ΑγοΙι.  ΖείΙ.  1869.  91  ϋ. 

"  ΡΙιίΙοΙοςαδ,  νοί.  28  7,6δ. 


18δ 


Τά   άνύγλνψα  πλην  τών  ίπιτνμβίίον 


Εΐπον,  δεύτερον,  οι  ΙΙρ«ξιτι-λικοι  ΰτι  οΰδεν 
χωρίον  τών  αρχαίων,  ούδεν  [ΐνικιεΐον  [κχοτυρεΐ 
σύ(ΐπλεγμα  Μοΰσης  και  Μαρσύου.  Αλλά  τοΰτο 
δεν  είναι  (ίκριβες.  Ό  Μαρσύας,  .-τ(/.\'τα/οΰ  και 
πάντοτε  κ(/.ι  πορ'  αύτοΐς  έ'τι  τοις  ΆΟηναίοις, 
ή'  τω  Οεάτρο)  τ(ϊ)ν  οποίων  άνεπτόχΟη  και  διε- 
μορφονΰη  ό  πρρί(ρη[ΐος  [ΐΰΟος  της  έριδος  (ίΐιτοΓ' 
προς  Άπόλ/Λ)να  τον  άντιπρ()σϋ)πο\'  της  κ(/.τ' 
εξοχίρ'  ρλληΛ'ΐκής  μουσικής,  εθεωρείτο  ϋί)ς  ό 
κατ' εξοχήν  αντιπρόσωπος  τής  ί/.σιατικής  ΜοχΊ- 
σης  τής  (/ιιλ)|τικής.  ΊΙτο  λοιπόν  ((  κσικίότατον 
να  παραστήσ]!  ή  τέχνη  το\'  ΜαρσιΉχΛ'  έχοντα, 
παρ'  εαυτόν  ώς  παραστι/πιδίί  ιιί(ί\'  τ(7)ν  Μου- 
σών, ιδίοις  δε  την  άντιπροσωπεΰουσιη'  την 
ασΐ(ίτική\'  ανλψικήν,  (χκρι|^)ώς  οπ(ος  βλέπο[ΐε\' 
έπι  τοΓ'  γ\'(ΐ)στοϋ  [κοσι/,ϊκοΰ  τοΰ  Μ(')νου  ',  οτι 
παρεστάίΐη  ιιόνος  παρά  την  Μοΰσαν  τής  (/.ϋλη- 
τικής  Εϋτέρπιμ•  ό  πί/πήρ  τοϋ  Μαρσύου  "Υαγνις, 
δστις  άντικαί3ιστα  ενίοτε  τοΑ'  Μαρσύα\'  ως  αρ- 
χηγός τής  αύλητικής. 

Ό  Πραξιτέλης  άρα  Ι)έτο)ν  εν  Μαντινεία  σόμ- 
πλεγμίί  Μαρσυου  καΐ  τής  οίκείι/.ς  αύτω  Μού- 
σης  ύπί)  τους  πόδας  αγάλματος  τοϋ  Άπόλλιυ- 
νος,  ήτοι  τοΰ  άντιπροσο)που  τής  έ?^α)νικής 
μουσικής,  επραττεν  έργον  σύ[ΐ(()ωνον  προς  την 
έλληνικήν  μινΟολογίανκαΙ  πλήρες  εννοίας.  Ούτω 
και  έπι  άλλοι \'  μ\'ημείωΛ'  πρ<)ς  συνοπτικηΛ'  δή- 
λωσιν  τής  νίκ)|ς  τοΰ  Μαρσύου  ύπί)  τοΰ  Απόλ- 
λωνος βλέπομεν  τούτον  στιιρίζοντα  την  λύραν 
αυτού  έπι  [ΐικροΰ  παρισταμένου  κα.1  ώς  "Ατλην- 
τος  δουλεύοντος  αύτω  Μαρσύου  '. 

Οί  το  άντίθετον  φρονούντες  έ((ερον  ώς 
επιχείρημα  και  δτι  άγνοούμεν  έπι  τώ\'  μ\Ί]- 
μείων  τοιαύτας  πΐίραστάσεις  Μαρσύου  αύλού\'- 
τος  καΐ  μιας  [κη'ον  Μούσης  παρ'  αύτω.  Άλλα 
και  τούτο  δεν  είναι  άπολύτο)ς  ακριβές.  Άλΐ|9ές 
[ΐόνον  είναι  δτι  αί  τοιαϋτΐίΐ  π(ίραστάσεις  9ά 
ήσαν  κατ'  ανάγκην  λί(/.\•  σπιη'ΐαι  έπι  τών  ελλη- 
νικών έ'ργων,  ώς  ποιηΗέντοιν  κ(ίτά  το  πλείστον 
υπό  την  έπίδρασιν   τών    μύί)ο>\'    τοΰ  Αττικού 


θεάτρου  τώΛ'  συιιβολιζόντο)Λ',  ώς  γνωστόν,  τόν 
σι^οδρότατοΛ'  και  έμπαΰή  πόλεμον  τής  έ/^.η- 
νικής  μουσικής  κατά  τής  φρυγίου  ή  λυδικής 
ασιατικής  μουσικής,  ής  αντιπρόσωπος  ήτο  ό 
Μαρσύας.  Άλλ'  ούτος  ήν  έν  άπασι  τοις  λοι- 
ποΐς  μύΟοις  φίλος  τρί/ιτατος  τών  Μουσών,  ώς 
και  αύτ()ς  ύ  εχθρικός  αύτω  μύθος  τού  αθηναϊ- 
κού θεάτρου  μαρτυρεί,  κίίίί'δν  διαιτηται  ιιεταξν 
αυτού  και  τοΰ  Άπ(')λλωνος  παρίστανται  αί  Μοΰ- 
σαι.  Λιαιτΐ|τάς  δε  ουδέποτε  δέχεταί  τις  εχθρούς, 
αλλά  μόνον  φίλους,  επί  τό  άιιερόληπτοντής  κρί- 
σεο)ς  τών  όποί(ι)ν  έχει  πλήρΐ)  πεποίΗ  ησίλ'.  Ούτως 
έπι  πλείστωΛ'  (χγγειογρα.((  ιώ\'  ευρίσκο[ΐεν  εί'τε 
μίαν  Μοΰσ(χν(('ΐλίο)ς  π(/.ριστ(ί[ΐένην  τω  αύ?ι()ΰντι 


Είκι; 


Μιχρσύα.  κ(/.ί) '  όν  χρόνον  ετέρα  (( ιλικώς  ερείδε- 
ται έπι  τοΰ  (χντιπίίλου  (λυτού  Άπ(')λλ(ονος  ',  εΓτε 
β?ιέπο[ΐεν  έν  }ΐέσο>  πολλών  προσο')ποη'  τόν  Μαρ- 
σύαν  ίδιαίτερον  φιλικόν  σύ[ΐπλεγ[ΐα  προς  Μοΰ- 
σά\'  τπ'α  αποτελούντα,  ήτις  παρίστίαΐίΐ  αύτω 
ώς  φίλη  και  ποοστίίτις  ''.  Ενίοτε  δε  ή  οίκειότης 
αυτού  προς  [ΐίαν  τών  πίχρισταμένων  Μουσών  ή 
φιλθ|ΐούσ(ον  θεοτήτ(ο\'  επΊ/ι  τοσαύτη,  ώστε  ό 
Μαρσΰας  ατιιρίζετ(/.ι  οίκεπ)Τ(/.Τ(ί  έπι  τιΟΛ'  ώμ(ον 
αυτής,  ώς  έν  τη  (Γ,'γειογρ(Λ(|ΐία  εξ  ής  ελήφθη  ή 
ενταύθα  παρεντιίΐεμένιι  είκιόν  ''  (Είκ.  121). 
Τί  λοιπόν  κοιλΰει  να  παοαδεχϋώμεν    δτι  τό 


'  ΑηΙίΙΐΘ  ϋεπίςιη.  ά.  (ΙεηίδοΗ.  :ιγο1ι.  Ιη5(.  1,  49. 
-  ΟοΛίΓά,  .ληΐ.  ΒίΜχνρΛβ  84.;ί — ΜίαΗαϋΗ<ι,  Αηηαΐί  άβΐΐ'  Ιη?ι., 
1858,  342. 


'  Οϋΐΐ.  Τίίοΐιΐΐβίη  Ιοηι.  V.  ρ1.  .Χ.  =  Ονβιΐίοοίί,  Κιιη5ΐηΐ)11ιο1ο- 
§16,  Α/οΙΙοη  3.  452  Α(ίαι  Ύαί.  XXV,  2.  —  Κ(?ίηαεΗ,  ΚέρεΠοίη." 
ά65  νί1565   ρ6ΪηΪ5   νοί.  Π.  ρ.  ί^ίίο. 

■   Κείηαείι,  ΚέρεΓίοίτε  <3ε8  ναβε^  ρβίπΐ8  Ι  ρ.  103. 

'  ΟνεΛεεΙί  ε.  «.  ρ1.  25  η"  8. 


186 


Λη^οναα    'Κιιιιοΐ' 


σύμπλιγμί/.  τοη  Μ(/.ηπΓ'(ΐιι  κ(/.1  τΓ|ς  Μ«)ήοΐ|ς,  οπι  ο 
^ι\)ί^τκ()[ι^•ν  τ<')πον  <(  κπικον  τν  τΓ|  |ΐιιί)(>λογ('(/. 
κ(/.1  ι•"\'  τ(ίϊς  ακΐ|ν(/.ϊς  τόι\'  ((γγΐΊ()γπ(/.<|  ΐ(Τ)\'.  ι"|\•  η 
έ^τία)ΐς  ((υσικον  ώς  ((όνον  κόομηκί/.  (1(μ')(»(ηι 
(((■πόντος.  (ί)ς  το  ι-ν  Μί/ντινκια  Ι  ΙοίίξιτΗ/.ΐΊον 
|Η<ί)ρο\',  (1ίγ(ίλ(ΐ(/.τ(/.  Λΐ|τοΓ'ς,  'Απτί|ΐΐ(>ος  και 
Άπόλ/.(ι)νος   ήτοι   τ(•Γ'   νικητοϋ  τοΓ'  Μαρπόοκ; 

Οϋτίο  το  ί'πο  τοΰ  Ι  Ι(/.ΐΗΤ(/Λ'ίο\'  (/.\'(ΧφΡ(_)(')|(ΐ•- 
\'(η'  οι'ΊίπλΓγμα  (( (ί\'τ(<>1ο|ΐ(/.ι  ί-γο»  τοΓ'/.(/./ιπτο\' 
;τ(χρ(')μοιόν  τι  πρί)ς  το\'  πλήρη  "/(ίριτος  λ'ομι- 
ο(ΐ(ίτικον  της  Κυζίκοι»  τήπον  ίκι••ΐ\Όν  ',  το\' 
πρ()((  (/.ν(7)ς  (ί\'τίγρ(«( ον  λ(/.μπροϋ  τίνος  αν«γ/.Γ'- 
(('Οΐ',  όστις  πίίριατα  τον  Σίίτΐ'οον  τΓ|ς  ορχη- 
στικής όρχυύμι-νον  προ  νΐΗΐ((ν)|ς  Γ;  Μορπης  της 
ορχηστικής -.  Άναλόγίος  6  σί/,τιιρος  Μαρσΰας 
τοΰ  (5(/.ί)ροΐ'  της  Μαντινείας  ί)ά  ηΰ^.ΐΊ  προ  της 
Μοΰσης  της  αΐ'λητικής.  Λυνά[ΐεί)(/.  ίπίσ)|ς  να 
(((/Λ'τασϊΙώμεν  (χϋτον  και  ώς  άκρι|'5ώς  παριστά 
άγγριογραιρία  τις  τον  κ(ίτά  την  (/.ρκαδικήν 
παρά^οσιν  ί(('ευρετήν  της  ιιουσικής  σύριγγας 
Πάνα,  ίστάμενον  πρύ  της  Μούσΐ)ς  της  λύρας, 
ή,  κατά  ττ|ν  γνοηιην  τοΰ  άα  λΧΊίΐρ,  προ  της 
(χρκα&ικής  θεάς  Άς)τέ[ΐι6ος  Ύ[ΐνίας''. 

Συμπεραίνοντες  λέγομενοτι  αΰτο  κ(ίί)'έαυτο 
τύ  χωρίον  τοΰ  Παυσανίοτ),όμιλοί3ν  περί  [ΐιάς  μό- 
νον Μούσης  [ΐετά  Μαρσύου  ούδεμίαν  χρείανεχει 
διορθώσεως,  ά(}ΐοΰ  οΰδεν  έχει  εϊτε  γλωσσικής 
εΐ'τε  μυθο/ιογικώς  ε'ίτε  τεχνικώς  το  παρίχδοξον. 
Χ)π()σον  δ'επικίνδυνον  εΐναι  το  να  διορϋοΐ  τις 
τά  χίορία  τών  αρχαίων  συγγραφέων,  δταν  μά- 
λιστα τ(<ϋτ(χ,  ώς  το  περί  ου  πρόκειται,  έχωσιν 
ύγιώς  καΐ  υπό  γρα[ΐ[ΐατικίιν  ε'ποι|η\'  αυτά  καίί' 
έαυτά,  γν(ορίζ(ηΐρ.ν  πάντες. 

'Αλλ'  έστω  !  ΛεχΟώμεν  προς  στιγ[ΐήν  οτι  το 
χωρίον  δεν  έχει  υγιώς.  Άς  ίδωιιεν  δε,  πώς  οι 
ΠραξαελικοΙ  διώρθωσαν  αύτυ. 

Ό  Ροιισ6ΐ-68  καΐ  πολλοί  άλλοι  [ΐετ'  αύτοΛ- 
διώρΟτοσαν  το  Μονοα  εις  Μοϋααι  και  «ίΐνεο 
οβΙΙβ   Ιβοέτβ    ϋοιτκοΐίοη   ,    ώς    λέγουσιν,    εύρί- 


'  ;αΗΓΐ)Ηα1ι  (Ιεβ  Κίίί.  Ι).  .Λιχ-Ηκο1.  ΙπδΙίι.  Ιΐοΐ.  III  α8δί<)  δ. 
296.  Ύίί.  9,  29. 

■  Πρβλ.  ορχονμενον  ένεπίγραφον  Μαρσόαν  έπι  κατό.ττρου 
(V.  Πρκινεστοϋ  :  Μοηιιηι.  ά.  ΙτυΙ.  9.  29.  2. 

'  [)«  \νίιΐε,  ΕΙίΙβ  οέΓαιηο|;Γαρ1ιίςυ6  II,  93. 


σκοποί  V  (ΐτι  τ(χ  (/.ν(<γ/.υί|  α  συμ((  (ρ)νοΓ'σι  προς 
τί|ν  περιγρα((ήν  τ(»ϋ  ΙΙαυσανίου!  Παρατηρώ 
όμ(ι^  ότι  καΐ  οϋτο)  διορίΙίοΟεν  τό  χ/ορίον  πο/.ύ 
•χπέχει  τοΰ  να  συμ(()θ>ντί  ^0''ζ  ι^"?  παραστάσεις 
τών  προ  ημών  (ί.ναγλΓ'(|  οιν.  ώς  παρερχόμενον 
ένσιγητό  κνριον  πρόσωπον  τήςδλης  παρα- 
στάσεως καΙ  τον  μύ'&ον,  ήτοι  τον  Απόλ- 
λωνα, όπερ  είναι,  (ρρονώ,  μέγιστον  ελάττωμα. 
Άλΐ|ί)ό)ς,  άν  ό  Παυσανίας  είχε  προ  αΰτοΰ  τά 
(χνιχγλυίρα  ταΰτα,  ήδύν(ίτο  κάλλιστα  νά  περι- 
γραφή αυτά  άκρι(^ώς  και  συντό[ΐίος  κίχτά  την 
συνήίίειάν  του  διά  τεσσίχρων  μόνον  λέΗεοη', 
ήτοι      Μηνοαι,  \\πόλλων  και  Μαρούας  (ΐνλών>. 

Ίό  άτοπον  της  διορθώσεως  ταύτης  τοΰ 
|-'"οιιο•έΓ6.^  κατιδόντες  άλλοι  σοφοί,  ώς  οί  Κο- 
1)(τΙ,  Ί"1ι.  Κί;ϊη;ΐί:1ι,  ΧΝΉΙεΙ.'ίΙί'ίη ,  Πολίτης  και 
Λιη(•1ιιιιΐ4  —  όστις  ιιάλιστα  πάνυ  όρίΐώς  παρε- 
τήρησεν  (σελ.  8)  ότι  αρχαία  παράστίχσις  άποτε- 
λοιηιένη  μόνον  εκ  Μουσών  και  Μαρσύου  είνίχι 
εκ  τώΛ'  προτέρω\'  (χ.τίστευτος  ,  —  έπενόησαν 
έτέραν,  ετι  περιεργοτέραν,  διέξοδοχ'. 

Ύπέ?ιαβον  δηλαδΐ|  ότι  ό  Παυσανίας  ε'ισε/,- 
Οώ^'  εις  τον  να()ν,  χ(ορ1ς  νά  ({^ροντίση  περί  τών 
έτέρ(ΐ)ν  δύο  πλακών,  έφ'  ών  αί  λΐοΰσαι  ,  περι- 
έγραψε μόνον  την  πρώτην  π?\.άκα,  ήτις  κατ' αυ- 
τούς άπετέ/^ει  την  πρόσοψιν  τοΰ  βάθρου,  και 
έξέλαβεν  άπ?ιθύστατα. — «ίοιιΐ  .ΜΐηρΙβΓπεηΐ.ϊ'  ώς 
λέγει  ό  κ.  8.  Κοίπίΐϋΐι,  —  τον  φέροντα  [ΐακρόν 
χιτώνι/.  'χ'\π()λλ(ονα  ώς  γυναίκα  ήτοι  Μονπαν, 
παρέλιπε  δε  έντε/.ίος  τύν  ΣκύΟην  ώς  άσΐ]μον 
πρόσωπον.  Ό  8.  ΚβίπίΐοΗ  [ΐάλιστα  θεοιρεΐ  τοΰτο 
ώς  τεκμήριολ'  της  ά[ΐα{)είας  (ρτεπνε  οίε  Γί^ηο- 
Γίΐηί\ί)  τοΰ  πτωχού  Παυσανίου,  όστις  ά}ΐφι- 
βάλ/ιω  αν  ΰά  εγραφέ  ποτέ  τό  πολύτιμον  βι- 
βλίον  του,  αν  προΐ)σί)άνετο  όσα  έκάστοτ'  ελα- 
φρά τή  χειρί  γρά(('θνται  εις  βάρος  ούτοΰ  υπό 
διαπορούντων  άρχαιο/.όγων. 

Βεβαί(ος.  αν  προέκειτο  περί  παραστάσεως 
τοΰ  κιθαρωδού  Άπό?^λωνος  μόνου  εικονιζόμε- 
νου, ήδύνατο  Γσως  νεώτερος  τις  σοφός  νά  ύπο- 
λάβη  ότι  και  αυτός  ό  Παυσανίας,  ό  εκ  μυριάδων 
μ\•ημείων  κάλλιστα  γνωρίζων  τον  τύπον  τοΰ- 
το\'  τοΰ   μακροχίτωνος  'Απόλ/ιίονος,  ήπατήτ^)!) 


187 


7'ίί   άνήγλυιρο.   πλην   των  επιτύμβιων 


—  ώς  έπαιίον  πολλυΐ  των  νεο)τίρων  αρχαιολό- 
γων προκειμένου  περί  παραστάσε(ον  τοΰ  Άπ()λ- 
λ(ΰνος  (ΐόνου  '  —  εκλάβω \'  τον  ι)εόν  (ος  γυναΐκ(χ 
ένεκα  των  γυναικείων  ενδυμάτων  καΐ  (>ί|  ώς 
Μοϋσαν  ένεκα  της  λύρας.  Άλλ'  εν  χΓ)  παρούσΐ) 
περιπτώσει,  δσον  αμαθή  καΐ  μύωπα  αν  φαντίί- 
σ9ώμ.εν  τον  εκάστοτε  τόσ'  άκούοντα  Παυσα- 
νίαν,  ι'ίρκουν  οι  έπΙ  τοΰ  ανάγλυφου  τούτου  παρι- 
στάμενοι τώ  Άπόλλοννι  Μαρσύας  κ(ΐι  ΣκύΟης, 
ϊν'  ά[ΐέσ(ος  κ(χι  βεβαΐΌ)ς  άνακαλέσωσιν  εις  την 
[ΐνή[ΐην  τοΰ  ΙΙαυσανίου  το  τρίτον  κ(ίΙ  δη  το 
κυριθ)τατον  πρόσωπον  τοΰ  [ΐυΟοπ,  τον  Άπόλ- 
λοινα,  ύπο  τοΰ  οποίου  πάντοτε  συνοδεύεται  ό 
Μαρσύ(/.ς  και  ό  Σκύί)ΐ|ς  έπΙ  πάντων  ανεξαι- 
ρέτως των  άπειραρίι)μο)ν  [ΐνικιείίον  κον  εις  τηΛ' 
πασίγνιι)στον  έριδα  τού  'Απόλλίονος  προς  τό\' 
Μαρσύαν  (/.να^ρερο[ιένων.  Πώς  λοιπόν  δυνι/.- 
μεΰα  να  παραδε/ΟώμεΝ'  οτι  6  πολυ[ΐαίΙέστατος 
Παυσανίας  Οά  έξελά(ΐβανεν  (ος  Μοϋσαν  τον 
άπαραίτητον  εν  τη  παραστάσει  Άπόλ?αι)να, 
άνευ  τοΰ  οποίου  ή  παράστασις  ΐ)ά  ην  εντελώς 
κολοβή,  παράδοξος  καΐ  πρωτοφανής; 

"Αρα  οί  ΰέλοντες  εκ  παντός  τρόπου  να  ταυ- 
τίσιοσι  τα  (ί\'άγ?ιυφα  ή[ΐών  προς  τα  της  εν  Μαν- 
τινεία βάσειος  έργου  τοΰ  Πραξιτέλους  ήναγ- 
κάαϋ'ησαν  να  στιιριχΟώσι  πρώτον  [ΐέν  έπ'  αυ- 
θαιρέτου καΐ  περιττής  διορ&ώσεως  κειμένου 
ύγιώς  έχοντος  γλωσσικώς  και  μυΟο?αιγικώς, 
συγχρόν(ος  δε  και  έπι  της  δ?ιως  άδικου  προν- 
ποΰ'έσεως  ότι  ό  Παυσανίας  νπέπεαεν  εις 
λάΰΌς  μη  (ΐ\'αγνωρίσ(ίς  εκ  [ΐυωπί(/.ς  η  άμαΟείας 
ή  (χμε?ιείας  τον  Απόλλωνα,  δν  νΰν  αυτοστιγμεί 


'  Ό  Απιείιιιις  (ρ.«.  οελ.  8)  προς  ύποοτι'ιριξιν  τοΰ  οτι  ό  ΙΙαυ- 
οανίας  εξέλαβε  τον  Άπόλλα)να  ώς  Μοϋσαν  γ()(Χ(|ΐει  οτι  κιιΐ  ό 
ΡΌυ^έΓβϋ  ίιπέσιιι  τήν  «ΰτήν  πλάνην,  δτκ  (Λνεκ<χ?αη|ιε  τήν  πλ(ίκα 
της  Μαντινείας.  Τήν  χατηγυρίαν  ταύτην  επανέλαβε  και  ό  Πο- 
λίτης (αελ.  δ)!),  λέγίον  ΰτι  ό  Αηιβίιιπ^  Ί'θ(ι)ς  άνεφέρετο  εις  τήν 
χειρόγραφον  εκΟεσιν,  ην  ό  Γάλ?ιος  άρχαιο?ιόγος  αμα  χή  άνα- 
καλι'ηρει  των  πλακών  απέστειλε  προς  τό  ΎπουργεΧον  της  6η- 
μοσίας  Εκπαιδεύσεως  έν  Αθήναις.  Άλλ'  ό  Πολίτης  έπελάβετο, 
φαίνεται,  οτι  ό  Κου^έτβί  εντόνως  διεμαρτνιρήθη  κατά  της 
κατηγορίας  ται'ιτιις  (ΜΒπΐίιιέβ  ρ.  546,  2)  γράφων  :  «]β  ηβ  5£ΐί5 
ροιΐΓ<}αοί  Μ.  Αιηείϋη^  ηι'αΐίτίΐιιιβ  ιιηο  ρατείΐΐβ  ηιέρΓΪδε.  ΟεΙΙε 
ρΗΓ38β  Γβδίε  ροιη-  ηιοί  ιιπ  έηί^ηιε».  Όμοίο);  Οά  διεμιαρτϋρετο 
καΐ  ό  πτοίχός  Παυσανίας,  αν  εζη  ! 


πάντες  ημείς  αναγνωριζομεν  ένεκα  τοΰ  πίίρι- 
σταμένου    Σκύϋου ! 

'Αλλά και  ταΰτα  τολιιήσίχντες  οι  ΠραξιτελικοΙ 
κατενόιισαν  αυτοί  ούτοι  δτι  και  πάλιν  ή  γνο)[ΐιι 
αυτών  δεν  δύναται  να  στηρι/Οή  άνευ  τρίτης, 
τολμηροτέρΐίς  και  (ΐάλλον  αυθαιρέτου  προϋπο- 
θέσεως! θέλοντες  δΐ)?.αδή  να  δικίλίολογήσιοσι 
την  εις  τήν  χείρα  ή  τό  έργαστήριον  τοΰ  μεγά-' 
?ι.ου  Πραξιτέλους  άπόδοσιν  έργου  τοιαύτας  ατέ- 
λειας, ξηρότητας  και  σ(('άλ[ΐατα  περιέχοντος — 
έργου  περί  ου  σικροί  συνάδελ(ροι  (/.ύτών,  οίοι  οί 
Ον(ίΓΐ)βϋ1<,  λλ'οΙίεΓΝ,  ΗίΓΝθΗίκΐ€ΐ,  Ηπιι.'ίίΐΐ",  Κΐβΐη, 
Βίε  κι/.ι  ό  (ί.ν(ό\'υ|ΐος  δόκιμος  Γεριιανός  άρχι/,ιο- 
λό^ι'ος  (/.πεί(ΐήνα.ντο  ότι  ού/ι  μιΊνον  ούδειιίαν 
τινά  σχέσιν  έχει  προς  την  χείρα  η  τό  έργαστή- 
ριον τοΰ  Πριχξιτέλους,  ιχλλ'δτι  είνίο  (ίντίγρ(ί(('ον 
(ϊνήκον  είς  τον  Β  ή  και  τον  Α'  αίώνΐί  π.  Χ. — , 
κατέ(('υγον  είς  τάς  αυθαιρέτους  έξης  υποθέσεις, 
ας  ούδεμίιχ  κά\'  νύξις  τοΰ  έν  λ()γ(ρ  κειιιένου  τοΰ 
Παυσανίου  δικαιολογεί,  λέγολ'τες  τινές  ιιέν  δτι  τα 
ανάγλυφα  ί)[ΐών  είναι  έργα  της  \'ε()τητος,  τινές  δε 
τοΰ  γήρατος  τοΰ  καλλιτέχνου,  κιχΐ  οί  πλείονες 
έργα  άτινα  έσχεδίασε  (ΐόνον  ό  Πραξιτέλης,  έξε- 
τέλεσεν  δικός  τόσον  (/.δέξιος  μΐίΗιιτής  αΰτοΰ, 
και  ου  τά  /ιΐίίΐη  ήσαν  τόσον  χονδροειδή  καΐ 
βάναυσα,  ώστε  μΐ)δ'αϋτί|  ή  χειρ  τοΰ  Πραξιτέ- 
λους ήδυνήί)  η  να  διορΟχόσΐ]  αύτιχ !  Ώς  χαρα- 
κτηριστικά της  έπΐ(ΐονής  με9'  ής  οί  Πραξιτε- 
λικοΙ ζιιτοϋσι  νά  έπιβ(χ?αι)σι  τΊ|ν  γνιόμτιν  αυτών, 
άρκοΰσι,  νομίζιο,  νά  [ΐνημονεύσ(ο  τι\'ά  έξ  έκεί- 
νο3ν,  άπερ  έγραψεν  ό  τελευταίος  τών  Πραξιτε- 
λικών  Πολίτιις  (σελ.  57),  άριστα  συγκεφαλαιών 
τάς  γνώ[ΐας  κι/.ί  τά  έπιχειρή[ΐατα  τών  πρί> 
αύτοΰ  Πραξιτελικώ^'. 

ΈξετάζωΛ'  ούτος  τηΛ'  εκτέλεσα-  τών  έν  λόγω 
άχ'αγλύφιων  άναγνοιρίζει  δικαίως  δτι  ή  ()υπ- 
αρμηοτίίχ  της  ευρέσεως  προς  τή\'  έκτέλεσιν 
είναι  μεγίατη  :  ου  [ΐόλ-ον  πολλαχοΰ  επικρα- 
τεί τραχντης  δυσάρεστος,  ιχλλά  τύ  σπουδαιότε- 
ρον  ?Μ&η  τεχνικά  άανγγνωατα  άσχημίζονσι  το 
έ'ργο}•,  ελέγχοντα  τήν  χείρα  άμελονς  και  άδεξίον 
λιύ'οξόον'  ή  αριστερά  τοΰ  ΣκύΟου  χειρ  κακώς 
τό  πρώτον  χαραχΟεΐσα  ύψηλότερον  τοΰ  προσή- 


—   188 


Αΐ'χ'^ονοα  'Κριιιιν 


κοΛ'τος,  ώς  ιΗ'ί^κιχνύοιιπι  τά  ίπΐ  τΓ|;  .τ/.(/.χπ;  ϊ'/νΐ). 
ί^ιο)ρίΙίί»ίΙΐ|  Γπίΐτα,  (/.λλά  τόσον  άνεπιτηδείως, 
('όστΓ  λ'ΰν  ((αίνεται  (ί)ς  όιεστρα/ιιιή'ΐ/•  καΐ  τοΰ 
ήεξιοΓι  (5(_)(ί/ί()\'()ς  τοϊ»  Μ«ς)σΓ'()ΐ>  «ί  κατΛ.  το  (Ϊλό) 
περίγρ(ί|(|ΐ(/.  πγκ'/.  τί|ν  κι-(('(/?.ί|ν  τοΓι  β(_»{/.χί()νος 
οίίρκες  ε/()ΐιαιν  (ϋπότομον  (/.πίπ/\'(η'σιν,  ώπαπΊ 
ϊ'?.ηπι•'  τις  βραγιόηος  ιιΐκ  .  Λ\'τΐ  τοΓ'  \'(/.  .τρο('5Γ| 
δ'ο[Ηΐ)ς  ό  σο((  ος  ούτος  ί-ίς  τί|ν  (ίπλοΐ'στ(/.τ)|ν 
ακρι)ιιν  οτι  ;τρ(')κΐΊΤ(/.ι  .τγοΪ  ό»|ιί}ΐ(ΐ)\•  (/.ντιγο(/.(|  (ον 
καλοη  ηχ'ος  εογοί'  τ(Τ»\'  κίίλών  /(>(') \'<ΐ)\'.  ί•'ξ  ου 
διιτ(  ΰλαξρΛ',  (ος  .τ(/.\'Τ(/.  τι"/.  (/.\'τίγο(<(|  (/.  ιΐ!γ(/.λ(ΐ)ν 
Ηργ(ο\',  το  ](■  π(•  .>ί;η8  ιμκΊ  ρίΐΐ'ίιιιη  <!(■  1;ι  ^ι•Ηί"(' 
])πιχίΐ('1ί<•ηη(•  ',  π(/.ραί>ΐ7.ι•"Τ(θ  ί^λαιροα  τΓ|  κ(/.ρ(ίί(/. 
(ος  (!ι'"(1(/.ιο\'  ΟΤΙ  εις  τολ'  τοι(<πτ(/.  τερ(/.τοΐ'ργ)Ί(ΐατ(/. 
δίΓχπ^ρίίίξαντα  ;  (Χ[(ελΓ|  κ(/.ϊ  (/.δκΗιον  λπΊα'ξάον 
(χνέΟιικε  τηΑ'  ίκτελισιν  οχεδίοπ  της  /ειοος  αύ- 
τοϋ,  (ΐε?ι.?.οντος  να  κοο[ηΊσιι  δημόσιον  και  άδρώς 
πάντ(ι>ς  π?αιρο•»ΙΙεν  ιινΐ|ΐΐ!•ΐον,  τίς:  ό  Πραξιτέ- 
λης! όστις  ιιάλιστ(/.  κατά  τον  αυτόν  Πολίτη  ν 
επεχείριισελ'  άΛ'επιτ)]Οεί(ος  να  διορΟτόση  τά 
σΓράλ[ΐατα  τοΓ'  λιΟοξόου!  Ίόοό  εις  τίνΐί  σριι- 
περάσματ'  άγει  ή  επίμονος  ι'^τοστήριξις  γνίο- 
[ΐών  άβασίιΐ(ι)ν .  . . 

Βεβαί(ος  είναι  πασίγν(οστον  οτι  οί  (ΐεγιστοι 
των  καλλιτεχ\'ώ\'  πάσης  εποχής  ένεκα  τοΰ  πο- 
λτιασχόλου  αύτώλ'  (η'ίίΐ)ετουσι  πολλάκις  την 
εκτέλεσίΛ'  τηνν  σ/εόί(ΐ)\'  αυτώΝ'  εις  τους  περί 
αί'τονις  καλλιτέχνας.  Παρακαλώ  ό'όικος  οιον- 
δήποτε Λ'ά  [ΙΟΙ  δείξΐ)  εν  τοιοΰτοις  εργοις  διασή- 
[κον,  (ος  ό  Πραξιτέλης,  (/.ρχαίίιΐν  ή  και  νείοτερων 
κίίλλιτε/νών.  και  μία\'  ετι  τ(1)\'  /_οιρ(χδ(ον,  ας 
απαριθμεί  ό  Πολίτης,  όστις  σημειωτέον  ότι 
έπε?ι.άθετο  να  πρόσθεση  κι/,ι  τοί'ς  χονδροειδε- 
στάτους  και  (/.ύτ(')/ρηιΐ(/.  ελε((  α.ντΐ(ο\'τ(/.ς  πόδας 
της  άδουσιις  Μούσης,  τίιν  (/ν(/.τομικώς  στρε- 
βλήν  κ(/.ί  παρά  (ρ''σιν  στροίρήν  τοΰ  στήίίους 
τοΓ'  (ος  εί  εσκεβριομένης  σίίνίδος  ποιηϋέντος 
Μαρσΰου,  το  ετερόφίίαλμον  της  ε/.οΐ'σης  τους 
αύλοίις  Μούσης  κλπ.  κλπ. 

"Αλ?\.ως  δε  πάντ(χ  τά  υπό  τοΰ  Πολίτου  καΐ 
ά?.λοιν  μνηιιονευΒέντα  ως  διυχη  παραδείγματα 


(/.με/.οΰς  έκτελεσείος  ε|ε/.εγ)|σαν  κακώς,  δκίτι  τά 
μίν  ι/.ν(ίγλυ((α  της  (5(/.σεως  τοΰ  ϋρυάξιδος  δεν 
παρουσιάζουσιν  άιη/,ηαν  περί  την  έκτέ?α•σιν, 
ούδε  τοιαΰτα  ((θ(•5ερά  σφάλματα,  οί(/.  Γ|  βάσις 
της  Μαντινείας,  ά?ν,λά  (ΐόνον  τί|\'  ιΊπό  πάντο)ν 
ί'ΐδη  άναγνο)ρισ()εΐσ(η'  άπειρίαν  εισέτι  της  χει- 
ρός τοΰ  νεαροΰ  τότε  Βρυ(/.'ςιδος,  ου  ή  (•)άσις 
(/.ΰτη  είναι  το  πρώτον  έργον  της  χειρός  αΰτοΰ 
(ί'δε  (λν(ΐ)τέρω  σε?..  1()4)•  τά  δε  θαυμάσια  τί|ν 
έκτέ?ι.εσιν  ραμνοΰσκ/.  (/.νάγλυ(ρα  (Ι'δε  ανωτέρω 
σελ.  169)  ου  (ΐύνον  δεν  είναι  ανάξια  έργα  αΰτης 
της  χειρός  τοΰ  Άγορακρίτου.  αλλά  καΐ  βοώ- 
σιν  ότι  είνίίΐ  εξοχ//.  άλιμ'ίώς  προϊόντα  τοΰ 
εργαστηρίου  αΰτοΰ  τοΰ  Φειδίου.  Ποΰ  δ'  εν  τή 
Πραξιτε/.είο)  (^)άσει  τοΰ  τρίποδος  (σελ.  155),  ην 
έπικα/^εΐτ(/.ι  ό  Ι)βιιηο1θΓί  '.  η  ε\•  τ(/.ΐς  άτε/^είαις 
τών  (Ίναγλύίριον  τοΰ  Παρθενώνος,  ας  ά/Αοι  των 
Πραξιτελικών  επεκαλέσαντο.  άπαντα  εστο)  και 
ιιία  τών  τεχνικώς  άσυγγν(ί)στο)ν  χοιράδίολ•,  της 
δυσάρεστου  τραχύτιιτος  και  ξηρότητος,  τών 
άνατοιπκίον  δκίστροίρών  κτλ.,  ας  δεν  δύναται 
νά  (ΙρνηΙ)Γ|  μΐ)δ' αυτός  ό  Πολίτης  οτι  διέ,πρα- 
ξε\'  ό  (ίδέξιος  λιχ)οξόος>  τών  άναγ?^ύΓρων  της 
Μαντινείας  ;  "Αλλως  δε  και  το  [ΐοΛ'ον  παρ(/.- 
δειγμα,  δΓ  οΰ  ζιιτεΐ  νά  πείση  ημάς  ούτος  (σελ. 
54)  ότι  ενίοτε  μεγάλοι  τεχνΐται  ανέθεσαν  την 
έκτέλεσιν  τών  σχεδίιον  αΰτώλ'  εις  «άσημους 
λιτίοξόους  :,  εΐναι  παχτελώς  έσφαλμέΛ'ον.  στηρι- 
χτ)έν  επί  ένος  τών  συνήΰ(ον  σΓραλιιάτων  τοΰ 
Καββαδίου.  Ό  Τιμόθεος  δηλαδή  δεν  παρέσχεν 
ά\'τ1  άιιοιβής  ν:ηο()ίίγιιατιι  ,  καθ  ά  εποίησαν 
τά  αγάλματα  τών  (/.ετών  τοΰ  ναοΰ  της  Επι- 
δαύρου άσημοι  Άιύοξόοι  ,  αλλ  αντυς  ούτος 
έξετέλεσε  τά  εν  λύγίο  περικαλλή  ανάγλυφα 
(τύπους  —μετόπας),  άτινα  πάν  άλλο  είναι  ή  έ'ργα 
υποδεεστέρων  τεχνιτών  ί  (ϊδε  άνωτ.  σελ.  15;>). 
Συμίρωνώ  βεβαίοις  προς  τον  Πολίτην  ότι  ή 
υπέροχος  αρμονία  καΐ  ή  δύναμις  της  συνθέσεο)ς 
τών  μαλ'τινικώλ'  ά\'αγλν<φο)ν,  ώς  και  τά  έ\'  έκΐί- 
στη  τών  μορφών  άπαντώντα  ενια  τεχνοτροπικά 
στοιχεία  ένδεικνύουσίΛ'  ότι  ή  εΰρεσις  αυτών  δεν 


'    Ρργγο(,  ΡταχίΙέΙε   ρ.  39. 


'   }α1ΐΓε5Η6ίιε  Ηά.  II,  δ.  3(ί0  —  'Ι^γ    και  άλΌΐτίρο    σρλ.  ΙΙί'.•. 
σιΐπ.  1. 


189 


Τα   ανάγλυψα   πλην  των  επιτύμβιων 


είναι  έργον  τοΰ  γλύψαντος  τάς  πλάκας  αληθώς 
άδεξίου  λιθοςόου,  άλλ'  έπίνοια  και  σχέδιον  με- 
γάλου τινός  τεχνίτου,  (ίστις  έπωφελΓ|Οιι  και  τύ- 
πους παρ'  άλλων  [ΐεγάλονν  καλλιτεχν(7)ν  πλα- 
σθέντας  '.  Τοΰτο,  δ'  δμως  δεν  αποδεικνύει  οτι 
αί  πλάκες  της  Μαντινείας  εΐναι  προϊόντα  αύτοΰ 
τοΰ  εργαστηρίου  τοΰ  Πραξιτέλους,  άλλ'  απλώς 
ύποδεικ\'ύει  αύτάς  ώς  αντίγραφα  συνί)έσε(ΐ)Λ' 
και  τύπων  περίφημων  και  πο?».ύ  άρχαιοτέρο)ν 
της  εποχής,  ην  εμφαίνει  ή  (ροβερά  άδεξιότης 
τοΰ  λι9οξόου  και  ή  επΙ  παντός  τοΰ  έργου  επι- 
καθημένη  ξηρότης  και  δυσάρεστος  έκείντ] 
ψυχρά  άπόπνοια,  ήτις  χ(/.ρακτηρίζει  τα  αντί- 
γραψα πάσης  εποχής.  ~ 

Έριοτάται  τέλος,  άποτελοΰσι  τού?α/.χιατ()ν  τα 
(/Λ'άγλυφια  ταΰτα  άδια(ριλονικήτως  βάϋ'ρον,  'ί\α 
ταυτίσωμεν  αυτά  ιιετά  τών  Πραξιτελικών  προς 
τό  υπό  τοΰ  Παυσανίου  μνημονευόμενο  ν;  "Οσον 
και  αν  πάντες  έΟειόρησαν  τοΰτο  ώς  έκτος  πά- 
σης αμφιβολίας,  εγώ  πολύ  αμφιβάλλω.  "Οτι 
δ'  εχω  δίκαιον  ούτω  σκεπτόμενος,  εννοεί  τις 
εν  πρώτοις  έκ  τών  ερίδων  εις  ας,  προκειμέ- 
νου περί  τοΰ  σχήματος  και  τοΰ  ιιεγέίΐους  τοΰ 
« βάθρου  >  τούτου,  περιεπλάκησιχν  αύτοι  οι 
Πραξιτελικοί,  ε'ις  ουδέν  κοινόν  και  ύριστικό\', 
ή  τού?^άχιστον  πειστικόν,  συμπέρ(χσ(ΐα  καταλή- 
ξαντες — αν  καΐ  δεν  άιρήκαν  τρόπον,  καΙ) '  ό\'  νά 

'  Βλέπϋΐ  οτι  ό  Πολίτης  εν  σελ.  (κ!  γράφει,  βέβαιος  έ|  αβλε- 
ψίας, (ίτι  κατ'  έμέ,  τον  Σβυρώνον,  το  προιτότυπον,  δέν  ην  έργον 
επιφανούς  τεχνίτου  άλλ'  εντελές  σνρραμα  ποικίλιον  περΐ(()ήμ(ρ)λ' 
τύπων,  προς  δε  οτι  στηλιτεύω  τό  έργον  ώς  «έλεεινόν  χέντρωνα 
Λί'  εράνου  άπαοτιηϋέντη".  Ού  μόνον  δ' δμως  έγιο  οΰδαμυϋ  της 
μελέτης  μου  μετεχειρίσΟην  τοιαύτας  λέξεις,  αλλά  και  έκεΐ 
ένθα  .παραπέμπει  ό  Πολίτης  κα'ι  άλ?.αχοΓι  ομιλώ  .περί  τοΓι  αντι- 
γράφου και  οΰχ'ι  τοΰ  πριοτοτύ.-του.  Ουδέποτε  δέ  διενοι'ιθην  νά 
καλέσο)  ευτελές  πύρραμιια  και  ελε^ίνον  κέντρωνα  τό  πρωτότυπον, 
άφοϋ  κα'ι  οΐ  μέγιστοι  τών  καλλιτεχνών  καθ'  έκάστην  έδανεί- 
ζοντο  εΙς  τάς  συνθέσεις  αίιτόόν  κα'ι  τύπους  τινάς  παρ'  άλλων 
αρχαιοτέρων  καλλιτεχνών  ήδη  .πλαοθέντας.  Περίεργοχ'  δ'  είναι 
οτι  ό  Πολίτης  έπελάθετο  οτι  ούχι  έμι'ι  άλλα  τών  ιηιοφρο- 
νούντοιν  αύτώ  Πραξιτελικών  είναι  ή  γνο'ηιη  οτι  αί  μορφαί  τώ\• 
άναγ?,ύφ(ον  της  Μαντινείας  είναι  «απλή  παράταξις  διαφόρων 
τύπιον  γνωστών  έξ  άγαλμάτιον,  παράταξις  άνευ  εννοίας,  άνευ 
ζωής  τίνος  ,  γνιόμη  ην  εγώ  πρώτος  κα'ι  διά  μακρών  έπολέ- 
μησα  ('ίδε  Διεθν.  Έφημ.  έ.  ά.  287  κέ.),  γράφιον  ρητώς  προς 
τοις  άλλοις  οτι  «απορώ  τή  άληθεΐΓ^  πώς  έθεο)ρήΟησαν  ΰπό 
σοφωτάτοίν  ανδρών  αΐ  παραστάσεις  αύται  ιός  αντίγραφα  άγα?^- 
μάτων  ένθεν  κάκεΐθεν  είλημμένα  άνευ  εσωτερικού  τίνος  προς 
άλ?οιλα  δεσ[ΐοϋ  εννοίας». 


ιιή  διέθεσαν, ίνα  β(ίθρον  σχι^ματίσωσι,  τάς  τρεις 
ταύτας  π?ν,ά.κ(χς  καΐ  την  τετάρτΐ|ν,  ι'ίν  οι  πλεί- 
στοι προϋποΰέτουσιν  ο)ς  βεβαίως  ύπάρξασαν 
και  έκτοτ'  άπολεσθεΐσαν. 

Ουτίος  ό  Ροιι^βΓβ.'ί,  εσχάτως  δέ  καΐ  ύ  Πολί- 
τΐ]ς,  ύπέλαβεν  ότι  τό  βάθρον  ήτο  ακριβώς  τε- 
τράγΐΰνον,  εκάστης  τών  πλευρών  αύτοΰ  κοσμου- 
μένης  μόνον  υπό  μιας  τών  πλακών.  Άλλ'  ό  ιιέν 
ΟνρΓίίΡϋΙ;  άντεΐπε,  δικαίως,  οτι,  καΐ  αν  ιυς  ΙΙο- 
μερανούς  στρατιώτας  παρατάξωμε\'  τα  τρία 
αγάλματα  τοΰ  συμπλέγματος  τής  Λητοϋς  κ(/.ι 
τών  τέκνω\',  άτινα  κατά  την  μαρτυρίαν  τοΰ 
Παυσα\'ίου  ΐστιη-το  έπΙ  τοΰ  εν  Μαντινεία  βά- 
θρου του  ΙΙρ(/.ξιτέλ()υς,  τό  [ΐέγεθυς  τοΰ  βιίθρου 
τοΰ  ΡΌποέρβΗ  δεν  θά  έπήρκει  ίνα  στήσιομεν 
ταΰτ'  έ.τ'  (ίΰτοϋ.  Ό  δέ  Νν^ιΙά^Ιι^ϊη,  έτι  δικαιό- 
τερον,  παρετήρησε  κ(/.τά  τήςγν(ί)Μΐ|ς  τοΰ  Κοιι- 
ο;6Γ6δ,  ότι  έπί  βίλθρου  άγάλ.ιιατος  κατέχοντος 
τό  έσώτερον  μέρος  τοΰ  σηκοΰ  τοΰ  ναοΰ,  ούτε 
εΐΟίζετο  ούτε  ή  ν  δυ\'ατόν  νά  τεθώσιν  αί  παρα- 
στάσεις έπΙ  πασών  τών  πλευρώΛ'  αύτοΰ,  αλλά 
μόνον  επί  τής  εμπρόσθιας,  δΐ(')τι  άλ?αΰς  ό  θεα- 
τής, ϊνΐί  Γδΐ|  τάς  τό  βάθρο  ν  κοσμούσας  παρα- 
στάσεις, έπρεπε  νά  περιέρχηται  τό  ιερόν  άγαλμα, 
όπερ  γε\Ίκώς  ετίθετο  παρά  τό\'  τοΐχον  τοΰ  βά- 
θους τοΰ  σιικοΰ,  άνευ  αρκετού  χώρου  επιτρέ- 
ποντος ΐν'  (Ιπό  τίνος  αποστάσεως  καταλ?».ήλως 
όρώνται  και  εκτιμώνται  τά  έπί  τής  έσιοτερικής 
πλευράςάνάγλυφα  τοΰ  βάθρου,  Γ)τις  ένεκίί  τού- 
του άφίετο  (ίκόσ[ΐητος.  Είναι  δέ  κιχι  όλιος  άπί- 
θανον  οτι  έπετρέπετο  τοιαύτ)]  προσέγγισις  καΐ 
τοιούτος  περίπατος  τών  ιδεατών  περί  τό  βάθρον 
τοΰ  έν  τω  άδύτω  τού  ναού    ιερού  αγάλματος. 

Ό  Ροιίί^έΓβ.'ί  έπέ[ΐεινεν  έκ  \'έου  (Μαηΐίηέβ 
ρ.  545)  εις  την  γνώ[ΐην  αύτοΰ  ταύτην,  ίσχυρι~ 
ζόμενος  ότι  β(/.θρον  πλάτους  1,3 β  μ.  ην  επαρ- 
κές, διότι  ή  .\))τώ  9ά  εϊκονίζετο  επι  τ>ρό^Όυ 
καιΗιμένη  έχουσα  παρ'  αύτη  ισταμένους  παΐδας 
την  ήλικίαν  τόν  Απόλλωνα  και  την  Αρτέμιδα, 
— πράγμα  εντελώς  άπίθανον  και  άπαραδειγμά- 
τιστον — ουδέ  κατέστησε  πιθανωτέραν  την  γνώ- 
μην  περί  μικροΰ  τετραγοίΛ'ου  βάθρου  ή  γνώμη 
τοΰ  Πολίτου  (σελ.  59),  ότι  ή  φράσις  τοΰ  Παυ- 


190  — 


.1!ι)ηΐΗ)ΐι     Ι'^ιιιιοη 


(Κ/Λ'ίου  Αι/ιοϊ'κ  χ(ΐΊ  κοί'  π(α()(ι)ΐ•  νπηί)\\}.ιή 
.τ(/.π(/.στ</.οιν  ΛητοΠς,  (ρερούπιις  είς  τάς  άγκ(ίλ(/.ς 
(/.ήτής  τα  βρ^^<|^η  'Λπ<)λ/αον(/.  και  Άπτιψκ^α. 
κ(/,ίΙ'ακ</.1  η  το  Π  Ι^Γκ;  οί/,νορος  1,;ιΙοη;ι  ριιοι•|)<•ηι 
ΛροΠίικπι  (•1  |)ί,ιιιι•ιη  ϊηί.ιηΐίΗ  Ηΐΐ8ΐϊηρη^.  '() 
Πολίτης  (^ΐ|λαί)ί|  ί)ί•ν  προσρσχί-ν  πτ»  ό  ΙΙαί'αίί- 
νίας  [ΐεταχειρίζετ(/.ι  την  <(  ράαιν  ταύτιιν 
.τρ()κεΐ[ΐένου  περί  τοΠ  ναον,  ένω  περί 
τοΰ  έργου  τοΓ»  ΙΙρ(ί'ίιτέλους  ο[ΐι?αον 
(χμέπως  κατίοτέρο)  μεταχειρίζεται  την 
λεξιν  « τά  ηγάλ/ιητίί  ,  ήτις  βεβαίοκ 
ί^ϊ  \'  (^ή\'(/.Τ(/.ι  \•('/.  ί>η/.()1  αγαλικι  ΛητοΓις, 
εχοΐ'σης  έλ'  ταϊς  άγκίίλαις  τι/,  ^π(ι  Ι'ιρέφη 
αίιτης  '. 

'()  (^ί-  \\';ι1(1.^1(Μη  εΗείόρηαεν,  επι  ετε- 
ρ(ΐ)\'  ((ΓίλλοΛ'  γνο)ατ(Τ)ν  πίίρΐλόειγιιάτονχ' 
στηριζό[ΐενος  -,  οτι  κ(/.)  αί,  τέσσαρες 
π/ι(χκεςέκόπΜ(»ιι\'  ΐ(('(\'((\•  τί|\'έ[ΐπροσί)ίαν 
(Η|ιιν  τοΰ  [ΜίΙρου  Τοϋτο  ί)δμο)ς  πράξ(/.ς 
κ(/.τήντιισεν  εις  το  έτερον  άκρον,  κατα- 
σκεικχσας  βάΟροΛ'  μήκους  [ΐ.  5,44  υλιλ 
(ΙναγκαοΟεΙς  οϋτιο  5Γ  άπαραδειγ[ΐατί- 
πτοιι  πλούτου  ύποθεμάτο^ν  καΐ  επιθε- 
μάτων \''  αΰξήσιι  (ίναλογως  υμλ  τ<> 
ΰν|ιος  (ΐύτοϋ  και  να  »ιπο?^άβη,  προς 
επαρκή  κ(χλυ\|>ιν  της  έπιφαΑ'είας  τοΰ 
βάθρου,  οτι  τά  επ'  αύτοΰ  τρία  «γά/ι- 
[ΐατα  ήσαν  κολοσσοί  τεσσάρο)ν  [ΐέχρι  πέντε 
ιιέτρων  ΰψους,  ενώ  περί  κολοσσών  ί)έν  όιιι?ιεΐ 
ό  περιηγητής,  (χ?>.λά  περί  συνήΟιον  (ίγαλμιίτον 
[ΐετρίου  το   ιιέγεΟος   ναοϋ. 

Οΰτως   ό  λν<ι1ά8ΐθίη    έφαντάσθη    και   κ(χτε- 
σκεύασε  τεράστιόν  τι    μνιιμεΐον    (Εΐκ.    \">'1)-'\ 


•ίπερ  εί)ο)κεν  άφορμήν  είς  αιηον  τύν  Ι"ν)ΐιι^ί;π:;.'>, 
να  γράψη  (ΜΗπίΐηόε  «ϊΐ  ΓΛποΗίΙϊορ.  047),  οτι  αί 
πριοτευουσίίΐ  τής  Κΰοίόπης  καΐ  Αμερικής  ήί>ύ- 
ναντο  να  (χπευϋυνί)ώσι  προς  τον  κ.  \\';ιΙ(ΐΝΐ<•ίΐ), 
ϊνα  κοσμήσ(ΐ)σι,  συμ^ρ(όνο)ς  προς  τΐ|ν  σύγ/ρονον 
κα/^.αισΰησίαν,  τάέ'ρηιια  (^ιαστήματ(/.  τών  πλα- 


ΕΙκών     123. 


'  Πβλ.τό  έν  τοΙςΜεγαρικυϊς  χίορίον  τοΰ  Παυσανίου  (1,-1 -!.:.') 
καΐ  άλλα  <χ;'ά^/*ατά  έστι,  Πραξιτέλους  ποιήσαχτος  Λητό)  και 
ηί  .-ταΐδες>  προς  τό  έπί  τών  μεγαρικών  νομισμάτων  άντίγρα- 
((;(>ν  αυτών  (Ρ.  ΟαΓάπβΓ  Άπά  ίηιΗοοί  -  ΒΙυιηβΓ  Νυιηίδπι.  Οοηι- 
ηιοηΐ  οη  Ρίΐϋ5&ηί35  8.  7  ρ1.  Λ.  Χ),  έξ  υί5  β?^;πομεν  οτι  είκονί- 
ζοντο  ώς  τρία  παρακείμελ'α  αγάλματα  τριών  τελείίος  ανεπτυ- 
γμένων θεών.  "Ιδε  και  τό  χωρίον  τοΰ  Στράβωνος  ΙΔ,  6-10 
■  (ςόανον)  ή  "Ορτυγία  παρέπτι^κεν  έκατέρα  τϊ)  χειρι  παιίίον 
έχουσα  . 

'  Πβλ.  και  τό  άμέσιος  άνωτέριο  (σελ.  169  κέ.)  περιγραφέν 
Φριδιακόν  βάΟρην   τοΰ  'Ραμνοϋντος. 

■'  ΑηιβΓ.  ]ουΓη.  VII,   1890  ρ1.  Ι  -  II. 


τειώ\'  αυτών.  Άμφιβάλλίο  5'  6ιΐ03ς  αν  ό  Πραξι- 
τέλης 9ά  παρεδέχετο  τήν  μεγαλομανή  και  έ[ΐ- 
(ρρακτικήν  ταΰτη\'  τέ/νην,  μάλιστα  εν  ναφ  με- 
τρί(ον  διαστάσεων,  ού  ό  σηκός  έμερίζετο  είς 
διΉ)  άντίνωτα  ίερά  χωριζόμενα  δΓ  εσωτερι- 
κού τοίχου». 

Τά  άτοπ'  αμφοτέρων  τών  βάθρων,  δηί.αδί) 
τοΰ  τε  τοΰ  Κου§•έΓ65  καΐ  εκείνου  τοΰ  \\'ίΐ1ο1- 
816111,  έζήτησε  να  διόρθωση  δια  τρίτου  σχεδίου 
ό  "Αγγλος  αρχαιολόγος  Ρ.  Ο&τάηβΓ,  μέσι^ν  όδόν 
τεμών.  Παρεδέχθη  διι/.αδή,  ως  ό  λλ^αΜδΙβΐη,  οτι 
απασαι  αί  π?ι,άκες  έκόσμουν  τήν  πρόσοψιν  τοΰ 
βάθρου,  καΐ  οτι  αύται  δεν  ήσαλ'  τέσσαρες  τον 
αριθμόν  άλλα  τρεις,  δσαι  και  έσώθ-ησαν.  Ούτω 
δε  κατεσκεύασε  βάθρον  μήκους  μ.  4,08  άντΙ  τών 
μ.  5,44  τοΰ  βάθρου  τοΰ  ^Υίΐΐάδίεϊη,  ύπολαβών 


191    — 


2δ 


Τά  ανάγλυψα  πλην  των  ίπιτνμβάον 


δτι  ή  πλαξ  τοϋ  Άπό?^ιωνος  κ(ίΐ  Μαρσχιου 
κατείχε  το  κέντρον,  έκατέρω•θεν  δ'  ήσαν  αί  δύο 
πλάκες  τώΛ'  ΜουσώΛ'  (ϊδε  την  ύπ'  αύτοϋ  δΐ]- 
μοσιευ&εΧσαΑ'  εικόνα).  Άλλα  και  το  σχέδιον 
τοί3το,  ου  το  μέγεθος  μικρόν  έ μετρίαζε  τά 
ελαττώματα  τοΓ>  κολοσσού  τοΰ  λναΐοΐ^ΐείπ,  ούχΙ 
μόνον  άπεκρούσϋΐ)  δια  πολλοη-  έπιχειρη(ΐ(ί- 
των  ύπό  τώ\'  Ρου§βΓθ8  κοί  ΛηκτΊνιη*^,  κατ(/.- 
δειχθεν  ώς  έ\'τελώς  αδύνατον  ένεκα  διαφόρ(ον 
τεχνικώΛ'  λόγωΛ',  άλλα  και  ύπ'  αύτοΰ  τοΰ  V. 
ΟίΐΓίΙηοΓ  έγκατε?ιείφ{))|.  μετά  εν  έτος,  (ος 
πράγματι  αδύνατον,  πεισΰέντος  προς  τοϋτο 
ύπύ  τοΓι  Αιηβΐιιπι^.  '( )  τελευταίος  ούτος  πάλιν 
προέτεΐΑ'ε  την  έξης  τετάρτην  διάταξιν  τοη'  πλα- 
κών,  ήτις  έ'χει  τοϋτο  το  σπουδαΐον,  δτι  στηρίζε- 
ται έπ'  αρχιτεκτονικών  παρίίτηριΊσεων  αύτοϋ 
τοϋ   ΠοΓρίβΜ. 

Ούτος  δη?ι,αδή  '  παρετήρησεν  ότι  τεχνικιος  ί| 
δεξιά  τω  όρώντι  πλευρά  της  πλακός  τοϋ  Άπ()λ- 
λωνος  και  Μαρσύου  (άρ.  215)  σχημίίτίζει  γω- 
νίαν  όρθίΐΛ'  [ΐετά  της  αριστεράς  πλευράς  της 
πλακός  ((/.ρ.  2 1  (ί), έ(|  'ής  ή  τους  δύο  αύλοΐ'ς  εχοΐ'σι/ 
Μούσι/..  ΊΙ  άλλη  δ'  ΰμο^ς  πλάξ  τών  Μουσών 
(άρ.  217)  δεν  εΓρηρμόζετο  εις  τί|ν  άριστεράν 
πλευράν  της  πλακός  τοϋ  Άπόλλ(ονος  καΐ  Μαρ- 
σύου, άλλ'  άπετέλει  την  αΛ'τίΌετοΛ'  πλευράν  εκεί- 
νης, ην  ή  πλάξ  21  (!  τών  τριών  άλλονν  Μουσών 
κατέχει  έπι  τοϋ  παραλ?ιηλογράμμου  τετραπλεύ- 
ρου, όπερ  έκόσμουν  τά  ανάγλυφα. 

Τί]ν  δκίταξιν  τ(/.ύτΐ|ν  έπικυροϋσι,  πλην  ά/.- 
λων  τεχνικών  παρατν|ρήσεωΑ',  τά  έξης•  1°')  α\ 
κάτο)  γραμμι/,Ι  της  πλακός  τοϋ  Απόλλωνος  καί 
Μαρσύου,  αϊτινες  εΐναι  πολλώ  βαΰύτερονείργα- 
σμέναι  η  αί  τών  δύο  πλακών  τών  Μουσών, 
μεθ'  ώΑ'  επομένως  άδύΑ-ατον  Α'ά  ευοίσκετο  έπΙ 
της  αύτης  πλευράς  τοϋ  βάΰριην  2'")  τό  πλιχτύ- 
τερον  περιΟώριον,  όπερ  κατά  τό  εν  ικΑ'ον  τών 
άκρϋ)ν  αύτώΑ'  παρουσιάζουσιν  άμιρότεραι  αί 
π/.άκες  τών  Μουσών,  ή  μεν  εις  τό  δεξιοΑ',  ή  δε 
εις  τό  άριστερόν  αυτής  άκρον.  Τό  περιίΐιόριοχ• 
τοϋτο  έχει  τόσον  (ίκριβώς  πλάτος  έπι  πλέολ', 
όσον  άμφότεραι  αί  π?ιάκες  έκέρδιανον  διό  της 

'   Παρά  Αηΐ6ΐηη§  κν  οίλ.  9  -  10. 


εφαρμογής  αύτώΑ'  εις  τάς  πλάκας  της  εμπρό- 
σθιας όψεως. 

Τά  συμπεράσιιατα  ταύτα  τών  Βοτρίρΐά  καΐ 
Αηΐθΐυηι^  δυ\'ατόν  νά  εΐναι  ορθά  και  ανεπίδε- 
κτα οιασδήποτε  αντιρρήσεως  \  ώς  έπι  τεχνικών 
λόγοΑ'  στηριζόμενα,  ότι  δ'  όμιος  διά  τής  δια- 
θέσεως ταύτης  τώ\'  (ίναγλύΐ('(ί)Α'  άπετε?^έσθη 
βάϋ•ρον.  (/.(ΐφιβάλλω  πολύ.  Αληθώς  ό  Αηιι- 
Ιιιπ!^,  ϊν'  άποτελέση  ούτω  βάθρον  έχον  τάς 
άπαιτουμένας  διά  τά  τρία  αγάλματα  δια- 
στ(<σεις,  προϋποθέτει  ο^ς  βέβαιον  ότι  ελλείπει 
(ΐία  κ(α  μήνη  πλάξ, — αλλά  τίς  εγγυάται  ή [ΐϊν 
άπο?Λ)τως  ότι  δέ\'  (/.πωλέσΟησαν  π?.είονες;  — 
στηρίζει  δέ  τηΑ'  ύπόθεσιν  αύτοϋ  ταύτην  έπι  τής 
κοίΑ'ώς  πΐίραδεκτής  γνιόμης,  ότι  αί  έπι  τών  δύο 
διασωΟεισώΑ'  π/.ακών  γυναίκες  είναι  ηί  εξ  τών 
έννεα  Μουσών.  'Αλλ '  όσοΑ'  και  αΑ'  ί) ά  φανή  πα- 
ράδοξο\'  έκ  πρώτης  όψεο)ς.  ας  ιιοι  συγχωρηθή 
νά  ε'ίπο),  ότι  (ίί  δυο  τού?αχχιστον  τών  έ'ί  πρό 
ήιιών  Μουσών  ,  κι/,ι  δη  αί  έν  τω  ιιέσιυ  τών 
παραστάσεωΑ'  άμ(( οτέρων  τών  πλακώΑ'  εύρισκί)- 
(ΐεναι,  ()η•  ιΐνίΐι  ΜοΓ'σαι.  Τοϋτο  ΟέλοιιεΑ'  κατα- 
δείξει κατόπιν  έρμηνεύοΑ-τες  τό  σύνολον  τών 
.-ταραστ(Ι(σε(ι)Α'. 

Επι  τοϋ  παρόντος  παρατηροϋμεν  ότι  οι">τε 
αί  δύο  αύται  «^Ι/οϋσαί»,  ούτε  αί  λοιπι/,Ι  τέσσα- 
ρες κρατοϋσι  τά  τυπικά  όργανα  έκεϊ\'α  και  σύιι- 
βολ(/.,  άτινα  χΐίρακτηρίζουσι  πάντοτε  τάς  Μού- 
σας, δταΑ'  αύται  έ(ΐφαΛ'ίζωνται  ύπό  τΟα'  τυπικΟΑ' 
άριθ[ΐΟΑ'  Τ(ο\'  έ\Ά'έα.  τό\'  ιχπό  τώΑ'  ι/.λεξανδρεια- 
νώ\•  χρ()\'())ν  καθιερωί)έντα.  Τά  σύ(ΐβολ(/.,  άτινίί 
τρεις  τιον  Μουσών  ήμώ\•  κρατοϋσιν,  εΪΑ'ΐ/.ι 
πάντα  ιιονσικήζ  όργανα-  ή  μία  δέ  μάλιστα  αυτών 
κρατεί  μουσικΟΑ'  όργαΑ'Ολ-  παραδ(')ξου  καί  προ)- 
τοφιαΑ'οϋς  αχήμι/,τος.  ούδέποτ'  (χπαντών  έπ'  ού- 
δενός  άλλου  μνημείου  εις  χείρας  μιας  τών  εννέα 
Μουσών.  Αλλά  περί  τούτοι\'  ί)ά  πραγματευ- 
θώμεν  κατ(')πΐΛ'. 

Νϋν  ιΊρκού^ιεΗιχ  παρατηροϋντες  ότι  καΐ  αυ- 
τός ό  οί'ιτο)  διά  μιας  πλακός  τριών  έτι  Μουσών 


'  Ό  Ν.  Πολίτης  (έ'.  ά.  σελ.  δί)  κ.  έ.)  (Ιντέταξε  πίχρατηρήσεις 
τινάς  άξιας  προσοχής,  περί  ών  θά  άσχολιιθώμεν  έν  τελεί 
τής    παρούσης    μελέτης. 


192 


/Ι  μ/ο 


νοα 


'Κρμυϋ 


Γΐΐ)[(π?αιρών  το  κενόν  τοΰ  |^ά{)(^ΐ()υ  .\ ιηβΐιιη^παρα- 
τηρεΐ  (σελ.  11)  περί  της  συ|(π/.ΐ)ρ(όσεως  «ίιτοΰ 
τα  εξής  απον^υλότατα  και  (')ρί)(')τατ(ί,  ήτινα  και 
ιιόνα  ί)ά  ί'ιρκουν  Ίνα  σ(Χ((  ώς  ύποί^εΓξωσι  το  άτυ- 
χες της  γνο')(Π|ς  (λύτοΰ:  Το  μόνην  δπερ  όννά- 
με&α  μετά  βεβ(αότητος  νά  εΐπωμεί',  ατηριζόμενοι 
επί  τ(7)ν  όιαοωϋ^ειαίόν  πλακών,  είναι  οτι  ή  επί  της 
ΐΊίπροαΜας  οψεος  τον  ιαΊ//ιείον  παράοτααις  ηντε 
κατ  εννηιαν  ηντε  κατά  τνπονς  ητο  αιηιμετρική, 
δπερ  κινεί  ημάς  εις  εκπληξιν  και  φαί- 
νεται παράδοξον,  <)ιήτι,  εφ  δσον  έξικνοϋ^'ται 
ί'ίιν  αϊ  γνώσεις  ημών,  αϊ  προς  τοιούτους  σκοπούς 
π<ιραστάσεις  πάντοτε  και  καΰ''  ολοκληρίαν 
είναι  σνμμετρικώς  διατεϋ•ειμέναι  έπι  των 
μνημείων  .  Πίχοί/,ί^οξον  έ;ιίοΐ|ς  ΐ(αίνετ(/ι  τω 
ΛιΐΗ'Κιηι;,  πάνυ  δικαίως,  ότι  αί  Μονπαι  των 
δπο  πλαγί(ΐ)ν  πλευρών  τοΰ  βάΠηοΐ'  (/.ήτοΟ  ούδό- 
?ι,(ος  λαιιβίΧΛ'ουαι  μέρος  κατ'  η'νοκη'  και  όχημα 
προς  τΐ|ν  πηράστασιν  της  κυρίας  (η|)εως. 

Οϋτω  λοιπόν  καΐ  το  ύπύ  τοΰ  .Χπιβίηηο  έπι- 
νοηϋέν  βάθρον  είναι  τοιούτον,  ώστ'αύτος  ούτος 
ν.^έΐ'  δύναται  νά  άπηκρνψη  την  εκπληζιν  και 
άπορίαν  αντον  δια  το  παράδοξο \'  καΐ  άσύνδε- 
τον  τώ\'  παραστάσεων,  ?)υστυχ<^'?  <^ί~  '/ωρΐζ 
τοΰτο  νά  ορέρη  αυτόν  καΐ  εις  την  σκέψιν  οτι 
πι9ανώς  ούχΙ  μία  άλλα  πλείονες  π?.άκες  άπω- 
λέσθησαν,  όποτ'  έντε?^.ώς  κ(/.ταστρέφεται  κΐΛΐ  το 
βάθρον  αύτοϋ  ώς  προσλα[ΐβ(χνον  πολλω  (ΐείζο- 
νας  διαστάσεις  των  δια  τα  τρία  Πραξιτελεια 
αγάλματα  της  Μαντινείας  απαιτουμένων. 

"Αλλη  πρότασις  σχήματος  βάθρου  δεν  υπάρ- 
χει, δια  τον  άπλούστατον  λόγον  οτι  έξηντ/α']- 
{)ηΐσαν  πάντες  οι  δυνατοί  τρόποι  και  τα  μεγέθη 
β(ίί]ρων,  άτινα  έπιτρέπουσιν  αί  διασωίΐεΐσαι 
πλιχκες,  σύλ'  τή  προσθήκη  μιας  ετι  πλακός,  και 
τοΰτο  χίορις  νά  κατορθωθη  νά  διατεθώσιν  αί 
πλάκες  κατά  τρόπον  παρέχοχ'τα  σχήμα  βάθρου 
άλ'επίδεκτον  σπουδαίιον  αντιρρήσεων,  δπερ 
ήγαγεν,  έμέ  τουλάχιστον,  εις  το  συμπέρασμα, 
ότι  ϊσως  τά  αΛ'άγλυφα  ταΰτα  ούδέποτ  απετέλε- 
σαν βάΰ•ρον  αγαλμάτων,  αλλ  άλλο  τι,  δπερ  δέον 
νά  ζητήσωμεν  καΐ  δπερ  πρέπει  κατ'ούδεμιάς 
τώλ'  ανωτέρω  αντιρρήσεων  νά  προσκρούη. 


γ')  Νέος  τ()ΐ')7ΐι><;  μελέτης  τών  άνιιγλνψοιν. 

Την  νέαν  διεύΟυνσιν,  ί'ιν  προς  όρθοτέραν 
κ(χτ(/.ν()ησιν  τών  εκ  Μαντινείας  (χναγ?^ύ(ρ(ΐ)ν 
τούτοιν  δέον  νά  τραπώμεν,  υποδεικνύει  μοι 
γεγονιίς  τι  σχετικόν  προς  τΐ|ν  ώνακάλυι|)ΐν  τών 
άναγλύιροη',  γεγονός  ου  τΐ|ν  σπουδαιότητιχ 
πιχρεΐδον  παραδόξως  πάντες  οι  αρχαιολόγοι, 
πλην  τοΰ  Βίε. 

Ό  Παυσανίας  δηλαδή  είσήλθεν,  ιΰς  γνωστίίν, 
εις  την  Μαντίνειαν  διά  της  πύ?ι,ης  της  όδοΰ 
Νεστάνης-'Άργους '.  Επειδή  ?.οιπόν  ά[ΐέσο)ς 
και  ώς  πρώτον  [ΐνημεΐον,  δπερ  συνήντησεν,  άνα- 
(ρέρει  τον  διπλοΰν  ναόν,  εν  ω  εκείτο  το  τά 
ΙΙραξιτέλεια  άγάλματ»/  ι^έρον  βάθρον,  ή  δε 
υπό  τώ\'  άνασκιχιρών  τοΰ  Κοιιι^έΓβ.'ί  άνακαλυ- 
(ρί)εΐσα  βυζαντιακί]  έκκ?.ησία,  εν  η  εύρέθ)]σ(χν 
ώς  πλακόστρωσις  τοΰ  εδάφους  τά  άνάγλυΓ(α, 
κείται  πολλώ  νοτιοδυτικώτερον,  μεταξύ  τών  πυ- 
λώ\'  της  Τεγέας  καΐ  τοΰ  Παλλαντίου,  δεν 
είναι  δυνατόλ'  ή  βυζαντιακή  εκκλησία  αΰτη  νά 
έκτίσΟί)  επί  τοΰ  άρχαίοΐ'  διπ/.οΰ  ναοΰ,  ώς  έκ 
πριότης  δψείος  ή{)ε/.έ  τις  παραδεχθή.  Πλην 
δε  τούτου  είναι  γνωστόν  και  το  εξής  σπουδαιό- 
τατον  περιστατικόν.  Ή  κεοραλή  της  ν  Μούσης  , 
ήτις  κρατεί  εν  τη  χειρί  το  κλειστόν  χειρόγρα- 
ίρον  (πλάξ  άρ.  217),  δεν  ευρέθη  εν  ττ)  αύτη 
βυζαντιακή  έκκ?ιΤ]σία,  αλλά,  τρεις  ήδη  εβδομά- 
δας προ  της  άνακ«λύι[»εο3ς  τών  πλακών,  έ'ν  τινι 
έλληνορροιμαϊκή  στοά  παρά  το  ϋέατρον>,  δπερ 
πάλιν  ευρίσκεται  εις  μεγά?ν,ην  άπόστασιν  άπό 
της  βυζαντιακής  εκκλησίας  και  δη  παρά  το  κέν- 
τρον  τής  πόλεως.  <Λοιπδν  —  ώς  λογικώτατα 
παρατηρεί  ό  Βίβ  (σελ.  .3254)  —  δε>•  είναι  δυ- 
νατόν νά  σκεφϋη  τις  οτι  ή  κεφαλή  τής  Μονσης 
ήλϋ•εν  έκ  τής  βνζαντιακής  εκκλησίας  εις  την  ϋέσιν 
ταύτην,  Αλλ'  οτι  δυΛ'ατον  είναι  μόνον  οτι  αί  πλά- 
κες τοΰ  ανάγλυφου  έκομίσϋησαν  εις  την  έκκλη- 
σίαν  έκ  τής  παρά  το  &έατρον  ϋέσεως  ταύτης, 
διότι  το  μικρόν  τεμάγιον  αντοη•,  ή  κεφαλή,  προς 
ούδένα  σκοπόν  έχρησίμευε  νά  μετακομισϋ^ή,  έΐ'ώ 


'  Αίίτη  δΐ)λοΰται  διά  τοΰ  γράμματος  Ρ  έν  τφ  υπό  τοΰ  κ.  Κοα- 
^έΓβδ  δημοσιευθέχ'τι  (Βιιΐίειίη  άε  οογγ.  ΗεΙΙ.  XIV  ρ1.  Ι  και  Μϋΐ- 
ιίηέβ  ρ1.  Χ)  τοπογραφικφ  σχεδίω  της  άρχαίοις  Μαντινείας. 


—   193 


Τά   ανάγλυφα  πλην  τ(7)ν  ^πιτνμβίων 


ε|  εναντίον  αί  πλάκες  τον  άναγλνφου  ήααν  χρή- 
σιμοι δια  τυ  δάπεδον  της  βνζαντιακής  εκκλησίας, 
το  δε  άχρηστον  τεμάχιον  της  κεφαλής  άφεί&η  να 
κείται  εκεί  δϋ'εν  ελήφι%ισαν  αί  πλάκες  τώΐ'  Λνα- 
γλίψίην   . 

Κατά  ταητ(/.  λοιπόν  συμπεραίνομεν  δτι  έν  τω 
κέντρο)  της  πόλε(ος  κι/,Ι  δί|  εν  τω  ϋεάτρφ,  η 
π?\,ΐ]σιαίτατ'  αύτοΰ,  ί^έον  μάλλον  Α'ά  ζητηαωμεΛ' 
το  μΛ'η^ιεΐον,  όπερ  εκυσ(ΐοιη'  τά  άνάγλυΓρα 
ί|ΐιώ\'.  ονγ}  ?)'  εν  τω  Λ'αω.  εΛ'  φ  ό  ΓΙ(/.υσανίας 
ε^^ε  το  |](/.ί)ρον  τοΰ  Πραξιτέλους,  όστις  ναύς 
εκείτο  εις  ιιεγά/^ην  (χπόστασιν  άπο  τοΰ  θεάτρου 
και  δη  παρά  την  πυλην.  δι 'ής  είαήλίΐεν  εις  την 
Μαντί\'εΐ(/.Λ'  ό  1 1αιιααΛ'ί(/.ς '. 

Έρο)τάται  λοιπόν  νϋν:  Ύπηρξέ  ποτέ  ή  ήδύ- 
νατο  Λ'ά  ύπιχρ/η  εν  τω  Οεάτρω  της  Μιχντινείας 
ή  παρ'  αύτώ  (ΐνη[ΐεΐ()\',  δπερ  προαΓ(ΐυώς  να 
έκόσ[ΐουν  σ.νάγλυ((^α  παριστώντα  Μούσας  και 
την  μουσικην  έριδι/.  τοΓ'  Άπόλ/^ωνος  προς  τον 
Μαρσΰαν; 

Το  παράόειγ[ΐ(ί  τοΰ   εν  Ατίε^^  της  Γαλλίας 


'  Χαραχ.ιΐ|ριοιικά  τή^;  |•;υιίι.•  ριίίο  και  ιης  (Ιποΐ(  (ίαΓ.(ιις  ίΐΓ 
ωνό  Πολίτης  ζητεί  νά  είίρη  έπιχεΐ(>Γ||ΐατη  κατά  τών  άντΐ((ι()ο- 
νούντοη•  τοΙς  ΠραξιτελικοΤς  ίΐ.νιιι  τά  εξής,  άτιν(ί  γράίρει  πί,)ύς 
άντίκρουσιν  τοΰ  συ[υιε()άσ(ΐατος  τούτοιι :  Τήν  σπουδ<αότΐ|Γΐι 
τοΰ  επιχειρήματος  τούτο)ΐ  ά<)ν>•ατυϊ'/ηΓ  >•η  ^ικιγνώοωμη•,  οϋΛ 
έλχοοΰμεΛ'  πΛς  εκλαμβάνεται  πιΰανιότερος  ό  ορισμός  της 
θέσείος  τοΡ  μνημείου,  όπερ  συναπετέλουν  α'ι  πλάκες,  έκ  τοΟ 
τόπου  της  εΰρε'σειος  ιϊχι  αυτών  τοΰτίον  τών  πλακών,  αλλά  μι- 
κρού τεμαχίου  (ΐΰτών.  Τό  τεμάχιον  τοϋτο,  οΰ6έ  γρόνΰου  μέγε- 
ϋος  έχον,  ευκόλως  ήτο  ήυνατόν  άφ' ότου  ΓχπεοπάοίΙΐ]  της  πλα- 
κός νά  μετενεχθή  ή  κυλιοί)Γ|  ϊ'ι  πιιενίΙονιπΟΓ)  εις  μεγιίλιιν 
απόστασίΛ'•  ένφ  οχ  ("ϊιιρεϊιιι  πλιίκες  εΰλογιότερον  εΙν(/.ι  \'('λ  υπο- 
Οέσωμεν  δτι  έλήψΟιισαν  έξ  οικοδομήματος  ώς  ενεοτιν  εγγύ- 
τατα εις  την  έκκλησίαν  κειμένου.  Όποΐ'ίϊήποτε  6έ  παρά  τήν 
πύλην,  δι'ής  είσήλθεν  ό  Παυσανίας,  καΙ  άν  (ιποτεΟή  ίίτι  εκείτο 
τό  Ιερόν  της  Λητοϋς,  θά  ήτο  πάντως  τό  πλτ)σιαίτατον  εις  τήν 
έκκλησίαν,  τού\'αντίον  δέ  τό  άπίήτατοχ•  ταΟτϊ|ς  κείι<ενο\'  κτί- 
ριολ'  της  Μαντινείας  είναι  έκεΐνο,  ίΛ•  (ί>  ευρέθη  ή  κειραλί] 
τΓ|ς  Μοΰσης  .  Και  ομ(ι)ς  ουχί  μόνον  (ά  τιποστάσεις  μεταξύ 
πύλης  και  έκκλΐ|σίας,  έκκλιισίιις  και  βεάτρυυ  εϊ\•αι  σχεδόν  α'ι 
αύταί,  άλλα  και  έπιλανΟάνεται  εντελώς  ό  Πολίτης  τά  μύρια 
παραδείγματα  εκείνα,  έξ  ών  γνίορίζομεν  ΰτι  οί  λΐ'μιιινόμενοι 
τους  αρχαίους  ερειπιώνας  χριστιανοί  έλάμβιινον.  ίΐτ'  έ'κτιζον 
τοιις  νέους  χριστιανικούς  ναούς,  τάς  προς  οίκοδιηιίαν  χρησίμους 
πλάκας  έκ,μεγίστιον  πολλάκις  άποστάσειον,  άφίνοντες  κατά  χ(ό- 
ραν  τά  τ' άρχαιότερον  καταπεσόντα  μικρά  θραύσματ'  αυτών 
και  «σα  τεμιίχια  έκ  τών  ανάγλυφων  πλακών  αυτοί  άπέκρουον 
ειτ'  εκ  λογιον  θρησκευτικό))  μίοοιις,  είτε  και  'ίνίΐ  καταστήσΐΐ)- 
σιν  αμέσως  εϋκολωτέραλ•  τήν  μεταφοράΑ' ως  και  τίρ•  μέλλουσα\• 
«ρχιτεκτονικήν  χρησιμοποίησι\•  αυτών  1 


γνωστού  (/.ρ/(/.ίοη  ()ε(/.τροΐ).  ου  τδ  β^ιμα  τοΰ 
προσκι/νίου  κοσμοΰσπ'  ανάγλυφα  φέροντα 
ό[ΐοίαν  παράστασιν,  ήτοι  τον  Μαρσύαν,  τον 
Άπόλλθ)να  και  τον  ΣκύΟην  ',  προς  δε  τά  παρα.- 
δείγματα  τών  αναλόγων  προς  τά  της  Μαντι- 
νείας διαστάσεων  άΛ'αγλύπτω\'  πλακών  τοΰ  βή- 
ματος τοΰ  εν  Αθήναις  ΔιοΛ'υσιακοΰ  Οεάτρου,_ 
και  τών  εν  τή  ορχήστρα  τοΰ  {Ιεάτρου  τών  Δελ- 
φών -  αΛ'ακαλυφίΙεισών  κτλ.  καθ ιστώσιν  έκ  τ(Τ)Λ' 
προτέρονν  πιΟ(ί\'ην  τηΛ'  σκέΛ|ιιν  ταύτη\'. 

ΙΙρΙν  ή  δ  δ(ΐως  προβώμεν  εις  τήν  περί  τοΰ 
θεάτρου  τής  Μαντι\'εί(ίς  ερευναΛ',  ιη'άγκη  λ'ά 
ϊδθ)μεν  τί  ακριβώς  παριστώσι  τά  ίϊνάγλυίρα  τής 
Μαντινείας,  δκπι,  δαονκαιάν  φανή  πιχράδοξον, 
τών  άναγλύφχον  τούτων  αί  «Μοϋσαι  δεν  έ/ου- 
σιν  (Γ/ΐΗΠ)  επαρκώς  κατ(/.νοη{)ή  και  έρΗΊ)νευιΚι. 

/)' )']ΐ,ριηιΐ'^ΐ(ΐ   τοιι•  .τιιηαοτιΐΓβΚηΐ'   τοιι•  ηι•(ΐγλΐ'<ι  ιοί'. 

Ά?νηι)ώς  [ΐέχρι  τοϋδε  οι  σοιροί  άιριέρωσαν 
σ,ύμπασαν  τΐ|ν  προαοχηχ•  αυτών  η()\ό\'  εις  τδ 
ζήτημα,  άν  τά  (χνάγλυηκ/.  ταΰτα  είναι  ή  ιιη  έργι/. 
τοΰ  Πραξιτέλους"  εν  δε  τη  Ιΐέσει  της  συζητή- 
σεως και  έριδος  παρη[ΐέ7α]σαν  εντελώς  ν'  (ίσχο- 
ληϋώσι  περί  τήν  δ\Όμασία\'  τών  Μουσών  και 
τήν  έξήγησιν  της  στίίσειος  αυτών  προς  σ.λ?ιήλας. 
Είναι  μάλιστα  περίεργοΑ'  δτι  οι  πλείονες  τών 
παραδεχο|ΐέν(ον  αύτάς  ώς  έργα  τοΰ  Πραξιτέ- 
λονς  σχεδδλ'  μετά  περιφρονήσεοκ  ύπεστήριξα\' 
περί  αυτών,  δτι  εϊνίίΐ  άπ?α|  παράταξις  διαφόρο)ν 
τύπίον  γν(οστώΛ'  έξ  (ίγαλμάτω\'  διαφ'()ρων  περι- 
φή[ΐωΑ'  καλλιτε/χ'ών,  οίοι  οί  Μύρ(ι)Λ',  Πραξιτέ- 
λ)|ς  κ(/.ι  <Ι'ειδί(/.ς.  πΐίράταξις  άνευ  εννοίας,  άνευ 
ζωής  τίνος,  ώς  άν  ήτο  δυνατόν  ποτέ  ο  Πραξι- 
τέλΐ]ς  νά  ποιήση  αϋτδ  ή  νά  δεχιίή  νά  κοσιη|ΟϊΊ 
έργον  αύτοΰ  υπό  τίνος  τών  μαίΙΐ|τών  διά 
τοιαύτ))ς  σειράς  (ητιγράφων  γναιστών  καΐ  άνευ 
έλ'νοίας  τι  \'δς  ή  πυ\'( >/ής  παρατεταγμέ\'(ον  τύπιον! 

Ό,τι  δ'  (/.μέσο)ς  βλέπει  δ  Οεΐίτής  είναι 
δτι    έκάστί]  τ(ον    τρκον   π/.(ίκών  —  μάλιστα,    α.ί 


Ια  ^ιαϊίδΐίι^ιιε   ίΐ€5    Βοηοΐιε^  (ίιι     ΚΚόηε,    ΙΜ.    14,  2.  —  Ονετί^εοΐΐ, 
Κιιπ1^ηΐ)-ιΐΊο1ο§ΐί;,  ΑροΙΙοη  5.  45ί^. 

-  ΒΟΗ  Ι,'^ίΙΤ  ρ.  (ίΟϋ-()θ;!:  Ι,εί  1).ΐ5-Γε11εΓί.  άνι  ιΙιέ.ίΐΓ.:  ιίο  υεΙρΗε,. 


194 


ΑΠ^ονοα  'Κηικιΐ' 


δύο  πλάκες  τών  Μουσών  -«ποτελι-ϊ  οκΐ|νΐ|ν 
πλήρη κηί) ' ραιιτήλ' κ(χΙ  τ^■χ ηκώς (Ινιξάοτ ι/τον ^ντ^- 
λοκ  τών  π(ί(^ΐ(ίατ(Ιΐίτΐ:•(ον  τών  λοιπών  πλακών, 
δυναμή'ΐρ'  ί)ί•  νά  ίννοιιίΙΓ)  κ(χί  κριηινευίΙΓι  ως 
πλήρι-ς  τι  εις  τοιοπτον  βαίΐιιόν,  ώστε,  άν  κατά 
τύχην  άνεκαλυπτετο  μία  μήνη  έκ  τών  τοιώλ', 
ήδΰλ'ατό  τις  κάλλιστα  νά  νο[ασ)ΐ  οτι  αΰτη  μό- 
Λ'ον  ύπήρξεν  εξ  άρ/ής  πλήρη  καΟ'  εαυτην 
παράστασιν  (ίποτελοΟσα.  ΊΙόύνατί)  τις  μάλιστα 
νά  παράτιίξΐ]  κ(ίΐ  τάς  τρεις  πλ(ίκ(/.ς  εις  άρκετήν 
(/.π'  (ίλλήλίον  (/.π()στασι\',  ως  εικόνας  εν  ίίίίο) 
έκιίστην  πλαισίιρ,  χωρίς  ούδε  κ(ίτ'  ελάχιστον 
νά  π(χρα|ν.αΓ(  ί)Γι  ή  τε/\Ίκί|  αυτών  αξία.•  ί) '  (ΐπε- 
τέλουν  οί'ιτο),  μάλιστί/.  δε  αί  πλάκες  τών  Μου- 
σών, εικόνας  παρίσυυς  -  ρ("ΐκ1;ιηΐΗ,  ώς  λεγου- 
αιν  οί  Γάλλοι.  —  εκάστης  ι-ίκονιζούση;  .τι/.ηι- 
σον  σκηνή\•.  ορ/.ι  δ'  ()μ<^)ς  /.α'ι  (/.πιι  το>\'  το)\'  άλ- 
/ιων  έξαρτωμ!••\Ί|\'  '. 

"Ο,τι  λοιπό\'  κοινον  εχουσιν  (/.Ί  τρεις  πλάκες 
προς  άλ?ιήλας  είναι  τοΰτο.  ί)τι  κ(/.τ'  ίή'νοκ/Λ'  παρι- 
στώσιν  ύ[ΐοίαν  σκιμ'ήν. 

"Ιδω(ΐεν  νϋν  αύτάς  τί|ν  μίαν  ιιετά  τίινάλλην. 
ΈπΊ  της  πρώτης  πλακός  (άρ.  210)  6  Μαρσύας 
αύλεϊ  πάσΐ)  δυνάμει,  η  δ'εντώ  [ΐέσψ  ιστάμενη 
[ΐοριρή.  ό  Σκύιίης.  κλίνει  τό  ους.  ήσύχως  και 
μετά  προσοχής  άκροώιιενος  τοΰ  μέλους,  ένω  ό 
Απόλλων  άνα(ΐένει,  ήρεμα  και  εν  σιγή  καίΗ'ι- 
μενος,  νά  π(/.ΰσιι  ό  σάτυρος  τό  αΰλιμκ/..  ϊν(/.  και 
αυτός  ανεγερθείς  κρούση  την  λυοαν  (/.ντ(/.γ(ι)νι- 
ζόμενος,  άν  ήδη  δεν  έπραξε  τοϋτο,  προς  τό\'  \'Γ'\' 
άγιονιωδώς  άντιπαλαίοντα  σάτυρο\'. 

Επί  της  δευτέρας  πλακός  ((/ρ.  21  (ί)  ή  μία  τών 
Μουσών  ανακρούει  τί|ν  ξενόμορφον  καΐ  σχεδόν 
πρωτοΓρανή  κιθάραν  αυτής,  και)  ΐ) μένη  έπι  βρά- 
χου, ίνα  κατ'(/.ν(ίγκΐ|ν  στηρίξη  άνέτιος  τό  όργα- 
νον έπι  τών  γονάτ{ι)λ'  αυτής.  Ή  δ'  έν  τώ  μέσο) 
ιστάμενη  γυνή  τείνει,  ώς  ό  Σκύθης  τής  πρότε- 
ρος πλακός,  τό  ους  προς  τό  κιθάρισμα.  ήρεμα 
και  μ;  τα  προσοχής  άκροωμένη,  ώς  διαιτητής 
τις.  ενώ  π(/λι\'  ή  τρίτΐ]  γυνή  ΐσταται  ήσύχως 
άναμένουσι/..  ώς  ό   Απόλλων  τής  προηγουιιένης 


'   Πβλ.  δσα  γράφομεν  έν  τελεί  ,τερί  τών    ίν  πλιιιπίοις    ιΐνα- 
γ/ιΐΊπτο)\•  πλακθ)\'  τοΰ  Ηαιίδετ. 


πλακός,  νά  παύσιι  ή  (ίντίπα/^υς  κι^)αρί^ουσα, 
ίνα  κιά  αύτη  έπιδεΓΐη  την  περί  την  αΰλητικήν 
τέχνη  ν  ίκαν(>τητα  αυτής.  Έν  τώ  μεταξύ  άρκεϊ- 
τιχι  μετά  προσοχής  επιθεωρούσα  τους  αυλούς 
αυτής,  ο'ίτινες  μετά  μίαν  στιγμί|ν  ϊ)ά  χρησι- 
μεύωσιν  αυτή  προς  τόν  (/.γώ\'(/.. 

Έπι  δε  τής  τρίτης  πλακός  (άρ.  217;  (Ι/.έπομεν 
πιϋλιν  τρίτηΛ'  εντελώς  όμοίαν  σκηνήν.  'ΙΙ  προς 
αριστερά  Μούσα  ^δει  ύμνολ',  άπό  άνεπτυγ- 
ιιένου  χειρογρ(;.φου  άναγινο)σκουσα,  ενώ  ή  έν 
τ(Τ)  μέσ(0  ιστάμενη  άκροάται  ώς  κριτής  τις  μετά 
προσοχής  ((ί)ς  ή  ιιεσ</.ί(/.  Μούσα  τής  δευτέρας 
καΐ  ό  Σκύ6Ί]ς  τής  προ)τιις  πλακός),  τείνουσα 
τό  ους  ποός  τΐ)Λ'  αδουσαλ'  καΐ  προς  αυτιών 
(/.ποβλέπουσα.  ϊνα  καΐ  διά  τού  βλέμματος,  ϋ)ς 
εί\'(/.ι  (( ιισικ()\'.  παρακο?^ου{)τ|  την  εκφρασιν  τής 
άδούσης.  Ή  δε  τηίτη  Μούσα  ,  β?ιέπουσα  ότι 
ή  (/.ντίπΐί/^,ος  ευρίσκεται  νύν  περί  τό  τέλος  τού 
ύμνου,  εγείρει  τΐ|ν  δεξιάν  χεΐρα  καΐ  λαιιβ(/.νει 
τήν  ώς  άπό  πασσάλου  ε'ις  τόν  τοΐχον  κρεμαιιέ- 
νηΛ'  άρχ(/.ϊκήΛ'  λύραΛ',  ϊνα  εύθί'ς  ώς  σιγήση  ή 
αδουσιχ.  έπιδείξη  τήν  περί  τήν  κιΟαριστικήν 
ίκαν(')τητ(/.  (/.ύτής,  οπότε  φυσικά  Οά  στραορτ)  καΐ 
προς  αυτήν  ή  εΛ'  τω  μέσω  ώς  κριτής  ίσταμέλΊ), 
ή  νύν  άπασαν  τήν  προσοχήν  αυτής  έχουσα 
έστραμιιένην  προς  τήν  αδουσα\'. 

Είναι,  ι^ρονώ,  τόσον  σαφείς  αί  παραστάσεις 
αύται,  ώστε  τή  ά/α]θεία  απορώ  πώς  μέχρι  τούδε 
δεν  ήρμηνεύΰ  ήσαν  αύται  ώς  εϊπομεν,  άλλ'έθεω- 
ρήθησαν  ύ.τό  σοφωτάτων  ανδρών  ώς  αντίγραφα 
άγ(χλμάτο3Λ'  εΛ'θεν  κάκεΐθελ'  είλημμέ,Λ'α,  άνευ 
εσωτερικού  τίνος  προς  άλλη?να  δεσμού  ή  εννοίας. 

Ινι/  δ'  έννοήσΐ]  τις,  ύπόσον  παρεγνωρί- 
σθησαν  (χί  μορφαΐ  αύται  τών  Μουσών,  αρκεί, 
φρονώ,  νά  ύπομνήσίο  μόνον  δτιή  μόνη  Μούσα, 
περί  ης  οί  ΠραξιτελικοΙ  παρεδέχθι^σαν  δτι  έχει 
ζωήΛ'  τΐλ-α  έ\'  έαΐ'τή.  δηλαδή  ή  τήν  λύραν  άπό 
τού  τοίχου  λαιφάνονσα,  τοσούτο  παρεγνωρίσΟη 
κατά  τήν  στάσιν,  ώστε  τινές  |.ιέν  εΐπον  οτι  πλήτ- 
τει Ασκόπως  την  αέρα  δια  τής  λύρας  λ  (!).  ο)ς  έξ 
ακλον  τινός  [ΐνημείου  πιστώς  άντιγραφεϊσα, 
άλλοι  δε,  ων  πρώτος  ό  Μ.  Μ&νετ,  δτι  μεταβιβά- 
ζει τήν  λύραν  αυτής  είςτήλ'  έν  τω  μέσοι  ίσταμέ- 


195 


Τά  ανάγλυφα  πλην  τών  επιτύμβιων 


νην  ΜοΰσαΛ'.  Νομίζω  δ'δμωςδτιόδίδων  τι  προς 
έτερον  π?αισιαίτατα  ίστάμε\Όν  ουδέποτε  ύ\[)οΙ 
τόσον  πολύ  την  χείρα,  ό  δε  παριστάμενος  και 
μέ?ιλων να  δεχθχί  το  προσ(ρερόμενον  δεικνύει, δια 
σΐ)μείου  τινός  τουλάχιστον  της  στάσεως  αύτοϋ, 
δτι  αντελήφθη  και  μέλλει  να  δεχ{)τ|  το  προσ- 
φερόμενον,  ενώ  ενταϋϋα  ή  εν  τω  μέσο)  ιστά- 
μενη γυνή  ουδέ  κατ' ελάχιστον  παρίσταται  άντι- 
ληφθεΐσα  τοΰ  προσφερομένου,  άλλα  στρέφει 
τά  νώτα  τ(')σον  άδιαφόρως  προς  την  δίδουσαν. 


ΕΙκώ 


Ότι  δ'  έχω  δίκαιον  οΰτως  έννοήσας  την  στά- 
σιν  της  Μούσης  ταύτης,  δεικνύει  σαφώς  ούχΙ 
[ΐόνον  αύτο  το  μνη μείον  ημών,  άλλα  και  πλεΐ- 
στ(/.  άλλα  μνημεία  Μούσας»  είκονίζοντα,  εν 
οίς  βλέπομεν  λύρας  οΰτως  άπό  τοΰ  τοίχου  κρε- 
ιιαμένας  —  εν  τούτων  παραθέτο[ΐεν  ένταϋθα 
(Εικ.  123)  ' — ,  προς  δε  πολλά  χωρία  τών  αρ- 
χαίων, ών  εν  το  τοΰ  Σχολιαστοΰ  τοΰ  Πινδάρου 
(Ό?ιυμπ.  Ι,  26)"  Έπι  πασσάλων  εκειντο  αϊ  κιϋ^ά- 
ραι  διά  το  έτοιμους  είναι  εις  το  άναλαβεΐν,  ή  δτι 
ώς  άνάϋ•ημα  έ'ντινι  τόπω  τοΰ  οίκου  άνάκεινται»^. 


'  Άμφορεύς  εν  τώ  Βρεττανικφ  Μουσεά;)  ε'ικονίζων  τό\'  Μου- 
σαΐον,  τήν  Τερι|Ηχόρην  καΐ  τήν  Μελελόααν  ( Μελετώσαν  η  Μελ- 
Λοεσαΐ',7,  δημοσιευθείς  Ιν  τοις  ΜοηιιιηεηΙϊ  της  Ρώμης  V.  ρ1. 
37  ^Κείηαοΐι,  ΚέρεπΙ.  εΐεδ  να$ε5  ρεΐπΐϊ,  Ιοιη.  Ι,  142:=  \νε1ο1νβΓ, 
Αηι.  ϋεηΐνΐη.  3.  Ϊ3.ί.  31=Κο5θ1ιεΓ  Μγίΐι.  Ι,εχ.  ρ.  3238.— Όμοίως 
ανΐ]ρτ)ΐμένας  εις  τοίχους  σχολών  λύρας  Ιδέ  έπΙ  αγγείου  τοΰ 
Βερολινίου  Μουσείου  δημοσιευθέντος  έν  τοις  ΜοηιπηεηΙί  IX 
ρ1.  Ι,ΐν.  Αηη&η  1871  ρ1.  Κ.  =  Κείηοοίι,  ε.  ά.  σελ.  196,  326  καϊ 
πλεΐσθ'  δσα  άλλα. 

"  Πβ?ι,.  Ε.  Μ.  Εδίηϊπ,  Οε  0Γ§αηί5  θΓ2εαοηιιτι  ηιιΐ5ίοί8.  (νίϊπια- 
Π36)  ρ.  52.  1. 


"Οπως  ?>,οιπ:όν  αϊ  παραστάσεις  της  πλακός 
(αρ.  215)  είκονίζουσι  την  μεταξύ  τοΰ  Απόλλω- 
νος καΐ  Μαρσύου  μουσικήν  έριδα,  ήτοι  τήν 
μεταξύ  της  ελληνικής  και  ασιατικής  μουσι- 
κής ά[ΐιλλαν,  ούτω  και  τά  πρόσωπα  τών  πλα- 
κών τών  Μουσών  (άρ.  216  —  217)  παριστώσιν 
ουχί  «παράταξιν  τύποίν  Μουσών  άνευ  εννοίας 
τινός»,  άλλα  δνο  άμιλλας  [ΐεταξύ  δύο  ζευγών 
Μουσών,  τέσσαρα  διάφορα  εϊδη  μουσικής  άντι- 
προσίοπουσών,  ήτοι  πρώτον  ιιέν  (π?.άξ  άρ.  217) 
τήν  ώδήν,  ήν  χαρακτηρίζει  τό  χειρόγραίρον  τής 
άδουαιις  Μούσης,  και  τΐ|ν  άρχαίαν  κι&αριστικήν, 
ιΐν  χαρακτηρίζει  ο  προφανεστατ  αρχαΐζων  τύ- 
πος τής  κιϋάρας  τής  αντιπάλου  αυτής•  δεύτερον 
δε  (πλάξ  άρ.  216)  την  αύλψικήν,  ήν  χαρακτΐ]- 
ρίζει  ό  ()ιπ/Μϋς  «ΰ^,/κ'  τής  έν  αριστερά  Μούσιις, 
και  τήν  ξενότροπον  κι&αριστικήν,  ή  ν,  ώς  θέλο- 
μεν  δείξει  κατόπιν,  δηλοΐ  ή  παράδοξος  καΐ  σπα- 
νίου σχήματος  χειριδωτή  κιθάρα  τής  απέναντι 
καθήμενης  Μούσης. 

Τό  έντατόν  όργανον  τοΰτο  έζήτησεν  εν  ιδία 
μελέτη  να  κατονομάση  6  ΤΗ.  ΚεΐπαοΗ.  όστις 
κατώρΟωσε  ν'  άνευρη  και  έτερον  παράδειγμα 
αύτοΰ,  ήτοι  ώραίαν  Ταναγραίαν  κ()ρΐ]ν  τοΰ 
μουσείου  τοΰ  Λούβρου,  ής  καΐ  έδη[ΐοσίευσε 
τήν  εικόνα  '.  Φρονώ  δ'  όμως  ότι  απέτυχε  παι•- 
δοϋραν  καλέσας  τό  όργανον.  Αληθώς  ουδέν 
περί  τοΰ  σχή[ΐατος  τής  πανδούρας  παρέδίοκαν 
ήμΐν  οι  αρχαίοι,  γνωρίζομεν  δε  μόνον  δτιήτο  ξε- 
νικής προελεύσεως  όργανον,  έντατόν,  τρίχορδον 
ή  και  (ΐονόχορδον.  Επειδή  δε  γνωρίζθ[»εν  - 
δτι  οί  Πυθαγορικοί,  κανόνα  τήν  πανδοΰραν 
κα?ιθΰντες,  μετεχειρίζοντο  αυτήν  προς  θεωρΐ)- 
τικάς  διδασκαλίας  περί  τών  διαφόρων  τόνων, 
δεν  δυνάμεθα  ευλόγως  νά  παραδεχΟώμεν  ότι 
ταυτίζεται  προς  τό  όργανον  τής  Μούσης  τής 
Μαντινείας,  ήτις  προφανώς  ενταύθα  δεν  διδά- 
σκει θεωρίαν  τόνίον,  αλλά  κιθαρίζει  τήν  -ά/.η- 
0  ώς  μουσικήν  . 

Κατ'  έμέ,   τό  όργανον   τοΰτο   είναι    μάλλον 


'  Ι^Ά  §ιιί[3Γε  (1απ5  Ι'λγΙ  §Γεο.  :   Κεν.   άε5  έιι1^^ε5  §Γεοηιιε5  VIII. 
(1895)  ρ.  371. 

-  Νικόμαχου  Έγχειρίδιον  κ.  4.  (243  )αη). 


196 


.Ιΐΰουοιι    'Κριιον 


εκείνο,  οπρρ  ύπο  τ(ο\'  άο/ίίίων  καλείται  φοίνιξ, 
λνροψοίνιζ  ή  ππά<)ιξ.  Κατά  τους  (ίρχαίους  το 
οργαλ'ολ'  τούτο  ήτο  εΐ'τ,ατόνϊ ,  <  ε?Λος  κιθάρα•; -, 
είΐ()εΐΙΐ|  (>!•  υπί)  τώνΣχΊρον  τ\\ς  Άσί(/.ς  και  κατε- 
οκευάζετο  εκ  κλ(ί?)οιι  ήτοι  σπ(χν)ης  οροίνικος,  έ'£ 
οΓι  καΐ  τΓ|ς  /.ύρας  ταύτης  τα  ()νό(ΐατ(χ  απά()ιξ, 
φοίνιξ  καΐ  λυροφοίνιξ.  Ίνα.  ί)ί•  πειαΙ)ί|  τις  οτι 
εχω  δίκαιον,  ας  π(/.ρα(^)(/.λΐ|  προς  τΊ|ν  κιΟιίραν 
τοϋ   (/.ν(/.γ?α'»φου   της  Μαντινείας  και  προς  την 


Κίκών 


της  Τ(ίν(/.γραί(ίς  τοη  κ.  Κϋίη;Η;1ι  το  κάτίο  τεμι/.- 
χιον  ηυσικοΰ  κλ(/.5ου  (ροίνικος,  οίί  δ)|[ΐοσιευ(ΐ) 
ένταΰΟα  τίρ'  είκόνΐί  (Είκ.  1  24). 

Ό  λυροφοίνιξ  (ΐνήκει  εις  την  τάξιν  τών 
χειριόωτών  εντατών  οργάνων.  Ώς  ί^'  ύρί^ώς 
παρετήρησεν  6  ΤΗ.  Κ.β^ηίι^ι1.  τα  χειριδωτά 
έντατά  όργανα  δε\'  ήσαν  έ?ιληνικής  προελεύ- 
σεως, (χλ?ιά  πάντ(/.  ρ)ΐτϋ)ς  ύπο  τώλ'  άρχαί(ο\' 
συγγραφέοίν  χαρακτηρίζονται  οκ  έίρευρέσεις 
ξένων  ?ι,αώ\',  <Ι>οι\'ίκ(ΐ)ν,  Αιγυπτίων,  Άσσυρίων, 
Σύρων  κ(/.ί  'Αρ(/.|](θλ'.  Ή  έπασχολοΰσα  αρα 
ημάς  ξενυμορφος  κιθάρα  τοϋ  ανάγλυφου  της 
Μαντινείας,  ή  εις  πλήρη  αντίθεσιν  ευρισκομένη 
προς  την  αρχαϊκή  ν  ελληνική  \'  κιΟι/ρΐίν,  ην  άπο 
τοϋ  τοίχου  λα}ΐ|](η'ει  ή  Μοϋσοι  της  ετέρας  πλα- 
κός (αρ.  217),  και  προς  την  κλασσικήν  έ?Ληνι- 
κήν  κιί)(χρα\',  ί'ιν  ηέρει  ό  Άπόλλοιν  της  πλακός 
(αρ.  21.")),  πάντως  ι^^ά  εξελέγη  ενταύθα,  ίνα  χαρα- 
κτηρίση  τήν  ξένης  προε?ιεύσεως  κιθαριστικηΑ'. 
"Οτι  δε  το  πράγ[ΐα  ούτως  εϊχεν  έν  Μα\'τι\'εία, 
θέλομεν  εΛ'νοήση  κατόπη'. 

"Ο. τι  δ'  έπι  τοϋ  παρόντος  σαιρώς  δΰναταί  τις 
εκ  τώ\'  (ϋνοηέρο)  να  συ[ΐπεράνη  είναι  οτι  αί 
τέσσαρες  αύται  Μοϋσαι  δεν  έλή(ρ9ησαν  εκ  τοϋ 
τυπικού  άριθιιοϋ  τών  εννέα  Μουσών,  —  ων 
πασίγνοιστα  τα  εις  τήν  άστρονομίαν,  κο)[αΰδίαν, 
τραγωδίαν,  ίστορία\'  κ/^π.  άναφερό[ΐενα  σύμ- 
βολα, ώλ'  δμως  ουδέν  εύρίσκυ[ΐεν  ενταύθα, — 
ά?ιλ'  είναι  και   αί  τέσσαρες   προσωποποιήσεις 


τεσσάρίον  δια((()ρο)ν  γενών  οργανικής  και  (( (ο- 
νητικής  μουσικής,  ήτοι  Μοϋσαι  μοναικής  μόνον, 
κ(ίί  ουδέν  πλέον.  ΙΙερί  δε  τών  έν  τφ  μέσο)  τών 
τεσσάρων  τούτο)ν  Μουσών  ισταμένων  γυναικών, 
ας  πίχντες  Μονοας»  έπίστις  κα?ι.οϋσιν,  ας  μοι 
έπιτραπτί  νά  δΐ(/.ίρ(ι)νήσο). 

Εν  πρώτοις  ουδέν  όργανον  ή  σύμ(5ολον 
χαρακτηρίζει  αΰτάς  όπίι)σδήποτε  ώς  Μούσας. 
Αυτί»  δε  το  γεγονός  οτι  σα(ρώς  παρίστανται  ώς 
κριτοι  μεταξύ  τών  ?νθΐπών  τεσσάρίον  υποδει- 
κνύει ήμΐν  οτι  θα  είναι  ούχι  ισότιμοι  και  </.δελ- 
φαί  Μοϋσαι,  άλλα  θεότητες  τίνες  άνοιτέρας  πως 
τάξεως,ή  τουλάχιστον  διαίρόρου  τρύσείος,έξ  άπαν- 
τος ομίος  οίκείίος  έχουσαι  προς   τήν    [ΐοιισικήν. 

'Α/.ηΙ)ώς  δ'  ούτως  έχει.    φρολ'ώ,  το  πράγμα. 

Τή\'  ουδέν  όργανον  κρατούσαν  καΐ  εξ  όλο- 
κ?».ήρου  περιτετυλιγμένην  έν  τω  ένδύματι,  βα- 
θέως δε  σκεπτομέλ'ην  (πλά'ξ  άρ.  216),  θεωρώ  ώς 
Μνημοούνην   τήν  εκ  τοϋ  Διός 
μητέρα  τών  Μουσών,  ήτις  και 
ώς   εκ   τοϋ   χαρακτήρος   αΰτης 
και    ώς    μήτηρ    τών    Μουσών 
προσφυέστατα  ήδύνατο  νάχρη- 
σιμ,ευση    ώς   διαιτητής    [ΐεταξύ 
τών    Μουσών.    Ώς    άπόδειξιν 
δε  τούτου  άρκούιιαι  (ρέρ(ον  τό 
μόνον    μέχρι   τούδε    διασωΟέλ• 
άγαλμ'   αυτής    (Έίκ.    125),   ης 
τό  δνομί/.  πιστοποιεί  ή  έπ' αυ- 
τού επιγραφή   ΜΝ6ΜΟ0ΥΝΗ  ', 
άγαλμα    δπερ    και    μέχρι   τών 
ελαχίστων  είναι  πανόμοιον  προς 
τήν  έν  λόγω  θεάν  τοϋ  ανάγλυ- 
φου τής  Μαντινείας.  Σπυυδαΐον  επίσης  είναι 
ότι   τήν  έν  αύτη  τή  Αρκαδία  λατρείαν  και  τί|\ 
πλησίον  τών  Μουσών  άπεικόνισιν  τής  Μνη[ΐο- 
σύνιις  μαρτυρεί  καΐ  ό  Παυσανίας  -.Τέλος  παοίχ- 
τηρώ  οτι  τύ  μόνο\'  δπερ  χαρακτηρίζει  πιος  τί|ν 
θεάν  τού  άναγ/.ύφου  τής  Μαντινείας,  δΐ)/.αδή 


ΕΙκι 


^  νίδοοηΐϊ.  Μα5βο  Ρίο  Οεηι.  Ι  (αν.  27  —  ΜίίΙΙβΓ  -  ΝνίείεΙεΓ 
υεηΐίΐη.  ά.  λ.  Κηη8ΐ,  2,  59,  749 — ΚοδοΙιβΓ'ϊ  ΜγΐΗοΙ.  Ι^εχϊοοη  έν 
λ.  Μηεηιοδνηε  ρ.  ϊ?079. 

-'  VIII.  -17.  Ά  (Τεγέα) :  Πετιοίηιαι  !>'ε  και  Μονοοιν  και  Μιη- 
Ηοοννης  αγάλματα. 


197   — 


Τά  ανάγλυφα   πλην  των  έηιτνμ.βίων 


ή  ίίϊς  πλΐχστονς  πλουσίους  πλοκάμους  έσχημα- 
τισμένη  κόμη  αύτί|ς  πληρέστατα  συ[ΐφωνεΐ 
προς  τά  μόνα  γνωστά  αρχαία  της  Μνημοσύ- 
νης επίθετα,  βα^υπλόκα/ιος,  καλλίκοαος  και 
λιπαράαπυζ. 

Την  δέ  έτέραν  ί)εάν  (πλάξ  αρ.  217),  τί|ν 
μετά  προσοχής  ακροωμένην  τοϋ  ΰμνου,  δν  άδει 
ή  (/.παγγέλλει  ή  προ  αυτής  Μοΰσα,  θεωρώ  ώς 
την  Ύμνίαν,  άρχαίαν  άρκαδικήν  θεάν  ταυτι- 
σΟεΐσαν  ενωρίς  προς  την  Άρτέ(αδα  Ύμνίαν, 
την  καθ '  άπασαν  την  'Αρκαδίαν  -εκ  παλαιότα- 
του», ώς  λέγει,  ό  Παυσανίας  ',  λατρευομένην 
ώς  θεάν  τοΰ  άσματος.  Το  κύρων  αυτής  ίερύν 
έ'κειτο,  κατά  τον  αύτον  Παυσανίαν,  εν  δροις  μεν 
τών  Όρχομενίων,  άλ?^ά  προς  τή  Μαντινική• 
μετεΐχον  δέ  τής  κτήσεως  αϋτοΓ»  οί  Μαντινεΐς  έξ 
ήιιισείας  προς  τους  Όρχοιιενίους,  έορτήν  έπέ- 
τειον  άγοντες"-. 

Ώς  "Αρτεμις  Ύμνία  χαρακτηρίζεται  ή  θεά 
(ίΟτη  τοϋ  ανάγλυφου  τής  Μαντινείας  πρώτον 
[ΐέν  υπό  τής  ιδιαζούσης  προσοχής,  μεθ '  ής 
άκροάται  τής  τον  ϋμνην  άπαγγελλούσης  Μού- 
σης,  προς  ην  εΐναι  και  έστραμμένη,  δεύτερον  δέ 
υπό  τοϋ  χειρογράφου  —  ΰ[ΐνο)ν  προφανώς  — 
όπερ  κρατεί  κλειστόν  εν  τή  χειρί.  "Οπως  δ'  έν 
τή  γείτοΛΊ  Λακωνική  τώΛ'  μουσικώλ'  άγώ\'θ)ν 
τών  παίδων  προΐστατο,  ώς  εκ  πολλών  επιγρα- 
φών γνο)ρίζομεν,  ή  "Αρτεμις  Όρθρία  ',  οΰτω 
καΐ  έν  Αρκαδία  τών  ομοίων  (χγ(ί)\'ων,  επομένως 
καΐ  τής  άμίλλης  τών  Μουσών  τής  εκ  Μαντι- 
νείας πλακός  (άρ.  217),  προΐσταται  ή  σχεδόν 
ταυτόσημος  αρκαδική  "Αρτεμις  ή  Ύμνία. 

Διά  τής  ερμηνείας  ταύτης  τών  παραστάσεων 
τοϋ  μνημείου,  ην  πιστεύω  ορθή  ν,  καταφαίνον- 
ται, φρονώ,  αμέσως  τά  εξής: 

1°".  Ότι  αϊ  παραστάσεις  τών  ανάγλυφων 
τούτων,  οιουδήποτ'  έ'ργα  και  αν  εΐναι,  εχουσι 
συνοχήν  κατ'  έ'ννοιαν  προς  (χλλήλας,   δεν  έλή- 


'  VIII,  δ,  11. 

-  Παυσα\άου  VIII,  5,  11  και  13.  1.  Πρβλ.  Ε.  ΒΓαιιη,  Αιίίΐιιίί 
Ηνιηηΐα,  ΙΚ,οπι.  1842)  κα'ι  ΡΓεΙΙεπ-  ΚοΙ>6γΙ,  ΟηεοΗΐδοΙιο  Μ)ί(Ηο1. 
5.  30.ΰ. 

'  ΡπεΙΙεΓ  -  Κοίιεπ  έ.  ά.  σελ.  308,  3. 


φθησαν  δέ  τυχαίως  ένθεν  κάκεΐθεν,  ώς  θέλου- 
σιν  οί  Πραξιτελικοί. 

2°".  "Οτι  εΐναι  αδύνατος  ή  έν  μια  γραμμή 
και  κατά  μέτωπον  παράταξις  τών  τριών  δια- 
σωθεισών  πλακών,  ώς  ήϋελον  οί  λΥίΐΜ.'ίΙείη, 
ΓιίΐΓάηεΓ,  ΟνοΓίιεοΙ•:  και  άλλοι.  Αληθώς,  οί  αρ- 
χαίοι καλλιτέχναι  πάν  ό,τιέποίουνέθεώρουναύτό 
ώς  τι  'έμψν/ην.  Φαντάσθητε  λοιπόν,  τί  Οά  συν- 
έβαινεν,  αν  αίφνης  οί  τρεις  ούτοι  έντε?»,ώς  αΐΧ-χγ 
λων  άσχετοι  μουσικοί  όμιλοι  ένεψυχοϋντο  προς 
στιγ[ΐήν  ενώπιον  ή  [ιών.  μίαν  σκηνήν  αποτελούν- 
τες. Οί  αύλοι  τοϋ  Μαρσύοκ,  η  ξενότροπος  κι- 
θάρα τής  μιας  Μούσης  και  τό  άσμα  τής  ετέρας 
θά  ήκούοΑ'το  συγχρόνως,  άνευ  ουδεμιάς  σχέ- 
σεως συναυλίας  προς  άλ?α)?ια,  άφ'  ου  έκαστη 
ιδιαιτέρως  έν  ίδίω  κύκίαο,  άσχέτιο  τών  λοιπών, 
παίζει.  Τότε  δέ  φοβοϋ[ΐαι  ότι  διά  τής  προς 
άλλήλας  άσυ[ΐφωνίας  τών  τριών  μουσικώλ'  οί 
θεοί  ούτοι  τής  μουσικής  θά  έτρεπον  εις  φυγήν 
καΐ  ημάς  και  τους  τής  έριδος  τοϋ  Μαρσύου 
και  Απόλλωνος  διαιτητάς,  οϊτινες  βεβαίως  δεν 
θά  ήδύναντο  νά  κρίν(οσι  περί  τής  μουσικής  τοϋ 
Μαρσύου,  αν  συγχρόνως  εις  τά  ώτα  αυτών 
αντηχεί  ή  [ίουσική  τών  δύο  λοιπών  κύκλιον. 
Τούτο  βεβαίως  δεν  διενοεΤτο  ουδείς "Ελλην  καλ- 
λιτέχνης, πολλώ  δέ  [ΐάλλον  ό  Πραξιτέλης.  "Αλ- 
λως δέ  ποία  πηγί|  ή  ποία  (ΐρχαΐα  μνημεία 
μαρτυροΰσι  μουσικηΛ'  έριδα  Απόλλωνος  κιχΐ 
Μαρσύου,  καθ'  ην  και  άλλοι  τινές  νά  κιΟιχρί- 
ζωσιν  ή  άδωσι  συγχρόνως  ;  Ουδέν  ! 

3°''.  Ή  συμφώνως  προς  τάς  τεχνικάς  παρι/.- 
τηρήσεις  τοΰ  κ.  ΟοΓρίβΜ  διάθεσις  τών  πλακών 
εις  τρεις  διαφόρους  πλευράς  τοϋ  βάθρου  παρα- 
μερίζει εντελώς  τύ  ρηθέν  άτοπον  τής  συγχύσε(ος 
τών  μουσικών,  ώς  τοπικώς,  κατ'  άκολουθίαν  δέ 
καΐ  χρονικώς,  χωρίζουσα  τάς  παραστάσεις  τών 
πλακών  εις  τρεις  διαφόρους  σκηνάς.  "Εχει  επο- 
μένως ή  διάθεσις  αίίτη  τώ\'  πλακών  καΐ  υπό  την 
έ'ποψιν  ταύτη  ν  ορθώς. 

4°\  Ή  έκ  τής  έμπροσθίας  όψεως  τοϋ  μνη- 
μείου ελλείπουσα  πλάξ  δεν  είναι  πιθανόν  ότι 
περιείχε  τέταρτον  μουσικόν  αγώνα,  διότι  τότε 
θά   έχωμεν   δύο   αγώνας    έπΙ    τής  αυτής    έμ- 


198 


Αΐϋοναα   Έοιιοη 


πρ()σί)ί(/.ς  πλΗΐιοάς,  ϋπερ,  ώς  εϋπο^ιεν,  (ϊτοπυν. 
'Κκ  (>ί•  τών  λοιπών  ί)ιαοωι)ρι,σο)ν  π()?α)αρίΙ)(ΐο)Λ' 
π(Χ()(ίαΓάαΐ:ων  της  ερώος  τοΰ  Μιχοσυου  προς 
τον  Άπόλλίονίχ  κρίνοντες  ί)υνά|ΐεί)(ί  (χαΐ('ϋ?Λ)ς 
να  π^Μ(π!-■ρ(<ν(^)|ι^•ν.  οτι  ι^πι  τοΓι  έλ?ανίποντος  [ΐέ- 
ρονς  τοΓ'  |(νΐ|ΐιι•ίοι>  είκονίζοντο  οί  κριτη'ι  και 
άκρηατηΙ  τοΟ  (χγ(Τ)νος.  Έν  πάση  δκ  περιπτο)αει 
6ί•ν  είνίχι  ανάγκη  να  ΰπολάβοιιεν,  ώς  οί  προ 
ήικον,  οτι  έλ/ιείπουσι  τρεις  λΙοΟσαι,  άφ'  οϋ  αί 
ύπι/ρχουσαι  εξ  γυναικεΐαι  κοριμ;.!  ()έν  είναι 
π<7.ααι  Μοΰσαι,  ούδ'  έκ  τοΰ  τυπικού  άριϋμοϋ 
τών  ε\'νέα  ΜοιισώΛ',  (ί)ν  γνίοατά  τα  σύ[ΐβο/.α, 
αλλ'  εξ  έκείνω\',  περί  της  τ(χξεο)ς  τών  όποί(ι)ν 
ό  είί^ικώς  περί  τών  Μουσών  άσ/ο?ιηθεις  Ρ)ί(,• 
(ενί)'  (ίν.  σελ.  .-5240)  όρΟώς  εΐπεν  οτι  ό  άριϋιώς 
αυτών  είναι  ο/ως  τυγαϊος.  Άκριβ<7)ς  όε  τον  άριϋ- 
μον  η'νέα  ονδέηοχε  άπαντα  τις  παρ'  ανταϊς>. 
.")'"■.  Το  ιι\Ί|ΐιείον,  δπερ  έκόσμουν  αί  τρεις 
δια(('όροΐ"ς  [ΐοΐ'σικάς  άιιίλλας  πίζριστώσαι  πλά- 
κες αχίται,  πάντως  Οά  είχε  αχεσιν  τινά  προς 
τοιοότους  τινάς  [ίουσικούς  (/.γώνας. 

/ )  Αι  .πηγαι  καιΤ  <1ς  δέον  νά  ίρμηνενοωμεν 
το  ιινη/ΐΐΐον. 

Τούτων  τεθέντων,  ας  ϊδω[ΐεν  νϋν  τάς  μαρτυ- 
ρίας τών  αρχαίων  εκείνος,  ας  {)εο)ρώ  αχετιζο- 
μέλ'ας  προς  τά  ανάγλυφα  τιχΰτα  μάλλον  τοΰ 
περίφημου  χωρίου  τοΰ  Παυσανίου,  έφ'οΰ  έβα- 
σίσΟησ(/.ν  οί  Πραξιτελικοί. 

Ό  Αριστοτέλης,  ύ  Πολύβιος,  ό  Αιλιανός, 
ό  Μάξιμος  Τύριος  '  καί,  ώς  /^έγει  ό  Πο?^ύβιος 
(VI,  4ο,  1),  πγεδον  ι)η  πάντες  οί  συγγραφείς  >, 
έξυμνοΰσι  την  «επ'  άρετί]  ψήμψ• α  της  πολιτείας 
τών  Μαντινέων.  Ή  φήμη  αυτής  ήτο  τοσαύτΐ] 
κατά  την  αρχαιότητα,  ώστε  βλέπομεντάς  κακώς 
διοικουμένας  και  χειμαζομένας  πολιτείας,  π.  χ. 
τον  Σκιλ?ωϋντα  και  τήνΚυρήνην,  νά  καταφεύ- 
γωσι  προς  τους  Μαντινεΐς  ζητοΰσαι  νομοΟέτας, 
καταρτιστήρας  και  διαιτητάς,  ώς  τον  περίφημον 
Δημοάνακτα,  τον  τί|ν  πολιτείαν  τών  Κυρηναίοιν 
θαυ[ΐασίως  άναδιοργανώσαντα.  Διάσημοι  προς 


Τάς  .τηγάς  ΐδε  παρά  ΚοιισέΓεβ,  Μαηιίηέε  ρ.  336, 344,  346  κέ. 


τούτοις  ήσαν  πι/ντες  οί  'Λρκάδες,  ίδίθ)ς  δε  οί 
Μαντινεΐς,  δια  τιρ'  προς  το  ίΐεϊον  εΰσέβεκ/ν, 
την  φι/.οξενίαν  κ(/.ι  <(  ιλ(/.νί)ρ(ΐ)πίαν  καΐ  τέλος  τί|ν 
δικαιοσύνην,  έξ  ου  καΐ  παροιμκοδώς  οί  Μίχντι- 
νεΐς  έλέγοντο  -(ίίκι/ς  φύλακες  . 

Εις  τί  δ' ώφεί?νετο  ή  έξοχος  αΰτη  πολιτική 
τελειότης  χο'ιρας,  έν  η  ίίνεκα  τοΰ  ύρεινοϋ  και 
τραχυτάτου  έδάφχηις  άνέ(ΐενέ  τις  μάλλον  /.τ|στρι- 
κάς  πολιτείας,  οί(/.ι  αϊτών  Λίτο)λών  κι/,Ί  'Ακαρ- 
νάνων  της  (χρχαιότητος,  ή  ή  τών  Αλβανών  της 
σήμερον,  διδίχσκει  σαιμώς  καΐ  διεξοδικώς  ό 
Πο/ι,ύβιος:  Το  θαΰμα  τούτο  έπετέλεσεν  ή  μου- 
σική εκπαί/ίευσις ,  \\\'  έπέβαλον  τφ  λι/ώ  τής 
Αρκαδίας  οί  αρχαίοι  (χύτοΰ  νομοί) έται. 

Γράφοίν  δηλαδή  ό  Πολύβιος  ([V,  20)  περί 
τής  τών  ΚυναιΟέων  Άρκάδιον  άγριότητος  και 
θέλων  νά  διασ(χφήση  πώς  ούτοι,  καίπερ  «οντες 
όιιολογουμένως  Άρκάδες  τοσούτο  κατ'  εκείνους 
τους  καιρούς  διήνεγκα\'  τών  άλλιον  Έλλήνιον 
ώμότητι  καΐ  παρανοιιία  ,  αποδίδει  τούτο  είς  το 
οτι  «τά  κα/ιώς  Οπό  τών  αρχαίων  νομοί)ετών  έπι- 
νενοη[ΐένα  και  φυσικώς  συντεθεοϊρημένα  περί 
πάντας  τους  κατοικούντας  την  Άρκαδίίχν,  ταύτα 
δη  πρώτοι  και  μόνοι  τών  Άρκάδων  έγκατέλιπον 
οί  Κυναιι)εΐς>.  -Μουσικήν  γαρ  —  προσθέτει  ό 
Πολύβιος  —  τι'ρ'  γε  άληϋώς  μηυσικήν,  πάσι  μεν 
άνϋ-ρώποις  όφελος  άσκεΐν,  Άρκάσι  όέ  και  άναγ- 
καϊον.  Ου  γαρ  . .  .  εικτ\  ήγητέον  .  .  .  τους  πρώ- 
τους \4.ρκάΟων  είς  την  δλην  πολιτείαν  την  μουσι- 
κή ν  παραλαβεΐν  έπΙ  τοσούτον,  ώστε  μη  μόνον 
παισιν  οϋσιν,  άλλα  και  νεανίσκοις  γενοιιένοις  έ'ως 
τριάκοντ'  ετών,  κατ'  ανάγκην  σύντροφον  ποιεΐν 
αυτήν,  τάλλα  τοις  βίοις  δντας  αυστηρότατους  κ 
Κατόπιν  δε  έκθετων  ό  Πολύβιος  το  πρόγραμμα 
τής  μουσικής  εκπαιδεύσεως  τών  Άρκάδο^ν,  — 
δπερ,  ώς  θέλομεν  αμέσως  κατόπιν  ιδεί,  λεπτοιιε- 
ρώς  συ[ΐφωΛ'εΐ  προς  τάς  διαφόρους  παραστάσεις 
τών  ανάγλυφων  πλακών  τής  Μαντινείας, — 
διηγεΐτιχι  πώς  ήμιλλώντο  κατ'  ένιαυτόν  έν 
τοις  'ΰ'εάτροις,  οί  μεν  παίδες  τους  παιδικούς 
αουσικούς  αγώνας,  οί  δε  νεανίσκοι  τους  τών 
ανδρών  λεγομέΐ'ους^^.  Δις  επαναλαμβάνει  ό  Πο- 
?α'βιος  οτι  αί  είς  πάλ'τας  τους  μέχρις  ηλικίας 


199 


26 


Τά  ανάγλυφη  πλην  τών  ίπηνμβίων 


τριάκοντα  ίτών  επιβεβλημένοι  μουσικαι  αύται 
επιδείξεις  και  αμ,ιλ^ιαι  έτε^ιοΓίΑ'το  εν  τοΧς 
■δ'εάτροις   . 

Έπεώή  λοιποΛ'  γ\Ό)ρίζθ[ΐε\'  δτι  ό  τόπος  έ'νίΐα 
εν  τοις  θεάτροις  ΐπταντο  οί  προς  άλλήλοκς 
ο'.γο)νιζό[ΐενοι  κι/.τά  τους  μουσικούς  άγών(/.ς, 
τους  χάίϋνμελικονς  καλουμένους,  ήτο  η  ϋνμΆη 
της  ορχήστρας  τοϋ  θεάτρου,  έφ' ης  ανήρχοντο, 
ή  9υ[ΐέλη  ή  κιαα  Πολυδεύκη  και  άλλους 
βήμα  ούσα  ,  επέρχεται  (ρυσικώτατα  ή  σκέψις, 
μήπως  τά  ανάγλυφα  ημών,  τά  τρεΐς  διαφόρους 
μουσικάς  άμίλ?^ας  παριστώντα  κΐίΐ  ίν  τί]  περιοχί/ 
τον  ϋεάτρον  της  Μαντινείας  ευρεθέντα,  [ΐήπως, 
λέγω,  έκόσμουν  την  Ουμέ^ιην  αύτοΰ,  ΰπως  περί- 
που παρόμοια  τάς  διαστ(χσεις  άνάγ/ιΐκ(  </.  κο- 
σμοΰσι  νυν  έ'τι  τί)  ύπο  Φαίδρου  έπισκευασΟέν, 
εν  όψίιιοις  χρόνοις,  «βήμα  ϋ'εάτρον  τοϋ  εν 
Άί)ή\'αις  Λιονυσιακοΰ  θεάτρου. 

Άφοΰ  λοιπόν  ή  εκ  της  άμεσου  γειτονίΐίς 
τοΰ  θεάτρου  προέλευσις  τών  άναγ?ακρων  τΓ|ς 
Μαντινείας  συ[ΐφωνεΐ  προς  την  ύπόΟεσίΛ'  ταΰ- 
την,  δυο  τινά  εχομε\'  νά  έξετάσο)μεΛ'' 

1°''.  "Αν  είναι  δυΑ'ατόν  άρχιτεκτονικώς  αί 
π?ν,άκες  αύται  νά  άποτε?ιέσωσι  σχή(ΐα  θυμέλ))ς, 
εν  τη  χρήσει  αυτής  ως  (ΐοιισικοϋ  βή[ΐατος  θεά- 
τρου τινός  ή  φδείου. 

2'"'.  "Α\'  συμ(ρωνώσιν  αί  παραστάσεις  τών 
πλακών  πρί)ς  τάς  ύπί)  τοϋ  Πολυβίου  (χναΓίερο- 
μένας  λεπτομέρειας  περί  τοϋ  ε'ίδους  τών  ιιου- 
σικο)\'  (/.γ(ήν(ΐ)\',  τώ\'  τελουμέ\'(ΐ)\'  ύπί)  τίύΛ'  (/.γα)- 
νιζομένοη'  εν  Μαντινεία. 

Ως  πρί)ς  τί)  πρώτολ'  υιτημι/.  ι/.ρκοΰικ/.ι 
(η'αί|έρ(ον  ότι  ό  δ()κιιΐ(ί)τ(/.τος  περί  τά  τώ\' 
αρχαίων  !)ε(/.τρ(ΐ)\•  Ι  ίΓη-ρίνΐίΙ,  δν  συνεβουλεύ- 
θ-ην,  ευρίσκει  ότι  κόχλλιστα  αί  πλάκες  αύτί/,ι 
ήδύναντο  νά  (/.π()τε?νέσ(οσι  τον  διάκοσμον  ιιοιι- 
σικής  {)εατρικής  θυμέλης.  Ά/ιηθ(Τ)ς  δι-•  τίι  Τιψος 
καΐ  αί  λοιπαΐ  τεχνικαι  ?^επτομέρειαι  αυτών  άο- 
[ΐόζουσι  κίλλλιστα  προς  τοιούτον  κατ(/.σκεύα.σμ(/., 
ούδέ\'  δετώ\'  κωλυ[ΐάτων,  άτινα  ί)ά  ήναντιοϋντο, 
ότε  ήί)έ?>.ομεν  νά  άποτελέσωμεΛ'  δι'  αύτώ\'  βά- 
{)ρον  άγάλιιατος,  παρουσιάζεται  προκειμέχ-ου 
περί  {)υμέ?α)ς,  ίίν  πρέπει  νά  ίραντασθή  τις  έχου- 


σα\'  κατά  μέτο)πο\'  (ΐεν  τίιν  πλάκα  τοϋ  Μαρσύου 
και  ιιίαν  ή  δύο  άλλας  ισομεγέθεις  και  απολε- 
σθείσας, είς  δε  τά  πλάγια  τάς  δύο  πλάκας  (ιχρ. 
216  και  217)  τών  Μουσών,  και  τέ/.ος  όπισθεν 
τρίβαόμον  κλίμακα  προς  άνάβασιν  τών  μου- 
σικών έπΙ  τοϋ  βή[ΐατος.  (  Ίδέ  κατωτέρου  τ)|ν 
εικόνα  άρ.  138).  Ίί  κ/αμαξ  αύτ)]  θά  ήτο 
περιττή,  αν  το  βήμι/.  τούτο  ήτο  συνηνοιμένον 
προς  τί)  πρυσκήνιοΑ',  ως  π.  γ.  τί)  βήιια  τοϋ 
Φαίδρου  εν  τω  Διονυσιακά)  θεάτρω,  όπερ  όμως 
άπίθανον  ενταύθα  έ'νεκα  τών  δύο  γοτνιώλ',  ας 
σχηματίζουσι  τά  άνάγ?ιυφα  ταύτα  της  Μαντι- 
νείας. Την  κλίμακα  τοϋ  βήματος  ημών  φαντά- 
ζομαι μάλλοΛ'  ως  τάς  αυτοτελείς  έκεί\'ας  κλίιια- 


Β%1 

\-^^^ 

\— χ.— -^ 

1      χ 

χ       Χτ-\ 

1           χ  1 

Είκών      126, 

κ(/.ς  Ου(ΐελώ\'  ΰεΐίτρικών,  ας  παριστώσι  πο?^λαΙ 
άρχαΐαι  τοιχογραφίαι  (Είκ.  126,  θυ[ΐέλη  έφ' ης 
αύλοι  εν  θήκη,  (ρυρβειά,  προσωπεΐον  και  βάκτρον 
τού  <  έπι  της  θυμέλης  τετίίγμένου  ραβδοχΊχου)'. 
Περί  τών  μουσικών  ί)υ[ΐελώ\'  γνο)ρίζομεν  " 
ότι  εύρίσκοντο  έν  τη  ορχήστρα  τοΰ  χορού  τών 
ίίει/,τρων  Γ|  ω^εί(ΐ)ν  κα.ί  ότι  έπ'  αΰτ('ϊ)ν  ιη'ερχι')- 
ιιενοι  κ(/.ι  ίστ(/.(ΐεν()ΐ  ί'ι  όρχούμενοι  κ(/.τά  τοίις 
βί'μελίκοΰς  κ(ί?α)υ(ΐένους  αγώνας  ήγ(ονίζοντο 
διάφοροι  όρχησταί,  αύλ)|ταί,  κιί)αρωδοί,  κιθα- 
ρίστα.! και  λοιποί  ίίημελικοι  λεγ(')ΐιε\Όΐ  τεχ\'ΐ- 
ται.  Κα!  κ(/.τ'  (/.ρχάς  μί-ν  ή  ι)υμέλΐ|  (/.ύτΐ|  Γ|το 
6υλί\Ί|  τράπεζ(ί,  έξ  οΰ  και  σανίόωμα  έκαλεΐτο. 
Τοκίπτης  τί)  σχήμι/.  και  τάς  διαστάσεις  κάλλιστα 
δεικνύει  ή  και  εν  τω  περί  θεΐίτρου  βιβλίω  τοϋ 
Ι3οι-ρί(ί1ϋ,  σελ.  146,  δημοσιευθείσα  αγγειο- 
γραφία (ενταύθα  είκών  127),  εξής  δύναταί  τις 


'  \νίβ$ε1βΓ,  ΤΗοίΐίΟΓ^εΙίΚϋιΙι;  πιιιΐ  ΟρπΙίηιϊΙίτ  <1ο8  ΙϋίΗηι.'ηη•ε- 
50118.   Τ&ί.    IV,   3  -  5. 

'■'  Ίδκ  προχείριος  τάς  .πΐ|ν«ς  έν  Α11)6ΐΓ  ΜϋΙΙοΓ,  υηιεΓδίιαΙιυη- 
^εη  ζη  (Ιεη  ΗαΗηεηαΙίεΓίΗαηιεΓΠ,  (Ι,βίρζϊ^  1898),  ρ.  93  -  ΙΟΙί. — 
\νίείεΐ6Γ,  ϋΐιεΓ  <1.  ΤΗχηιεΙε,  (ΟοΚίη^εη,  1847).  — 1)ΟΓρΓε1<ί,  Οακ 
Ογ.  ΤΙιεαίκι-  ορλ.  278  -  280. 


—    200   - 


Λ  ΐϋ()\)Π(ΐ    'Κο  II  ο  ν 


ν(χ  κρίΛ'ΐι  κατά  προσυγγιαιν  /.(/.ι  περί  των  κατά 
[ΐήκος  καΐ  ν\\)ΐ)ς  (^ΐ(ίίττ(χσι••(ον  τ(7>ν  {)υ|(ελώλ'. 
Κατόπιν  ί)ε,  ώς  π(η'τ(/.  τα  ιιεπη  τοΰ  ίΐεάτρου, 
κγι'νοντο  και  λίιΐινίίΐ    (ίί  ί)υ[ΐρλαι,  παρεικρερεΐς 


Κίκών     ΐίΤ. 

προς  το  βΓ|μ(ί  [ΐετά  δυο  ή  τριών  (')(ώ(ΐί?)(ι)ν,  (ί)ς 
ή  προκεΐ[ΐεΛΊ|  τοΰ  θεάτρου  της  λΙ(ίντινείας, 
(ΐεχρις  ο  υ  τέλος  συνενωθείσα  ί]  ί)  υ  μέλη  προς  το 
προσκήνιο\'  τοΰ  Βεάτρου  απετέλεσε  πολυτε?ι.ες 
κιχι  (Ιναγλύφοιςκατάκοσμον^///ί«,  οΤον  το  ^  βήμα 
ιΉάτρου»  τοΰ  Φαίδρου  εν  τω  .Λιονυσιακω  θεά- 
τρ(ι).  Πολλαι  (ίρχ(/.ϊ(ίΐ  (/γγειογραφίαι  είκονίζου- 


3Ξ 


ΕΙκών     128. 


ΕΙχ.ών     Ι  ^9- 


σιν  αύτοτε/^εΐς  μουσικάς  ϋυ(ΐέλ(/.ς  μετά  μιας, 
δυο  ήκαίτριών  βα{)[ΐίδων,  αναλόγως  τοΰ  ΰι|)ους 
(/.ΐ'τϋ)\'. Τούτων  αναδη [ΐοσιεύθ[ΐέν τινας  έλ'ταΰθα 
{Κίκ.  1 28  — 184)  '.  Ουδεμία  δ'  δμως  κατηγορία 


'  Είκών  128.  Άγγειογραφία=Ρ£ΐποη£α,  ΟΓίεοΙιεη  ιιηϋ  ΟΓΪεοΙιίη- 
ηεη,  ΤαΓ.  Ι,  13 — ΧνϊεδεΙβΓ,  ΤΗβ3ΐβΓ2εΙ)αιΐ(ΐ6  ιιηά  ΟεηΙιηιϊΙεΓ  ιΐεε 
Βϋ1ιηεη\νε5εη8,  ΤηΓ.  IV,  6  κα'ι  τοΰ  αύτοϋ  ϋόετ  (Ιϊε  Τΐιγιηβίε, 
5.  49  (Γ. 

Εΐκιον  129.  Αγγειογραφία.  'Ρα>|ιωδός  έπί  βυμέλΐ);  άπαγγρλ- 
/α'ΐν  τον  στίχον  'βόί  .τογ'  ί'ι•  ΤΊό/γι^μ  =  Βτίΐίδΐι  Μαί.  Ο'λΙ.  III. 
Ε.  270  —  ΜοηιιηιεηΙί,  V.  ρ1  Χ — Κείηίΐοΐι,  ΚίρετΙοίτε  οΙε5  νβϊεϊ 
ρεΐηΐδ  Ιοιτι.  Ι  ρ.  138. 

Εΐκών  130.  Αγγειογραφία.  Αΰληιαί  έπ'ι  θυμέλης  όροιμένης 
εκ  τοΰ  πλαγίου  ^  €.  Ι^εειηαηδ,  Ηεΐ  ηΐϋζ)Ίίεχαηιεη  ;  εεηε  ξτ. 
1>ε5θ1ιί1ά.  να£ΐ5,  (υίΓεοΗΐ  1817).  —  Κουΐεζ,  €Ηοίχ  (ίε  να^εδ  ρείηΐβ 
άιι  Μυδέε  ΛΆηΙίςιιίΙέδ  <1ε  Ι,εγιίε.  (Οαη<1  1854)  ρ1.  18  ρ.  75  κ.  έ|., 
ένθα  δια  μακρών  σημειοΟνται  πολλα'ι  άλλαι  δμοιαι  άγγειο- 
γραφίαι. —  Κείηϊοΐι  ε.  ά.  Ιοηι.  II,  ρ.  274. 

Εικάιν  131.  "Αγγειογραφία.  Αύλι-ιταΙ  έπί  θυμέλης  υπό  δύο 
Νικών   στεφανούμενοι=;Ρΐ55εΓί,    ΡίοΙ.  Είπυα.  ίη    νΐδο.  Ι.  7. — 


ΕΙκών     ΐ3ί>. 


μνημείίον  παροησιάζει  τ(')θον  συχνά  μουοικάς 
ί)-υμέ?αχς  όσον  αϊ  άγγειογραίμαι  αί  παριστ<οα(/.ι 
αυτήν  ταπτην  την  μουσικην  έριδα  τοΰ  Άπ<)λ- 
λωνος  προς  τον  Μαρσύαν,  έφ  ων  βλέπομεν  ^ιεγά- 
λην  ί)υμέλΊ]ν,  ενίοτε 
μετά  τριών  (ΙαΟμί- 
δ())ν.  ίδρυμένην  εν 
τφ  μέσω,  και  εφ '  ης 
μέ?^.ουσι  ν'  άνέλιΐο)- 
σιν  οι  άνταγο)νισταΙ 
(Είκ.  1 84) ',  Γ)  συχνό- 
τερο ν,  τον  Άπόλ- 
λω\'(/.  Γ|δΐ|  έπΙ  της  ΰ-υμέλης  κιΟαρίζοντί/.  κί/.ι  ύρ- 
χοιηιενον-'.  Τί  λοιπόν  φυσικώτερον  τοΰ  νά  πα- 
ρίλδεχΟώμεν  ότι  ώς  άριστον  και  προσ((  υέστίίτον 
κόσμημα  πολυτε/.οΰς  μουσικής  θυμέλης  ίίει/- 
τρου,  οία  ή  της  Μαντινείας,  εξελέγη  αύτη  ή 
παράστασις  της  περίφημου  μουσικής  έριδος 
τοΰ  Άπόλλο)λΌς  προς  τον  Μ(/.ρσύαν,  ήτις  άλλως 
είναι  και  ή  μόνη 
μυθο?ι,ογική  παρ(χ- 
στασις  ή  πους  την  1  /^^ί^ΐρί^ί^ 
Όυ[ΐελην  αμεσοις  ,  ψ}Μ^ 
συνδεόμενη  μύθο-  |  χ^ί 
λογικώς  ;  Ι   '^ 

Ώς  προς  το  δεύ 
τερον  ζήτιμια  πα- 
ρατηροΰμεν  ότι  αί  παραστάσεις  τών  πλακών 
της  ΜαΛ'τινείας  ούχι  μόνον  γενικώς  άρμόζουσιν 
ώς  άριστα  είς  μουσικόν  βήμα,  αλλά  και  έν  ταΐς 
λεπτομερείαις  αυτών   καταπ?ιηκτικώς    συιιφω- 

ΗαπεαΓνΐΠε,  ΑηΙίςαϊΙβδ  ΕίΓαβο.  Οτεοη.  εΐ  Κοηι.  Ηιι  Οαΐ).  ιϊε 
Μ.  ίΐϊΐηϋΐοη  Ι.  Π,  ΡΙ.  37.  —  ΙηβΚίΓϋΐηϊ,  ν35ί  ϋΐΐϊΐί  IV,  362.  — 
Ρ3ηοί1:£ΐ,  ΒίΜ.  αη(.  ίεΐιεηδ.,  ΤβΓ.  IV,  ηο  9. —  λΥΐείβΙεΓ,  ΤΙιεαΙεΓ- 
2εΙ)αιΐ(1ε  εΐο.  Ύβ.(.  IV.  7. 

Εΐκών  132.  Αγγειογραφία.  Κιθαρωδός  ανερχόμενος  έπ'ι 
θυ^ιέλης. —  0&ΓεηιΙ)εΓ§  ει  δϊβΐίο,  ΟίοΗοηηαίΓΟ  άε»  .Λη[ί<)υϊ(έ5 
5.  ν.  οίϊΙιαΓοείΙαδ,  ρίβ.  1216,  %.  1570. 

Και  έν  τφ  Έθνικφ  ημών  ΚεντρικφΜουσείίρ  ύπάρχουοι  δύο 
παρόμοιαι  κάλλιστοι  άγγειογραφίαι  παριστώσαι  αϋλητιίς,  τον 
μέν  έπΙ  διβάθ(ΐου  (αριθ.  1469),  τον  δέ  έπΙ  τριβάθμου  θυμέλης 
(αριθ.  1183=  έχταΟθα  εΐκών  133)=;  Οοΐΐί^ηοη- Οουνε,  ΟοιεΙ. 
άεδ  ΥΕδεβ  ρείηΐδ  Ν"  1260  και  1263  —  ϋαιηοηΐ,  0έΓ3ΐηί(}ΐιε5  <1ε 
\&  θΓ£•οε  ρΓορΓε  Ι.  ρ1.  XVI  ρ.  378. 

'  Ονειί^εοΐί,  Αιΐββ,  Πίν.  XXIV,  26.  Τμήμα  μικρόν  τής αγγειο- 
γραφίας ταύτης  είναι  ή  κατιοτέρο)  (σελ.  203)  εΐκών  αριθ.  134. 

-  ΟνβΓίιεοΙς,  Α1Ι33,  Πίν.  XXIV,  20.  24,  25. 


Είκών     13 '. 


201 


Τη  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


νοΰσι  προς  τά  υπο  τοΓ'  Πο/Λίβίοΐ)  παρ«(1ο- 
ΰέλ'τα  ιμιΧν  περί  τοΰ  είδους  των  έ\'  τοίς  (ίοκα- 
δικοΐς  ϋεάτροις  μουσικώχ'  αγώνων. 

■  Πρώτον  μίΐ•  —  λέγει  ό  Πολύβιος  ε.  ά.  —  οΙ 
παϊ()ΐς  εκ  νηπίαη'  αί)εη'  εθίζονται,  κατά  νόμους 
τους  ϋμνονς  καΐ  παιάνας,  οίς  έκαστοι  κατά 
τά  πάτρια  τους  ίπιχωρίους  ήρωας  και  ί)εονς 
ύμνοϋσιν>κ  Ιδού  δε  δτι  έπι  της  μιας  πλίχκος  τώΑ- 
Μουσών  (αρ.  217)  εχομεν  την  Μοπααν  των 
ϋμνων^  7αρακτηριζοιιέ\')]\'  ύπο  τοΰ  ίίμ\Όυ,  δν 
άδει  προ  της  επι,χωρίου  ί)εας  Αρτέμιδος 
Ύ[ΐνίας,  κΐίΐ  τη\'  Μοΰσαν  τώ\'  πατρίων  παιά- 


ΕΙκ<ον     132. 

νων,   /(ίρακτηριζθ[ΐενη\'  ύπο  της  πατρίου  άρ- 
■/(ΛΪκης  λύρας,  προς  ην  ηδοντο  οί  πι/,ιάνες. 

■Μετά  ίίε  ταντα — ε'ξακολουίΐεΐ  6  Πολύβιος — 
τους  Φιλόξενου  καΐ  Τιμοτ^έου  νόμους  μαηΊά- 
νοντες  πολλί]  <ριλοτιμΙ<ι.  χορενοκαι  κατ'  ενκυηον 
τοις  Διοννσιακοΐς  ανλψαΐς  εν  τοις  ■ΰ•εάτροις,  οί 
μεν  παΐόες  τονς  παιδικούς  άγιϊη'ας,  οί  ι)ε  νεανί- 
σκοι τους  των  άνίίρών  λεγόμενους   . 

Εύτυ/ώς  γν(ορίζθ[ΐεν  το  είδος  της  μουσικής 
των  νΐΗΐωΛ'  τοΰ  Φι^^οξεΛ'ου  και  Τιμοθέου. 
Αμφότεροι  ούτοι  (/.νήκουσίΛ'  εις  τους  διαπρε- 
πέστατους εκείνους  καΐ  διασημότατους  άνδρας 
τώνχρόνοΐΑ'  της  άκ[ΐής  της  (ίουσικής.  οϊτινες,  ως 
λέγει  ό  Πλούταρχος  εν  τώ  περί  Μουσικής  (κεφ. 
29),  «ουκ  ένέμειναν  τη  προϋπαρχονση  /ιουσικη^ 
άλλα  <ίπλείοσίτε  φί^όγγοις  και  διερριμμενοις  χρη- 


σάμενοι,  εις  μετά'&εσιν  την  προϋπάρχουπια•  μου- 
σικήν»  [ΐεταβαλιητες  αυτήν  <  απο  απλουστέρας 
εις  ποικιλωτέραν  Ά . 

Επειδή  δε  οί  αύτοΙ  έπεζήτησαν  και  κατιόρ- 
Ηίοσαν  να  [ΐεταβάλωσι  τηΛ'  μουσικήν  (ίπδ  υπη- 
ρετικής τέχνης  τής  πρωταγοννιστούσης  ποιή- 
σειος  εις  έπιστήμην  εντελώς  (/.νεξάρτητον  καΐ- 
αύθχίπαρκτον  —  εις  ~<άληϋ^ώς  μουσικήν  ,  ώςελε- 
γον. — έξέσπασε  κατ' αυτών  6  βιακΊτα.τος  έκεΪΛ'ος 
και  πασίγνο)στ(Κ  εν  τη  ιστορία  τής  [ίουσικής 
πόλεμος  τώλ'  ποιητών,  ού  προσωποποίιισις  είναι 
ό  ακριβώς  τότε  υπό  τής  αθηναϊκής  δρ(χ[ΐατικής 
ποιήσεως  δκίμοριρίοΒεις  ιιϋίίος  τής  έριδος  τοΰ 
Άπό?^αον()ς  προς  τον  Μαρσύ(/.ν.  ήτοι  τής  (ίρ- 
χαίας  ελληνοπρεπούς  φο)νΐ|τικής  μουσικής,  κ(η)' 
ηΑ'  τά  μουσικά  όργανα  ύπΐ)ρετοΰσι  τη  ποιήσει, 
κατά  της  ασιατικής  αϋλιιτικής,  ήτις  διά  τοΰ 
μουσικού  όργά^Όυ  κ?ιεί()υσα  τό  στόιια  τοΰ  (ίύ- 
λοΰντος  εμποδίζει  τό  άσμα,  άποβαίνουσα  κ(/.ί)(/- 
ρώς    μουσική. 

Την  έμπάϋειαν  και  βιαιότητί/.  τοΰ  αγώνος 
εκείνου  δεικΑ'ύει  συμβολικώς  ου/ι  μιη'ον  ή  </.π(Λ\'- 
Ορο)πος  ποινή  τοΰ  ύπό  τού  Απόλλωνος  ζώντος 
έκδαρέντος  Μαρσύου,  άλλα  και  τά  κατά  τοΰ 
Τιμοθέου  καΐ  <Ι'ιλοΗέ\Όυ  περισο)ί)έντα  τε((άχια 
τών  ποιήσε(ι)\'  τών  (/.ρχαί(ι>\'  κ(ι)μικώ\'.  θΓ'Τ(ι) 
π.  χ.  ό  Φερεκράτιις  '  ποιεί  την  Μουσικήν  λέγου- 
σαν  προς  την  \ικαιοσύνην  ότι  ΤιικΊϋ^εος,  ό 
Μιλήσιος  ούτος  ΙΙορρίας,  κατορώρυχεν,  και  όια- 
κεκηακ'  αίσχιστα  αυτήν  λ,  ύπερ  πάντα  άλλον 
τΓοΛ'  νειοτεριστών  «άγων  έκτρηπέλους  ι/υρμι/κίας 
κ(ΐι  εζιιρμονίους  ύπερβολαίους  τ'  ανόσιους  και 
νιγλάρους,  ώσπερ  τε  τάς  ραψάνους  ολην  κάμ- 
πτων  με  κατεμεσκοσε  .  "Αν  δε  τώρι/.  ένΟυμηΟώ- 
μεν  ότι  νίγλαρος  έκαλεΐτο  ό  (ίίγυπτιακός  αυλός, 
νίγλιιροι  δε  τά  «περίεργα,  ζενικά,  ποικιλώτατη 
και  πλείπτην  εν  ίαυτιης  έχοντα  καινοιοΐιίην  κρού- 
σματα»• προς  δε  αν  έ\'ί)υ[ΐηί)ώμε\'  ότι  ό  ξενό- 
μορη)θς  λυροψοίνιζ,  όν  κρί/πεΐ  ή  ιιίι/.  τώ\'  Μου- 
σών τών  πλακών  τής  Μαντινείας,  άλ'ήκει  εις 
την  κατηγορίιχν  τών  οργάνων  τής  έπεισάκτου 
ε'ιςτήν  Έ?^ιάδ(/.  μουσικής,  τέλος  δε  ότι  ό  διπλούς 

'   ΜείηεΙίε,  Κταςιη^ηΙα  ροει.  ςοηι.  τόμ.  II.  Οΐλ.  'Λ2Ί. 


202   — 


ΕΙκ.; 


αύλύς  ένϋυμί'άΊ  οτ\  π  ΤιμόίΙεος  [ΐετέβαλι••  την 
αύλ)]τικί)ν  (/.πο  άπ/α^υστρρας  εις  ποικιλίοτέραν 
μουαικήλ',  δυ\'άμεα)Γ/.  ευλόγως  να  εΊ'πω}ΐεν  οτι  ή 
δευτέρα  αΰτη  πλάξ  της  Μαντινεί(/.ς  άναίρέοεται 
εις  το  δεύτεροχ'  και  τελευταΐοΑ'  στίίδιοχ'  της 
[ΐ()\ιπικΓ|ς  εκπαιδεύσεως  εν  ΜαΑ'τίΛ'εία,  ής  οϊ 
καρπυι  έ,τεδεικνυοντο  επί  της  Πνιιέλης  τυϋ  θεά- 
τρου αυτής. 

Προς  ταύτα  δ  αριατ(/.  αΐΗΚΐ ονεΐ  ~/μ.\  οτι, 
ώς  6  Πολύβιος  καλεί  άλι/)%ος  πονηικί/ΐ'  τί|ν 
ιιοιισικην  τοΰ  Τιιιοτίεου  κ(/.ι  Φιλόξενου,  οΟτο) 
καΐ  Αντιφάνης  ό  υπερ(/.ιιυνόμε\Ός  της  [ίουσι- 
κής  τοΰ  Φιλόξενου  άποκοχλεΐ  δια  των  αύτώΛ' 
ακριβώς  λέξεων  «άλη§ώς  μονοί κη ν  τ\\\'  ξενό- 
τροπον  και  νεωτεριστικήν  μουσικην  τοϋ  Φιλοξέ- 
Λ'ου,  ο\'  Ηεωρεΐ  ^-ϋεον  έν  ανϋ-ρώποις,  χρώμενον 
μελών  υετηβολαϊς  κ<ι)  γοώμαοη•  εν  κεκραμενων  ■. 

"Α\'  τίίϋτα  ορθώς  έ'χωσιν,  αν  δηλαδή  ο.λη- 
Όώς  ή  ετέρα  τών  πλακών  άναφέρηται  εις  τι'ιν 
μουσικήν  τοϋ  Φιλόξενου  και  Τιμοί)έου,  τότε 
τοΰτο  ήδύν(/.το  σπουδαίος  να  [ΐάς  διαφωτίσι] 
περί  δΰο  τινώχ',  ήτοι  α)  περί  της  χρονολογίας 
τοΰ  μνηιιείου  και  β')  περί  τοΰ  τρόπου  καΟ'ον 


δέολ'  να  συμπληρο)9Γ)  το  έ?.λεΐπον  μέρος  τών 
παραστάσείον  της  {Η>μέλης. 

'ϋς  προς  το  πρώτον,  σπουδαΐον  εη'αι  νό 
γ\'(ΰρίζωμεν,  πότε  το  πρώτον  εισήχθη  εις  τΐιν 
ΜαΛ'τίνειαΛ'  επισήμως  ύπό  της  πολιτείας  ή  μου- 
σικί|  τοΰ  Φιλοξένοΐ'  και  Τΐ[ΐοθέου,  διότι  τοΰτο 
(/Λ'αγκαίως  Ηά  ήτο  το  άνοηατον  χροΛ'ολογικον 


ΕΙκών     134- 


δριον  της  κατασκευής  τών  σ.ναγ?ι.ύΓρων  ημών. 
Οί  δύο  ούτοι  δκχσιιμοι  μουσικοί  ήκμασαν, 
ώς  γΛ'ωστόν,  περί  τα  τέ?ιη  τοϋ  Ε'  αίώΛ'ος  π.  Χ., 
άλλ'  ή  μουσική  αυτών  έπολειιήθΐ]  καΐ  κατε- 
δκόχί^η  άιιειλίκτως  και  έπισήμίος  ούχι  μόνον  εν 
Αττική,  ά/.λά  και  έλ'  Πελοπόννησο)  ύπό  τών 
οπαδών  της  αρχαίας  θρησκευτικής  μουσικής, 
οϊτινες,  κρατοϋχαες  εΛ'  τή  πολιτεία  και  έλ'  τοις 


203 


7α  ανάγλυφη   πλην  των  επιτύμβιων 


{Ιεάτροις,  έκήρυσσον  τί|ν  νέαν  (ίουσικην  όθνείαν 
κ(χΙ  διαφθορέα  των  ψυχών  και  το)ν  χρΐ|στών 
ηθών.  Οΰτως,  ένω  οί  εν  Ασία  Έ(ρέσιυι  ρ'δοσαν 
1000  χρυσούς  τω  Τΐ[ΐο&έφ  δΓ  εν  [ΐόνον  άσμα 
αύτοΰ,  υί  εοροροι  τών  Λακεδαιμονίων  απεδίω- 
ξαν  αύτον  εκ  της  Σπάρτης,  κατηγοροΰντες  οτι 
δια  μέ\'  τοπ  πολλαπ?αχσιασμοϋ  τώ\•  τό\'θ)ν  κατέ- 
στρεφε τα  ο)τα  τών  νέων,  δια  δε  τοΰ  θτι/αιπρε- 
ποϋς  και  εξεζητημένου  χαράκτη ρος  τών  μελορ- 
διών  αύτοΰ  κατέστρε(ρε  το  άρχ(ίΐο\'  (ίπ^αιϋν  και 
καΛ'ονικόν  άσμα. 

Το  αυτό  πάντως  ίΐά  συνέ|^Ηΐ  και  εν  Μαντι- 
νεία, δκίτι  ό  ΙΠν,ούταρχος  εν  τφ  πΊ-ρΙ  ΐίονσι.κής 
(32),  ομιλών  περί  της  νέας  μουσικής,  ρητώς 
λέγει  δτι  το  πάλαι  ιός  οί,  ^Υακεδαιμόνιοι  οΰτω 
και  οί  Μαντινεΐς  συνετώς  άπεδοκί[ΐαζον  εν  τη 
μουσική  άνατρο(ρη  το  εική  μανΟάνειν,  ώς  οί 
πολ?ιθί"  λ  ενα  γάρ  τίνα  τρόπον  —  λέγει  —  //  παν- 
τελώς ολίγους  έκλεξάμενοι,  ους  φόντο  προς  την 
τών  ήί%7)ν  επανόρϋίοοη'  άρμόττειν,  αυτί]  τβ  μου- 
Οίκτ]  έχρώντο  >.•. 

Γ\'(ορίζομεν  προς  τούτοις  δτι  και  Τυρταίος 
τις,  διάσημος  μουσικός  τών  Μαντινέων  (Πλου- 
τάρχου, περί  μουσ.  22),  αρχαιότερος  τοΰ  περί 
τα  μέσα  τοΰ  τετάρτου  αιώνος  π.  Χ.  άκμάσαντος 
Άριστοξένου,  άπέκρουε  καΐ  (ίπεδοκίμαζε  την 
νεωτεριστικήν  μουσικήν. 

Ό  δε  μέγιστος  θεωρητικός  της  αρχαίας  έλ- 
λΊ]νικής  μουσικΓ)ς,  ό  Άριστόξενος,  όστις  ή?ι.ΰεν 
εις  Μαντί\'ειαν  περί  τό  443  π.  Χ.  εκ  της  τόσον 
μακράν  κειμένης  πατρίδος  αύτοΰ  Τάραντ(κ,ΐνα 
σπουδ(ίσΐ)  εν  τήπερίΓρήμφ  τότε  μουσική  σχολή 
της  Μαντινείας,  και  όστις  άνεχώρησεν  εκ  της 
Μαντινείας  (ριλόσοφος  καΐ  δόκιμος  μουσικός, 
ώς  λέγει  ό  Σουίδας,  γράψας  και  βιβλίον, 
όπερ  έπέγραψε  •<  Τά  Μαντινέων  εϋ^η  ,  ή  το  οπα- 
δός της  απλής  αρχαίας  μουσικής  ^  αγαπών  τά 
άνόρικώτερα  τών  κρουσμάτων  ',  έκ(ρράζων  την 
όργήν  αύτοΰ  κατά  τής  νεωτεριστικής  ανεξαρ- 
τήτου μουσικής  τής  καιαστρεΓρούσης  και  έπι- 
λαΛ'θανομένης  την  ευγενή  και  σε[ΐνή\'  άρχιχίαν 


θκ|ΐιστ.    Λόγ.    ίϋί. 


μουσικήν  '.  Ταΰτΐί  δε  πάντα  ώφειλεν  εις  τάς 
εν  Μαντινεία  σπουδάς  αύτοΰ. 

"Οθεν  μέχρι  τουλάχιστον  τοΰ  .")42  π.  Χ.  έπο- 
λεμεΐτο  σοροδρώς  ή  μουσικί]  τοΰ  Τιιιοθέου  και 
Φιλόξενου  εν  Μαντινεία,  ϊνα  δε  κατίσχυση  έπι 
τοσούτον,  ώστε  \'ά  είσαχϋή  έπισιμιως  ύπό  τής 
πο?>.ιτείας,  πιθαν(ί)τατον  είν(/.ι  ότι  Οά  έχρειάτ 
σΟησαν  άκόμΐ)  δεκαετηρίδες  τινές  τού?ιάχιστον. 
Επομένως  τό  άνώτατον  δριον,  εις  δ  δυνάμεθα 
νά  τάξο)μ.ε\',  ύπό  την  έ'ποι|Ην  τοΰ  περιεχομένου, 
τά  άνάγλυ(ρα  τής  Μαντινείας  είΛ'αι  δη  ταΰτά 
είσι  πολ?\,ώ  μεταγενέστερα  τοΰ  Πραξιτέλους, 
εις  δν  αποδίδονται  κοινώς  μεΛ'  (Ιλλ'  εσφαλ- 
μένως καΟ'  ημάς.  Έπειδί]  δ'  ή  νέ(/.  μουσική 
ήκμαζεν  ήδη  εν  Μαντινεία  εν  τοΐς  χρόνοις  τοΰ 
Πολί'βίου,  ή  χρολ'ολογία  τών  άναγλύ(ρων  ημών 
πιϋανιόταιιχ  περιορίζεται  από  τώλ'  (ίρχώ\'  τοΰ 
τρίτου  [ΐέχρι  τώ\'  μέσιην  τοΰ  Β'  π.  Χ.  αιώνος. 
Ή  χρονολογία  ϊσίος  δ'  (/.ύτΐ)  συμ(ρωνεΐ  προς 
τό  γεγονός,  δτι  αϊ  π/ν(<κρς  τής  Μαντινείας  δεν 
είναι  πρωτότνπον  έργον,  άλλ'  άντίγραφον  ώς 
εϊδομεν  ανωτέρω.  Άκριβεστέρ(χν  δέ  χρονολο- 
γίαν  αι'ϊτών  δεν  δυνιίίμεβα  νά  δώσωμεν  στηρι- 
ζόμενοι έπι  τής  τεχνοτροπίας  αυτών,  δι'  ους 
λόγους  ε'ίπομεν  έν  αρχή. 

Έρχόμεΰα  τέ7ιος  εις  την  σιηιπλήρωσιν  τοΰ 
αριστερά  τής  πλακός  τοΰ  Απόλλωνος  καΐ  Μαρ- 
σύου  κενοΰ.  Εις  τοΰτο  δ'  ελπίζω  δτι  Οά  ε'ίμεθα 
ευτυχέστεροι  τών  άλλω\',  καταλήγοντες  εις  ορ- 
θότερα καΐ  όριστικώτερα  συμπερ(ίσ[ΐατα. 

Ζ')    ΣνηΆλήρίοαις     τον    μνημΐίον. 

Βεβαίως  ο  αναγνώστης  έσκέφι^ίΐ]  ήδη,  ότι  ι') 
παρ'  έμοΰ  προτεινομένη  συσχέτισις  τών  παρα- 
στάσεων τής  μιας  τών  πλακών  τής  Μαντινείας 
προς  την  μουσικήν  τοΰ  Τιιιοθέου  κ(χι  Φιλόξε- 
νου προσκρούει  άντικρυς  προς  την  έννοιαν  τής 
έπΙ  ετέρας  πλακός  παραστάσεως  τής  έ'ριδος 
μεταξύ  Απόλλωνος  και  Μαρσύου,  καΐ  δη  κατά 
τρόπον  δυνάμενον  νά  καταδείξη  εντελώς  έσφαλ- 
μένην  τήλ'  ύπ'  έ(ΐοΰ  προτεινομένην  έξήγησιν 
τοΰ  ιινη[ΐείου. 


'    'Ιδέ   Ρδυΐ)» -\νί85ϋ*Ε,   Κοαΐ    Εηο)'ο1ορ.,   έ.   λ.   ΑΓίϊΙοχβηυί 


204 


Λη')ιη<πα  Έηιιον 


ΆληΠώς,  (^Γιν(/.τ(/ί  τις  νά  ι^ροπήα;),  πώς  ρ,ίν(/ί 
.-1(1  η-  ^ΐΗ'ίίτιΊν  ί'ντί  ΙΙΐΜΐέλης  ής  [ΐία  των  πλρυςχον 
ι•κ()σ[ΐι•ΐτ()  ί'πη  π(ίρ(/.πτ(<αΓ(ΐ)-:  τΐ|ΐ(ί)(τ»|ς  τί|ν  ιιου- 
πικί|Λ'  τοΓι  'Γΐ(ΐ(»ί)κ()ΐι  κ(/.ϊ  «Ι'ιλοξι'νοί).  νά  πίλπί- 
ατ(4Τ(ίΐ  πΐ)γ/ρόν(ι)ς.  '/λιλ  ^ί|  (ίις  κΰριον  κόσ|η||ΐα 
της  έμπροαίΚας  οψκίος  τοΓ'  ιινΐ|ΐιι  ίκη,  ό  μΰίίος 
της  κρίκος  τοΰ  Άπό/^λοη'ος  προς  τολ'  ΜαροΓκ/,ν, 
ό  (ϋποπ\Ί'"(ΐ)ν  '/ΜΛ  πρ()Πίι)π().7(ΐΐ('ϊ)\'  (Ίκριβώς  πλ(')- 
"/λΐ|ρ()\'  τοΑ'  !•Ίΐπ«ί)Γ|  πόλι-'ΐιον  κι/.Ι  τί|ν  ακραν  πί-,πι 
(|  ρόνησιν  κατά  της  νι•())τι•ριστικΓ|ς  τ(/.Γ)τΐ|ς  μουσι- 
κής τοΓ'  Τι[(οΟηοιι  και  Ψιλο'ξή'οΐ':  'Οποία  ?)γ  τκ- 
λος  π(ίρ(ίί)(χρριι\'(τις  ί)(/.  Γ|Τ()  (^ι("/.  τοης  (/Γ>λΐ|Τ(/.ς, 
τοπς  1•■^τι^ιΊκ\'ΓΌ\'Τ(/.ς  τί|\'  τ!'7\ί|\•  (/.ί'το)νί-π1  της  θυ- 
μέλης ταύτης, ή  έπ'αύτΓ|ς(ίπι• ικ(')νιαις  τοΰ  οίκτοοΰ 
τέλους  τοΰ  (ίρ/πγοΐ^'  τήί  (/.ΰλ)|τικΓ|ς  Μαραήοιι ; 

Ά/ιλ'  (ίκρι|5ο)ς  η  (/.προσύΐΓ/.ιιτος  σΐ![ΐπ/ν,Γ|ρ(ΐ»- 
οις  τοΠ  προς  (χριατι•ράν  της  παραστ(χαρ(ος  ταυ- 
τΐ|ς  κΐΛ'οΓ'.  Γμ',  (ί)ς  \Όμίζ(ο,  παρέχΐΊ  ΐ|μϊ\'  ί•'τ!•πο\' 
π\Ί|ΐΐΓΪον,  ι')ά  καταίϊρΓέη,  φρονώ,  (ΐτι  όρίίώς  ήρμη- 
νιιισιχ  τάς  παραστάσεις  και  τον  ποοορισμον  το)ν 
(/.ναγλύ(('(ο\'  τουτοη'  πλακώ\'  της  Μαντινείας. 

'\\  ΰπ(/.ρΗις  τοΰ  κενοΟ,  (/.ριστερα  της  πλακός 
τυϋ  \Λπ(')λλ(ονος  και  Μαρσύου,  βεΙ'Ιαιοΰτίίΐ  ουχί 
μόνον  ύπο  των  τεχλ'ΐκιον'  παρατηρήσε(ι)\'  τ(7)\' 
1)(Ίγ1){(•1(1  κ(ί1  ΛηκΊιιπι^.  πεηΐ  (ί)ν  εϊπομεΛ'  ήίί)| 
<η'(οτέρω,  (/.λ?ιάκ(/.1  ί'.το  τΓ|ς  αυγκρίσεοιςτών  (ίν(/.- 
λογιών  της  π?Λκός  ταύτης  .τρος  τας  αναλογίας 
των  γ\'(οστών  ί|μΐ\'  σ'/η(ΐ(/.τ(ι)\'  Οτηιελών,  προς 
^ί-  καΐ  ύπο  της  τε/\Ίκής  έί:ετ(/.σεο)ς  των  πα^α- 
πτ(/.σε(ΐ)ν  (/.ύτής.  Άληί)ώς  κρίνοντες  πρώτον  ιιέν 
έπι  τΓ|  βιχσει  τών  πολυαρίΟμχον  σ/ιμιάτιον  ί1ΐ'- 
μελών,  «τι\•α  ^ι^■■σ(ι)α(/.ν  ημΐν  α.\  (/.γγειογραφίαι 
κ(/ι  τοιχ()γρα((  ίαι,  ί(>ίως  δε  στΐ)ριζό[ΐενοι  έπι 
τοΰ  (/Λ'(χγκ(ίίο)ς  άπαιτοιηιέλ'ου /(όρου  ϊ\''άνέτο)ς 
έπι  της  Ουμέ/.ης  ϊστανται  η  (/.κιν^ύν(ι)ς  ορχών- 
τ(/.ι  ί^ΰο  (η'τίπ(χ/>,οι  ίΙΐΜίελικοί.  ^ιηΊχιιεΟιχ  (χσ(ρ(ί- 
λώς  Λ'ά  άποφιχνίίώμεχ'.  οτι,  αν  πρ(χγιΐ(ίτι  πρ(')- 
κειται  περί  θυμέλης,  έλλείπυυσι  τού?ι(Χ7ΐοτο\' 
<)ΐΗ>  άκόμτ]  πλάκες  της  έμπροσΠίίχς  οι|η-ο)ς  τοΰ 
μνηιιείου.  Δεύτερον  ί>έ  εξετάζοντες  τεχνικώς  τίμ' 
σύνί)εσιν  της  παραστχχσείος  της  πλακός,  έορ'  ής 
ό  Μαρσύας,  ό  ΣκύΟης  κ(/.1  ύ  Άπόλ?ι(ον,  βλέ- 
πομεν  ότι  αυτή  εΐναι,  ως  πιχρίχστίίσις.  έ?^απής. 


^π')τι,  ένώ  αί  ?)ύί)  άλλίχι  πλάκες,  τών  ί>ύο  πλ(/.- 
γίίον  οι|ιεο)ν  της  {)-υμέλης  ταύτης,  (χποτελοΰσί 
τι  πλήρες,  τεχνικώς  και  κατ'  έννοια  ν,  ή  πλά'6 
τοΰ  λΐίχρσύου.  'Απόλλίονος  καΐ  ΣκύΐΙου  είναι 
έλαττίοματική.  Και  τεχνικώς  (ΐέν  ί)έν  έχει  κέντρον 
(ί)ς  τοΰ  Σκύϋου  ισταμένου  παρά  τον  Μαρσύαν, 
οΰ/ι  ί)'  ώς  έδει  έν  τω  κέντρο)  εις  ϊσιιν  από  τοΰ 
Άπόλ/^ίονος  και  Μαρσύου  άπόατασιν,  έλ/^^ίπει 
(^έ  και  πάρισός  τις  και  χάριν  της  συμμετρίας 
ομοίως  τή  τοΰ  Μα.ρσύου  έσχηματισμένη  μορ<(ϊ). 
Κατ'  εννοιαν  (V  έλλείπουσιν  εντελώς  οί  ?)ιαιτ)|- 
ται  κα.1  ίΐεατίχι  έκεΤνοι.  ους  άπαντώμεν  είς  τε 
τα  αρχαία  κεί(ΐενα  και  έπι  πάντοον  σχε^()\'  τών 
λοιπών  άπειρίχρίϋικον  γνο)στώνήμΐν  ιινημείχον, 
τών  την  έριδα  ταύτην  εΐκονιζόντοη'.  'ί)  ί)'  έπΙ 
της  ί)ΐ(χσ(οί)είσης  πλακός  έν  τω  ιιέσίο  ίστήμενος 
και  ήδέως  ().κροο')ΐιενος  τοΰ  αύλήιιατος  Σκύιίης 
ί-ϊναι  οίγΊ  ό  δΐ(/.ιτΐ|τί|;  τών  έριζόντων,  άλλ'  ό 
μέλλο)ν  έκτελεστΊ|ς  τής  έπιβλη{)ησομένΐ]ς  ποι- 
νής• έτέΙΙη  δε  ένταΰίΐιχ  απλώς  προς  δήλχοσιν 
τής  οίκτράς  τύχης,  ήτις  ανέμενε  τόν  Μαρσύαν. 
'Ως  δικασταί  και  Οεαται  έν  τε  τω  [ΐύϋω,  ώς 
διέπλασεν  αυτόν  τό  άττικόν  -θέατρον,  και  έν 
τοις  ιινηιιείοις  τοις  έκ  τοΰ  (χττικοΰ  ι^εάτρου  ή 
έκτων  λοιπών  μυίίολογιώνέξαρτωμένοις,  εμφα- 
νίζεται ό  Ζευς,  ή  Άΰηνά,  αί  Μοϋσαι,  ή  Νίκη, 
ό  Έρ[ΐης,  διάφοροι  Σάτυροι  και  άλλοι  τινές 
απροσδιόριστοι  δίχίιιονες,  περί  ο)ν  δεν  δύναται 
τις  ασφαλώς  νά  ε'ίπη.  αν  παρίσταΛται  εκάστοτε 
ϋ)ς  έπίσιιμοι  δκχιτητίχι  ή  απλώς  ώς  περίεργοι 
(/.κροαταί.  Πάντχον  οίκος  τούτων  ην<ν  ίχνος 
άπαντα  έπι  τής  διασιοΟείσης  πλακός !  Αγνοεί 
άρα  ό  Οεώμελ'ος  τί|\'  διασωΟεΐσίχν  πλχχκα,  τίς 
τέλος  πι'χλ'των  Οά  κρίνη  [ΐεταξΰ  τών  διαγίΟΛ'ΐζο- 
μένων.  Επομένως  είναι  φυσικοιτατον  νά  σκε- 
(ρΟώμεν  ότι  τουλάχιστον  οί  απαραίτητοι  διαι- 
τηται  τοΰ  αγώνος  είκονίζολ'το  έπι  τοΰ  άπο/>^- 
σΟέντος  [ΐέρους  τοΰ  μνημείου  τής  Μαντινείας  '. 

'  Τουναντίον  ό  Πολίτης  (σελ.  56)  φς)ονι;ϊ  δτι  ΐ)  ;ιαρίίοια- 
σις  της  .πλακός  ϊΐναι  .Ύ/,ι/υ/Ότάτη  ορνΟεοι;  άνταξία  μεγα/.ο- 
φυοϋς  τεχνϊτοΐ'  μειά  βαυιιασίιις  απλ(')τητος  και  |ΐετά  πολλής 
«μα  δυνάμεος  και  σαφήνειας  κατορίΐιόσαντυς  νά  παραστήσΐ) 
θέμα,  προς  δ  άναγκαίαν  έκριναν  την  συμμετο/ήν  πολλών  προ- 
σιόπιον  άλλοι  αρχαίοι  τεχνίχαι  κα'ι  Λ•ειύτεροι  ζιογράφοι,  οις  ο 
Ροΰβενς  •  κτλ.  Φαίνεται  λοιπόν  δτι  προς  ουδέν  ?Λγίζεται  τήν 


—    20Γ 


Τη   ηνήγλν<ρα   πλίρ'   των  ^^πιτνι(βί(ι)ν 


Τούτον  τε&έντωλ',  ας  Γί^ίοια-ν  νΓνν  το  ιι\ί]- 
μεΐον  εκείνο,  δπερ  δύναται,  κ(/.τ'  ειιί|ν  γ\'(ί>Ηΐ|ν, 
να  βονιΗήσΐ]  ημάς  προς  συ[υΐλήρωσιν  τοϋ  [ΐε- 
γίχλου  κενού  της  εμπρόσθιας  οψεηκ  της  Πιιμρ- 
?ιης  της  Μαντινείας. 

Το  μνΐ] μείον  τοΰτο  εί\'αι  υλ  .τ(/.αίγν(οατοι 
τοις  αρ/αιολόγοις  ανάγλυηιοι  π(/.ρ(/.στάσεις  (ά 
κοσμοΓια(/.ι  το  π?\.ουσΐ()ν  και  (/.γχ'ώστου  προελεύ- 
σε(ι)ς  («ιχαίον   έλληνικον  -τεριστίηιιον  «ρρέατος 


ανί^γλικρου,  \'Γ>\'  δ  ί'ν  τη  έν  1  βί^βΐ  ,ταρά  το  Βε- 
ρ()λϊ\Όλ'  έ:ταύ?ι,ει  τοϋ  ΗηιηΙιοΜ  (/.ποκειιιεΛ'ου  ', 
έφ'  ου,  ώς  βλέπει  τις  εκ  της  ένταΰϋα  παρατιΟε- 
μέ  νης  εικόνος  (αρ.  1 3  (>),  επαναλαμβάνεται  πιστώς 
τύ  δεύτερον  ή[ΐισυ  της  επι  τοϋ  αναγ/^ύφου  της 
Μαδρίτης  παραστιχσεος.  Δεύτερον  δε  έπΙ  των 
επίσης  εν  Τ6<^β1  εύρισκομέ\'(ον  δύο  έτέρ(ον  εκ 
'Ρώμης  ανάγλυφων,  έφ'ο)ν  πιστώς  πάλιν  έπανα- 
λα[ΐβάνθΛ'ται  (χίδύο  πρώτ(ίΐ  μοη(((/.ι  τοϋ  πρώτου 


Είκών    ΐ35• 


(ρυΙβΗΐ)  '  ή  μάλλον  βω/ών  -  τον  Μουσείου  της 
Μαδρίτης  (είκ.  135). 

"Οτι  αϊ  παραστάσεις  αύται  είναι  άντίγοαίρα 
περιφήριου  τίνος  έργου  της  αρχαιότητος,  βε- 
βαιοϋται  υπό  τοϋ  γεγονότος  δτι  εύρίσκομεν 
αύτάς  (ΐέχρι  τών  ελαχίστων  πιστώς  έπαναλαμ- 
βανομέ\'(/.ς  καΐ  επι  ετέρων  (χρχαίων  μνη(ΐείων. 
Δηλαδή  πρώτον  μεν  έπΙ  τοϋ  εν  ετει  1770  έν  ττ) 
νϊ1ΐ3.  Ρίι1οη^1^^ι^α  της  Ρώιιης  άλ'ακαλικρθέντος 


ήμίσεος  τοϋ  αυτού  άναγλύίρου  της  Μαδρίτης"". 

Ή  έπι  τών  άναγλύΓρω\'  τούτωΛ'  παράστασις 

παρουσιάζει  ώς  κύριον  πρόσωπον  τον  Δία,  έπΙ 

θρόνου  προς  τα  δεξιά  κιχΟήμενον,  έχοντα  κε- 


άσυμμετρίαν  της  συνθέσεις  π?.ακός  έχούσης  ώς  αντιστοίχους 
μορφάς  τοιούτον  ήρεμα  καθήμενον  Απόλλωνα  καΐ  τοιοΓιτον 
ιιανικώς  σχεδόν  κινούμενον  ΜαροΟαν!  Και  δμως  ό  παρ'αΰτοΓι 
δικαίοις  Οίίυμαζόμενος  Αηιοΐιιης  περί  της  αυτής  πλακός  γρά- 
ιρει  (έν  σελ.  11)  «  8ί€ΐΐίΐ•  Ιίοηηεπ  ννίτ  3.115  Αατη,  «•α5  ιιιΐ5  §ο1)1ίε- 
1)βη,  ηιΐΓ  εοΜϊεδδβη,  ΰ&53  (3ίο  ΟοιηροδίΙίοη  ιΙοΓ  ΥοΓθβΓδβίΙο  \ν6<ί6Γ 
ίηΗαΙιΙίαΙι  ηοοΗ  ίοΓηιεΙΙ  δγιηηιείπϋοΐι  §8ϋΐ•<ίηβ£  ννβτ,  υηιΐ  \νίΓ 
Ιίοηηεη  €Ϊη  Εΐ'ΐίαηηίη  ηικί  Β^/ΐΎΐηάεη  1ιίεΓίϊΙ)κΓ  ηίοΗΐ  ϋΐιΙεΓί1ι•α1ί- 
Ιίεη.  8οννείι  ιιηδετβ  ΚεπηΙηΐδ  ϋίδΙιεΓ  ΓοϊοΗΐε,  ννΗτόεπ  ϋαι-ϊΐεΐ- 
Ιυη^εη  £ϋΓ  βίηεη  <1εΓ»Γΐί§εη  Ζ»βοΐ£  ιίΐίΐ€/ιαιΐί  ί^^ιηιιΐίίΐΊΐί/ι  αηιζίοΐίί- 
«ι•/•.  Ό  Πολίτης  άρα  εισάγει  εντελώς  καινά  δαιμόνια  και 
ιδίας  αϋιο)  και  μόνο)   θεωρίας  έν  τή  (ίρχαιολογικΓ]  έ.πιστήμχ). 

'  Μιιβεο  ΕδρηηοΙ  άε  ίΐιΐίξιιειίαάοδ  V.  σελ.  335.—  δεΚηείίΙεΓ, 
Οίε  Οε1>υΓί  άετ  .\(1ιεη3,  δ.  32,  Ταί.  1.  Ι  (έ|  ης  εικόνος  ελήφθη 
και  ή  ύ.τ' αριθ.  135  ημετέρα). —  Κιάα  γ  Οεΐ^^ίΐο,  ΟαΙπΙο^ο  (Ιοί 
ΐϊΐυεεο  ΐΓςιιεοΙό^ϊοο  ηαεϊοιι,-ιΐ  1,  162.  2691.  —  ΡτίοθΓίοΗϊ- λΥοΙΙείδ, 
1)ίε  Οίρϊίιρςΰϊδε  «πιίΙίΟΓ  ϊϋΐάννετίίε,  1885.  δ.  735,  Ν"  1862.  — 
.\ηιε1ιιιι§  ε.  ά.  δ.  13  κτλ. —  Η^πίετ:  ^α^1^^5Ηε^(^  τόμ.  VI  (1903), 
σελ.  99,  ΐαί.   V  -  VI. 

'  δοΗηείάεΓ,  ε.  ά.  δ.  33. 


Ε1κ(ΐ)ν    130- 


ραυνον  έν  τί)  δεξιά,  την  δ'  άριστεράν  στηρί- 
ζοντα έπΙ  σκήπτρου  κ(ίΐ  τους  πόδας  άναπαύοντα 
έπι  θρήνυος.  Άπό   τοϋ  Διός   άναχο^ρεΐ   Νίκη, 


'  λνείοΐίετ'δ  ΖείΙ^οΗτίΚ,  δ.  11)7.  Ι'δί.  3.  10.  —  δοΚίηοΙςε• 
Ι^εΙ)εη  ιιπ<1  Τοιΐ  ο(1ογ  <1ίε  .δεΚίοΙίϊϊΙδβοΙΙίηηεη. — δοΙιηείάεΓ,  ε.  ά. 
.δ.  34, 1,4  (έ|  ης  εικόνος  έλήιρθη  και  ή  ημετέρα  αριθ.  137). — 
ΤΗίεΙε,  ΤΚοΓκϊΜδοη'δ  Ι.εΐιεη  δ.  1.  193. — Κ.  ιιηιΐ  Κ.  Ε§§εΓ5,  Ολ• 
Ο.  Καιιοΐι  Ι.  δ.  85.  88.— ΚΓίε(ΐΓίο1ΐ5-\νο1(εΓ5,  ε.  ά.  Νο  1865.— 
.Λ^ιηείϋπ^  έ.  ά.  — ΗίΐίΒετ  ε.  ά.  — 

-  \νίπο1ιε1ηιαηη,  ΜοηϋΐηοηΙί  ίηεάίΐί  II  (ή  εϊκών  έν  αρχή).  — 
δοΗηείιΙεΓ  ε.  ά. —  \ν.-ιαο;8ΐι,  δοΗΙοδδ  'Γε§;ε1,  3.  13 — ΡΓίεάΓίοΙίϊ- 
\νο1ΐ8Γ5  ε.  ά.  1863-  1864.  —  Ηβιιϊεγ  ε.  ά.  σελ.  99,  ίί^.  46-48. 


206   — 


,\η)<ιι<α((    'Κοιιον 


Ιπτ(ΐ(ΐΚΛΊ|  προς  τα  ί>ΐ"ξιά  υμλ  <(  ι'ποιιαί/,  ώς  ίΐκΐί- 
κονος  τοΰ  ΛκΊς,  οτι•((^(/.\Ί»ν  ίΐι  Ου,  ως  έκ πρώτης 
οι|ιΐίως  (()(ίίνι-ται,  προτίίΐι-ται  να  στί<|)!|  τί|ν  πηο 
αήτής  ίπιοης  προς  τα  ί^εξιά  σπι^ύίΐοΐ'αί/.ν  'ΛΙ)ΐ|- 
Α'άν,  χορις  δκοκ  τοϋτο  να  άποκλ}•"ί[|  τί|ν  ήπό- 
Πιπιν  (ίτι  Γ)  ατι•'(|  ('Λ'ος  κοιιίζρπ/.ι  ήπο  τής  Νίκης 
<>ι'αλ?^)  πρόσωπον,  προς  ο  σπεύδει  κ(ί(  ή  Άί)ΐ)να 
(πβλ.  σελ.  209  και 2 1 0).  Ι  Ιοϊον  δε  διΊναται  να  είναι 
το  [ΐέλλον  \'ά  στε(ρ(/ν(ι)\1[]  πρόσίοπον,  δεν  δυνά- 
μεθα να  κρίνο)ΐιεν  μόνον  εκ  τοΰ  {/.ν(/.γ/α)φου  της 
Μαδρίτης,  διότι,  ώς  ηδη  οί  αρχαιολόγοι  όρΟώς 
παρετΓ|ρηπ(/.\'  ',  (χί  π(/.ρ(/.στ(/.οεις  (/.ϋτοΠ  είναι  έ?^- 
λιπεϊς  κατά  το  δεξιόν  άκρον,  ενί) '  αγνίοστον  τις 
είκονίζετο  σκηνή,  έφ'  ην  επιβλέπει  ό  Ζευς,  προς 
ην  σπεύδουσπ'  ή  Άί)ην(7.  κίχι  ή  Νίκη,  καΐ  προς 
ην  είναι  εστρ(λ[ΐιιι'ν(/.ι  κ(/.1  (χί  τρεις  Μοϊραι,  ιά  εις 
το  δεξιόν  ακροΛ'  τοΰ  ανάγλυφου  της  Μαδρίτης 
ίπτ(/.Η!\'αι  ιιετά  τ(Τ)\'  αι>\ΊΊί)(ι)\'  συμβόλίον  (/.ίιτών 
(τα  έπι  τοΓ»  (/.νίΓ/λήΓΐ  ου  τοΰ  Ί  ('ΐ^»"!  σύμβο?.α  των 
Μοιρών  είναι  κατά  μέγα  μέρος  συ].ιπληρώσεις 
(χ\'ακριβεΐς  των  νεωτέρων  γ?.υπτών  ΊΊιοΓ\ν;ι1ο1- 
80'η  και  Κ;ιπο1ι).  Κΐίΐ  ή  ιιέν  ΚλωΟώ  κά{)τ]ται 
κλώίΙουα(/.,  Γ|  δε  Λάχεσις  ϊαταται  έ,ν  τώ  [ΐέσο) 
κρατούσα  κλήρους  έν  τΓ]  αριστερά,  ων  λαιιβί/.νει 
ενα  δια  της  δεξιάς,  ενώ  ή  προ  αυτής  "Ατροπος 
(ϊναγινώσκει,  ο)ς  φαΐΛ'εται,  το  είμι/ρμένον  εξ  ανε- 
πτυγμένου χειρογράΓ(!ου  -  (ή  σοραΐρα  είναι  ατυ- 
χής νεο^τέρα  συιιπ/ιήριοσις  έπΙ  τοΰ  αΛ'αγλύφου 
τοΰ  Τκ^;•©!).  Τέλος  όπισθεν  τοΰ  Λιός  βαίνει  νεα- 
νική τις  ιιορφή  ανδρός,  ήν  οί  αρχαιολόγοι  έκά- 
?^εσαν  έκ  περιτροπής  "Ηφαιστον,  Προμηιΐέα, 
Πα/.αμάονα  ή  Έρμήν. 

Την  κατά  τεχνοτρυπίαν  ατενοηάτην  και 
αύτόχρη[ΐα  -  εκπληκτικην  »  (ίΐιιίϊίΐΐίβηόκ)  όμοιό- 
τΐ)τα  τώ\'  ανάγλυφων  τούτων  παραστάσεων 
προς  τάς  τιον  άναγλύφοη-  της  Μαντινείας  παρε- 


*  'Ιδέ  \νβίζ5αο1ςθΓ  έν  1\ο5οΙι6Γ5  ΜγΐΗοΙ.  Ι.οχ.  'Γοιη.  Π,  ρ. 
ί5096  ;  *(3α55  ίΐίαδο  Οηιρρβ  (ΙαΓαυί  ΐ36ΓεοΗη6[  \ναΓ,  ηιΐΐ  ίΚτεΓ  ΓβοΗ- 
ΐ€η  δοϊΐε  βη  ΪΓ^επά  βίπε  ΟβΙιυΓίδδοεηε  &η^θ5θΗ1ο356η  ζυ  \νβΓ(3βη». 

'  Πβλ.  Αηιοΐυη^  ε.  ά.  σίλ.  13:  «Αιι  άίβεβΓ  Γΐβυτ  (ΑίΓοροί) 
\νίβ  &η  ϊΙιι•ϋΓ  λΥίεόοΓίιοΙιιη^  Ιιη  5ο1ι1θ55β  Τε^βΐ  5ίη<1  (ϋβ  Ηαη<3β 
ιαη<1  .ΑΙΐΓίΙ)ΐι(6  Γεδίαιιτίπ  ;  οίηε  8οΙΐΓίί(Γο11ε,  Λτίε  είε  άϊε  Μϋδε 
υη$εΓε5  Κοίίείϊ  («πϊ  Μαηΐίπεα)  Ηαΐΐ,  \νΪΓβ  είπε  ρα55εηάε  Ετ^ϊη- 
ζπη§  ».  Οότίι)  συνε.ι?.ηρο')&ΐ)  ήδΐ)  τό  άνάγλυφον  και  υπό  πολ- 
λών άλλ(ι)ν. 


τήρησ(/.ν  ηδη   δι'ικιμοι  τεχνοκρίτα.ι,  οίοι  π.  /.  οί 
ΗίΐιιχοΓ  ',  Λιη••1αη}4  (ε.  ά.  σελ.  Υλ)  κλπ. 

Ιδίίος  δε  ή  κίίτά  τεχνοτποπίαν  όμοκπης  τη» ν 
ΛΜοιρ(Τ)ν  τούτων  προς  τάς  Μούσας  τοΰ  (/,να- 
γίακρου  τής  Μίχντινείας  είναι  τηλικαύτη  στιγ- 
κρίνατε  π.  χ.  την  "Ατροπον  προς  τΐ|ν  τό  (ΐνε- 
πτυγιιένον  χειρόγραφον  εχουσαν  Μοΰπαν  της 
π/^ακός  άρ.  217  τής  Μαντινείας  —  ώστε  πάνυ 
δικαίως  πάντες  οί  άρχαιολ(')γοι  έξήραΛ'  αιΊτήν, 
ετι  δε  δικαιότερον  ό  δόκΐ[(ος  τεχνοκρίτης 
.νιπείυη^  άπεφήνατο  ότι  <'Ύ\δΰνατό  τις  νά  Λώη// 
ίί'ς  τάς  τρεις  ταύτας  Μοίρας  μουσικά  αΰιιβολα 
και  νά  ϋεωρήοΐΐ  αΰτάς  ώς  τάς  άποτελούοας  την 
ΛπολεοϋΐΛοαν  τετάρτην  πλάκα  των  άναγ?.ύψων 
της  Μαντινείας,  χ(ορις  οντω  νά  παραγί^ή  ιιι/'^'  ή 
έλαχίοτΐ]  τεχνοτρο.-τική  άονμψωνία  ■  ''. 

Παραδόςοις,  εΐ  καΐ  τοσαΰτη,  αυτόχρημα  κατα- 
πληκτική είναι  ή  τεχνοτροπική  όιιοιότης  ιιεταξύ 
τών  άναγλυφίον  τής  Μαδρίτης  και  Μαντινείας, 
και  τόσον  κατα(ρανές  ότι  ά[ΐφότερ'  άντιγρά- 
φ^ουσιν  έργον  τής  αυτής  χειρ()ς,  ουδείς  έσκέ(|  Οη 
ότι  δυνατόν  νά  είναι  άμφότεραι  άντίγρα(ρα 
ενός  καΐ  τοΰ  αύτοΰ  [ΐνημείου  καΐ  νά  συ^ιπλη- 
ρώαι\•  οΰτο)ς  όλόκλιιρον  την  παράστασιν.  Και 
όμως  τοΰτο  ύπεδείκνυεν  ήδη  έναργώς  τό  γεγο- 
νός, όπερ  παρετήρησαν  πλείστοι  αρχαιολό- 
γοι, ότι  δηλαδή  αϊ  παραστάσεις  τών  άναγλύ- 
φοίν  τής  Μαδρίτης  είναι  έ?ιλιπεΐς  «ατά  το 
δεξιδν  αυτών  μέρος,  αϊ  δε  τών  τής  Μαντινείας 
κατά  τό  άριστερόν  τής  εις  την  έριδα  τοΰ  Μαρ- 
σύου  και  Άπό/.λωνος   άναφερο[ΐένης    πλα'/.6ς. 

Αίτιον  τής  άβλει^ιίας  ταύτης  έγένετο  ή  εσφαλ- 
μένη προϋπόΟεσις,  δτι  τά  άνάγ/ι,υφα  τής  Μ(;.ν- 
τινείας  εΐναι  πρωτότυπον  Πριχξιτέλειον  έργον, 


'  Νειι  -  ϊΐΐϊδοΐιε  Κβΐίείδ  5.  151  :  €  ΡίίΓ  ιΐίε  <ΐΓεϊ  Μυβεπ  (Νο 
217)  3115  ΜίΐηΙΐηεα  άίίΓίΙβ  δίοΗ  Ι^αιιιη  εϊηε  ρβδδβηάεΓΟ  8ΐϊ1Ϊ5(ί5θ1ιβ 
Αιι&ΐο^ίε  ήηάβη  Ιϊδϊβπ  &15  «Ιϊε  ΜοίΓειι  απ  άεη  ϋΐΓϊΙεΙΙπηββη 
άοΓ  ΑΛεηα§εΙ)ϋΓΐ  (ίΐιί  άειη  ΡαΙε»!  νοη  ΜαιΙπΜ).  /■"αιί  ίιίίη/ίιιτΑ 
5Ϊηά  ]■&  άίε  Μϋϊε  υη(1  <1ίβ  ΜοίΓε  ιηίΐ  Α&τ  ί5εΗΓί{ΐΓο11ε.  Βεί  (ΙεΓ 
ΜοΪΓε,  ννείεΐιε  άίε  Ι^οοββ  ζίεΐιΐ,  αηά  άοΓ  Μ«5ε  3ϋί  βεΓ  ΜΪΠε 
ίεπεΓ  ΡΙαίΙε  νεΓΓϋί  (Ιίε  ΟεκαηάαηοΓίΙηϋηβ  Ίεη  βΙεϊεΗεη 
Οεδοΐιιηιείι»  ο.  5.  λν. 

-  .Απιείιιπβ  Οίε  ΒΕδίβ  Λεί  Ρηχϊΐείεϊ  2ϋ5  ΜίΐηΙίηε»,  δ.  Ιδ. 
.  ]α  ηιαη  ΙίοηηΙε  <1εη  (Ιτεί  ΡϊΓεεη  ιηπϊΐδοΐιε  .ΑιΐηΙιοΙε  §εΙ)εη  οπά 
(ΙίεδεΙΙιεη  ϊυί  ι3ίε  £ε1ι1επ(1ε  νίεΓ(ε  Ρΐίΐίε  άεΓ  Βαδίδ  εείζεπ,  οΗηε 
<1α55  5ΪοΗ  ΐΓ^επάκ-ίο  βϊηε  ίΐϊΐϊδίίδοΐιε   ϋΪ55θηαηζ  εΓβϊΒε  ». 


207 


^( 


ΕΙκών     137- 


κυρί(ΰς  (>8  ή  έντίλώς  αβάσιμος  όσον  και  ισχυ- 
ρώς έρριζωμένη  πεπ(Ηΐ%]αις,  οτι  αί  παραστά- 
σεις των  ανάγλυφων  της  Μαδρίτης  είκονί- 
ζουσι  την  γέννηοιν  της  'Λϋηνάς  από  της  τοΰ 
Διός  κεφα?α]ς,  ην  άρτι  Οά  διέρρηξεν  ό  δπι- 
σθ^εν  αύτοϋ  ίστιχμενος  πελεκυφόρος  νεανίας.  Ή 
τε?^ευταία  αΰτη  γνώμη,  γεννιιΟεΐσα  εκ  της  υπό 
τινίον  άρχαιο?α')γων  συσχετίσεως  των  αναγ?\.ΰ- 
φων  της  Μαδρίτ^ις  προς  τό  αέτωμα,  τον  Παρ- 
{Ιενώνος,  εΐναι  πάλ'  άλλο  ή  πιθανή,  άφοϋ,  ώς 
ήδΐ|  ενιοι  αρχαιολόγοι  ορθώς  παρετήρησαν,  ή 
συσχέτισις  της  παραστίίσεως  τοΰ  αναγ?ι.ύί()θυ  της 
Μαδρίτης  προς  τό  άέτο)[ΐα  τοΰ  Παρθενώνος  δεν 
στηρίζεται  εις  βάσιμυν  τι  επιχείρημα,  διότι  ή 
μεν  περιγραφή  τοΰ  αετώματος  τοΰ  Παρθενώ- 
νος υπό  τοΰ  Παυσανίου  ούδεν  άλλο  λέγει  ή  δτι 
«  πάντα  εις  την  Άϋ-ηνης  έχει  γέννηοιν  »,  αί  δε 
εις  την  δεξιάν  πτέρυγα  τοΰ  αετώματος  τοΰ 
Παρθενώνος  διασωϋεΐσαιπερίφη μοι <  άδελφαί», 
αί  κοινώς  Τ.'ηι^ΓΗ\ν68ΐ6Γπ  υπό  τών  ΓερμανώΛ' 
καλούμεναι,  «  ούόεμίαν  έ'χοναιν  άαφαλή  άξίωσιν 
δτι  είκονίζονσι  Μαίρης  ■,  ώς  πάνυ  ορθώς  λέγει 
ό  γράψας  περί  τών  παραστάσεωΛ'  τών  Μοιρών 

"Ας  έξετάσωμεν  λοιπόν  ημείς  ένταΰΟι/.  πρώ- 
τ()\'  μεν  κατά  πόσον  δύν(ί\'ται  τά  ανάγλυφα 
της  Μαδρίτης  νά  άποτελέοωσι  τεχνικώς  ένιαίαν 
παριίστίχσιν  μετά  τοΰ  (χναγλύφου  της  έ[ΐπρο- 
σΰίίχς  όψεως  τοΰ  (ΐν))μείου  της  Μαντινείας• 
δεύτερον  δε  αν  μνϋ-ολογικώς  εξηγείται  ή  έ\'  τη 
εριδι  τοΰ  Απόλλωνος  προς  τον  Μαρσύαν  της 
πλιχκός  της  Μαντινείας  παρουσία  τών  επί  τοΰ 
ανάγλυφου  της  Μαδρίτης  προσώπων. 


Έν  Κο5ςΗβΓ'3  ΜχΐΗοΙ.  Ι,εχ.  .ι.  ν.  Μοίΐϋ  ϋ.  .'!094. 


Α'.  ΆπλοΰΑ'  βλέμ[ΐα  έπΙ  της  είκόΛ'ος  ημών 
(αριθ.  1?)7),  ήτις  αναπαριστά  κατά  [ΐέτωπον 
τό  μνιιμεΐοχ'  της  Μαντινείας,  ώς  ή[ΐεΐς  φαν- 
ταζόμεθα  αυτό  άρτων  (ϊδε  και  την  ε'ικ.  18ί^  δια 
τάς  στενάς  πλευράς),  διδάσκει  αμέσως  τά  έξης : 

Πρώτον  μεν  δτι  αί  έπι  τοΰ  ανάγλυφου  της 
Μαδρίτης  μορφαι  δύνανται  άριστ(χ  νά  κατα- 
νεπηΟώσιν  εις  δύο  π?.άκας  και  δί|  (χκριβώς 
ίσ()[<.εγέθεις  προς  την  δΐ(ίσϋ)θεΐσαν  πλάκα  της 
εμπρόσθιας  όψεως  τοΰ  (ΐνημείυυ  της  Μαντι- 
νείας. Προς  τοΰτο  ούδέ\'  άλλο  (χπαιτεΐται  ή 
σ[ΐικρά  τις  άραίιοσις  τών  Μοιρών  τοΰ  της  Μα- 
δρίτης ανάγλυφου,  έφ'  ού,  ένεκα  τοΰ  υπό  κυ- 
λινδρικού βωμοϋ  ή  τοΰ  περιστο[ΐίου  τοΰ  φρέα- 
τος παρεχομένου  βραχυτέρου  χώρου,  ήναγκά- 
σθη  νά  πυχΑ'ώση  αύτάς  ό  τό  [ΐνη μείον  δια- 
κοσ(ΐήσας  άντιγραφεΰς  γ?.ύπτης.  Δεύτερον  δέ, 
δτι  ή  της  διασωθείσιις  πλακός  της  εμπρόσθιας 
δψεοις  τοΰ  μνη|ΐείου  της  Μαντινείας  κατ'  εν- 
νοιαν  καΐ  τύπους  ασυμμετρία»,  ήτις  δικαίως 
έκίνησεν  εις  ■ίέ'κπληξιν  και  άπορίαν  >  τον  δόκι- 
μον  τεχνοκρίτιιν  Αιπρίυπί;;  (ίδέ  ανωτέρω),  ορ- 
θότατα π(χρατηροΰντα  δτι  αί  προς  τοιούτους 
(διακοσμητικούς)  σκοπούς  παραστάσεις  πάντοτε 
και  κ<ι\Τ  ολοκληρίαν  είναι  συμμετρικώς  δια- 
τεϋειμένια  έπι  τώι•  μνημείων  ,  ή  (χσΐ'[ΐ[ΐετρί(χ 
αΰττ),  λέγω,  έξαλείψετιχι  \'Γ'\'  ώς  διά  μαγείι/ς 
και  άντ' αυτής  βλέπο[ΐεν  παράστασιν  καθ'ό?.ο- 
κ?ιηρίαν  συιιμετρικώς  έπι  τοΰ  [ΐνημείου  διατε- 
θειμένην.  Πράγματι  δέ,  τω  Μαρσύα  τοΰ  ανά- 
γλυφου τής  Μαντινείας  συ(ΐ[ΐετρικώτατ'  (ΐντι- 
τίθεται  ό  τό  άλλο  άκρο\'  τής  .παραστάσεο)ς 
κατέχων  πε/^εκηορόρος  νεανίας,  μορφί)  τε?ιείως 
πάρισος  τΓ]  τοΰ  Μαρσύου.  Έξ  άλλου  δέ,  κέν- 
τρον  θαυμάσιον,  εις  δόο  συ(ΐ[ΐετρικώς  τήν  δλην 


—   208 


Λη')ι>ΐ)η<ι   'Κοικιϊ^ 


παρίίσταπιν  χωρίζον,  ά;Γθτι-?ιεΐ  \\  ιΐ!'οΐ|  Γ(Τ)ν  .Μοι- 
ρών,/) άποτΐ"?ν(»Γ)σα,ο)ς  ί)ί?α)ΐ(εν  κατωτίρο)  π(/.ρ(/.- 
τΐ)ρηοΐ|,  κ«ί  κητ  κη-οκιν  τον  /(ι)ρισ(ΐον  (τρο- 
πην)  \\\ς  όλης  σκηνής.  Νΰν  άρκ()ύ(ΐι•ί)(/.  π(/.ρ(/.- 
τηροϋντες  οη  οΰτως  8ξΐ]γεΐται  πληρέστατα  καΐ 
υ  ?ι.όγος.  ου  ένεκα  ή  Μοΐρα  (/.Γηΐ|  κ(/."ι  |π')\ί|  ^ί  ν 
είναι  έστρ(/.Η!ΐί•'νΐ|  ώς  αί  λοιπαι  λΐοϊηιχι  προς 
(^ΓΪκί.  άλλα  ατρε((ει  την  κε(|  (<λί|ν  αυτής  προς 
τον  {)εατί|ν  τοϋ  άναγλικρου.  Μέχρι  τοϋί)ε  οί  (/.ρ- 
χαιολόγοι,  ϊνα  έρ[ΐηνεΰσ(οσι  την  στάσιν  ταυτην, 
ε.φανΓ(/.πί)ΐ|Π(/.ν  οτι  ή  \ά/ΐθ\.ς  αυτή  στρέ((ει  τί|ν 
κεφαλήν  κ(/.τ(/.  ιπ'τοπον,  όπως  μη  βλέπη  τον  κλί 
ροΑ',  ΰν  λα(ΐ|)<Λνει  όιά  της  δεξιάς  έ'ξ  εκείνων,  ους 
κρατεί  εν  τη  (ϊριστερα  χειρί.  Ή  ύπόΰεσις  αΰτη 
είναι  πάντως  ευφυής,  συιιβιβάζεται  δ'  άριστα 
προς  την  ΟέσίΑ',  ην  έξελεξατο  δια  τηλ'  Αάχε- 
σιν  ό  καλλιτέχνης  της  θυμέλης  ή[ΐών,  δστις 
έδεΐτο,  χάριν  της  κεντρικής  συ[ΐ}ΐετρί(/.ς  της 
παραστάσεως,  προσώπου  στρέφοντος  την  κεφα- 
λήν κατενιοπιον  προς  τον  Οεατήν.  "Αλ?.(ος  δε 
και  των  δύο  πλακών  τών  Μουσών  της  Μαντι- 
νείας μόνη  ή  κεντρική  [ΐορφή  έχει  έστραμμένην 
κατενώπιο\'  την  κε(^(χλήν. 

Κ(/.ι  το)ν  λοιπών  δε  παρεμπιπτουσών  μορ- 
φών έρ[ΐηνεύεται  νΰν  πλΐ)ρέστατα  τεχνικώς  ή 
θέσις  καΐ  ή  στάσις.  Αί  Μοΐραι  δηλαδή, 
αι  την  πεπρωιιένην  μοιραν  τοϋ  δυστυ- 
χοί3ςΆσιάτου  μουσικού  κλώσασαι,κατέ- 
χουσι  πάνυ  προσφυώς  το  κέντρον  της 
παραστάσεως  και  εΐναι,  ώς  σύνολον, 
έστρ(ί(ΐ(ΐέναι  προς  τους  αγωνιζόμενους,  της 
τρίτης  εξ  αυτών  άναπτυσσούσης  νΰν  το  χειρό- 
γραφον  ϊν'  ανάγνωση  τω  Μαρσύα  την  εί[ΐαρ- 
μένην  αύτω  [ΐοΐραν,  το  γραφτό  τον,  ώς  λέγει 
και  νΰν  ό  έλλΐ]νικός  λα(κ.  Ό  δε  Ζευς,  ο^ς  έπι 
πλείστων  άλλων  άρχαί(ον  παραστάσεων  τοϋ 
αύτοϋ  μύθου,  μακρόθεν  επιβλέπων  έπι  τον 
αγώνα  εκπέμπει  προς  τους  αγωνιζόμενους  τήν 
Νίκη\',  ίνα  ταχέως  κομίση  τω  Άπόλλωνι  τον 
της  Νίκης  στέφανον. 

Συγχρόνως  ή  Άθτ)νά,  άκούσασα  τών  ήχων 
τών  παρ'  αυτής  απορριφθέντων  αυλών,  σπεύ- 
δει ΐν'  άγγείλη  τω  δυστυχεί  Μαρσύα  τον  οί- 


κτρον  θάνατον,  όστις  αναμένει  (ίύτύν  ιος  άνα- 
λαβόντα  τους  παρ' αυτής  καταρασΟέντας  αυ- 
λούς (ϊδε  άνο)τέρω  σελ.  144).  "Οτι  δε  ή  Νίκη 
δεν  στεφανοίνει  τήν  ΆίΙηνάν,  ώς  ήθελε  τις 
νομίσει  εκ  πρώτης  όψεως,  άΧλα  κομίζει  τον 
στέφανον  τφ  άποπερον  καΙΙημένο)  Άπόλ/Λ)νι, 
δηλοΰται  σαφώς  έξ  ΐίλλ^^^\  μνιιμειων,  αναφε- 
ρομένων είς  τον  αύτον  μΰΟον  τής  περί  μουσι- 


Είκ.     ΐ3«. 

κής  σοφίας  έ'ριδος.  Έπι  τών  μνημείων  τούτων 
πάς  άγνοών  τον  μϋΟον  ήθελε  νομίσει  οτι  ή 
Νίκη  επιθέτει  τον  στέφανον  έπι  τής  κεφα/.ής 
τής  μη  ενταύθα  αγωνιζομένης  Αθηνάς,  ένφ 
πράγματι  κομίζει  αυτόν  είς  τον  άπώτερον  ίστά- 
μενοΛ'  Απόλλωνα,  τον  άντίπαλον  καΐ  νικητήν 
τοϋ  αύλοΰντος  Μαρσύου  '.  Τέλος  όπισθεν  τοϋ 
Λιός  ϊσταται,  εν  μεγίστη  ταραχή  καΐ  εκπλήξει, 
δευτερεύων  τις  τοϋ  αγώνος  θεατής,   (περί  ου 


'  Έφημ.  Άρχαιολ.  1886  ρ.  1.  8.  Πίν.  1. — Κείπϊοΐι,  ΚέρετΙοΪΓβ 
άβ5  ν»565  ρεϊηίε  ΥοΙ.  Ι  ρ.  δΙΙ.'Ίδε  /.«ί  τήν  κατωτέρω  εικόνα άρ.  139. 


209 


Τη   ανάγλυφα   πλην   τών  επιτύμβιων 


κατωτέρ(ΐ)),  τεχνικώς  μ1•\'  άποτί'λώΛ'  τηΛ'  ύπύ  της 
συ[ΐμ!:.τρί(χς  άπαιτουμένην  άντίστοιχον  τΓ|  τοϋ 
Μαρσΰου  μυρφήν,  δια  δρ  της  στάσεως  αύτοϋ 
δη?α7)Λ'  τί|ν  φρίκη  ν,  ηΛ'  προκα?^εΙ  αύτω  ή  την 
στιγμΐ|ν  ακριβώς  ταύτην  γνωσθεΐσα  οικτρά 
μοίρα  τοΰ  Μαρσύου,  ου  τον  (χντίπαλον  σπεύδει 
νΰν  να  στέψϊΐ  ώς  νικητήν  ή  Νίκη. 

Β'.  "Ας  ϊδω[ΐε\'  Λ'ΰν,  κατά  πόσον  ύπο  μιΦο- 
λογικην  εποψίΛ'  δικαΐ()?ιθγεΐτ(ίΐ  ίν  τω  άγώΛ'ΐ 
τούτ(ι)  τοΰ  Απόλλωνος  ή  παρ()ΐ)σί(ΐ  τών  προ- 
σώπων τοϋ  (ϋναγλύφοί)  της  Μίίδρίτης. 

Πρώτον  μεν  ύ  Ζΐνς.  συχνότατα  έπΙ  τών  λοι- 
πών γΛ'ωστών  ήμΐν  πίχρίχστάσεων  της  έριδος 
τοϋ  Απόλλωνος  προς  τον  Μίχρσύαν  παρίστα- 
ται ώς  κύρυον  πρόσωπον  εϊτε  διιλ.  ώς  διαιτη- 
τής, μέγας  μεγαλωστί  κατέχϋ)\'  το  κέ,Λ'τρον  της 
ο\\\ς  παραστάσεοκ  ',  εϊτε  ώς  ύπατος  κριτιις  μα- 
κρόθεν επιβλέπων  έπι  τον  δλον  (/.γώνα  καΐ  άρτι 
την  Νίκην  καταπέμψας  ϊνα  στέψη  τον  Άπόλ- 
λων(χ  -."Αλ?^οτε  πάλιν  ό  Ζευς  παρίσταται  άπ?νώς 
ώς  διαιτητής  τοϋ  αγώνος  ^  εϊτε  τέλος  ώς  δικα- 
στής παρών  εις  τον  (ρρικίόδη  έκδαρμόν  τοϋ 
Μαρσύοΐ)  ^. 

Δεύτερον  δη  Νίκη,  ή  και  έπι  τών  λοιπών 
άπ?ιώς  Όυ[ΐελικών  αγώνων  τοϋ  καί)'  ή[ΐέραν  βίου 
συχ\'ότ(χτ'  (χπεικονιζθ[ΐένη  (ός  στείρανοϋσα.  τον 
νικΐΐτή\',  (ίδέ  ανωτέρω  τάς  εικόνας  άρ.  130-138), 
παρίσταται  πλειστάκις  έ\'  ταΐς  άρχαίαις  άγ- 
γειογρ(χφικαΐς  παραστάσεσι  της  έριδος  τοϋ 
Απόλλωνος  προς  τον  Μαρσύαν  άλλοτε  μεν 
άναμένουσα,  μετά  τοϋ  στεφάνοΐ'  έν  τη  χειρί, 
τήν  έκβασιν  τοϋ  (χγώνος,  ϊνα  στεφάνωση  τον 
νικήσοντα  •',  άλλοτε  δε  σπεύδουσα  κ(/.1  ήδη  στέ- 
φουσίχ  τον  νικι^σαντίχ  Απόλλοννίχ ''.  Ί*]πίσης 
εύρίσκο(ΐεν  αυτήν  και  έπΙ  τών  εις  το  (χΰτο  θέμα 
αναφερομένων  παρ(χστάσεων  τών  σαρκοφάγων ". 

Τρίτον  δ'  ή  Άύηνά  εΐναι  επίσης  εκ  τών  πολ- 


λάκις παριστ(/.ιιένων  ποοοίόπων  είς  τήν  μουσι- 
κήν  έριδα  ταυτην,  επί  τε  τών  αγγειογραφιών  και 
έπι  τών  σαρκοφάγοιν',  έ\'  οΐς  σπεύδει  προς  τον 
έν  αγνοία  της  κατάρας  αύτης  άναλαβόντα  τους 
παρ'  αυτής  άπορριφ^θέντας  (χύλούς,  εϊτε  ϊνα 
έμποδίση  αυτόν  τοΰ  αύ/ιήιιατος,  εϊτε  ϊν  άγγεί?ι.η 
αύτω  τήν  φοβεράν  τύχιιν,  ήτις  αναμένει  αύτό^'-, 
εϊτε  τέλος  ϊνα  κατά  το  δυνατοΛ-  βοηΟήση  τόν 
ένεκα  της  κατά  τών  αυλών  κατάρας  αυτής  τοι- 
αϋτα  μέλλοντα  νά  ύποστή  άτυχη  Σάτυρον. 

"Αξιον  δε  ιδιαιτέρας  σημειώσείος  εΐναι,  ώς 
ήδη  εϊπομεν,  ότι  ή  ΆΟηνά  τοϋ  άναγλύκρου 
τής  Μαδρίτΐ)ς  επ'αι  κίχτά  σχήμα  και  στάσιν 
ακριβέστατα  ή  αοτι)  προς  τή\'  Άΐ)ΐ)\'ά\'  τοϋ  περι- 
φή[ΐου  εκείνου  άτελοϋς  ανάγλυφου,  τοΰ  παρι- 
στώντος  τήν  'Αι%ινάν  και  τον  Μάραναν  κατ'όντι- 
γραφήν  διασήμου  έ'ργου  τοΰ  Μύρωνος  (ϊδε 
ανωτέρου  σελ.  1.'57  κ.  εξ.  Πίν.  ΧΧΜ) -,  όπερ 
άναγκαίως  φέρει  ήιιάς  εις  το  συμπέρασμα,  δτι 
και  ή  ΆΟιίΑ'ά  τοΰ  (/.νίίγλύφου  τής  Μαδρίτης 
άντεγράφη  άπο  παραστάσεως  αναφερομένης 
είς  τόν  αύτΟΛ'  μϋι')ον  τοϋ  Μιχρσύου,  ούχι  δε 
εκ  παραστάσεοις  γεννήσεως  τής  Αθηνάς  εκ 
τής  κεφαλής  τοϋ  Λιός,  κατά  τήν  εντελώς  άβάσι- 
μον  έκείνην  γνιόμην,   ής  έ(ΐνήσΟημεΑ'  ανωτέρω. 

Τέταρτον  δέ,  (ίί  τρεις  Μοΐραι  δεν  είναι,  ώς 
ένόμισ(χ\'  τίνες.  \'έ(ί  εντελώς  πρόσωπα  έν  τη 
έριδι  τοΰ  ΑπόλλίΟΛ'ος  προς  τόν  Μι/,ρσύαν.Άλη- 
ΰώς  ού  [ΐόνον  δεν  εΐναι  άπίθανον,  ότι  τινές 
τών  ανερμήνευτων  εισέτι  γυναικών  τών  αγγειο- 
γραφιών τής  έριδος  τοϋ  Μαρσΰου  παριστώσι 
ταύτας  ή  |ΐία\'  τι\'ά  τουλάχιστον  έξ  αύτ(ο\'.  άλλ' 
έχομεν  και  βέβαιο\'.  νο,ιιίζω,  παρ(χδειγ[ΐα  τοιαύ- 
της Μοίρας  άτρ<>π<>ν  και  ηλοής  Ι-ν  τή  από  ανε- 
πτυγμένου χειρυγρίχφου  ά\'αγι\'ωσκούση  το 
είμαρμένον  ή  τήν  άπόφασιν  τών  θεών  προς  τόν 
έν  γόνασι  Μαρσύαν  αγγειογραφίας  (;=τΕίκ.  1 39) 
άναφερο[ΐέ\'ης  είς  αύτό\'  τούτον  τόν  [ΐΰΟον  τής 


'  ΟνοΓόεοΙί,  ΚϋΠδΙιηγίΗοΙοξίε,  Αιίαπ  Τα£.  XXV,  1. 

'-'  ΟνεΛεοΙί,  ε.  ά.  Ταί.  XXV,  4. 

'  ΟνεΓΐ)βο1ν,  έ.  ά.  Ύαί.  XXIV,  23. 

^  ΟνοΛεοΙί,  ί.  ά.  Τϊ(.  XXIV,  23. 

■'•  ΟνεΛοοΙί,  ε.  ά.  Ύλ{.  XXV,  8  και  5. 

"  Ονε^ι3ε^1^,  ε.  ά.  Τ«Γ.  XXIV,  21,  22,  21,  25  και  XXV,  4. 

'  ΟνοΓΐ)εο1<,  ε.  ά. 


'  ΟνεΓΐ)εο1<,  ε.  κ.  Τίΐί.  XXIV,  24,  XXV,  5,8,11.  Ίδέ  και  άλλα 
μνημεία  άναιιιερόμενα  έν  ιιϊ)  σχετικώ  κειμένιιι  τοϋ  ϋνεπί^εοΐί, 
σελ.  43β  κ«Ί  4()0. 

'  Κβίζΐιΐβ  έν  τϊί  ΑΓοΗϊεοΙ.  Ζείιαη§,  1874  Τ.τΓ.  8.  — ΟχεΓίιεοΙ:, 
ΡΙαδΙίΙί  (3η  έκδοσις)  Ι  δ  208  ο. —  ΚαχεΙ,  ΜυηιιηιεηΙί  <1ε  1  ηιΐ 
&ηίίςιΐ6  Ι.  5  ρ1.  .33  —  ΚΓΪεάΓίοΙυ  -  νΥοΙΙείδ  ηο  456. 


210 


Λί'βοοπα    Ί^οιιηΐ) 


}\)ΐ?)()0  τ(ΐΰ  Άπ(')?ι?αην()ς  χκΐ  Μίίρσΰοι»  '.  1 1 
Μοΐηΐί  ΐΗ/.λιατίί.  (/.Γ'τη,  οΓισί/.  ό((  ί)(/?ιΐΐ()(((/.νθ)ς 
</.ντίγο(/.ΐ(  ()\'  τοΓι  (/.Γ'τοΓ'  .τοίοτοτΓ'.τοΐ'.  οι»  χγ/.!  \\ 
Μ()ϊρ(/  τ(Τ)ν  (ίν(Γ;λΓιΐ(ι(ον  τΓ|ς  Μ(/.(^(_)ίτΐ]ς  και  τοΓ' 
Τεί^ρΙ,  (/.\'(/.γιν(ί)οκί-ι  τώ  Μ(/.(>αιΊα  την  (χπό(ρ(/.πιν 
τών  ΙΙτίον,  (ίκπι|*)0)ς  /(/.ίΓ  ί|ν  αηγπί|ν  ί|  Χί/.ΐ| 
έκπρ}(πο[ΐή'η  ί»πο  τοΰ  εις  τη  ανο  (<κρον  ίσταμί-•- 
νππ   \ιο;  0τέ(|ηνΐ.  τον  κ(/.ί)Γ|ΐιι••\Ί)ν  νικΐ|τί|ν   Απ(')?.- 

λο)ν(ί,  ί)ΐ|λ(/.ί^)|  (ϊκρι- 
βώς  ως  αιπιβαίνρι  και 
ρπ)  της  Ι)ιηιι'•λΐ|ς  τΓ|ς 
Μ('.\'τιν!Μ'(/.ς,  (ος  (/.ίίτΐ| 
ί)((  '    ίιμιον    συνί••π"λ)|- 


I     ρώΠ  ΐ|  (^π'.  τών (/.ν(/.γλΓ'- 
φίον    τΓ|ς    Μαδρίτης. 
"Α?.λ(ος  ί^ρ,  και  το 
οίκεϊοΝ'  το)ν  Μ()ΐρ(7)\' 
προς  τάς  ί)  υιιρλ(/.ς  τών 
'^'•'""'   ■''■  μουσικών  (Λγών(ι)ν  ρΙ- 

να.ι  ιιρμαρτυρημρνον.  Οΰτως  ρ,ν  Σπάρτη  παρά 
την  Αρτρ[αί)α'()ρί]ρίαν,ήτις  πρυΐστατο  τών  μου- 
σικών άγώ\'ω\',  παρίσταντο  αϊ  Μοϊραι  Λαχέοεις  ". 
Ένθυμηθώμρν  προς  τούτοις,  οτι  ρνταΰΟα 
πρόκειται  περί  (ΐνημείου  ιδιαζούσης  δλως  φύ- 
σεως. Ά?.)ΐθώς  πάντα  σχεδόν  τα  περισωθέντα 
μνΐ)μεΐα  της  ρ'ριδος  τοϋ  Άπό?ιλο)νος  προς  τύ\' 
Μίϊρσύαν  είκονίζουσι  τον  ιιϋθον  ώς  ούτος 
διρπλάσθη  ύπο  της  αττικής  κωμορδίας,  ασπόν- 
δου ρ/Οράς  τΓ|ς  (ίύλητικής.  Το  ή[ΐέτερον  όμως 
μ\Ί]μρ,Ιον  είναι  άρκαδικόν,  και  δη  έκ  της  Μαλ'- 
τινείας,  ρ'νΟα  ρξόχως  ετιμάτο,  ώς  εϊδοιιεν,  ή 
νειοτεριστική  ιιουσική.  Είναι  επομένως  άπίϋα- 
νον  ότι.  οι  Μαντινεϊς  θ'  άντέγραφον  έπΙ  της 
θυιιέλης  αυτών  απλώς  τον  άττικόν  μΰθον,  άφοϋ 
δια  της  ρπισήιιου  παραδοχής  τής  νεωτεριστι- 
κής [ίουσικής  τών  Τιμοθέου  και  Φιλόξενου 
άπρδριξαν  ότι  δεν  συμμερίζονται  το  αγριον 
μίσος  τών  Άθιιναίων  ώς  προς  ταιΊτην.  Λοιπόν 


διά  της  π(ίρενί)ρ.πε(ΐ)ς  τών  Μοιρών  έν  τι)  παρα- 
στ(/.σρι  (/.πόλλυσιν,  ώς  δκχ  μαγείας,  ό  [ΐΰθος 
τον  άγριον  αίιτοΰ  χαρακτήοί/.  κατά  τής  αύλη- 
ηκής  (ίουσικής,  τής  (/.ντιπροσο)πευ()(ΐένης  υπό 
τοΰ  εκδαρέντος  Μίΐρσύου.  Ά?.ηΙ)ώς  άν,  κ<λτά 
τους  Μαντινρϊς,  μί|  ή  ύπεροχί)  τής  λύρας  τοϋ 
'Από?^.ωνος,  μηδ  ή  κρίσις  τής  θεάς  τής  σοφίας 
'Αί)ΐ]νάς  ή  τών  Μουσών  ήσαν  εκεϊναι,  ύφ'  ών 
ήττιμίη  και  κατεδικ(ίσί)η  ή  αύλητικί|  τοϋ  Μαρ- 
συου,  (χλλ'  αϊ  ΜοΙραι,  ήτοι  τό  ένεκα  τής  γΛ'ο^- 
ατής  κί/τίίρας  τής  Αθηνάς  πε.πρωμένον  (ϊδε  σε/^ 
1  42  και  14ίί),  τότε  ή  παράστασις  τής  έριδος  τοϋ 
Μ(/.ρσύου  προς  τόν  Απόλλωνα  απεκδύεται  εντε- 
λώς. επΙ  τής  Ηυμέλης  τής  Μαντινείας,  τόν  άττι- 
κό\'  χαρ(/.κτήρα  τοϋ  ι/.σπόνδου  μίσους  κατά  τής 
αΰλΐ)τικής,  άπο(^αίνει  δ'άπλοϋν  σύμβολον  ευγε- 
νούς μουσικής  ά(ΐίλλ)|ς  μεταξύ  ιποτίικον,  καθ'ήν 
πεπρο)μένως  κ«1  (/.ναγκαίως  ό  εΐς  {)ά  ήττηΟτ), 
χιορις  έ'νεκα  τούτου  και  νά  άτΐ(ΐασί)Ίί  ή  περι- 
τρρονιιΟή.  Ό  έπι  τής  0'υιιέ?^|ς  ταιηης  τής  Μ(/.ν- 
τινείας  ηττηθείς  θνητός  μουσικός  ήδύνατο 
κατερχόμενος  αυτής  νά  παρήγορη  ί)  ή  βλέπο)ν 
ρ,π'αύτής  ώς  κριτός  τάς  άφύκτους  Μοίρας•  συγ- 
χρόνως δε  ήδύνατο  νά  είναι  βρβαιος  οτι  ούδεις 
θέ/ιει  εμπ(/.ίξη  αυτόν,  διότι,  έν  τή  άρχαιότητι, 
ό  ύποκιπ()(χς  εΐς  τό  ιιοιραΐον  ήτο  άξιος  παντός 
σεβασμού,  οιαδήποτε  και  αν  ήτο  ή  αξία  αϋτοϋ. 
Όντοος  έν  τή  'Οδυσσεία  (χ-  412-41;^)  έιι- 
.ποδίζων  ό  Όδυοσευς  την  Εύρύκ/^ειαν.  την  θέ- 
λουσαν  έπι  τή  θέα  τών  πτωμάτων  τών  μνη- 
στήρων νά  έκφραση  μεγαλοφ(όν(ι)ς  την  χαράν 
αύτης  ΐπΐ  τω  θανάτ(ι)  (ίύτών,  λέγει  προς  αυτιών 
τό  υψηλό  ν  εκείνο  ρήμα  τής  αρχαιότητος,  οτι 
«ούχ  όσίη  κταμενοιπιν  ίπ  άνόράοιν  εύγετάασϋαι, 
τούσδε  Άε  ιιοΐρ  έόήιιηππε  ί^ε((«'» '. 


'  υν6Γΐ)βε1ί,  έ.  ά.νλίΐϊδ,  Ύαί.  XXV.  4•  —  ΑγοΗ.  ΖοίΙ.  18β!» 
ρ.  42. — ΗαιίδεΓ,  ΑγοΙι.  Αηζβί|;.  1890  ρ.  68. — Ηβχάβηΐίΐηη  3231. — 
δ.  ΚείηαοΙι,   ΚέρεΓίοίπε  τόμ.  Ι  σελ.  405. 

-Ο.  Ι.  Ογ.  1444.  —  ΡΓβΙΙβΓ-ΚοΙιβΓί.  ΟΓίβοΚ.  Μ)ΊΗο1ο2ίε. 
σελ.  308.  3. 


'  Ό  Πολίτης  (σελ.  69)  <ρρονεΙ  οτι  ιά  ομηρικά  ταύτα  ρήματα 
οϋδεμίαν  εχουσι  οχέσιν  προς  τάς  δοξασίας  τών  άρχαίίιη-  περί 
άγ<»ν(•)\•  και  περί  Μοιρώλ•.  διότι  αναφέρονται  εις  άλλον  κι'ικλον 
ιδεών,  είς  τήν  .πίατιν  οτι  ή  Λεία  νέιΐΐσις  αϋστιιρώς  τιμοιρεί 
τήν  υβριν  τοϋ  χαιρεκακοΟντος  .  'Ομολογώ  <>τι  έγιι)  δέν  δύνο- 
μαι, δυοτυχώς,  νά  εννοήσω  τάς  /,^ττεπιλέπτους  διακρίσεις,  είς 
ίϊίς  προβαίνει  ό  δεινός  μυδολύγος.  "Εν  κοΐ  μόνον  γνωρίζιο, 
δτι  .-ταροιμιώδες  ήτο  παρά  τοις  άρχαίοις  Έλλησι  τό  ^μηδενι 
ανμψοράν  όνηδίο;/;•  κοπή  '/ϊιρ  η  ιί'χη  χαί  τό  ηέ/./.ον  άόρατον». 
Έπομένο)ς  οπόθεν  δήποτε.  είτε  άποφάοει  τών  .Μοιρών  ή  τής 


211 


Τη  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


Τέλος  υπολείπεται  να  δίκαιολογησίομεν  τί|ν 
έν  ττ)  εριδι  τοϋ  Άπ()λλ(ονος  προς  τον  Μαραύαν 
παρουαίαν  της  όπισθεν  τοϋ  Λιός  ιστάμενης 
πελεκνψόρον  /ιορί/ιής,  ήτις  ακριβώς  ει\'αι  εκείνη, 
έφ'  ής  έστηρίχί3ιι  ή  έρ[ΐηνεία  των  φρονούντο)ν 
δτι  ολόκληρος  ή  πιχράστασις  των  ανάγλυφων 
της  Μαδρίτΐ|ς  και  τοπ  Τκι^βΐ  (χναορέρεται  άσφα- 
λ(7)ς  εις  τί|\'  γεΛ'νησιν  της  Άθηνίϊς,  ώς  της  πε- 
?ι,εκυφυρου  τ(/.ΐ)τΐ|ς  [ΐορ(ρής  είκονιζούσης,  κατ 
αήτούς,  τον  δια  τοΰ  πελέκεως  δκίΐρέσαντα  την 
κεφα?\.ήν  τοΰ  Διός  "Ηφαιστον,  ΙΙαλαμάονα, 
Προμηθέα  ή  Έρμήν,  κατά  τους  διαφόρους  μύ- 
θους '.  'ΙΙ  έπΙ  πλείστων  άλλϋ>ν  μνημείο)ν  (ανα- 
φερομένων εις  την  γέννησιν  της  Ά{)ην(7.ς  εν 
ό(ΐοία  (ίκριβώς  στάσει  έκπλήξειος  παρουσίίί  τοϋ 
πελεκυφιόρου  Ηφαίστου,  συνδυαζόμενη  [ΐάλι- 
στα  προς  την  βεβαίαν  φαινομένην  π(χρουσί(/.ν 
και  των  Μοιρών  επί  τινο^ν  των  αυτών  μνημείων, 
καθιστά  εκ  προ)της  όψεως  πιθανωτάτι^ν,  ά\'  μη 
βεβαίαν,  την  έρμιινείαν  ταύτην  τοΰ  μνημείου, 
διό  και  δικαίως  έπ'  αυτής  κυρίίος  έστηρίχΰη- 
σαν  οι  μετά  την  πρ(ί)την  δΊ]μ.οσίευσιν  τής 
παρούσης  μελέτης  άποκρούσαντες  την  γνώμην 
ημών  ΗίΐιΐδβΓ  και  Πολίτιις.  Τούτου  δ'  ένεκα 
ανάγκα  ιον  θεωροΰμεν  νά  έπανέλ•Οω[ΐεν  Λ'ϋν  λε- 
πτομερέστερον  και  έντονώτερνον  έπι  τοϋ  ζητή- 
ματος τούτου. 

"Οσον  και  αν  (ραίνηται  βεβαία  εκ  προ)της 
όι|)εως  ή  γνίόμη  τών  σχετιζόντων  την  παράστα- 
σιν  τών  (ΐναγλύφιον  της  Μαδρίτης  προς  τφν 
γέννιισιν  τής  Αθηνάς,  π(ίρατηροϋμεν  εν  πρώ- 


Τϋχης,  εΪΓε  ένεκα  κατάηας  ιι'ις  Άβηνάς  κ(ΐΊ  άν  .-τροήρχειο 
ου(ΐφορά,  οία  ή  τοϋ  υπό  τοϋ  Απόλλωνος  έν  ήγώνι  ήττηΟέν- 
τος  Μας>σύου,  ό  δυστυχήσας  δέν  ήδύλ'αιο  άτιμίορητι  ν('χ 
|ΐυκτηρισΟ|ι  ίιπό  τίνος  χαιρεκακοϋντος.  Περί  τούτου  ισχυρί- 
ζομαι δτι  ήδιΊνατο  νά  είναι  βέβαιος  κα'ι  ό  θνητός  ό  ήττιιΟεΙς 
εις  τους  <)υ(ΐελικούς  αγώνας  της  Μαντινείας,  ιον  τό  βη|ΐ« 
τοιαύτα  ί'((ιερε  ού|ΐβολα. 

'  Φιλοδι'ιμου,  περί  εΰοεβεκις  ΰί!  μι.  31  εκδ.  Οοηιρβτζ:  >  (Ζευς) 
τήν  κεφαλι'ιν  ύπό  Ηφαίστου  διαιρείται,  κατά  δέ  τόν  Εΰμολπον 
ή  τόν  αυνθέντα  την  ποίι^σιν  υπό  Παλαμάονος•  ενιοι  δ' ύφ' 
Ερμού  παραδεδώκασιν  καΐ  τών  άρχαίιον  τινές  δημιουργών 
τούτον  παρεστώτα  τω  Διΐ  ποιούσι  πέλεκυν  έ'χοντίί.  καΟιίπερ 
έν  τω  τής  Χα?.κιοίκου•'. — 2χύλ.  Πινδ.  Όλυμπ.  VI!,  66  ρ.  170 
εκδ.  Βοοοίίΐι:  έν  τοΤς  Μουσαίου  Παλαμάων  λέγεται  πλήξαι 
τού  Διός  τήν  κεφα?.ήν,  δτε  τήν  ΆΟτινάν  έγέ\'\'α•  έ'νιοι  δέ  τόν 
Προμηθέα  λέγουσιν  2(ι)σίβιος  δέ  Έρμήν  φησιν». 


τοις  δτι  αύτη  και  (κννη  ή  προς  τά  δεξιά  στρυ(ρ(| 
τών  Μοιρών  τοϋ  (/.ναγλύφου  τής  Μαδρίτης  καΐ 
ό  τρόπος  [ΐ,ειΤ  ου  στρέφουσι  τά  νώτα  προς  τόν 
Δία    και    τή\'    Άθηνάν  δηλοϋσι  σαφώς   παντΐ 
έλευθέρίος  σκεπτο[ΐέν(ΐ)   έρευνητΓι,  οτι  ή  κυρία 
σκηνή,  εις  ην  παρίστανται  αϊ  ΜοΙρ(/ι  αύται,  δεν 
συ(ΐβαίνει  μεταξύ  Αθηνάς  καΐ  Διός,  άλλ'έΊ.ιπρο-    ,^ 
σθεν  τών  Μοιρών,  Γ|τοι  εις  τό  δεξιόν  μέρος,  τό 
και  έλ?ν,εΐπον  έπι  τών  ανάγλυφων  τής  Μαδρίτης 
και  τοϋ  Τε^^'βΙ.'Άν  προέκειτο  περί  τοϋ  ίΚλύματος 
τής  άναπηδήσεως  τής  'Αΰηνάς  έκ  τής  κεφαλής 
τοϋ  Διός,  έδει,  ώς  έπΙ  πάντων  τών  γνο)στ('ϊ)ν  ί)(ΐΐν 
πολυαρίθ[ΐ(ΐ)ν  ιινηιιεί(ΐ)\',   τών  είκονιζόντων  τήν 
γένΛ'ησίΛ'  τ(ίύτΐ)ν,  αϊ  Μοίραι,  ώς  καΐ  πάντες  οί, 
λοιποί  πίίριστάμενοι  θεοί,  ν'ίϋτενίζωσιν  έν  Οαυ- 
ιιασμώ  προς   μόνον  τό  καταπ?.ηκτικόν  θαϋμα 
τής  έκ  τής  κεφίχλής  τοΰ  Διός  (ή'ΐίπηδήσεοις  τής 
Αθηνάς,   ενώ  αύται,  έπι  τοΰ   μνιιμείου  ημών, 
ατρεφονπιν    ι'ώιαφόρως   τά    νώτα    προς    τά    δύο 
κύρια  πρόσο)πα  τοϋ  περί   τής  γεννήσεως  τής 
Αθηνάς  [ΐύΟου,  άποβλέπουσι  δέ  προς  τό  δεξιά 
έλλεΐπον  μέρος  τής  ο?ιης  παραστάσεως,  προς  ο 
και  ό   Ζευς  ατενίζει   κ(χί    ή    Άί)ΐ]νά  σπεύδει  ! 
Επομένως  ου  μόνον  δί-\'  πρόκειτ(/.ι  ■.<άσφαλώς» 
περί  γεννήσεο)ς  τής  ΆΟιινάς,  αλλά  και  επιβάλ- 
λεται υπό  τής  στοιχειωδέστατης  λογικής  τό  εναν- 
τίον συμπέρασ[ΐα  και  ή  σκέψις,  ότι  ουδε(ΐία  ερμη- 
νεία τής  παραστάσεως  ταύτιις  δύναται  νά  ειν(ίΐ 
άσφα?^,ής,   έφ'  όσον  άγνοοϋ(ΐεν,  τίνα  τά  έν   τώ 
έλλείποντι  νϋ\'  μέρει  (ίπεικονιζό(ΐε\'α  πρόσωπα. 
Έπειδί)  λοιπόν  άνεγνωρίσαμεν  ήδη  πρώτον  μεν 
ότι  ή  ΆΠηνά  της   έν  λόγω   παραστάσεως  είναι 
απαράλλακτος  <Ιμ8  αιιί  ιιπίίβάβιιίεικίκ  £ΐηζρ1- 
Η^ίΐϋπ  '     πρύς  τήν   Άθηνάν  έτέρίον  μνη[(εί(ι)ν 
τοΰ  μύθου  περί  τών  αυλών  τοϋ  Μαραύου,  δειΊ- 
τερον  δέ  δτι  και  ή  άναγινώσκουσα  τό  χειρόγρα- 
φιον  Μοίρα  τών  ανάγλυφων  τής  Μαδρίτης  και 
τοϋ  Γβϊ^βΐ  άνταγράί/')!  έκ  τοϋ  αύτοϋ  πρωτοτύπου 
εξ  ού  και  ή  έν  άγγειογραφιία  αναφερομένη  ε'ις 
τόν  μϋΒον  τής  ε'ριόος  τον  Απόλλωνος  και  Μαρ- 
αύου   Μοίρα  ή  Μούσα,   ή   άναγινώσκουσα  τω 


'   3ο1ιηοίϋεΓ,  Οίε  Οβί)ΐΐΓΐ   ιΙεΓ   Αΐΐιβηα    5.  ί59.  —  "Ιδε    και    έν 
ταύθα  άνωτέρ(^)  έν  σρλ. 


—   212  — 


Αΐϋονσα    Έρ/κιο 


Μ(/.οαιΉ/.  τί|\'  (/..-τ(Ί(((/.οιν  τόη'  ί)ρ(ην(Εΐκ.  1Μ!Ι), 
^ι'()\'  κ(/.τ  (/.ν(/.γκΐ|\'  ν(/.  οΐΜΐπι•ο(/.\'(ΐ)ΐΐΓ\'  οη  τών 
άνίΓ/λι'κροη'  τοϋ  Γ(•^(•1  κ«ΐ  της  Μαδρίτης  το 
ρλλρϊπον  [ΐέρος,  ρπο|ΐρ\'ίος  κί/.1  το  ο/.ον  τΓ|ς  πί/,ρα- 
ατάαρως,  άνεφέρετο  πιί)(/.ν(ί)Τ(/.τ(ιΐ  ι-ίς  τον  (/.ΰτόν 
ΙιΰΙΙον  τοΰ  Άπ()λ?Λ)νος  χιά  τοϋ  Μαρσι'κη». 

Ι  Ιούς  τ()  συμπρρασ[ΐα  τούτο  πιιμψίονεί  και  το 
γργοΑ'ος  δτι  και  ό  θεατής  της  οκηνής  Ζευς  και  ή 
στε<('ανη((Η')ρος  Νίκΐ)  τών  (πΊτώΛ'  (/.ναγλύίρων  της 
Μαί^ρίτης  καΐ  τοΓ'  Γιι^ΐ'Ι  εί'ρίσκονται  πολλάκις 
εν  (Μΐοία  Οεσρι  και  στ<ίσει  εν  πο^^^αΐς  τών  (/.ρ- 
χαίονν  παραστάσείον  τοΰ  αύτοϋ  μύίΐου  της  έρι- 
δος τοϋ  Απόλλωνος  προς  τον  ΜίίρσιΉη' '. 

ΙΙερι  δε  τοϋ  τρρροντος  τον  πελεκί'ν  νεα- 
νίου  παρατηροϋμεν  ίν  πρ(ότοις  οτι  οί  ποΓροΐ 
μεγάλως  διαΓρίονοϋαι  προς  (χλλήλοκς  ώς  προς 
το  ο\Όΐΐ(/.  (/.ιΊτοπ,  ι'η'ομί/.  οπεο  \'ομίζ(ο  οτι  (Ή^ί-'ί- 
λομεν  να  γνο^ρίζωμεν  (/.αίραλώς  πρΙ\'  η  ζ^ΐτή- 
σ(ι)μεν  να  δικαιολογησομεν  τήλ'  παρουσίαν  αύ- 
τοϋ εν  οκΰδήποτε  [ΐύϋχρ.  Οι  (ΐεν  εκίχλεσαν  αύτον 
"Ηψαιστολ'"  άλλ'  εις  τοϋτο  άντιπαρετήρησαν 
άλλοι -,  δτι  ό  "Ηφαιστος  ούτος  παραδόξως 
δεΛ'  εΐνίχι,  ώς  έδει  Λ'ά  άναμένωμεν  (ώτήν,  ηλι- 
κιωμένος και  πωγο)νίας  η  χ(θλ()ς,  ούδε  ιρέρει 
τον  κωνικδν  πΐλον  και  την  στερεότυπον  έξο)- 
μίδα,  και  εν  ιιια  /νέξει  <>ύ<)ί:μίαν  ε/ει  όιιοιύτητα 
προς  οιανδήποτε  γνωστήν  εικόνα  ή  περιγρα- 
φί]ν  τοϋ  Ηφαίστου. 

"Αλλοι  πάλίλ',  ϋεωροϋντες  εκ  τών  προτερωχ' 
βρβηίαν  την  (/.ττικην  προέλευσιν  τοϋ  πρωτοτύ- 
που τών  άναγλύίρων  της  Μαδρίτης  και  τοϋ 
Τ6§-6ΐ,  έκάλεααν  τον  φέροντα  τολ'  πέλεκυΛ'  νεα- 
νίαν  ΠρομτιΟείί  συικρίόνιος  όψίμω  τι\'ΐ  ατ- 
τική παραδόσει.  Άλλα  και  εις  τοϋτο  αντετά- 
χ()η  δτι  ό  Προμηθεύς  ούδέποτ'  εικονίζεται  ο)ς 


'  Κβίηΐΐεΐι,  ΚερεηοΪΓε  (1ε5  νίΐ5β5  ρείηΐΒ  ρ.  14=Ζεύς  ιστάμενος 
•εις  τό  άριστερόν  άκρον  της  παραστάσειος  ώς  κριτής  τοϋ  αγώ- 
νος και  έκπέ(ΐπ(τ)ν  Νίκην  ϊνιι  οτέ<|ιιι  τόν  νικητήν  Άπόλλιονα. — 
ρ.  405:  Ζευς  καημένος  υπεράνω  τών  διαγιι)νιζομέν(ι)ν  και 
έκπέμψας  Νίκην.  ήτις  στέφει  νΰν  τόν  νικητήν  Άπόλλιονα. — 
ρ.  -Ιυβ:  Νίκη  καθιπτα(.ι«\•η  και  στέφουσα  τόν  νικητήν  Άπόλ- 
λ(ι)να.  —  ρ.  4.52:  Ζευς  προεδρεΰοη•  τοϋ  αγώνος,  καθήμενος 
μεταξύ  Άπό?ι?ι(ονος  και  Μαρσΰου. — ρ.  511 :  Νίκη  σπεύδουσα 
ί'\'α  στέι|ιχι  τόν  Άπόλλιονα,  ένώ  ακόμη  αύλεϊ  ό  Μαρσύας  κτλ. 

-  8εΙιηείάεΓ  ε.  ά.  ί>.  36. 


νεανίας,  (χλλά  κ(/.τα  καν()να  μεν  γεΛ'ειών,  πάν- 
τοτε δί•  (/.\'ήο   προ[1ε|•5ηκ(Ί»ς    ίΊδΐ|   την  ήλικίαν  '. 

Τοϋ  δι-  ΙΙαλα[ΐ(/.ονος  οΰδενός  άλλου  δντος, 
ώς  γνίοστυν  -,  ή  αύτοϋ  τοϋ  Ί  Ι<ραίστου,  ή  όνο- 
μασίίχ  αΰτη  προσκρούει,  ϋ)ς  προς  την  έν  λόγο) 
μορ((ήν,  εις  τα  (χΰτά  έπιχειριμιατα,  εις  α  και  η 
τοϋ  Ή(ραίστου. 

Γέ?ιος  ό  Έρμης,  προς  δν  υπέρ  πάσαν  άλλτ\ν 
(ΐοριρην  ομοιάζει  ύ  φέροη'  τον  πέ/ιεκυν  νεανίας 
ίμιών,  ό  τούτου  ένεκεν  οϋτο)  κ/.ηθείς',  ού  μόνον 
έπ'  ούδε[ΐιάς  άλλης  τών  κατά  χιλιάδας  άριίΐμου- 
μένων  άρ/αίων  εικόνων  αύτοϋ  και  μ(/.λιστα  τών 
έν  ταίς  παραστίχσεσι  της  γεννήσεως  της  Άθΐ]- 
νάς  (ρρρρι  πέλεκυν,  ά/.λά  καΐ  αί  παραδόξιος  άπο- 
δίδοιισαι  αύτώ  το  φ^όρηιια  και  το  έργον  τοϋ 
'ΙΙφαίστου  έν  τω  [ΐύΰο)  της  γεννήσεο)ς  της 
Άθΐ)νάς  πηγαι  *  φαίνονται  άσίρα/.ώς  όφ^είλου- 
σαι  την  ΰπαρξιν  αυτών  εις  συγγνωστήν  π?.άνην 
έ\'ός  ή  π?ι,ειόνο)ν  όι|)ίμο3ν  ανθρώπων, αδαών  περί 
την  διάκρισιν  τών  έπ'  αρχαϊκών  μνιιμείίον  της 
γεννήσεο)ς  της  Άθΐ]νάς  είκονιζοιιένων  θεών. 
Ά?α]ί)ώς  δε  καΐ  νϋν  ό  άποβ/.έπων  εις  τάς  επ' 
άγγείοιν  (χρχαϊκάς  παραστάσεις  τοϋ  [ΐύθου  της 
γεννήσεο)ς  της  Άθι^νάς  δύναται  ευκόλως  Λ'ά 
σύγχυση  τον  Έρμήν  προς  τόν  άμέσο)ς  παρι- 
στά(ΐενον  αύτώ  πελεκυφόρον  "ΙΙφαιστον,  δΐ()τι 
και  ή  εξωτερική  δψις  άμφοτέροιν  είναι  ομοιό- 
τατη και  τό  δνο[ΐα  Έρμης,  δν  άναγεγραμμένον 
μεταξύ  Έρμου  και  Ηφαίστου,  δυνατόν  ν'άπο- 
δοθη  εξ  αγνοίας  ή  εύκολου  συγχύσεοις  εις  τόν 
"ΙΙφαιστον,  δστις  μάλιστα  εΐναι  ενίοτε  ό  μόνος 
φέρων  υποδήματα,  ών  τα  προς  τα  όπίσο)  έξέ- 

'  Αυτός  ό  ."ίϋΗηεϊίΙεΓ  (ε.  ά.)  δ.  37,  εις  δν  .τρώτυν  όφεί/.ειαι 
τό  όνομα  Προμηθεύς,  γράορει  ορθώς :  Κβαηι  ίη  ΗδΙιετίπ»  Οτκΐε 
(ΙϋΓΐιε  ιιηδετε  Γϊ§ιιγ  !ΐαΙ  άαη  εΓίΙεη  ΒΙϊοΙί  άειη  ηίοΐι  ΗίρΗ»ε8ΐο5 
ϊΐη  Ιιϊαϋςδίεη  ^εηαηηΐεη  ΟεόιιΠϊΙιεΙίεΓ  ΡποπιεΛεϋΒ  εηίδρτεοΐιβη. 
\νεί[3ΐΐ5  <1ίε  ϋΙ)εΓ«ίε2εη(Ιε  Αηζαίιΐ  ά&τ  Ληί  ΓΟίηΐδοΙιεΓ  Ζεϊΐ  ίίΐίης 
ςεΙιΗεΙιεηεη  Μοηυποεηΐε  Ιιεηηι  ίυοίι  ιΓιεδεη  ιιιΐΓ  2Ι5  ΒϊΓΐίββη 
Μαηη  3ΐι£  νοΓ§ε5θ1ΐΓίΙΙειιεΓ  Α11βΓ55ΐαίε  ιιη(1  ηίοΐιΐ  3η<1εΓ5  εΓ5θ1ιείηΙ 
βΓ  ίη  (Ιειτι  ΙηπεηΒίΜε  βΙηεΓ  δοΗοηεη  νοίοεπίετ  Κνίϊχ,  ννείοΐιεκ 
άίε  ΒεβΓϋίϊυπ^  (Ιε*  ίη•<1ειι  01}τηρ  αιιί^^ηοιηηιεηεπ  Τϊΐ3ηεη 
(ΙιίΓεΙι  ΗεΓ»  ζυιη  Οε^εηϋαηά  Ιιαί,  »ίε  ετ  ιΐεηη  »υο1ι  .ιιιί  είηετ 
ίΐΐεη  Βδδίί  ίη  άΐτ  .Λΐΐίΐΐεηιίε,  εμ  ιΐετ  3εϊΐε  άε5  ΙΙερΗϊείΙο.',  αΐϊ 
άετ  ϊΙΙεΓε  άαΓ^εδίίεΙΙι  ν/Λτ  (σχολ.  Σοφοκ.  Οίδ.  έπί  Κολ.  στ.  56)». 

'-'  ΚοδοΗεΓδ  Μγώ.  Ι^εχ.  5.  ν.  Ρϊΐϊωϊοη  (5.  1264). 

^  λΥοΙιεΓβ  -  ΡΓίε(1εΓίο1ΐ5   δ.  735. 

'  "Ιδε  αυτός  άνιοτέρίο  έν  σελ.  212  σημ.   1. 


—   213   — 


'Γά   άνάγλν(/'α   πλην   των   Ρπιτνιιβίων 


/οντά  (ϊκρα  ήδύνατο  6  επιπόλαιος  θεατής  τοαν 
αρχαϊκών  εικόνων  καΙάναγλύΓρο)ν  να  έκλάβΐ]  ως 
τα  πτερά  των  πεδίλοιν  τοΊ3  Έρ[ΐοΰ '.  Ή  γνιόμη 
αΰτη  ενισχύεται  ύπο  της  παρατΐ]ρήσεϋ)ς  δτι  ό 
έπι  Πτο?»,ε[ΐαίου  Β'  άκμάσας  γρημμαιικος  Σω- 
σίβιος, ό  μύ\Ός  όνομαστί  αναφερόμενος  ως 
καλέσας  Έρμήν  τον  πλήξαντί/.  τί|\'  κεφα?ιή•\'  τοΰ 
Διός,  ήτο  Λακεδαιμιννιος,  δστις  βεβαίως  άνεχρε- 
δετο  εις  τα  εν  τω  εν  Σπάρτί]  \'αω  της  Χαλκιοί- 
κου  αρχαϊκά  ανάγλυφα  τοΰ  κατά  τάς  αρχάς  τοΰ 
^'  αιώνος  π.  Χ.  (5.κ(ΐάσαντος  Γιτιάδίί,  εν  οίς 
κατά  τον  μόλις  περί  το  Γ)()  π.  Χ•  άκμάσ<λντ(χ  έπι- 
κοΰρειον  Φι?ίόδημον  "ενιηι  (πιΌανώτατα  μόνος 
ό  ρηθεις  Σ(οσίβιος)  έ'βλεπον  τον  Έρμήν  παρε- 
στώτα  τω  Λιΐ  και  πελεκυν  έχοντα   ^. 

Άλλ'  έστω!  παραδεχθώ[ΐεν  προς  στιγ^ιήν  ώς 
βέβαιον  ότι  έπΙ  των  ανάγλυφων  τοΰ  Τ6ί>•β1  καΐ 
της  Μαδρίτης  εικονίζεται  ο  "Ηφαιστος,  ό  Ερ- 
μής ή  ό  Προμηθεύς,  καΐ  μίχλιστ'  (χντιγραφείς, 
ώς  {}έ?^ουσι  νΰν  οι  πλείστοι  των  αρχαιολόγων,  εκ 
τοΰ  ε'ις  τήνγέννησιν  τής  Άθιινάς  άναφερο|ΐέ\Όυ 
((ΐειδιακοϋ  αετώματος  τοΰ  Παρθενώνος.  Κατά 
τί  τοϋτο  {)ά  προσέκρουεν  εις  την  ύπόΰεσιν  δτι 
εις  τών  ι)εών  τούτων  ήδύνατο  ν'  άπεικοχ'ΐ- 
σθή  [ΐετά  τοΰ  φορήματος  τούτου,  ώς  τόσοι  άλ- 
λοι θεοί  και  δαί(ΐονες,  θεατής  τοΰ  αγώνος 
ιιεταξύ  Από?ιλωνος  καΐ  Μαρσύου;  Ό  ποιήαας 
τά  ανάγλυφα  τής  θ-υιιέλης  τής  Μαντινείας  έχων 
ανάγκην  μορφής  (/.ντι στοίχου  το  σχήμα  προς 
τήν  τοΰ  Μαρσύου,  ου  τήν  μορ(ρήν  άπε[ΐιμή9η 
κατά    την   όμολογίαν   (χύτών    τών    Πραξιτελι- 


'  "Ιδε  τοιαύτας  τινάς  άρχαϊκάς  «γγρ.ιογρα(ρίας  τοΓι  μύθου 
τής  γεννήοεως  τής  Άθηνας  παρά  ΚείπηοΗ  ε.  ά.  τόμ.  Λ'  οελ. 
150,198  (=Μοηυηΐ6ηΙί  άβΐΐ'  Ιηδί.  III,  5(5,  IX,  55)  κτλ. 

■  Ό  κ.  Πολίτης  (σελ.  (ϋ  σημ.  1)  προς  μαρτυρίαν  τοΟ 
ΟΤΙ  ο  Γιτιάδας  έν  Σπάρτη  απεικόνισε  τον  ' Εομήν  πλήττοντα 
τήν  κε(ραλήν  τοΰ  Διός  παραπέ(ΐπει  καΐ  εϊς  τον  Παυσα\•ία\• 
(Γ",  ιζ',  3)•  'Λλλ'  ό  Παυσανίας,  ού  ή  τοιαύτΐ)  μαρτυρία  ήίίελεν 
έχει  μέγα  κΰρος  δι'  ήμας,  ον^'εν  τοιούτον  λέγιι,  ώς  γρ(«ρωλ• 
απλώς  δτι  «έπείργασται  δέ  και  τά  ές  τήν'Α-Οηνάς  γένεσιν  κα'ι 
Άμφιτρίο)  κα'ι  Ποσειδών».  Τοΰ  Έρμου  ουδέ  τό  όνομα  καν 
αναφέρει  ό  περιηγητής. 

■'■  Κου^έΓΕϊ,  Μαηΐίηέε  ρ.  5β2  ;  Οη  τεϋοηηηίΐ  ςιιείςϋ'απδ  (Ιβδ 
ηιο(1έ1ε5  3η!έΓΪευΓ5  <]οη[  ηοΐιε  αυίειίΓ  β'εϊΐ  ΙπϋρΪΓέ  εη  Ιε»  ίΐιίαρ- 
(αηί  α  5οη  δΐιίεΐ.  Ι^ε  Μ3Γ5χ&5  εδί  ιιηι;  Γέιηίηίδεεηοβ  ίηιΐέηίαύΐί 
(1ε  οεΚΓι  (Ιε  ΜχΓοη.— ΡεΓΓΟί,  Ι'ΓπχίιέΙε  ρ.  39  :  Ι^ε  πιουνεηιεηΐ  (1ιι 
ΜίΐΓ5>•ίΐ5  εϊΐ  εηιρΓαηΙέ  3  ιιηε  δίαΐυε  οέΐέϋιε  ιΐε  ΜγΓοη. 


κών  '"  εξ  έργου  τοϋ  Μύρο)\Ός,  ήδύν(/.το  κάλ- 
λιστ(/.  ν'  (ίντιγρ(/.ι|ιΐ)  τον  τήν  όπαιτουμένην 
συμμετρίαν  π?ιΊΐροΰντα  πελεκυφιίρον  τοϋ  φει- 
διακοϋ  άετώ}ΐατος  τοϋ  ΠαρθεΛ'ώνος.  Αληθώς, 
μήπίος  ό  Ερμής  δεΛ'  παρίσταται  συχνά  ώς  θεα- 
τής τής  έριδος  τοΰ  Απόλλωνος  και  Μαρσύου  '; 
Μήπως  ύ  "Ηφαιστος  δεν  ήτο  φίλτατος  τω 
Μαρσύα  θεός,  παρ'  αύτοϋ  έν  ήχοις  αυλών  ά\'α- 
κομισΟεις  ε'ις  τον  "Ολυμπον;-  Μήπαις  αυτός  ό 
τόσα  ύποστάς  τιτάν  ΠροιιηΠεύς  δεν  ήδύνατο  νά 
συμπαθή  προς  τον  ύμ,οίως  β(ίσανισΟέ.ντ(/  υπό 
τών  ί)ε('ϊ)ν  σάτυρον  Μαρσύαν;  Πάντες  ούτοι  ήδύ- 
ναντο  ού  ικη'ολ'  \'ά  παρίστίχνται  εις  τό\'  άγώΛ'α, 
αλλά  και  νά  έκ((ΐράζωσι  δια  βιαίας  κινήσε(ι)ς 
τήν  συγκίνΐ|σιν  (χυτώλ'  έπΙ  τή  άρτι  έξαγγε?ι,- 
ίΐείσιι  κρίσει  τοϋ  Λιός  κ(χΙ  τών  Μοιρών  κατιχ- 
δικασασών  εις  φρικτόν  9άν(ίτον  τδ\'  (ρίλον 
(χύτών  Μαρσύαν. 

Ά?ιλ'  έρωτώ(π••ν  \'ϋν,  εΙ\'αι  ό  διπ?>.(νΰς  πέλεκυς 
ή  ή  σφΰρα•',  ή\'  φέρει  ή  έν  λόγο)  μορφή,  σύμ- 
βο?ιον  αποκλειστικώς  ιδιάζον  μόνον  τω  Οεω  ή 
δαίμονι  τώ  δκχρρήξαντι  τήν  κεφα?α|ν  τοϋ  Λιός, 
ΐν'  ανάγκα  ίο)ς  συμπεράνω  μεν  δτι  έν  τοις  (χνα- 
γλύφοις  τοΰ  Τει^κΙ  και  τής  Μαδρίτης  πρόκειται 
περί  μέρους  παραστάσεως  τοΰ  μΰΟου  τής  γεν- 
νήσείος  τής  Αθηνάς;  Δεν  ήδύνατο  δέ  ό  ποιή- 
σιχς  το  προ)τότυπον  τών  άναγ?ακρ(ΰν  τής  Μαν- 
τινείας νά  προσάψη  το  σχήιια  και  ιρόρημα  τοϋ 
πε?ί.εκυφόρου  ανδρός  τοϋ  φειδκχκοΰ  ιχετώματος 
τοΰ  Παρθενώνος  προς  ίΐεόν  τι\'α  ή  δαίμονί/, 
αμέσως  συνδεόμενον  προς  τον  Μαρσύαν  καΐ 
τους  περί  αύτοϋ  (ΐύΒους ; 

Ώς  πάντες  γνοορίζομεν,  ό  σάτυρος  Μίχρσύας 
ήτο  συγχρόνως  δαίμων  τής  αύλητικής  και  δαί- 
μων    τώ\'  πηγών,    ών  πολ?^χΙ  έκαλοΰΑ-το  από 

'   Κεΐηιοΐι,    ΚέροΓίοίΓε  (Ιοϊ    να^εδ    ρείηΐί    νοί.   Ι   ρ,    Ι7.'). 

-  ΚεΙη3ο1ι  ε.  ά.  νοί.  II  ρ.  .3,  39,  193,  2(;ΐ  κτλ. 

'  Έν  τχ)  πρώτη  έκδόσει  τής  παρούσης  μελέτης  ί'γραιρα 
(ίτι  δυ\'ατόν  ό  διπλούς  πέλεκυς  ή  σορϋρα  τών  ανάγλυφων  τοϋ 
Γεςεί  κα'ι  τής  Μαδρίτης  νά  ήτο  αρχικώς  κηρύκειον,  ου  τά 
'ίχνη  ένόμισαν  ώς  Ί'χλΤ)  πελέκειος  οι  ισχυρώς  συμπληριόοαν- 
τες  τά  ά\•άγλυφα  ταϋτα  σύγχρονοι  καλλιτέχ\αι.  Έζήτουν  δέ 
νά  έςετασθώσιν  έκ  νέου  τά  πρωτότοπα  ύ.πό  δοκίμοιι  αρχαιο- 
λόγου. Τοϋτο  ύποΌέτω  δτι  έγένετο  έκτοτε,  διότι  άλλιος  νομίζιο 
δτι  ό  Η31Ι58Γ  (]3ΗΓε5ΐιεΓΐε  έ'.  ά.  σελ.  107,  25)  δέν  θά  έβεβαίου 
ότι  ή  σφΰρα  είναι  ασφαλώς  αρχαία. 


214 


Λΐϋουπα    Ίϊ(}/ι<>ί' 


τον  ον(')(ΐατ()ς  αύτοΰ  '.  Λουιον  γνο)ρίζομεν  οτι 
τοίις  π(ίτν'»ρους  ί^αψονας  τών  πηγών  χαοίίκτιι- 
ρίζει  έπ'  (ίο/ίχίων  μνημείίον  ό  ί)ιπλοΓις  πελε- 
κυς  ί']  ή  σ((ΐϋο(ί,  δι'  ών  όκ/νοίγουσιν,  0)ς  άλλος 
τις  "Ηφαιστος,  πηγάς  (ι~3  κεφα/>.άς)  ύδάτο)ν, 
(^η?^ουμένας  δια  μεγά?Λ)ν  άνί)ρο)πί\'ϋ)ν  κεοραλών 
(εξ  ου  νΰν  καΐ  κεφαλάρια  κ(ίλοΰντ(χι  αϊ  πηγαί) ", 
ΐ'ΐ  αιΐ[(φ(όν(ος  προς  τί|ν  (ρΰσίΛ'  τ(7)ν  ύπ'αήτών  προ- 
θ(ΐ)π()ποιοιΐ[ΐεν(ι)ν  καταρρακτών  τεμνυοσι  καΐ 
εκριζοΰαι  δένδρα  ύπο  νυ[ΐφών  προστατευόμενα•*. 
Οι  προς  τί|ν  άνακά^^υψιν  των  πηγών  συνδεόμε- 
νοι δαί|ΐονες  ούτοι  παρουσιάζονται  πάντοτε  άνα 
δόο,  σχΓΐ[ΐα  α(χτΰρο)ν  έχοντες,  ών  ό  (ΐέν  εΐς  είναι 
ενίοτε  ακριβές  (λντίγρα((ΐον  τοΰ  ?.εγο[ΐένου  Μαρ- 
σύου  τοΰ  Μύρωνος  ',  ύ  δ '  έτερος  η  καΐ  άμ(()ό- 
τεροι  εν  στάσει  έκπ?^Ίξεως  όμοιας  τΓ]  τοΰ  έπι  τών 
άναγ?ν,ύφων  της  Μαδρίτης  καιτοΰΤ^ιτοΙ  πελεκυ- 
φόρου  νεανίου.  "Αν  δ'  εις  ταϋτα  προσι)έσο)[ΐεν 
ότι  πλειστάκις  έπ'  αυτών  τών  ώγγειογρα((<ιών 
τών  αναφερομένων  εις  τον  μϋΟον  της  έριδος 
τοί3  Μαρσυου  προς  τον  Απόλλωνα  εύρίσκο- 
μεν  παρά  τον  Μαρσύαν  δεύτερον  σάτυρον  απο- 
τελούντα, ώς  ό  πελεκυίρύρος  νεανίας  τών  άνα- 
γλύφων  τοΰ  Γ(:-'ο-θ1  και  της  Μαδρίτης  έπι  της 
Ουμέ?ιης  της  Μαντινείας,  άντίστοιχον  μορίρήν 
προς  την  τοΰ  Μαρσύου,  δηλούντα  δε  δι'όμοίας 
ζωηράς  κινήσεως^  ομοιον  διαφέρον  υπέρ  τοΰ 
Μαρσύου  ή  εκπληξιν  κ(χί  φό(3ον  έπι  τω  άποτε- 
λέσματι  τοΰ  αγώνος,  δυνάμεθα  ευλόγως  να 
ύπολάβωμεν  ότι  και  ό  πελεκυφόρος  νεανίας 
τών  ανάγλυφων  της  Μαδρίτης  και  τοΰ  Τε^εΐ 
ούδεις  άλλος  είναι  ή  ό  σχεδόν  πιίντοτε  έν  εκ- 
πλήξει και  φόβω  παριστάμενος  εϊς  την  έριδα 
τοΰ  Απόλλωνος  προς  τον  Μαρσύαν  δεύτερος 
σάτυρος,   ου  το  εξ  άλλων   μνημείων  γνωστόν 


'  Κθ3θΗβΓ'5  Μ^ΙΙι.  Ι,εχ.  5.  ν.  ΜαΓ5)α8  (8ρ.  2439):  Οϊβ  ΝλΙιιγ 
(ΙεΓ  δίΐεηβ  εηίδρτβοΐιεηίΐ,  ιυλγ  (ΜαΓ5>•δ5)  ζυ^ΐίίΐοΐι  βίτι  ^ϋθIΜϊττϊοη 
Ληά  6Ϊη  ΜβϊβΙβΓ  άρ5  ΡΙδίεπίρίΒίδ. 

'  Ο.  ΚοΙ)βΓϋ,  Ατοΐιαεοΐ.   ΜαοΓοΗεη   5.  198   η.   Ταί.  Υ»— ε. 

^  Ηβα(1  -  Σβορώνου,  "Ιστορία  τών  νο|ΐισ(ΐάτ(ι)ν,  Πίναξ  ΛΑ', 
8.  Πρβλ.  ΚοΙιεΓί.  έ.  ά.  ΎάΙ.  V,  ο. 

*  1<οΐ36Γΐ  ε.  ά.  Τιί.  IV  δ.  196:  «άετ  είηι;  ίη  εη(5εΗίε(1επ  απ 
<1εη  ΜγΓοηίϊοΗεη  ΜαΓκγαδ  ετΐηπεΓίκΙεΓ  Η&Ιιιιη^, 

*  ΚείηαοΗ,  ΚέρεΓίοίτε  άεί  ναδεε  ρείηΐϊ  νοί.  Ι  ρ.  103  (σάτυ- 
ρος Τΰρβας).  ρ.  17δ,  342,  400  και  452,  οοΐ.  II   ρ.  312. 


((.(')ρΐ|μα,  ήτοι  τον  πέλεκυν  Γ|  τΐ|ν  σίρΟραν,  ένε- 
ι'ΙυμΓμ'Ιη  καϊ  παρέ?.αβεν  έντίίΰϋα  ύ  καλλιτέχνης, 
ίσως  διότι  άπεμιμήίΐη  δια  τήν  μορ<ρΐ|ν  ταύτην 
τον  πελεκυφόρον  Ίίφαιστον  ή  Προμηθέα,  τοΰ 
Φειδιακοΰ  άετο)[ΐατοςτοϋ  Παρθενώνος,  ώς  άπε- 
μιιιι'ΐίΐη  τον  λεγόμενον  Μαρσύαν  τοΰ  Μύρωνος 
δια  τήν  άντίστοιχον  μορφήν.  Τοΰ  ότι  δε  μέχρι 
τοΰδε  ούδεις  άνεγνοόρισε  σάτυρον  έν  τφ  πελεκυ- 
φόρο)  \'Ε(ίνίι^  τών  άναγλύ(4'0)ν  τοΰ  Ι  (•;.;(,•1  κ(ίΐ  τής 
Μαδρίτης  αίτιον  ϊσως  είναι  ότι  τα  μόνα  βέβαια 
χαρακτηριστικά  τής  φύσεοις  τών  σατύρο)ν,  άτινα 
παρουσκίζουσιν  αί  περικα/>.λεΐς  νεανικαΐ  αυτών 
μορφαΐ  έν  τή  καλή  εποχή  τής  τέχνης,  ήτοι  ή 
σιιιή  ρίς,  το  αϊγειον  ούς  και  ή  ουρά,  δεν  Γ|το 
δυνατόν  να  διακριϋώσιν  έπΙ  τών  άναγλύίρων 
τούτων,  καΐ  δή  ή  μεν  ούρα  ένεκα  τής  κατά  μέ- 
τωπον  άπεικονίσεοις  τοΰ  σοψατος  τοΰ  σατύρου, 
ή  δε  ρις  έ'νεκα  τής  καταστροφής  τοΰ  προσο)που 
τοΰ  άναγ?ι,ύ{ρου  τής  Μαδρίτης  (το  τοΰ  Ί'β^^ί;! 
δεν  δύναται  να  ληφΟή  ύπ'  όψιν  οις  ύποστάν 
έπιδιυρϊ)ά)σεις).  ϋύχ  ήττον  όμως,  έπι  τής  ύπό 
τοΰ  .^οΗηεϊάβΓ  (έ'.  ά.)  δημοσιευθείσης  μεγάλης 
εικόνος  τοΰ  ανάγλυφου  τής  Μαδρίτης,  φαίνον- 
τ(/.ι,  αν  δεν  άπατώμαι  μεγά?ι,ως,  σαφή  ίχνη  ϋ)τος 
σατύρου  καΐ  ούχΙ  ΰεοΰ.  Το  νεαρόν  τής  ηλικίας, 
ή  βραχεία  κόμη  καΐ  ή  χλα[ΐύς  άντΙ  τής  νευρί- 
δος  τοΰ  σατύρου  τούτου  δεν  δύνανται  ν'  άντι- 
ταχθώσι  κατά  τής  γνώμης  ημών  διότι  καΐ  έπ' 
άλλων  αρχαίων  παραστάσεοιν  τής  έριδος  τοΰ 
Άπόλ?νωνος  προς  τον  Μαρσύαν  ομοίους  εικονί- 
ζεται ό  οπαδός  τοΰ  Μαρσύοιι  σάτυρος  ^ 

Συ[ΐπ;εραίνοντες  άρα  ?ι.έγομεν  ότι  ηυΟολο- 
γικώς  μεν  είναι  επαρκώς  δεδικαιολογημένΐ)  ή 
συνοχή  τών  άναγλύφα)ν  τής  Μαδρίτης  καΐ  τοΰ 
Γ⧕β1  προς  τά  τής  Μαντινείας,  τεχνικώς  δε  ή 
προσαρμογή  αυτών  άγει  ε'ις  καταρτισμόν  συν- 
θέσεως συμφώνου  προς  όλους  τους  κανόνας  τής 


'  ΚείπίεΙι  ε.  ά.  Ι.  ρ.  103  :  ό  άπένα\'τι  τοΰ  Μαρσύου  καΟιμιε- 
νος  έπι  χλαμύδος  νεαρός  σάτυρος,  —  ρ.  17δ :  ό  επίσης  νεαρός 
σάτυρος  ΣΙΜΟΣ, —  ρ.  406  :  οΐ  έκατέρίοθεν  τοΰ  Μαρσύου  ιστά- 
μενοι, περίλυποι  κα'ι  έκπληκτοι  νεαροί  σάτυροι,  αμφότεροι 
μετά  βραχείας  κόμης  και  χλαμύδον. 


215 


28 


Τά   ηνάγ?:.υψα  πλην  των  έπιτνμβίων 


αρχαίας  τέχνί) ς. Επομένως  φρονοΰμεν,δτι  ευρι- 
σκόμεθα έ-\'  τ{]  άληΰεία,  αποκρούοντες  πάσαν 
σχέσιν  των  ανάγλυφων  τούτων  προς  το  Πρα- 
ξιτέλειον  βάθρον  και  ύποστηρίζοντες  δτι  πρό- 
κειται περί  θυμελικοϋ  βήματος  άρ/αίου  θεά- 
τρου ή  φδείου. 

Ώς  προς  δε  την  τεχνοτροπικήλ'  (ΐξίαν,  έπο- 
[ΐένίος  την  χρονολογίιη-  των  (ίναγλύφωχ'  της 
Μαντινεί(ίς,  έχοντες  ύπ'  όψει  τάς  ατέλειας  της 
εκτελέσεως  και  την  αντιγρ(Χ({ήν  δηλοΰσαν  ξη- 
ρότητα τοϋ  δλου,  συμπεραίν()[ΐεν  ότι,  αΓροΰ  ή 
'ΑΒηνά  καΐ  ό  Μαρσύας  άντεγρά(ρησαν  εκ  περι- 
φήμ(ον  έργων  λεγομένοιν  τοϋ  Μύρίονος,  ό  δε 
πελεκυψόρος  εκ  τοϋ  Ήιραίστο-υ  Γ]  ΙΙροιιηΟέως 
το Γ'  Φειδίου,  ενώ  πο?ι?ιαι  των  Μουσών  αποίΐι- 
μοϋνται  τύπους  αναμ(ριβ(')λ(ος  Ιΐρίχξιτελείους. 
σιΐ[ΐπεραίνο[ΐεν,  λέγοχ  ότι  ούδεΙς  λ()γος  δύνι/τια 
να  γίνη,  ϋ)ς  προς  τά  Μαντινιακο  ανάγ/νίκρα, 
περί  έργου  πραηοτύπου  και  ανήκοντος  εις  τον 
Πραξιτέ?ιΐ]ν  ή  τίνα  των  περί  (χΰτόν.  Πρόκειται 
απλούστατα  περί  ιχντιγραφής  περιφή[ΐου  τινός 
πριοτοτύπου,  άποτελεσΰέντος  υπό  δεξιάς  χειρός 
διά καλλιτεχνικής  συναρμογής  ποικίλονν  περιφή- 
μιον  τύπωΛ'  δαχορόρωχ-  άρχαίιον  σχολών  και  δή 
αντιγραφής  γενομένης  υπό  χειρός  άδεξίου, ήτις, 
ένω  είναι  (ίδύνατον  νά  είναι  αρχαιότερα  τώ\' 
αρχών  ή  μέσο)ν  τοΰ  τρίτου  αιώνος  π. Χ.,  δυνατόν 
νά  είναι  καθ '  Γμησυν  ή  κ(ίί  πλέον  αιώνα  \'εωτέρα• 

Αί    αντιρρήσεις    τον    Η^υβεΓ. 

'ί2ς  εϊπομεν  ήδΐ),  μετά  τήν  πρώτην  δη[ΐοσίευ- 
σιν  τής  παρούσης  μελέτ^ις  ημών  δύο  σοφοί 
ήξίωσαν  ν'  άσχοληΟώσι  περί  αυτής,  ό  δόκιμος 
Γερμανός  αρχαιολόγος  ΗΕΐυπβΓ  και  ό  εν  τω 
Πανεπιστη[ΐί(ρ  τών  Ά9ΐ]νών  καθηγητής  τής 
μυθολογίας  κ(χΙ  τών  αρχαιοτήτων  Ν.  Πολίτης. 

Ό  πρώτος,  πριν  ή  άναγνο^ση  τήν  έργασίαν 
ημών,  κατέδειξεν  εν  ?ι,αμπρά  μελέτη  διά  τρόπου 
άσφα?^οΰς,  δτι  πλείστα  τειιάχια  άναγ?>.ύφων  τής 
τάξεως  τών  νευατηκών  λεγομένο>ν,  έσπαρμένα 
νΰν  εν  πλείστοις  μουσείοις  τής  Εύρ(ί)πης,  άπο- 
τελοϋσι  δύο  πλάκας  (Είκ.  140  και  142),  ών  εκά- 
στη περιλαμβάνει,  ώς  αί  τής  Μαντινείας  εντε- 


λώς ανάλογοι  τάς  διαστάσεις  πλάκες,  ανά  τρεις 
μορφάς,  καΐ  δή,  ώς  αί  πλάκες  τών  «Μουσών^ 
τής  Μαλ-τινείας,  άνά  τρεις  κόρας,  όρχουμένας 
δμ(ος.  Τούτων  .τάς  [ΐεΛ'  επί  τής  μιας  πλακός 
(Είκ.  άρ.  140)  έκάλεσεν  ορθώς  "Ωρας,  ένεκα 
τών  σταχυών,  ους  κρατεί  ή  μία  έ|  αυτών,  τάς  δε 
λοιπάς  τρεις  τής  ετέρας  πλακός  (Είκ.  142)  έκά- 
λεσεν « Άγραυλίδας  >,ενεκατήςήνφιέρειή  τελευ- 
ταία ύδροχόης,τήςχαρακττ)ριζούσης  τάςΎάδας, 
προς  ας  κατά  τιν'αττικΐ|ν  ΕύριπίδειΟΛ'  παράδο- 
σιν  έταυτίζοντο  αί  τρεις  άττικαι  'Αγρι^υλίδες. 
Συγχρόνως  ό  Η;ιυ.8βΓ  αναγνωρίσας  επί- 
σης ορθώς  τήν  στενή\'  συγγένειαν  καΐ  τό  ϊσά- 
ξιον  αυτών  ώς  συνθέσεων  προς  τε  τάς  Μούσας 
τής  Μαντινείας  '  και  προς  τάς  παρ(/.στάσεις 
τών  ('η-αγλύφίον  τοΰ  Ί'ρί^βΐ  και  τής  Μαδρίτιις, 
ύπο?.αιιβάνει  -  στΐ]ριζόιιενος  κυρίως  έπΙ  δύο 
σπουδ(χιοτ(χτ(ον  έπιχειοηιιάτων,  δη?ιαδί|  επί  τε 
τής  σιιμφοηάας  τίον  διαστάσεχον  και  έπΙ  τής 
κοινής  εκ  τής  \ί11;ι  Ρ;ιΙ()ΐη1);ιηι  τής  Ρώμης 
προελεύσεως  τών  ανάγλυφων  τοΰ  Γθ^εΐ  και 
εκείνων  τών  παρ'  αύτοϋ  άποτελεσθεισών  πλα- 
κώΛ'  τών  Ωρών  καΐ  «  Άγραυλίδιον  »  -  δτι  τά 
άνάγλυφια  τοΰ  Τβ^βΐ  (κατ'  άκολουθίαν  και 
τής  Μαδρίτης)  και  εκείνα  τών  πλακών  τών 
Ωρών  και  Άγριχυλίδοη-  άντεγράφησαν  έξ 
αρχαίου  τινός,  πάντως  περΐ(ρή[ΐου,  άττικοΰ  [ΐνη- 
ιιείου,  προς  διακόσ[ΐησιν  κήπου  Τω[ΐαίου  τινός 
φιλοτέχνου,  καΐ  δι]  αί  [ΐέν  Ώραι  και  Άγραχ»- 
λίδες  >  ώς  δύο  εν  Ιδίοις  πλαισίοις  άνηρτημέλ'αι 
εις  τοΐχόν  τιν(ί  εϊκόλ-ες.  (ίί  δε  Μοΐραι  (τοΰ 
Τ6§-6ΐ)  ώς  διάκοσ[ΐος  βάσεως  τίνος,  οία  ί)  ύπί) 
τών  Πραξιτελικών  χιποτιΗειιένη  βάσις  τής  Μ(χλ•- 
τΐΛ'είας.  Τό  δε  [ΐΛα|μεΐον,  έξ  ου  (ϊντεγράφησαν 
αύται,  ύπολαμβάνει  ό  Ηίΐη8βΓ  δτι  ήτο  βο)[ΐός 
περίφημος  τοΰ  τέλους  τοϋ  Λ'  αιώνος  π.  Χ., 
ϊσως  ό  υπό  τοΰ  υίοϋ  τοΰ  Πραξιτέλους  Κηιρι- 
σοδ(')του  ποηιΟεΐς  εν  τφ  τοϋ  Πειραιώς  ναφ 
Διός  Σωτήρας  και  Αθηνάς  Σωτείρας. 


'  5.  97  :  δείιειι  «Ιγ  άίε  ννίεββΓ§ε\νοηηεη6π  Κείίείδ  ηυτ  νοιη 
Γ,βδίοΐιΐδρυηΐνΐ  ι//•ι-  Ρ.ι-βηιίηη^  »ϋ8,  ηίοΐιΐ  δ,ηεΚ  άβΓ  ΑΛείΙ  ίΐη,  5θ 
Γπϋδδειι  \νίΓ  ξοϊΐεΐιεη  :  .«>  ΙιίϊΙΙίη  ίϊηβ  ΑηβίίΙΙιιηξ  ηαίιιη  (/ίν  Βα^ίί 
νοη  ΜαηΙίπία,  «οίοΐιε  <1οο1ι  ΡΓβχίΙεΙεβ  ΓϋΓ  ΛνϋΓ(1ί^  Ιιίβΐί  είη  ΥνεΓίί 
«είηεδ  Μείδϊοΐβ  ζυ  (γϊ^οπ,  ιι^^IιI  ζιι  ίι/ΐίΐιοι. 


216 


Λΐϋ•()νπ(ί    Έρμου 


ΙΙπύς  τούτοις  ύποϋέτει  ό  ΙΙηιι^κγ,  οτι  ό  βομός  ούτος  ?ίτο 
ΐκτι.)άγο)νος,  εικονιζόμενου  επΙ  της  κυρίας  οψκως  ίχΰτοϋ  συμ- 
πλκγμίίτος  αύπτιιρώς  σκ) ι  μετρικού,  αναφερομένου  εις  την 
γενν)ΐσιν  της  Άί)ΐ|ν(7.ς,  ΐ-/οντος  ?)'έν  τω  μεπω  τον  Αία,  ου  ίϊεξκ/ 
μεν  ή  Ά{Η)να  σπεΓιί^ουοα  προς  τιρ'  δεξιάν  γοίνίαν  της  πλακός, 
αριστερή  δε  ό  Ί  1  (((/.ιστός  σπεύδων  επίσης  πρ(κ  την  άντίΟετον 
γοη'ίίίν.  Τάς  τρεΐς  δε  ταύτας  μορ(ράς  λαμ()άνει  ό  Μ;ιιι.ν(;γ  έκ 
των  ρηί)έντ(ον  (χναγλύορων  τοΰ  Τβ^ί-1  κ(ίΙ  της  Μαδρίτης,  τών 
κατ  (ίΰτον  (ίσφα/Λς  (/ναφερομένων  εις  την  γεννησιν  της  ΆίΙη- 
ν(7.ς,  ϋ)ς  και  έκ  τοΰ  περίφημου  έ/^;υσινιακοΰ  αγγείου  τοΰ 
1•>ιηΐΐίΐο6,  έξ  ου  παρέλαβε  ιιόνον  τον  Λία  και  την  'Λιίηνάν, 
('ίν  καΙ  ούτοι  ύπ'  άλλο  σχίμια  απεικονίζονται  επί  τοΰ  αγγείου 
έκείνίηι,  οΰ  |ΐ(ίλιστ(/.  \\  παράστασις  αναφέρεται  εις  μΰθον  έντε- 
?.(7)ς  (ϊσ/ετον  πρ(')ς  τον  μΰΰον  της  γεννήσεως  της  Αθηνάς  '. 

'ΚπΙ  δε  της  δεξιάς  πλευράς  τοΰ  βο)μοϋ  {)έτει  ό  Μ,'ΐιΐΝίτ  τάς 
ύπ'  (ίΰτοϋ  άνακαλυφϋείσας  τρεΐς  "  Άγραυλίδας  ,  και  δη  ώς 
«σπευδούσας  προς  την  μόλις  γεννηΰεΐσαν  ΆίΙιινάν  της  κυρίας 
πλευράς  τοΰ  βω[ΐοΰ,  ενώ  έπι  της  αριστεράς  πλευράς  τοποΰετεΐ, 
λ(/.ίΐβ(ίνων  εκ  τών  (/.ναγλύφων  τοΰ  Ί"ρί;ί,-Ι  και  της  Μαδρίτης, 
τάς  τρεις  Μοίρας. 

Τέλος  τάς  "Ωρας  ττίς  ετέρας  τών  ύπ'  αύτοΰ  άνακαλυφίίεισών 
πλακών  τοποθετεί  έπι  τίίς  όπισΟίας  πλευράς  τοΰ  βϋ)μυΰ, 
χωρίζων  ούτω  τοπικώς  τάς  «  Άγραυλίδας  '  άπο  τών  Ωρών  και 
επομένως  καταστρέφων  την  μεταξύ  αυτών  συμμετρικήν  αρμο- 
νία ν -,  ης  άμέσοίς  άντι,λα[(βάνεται  πάς  ό  τοποθετών  αύτάς 
έπι  της  αύτης  δψεως  ώς  άντιστοί/ους  μοροράς. 

Ό  Ηίΐυ86Γ  εΤ/εν  ήδη  έκτυπο)σει  την  λα[ΐπράν  μελέτιρ-  αύτοΰ 
ταύτην,  δτε  άναγν(ί)σας  την  μόλις  τότε  διμιυσιευθεΐσαν  μελέ- 
τ)ΐν  ημών  εγραψεν,  έν  ύποση(ΐειώσει  της  τε?ιευταίας  αύτοΰ  σελί- 
δος,  ότι  ή  ύπόθεσις  ημών  περί  τι'ίς  σ/έσεως  τών  άναγ?^ύφων 
τοΰ  Τ觕6ΐ  και  της  Μαδρίτης  προς  το  Μουσικύν  βήιια  τών 
ανάγλυφων  της  Μαντινείας  ^έ'/ει  τους  αύτοΐις  ?^όγους,  ους  καΐ 
ή  ή[ΐετέρα  εναντίον  αυτής,  ένώ  δεν  έ'χει  υπέρ  αυτής  τρία 
τόσον  ισχυρά  στηρίγματα,  οια  ή  κοινή  προέλευσις.  ή  συμ- 
φωνία τών  διαστάσεων  καΐ  ή  έπίδρασις  τών  συσχετισθέντοίν 
με?ιών  εις  εν  και  το  αυτό  αρχαΐον  μνημεΐον.  "Ινα  ναυαγήσΐ]  ή 
ύπόΟεσις  αύτη  (τοΰ  Σβορώνου),  αρκεί  αύτη  και  [ΐόνη  ή  βεβαία 
ερμηνεία   της   εις  την  γεννησιν   της   Αθηνάς   αναφερομένης 

'  Διεθν.    Έφημ.   της   Νομ.    Άρχαιολ.    Τόμ.    Δ',   σελ.   311  έξ.  Πίν.  ΙΔ. 

'-'  Πβ?^.  αυτόν  τον  ΗϊυεβΓ  γράφοΛ•τα  έν  σελ.  8δ:  Ιη  όβίίβη  ΚεΙίεί:  ιΐ5•εη<1βΙ  δίεΐι 
(Ιίε  ΜίΙιεΙΓι^αΓ  ί35ΐ  ίη  ΥοΓάεΓβίεΙιΙ,  ηοίΓΐΙιιηΙ  νρικί  δίε  νοη  ζνΐΊ  ϊη5  ΡγοΒΙ  βειίΓεΙιίεη 
θ65ΐ3ΐΐεη,  «ΙεΓεη  υιΠΓίδδ  δίεΐι  ίεάε^ιηΐΐ  ίη  ΐΐίειη  λΥεβεηΐΙίεΙιεη  εηΐίριίεΐκ  .  .  .  Μ»η 
άειιΐ^ε  ηίεΐιΐ,  <1255  Μ^ηβεΐ  ϊη  ΕΓήπάϋπ^  ιϋε  5)ΐηιηε[πε  ζ«ίδς1ιεη  άειη  <1εη  Κείςεο 
εΓοβηεηίΙεπ    αη<1    άειη   άεη   Ζϋβ  ςεΗΙίεβίεηάεη   ΜαάεΚεη   νει^εΐιυΐάεΐ  ΙιαΚε. 


217   — 


Ία  άνάγ?Μψη   πλην   των  επιτύμβιων 


σκηνής.  Ή  ερμηνεία  αυτί]  ε1ν(ίΐ,  νϋν  ώς  και 
πρότερον  βεβαία,  διότι  ό  διπλούς  πέλεκυς  επ'αι 
βέβαιος  '». 

Εις  ταϋτα  (ίντιτάσσομεν  τα  εξής: 
Α'.  Περί  τής  <  βεβαίας  >  έριιηνείας  των  Γ/.\'α- 
γλύφων  τοϋ  Τβ^εΐ  καΐ  τής  Μαδρίτης  έγράι)ΐ(/.- 
μεν  ήδη  άνωτέρο)  τα  δέοντα,  εξ  ών  νομίζω  δτι 
κατεδείχΟη  επαρκώς  ου  μόνοΛ'  οτι  δεν  εη'(ίΐ 
βεβαία  ή  ερμηνεία  αΰτη,  άλ?^  δτι  πι^ανοκάτΐ], 
αν  [ΐή  βεβαία,  είναι  ή  άΛ'αφορα  αύτώΛ'  προς 
τον  [ΐΰΗοΛ'  τοϋ  Μαρσΰου  και  'Απ^)λλιΐ)νος. 
Ένταϋϋα  δ'  αρκούμαι  παρατηρώ  ν,  εν  α/έαει 
προς  τίιν  περί  τοϋ  εν  Πειραιεΐ  βωμοϋ  γνώμιιν 
τοϋ  ΙίαιίΝίτ,  δτι  εΐναι  άξιον  απορίας  πώς  ούτος, 
ό  τόσον  εΐκρυώς  και  ορθώς  ύπο?:αβών  δτι  αί 
« Άγριχυλίδες »  αύτοϋ  άπετέλουν  [ΐέρος  τής 
αυτής  μυθολογικής  παραστάσεο)ς  ης  3ία.ι  τα 
άνάγλυ(|ΐα  τοϋ  Τθοβΐ  καΐ  τής  Μαδρίτης,  δεν 
κατενόησε,Λ'  δτι  δεν  ήδΰναντο  να  παρίστα\'τ(ίΐ 
εις  την  γεννησιν  τής  'Λ&ηνάς,  απεύδουσι/.ι  [κυλι- 
στά προς  την  άρτι  γεννηθεϊσαΛ'  κυρίαν  αύτώ\' 
(ίΐιιί  ίΗτε  π6υί,»•θ1)οη;ηκ  ΗεΓπη  /.η  βίΐκικί),  δια 
τον  άπλοχ'στατον  λόγον  δτι  αί  •-  Άγραυλίδες 
έγεννήΟιισαν,  ώς  εκ  τής  μυθο?^ογίας  γνο)ρίζ()- 
μεν,  πολλάς  γενεάς  [ΐετά  τί|ν  Άί)ΐ|νάν.  Ά(|ή\'(ο 
δ'δτι  ό  1-• ν  Πειραιεΐ  βο)ΐιός  ήτο  κολ()ααΐ(/.ί(ι)\' 
διαστάσεων,  έπο[ΐένως  δτι  δέ\'  ίΐά  έπήρκουΛ' 
προς  διακ(')σΗησιν  έκιίστιις  τώ\'  πλευρο)ν  αΰτοΰ 
αί  εκ  τρΐϋ)ν  μόνον  πρυσιόπων  (/.ποτελοΰμεναι 
παραστάσεις  τών  πλακών  τών  ιχναγλύφιον  ή  [ΐώ\'. 
Η'.  Ίί  συμφωνίίί  τών  μέτρων  καΐ  ή  ταυτό- 
της  τής  προελεύσεως  τών  ανάγλυφων  τοΰ  ΤεοβΙ, 
τής  Μαδρίτης  κ(χι  τών  πλακών  τών  <  Άγραυ- 
λίδ(ον  και  Ωρών  είναι  βεβαίως  ισχυρότατα 
μιχρτύρια  υπέρ  τής  πάντως  όρι)ής  γνώμης  τοϋ 
Ηίΐιΐ86Γ,  δτι  τά  ανάγλυφα  ταϋτα  άπετέλουΛ'  τόλ' 
διάκοομον  αρχαίου  τινί)ς  άντιγρίχφου  εύρισκο- 

'  Παιι^υι-  ε.  ά.  8.  107  :  «ϋίβδΟ  ΟοηιΙιίηαΙίοη  Κ31  άίε  §1είο1ιι;η 
ϋΓϋιιάΕ  ννίϋ  (Ιίε  υπδβΓβ  ^β^βιι  «ίοΐι,  Ιΐϊί  «Ι^βΓ  πίοΗί  ί1ίι•  5ίοΚ  άπεί 
5ο  δΙίΐΓίζβ  δίαΐζοη  ννίε  (Ιεη  ^οηβίηδΒΐηεη  Ρ"ιιη<3θΓΐ,  (Ιίε  ϋΙ)βΓ- 
είηίΐϊηιηιιιη^  άΐτ  Μ355ε  υτκΐ  <1ίε  ΕίηινίΓΐίΐιη^  άετ  οοιηΙ)ίηίεΓΐεη 
Ββ5ΐϊη<11εί1β  «ιιί  είη  νιιι<1  (ί»55ε11)ε  αηΐίΐίε  ΜοηυιηεηΙ.  Ι)ογ  Οβ- 
(Ιαηΐίο  κοΗείΙεΓ{  αΐΐείη  δοΗοη  απ  ΛεΓ  ίείΐϊΐεΐιεηάεη  υευίιιηβ  ΰεδ 
δοβηε  ιηίΐ  <38γ  Αΐ1ιεηϊ§εΐ5ΐΐΓΐ  ;  ιΐίεδβ  ΕΓΐίΙΚηιη^  ίδΐ  ηαοΐι  ννίε  νοΓ 
ϊίοΗβΓ,  «'είΙ  ίίεΗ  <ΐ6ΐ-  ΗΛΠιπιετ  ηίςΐιί  ^νεςάίϊρυΙίεΓβη   ΙϊϊβΙ. 


μένου  εις  το  έδαφος  τής  ΥΊΙΙ»  ΡΗΐοιηΙ)ΗΓίΐ.  Ταϋτα 
δ'δμως  ουδόλως  αντιτίθενται  κατά  τής  γνώ[ΐης 
ημών.  δΐ(')τι  βεβαίως  ό  ΗανίδΚΓ  δεν  8ά  έσκέφθη 
ποτέ  δτι  αί  τρεις  πλάκες  τής  Μαντινείας,  —  ας, 
εϊτε  ώς  πρίοτότυπα,  εϊτε  ώς  αντίγραφα  έ'ργα 
ΟεωρήσίομεΛ'  αύτάς,  δεν  δυνάμεθα  νά  καταγά- 
γω[ΐεν  εις  την  έποχήν  τής  αντιγραφής  τών 
παρ'  αύτοϋ  τόσον  ευτυχώς  συσχετισΟέντων  ροι- 
μαϊκών  (ίντιγράφίον  —  έδει  νά  έ'χωσι  τάς  αύτάς 
ακριβώς  διαστάσεις  προς  τάς  παρ' αύτοϋ  συσχε- 
τισ9είσ(ίς  πλάκας.  Άρκεΐ  δτι  α.ί  διαστάσεις 
αυτών  εΐναι  κατά  τε  το  ΰψος,  το  πλάτος  καΐ 
αύτί|ν  τίινπλαισίωσιν  εντελώς  αΐ'«Αο;Όί  έπιπά^'- 
τιον  τώ\'  ίΗ'  λι^γιο  μνΐ)(ΐεί(ον  '  και  δτι  πάσαι  α,ί 
πλάκες  κοπμ(ΐΰντ(/.ι  υπό  τριών  έκάστ))  ιιορφ'ών, 
ώ\'  ικχλιστα  ή  κεντρικί]  εΪΛ'αι  πάντοτ'  έστρα[<- 
[ΐέ\Ίΐ  προς  τό\'  ί)ε(ίτήν.  πλην  μχννον  τοϋ  Λιός,  ου 
ή  έπι  ί'ρόνου  τ()ποί)έτ)|σις  κατέστησε  τεχνικώς 
ί/.δύ\'(ϊτον  τί|ν  ακριβώς  κατά  μέτωπον  άπεικό- 
νιπιν  (χΰτοϋ.  Εϊν(χι  αληθές  δτι  οϋτ'  εν  τή  \Ί1Ι,ι 
]^;ι1()πί1ι;ιι•;ι,  οϋτε  (χλλαχοϋ  τής  Ιταλίας  εύρέΟη- 
σιχν  άντίγριχφα  τών  εκ  Μαντινείας  άναγλύί(ΐ(ον 
τών  Μουσώλ'  καΐ  τής  έριδος  τοϋ  Άπό?ιλωνος  και 
Μαρσΰου.  Έξ  άλλου  δ'  δ[ΐ(ι)ς  ί|  κίχταπληκτική 
τεχνική  συγγένεια  τών  Μοιρών  τών  (χναγλύφων 
τοϋ 'Γρι^ρΙ  κι/.Ί  τΓ|ς  Μαδρίτης  προς  τάς  Μούσας 
τής  Μίη'τίΛ'είιχς,  ί')\'  παρετήρησεν  ό  Λιηρίυπί; 
(ϊδε  άνοηέρω  σελ.  207),  καΐ  ή  έπίσΐ)ς  (χξία  προ- 
σοχής [ΐεγίστί]  συγγέΑ'εια  τών  αυτών  άναγλύ- 
φοιν  της  Μ(χντινείας,  τοϋ  Τβ§-6ΐ  κ(χι  τής  Μαδρί- 
της προς  τάς  πλ(χκας  τών  Ωρών  και  Άγραυ- 
λίδοη'  .,  ήν  δικίχίως  έξήρεν  αυτός  ό  Ηηιιν6γ 
(ϊδε  ανωτέρω  σε/..  21  6),  βοά  ήμΐν  δτι  πάντα 
άΛ'εξιχιρέτοις  τά  (Π'ηιιεΐα  ταϋτα  εις  εν  και  το 
αυτό  άναφέροντ(χι  πρωτότυπον,  κατ'  άκολου- 
θίαν  δέ  εις  (ΐίαν  και  την  αύτΐ|ν  άρχικήν  παρόχ- 
στιχσιν.  "Αν  τών  Μουσών  κιχι  τής  έριδος  τοϋ 
Μίχρσύου  προς  τί)ν  Απόλλωνα  δεν  εύρέ9ΐ)σαν 


α')  Πλάκες   άναγία'ιφιον    Μαντινείας  ίίι|ΐ.  υ,ϋΤ  πλ.    Ι,.'ΪΙί 
β')  Πλάξ  Διός,  Άΰηνας  και  πελεκρ- 

(ρόροιι  εν    Γε^"^!  "      ^••"''< 

γ)  Πλάξ  Ωρών  Παικ-^οΓ  •.    Ο,ΊΛ         1,225 

δ')  Πλάξ  .  'Λγραΐ'λίδιον»  ΗαυδεΓ  0,73     -     1,15 

ε')   Πλάξ   Μοιρών  έν  Τε^ς-1  -     0,74     »     1,0(). 


218     — 


Αη% 


(ΐνπ(ΐ    Έριιην 


(Ιντίγρ(ί((;α  έν  'Iτα?α'(^  «ϊτιον  τούτου  (^πνατον  να 
είναι  Γι  ορι-ξις  τοΰ  έκλέξαντυς  εκείνα  υσων  έπε- 
ι')ι')[ΐι•ι  να  κΐίΤΓ/ΐ)  άντίγς)α((α  'Ρίομαίου  ί[ΐ?.οτρ- 
χνοΐ',  ι"|  κ(ίΐ  (/.Γιτί|  Γ|  τΓ7.ΐ|,άΐ|θϋ  ούδεις  δύναται  να 
γνωρίζΐ)  τί  εισέτι  κρύπτει  το  ίτα?ιΐκον  έδαφος. 

Γ'.  'Λν  \\  ι•'ΐιί|  γ\'(ί)ΐιιι  :τιρ1  τοΰ  |ΐουσικοϋ 
|"!Γΐ(ΐατος  της  Μαντινείας  εκείτο  έκτος  της  άλλγ 
θείας,  Οά  ήτο  έντε?αος  άσν>[ΐ(]ίβ(/.οτος  προς  την 
τόσολ'  ευτυχή  ανακ(χ?^υψιν  τοΰ  Η;ιιΐίίΐΜ•  και  την 
κατ'  έ(ΐε  την  σφραγίδα  της  ά?\.η8είας  φέρου- 
σαν  σοφήν  αχΊτοϋ  γνα)[Π]ν,  δτι  οί  Ώραι  και 
«Άγραυλίδες>  αύτοϋ  (/.ντεγράφησαν  έκ  τοΰ 
αΰτοϋ  ΐΓνΐ)|ΐείου,  εξ  ου  και  αί  παραστάσεις  των 
άναγλιΉρίον  τοΰ  Τβί^ι^Ι  και  της  Μίχδρίτης.  Είιτυ- 
χώς  ού  [κη'ον  ασυμβίβαστοι  δεν  εΐναι,  άλλα 
κ(/.ι  συ[ΐπ?ιηρϋΰσι,  φρονώ,  τον  διάκοσμον  της 
Ου[ίέλης  ημών  τεχνικώς  και  κατ' εννοιαν  κατά 
τον  εύτυχέστατον  τρόπον,  σαφώς  ένδεικνύουσαι 
εκ  των  υστέρωλ',  δτι  όρΟώς  έμαντεύσαμεν  εν 
τη  πρώτη  έκδόσει  της  παρούσιις  μελέττ]ς. 

Πολ?νθΐ  δηλαδή  τών  φίλιον  ή[ΐώΛ'  άρχοιο?ιό- 
γων  ευθύς  μετά  την  προιτην  εκδοσιν  της  [ΐελέ- 
της  παρετήρησαν  ήμΐν  δικαίως,  —  και  ήμεΐς  δε 
πληρέστατα  καΐ  εν  μεγάλη  στενοχωρία  ησθα- 
νόμεΟα  τοΰτο,  —  δτι  το  ύφ'  ημών  έπινοηθεν 
•9υ(ΐελικόν  βήμα  ήτο  διττώς  ρ?Λττο)ΐιατικ(')ν. 
Πρώτον  μέ'\'  τεχνικώς  ως  παραδεχόμενον  άκθ[ΐ- 
■ψον  και  φορτικώς  μεγάλην  κλίμακα  κατέχουσαν 
άπ'  άκρου  εις  άκρον  πάσαν  την  όπισΰίαν  πλευ- 
ράν  βήματος  τόσον  π?^ατέος,  ενώ  ήρκει  κλί[ΐαξ 
στε.Λ'ΐ)  δσον  ή  εκτασις  μιας  μόνης  πλακός,  καθ ' 
ά  διδάσκει  ή  τοΰ  εν  τω  Διονυσιοκω  θεάτρίο  τών 
Αθηνών  κλϊμαξ  τοΰ  βή[ΐατος  τοΰΦαίδρου,  ως 
καΐ  τοιχογραφίαι  τινές  ε'ικονίζουσαι  αυτοτελείς 
θυ μέλας  θεάτρων '.  Δεύτερον  δε  ήτο  καΐ  κατ  ε\•- 
νοιαν  ελλιπές  τύ  βήμα  ημών,  ώς  μη  άναφερόμε- 
νον  εις  πλήρες  το  τών  εν  τοις  θεάτροις  τής  Αρ- 
καδίας τελουμένων  θυμελικών  έπιδείξεοη'  πρό- 
γραμμα, προς  δ  κατ'  έμέ  στενώς  έσχετίζοντο  αί 
παραστάσεις  αύτοΰ. 

Αληθώς  ό  Πο?ιύβιος,  έκθετων  το  πρόγραμ^ια 


τής  έκπαιδεύσειος  τών  'Λ  οκάδων,  (ίναφέρει  δτι 
μετά  τής  μουσικής  κύριον  μέρος  τής  έκπαι- 
δεύσεο)ς  ταύτης  ιΊτο  ή  δρχηοις  '.  *Κν  τή  Μαν- 
τινεία δε  ίδί(ι)ς  άνεπτύχθΐ|,  ίίνεκα  τής  εκπαι- 
δεύσεως ταύτης,  διάσημος  σχο/.ή  μουσικής  καΐ 
όρχίΐστικής.ΊΙ  (ρήμη  δέ  [ΐάλιστα  τής  ορχηστικής 
σχο?νής  τής  Μαντινείας  υπερέβαινε  την  τής 
μουσικής  αυτής  σχο?α|ς  \  διό  και  ό  Άριστύξε- 
νος  έκ  τών  διαφόρίον  περκρΊμων  εθνικών  όρ/ή- 
σεων,  ονομαστί  δέ  τώ\'  Λακο)νικών,  Τροι'^ηνια- 
κών,  Έπιζεφυρίων,  Κρητικών,  Ί ιονικών  καΐ 
Μαντινιακών  προέκρινε  τάς  Μαντινιακάς  και 
δί|  δια  την  τών  χειρών  κίνησιν  -  ''.  Θά  ήτο 
/ιοιπδν  ιιεγάλη  ελλειψις,  αν  έπΙ  τοΰ  βήματος 
ημών, —  ού  ό  διάκοσμος  αναφέρεται,  καθ'ήμάς, 
εις  τάς  κατ'  ένιαι•τον  θυ(ΐελικάς  εν  τοις  Ι)εά- 
τροις  επιδείξεις  τών  Μαντινέων,  —  δέν  έδη- 
λοΰντο  διά  καταλλήλου  μυθολογικής  παρα- 
στάσεως καΐ  αί  όρχηστικαΐ  αυτών  επιδείξεις,  αί 
άναποσπάστο3ς  προς  τάς  ιδίως  μουσικάς  επιδεί- 
ξεις συνδεδεμέναι  έν  τω  έκπαιδευτικώ  προ- 
γράμ[ΐατι  τών  Μαντινέων. 

Φρονώ  κατ '  <ίκο?;.ουθ  ίαν,  δτι  αί  παραστάσεις 
τών  δύο  πλακών  τών  όρχουμένων  Ωρών  κ(ίΐ 
«  Άγραυλίδο)Λ'  —  ας  τόσον  επιτυχώς  άνεγΛ'Ο)- 
ρισεν  ό  Ηίΐιι.ΗβΓ  ώς  άποτε?.ούσας  ποτέ  μέρος 
τοΰ  αύτοΰ  μνημείου,  ού  και  τά  πρωτότυπα  τών 
ανάγλυφων  τοΰ  Γβ^βΐ  και  τής  Μαδρίτης  — 
έκόσμουν  τάς  δύο  άκρας  πλάκας  τής  όπισθίας 
π?νευράς  τοΰ  βήματος  ημών,  τεθειμέναι  εκατέ- 
ρωθεν τής  μέσης  πλακός, ην  έκάλυπτεν,  ώς  κατό- 
πιν θέλθ(ΐεν  εννοήσει,  ή  πάντως  κινητή  κ/.ΐμαξ 
τοΰ  θυμελικοΰ  ήιιών  βήματος.  Πόσον  τεχνικώς 


'    Πβλ.  κ.  \νί656ΐθΓ,  Τ1ιβ»ΙβΓ§;6ΐ).    ϋη(3  υεηΐίΐη.    ρ1.  IV,  3  —  5. 


'  IV,  20,  9  :  Μετά  δί•  ταΟτα  τους  Φιλοϊένου  και  Τιμοθέου 
νόμους  μανθάνοντες  πολ/,ϊ)  φιλοτιμί^:  /ορείόνοι  κατ'  ένιαυτόν 
τοις  Διονυσιακοϊς  αΰληταϊς  εν  τοις  &εάτροις.  οΐ  μεν  παίδες 
τους  παιδικούς  άγΛνας,  οΐ  δέ  νεανίσκοι  τους  τών  ανδρών 
λεγόμενους».  .\ύτόθι  IV, 20,  12:  και  μήν  εμβατήρια  μετ'αύ- 
?ιθϋ  και  τάξεως  (ίσκοϋ\•τες,  εη  Λ"  όρ/ήοεις  έκπονοϋντες  μετά 
κοι\•ης  επιστροφής  και  δοιπά\ηις  κατ'  ένιαυτόν  γΊ•  ιηΤς  Οεάτοοι; 
έιτιδείκλ-υλται  τοις  αυτών  πολίταις  οΐ  νέοι  . 

-  ΓουβέΓΕδ,  ΜίηΙΐηέε  ρ.  347:  «ϊΐ  γ  ανϊϊΐ  3  ΜΐηΙίηέε  υοε  έεοίε 
οέΐέΐίτε  άβ  ιηιΐδίςιιε  εί  ά'οτεΐιείΐίςυε  ;  (ρ.  349)  ιη3ί3  Ια  τεραϋ- 
Ιίοη  άε  Γέοοίε  ά'οΓοΗεδΙϊςιιβ  5υΓρ3553ί(  οεΐΐε  άε  5οη  έοοίε 
ηιαδίοαΐ^». 

■'  Αθηναίου  Α',  22  β.   Ργ.  Ηίδί.  θΓ3βο.  Π,  284,  49. 


219 


Εΐκών    1 43• 


άρμόζουσιν  αί  Ώρ«ι  και  Άγραυλίδες  εις 
ας  δέσεις  τοποθετοΰ[ΐεν  αύτάς,  δεικνύει  άπλοΰν 
βλέμμα  έπΙ  της  ένταϋθα  δημοσιευομένης  προ- 
χείρου ίχνογραφικής  αναπαραστάσεως  της  πλευ- 
ράς ταύτης  (Είκ.  143  - 146).  Αληθώς  το  βλέμμα 
τέρπεται  βλέπον  τον  ρυθμόν  και  την  συμμε- 
τρίαν,  μεθ'ών  αί  κατ'  εξοχήν  τάς  χορικάς  όρχή- 
σεις  δηλοΰσαι  παρθένοι  αύται  φέρονται  προς 
άλλήλας  δύο  ήμιχόρια  σχηματίζουσα  ι,  τεχνικώς 


πλευρών  τοΰ  βωμοΰ  των  Νυ^ιορών  καΐ  Χαρίτων, 
ας  προς  το  κέντρον  τοΰ  μνημείου  φερομένας, 
ως  αί  Ώραι  και  <  Άγραυλίδες  ημών,  χωρί- 
ζει από  των  αντιστοίχων  καΐ  ομοίως  προς  αύτάς 
φερομένων  μορφών  ή  θύρα  της  υπογείου  κρύ- 
πτης τοΰ  βωμοΰ,  την  αυτήν  εν  τφ  κέντρω  της 
πλευράς  καταργούσα  θέσιν,  ην  και  ή  κλΐμαξ 
τοΰ  βή[(ατος  ημών  έκάλυπτε  '. 

Ή  μόνη  τεχνικί)  διαφορά  μεταξύ  τοΰ  Θασίου 


Εΐκών      Ι44• 


Είκώ- 


δε  (ΐορφήν  προς  μορφήν  εντελή  πάρισα  άπο- 
τε?^,οΰσαι,  καΐ  ώς  αί  λοιπαι  τοϋ  βή[ΐατος  ημών 
πλάκες  άντωπόν  εχουσαι  μόνηλ'  τήν  εν  τφ  κέν- 
τρω εκάστης  πλακός  νύμφην. 

Ουδέ  πρέπει  να  φανή  τεχνικώς  παράδοξος  ή 
γνώμη  ημών,  δτι  τήν  έν  τφ  μέσω  αυτών  πλάκα 
έκά?ι,υπτέ  ποτέ  προσκαίρως  ή  [ΐονίμως  ή  ξυλίνη 
κλΐμαξ  τοΰ  βήματος.  Άνά?ιογον  τεχνικώς  παρά- 
δειγμα εχομεν  έν  τοις  εκ  Θάσου  περιφήμοις 
άρχαϊκοΐς  άναγλύφοις  αμφοτέρων  τών  μακρών 


τούτου  βωμοΰ  και  τοΰ  Μαντινικοΰ  ημών  θυ- 
μελικοΰ  βήματος  εΐναι  δτι,  ένφ  τό  υπό  της 
θύρας  εκάστης  τών  πλευρών  τοΰ  βωμοΰ  σχη- 
μάτιζα μενον  κενόν  αποκλείει  τήν  παρουσίαν 
άλλων  ή  τών  δρωμένων  παραστάσεων  εκατέ- 
ρωθεν της  θύρας,  ή  κλΐμαξ  της  θυμέλης  ημών, 
καλύπτουσα   τήν   έν  τφ  μέσω   τών   Ωρών   καΐ 


άεδ  θ5ΐ6ΓΓ.  ΑγοΗ.   Ιπ5ΐ.  Βά.  VI  (1903)  8.  159   «.  Κί^.  99—101 
και  Ρ'ίξ.  104. 


ιΊίϊ^ουσα  ήρ/ίον 


«  Άγρ(χιι?^ίδ(ι)ν  π?^άκα,  κίχλεΐ,  ί)ρ?.()\ιααν  ή  μη, 
τΐ|ν  ήιάνοιαν  ψιών  ι•ίς  το  να  (('αντ(ίαί)Γ|  οτι  ό 
είκονιζ(')|ΐενος  χορός  τη)ν  νΐ'(ΐ((ών  ΓϊιικολουίΙει 
και  έπΙ  τής  ύπο  της  (χρ/ικώς  πάντοος  ξυ/ανΐ|ς 
κίάμακος  κα^ακρϋείπης  πλαχός.  Γο  δ' (ί'ισΟικια 
τούτο  έντεή'ει  οίιχΐ  μ<'»ν<)\•  ό  τρόπος,  [ΐεΟ'ού  ως 
μέ?.ιι  ενός  κ«1  τοΰ  αύτοΰ  χοροΰ  ή  ορχηστικής 
άλνηι-Μς  .-Γ(ίρίστ«ντ(/.ι  πηο  ημών  (ΐ.\  Ώραι  κα) 
'  Άγρ(/.ι»λίί)ες  αύτίχι,  άλ/.ά  -/.(ά  {\  (ίνεξ(χρτήτο)ς 
τοΰ  μνιιμείουδπερ  έκόσ[(()υν  ιι,υΟο/^υγικη  έξέτα- 
σις  της  παραστάσεως  αυτών,  ήτις,  ώς  έπΙ  μόνον 
των  (^ΰο  τονΊτίον  π/,ί/χών  τοΰ  ΙΙαυδεΓ  έχει,  πάν 
(ΐίλλο  ί'ι  (ί)ς  (Ίκρρακκ  ()ν\'υ.τον  να  λογισΟΎ]. 

Και  .τι-ρι  μπ'  τών  Ωρών  π(χνυ  (δικαίως 
παρετηρησι-ν  Γιόη  ύ  ΗαιίΗΚΓ,  ότι  ι•Γναι  (ίί  αύταΙ 
προς  τας  τρεϊς  επίσης  όρχουιιένας  νΟμφας, 
ας  πρώτον  εικονίζει,  μετά  ΙΙανός  αύ/ιοΰντος 
αΰταΐς,  το  έν  Μεγαληπόλει  της  Αρκαδίας  εύρε- 
"θέν  άνάγλυφον  ύπ'  άριΰ.  1449  τοΰ  Έθνικοϋ 
Μουσείου  (Πίν.  Ι^ΧΧΧ'),  άνάγ/ακρον  δι'  ου  ού 
μόνον  ενισχύεται  ή  γν(ί)μη  ημών  οτι  αϊ  Ώραι 
τοί3  Ηίΐαδ6Γ  εΐναι  αρκαδικαΐ  Νύμφαι,  όρκαδι- 
κήν  θυμέλην  μουσικής  καΐ  ορχηστικής  κοσμοΰ- 
σαι,  άλλα  καΐ  ενδείκνυται  ή  αμέσως  προ  αυτών 
ελλειψις  [ΐιάς  τουλάχιστον  κυρίως  [ΐορφής,  τής 
τοΰ  Πανός,  ην  οΰτως  άγό[ΐε{)α  να  φαντίίσΟώμεν 
ώς  ύπάρχουσάν  ποτ'  έπι  τής  μεσαίας  π/.ακός,  ί'ιν 
έκάλυπτεν  ή  κατήργησε  ν  ή  κλΐ[ΐαξ  τοΰ  βήματος. 

Περί  δε  τών  Άγραυλίδων  συ[ΐφωνοϋμεν 
μεν  τω  Η&υδΚΓ  ότι  Γ]  ύδροχόη,  δΓ  ής  βρέχει  τύ 
έδαφος  ή  τελευταία,  χαρακτηρίζει  (ίύτάς  σαφέ- 
στατ(ί  ώς  τάς  εκ  τοΰ  νειν  έχουσας  τύ  όνομα 
αΰτών'  Υάόας  νύμφας  (λατ.ρΐιινίίΐε),  παρατηροΰ- 
μεν  δ'  όμως  ότι  είναι  μεν  αληθές  οτι  ή  όψιμος 
αττική  Ευριπίδειος  μυθολογία  ταυτίζει  τάς 
'Υάδας  προς  τάς  Άγραυλίδας,  ήτοι  τάς  τρεις 
θυγατέρας  τοΰ  Ερεχθέως  "Αγλαυρον,  "Ερσην 
και  Πάνδροσον  ',    ώστε  δικαίως  ό  παραδεχό- 


'  Εΰριπίδ.  '  Ερε/ϋεί•;  (Ιπόσπ.  3δ9  της  έκδ.  Ν»ιιοΙί  (=Ήοιι- 
χίου  :  ζεϋγος  τριπάρθενον.  Σχολ.  Άράτ.  172  :  Ευριπίδης  μέν 
οΰν  έν  ΈρεχΟεΐ  τάς  Έρε/.θέϋ)ς  θυγατέρας  Ύάδας  φησ'ι  γενέ- 
σθαι τρεις  οϋσας)•  και  ΦαέΟο»•  άποσπ.  730  (Σχολ.  "Αράτ.  172  : 
Ευριπίδης  δέ  έν  τφ  Φαέβοντι  γ'  [είπεν  είναι  τάς  Ύάδας]. — 
δβΓν.  ν'εΓ^ίΙ.    Αοη.  1.74*4. 


μένος  ιΌς  άττικον  το  [ΐνη μείον,  όπερ  έκόσμουν 
αί  νι'ΐίκρίχι  τής  π/.ακός  τοΰ  ΗπυδβΓ,  δυνατόν 
να  καλέσΐ)  (χΰτάς  Άγρηυλίδας•  ύπάρχουσιν 
όμο)ς  πλεΐσται  άλλαι  παραδόσεις  περί  τοΰ 
άριθμοΰ,  τής  γενεαλογίας  και  τών  όνομάτο)ν 
τών  Ύ(χδο)ν,  ώστε  ό  ώς  άρκαδικόν  παραδεχό- 
μενος μεθ'  ημών  το  μνη μείον  δικαιοΰται  νά 
απόκρουση  την  έπ'  αύτοΰ  παρουσίαν  τοΰ 
κατ'  έξοχίιν  άττικοΰ  τριπίχρθένου  ζεύγους» 
τών  'Λγρίχυλίδων. 

Άρχαιοτίχτιι  και  έπιση|ΐοτάτη  πασών  τών 
παραδόσεων  τούταη'  φαίνεται  ή  παρ'Ήσιόδω  ', 
καθ  ην  αί  'Υάδες  νύμφαι  ήσαν  πέντε:  'Φαι- 
σύλη,  ήδέ  Κορίονίς.  έί'ιστέί^ανός  τε  Κλέεια, 
Φαΐϋ')  θ'  ίμερύεσσα,  κιχι  Εύδίόρη  τανύπεπ/ιος;^. 
Ώς  προς  τον  αριθμόν  δέ  τούτον  συιΐ(( ο)νοΰσι 
και  οί  πλείστοι  τών  (χρχαίο)ν '-'.  Επιτρέπεται 
άρα  ή  ύπόΟεσις  ότι  έπΙ  τής  έν  τω  [ΐέσο)  τής 
όπισθίας  τής  θυμέλης  ημών  πλακός,  ής  την 
ΰπαρξιν  υποδεικνύει  και  το  τεχνικώς  όλιος  άσύν- 
δετον  τών  έπι  τών  δύο  πλακών  τοΰ  Ηπιΐδί-Γ  δύο 
τριάδων,  ύπήρχον  αρχικώς  αί  δύο  έ?ν?ιείπουσαι 
εκ  τών  πέντε'Υάδων,  άποτε?ι.οΰσαι  μετά  τοΰ  Πά- 
νος, ου  πάλιν  την  έπι  τής  πλακός  ταύτΐ)ς  ΰπαρξιν 
ένδεικνύουσιν  αί  άχιόριστοι  αύτοΰ  σύντροφοι 
Ώραι  τής  αριστεράς, πλακός, τρίτΐ) ν  τινά  τριάδα. 

Ευτυχώς  πάσας  τάς  ένδεΓςεις  ταύτας  πλη- 
ροί θαυμασίως  συγγενέστατον  μνη  μείον,  όπερ 
απορώ  πώς  διέφυγε  την  προσοχήν  τοΰ  ΗίΐυδβΓ. 
Είναι  δέ  τοΰτο  ή  έπι  βωμοΰ,  ώς  ό  τής  Μαδρί- 
της, τοΰ  Μουσείου  τοΰ  ι\ατερανοΰ  (χντιγρα- 
φεΐσα  τριάς,  ή  είκονίζουσα  τον  Πάνα  έν  μέσω 
δύο  αοηρώς  όρχουμένων  νυμφών  (Είκ.  141)  '. 

'  Ησιόδου  άποσπ.  181,  (;ϋΙι1ΐιΐβ.:=Σχολ.  Θεωνάς  εις  Άράτ. 
Φαινόμ.  στί/.  172. 

'  δβΓν.  νετς.  Οΐοτξ.  1,138  «ΡχΐΗο,  δνηβοΐιο,  ΒΐοεΙιο,  Κ.:ΐΓ(1ί£, 
Νγδοίδ».  —  Η)Γ2ίη.  ίϊΐ).  182  «ϊΐϋ  ΐΓϊίΙαηΙ  νοεί(3ΐΐ5  Ατ;ίηοε, 
ΑιηΙίΓΟδίβ,  ΒΓοπιίβ,  Οϊδίβίβ,  ΟοΓοηίί»  ;  ίαΐ).  192  «ςηίηςηε  ρτί- 
Π1Ϊ6.  . .  Ρ1ι»5)Γΐα,  ΑιηΙ)Γθ5Ϊ2,  ΟοΓοηίδ,  ΕηιΙογϊ,  ΡοΙ^χο». —  Οεπηβη. 
Άά  Αγ»(.  ν.  172  ιΜϋ536ϋ3  ει  ίδΐ»  ΓβίετΙ  ...  β  ςυίΐιη;  ςηίηςυε 
5ΐβ11α5  Γι§;υΓ3ΐ25  Η^»<1β5  ϊρρεΙΙϊνβΓϋπΙ ;  ίεριεηι  ΐυίειη,  Ρΐεϊϊάεί. 
Μ^ΓΐίΙυ8  αυΐεηι  ςυίηςυε  ΑΙία:  €3άιηί  β85ε  άίχίι.  ΗΐΐΙ)ει  ΐαίειη 
Ταιιτί!»  5(ε1ΐ33,  ία  ε3ρί1β  ςυίαςηβ,  ςαχ  Ηγαιίεβ  ΛρρεΙΙίΏίατ :  ϊά 
ε5(  ϊη  εοΓπίΙιυδ  δία^ηΐίδ  5ίηξυ1&$,  ίη  ίΓοοιε  (1α£ΐ8,  ία  ηαΓί{)α5 
ιιη&πι :    Ηαε  5υηί  Η^αάεβ. 

'  ΒεηιιάοΓί- δοΗδηε,    Ι,ίΙεΓ.    Μα5.  η"  202   Τα£.    4,  3   (ΐδε  καΐ 


—  221 


Τα  ανάγλυφα  πλην  τών  επιτύμβιων 


Ή  τί|\'  τεχνοτροπίαν  καΐ  σύλληι|ην  ομοιότατη 
προς  τάς  νυμφας  τών  ανάγλυφων  τοϋ  Ηαιΐ8βΓ 
τριάς  αΰτη,  τοποθετούμενη  έπΙ  της  έλλειπούσης 
κεντρικής  πλακός  της  {)-υμέλΐ]ς  ημών,  ου  μόνον 
πίίοέχει  δια  τοΰ  Πανός  κέντρον  Οαυμάσιον  ολη 
τΓ)  πλευρά  ταύτη  της  θυ(ΐέλης,  ην  διαιρεί  είς 
δύο  ακριβώς  σύμμετρα  μέρη,  καΟ'  α  και  ή  μεσαία 
Μοίρα  της  κεντρικής  πλακός  τής  εμπρόσθιας 
πλευράς, άλλα  και  ερμηνεύει  ευχερέστατα  περίερ- 
γον  διαφοράν  τών  δύο  πλακών  τοϋ  Ηανι^^Γ,  ην 
ούτος, ίνα  δυνηθή  να  έρμιινεύση,ήναγκάσ6ΐ)  να 
θέση'  έπι  δύο  διαφόρων  πλευρών  τοΰ  μνημείου 
τάς  πλάκας  αύτοϋ,  καταστρέφων  οΰτω  τιιν  [ΐορ- 
φήν  προς  μορφήν  συμμετρία\'  άμ(ροτέρων  τών 
τριάδ(ον.Ή  πλάξ  δηλαδή  τών  «  Άγραυλίδων  ^^ 
τοΰ  Η;ιιΐΗ6Γ  εΐναι  κατ(χ  τι  [ΐικροτέρα  τό  πλίίτος 
(πλ.  \,22δ)  τής  τώνΏρών  αύτοΰ  (πλ.  1 , 1 5)• άλλ'ή 
περίεργος  διαφορά  αΰτη  έρμιρεύεται  νΰν  εκ  τής 
ορατής  ανάγκης,  εις  ην  περιέστη  ό  καλλιτέχνης, 
να  περιορίση  έπι  τοΰ  μνημείου,  ου  αντίγραφα 
είναι  αϊ  πλάκες  αύται,  τάς  τρεις  <  Άγραυλί- 
δας  τοΰ  Η&ιΐδΟΓ  έπΙ  βραχυτέρου  τύ  πλάτος 
χώρου,  ένεκα  τής  όπισθεν  τοΰ  ΙΙανός  όρχου- 
μένης  Ύάδος,  ης  τα  ζωηρώς  καΐ  ευρύτατα  ήνε- 
μωμένα  ενδύματα  έκάλυπτον  βεβαίως  πάν  τό 
[ΐέχρι  τής  τομής  διάστημα  τής  κεντρικής  πλα- 
κός, καθιστώντ'  άναγκαίαν  την  ύπ(ΐχ(ί)ριισιν 
τής  πρώτης  τών  Άγραυλίδων  ,  ΐν(/.  μεταξύ 
ταύτης  και  εκείνης  ύπολειφιθή  τό  πάσας  ανε- 
ξαιρέτως τάς  μορφάς  τοΰ  μνημείου  χωρίζον 
άπ'  αλλήλων  κενόν  διάστη[ΐα. 

Οΰτω  δια  τής  συνενώσεως  τών  τριών  τού- 
των άντιγρίχφων  προσκτώ[ΐεθα  σύνΟεσιν  (Ε'ικ. 
146)  πλήρη,  τεχνικώς  μεν  ως  μέχρι  τών  ελα- 
χίστων συ[ΐ[ΐετρικήν  καΐ  ομογενή  την  τέχνην, 
μυθολογικώς  δε  ώς  είκονίζουσαν  τόν  χορόν  τών 
Αρκαδικών  Ωρών,  σπευδουσών  εν  ρυθμώ  προς 
τόν  άχώριστον   αυτών  σύντροφον  Πάνα,  όστις 


άγει  προς  αύτάς  τόν  χορόν  τών  πέντε  Ύάδων, 
αύ?ιών  ώς  «μέσος  αυλητής»"  προς  την  δρχιισιν 
άμφοτέροη'  τών  χορών  τούτων,  ών  προΐσταται 
κατέχων  τό  κέντρον  τής  δλτις   παραστάσεως. 

Ό  Φιλόστρατος  -  γράφει  περί  Απολλώνιου 
τοΰ  Τυανέο)ς  ότι,  επισκεφθείς  τάς  Αθήνας 
«έπιπ?α)ξαι  λέγεται  περί  Διονυσίοη'  Αθηναίους, 
α  ποιεϊταί  σφισιν  έν  ώρα  τοϋ  άνθεστηριώνος• 
ό  μεν  γάρ  (ΐον(ρδίας  άκροασαμένους  καΐ  μελο- 
ποιίας  παραβάσε(όν  τε  καΐ  ρυ9(ΐών,  όπόσοι 
κω[ΐωδί(χς  τε  καΐ  τραγωδίας  ε'ισίΛ',  ες  τό  θέα- 
τρον  ξυ(ΐφυιτάν  ωετο,  έπεί  δε  ηκουσεν,  δτι 
ανλοϋ  ύποοημήναντος  λνγιαμονς  ^  όρχοννται  και 
μεταξν  τής'Ορφέως  εποποιίας  τε  και  ϋ•εολογίας  τά 
μεν  ώς  Ώραι,  τά  δε  ώς  Νΰμφαι,  τά  δε  ώς  Βάκχαι 
πράττουσιν,  ές  έπίπληξιν  τούτου  κατέσττ]  >.  Έν 
τφ  Λιονυσιακώ  θεάτρο)  τής  πόλεως  τών  Αθη- 
νών, έ'νθα  έτελοΰΛ'το  αί  μιμικαΐ  αύται  όρχή- 
σεις  τώ\'  ώς  ΏρώΛ'  και  Νιηιφών  όρχουμένων, 
ευρέθησαν  ανάγλυφοι  πλάκες  (Πίναξ  XXXII 
άρ.  259-'260),  αρχικώς  μεν  ϊσως  κοσμοΰσαι,  ώς 
θά  ϊδωμεν  κατ(οτέρω  έν  τφ  περί  αυτών  κεφα- 
/ιαίω,  τήν  κα|ΐπύλην  πρόσοψιν  τής  παρά  τόν 
κύκλον  τής  ορχήστρας  τεθειμένης  θ'υμέλης  τοΰ 
τρίτου  αίώΛ'ος  π.  Χ.,  πολλούς  δ'  αιώνας  κατόπιν 
έπι  Φ(/.ίδρου,  έντειχισΟεϊσαι  ώς  διάκοσ[ΐος  είς 
τό  έσωτερικόν  μέτωπον  τοΰ  περιφιράγματος 
τοΰ  κύκλου  τής  ορχήστρας.  Αί  άνάγλυπτοι  αύται 
π?νάκες  είκοχ'ίζουσι  ύρχουμένας  "Ωρας,  άντιγρα- 
φείσας  άπο  τών  αυτών  ακριβώς  πρωτοτύπων  *, 
άφ'  ών  άντεγράφησαν  καΐ  αί  νύμφ'αι  τών  πλα- 
κών τοΰ  ΗίΐαδβΓ,  ας  ημείς  θέτομεν  έπΙ  τής  έν 
τή  ορχήστρα  τοΰ  θεάτρου  τής  Μαντινείας  θυ- 
μέλης. Τί  λοιπόν  φυσικ(ί)τερον  τής  γνώμης  ημών 
δτι  αί  μετά  τοΰ  κατ'  εξοχήν  θεού  τής  Αρκαδίας 


Ν"  511)  =  ΚοεοΗβΓ'ε  Μ5ΓΙΗ.  Ι^βχ.  8.  ν.  ΗοΓίΐε,  δρ.  2721,  ή^. — 
Σβορώνος  έν  Διεί^ν.  Έφημ.  της  Νομισμ.  '.\ρχαιο?ι.  Τόμ.  Β' 
(1899)  σελ.  59,  ένθα  μάλιστα  έθεωρήσαμεν  τι'ιν  έτέραν  τών 
νυμφών  τούτων  ο)ς  προσιοποποίησιν  τοϋ  καιροϋ  τής  όρχήοεως 
έν  τω  άναγλΰπτω  ήμερολογίω  τών  'ΑΟΐ)ναί(ι)ν. 
'  Ηβϋδει  έ.  ά.  δ.  98. 


'  Πβλ.  Σχολ.  ΑΙσχίν.  κατά  Τιμάο.  Κ)  Έν  τοϊς  χοροϊς  τοις 
κυκλίοις  μέσος  'ίστατο  αυλητής. 

-  Απόλλων.  Τυαν.  (έκδ.  Καγδοι)  σελ.  73,  12.  Πβλ.  Μοηιηι- 
5βιι,  Ϊ"ε8ΐ6  άβΓ  δίίΐΐΐ  Αΐΐιεη  δ.  39-1. 

'  Πβλ.  Πολυδ.  4,  96 — 98  εϊποις  δ'  «ν  όρ/ιιοτι'ιν  ...  λνιγιστι- 
κόν  ...  και  τά  ρήματα  δέ  ...  λυγίσαι  τό  σώμα. 

*  Ίδέ  τόν  Πίνακα  ημών  ΧΧΧΠ,  άρ.  259  και  260,  και 
ΗαυδβΓ  έ.  ά.  5,  87  :  «βίηβΓ  άβΓ  1)είάεη  ΡΙ&ίΙεη  3ΐΐ8  άειη  Οίο- 
η)'505ΛεΕΐΐ8Γ  ζυ  ΑΐΗεπ,  άεπεη  ΥεΓίεΓίίββΓ  ιιηδεΓε  ΑβΓαυΙίάε  ζ-ιαί- 
/ίίίοί  ίιαηιιίε  ιιηίΐ  ηιιι•  ιιαηΐξίί  αη  3(Ίηοη   νονϋΐιί  αηίίο'ίο'. 


222   — 


ΑΊΊΊοΐ'Πίΐ  Ί''ΐ)ΐι<>Γι 


()ρ/()ΐ»ιΐΓν(/.ι  \ΊΊΐΐ|((ΐ  (/.οκίΐ  ι•τι• ιΙ ΐ|σαν  ί-πι  τΐ|ς 
Ουμίλης  τής  έν  Άρκ(/.(ίία  Μαντινι•ί(/.ς,  ϊν(ί  (^ΐ|?.(ί)- 
σοισι  τάς  έν  τοίς  ι')!•(ίτη()ΐς  όρ/ηπτικάς  έκι-ίνας 
κ(χτ'  κνκίυτον  ί'πιί^ΐ'ίξεις  των  π(/.ί(^<ι)ν,  \'ί"0)ν  και 
π•(ίρΟένο)ν,  ων  το  π(_)όγη(ί[ΐμ'/.  γνωρίζομεν  εκτοΰ 
1Ιο?αιβίου;  Εϊδομι-ν  α/Χως  δτι  ό  Άριστόξενος 
προέκρινεν  εξ  δ?^ωΛ'  τώΛ'  εθνικών  ορχήπεων  τάς 
ΜαντίΛ'ΐκάς  ^1(V.  την  τ('ϊ)ν  χειρών  κίνι^αιν 
άκρι|]ώς  ?)ε  τάςόρχουμενίίς  νύμ((ας  τώνπλίίκών, 
δι'  ών  (χπετεί.εσαμεν  την  π^αηιρύν  ταΰτην  τής 
ϊΐυμέλης,  ύπερ  ποΛ'  άλλο  /αρί/κτιιρίζει  ή  π(/.γκα- 
λος,  ζωηρώς  πεμΛΊ)  κι/Ι  ρυΟμικώς  ποικίλη  /.ί\Ί|- 
(τις  των  χειρών  αυτών,  ο)ν  ϊ(>ί(ΐ)ς  και  ή  τί••χνικί| 
τελειότης  της  επεξεργασίας  κινεΐ,  ώς  ούδενύς 
αλ?ι,οι>  μνηιιείου,  εις  ι)(/.ΐΜΐαπιιον  τον  Οεατήν  '. 
Επισκοποϋντες  δε  νΠν  το  σύνολον  τών  παρα- 
στάσεων των  τεσσ(Λρο)ν  πλεκρών  της  ίΐτηιε- 
λΐ]ς  της  Μαντινείας,  ώς  ημείς  άνεπλάσαμεν 
(πΗί|ν  (εικόνες  14.')-146),  βλέπομεν  δτι  υπάρ- 
χει μεταξύ  πασών  τών  πλακών  ή  [ΐεγάλΐ]  εκείνη 
τεχνοτροπική  ταυτότης  και  συγγένεια,  ην  παρε- 
τήρησαν  ήδη  οί  Απιείαπί^  καΐ  Ηίΐιΐ8θΐ•  και  ης  εν 
τοις  κατ) '  εκ(ΐστον  τα  απτότερα  τεκμήρια  είναι, 
πλην  άλλίον,  πρώτον  μεν  ή  τον  ϋμνον  οίδουσα 
Μοϊ3σα  της  Μαντινείας,  παραβαλ?ιθμένη  προς 
την  π(/.νό[ΐοιον  ιιορφην  της  το  χειρόγρα(ρον 
(/.ναγινοισκοΰσης  Μοίρας  τοΰ  Τ6§-6ΐ  και  τής 
Μαδρίτιις,  δεύτερον  δε  ύ  καί}ή(ΐενος  Απόλλων 
της  Μαντινείας  εν  παραβολή  προς  την  καθηιιέ- 
νην  Μοΐραν  τοΰ  'Γβι^βΙ,  τρίτον  δε  ή  σπανιο)τ(/.τη 
κ(')μμ(ΰσις  τής  Μνημοσύνης  τής  ΜαΛτινείας 
εν  παρίλβολή  προς  την  πανόμοιον  κύμμωσιν 
τής  τε?ιευταίας  τών  Ύάδο^ν  τοΰ  Η3.ιι86γ,  καΐ 
τέταρτον  ό  πανόμοιος  τρόπος,  καΟ'  δν  είΛ'αι 
επί  πασώ\'  τών  πλακών  είργασμέναι  ίά  χειρΐδες 
κ(/.ί  αί  πτυχώσεις  πασών  τών  γτη'αικείων  μορ- 
φών τής  θυμέλης.  Έπι  πλέον  βλέπο[ΐεν  δτι  ού 
μόνον  έκΐίστη  τών  όκτ<Ό  πλακών  πληρούται 
ομοίως  δια  τριών  μεγάλων  ιιορφών,  άλλα  και 
το  σύνο?νον  τής  πλευράς  ταύτης  αποτελεί  εικόνα, 


'  Πβλ.  τον  ΗβυδβΓ  γράιροντα  (έ'.  ά.  σελ.  87)  :  \νο  (ϊηάεί  δίοΐι 
είπ  ζ\νβϊ(05  Κοίίβί,  (1&5  άϋΐη  ιιηϊβΓΠ  ϊη  άετ  ρΓϊοΙιΙί^βη  ΟυιοΙι- 
Ιιίΐάυηβ  άβτ  Αηηε  \νίβ  &η  άβι  ιηίΚίεΓεη  ΗοΓβ  δίοΐι  νεΓζΙείοΗεη 
Ιίοηηΐε ;  ϋηά  ντίβ  £είη  2ε£ϋ111  δοΗΗη^βη  βϊεΐι  άίε  Ηαηάε  ίηεϊηϊηάεΓ! » 


πληροΰσι/ν  π(/.ντ(/.ς  τους  εν  τ("|  </.ρχαί(/  τέχνΐ| 
ισχύοντας  κ(/.ν()νας  τής  συμ[ΐετρικής  παρατά- 
ξεως κΐίΐ  αρμονίας  τών  μυρίρών,  ους  δικαίίυς 
έξεπ/.άγη  (ΐη  εί'ρίσκ(ΐ)ν  ό  Ληκίιιπ},••  εν  τή  υπ'  αΰ- 
τοΰ  έπινοηίΐείσΐ)  (/.ναπαραστάσει  τοΰ  μνιιμείου. 
Ένφ  δηλαδή  η  κυρία  δψις  ε/ει  ώς  ϋαυμάσιον 
κέντρον  την  κατενώπιον  ίσταμέν)]ν  Μοΐραν, 
αί  δ'  έν  έκά.στΐ)  πλακί  καί)ήμεναι  προς  δεξιά 
μορ(ί(ίΐ  τοΰ  Διός,  τής  προηης  Μοίρας  και  τοΰ 
'Απόλ/ίΟνος  παρέχουσι  την  εννοιαν  ενιαίας  και 
προς  τα  δεξιά,  ένθα  ύ  πρωταγίονιστίις  Μα,ο- 
σύας,  έστραμμένης  παραστάσεως,  αί  εις  ά[ΐφό- 
τερ(/.  τα  ακρατής  π?^ευράς  μορφαι  τοΰΜαρσύου 
και  τοΰ  πελεκυορόρου  ϊστανται  εντελώς  συμμε- 
τρικώς  προς  αλίΛ^λας,  άρμονικίότατΓ/.  π/.α.ισιοϋ- 
σαι  τί|ν  δλην  εικόνα. 

ΙΙρδς  τούτοις  δε  τί^  μέχρι  τοΰδ'  εντελώς 
(χκατίίνόητον  γεγονός,  δτι  ό  Σκύΰης  τής  μιας 
πλακός  τής  Μι/ντινείας  άντι  να  ΐστ</.ται,  (ος  αί 
Μοΰσαι  τοΰ  κέντρου  τών  δύο  άλλων  πλακών, 
ακριβώς  έν  τω  κέντρω  τής  πλακός  εΰρηται  πο?.ύ 
π?ι,ησιέστερον  τοΰ  Μαρσύου  ή  τοΰ  Απόλλωνος, 
εξηγείται  νΰν  /.α[ΐπρώς  διά  τής  άντιτάξεως  τής 
πλακός  αύτοϋ  προς  την  π?ιάκα  τής  Μαδρίτης, 
εΓρ'  ης  βλέπομεν  δτι,  ένεκα  τής  ανάγκης  τής 
μεταξύ  τοΰ  Διός  καΐ  τής  Ά-Οηνάς  παρεμβο/.ής 
τής  μικράς  Νίκ)ΐς,  ό  Ζευς  δεν  ετέθη  ακριβώς 
έν  τω  κέντρο)  τής  πλακός,  άλ?ιά  πλησιέστερον 
τοΰ  πε?.εκυφόρου.  Τή  Νίκη  πάλιν  τής  πλακός 
ταύτης  αντιστοιχεί  ή  παραδόξως  χολοασιαία 
λύρα  τοΰ  Άπόλ?ι(ι)νος  τής  αντιστοίχου  πλακός,  ή 
π/.ηροΰσα  κατά  τό  δυνατόν  τον  (ΐεταξύ  Άπό?ι- 
λωνος  και  Σκύθου  μεσάζοντα  κενόν  χώρον,  δν 
κατέστησεν  άλ'αγκαϊον  ή  έπι  τής  αντιστοίχου 
πλακός  παρεμβολί)  τής  μικράς  Νίκης. 

Είναι  δε  τόσον  αρμονική  έν  τώ  συνόλω  καΐ  έν 
ταΐς  ?ι,επτομερείαις  ή  πλευρά  αΰτη  τής  €υμέ?.ης 
ημών,  ώστε  νομίζω  δτι,  και  αν  δεν  ΰπήρχεν  ή 
υπό  πάντων  ήδη  παρατηρηθεΐσα  τεχνοτρο- 
πική ταυτότης  τών  πλακών,  έξ  ών  άπετελέσαμεν 
αυτήν,  αύτη  καΐ  μόνη  "θα  ήρκει  ίνα  πεισΟή  πάς 
άπροκατά?^ιπτος  καΐ  ελεύθερος  τό  πνεύμα  ερευ- 
νητής περί  τοΰ  όρΟοΰ  τής  γνο)μης  ημών. 


—  223 


29 


Τά   άνήγλνφα   πλην  των  ίπιτνιιβίαη• 


Τά  (ίύτά  (χκριβώς  βλί'•.τομ.εν  και  επί  της  α\'τι- 
θέτου  (ΐακράς  π/^ευράς  της  {)υμέλΐ]ς  ή[κ7)ν.  Ό 
Πάν  δηλαδ)|  άπ;οτε?.εΐ,  ϋ)ς  \\  κεντρική  Μοϋαίί 
της  εμπρόσθιας  π?ιευράς,  {)(ΐυιιάσιον  κέντρον 
της  δλης  εικόνος,  ένω  σπεύδουσι  προς  (χΰτό\'  α\ 
συ(ΐμετρικώτατα  όρχοι''[ΐεναι  περί  αυτόν  Ώρΐίΐ 
καΐ  Ύάδες,  ών  ή  οπιαθεΛ'  τοΰ  ΙΙα\'ός  πάντίον 
ζωηρότατα  όρχου[ΐένη  ήνάγκασε  τύν  τεχνίτην, 
δια  των  [ΐεγάλως  ήνειιο)[ΐένίον  κ(/.ι  κατ'  εξαίρε- 
σιν  πο?αη'  χώρον  κατεχόντων  ενδυμάτων  αύτης, 
να  περιορίαη  τάς  τρεΐς  όπισθεν  α.ΰτής  όρχου- 
μενας  'Υάδας  έπΙ  χώρου  κατά  τοσούτον  στενό- 
τερου, όσον  έπΙ  π?^έον  κατεΐχον  τά  ένδύ[ΐατα 
της  ζωτ]ρώς  όρχουμένης  Ύάδος  ταύτης. 

Τέλος  ώς  προς  τάς  στενάς  πλευράς  της  Ουμέ- 
?ιης,  ας  κατέχουσιν  αί  δύο  πλάκες  των  Μουσώλ' 
της  Μαντινείας,  εϊδομεν  Γ|δη  (σελ.  1ί^•2),  δτι  το 
περίεργον  γεγοΑ'ύς  τοΰ  κατά  το  έτερον  μόνον 
των  άκρων  αυτών  π?^ατυτέρου  περιι)ο)ρίου  εζή- 
τησαν  να  έρμηνεύσωσιν  οι  Αιηβΐιιημκαΐ  ϋδι-ρίείοΐ 
διά  της  παρατηρήσεως,  ότι  έ'χει  τόσον  ακριβώς 
πλάτος  έπι  πλέον,  όσον  άμχρότεραι  αί  πλάκες 
έκέρδαινον  διά  της  έφαρ[ΐογής  αυτών  εις  τάς 
πλάκας  της  εμπρόσθιας  όψεως.  Εσχάτως  όμως 
υ  Πολίτης  (έ'.  ά.  σελ.  59-62)  μελετήσας  έκ  νέου 
τάς  πλάκας  αντέταξε  κατά  της  γνώμιις  ταύτης 
αξιόλογους  τινάς  τεχνικάς  παρατηρήσεις,  ών 
ένεκα,  (ΐελετήσαντες  εκ  νέου  τεχνικώς  τό  (ΐνΐ|- 
μεΐον  μετά  τοΰ  δοκιμίοτάτου  και  .-τασιγνϋ)στου 
έπι  έκτάκτω  οξυδέρκεια  εν  τοις  τοιούτοις  τεχνι- 
κοΐς  ζιιτήικίσι  γλύπτου  τοΰ  Έδνικοΰ  Μουσείου 
κ.  Π.  Καλούδη,  κατελήξα[ΐεν  μετ'  αύτοΰ  εις  τό 
συμπέρασικ/.  ότι  ιό  μνημεΐον  δεν  ήτο  ακριβώς 
τετράγίονον,  (ί)ς  θέλει  ό  Πολίττ]ς,  ιχλλ'εΐχε  δύο 
πλευράς  εκ  πλειόνων  της  μιας  πλίίκών,  των  τεσ- 
σάρων γωηών  αύτον  καλυπτομένων  νπο  πηρα- 
στάδων,  ώς  αυτός  ό  Πολίτης  ύπώπτευσε,  των 
δε  δύο  π?ιακώ\'  τών  Μουσών  κατεχουσών  τάς 
στενάς  πλευράς  ούτως,  ώστε  τό  πλατύτερυν 
περιθο^ριον  έκίίστης  αυτών  εύρίσκετο  προς  τό 
μέρος  της  όπισΟίας  πλευράς  τών  άγο^νιζο- 
μένων  Μουσών,  ισταμένων  πλησιέστερον  της 
έ(ΐπροσθίας  πλευράς,  έφ'  ης  ή  μουσική  άμι?ιλα 


τοΰ  Άπόλλω\Ός  προς  τύν  Μαρσύα\'.  ΟιΊτω  δε 
έδηλοΰτο  ίσως  ότι  καΐ  τό  έ'ργοΑ'  τών  είς  μουσικάς 
(ίμίλλας  άναορερομέχ'ίον  ΜουσώΑ'  τώλ'  στε\'ών 
τούτων  πλευρών  ην  συγγενές  προς  τήΛ•  μουσική \' 
άμιλλαν  τοΰ  Απόλλωνος  καΐ  Μαρσύου  μάλ- 
λοΛ'  Γ|  προς  τάς  όρχήσεις,  εις  ας  (/.να(ρέρεται  ή 
παρ(ίστ(ίσις  της  όπισΟίας  πλευράς.  "Αλλιος  δε 
διά  της  τοιαύτης  τοποθετήσεως  έδηλοΰτο  ανε- 
παισθήτως μεν  άλ'/Λ  και  τεχνικώταπα..  τις  ή 
κυρία  πρόσοψις  της  θυ[ΐέλης  και  τίς  εκείνη  ην 
έκάστοτ'  έκάλυπτεν  ή  κινητή  ξυλίλΊ]  κλί,ιιαξ  της 
ΰυμέλης  (ϊδε  τάς  εικόνας  144-145).  Τέλος  εκ 
τώ\'  </.ρχικώ\'  π()ΐρ(/.στάδ(ο\'  της  δλης  {)υ[ΐέ?ιης, 
φαίνεται  ότι  πηγ(ίζει  και  ή  ιδέα  τοΰ  άντιγρα- 
(ρέ(ος  της  διά  πλί/.ισίου  περιβολής  τ(Τ)ν  πλακών 
του  Η;ιιΐΝί"Γ. 

Αί    αντιρρήσεις    τον    κ.    7\Γ.    Πολίτου. 

Νϋν  όμο3ς  εγείρεται  κατά  της  γν(ΐ')μΐ]ς  ημών 
ταύτης  ή  κατηγορηματική  δΐ(/.βεβ(ίίωσις  τοΰ 
φίλου  καθηγητού  τών  Ελληνικών  αρχαιοτή- 
των Ν.  Πολίτου,  γράφοντος  (σε?ν,.  71)  δτι  «τό 
»  κατασκεύασ[ΐ(χ,  όπερ  {)"υμέλΐ)ν  καλών  ό  Σβο- 
>  ρώνος  θέτει  εν  τη  ορχήστρα  τοΰ  εν  Μαντινεία 
»  θεάτρίΐυ,  ον<)έπ.οτΗ  εν  ονόενΐ  ί)•εήτρω  νπήρζεν. 
>;  ΟνιΜς  τώ\'  αρχαιολόγων  άπέδωκε  τοιαύτην 
»  εννοκλν  εΙς  τη\'  /.έξιν  θυμέλην  \  ούδαμοΰ  δε 
οΐίτε  είς  τοΰ  έν  Μαντινεία  θεάτρου,  οΰτε  ε'ις 
»  άλλου  έλληΛ'ΐκοΰ  ή  ρωμαϊκού  θεάτρου  την 
»  όρχήστραν  ευρέθη  τοιοΰτΟΛ'  ϊδρυ|ΐα,  ιίλλ'ούδέ 
:  ϊχνη  τοη'  θε(ΐελί(ον  αύτοΰ  . 

Νομίζω  όμ(ος  ότι  ό  Άθτ)ναΐος  επικριτής  μου, 
ό  κάλλιστίί  γν(ορίζ(ον  εκ  τό)ν  βιβλίωλ',  είς  ά 
με  παοίίπέμπει,  ότι  τά  περί  θυμέλης  κ(ίΐ  βή- 
ματος και  προσκιινίίΐυ  ζιιτήματα   .τάν  άλλο  ή 


'  Τοϋτο  όίν  ΕΪ\αι  ακριβές.  Πλην  τοΟ  ΟΉη'δΙ  ύποστηρίξαντος, 
καϋ'  α  και  ό  Πολίτης  |ΐνιΐ(ΐονκΓικι.  ('ίτι  ή  θυμέλη  ητο  τετρά- 
γωνί'ιν  τι  πήγμα  έν  τί)  ύρ/Γιοτρα  (.νουε  ]αΗΓΐ3ϋοΗεΓ  Γϋτ  ΡΗϋο- 
1ο§ίο•  189-1  οελ.  !ί?ί•),  πολλοί  αλ?αη  τοιν  νκ(οτέριι)ν  οΰτως  άντε- 
λή(^ί)η<7αν  τοί'  σχήματος  της  θυμέλης,  βοϊμοειδοΟς  κα'ι  τετρα- 
πλεύρου, αδιάφορον  αν  τίνες  έ|  αυτών  ταυτίζουσιν  αυτό  προς 
τον  βιομόν  ή  διαφόριος  θέτουσι\'  αυτό  έν  τω  μέοίρ  της  ορχή- 
στρας ή  άιιέσοίς  .πρό  τοϋ  λογείοιι.  σιιμιρώνως  τη  χρήσει  ήλ' 
παραδέχεται  έκαστος.  "Ιδε  τάς  διαφόρους  γν(όμας  παρά  ΑΙΒ. 
ΜϋΙΙβΓ,    1^οΗΓΐ)ΐις1ι   άετ   Οιίεοΐι.  ΒϋΗηεηαΙΙεΓίϋηιβΓ  δ.   1"29  κ.  έξ. 


224  — 


Λ ΐϋηυοη  'Κρ/ιοΐ) 


?αλιΐιΐΓν(ί  ?)υν(/.τυν  νά  Ι)ι•(ΐ)οΐ|ί)ο)ί7ΐ  οι'κΐΓπον,  ί^ί-ν 
είχεν  (η'(ίγκΐ|ν  |(ΐ•γ(/.λΐ|ς  ΐόίας  ί()Γ.ΰνΐ|ςϊν'(ΐνι-Γ)()ΐ| 
κατ(/.ακρ.υ(χα(ΐατ(ί  ('ίμοια  τί|  έμί]  ϊ)υ[ΐ>•/νΐ|  έν  κχΐς 
όρ/ήατριχις  (ίρχιχίον  ί)ε(χτρο)ν.  Οίίτο)  πηώτον 
[ΐί-ν  ΓΥ  τΓ|  όρχήστρί,χ  (/.ΰτοΰ  τοϋ  εν  ΆνΙήνίχις 
.\ΐ()Λ'πσΐ(χκΐ)ϋ  ϋείχτρο»  ήόύνατο  νά  εΰρ]]  έντε- 
τίΊ•/ια|ΐεν(χς  επί  της  μόνης  σοκομενης  ημισείας 
.πρ()α(')ΐ|η•(ος  τοΰ  ύπί)  τοϋ  Ψ(χίί)ηυιι  εκ  λειψίχνονν 
αρχαιότεροι»  (ηιοίου  κατασκευάσματος  (χποτε- 
λεσΟέντος  |)Γ|Π((τος  τοϋ  θεάτρου  ,  τεσσάρας 
άναγλιΉ(<)υς  τετραγώνους  πλιχκας,  ανάλογους 
τάς  ?)ιαστ(χσεις  πρυς  τας  της  Μαντινείας  (ΙΙίν. 
Ι>ΧΙ  —  Ι.ΧΙλ').  Ταύτας  δε  προσΟέτον  εις  τάς 
τεσσάρας  άλλας,  δι'  ών  βεβαίος  έκοσ(ΐείτο  ή 
(χπο/ιεσί)εΐσα  έτερα  ή|,ιίσεια  πρόσοψις  τοϋ  αύτοϋ 
βΓμκ/.τος,  ίΐά  ιη'εβίβαζε  τί)ν  ((οιίΐιιον  τιο\'  έν 
λόγο>  πλακών  εις  οκτώ,  δσαι  δηλαδή  και  αί  τοϋ 
ημέτερου  Ου[ΐελικοϋ  βήματος  της  Μαντινείας. 
Μει)'  ΰ  έ'χίον  ύπ'οι|'ει  το  βεβαιοΛ'  και  υπό  πάν- 
των όμολογοιηιενον  γεγονός  οτι  αί  πλάκες  αύται 
τοϋ  βήματος  τοϋ  Φαίδρου  άπεσπάσΟησαν  εξ 
αρχαιοτέρου  κατασκευάσματος,  κοσμοϋντος  τήν 
(/.ΰτί|ν  όρχήστραν, —  τοϋτο  ασφαλώς  μαρτυροϋ- 
σιν  αί  παραστάσεις  αυτών,  άναφερόμεναι  εις 
τον  υπό  την  Άκρόπολιν  Λκη'υσον  τοϋ  θειχτρου 
τούτου,  —  ήδύνατο  νά  έρευνήσΐ),  μήποκ  αί  εν 
λόγω  πλάκες  άπετέλουν  ποτέ  όμοίαν  τ\]  ή[ΐετέρα 
τετράπλενρον  θυμέλην,  άφ'  ού  μιχλιστιχ  καΐ  ή 
κίίτάτην  κατασκευήν  τοϋ  βήιιατος  τοΰ  Φαίδρου 
αραίιοσις  αυτών,  ίνα  έπαρκέσωσι  προς  τον 
διάκοσμον  δλης  της  άπ'  άκρου  εις  άκρον  της 
ορχήστρας  έκτεινο[ΐένης  προσόψεο)ς  τοΰ  βή(ΐα- 
τος  τοϋ  Φαίδρου,  ώς  άλλως  και  τό  τεχνικώς 
καΐ  μυΟολογικώς  άσύνδετον  προς  τάς  αλλάς  και 
(/ύτοτελες  και)'  εαυτό  τών  εφ '  εκάστης  π?νακός 
π(/.ραστ(ίσε(ι)ν  ΰποδεικΛ'ύουσιν  ήμΐν  σα<ρώς,  ότι 
αί  πλάκες  αύται  δεν  ήσαν  αρχικώς  επί  τοϋ  αύτοϋ 
μετώπου  τεταγ(ΐέναι,  καθώς  μαρτυροϋσιν  ά?ιλως 
τοϋτο  και  τεχνικαί  τίνες  παρατηρήσεις.  Κατ' 
άκολουίΗαν  ήδύναντο  κάλλιστα  νά  άπετέλουν 
ποτέ  τετράπλευρον  κατασκεύασμα,  άνάλογον  τάς 
διαστάσεις  καΐ  δμοιον  τό  σχήμα  προς  τήν  ην 
εγώ  «έψαντάσϋ•ιιν  >  θυμέ?ιην  της  Μαντινείας. 


Χ(ΐ)ρίς  δε  νά  εξέλϋη  της  'Λττικΐ|ς  ύ  ι  ,πκρι- 
τής  μου  Οά  εύρισκε,  δεύτερον,  ίν  τϊ|  ορχήστρα, 
τοϋ  εις  τον  Ε'  ήδη  αιώνα  ανήκοντος  θεάτρου 
τοϋ  θορικοΰ,  —  έν  φ  προ  παντός  άλλου  ώς  έκ 
της  πιχντελοϋς  έλλείψεοις  σκηνής  '  έδει  ν'  άνα- 
[ΐένοίμεν  τήν  ΰπαρξιν  βήματος  τών  κατά  δήμους 
διονυσιακών  καΐ  θυμελικών  άγο)νων,-  -ί)ά  εύρι- 
σκε, λέγω,  έπΙ  τοϋ  περιθωρίου  τής  ορχήστρας 
βάσιν  τετραπλεύρου  κατασκευάσματος  -'  διαστά- 
σεο)ν  ακριβώς  αναλόγων  προς  τάς  τοϋ  θυμελι- 
κοϋ  ημών  βήματος  τής  Μαντινείας  '.  Τό  κατα- 
σκεύασμα τοϋτο  έξέλαβον  ο)ς  ύπ<')β(χί)ρον  εδρών 
τιμητικών  ή  βιχίΐρον  ενός  ή  πλειόνίην  άγαλμιχ- 
των  οι  πρώτοι  άνασκάν^ιαντες  τό  ϋέατρον,  προσ- 
ίΐέσαντες  όμως  δτι  ΐΗε  οΙ))βοΙ  οί  ΐΗβ  οοπδίηια• 
ΐίοπ  ΪΝ  ο1)^^π^6.  Κατόπιν  ό  ΟοΓρίε1(1  κατ'  αρχάς 
μεν  (Ογ.  τη.  σε?^.  111)  έΕέλαβεν  αυτό  επίσης  0)ς 
βιχσιν  ά,γάλματος  ή  μεγιχλοη  τινός  αναθήματος, 
έσχιηως  δε  '  ώς  βωμόν.  Ή  αμέσως  γειτονί(χ 
δ'δ[ΐϋ)ς  αύτοϋ  προς  τά  Οέσιν  σκηνής  τών  θυμε- 
λικών  αγώνων  επέχοντα  δωμάτια  τοϋ  θεάτρου 
τούτου,  η  Οέσις  αύτοϋ  έπΙ  τοϋ  περιθοίρίου  τής 
ορχήστρας  καΐ  αί  διαστάσεις  δεικνύουσιν  δτι 
πρόκειται  μάλ?.ον  περί  θυμελικοϋ  βήικχτος. 

Τρίτον  δε,  αν  ό  κ.  Πολίτης  έκ  τοϋ  Θορικού 
ειρερε  τά  βήμαπχ  αύτοϋ  εις  τό  θέατρον  τών 
Δελφών,  ένΟ'  (χπό  παναρχαίων  χρόνων  έτε- 
λοϋντο  μόνον  θυμελικοί  μουσικοί  αγώνες,  τών 
δρα[ΐατικών  προστεθέντων  πολλώ  ύστερον  •\  θά 
εύρισκεν  ιχνακαλυφΰείσας  έν  τω  έδάφει  τής 
ορχήστρας  αύτοϋ    "  ά\'αγλύπτους  τετραγώνους 


'  υοΓρίοΜ  -  Κοί5θΚ  ϋ&5  ΟΓΐβοΚίδοΗβ  ΤΗοίΐεΓ  8.  111:  «Υοη 
είηβηι  51ίί-ηεη^;οΙ)3υ(1ο  ίδΐ  ϊιι  ΤΚοΓΪαοβ  ηίοΐιΐί  «Γΐΐϊΐίθη  απά 
ϊοΗοίιιΙ  αυοίι  ηίαηαΐι  ε1νν35  νοΓίΐίΐκΙοη  ςβντοδοη  ζπ  8είη... 
λνβπίβίΐεπδ  ϊ?ι  Ιίεί  άεη  θΓαΙ)αη0εη,  <1ϊε  $αάΗεΙι  <16Γ  θΓθΗε$ΐΓ3 
νοΓ^εποιηιηεη  ιτυΓάεπ,  Ιίίίηι  5/>:ιγ  εί'ΐεί  δΙ<εηεηβεΙ)ίίϋΐ3ε5  §είϋη- 
άεη  ΝτϋΓΐΙεη  ,  έξ  ού  δυνάμεθα  νά  σνιιπεράνωιιεν  άσιραλΛ;  δτι 
τό  θέατρον  τοϋτο  έκτίσθΐ)  διά  θυμε/.ιχ.ού;  και  ούχ'ι  δραματι- 
κούς άγο)\•ας,  δι'  οΟς  απαραίτητος  ήτο  ή  σκηλ-ή. 

•  ΡαρεΓδ  οΓ  Ιΐιε  ΑιηεΓ.  δοΚοοΙ  ο£  Οίωί.  5[υϋε5  ζΛ  ΑΐΗεΐ)5  νοί. 
IV,  (1885—6)  1888,  σελ.  10. 

'  θυ^ιέλη  Θορικού:       μήκος  3,90     .πλάτος  1,24 
Θυμέλη  Μαλτινείας :        >        4, 10  >        1,  •5(>. 

^  Τΐι^ηιείε  υηά  δοεηε  :  ΗεΓπιβδ  1902  σελ.  255. 

■  Πλουτάρχ.  Συ|υι.  προβλ.  V,  2,  1  ρ.  674,  Ο. 

«  Ι'εάΓίζεί  :  Β.  ^.  Η.  1897  ρ.  600—603. 


225 


Τά   άνάγλν(/α   πλίρ'   των  ρπηνιιβίοη• 


π}Λ%ας.  επίσης  (ΐναλόγους  τάς  διαστάσεις  προς 
ίκείνας  της  ΜαντίΑ'είας  '.  και  δη  τρεις  μεν  (/.κε- 
ραίους,  δύο  δε  εις  λείψανα,  ήτοι  εν  'όλω  πέντε, 
(ίΐτινες  επομένως  άρ/ικώς  διη'ατόν  να  ήσαν 
πάλιν  οκτώ,  δσαι  εν  Αθήναις  καΐ  εν  ΜαΛ'τι\'εία. 

Νομίζω  δε  δτι  τα  τρία  ταϋτα  παραδείγματα, 
προστι{)έμενα  εΙς  το  εκ  τοϋ  θεάτρου  τής  Μαν- 
τινείας ήμέτερον  παράδειγμα,  ί)ά  ήρκοιη'  ΐ\'(/. 
προτρέψωσι  πάντα  εις  [ΐάλλον  άπροκατάλη.ττοΛ' 
μελέτ)ΐν  της  γν(ί)μης  ημών  περί  της  ποτέ  νιπίίρ- 
ξεως  τετράπλευρου  θυ^ιελικοΰ  βήιιατος  εν  ταϊς 
όρχήστραις  τώ\'  ΰεάτρων,  άφοϋ  μάλιστί/.  πάν 
άλλο  ή  σαφείς  και  βέβαιαι  εΪΛ'αι  αί  Λ'ϋ\'  γ\'(ό- 
σεις  τής  αρχαιολογικής  έπιστήμΐ|ς  περί  τοΓ'  σχή- 
ματος χ\π.  τών  {ίεατρικών  Ου(ΐελών  τώ\'  δια- 
ηόροον  εποχών  τής  αρχαιότητος.  Μάλιστα  δε  ό 
φίλος  Πολίτης,  6  ε'ίπερ  τις  και  άλλος  πεπεισ[ΐέ- 
Λ'ος  δτι  εν  τη  ορχήστρα  πά.\'τ(ο\'  τώ\'  άρχαίο)\' 
θεάτρων  ήτο  ιδρυμένος  βο^μος  τοΰ  Λιον'ΰσου. 
νομίζω  υτι  θα  ήρκεΐτο  εις  τά  ύπ'  έμοϋ  παρα- 
τεθέντα  παραδείγματα,  άφ'ού  αυτός  καλούμε- 
νος να  δείξη  ήμπ-  σωζόμενον  καπασκευασμα 
βίομοΰ  εν  τή  ορχήστρα,  η'  και  μόνον  άσιραλές, 
και  τοΰτο  [ΐόλις  έσχάτίος  γν(οσθέ\',  παράδειγμα 
τοιούτου  βωμού  θα  εύρισκε,  τό  τοΰ  α'^εάτρου 
τής  Πριήνης.  και  τούτου  δε  παριχδόξως  κειιιέ- 
νοι;  ούχΙ  εν  τω  κέντρω  τής  ορχήστρας,  ώς  πάντες 
προύπέθετοΑ',  άλλ'  εκτός  αυτής  '^',  εις  δ  (Ίκρι- 
βώς  γεγονός  οφείλει  καΐ  τιι\'  δκίσο^σπ'  (/.ύτού. 

Ά^ιηθώς  οι  β(θ[ΐοί,  ώς  κείιιενοι  εν  τή  ορχή- 
στρα, 7~ισαΑ'  δια  τους  καταστρέφοντας  τά  (χρχαϊα 
θέατρα  κ(χΙ  αποκομίζοντας  προς  (ΰΧας  χρήσεις 
τά  ί'λικά  αυτών  τό  προχειρότερον,  πρώτοΛ',  ετοι- 
(ΐον,  καΐ  π(/ντός  άλλου  άκοπ(ότερον  άποσπο)ΐιε- 
νον  καΐ  μετακομιζόμενον  υλικόν.  Κατ'  άκολου- 
{}ίαν  ούδό/αος  θά  ήτο  άξιον  θ(/.ΐΜΐασ(ΐοϋ,  αν 
δεν  άνεκαλύπτοντο  εν  τή  ορχήστρα  θεάτρου 
?.είΛ|»ανα  {)υ[ΐελικοϋ  βή[ΐατος,  οΤολ'  τό  εντελώς 
βωμοειδές  καΐ  έλαχίστ(ον  θεμελίονν  χρήζο\'  ήιιέ- 


'   Πλάκες  Μαντινείας  πλάιος  1,Ι!7,  Οψ.  0,97 
Πλάκες  Δελφών  »         1.63     ,      0,86 

'  ΑίΚοη.  Μίη.  1898  οελ.  309  και  311.  ~  Ννίβ&ηιΐ  -  ΗοΙίΓϊάεΓ, 
Ι'Γίβηο  σελ.  210. 


τερον  κατασκεύασμα.  Και  δμο)ς  εϊδοιιεν  δτι  εν 
τω  κέλ'τρο)  τής  ορχήστρας  το)ν  άρχαίω\'  {)εά- 
τρων  εχομεν  τοιαύτα  λείψανα  πο/^λώ  πλείονα  ή 
βθ)[ΐών,  ών  περί  τής  ύπάρξείος  ούδεμίαν  εχει 
άμ(ριβολί(/.ν  ό  επικριτής  ιιου. 

Λυστυχώς  τό\'  Πολίτη\'  κ(ολύουσι  και  άλλοι 
?ιόγοι  τοϋ  νά  λάβη  οπό  σπουδαίαν  εποψιν  την 
γνώιιην  ή(ΐών.  Λέγει  δΐ|λαδή  πρώτον  (σελ.  70), 
δτι  &ν/ιρλ)/  δέ\'  δύναται  νά  όνομασθή  κ(/.τα- 
σκευασ[ΐα  οίον  το  ήμέτερον,  διότι  ή  λέξις  θυ- 
μέ?>.ΐ|,  ήτις  εθεωρείτο  πρότερον  ώς  σκοτεινή  και 
>  δυσερ(ΐήνευτος  πολλίλΐ  δ'  έ|ηνέχθησα\'  άτοποι 
»  είκασίΐλΐ  περί  τής  ένλ'οίας  αυτής.  Αλλά  νϋν 
;^  μετά  τάςάπηκριβωμένας  έρευνας  τού  ΚριηοΗ', 
;^  τοϋ   Α11)6ΐχΙ  ΜηΠετ  -   και  άλλονν.  άπεδείχϋ'η 

-  δτι  ή  ?ν,έξις  πα?.αιά  ούσα  και  δημίόδης  έσή- 
μαινεν  έ'κπαλαι  διάφορίιΐ  (αντικείμενα  συναφή 

»  προς  τά  ιερά,  οίον  βο)μόν,  Ουσίαν.  ίΙυλή[ΐατα, 

έ'δαφος  ιερόν  εν  δε  τω  θεάτρο)  τον  εν  τί]  όρχή- 

»  στρα  ίόρνμένον  βωμον  τοϋ  Διονύοου  υμι  συνεκ- 

δοχικώς  την  δλιΐΛ'  όρχήστραν,  εν  όε  τοΐ;  μετα- 

γενεοτεροις   χρόνοις    κ<α    το    λογεΐον    ή    βήμα. 

■Λ  "Αλλο  δμως  τό  ?ιογεΐον  ή    βή(ΐα  και  άλλη   ή 

»  θυμέλη  τοϋ  κ.  Σβορο')νου,  αυτός  δ' ούτος  εν 

ν  σελ.  297  διαστέλλει  ο)ς  διάφορα  ταύτα  κλπ.». 

Δεύτερον  δε  προσθέτει  ό  αυτός  (σελ.  72),  δτι 

-  θά  ήτο  δντο)ς  ακατανόητον,  αν  έ'κτιζοΛ'  οι 
αρχαίοι  εις  την  όρχήστραν  τοιούτο  λίθινον 
βήιια,  δ.τερ  τ}ά  έστενοχώρει  σφόδρα  τους  χο- 
ρευτάς  εις  τάς  κινήσεις  τ(ο\'.  κ(/.ι  θα  ήμπόδιζε 
τους  ί)εατάς  \'ά  βλέποισι  πολλά  τών  εν  τή 
ορχήστρα  γινομεΛΌΐν.  Διά  νά  κατανοήσωμεν 
σαηέστερον  τούτο,  πρέπει  νά  /.άβο:)μεν  πρό 

^  όφΟαλιιών  δτι  ή  διάμετρος  τής  ορχήστρας  τού 
»  εν  Μαντινεία  ίΐεάτροο  έχει  [ΐήκος  20  μέτρων 
»  περίπου•  τό  δε  κατασκεύασμα  τοϋ  κ.  Σβορώ- 
»  νου  θά  είχε  μήκος  μεν  4,05  τούλιζ-χιστον  ύψος 
1,20  περίπου  και  βάθος  άνιίλογον  ήτοι  θά 
κατελάμβανε  πλέον  τού  εΛ'ός  πέμπτου  τής  δια- 


'  ϋοιρίεΐά,  ϋαδ  §ΓίβοΗ.  'ΙΙΐϋηΐΰΓ  σελ.  278  -  280  ( ,τβλ.  και 
υοΓρ£οΜ  έν  ΓΙειιηε^  1902,  σελ.  249). 

"  υηίΟΓϊΐιοΗυηςεη  ζιι  άρη  Βϋήηοπ  ■  ΑΙιβιΙϋιηεΓη.  (Ι.ερζ.  1899) 
σελ.  93—108. 


226 


ΑηΙ 


Ή'οα    'Κυμοό 


μι-τοοιι    τΓ|ς    (){)■/ \\ατ{)αζ.    ΊΧΏΛ   καϊ    αν    ητο 

ί)ΐ'λ'(/τον  \'(ί  Γ',τί/ρ'ίιι  τοκίΓ'τΐ]  ίΙυ|ΐι'λΐ|  ίν  τώ 
■»  ί)κ(χτρί))  της  Μίχντινι-ίας, ίκίντίος  αδύνατον  ήτο 
»  να  •/()ΐ|πιμΓΐΊπ!|  προς  τον  σκοπόν,  ον  προίόρι- 
>  πι-ν  ι•ίς  (/.ΰτί|ν  ό  κ.  !^|}ορ(7)ν()ς.   ί)ί  (/.ηλητικοΊ 

ί'ΐ  ίΐΐ'μελικοί  αγώνες  ί^ί-ν  Γ|α(/.ν  ό.τοΐιιι  τους 
/  ε(|ΐ(ίντ(ί(σΟ)|.  Οί  αύληταΐ  ίϊί-ν  ήγίονίζοντο  τοίις 
ΐ  (ίγώ\'(χς  τούτους  άνι-ρ/όμρνοι  και  ιστάμενοι  ή 
'"  <'>(.>χ<)ΐ''μενοι,  επΙ  τών  ί)ΐΜΐρ/.ο)ν,  ώς  λέγει  (σελ. 
»  25)8)  κλπ... 

Άλλ'  ί'δω[ΐεν,  εΐν(/ι  ορϋά  κ<ιΊ  βή^ακι  πιη'τα 
ταΰτα,  ή  μέρος  τουλάχιστον  αυτών: 

'ί)  μετ'  επιστασίας  αύτάς  τάς  πηγάς  μελε- 
τών κ(<ι  ου/ι  (/.|•5{/.σανίστως  παραδεχόιιενος  δσα 
«απέδειξαν  οί  πάν  άλλο  ή  προς  αλλήλους 
σιΐΗ(|  (ονοΰντες  νεο)τεροι  έρεαινι^ταί,  ευρίσκει  οτι 
ί|  ϋΐ'πελιι  τοϋ  ■θεάτρου  ητο  αανίόίοκα  επίπι-- 
όυν»,  χρΐ|σιμεϋον  ιιεν  ώς  άνάβ(ΐ(^ρον ^  (ριιΐρί- 
Ιιι πι ),  σ/  Γ]  π  α.  δ '  ρχι  >  ν  άηγαίας  τραπ^^ζ)^ς  >^ ,  ελίο  ν  ; 
έ\'ίοτε  καλυυμένιις,  έ(^ '  ής  προ  τοϋ  Θέσπιδος, 
ήτοι  <  πριν  ή  λάβ||  τάξιν  ή  τριχγωδία  ;,  άνερ//)- 
[ΐενοι  και  έστώτες  Ί|δον  κατά  τάς  (/.γροτικάς 
πίίνηγύρεις '. 

ΤοιαύτΊ]ς  χρήσεως  άρχαίαν  θυμελικήν  τράπε- 
ζαν  παρέχει  ήιιϊν  ή  ΰπ'  άο.  127  εϊκών  αρχαϊκής 

'  ΈτίΜίολ.  Μργ.  ρ.  ί,")8.  ;!() :  Θυ[ΐϊλΐ|  ί|  τοϋ  θεάτρου,  μέχρι 
νυν  άπύ  της  τραπέζης  (;)νό)ΐ(ΐοται.  Τυά,-ΐίζη  δ!:  φ•,  έφ'  ής  έστώ- 
τες έντοΐς  άγροίς  ί|δον,  (ΐήπο)  τάξιν  λαβούσι^ς  τραγ^ρδίας>1. — 
Έτυμο?..  "Ωριον  ρ.  72  :  βυμέλη  παρά  τό  έπ'  αυτής  τίθεσθαι 
τά  Λυόμενα  ίερεϊα•  τράπεζα  δέ  ην  πρό  τούτου,  έφ'ής  έστώτες 
έν  τοις  άγροίς  ήδον,  μήπο)  τάξιν  λαβοόσης  της  τραγωδίας). — 
Κυρίλλ.  Λεξ.  (παρά  ΑΙΙιεΓίί  ζιι  Ηβδγοίι  Ι,  ρ.  1743) :  θυμέλη, 
τριίπεζα,  έφ"  ής  έστώτες  έν  τοις  άγρυΐς  ήδον-,  και  >  βι,ιμέ/οι 
Τ)  τριίπεζα  ■ — Είχιη.  Οπα.  ρ.  "264.  94:  θυμέλαι,  τράπεζαι. — 
Πολυδ.  IV,  123:  <;  έλεος  δ'  ην  τράπεζα  αρχαία,  έφ' ην  πρό 
Θέσπιδος  εΤς  τις  άναβάς  τοις  χορευταΐς  άπεκρίνατο  .  [Σΐ)μεΐ(ι)- 
τέον  δτι  ό  Ο.  Μϋΐίει  (Οτ.  Ι^ίΙΙοΓ3ΐυΓ§είο1ι.  II.  .33)  και  ό  ΟυτΙίηβ 
(ΙίοΓ.  (1.  5ϊοΚ$.  ΟβδβΙΙϊοΗ.  άβτ  \νί55.  18β0  ρ.  1δ1)  ώς  και  ό  Α. 
ΜϋΙΙβΓ  (ίεΗτΙίΐιοΙι  άΐι  ^γ.  Βϋΐιηοη  -  ΑΙΙΟΓίϋηιΟΓ  δ.  1)  άναγνιορί- 
ζουσιν  έν  τω  εις  τις  τοϋ  Πολυδεύκους  ένα  τώΐ'  /ορανιών.  Παρο- 
μοίο)ς  ό  ΒεπιΙιαΓάγ  (Οτίεοΐι.  Ι,ίιΐ.  II,  2,  15)  άναγινώσκει  «εις 
τις  τών  χορετ'τιδν  ύπεκρίνατο  •  ό  ΝΥίεδβΙεΓ  δέ  (ΟΓίεοΗ.  ΤΙιεαΙβΓ 
έν  Εγ5ο1ι  υ.  ΟΓπΙιεΓ  ΑΙΙ^.  Εηο^^αίορ.  Βά.  83  οελ.  203)  ΰειορεΐ 
τον  ?Λ,-  τις  ώς  τον  κορυ<(αΐον  τοϋ  χοροϋ.  Τέλος  ό  ΗίΠβΓ  έν 
ΚΙιείη.  Μυ5.  Βά.  39  ρ.  329  φρονεί  δτι  ή  λέξις  ίλεος  δεν  είναι 
αρχαία,  αλλ"  ελήφθη  έκ  κωμικοϋ  τίνος  άντικαθιστώλτος  την 
θυμελικήν  τρίϋπεζαν  διά  τραπέζης  άλλαντοπώλου] . —  Φιλόξεν. 
01θ55.  ίϊί.  Οτ.  176,  18  :  ριιΐρίΐυιη,  θυμέλη,  σανίδωμα  έπίπε- 
δον. —  ΟΐϊΓΪδ  Ι,  ρ.  552,  18  κ.:  ριιΐρίιιΐδ,  θυμέλη. —  Ιδία.  Οτίζ. 
ΧνΐΠ,  47  :  ρϋΐρίΐυηι,  ςυοά  Λγιηείε  νοοϊΙΐϊΙϋΓ. 


κερα(ΐογρα(|ΐίας,  έ(( '  ής  ιστάμενοι  άγοη-ίζονται 
αύ?.ΐ|τί)ς  και  (/.οιδιίς,  πάς  δε  άπροκατάλτ|πτ(»ς 
άναγ\'ώστΐ|ς  θέλει  όμο?ι.ογήσει,  ((ρον<7),  οτι  έκ 
τοΰ  σχήματος  τής  ώρχιάκής  ταύτης  τραπέζης 
Γ|δΓη(/.το  σί'ν  τώ  χρόνω  νά  έκ^ιΐ|γάσΐ|  τό  σχήμα 
της  Μαντινικής  ημών  {)υμέλης,  ής  και  αί  δια- 
στάσεις καΐ  αί  τους  πόδας  της  τρίχπέζΐ]ς  (ίπο- 
μιμού[ΐεναι  παραστίίδες  (/.νακαλοϋσι  τό  σχήμΐί 
και  μέγεί)ος  αρχαϊκής  τραπέζης,  ένώ  τά  άνά- 
γλυ(ρα  αυτής  ουδέν  άλλο  είναι  ή  ή  στερεο- 
ποίηπις  τών  μεταξύ  τών  ποδών  τής  αρχαίας 
ν)  υ  μελικής  τραπέζης  αναρτώ  μένον  κατά  τάς 
πανηγύρεις  στεμμάτθ)ν  και  ζωδίοις  πεποικιλμέ- 
νων  διακοσιιητικών  υΓρασμάτίον. 

Οτε  δέ  συν  τώ  χριη'ί;)  ε/Μβε  τάΕ.ιν  >)  τρα- 
γωδία και  ωκοδομήΟησίΛν  τά  πρώτα  ξύλινα 
θέατρα,  (ον  ή  ορχήστρα  αντικατέστησε  τό  έντοΤς 
άγροίς  αλώνια,  έορ'  ων  έτίθεντο  αί  άρχαϊαι  θυ- 
μελικαΐ  τρίίπεζαι,  ή  θυμέλη  τών  θυ[ΐε/ακών  άγο)- 
νων  ετίθετο  εις  αυτήν  τή\'  όρχήστραν  τοΰ  θεά- 
τρου, ο)ς  μαρτυροΰσι  πλεΐσται  άρχαϊαι  πηγαί  '. 
Τέλος  γνωρίζομεν  ότι  ή  θυμέλη  αΰτη  τής 
ορχήστρας  τών  θεάτρο)ν  έχρησίμευεν  ιδίοις  εις 
τους  διαγωνιζομένους  ραψορδούς,  αοιδούς,  χο- 
ρευτιίς,  αΰλητάς  και  λοιπούς  μουσικούς,  ήτοι 
κιθαρίστας,  λυριστάς  κτ/>..  τών  θυμελικών  άγιό- 
νων  ^  έπ'  αυτής  δ'  ανήρχοντο  κατά  τήν  γνώμην 
τον  Α.  ΜαΙΙεΓ  καΐ  οί  [ίουσικοί  τών  έν  τή  ορχή- 
στρα χορευόντίον  δρα[ΐατικών  χορών  ^ 

Οτι  δέ  οίκύριοι  θυμελικοι  άνταγοινισται  ήγω- 
νίζοντο  νΰν  ούχΙ  έπι  τών  βαθμίδων,  ώς  ι)έ?.ουσι 
νΰν  τΐλ'ες*,  άλλ'  ώς  καΐ  το  πάλαι,  έπ'  αύτοΰ  τοϋ 


'  Πολυδ.  IV,  122  :  ή  δέ  ορχήστρα  τοϋ  χοροϋ,  έν  ή  και  ή 
θυμέλη. —  Σχολ.  Άριοτείδ.  III,  ρ.  5.36  :  δτι  ό  χορός,  δτε  εΐσήει 
έν  τή  ορχήστρα,  ή  έστι  θυμέλη,  έξ  αριστερών  αυτής  είσήρ- 
χετο.  ίνα  εΰρεΟή  έκ  δεξιών  τοϋ  άρχοντος. —  Ιίίΰ.  Οτί^β.  XVIII, 
4  :  Ιΐΐ)'ηιε1ίεί  αυίειη  εταηΐ:  ηιυδίεϊ  5θαεπίεί,  (|ΐιί  ίη  οΓ^αηίβ  ει  Ι^γϊ^ 
ει  ε:(Ιΐ3Γί5  ρΓϋεείηεΙ)3π(,  εΐ  ά\αΙϊ  (Ιι^ιηείίεί,  ςυοά  οΐίιη  ίη  οτεΐιε- 
ίΐΓϋ  5(αη(ε5  €3η(αΙ>3ΐι(,  βυρετ  ριιΐρϊΐυιη,  ςιιοιΐ  (Η^ιηείε  νοοΛΪΐΆΐατ. 

•  Τά  σχετικά  χ<ορία  τών  άρχαίιον  Τδε  παρά  .λ.  Μαΐΐετ,  Ι'ηΐβΓ- 
5υε1ιιιο§ειι  ζιι  άεη  ΒΟΐιηεη  -  ΑΙΙεΠαπαεπι  8.94.  εις  ά  πρόσθες  και 
τό  περί  .πιμελοϋς  όρχηστοϋ  χωρίον  τοϋ  Λουκιαν.  Περί  όρχ. 
70  και  Ει^ηι.  Οιι<1.  ρ.  266,  44  :  θυμέλαι,  αί  όρχήσεις. 

^  Α.  ΜίάΙΙεΓ,  1>εΗΓΐ)υο1ι  άετ  βΓΪεοΙι.  βα)ιηεπ3ΐ(.  5.  135 — 136 
.■\ηηι.  1. 

<  Οοτρίβΐά-Κβΐδοΐι,  ϋ35  ^πεοΗ.  Τ1ιε3[εΓ  -'ί.  278,  367  κτλ.Πβλ. 
κα'ι  Πολίτην  έ.  ά.  σελ.  71.  1. 


—   227 


Τά   ανάγλυφα   πλην  των   επιτύμβιων 


αΛΌ)  επιπέδου  τοΰ  σανιδ(όματος  της  Ηυμελικης 
τραπέζης  ιστάμενοι,  μαρτυροϋσι  σαφέστατα  αί 
άρχαΤαι  περί  των  θυ[ΐελικών  [ΐαρτυρίαι ',  [(ά?α- 
στα  δε  τύ  πασίγνωστοΛ'  περί  τοΰ  πΐ[ΐε/.οϋς 
όρχηστοΰ  (ΧΑ'έκδοτον '-.  Διότι  βεβαίως  ου  [ΐόνον 
είναι  αδύνατον  να.  φαντασθώ  μ  εν  τον  όρχτιστήν 
τούτον  χορεύοντα  έπΙ  τ(7)ν  βα{)(ΐίδω\'  της  κλί- 
μακος  της  θυ[ΐέ?νης  η  τοΰ  βω[Κ)ΰ,  άλλα  και 
ούδέλ'α  κίνδυνον  ζεπατώματος  διέτρεχενή  ΰυμε- 
λική  τράπεζα,  αν  ό  πιχχύς  εκείνος  όρχηστής  ζωη- 
ρώς  ώρχεϊ.το  έπι  της  κλίμακας  κιχι  ούχι  έπι  της 
ά'νω  επιφανείας  τοΰ  σανιδώματος  της  ΰυμέλης. 
Ποϋ  ακριβώς  της  ορχήστρας  έτί{)ετο  η  φυ- 
σικώς ξυλίνη  και  πιθα\'(ότατ(/.  κΐΑ'ητη  ί)υ[ΐελικη 
τράπεζα  των  πρώτων  ξυλίνων  θεάτρων,  (ίγνοοΰ- 
[ΐεν.  "Εχοντες  δμοκ  ΰπ'  οαΙιει  τον  διάφ)ορον  σκο- 
πόν  δν  έπλήρου,  εϊτε  ώς  βηιια  έφ'  ού  ΐσταντο  οί 
εκ  περιτροπής  έπιδεικνχΊοΑ'τες  τήντέχνην  αυτών 
ραψωδοί  και  αοιδοί  και  (ίουσικοί  τών  θυ μελικών 
(/.γ(όν(ο\',  εϊτε  ώς  βήμα  (/.(()'  ου  ούτοι  ηΰλουν  εις 
τους  (ΐετ  αυτών  άγωνιζο|ΐένους  έπι  τής  ορχή- 
στρας χορούς,  δυνάμεθα  ασφαλώς  να  συ(ΐπερά- 
\Ό)μεν  δτι  το  πάλαι,  καΐ  έφ'  δσον  ήτο  κινητή  ή 
τράπεζα  αύτη,  συνέβαινεν  δ,τι  και  νύν  έν'Ελλάδι 
καΐ  πανταχού  τού  κόσ μου, ενΰ α  τελούνται  τοιαύ- 
ται  λαϊκαί  πΐίνηγύρεις,  καθ'  ας  βλέπομελ'  τους 
μουσικούς  τών  χορευτών  ισταμένους,  αν  [ΐάλιστα 
είναι  εις  ή  δύο  το  πο?α),  ακριβώς  εν  τω  μέσω 
τώ\'  όρχου[ΐένων,  είτε  πολλω  σιη-ηΟέστερον,  έπΙ 
τραπέζης,  βαρελιού,  πέτρας  ή  οιουδήποτε  άλλου 
υψώματος  ευρισκομένου  εις  το  περιΟώριον  τοΰ 
κύκλου  (ά?ιωνίου,  π?;,ατείας  κτλ.),  και  τούτο  ίνα 
μηδ'  έπ'  ελάχιστον    έ(ΐποδίζωσι    τάς   κινήσεις 


'  Έη)(ΐ.  Μέγ.  ρ.  458 :  θυμέλη  ΐ)  τοϋ  θεάτρου,  εφ'  ης  ίοτωτΐς  έν 
τοις  άγροΐς  ί|δο\'. — Ι5ί<3,  Οιί^ι;.  XVIII,  45  ιΚγιηβΙίοί . . .  οίΐηίαίιαηΐ 
Μΐ/>ίΐ/>ιι//ί^ιιιιι,  ςιιοά  11ΐ)'ηιε1β  νοοαΙϊαίιΐΓ. — ΘιομάςΜάγ.:  Θυμέλη, 
επιτόπου  τοϋ  έν  τφ  ΰεάτροι)  ίφ'  φ  αϋληταικαΐ  κιθαρωδοί  και 
άλλοι  τινές  αγωνίζονται  μουσικήν. — Έτυμολ.  "Ωριον  ρ.  72,  θυ- 
μέλη-τράπεζα:  εφ'  ης  ίατώτες  κτλ. — Κυριλλ.  Λεξ.  ε.  ά.:  θυμέλη 
τρ(ίπεζα  εφ'  ης  εατώτες  κτλ. — Πολυδ.  IV,  123,  έλεος  δ'  ην  τρά- 
πεζα: ίφ'  ην  εις  τις  άναβας  κτλ. — 2χολ.  Άριοτοφ.  Ίππ.  149  ώς 
έν  θυμέλτ)  δέ  τό  ανάβαινε.  Πβλ.  καΙ  ρια1ρίΙιιηι:Γ^ά)•ά/?«ι9()θ)•. 

''  Λουκιαν.,  Όρχήσ.  76:  και  έπι  τοϋ  παχέος  δέ  και  πιμελοϋς 
ϋρχιίστοϋ  πηδάν  μεγάλα  πειριομέλ'ου,  δεόμεθα,  εφησαν,  πε^ρεϊ- 
οίΐαι  της  θυμέ?.ης.  —  "Ορχηοιν  έπ'ι  θυμέλης  έν  αγγειογραφία 
ι'Λε  έν  ΑγοΙι.  Ζβίι.  1850  ρ1.  21. 


τών  τους  κυκλίους  χορούς  όρχουμένο)ν.  Τούτο 
βλέπομεν  καθ' εκάστη \'  πα\'ταχοΰ  τής  γης,  και 
ούτως  άπεικονίζουσι τους  μουσικούς  τών  ?ΛΪκών 
χορών  διασήμ(ον  ζ(ογράφ(ον  εικόνες  λαϊκών 
πανηγύρεων,  π.  χ.  τών  ΚιιΠεη^  (Κβηπθ.'ίδε), 
ΗλικΙρΙ ιοπΓΐ -  Ι.β.ΗΟοί  (\^α  αΆ\\.-Λνύ\6) ,  Ι^εοροΐά 
ΚοΙ^ΡΓί  (υίιη|)ΓονΪ8Ηΐ6αΓ  ΝΗροΙΐΐ&ίη),  Οανϊά. 
Κ}χ1<;ΐθΓΐ:  (ΡεΙβ  ίΐβ  νίΙΐΗί^-ε),  Ρίοπ-ρ  άε  1.ίΐοι•  (ΡεΙβ 
ο1(?  νίΠίΐί^'β),  ΤβηϊβΓ8  (ΡβΐΘ  οίε  νίΐΐη^θ) ',  κτλ. 

Όπουδήποτε  δ'διιως  τής  ορχήστρας  τοΰ  θεά- 
τρου και  αν  ετίθετο  ή  τράπεζα  τών  θυμελικών 
αγώνων,  δτε  ούτοι  έτε?α)ύντο  εκτάκτως  έν  τοις 
θεάτροις  και  ούχι  έν  τοις  φδείοις,  καΐ  όσονδή- 
ποτε  [ΐεγά?αι  καΐ  αΛ'  ήτο.  ούδ'  έπ'  έ?ιάχιστον 
ήδύνατο  να  έ(ΐποδίση  τη\'  ί)έαν  τών  προ  τής 
σκηνής,  έπι  τού  επιπέδου  τής  όρχήστρίΛς.  τελου- 
μένο)ν  δραματικών  παραστάσεων,  άφ'  ού  ή  τρά- 
πεζα αύτη  ξύλινον,  κινητον  και  εύμετακόμιστον 
ούσα  πήγμα  κΐίΐ  προς  τάς  θυμελικάς  μιη'ον 
άμιλλας  χρησιμεΰον,  ήδύνατο  ευχερέστατα  Λ'ά 
άφαιρεΟή  εκ  τής  ορχήστρας,  δτ'  έτελοΰντο  έν 
τω  Πειχτρο)  αί  δραμχχτικαι  πίίραστάσεις,  προς 
τους  κυκλικούς  χορούς  τών  όποίωλ'  ήρκει  ό  έπι 
τού  αυτού  σχεδόν  επιπέδου  έν  [ΐέσφ  τού  χορού, 
κατ'  άκολουΟίαν  έν  τω  κέντρίο  τής  ορχήστρας, 
ιστά[ΐενος  αυλητής  -,  ού  την  Ηέσιν  πιΟανώτατα 
διιλοΐ  ό  έν  τω  κέντρορ  τής  ορχήστρας  τών  θεά- 
τρων τής  Επιδαύρου  και  τών  Άθιινών  έτι  και, 
νύν  σιρζόμενος  και  ένί  μόνον  (ίνδρΐ  άρκώλ'  χθα- 
μ,αλδς  λευκός  λίθος  'λ  Ώς  γν(ι)στ()\',  τον  λίθο\' 
τούτον  νομίζουσι  γενικώς  οι  νεώτεροι  αρχαιο- 
λόγοι ώς  βάσιν  ϊσως  τού  βω[ΐοΰ  τού  Διονύσου. 
Ή  σ(ΐικρά  δ' δμίος  διά[ΐετρος  αυτού  (0,91  έν 
Έπιδαύρω,  0,50  έν  'Αι)ή\'αις)  και  ή  μαρτυρία 
τού  μόνου  κατά  χώραν  σοιζομένου,  λίαΛ-  ευμε- 
γέθους, βωμού  τού  θεάτρου  τής  Πριήνης,  δστις 
ευρίσκεται  ούχι  έν  τω  κέντρω  τής  ορχήστρας, 
άλλ'  έκτος  αυτής  και  δη  έπΙ  τής  προεδρίας, 
δεικνύουσι  σαφώς,  νοιιίζω,  δτι  οί  έν  τω  κέντρω 


'   "Ιδε  Ρ.   Κονοίΐ,  Οαίετίο  ίεί  αιίβ  Τοηι.  7  οΙ  8. 
-  2;χολ.  Αίσχ.   κατά  Τιμάρχ.  10 :    Έν  τοις  χοροίς  τοϊς  κυ- 
κλίοις  μέσος  'ίστατο  αυλητής. 

'  ΠοΓρίίΜ,  Όαδ  ^Γΐβοΐι.  ΤΗοαίετ  δ.  91,  96  και  174. 


--  228   — 


Λα) 


ονπα 


Ί'.ηιιι 


Τ(ϊι\'  ί)Γ(/.Γη(>)\'  το)\'  Λί)ΐ|νο»ν  'Α.α\  τΓ|ς  "Ινηί)(λΓι^)()ί» 
λίίίοι  )-ΐ\•</.ι  το  |)Γ||ΐ(<  τοπ  (/.Γ'λΐ|ΤοΓ>  τ(ον  (Νικ/.ηα- 
τικ(ο\'  /()ρ(Τ»\'  κ(ί1  οΓ'/ΐ  |)(ΐ)[ΐ()ς.  "Οτι  6ϊ•  κπϊ  τοΓ' 
|ηΐ)ΐιοΓι  ί^ί-ν  ΐαταντο  οί  (/.Γ"λΐ|ταί,  δεικνυΓΐ  το 
παρ(ίί)8ΐγμίχ  τοΰ  βίομοϋ  τΓ|;  Ι  ΙοιΓ|\Ί|ς,  ρχρ'υύ,  αν 
ϊπταντο  οΓιτοι,  έδει  να  εχοσιν  έστρα[([(ΐ•νΐ|ν  την 
()(Γ/ιν  προς  τους  την  προεδρίαν  κατέχοντας  έπι- 
πΓ|Μους  ίΐεατάς,  πραγ|ΐα  εντελώς  άπα.ρ(ίδεκτον  '. 
Τε/.ος  δ'οτε  κατά  τους  κλασσικούς  χρόνοι<ς 
τα  ξύ?ιΐνα  θέατρα  μετετράπησίπ-  εις  λίθινα,  ή 
τράπεζα  των  θυμελικών  (ί.γίόνιον  δί-ν  ήτο  (/.νΐίγκί) 
να  }ΐεταβλΐ)ί)Γ|  ()[ΐοίο)ς  εϊςλίΟινον  ιΐ(')νΐ[ΐυνκατα- 
σκεύασιια,  άφ'  ου  κατά  κανόνα  (ΐί-ν  οί  ί)»ΐΐ(ΐ•- 
λικοί  άγώλ'ες  έτε/.οΰντο  εν  τοΙς  φδείοις,  αν  δε 
ποτ'  εκτάκτως  πιχρίστατο  ανάγκη  νά  τελεσΟτΙ)- 
σιν  εν  τοις  ΰεάτροις,  εΰκολον  ήτο  νά  κοιπαίΐΓι 
και  ίδρυΟη  προσίορινώς  ώς  |ΐΓΐ[ΐί/.  τ('ϊ)ν  ά.γ(ΐ)ΛΊ- 
ατώχ'  ή  αρχαία  ξυλίνη  Ουμελικί)  τράπεζα.  Έν 
τοις  πρώτοις  άρα  λιθίνοις  ί)εάτροις  της  κλασσι- 
κής εποχής  οΰτε  /νείι|)αν(ί  ί)  υ  μελικών  1Ι)|[ΐ(ίτ(0\' 
δέον  νά  προσδοκώμεν  ίίτι  Ο'  ανακαλύψω [ΐε ν, 
ούτε  αύται,  οσυν  ύψηλαΐ  κ(ίΐ  αν  ήσαν,  έκώλυον 
την  θέαν  τών  δραματικών  άγο'η'ίον,άφ'ού  κατ'αύ- 
τούς  άφηροί3ντο  εκ  τοϋ  θεάτρου  ώς  τόσα  άλλα 
κινι^τά  σκευή.  Έξαίρεσιν  βεβαίίος  αποτελεί 
μόνον  τύ  είς  τον  Ε '  αιώνα  π.  Χ.  ανήκον  θέατρον 
τοΰ  Θορικού,  δπερ,  ώς  ή  έν  αύτφ  έ'λλειψις  σκη- 
νής δεικνύει,  έκτίσθη  προς  Ουμελικούς  μάλ?ι.ον 
ή  δραματικούς  αγώνας.  Ά/ιλ'  ακριβώς  εϊδομεν, 
δτι  παρά  την  όρχήστραν  τοϋ  θεάτρου  τούτου, 
έν  ΰέσει  αρίστη  προς  βήιιη  μουσικώΑ',  ελεύθε- 
ρον και  άκο)?Λ)τον  καταλειπόντων  την  θέαν  τών 
θεατώλ'  καΐ  το  εδαορος  τής  ορχήστρας  και  τον 
χορόν  τών  χορευτών,  σώζεται  τετράπλευρον 
κατασκεύασμα,  έντε?ιώς  δμοιον  το  σχήμα  και 


'  Σημρκοτέον  δ' οτι  ημείς  <)  ρονοΟμεν,  οτι  ό  βιομός.  τοΟ  ρω- 
μαϊκού τουλάχιστον  Διονυσιακού  θεάτρου  τών  Άΰηνών,  εκείτο, 
ως  ό  τής  Πριήνΐ)ς,  έκτος  της  ορχήστρας,  παρά  τόν  θρόνον 
τοϋ  ιερέως  τοϋ  Διονύσου,  και  δή  έπ'ιτής  θέσεως,  ήν  ό  ΟοΓρίεΜ 
θεωρεί  ώς  δηλοϋσαν  τήν  Ιοςε  τοϋ  αΰτοκράτορος  Άδριανοϋ. 
διαφωνών  προς  τήν  εϋλογιοτέραν  γνιόμιμ'  τοϋ  ΒροικΙογΙ  (Βοί- 
Ιτα^β  ΖΟΓ  ΚεηηΙη.  <1.  3ΐ(.  ΤΙιβϊΙβΓδ,  .'?.  21),  θέσιν  τής  έδρας  τοΰ 
Άδριανοϋ  θε(ι)ροΰντος  μεγαλοπρεπή  τετράγοινον  μαρμαρίνην 
βάσιν  θρόνου  κειμένην  δυτικιότερον,  ακριβώς  έν  τω  κέλτρω 
τής  προεδρίας  κα'ι  άνιο  τοϋ  θρόνου  τοϋ  ίερέιος  τοΰ  Διονύσου. 


(/νάλογον  τάς  διαστάσεις  προς  τί|ν  Μαντινικήν 
ί|μό)ν  θυμέλην. 

Ηεβ(/.ίο)ς  δε  κατασκεύασμα  λίθινολ',  οίον  ή 
ήμετέρί/.  Μαντινικί)  θυμέλη,  τιθέμενον  /τ  τω 
κή'τρω  τής  ορχήστρας  ή  κα)  προ  αύτοΰ  τοΰ  προ- 
σκηνίου τ<Τ)ν  λιθίνων  ί)εάτρο)ν  τής  κλ(/.σσικής 
εποχής,  οίον  π.  χ.  το  Λυκούργειον  τΙέατρον  τοΰ 
Λιονύσου,  ί)ά  ήμπόδιζέ  πως  τους  ί)εατάς  νά  βλέ- 
πωσιν  ελευθέρως  τους  διά  τών  τριών  πνιλών  τοΰ 
προσκηνίου  εξερχόμενους  τής  σκηνής  ύποκριτάς 
τό)\'  δρα[ΐ(ίτικών  (Ιγώνων,  θά  έκώλυε  δ'  ίσως 
και  τάς  κινήσεις  τοΰ  χοροΰ.  Άν  δμίος  τ;  θυμέλη 
τθ)ν  θεάτρίον  τής  εποχής  εκείνης  ήτο  μικρότε- 
ρου μεγέθους  και  κυρίως  λίαν  χθαμαλη,  το 
ΰτ|Κ)ς  δεν  θά  παρείχε  τοιαύτα  σοβαρά  εμπόδια. 
Λοιπόν  (Ικριβώς  τοιαύτας  μικράς  και  χθαμα- 
λάς  θυμέ?^ας  είκονίζουσι  πλήθος  άγγειογρα- 
ιριών  τής  κ?.ασσικής  ταύτης  εποχής,  ών  τινας 
παρεθέσαμεν  άνιοτέρω  (ϊδε  εικόνας  άριΰ.  12^! 
-ΚΗ).  Τά  Ουμελικά  ταύτα  βήματα,  —  ών  το 
ύψος  ουδέποτε  σχεδόν  υπερβαίνει  το  μέσον  τής 
κνήιιΐ]ς  ιη'δρός,  το  δε  μήκος  και  πλάτος  επαρκεί 
εις  δύο  ιιόνον  άνταγωνιστάς  —  δεν  ήδύναντο 
βεβαίως  οΰτε  νά  έμποδίσίοσιν  τήν  προς  τήν 
σκηνήν  θέαν  τών  θεατών,  ούτε  νά  στενοχ/ορή- 
σωσι  τάς  κυκλίους  κινήσεις  τοΰ  χοροΰ,  άφ'  ου 
[ΐάλιστα  είναι  και  δλθ)ς  άπίθαΛ'ον  δτι  αϊ  θτ^μέ- 
λαι  αύται  έτίθεντο  είς  το  κέντρον  και  ουχί.  ώς 
εΐνι/ι  φυσικώτερον,  παρά  το  προς  τήν  σκηνήν 
περιθώριον  τής  ορχήστρας,  ένθα  βραδύτερον 
έτέθΐ]  το  ρω[ΐαϊκον  λογεΐον  '. 


'  Ό  κ.  Πολίτης  (σελ.  70)  άποφαίνετίΐι.  δτι  αί  έν  λόγψ 
άγγειογραιρίαι  «οι•όί//ί'αΐ'  ά,-τολντως  έχουσι  σχέσιν  και  άναςο- 
ράν  προς  τό  θέατρον  και  τά  έν  τφ  θεάτρίο  γινόμενα.  Τά 
πήγμα,τα  εκείνα  ήδΰναντο  βεβαίαις  νά  όνομασθώσι  καταχρη- 
στικώς κα'ι  θυμέλαι.  άλλ'  έν  τΓ]  έννοια,  ήν  αναγράφει  ό  Μέγας 
Έτυμολόγος,  έρμηνεύων  τί|ν  θυμέλην  κα'ι  ώς  τράπεζαν,  έφ'  ης 
έστώτες,  έν  τοις  άγροίς  \ιδον.  ιη'ρω  τάξιν  Ιαβονοης  [της  τραγιο- 
&ίας•.  Παρατηροΰ[ΐεν  όμο>ς  πρώτον  μέν  δτι  οί  συ\•ηθέστατα 
παριστάμενοι  τη  θνμέ?.ΐ)  έπ'ι  τών  άγ^/ειογραφιών  τοΰτιυν  ρα- 
βδούχοι (ϊδε  εικόνας  127, 128, 130.  133),  ούδεμίαν  καταλείπου- 
σιν  άμΐ|ΐβολίαν  ϋτι  πρόκειται  περί  θυμελών  θεάτρ(•)ν.  (εχομεν 
τάς  ρητάς  αρχαίας  μαρτυρίας  Σχολ.  Άριστ.  Εϊρ.  733  :  ήσαν 
δ'  έπί  τής  θυμέλης  ραβδοφόροι  τινές,  οί  τής  εύκοσμίας  έμέ- 
λοντο  τών  θεατών.—  Σουΐδοις  έν  λ.  ραβδούχοι :  ήσαν  έπ'ι  της 
θυμέλης  ραβδοφόροι  τινές  προς  εύταξίαν  τών  θεατών. — 
Σχολ.  Πλάτιον.    ρ.   338  Α  :  ραβδούχοι   άνδρες  τής   τών  θεά- 


229 


Ία   ανάγλυφα   πλην  των   επιτυμβίοη• 


Ό-το)σδήπ()τε  αϊ  ί)υμέλαι,  αύται  των  ίΐυμρλι- 
κ(7)ν  (Λγο)νων  ίισαν  προσκαίρως  μ()\Όν  (/.\'αγ- 
καΐαι  εν  τοΙς  θεάτροις  της  κ?.ασσικής  επο/Γις, 
δτε  δΐ]?ι.αδί|  έτε?α)ϋντο,  δι'ενα  οίοΛ'δήποτε  λόγον, 
έ.ν  αύτοΐς  οι  ί)υΐ(ε?ακοι  αγώνες,  οΐτινες  μέχρι 
τοϋ  τέλους  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ.  λεγόμενοι  μου- 
σικοί αγώνες  τών  ?α'ρικών  /(ΐρών,  αυλητών, 
κιθαρωδών,  ραψωδώ\'  κτλ.  έτε/ιοΰντο  εν  τοΐς 
φδείοις  καΐ  οΰχι  εν  τοΐς  θεάτροις  '.  Πρώτος 
ζ\ηιιήτηιος  6  Φαληρεύς  κατά  την  εν  ετει  818/7 
άναδιοργάνωσιν  τώ\' Διονυσιακών  τελετών  μετέ- 
ίΐηκε  τους  ραψορδούς  εκ  τοϋ  ωδείου  εις  το 
Ηέατρον'-'.  "Εκτοτε  δ'  εύρίσκομεν  κ(/.τά  κανόνα 
έ,ν  τοΐς  ϋεάτροις  και  τους  κιθαρωδούς  αύλητάς, 
μόλις  δ'  άπο  τοΰ  Γ'  αίώνος  π.  Χ.  καλείται  το 
σύνολον  τών  μουσικών  και  ραψωδικών  (/.γ(ό- 
νων  αγώνες  ϋνιΐΐλικοί. 

Μόνον  άρα  άπο  τοΰ  τρίτου  αίώνος  π.  Χ. 
δέον  νά  προσδοκώμ,εν  ότι  ίδρύίΙΐ|σ(/.ν  [ΐόνιμοι 
λίθιναι  θυμέλαι  εν  τοΐς  θεάτροις,  κατ'  (χκολου- 
ΰίαν  μόνον  εν  τοΐς  λειψάνοις  τών  άπο  της  επο- 
χής ταύτης  καΐ  έξης  θεάτρων  όφείλομ,εν  νά 
ζητήσωμεν  καΐ  δικαιολογήσωμεν  την  ΰπαρξιν 
μονίμιυν  κατασκευασμάτων  θυμελών,  οΐαι  αϊ 
ορέρουσαι  τά  ανάγλυφα  της  Μαντινείας,  τών 
Δελορών  και  τοϋ  Διονυσιακού  θεάτρου,  άτινα 
πι/,ντα  είναι  νεο')τερα  τού  Δ'  αίώνος  π.  Χ. 

Τούτων  τεθέντων,  ας  έξετάσωμεν  το  λεπτο- 
μερέστερον  γνωστόν  ήμΐν  Διονυσκικόν  θέατρον 
τών  'χλθηνών,  το  (ός  πρότυπον  πάντ(ΰν  τών 
λοιπών  χρησΐ[ΐεΰσαν,  ίνα  κατ'  άναλογίαν  κρί- 
ν(ΰ[ΐεν  και,  περί    τών  λοιπών    έλ?α]νικών   θεά- 


τΐιθ)ν  εΰκοσμίας  έπιμελούμενοι)-  όεύτερον  ίιέ  παρατηροϋμεν 
οτι  επιστημονικώς  άμέΰοδοχ'  εΐναι  τό  νά  σχετίζΐ)  τις,  οις  ό 
Πολίτης,  τάς  έπ'  άγγείοιν  της  κλασσικής  εποχής  παραστάσεις 
ταύτας  προς  τάς  -δυμέλας  της  πρό  τοϋ  Θεσπιδος  αρχαϊκής 
εποχής  καΐ  οΰχ'ι  προς  έκείνας  τής  τών  Οεάτριον  τής  εποχής, 
εις  ήν  αΰται   άνήκουπιχ'. 

'  Ιοίι.  ΚΓβί,  Οε  ΰβΓίαοιίιιίδ  ΐΚ^ΊποΗοίε,  Βηδβΐ  1900.  —  ΒεΐΗί, 
ΤΐΊ)Ίηε1ί1ιεΓ  υηά  δΙίεηίΙίβΓ  ;  Ηεηηεδ  1901  ρ.  597. 

^  Άθην.  ΙΔ',  620  Β:  τους  δέ  νΰν  Όμηριστάς  ονομαζόμενους 
(ραψίοδούς)  πρώτος  εις  τά  θέατρα  παρήγαγε  Δημήτριος  ό 
Φαληρεΰς. — ΒβΐΗε  έ.  ά.  πβλ.  και  ΡτοΙε^οπιεπα  ζυτ  ΟεδοΗίεΙιΙε 
άεε  ΤΗε^ίεΓδ  ίιη  ΑΙΙετίΗυιη  δ.  255,— Άρποκρ.  :  Ώδεϊον  τόπος 
έν  (1)  πρΙν  τό  θέατρον  κατασκειιασθ-ήναι  οΊ  ραι|κοδοΊ  και  οΊ 
κιθαρωδοί  ήγιονίζοντο. 


τρίον.  Έκ  τοϋ  παραδείγ(ΐατος  της  Ηυιιέ/.ης  τού 
θεάτρου  τοΰ  Θορικού  κρίνοντες  —  επόμενοι 
δέ  και  τη  σοφή  γνώμη  τού  Α.  λΐιιΐίβι-  ',  δτι  ή 
θυμέλΐ]  τών  θεάτρίον,  οΐίΐιπϊί  .^^ϊβ  άϊβ  Τδηζβ 
ηίοΗΐ  1ιίικ1(?ΓϊΡ,  η^Γ)^;^^^1^.';ι  ννείΐ  (νοη  άθΓ  ΟΓοΗβδ- 
Ιπι)  ;ιπ  οΗγ  \•οιι  άβι-  ΒϊιΗηε  ίΐΙοοΓεΙνεΗΓίβ  8βίΐ:6 
οΙεδΝθ11)&π  !^>,-Νΐ(•Ι1ΐ:  \νιηχ1β> — ,  βλέπομεν  ότι  την 
•θυμέλην  δέον  νά  ζητήσο)μεΛ'  ΐί\'(/.γκ(/.ίως  ούχι 
έν  τω  κέλαρο)  τοϋ  κύκλου  τής  ορχήστρας,  άλλα 
παρά  την  στεοράνην  (/.ύτής,  και  δη  πιθανώτατα 
τή\'  πρό  τοϋ  προσκη\'ίου.  Έρίοτάται  λοιπόν 
νϋλ'  αν  έν  τω  θεάτρω  τής  [ΐετά  τον  Δη[ΐήτριον 
τον  Φαληρέα  εποχής  θυ[ΐέλη.  οία.  ή  ημετέρα 
Μαντινική,  δύν(/.τ(/.ι  \'ά  έμποδίζη,  ώς  ίρρονεΐ  ό 
Πολίτης,  τί|ν  θέ(/.ν  τώ\'  καθαρώς  δρ(/.ιΐ(/.τικ(ΐ)\' 
παραστάσεοον. 

Ώς  γνοίστόν,  ό  Βοτρίείοΐ  (Ι3ίΐ8  ί;ΐ'ίι•ϋ1ι.  1  Ηθίΐ- 
[61•  .'^.  81)  τίθησι  την  μεταβολήν  τοϋ  σχεδίου 
τοϋ  Λυκουργείου  Διονυσκίκού  θεάτρου  βεβαίως 
ιιέν  μεταξύ  τών  ετών  3;30  π.  Χ.  και  60  μ.  Χ., 
ύποΟετικώς  δέ  μόλις  εις  τό  έ'τος  86  π.  Χ.,  δτε 
ένεκα  τοϋ  υπό  τού  τιιρ(ϊν\Όυ  Άριστίωνος  εμπρη- 
σμού τού  ωδείου  τού  Περικλέους  ύπολαμβ(ΧΑ'ει 
δτι  δυνατόν  νά  ένεπρήσθη  και  τό  προσκήνιον 
τοϋ  Λυκουργείου  Οειχτρου,  ού  κατά.  τόν  13(">ΐ'ρ- 
ίοΐά  τό  προσκήνιον  θά  ήτο  ζνλη-ον  μέχρι  της 
εποχής  ταύτης.  Τό  γεγονός  δμο)ς,  δτι  ηδη  τό\' 
Β'  αιώνα  π.  Χ.  πολλά  άλ?ια  ελληνικά  θέ(/.τρ(/. 
έκέκτηντο  ό[ΐοίου  σχή(ΐατος  λίθπ'ίχ  προσκήχ'κ/, 
άγει  ημάς  εις  τί|ν  σκέ»|ιιν  δτι  οί  ΆίΙηνί/ΐοι,  (ον 
τό  θέατρον  άείποτ'  έχρΊ]σί[ΐευσεν  όος  τό  πρό- 
τυπον τών  λοιπώΛ'  έλ?ιηνικών  θεάτρω\',  δεν 
Ο'  άνέμενον  ϊνα  παρ'ά?ι?ιων  διδιχχθέντες  είσ- 
αγάγωσι  τόσον  βραδέως  τί|Λ'  μετατροπιών  ταύ- 
την  τού  αρχικού  σχεδίου  τοϋ  θεάτρου,  άφ'  ού 
μάλιστα  ή  σπουδαιότατη  μετατροπή  αύτη,  ή 
εύρύνουσα  μεγάλως  τάς  παρόδους  διά  τής  προς 
τά  όπισθεν  χίορήσεως  τών  παρασκηνίων  και  φέ- 
ρουσα τό  προσκήνιον  πολλώ  πλησιέστερον  προς 
την  ορχήστραΛ',  άφορμή\'  πάντοις  θά  εΐχε  νέας 
τινάς  καΐ  πάνυ  σπουδαίας  άνάγκας  τών  θεά- 


ίοΗΓ^υεΙι  δ.  ΐ;5,Η. 


230  — 


Λ1Ί')')Ι'Π(1    'Κοιιιιϊι 


Τ(_)(ΐ)ν,  ('ίς  Γιγ\'(')ΐΊ  τη  Λη^ίοήογπον  ο/ι•^ΐ()\',  ορ/ι 
ί)ϊ•  τΐ'/κϊιΊν  τι  γεγονός,  οίον  ι•ίν(<ι  \\  κι/,Ι  αλλίος 
όλως  (ϋπίίΐίχνος  ώς  «[Κίρτύρητος  πυ(_»κ(ίΐά  τοϋ 
προοκιινίοΐ),  οπρρ  πάλιν  (ί(^Γη'(/.τ()ν  ιΐνΐϋ  να  <( «ν- 
τ(ίοίΙ(Τ)ΐαίν  οτι  «ΰτο  κί/.ΐ  μόνον  π</.οι•ιιι•"ΐνκ  ξύλι- 
νο\'  ιπ'/ρι  τοΰ  έτους  Η()  ^x  Χ.  Έπειίΐίι  (5*  <)ύ()ε- 
μί(/.ν  (<λλΐ|ν  ιοπίΡτιιν  είσΓχγωγήν  νέων  αναγκών 
τοΰ  'Λί)ΐ|ν(ίϊκ()ϋ  ίΙι-(/.τροΐ)  γν(ΐ)ρίζο[ΐεν,  π?α|ν  της 
είς  το  ^VυκοΓ1ργΓ1ον  ΙΙπαηον  ιιεταΟέσεως,  ηί^ιι 
υ.ηο  τώλ'  ■/ρόν(ΐ)\'  \ΐ|ΐιΐ|τρί()ΐι  τοϋΦαΛηρέίος,  Τ(Τ)\' 
ΟΐΜΐελικ(7)ν  άγ(όν(ον.  (ον  ή  ((ιύσις  και  (/.[  άνάγκαι 
μεγ(ί/Λ)ς  διέ((ΐερον  το)\'  δρ(/.ιιατικών  (ΐγίόνων, 
(ί)ν  /(/.ριν  εκτίοΟη  το  \ιο\Ί'οΐ(<κο\'  Λΐ'κοΓ'ογίΐον 
θέατρον  τοϋ  Δ'  αιώνος,  χ)πο?ια((|Η/.\Ίΐπεν  οτι  ή  εν 
λόγο)  σπουδίΛΐίί  [ΐεταβολη  τοϋ  σ/εδίου  τοΰ  {)εά- 
τρου  είνία  πολί»  παλαιοτέρα  ή  όσον  ύπολα[ΐ- 
("5ά\'ει  ό  Οοτρίοΐοΐ,  (ίναγομένΐ]  ϊσϋ)ς  είς  τα  [ΐέσα 
τοΰ  Γ'  (ίίώνος  π.  Χ.,  δτε  πλέον  έτε?^οΰντο  κατά 
κ(ίν(')\•(/.  εν  τω   ί)ε(ίτριρ  οί  Ι)ημελικ()ί  (/.γ(Τ)\'ες. 

Όπωσδι'ι.Ίοτί•  δ'δμωςκαί  αν  εχΐ)  τύ  χρονο/.ο- 
γικον  τοΰτο  ζιμικια,  βέβαιον  είναι  οτι  το  νέον 
προσκήνιον  τοΰ  Λιονυαιακοΰ  ϋειχτρου  παρου- 
σιάζει περιεργοτάτηΛ'  τι\'ά  και  παρ(/.δοξον  λεπτο- 
[ΐέρειαν,  ην  έξΓμ^ε  μεν  6  ΟοΓρίβΜ  \  δεν  ήδυ- 
νήΟΐ)  δ'  ό[ΐως  και  να  έρμηνεύση.  Ένώ  διιλαδί) 
ή  συ[ΐμετρία  επέβαλλε  ν'(/.ν(/.μέν(ΐ)[ΐεν  ένθεν  και 
ένθεν  της  μεγ(ί?νης  κεντρικής  πιΊλης  τοΰ  νέου 
προσκηνίου  ανά  [ΐίαν  [ΐικροτέραν  Ούραν,  παρ«- 
όόξως  μία  και  μόνη  τοιαντι/  υπάρχει  και  όή  αρι- 
στερά τω  έξιόντι  πρυς  την  όρχήπτραν  τον  προ- 
σκηνίου. 

Ή  πΐίράδοξος  ιηιως  αυτί)  ασυμμετρία  λόγο\' 
έχει,  καί)'  ίμιάς,  ακριβώς  την  ΰπαρξιν,  αμέσως 
προ  τοΰ   προσκηνίου   και  άπέναΑ'Τΐ    της   οη/ή- 


'  ΰαδ  ίίΓΪεοΙιίδΰΚϋ  ΤΗοαΙετ  5.  77  :  Ιη  <1βπι  αιι  άίβ  ΜίίΐΕΐΐΙιϋΓ 
?ίο1ι  παοΗ  λΥβδίοη  αιΐδ€ΐι1ίθ55θπάοπ  ^αιιϊεη&ΒδΙ^ηίΙε  δίικί  άίβ 
δρυΓΟη  είηοΓ  ζ\νβίΐβη  ΤΗϋτ  ζυ  δεΗοη,  λτεΙΛε  «Ιετ  βΟΓίη^εΓβη 
Λχ«'εί1ε  επί^ρτεείιεπά  ηατ  ε1\να  Ο,  80""  1)Γ6ίΙ  νΐϋτ.  Μαπ  ίδΐ 
^εηεί^Ι,  αυί  άβτ  Άπάετβη  δείΐε  άατ  ΜίΙΙεΙίΗαΓ  είηε  <ΐΓΪΙΙε,  <1εΓ 
ζννείΐεη  5)'αιηιεΐΓίδθΗε  ΊΊιίΐΓ  »ηζυηε1ιηΛεη.  ΟεΓϊ(3ε  <1ογ[  ίβΐιΐΐ 
αόετ  είη  δΙγ1ο6αΐ5[είη.  Όα  ϊεάυεΗ  ηεΙ)εη  (Ιετ  οδΐΐίεΐιεη  δ^υΐε 
<ϋβ565  ΙηΙεΓΟοΙυιηπϊυηι  αη  <1ΰΓ  δίβΐΐε,  \νο  δοΗοιι  είη  Ζαρίεηίοείι 
εΓνν&ηβΙ  «ετάεπ  ιηϋ55ΐε,  <1εΓ  ΜβπηΟΓ  Ιιείηε  δρυτ  βίηεϊ  δοΐοΐιεη 
αα£\νεί8(,  δίηά  \νίΓ  ζυ  άετ  Αηπ&Ηιηηε  ξΐζ-αταη^ιη,  ίίαι  ηι6ιη  άιν 
ξτοιιιη  Τ/ιϋι-  ίη  <ίίΐ-  ΜϊΙΙι  ηη^  έίια  (ίαζί^ι  5(ΗιηαΙί  Ν^6^ηί/ιη^ 
νοιΉαηά^η  1υα^. 


στοίχς  ΥΜλ  τής  (ίνίίτολικής  τοϋ  Οειαρου  π(/.ρόδ(»υ, 
ί)υ[ΐέλης  μεγέθους  και  σχήματος  άναλόγο)ν  προς 
τά  της  Μ(/.ντινικΓ|ς  ημών  Ι)υμέλ)|ς.  Τοκίΰτη 
ΰυ[ΐέ?ι.η  είςτί|ν  ίΐέσιν  ταΰτην  κειμένΐ),  ένώ  ουδό- 
λως ί)ά  έκώλυε  την  ί)έαν  καΐ  τάς  κινήσεις  τών 
εκ  τής  κεντρικής  καΐ  τής  δυτικής  πύλης  τοϋ 
προσκηνίου  έξερχομένο)ν  καΐ  έπΙ  τοΰ  μεταξύ  τοϋ 
προσκιράου  και  τής  στε<ράνης  τής  όρχήστρίίς 
μέρους  προχ(ι)ρούντο)ν  καΐ  δρ(ί)ντίι)ν  δρα[ΐατι- 
κών  υποκριτών,  ί)ά  έκώλυεν  άσί^αλώς  μόνον 
την  {)έαν  κΐίΐ  τάς  κινήσεις  τών  έκ  τής  ανατολικής 
πι')?.ης  τοΰ  προσκηνίου  εξερχόμενων  υποκριτών, 
αν  υπήρχε  τοιαύτη  πύλ)).  Λιά  τοΰτο  δ'  (/.κρι- 
βώς  νο[ΐίζομεν  οτι  και  κα.τηργήίΐη  ή  πύλη  ί/.ίίτη 
έν  τω  τής  εποχής  εκείνης  Λιονυσιακώ  Οεάτρω 
τώ\'  ΆΠ ηνών,  γρί/φΐκώς  [ΐόνον  'ισο);  δηλο)ί)εΐσ(χ. 

Είν(/.ι  άληίΐές  ότι  και  οΰτο)  κειμένη  ή  ιιόνι- 
ιιος  αΰτη  θυμέ/νΐ|  τών  μουσικών  άγοη'ων  ιΐά 
έ(((/.ίνετο  ο)ς  άπροσδιόνυσόν  τι  κ(ίτασκεύασ|ΐα 
έ\'  τ(/.ϊς  καθαρώς  δραματικαΐς  παραστάσεσιν, 
άφ'  ου  μάλιστα  οί  -βυμελικοί  ιιουσικοι  αγώνες 
δεν  ίδρύΟησαν  αρχικώς  προς  τιμήν  τοΰ  Διο- 
νύσου '.  Ένι)υμη{)ώ[ΐεν  όμως  οτι  τά  πλείστα 
τώ\'  αρχαίων  δρα[ΐάτων,  ύποθέτοντα  ώς  τόπον 
της  δράσεως  αυτών  τά  πρόΟχ»ρα  νίχών,  άνα- 
κτ()ρο)Λ•,  οικιών  κτλ.,  είχον  σχεδόν  πίχντοτ'  άνάγ- 
κΐ|ν  βο)μοΰ  άιιέσως  προ  τοΰ  προσκηνίου  κει- 
μένου, και  δη  βιομοΰ  ασχέτου  τοΰ  τώ  ΰεώ  τοΰ 
θεάτρου  ανήκοντος  βωμοΰ  τοΰ  Διονύσου.  Κατ' 
άκο?.ουθίαν,  ή  έντε?Λ)ς  βω[ΐοειδής  το  σχήιια 
■θυμέ?^η  τώ\'  μουσικών  άγώνωΛ',  καταλλήλως 
στεΓρομένη,  ήδύνατο  νά  λογισθΐ]  ώς  ό  υπό  τοΰ 
δράιιατος  έκάστοτ'  απαιτούμενος  βω}ΐύς  θεοΰ 
τίνος.  "Ισως  μάλιστα  ε'ις  την  διττήν  ταύτην 
χρήσιν  τοϋ  μονίμου  τούτου  ΰυμελικοΰ  βήμα- 
τος τών  θεάτρων  οφείλεται  ό  άλ?^ως  δυσνόητος 
χαρακτηρισμός  τοΰ  Πο/.υδεύκους  (IV,  123): 
Ί^ϋ'νμέλη,  είτε  βήμα  τι  οναα,  είτε  βωμός  . 

Σημειωτέον  δε  ότι  τί|ν  αυτήν  ακριβώς  ίΙέσιν 
πλησίον  τοΰ  προσκιινίου  καΐ  αμέσως  δεξιά  τής 
κεντρικής  πύλης  αύτοΰ  κατέχει  ό  βωμός  εις 
πολ?ιάς  αρχαίας  εικόνας  δραματικών  καΐ  σατυ- 


ΒβΛβ :  Ηεπηε3  ε.  ά.  δ.  097. 


231   — 


30 


Ία  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


ρικών  παραστάσεων,  είτε  αύται  αναφέρονται 
εις  την  έποχήν  καΟ'  ην  το  έδαφος  τοϋ  προ- 
σκηνίου καΐ  της  ορχήστρας  εύρίσκετο  έπΙ  τοϋ 
αύτοΰ  επιπέδου  ',  εϊτε  εις  την  έποχην  καθ '  ην 
εΐχεν  ήδη  ύ'ψωθή,  ώς  ?ιέγεται,  τύ  εδ(/.(ρος  τοϋ 
προσκηνίου ".  Σπουδαιότατον  μάλιστα  είναι  το 
γεγονός,  δτι  ό  μόνΐ[ΐος' οΰτος  των  τελευταίων 
βωμός,  κατ'  άκολουΰίαν  καΐ  ή  θυμέλη  των 
μουσικών  αγώνων,  ε'ις  ην  [ΐετετρέπετο  εκάστοτε, 
δεν  κείται  ακριβώς  παραλλήλως  τω  προσκη- 
νίω,  ά?ιλ'  έστραμμένην  εχο)ν  τή\'  όψιν  αύτοΰ 


ΕΙκών     147. 


ρ'ίγ 


προς  το  κεντρον  της  ορχτιστρας,  όπερ  ε^τιγει- 
ται  δια  της  ανάγκης  ην  εΐχον  οι  έπι  της  θυμέλης 
ανερχόμενοι  αΰληταΐ  τών  θυμελικών  χορών,  να 
έ'χωσιν  ακριβώς  απέναντι  εαυτών  τους  χορευτάς. 
Οΰτως,  ή  και  ακριβώς  παραλλήλως  τω  τοίχφ 
τοί3  προσκηνίου,  τοποΟετοΰντες  εν  τω  της  επο- 
χής ταύτης  Διονυσιακώ  Οεάτρο)  τών  Άΰηνών 
Όυμέλην  (Α  εν  ε'ικ.  147),  εχουσαν  ακριβώς  τάς 
διαστάσεις  της  θυμέλης  της  Μαντινείας  (μ,  4, 10), 
βλέπομεν  και  έπιτοπίως  και  εξ  αύτοΰ  τοϋ  σχε- 
δίου τοϋ  Οοτρίεΐά  (Είκ.  147),  δτι  ή  θυμέλη  αύτη, 


'  ΟοΓρίεΙά-ΚβίδοΙι  ε.  ά.  3.  313  (=Αηη!ΐΗ  ά.  ΙηδΙίΙ.  1853  Τ.  Α. 
δ.  314  (=Αηη.  ά.  Ιπδί.  1853,  Τ.  ΑΒ.  4)  3.  329,  ήξ.  82,  καΐ  3. 
330,  η^.  82. 

*  'Λ'ίβδεΙβΓ  Ε.  ά.  Τίΐ£.  III,  181.—  ΟΰΓρίεΙά-ΚείχοΙι  ε.  ά.  8.  324, 
Γι?.   80. 


ή  άλλη  παρο[ΐοί(ΰς  τη  Ουμέ/.η  τοϋ  θεάτρου  τοϋ 
Θορικού  κειμένη,  ούτε  την  δράσιν  τών  υποκρι- 
τών τών  δραματικών  αγώνων,  ούτε  την  ΰέαν 
τών  θεατών  έκϋ)λυεν,  ούτε  τάς  εν  τη  ορχήστρα 
κινήσεις  τών  χορευτών  τών  δραματικών  ή  θυμε- 
λικών αγώνων  έστενοχο)ρει  πως.  Εΐναι  δ'  εύεξή- 
γητον  δτι  της  τοιαύτης  το  σχήμα  καΐ  ούτω  κει- ' 
μένης  θυμέ?^ης  τοϋ  Λιονυσιακοϋ  θεάτρου  τών 
χρόνων  τών  μετά  τον  Δημήτριον  τον  Φα/ιηρέα 
καΐ  προ  τώνΈωμαίωναύτοκρατόρονν  άπωλέσθη 
πάν  ϊχνος.  Αληθώς  ού  μόνον  ώς  εκ  της  παρά 
την  όρχήστραν  μεμονίομένης  αυτής  θέσεως 
ήτο  το  άμέσ(ος  πρώτον  ύποκείμενον  εις  κατα- 
στροφήν  (ΐέλος  τοϋ  {ίεάτρου,  δτε  εισήρχοντο  εν 
αύτω  ως  προς  λατομίαν  οί  καταστροφείς  τών 
αρχαίων  θεάτρων,  άλλα  καΐ  αυτή  ή  θεμελίωσις 
αύτοΰ  άναγκαίοις  θά  ήτο  πο?.ύ  άβαθης  και  ασθε- 
νής ώστε  νά  άφήση  ϊχνη. "Αλλως  έπΙ  τής  θέσεως 
ακριβώς  ταύτης  έί)εμελιώθΊ]σαν  μεταγενεστέ- 
ρως οί  δύο  ρωμαϊκοί  εκείνοι  τοίχοι,  ους  δυστυ- 
χώς μόνον  εκ  τοϋ  σχεδίου  τοϋ  Ε.  ΖϊΙΙθγ  ^  γνω- 
ρίζομεν. 

Άν  δ[ΐως  δεχθώ[ΐεν  δτι  ή  τετράπλευρος 
αύτη  θυ[ΐέ?ν,η  τοΰ  Διονυσιακού  θεάτρου  τών 
Αθηνών  ή  άλλη  τις  ταύτην  άντικαταστήσασα 
δεν  εΐχεν  ευθείας  τάς  δύο  [ΐακράς  αυτής  πλευ- 
ράς, άλλ'  ελαφρώς  καμπύλας,  ϊν'  άρχιτεκτονι- 
κώς  άρμοση  το  κατασκεύασμα  προς  τον  κύκλον 
τής  παρακειμένΐ)ς  ορχήστρας,  ής  τών  εν  αύττ) 
όρχουμέ\'(ον  ήτο  τύ  βή[ΐα  τών  [ίουσικών,  τότε 
δυνάμεθα  εύλογους  ϊσο)ς  νά  ύποστηρίξο^μεν,  δτι 
αϊ  δύο  έ.ν  τω  αύτώ  Διονυσιακώ  θεάτρορ  τών 
Αθηνών  άνακαλυφθ είσαι  ύπόκοιλοι  μέχρι  0,05 
τήν  πρόσοψιν  ανάγλυφοι  πλάκες  τών  όρχου- 
μένων  Λ'υμφών  (Ι'δε  ανωτέρω  σελ.  222)  εΐναι 
λείψαν'  αυτής  τής  προς  τήν  όρχήστραν  δψεο)ς 
τής  θυμέ?α]ς  τοϋ  τών  Ελληνιστικών  χριίνων 
Διονυσιακού  θεάτρου  (ϊδε  Β  εν  εικόνι  147).  Ή 
τεχνοτροπία  αυτών,  ην  ό  Η3.υ86Γ  "  θεωρεί 
άνήκουσαν  εις  το  πρώτον  ήμισυ  τού  Γ'  αιώ- 
νος π.  Χ.,  δηλαδή   ακριβώς  εις  τους  χρόνους. 


'  Άρχαίολ.  Έφημ.  1862,  Πίναξ  Μ'. 
-  ΝειίΒΐιίϊοΗε  Κοίίείδ  3.  4. 


—  232 


/ΙίΊ'/ουσα   'Κρμιιϋ 


ι•,ις  οος  ΐ||ΐι/ις  ιΙίΓοιιιν  τΐ|ν  κίπαοκι-υην  τΓ|ς  εν 
?ι.υγφ  ι)υ|ΐέλης,  π(^ιο>;  ?»ί•  τα  π()ος  τάς  δκίσΓίίπεις 
τΓ|ς  {)υ((ε/.ιις  τΓ|ς  Μαντινείας  (χνίχλογα  (ΐεγέΟΐ) 
αυτών, ήτοι  τύ  Οψος  ([ΐ.  1,12)κ(α  το  πλάτος  (>,(κί 
—  δπερ  έπι  6  πολ?ι.απ?ι.ασιαζόμενον  (οσαι  ϊσως 
ί)ά  Γ|σαν  αϊ  της  ποοαόψρίιίς  π?α!ικες  τών  [ΐετά 
τού  1  Ιανός  ύρχοΐ'ΐιένων  πέντε  'Υάίϊων)  π</.ρε/_ει 
πλιχτος  3,78  τΓ)  προσάψει  άνευ  τών  παραστιχί^ων 
κ(ίΐ  4  περίπου  μέτρα  [ΐετά  το)\'  παραπτάί)ων  — 
συ(ΐοροννοΰσι  προς  την  υπίπΙεαιν  ταήτην,  ην  ενι- 
σχύει μεγά?^ο)ς  και  το  γεγονός,  δτι  αί  παραστά- 
σεις αυτών  εΐναι  άπαρ('ίλ?αϊκτοι  προς  τάς  όρ/ου- 
(ΐένας  νύμορας  της  Μαντινικης  ή(ΐ,ών  Ουμέλιις 
(ϊδε  άνωτέρο)  σε?ι.  222).  Αί  στεναί  π?ιευραι  της 
ιΊυιιέ^ιης  ταύτης  τοΰ  ΛιολΊ'ακίκοϋ  θεάτρου  δεν 
ήτυ  δυ\'ατο\'  \'α  ήπί/,ν  επίπΐ|ς  ίιπόκοι/ιοι  η  κυρ- 
ταί,  ώς  (ΐί)  προς  τον  κύκλον  της  ορχήστρας  σχε- 
τιζό(ΐεναι  άρχιτεκτονικώς,  άΙΧ'  δ?.(ι)ς  τουναντίον 
εντελώς  επίπεδοι.  Τοιαύτη  δε  πράγ[ΐατι  εΐν(/ι.  και 
ή  άγν(ΰστου  μεν  προελεύσεως,  άλλα  κατά  πάντα 
όμοία  τρίτΐ]  πλάξτοϋ  άρχαιο/ωγικοΰ  ημών  Μου- 
σρί(Η'  (ΙΙίν(/.ξ  ΧΧΧΐΙ,  γ),  ή  πιί)(/.νώς  επίσης  εκ 
τοΟ  Διονυσιακού  θεάτρου  προερχομένη. 

Έρχόμεΰα  νϋν  εις  την  ρω[ΐ<χϊκΐ|ν  έποχήν 
τοΰ  Διονυσιακού  Όεάτρου,  ε'ις  την  αρχήν  της 
όποιας  φαί\Όνται  άνήκουσαι '  τεχνοτροπικώς  αί 
τέσσαρες  άνάγ?>.υφοι  πλάκες,  εκείνα  ι,  ας  τρεις 
αιώνας  βραδύτερον  ό  Φαίδρος  άπέσπασεν  εκ 
της  αρχικής  αυτών  θέσεως  βαρβαροτέχνως  και 
άπειροκάλως  προσήρμοσεν  εις  τήν  πρι^σοψιν 
τοΰ  της  εσχάτης  τών  ερειπίων  περιόδου  βήιια- 
τος  τοΰ  θεάτρου. 

Έκ  τών  αρχαίων  πηγών  γνωρίζθ(ΐεν  δτι  τον 
Μάρτιον  τοΰ  8δ  π.  Χ.  ό  τύραννος  Άριστίων, 
φεύγων  ε'ις  τήν  Άκρόπολιν  προ  τοΰ  κυριεύ- 
σαντος  εξ  εφόδου  τάς  'ΑΟήλ'ας  Σύλλα,  ένέπρ}}σε 
τύ  'ϋδεΐον   «ίνα  μη  έτοίμοις  ξύ?ι.οις   αύτίκα  ό 


Σύλλα.ς  εχοι  τήν  Ακρόπολιν  ένοχλείν  '.  'Γδ 
'ί.2δεΙον  τούτο  εμεινεν  εκτοτ'  Αν  άχρηστί((ΐ  έπΙ 
τρεις  περίπου  δεκαετΐ|ρίδας  ήτοι  μέχρι  της  ί)πδ 
τοΰ  βασι?ιέως  της  Καππαδοκί(/.ς  Άριοβαρζά- 
νους  Η'  Φι?α)πάτορος  ((;2-ό2  π.  Χ.)  άνοικοδο- 
μήσεο)ς  αυτού  -.  Έν  τω  μεταξύ,  εΰίΐΰς  ήδη  (ΐετά 
τίιν  καταστρο((ίΐ|ν  τοΰ  'ί^δείου  ί)ά  παρέστη 
βεβαίως  ανάγκη  να  [ΐετατεΰώσιν  εις  τδ  ί)έ(ί- 
τρον  και  πάντα  τά  (/.γο)νίσματα  κ(/.Ί  αί  επιδεί- 
ξεις έκεΐναι  και  παραστάσεις,  δσαι  άκόμτ|  έτε- 
λοΰντο  έν  τω  Ώδείορ,  ήτοι  τφ  ύποροιρίορ  ί)εά.τρίρ 
και  ούχΙ  έν  αΰτώ  τώ  Διονυσιακώ  ίΐεάτρο).  Τότε 
λοιπόν,  (ρρονώ,  παρέστί)  ή  ι/νάγκη  τής  κατα- 
σκευής ευρύτερου  ΰυμελικοΰ  βήματος  έν  τφ 
Διονυσιακφ  ίΐεάτρω,  ού  άλλως  δεν  είναι  (ΐπί- 
ί)(χνον,  ϋ)ς  και  ό  Ι3οΓρί(;1ϊ1  παραδέχεται,  νά 
κατεστρά-Γρησαν  μέρη  τινά,  καΐ  δή  ή  αρχαιό- 
τερα Ου[ΐέλη,  κατά  τΐ|ν  (ροβεράν  καταστροορΐμ» 
ην  υπέστη  ή  πύλις  τών  ΆΟιίΛ'ών  ύπδ  τών  στρα- 
τιωτών τοΰ  Σύλλα,  εις  δν  μάλιστα  καΐ  ούχΙ  τΰν 
Άριστίϋ)να  δ  Πα.υσανίας  αποδίδει  καΐ  τον 
έ[ΐπρησμδν  τοΰ  Ωδείου^•  κατ'  ακολουθία  ν, 
νομίζω  δτι  τότε  κατεσκευάσΰη  ευρεία  τετρά- 
πλευρος θυ[ΐέλη,  ην  έκόσμουν  αί  οκτώ  άνάγ/.υ- 
φοι  π?ο(Λκες  έκεΐναι,  αί  [ΐετ'  αιώνας  βραδύτερον 
χρησιμοποιηΟεϊσαι  προς  διακόσμησιν  τοΰ  βή- 
ιιατος  τοΰ  Φαίδρου. 

Προς  τήν  ύπόθεσιν  ταύτην  ?ιαμπρώς  συμ- 
φωΛ'εΐ  ού  μ.όνον  ή  τεχνοτροπία  τών  έν  λόγω 
άναγλύίρων,  άλλα  και  αύται  αί  μέχρι  τοΰδε 
ανερμήνευτοι  παραστάσεις  αυτών.  Αληθώς  έν 
τη  πτωχεία  καΐ  έκπτώσει,  έν  αΐς  εύρίσκετο  τότε 
ή  υπό  τοΰ  Σύ?ιλα  φοβερώς  /.εηλατηθεϊσα  καΐ 
κίχταστραφεΐσα  πόλις  τών  Αθηνών,  κατασκευά- 
σματα, οΓον  ή  πλουσίως  άναγλύφοις  κεκοσμη- 
μένη  μεγάλη  θυμέλη  αύτη,  δεν  ήδύναντο  νά 
έπιτευχ&ώσιν  ή  δια  τής  γενναιοδο^ρίας  φι?.α- 
θηλ'αίου  τινός  ήγεμόνος.  Τοιούτος  ήτο,   εϊπερ 


'  Αΐηαοϊΐ  βΙΙ  ννΐιο  Ηανε  $(υ(1!ε<1  ΐΗο  εευΙρΗιιεβ  »Γβ  ι^Γβεά 
ίη  Μϊίβπίη^  ΐΗεηι  Ιο  αη  αιιΐγ  ραίοά  αί  ΐΗε  Κοιπϊη  ΕπιρίΓε  ; 
].  Κ.  \νΐιβ6ΐεΓ,  ΤΗε  ΤΙιβιίεΓ  οί  ϋίοηγ5ΐΐ3  :  ΡαρεΓδ  οί  Λβ 
ΑιηεΓίο3η  δοΐιοοΐ,  Τόμ.  Ι  σελ.  1-42.  —  Ό  δέ  ΟοΓρΓεΜ  θέτει 
αύτάς  εις  τους  χρόνους  τοΰ  Νέρωνος.  Εις  ημάς  δμιος  φαίνε- 
ται ή  τεχνοτροπία  αυτή  ανήκουσα  ασφαλώς  εις  τσς  αρχάς 
τοΰ  Α'  αιώνος  π.  Χ. 


'  Άππιανοϋ,  Μιθριδάτειος  38.  —  ΗεΠζόεΓ^  Ιστορία  της 
Ελλάδος  Τόμ.  Α'  σελ.  471  (μετάφ.  Καρολίδου). 

-'  ΥίΐΓϋν.  V,  9,  1.—  Ο.  Ι.  Α.  III,  541. 

'  Α',  2θ,  4  ε'Έστι  δέπ?.ησίον  τοΰ  τε  ίεροϋ  τοΰ  Διολ-ΰσουκαΐ 
τοΰ  θεάτρου  κατασκεύασμα.  . . .  στρατηγός  Ρωμαίων  ένέπρησε 
2ϋλλας  Αθήνας  ε?^ών». 


233   — 


Τα   ανάγλυφη   πλην   των  επιτύμβιων 


τις  καΐ  άλλος,  ό  τότε  βασιλεύς  της  Αιγύπτου 
ΙΙτο?^εμαΐος  Φιλθ[<ήτο)ρ  Σωτήρ  Β',  ό  από  τοϋ 
88  π.  Χ.  όριστικίΐις  κατέχων  τον  θρόνόν  της 
Αλεξανδρείας  και  εΰσταΙΗος  αρνηθείς  να  βοη- 
■ί)ί|οη  τον  πολιορκοϋντα  τάς  Αθήνας  Σύλλαν, 
δτε  ούτος  εν  έ'τει  86  π.  Χ.  επεμι|>εν  εις  Αϊγυ- 
πτον  τον  Αικίνιον  Αούκουλλον  ζητών  ναυτικάς 
επικουρίας  '.  Περί  τοΰ  βασιλέχος  τούτου  διη- 
γείται ό  Παυσανίας  εν  τω  περί  τοϋ  των  Αθη- 
νών «θεάτρου  δ  καλοϋσιν  'Ωδεΐον  >  κεφαλαίω 
(Α.  8,  ()  καΐ  9,  1  -3),  δτι,  οι  Αθηναίοι  <  ύπ'  αυ- 
τού παθόντες  εύ  πολλά  τε  καΐ  ουκ  άξια  εξηγή- 
σεο)ς  χαλκό ολ'  και  αυτόν  καΐ  Βερενίκην  εθηκαν, 
ί']  μόνη  γνΐ|σία  οι  τών  παίδίον  ήν  >  πρό  της 
εισόδου  τού  υπό  τού  αύτοΰ  Πίχυσανίου  μνημο- 
νευομένου 'Ωδείου  τούτου,  περί  ου  μέχρι  τοϋ 
νύΛ'  έρίζουσιν  οι  αρχαιολόγοι  αν  εΐναι  αυτό  τό 
υπό  τοΰ  Άριστίωνος  έμπρησΟέν  ή  εν  τών  υπο- 
τιθεμένων τριών  Ώδείοιν  τών  ΆθηνώΛ'.  'ϋτι 
λοιπόν  εν  τών  πολλών  και  <  υί>κ  αξίων  έζι/γή- 
οεως»  ευεργετημάτων  τοΰ  βασιλέως  τούτου 
προς  την  πόλιν  τών  ΆθΊ']νών  ήτο  καΐ  ή  κατα- 
σκευή της  εν  λόγω  νέας  ευρείας  θυμέλης  διδά- 
σκουσι,  νο[ΐίζ(ο,  αύται  αί  άνάγλυπτοι  παρ(ιΐστ(Χ- 
σεις  αύτοΰ. 

Ώς  γΛ'ωστόν,  αί  παραστάσεις  δύο  τών  σίοζο- 
μένων  τεσσάρο)ν  πλακώΛ',  και  δή  τών  άμέσο)ς 
δεξιά  της  κλίμακος  τοΰ  Φαιδρού,  έ'χουσιν  ήδη 
ασφαλώς  έρμηνευθή  "-,  ώς  (χναφερό(ΐεναι  ή  [ΐέν 
πρώτη  (Πίναξ  ΧΓ,Ι)  είς  την  γέννησιν  τού  Λιο- 
νύσου,  ή  δε  δευτέρα  (Πίναξ  ΧΙ.ΙΙ)  είς  την  υπό 
τοϋ  Ίκαρίου  και  της  θυγατρός  αύτοΰ  Ήριγόνης 
ΰποδοχήν  τοΰ  Διονύσου,  δτε  ούτος  τύ  πρώτον 
ήλθεν  είς  τήν  Άττικήν.  Τών  δύο  δ'δμως  ακολού- 
θων πλακών  (Π  ίναξ  Χ 1 .1 1 1  καΐ  Χ 1 .1  \')  αί  μορΓ^αι 
παραμένουσι  μέχρι  τοΰ  νϋν  εντελώς  (ίνώνυμ,οι 


'  Πλοιιιάρχου  Λούκουλλος  κ.  2  και  ϋ.  —  Βουοίιέ  -  Ι^εοΙεΓς, 
ΗίδΐϋίΓο  (1ο5  Ι.α§;ί(1β8  Υοΐ.  Π,  5.  ρ.  113  £.  55.  —  Σρορίάνου  Τά 
νομίομητα  τοΰ  κράτους  τών  Πτολεμαίίον  Τόμ.  Α'  σελ.  υιδ'. 

'  Μοηοιη.  άβΐΐ'  Ιιΐ5ί.  IX.  ΎάΙ.  16.  Κ.  Μαίζ  :  Αηη»1ί  άοΐ  ΙιυΙ. 
1870  ρ. —  )αιη68  Κ.  ννΐιβεΙοΓ,  ΤΚε  ΤΗοαίΓβ  ο£  Βίοηγδοί  :  Ρϋ- 
ροΓδ  ο£  Ιΐιβ  .Λ,ιηβΓ.  δοΐιοοΐ  οί.  €1ίΐ55.  δΐυά.  αΙ  Αΐΐιεπϊ  νοί.  Ι, 
5.  1.Η7  -  142. 


καΐ  ακατανόητοι  ',  π^α^ν  της  μορφής  τώ\'  κάτο) 
τοΰ  υπό  τών  στηλών  τοΰ  Παρθενώνος  έπιστε- 
φομένου  βράχου  της  Ακροπόλεως  Διονύσου, 
τοΰ  καθήμενου  επί  θρόνου  ό[ΐοίου  προς  τό\' 
καΐ  νΰν  εν  τή  ορχήστρα  τοΰ  θεάτρου  λαμπρόν 
θρόνον  τοϋ  ίερέίος  αύτοΰ,  τοΰ  Διονύσου,  τοΰ 
Διονυσιακού  θεάτρου  (Πίναξ  ΧΙ^ΙΥ).  Παρα- 
τηρώ λοιπόν  δτι  τών  πρό  τοΰ  Διονύσου  τού- 
των ισταμένων  μορφών  τών  δύο  τελευταίων 
πλακών  δύο  μεν  γυναίκες  φέρουσι  τό  πασί- 
γνωστον  καΐ  από  τών  χρόνο^ν  Αρσινόης  τής 
Β'  στερεότυπον  έσκευοποιημένον  φόρημα  πα- 
σών ανεξαιρέτως  τών  Πτολεμαϊκών  βασιλισ- 
σών τής  Αιγύπτου,  τρίτη  δε  [ΐορφή  και  δή  ή 
τελευταία  (αριστερά  τής  π?ιακός,  Πίν.  Χυΐΐ) 
έ'χει  επίτηδες  δια  σ[ΐίλης  εντελώς  αΰτΐ]  κ(ίΐ 
ιιόνη  καταστραφή  και  δή  πριν  ή  χρΐ|σιμοποη|- 
θώσιν  αί  πλ(χκες  αύται  υπό  τοϋ  Φαιδρού,  δπερ 
άγει  είς  την  ύπόθεσιν  έπι  τή  βάσει  π?.είστ(ι)ν 
άλλων  όμοίιον  παραδειγμιχτων,  δτι  δυνατόν  να 
εικονίζε  ποτ'  έπίσημόν  τινι/.  θνητόν,  ου  εκ  πολι- 
τικού [ΐίσους  κατέστρεψαν  τήν  εικόνα  αύτοι  οί 
Αθηναίοι.  Αί  παρατηρήσεις  αύται,  προς  δε  καΐ 
τύ  εκ  τού  σχεδόν  συγχρόνου  (ΐεγάλου  έλευσίΑ'ΐα- 
κοΰ  άναγλύφ)ου  τοΰ  Αακρατίδου  γνωστόν  γε- 
γονός, δτι  παρά  τους  θεούς  είκονίζοντο  θ-\Ί]- 
τοι  ϊσοι  ΊΟ  ιιι-'γη%κ,  ήγίχγόν  με  είς  τήν  εξής 
νέαν  έρμιινείαν  το)\'  δύο  τούτιον  πλακών.  Πρό 
τοϋ  χιπό  τόν  Παρθενώνα  κ(χΙ  ύπί>  τά  καταρρι- 
φθέντα  τείχη  το)ν  βρ(χχ(ο\'  τής  Ακροπόλεως  κα- 
θη}ΐένου  θεοΰ  τοΰ  Διονυσιακού  θεάτρου  προσ- 
έρχεται και  ΐσταται  εύλ(χβώς  μετά  πάσης  τής 
βασιλικής  αύτοΰ  οικογενείας  ό  ((π'λος  και  ευερ- 
γέτης τής  δεινώς  καταστραφείσιις  πόλεο)ς  Πτο- 
λεμαίος Φιλομήτωρ  Σωτήρ  Β'.  Προιρ/εΐτίχι 
σκτ]πτοΰχος  ή  περίφη[ΐος  αύτοϋ  μήτηρ  και  βασί- 
λισσα Κλεοπάτρα  Γ',  ήν  άείποτε  ούτος  έοέβετο, 
μή  ίίέλων  νά  πο?ιεμή  εναντίον  (χύτής -,  έξ  ού 
και  Φιλομήτωρ  έπωνομάσΟη,  αν  και  ή  [ΐήτηρ 
αύτοΰ   δεινώς   έμίσει  αυτόν.    Έπεται  αυτός  ό 


'   ΤΗο    εχρΙϊΠΕίίοη    ίδ  Ιατ  ιηοπε  <3ίίΓιευ11    ζηά    οίτίΆνΛγ    Ηετε 
15  ηοί  ϊΐίαίηαίιΐε  :  \νΐιβε1εΓ  έ'.  ά. 

■  ΙϋδΙίη.  .-53,  ,5.  —  2βθ(,)ΐΤ)νος  έ'.  ά.  Τόμ.  Α'  σελ.  υίΙ'. 


234 


Λΐϋ'ουαα    'Κρμον 


Φιλ()|πΊτ(ΐ)π,  οτΐ|οιζ(Μΐι•ν()ς  ι^πι  ()()π(ί/.()ΐ),  οπρρ 
είναι  Ρν  τίον  σΐ'νιμίκατρηοχν  συ!ΐ(5()?αον  των 
1Ιτ(>?ι.ε[ΐ(/.ί(ΐ)ν ',  κ(ίΐ7.<ο|ΐή'(ΐ)ν  (ί)ς  (ίπογίη'ίον  τα. 
(ΐϊ  ν  (ΐπο  πίχτρος  Ίίρακλί'ηνζ  τοπ  Λιός,  τα  ί)κ  άπυ 
(Γ))τς)οςζ1ίο)'(';α«υ  του  Λιυς*  -'.  Ύπ(/ρ/ουσι  [κί^.ι- 
στα  καΐ  χα?ι.κα  πτολι-•ιΐ(/.ϊκα  νομίσματα,  πι{)αν(7)ς 
ύπ' (χΰτοΓι  τοΟ  Φιλο[ΐ)Ίτ()()ος  κοπίντ(ί,  «ρ'ών  ή 
κεφαλί)  τοΰ  βαοιλρ(ΐ)ς  ((κοει  ρόπα/νον  ρπ'ώ[ΐ()ΐι•''. 
'Λμεσως  παπά  τον  Φιλο[(ΐΊτορ(/.  ϊστ(/.τ(ίΐ  \\  τοίτΐ) 
και  μρχς)ΐ  τοΰδε  (/.\'(ί)\'υιιος  παραιιένουσα  σύζυ- 
γος (/.ι'ιτοΓ'  (Ιασίλισαα,  ΐ(  ερουσα  ώς  ειι(ί/^ΐ|μα 
βασι/ακον  σκηπτρον  κ(/.1  τύ  πλήρες  καρπ(Τ»ν 
κκρίίς,  ήτοι  το  ϊόιαίτερον  γνο)ρισ(ΐα  των  βΐίοι- 
λισσών  της  Αίγύπτοΐ'.  Ίίπί  δε  της  (χκο/.ούί)()υ 
πλοκός  (II  ί ν.  Χ  1.1 1 1).  Γ|τις  κ((ΐ  τη  .τ('/.λ(/.ι  (|  αίνε- 
τ(ίΐ  ΟΤΙ  (ϊπετέλει  την  ακεπον  πηνε/εκίν  της 
προηγουμένης,  εύρίσκ(ΐ)  τα  τέκνα  τοΰ  Φι/.ο- 
μήτορος,  ήτοι  πρώτον  μέν,  —  όμοίίος  σκήπτρον 
καΐ  κέρας  φέρουα(/.\•  και  εντελώς  όμοίαν  την 
περι|'5ο?α|ν  προς  την  επι  της  πριότης  π?ιακός  — 
την  .τροσίριλή  τιί)  <ΐΊ/.οπάτορι  θυγατέρα  Βε- 
ρενίκην  Γ',  ^/^\ι^α\'  η^η  τοΰ  Βασιλέως  Πτολε- 
μαίου Αλεξάνδρου  Α',  ί'ιν  ό  Φι?.οιιήτωρ  ήδη 
από  τοΰ  8Χ  μέχρι  τοΰ  εν  έ'τει  >ΐΟ  θανάτου 
αύτοΰ  είχε  παρ '  έαυτω  ως  συμβασίλισσαν  δεύ- 
τερον δε  τόν  υίόν  αύτοΰ  καΐ  νεαρόν  βασιλέα 
της  Κύπρου  Πτολεμαΐον,  παρ'  φ  ΐσταται  ετέρα 
γυνή,  πιθανώς  ή  σύζυγος  αύτοΰ. 

Τέλος  εν  τή  αμέσως  έττομένη  θέσει,  εξ  ής 
επίτηδες  άπεκρούσΟΐ|  τελείως  δια  σμίλης  [ΐία 
[ΐορΓρή,  ύπολαιιβιη'Ο)  δτι  εικονίζεται  ό  νεώτατος 
τών  ιιίών  τοΰ  Φιλομήτορος  Πτο/ιεμαΐος  (ΙΓ'), 
δ  νέος  Διόνυσος  (κοινώς  δε  Αυλητής)  επονομα- 
σθείς, ου  κατόπιν  βασι?ιεύσαντος,  λίαν  δε  [ΐισητοΰ 
καταστάντος  τοΐς  ύπηκυοις  και  ύπ'(/.ύτών  έκδιω- 
χθέντος  τοΰ  θρόνου  (58-55  π.  Χ.)  ύπολαμβάνω 
δτι  αυτοί  οί  Αθηναίοι  θα  κατέστρεψαν  τήν  παρ' 
αύτοΐς  άνάγλυπτον  εικόνα  ταύτην,  ορμώμενοι 


'  Σβορώνου  ε.  ά.  Πίναξ  Π,  4  και  8,  III,  43—45  XIX,  1—12, 
XX,  XXVI,  10,  XXXI,  14—20  ΧΙ.Ι,  9—11,  27—29,  Ι.Χ,  1—2, 
6-7,  13,  23. 

■'  Επιγραφή  Άδοΰλιδος :  δΐηοΐί,  Οίβ  05^25116  (ΙβΓ  Ρίοΐβ- 
ηι&οβΓ.  ΙηεοΙίΓΪίΙ  η•^  39. 

■'  Σβορώνου  ε.  ά.  η"  1268  Πίνα|  ΧΙ.Ι,  28—29. 


εϊτ'  ι'κ  πολιτικών  ύπ(ΐ/νθγισμών,  είτε  και  έξ  ιδίας 
(/.γανακτηοεο)ς  κατά  τοΰ  εις  (ϊκρον  διειρΊαρμέ- 
νου  βασιλέο)ς  τούτου,  τοΰ  προς  τοις  (ϊ?ιλοις  το?.- 
μώντος  ασεβώς  να  καλή  εαυτόν  νέκη•  ΑκΊπόοι•  '. 

Τίς  ή  τρίτη  πλαξ  της  προσόψείος  της  ίΐυμέ- 
λης  ταύτιις  άγνοοΰμεν,  διότι  βεβαίίος  αΰτη  δεν 
δύναται  να  η  μία  τών  δύο  ά/.λίι)ν  σ<ι)ζομένίΐ)ν, 
ατε  έκ(/.στΐ|ς  είκονιζούσης  π(/.λιν  τόν  Λιόνυ- 
σον,  κ(/.ϊ  δη  /ρονολογικώς  εν  διαφόρο)  οτιγμτ) 
τοΰ  βίου  αύτοΰ.  Αϊ  τε?>.ευταΐαι  αύται  π/.άκες 
ώνήκουσι  ικχλλον  έκά.στ))  εις  τάς  στενάς  πλευ- 
ράς τής  θυμέλης,  ών  έκίλστη  είκόνιζεν  ανά  μίαν 
στιγμήν  τοΰ  βίου  τοΰ  θεοΰ,  ήτοι  ή  μεν  τήν  γέν- 
νΐ)σιν.  ή  δε  τΐ|ν  ά(ριξιν  αύτοΰ  και  η-ιλοξενίαν  εν 
τή  Αττική,  έ'νθα  έδίδαξε  τω  ιριλοξενήσαντι  αυ- 
τόν Ίκαρίο)  τήν  καλλιεργίαν  τής  ά|.ιπέ/^ου,  ής 
ακριβώς  άποτέλεσ[ΐα  ήσαν  τά  πρώτα  εκείνα  περί 
τόν  άσκό-ν  οϊλόο  -  όργκ/.  (θεοίνια)  καΐ  παΛ'ηγύ- 
ρεις  τών  κατά  δήμους  εργατών,  έξ  ών  ακριβώς 
έγεννήί)ησ{/.ν  οί  πρώτοι  κατ '  αγρούς  θυιιελικοι 
μουσικοί  καΐ  μιμικοί  (ΐγώνες^  οΐτινες  συν  τω 
χρόνω  κατέληξα \'  \'ά  τελώνται  καΐ  έπΙ  τής  Ο^υ- 
μέλης  τοΰ  Αιονυσιακοΰ  θεάτρου,  ην  αρχικώς 
έκόσιιουν  τά.  εν  λόγίο  (/.νάγλυιρα  τοΰ  βήιιατος 
τοΰ  Φαιδρού. 

Τό  νΰν  σωζόμενον  ΰψος  τών  πλακών  τούτων 
είναι  μ.  Ο,  88,  αρχικώς  δε,  ήτοι  υπολογιζόμενης 
και  τής  άνο)  εκ  πασώΛ'  τώλ'  πλακών  βαρβάοως 
υπό  τοΰ  Φαίδρου  άποκοπείσης  ταινίας  ύ»|κ)υς 
περίπου  0,15  (κατά  τόν  ΟοΓρίΐίΙά  ε.  ά.  σε/ι.  89), 
ενός  περίπου  [ΐέτρου,  ήτοι  ακριβώς  όσον  καΐ 
τών  εκ  τής  Μαντινείας  π?Λκών  (0,97).  Τό  δε 
πλάτος  αυτών,  όλ-  δια  μέν  τήν  μόνην  (/.σφαλώς 
γωνιαίαν  π/^άκα  τοΰ  καθιιμένου  υπό  τόν  Παρ- 
θενώνα Διονύσου  }ΐ.  1,80,  δια  δε  τάς  ?ιθΐπάς 
μ.  1,7«,  δίδει  ώς  μήκος  τών  όμοΰ  τό  μέτω- 
πον  άποτε?ιθυσών  τριών  πλακών  μέτρα  5,38 
(1 ,  80  +  1,78  +  1, 80),  εις  α,  αν  προσθέσο3μεν  και 
παραστάδας  κατά  τάς  γωνίας,  εχομεν  όλικόν 
μήκος  μ.  5,50  έπι  πλάτους  δύο  περίπου  μέτρων. 


■  Λουκιανοϋ   Περί  τοΰ  μή  ραδ.  πιστ.  τί)  διαβολή  16. 

-  Η5'ΕΪπ.  ΑδίΓ.  II,  4. 

3  ΡγεΙΙογ  -  ΚοόεΠ,  ΟΓΪεοΙι.  Μ5γι1ιο1.  .5.  669,  3. 


235 


Τά  άνάγλν(ρα  πλην  των  ΐπιτνμβίοη• 


Άλλ'άκριβίος  τοιαύτα  τάς  διαστάσεις,  ξύλινα 
συνήθως,  βήματα  γνωρίζθ[(εν  ήδη  και  εκ  των 
παραστάσεων  μέρους  των  έκ  της  Κάτω  Ιταλίας 
άγγείθ)ν  τοϋ  Γ'  και  Β '  αιώνος  π.  Χ. ',  των  ?νεγο- 
μένων  φλνάκων,  ήτοι  των  τάς  τραγικας  και 
ραψωδικάς  παραστάσεις  μεταρρυθ[ΐιζόντ(ον  εις 
το  γελοΐον  τραλλοφόρων  ύποκριτώΛ',  των  κατά 
το  πρίΰτογενές  και  πανάρχαιον  εΟος  τοΰ  άπλοί3 
λαϊκοϋ  διαλόγου  <  τιμήν  τω  Διονύσω  εν  τοις 
Διονυσίοις  άγόντοη'»,  ων  (ρλυάκων  φαίνεται  δτι 
έπεκράτησε\'  ή  τελετή  κ(/.ι  εν  τω  Διο\'υσιακω 
θεάτρφ  των  χρόνων  Πτολεμαίου  Φι?ιθ[ΐήτορος 
Σο)τήρος  Β'.  "Οτι  δ'  (ίνέκαίΐεν  ήσαν  αγαπητοί 
τοις  ΆΟηναίοις  οΐ  φλύ(/.κες,  |ΐαρτυρεΐτ(/.ι  υπό 
της  άσφα?ιώς  αττικής  προελεύσεως  ένίων  των 
εν  λόγω  αγγείων  ".  Πολλά  δηλαδή  των  άγγείιον 
τούτιον  ^'  είκονίζουσι  δύο  ή  το  πολύ  τρεις  φ?ίύα- 
κας,  δρώντας  έπ'  έλευΰέρου  εν  ορχήστρα  ή  άλ- 
λαχοϋ  ίστα[ΐένου  βήματος,  προσιτού  διά  κλί- 
μακος  όπισθεν  αύτοϋ  τε{)εΐ[ΐένης  ^  έχοντος  δε 
κατ'  άναλογίαν  πρύς  τά  έπ'(ίύτοϋ  εικονιζόμενα 
ώς  δρώντα  πρόσιοπα  ΰιΙ^ος  μεν  [ΐεταξύ  1  και 
1  '4  μέτρου,  μήκος  δε  5  περίπου  μέτρων,  ήτοι 
περίπου  τάς  διαστάσεις  τοΰ  Πτολεμαϊκοΰ  ημών 
βήματος   τοΰ  Διονυσιακού  θεάτρου. 

Τοιούτο  το  μέγεθος  και  προς  τοιούτον  σκο- 
πον  ποιηϋέν  Όεατρικον  βή(ΐα  δεν  ήδύνατο 
βεβαίιος  νά  κείται  αμέσως  παρά  το  προσκήνιον 
και  έκτος  τής  ορχήστρας,  αλλά  πολΰ  πιΰανιό- 
τερον  εντός  τής  ορχήστρας,  καΐ  δή  έπι  της  αυτής 
θέσεως,  έορ  ής  πολλώ  βραδύτερον  ετέθη  το  βήμα 
τοΰ  Φαιδρού.  ΚαΙ  οΰτως  υμως  κείμενον  Οά  έκώ- 
λυε  πάντως,  δτ'  έτελοΰντο  δράματα  και  ούχΙ 
παρωδίαι  φλυάκων,  τιρ'  θέαν  τών  υποκριτών 
και  τάς   κινήσεις  τοΰ  χορού,  ού  κατελά(ΐβανε 


'  ΚοίβαΗ.  ε.  ά.  8.  312. 

'-'  \νίηη6ίε1(3  ;  Βοηπει  δ1ϋ(3ίεη  £ϋΓ  Κ.  Κείίΐιΐο  5.  168. —  Κείδοΐι 
8.  311. 

»  Κβί5οΗ  έ'.  ά.  8.  .Β15— 316,  Ι— VI. 

"*  ΚβίδοΗ  ε.  ά.  5.  319  .  υιΪΓ  δοΗεϊηΙ  δβΙΐΓ  ^νο1Ί1  ηιόςΐϊοΐι,  θ£ΐ55 
(1Ϊ6  Μαΐβΐ'  (ϋ656Γ  ΒΪΙάβΓ  ^ν^Γ1^1^^^1  &\χ\ /ι-ά$ίεΙι.&η(ίεί  Βΐίΐιιιβη^ειϋδΐ, 
(1&5  άυτοΗ  Ιίείηβ  Ηίη1βι•νν&η<1  αΐι^βδοΐιίοδδεη  λτ^γ,  άαΓδΙοΠοη 
«ΓοΠίεη.  ΕίηΕ  ΤΓερρβηΙβίΙεΓ,  <ϋε  νοη  Γίίς1ίνναι(5  οάεπ  νοη  άβΓ 
δείΐε  ΗεΓ  &υ£  (3&5  ΟετϋδΙ  ίϋΙίΓΕε,  ηιοοίιΐε  άεη  είπζί^βπ  Ζυ^&η^ 
άίείεΓ  ΒϋΗιιε  Ιιίΐάεη. 


μέρος  τού  κύκλου  τής  ορχήστρας  ('ίδε  Γ  εν  εί- 
κόνι  147).  Τότε  δ'  ϊσως  προς  διόρθωσιν  τού 
τελευταίου  ατόπου  Ηά  έκανονίσθη  άλλως  το 
πεδίον,  έφ'  ού  ΐστατο  ό  χορός,  διά  τών  υπό  τών 
άρχαίιοΛ'  πηγών  μντ]μονευο μένων  γραμμών  ' 
έκείνωΛ',  ας  έχάρασσεν  εν  τή  ορχήστρα,  ίνα 
δεικνύο)σι  τήν  εν  στοίχω  στάσιν  τοΰ  χορού  πρό 
τού  νέου  βήιιατος,  έφ'ού  άναγκαίως  ΰά  ΐσταντο 
νύν  οι  μουσικοί  τών  δραματικών  καΐ  θυμελι- 
κών  χορών.  Τοιαΰται  ά?ιηί)ώς  νομίζω  δτι  εΐναι, 
αν  και  πυ?α')  μεταγενέστεραι,  πάντως  προς  διδα- 
σκαλίίίν  τών  χορών  χρησΐ[ΐεύουσαι,  (ίί  κ</.1  νύν 
σωζόμεναι  έπι  τού  έδίκρους  τής  ρωμαϊκής  ορχή- 
στρας τοΰ  Διονυσιακού  θεάτρου,  αϊτινες,  ώς 
βλέπει  τις  εκ  τής  εν  τη  Άρχ.  Έφ)]μ.  τού  1862 
Πίν.  Μ '  εικόνος,  κείμεναι  καταντικρύ  τής  πύλης 
τού  προσκηνίου  πρό  τής  οποίας  θέτομεν  την 
πρώτην  {)υ[ΐέλην,  παριστώσιν  έπίμιικες  τετρά- 
πλευρον  σχήμα,  δμοιον  προς  το  τοΰ  βήματος 
ή[ΐών,  έχον  πρό  αυτού  διά  γρα[ΐ[ΐών  επίσης 
δεδΐ|λω[ΐένην  τήν  θέσιν  τής  κατά  στοίχους  περί 
τήν  {Η)μέ?αιν  στάσεοις  χορού,  μη  έχοντος  πλέον 
εις  τήν  δκίΠεσιχ'  αυτού  όλόκληρον  την  όρχή- 
στραΛ',  (ίλλά  ικη'ον  τά  τρία  τέταρτ'  αυτής. 

ΚαΙ  ύ  [ΐέν  χορός  ήδύ\'ατο  ούτω  νά  δρα  άκω- 
λύτως,  τήν  Οέαν  δ'  υμως  τών  μεταξύ  τοΰ  προ- 
σκΐ|νίου  καΐ  τοΰ  αρχαίου  κύκλου  τής  ορχήστρας 
δρώντίον  εισέτι  έπΙ  τοΰ  επιπέδου  τής  ορχήστρας 
δραματικών  υποκριτών  αδύνατον  ε1ν(/.ι  νά  ιιή 
παρεκώλυε  σπουδαίως  τό  νέον  ευμέγεθες  τοΰτο 
Πτολεμαϊκόν  βήμα.  "Εκτοτε  λοιπόν  κατενοήθη, 
φρονώ,  δτι  μόνη  δυνατή  θεραπεία  τούτου  ήτο 
ή  διά  τής  μέχρι  τοΰ  ΰ\|^ους  τοΰ  βήματος  τούτου 
υψώσεως  τοΰ  εδάφους,  τοΰ  [ΐεταξύ  τού  προ- 
σκηνίου και  τοΰ  βή[ΐατος  τούτου  τών  υποκρι- 
τών τών  δραματικών  παραστάσεων,  αν  και  είναι 
δυΛ'ατόν,  καΟ'  ά  καΐ  ό  ΟοΓρίεΜ  φρονεί,  ή 
άνύι|ιωσις  αύτη  νά  έπραγ[ΐατοποιήθη  μονίμως 
μόλις  έπι  Νέροίνος  (5-4-68  μ.  Χ.),  δτε  νο[ΐίζω  δτι 


'  Ησύχιος  έν  λ.  «γραμμαί•  εν  τί)  όρχήστροι  ήσαν,  ώς  τον 
χορόν  έν  στοίχφ  ϊσιασί^αι. »  —  Εύστάθ.  'Ιλιάδ.  Ι,  525  ρ.  772,  7  : 
«και  οη  ώσπερ  έν  τοις  δρομεϋσιν  οΒτω  καΐ  έν  τί)  ορχήστρα 
γραμμαί  τίνες  έγίνοντο, 'ίν' ό  χορός  Ίστήται  κατά  στοΤχον». 


236 


Αΐϋοναα    Έριιοη 


τη  νι'ον  λ(»γρΤ()ν  τών  (Ίποκοιτών  ί-ξι••τάΙ)ΐ|  οιΊ/ί 
|ΐί7(_)ΐ  τοΓ'  |)Γ|(ΐ(χτπ;  γοΠ  <1>(/,ί^π<»ιι,  άλλα  μόνον 
μέχρι  τοϋ  χο)ρου,  δν  όεικνικηισι  τά  μόνον  έκ  τοΰ 
σχεδίου  τοΰΤσΟ^ι,ρρ  γνίοπτί).  ίΙι• μέλια  ?»ΰοπαρα?.- 
λήίαον  τω  προοκην^ρ  ρίομι/ϊκίον  τοΓχίον,  τοΠ 
ΙΙτο?ιε[ΐαϊκοϋ  βι'μιατος  μι-ά-αντοςκαΐ  πάλιν  ΐ-λΐν- 
θέρου  προ  τοΓ»  λογείο;)  έν  τΓ|  όρχήστρί/  και 
προαιτοΓι  δκ/.  κλί[ΐακος,  ι/λλά  κατ' ουδέν  π?^έον 
κω?^ύοντος  τΐ|ν  ίίέαν  των  έπΙ  τοπ  νέο  κ  ίαοϊ3ψοΰς 
τω    βήματι   λογείου    δροόντίον  ύποκριτώλ'. 

Τέλος  έπΓ]?α*)εν  ή  β{χρ[]αρος  έποχί)  τοΰ  Φιχί- 
δρου  (τέλη  τοΰ  Γ'  ή  (χρχάς  τοΰ  Λ'  αιώνος 
μ.  Χ.)  ',  δτε  έ'νεκα  της  ανάγκης  της  κ(/.τασκευΓ|ς 
της  προς  τους  άγαη'ας  τών  |ΐ()νο|Η/./(ΐ)ν  χρησίιιου 
κοΛ'ίστρας  το  ρω[ΐαϊκ()ν  λογείον  και  το  Πτο- 
?\.ε[ΐαϊκον  (■5Γ|Ηα  ήνώίΐηπαν  εις  εν  και  το  αύτο 
κατασκεν')αα [((;[,  εύρυνΰέντος  σι>γχρόν(ΐ)ς  τοΰ 
εδάφους  τοΰ  λογείου  δΓ  επεκτάσεως  τοϋ  μετώ- 
που αΰτοΰ,  ίνα  τοϋτο  χρησΐ[ΐεύσιι  άδιαορόρως 
προς  τάς  δρ(/.ματικάς.  Ουμελικάς,  μιμικάς  καΐ 
παντοίας  άλ?ιας  τότε  παραστάσεις.  Τότε  δε  αί 
πλάκες  τοΰ  Πτολε[ΐαϊκοΰ  τετράπλευροι)  βήμα- 
τος άποσπασΰ είσαι  ένετειχίσϋησαν  είς  το  ιιέτο3- 
πον  τοΰ  νέου  ?ι,ογείου,  και  επειδή  δεν  έπήρκουν 
ίνα  κυσμήσωσιν  αυτό,  όφεί{)ΐ]σαν  τά  μεταξύ  αυ- 
τών βάρβαρα  κενά  τά  δια  τών  τίς  οΐδε  πόθεν 
ληφΟέντοίν  Σιληνών  πληροιΟέντα.  Τότε  δε  καΐ 
ή  κλΐ[ΐαξ  τοϋ  θυ[ΐελικοϋ  βήματος  μετετέθη 
άναγκαίως  προς  το  [ΐέρος  της  ορχήστρας  και 
δ  βωμός  τών  εκάστοτε  παιζομένων  δραμάτων 
έτέθΐ]  ϊσως  έπι  τοΰ  λογείου  παρά  την  εξοδον 
τοϋ  προσκηνίου,  άποτε?^εσθέντος  οϋτω  λογείου 
ομοίου  προς  εκείνο,  δπερ  εν  τη  Κάτ(ο  Ιταλία 
παρουσίαζεν  ήδη  άπο  αίίόνων  ετέρα  τις  κατ))- 
γορία  -  τών  ανωτέρω  μνημονευθέντων  αγγείων 
τών  φλυάκων. 

Περί  της  εν  τώ  θεάτρφ  τών  Δελφών  άνακα- 
λύψεως  άναγ?ν,ύπτων  λειψάνων  ομοίου  θυμελι- 
κοΰ  βήματος  παρατιιροΰιιεν  μόνον  δτι  αΰτη 
προσεδοκάτο  υπέρ  πάν  άλλο  Οέατρον,  διότι  εν 
τω  θεάτρω  έκείνω  αρχικώς   μόνον  θυμελικοί 


αγώνες  έτελοΰντο,  εις  οί'ις   βραδύτερον   προσ- 
ετέί)ησ(/.ν  καΙ  οί  δραμ(ίτικοί  '. 

18.  Άριϋ:  221-222.  ιΙΙΙνηζ  XXXIII,  η-βΙ 
Ζωοφόρος  Τριτώνων  και  Νηρηίδων  '. 

Δύο  τεμάχια  ζ(ρο(()ύρου  μικροϋ  τίνος  μνί|- 
μείου,  (ρέροντα  δλθ)ς  προστύπους  άναγλΰπτους 
παρ(/.στάσεις,  εΰρει)έ\'τα  δε  προ  τοΰ  1802  εν 
Μο)/ιθ),  χίορίο)  παραθαλασσίω  κειμένς)  προς 
άλ-ατολάς  τών  θερμοπυλώλ-  καΐ  κ(/.τέχοντι  πιθα- 
νώς την  θέσιν  τών  αρχαίων  Ά/^π)|νών  πό?νε(ι)ς 
τών  Έπικνΐ|μιδίοη'  Λοκρών. 

Τοϋ  (ΐεΓζονος  τεμαχίου,  έλλιποΰς  κατ'άικρό- 
τερα  τά  άκρα,  μήκος  1,65,  τοϋ  δ '  ελάσσονος, 
επίσης  έλλιποϋς  κατ '  αμφότερα  τά  άκρα,  μήκος 
0,48.  Ύψος  δ '  αυτών  0,12  καΐ  πάχος  0,25. 

Εικονίζεται  δ'  έπ'  άμφοτέρο^ν  τών  τεμαχίων 
ζωηρά  και  πλήρ)ΐς  χάριτος  ποιιπή,  ή  δύο  προς 
συΛ'άντιισίΛ'  άλλήλίον  βίίίΛ-ουσαι  πομπαΐ  θαλασ- 
σίίΰν  δαιμόν(ον  και  Έρο^τιδέων  επί  τερατόμορ- 
φων μυθικών  κητών. 

Έπι  τοϋ  μείζονος  τεμαχίου  προηγείται  Τρί- 
των ορατός  εκ  τών  όπισθεν,  κρατώΛ'  έν  μέ\'  τ  ή 


'   Α.    ΜαΙΙβΓ,  Ι.6ΗγΙ)ιιοΚ  3.  88,  2. 
-  Κ6ί3θ1ι  ε.  ά.  δ.  322  ύξ.  77—80. 


'  Πλουτάρχ.  Συ(ΐποσ.  προβλήμ.  V.  2,  1  ρ.  674,  ϋ.  •Έν  ΙΙυ- 
Οίοις  έγινοντο  λόγοι  πες)Ί  τών  επιϋίτυη•  άγίι)νιπμάτ<ΐ)ν,  μις 
άναιρετία,  παραδε|άμίνοι  γάρ  έπι  τρισΐ  καθεστΛσιν  έξ  αρχής, 
αΰ?ιητη  Πυθικφ  και  κιθαριστή  καΐ  κιθαρο)δφ,  τον  τραγωδόν, 
ιοοπερ  πύλης  άνοιχθείσιις  οΰκ  άντέσ/ον  άθρόοις  συνε."τιτιΟε- 
μένοις  κίΐΊ  οονειοιοΰσι  .ι«\'τοδίΐποίς  (Ίκροάμασιν  ίκρ'  ών  ποι- 
κιλίαν  μέ\•  εαχεν  ούκ  αηδή  και  παλί^γυρισμόν  ό  άγοΊν,  τό  δέ 
αΰστηρόν  και  μουοικόν  οΰ  διει^ιύλαξεν  .  —  Τάς  λοιπός  πηγάς 
ΐδε  παρά  ΜϋΙΙβΓ,  ΙΙίηίύαοΗ  δ.  384.  1. 

'  Βιβλιογραφία  :  ΚΓίε(1βΓίο1ΐ3,  ΒεΓί.  Αηΐ.  ΒιΜλεγΙιο  Ι,  8. 
486  η"  787. 

ΒοΐιίοΙιβΓ,  Ββπΐ.  ΑΙί^ϋίδε  δ.  170  η"  32.5  κα'ι  32.5. 

Κ.  Β.  3ΐ3Γΐ£,  ΝιαΚ  άβιη  ^ΓΐεΰΙι.  ΟΓίεηΐ  (ΗβίιΙβΙόεΓ^  1874), 
δ.  351—352. 

Ηβχάβπιαηη,  Οίε  αηΐίΐίεη  Μ^πηοΓ  -  ΒϊΙίΙϊνβΓίίε  ζυ  ΑΐΗβη  δ. 
94 — 96  η°  250 — 251.   (ΐετ'  ΐχνογραφικής  εικόνος  ύ.τό  Ρ.  ΖίΠβΓ. 

ΜαΓίίηβΠί,  €»[ίΐ1ο§;ο  <1βί  ββαί  ίη  £8580,  ηο  154. 

8γ5β1,  Κ,αΐϊΐ.  <1εΓ  δοαίρίατεη  ζυ  Αΐΐιεη  8.  57 — 58  ηο  309. 

ΜίΙοΙιΗδίεΓ,  υίε  .Μιυεεη  ΑιΗεηδ  δ.  20,  3 — 4. 

ΡΓίεάβΓίοΙίδ  -  \νο11βΓ8,  Οίβ  Οίρ53ΐ)2η53ε  Λπύί^τ  ΒϊΜιτεΓίίβ 
δ.  755  ηο  1907-1908. 

Καββαδίας  Κατάλογος  σελ.  93—95,  άρ.  103—104. 
Γλυπτά  σελ.  179—181  άρ.  221—222. 

Κθ5θ1ιεΓ'5  1.εχ.  Μχΐΐιοΐ.  Β<1.  ΠΙ  δ.  2.33  ββ.  9»    9'>  . 

Α.  Μ.  Ββηίβΐ,  ΟαωορΚοα  :  ΤΗε  }οϋΓη3ΐ  ο£  Ηεΐΐεαίε  δίαάίεβ 
νοί  XXIV  (1904)  ρ.  56—57  (ΐξ.  6. 


237     — 


Τά   ανάγλυφα  πλίρ'  τών  επιτύμβιων 


δεξιά  μακράν  κόγχιρ'  ΰ(/.λ(/.σαίαν,  δι'  ής  σαλπίίβΐ, 
εν  δε  τΤ]  αριστερά  Η(ΰπην  επΙ  τοϋ  ώιιου  αύτοΰ 
κεκίαμένην.  ΈπΙ  δε  τοπ  \•ΰ\'  ιιέχρι  της  οί'πάς 
άποκεκρουμεΛ'ίΜ)  κ(/.τω  μέρους  τοϋ  σ(όματος 
αύτοΰ  κάΰηται  Νηρηΐς,  ής  σώζονται  μόνον  τά 
άνω  τοϋ  στήΰους  μέριμ  ύψοϋσα  διά  της  αρι- 
στεράς (ΐέ,γα  και  άβαθες  κάνιστρον,  εν  φ  στα- 
φυλαί,  ροιά  και  [(ή?ιον. 

"Επεται  κήτος  ϋ'αλαασίας  έλάφου,  έφ'  ής 
κ(/.0))τ(/.ι  διεσταυρωμένους  εχωΛ'  τους  πόδας 
Έρωτιδεύς,  ή\Ίοχοιν  το  κήτος. 

'Λκολουϋεΐ  Τρίτων  ορατός  εκ  τών  όπισθεν, 
έχων  εν  μεν  τή  προτεταμένη  δεξιά  μαστίγιον, 
τή  δ'  αριστερά  άγωλ'  από  τώλ'  χαλίΛ'ών  ϊππον 
ΰ'αλάσσιον,  έχρΌύ  κάΟηται  ΥΜτενώπιον  Νηρηΐς 
γυμνί|  τά  άνω  της  όσ((ΊΚ)ς,  τη  [ΐέν  δεξιά  συγ- 
κρ(<τ()ΰσα  υπό  τό  στήΰος  πτυχί|ν  τοϋ  κυματί- 
ζολ'τος  αυτής  πέπ?ιου,  τη  δ'  ετέρα  έχομένη  της 
ράχεως  τοϋ  κήτους. 

Ή  Νηρηΐς  αϋτη  στρέφουσα  την  κειραλήν 
(■}?ι,έπει  τόν  επί  ■ΰ'αλασσίον  λέοντος  έπό[ΐενον 
Ερωτιδέα,  όστις  έπΙ  τοϋ  δεξιοϋ  γόνατος  στη- 
ριζόμενος καΐ  κατά  μέτωπον  ίστά(ΐενος  εγείρει 
ζωηρώς  την  δεξιάν  ώσεί  μαστίζων  τό  κήτος, 
εν  φ  διά  της  τεταμέντις  αριστεράς  συγκρατεί 
τά  ηνία  τοϋ  θα?ιασσίου  λέοντος. 

Τέλος  έπεται  Τρίτων  άποκεκρουμένον  έχων 
τό  όπισθεν  μέρος,  φέρων  δε  τη  μεν  δεξιά  κώπην 
προς  τάνω  έπΙ  τοϋ  βραχίονος  αύτοΰ  στηριζο- 
[ΐένΐ]ν,  τΓ|  δ'  αριστερά  κριχτών  άμφιορέα  έπΙ  τοϋ 
αριστερού  αύτοΰ  ώ[ΐου. 

ΈπΙ  δε  τοϋ  ελάσσονος  τεμαχίου,  ου  και  ή 
επιφάνεια  είναι  (ΐάλλον  βεβλαμμένη,  ευρηνται 
αντιθέτως  τοΐς  προηγουιιένοις  βαίνοντα  πρώτον 
μεν   ή   ουρά  '&αλασοίον  κήτους   άποκεκρου- 


[ΐένου,  κατόπιν  δε  ■θαλάσσιος  Κένταυρος,  δη- 
λαδή τέρας  δμοιον  προς  τους  ?ιθΐπούς  Τρίτωνας 
τής  ζωοφόρου,  (/.λλά  μετά  τών  έμπροσβίω^'  πο- 
δώ\'  ίππου,  Λ'ηχόμεΛ'ος  προς  αριστερά  και  τή 
μεν  δεξιά  προτείνο3ν  τρίαιναν,  κεκλιμένΐ]ν  πρύς 
τή\'  χ)άλ(ΐ.ασο.ν,  προς  ί'ιν  καΐ  αυτός  κλίΛ'ει  την 
κεφαλήν,  τή  δ'  αριστερά  συγκρατών  πτυχίων 
πέπλου  ήπλ(θ}ΐένου  έπΐ  τής  ράχεως  αύτοΰ, 
έφ'ής  κάί)ΐ]ται  προς  δεξιά  Νηρηΐς  τις  εντελώς 
γυμνή,  στηριζο[ΐένιι  τή  δεξιά  έπι  τών  ώμο)ντοΰ 
ϋαλασσίου  Κενταύρου,  τή  δ '  αριστερά  συγκρα- 
τοΰσίίτό  έτερον  άκρον  τοϋ  ύφ'έαυτήν  πέπλου. 
Τέ?.ος  έπι  ετέρας  καμπής  τοϋ  σώιιατος  τοΰ 
αύτοΰ  ίΐί/,λασσίου  Κενταύρου  κ(ίΟητ(/.ι  Έρωτι- 
δενς  αϋλύ)ν. 

ΤΙ  ύπό  τους  πομπεύοντας  θά?ιασσα  είνίΐι 
πλαστικώς  δεδηλ<ι)μένη,  ελαφρώς  κυιιατίζουσα, 
τά  ηνία  δ  όμως  τών  κΐ]τών  καΐ  σμικραί  τίνες 
άλ?ι,αι  λεπτομέρειαι  ήσαν  ποτέ  χρο)μασι  δεδη- 
λθ3ΐιέναι. 

ΤΙ  (/.ρίστη  κ(/.ι  λίαν  έπιμ,ε[ΐελη[ΐέ,νη  εν  ταΐς 
λεπτομερείαις  τεχνοτροπίιχ  τοϋ  καλλίστου  τού- 
του [ΐνη[ΐείου  δηλοΐ  τους  χρόνοΐ'ς  τών  Διαδό- 
χίον,  τό  δ'  όλον  τής  παραστιίσεως  πάντως  α3ά 
εικονίζε  πομπήν  γιίμου  εναλίων  θεών,  άνάλογον 
προς  την  έπΙ  τοΰ  νΰν  εν  Μονάχω  '  βίομοΰ  τοϋ 
εν  'Ρώμη  ναού  τοΰ  Ποσειδώνος,  ή  έκείνΐ]ν 
ην  τόσον  λαμπρώς  περιγράφει  ό  ^\ουκια\'ός  εΛ' 
τω  έναλίο)  διαλόγο)  τοΰ  Ζέφυρου  κιχΐ  Νότου. 


^  ΚυΓίντ&η^ΙοΓ,  ΙηΙϋΓηιοζζί  1896  δ.  .3.5:  Ποτ  Μΐίποΐιοηβΐ"  Ρθ3θί- 
(ΙοηΓΓίβδ  ιιηά  άβΓ  ΝερΙιιιιΙοηιροΙ  άβδ  ϋοιηίΐίυδ. — Πβλ.  και  13ουί1- 
Ιοη,  Μυ5.  άεϊ  Αη(.  III  1)α5-Γθ1.  30. — Βηιηη,  ΒοβοΙιγ.  ά&ι  ΟΙγρΙ.  Νο 
110. —  Β3υηιοί5ΐεΓ,  ΌοηΙίηιαΙεΓ  <1θδ  ο1ϊ55.  ΑΙίεπΗ.  ΤαΙ.  Ι^ΧΙΙ. — 
Οοΐΐίβποη  -  Βϊΐιιη^ίΐΓίεη.  ε.  ά.  Π,  δ13. —  .'\.  δρΓίη^οΓ  -  ΜίεΚ&εΙϊδ, 
ΗϊπάΙ^ιιοΗ  άεπ  ΚυηδίεείοΗϊοΙιΙε  Ι  (1904)  5.  384,  Γι^.  Ι!86. 


238 


Α     ι     ©     ο     γ 


©   Ε   Μ   Ι   Δ   Ο  ς: 


19-21.  Άρα^μ.  259,   260  και   2667 

(ΙΙίναξ  ΧΧΛ'///'. 

Ννμφαι  όρχονμεναι  ('Ωραι), 
έκ    τον    Διονναιακοϋ     Θεάτρον. 

Τρεις  π/.άκες  [κχρικίπου,  (ί)ν  «ί  δύο  ποώται 
(αριθ.  259-260)  εύρίί)ιισ(/.ν  η'  ετει  1Η62  έν  τώ 
Διονυοιακφ  {)εάτρω  τώλ'  ΆΟιινών,  μάλίατα  δε 
ή  ύπ'  αρ.  25!»  πι/,ρα  τί|\'  άνατολικήν  προεξο- 
χήν  της  σκηνής  έν  τή  δεξιά  παρόδω.  Έκ  τοΰ 
αύτοϋ  Όε(/.τρου  προέρχεται  πιΰί/,νώτατα  και  ή 
τρίτη  π?ιάξ  (άρί).  2267),  αν  και  τοϋτο  δεν  είναι 
άσψίλως  με(ΐαρτυρη  μένοΛ'. 

Αί  δύο  πρώτί/.ι  πλάκες  είναι  τοΰ  (ίύτοΰ  ακρι- 
βώς πλάτους  ήτοι  0,64•  το  ΰψος  δ'  αυτών  δεν 
δυνάμεθα  νά  όρίαωμεν  ακριβώς,  διότι  καΐ  αί 
τρεις  είναι  άποκεκρουσμέναι  κατά  το  κάτω 
αυτών  μέρος  (αριθ.  259  καΙ  2(!0)  ή  το  άνο} 
(αριθ.  2667).  Επειδή  δμως  καΐ  αί  τρεις  εΐχον 
άναγκαίθ)ς  τον  έν  τη  τρίτη  προεξέχοντα  χώρον, 
έφ'  ου  βαίνουσιν  οί  πόδες  της  έφ'  έκάσττ]ς 
όρχου[ΐένης  καΐ  ισομεγέθους  νύ[ΐ(ρης  (έπΙ  τοΰ 
άριϋ.  209  σώζονται  ϊχνί]  αύτοϋ),  δυνά(ΐε{)α  νά 
συμπεράλΌ)μεν  δτι  καΐ  τών  τριών  αρχικώς  το 
ΰψος  ήν  το  αυτό,  καΐ  δή  1,2.5  περίπου. 


Αί  νΰν  σϋ)ζόμεναι  διαστάσεις  αυτών  εχουσιν: 


'  Βιβλιογραφία:  Ενρετήριον  Αρχαιολογικής  Εταιρείας 
320  και  321. 

ΡβΓΥΒηοβΙυ  ;   Κηΐΐβΐίηο  άεΐΐ  Ιηβϊ.  (1802)  ρ.  169. 

Α.  Ρουσοόπονλος,  Έφημερ'ις  Άρχ.  1862  σελ.  1.38-1.39  και 
Πίναξ  26  (μόνον  ί]  κε(|αλί|)  και  27. 

ΟυίΏοηΙ  ει  άε  ννίηε  ;  Κονιιε  .λΓοΗεοΙ.  Ν.  δ.  XVII  ρ.  89 
(1868)  Ρ1.  2. 

ΑγοΙι.  Ζβίΐυηβ  Ν.  Ρ.  Βά.Υ  (1872)  δ.  9δ. 

ΒδιιίοΙιεΓ,  ΒεγΙ.  Αόβϋδδε  2'•  ΑιιΗ.  η»  122,  121. 

Ηβ5'άειη3ηη,  Βίε  ηηΐίΐιοη  Μ3ηηοΓ-Ι?ί1(3\νεΓΐίε  ζη  Αΐΐιεη  (1874) 
δ.  2.")0-251  η»  700-701  (278). 

83Ί)ε1,  Κϊΐαΐοβ  (Ιει•  δοαίριυτεπ  ζυ  .\(1ιεη  (ΜατΙ^αΓβ  1881)  3. 
58  η»  311,  312,  313. 

ΜαηΙίηεΙΙϊ,  Ο»Ιϊ1ο0ο  Λεί  2<ίίΐί  ίη  §8550  η°  δ-6. 

ΜίΙοΗΙιοΓεΓ,  Οίο  Μιΐίοεη  Αΐΐιοπδ  δ.  20,  1-2. 

Ηεχάεηι&ηη,  ΥενΗϋΙΙΙε  ΤαηζεΓΪη   δ.  9,  υπό  το  δ. 

Ρ"Γίει1εΓίο1ΐ3-ννο11εΓ.«,  Οίε  Οίρ5Εΐ>2ϋ55ε  ϊηίίΙίεΓ  Βί1(1\νει1ίε 
(ΒεΓίίπ  1885)  δ.  744-745  ηο  1878-1879. 

δχΙ>ε1.  \νε11§θ5θΙιίο1ιΙε  <1εΓ  ΚιιπϊΙ  5.  365  ββ. 

Ηαυδει-,  Νειι&ΚίδεΙιε  Κείίείδ  (1889)  3.  43-44  η"  .59  ιιηα  δ.179 
(Τγροη  33  ιιη<1  39). 


Πλάτος  Ύί"'? 

•Αοιβ.  259     Ι       0,64  ι  1.10 

»     260     Ι       ().(ί4  Ι  Ι,οο 

»  2(')ΐ;7  (ΐ.Γ.ι'  Ι  0.95 


Ι 


Πάχος 

0.10  ι 

ο,Κ)  ι 

0.10  ι 


Κατά  το  άνο)  μέρος  της  ύπ'  άρ.  260  πλακός  σφ- 
ζονται  όπαΐ  συνδέσεως,  πασών  δε  αί  πλευραι 
εΐν(/.ι  εΐργασμέναι  προς  προσαρμογήν  εις  ετέ- 
ρας όιιοίας  π?.άκας. 

ΚαΙ  τών  μεν  δύο  προ')τθ3ν  πλακών  ή  έπΐ({.ά- 
νεια  είναι  ύπόκοι?^ος  ως  σανίδος  κεκαπυρο)μέ- 
νης  ύ.πο  τοΰ  ηλίου  (έσκεβρο)μένης),  της  τρίτης 
δμοίς  ή  επιφάνεια  εΐναι  έντε?.ώς  επίπεδος. 

Έπι  της  ύπ'  άρ.  259  εικονίζεται  "Ωρα  βαί- 
νουσα δΓ  ήρέιιου  ορχηστικού  βή[ΐατος  πρύς 
άρ.  [ΐετά  τοΰ  δεξιού  ποδός  προτεταγμένου.  Και 
ή  [ΐέν  δεξιά  (/.ύτής  χεΙρ  εΰρηται  ύπό  τον  πο?ιύ- 
πτυχον  και  διαφανή  χιτώνα,  δν  ύπεγείρει  ίνα 
ιιί|  τά  άκρα  αύτοϋ  κω?ν.ύωσι  το  βήμα,  ή  δε  αρι- 
στερά εξερχόμενη  τοϋ  πλουσίως  πτιιχουμένου 
χιτώνος  συγκρατεί  αυτόν  πιι.οά  τους  γόμ(ρους 
κλείουσα  τούς  τρεις  τε/^ευταίους  δακτύ?ιθυς.  Ή 
την  κεφα?^ήν  κα?νύπτουσα  πτυχή  τοϋ  ενδύματος 


ΚβίΒοΙι,  ΟΓίοεΗίίοΙιο  ΝνοίΗ^εβοΗοηΙίΟ,  5.  97. 

νν.  ΚΙείη,  ΡιαχίίεΙίίοΗο  δΐυάίεη  δ.  26. 

Καββαδίας,  Κατάλογος  σελ.  117-118  άρ.  125-126. 

Γλυπτά  (1880-1892)  σελ.  201  άρ.  259-260. 

Ε.  θ3ΐ)Γθ1,  ΥοχΗβε  εη  Οιέοε  εη  1889  (ΡϊΓΪδ  1890)  ρ.  98  Γιε- 

ΜυΓΓ3χ,  1Ιηη<11ιηε1ι  οί  ΟγοοΙι  Αιείιεοίος}•  (1892;  ρ.  2.34  Π^;.  80. 

ΟοΙΙί^ηοη-ΒαυιτίβΒηεη,  ΟεδοΙιΙοΗΐε  (Ιετ  βπβοΐι.  ΡΙ&$ιί1ί  Βά.  II. 
(1898)  5.  670  «?.  670. 

Κίζζο  ;  ΒυΙΙεΙίηο  Οοιηυηϊΐε  1901  δ.  236. 

Ργ.  ΗΒϋδεΓ  :  ]αΙ)Γ05ΐιε£ΐε  Β<1.  VI  (1903)  δ.  87  υ.  3.  92. 

>  Ζ\νεί    ΚοΙΙείρΙϊΙΙεη    αυϊ    άειη    ϋϊοηγ5θ5ΐ1ιεϊΙεΓ: 

Βηιηη-ΒΓϋοΙίηηΒηη,  ΟβηΙίΐηϊΙεΓ  ^ΓΪεοΙι.  ηπά  γοιπ.  δουΙρΙπΓ  Τίί. 
600  (1906),  ό  αυτός  υπ"  άρ.  599  προκειμένου  περί  της  τριπλεϋ- 
ρου  βάσεως  έκ  της  αγοράς  της  'Ρο»μης. 

Κ.  'Ροομαΐος,  Έφημ.  Άρχαιολ.  1905  σελ.  144. 

V.  313Ϊ5,  ΜϊΛΓεδ  εΙ  1)Γοηζε5  <1ιι  Μιΐδέε  Ν^Ιίση»!  Ι  (1907) 
σελ.  53-.54. 

Καατριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈθΛ'ΐκοΰ  Μουσείου  τόμ.  Α'  (1908) 
σελ.  60-61  άρ.  250,  251   και  σελ.  403  και  άρ.  2667. 

Πρβλ.  Ι...  Ηευζβγ,  1^3  βαηδεοδο  νοίΐέε  ^Άαςηϊΐε  Τί(ε3χ: 
Βιιΐΐε:.  ίε  ΟοΓΓεερ.  ΗεΙΙ.  1892  Τοηι.  XVI.  ρ.  84. 

/.  Σβορώνος,  Διεθν.  Έφ.  Νομ.  Άρχ.  τόμ.  Β',  (1899)  σελ.  61. 


239 


31 


2α   ανάγλυφα   πλην  των  επιτύμβιων 


οίρτι  καταπεσοϋσα  όπισθεν,  ένεκα  της  κινήσεο)ς 
της  μορφής,  ανεμοϋται.Ή  κόμμωσις  αυτής  είναι 
περιεργοτάτη  και  σπανία.  Χωριζόμενη  εις  το  μέ- 
σον τοϋ  [ΐετώπου  έχει  τάς  τρίχας  των  κροτάορων 
άνασεσυρμένας  καΐ  συνδεδεμένας  εις  πλέγμα 
εις  το  άνω  τοϋ  κρανίου,  ένω  αί  τοϋ  όπισθεν 
μέρους  αποτελοΰσι  κόρυμβον  (ΗίΐιΐΓΐ^ηπαί).  Ή 
παράστασις  σώζεται  ό?ι(5κληρος  πλΐ|ν  των  ποδίΤ^ν 
απολεσθέντων  μεΰ'  ολοκλήρου  τοϋ  κάτω  μέ- 
ρους της  πλακός,  ής  ελλείπει  επίσης  και  ή  «νω 
αριστερά  γωνία.  "Οπισθεν  δε  τής  μορορής  και 
ολίγον  κίχτοι  τοϋ  μέσου  τής  πλακός  ή  πλάξ  έ'χει 
διατρυπηϋή  δια  μεγάλης  οπής  ύδρορρόης. 

Έπι  τής  ύπ'  άρ.  260  πλακός  όρχείται  ετέρα 
γνωστοϋ  τύπου  "Ωρα,  επίσης  βαίνουσα  προς 
άριστ.  και  τον  δεξιόν  πόδα  προτάσσουσα,  άλλα 
στρέ(ρουσα  την  υπό  τοϋ  πλουσίου  ιματίου  κεκα- 
?Λΐ[ΐμένην  κεφαλήν  όπισθεν  και  κατενώπιον  τω 
θεωμένω  κεκλιμένην.  Των  χειρών  δ'  αυτής  ή 
δεξιά  εξερχόμενη  τοϋ  ιματίου  προ  τοϋ  προσώ- 
που συγκρατεί  καΐ  διανοίγει  προς  τα  έ[(πρός 
το  περιβάλλον  την  κεφαλήν  μέρος  τοϋ  ιματίου, 
ένω  ή  αριστερά  τινάσσει  προς  τα  έ[ΐπρός  κυ- 
κλικώς  τό  ίμάτιον  εις  στροφήν  πλήρη  χίίριτος. 
Ή  παράστασις  σώζεται  ολόκληρος  πλην  τοϋ 
τέρματος  τοϋ  άρ.  ποδός  καΐ  όλης  τής  δεξιάς 
κνήμης  άποκεκρουσμένοη'  (ΐεθ'  όλοκ?αιρου  τοϋ 
κ(Λτω  (ΐέρους  τής  π?ν,ακός. 

Έπι  τής  πλακός  άρ.  2667  εικονίζεται  ή  αυτή 
ακριβώς  τη  προηγουμένη  "Ωρα,  άλλ'  έχει  εντε- 
λώς άποκεκρουσμένα  τά  άνω  τοϋ  στήθους  και 
κ(4τά  τύ  σίοζόμενον  μέρος  εΐναι  λίαν  έφθαρμένη. 

"Ηδη  ανωτέρω  (εν  σελ.  222)  εϊπομεν  δτι  αί 
παραστάσεις  αΰται  εικονίζουσιν  "Ωρας  άντιγρα- 
φείσας  από  τών  αυτών  ακριβώς  πρωτοτύπο)Λ', 
άφ'  ών  καΐ  αί  Ώραι  τών  πλακών  τοϋ  Ηίΐιι,ΗβΓ, 
προς  δε  ότι  πλήρης  αυτών  σειρά  έκόσμει  ποτέ 
μί(/.ν  τών  πλευρών  τής  θυμέ?ιης  τοϋ  θεάτρου 
τής  Μαντινείας  από  τοϋ  αύτοϋ  αρχαιοτέρου 
πρωτοτύπου  άντιγραφεΐσα.  Ό  τόπος  τής  άνα- 
κ(χλύψεως  τών  ένταϋθα  περιγραφομένων  τριών 
πλακών  και  αί  διαστάσεις  αυτών  ένδεικνύου- 
σιν  ήμΐν,  δτι  και  αΰται  έκόσμουν  τό  βή[ΐα  τών 


θυμελικών  άγο')νων  τοϋ  τής  τελευταίας  ελληνι- 
στικής εποχής  Διονυσιακού  θεάτρου.Ή  δ'ύπό- 
κοιλος  επιφάνεια  τών  δυο  πρώτων  πλακών 
σαφώς  ένδεικνύει,  ότι  ή  θυμέλη  αϋτη  ΐστατο 
έπΙ  τής  στεφάνης  ευρύτατου  κύκλου,  όστις 
ουδείς  άλλος  δυνατόν  Λ'ά  είναι  ή  αύτη  ή  ορχή- 
στρα τοϋ  ΔιΟΑ'υσιακοϋ  θεάτρου,  ην  ήδη  έΰέσα- 
μεν  ακριβώς  πλησιέστατα  τοϋ  μέρους,  ενθ '  άνε- 
καλύφθη  ή  μία  τών  πλακών  ή[ΐών  (ϊδε  ανωτέρω 
εν  σελ.  232  την  εικόνα  άρ.  147,  {)υμέλη  Β). 
Ή  δε  μΐ|  ύπόκοιλος  άλλ'  επίπεδος  την  πρόσο- 
■ψιν  πλάξ  άρ.  2667  έκόσμει  προφιανώς  [ΐίαν 
τών  δύο  τής  αυτής  θυμέ?α]ς  πλαγίων  όψεων, 
αΐτινες  ήσαν  επίπεδοι,  ώς  [ΐή  προς  τον  κύκλον 
τής  ορχήστρας  προσβλέπουσαι,  ούτω  δ'  εξηγεί- 
ται κάλλιστα  και  τό  γεγονός  δτι  ή  ύπ'  αυτήν 
"Ωρα  είναι  πανθ[ΐοία  προς  τήν  έπΙ  τής  κυρίας 
όψεως  τιθε[ΐένίΐν  (άρ.  260),  [ΐεθ'ής  03ς  μή  συγ- 
χρόνως ορατή  δεν  ήδύνατο  νά  συγχυβή. 

Τής  ύπ'  άρ.  259  πλακός  ή  μεταγενέστερα  τής 
κατασκευής  τοϋ  ανάγλυφου  διαμπερής  όπή 
ύδρορρόης  δη?ιθΐ  ή[ΐΐν  τήν  δευτέραν  χρησιμο- 
ποίησιν  τών  πλακών  τούτων  εν  τώ  Διονυσιακώ 

Ι  ι.  ι. 

θεάτρω,  γενομένην  μετά  τήν  κατά  τίνα  τών 
πολ?ιών  κατά  τους  ρωμαϊκούς  χρόνους  [ΐετα- 
σκευών  τοϋ  θεάτρου  άναγκαίαν  απομάκρυνση» 
τής  θυμέ/^]ς,  ην  αρχικώς  έκόσμουν,  εκ  τοϋ 
κατ(ίργηι)έντος  κύκλου  τής  ορχήστρας.  Ώς  γνω- 
στόν, τΐ|ν  ύρχήστριχν  τοϋ  Διονυσιακού  θεάτρου 
τών  εσχάτων  ρωμαϊκών  χρόνων  περιθέει  ήμι- 
κυκλικώς  φράκτΐ]ς  μαρμαρίνοον  πλακών  έντε- 
?ιώς  άκοσμήτων  κατ'  άμφοτέρας  αύτώΛ'  τάς 
δ\|)εις.  Τινές  δε  τών  πλακών  τούτων  φέρουσι 
[ΐεγάλας  διαμπερείς  όπάς  \  ϊνα  δι'  αυτών  διέρ- 
χωνται  και  είσρέοοσιν  εις  τον  ύποκείμενον  χαΛ'- 
δακα  τής  ορχήστρας  τά  εκ  τών  κλιμάκων  τού 
κοίλου  τοϋ  θεάτρου  κατερχόμενα  δμβρια  ΰδατίί 
τά  διά  τοϋ  εν  λόγω  φράκτου  άποκλεισ9έντ(ί 
τοϋ  χάνδακος.  Επειδή  λοιπόν  ή  έπι  τοϋ  ανά- 
γλυφου ημών  μεταγενέστερα  όπή  εΰρηται  εις 
τό  αυτό  ύψος,  είς  δ  και  αί  έπΙ  τών  άκοσμήτων 


'  Όρατάς  καΐ  έν  πίναξι  Χ  κ(ΐί  XI  τοϋ  βιβ?αου  τοϋ  ΌοΓρίεΜ, 
ΰΐδ  ΟΓίεοΗίβοΚβ  ΤΗεαίΕΓ. 


240 


Αί'ΰυνοα    Κοημιμών 


π?.ακών  τοϋ  ορράκτοιι  όπαί,  αϊτινες  πά)Λ\  κατά 
τί|ν  π(_ιος  τύ  κοΐ/^ον  κξοδον  αυτών  ι•"Γιρΐ|νται  ί'π\ 
τοϋ  ϋψ()\ις  τοϋ  ίί)ά(ρους,  (ρρονώ  οτι  τών  ά)μ- 
κών  ίμιών  τουλάχιστον  αϊ  εχουσαι  ύπόκοι/.ον 
τί|ν  πρόσοψη-  προσιιρ[ΐυσϊ)ησαν,  μετά  την  κατα- 
στροΓρήν  της  θυμέλης,  ώς  διάκοσμος  της  προς 
τί|ν  σκηνήν  προσβλεποΰσης  έσωτερικΓ|ς  δψεος 
τοϋ  Γρράκτου.ΊΙ  ύπόκοι/.ος  επιοράνεια  αυτών  και 
(χί  πίλραστάσεις  τών  ορχουμένων  νυμίρών  άριστα 
ηρ[ΐοζον  προς  την  νέαν  αυτών  χρησιμοποίτ|σιν. 
Πολλιχι  παρά  πολλο)\'  άρχαιολόγοιν  έξηνέ- 
χί)  ΐ|α(/.ν  γνώμ(/.ι  περί  της  ηλικίας  τοϋ  Οαυ[ΐασίου 
πρ(ι)τοτύπου,  («ρ'ου  εξεπήγασαν  τα  πολυάρα)(ΐα 
ά\'τίγρα((  α  τών  Ώρώλ',  ών  τρία  και  τά  ένταϋί)α 
περιγρα(ρόμενα.  Είς  τάς  πο/ι?νάς  6'  είκ(/.σίας  ταύ- 
τας έπιτραπήτο3  μοι  νά  προσΟέσοι  σπουδαΐον 
μνημείον,  άπτΐρ'  περιέχον  τπ^'  έ'νδειξιν  τοΰ  χρό- 
Λ'ου  τΓ|ς  γε\'έσεως  τών  προ)τοτύπων.  Την  χαρα- 
κτηριστικών καί,  έ(ρ'  δσον  γνϋ)ρίζω,  μοναδικήν 


κ(ηιμο)σιν  της  "ί^ρας  της  ύπ'  άρ.  259  π?«.ακδς 
(χνευρίσκο)  επί  θαυμάσιου  άργυροϋ  διδράχμου 
(Είκ.  14«),  κοπέντος  ύπο  της  πρίότης  Συμπο- 
λιτείας τών  Αχαιών  '  προφανώς  έν  τη  εδρ(/ 
τοΰ  συνεδρίου  Αίγίο)  περί  το  302  π.  Χ.,  ίίτε  οί 
ΆχαιοΙ  οΰτοι  συνε[ΐάχησαν  προς  τάς  Αθή- 
νας, Μαντίνειαν,  "Ηλιδα  καΐ 
Φλειοϋντα.  Τότε  δ'  ήκμαζε  καΐ 
είργάζετο  αυτόθι  6  ΙΙραξιτέ- 
?^,ης,  είς  ούτινος  τί|ν  ά(ΐεσον 
έπίδρασιν  της  τέχνης  φαίνεταί 
μοι  δτι  οφείλεται  ή  πάγκα?ι.ος 
αΰτη  κεφα?νή  τοϋ  νομίσματος 
τών  Ά/αιών.  Κατά  ταύτα  δε  νομίζο)  δτι  τά  έκ 
τών  θεάτρων  τών  ΆίΙηνών,  της  Μαντινείας  καΐ 
ά?^^οθεν  γ?Λ»πτά  αντίγραφα  τών  διαφόρων  με- 
ρών της  δλης  αρχικής  συνθέσεως  έξεπ7]γασαν  εξ 
έργου  τίνος  περίφημου  αύτοΰ  τούτου  τοϋ  Πρα- 
ξιτέ?».ους  (ϊδε  καΐ  ανωτέρω  έν  σε?..  1 90  και  204) 


ΕΙκών   Μ^• 


ΑΙΘΟΥΣΑ         ΚΟΣΜΗΤί^Ν 


22.   Άρ.  382  (Πίναξ  ΧΣΙΙΙ)\ 
Τραγικά  προσωπεία  εκ  τον  Διονναιακον  Θεάτρου. 

Τελείως  εκτυπον  άνάγλυφον  μαρμάρου, 
ΰψους  0,68,  σωζόμενου  πλάτους  0,73  καί 
πάχους  0,15. 

Ευρέθη  έν  έ'τει  1865  άνασκαπτοιιένου  τοΰ 
Διονυσιακού  θεάτρου,  εικονίζει  δε  είς  δύο  έπα?ι- 
?ιήλους  σειράς  ε|  γυναικεία  προσωπεία  εις  φυ- 


'  Βιβλιογραφία:  Ενρετήριον'Αρχαιολ.Έζαιρείας,  άρ.1316. 

ΡβΓν^ηο^Ιιι  :  ΑγοΗ.  Ζείίαη^   Ιίιΐ    24  (1866)  ϋ.  170*. 

ΡΓΪΕίΙβΓίοΙι,  Βΐΐυ5(6ίηο  (1866)  πο  966. 

8}Γΐ5ε1,  Κη[α1θ2  (Ιερ  δοαΙρΙιΐΓβη  ζιι  ΑΐΗεη  (1881)  δ.  130  ηο  961. 

ΜίΙοΙιΙιόίβΓ,   υίε  Μιΐδεεη   Αι1ιεη5  (1881)  5.  47. 

ΡτίβάβΓίοΙίΒ  -\νο11εΓ3,  1)ίε  ΟϊρδϊΙι^αδβε  αηΙίΙίεΓ  ΒίΜηεΓίίβ 
(1885)  5.  7(;0-7β1,  Π"  1918. 

Π.  Καββαδίας,  Γλυπτά  τοΰ  Έθνικοϋ  Μουσείου  (1890-1892) 
σελ.  2όδ,  άρ.  38ι'. 

Π.  Καστριώτης,  ΤΧντιτύ.  τοΰ  Εθνικοί  Μουσείου  τόμ.  Α' 
(1908)  σελ.  7δ,  άρ.  382. 


σικύν  μέγεθος,  ών  τρία  διατηρούνται  σχεδοΛ»- 
τελείως.  Ή  πλάξ,  είς  δύο  κατά  το  μέσον  αυτής 
τεθραυσμένη,  εΐναι  έλλιπΐ|ς  κατ'  αμφότερα  τά 
πλάγια  αυτής  μέρη  και  άνηκε  προφανώς  είς 
μείζονα  παράστασιν  διακοσμητικήν  τής  ρο)μαϊ- 
κΓ|ς  σκ)ΐΛ'Γις  τοϋ  Λιονυσιακοϋ  θεάτρου,  έν  ω  καί 
άλλα  δ[ΐοια  προσωπεία  άνεκαλύφθησαν,  οιν  εν 
δμοιον  τω  ή[ΐετέρφ  (ούχι  το  ήμέτερον,  ώς  τίνες 
ένόμισαν)  είναι  το  περίγραφα μενον  υπό  λΥοΙ- 
ΙίίΓδ,  δπερ  ταύτόν  προς  το  έν  Ι^6Β&5,  Μοη.  ίΐξ. 
ρ1.  57,  2  (σε?ι.  75  τής  έκδόσ.  5.  ΚεϊηδοΙι)  καΐ 
δνΙ)6ΐ,  άρ.  1023,  έλ-θα  παράβα/^ε  καΐ  τά  ύπ'άρ. 
1004-1014  καΐ  1023  μνημονευόμενα  προσοι- 
πεϊα.  Ή  τέχνί]  τοϋ  ανάγλυφου  ημών  είναι  ή 
κοίλ'ή  τών  πρώτων  ρωμα'ίκώΛ'  χρόνων,  αντι- 
γράφει δ'  δμως  άριστον  πρωτότυπον. 


'  \ν.    λντοΐΗ :    ΝιιηιίδίηίΐΙΐε    ΟΚτοπίοΙβ,    νοί.   II    (4έ™«    δέτίε) 
ρ.  324-327  ρΐ.  XVI,  4. 


241 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


23.   Άρι&.  383   (Πίναξ  ΧΣ///). 

Κεφαλή  Σειληνον  έξ  Ερέτριας  '. 

Άνάγλυπτος  κεφαλή  (ούχίπροσωπεΐον!)  Σει- 
ληνοϋ  εκ  πωρίνου  ?ά{}ου,  ευρεθείσα  εν  Ερέ- 
τρια και  κατασχεθεΐσα  παρά  ΠαΛ'αγιοητι  Τσα- 
ρούμτ]  εν  ετει  1889.  Ό  Σειληνός  εικονίζεται 
κατενώπιον  ε'ις  ύπερορυσικόν  μέγεθος,  ήμιά- 
νοικτον  έ'χων  το  στόμα,  παχεΐς  τους  μύστακας, 
τράγεια  τα  ώτα  και  οραλακρός.Ό  ^άθος  έ'χει  όπι- 
σθεν προεξοχήν  προς  εγγό[ΐφωσιν  τοί3  άναγ?α)- 
φου  εις  τοΐχον.  Τέχνϊ]  άμε?ιής,  ά?ι,λ'  ούχι  κοινή. 

24.   Άριϋ'.  451  (Πίναξ  ΧυΐΙ). 
Γοργόνείον    εκ   Σμύρνης  '. 

Τετράγωνος  πλάξ  μαρμάρου  πεντε?αισίου, 
έ(ρ'ής  κεφαλή  Γοργούς,  τοϋ  ωραίου  καΐ  παθη- 
τικού τύπου,  κατενώπιον.  Υπέρ  το  μέτωπον 
αυτής  ή  Γοργώ  φέρει  δύο  πτέρυγας,  δύο  δε 
δφεις,  ών  αν  ούραΐ  συμπλέκονται  ύπο  τον  πώ- 
γωνα  αυτής,  εισέρχονται  εις  τήν  κό|ΐην  έκβάλ- 
λοντες  τάς  κεφάλας  αύτ(7)ν  υπέρ  τύ  [ΐέτωπον 
καΐ  προ  των  πτερύγων.  Ή  κεφαλή  κείται  εν 
τφ  κέντρω  αιγίδος  φολιδωτής,  άποκοπείσης 
κατά  το  πλείστον.  Πανόμοιον  τύπον  κεφα- 
λής Γοργόνος  έπι  αιγίδος  παρουσιάζουσι  τα 
ε'ις  τους  αυτούς  χρόνους   (αρχάς  τοϋ  πρώτου 


'  Βιβλιογραφία:   Κνρετήριον  Γενικής  Εφορείας,  ί•53. 

Άρχαιολογικόν  Δελτίον,  1889  σελ.  79,  17. 

Π.  Καββαδίας,  Γλυπτά  τοί3  Έθνικοϋ  ΜουοΕίου  (1890-1892) 
σελ.  256,  άρ.  3Κ:ί. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈϋΛ'ΐκοϋ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
(1908)  σελ.  71ί,  άρ.  383. 

'  Βιβλιογραφία:  ΕνρετήριονΆρχαιολ.Έταιρείας,ύ.^.'ίλΙΑ. 

Π.  Καββαδίας,  Γλυπτά  τοϋ  Έθνικοϋ  Μοιισείου,  Τόμ.  Α' 
σελ.  272,  άρ.  451. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈΟνικοϋ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
σελ.  78,  άρ.  4.Μ. 


π.  Χ.  αιώνος)  άνήκοΛ'τα  πο^^,υάριΟμα  νομίσματα 
των  πόλεο)ν  τοΰ  Πόντου  και  τής  Παφλαγονίας, 
Ά  μισού,  Καβείρ(ον,  Κομάνο^ν,  Χαβάκτων, 
Λαοδικείας,  Άμάστριδος,  ΣινοΊπης  κλπ.  (ΒΜΟ. 
ΡοηΙιΐδ  ρ1.  IV,  3,  IV,  1,  4,  8.  \νϋάάίηί;ίοη-ΒΗ- 
1:)β1οη-Κ6ίηίΐοΗ,  Κεουβίΐ  (:168  Γηοηηίΐϊί?8  οι-βοςυβδ 
ο1Ά5Ϊβ-ΜίηβιΐΓ6  Τόπι.  1  ρ1.  λ'ΙΙΙ,  1-4  XI,  25., 
XII,   17,  21-22.  XVIII,  17-18.  XXVI,  12). 

Το  παρόν  άνάγλυφον  ώς  και  τύ  έπόμενον, 
δντα  έ'ργα  τής  αυτής  χειρός,  προερχόμενα  δ'έκ 
Σμύρνης  έκόσμουν  ποτέ  μεγα/αιτέρας  πλάκας 
μνη[ΐείου  τινός,  ίσως  [ΐιάς  κ(χι  τής  αυτής  σαρ- 
κοφίίγου  πολυτελούς  (πβλ.  .ΛΐΗ.  Μίΐΐ;.  Βοΐ.  XVII 
(1892)  5.  8(ί  Τίΐί.  \^),  άπεκόπησαν  δε  εϊτε  άρ- 
χαιόθεν  ίνα  χρησιμεύσωσιν  ώς  αποτρόπαια 
φυλακτήρια  υπερθύρων  οικιών,  ή  έ\'  Λ'εωτέροις 
χρόνοις  υπό  άρχ(ίΐοκαπήλο)ν  αδυνατούντων  να 
[ΐεταφέρωσι  λ(χΟρα  εις  τύ  έξωτερικύν  ολόκλη- 
ρους τάς  πλάκας.  Αι  νΰν  διαστάσεις  τής  πλακός 
είναι  ΰιΐ).  0,28,  πλ.  0,30,  πάχ.  0,08  και  [ΐετά  τής 
προεξοχής  τοΰ  κάτω  εδάφους  0,12. 

25.  Άριΰ'.  452  (Πίναξ  ΧηΐΙ). 

Έτερον  Γοργόνείον  έκ  Σμύρνης  '. 

Περιφερικώς  άποκε,κρουσ[ΐέΛ'η  πλάξ  πεντε- 
λησίου  [ΐαρ[ΐάρου,  έφ'ής  κεοραλί]  Γοργούς  κατε- 
νώπιον τοΰ  αΰτοϋ  ωραίου  άλλ'  ήρεμου  τύπου, 
όμοίοις  τή  προηγουμένη  κειμένη  έπΙ  αιγίδος 
φολιδωτής  καΐ  ομοίως  ύπύ  δύο  δφεων  περιβαλ- 
λόμενη καΐ  υπό  πτερύγων  (νΰν  σχεδόν  εντελώς 
αφανών  ώς  άποκρουσΟεισών)  κοσμουμένη.  Δια- 
στάσεις αϊ  νΰν  ΰψ.  0,25,  πλ.  0,30,  πάχ.  0,08. 


'  Βιβλιογραφία:  Ενρετήριον  Άρχαιολ.Έταιρείας,άρΛΜΪΊ. 

Π.  Καββαδίας,  Γλυ,πιά  τοϋ  Έθνικοΰ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
σελ.  2Τ2,  άρ.  4.52. 

Π.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈΟνικοϋ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
σελ.  78,  άρ.  452. 


—   242   - 


ΑΙ30ΥΣ:Α        αν  ΑΘΗΜ  ΑΤΙΚί:2Ν        ΑΝ  ΑΓΑ  Υ«Φ>ί:2Ν 

Α.      ΒΟΡΕΙΑ      ΠΛΕΥΡΑ 


26.    Άριϋ:  1329  ίΐΐίναξ  Λ'Λ//>. 

Άνά•3•ημα  Άρχάνδρου  Νύμφαις  καΐ  Πανί   Ικ  τον 
Ασκληπιείου    τη^  Ακροπόλεως  '. 

Μέγα  </.ν(ίί)ιιμ(χτικύν  (χ\'(χγλυ(ρον  {π\άτ.  0,69, 
Γνψος  0,67,  άνευ  ?ίέ  τοΰ  έπιστυλίοΐ)  Ο,ίΙΟ),  τε- 
θραυσμένον  εις  οκτώ  τε[ΐάχΐ(/,  ών  μυνυν  τά 
πέντε  άνευρέθησαν  εν  ταΐς  εν  ετει  1876  (χν«- 
σκαφαΐς  τοΰ  Άσκ?αιπιείου  της  νοτίας  κλιτύος 
της  Ακροπόλεως  Άθι^νών,  εξ  ών  πρώτος  ό 
ΐνΐϊΙοΗΙιοίβΓ  συνέθηκεν  εν  ετει  1 880  το  μνημεΐον 
ώς  έχει  νϋ\'.  Αποτελείται  δε  τοϋτο  εκ  πλακός 
μετ'  έπιστυλίου  και  κύ[ΐατος  άνευ  πλαισίου  εις 
τά  π?ν.άγια  αυτής  άκρα. 

Τί|ν  (ΐπεικονιζοιιένην  παράστασιν  δηλοΐ 
σαφώς  ή  έπι  τοΰ  έπιστυλίου,  (/.πυ  τοΰ  άρι- 
στεροΰ  αύτοΰ  άκηου  (/.ρχομένη,  έπιγρα((ΐή : 
ΑΡΧΑΝΔΡΟΣ  ΝΥΝφΑΙΣΚΑ  •  •  ■,  άσιραλώς  τη  βοΐ]- 
θεία  της  παραστάσεως  αναγινοισκοιιένη  "^ρ- 
χανδρος  Ννμψαις  κα[1  Πανί].  Εις  τύ  ανω- 
τερον  άριστερον   μέρος  της  πλακός  ανοίγεται 


'  Βιβλιογραφία:  ΚοΚΙεγ  :  ΑιΗ^η  Μίιι.  II  (1878),  3.  248  (ιό 
μέσον  ανω  τεμάχιολ•)- 

ΟυΙιη  :  ΑγοΗ.  Ζείι.  1877  δ.  139  κεφ.  η°  44  (τό  άνοι  άριστε- 
ρον τεμάχιον). 

ΚυΓίλνΗη^ΙβΓ  :  ΑΐΗ.  ΜίΚΚείΙυη^εη  111(1879),   191. 

ΜίΙοΙιΙιοίβΓ,  ΝγηιρΗεπΓβΙίεί  &υ5  ΑΐΗεη  ;  ΑΐΗεπ.  ΜίΙΙεϊΙιιη^εη 
V,  (1880)  'Γαί.  7,  δ.  206-223. 

Κ.  Μνλιονάς,  αύτόβι  δ.  362,  29. 

ΜΠοΙιΙιδΓεΓ,   Βίε  Μϋδεεπ  ΑίΗεπδ  (1881)   δ.  47. 

δγΐιεί,  Κ3(α1ο2  άεΓ  δουΙρΙϋΓεπ  ζυ  ΑίΗεπ  (1881)  δ.  298  η°  4040. 

ΚαΠνίΓϊηβΙεΓ,   διίγτ  αιυ  Ρετ^αιηοη  8.  27. 

ΡοΚίβΓ:  Βυΐΐ.  ΟοΓΓεδρ.  Ηεΐΐέη.,  Τοιη.  V  (1881)  ρ.  351  η»  1. 

Ρ.  ΟίταΓά,  Ι^ΆεΙίΙέρίείοπ  <1Άΐ1ιέηε5  ρ.  10. 

ΡτίεάεΓίοΙικ-ννοΙΙβΓβ,  Οίε  ΟίρδαΙι^αϊδε  ΑηΙίΙιεΓ  ΒίΙάΛτεΓίίε 
(1885)  δ.  374  ηο  1136. 

ΟΙΑ.  II,  3,  1515. 

ΒΓυηη-ΒΓυοΐ£Πΐ3ηη,   η"  439". 

ΒΙοεΙι,  Χ)•ιηρ1ιεη  ;   ΚοδοΗει'ϊ  Μνΐΐιοΐ.  1.εχ.  III,  562. 

ΑΓπιΙΙ-ΑπιβΙυηβ,  ΡΙιοΙοζΓαρΙιίϊεΙιε  Είηζείαυίπϊΐιηιεη.  δβίίε  V. 
(190-2)  δ.  17-18  η-  1242  (Ι,ο^νχ). 

"Ρωμαίος  :  Άρχαιολ.  Έφημ.  1905  οελ.  106  και   119. 

V.  313Ϊ8,  ιΜιγΙιγ65  εΐ  ΙίΓοηζεδ  άιι  Μηβέε  ΝαΙίοη»!  νοί.  Ι  (1907) 
ρ.  181,  1329. 

Π,  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈθΛ'ΐκοΟ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
(1908)  σελ.  231,  1329. 


ΤΟ  στόμιον  σπηλαίου,  έν  φ  κ(/.τάκειται  ί|  αρχαιό- 
τερα τών  εξ  ανάγλυφων  γνοιστών  ήμίν  παρα- 
στάσεων τοΰ  {)εοϋ  ΙΙανός.  Ούτος  εγείρει  τη 
ένεργείί^  αμφοτέρων  τών  χειρών  το  μόνον 
ήμΐν  όρατόν  άνω  της  όσορύος  μέρος  τοΰ  σοηια- 
τος  αύτοΰ  και  ΰεάται  την  κάτο)  τοΰ  σπη- 
λαίου σκηνήν  της  ()ει'ίσεο)ς.  Ό  ϋεός  εικονίζεται 
κατενώπιολ',  σ(ίβαρός,  κερασφόρος,  βαΟυπο)- 
γων,  ώτα  τράγου  έχων,  γυμνός,  άτριχος  το  στή- 
θος και  άνευ  συμβόλο)ν.  Τά  τράγεια  αύτοΰ 
σκέ/.η  δεν  εΐναι  όρατ(/.,  όπερ  σοβαρο)τέραν 
καθιστά  την  και  άλλως  α.ύστηράν  την  εκιρρασιν 
εικόνα  αύτοΰ.  Κ(/.τω  δε  τοΰ  σπηλαίου  και  τοΰ 
Πανός  ί)ντ]τόςτις  άνήρ  μέσης  ηλικίας,  πωγωνο- 
φόρος,  ό  "Αργ^ανδρος  'ίσταται  προς  δεξιά  έν  τη 
τυπική  στάσει  και  περιβο?.ή  τών  δεομένων,  έχων 
τό  σώ[ΐα  ίματίο)  κεκα/.υιιμένον  πλην  τοΰ  δεξιού 
άνο}  μέρους,  έγείροίν  δε  τή\•  δεξιάν  έν  δεήσει 
πρό  αγροτικού  βωμού,  άρχαΐκώς  εξ  αργών 
λίθων  κατεσκευασ[ΐένου  καΐ  τάνω  επιπέδου, 
β(ι)(ΐοΰ  ου  π?ί.ησίον  'ίσταται  τριάς  Νυμφών,  προς 
ας,  ώς  και  προς  τον  ύπερκείμενον  τοΰ  βοηιοΰ 
Πάνα,  (ίπευ δύνεται  ή  Ννμψαις  και  Πανί  δέη- 
σις  τοΰ  Άρχάνδρου.  Τώλ-  Νυμφών  ή  ιιέση, 
απλούν  δο^ρικόν  χιτώνα  έζωσμένον  καΐ  μετ'άπο- 
πτύγματος  φέρουσα,  'ίσταται  κατενώπιον  βαί- 
νουσ(/.  έπΙ  τού  αριστερού  ποδός  έν  στάσει 
π(λρεμφερεΙ  τη  αρχιτεκτονική  στάσει  τών  Κα- 
ρυατίδο^ν  τοΰ  Ερεχθείου.  Ή  κεφαλή  δ'  όμως 
αυτής,  ης  ή  κόμη  εΐναι  όναδεδεμένη  καΐ  εις  τό 
μέτωπον  κεχωρισμένη,  κλίνει  ώς  συνδιαίι^γομέ- 
νης  προς  ττιν  αριστερά  αυτής  ίσταμένηΑ'  άδελ- 
φήν  Νύμφην  (κατά  τό  πλείστον  νΰν  άπολεσΟεΐ- 
σαν  τό  μόνον  δε  σωζόμενον  τεμάχιον  αυτής,  άπό 
τών  μηρών  μέχρι  τών  αρχών  τών  κνημών,  δει- 
κνύει δτι  ή  νύμφη  αύτη  εβαινεν  έπι  τού  δεξιού 
ποδός  φέρουσα  τόν  άριστερον  προς  τά  οπίσω). 
Ή  γυμνή  και  προς  τά  κάτω  τεταμέλΐ]  δεξιά  τής 
μέσης  Νύμφης,  ης  οι  πόδες  φέρουσι  αό.\ΙίαΐΜ, 
έκοάτει  ϊσως  εις  τους  άποκεκρουσμένους  Λ-ύν 


—   243 


Ία   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


δακτύ?ιθυς  της  χειρός  φιάλην  ή  άλλο  τι  σύμβο- 
λον,  ένω  ή  αριστερά  αυτής  χειρ  ύι|)ου(ΐένη  προς 
τύν  ωμον  κρατεί  την  έπι  τοϋ  ώμου  αυτής 
τεΰειμένην  χείρα  τής  έπ'  αυτής  ήρεμα  έρεώο- 
μένης  τρίτης  ΝύμΓρης,  δεξιά  αυτής  ιστάμενης. 
Ή  δε  τελευταία  αΰτη,  έχουσα  την  κόμην  υπό 
κεκρυφάλου  περιβεβλημένην,  στρέορει  την  κεφα- 
λήν ευμενώς  προς  τόν  προς  αυτήν  άνατείνοντα 
την  χείρα  ίκέτην  "Αρχανδρον,  ενώ  το  σώμα 
αυτής  όρατόν  κατενώπιον  φέρει  μετά  χάριτος 
ίωνικόν  άζωστον  μετά  βραχειών  κομβωτών  χει- 
ρίδων  χιτώνα,  εφ Όύ  ίμάτιον,  ού  το  μεν  εν  άκρον 
άνέχει  προς  την  όσφύν  ή  δεξιά  χείρ,  τό  δ'  έτε- 
ρον εΰρηται  ύπερ  τόν  αριστερόν  αυτής  ϋ)(ΐον. 
Τύ  9αυμάσιον  διά  τό  [ΐέγείίος,  τήν  παρά- 
στασιν,  την  τέχνην  και  τήν  έπιμε?ι,ή  έκτέλεσιν 
άνάγλυφον  τοϋτο,  εν  τών  αρχαιοτέρων  άναθη- 
[ΐατικών,  έθεώρησάν  τίνες  ώς  ανήκον  ε'ις  τάς 
αρχάς,  άλλοι  δ'  εις  τά  (ΐέσα  και  οι  πλείστοι  εις 
τά  τε?ιευταΐα  ετη  τοί3  5°"  αιώνος  π.  Χ.  Ώς  όρ- 
■θήν  παραδέχο(ΐαι  τήν  τελευταίαν  γνώ[ΐην,  συγ- 
κρίνων  αυτό  προς  τό  εν  έτει  403  π.  Χ.  ποιη{)έν 
άττικύν  άνάγλυφον  τοϋ  Έχέλου  (ίδε  ανωτέρω 
σελ.  120  κέξ.),  δπερ  τεχνικώς  εϊναι,  αν  μή  ακρι- 
βώς σύγχρονον  καΐ  έ'ργον  τής  αίιτής  χειρός, 
πάντως  μόλις  κατά  μίαν  ή  δύο  δεκάδας  ετών 
νεώτερον  τοϋ  ημετέρου,  ώς  καταδεικνύεται  εκ 
τής  εκτελέσεως,  εκ  τών  επιγραφικών  στοιχείων 
αμφοτέρων  και  κυρίως  εκ  τής  ταυτότητος  τής 
μέσης  Νύ[ΐφης  αμφοτέρων  και  εκ  τοϋ  πανο- 
μοίου  τής  κεφαλής  τής  Βασίλης  τον  ανάγλυφου 
τοϋ  Έχέλου  προς  τήν  κεφα^ιήν  τής  αυτής  μέσης 
Νύμφης  τοϋ  παρόντος  ανάγλυφου.  Τίνες  δε  αϊ 
υπό  τοϋ'Αρχάνδρου  ίκετευόμεναιΝύμφαιδηλοΐ 
σαφώς  αυτός  ό  τόπος  τής  άνακαλύψεως  τοϋ  μνη- 
μείου γενομένης  εν  τή  διά  τής  κατά  χώραν  ευρε- 
θείσης προευκλειδείου  επιγραφής  (δρος  κρήνης) 
γνωστή  περιοχή  τής  ιεράς  κρήνης  τοϋ  Ασκλη- 
πιείου, ένθα  μάλιστα  εΰρηται  και  δευτέρα 
κρήνη  '.  Αί  κρήναι  αύται,  ώς  και  τό  σπήλαιον 
τοϋ  Ασκληπιείου,  βεβαίως  δεν  ανήκον  αρχικώς 


εις  τήν  λατρείαν  τοϋ  ξένου  και  μόλις  περί  τά  420 
π.  Χ.  έγκαΟιδρυθέντος  έκεΤ  Ασκληπιού,  ού  ή 
λατρεία  υπέταξε  τάς  λοιπάς  τοϋ  χώρου  εκείνου 
μόλις  κατά  τά  μέσα  τοϋ  4""  π.  Χ.  αιώνος.  ΈπΙ 
πολύ  μετά  τήν  έγκαθίδρυσιν  αυτού  ενταύθα  θά 
έλατρεύοντο  παρ'αύτω  και  οι  πρώτοι  κτήτορες 
τοϋ  χώρου,  οΐτινες  βεβαίως  θά  ήσαν  αί  παρά 
πάσας  τάς  κρήνας  οίκοϋσαι  (κρηναΐαι)  Νύμφαι 
και  ό  τών  σπη?Λίων  κύριος  καΐ  ένοικος  Πάν 
τοϋ  ανάγλυφου  ήμών.Ό  Πάν  ήδη  καΐ  μόνον  ώς 
έγκα9ιδρυ[ΐέΛΌς  εν  τω  γνωστφ  σπηλαίφ  τής 
βορείου  κλιτύος  τοϋ  βράχου  τής  Άκροπό?ιεως 
βεβαίως  ήδύνατονά  λογισθή  ώς  ό  κύριος  δλων 
τών  βραχιοδών  κλιτύων  καΐ  σπηλαίων  τοϋ 
ιερού  βράχου  τής  Ακροπόλεως  ',  ή  δε  τών 
Νυμφιών  λατρεία  εν  τή  περιοχή  τοϋ  Άσκ?ιη- 
πιείου  είναι  καΐ  άλλοθεν  γνωστή  ".  "Αλλως  δεν 
αποκλείεται  έντε?Λ}ς  καΐ  ή  ύπόθεσις  δτι  τό  άνά- 
γλυφον ημών  είναι  ετη  τινά  άρχαιότερον  τής 
εν  έ'τει  420/419  π.  Χ.  εγκαθιδρύσεως  τοϋ 
Άσκλτιπιείου  υπό  τήν  Άκρ()πολιν. 

Αγνοώ  τίνος  λόγοχ»  έΆ-εκεν  ό  ΜΐΙοΙιΗδίβΓ 
(σελ.  207)  θεωρεί  τόν  "Αρχανδρον  ξένοΛ'  και 
ούχι  εκ  τής  Αττικής.  Ό  ΚίιχΙιηεΓ  περιέλαβεν 
ΐ)δη  αυτόν  εν  τή  ΡΓΟδορο^^ΐΊίρΙυ';!  Αΐΐίοα  (II 
σε?^..  449  άρ.  2294^^),  εν  ή  εύρίσκο[ΐεν  καΐ  άλ- 
λους (Τόμ.  Ι  σελ.  1Γ)())  Άρχίη'δρυυς,  ών  δύο 
"Αρχανδρος  Αρχανδρον  ΑΙγιλιεύς  ΥΜΐ'Άρχανδρυς 
Παιανιενς,  πρύτανις  τής  Πανδιονίδος  φυλής, 
είναι  γνωστοί  εξ  επιγραφών  τοϋ  4°^  αιώνος  π.  Χ. 
(Ο.  Ι.  Α.  Π.  1741,  Π.  Χ65).  Εΐς  τών  τελευταίων 
τούτων  δυνατόν  κά?ιλιστα  νά  εΐναι  ό  άναθεις 
ή  δ  υιός  τοϋ  άναΰέντος  τό  άνάγλυφον  ήμώ\'. 


'  Ά^ναιον  τόμ.  Ε',  σελ.  3.81,  άρ.  13  και  ι  ',  σελ.  374,  άρ.  8, 
ΑΐΗβη.  ΜίιιΗ.   Βά.  II   δ.  183  και  Β<1.  V,  210. 


'  Ό  ^υι1ι;^^11,  έν  Ύοροξτ&ρίίίο  νοη  ΑΐΗοη  (1ί)0.">)  δ.  285  Αιιηι., 
φρονεί  ϋη  τό  άνάγλυφον  ημών,  ένεκα  τοϋ  έπ'  αύτοΟ  σπ)ΐ?.αίοΐ) 
τοϋ  Πανός,  ανήκει  εις  τήν  βορείαν  πλευράν  τής  Άκροπόλειος 
κομιοΟέν  εκείθεν  τυχαίιος  εις  τήν  νοτίαν,  ώς  και  έτερον  εύρεΰέν 
επίσης  ίιπό  τήν  αυτήν  νοτίαν  πλευράν  τής  "Ακροπόλεως!  (Άρχ. 
Έφημ.  1903  ρ.  39  κέξ.).  Πόσον  δ(ΐ(υς  σημαντικόν  'ιτο  τό 
σπήλαιον  τοϋ  Ασκληπιείου,  τό  πάντοις  αρχικώς  ανήκον  εις 
τόν  αΰτόλ'  Πά\'α.  δεικνΰουσιν  αί  έκ  τών  άθιιναϊκών  νομισμά- 
των γνωοτα'ι  δύο  παραστάσεις  τής  νοτιάς  ^ι?.ενράς  τής  Άκρο- 
πόλειυς,  άμφότεραι  είκονίζουσαι  τό  σπήλαιον  τοϋ  "Ασκ?ιηπιείου 
ή  αυτό  και  τό  υπέρ  τό  Διονυσιακόν  Θέατρον  σπήλαιον,  άλλ' 
ουχί  και  τά  οικοδομήματα  τοϋ  Ασκληπιείου:  Διεθν.  Έφημ. 
Νομ.  "Αρχ.  1904,  ΙΙίναξ  II,  31-32  και  ΚΜΟ.  Αΐιίοίΐ  ρ1.  XIX,  8. 

'  Ρ.  Οίτ&τά,  Ι^ΆίίΙίΙέρίείϋη   ρ.  10  και  ΜίΙαΗΗοίοΓ   έ.  ά. 


244 


ΛΊ'ι^αΐ'πα   ην(ΐι)ηιΐ(ΐτικωι•   ανάγλυφων    -    Α'.   Βόρεια  πλενρα 


27.  Άρίϋ:  1330  (ΙΤίναξ  Xλ'X.^^. 

Ανα'&ηματικόν  ανάγλυψαν  ' Ασχληηιω  καΙ'Υγιείφ 
έκ  τον    Αακληηιείον   των  ' Α•θ•ηνών  '. 

Το  άρκττκρον  ημι,πυ  ν(/.()|ΐ(')π((  ου  (/.Λ'(/.ί)ΐ|ΐΐ(/.τι- 
κοΟ  ανάγλυφου  εύ()εί)έντος  κν  ετίΗ  187()  ι•ν  ταΐς 
άνασκαοραϊς  τοΰ  Άσκλΐ|πιείου  των  Αθηνών. 
Ύψος  0,0 1,  σωζό[ΐεν()ν  πλάτος  Ο,ίίΟ.  Το  περισω- 
■Οέν  μέρος  εικονίζει  γωνίαν  οίκοδο[ΐΊΊ(ΐατος,  παρ' 
ην  κάθ7)ται  ό  Ασκληπιός  έπι  ΰρόνου  έχοντος 
ύι|πι?α|ν  Λνάκλιαιν,  προς  δε  έρεισίχειηον,  ου  ή 
άκρ(χ  κοσ[ΐου[ΐέ\')]  ύπύ  κεφϋ?ιης  κριοϋ  (άποκρου- 
σθείσης)  φέρεται  ύπ'  όκλαζούσης  Σφιγγός.  Ό 
ΰευς,  τρέφιίον  π(όγο)να  καΐ  [ΐακράν  κ(')(ΐΐΐν,  φέρει 
ίμάτιον  «κ(χλυπτοΛ'  καταλεΐπον  μόνον  το  στήθος• 
των  χειρών  δε  την  [ΐέν  δεξιάν  έχει  έπΙ  τών  γονά- 
των, την  δ' άριστεράΛ',  κατά  το  πλείστον  νΰν 
άποκεκρουσμένην,  ύψοΐ  ως  ει  έκρ(ί.τει  τι  εν 
αύττ)  ή  ως  ε'ι  έχειρονό[ΐει  ευμενώς  προς  τον 
προσερχόμενον  ίκέτην,  προς  ον  κ(χΙ  προσβλέπει* 
τών  δε  ποδών  αύτοΰ,  φερόντων  σάνδα?ια  καΐ  έπι 
ύψηλοΰ  υποποδίου  τε{)εΐ[ΐέν(0Λ',  ό  αριστερός 
φέρεται  προς  τα  όπισθεν.  Κάτω  τοϋ  θρόνου 
συσπειράται  δφις  παρίας,  έγείρων  την  κεφαλήν 
προς  τα  δεξιά  καΐ  πρό  τών  ποδών  τοϋ  θρόνου. 

Εις  το  βάθος  δε  τοϋ  σηκοϋ  παρά  τόν  Άσκλη- 
πιόν'ίσταται  κατενώπιον  και  έπι  τοϋ  άριστεροϋ 
ποδός  βαίνουσα  ή  Ύγίεια  φέρουσα  χιτώνα  έζω- 
σμένον  και  μασχαλιστήρας,  προς  δε  έπίβλημα 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟΪΓαΓίΙ,  Οαΐαΐοβπβ  άβδοτίρΐίί  <165  εχ-νοΐο  α  ΕδΟϋΙαρε  (Γου- 
νέ3  Γβοειηιηβηί  «ατ  Χά  ρεηΐβ  ιηεΓίιΙίοηΓίΙε  άβ  ΙΆοτοροΙε  :  ΒιιΙΙεΙ. 
ΟοΓΓεδρ.  Ηεΐΐέη.  Ι  (1877)  ρ.  159,  14. 

ΟυΙιη:  ΑΓοΗαοΙ.  ΖείΙυη^  1877  5.  152,  33. 

Ρ.  αίΓ3Γ<1,  ΒιαΙΙ.  άε  Οογγ.  Ηβΐΐ.  II  (1878)  ρ.  65  ρ1.  IX. 

Μ3Γΐίηβ11ί,   Οαΐαΐο^ο  άεί  £;ε11ί  ϊη  βεϊδο,  ηο  25.3. 

5γΐ3β1,  Καΐαίο^  άεΓ  5ου1ρ[υΓεη  ζιι  ΑιΙιεη  (1881)  δ.  292  ι>ο  4007. 

ΚτίβίΙεΓίοΙίΒ-ννοΙΙεΓΚ,  ϋίε  Γ.ίρ5αΙ)£ϋ55ε  αηΙίΙίεΓ  Βϋάννετίςε 
(1885),  δ.  376-377,  1145. 

Ι-.ε€ΐΐ3(,  ΗίΓξε»  :  ΟαΓεηιΙιεΓβ  εΐ  δα^ΐίο,  Οϊεΐίοηη.  <3ε5  Αηιίς. 
Τοιη.  V.  ρ.  329  Λβ.  3930. 

ΑΓηάΙ-ΑηηβΙυηβ,  ΡΗοΙοβίϊρΗίδοΗε  ΕίπζεΙαιιίηβΚηιεη.  δέτίε  V. 
(1902)  5.  11,  1228  (Ι.ο«)). 

V.  8θΊ'8,  ΜαΓΐ3Γ65  ε(  1)Γοηζε5  άιι  Μυδέε  ΝαΙίοπΕί,  νοί.  Ι,  (1907) 
ρα§.  182,  1330. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  Έί^Ίκοϋ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
(ΐ9θ8)  σελ.  232. 


απο  τοί)  αριστ.  αυτής  ωμού  κατερχομενον. 
Ύι|ιοϋσ(ΐ  δε  την  δεξιάν  υπέρ  την  κεφα/α|ν  τοΰ 
Οεοϋ  στηρίζεται  δι' αυτής  επί  δίσκου  τεΟειμέ- 
νου  έπι  ΪΗ|ιΐ|λής  στήλί|ς  ίδρυμεΛ-ης  όπισθεν  τοΰ 
θρόνου  τοϋ  θεοϋ  ένώ  τΐ|ν  άριστεράν  έρείδει 
έπι  τοϋ  ο)ς  έκ  τής  στάσεϋ)ς  προέχοντος  αριστε- 
ρού γόμφου  αυτής. 

Πρό  δε  τοΰ  θεοϋ  'ίσταται,  προτείνων  τόν 
δεξιόν  πόδα,  παις  ίεοόόονλος,  κεκαλυμ^ιένος  τά 
κάτω  τής  ύσιρύος  διά  βραχέος  ιματίου,  εν  μεν 
τή  αριστερά  </.νέχων  φιάλην,  τή  δε  δεξίί^  κρα- 
τών ταινίαν(;),  δι' ης  στέφει  τό  δεξιά  αύτοϋ 
και  πρό  τών  ποδών  τοΰ  θεοϋ  ίστάμενον  θϋμα, 
χοΐρον  παχύν.  Εις  τό  βάθος  δε  παρά  τό  θΐμα 
ϊδρυται  βωμός  τετράγωνος,  ύπό  ελίκων  κατά 
τάς  γο)νίας  κοσ}ΐοΰμενος.  Μετά  δε  τόν  ΐ)ύτην 
ΐστανται,  τους  θεούς  σεβίζοντες  θνητοί,  ών  σο)- 
ζεται  ό?ι.όκληρος  (ΐόνος  ό  πρώτος,  άνήρ  μέσης 
ηλικίας,  πο)γωνοφόρος,  δι'  ίιιατίου  0)ς  συνή- 
θως περιβεβλη[ΐέ.νος  και  τήν  δεξιάν  υψών  εις 
προσευχήν  τοΰ  δ'  αμέσως  επομένου  ίκέτου 
σώζεται  μόνον  ή  εις  δέησιν  ϋψουιιένη  δεξιά.  Τό 
μάρ[ΐαρον  είναι  πεντεί.ήσιον  ώς  πάντων  τών  έκ 
τοϋ  Άσκ?ιηπιείου  τών  Άθι^νών  ομοίων  ά\ο.- 
ΰηματικών  άναγ?νύφων.Ή  άνω  αριστερά  γωνία 
τής  π?>.ακός  καΐ  ό  δεξιός  βραχίων  τοϋ  Άσκλη- 
πιοϋ  εΐχον  τό  πάλαι  έπιδιορθωθή  διά  προσθέ- 
των τειιαχίων  μαρμάρου  νΰν   απολεσθέντων. 

Ό  έπΙ  τής  όπισθεν  τοϋ  Άσκληπιοϋ  στήλης 
δίσκος,  σαφέστερον  σοιζόμενος  έπΙ  έτερου  παρο- 
μοίου άναγ?ιύφου  τοΰ  Μουσείου  τών  Παρισίων 
(ΚοοΠεΙΙε,  Μοη.ΐηέθ.  Ρ1.70:=ΗβγάβΓη&ηη,  Ρηπ- 
56Γ  Αηΐίΐίθπ,  8.  14.  Ν"  22),  παρέσχε  πράγματα 
εις  τους  έρμηνευτάς.  Κατά  τους  μεν  εΐναι  έκ 
τών  περιφερών  έκείνο3ν  μαρμαρίνων  μνηιιείων, 
τών  άμφοτέρωθεν  φερόντων  όναγλύπτους  μορ- 
φάς,  περί  ών  έπραγματεύθιι  ήδη  πρό  πολ- 
?;,οΰ  ό  λΥβοΙίθΓ  (ίΐΐΐε  ΟεηΙίΐη&ΙθΓ  II  ρ.  ΐ43•  "Ιδε 
ομοίους,  εσχάτως  άνακα/.υφθέντας,  δίσκους  έν 
τοις  Νοίίζϊε  άβοΗ  .'ίοίΐνϊ  νοί.  IV  1907  ρ.  584 
ίϊ§.  33-36).  Κατ'άλλους  δε  πρόκειται  περί  ήλια- 
κοϋ  ωρολογίου,  χρησί^ιου  τή  ιατρική.  Τήν  τε- 
λευταίαν  δε  ταύτην  γνώμην,  έγκαταλειφθεΐσαλ' 


—   245 


Τα   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


•υπό  τοί3  πρώτου  προτεά'αντος  Ηβγάειη&ηη  (ε.ά.), 
■θεωρεί  ο^ς  την  πιθανωτέραν  ό  τε?ιευταΧος  ερ- 
μηνευτής τοϋ  άναγ?α)φου  ημών  Ι.δ\νγ.  Άλλ'  ή 
ελ?^ειτ|)ΐς  της  απαραιτήτου  καΐ  χαρακτηριστικής 
τών  ηλιακών  ωρολογίων  κοι?ι.ότητος  εν  τω 
δίσκω  δεικνύει  το  αβάσΐ[ΐον  τής  ύποΰέσεως 
ταύτης.  Κατ'  έμέ  πρόκειται  περί  μνημείου  ακρι- 
βώς ομοίου  προς  τον  εν  Πειραιεϊ  εν  ετει  1X8!) 
κατασχεθεΛ'τα,  πιθανώς  δ'  έν  Αθήναις  εύρε- 
ι^έντα  άναθιιματικόν  μαρ[(άρινον  δίσκον  εκεί- 
νον τοϋ  Έΰνικοϋ  ή[ΐών  [ίουσείου  (αρ.  !1ϋ),  τύ\' 
φέροντα  πέριξ  γραπτής  παραστάσεως  ίατροΰ 
καθη(ΐένου  έπι  ■θροΑ'ου  έγγεγλυμμένην  την  έπι- 
γραφήν  Μνεμα.  το()  Αίνεο  αοψίας  Ιητρδ  άριστο 
(Δελτίον  Άρχαιο?..  188  σελ.  80  καΐ  117  και 
151.  ];ιΙιγΙ-)πο1ι  εΐοπ  ΑγοΗΓιοΙ.  Ιη8ΐίΐ:.  XII,  18!»7, 
5.  1  Τ;ιί.  Ι).  Οί  εκατέρωθεν  τής  γραφής  σίδη- 
ροι ήλοι  τοϋ  δίσκου  τούτου  δεικνύουσι  σαφώς 
δτι  ήτό  ποτ'  έπΙ  τοίχου  ή  στήλιις  προσηρμο- 
σμένος  και  ανατεθειμένος  εις  [ΐνήμ)]ν  διασήμου 
ίατροΰ  δμο^νύμου  του  παρά  Στεφάνου  τοϋ 
Βυζαντίου  μνη[ΐονευομένου  αρχαιοτέρου  Κφου 
Άσκληπιάδου    Αινείου. 

28.   Άριϋ'.  1331  (Πίνηξ  XXX Ι Ύ.  1). 

'Ανα•&7] ματικον  ανάγλυφαν  Άσκληπίώ  και  Ήπιόντ] 
εκ  τοϋ  'Αακληηιείον  τών  'Α•9•ηνών  '. 

Πλάξ  υπό  αρχιτεκτονικού  ναομόρφου  πλαι- 
σίου περιβαλλόμενη  μετά  παραστάδων,  κοροη'ί- 
δος,  γείσου  και  ακρωτηρίων,  συντεΰειμένη  δε 
νΰν  εκ  τεσσάρων  τεμαχίων  ευρεθέντων  κατά 
τάς  έν  έ'τει  1876  άνασκαφάς  τοϋ  Ασκληπιείου 
τών  Αθηνών.  ΎψοςΟ,67,  πλάτος  0,911.  Μάρ- 


'  Βιβλιογραφία:  ΜίΓΐϊπεΙΙί  η"  249. 

Οιιΐιη  :   ΑΓοΗαοΙ.  Ζοίΐιιη^  1877,  δ.  218,  10. 

8)Ί3β1,  Καΐαίο^  άοΓ  δουΙρΙυΓβη  ζυ  ΑΐΗβη  (1881)  8.  290,  4001. 

Ργ.  Κοερρ,  Ι)ίε  αΙΙίδοΗβ  Ηγ^ίοΐΆ:  ΑΛ.  ΜίΙΙ.  Χ  (1885)  8.258. 

Α.  ΚοΓίβ:  ΑΙΗ.  Μία.  189.3  8.239. 

τ.εοΙΐ3ΐ,  Η)'56!ΐ•.  ϋΕΓΒΠιΙΐΘΓ^  61  δ3§1ίο,  Οίοιίοηπ.  <3ε8  ΑιιΙίςιιίΙ. 
Τοηι.  V.  ρ.  ;!29. 

Τ11Γ3Π16Γ,   Ηγς]βί&:  ΚοδϋΙιΟΓ'5  ΜγΟί.  Ι,εχ.  Ι,  2,   2780  (ί. 

ν.  ννίΐ3ηΊθΛνίΙζ,  Ιδγΐΐοε  ρ.  19.3. 

ΑΓπάι- Αηιείυηβ,  ΡΗοΙο^ΓΒρΙιίβοΗε  Είηζεΐίΐυίηαίιηιεη.  δοΓίε  V. 
(1902)  δ.  8-10,  1222  (Ι.6«γ). 

V.  8ΐ3Ϊ3,  Μλγ1)γ65  ε(  ΒΓΟΠΖ05  (ΙαΜιΐίέοΝαίίοηοΙ  Ι  (1907)  ρ. 183, 
13.31. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈθνικοΟ  Μουσείου,  τόμ.  Α' 
σελ.  232,  1.331. 


μαρον    πεντε?ιήσιον.    Εργασία  καλλίστη    τών 
αρχών  τοϋ  4°"  αιώνος. 

Τιήν  παράστασιν  χωρίζει  εις  δύο  μέρη  βωμός 
τετράγοινος  μετά  βάθρου  και  αΛ'ω  πλίνθου. 
Αριστερά  τοϋ  βωμοϋ  τούτου  ϊσχαται  ό  'Λακ?.ιι- 
πίύς,  έστραμμένος  προς  δεξιά,  περιβεβ/^)[ΐέ- 
νος  δε  ίμάτιον  καταλεΐπον  άκάλυπτΟΛ'  μόνον  τύ 
πρόσθιον  δεξιόν  μέρος  τοϋ  στήθους•  το  προς 
τά  εμπρός  κεκλιμένον  σώμα  αύτοϋ  στηρίζει 
διά  βακτηρίας  τεΟειμένης  υπό  τήν  άριστεράν 
αύτοϋ  μ(/.σχάληΛ'.  νϋν  διιως  ά(ρανοϋς,  ώς  μόνον 
χροΊματι  αρχικώς  δηλωθείσης.  Τήν  δεξιάν  έχει 
υπό  το  στήθος  έσταυρω[ΐένην,  ανατείνει  δε  τήν 
άριστεράν,  αΛ'οικτφν  και  ύπτί(/.ν  έχων  τήν  παλά- 
[ΐην.  προς  τους  ίκέτας,  ώς  ό}ΐι?αον  προς  αυτούς 
ή  «όπως  τι  /.ί/φετηικ  Ή  κεφαλ•))  (/.ύτοϋ,  ώς  καΐ 
πάσαι  τών  λοιπώ\'  μορφών  τής  παραστάσεως 
είναι  άποκεκρουσμέναι  υπό  τίνος  φανατικού. 
Επίσης  βεβλα[ΐμένα  είναι  ό  δεξιός  βραχίων  και 
μέρος  τοϋ  δεξιού  ποδός.Άμέσως  δ' όπισθεν  αύ- 
τοϋ ϊσταται  κατενώπιον  γυνή  ϋεά,  έστρα[ΐμένη 
έν  μέρει  προς  δεξιά,  τιιν  δε  κειραλήν  κλίνουσα 
προς  τόν  άριστερόν  ώι,ιον  και  στΐ)ρίζουσα  τό 
σώμα  έπι  τοϋ  αριστερού  ποδός.  Φέρει  δε  αύτη 
χιτών(/  μετά  βραχειών  κομ.βωτώνχειρίδων,  τού- 
του δ'άνο)  ίμάτιον  καΐ  υπέρ  τό  όπισθεν  μέρος 
τής  κεφαλής  πέπλον  καταπίπτοντα,  ου  δμως  άνέ- 
χει  ή  αριστερά  πτυχήν,  ένω  ή  δεξιά  αυτής  χειρ 
κρέμαται  άπρακτοϋσα.  Τι^ν  ώριμον  ταύτιιν  θεάν 
γυναίκα  έζήτησαν  οί  πλείονες  τών  νεωτέρων 
νά  ταυτίσωσι  προς  τήν  παρθένον  κόρην  τοϋ 
Άσκ?ιηπιοΰ  Ύγίειαν,  παραδεχόμενοι  δύο  τύ- 
πους αυτής  συγχρόνως,  τόν  μεν  παρθενικόν, 
τόν  δε  γυν(/.ικός,  πηγάσαντας  εκ  δύο  αρχαιο- 
τέρων διαδοχικών  άντι/ν,ήψεων  τής  φύσεως 
αυτής.  "Λλ^.οι  δ'  δμως  φρονοΰσιν  δτι  τούτο 
είναι  μυθολογικώς  αδύνατον,  κατ'  άκολουθίαν 
δ'  δτι  δέον  έν  τη  μορφή  ταύτη  Λ'ά  αΛ'αγνωρίσω- 
μεν  τήν  σύζυγον  τοϋ  Άσκλιιπιοϋ  Ήπιόνην,  ης 
ή  έν  τή  Αττική  παρά  τόν  θεόν  τοϋ  Άσκ?αι- 
πιείου  τών  Άθιγνών  λατρεία  είναι  [ΐεμαρτυρη- 
μένη,  ώς  θά  'ίδωμε\'  κατωτέρω  έξ  άλλου  άνα- 
γ?ιύφου  (αριθ.  1552).  Ή[ΐεΐς  επιφυλασσόμενοι 


246   — 


Λΐί)(>ιη}<(   ηναΰημηηκίον  (ίναγλύφίον  —  Α'.   Βόρεια  πλευρά 


ν«  πραγ(ΐατρυ})(ομεν  λρ,πτο|ΐερ(7)ς  περί  τοϋ  ζητή- 
ματος τοΰπηι  ίΐίί  Χ(/.λο)μΓ,\'  πρ()σ())ριν('ΐ)ς,  χάριν 
δκχκρίσείος,  'Υγίι-κχΛ'  μί-ν  τάς  πί/οΟΓνικοΰ  τύποι» 
παρκστίίσεις,  Ήπιόνην  δε  τάς  [Π|τπιχ.(ΐΓ'.  'ί) 
ένταΠίΚί  τιΊπος  <(αίνΓΤ(χι  άντίγρ(/.<(  ον  άρίοτου 
περκ('ερ()ϋς  έργου  τοΰ  τέλους  τοΰ  Κ'  αί(7)νος  π.Χ. 
Προ  τοϋ  Ασκληπιού,  εις  το  βάθος  όπιοΙΙελ' 
τ(ΐΰ  |!(ΐ)[ΐ()ΰ,  (](/.ίνει  π(ας  ίερόδονλος  (κάδμι- 
λος)  φέρων  έξω[ΐίδα,  άποκεκρουσμένον  ε/ων 
νΰν  το  πρόσωπον  και  την  δεξιάν,  σύρων  δε  τή 
αριστερά  προς  τον  β(ΰμόν  το  {)ϋ(ΐα,  βοϋ\'  ου 
σώζεται  [ΐόνον  το  έν  τη  αριστερά  τοϋ  καδ(Η'λου 
κέρατον.  Τοϋ  βοός,  γνωστού  ώς  σιη'ήθους  θύ- 
ματος εν  τη  λατρεία  τοϋ  Άσκί^ηπιοΰ, '  ήτό  ποτέ 
όρατη  μ(')νον  ή  κεφα?ν,ή  και  ό  τράχηλος•  το  λοι- 
πόν σώμίχ  αΰτοϋ  καλύπτουση•  οι  πρύς  το  δεξιόν 
της  πλακός  ιστάμενοι  και  τους  θεούς  σεβίζοΛ'τες 
τέποαρες  ίκετηι,  (ον  ύ  πρώτος,  άνηρ  εν  ίματίο)> 
ϊσταται  πρύς  αριστερά  υψών  έν  προσευχή  την 
δεξιά\',  εΛ'ώ  ό  δεύτερος  άη)ρ  ϊσταται  κατενώ- 
πιον,  βαίνων  επι  τοϋ  αριστερού  ποδός  και 
την  άποκεκρουσμεΛ'ην  κεφαλήν  στρέφει  Τσ(ος 
προς  τους  θεούς,  χωρίς  δμως  νά  άνατείνη 
έν  δεήσει  την  δεξιάν,  ην  έχει  υπό  τό  στήθος 
έσταυρωμένην/Έπεται  δε  γννή,  φέρουσα  χιτώνα 
μετά  βραχειών  χειρίδο^ν  καΐ  έπ'  αύτοϋ  ίμά- 
τιον  άχειρίδωτον,  έστραμμέλ'η  δε  προς  τους 
θεούς,  προς  ους  ά\'ατείνει  έν  δεήσει  την  δεξιάν. 
Ταύτη  δ'  έπεται  ϋεράπαινη,  ίσταμένΐ]  προς 
αριστερά  και  έν  μέρει  κατεΛ'ώπιον,  άνέχουσα 
ττ)  δεξιά  έπι  της  κεφαλής  κίοτην  περιφερικού 
σχήματος,  έν  ή  πάντως  εΰρηνται  τα  προς  την 
θυσίαν  χρήσιμα  πόπανα. 

29.   Άριϋ'.  1332  (Πίναξ  XXXVI,  2 1. 

Άνα•&ηματικόν  ανάγλυφαν  δημοσιευόντων  Ιατρών 
Άσκληηιω  καΙ  ταΐς  Έλεναι,νίαι,ς  ■9•εαϊς  έκ  τον 
Άακληηιείον  των  ' Α•9•ηνών  '-. 

Μεγάλου    άναθ ιαματικού    ανάγλυφου    πλάξ 
τεθραυσμένη  καθέτως  έν  τω  μέσω  εις  δύο  τεμι/.- 


χια  ευρεθέντα  κατά  τάς  άνασκα((  άς  τοϋ  Άσκλί)- 
πιείου  των  Αθηνών.  Μήκος  αυτής  1,15,  ίίψος 
0,8ίΐ.  Μάρμαρον  πελτελήσιον  τέχνη  έπιμε?^|ς 
τοϋ  δευτέρου  ήμίσεος  τοΰ  4°"  αιώνος  π.  Χ.  Δια- 
τήρησις  έν  γένει  καλή  πλην  τών  κεφαλών,  άς 
πάσας  έ{)ραυσε  ιρανατικός  τις.  ΊΙ  παράστασις 
εύρισκο(ΐένΐ|  έν  τώ  συνήθει  αρχιτεκτονικό) 
π?^αισίο)  ναομόρφου  σχήματος,  μετά  παραστά- 
δων,  έπιστυλίου,  γείσου,  κορο)νίδος  και  άκοο)- 
τηρίοΐΛ',  διαιρείται  εις  δύο  ϊσα  και  άντιμέτθ)πα 
μέρη,  ών  τό  μεν  άριστερόν  πληροϋσι  τρεΤς  θεοί 
ύπερ((η)σικοϋ  μεγέθους,  το  δέ.  δεξιόν  εξ  θνητοί 
ίκέται.  Τών  θεών  δέ  πρώτος,  και  δτ|  έν  τφ  μέσο> 
της  παραστάσεο^ς,  ϊσταται  ό  Ασκληπιός  προς 
δεξ.,  βλέπων  προς  τους  προσερχόμενους  εξ  Ίκέ- 
τας,  ί(ΐατίω  κεκαλυ(ΐμένος  πάν  τό  σώ|ΐα,  πλήλ' 
τοϋ  δεξ.  [ΐέρους  τοϋ  στήθους.  Βαίνων  δ'  έπΙ 
τοϋ  δεξιού  ποδός  ό  θεός  κλίνει  προς  τά 
εμπρός  τό  σώμα  στΐ)ριζόμενος  έπΙ  της  υπό  τήν 
μασχάλην  αύτοϋ  τεθεΐ(ΐένης  βακτηρίας, ήτις  νΰν 
είναι  αφανής,  ώς  αρχικώς  χρο^ματι  μόνον  δηλο)- 


'  Ίδε   κατωτέρω   αριθ.  1429.  κα'ι  Ο.  Ι.  Α.  II,  453  6. 1.  16.— 

ΚοοΙιοΙΙο,  Μοπ.  ίηέίΐ.  ρΙ.  70.  —  ΜηΠεγ,  ΟοηΙίηιαΙεΓ  ρ1.  Ι^Χ,  767. 

'  Βιβλιογραφία  :  υ    Κοίιΐβτ,  Οεγ  8ίί<ΙΐΙ>Ιιαη0  Αΐχ  ΑΙίΓοροΙίε 


ζιι  ΑΐΗεη    ηαοΐι   άεη   ΑυςςΓαΙιυο^εη    άΐτ  Ατεΐιϋοΐ.  Οε£ε1ΐ5ε1ι&/ι : 
ΑΐΗ.  Μίιι.  II  (1877)  5.  243  24ό  Τ&ί.  17  (ΖείαΗηαη^). 

ΟαΙιη  :  ΑγοΗϊοΙ.  Ζείιυηε  1877  5.  153,  41. 

Ρ.  ΟίΓ3Γά:  Βϋΐΐ.  €οΓΓ.  ΗεΙΙ.    Ι  (1877)  ρ.  163,  32. 
»     II  (1878)  ρ.  87-91. 

8)Ί3ε1  ;  Κίίβίοβ  άβΓ  δοιιΙρΙΟΓεη  ζο  ΑΐΗεη  (1881)  5.288,  3996. 

Ρ.  ΟίΓΒΓά,  Ι,Άί,οΙέρίείοη  ά'ΛΐΙιέηεδ.  Ρϊη'δ  1ί<82  ρ.  43-49  ρΙ.  2. 

υ.  ΚδΙιΙεΓ  :  Αΐΐιεη.  ΜίΙΙ.  1884  δ.  81,  Αηιη.  1. 
€Ι.λ.  II,  3,  1449. 

Ε.  Ουηϊυδ,  .'5ΐ3(3ΐ265ο1ιϊο1ι1ο  ΑιΗεηβ  (1891)  δ.  211. 

Ρ    \νο11εΓ5,  0»Γ5ΐε11υπβεη  άεβ  ΑβΙιΙερίοβ:  Αΐΐιειι.  Μίιΐ.  ΧΥΚ 
(1892)  8.  10.  Ληω.  1. 

Π.  Καββαδίας  :   Εφημ.  Αρχαιολογική  1892.  σελ.  26. 

Ο.    ΚβΓΠ.    θ38  Κιι111)ίΙά    άεΓ  ΟδΙΙίυηεη    νοιι  Εΐ£υ8ί3:  ΑΙΙιεη. 
Μίη.  1892  δ.  134. 

Ζίβΐιεη  :  ΑΛεη.  ΜίΙΙ.  1892  δ.  240. 

Ο.  ΚβΓΠ,  Δημήιηρ-Σελήνη:  Έφηιι.Άρχαιολ.  1892,  σελ.  116. 

υΐτίοΐϋ,  .Λδΐίίερϊοϊ  υηά  <1ίε  ΕΙευδίηίδοΗοη  ΟοΙίΗεϊΙεη:  Βοηπετ 
3.'ΐΙΐΓΐ3ϋο1ιεΓ  1887,  5.  3. 

Ο.  ΚυΙ>εη5θΙιη,  ΟειηεΙεΓ  ίΐδ  ΗείΙβοΐΛείΙ  :  ΑίΗεπ.  ΜίΙΙ.  1895 
δ.  36δ. 

Ι.  Σβορώνος:  Διεθν.  Έφημ.  Νομισμ.  Άρχαιολ.  1901  σ.  253. 

ΚΪΓοΙιηεΓ,  Ρτοδορο^ΓΕρΗί»  ΑΐΙϊε»  Ι,  8748,   3765,  4774,  6815. 
II,  10282.  1334.-•.. 

ΑΓη(1ί-Αιηε1υηβ,  ΡΗοΙο^ΓΒρΗίδοΚβ  ΕίηζβΙ»αίηϊΗιηεη,  δετίε  V 
(1902)  δ.  14-16,  1236  (Ι.ϋ«τΓ). 

V.  813Ϊ3,  Μ2Γΐ)Γε3  βΐ  ΐ3Γοιιζε5  (Ια  Μαβέε  Χ^ΙίσηδΙ,  νοί.  Ι.  (1907) 
ρ.  183,  1382. 

Π.  Καατριώτης,  Γλυ:ττά  τοΰ   Έθνιν.οΰ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
(1908)  σελ.  2:ί2,   1332. 


247 


82 


Γα  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


ύεΐαα.  Την  δεξιαν  χείρα  έρείδει  έπΙ  της  όσορύος, 
τον  δ '  όριστερόν  πόδα  φέρει  προς  τα  όπίσω/Όπι- 
σθεν  αύτοϋ  κάθηται  προς  δεξ.  έπΙ  στρογγύ?ιθυ 
(χντικεΐ[ΐένου,  κίστης  μυστικής  ή  στομίου  φρέατος ', 
ή  Δημψηρ  περιβεβλη[ΐένη  χιτώνα  (ΐετά  βρα- 
χειών χειρίδων  κομβωτών,  έ(('Όύ  ίμάτιον  άχει- 
ρίδθ3τον,  ενώ  το  κάτω  σώμίί  αυτής  περιβάλλε- 
ται και  ύπο  τοΰ  πέπλου.  Κλίνει  δ'  αΰτη  μικρόν 
τι  προς  τα  εμπρός  βλέπουσα  προς  τους  ίκέτας» 
το  υπέρ  ών  διαφέρον  αυτής  δεικνύει  έγείρουσα 
τον  πήχυν  τής  έπι  των  γονάτο)ν  αυτής  έρειδο- 
μένης  αριστεράς  χειρός,  δι'  ης  χειρονομεί  ώσεί 
προς  τον  Άσκλί)πιόν  ή  τους  ίκέτας  ομιλούσα. 
Την  δεξιαν  δε  χεΐρα  αναπαύει  έπι  των  γονάτων 
(τοΰ  δεξιού  αυτής  ποδός  τό  άκρον  ήτα  πρύσ- 
θετον).  "Οπισθεν  αυτής  ΐσταται  ή  Κόρη,  τρέ- 
ροτισα  έ.ν  ταΐς  χερσι  δύο  μακρός  και  λεπτάς 
καιούσας  λαμπάδας,  ας  κλίνει  υπεράνω  τής 
κεφαλής  τής  Δη  μητρός.  Τό  σώμα  στηρίζει  έπι 
τοΰ  δεξιού  ποδός,  σανδαλοφόρου•  φέρει  δε 
χιτώνα,  έφ'ού  έπίβλη  μα  από  τών  ώμων  κατερχό- 
μενον,  περιβάλλον  την  όσφύν  καΐ  άνερχό^ιε- 
νον  έπι  τού  αριστερού  πήχεως  αυτής. Τό  σχή[ΐα 
αμφοτέρων  τών  ενταύθα  Έλευσινίων  θεών  καΐ 

ΘΕ]θΔΩΡΙΔΗ2:  ΣΩΣ  ΤΡΑΤθ[2:]  ΕΠΕΥΧΗ[2: 

ΠΟΛΥΚΡΑΤΟΣ  ΕΠΙΚΡΑΤΟΣ  ΔΙΕΥΧθ[5:] 


ώς  μη  αμέσως  προ  τών  θεών  ευρισκόμενοι,  δεν 
άνατείνουσιν  όμοίθ3ς  ε'ις  δέησιν  τάς  δεξιάς 
αυτών,  αλλ 'άνα  μένοντες  να  έ'λθη  ή  προς  τούτο 
σειρά  αυτών  προσέχουσι  τον  νουν  [ΐάλλον  άλλή- 
λοις  ή  τοις  θεοΐς.  Ούτως  ό  τρίτος  εις  τό  βάθος 
και  κατά  μέτωπον  ίστά[ΐενος  στρέφεται  πρόςτόν 
τεταριοί',έπιλαμβανόμενος  οίκείως  τή  δεξιά  χειρί 
τού  καρποϋ  τής  δεξιάς  τούτου  χειρός.  Συγχρό- 
νως ό  έκτος  μετά  τής  αυτής  οικειότητας  επιθέ- 
τει τΊ|ν  δεξιαν  αυτού  έπΙ  τού  ώμου  τού  αυτού 
τετάρτου  ανδρός,  ενώ  ό  πέμπτος  εις  τό  βάθος 
και  κατά  μέτωπον  ίστά(ΐενος  φαίνεται  συνδια- 
λεγό  μένος  προς  τόν  έ'κτον.  Τό  έσίοτερικόν  πε- 
δίον τού  (ίναγλύφου  σφζει  ζωηρά  λείψανα 
κυανού  χρω}ΐατισμού. 

Την  σπουδαιότητα  τού  μοναδικού  τόν  τύπον 
ανάγλυφου  τούτου  μεγαλΰνουσικαι  αϊ  έπ' αυτού 
έπιγραφίίί.  Εις  την  κάτω  δηλαδή  τής  παρα- 
στάσεο)ς  πλατεΐαν  ταινίαν  τοΰ  [ΐαρμάρου  εύ- 
ρηνται  έπΐ[ΐελώς  και  εις  ϊσας  απ '  αλλήλων  απο- 
στάσεις γεγλυμμένοι  πέντε  στέφανοι  έλαίας, 
πάλ'τα  τό\'  χώρον  π?ιΐ)ροΰντες.  Έν  αύτοίς  δ'εύ- 
ρηνται  διαδοχικώς  τά  εξής  πέντε  ονόματα 
αρχόμενα    εξ   αριστερών : 

διακριτός         μ[ν]η[ς:]ι[θεος] 

ΔΙΕΥΧΟΣ  !ΜΝΐΗ2:ΐΘΕθ 


ή  στάσις  συμφωνοΰσι  π?ιηρέστατα  προς  τόν 
υπό  τού  Κεητ  τή  βοηθεία  σειράς  [ΐνημείων  καθο- 
ρισθέντα τύπον  τών  έν  Έλευσΐνι  αγαλμάτων 
τής  λατρείας  αυτών. 

Οι  δε  προς  τους  θεούς  εξ  αριστερών  προσερ- 
χόμενοι και  σεβίζοντες  ίκέται  εΐναι  εξ,  άνδρες 
πάντες  πωγωνοφύροι  και  έν  τή  συνήθει  περι- 
βολή καΐ  στάσει  τών  ίκετευόντων  τους  θεούς 
θνητών.  Ό  πρώτος  άνατείνει  την  δεξιαν  προσευ- 
χόμενος,  ένφ  τή  αριστερά  επιλαμβάνεται  πτυ- 
χής τού  από  τού  ώμου  αυτού  κατερχο[ΐένου 
ενδύματος.  Ό  δεύτερος  όμοίο)ς  τή  δεξιά  προσ- 
ευχό μένος  άνέχει  έπι  τού  αριστερού  πήχεως 
«κρον  τού  ιματίου  αυτού.  Οι  λοιποί  τέσσαρες, 

'  ΙΙβλ.  Διεθν.  Έφημ.  Νομ.  Άρχαιολ.  Τόμ.  Δ'  (1901)  σελ. 
253.  —  δίυάηίΐζΐ:» :  ;31ιγΙ)ιιοΙι  άοδ  αΓοΗ^εοΙ.  Ιη8ΐ.  XIX  (1904) 
δ.  1.  Γΐβ.  7. 


Τρία  τών  ό\Ό(ΐάτων  τούτοιν,  τό  πρώτον,  τρί- 
τον και  πέμπτον,  έπαναλα[ΐβάνονται,  δι' ομοίων 
και  συγχρόνων  χαρακτήρω^',  άλλ'  άνευ  τών 
πατρωνυμικών,  έπΙ  τού  έπιστυλίου  γεγραμμένα 
ακριβώς  άνω  τών  κεφαλών  τοΰ  πρώτου,  τρίτου 
και  πέμπτου  τών  ικετών.  Ή  διάθεσις  αΰτη  τών 
ονομάτων  και  ή  σύγκρισις  προς  τό  έν  Έλευσΐνι 
μέγα  άνάγλυφον  τού  Λακρατείδου\  έφ'ού  βλέ- 
πομεν  τά  ονόματα  τών  εικονιζόμενων  θεών  και 
θνητών  άναγεγραμμέΛ'α  ούχΙ  μΟΛΌν  έν  τή  ανα- 
θηματική επιγραφή  άλλα  και  παρά  την  κεφαλήν 
εκάστης  μορφής,  οΰδεμίαν  κατα?^είπουσιν  ήμίν 
άμφαβολίαΑ',  οτι  και  τά  δύο  λοιπά  έν  τοις  στε- 
φάνοις  ονόματα  ήτοι  τό  δεύτερον  ΣΩΣΤΡΑΤοΣ 
και  τό  τέταρτον  ΔΙΑΚΡΙΤΟΥ  ήσαν  ποτέ  άναγε- 


'  Διεθνής  Έφημερ'ις  Νομισμ. Άρχαιολ.  Τόμ.  Δ'  πίναξ  ΙΗ'-Κ'. 


248 


Αη%>ναα  αναϋ^ηιΐ(ΐτικ(7η•  ανάγλυφων  —  Λ'.    ϋορεία  πλευρά 


γρα((|ΐκνη  /Γ)ίΐ)|((/.τι  κ(/.τ(ΐ)  τοΓι  ίπιστιι/.ίοχ),  ίν 
αύτώ  τώ  πεί>ί([ί  τυϋ  Ην(ΐ.\'/.ν(ρον  χολ  ά7.{>ι\]ώς  άνο) 
των  κεφΓχλών  τοΰ  (ίευτίρου  χγχΙ  τετάρτου  ίκέτου. 
Μ(•γάλας  δυσκο?αας  παρίσχε  τοΐς  έρ(ΐιινευ- 
ταΐς  οτι,  ένφ  πέντε  εΐνοχι  τα  εν  τοΐς  στεφάνοις 
όνό[ΐατα  τών  ικετών,  ούτοι  εικονίζονται  εξ.  Λιά 
τοϋτο  ή9έ?.)]σάν  τίνες  να  εΰρωαι  το  ονο[ΐα  τοΰ 
εκτοΊ)  εν  τΓ)  ακριβώς  ανω  τής  κε(ρα?αις  τοΰ 
Ασκληπιού  έπΙ  τοΰ  έπιστυλίου  ?νέξει,  ης  εχθ(ΐεν 
μόνον  το  πρώτον  γρίίίικα  Ε,  όπερ  συνεπλήροι- 
σαν  εις  Έ[πικράτης]  λαβόντες  το  όνομα  τοΰ 
πατρός  τοΰ  δευτέρου  εν  τοΐς  στεφάνοις  ανδρός. 
Άλλ'  ου  μόχ'ον  ή  θέσις  τοΰ  γρ(ί(ΐιιατος  ίή-ω 
τής  κεφα?αις  τοΰ  Άσκ?ι.ηπιοΰ  δεν  επιτρέπει  την 
τοιαύτη  ν  ώνάγνωσιν,  αϊΧά  καΐ  ό  ά[ΐέσίος  επό- 
μενος αρκετός  κενός  χώρος  υποδεικνύει  δτι  υ 
τεχνίτης  άρξάμενος  νάγράφη  εν  τών  όνομι/.τίον. 
ϊσως  τό  τοΰ  Έπεύχους,  παρετήρησεΛ'  (/.[ΐέσ(ΰς 
δτι  δεν  ήτο  εκεί  ή  Οέσις  τοΰ  υνό[ΐατος  καΐ 
έγκατέλειψεν  αυτό  άτελές.'Έχω  ίηιος  και  α/ι/ιην, 
πιΌανωτέραν  ϊσοις  έξήγησιν  τοΰ  γράμ[ΐατος,  περί 
ής  'ίδε  κατωτέρω.  Τής  υπό  τοΰ  Ρ.  ίιΐτ&Γά  (υΑδοΙέ- 
ρΐβϊοη)  μνΐ]μονευομέΛΐ]ς  ώς  μετά  τό  Ε  σορζομέ- 
νης  και'ίέτου  κεραίας  γρ(/.μ(ΐατος,  δυναμένης  να 
συιιπληροχΟή  εις  Γ,  Ι,  Ν  ή  Π,  δεν  ήδυνήτ)ην  να 
διακρίνω  ουδέ  τό  ελάχιστον  ϊχνος,  άφοΰ  ό  χώ- 
ρος είναι  εντελώς  καθαρός.  Ό  αυτός  κ.  ΟίΓΗτά, 
εις  δν  οφείλεται  ή  ορθότερα  καΐ  άνω  εκτεθείσα 
άντί?νηψις  τής  παραστάσεως,  ηθέλησε  νάσυμβι- 
βάση  τα  πέντε  εν  τοΐς  στεφάνοις  ονόματα  προς 
τόν  άριϋμόν  τών  εξ  ικετών  δια  τής  παρατηρή- 
σεως δτι  ό  έκτος  τοΰ  πλαισίου  εικονισθείς  έ'κτος 
άνί]ρ  επιθέτει  προστατευτικώς  την  χείρα  έπΙ  τών 
ώμων  τοΰ  έ^ός  τών  δύο  αδελφών  Έπεύχους  καΐ 
Διακρίτου,  υιών  τοΰ  Διεύχους,  ών  την  συγγέ- 
νειαν  ό  καλλιτέχνης  έδήλωσεν  ου  (ΐόνον  δια  τής 
επιγραφής καΐ  τΓις  παραθέσεως,  αλλά  καΐ  διά  τής 
οίκειότητος  καΐ  προστασίας,  [ΐεθ'ής  ό  πρεσβύτε- 
ρος θέτει  την  χείρα  επί  τω  καρπώ  τής  χειρός  τοΰ 
νεωτέρου.  Ό  έ'κτος  λοιπόν,  ό  εκτός  τοΰ  πλαισίου 
ευρισκόμενος  καΐ  ούτως  οίκείως  και  προστατευ- 
τικώς  θέτων  την  χείρα  έπι  τήςδυάδος  τώνάδελ- 
φών,εΐναι  κατά  τόν  Οϊγ&γοΙ  6  ευτυχής  πατήρ  αυτών 


Λιεύχΐ|ς.  άγοη'  προ  τών  θεών  τους  διά  τινίίοπου- 
δ(/.ίαν  αίτίαν  διά  στε((;άνο)ν  τιμηίΐέντας  υπό  τής 
πόλεως  υιούς  αύτοΰ.  Αυτός  δέ  0)ς  μη  ομοίως 
τιμηθείς  παρίσταται  [ΐέν  εν  τή  δεήσει,  εικονίζε- 
ται όμως  εκτός  τοΰ  πλαισίου  τής  παραστίίσείος. 
Άλλ' ή  εύ(ρυΐις  αύτη  γνοί[ΐη  ο)ς  και  ή  παρ  "άλ- 
λων προταθείσα  συμπλήρωσις  τοΰ  άνο)  τής 
κεφ;αλής  τοΰ  "Ασκληπιού  Ε  εις  όνιηια  κατίχπί- 
πτουσι  διά  τής  παρατης^ήσεως  δτι  έπΙ  τοΰ  κιο- 
νόκρανου τής  παραστάδος,  ακριβώς  άνοι  τής 
κείρα/^ής  τοΰ  έκτου  προσοιπου,  εΛ-θα  έδει  νά  άνα- 
μένωμεν  τό  όνομα  αύτοΰ,  σοΥζονται  τά  μεσαία 
γράμματα  ΦΙ  όνό[ΐατος  και  δη  τόσον  σαφώς,  ώστ* 
έκπλήσσο(ΐαι  αληθώς,  δτι  ούδεις  τών  τόσων  ερ- 
μηνευτών τοΰ  μνημείου  παρετήρησεν  αύτΐί  '.Τά 
γρά[ΐματα  τών  άκρων  συλ/.αβών  τοΰ  ονόματος 
είναι  άποκεκρουσμένα,  αλλ"  είναι  βέβαιον  δτι 
προηγοΰντο  μεν  τέσσαρα  (ών  τό  πρώτον  Λ,  Λ  Γ] 
Μ),  εΐποντο  δε  τρία  σχηματίζοντα  όνομα  (....ΦΙ...), 
π.  χ.  Αντίφιλος,  ούδεμίαν  έ'χον  σχέσιν  προς  τό 
στερούμενον  τών  μέσοον  Φΐ  όνο[ΐα  τοΰ  Διεύχους 
πατρός  τοΰ  Έπεύχους  και   τοΰ  Διακρίτου. 

Παρ"  δλην  τΐ|ν  σαφήνειαν  ταύτην  τής  παρα- 
στάσεως τοΰ  μεγαλοπρεπούς  άλ'αγλύιρου  τού- 
του ή  φύσις  αυτής  δεν  ένοήθη  τελείο)ς  μέχρι 
τούδε.  Ό  Ρ.  Οϊι&Γά  συ^ιπληρών  τό  άνω  τής 
κεφα?ιής  τοΰ  "Ασκ?.ηπιοΰ  Ε  εις  Ε[ΡΙΔΑΥΡΙΑ] 
φαντάζεται  δτι  πρόκειται  περί  τής  εορτής  ταύ- 
της τοΰ  Ασκληπιού,  τής  ώς  γνωστόλ'  συμ.πι- 
πτούσης  καΐ  σχετιζόμενης  προς  τάς  έορτάς  τών 
μεγάλων  μυστιιρίθ3ν  τών  Έλευσινίων  θεώλ',  ας 
έχομεν  έπι  τοΰ  σ.ναγ?^ύφου  ημών  παρά  τόν 
"Ασκληπιόν.  Γνωστού  δ'δμως  δντος  δτι  τά  Έπι- 
δαύρια  ήσαν  μύησις,  προς  δε  δτι  εν  γένει  αϊ 
έλευσινιακαι  αύται  [ΐυστΐ)ριο)δεις  τελεταΐ  ουδέ- 
ποτε είκονίζοντο  έπΙ  τών  μνημείων,  δέον  νά 
εγκαταλείψω  μεν  ώς  εντελώς  άστήρικτον  καΐ 
αδύνατον  την  έρμηνείαν  ταύτην.  Έξ  άλ?Λυ 
άλλη  τις  άνακάλυψις  τοΰ  αύτοΰ  (ιΪΓ&Γά  ήγαγεν 


'  Τά  γράμματα  ταΰτα  είναι  τόσφ  σαφή.  ώστε  όιακρίλονται 
κα'ι  έν  τι)  ς-οιτογραφίί^,  ην  έδημοσίευσαν  οί  .Λτπάι- .λπίθΐυπ^ 
(ε.  ά.)  ϋ)ς  κα'ι  έν  τί)  ύ,π'  άρ.  1332  ωραία  φωτογραφία  τοΰ  έν 
Αθήναις  καταστήματος  τοΰ  γ\•ωστοϋ  φωτογράφου  Ρωμαΐδου. 


249   — 


Ία  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


(/.ύτόν  κατ'  αρχίλς  εις  την  όρθήν  όδον  προς 
κ«τανόησιν  της  φύσεως  αύτοΰ,  εξ  ης  δυστυχώς 
έξηγαγεν  αυτόν  κατόπιν  ή  δλως  αδύνατος  συμ- 
πλήρωσις  τοΰ  Ε  εις  Έπιδαύρια.  Εύρε  δηλαδί) 
ούτος  δτι  δύο  των  εν  τοις  στεφάνοις  ονομάτων, 
τα  τοΰ  Αιεύχονς  καΐ  Μνησιϋέον,  τ(χυτίζονται 
προς  τα  ονόματα  δύο  διαπήμωΛ'  ΑΟι^ναίων 
ιατρών,  ζησάντίον  ακριβώς  κατά  το  πρώτον 
ή[ΐισυ  τοΰ  τετιίρτου  αιώνος  π.Χ.,  ε'ις  δν  κατά  τι  ι  ν 
όρίΐήν  γνώμην  πάντων  τών  αρχαιολόγων  ανήκει 
το  άνάγλυφον  ημών.  Ό  Διεύχης  δηλαδή,  πατήρ 
τοΰ  τρίτου  και  τετάρτου  τών  ικετών,  ΆΰηναΙος, 
τονδίμιον  Φρε(ίρριος(Κίι-οΗη6Γ,  ΡΐΌ8θροο^ι•ίΐρΗίίν 
Αΐΐίοίΐ  Ι,  3765),  άνα(ρέρεται  ως  διάσημος  Ιατρός 
της  δογματικής  σχολής  και  ιατρικός  συγγρα- 
φεύς τών  αρχών  τοΰ  4""  αιώνος  υπό  τοΰ  Γα- 
ληνού (XI,  163,  795.  XV,  136,  εκδ.  Κϋΐιη), 
ΆΟηνίίίου  (1,5  ")  καΐ  Πλινίου  (ΝίΐΙ:.}ιί8ΐ:.  20,21, 
23-27.  XX,  31,  7Μ,  191.  XXIII,  60.  XXIV,  145). 
Τής  περί  διαίτης  συγγραφής  αύτοΰ  αποσπά- 
σματα εΟρηνται  παρ '  Όρειβασίω(1, 280κέξ.).Έξ 
επιγραφών  προστίθεται  και,  ή  εϊδιισις  δτι  είχεν 
άδελφόν  ονόματι  Λήμαρχον,  ου  ό  υιός  έκαλεΐτο 
επίσης  Διεύχης.  Ό  δε  ΜνησίΟεος  ήτο  έ'τι  δια- 
ση(ΐότερος  Άιΐηναίος  ιατρός  καΐ  ιατρικός  συγ- 
γραφεύς, επίσης  τής  δογ[ΐατικής  σχολής  και 
λογικής  αίρέσεως,  τών  αυτών  ακριβώς  χρόνων, 
π?α]ρες  νοσο?ν,ογικόν  σύστη[ΐα  επεξεργασθείς  \ 
Μέγίίν  περί  αυτών  επαινον  ποιείται  ύ  πλει- 
στάκις  "  αύτοΰ  μνημονεύουν  Γαληνός  λέγων  (II 
ρ.  369),  δτι  ήτο  >ί'Α•&ηναΐος,  άνηρ  τ.ά  τε  άλλα 
ικανός  πάντα  τα  τής  τέχνης  και  εις  δσον  μεύόόω 
την  ίατρικήν  τέχνην  άοκεΐν,  οϋδενος  έπιγνώναι 
δεύτερος».  "Ηδΐ)  ό  σύγχρονος  αύτώ  Αθηναίος 
ποιητής  τοΰ  πρώτου  ήμίσεος  τοΰ  4°^'  αιώνος 
"Αλεξις  άναφιέρει  τά  ιατρικά  αύτοΰ  παραγγέλ- 
ματα (παρ'  Άΰηναίω  II,  36"  καΐ  Χ,  419"=).  Έν 
τοις  τοΰ  Πλινίου  καταλόγοις  τών  ιατρών  πρώ- 
τον πάντων  αναφέρεται  τό  δνομα  τοΰ  Μνησι- 


'  "Ιδε  Μ.  Β.  Ι^βδδίη^,  Η3η(16υα1)  <\βΓ  ΟββοΗίοΙιΙβ  <1ει-  Μοάίοίη 
Βά  1  8.  44. 

'  "Ιδε  ίοηι.  II  .%9.  VI,  457,  510,  511,  512,  513,  (545,  ΰ46.  Ι.ΧΙ, 
3.449.  ι.  XIV.  683.  XV,  136  έκδ.  ΚίίΚπ. 


θέου  (Νίΐΐ.  Ηΐ8ΐ.  Ι,  21-27,  XXI,  12).  Ό  Πλού- 
ταρχος (Αίτίαι  φυσικαΐ  918*^)  καΐ  ό  Αθηναίος 
πλειστάκις  (Ι,  22^  32''.  II,  54",  57"  ^  III,  80'^-^ 
92",  96••,  106^  ν2ν\  VIII,  357•^)  παραθέτουσι 
σημαντικά  χωρία  εκ  τών  ιατρικών  αύτοΰ  συγ- 
γραμ[ΐάτωΛ',  μάλιστα  δε  τοΰ  περί  έδεοτών.  Τέ- 
λος ό  Παυσανίας  (Ι,  37,  4)  μνη[ΐονεύει  έπι  τής 
προς  τήν  Ελευσίνα  ιεράς  οδού  τάφου  τοΰ  Μνη- 
σιΗέου,  τονίζων  δτι  «Τοϋτον  λέγονσιν  ίατρυν 
άγαϋδν  γενέσθαι  κιά  άναΟεΐναι  αγάλματα,  έν  οίς 
και  ό^ίακχος  πεποίηται  ^>κ  Ό  ΚδΙιΙβΓ  υπεστή- 
ριξε την  γνίόμιιν  δτι  ό  "Ιακχος  ούτος  εΐναι  ό 
τοΰ  προηγουμένως  ύπό  τοΰ  αύτοΰ  Παυσανίου 
(Ι,  2,  4)  μνημονευομένου  συμπλέγ(ΐατος  τοΰ 
Πραξιτέλους,  τοΰ  εικονίζοντας  τήν  Δήμητρα, 
Κόρ»)ν  καΐ  δάδα  έχοντα  "Ιακχον  τοΰ  παρά  τόν 
Κεραμεικόν  ναού  τής  Δη  μητρός,  εις  άλ?ι,ους  δε  πι- 
Οανώτερον  φιαίνεται  δτι  πρόκειται  περί  άγαλμά- 
τοίν  κοσ[ΐ()ύντ(ΐ)ν  αυτόν  τόν  τάφον  τοΰ  ΜνΊ|σι- 
Οέου, ως  τά  άγ(ίλ[ΐατα  τών  ποιιιτών  τά  κοσμοΰντα 
τόν  αμέσως  παρακείμενον  τάφον  θεοδέκτου  τοΰ 
Φασηλίτου  (Ηίΐζϊ§^-Β1ϋιιιηΡΓ,  Ρ;ηι,^.  Ι,  1,  ρ.  352). 
Νομίζω  δμως  ού  μόνον  άπίθανον  τήν  άνάθε- 
σιν  άγαλ(ΐάτων  έπι  τάφιο)  και  μάλιστ' αύτοΰ  τοΰ 
άναΟέτου,  άλλ'δτι  βεβαίαν  κΐίίΐιστα  τήν  γνώμην 
τοΰ  Κ()Η16Γ  ή  εξής  νέα,  άπ?^ουστάτη  καΐ  παλαιο- 
γραφικώς  δοκιμϋ)τάτη  άνάγνωσις  τοϋ  κειμένου 
τοΰ  Παυσανίου,  ή  επελθούσα  εις  τ^\ν  διάνοιαν 
τοΰ  νεαρού  συναδέλφου  μου  κ.Άντ.  Κεραμοπού- 
λου,  καθ'  ην  στιγμήν  συνεακεπτόμεθα  .περί  τοΰ 
ζητή(ΐατος.  Έν  τω  κειμέ\'ω  δηλαδή  «  Τούτον 
λέγονσιν  ιατρόν  τε  άγαϋ•ον  γενέπ&αι  και  άναϋ'εϊ- 
ναι  αγάλματα,  έν  ο'ις  και  ι')" Ια.κχος  πεποίηται» 
δέον  ν'  (χναγνώσωμεν  «και  άνα^εϊναι  τά  αγάλ- 
ματα, έν  οίς»  κτλ.,  δηλαδή  τά  αγάλματα  εκείνα, 
περί  ών  εγώ  ό  Πίχυσανίος  ώμίλησα  ευθύς 
ανωτέρω  (Ι,  2,  4).  Ή  έντονος  καΐ  σκόπιμος 
πρόταξις  τής  λέξεως  τούτον  σαφώς  ένδεικνύει 
δτι  ύ  Παυσανίας  έδράξατο  τής  αρίστης  άλλως 
ταύτης  περιστάσεως,  ϊνα  όνομάση  και  τόν  άνα- 
θέσαντα  τά  έργα  εκείνα  τοΰ  Πραξιτέλους.'Ό,τι 


'   Πβλ.  και  Κλήμε\τος  Ά?^ε|ανδρέ(ι)ς  Προτρεπτιχόν,  62. 


250 


Λα^ηιηα   (ΙνίηΉιματικώ)•   άναγλν(/(οι•    -   Α  .   Ιΐηρκήι   πλκνρα 


ί)κ  ίξαίρρι  όν()μ(/.σΓΐ  τη\'  "ΙακχοΛ',  ίξηγίΤται  ή.το 
τοΰ  γεγονότος  οτι  ()Γιτ()^  Γ|Τ()  το  "/.(/.λλιπτολ' 
(π|5λ.  ϋ(:(;ι•ο,  ϊη  \'(τγ.  Ι\',  <Ι(».  1  .'5ό)  κ(/.ϊ  χα(^•ί/.κτη- 
ριστιχίότατον  άγ(/./.ιΐ(/,  τοΰ  ου|ΐπ?.έγματος  τών 
Έλευοινίον  ■ΐΐεών  τοΰ  Πραξιτέλους.  'Λ?α|ί)ώς 
Δήμητρος  και  Κός)ΐ|ς  αυμπλίγματα  ύπήρχοΛ- 
πολ?.()(,  [ΐετά  τοΰ  Ίιίκχου  δ|ΐ(ος  μοΛ'ον  τούτο  ! 
Ως  προς  το  άνίίγλυφον  ί|μ(7)Λ'  πρόσίίετον 
σημασίαν  έχει  δτι  ό  Γα?ι.ηΛ'ος  μνημοΛ-εύει 
συχνώς  τοΰ  ΜνησιΙΙεου  αμέσως  παρά  τον  Διεύχη 
(XI,  1  ().").  Χ\',  1  3()),  έξ  ου  συ|ΐπεραίνο[ΐεν  δτι,  0)ς 
έπι  τοΰ  άναγλΰίρου  ημών  εικονίζονται  οί  υίοι 
τοΰ  Λιεΰχους  και  οΰχΐ  (ίύτδς  ύ  Διεΰ/.ης,  οΰτο)ς  ό 
Μν7ΐοίχ%:<)ς  Μνηπιΰεον  τοΰ  τελευτακηι  στε([(/.νου 
αναφέρεται  ού/ϊ  ρϊς  αύτδν  τοΛ'  μέγαν  ίατρδν 
Μνησίθεον,  άλλ'είςυίδν  αύτοΰ  όμίήνυμον.'Έχο- 
μεν  άρα  προ  ημών  δμι?ι.ον  Άσκληπιαδών  Ά{)η- 
ναίίον  (6  Σο)στρ(/.τος  Έπικρ(/.τους  ήτο  εκ  τοΰ  δή- 
μου τΓ|ς  Αλωπεκής,  ύ  Θεοόο^ρίδης  είναι  αλ/.ως 
άγνωστος,  ιδ.  ΚίτοΠηκι-,  Ρτο^ορο^πιρΗίΗ  Ι,  (58 1 5 
II,  13345)  τοΰ  δευτέρου  ήμίσεος  τοΰ  Δ'αίώνος 
π.Χ.,— ών  οί  τρεις  τ\οαν  υίοΙ  διασημότατων  Αθη- 
ναίων Ιατρών  τοΰ  πρώτου  ήμίσεος  τοΰ  Δ'  αιώ- 
νος,—ίκετευόντο)ν  τους  της  Αττικής  ιατρικούς 
Όεούς.  Τών  ιατρών  δε  τούτων  οί  πέντε  διά  τιν' 
άγνωστον  ήμιν  αΐτίαν,  ήτις  δμως  ουδέν  αΚλο  δύ- 
Λ'αται  να  εΐναι  ή  επιφανείς  κοιναι  ίατρικαΐ  ύπη- 
ρεσίαι  προς  την  πόλιν,  έστεφανουΰιισαν  ύπδ  τοΰ 
δήμου.  Ό  έκτος,  ό  έκτος  τοΰ  π?ιαισίου  κείμενος, 
ακολουθεί  αυτούς  φιλικώς  προ  τών  θεών,  ους 
έρχονται  να  εύχαριστήσωσι  δεήσει  καΐ  ϋυσία, 
δτι  έβοήθησαν  αυτούς  προς  δντως  επιτυχή  έ|ά- 
σκησιν  τοΰ  φιλάνθρωπου  αυτών  επαγγέλματος. 
Έξ  έπιγραφιής  ευρεθείσης  εν  τω  αΰτώ  Άσκ/.η- 
πιείω  (€ΙΑ.  II,  352'')  γνωρίζομεν  δτι  ήτο  πά- 
τριον  τοις  δημοσίοις  ^  ίατροΐς  τής  πόλεως  τών 
Αθηνών  «ϋνειν  τω  Άακληπιω  και  τί]  Ύγιεία  όΐς 
την  εΐ'ΐαντον  νπέρ  τε  ανιών  και  τών  σωμάτων  ών 
έκαστος  Ίάσαντο».  Έξαλλου  δε  γνωρίζομεν  νΰν, 
ιδίως   εκ  τών  τελευταίων  σπουδαίων  με?.ετών 


'  ΠερΙ  τών  δημοσίων  η  δημοοιενήηοη•  ίατρο)\•  ΐδε  τό  τοΰ 
5.  ΚείηϊοΗ  άριστον  άρθρον  Μεάίουδ  έν  ΒϊΓβιηόΘΓ^  οΐ  δίΐβΐίο, 
ΟϊοΙϊοηηαίΓε  (1ε5  αηΐίςυίΐέδ. 


τοΰ  Κβηι  και  ΚιιΙ»(ίιν(ιΗιι  (Ί'δε  βι(1λιογραί(ίαν), 
πλείστας  μι/,ρτυρίας  συγκεντρϋ)θάντ(ΐ)ν,  δτι  ή 
'Ελευσινία  ΔΊ|μτ']τΐ|ρ,  επομένως  καΐ  ή  ().χωριοτος 
πάρεδρος  αυτής  Κόρη,  ήσαν  έξόχίος  ίατρικίΐΐ 
θεότητες,  ώς  ό  Ασκληπιός,  δστις  [Κίλιστα,  δτε 
το  πρώτον  έν  ετει  420  π.  Χ.  έγκατέστη  έν  "Αθή- 
λ-αις,  έ((  ιλοξενήθη  έν  τφ  ύπδ  τΐ|ν  Άκρόπο- 
λι\'  τεμένει  τών  Ελευσίνιων  θεών  Δήμητρος 
καΙ  Κόρης,  τφ  Έλενσινίω  τον  "Αστεως,  έξ  θύ 
κ(/.1  τοπικώς  δυνάμεθα  να  έρ|ΐηνεύσο)μεν  την 
έν  τω  αΰτώ  Λ-αω  ή  τεμένει  παράστασιν  τών 
τριών  θεών  τοΰ  άναγ?^ύφου  ημών. 

Κατά  ταΰτα  (/.ποκρούοη'  τάς  ερμηνείας  εκεί- 
νος, καθ '  ας  έθεο)ρήί)η  δτι  πρόκειται  περί  τών 
ΈπιδαυρίοΐΑ',  ή  περί  αναθήματος  επιτροπής 
έπιφορτισθείσης  τιρ-  έπισκευτ|ν  τοΰ  Άσκ/.η- 
πιείου,  ή  περί  ί>ροποιών,  ή  δτι  εικονίζεται  ό 
άρχο)ν  βασιλεύς  μετά  τοΰ  παρέδρου  αύτοΰ  και 
τών  τεσσίίοοίν  επιμελητών  τών  μυστηρίίον  κ/„π.. 
ύποθέσεοιν  και  ύπ'  άλλο^ν  ήδη  θεωρηθεισών 
ώς  δλως  άστηρίκτων,  νομίζω  άσφα?ιες  δτι  το 
άνάγ?.υφον  ημών  εικονίζει  σεβισμόν  εύχαριστή- 
ριον  τών  κατά  τό  δεύτερον  ήμισυ  τοΰ  Δ'αίώνος 
δη[ΐοσίων  ιατρών  τής  πόλεο);,  υίών  διασήμων 
ίατρώλ',  εύχαριστούντων  κατά  τά  πάτρια  ντιερ 
τών  σο)μάτων  ών  έκαστος  ίάσανιο"  ττ)  βοηθεί(2ΐ 
τών  ευμενών  θεών  ιατρών  και  'ύπερ  έαντών», 
δτι  τούτου  ένεκεν  έτιμήθησαν  διά  στεφάνοιν 
υπό  τής  πόλεο)ς,  στεφάνο^ν  ους  συν  τώ  ανά- 
γλυφο) άναθέτουσιν  εις  τους  ευμενείς  φανέλαας 
προστάτας  αυτών  θεούς.  Διά  τούτο  δέ,  άν  ό 
καλλιτέχνης  γράφων  άνω  τής  κεφαλής  τοΰ 
Άσκ?α]πιοΰ  τό  δυσερμήνευτον  γράμμα  Ε  έσκό- 
πει  νά  χαρακτηρίση  δι'  όνό[ΐατος  ή  επιθέτου 
αύτυν  τον  Άσκληπιόν,  ϊσοίς  άπέβλεπεν  εις  τό 
έπίΟετον  ενμεν7]ς.  Παράβαλε  τους  στίχους  τοΰ 
Αριστοφάνους  (Π/.ούτου  635  κέξ.)  δτι  ό  τυφλός 
Πλούτος:  έξωμμάτωται  και  λελάμπρννται  κό- 
ρας, Άσκληπιόν  παιώνος  ενμενοϋς  τνχών.  Προς 
δέ  Ϊδε  και  τά  τοΰ  Άσκ/^^πιοΰ  επίθετα  εϋπαις 
(αυτόθι  στίχ.  639)  καΐ  ρΰκοΑος (ΙΟ, IV,  1260).  Ό 
έ'κτος  ικέτης,  ό  μή  στεφανωθείς,  πιθανόν  νά 
μή  είναι  καν  ιατρός,  αλλά  στενός  τις  συγγενής 


251    — 


2α   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


των  στεφανωθέντων,  ή  μέγας  τις  προστάτης 
τοΰ  ιατρικού  σοιματος  των  Αθηνών,  συνοδεύων 
εν  χαρά  τους  ιατρούς  προ  των  θεών.  "Ισως 
μάλιστ'  α'ύτός  εΐναι  ό  δαπανήσας  προς  άνά- 
θεσιν  τοΰ  άναγλύορου  και  έπίδειξιν  της  μεγά- 
λης τιμής,  ής  ετυχον  οί  προστατευόμενοι  αύτοϋ. 
Ση[ΐειωτέον  εν  τέλει  δτι  έπι  μεγάλου  βάθρου 
τοΰ  τέλους  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.Χ.,  άνακαλυφθ  έντος 
έν  τω  αύτω  Άακληπιείω  τών  Αθηνών  κ(ίΐ 
φέροντος  ανάθημα  εις  την  Ύγίειαν  και  τον 
Άσκληπιόν,  εΰρηται  ο)ς  άναθέτου  το  όνομα 
Αντίφιλος  (Βρνσωνίόο  Θριάσιος),  ού  τό  δνομα 
πληρούν  τα  ελλείποντα  γράμματα  τοΰ  έπι  τοΰ 
ανάγλυφου  άνω  της  κεφαλής  τοΰ  έκτου  ίκέτου 
ονόματος  . . . .  φΙ  ...  δυνατόν  να  άναφέρηται  εις 
τό  αυτό  πρόσωπον.  Ό  Αντίφιλος  ούτος  τοΰ 
μεγαλοπρεπούς  ημών  ανάγλυφου  ή  δυνατό  ϊσως 
να  ταυτισθή  προς  τόν  κατά  τό  δεύτερον  ήμισυ 
τοΰ  Δ'  αιώνος  δράσαντα  καΐ  <  επί  συνέοει  στρα- 
τηγικΐ]  και  ανδρεία  διαφέροντα »  Άντίφιλον, 
τόν  έν  έτει  ;523  π.  Χ.  άντικαταστήσαντα  τόν 
πρό  τής Λαμίας  πεσόντα  στρατηγόν  Λεωσθένη, 
έπιφανεΐ  δε  μάχη  νικήσαντα  έν  Θεσσαλία 
τους  Μακεδόνας  (Διόδωρου  XVI]!,  13,  (ι  και 
15,  7).  Κατά  τάς  τότε  περί  Λαμίαν  καΐ  Θεσσα- 
λίαν  συχνάς  [ΐάχας  έτραυματίσΟη  [ΐέγα  πλήθος 
τών  υπό  τόν  Άντίφιλον  ΆθηναίωΛ'  οπλιτών 
(Διόδωρου  έ.  ά.  και  έν  XVIII  17,  5).  Κατ'  άκο- 
λουθ  ίαν  δυνάμεθα  νά  ύπολάβωμεν  δτι  οί  πέντε 
ιατροί  τοΰ  άναγλύφ^ου  ημών  εΐναι  οί  τή  προ- 
νοία  τοΰ  συνετού  Αντιφίλου  μετάσχοντες  τής 
εκστρατείας  και  έπιμεληθέντες  τών  τραυματιών 
δημόσιοι  Αθηναίοι  ιατροί,  ους  τούτου  ένεκεν 
έστεφάνωσε  μεν  ή  πόλις,  άγει  δε  πρό  τών 
ιατρών  θεών  αυτός  ό  Αντίφιλος  \  Αύτη  και 
μόνη  ή  παρουσία  τοΰ  Αντιφίλου  έπι  τοΰ  ανά- 
γλυφου έδή?ιου  αμέσως  εις  τόν  Αθήναιον 
θεατήν  τών  έν  τω  Άσκληπιείφ  άναΟημάτωλ' 
τίνων  υπηρεσιών  ένεκεν  έ'τυχον  στεφάνων  παρά 

'  Πλην  τών  γνωστών  παραδειγμάτων  αμοιβής  ιατρών  έπι- 
|.ιελη•ί}έντων  τραιιματίας  μαχών,  ϊδε  κα'ι  την  έν  τφ  Άσκ?αιπιείφ 
τΎ\ζ  Κώ  εύρεθεΐσαν  ύπό  τοΰ  Κ.  ΗεΓίΓο^  κα'ι  εισέτι  άνέκδοτον, 
νομίζω,  έπιστολήν  Κνωσίοίν  κα'ι  Γορτυνίων  προς  τιμήν  τών 
ιατρών  τών  θεραπευσάντων  τους  έν  πόλεμο,)  τραυματισθέντας. 


τής  πόλεως  οί  ιατροί  ούτοι.  Τό  δε  γεγονός  δτι 
μόνον  τό  δνομα  τού  Αντιφίλου  αναγράφεται 
έπΙ  τού  ανάγλυφου  άνευ  πατρωνυμικού,  ώς 
προσώπου  πασιγνο)στου,  ενισχύει  την  έρμη- 
νείαν  ημών  ταύτην\  μεθ'  ής  άριστα  συμφωνεί 
και  ό  αμέσως  μετά  τάς  μάχας  τού  322  π.  Χ. 
χρόνος  τής  άναθέσειος  τοΰ  άναγ?ί,ύφου,  διότι 
βεβαίως  οι  ενταύθα  ώς  ώριμοι  άνδρες  εικονι- 
ζόμενοι υίοΐ  τώ^'  πρό  τού  μέσου  τού  Δ'  αιώνος 
άκμασάντων  ιατρών  Μνησιθέου  και  Διεύχους 
εΐχον  πάντως  την  ήλικίαν  ταΰτην  καΐ  έ'δρασαν 
ο)ς  δόκιμοι  ιατροί  περί  τό  322  π.  Χ. 

30.  Άριϋ'.  1333  (Πίναξ  XXX 17,  3) 

Ανά'δ-ημα  τω  Άοκληηιω  και  ττ}  'Υγιεία, 
εκ  τοΰ  '  Αακληπιείον  τών  '  Ατ^ηνών  -'. 

Άνάγλυφον  άποτελεσθέν  έξ  επτά  τεμαχίων 
ευρεθέντων  κατά  τάς  έν  έτει  1876  άνασκαφάς 
τοΰ  Άσκλιιπιείου  τών  Αθηνών.  Δεν  άνευρέθη- 
σαν  τό  προς  αριστερό  έν  τρίτον  τής  δλ'\]ς  πλα- 
κός (πλην  τής  ά\'ω  άρ.  γωνίας)  και  ή  άνο)  δεξιά 
γωνία,  συμπ?^ηρωθέντα  νύνγύι|>(ρ.  "Ο  Ρ.  ΓϋτίίΓοΙ 
έδημοσίευσεν  ώραίαν  και  σαφή  εικόνα  αυτού 
πρΙν  ή  γύ\|κι)  συιιπ/νΐ]ρωΟή.  Διαστάσεις  αυτού: 
μήκος  μεν  άρχικόν  1.30,  ύψος  δε  0,83.  Εργασία 
έπιμε?αις  τοΰ  δευτέρου  ήμίσεος  τού  Δ'  αιώνος 
π.  Χ.  Λείψανα  ερυθρού  χρωματισ[ΐού  σφζονται 
έπι  τής  κόμης  τών  προσώπων. 

Εις  τό  κέντρον  τής  παραστάσεως,  περιβαλ- 
λόμενης   ύπό    τού    συνήθους    αρχιτεκτονικού 


'  Πβλ.  τό  δνομα  Μιλτιάδης  τον  γνωσιοΓι  Σιμωνιδείου  επι- 
γράμματος προς  τιμήν  τοΰ  μετάσχοντος  τής  έν  Μαραθώνι 
μάχης  Πανός. 

'  Βιβλιογραφία  :  ΜβΓίίηβΠί,  Οαΐ.  άεί  ββΐΐί  ίη  ^εδβο  ηο  238. 

Ρ.  Οίτατά  :  Βυΐΐ.  άε  Οογγ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  160,  16. 

ΠιιΙιη  ;   ΑΓοΗαοΙ.  ΖοίΙυη^  1877,  3.  143,  9. 

Κδΐιίετ:  ΑΛεη.  ΜίίΙ.  II  (1877)  δ.  211,  Αηηι.  2. 

Ρ.  ΟίΓαΓίΙ  :   Βιιΐΐ.  (Ιε  €οη.  ΗεΙΙ.  II  (1878)  ρ.  65,  ρ1.  7. 

8>Ί)ε1,   ΚαΙ»1ο§   <1εΓ  δουΙρίιίΓεη  (1881)  8.  289-290,  η"  4000. 

Ρ.  ΟίΓ3Γ(1,  1."Α5ΐ<1έρίείοη.  ΡίΓΐδ  1882  ρ.  18  εΐ  101  ρ1.  4. 

ΟοΠίβηοη,  ΗίδΙοίΓε  <16  12  δουΙρΙιίΓε  II  ρ.  370,  ίΪ£.  190. 

ΟοΠίβηοη  -  Β3ΐιιη§3Γΐβη,  ΟεδεΗίοΗΐε  άει  Ρΐ38ΐί1;  II,  (1898) 
δ.  397,  ίί§.  190. 

ΑΓπάι-ΑιηβΙιιηβ,  ΡΙιοΙο2Γ3ρΗί8ε1ιε  ΕίηζεΙϊυίηιιΗιηεη,  δεΓίε  V 
(1892)  8.  12  ηο  1230  (I.ο^νγ). 

V.  813Ϊ8,  Μ&Γΐ)Γεδ  ει  ΙίΓοηζεδ  Ι  (1908),  ρ.  184,  1333. 

Π.  Καστριώτης,    Γλυπτά,  Τόμ.  Α'  (1908),  σελ.  233,  1333. 


252    — 


ΑΙ'&ονπα   (ΙναϋιιμαηκίΤη'  Λναγλΰψων  —  Α'.   Τίοηκία  π?,ΐνρά 


πλαισίου  μετά  παραστάίϊωΛ',  ίπιατυλιου,  γκίσου 
και  κορο)νίί)ος,  εικονίζεται  κορ(ΐός  ήενδοου  λίαν 
ύι|η|?α)ΰ  κολ  ως  κυπαοίσοου  εύίΐεος,  έ(ρ'  υύ 
έρείδετίχι  τι")  ύαΙκομένΐ]  και  τεταμεΛ'ΐι  άριστερ»^ 
χειρί  ί|  Ύγίίκι,  βαίνοιιαα  έπι  τοΰ  δεξιού  ποδός 
και  ίστα[ΐενιι  κατενώπιον  μετά  κλίσεως  πρυς 
δεξιά  της  κε((ΐ{/λΓ|ς,  ής  το  πρόσίοπον  είναι  νΰν 
(χποκεκρουσμένον.  Την  δεξιάν  έρείδει  έπι  τοΰ 
ως  εκ  τής  στάσεως  αυτής  προέχοντος  γό μόρου. 
Φέρει  δ'αΟτη  χιτώνα  μετά  βραχειών  κομβωτών 
χειρίδων,  ί(ΐάτιον  άνευ  χειρίδων  και  έπίβλη[ΐα 
περιβάλλον  τύ  [ΐέσον  τοΰ  σο^ματος,  άνερχόμε- 
νον  δε  προς  τον  άριστερον  03μον  καΐ  καταπϊ- 
πτον  όπισθεν  τοΰ  αριστερού  βρίίχίονος. 

Προ  (/.νιτής  κ(/.ι  άριστερςί  κάΟιιται  ό  'Ασκλί]- 
πιός  έπΙ  ΰρόνου  έχοντος  πόδας  ζώου  (σφιγγός 
ή  γρυπός),  κρατών  τη  δεξιά  μεταξύ  τών  γονά- 
των κ(χι  προς  τον  (ΐ)[ΐον  κεκλιμένι^ν  τί|ν  βακτη- 
ρίαν  αχιτοϋ,  άναπι/ύων  δε  και  την  άριστεράν  έπΙ 
τών  γονάτων,  ενώ  τους  πόδας  έ'χει  τεθειμένους 
έπΙύποποδίου.Τοΰθεοϋ  τούτου  σώζονται  μόνον 
τά  άκρα,  πόδες  και  χείρες,  ή  δε  κεφαλή  καΐ  το 
λοιπόν  σώμα  δεν  άνευρέθησαΛ'•  μένει  δ' όπισθεν 
αύτοΰ  αρκετός  χώρος  προς  άπεικόνισιν  καΐ 
τρίτου  Οεοΰ. 

Πρό  τοΰ  Ασκληπιού  εύρηται  βωμός  καίων, 
αποτελούμενος  έκ  δύο  εκ  π?ιακών  βαθμίδων, 
κύβου  μετά  υπερκείμενης  πλακός,  ής  ή  άνω 
παχύτερα  πλάξ  έ'χει  τά  άκρα  άπεστρογγυ?ι03- 
μένα.  ΓΙρός  τον  βωμόν  δε  τούτον  ώθεΐ  τη  δεξιά 
κρών  άνθιστάμενον  παις  ίερόδονλος,  φέρο)ν  εν 
ττ)  αριστερά  φιάλην  και  κεκαλυμμένα  έχων 
μόνον  τά  κάτω  τής  όσφύος. 

"Επονται  εξ  ίκέται  ιστάμενοι  προς  αριστερά 
μετά  κλίσεοις  κατενώπιον  εν  τη  συνήθει  περι- 
βο?41  5ί«''>  ώς  πάντοτε  σχεδόν,  πολύ  μικρότεροι 
τό  μέγεθος  τών  θεών.  Ό  πρώτος,  άτ))ρ  πωγω- 
νοφόρος,ν'^οϊ  τήν  δεξιάν  σεβίζων  τόν  θεόν,  ενώ 
τη  αριστερά  άνέχει  πτυχήν  τού  πάΛ'  τό  σώμα, 
πλην  τού  δεξιού  στήθους  και  βραχίονος,  καλύ- 
πτοντος ιματίου  αυτού.  Όμοίως  τη  δεξιά  σεβί- 
ζει  και  ή  επομένη  αύτω  γυνή,  μεθ'  ίμ»  ΐσταται 
νεάνις,  σχεδόν  κατενώπιον  εικονιζόμενη,  έχουσα 


προς  τά  κ(/το)  άμ((.οτέρας  τάς  χείρας,  ών  ή  δεξιά 
κρατεί,  μικρόν  άνυψοϋσα,  πτυχήν  τοΰ  ενδύματος 
αυτής.  Ό  τέταρτος  ικέτης,  άνήρ  ποίγοη•οφόρος, 
τήν  μεν  δεξιάν  (ραίνεται  οτι  επιθέτει  έπΙ  τοΰ 
δεξιού  ώιιου  τής  πρό  αυτού  νεανίδος,  τήν  δ  υπό 
τοΰ  ιματίου  όλο)ς  κεκαλυμμένην  άριστεράν 
έρείδει  έπι  τής  όσφύος.  Πλησίον  αύτοΰ  Ϊσταται 
κ(/.τενώπιον  πηώίην,  έχον  πάν  τό  σώμα  καΐ  αύτάς 
τάς  χείρας  κεκα/.υμμένας  υπό  πυκνών  ενδυμά- 
των. Τελευταία  ακολουθεί  ϋεράπηινα,  άνέχουσα 
τή  δεξιά  έπι  τής  κεοραίν,ής  μεγάλην  κίοτην,  ής  τό 
άν(ΐ)  μέρος  καλύπτεται  υπό  υφάσματος. 

Τό  έλ'  τφ  κέντρα)  δένδρον,  γνωστόν  καΐ  έξ 
άλλου  ομοίου  ανάγλυφου  τοΰ  Άσκ/νηπιείου 
(ϊδε  κατωτέρω  άρ.  1.•{.^.5),  δεν  επιτρέπει  νά 
παραδεχθώ[ΐεν  ότι  τό  άρχιτεκτονικόν  π/^αίσιον 
τού  ανάγλυφου  δηλοΐ,  ο)ς  συνήθος  νο[ΐίζεται, 
τό  έσο)τερικόν  ναού.  Υπέμνησε  δε  τό  δένδρον 
τούτο  τω  ΚοΗΙβΓ  (ΑΐΗ.  ΜΪΙΙ.  II  242  Ληιη),  δτι 
επιγραφή  τις  τού  αύτοΰ  Ασκληπιείου  (ΟΙΑ  Π, 
1699,  9)  αναφέρει  τινά,  δστις  «έφύτενσε '  δέν- 
δρα, προφανώς  έν  τω  τεμένει  τού  θεού,  ών 
πάντως  ό  αριθμός  δεν  ήδύνατο  νά  είναι  μέγας 
α)ς  έκ  τοΰ  στενού  τοΰ  χώρου  αυτού  και  τών 
έν  αύτώ  πυκνών  οικοδομημάτων.  Ιερά  άλση 
ή  και  μεμονο3μένα  δεΛ'δρα  έ\'  τοις  τεμένεσι  τών 
θεών  ήτό  τι  λίαν  κοινόν.  Πάντων  δε  γνωστότα- 
τον  είναι  ή  ιερά  ελαία  τού  Ερεχθείου.  Ό  Παυ- 
σανίας τόν  περίβο/ι,ον  τοΰ  Άσκ/.ηπιείου  τής 
Επιδαύρου  καλεί  «ιερόν  άλσοςτ  (Παυσαν.  II, 
27,  1  )•  δεδασωμένον  δ'  ήτο  καΐ  τό  έν  Κω 
Άσκληπιεϊον.  Πόσον  δε  μεμονωμένα  δένδρα 
προσέκειντο  αύτοΐς  τοις  ίεροϊς  οικοδομή ιιασι 
τών  Ασκληπιείων  βλέπομεν  έκ  τής  γνωστής 
επιγραφής  τών  ίαμάτων  τοΰ  Άσκ?.ηπιείου  τής 
Επιδαύρου,  καθ'  ην  Αισχίνης  τις  έγκεκοιμι- 
σ^ιένων  ήδη  τών  ικετών  έπΙ  δένδρον  τι  όναβάς 
ύπερέκνπτεΐ'  εις  τό  "Αβατον. 

Τό  επί  τού  ημετέρου  άναγ?.ύφου  δένδρον 
έχει  τό  σχή[ΐα  κορμού  γηραιάς  κυπαρίσσου, 
δπερ  ενθυμίζει  ήμίν  δτι  και  έν  τω  περιβόλω 
τοΰ  έν  Τιτάνη  Ασκληπιείου  ύπήρχον  «κυπα- 
ρίσσων δέΐ'δρα  αρχαία»  (Παυσανίου  II,  11,  6).  Αϊ 


253 


Τά   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


δύο  δε  κρήναι  τοϋ  Άσκίιηπιείου  των  'ΑΌι^Λ'ώΛ' 
και  το  έδαφος  ήσαν  κατάλλη?^α  προς  φύτευσιν 
δένδρων  δυναμένων  προς  τοις  άλλοις  να  έλατ- 
τώσωσι  το  κατά  τους  θερινούς  [ΐήνας  αναπτυσ- 
σόμενον  πνίγος  κατά  το  μεσημβρινον  τούτο 
μέρος  τής  Ακροπόλεως. 

31.  Άρι-&.  1334  (ΙΙίναξ  ΧΧΧΙΊΙί,  2} 

Άνα•&7]ματίκόν  άνάγλνφον  'Λσ:ίλητιιώ  και  Ηηιόντ) 
εκ  τον' Αατίληηιείον  τών' Α•θ•ηνων.^ 

Άνάγλυψον  λίαν  εκτυπον  εύρεΰέν  κατά  τάς 
εν  έ'τει  1876  άνασκαοράς  τού  Ασκληπιείου  των 
Αθηνών.  Μάρμαρον  πεντελτ^σιον.  "Υψος  0,(30, 
πλάτος  0,84.  Εργασία  τοϋ  μέσου  τού  τετάρτου 
αιώνος  π.  Χ. 

Ή  παράστασις  είναι  π?αιρης,  αλλά  λίαν 
(3εβλαμμένη,  μάλιστα  κατά  τάς  κεφάλας  τών 
προσώπων,  πάσας  υπό  φανατικού  τίνος  άπο- 
κρουσθείσας.  Έν  τώ  συνήθει  αρχιτεκτονικώ 
πλαισίφ  πρώτος,  αριστερά  τώ  θεο^μένω,  ϊστα- 
ται  δ  Ασκληπιός  κατενώπιον  (ΐετά  κλίσεως 
προς  δεξιά,  έν  τί)  συ\'ήθει  περιβολί]  τι]  άκάλυ- 
πτον  το  δεξιον  μέρος  τοϋ  στήθους  και  τον  δεξιύν 
βραχίονα  καταλειπούση.  Τίρ'  δεξιάν  έρείδει  έπΙ 
της  όσφύος,  ενώ  τή  αριστερά  στηρίζεται  έπΙ  τής 
υπό  την  μασχάλην  αυτού  τεθειμένης  βακτηρίας, 
περί  ην  ελίσσεται  ό  όφις.  Τον  άριστερόν  πόδα 
διασταυροΐ  υπέρ  τον  δεξιόν,  έφ'  ου  βαίνει  τό 
έπΙ  τού  βάκτρου  άναπαυό[ΐενον  σώμα  αυτού. 
Ή  τελευταία  δ'αΰτη  διασταύρωσις  τών  ποδών 
(ϊδε  και  αρ.  1345)  εΐναι  άγνωστος  εκ  περιφε- 
ρών αγαλμάτων  τού  Ασκληπιού  (πβλ.  ΚείπαοΗ 


'  Βιβλιογραφία.  Ρ.  ΟίΓβΓά  :    Βυΐΐ.   ά&  Οογγ.  ΗρΙΙ.   Ι.  (1877; 
ρ.  159,  12- 

ϋαίιη:  ΑΓοΗαοΙ.  Ζείΐϋη§  1877  ρ.  147  π"  15. 

8>τΐ3β1:  Κ&ί&Ιο§  ά«τ  δοϋΙρΙυΓβπ  ζυ  Αΐΐιεη  (1881)  3.293,  ηο  1009. 

ννοΙΙβΓδ  :  Ι5οηη6Γ  (^ΗΛίίοΚβΓ  1889  Τϊί.  Ι. 

ΑΐΗοη.    ΜΙΙΙ.    ΰά.  XVII  (1892)  5.  10,    Αηηι.  1.  "Ιδε 
αΰιόθι  σελ.  239  (ΚοΓίο). 

ΑΓΓκΙι-ΑΓηβΙιιηβ,  ΡΗοΙο^ΓϋρΙιίδοΙιβ  ΕίηζείΕΐιίηϊΙιηιεη.  δεΓίε  V 
(1902)  3.  10,  ηο1224  (1.ο«γ). 

V.  8(318,    Μ&ΓΐίΓεδ    εΐ   ΙϊΓοηζεε   <1ιι    Μαεέε    ΝιΗοιιεΙ   Ι  (1907) 
ρ.  184,   1334. 

Π.  Καστριώτης,   Γλυπτά  τοϋ  Εθνικού  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
σελ.  233.   1334. 


ΚβρβΓΐοίΓβ  ^1β  \ά  8ΐΛΐηίΐϊι•6),  άπέφευγον  δ'  ϊσο)ς 
αυτήν  οι  καλλιτέχναι  ώς  δυσχερή,  αν  και  γ\'ω- 
στήν  εξ  άλλων  θεώΛ',  ών  μεταξύ  καΐ  ή  'Υγίεια, 
(δ.  ΚείηίΐΓΐι  ε.  ά.  νοί.  Ι  ρ.  287.  Π,  300). 

Τού  Άσκ?α]πιού  προΐσταται,  κατενώπιοΛ'  και 
μικρόν  προς  τά  δεξιά  κλίνουσα,  θεά  γυντ| 
ώριμος,  ϊσως  οΰχΐ  ή  'Υγίεια,  άλλ'  ή  σχ»ζυγος 
τού  Ασκληπιού  Ήπκη)/  (ϊδε  ανωτέρω  σελ.  246), 
βαίνουσα  έπΙ  τού  αριστ.  ποδός  καΐ  τόν  δεξιόν 
προς  τά  όπισθεν  έχουσα.  Φέρει  δ'  αύττ)  ίμάτιον 
όχειρίδωτον  καΐ  έζωσ[ΐένον,  έφ'οΰ  πέπλος  άπό 
τού  αριστερού  ώ((,ου  άνερχόμελΌς  και  καλύπτων 
τό  όπισθεν  τής  κεφια?ιής,  έφ)'  ής  καΐ  ή  δεξιά  χεΙρ 
τής  θεάς,  εκείθεν  δε  κατερχόμενος  και  περι- 
βάλλο)ντό  χάτω  μέρος  τού  σώματος,  ένω  εν  τών 
άκρων  αυτού  κρέματα,ι  άπό  τής  αριστεράς  χει- 
ρός προβεβ?α]μένΐ)ς  και  φιιάλην  κρατούστις. 

Πρό  τών  θεών  ϊδρυται  βωμός  τετράγο)νος, 
υψηλού  σχήματος  μετά  βάσεως  και  άνω  πλα- 
κός, έφ'  ου  θέτει  τι  ή  εκ  φιάλης  (άπυκεκρου- 
σμένης  νύν)  σπένδει  άνήρ  ικέτης  έν  τη  συνήθει 
περιβολή.  Ή  αριστερά  αυτού  άνέχει  έν  τών 
άκρων  τού  ιματίου.  Μετ' αυτόν  δ'  έρχεται  παΐς 
ίερόδονλος  έν  έξω(ΐίδι,  ώθών  προς  τόν  βωμόν 
εύτραφέστατον  χοΓροι-.'Έπονται  τέλος  ά/Λοι  δύο 
ίκέται  μικρότεροι  καΐ  έφθαρμένοι,  πιθανώς  κο- 
ράσια, ών  τό  πρώτον  ύψτιλότερον  τού  δευτέρου. 

32.   Άριΰ:  1335  (Πίναξ  XXX 1 7,  4) 

' Ανάϋ•ημα  Νικίον  και  Μνηαιμάχον 

εις  '  Αακληπιόν  καΐ  'Υγίειαν,  εκ  τοϋ  '  Ασκληπιείου 

τών  Άϋηνών.' 

Άνάγλυφον  ελλιπές  καθ'όλόκληρον  σχεδόλ- 
τό  άριστερόν  ή[ΐισυ  μέρος  αυτού,  εύρε{)έν  δε  τώ 
1876  έν  ταΐς   άνασκαφαΐς   τού    Ασκληπιείου 


'  Βιβλιογραφία: 

Φίλιος:  Άθήνπίον  Τόμ.  Ε'  (1876)  σελ.  321-322,  άρ.  48. 

Μ3Γ(ίηε11ί,  ΟαΐΛίο^ο  άεί  ββίί'  ίη  2^*^°  "°  247. 

Ρ.  ΟίΓΗΓά  :  Βυΐΐ.  άβ  οογγ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  μ.  161,  22. 

νοη  Ουίιη:    ΑΓοΗαοΙ.  Ζείίυηβ  η°  8. 

ΑίΗεη.  Μϊιίείΐ.  II  (1877)  5.215  υηά  220-221  Ταί. 
XVI  (ώραΐον  και  μέγα  ίχνογράφημα  υπό   Ι^.  Οί(ο). 

Ρ.  Οίταιά:  Βυΐΐ.  άε  Οογγ,  ΗεΙΙέη.Τοιη.  II.  (1878)  ρ.  73  ρ1.  VIII 
(ώΐ)αία  ηουμπ?.ήρο)τος  είν.(όν). 
»         »       Ι^ΆβΙϊΙερίείοη  (ΙΆΐΚέηεδ,  Ρ&Γί5  1882  ρ.  4δ. 


254  — 


ΑΙΊΊονηα   (Ιΐ'ίΐίΙη/ίητίκηιν  άναγ^Μΐ/ιον  —  ,ί'.    /{ηιχία  πλαυρή 


των  Αθηνών  εις  πλείονα  τεμάχια,  νΟν  γΰι|κΰ 
συ[ΐπ?.η()(ΐ){)έντα  ((ίσυιιπλήοίοτον  την  είκ(')ν(χ  Ι'δε 
ένΒπ11.^1^^οπ■.  ΙΙκΙΙόη.  11  καΐ  κνΑΐΗοι.  ΜίΐΙ.  II). 
Το  άρχικον  αύτοϋ  [ΐήκος  ήτο  περίπου  Ο,ϋΟ,  τοΰ 
νϋν  δε  σφζομένου  μέρους  0,65,  ΰψος  0,57• 
Μάρ[ΐορον  πεντείιήσιον. 

Το  κέντρον  της  ύπ'  αρχιτεκτονικού  π?ναισίου 
περιβαλ?ιομενης  παραστάσεως  κατέχει  κορμός 
δένόρον  όμοιος  προ  τον  τοΰ  (η'θ)τέρου  ύπ'  άρ. 
ΐ;};5.'>  άναγ^νύορου,  μετά  (ΐόντις  της  διαφοράς 
δτι  ένταϋΟα  περιβά?ι?.ει  αυτόν  δφις  άνέρπων. 
Τ'^πι  τοΰ  δένδρου  τούτου  στηρίζεται  διά  της 
υψωμένης  αύτης  δεξιάς  ή  Ύγίεια  (νί3ν  άκέφα- 
?ιος).  δεξιά  τοΰ  κορμοΰ  ίσταμένη  κατενώπιον, 
βαίνουσα δ' έπΙ τοΰ άριστεροΰ  ποδός, έφ'ού δια- 
σταυροΐ  τον  δεξιόν  (Ί'δε  ανωτέρω  σε/ι.  254). 
Φέρει  δ'  αΰτη  χιτώνα  υψηλά  έζωσ,ιιένον  μετά 
βραχειών  χειρίδων  καΐ  [ίασχαλιστήρων,πρύςδέ 
έπίβλημα  κατερχόμενον  από  τοΰ  άριστεροΰ 
(δμου,  περιβ(/.λλον  το  κάτω  σώ[ΐα  και  καταπΐ- 
πτον  από  τοΰ  άριστεροΰ  βραχίονος,  ού  ή  χειρ 
συγκρατεί  αυτό  προς  τό  σώμα.  Δεξιά  καΐ  πρό 
αυτής  6  Άσκληπώς  (νΰν  ακέφαλος)  κάι)ηται 
προς  αριστερά  καΐ  εν  μέρει  κατενώπιον  έπΙ 
θρόνου  έχοντος  τους  προσθίους,  νΰν  δ'  άπο- 
κεκρουσμένους,  πόδας  δκίφανώς  είργοσμένους 
και  άΐ'άκλιοιν  χαμηλΐ|ν  κυρτοΰ  σχήματος,  εφ ' ης 
νωχελώς  έρείδει  τον  άριστερόν  βραχίονα  όθεός, 
ενώ  ή  δεξιά  αύτοΰ  αναπαύεται  έπΙ  τών  γονάτων. 
Τους    σανδαλοφόρους   αύτοΰ    πόδας  θέτει   ό 


ΡΓίβάβΓία1ΐ3-'ννο11εΓ3,  Οίε  ΟϊρδϊΙΐβϋδδε  ϊπΙίΙίεΓ  ΙϋΜ^νβΓίίε 
(188δ)  δ.  377,  ηο  1146. 

ΟΙΑ.,  II,  3,  1477 

ΤΙίΓΗΓηεΓ,  Η)•§ί6ία;  ΚοϊοΗβΓ'δ  ΜχΐΗοΙ.  Ι^εχ.  Ι,  2,  2782(είκών). 

Αηιβίυπβ:   Κοιηίδοΐι.  Μίΐι.  1894,   ϋ.  71. 

ΒΓυηη-ΒΓυοΐ£ΐη3ηη,  Τ,ιί.  62''- 

τ.6Γΐΐ3ΐ,  Ην^εα  ;  0&ΓεηιΙ)6Γ^  βΐ  δ^^Ηο,  ΟίοΙίοηη.  άεε  αηϊϊςαίϊ. 
Τοηι.  V.  ρ.  .328,  Γιε-  3927. 

ΑΓπιΙι-ΑιτιβΙυη^,  ΡΗοΙο^ΓβρΙιίϊο^ε  ΕίηζεΙαυίιιαΗηιεη  δεΓίε  V 
(1902)  δ.  1-2-13,  1231  (Ι.ονν>-). 

ΚίΓοΙιηει.  ΡΓθ5ορο§ΓαρΗία  .λαίο»  II  (1903)  δ.  100  η»  10337 
υηιΐ  δ.  132  π»  10817. 

V.  8ί3Ϊϊ,  ΜαΛΓ65  εΐ  1)Γοηζε5  ^1υ  Μυδέε  Ν&ΙίυηηΙ  Ι  (1907)  ρ. 
184,  1335. 

Π.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  Έθνικοϋ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
(1908)  σελ.  233,  1335. 


θεός  έπΙ  θρανίου  προτάσσων  τον  δεξιόν,  τύ 
δε  τά  κάτοί  μόνον  της  όσίρύος  τοΰ  θεοΰ  καλύ- 
πτον Ιμάτιον  κρέ(ΐαται  όπισθεν  της  (/.νακλί- 
σεως.  Ό  τύπος  ούτος,  άπ/α|  τροποποίησις  τοΰ 
εν  Έπιδαύρο)  Άσκ?νηπιοϋ,  έργου  τοΰ  Άγο- 
ρακρίτου,  ομοιάζει  τά  μέγιστα  προς  τύν  έπΙ 
ανάγλυφου  τοΰ  Καπετωλίου,  δημοσιευθέντος 
υπό  τοΰ  Αιηοΐαπ^^  (ϊδ.  Βιβλιογρα(()ί(/.ν),  έφ/  ού 
και  Ύγίεια  εικονίζεται  ομοίους,  έχουσα  διασταυ- 
ρουμένους τους  πόδας.  Παράβα^^ε  επίσης  τάς 
ανωτέρω  περιγραφείσας  (σε/ν.  149  κέξ.,  πίναξ 
XXXI)  έξ  Επιδαύρου  άναγλύπτους  μετόπας. 
Πρό  τοΰ  θεοΰ  ΐδρυται  τράπεζα  ιερά  τετρά- 
γωνος, έπι  βάσεως  τεθειμένη  καΐ  προς  βωμόν 
ομοιάζουσα  ένεκα  της  μη  διαφανούς  επεξεργα- 
σίας τών  μελών  αυτής,  σαφώς  άλ/.οις  δεδηλο^- 
μένων,  κεκα/ιυμμένη  δε  υπό  πλήθους  π/.ακουν- 
τίων  και  κα,ρπών  (ροιδίων,  ίσχάδοιν  κλπ.),  δι'ών 
κοσμεί  την  τράπεζαν  άνήρ  γυμνός  τ'  άνω  τής 
όσφύος,  προς  δεξιά  ιστάμενος  όπισθεν  τοΰ  βο)- 
μοΰ,  (κατ ' άκολουθ ίαν  μόνον  κατά  τό  άνοί  ήμισυ 
τοΰ  σώματος  αύτοΰ  ορατός),  λαμβάνουν  δ'  αυτά 
έξ  άβαθους  στρογγύ?α]ς  κίστης,  ην  κρατεί  πρό 
αύτοΰ  δι'  αμφοτέρων  τών  χειρών  ^εραπαιν'ις  ή 
μικρά  ίερόδυνλος,  ίσταμένη  κατενώπιον  όπισθεν 
τής  αυτής  τραπέζης  καλυπτούσης  τό  κάτο)  μέ- 
ρος τοΰ  σώματος  αυτής.  Έπι  τοΰ  έπιστυλίου, 
ακριβώς  άνω  τής  κεφαίαής  τοΰ  ίκέτου,  εΐλ'αι 
άναγεγραμμένον  τό  όνομα  καΐ  διιμοτικόν  αύ- 
τοΰ ^1^0^^• Αριστερά  τής  τραπέζης  ϊσταταιπρός 
δεξιά  δεύτερος  ικέτης  (νΰν  ακέφαλος)  /ι,χαρι^ευϊ 
κατά  την  επίσης  άνω  τής  κεφαλής  αύτοΰ  έπΙ 
τοΰ  έπιστυλίου  έπιγραφήν,  τή  αριστερά  κρα- 
τών παρά  τό  στήθος  πτυχήν  τοΰ  ιματίου  αύτοΰ, 
την  δε  δεξιάν  θέτων  ύπό  την  γο^νίαν  τής  τρα- 
πέζης εΙς  δή?ιωσιν  προσφοράς  τω  θεφ  τών  έπΙ 
τής  τραπέζης  καΐ  ούχΙ  εις  δήλωσιν  όρκου,  ώς 
ένόμισεν  ό  Κδΐιΐβτ.  Πρόκειται  δηλαδή  περί 
σαφοϋς  παραστάσεως  τής  ύπό  τών  έ.τιγραφών 
(€ΙΑ  II  373^.  18)  μνημονευομένης  κοσιιήπεως 
τής  κυρίως  τά  ιερά  τοΰ  Άσκ/^ηπιοΰ  ^  χαρακτη- 


Ρ.  ατ3ΐά  έν  ΒαΙΙ.  <1ε  Οοπτ.  ΗεΙΙ.  II  76-77. 


255  — 


33 


7α   ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


ριζούσης  ίερας  τραπέζης  ^  δια  της  έπ'  αυτής 
επιθέσεως  των  υπό  ικετών  «έπιφερο μένων»,  ών 
την  φΰσιν,  συμφωΛ'οΰσαν  προς  δσα  εν  τω 
αναγλύφω  ημών  β?^έπο[ΐεν,  γνωρίζομεν  πλην 
άλλων  καΐ  εκ  τών  στίχων  της  εν  αύτώ  τώ 
Ασκληπιείο)  τών  Αθηνών  συμβαινοΰσης  αντι- 
θέτου σκηΛ'ής  τοϋ  Πλούτου  τον  Αριστοφάνους 
(στίχ.  676-678): 

έπείτ'  άναβ?ιέψας    όρώ    τον    ίερ^α 

τους   φθοίς   (ΐφαρπάζοντα   και    τάς   ΐσχάδης 

άπό    της   τραπέζης   της    ίερας. 

Μετά  τον  δεύτερον  ίκέτην  σώζονται  ελάχι- 
στα λείψανα  τρίτον  τοιούτου  (ό  αριστερός  μόνον 
ώμος),  εκ  τοΰ  ονόματος  τοϋ  οποίου  έσώθη  έπι 
τοϋ  έπιστυλίου  μέρος  μόνον  τοϋ  τελικού  Σ.  "Οτι 
δε  και  ά?ιλοι  άκό[ΐη  ίκέται  εϊποντο,  καταφαίνεται 
εκ  τοϋ  μεγά?ιυυ  [ΐεγέΟους  τοϋ  άποκρουσθέντος 
τεμαχίου,  αποτελούντος  σχεδόν  τό  ήμισυ  τής 
δ?ιης  πλακός. 

Ή  υπό  τα  όνό[ΐατα  προσθήκη  τών  δημοτι- 
κών τών  ικετών  δικαίως  έγέννησε  παρά  πολλοίς 
ευθύς  εξ  αρχής  την  ύπόνοιαν,  δτι  πρόκειται 
περί  έπισή[ΐων  προσίόπων,  άρχόντ(ον  Τ]  λει- 
τουργίαν  τινά  δημοσίαν  έκτελούντων.  Γνοιρί- 
ζομεν  ήδη  εξ  επιγραφών,  δτι  ή  κόομησις  τής 
ιεράς  τραπέζης  διά  τών  υπό  τών  ικετών  έπι- 
φερομένων  ήτο  έργον  τοϋ  ιερέως  τοϋ  Ασκλη- 
πιού. Κατ'  άκολουθίαν  τόν  λαμβά^-ΟΛαα  άπό 
τής  προσκομισθείσης  κίστης  τάς  προσφοράς 
και  έπιθέτοντα  επί  τής  τραπέζης  δυνάμεί3α  νά 
θεωρήσωμεν  ώς  αυτόν  τόν  ιερέα  τοϋ  Άσκ?ιη- 
πιού,  ενώ  ό  τη  χειρί  υπέχων  τΊΐν  τράπεζαΛ'  ικέ- 
της δυνατόν  νά  εΐναι  ό  προσφέρων  αύτάς  τώ 
θεώ  ικέτης.  "Ηδη  ό  ΚίιτΗπθΓ  και  άλλοι  δικαίως 
έταύτισαν  τόν  Μνησίμαχον  προς  τόν  εν  έ'τει 
352  και  325/4  άναφερό[ΐενον  εν  ταΐς  έπιγρα- 
φαΐς  ώς  χορηγον  και  διαιτητην  Μνησίμαχον 
Άχαρνέα,  υίόν  Μενεστράτου  τού  Μίσγωνος. 
Επίσης  εν  αττική  επιγραφή  τού  323  αναφέ- 
ρεται Νικίας  Νικοστράτου  'Οήϋεν,  δν  έταύτισαν 
προς  τόν  ήμέτερον,  περί  ου  δμως  δεν  αναφέ- 


ρεται δτι  έχρημάτισε  και  ιερεύς  τού  Άσκ?.η- 
πιού.  "Αξιον  σημειώσεως  δμως  εΐναι  δτι  τό 
δνομα  Νικίας  ήτο  σύνηθες  εν  ταϊς  οίκογενείαις 
τών  άρχοίο)ν  Ελλήνων  Άσκ?.ηπιαδών. 

Ή  διά  τών  ρηθεισών  επιγραφών  βεβαιού- 
μενη ηλικία  τοϋ  άναγ?ιύφου  ημών,  ενός  τών 
τεχνικώς  αρίστων  τής  δλης  τάξεως,  έξυψοΐ  την 
σημασίαν  αυτού  διά  την  χρονο?ι,ογικήν  κατά- 
ταξίΛ'  6λοκ?α]ρου  τής  μεγά?νης  σειράς  τών  εκ 
τού  Άσκ?ιΐιπιείου  ανάγλυφων,  τοσούτφ  μά?ί.λον 
καθ'  δσον  ή  τέχνη  αυτού  είναι  υπό  πάσαν  έποψιν 
αξία  προσοχής  και  προηγμένη.  Άντι  δη?..αδτ] 
τής  συνήθους  επί  τών  αρχαιοτέρων  ομοιότυπων 
αναγλύφουν  άντιμετοίπου  παρατάξεως  και  φο- 
ράς τών  δύο  όμάδθ)ν,  θεών  καΐ  ικετών,  εχομεν 
ενταύθα  π^ιήρη  χάριτος  καΐ  οίκειότητος  γει- 
τνίασιν  θεών  και  {)νητών,  έλευθέρο)ς  καΐ  άνέ- 
τως  κινουμένο)ν,  παρέχουσαν  ήμΐν  ζωηρόν  καΐ 
ο3ραΐον  δεΐγ[ΐα  τής  κατά  τάς  τελευταίας  δεκαε- 
τηρίδας τού  Δ'  αιώνος  μεθόδου,  δι'  ης  έπεζη- 
τεΐτο  και  τελείως  έπετυγχάνετο  εύάρεστος  έντύ- 
πωσις  παρά  τω  θεατή. 

33.  Άριΰ•μ.  1336  (Πίναξ  XXXIX,  1). 

Ίκέτιδες    και    βρέφος 

έπι    τμήματος    ανάγλυφου   άνα'&ηματικον, 

έκ  τοϋ  '  Αακληηιείον  τω%'' Αϋ•ηνων  '. 

Τό  άριστερόν  μέρος  άναθΐ]ματικού  ανάγλυ- 
φου (πλάτος  0,33,  ύψος  0,68),  ευρεθέντος  εν 
ταΐς  άνασκαφαΐς  τού  Ασκληπιείου  τών  Αθη- 
νών, περιβα/ιλομένου  δε  υπό  τού  συνήθως 
αρχιτεκτονικού  πλαισίου.  Έκ  τής  παραστάσεως 
σώζονται  μόνον  δύο  ίκέται,  και  δη  γυνή  έπι  τού 
αριστερού  ποδός  βαίνουσα  προς  δεξιά,  τόν 
δεξιόν  έχουσα  προς  τά  οπίσω,  φέρουσα  δε  ί[ΐά- 
τιον  και  πέπ?ίθ•\'  καλύπτοντα  τάς  χείρας,  ών  ή 
μεν  αριστερά  κρατεί  τετράγωνον  κιβωτίδιον,  ή 


'  Βηη1νθΐιΙ)βΓ2  έν  ΑΛ.  Μί((.  1898  3.  1  ίί. 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη:  ΑτοΠαεοΙ.  Ζβίΐιιη^  1877  3.  153  ηο  34 
8)Ί5β1,  Κ3ΐ3ΐο£  άβΓ  δαηΙρΙιΐΓβη  ζυ  Αΐΐιεη  (1881)  5.299  η"  4045. 
Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά   τοϋ  ΈθΛ'ΐκοϋ  Μουσείου  Α'(1908) 
σελ.  234,   ΙΒΒΟ. 


256   — 


Α'ιϋ^ουσα  αναθηματικών  ανάγλυφων  —  Α'.   Βηρήα  πλευρά 


δε 


εξια    αναπαύεται    επι    του    σώματος  υπο  το        35.    Άριϋ^μ.    1338  ΐΠίναζ   ΧΧΧνίΙΙ,   .7/. 


στήθος.  Έπεται  θεραπαινΊς  προτάσσουσα  τον 
(χριστερόν  πόδα  καΐ  φέρουσα  δι'ά(((^οτέρων  τών 
χειρών  βρέφος  καϊ)ή[ΐενον  έπΙ  τοΰ  αριστερού 
πήχεο^ς  αυτής.  Διατήρησις  τών  μορφών  καλή. 
τέχνη  τοΰ  τέ?^ους  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ.  Μάρ- 
μαρον  πεντελήσιον. 

34.  Αριθμ.  1337  (Πίναξ  XXX Γ///,  ή). 

Ασκληπιός  έπΙ  άνα^η ματικον  ανάγλυφου, 
έκ  τον  Ασκληπιείου  των   Α•&ηνών  '. 

Μέσον  τε[ΐάχιον  άναι)ΐ][ΐατικοΰ  ανάγλυφου, 
εκ  τοΰ  Άσκ?αιπιείου  τών  Αθηνών,  περί  οΰ 
δμως  ούδεμίαν  ήδυνήθ^ιν  να  εΰρο)  σημείωσιν 
εν  τω  Μουσείω  ή  άλλως  πως  π?α]ροφορίαν. 
Έκ  της  εν  τω  συνήθει  άρχιτεκτονικώ  πλαι- 
σίω  ευρισκομένης  παραστάσεως  σώζεται  μόνος, 
αλλά  π?α'ίρης,  Άακ^.ητιώς  γυμνός  τά  άνω  της 
όσφύος,  καΰή[ΐενος  προς  αριστερά  έπΙ  θρόνου 
μετ'ί<ΐ'ακλίσεως.Τόνδε|ΐϋν  πόδα  έχει  προτεταγ- 
μένολ',  τον  δε  άριστερόν  φέρει  κάτω  τοΰ  θρό- 
νου. Την  λίαν  ύψωμένην  δεξιάν  στηρίζει  επί  τής 
κορυφής  βακτηρίας,  σχήματος  ύι|)ηλοΰ  σκή- 
πτρου, την  δε  άριστεράν  έ'χει  έπι  τής  κεφα/.ής 
δράκοντος  εξερχόμενου  κάτωθεν  τοΰ  θρόνου. 
Πρόκειται  δηλαδή  περί  κατοπτρικής  σχεδόν 
αντιγραφής  εν  τοις  κυρίοις  τοΰ  εν  Έπιδαύρορ 
χρυσελεφαντίνου  Άσκ?.ηπιοΰ  τοΰ  Θρασυμή- 
δους,  δι'  δ  καΐ  σπουδαΐον  το  παρό^'  άνά- 
γ?ι,υφον. 

"Οπισθεν  τής  κεφα?ιής  τοΰ  Άσκληπιοΰ  σώ- 
ζεται μέρος  τοΰ  βραχίονος  μετά  τής  χειρός 
προφανώς  τής  'Υγιείας,  ίστα^ιένης  και  ώς  συνή- 
θως άνεχούσης  τη  δεξιά  τον  πέπλον  πρό  τοΰ 
προσώπου  αυτής  (πρβ.  πίν.  ΧΧΧΙΥ,  1354, 
1340,  XXXV,  1346  κτλ.).  Τέχνη  τών  αρχών 
τοΰ  Γ'  αιώνος  π.  Χ.  Μάρμαρον  πεντε?^ήσιον. 
Διαστάσεις  ΰψος  0,50,  σωζόμενον  πλάτος  0,16• 


Ήπιόνη,    Αακληηιός  και  Ικέτης 

έηΐ  άνα•&ηματΐΗθΰ  ανάγλυφου  έκ  τοϋ  Ασκληπιείου 

τών    Α-&•ηνών  '. 

Άνάγ?νυ(ρον  έκ  τών  εν  ταΐς  άνασκαφαΐς  τοΰ 
Ασκληπιείου  τών  Αθηνών  ευρεθέντων,  τΟμ- 
τους  0,66,  ΰψους  0,54.  Μάρμαρον  πεντε?.ήσιον. 
Τέχνη  επιμελής  και  καλλίστη  τοΰ  δευτέρου  ήμί- 
σεος  τοΰ  Λ' αιώνος  π.Χ.  Ή  παράστασις  .περιβαλ- 
λόμενη υπό  άπ/.οϋ  αρχιτεκτονικού  πλαισίου  έκ 
δύο  παραστάδων  καΐ  έπιστυλίου,  σο)ζεται  πλή- 
ρης, άλλ'έν  τοις  καθ'έ'καστον  και  μάλιστα  κατά 
τάς  κεφάλας  είναι  βεβ?.αμμένη.  Δύο  σταυροί,  διά 
χρο)ματος  έρυθροΰ  γραφέντες  έπι  τοΰ  βθ)μοΰ 
καΐ  τοΰ  .πεδίου  τής  παραστάσεοος,  μαρτυροΰσι 
περί  τής  μεταγενεστέρας  υπό  χριστιανών  καθιε- 
ρώσεως τής  παραστάσεως,  τίς  οΐδεν  υπό  τίνα 
ονόματα  αγίων.  Ή  ώς  χριστιανικώς  εύ/ιογοΰσα 
τεταμένη  χειρ  τής  'Υγιείας  ευκόλως  ήδύνοιτο 
να  φέρη  τους  χριστιανούς  εις  την  ίδέαν  τής 
μεταβαπτίσεοίς  αυτής  εις  χριστιανήν  τίνα  άγίαν. 

Εις  τό  δεξιόν  [ΐέρος  τής  πλακός  εικονίζεται 
ό  ' Ασκ?α]7ΐιός,  πωγοίΛ'οφόρος  καΐ  καθήμενος 
προς  αριστερά  έπι  θώκου,  τορνευτούς  έχοντος 
τους  πόδας.  Τό  σώιια  τοΰ  θεού  περιβάλ?^ι 
ίμάτιον,  κα/.ύπτον  ώς  συνήθως  πάν  τό  σώμα 
αυτού  πλην  τοΰ  δεξιού    μέρους  τοΰ   στήθους 


'  Βιβλιογραφία  : 

Π.  Καστριώτης,   Τλνπτα  τοΟ   ΈθΎΐκοΟ   Μουσείου   Ι   σελ. 
243,  άρ.  1.337. 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟίΓ3Γ<1,  ΒϋΙΙ.  άε  Οοιτ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  158,  11. 

ΜβΠίηοΙΗ,  Ο2ΐ&1ο0ο  άεί  βεΙΙί  βη  β6550  η"  239. 

Ουίιη:  Αγο1ι26ο1.  ΖβίΙυηβ  1877.  8.  146,  η"  14. 

.•Μ1ι.  ΜίιΛ.  II  (1877)  3.  221-222  τ3ί.  XVII. 

8>Ί3β1,  ΚΕίαΙος  άβΓ  βουΙρΙΟΓεη  ζα  Λΐΐιεη    (1881)  3.  292-293, 
η"  4008. 

ΡΓίβ(1εΓίοΙΐ8-\Λ^ο11βΓ5,    Ό'ιβ    Οίρ5»1)§τί55β   ΐηΙίΙςεΓ  ΒίΜ\νεΓΐ(ε 
(1885)  8.  378  η"  1149. 

Βηιηη-ΒΓυοΙεπΐ3ηη,  62. 

δίΐιΐ,    Οίε    ΟεΙιαιάεπ    άΐτ    Οπεοΐιεη    ηηά   ΚδηιεΓ    (1890)    5. 
319  και  .323. 

ΖίεΙιεη,    8(υά!εη    ζυ   άεη  .^βΙίΙερίοδΓεΙϊείε :   ΑΛ.    ΜϊΙΙ.    XVII 
(1892)  5.  230,  .ληηι.  2. 

ΑΓηίΙΙ-ΑιηεΙυηβ,  Ρ1ιοΙθ£Γ2ρ1ιί5θΗε  Είηζεΐΐαίηαίιιηεη.  δεΓίε  V 
(1902)  δ.  13-14  π"  12.32  (Ι^οκ-γ). 

V.   8(315,    ΜΐΓΐ)Γβδ    ε[   ΙίΓοηζεβ   άα   Μοβέβ  Ν3ΐϊοη3ΐ  Ι  (1907) 
ρ.  18δ,  1.338. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈΟνικοϋ  Μουσείου  Α  (1908) 
σελ.  234,  1338. 


257 


2α  ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


και  τοί3  δεξιοΰ  βραχίονας,  ούτινος  υψουμένου 
ή  χειρ  στηρίζεται  έπι  σκήπτρου,  ένω  ή  αριστερά 
αναπαύεται  έπι  των  γονάτων  αύτοΰ.  Ύπό  τον 
•Ο-ρόνον  έ?ιίσσεται  ό  δψις,  ύψοχ) μένος  προς  τα 
δεξιά  τοϋ  θεοϋ,  ένθα,  υπέρ  τα  γόνατα,  αναφαί- 
νεται ή  κεφαλή  αύτοΰ  προς  τον  θεόν  στρεφό- 
μενη. Προ  τοΰ  Άσκ?ι,ηπιοϋ,  εις  άρκετήν  άπό- 
στασιν,  ΐδρυται  βωμός  τετράγωνος,  υψηλός 
έπΙ  βάσεως,  έχων  δ'  έγγεγλυμμένον  κατά  το  άνω 
τρίτον  αύτοΰ  μέρος  άέτω[ΐα.  Μεταξύ  δε  τοΰ  βω- 
μού τούτου  και  τοΰ  ήρέ[ΐα  ώς  ΰεατοΰ  καθήμε- 
νου Ασκληπιού  ΐσταται,  ώς  κύριον  καΐ  δρών 
πρόσωπον  της  δ?>.ης  παραστάσεο^ς,  γυνή,  ή 
Ήπιόνη,  βαίνουσα  έπι  τοϋ  δεξιού  ποδός  και 
τον  άριστερόν  έχουσα  προς  τα  οπίσω.  Το  σώμα 
αυτής  περιβάλλει  πάνυ  λεπτός,  άχειρίδωτος,  τώ 
σίόματι  ακριβώς  προσηρμοσμένος  άλλ'  άζω- 
στος  χιτών,  έφ'  ου  πέπλος  από  τοΰ  αριστερού 
αυτής  ώμου  κατερχόμενος  και  τό  κάτω  μέρος 
τοΰ  σώματος  περιβάλλων,  ανερχόμενος  δε  και 
συγκρατού μένος  προς  τό  σώμα  ύπό  τής  παρά 
τήν  κοιλίαν  κατερχο[ΐένης  αριστεράς  χειρός. 
Τήν  δεξιάν  αυτής  ύψούσα  ή  θεά  έχει  αυτήν 
μετά  τής  παλάμης  ανοικτής  καΐ  προς  τά  κάτω 
έστραμμένης,  ακριβώς  άνω  τής  κεφαλής  ίκετου 
έχοντος  εν  τή  αρ.  κιβωτίδιον  και  ίσταιιένου 
αριστερά  τοΰ  βωμού  εν  τή  συνήθει  περιβολή 
καΐ  στάσει  τών  τους  θεούς  τή  δεξιά  σεβιζόν- 
των  Άθτ|ναίων  ικετών. 

Ή  τό  παρόν  άνάγλυφον  χαρακτηρίζουσα 
χειρονομία  τής  θεάς  δηλοΐ  πάντως  ενταύθα 
τήν  προστασίαν  εκείνων  τών  θεών  υπέρ  τών 
ικετών,  τήν  διά  τής  υπερτάσεως  τής  δεξιάς  έκ- 
φραζομένΐ]ν  (ύπερεχειν,  ύπερτείνειν  τίρ'  χείρα) 
προστασίαν,  ην  δ  θνητός  ευχόμενος  έπεκαλεΐτο 
εν  πάση  ανάγκη,  δι'  εκφράσεων  αναλόγων 
προς  τήν  «ενχομένω  τε  πάρει,  χείρα  δ'  νπερϋ•εν 
εχειν»  (ΚαΐΜ,  Ερϊ^ΓαΓηιτι.  Ογ.  831, 10),  εξ  ου  και 
«νπερδέξιοι»  οί  προστάται  και  εύεργέται  θεοί, 
ων  εις  καΐ  ή  έπΙ  τοΰ  μνημείου  ημών  δρώσα 
θεά.  (Παράβαλε  κατωτέρω  τά  περί  τοΰ  ύπ' 
αριθ.  1841  ανάγλυφου,  ένθα  γράφομεν  και 
περί  τής  εν  αρχαία  περιγραφή  Άσκληπιακού 


ανάγλυφου  συγγεΛ'οΰς  άλλ'  ούχι  και  ταυτοσή- 
μου φράσεως  «παρεστηκεν  δε  ό  ■δ'εός  (Ασκλη- 
πιός) και  όρέγει  οί  την  παιώνιον  χείρα»  (Σουΐ- 
δας,  εν  λ.  Θεόπομπος). 

36.   Άριϋ'μ.  1339  (Πίναξ    XXX !'///.    Ι). 

Ασκληπιός,  'Υγίεια  η  Ηπιόνη  και  Ικέτης  έπι 
άνα•&ηματικοϋ  ανάγλυφου  εκ  τον'Ασκληπιείον 
τών  Ά•9•ηνών  ^. 

Π?ν,άξ  τετράγωνος  πεντελησίου  μαρμάρου, 
πλάτους  0,(57,  ύψους  0,47,  περιβαλ?»,ομένη  ύπό 
τοΰ  συνήθους  αρχιτεκτονικού  ναο[ΐόρφου  πλαι- 
σίου, μετά  παραστάδοίν,  έπιστυλίου,  κορωνί- 
δος  και  άκροοτηρίων,  ευρεθείσα  δ'  εν  ταΐς  άνα- 
οκα(^αΙς  τοΰ  Ασκληπιείου  τών  Αθηνών. 

Ή  παράστασις  εΐναι  πλήρης  (ελλείπει  μόνον 
ή  άνω  αριστερά  γωνία  τής  πλακός),  άλλ'  αϊ 
μορφαι  πάσαι  έχουσι  μεγάλως  διαβρωΰή  ύπό 
τής  υγρασίας.  Κέντρον  τής  δσον  απλής  τόσον 
και  κομψής  παραστάσεως  ταύτης  αποτελεί  ό  εν 
τώ  μέσω  αυτής  Ασκληπιός,  καθή  μένος  προς  δε- 
ξιά επί  θρόνου  κο^ιψυύ,  καμπύλους  έχοντος 
τους  πόδας  καΐ  τήν  άνάκλισιν,  έφ'  ής  και  ανα- 
παύεται ό  δεξιός  τού  θεού  βραχίων,  ενώ  ή 
καΰέτως  υψούμενη  αριστερά  αύτοΰ  έστηρίζετο 
έπΙ  σκήπτρου  νύν  αφανούς,  ώς  έκ  μετάλλου 
αρχικώς  ποιηθέντος,  καθ'  ά  δεικνύει  ή  κάτω 
τού  άγκώνος  τής  αριστεράς  τού  θεού  σωθείσα 
έπΙ  τού  π?ιακός  όπΐ)  προσαρ[ΐογής.  Τό  κάτω 
τής  όσφύος  σώμα  τού  θεού  καλύπτεται  πάν 
ύπό  ιματίου,  ου  ή  μεν  τών  άκρων  ανέρχεται 
καΐ   περιβάλλει  τόν  έπΙ    τής  άνακλίσεως  τού 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  Οή•3Γ(1;  ΒιιΠ.  (3θ  Οογγ.  Ηβΐΐέηίςυβ  Ι  (1877)  ρ.  157,  2. 

ΟυΙιη  :   ΑΓοΙιαεοΙ.  Ζβίΐυη^  1877,  5.  142-14.3,  η"  7. 

ΜαΓίίηεΙΙί,  €αΙα1ο§ο  άεί  ^^^ί  '"  0655ο  η"  252. 

3}τΐ3β1,  Κ3ΐ3ΐο2  άβΓ  δοπίρΐυτεο  ζ\\  ΑΛεπ  (1881)  5.  295, 
η»  4019. 

ΡηβάβΓΪο1ΐ8-ννο11εΓ5,  Οίε  ΟΊρδϊΙί^ϋδίε  &ιιίί1;βΓ  ΒίΙάλνεΛε 
(1885)  8.  376,  η"  1144. 

Κοβρρ:  ΑΐΙι.  Μίΐι.  1885  5.  259. 

Ζίεΐιβη:  ΑΙΗ.  ΜΐΙί.  1892  8.  246. 

ΑΓπάΙ-  Απιβίυηι;,  Ρ1ιοΙο§;Γ3ρ1ιί5θΗ6  ΕίηζεΙϊυ£ιια1ιιηεη.  δειίε  V 
(1902)  δ.  10-11  η"  1227  (η.  δ,  9,  η"  1222)  [Ι.ο«7]. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  Έϋνικοϋ  Μουσείου,  τόμ.  Α' 
(1908)  δ.  234,  1339. 


258 


Δΐϋ^οναη   άναί^ι/μητικίΤιν  άναγλΰψων 


Λ'.   11 


οοκκι   π/^'νρα 


ίΐρόνου  (χναπαυό[ΐρν()ν  δεξιόν  αύτοϋ  βραχίονα, 
εκείθεν  δε  τους  α)[ΐους  κα?^ύπτον  βαίνει  υπέρ 
τον  άριστερόν  αύτοϋ  βραχίονα,  άφ'  ου  καΐ 
κρε(ΐαται.  Τους  δί•  π()δας  (ίύτοΰ  έχει  ό  θεός  έπΙ 
υποποδίου,  προτάοσων  [ΐέν  λίαν  τον  άριστερόν, 
τον  δε  δεξιύν  άποσύρο)ν  ύπύ  τον  θρόνον. 

Όπισθεν  δε  τοΰ  Ασκληπιού  ϊσταται  ϋεά, 
βαίνουσα  έπΙ  τοΰ  δεξιοϋ  ποδός,  έφ'  ου  δια- 
σταυροΐ  τον  άριστερόν.  Πετούσα  δε  έπΙ  της 
άνακλίσείος  τοΰ  {)ρόνου  τοΰ  ΐΐεοΰ  τΐρ'  δεξιάν 
καΐ  έπ' αυτής  τον  αγκώνα  της  αριστεράς,  οΰτϋ)ς 
έρείδουσα  το  προς  τα  εμπρός  κλίνον  σώ[ΐα 
αυτής.  Φέρει  δ'  αΰτη  ποδήρη,  άχειρίδωτον  δια- 
φανή χιτώνα  καΐ  έπ' αύτοϋ  πέπ?^ον,  έρρΐ[ΐμέΛΌν 
έπΙ  τής  κεφα?οής,  άνεχό[ΐενον  υπό  τής  (απολε- 
σθείσης) αριστεράς  πρό  τοΰ  προσ(όπου  καΐ 
περιβάλλοντα  μέχρι  των  κνημών  το  σώμα,  πρό 
τοΰ  όποιου  και  αιωρείται  έν  (ΐέρει  εις  συμ- 
παγή ογκον. 

Αμφότεροι  οι  θεοί  βλέπουσι  προς  Ικέτην, 
ίστάμενον  πρό  αυτών  έν  τή  συνήΰει  περιβο?ιή 
καΐ  στάσει  τών  Άθηναίοη'  ικετών  [ΐετ'  άνατε- 
ταμένης  εις  δέησιν  τής  δεξιάς  αύτοϋ. 

Τό  ίσχνόν  τοΰ  σώματος  τής  έλ-ταϋθα  θεάς 
καΐ  ό  πέπλος  αυτής -έχρησί^ιευσαν  ώς  κύριον 
επιχείρημα  τών  παραδεχόμενων  δύο  τύπους 
Ύγιείας,  καΐ  δη  τόν  μεν  κόρης  παρθένου,  τόν  δε 
γυναικός  ενίοτε  πεπλοφόρου.  Παρατηρώ  δμως 
δτι  πάν  άλλο  ή  βέβαιον  εΐναι  οτι  εχο[ΐεν  ενταύθα 
παρθενικόν  τύπον  κόρης  καΐ  ούχΙ  ώριμον  γυ- 
ναικός. Ή  υγρασία  έ'χει  τόσον  πολύ  διαβρώσει 
τό  μάρμαρον,  ώστε  τό  περίγραμμα  πασών  τών 
με?^ών  τών  μορφών  τής  παραστάσεως  άπε?ιε- 
πτύνΟη,  άπολέσαΛ'  εντελώς  την  άρχικήν  αύτοϋ 
μορφήν  έπΙ  τοσούτον,  ώστε  καΐ  τα  μάλλον  ευ- 
τραφή μέ?.η  φαίνονται  νϋν  ώς  φθισιώντα• 
άρκεΐ  δε  να  ρίψη  τις  εν  βλέμ^ια  εις  τους  τρα- 
χήλους καΐ  τών  τριών  μορφών,  ίνα  πεισθή 
περί  τούτου  (παράβαλε  και  τό  όμοίαν  τύχην 
ύποστάν  άνάγ?ιυφον,  πίναξ  XXXIX,  4).  Κατά 
ταύτα  ε'ις  έμέ  πιθανώτερον  φαίνεται  δτι  καΐ  ή 
πεπλοφόρος  αΰτη  μορφή  ήτο  αρχικώς  ώς  αί 
τών  ανωτέρω  αρ.  1331,   1334   νΧπ.   μητρικού 


και  ούχΙ  παρθενικού  περιγράμματος,  κατ'  (/.κο- 
λουθίαν  δτι  συνετοηερον  είναι  νά  καλέσίομεν 
αύτί|ν  ΊΙπιόνην  ή  'Υγίειαν. 

37.   Άριϋ-μ.   1340  (Πίναξ  XXXIV). 

Ασκληπιός,  Ύγίεια,  βράχος  και  Ικέτης 
έπΙ  ανάγλυφου  έκ  τοΰ  ^Αακληηιείου  των  Α-&ηνών  '. 

ΙΙλάξ  πεντε?ί.ησίου  μαρμάρου,  μετ'  εμβόλου 
προς  έκσφήνοισιν,  ύψους  0,73,  πλάτους  Ο,όδ, 
άποτελεσΟεΐσα  έκ  τεσσάρων  τεμαχίοιν  εύρε- 
θέντίον  κατά  τάς  έν  έτει  1876  (/.νασκαφάς  τοϋ 
Άσκ/^ίπιείου  τών  Άθιινών,  αποτελούντων  δε 
παράστασιν,  υπό  τοΰ  συνήθως  αρχιτεκτονικού 
πλαισίου  περιβαλ?νθμένην,  ης  νΰν  σφζονται  μό- 
νον τα  δύο  πλάγια  άκρα  καΐ  μικρόν  μέρος  τοϋ 
προς  άρ.  [ΐέσου  μέρους. 

Αριστερά  σώζεται  προηη  ή  '  Υγίειη,  εικονι- 
ζόμενη ώς  κόρη  βαίνουσα  κατενώπιον  έπι  τοϋ 
αριστερού  ποδός,  άλλα  την  κεφαλήν — ης  (ΐόνης 
ελλείπει  τό  πρόσθιον  άπό  τοϋ  κρανίου  μέχρι 
τής  ρινός  μέρος — έχουσα  προς  δεξιά  έστραμ- 
μένΐ]ν  καΐ  ελαφρώς  προς  τα  κάτοϊ  κλίνουσαν. 
Τό  σώμα  δ '  αυτής  περιβά/^.ει  πο/.ύπτυχος,  έλα- 
φρόζ»  χειριδθ)τός  χιτών  [ΐετ'  άποπτύγματος, 
έφ'  ου  έπίβλημα  άπό  τοϋ  αριστερού  ώμου 
κατερχόμεΛΌΛ',  τόν  δεξιόν  οιμον  καΐ  βραχίονα 
καλύπτον,  εκείθεν  δε  ύπό  την  δεξιάν  χεΐρα  πάν 
τό  κάτω  σώ[ΐα  κα?.ύπτον  καΐ  άνερχόκενον  περί 
την  όσφύν,  ένθα  συγκρατεί  αυτό  ό  αριστερός 
άγκών  τής  ϋεάς,  ης  ή  χεΙρ  προς  τό  στήθος  ανυ- 
ψωμένη ούσα  έπι?ναμβάνεται  τών  άκρων  αύτοϋ. 

Αμέσως  πρό  τής  Ύγιείας  ϊσταται  ό  Ασκλη- 
πιός προς  δεξιά  βαίνων  έπι  τοϋ  αριστερού  πο- 
δός και  τόν  δεξιόν  έχων  προς  τά  όπίσοχ  Τοϋ 
θεού  δ '  δμως  τούτου  σώζονται  μόνον  τά  κάτω 
τών    γονάτων     άκρα•    άλλα    τή    βοηθεία    τοΰ 


»  Βιβλιογραφία  :  Ψ.ΟϊτΛχά.  ΒπΙΙ.  Οογγ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  166, 
η»  δ1  (τό  άριστερσ\'  άνω  τεμάχιον). 

Ουίιη;  ΑγοΙι.  Ζείιαη^  1877  5.  161-162  ηο  67  (τό  άριοτερόν 
άνω  τεμάχιον). 

δ>Ί>βΙ,  Κϊΐαίος  άβΓ  δοαΙρΙϋΓβη  τα  Αΐΐιεη  (1881)  .ί.  306,  η° 
4236  (τό  άριστερόν  άνω  τεμάχιον),  5.  823  η"  4633  (τό  κάτω 
άριστερόν  τεμάχιον  (πόδες  Ύγιείας). 

V.  8*318,  ΜϊΓΐΐΓβϊ  άα  Μικέβ  Νίΐίοηίΐ  Ι  (1907)  ρ.  185  η"  1340. 

Π.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  Έθν.  Μουσ.  (1908)  σ.  234 1340. 


—    259 


Ια   άνάγλνφα  πλην  των  επιτύμβιων 


αμέσως  κατωτέρω  επομένου  ό[»,οίου  (ύπ'  αρ. 
1341)  ανάγλυφου  δυνάμεθα  να  αναπαραστή- 
σω μεν  την  μορφή  ν  αύτοί3. 

Είς  το  έτερον  οίκρον  της  π?ιακός  ΐσταται 
προς  αριστερά,  μέρος  της  δεξιάς  παραστάδος 
τοΰ  πλαισίου  κα?ιΰπτων,  ικέτης  πωγωΑ'οφορος 
ανήρ  εν  τί)  συνήθει  στίχσει  και  περιβο?α|  των 
Αθηναίων  ικετών  άνατείνων  ε'ις  δέησιν  τήν  δε- 
ξιάν  αύτοΰ,  ένφ  δια  τοΰ  βραχίονος  της  αριστε- 
ράς άνέχει  μέρος  τοΰ  ενδύματος  αύτοϋ.  Μεταξύ 
δε  τοΰ  Ασκληπιού  καΐ  τού  ίκέτου  εγείρεται 
μέγας  βράχος  (βωμός ; ;),  ού  σορζονται  μόνον  τα 
δύο  κάτω  άκρα  παρά  τον  ΆσκλΊ]πιΟΛ'  καΐ  τον 
ίκέτην.  Λείχ|)ανα  περίεργα  παρά  τήν  χεΐρα  τοΰ 
ίκέτου  δεικνύουσιν  οτι  ό  βράχος,  ή  τι  των  έπ' 
αύτοΰ,  ύψοΰτο  μέχρι  τοΰ  σημείου  τούτου. 

Ή  εκφρασις  των  προσώπων  εΐναι  αυστηρά, 
ή  ΐ,ρ^ιααία  λίαν  επιμελής,  ή  δε  τέχνη  αρχαΐζουσα 
πως  και  πάντως  ανήκουσα  είς  τήν  πρώτην  δε- 
καετηρίδα της  εν  ετει  420  π.  Χ.  ιδρύσεως  τοΰ 
εν  Άθ^ίναις  Ασκληπιείου. 

38.  Άρίϋ:   1341  (ΠΙναξ  XXXIV). 

Ασκληπιός,  'Ιααώ,  Πανάκεια  και  ■&νητός  Ιηπενς' 
ανάγλυφαν  εκ  των  ανασκαφών  τοϋ  Άοκλη- 
ηιείον   των  ' Αϋ^ηνών  '. 

Πλάξ  πεντελησίου  μαρμάρου  τετράγωνος, 
ΰψους   0,27,  πλάτους   σφζομένου   0,26,   άνευ 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ατΆτά:  ΒιιΙΙ.  <16  Οογγ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  161,  η"  23. 

Οαίιη;    ΑΐΗεη    ΜΪΙΙ.   II  (]877)    δ.  214-217    Ταί.  XIV  (Ίχνο- 
γράφτιμα  τοΰ  1..  ΟΐΙο). 

ΜίΐΓΐίηβΙΙί:  ΟϊΙ&Ιο^ο  άεί  2«11ί  ίη  ^βδδο,  ηο  248. 

Ουίιη:  Αιοΐι&βοΐ.  ΖείΙιιη^  1877  δ.  140,  1. 

ΜίΙοΙιΙιδίβΓ;  ΑΛ.  Μϋΐείΐ.  1880  5.  207  υηά  210  Αηηι.  2. 
»  Οίε  Μιΐδοεη  ΑΐΗεπδ  ρ.  48,  4. 

8^ΐ3βΙ,  Κιΐίΐοβ   άεπ  δεαΙρΙϋΓεη    ζυ  ΑΛεη   (1881)   δ.  .512-.313 
η"  4327. 

1.ιΐ05'  Μ.  ΜίΐοΗεΙΙ,  Α  ΚίδΙοΓ)"  ο£  ίηοίεηΐ  δειιΙρΙιίΓε  δ.  379. 

ΡΓίεάεηοΙίδ  -  ννοΓίεΓβ,   Οίε  ΟίρδίΙι^ίίδδε    αηΙίΙίεΓ    ΒϋάινεΛε 
(1885)  δ.  376  η"  1143. 

Κοερρ:  ΑίΗ.  Μί«.  188.')  δ.  260. 

ΒΗη^ςεηΙϊβΓβ;  Αιΐι.  Μίιΐ.  1899  δ.  303. 

Ι..<5νβ,  Όε  Αε80ΐι1αρϋ  ίί^υτα  ρ.  18  κέξ. 

ΑΓπάΙ-ΑπιβΙυη^,  ΡΗοΙο^ΓαρΙιίδοΙιε  ΕΐηζεΙαυίηίΐΗιηεη.  δετίε  V 
(1902)   δ.  6-7  η"  1220  (Ι,ο^γ). 

V.  81313,  ΜαΓΐ)Γε5  (Ιιι  Μαδέε  Νίΐΐοηαΐ  Ι  (1907)  ρ.  18.5  η"  1341. 

Π.  Καστριώτης,  Τλνπτά  Έ«ν.  Μουσ.  Α'  (1908)  σ.  235,  1341. 


αρχιτεκτονικού  τίνος  πλαισίου,  ελλιπής  δε  κατά 
τήν  δεξιάν  πλευράν  όλόκληρον  και  κατά  τήν 
άνω  άριστεράν  γωνία^',  μεΰ'  ής  άπεκρούσθη 
και  το  άνω  ήμισυ  της  τελευταίας  έπ' αύτοΰ  θεάς. 

Έν  τω  [ΐέσω  της  παραστάσεως  ΐσταται  προς 
δεξιά  ό  Άσκλι/πιός,  βαίνων  έπΙ  τοΰ  αριστερού 
ποδός  καΐ  τον  δεξιόν  έχων  προς  τά  οπίσω,  περι- 
βεβλημένος δε  ίμάτιον  κατά  τον  συνήθη  τρό- 
πον τον  καταλείποντα  γυμνόν  μόνον  το  στήθος 
και  τήν  δεξιάν  αύτοΰ,  ην  ενταύθα  στηρίζει  έπΙ 
της  όσφιύος,  ενώ  τή  αριστερά,  προς  τά  κάτω 
φερομένη,  κρατεί  τήν  ϊσως  ύπο  τί|ν  μασχά- 
λΊ]ν  αύτοΰ  τεΰειμένην  βακτηρίαν,  νύν  έντε?^ώς 
αφανή,  ώς  χρώματι  μόνον  αρχικώς  δηλωθεΐ- 
σαν,  περί  ην  ίσως  είλίσσετο  δφις,  επίσης  μόνον 
χρώ[ΐατι  δηλωθείς.  Το  βλέμμα  της  άνευ  της 
συ\'ήθους  προς  τά  έμπρύς  κλίσεως  ποιηθείσης, 
στροφίϋ)  δε  περιβεβ/.ΐ)μένης  κεφαλής  αύτοΰ 
κατέρχεται  έπΙ  τοΰ  προ  αύτοΰ  μικρότερου  το 
μέγεθος,  θνΐΐτοΰ  ίκέτου. 

"Οπισθεν  δε  τοΰ  θεού  και  είς  μέγεθος  κατά 
τι  μικρότερον  αύτοΰ  εικονίζονται  ίστάμεναι 
δύο  '&εαΐ  κυραι,  .τ;ρο(()(η'ώς  ή  δυάς  των  έν  τω 
Άσκληπιείω  τώ\'  Αθηνών  βοΐ){3ών  και  συλλα- 
τρευο μένων  αύτώ  θυγατέρων  αύτοΰ  'Ιασονς  και 
Πανάκειας ',  ο')ν  ή  πρώτη  τύ  έν  μέρει  κατε- 
νώπιον  είκονιζόμενον  σώμα  αυτής  στηρίζει 
έπΙ  τοΰ  αριστερού  ποδός,  τήν  δ'  άριστεράν 
χεΐρα  θέτει  οίκείως  έπι  τοΰ  ώμου  τοΰ  πατρός 
αυτής,  ένώ  έν  τη  προς  τά  κάτω  κρεμάμενη 
δεξιά  κρατεί  προχόην. 

Τήν  κόμην  τής  προς  τά  δεξιά  έστραμμένης, 
κεκλιμένης  καΐ  προς  τόν  ίκέτην  έπίσΊ|ς  άπυβλε- 
πούσης  κεφα?ιής  αυτής  περιβάλλει  ό  συνήθης 
εξ  υφάσματος  κεκρύφαλος,  τό  δε  σώμα  χιτών 
άχειρίδωτος,  έφ'  ού  έπίβλημα  καλύπτον  τά 
κάτω  τής  όσφύος,  ένφ  τριγωνική  αύτοΰ  άκρα 
κρέμαται  προς  τά  εμπρός. 

"Οπισθεν  αυτής  ΐσταται,  κατά  τό  κάτω  μό- 
νον ήμισυ  αυτής  σωζόμενη,  ή  άδε?ιφή   αυτής 


'  Πβλ.  Άριστοφ.  Πλοΰτον  στίχ.  701-702 :  .  .  .  '7«σώ  μέν 
γ'  επακολονϋοϋσ'  αμα  ν.Ύηρυ&ρίααε  /ή  Πανάκιι'  άπεοτραψη.  "Ιδε 
και  στίχ.  730. 


260 


Αϊ'&ονοα  αναΰίΐμαηκίΤη'  ανάγλυφων — Λ'.  Βαρεία  πλευρά 


κόρτ),  πολνπτν/βν  χιτώνοχ  φέρουσα,  έπι  τοΰ 
ήεξιοΐ)  ποδός  βαίνουοί/.  χαλ  τον  άριστερον  προ- 
τάσσίΐυσα,  έπιλαμβανομένη  δε  οίκείως  ττ)  δεξιςΐ 
χειρί  τοΰ  βραχίονος  της  προ  (λϋτΓις  ιστάμε- 
νης (/δε?ιφής. 

Αμέσως  προ  της  τριάδος  ταύτης  των  ϋεών 
ισταται  ικέτης  πωγωνο(ρόρος,  φέρων  την  συνήϋη 
των  Αθηναίων  ιππέων  περιβολήν,  πΐλον  και 
βραχύ  έζωσμένον  ίμάτιον.  Την  δεξιάν  αύτοΰ 
άνατείνει  προσευ/ό μένος  τοις  προ  αύτοϋ  Όεοΐς, 
τη  δε  προς  τα  οπίσω  κρεμάμενη  αριστερά 
κρατεί  τα  ηνία  ίππου,  όπισθεν  αύτοΰ  ίστα- 
[ΐένου,  οδ  σώζεται  νΰν  μόνον  το  κάτω  }ΐέ- 
ρος  της  κεφαλής.  "Αν  6  ίππεύς  δέεται  υπέρ  της 
ύγιείας  τοΰ  ίππου  ή  ικίνον  έαυτοϋ,  τον  ΐππον 
εχο3ν  ως  διακριτικον  γνώρισμα  της  τάξε(ος  εις 
ηΛ'  άνηκεν,  είναι  άδηλον.  Τα  χαρακτιιριστικά  τοΰ 
προσώπου  τοΰ  ίκέτου  τούτου,  μά?αστα  ή  ρίς, 
είναι  λίαν  εικονιστικά,  το  δ'  δνομα  αύτοΰ  έδή- 
λου  ή  αμέσως  άνω  της  κεφα?ν,ής  αύτοΰ  δίστι- 
χος  επιγραφή,  ής  σώζεται  μόνον  ή  αρχή  ^,^,,, 
ή  συνήΰως  άν(έϋ^ηκε)  Σω(κράτης)  ή  Σω(ναύτης) 
άναγινωσκο μένη.  Επειδή  δμοκ  ή  πρόταξις  τοΰ 
ανέϋ>ικεν  εΐναι  άσυνήθιις  και  βεβιασμένη,  προ- 
τιμώ[ΐεν  να  άναγνώσωιιεν  δνο}ΐά  τι  κύριον 
μετά  τοΰ  πατρωνυμικού  ή  δημοτικού  (πβλ. 
ανωτέρω  σελ.  255). 

"Αν  και  ή  επιγραφή  αύτη  δεν  εΐναι,  ώς  υπό 
τίνων  έθεοορήθΐ],  προευκλείδειος,  βέβαιον  παρα- 
μένει δτι  το  παρύν  άνάγλυφον  είναι  το  άρχαιό- 
τεροΛ'  πάντων  τών  εις  τήν  λατρείαν  τού  Άσκ?νη- 
πιού  τών  Αθηνών  άναφερο μένουν,  ανήκον  εις 
τήν  πρώτην  δεκαετηρίδα  της  εν  έ'τει  420 
ιδρύσεως  τοΰ  Ασκληπιείου  τών  Άί)ηνών.  Ή 
αύστηρότης  τών  μορφώλ',  ή  έ'λλειψις  αρχιτε- 
κτονικού πλαισίου,  ή  ακριβώς  εν  καταγραφή 
άπεικόνισις  τών  κεφαλών  και  ή  εν  γένει  τεχνο- 
τροπία, εν  ή  λείψανα  αρχαϊσμού,  βεβαιοΰσι 
τήν  χρονολόγησιν  ταύτην.  Τδιαιτέρως  δε  δια- 
φέρουσα εΐναι  ή  κεφαλή  τού  Άσκ/ιηπιού,  προς 
ην  παραβλητέα  ή  έπΙ  ένίων  αμέσως  μετά  το 
421  π.  Χ.  κοπέντων  νομισμάτων  της  "Ηλιδος 
κεφαλή  Διός  (ΒΜΟ.  Ρείοροηοδδΐΐδ  ρ.  64,  54,  ρ1. 


XII,   10=^Η6α^I,  ΗΪΝίοπίΐ  ηυΓΠΟΓυηι  σελ.  .'ί54 
ί'\^.  230=μετάφ.  Σβορο)νου,  πίναξ  Κ',  4). 

39.  Άρι^μ.  1342  (ΙΙΙνηξ  Χ/.,  (,). 

Εητά     Ικέται     άνα•&ηματΐΗθϋ     άναγλνφον 
έκ  τον  ' Ασκληπιείον  τών  '  Α•&ηνών  '. 

Τρία  τεμάχια  άνα,υιιματικοΰ  ανάγλυφου  έκ 
τών  άνασκαίρών  τοΰ  Άσκλΐ|πιείου  τών  "Αθη- 
νών, άλλήλοις  προσαρμοζόμενα  καΐ  αποτε- 
λούντα το  δεξιον  μέρος  μεγάί.ης  π?>.ακδς  μετά 
έπιστυλίου  και  κορωνίδας,  ύψους  0,68  (πλάτ. 
σο3ζό[ΐενον  0,47),  είκονίζοντα  δε  επτά  ίκέτας 
προς  αριστερά  ίσταμένους.Ό  πρώτος  είναι  γυνή 
πεπλο(ρόρος,  άνατείνουσα  ε'ις  δέησιν  τήν  δεξιάν, 
ή  έπεται  άνήρ  πωγο^νοφόρος,  προ  τοΰ  οποίου 
ϊσταται  παώίσκη.  Άκολουθούσι  τέσσαρες  ά?^.οι, 
άνήρ,  δυο  κόραι  καΐ  γχ)νή  ών  δμο3ς  άπωλέσθη- 
σαν  αϊ  κεφαλαΐ  καΐ  το  άνω  τού  στήθους  μέρος. 
Ή  περιβολή  και  στάσις  πάντων  είναι  ή  συλή- 
θης,  ή  δ'  εργασία  τοΰ  ανάγλυφου  επιμελής, 
ανήκουσα  εις  τά  μέσα  τού  Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

40.  Άριϋ'μ.  1343  (Πίναξ  XXXIV,  β). 

'  Αγα•&η  Τύχη  έηΐ  άναγλνφον 
έπ  τον  ' Αακληηιείον   τών  ' Αϋ-ηνών'^. 

Π?>.άξ  τετράγωνος  πεντελησίου  μαρμάρου 
πλάτους  0.50,  ύψους  σοιζομένου  0,36  μετά  γεί- 
σου κατά  το  άνω  αυτής  ιιέρος,  άποτελεσθεΐσα  δε 
έκ  δύο  τεμαχίων,  εύρεθέντο^ν  εν  ταϊς  άνασκα- 
φαΐς  τού  Ασκληπιείου  τών  Αθηνών.  Έπ'αύ- 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟΪΓ3Γ(1:  ΒαΙΙ.  <1β  €ογγ.  Ηβΐΐ.  1  (1877)  ρ.  167  η"  66  (τό  άνοι 
άριστερόν  τεμάχιον),  η°  68  (τό  δεςιόν  τεμάχιον). 

3)'1)β1,  Κ2(α1ο2  <1«γ  δοαΙρΙΟΓβη  ζυ  ΑΙΙιβη  3.  296  ηο  4026  (τό 
κάτω  άηιστερόν  τεμάχιον). 

Π.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  Εθνικού  Μουσείου  Α'  σελ. 
23δ  άρ.  1342. 

'  Βιβλιογραφία  : 

ΜδΓΐίηβΙϋ,  Οϊΐιΐο^ο  άεί  ^βΙΙϊ  ίη  ζβϊδο  ηο  242. 

ΟυΙιη:  .λτοΗ.  ΖβίΙϋΠξ  1877  δ.  163  ηο  77. 

8χΙ)β1,  ΚϊΙ&Ιοβ  <16Γ  δοηΐρΐυιβη  ζα  ΑΛεη  (1881)  δ.  294  ηο  4016. 

V.  313Ϊ8,  Μ3Γΐ3Γε5  βΐ  1)Γοηζ65  <1η  Μηβέβ  Ν^ίίοηιΐ  Ι  (1907)  ρ. 
168  ηο  1343. 

η.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  Έθνικοϋ  Μουσείου  Α'  (1908) 
σελ.  23δ  άρ.  1343. 


261 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


της  εικονίζεται  μόνη  έπΙ  εύρέος  πεδίου  ή  θεά 
[ΑΓΑ]ΘΙ-Ι  [ΤΥ]ΧΗ,  κατά  την  έπΙ  τοΐ3  γείσου  έπι- 
γραφήν,  ιστάμενη  προς  αριστερά  και  εν  μέρει 
κατενώπιον,  βαίνουσα  δ'έπι  τοϋ  δεξιοΰ  ποδός. 
Φέρει  χιτώνα  χειριδωτόν,  έφ'  ού  έπίβλημα,  ου 
εν  των  άκρων  κρέμαται  από  τοΰ  αριστερού  βρα- 
χίονος  αυτής,  καταλεΐπον  άκάλυπτοΛ'  το  δεξιόν 
μέρος  τοΰ  στήθους  και  τον  δεξιόν  βραχίονα.  Δι' 
αμφοτέρων  δε  των  χειρών  φέρει  αΰτη  μέγα 
κέρας  αφθονίας,  εις  δ  και  προσβλέπει  μετά 
προσοχής  κλίνουσα  την  κεφαλήν.  Άποκεκρου- 
σμένον  είναι  το  πρόσωπον  αυτής  και  οι  πόδες 
μετά  μέρους  τών  κνημών.  Ή  εργασία  τοΰ  άνα- 
γ?ιύφου  εΐναι  ούχΙ  λίαν  έπιμε?^ής,  ανήκει  δ'δμως 
εις  τά  μέσα  τοϋ  Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

Τής  Αγαθής  ΤύχΊ)ς  ή  λατρεία  ήτο  παρά 
τοις  'Έλ?ι.ησι  λίαν  διαδεδθ[ΐένη  παραλ?αι?ν,ως 
τη  τοΰ  Άγαθοΰ  Δαίμονος  ',  δν  έπίσΐ]ς  χαρακτΐ)- 
ρίζει  ώς  φόρημα  το  κέρας.  Οι  Αθηναίοι,  ώς  κάΙ 
οί  λοιποί  τώλ'  Έλ?ιήνων,  έπεκαλοΰντο  αυτήν  εν 
αρχή  πάσης  αυτών  πράξεως,  ώς  γνωρίζομεν 
παγκοίνως  εκ  τών  επιγραφών.  Έν  Αθήναις 
ύπήρχεν  ιερόν  τής  Αγαθής  Τύχης  μνηιιονευό- 
μενον  έν  επιγραφή  τοϋ  30.5-334  π.  Χ.  (Ο.Λ  II, 
162''  19).  Έθυον  δ'αύτή,ώς  γνωρίζομεν  έξαλ- 
λης έ.πιγραφής  τοΰ  334-333  π.Χ.,θυσίαν  μεταξύ 
τοϋ  Έλαφηβολιώνος  καΐ  τής  8ι?  τοΰ  Γα[ΐη- 
λιώνος  μηνός  (ΟΙΑ  Π,  741"  12).  Και  έν  άλλίίΐς 
δ'  άττικαΐς  έπιγραφαΐς  αναφέρεται  ή  λατρεία 
αυτής  μόνης  ή  μετά  τής  τοϋ  Άγαθοΰ  Δαίμονος 
(ΟΙΑ  Π,  580  και  III  091).  Τό  μάλλον  δε  δια- 
φέρον  ημάς  ένταϋθα  είναι  δτι  έν  Αθήναις 
ήτο  ίδρυμένον  προς  τύ  ΠρυτανεΙον  άγαλμα 
Αγαθής  Τύχης  τόσον  περικαλλές,  ώστε  νεανί- 
σκος τών  ευ  γεγονότων  θερμότατα  ήράσθη 
αύτοΰ,  «κατεφίλει  γοϋν  τον  ανδριάντα  περιβάλ- 
λων, είτα  έκμανείς  και  οιστρηϋ•εΙς  νπο  τον  πό- 
ϋ•ον,  παρελθών  εις  την  βουλην  και  λιτανεύσας 
έτοιμος  ήν  πλείστων  χρημάτων  τό  άγαλμα  πρία- 
Ο'&αι•  έπει  δε  ουκ  επειϋ^εν,  άναδήσας  πολλαϊς 
ταινίαις  και  στεφανώοας  τό  άγαλμα  και  '&ύσας 
και  κόσμον  αντω  περιβαλών  πολυτελή  είτα  έαν- 

'  ΡτεΙΙβΓ-ΚοΙιβΓΐ,  ΟΓίεοεΗίοΗε  ΜγΛοΙο^ίε  δ.  .541  κέξ. 


τον  άπέκτεινε,  μυρία  προκλαύσας »  ( Αίλιαν. 
Ποικ.  'Ιστορ.  Θ',  39).  Τό  τόσον  περικαλλές 
άγαλμα  τοΰτο,  τοϋ  οποίου  ή  ιστορία  ενθυμίζει 
αμέσως  την  περίφημον  και  «απίστου  λόγου 
καινήν  ίατορίαν  >  περί  τοϋ  εύγενοΰς  εκείνου 
Α'εανίου  τοΰ  επίσης  μανιοιδώς  έρασθέντος  τοϋ 
αγάλματος  τής  Κνιδίας  Αφροδίτης,  έργου  τοΰ. 
Πραξιτέ?ιους — βεβαίως  ήτο  έργον  διασήμου 
τινός  καλλιτέχνου — ,  διό  καΐ  ορθώς  ταυτίζεται 
προς  τό  εξ  Αθηνών  άγαλμα  τής  Αγαθής  Τύχης 
(Βοπίΐβ  ΡοΓΕηπίΐθ)  τοϋ  Πραξιτέλους,  δπερ  ανα- 
φέρει ό  Πλίνιος  (Ν.Η.  XXXVI,  23)  ώς  άνακεί- 
μενον  έν  τω  Καπετωλίω  τής  Ρώμης  μετ'  αγάλ- 
ματος τοΰ  Άγαθοΰ  Δαίμονος  (Βοηί  ΕνεηΙιΐδ) '. 
Νομίζω  λοιπόν  δτι  ή  τοΰ  ημετέρου  ανάγλυφου 
Αγαθή  Τύχη  δυνατό^'  νά  είναι  αΛ'τίγραφον 
κατά  τόν  [ΐάλλον  ή  ήττον  πιστόν  τοΰ  αγάλμα- 
τος τοΰ  Πραξιτέλους.  Τοΰτο  δε  καθιστά  πιθα- 
νόν ή  τεχνοτροπία  αύτοΰ  καΐ  ή  τόσον  προφα- 
νής όμοιότης  αυτής  προς  τάς  έπΙ  τοϋ  ανάγλυ- 
φου τής  Μαντινείας  «Πραξιτε?^είους  Μούσας» 
(πρβ.  πίνακα  XXX).  ΈπΙ  έτερου  άττικοΰ  άνα- 
γλύ(|  ου  (Έ((ηΗ.  Άρχαιολ.  η"  471=5οΗοη6, 
^Γ^^6^1^.  ΚκΗυίϋ  109)  έχομεν  έτέραν  παράστασιν 
Αγαθής  Τύχης  ώς  πεπ?ιοφόρου  θεάς  και  '.Χγα- 
θοΰ  Δαίμονος  προ  αυτής,  φέροντος  κέρας  οίον 
τό  τής  Αγαθής  Τύχης  τοΰ  ανάγλυφου  ήιιώ\'. 
θεάν  φέρουσαν  όμοιοτρόπως  κέρας  εύρίσΧνΟ- 
με•\'  έπ'  άλλου  άττικοΰ  ανάγλυφου,  εύρεθέ\'τος 
έν  τή  κοίτη  τοΰ  Ίλισοΰ '".  Άδηλον  δ}ΐως 
είναι,  αν  πρόκειται  περί  τής  αυτής  Αγαθής 
Τύχης,  ή  νύμφης  κρηναίας,  ή  Περσεφόνης  φε- 
ρούσης  τό  κέρας  τοϋ  Πλούτωνος  ^.  Ή  δ'  άνά- 
θεσις  τοϋ  παρόντος  ά^'αγλύφου  εΛ'  τω  Ασκλη- 
πιεία) δυνατόν  νά  έξηγι^θή  ου  μόνον  έκ  τής 
έν  πάση  λατρεία  άνα[ΐίξεως  τής  Αγαθής  Τύ- 
χης— ων  μία  και  ή  έπίκλησις  αυτής  έν  αρχή 
τών  περίφημων  επιγραφών  τών  ΊαμάτωΛ'  τής 
Επιδαύρου — ,  αλλά  και  έν  σχέσει  πρό  τό  ρυτόν 


'    ΟνεΓίιεοΙί,  δοΙίΓίίΙςυεΙΙεπ  δ.  23.'?.— Οοΐϋ^ηοη  -  Β3ΐιηι§3Γΐοη 
ΡΐΕ5ΐί1<,  Ι.  δ.  319 

-  Σκιάς  έν  Άρχ(χιολ.  Έφημ.  1891  σελ.  137.  πίναξ  7. 

"  Διεθνής  'Ε^ρημ.  τής  Νοιασμ.  'Λρχαιολ.  1901  οελ.  304  κέξ. 


262 


Αΐϋοιχκι   (αΊίΟι/ιιαιικώι•  ηναγλιχ) ίοί'        .['.    αοι>ΐία   ηλη'οή 


οπερ  φέρει,  δύναται  τις  να  άναμνησί)||  τών  πτί- 
/(ον  τοΰ  Νικοπτρίίτου  ίν  ΙΙαΐ'<)ρόπω,  ονς  παρα- 
τίΟησιν  ό  'ΛίΙήναιος  (ΙΚΊ;;»;!")  ίν  σχίσει  προς 
αΐτοΓιντας  ποτήριον  'ΛγαίΙοϋ  .Λ(/.ί|ΐ()ν()ς,  ϊ'ι  Λιός 
Σωτήρυς,  ή  Ύγιείίχς: 

μβιανιπιρίδ'  αύτφ  της  'Υγιείας  έγχβον. 
Β.  λαβε  της  'Υγίρίας  δή  οι'ι.  Λ.  (ρίρε,  Ύύχά■γ<ί^^\\. 
Τΰχΐ)  τά  Ονιιτών  πΐ)(ίγ|ΐΓΐ0',     ή     πς)όνοια  Λί' 
τυφλόν  χι  κ(ϊσΐΛΊ(χκτόν  εοτιν,  <ο  πάτερ. 

προς  δε  τών  στίχίον  τοΰ  Θεοφίλου  εν  ΙΙροιτΙαι 
(ΆΒηνΙΑ'  472,"  Κ) 

και  κύλικα  .  .  .  (Ηιρίκλειον  εισφέρει 

πλέον  η  κοτύλας  χωρούσαν  επτ'  Αγαθής  Τΰχΐ|ς. 

Γνωρίζθ[ΐεν  αλ?αος  δτι  ή  Άγαϋή  Τύχΐ)  και  ό 
Αγαθός  Δαίμανν  έλατρεύοντο  εν  τοις  Άσκ?>,η- 
πιείοις  τής  1Ιεργά|ΐου  '  και  της  Επιδαύρου-, 
ώς  και  έν  τω  'Γρο(('ωνείθ)  τής  Βοκυτίας  ^. 
Ύπενθυ(ΐίζω  εν  τέλει  οτι  τύ  κέρας  ήτο  επίσης 
φόρημα  άγαλ[ΐάτων  τινών  της  Ύγιείας,  προς 
δε  ότι  ή  Βοπη  ΟβΒ.  τών  Ρωμαίο)ν,  ή  έν  πολλοίς 
ταυτιζομέν)]  προς  την  ΆγαΟην  Τύχην  τών 
Ελλήνων,  έΰεοίρεΐτο  ίατρικί)  ίΐεότης.  Έν  τω 
ναώ  αυτής  ύπήρχεν  αποθήκη  ((αρμάκων  καΐ 
σύ[ΐβολον  αυτής  ήσαν  τύ  κέρας  τής  Άγαθ-ής 
Τύχης  και  ό  δφις  τής  Ύγιείας  ^. 

41.  Άριΰ'μ.  1344  (Πίναξ  XXXIX,  3). 

^Αακληπιός,  Ύγίεια,  Μαχάων  παΐ  ίκέται 
έπΙ  ανάγλυφου  έκ  τον  Ασκληπιείου  τών  Α'&ηνών'. 

Άνάγλυφον  ελλιπές,  αρχικού  ύψους  0,-1:8, 
πλάτους  0,73,  άποτελεσΟέν  εκ  πολλών  τεμα- 
χίων εύρεθέντο)ν  κατά  τάς  άνασκαφάς  τοΰ 
Ασκληπιείου  τών  Αθηνών.  Εργασία  έπιμελίις 
τοΰ  τέλους  τοΰ  Ε'  αιώνος  π.  Χ. 


'  "Αριστείδου  Ι,  278. 

'  Β1ίη1ίεη1)6Γ§,    ΑϊΙίΙερΊοδ    ρ.    108. 

''  Παυσανίου  IX,  89,  .3. 

'  Ραυ1γ-\νί!>5ο«3,  Κβαΐ-Εηο^ςίορ.  έν  λ.  Βοπα  ιΐεα  σελ.  691. 

•''  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη:  ΑΓοΚαεοΙ.  ΖείΙιιηο;  ΙδΤΪ,  3.  146,  Ν•^  18  (  τό  άνω  άρι- 
οτερόν  μέρος). 

δχΐ^βΐ,  Κιΐίΐο^  άεπ  δαιι1ρ(ϋΓεη  ζα  .λιΗεη  (1881)  5.  308  η" 
4264  (τό  άνω  άριστερόν  μέρος)  και  3.  3"21  Ν"^  4323α  (τό  σώμα 
ιοϋ  Μαχάωνος),  πβλ.  και  η"  4023. 


Έν  το)  συνι'ιΟει  αρχιτεκτονικό)  π?.αιοί([)  έκ 
παραοτ(/δϋ)ν,  έπιστυλίου,  γείσου  και  κορωνίδος 
κ(/.ϊΙητ(χι  ό  ' Λοκληπιος  προς  δεξιά  έπΙ  Οριη'ου 
μετ'όρί)Γ|ς  άνακλίσεως,  έχων  εντελώς  γυμνά  τά 
άνο)  τής  όσφύος,  στΐ|ρίζων  την  προτεταμένην 
αριστεράν  έπι  τοΰ  σκήπτρου,  την  δε  δεξιάν  έχων 
προς  τά  κάτω  κρεμαμένί|ν.  ΊΙ  κεφα?>,ή  αύτοΰ 
είναι  («ποκεκρουμένη,  έλλείπουπι  δ'  εντελώς 
τά  άκρα  τών  χειρών,  τό  μέσον  τοΰ  σίόματος  και 
ό  δεξιός  πους  αύτοΰ.  "Οπισϋεν  αύτοΰ  'ίσταται 
κατενοίπιον  ή  ΎγίΐΊα,  παρθενικού  τύπου,  φέ- 
ρουσα χιτώνα  και  έπίβλημα  περιζωννύον  την 
όσφύν  και  κα/.ύπτον  τον  άριστερόν  αυτής  ώμον. 
Στηρίζεται  δε  αυτί]  διά  τοΰ  αριστερού  πήχείος 
επί.  τής  άνακλίσεως  τοΰ  θρόνου  τοΰ  Άσκ?νΐ|πιοΰ. 
Ελλείπει  πάν  τό  δεξιόν  ώς  και  πάν  τό  κάτω 
μέρος  τοΰ  σο')ματος  αυτής,  ό?ν.λ'  ευτυχώς  ή  κε- 
φα?ιή  σφζεται  κάλλιστα,  παρουσιάζουσα  τύ- 
πον παρΟενικόν  πανόμοιον  προς  τόν  τής  υπό 
Κοίφρ  έν  ΛΐΗΰπ.ιΜίΐΙ.  1885  σελ.  2ί;5 'Γίΐί.  ΥΠΙ 
δημοσιευθείσης  κεφα?ιής  αγάλματος  έκ  τών 
ανασκαφών  τοΰ  αύτοΰ  Ασκληπιείου  τών  Αθη- 
νών (ϊδε  αριθμ.  Έθλ'.  Μουσείου  190  =  ΒΓυηη- 
Βηιαίίηΐίΐηη  δ2ό). 

Πρό  τοΰ  Άσκ?.ηπιοΰ  ϊσταται  κατενο)πιον 
ήρως  νεανίας,  προφ^ανώς  ό  Ποόα^Μριος  ή  Μα- 
χάων, είς  τών  υιών  τοΰ  Ασκληπιού,  φέροη'  ο)ς 
ό  Έρμης  χλαμύδα,  έπι  τοΰ  δεξιού  αύτοΰ  ώμου 
πορπουμένην,  έχων  δε  την  μεν  δεξιάν  προς  τά 
κάτω  φερομένην,  τόν  δ'  άριστερόν  βραχίονα 
προτεταμένον  ώς  εί  έκράτει  φιάλι^ν  ή  άλλον 
τοιούτον,  νΰν  μετά  τής  χειρός  άποκεκρουμένον. 
Άποκεκρουμένην  έχει  και  την  προς  τους  ίκέτας 
έστραμμένην  κεφαλήν  αύτοΰ  ώς  και  τάς  κνήμας. 
Αμέσως  δε  προ  τών  θεώ\',  χωρίς  νά  παρεντί- 
θεται  βα)μός  ή  άλ?ι,ο  τι.  ΐστανται   πέντε  ίκέται. 


Κοβρρ  :  ΑΛβη.  Μίΐί.  1885  5.  263-264  (είκιον)  τό  άνιο  ίϋρι- 
στερόν  μέρος. 

ΑΓπάι-ΑιιιεΙυηβ,  Είιιεείβυίηαίιηιβπ.  ΒβΓίε  V  (1902)  8.  14,  Ν"" 
1234  (ίϋινχ). 

V.  8(318,  .Μ3Γΐ)Γβ5  ει  1)Γοηζε5  Λυ  Μαεέε  Νϊΐίοηϊΐ  1  ρ.  186 
η"  1344. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  Εθνικού  Μουσίου.  Τόμ.  Α' 
σελ.  23δ  άρ.  1344. 


263 


Μ 


Ία   ανάγλυφη   πλην  των  επιτύμβιων 


ών  ο  πρώτος  είναι  ανήρ,  μόνον  κατά  τα  κάτω 
τΐίς  όσορύος  σωζόμενος,  έχων  παρ'  αύτω  παι- 
όίπκην  υπό  ιματίων  περιβεβ?α]μένΊ)ν,  ίστα[ΐένην 
αριστερά  και  την  κεοραλήν  καΐ  τον  άριστερόν 
ώμοναποκεκρουμέναέχουσαΛ'."Επεται;'υΐ'/)  ιστά- 
μενη κατενώπιον,  άποκεκρουμένην  έχουσα  την 
κεφαλήν,  περιβεβ?α]μένη  δε  χιτώνα,  ίμάτιον 
καΐ  έπίβλημα,  σεβίζουσα  τη  δεξιά.  Παρ'  αύτη 
δευτέρα  παιδίσκη  μικρότερα,  έντε?»,ώς  υπό  τών 
ιματίων  αυτής  κεκαλυμμένον  έχουσα  τό  σώ[ΐα 
και  τήν  σώαν  σωζόμενη  ν  κεοραλήν  στρέφουσα 
προς  δεξιά.  Τελευταία  ΐσταται  προς  αριστερά 
γυνή,  άνέχουσα  τη  αριστερά  εν  τών  άκρων 
τοϋ  έπι βλήματος,  ής  δμως  άπωλέσθη  πάν  τό 
άνω  της  όσφύος  σώμα. 

42.   Άριϋ•μ.  1345  (Πίναξ  XXXV). 

Αακληηιός,  Ύγίεια  χαΐ  οκτώ  ίκέται, 
άνάγλνφον  έπ   τοϋ  '  Αααληηιείον   τών  Ά•&•ηνων  '. 

'Ανάγλυφον  ελλιπές  τό  μέσον,  άποτε?ιεσ{)έν 
δ'  εκ  δύο  τεμαχίων,  εύρε{)έντο)ν  εν  ταΐς  άνα- 
σκαφαΐς  τοϋ  Ασκληπιείου  τών  ΆΟηνών.Ύψος 
αύτοϋ  0,49,  πλάτος  δε  άρχικόν  περί  τά  0,62. 
Περιβάλλεται  δε  υπό  τοϋ  συνήθους  αρχιτεκτο- 
νικού πλαισίου  εκ  παραστάδων,  έπιστυλίου,  γεί- 
σου καΐ  κορών  ίδος. 

Αριστερά  και  εν  μέρει  πρό  τής  παραστάδος 
ΐσταται  ό  ^Λοκληπίυς  κατεν(ί)πιον  και  προς  δε- 
ξιά, έπι  τοϋ  δεξιοΰ  ποδός  βαίΛ'ων,  τόν  δ'  άρι- 
στερόν έπι  τοϋ  δεξιού  διασταυρών,  κλίνων 
τό  σώμα  προς  τά  εμπρός  καΐ  στηρίζων  αυτό 
έπι,  της  υπό  τήν  μασχάλη^'  τε{)εΐ[ΐ,ένης  βακτη- 
ρίας  αυτού,  περί  ην   ελίσσεται  όφις  άνέρπων 


'  Βιβλιογραφία: 

ΜβηίηβΠί,  ΰϊΐϋΐοβο  αεί  ςεΙΙί  ίη  ςβδδο  η°  250  (άρ.  χεμάχίον). 

Ρ.  ΟίΓΗΓά  :  Βιιΐΐ.  άα  €ογγ.  ΙιοΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  164,  ηο  35  (άρι- 
«τερόν  τε(ΐάχιον). 

ΟυΗη  :  ΑΓςΙΐΗοΙ.    ΖβίΙυη^  1877  δ.  145,  Ν'  11   (άρ.  τεμάχιον). 

δχΙ)β1,  Κϊΐαΐου  άβΓ  8ου1ρΙιΐΓεπ  ζα  ΑΐΗεη  δ.  286-287,  Ν^  3993 
(άριστερόν  τεμάχιον). 

Ι..  Κ^β11^)β^β:   Αδίίίερίοδ  II  ρ.  26. 

Ατηάι-Απιβίαηβ,  ΡΗοΙο^ΓϊρΙιίδοΗε  ΕίηζεΙαυίηιΗιηεπ.  δετίε  V 
(1902)  δ.  10,  ΝΊ22δ  (Ι.δινχ). 

V.  8ΐ3Ϊ8,  ΜϊΛΓεδ  ει  ΙϊΓοηζεβ  άα  Μαδέε  ΝιΙίοη»!  Ι  (1907) 
ρ.  187,  ηο  1345. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈΟν.  Μουσ.  Α'  σ.  235,  1345. 


προς  τήν  έπΙ  της  βακτηρίας  άναπαυομένην  άρι- 
στεράν  χείρα  τοΰ  θεού.  Τό  από  τοϋ  αριστερού 
ώμου  κατερχό[ΐενον  ίμάτιον  αυτού,  συγκρατού- 
μενον  υπό  τήν  μασχά?α]ν  διά  τοΰ  βραχίονος  καΐ 
τοϋ  άκρου  τής  βακτηρίας,  περιβάλλει  τό  κάτω 
τής  όσφύος  σώ[ΐα  κατα^^εΐπον  έντε?ιώς  άκάλυ- 
πτον  τό  στήθος  και  τόν  δεξιόν  βραχίονα,  ού  ή 
χεΙρ  ερείδεται  έπι  τής  όσφύος.  Ή  γνωστά  αγάλ- 
ματα τοϋ  θεού  άντιγράφουσα  καΐ  κα?ιώς  δια- 
τηρούμενη ωραία  κεφα?ιή  αύτοϋ  περιβάλλεται 
υπό  ταινίας,  τό  δε  άδρόν  αυτού  γένειον  χωρί- 
ζεται εις  τό  μέσον.  Τό  ρε[ΐβώδες  βλέμμα  τοϋ 
θεού  ατενίζει  μακράν  υπέρ  τους  ίκέτας. 

Πρό  τοϋ  Ασκληπιού  ΐσταται,  μάλλον  προς 
τά  δεξιά  έστρα[([ΐέν)|  και  κατά  τό  άριστερόν 
μόνον  ήμισυ  σιοζομένη,  ή  Ύγίεια,  φέρουσα  ώς 
συνήθως  χιτώνα  καΐ  έπίβ/νη(ΐα. 

Απέναντι  τών  θεών,  έπι  τοϋ  δεξιού  σφ- 
ζομένου  τεμαχίου,  ϊστανται  προς  αριστερά  οκτώ 
ίκέται,  και  δή  κατά  σειράν  τέσσαρες  άνδρες 
έν  τη  συνήθει  περιβολή  σεβίζοντες  τη  δεξιά 
τους  ΰεούς,  μεθ'οϋς  γυνή  πεπλοφόρος,  ομοίως 
τχί  δεξιά  προσευχομένη.  Μεταξύ  δε  τών  δύο 
τελευταίων  ε'ις  τό  βάθος  φαίνεται  κατενώ- 
πιον τό  πρόσωπον  ϋ^εραπαίνης,  φερούσης  έπΙ 
τής  κεφα?ι,ής  μεγάλην  περιφερή  κίστην,  υπό 
υφάσματος  καλυπτομένην.  Τέλος  πρό  τού  τε- 
τάρτου ίκέτου  εικονίζονται  προς  αριστερά  ίστά- 
με\'α  δύο  παιδία,  υπό  τών  ιματίων  αυτών  έλ'τε- 
λώς  κεκα?^υμμένον  έ'χοντα  τό  σώμα.  Εργασία 
επιμελής  τοϋ  τέλους  τού  Ε'  αιώνος  π.  Χ. 

43.  Άριΰ'μ.  1346  (Πίναξ  XXX ϊ'). 

Ασκληπιός  και  αΐ  θυγατέρες  αύτοϋ  Ίασώ  καΐ 
Πανάκεια  έπι  άναγλύφον  εκ  τοϋ  Άσκληπιείον 
τών  Ά•ΰ•ηνών  '. 

Τό  άριστερόν  ήμισυ  αναθηματικού  ανά- 
γλυφου  ευρεθέντος   έν    ταΐς  άνασκαφαΐς   τού 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη  :   ΑγοΗϊοΙ.  ΖοίΙηπβ  1877,  δ.  141,  2. 

Αιΐιεη.  Μίκ.  Π   (1877)  δ.  215  και  218-220  Τ»£.  XV 
(ίχνογράφημα  ύπό  τοϋ  Ι^.  Οΐΐο). 

Ρ.  ΟίΓ3Γί1;  Βπΐΐ.  άε  Οογγ.  ΗεΙΙ.  II.  (1878)  ρ.  66-67  εΐ  ρ.  84-85. 
ΜίΙοΙιΙιδΓβΓ:   Αΐΐιεη.  Μ!((.  V  (1889)   δ.  210. 


264 


ΛΐΟιινηα   (\ν<α'}ηιιιιτικ(~)ν   ιΐναγλύφοπ' —  Α.    ΒοηιΊίΐ   πλΕν()ή 


Ασκληπιείου  των  ΆΟιμ-ών.  "Υ\|ιος  Γχύτοΰ  0,48, 
μήκος  ί^κ  το  οίοζόμενον  νΰν  0,.'57  κ(ίΙ  άρχικον 
0,60  περίπου,  ώς  κατα(ρ(χίνετ(ίΐ  έκ  τοΰ  κ(<τ(ι), 
εις  (/.πίίσταοΐΛ'  0,2Γ»  άπο  τής  αριστεράς  γοονίας, 
σίοζομενοιι  εμβόλου  προσίχρμογής. 

Τί~ις  παραστάσεως,  περι(}(χλλο[ΐένης  υπό  τοΰ 
σΐ)νή{)υυς  αρχιτεκτονικού  πλαισίου  έκ  παρα- 
στίί^ίον,  έπιστυλίου,  γείσου,  κορωνίδος  καΐ 
ορ{)οκεράμο)ν,  σώζεται  [κη'ον  το  άριστερον 
μέρος  το  περιέχον  τους  θεούς,  ών  πρώτος 
ΐστ(χτ(χι  ό  \Λοκληπιος  προς  δεξιά  καΐ  εν  [ΐέρει 
κατενώπιον,  τί|ν  εν  κατατομϊ)  είκονιζομένην 
κεοραλήν  αύτοΰ  έχων  προς  τα  κάτω  νεύου- 
σαν.  Το  γυ[ΐνά  κίχταλεΐπον  τον  δεξιόν  ώμον  και 
το  δεξιόν  μέρος  τοΰ  στήθους  ίμίίτιον  αύτοΰ 
σιιγκρί/τεΐται  υπό  την  δεξιάν  μασχάλη  ν  δια 
τΓ|ς  βακτηρίας  τοΰ  τΐεοΰ,  ενώ  ή  προς  τα  κάτθ3 
κρεμα[ΐένη  δεξιά  επιλαμβάνεται  πτυχής  τοΰ 
αύτοΰ  ιματίου.  'ΙΙ  δε  υπό  τοΰ  ιματίου  κα/,.υ- 
πτομένη  αριστερά  τοΰ  ί)εοΰ  ερείδεται  έπι 
της  όσίρΰος. 

ΙΙρό  τοΰ  Άσκληπιοΰ  σώζεται  ή  άνω  γο)νία 
ίβράς  τραπέζης,  έ(ρ'  ης  πόπανα.  "Οπισθεν  δε 
τοΰ  θεοΰ  εικονίζονται,  κατά  τι  μικρότεραι  το 
[ΐέγεθος,  ι)νο  ϋεαΐ  κόραι,  προφανώς  αϊ  εν  τω 
Άσκληπιείω  τών  Άθΐ]νών  λατρευόμεναι  ώς 
θυγατέρες  και  βοηί)οΙ  τοΰ  Άσκ?ιηπιοΰ  '/ασώ 
και  Πανάκι-ια  (ϊδε  ανωτέρω  σελ.  260  σημ.  1). 
Ή  πρώτη  βαδίζουσα  προς  δεξιά  καΐ  έπι  τοΰ 
άριστεροΰ  ποδός  βαίνουσα,  στρέφει  την  μετ' 
άναδεδεμένης  κόμης  κεφαλήν  αυτής  κατενώ- 
πιον,   φέρει    δε    ιιακρόν   άχειρίδωτον   χιτώνα. 


83Γΐ5β1,  Κ&ΐίΐΐο^  <16Γ  δουΙρΙυΓβη  ζυ  Αιΐιεη  (1881)  δ.  287,399.5. 

Ρ.  ΟΪΓΗΓά,  [.Άδΐιΐέρίείοη  (1'Α11)έηε5  (1882)  ρ.  10  ρ1.  8  (ωραία 
ήλιοτυττία). 

Κοερρ  ;  ΑΐΗβη.  ΜίΙΙ.   Χ  (1885)  δ.  260. 

ΒΓυηη-ΒηιοΙίηΐΗηη,   Τ&£  1)2•''. 

Τ1ΐΓ3ΓηβΓ,  ΑδΙ^ΙερίοΒ;  Κθ5θΗεΓ5  ΜγΐΗ.  ίεχ.  Ι  Ι,ΐΒίΙ  (Ί/νογράφ.). 

ΚϋΓίννΒηβΙεΓ,   ΜείδΙεηνβΓίίε  δ.  488,  4. 

Ατηίΐι-Απιβίυηβ,  ΡΗοΙο^Γ&ρΗίδοΗε  ΕίηζεΙϊΐιίηΛΗηιεο,  δβΓίε  V 
(1902)  δ.  7-8,  1221  (Ι,δννγ). 

ί..  Κ]β11ΐ3βΓ8,  Αείίίερϊοδ  Π  ρ.  2.3  και  ρ.  87. 

V.  3ΐ3Ϊ8,  ΜαΓΐ3Γ85  εΐ  1)Γοηζε5  άα  Μιαβέβ  Νϊΐίοηαΐ  Ι  (1907) 
ρ.  1,^7,   1346. 

υ.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈθΛ'ΐκοϋ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
σελ.  235,  άρ.  1346. 


έφ*  ου  έπίβλιμια,  ου  τή  μεν  δεξκ/ί  άνέχει  εν 
τών  άκρ(υν  υπό  το  στήθος,  τ|Ί  δ'  (Ιριστερι^Ι 
διευθετεί  [ΐίαν  τών  πτυχών  ύπερ  τον  άριστερον 
ώμον  αυτής.  Ί Ι  δευτέρα  δε  κόρΐ|,  έχουσα  την 
κ<')μην  κρεμαμέν)|ν  προς  τά  οπίσω  εις  π(ί- 
χυν  πλόκαμον,  έποιήίίτι  έν  τφ  συνό/^ψ  αυτής 
κατ'  άντιγραφήν  τών  κλασσικών  πρωτοτύπων 
τών  ΆτίΙίδων  παρθένων  τής  ζωοφόρου  τοΰ 
ΙΙ(/.ρί)ενώνος  καΐ  τών  Καρυατίδοιν  τοΰ  Ερε- 
χθείου, ιστάμενη  ό?.ο)ς  προς  δεξιά  και  έπιΟέ- 
τουσα  την  αριστερά  ν  αυτής  χείρα  έπι  τοΰ 
δεξιού  ώμου  τής  πρό  αυτής  ιστάμενης  αδελφής, 
ένώ  τή  κρεμαμέντ)  δεξκ/  αυτής  άνέχει  πτυχήν 
τοΰ  (χχειριδοΊτου  χιτώνος, έφ'ού  βραχύ  έπίβλημα. 
Ίί  εργασία  τοΰ  παρόντος  ανάγλυφου  είναι 
εκτάκτως  έπιμι-λής  και  λεπτή  ανήκουσα  εις  την 
άρίστην  τεχνοτροπίαν  τοΰ  τέλους  τοΰ  Ε'  αιώ- 
νος, την  τό  πρώτον  τότε  άπομιμουμένην  πιστώς 
τά  κλασσικά  πρωτότυπα  τής  Φειδιακής  τέχνης. 
Ή  ένεκα  τής  προβο?^]ς  τής  ύπύ  τοΰ  ιματίου 
κα?ι.υπτομένΐ]ς  (/.ριστεράς  χειρός  άκομψος  πως 
φαινόμενη  παράστασις  τοΰ  Ασκληπιού  όίρεί- 
?ιεται  προφανώς  εις  την  πιστήν  προς  δεξιά  έπΙ 
τοΰ  ανάγλυφου  ημών  άντιγραφ^ήν  τής  στάσεως 
τοΰ  διασημότερου  τών  έν  Άθί'ιναις  άγαλμάτοη' 
τοΰ  Ασκληπιού,  περί  ου  ϊδε  έν  τω  αμέσως 
έπομένιρ  κεφ^αλαίω. 

44.    Άρι^μ.    1347    (Πίναξ    XXXIV,    ό). 
'  Ανά•9•ημα  τω  '  Αακληηυω  ύπό  Άντιδότον  '. 

Πλάξ  άνάγλυπτος  τετράγωνος,  σχεδόν  σώα 
σωζόμενη,  ύψους  0,28  πλάτους  0,24,  εύρε{)εΐσα 
δ'  έν  ταϊς  άνασκαφαίς  τοΰ  Άσκ/ιΐ]πιείου  τών 
'ΑθΊ]νών.  Αί  πλάγιαι  πλευραΐ  τής  πλακός  εΐναι 
άνευ  παραστάδων.  Κατά  τό  άνο3  δε  μέρος 
υπάρχει  κυμάτιον    και  γεϊσον,   έφ    ου    ή  έ^ι- 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  αίτατά:    ΒαΙΙ.   <1β  Οογγ.  ΗεΙΙ.   Ι  (1877;  ρ.  157,  1. 
Οαίιη  ;  ΑγοΙιϊοΙ.  Ζείΐαη^  1877,  5.  151-152,  Ν'  28. 
δχ^εΐ  :  Κιίι1ο§;  (ΙεΓ  δοοΙρΙυΓεη  ζυ  ΑΐΗβη  (1881)  δ.  313,  4329. 
Κ^611ιιε^2,   .\δΙι1ερίο5  II  δ.  37. 

Π.  Καστριώτης,    Γλυπτά  τοϋ  Έ&%•ικοϋ  Μουσείου,   τόμ.  Α' 
σελ.  236,  η"  1347. 


265   — 


ΕΙκών      ΐ4'^• 


γραφή  [ΑΝΤ]ΙΔΟΤΟΣ  ΑΝΕΘΗΚ[Ε|.  Διά  την 
υπό  πολλών  άλλων  προταθεΧσαν  συμπλή- 
ρωσιν  /  ^Αακληπιω  ^Αντ]ίδοτος  άνέϋ'ηκε  δεν 
υπήρξε  ποτέ  χ<^50θ?  αρκετός  έπΙ  τής  πλακός. 
Κατ'  έ[ΐρ  ή  επιγραφί)  δέον  να  συμπληροοθή 
[ΑΝΤ]ΙΔΟΤΟΣ  ΑΝΕΘΗΚ[Ε  ΟΕΩΙ]  δηλαδή  τω 
Άσκληπιφ.  Ή  εργασία  τοϋ  ανάγλυφου  ανήκει 
εις  τάς  αρχάς  τοί3  Δ'  αιώνος  π.  Χ.,  ή  δε  έκτέ- 
λεαις  είναι  έπΐ[ΐεμε?.η[ΐενη. 

Εις  το  δεξιόν  μέρος  τής  πλακός  εικονίζεται 
ό  Ασκληπιός,  ιστάμενος  κατενώπιον  και  τό 
βλέμμα  στρέφων  προς  τον  εξ  αριστερών  προσ- 
ερχόμενον  ίκέτην  ^ Αντίδοτον,  ε'ικονιζόμενον  εν 
τή  συνήθει  στάσει  και  περιβο?νή  τών  τόν  Οεόν 
τή  δεξιά  σεβιζόντων  Ά{)ιιναίο)ν  ικετών.  Ό  δε 
θεός  βαίνει  έπι  τοΰ  αριστερού  ποδός,  τόν  δεξιόν 
έχων  κατά  τι  προτετα[ΐένον  καΐ  δι'  ολοκλή- 
ρου τοΰ  πέλματος  πατοΐ3ντα  τό  έ'δαφος.  Την 
προς  τό  κάτω  κρεμαμένην  δεξιάν  έ'χει  έπι  τής 
υπό  τήν  [ίασχάλην  αύτοΰ  τεθειμένης  βακτη- 
ρίας, περί  ην  άνέρπει  ό  οφις.Ή  βακτηρία  δ'αΰτη 
συγκρατεί  υπό  τήν  μασχά?αιν  τό  ίμάτιον  τοΰ 
θεοϋ,  όπερ  περιβάλλον  όλόκληρον  τό  σώ[ΐα, 
π}ά\ν  τοΰ  δεξιοΰ  βραχίονος  και  τοΰ  δεξιοΰ  [ιε- 
ρούς τοΰ  στήθους,  καλύπτει  και  τόν  έπι  τής 
όσφύος  έρειδό[ΐενον  άριστερόν  αύτοΰ  βρα- 
χίονα. Ό  τύπος  ούτος  τοΰ  ι)εοΰ  δύναται  να  λο- 
γισθτ)  ως  ό  κατ'  εξοχήν  Ά{)τι\'αϊκός  τύπος  τοΰ 
Ασκληπιού,  ού  μόνον  ως  ων  συνήθης  εις  τα 
εξ  Άΰηνών  ανάγλυφα  (ϊδε  αριθμ.  1346,  1876, 
1397,  1402,  1407, 1426  κτλ.)  και  αγάλματα  τοΰ 
Άσκλι^πιοΰ  (ϊδε  άρ.  ΈΟν.  Μουσείου  702,  703, 
7  04),  άλλα  καΐ  ως  ό  μόνος  καΐ  σταθερώς  απαν- 
τών έπι  τών  Αθηναϊκών  νομισμάτων  καΐ  δή 
τών  τής  εποχής  τών  νο[ΐισματικών  αρχόντων, 


(Β  και  Α'  (ίίών  π.  Χ.),  εκείνων  τών  ρωμαϊκών 
χρόνων  και  τέλος  έπΙ  τών  μολυβδίνων  αττικών 
συμβόλων  (Λ'  αιών  π.  Χ.  —  Γ'  μ.  Χ.),  έφ'  ων 
αντιγράφονται  τα  διαση[ΐότατα  τών  εν  Αθή- 
ναις αγαλμάτων  τών  θεών  (Είκ.  149).  Έκ 
τών  νομισμάτων  τής  εποχής  τών  νομισματικών 
αρχόντων  φέρουσι  τόν  Άσκληπιόν  τούτον  αί 
σειραι  τών  Μενεδή[ΐου  -  Έπιγένους  (Είκ.  149, 
1)  '  και  Διοκλέοιις-Λεωνίδου  (Είκ.  149,  2)-. 
Τα  δε  τών  ρ(θ[ΐαϊκών  αυτοκρατορικών  χρόνων 
χαλκά  Λ'ομίσ(ΐατα,  (ίνήκοντα  τα  μεν  αρχαιότερα 
(Είκών  149,3)  εις  τους  χρόνους  τοϋ  Αδριανού, 
τα  δε  νεώτερα  (Είκών  149  4-5)  εις  τους  χρό- 
νους τοΰ  Γορδιανοΰ  Γ',  φέρουσι  σταθερώς  τόν 
αυτόν  τύπον  ^  Τό  αυτό  ρητέον  και  περί  τών 
αττικών  μο?ι,υβδίνων  συμβόλοιν  (Είκών  149, 
6-8)  *.  Ουδεμία  άρα  αμφιβολία,  δτι  ό  άπό  τοΰ 
Δ'  αιώνος  σταθερώς  τύπος  ούτος  τού  θεού 
ανάγεται  εις  τό  έξοχώτερον  τών  έν  Αθήναις 
άγαλ[ΐάτ(ον  τοΰ  Ασκληπιού,  και  δή  εις  αυτό 
τό  άγαλμα  τής  έν  τώ  Άσκ?.ηπιεί(ρ  λατρείας 
αυτού,  δπερ  πάντως  θα  έποιήθι^,  βραχύ  μετά 
τήν  έν  έτει  420  άνίδρυσιν  τοΰ  Ασκληπιείου, 
υπό  τίνος  τών  τότε  διασήμιον  καλλιτεχνών, 
άφ'  ου  εύρίσκθ(ΐεν  ήδΐ)  τόν  τύπον  αυτού  έπι 
τών  ανάγλυφων  τοΰ  τέλους  τού  Ε'  και  τών 
αρχών  τού  τετάρτου  αιώνος  π.  Χ. 

Άντίδοτον  δυνάμενον  λ'ά  ταυτισθή  προς  τό\' 


'  ΒΜ€.  ΑίίίοΕ  ρ1.  XI,  β.— ΒειιΙέ,  Μοηηαίβ5  ςΙΆΐΙιέηοβ  ρ.  381, 
(ιό  αυτόθι  είκονιζόμενον  χαλκοΰν  νόμισμα  έσχεδιάσΟτ)  κακώς). 

=  ΒΜΟ.  έ.  ά.  ρϊβ.  Ι,.— Ββυΐέ  ε.  ά.  ρ.  401. 

"  Σβορώνος  έν  ΔιεθΛ•εΙ  Έφ.  της  Νομ.  Άρχ.  191)4  σ.  134  άρ. 
218-'2•21.  Πίν.  Π,  17.— ΒΜΟ.  ΑΐΙίοϊ  ρ1.  XIX,  4.  Ή  προς  τα  άρ, 
έν  καταγραφτ)  άπεικόνισις  της  κεφαλής  οφείλεται  εΙς  τήν  άδυ- 
ναμίαν  τών  σφραγιδονλΰφ(ον  τής  Εποχής. 

'  Έκ  τών  έν  τώ  νομισμ<ιτικω  Μουοείω  τών  Αθηνών,  "ϊδε 
και  Έφ.  Άρχ.  1901  σελ.  120,  Πίν.  7,  3  (ιά  πάντων  νεώτατα). 


266 


Αΐί^ουπα  άναι^ι/μητικών  ήναγλνψοη•         Λ'.    αι>{>ή(ΐ  ηληιρά 


τοΰ  (ΐνίχγλΓκρου  ήμ(7)ν  γνωρίζομιη-  [κίνον  ίή'«, 
άπαντώντα  εν  αττική  έπιγραίρΐ)  των  ά()χ(7)ν  τοΰ 
Λ'(ίίώνος(ΠΛ  119  4(ί,  Γ)  ΚΐαΙιηβΓ,  ΡποΝοροι^τΗ- 
ρΐιΐ.ι  Λΐΐί(:;ι  Ι  (Ιρ.  1017).  Αΰο  αλλ(ΐ)ν  Άντώοτοη- 
γνιοστών  έξ  (χττικών  ρπιγραί^ών,  ό  μη-  ((.ΊΛ  1, 
447,  στήία)  Π,  ;57)  γνωστός  εξ  έπιτυ[ΐ(ίί()υ  έπι- 
γ()(ί(ρτ|ς  τοΰ  τίλους  τοΰ  Ε'  αιώνος  είναι  ά[ΐέ- 
αως  ά()χαιότερος,  ό  δε  ρήτωρ  εν  ετει  ΗΗ.'ί  -  'Λ'Λ2 
π.  Χ.  (ϋΙΑ  II,  11  Η),  άμίηως  νεώτερος  τών  χρό- 
νων τοΰ  (χναγ?ιΐκ|'()αι  ΰ[ΐών. 

45.   Άριϋ'μ.  1348  (Πίναξ  ΧΧΧ/Ι'). 

"Ασκληπιός,  Ίααώ  και  Πανάκεια  έπΙ  τεμαχίου 
άνα•&ηματικοΰ  ανάγλυφου  έκ  τοΰ  Άαχληηιείου 
τών  ' Α•δ•ηνών  '. 

Τεμάχιον  (ίναΊ)ηματικοΰ  άναγί^υΓρου,  ελλι- 
ποΰς  αριστερά,  κάτω  καΐ  δεξιά,  Οψους  0,21, 
πλάτους  0,29.  Εις  το  άνω  μέρος  αύτοϋ  υπάρχει 
πλαίσιον  εξ  έπιστυ?αου,  κυμαη'οιι  και  κορωνί- 
δας. Εργασία  αυστηρά  και  εΰγεν)|ς  τοΰ  τέλους 
τοΰ   Ε'  αιώνος  π.  Χ.   Μάρμαρον  πεντελήσιον. 

ΈπΙ  τοΰ  τε^ιαχίου  τούτου  σώζονται  ?ιείψανα 
[ΐόνον  τών  ΰεών  και  δη  έν  τω  μέσορ  μεν  ουραία 
κεοραλή  Ασκληπιού  έστρα[ΐμένου  προς  δεξιά 
έπι  τοΰ  ώμου  τοΰ  οποίου  θέτει  την  όριστεράν 
χείρα  κόρη  ϋ^εά  ιστάμενη  προς  δεξιά,  ής  σώζεται 
ή  κεφα?.ή  (ή  ρις  δμιος  και  το  μέτωπον  είναι  άπο- 
κεκρουμένα),  το  στήθος  καΐ  ό  δεξιός  βραχίο^ν 
μέχρι  σχεδόν  τοΰ  άγκώνος.  Φέρει  δ'  αΰτη  χι- 
τώνα άχειρίδο)τον,  έχουσα  την  κόμην  προς  τά 
οπίσω  εις  παχύν  πλόκαμον  καταπίπτουσαν  και 
τόν  δεξιόν  βραχίονα  προς  τά  κάτω  κρεμάμε- 
νον.  "ΟπισΟεΛ'  αυτής  σώζονται  αόριστα  ?^εί- 
ψανα  (πτυχή  έπιβ?ι.ή[ΐατος)  άλ/^ης  μορφής,  προ 
δε  τοΰ  Ασκληπιού  καΐ  εις  τό  αυτό  ΰψος  κε- 
τραλή,  μετ'  άποκεκρουμένου  προσώπου,  θεάς 
[ΐετ'  άναδεδεμένης  κόμης.  Έκ  παραβολής  προς 
τάς  μορφάς  τής  ανωτέρω  ύπ'  αρ.  1346  συγγε- 


νούς παραστίχσείος,  δυνί'ιμεθα  νά  εϊπο)μ«ν  οτι 
πρ<'»κκιτ(/.ι  περί  Άσκ/α|πιοΰ  ισταμένου  μεταξύ 
τών   ίΚ)γατέρ(ι)λ'  αίιτοΓ»  Ίηαηνς  κίχϊ  ΙΙανακήας. 

46.   Άριϋ'μ.   1349  (ΙΙίνηζ  ΧΙΛΊ). 

Έρμης  και  Νύμφη  όρχούμενοι 

έηΐ  ανάγλυφου  έκ  τής  νοτΙας  χλιτύος 

τής  Άκροηόλεως  Άϋ-ηνών  '. 

Τεμάχιον  (ΰψ.  0,27,  πλάτ.  0,22)  άναϋτ)μα- 
τικοΰ  άναγλΰορου  απαρτιζόμενου  έκ  πλακός, 
έχούσης  πλαισίωσιν  μόνον  εις  τό  άνω  μέρος, 
ανήκοντος  δε  εις  την  έλευθέραν  τεχνοτροπίαν 
τοΰ  τετίχρτοί)  αιώνος  π.  Χ.  Έπ'  αυτού  εικονί- 
ζεται ό  Ερμής  μετά  πέτασου,  χιτώνος  και  χ/.α- 
μύδος,  οδηγών  προς  αριστερά  τόν  έκ  σειράς 
ανάγλυφων  γνωστόν  χορόν  τών  τριών  όρχου- 
μένων  Νυμφών,  ών  εΛ-ταΰθιχ  σ(/)ζετ(/ι  μόνον  ή 
προηη.  Ό  θεός  εικονίζεται  βαίνοη»  προς  αρι- 
στερά έν  όρχηστικώ  βή[ΐατι,  προτάσσων  τόν 
δεξιόν  πόδα,  την  δε  κεφαλήν  στρέφων  προς 
τήν  νΰμφην,  ής  κρατεί  τήν  δεξιάν  διά  τής  αρι- 
στεράς αυτού.  Ή  νύμφη  δ'  αΰτη  φέρει  χιτώνα 
και  έπίβ?ίημα  καΐ  προτάσσει  τόν  δεξιόν  πόδα. 
Ή  επιφάνεια  τών  μορφών  εΐναι  λίαν  βεβλαμ- 
μένη  υπό  τής  υγρασίας.  Τό  μνη  μείον  τούτο 
κατέχει  σπουδαίαν  θέσιν  έν  ττ)  χρονολογική 
ανελίξει  τών  πο/^υαρίθμων  όμοιοτύποιν  άνα- 
γ?ιύφων•  δ,τι  δε  κυρίοις  χαρακτηρίζει  αυτό  είναι 
ή  έ'λλειψις  τοΰ  σπη?αχίου. 

47.  Άριϋ'μ.  1350  (Πίναξ  XXXI ν^. 

Δύο     ίκέται    έπ'ι     άνα•θ•ηματικοϋ    ανάγλυφου 
έκ  τοΰ  Ασκληπιείου  τών  Ά•&•ηνών  -. 

Τό  άριστερόν  άνω  μέρος-  αναθηματικού 
άναγ/ιύφου.  Σωζόμενον  ΰψος  0,49,  π?ιάτος  0,20. 


'  Βιβλιογραφία  : 

ΟαΙιη:  ΑγοΗϊοΙ.  Ζοίΐϋη^  1877  8.141  Ν^Β. 

δχΐιβΐ,  Κ3(2ΐθ5  (36Γ  δουΙρΙιΐΓβη  ζυ  Αΐΐιεη  (1881)  5.  315  Ν"-  4374. 

Π.  Κασιριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  Έθτικοϋ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
σελ.  236  άρ.  1348  (ένθα  δμίος  ή  περιγραΓρή  αναφέρεται  εις 
άλλο  μνημεϊον   και  δη  έπιτύμβιον). 


'  Βιβλιογραφία  : 

ΚϋΓίνβηβΙεΓ  :  ΑΐΗ.  ΜίηΗεϋυη^βη  111(1878),  5.  199. 
ΜϋοΙιΗοΓεΓ:  ΑίΙ).  ΜίΚβίΙ.  V  (1880)  8.  211. 
δγΐϊβΐ,  Κ3ΐίί1ο0  <16Γ  δοϋΙρΙϋΓβη  ζυ  ΑιΗβη  (1881)  δ.  30δ  Ν'  4212. 
Ρωμαίος,  Άρχαιολ.  Έ({:ημερΊς  1905,  106  κα'ι  127. 
Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  ΈθΛ'.  Μουσ.  Α'  (1908)  σ.  236,  1349. 
-'  Βιβλιογραφία  : 

δχΐιβΐ,  Καία1ο§  άετ  δουΙρίυΓεπ  ζα  ΑιΙιεη  (1881)  5.  29δ,  4020. 
Π.  Καατριώτης,    Γλυπτά  τοϋ  Έ{Κ•ικοΰ  Μουσείου  Τόμ.  Α' 
σελ.  236.  άρ.  1350. 


—  267 


Τά   ανάγλυφα   πλψ'  τών  επιτύμβιων 


Τεχνοτροπία  ωραία  τοϋ  τέλους  τοϋ  Ε'  αιώ- 
νος π.  Χ.  Μάρμαρον  πεντελήσιον.  Σώζονται 
(V  έκ  της  παραστάσεως  μόνον  δυο  ίκέται  ήτοι 
γυνή  προηγουμένη  ανδρός,  ιστάμενοι  προς  δε- 


ξιά εν  τη  συνήθει  περιβολή  τών  Αθηναίων 
ίκετώΛ',  τή  άνατεταμένη  δεξιά  σεβίζοντες  τους 
θεούς.  Έλλείπουσι  τά  κάτω  μέρη  τοϋ  σοομα- 
τος   αυτών. 


Β'.     ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ     ΠΛΕΥΡΑ 


48.   Άριΰ'μ.    1351    (ΙΙίναξ    ΧΣ/Χ). 

'  Αακληη,ίοΰ  εκ•&•εσις  επΙ  τον  Τιτ'&ίον  ορούς  της 
Επιδαύρου,  άνάγλνφον  έκ  τον  '  Ασκληπιείον 
τών  '  Α'θ•7]νων  '. 

Πέντε  τεμάχια  άναγλι'ιφου  ευρεθέντα  εν  ταΐς 
άνασκαφαΐς  τοϋ  Ασκληπιείου  τών  Αθηνών, 
(/.ποτε?ιθϋντα  δε  το  άριστερύν  τέταρτον  μέρος 
μεγάλης  πλακός  ΰψους  (),8δ,  (το  σο)ζό(ΐενον 
πλάτος  εΐναι  0,28).  Εργασία  έπΐ[ΐελής  και 
έκτέλεσις  ωραία,  άνήκουσαι  εις  τάς  αρχάς  τοϋ 
Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

Έκ  της  περιεργοτάτης  καΐ  [ΐέχρι  τοΰδε 
ανερμήνευτου  παραστάσεως  σφζονται  τά  εξής. 
Άπο  τοϋ  αριστερού  κάτω  μέρους  τής  πλακός 
άρχεται  ύψούμενον  κωνοειδώς  προς  τό  δεξιόν 
[ΐέσον  τής  πλακός  δρος  ύψη?ιόν  και  βραχώδες. 
Εις  τό  μέσον  τοϋ  όρους  τούτου  σχηματίζεται 
σπηλαιώδες  κοίλωμα,  ου  άνο3  'ίσταται  προς  δε- 
ξιά μέγας  κίκον  ποιμενικός,  σωζόμενος  μοΛ'ον 
κατά  τό  όπισθεν  ήμισυ  τοϋ  σώματος.  Έν  δε 
τω  σπηλαία)  αύτφ  συσπειράται  όφις,  τήν  κε- 
φαλήν έγείρων  προς  δεξιά,  ύφ'  δν  εΰρηται 
ΰφασμά  τι,  κίστην  ή  κάλαθον  καλύπτον.  Όπι- 
σθεν και  κατωτέρω  τών  ρηθέντων  κυνός  και 
όφειος  εικονίζεται  σπεύδουν  και  έπΙ  τοϋ  όρους 
ανερχόμενος  ανηρ  χλαμνόοφόρος,  όστις  μόλις 
παρελθών  καμπή  ν  τοϋ  βράχου  και  ευρεθείς  προ 


'  Βιβλιογραφία  : 

ηυΐιη:  Ατοΐιαοΐ.  Ζβίΐυηβ  1877  δ.  157  ΝΓ42(τό  δεξιόν  κάτο» 
τεμάχιον),  δ.  1(52  Ν''  72  (τά  δύο  άνω  τεμάχια)  κα'ι  δ.  163,  Ν•^  74 
(τό  άριστερόν  κάτω  τεμάχιον). 

δχΐιβΐ,  Κ^Ια1ο§;  άβΓ  δοϋΙρΙιΐΓβη  ζιι  Αΐΐΐΰη  (1881)  δ.  324  Ν"• 
4660  (τό  δεξιόν  μεσαΧον  τεμάχιον)  και  δ.  330  Ν•^  4804  (τό 
δεξιόν  κάτω  τεμάχιον). 

V.  8ί3Ϊ8,  Μ3Γΐ)Γβ5  βΐ  1)Γοηζ65  <1ϋ  Μιΐίίο  Ναίίοηβΐ  Ι,  187  ηο  1351. 

Π.  Καστριώζης,  Γλυπτά  Έβν.  Μουσ.  Τόμ.  Α' σ.  236,  1351. 


τοϋ  σπηλαίου  έν  φ  ό  όφις  άνατείνει  έν  θαυμα- 
σμώ  τήν  δεξιάν  καΐ  σπεύδει  ώς 'ίνα  δι'ά[ΐφοτέ- 
ρων  τών  χειρών  άναλάβη  τι  υπάρχον  πρό  τοϋ 
δφεως  έν  τω  σπιιλαίορ.  Κάτω  τών  ποδών  τοϋ 
ανδρός  τούτου  εικονίζεται  δεύτερος  κνων,  τοϋ 
αύτοϋ  γένους  προς  τον  πρώτον,  τρέχων  ώς  ό  άνήρ 
προς  δεξιά  και  κατά  τό  όπίσθιον  μόνον  ί'ιμισυ 
μέρος  σ(ΰζυ μένος.  ΚαΙ  ταϋτα  μεν  έπΙ  τοϋ  όρους. 
"Οπισθεν  δε  αύτοΠ  και  ύπ'  αύτοϋ  κατά  τό 
κάτω  μέρος  τοϋ  σώ(ΐατος  αυτών  καλυπτόμεναι 
ϊστανται,  έπι  δύο  διαφόρων  επιπέδων,  δύο 
μυρφαΐ  ϋ-εών,  δηλούμεναι  ώς  τοιαϋται  υπό  τοϋ 
υπερφυσικού  αυτών  μεγέθους.  Ή  πρώτΐ),  ης 
όπισθεν  ιρύεται  ύψηλόν  δένδρον  φοίνικος,  ου  οί 
κλάδοι  ήσαν  ποτέ  χρώματι  ιιόνον  δεδηλωιιένοι, 
είναι  νεαρά  θεά  έν  άχειριδοηω  χιτώνι,  έφ'  ου 
έπίβλη[ΐα,  ίστα(ΐένη  προς  δεξιά,  τήν  άριστεράν 
θέτουσα  υψηλά  έπι  τοϋ  όρους,  τήν  δε  κεφαλτήχ• 
κλίνουσα  προς  τά  εμπρός  ώσεί  επιβλέπουσα  έπΙ 
τήν  έν  τω  σπηλαίιρ  συμβαίνουσα\'  οκηνηΑ',  ένφ 
τή  προς  τά  κάτο)  φερομένη  δεξιά  (χνέχει 
πτυχήν  τοϋ  ήνεμωμένου  έπιβλΓμιατος  (ίύτής. 
Δεξιόθεν  αυτής  και  έπΙ  ΰι|)η?^οτέρου  επιπέδου 
ΐσταται  [ΐεγάλη  ανδρική  θεοϋ  μορφή,  ης  τό 
όρος  καλύπτει  τό  κάτω  τής  κοιλίας  μέρος, 
περιβεβλημέΛΌυ  ί[ΐ(χτιον  καταλεΐπον  γυ[ΐνόν  τό 
δεξιόν  (ΐέρος  τοϋ  στήθους  καΐ  τόν  δεξιόν  βρα- 
χίονα, δν  κρατεί  υψηλά  άνατεταμένον,  ώσει 
στηρίζων  αυτόν  έπΙ  σκήπτρου  απολεσθέντος  ή 
μάλλον  ο)σει  κρατών  τι  έν  αύτΓ]  προς  βολή\', 
ώσπερ  ό  Ζευς  τόν  κεραυνόν.  Έν  τή  χειρί  ταύτη 
υπάρχει  οπή,  ης  ή  προς  τά  εμπρός  κλίσις  δει- 
κνύει ασφαλώς  ότι  δεν  έχρησίμευε  προς  ένθε- 
σιν  σκήπτρου,  αλλά  μάλλον  κεραυ\Όϋ  ή 
τοιούτου    τινός     μικροϋ    και    πλαγίως    προέ- 


268   — 


Α'ά%)νπ((   (ΙνηϋΊ/ικίτικών  ήνηγλνψων        \\ν(ΐτ(>λ(κη  π)α^τ)ρά 


χοντος  μρτίίλλίνου  προσΟίτου  πΐΜΐ()<')λ()η.  'Λ|ΐ- 
φοτέρων  τοιν  (ΐορίρών  τί)ύτ(ΐ)ν  (/.ί  κε(ραλ«ι  είναι 
άπ()κεκρ<»υ((έν(χι•  άλλ'  έκ  των  σ(ΐ)ζομένο)ν  ?.ει- 
•ι|•(ίν(ι)ν  «ύτίϊη'  σ(/ί()(Τ)ς  ?)η?.οΰτ(ίΐ  ('ίτι  «[«(χηΗοοι 
επε|^?α•π()ν  έπι  τα  ίπί  τοϋ  ορούς  εν  τω  σπη/.αίο) 
θίΐμ|)(/.ίνοντ(χ. 

Ή  παράστασις  αΰτη  φαίνεται  εις  πάντας  τους 
μέχρι  τοϋήε  δημοσιεύσαντας  το  άνάγλυφον  και 
εις  τους  άρχαιο//)γους  έπισκέπτας  τοϋ  Μουσείου 
ή[ΐών  ολ(ος αίνιγ[ΐατική  καΐ  δυσνόητος '.  Κατ'έμε 
δμως  δύναται  ευχερώς  να  έρμηνευΟΓ)  ο)ς  έξης: 

Ή  εν  τφ  τεμένει  τοϋ  Ασκληπιού  άνακίϋλυ- 
•ψις  τοϋ  μνημείου,  το  όρος,  ό  δφις,  οί  κύνες  και 
ό  τάς  χείρας  τετα[ΐένας  έχων  καΐ  σπεύδίον  να 
άναλίχβη  τι  άνήρ  δύνανται  να  προσαρμοσΰώ- 
σιν  (ϊριστα  εις  την  περί  της  γενέσεως  τοϋ 
Άσκληπιοϋ  παράδοσιν  της  Επιδαύρου,  εξ  ης 
ήλΟεν  υπό  τιιν  Άκρόπολιν  των  'ΑΌηνών  ό 
Ασκληπιός.  Αληθώς  6  Παυσανίας  (II,  26,  4) 
διηγείται  ιμιΐν  δτι,  καΰ'  ά  έλεγον  οί  Έπιδαύ- 
ριοι,  ό  πολε[ΐικο')τατος  Φλεγύας  ήλΟέ  ποτέ  εις 
Πελοπόννησον  έπΙ  προφάσει  μεν  έπισκέι|)εως 
της  χώρας,  έ'ργω  δε  ίνα  κατασκόπευση  το  πλή- 
θος καΐ  το  άξιόμαχον  τών  ένοικούντωνν^ΟΓε  δε 
παρεγένετο  ες  Πελοπόννησον,  εΐπετο  ή  ϋ^νγάτηρ 
[ΚορωνΙς]  αντώ,  λελη&υΐα  έτι  τον  πατέρα  δτι  έξ 
Απόλλωνος  είχεν  εϊ'  γαστρί.  Ώς  δε  έν  τί)  γτ] 
τί]  Έπιδηνρίων  έ'τεκεν,  έκτί'Ο'ηαι  τον  παΐδα 
[Άσκληπιον]  ες  το  δρος  τοΰτο  ΰ  δ))  ΤίτιΗον 
όνομάζουσιν  εψ'  ημών,  τηνικαϋτα  δ'  έκαλεΐτο 
Μνρτιον.  ^ Εκκειμένω  δε  έδιδαν  μεν  οί  γάλα  μία 
τών  περί  το  δρος  ποιμαινομένων  αιγών,  έφν- 
λαααε  δε  δ  κνων  ό  τον  αίπολίον  φρονρός. 
Άρεοϋ'άνας  όέ,  όνομα  γαρ  τω  ποιμένι  τοντο 
ή  ν,  ώς  τον  ηρι&μον  ονχ  ενρισκεν  όμολογονντα 
τών  αιγών  και  ό  κνων  άμα  άπεστάτει  της  ποί- 
μνης  [έζήτει  αυτούς]"  οντω  τον  Άρεσ^άναν  εις 
πάοαν  φασιν  άφικνεΐσϋαι  ζητήσεως,  ενρόντα  δε 


έηιϋ'νμησαι  τον  παΐδα  άνελέαϋ•αι  και  ώς 
έγγυς  έγένετο,  άατραπην  εΐδεν  έκλάμψασαν 
άπδ  τον  παιδός,  νομίηαντα  δε  είναι  ϋεΐόν  τι, 
ώαπερ  ην,  άποτραπέσΐ^αι. '()  δε  '  αντίκα  έπΙ  γήν 
και  ϋάλασηαν  πάσαν  ήγγέλλετο  τά  τε  αίλα  όπήοα 
βονλοιτο  ενρίοκειν  έπΙ  τοΪ€  κήιινοηηι  κα'ι  ότι 
άνίστισι  τείΗ'εοηας  κτλ.  . 

Νομίσματα  της  ιεράς  Επιδαύρου  κοπέντα 
έπι  Άντίονίου  τοϋ  Ιίύσεβοϋς  και  έπι  Καρα- 
κά?>.α  -  —  ών  εν  και  το  ένταϋΟα  άπεικονιζ()με- 
νον  (Είκών  1Γ)0)  κομμάτων  της  συλλογής  τοϋ 
Έΰνικοΰ  ημών  Νομισματικού  Μουσείου  — 
παριστώσιν  ώς  οίον  τε  περι/νηπτικώς  την  σκη- 
νή ν  ταύτη  ν  τής  άνακαλύψεως 
τοϋ  Ρρέφους'Ασκληπιοϋ.'Υπδ 
δύο  δένδρα  μεγάλα  δ7]λοΰντα 
το  κατάίρυτον  τοϋ  ΤιτΟίου 
δρους  αϊξ  θηλάζει  το  βρέφος 
Άσκληπιόν,  καθ'  ην  στιγιτην 
ό  ποΐ(ΐήν  ΆρεσΟάνος  άνα- 
καλύψας  αυτό  τείνει  έν  θαυ- 
[ίασμω  την  δεξιάν  και  σπεύδει  ώς  νέπι^νμών 
τον  παΐδα  άνελέσ&αι>.  'ΑΙ.λ',  ώς  αμέσως  βλέπει 
πάς  τις,  ό  έπΙ  τοϋ  ανάγλυφου  ημών  έπι  τοϋ 
δρους  ανερχόμενος  άνήρ,  ομοίως  έν  θαυμασιιώ 
προτείνει  την  δεξιάν  και  ομοίως  σπεύδει  'ίν' 
άναλάβη  τι  προ  τοϋ  δφεως  και  υπό  τόν  κύνα 
ποθ'  εύρισκό[ΐενον  έν  τώ  νϋν  άπολεσθέντι  μέ- 
ρει τοϋ  σπιιλαίου.  Ό  κύων  δε  ούτος  βεβαίο)ς 
είναι  ό  τοϋ  βρέφους  Ασκληπιού  φύλαξ  κύων 
τής  παραδόσεως•  ό  δε  δφις  το  έτερον  τών  ιερών 
ζώων  τοϋ  Ασκληπιού  καΐ  αχώριστος  αύτοϋ 
«■θεράπων  ^,  (Αιλιανού  π.  ζώοιν  8,  12),  βεβαίθ)ς 
ετέθη  προς  άμεσον  δήλο^σιν  δτι  Ασκληπιός 
εϊναι  ό  υπό  τής  αίγός  θ^η?^αζόμενος.  Όμοίοίς 
άνω    τής    τό    βρέφος   Δία  {Η^λαζούσης    αίγός 


ΕΙκών     Ι5&. 


'  Ό  ΟιιΗπ  (ε.  ά.  σελ.  162)  γράφει  «Ζιι  Γιηάβη  \νί6  άΐε  Οεγβ- 
ΙεΙΙαη^  ζιι  «Γ^αηζεη  ιιηίΐ  ζυ  βιΙεΙΪΓεη  561,  οια55  είπετη  ^ΙϋοΙίΙίϋΗβη 
ΒΗοΙί  νοΛεΚίΙΙβη  Ηιΐβίΐιεη.  Τόν  δέ  κ.  Στάην  (ε.ά.)  τόπον  έξένισεν 
ή  π«ράστασις,  ώστε  φρολ'εΤ  δτι  τό  άνάγλυφον  καίπερ  άνακαλυ- 
φΟέν  έν  τώ  Ασκληπιείο)  τών  ΆΟι^νών  «η'ϊρρίΓΐίεηΙ  ρ»5  βνί- 
θβπιηιεηΐ  3  \ί  5«Γίβ  άεδ  τείίείβ  νοίίίβ  ϊ.  Ε3ευ1αρε>. 


'  Ό  Καββαδίας  (Τό  Ιερόν  τοϋ  Άσκληπιοϋ  σ.  10)  παρανοεί 
τό  χωρίον  τοΰτο  αναφερών  τό  ό  δέ  εις  τόν  Άρεοΰάναν. 

-  δνοΓθηθ5,  Ναιηί5ΐη3ΐί(ΐι>ε  Ίβ  1»  ΟτέΙε  ΐηείεηηε  ρ.  120. — 
Κείίϋΐέ,  Γνίειη.  άβΠ.  Ιηίί.  II  ρΐ.  IV.  2.  —  ΙπιΗοοί-ΒΙαιηεΓ  αηά 
Ρΐτογ  ΟϊΓάηεΓ,  Νιιιη.  οοιηπι.  οη  ΡίϋϊΕηϊαβ,  ΗΙ.  Ι^,  Ι,  ρ3£.  42-43 
^ΗίΙζίξ-ΒΙϋπΐΏεΓ,  Ραπδίηίαϊ,  ΎζΙ.  XVIII,  3. — ΟείΓαίδβ-Ι^βοΙίίΐΙ, 
ΕρίιΙααΓε  ρ.  2δ  (ίί^)- — ΟΐΓβιη1)6Γ5  β'  δι^'ίο  ϋίεΐ-  <5ε5  αηΐίςπίέϊ 
5.  ν.  Αε5εα1αρίιΐ5  ρ.  124  ίίζ.  160.  — Ρ3ηο£1ί3,  .-νβΐίίερίοδ  ρ1.  Ι,  2. — ■ 
Μαΐΐετ  Ο. Μ.  II,  759.— ΒΗηΐ£6πΙ)6Γ2,  Αϊΐίίερϊοί  12  (είκών). 


269  — 


Τά   ανάγλυφα  πλην  των   επιτύμβιων 


των  νομισμάτων  τοΰ  Αιγίου  ',  καΐ  άνω  της 
το  αυτό  βρέφος  Δία  θηλαζούσης  κυνος  των 
νομισμάτων  της  Κυδωνίας  '  έτέ{)ησαν  προς 
δήλωσιν  τοϋ  {)εοϋ  ό  αετός  και  ό  κεραυνός, 
τά  κύρια  τοΰ  Διός  σύμβο?^α.  Τό  υπό  τον  δοριν 
έπι  τοΰ  ανάγλυφου  ημών  εύρισκυμενον  ύφα- 
σμα καΐ  δ  φαίνεται  καλύπτον,  κάλαίίος  η 
άλλο  τι  όμοιόσχημον  κιβίότιον,  δύνανται  να 
έριιηνευθώσιν  ώς  τά  υπό  της  μιιτρός  Κορωνί- 
δος  παρά  τφ  εκθέτω  κατατεθέντα  σπάργανα, 
γνωρίσματα  και  δώρα,  ών  φύλαξ  αύθΰρμιιτος 
προσήλθεν  αυτός  ό  ιερός  τφ  Άσκληπιφ  δφις. 
"Οτι  δε  ό  σπεύδων  να  άναλάβτ]  τό  βρέφος 
είναι  ό  ποιμήν  'Αρεσθάνας,  δηλοϋται  καΐ  υπό 
τοΰ  συνοδεύοντος  και  συνιχνηλατοΰντος  αύτφ 
δευτέρου  ποιμενικού  κυνός. 

Οι  δε  όπισθεν  τοΰ  όρους  και  έπ' αυτού  ιστά- 
μενοι ώς  θεαται  της  σκηνής  βεβαίως  εΐναι  οί 
προστάται  τοΰ  βρέφους  επιτόπιοι  θεοί.  Ό 
μεταξύ  αυτών  υψούμενος  ι^ιοίνιξ  άγει  ημάς 
αμέσως  εις  τΐ)ν  σκέψιν  δτι  ούτοι  εΐναι  ή  υπό 
φοίνικα  ^  έν  /\ήλω  γεννΐ)θέντες  υπό  της  Αΐ]- 
τοΰς  καΐ  συν  αυτή  παλαιόΟεν  καΐ  [ΐεγάλως  έν 
Έπιδαύρω  λατρευόμενοι  άδε?^φοι  "^πυ/ΙΑωϊ'  καΐ 
"Αρτεμις.  Αληθώς  ό  μέ\'  είναι  αυτός  ό  πατήρ 
τοΰ  Ασκληπιού  καΐ  πρώτος  κύριος  τών  ιερών 
ΰρέων  τής  Επιδαύρου  Απόλλων  ό  Μαλεάτας 
τοΰ  Κυνορτίου  όρους  ό  επικαλούμενος  «πατήρ <> 
τον  «πακ5ός»  και  «νίον  Φοίβου  >  Ασκληπιού"  ή  δε 
"Αρτεμις  αναφέρεται  έν  ταΐς  παραδόσεσι  περί 
τής  γεννήσεως  τοΰ  Ασκληπιού  ώς  φρουρός  τής 
τιμής  τοΰ  αδελφού  Άπό?ιλοινος  και  τιμωρός 
τής  Κορωνίδος  *,  ?ιατρευθ[ΐένη  μάλιστα  επί  τε 
τοΰ  Κυνορτίου  και  έπι  τοΰ  Κορύφου,  ορέων 
τής  Έπιδαυρίας,  άρα  και  ορέων  θεά  ώς  ή  έπΙ 
τοϋ  όρους  τοΰ  ανάγλυφου  ημών  άναπαυομένη. 


'  ΙιηΗοοί-ΒΙοΓηηιει•  2η<1  Ρ.  ΓιΆτάηΐτ  έ.ά  ρ1.  Κ.  XIV  σελ.  85. 

■'  Ι.  Σβορώνον,  Τύποι  αναφερόμενοι  εις  τήν  έν  Κρήττ)  παι- 
δοτροΓρίαν  τοϋ  Διός:  Έφημ.  Άρχαιολ.  1893  σελ.  3  κέξ.  Πιν.  1, 
4.  "Ιδε  και  έν  τφ  περιοδικφ  τών  Αθηνών  Έστίη  τοϋ  1893 
άρ.  53,  σ.  31. 

'  "Ιδε  Β.  Στάη,  ΠυξΙς  έ|  Έρετρίας :  Έφημ.  Άρχαιολ.  1902 
σελ.  130  κέξ.  Πίν.  5-6. 

'  Παυσαν.  II,  26,  5. — Φερεκύδ-  άπόσπ.  8 


Προς  άποδοχήν  τής  αμέσως  υπό  τόν  φοί- 
νικα ίσταμένιις  παρθενικής  μορφής  ώς  Αρτέ- 
μιδος ουδέν  βλέπω  τό  κωλύολ-,  ή  μορφή  δμως 
τοΰ  άρρενος  9εοΰ,  ιδίως  ή  μεγαλοπρεπής  αυτού 
στάσις  και  ό  τρόπος  καΟ'  δν  έχει  άνατεταμέ- 
νην  τήνδεξιάν,  συμφωνοΰσι  μάλλον  προς  παρά- 
στασιν  Διός  ή  Απόλλωνος.  Ή  όπή  μάλιστα,  ή, 
εις  τό  κάτω  μέρος  τής  κλειστής  δεξιάς  χειρός 
τοΰ  θεού  υπάρχουσα,  έχουσα  κλίσιν  προς  τά 
εμπρός  και  ούχι  κάθετον,  ένδεικνύει  σαφώς 
τόν  κεραυνόν  ώς  πιθανιότερον  τοΰ  σκήπτρου 
φόριιμ'  αυτής,  άναγκάζουσά  με  νά  παραδεχθώ 
δτι  πράγματι  πρόκειται  περί  Διός  τοσούτω  μάλ- 
λον καθ'δσον  ί)  έν  τώ  μύ9ο)  τής  εκθέσεως  τοΰ 
βρέφους  Άσκ?ιΐ|πιού  αναφερομένη  ώς  από 
τον  παιόός  (άπο ; )  έκλάμψασ'  άστραπΐ|  δυνα- 
τόν νά  έδηλώθη  υπό  τοΰ  ποιήσαντος  τό  άνά- 
γ?ιυφον  ή[ΐών  ώς  έκλ(ίί(ΐπουσα  άπό  τοΰ  έν  τή  ώς 
προς  βο?.ήν  υψωμένη  δεξιά  τοΰ  Διός  προσθέ- 
του [ΐετα?^λίνου  κεραυνού,  αύτοΰ  εκείνου  δΓ  ού 
έμελλε  νά  κεραυνωθή  ό  Άσκ?α]πιός  βραδύτε- 
ρον,  δτε  άνίστα  τους  νεκρούς.  Έν  τοιαύτη 
περίνττώσει  ό  πατήρ  Άπόλλο^ν  δυνατόν  νά 
είκονίζετο  εις  τό  άπολεσθέν  έ'τερον  άκρον  τοΰ 
ανάγλυφου,  ένθα  ϊσως  εύρίσκετο  και  ό  Ερμής, 
ό  έν  άλλω  άναγλύφορ  '  άπαΛ'τώΛ'  ώς  προστάτης 
και  φύλαξ  τοΰ  υπό  τής  αίγός  τρεφομένου 
Ασκληπιού.  (Πβ?^,.  και  τά  κατωτ.  άρ.  55,-1358). 

49.  Άριϋ'μ.  1352(Πί,•αξ  Λ'Ζ  Γ.  .;;. 

Ασκληπιός,  '  Υγίεια,  Άχεσώ,  'Ιααώ, 

Πανάκεια," Ηηιόνη  και  Ίανίσκος(;)  έπι  ανάγλυφου 

εκ    τον    Ασκληπιείου     τών    Άϋ•ηνων  '. 

Δύο  τεμάχια  άναθιμιατικοΰ  ανάγλυφου  άπο- 
τελοΰντα  τό  άριστερόν  τρίτον  [ΐέρος  και  τμήμα 


'  Κβΐίαΐέ,  Ι^'ΐηίίΐηζϊ  <1ί  ΕεοιιΙιρίο  :  ΜεωοΓίε  άοΙΓΙηδΙίΙιιΙο  II 
(1865)  ρ.  123.  Τίΐν,  IV.  2. 

'  Βιβλιογραφία; 

Ρ.  ΟίΓΒΓό:  Βυΐΐ.  Οογγ.  Ηβΐΐ.    Ι  (1877)  ρ.  162,  η"  27-29. 

Ουίιη:  .■\γοΗ.  Ζείΐιιηβ  1877  δ.  149  Ν•^  23«  π.  24  (τά  ύπ'  άρ. 
231>-^  τεμάχια  δέν  άνήκουοιν  εις  τό  αυτό  άνάγλυφον). 

5)Ί)β1,  ΚαΙϋΙο^  άβΓ  δοιιΙρίπΓβη  ζιι  Αΐΐιβη  (1881)  δ.  333-334 
η°4440. 

Ρ.  ΟίΓ3Γ(1,  Ι,ΆδοΙέρίείοη  ρ.  19. 


270  — 


ΑϊΌηιχκί    ΛνιιιΊιιιιηπΗίοι•  ηπιγλίκροιν         //'.   Άιατο/.ικΐι   η?^:ι>ηά 


τΐϋΐ  κ(ΛΤ(ΐ)  ιιιαοιι  (ΐΓοους  τΐ'τραγίονου  .τ/.ίίκος 
ΗΓτ'  Ρΐ(|1(')λ(»η  προς  ί-νσ((/Γ|νο)σιν.  ΚύρέΟησαν  κν 
ταΐς  (<ν«οκ(/(( (/.ϊς  τοΓ»  'Λοκ?^ιπιι-ίου  τών  Άί)!)- 
νών.  Το  (ίο/ικον  π'/.άχος  της  π/.(/.κος  ήτο  περί 
το  1,10,  το  νΠν  ί^ί-  σ(ρζό|ΐ8νον  εΤν(/.ι  (>,ί)7,  το  ?>ί•- 
("'ψος  0,Γ)Γ).  Ί'^ργ(/.οί(/.  έπΐ[ΐελιις  και  ?νΡπτομερΐ|ς 
τών  (χρχών  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

Κυρ  Κ)  ν  πρόσωπον  της  παραστάσεοις  είναι 
ό  έπΙ  τετρ(ίγ(όνο\)  λεοντόποίίίΐς  κ(/.1  ανι•υ  (/.ν(/.κ/.ί- 
πε(ος  ϋρόνοιι  κα\)ή(ΐενος  προς  ί)ι•'ξιά'Αακλ7/πιός. 
Ό  ίΐεός  έ'χει  την  στρο^()ι'{ρ  άναδε^εμενην  κόιιιιν 
και  τον  ιιή,'ίίν  πίόγωΑ'α  (ΙΙ|)λ.  ΙΙ</.ι»ίτ.  Χ,;52,12), 
καΟ'ά  ενίοτε  ό  Διόνυσος,  προς  ον  ομοιάζει  κΐΛΐ 
ό  βαρύς  τρόπος  της  προς  τα  οπίσω  κλίσεως  τοΰ 
κοριιοϋ/ΙΙ  (ηιοιότιις  εΐναι  τοσαύτη,  ώστ' ευκό- 
λως ήόόνατό  τις  να  έκλάβη  αύτον  ως  Διόνυ- 
σοΛ',  αν  δεν  ύπηρ/εν  ό  υπό  τον  Βρίη'ον  προς 
δεξιά  συνεσπειρα(ΐένος  δράκων  και  αί  αλλ(/.ι 
περί  τον  Άσκ?ιηπιόν  μορφαΐ  τών  [ΐελών  της 
οικογενείας  τοΰ  Ασκληπιού.  Το  κατά  τον 
συνήίΗ]  τρόπον  περιβίίλλον  το  σώ[ΐα  τοΰ  ΰεοΰ 
ίμάτιον  κιχταλείπει  γυ[ΐ\'όν  το  δεξιον  [ΐέρος  τοΰ 
στήθους  κ(χι  τον  δεξιόν  βραχίονα,  ού  ή  χειρ 
φέρουσα  φιά^αιν  εΰρηται  έπι  τών  γονάτων. 
Τους  πόδας  δ '  έ'χει  δ ιεσταυρω μένους,  τοΰ  άρι- 
στεροΰ  ών(/π(/.υο[ΐένου  έπι  τοΰ  δεξιοΰ.  Ό  αρι- 
στερός αύτοΰ  βραχίων  περιβάλλει  πατρικώς 
ΐ'εαράΐ'  κόρην,  ής  έπΙ  τοΰ  άριστεροΰ  ώμου  άνα- 
Γραίνεται  ή  περιβάλλουσίί  χειρ  τοΰ  ι)εοϋ.  Ή 
κόρη  δ'  αΰτη  όρατί)  ούσα  κατενώπιον  ερείδε- 
ται οικείους  έπΙ  τοΰ  Άσκ^^ηπιοΰ  και  κρατεί  εν 
τη  ύι))ω[ΐένη  δεξιά  αυτής  το  βάκτροΑ'  αύτοΰ, 
δπερ  στηρίζει  έπι  τοΰ  θρόνου  τοΰ  θεού.  Ό 
αριστερός  αυτής  πήχυς  εΐναι  άποκεκρουμένος 
ολόκληρος.  Τέλος  οι  πόδες  αυτής  είναι  ορατοί 
μεταξύ  τών  ποδών  τοΰ  θρόνου  καΐ  έκείλ'ων 
τοΰ  Ασκληπιού. 

Μεταξύ   δε  τοΰ  Άσκ?ν.ηπιοΰ  και   τής  ρηδεί- 


Ζίεϊιβη  :  ΑΛβπ.  Μίιι.  XVII  (1892)  3.  242-243  (ίχνογράφ.  7.) 

Τ1ΐΓ3ΙΤ)βΓ,    Αί1<ΐ6ρίϋ5  •     Ρ21ΐ1)•-\νίδ50«'3,    Κθίΐ1•Εηθ)Γθ1.     ρ.    1657. 

ν.  δϊ3ίδ,  ΜίΐΓΐ^Γεδ  οι  Ητοηζβϊ  Ι  ρ.  188  ηο  13.52. 
Π.  Καοτριώτης,    Γ?.ΐ)πτά   τοΰ    ΈΟνικοϋ   Μουσείου  Α'  σελ. 
23(5  (Ιο.  1352. 


σης  μικράς  κόρης  ϊσταται  είς  το  βάίίος  και 
κ(ίτενο)πιον  ι)κντίΙρΐί  κήρη,  τελείθ)ς  ανεπτυγμένη 
το  σώμα.  ής  είναι  άποκκκρουμέ:να  τά  ΰνο)  τής 
βάσείος  τοΰ  ?.αιμοΓ>. Την  δεξιόν  αυτής  βρα/ίονα 
περιβάλλει  ψέλιον. 

"Οπισθεν  δε  τοΰ  Ασκληπιού  ϊσταται  προς 
δεξιά,  μετά  στροφής  κατενίόπιον,  τρίιη  κόρη 
ιΐηί,  τελείο)ς  ανεπτυγμένη  το  σώμα,  φέρουσα 
χιτώνα  άχειρίδο)τον  και  έπίβλημα  έζο)σμένον. 
Τήν  δεξιάν  αυτής  ύψοΐ  προ  τοΰ  στήθους  μετά 
τής  παλάμης  προς  τά  εξω  έστρα(ΐμένιις,  ένφ 
την  άριστεράν  φαίνεται  έχουσα  τεταμένιιν  προς 
τά  έ[ΐπρός.  Ή  κεφαλί)  αυτής  είναι  άποκεκρου- 
(ΐέ\'η.  Τέλος  αμέσως  προ  τοΰ  Ασκληπιού  σο)- 
ζεται  το  κάτω  [ΐέρος  τοΰ  σώματος  γυναικός  ι'}ΐάς 
καθήμενης  προς  δεξιά,  έχούσ)|ς  τί|ν  άριστεράν 
έπι  τών  γονάτων  καΐ  διά  τής  απολεσθείσης  χει- 
ρός ϊσως  θωπευούσης  το  πρϋ  αυτής  γονατίζον 
και  έπι  τών  γονάτων  αυτής  έρειδό[ΐενον  παι- 
δίον,  οϋ  σά)ζεται  έν  μέρει  το  σώμα,  δπερ  εΐναι 
γυμνόν  ως  τοΰ  ενδύματος  όλισΟήσοΑ-τος  κάτω 
τών  γονάτων  αύτοΰ. 

Ό  ποιήσας  την  πολυμελή  παράστασιν  ταύ- 
την  τεχνίτης  έφρόντισε  προς  εύκολον  άναγνώ- 
ρισιν  τών  απεικονιζόμενων  θεών  νά  ύπογράψη 
εκάστη  μορφή  το  όνομα  αυτής,  παραλιπών 
μόνον  το  τοΰ  Άσκ?.ηπιού,  προς  άμεσον  άνα- 
γνοόρισιν  τοΰ  οποίου  ήρκει  ό  υπό  τον  θρόνον 
τεθείς  δράκων.  Ούτως  ακριβώς  υπό  την  προ 
τοΰ  Άσκ?.ηπιοΰ  καθημένην  θ  εάν  σο^ζεται  νΰν 
μόνον  το  πρώτον  γράμμα  τοΰ  ονόματος  αυτής 
Η,  το  ασφαλώς  ΗΠ[10ΝΗ]  συμπί.ηρούμενον. 
Ακριβώς  δέ  κάτιο  τής  (ΐικράς  κόρης,  ην  περι- 
βάλλει τη  αριστερά  ό  θεός,  έχομεν  το  όνομ(ί 
ΠΑΝΑΚΕΙΑ.  Επίσης  ακριβώς  υπό  την  [ΐεταξύ 
τής  Πανακείας  και  τοΰ  Άσκ/ιηπιοΰ  ίσταμέλ-ηλ- 
κόρην  ετέθη  το  όνομα  ΙΑΣΩ.  Τέ?^ος  το  ακρι- 
βώς ύπό  τον  Άσκληπιον  τεΟέν  δλ-ομα  ΑΚΕΣΩ 
πάντες  οι  νεώτεροι  έρμηνευταΐ  τοΰ  άναγλυΓίου 
τούτου  άνέφερον  είς  την  όπισθεν  τοΰ  Ασκλη- 
πιού ίσταμένην  κόρην,  άποκλείοντες  όντως  εκ 
τοΰ  άναγ/ιύφου  ή[ΐών  την  παρουσίαν  τής  κυ- 
ριωτέρας  θυγατρός  τοΰ   Ασκληπιού  Ύγιείας 


271 


3δ 


Τα    (Ινάγ),ν(ΐ>α   ττλήν   των   έηιτνιιβίοη' 


και  πο/ιλάς  έπΙ  τοϋ  γεγοΛ'ότος  τούτου  στηρί- 
ξαντες  θεωρίας  περί  της  ΰέσεως  της  Ύγιείας 
εν  τη  οίκογενεία  τοΰ  Άσκληπιοϋ  '.  Το  γεγονός 
δ[ΐ(ος  τοΰτο  εΐναι  αΛ'ύπίχρκτον,  διότι  το  6νο\ιο. 
ΑΚΕΣΩ  αναφέρεται  ούχΙ  εις  τη\'  δπισι)ε\'  τοΰ 
Ασκληπιού  ίσταμένην  κόρην,ής  το  δνοικ/.  άπω- 
λέσθη  μετά  τοΰ  (/.μέσους  ύπο  τους  πόδας  αυτής 
(ΐέρους  της  π?ιακός,  άλλ'  εις  τετάρτην  κόρην 
τού  Άσκ?α]πιού  ίστα(ΐέ\'ην  ε'ις  το  βάθος  μεταξύ 
της  όπισθεν  τού  Άσκ?.ηπίού  κόρ)]ς  και  της 
όίλ?.ης  της  μεταξύ  τού  Ασκληπιού  κ(/1  της 
Πανάκειας  ιστάμενης.  Ά/ιηΰώς  άνο)  της  κεφα- 
λής τοϋ  Άσκλΐ|πιού,  κατ'  άκο?ιθυθίαν  ακριβώς 
ανω  της  επιγραφής  ΑΚΕΣΩ  σφζετίίΐ  σαφώς  έπΙ 
τού  μαρμάρου  το  ύπ'  ούδενός  [ΐέχρι  τούδε 
παρατηρηϋέν  περίγραμμα  τού  άποκρουσϋέντος 
μετά  της  κεφαλής  στήΰους  |ΐορφής  κατενώπιον 
ίστα[ΐένΊΐς  εΙς  το  βάθος  τοϋ  ('χ\'(/.γλύφου. 

Κατά  ταύτ(χ,  γνωστού  δντος  ότι  ώς  {)υγα- 
τέρες  τού  Ασκληπιού  άλ'αφέρονται  αϊ  'Υγίεια, 
Άκεσώ,  Ίασώ,  Πανάκεια  κ(ίΐ  Αϊγλη  '-,  δυν(χ- 
μεΟα  τιιν  δπισΰεν  τοϋ  Ασκληπιού  ίσταμέ- 
νην κόρΐ]ν,  ης  άπεκρούσΗη  τό  δ\Ό(ΐα,  νά  κα- 
λέσωμεν  Ύγίειαν  ή  Α'ίγλην.  Έν  τούτοις  ή 
συνήθης  ΰέσις  της  Ύγιείας  δπισΌεν  τού  θρό- 
νου τού  πατρός  αυτής  καθίστα  πο?Λ)  πιΰανω- 
τέραν  την  προκην  όνομασία\'.  Ή  Αϊγλη  δυνα- 
τόν ν'  άπεικονίζετο  εις  τό  πρό  τής  Ήπιόνης 
άπολεσθέν  μέρος  τού  ά\'()ίγλύ(ρου.  Παρατηρη- 
τέον  δ'  δτι  ό  Σουΐδας  (έν  λ.  Ήπιόνη)  άπα- 
ριΒ|ΐών  τάς θυγατέρας  τού  Ασκληπιού  και  τής 
Ήπιυνης  πρώτη  ν  άΛ'(χφέρει  την  Ύγίειαν  καΐ 
τελευταίαν  την  Πανάκειαν,  ακριβώς  ώς  πρώτη 
μεν  εξ  αριστερών  τού  ανάγλυφου  ημών  απει- 
κονίζεται ή  Ύγίεια,  τελευταία  δε  και  νεο> 
τάτη  ή  Πανάκεια•^.  Επίσης  την  Ίασώ  καΐ  την 
Άκεσώ  απαριθμεί  ό  Σουΐδας,  καθ '  ί'ιν  σειράν 


'  ΒΙίηΙίΟΐιΙιβΓ^,  Αδίίίορίοδ  ο^  Ηίΐηδ  (ιαρπιΙϋΓ  ί  ΓΠογοπ  νοά  Ερί- 
άαυΓΟδ  (Κορεηΐια^οη  1893)  5.  75  ί£.— Αΐΐιεη.  Μίΐΐβίΐ.  1899  δ. 
301.  —  Ι.εοΙίΛΐ  :  ϋαιοιηΙ)6Γ§  εΐ  δίβΐίο,  ΟίοΙίοηη.  άο5  ίΐιιΐί(5υί[έ5, 
Ηγ^εΪΕ  ρ.  325. 

'  Τάς  πηγάς  καταιεταγμένας  ϊδε  έν  Αΐΐι.  Μίιι.  1899  ^ί.  30•2. 

"  Τελευιαίαν  μεταξύ  τών  Ουγαιέρίον  άναφέρουοί  τήν  Πανά- 
κειαν κα'ι  οΊ  έξ  'ΑΰϊΐνΛν  κα'ι  έκ  Πτολε|ΐαίδος  παιάνες  (  ΟΙΑ 
ΠΙ,  171Ιί.  στίχ.  16  κα'ι  Κεν.   ΑτεΠέοΙ.  1889  οελ.  70,  στίχ.  5). 


εΰρηνται  έπΙ  τοϋ  ά\'αγλύ(ρου  ήμώΛ'.  Την  Α'ίγληΑ' 
προτάσσει  τής  Ίι/,σούς,  άλλ'ό  τεχνίτης  τοϋ  άνα- 
γ?Λΐφ>ου  ημών,  ό  έχων  ώ\'άγκην  Λ'ά  πλιιρώση  τίι 
πρό  τής  καί)Ίΐμέ\')ΐς  Ήπιό\'ης  σχηματιζόιιενον 
κενόν  τοϋ  βάθους  τής  παραστάσεο)ς,  δυνατόν 
ν'  άπεικόνισεν  αύτή\'  εις  τό  άπο?;.εσθέν  τούτο 
μέρος  τοϋ  ά\'αγ?ιύφου. 

Όσον  δ'  άφορα  εΙς  τό  πρό  τής  Ήπιόνΐ|ς 
παιδίο\',  δπερ  ηθέλησαν  τίνες  νά  έκ?.άβωσιν  ώς 
άποτε?ιθύ\'  την  πρωτοπορίαν  τών  απολεσθέν- 
των θνητών  ίκετώΛ',  ουδεμία  καίί'  ή[ΐάς  δύνα- 
ται \'ά  ύπαρξη  άμη  ιβολία  δτι  εΐναι  εις  τώΑ' 
υιών  τοϋ  Ασκληπιού  κιχι  τής  Ήπιόνης.  Τό 
γυ[ηΌν  τού  σώ[ΐατος  αυτού  και  κυρίως  ό  τρό- 
πος κα&'  δν  τό  παιδίον  τούτο  ερείδεται  έπι 
τών  γονάτων  τής  μητρικώς  θθ)πευούσης  αυτό 
'Ππιόνης  σαφιέστατα  δεικνύουσι  καθ  ημάς  την 
σχέσίΛ'  αυτών  0)ς  μητρός  κ(/.ί  τέκνου. 

Ώς  υιοί  τού  Ασκληπιού  αναφέρονται  οί 
Μαχ(χων,  Ποδαλείριος,  Ίανίσκος,  'Αλεξάνίορ 
καΐ  Τελεσ(ρόρος.  Τό  παιδικόν  τής  ηλικίας 
τοϋ  Τελεσ(ρόρου  άγει  αμέσως  ή[ΐάς  εις  τή•\' 
σκέψιν  δτι  ούτος  εΐναι  ό  πρό  τών  ποδών  τής 
Ήπιόνης  τοϋ  ανάγλυφου  ημών  παις.  Ή  εν- 
ταύθα δ'  δ[ΐ(ος  απουσία  τής  χίχρακτηριστικής 
περιβολής  τού  Τελεσ(:(Η)ρου  κ(/.ι  άλ?α)ΐ  λόγοι, 
οΰςι)έ?α)μεν  διά  μακρών  εκθέσει  έν  οίκειοτέρω 
τόπο),  άποκλείουσι  καθ'  ημάς  τί|ν  ΟΛ'ομασίαν 
ταύτην.  Διά  τοϋτο  κίίλώ  αυτόν  έπΙ  τού  παρόν- 
τος διά  τού  όνόμ(χτος  τού  Ίανίσκου  \  δπερ  ώς 
ύποκοριστικόν  φαίνεταί  μοι  άρ[ΐόζθΛ'  εις  (ΐικρόν 
παιδίον  τών  ϊαινόντων  τους  {)ν))τούς  θεών. 

50.  Άριϋ'μ.  1353  (Πίναξ  ΧΖ17). 

Σψνρος,  ηρως  τής  χειρουργικής,  Μαχάονος  δε 
νίός  και  εγγονός  τοϋ  '  Ασκληηιον,  έπι  άναγλύ- 
φον  έκ  τοϋ  '  Ασκληπιέ ιον  τών    Αϋ^ηνών  -. 

Πλάξ  ορθογώνιος  πλάτους  0,47,  {η|)ους  αρ- 
χικού   0,78    (νύν   δε  0,(57),  ιιετά   παραστάδοη•. 


'  Σχο?ν.  Άριστ.  ΠλοΟιος  σιίχ.  701. 

'  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη:  ΑγοΗποοΙ.  Ζείΐιιπβ  1877  δ.  1β4  Ν"•  80. 

δχΐ^εΐ,  Καΐαΐϋ^  άεΓ  δαιιΐρίιηεη  ζυ  ΛΐΗεη  (1881)  δ.  293  ΝΜΟΙ 1 . 


—     272 


^Ιΐι'Ιηοηα   )υΊ(ΐίι/η<ιτικ(7)ΐ•  (ΙίΊίγλνηΊΐιι-         ϋ.   Άι-ηιολικη   πλρνιιά 


(χποκεκρ()ΐΜΐΓ\Ί|  '/Ληα.  κ•  ('ή'<ΐ)  (/.ήτΓ|;  !<ι•"(_)ος, 
(/.ποτελεπΟΐϊοί/.  (^  κξ  ρννί(/.  τίΜΚίχΗον  άνΗγ?.ύ- 
<Ι'(ΐΐ'  λί(/.ν  ίκτιλτοί)  ι•υς)εί)κντο)\•  εν  ταΐς  (/.νΓχσκ«- 
(((/.ϊς  τοΓ»  'Λακληπιείοιι  τών  'ΛίΙιινών.  Ί'ΐπγίί- 
πί(/.   (/.|ΐι•λί|ς   τοΰ  Β'  ίσιος  αί(7)νος  π.  Χ. 

Γο  (χνάγλιίφον  π(/.ριαΓα  (Χνόρίχ  νεοΛ'  γυμνόν 
ίστάμενον  κατενίόπιον,  ("{«Γνοντα  έπΙ  τοϋ  δεξιού 
ποδός,  στηρίζοντί/.  δε  τον  (/.ριητεροΛ'  πη/υν  έπΙ 
Έρμου  άγενείου  της  τετρίΐγώλ'ου  εργασίας 
κατενώπιον  τεΟειμένοιι  επί  |^(/σεως,  ε(ρ'  ου  ε/ει 
(ίποΗεοει  το  άπο  τοΰ  (/.ριστεροΰ  πήχείος  κρε- 
[ΐάμενον  ίικίτιον  αύτοϋ.  ΊΙ  (/.ριστερα  χεΙρ  ((ερει 
καρπούς  κα'ι  άί•1)η  ιπικαΊνα));  &ς  φαίνεται,  ή  δέ 
δεξιά  έχει  οΟτως  έσ/ιιμί/.τιαμενους  τους  δακτύ- 
/.οτις,  (ός  ε  ι  εκράτει  (ίπο  της  λαβής  οριζον- 
τίως προτεταγιιενον  όργανον  τι  πρόσΟετον  καΐ 
βρα/ΰ.  Ή  κεορι/.λή,  ό  (Ιριστερός  ώ[ΐος  και  ό 
βρα/ί<))ν  και  της  δεξιάς  ό  καρπός  είναι  άπο- 
κεκρου[ΐένα. 

Ύλ'  τω  πεδίΐι)  κι/.τιο  της  χειρός  καΐ  παρά 
τόν  δεξιόν  πόδα  κατάκειται  μετά  της  κεφα/ιής 
προς  τό  κιχτο)  πί/νρίον,  ου  άνω  εΐναι  άναγε- 
γλυμμένοι  όνο  π/ιιλκιηοΊ  ϊκκοττεΐς. 

Ή  μορφΐ)  αΟτη  παραμένει  μέχρι  τοΰδε 
ανερμήνευτος.  Ό  ϋιιΐιη  ΰπέλαβεν  αυτήν  ώς 
Ήρακλέΐί  παρ'  δ?αιν  τήν  έ'λλει\(ην  της  λεοντής 
κιχι  τοϋ  ροπάλου,  βασισθείς  έπΙ  τών  εν  τί] 
(χριστερά  χειρι  καρπών,  ους  έξέ?ιαβεν  ο)ς  τά 
μήλα  τών  Εσπερίδων,  ένφ  τά  εν  τω  πεδίφ 
σύ[ΐβολα  θεωρεί  ώς  αυλούς  και  πέλεκυν.  Ό 
ΗνΙιβΙ  περιγράφει  αυτόν  ώς  άνώνυιιόν  τίνα 
Οεόν  ή  ήρωα,  φέροντα  εν  τη  αριστερά  άνθη. 
Τά  δ'  εν  τω  πεδίω  σύμβολα  καλεί  σίρΰραν 
και  ήλους.  Ό  κ.  Στάης  θεωρεί  τήν  πιχράστασιν 
ώς  ιΐΗίίίοίΙβ  Η  εχρΗίμίθΓ  και  περιγράίρει  ό^ιοίως 
τφ  5ν1:>6ΐ  τά  σύμβολα  αυτής,  μετά  ιιόντ]ς  τής 
διαφοράς  δτι  (χντΐ  ανθέων  βλέπει  καρπούς  εν 
τη  αριστερά  χειρί.Όμοίως  καΐ  ό  κ.  Καστριώτης. 

Τό  κύριυν  σύ[ΐβο?νθν  τής  παραστιχσεως,  τό 
σιρυρίοΛ',  αρμόζει  εις  δύο  γνοιστούς  ήμΐν  θεούς, 


τόν  "ΙΙίραιστον  κι/.Ι  τόν  Κίχβριρον.  "Αλλά  περί 
μεν  ΊΙιριχίστουοΰδεΙς  βεβαίο)ς  δύναται  νάγείΛ'Τ] 
λόγος,  ό  δε  Κάβειρος  έχει  μεν  ώς  πιήιβολον 
σφυρίον  ',  οί  σμιλιωτοί  έκκοπεϊς  δ[Ηΐ)ς  και  οί 
κι/ρποι  ουδέποτε  άπαντώσι  παρ'  αύτω,  ώς 
άλλως  ουδέποτε  εύρίσκομεν  τους  Καβείρους 
εν  οί(;χδήποτε  σχέσει  προς  τόν  ΆσκληπιΟΛ",  ου 
έν  τφτεμένει  άνεκαλύφθη  τό  παρόν  άνάγλυφοΛ•. 
Εν  τφ  Άσκληπιακφ  κύκλο)  μίιχν  μ(η•τ]ν 
ευρίσκω  [ΐορ(ρΐ|ν  δυνα[ΐένην  νά  ταυτισθή  προς 
τήν  έπΙ  τοΰ  άναγλύ<ρου  ημών  είναι  δ'  αύτη  '} 
εγγονός  τοϋ  Ασκληπιού  κιχΐ  υιός  τοϋ  Μαχάο- 
νος  Σφνρης,  ό  γνο)στός  τ|ΐιΐν  εκ  μόνου  τοϋ  εξής 
χωρίου  τοϋ  Παυσανίου  (II  23,  4):  -Έζ  αυγής  <)έ 
ί()ρύσατο  Σ(ΐη>ρος  το  ίερον  (τό  έπκρο.Λ'έστίχτον 
Άσκληπιεΐον  τών  Άργείων),  Μαχάονης  ιιέι• 
υιός,  άόπλίρός  όέ  Άλεξάνορος  τοΰ  παρά  Σικνωνίοις 
έν  Τηάνί]  τιμάς  ΐ.•/οντος«.  '\\  συγγένεια  τοϋ  ονό- 
ματος Σψνρος,  προς  τό  πψνρίον,  κύριον  σύ[ΐβο- 
λον  τής  [ΐορφ>ής  τοϋ  ανάγλυφου  ήμώλ',  ή  έν  ττ| 
αρχαία  καΐ  νεωτέρα  ίιχτρική  χρήσις  τοϋ  σφυριού 
και  τών  δύο  σμιλιωτών  έκκοπέίον  οις  χειρουρ- 
γικών εργαλείων  -,  τά  ίατρικάς  ίδιότΐ)τας  έχοντα 
άνθη  και  καρποί  μήκο^νος  καΐ  τέλος  ή  έν  τφ 
Ασκληπιεία)  άνακάλυψις  τοϋ  (χναγλύφου  κα- 
θιστώσιν  εις  έμέ  πιθανοίτάτην  τήν  σκέψιν,  δτι 
έχομεν  πρό  ημών  τόν  Άσκ?.ηπΐ(χδην  ήρωα 
ΣφΓιρον,  έλθόντα  έκ  τής  Αργολίδος  εις  Αθή- 
νας ώς  ό  Ασκληπιός.  Τό  σφυρίον  ο)ς  δηλω- 
τικόν  τοϋ  ονόματος  τοϋ  ήρωος  Σφύρου  είναι 
καΟ'  δ?^α  άνά/ιογον  προς  τους  κεράμους,  ους 
κρατεί  ό  ήρως  Κέραιιος  τοϋ  γνωστού  άναγλύ- 
(^ου  τής  Άκροπό/ι.ε{ι)ς,  τάς  λεαίνας,  τους  κύνας 
και  τά  βοΐδια,  τά  τε&έντα  άντι  όνο[ΐάτων  έπΙ 
τών  τάφο)ν  τής  Λεαίνης,  τής  ^Vαΐδος,  τοΰ  Κυνι- 
κού φιλοσόφου,  τής  Βοϊδίου  εταίρας  ^.  Παρά- 
βαλε  δέ  καΐ  τά  μυθευόιιενα  περί  τοϋ  "Ακμονος, 
Άσκοϋ,  Βλαύτης,  ή  ήρωος  έπΙ  βλαντγ],  'Ροπά- 
λου,  Σταμνίου,  Σφαίρου,  Σκυφίου,  Σκίρου  κτλ. 


ν.  31313,  ι\ΙαΓΐ3ΐ05  61  1)ΐ'οιιζθ8  άα  Μυ3έΰ  Ν»ΐΊοη3ΐ  1  ρ.  183, 1353. 
ΖΓ.   Καστριώτης,    Γλυπτά   τοϋ    'ΚθνικοΓι    Μουσείου  Α' σελ. 
237,  (ΐρ.  1353. 


'  'Ιδε  τά  νοιιίσματιι  της  θεσσαλονίκης   έν   ΒΜΟαί.  Μίοο- 
(1οηϊ3  ρ.  113  κέ|. 
'  'Ιδί  κατίοτέρω. 
^  'Ιδε  Σβορώνον  έν  '/\ιιχ.  Έφημ.  1889  σελ.  80  κέξ. 


273 


Τά   ανάγλυφη  πλην  των  επιτνμβίων 


"Αλλως  δ'  είναι  γνωστόν  δτι  ανάλογα,  της 
ΟΓρύρας  όργανα,  π.χ•  ό  άκινάκης,  το  ακόντιΟΛ',  ό 
πέλεκυς  (λ(/.βρυς)  κτλ.  έΟεοποιήΌησαν  εις  ομώ- 
νυμους μοροράς•  άλλαχοί3  δε  ίΙέλομεν  εκτε- 
νώς έκΰέσει  τίνι  τρόπω  καΐ  ό  εκ  τοϋ  Άακ/.η- 
πιακοΰ  κύκ?^,ου  Τελεσφ(5ρος  ΰεός  έγεννήΟη  εκ 
της  προσωποποιήσεως  και  άποΟεώσεως  της  σι- 
κνας,  ήτοι  τοϊ3  διαβόητου  υ^ς  τελεσορόρου  ία- 
τρικοΰ  οργάνου,  ου  το  περίγρα[ΐμα  έχρησίμευ- 
σεν  ϋ)ς  βάσις  των  εικόνων  τοΰ  Τε?νεσφόρου  '. 
Άλλα  διατί,  έρωτα  τις,  ή  έκίιογή  αΰτη  τοΰ 
σφυριού  καΐ  των  δύο  σμιλιο)τών  έκκοπέων  ως 
κατ' εξοχήν  χαρακτηριστικών  τοϋ  ονόματος  και 
της  ιατρικής  ιδιότητος  τοϋ  ήρωος  ημών;  Έν  τη 
αρχαία  χειρουργική  ο)ς  καΐ  έν  τή  \'εο)τέρα  ούδεν 
άλλο  κατέπλησσε  και  καταπ?α]σσει  τους  πολ?ιθύς 
δσον  ή  άν(χτρησις  τοΰ  κρανίου.  Ή  χειρουργική 
αΰτη  έπέ[ΐβασις  ην  ήδη  γνωστή  κατά  τους  προϊ- 
στορικούς χρόνους  —  ώς  εξάγεται  εκ  τής  υπό 
ιατρών  με?^έτης  πλείστων  κρανίων  τής  νεολιθι- 
κής εποχής — ,  προς  δε  καθ' όλην  την  έλ/αινι- 
κήν  αρχαιότητα,  κατά  τους  ρ(ΰμαϊκούς,  βυζαν- 
τιακούς,  μεσαιωνικούς  χρόνους  και  [ΐέχρι  τών 
καίΙ'ήμάς  χρόνων '-.  Παρά  τοις  αρχαίοις  "Ελλη- 
σιν  ίατροίς,  ών  ό  Ιπποκράτης  (περί  τώι-  έν 
κεφαλτΊ  χρωμάτων,  21)  ομιλεί  περί  τής  άνατρή- 
σεως  ώς  περί  λίαν  γνωστής  έγχειρήσεως^  κύρια 
όργανα  τοϋ  μεν  πρώτου  σταδίου  τής  άνατρή- 
σεως,  ήτοι  τής  διατρήσεως,  ήτο  το  τρνπανον,  τοϋ 
δέ  τελευταίου,  ήτοι  τής  λεγο(ΐένης  έκκοπής,  κύ- 
ρια όργανα  ήσαν  δύο  σμιλιωτοί  έκκοπεΐς  και  το 
λεγόμενον  κεφηλι,κυν  σφνρίον,  ήτοι  αυτά  ταΰτα 
τά  όργανα  τά  άναγεγλυμμένα  παρά  τον  ήρωο^^ 
τοϋ  ανάγλυφου  ημών.  Οΰτως  άναγινοισκομεν 
παρά    τω    'Ορειβασίω,    έν  τή   περιγραφή   τοϋ 


'  "Ιδε  περίληψιν  τής  περί  τοϋ  θέματος  τούτου  ομιλίας  μου 
έν  τω  συλλόγφ  Παρνασσφ  έν  Αγγέλου  Βλάχου  Πεντηκοηαε- 
τηρίδι  1882-1902  (Αθήναι  1903)  σελ.  15-19. 

'  Κ.  ΤβιτίεΓ  ϋ£  Μ.  ΡέΓαΐΓβ,  Ι,ΌρέηΙίοη  άυ  ΐΓβραη  (αρρβΓςα 
5ΐιοϋίηοί  (36  ΓΙιίϊΐοίΓβ  <1β  Ια  ΐΓέρ&ηιΙίοπ  άυ  ΟΓαηε  ιΐΕΐΐδ  Ιεβ 
1ειηρ5  ρΓέΗί5ΐοΓί(}υε5,  <32η5  Γαηΐίςιιΐΐέ,  1ε  ιηο)ίεη  -  ά^ε  εΐ  Γεροςυε 
ιηοίΙεΓηε).  Ρ&ΓΪβ  189.5.  "Ιδε  και  Κ.  ΒΓί&υ,  Οιίηιτ^ία  έν  εί  Οα- 
ΓειηΙ)εΓ0  εΐ  δι^ϋο,  ΟίοΙίοη.  ιΐεδ  απϋς.  ρ.  1110. 

^  "Ιδε  καϊ  Θ.  Άρεταίου,  Ή  χειρουργία  παρ'  "Ελλησιν 
(Αθήναι  1864)  σελ.  15. 


δευτέρου  σταδίου  τής  αΛ'ατρήσεως  τοϋ  κρανίου 
τά  εξής:  "Εστί  δε  ό  άριστος  έκκοπής  τρόπος 
τοιόσδε•  δύο  δει  λαβείν  σμιλιωτονς  έκκοπέας, 
έπειτα  τον  ένδς  την  άκμήν  εις  τό  δεύτερον  ή 
τρίτον  τρήμα  κατά  την  έτεραν  γιονίαν  λελο^ωμέ- 
νην  έντιΟένΐίΐ,  την  δε  λαβήν  προστάξαι  τω  άντικα- 
'&ημένω  υπηρέτη  ασφαλώς  συνέχειν  άντερείσεως 
χάριν.  Τοΰ  δέ  έτερον  έκκοπέως  ή  ακμή  έντιϋ•έσϋω 
εις  το  πριΤηον  τρήμα,  ής  το  μεν  ολίγον  μέρος  έστω 
προς  υγιές  όστέον  τεταγμένον,  το  δέ  ώννγ^ωιιένον 
προς  τδ  παρά  φνσιν,  έπείπερ  ιδίως  έν  τη  πλήζει 
τέμνουσι  μάλλον  οι  έκκοπεΐς,  κατά  δ  μέρος  ώνύ- 
χωται  ή  ακμή.  ' Η  δέ  λαβή  νπδ  τον  ενεργούντος 
κρατούμενη  πλησσέσϋω  τω  κεφαλικώ  σφν- 
ρίω  κτλ.  '.  Πασώ\'  τών  εποχών  τά  κεφαλικά 
σφυρία  και  έν  μέρει  οι  έκκοπείς,  όσους  απεικό- 
νισαν οί  ΤβηΊ6Γ  καΐ  ΡέΐίΐίΓε  έν  τή  ιστορία  τής 
άνατρήσεως  τοϋ  κρανίου  (ίί§'.  23,  28,  31,  40, 
54,  82,  88,  188),  όμοιάζουσι  [ΐεγάλως  ή  ταυ- 
τίζονται προς  το  σχήμα  τών  έπι  τοΰ  ανάγλυ- 
φου ημών  οργάνων.  Οσον  άφορα  εις  το  κύριον 
όργανον  τοϋ  πρώτου  σταδίου  τής  άνατρήσεως, 
το  τρύπανον,  δυν(/.μεθα  ευλόγως  νά  ύπολάβω- 
μεν  δτι  εΐναι  το  άπο?ιεσθέν  πρόσΟετον  βραχύ 
όργανον,  όπερ  ό  ήρως  ημών  έκράτει  προτεταγ- 
(ΐένον  οριζοντίως  έν  τή  δεξιά  αύτοϋ,  καθ'  α 
δεικνύει  ό  τρόπος  τοΰ  σχηματισμοϋ  τών  δα- 
κτύλο)\'  αυτής.  Τά  δ'  έν  τή  αριστερά  αύτοϋ 
ορώ  μένα  άνθη  και  καρποί  μήκωνος  τής  νπνο- 
φόρον  -  βεβαίως  δηλοϋσι  τά  ναρκ(ι)τικά,  ψυ- 
κτικά καΐ  αναισθητικά  φάρμακα  •^  ών  πάντως 


'  ΟεηνΓβδ  <1'ΟπΙ)35ε  έκδ.  Βϋ53εηΐ3ΐίεΓ  εΐ  ΒΛΓοηιΙίι-Γβ,  Τοηι.  ΐν 
ρ.  158  κέ|.  Περί  τοϋ  κεφαλικού  σφυριού  όμιλοϋσιν  επίσης  ό 
Κέλσιος,  Παύλος  ό  Αιγινήτης,  κτλ.  "Ιδε  ΤεΓΓίει-ΡέιαίΓε  έ'.  ά• 
σελ.  50  κέ|. 

"  Άφεντούλη,  Φαρμακολογία   τόμ.  Α'  σ.  03,   τόμ.  Γ'   σ.  83. 

"  Διοσκορίδου,  Περί  ΰλης  ιατρικής  Δ',  ξε'  (έκδ.  ΚιΛη  σελ. 
654)•  «Κοινή  δέ  αυτών  (τών  μηκώνων)  δύναμις  ψυκτική,  δΟεν 
τά  φύλλα  και  αί  κωδίαι  καθει|ιηθεΐσαι  ύπνοποιοΰσι .  .  .  κατα- 
πλήσσεται δέ  επί  τών  σ.γριιπνούντίον  μεθ'  ύδατος  κατά  τοϋ 
μιετώπου  κα'ι  τών  κροτάφο)ν.  Ό  δέ  οπός  και  αΰιός  ψύχωλ' 
επιπλέον ...  καΐ  ύπνοποιός....  Πλείων  δέ  ποθείς  βλάπτει,  ποιών 
ληθαργικούς». — 'Ορειβασίου,  Ιατρικών  συναγωγών  βιβλ.  ΙΕ', 
1:  «μήκιονος  πάσης  ή  δύναμίς  έστι  •ι|'υκτική,  αλλά  τής  μέν 
κΐ)πευομένης  ύπνώδες  μετρίως  το  σπέρμα .  .  .  Τών  δέ  άγρίοιν 
ή  έτερα  φαρμακωδεστάιη  πασών  έσιι,  και  κατά  τό  σπέρμα 
καϊ  κατά  τάς  κιοδίας  καϊ  κατά   τά  φύλλα  καϊ  κατά  τόν  όπόν. 


274 


Λΐ!)<•ι<πη    άηιΟιιικιιιχίΤη•  ιΙΐΊΐγ^νφων        II.  Άιίιτο/.ιηι)   7ίλανυά 
έγίνρ,το•/(^ιί|σις  κατά  τηΛ' |(εγ(1ί?.ην  κ(χΙ  όδυνηράν       κον,  τίμ•  ίί' 


ταύτην    ργ/ρι\)ΐ|αιν,    κ(/.Ι)'  ην   ίπιζΐ]τεϊτ«ι    ύπο 
των  ιατρών  ή   (χναια{)ΐ]σία  τοϋ  πάσχοντος. 

Κατά  ταΰτα  ?7θ|ΐεν  πς)ο  ημών  τί|ν  εικόνα 
τοϋ  εκ  τΓ|ς  οικογενείας  τοϋ  Άσκληπιοΰ  Σ(('ΰ- 
ροΐ),  ι'ιρΓοος  κατ'  εξοχήν  χειρούργου,  ορέροντος 
ώς  χαρακτηριστικά  αύτοΰ  σύμβο?ια  τα  όργανα 
της  διασηιιοτέρας  χειρουργικής  έπε[ΐβάσεο)ς,  εις 
ήν  θέλο[ΐεν  ιδεί  κατοιτέρο)  δτι  ϊσο^ς  άναΓρέρον- 
ται  καΐ  ("ιΧΙμ  τινά  τών  εν  τω  Άσκ/.η,τιείω  ευρε- 
θέντων ανάγλυφων  '. 

51.   Άριϋ'μ.   1354  (Πίναξ  XXXIV). 

Αοπληπιός,  Ήπιόνη  καΐ  Ικέτης  «σωι^εϊς  έκ  πολέ- 
μων μετά  της  οικογενείας  αντον,  ανάγλυφαν 
έκ  τον    Ασκληπιείου  τών  '  Α•&•ηνών  -. 

Άνάγλυφον  ΐί»|)ους  0,39,  πλάτους  0,4(;,  μετά 
πλαισίου  άποτελουιιένου  έκ  παραστάδων,  έπι- 
στυλίου,  κορών ίδος  καΐ  ακρωτηρίων,  ελλιπές 
δε  κατά  την  άνω  άριστεράν  γίονίαν  σχεδόν 
από  τοϋ  μέσου  της  π\ο.ηος  μέχρι  τοϋ  υπέρ 
την  κεφαλήν  τώλ'  ίκετ(Τ)\'  ίίψους  (χύτής.  Μάρ- 
μαρον  πεντε?ιήσιον.  Σχέδιον  ο^ραΐον,  άλλα  τέχνη 
ή  συνήθης  τοϋ  Γ'  αιώνος  π.  Χ. 

Εις  τό  δεξιόν  μέρος  τοϋ  άναγ?^ύφου  κάθη- 
ται  ό  Άοκληπώς  προς  αριστερά  έπΙ  θρόνου 
μετ'  άνακλίσεως  καΐ  έρεισιχείρου  κοσμουμένου 
υπό  κεφαλής  κριοϋ,  έρειδοιιένης  έπι  Σ((ιΐγγός 
όκλαζούσης.  Ό  θεός  γυμνός  τάνω  τής  όσφύος 
αναπαύει  την  [ΐέν  δεξιάν  αύτοϋ  έπΙ  τών  γονά- 


•ίοιστεραν  επι  της  κορυφής  τής 
().ν(χκλίσεως,  έφ'ής  ανέρχεται  και  μία  τών  πτυ- 
χών τοϋ  ί|(ατίου  αΰτοΰ.  Έν  τώ  συνόλίο  αυτής 
ή  μορ((ή  αίίτη  είναι  πιατόν  άντίγραφον  ενός 
τών  θεών  τής  ζίοοίρόρου  τοϋ  Παρθενώνος  '. 
Ύπό  τόν  θρόνον  εΰρητί/.ι  ό  δράκ(ι>\'  σιινιππει- 
ραμένος  προς  άριστερίί. 

Προ  δε  τοϋ  Άσκληπιοΰ  ϊσταται,  έπι  τοϋ 
δεξιοϋ  ποδός  βαίνουσα,  κατενο^πιον  καί  τι  προς 
αριστερά,  θεά  γυ^'ή,  ή  Ήπιόνη,  φέρουσα  χιτώνί/. 
μετά  βρ(/.χειών  χειρίδων  και  έζο)σμένον,  έπ  αύ- 
τοϋ δε  έπίβ?.ημα,  όπερ  από  τής  κεφαλής  κατερ- 
χόμενον  περιβ(χ?,?,ει  τό  κάτω  μέρος  τοϋ  σώμα- 
τος σχΐ]μαιίζον  τριγωνικόν  άπόπτυγμα  έπι  τής 
κοιλίας.  'Π  δε  δεξιά  χεΙρ  τής  θεάς  άνέχει  προ 
τοϋ  προσο)πον  τόν  πέπλον,  ενώ  ή  αριστερά 
κρέ}ΐαται  προς  τά  κάτω  ύπό  τοϋ  έπιβλήμί/.τος 
καθ'  δλον  αυτής  τό  μήκος  περιβαλ?.ομένη. 

Προς  τους  θεούς  τούτους  προσέρχονται  εξ 
αριστερών  έν  τή  συνήθει  περιβο?α]  τών  'ΛΟη- 
ναίοιν  ικετών  τέσσαρες  ίκεται,  ών  ό  πρώτος  άνήρ, 
ό  δεύτερος  έπίσιις  άνήρ  κατά  τι  όμως  μικρότε- 
ρος τό  ΰψος,  μεθ'οΰς  γυλ'ή  έχουσα  παρ'  εαυτή 
μικράν  κόρην.    Πάντες  σεβίζουσι  τή  δεξιςί. 

Τά  πρόσωπα  πασών  τών  μορφών,  θεών  και 
ικετών  άπεκρούσΟησαν  ύπό  τίνος  φανατικού" 
άπεκεκρουιιένοι  δ'  επίσης  εΐναι  και  οι  πόδες 
τών  δύο  θεών. 

ΈπΙ  τοϋ  έπιστυλίου  εΰρηται  κατά  τά  προς 


δεξιά  τρία  τέταρτα  αυτής  σφζομένη  ή  επιγραφή  : 

ΩΘΕΙΣΕΚΩΜΠΟΛΕΜΩΝΚΑίΛΥΤΡΩΘΕΣ 

■ •      ΩΝΕΛΙΕΥΘΕΡΩΘ'-//////////////////////ΚΕΝ 

ήτοι  [ό  δείνα     τοϋ    δεΤνα     σΐίοθείς  έκ    τ  ώμ  πολέμων  και  λυτρωθε\Ί)ς 
[τών  δεινών  κα'ι  κινδύν)ων  έλ(ι)ευβερωθε|Ίς  άνέ>)η|κεν  '. 


'Ισχυοώς  γαρ  ψιΊ/ει.  μέχοι  νάρκης  άγουσα  κ(ΐ1  νεκρ(ί)σεο)ς  > . 
Ίδε  κα'ι  τόμ.  Ι,  ρ".  42,  25Ί,  291,  371-388.  Π.  361-363.  V,  628 
τής  αυτής  έκδόσεο)ς  τοΟ  Όρειβασίου. 

'   "Ίδε  ΖίεΗεη:   Αΐΐι.  ΜίΙίΗ.  Βά.  XVII,  5.  232  εΐκών  3  κέξ. 

^  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.   ΟΪΓΒΓά:  Βϋΐΐ.  άε  €ογγ.  ΙιεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  1.37,  η"  4. 

ΟυΗη:  .\ΓθΗίΐεο1.  Ζείΐιιη§  1877  δ.  1.52  Ν•"  32. 

Ρ.   ΟίταΓίΙ:  13υ11.  άβ  Οοΐι.  ΗεΙΙ.  II  (1878)  ρ.  83. 

δχΐιεί,  Καΐαίο^  (ΙεΓ  ΒοαΙρΙυΓεη  ζα  ΑιΗεη  (1881)  5.  294  Ν'-4013. 

Ρ.    ΟίΐΆτά,   Ι/.•\5ΐί1έρίείοη   β'ΑΐΗεηεβ   (1882)  ρ.  89. 

0Ι.\.  II,  3,  1474. 

Α.  Κδπβ:  ΑΙΗ.  .ΜίΜ.  XVII  (1893)  3.239. 

Ι.  Σβορώνος:  Λιεθν.  Έορημ.  Νθ(ΐ.  Άρχ.  τόμ.  Δ',  (1901)  σελ. 
381,  είκών  17- 


ΑτηίΙί-ΑηιβΙυηΒ,  ΡΗοΙο^ΓίίρΙιίδοΙιε  Είπζεΐααίη&ΐιιηεη.  δετίε  V 
(1902)   δ.  11  Ν'  1229  (1,δ«:)•). 

Π.  Καατριώτης,  Γλυ,τιά  τοϋ  Έθνικοϋ  Μουσείου  Α'  (1908) 
σελ.  237  άρ.  1354. 
'  2βορώνος  ε.  ά. 

'  Ώς  προς  την  συμπλήρωση•  ημών  παράβα7.£  τόν  άπη- 
χοϋντα  τήν  έπιγρα€ρήν  ταύτην  περίφημον  Άχάϋισιον  Ύμ>•ο<• 
έ.πΊ  τή  έν  ειει  626  μ.  Χ.  διασώσει  τής  Κοινσταλ-τινουπόλεως 
άπό  τών  πολιορκοΰντων  αυτήν  Άβάρων : 

7^  νπερμάχω  οτρατηγψ  τά  νικητήρια 
Ώς  λντρωΟεΤαα  τών  δεινών  εν/αριατήρια... 
Έκ  παντοίων  με  κινδύνων  ελενϋέρωοον  κτλ 


275  — 


Τα   ανάγλυφη   πλιρ'   των   ι'πιτν/ιβίωι 
Ή   επιγραφή    αΰτη   διδάσκει   ημάς,  δτι   το 


(/.νάγλυφον  ανετέθη  τη  Ήπιόνη  και  τφ  Άσκλη- 
πιφ  υπό  τοΰ  πρώτου  των  ικετών  σωθέντος  εκ 
των  πολέμων,  λυτρωθέντος  δείΛ'ών  και  έλευΟε- 
ρωΰέντος  παντοίοον  κινδύνων,  προσερχόμενου 
δε  νΰν  μετά  συμπάσης  της  οικογενείας  αύτοΰ 
(ώς  οραίνεται  μετά  τοϋ  υίοΰ,  της  γυναικός  καΐ 
της  Ουγατρός  αύτοΰ)  και  εύχαριστοϋντος  κατ' 
ευχή  ν  τους  σωτήρας  θεούς. 

Παράβαλε  καΐ  το  ανωτέρω  (σ.  247  κέ.)  περι- 
γραφέν άνάγ?^,υφον  τών  δημοσιευόντων  Ιατρών 
τών  μετά  τοϋ  στρατηγού  Άντιφίίι,ου,  προς  δε 
τήν  έπιγραφήν  εκ  τοϋ  Άσκ?ι,ηπιείου  τών  Αθη- 
νών: «Λ^ί άνορος  Σ ίδΊ^ς  αωΰ•είς  εκ  μεγάλου 

κινδύνου,  Άακληπιω  και  Ύγιεία  εύχήν  '»,  και 
τάς  εκ  Σύρου  "'  έπιγραφάς  ναυτίλο)ν  εύχαρι- 
στούντων  τον  Άσκλΐ]πιόν,  δτι  έσώϋησαν  τών 
εκ  της  θαλάσσης  κινδύνων  εν  τη  όψίμω  εποχή, 
καθ'  ην  ό  θεός  απέβη  προστάτης  ούχι  μόνον 
τών  νοσούντων,  άλλα  και  τών  καθ '  οιονδήποτε 
άλλον  τρόπον  κινδυνευόντων  •\ 

Ό  Ρ.  ΟΪΓίΐΓά  θεωρεί  τό  άνάγ?ιυφον  ημών 
ώς  όν  ρΓοΒίΐΙίΙεηιβηΙ  οΐβ  Γέρο(ΐιΐ6  Γοιηαίηβ.  Εις 
έμέ  δμως  φαίνεται  μόλις  νεώτερον  τοϋ  Γ' αιώ- 
νος π.  Χ. 

52.  Άριΰ'μ.  1355   (Πίναξ  XI.,   3). 

Ηηιόνη  καΐ  δύο  Ικέται,  τμήμα  ανάγλυφου  εκ  τοϋ 
Ασκληπιείου    τών  ' Α&ηνών  '. 

Δύο  τεμάχια  πεντελησίου  μαρμάρου  προσαρ- 
μοζό[ΐενα  άλ?αιλοις  καΐ  άποτελοϋντα  τό  άρι- 
στερόν  μέρος  άναθΊ]}ΐατικοΰ  ανάγλυφου  μετά 
πλαισίου  εκ  παραστάδο)ν,  ευρεθέντα  δ'  εν  τ(ίΤς 
άνασκαφαΐς  τοϋ  Άσκλιιπιείου  τών  Αθηνών. 
'Ύι|)ος  τό  νΰν  0,35,  πλάτος  0,2(5,  τέχνη  τοϋ 
Δ'  αιώνος  π.  Χ. 


'  "Αθήναιον  τόμ.  Ε',  σελ.  156,  αριθ.  9. 

■*  Κ?.ών  Στέφανος,  Έπιγραίρα'ι  της  \'7Ίσου  Σΰρου,  σ.  80  κέ|. 

■'  ".Αριστείδου  1  68  και  468. — Ρ.  ΟίΓαΓ(3,  Ι^'  Αβίιΐέρίβίοπ  ρ.  91. 

*  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟίΓΒΓΰ  :  Βιιΐΐ.  άα  Οογγ.  ΗεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  158,  η"  ,'^  (τι')  άνω 
τε|ΐί/.χιον),  η"  9  (τό  κάτω  τεμ,άχιον). 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈΰνικοΟ  Μουσείου  τόμ.  Β' 
σελ.  2;37,  άρ.  1:555. 


Δεξιά  ϊσταται  κατενώπιον,  έπΙ  τοϋ  αριστερού 
ποδός  βαίνουσα  γυνή  θεά,  ή  Ήπιόνη,  φέρουσα 
χιτώνα  και  έπίβλτ|μα  καλύπτον  τήν  κεφαίιήν 
και  περιβάλλον  πάν  τό  σώμα.  "Υπό  τό  έπί- 
βλημα  είναι  καΐ  ή  προς  τό  στήθος  υψούμενη 
δεξιά  τής  θεάς.  Ή  αριστερά  αυτής  κρέ[ΐ(ίται 
προς  τά  κάτω  άνέχουσα  πτυχήν  τοϋ  έπιβλήματος. 

Προς  αυτήν  προσέρχονται  έξ  αριστερών  δύο 
ικέται  εν  τη  συνήΟει  περιβο?ι,ή,  ών  ό  πρώτος 
άνηρ  έχο)ν  τήν  δεξιάν  προς  τά  κάτω  κρεμαμέ- 
νΊ|ν  και  άπρακτοϋσΐίν,  τί|ν  δ'  άριστεράν  προτε- 
ταιιέλ'ην.  Ή  επομένη  γυνή,  έχουσα  τήν  κό- 
μη\'  (/.ναδεδε[ΐένην  και  φέρουσα  χιτώνα  και 
έπίβλημα,  έχει  τί|ν  δεξιάν  υπό  τό  έπίβλΐ][ΐα  και 
πρό  τοϋ  στήθους  ύψωίΐένην. 

53.    Άριΰ'μ.    1356  (Πίναξ   Ι.). 

Υγίεια    και    τέαααρες    Ικέται,    ανάγλυψαν 
εκ    ιοϋ   'Αακληπιείον    των     Αϋ^ηνων  Κ 

Τό  δεξιόν  μέρος  ανάγλυφου  πλακός  μεΟ' 
άπλοϋ  πλ(/.ισίου,  ευρεθέντος  εν  ταΐς  άνασκα- 
φαΐς τοϋ  \Δσκ?>.ηπιείου  τών  Άθη\'ών.  'Ύψος 
0,43,  σωζόμενον  πλάτος  0,30.  Εργασία  μετρία 
τοϋ   Γ'  αιώνος  π.  Χ.   Μ(χρ[ΐαρον   πε\'τε?.ήσιον. 

Έν  τω  [ΐέσω  ϊσταται  κατενοιπιον  παρθένος 
θεά,  ή  Ύγίεια,  βαίνουσα  έπΙ  τοϋ  αριστερού 
ποδός.  Ελλείπει  ή  κεφα?ιή  μετά  τοϋ  δεξιού 
ώ[ΐου  καΐ  τμήμα  ολοκλήρου  τοϋ  δεξιού  (ίύτής 
μέρους.  Φέρει  λεπτόν  [ΐετά  βραχειώΛ-  χειρίδίον 
και  έζθ)σ[ΐένον  χιτώ\'α  κατολισθαί\'οντ(ί  άπύ  τοϋ 
αριστερού  αυτής  ώμου  καΐ  καταλείποντα  ούτω 
γυμνόν  τΟΛ'  άριστερόν  ώμον  και  μέρος  τοϋ 
στήθους.  ΈπΙ  τοϋ  χιτώνος  φέρει  έπίβλημα  κα- 
λύπτοΛ'  τό  κάτω  μέρος  τοϋ  σώματος  αυτής  καΐ 
σχηματίζον  έπι  τής  κοιλίας  τριγιολ'ΐκόν  άπό- 
πτυγμα.  Ή  αριστερά   τής  θεάς   άνέχει  εις  τό 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟίΓβΓά:  Βιιΐΐ.  άε  Οογγ.  ΙιεΙΙ.  1  (1877)  ρ.  158,  6. 

Οϋΐιη:  ΑΓοΙίίΐεοΙ.  ΖοίΙιιη^  1877,  δ.  151,  Ν'  29. 

8>Ί3ε1,  Κ.-ιΙη1ο§  (Ιογ  δοιιΙρίιίΓεη  ζη  Αίΐιεη  (Ι,'ίΗΙ)  8.297  Ν"^  4032. 

ΑΓηάι-ΑηιεΙιιης,  ΡΗοΙο^ΓίίρΗίδοΗε  ΕίηζεΙαυίπαΗιηεη.  δειίε  V. 
(1902)  δ.  10  Ν••  1226  (Εοννχ). 

Π.  Καατριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈΟνικοϋ  Μουσείου  Τόμ.  .Λ' 
σελ.  237,  άρ.  1:^56. 


276 


Λΐϋονπίΐ   <α'(ί{)ηιι<ιτικ(ον   Λναγλνφοη•  Ι!  .  Άναιο/^κΐ/  πλ^ΊI(^ιΊ 

55.    Άριϋ-μ.    1358   /Ιίίνηξ    Χ/.ΙΊι. 


ΰψος  τοΓι  προαιόποιι  ,τ:τυχί|\'  τοΓι  ίπιβλΓ|Μ(/.τ()ς. 
Ή  δεξιά  ΕΪΛ'ίχι  (χποκεκρουμένΐ).  'Λριατρρί^Ι  προ 
της  θεάς  ε{)ρΐ|Τ(/.ι  τετράγωνος  βοίΐιοζ  [ΐετά 
τριγοη'ΐκοΰ  (/.ΓΤίόικ/.τος  και  παρ'  αΰτοΑ•,  προσ- 
ερχόμενοι εξ  άριπτκρών  και  σεβίΐοντες  τί|ν 
■Οειίν,  τ^•οοαρ^'^  ίκεται,  \\ται  εμπρός  [ΐέν  δύο 
παιδίσκίίΐ  έν  τοΐς  ένδόικίαιν  «ύτών  δλος  περι- 
τετυλιγ[ΐέναι,  μι•Π'ας  γιινη  και  (ΧΛ'ήρ  σεβίζοντες 
ττ)  δεξι^.  Το  σώμα  τοΰ  ανδρός  κα?α')πτει  τί|ν 
δεξιάν  παρί/.στ(ίδ(/.  τοΰ  πλοΛπίον. 

54.   Άριϋ'μ.  1357  (ΙΙίνηξ  ΧΙ.ΙΊ). 

' Ασκληπιός  (;)  δεξιονμενος  άλλον  τινά   ϋεόν, 
άνάγλνφον    εκ   τον  '  Αακληηιείον  των     Α•&•ηνών  '. 

Το  (χριστερον  μέρος  π?α/.κός  ανάγλυφου  εκ 
πεντελΐ)σίου  [ΐαρμ(<ρου,  ΰψος  αίοζόιιενον  0,25 
πλιχτος  σο)ζό[ΐενον  0,14.  "Λνο)  εΰρηται  ταινία 
πλαισκόσεως,  τα  π?^άγια  δε  είναι  άνευ  παρα- 
στάδων. 

Θεός  τις  ή  ί]ρως  ιστάμενος  προς  δεξιά  βαί- 
νει έπι  τοΰ  αριστερού  ποδός,  τον  δεξιόν  έχων 
προς  τά  οπίσω,  φέρει  δ'  ίμάτιον  κατα?ιεΐπον 
γυμνόν  τον  δεξιΟΑ'  βραχίονα.  Ή  προτετα^ιένη 
αριστερά  άνέχει  μέρος  τοΰ  προς  τά  έ|.ιπρος 
μέχρι  εδάφους  καταπίπτοντος  ιματίου  αύτοΰ, 
ή  δε  τεταμένη  δεξιά  δεξιοΰται  άλλην  μορφήν, 
ης  σώζεται  μόνον  [ΐέρος  τοϋ  πήχεως  μετά  της 
χειρός.  Ή  ε?^λει•ψις  παντός  συμβόλου  (βάκτρου 
ή  δφεως)  καΐ  κυρίως  ή  έ'κφρααις  τοϋ  προσο)- 
που  και  ό  σχηματισμός  τοΰ  γεΛ'είου  δεν  άριιό- 
ζουσιν  εις  Άσκληπιόν,  ώς  έκάλεσε  την  [ΐορφην 
ύ  ϋιιΗπ,  ϊσως  δε  ουδέ  το  άνάγ?ιυφον  ανήκει  εις 
τον  Άσκληπιακόν  κύκλον.  Ή  εργασία  ανή- 
κουσα εις  τά  τέλη  τοϋ  Ε'  αιώνος  είναι  αυστηρά, 
ωραία  καΐ  έντονος,  το  δε  σχέδιον  κάλλιστον 
ώς  προς  τε  την  στάσιν  τοϋ  θεοΰ  και  την  πτύ- 
χο)σιν  τοϋ  ιματίου. 


Αφιξις  'Υγιείας  και  διακόνου  τοϋ  Άακληηιοϋ 
εΙς  ' Αϋ-ήνας,  Τηλεμάχου  τοϋ  Άχαρνέως  ύη- 
αηαντώντος  '. 

Δεξιόν  τμήμίί  (/.ναγλύπτου  πλ(/.κός  (ίποκε- 
κρουμένης  και  κατά  τό  άνω  αιηής  μέρίκ:. 
Επίσης  ελλείπει  μικρόν  μέρος  τΓ|ς  κάτω  δε- 
ξιάς γοη'ίας.  Τό  νϋν  ν\^ης  είναι  0,3 (ί,  τύ  δέ 
π?^άτος  0, 18. Εργασία  άρίστί)  καΐ  λεπτοτάτΐ)  τοΰ 
τέλους  τοΰ  Ε'  αιώνος.  Μάρμαρον  πεντελήσιον. 

ΈπΙ  προεξεχούσης  ταινίας  τοΰ  μαρμάρου, 
δηλούσης  τό  έδαφος,  ϊσταται  πρύς  αριστερά 
άνί/ρ  πωγωνοψόρος  μετ'  εικονιστικών  χαρα- 
κτηριστικών Ονητοΰ,  βαίνουν  έπι  τοΰ  δεξΐ(»ΰ 
ποδός  προτεταγμένου,  φέρων  ταινίαν  περί  την 
κόμην,  περί  δέ  τό  σώμα  βρα/ύν  μέχρι  τώ\' 
κνη[ΐών  έξικνούμενον  χιτώνα,  γυμνόν  καταλεί- 
ποντα  τό  άνω  μέρος  τοΰ  σώματος  και  άπό  της 
ζώνης  πάλιν  καταπίπτοντα,  ώς  τό  ένδυμα  των 
προς  Ουσίαν  παρασκευαζομένων.  Εν  τούτοις 
τό  άνω  μέρος  τοΰ  σώματος  περιβάλλεται  υπό 
χλαμύδος  άπό  τοΰ  αριστερού  ώμου  και  βρα- 
χίονος  κατερχόμενης  προς  τόν  δεξιόν  γό[ΐφον, 
οπόθεν  ανέρχεται  υπέρ  τόν  προτεταγμένον  δε- 
ξιόν βραχίονα,  άφ'  ου  κατέρχεται  πάλιν  προς 
τά  έ^ιπρός.  Ή  προτεταγμένη  δεξιά  αύτοΰ 
έκράτει,  ώς  φαίνεται  εκ  τοΰ  σχηματισμού  τών 
δακτύλων,  τά  χρά)ματι  μόνον  δεδηλοιμένα  ηνία 
δυο  ίππων  άρματος  απέναντι  αύτοΰ  ισταμένων, 
ών  όμως  έσώϋησαν  μόνον  αϊ  κεφαλαΐ  μετά  ιιι- 
κροΰ  μέρους  τοΰ  τραχήλου.  ΊΙ  αριστερά  αύτοΰ 
κρατεί  παρά  την  όσφύν  πΐλον  κωνικόν,  ώς  ό 
τών   Αθηναίων  ίππέοιν. 

Εις  τό  βάθος,  ακριβώς  δπισίίεν  της  κεφαλής 
τών  ίππων  καΐ  έπΙ  βραχϋ)δους  εδάφους,  ευρι- 
σκομένου έπι  υψηλότερου  πεδίου  καΐ  δη  είς 
τό  υψος  τών  τραχή/.ων  τών  ίππων,  βαίνει  προς 
αριστερά,  ώς  ήρεμα  ανερχομένη  ίκέτις  ή  μάλ- 


'    Βιβλιογραφία  : 

ΠϋΗη:  ΑΓοΗαοΙ.  Ζείίυη^  1877  5.  ϋ2,  4. 

8χ5β1,  Καΐαίο^  ίεΓ  δουΙρΙαΓεη  ζο  ΑΐΗβη  (1881)  δ.  312,  4325. 
Π.  Καστριώτης,  Γ^.υπτά  τοΟ    Έθνικοϋ  Μουσείου.  Τόμ.  Α' 
σελ.  237,  άρ.  1357. 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη  :  ΑΓοΗϊβοΙ.  Ζείιαπβ  1877,  5.  161,  Ν"^  69. 

53'1>β1,    ΚαΙαΙο^    (1«γ   δουΙρίϋΓεη   ζα  .Λώεη   5.  311,  Νγ  4311. 

V.  81313,  ΜίΓΐ3Γε5   άυ  Μιΐδέε  Νίΐΐοηαΐ  Ι  ρ.  189  η"  1358. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈΟν.  Μουσ.  Α',  σ.  237  ιι"  1358. 


—   277 


Τά   (ϊνάγλνψίΐ   πλΐ/ν  ιών  επιτύμβιων 


λον  ί)•εά  τις  κόρη  (Λ'ΰν  ακέΓρα?ιος),  περιβεβλη- 
μένη πάν  το  σώ(ΐ(χ  δι'  ιματίου,  την  μεν  αριστε- 
ράν  έχουσα  παρά  την  κοιλίαν  προτεταγμένην, 
την  δε  δεξιάν  ϊσο^ς  προ  τοΰ  στήΙ)ους  άνυψουμέ- 
νην  έν  τω  ίματίω,  κατά  το  πλείστον  δ[ΐως  αφανή 
νϋΛ',  ώς  μετά  της  κεοραλής  άποκρουσδεΐσαν. 

Ή  έπιοράνεια  της  πλακός  ή  όπισθεν  των 
μορφών  σχη[ΐατίζουσα  τύ  βάί)ος  της  εικόνος 
είναι  παραδόξως  ανώμαλος,  δηλοϋσα  ϊσως  τά 
πλευρά  βουνοϋ  ή  όρους  \  ου  προεξοχή  ό  βρά- 
χος, έφ'  ου  βαδίζει  ή  'θεά. 

Ή  περίεργος  παράστασις  αΰτη  έθεωρήΟη 
υπό  πάντων  μυστηριώδης.  «Ι^β  8ΐι](;1:  ΓβπΙε  ϊηεχ- 
ρΗοΕίΙοΙβ»,  γράφει  ό  τελευταίος  περιγράψας  το 
άνάγλυφον  κ.  Β.  Στάης.  Νομίζίο  ίήιως  δτι  νΰν 
δύναται  νά  προτατίή  πιΰανή  τις  ερμηνεία  τοΰ 
μνημείου. 

Έκ  τοΰ  ύπ'  αριθμ.  ΙΪΙΓ)!  ανάγλυφου  εϊδο- 
μεν  δτι  έλ'  τω  Άσκληπιείω  των  Αθηνών  παρά 
τά  εις  την  λατρείαν  αύτοΰ  αναφερόμενα  ανά- 
γλυφα ΰπήρχον  άλλα  αναφερόμενα  εις  τήν  ίστο- 
ρίαν  της  λατρείας  αύτοΰ.  Λοιπόν  έκ  της  περί- 
φημου αττικής  επιγραφής  τής  περιεχούσης  τό 
χρονικόν  τοΰ  Άσκλιιπιείου  καΐ  αναφερομένης 
προς  τοις  άλλοις  εις  τήν  έξ  Επιδαύρου  άφιξιν 
τοΰ  Ασκληπιού  εις  Αθήνας  έπι  Άστυφίλου 
άρχοντος  (420  19  π.  Χ.)  και  τήν  έγκαθίδρυ- 
σιν  τής  λατρείας  αύτοΰ  υπό  τήν  Άκρόπυλιν, 
γνωρίζομεν  δτι  -  ό  Ασκληπιός  μόλις  έλθών  έξ 
Επιδαύρου  διά  θαλάσσης  εις  Ζέαν  τοΰ  Πει- 
ραιώς καΐ  εκείθεν  άνελθών  εις  Αθήνας  και 
καταχθείς  είς  τό  υπό  τιιν  Άκρόπολιν  Έλευσί- 
νιον  μετεπέμ'ψατο  οίκοθεν  διάκονον  κο[ΐισθέντα 


'  Ό  ϋιιΐιη  κ.ά.  οημειοΧ  τό  πϋάγ|ΐα  ιός  έ|ής;  <  ΜεΓίςννϋηϋβ  ίδΐ, 
θ&58  (Ιίβ  (ίηιηιΙΠϋοΗε  βε^βη  άεη  ετΗοΙίεηοη  Καηά  γ.  βίοΗ  πίοΗΐ 
5ο1ι3γ(  αΙίΗεΙιΙ,  δοπάετη  δίΐηίΐ  ϊηδίβί^ειιιΐ  ίη  <1βη5ε11)βη  ϋόεΓ^οΙιΙ». 
Ό  Σιάης  γράφει  <  5ο1  ίΓΓέ2ΐι1ίβ''  εΐ  Γοοίιβιιχ  .  Ό  -'ί^ΐιεί  :  «Οτυπί 
είπ^εΐίοίΐ;  υηά  ζυοι    ΚαΗηιεη  νοτΙεεΗΙεικΙ». 

■  ίΙΛ  II  1649.  Α.  ΚοβΓίβ  :  ΑΙΗ.  Μΐΐίΐι.  XXI  (1896)  σελ.  341. 
Ρ.  Ρϋ«03Γΐ.  1^85  β^Γίηάί  ΜγΓίβίβ  β'ΕΙβυδίδ  καΐ  κυρίως  Σ.  Δρα- 
γούμης, ό  Ασκληπιός  έν  Άΰήναις  :  Έφη(ΐ.  Άρχαιολ.  1901 
οελ.  107  :  «[άΐνελθιον  (Ζ)εϋ(0)[εν]  ||ΐΛΐπτηρ|ίυις  τοις  μεγά[λοις 
και;]ιΊγειο  ές  τό  Έ(λ)[εΐ)οίνιο]ν  και  οίκοθεν  [μεταπεμ]•ι)ιάμενος 
δι<)ί(κ)[(>νον  ήγ]αγεν  δεΰρε  έφ  (ά)[ρματος]  Τηλ[ε]μιίχου  [άπ]α- 
[νχήσαντο]ς•  ('ίμα  ήλθεν  Ύ(γ)|ίεια  κα]ί  οϋΐϋ)ς  ίδρύί)^)  [τό  Ίερό]ν 
τόδε  όίπαν  έπ'ι  [Άστυφί]λοιι  άρχοντος  Κΐ)[δαντίδου»]. 


έφ'  άρματος  ύπαντηθέντος  υπό  Ίηλεμάχον  τον 
έξ  Αχαρνών. 

Ό  κ.  Σ.  Δραγούμης,  είς  δν  οφείλεται  ή  πλη- 
ρεστέρα άνάγνωσις  τής  επιγραφής,  άνέγνωσεν 
ορθώς  άντι  ό'ρ>ά(κοντ.α)  <'Οιά(κονον)>,  δηλαδή 
νεωκόρον,  ύπηρέτην  και  φύλακα  ού  μόνον  τοΰ 
ίεροΰ  άλλα  καΐ  τοΰ  .παρ'  αύτφ  δράκοντος.  Ή  δε 
«έφ' [άρματος]»  άνάγνωσις  βεβαιοΰται,  εϊτε  περί 
δράκοντος  εϊτε  περί  ιερών  πρόκειται,  ύπ'  άνα- 
λόγίον  αρχαίων  χοιρίων.  Οΰτίος  ό  Παυσανίας 
(Π,  10,  'ό)  διηγείται  περί  τοΰ  έν  Σικυώνι 
Άσκ?αιπιοΰ  «φασί  δέ  σφισιν  έξ  Επιδαύρου  κο- 
μιαϋήναι  τον  ι^εοι•  έπι  ζεύγους  ή/αόνων,  δρά- 
κοντι  είκασμένον,  τήν  δέ  άγαγονσην  Νικαγόραν 
είναι  Σικυωνίαν,  Άγασικλέονς  μητέρα,  γυναίκα  δέ 
Έχετίμου».  Μία  δέ  των  επιγραφών  τών  ίαμάτων 
τοΰ  Οεοΰ  τής  Έπιδίίύρου  αναφέρει  τον  έξ 
Αλιέων  φθισικόν  Θέρσανδρον  ίδόντα  έν  ένυ- 
πνίω  τόν  Άσκ?ι,ηπιόν  έλαυνόμεΛ'ον  έφ'  άρματος 
δρακόντων  είς  Αλιείς  τής  Έρμιονίδος,  ίδρύ- 
σαντα  δέ  κατ'  άκολουχ*)ίαν  τοΰ  ενυπνίου  τούτου 
τέ(ΐενος  τοΰ  Ασκληπιού  έν  τη  πατρίδι  αύτοΰ  '. 
Δελφική  δ '  επιγραφή  -πραγματευομένη  περί  τής 
μετακομίσεως  τοΰ  ίεροΰ  πυρός  έκ  Δελφών  είς 
Αθήνας  προσθέτει  άγαγώι-  δέ  και  την  τρίποδα 
έφ'  αρ^ίατος  άξίύ)ς  τοΰ  τε  Οεοΰ  και  τοΰ  ημετέρου 
δάμου  και  ά/ίώΐ'».  Τέλος  Ιερά  άγό[ΐενα  έφ'  αρμά- 
των βλέπ:θ[ΐεν  πολλάκις  έπι  νομισμι/,των  ^. 

Κατά  ταΰτα  τόν  έπΙ  τοΰ  ανάγλυφου  ήικπν 
πρό  τών  δύο  ΐπποον  άρματος  ίστάιιε\'υν  /.(/.ι 
δραττόμενον  τών  ήνί(0Λ'  αυτών  θεωρώ  ώς  Τη- 
λέμαχον  τόν  Άχαρνέα,  ύπαπαντώντα  τΟΛ'  έφ- "άρ- 
ματος κομισθέντα  διάκονον. 

Αυτός  ό  λίαν  παράδοξος  τρόπος  τής  περιβο- 
λής τοΰ  Τηλεμάχου,  ό  τω  ΟυΗπ  φανείς  ως  ανδρός 
παρασκευαζομένου  ϊνα  θυσιάση  ( οΙβΓ  Ηδο1ΐ8ΐ 
ιη6Γ]<ννΰΓάί§•  ^εΐίΐβίοίθΐ   ϊβΙ  .  .  .  «18    ννοΠε  ργ   Ιιε• 


'  Ιη30ΓΪρΙΐοη65  θΓ36ο»ε  IV,  952,  65.  Πβλ.  Ββηδοπ  έν  0135- 
δίοαΐ  Κενίβνν  1893  ρ.  185.  κ(ΐΙ  Σβορώνον  έν  Διεθν.  Έφημ. 
Άρχαιολ.  τόμ.  Γ  (1907)  οελ.  26,  1. 

-   ΒΟΗ.  .\νΐ1Ιρ.92.— ευΠίϋδ:  ΑγοΗ.  ΑηζεΙςεΓ  1895  5. 101)κέ|. 

'  "Ιδε  π.  χ.  ΒΜΟ.  Αΐεχϋηϋτίι  ρ1.  ΧΧ.Χ,  552-554.  —  ΟβΙΙ.ιπΊ 
Νιιωί  ΑΙεχαικΙΗηΙ  ρ1.  XXVIII,  1103,  1108.  —  ΒΜΟ.  Ιοηίη,  ρ. 
XIII,  13  κτλ. 


278 


Αη)ι>ι<ΐίη   (αΊίίΙιι/κιτιχοιι•   ηναγλύψοη•         Β.   'Αι•ιΐί<>/.ικϊι   τίλΐΐ'ρή 


<-ίηι•ιη  ()|)Γ(Τ  ιιιίηί^ΐΓίι•η•π :  Ι  )π1ιιΐ)  αρμόζει  κάλ- 
λιπτί/.  ι••ίς  την  'Γ\\λ{ψαγιη•,  τον  κιά  ίν  ύ'κλαις 
έπιγρα(()(ης  '  κ«υχ(ί)|ΐεν()ν  οτι  πρώτος  "ίί)ρύ- 
σατο  τύ  ίερον  χιά  τον  (5ο)|ΐον  τώ  'Λσκ/;ΐιπιφ  >, 
«πρώτος  ί?)ρΐ)θ(ί[ΐενος  Οιιαίαις  ί)ι••ί(ίΐς  υποί)Γ|- 
καις».  Το  ίί'  άμίσως  υπέρ  το  αρ(ΐ«  βραχώδες 
ΰψωμΓχ  ίΐεωρώ  ώς  το  {Ή|)ω(ΐα,  έπι  τοϋ  οποίου 
ϊί^ρυτο  το  νπο  τ//  πόλίΊ  Έλευσίνιον,  ίν  ω 
κατι'ι/ίΐΐ)  ό  'Λακ?.ΐ|;ιι<)ς,  η  μάλλον  ώς  αύτο  το 
ύπο  τί|ν  "Ακρόπολιν  ΰι|Κ))μα,  εφ'  ου  ίδρυϋη 
το  'Λοκλΐ|πιεΐ()ν,  ενώ  την  ι^ρέμα  άνερχομενην 
έπ'  (/.ι>τοΰ  νε(/.ράν  κόρην  ερμηνεύω  ώς  την  αμα 
τφ  ί)ΐ(ϊκόν(ρ  έλΟοΰσαν  ε'ις  Άΰήνας  'Υγίειαν 
τέλος  δε  το  (χνώ(ΐ(λλον  πεδίον  τοϋ  βάθους  της 
δλτ|ς  εικόνος  έκλ(ί[ΐβάνω  ώς  δηλοϋν  τάς  κλι- 
τΰς  τοΰ  βουνοΓ»  ιής  τοϋ  Έλευσινίου  και 
Άσκλτιπιείου  υπερκείμενης  Ακροπόλεως  τών 
Άθ))νών. 

Ό  κ.  Στάης  άνεκοίνοοσέ  μοι  την  ύπόΟε- 
σιν  οτι  ϊσως  (χπετέ?ιει  μέρος  τοϋ  άναγ?ακρου 
ημών  το  παρακείμενον  ύπ'  άριί).  1.'?60  (Πίναξ 
ΧΧΧΤν,  ;5."Ιδε  κατοιτέρω  οελ.  280)  ανάγλυΓρον, 
το  αυγ/ρόνοις  εν  τφ  αύτώ  Άσκ?αιπιείω  άνακα- 
λυορΰέν  και  τον  Άσκ?ιηπιον  εν  περιέργφ  στάσει 
οίνδρος  βαί^έως  σκεπτόμενου  είκονίζον.  Την 
δέ  γνώμην  ταύτην  καιίισιά  λίαν  πιθανίιν  τό  τε 
μάρμαρο  ν  καΐ  ή  πανό  μο  ία  εργασία  τοϋ  άνα- 
γ?ιΰφου.  "Αν  λοιπόν  ή  ύπόθεσις  αΰτη  ήτο  ή 
όρί)Γ),  δπερ  δεν  δυνίίταί  τις,  δυστυχώς,  να 
βεβαίωση,  ώς  νϋν  ά[ΐφότερα  τα  άνάγ?\,υφα  είναι 
γύψω  συμπεπ?α)ρωμένα  και  στερεώς  έντετειχι- 
σμένα  —  θα  είχομεν  και  τύ  κϋριον  πρόσω- 
πον της  δλης  παραδόσεως,  ήτοι  τον  Άσκ/^]- 
πιον  άρτι  έγκαθιδρυθέντα  εν  Αθήναις  καΐ 
βαθέως  σκεπτόμενον  περί  τοϋ  μέλλοντος  τοϋ 
Ιεροϋ  της  λατρείας  καΐ  τών  έργων  αύτοϋ  εν 
Αθήναις,  καθ'ήν  στιγμήν  ανέρχεται  προς  (ϊχ')τόν 
ή  άρτι  μετά  τοϋ  διακόνου  της  λατρείας  αύτοϋ 
άφικομένη  Ύγίεια,  ή  ύπ' αύτοϋ  μεταπεμορθεΐσα. 


'   ΟΙΑ  II  1050:  Τ]ηλι;μαχος  ίδρύσατο  τό  (ίερ|όν  και  τόν  βω- 

μ[όν  τφ  Άσοκλΐ|1πιω   πρώ[τος τΐοϋ  Άοσ|κληπιοϋ  .  .  .  ] 

....  ταϊ]ς  Άσα[κ?^ΐ)πιοΟ-- .  —  ΑντόΟι  144"2  :  [Τΐ)λΕμαχ]ός  σε 
ίέρ(ι)σε  'Λσκληπιω  ήδέ  όμοβιόμοις  πρώτος  Ιδρυσάμενος  θυσίαις 
θείαίς  όποθ^ήκαις.  "Ιδε  και  1•14ο. 


Ί Ι  τεχνοτροπία  άμφί)τέρων  τών  ίχναγλύ(ροιν 
άνήκοτισα  εις  τα  τε?ν£υτ(/.ΐα  ετη  τοΰ  Κ'  «Ιώνος 
π.  Χ.  υποδεικνύει  —  άν  ή  έρμηνείίχ  ί|μών  είναι 
όρϋή  —  ότι  μετά  τί|ν  εν  ετει  420  11»  ϊδρυσιν 
τοϋ  Ασκληπιείου  ό  υποδεχθείς  τόν  θεόν  Τη- 
λέ(ΐαχος  ό  Άχαρνεύς ',  αν  μη  αυτοί  οΐ  ιερείς 
τοϋ  *Ασκλΐ|πιοϋ,  άνέϋηκε  τύπους  άναίρερομέ- 
νους  εις  τό  γεγονός  της  εγκαθιδρύσεως.  "Ισως 
δέ  (ΐεταξύ  τών  άζίων  Οίης  κοσμημάκον  τοϋ 
Ασκληπιείου,  άτινα  άνα((έρει  ό  Παυσανίας 
(Ι,  21,7),  δέον  να  συγκαταλέεο)[ΐεν  καΐ  τα  αλη- 
θώς ωραία  άνάγλυ(ρα  ή  [ιών  ταϋτα. 

56.    Άριϋ'μ.   1359   (Πίναξ   ΧΙ.ΙΊ). 

Άηόλλων  κι•&αρωδός,  ανάγλυφαν 
έκ    τον   Άσκληπιείον    τών    Ά-θ-ηνών  -'. 

Αριστερά  γωνία  ανάγλυφου  περιβα^^.ομέΛη 
υπό  πλαισίου  εκ  παραστάδων,  έπιστυλίου  καΐ 
κορ(υνίδί)ς.  Ύψος  σωζόμενον  0,ί38,  πλίχτος 
δέ  0,21. 

Απόλλων  κιθαροιδός  ιστάμενος  κατενο)πιον 
κιχΐ  εν  μέρει  προς  δεξιά,  βαίνων  δ'έπΐ  τοϋ  αρι- 
στερού ποδός  και  την  δεξιάν  έχων  προς  τά 
οπίσω.  Ό  θεός  φέρει  εύρύν  χιτώνα  κιθαρο)- 
δοϋ,  βραχύ  (ΐέχρι  τοϋ  μέσου  τών  μηρών  έξι- 
κνούμενον  έπίβλημα  έζο^σμένον,  όπισθεν  δέ 
από  τών  ώμων  κρεμαμένην  μακράν  χλα^ιύδα. 
Τήν  [ΐετά  π?ιουσίας  εις  κρωβύλον  άναδεδεμένης 
κόμης  και  μακρών  καταπιπτόντων  πλοκάμων 
κεφαλήν  αύτοϋ  κλίνει  προς  λν^αν,  παρά  τό 
σύνηθες  μικράν,  ην  άνέχει  τή  δεξιά  ύψη/.ά  εις 
τόν  ώμον,  άπτόμενος  τών  χορδών  τοις  δακτύλοις 
της  αριστεράς.  Ό  ίμάς  της  αναρτήσεως  της 
?ι,ύρας  κρέ[ΐαται  έπΙ  τοϋ  αριστερού  γόμφου 
τοϋ  θεοϋ.  Τό  πρόσωπον  αύτοϋ,  ό  δεξιός  βρα- 
χίων.  ό  αριστερός  πους  κατά  μέγα  μέρος  και  6 


'  Περί  τοΰ  δήμιου  τοϋ  Τηλεμάχου  ϊδε  ΚϊιοΗηβΓ,  ΡΓοβορο- 
§τ»ρ1ιί»  ΛΐύαΛ  II  η°  13561. 

'  Βιβλιογραφία: 

Οϋΐιη:  .λΓοΙιαοΙ.  Ζεΐΐαη^  1877  3.158  Ν•• 56. 

δ)Ί>ο1,  Καΐ2ΐο£  άβΓ  δοϋΙρΙϋΓβη  ζα  ΑΛβη  δ.  311  Ν"^  4.312. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  Έθνικοϋ  Μουσείου,  τόμ.  Α' 
3.  237,  1359. 


279  — 


:}(; 


Τά   άνάγ?^νψα   πλην  των  επιτύμβιων 


ΕΙκωι 


ίίεξιός  απο  τοΰ  μέσου  της  κνήμης   εΐναι  άπο- 
κεκρουμένα. 

Ή  παρουσία  τοΰ  Απόλλωνος  έν  τφ  Ασκλη- 
πιείου είναι  ευεξήγητος  ώς  πατρός  τοΰ  Ασκλη- 
πιού, αφοΰ  μάλιστα  καΐ  έπι  /αλκών  νοιασμιϋ. 
των  της  Έπώαΰρου  (  Είκ.  151  κ(/.τά  νόμισιια 
τοΰ  Νομισματικού    Μουσείου  των  Ά9Ί]νών  '), 

(/.νηκόντο)ν  εις  τον 
τρίτον  (/.ίωνα  π.  Χ.. 
εις  δν  και  το  ή  [(έτε- 
ρον άνάγλυ(ρθΛ',  εύ- 
ρίσκομεν  επι της  μιας 
μεν  όι|>ε(ι)ς  την  Ύγί- 
ειαν  φέρουσαν  οοριν, 
επί  δε  της  ετέρας  τύπον  Απόλλωνος  κιΟαρίο- 
δοΰ  όμοιο  ν  προς  τον  τοΰ  άναγλΰ(|)ου  ήμ(Τ)ν, 
οΓ»  επί  τοΰ  απολεσθέντος  μέρους  ϊσως  εύρί- 
σκοντό  ποτέ  και  άλλα  μέλη  της  οικογενείας 
τοΰ  Άσκληπιοΰ. 

57.  Άρίϋ-μ.  1360  ιΐΐίναξ  ΛΛΛ7/•.  :ί). 

'  Ασκληηιός  ακεπτόμενος, 
άνάγλνφον   έκ  τον    Ασκληπιείου    των    Αϋ-ηνών  '-. 

Έκ  δύο  τεμαχίων  άποτελεσΰέν  τμη[ΐα  αν(/.- 
γλύφου  ελλιπές  πανταχόθεν,  ύψους  νΰ\'  0,14, 
πλάτους  δε  0,20.  Μάρμαρον  πεντε?α]σιον.  Τέ- 
χν)]  αρίστη  και  λεπτότατη  των  τελευταίων  ετών 
τοΰ  Ε'  αιώνος  π.  Χ.  Τεχνικώς  έξεταζόμενον, 
(ραΐΛ-εται  δν  τεμάχιον  τοΰ  άνο)τέρ(ο  περιγρα- 
(ρέντος  έν  σε?^.  278  και  ύπ'  άριΰ.  55,  1358, 
ανάγλυφου. 

Έπί  θρόνου,  ου  σωζετ(*ι  μ(')νθΛ'  το  κυρτδν 
άκρον  της  άνακλίσεως,  κάθηται  προς  δεξιά 
άνήρ  πωγωνοφόρος  κλίνο)\'  προς  τά  έ|.ιπρός  το 


'  "Ιδε  και  ΙιηΗοοί-θ3Γ<1η€Γ.  Νυοηίβηι.  ^οη1η1^I11.  οη  Ρίΐηϋ». 
ηί&5  ρ.  44,  4,  ενΟ(ΐ  μνημονειΊεκΐ!  δμοιον  νόμιομα  έκ  της  συλλο- 
γής της  Κοπεγχάγης. 

■   Βιβλιογραφία  : 

Οιιΐιη:   ΑγοΗ.  Ζεϋοηβ  1877  ϋ.  1(ί3  Ν"-  73. 

3χΙ)β1,  Κ&ΐαίο^   άβΓ  δοιιΙρΙυΓβη    ζ\χ  ΑίΗβη   5.  300  Νγ  4066. 

ΑπιάΙ-  ΑΓηβΙϋπβ,  ΡΗο(ο§;Γ8ρΗί8θΗ6  Είιιζε1αιι£ηίΐ1ιιιΐ6π.  δβΓίε  V 
(1!)ϋ2)  δ.  17  Ν'  1239  {ί^όν/γ). 

V.  313Ϊ8,  .Μ3γ15γ65  οΐ  1)Γοηζ€5  ^1  II  Μυδέο  Ν&Ιίυη»!  1  ρ.  189, 1360. 

Π.  Καστριώτης,  Γλ»πτά  τοΰ  Έθνικοΰ  Μουσείου,  Τόμ.  Α' 
σελ.  2.Η8,  1360. 


σώμα,  βα9ύτερον  δέ  τίμ'  στροίρίιρ  περι|^ε|'1λη- 
μένην  βραχύκομον  κεφα?^ήν.  Δι' αμφοτέρων  δέ 
τών  χειρών,  ώ\'  συμπλέκονται  οί  δάκτυλοι, 
περιβάλλει  εν  τών  γονάτίον  αύτοϋ.  Το  σώμα 
αύτοΰ  καλύπτει  χιτώ\'  μετά  βραχειών  χειρί- 
δων,  από  δέ  τοΰ  (ΐριστεροΰ  αύτοϋ  ωμού  κρέ- 
μαται  έμπροσθεν  και  όπισθεν  ίμάτιοΑ'  κΐίτερ- 
χόιιεΛ'ΟΛ'  έπί  τών  γονάτων,  έν9(/  περιβάλλου- 
σιν  αύιό  <ά  περί  τό  γ(ίνυ  συνηνωμέναι  χείρες 
τοΰ  Οεοϋ.  Οί  όιρΗαλμοί  αύτοΰ  (ΐνοίγονται  προς 
τά  χάτο).  το  βλέμ[ΐα  όμ(ος  ιραίνεται  προς  τά 
εμπρός  διευιίτινόμελ'Ολ'.  Το  ό/ι.ον  της  στάσεως 
είναι  ανδρός  εις  βίίθείας  σκέψεις  βεβυΟισμέΛ'ου. 

'( )  Ι)ιι1ιη  δέ\'  κ(/.λεΤ  Άσκληπιόν  τί)ν  είκο- 
νιζόμενον.  ού  ή  όλη  στάσις  ενθυμίζει  αύτφ  την 
τοΰ  '()δυσσέο)ς  καθ '  ην  στιγμήν  ή  Εύρύκ?^εια 
πλύλ'ει  τους  πόδας  αύτοΰ.  Άλλ'  ούδ'  'Οδί'σσέ»/. 
θεωρεί  αϋτ(')ν.  Ό  !^νΙ)β1  άφίνει  (λύτόν  επίσης 
άνώνυμον.  '()  Ι,ο\νν  δ'  έριιηνεύει  αυτόν  ώς 
Άσκληπιόν  έν  στάσει  ιατρού  μετά  προσοχής 
(ίκούοντος  άσϋενοΰς  ίκέτου.  Τέλος  ό  Στάης 
κα?^εΐ  αυτόν  μετ'  αμφιβολίας  Άσκ?ιηπιόν,  προσ- 
θέτων περί    τοΰ  όλου   ότι  είναι  .'ίΐήβΐ  ο1)ί;οιΐΓ  '. 

Κ(ίΗ'  ημάς  ουχί  τόσον  ό  τόπος  της  άναχο- 
λύψεως  τοΰ  (η'αγ?ιύφου 
όσον  ή  [ΐεγάλη  όμοκΊ- 
τΐ]ς  της  κεφαλής  προς 
πολ?ν,άς  κε{ρ(/.?αχς  τινών 
τών  νομισμάτοίν  της  Ε- 
πιδαύρου (Είκ.  152)  κα- 
θιστά βέβαιον  ότι  πρ()- 
κειται  περί  Άσκληπιοΰ. 

Περί   τής   περαιτέρο) 
έρ}ΐηνείας  τής   στάσεως  αύτοϋ    και    τής   συιι- 
πληρο)σεως  τής  δλης  εικόνος  έγρ(ίψαιιεν  ήδη 
ανωτέρω  έξετάζολ-τες  τό  ύπ'  (ίρ.  1858  άνάγλυ- 
φον,  ου  φαίνετίίΐ  ότι  άπετέλει  [ΐέρος. 


'  Ό  κ.  Κ(ΐθΓς)ΐιΰτης  κκλΛν  Άσκληπιόν  τήν  μος)ΐ(  ήν  γράφει 
ΟΤΙ  παρίσταται,  καΌ'  ίί  φρονεί  ό  Ι^οννγ,  (ός  ί<ιτς)ός  ήι'  άνατρί- 
ψεως  θεραπεύιον  πάσχοντα  πόδα,  ούτινος  (((ΐίνονται  α'ι  έξιρδη- 
κυΐαι  φλέβες.  'Αλλά  τον  κ.  Καστριώτΐ|ν  όιέφυγεν  οτι  ό  Ιϋίνγ 
ταΰτα  γράφων  αναφέρεται  εις  άλλο  γνωστόν  μνημεϊον  έκ 
τοΰ '.4/(ΐΊ•ϊΐΌι•  τών  "Αθηνών  (ΛιΗ.  ΜίΙΙ.  1893  Ταί.  XI)  κα'ι  ουχί 
εις  τό  παρόν. 


280 


58.  Άριϋ'μ.  1361  (ΙΙΙν,ΐί.  /.}. 


Κ'.  Άι•ηιηΑΐκΐι  ηλί' 


ηρη 


Δύο  ιών  νΙών   τον    Ασχληηιον  χαΐ  οικογένεια  ΐΐξ 
ίκετων,    ανάγλυφαν   έκ    ιοϋ    Ααηληηιείον  ιών 
Α•&•ηνών  '. 

'Ανάγλιιψυς  πλαξ  πεντε/^ησίου  μαρμάρου, 
(Ιπ()τελεσ9εΙσ(ί  ι-κ  (^πο  τεμαχίοη',  έλλυιής  δκ 
κ(ίτ(ί  το  (/.\'(ΐ)  (ίεξιον  [ΐέρος  κ(χϊ  τήν  κάτα)  δεξκχν 
γιονίαν.  "Υψοιις  0,59,  ;τλ(χτοι>ς  0,58.  Εργασία 
•<ρκι-.τά  ί,πιμκλιις  τοΰ  Λ'  (ΐίώνος  π.  Χ. 

ΊΙ  παρι'ίατασις,  Λερι|^(/.?ιλομενΐ|  ύπο  τοΰ 
συνήθους  π?αίΐσίου  εκ  παραστατών,  έπιστυλίου, 
κορ(ονίδος  κ(ί1  ύρΟοκερίχμοη',  εικονίζει  έξ  αρι- 
στερών βαδίζουσίίν  προς  όεξιά  οίκογενειην  εξ 
ικετών,  ανδρός  κ(ί1  γ»ιν(/.ικος  μετά  τεσσάροη' 
μικρών  τέκνων  προ  (ίύτών,  ών  δυο  τουλάχιστον 
άρρενα.  ΙΙιχντες,  εν  τί)  συνήϋει  περιβο?αι  και 
στάσει  τώ\'  άΒηναίω\'  ικετών  εικονιζόμενοι,  εχου- 
σιν  άνυψωμένην  ύπο  το  ε\'δυμα  τΐ|ν  δεξιάν  σε- 
βίζοντες  τους  προ  αυτών  ιστάμενους  δύο  υιούς 
τοΰ  Ασκληπιού  /  ΙΙοίίηλείριον  και  Μαχάονη ) 
Τούτων  ο  πρώτος,  έχτελώς  γυ[ΐνός  τό  σώμα, 
βαίΛ'ει  έπΙ  τοΰ  δεξιού  ποδός  έγείρων  λίαν  ύι1ιη?νά 
ύπερ  τους  ίκέτας  τίιν  δεξιάν  χείρα  (ϊδε  κατω- 
τέρω), ενώ  τώ  άγκώνι  της  αριστεράς  ερείδεται 
έπι  στηρίγματος  εκτάκτως  στενού,  ου  τού  κάτο) 
μέρους  σιόζεται  ετι  μικρόν  τε[ΐ(/.7ΐον.  Περί  τί|ν 
άριστεράν  εύριιται  και  το  ί[ΐάτιον  αυτού.  Της 
ιιορφής  δε  ταύτης  άπωλέσθτ|  πάν  τό  άνω  μέρος 
τού  σώματος  πληΛ'  τοΰ  άγκώνος  της  ύψωμένΐ|ς 
δεξιάς  και  της  χειρός  τΓ|ς  προς  τά  κάτ(ο  στρε- 
φθ[ΐένης  αριστεράς.  Μείζονίί  καταστροφήν  υπέ- 
στη υ  επόμενος  ηρως,  ου  σφζετίχι  ιιυνον  τό 
από  της  κοιλίας  κάτω  μέρος  τού  σώματος  πα- 
ριστών  αυτόν  ως  Ίστάμενον  προς  αριστερά 
μετά  διεσταυροίμένων  τών  ποδών  και  στήρι- 
ζα μενον  έπι  βάκτρου,  μΐ|  πλαστικώς  δηλιοβέν- 


'  Βιβλιογραφία: 

Ρ.  Οΐιατά:  ΒιιΙΙ.  ^16  Οοιτ.  Ηεΐΐέιιίςυε  Ι  (1877)  ρ.  167  η"  69 
(τό  άρισιερόν  τεμάχιον;). 

ΟαΙιη:    ΑιαΚϊεοΙ.    Ζοϋνιης  1877,  3.   148  Ν"^  19. 

δ)Ί)6ΐ,    Ιναίιΐο^  άΐτ  δοιιΙρίυΓΟη    ζα    Αΐΐιβη   8.  291  Ν•^  4003. 

ΖιβΙιβη:  ΑίΗ.  ΜίΙΙ.  1892  8.  248. 

77.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  Έίίνικοϋ  Μουσείου.  Τόμ.  .\' 
οελ.  238  άο.  1361. 


ΕίκιιΐΛ'      153- 


τος,  τε/{>ειμένου  ύπό  την  δεξιάν  μασχάλτ|ν. 
φέροντα  δε  χλαμύδα  όπισίίεν  καΐ  εμπρός  τών 
ποδών  (χύτού  κατερχομένην.  Μετά  τους  δύ(ΐ 
τούτους  ηριοας  ΐστατο  πιθανώς  έν  τφ  (ΐπολκ- 
σθέντι  δεξιώ  τ(ΐΓ|μ(/.τι  τού  άναγ/Λρου  τούλίχ- 
χιστον  μία  έτι  μορ(ρή  Πεοϋ. 

Τό  μάλ?^ον  άξιοσημείίοτον  έν  τώ  π(χρ•)ντι 
(χναγ?ι.ύ{(^0)  είναι  ή  ζθ)ηρά  (χνάτασις  τής  χειρός 
τού  προ)του  τών  υίών  τ(^ύ  Άσκλΐ|πιού,  Μα- 
χίχονος  ή  ΙΙοδα?^ίΐρίου.  Είναι  πιθανθ)τατον  οτι 
ή  ίχν(χτ(/.σις  αύτη  ουδέν  άλλο  σημαίνει  Γ|  την 
εύ[ΐενΓ|  έκείνην  έκ  μέρους  τών 
θεών  προστασίαν,  τί|ν  διά  της 
ύπερτάσειος  τής  χειρός  δη- 
λουμένην  (σελ.  258).  άν  και 
ένταύΰα  ή  άνάι ιχσις  είναι  λία\' 
ύι|ηι/ιή.  Σημειωτέον  προς  τού- 
τοις ότι  πανόμοιον  τόν  τύπον 
ήρωα  παρουσιάζει  νόμισμα 
(Εΐκ.  15?ί).  κο.πέν  έπι  Τριβωνιανού  Γάλλον 
(25 1  -  254  μ.  Χ.)  υπό  τών  τής  Παφλαγονίας 
'.λβίονοτειχιτών,  τών  μετονομασ9έντο)ν  Ίο)- 
νοπολιτών  ενεργεία  τού  περκι^ήμου  γό))τος 
Ά?ι.εξάνδρου,  τού  έν  τή  πατρίδι  αυτού  ταύτη 
είσαγαγόντος  την  ?νατρείαν  τού  νέου  Άσκλη- 
.πιού  Γλύκωνος.  Ό  έπι  τού  έν  λόγω  μονα- 
δικού νομίσματος  '  τύπος,  ιρέρων  τό  άλ'εξι'ιγητον 
όνομα  ΖΕΦΥΡΙΟ,  εικονίζει,  ακριβώς  0)ς  τό  προ- 
κείμενοΛ'  άνάγ/ιυφον  ημών,  ήρωα  άγένειον,  γυ- 
μνόν  όλως,  βαίνοντα  έπι  τού  δεξιού  ποδός  κιχι 
τείνοντα  λίαν  ύψη/^ά  την  δεξιάν,  ένώ  τω  άγκώνι 
τΓις  αριστεράς  φερούσης  άπό  τού  βραχίονος 
έξηρτημένην  χλαμύδα,  Γσο)ς  δε  και  φιάλην  έν 
τΓ)  χειρί.  ερείδεται  έπι  στή/.ης  σχήματος  κορμού 
δένδρου.  ΤΙ  στήλη  αύτη  παρενοήθη  μέχρι 
τούδε,  διότι  ό  δ?^ως  αδέξιος  σφραγιδογλύφος 
έποίησεΛ'  αυτήν  βραχυτέραν  τοΰ  δέοντος,  μΐ) 
προεκτείνας  αυτήν  μέχρι  τοΰ  εδάφους,  έφ'  ου 
βαίνουσιν  οί  πόδες  τοΰ  ήρο)ος,  ώς  έχίον  άνάγ- 

'  ΙιηΙιοοί-ΒΙαιηοΓ :  Ζβί•.5θ1ιπίι  ί.  Ναοο.  ι.  Χ\  ρ.  269  η"  1  Γ»ί. 
Χ.  1  κα'ι  έν  Κεναβ  δαίδδβ  άί  Ναιηίδίη.  1890  ρ.  306.  — Ε.ΒϊΙιεΙοη, 
Ι,ε  ίαοχ  ρΓορΗέΙβ  ΑΙβχ&ηάΓβ  ά'ΑΙιοηοηοΙιοί :  Κεν.  Νυιη.  1900 
ρ.  19,  β§.  2. 


—   281   — 


7α   ανάγλυψα  πλην  των  επιτύμβιων 


κην  του  κάτω  αυτής  χοίρου  προς  προεκτασιν 
της  επιγραφής  τοϋ  νομίσματος.  Ό  Ιιηΐιοοί- 
ΒΙοΐΏοι•,  εχοη'  ύπ'  δψει  δτι  το  δνομα  ΖΕΦΥΡΙΟ, 
το  άπαΑ'τών  ώς  δνομα  ανδρός  (Ζέτρυρις),  δύναται 
να  ταυτισΟΓ]  προς  το  τοϋ  -θεοΰ  άνεμου  Ζεφύ- 
ρου,  υποθέτει  δτι  ϊσως  πρόκειται  περί  εικόνος 
τοΰ  Βεοϋ  τούτου.  Άλλα  προς  στήριξιν  της 
ερμηνείας  ταύτης  δεν  εχομεν  εν  τω  προκειμένω 
τύπω  ουδέν  των  χαρακτηριζόντων  τους  θεούς 
τώ\'  ανέ[(ων  γνωρισμάτοιν.  Έ|  άλλον  6  Βαΐκί- 
Ιοη,  ό  με?^ετήσας  τους  νομισματικούς  τύπους 
των  Άβωνοτειχιτών  εν  τφ  συνό?.ω  αυτών, 
όρϋώς  ύπέλαβεν  δτι  σχετίζεται,  ώς  καΐ  οι  λοι- 
ποί Λ'θ[ΐισ|ΐατικ()ΐ  τύποι  της  αυτής  πόλεως,  προς 
την  μεγίστΐ]ν  έγχώριον  λατρείαν  τοΰ  νέου 
Άσκ?ιηπιοΰ  Γ^ιύκίονος,  αν  καΐ  έσοραλμένως  ένό- 
μισεν  δτι  ό  ί')ρως  ούτος  φέρει  δφιν  περί  τον 
άριστερον  βραχίονα  είλιγμέΛ'ον.  Φρονώ  αλη- 
θώς δτι,  αν  λάβωμεν  ύπ'  δψιν  άιρ'  ένύς  μεν 
την  βεβαίαν  άντιγραφήν  τοΰ  τύπου  τούτου 
απο  εκείνου  τοΰ  έπι  τοΰ  ανάγλυφου  ημών  τύ- 
που τοϋ  Μαχάονος  ή  Ποδαλειρίου,  αφ'  ετέρου 
δ'  δτι  ό  γόης  Αλέξανδρος,  ό  πλάσας  την  λα- 
τρείαν τοΰ  νέου  Άσκ?^,ηπιοΰ  Γλύκωνος,  δν 
έταύτιζε  προς  εαυτόν,  ελεγεν  εαυτόν  υίόν  τοΰ 
Ποδαλειρίου  '  (δν  πάλιν  τό  τε  δνο[ΐ,α  και  οί 
(ΐϋι)οι  δτι  έγένετο  εκ  της  Άστααίας  πατήρ  τοΰ 
Ώκήποδος ''  και  έποίει  τους  π(χσχοντας  τους 
πόδας  «ώκυτέρους  νοήματος»  •^  σχετίζουσι  προς 
την  ρώμην  τών  ποδών),  ευκόλως  δυνάμειία  να 
έννοήσωμεν  κατά  τίνα  είρμον  σκέψεων  ό  γόης 
Αλέξανδρος,  ό  Γλνκωνα  καλέσας  τό\'  Λ'έον 
Άσκ?α]πιόν  κατά  π(χρ(ίφρασιν  τοΰ  δευτέρου 
συνδετικοϋ  τοΰ  όνόμίχτος  αύτοϋ  ήπιος,  επλασεν 
υπό  τό  σχή[ΐα  τοΰ  Ποδαλειρίου  υίόν  ή  όπαδόν 
τοΰ  νέου  Άσκληπιοϋ  Ζέψυριν.  Αληθώς  ό  θεός 
άνεμος  Ζέφυρος  έλέγετο  ό  ώκύτατος  τών  ανέ- 
μων ^  άνήρ  τής  Ποδήργης,  ήτοι  τής  τους  πό- 
δας ταχίστης   τών  Άρπυιών,  εξ  ης   έγέννησε 


τόν  Ξάνθον  και  Βαλίον,  τους  ώκυποδεστάτους 
τών  ίππων.  Έξ  άλλου  δέ  γνο:)ρίζθ[ΐεΛ'  δτι  ή 
αρχαία  ιατρική  [ΐία  τών  βάσεων  (χυτής  έθεώρει 
τήν  [ΐελέτην  τής  ευκρασίας  τών  άνεμων  \  ων 
πάλίΛ'  ό  ζέφυρος  εθεωρείτο  ό  εύδιεινος  καΐ 
ήδιστος  -,  ήπιος  καΐ  ήπυχος,  δν 

Ώκεηνδς  άνίησιν  άνιιψύχειν  άνϋρώπους  ^. 

Κατά  ταϋτα  φρονώ  δτι  ό  γό)]ς  Αλέξανδρος 
ή  οί  κατά  τους  χρόνους  τοΰ  Τριβο)νιανοϋ 
Γάλλου  διάδοχοι  αύτοϋ  ιερείς  τής  εν  Άβώνου 
Τείχει  λατρείας  τοϋ  νέου  Άσκ?α)πιοϋ  έπλασαν 
τόν  Ζέφυριν  κατ'  άντιγραφήν  τοΰ  εν  Αθήναις 
Ποδαλειρίου,  ήρωας  κυρίως  τής  διαγνωστικής  ^ 
καΐ  δη  εκ  τό)ν  άναι|Μ)κτικών  έκείΛ'(ο\'  δυΛ'άμεοον 
τοΰ  Ζέφυρου  τώ\'  υγιέστερους  καΐ  επομένως 
εύκινΐ]τοτέροι>ς  κ(ίΐ  (όκυποδεστέρους  ποιουσών 
τους  (χνΟρίόπους,  ακριβώς  δπως  ό  Γ?ιύκων 
αυτών  ουδέν  άλ?^ο  είναι  κατά  βάθος  ή  παρά- 
φρασις  τοΰ  ήπιου  Ασκληπιού,  τοΰ  γλυκαίνοντας 
τάς  σωματικάς  όδύνας  τών  ανθρώπων. 

59.   Άριϋ-μ.  1362   (Πίναξ  ΧΣ,  1). 

^Ααΐ(ληπίός,Ήηι,όνη  (;),  δύο  νΙοΙ  αυτών,  παις  ίερό- 
δονλος  και  ικέτης  πατήρ  μετά  δύο  τέκνων  και 
τής  συζύγου  αύτοϋ,  άνάγλυψον  εκ  τονΆσκλη- 
ηιείου  τών  Α•&ηνών  ■'. 

Μέγα  [ΐέσον  τε[ΐάχιον  ανάγλυφου  ευρεθέν- 
τος εν  ταΐς  άνασκαφαΐς  τοΰ  Άσκ?^ηπιείου  τών 
Άΰηνών.  Πέριξ  αύτοϋ  πλαίσιον,  ου  άπωλέσθΐ)- 
σαν  μεν  αϊ  παραστάδες  σώζεται  δ'δμχος  τό  δι- 
πλούν έπιστύλιον  ά\'ευ  κορωνίδος.  "Υψος  τής 
πλακός  0,(51,  σιρζόμενον  δέ  πλάτος  0,47.  Μάρ- 
μαρον  πεντελήσιον.  Εργασία  τοΰ  τέλους  τοϋ 
Δ'  αιώνος  π.  Χ. 


'  ΛοιικιανοΟ,  'Λ?,.έξανδρος  11. 
'  Λουκιανού,  Ώκΰπους  1 . 
"  Κόϊντ.  Σμυρν.  9.461-466. 
■*  Όμηρου  Ίλιάδ.  Τ.  415. 


'   'Ιπποκρ.   Πίρϊ  αέρων,  υδάτων,  τόπιον   1    κέξ. 

'  Άριστ.  ΠροΙ^λ.  26,  31. 

■''  Όμηρου  Όδυσ.  δ,  668  (οίίτω  και  κατά  τους  πλείστους 
τών  μεταγενεστέρων  ποιτ|τών). 

'  ΤΗταιηοΓ,  ΡοϋαΙοίΓίοί  έν  Κθ8θ1ΐ6Γ5  Μ)•^.  1.οχ.  σελ.  2587. 

*  Βιβλιογραφία  : 

Ουίιη  :   ΑγοΙιϊοΙ.  Ζΰίΐιιπε  1877,  δ.  147,  16. 

δχΐίβΐ,  Κ&ΐΛίος  άοΓ  8οιι1ρΐ«Γβη  ζυ  Αιΐιβη  (1881)  δ.  29.5,4018. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈιΐΛ'ΐκοΰ  Μουσείου,  Τό|ΐ.  Λ' 
σελ.  2Β8,  άρ.  1.•!62. 


282 


Αΐϋ^ονηη   (Ιναϋΐμίητικών  ιΊναγλνψίηΐ'        !{'.  Ανατολική  πΑί:ί»ρή 


Άριατερί^ί  αοιζεται  γο  άπό  των  |ΐΐ|ρ(7)ν  κ(ίτο) 
μ,κρος  τοϋ  σ(ό[ΐ(ίτ()ς  Άοκλι/πιοϋ,  καϋΐ|ΐιίνοΐ) 
προς  δεξιά  και  ελ'  (ΐερει  κατενίόπιον  επΙ  ιΐρόνου 
τι••τ()ρνευ|ΐένους  έχοντος  τους  πόδας.  '()  {)κος 
τους  ΐιπδ  τοΰ  ιματίου  κα?.υπτο μένους  π(')δ(ΐς 
αύτοΰ  τίΟησιν  έπι  υποποδίου  λεοντόποδος,  (( έρει 
δε  ίικίτιον  καΐ  εχιι  τί|ν  άριστεράν  κρεμαμενην 
προ  των  γονάτων,  εφ"  ών  κείτίχι  (ί(»ι•'|'""'''^'  τι 
?ιείι|ιανον.  Προ  τοΰ  ίΐεοϋ  είίρηται  βο)ΐιος  τι-τρά- 
γωπις  μετά  χαμηλής  (^άσε(ΐ)ς  και  άνοιτερας  πλο- 
κός Ουσιών,  εις  ή  ς  τάς  γοονίας  ευρηνται  άνί)η 
(ίνάγλυπτα.  Ό  βω[ΐ6ς  οΰτος  εΐ•\'αι  εκ  τοΰ  πλα- 
γίου διαγωνίως  ορατός,  κείμενος  έπι  τοΰ  αύτοΰ 
άξοΛ'ος,  έορ'  ου  κοί  ό  καθήμενος  Άσκ?ι,ηπιός,  και 
δεικνχίων  ήμίν  οΠτίος  οτι  ό  τελευταίος  εΰοητο 
έ\'τω  (ΐέσφ  πολλών  άλ?νων  [ΐορφών  ί)εών.  1Ιρ(/.γ- 
[ΐατι  προ  τοΰ  (ΐέσου  τοΰ  ϋρόνου  τοΰ  Άακλη- 
πιοΓι  σώζεται  έπι  τής  γης  λείι|>ανον  υποποδίου, 
έ(ρ'  ου  πους,  ϊσοις  δευτέρίχς  [ΐορφής,  '  Ηπιή- 
νης,  καίίημένης  έπι  θρόνου  τεθεΐ[ΐένου  δεξιά  τοΰ 
θεοΰ,  ήτοι  ά(ΐέσως  προ  τοΰ  θεατοϋ.  Είς  δε  το 
βάθος,  δπισΰεν  των  γονάτων  τοϋ  Άσκ?αιπιοΰ, 
σώζεται  το  άριστερόν  ήμισυ  τοΰ  σώματος  ένυς 
των  υίών  αύτοΰ  ισταμένου  κατενώπιοΛ',  έχοντος 
δε  χιπό  την  άριστεράν  μασχάλην  βακτηρίαν  καΐ 
στηριζόμενου  καθ'  δν  τρόπον  πολλάκις  στη- 
ρίζεται έπ'  αυτής  ό  Ασκληπιός.  'Αμέσο)ς  υπό 
την  μασχάλΐ]ν,  έκεΐ  ένθα  ή  β(ίκττ)ρία  συγκρατεί 
τό  άκρον  τοΰ  ιματίου  τής  μορφής  ταύτης,  σώζε- 
ται καΐ  ή  δεξιά  αυτής  χειρ  έπιλα[ΐβανομένη  τής 
βακτηρίας.  Δεξιά  δε  και  τοΰ  υίοΰ  τούτου  τοΰ 
Άσκ?.ηπι<)ΰ  ϊσταται  κατενώπιον,  επί  τοΰ  δε- 
ξιού ποδός  βαίνων,  δεύτερος  νιος  αύτοΰ,  έχο)ν 
έπΙ  τοΰ  αριστερού  ώμου  έρριμ[ΐένην  χλαμύδα 
κατερχομένην  έπί  τής  προτεταμένης  αριστεράς 
χειρός  και  καλύπτουσαν  τό  άριστερόν  ήμισυ 
τοΰ  σώματος.  Ή  δεξιά  χεΙρ  κατέρχεται  προς 
τό  κάτω,  ό  δε  βωμός  καλύπτει  άπό  τώλ'  όμιιά- 
των  των  θεατών  την  άριστεράν  κλ'ήμην  τοΰ 
Άσκλι^πιάδου  τούτου. 

Δεξιά  τοΰ  βωμού  καΐ  προς  αυτόν  βαίνων 
εικονίζεται  κατενώπιον  ηαΐς  ιερόδουλης,  οδηγών 
από  τών  κεράτων  κρών  και  φέρων  ίμάτιον  κα- 


λύπτον μίίνον  τά  κάτο)  τής  όσ((ύος.  "Οπισθεν 
δ'  «ήτοΰ  ϊσταται  ίκ/'η/ς  ιϊνι'ιρ  βαιΊυπώγίον  τχ\ 
ύι|ΐϋ)μένΐ|  δεξκ^  σεβίζ(ΐ)ν  τους  θεούς,  φέρων 
δ'  ίμιΐηον  γυμνόν  κατα?>.εΐπον  τον  δεξιόν  βρα- 
χίονα κ(ίΐ  τό  δεξιόν  μέρος  τοΰ  στήθους.  ΙΙρό 
αύτοΰ  δε  ΐστανται  δύο  παίδες  ίκεται,  έν  τή  συνή- 
ΙΙει  πυκνή  περιβολή  και  στάσει  ικεσίας  προ 
τών  θεών.  Τέλος  όπισθεν  τοΰ  (/.νδρός,  σχεδόν 
έπΙ  τοΰ  ώμου  αύτοΰ,  σο)ζεται  ή  όμοίο)ς  σεβί- 
ζουσα  χειρ  άλλου  ίκέτοτ',  Γσο)ς  τής  πυζνγον 
αύτοΰ.  ΙίιΟανόν  δε  νά  ύπήρχον  έπι  τοΰ  απο- 
λεσθέντος δεξιού  μέρους  και  ά?.?.οι  ίκέται, 
έτι  δε  πιθανο)τερον  ότι  και  εις  τό  άριστερόν 
άπολεσΟέν  μέρος  τής  πλακός  εϋρηντο,  όπισθεν 
τοϋ  Άσκ?.ηπιοϋ  ίστά(ΐενα,  άλ?.α  (ΐέ/.η  τής  οικο- 
γενείας αύτοΰ,  οΐαι  π.  χ.  αί  ίΐυγατέρες  αύτοΰ. 
Τό  άνάγλυιροΛ'  τούτο  τεχνικώς  συγγενεύει  κυ- 
ρίως προς  τό  ανωτέρω  έν  σελ.  254  περιγραφέν 
ύπ'  άρ.  32.  1335  (Πίναξ  ΧΧΧ\Ί,  4). 

60.   Άριΰ'μ.   1363  (Πίναξ  ΧΙ^Υ,  6). 

Δύο  ίκέτιδες,  τεμάχιον  ανάγλυφου 
έκ    τον    Αακληηιείον    τών  Άϋ•ηνών  '. 

Τεμάχιον  ανάγλυφου  ελλιπές  άριστερςί,  κάτω 
και  δεξιά.  "Ανω  σο)ζονται  λείψανα  τοϋ  έπιστυ- 
λίου  τοΰ  πλαισίου.  Σφζό(ΐενον  ΰψος  0,53,  πλά- 
τος δε  0,26.  Μάρμαρον  πεντελήσιον.  Εργασία 
ωραία  τών  άρχων  τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

Δύο  ίκέτιδες  βαδίζουσαι  προς  αριστερά,  είς 
άρκετήν  δε  άπόστασιν  ή  μία  τής  ά?^^ης  ώς  εν 
πομπή,  εντελώς  ύπό  τών  ιματίων  αυτών  κεκα- 
?;.υμμέναι  και  τή  [ΐόλις  εξ  αυτών  εξερχόμενη  δε- 
ξιά σεβίζουσαι  τους  είς  τό  άπολεσθέν  άριστε- 
ρόν μέρος  τής  πί.ακός  εύρισκο[ΐένουςποτέ  θεούς. 
Άιίφοτέρων  αί  κεφα^^αΐ  είναι  κατεστραμμέΛ'αι 
καΐ  οί  πόδες  άποκεκρουμένοΐ- 


'   Βιβλιογραφία  : 

3}Ί5β1,  Καΐαΐοβ  ΰεΓ   8οιι1ρΙυΓεη  ζυ  ΛίΚβη  8.  299  Ν"•  4046. 
Ω.  Καστριώτης,   Γλυ.πτά  τοϋ   Έθνικοϋ  Μουσείου  Α',  σελ. 
238  αριθ.  1363. 


283    — 


Γη   ανάγλυψα  πλην  τών  έπιτνιιβίίον 


61.  Άριϋ'μ.  1364  (Πίναξ  ΛΛΛ7  7/.  4/ 

"Ασκληπιός,  Ήπιόνη  (;)  και  Μαχάων  έπ'ι  τεμα- 
χίου ανάγλυφου  έκ  τοΰ  Άακληηιείου  των 
' Αϋ'ηνών  '. 

Τό  όεξιΟΛ'  ιιέρος  άναϋηματικοϋ  ανάγλυφου 
λίοΛ'  έφθαρμρΛΌ»,  ευρεθέντος  εΛ'  ταϊς  άνασκα- 
φαΐς  τοΰ  Άσκ?^ηπιείου  τών  Ά{)ηνώΛ'.  Μάρμα- 
ρον  πεντε?ιήσιθΑ'.  Ύψος  0,67,  πάχος  0,15, 
σ(ρζόμενον  πλάτος  0,46•  Έργασί(ί  τοΰ  τέλους 
τοΰ  Δ'  αιώνος  π.  Χ. 

Έν  πλαισίω  έκ  π(χραοτάί)ο)ν,  έπιστυλίου, 
κορωνίδος  και  όρΟοκεράμων  σφζεται  κατά  τό 
άριστερόν  μεν  μέρος  μορφή,  κατεστραμμένη  σχε- 
δόν εντελώς,  Άοκλ^ιπιην  κα{ίη[<ένου  προς  αρι- 
στερά και  εΛ'  μέρει  κατενο'ιπιον  έπι  πολυτελοΰς 
μετά  τετορΛ'ευμένοιν  ποδών  ίίρόνοΐ',  έχοντος  δε 
την  δεξιάν  έπι  τών  γονάτοη-.  Έπι  τοΰ  έπιστυ- 
λίου άνο)  της  μορφής  τοΰ  Άσκ/α]πιοΰ  εΰρΐ]- 
ται  ή  επιγραφή  ....  ΙΙΠΙΟΣ  (=:Άσκληπιής }. 
Όπισθεν  αύτοΰ  ϊσταται  κατενώπιον,  κλίνων 
προς  αριστερά  τΐ|ν  κεφαλήν,  ό  ήρως|Μ|ΑΧΑΩΝ 
κιχτά  την  ακριβώς  άνοι  αύτοΰ  έπι  τοΰ  έπιστυ- 
λίου έπιγρ(ΐ<ρή\',  εντελώς  γυμνός  πλην  τοΰ  αρι- 
στερού ώμου,  έφ'  οΰ  κείται  τό  άκρον  της  χλα- 
μύδυς  αΰτοΰ,  ήτις  κατερχοιιένί)  όπισθεν  τοΰ 
σώματος  αναφαίνεται  παρά  τόν  άριστερόν  πόδα, 
παρ'  δν  και  ή  κρεμάμενη  προς  τά  κιίτω  αρι- 
στερά τοΰ  ήρϋ)ος.  Ή  προτετα[ΐένη  δεξιά  αύτοΰ 
φαίνεται  και  έπι  τών  ώμων  τοΰ  Ασκληπιού 
έρειδομένη.  "Οπισθεν  δε  τοΰ  δεξιού  ώ[ΐ()υ  τοΰ 
Μαχάονος  αναφαίνονται  λείψανα  τρίτης  μορ- 
φής ιστάμενης  μεταξύ  αύτοΰ  και  τοΰ  Άακλτΐ]- 
πιοΰ  κιχι  δη  §εάς  άνεχούσης  εις  τό  ΰψος  τοΰ 
στήθους  πέπλον,  ού  ιιέρος  (ραίνεται  κρεμάμε- 


'   Βιβλιογραφία  : 

Δ.  ΦίΧιος  :  Αθήναιον  τόμ.  Ε'  (1877)  σελ.  158,  άρ.  17. 
Ρ.  ΟίΓβΓά;  Βυΐΐ.  <1β  Οογγ.   ΙιεΙΙ.  Ι  (1877)  ρ.  162,  ιιο  30. 
ΟυΙιη  :   .\γοΗϊο1.  ΖείΙυηβ  1877,  δ.  ΙδΟ  Ν^  25. 
8>Ί)ε1,    ΚηΙηΙο^  ιϊβΓ  δουΙρΙυΓβη  ζιι  ΑΐΗεη  δ.  299  Ν•^  4047. 
Ρ.  ΟίΓ3Γ(1,  Ι^ΆδΙιΙέρίείοη  ά'ΑίΙιέηβδ  ρ.  45. 
ΖίεΗβη :  .•\.ιΚ.  Μίΐίΐι.  1892  5.  245,  2. 

Π.  Καστριώτης,    Γλυπτά  τοΰ  Έθνικοϋ  Μουσείου,    τόμ.  Α' 
σελ.  2;!8.  άρ.  Ι'^ΙΙ. 


νον  εις  τό  βάθος  υπό  τόν  δεξιόν  βραχίονα  τοΰ 
Μαχάονος. 

Κάτω  δε  έπι  τοΰ  μόνου  σωζόμενου  δεξιού 
μέρους  τοΰ  πλαισίου  της  πλακός  τοΰ  εδάφους 
εΰρηται  ή  επιγραφή  ΑΣΚΛΗΠΙΩΙ  (=[ό  τάδε  την 
τάδε  άνει%ικη•]  ' Λακληπιω). 

62.  Άριΰ-μ.   1365  (Πίναξ  Σ). 

'Υγίεια,    Ποσειδών,    Ασκληπιός    κλπ., 
άνάγλυφον    έκ    τοΰ  Ασκληπιείου  τών  '  Α•&•ηνών  '. 

Άναθη[ΐατικόν  άνάγ?ιυφον  άποτελεσθέν  έκ 
δύο  τεμαχίων,  ευρεθέντων  έν  ταΐς  άνασκαφαΐς 
τοΰ  'Ασκ?^ιιπιείοΐ'  τών  ΆθΊΐνών.  Έλ?\,είπει  τό 
δεξιόν  κάτο)  τέταρτον  τής  όλης  πΚαχός,  ής  και 
τό  συ)ζό(ΐενον  [ΐέρος  είναι  λίαν  έφθ  αρμέ  νον. 
Μάρμίίρον  πεντελήσιον.  Τέχνί)  τοΰ  Δ'  αιώνος 
π.  Χ.  'Ύψος  0,50,  πλάτος  0,62. 

Έν  τω  συνήθει  άρχιτεκτονικώ  πλιχισίω  έκ 
παραστάδο)ν,  έπιστυλίου,  κοροινίδος  και  όριΊο- 
κεράμων  εικονίζεται  πρώτη  έν  τή  άριστερςί 
γο)νία  τής  π/ιακός  ϋεη  ('Υγίεια; ),  ιστάμενη 
προς  δεξιά,  βαίνοιισ(/.  έπι  τού  δεξιού  ποδ('»ς, 
κλίνουσα  δε  τό  σώιια  προς  δεξιά  και  έρειδο- 
μένη τω  (ίριστερώ  (χγκώνι  έπι  στήλης  τετρα- 
γώνου. Έχει  τήν  κό(ΐΐ|ν  (/.νι/δεδειιένην,  φέρει 
δέ  άχειρίδοιτον  έζιοσ,ιιένον  χιτώνα,  έφ'οδ  έπί- 
βλημα  κατερχό(ΐενολ'  [ΐέχρι  σχεδόν  τών  γονά- 
τιον.  Επί  τοΓ'  στήθους  δύο  ταινίαι  διασται»- 
ροΰντοι  υπό  τους  ιιαστιιύς.  Ή  κεφαλί)  ώς  και 
πο/α»  τοΰ  δεξιού  μέρους  τού  σώματος,  ήτοι  (/..τό 
τοΰ  ώμου  μέχρι  τών  κνη(ΐών,  και  ό  αριστερός 
καΐ  υπό  τό  στήθος  φερό[ΐενος  πήχυς  εΪΛ'αι 
άποκεκρουμένα. 

Πρό  αυτής  κάθΐ]ται  προς  (χριστερά  έπΙ  βρά- 
χου  ϋ^εός,   γυμνός    ολ(χ)ς,    πωγωνοφόρος  μετά 


'  Βιβλιογραφία  : 

Ρ.  ΟίΓ3Γά:  Βυΐΐ.  ι1ί  0οι  γ.  ΚεΙΙ.  1  (1877)  ρ.  164  η"  :!7  (τό 
άριστερόν  τεμάχιον)  ε(  ρ.  165  η»  40  (τό  δεξιόν  μέρος). 

ΟαΙιη  :  .λΓοΗαοΙ.  Ζβίΐυη^  1877  5.  1.00,  Ν'  26  (τό  δεξιόν  τε- 
μάχιον), δ.  162  Ν'  71  (τό  άριστερόν  τεμάχιον). 

8χΙ>β1,  Καΐϊΐοβ  ιΐετ  δουΙρίϋΓεη  ζιι  .ΛΐΗεο  .'ί.  286  Ν"^  3991  (τό 
άριστερόν  τεμάχιον). 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοΰ  ΈιΉ'ΐκοΰ  Μουσείου  Τομ.  Λ' 
σελ.  238,  άρ.  Ι-^Ιβ:». 


284 


ΛΐιΊιιί'ηιι    ιΊΐΊΐ!) ημαιικιον   ιινηγλν<ιαη•  —  Ιί  .   Άναιολιχη    ιιλκ'ηή 


\ιΗΥ.\^η^,  άδς)άς  καΐ  ρπΐ  τών  ('όικΜν  κατερχομκνιις 
κό[ΐΐ|ς,  στρέ{|ι(ΐ)ν  τίμ-  κρ<((/./.ί|ν  προς  τον  οπι- 
οίΐι-ν  «ι'ιτών  κ«ί)ιΊ(ΐι-"νον  ιΊεοΛ'.  'ΙίπΙ  τοΰ  ^\)ά- 
χοΐ'  είνίίΐ  ίοτοιομίνον  το  ίμάτιον  αϋτοΓ»,  οι' 
πτυχί)  [ΐόνον  (ίνίρχκται  ι-πι  τοΰ  ί)ρξιοΰ  [ΐηροΰ. 
'Γ(Τ)\•  ποί>ών  ό  |(ί•\'  δεξιός  τρ7>:ίως  οίρζόιιενος 
φίρεται  προς  τα  όπίσ(ΐ)  έπΙ  τοΰ  βράχοι»,  ό 
6'  αριστερός,  άπο  τυΰ  (ΐέοου  τοΰ  μΐ|ροΓ)  ιιέχυ' 
τοΠ  ποί^ος  (χποχΓκροιιιιίνος,  ητο  προβϋβλιιιιέ- 
νος.  '()  (ΐεξιος  βρ(/./.ί<))ν  διευίΙιΊνεται  πλαγίως 
προς  τα  κίίίτίο,  (ίπο/ασας  τον  προς  τάνο)  ύψού- 
μενον  πήχυν  (ίί'τοΓ'.  Ό  δι•  αριστερός  ε(ρερετο 
προ  τοΰ  στήϋους,  άλλ'  ελλείπει  νΰν.  Το  πρόπ(ΐ)- 
πον   αύτοΠ    εΐν(ίΐ  άποκεκροιιμενον. 

'Οπιαϋεν  («ήτοΰ  /(ίΟηκ/ι  προς  (/.ριστερά  δεύ- 
τερος ποογοννοφόρος  ί)εος  ι  Άοκλι/ττιοι: ;)  μετά 
βρ(χχείας  κ()(Π)ς,  στιιρίζον  την  άδρον  πίόγίονα 
επι  της  δεξιάς  χειρός.  Σφζετίίΐ  ιιόνον  »|  κε^ραλή 
(χύτοΰ,  ό  δεξιός  βραχίων,  ιιικρόν  ιιερος  τοΰ 
στήίίους  και  ύ  δεξιός  τών  ποδό)ν  ερειδόιιενος 
πιχρά  τόλ'  βράχον,  έφ'  ου  κά{^ΐ]τ(ίΐ  ό  προηγου- 
ιιενος  θεός. 

"Επεται  λείψιχνον  της  κεφαλής  τετάρτου 
ί)εοϋ  ισταμένου  προς  αριστερά.  Είναι  δε  βέ- 
βαιον δτι  μετά  την  τετάρτην  μορφήν  εύρί- 
οκετο  καΐ  άλλος  ΰεός  ή  ιιόνον  ικέτης  η  ίκέται, 
μεΐ) '  οί'ις  ήρχετο  ή  δεξιά  παραστάς  τοΰ  πλ(ίΐσίου 
(πβλ.  άριθ[ΐ.  1387). 

Το  δλοΛ'  της  εικόνος  παριστά  προφανώς 
συμβούλιον  ΰεώΛ'  συνδιαλεγθ[ΐένων,  ών  Ύγίβια 
μεν  φαίνεται  ή  πρώτη,  ' Ασκληπιός  δε  ό  τρίτος 
τών  καΜημένιον  θεών.  Ό  προ  τοΰ  Άσκ?>,ηπιοΰ 
καιΗ'ι  μένος  δεότερος  πο)γωνοφόρος  και  δ/αος 
γυμνός  ΰεός  βεβαίως  δεν  εΐναι  οΰτε  εις  τών 
υίώΛ'  αύτοϋ,  ους  δέον  νά  άναμένωμεν  αγένειους 
κΐίΐ  νέους,  προς  δε  όπισθεν  τοΰ  Ασκληπιού 
ισταμένους,  οΰτε  εις  τών  προ  τοΰ  Άσκ?ι.ηπιοΰ 
λάτρευα μένο)Λ'  εν  Αθήναις  ιατρών  ηρώων, 
οίοι  ύ  "Αμυνος  ',  υ  "Αλκών  και  ό  Ήρως  Ια- 
τρός, οί'ις  δυσκόλως  δυνάμεθα  νά  παραδεχθώ- 
[ΐεν  προκαθί]  μένους   τοΰ   Άσκ?.ηπιοΰ   ώς    έπΙ 

'   Κοηο :  ΑΙΗ.  Μίιι.  1891  δ.  .Η09  ν.ΐί. 


τοΰ  άναγλύίρου  ί|μών.  Καί)'τ|μάς.  ό  βρίίιχος 
εφ"  ου  κάθηται,  τί)  γιιμνόν  τοΰ  σώματος,  το 
άδρόν  γένειον,  ί|  κ«Μΐ(αΓθ)υπ(χ  αδρά  κόμΐ|  κ(ά 
έν  γένει  το  όλον  της  πτιχσείος  χίχρακτηριΊΐουσιν 
αυτόν  ώς  ΙΙηη^ώώνιι.  Έντελοις  όμοίίχς  παρίχ- 
στίχσεις  Ποσειδώνος  εχομεν  έπ'  (χττικών  μνη- 
μείων, οίος  π.  χ.  ό  εξ  Αθηνών  βωμός  τών 
δο)δεκ(χ  ϊΙίό)ν  (ϊδε  την  άνο)τέροι  έν  σε?^.  1ίί(( 
εικόνα  11.")),  τεμάχιον  παναθηναϊκοΰ  (χμφο- 
ρέοκ  '  κιχι  πλεϊσται  άλλ(χι  κεραμογρα((ίαι -.  0)ς 
και  συχνοί  τύποι  νοιιισμάτιυν.  II  δε  παρουσία 
τοΰ  Ποσειδώνος  έν  τχό  Ασκληπιείο»  καΐ  έν 
τ|ΐ  οίκογενεί^  τοΰ  Άσκληπιοΰ  ουδέν  έχει  το 
(/.προσδ<'>:<ητον.Ώς  γνίοστόν,  ου  μόνον  6  αρχαίος 
μ.ΰϊίος  τοΰ  παρά  την  κρήνην  (χύτοΰ  τοΰ  Άσκλί)- 
πιείου  τών  Άΐ)ηνών  βιασμοΰ  της  Άλκίππΐ|ς 
υπό  τοΰ  ΐ'ίοΰ  Ποσειδώνος  Άλιρροθίου  '  καΐ  ό 
χαρ(χκτΐ)ρισμός  της  υφάλμυρου  κρήνΐ|ς  ώς  «-^α- 
λάοοηζ  -/λΔ  προς  την  ϋιχλασσαν  άπ'  ευθείας 
συγκοινοννοΰσης  ^  (ώς  ή  εν  τώ  ΈρεχίΙείο)  τής 
'Ακροπ(')λεως  {ίήλαηοα  τοΰ  Ποσειδώνος)"  συν- 
δέουσι  τόν  Ποσειδώνα  προς  τό  Άσκλΐ|πιεΐον 
τών'Αθηνών,  άλλα  καΐ  γνο)ρίζο[ΐεν  δτι  τό  έπος 
^ Ιλίου  πόρϋ^ηαις  θεωρεί  τόν  Ποσειδώνα  και 
ούχι  τΟΛ'  Άσκληπιόν  ώς  πατέρα  τοΰ  Μαχάο- 
νος  και  Ποδα/.ειρίου,  και  δΐ)  διδάξαντα  τόν  μεν 
πρώτον  την  χειροοργίαν,  τόν  δε  δεύτερον  ττ|ν 
διαγνωστικήν,  έξ  ου  αποδεικνύεται  δτι  καΐ  ώς 
ιατρός  έλυγίζετο  ό  Ποσειδών ''.  Πράγματι  δε 
γνο)ρίζοιιεν  δτι  έν  Τήνο)  τοχΊλάχιστον  ό  Πο- 
σειδών έλατρεύετυ  ώς  ιατρός  ',  όπερ  βεβαίως 
ουχί  άσχετοΛ'  προς  τάς  παγκοίνως  όμολογου- 
μένας  Οεραπευτικάς  δυνάμεις  τοΰ  θαλασσίου 
ύδατος.  Νΰν  δε   εΛ'ΛΌεΐται   ευκόλως  και  ή  διά- 


■  Τίδοΐιΐιεϊη  V.  ρ1.  109. 

"  Κεϊπίοΐι,  ΚέρβΓίοίΓβ  άβδ  ν»5β5  ρβίηΐϊ  Ι.  125,  19δ,  379,  446. 
11  .%3. 

'■'  Παυσαν.  Ι,  21,  7. 

<  Άριστοφ.  Πλοϋτος  οτίχ.  666.— Ρΐηι•  Ν»ι.  Ηίδΐ.  II,  106,  Ά 
και  Ρ.  ΟΐΓϊΓίΙ,  Ι-Άδΐίΐίρίείοη  ρ.  70  κέ'ί. 

'  Ηροδότου  VIII,  53. — Παυσ.  Ι,  26,  6. 

•*  Άρκτΐνος  έν  Ί/.ίον  .πορ&ηαει  ρ.  35  Κϊηΐίβΐ,  δοΐιοΐ.  Το«τοΙ.  II. 
11,  515.— Ευσταθίου  859,  45•— \νί1&ηιο«•ί[ζ,  Ιδχΐΐπί  47  κε|.— 
ΤΙΐΓ&πιβΓ,   .Λϊΐίίβρίοδ  :  Ρ3υΙ)Γ-ΛνΪ85ο«»,  Κείΐ-Εηο^οΐ.  ρ.  16ό8• 

'  Φιλόχορος  (άποσπ.  14)  παρά  Εΰσεβ.  Προτρεπτ.  II,  2<Ι. 


—  285  — 


Τά  ανάγλυφα  πλην  των  επιτύμβιων 


θεσις  των  χειρών  τοϋ  θεοί3  τοΰ  ανάγλυφου 
ημών:  Ή  δεξιά  έστηρίζετο  έπΙ  της  χροΊματι 
δεδηλωμένης  τριαίνης,  ή  δε  προτεταμέντ)  αρι- 
στερά εφερεν  ίσως  το  σύνηθες  αύτοΰ  χαρακτη- 
ριστικόν,  τον  δέλφινα. 

63.   Άριϋ^μ.   1366  (Πίναξ  ΧΣί',  7). 

Πομηη  ' Ατϋ-ίδων  κατερχόμενη  εκ.  τον  Ασκλη- 
πιείου, ανάγλυφαν  εκ  τοϋ  Άσκληηιείου  των 
Ά'&ηνών  '. 

Δυο  τεμάχια,  δεξιον  καΐ  μέσον,  άναθη(ΐατι- 
κοί3  ανάγλυφου  εκ  τοϋ  Άσκ?α]πιείου  τών  'ΑΘί)- 
νών.  Μάρμαρον  πεντελήσιον.  Τέχνί)  τών  αρχών 
τοΰ  Δ'  αιώνος.  Σωζόμενον  ΰψ.  0,43,  πλάτ.  0,45. 

Αριστερά  παρά  την  παραστάδα  εΰρηται 
κλΐμαξ  λιΜνη,  »']ς  διακρίνονται  τρεις  βαθμίδες. 
Διά  της  κλίμακος  δε  ταύτης  κατέρχονται  προς 


'  Βιβλιογραφία  : 

8>Γΐ)6ΐ,  ΚίΐΙβΙοβ  ϋεΓ  δοηΙρΙιΐΓβη  ζιι  ΑΐΙιεη  δ.  806  Ν'  4235  (τό 
π«ί>ά  Καστριώτου,  έκ  τοϋ  αρχείου  τοϋ  Μουσείοιι,  σημειοι'ιμε- 
μενον  τεμάχιον  δ)•ΐ3κΙ  5.  296  άρ.  4024  δεν  ανήκει  ένταϋθα). 

V.  313Ϊ8,  Μ&Γΐ)Γε5  εΙ  ΙίΓοηζβδ  άυ  Μυδέε  Ν&ΙίοηίΙ  Ι  189,  1366. 

Π.  Καστριώτης,  Γλυπτά  τοϋ  ΈΟν.  Μουσ.  Α'  σ.  239,  1366. 


αριστερά  τρης  κόρηι,  ών  ή  τελευταία  ορατή 
κατενώπιον,  ένφ  δύο  άλληι  κόραι  κατελθοΰσαι 
ήδη  της  κλίμακος  προηγούνται  αυτών,  βαδίζου- 
σαι  πομ,πικώς  προς  αριστερά.  Τών  τριώΛ'  πρώ- 
το)ν  κορών  ελλείπει  τό  άνω  μέρος  τοϋ  σώματος, 
της  δε  τετάρτης  τό  άνοί  της  ρινός  μέρος  της 
κεφαλής.Ή  πέμπτη  [ΐυνον  σώζεται  σώα.  Πάσαι 
έ'χουσι  τήν  δεξιάν  υπό  τό  επί  βλήμα  καΐ  πρό  τοΰ 
στήθους  άνυψω[ΐένην. 

Πρόκειται  ίσως  περί  σπανίας  σκηνής  ικετών 
κατερχομένων  εκ  τον  Ασκληπιείου  ή  πιΟανώ- 
τερον  περί  μέρους  της  πομπής  τών  Έπιδαυρίων, 
εις  ί']\•  γνωρίζθ[ΐεν  δτι  έλάμβανον  μέρος  και  αί 
Ατθίδες  παρΰένοι '.  Ή  κλΐμαξ  δ ' είναι  βεβαίως 
ή  κατάγουσα  εκ  τοΰ  Άσκλ•ν]πιείου,  αν  μή  ή  εκ 
τοϋ  Ελευσίνιου,  αμφοτέρων  ιερών  κέντρων 
της  πο(ΐπής  τών  Έπιδαυρίων. 

Είναι  πάνυ  λυπηρόν  υτι  τό  μοναδικόν  τοϋτο 
άνάγλυφον  έσ(ί){)η  τυσω  κατεστραμμένον  καΐ 
ατελές ! 


'  Μοιηπΐ8εη,  Κεβίε  5.  220  £. — Σβορώνος:  ΔιεΟν.  Έφημ.  Νο- 
μισμ.  'Λρχαιολ.  Δ'  σελ.  365  κέ|.,  369  κέ|. 


—   286 


ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ     ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ 


Τό  χειμϊνυν    τυϋ  πμιυιου    (ΐΕμυκς    δέν  ήιο  δυνιιιόν    νά  πβ(ΐιλ<ί{1ΐ)    τήν   ηΐ{/ί'/{ΐαψί\ν    χαί  με/^θ|ν    πάνιοιν    ιών   ίπί  ιών   ιοο   πινιίχοιν    τοΓ»  π(^ώτιιι•  |I^^ιι< 
«ΙπεικονισΟέντων  μνΐ]|ΐείων,    ενεχα  της  μεγάλης  απουδαιότητης   των  έπί  των  πρώτοιν  πινάχϋΐν  των  άναγλύίρων  μνημΐίων,   ων   ή  με>^τη  χατϊλα|]κ   μ«γαν  χώ(/>ι 
Τύ   παρόν   προσωρινών   εΟρετήριον   ένρ<ίιφη  προς  εΰκυλον   άνει'ιρίπιν   ιής  περιγραφής    τών   έκ  τών  ιοο  πινάκοιν    τοΓι   Λ'   (ωριιιις   ηκριγριιφέντίιιν   ίν   ιψ   κημενφ 
τοΟ   Α'   τούτοι)   μέρους.    Μετά    ηρ•   άποπεράταιοιν   της    περιγραιρής    ιών    ιΐναγλύφοιν  Οέλομεν   ήημοοιειίσει  πλήρη   και    Χΐπίΐ>\ίτ.(ιϊ\   ευρετήρια.    Λί  γραμμαί  --  — 
ΛηλοΠοι    τά    μή    περιγραφέντα  ίν   τφ   προ'ιτω    ιούτιρ    μέρει    μνηιιεϊα. 

Α'     Ο     ©ηςιαυρος:     τλν     αντικυθηργϊν 


Πίναξ 
χα'ι  αριθμός  μνημείου 

Σελίς 

Αρι&•μός 
ηεριγραφης 

Πίναξ 
χαί  άρι&μός  μνημείον 

ΣεΧίς 

Αρί-&μ6ς 
περιγραφής 

Π  ίνα  ξ 
Ηαι  άρι{^μός  μνημείου 

ΣεΙίς 

Αρι&μός 
περιγραφής 

ΜΙ 

18-29 

1 

IX        1  -4 

52  -  54 

22 

Χ\Ί      ι 

75 

39 

5 

38  -  39 

16 

2-4 

75 

40 

ΙΙ1-Ι\- 

29  -  35 

•) 

6 

44  -  52 

21 

5-6 

ι 'ί  -    II 

.59  -91 

Χ     .Λ  Ι) 

44  -  52 

21 

XVII      1 

75 

42 

\'        1 

36 

4 

'-' 

75  -  76 

43 

•) 

36  -  37 

5 

XI       1 

55  -  6δ 

23 

•> 

75 

41 

^5 

37 

6 

2  -  2Ρ 

65  -  66 

24 

4 

76 

4•; 

4 

35  -  3ί) 

3 

>•         5 

76 

45 

δ 

Ι                         6 

37 

38 

7 

14 

XII      1-1" 
2 

Ι  66  -  69 

25  -  26 

(■> 

76 

44 

7 

38 

15 

Ι 

XVIII      1 

76 

47 

8 

37 

9 

XIII      1-2 

69-71 

27-28 

'2 

4Η 

ί                          9 

37 

8 

3  και  5 

73 

34 

•} 

49 

10 

Ι  ι 

37 
37  -  38 

10 
11 

4-4° 

72  -  73 

33 

4 
5 

50 
51 

12 

38 

12 

XIV     1 

72 

32 

6 

52 

13 

38 

13 

•) 

72 

31 

7 

53 

.">  και  6 

71  -72 

30 

8 

54 

4 

71 

29 

9 

55 

λ'Τ 

39  -  41 

17 

5 

77 

59-91 

10 

11 

56 
57 

VII 

42  -  43 

19 

XV     1 

73 

35             Ι 

->       12 

5Η 

2  -  2" 

74 

31 ; 

XIX     1-31 

ι '  >  -  ι  ι 

59-  '.Μ 

VIII        1 

43  -  44 

20 

74 

37 

'2 

41  -42 

18 

4-4" 

74  -  75 

38 

XX      1-4 

77  -7Χ 

92-  95 

Β' 


ΑΝΑΓΑΥ<*»Α 


Πίναξ 
και    άρι&μός   μνημείου 

Σελίς 

Άρι-θ-μός 
περιγραφής 

Πίναξ 
και  άρι&μός  μνημείου 

ΣελΙς 

Άρι-Ο-μός 
περιγραφής 

Πίναξ 
χαί  άρι&μός  ανημείου 

Σελις 

^Λρι&μός 
περιγραφής 

XXI     36 

87-88 

1 

XXVIII  (1783) 

120-137 

11 

XXXIII  (6)  (1948) 

95 

100  - 101 

6 

(7)    1411 

— 

XXII     43 

88  -  89 

2 

XXIX    (1463) 

155  - 159 

12 

(8)  (1401) 

— 

— 

55 

100 

5 

XXX      216 

XXXIV  (ι)    134Η 

267 

45 

XXIII  .54 

XXIV  126 

96  - 100 
Ι 

4 

217 

XXXI      215 
173 
174 

181-237 

Ι 

17 

(2)    1350 

(3)  ι;^•^4 

(4)    1340 

267 

275  -  276 
259-260 

47 
51 
37 

XXV  126 

106-120 

Ι 

8 

14!» -Ιοο 

11 

(5)  (ΐ:^«0) 

(6)  (1347) 

2Η0-281 
265  -  267 

.57 
44 

XXVI  (Ι)  (1959) 
(2)     127 

89-96 
137-149 

3 
10 

XXXII      259 

260 

239  -  241 

19-21 

(7)  (ΐ;^-13) 
(δ)    1341 

261  -  263 
260-261 

4(1 
38 

(3)       82 
>       (4)  (1731) 
»       (5)  (1733) 

100  - 106 
160  - 164 

7 
14 

(2667) 
XXXI  ΙΙ(  1-2), -'21-222) 

237  -  238 

Ι 

1.^ 

XXXV  (ι)    1346 
(2)    1345 

264  -  265 
264 

43 
42 

'        (3)  (1413) 

— 

— 

(3)  (1330) 

245  -  246 

27 

XXVII        (1733) 

164- 169 

15 

.        (4)  (1409) 

— 

— 

(4)  (1402) 

— 

— 

1732 

»        (5)  (1415) 

— 

— 

(5)  (1372) 

— 

— 

Πίνα  ξ 
χαΐ  άρι&μός  μνημείου                ^  ^^ 

ι 

Άριϋ•μύς 
περιγραφής 

Ι                   Πίναξ 
καί  άριϋ•μός  μνημείου 

ΣελΙς 

Άριϋ-μος 
περιγραφής 

ί         ..     /'Γ"^                          Σελ^^               '^'^μ^ί 
η  χαι  αρι»μος  μνημείου           ''"'^             περιγραφής 

XXXVI  (Ι)  (1331) 
(2)  (1332) 

246  -  247 

247  -  252 

28 
29 

ΧΙ.ΙΙΙ        451 
383 

Ι 

242 
242 

24 
23 

,\           Ι^Ι     1385 



^_ 

>■         (3)  (1333) 

252  -  254 

30 

Ι.ΙΙ    1386 

»         (4)  (1335) 

254  -  256 

32 

ΧΙ,ΐν       1329 

243  -  244 

26 

Ι.ΙΙΙ     13.>ί8                 _ 

XXXVII  (!)   1374 

— 



ΧΙ>ν(ι)    1433 

_ 

Ι.Ι\'     1389                 _ 

»         (2)  (1419) 

— 

— 

»    (2)    1427 



_ 

— 

Ι           »         (3)  (1420) 

Ι     — 

— 

>    (3)(1368)' 

Ι            

_ 

ΙΛ'    1390                 — 

(4)  (1364) 

284 

61 

»    (4)    1421 

'            

'        τ  , ,. 

(5)  (1369) 

— 

— 

»    (5)  (1352) 

270  -  272 

49 

Ι^νΐ     1394         ,        — 

Ι                  — 

(6)  1429 

— 

— 

^^    (6)  (1363) 

283 

60 

>        1391          ί        _ 

ι        — 

ΧΧΧνΐΙΙ(ι)(1339) 

258  -  259 

36 

>    (7)  (1366) 

28(5 

63 

ί       ΜΊΙ     1392 



(2)  (1334) 

254 

31 

ΧΙ,νΐ      1373 

Τ    Χ'ΤΤΤ          ΐ•»/ΐι~> 

»         (3)  (1338) 

257  -  258 

35 

1357 

277 

54 

Ι^νΐΙΙ     1398          ■         

— 

(4)  (1383) 

— 

— 

»           1353 

272  -  275 

50 

»          1 459 

— 

— 

(ς)  (1337) 

257 

34 

1349 

267 

46 

»          1 399 
»          1 -ϊΊΤ 

— 

— 

XXXIX  (Ι)  (1336) 

>         (2)  (13Η4) 

(3)  (1344) 

256  -  257 
26"^ -264 

33 
41 

13Η1 
1359 
1358 

279  -  280 
277  -  279 

56 
55 

»          1393 
Ι.ΙΧ    1395 

— 

ι 

(4)  (1387), 

— 

— 

ΧΙΛ'ΙΙ    1370 

~ 

^ 

1405 

— 

— 

(5)  (1403) 

— 

— 

1378 
1379 

— 

1432 
1406 

— 

— 

ΧΙ>  (ι)  (1362) 

282  -  283 

59 

ι 

— 

ί 

'      (2)  (1367) 

— ^ 



»                   1  .)  ί  1 

— 

— 

XI.    1400 

— 

— 

>■     (3)  (1355) 

276 

52 

ΧΙνΜΙΙ     1377 

1404 

— 

— 

'     (4)  (1376) 

— 

— 

■•    '»■    *— β        %        Λ     Λ.     Λ                        1-'/ν| 

»       2565 

— 

— 

»     (5)  (1375) 

— 



ΧΙνΙΧ    1382 



Τ    Λ."  Τ                    'ϊ^ 

>^     (6)  (1342) 

261 

39 

1380 



1.ΧΙ 

"Ο- 

ΧΙνΙι 

Ι 

»        1351 

268-270 

48 

Ι>ΧΙΙ 

Ι  Ι: 

(203-214) 

169-181 

16 

Ιν        1361 

281  -  282 

58 

Ι.ΧΙΙΙ 

2  3- 

233  -  237 

17 

ΧΙ.ΠΙ        452 

242 

25 

1365 
1356 

284  -  286 
276-277 

^2         Ι 
53 

ι.χη• 

382 

241 

22 

1 396 

— 

ΧΕν- 

ι 
0              , 

— 

— 

Ρ1.ΕΑ8Ε  00  ΝΟΤ  ΗΕΜΟνΕ 
ΟΑΗΟδ  ΟΒ  δίΙΡδ  ΡΒΟΜ  ΤΗΙδ  ΡΟΟΚΕΤ 


υΝίνΕΗδΙΤΥ  ΟΡ  ΤΟΡΟΝΤΟ  ϋΒΡΑΡΥ