Skip to main content

Full text of "Lexicon Theocriteum"

See other formats


$180 042*0 1941 € 


vvc c 








Digitized by the Internet Archive 
in 2009 with funding from 
University of Toronto 


https://archive.org/details/lexicontheocrite00rumpuoft 


— ΤΡ τιν ἈΝ PE 





—————— — 


Ue 
LEXICON 


THEOCRITHEU.M 


x —* Ed 


COMPOSUIT 


IOANNES RUMPEL 


LIPSIAE 
IN AEDIBUS B. G. TEUBNERI 


MDCOCCLXXIX. 


1 
, 

1 
n 
1 

























exclamatio est 1) eius 
Tn it, nostrum: 
I , δυσερώς τις ἄγαν 
χανο sel Libri inter — 
jt, v. 2) eius qui alterius 
ortu iam commiseratur: ach, oh Ep. 
z 4 δειλαῖε τὺ Θύρσι. 
' adv. v. ὅς ΠΙ. 
€ à XXIV 121: καὶ o£ 
ἐφ᾽ ὧν ἐπέβαινε, 
ας. 
, aeol. ἄβα p iuventus 
- σε πάρι fepe ὡς 
| E 31: Ei erp γῖυ- 
E ἀνϑεμονά- 
1 AGE Pro con- 
| ἕο subst. iuvenis I 44: τὸ δὲ σϑέ- 
- woe ἄξιον ἄβας. — Plur. V 109: μή 
. ptv λωβασεῖσϑε τὰς ἀμπέλος: ἐντὶ 


Te : "sunt enim puberes, sie sind 


(sg. m. dyes, aeol. ires 
21; in crasi ΠΕΡῚ: ci. 


I 105: ἀγαθῷ βα 
κλέα — Xi 9. 


XVII 111. Ep. nv XXIX 921. — 
ἢ | val ver ria Ep. Ju 
ς μνώμενοι ὡς ἀγαθοῦ. de 


E ταῦτα —— 


; Mae XX, idyl de Theo- 
kr i 1872. ὠγαθέ Th. Fritz- 


'"Theocriteum. 


schius): Amor. XVIII 16: ἀγαϑός τις 
ἐπέπταρεν ἐρχομένῳ τοι: 80. ϑεός. -- 
3) excellens, praeclarus XVI 58: ἀγα- 
ϑὸν κλέος. addito Accus, XXIII 2: 
(ἐφάβω) τὰν — ἀγαθϑῶ. -- 4) 


nobilis: XXII 162: — (i e. 
ἀριστήεσσιν, cf. 154) x ες βούλοιντό 
κε πενϑεροὶ εἶναι. — 5) ὦγαϑέ o 


bone, mein Lieber, compellandi for- 
mula XIV 8: παίσδεις, oy«9^, ἔχων. 
I e. 78. V i. 
220g. superbio, exsulto 1 31: 
& à κατ᾽ αὐτὸν καρπῷ ἕλιξ εἰλεῖται 
ἀγαλλομένα κροκόεντι. 
& γαλμα 1) simulacrum dei Ep. 
Vil rw τόδ᾽ ἀπ᾽ εὐώδους γλύψατ᾽ 
«lue κέδρου Aesculapii. in crasi 
M vae XXIII 60. Ep. X 2. — pro 
perfecto summae venustatis exemplo 
Ad. 928: ἀλλ᾽ ὡς ἄγαλμ᾽ ἐσεῖδον Ado- 
nin. 2) 'monumentum desiderii ar- 
dentissimi' fistula dicitur Syr. 8: 
ἄγαλμα πόϑοιο πυρισφαράγου. 
᾿Αγάμέμνων Agamemnon, rex My- 
cenae XV 137: οὔτ᾽ Ayeu£uvov τοῦτ᾽ 
ἔπαϑ᾽. οὔτ᾽ Aiag. 


ἄγαν valde V 11: τὺ δ᾽ ἄγαν φι- 
λοκέρτομος ἐσσί (var. τύ γε μὰν). 1 
85 d, δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχα- 
vog ἐσσί. 


&y&vóg blandus, mitis XIII. δά 
(κοῦρον :) δακρυόεντ᾽ ἀγανοῖσι παρ- 
εψύχοντ πέεσσιν, cf. I1. 11 180: σοῖς 
ἀγανοὶς ἐπέεσσιν. 

ἀγαπατὸός v. ἀγαπητός. 

&yd&zxe&o diligo Ep. XIX 4: ἡ 


viv «f Μοῖσαι καὶ ὁ “άλιος —— 
᾿ἀπόλλων. 


ἀγᾶπη τὸς, dor. ἀγαπᾶτὸς dile- 
ctus, amabilis XVII 64: (ὁ δὲ πατρὶ 
ἐοικώς) παῖς ἀγαπητὸς ἔγεντο, cf. Od, 
IV 817: νῦν av παῖς ἀγαπητὸς ἔβη 
κοίλης ἐπὶ νηός. XV 149: χαῖρε, Ἄδων 
ἀπητέ. ΧΥ͂ΠΙ 5: Τυνδαρέδα κατε- 
«tro τὰν ἀγαπατάν (var. ἀγαπη- 
τάν). de re XVI 108: τέ γὰρ Χαρέ- 
των ἀγαπητ óv | ἀνθρώποις πάνευ- 
9ev; * amabile ac gratum", 


᾿Αγαύκ Agaue, filia Cadmi, Penthei 
1 


2 ἀγαυός -- ἁγνός 


mater XXVI 1: Ἰνὼ καὐτονόα χὰ 
μαλοπάφαυος "Ayova. 


ἀγαυός illustris XXV 55: βίῃ Φυ- 
λῆος ἀγαυοῦ. 

ἀγγέλλω nuntio XVI 86: gov 
μόρον ἀγγέλλοντας τέκνοις. praep. εἰς 
additur XII 19: ἀγγείλειεν ἐμοί τις 
ἀνέξοδον εἰς ᾿ἀχέροντα. 


ἄγγελος nuntius - NI 81: πολλάκι 
πεμψεῖ | ἄγγελον. 


ἄγγος vas XIII 89: χάλκεον ἄγγος 
ἔχων (sc. ὕδωρ ἐπιδόρπιον οἰσῶν, v. 85). 

ἄγε (mp. v. ἄγω adv. . factus) age, 
c. imperativo IV 58: sim ἄγε. XXV 
177. XV 76. add. sie IL95: e? ἄγε, 
Θεστυλέ μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι 
μᾶχος (al. εἰ δ΄ ἄγε). — c. coni, VII 49: 
ἀλλ᾽ ἄγε βουκολικᾶς, ταχέως ἀρχώμεϑ᾽ 
ἀοιδᾶς. 35: ἀλλ᾽ ἄγε δή —, βουκο- 
λιασδώμεσϑα. (de V 22. 24 v. ἀλλά 8). 


᾿Δγεάναξ Ageanacz, puer quidam, 
cuius amore tenetur Lycidas capra- 
rius VII 69: πίομαι μαλακῶς μεμνη- 
μένος ᾿Δγεάνακτος. 52: ἔσσεται ᾿4γεά- 
Vot καλὸς πλόος ἐς Μυτιλήναν. 61. 


ἀγείρω colligo XIV 40: (χελιδών) 
ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον 
ἀγεέρειν. 

ἀγέλα grex V 141: πᾶσα τραγί- 
σκῶν — ἀγέλα. armentorum XXVII 
10: (ἔστιχε) ἐπὶ «ταυρείας ἀγέλας. VI 
1: “Ἰαμοίτας χὼ “άφνις ὃ βουκόλος 
εἰς ἕ ἕνα χῶρον | τὰν ἀγέλαν ποκ᾽ Ἄρατε 
συνάγαγον. III 48: τὰν ἀγέλαν 1o 
μάντις ἀπ᾽ "O89voc dye “Μελάμπους, 
cf. Od. XI 287: τὰς δ΄ (ἕλικας βύας) 
οἷος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων ἐξελάαν 
sc. Melampus. 


ἀγελαῖος gregalis ; gregarius XVI 
55: βουσὶ Φιλοίτιος ἀμφ᾽ ἀγελαίαις | 
ἔργον ἔχων, cf. Od. XXII 299: βόες 
ὡς ΄ἀγελαῖαι. 


ἀγεληδόν gregatim. XVI 92: βόες 


δ᾽ ἀγεληδὸν ἐς αὖλιν | ἐρχόμεναὶ (var. 
ἀγελαδὸν). 


ἁγεμονεύω, ἡγεμονεύω duco, 
duc sum XI 21: ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἂγε- 
μόνευον, cf. Od. Vil 80: ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν 
ἡγεμονεύσω. c. dativo XXV 60: ἐγὼ 
δέ τοι ἡγεμονεύσω αὔλιν ἐφ᾽ ἡμετέ- 
env. XXV AT: δμώων δή τινα, πρέσβυ, 
σύ μοι φράσον ἡγεμονεῦσαι (vulg. ἡγε- 
μονεύσας). 


ἁγέομαι, ἡγέομαι duco 1) dua 
sun XXV 62: ὡς εἰπὼν ἡγεῖτο. — 


2) puto XI 11: 
πάρεργα. 

ἀγήνωρ virilis, feror XVI 8ὅ: 
τῶν πάντων Πτολεμαῖος ἀγήνωρ sig 
βασιλεύει. 


ἀγήρως non senescens XII. 17: εἰ 
γὰρ τοῦτο, πάτερ Κρονίδη, πέλοι, εἰ 
γὰρ, ἁγήρῳ | ἀϑάνατοι (sc. πέλοιμεν): 
ἀϑάνατοι καὶ ἡμεῖς γενοίμεθα ἐν τῷ 
ἀεὶ ἄδεσϑαι. Gloss. 


᾿ἀγητός admirandus I 126: (σῶμα) 
vivo Avxaovíóeo, τὸ καὶ μακάρεσσιν 
ἀγητόν (var. ἀγατόν). 


ἀγκάς in ulnis VIII 55: ἀλλ᾽ ὑπὸ 
τᾷ πέτρᾳ τᾷδ᾽ ἄσομαι ἀγκὰς ἔχων 

: "te complexu tenens", 

— humus minutus XXI 
57: μή ποτε τῶ στόματος τἀγκίστρια 
φυσὸν ἔχοιεν. 


ἄγχιστρον hamus XXI 46: χὼ μὲν 
τὠγκίστρῳ ποτεφύετο. 56: αὐτὸν ἐγὼν 
ἐκ τὠγκίστρω ἀπέλυσα. 10: τἄγκιστρα. 

ἀγχλέπτω ϑιυδίοφο, surripio pm n 
(riv. δὲ τὸ ,ποῖον) Adxov boss 
z0X ἔβα νάκος: 


ἀγκοένη ulna lI 44: ἃ δὲ Βίαν- 
τος ἐν ἀγκοίνῃσιν ἐκλίνϑη. 

ἄγχος convallis VIII 33: ἄγκεα καὶ 
ποταμοί. XX 88: Διόνυσος ἐν ἄγκεσι 
πόρτιν ἐλαύνει. 


ἀγκρούομιαι exordior cantum, cano 
IV 31: AED μὲν τὰ Γλαύκας ἀγκλρούο- 
μαι, εὖ δὲ τὰ Πύρρω: 'et bene cano 
modos Glauces, bene etiam modos 
Pyrrhi". 

ἀγκύλος curvatus, aduncus XXI 
4T: τὸν κάλαμον δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήμα- 
τος ἀγκύλον εἶχον. 


ἀγλαΐζω orno, illustro Ep. 1 4: 
ταὶ δὲ μελάμφυλλοι δάφναι τίν (κεῖν- 
ται), Πύϑιε Παιάν, | Zelle nd 
πέτρα τοῦτό τοι ἀγλαάισε: "pro τούτῳ 
(h. e. ταῖς δάφναις) σε ἀγλαισεΐ. 
Brunck. 'Quoniam Parnassus laurum 
in tuum honorem gignit?. Wuestem. 

ἄγλαος (aeol. pro ἀγλαός) splen 
didus, illustris XX VIII: ἄμμιν ὑμάρτη 
πόλιν ἐς Νείλεος ἀγλάαν: Miletum dicit. 

“ἀγνοιέω mon cognosco VII 13: οὐδέ 
κέ τίς νιν] ἠγνοίησεν ἰδών, cf. Od. V 
ΤΣ: οὐδέ piv ἄντην | ἠγνοίησεν ἰδοῦσα. 

ἁγνός 1) sacer, sanctus. XXV 22: 
(ἀμπόλλωνος νομέοιο) ἱερὸν ἁγνόν, ef. 
Hom. h. Merc. 187: ἄλσος ἁγνόν. — 
2) castus Ep. XIII 2: ἀγνῆς ἄνϑεμα 
Χρυσογόνης. 


ἁγεῖτο δὲ πάντα 






























' frango, confringo XXV 
Par dier τρηχὺν 
to: ΣΧ το: — 


ilias σα 


3 s Lj n φῦκος 2 
xa ἀπ 
' dyogdeó 


(pr. CER -Eb, -ον. 

vt. quater in exitu hex.) 
᾿ 0. absol. ὙΠῚδ: ποτὶ “άφνιν 
ν t Μενάλκας. c. adv. ὥς, 

XXV 172, VIII 81. 
Món V τὸ: ἀλαϑέα πάντ᾽ ἀγο- 
: die lautere Wahrheit. VI 23: 
y. — met. XXV 175: 
— 


ós ulna XVII 129: νυμφίον 
γυνὰ περιβάλλετ᾽ ἀγοστῷ. 
1) venatus I 16: γὰρ ἀπ᾽ 
ας | τανίχα κεχμηκὼς ἀμπαύεται 
Πάν. — 3) venatio h. e. praeda 
— XXI 31: d 
γείρατα πάντα μερίζξευ 
p ἄγρα. 


φεύω venor, met. de insidiis 
Ep. n 3: ἀγρεύει δέ tv 


"7 1t E oliva silvestris 
νος, q. v) VII 18: δοικὰν δ᾽ 
4 p | —— κορύναν. 
| 31: τ᾽ ἀγριέλαιος, ᾿4πόλ- 
ΩΝ AV a ἁγνόν. Clava 
251: de δ᾽ ἄνδιχα 


ἄγνυμι --- ἀγχέϑυρος 3 


ἄγριον ἀσπάξοντο: "wild, mit wilder 
Freude'. etiam de igne II 54: κατ᾽ 
* ἐν πυρὶ βάλλω, quem Homerus 
vocat ἀέδηλον. — de hominum aspe- 
ritate ac saevitia XXII 19: ἄγριε 
παῖ καὶ στυγνέ, xaxüc ἀνάθρεμμα 
λεαίνας. XXII 58. XX 6; unde etiam 
labra “ἄγρια dicuntur XXIII 11: ἄγρια 
δ᾽ αὐτῷ | χείλεα καὶ κῶραι δεινὸν 
βλέπος εἶχον. ἀνάγκας (Brub. III pro 
dota, Ahr. ὥρια): *verbissen waren 
sie. A. Fritzschius. 

ἀγροῖκος rusticus XX 4: οὐ μεμά- 
ϑηκα | ἀγροίκως φιλέειν, ἀλλ᾽ ἀστικὰ 
χείλεα ϑλίβειν. 


᾿Αγροιώ v. γραία. 

ἀγροιώτης homo rusticus, 
XII 44: Νύμφαι ἀκοίμητοι, δειναὶ 
ϑεαὶ ἀγροιώταις. idem dat. in fine 
versus leg. XXV 23. 168. 


Y , 


γρός ager, campus XVI 90: 
ἀγροὺς δ᾽ ἐργάξοιντο τεϑαλότας. XXV 
91: πέονες ἀγροί, cf. 153. XXV 48: 
ὅστις ἀγρῶν τῶνδε γεραΐτερος 
αἰσυμνήτης (Ahr. et Ziegl. e coni. 
Sanctamandi ἐπὶ ᾿ ἀγρωτῶν. var. ἀγρῶ 
τῶν v. ἀγρῶν τῶν). ὅ7: -κτῆσιν ἐπ- 
οψόμενος, 7j οἵ νήριϑμος ἐπ᾽ ἀγρῶν. 
sing. IX 28: κορύναν, τάν μοι πα- 
τρὸς ἔτραφεν ἀγρός: praedium, agel- 
lus. XXV : 33: 0 κήων, οἷσιν βίος ἔπλετ᾽ 
ἐπ᾽ ἀγροῦ: ruri, ut apud Homerum 
saepius. 
ἀγρὸ ὄὕτερος ferus, agrestis. XXV 
135: βοῶν 'fvex' ἀγροτεράων. pro 
subst. VIII 58: ὄρνισιν δ᾽ ὕσπλαγξ, 
ἀγροτέροις δὲ λίνα (φοβερὸν κακόν): 
feris. 
ἀγρυπνέω vigilo X 10: ,ovóagá 
νυν " συνέβα τοι ἀγρυπνῆσαι 0r ἔρωτα; 
ἄγ, vía insomnia ΧΧῚ 37: φαντὶ 
γὰρ ἀγρυπνίαν τόδ᾽ ἔχειν. 
— ——— insommis XXIV 104: 
vog) υἱὸς ᾿Απόλλωνος μελεδωνεὺς 
" og ἥρως. 
γρωστις cynodon dactylon, Hunds- 
— XIII 42: καὶ ϑάλλοντα σέλινα 
καὶ εἴλιτενὴς ἄγρωστις, ef. Od, VI 
89: ποταμὸν πάρα δινήεντα τρώγειν 
ἄγρωστιν μελιηδέα. v. εἴλιτενής. 
- aif v. ἀγρός. 
ἑᾶλος maritimus, “παραϑαλάσ- 
XV 165: ᾿“χαιὸς ἀνὴρ ᾿Ελίχης 
iE e ἀγχιάλοιο. 


ἀγχίϑῦρος foribus propinquus ΤΙ 
1" 


4 ᾿4γχίσης --- ἀδάμας 


71: (ἃ Μακαρῖτις) ἀγχέϑυρος ναΐοισα: 
"habitans in vicinia nostra'. 
᾿Αγχίσης Anchises, pastor Idaeus 
a Venere amatus I 105: οὐ λέγεται 
τὰν Κύπριν ὃ βουκόλος —; ἕρπε ποτ᾽ 
Ἴδαν, | ἕρπε mov Ayyíonv. 
ἀγχόϑι prope, iurta XXII 40: 
ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσαν ἀγχόϑι πεῦ- 
και. c. gen. XXIV 133: εὐνὰ δ᾽ ἧς 
τῷ παιδὶ τετυγμένα ἀγχόϑι πατρός. 
ἀγχόμορος vicinus, c. gen. XXV 
203: (βεμβιναίους,) of ἔϑεν ἀγχόμοροι 
ναῖον ἄτλητα παϑόντες (A. Fritzschius 
e cod. D ser. pro ἄγχιστα, Iunt. et 
Call. ἀγχίμοροι, Mor. ἀγχέμολοι): *quasi 
fato in vieinitate illa constituti. 
ἄγχω strangulo y 106: κύων φιλο- 
ποίμνιος, ὃς λύκος ἄγχει. de Hercule 
collum leonis manibus constringente 
XXV 266: ἦγχον δ᾽ ἐγκρατέως στι- 
βαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας | — 
metaph. dicitur VII 125: εἷς ὃ 
ἀπὸ τᾶσδε, φέριστε, Μόλων ἄγχοιτο 
παλαίστρας: *h e. solus Molo exclu- 
sus a puero lento et crudeli male 
habeatur, quasi in lucta inferior 
iaceat; κακοπαϑείτω. Schol. 


ἄγω SIR AR ind. ἄγω, -εις, τουσι. 
imp. ἄγε. inf. “ἄγειν. part. ἄγων, 
' -ovra. imperf. ἄγον, sg, -s fut. dor. 
ἀξῶ. aor. ἤγαγον, ἄγαγον, -£, Ci 
ἀγάγῃ. — Med. praes. ci. ἄγωνται. 
fut, dor. ἀξῇ. aor. ἠγάγετο) ago, duco, 
fero. l Act. 1) pello, de pecore ΠῚ 
48: τὰν ἀγέλαν χὼ μάντις ἀπ᾿ Ὄϑρυος 
«y Μελάμπους | ἐς Πύλον. ΠῚ, 4: 
(τὰς αἶγας) καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε. 
absol. VIII 40: κἦν τι Μενάλκας | 
τεῖδ᾽ ἀγάγῃ: "wenn etwa M. hierher 
treibt? 
T εἰς ὍΣ ἐγὼ ἤλαυνον. — de aliis 
animalibus XV 54: τὸν ἄγοντα (sc. 
ἵππον). IV 35: τὸν ταῦρον ἀπ᾽ ὥρεος 
cyst. — 2) duco, adduco II 102: 
ἄγαγε --- εἰς ἐμὰ δώματα 4&qw. 11 
65: τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο; de 
duce itineris XXVI 2. XV 103; et 
paulo liberius XXV 44: τοῦ γάρ με 
καὶ ἤγαγεν ἐνθάδε χρειώ, οἵ. 0d. IV 
312: τίπτε δέ cs χρειὼ δεῦρ᾽ ἤγαγε; 
-- metaph. XXV 86: (ἠέλιος ποτὶ 
ξόφον ἔτραπεν ἵππους) δείελον ἦμαρ 
ἄγων, cf. — — IH 47: (τὰν 
Κυϑέρειαν) οὐχ οὑτῶς ὥδωνις ἐπὶ 
πλέον “ἄγαγε λύσσας; — deduco XVII 
88: (of. δ᾽ εἰς ἁἍάλαμον Ἥβης) ὅπλα 
καὶ αὐτὸν ἄγουσι γενειήταν Διὸς 


cf. Soph. Oed. R. 1138: c&uc ' 


víóv. — 3) mecum duco, abduco XV 
40: οὐκ ἀξῶ vv, τέκνον. JE aas 4) 
apporto, affero XXVII 32: καὶ τί μοι 
ἕδνον ἄγεις γάμου ἄξιον, ἣν ἐπι- 
νεύσω; VII 93. — 5) porto, fero XIII 
10: ὁ δ᾽ & πόδες ἄγον ἐχώρει, item- 
que XIV 42. — 6) duco, ziehe X 2: 
οὔϑ'᾽ ξὸν ὄγμον ἄγειν ὀρϑὸν δύνᾳ, 
ὡς τὸ πρὶν ἄγες: "nec strigam tuam 
rectam ducere potes, h. e. non recta 
linea aristas demetis ac ,prosternis", 
id quod Homerus dieit ὄγμον ἐλαύ- 
vew Il. XI 68. — 7) ago (diem) XXIX 
T: μακάρεσσιν ἴσαν ἄγω | ἁμέραν. --- 
II Med. ἄγομαν 1) mihi (in. meum 
usum) abduco I 9: αὔκα ταὶ Μοῖσαι 
τὰν οἰίδα δῶρον “ἄγωνται. 11: τὺ δὲ 
τὰν ὅὕιν ὕστερον ἀξῇ (var. ἀξεῖς, ἀξῆς. 
Ahr, e coni. £Esig). — 3) uxorem duco 
XV 64: πάντα γυναῖκες ἴσαντι, καὶ 
ὡς “Ζεὺς ἠγάγεϑ᾽ Ἥρην. 

ἀγὼν 1) certamen publicum, yvyurt- 
κός XVI 47: (fmmow) oi σφισιν ἐξ 
ἱερῶν στεφανηφόροι ἦλϑον ἀγώνων, 
ubi unum e quatuor illis sacris, quae 
vocabantur, certaminibus — Nemaeis, 
Pythiis, Isthmiis, Olympiis — signi- 
ficari veri simile est, Itemque de 
equorum certamine XXIV 120: πολλὰ 
ϑοῶν ἐξ ἤρατ᾽ ἀγώνων | Ἄργει ἐν 
ἵπποβότῳ κειμήλια. de pancratiaste 
XXIV 115: (τὸν οὐδ᾽ ἂν τηλόϑι λεύσ- 
cov) ϑαρσαλέως τις ἔμεινεν ἀεϑλεύοντ᾽ 
ἐν ἀγῶνι, nisi forte hic ἐν ἀγῶνι 
melius de congregatione hominum 
ludos spectantium intelligitur. — 
nec aliter sacra vocantur XVII 112: 
Zhovvcov — ἱεροὺς κατ᾽ ἀγῶνας: 
*Dionysia maximo splendore Alexan- 


driae sub Ptolemaeo  Philadelpho 
acta". — 2) met. diserimen, dubitatio 
XXI 48: τὼ γέρε ,τεινόμενος περι- 


κλώμενος — εὗρον ἀγῶνα, qui versus 
maxinam partem e coni. est scriptus. 


ἄδακρυς non lacrimans XXIV 31: 
(maior) ὀψίγονον, γαλαϑηνόν, ὑπὸ 
τροφῷ αἰὲν ἄδακρυν. 

ἀδᾶμάντινος adamantinus MI 39: 
καί κέ μ᾽ ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ οὐκ 
ἀδαμαντίνα ἐστί: h. e. inexpugnabilis. 


ἀδάμας adamas, ferrum durissi- 
mum, Stahl XVII 21: (ἔδρα) ἔδρυται 
στερεοῖο τετυγμένα ἐξ ἀδάμαντος. I 
34: τὺ δ᾽, "ovens, καὶ τὸν ἐν "Aie | 
κινήσαις x' ἀδάμαντα: "portas Orei 
adamantinas commoveas', h. e. om- 
nipotens es; cf. Ov. Art. am. 1 659: 







































λφός frater XXIV 
ἐμὰ ψυχά, δύ᾽ ἀδελφεώ, 
"xxii 139. plur. cum 

I 5: «“Ἱακεδαιμονίους àv 
"v A coni Mein. scr. pro 
v. ἀδελφώς). semel 
). XXV 3: ποϑέουσα τὸν 
ν ἀδελφόν. 


oc edax XXII 115: πῶς δ᾽ ἂρ 

—— νδρα καθεῖλον; 

δὲο s capillus Veneris, Frauen- 

XII 41: κυάνεόν τε χελιδόνιον 
τ᾽ ἀδίαντον. 1 

ἐκέω iniuria afficio XI 67: & 

je E nu μόνα: thut mir Un- 


Lens KT gen mieh. ad 

transfert ΠῚ 64: Bu φείδευ, 

λύκε τῶν ied uev) μηδ᾽ ἀδίέκει 

qu E ς ἐὼν πολλοῖσιν ὁμαρτέω: 
μ᾿ nocere. 

tzoc improbus XXII 56: ϑάρσει. 

Ἶ us ἀδίκους μήτ᾽ ἐξ ἀδίχων φάϑι 


“ ἀδνός βανοίιαθ (— ἁγνός Hesych.) 
XVI 133: ἀδνὸν δὲ — ἰαύειν 
Zn | — Ἶρις (pro ἕν δὲ 
δὲ λ. e coni. scr. Mein., 


* 


| Síncere XXIX 32: καί μοι 
συνέραν ἀδόλως σέϑεν. 
delector Ep. XVI 5: τοὶς 
06V ; dere 

— did'ovig luscinia Ep. IV 11: ξουθαὶ 
ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι 
coni. Meinekii scr. pro ἀηδονίδες), 
Mosch. ΠῚ 46: ἀδονίδες, πᾶσαί τε 
ὅονες. 


"46 Adrastus, rex Argivo- 
qu n XXIV 1 129: (Todi) ναῖε πὰρ 
"dera: Aafo βὼν ἵππήλατον "Agjos. 
idis ( . m. ἄδύς, -£&, -£« 
44. f, ἁδέα 1 65. III 20. XXVII 


&), -εἴαν: ἁδέα XX 8, nm. 
dn pl. .£. ἁδείαις. n. ἁδέα. 


b là | ἄδιον, ἥδιον, super], ἁδίστα. 
dior 1) dulcis, suavis, de rerum 
sapore 148: ἰσχάδα τρώγοις | ἁδεῖαν. 


ἀδελφεή — Ἄδων 5 


de odore I 2T: κισσύβιον κεκλυσμένον 
ἁἀδέι κηρῷ. VH 81: κέδρον ἐς ἁδεῖαν. 
XVIII 40: στεφάνως --- ἁδὺ πνέον- 
τας. — 3) met. gratus, iucundus XX 
8: ὡς μαλακὸν τὸ “γένειον ἔχεις, ὡς 
ἁδέα χαίταν: ironice hirsutos capil- 
los dicit poeta. VII 133: (ἔν re fla- 
ϑείαις) ἀδείας σχοίνοιο χαμευνίσιν 
ἐκλίνϑημες : 'quia molle erat stra- 
tum*. porro grata vocantur ἔλαιον 
V 54. νᾶμα — VII 115. πνεῦμα VIII 
2. πότος XIV 11. φωνά I 65 (Ahr. 
' à) VIII 76. στόμα VIII 82. 
p I 7. μέλισμα XX 28. ψιϑύ- 
ρισμα 11. μῦϑος XXVII 11. τέρψις 
ΠῚ 20. XXVII 4. κάλλος XX 21. 
comp. XII 3: ὅσσον ἔαρ χειμῶνος, 
ὅσον Μῆδον βραβύλοιο | ἥδιον (var. 
ἄδιον). quo accedunt ΠῚ 27: 
xaxa δὴ ᾿ποϑάνω, τό γε μὰν τεὸν 
ἁδὺ τέτυκται: 'quod ad te attinet, 
gratum erit". XI 3: κοῦφον δέ τι 
τοῦτο καὶ ἁδύ | γίνετ᾽ ἐπ᾽ ἀνϑρώ- 
ποις: 80. poesis, XXIII 35: τύ, zai, 
κἂν τοῦτο πανύστατον &Óv τι δέξον: 
als letzten Liebesdienst. — δύ (sc. 
ἐστι) c. infin. II 98: τηνεῖ γὰρ φοιτῇ, 
τηνεὶ δέ of ἁδὺ καϑῆσϑαι. VIII 78. 
ΧΙ 62. — Ad homines vel deos trans- 
fertur XIV 61: εἰς ἄκρον aóvg (var, 
ἡδύς): duleis, suavis, iucundus (Pto- 
lemaeus). XX 44: τὸν ἁδέα μήτε xar 
ἄστυ | μήτ᾽ ἐν ὄρει φιλέοις : "istum 
qui tibi dulcis videtur, amasium 
tuum*. XV 51: ἁδίστα Γοργοῖ: ca- 
rissima. I 95: ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα 
καὶ à Κύπρις γελάοισα: laeta, se- 
reno vultu et hilari. Ep. XII ὃ; σὲ 
τὸν ἥδιστον ϑεῶν μακάρων ἀναϑείς: 
Dionysum. — Acc. neutr. &Óv» cum 
verbis coniungitur paene pro adv. 
I] 2: ἁδὺ δὲ καὶ τύ | συρίσδεις. IX. 7: 
ἁδὺ μὲν & μόσχος γαρύεται, ἁδὺ δὲ 
χὰ Bae, | ἁδὺ δὲ χὰ σῦριγξ 15 βου- 
κόλος, ἁδὺ δὲ xcyo. ΤΠ 141. VII 89, 
42. 198. VII [77. 77] XVIII 40. 
€— Syr. 17. add τὶ V 89. Ep. 
com ἅδιον Ι 145: ἐγὼ δ᾽ 
* καὶ —54 ὕστερον ἄδιον ἀσῶ. V 
X 92. XI 44. — neutr. plur, 
din I 96: (Κύπρις) ἁδέα μὲν γε- 
λάοισα (ex Ahlwardtii coni. scr. pro 


Addon, λάϑρῃ, λάϑρα, λάϑρια). ΥἹ 


9 : (κάϑησαι) ἀδέα συρίσδων. 
(do v. ἀείδω. 


"Adwv Adonis XV 149: 


f χαῖρε, 
Ἄδων ἀγαπητέ (Ahr. à Ado). 


6 "Aóevig — ἀείρω 


Ἄδωνις (δωνις) Cue, τοδὲ, um, τις 
in crasi ὥδωνις, χώδωνις) Adonis, 
pastor, Veneris amasius XV 86: ὃ 
τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ uiv ᾿ἀχέροντι 
φιλητός (Ahr. "Aóeov, ὃς). XV 198: 
o ῥοδόπαχυς Ἄδωνις. I 109. III 47. 
XV 23. 96. 102. 111. 197. 136. 148. 
144 XX 35. Ad. 1. 


ἀδώρητος non donatus AVA T: 
οὐδ᾽ αὖϑις ἀδωρήτους ἀποπέμψει (sc. 
Χαριτας). 

ἀξϑλεύω certo XXIV 116: (τὸν 
οὐδ᾽ ἂν τηλόϑι λεύσσων) ϑαρσαλέως 
τις ἔμεινεν ἀεϑλεύοντ᾽ ἐν ἀγῶνι. 


ἀξϑιλητήρ athleta , de Castore et 
Polluce XXII 24: ἱππῆες, κιϑαρισταί, 
ἀεϑλητῆρες, ἀοιδοί. 


ἄξϑιλον, ϑλον praemium certa- 
minis 1 8: μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον 
ἄϑλον ἀποισῇ. XXII 14: οὐκ ἄλλῳ 
γε μαχεσσαίμεσϑ'᾽ ἐπ᾿ ἀέϑλῳ. 10. 


ἄξϑιλος, ἄϑιλος 1) certamen, ludus 
XXIII 56: βαῖνε δ᾽ ἐς ἄϑλως | yvuva- 
στῶν (Reisk. pro 494v). etiam res 
de qua certatur (praemium) VIII 11: 
χρήσδεις καταϑεῖναι ἄεϑλον; VIII 12. 
— 2) labor XXV 204: τὸν μὲν ἐμοὶ 
πρώτιστα τελεῖν ἐπέταξεν ἄεϑλον | 
Εὐρυσϑεύς. , Ep. XX 5: χώσους ἐξε- 
πόνασεν sim ἀέϑλους. XXI 52. 

ἀξϑ'λοφόρος praemium certaminis 
ferens, victor XXII 53: τὸν πρότερος 
προσέειπεν ἀεϑλοφόρος Πολυδεύκης. 

ἀεί v. αἰεί. 


ἀείδω Gx. ind. ἀείδω: ἄδεις, dor. 
ἀείδες: ἀείδει: dor. ἀείδοντι. ci. 
ἀείδωμεν, (ᾷδωμεν). inf. ἀείδειν, dor. 
ἀείδεν. part. ἀείδων, -οισα, -οισαι. 
prima syll longa est ὙΠ 41. XVI 8. 


4, XVIII 36. XXIV τό. — ipf. ἄειδε(ω), 


-ov. δεν. fut. dor. ἀσῶ, -si. med. 
ἄσομαι, dor. ἀσεῦμαι, -ῇ. aor. ἄεισα, 
ἄεισε, -αν. σας, -&. Ci. ἀείσῃς. inf. 


ἀεῖσαι) 1) cano, carmine celebro a) c. 
ace. rei VII 34: ὁ συριγκτὰς προσ- 
φιλὲς ἄσε μέλος (Ahr. &6). XIV 30: 
μέλισμα. dier ὠδάς. 161: ὕμνον. 
Ep. XIX 6: ἔπεα. I 19: ἀλλὰ τὺ γὰρ 
δὴ Θύρσι τὰ “ἄφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες 
(var. ἀεῖδες, ἄειδες, ἄειδε, εἶδες). de 
avibus XXIV 68: ὄρνιϑες τρίτον ἄρτι 
τὸν ἔσχατον ὄρϑρον ἄειδον : canebant, 
canendo nuntiabant. — add. adi. 
et pronom. ἁδύ τὶ Ep. V 1. ἄδιον 


I 145. V 81. φέρτερον I 148. ταῦτα 
VII 61. X 56. τάδε V 80. VI 20. 
VIII 30 (e coni. A. Fritzschii) τοι- 
«ovx XI 18. τοιάδε VI 4. — sequ. 
sent. VII 72 — 18: ἀσεῖ ὥς ποκα. 

— b) c. acc. pers. de deis atque ho- 
minibus XVIII 36: Ἄρτεμιν ἀείδοισα 
καὶ εὐρύστερνον ᾿ϑάναν. XI 18. 89. 
XV 96. XVI 3. 4. XVII 115, XXII 
26. 135. XXIV 475. (de XVII 2 v. 
πλείω.) — Ο) absol. XXII 25: Κάστο- 
eos ἢ πρώτου Πολυδεύκεος ἄρξομ᾽ 
ἀείδειν: VII 100: ὃν οὐδέ xsv αὐτὸς 
ἀείδεν | Φοῖβος —  usyoíoo (var. 
ἀεῖδεν, ἀείδειν). 1 923. III 38. 52. 
VII 41. 141. VIII 4. 7. 10. 29. 55. 
84. XVIII 7. — semel interponitur 
XIV 30: τὸν ἐμὸν Λύκον, ἄδεν, ἀπ᾽ 
ἀρχᾶς. — add. dat.. VIII 6: λῇς μοι 
ἀεῖσαι; adv. λιγυρῶς VIII 71. οὑτῶς 
IX 14. og VIII 81. — met. de la- 
pide VII 26: ὥς τοι ποσὶ vLGGOUÉVOLO | 
πᾶσα λίϑος πταίοισα ποτ᾽ ἀρβυλίδο- 
σιν ἀείδει: 'ommis mune tibi petra 
sonat?. — 2) tübüs cano, Ep. Y. 1: 
λῆς — διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι | ἀδύ 
τί pay 


ἀεικής indecorus, turpis XXII 110: 
ὃ δ᾽ ἀεικέσι πληγαῖς | πᾶν συνέφυρε 
πρόσωπον, cf. ll. II 264: ἀεικέσσι 
SAM 


ἀείρω (act. pr. ind. ἀείρεις. imp. 
αἶρε. part. ἀείρων. Wor. imp. ἄειρον. 
part. ἀείρας, -αντὲς. — pass. plpf. 
ἄωρτο. — med. aor. I ἤρατ(ο). ἀει- 
φάμενος. aor. II opt. ἀροίμαν. inf. 
ἀρέσϑαι) I Act. tollo, sursum fero 
XXV 73: τοὺς μὲν ὅγε λάεσσιν ἀπὸ 
χϑονὸς ὅσσον ἀξίρων: aufhebend. de 
pugnantibus XXV 255: ῥόπαλον — 
ἀείρας Ι ἤλασα κὰκ κεφαλῆς. XXII 
65: χεῖρας ἄειρον ad pugilandum. 
XXV 270: ὀρϑὸν ἀεέρας | ἄπνευ- 
στον (Sc. τὸν λέοντα): gerade auf- 
richtend. XXII 10: of δὲ (Διόσκουροι) 
— ἀείραντες μέγα κῦμα. XV 27: 
Εὐνόα, cios τὸ νᾶμα: fnimm', — 
metaph. XXVII 20: σὺ δὲ fvyóv 
«ivóy ἀείρεις 50. Ἔρωτος. — Pass. 
de re pendente XXIV 43: (ξέφος, 0 
οἵ aves κλιντῆρος κεδρίνου περὶ 
πασσάλῳ α iv ἄωρτο, cf. Il. IIT 272: 
(μάχαιραν, 7 of πὰρ ξίφεος μέγα 
κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο. --- II Med. 1) 
mihi sumo Ep. V 2: κἠγὼν πακτίδ᾽ 
ἀειράμενος ] ἀρξεῦμαί τι χρέκειν: 
'jungo ἀειράμενος ἀρξεῦμαι incipiens 










xaeibo'. Wuestem. — 2) suscipio V 
— ἄλγε᾽ d .— 8) 
ze πολλὰ 

—— 
Efe σϑλὸν — 
mv ἀρέσθαι, ut ap. Hom. saepius. 
ἀέκων invitus XXVII 34; ὄμνυε μὴ 
μετὰ λέκτρα λιπὼν ἀέκουσαν ἀπενϑεῖν. 
pe v. ἠέλιος. 

* og semper fluens, perennis XV 

I ἐνάω "Axe τος (var. devaov). 
81: εὗρον δ᾽ ἀέναον κρήνην. 

| ἀενάων -- ἀέναος IV ὅ: 

r —— δέ τὰ ἐς δεῖϑρον (Meinek. secutus 

E: E scr. A. Fritzscbius). 

ἀέξω, «và XXV 17: 


; ἊΣ μένος κεραῇσιν 

"d cf. Pf " 261: ἀνδρὶ --- -— 

er th vog ἀέξει. — Pass. cresco 
43: 


στέφανον λωτῶ χαμαὶ 
jpeg XV 121: οἷοι ἀηδο- 
nee ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρων | πω- 
τῶνται πτερύγων πειρώμενοι (vulg. 
ἀεξομένων). 
τ ἧς otiosus XV 26: ἀεργοῖς 
ορτά. gen. aeol XXVIII 15: 
οὐδ᾽ —* ἀέργω κεν ἐβολλόμαν | ὀπάσαι 


σε δόμοις. 
ἄζομαι vereor XXV. 4: 'Eouéo 
ἁξόμενος δεινὴν ὄπιν εἰνοδίοιο. XXVII 


14: ἘΝ φεῦ τᾶς Παφίας χόλον ἅξεο. 
iniugis. metaph. XXVII 7: 
—— δαμάλας φιλέειν, οὐκ ἄξυγα 


— pullus lusciniae, lusci- 
 niola XV 121: οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξο- 
μενᾶν ἐπὶ δένδρων | πωτῶνται πτε- 

⸗ πειρώμενοι ὄξον ἀπ᾿ ὄξω (e 
Valck. coni scr. pro ἀηδονιῆες v. 
J ἀηδονῆες). 

dndovig luscinia VIII 37: (ὁμοῖον) 
᾿ μουσίσδει “Ιάφνις ταῖσιν ἀηδονίσιν. 

ἀηδών luscinia XII 6: ὅσσον ἀη- 
dv | συμπάντων λιγύφωνος ἀοιδο- 

πετεηνῶν. Υ 186: οὐ ϑεμιτόν, 
Μάκων, ποτ᾽ ἀηδόνα κίσσας ἐρίσδειν, 
d 136: κἠξ ὀρέων rol σκῶπες ἀηδόσι 
; σαιντο. 
: XIII 29: ᾿Ἑλλάσποντον 
La Νότῳ τρίτον ὦμαρ ἀέντι. 
1 die 1) aer, inferior ars aetheris 
E, Iw 91: τῶν μέν τ᾽ οὔτις ἀριϑμὸς 
ἐν ἠέρι γίνετ᾽ 


ἰόντων (8c. νεφῶν). 
, tenebrae (Orci) XVII. 119: 
δὲ μυρία τῆνα ἀέρι τᾷ κέκρυπται, 


ἀέκων — ἀϑρόος 1 


ὅϑεν πάλιν * eec (A. Fritzsch. 
e coni. pro d ng Ziegl. cum 
rod e coni idu πάντα, 

Ahr. ἄορι, γᾷ, M —2* & ἀρετᾷ). 


ἀήτης (in exitu versus more Hom.) 
flamen 1I 38: | ἠνίδε, σιγῇ μὲν πόντος, 
σιγῶντι δ᾽ d ῆται. xxi 9: χαλεποῖς 
ἐνέκυρσαν ἀήταις (8C. νᾶες). 


᾿Αϑάνα, ᾿Αϑᾶναία, aeo]. A94rda 
Minerva XVI 82: αἱ , γὰρ Ζεῦ κύ- 
διστε πάτερ καὶ πότνι᾽ ᾿Αϑάνα. XV 
80: πότνι᾽ ᾿ϑαναία (Valck. pro 
A9 nvaía). XX 25: γλαυκᾶς — 49a- 
νας. XXVIII 1: γλαύκας ὦ φιλέριϑ᾽ 
ἀλακάτα δῶρον ᾿ϑανάας. XVIII 36: 
εὐρύστερνον ᾿ϑάναν. V 23: $e ποτ᾽ 
Agavaíay ἔριν ἤρισεν. V. σῦς. 


ἀϑάνατος (sg. f. ἀϑανάταν. pl. 
m. ἀϑάνατοι, -ov, ,οις, -ovg) immor- 
talis XV 106: , Κύπρι Zwvaía, τὺ 
uiv ἀϑανάταν ἀπὸ ϑνατᾶς  ---ἐποίη- 
σας Βερενίκαν. plur. pro subst. ϑεοί 
leg. bis adi. addito ὙΠ 18: ἀγήρω | 
ἀϑάνατοι. XVII 16: τῆνον καὶ μα- 
κάρεσσι πατὴρ ὁμότιμον ἔϑηκεν | 
ἀθανάτοις. sine adi XV 47. XVI 
2. XVII 2. 8. 25. 131. XXIV 82. 
XXV 41. 52. 199. 276, Ep. XIII 6. 


ἀϑέσφᾶτος immensus XXV 24: 
πολὺν καὶ ἀϑέσφατον ὄλβον, cf. Il. 
X ὁ: πολὺν ὄμβρον ἀϑέσφατον. 


᾿᾿Αϑηναῖος Atheniensis XIV 6: 
A8 vaios δ᾽ ἔφατ᾽ ἦμεν. 


ἄϑλημα instrumentum XXI 9: (&- 
γύϑι, δ᾽ αὐτοῖν) κεῖτο τὰ ταῖν χειροῖν 
ἀϑλήματα, t. τοὶ καλαϑίέσκοι. 

άϑλον, d 9-Aog v. ἄεϑλον, ἄεϑλος. 


ἀϑρέω (semper in exitu versus) 
1) ,conspicio, attente. specto XI 94: 
φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις πολιὸν λύκον 
ἀϑρήσασα. XV 78: τὰ ποικίλα πρᾶτον 
ἄϑρησον. 2) met. p XVI 16: 
müg—7ó0sv οἴσεται ἀϑρεῖ | ἄργυρον. 


&9-Qóog 1) universus, de conferta 
multitudine hominum XV 132: ἀῶϑεν 
δ᾽ ἁμές νιν ἅμα δρόσῳ. ἀϑρόαι ἔξω l 
οἰσεῦμες. 12: ἀϑρόος ὄχλος (cod. Κα 
ὄχλος ἀϑρέως, unde Ahr. e coni. scr. 
ὄχλος ἀϑαρέως, Paley ὄχλον ἄϑρησον). 
— 3) wno ictu v. impetu, de praeci- 
piti et repentino motu XIII 50: κατ- 

ἤριπε δ᾽ ἐς μέλαν ὕδωρ | ἀϑρόος, 
ὡς ὅτε πυρσὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν 
ἀστή red ἐν πόντῳ. XXV 262: 

ic d» ἐμοὶ Aig αἰνὸς ἀπόπροθεν 


8 άϑως --- ᾿Αίδας 


ἀϑρόος ἄλτο (var. ἅλμενος ν. ἄλμε- 
vog): *mit einem Satze'. 

| A9«6 Athos mons VII 77: ἢ 490 
ἢ 'Podózev 5 Καύκασον ἐσχατόωντα, 
cf. Verg. Georg. I 332: aut Atho, 
aut Thodopen aut alta Ceraunia. 


αἴ, «i, αἴχα (αἴ, αἰ, in crasi καὶ 
initio primi aut quinti pedis hex. 
leg., semel XXX 6 in Asclepiadeo 
maiore; αἰκᾶ, in crasi x«i«, primum 
locum tenet, semel secundum V 91.) 
I «t utinam XVI 82: oT γὰρ Ζεῦ 
κύδιστε πάτερ καὶ πότνι᾽ Avo |— 
ἐχϑροὺς ἐκ νάσοιο κακὰ πέμψειεν 


ἀνάγκα, ef. ΤῈ ΤΠ ΞΤ1: αἱ γὰρ Ζεῦ 
τε πάτερ καὶ Ae nva καὶ Ἄπολλον 
— συμφράδμονες εἶεν. — ID e si 
1) c. ind. praes. V 64: αὐ λῇς, τὸν 


δρυτόμον βωστρήσομες. VIII 85. XI 
56. 50. II 189 (var. coni). XXIX 21. 
35. XXX 6 (ci) Ber. 1. aor. VIII 
33. — add. part. περ: αἴπερ si qui. 
dem VIII 37: αἴπερ ὁμοῖον | μουσί- 


RETI “άφνις ταῖσιν ἀηδονίσιν. part. 
τε: αἴτε — aite: utrum — an N 
14. — 2) eix& (eine), «i κε, αἱ ἂν 


e. coni. praes. I 9: αἴκα ταὶ Moicat 
τὰν οἰΐδα δῶρον ἄγωνται, |, ἄρνα τὺ 
σακίταν λαψῇ γέρας, αἱ δέ x ᾿ ἀρέσκῃ! 
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν Ow 
ὕστερον ἀξῇ. V 21. VII 56. VIII 
43. 41. — aor. I 4. 5. 23. 61 (Ahr. 
opt) III 27. V 61. 65. XI 61. 
XXII 71. — 3) c. opt. aor. à) post 
opt. V 20: αἴ τοι “πιστεύσαμι, τὰ 
“Ιάφνιδος ἄλγε᾽ ἀροίμαν. V 150. (de 
XI 78 v. eite.) b) iterandi habet 
vim XXIX 16: καί μέν σευ τὸ κάλον 
τις ἴδων ῥέϑος αἰνέσαι, τῷ δ᾽ εὖϑυς 
— ἐγένευ φίλος. 

«ic terra XVII 91: 
πᾶσα καὶ eic. 

αἰαῖ heu, c. voc. 1l 55: «iai Ἔρως 
ἀνιηρέ. VII 121. Ep. XXV 5. — c. gen. 
IV 40: αἰαῖ τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος. 

Αἰᾶκίδας Aeacides, Aeaci filius 
XVII 56: “ἰακέδᾳ Πηλῆι, 

Αἴας Aiax  Salaminius ,KV 138: 
Αἴας ὃ μέγας βαρυμάνιος ἥρως. XVI 
14: βαρὺς Αἴας. 

αἰγειρος populus nigra L. VII 8: 
αἴγειροι κλήϑραί τε ἐύσκιον ἄλσος 
ἔφαινον, ef. Od. V 239: κλήϑρη τ᾽ 
αἴγειρός ze. — VII 136: πολλαὶ δ᾽ 
ἁμὶν ὕπερϑε κατὰ κρατὸς δονέοντο | 
αἴγειροι πτελέαι τε. 

Aiyi&Asog — Αργεῖος XXV 174: 


ϑαάλασσα δὲ 


ἔλπομαι οὐχ ἕτερον τόδε τλήμεναι 
Αἰγιαλήων. 

αἰγίᾶλός litus VI 12: ἄσυχα κα- 
χλάξοντος ém' αἰγιαλοῖο. XVII 100: 
οὐδέ τις αἰγιαλόνδε ϑοᾶς ἐξάλατο ναός. 

αἰγεβάτας capras saliens Ep. V 6: 
Πᾶνα τὸν αἰγιβάταν ὀρφανίσωμες 
ὕπνω. 

αἴγίλος herba quaedam capris 
grata, incertum an aegilops ovata, 
ae. Cylindrica. V 128: ταὶ uiv ἐμαὶ 
κυτισόν τὲ καὶ αἴγιλον αἶγες ἔδοντι. 


AtylAog Aegilus, heros 
Atticus I 147: ἀπ᾽ Αἰγίλω p 
τρώγοις  ἁδεῖαν: h. e. ἀπ᾽ Abas 
δήμου. erant autem αἵ Αἰγιλίδες ἰσχά- 
δὲς κάλλισται, αὖ ait Athen. XV p. 652. 

αἰγέοχος aegida gerens, Iovis epi- 
theton XXII 1: αἰγιόχου Διὸς vid. 
XXVI 31: ἐκ Διὸς αἰγιόχω. 

αἰγίπῦρος c maritimum 
L., Mannstreue IV 25: αἰγέπυρος xol 
uite καὶ εὐώδης μελίτεια. 


Αἰγύπτιος Aegyptius XVII. 101: 
ἐπὶ βουσὶν ἀνάρσιος Αἰγυπτίῃσι. 
quatuor est syllabarum -.. v, u 
apud Hom., cf. Ameis. ad Od. IV 83. 

Αἰγυπτιστί Aegyptiace XV. 48: 
(οὐδεὶς κακοεργός) δαλεῖται τὸν ἰόντα 
παρέρπων Αἰγυπτιστί: Aegyptiaco 
astu. ἀπατηλοὶ γὰρ οἵ Αἰγύπτιοι, ὡς 


λέγει ὁ Αἰσχύλος" δεινοὶ πλέκειν τοι — 


μηχανὰς Αἰγύπτιοι. 8680]. 
Αἴγυπτος Aegyptus XVII 19: ov- 
τις τόσα φύει, ὅσα χϑαμαλὰ Αἴγυπτος. 
ΧΙΥ 68: & τάχος εἰς Αἴγυπτον. 
Atycv Aegon, armentorum domi- 
nus, *fictum ex re nomen pastorium", 
IV 34: (0 πύκτας) Alycv ὀγδώκοντα 
μόνος κατεδαίσατο μάξας. 26: ὦ τά- 
Ae Aiyav. 9: ovx, ἀλλ᾽ Αἴγωνος (sc. 
af βόες). ds * 
᾿Αέδας (nom. “Ἅιδης, gen. ᾿πέδαο, 
Ἀΐίδα, dat. Ἅιδᾳ, acc, ᾿δέδην Ep. XXV 


2, ᾿Δίδαν, “ιδαν) 1) Pluto, inferorum 
deus Il 160: τὰν Aíówo πύλαν — 


ἀραξεῖ. XVI 30: καὶ εἰν ᾿Δίδαο κε- 
κρυμμένος. 1 108: nv "du, XXV 
271: ψυχὴν δὲ πελώριος ἔλλαχεν 


Ἅιδης, cf. I. V 395: τλῆ δ᾽ A(üng — 
πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν. — 2) Orcus, 
Tartarus 11 33: τὺ δ᾽ » Ἄἄρτεμε, καὶ 
τὸν ἐν "Aide 1 κινήσαις P ἀδάμαντα 
(Ahr. e coni. Taylori τὸν ἀναιδῖ). 
c. praep. εἰς (ἐρ) I 63: οὔτι πᾳ εἰς 
᾿Δίδαν γε τὸν ἐκλελάϑοντα φυλαξεῖς 


αἰδοῖος — 


(τὰν dedi. 130: 5j γὰρ ἐγὼν ὑπ᾽ 
᾿ς ἔρωτος ἐς Ἄιδαν ἕλκομαι ἤδη (Ahr. 
— e. Iunt. ἐς Ἄϊδος, v. Philol. VII p. 421). 

IV 97. XVI 52. Ep. V13. XXV 3. 

. «ddoiog venerabilis XVII 74: (Zl 
γονίωνι μέλοντι) αἰδοῖοι βασιλῆες, οἵ. 
ΤΙ. ΤΥ͂ 402: βασιλῆος ἐνιπὴν αἰδοίοιο. 
 αἔδομαι, «αἰδέομαι vereor, reve- 
reor. 61: μηδ᾽ εἴ τι ϑεοὶ »οέ- 
a. πονηρόν! —— ἐμὲ «dern 
Ἢ primus (αἰδομενος) imitio 

IB NE dhiciambos. ut XV F 123. 
-XXV 69. ef. IL XIII 558. Od. XIII 
. 948. sequ. infin. XXX 9: αἰδέσϑεις 
E — vos d d ἀντίος (cod. αἰδεσϑ els). 
VII 69: (sciy! ἔστιχε) ὄμ- 












































Υ je —— (e coni. Herm. scr. 
(pro αἰδομένη) 

— «iti, αἰέν, ἀεὶ (1) αἰεέ primo 
E  hexam. pede quinquies continetur, 
"semel seeundo, semel quarto, ter 
, | sexto; posterior syllaba ictum habet 
E τ arsi secundi pedis semel, tertii 
m uarti semel, quinti semel. 
αἰέν primo hexam. pede contine- 
semel, tertio semel, quinto no- 


— 8) ἀεί: posterior syllaba 
TO habet in arsi secundi pedis 
 dhexam. ter, pentam. semel, tertii 


3 - hex. semel, quarti sexies; aeol. ἄει bis 
.. exstat I XXIX T5 semper 
- Y) perpetuo 37: ταρσο δ᾽ ὑπερ- 
E. DL αἰεί. XV 26: ἀεργοὶς αἰὲν 
-o& XVI 109: ἀεὶ Χαρίτεσσιν Gu 
t εἴην. XVI 1: αἰεὶ τοῦτο Διὸς κού- 
Mag μέλει, «iiv ἀοιδοὶς | ὑμνεῖν 
3 ϑανατούς. XVII 43. 107. XXII 77. 
E215. XXIV 43. XXV 14. XXVII 
. 93. cum adv. XXV. 113: νωλεμὲς 
— αἰεί. c. adi. XVII 49: κυάνεον καὶ 
b —— ἀεὶ πορϑμῆα καμόντων. 
E 81. — 2) identidem, πυκνῶς Il 
16]: αἰὲν "Ἔρωτος | ἀκράτω ἐπεχεῖτο. 
- XVI 26: αἰεὶ δὲ ϑεοῖς ἐπιβώμια δέ- 
E XVII 109. XXV 64. XXVIII 
D Ep. VII 3. — 3) quotiescunque 
2 res fert, data occasione, jedesmal 
-. VIII 87: (αἶγα) ἅτις ὑπὲρ κεφαλῆς 
— αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ. 1 18. XII 
2/30. XIII 88. 57. XIV 10. XV 10. 
2105. XXIV 98. XXIX 20. — 4) denuo, 
- immer wieder, multis intervallis in- 
- teriectis XXV 96: τόσσ᾽ αἰεὶ μετό- 
— moo: βοῶν ἐπὶ govxón ἤει. V 113. 
| qe comparativus XXV 123: αἰεὶ δὲ 
1 vM κερααὶ βόες, αἰὲν ἀμείνους | 
ἕτεος γείνοντο μάλ᾽ εἰς 


Ἢ 3) 
, pd 


ἕτος. 


αἴϑω 9 


XVI 65. XXII 113. 127. Ep. XIII 
4. (de XXVII 20 v. aivós.) 

αἰετὸς aquila XIII 24: (ναῦς διε- 
ξάιξε) αἰετὸς dg μέγα λαῖτμα. de 
aquilarum simulacris XV 194: (ὦ ἐκ 
λευκῶ ἐλέφαντος) αἰετοὶ οἰνοχόον Κρο- 
νίδα di παῖδα φέροντες. --- XVII 12: 
(ὁ δ᾽ ὑψφόϑεν ἔκλαγε φωνᾷ) ἐς τρὶς 
ἀπὸ νεφέων μέγας αἰετὸς αἴσιος ὄρ- 
vig. unde audacius translatum XXVI 
31: ἐκ Διὸς αἰγιόχω τιμὰν ἔχει αἷ- 
ετὸς οὗτος : augurium, ut apud Hom. 
οἰωνός Il. XII 243. 


αἰϑαλίων solibus perustus, fuscus 
VII 138: rol δὲ ποτὶ σκιαραῖς ὀροδα- 
μνίσιν αἰϑαλίωνες | τέττιγες λαλα- 
γεῦντες ἔχον πόνον: παρὰ τὸ ai eoa: 
ὑπὸ καύματος. ὅταν γάρ ἐστι νότος 
καὶ καῦμα, μᾶλλον φϑέγγονται. Schol. 

αὐϑάλόεις fuligine obductus XIII 
18: σεισαμένας πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ αἱ- 
ϑαλόεντι πετεύρῳ. : 


αἴϑε, εἴϑ'ε (plerumque initio ver- 
sus) utinam 1) c. indic. temp. prae- 
terii; de rebus quae fieri non pos- 
sunt IV 49: εἴϑ᾽ ἣν μοι δοικὸν τὸ 
λαγωβόλον! ὥς τυ πάταξα! XXVII 61. 
sequ. ind. praet. c. xe X 32: αἴϑε uot 
ἧς, ὅσσα Κροὶσόν ποκὰ φαντὶ πεπᾶ- 
σθαι, | χρύσεοι ἀμφότεροί κ᾿ ἀνεκεί- 
μεθα τᾷ "Apeodíra. — addito aor. 
ὥφελον VII 86: αἴϑ᾽ ἐπ᾿ ἐμεῦ ξωοῖς 
ἐναρίϑμιος ὥφελες εἶμεν. — 3) c. 
optat., de rebus quae fieri possunt 
V 62: αἰϑ᾽ ἔνϑοι ποϑ᾽ ὁ βουκόλος 
ὧδ᾽ ὁ Λυκώπας. IV 20. XII 10. sequ. 
optativo e. κα XI 78: ai ἐνθὼν 
ταλάρως τε πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμά- 
σας | ταῖς ἄρνεσσι φέροις, τάχα κα 
πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν (vulg. «ix ^). 
de re quae etsi fieri non potest tamen 
posse feri fingitur ΠῚ 12: αἴϑε γε- 
voíuav | & βομβεῦσα μέλισσα. 

Αἰϑιοπεύς Aethiops XVII 87: xol 
Συρίας Λιβύας τε κελαινῶν τ᾿ 4“ἰ- 
ϑιοπήων. 

Αἰϑίοψ Aethiops ΔῊ 113: ἐν δὲ 
ϑέρει πυμάτοισι παρ᾽ Αἰϑιύπεσσι vo- 
μεύοις, cf. Od. I 23: Αἰθίοπας, τοὶ 
διχϑὰ ᾽δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν. 

«i9 Qioxortéo sub divo cubo VII 
18: ἁδὺ δὲ τῶ ϑέρεος παρ᾽ ὕδωρ 
δέον αἰϑριοκοιτεῖν. 

κἔϑοριος serenus, de love IV 43: 

" ζεῖ, ἄλλονα μὲν πέλει αἴϑριος, 
ἄλλοκα δ᾽ ὕει. 

αἴϑω succendo, uro M 23: ἐγὼ δ᾽ 


10 


ἐπὶ Δέλφιδι δάφναν | αἴϑω. — met. 
de amore II 134: (Ἔρως) πολλάκις 
Ἡφαίστοιο σέλας φλογερώτερον αἴϑει. 
Syr. 4: οὗ πιλιπὲς αἶϑε πάρος φρένα 
τέρμα σάκους. pass. VII 102: ἐκ παι- 
δὸς άρατος ὑπ᾽ ὄστιον αἴϑετ᾽ ἔρωτι: 
uritur, flagrat amore. 

αἴκα, αἴχε v. αἰ. 


αἷμα 1) sanguis, cruor XX 15: ἐμοὶ 
δ᾽ ἄφαρ ἔξεσεν αἷμα. II 13: (Εκά- 
ταν) ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ᾽ ἠρία 
καὶ μέλαν αἷμα: τὸ ἐν τοῖς μνημείοις 
χεόμενον. Gloss. cf. Il. X 298: ἂμ 
φόνον, ἂν νέκυας, διὰ τ᾽ ἔντεα καὶ 
μέλαν αἷμα. — Π 55. XXII 125. 
XXII 98: ἐκ δ᾽ ἔπτυσεν αἷμα | got- 
νιον. XXI 46. XXII 171. XXV 224. 
XXVI 25. — 2) stirps, genus XXI 
164: (opere) καὶ πατέρες καὶ ἄνωϑεν 
ἅπαν πατρώιον αἷμα. XXIV 71: Περ- 
σήιον αἷμα, cf. Verg. Aen. VI 836: 
sanguis meus. 

αἱμασιά sepes e lapidibus et sen- 
tibus constructa. ter dat. plur. legitur 
VII 22: σαῦρος ἐν αἵμασιαῖσι καϑεύ- 
δει. eodem versus loco I 47. V 93. 

αἱμάσσω cruento. Ep. I 5 βωμὸν 
δ᾽ otuaési κεραὸς τράγος οὗτος Ó μα- 
λός (Brunck. pro ater). 

αἷμα τόεις sanguine respersus XXII 
7: ἵππων 9" αἱματόεντα ταρασσομέ- 
vov καϑ' ὅμιλον. 

αἱμοβόρος sanguinem, vorans, de 
serpentibus XXIV AT: τὼ δ᾽  — ἐπὶ 
χϑονὶ γαστέρας ἄμφω | αἵἱμοβόρως 
ἐκυλίον. 

Aiuoc ,Haemus, mons Thraciae 
VII 76: εὖτε χιὼν £5 τις κατετάκετο 
μακρὸν ὑφ᾽ Aiuov. 

αἰνέω 1) laudo, praedico IV 82: 
αἰνέω τάν τε Κρότωνα. XII 23: ἐγὼ 


δὲ σὲ τὸν καλὸν αἰνέων. XVI 14: 
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄνδρες ἐπ᾽ ἔργμασιν ὡς 
πάρος ἐσϑλοὶς | aive oO oct. σπεύδοντι. 
ΧΧΙΧ 16: καὶ μέν σευ τὸ κάλον τις 
ἴδων ῥέϑος αἰνέσαι. I comprobo 
XXVII 39: αἰνήσει σέο λέκτρον. 


αἰνόϑρυπτος nimis delicatus XV 
27: Εὐνόα, αἶρε τὸ νᾶμα καὶ ἐς μέ- 
σον, αἰνόθρυπτε, | ϑὲς: *nimium de- 
licata atque mollicella?. v. ἐνδια- 
ϑρύπτομαι. 

αἰνολέων horribilis leo XXV 168: 
(ἀργείων τις ὄλεσσε) ϑηρίον, αἶνο- 
λέοντα, κακὸν τέρας ἀγροιώταις. 

αἰνόμορος miser, (misera morte 
periens) XXX 1: Quoi τῶ χαλέπω 


αἴκα — αἰπολέω 


καἰνομόρω (cod. καιψομόρω) τῶδε vo- 
σήματος: heu quam triste mihi, quam 
miserum hoc, quo pereo, malum'. 


αἶνος 1) proverbium, παροιμία XIV 
48: αἷνός ev λέγεταί τις" ἔβα Kév- 
ταυρος ἀν᾽ ὕλαν. — 2) laus, ἔπαινος 
Ep. X 4: αἶνον ἔχων Μουσέων οὐκ 
Emi oo aveva. 

«ivóc saevus, horribilis, de leone 
XXV 252: λὲς —— 205: ϑηρέον αἷ- 
νόν. de serpentibus XXIV 13: αἰνὰ 
πέλωρα. —. de coniugio XXVII 20: 
σὺ δὲ ζυγὸν αἰνὸν ἀείρεις (e coni. 
Kreussl. scr. pro αἰέν). --- adv. αἰνῶς 
vehementer, δεινῶς XXV 240: τὸ 
τρίτον αὖ ᾿μέλλεσκον ἀσώμενος ἐν 
φρεσὶν αἰνῶς | αὐερύειν. 

αἴνυμαι Sumo, capio XXIV 187: 
αὐτὰρ ἐπ᾿ ἄματι τυννὸν ἄνευ πυρὸς 
αἴνυτο δόρπον. 

αἴξ (sg. αἴξ, αἰγός, -α. pl. αἶγες, 
-ὧν, -ας. vicies sexies legitur, ter- 
decies in primo et quinto hex. pede; 
posterior syllaba ictum habet quater.) 
capra 1 25: αἶγα δέ τοι δωσῶ διδυ- 
ματόκον ἐς τρὶς ἀἐμέλξαι, cf. III 84. 
V 84. VIII 45. V 27: αἰγὸς πρωτο- 
τόκοιο. VIII 86: τήναν τὰν μιτύλαν 
δωσῶ τὰ δίδακτρά τοι αἶγα. 49: ὦ 
τράγε. τὰν Aevxüv αἰγῶν ἄνερ. VII 
87: τὰς καλὰς αἶγας. nullo adi. ad- 
dito I 4. 5. 14. 57. 149, III 1. 3. V 
1. 19. 73. 89. 128. 145. 148. VII 97. 
X 30. 30. XXVII 46. (de loco cor- 
rupto IV 39 v. ἄλγος.) 


αἰολῖχος micans, versicolor (zowwi- 
Aog Schol) I 55: παντᾷ δ᾽ ἀμφὶ δέ- 
πὰς περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανϑος, | 
αἰολέχον τι ϑέαμα (ex Ahrensii emend. 
scr. pro Αἰολικόν). 


αἰολομέτρας versicolori mitra re- 
dimitus XVII 19: Πέρσαισι βαρὺς 
ϑεὸς αἰολομίτραις (var. αἰολομέτρας, 
αἰολομέτροις). 

αἰολόπωλος variwm v. velocem 
equum habens, varie equitans XXII 
84: “Κάστωρ δ᾽ αἰολόπωλος ὅ τ᾽ οἱ- 
νωπὸς Πολυδεύκης, cf. Il. III 185: 
Φρύγας, ἀνέρας αἰολοπώλους. 

αἰόλος varius , multiplex: XVI A4: 
δεινὸς ἀοιδὸς ὃ Κήιος αἰόλα φωνέων, 
cf. Pind. ΟἹ. VI 87: ποικίλον ὕμνον. 

αἰπεινός excelsus, altus XV 101: 
αἰπεινάν τ᾽ ᾿ΒΕρύκαν, cf. Calpurn. IX 
51: iuga celsa Erycis. 

«ἴπερ v. «i Il 1). 

αἰπολέω capras pasco VIII 85: 


πίτυς, αἰπόλε, τήνα. 13. 80. 
3. 14. 42. VIII 96. 


-—- 





caprarius 1 ^ 
, πρόσπτυξαί με τὸν al- 
φιλάσω, cf. V 88. notus 
ius Comatas sigmificatur 
' ὥς ποκ᾽ ἔδεκτο τὸν 
λάρναξ. cum con- 
I 86: βούτας μὰν ἐλέ- 
δ᾽ αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας. VI 
καὶ αἰπόλον ἄνδρα κα- 
σέ, τὸν Πολύφαμον (καὶ 
A. Fritzschii coni. scr. 


PEE. 
“ξ ἢ 


ΞΩ 
: 
;] 


Hl 
AR. 


cacumen montis VII 148: 
Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἷπος 


αἰπύς excelsus, altus VII 116: Οὐ- 
κεῦντα, ξανϑᾶς ἕδος αἰπὺ “ιώνας. 
I 125: ἙἙλίκας δὲ μέν. ἠρίον αἰπύ τε 
σᾶμα | τῆνο Δυκαονίδαο. 

αἱρέω (act. aor. εἶλεν, ἕλω, -y, 
ἕλών, -ὄντες, -οἱσία), -οἵσαι. — med. 
aor. εἴλευ. ἑλοίμαν, -owro) 1 Act. 
capio 1) sumo, arripio XXIII 49: λέ 
Sov εἷλεν. XXII 75. XXV 206. 212. 
XXVI 20. additur Je ἀπό XXIV 
48. dat. χερσὶν XX 


"n s 


E. vg δόμον κτεάτισσαν ἕλόντες. 
?: μᾶλλον ἔλοῖσ᾽ “Ἑλένα τὸν 

: ἐπὶ —* VoM e cus 
scr. pro vulg. ἐμ 79. Ahr. 
^. — IH Med. 1) mihi aufero, 
met. U 131: καὶ μετὰ τὰν 
τύ μὲ δευτέρα ἐκ πυρὸς εἴ- 
: hast mich aus dem Feuer ge- 
pria significatione ait Hom. 
945: Σκχύλλη γλαφυρῆς ἐκ 
«ígovg | ἕξ ἕλετο, --- 3) ante- 
luris facio, c. gen. XI 49: τῷ 
& θάλασσαν ἔχειν καὶ κύμαϑ᾽ 
ito πρόσϑεν XVI 67: (τι- 


UT 


ξ 
& 


HE 
zi 


& 
m 


τῶν 


i 
Ε, 


αἰπόλος -- 


αἰχμητάς 11 


μήν τε καὶ ἀνϑρώπων φιλότητα) πολ- 
—* ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρόσϑεν 


v. ἀεέρω. 

Aloé&ooc Aesar, flumen Italiae in- 
ferioris mediam per urbem Crotonem 
fluens IV 17: óx& μέν νιν ἐπ᾿ Αἱ- 
σάροιο νομεύω, producta antepenul- 
tima, nimirum metri causa, ut apud 
Hom. Αἰόλου, v. Ameis. ad Od. X 36. 

αἰσϑάνομαι sentio, comprehendo 
XV 14: αἰσθάνεται τὸ βρέφος. 
αἴσιος faustus XVII 79: (ὁ δ᾽ 
ὑψόϑεν ἔκλαγε φωνᾷ) ἐς τρὶς ἀπὸ νε- 
φέων μέγας αἰετὸς αἴσιος ὄρνις. 

αἰσονέδας Aesonides, Aesonis filius 
XIII 16: ὅτε τὸ χρύσειον ἔπλει μετὰ 
κῶας Ἰήσων | Αἰσονίδας. 

αἰσυμνήτης praeses, villicus XXV 
48: ὅστις ἐπ᾿ ἀγρῶν τῶνδε γεραίτερος 
αἰσυμνήτης. 

Aioxivag Aeschines, iuvenis qui- 
dam, Cyniscae amator XII 10: τοι- 
οὔτος μὲν ἀεὶ τύ, φίλ᾽ Αἰσχίνα, ἄσυχος 
ὀξύς. idem voc. leg. 2. 58. 65. 

ἀΐτας deliciae, ὃ ἐρώμενος XII 14: 
τὸν δ᾽ ἕτερον πάλιν ὥς xsv ὃ Θεσ- 
σαλὸς εἴποι ἀΐταν (var. ἀΐτην). 30: 
τοῦ χαρίεντος ἀίτξω. 

aive — αἴτε utrum — an V 14: μή τύ 
τις ἠρώτη πὸτ τῶ Διὸς «ire Σιβύρτα | 
«it ἐμόν ἐστι --- τὸ ποίμνιον. v. αἰ Π 1). 

αἰτέω (act. pr. αἰτέω, -si, -siv. — 
pass. pr. αἰτεύμενος. — med. pr. ind. 
αἰτεῖται, aeol. αἰτήμεϑα, v. ποτέομαι) 
rogo, oro XVII 137: ἀρετήν ys μὲν 
ix Διὸς αἰτέω (e Briggsii coni. scr. 
pro αἰτεῦ, ἕξεις. ἔσχες coni, C. Har- 
tung Phil XXXIV p. 626). c. dupl. 
acc. III 36. absol. XIV 63. 64. — 
med. c. acc. XXVIII 5: tvide γὰρ πλόον 
εὐάνεμον αἰτήμεθϑα πὰρ (og. Ber. 1. 

Αἴτνα Aetna, mons Siciliae XI 47: 
ἃ πολυδένδρεος Αἴτνα. IX 15: Aitva, 
μᾶτερ ἐμά. 1 69: Airvag σκοπιάν. 65: 
Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας. 

αἰφνίδιον  subíto XXI δ: (τὸν 
ὕπνον) αἰφνίδιον ϑορυβεῦσιν ἐφιστά- 


μεναι μελεδῶναι. 


αἰχμάλωτος captus Ad. 12: (βρόχῳ 
καϑάψας) ἔσυρεν αἰχμάλωτον (8C. 9v). 

αἰχμητάς bellator, bellicosus XVII 
88: αἰχμηταῖς Κιλίκεσσι. ὅθ: σὲ δ᾽ 
αἰχμητὰ Πτολεμαῖε, | αἰχμητᾷ Πτολε- 
μαΐῳ ἀρίζηλος Βερενίκα (sc. ἔτεκεν). 
ΧΥ͂Ι 108: αἰχμητὰν Ἱέρωνα. 


12 αἶψα --- ἀκούω 


αἶψα, statim , celeriter XXIV 51: 
οἵ δ᾽ αἶψα προγένοντο λύχνοις ἅμα 
δαιομένοισι  ὁμῶεςς. XXII 19. 113. 
198 XXV 53. 68. 


ἀέω 1) audio VI 26: & δ᾽ ἀίοισα | 
ξαλοῖ μ᾽. — 2) exaudio, sentio XXIV 
37: οὖν αίεις, παίδων ὃ νεώτερος 
ὅσσον ἀντεῖ; cf. Il. X 160: οὐκ ἀΐεις 
ὡς Τρῶες — εἴαται ἄγχι νεῶν; — Ep. 
IV 18: ἀίοι δ᾽ εὐμενέως ὃ δες; 


ἀιών, ἠών litus XI 14: αὐτεῖ ἐπ᾽ 
ἀιόνος κατετάκετο φυκιοέσσας.͵ XV 
133: ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾿ ἀιόνι πτύοντα. 
XVI 60: ἐπ᾽ ἠόνι κύματα μετρεῖν 
(var. ἀόνι). 


αἰών tempus longum, seculum XVI 
43: δειλοῖς ἐν νεκύεσσι μακροὺς αἷ- 
ὥνας ἔκειντο. 

αἰωρέω suspendo, pass. XXII 51: 
Ur ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ἤω- 
φεῖτο | --Πςὲἷδέρμα λέοντος. 


xe Qo. intempestivus XIV 10: 
τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τύ, φίλ᾽ Αἰσχένα, 
ἄσυχος ὀξύς, | πάντ᾽ ἐθέλων κατ᾽ 
ἄκαιρον (e Greveri coni. scr. pro κατὰ 
καιρόν. Mein. e coni. παρὰ *., Rib- 
beck. κατὰ καῖρον Mus. Rhen. "XVII 
p. 54s intempestive. 


ἀκάμᾶτος͵ indefatigatus XI 51: 
ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ 
ἀκάματον πῦρ, cf. Od. XXI 181: ἀν- 
ἔκαιε ---- ἀκάματον πῦρ. Tibull I 
1, 6: assiduo luceat igne focus. 

ἀἄχκανϑα (nisi in exitu hex. non 
leg.) 1) vepres, dumetum 1 132: vov 


δ᾽ ἴα uiv φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε 
δ᾽ ἄκανϑαι. XIII 64: ἐν ἀτρίπτοισιν 
ἀκάνϑαις. — 2) carduus VI 18: ἁ δὲ 


καὶ αὐτόϑε τοι διαϑρύπτεται, ὡς ἀπ᾽ 
ἀκάνϑας | ταὶ παπυραὶ χαῖται, cf. Od. 
V 328: ὡς δ᾽ Ov ὀπωρινὸς Βορέης 
φορέῃσιν ἀκάνϑας | ἂμ πεδίον. — 
3) spina VII 140: τηλόϑεν ἐν πυ- 
κιναῖσι βάτων τρύξεσκεν ἀκάνϑαις. 
IV 50. — 4) spina, dorsi, Rückgrat 
XXIV 32: ἂψ δὲ πάλιν διέλυον, ἐπεὶ 
μογέοιεν ἀκάνϑας (sc. δράκοντες). 


ἀκανϑές carduelis, Distelfink, Gold- 
fink VII 141: ἄειδον κόρυδοι καὶ 
ἀκανϑίδες, ἔστενε τρυγών, cf. Verg. 
Georg. III 338: litoraque alcyonen 
resonant, acalanthida (var. et acan- 
thida) dumi. 


ἄχανϑος acanthus mollis Linn. 1 
65: παντᾷ δ᾽ ἀμφὶ δέπας περιπέπτα- 
ται ὑγρὸς ἄκανϑος, cf. Ovid. Met. 


XII 701: summus inaurato crater 
erat asper acantho. 


docti. dolore afficio ; med. doleo 
VII 91: οὕτω καὶ νύμφα γαμεϑεῖσ᾽ 
ἀκάχοιτο. 

ἀκήλητος non permulcendus XXII 
169: co γὰρ ἀκηλήτω καὶ ἀπηνέες. 

ἀκήρατος integer , καϑαρός XXII 
38: (κρήνην) ὕδατι πεπληϑυῖαν ἀκη- 
ράτῳ, plane ut ll. XXIV 303: χερ- 
σὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον. 


(oci UG inops Ep. XI 6: καέπερ 
ἄκικυς ἐὼν εἶχ᾽ ἄρα — — 
sthenes physiognomon. 

ἀκῖρός iners, insipiens ; fori — 
XXVIII 15: οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ 
ἐς ἀέργω xev ἐβολλόμαν | ὀπάσαι σε 
δόμοις: "mulieris quae est ingenio 
tardo vel bardo'. 


Ὦχις Acis, flumen ex Aetna monte 
defluens I 69: οὐδ᾽ Aitwag σκοπιὰν 
οὐδ᾽ "4xidog ἱερὸν ὕδωρ. 

ἀκλεής inglorius, ignotus XVI 31: 
μηδ᾽ ἀκλεὴς μύρηαι ἐπὶ ψυχροῦ 
᾿ἀχέροντος. 

ἄκλητος non vocatus XVI 106: 
ἄκλητος, μὲν ἔγωγε μένοιμί κεν. VII 
104: (τόν μοι, Πᾶν, —) ἄκλητον κεί- 
voro φίλας ἐς χεῖρας ἐρείσαις. (de 
VII 24 v. κλητός.) ἡ 

ἄκλιτος. indeclinabilis XXVII 16: 
μὴ λέγε, μὴ βάλλῃ σε (ἁ Παφία) καὶ 
ἐς λίνον ἄκλιτον ἔνϑης (Iunt. ἄλλυ- 
τον, Ahr. e coni. ἄκριτον). 


ἀκμά acies, cuspis, plur. pro sing. 
XXII 185: ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος 
ἀχμάς | Κάστωρ. — acc. sg. pro adv. 
ἀκμάν, ἀκμήν commodum , γμρε}"- 
rüne IV 60: ἀκμάν γ᾽ ὦ δειλαῖε: 
τουτέστι μέχρι τοῦ νῦν χρῆται τοῖς 
ἀφροδισίοις. Gloss. XXV 164: ἤλυϑε 
γὰρ στείχων τις ἀπ᾿ Ἄργεος ἐς μέσον 
ἀκμήν | ἐνθάδ᾽ ᾿ἀχαιὸς ἀνήρ (e coni, 
A. Fritzschii scr. pro ὡς μέσος ἀκμῆς). 

ἀκοίμητος irrequietus ΧΙΠ 44: 
Νύμφαι ἀκοίμητοι. 

ἄκοιτις coniu XVII 39: Πτολε- 
μαῖος ξὴν ἐφίλησεν ἄκοιτιν. 

ἀκοντιστάς iaculator XVII. 55: 
ἀκοντιστὰν Auno. 

ἀκούω (pr. ἀκούω, τες -ELT, -ἐμεν; 
τοντες, -όντεσσι. — fut. ἀκούσεαι. --- 
aor. ind. ἄκουσας: ἀκούσῃς, «ἡ; ἀκού- 
σαι, ἄκουσον. ἀκοῦσαι. ἀκοῦσας. 





b formae ὦ. Ὁ plerumque in exitu hex.) 
— 1) audio. abs. IV 6: οὐκ ἄκουσας: 


66. XXV 162. 186. — cum significa- 
E . perf: cognitum habeo, 
J  eomperi 23: ἀκούω χρῆμα καλόν 
& |*xocusiv τὰν βασίλισσαν, cf. XX 
.. . 82. — 2) attente audio, ausculto, hóre 
y i XXVII 12: δεῦρ᾽ — ἕν᾿ 
᾿ς ἐμᾶς σύριγγος ἀκούσης. XVI 20: τίς 
δέ κεν ἀκούσαι; ἅλις πάντεσ- 





' εἐσμιοός ientaculum 1 50: (τὸ 
παιδίον οὐ πρὶν ἀνησεῖν) φατὶ πρὶν 
ὃ ἐπὶ ξηροῖσι καϑίξῃ (e 

coni A. Fritzschii scr. pro ἀκράτιστον 
v. κράτιστον): 'quam ille (puer) ad 
jentaculum consederit h. e. 
cibo per vulpeculam privatus ieiunus, 
impransus fuerit'; dicitur autem 
i σμῶ ξηρά ut ἐπὶ δεξιὰ χειρός 
XXXV 18, amara curarum Hor. Od. 


IV 12, 19. 


i 


merum (sc. vinum) XIV 
18: ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσϑαι ἄκρατον. IL 151: 
αἰὲν "] | ἀκράτω ἐπεχεῖτο (Ahr. 
€. vàr. ἀκράτως). 
εἰκράχλοος vepallidus XXIV. 60: 
ὑπαὶ δείους ἀκράχλοον Ἰφικλῆα 
(e coni. Heckeri A. Fritzschius scr. 
pro ἀχράχολον, Ahr. et Ziegl. ἀκρό- 
1400»). 
xQEg Y ramus XVI 96: (τέττιξ) 
ἀχεῖ ἐν ἀκρεμόνεσσιν. Ep. 1 6: (τρά- 
yos) τερμένϑου τρώγων ἔσχατον ἀκρε- 
μόνα. 
ἀχρέσπερον adv. summa h. e. me- 
dia a XXIV 75: (viua) χειρὶ 
exiis Aba ἀκρέσπερον ἀείδοισαι. 
ἄχρηβος im summa adolescentia 
constitutus VIII 93: xol Νύμφαν 
ἄκρηβος ἐὼν Uri Ναίδα γᾶμεν (Brunck. 
e coni. &xge loc). 
ἀκριβής 1) accuratus XV 81: ποῖοι 
ξφογράφοι τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγρα- 
ψαν: 'aecurate  expictas (picturas 
"textiles)'. — 2) acer, acutus, de fa- 
cultate videndi XXII 194: ἀκριβὴς 
ὄμμασι Λυγκεύς. 


T" TY 


"P" ÀnrgREUS 


ἀκρατισμός — ἀκτήμων 18 


&xgido9ajoa instrumentum ad ca- 
piendas locustas 1 52: αὐτὰρ 0y' ἀν- 
ϑερίχοισι καλὰ πλέκει ἀκριδοϑήραν | 
σχοίνῳ ἐφαρμόσδων: 'caveam quan- 
dam, qua infestae vineis locustae 
capiuntur vel deprehensae ex arbori- 
bus vel vitibus excutiuntur". 


ἀκρίς locusta V 34: καὶ ἀκρίδες 
ὧδε λαλεῦντι. VII 41: βάτραχος δὲ 
ποτ᾽ ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω. 108: 
ἀκρέδες cà τὸν φραγμὸν ὑπερπαδῆτε 
τὸν ἁμόν (Ahr. ἀκρίδες). 

ἀκρόχομος summo vertice comatus 
XXII 41: λεῦκαξ τε πλάτανοί tt καὶ 
ἀκρόκομοι κυπάρισσοι. 


ἀκρόνῦχος summa h. e. media nocte 
Ber. 3: ὑφάξων ἀκρόνυχος ταύτῃ 9:6 
ἱερὸν ἰχϑύν. 

ἄχρος (sg. m. ἄκρω, -ον. f. ἄκρας, 
τὴν. n. ἄκρον. — pl m. ἄκρων. f. 
ἄκρας. n. ἄκρα. terdecies longa paen- 
ultima, quinquies correpta) 1). sum- 
mus, extremus a) XXII 196: τοῦ uiv 
ἄκρην ἐκόλουσεν ἐπὶ σκαιὸν γόνυ 
χεῖρα, cf. IL. V 386: ἄκρην οὔτασε 
χεῖρα. — XXII 48: ἄκρον ὑπ᾽ ὦμον, 
cf. Il. XVII 599: βλῆτο γὰρ ὦμον -- 
ἄκρον. — XXII] 88; ἄκρον τύψε γέ- 
vtov. [IX 10: δαμαλᾶν καλὰ δέρματα, 
τάστε ποκ᾽ ἄκρας | λὶψ κομάρως τρω- 
γοίσας ἀπὸ σκοπιᾶς ἐτίναξε (vulg. τάς 
μοι ἁπάσας). IX [80]. XIV 66. XVI 
T1. XXII 52. 185. 189. — quo acce- 
dit XV 112: ὅσα δρυὸς ἄκρα φέρον- 
ται h. e. ἀκρόδρυα: fructus arborum. 
— b) ad tempus transfertur XI 37: 
χειμῶνος &xoo: summa ἢ. e. media 
hieme; ἐν τῷ μεσαιτάτῳ τοῦ χειμῶνος. 
Schol. v. ἀκρέσπερον, ἀκρόνυχος. — 3) 
metaph. summus, excellens Ep. VH 5: 
Ἠετίωνι — ἄκρον ὑποστάς | μισϑόν. 
neutr. pl. c.-gen. XII 81: κοῦροι 
ἐριδμαίνουσι φιλήματος ἄκρα φέρε- 
σϑαι. XV 142: Ἄργεος ἄκρα Πελασγῶ: 
'summa (die Spitzen) Argivorum"; 
Ἄργεος of πρῶτοι, of ἐξοχώτατοι. Gloss. 
— denique pro adv. leg. XIV 61: εἰς 
ἄκρον ἁδύς: summe. XXVII 43: οἵδ᾽, 
ἄκρα τιμέη ἐσσί eudem significatione. 

ἀκρώρεια cacumen, iugum montis 
XXV δ΄: μέχρις ἐπ᾽ ἐσχατιὰς molv- 
πίδακος ἀκρωρείης. 

ἀκτή ora, litus XXII 158: ἅπασά 
τε Σισυφὶς ἀκτή. 32: ὑπήνεμον ἀκτήν. 

ἀχτήμων inops XVI 38: πενέην 
ἀκτήμονα κλαίων. 


14 ἄκτιος -- 


ἄχτιος l'itoralis, litoris. custos, αἰ- 
γιαλίτης Υ 14: οὐ μὰν οὐ τὸν Πᾶνα 
τὸν ἄκτιον. 


ἀκτίς radius solis XXII 86: βαλ- 
λετο δ᾽ ἀκτίνεσσιν ἅπαν ᾿Δἀμύκοιο 
πρόσωπον. 


ἄκχῦλος glans Aligna (ὃ τῆς πρίνου 
καρπός) V 94: οὐδὲ γὰρ οὐδ ἀκύλοις 
ὀρομαλίδες (sc. conferendae sunt). αἵ 
μὲν ἔχοντι | λυπρὸν ἀπὸ πρίνοιο Àe- 
πύριον, αἵ δὲ μελιχραί, 


ἀκωχή mucro, gladius XXII 195: 
φοίνικα δ᾽ ὅσον λόφον ἵκετ᾽ ἀκωκή 
(sc. &opoc), ut apud Hom. ἤλυϑ'᾽ 
ἀκωκή in fine hex. Il. V 61. XVII 
49. XXII 327. 


ἄχων faculum Ep. II 3: (ἄνϑετο 
Πανὴ --- ὀξὺν ἄκοντα, cf. Od. XIV 
531: εἴλετο δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα. 


ἀλάβαστρον vas wnguentarium 
ansis carens (ἄγγος μύρου μὴ ἔχον 
λαβάς. Suid.) XV 114: Συρίω δὲ 
μύρω χρύσει᾽ ᾿ἀλάβαστρα. 


ἀλάϑεα, ἀλήϑεια veritas ; prior 
forma aeol. leg. XXIX 1: οἶνος, ὦ 
φίλε παῖ, λέγεται καὶ ἀλάϑεα. altera 
attica vir 44: πᾶν ἐπ᾿ ἀληϑείᾳ τι 
κεκασμένον ἐκ Διὸς ἔρνος. 


ἀλαϑής, ἀληϑής (quater quarto 
hex. pede continetur, semel sexto) 
verus , ἀψευδής 1) de rebus II 94: 
τὸν ἀλαϑέα μῦϑον ἔλεξα. ter neutr. 
plur. V 16: ἀλαϑέα παντ᾽ ἀγορεύω, 
οἵ, Od. ΤΠ 254 — XVI 61: ἀληϑέα 
πάντ᾽ ἀγορεύσω. — ΠῚ 81: εἶπε καὶ 
ἁ γραία τἀληϑέα κοσκινόμαντις (Ahr. 
τἀλαϑέα). XXIV 64. — 2) de homi- 
nibus: verax II 154: ἔστι δ᾽ ἀληϑής 
(var. ἀλαϑής): sc. ἃ ξείνα. ΑΘ0]. 
ΧΧΙΧ EL κἄμμε χρὴ μεϑύοντας ἀλά- 
ϑεας ἔμμεναι. 


ἀλᾶϑιενός verus XIII 15: (dog) αὖ- 
τῷ δ᾽ εὖ ἕλκων ἐς ἀλαϑινὸν ἄνδρ᾽ 
ἀποβαίη. Ep. XVII 3: ὦ Βάκχε, ,χάλ- 
κεόν νιν ἀντ᾽ ἀλαϑινοῦ | τὶν ὧδ᾽ &v- 
ἔϑηκαν (sc. ᾿Ἐπίχαρμον). 


ἀλάκάτα colus XXVIII 1: Γλαύ- 
κας ὦ φιλέριϑ᾽ ἀλακάτα δῶρον 4α- 
vae | γύναιξιν. 

ἀλάομαι erro, vagor, c. acc. loci 
XIII 66: ἀλώμενος ὅσσ᾽ ἐμόγησεν | 
οὔρεα καὶ δρυμώς: montes et silvas 
pererrans. idem participium eodem 
versus loco apud Hom. legi solet; de 
acc. cf. Soph. Oed. C. 1685: ἀπίαν 


ἀλειφαρφ. 


γᾶν ἀἁλώμεναι. Eur. Hel. 598: πᾶσαν 
πλανηϑεὶς -- χϑόνα. --- ΧΥΤΟῚ: οὐδ᾽ 
Ὀδυσεὺς ἑκατόν τε καὶ εἴκοσι μῆνας 
ἀλαϑείς ] πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, cf. 
Od. XIX 170: πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ 
ἀλώμενος. 


ἀλγέω doleo , dolore afficior cor- 
poris, abs. V 41: ἁνίκ᾽ ἐπύγιξόν cv, 
vo δ᾽ ἄλγεες. XIX 3. c. acc. III 52: 
ἀλγέω τὰν κεφαλάν. VIII 23: ἔτι καὶ 
τὸν δάκτυλον ἀλγέω (vulg. ἀλγῶ). 

ἄλγος dolor animi, aegritudo XX 
16: καὶ χρόα φοινίχϑην ὑπὸ τὥλγεος 
ὡς ῥόδον ἕρσᾳ. 1 19: τὰ “Ιάφνιδος 
ἄλγε᾽ ἀείδες. V 20. XXVII 58. — 
ad hominem transfertur dolorem ef- 
ficientem I 103: “Ζάφνις κ͵ν ᾿Δίδα 
κακὸν ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι, id quod 
imitatus Bion scr. Π 11: (EAévew,) 
Οἰνώνῃ ν κακὸν ἄλγος, cf. Od. VI 184: 
ἀνὴρ ἠδὲ γυνή" πόλλ᾽ ἄλγεα δυσμε- 
νέεσσι. — IV 89: ὅσον ἄλγος ἐμίν, 
φίλα, ὅσσον ἀπέσβης e coni. scr. A. 
Fritzschius pro vulg. ὅσον αἶγες ἐμὴν 
φίλαι): quantus, ah quantus luctus 
tu mihi occidisti". Mein. coni. ὅσον 
ἄχϑευ, ἐμὶν φίλα, ὅσσον ἀπέσκλης 
(Phil. XIII p. 397) et ὅσον αἶξες ν΄, 
ἀξες ἐμὶν φίλα (Callim. add. p. 313), 
Ahr. λασεύμεσϑ', ὅσον αἶϑες ἐμὶν φίλα, 
ali alia. 


, GA d jose fecundo XVII 18: (μυ- 
ρέαι ἄπειροί τε καὶ ἔϑνεα μυρία φω- 
τῶν) λήιον ἀλδήσκουσιν ὀφελλόμεναι 
Διὸς ὄμβρῳ. intrans. apud Hom. ll. 
XXIII 599: ληίου ἀλδήσκοντος. 


ἀλέγω euro, abs. XV 98: 
ἀλέγω. itemque XXVI 27. 


Ἅλεις Hales, ignotus quidam amni- 
culus prope Sybarim 8, Thurios V 
123: ivOov τὰν πκυκλάμινον ὄρυσσέ 
νυν ἐς τὸν Ἅλεντα. Contra VII 1: 
Ἧς χρόνος ἁνίκ᾽ ἐγώ τε καὶ Εὔκριτος 
ἐς τὸν Ἅλεντα | εἵρπομες (var. ἀλεύτα, 
“Δλευνταὶ), si vera Jectio est, id quod du- 
bitat Fritzschius, fluvius vel rivus Coi 
insulae significatur secundum Schol. 


ἄλειφαρ 1) oleum XVIII 45: πράτᾳ 
δ᾽ ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλει- 
φαρ] λαξύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ σπιε- 
ρὰν πλατάνιστον, οἵ. XV 117: ὑγρὸν 
ἔλαιον. — 2) piz VII 141: ἑπτάενες 
δὲ πίϑων ἀπελύετο κρατὸς ἄλειφαρ, 
cf. Hor. III 8, 9: hie dies festus cor- 
ticem adstrictum pice dimovebit am- 
phorae. 


L4 
ουκ 





ἀλέμᾶτος vanus XV 4: ὦ — 
ro ψυχᾶς! μόλις ὄμμιν ἐσώϑη (e 

; Steph. scr. pro ἀδεμάτω, ἀδα- 
- Ὃ animam vanam! h. e. ani- 


mam reciprocare nequeo, me vix mi- 
to". 


i eos Alerander magmus 
XV 18: παρὰ δ᾽ αὐτὸν ᾿Δλέξανδρος 
εἰδώς | ἑδριάει h. e. Alexandri 
in templo. 
᾿᾿"λλεύας - Aleuas. Pyrrhi filius, Aleua- 
darum auctor XVI 84: ἐν ᾿ἡγτιόχοιο 
δόμοις καὶ ἄνακτος Aisva. 


᾿ farina, plerumque ἐκ 
τῶν — 15} ἤρατο μὰν καὶ 
τῆνος δοκεῖ ὀπτῶ ἀλεύρω. v. 
ὀπτός. 


ἀλήϑεια, ἀληϑής v. ἀλάϑεα, 
ἀλαϑθής. 


ος arduus, , praeceps XXVI 
10: Πενθεὺς δ᾽ ἀλιβάτου πέτρας ἄπο 
πάντ᾽ ἐθεώρει, ut apud Hom. saepius. 
ἁλιεύς pi. XXI 14: οὗτος roic 
ἁλιεῦσιν πᾶς πόρος. 30: τοὺς δ᾽ 
"E ἤγειρε φίλος πόνος. 
λέϑιος vanus, irritus XVI 9: ἀλι- 
ϑίαν ὁδὸν ἦνθον. — adv. ἀλιϑέως 
stulte X 40: ὦμοι τῶ πώγωνος, ὃν 
ἀλιϑίως ἀνέφυσα. 
ἁλεκία ὃ ἡλὲχίη 1) iuventus Ep. 
XV. 1: νήπιον υἱὸν ἔλειπες, ἐν ἁλικί 
δὲ καὶ αὐτός (τύμβου aequales Eo XXV à 2) 
vua a CN Pe E * 
er ἀωρορ) εἰς Aiom tds 
Aoig ἡλικίης προτέρη. 
ἁλικεώτας aequalis XIV. 64: ἐκ- 
ς 9' ὑγιὴς πάλιν ἦνθ᾽, ἐμὸς 
ας. 
&AÍxog quantus, quam magnus XIX 
6: (μέμφετο, ὅττι ye, τυτϑόν) θηρίον 
ὶ ἐν p xal ἁλίχα τραύματα 
ποιεῖ. 8 (v. ταλίχος). XXIII 4.. cum 
contemptione quadam de homine IV 
δῦ: ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα καὶ ἁλίκον 
ἄνδρα δαμάσδει: 'quantum asinum'*. 
ἁλιόκαυστος solibus perustus X 
21: (Σύραν καλέοντί tv πάντες) 
ἰσχνάν, ἁλιόκαυστον. 


ἅλιος v. ἠέλιος. 


ἀλέκτωρ --- ἀλλά 15 


ἄλις satis X 13: ἐγὼ δ᾽ ἔχω οὐδ᾽ 
ἅλις ὄξος. omisso v. ἐστέ XVI 90: 
ἅλις πάντεσσιν Ὅμηρος: sufficit. XXII 
177. — c. praep. XXV 17: εἰς ἅλις 
zur Genüge, εἰς αὐτάρκειαν ἤγουν 
αὐτάρκως. Gloss. 


dAitQós sons X 17: εὗρε ϑεὸς τὸν 
ἀλιτρόν: *invenit sontem vindex 
deus. 

ἀλίτρῦτος in mari vexatus, de 
piscatore I 45: ἄπωϑεν ἁλιτρύτοιο 
γέροντος: τοῦ κατὰ τὴν ϑάλασσαν 
πονουμένου. Schol. 

ἀλκή robur, fortitudo XXV 9222: 
(ov μὴν πρὶν πόδας ἔσχον,) πρὶν ἰδέειν 
(se. τὸν λέοντα) ἀλκῆς τε παραυτίκα 
πειρηϑῆναι, ubi quin ad Herculem 
melius quam ad leonem referatur ἀλ- 
κῆς vix potest dubitari. 

ἄλκχεμος robustus, fortis XXV 42: 

τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Διὸς 
ἄλκιμος υἷός h. e. Hercules, cf. Il. 
XI 837: τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Me- 
vowíov ἄλκιμος υἷός. 

᾿Αλχίππα Alcippe, puella quaedam 
V 132: οὐκ ἔραμ᾽ ᾿Δλκίππας, ὅτι μὲ 
πρᾶν οὐκ ἐφίλησε. Nomen translatum 
videtur in Verg. Ecl. VII 14: neque 
ego Alcippenneque Phyllida habebam. 

᾿Αλχμήνα (-«, -ας, -ἧς, -«v; ubi- 
que in initio versus pos) A 
Amphitryonis uxor, mater Herculis 
XXIV 2: (& Μιδεᾶτις) ᾿ἀλκμήνα. ΧΠῚ 
90: AÀxurnvne υἱὸς Μιδεάτιδος ἡρωΐ- 
νης. XXIV 22. 34. 59. 65. 76. 

&Axbe v haleyone, alcedo hispida 
Linn. VII 57—59: χἀλκυόνες στορε- 
σεῦντι τὰ κύματα τάν τε ϑάλασσαν 
pe ἁλκυόνες, γλαυκαῖς Νηρηίσι ταὶ 
τὰ μάλιστα | ὀρνίχων ἐφιλάϑεν, ὅσαις 
τέ περ ἐξ ἁλὸς ἄγρα. cf. Ov. Met. 
XI 745. 

ἀλλά (ἀλλά, ἀλλ᾽ centies octies in 
hex. leg., sep ies quater in arsi 
primi pedis, quinti vicies quater, 
secundi di sexies; in thesi quater.) sed, 
verum, at, attamen 1) mutationem 
prioris rerum conditionis significat 
praecedente negatione VI 8: καὶ τύ 
νιν οὐ σϑα, τάλαν τάλαν, ἀλλὰ 
κάϑησαι | ἁδέα συρίσδων. 159: οὐδέ 
τί πω ποτὶ χεῖλος ἐμὸν ϑίγεν, ἀλλ᾽ 
ἔτι κεῖται] ἄχραντον. | 36. 92. II 40. 
85. 110. 80. IV 2. 17. VI 8. 96. 
ΨΗΙ 55. 765. X 3. XI 11. XIII 98. 
XVI 18. 24. 57. XVII 48. 108. XX 
4. 32. XXI 27. 36. 60. XXIII 17. 22, 


16 ἀλλᾷ -- 


48, 55. XXV 9. 102. 185. 220. 239. 
XXVII 25. Ad. 28. Syr. 3. — add. 
καί: οὐ μόνος (αὐτός) — ἀλλὰ καί 
X 20. XIII 5. suppletur sententia 
negativa IV 4. XXII 201. — 2) post 
sententias affirmativas, quas quum 
veras esse concedamus alia nova 
opponimus, quae si non magis certe 
aeque vera sunt. XI 34: ἀλλ᾽ ωὐ- 
τός, τοιοῦτος ἐών, βοτὰ χίλια βόσκω: 
concedo me esse "deformem, attamen 

. XV 104: βάρδισταν μακάρων 
Ὧραι φίλαι, ἀλλὰ ποϑειναί ἔρχονται 
πάντεσσι βροτοῖς. VI 25. XV 88. 
XVI 55. 79. XXII 210. XXIII 32. 
XXVII 42. Ep. IV 3: — priori 
enuneiato add. partieula μέν VII 
94. XXX 3. — coniunctim leg. ἀλλ᾽ 
ἔμπας Χ 29. ΧΧΙΙ 11. ἀλλά ye (var. 
ἀλλ᾽  &ys) V 9292. ἀλλὰ- “καὶ οὕτως 
XXIII 14. ἀλλὰ --- οὐδ᾽ οὕτως XXIII 
25. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς XXV 238. — 8) 
missa faciens superiora finem facit 
atque ad nova pergit, quae, ilis op- 
ponuntur. XII 22: ἀλλ᾽ ἤτοι τού- 
τῶν μὲν (sc. optationum mearum) 
ὑπέρτεροι Οὐρανίωνες | ἔσσονθ᾽ ὡς 


ἐθέλουσιν. 1l 145. XXII 109. sequ. 
part. γάρ I 19. V 29. 44. XVI 60. 
ὧν V 21. itemque ἀλλ᾽ ὅτε XIII 
16. XXII 141. ἀλλ᾽ ὅτε δή XXII 


103. XXIV 20. — augetur oppositio 
add. pron. ἐγώ: contra, at V 134: 
ἀλλ᾽ ba Εὐμήδευς ἔραμαι μέγα. 98. 
X 12. — sequ. imperat. 1 113: ἀλλά 
μάχευ μοι. ΧΥ͂ 21: ἀλλ᾽ ἴϑι, τὠμ- 
πέχονον καὶ τὰν περονατρίδα λάζξευ. 
II 96. V 44. VII 95. ΧΙ 42. XXII 
169. saepius adiuncto pron. TU (σύ) 
vel vocativo V 24: ἀλλά ys καὶ τὺ 
τὸν εὔβοτον ἀμνὸν ὄρισδε (var. ἀλλ᾽ 


ἄγε). IL 10: ἀλλά, Σελάνα, φαῖνε 
— 18. 168. XXII 165. XXIII 
35. XXIV 86. XXV 34. Ep. IIT 


5. — bis ἄγε c. coni. VII 49: ἀλλ᾽ 


ἄγε βουκολιπᾶς ταχέως ἀρχώμεϑ᾽᾽ 
ἀοιδᾶς. 35: ἀλλ᾽ ἄγε “δὴ — βουκο- 
λιασδώμεσϑα. --- sequ. etiam coni- 


iunet. XXV 60: ἀλλ᾽ ἴομεν. μάλα πρός 
μιν. et optat. V 149: ἀλλὰ γενοίμαν] 
— Μμελάνϑιος ἀντὶ Κομάτα. --- 4) 
denique novà atque necopinata pro- 
fert, praeter exspectationem obloqui- 
tur, cum admiratione quadam inter- 
rogat: at VIII 17: (ov ϑησῶ ποκα 
ἀμνόν.) ἀλλὰ τί μὰν ϑησεῖς; Υ 61: 
ἀλλὰ τίς ἄμμε, | τές κρινεῖ; 35: ἀλλ᾽ 
οὔτι σπεύδω. ΧΙ 17: ἀλλὰ τὸ φάρ- 


csi, Paley coni. ὀτλάσει δ᾽ 


ἄλλοκα 


μακον εὗρε. V 92: ἀλλ᾿ οὐ σύμβλητ᾽ 
ἐστὶ “πυνόσβατος οὐδ᾽ ἀνεμώνα 
πρὸς δόδα. II 92. V 63. VIII 25. XI 
58. XIV 1i. XVI 40. XXII 189. 
XXVII 29. 30. 58. 65. XXIX 10. 25. 
itaque pro nuntiato  hypothetico 
XXII 123: (καί κε τυχὼν , ἔβλαψεν 
᾿Δμυκλαίων βασιλῆα) ἀλλ oy ὑπεξαν- 
ἔδυ κεφαλῇ: pro εἰ μὴ, ut apud 
Hom. saepius. 

ἀλλᾷ v. ἄλλῃ. 

ἀλλάσσω muto XXX 20: ἀλλάσσει 
δ᾽ ἐτέρᾳ ποντοπόρην αὔριον ἄμερος 
(e coni. Kreussleri scr. pro cod. δλά- 
ἑτέραν 
mutabit 


--ά.μέραν): mutat h. e. 


hane vitam". 

ἄλλῃ, dor. ἀλλᾷ 1) alio, aliorsum 
II 6: ἡ ῥά of 4A | ᾧχετ᾽ ἔχων ὅ ὅ τ᾽ 
Ἔρως ταχινὰς φρένας & τ΄ Aggo- 
δίτα; cf. Il. I 120: γέρας οἴχεται 
ἄλλῃ. — II 127: ἀλλᾷ μ᾽ ὠϑεῖτε. — 
2) aliter, alio modo XXV 9215: (βύρσα 
— οὐκ ἔσκε σιδήρφ) τμήτη οὐδὲ λί- 
ϑοις πειρωμένῳ οὐδὲ μὲν «ἄλλῃ (e 
coni Wordsworth. scr. pro 9A). 


ἀλλήλων, dor. ἀλλάλων (ων, 
τοις, τοῖσι, -αἰς, τους; plerumque in 
primo pede) alter alterum, inter se, 
einander; de duobus hominibus XVIII 
54: εὔδετ᾽ ἐς ἀλλάλων στέρνον φιλό- 
τητὰ πνέοντες. Xll 15. XIV 46. XV 
10. XVIII 52. XXII 82. 108. 42. 
188. 192, XXVII 67. XXIX 34. de 
pluribus XV 50. XXIV 110. — de 
arboribus XXVII 51: ἀλλάλαις λαλέ- 
ovo. τεὸν γάμον ob κυπάρισσοι. 


ἄλλοθεν, dor. ἀλλῶϑεν aliunde 
I 184: ἀμοιβαδὶς ἄλλοϑεν ἄλλος | 
νεικείουσ᾽ ἐπέεσσι. XXV 70: ϑεσπέ- 
σιον δ᾽ ὑλάοντες ἐπέδραμον ἄλλοϑεν 
ἄλλος | ᾿ἀμφιτρυωνιάδῃ, οἵ. Od. X 
442: μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλ- 
λοϑεν ἄλλος. — IX [6]: (ἐμὲν δὲ τὺ 
βουκολιάξευ) ἔχποϑεν, ἀλλῶϑεν δὲ 
ποτικρίνοιτο Μενάλκας (pro ἄλλωϑεν 


scr. A. Fritzschius, var. ἄλλοϑε, ἄλ- 
1o90): *aliunde vero ἢ. e. ex altera 
parte". 


ἄλλοχα 1) alio tempore, prius, 
sonst, opp. νῦν II 155: ἦ vo pot 
καὶ τοὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ᾽ ἐφοίτη. 
— 2) interdum, tum --- tum ΤΥ 48: 
ἄλλοκα μὲν --- ἄλλοκα δέ. 1V 19: 
ὁκὰ μὲν — ἄλλοκὰ 9f. I 37: δκὰ 
uiv — ἄλλοχα δ᾽ αὖ. οἵ, Od. XXIII 
94: ἄλλοτε μὲν --- ἄλλοτε δέ. ll XI 





ον uem s. XVm 









: Dd. animantibus 


, ὅ99: ὁτὲ μὲν — ἄλλοτε δ᾽ αὖ. 


᾿ἄλλομαι (pr. ἄλλεται. fut. dor. 


eina. aor. I ἅλατο; aor. II ἁλοί- 


ἅλοιτο. aor. iC. dro) salio 
25: τὰν βαίταν 
ἐς κύματα τηνῷῶ ἁλεῦμαι. V 
de hostili impetu XXV 252: 
— λῖς αἰνὸς --- ἀϑρόος 
ν Heise *gau- 
. ef. VII 89. — XIX 
4: (ὁ δ᾽ ἄλγεε) καὶ τὰν γᾶν ἐπάταξε 
καὶ ἅλατο s poe )pter dolorem. — met. 
III 42: (& ᾿Δταλάντα) — εἰς βα- 
ϑὺν ἄλατ᾽ ἔρωτα. --- 2) de rebus et 
membris |I 37: ἅλλεται 
iius μευ ὁ δεξιός: 'salit super- 
dextri oculi, quod bonum 

omen esse caprarius existimat. XXIII 
γϑ (τῷ δ᾽ φύπερϑεν) ἅλατο καὶ 
, κακὸν δ᾽ ἔκτεινεν ἔφαβον. 


ἄλλος (sg. m. ἄλλος, του, -ov; f. 
ἄλλα, -ἡ, -ἢ, την, -«v; n. ἄλλο, -9. — 
l. m. ἄλλοι, τῶν, τοις, τοῖσι, τους: f 
ἄλλαι, -αις; n. ἄλλα, τοις, τοισι. ἴῃ 
crasi κἄλλαν, ὥλλοι, τἄλλα. septu- 
T" leg. sexagies septies in hex, 

erumque in primo et sexto pede; 
—— syllaba ictum habet que uater) 
1) alius, ein Anderer, non is de quo 
sermo est VII 123: ὁ δ᾽ ὄφϑριος Ὧ- 


λον ἀλέκτωρ | κοκκύσδων νάρχκαισιν 
ἂν διδοίη: alium, non te. 
XXII 166: (τοῦτον μὲν ἐάσατε πρὸς 


τέλος dd ἄμμι γάμον" σφῶν δ᾽ 


dugpeDin * πάντες: aliud 
um, non XIV 81. XVI 
20. cum Miione XXII 74: οὐκ 


E. yt μαχεσσαίμεσϑ᾽ ἐπ᾽ ἀέϑλω. 
XVÍI 15. XVIII 20. XXVI 27. XXVII 
19. sequ. particula 7j XI 1: οὐδὲν 
τ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον 
ἄλλο --- ἢ ταὶ Πιερίδες. additur τις: 
alius quis VII 105: εἴτ᾽ ἔστ᾽ ρα 
Φιλῖνος ὃ μαλθακὸς εἴτε τις ἄλλος. 
I] 158: ἡ δ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν 
e II 4. VI 26. XXIV 131. Ep. 
I 3. at omisso pron. XXX 11: 

καὶ μὲν ἄλλος ἐλάσϑη : 'schon manch 
anderer'; — 2) si quid aliud acce- 
dit, effücitur interdum ut addendi 
atque augendi notio cum vi quadam 
: ein zweiter, noch, sonst, 
ausserdem. XIV 40: (χελιδὼν) ἄψορ: 
gov ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγεί- 
θεῖν: noch mehr Futter. V 54: (στα- 


Lexicon ''heocriteum. 


ἄλλομαι — ἀλλοσύνα 


11 


σῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γά- 
λακτος) ταῖς Νύμφαις, στασῶ δὲ καὶ 
ἁδέος ἄλλον ἐλαίω: einen zweiten. 
XXV 235: ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς 
προέαλλον. ΠΙ| 11. XIV 35. XVII 
109. XXII 150. coniungitur c. adi. 
πολύς II 67: πολλὰ μὲν ἄλλα | ϑηρία 
πομπεύεσκε περισταδόν,. ἐν δὲ λέαινα. 
149: ἄλλα τε πολλὰ καί. Vll 91. 
XVI, 101. c. numeral XXV 116: 
ἀνδρὸ ς ληΐίδ᾽ ἕνὸς τόσσην ἔμεν οὐδὲ 
PN ἄλλων, cf. XIV 44. — itaque 
leg. in enumerationibus XXV 104— 
107: ὁ μὲν — ἄλλος à αὖ — ἄλλος 
— ἄλλος --- ἄλλος. 191---199: (ταῦ- 
ροι) διηκόσιοί γε μὲν ἄλλοι I φοίνι- 
xtg' — ἄλλοι δ᾽ αὖ μετὰ τοῖσι δυώ- 
δεκα. quo accedit iteratio vocis 
XXV 88: βόες μάλα μυρέαι ἄλλαι 
ἐπ᾿ ἄλλαις pto φαίνονθ᾽ ὡσεὶ 
νέφη. XXV 94. 50. XXIX 14. 15. 
ἄλλοθεν ἄλλος 1 34. XXV τὸ. ἄλ- 
λυδις ἄλλαι XXII 20. — 3) alius, di- 
versus (sive melior sive deterior) Ep. 
XXII 1: ἄλλος ὁ "jog: ἐγὼ δὲ Θεό- 
κριτος, ὃς τάδ᾽ ἔγραψα. ΧΧ 20: 
ἀρά τις ἐξαπίνας us ϑεὸς βροτὸν ἄλ- 
λον ἔτευξε: alium h. e. deteriorem. 
XXVII 1: τὰν πινυτὰν Ἑλέναν Πά- 
ρις ἥρπασε βουκόλος ἄλλος: alius h. 
e. melior, potior, nisi cum A. Fritz- 
schio praefers: “810 tempore'. — c. 
comparativo XI 76: εὑρησεῖς Τὰ- 
λάτειαν ἴσως καὶ καλλέον᾽ ἄλλαν. 
XIV 37. XXVII 59. c. superlativo 
Ber. 4: (ἐχϑύν) ὃ ὃν λεῦκον καλέουσιν, 
ὁ γὰρ φιερώτατος ἄλλων, ef. ILI 
505: ὠκυμορώτατος ἄλλων. — 4) di- 
versitas si inter duos intercedit, est 
ro adi. ἕτερος: alter XXII 196: 
aig (sc. χειρὶ) δὲ στόμα τύψε. VII 
36: τάχ᾽ ὥτερος ἄλλον ὀνασεὶ. ; 
artic. τὸν ἄλλον XXII 205. XXIV 
61. — δ) plur. reliqui, ceteri dié an- 
dern, die —— XXV 140: (Φαέ- 
ϑων) — πολλὸν iv ἄλλοις | βουσὶν 
ἰὼν λάμπεσκεν. Ἵ 165. XVI 25. XVII 
22. 135. XXII 178 (var. ὥλλοι). 216. 
XXIV 79. XXVI 15. — add. artic. 
XXVI 24: αἵ δ᾽ ἄλλαι τὰ περισσὰ 
κρεανομέοντο γυναῖκες. XVIII 17: 
ὥλλοι ἀριστέες. XIV 60: τἄλλα. 


ἀλλοσύνα (aeol, pro ἠλοσύνη) fu- 
ror demens XXX 13: τί δὴ ταῦτ᾽ 
ἐπόης; ἀλλοσύνας τί ἔσχατον ἔσσεται 
ORT pro dioovvag), cf. Ov. Amor. 
II 1, 15: ecquis erit tibi finis amandi ? 


2 


18 ἀλλότριος --- ἀλώπηξ 


ἀλλότριος (sg. m. ἀλλοτρίῳ. pl. f. 
ἀλλοτρίαις, -αὐσι. τι. ἀλλοτρίοις) alie- 
mus XXII 146: (πῶς δ᾽ ἐπὶ νύμφαις) 
ἀλλοτρίαις χαλεποί; 149. XVII 99. — 
pro subst. XVII 43: ἀστόργου δὲ γυ- 
ναικὸς ἐπ᾽ ἀλλοτρίῳ ψόος αἰεί. 

ἀλλδφρονέω sum, alienata mente, 
mei non compos, bewusstlos XXII 
129: (— πᾶς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν) κεῖτ᾽ ἀλ- 
λοφρονέων, cf. Il. XXIII 698: κὰδ δ᾽ 
ἀλλοφρονέοντα μετὰ σφίσιν εἷσαν 
ἄγοντες. 

ἀλλῦδις alio XXII. 20: νεφέλαι 
δὲ διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι, ut, apud 
. Hom. saepius. 

ἄλλυτος v. ἄκλιτος. 

ἀλλῶϑεν v. ἄλλοϑεν. 

ἄλλως 1) aliter VII 109: εἰ δ᾽ 
ἄλλως νευσεῖς: aliter quam optamus 
ac speramus, idem fere quod ἄνα- 
νεύω. — 2) ceterum XXI 34: ἄλλως 
καὶ σχολά ἐστι. 

ἁλρυῦρός salsus, de lacrimis XXIII 
84: ἁνίκα τὰν adds ὀπτεύμενος 
ἁλμυρὰ κλαύσεις: bitterlich. 


ἀλοιάω trituro X 48: σῖτον ἀλοι- 
ὥντας φεύγειν τὸ μεσαμβρινὸν ὑπνῶν. 

ἄλοχος (sg. ἄλοχος. ἀλόχοιο, 8.60], 
ὀλόχω. ἀλόχῳ. pl. ἀλόχοισιν, -ους 
μον XVII 198: αὐτός τ ἰφϑίμα τ 
ἄλοχος. 29: φίλας ἐς δῶμ᾽ ἀλόχοιο. 
XX VIII 9: 9àpov Νικιάας sig ὀλόχω 
χέρρας ὀπάσσομεν (pro vulg. ἀλόχω 
e cod. 11 rec. A. Fritzschius). ΧΎΤ 87: 


τέκνοις ἠδ᾽ ἀλόχοισιν.  XXIE 155. 
XXIV 41. 
ἄλς (sg. ἁλός, ἅλα: pl. ἅλεσσι, 


ἅλας) 1) mare VI 11: (ἁ δὲ Becàei) 
εἷς ἅλα δερκομένα. VIII 56: (ᾷσο- 
μαι) σύννομα μᾶλ᾽ ἐσορῶν τὰν ὑκε" 
λὰν ἐς ἅλα. XVI 61: μετὰ γλαυκᾶς 
ἁλός. VI 14. VII 60: ὀρνέχων —, 
ὅσαις τέ περ ἐξ ἁλὸς ἄγρα, cf. Ber. 
2. — 2) sal XXVII 60 : φῇς μοι 
πάντα δόμεν" τάχα δ᾽ ὕστερον. οὐδ᾽ 
ἅλα Pis cf. Od. XVII 455: ov σύγ᾽ 
ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα 
δοίης. — plur. XV 17: κήνϑε φέρων 
ἅλας ἄμμιν. XXIV 95: ἔπειτα δ᾽ 
ἄλεσσι μεμιγμένον, ὡς νενόμισται, | 
ϑαλλῷ ἐπιρραίνειν — d io; ig ὕδωρ, 
cf. 0d. XI 193: οὐδέ 9" ἄλεσσι με- 
μιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν. 

ἄλσος (sg. ἄλσος. pl. ἄλσεα. in 
crasi τἄλσεα) 1) lucus IL 61: (ἦνϑ᾽ 
& — "Avobo) ἄλσος ἐς ᾿Δἀρτέμιδος. 
XXV 169: κοίλην αὖλιν ἔχοντα Διὸς 


Νεμέοιο παρ᾽ ἄλσος. — 2 nemus, 
locus arboribus consitus VII 8: ei- 
y&toot — τε ἐύσκιον ἄλσος ἔφαι- 
vov. I 117: (ἐ γώ Zeige οὐκέτ᾽ ἀν᾽ 
ὕλαν,) οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, οὐκ ἄλσεα. 
I 83. XXVII 33. 44. plur. pro sing. 
V 32: τεῖδ᾽ ὑπὸ τὰν κότινον καὶ 
τἄλσεα ταῦτα καϑίξας: 'unter dieses 
Gehólz'. XXVII 47. 


ἀλύσχω evito, effugio. XXIV ,68: 
οὐκ ἔστιν ἀλύξαι | ἀνθρώποις, ὅ τι 
Μοῖρα κατὰ κλωστῆρος, — ef. 
Orph. Arg. 107: ἀλλ᾽ οὐκ ἔσϑ᾽ ὑπα- 
λέξαι, ἃ δὴ πεπρωμένα κεῖται.  He- 
rod. IX 16: ὅ τι δεῖ γενέσϑαι ἐκ τοῦ 
θεοῦ, ἀμήχανον ἀποτρέψαι ἀνθρώπῳ. 

᾿Αλφε(ὴ)ός Alpheus, flumen Elidis, 
XXV 10: αἵ δ᾽ ἱερὸν ϑείοιο παρὰ 
ῥόον ᾿ἀλφειοῖο (sc. νέμονται), cf. Il. 
XI 726: ἱερὸν ῥόον ᾿Δλφειοῖο. IV 6: 
οὐκ ἄκουσας: ἄγων νιν ἐπ᾿ ᾿Δλφεὸν 
ὥχετο Μίλων: “ἀντὶ ἐπὶ τὴν Ὀλυμ- 
πίαν. Schol.ꝰ. 

᾿Δλφεσίβοια Alphesiboea , Biantis 
et Peronis filia II] 45: μάτηρ ἃ χα- 
ρέεσσα περίφρονος AAqsGt ΠᾺΡ *No-- 
men ex re inditum, cf. Il. XVIII 
593: παρϑένοι ἀλφεσίβοιαι᾽". 

ἄλφιτον farina hordeacea , in in- 
feriis usitata. II 18: ἄλφιτά τοι 
πρᾶτον. πυρὶ τάκεται, οἵ. Od. XI 28: 
ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον. Verg. 
Ecl. VIII 82: sparge molam h. e. 
far et salem, 


ἀλωά 1) ager. frumentarius VII 
34: ἃ δαίμων εὔκρυϑον ἀνεπλήρωσεν 
ἀλωάν. -- 2) arbusium XXV 31: 
diocl δενδρήεσσαι. XXIV 101: νέον 
φυτὸν ὡς ἐν «ἀλωᾷ l ἐτρέφετ᾽ s et. 1. 
XVIH 51: τὸν μὲν ἐγὼ ϑρέψασα φυ- 
τὸν ὡς γουνῷ ἀλωῆς. --- 3) vinea 1 
46: πυρναίαις σταφυλαῖσι καλὸν βέ- 
βοιϑεν ἀλωά, cf. Il. XVIII 561: στα- 
φυλῇσι μέγα βρέϑουσαν ἀλωήν. 


᾿Αλῳάς Arealis, Cereris epitheton 
VII 155: βωμῷ πὰρ Acduoroos ἅλῳ- 
δος (var. ἀλωίδος, ἀλωάδος, vulg. 
ἁλωάδος): *euius in tutela est area 
et cuius in honorem τὰ ““λῷα cele- 
brantur". 


ἀλώπηξ vulpes 1 48: ἀμφὶ, δέ νιν 
DM ἀλώπεκες & μὲν ἀν᾽ ὄρχως | 
ovr] σινομένα τὰν τρώξιμον, & ὃ 
πὶ πήρα ... metaph. pro homine 
doloso V 112: ἰισέω τὰς δασυκέρκος 
ἀλώπεκας, αἱ τὰ Μίκωνος | αἰεὶ φοι- 
τῶσαι τὰ ποϑέσπερα δαγίζοντι: “κατὰ 






















es XV 132: € 
ψιν ἃ ἀϑρόαι | 
I ^L XVI 136: -— 
vt d, ΑΚ d ἀνιόντι. XXI 
1: of τὸ cud — λύχνοις 
X 3: οὔϑ᾽ ἅμα 
"eodem mo- 
yicinus messor. — 2) 
loco XVI 109: ἀεὶ Χα- 
. eírtocww ἅμ᾽ εἴην. XXV 190. add. 
| T σύν XI 65: ποιμαίνειν δ᾽ ἐϑέ- 


i 


σὺν ἐμὶν ἅμα. 
E € (dor. pro ἅμα) 1) simul XI 
89: τίν, τὸ φίλον γλυκύ , ἁμᾷ 
: 'simul etiam me 
uem tn 21. — 2) una 
IX [4]: zof uiv &ug βόσκοιντο. 
ο΄ épü9 vo destruo, proprie in pul- 
- .werem redigo II 26: οὕτω τοι καὶ 
᾿ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ᾽ — 
E ἄμαϑος γὰρ ἡ κόνις ο 
—— πόλιν δέ τεπῦρ ἀμαϑύνει. 
ilis, in- 
μακέτοιο 
“χω 


ὕνω destruo, — XVI 
juae δὲ ξώοντες ἀμαλδύνουσι 


ΐἱ qui manipulos col- 
- ἀμαλλοδέται τὰ 
| XV Il 553: ἄλλα 
ὁ ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλ- 
Yon 
tener, mollis ΠῚ 30: (τὸ 
-- αὕτως ἀμαλῷ ποτὶ δ» 
(e coni, ser. A. Fntz- 
C" ἁπαλῷ, Ahr. c. Tunt. 


«ua — μαρυλλίς 19 


ἀμαξιτὸς via publica lI 16: ἤδη 
δ᾽ εὖσα “μέσον κατ᾽ ἀμαξιτόν: 'quum 
essem iam in medio itineris, pro- 
CH in tramite publico"; cf. Il. 

II 146: κατ᾽ ἀμαξιτὸν ἐσσεύοντο. 
h. Cer. 177: ἤιξαν κοιλὴν κατ᾽ ἀμα- 
ξιτόν, ubique ante caesuram buco- 
licam. 

τ τ * , - LÀ 

«uae, ἤμαρ, «μέρα (anao, ἀμᾶ- 
τος, -ἰξ pl. ἄματα, in crasi τ * 
— rarius ἦμαρ, ἤμᾶτος, -t. pl. 7j 
semel & e«) 1) dies XIII 29: Niro 
τρέτον dua ἀέντι. XXV 56: 7 
πολλοῖς | κτῆσιν ἐποψό vos. 
32: (ἀλωαὶ) ἃς ὃς i bem ἐποι- 
— πρόπαν ἥμαρ, id quod apud 
om. leg. saepius, e. I 601. 
XXIV 84: ἔσται δὴ τοῦτ᾽ Gua, ὁπη- 
νίκα... cf. Il. VI 448: ἔσσεται ἦ ἦμαρ 
ὅτ᾽ ἄν... ΧΧΙΧΤ: μακάρεσσιν ἴσαν 
ἄγω —— VII 63: τῆνο κατ᾽ 
ἥμαρ (var. dua): illo die. XXIX 14: 
τῶδε μὲν ἄματος. hodie. ΧΠ 3: οἵ 
δὲ ποθεῦντες ἐν ἥματι γηράσκουσιν : 
ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ. Schol, ut apud Hom. 
ἐπ᾿ ἤματι Od. TI 284. I. X 48. — 
XI 69: ὦμαρ ἐπ᾽ ipao ὁρεῦσά με 
λεπτύνοντα: καϑ᾽ —* ἡμέραν. 
Schol. XVII 96: ἐπ’ χαστον 
et Ep. VIL 3: ἐπ᾿ ἦμαρ RM quoti- 
die. — opp. nox Π 86: δέκ᾽ ἄματα 
καὶ δέκα ,»ύκτας, cf. Od, IX 14: δύω 
νύχτας δύο τ᾽ ἤματα. XXI 23: (νύ- 
xrag ἔφασκον) tà ϑέρεος μινύϑειν, 
ὅτε τἄματα φέρει Ζεύς. opp. 
vesper XXIV 137: αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄματι 
τυννὸν ἄνευ πυρὸς αἵἴνυτο δόρπον: 
"per diem totum, den Tag über, 
ef. Od. XII 105: τρὶς μὲν γάρ 
Y ἀνέησιν ἐπ᾿ ἤματι, τρὶς δ᾽ e 
egorgüei. — 2) certa diei 
XIII 10: μέσον ὦμαρ meridies. L4: 
μέσῳ ἄματι. X 5: ἐκ μέσω pueros. 
cuius vocis loco ec 216: ἤμα- 
τος — τὸ μεσηγύ. V 86: δείελον 
ἦμαρ ἃ ἄγων: 'quo — advespe- 
rascit", cf. Od, XVII 606 ἐπήλυϑε 
δείελον ἤμαρ. 


ἀμάρα fossa XXVII 52: βάλλεις 
εἰς — μὲ καὶ εἵματα καλὰ 
— 


ἀμάρυγμα vibratio XXIII 7: οὐδέ 
τι τῶν πυρσῶν πυραμύϑιον, οὐκ 
ἀμάρυγμα χείλεος: 'lenis labiorum 
risus; μειλίγματα Schol, 


᾿Δμαρυλλίς μαρυλλίδι, -ἰδα, -ἢ 
9* 


20 | &povoóc — ἄμετρος 


Amaryllis 1) puella ἃ Batto amata, 
lam mortua IV 38: ὦ χαρίεσσ᾽ "Aue- 
QvAAE, μόνας σέϑεν οὐδὲ ϑανοίσας | 
λασεύμεσϑ᾽. 36. — 2) puella ἃ ca- 
prario quodam amata ΠῚ 1: xo- 
μάδδω ποτὶ τὰν Δμαρυλλίδα. 6. 22. 


ἀμαυρός obscurus, δυσφανής XXII 
21: ἐν ὃ “ἄρκτοι T φάνησαν ὄνων 
T ἀνὰ μέσσον ἁμαυρή | φάτνη. 


ἀμάω meto X 50: dorso" ἀμώον- 
vag ἐγειρομένω κορυδαλλῶ (e. coni. 
Herm. ser. pro ἄρχεσθαι δ᾽ ἀμῶν- 
ταρ). X 16 — IV [41]: ἃ πρᾶν 
ἀμάντεσσι παρ᾽ ᾿Ιπποτίωνί ποκ᾽ αὔλει. 
— 2) demeto, deseco XI 73: αἴϑ᾽ ἐν- 
96v ταλάρως τε πλέκοις καὶ ϑαλλὸν 
ἁμάσας] ταὶς ἄρνεσσι φέροις, cf. Od. 
IX 247: (ἥμισυ — γάλακτος) πλε- 
χτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατ- 
ἔϑηκεν. 

ἀμβαένω ascendo XXIV 11: τοῖος 
ἀνὴρ ὅδε μέλλει ἐς οὐρανὸν ἄστρα 
φέροντα | ἀμβαίνειν τεὸς vig. 


ἀμβάλλω ν. ἀναβάλλω. 


ἀμβροσία ambrosia —XV* 108: 
(Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀϑανάταν 
ἀπὸ Qvorüg — ἐποίησας Βερενίκαν) 


ἀμβροσίαν ἐς στῆϑος ἀποστάξασα γυ- 
ναικός, cf. Apollon. Rhod. IV 809: 
ἀμβροσίῃ, χρέεσκε τέρεν δέμας, ὄφρα 
πέλοιτο ἀϑάνατος. h. Cer. 236: μυν 
ἐυστέφανος “4“ημήτηρ | χρίεσκ᾽ ἀμ- 
βροσίῃ. 

ἀμβρόσιος divinus XVII 82: 
εἰς ἀμβρόσιον ϑάλαμον λευκοσφύρου 
Ἥβης. ΧΙ 48: (ἔστι ψυχρὸν ὕδωρ, τό 
μοι à πολυδένδρεος Αἴτνα) λευκᾶς 
ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμβρόσιον προίητι: 
potio divina ἢ. e. ἃ diis data, vel 
metaph. suavissima, ein Gottertrank. 

&uÉ v. ἐγώ. 

ἀμείβω ( pass, ipf. ἀμείβετο; med. 
pr. ἀμειβόμενον, ipf. ἀμείβετο, aor. 
ἀμείφϑην) 1) muto XXIII 18: τᾷ δὲ 
χολᾷ τὸ πρόσωπον ἀμείβετο. 2) lo- 
cum mulo, transeo Π 104: (ἐγὼ δέ 
Vuy ὡς ἐνόησα) ἄρτι ϑύρας ὑπὲρ 0)- 
δὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ. 3) al- 
terno verbis, respondeo VII 21: τὸν 
δ᾽ ἐγὼ ἀμείφϑην. XXV 61: τὸν δ᾽ 
ὃ γέρων ἐξαῦτις ἀμείβετο δῖος ἄρο- 
τρεύς, ut apud Hom. similiter saepius. 
(de VIII 8 v. ἀπαμεέβομαι.) 


ἀμείνων (ubique in exitu hex.) 
melior, praestantior, validior IV 9: 


κῆμ᾽ £go" ἃ μάτηρ Πολυδεύκεος 
εἶμεν ἀμείνω. abs. XXII 114: (ὃ δ᾽ 
αἰεὶ πάσσονα γυϊαὶ — φορέεσκε χροιῇ 
δέ τ᾽ ἀμείνω. XXV 128: βόες αἰὲν 
ἀμείνους | ἐξ ἔτεος γείνοντο μάλ᾽ εἰς 
ἔτος. — neutr. sg. cum verbo subst. 
coni. de rerum conditione IV 41: 
τάχ᾽ αὔριον ἔσσετ᾽ ἄμεινον. 
ἀμέλγω (act. pr. ind. ἀμέλγω, -εις, 
dor. ἀμέλγες (var. -εις) ἵν 5 ipr. 
ἄμελγε; inf. ἀμέλγειν; fut. ἀμέϊξω 
e coni; aor. ci ἀμέλξω, -ῃς; inf. 
ἀμέλξαι; part. ἀμέλξας. — med. pr. 
ἀμελγόμενος. --- plerumque in exitu 
hex. 1) mulgeo, abs. V 85: “τάλαν᾽ 
λέγει “αὐτὸς ἀμέλγεις᾽ ; I 148. ΧΧΥ 
108. — c. accus. V 84: τὰς λοιπὰς 


διδυματόκος αἶγας ἀμέλγω. ΧΙ 15: 
τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε (Sc. Oiv vel 
αἶγα). 16. 25. 161. IV 3. V 27. 


de lacte XI 65: γάλ᾽ ἀμέλγειν. med. 
XI 35: κἠκ τούτων τὸ κράτιστον 
ἀμελγόμενος γάλα πένω: mihi mul- 
gens. — 2) sugo, obduco XXIII 25: 
ἀλλὰ καὶ ἣν ὅλον αὐτὸ (sc. τὸ λᾶϑος) 
λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω, unde for- - 
tasse Stephanus finxit XXVII 18: μὴ 
προβάλῃς τὴν χεῖρα, καὶ εἰσέτι χεῖλος 
ἀμέ λξω. 

ἁμέρα v. ἄμαρ. 

ἀμέργω decerpo, med. mihi de- 
cerpo XXVI 3: gat uiv ἀμερξάμεναι 
λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα. 


“ὥμερος mansuetus, mitis XXHI 3: 
οὐδὲ ἕν ἅμερον εἶχε ( ἔφαβος). aeol. 
ΧΧΧ 20: ἀλλάσσει δ᾽ ἐτέρᾳ ποντο- 
πόρην αὔριον ἄμερος (A. Fritzschius 
pro ἁμέραν, Ahr. ἄρμενα). 

ἁμές v. ἐγώ. 

ὡμέτερος, ἡμέτε ος (sg. m. ἀμέ- 
τερον. f. ἁμετέραν, ἡμετέρην. pl. m. 

ἡμετέροις, τοῖσι. f. ἁμετέραισι, ἧμε- 
τέρας. 860]. ἀμμετέρας XXVIII 16. 
plerumque in primo aut quarto hex. 
pede) 1) noster XXII 177: (γονεῦσι 
δὲ μὴ πολὺ πένϑος) ἡμετέροισι λί- 
πωμὲν. XXV 61. XXVIII 16. — 
2) meus II 31: ὡς τῆνος δινοῖτο zo9* 
ἁμετέραισι ϑύραισιν. XVI 6: (τῴ) 
ἡμετέρας Χάριτας πετάσας ὑποδέξε- 
ται οἴκῳ: Gratias, quae comitantur 
me ac divino quodam afflatu conci- 


tant. VII 30. VIII 75. XVI 107. 
XXII 214. Praeivit Homerus, cf. 
XVI 442: αἶψά of αἷμα κελαινὸν 


ἐφωήσει περὶ δουρὶ ἡμετέρῳ. 
&u£vQoc immensus, de hominum 



















































ne XV. 45: — ἀνά- 


τήρ messor VII 28: εἶμεν ov- 
v μέγ᾽ vm ἔροχον ἔν τε $- 
d τ᾽ ἀμητήρεσσι (Ziegl. ἀμα- 


y inops sum  comsili, 
XT 103: — ἀλλ᾽ ὅτε δή uiv 
| ψέοντ᾽ ἐνόησε. XIV 52: χῶτι 
; φάρμακόν ἐστιν ἀμηχανέοντος 


REREVOS nope consili I 85: d, 
ὡς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί. 
ρέω numero XIII 72: οὕτω 
— Ὕλας μακάρων ἀμι- 
(vulg. ἀριϑμεῖται). 
| συς dimidius XXIX 5: γινώ- 
— exa * γὰρ ipee τᾶς ξοΐας £go | 
ζὰ τὰν σὰν 
Y. — 
, ἄμμες v. 
εἰς v. ἁμέτερος. 
ἀ —* pee v. 
γα wna, coniunctim Ep. V 3: 
ὁ δὲ Box — ἄμμιγα ϑελξεῖ, Ζάφνις. 
ἐμνάς agna parva ΤΥ͂ 11: πείσαι 
Μῶων κὰτ τῶ λύκω ἀμνάδα 
(ex Aurati coni scr. A. Fritz- 
pro vulg. καὶ τὠς λύκος «v- 
J VIH 35: βόσκοιτ᾽ ἐκ ψυχᾶς 
L LE ἀμνάδας (var. ἀμνίδας). 
 ἄμνᾶστος oblivioni traditus, igno- 
: TS XVI 42: ἄμναστοι δὲ τὰ πολλὰ 
καὶ ὄλβια τῆνα λιπόντες | δειλοῖς ἐν 
᾿ψεκύεσσι Pe αἰῶνας ἔκειντο, | 
In^ μὴ δεινὸς ἀοιδός... cf. Hor. Od. 
1 25. 
— agninus XXIV. 61: Au- 
δὲ rov ἄλλον ὑπ᾽ ἀμνείαν 
χλαῖναν | παῖδα. 
vig agna parva V 3: οὐκ ἀπὸ 
vag; σέττ᾽ ἀμνίδες: ἀμνίδες 
ἅτια, οἷονεὶ ἀμενηνά. 
E: 139: δωρεῖται Μόρσων τὰν 


. Fritzschius hic et 149 e coni. ser. 
Ὃ "4 ἀμνόν). 149: (καλλιερῆσαι) 
ig Νύμφαις τὰν ἀμνίδ᾽. 
νὸς agnus V 34: τὸν εὔβοτον 
, ὅρισδε. At VII 14: τὺ δὲ 
: ' ἐσομάτορα ἀμνόν et 15: οὐ 
In ποκα ἀμνόν intolerabili hiatu 
ἔπισσαν coni. A. Fritzschius. 
Υ 144 et 149 v. ὠμνίς.) 
I ES invicem I 34: (πὰρ δέ 
wdorg) καλὸν ἐθειράξοντες ἀμοι- 


dunt — ἀμπελεών 


. 144: ἀνυσάμαν τὰν ἀμνίδ᾽. 


lE Tam RUBER δ udW.x τ οἶμον 


21 
βαδὶς ἄλλοθεν ἄλλος | νεικείουσ᾽ ἐπέ- 
ἐσσι: κατὰ ἀμοιβήν. Schol XXII 


96: | ἀμφοτέρῃσιν ἄμυσσεν ἀμοιβαδίς. 

ἀμοιβαῖος alternus VIII 31: εἶτα 
δ᾽ ἀμοιβαίαν ὑπελάμβανε Δάφνις 
ἀοιδὲν | βουκολικάν. VIH 61: ταῦτα 
μὲν ὧν δι᾿ ἀμοιβαίων οἵ παῖδες &ti- 
δον. cf. Verg. Ecl. VII 18: alternis 
igitur conten ere versibus ambo coe- 
pere. 1I] 59: alternis dicetis, amant 
alterna Camenae. 


» LÀ , 

ἄμοιρος expers XXI 30: ov c 
ἐϑέλω τὠμῶ φαντάσματος μὲν 
ἄμοιρον. 


ἀμολγεύς mulctra (Verg), mul- 
ctrum (Hor.), yavióg (Hom.) VIII 81: 
(eija) ἅτις ὑπὲρ (μεφαλᾶς αἰεὶ τὸν 
ἀμολγέα πληροῖ: ποιμενικὸν ἀγγεῖον. 
Eustath. 

ἀμόλγιον mulctra XXV 106: ἀλ- 
Aog ἀμόλγιον εἶχ᾽, ἄλλος τρέφε πίονα 
τυρόν. 

duos aliquis , dor. pro τις XXI 
69: ov —— ἀμὸς κεκλήσεϑ᾽ ὁ 
πύχτης (var. ἐὼν). 

ἁμὸς noster, ἃ dor. pro ἡμέτερος V 
108: ἀκρίδες, αἱ τὸν φραγμὸν ὑπερ- 
παδῆτε͵ τὸν ἁμόν: τὸν ἡμέτερον ἀντὶ 
τοῦ ἐμόν. Schol XV 127: ἔστρωται 
κλίνα τῷ “δώνιδιε τῷ καλῷ ape (ex 
Ahr. coni. scr, pro ἄλλαν: noster est 
lecius Adonidi stratus", 


ὦμος 1) quum IV 61: καὶ ποτὲ τὰ 
μάκτρᾳ κατελάμβανον μος ἐνήργει 
(var. μος). --- 2) quando, opp. τᾶμος 
XIII 25: «pog (Ahr. ἅμος) δ᾽ ἀντέλ- 
λοντι ,“Πελειάδες, — | τᾶμος ναυτιλίας 
μιμνάσκετο ϑεῖος ἄωτος ἡρώων. XXIV 


11 (var, μος). cf. Il, XXIII. 226: 
ἦμος — τῆμος. 
ἄμοτος inezplebilis , ἀκόρεστος 


Schol. XXV 241: ὁ δέ μ᾽ εἶδε περι- 
γληνώμενος ὅσσοις | ϑὴρ ἄμοτος : leo. 
201: πάντας γὰρ πισῆας ἐπικλύζων 
ποταμὸς ὥς | λῖς ἄμοτος κεράιξε, ubi 
adi. e codd. rest. A. Fritzschius pro 
vulg. ἄμοτον, 'quod videtur illatum 
a grammaticis ] omerici adv. ἄμοτον 
Od. VI 83 al. memoribus', 


ἀμπαύω 1) act. quiete reficio Ep. 
[Π 2: (εὕδεις --- Ζάφνι, σῶμα κεκμα- 
xóg) ἀμπαύων. 3) med, requiesco I 
M: Gi γὰρ ἀπ᾿ ἄγρας) τανίκα κέκμη- 
κὼς ἀμπαύεται. 

ἀμπελεών cincium XXV 


151: 


22 — — ἀμφέ 


(τρίβον ἐξανύσαντες) 5 óc δι᾿ ἀμπε- 
λεῶνος ἀπὸ σταϑμῶν τετάνυστο. 

ἄμπελος vilis, acc. dor. V 109: μή 
μευ λωβασεῖσϑε τὰς ἀμπέλος; ΧΙ 46: 
ἄμπελος ἃ γλυκύκαρπος. Ep. IV 9: 
(ἔνϑα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλυκι) 
ἄμπελος. 

ἀμπεχόνη vestimentum muliebre, 
i q. ἀμπέχονον XXVII 59: ἄλλην 
ἀμπεχόνην τῆς σῆς τοι μείζονα δώσω. 

ἀμπέχονον (nisi in crasi τώμπέ- 
χονον non leg.) amiculum chitoni 8u- 
periniectum XV 21: ἀλλ᾽ ἴϑι, τὠμπέ- 
χονον καὶ τὰν περονατρίδα λαάξευ. 
39. 71. XXVII 88 (ci.). 

ἀμπλέχω͵ redimio III 28: (τὸν 
στέφανον) ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ 
εὐόδμοισι σελίνοις. 

ἀμπνέω TeSpiro, pass. animum 
recipio XXV 263: (τὸν μὲν — παρα- 
φρονέοντα) νωσάμενος, πρὶν αὖϑις 
ὑπότροπον ἀμπνυνϑῆναι, cf. Il. V 697: 
αὖτις δ᾽ ἀμπνύνϑη. 

ἄμπυξ diadema, mulierum 1 33: 
(γυνα) ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυχι: 
τῷ συνδέοντι τὰς τρίχας. Schol, cf. 
I. XXII 469. 


ἀμύκλαι calcei Amyclaei "rubro 
plerumque. colore insignes! X. 35: 
σχῆμα δ᾽ ἐγὼ καὶ καινὰς ἐπ᾽ ἀμφο- 
τέροισιν ἀμύκλας (sc. ἔχων). 

ἀμύκλαϊάξω loquor Amyclaice, 
Amyclarum dialecto XII 13: ὃ μὲν 
ἴσπνιλος, φαίη χ᾽ ὡμυκλαϊάξων (Mein. 
III pro vulg. ὡμυκλαΐσδων, Ziegl. 
ὡμυκλαϊάσδων). : 

᾿Αμύκλαῖος Amyclaeus, Amyelarum 
civis XXII 122: καί «s τυχὼν ἔβλα- 
ev "ApvxAetov βασιλῆα: Pollucem. 

"Auoxog Ammycus, Neptuni filius, 
rex Bebrycum XXII 75: "o Ἄμυκος, 
καὶ | κόχλον ἑλὼν μυκήσατο κοῖλον. 

ἄμῦλον v. ἄμῦλος (sc. ἄρτος) pla- 
centa, gall. páté IX 20: (ἔχω δέ τοι 
οὐδ᾽ ὅσον ὥραν) χείματος ἢ νωδὸς 


καρύων ἀμύλοιο παρόντος: εἶδός τι 
ἄρτου ἐκ τῶν σιτανίων λεγομένων 
πυρῶν. — ἤτοι πλακοῦντος. Schol. 


᾿Αμύντας Amyntas, amicus Theo- 
οὐ VII 2: εἵρπομες ἐκ πόλιος, σὺν 
καὶ τρέτος ἁμὶν Ἀμύντας. 

᾿Αμύντιχος Amyntulus VII 182: 
χὼ καλὸς Apvvty0g: "blando voca- 
bulo appellat eundem hominem, 
cuius nomen v. 2 Amyntas erat". 


ἀμύσσω 1) lacero, pulso XXII 96: 


ἀμφοτέρῃσιν ἄμυσσεν ἀμοιβαδίς. 
XXVII 18: χεῖλος ἀμύξω. — 2) me- 
taph. animum exulcero. XIII τι: χα- 
λεπὰ γὰρ ἔσω ϑεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν, 
cf. Il. I 2483: σὺ δ᾽ ἔνδοϑι ϑυμὸν 
ἀμύξεις. 

ἀμ px óc laceratio XXIV 124: 
ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι —— τ΄ ἀνέχε- 
σϑαι ἀμυχμόν. 


ἀμφᾶγέρομαι congregor — circa 
quem XVII 94: (πολλοὶ δέ μιν ἄσπι- 
διῶται) χαλκῷ μαρμαέροντι σεσαγμέ- 
voL ἀμφαγέρονται, ef. I. XVII. 37: 
ϑεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο. 


&uqaivo, in lucem protero, ostendo 
XXIV 12: (ὦμος δὲ στρέφεται μεσο- 
νύκτιον. ἐς δύσιν ἄρκτος) Ὠρίωνα 
κατ᾽ αὐτόν, ὁ δ᾽ ἀμφαίνει μέγαν 
ὦμον. 

dun» cerviz, forma aueol. XXX 
29: καὶ νῦν εἶτ᾽ ἐθέλω, χρή μὲ μά- 
Ἀρον σχόντα τὸν ἄμφενα | ἔλκην τὸν 
ξύγον: ἀμφήν, αὐλήν (leg. αὐχήν). 
Hesych. 

ἀμφί (ἀμφί, dup semper fere 
in quinto aut secundo hex. pede) 1) 
adv. circum VII 142: πωτῶντο ξου- 
ϑαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι, ut 
inverso ordine apud Hom. leg. ἀμφὶ 
περί ll. II 305. Od. XI 609, ΠῚ 
praep. A) c. gen. coni. 1) circum 
XXV 9: ἀλλ᾽ of μέν óc νέμονται ἐπ᾽ 
ὄχϑαις ἀμφ᾽ ᾿Ἐλισοῦντος: in utraque 
ripa fluminis. 2) de XXV 195: ἀμφὶ 
δέ σοι τὰ “ἕκαστα λέγοιμί κε τοῦδε 
πελώρου | ὅππως ἐκράανϑεν. --- B) c. 
dat. circum, um, an, bei XXV 102: 
ἀλλ᾽ ὁ “μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ,ἐυτμήτοι- 
σιν ἱμᾶσι | κωλοπέδιλ᾽ “ἀράρισκε, οἵ. 
Od. XIV 23: αὐτὸς δ᾽ ἀμφὶ πόδεσσιν 
ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα. — VII 17: 
ἀμφὶ δέ of στήϑεσσι γέρων ἐσφίγγετο 
πέπλος. XVI 55: καὶ βουσὶ — 
ἀμφ᾽ ἀγελαίαις | ἔργον ἔχων. --- C) c. 
acc. circum, um, (in, auf) — herum 
IV 19: ἄλλοκα δὲ σκαίρει͵ τὸ Vade 
G*LOV ἀμφὶ Δάτυμνον: "im alde 


herum?. VII 74: zóg ὄρος ἀμφ᾽ £ào- 
veivo (e coni, Mein. ST. V. ov£o): 
auf dem Berge herum". I 48: ἀμφὶ. 


δέ νιν δύ᾽ ἀλώπεκες ἃ μὲν ἀν᾽ ὄρ- 
χως 1 «oj: um ihn herum, nescio 
an ab utraque parte XXV 224: ἀμφὶ 
δὲ χαίτας  αὐχμηρὰς πεπάλακτο͵ 
φόνῳ. — c. praep. περὲ coni. | 55: 

παντᾷ δ᾽ ἀμφὶ δέπας περιπέπταται 
ὑγρὸς ἄκανϑος, cf. Verg. Ecl, IIT 46: 


αὐ 2), ἔραν ΝᾺ 
PA TM 



















— est ansas amplexus 
». ef VII 142. 
ὅρος ianua duplex interior 


ene τήνα) (9o à à 
— e πόδες «yov: 
1 ianuam εἶ interiorem et 

D τοῦ oixov τοῦ δι- 


patulus XXIV 
4 φὴς δ᾽ ἄρα παστὰς ἐνε- 
3 mih» ὄρφνας. 

E LN γῇ τραχὺς γὰρ χαλαὶς vm ε- 


λύκος (sc. τὰν amer mg v. 


curo, tweor I 124: 
τύγ᾽ (sc. Πάν) ἀμφιπολεῖς μέγα 
, οὗ, Verg. Georg. I 17: 


EL tua si tibi Maenala 
(de VII 74 v. δονέω.) 

δ, ἀμφέπολος famula XXIV 91: ἦρι 
συλλέξασα κόνιν πυρὸς digcn: 

0. 


— ἐστειλαμένα τὰν 
τὰς ας: 'atque (chi- 
i) arri — xystida CI.". 


V 218: καὶ ᾿ἀμφε- 
r lenis μελέεσσιν | ἕρκος: sc. pellem 


ξ n τυ Amphitrite, Nep A" 
τῇ 54: εἶχε δὲ δεῖμα, μ 
Ἰδάωνι πέλοι πεφιλημένος a poss 
τάχα τᾶς γλαυκᾶς κειμήλιον , 
γίτης, ud Od, XII 60: κυανώπι ἈᾺ 


: — Amphitruo, rex The- 
Argivus, pater Herculis XXIV 
Ἡρακλέης) ἐτρέφετ᾽ — 

Apiroevcvog. XII] 5: 

i αλκεοκάρδιος υἷός. 

dv 35: ἄνσταδ᾽ Ἀμφιτρύων. XXIV 

᾿ δ᾽, δ. 61. 110... i 

J ᾿Αμφϊιτρῦωνιά ας (-ας, -ἧς, -«o, 

oq Es incipit versum.) Amphi- 

; Herenles XXV 71: 
φακλέϊ. 182: Anqu- 


E uideo m ὑπέροπλον ἰδόντες. 
à; 113 
E — (sg. n. ἀμφότερον. — 







amantibus X 53; add. 


— ⸗ ἀμφώης 23 
du. m. ἀμφοτέρω. — pl. m. ἀμφότε- 
QOL, -ῶὧν, τοις, -OLGL, τους, -ὡς; T. -αἰσι, 


τῇσι, -«g. plerumque in primo aut 
quarto hex. pede. ambo, wterque 
1) sing. ἀμφότερον pro adv.: utraque 
ratione XXV 69: (τοὺς ὁ δὲ κύνες προσ- 
ἰόντας — ᾿ ἐνόησαν) ἀμ- 
φότερον m. τε ς δούπῳ τε πο- 
δοῖεν, cf. XIV 505: « ερον 
φιλότητι καὶ αἰδοὶ φωτὸς ἐῆος. de 
productione syllabae ultimae v. αἴδο- 
μαι. — 2) dual. et plur. de duabus 
personis vel rebus aut natura semper 
aut conditione rerum in tempus con- 
iunctis: de duobus fratribus XXIV 3: 
ἀμφοτέρους λούσασα xol ἐμπλήσασα 
γάλακτος: utrumque et Herculem et 
Iphiclem. XVII 27. XXII 26 (dual); 
add. pron. ὄμμιν XXII 152. — de 
pron. νῶιν 
XII 10. — de pugnantibus XXI 186. 
— de manibus XXII 96: ἀμφοτέρῃ- 
σιν ἄμυσσεν ἀμοιβαδίς. VII 157. add. 
subst. χείρ XXII 180. — de pedibus 
XI 10: τὼς πόδας ἀμφοτέρως. X 35: 
καὶ καινὰς ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἀμύκλας. 
XIV — costis navium XXII 
12: «v een «v δ᾽ ἄρα τοίχους) ἀμ- 
- 30. " 

ἄμφω (m. f. — pro dat. XVH 
26; plerumque in primo aut sexto 
pede leg.; bis posterior syllaba ha- 
bet ietum.) ambo, wterque, eadem 


. fere significatioue qua plur. ἀμφότε- 


Qot 4. V.; XXIV 27: ἄμφω δὲ fa- 
eei ἐνεδήσατο δεσμῷ. — c. duali [nu- 


mero coniungitur i 8: & τώγ᾽ 
ἤστην πυρροτρίχω, ἄμφω νάβω, | 
ἄμφω συρίσδεν ᾿'δεδαημένω, ἄμφω 


ἀείδεν. XXII 170: ἄμφω δ᾽ ἄμμιν 
ἀνεψιὼ ἐκ πατρὸς ἐστόν. XXV 260. 
c, plurali XVII 26: ἄμφω γὰρ πρό- 
γονός σφιν Ó καρτερὸς Ἡρακλείδας, 
ubi ἄμφω est pro dativo, ut h. Cer. 
15: χερσὶν ἅμ᾽ ἄμφω. --- XXIV 107: 
ἄμφω χεῖρας ἔπλασσε, cf. Od. VIII 
135: ἄμφω χεῖρας ὕπερθεν. — XIII 
38: οἱ μίαν ἄμφω ἑταῖροι ἀεὶ δαί- 
νυντὸ τράπεξαν. |l 148, VI 3. XXII 
23. 86. 10. — dualis et plur. numeri 
coni, XXIV 17: τὼ δ᾽ ἐξειληϑέντες 
ἐπὶ χϑονὶ γαστέρας ἄμφω αἰμοβόρως 
ἐκύλιον, ct Od. XXI 188: τὼ δ᾽ ἐξ 
οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ᾽ ἃ 
ἀμφώης utrimque ansatus * 
(κεσσύβιον) « ὥες: τὸ ἀμφοτ 
εν rm —* τινά. Schol. ef. " 
XXII 10: ἄλεισον χρύσεον ἄμφωτον. 


24 ἄμωμος — ἀνάγω 


ἄμωμος in 'eprehensus XVIII 25: 
τάων οὔτις ἄμωμος, ἐπεί χ᾽ Ἑλένᾳ 
παρισωϑῇ. 

ἁμῶν v. ἐγώ. " 

ἄν (x&v in crasi bis) inquam, opi- 
nor, wohl, etwa coniungitur 1) c. 
ind. praeteriti de iis quae re vera 
non sunt aut non fuerunt, ubique 
aor. XVI 54: ἐσιγάϑη δ᾽ ἂν ὕφορ- 
Bos | “Εὔμαιος | καὶ — Φιλοίτιος — | 
εἰ μή σφεας ὥνασαν Ἰάονος ἀνδρὸς 
ἀοιδαί. XVI 48. XXV 82. add. par- 
tic. pro enunt. hypoth. XXIV 114. 
— sine enuntiato hypoth. XXI 59: 
ὥστ᾽ οὐκ ἄν τοι ταῦτα φέρειν ἅμα 
πάντ᾽ ἐδυνάϑην. ΙΧ 24: τὰν οὐδ᾽ 
ἂν ἴσως μωμάσατο τέχτων: haud 
facile artifex vituperasset'. — 2) c. 
coni. in enuntiatis hypoth. et tem- 
por., de lis quae fieri solent VIII 47: 
αἱ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ | yo ποιμὴν ξηρὸς 
τηνόϑι yet. βοτάναι (sc. εἰσίν), ct. 
VIII 43. ὅτ᾽ ἄν XXV 9247. 3) c. 
optat. de iis quae secundum opinio- 
nem loquentis esse possunt vel non 
possunt XXI 34: τέ γὰρ ποιεῖν ἂν 
ἔχοι τις | κείμενος ἐν φύλλοις ποτὶ 
κύματι. XXII 62: δαιμόνι᾽, οὐδ᾽ ἂν 
τοῦδε πιεῖν ὕδατος σύγε δοίης: — 
. 4) c. imper. eadem fere vi atque opt. 
c. ἄν, add. καί XXIII 35: ἀλλὰ τὺ 
παῖ κἂν τοῦτο πανύστατον ἁδὺ τι 


ῥέξον (Call, vulg. xat). XXIII 41. 


ἀνά (ante vocales ἀν᾽, ante con- 
son. ἄν, ἄμ: in crasi κἀν Ad. 44 
ci.—nisi ante casum nonleg.) praep. 
c. accus. coni. significat moveri ali- 
quid per aliquod spatium aut esse 
in eo, ita ut per totum spatium 
aeqnabiliter diffundatur aut secun- 
dum aliquam rem extendatur: per, 
secundum , 4n, durch — hin, neben 
— hin, in; tum moveri aliquid in 
locum aliquem: in, ad, nach — hin. 
1) de loco II 13: ἐρχομέναν νεκύων 
ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα, cf. Il. 
X 298: eu φόνον, ἂν νέκυας, διά τ᾽ 
ἔντεα καὶ «μέλαν. αἷμα. 1 48: δύ᾽ 
ἀλώπεκες ἃ μὲν ἀν᾽ ὄρχως | φοιτῇ 
"secundum ordines vitium". XXV 15 
(τεϑηλότες αἰὲν ἔασι) ηνίου ἂμ 
μέγα Tipos. XXII 48: ἐπιβρύει ἂν 
λειμῶνας. I 83: (κώρα) πάσας ἀνὰ 
κράνας, πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται: 
*ad omnes fontes, per omnia nme- 
mora'. XVI 88: μυρία δ᾽ ἂμ πεδίον 
Κραννώνιον ἐνδιάασκον | ἐμμενὲς ἔκχ- 


* ἄειδεν. 


χριταὰ μῆλα: per campum, ef. XVI 
92. XXII 20: (meom δὲ γαλήνα) 
ἂμ, πέλαγος. ll 35: ταὶ κύνες ὔμμιν 
ἀνὰ πτόλιν ὠρύονται. XXIV 29: 
φάος δ᾽ ἀνὰ οἶκον ἐτύχϑη, y. οἶκος. 
Í 115: ὦ λύκοι, ὦ ϑῶες, o ἀν᾽ ὦρεα 
φωλάδες ἄρκτοι | χαίρεϑ᾽, ὁ βουκόλος 
μιν ἐγὼ Adige οὐκέτ᾽ ἀν ὕλαν, | 
οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, οὐκ ἄλσεα: per 
montes h. e. in montibus; itemque 
ἀν᾽ ὥρεα eodem hex. loco leg. ll 
49. VII 87. 92; in pentametro uv 
ὄρη Ep. ΠῚ 2. 'XX 39: λάϑροιον ἂν 
νάπος. ἦλϑε: in saltum. Ad. 44: 
κἀν᾽ ὗλαν οὐκ ἔβαινε (Briggs. e coni. 
pro καὶ σύλαν v. ὕλαν, Steph. κ᾽ εἰς 
ὕλαν, Ahr. καὶ σῦλαν). — proverbia- 
liter XIV 9: λασῶ δὲ μανείς ποκα, 
ϑοὶξ ἀνὰ μέσσον: pilus in medio h. 
e. "vix pili intervallo a furore ab- 
sum?, cf. XXII 21. XIV 43: αἷνός 
dv λέγεταί vig" ἔβα Κένταυρος ἀν᾽ 
ὕλαν, cf. XX 39. Ad. 44. — 2) de 
tempore XX 45: μούνη δ᾽ ἀνὰ νύχτα 
χαϑεύδοις: per noctem, cf. Bion. I 
13: τοῖς μετὰ σεῦ ἀνὰ νύχτα τὸν 
ἱερὸν ὕπνον ἐμίχϑη. 1]. XIV 80. 


ἀναβάλλω, ἀμβάλλως med. or- 
dior, incipio, hebe an X 22: καί τι 
χόρας φιλικὸν μέλος ἀμβάλευ. VI 
{1 δεύτερος ov Δάφνις λιγυρῶς ἄνε- 
βάλλετ᾽ ἀείδεν. absol. VI 20: τῷ δ᾽ 
ἐπὶ “αμοίτας ἀνεβάλλετο καὶ τάδ᾽ 
cf. Od. I 155: ἦ rot ὃ φορ- 
μίξων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν. 


ἀναβλύξζω scaturio, redundo XVM 
80: Νεῖλος ἀναβλύξων διερὰν ὅτε 
βώλακα ϑρύπτει. 


ἄναβος impubes V 81: τὸν ἄναβον 
ἐν ἄνϑεσι παῖδα μολύνει. (de VII 
3 y. ἔναβος.) 

ἀναγιγνώσχω cognosco, conspicio 
XXIV 93: κακὰ ϑηρί ἀνέγνω | κοί- 
λου ὑπὲρ σάκεος. 


ἀνάγκα necessitas XVI 85: ἐχϑροὺς 
ἐκ νάσοιο κακὰ πέμψειεν ἀνάγκα, 
cf. Hor. Od. I 35, 17: saeva meces-. 
sitas. XXIII 12: κῶραι δεινὸν βλέ- 
πος εἶχον ἀνάγκας (e coni. Mein. 
scr. pro βλέπον εἶχεν ἀνάγκαν). 

ἀναγχαῖος necessarius XXIV 33: 
(δράκοντες) δεσμοῦ ἀναγκαίου πειρώ- 
μενοι ἔκλυσιν εὑρεῖν: 'quem effugere 
non poterant, ineluctabilis". 

ἀνάγω: subduco in aridum XXI 58: 
καὶ τὸν μὲν (sc. ἰχϑὺν) — 0x 








᾿νάγαγον. ἠπειρόνδε (e coni. Ahr. 
Ser. pro καλαγετὸν). 
(0 4v proles XXIII. 19: 
ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ, κακᾶς dvd- 
— 


- 


^ Mame 
fag εἶδεν ὀδόντας (sc. 
II 33 Ahr. v. δας 2). 
repudio XXV 6: εἴ 
seg ἀνήνηταί τις ὁδί- 
[ 212: τῶν δ᾽ ἄλλων 


νης. 
|. ἀνάχειμιαι constitutus sum deoque 
. dedicatus X 33: χρύσεοι ἀμφότεροι 
. κ᾽ ἀνεχείμεϑα τῷ Aqgodírg: 'aurea 
j en simulacra 'Veneri 


1 
| -. ἀναχόπτω reirudo XXIV 40: 
. δμῶες ἐμοί, στιβαροὺς δὲ ϑυρᾶν ἀνα- 





, ef. Od. XXI 47: ϑυ- 


ἀναχράξω. clamorem tollo XXVI 
« πράτα νιν ἀνέκραγε δει- 





: 







: Anacreon, poeta Teius 
. Ep. XVI 3: ᾿ἀνακρέοντος εἰκόν᾽ εἶδον 
ἐν Tío | τῶν πρόσϑ᾽ εἴ τι περισσὸν 
ἀνάλιπος v. νήλιπος. 
: «viA2opat assilio, sursum salio 
VM 88: ὡς uiv ὁ maig ἐχάρη καὶ 
E74 καὶ πλατάγησε | νικάσας. 
ἀναμέλπω canto XVII 118: ἐπι- 
1 λιγυρὰν ἀναμέλψαι ἀοιδάν, 


γναμᾷτρέω dimetior, med, XXIV 


.125: κοσμῆσαΐί τε φάλαγγα λόχον T 
— — δυσμενέων ἐπιόντα. 
(^0 ἀνανεύω ne pone XIV 63: 
πολλοῖς πολλὰ διδοὺς, αἰτεύμενος οὐκ 
ἀνανεύων. (de Ep. IV 15 v. νεύω.) 
| | €vávbtoc infinitus XV. 87: παύ- 
 d«aÓ", ὦ δύστανοι ἀνάννυτα κωτίλλοι- 
fet | τρυγόνες: "infinita tinnientes'". 

(sg. n. v. ἄναξ, in crasi 
ὦναξ; vexrog. pl. ἄνακτος. quater 
Aiatus est ante h. v. XVI 34. XVII 
185. XXII 135. XXV 150 more 
pe» 1) princeps, rex a) de deis et 
 semideis V 478: d πόποι, olov 
τοῦτο ϑεοὶ ποίησαν ἄνακτες. XVII 70: 
ἄναξ ἐφίλησεν ᾿“πόλλων. 


- 











E 


ἀνάϑρεμμα — ἀνατέϑημι 2b 


sine nomine sic vocantur Πάν | 128. 
Ἡρακλέης XXV 145. Πολυδεύκης 
XXII 102. 135. “ιόσκουροι XXII 218. 
Πτολεμαῖος XVII 135. — b) de ho- 
minibus XVI 34: πολλοὶ ἐν ᾿Αντιόχοιο 
δόμοις καὶ ἄνακτος ᾿Δλεύα. sine no-. 
mine Αὐγείης voc. XXV 61. 160. — 
3) dominus, herus VII 79: (ἔδεκτο 
τὸν αἰπόλον εὐρέα λάρναξ) ξωὸν ἐόντα 
κακοῖσιν ἀτασϑαλίαισιν ἄνακτος. 

ἀνάξιος indignus XXIII 20: λάενε 
παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε. 
. Ava&e Απαχο, filia Eubuli II 66: 
ἦνϑ᾽ & τωὐβούλοιο κανηφόρος ἄμμιν 
᾿ἀναξώ. 

ἀναπαύω ν. ἀποπαύω. 

ἀναπληρόω impleo VII 84: (πίονι 
μέτρῳ) & δαίμων εὔκριϑον ἀνεπλή- 
Qoctv ἀλωάν. 

᾿Ανᾶπος Anapus, Siciliae fluvius, 
haud procul a Syracusis I 68: οὐ γὰρ 
δὴ ποταμοῖο μέγαν δόον tiyer  Ava- 
πω. VIL 151: τὸν ποιμένα τὸν ποτ᾽ 
Avázmo, τὸν κρατερὸν Πολύφαμον. 


&rági 9:408, ἀνήρζϑιμος innume- 
rus XVI 64: ἀνήριϑμὸς δέ οἵ εἴη | 
ἄργυρος. XV 45: μύρμακες ἀνάριϑμοι 
καὶ ἄμετροι. correpta antepenultima 
XVI 90: a( δ᾽ ἀνάριϑμοι | μήλων 
χιλιάδες. 

ἀνάριστος impransus XV 147: ὥρα 
ὅμως κεὶς οἶκον. ἀνάριστος “ιοκλείδας. 

ἀναρπάξω rapio ΧΧΙΙ 137: τὼ 
μὲν ἀναρπάξαντε δύω φερέτην Διὸς 
vto | δοιὰς Μευκίπποιο κόρας. 

ἀναρρήγυμει 1) dirumpo XXII 12: 
ἀνέρρηξαν δ᾽ ἄρα τοίχους | ἀμφοτέ- 
ρους (sc. νηός). 308: (στήλην) τύμβου 
ἀναρρήξας. — 23) metaph. effundo, 
erumpo XXI. 172: (αἴματε δὲ yon) 
νεῖκος ἀναρρήξαντας ὁμοίιον ἔγχεα 
λοῦσαι. 

ἀνάρσιος infestus, hostis XVII 
101: (οὐδέ τις αἰγιαλόνδε ϑοᾶς ἐξά- 
Aero ναός) ϑωρηχϑεὶς ἐπὶ βουσὶν ἀνάρ- 
σιος Αἰγυπτίῃσι. — de amatore infido 
II 6: οὐδὲ ϑύρας ἄραξεν ἀνάρσιος: 
'der bóse, bóse Mann'. 

ἀνάσσω rex sum, rego XVII 92: 
(ϑάλασσα δὲ πᾶσα καὶ ela) xal πο- 
ταμοὶ κελάδοντες ἀνάσσονται ἤτολε- 
nao, cf. Od, IV 177: ἀνάσσονται ὃ 
ἐμοὶ αὐτῷ. 

ἀνασχίξω rescindo XXV 271: αὐ- 
τοῖς δέρμα λέοντος ἀνασχίζειν ὀνύχεσσι. 

ἀνατέϑημι — dedico | simulacrum 


6 ᾿ ἀνατρέπω --- ἀνεμώλιος 


Ep. XVII 4: (ὦ Βάκχε, χάλκεόν νιν 
ἀντ΄ ἀλαϑινοῦ) τὶν ὧδ᾽ ἀνέθηκαν. 
Ep. XII 2: ὁ τὸν τρίποδ᾽, ὦ Διόνυσε, 


A ^ ' [7 - [ 
καὶ σὲ τὸν ἥδιστον ϑεῶν μακαρῶν͵ 


ἀναϑείς. alia dona Ep. Π 2: (46- 
φνις) ἄνϑετο Πανὶ τάδε, | τοὺς τρη- 
τοὺς δόνακας, τὸ λαγωβόλον, ὀξὺν 
ἄκοντα. 
ἀνατρέπω ευογίο, affligo animum, 
aor. med. VIII 90: ὡς δὲ κατεσμύ- 
ϑὴη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ | 
ὥτερος. 
ἀνᾶτρέχω 1) sursum curro, ascendo 
XII 11: οὔϑ'᾽ omóy ἃ λεύκιππος 
ἀνατρέχοι ἐς Διὸς Amg. — 2) Suc- 
cresco, surgo XVIII 29: πιεέρᾳ ἅτε 
λᾷον ἀνέδραμε κόσμος ἀρούρᾳ: 'se 
Βα οἶδ᾽, Verg. Ecl. X τά. cf. ll. 
XVIII 56: ὁ δ᾽ ἀνέδραμεν ἔρνει ἶσος. 
ἀναύω exclamo ΤΥ 37: (ταὶ δὲ 
γυναῖκες) μακρὸν ἀνάυσαν: *altum 
exclamavarunt?, cf. Od. VI 117: αἵ 
δ᾽ ἐπὶ μακρὸν &vcav. 
ἀναφαίνω ν. καταφαίνομαι. 
ἀναφέρω edo, med. XXIII 18: 
οὕτω δ᾽ ἀνενείκατο φώναν, ubi nescio 
an poeta Homerum imitatus sit di- 
centem Il. XIX 314: μνησάμενος δ᾽ 
ἀδινῶς ἀνενείκατο φώνησέν τε, di- 
versa scilicet significatione. 
ἀναφύω edo, alo X 40: ὦμοι và 
πώγωνος, ὃν ἀλιϑέως ἀνέφυσα: vae 
mihi quod stulte barbam alui. XH 
24: ψεύδεα δινὸς ὕπερϑεν ἀραιῆς 
οὖκ ἀναφύσω. 
ἁνδάνω γίαοοο XXVI 80: αὐτὸς 
δ᾽ εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσσιν ἄδοιμι. 
XVII 38: τῷ οὔπω τινὰ φαντὶ 
ἁδεῖν τόσον ἀνδρὶ γυναικῶν. XXVII 
92: νόῳ δ᾽ ἐμῷ οὔτις ἔαδε (lunt. 
Call, codd. ἀείδει. Ahr. e. coni. 
ἐκήλει, Ziegl. ἔπειϑεν, Mein. ἀέξει 
v. ἄεξεν). 
ἄνδηρον area, Beet V 98: πρὸς 
ῥόδα, τῶν ἄνδηρα παρ᾽ αἱμασιαῖσι 
πεφύκει. 
ἀνδρέιος virilis, in carm. 860]. 
xXvit 10: σὺν τᾷ πόλλα uiv ἔργ᾽ 
ἐκτελέσεις, ἀνδρεΐοις πέπλοις. XXIX 
88: ἁνίκα τὰν γένυν ἀνδρεΐαν ἔχης. 
ἀνδριάς statua Ep. XVI 1: ϑᾶσαι 
τὸν ἀνδριάντα τοῦτον. 
ανϑδρίον homunculus V 40: ὦ 
φϑονερὸν τύ καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον 
αὕτως. 
ἀνδριστέ virorum modo XVII 23: 
(αἷς δρόμος cvvóg) χρισαμέναις &v- 
δριστὶ παρ᾽ Εὐρώταο λοετροῖς. 


ἀνεγείφω  excito, med. expergiscor 
XXVIÍ 68: χὴ μὲν ἀνεγρομένη ciy 
ἔστιχε μᾶλα νομεύειν. | 

ἄνειμι redeo XXV. 81: (τὰ δ᾽ 
ἐπήλυϑε πίονα μῆλα) ἔκ βοτάνης 
ἀνιόντα μετ᾽ αὐλία τε σηκούς τε, οἵ. 
Il..VI 480: ἐκ πολέμου ἀνιόντα. 
Χ 882: ἐκ Τροίης ἀνιόντα. 


ἀνέλκω extraho XXI 52: ἀνείλκυσα 
χρύσεον ἰχϑύν. 

ἀνέλπιστος exspes IV 42: ἐλπί- 
δὲς iv ξωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ ϑα- 
ψόντες. 

ἄνεμος (sg. ἄνεμος, -ου, -οιο, -ῳ, 
-ov; pl. ἄνεμοι, -ow, -οισιὴ ventus 
XXV 94: (τόσα γάρ τε μετὰ προτέ- 
ροισι κυλίνδει) ὃς ἀνέμου, cf. M. 
XV 383: ómmóv ἐπείγῃ | ὃς ἀνέμου. 
— XXII 168: (τὰ δ᾽ εἰς ὑγρὸν ὥχετο 
κῦμα) πνοιὴ ἔχουσ᾽ ἀνέμοιο, οἵ. Od. 
VI 20: ἀνέμου ὡς πνοιή et notum 
illud ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. — Χ 46: 
ἐς Βορέην ἄνεμον τᾶς κόρϑυος ἃ 
τομὰ ὕμμιν ἢ Ζέφυρον βλεπέτω, cf. 
Od. XIX 9200: εἴλει γὰρ Βορέης ἄνε- 
μος. Il. ΧΧΠῚ 194: δοιοῖς ἠρᾶτ᾽ 
ἀνέμοισιν 1 Βορέῃ καὶ Ζεφύρῳ. -- 
XXIV 88: ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον 
ἄχερδον, cf. Il. XVII 55: τὸ δέ τε 
(sc. ἔρνος) πνοιαὶ δονέουσιν | παν- 
τοίων. ἀνέμων. -- VIII 54: πρόσϑε 
ϑέειν ἀνέμων : 'rapida velocius aura? 
Ovid. Met. III 209; cf. Il. X 481: 
ϑείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι de equis. 
— XVI 61: (κύματα) ὅσσ᾽ ἄνεμος 
ἑρσονδὲ μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠϑεῖ, 
cf. Od. III 300: (πέντε νέας) “ἰγύπτῳ 
ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ. 
— XXI 19: αἶψα δ᾽ ἀπολήγοντ᾽ 
ἄνεμοι, λιπαρὰ δὲ γαλήνα | ἄμ πέ- 
λαγος, cf. Od. XII 168: αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ 
ἄνεμος ui» ἐπαύσατο, ἠδὲ voürm | 
ἔπλετο νηνεμίη. — XIX 35: ei δὲ 
ταῦτα φέρην ἀνέμοισιν ἐπιτρόπης, 
cf. XXII 168: (τὰ δ΄ εἰς ὑγρὸν ὥχετο 
κῦμα) πνοιὴ ἔχουσ᾽ ἀνέμοιο. Apoll. 
Rhod. 1 1884: ἀλλ᾽ ἀνέμοισιν | δώο- 
μὲν ἀμπλακίην. Hor. Od. I 26, 1: 
Musis amicus tristitiam οὖ metus 
tradameprotervis in mare Creticum 
portare ventis. 

ἀνεμώδης ventis agitatus Syr. 6: 
(πόϑον) κούρας γηρυγόνας ἔχε τᾶς 
ἀνεμώδεος. contra πνευματική expli- 
cat Schol. Pal. 

ἀνεμώλιος inanis, inutilis XXV 
239: ἀλλ᾽ ἔπεσε προπάροιϑε ποδῶν 


“πον ΝΞ ΝΗ ΘΕῚΣ 













γεμώλιος αὔτως, (sc. 37 Il. XXI 
414: νηπύτιε, tí vv τόξον ἔχεις dve- 
μώλιον αὔτως; 
dk utrumque genus 'e 
iut rumque gene" 
ae refert, sed odore suavi caret;' 
πο νος 
1 α ς 
Tus: vnde. exiri t XII 


19: ἀγγείλειεν ἐμοί τις ἀνέ yii εἰς 


t) interrogo — t 
μὲ πρῶτον ἀνήρευ (Zieg 
cod. D ἀνεέρευ). 

subduco XIV 35: ἀνειρύσ- 
πέπλως | ἔξω ἀπῴχετο ϑᾶσσον. 
3 ét rogo : (dor. pro ἀνερωτάω) 
j 81: πάντες ἀνηρώτευν τί 
— πάθοι κακόν. 

|». ἀνέσχεϑε v. ἀνέχω. 

1 | &vevsine XXIV 137: αὐτὰρ £x ἄμα- 
τι τυννὸν ἄνευ πυρὸς αἴνυτο δόρπον. 


1 — reperio Ad. 9: στυγνὸν 
| εν ὧν 
1) act, tollo XVIII 57: (ἐπεί 
κα Eo οιδός) ἐξ εὐνᾶς κελαδήσῃ 
P ὧν εὔτριχα δειράν, eademque 
catione aor. ἀνέσχεϑον XXII 
: ἀνέσχεϑε νεῖκος ἀπαυδῶν | ἀμ- 
; ES μα χεῖρας. --- 3) med. sus- 
fero XXIV 124: ξιφέων τ᾽ dv- 
ἀμυχμόν. XI 52: καιόμενος 
9 1 τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοί- 
μὰν καὶ τὸν ἕν᾽ ὀφθαλμόν. 
ἀνεψιός patruelis XXII 170: ἄμφω 
δ᾽ ἐν ἐψιὼ ἐκ πατρὸς ἐστόν. 
E ΣΕ v anethwm graveolens Linn. 
- Dill XV 119: μαλακῷ ἐρίϑοντες ἀνήϑῳ, 
ἀνήρ (sg. ἀνήρ quinquies, ἀνήρ 
- ter; in ΝΣ ὧνήρ semel, τὠνήρ bis. 
 dv8góé, ἀνέρος semel, aeol. ἄνερος 
— XXVIII 19; ἀνδρί, ἀνέρι ter; ἄνδρα, 
qe semel; ἄνερ. — pl. ἄνδρες, 
ς bis; ἀνδρῶν, aeol. ἄνδρων 
][ 18, XXIX 19. 23. ἀνδράσι, 
hos ἄνδρες) homo, vir. 1) ho- 
z ΠΩΣ dé opi oppositi xvn 3: (ἀϑανά- 
| E ἀνδρῶν δ᾽ a9 Πτολεμαῖος 
Um ow λεγέσθω | καὶ πύματος 
wel μέσσος᾽ ὁ γὰρ προφερέστερος dv- 
᾿ δρῶν, * 2. XXIX 33 (Ziegl. 
ὃν). XXV 119. — animali * 
οὗ καὶ θηρία πάντα 


᾿ καὶ ἀνθῶν ren e$ ἄλλοι. XXV 281. 
- — universe XVI 14: οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄν- 


ἀνεμώνα — ἀνήρ 27 


dees ἐπ᾽ ἔργμασιν ὡς πάρος ἐσϑλοὶς 
| Aene A! a 45: ἐν 
ἀνδράσι | ὅπλοτ ροις: apu osteros. 
XXV 67: ἑτέρου ἀνδρός h. ξ ξείνου. 
I41. XIL 16. XVI 63. XXII 55. XXIH 
1. XXV 116. Ep. IX 2. — cum vi- 
tuperatione quadam atque contem- 
ptim X 45: σύκινοι ἄνδρες. XV 17: 
ἀνὴρ τρισκαιδεκάπηχυς. IV δῦ. XV 
49. XXII 115. XXIV 136. — 9) viri 

feminis oppositi II 44: εἴτε γυνὴ τήνῳ 
παραπέπλιται εἴτε καὶ d ἀνήρ. 150: κεῖτε 


. Vt» αὖτε γυναικὸς ἔχει πόϑος εἴτε καὶ 


ἀνδρός. 1 33. 36. ΠῚ 59. — maritus 
XV 11: μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, 
Δεένωνα τοιαῦτα. 148. IL138. XV 148. 
XVII 38. XXIV 40. XXVII 21. de 
animalibus VIII 49: ὦ τράγε, τᾶν 
λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ. — vir amatus, 
amasius XV 131: vov μὰν Κύπρις 
ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα sc. 
Αϑωνιν. II 3. 17. 22. 27. 32. 37. 42. 
41. 52. 57. 63. Ad. 20. 23. 26. — 4) 
vir adultus XIV 28: o? μὰν ἐξήταξα 
μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν. — 5) pu- 

gnator, miles XXII 65: εἷς £vl χεῖρας 
ἄειρον ἐναντίος ἀνδρὶ καταστάς. 81. 
44. 85. 94. 118. 200. XXIV 109. 124. 
— 6) viri, qui quae virorum potissi- 
mum sunt agunt, qui veri sunt viri 
atque excellentes ; honorifice dictum. 
XIII 15: αὑτῷ δ᾽ εὖ ἕλκων dg ἀλα- 
ϑινὸν ἄνδρ᾽ ἀποβαίη. X 56: ταῦτα 
χρὴ μοχϑεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀεί. 
δειν. VII 100: ἐσθλὸς ἀνήρ. XV τὸ: 
χρηστοῦ κοἰχτίρμονος ἀνδρός. XXVIII 
18: ἄνδρων δοχίμων πόλιν. 19. XXIX 
19: ἄνδρων τῶν ὑπερανορέων (Ziegl. 


S E ἀνδρῶν). ΧΥ ὁ: — — 


vdoes viri nobiles. I 116: ἀνδρὶ 
ὀλβίω. XIII 19: go ταλαεργὸς ἀνήρ: 
Hercules. Ep. XV 8: ϑείοισι μετ᾽ 
ἀνδράσι. XXII 154: qos ἄνδρες. 
XV 52: ἄνερ φίλε. 1141 — XV 14: 
φίλ᾽ ἀνδρῶν. XVII 102 — XXIV 77: 
τοῖος ἀνήρ. Ep. XII 4. — 7) nomi- 
nibus populorum additur XXV 165: 
Areióg ἀνήφ. XVII 54: Καλυδώνιον 
ἄνδρα. VII 12: Κυδωνικὸν εὕρομες 
ἄνδρα. XXV 199: ἀνδράσι --- Φορω- 
νείδησιν: Argivis. XVI 57: "Idovog 
AÁ— ἀοιδαί: Homeri. Ep. VIII 1: 
Συρηκόσιος & — semel nom. pro- 
prio additur Ἦν 1: χαίρειν πολλὰ 
τὸν ἄνδρα Θυώνιχον. --- 8) nominibus 
ordinum additur VI 7: αἰπόλον &v- 
ὅρα. T 141. XXV 151: βουκόλοι &»- 
ὅρες. 947: ἁρματοπηγὸς ἀνήρ. 181: 


28 ἀνήσσατος — ἀνιαρός 


ὁδοιπόρον ἀνέρ᾽. X 9: ἐργάτᾳ ἀνδρί. 
Ep. Vi 2: ἰητῆρι νόσων ἀνδρί. VII 
32: ἑταῖροι ἀνέρες. V 68: τὸν ἄνδρα 
τὸν δρυτόμον. XVII 9: ἀνὴρ ὑλατό- 


μος. ΧΧ 84: ἀνέρι βούτᾳ. ΧΧΙ 8: 
ἀνδράσιν ἐργατίναισι. Ep. XVII 6: 
ἀνδρὶ πολίτα. — 9) pronominibus ad- 


ditur vim eorum augendi causa XVI 
18: ἔσσεται οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμεῦ κε- 
χρήσετ᾽ ἀοιδοῦ. XIV 60: τἄλλα δ᾽ 
ἀνὴρ ποῖός τις; XXV 101: οὔτις τος 
ἀνήρ. XVII 112: οὐδὲ — τις ἀνήρ. 


Ber. 1: τις ἀνήρ. XVII 15: οὐκ ἄλλος 


ἀνήρ. VII 98: ἀνέρι τήνῳ. Ep. ΧΧ 
1: ὅδε ovo. Ep. XVII 1: χὠνὴρ 
ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρών. — raro pro- 
nominis loco est XXII 151: ἄνδρα 
παρετρέψασϑε i. e. αὐτόν, ἐκεῖνον. 
Ep. XVI 6. 

ἀνήσσᾶτος invictus VI 46: wíxq 
μὰν οὐδάλλος, ἀνήσσατοι δ᾽ ἐγένοντο. 

ἀνήτῖνος ex anetho factus VII 63: 
ἀνήτινον ἢ δοδόεντα i ἢ καὶ λευκοΐων 
στέφανον περὶ Ἀρατὶ φυλάσσων, cf. 
Verg. Ecl. II 48: narcissum et florem 
iungit bene olentis anethi. v. ἄνηϑον. 

ἄνϑεμα simulacrum deis dedica- 
ium Ep. XIII 2: (ἡ Κύπρις οὐ πᾶν- 
δημος. ἱλάσκεο τὴν 9ov εἰπών) οὐ- 
ρανέην, ἁγνῆς ἄνϑεμα Χρυσογόνης. 

᾿ἄνϑεμον flos, met. XXX 21: οὐδ᾽ 
αὔὕτῳ γλυκέρας ἄνθϑεμον ἄβας πεδ᾽ 
ὑμαλίκων | μένει, cf. ,Theogn. 1305: 
παιδείας πολυηράτου ἄνϑος ὠκύτερον 
σταδίου. 

ἀνϑέρικος caulis asphodeli Y 52: 
αὐτὰρ oy ἀνϑερίκοισι καλὰν πλέκει 
ἀκριδοϑήραν | σχοίνῳ ἐφαρμόσδων. 
quem locum imitatus est Longus Past. 
I 10 p. 12: 7 μὲν χλόη ἀνϑερίκους 
ἀνελομένη ποϑὲν ἐξ ἕλους ἄκριδο- 
$uoov ἔπλεκε. 

ἀνϑέω fíloreo N 56: yid gos" &v- 
ϑεῦσαν. XXVII 45: δεῦρ᾽ , ἴδε πῶς 
ἀνϑεῦσιν ἐμαὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι. 

ἄνϑος (sg. ἄνϑος: pl. ἄνϑεα, τεσι, 
-EG6t, -εαὴ 1) flos XXII 42: ἄνϑεά v 
εὐώδη, λασίαις φίλα ἔργα μελίσσαις. 
IX 35. — V 87: τὸν ἀναβὸν iv dv- 
ϑεσι παῖδα μολύνει: ἐν βοτάναις Schol. 
— 2) florum succus XV 116: ἄνϑεα 
μίσγοισαι λευκῷ παντοῖα μαλεύρῳ. 
VII 81: (φέρβον ἰοϊσαι) κέδρον ἐς ἁδεῖαν 
μαλακοῖς ἄνϑεσσι μέλισσαι, cf. Verg. 
Georg. IV 39: fucoque et floribus oras 
implent. Ov. Met. XIII 928: non apis 
inde tulit collectos sedula flores. — 
3) flos aetatis, ὥρα Vll 121: αἰαῖ, 


φαντί, Φιλῖνε, τό τοι καλὸν ἄνϑος 
ἀπορρεῖ, cf. Il. XIII 484: ἥβης ἄνϑος. 
idem fere est quod κάλλος XX 21, et 
color Verg. Ecl. II 17: o formose 
puer, nimium me crede colori. 


ἄνϑρωπος (sg. ἄνϑρωπε; pl. ἀν- 
ϑρώπων, τοῖς, τοῖσι, τους ictum ha- 
bent in prima syllaba; in crasi ov- 
ϑρωπος, ὥνϑρωπεὶ) homo; mortalis est 
atque infirmus, deis et fato obnoxius 
XXIV 69: οὐκ ἔστιν ἀλύξαι | ἀνϑρώ- 
ποις ὅ τι Μοῖρα κατὰ κλωστῆρος 
ἐπείγει. Ep. XXV 6: (eoi ἐλεινὰ πα- 
ϑοῦσα Περιστερί, ὡς ἐν ἑτοίμῳ) àr- 
ϑρώποις δαίμων ϑῆκε τὰ λυγρότατα. 
Ep. IX 1: ,ἄνϑρωπε, ξωῆς περιφείδεο. 

μηδὲ παρ᾽ ὥρην | ναυτίλος ἴσϑι" καὶ 
ὡς οὐ πολὺς ἀνδρὶ βίος. --- deis op- 
ponitur. XVI 109: τέ γὰρ Χαρίτων 
ἀγαπητόν | ἀνθρώποις ἀπάνευϑεν:; 
58. 26. — animalibus XXV 218: (ov- 
δενὸς ἴχνια τοίου (sc. λέοντος) φρα- 
σϑῆναι δυνάμην) οὐδὲ μὲν ἀνθρώπων 
τις ἔην ἐπὶ βουσὶ καὶ ἔργοις. 19. 
XXII 6. — universe dictum XVII 
117: κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν 
ἀρέσϑαι, cf. Od. I 95: ἠδ᾽ ἕνα μιν 
χλέος ἐσθλὸν iv ἀνϑρώποισιν ἔχῃσιν. 
ΧΙ 8: κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ «àv | 
γίνετ dm ἀνϑιρώποις: inter homines, 
in vita hominum^, cf. Od. XIII 60: 
γῆρας — καὶ ϑάναξος, τάτ᾽ ἐπ᾽ ἀν- 
ϑρώποισι πέλονται. XVI 52: (Qàv- 
σεὺς ἑκατόν τε καὶ εἴκοσι μῆνας ἀλα- 
ϑείς) πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, ut apud 
Hom. eodem versus loco saepius. 
XV 107. XVI 66. — semel sing. pro 
genere humano est XV 83: σοφόν rot 
χρῆμ᾽ ὥνϑρωπος. denique voc. sg. 
est stomachantis XV "1: ὥνϑρωπε, 
φυλάσσεο τὠμπέχονόν μευ. V8 16. aut 
contemptim dicitur IV 62: εὖ γ᾽ ὦν- 
ϑρῶπε φιλοῖφα, ut nom, XV 89: ua, 
πόϑεν ὥνϑρωπος; 


ἀνΐα molestia, maeror ll 39: & δ᾽ 
ἐμὰ οὐ σιγῇ στέρνων ἔντοσθεν ἀνία. 
XXVII 24: γάμοι πλήϑουσιν ἀνίας. --- 
correpta penultima, in carm. aeol. 
XXIX. 9: πῶς ταῦτ᾽ ἄρμενα τὸν φι- 
λέοντ᾽ ἀνίαις δίδων:; 


ἀντᾶρός,. ἀνζηρός molestus Vll 
193: ὁ δ᾽ ὄρϑριος ἄλλον ἀλέκτωρ | 
κοχκύσδων νάρκαισιν ἀνιαραῖσι διδοίη 
(yar. ἀνιαρῇσι, ἀνιηρῇσι). XXI 134: 
(ὄμοσσε) μήποτέ τοι ξβίνοισιν ἑκὼν 
ἀνιηρὸς ἔσεσϑαι. 1I 55: αἰαὶ Ἔρως 
ἀνιηρέ (Ahr. ἀνιαρέ). 






— 


. IL XXII 80: κόλπον 
ἐμέν 7. ubi "Ariston. ἀντὶ τοῦ χα- 
α. — inde de labris XXI 63: 

















v i VI 21. — aor. 


EE ἁνίκα πρᾶτον 
11. 5, — 2) c. coni. 
" wann XXIII 30: λευ- 


— ἐστί, μαραίνεται ἁνίκα 
δὲ χιὼν λευχά, καὶ τάκεται 

' πίπτῃ. ΧΧΙΧ 31—34: ταῦτα 

νὴ νοέοντα πέλην ποτιμώτερον 

"ς, ἁνίχα τὰν γένυν ἀνδρεΐαν dris. 

πελώμεϑ᾽ ᾿4χιλλέϊοι φίλοι 

ἔχεις). 

invictus XXII 111: ἀνί. 

T εύκης. 

E , aor. II intr. surgo, e 

I soto KXIV 35: ἄνσταϑ᾽ "Augur 

du i ἊΝ δέος ἴσχει ὀκνηρόν" — 

o ὅμῶες ταλασίφρονες. — 

d um I 152: (af. δὲ χίμαι- 

μὴ OR ith 5 τράγος 

IIT 388: μή 
Le Fai "l1og &va- 
equo exsail*ante XV 53: 


d 


1 n τὰς 


dida — Avtrjévns 


29 


ὀρϑὸς ἀνέστα ὁ πυρρός, cf. V 
X 892: tollit se arrectum 
— met. surgo, exsisto XXV 149: (ὁ 
δέ οἵ περὶ νεῦρα τανυσϑείς) μυὼν ἐξ 
ὑπάτοιο βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη, οἵ. 
Il. Il 267: σκῶδιξ δ᾽ αἰματόεσσα 
ταφρένου — | σκήπτρου ὕπο 
χρυσέου. (de XXVI 67 v. dvéo.) 
ἀννέμω lego XVIII 41: γράμματα 
δ᾽ ἐν φλοιῷ γεγράψεται, ὡς παριών τις 
| ἀννείμῃ, “Ιωριστί: ἀναγνώσῃ. Schol. 
ἀνοΐγω aperio, recludo iannam XIV 
41: oi δὲ Δύκος νῦν πάντα, Μύκω 
καὶ νυχτὸς ἀνῷκται, cf. Hor. 'Od. ΠΊ 
9, 20: patet ianua Lydiae. — lage- 
nam, vinum XIV 15: ἀνῷξα δὲ Bé 
Bisvor «rois. 
ἀνορέα robur, superbia Syr. 9: ὃς 
σβέσεν ἀνορέαν (o ἰσαυδέα! | Παπποφόνου. 
« ;, αἴϊευο metaph. I 
139: (χὠ e, τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύ- 
σατο" τὸν δ᾽ ᾿ἀφροδίτα) ἤϑελ᾽ dvoo- 
ϑῶσαι. 
ἐνούᾶτος non auritus, de Priapi 
statua Ep. IV 3: (ξόανον) τρισκελές, 
αὐτόφλοιον, ἀνούατον. 
ἀνταμείβομαι respondeo XXIV 
10: τόσσ᾽ ἔλεγεν βασίλεια" ὁ δ᾽ ἀντ- 
ἀμείβετο τοίοις. 
ἀντάξιος aequiparandus , eiusdem 
pretii X | 114: à οὐ δωτίναν dwr- 
ἄξιον ὥπασε τέχνας. 
ἀντἄχέω resono Ep. IV 11: ξουϑαὶ δ᾽ 
ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι! μέλ- 
πουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν Oma. 
ἀντέλλω orior XIII 25: ὦμος δ᾽ 
ἀντέλλοντι Πελειάδες. X VIII 26: πότνι᾽ 
ἅτ᾽ ἀντέλλοισα καλὸν διέφανε πρόσ- 
«zov | Ao. 
ἀντέ (ἀντ᾽ ἀνθ᾽} praep. c. gen. 
pro, loco V 150: (ἀλλὰ γενοίμαν) αἱ 
μή tv φλάσσαιμι, Μελάνθιος ἀντὶ 
Κομάτα. II 41: (ὅς με τάλαιναν) ἀντὶ 
γυναικὸς ἔϑηκε κακὰν καὶ ἀπάρϑε- 
νὸν εἶμεν. XXII 179: νυμφίοι ἀντὶ 
νεκρῶν. Ep. XVII 3. — V 36: τίς 
τρέχας ἀντ᾽ dios ἐποκίξατο; 124. 127. 
Ep. VIIL 3. — rem cum re compen- 
sari significat. XVII 116: (ἀείδοντι 
Πτολεμαῖονὶ ἀντ᾽ εὐεργεσίης. Ep. 
XVIII 3: ἡξεῖ τὰν χάριν & γυνὰ ἀντὶ 
τήνων, ᾿ ὧν τὸν κοῦρον ἔϑρεψε: pro 
164 quod. 
irm Antigenes L ycorei filins, 
m VII (ἔτευχε Θαλύσια καὶ 
"νον ἐδ ἀτὰς » xavriyivng, δύο τέκνα 
Μυκωρέος. 


0 ᾿Δἀντιγόνα --- ἄνω 


᾿Αντιγόνα Antigone, Cassandri filia, 
Berenices mater XVII 61: ᾿Ἀντιγόνας 
ϑυγάτηρ βεβαρημένα ὠδίνεσσιν. 

ἀντίος contrarius, contra, € regione 
XXX 9: αἰδέσϑεις ποτέδην ᾿ ἀντίος, 
cf. Od, XIX 418: ἡ δ᾽ οὔτ ἀϑρῆσαι 
δύνατ᾽ ἀντέη οὔτε νοῆσαι. — ἢ, pl. 
pro adv. VII 48: (ὅσοι ποτὶ Χῖον 
ἀοιδόν) ἀντία κοπκύξοντες ἐτώσια 
μοχϑίέξοντι. c. gen. XVII 20: ἀντία 
δ᾽ Ἡρακλῆος ἔδρα Κενταυροφόνοιο | 
ἵδρυται. 

᾿Αντίοχος Antiochus, Echecratidis 
filius, rex Thessaliae, Simonidis Cei 
aequalis XVI 34: πολλοὶ ἐν "Avrió 010 
δόμοις καὶ ἄνακτος ᾿Δλεύα | ἁρμαλιὴν 
ἔμμηνον ἐμετρήσαντο πενέσται. 

᾿Αντίπἔτρος Syr. 2: μαίας Avvi- 
πέτροιο ϑοὸν τέκες ἰϑυντῆρα: 1, e. 
Zóg, nam ἀντ᾽ αὐτοῦ πέτρος 50097 
τῷ «Κρόνῳ. 

ἀντιφὶλέω redamo, mutuo amore 
prosequor XII 16: χρύσειοι πάλιν ἄν- 
δρες, ὅτ᾽ ,ἀντεφίλησ᾽ ὁ φιληϑείς. 
XXVIII 6: ὅπως ξέννον ἔμον τέρψομ᾽ 
ἴδων κἀντιφιλήσομεν (e, Bergk. coni. 
scr. pro vulg. κἀντιφιλήσω v. κάντι- 
φιλήσομαι): tut inter.nos amemus. 
XVII 40: 
πλέον. 

ἀντλέω haurio X 18: ἐκ πίϑω 
ἀντλεῖς, δῆλον" ἐγὼ δ᾽ ἔχω οὐδ᾽ ἅλις 
ὄξος: *tu quidem hauris e dolio (sc. 
vinum meracum)". παροιμία ἐπὶ τῶν 
ἄφϑονα ἐχόντων τὰ πράγματα. Schol. 

ἀντολή ortus sc. solis, oriens, acc. 
dor. V 103: τουτεῖ βοσκησεῖσϑε ποτ᾽ 
ἀντολάς, ὡς ὃ Φάλαρος. 

ἄντρον (sg. ἄντροιο,, τῶ, του, -Q, 
τον; in crasi τῶώντρω, τὥντρῳ. — pl. 
pro sing. ἄντρ(α)) Spécus ,. antrum, 
domicilium pastorum 1 6:0  qorgíe o" 
᾿Δμαρυλλί, τί μ᾽ οὐκέτι τοῦτο κατ 
ἄντρον l παρκύπτοισα καλεῖς τὸν Ἔρω- 
τύλον; “δα hoc antrum prospectans' 
vel Ἵπ hoc antro', ut VII 149. — 
VIII 72: «xui γὰρ ἐκ τὥντρω σὺν- 
οφρυς κόρα ἐχϑὲς ἰδοῖσα | τὰς δαμά- 
λας παρελᾶντα (Valck. pro vulg. κἄμ᾽ 
ἐκ τῶ ἄντρω S. τοῦ ἄντρου). IX 15: 
κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοιπέω | κοίλαις 
ἐν πέτραισιν. VIII 50: ὦ σιμαὶ δεῦτε 
ποτ᾽ ἄντρ᾽ ἔριφοι (e coni. scr. A. 
Fritzschius pro ósór ἐφ᾽ ὕδωρ). III 
13. Ep. HI 56. V 6. itaque Cyclopis 
Polyphemi XI 44: ἄδιον iv τὥντρω 
παρ᾽ ἐμὶν τὰν νύκτα διαξεῖς. VI 28; 


UJ 5 L3 Y 
ἡ μὰν ἀντεφιλεῖτο πολὺ ἱ 


- κράναν: ματε ἐργάσατο. 


» ἀριστέες, ὡς ἀνύσαιο: 


et, Centaurorum VII 149: $6010 κατὰ 
λάινον ἄντρον | κρατῆρ᾽ Ἡρακλῆι γέ- 
oov ἐστήσατο Χείρων: in antro, cf. 
h. Mere. 401: κιὼν παρὰ Acwov &v- 
τρον. etiam Nympharum VII 137: 
(τὸ δ᾽ ἐγγύϑεν ἱερὸν ὕδωρ) Νυμφᾶν 
ἐξ ἄντροιο κατειβόμενον κελάρυξεν, 
cf. Od. ΧΠῚ 108: ἄντρον ἐπήρατον, 
ἠεροειδές | ἱρὸν Νυμφάων, αἱ νηιάδες 
καλέονται. Verg. Aen. I 168: antrum 
Nympharum domus. 


ἄντυξ 1) orbis, ora clipei XXII 
184: σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ᾽ ἀσπί- 
δὸς ἄντυγα πρώτην, cf. Hl. XX 975: 
ἄντυγ᾽ ὕπο πρώτην. . — 2) currus II 
166: ἀστέρες εὐκήλοιο κατ᾽ ἄντυγα 
Νυκτὸς ὀπαδοί. 


ἀνυπόδητος non calceatus, nudis 
pedibus ,MIV 5 δὲ ἀφίκετο Πυϑαγορι- 
πτάς, | ὠχρὸς κἀνυπόδητος. 


,ἀνῦσίεργος laboriosus XXVIII 14: 
οὕτως ἀνυσίεργος, φιλέει δ᾽ ὅσσα 
σαόφρονες Theogenis. Prima syllaba 
h. v. vi arseos producitur perinde at- 
que. ἀϑάνατος, ἀείδω, q. v." 


᾿ἄνυσις perfectio, finis, modus XXV 
93: (τῶν μέν τ᾽ οὔτις ἀριϑμὸς ἐν 
ἠέρι γένετ ἰόντων) οὐδ᾽ ἄνυσις. ! 

ἀνύω (act. ipf. ἄνυε; aor. ἤνυσα, 
ἄνυσε. — pass. plpf. ἄνυστο ci. -- 
med. aor. ἀνυσάμαν, ἀνύσαιο) 1) Act. 
perficio (incepta), conficio. III 41: δρό- 
μον ἄνυεν. ΧΧΙ 19: κοὔπω τὸν μέ- 
σατον δρόμον ἄνυεν oue Σελάνας. 
59: ἤνυσα δ᾽ ὧν τὸν ἄεϑλον. I 33 
(τὸν αὑτῶ) ἄνυε πικρὸν ἔρωτα καὶ 
τέλος & ἄνυε μοίρας. XXVII 67: ἄνυστο 
δὲ φώριος εὐνή (Mein. e coni, scr. 
pro vulg. ἀνίστατο, Ahr. ἀνύετο). 
VI 6: Bosgwe ὃς ἐκ ποδὸς ἄνυσε 
κατεπράξατο 
τὴν τοῦ ὕδατος ἔκρηξιν. Schol. (de 
Π 92 et VII 10 v. ἄνω.) — 2) Med. 
mihi conficio, impetro V 144: ἀνυσά- 
μὰν τὰν ἀμνίδ᾽. sine obi. XVIII 16: 
ὄλβιε γάμβρ᾽ , ἀγαϑός τις ἐπέπταρεν 
ἐρχομένῳ τοι | ἐς Σπάρταν ἅπερ ὥλλοι 
h. e. οὖ He- 
lenam duceres?, 


ἄνω conficio VII 10: κοὔπω τὰν 
μεσάταν ὁδὸν ἄνομες (e Mein. et Pal. 
coni. ser. pro &wvpsc). II 92: ὁ 
δὲ χρόνος ἀνετὸ φεύγων (ex emend. 
Meinekii scr. pro ἄνυτο), (Π 143: ἐκ 
πόϑον ἄνομες coni. est Bergkii parum 


probabilis pro vulg. ἐς πόϑον 7j»9o- 





















ἔς 


vov 1) desuper VIII 19 — 39: 
wyy&) λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, 
ἶσον ἄνωθεν. — 2) de tempore 


eiusdem pretii, , C.gen. 
32: καὶ τέ μοι ἕδνον * 
* ἣν ἐπινεύσω; XIV 48: 

οὔτε λόγω τινὸς ἄξιοι οὔτ᾽ 
, I 44: τὸ δὲ σϑένος ἄξιον 
τ ἄξιόν ἐστι νέῳ τινὶ εἶναι. Schol. 


ἀοιδή (sg. ἀδιδή, -&c, -dv. pl. ἀοι- 


λιγυρὰν ἀναμέλψαι ἀοι- 
δάν, οἰ. XV 190. Od. XII 183: λιγυ. 
F δ᾽ ἔντυνον ἀοιδήν, sc. Σειρῆνες. 
—-— de avibus Ep. IV 9: εἰαρινοὶ δὲ 
" ) ) ἀοιδαῖς | κόσσυφοι 
. ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη. — 3) 
— carmen laudes deorum continens XVII 

S): ἀϑανάτων τὸν ἄριστον ἐπὴν κλεί- 
μεν ἀοιδαῖς. XXII 223. epicum XVI 
1: Ἰάονος ἀνδρὸς ἀοιδαί h. 6. Ὁμή- 
eov. plerumque bucolicum VIII 31: 
εἶτα δ᾽ ἀμ ὑπελάμβανε qvi 
᾿ἀοιδάν | βουκολι 64: ἄρχετε 


L7 xv. 

CORTO Moises φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοι- 
τὸ, 16. [94.] 99. 104. 108. 114. 

9. 122. 126. 131. 137. 142. 62. VII 















ο΄ ἀοιδός (ag. ἀοιδός, -οὔ, -Ov; pl. 
ἀοιδοί, -v, -oig, -09c; plerumque in 


ἄνω — ἁπαλός 31 


exitu hex.) I subst. 1) cantor, poeta, 
vates V 80: τὸν ἀοιδὸν | “άφνιν. VII 
38. XXIV 107. — 218: ὑμῖν 
χῦδος, ἄνακτες, ἐμήσατο Χίος ἀοιδὸς 
h. e. Homerus, cf. VII 47. XVI 44: 
δεινὸς ἀοιδὸς ὁ Κήιος h. e. Simoni- 
des, ,,potens vates* Hor. Od. IV 8,27. 
XXII 24: ἀοιδοί vocantur Castor et 
Pollux, XVII 6:. (ἥρωες) δέξαντες 
καλὰ ἔργα σοφῶν ixvoncav ἀοιδῶν. 
XVI 98: ὑψηλὸν δ᾽ Ἱέρωνι κλέος φο- 
ρέοιεν ἀοιδοί (var. ἀοιδαῦδ. 1: αἰεὶ 
τοῦτο Διὸς κούραις μέλει, αἰὲν doi- 
δοῖς | ὑμνεῖν ἀθανάτους, ὑμνεῖν ἀγα- 
ϑῶν κλέα ἀνδρῶν, cf. Od. VIII 18: 
Move' ἄρ᾽ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι 
χλέα ἀνδρῶν. — XVI 19. 21. 24. 50, 
69. 73. XXII 215. — de animalibus: 
eantor XVIII 56: ἐπεέ κα πρῶτος 
ἀοιδός | ἐξ εὐνᾶς κελαδήσῃ ἀνασχὼν 
εὔτριχα δειράν. — 2) cantrix, poetria 
XV 97: (μέλλει τὸν Ἄδωνιν ἀείδειν) 
& τᾶς ᾿Δργείας ϑυγάτηρ πολύιδρις ἀοι- 
δός. — ll adi, canorus XII 7: (ἀηδών) 
συμπάντων λιγύφωνος ἀοιδοτάτη πε- 
τεηνῶν. 

ἀολλής coniunctus, egatus XII 
30: aisé οἵ περὶ τύμβον ἀολλέες εἴαρι 
πρώτῳ | κοῦροι ἐριδμαίνουσι φιλήμα- 
τος ἄκρα φέρεσθαι, ubi post caesu- 
ram legitur tertii pedis, ut apud Hom. 
semper, cf. e. g. 1]. V 498: "Agysior 
δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες. 

ἄορ ensis XXII 191: τὼ δ᾽ ἄορ ἐκ 
κολεοῖο ἐρυσσαμένω φόνον αὖϑις | 
τεῦχον ἐπ᾽ ἀλλήλοισι, cf. Od. X 521: 
ἐγὼ δ᾽ dog ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ 
μηροῦ. 

ἀπάγχω suspendo, strangulo, med. 
HI 9: ἀπάγξασϑαί us ποιησεῖς : effi- 
cies ut suspendam me.  'Liberius 
vertit Verg. cl. II 7: mori me deni- 
que coges'. 

ἀπαλέξω defendo, aor, XXVII 20: 
(πόλλ᾽ ἐδάη σόφα) ἀνθρώποισι νόσοις 
φάρμακα λύγραις ἀπαλαλκέμεν. 

U « , LJ - 

« (sg. m. ἁπαλός. f. ἁἀπαλᾶς, 
-&v. n. ἁπαλόν. pl m. ἁπαλοί, f. 
ἁπαλαῖσιν, -ἀς. aeol. ἀπάλω XXIX 96. 
ἀπάλῳ XXVIII 4. — comp. ἁπαλω- 
τέρα) mollis, tener, delicatus 1) VIII 
59: παρϑενιχᾶς ἁπαλᾶς πόϑος. XI 
20: (Γαλάτεια) ἁπαλωτέρα ἀρνός. de 
iuvene "magna cum acerbitate dici- 
[χ᾽ XIV 25: (Λύκος) εὐμάκης, ἅπα- 
λός. de corporis partibus XXIV 54: 


52 ἀπαμείβομαι -- ἀπέχϑομαι. 


(Ἡρακλῆα) ϑῆρε δύω χείρεσσιν ἀπρὶξ᾽ 


ἁπαλαῖσιν ἔχοντα. XXIX 25: ἀλλ᾽ 
ὑπὲρ ἀπάλω στύματός σε πεδέρχομαι. 
— ad animum transfertur XIII 48: 
πασάων γὰρ ἔρως ἁπαλὰς φρένας ἐξ- 
εσόβησεν. — 3) de rebus XXVII 53: 
ἁπαλὸν νάκος. plerumque de plantis 
XXVIII 4: ὅππα Κύπριδος igov κα- 
λάμῳ χλῶρον ὑπ᾽ ἀπάλῳ (vulg. ὑπα- 
πάλω v. ὑπαπάλῳ). porro sic vocan- 
tur πτέρις V 585. μάκων Xl 57. ποία 
VIII 67. κᾶποι XV 113. 

ἀπὰμεέβομαι vicissim respondeo 
XXV 42: τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσ- 
ἔφη Διὸς ἄλκιμος υἷός, αὖ apud Hom. 
saepissime. VIII 8: τὸν δ᾽ ἄρα zo 
Ζίάφνις τοιῷδ᾽ ἀπαμείβετο μύϑῳ (var. 
ἀμείβετο), cf. Od. X 11: πατὴρ δ᾽ 
ἠμείβετο μύϑωῳ. 

ἀπάνευϑε(ν) procul a, sine XVI 
10: (χαλεπαὶ γὰρ ὁδοὶ τελέϑουσιν ἀοι- 
δοῖς) κουράων ἀπάνευθε Ζιός. 109: 
(z£ γὰρ Χαρίτων ἀγαπητόν) ἀνθρώποις 
ἀπάνευϑεν ; de collocatione verborum 
cf. Hor. Sat. 13, 68: nam vitiis nemo 
sine nascitur. 

ἀπάρϑενος devirginata Il 41: (ue) 
ἀντὶ γυναικὸς ἔϑηκε κακὰν καὶ 
ἀπάρϑενον εἶμεν. 

ἀπάρχομαι primitias offero deis 
VII 33: (Δαμάτερι δαῖτα τελεῦντι) 
ὄλβω ἀπαρχόμενοι: frugum primitias 
offerentes". sine casu XVII 108: αἰὲν 
ἀπαρχομένοιο σὺν ἄλλοισιν γεράεσσι. 

ἅπας (sg. m. ἅπαντα. f. ἅπασα. 
n. ἅπαν, ἅπᾶν bis, aeol. ἄπαν XXX 
6 (ci). pl. ἅπασαι, ἅπαντα; bisylla- 
bae formae plerumque post caesuram 
tertii pedis hex., trisyllabae in exitu 
leg.) 1) wniversus, totus XXII 158: 
ἄἅἄπασά τε Σισυφὶς dv. XVII 41: 
οἶκον ἅπαντα. XXIV 198: χλᾶρον 
ἅπαντα. XXII 86: ἅπᾶν ᾿ἀμύκοιο 
πρόσωπον. 11 56: (αἷμα) — ἅπᾶν ἐκ 
βδέλλα πέπωκας. XXII 164: ἅπαν 
πατρώιον αἷμα. XXX 6: ἄπαν τοῦτο 
χάρισμ᾽, αἴ ἐι παραύαις γλύκυ μειδίέαι 
(e coni. scr. A. Fritzschius pro cod. 
τᾶς γᾶς, Paley ταῖς δ᾽ αὖ, Kreussl. 
αὐγᾶς). unde in adv. significationem 
paene abiit ἅπαν XV 148: zov7]o ὄξος 
ἅπαν: totus, merus, lauter, nichts als. 
XV 20: πέντε. πόκως ἔλαβ᾽ ἐχϑές, 
ἅπαν ῥύπον. — 2) plur. omnes, omnia 
XXIV 21: Ζιὸς νοέοντος &zovro. XV 
88. XXV 124. 


ἀπάτα fraus XV 49: οἷα πρὶν 


ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαι- 
σδον. 

ἀπάτωρ cuius verus pater ignotus 
est. Syr. 15: (ὦ) κλωποπάτωρ, ἀπάτωρ: 
appellatur Pan, ὅτι ἐκ πολλῶν τῶν 
μνηστήρων γεγένηται ὃ Πάν. Schol, 

ἀπαυδάω interdico, depono XXII 
129: ἀνέσχεϑε νεῖκος ἀπαυδῶν | ἀμ- 
φοτερας Quo χεῖρας. 

ἀπειλέω minitor XXV τὸ: τρηχὺ 
δὲ φωνῇ | ἠπείλει μάλα πᾶσιν. ὁ. infin. 
XXIV 16: (Hoy δράκοντας ὦρδεν) — 
ἀπειλήσασα φαγεῖν βρέφος Ἡρακλῆα: 
serpentes minaciter iussas Herculem 
comedere. 

ἄπειμι absum X 8: οὐδαμά τοι 
συνέβα ποϑέσαι τινὰ τῶν ἀπεόντων ; 

ἄπειμι abeo, (abibo) IV 48: εἰ μὴ 
ἄπει τουτῶϑεν. XXIII 44: κἂν ἀπίῃς 
τόδε μοι τρὶς ἐπάπυσον. 

ἀπεῖπον despondeo animum, desisto 
V 92: ἀλλά γέ τοι διαείσομαι, ἕστε κ᾽ 
ἀπείπῃς : 'donec tu cantare destiteris". 

ἀπειρέσιος infmitus, permultus 
XXV 100: ἔνϑα μὲν οὔτις ἕκηλος 
ἀπειρεσίων περ ἐό pre HUN παρὰ 
βουσὶν ἀνήρ, ut iam Hom. dieit Od. 
XIX 174: (ἄνϑρωποι) πολλοὶ ἀπειρέσιοι. 


ἄπειρος terra continens XVII 71: 
μυρίαι ἄπειροί τε καὶ ἔϑνεα μυρία 
φωτῶν. 

ἀπέρχομαι (aor. ἀπῆλθον, -ν; 
dor. ἀπῆνϑον, ἀπενϑεῖν ; nisi in exitu 
hex. non leg.) abeo, discedo, abs. XII - 
26: ἔχων δ᾽ ἐπίμετρον ἀπῆλθον (var. 
ἀπῆνϑον). XXVII 34. c. praep. XII 
33: ξὴν ἐς μητέρ᾽ ἀπῆλϑεν (var. ἀπ- 
ἤνϑεν). accedit notio redeundi II 84: 
πάλιν οἴκαδ᾽ ἀπῆνϑον, cf. ΧΙ 64. XI 
19: πολλάκι ταὶ ὄιες ποτὲ τωὐλίον αὖ- 
ταὶ ἀπῆνϑον | χλωρᾶς ἐκ βοτάνας. 

ἀπεχϑάνομαι  odiosus, (nvisus 
sum, aor. XVI 105: (ζαριτες) Oogo- 
μενὸν φελέοισαι ἀπεχϑόμενόν ποτε 
Θήβαις. XXVI 21: οὐκ ἀλέγω μηδ᾽ 
ἄλλον ἀπεχϑόμενον Διονύσῳ | φρον- 
τίξοιμ᾽ (e Kreussl. coni. scr. pro ἀπ- 
ἐχϑόμεναι v. ἀπεχϑέμεναι). 

ἀπεχϑής odiosus, imvisus I 141: 
(ἔκλυσε- δίνα) τὸν Μοίσαις φίλον &v- 
ὃρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχϑῆ. 101: 
Κύπρι νεμεσσατά, Κύπρι ϑνατοῖσιν 
ἀπεχϑής, ubi A. Fritzschius mayult 
scribi ἐπαχϑής. 

ἀπέχϑομαι — ἀπεχϑάνομαι VII 
45: dg μοι καὶ τέκτων μέγ᾽ ἀπέχϑε- 
ται. (de XXII 174 v. ἀπέχομαι.) 








































EINE * 

᾿ἐρωήσουσι: vo ὑσμένης 

e eod. D et ed, unt. ἀπεχϑομένης). 

durus, immitis XXII 169: 

v d καὶ ἀπηνέες. XXIII 
ἐφάβω. 48: ἀπηνέα 


he dum 8. ec pirum VII 120: 
| δὴ μὰν ἀπίοιο πεπαίτερος: "ac 
οἴδοξο ille (Philinus) iam est piro 
at , flaccidior'. 

"Amis pis, Thessalus quidam XIV 
p Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας | Ais. 


| "Axig Apia h. e. Peloponnesus XXV 


83: οὐ iv γάρ, χε τοσόνδε κατ᾽ 

Ἢ —— * εὕροις. 

3 y warden πα Vg XV 30: 
ἔρει. — δὸς 0 — 

IAE cnm 

: ἄπνευστος eranimis XXV211: (09- 

ϑὸν ἀείρας) ἄπνευστον sc. τὸν λέοντα. 


ἀπὸ (septuagies leg., sexagies quin- 
E in hex., forma triplici 1) ἀπό 
dies in prima plerumque est 
; raro in tertia et quinta, semel 
- jn secunda, semel in quarta (ἄπο 
XXVI 710). 2) ἀϊπό iambus quater- 
| 'riecies tertium trochaeum sequitur, 
primum. 3) ἀπ᾽ (ἀφ᾽ ter- 
᾿ς tium or clem pedem claudit, rarius 
E , semel primum; bis secun- 
effieit syllabam tertii et quinti 
XX 2. 10. — praeterea aeol. 
ἀπύ XXVIII 16.) 1» adv. in tmesi, v 
ἀποκρίνομαι, ἀποφεύγω. — IL praep. 
". gen. a, de, ex 1) de loco Significat 
liquid separari ab aliqua re, disce- 
?, proficisci; quare saepissime 
. eum verbis movendi coniungitur, ita 
ont og aut quo motus fiat nihil in- 
it. I 77: ἦνθ᾽ Ἑρμῆς πράτιστος 
Tx ὥρεος. XX 38: ἀπ᾽ ,Ovisuzo 
(54 μολοῖσα, [1Π| 43: τὰν ἀγέλαν χὼ 
XA i$ ἀπ᾿ Ὄϑρυος γε Μελάμπους. 
"iV 86. 18. IX 11. ΧΠῚ 50. XV 35. 85. 
LLKXIE 31. XXIII 59. — XV 102: τὸν 
4àoviy ἀπ᾿ ἀενάου ᾿Αχέροντος τ 
 ἴγαγον Ὧραι. XXV 232: αὐτὰρ 
Apüre δαφοινὸν ἀπὸ χϑονὸς ὠχ᾽ be. 
nee. 13. ΠῚ 148, xtv 41, — XV 
40: ἀπὸ Τροίας ἐπανελθών. ΧΧ 2: 
᾿ ἀπ’ ἐμεῖο. 10, VI 18. XV 122. 
XV 56. 164. 235. — aut cum aliis 
verbis similem quandam significatio- 
| nem pou XVII 72: (ὑψόϑεν 
ἔκλαγε φωνᾷ) ἐς τρὶς ἀπὸ νεφέων 
Lexicon Theocriteum. 


μέγας αἰετός. ΧΧ 12: καί μ᾽ ἀπὸ τᾶς 
κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδε. 
XXVI 10: ἀλιβάτω πέτρας ἄπο πάντ᾽ 

ἐθεώρει. XXID182: ἀπ᾿ ὦμων τεύχε᾽ 

ἔϑεντο. XXV 213: (βύρσαν) ϑηρὸς 
τεϑνειῶτος ἀπὸ μελέων ἐρυσαίμην. 
XXIV 48: οἴσετε πῦρ ὅτι θᾶσσον ἀπ᾽ 

ἐσχαρεῶνος ἑλόντες. XXII 19: ἐκαλέσ- 
σατο πάντας] Μαγνήσσης. ἀπὸ , "nós. 
V 121: σκίλλας ἰὼν Γραίας ἀπὸ ἡ σάματος 
αὐτίκα τίλειν. ὙΠ 65: οἷνον ἀπὸ 
κρητῆρος ἀφυξῶ. XXIV 18: ἀπ᾿ 
ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ! ἐρ ομένοις 
λάμπεσκε. XXIII 50: ἧπτεν ἀπ αὐτῷ 
| τὰν λεπτὰν σχοινῖδα. XIV 38: εὖ- 
μαρέως κεν ἀπ᾽ αὐτᾶς καὶ λύχνον 
ἅψας. XV 16: φῦχος ἀπὸ σκανᾶς 
ἀγοράσδων. H 80: ὡς ἀπὸ γυμνασίοιο 
καλὸν πόνον ἄρτι λιπόντων: "fresh 
from the gymnasium*. XXII 120: 
δοχμὸς ἀπὸ προβολῆς κλινϑείς. XIV 
68: ἀπὸ κροτάφων πελόμεσϑα | ynoa- 
λέοι. — interdum movendi aut se- 
parandi verbum. deest, et facile intel- 
ligitur V 3: ovx ἀπὸ τὰς κράνας; 
XIV 46: (δύο μῆνες,) ἐξ ὦ ἀπ᾿ ἀλλά- 
λων: 'ex quo sumus disiuncti!' V 
100. 102. VI 15. etiam si arctius c. 
subst. coniungitur praep. XXV 304: 
(βέλεμνα) χειρὶ προεσχεϑόμην καὶ ἀπ᾿ 
ὥμων δίπλακα λώπην. I 147: dx 
Αἰγίλω ἰσχάδα τρώγοις. ,Ep. IV 6: 
ῥεῖϑρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλε- 
$e: | δάφναις. XIV 16: (ἀνῷξα δὲ 
Βέβλινον. αὐτοῖς) εὐώδη, τετόρων ἐτέων, 
σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ: 'odorum prope 
tamquam recens a torculari'. — Deni- 
que partem significat a tota re se- 
paratam lI 53: τοῦτ᾽ ἀπὸ rüg χλαί- 
νας τὸ κράσπεδον ὥλεσε “Δέλφις. XVI 
81: ἀριϑμητοὺς ἀπὸ πολλῶν. Ep. 
XXI 2: εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἶμι 
Συρακοσίων. --- 5) originem signifi- 
cat, materiam, causam VII 5: (δύο 
τέκνα, afa "tte — ἀπὸ Κλυτίας τε 
XXVIII 16: 

— ἀμμετέφας ἔσσαν ἀπὺ .196vog ied 
vulg. ὠπὸ e cod. D (ἀπό) rec. Ahr). 
V 95: (αἴ μὲν ἔχοντι) λυπρὸν ἀπὸ 
πρίένοιο λεπύριον. XVII δ: ἥρωες, τοὶ 
πρόσϑεν ἀφ᾽ ἡμιϑέων ἐγένοντο. XV 
106: τὸ μὲν ἀθανάταν ἀπὸ ϑνατᾶς | — 
ἐποίησας Βερενίχαν. XV 117: ὅσσα ἢ 
ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος — πάρεστι: "ex 
dulci melle eonfecta bellaria'. Ep. 

VII 4: καὶ τόδ᾽ ἀπ᾿ εὐώδους — 
ἄγαλμα κέδρου. — Ep. XI 2: δεινὸς 
ἀπ᾿ ὀφθαλμοῦ καὶ τὸ νόημα μαϑεὶν. 


8 





34 ἀποβαίνω — ᾿ἀπόλλων͵ 


XVI 49: ϑῆλυν ἀπὸ χροιᾶς Κύκνον 
ἔγνω: 'feminae similem, ubi colorem 
eius eonsideravimus'; color enim ef- 
fecit, ut femina esse videretur. XXIV 
18: τεὸς ὑἷός, ἀπὸ στέρνων πλατὺς 
ἥρως: 'a pectore facta eius contem- 
platione*. 109: ἀπὸ σκελέων ἕδρο- 
στρόφοι ᾿4ργόϑεν ἄνδρες: ἃ cruribus 
h. e. *erurum ope celeriter mates ver- 
santes". VI 125: εἷς δ᾽ ἀπὸ τᾶσδε, 
φέριστε, Μόλων ἄγχοιτο παλαίστρας: 
"ab hae palaestra, Moloni fauces eli- 
dantur. I 16: ἤ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας | 
τανίκα κεκμηκὼς ἀμπαύεται: ἃ VO- 
natu ,requieseit venatu fessus. XXIX 
4: οὐκ ὄλας φιλέειν μ᾽ ἐϑέλησϑ'᾽ ἀπὸ 
καρδίας, cf. XVIL 180: ἐκ ϑυμοῦ ᾿στέρ- 
“ γοισα. — 3) de tempore II 4: ὅς μοι 
δωδεκαταῖος ἀφ ὧ τάλας οὐδὲ πο- 
ϑίκει: 'ex quo tem ore'. 157: νῦν 
δέ τε δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὦτέ νιν οὐδὲ 
ποτεῖδον. XII 24: ἀφ᾽ ὦ τότε χοι- 
ράδες ἔσταν: "ex quo. tune tempore'. 

XIV 30: τὸν ἐμὸν Λύκον, ἄδεν, ἀπ᾽ 
ἀρχᾶξ: 'a principio, dudum (sc. ad- 
amavi). X 14: πρὸ ϑυρᾶν μοι ἀπὸ 
σπόρω ἄσκαλα πάντα: 'mihi foris ἃ 
semente inculta iacent ommia', h. e. 
"plane neglecta sunt omnia ; tempo- 
ris enim notio in verbis ἀπὸ σπ. tota 
fere evanuit. 

ἡ χδβοΐνω 1) discedo XXX 11: εἰς 
οἶκον δ΄ ἀπέβαν. -- 2) evenio XV 38: 
ἀλλὰ κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι. — 3) 
evado XIII 15: avro ὃ εὖ ἕλκων ἐς 
ἀλαϑινὸν ἄνδρ᾽ ἀποβαίη, cf. Ter. Ad. 
III 4; 64: profecto evadet in aliquod 
magnum ma]um. 

ἀποβάλλω reiicio, sperno, med. 
XI 19: ὦ καλὰ Γαλάτεια, τί τὸν φι- 
λέοντ᾽ ἀποβάλλῃ; 


ἀπόβλητος aspernandus XVII 136: 
δοκέω δ᾽ ἔπος ovx ἀπόβλητον] φϑέγ- 
ξομαι ἐσσομένοις, cf. Il. II 861: οὔτοι 
ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται ὅττι κεν εἴ" 
πω. 'Vocalis o ante literas βλ cor- 
reptio plane singularis est Theocrito, 
y. ἀρτιγλυφής.᾽ 

ἀπδβρίξω edormio Ep. XXI 4: 
ϑαρσέων καϑέζευ, κὴν ϑέλῃς ἀπόβριξον. 
cf. ἀπδβρίξαντες Od. IX 151. XII 7. 

ἀποδᾶμέω peregrinor XIV 50: εἶ 
δ᾽ οὑτῶς ἄρα τοι δοκεῖ ὥστ᾽ ἀπο- 
δαμεὶν. 

᾿ἀποδατέομαι impertio XVII 50: 
ἑᾶς δ᾽ ἀπεδάσσαο τιμᾶς (Ahr. et Ziegl. 
c. Var. ἑὰς — τιμάς): 8c. Βερενίκᾳ. 


' olivae. 


ἀποδέρω͵ excorio, deglubo XXV 
218: τοῖσι (ὀνύχεσσι) ϑοῶς ἀπέδειρα 
8c. τὸν λέοντα. 

ἀποδύω exuo V 14: (οὐ τέ γε 
Λάκων) τὰν βαίταν ἀπέδυσ᾽ ὁ Καλαι- 
ϑίδος: 'te pelle tua exuit'. — intr, 
III 25: τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα 
τηνῶ ἁλεῦμαι: pelle deposita. 

ἀποϑνήσχω morior Hr 21: καΐκα 
δὴ ᾿ποϑάνω, τό γε μὰν τεὸν ἁδὺ τέ- 
τυλται. 

ἀποικέω procul abito XV 1: τὺ 
δ᾽ ἑκαστέρω, ὦ μέλ᾽, ἀποικεῖς. 

ἀποίχομαι discedo XV 03: χρη- 
σμὼς à πρεσβῦτις ,᾿ἀπῴχετο ϑεσπίξασα. 
XIV 86: ἔξω ἀπῴχετο ϑᾶσσον. — de 


rebus c. gen. XXIV 18: ναὶ γὰρ ἐμὸν, 


γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πάλαι 
ὄσσων. 

&zxoxAGto (dor. . pro. ἀποκλείω) 
1) elaudo XV 48: τὰν αὐλείαν ἀπό- 
κλᾳξον (vulg. ἀπόκλαξον). — 2) 6α- 
cludo XV 11: *àvóoi zàoo ὃ τὰν vvóv 
εἶπ᾽ ἀποκλάξας (vulg. ἀποκλάξας). 

ἀπόκλάω defringo XXH 14: (xo£- 
μαται δὲ σὺν ἱστίῳ ἄρμενα πανταὶ 
εἰκῇ ἀποκλασϑέντα. 

ἀποχλίνω inclino , pass. incumbo 
III 38: ἀσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν 
ἀπόκλινϑείς, cf. Verg. Ecl. VIII 16: 
ineumbens tereti Damon sie coepit 
— intr. declino, deflecto VIE 
130: χὼ μὲν ἀποκλίνας ἐπ᾽ ἀριστεραᾶ. 

ἀπόχομμια fragmentum X 7: Mt- 
λων ὀψαμάᾶτα, πέτρας ἀπόκομμ᾽ &ct- 
φάμνω. 

,“ἀποχρίνομαι respondeo ὙΠῚ 4: 
οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίϑην ἄπο. 

ἀπολείπω relinquo, supero X. 3: 
οὔϑ᾽ ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον, ἀλλ᾽ 
ἀπολείπῃ: 'relinqueris, in metendi 
certamine a reliquis messoribus prae- 
teriris'. 

ἀπολήγω desino XXII 19: αἶψα 
δ΄ ἀπολήγοντ᾽ ἄνεμοι, οἵ, Od. XIX 
166: οὐκ ἔτ᾽ ἀπόδλήξεις. 

“ἀπόλλυμι perdo, med. pereo X 45: 
σύκινοι ἄνδρες" ἀπώλετο χοὗτος ὁ 
μισϑός. ΧΧΙΧ ὅ: τὸ δὲ λοῖπον ἀπ- 
ὦλετο (sc. τᾶς ξοΐας). 


᾿Απόλλων Apollo XVII 67: “ᾶλον 
ἐτίμασεν κυανάμπυκα Φοῖβος ᾿4πόλλων. 
10: Ῥήναιαν ἄναξ ἐφίλησεν ᾿πόλλων. 
Ep. XIX 4: 7 ῥά νιν of Moicot καὶ 
ὃ “άλιος ἠγάπευν ᾿πόλλων. V 82: 
καὶ γὰρ ἔμ᾽ ὡπόλλων φιλέει μέγα, 
καὶ καλὸν αὐτῷ | κριὸν ἐγὼ βόσκω. 


: 
: 
] 
1 










































ύω » gale, dimoveo XXI 86: 


i i 
: Eee) i i 141: 


condi ἀπελύετο κρατὸς 


"cumulum tollo, rado 


μή uot κενεὰν BI 
$, Morsbach. c. Buechelero 


i mir nicht 


"tiu 


) —— 

“ἀποπάνω med. desino | 188: zo 
: ! aide dxexcicuto (var. 
): *haec ubi dixit, desiit", 


1 


vu 90... 
E. —— ENT: — 
τοὺς ἀποπέμψει. 28: (α τραπέξῃ 
μειλίξαντ᾽ 


ἀποπέμψαι. 
ἀπδπλάξω, pass. aberro XXII 35: 
ἄμφω — ἀποπλαγχϑέντες 
ἑταίρων, cf. Od. IX 259: ἡμεῖς ro 
[ "Τροίηϑεν ἀποπλαγχϑέντες ᾿ἀχαιοί. 


᾿ς ἀπόπροϑεν — e longiquo , 
XX | 68: rovg xvvtg προσιόντας 
07 "ἃ » ἐνό αν. 252: ὡς 


ἐπ λῖς ἀπόπροθεν ἀϑρόος 
ES — 
— proeul ΧΠῚ 61: ὡς δ᾽ 
ὅπ rto d eh λῖς ἐσακού- 
(6 v. a tv nisi ante 
DEDE. nt apud Hom. 
«X XXIX 21: γηρα- 
reves dv ἀποπτύσαι: h. e. 
et — c. áccus, XXVH 5: 
κάρηνα pev πλύνω καὶ ἀποπτύω τὸ 


πορρέω defluo, metaph. ὙΠ 121: 
zo — ἄνϑος —— 


ἀποσβέ — M aor, intr. ezstin- 
89: 


ἄλ , 
᾿ ἅς, ἴσον, ὅσσον ἀπέσβης. aos — ἊΝ 


; ἀποσκχῦλεύω spolio XXIV 5: (ἀσπέ- 

& ἃ, | τὰν Πτερελάου) ᾿ἀμφιτρύων καλὸν 

ὅπλον ἀπεσκύλευσε πεσόντος. 

— ἀποσπόνδω libo || 48: ἐς τρὶς 
ποσπένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια, 


; — destillo XV 108: 
στῆϑος ἀποστάξασα yv- 


s ᾿ἀποστεινόω angusto XXII. 101: 


δ᾽ οἰδήσαντος ἀπεστείνωτο 


95 


ἀποστέ odio p 
XIV 50: vel. μὲν dseeipbespa, τὰ τὰ 


πάντα xev v^ * ἕρποι: καταφρο- 
νήσαιμι je. Schol. — Ep. IV 14: 
εἶχεν, ἀποστέρξαι τοὺς “άφνιδός μὲ 


- pier detraho XXII 105: πᾶν 
δ᾽ —— μέτωπον ἐς ὀστέον. 
ἀποσχίζω abscindo XXVII 54: φεῦ 

φεῦ καὶ τὰν μέτραν ἀπέσχισας (e coni. 
Sealigeri ser. pro ἀπέστιχες). ᾿ 

ἀποτέμνω, med, partem. mihi de- 
seco XVII 86: vol μὴν Φοινίκας ἀπο- 
τέμνεται ᾿ἀρραβίας τε ] καὶ Συρέας 
Διβύας τε κελαινῶν T Αἰϑιοπήων: 
h. e. *'eorum partem imperio com- 
prehendit". 

ἀποτέϑημι, med. mihi depono, 
condo VIII 70: ὡς τὸ μὲν ὥρνες ἔχωντι, 
τὸ δ᾽ ἐς ταλάρως ἀποθϑῶμαι (sc. pila). 

ἀπότιλμα id quod vellendo 
stractum est XV 19: γραιᾶν —— 


ματα πηρᾶν: *vellumina vetularum 
perarum". 

&zórgigo detero XVl 17: οὐδέ 
xtv ἰὸν ἀποτρίψας τινὶ δοίη. — me- 


taph. XXIV 131: πρὶν γῆρας ἀποτρῖ- 
ψαι νεότητα (Paley e coni. ἀποξῦσαι). 
ἀπότρώγω morsw abripio. rodo, 
metaph. X 6: τῶς αὔλακος οὐκ ἀπο- 
τρώγεις: ἵποπ rodis suleum h. e. cul- 
mos non accurate demetis'. ovx ἀπο- 
5 τῆς αὔλακος οὐδέν. Schol. 
ἀποφέρω,, med. mihi aufero 18: 
μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ὧϑλον ἀποισῇ. 
ἀποφεύγω Qufugio, per tmesin 
XXII 15: φεῦγε δ᾽ ἀπὸ χρώς. v. 
ὕπωχρος. 

ἀποφϑίνω, med. pereo, morior 
XXII 141: τύμβον ἵκανον ἀποφϑιμέ- 
- "Agaeijos. 

ἀπρεπής indecens V 40: ὦ φϑο- 
νερὸν τὺ καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον αὕτως. 

ἄπρηκτος og qui nihil perfecit. XVI 
12: ἔνϑ᾽ αὔη σφισὶν ἕδρη, ἐπὴν ἄπρη- 
κτοι ἵχωνται: infecta re. 

ἀπρίξ mordicus XV 68: ἀπρὶξ ἔχευ, 
Εὐνόα, ἃ ὧν: *mordicus, firmiter ad- 
baere nobis, XXIV 54: (Ἡρακλῆα) 
ϑῆρε δύω χείρεσσιν ἀπρὶξ ἁπαλαῖσιν 
: ovra: ἀντὶ rov ἐμπεφυκότως, ὥστε 

διαπρῖσαι τὴν συμφυΐαν. Schol. 
XV 68, 

&xto (act. . ipf. ἧπτεν. or. ἅψας. 
— páss. aor, ἄφϑθη. — med, pr. ἅπτε- 
ται, ἁπτόμενος, -ἔένα,. Or. rers 
ἥψατο, ἄψησθε) 1 Act. 1) ammecto 

8" 


36 

XXIII 50: ἧπτεν ἀπ᾿ αὐτῶ | τὰν 
λεπτὰν ,σχοινῖδα. — 9?) accendo XIV 
23: εὐμαρέως xsv ἀπ᾽ αὐτᾶς καὶ 
λύχνον ἅψας. II 25: κήἠξαπίένας 
ἄφϑη (δάφνα). — II Med. 1) pre- 


hendo manibus, tango, c. gen. XXIV 
6: ἁπτομένα EN γυνὰ κεφαλᾶς μυ- 
ϑήσατο παίδων. XXVII 48. XIII 99. 
ἘΘΘῚ. metaph. ,attingo, aggredior X 
25: ὧν γάρ, χ᾽ ἅψησϑε ϑεαί, καλὰ 
πάντα "ποιεῖτε. XXII 118: ὁ δ᾽ αἰεὶ 
πάσσονα γυῖα ] ἁπτόμενος φορέεσκε 
πόνου (var. ἁπτομένου). de rebus. 

35: τὰ δ᾽ οὐ φρενὸς ἅπτεται αὐτᾶς. 

ἀπύ v. ἀπό. 

ἀπφῦς papa, πάππας XV 18: ϑάρ- 
σει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος" οὐ 
λέγει ἀπφῦν. 14: καλὸς ἀπφῦς. 15: 
ἀπφῦς — τῆνος: ὑποκοριστικῶς, οὕτω 
τὸν “πατέρα καλοῦσι 80. παῖδες. Schol. 

ἄπωϑεν procul I 45: τυτϑὸν δ᾽ 
ὅσσον ἄπωϑεν ἁλιτρύτοιο γέροντος | 
— ,"βέβριϑεν coc. 

&zo9£o, med. depello a me, re- 
moveo, metaph. XXI 20: ἐκ βλεφά- 
ρων δέ | ὕπνον ἀπωσάμενοι, οἵ. h. 
Cer. 216: γῆρας ἀπωσαμένη. 

ἀπωτέρω magis procul, remotior 
XVI 18: ἀπωτέρω εἰ γόνυ κνόμας 

(accipies, si genu tibia remotior 
erit ἢ. e. numquam; proverbium 
enim erat, γόνυ κνήμης ἔγγιον. 

ἄρα, (ἀραὶ), ᷣ ἄρ; ῥὰ, (1) &gà pyrrhi- 
chius sexies decies in hex. leg., ple- 
rumque in prima, secunda, quinta 
thesi, semel in tertia, bis in quarta; 
priore syllaba producta ρα in se- 
cunda arsi VII 105; iambus ἄϊρα 
quater in arsi secunda. — dg  pri- 
mum hex. pedem claudit quinquies, 
semel quartum; at secunda syllaba 
est primi pedis bis, secundi semel. 
ἄρ bis leg. in thesi prima, bis in 


arsi secunda, — 2) ó(&) encl. secun- 
dam syllabam vel partem primi pe- 
dis efficit quater decies, quinti un- 
decies, secundi bis. — praeterea leg. 
ἄρα semel in pentam., ἄρ᾽ semel in 
Asclepiadeo mai., ἄρ semel in Archi- 
lochio mai.) part. quum a rad. 4P 
sit derivata, significat duas res arcte 
coniunctas esse et cohaerere ita ut 
separari làm non possint, quare si 
una adest alteram aut esse aut fuisse 
statim coniieintus: 1) ergo, wt munc 
quidem apparet, also, also wirk- 
lieh VII 105: sit^ ἔστ᾽ ἄρα Φιλῖνος 


9 , » 
zv — ἀρὰ 


ὁ μαλϑακὸς εἴτε τις ἄλλος (Ahr. e 
coni. εἴτε Φιλῖνος ἄρ᾽ ἐστὶν): 'sive 
ille igitur revera Ph. est) ut equidem 
suspicor), sive alius'. ΠῚ 149: κεῖπέ 
μοι ἄλλα τε πολλὰ καὶ ὡς ἄρα 4ἐλ- 
φις ἐρᾶται. XIV 8: πράσσομες οὐχ 
ὡς λῷστα, Θυώνιχε. — ταῦτ᾽ ἄρα 
λεπτός. II 114: ἡ ῥά με, Σιμαίϑα, 
τόσον ἔφϑασας. lI 15. XXV 40: 

ῥά vv παῖδες  ἀϑανάτων τοιοίδε μετὰ 
ϑνητοῖσιν ἔασι, cf. Il. III 188: ἤ ῥά 
vU τοι πολλοὶ δεδμήατο κοῦροι ᾿Δχαιῶν. 
— Ep. XIX 4: ἦ δά νιν αἵ Μοῖσαι 
καὶ ὃ “ἅλιος ἠγάπευν ᾿ἡπόλλων. Ep. 
XI 6: καίπερ ἄκικυς ἐὼν εἶχ᾽ ἄρα 
κηδὲ όνας. ΧΧΧ 11: καὶ μὰν ἄλ- 
Aog ἐλάσϑη᾽ τὸ δ᾽ ἄρ᾽ ἧς (cod. ἄρης) 
λώιον, ἔμμεναι | ξέννον τῶν — ἐρώ- 
τῶν. ΧΧΥ 11: (ποέην) ἢ δὰ βόεσσι 
μένος κεραῇσιν ἀέξει. 151. I 15: 
ἢ óc τότ᾽ ἔσσαν | χρύσειοι πάλιν ἄν- 
δρες, ὅτ᾽ ἀντεφίλησ᾽ E , 9 Q'etg. 
XXII 181: εἶπε, τὰ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλε 
ϑεὸς μεταμώνια ϑήσειν: de iis quae 
fato pridem constituta aliquando in 
lucem prodeunt, c. verbo μέλλειν 
coni. ut apud Hom. sae ius, e. g. 1]. 
XII 113: νήπιος" οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε-- 
ἂψ ἀπονοστήσειν. — Saepe etiam in 
interrogationibus, non raro eum ad- 
miratione quadam dictis : II 158: ἢ 
δ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν ἔχει, ἁμῶν 
δὲ λέλασται;: 'nonne hinc intelli itur 
eum alio amore teneri? III 8: δά 
γέ τοι σιμὸς καταφαίνομαι ἐγγύϑεν 
ἦμεν: num profecto igitur?" II 90. 
6. I 98. ΠΤ IV 53. 58. XVIII 
10. 11. — I 66: πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσϑ᾽, 
ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα Νύμ' 
φαιξ;: ubi tandem igitur? 're diu in 
omnes partes deliberata et frustra 
apto responso apud animum suum 
quaesito tandem in interrogationem 
cum admiratione erumpit". XXII 115: 
πῶς δ᾽ ἂρ δὴ Διὸς υἱὸς ἀδηφάγον 
ἄνδρα καϑεῖλεν: εἰπὲ ϑεά, σὺ γὰρ 
οἶσϑα (e coni. Kreussleri scr. pro 
γὰρ). XVI 5: τίς t , de τῶν ὁπόσοι 
γλαυκὰν ναΐουσιν ὑπ᾿ Ἠῶ ἡμετέρας 
ζάριτας -πετάσας ὑποδέξ αι οἴκω; 
ubi τ᾿ ἂρ pro γὰρ e coni scr. Α. 
Fritzschius secundum Hom. Il. I 8: 
τίς v' ἄρ σφωε ϑεῶν ἔριδι 'ξυνέηκε 
μάχεσθαι; — 2) ea quae modo dicta 
sunt atque nunc dilucida repetens 
nova adiungit: igitur, inquam XVII 
71: ὡς ἄρα νᾶσος ἔειπεν, cf. Hom. 
ὡς ἄρα φωνήσας. XXII τὸ: ἢ δ᾽ 








































— 80. XXV 84. xu 
ρα προφυγοῦσα πέτρας 
ues Ἀργώ: ut satis no- 
st. XXIV 13. XXV 159. XVIII 
interdum etiam nova adiun- 


ur: porro, dei , igitur, 80- 
n, , Aladann Xi 145: ἀλλ᾽ ὅτε 
jov ἴχανον — | ἐκ δίφρων ἄρα 
ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν. | 
9s, δ᾽ do (var. δ᾽ αὖ) μετέειπεν 
| μέγ᾽ ἀΐσας. I ,100: 


XVII 183: τρεῖς *F — 
. . ef. Il. II 522: 
Er XXV 9: ru πᾶ- 


ΣΥΝΕ δ 


nemque rerum aliquid eveniat ne- 
cesse esse neque aliter evenire posse: 
ergo, proinde, ut natura fert, ut est 
consentaneum, demnach, unter den 
Umstünnden, natürlich II 133: 
Ἔρως δ᾽ ἄρα χαὶ Λιπαραίω] πολλά- 
κις Ἡφαίστοιο σέλας φλογερώτερον 
pr XIV 88: εἰ δ᾽ ovrog ἄρα rot 
1 δοκεῖ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν. XXIV 53: 
(dro ἄρ᾽ ὡς εἴδοντ᾽ ἐπιτίτϑιον 'Hg«- 
xin | ϑῆρε δύω χείρεσσιν — ἔχοντα," 
nv ἰάχησαν: terrore moti. 
' 96: πᾶν δ᾽ ἄρ᾽ ἐνεπλήσθη πε- 
ἴον: propter boum multitudinem. 
XXII 131: τὸν μὲν ἄρα κρατέων περ 
ἀτάσθαλον οὐδὲν ἔρεξας: quum sup- 
- plex esset et ϑανάτον σχεδόν. XXV 
189: Φαέϑων μέγας, ὃν ῥα βοτῆρες | 
ἀστέ πάντες ἔισκον, ὁθούνεκα ποῖλ- 
; ἄλλοις | βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν. 
XIH 59. XVII τῷ XXI 65 (ci.). XXII 
12. 138. 204. XXIV 21, XXV 45. 120. 
y 191. E IV 15 (ci.). 


E id, né XX 20: dod τις 
: εὸς βροτὸν ἄλλον ἔτευξε; 
-- δ aequ. —— ye ΠῚ 37: 
drm Im. ὁ δεξιός" do« 
—— I 149. 151 (Ahr. 


ne ἦρά γε), 
ἕω fragorem edo, crepito ΧΧΤΙ 
liy δὲ στόμα τύψε, πυκνοὶ δ᾽ 
ἔβησαν ὀδόντες, cf. Verg. Aen. V 
: erepitant sub verbere malae. 


I tenuis, de extrema parte 





. ἄρα — Aeysiog 31 


nasi XII 24: εὐδεα δινὸς ὕπερϑεν 
ἀραιῆς (var. ἀραιὰς) οὐκ ἀναφύσω. 
XIII 59: ἀραιὰ δ᾽ ἵἔκετο φωνά ] ἐξ 
ὕδατος: tenuis atque imbecilla. 
ἀρᾶρίσκω apto XXV 103: (ἀμφὶ 
—— κωλοπέδιλ᾽ ἀράρισκε περι- 
σταδὸν γγὺς ἀμέλγειν, cf. Od. XIV 
23: αὐτὸς δ᾽ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς, ἀρά- 
ρισκε πέδιλα. — pf. intr. ad animum 
translatam. XXV 113: (ἔνϑα καὶ ἄρ 
enxróv πὲρ ἔχων ἐν στήϑεσι ϑυμόν) 
: ἐτρυωνιάδης καὶ ἀρηρότα νωλε- 
s αἰεί: *animum bene munitum ad- 

Tersus omnem trepidationem i. e. 
animum omnis perturbationis exper- 
tem', cf. Od. X 552: οὐδέ τι λέην 
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ἧσιν 
ἀρηρώς. — v. ἄρμενος. 

ἀράσσω pulto ll ὃ: οὐδὲ ϑύρας 
ἄραξεν ἀνάρσιος: sc. ut aperirentur. 
fut. dor. Π 160: τὰν Adeo πύλαν, 
ναὶ Μοίρας, ἀραξεῖ. 

᾿Αρᾶτος Aratus Solensis, Theocriti 
aequalis et amicus, ὁ τῶν φαινομέ- 
νων ποιητής. VII 98: ὥρατος δ᾽ ὃ 
τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ Si- 
michidae s. Theocrito) παιδὸς ὑπὸ 
σπλάγχνοισιν ἔχει πόϑον, cf. 102. 
VII 122: μηκέτι τοι φρουρέωμες ἐπὶ 
προϑύροισιν͵ Ἄρατε. VI 2. 
ἄρά; νὴ aranea ΧΥ͂Ι 96: ἀράχνια 
εἰς ὅπλ ἀράχναι | λεπτὰ διαστή- 
σαιντο. 

ἀράχνιον araneum, v. ἀράχνη. cf. 
Od. ὙΠῚ 280: z9r' ἀράχνια λεπτά. 

ἀρβῦλές caligula, deminutivum voc, 
ἀρβύλη h. e. pero, calceamenti genus, 
quod Galenus dicit κοῖλον ὑπόδημα 
καὶ περιεσφιγμένον ἀκριβῶς ὅλῳ τῷ 
ποδὶ μέχρι τῶν σφυρῶν. VII 36: 
(ῶς τοι ποσὶ νισσομένοιο) πᾶσα λέϑος 
—€— ποτ᾽ ἀρβυλίδεσσιν ἀείδει. 


λέος molestus , difficilis, gra- 
V 214: ἀργαλέον ἔλα μόχϑον. 
de Amore | 98: 5$ δ᾽ οὐκ αὐτὸς 
Ἔρωτος ὑπ᾽ ἀργαλέοιο λυγίχϑης (ex 
A. Fritzschii coni. scr. pro ἀργαλέω 
v. ἀργαλέου ἐλυγέχϑης); ut Hom. 
"Eoida vocat ἀργαλέην Il XI 4. 
᾿Αργεῖος 1) masc. Argivus XXIV 
102: ᾿ργείου κεχλημένος ᾿μφιτρύω- 
sog. XIII 49: ^ είῳ ἐπὶ παιδί: di- 
citur ED 167: Moytémv τις. 
198, XIV n. ὡ γεῖος. — 3) fem. 
Argiva XVII 53: Aoytéa κυάνοφρυ: 
Deipyle, Adrasti f. XV 97: & τὰς 4e- 


à 





38  deymovug — ἀριϑμητός 


γείας ϑυγάτηρ. 
ἔσῃ, ᾿4ργείαισιν. 

ἀργηστὴς albus, camdidus XXV 
130: χρόην δ᾽ ἔσαν ἠῦτε κύκνοι] 
ἀργησταί (sc. αἵ βόες). 

᾿Αργόϑεν Argis XXIV 109: ἀπὸ 
σκελέων ἑδροστρόφοι ᾿4ργόϑεν ἄνδρες: 
Argivi. 

Aoyoc Argos Pelasgicum XV 142: 
"Aoysog ἄκρα Πελασγῶ (e coni. Ahr. 
scr. pro Πελασγοῖ). XXII 158: Mec- 
cnm τε καὶ "Aoyog ἅπασά τὲ Σὶισυ- 
gie ἀκτή. XXIV 129: ἱππήλατον 
Ἄργος: 'aptum equis Hor. Od. 1 7, 9*. 
— XXIV 121: Ἄργει ἐν ἱπποβύτῳ, 
plane ut θα. IV 562. XXV 170: 
Ἄργεος ἐξ E ἱεροῖο. XXIV 127: Κάστωρ 
— φυγὰς Ἄργεος ἐνθών. XXV 164: 
ἤλυϑε γὰρ στείχων τις ἀπ᾽ Ἶάργεος. 

ἀργύραμοιβός argentarius, numu- 
larius XII 37: (χουσὸν͵ ὁποίῃ) πεύ- 
ϑονται μὴ φαυλόσ᾽ ἐτήτυμον ἀργυ- 
φαμοιβοί. 

“ἀργύρεος argenteus ΧΥ 1114: πράταᾳ 
δ᾽ ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλει- 

eo | λαξύμεναι σταξεῦμες. ΧΥ͂ 84: 
ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται | κλισμῶ. 
114: (ἐν ταλαρίσκοις) ἀργυρέοις. 


ἀργύριον argentum XV 36: πλέον 
ἀργυρίω καϑαρῶ μνᾶν ] ἢ δύο. 18: 
χὡμὸς ταῦτα γ᾽ ἔχει, φϑόρος ἀργυ- 
ρέω, Διοκλείδας : "vorago peeuniae'. 

ἄργῦρος (sg. ἄργυρος, τῳ, -ov. 
semel non incipit versum.) ar gentum 
XXII 39: λάλλαι κρυστάλλῳ ἠδ᾽ ἀρ- 
γύρῳ ἰνδάλλοντο. ceteris locis idem 
fere est quod ἀργύριον pecunia XVI 
64: χαιρέτω ὅστις τοῖος, ἀνήριϑμος δέ 
of εἴη} ἄργυρος. XVI 17. XXII 64. 

"Aoyo Argo, lasonis et Argonau- 
larum navis XXII 27: ἡ μὲν ἄρα 
προφυγοῦσα πέτρας εἰς * ty ξυνιούσας | 
Aoyà. XIII 74: ἠρώησε τριαποντάξυ- 
yov Ayo. itemque acc. in exitu hex. 
leg. XIII 21: εὔεδρον ἐς 4eyo. 28: 
κοιλὰν δὲ καϑιδρυνθέντες ἐς 4eyo. 

ἄρδω irrigo XV 31: ἔγχει ὕδωρ. 
δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις: 

᾿Αρέϑοι σὰ, aeol. ᾿Αρέϑοισα Are- 
thusa, fons Siciliae ad Syracusas 
aquas profundens I 117: χαῖρ᾽, Ap£- 
o1, | καὶ ποταμοί. XVl 102: πᾶσι 
μέλοι Σικελὴν ᾿ἀρέϑουσαν | ὑμνεῖν 
(var. Σικελὰν ᾿Δρέϑοισαν). 

ἀρείων melior, praestantior XVII 
128: ἄλοχος, τᾶς οὔτις ἀρείων | νυμ- 
φίον ἐν μεγάροισι γυνὰ περιβάλλετ᾽ 


XXIV 76: σέβας δ᾽ 


ἀγοστῷ. V 61: ἐρέσδομες ὅστις ἀρείων] 
βουκολιαστάς ἐστι. 

ἀφέσκω (act. pr. ἀρέσκω, τι) -ἢ, 
«οὐ. — med. aor. ἀρεσαίμαν. misi in 
exitu hex. non leg.) 1) Act. placeo, 
6, dat. XIV 36: ἐμὸν κακόν, οὔ τοι 
ἀρέσκω: Suppl. dat. VII 50: ὅρη gi 
Aog εἴ τί κ᾿ ἀρέσκοι | τοῦτ᾽ (Ahr. εἴ 
τοι. XXVII 13. c. dat. et infin. I 
10: αὐ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ τήναις ἄρνα λα- 
βεῖν (Ahr. τήνας). XIV 65. — 2) 
Med. placo, concilio mihi l 60: τῷ 
καί vv μάλα πρόφρων ἀρεσαίμαν, cf. 
Il. IX 112: φραξώμεσϑ'᾽ ὥς κέν μιν 
ἀρεσσάμενοι πεπίϑωμεν δώροισιν. 

ἀρετή omnis felicitatis larga copia 
XVII 137: ἀρετήν ys μὲν ἐκ Διὸς 
αἰτέω, οἵ. Od. XIII 45: ϑεοὶ δ᾽ ἀρε- 
τὴν ὀπάσειαν παντοίην. 

ἀρήγω opem. fero XXVII 17: πά- 
λιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει. XXII 217: 
Ἴλιον οἱ διέπερσαν ἀρήγοντες Μενελάῳ. 

Ἄρης Mars h. e: pugna. XXII 175: 
νῶι δ᾽, ἐγὼ Κάστωρ τε, διακρινώμεϑ'᾽ 


Ἄρηι, cf. 1l. II 385: “ὥς xe πανημέριοι 


στυγερῷ κρινώμεϑ'᾽ "Aon. 
᾿Δρϊάδνα Ariadne 1l 46: (Θησέα 
φαντῇ ἐν diy λασϑῆμεν ἐυπλοχάμω 


᾿Δριάδνας, cf. Il, XVIII 592: καλλι-᾿ 


πλοκάμῳ ᾿ἀριάδνῃ. 


ἀρίζηλος praeclarus, insignis XXV 
140: ἀστέρι “πάντες ἔισκον, ὁϑούνεκα 
πολλὸν ἐν ἄλλοις l βουσὶν ἰὼν λάμ- 
πεσπεν, ἀρέξηλος δ᾽ ἐτέτυκτο, ef, 1l. 
XXII 27: ἀρίξηλοι αὐγαί. Pind. ΟἹ. 
i 61: ἀστὴρ ἀρέζηλος. — XVII 57: 
dort ζηλος Βερενίκα. 


ἀριϑιμέω numero, dinumero VII 


160: τὰ δὲ μᾶλα ποϑέσπερα πάντ᾽ 
ἀριϑμεῦντι. de mensario Ep. XXIII 
8: τὰ δ᾽ ὀϑνεῖα Κάϊχος | χρήματα καὶ 
γνητὸς βουλομένοις ἀριϑιμεῖ. — Pass. 
XVII 2: ἀμφότεροι δ᾽ ἀριϑμεῦνται 
ἐς ἔσχατον Ἡρακλῆα: h. e. ambo 
(Alexander et Ptolemaeus) originem 
ducunt ab Hercule ultimo auctore, 
cf. Iuven. VIII 131: tum licet ἃ Pico 
numeres genus. 


ἀρἴϑιμητός numerabilis h, e. par- 
vus, pauci XVI 87: ἀριϑμητοὺς ἀπὸ 
πολλῶν, cf. Hor. A. P. 206: populus 
numerabilis utpote parvus. — metaph. 
XIV 48: ἄμμες δ᾽ οὔτε λόγω τινὸς 
ἄξιοι οὔτ᾽ ἀρζϑμητοί: nec sumus in 
numero, cf. Lucret. V 180; nullo loco 
numeramur. 















sc. νεφῶν) οὔτις ἀριϑμὸς ἐ 
γίνετ᾽ ἰόντων | οὐδ᾽ ἄνυσις: b. 


non possunt, sunt in- 


valde conspicuus XXV 


Ὶ ΠΣ ἣ -- τετάνυστο) οὔτι 
E ἐν ὕλῃ χλωρὰ ϑεούσῃ. 
γεστερόὸς sinister XXV 229: καὶ 

deco» ἰόντος ἀριστερὸν ἐς κε- 


 meutr. pl VII 180: χὡ μὲν 
ἕνας ἐπ᾿ ἀρίστερα : ad sinistram, 


εὖς (pl. d ἀριστέες, μὰν ἥεσσι, 
princeps, heros. XVIII 11: (ἐρ- 
pm ἃς Σπάρταν * pin 
XHI i17. XXII 99. 154. 
Es. 1 LXVI 48: ἀριστῆας “υκχίων, 
E ct. VII 73: ἀριστῆες Παναχαιῶν. 
AXE ἀριστεύω ἢ princeps sum, excello, 
- primas fero XII 27: Νισαῖοι Μεγαρῆες 
E. ἄριστε εὔοντες ἐρετμοῖς. XVII 45: καλ- 
4 ὕουσα ϑεάων πότν᾽ "Aqgo- 
1 c. ace. XV 98: (ἀοιδός,) ἅτις 
— τὸν " ἰάλεμον ἀρίστευσε, 
ef. Bop . Ai 495: rà πρῶτα καλλι- 
* στεῖ᾽ ἀριστεύσας στρατοῦ. 
ων ἐς Aristis VH 99: οἷδεν 
P Ἄριστις, | σϑλὸς ἀνήρ, μέγ᾽ ἄριστος. 
ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς delds» | Φοῖβος 
σὺν φόρμιγγι παρὰ τριπόδεσσι με- 
: Verum nomen aut certe non 
valde immutatum.  Aristarchum Sa- 
adum, astronomum nobilissimum hoc 
Lea significari coniecit Bergkius." 















ἄριστος (aut. in tertio aut in sexto 
hex. pede) optimus, praestantissimus 
3 1) de qe m vil 38: ἀοιδὸν ἄρι- 
στον. XXI 32: ἄριστος | ἐστὶν ὀνει- 
1 rire XIV 59 — 60: μισϑοδότας 
! — ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος. 
XVII 2. 12, add. acc. μέγα 
100: ἐσθλὸς ἀνήρ, μέγ᾽ ἄριστος, 
JH. ΠΟ 82: νῦν δ᾽ ἴδεν ὃς μέγ᾽ 
ὟΝ — 9) de rebus XVII 90: 
- vise Quota. 
E dé στοτόκχεια optimis parentibus 
Is nata XXIV 11: ϑάρσει, ἀριστοτόκεια 
Lp γύναι, Περσήιον αἷμα: Alcmene. 
E 6 δής valde conspicuus XXIV 
. 89: δέ τε τοῖχοι) πάντες —— 
dies ᾿καϑαρᾶς ὥπερ ἠριγενείας : apud 
AE 5m. tantummodo σῆμα ἀριφραδές. 
c adv. ἐρεφραδέως manifesto X X V 
176: δέρμα δὲ ϑηρὸς dor ραδέως 
3 ἀγορεύει | χειρῶν καρτερὸν ἔργον. 


᾿Αρχκαδίη Arcadia XXll 157: 4gxa- 
ín T εὔμηλος. 

᾿Αρχᾶδιχός Arcadicus Vll 101: 
(ὦ Πὰν, φίλε, μή τί νυ παῖδες) 4o- 
καδικοὶ σκέλλαισιν --- μαστίσδοιεν. 

ἀρχάς Arcas 11 48: ἱππομανὲς 
φυτόν ἐστι παρ᾽ Axdot. 

ἄρχευϑος iuniperus phoenicea, 
Cypressenwachholder | 133: & δὲ 
καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύϑοισι κο- 
μάσαι. V 97: (φάσσαν) ἐκ τᾶς ἀρ- 
κεύϑω καϑελών. 

ἀρκέω Sufficio Ad. 81: εἰ δ᾽ οὐχί 
σοι ra" ἀρκεῖ. V 7: (τέ δ᾽ οὐκέτι 
σὺν Κορύδωνι) ἀρκεῖ τοι καλάμας 
αὐλὸν ποππύσδεν ἔχοντι; 

ἄρκιος (masc. fem.) sufficiens VIII 
13: xal τένα (sc. ἄεϑλον) ϑησεύμεσϑ᾽ 
ὅτις ἁμῖν ἄρκιος εἴη: "praemium quod 
par sit nobis et aequum", XXV 190: 
ὄφρα κιοῦσιν ἅμα σφίσιν ἄρκιος εἴη 
(ἡ κέλευϑος). 

ἄρκτος (sg. ἄρχτος, -e. pl. ἄρ- 
κτοι, «Ων, “δος. plerumque in exitu 
hex. leg.; bis in secunda arsi poste- 
rior syl aba habet ictum.) D. ursus 
Ι 115: ὦ λύκοι, ὦ ϑῶες, ὦ ἀν᾽ ὥρεα 
φωλάδες ἄρκτοι. XI 41: σχύμνως 
τέσσαρας ἄρχτων. XXV 185. — 2) 
ursa sidus VII 112: τετραμμένος ἐγ- 
γύϑεν ἄρκτω h. e. ad septentrionem. 
XXIV 11: d pog δὲ στρέφεται μεσο- 
νύχτιον. ἐς δύσιν ἄρκτος Ὠρίωνα 
κατ᾽ αὐτόν, ef. ( 0d, V 314: (ἄρκτον) 


ἥτ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ (cva 
δοκεύει. — plur. XXH 21: ἐκ δ᾽ 
ἄρκτοι τ᾽ ἐφάνησαν. 

“ὥρμα currus XXIV 117: ἵππους 
δ᾽ ἐξελάσασϑαι ὑφ᾽ ἅρματι. ΧΥ͂ΠΙ 


30: (κόσμος) ἅρματι Θεσσαλὸς ἵππος. 
XVII 72: πολλοὶ κινήσουσιν ἔτι τρο- 
χὸν Goparog ἵπποι. — Lunae currus 
tribuitur. XXI 19: κοὔπω τὸν μέσατον 
δρόμον ἄνυεν ἄρμα Σελάνας. 
ἁρμαλεή cibus XVI 35: ἁρμαλεὴν 
ἔμμηνον ἐμετρήσαντο πενέσται. 
ἁρματοπηγὸς qui currum com- 
pingit, carpentarius. XXV 941: ὡς 9 
ὅτ᾽ ἂν ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ πολέων 
ἴδρις ἔργων, cf. Il. IV 485: τὴν μέν 
e ᾿ἀρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴϑωνι σιδήρῳ. 
ἄρμενα armamenta XXII 13: κρέ: 
μαται δὲ σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα. 
XIII 68: ναῦς γέμεν ἄρμεν᾽ ἔχοισα 
μετάρσια τῶν παρεόντων. 
ἄρμενος aptus, decens XXIX 9: 
πῶς ταῦτ᾽ ἄρμενα τὸν ᾿φιλέοντ᾽ ἀνίαις 
δίδων (Wintert. pro ἄρμενα); 















40 ἀρμοῖ -- ἄρτιος 


Quoi modo, ἀρτίως IV.54: (ἁ 
γὰρ ἄκανϑο) “ἀρμοῖ u' ὧδ᾽ ἐπάταξ᾽ 
ὑπὸ τὸ σφυρόν. 

ἁρμονία harmonia, mumeri X 39: 
ὡς εὖ τὰν ἰδέαν τᾶς ἀρμονίὰρ ἐμέ- 
τρησεν. 

ἀρνακχίς, (se. δορα) pellis agnina 
V 50: ἡ μὰν ἀρνακίδας τε καὶ εἴρια 
τεῖδε πατησεῖς. 

ἀρνός gen. (sg. ἀρνός, ἄρνα; pl. 
ἄρνες, ἀρνῶν, 800]. ἄρνων XXVIII 
19. ἄρνεσσι(ν). in crasi ὥρνες) masc. 
fem. agnus, agna, XIII 25: duog δ᾽ 
ἀντέλλοντι Πελειάδες, ἐσχατιαὶ δέ! 
ἄρνα νέον βόσκοντι. XVIII 42: γα- 
λαϑηναί | ἄρνες. VIII τ0: (τὰ δ᾽ 
οὔϑατα πλήϑετε πᾶσαι) ὡς τὸ μὲν 
ovg ἔχωντι.. I 10 — Ep. IV 17: 
ἄρνα — σακπίταν, ef. Il. VIII 131: σή- 
κασϑεν — ἠύτε ἄρνες. — ΧΙ 14: 
(ϑαλλὸν ἀμάσας) ταῖς ἄρνεσσι φέροις. 
20: ἁπαλωτέρα ἀρνός. XH 4: ὄις 
σφετέρης "λασιωτέρη ἀρνός. VIII 68: 

εἶδευ τῶν ἀρνῶν, φείδευ, λύκε, τῶν 
, ἐρίφων μευ (hanc Stob. lectionem 
A. Fritzschius rec. pro codd. φεέδευ 
τῶν v. τᾶν ἐρίφων, φείδευ λύκε τῶν 
y. τᾶν τοκάδων uev), cf. 1. XVI 
352: ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον 
7 ἐρέίφοισιν, — XXVIII 12: μάτερες 
&gvo». Iii. V 57. 

ἀφδτρεύς arator XXV 1: τὸν δ᾽ 
ὁ γέρων προσέειπε φυτῶν — 
ἀροτρεύς. δ1: τὸν δ᾽ ὃ γέρων ἐξαῦ- 
τις ἀμείβετο δῖος ἀροτρεύς. 

ἄροτρον aratrum X 81: ἃ γέρα- 
vog TÓQoTQOY (διώκει). XIII 31: βόες 
τρίβοντες “ἄροτρα. Ber. 2: τὰ δὲ 
δίκτυα κείνῳ ἄροτρα. 


ἄρουρα arvum, ager XVIII 29: 
πιείρᾳ ἅτε λᾷον ἀνέδραμε κόσμος 
ἀρούρᾳ, cf. Il. XVII 541: νειὸν μα- 
λακήν, πίειραν. ἄρουραν. — XXIV 
106: μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις. 

ἁρπάξζω rapio, vi abduco, de ho- 
mine XXVI 1: τὰν πινυτὰν Ἑλέναν 
Πάρις ἥρπασε βουκόλος ἄλλος. de 
deo XVII 48: ἀλλά μιν ἁρπάξασα 
ἀφροδίτο) — | ἐς ναὸν κατέϑηκας. 


᾿Αρπάλῦκος Harpalycus, Mercurii 
filius XXIV 113: πάντ᾽ ἐμαϑ' Ἕρ- 
μείαο διδασκόμενος παρὰ παιδί) Aoza- 
λύκῳ Φανοτῆι, τὸν οὐδ᾽ ἂν τηλόϑι 
λεύσσων l ϑαρσαλέως τις ἔμεινεν 
ἀεϑλεύοντ᾽ ἐν ἀγῶνι (Ahr. e coni. 
Heynii 4vr0Avxo, cf. - NS III 8, 
1. Il 4, 9). 


᾿Δρραβία Arabia XVII 86: ναὶ 
μὴν Φοινίκας ἀποτέμνεται ρραβίας τε. 

ἄρρηχτος , infractus,. infragilis 
XXV 264: αὐχένος ἀρρήπκτοιο παρ᾽ 
ἰνίον ἔφλασα προφϑας. XXII 16: 
κοπτομένα πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι 
χαλάξαις. — metaph. XXV 112: ἄρ- 
onxrov περ ἔχων ἐν στήϑεσι ϑυμόν 
Hercules. 

ἀρρηνής ferus, difficilis, de càne 

XXV 83: vv δὲ λέην ξάκοτόν τε καὶ 
ἀρρηνὲς γένετ᾽ αὕτως : canum hirrien- 
tium epitheton onomatopoeticum vi- 
detur Lobeckio Patholog. p. 194. 

ἄρσην masculus XXIV 97: Ζηνὶ 

δ᾽ ἐπιρρέξαι καϑυπερτέρῳ. ἄρσενα 
χοῖρον. XXII 4: ἄρσενα τέκνα | κού- 
ens Θεστιάδος. 

᾿Αρσῖνόα Arsinoe, Ptolemaei I ét 
Berenices filia, soror et coniux Pto- 
lemaei 11 Philadelphi XV 110: & 
Βερενικεία ϑυγάτηρ Ἕλένῃ εἰκυῖα | 
᾿ἀρσινόα. 

ἀρτάω suspendo XXIII 54: (τὸν 
νεκρὸν εἶδεν) αὐλᾶς ἐξ ἰδέας ἠρτημέ- 
vov. idem part. XXIII 36. 

Ἄρτεμις — (16, τιδος, τιν, -) 1) 


Diana XXVII 29: ἀλλὰ τεὴ βασίλεια 
μογοστόκος "Aoveuég ἐστιν. ΔΊ III 86: 
Aorzuu⸗ ἀείδοισα καὶ εὐρύστερνον 


"Agdàvov. ll 67: ἄλσος ἐς ᾿ἀρτέμιδος. 
XXVII 15. 17. 62. — 2) Hecate, T'ri- 
via ll 33: νῦν ϑυσῶ τὰ υπέτυρα. τὺ 
δ᾽ » Ἄρτεμι, καὶ τὸν ἐν “Διδᾳ | κινή- 
Go κ᾽ ἀδάμαντα καὶ si τί περ 
—— ἄλλο. 
qtu 1) modo, c. ipf. XXIV 63: 

— τρίτον ἄρτι τὸν ἔσχατον 0o- 
ὅρον ἄειδον. XI 9, e, aor, 11. 80. 
e. coni. ὡς II 103: ἐγὼ δέ νιν ὡς 
ἐνόησα | ἄρτι ϑύρας mio οὐδὸν ἀμει- 
βόμενον ποδὶ κούφῳ: ut primum 
cognovi — 2) mune ipsum, munc de- 
mwm, Opp. πάλαι XXV 163: ξεῖνε, 
πάλαι τινὰ πάγχυ σέϑεν περὶ μῦϑον 
ἀκούσας, | εἰ σεῦ περ, σφετέρῃσιν ἐνὶ 

φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι. pro simplici: 
nunc XXIII] 26: ἄρτι δὲ χαίρειν | 
τοῖσι τεοῖς προϑύροις ἐπιβάλλομαι. 

ἀρτϊγλύφης modo v. mwper scul- 
ptus Ep. IV 2: σύκινον εὑρήσεις do- 
τιγχυφὲς ξόανον. 

ἀρτέζξω, med. compono, adorno mihi 
ΧΠῚ 43: ὕδατι δ᾽ iv μέσσῳ Νύμφαι 
χορὸν ἀρτίξοντο, cf. Apoll. Rhod. I 
1923: o£ δέ που ἄρτι Νυμφάων ἵσταντο 
χοροί. 

ἄρτιος integer, perfectus ; neutr. 





mend ecd. NE 


















































pr adv. prorsus XXX 16: πάντ᾽ 
πὲρ οἱ τῶν ἐτέων ἄρτια 


τι muper constitutus Ep. 
m, 7 ἀρτιπαγεὶς ἀν᾽ ὄρη. 
og panis XXIV 135: ἐν κανέῳ 
| doixóc ἀσφαλέως Φ 
T ἄνδρα κορέσσαι: panis 
uS, , Secundus, *Commisbrot'. 
δὲ τοὺς ἀκαϑάρτους καὶ εὐτελεῖς 
"»ς οῦς ὁ Θεόκριτος “ωρικούς 
* Schol. 'ad Apoll. Rhod. I 
oT. — — XXI 45: (xai γὰρ ἐν ὕπνοις) 
— κύων ἄρτον μαντεύεται, ubi 
Ἢ | fere valet quod offa. 
“τὸν 


dexá, XIV 30: 
μὸν Abxov c tr τὰ ἀπ᾽ ἀρχᾶς᾽: 'Ly- 


cum meum (amo) a principio, dudum'. 
vetustus, antiquus XXVI 
: σχῖνον ἐς ἀρχαίαν καταδύς. Xl 
E —— Πολύφαμος: *antiquus 

ille noster, our ancient friend', cum 
eni quadam festivitate dictum. 


digynyós duz XXII 110: ἀρχηγὸς 
Befovxaov . e. Amycus. 


᾿Αρχέας Archias Dorinthius, Syra- 
eusarum conditor XXVIII 17: xal 
γάρ, τοι πάτρις, ἂν o£ ᾿Εφύρας κτίσσε 
ποτ᾽ ÁÀ | vao Τρινακρίας μύελον. 
Archilochus — Parius, 
hus Ep. XIX 1: Aezüoyov 
καὶ στᾶϑι καὶ εἴσιδε τὸν πάλαι ποιη- 
τάν | τὸν τῶν ἰάμ 
ἀρχός dux XX 48: Αὐγείην ἰϑέ- 

Ἡ κεν ἀρχὸν Ἐπειῶν εἰσιδέειν. 
E hen ἄρχετε. --- med. praes. 
ind. , €i. ἀρχώμεϑα,. -£68a , ipr. 
ἔρχεο, t pem, part. ἀρ όμενος, 

t€ ρξομαι, τεται: dor. ἀρ- 





ἀρξεύμεφ᾽ (e coni. pro ἀρ- 

ipeo). aor. E ci. ἄρξωμαι) 

acto, incipio, ordior 

Ἵ 64: t gres Bovxolixag, Μοῖσαι φί- 
Ami, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς, qui versus repe- 
litur novies τὸ. 76. [94] 99. 104. 
P 114. 119. 122; imitatus est 
Mosch. III 8: ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ 
 γεένθεος, ἄρχετε Μοῖσαι. — ΤΠ Med. 
- incipio, ordior, ita ut pergam facere; 
" Mrs tamen eadem qua activum 
i Ei catione; 1) c. gen. VII 49: 
βουκολικᾶς ταχέως ἀρχώ- 

us VP S IX [1. 2] XV 135. 
- suppl. gen. VIII 32: οὕτω δὲ Μενάλκας 
τὸ πρῶτος (sc. ἀοιδᾶς βουκολι- 
καρ). XVII 10: —— παρεόντος 
ἄδην, πόϑεν ἄρξεται ἔργου, Χ 6: 
viv ἀρχόμενος τῶς αὔλακος οὐκ 








— ἀρτιπαγής., - ἀσπιδιώτας ΑἹ 


ἀποτρώγεις (Ahr. e copi. Heinsii «- 
χομένω): 'opus metendi incipiens". 
— 3) c. praep. ἐκ: incipio ab aliquo, 
ab aliqua re XVII 1: ix Διὸς ἀρ- 
χώμεσθϑα καὶ ἐς día λήγετε, Μοῖσαι. 
Ep. XIII δ. 1I 65: ἐκ τένος ἄρξω- 
μαι; τές μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο; pA 
ἐκ τήνω δ᾽ ἀρξῶ, τίς — rovro): 
qua re incipiam? ldem "significat 
gen. XXII 25: Κάστορος ἢ πρώτου 
Πολυδεύκεος ἄρξομ᾽ ἀείδειν; et adv. 
πόϑεν XVII 10: παπταΐίνει, παρεόν- 
τος ἄδην, πόϑεν ἄρξεται ἔργου. -- 
3) c. infin, X 19: μωκᾶσϑαί μ᾽ ἄρχῃ 
tv; VII 95. Ep. V 3. inf. suppl. VI 
5. — 4) c. partic. X 50: ἄρχεσϑ᾽ 
ἀμώοντας ἐγειρομένω xogvóallo: in- 
cipite metere. 

ἀρφωγός adiutor ΧΥΉ 125: (αὐ- 
τοὺς) ἵδρυται πάντεσσιν ἐπιχϑονίοι- 
σιν ἀρωγούς. 

ἐς (dor. pro ἕως) dum, 4 mdiu 
XIV 10: ποιεὶν τι δεῖ, ἃς γόνυ ylo- 
ρόν: 'dum virent genua', Hor. Epod. 
XIII 4. ΠῚ 60: ἃς ἔτι ——— 
ϑυέων δέδεται. aeol. ἃς XXIX 20: 

(n δ᾽, dg xsv ἔρης, τὸν ὕμοιον 
eta ἄει (A. Fritzschius pro codd. 
αἴσκε, ὦσκε, ὥς κε. lunt. ἃς κε). 


ἀσάω, pass. stomachor XXV 240: 
τὸ τρίτον αὖ μέλλεσκον ἀσώμενος ἐν 
φρεσὶν αἰνῶς | αὐερύειν. 

&6xà Los non subactus, incultus X 
14: τοιγάρτοι πρὸ ϑυρᾶν μοι ἀπὸ 
σπόρω ἀσκαλὰ πάντα. 

ἀσκητὸς 1) affabre factus XXIV 
138: εἵματα δ᾽ οὐκ ἀσκητὰ μέσας 
ὑπὲρ ἕννυτο κνάμας. — 39) ornatus 1 
33: (yvy) ἀσκητὰ πέπλῳ τε xal ἄμπυκι. 

ἀσπάζομαι saluto XXV 12: (τὸν 
δὲ γέροντα) ἄγριον ἀσπάξοντο περίσ- 
σαινόν θ᾽ ἑτέρωθεν (κύνες). 

ἀσπάλᾶϑος aspalathus, — frutex 
quidam multis spinis horrens, Rosen: 
holz? IV 57: ἐν γὰρ ὄρει δάμνοι τε 
καὶ ἀσπάλαϑοι κομέοντι. XXIV 87: 
κάγκανα δ᾽ ἀσπαλάϑω ξύλ᾽ ἑτοιμά- 
car' ἢ παλιούρω. 

ἀσπᾶσίως libenter XVI'5: ἡμετέ- 
ρας Χάριτας πετάσας ὑποδέξεται 
οἴκω | ἀσπασίως. 

—— miles scutatus. XIV 
67: τολμασεῖς πιόντα μένειν θρασὺν 
ἀσπιδιώταν. XVII 98: πολλοὶ δέ μιν 
ἀσπιδιώται! | χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγ᾽ 
μένοι ἀμφαγέρονται. (de XIV δῦ v 

στρατιώτας.) 


49 ἀσπίς — ἀσφόδελος 


ἀσπές (ter quarto hex. pede con- 
tinetur) scutwm XXH 184: σείων καρ- 
τερὸν ἔγχος om ἀσπέδος ἄντυγα 
πρώτην. XXIV 123: δούρατι. δὲ προ- 
βολαίῳ ὑπ᾽ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα | 
ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι. 4: — 
— κατέϑηκεν ἐς ἀσπίδα. 

ἄσσον (comp. v. ἄγχι) pr 
XXV 229: καὶ βάλον ἄσσον * 
ἀριστερὸν ἐς κενεῶνα. c. gen. 1 112: 
αὕτις ὅπως στασῇ “Ἰπομήδεος ἄσσον 
ἰοῖσα, cf. Il. VI 143: «a ἴσον. ἴθ᾽, ὥς 
μὲν θᾶσσον ὀλέϑροου πείραϑ᾽ ἵκηαι. 


᾿Ασσύριος Assyrius 11 162: (κακὰ 
φάρμακα) ᾿ἡσσυρίω , δέσποινα, παρὰ 
ξεένοιο λαβοῖσα: ᾿ἀσσύριοι δὲ ἔϑνος 
Περσικὸν ἀκριβὲς εἰς μαγείαν. Schol. 

ἀστεμφής constans, immiotus XIII 
37: ἀστεμφεὶ Τελαμῶνι. 

ἀστήρ, stella XIII 50: ὡς ὅτε πυρ- 
σὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστήρ | «9900s 
ἐν πόντῳ. 11 165: αἶρε, Σελαναία 
λιπαρόχροε, χαίρετε ὃ ἄλλοι; ἀστέρες, 
εὐκήλοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπα- 
δοί. stelarum profertur innumera- 
bilitas XXX 21: οὗτος δοκίμοι τοὶς 
ὑπὲρ ἀμμέων | εὔρην βραϊδίως ἄστε- 
ρας (cod. ἀστέρας) ὀπποσσάκις ἔννεα. 
fulgor XXV 139: ὃν δα “βοτῆρες | 
ἀστέρι πάντες ἔισκον, ὁϑούνεκα πολ- 
λὸν ἐν ἀλλοις | βουσὶν ἰὼν λάμπεσχεν, 
cf. Od. XV 108: ἀστὴρ δ᾽ og ἀπέ- 
λαμπεν (πέπλος). 

ἀστικός urbanus, opp. ἀγροῖκος 
ΧΧ 4: (οὐ μεμάϑηκχο) ἀγροίκως φι- 
λέειν, ἀλλ᾽ ἀστικὰ χείλεα ϑλίβειν. 81: 
καὶ πᾶσαί με φιλεῦντι, τὰ δ᾽ ἀστικά 
μ᾽ οὐκ ἐφίλασεν h. e. ἡ ἀστική. 


ἄστοργος amoris expers XVII 43: 
ἀστόργου δὲ γυναικὸς ἐπ᾽ ἀλλοτρίῳ 
νόος αἰεί. in erasi ΠῚ 112: καί μ 
ἐσιδὼν ὥστοργος ἐπὶ χϑονὸς ὄμματα 
πᾶξαι.. de morte: immisericors, im- 
mitis Ep. XXV 4: ἀστόργου γευσά- 
μενον ϑανάτου. 


ἀστός civis VII 24: ἤ τινος ἀστῶν 
λανὸν ἔπι ϑρώσκεις; aeol. XXIX 21: 
αἱ γὰρ ὧδε πόης, ἄγαϑος μὲν ἀκού- 
σξαι | ἐξ ἄστων (Ziegl. H pro ἀστῶν). 
Ep. XXII 1: ἀστοῖς καὶ ξείνοισιν 
ἴσον νέμει ἥδε τράπεζα. 


ἀστράγαλος talus eburneus X 36: 
Βομβύκα χαρίεσο᾽, οὗ μὲν πόδες ἀστρά- 
γαλοί τευς: *pedes tui eleganter for- 
mati albique sunt instar eboris s. 
instar talorum eburneorum", secun- 
dum Schol. 


ἄστρεπτος 
XXIV 94: ἂψ δὲ νεέσϑαι | ἄστρεπτος: 
aversa, cf. Calpurn. XI 64: cineres- 
aversa effudit in amnem. Soph. 

. C. 490: ἀφέρπειν ἄστροφος. —— 

wee astrum, sidus XXIV 11: 
ἐς οὐρανὸν ἄστρα φέροντα h. e. ἀστε- 
ρύεντα. XXI 8: ναῶν 9^ o δυ- 
νοντὰ καὶ οὐρανοῦ ἐξανιόντα | ἄστρα 
βιαξόμεναι t 

ἄστυ (sg. ἄστεος, -v; pl. &cre(o)) 
wrbs XVII 81: οὐδέ τις ἄστεα τόσσα 
βροτῶν ἔχει ἔργα δαέντων, e Od. 
XV 491: πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽. --- 
opp. agris XXV 153: τὼ δ᾽ εἰς ἄστυ 
λιπόντε καταυτόϑι πίονας ἀγρούς | 
ἐστιχέτην᾽ 4δ. 66. XVI 88. monti- 
bus XX 44: μηκέτι “μηδ᾽, ὦ Kon s 
τὸν ἁδέα μήτε κατ᾽ ἄστυ | μήτ᾽ 
ὄρει φιλέοις. — certa urbs saine 
XVI 84: (πολυκλήρων “Ἐφυραίων) 
εἴληχας μέγα ἄστυ παρ᾽ ὕδασι “υσι- 
μελείας: h. e. Syracusas, etenim Κο- 
ρινϑίων ἄποικοι οἵ Συρακούσιοι. 
Schol. Ceterum. «μέγα ἄστυ et XXV 
45: κατὰ ἄστυ dicens poeta Homeri 
servavit usum, cf. ll. VI 392. III 245. 

ἁσύχᾷ clamculum XIV 21: ἁμῖν 
τοῦτο δι᾽ 
οὑτῶς. (de XIV 10 v. ἄσυχος.) 

ἁσυχία animi tranquillitas Vi 
126: ἅμμιν δ᾽ &cvyíe τε μέλοι γραια 


E —— 


ovxos tr anquillus. XIV 10: τοι- 
οὗτος μὲν ἀεὶ τύ. φίλ᾽ Αἰσχίνα, ἄσυ- 
χος ὀξύς (var. ἄσυχα, Ahr. e coni. 
«gvyQ). ll 11: ἄσυχε δαῖμον h. e. 
Σελάνα: tranquilla, tacita. — Neutr. 
pl paene in adv. abiit: tacite, leni- 
ter Il 100: ἄσυχα νεῦσον. VI 12: 
ἄσυχα καχλάξοντος ἐπ᾽ αἰγιαλοῖο. 

,ἀσφᾶλής validus II 34: κινήσαις 
κ᾽ ἀδάμαντα καὶ εἴ τι πξρ ἀσφαλὲς 
ἄλλο. --- adv. ἀσφαλέως sine peri- 
culo, tuto XXIV 117: περὶ νύσσαν | 
ἀσφαλέως κάμπτοντα. abunde signi- 
ficare videtur XXIV 135: μέγας ἄρ- 
τος | “Ιωρικὸς ἀσφαλέως κε φυτοσκά- 
φον ἄνδρα κορέσσαι. 

᾿Ασφάλίων — Asphalion, piscator 
quidam XXI 26: “σφαλίων, μέμφῃ 
τὸ καλὸν ἁγέρος ζ΄ 

ἄσφαλτος bitumen XVI 100: (09 
πλατὺ τεῖχος) ἀσφάλτῳ δήσασα Σε- 
μίραμις ἐμβασίλευεν. 

ἀσφὸδ €Aog asphodelus ramosus, 
üstiger Asphodil Vll 68: (& στιβὰς 


wi non retro vertitur Ὁ 


ὠτὸς ἔγεντό mo9' aovy& . 


dba n 


"T ——9SRNMoU€GMRKPKPMMPPIUe 





ΡΨ WIMErer m 














v« Atalanta, Schoenei re- 
ab Hippomene in currendo 
cta et in matrimonium ducta 
40: ὅκα δὴ τὰν παρ- 
ϑένον —— | n&X ἐν χερσὶν 
ἐλ * ds : & δ᾽ on 
* μάνη ὡς ε αϑὺν 


effrenatio, petulantia, 
c Pa Y fnis -— αἰπό- 
P e torva) v αι κα- 
| χαϊσιν ἀτασθαλίαισιν ἄνακτος (Ahr. 
κΝακῇσιν ἀτασθαλίῃσιν), cf. Od. XXIV 
. 458: οἱ ME ἔργον φεξαν ἀτασϑα- 









"nefarius XXII. 131: 
ἄρα κρατέων περ ἀτάσϑα- 
dmt τὴρ — οἵ, Od. IV 693: 
πάμπαν ἀτάσϑαλον 

re v. dore. 


ἅτε inviclus, durus XXIII 6: 
Ves, ηχόνημανν xdv μύϑοισι καὶ iv προσ- 
Eos ef. Il. Ul 60: αἰεέ 
τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀτειρής. 
. seorsum, c. gen. III 48: (& 
Πρ ύμ οὐδὲ ,φϑίμενόν »iv ἄτερ 
. μαξοῖο : 'a pectore suo ne 
- jnortunm quidem removet, etiam 
- anortuum cum summo amore ample- 
: aint. τοῦ pao? αὐτῆς, 
οὕτω γὰρ ἐν 
a ἦν ————— Schol. 
E .. vog durus (σκληρός Schol.) 
: 1 írt, πέτρας «70- 
' ἀτεράμνω, ef. Od. XXIII 167: 
m ἣρ ἀτέραμνον ἔϑηκαν Ὀλύμπια 
χοντες. 
gaudio carens, tristis, 
RES —* ᾿ἔνϑα τύ uev κατέ- 
λόγος ἦμεν ἀτερπέων | 
















ἀσχαλάω -- ἄτριον 43 


ξυνὸν τοῖσιν ἐρῶσι τὸ , φάρμακον, 
ubi ἀτερπέων pro t 
Meinekius ita explicans: *ubi com- 
mune amantibus paratum esse dicunt 
malorum ——— 


δὲ ᾿ Ἷ 
μηδὲν — grege non 
superbe derelicto". μηδαμῶς κατα- 


λιπόντες ἊΨ ἀγέλην. καταφρονοῦν- 
τες τῆς ἀγέλης αὐτῶν. Schol. 

ἀτεμαγέλης. bos gregem spernens 
(0. ἀτιμάξων τὴν. ἀγέλην. Hesych.; 
ὃ ἁποστάτης —* ς ἀγέλης ταῦρος. οὕτω 
Σοφοκλῆς. Bekk. anecd. p. 459, 31) 
XXV 132: oi καὶ ἀτιμαγέλαι βόσκοντ᾽ 
ἐριϑηλέα ποίην | ἐν νομῷ. 

ἄτεμος non honoratus, contemptus 
XIV 49: δύστηνοι Μεγαρῆες ἀτιμο- 
τάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. eodem loco versus 
ἀτιμοτάτη Il. 1 516. 

ἀτίτάλλω nutrio, alo XVII. 58: 

καί cs Κόως ἀκίεαλλε βρέφος —— 
λὸν ἐόντα: hac enim in insula 
lemaeus ΠῚ natus erat. — melaph. 
alo, foveo, augeo XV 111: Agstvóa 
πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει. Ἄδωνιν: 
αὕτη γὰρ ἐτέλει τὴν ἑορτὴν ᾿ἀδώνι- 
δος. Gloss. 

ἄτλητος intolerabilis XXV 508: 
ἀγχόμοροι ναῖον ἄτλητα παϑόντες. 

ἀτρακχτυλλίς carthamus lanatus 
L. τ carduncellus lanatus (εἶδος 
ἀκάνϑης. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ τὰς 
—— γυναῖκας ἀτράκτους ποιεῖν 


"ἐξ αὐτῶν. Schol) IV 51: ὡς δὲ βα- 


Mp | τἀτρακτυλλέίδες ἐντί. 
AL Atrides XVII 118: rov- 
το P ᾿ἀτρείδαισι μένει. 
— accuratus , neutr. pro 
I 151: οὐκ ἔφατ᾽ ᾿ἀτρεκὲς ἴδμεν 
(Ah. e cod. F ἀτρεχὲς). — adv. 
ἀτρεκέως aceurate XXV 37: ἐγὼ δέ 
κέτοι σάφα εἰδώς | ἀτρεκέως εἴποιμ᾽. 
170. Ep. XVI 6. 
ἀτρέμας remisse, sensim (ἡσύχως. 
Schol) VII 19: καί μ᾽ ἀτρέμας εἶπε 
σεσαρώς. 
᾿Ἀτρεύς Atreus XVIII 6: pyacrev- 
cag Ἑλέναν ὁ νεώτερος τρέος υἷός: 
Menelaus. 
ἄτριον (dor. pro ἥτριον) stamen, 
(τὸ τοῦ ὑφάσματος πλέγμα 
Timae. lex) XVIII 33: ἐνὲ διιδαλέῳ, 


44 ἄτριπτος --- αὖλις 


πυκινώτερον ἄτριον ἱστῷ | κερκίδι 
συμπλέξασα. 

ἄτριπτος mom tritus, indomitus 
XIII 64: ἐν ἀτρίπτοισιν ἀκάνϑαις | 
— δεδόνητο. 

“ἄτροπος immutabilis lll 49: o 
τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων | ᾿Ενδυμίων: 
'jugi somno sepultus'. opp. ἐγέρσι- 
μος XXIV 7. 


ἄτρῦτος immensus, ἀπέραντος XV 
τ: ἃ δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος. 

᾿Αττικός Atticus , Atheniensis XII 
28: τὸν Δττικὸν ὡς περίαλλα | ξεῖνον 
ἐτιμήσασϑε “ιοκλέα. 


ἀτύξω obstupefacio 1 56: αἰολέχον 
τι ϑέαμα, τέρας κέ τυ ϑυμὸν ἀτύξαι: 
"animum tuum obstupefaciat. 

αὐ (novies in secunda arsi leg., 
quater in quarta.) 1) rursus XV 
240: τὸ τρίτον αὖ μέλλεσκον “ἀσώμε- 
vog ἐν φρεσὶν αἰνῶς | αὐερύειν bis 
telo frustra coniecto , cf. Il. VI 186: 
τὸ τρίτον αὖ κατέπεφνεν, ᾿Δμαξόνας. 
c. adv. πάλιν IV 48: ἴδ᾽ αὖ πάλιν 
ἄδε ποϑέρπει. itemque V 149.. VIII 
68 (ci). — 2) vicissim VII 71: δεύ- 

»: 
τερος αὖ Zi qvis λιγυρῶς ἀνεβάλλετ᾽ 
ἀείδεν. ΤΙ 144: κοὔτε τι τῆνος ἐμὶν 
ἐπεμέμψατο — οὔτ᾽ ἐγὼ αὐ τήνῳ. 
c. partic. δέ XVII 8. XXII 221. (de 
XXII 144 v. ἄρα 8)) 1.817: ὁκὰ μὲν 
— ἄλλοκα δ᾽ αὖ. itaque in enume- 
rationibus praemisso μέν, δέ: vicis- 
sim, orro XXV 104: ὁ uiv — ἄλ- 
Aog ᾿δ «9. 129. I 75. XXIII 40. 
αὐαλέος v. ἀυσταλέος. 

αὐγά fulgor, Splendor VI 38: τῶν 
δέ v ὀδόντων | αὐγὰ λευκοτέρα Πα- 
ρίας ὑπέφαινε λίϑοιο. 

Αὐγείης Ens, -«o, -o, Am). Augias, 
rex Epeorum XXV 54: ὧδε γὰρ 
Αὐγείης, υἱὸς φίλος Ἤελίοιο. 1: ποῖ- 
μναι μὲν βασιλῆος ἐ ἐύφρονος 4ὐγείαο. 
29: ἐπίφρονος Αὐγείαο. 48: Abysinv 
éd low κεν ἀρχὸν ᾿Επειῶν | εἰσιδέειν. 
80. 108. 160. 

Αὐγηιάδης Augiae filius: Phyleus 
XXV 193: ὦ Avynwór. 

αὐδά vox, sermo XXI 21: ὕπνον 
ἀπωσάμενοι σφετέραις φρεσὶν ἦρε- 
9ov αὐδάν. 

αὐδάω dico Ep. XXIV 1: αὐδή- 
σει τὸ γράμμα τί σῆμά τε καὶ τίς 
ὑπ᾽ αὐτῷ. 

αὐερύω γοίγο traho, adduco, in- 
tendo (arcum) XXV 940: rà τρίτον 
αὖ μέλλεσκον ἀσώμενος ἐν φρεσὶν 


e 


αἰνῶς | αὐερύειν, Οὗ H. vit 325: 
(τὸν δ᾽) αὐερύοντα παρ᾽ ὦμον — 
βάλεν λέϑῳ. 

αὖϑις, ion. αὖτις — in 
tertio aut sexto pede hex.) 1) retro 
V 78: τὸν ξένον ἐς πόλιν αὖϑις | 
ἄφες. XVI 7. — 2) rursus, iterum 
XIV 35: πὺξ ἐπί κόρρας | ἤλασα κἄἀλ- 
λαν αὖϑις, cf. Aesch. Ag. 1345: ὦμοι 
ucA αὖϑις δευτέραν πεπληγμένος. 
XXV 263: πρὶν αὖτις (var. αὖϑις) 
ὑπότροπον ἀμπνυνϑῆναι: "rursus de- 
nuo*. 1 112: αὔτις ὅπως στασῇ Ziio- 
μήδεος ὦσσον ἰοῖσα. XXII 191. ΧΧΥ 
94. VII 90. 166. 

αὐλά 1) area domus, aula muro 
circumdata, murus aulae ipse XXIII 
58: ὦιξε ϑύρας καὶ τὸν νεκρὸν — 
αὐλᾶς ἐξ ἰδίας ἠρτημένον, ef. Il 
138: (λέοντα) αὐλῆς ὑπεραάλμενον. - 
2) stabulum XXV 99: ὄιες δὲ κατ᾽ 
αὐλὰς ηὐλίξοντο. XXVII 80. — 3) 
aula, regia XV 60: ἐξ — ὦ μᾶτερ; 

“αὐλαξ sulcus XII. 31:, (Κιανῶν) 
αὔλακας εὐρύνοντι βόες, '! τρίβοντες 
ἄροτρα. ΧΧΥ 219: φαινόμενος σπο- 
ρέμοιο δι᾽ αὔλακος. — culmi ipsi in 
suleo crescentes significantur X 6: 
τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις. 

αὔλειος, aeol. αὐλέιος ad aulam 
pertinens XXX 39: καλεῦντος ἐπ᾽ 
αὐλεΐαις ϑύραις. omisso subst. ϑύρα 
XV 43: τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον. 

αὐλέω tibia camo ὙΠ 44: αὔλει 
ΖΔαμοίτας, σύρισδε δὲ Δάφνις ὃ βού- 
τας. C. dat. VH τι: αὐλησεῦντι δέ 
μοι δύο ποιμένες. X 16: ἃ πρᾶν 
ἀμάντεσσι παρ᾽ ἹἹπποτίωνι ποκ᾽ αὔλει 
(Ahr, et Ziegl. c. var. ποταύλει). 

αὐλητρίς tibicina 11 146: (Φιλί- 
Gta) τᾶς Σιαμίας αὐλητρίδος. 

αὐλέξομιαι stabulor XXV 99: ὄιες 
δὲ κατ᾽ αὐλὰς ηὐλίξοντο. 

αὐλίον (vulg. αὔλιον; semper 
quarto pede continetur) stabulum 
XXV 81: (μῆλα) ἐκ βοτάνης ἀνιόντα 
μετ᾽ αὐλία τε σηκούς τε. XI 12: 
πολλάκι ταὶ ὄιες ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ 
ἀπῆνϑον | χλωρᾶς ἐκ βοτάνης. XXV 
84: ἦ δα, καὶ ἐσσυμένως ποτὶ τωὐ- 
λίον ἷξον ἰόντες. de antro Polyphemi 
VII 153: (Πολύφαμον) τοῖον νέκταρ 
ἔπεισε κατ᾽ αὐλία ποσσὶ χορεῦσαι, 
cf. Eur. Cyel 345: τῷ κατ᾽ αὔλιον 
Oed. 594: ἔσωϑεν αὐλίων. 

αὖλις (-ἰρ, -w) domicilium ubi 
pernoctant — greges, stabulum XVI 
92: βόες δ᾽ — ἐς αὖλιν | ἐρ- 































— οὐρ κω 61. 16 (var. sen) 
— de cubili leonis XX 


s o qp ἔχοντα Διὸς Ne- 


—2 V 1: ἀρκεὲ τὸν κα- 
Ἂ ποππύσδεν ἔχοντι. 

᾿ — VI 49. Y δὶ 
xa λὸν ἔδωκεν. plur. Ep. 
: λῇς ποτὶ τἂν Μοισᾶν — 
᾿αὐλοῖσιν. ἀεῖσαι | ἁδύ τί μοι; 

. X 84: τὼς αὐλὼς μὲν Pee 


αὔξω augeo, pass. cresco XVIII 
y Aero Panel τὰς died 


ὃς μων vd 


—— αὖον ὀλεῖται. 


E Movtoc. 255: τῇ δ᾽ ἊΣ 
E ᾿πόρσης v. ὕπερ αὖον ἀείρας | 
E xx κεφαλῆς: 'clavam sonoram, 


argutam, aridam, die sausende'; cf. 
Verg. Georg. 1 357: aridus altis mon- 
tibus audiri fragor. 1l. XII 160: 


i: 
R. 
a 
TT 
Y 
.. 
33 
TT 
bi 
d 
35 
Ü 


ἀμφ᾽ αὖον ἀύτευν, ubi 
sane adv. est, ut Il. XIII 441. — 
Vul A8: χὼ τὰς βῶς βόσκων 


ὅες αὐότεραι. X 12: ἔνϑ᾽ 
E d σφισὶν ἕδρη, ἐπὴν ἄπρηκτοι ἵκων- 
EL (Ahr. et Ziegl. c. var. αἰεῶ. 
|. αὔρα aura XXX 33: σμίκρας δεύ- 
: poe αὔρας ὀνέμων. 
: r1 eras, c. fut. V 145: αὔριον 
4 ἔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ. ll 9. [58.] 
- HI 11. IV 4i. cs TU -— 
. patente significatione 4: ὁ 
- Ovarol πελόμεσϑα, τὸ δ᾽ αὔριον 
οὐχ ἐσορῶμες: diem crastinum h. e. 
XXX 20: ἀλλάσσει δ᾽ 
ποντοπόρ! αὔριον ed αὔ- 
Hilo, b e crastino h. e. pro- 
Aron Ao XXIX 14: νῦν 
— ἄλλον ἔχης κλά- 
αὔριον: modo hunc 


: — squalidus, XIV. 4: χὼ 
μύσταξ πολὺς οὗτος, ἀυσταλέοι δὲ 


μ᾽ «v- 

"We. d "0d, XIX. 327: ἀυσταλέος, 
vog. 

αὐτάρ (plerumque in primo hex. 


pede leg.) incipiens semper enun- 
elationem ea quae sequuntur priori- 


ὖλό. us 


αὐτίκα 45 


bus magis subiungit quam opponit: 
tamen, autem, vicissim; interdum no- 
vas res addens nihil aliud est quam 
deinde, porro XXII. 51: (ἐν δὲ μύες 
στερεοῖσι βραχίοσιν ἄ ὑπ᾽ ὦμον 
ἕστασαν --- ἡ αὐτὰρ ὑπὲρ νώτοιο καὶ 
αὐχένος ἠωρεῖτο | — δέρμα λέοντος. 
plerumque sequ. subi.: αὐτὰρ ὁ μάν- 
τις VI 23. αὐτὰρ oy' 1 δ2. XXII 
87. αὐτὰρ ὁ XXV ,232. αὐτὰρ ὁ 
πληγείς XXII 105. αὐτὰρ ἐγώ VI 32. 
VIE 131. XVI 66. XVII - XXV 
206. 227. opp. μέν XXV 13: ποῖ- 
μναι μὲν — αὐτὰρ βουκολέοισι. VII 
131: a μὲν — αὐτὰρ ἐγώ. XXV 
227: ὁ μὲν -- αὐτὰρ ἐγώ — αὐτὰρ ὃ. 
duobus membris additur: μὲν — δὲ 
--Οαὐτάρ XXIV 107. 137; cf. Od. VIII 
342. — αὐτὰρ ἐπεί XXV 911. αὖ- 
τὰρ ἔπειτα ΧΧΥ͂ 88. 

αὖτε (ter pedem secundum incipit, 
semel posterior syllaba est in arsi 
secunda.) 1) rursus XI 22: φοιτῇς 
εὐθὺς Loic" Oxxe γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ 
μὲ" οἵ! δ᾽ αὖθ᾽ οὑτῶς, ὅκκα γλυκὺς 
ὕπνος ἀνῇ με. 2) vicissim, porro XXIV 
30: rà δ΄ αὖτε σπείραισιν ἕλισσέσθϑην 
περὶ παῖδα. ll 150. XXIII 53. 


αὐτεῖ (dor. pro αὐτοῦ) illic XI 18: 
ó δὲ τὰν Γαλάτειαν ἀείδων" αὐτεὶ ἐπ᾽ 
ἀιόνος. κατετάκετο (e coni. Heinsii scr. 
pro αὐτός V. αὐτῶ, αὐτοῦ). V. αὐτοῦ. 


ἀνστέω clamo, voco XXIV 81: οὐκ 
diee, παίδων ὁ ,»γεώτερος ὅσσον ἀυ- 
Ἐν 50: αὐτὸς ἀυτεὶῖ. 


deti pugna XXII ,220: Ἰλιάδας τε 
μάχας Apure τε πύργον ἀυτῆς, cf. 
Schilleri versum: der ein Turm war 
in der Schlacht. 


αὐτίκα (septies quarto hex. inde 
continetur, bis quarto.) statim, extem 
plo, c. ind. fut. V 96: κἠγὼ μὲν δωφῶ 
TG παρϑένῳ αὐτίκα φάσσαν. IV 41: 
add. καί (e coni. Ahr. pro καταυτίκα) 
ΠῚ 21: τὸν στέφανον τῖλαί μὲ καὶ 
αὐτίκα λεπτὰ ποιησεῖς, cf. Plat. Symp. 
p. 220 A: τούτου μὲν οὖν μοι δοκεὶ 
xal αὐτέκα ὁ ἔλεγχος ἔσεσθαι. prae- 
ter. temporis VI 45. IX 22. 
opt. II 29: ὡς τάκοιϑ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος 
ὁ Μύνδιος αὐτίκα Δέλφις, cf. ll. 
XVIII 98: αὐτώκα τεθναίην. --- c. 
imper. V 140: Μόρσωνι καλὸν κρέας 
αὐτίχα ményov, cuius locum temet 
infin. V 121. — c. gen. Il 119: (ἦν- 
ϑονὶ αὐτίχα νυκτός: 'ipsa nocte in- 
gruente, immediately at nightfall'; 


46 . αὖτις — αὐτός 


cf. ΧΙ 40: νυκτὸς ἀωρί. (de IV 11 
v. ἀμνάς.) Ζ 

αὖτις v. αὐϑις. 

αὐτόγὰ ipsum XI 60: νῦν μάν, ὦ 
κόριον, vov αὐτόγα νεῖν μεμαϑεῦμαι 
(Ahr. αὖ τό γα). 

αὐτοένει eodem. anno XXVIII 13: 
(δὲς γὰρ μάτερες͵ dovov) πέξαιντ᾽ 
αὐτοένει ᾿Θευγένιδός y ἕνεκ᾽ ἐυσφύρω 
(vulg. αὐτοετεί). 

αὐτόϑ'ε(νλ illinc, istinc V 60: αὖ- 
τόϑε μοι ποτέρισδε xol αὐτόϑε βου- 
κολιάσδευ, οἵ. Plaut. Capt. III 4, 71: 
istinc loquere, 51 quid vis. VI 15: 

ἃ δὲ. καὶ αὐτόϑε τοι διαϑρύπτεται. 
praemisso omine loci XXV 170: 
Ἄργεος ἐξ ἵεροῖο l αὐτόϑεν, cf. Thuc. 
V 88, 1: ἐκ τοῦ Ἄργους αὐτόϑεν. 


αὐτομάτως sua sponte, fortuito 
XXI 26: οὐ γὰρ ὃ καιρός | αὐτομά- 
vog παρέβα τὸν ξὸν δρόμον. 

Αὐτονόα (α, -«g) Autonoe, Cadmi 
filia XXVI 12: A4$r0vó« πρᾶτα νιν 
ἀνέκραγε δεινὸν ἰδοῖσα. 1: Ἰνὼ καύ- 
τονόα. 19. 23. 

αὐτός (sg. m. αὐτός, aeol. αὖτος 
ci. XXIX 11.150 crasi οὗτός. αὐτοῦ, 
-à. αὐτῷ, aeol. αὕτῳ ci. XXX 21. 
αὐτόν. — f. αὐτά; αὐτᾶς, in cragi 
aeol. καὐτᾶς XXX. 32. αὐτᾷ, -ἢ. αὖ- 


τάν, ἥν. — n. αὐτῷ, τό. — Β. 
m. αὐτοῖν. — pl m. αὐτοί, -ὧν, -οἷς, 
-οἷσιν, τούς, — f. αὐταί, -eis, -αἴσιν; 
'dor. αὐτάς ter. — n. αὐτά. In omni- 


bus hex. pedibus leg., saepissime 
in sexto, primo, quinto; posterior 
syllaba ictum habet in secundo pede 
octies, rarius in tertio et quinto, se- 
mel in quarto.) 1 ipse 1) persona 
quae quid potissimum, agit opponitur 
alis personis I 98: ἦ δ᾽ οὐκ «αὐτὸς 
Ἔρωτος ὑπ᾽ ἀργαλέοιο λυγίχϑης; 
XIII 9: (xo/ vw πάντ᾽ ἐδίδαξε) ὅσσα 
μαϑὼν ἀγαθὸς καὶ ἀοίδιμος αὐτὸς 
'ysvro. XVII 106. XXVI 30. XXIX 
11. — XVII 128: αὐτός T ἰφϑέμα τ᾽ 
ἄλοχος. XXV 160: αὐτός τε ἄναξ 
υἷός τε. XXII 218: αὐτοί τε κρατέ- 
οντε καὶ ἐκ κρατέοντος ἔφυσαν. Ep. 
XV 1: νήπιον υἱὸν ἔλειπες, ἐν ἁλι- 
κίᾳ δὲ καὶ αὐτός | — τύμβου ἔτυχες. 
— aut rebus XVII 128: ματρὶ φίλᾳ 
καὶ πατρὶ ϑυώδεας εἴσατο ναοὺς" ] 
ἐν δ᾽ αὐτοὺς χρυσῷ περικαλλέας ἠδ᾽ 
ἐλέφαντι. XV 84. XVI 65. XXII 
211. 292, — nonnunquam illud quod 
opponitur e toto textu apparet et 


cogitatione suppletar IV 60: πρόαν 
γε uiv αὐτὸς ἐπενϑών | — κατελάμβα- 
70v: ipse, non alius. V 99: λα- 
κὸν ,πόχον) — Κρατίδα δωρήσομαι 
αὐτός: 'müt eigener, hoher Hand'. 
VIII 7: φαμί zv Φικασεῖν, ὅσσον ϑέλω 
αὐτὸς ἀείδων: "ipsum invicem can- 
tantem?. XXIV 90. I88. IV 54. 
VI 33. IX 25. XXV 209. — fit 
etiam ut αὐτός maiore quadam vi 
pronuntietur III 38: ἅλλεται ὀφϑαλ- 
μός ie ὁ δεξιός" dod γ᾽ ἰδησῶ | 
αὐτάν; *Sie', amatam ipsam. XXIV 
50: ἄνστατε, δμῶες ταλασίφρονες. 
αὐτὸς ἀυτεῖ: 'ipse, dominus'. — Non 
raro adiunctum est subst. cum, arti- 
culo VIII 80: τὰ Bot δ᾽ ἁ μόσχος, 
τῷ βουκόλῳ af βόες ᾿αὐταί (κόσμος). 
Iv 5. sine artic. XXVII 63: ῥέξω 
πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτὰν βοῦν Aqoo- 
δίταᾳ. XVIL 88. XXV 59. Ep. XIII 
6. aut nomen propr. VII 5: ἀπὸ Kiv- 
— τε καὶ αὐτῷ | Χαάλπῶνος. XII 

: (ὕδωρ ἐπιδό πίον οἰσῶν) αὐτῷ 
δ᾽ ᾿Ἡϑακῖῆι καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι. 
XXV 148. 120. XXIV 120. XXVI 
9. Ep. IX 6. c. artic. V 14. 17 
Ahr. — aut pronomen: τοῦτον αὐτόν 
Ep. XX 6. αὐτὸς ἐγώ VI 95. XI 
50. XXII 153. αὐτῷ μον XVI 19. 
μὲ αὐτόν VIII 86. σέγε — αὐτόν 
XXV 39. αὐτὰν σέ ,Ad. 28. τοι 
αὐτῷ XXV 84. 
οἵ αὐτῷ XXIV 184, quo loco. nescio 
an exstiterit significatio reflexiva, 
quam satis dilucide exhibet αὐτός 
XXV τί: χαίρων. ἐν φρεσὶν ἧσιν, 
ὁϑούνεκεν αὔλιν , ἔρυντο (τύνες) αὖ- 
τοῦ γ᾽ οὐ παρεόντος (Ahr. e coni. 
αἰὲν ἔρυντο αὐλιν κοῦ παρεόντος): 
'se (ipso) absente", cf. XIII 14. Ad. 
5; cuius usus plura exempla exstant 
apud Hom. — 2) interdum aucta vi 
tam aecurate aliquid demonstratur, 
ut error intercedere iam non possit: 
ipse, gerade, genau, unmittel- 
bar VII το: (πίομαι) αὐταῖσιν κυλί- 
κεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων: 
"ipsis  calicibus labrum infigens". 
XXI 17: & δὲ παρ᾽ adv | “ϑλιβομέ- 
νὰν καλύβαν τρυφερὸν προσέναχε 9u- 
λασσα. XXIV 12. Ep. IX 5. — 3) non 
raro adeo vis h. v. augetur, ut, respon- 
deat nostro sogar, vel, etiam XXX 81: 
ϑέος, Oc καὶ Aog ἔσφαλε μέγαν 
νόον | καῦτας Κυπρογενήας. XVI 
56. accedit καί XXVII 61. XVII 8. 
οὐδέ VII 100. quo etiam referam 


τοι αὐτῇ XXII 117. 


OPNS 


Sc 


M UA SEG Ne, ua c LRL 


m 


αὐτοῦ — ἄφαντος 41 











































ls. |. : ὑμεῖς qu » "i , βυϑοῦ 
᾿ ἕλκετε  v&ag | αὐτοῖσιν ναύταισιν : 
ἐς naves una cum nautis i 
5 | pi — 4) ipse idem fere est | quod 
- mea sponte, ultro XV 51: καὐτὰ ovv- 
fo — XXV 194. — 6) 
?, Solus V. 85: τάλαν, λέγει, αὐτὸς 
ἄγεις: JH 89: αὐτὰ δὲ Aou | 
. 6et Pad ἧς καὶ δέρμα. XVIII. 12: 
E Tí μὰν χρήξοντα x«9' ὥραν αὐ- 
Ὡς ἣν vv. IV 15. X 19. XI 
85. XXI 2. XXV 181. 277. 
VI 2. fortasse etiam VII 70; v. 


EU. — ΤΙ hie, is, ille, quae significa 
- &io tantummodo in casibus obliquis 
exstat aut a verbis pendentibus aut 
[4 - praepositionibus; demonstrantur 
Autem et homines prius commemo- 
-xati et animalia et res, XIII 21: 
υἱός) σὺν δ᾽ αὐτῷ κατ- 
ικμῆνη i εὔεδρον ἐς ᾿Αργώ. 135. 
19. V $1. 82. 134. VI 2. 30. 
LPVH 56. 74. VII 74. XI 16. 78. 
ΧΙ 1 ΧΡ 15.:25. XV 9. 61. 
L 118: XVI 80. XVII 18. XXI 8. 
- XXIH 11. XXVI 35. XXX 21 (ci). 
Ep. XI 4. XXII 10. — ΠῚ 2: (αἶγες) 
3 κατ᾽ ὄρος, καὶ ὁ Τίτυρος 
αὐτὰς ἐλαύνει. IV £y 42. X 53. 
- XXI 56. — 1 30: & δὲ κατ᾽ αὐτὸν 
| (sc. τὸν κισσόν) καρπῷ ἕλιξ — 
25: ὅλον αὐτὸ λαβών (sc. τὸ 
— 28 50. II 95. VII 7. 
XXIV 1. — III ωὑτὸς 
- ddem pro ó αὐτός leg. ter XI 84: ἀλλ᾽ 
 (vróg, τοιοῦτος ἐών, βοτὰ χίλια βόσκω 
x —— "idem ego * 2 CVIH 
. 922: δρὸ Qvtó /| 23: ῥυϑμὸς 
] οὐτός, cf Il. Li 396: ωὐτὸς HER 
|o αὐτοῦ illic XXV 257: διὰ δ᾽ &v- 
ua τρηχὺν faba | avrov ἐπὶ λασίοιο 
| xagrjerog ἀγριέλαιον | ϑηρός, cf. HI. 
- 1I 237: αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ. v. avrei. 
 αὐτόφλοιος qui est cum ipso cor- 
: "Mice XXV 208: (βάκτρον) εὐπαγές, 
- e'Sóglotov: 'corticenon districto?. Ep. 
EIV. 3: (ξόανον) τρισκελές, αὐτόφλοιον. 
Lac nalura factus, mativus 
: X [23]: ,xogóvav, τάν μοι πατρὸς 
ἔτραφεν ἀγρός, αὐτοφυῆ. 
b αὑτῷ pron. refl. sui, suus 1 92: 
τὸν αὑτῶ | &vve πικρὸν ἔρωτα. XV 
18 1v Αὐύπρις ἔχοισα τὸν 
ὑτᾶς χαιρέτω ἄνδ ΧΠῚ 15: (ὡς 
αὑτῷ δ᾽ εὖ ἕλκων ἐς ἀλαϑι- 
νδρ᾽ ᾿ἀποβαίη (vulg. αὐτῷ): 
sibi i ipsi constans, sui semper similis. 


, vel cum 


Imago a iumentis sumpta est sibi 
paribus et aequaliter incedentibus 
(Verg. Georg. ΠῚ 169}. 
αὔτως (semel in primo hex. pede 
* ter in sexto, ter posterior syl- 
a ictum habet in secundo pede.) 
) eodem modo, pariter, c. partic. ὥς 
coni, v. ὡσαύτως. — 9) ipso priore 
statu adhuc non mutato, ὡς ἔχω, so 
wie ich bin, nur so, ganz 80, 80 
, Semper fere cum ' adiectivis con- 
iunctum, quorum vis sic augetur quo- 
dammodo. III 30: (οὐδὲ τὸ τηλέ tiov 
ποτεμάξατό τι πλαταγῆσαν) ἀλλ᾽ αὖ- 
τως ἀμαλῷ ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνϑη. 
V 40: ὦ φϑονερὸν τὺ καὶ ἀπρεπὲς 
ἀνδρίον αὕτως. Π 133. XXV 83. XXV 
239: (ἰός) ἔπεσε προπάροιϑε ποδῶν 
ἀνεμώλιος αὔτως, οὗ Hl. XXI 474: 
νηπύτιε, τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον 
αὕτως. 
αὐχήν (sg. αὐχήν, -ἕνος, -ἕνα: 
plerumque quarto hex. pede conti- 
netur.) cervir, collum et hominum et 
animalium V 91: λιπαρὰ δὲ παρ᾽ 
αὐχένα σείετ᾽ ἔϑειρα. XXV 264: (τὸν 
μὲν 86. λέοντα) αὐχένος ἀρρήκτοιο 
παρ᾽ ἰνίον ἔφλασα προφϑαᾶς. 948: 
πᾶς δέ of (λέοντι) αὐχήν | ϑυμοῦ ἐν- 
ἐπλήσϑη. 140. 148. XXII 51. —— 
versa parte colli XXII 109: ἀλλ᾽ 
μὲν ἐς στῆϑός τε καὶ ξὺν — 
WES αὐχένα τ᾽ ἀρχηγὸς Βεβρύκων. 
χιηρὸς aridus, hirsutus, de leone 
XXV 92 324: ἀμφὶ δὲ χαίτας | αὐχμηρὰς 
πεπάλακτο φόνῳ. 
αὐχμιὸς siccitas aestiva VIII 51: 
δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν, 
ὕδασι δ᾽ αὐχμός. 


ἀύω (aor. ἄυσεν, ἄυσαν, ἀύσας. 
semel leg. in exitu hex. , quater ante 
caesuram, q. v. κατὰ τρίτον τροχαῖον.) 
1) clamo XXIV 23: αὐτὰρ ὅγ᾽ εὐθὺς 
ἄσυσεν, ὅπως κακὰ | rng ἀνέγνω. XXII 
144: Λυγκεὺς δ᾽ ἂρ μετέειπεν ὑπὲκ 
κόρυϑος μέγ᾽ ἀύσας, ef. 1], XIV 147: 
Gg εἰπὼν μέγ ἄυσεν. — 3) voco 
XXIV 41: δμῶας δὴ τότ᾽ ἄυσεν. XIII 
58: τρὶς μὲν Ὕλαν ἄυσεν, cf. Od. IX 
65: rolg ἕκαστον ἀῦσαι. — omisso 
obi. VIII 28: zoí “μὲν παῖδες ἄυσαν, 
ὁ δ᾽ αἰπόλος ἦνϑ᾽ ὑπακούσας. 

ἀφαγέομαι v. ὑφαγέομαι. 

ἄφαντος qui oculis cerni non pot- 
est IV. δ: αὐτὸς δ᾽ ἐς τίν᾽ ἄφαντος 
ὁ βουκόλος ὥχετο χώραν; cf. Od. I 
242: οἴχετ᾽ ἄιστος ἄπυστος. 


48 ἀφάπτω — Ay£oov 


ἀφάπτω suspendo XXII 52: ἄκρων 
δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἐκ ποδε- 
ώνων: κρεμάμενον. Schol. 


ἄφαρ (semel pyrrhichius est in 
quarto hex. pede, quater posterior 
syllaba habet ictum.) celeriter, statim 
XXV 146: (vov μὲν ἄναξ προσιόντος 
ἐδράξατο) σκαιοῦ ἄφαρ κπέραος. 221: 
αὐτὰρ ἐγὼ ϑάμνοισιν ἄφαρ σκιεροῖσιν 
ἐκρύφϑην. 943. XXII 203. XX 15. 


᾿Αφᾶρεύς Aphareus, rex Messenae 
XXII 139: ἐσσυμένως ἐδίωκον ἀδελ- 
φεὼ vi ᾿ἀφαρῆος, Ι- -Δυγκεὺς καὶ ὁ 
καρτερὸς Ἴδας. 141: ὅτε τύμβον ἵκα- 
vov ἀποφϑιμένου ᾿ἀφαρῆος. 

᾿Αφαρήιος Aphareius, ad Aphareum 
pertinens XXII 207: στήλην ᾿ἀφαρηίου 
ἐξανέχουσαν | τύμβου ἀναρρήξας. 


ἀφαυρός debilis XXI 49: πῶς uiv 
ἕλω μέγαν ἰχϑὺν ἀφαυροτέροισι ci- 
δάροις: 

ἀφέρπω abeo IV 29: ποτὶ Πῖσαν 
ἀφέρπων. VIII 43 — 47: αἱ δ᾽ ἃ ἂν 
ἀφέρπῃ. XXVII 64: γυνὴ δ᾽ εἰς οἷ- 
xov ἀφέρπω. 

&q9ivos perennis XVII 52: “Ζεὺς 
δέ, Κρονίδας Ζεύς, ἄφϑιτον ὄλβον 
(δοίη). 

ἄφϑονος copiosus, largus VII 40: 
χαίρων ἄφϑονα πάντα »νέμοι. X 53: 
πάρεστι γὰρ ἄφϑονον αὐτῷ, cf. h. Hom. 
XXX 8: τῷ δ᾽ ἄφϑονα πάντα πάρεστι. 

ἀφίημι 1) dimitto V 78: τὸν ξένον 
ἐς πόλιν αὖϑις | ζῶντ᾽ ἄφες. — 2) 
metaph. ematto , consumo Ep. VH 6: 
0 δ᾽ εἰς ἔργον πᾶσαν ἀφῆκε τέχνην: 
omnem artem in opere consumpsit. 

ἀφικνέομιαι (fut. aeol. ἀπίξεται 


ΧΧΙΧ 18. 


aor. ind. ἀφίέκευ, -ἔκετο, 
-íx0vto. 


coni ἀφέκῃ, -ἕκηται.. imp. 
dor. dgíxtvco) venio, pervenio, redeo, 
abs. XV 144: καὶ vov ἦλϑες, Ἄδωνι, 
καὶ δκκ᾽ ἀφίκῃ φίλος ἡξεῖς: ὅτε ὅλ: 
Aors ἔλϑηῃς. Gloss. XIV ὅ. — c. raep. 
ποτί XI 42: ἀλλ᾽ ἀφίκευσο ποῦϑ' aͤus: 
ἀμφέκευσο (leg. ἀφίκευσο, ut est in 
ed. Tunt., vulg. ἀφίκευ τὺ), οὕτω 
Συρακόσιοι τὴν 60 πλεονάζοντες συλ- 
λαβήν᾽ κάϑευσο, στεφάνουσο ἀντὶ τοῦ 
κάϑευ, στεφάνου. Schol. cod. x Ziegl. 
— ἐς XV 149: χαῖρε, "Aóov ἀγαπητέ" 
καὶ ἐς χαίροντας ἀφίκευ (pro vulg. 
ἀφικνεῦ scr. Ahr.): ἄπελθε, ἐλθέ, ὑπό- 
στρέψον. Gloss., quare fort. praestat 
ἀφικνεῦ. XXVI 95. — c. adv. ὧδε 
Xl 61. ὄπποι XXIX 13. 


ἀφνε(ι)ός (quater ἃ, semel ἄ) lo- 
cuples, dives XV 22: βᾶμες τῶ βασι- 
λῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω. add. dat. 
XXIV 106 : Εὔρυτος ἐκ πατέρων με- 
γάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις. XXV 119. 
— XIII 19: ἐς à ἀφνειὸν Ἰωλκόν. XVII 
96: ἐς ἀφνεὸν ἔρχεται οἶκον. 

᾿Αφροδίέτα (-α, -ας, -«, -α; sem- 
per in exitu hex. legitur, semel Ἄφρο- 
δίέτα Ad. 17.) Venus XV 100: δέσποιν᾽, 
ἃ ,Τολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας,᾿ 
αἰπεινάν τ᾿ Epoxav, χουσῷ “παίζοις 
᾿φροδίτα. XVII 45: κάλλει ἀριστεύ- 
ουσὰ ϑεάων πότν᾽ Ἀφροδίτα. II 3: 
(ἦ ῥά οἵ ἀλλᾷ) der «ἔχων 0 τ᾽ Ἔρας 
ταχινὰς φρένας & τ᾽ ᾿ἀφροδίτα; 1138. 
IH 30. VIL 55. X 88. XIX 4, XXVII 
63. Ad. 17. 

ἀφρόντιστος inconsultus X 20: 
(τυφλὸς) ὡφρόντιστος "Ἔρως. 

᾿ἀφύσσω haurio, fut. dor. VII 65: 
τὸν πτελεατικὸν οἶνον ἀπὸ κρατῆρος 
ἀφυξῶ. 

᾿Αχαιιάς Achaea XXIV 14: πολλαὶ 
᾿᾿χαιιάδων, cf. Od. ΠῚ 261: τις. -- 
᾿ἡχαιιάδων. — pro adiectivo XVIII 
20: οἵα ἀχαιιάδα γαῖαν πατεῖ ἴ οὐδεμί᾽ 
ἄλλα (cum Ziegl I et Ameis. e coni. 
scr. A. Fritzschius pro vulg. Ageue- 
δων, Ahr. ᾿χαιέδα νῦν), cf. Od. XXI 
107: of νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ᾽ 
ἀχαιίδα γαῖαν. de productione ulti- 
mae syllabae v. Τυνδαρίς. 


"Axatós Achaeus XXV 180: ové 
Ἑλίκηϑεν Ayoióg. 165: (ἤλυϑε) ἐν- 
ὅγαδ᾽ Ayoi0g ἀνὴρ Ἑλίκης ἐξ ἀγχιά- 
λοιο, οἵ. 1. III 167: ὅστις ὅδ᾽ ἐστὶν 
Ἀχαιὸς ἀνήρ. -- plur. XV 61: ἐς 
Τροέαν πειρώμενοι ἦνϑον ᾿᾿χαιοί. 
XXII 219: νῆας Ἀχαιῶν. 157: ᾿ἀχαιῶν 
τε πτολίεϑρα. 


᾿Αχαρνεύς Acharnensis ὙΠ ΤΙ: 
δύο ποιμένες, εἷς μὲν ᾿ἀχαρνεύς | εἷς 
δὲ “Μυκωπίτας. 

ἄ ἔχερδος crataegus, ozyacanthus L.., 
Weissdorn XXIV 88: ἀνέμῳ δεδονη. 
μένον αὖον ἄχερδον. semel leg. apud 
Hom. Od. XIV 10: ἐϑρέίγκωσεν ἀχέρδῳ 
(αὐλήν). 

᾿Αχέρων Acheron, fluvius inferorum 
xvit 47:6 (Βερενέκα) εὐειδὴς ᾿Δἀχέροντα 
πολύστονον οὐκ ἐπέρασεν. XVI 31: 
ἐπὶ ψυχροῦ ᾿Αχέροντος. 41: ἐς su- 
ρεῖαν σχεδίαν στυγνοῦ ᾿ἀχέροντος (Ahr. 
e coni. Hemsterhus. et Toupii στυ- 
yvoio γέροντος). XV 102: ἀπ ἀενάόυ 








* ἀνέξοδον 
τὸν ἀνέκβατον τό- 
. Schol XV 186 (Ὁ). 

1) sono, cano XVI 96: (τέτ- 


* gei ἐν ἀκρεμόνεσσιν. Ep. IV 10: 
᾿ κπόσσι — ποικιλότραυλα T 






DO ees 

| cona τὸ χαλκέον ὡς τάχος 
ἄχει, cf. Ovid. Fast. V 441: Teme- 
| Saeaque — aera. 


| PIDE ps * 
AVI 33: ἀχὴν ἐκ 
: Ex πενίην Laer κλαίων. 


— 1) grator XVI 79: ἀχϑό- 
σακέεσσι βραχίονας ἰτεΐνοισι. -- 9) 
3 — moleste fero V 35: μέγα δ᾽ ἄχϑο- 
pm μαι, εἶ τύ μὲ τολμῇς | — pui 
EF Ἀχιλεύς Achilles XVI 74: ῥέξας 
E 1 κε Sud ov —— ἢ βαρὺς Αἴας. 
: XVII 55: ἀκον- 
| at "XXII 220: Apnea τε 
—— ἀυτῆς, οἵ. Od. XI 556: (de 
Aiace) τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο. 
—— ᾿Αχιλλέεος Achilleus , aeol. XXIX 
^ 94: πελώμεϑ᾽ ᾿ἀχιλλέιοι φί. 
- Aot: Achillei amici, quales erant Achil- 
. les et Patroclus, cf. Il. XXIII 84 sequ. 
3 ἄχος dolor δῶν sollicitudo 1Π|15: 
ϑᾶσαι μὰν ϑυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος. 
: &; xQ«vtos intactus, intaminatus, de 
— pit 59: οὐδέ τί πω ποτὶ χεῖλος 
1 —— ἔτι κεῖται ἄχ 
ἢ * , ἀμόλυντον. Schol 
P 4, inutilis XVII 106: οὐ μὰ 
» δόμῳ ivi πίονι χρυσός | 





3 ἀχρε 
ἐς ΠῚ 
ὕχων καὶ 

| UE ἔπτει, », ch uint Smyrn. IX 

τὸ: —* ὀστέον ἄχρις [χέσϑθαι. — c. 

“ ἄχυρον acu α Χ 49: ἐκ κα- 

dead qvoov τελέϑει τημόσδε μάλιστα. 

: elt Aa ὁ βουκόλος, ἁδὺ δὲ κἀχώ (e 

Ἵ Fritzschii scr. pro κήγών): 
! inea resonat 

ἄψ retro XXIV 93: ἂψ δὲ νέεσθαι, 

; Es fusv ἂψ ὀπίσω. XXIV 32: 

b πάλιν διέλυον (sc. τὰς ἀχάν- 


nao en ique ad, c. praep. 
* ς ὄστιον 
XXIII 50: ἄχρι μέσων οὐδῶν. 
χοῦ echo, imago IX 8: ἁδὺ δὲ χὰ 

" ΠΑΝ —— imago quae carmina 

— ef. Od. IV 260: νέεσθαι | &y. XXV 

Hd 

* "T Theocriteum. 

: 





ἄωτος 49 


ko cf. U. XVIII 280: ἂψ πάλιν 
ἐπὶ νῆας. — — zi 65: 
δ᾽ Üxvo ποτὶ χεῖλος oun 
μῦϑον ἰόντα: ,retinebat, cf. os H 
254: οὐδ᾽ oy ἀληϑέα εἶπε, πάλιν δ᾽ 
ὅγε λάξετο μῦϑον: "er nahm die Rede 
zurück, die ihm vor Freuden bereits 
auf der Zunge schwebte'. Ameis. 
ἄψορρον retro XIV 40: (χελεδών) 
ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον 
ἀγείρειν. 

ἄω inir, ,Satior XXV 253: (λὲς — 
ἄλτο) μαιμώων χροὸς σαι, cf. Il. XV 
317: (δοῦρα) ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαι- 
— χροὸς ὦσαι. 

ἀῶϑεν ras XV 132: — δ᾽ 
&ufg viv ve δρόσω ἀϑρόαι ἕξω 
—* e, cf. Od. XV 308: ἠῶϑεν * 
dem oeo versus, 

doei intempestive, c. gen. XI 40: 
ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων) πολλάκι νυκτὸς 
«aet: "nocte Antempesta'. XXIV 38: 
ἢ οὐ νοέεις ὅτι νυκτὸς dogí mov; v. 
αὐτίκα. 

&o intempestivus , immaturus 
Ep. XXV 1: ἡ παῖς ὥχετ᾽ ἄωρος ἐν 
ifie ἥδ᾽ ἐνιαυτῷ | εἰς ᾿Αίδην, cf. 

ur, Alc. 166: ϑανεΐν ἀώρους παῖδας. 


e$, ἠώς (ἀώς, τοῦς, -à; ; ἠοῖ. Aas, 
-à; 'Ho. plerumque in introitu et in 
exitu hex.) I ἀώς, ἠώς 1) mane, tem- 
pus matutinum XI 14: αὐτεὶ ἐπ᾽ di- 
ὄνος κατετάκετο φυκιοέσσας | ἐξ ἀοῦς. 
ΧΧΙ 24. — diei posteri, crastini XVIII 
το καὶ ἕνας καὶ ἐς ἀῶ: 'eras". δῦ: 
εσϑαι δὲ πρὸς ἀῶ μὴ ᾿πιλάϑησϑε. 
9. -- 9) dies ipse XII 1: ἤλυ- 
ϑες, ὦ φίλε κοῦρε, τρίτῃ σὺν νυκτὶ 
καὶ ἠοῖ (var. &oi); "metaph. XVII 59: 
ὅτε πρώταν ἴδες ἀῶ: ubi primum edi- 
tus es in lucem. — (de 35 v. dà.) 
3) de coelo: oriens Ep. XIX 3: , (o* 
τὸ μυρίον κλέος) avv κἠπὶ νύχτα 
καὶ πρὸς ἀῶ. -- τ᾿ Αύς, 'Hog Au- 
rora ll 147: ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον 
ἵπποι | ᾿δῶ τὰν δοδόπαχυν ἀπ᾿ ὭὮκεα- 
νοῖο φέροισαι. XIII 11: ὁπόχ᾽ à λεύκ- 
ἱππος ἀνατρέχοι ἐς “Διὸς Aog. XVI 
δ: ὁπόσοι γλαυκὰν ναίουσιν ὑπ᾿ Ἠῶ 
Ahr. ἠῶ, vulg. , dà), cf. Il. V 261: 
σσοι ἔασιν ὅπ’ ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε. 
XVIII 26: πότνι᾽ ἅτ᾽ ἀντέλλοισα κα- 
λὸν διέφανε πρόσωπον | Aog. 
ἄωτος 1) floccus velleris, lana te- 
nerrima II 2: στέψον τὰν κελέβαν 
φοινικέω ológ doro, cf. Il. XIII 599: 


4 ' 


δὺ βαδίξω --- βάλλω 


ἐυστρεφεῖ olóc ἀώτῳ. — 2) metaph. 
flos, robur XIII 21: ναυτιλίας μιμνά- 
σκετο ϑεῖος ἄωτος | ἡρώων : Argonau- 


βᾶδέξω vado, eo XXIII 22: ἀλλὰ 
βαδίξω | ἔνϑα τύ μοι κατέκρινας. 

βᾶάϑέως profunde VIII 66: οὐ χρὴ 
κοιμᾶσϑαι βαϑέως σὺν παιδὶ νέμοντα: 
"in silva profunda? pascentem. 

βάϑος profunditas VIII 49: ὦ βά- 
Sos ὕλας | μυρίον, ὦ σιμαὶ δεῦτε ποτ᾽ 
ἄντρ ᾿ ἔριφοι: τἐκεῖθεν, οὗ βάϑος ὕλας 
ἐστί, δεῦτε᾽. Ahr., cf. Il. V 555: βα- 
ϑείης τάρφεσιν ὕλης. -- metaph. XIV 
29: jon δ΄ ὧν πύσιος τοὶ τέτταρες ἐν 
βάϑει ἦμες: *in profunda potatione'. 


βαϑύκολπος profundos simus ha- 
bens h. e. veste sinuosa induta XVII 
55: Θέτις βαϑύκολπος. 

βᾶϑυς (sg. m. βαϑύς, -ὖν. n. βαϑύ. 
pl. βαϑεῖαι, -είαις. comp. βαϑιον) 
profundus, altus XIII 28: βαϑὺν δ᾽ 
εἰσέδραμε Φᾶσιν. 58: ὅσον βαϑὺς 
ἤρυγε λαιμός (var. βαρύς). 121: βαϑὺ 
κισσύβιον: (non vulgari ambitu, sed 
magnitudine amplissima scyphus', 
XIII 35: βαϑύν τ᾽ ἐτάμοντο κύπειρον. 
VII 182: ἔν τε βαϑείαις | ἀδείας σχοί- 
v010 χαμευνίσιν ἐκλίνϑημες: βαϑέως 
ἐστρωμέναις. Gloss. IV 51: ὡς δὲ βα- 
ϑεῖαι τἀτρακτυλλίδες ἐντί: ἀντὶ τοῦ 
ὑπερμεγέϑεις καὶ μετέωροι. Schol. 
XXII 32: ἐκβάντες δ᾽ ἐπὶ Oivo fa- 
$v»: in litore ,enim arena profunda, 
ef. Il. II 92: ἠιόνος προπάροιϑε βα- 
ϑείης. Υ 48: μὴ βάϑιον τήνω πυ- 
γίσματος, οἰφέ, ταφείης: h. e. inse- 
pulta iaceant ossa tua. — metaph. 
VIII 65: οὕτω βαϑὺς ὕπνος ἔχει tv; 
cf. sopor altus Verg. Aen. VIII 27. ΠῚ 
42: εἰς βαϑὺν GAev ἔρωτα, cf. pro- 
fundae libidines Cic, Pis. 21. XVIII 
14: παίσδειν ἐς βαϑὺν ὄρϑρον: us- 
que ad primum mane; cf. Plat. Crit. 
p. 43A. 

Be9-6xwog alia s. densa wmbrd 
circumfusus, umbrosus IV 19: σκαέρει 
τὸ βαϑύσκιον ἀμφὶ Λάτυμνον. 

βαένω (pr. βαίνει, -ῃ. --- ipf. ἔβαινε, 
βαῖνε, ἔβαινον. — pf. β βέβηκα, βεβᾶ- 
κώς. — fut. dor, βᾶσεῦμαι, -εὔνται. 
— aor. II Zfa, £f&v; ci. dor. βᾶμες 
opt. Beínv; part. βᾶσα, βάντες) 1) di- 
ductis pedibus gradior, consisto, perf. 


tarum, cf. Pind. Pyth. IV 188: ἐς δὲ 
πο κὸν ban κατέ a ναυτᾶν ἄωτος. 
Nem. VIII 9: ἡρώων ἄωτοι. 


XIV 60: ἐπ᾽ & φοτέροις δὲ βεβα- 
κώς | τολμασεῖς ἐπιόντα μένειν ὥρα- 
σὺν ἀσπιδιώταν: "pede nixus — 
que fortiter insistens'. Eob. H. 
2) accedo, me confero ad, ascendo in 
Ad. 15: 0 97e δ᾽ ἔβαινε, δειλῶς. e. 
praep. ἀνά Ad. 44: xüv' ὕλαν οὐκ 
ἔβαινεν. v. ἀνά. XIV.43. ἐς, εἰς ΧΥ͂ 22: 
βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτο- 
λεμαίω. 57. IV 26. XVII 42. XXIII 
ὅθ. ἐπί XXVI 23: λὰξ ἐπὶ γαστέρα 
βᾶσα, cf. Il. VI. 65: λὰξ ἐν στήϑεσι 
βάς. ΧΧΙΧ 81: νῦν μὲν κἠπὶ τὰ 
χρύσια μᾶλ᾽ ἕνεκεν σέϑεν 1 βαίην. 
ποτί II 8: βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμα- 
γήτοιο παλαίστραν. omissa — e. 
acc. I 140: Adgng ἔβα δόον. c. adv. 
XXVII 64: παρϑένος ἐν Q« βέβηκα. 
VIII 47: ἔνϑα καλὸς MíAov βαίνει 
ποσίν. --- 8) abeo, discedo, c. partic. 
V 9: (ziv δὲ τὸ ποῖον) Μάκων — 
ψας πόκ᾽ ἔβα νάκος (var. ipe iim 
17. c. praep. ἐκ XXII 142: ἐκ δίφρων 
ἄρα βάντες. c. duabus praep. XXII 
30: ἀμφοτέρων ἔξ | τοίχων ἄνδρες 
ἔβαινον Ἰησονίης ἀπὸ νηός, cf. 
Mere, 198: (ταὶ δ᾽ ἔβαν) ἐκ μαλακοῦ 
λειμῶνος ἀπὸ γλυκεροῖο νομοῖο. (de 
XIV δῦ v. πλέω.) 

βαέτα mastruca, pellis pastoria Ill 
25: τὰν βαίταν dazodoc ἐς κύματα τηνῶ 
ἁλεῦμαι. V 15. 

βάκτρον baculus XXV 201: βά- 
Ἀτρον | εὐπαγές, αὐτόφλοιον, ἐπηρε- 
φέος κοτένοιο. idem ῥόπαλον voca- 
tur 255. 


Βάχχος Bacchus XXVI 13: μανιώ- 
deos ὄργια Βάκχου. Ep. XVI 3: ὦ 
Βάκχε. v. “!ιόνυσος. 


βάλανος glans VIII τ9: τᾷ δρυὶ 
ταὶ βάλανοι κόσμος. 

βάλλω (act. pr. βάλλω, -εις, -ει; 
τῇ; -8, -ἕτω, -ξτε; -οντες. ipf. ἔβαλλε. 
aor. ἔβαλον, βάλον, -ε; βαλεῖν; -οσαι. 
— pass. ipf. βάλλετο. v£ βεβλημένον. -- 
med. pr. ,βαλλομαι) 1) ferio, percutio 
I 110: (χώδωνις) πτῶκας βάλλει. XXII 
209: ινέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφε- 
τέροιο φονῆα. XXV 287: μεσσηγὺς 
9' ἔβαλον στηϑέων. VI 9. 21. add. 


























































3 av ᾿ἡμύκοιο πρόσωπον, 
0d. XIX 441: οὔτε μὲν ἠέλιος 
; ἀκτῖσιν ἔβαλλεν. c. praep. 
XXV 299: καὶ βάλον σσον ἰόντος 
ἰστερὸν ἐς κενεῶνα, cf. Il. XI 381: 
lc κενεῶνα βαλών. --- metaph. 
ru 16: μὴ λέγε, μὴ βάλλῃ σε (& 
Yi add. dal. VIL 118: ("Eeo- 
“πὸ fais μοι τόξοισι τὸν ἱμερόεντα 
. XVI iis : 
poe βεβλημένον og (v 
βεβλαμμένον): "ictum", cf. 1] 
ἰτρεέδης δ᾽ ipn μεγάλῳ Koi adt; 
. Qroe. — 3) de variis — gene- 
ioo: icio iacio, pello, pono 1 44: βάλλε 
 κάτωϑε τὰ ᾽μοσχία: 'abige, pelle ab 
nferiore * adduntur praepos. 
E 59: Auria μὲν ἔπειτα 
E σφέτερον βά ἴλε κόλπον (Ἰφικλῆαν: 
mit «pom ὑπό XXVII 53. εἰς 
52. ἐν XVI 11. XXV 26. — 
. metaph. XXIII 5: (xotx ἤδει τὸν 
 "Ἐρωταὶ — πῶς πικρὰ βέλη ποτὶ παι- 
δία βάλλει. med. XXV 168: σφετέ- 
4 fes in φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι, cf. 
ΕἸ eum illud ἄλλο δέ τοι ἐρέω, 
οὗ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν. 
᾿βάπεω haurio V 121: & παῖς ἀνϑ᾽ 
ὕδατος τᾷ .χαάλπιδὶ κηρία βάψαι: ἀν- 
: NL Sehol. xii 41: (ἐπεῖχε 
ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν) βάψαι 
ἐπειγόμενος. 
E ἔτος barbitos, lyra multis in- 
Xenta chordis XVI 45: δεινὸς ἀοιδὸς 
M E αἰόλα φωνέων | βάρβιτον ἐς 
me ὀργάνου εἶδος ἡ βάρβι- 


üdedcocos (superl. v. βραδύς) tar- 
d | XV 104: βάρδισται μακάρων 
3 oes. euius vocis comparativus 
——— tardior XXIX. 80: 

βαρδύτεροι τὰ ποϑήμενα cvà- 


3 n gravo, premo, metaph. XVII 
281: —— ϑυγάτηρ βεβαρημένα 
2? β ὕνατος cwi gravia sumt 
genua 8. tarda (βαρεῖς ἔχων πόδας 
ut En δυνάμενος κινῆσαι. Gloss.) 
"21V * τις ἐσσὶ λίαν βαρυ- 
ὅκα; ἡ (a φάσανορ, (Ahr. ὁ. 
(veo). 
νιὸς cuius gravis est ira 


rcs 


Αἴας ὁ μέγας βαρυμάνιος 


— βάπτω — βασιλεύς 51 
ἕλοισε τὸν ἤρως: (A: irae' Ov. Metam. 
L6. V49 ΧΠῚ 3 


5»e gravo, premo XXII 143: 
ἔγχεσι καὶ κοίλοισι βαρυνόμενοι σα- 
κέεσσι. 

βαρύς (sg. m. βαρύς, -εἴ, -ὖν. f. 
βαρεῖα. pl. βαρείαις) gravis 1) de 
pondere et robore XXV 146: κατὰ 
δ᾽ αὐχένα νέρϑ᾽ ἐπὶ γαίης | κλάσσε 
βαρύν περ ἐόντα: ponderosam, —* 
dam. XVI 74: βαρὺς Αϊας: ic 
Gloss. — transfertur ad somnum XIV 
471: δμῶας — ὕπνον βαρὺν £xqvcov- 
τας. ad soporem aeternum XXII 204: 
xa δ᾽ ἄρα οἵ βλεφάρων βαρὺς ἔδρα- 
μὲν ὕπνος. ad aetatem XXIV 100: 
Τειρεσίας πολλοῖσι βαρύς περ ἐὼν 
ἐνιαυτοῖς: 'gravis annis" Hor. Sat. I 
1, 4. — 2) metaph. gravis, molestus, 
infestus, crudelis, et de personis I 100: 
Κύπρι βαρεῖα: *grave et inplacabile 
numen? Ov. Met. IV 452. ΠῚ 15: νῦν 
ἔγνων τὸν Ἔρωτα" aeos ϑεός. ac- 
cedit dat. XVII 19: (λέξανδρος) Πέρ- 
σαισι βαρὺς ϑεός. 1| 8: τὸν ἐμοὶ 
βαρὺν εὖντα (Steph. pro codd. ἐμὸν 
βαρυνεῦντα) φίλον καταδήσομαι ἄν- 
δρα: 'mihi nunc gravem" h. e. in- 
festum, immitem. — et de rebus 
XXIV ὅτι * δὲ n ἐνεδήσατο 
δεσμῷ. βαρὺν ἐξέπτυον ἰόν. 
XXV — ᾿ δδύνῃσι παφαφρονέοντα 
βαρείαις, cf. Il. V 417: ὀδύναι δὲ 
κατηπιόωντο βαρεῖαι. --- I 96: (ἁ Κύ- 
πριςὺ ἁδέα μὲν γελάοισα, βαρὺν δ᾽ 
ἐνὶ ϑυμὸν ἔχοισα : gravem iram', cf. 
Soph. Phil. 368: βαρείᾳ ὀργῇ. 


βαρύφρων gravia meditans XXV 
110: fín τε βαρύφρονος Ἡρακλῆος 
(var. πολύφρονος. Ahr. e coni. Kiess- 
lingii βαϑύφρονος). 

βασίλεια regina XXIV. τὸ: τόσσ᾽ 
ἔλεγεν βασίλεια. met. XXVII 29: ἀλλὰ 
τεὴ βασίλεια μογοστόκος Ἄρτεμίές ἐστιν. 


βασιλεύς (sg. βασιλῆος, -ῆι, -ἢ(α). 
pl βασιλῆες, -ἥων, -εὔσι, -ἥας; quin- 
quies leg. in exitu hex., novies ante 
caesuram tertii pedis, semel post cae- 
—— Papin rer 1) universe XVII 

Koovíovi μέλοντι) αἰδοῖοι 
—— v. αἰδοῖος. 110: πολλὸν δ᾽ 
ἰφϑίμοισι δεδώρηται βασιλεῦσι. ΧΙ 
63: αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων | οἷα 
ie βασιλῆ᾽ (Ahr. c. var. βασιλέα). 

H 96. 105. XXV 58. 117. — 9} 
certi quidam reges dicuntur: Ptole- 
maeus Philadelphus XV 92: fuss 


4" 


52 : pomo — Βίας 


τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω. 
52. XVII 12. Augias XXV 1: ποῖ- 
pvo. μὲν βασιλῆος ἐύφρονος Αὐγείαο. 
24. 111. Pollux XXII 122: ᾿Δμυκλαίων 
βασιλῆα. — etiam dei XVII 182: οὕς 
τέκετο κρείουσα Ῥέα βασιλῆας Ὀλύμ- 
που h. e. Iovem et Iunonem, ubi plu- 
rali utitur poeta ut regem reginam- 
que una voce significet. 

βασιλεύω. regno, impero, c. gen. 
XVII 85: τῶν πάντων Πτολεμαῖος 
ἀγήνωρ εἷς βασιλεύει (e coni. Mein. 
ser. pro vulg. ἐμβασιλεύει). — metaph. 
de rebus, quibus fruimur XXI 60: 
(ὦμοσα) μενεῖν ἐπὶ γᾶς καὶ τῶ χρυσῶ 
βασιλεύσειν, ubi praestat fort. cum 
Ahr. scribere τῷ χρυσῷ: 'et auro 
(adiutum, utentem) instar regis victu- 
rum esse', ut ait C. Hartung Phil. 
XXIV p. 636. 

βᾶσέλισσα regina XV 23: ἀκούω 
χρῆμα καλόν τι | κοσμεῖν τὰν βασίλισ- 
σαν: Arsinoen. 

βασχαίνω fascino V 19: τὺ δ᾽ ὦ 
κακὲ καὶ TOW. ἐτάκευ | βασκαίνων. 
VI 89: ὡς μὴ βασκανϑῶ δέ, τρὶς εἰς 
ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. 

βαστάζξω porto, tollo rem manibus 
contrectans ad pondus explorandum 
XVI 18: ἤδη βαστάξζουσι Συρακόσιοι 
μέσα δοῦρα, cf. Od. XXI 405: αὐτὰρ 
ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε 
πάντη. 

Bévéo salio (ἐπὶ toov μίξεως. 
Eustath. p. 741, 48) 187: ᾧπόλος 0xx 
ἔσορῇ τὰς μηκᾶδας οἷα βατεῦνται. 

βάτος rubus fruticosus L., Brom- 
beerstrauch I 132: νῦν δ᾽ ἴα μὲν 
φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανϑαι. 
VIE 140: ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύ- 
ξεσκὲεν ἀκάνϑαις. XXIV 87: κάγκανα 
— ξύλ᾽ ἑἕτοιμάσατ᾽ ἢ παλιούρω | ἢ 
βάτω. 

βάτρᾶχος rana VII 41: βάτραχος 
δὲ ποτ ᾿᾿ ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω. X 52: 
εὐκτὸς ὃ τῶ βατράχω, παῖδες, βίος. 

Βάττος Battus, homo quidam ru- 
sticanus IV 41: ϑαρσεῖν χρή, φίλε 
Βάττε. 50. 

βᾶύσδω baubor, de canibus feo 
fov edentibus VI 10: & δὲ βαύσδει | 
εἰς ἅλα δερκομένα. 

βδέλλα hirudo, sanguisuga II 55: 
τί uev μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα | ἐμφὺς 
ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας. 

βέβᾶλος, βέβηλος profanus, ἀμύ- 
rog XXVI 14: τὰ δ᾽ οὐχ ὁρέοντι 


βέβηλοι (sc. ὄργια Bex "ζῶν, ef. Catull 
64, 261: orgia, quae frustra cupiunt 
audire profani, Hit 51: (ξαλῶ — ͵Ἶα- 
σίωνα | ὃς τοσσῆν᾽ ἐκύρησεν, ὅσ᾽ οὐ 
πευσεῖσϑε βέβαλοι: παρεμφαΐίνει, δὲ 
μυστικὸν τὸν ἔρωτα Ἰασίωνος καὶ Zj- 
μητρος. Schol. ef. Od. V. 125. 


Βέβρῦκες Bebryces XXII 77: ἀεὶ 
Βέβρυκες κομόωντες. 91: Βέβρυκες 
δ᾽ ἐπαὕτεον. 29: (4oyo) Βέβρυκας 
εἰσαφίχανε: εἰς τοὺς Κολχούς. 1088. 
XXII 110: ἀρχηγὸς Βεβρύκων Amyeus. 

βέλεμινον telum XXV 253: ἐγὼ δ᾽ 
ἑτέρηφι βέλεμνα | χειρὶ προεσχεϑόμην. 
metaph. XI 15: (ἔχων ὑποκάρδιον 
ἕλκος) Κύπριος ἐκ μεγάλας, τό οἵ 
ἥπατι πᾶξε βέλεμνον. 

Βελλεροφῶν Bellerophon, filius 
Glauei, regis Corinthi X 91: ᾿Κορίν- 
Quo. ᾿εἰμὲς ἄνωϑεν ] ὡς καὶ ὁ Βελλε- 
ροφῶν. 

βέλος telum, sagitta XXV 280: τη- 
υσίως᾽ οὐ γάρ, τι βέλος διὰ σαρκὸς 
ὄλισϑεν | ὀκριόεν. metaph. XXVII 
98: χαλεπὸν βέλος Εἰλευθυίης. ΧΧΠΙδ:΄ 
πικρὰ βέλη ποτὶ παιδία βάλλει (Ἔρως). 

Βεμβεναῖοι Bembinaei, Bembinae 
Argolidis incolae XXV 902: (πάντας 
πισῆας) λῖς ἄμοτος κεράιξε, μάλιστα 
δὲ “Βεμβιναίους, | of £9sv ἀγχόμοροι 
ναῖον ἄτλητα παϑόντες. 

βέντιστος (dor. pro βέλτιστος) 
optimus, voc. V 96: βέντισϑ'᾽ οὗτος: 
"heus tu, o vir optime, o bone'; eum 
ironia quadam dicitur. 

Βερενίχα Berenice, Ptolemaei I 
uxor, Ptolemaei Philadelphi Arsinoes- 
que mater XVII 34: περικλειτὰ Βε- 
ρενέκα. 46: Βερενίκα | εὐειδής. DT: 
ἀρίξηλος Βερενίκα. XV 106: “Κύπρι 
“Ιιωναΐία, τὺ μὲν ἀϑανάταν ἀπὸ ϑνα- 
τᾶς | — ἐποίησας Βερενίκαν. 

Βερενίχειος Bereniceus, pro gen. 
XV 110: ἁ Βερενικεία ϑυγάτηρ ᾿Βλένῃ 
εἰκυῖα | ᾿ἀρσινόα : "Berenices filia. 

βιάξομαι cogo, vim facio XXII 9: 
(vss) ἄστρα βιαξόμεναι χαλεποῖς iv- 
ἕκυρσαν ἀήταις: astris reluetantibus 
et invitis, abs. XV 76: «ἄγ᾽ , ὦ δειλὰ ; 
τύ, Buc fev: vim adhibe, ν᾽ perrumpe" 
obstantes cubitis depulsans. 

Βίας Bias, Amythaonis filius, fra- 
tris Melampodis ope Peronem, Nelei 
filiam, in matrimonium duxit III 44: 
ἁ δὲ Ἐίαντος ἐν ἀγκοίναισιν ἐκλίνϑη — 
(sc. Pero). v. φλφεσέβοια et Μελάμπους." 









: — XIV 15: dvo£a 
ἔβλινο αὐτοῖς, εὐώδη, τετύρων 
3 σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ: Bibli- 
$c. vinum. Θρᾳκικόν. Schol. 
le scere iam inter veteres du- 
um fuit'. G. Dind. 

ὄσχω comedo XXV 224: (λὲς 
κρειῶν τε καὶ αἵματος, οὗ 


XXL os. βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται 





























8: φαντί νιν 
βέην καὶ κάρτος ἐρίσδειν, cf. 
XVIII 189: βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴς 
XXV 152: μφιτρυωνιάδαο βίην 
͵ ον ied animalium XXV 
5: τῶν μέν τε προφέρεσκε βέηφί τε 
ἢ σϑένει à o5» dpesis σαι 
ιἔγο itaque in circumlocutione c. 
"en Φυλ gos XXV δδ. Ἡρακλῆος 110. 
ndi "Hoang XXV 154; id 2 xi 
pud Hom septies, e. I 
|— 9) cis alere de reds XXV 
(νέφη — εἶσιν ἐλαυνόμενα) ἠὲ 
o0 βίῃ ἠὲ Θρῃκὸς Βορέαο. dat. 


Ee pro adv. XXV 261: βίῃ 
iv ὀστέω ἐγκεφάλοιο. 


1) vita IX 2: " πολὺς 
Py Bios XXY 19: τῷ μὲν γὰρ 
14 i74 προγόνοις ic ligo ϑόας. 
ΕΣ 52: εὐκτὸς ὁ TO βατράχω, παῖδες, 
βίος. XXV 33. — 2) victus XIV 40: 
; vun πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν. 
NS laedo ΧΧΙ 122: καί κε 
hs ἔβλαψεν ᾿Δμυκλαίων βασιλῆα. 
wt. X 63: φιλοκερδείῃ βεβλαμμέ- 
ἄνδρα, v. βάλλω 1). 
Βλέμῦες Dlemyes vi 113: πυμά- 
m παρ᾽ Αἰϑιόπεσσι γομεύοις Ι πέ- 
ὅπο Βλεμύων, ὅϑεν οὐκέτι Νεῖλος 
δρατός: ἔϑνος Αἰθιοπικὸν οἵ Βλέμυες, 
ἐν A ἐσχάτοις τῆς Αἰθιοπίας ὠκι- 
σμένον. Sehol. 


24-1 
E 
LA 



















ος vultus, visus XXII 12: 
δ᾽ αὐτῷ) χείλεα καὶ κῶραι 
qo βλέπος εἶχον ἀνάγκας (e coni. 
ün. ser. pro vulg. βλέπον εἶχεν 
). 


βλέπω 1) intueor, cerno. ὙΠ 75: 
» gives τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἶρ- 
»: oculis in terram demissis. 

luntur neutra adi. XX 13: ὄμμασι 
ἔποισα. 10: οἷά βλέπεις, cf. 


18, 26: cernis acutum. — 
* X 47: ἐς Βορέην ἄνεμον τᾶς 


Βέβλινος -- βομβέω δ 


κόρϑυος & τομὰ ὄμμιν | ἢ Ζέφυρον 
βλεπέτω. 

βλέφαρον plur. palpebrae XXI 20: 
ἐκ βλεφάρων ài | ὕπνον ἀπωσάμενοι. 
XXII 204: κὰδ δ᾽ ἄρα οἵ βλεφάρων 
βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος, cf. Od. II 398: 
σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν. 

βληχέομαι (dor. pro. βληχάομαι) 
balo XVI 91: μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ 
διαπιανϑεῖσαι | ἂμ πεδίον βληχοῖντο 
(Ahr. e eoni. Briggs. βληχῶντο). 

βλοσυρὸς truculentus, torvus XXIV 
116: τοῖον —— Lus ἐπ- 
ἕκειτο “προσώπῳ. VI 912: 
(τοῖος ἄρ᾽ Αἴας —* μειδιόων βλο- 
συροῖσι προσώπασι. 

βοά clamor flebilis pueri XXIV 34: 
᾿Δλκμήνα δ᾽ ἐσάκουσε fag sc. filii, 
cf. v. 23. — pugnantium XVII 59: 
iv ἀλλοτρίαισι βοὰν ἐστάσατο κώμαις. 
XVI 97: βοᾶς δ᾽ ἔτι μηδ᾽ ὄνομ᾽ εἴη. 

βόαυλος boum stabulum, bubile 
XXV 108: “ὐγείης δ᾽ ἐπὶ πάντας ἰὼν 
ϑηεῖτο βοαύλους. 

βοάω, med. invoco, aor. ion. XVII 
60: Εἰλείϑυιαν ἐβώσατο lvoífovov | 
᾿ντιγόνας ϑυγάτηρ. v. ἐπιβοάω. 

βόε(ιγος bubulus XXII 2: φοβερὸν 
Πολυδεύκεα πὺξ ἐρεϑέζειν | χεῖρας 
ἐπιξεύξαντα μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν 
(pro βοέεσσιν scr. Steph., βαρέεσσιν 
Ahr. e coni. Ameis,): *caestibus e loris 
bubulis factis*, cf. I1. XXIII 684: δῶ- 
xev ἱμάντας — βοὸς ἀγραύ- 
λοιο. ,— XXII 80: σπείραισιν ἐκαρ- 
τύναντο βοείαις | χεῖρας. 

βοηϑόος adiutor, de Geminis XXII 
23: ὦ ἄμφω ϑνατοῖσι βοηϑόοι, ὦ 
φίλοι ἄμφω. 

βοηνόμος (i. q. Bovvópnos) bubulcus 
XX 41: ὦ Κρονίδα, διὰ παῖδα βοη- 
νόμον ὄρνις ἐπλάγχϑης: "propter Ga- 
nymedem'. 

BoABog bulbus esculentus, tuber μὰ 
XIV 17: βολβός, κτείς, ᾿κοχλίας ἐξ. 
ῃρέϑη: βολβοὺς τὰ λεγόμενα ὕδνα, 
ἅτινα τὴν γῆν σκάπτοντες εὑρίσκουσιν 
οἵ ἄνθρωποι. Gloss. 

βόλος bolws, captura l 40: μέγα 
δίατυον ἐς βόλον ἕλκει | ὁ πρέσβυς. 

βομβέω bombwm facio, de apibus 
HI 13: (αἴϑε γενοίμαν) ἃ βομβεῦσα 
μέλισσα. Υ 40 [e 1 107]: ὧδε καλὸν 
βομβεῦντι ποτὶ σμάνεσσι | μέλισσαι. de 
vespa V 29: σφὰξ βομβέων τέττιγος 
ἐναντίον: παροιμία ἐπὶ τῶν ἐλαττό 
νων ἐριξόντων πρὸς κρείττονας. Schol. 


- 


54 Βομβύκα — Βοῦπος 


Βομβύκα Bombyce, tibicina quae- 
dam a Bucaeo messore amata X 26 
— 86: Βομβύκα χαρίεσσα. Α voc. 
βόμβυξ tibia nomen derivat Lobeck. 
pathol. p. 59. 

Βορέης Boreas, aquilo X 46: ἐς 
Βορέην (var. βορέαν) ἄνεμον τᾶς κόρ- 
ϑυος ἃ τομὰ Oum | ἢ Ζέφυρον βλε- 
πέτω. XXV 91: ἠὲ Νότοιο βίῃ ἠὲ 
Θρῃκὸς Βορέαο. 

βόσις pastus XXV 8: οὐ πᾶσαι 
βόσκονται iav βόσυν οὐδ᾽ ἕνα χῶρον. 

Bóox« (act. praes. βόσκω, -ει, -οντι; 
-οιτῦ; τε; -εἶν, -Ov. — med. praes. 
βόσκεσϑε, -ονται; -otvro. ipf. βόσκοντ᾽. 
fut. dor. βοσκησεῖσϑε) pasco, alo 1) 
Act. de hominibus, abs. XV 126: « 
MíAerog ἐρεῖ yo τὰν Σαμίαν κάτα 
βόσκων (Herm. pro vulg. καταβόσκων). 
c. aec. V 83: (καλὸν αὐτῷ) κριὸν ἐγὼ 
Bócxo. 1 3. IV 2. VIII 48. XI 34. 
de stellis XIII 25: cuoc δ᾽ ἀντέλ- 
λοντι ΓΙελειάδες, ἐσχατιαὶ δέ | ἄρνα 
νέον βόσκοντι. de regionibus XXV 
184: ἐπεὶ οὐ μάλα vnAóne βόσκει (ἡ 
"Amíg. VII 35. — 2) Med. pascor, 
abs. V 103: τουτεὲὶ βοσκησεῖσϑε ποτ 
ἀντολάς, ὡς ὁ Φάλαρος. ΠΠ 2. IX [4] 
XXVII 46. ὁ. acc. XXV 8: οὐ πᾶσαι 
βόσκονται ἴων βόσιν. 132: βόσκοντ᾽ 
ἐριϑηλέα ποίην | ἐν νομῷ. 

βοτάνη pastio, pascuum XI 12: 
πολλάκι ταὶ Otsg ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ 
ἀπῆνϑον | χλωρᾶς ix βοτάνας. XXV 
81: (πίονα μῆλα) ἐκ βοτάνης ἀνιόντα. 
XVI 91: μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ δια- 
πιανϑεῖσαι. XXVIII 12: δὶς γὰρ μά- 
τερὲς ἄρνων μαλάκοις ἐν βοτάνᾳ πό- 
xotg | πέξαιντ᾽ αὐτοένει. plur. VIII 
81: κρᾶναι καὶ βοτάναι. 44: yo ποι- 
wv ξηρὸς τηνόϑι yat βοτάναι. 

βοτήρ pastor XXV 139: (Φαέϑων 
μέγας) ὃν óc βοτῆρες | ἀστέρι πάντες 
ἔισκον. 

βοτόν pecus, quae pascitur XI 34: 
βοτὰ χίλια βόσκω. XXV 120: ὄφελλε 
διαμπερέως βοτὰ πάντα. 

βοτρύόπαις woifer, uvas quasi 
gignens Ep. IV 8: ἔνϑα πέριξ κέχυ- 
ται βοτρυόπαις ἕλικι | ἄμπελος. 

Βουκαῖος Bucaeus, messor quidam 
X 1: ἐργατίνα Bovuoit. 57: τὸν δὲ 
v£0v, Βουκαῖε, --- λιμηρὸν ἔρωτα (utro- 
que loco pro vulg. fovxeis scr. A. 
Fritzschius). v. Bovxog. 

βουκολέω boves pasco VIII 1: 
“Ιάφνιδι và χαρέεντι συνήντετο (ov- 


κολέοντι | μᾶλα νέμων --- Μενάλκας. 
VII 92: Νύμφαι κἠμὲ δίδαξαν ἀν᾽ 
ὥρεα βουκολέντα. XX 38. — Med. 
pascor, de tauris XXV 199: ἄλλοι δ᾽ 
αὖ μετὰ τοῖσι δυώδεκα βουκολέοντο. 

βουκολιάσδομιαι (aeol. pro βου- 
κολιάξομαι) carmen pastoriwmn modu- 
lor VIL 36: βουκολιασδώμεσϑα. V 60: 
αὐτόϑε μοι ποτέρισδε καὶ αὐτόϑε 
βουκολιάσδευ. fut. dor. V 44: ἀλλὰ 
γὰρ fog" ὧδ᾽, ἕρπε, καὶ ὕστατα fov- 
κολιαξῇ. — lpr. βουκολιάξεο, -εὖ IX 
[1. 5] leguntur in versibus subditiciis. 

βουκολιαστάς carminis pastori v. 
ruralis cantor V 61: ἄμμες γὰρ ἐρίέ- 
σδομὲς ὅστις ἀρείων | βουκολιαστάς 
δστι. : 

βουκολικός pastorius, bweolicus 1 
64: ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, 
ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς. 10. 76. [94.] 99. 104. 
108. 114. 119. 122. 127. 131. 157. 142. 
VII 49. — VIII 31: εἶτα δ᾽ ἀμοιβαίαν 
ὑπελάμβανε Ζάφνις ἀοιθάν | fovxo- 
λικάν. Ep. Ἡ 2: βουκολιποὺς ὕμνους. 
praeterea τᾶς βουκολικᾶς Μοίσας 1 20 
et βουκολικαΐί Μί|οῖσαι TX 28 leguntur 
in versibus, quos plerique putant sub- 
diticios. 

βουκόλιον armentum boum VI 
39: (κρᾶναι καὶ βοτάναι) τοῦτο τὸ 
βουκόλιον πιαίνετε. plur. XXV 95: 
τόσσ᾽ αἰεὶ μετόπισϑε βοῶν ἐπὶ fov- 
κόλι᾽ ἤει. 18: βουκολίοισι περιπλή- 
ϑουσι. 121: οὐ μὲν γάρ τις ἐπήλυϑε 
νοῦσος ἐκείνου | βουκολίοις. 

βουκόλος (sg. βουκόλος, -ὠ, -ῳ, -ov. 
pl. βουκόλοι. vicies legitur, quinquies 
decies ante caesuram bucolicam.) bu- 
bulcus VIII 80: τᾷ gol δ᾽ & μόσχος, 
τῷ βουκόλῳ αἵ βόες αὐταί (κόσμος). 
XXV 161: Φυλεὺς of τ᾽ ἐπὶ βουσὶ 
κορωνίσι βουκόλοι ἄνδρες. certi no- 
minantur Daphnis I 116. VI 1. Ep 
V 3. Lycopas V 62. Paris XXVII 1. 
sine nomine significantur Anchises I 
105. Aegon IV 5. 37. Corydon IV 13 
(ubi simul ad Aegonem refertur). 
Daphnis I [92]. IX 8. XXVII 46. 
Attis XX 40. Endymion XX 37. Paris 
XXVII 2, cum contemptu dicitur 
XX. 8, 32. δ; : 

Boxog i. q. Bovxeiog X 38: ἡ 
καλὰς ἄμμι ποιῶν ἐλελήϑη Bobxog . 
ἀοιδάς (vulg. βοῦπος, βῶκος): τὸ ὄνομα 
αὐτοῦ συγκέκοφε (Mov) ὑποκοριστι- 
κῶς ἀντὶ τοῦ βουκαῖον εἰπών. Schol . 
Bovxosc, Βουκαῖος, ὄνομα κύριον. Schol. 
cod. k. Ziegl, p. 70. 

















—" — 


A4 consilium XVIL 14: ὅτε 
» ἐ ro | Bovidv, ἂν οὐκ 


Lir | 
- : «vt [0] 
DEA μων, Guerre. — AU 
—— ἀπάνευθε Διὸς μέγα 


ΠῚ ἀν n P6 ὀδνεῖα —— we. 


E quara xal νυκτὸς βουλομένοις — 
3 — nescio an pro ro 0- 
, ose e fox 90: 
ita à drei βούλεται ϑέος. 
infin. 162: E Jap πολέες 
E κε πενϑεροὶ εἶναι: velint. 
- AX 15: οὐ γὰρ εἰς ἀκέρας οὐδ᾽ 
᾿ ἐς ἀέργω de ἐβολλόμαν | ὀπάσαι σε 
δόμοις: vellem. 
BE" ὦ τον Β upraásium, urbs Eli- 





11: t al δ᾽ —— Βουπρασίου 

αἵ δὲ καὶ ὧδε (sc. νέ- 

, 0), cf. ἢ, XI 756: ὄφρ᾽ ἐπὶ Bov- 
. πρασίου πολυπύρου βήσαμεν ἵππους. 
—— Burina, fons Coi nobi- 
m d Χάλκωνος, Βούριναν 
nn κράναν | εὖ ἐν- 
ae tQ γόνυ: Βούρινα 
emi διὰ τὸ παραπλήσιον 
ὅϑεν δεῖ μυκτῆρι 


dor. βῶς; βοΐ, »; pl. 
t βόεσσι, "9 , dor. 
non denotato XXV 



























| ΤᾺ 
— ἊΣ σὰ 
18: j ῥεῖα π ἰησϑησαν Ϊ 
——— 6: μυκητᾶν ἐπίουρε 
. XXV 95.101. 218. XVII 126. 
150. — 3) eode Sici αὖ- 
ὕνοντι βόες τ ες ἄρο- 
Mt. un — Macs XVI 31: 
κεραῇσιν ἐμυκήσαντο ó- 
XXV 151: Φυλεὺς of τ᾿ ἐπὶ 
κορωνίσι βουκόλοι ἄνδρες. XVI 
aro Φιλοίτιος ἀμφ᾽ ἀγελαίαις | 


ἔχων. XXV 135: por Pu 
E. IX 7: a Bae (Liege 


v7 80. IX [3.] 
Xn: ΓΝ XVII 101. zum 17. 88. 193. 
Xi VII 63. 

T ας bubulcus 1 86: βούτας μὰν 
d E : Fred m Vd 
| BO; ἦνθον rol βοῦται, τοὶ ποιμένες, 
ᾧπόλοι ἦνϑον. accedit subst. j 


ov. ἀνήρ 


᾿βουλά -- βροτοβάμων 55 


XX 34: Κύπρις ἐπ᾽ ἀνέρι μήνατο 
βούτᾳ. momen I 118: τὸν βούταν 
νικῶ Δάφνιν, Vl 44. VII 73. 
βούτομον butomus umbellatus L., 
Blumenbinse, Wasserlisch XIII 35: 
ἔνϑεν βούτομον ὀξὺ βαϑύν τ᾽ ἐτά- 
povro κύπειρον. 
—— ———— prunum Da- 
ehenpflaume VII 146: 
(roi δ᾽ (τοὶ δ᾽ fuigorr) à ὅρπακες E Nen 
καταβρέϑοντες ἔραξε. 3: μῆλον 
βραβύλοιο | ἥδιον: βράβυλα τὰ κοινῶς 
κοκκύμηλα, ἤγουν “Ιαμασχηνά. Schol. 
«ἰβοσγκία pl. branchiae ΧΙ δ4: dno; 


οὐκ ἔτεκέν μ᾽ ἁ μάτηρ βραγ 
—— ed e codd. m. T4 


— quidam VII 
10: οὐδὲ τὸ cape | «uiv τὸ Βρασίλα 
κατεφαένετο. 

βρᾶχίων (sg. βραχίονος. pl. βρα- 
χίοσιν, -(ovag, ubique leg. ante cae- 
suram bucolicam.) brachium, lacertus 
hominum XVI«9; ἀχϑόμενοι σακέεσσι 
βραχίονας ἐκοΐνοιδι. A8: i6 «δὲ 
μύες στερεοῖσι βραχίοσιν ἄκρον. 
ὦμον | ἕστασαν. XXV. 149: “μυὼν * 
ὑπάτοιο βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη. 
animalium: pes prior XXV 210: μέχρι 
of (sc. λέοντι) ἐξετάνυσσα βραχίονας: 
donec effeci ut (mortuus) pedes prio- 
res extenderet. 

βρᾶχύς brevis, parvus XXI 18: 
ψέρϑεν τᾶς κεφαλᾶς φορμὸς βραχύς. 
XXIII 38: στᾶϑι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον. 

βρέφος (brevis vocalis antecedens 
semel producitur XXIV 7.) infans 1) 
recens natus XVII 58: σε Κόως ἀτί- 
ταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα | δεξα- 
μέγα παρὰ ματρός, ὅτε ferm ἴδες 

1: εὔδετ᾽, ἐμὰ βρέφεα. 
83. XVH 65. aecedit nomen XXIV 
16: φαγεῖν βρέφος Ἡρακλῆα. — 3) 
aetate iam provectior XV 14: αἰσϑά- 
νεται τὸ βρέφος. 55. idem ὁ μικκός 
vocatur 12. 42. 

Bol 9o gravis, onustus, plenus sum, 
abundo XV 119: μαλακῷ po/torvrec 
ἀνήϑῳ. 1 46: πυρναίαις σταφυλαῖσι 
καλὸν βέβριϑεν ἀλωά, οἵ. Il. XVIIH 
561: τα; d μέγα Bo/Oovcav ἀλωήν. 

38: βριϑόμενος eteqa - 
ψοισιν ἑὴν. ἐς μητέρ᾽ ἀπῆλθεν. 
a οβάμων incedens in. rupibus 
in montibus Syr. 13: ὦ βροτοβάμων 


56 βροτός — γάλα 


sc. Pan; ponitur autem pro πετρο- 
βάτης, quod Deucalion e petris no- 
vos fecit homines (βροτούς). 

βροτός (sg. βροτόν. pl. βροτοί, 
-ὧν, -0fg, -οὐς, plerumque aut ante 
bucolicam caesuram leg. aut ante 
hephthem. — brevis syllaba ante- 
cedens semel producitur XVI 4.) 
mortalis (homo) opp. immortalibus 
XVI 8: Μοῦσαι μὲν ϑεαὶ ἐντί, ϑεοὺς 
ϑεαὶ ἀείδοντι" ἄμμες δὲ βροτοὶ οἵδε" 
βροτοὺς βροτοὶ ἀείδωμεν. XV 105. 
XVII 81. XX 20. Ep. XIII 6. .cer- 
tus quidam homo XXIII 11: οὕτως 
πάντ᾽ ἐποίει ποτὶ τὸν βροτόν (Paley 
φίλον). — plur. XVII 81: οὐδέ τις 
ἄστεα τόσσα βροτῶν ἔχει ἔργα δαέν- 
των. XXII 54. 

899 x9oc. guttur III 54: ὡς μέλι 
τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχϑοιο γένοιτο. 

βρόχος laqueus XXIII 61: Boo zov 
δ᾽ ἔμβαλλε τραχήλῳ. 91. "Ad; di: 
— καϑάψας ἔσυρεν αἰχμάλωτον. 

— muscus marinus, alga XXI 

: (ἐχϑύος ἀγρευτῆρες κεῖντο) στρω- 
ah Bovov αὖᾳῳν ὑπὸ πλεκταῖς 
καλύβαισι. 

βρύχάομαι rugio, de bobus XXV 
137: δεινὸν δ᾽ ἐβρυχῶντο φόνον 
λεῦσσόν τε προσώπω. 

Βυβλίς Byblis, fons Milesius VII 
115: ὕμμες δ᾽ Ὑετίδος καὶ Βυβλίδος 


γᾶ, γαῖα (1) γᾶς, γᾶ, γᾶν. — 2) 
γαίας, τῆς, -, -«v) 1) terra, terrae 
XV 8: ém ἔσχατα γᾶς ἔλαβ᾽ iv9ow | 
εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν: ad ultimas ter- 
ras, ultimum terrarum angulum, an 
das Ende der Welt. — opp. inferis 
XXVI 4: ἀσφόδελον τὸν ὑπὲρ γᾶς: 
"in terris natum", — mari XXI 59: 
uoce μηκέτι λοιπὸν ὑπὲρ πελάγους 
πόδα ϑεῖναι | ἀλλὰ μενεῖν ἐπὶ γᾶς. 
XVI 76. — 2) terra, solum XXII 
4 198: πᾶς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν | κεῖτ᾽ ἀλλο- 
φρονέων. XXV 2858: πέσεν δ᾽ ὅγε 
πρὶν ἔμ᾽ ἵκέσϑαι | ὑψόϑεν ἐν γαίῃ 
(var. ἐκ γαίης). XIX 4. XXII 91. 
182. XXIV 111. XXV 146. 269. 
— 8) terra quaedam, Land XI 49: 
δῆλον ὅτ᾽ ἐν τᾷ γᾷ κήγών τις φαί- 


νομαι εἶναι: *in hac terra". ,VIH 53: 
γᾶν Πέλοπος. XVIII 20: ᾿ἡχαιιάδα 
γαῖαν, cf. Od. XXI 107: ᾿Δχαιίδα 
γαῖαν. v. Ayouudg. 


ἁδὺ λιπόντες | νᾶμα: Ὑετὶς καὶ Bv- 
βλὶς ὄ ὄρη Μιλήτου καὶ κρῆναι, ἔνϑα 
καὶ ἱερὸν ᾿ἀφροδίτης. Schol. 

βῦϑός profundum maris XXII 17: 
ἀλλ᾽ ἔμπας υμεῖς ys καὶ ἐκ βυϑοῦ 
ἕλκετε νᾶας. ΧΙ 62: κατοικεῖν τὸν 
βυϑόν. fontis XXII 39: λάλλαι xgv- 
στάλλῳ ἠδ᾽ ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο | ἐκ 
βυϑοῦ. 

βύρσα corium, pellis leonis XXV 
238: ἀλλ᾽ οὐδ᾽ Gg ὑπὸ βύρσαν ἔδυ 
πολυώδυνος ἰός. 212: λασιαύχενα 
βύρσαν | ϑηρός. 

βύσσος byssus, Baumwolle Curt. 
Pelop. IT p. 10. II 73: βύσσοιο xa- 
λὸν σύροισα χιτῶνα. cf. Pausan. V 
2:5, : V1 21, 

βῶλαξ gleba, solum XVII 80: Νεῖ- 
Aog ἀναβλύξων διερὼν ὅτε βώλακα 
ϑρύπτει. 

βωμός (85. βωμῷ, -óv. pl. βωμῶν, 
τούς) ara XXVI 8 (ἱερὰ) εὐφάμως 
κατέϑεντο —— ἐπὶ βωμῶν, 
cf. ΧΧΥῚ 5. XVII 127: ἐρευϑομένων 
ἐπὶ βωμῶν. Ep. l5: βωμὸν δ᾽ αἵ- 
μαξεῖ κεραὸς τράγος οὗτος ὃ μαλός. 
Vil 155: βωμῷ πὰρ ΖΙάματρος Ao xoc. 

Bos v. βοῦς. 

βωστρέω inclamo, fut. V 64: αἱ 
λῇς, τὸν δρυτόμον βωστρήσομες. 66: 
βωστρέωμες. 


y&9£o laetor 1 54: ὅσον περὶ 
πλέγματι γαϑεῖ. VII 134: (ἐκλένϑη- 
peg) ἔν τε νεοτμάτοισι γεγαϑότες 
οἰναρέοισιν: laeti. IX [35]: o)g γὰρ 
ὁρεῦντι | γαθεῦσαι (sc. Μίηοῖσαι), τοὺς 
δ᾽ οὔτι ποτῶ δαλήσατο Κίρκη (e coni. 
Valcken. et Brunck. ser, pro γα- 
ϑεῦσι(ν), γάϑευσιν, γηϑεῦσι. — Ahr. 
γαϑεῦσιν sc. ὀφϑαλμοῖς), cf. Hor. Od. 
IV 8, 1: quem tu, Melpomene, semel 
nascentem placido lumine videris, 
ilum ... 

γαῖα v. γᾶ. 

γάλα (γάλα, -αὐτος; gen. ubique 
in exitu hex. leg.) /ac pecoris V 53: 
στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γά- 
λακτος. I 58; cf. Od. IX 246: αὐτίκα 
δ᾽ ἥμισυ μὲν ϑρέψας, λευκοῖο γά- 
λακτος. ΧΧΥ 104: νέα τέκνα φί- 
λαις ὑπὸ μητράσιν ἵει | πινέμεναι λα- 
ροῖο μεμαότα πάγχυ γάλακτος. V 58. 
124. VIII 41. XI 88. 65. — homi- 




























)v ποϑέοισαι. 
γἄλάνα serena maris et ventorum 
VI 35: 5 γὰρ πρᾶν ἐς 
πόντον ἐσέδρακον, ἧς δὲ γαλάνα. 
E. | 19: advo ὃ ἀπολήγοντ᾽ ἄνε- 
got, λιπαρὰ δὲ γαλάνα | ἂμ πέλαγος 
- (Abr. λιπαρὴ --- γαλήνη). 
Τωλάτεια (.-α, -ας, -αν, -«) Ga- 
E pha a Polyphemo amata 
E "1 6: βαλλει. τοι, Πολύφαμε, τὸ ποί- 
- μγίον ἃ Γαλάτεια. Xl 19: ὦ λευκὰ 


YéAén felis XV 98: xdi of γα- 
; Dc χρήξοντι καϑεύδειν:: 
- frursusne feles (h. e. tu, ,Eunoa) mol- 
: des UR voluni? — e γα- 
᾿λαῖ μαλα οὕτω καὶ σὺ εἶ μα- 
potes E o "T 


—* 5. 1) 


Γ Adonis. 


ρός, τέ. du. 

129: ὀκτωκαι- 

Lr ey ὁ ya οός: 
VII 9: ὦ ge ΕΣ: 

; idem appellatur XVI 16: 

τε γαμβρέ. 49: εὐπένϑερε γαμ- 

anoo e das. 2 


κεκλήσεται: peg namque p» 
ES Ἥβην Od. XI 602. 

(00 γἄμέω in matrimonium duco, aor. 
3 - dor. ΠῚ 40: Ἱππομένης ὅκα δὴ τὰν 
E ον ἤθελε γᾶμαι. VII 98: 
ΓΝ pe —, y&pev. pass, VIII 91: 
οὕτω καὶ νύμφα γαμεϑεῖσ᾽ ἀκάχοιτο: 
-— recens nupta'. 

1; γάμος, οὔ, -ῷ, -ον: 


“γάμος ( 
— erumque aut in quarto 


Tam 

4 pede aut post caesuram tertii 
- pedis leg) muptiae XVII 131: ὧδε 
—— καὶ ἀϑανάτων ἱερὸς γάμος qms 
L XXII 206: (οὐδὲ τὸν ἄλλον — εἶδε) 
— παίδων Παοχόωσσα φίλον γάμον ix- 
b | gx XXVII 32: ναὶ τί τί μοι 
E ES tV. ἅμου ἄξιον, ἣν ἐπι- 
I. 58, XXII 148. 151. 
166. xxvi 25. 57. plur. XXVII 
— 24: γάμοι πλήϑουσιν ἀνίας. 

| Τἀνυμήδης Ganzmedes , ἃ love 
raptus deorumque factus pincerna 
e XV 124) ΧΙ 35: 7 που τὸν χα- 
Γανυμήδεα πόλλ᾽ ἐπιβῶται. 


* on — ydo 51 


γάρ (plerumque legitur in thesi 
hex. prima — tricies bis — et quinta 
— vicies semel —, nusquam in arsi 
prima, quinta, sexta.) 1) particula 
argumentativa et explicativa: mam, 
enim, videlicet, denn, nàmlich, ja, 
freilich IV 44: ϑαρσέω. βάλλε κά- 
τωϑὲ τὰ μοσχία" τὰς γὰρ ἐλαίας ᾿ 
τὸν ϑαλλὸν τρώγοντι τὰ δύσσοα. V 
66: là ξένε, μικκὸν ἄκουσον | reid" 
ἐνθών. ἄμμες γὰρ ἐρίσδομεν ὅστις 
ἀρείων | βουκολιαστάς ἐστι. VII 51. 
— ἴῃ sententia ,parenthetica ponitur 
VI 35: ἀλλ᾽ ἄγε δή - ξυνὰ γὰρ 
ὁδός, ξυνὰ δὲ καὶ ὠδά — βουκολια- 
σδώμεσϑα. Ep. XVII 7. — ,praemit- 
titur a entum V 29: ἀλλὰ γὰρ 
οὔ τοι ὥριφος ἰσοπαλής, τυῖδ᾽ ὁ τρά- 
γος οὗτος: 'at quum hoedus tibi non 
parsit, hic hireus ponatur'. Am. I 
19: ἀλλὰ τὺ “γὰρ δή, Θύρσι, τὰ “ά. 
φνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες, --- δεῦρ᾽, ὑπὸ 
τὰν πτελέαν ἑσδώμεθϑα: “αὐ tu vide- 
licet cantas dolores Daphnidis'. — güe- 
pius id quo refertur γάρ cogitatione 
supplendum est II 118: ἦνθον γὰρ 
κἠγών, ναὶ τὸν γλυκὸν ἦνθον Ἔρωτα: 
non opus erat te vocare me, ego 
quoque enim venissem; ich würe ja 
von selbst gekommen. V 82: xal 
γὰρ ἔμ᾽ ὡπόλλων φιλέει μέγα: eso 
quoque habeo quod cantem, nam"* 
itemque V 90: κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας 
- ἐκμαίνει. 114: καὶ γὰρ ἐγὼ μι- 
σέω τὼς κανϑάρος. 134. VIII 72 (ci). 
XXI 26: μέμφῃ τὸ καλὸν ϑέρος; οὐ 
γὰρ ὃ καιρός | αὐτομάτως παρέβα 
τὸν ἑὸν δρόμον: "non recte ὃ i8, 


nam .... V 94: οὐδὲ γὰρ οὐδ᾽ 
ἀκύλοις ὁρομαλίδες (sc. σύμβλητοι): 
verum est quod dixisti, concedo, 


nam . V 10: οὐδὲ ydo Εὐμαρίδᾳ 
τῷ δεσπότα ἦν τι ἐνεύδειν : mentitus 
es, nam ... — 3) particula affir- 
mativa: certe, utique, videlicet, ge- 
wiss, doch, ja, freilich ALT 
ἀλλὰ γὰρ ley" M , ἕρπε, καὶ ὕστατα 
βουκολιαξῇ. XVI 60: ἀλλὰ γὰρ ἶσος 
ὁ μόχϑος ἐπ᾽ ἠόνι κύματα μετρεῖν. 

in iureiurando c. ai, εἰ XVI 82: αἱ 
ἀρ Ζεῦ κύδιστε πάτερ καὶ πότνι 
ϑάνα. XII 17: εἰ γὰρ τοῦτο, πά- 
τερ Κρονίδη, πέλοι, εἰ γὰρ, ἀγήρω | 
ἀϑάνατοι. .. in interrogationibus, ,ple- 
rumque cum admiratione quadam 
dictis XXII 68: τίς γάρ, ὅτῳ χεῖρας 
καὶ ἐμοὺς συνερείσω ἱμάντας; | 102: 
(Κύπρι βαρεῖα,) ) ἤδη γὰρ φράσδῃ 


58 γαρύω — yt 


πάνϑ᾽ ἅλιον “ἄμμι δεδυκεῖν; Υ 5: 
τὰν ποίαν σύριγγα: τὺ γάρ ποκα, 
δῶλε Σιβύρτα, ἐκτάσα σύριγγα; (de 
XII 115 v. ἄρα 1). — 8) subiungitur 
part, γάρ articulo 1 62: πόταγ᾽, 
ὠγαϑέ" τὰν γὰρ ἀοιδᾶν | οὔτι πᾳ εἰς 
᾿ἴδαν ys -- φυλαξεῖς. 1I i11. IV 
44, 50. XVII 4, XXI 16. XXIII 
62. 68. XXYV 5b. 44. 197. 
Ber. 4. — pronominibus personali- 
bus XXII 116: εἶπε ϑεά, σὺ γὰρ 
οἶσϑα. 109. 119. II 11. "X b. 67. 
90. 142. VIII 72. XXIV 35. demon- 
strativis VI 40: ταῦτα γὰρ ἃ γραΐα 
μὲ Κοτυταρὶς ἐξεδίδαξεν. ὙΠΠ 51. 
XXV 93. ΧΧΥΠῚ 24. XXX. 80. re- 
lativis X 25: ὧν γάρ χ᾽ ἄψησϑε 
ϑεαί, καλὰ πάντα ποιεῖτε. ΙΧ 35 
(var. uiv). interrogativis XVI 108: τί 
γὰρ͵ Χαρίτων ἀγαπητόν | ἀνθρώποις 
ἀπάνευϑεν: XXI 84. XXII 68. (de 
XVI 5 v. ἄρα 1) ex.) — negationibus 
XXI 32: οὐ γὰρ νυστάξῃ κατὰ τὸν 
νόον. 26. XXV 115. 2330. XXVIII 
15. XVII 98: οὐ γάρ τις. XVI 
14: οὐ γὰρ ἔτι. 1 98: οὐ γὰρ δή. 
V 31: οὐ γάρ τοι. VII 39: οὐ γάρ 
πω. V 10: οὐδὲ γάρ. ΧΧΙ 2. 63. 
V 94: οὐδὲ yàg οὐδ΄. IX 33: οὔτε 
γάρ. — praepositionibus IV 57: ἐν 
γὰρ ὄρει βῥάμνοι. ΧΧΥ 200: περὶ 
γὰρ σκότος ὄσσε οἵ ἄμφω | ἦλϑε. — 
coniunctionibus et particulis XII 25: 
ἣν γὰρ καί τι δάκῃς. XXIX 21: o£ 
γὰρ ὧδε πόης. ΧΙ 17. XVI 82. — 
ἀλλὰ γάρ V 29. 44. XVI 60. dis- 
iunctim I 19. — καὶ γάρ (aut in 
primo aut in quinto hex. pede) ete- 
nim, namque I 124: καὶ γὰρ ἐλα- 
φρός | καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ ἠιϑέ- 
οισνι καλεῦμαι. 184. VI 29. 34. 
Ep. VIH 3. nam etiam (quoque) VII 
37: καὶ γὰρ ἐγώ. V 82. 114. VI 29. 
XX 21. XXI 44. XXVIII 17. Ep. 
VIII 3. disiunctim V 90. 142. VIII 
12. — μὲν γάρ Vll 15: ἐκ μὲν γὰρ 
λασίοιο. XXII 182. XXV 121. 188. 
XXX 19. — ἢ γάρ (aut in primo 
aut in quinto hex. pede) Al 155: 7 
γάρ “μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ᾽ 
ἐφοίτη: profecto enim. 1 16. 180. 
VI 18. 85. VII 81. 96. XXII 207. 
XXV 124. — vol γάρ XXIV 18. — 
ἤδη γάρ I 102. — adverbiis XVII 
60: ἔνϑα γὰρ Εἰλείϑυιαν ἐβώσατο. 
II 98. VII 383. XXV 54. XXVIIS. 
XXVIII 5. 12. XXX 8. — adiectivis 
VII 56: ϑερμὸς γὰρ ἔρως αὐτῶ με 


καταίϑει. 35. IV 22 (2) .VIII 51. 
XIII 48. 71. XVI 69. XVII 96. 
XXI 29. XXV 99. 201. Ep. .VI 4. 
XVII 9, — substantivis xi. 34: λει- 
μὼν γάρ σφιν ἔκειτο. XXI 62. XXIX 
29. Ep. AVI dm verbis II 118: 
ἦνϑον γὰρ κἠγών. X 53. XXI 37. 
XXV 164, Ep. IV 17. XIII 5. 
y&goo sonwm fundo, de bubus 
magientibus IX 7 — VIII [77]: ἁδὺ 
μὲν & μόσχος γαρύεται, ἁδὺ δὲ “χὰ 
βῶς. de avibus I 136; κὴξ ὀρέων 
τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο: 'can- 
tent lusciniis certaminis causa h. e. 
certent cum lusciniis?; cf. Verg. Ecl. 
VIII 55: certent et cyenis ululae. 
γαστήρ 1) venter XXVI 28: es 
ἐπὶ γαστέρα βᾶσα. XXIV 17: τὼ 
ἐξειληϑέντες ἐπὶ χϑονὶ γαστέρας 
ἄμφω | αἵμοβόρως ἐκύλιον, cf. Bchil- 
ler, Kraniche des Ibykus: da sieht 
man Schlangen hier und Nattern die 
giftgeschwollnen Bàáuche blühn. — 
2) ventriculus, stomachus XXY 40: 
οὐκ ἦν μὰν πολύσιτος, ἐπεὶ δειπνεῦν- 
τες ἐν ὥρᾳ, | εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς 
ἐφειδόμεϑ'. 
γαυλός mulctrum V 58: στασῶ δ᾽ 
ὀκτὼ μὲν γαυλὼς τῷ Πανὶ γάλακτος. 
104: ἔστι δέ μοι γαυλὸς κυπαρίσσινος. 
γαυριάομαι effero me, exsulto, de 
bubus XXV 188: ὧδ᾽ ἔκπαγλον ἐπὶ 
σφίσι γαυριόωντο (e coni. Kiesslingii 
scr. pro vulg. γαυριόωντες). 


γαυρός superbus, lascivus XI 21: 
μόσχω γαυροτέρα (sc. si): Galatea. 

γὲ (γ᾽ ; dor. ye in compositis ἔγωγα, 
voyo) certe, quidem; particula est su- 
periora aut affirmantis atque augentis 
aut restringentis, itaque maxime re- 
spondentis. IV 14: (δειλαῦαν δ᾽ αὗται: 
τὸν βουκόλον ὡς κακὸν εὔρον.) ἦ 
μὰν δειλαῖζαί γε, καὶ οὐκέτι λῶντι νέ- 
μεσϑαι. X 11: (οὐδαμά vov συνέβα 
τοι ἀγρυπνῆσαι δι᾽ ἔρωτα:) μηδέ γε 


συμβαίη. ubi ante μηδέ cogitatione. 


supplendum est οὐδὰ ἡ συνέβα. IV 
60: (τὸ γερόντιον ἦ δ᾽ ἔτι μύλλει τή- 
vv; ἀκμάν γ᾽ ὦ δειλαῖε. -- Additur 
autem ye 1) verbis I 95: ἦνθέ yt 
μὰν ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα. 
VII. 14: μόσχον ἐγὼ ϑησῶ" τὺ δὲ 
ϑές γ᾽ ἰσομάτορα ἀμνόν (var. ϑές, 
$ég τ᾽), ubi si γε recte se habet ad 
sequentia videtur pertinere. 22 Wi 
substantivis I 63: (rav γὰρ ἀοιδάν) 
οὔτι πᾷ εἰς ᾿Αίδαν γε τὸν ἐκλελά- 


FORM vice hon nee meii ai e 


T UNION OU. UANT uS POET T Én μοῦ». . . «- ὦ .: 


Ef nca ani 25: cda ota 


E EET RI ee WR T P 




































vr« φυλαξεὶς. XVII 137: ἀρετ 
μὲν ἐκ “Διὸς αἰτέω. 1 139. 5* 
F. XXVIII 13 (ci.). ,— 3) adiecti- 
| - eh XVIL 106: οὐ μὰν ἀχρεῖός γε δόμῳ 
ἐνὶ πίονι γρυσός. ΤΥ 14. XIX 5 

! τι. XXV 127. — 4) — 
60: ἀκμάν y ὦ δειλαῖε᾽ πρόαν 
αὐτὸς ἐπενϑών. V 1418: πρὶν 
᾿ 9. XXV 197: νόσφιν γ᾽. IV 62: 
— εὖ y. 1D 144: μέσφα τό: γ᾽ ἐχϑές. — 
J ——— a) personalibus ἔγωγε, 
᾿ς ἔγωγα ἄκλητος μὲν £y 
! E. MAXI 35: ——— a 
1 τεοῦς. — σύγε XXII 62: δαι- 
᾿ μόνι᾽, οὐδ᾽ ἂν τοῦδε πιεῖν ὕδατος 
᾿ σύγε δοίης: XXI 63. XXV 179. XXVII 
Ft M τύγε, TUyc VIII 10: οὔποτε »t- 

εἴ τι πάϑοις τύγ᾽ 
: ** — rm 


ivis XXII 59: τῆς σῆς γε 
ívo. — c) demonstra- 
οὗτος 18: χὡμὸς ταῦτά T 
ἔχει. V 119. κεῖνος XXV 172. τη- 
vog IV 29. αὐτός XXV τ. à VII 
94: ἀλλὰ τό γ᾽ ἐκ πάντων μέγ᾽ —— 
- ogov (al. roy): Ἕος certeꝰ. plerum- 
d eonimnetim scribitur ὅγε. XVH 
E πολλὰ δὲ πιανϑέντα 
L 2 ἀλλ᾽ Oy 
y I52. XXII 87. ἤτοι (c) 
5 γὰρ 
XXII 907. μὲν ὅγε XXV 13. 
ὅγε XXV 77. 258. τόγε XXV 
1 . οἵγε XXV 128. τοίγε 
- XXV 136. royt VIH 3: ἄμφω voy. 
- XXi1138: : δοιὼ δ᾽ ἄρα τώγε. --- d) rela- 
! XX 37: Ἐνδυμίων δὲ τίς ἦν; 
E βουκόλος; ὅν γε Σελάνα | Bovxo- 
᾿ λέοντα φίλασεν. --- 6) coniunctionibus 
dom 18: μὴ ᾿πιβάλῃς τὴν χεῖρα, 
καὶ εἴ y ἔτι — χεῖλος ἀμύξω e" 
- eoni Wordsw. scr. pro εἰσέτι). X 
P — ὅττι ys τυτϑόν | θηρίον ἐστί, ubi 
p ad adi. —— v. Supra. 
cum particu is coniungitur: 7j 
i γε IV 58. ῥά γέ to. M 20. 
P [rl «a " n 97. VII 149. 151. 
- dé ye V 92 ard ἄγε  Ahr.). 
Nu ἣν XVI 187. XXII 59. 
197. ys μάν 1 95. 139. III 27. 
Qt 1) nascor XXV 124: 
3 as: airo ἐξ ἕτεος γείνοντο 
P XVII 74: ὁ δ᾽ 


ig ἔτος (Ahr. et Pu e. var. 
5. Loss | γεινόμενον τὰ πρῶτα. (de 








ξοχος, ὃν 


— γείνομαι --- γένειον 59 


xxi 74 v. γίνομαι 2).) — 2) aor. 1 
trans. pario XVIII 42: ἄρνες γεινα- 
μένας ὅιος μαστὸν ποϑέοισαι. XVII 35: 
ὄφελος μέγα γειναμένοισι: "parentibus", 
eive» vicinus, vicina XXI. 17: 
οὐδεὶς δ᾽ iv μέσσῳ γείτων πέλεν. 
XIV 24: Ada τῶ γείτονος víós. XV 
9: ὅπως μὴ γείτονες ὦμες | ἀλλάλαις. 
γελάω (pr. ind. dor. γελᾶντι. part. 
γελάοισα, γελᾶσα. aor. ind. ἐγέ- 
λασσε. Opt. γελάσσαι. part. γελάσας, 
γελάσσας, γελάσασα. — aut im exitu 
hex. aut ante caesuram tertii pedis 
leg.) 1) rideo 1 95: ἦνθέ γε 
ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα ( ἊΣ 
€. lunt. γελόωσαθ. 306. VII 156. 
XIX 7. XXIV 57. accedit neutrum 
adi 1 96: ἁδέα μὲν γελάοισα (v. 
ἁδύς): dulce ridens. sg. «àv VII 42. 
128. pron. οἷα 1 90. — 2) derideo, 
€. acc. pers. XX 1: Εὐνείκα μ᾽ ἐγέ- 
λασσε (vulg. ἐγέλαξε). acc. neutr. 
adi. XX. 14: καί τι σεσαρός | καὶ σο- 
βαρόν μ᾽ ἐγέλασσεν (var. ἐγέλαξεν). 
γέλως risus VII 30: γέλως δέ οἵ 
εἴχετο χείλευς: "und es schwebt um 
die Lippen ein Lücheln. Voss'. 
γέμω plenus, onustus sum, c. gen. 
XIII 68: ναῦς γέμεν ἄ ἄρμεν᾽ ἔχοισα με- 
τάρσιατῶν παρεόντων(οχ emend.Herm 
scr. pro. μὲν, μὰν, μὴν; Call. ἑνεν). 
γενεὴ 1) aetas XXII 188: ὦ γενεῇ 
προφέρεσκον, cf. Il. IX 161: γενεῇ 
προγενέστερος. — 3) saeculum, spa- 
tium triginta fere annorum XII 18: 
ἐνεῆς (var. γενεαῖς) δὲ διηκοσίῃσιν 
ἔπ πειτα | ἀγγείλειεν ἐμοί τις ἀνέξοδον 
ἐς "Agégovta: ἀπείρων γενεῶν διεῖ- 
Pl κι Gloss. 
γενειάς lanugo II 18: roig δ᾽ 
ξανϑοτέρα μὲν ἕλιχρύσοιο RAS as 
cf. Verg. Aen. X 324: flaventem 
prima lanugine malas — Clytium. 
γενειάσδῳ barbam emittere. in- 
cipio XI 9: ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ 
στόμα τὼς κροτάφως τε. 
yeveuto barbatus sum XIV 28: 
οὐ μὰν ἐξήταξα &rav εἰς ἄνδρα 
γενειῶν: μάτην ἀνέφυσα͵ γένεια καὶ 
εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν 6 Schol. 
γενειήτας barbatus XVII 33: γε- 
νειήταν Διὸς υἱόν: Herculem. 
γένειον mentum. XXII 88: τοῦ δ᾽ 
ἄκρον τύψε γένειον. ΧΧ 8; ὡς μα- 
λακὸν τὸ γένειον ἔχεις: ironice dictum. 
XXV 226: γλάσσῃ δὲ περιλιχμᾶτο 
γένειον leo. — plur. pro sing. VI 
86: xal καλὰ μὲν rà γένεια. 


60 γένος — γίνομαι 


γένος 1) genus, stirps XXV 172: 
γένος δέ μιν εἶναι ἔφασκεν AP» ἐκ 
Περσῖος. IV 62: τὸ τοι γένος ἢ 
Σατυρίσκοις | ἐγγύϑεν ἢ Πάνεσσι κα- 
κοχνάμοισιν, ἐρίσδεις. — 2) progenies 
VII 88: ἄγκεα καὶ ποταμοί, ϑεῖον 
γένος: *deum genus? Catull. 64, 23; cf. 
Il. VI 180: (Δ μαιραν) πεφνέμεν" ἡ δ᾽ 
ἄρ᾽ ἔην ϑεῖον γένος οὐδ᾽ ἀνθρώπων. 

γένυς mentum XIV 69: ἐπισχερὼ 
ig γένυν ἕρπει l λευκαίνων ὁ χρόνος. 
XXIX 838: ἅνώια τὰν γένυν ἀν- 
δρεΐαν ἔχης. 

γεραιός honoratus ceterisque aucto- 
ritate praestans XV 139: 009" “Ἑκτωρ 
Ἕκάβας ὃ ,γεραίτερος͵ εἴκατι παίδων. 
XXV 48: ὅστις ἐπ᾽ ἀγρῶν τῶνδε γε- 
ραΐτερος αἰσυμνήτης (var. γεραρώτε- 
ρος v. γεραρώτατος). 

γεραίρω munere | orno, munero, 
inf. dor. Vi 94: ἀλλὰ τό y ἐκ πάν- 
τῶν μέγ᾽ ὑπείροχον, ᾧ τυ γεραίρεν | 
ἀρξεῦμ (var. γεραέρειν v. OvtL y 
ἀείδεν). 

“γέρᾶνος grus X 31: (0 “λύκος τὰν 
αἶγα διώπει,) ἁ γέρανος TOQOTQOv. 

γερᾶρός v. γεραιός. 

γέρας (sg. γέρας. pl γεράων, 
-ἄεσσι) 1) donum honorarium, prae- 
mium victoriae I 5: αἴκα δ᾽ αἶγα λάβῃ 
τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ | & χίμα- 
ρος. I 10. — 2) honor dis hominibusve 
oblatus XVII 69: ἶσον “΄ωριέεσσι 
νέμων γέρας ἐγγὺς ἐοῦσιν. XXII 223: 
γεράων δὲ ϑεοῖς κάλλιστον ἀοιδαί, 
cf. XVIL 8. XVII 109: αἰὲν ἀπαρχο- 
μένοιο. σὺν ἄλλοισιν γεράεσσι. 

,γγερόντιον senecio IV 58: τὸ γε- 
ρόντιον ἡ ὁ ἔτι μύλλει | τήναν ...; 
idem dicitur γέρων IV 4. 

γέρων (sg. γέρων, -ovrOg, -οντα, 
τον, pl. γέροντες; nom. sg. semper 
fere post tertium trochaeum Jeg.) 
senea I 39: τοῖς δὲ μετὰ γριπεύς τὲ 
γέρων πέτρα τε τέτυκται. 4D: ἁλι- 
TQUTOLO γέροντος ΧΧΙ 6: ἰχϑύος 
ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες. 
additur artic. IV A: ἀλλ᾽ ὃ γέρων 
ὑφέητι τὰ μοσχία κἠμὲ φυλάσσει: "der 
Alte', Aegonis pater, idem qui γε- 
οόντιον IV 58 vocatur. XXV 1. 51. 
71. nomen Χείρων. VII 150. Alvos 
XXIV 103. voc. γέρον Tiresias ap- 
pellatur XXV 43. — de rebus VII 
17: ἀμφὶ δέ οἵ στήϑεσσι γέρων ἐσφίγ- 
γετο πέπλος. ΧΧΙ 12: γέ ων --- λέμ- 
Bos. cf, Od. XXII 184: σάκος γέρον. 

γεύω 1) Act. gustandi |potestatem 


facio X 11: χαλεπὸν yooío κύνα ye9- 
σαι. — 9) Med. gusto XIV 51: μῦς, 
φαντί, Θυώνιχε, γεύμεϑα πίσσας ,(. 
e. γευόμεϑοα). met. XXX 16: πάντ᾽ 
ἔρδ᾽, ὄσσα πὲρ οἱ τῶν ἐτέων ἄρτια 
γεύμενοι (Ὁ. Kreussler. emend. pro 
cod. γεγευμένοι) h. e. γευόμενοι: 
qui prorsus gustant annos h. e. 
quorum sunt cani capill?. Fr. 'qui 
ea qua par et utile est ratione annis 
h. e. vita fruuntur' Ed. Schneide- 
wind. progr. Isenac. 1873 p. 9. Ep. 
XXV 4: νήπιον, ἀστόργου γευσάμενον 
ϑανάτου. 

γεώλοφον colis I 13 — V 101: 
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον ai 
τε μυρῖκαι. 

γηράλέος senec XXVII 88: πατρὶ 
δὲ γηραλέῳ τίνα μάν, τίνα μῦϑον 
ἐνίψω; ΧΧΙΧ 21: γηραλέοι ,πέλομες 
πρὶν ἀποπτύσαι. XIV. 68: ἀπὸ κρο- 
τάφων πελόμεσϑα | πάντες γηραλέοι. 


γῆρας senectus XVII 24: σφέων 
Κρονίδης μελέων ἐξείλετο γῆρας. XXIV 
131: zolv γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα. 


γηράσκω, γηράω consenesco, me- 
taph. XII 2: of δὲ ποϑεῦντες ἐν 
ἤματι γηράσκουσιν, cf. *moerore con- 
bcr e Cic. p. Cluent. 5, 13*. 
— de rebus XXIII 29: καὶ τὸ ἴον 
καλόν ἐστιν ἐν εἴαρι, καὶ ταχὺ γηρᾷ. 


“γηρύγόνα sonos ciens Syr. 6: (ὃς 
τὰς μέροπος πόϑον) κούρας γηρυγό- 
νας ἔχε τᾶς ἀνεμώδεος h. e. Syringis 
nymphae. 

γίνομαι (pr. γίνεται, ,γίνετ᾽ , γινό- 
μεϑα. — ipf. ἐγίνετο, γίνετ᾽. — aor. 
ind. ἐγένευ, γένετ᾽, ἔγεντο, γενέσθϑην, 
ἐγένοντο, οἱ. γενώμεϑα. opt. γενοί- 
μὰν, τοῖο, -οιτο, -οἔμεϑα. inf. γε- 
νέσϑαι. T BE γεγενήμεϑα, γεγενη- 
μέναν. γεγαῶτε, -ὦτες). 1) nascor, 
orior, de animantibus XII 2: ᾧτινι 
τοῦτο ϑεῶν mox« τέκνον ἔγεντο, cf. 
XVII 64. XVII 5: ἥρωες, vol πρό- 
σϑὲν ἀφ᾽ ἡμιϑέων ἐγένοντο. perf. 
pro praes. v. εἰμί XVI 25: ἀϑάνα- 
τοι δὲ καλεῦνται foi νέποδες γεγαῶ- 
τες. XXII 176: (vài) ὁπλοτέρω ys- 
γαῶτε. de rebus inanimatis XI 58: 
ἀλλὰ τὰ uiv ϑέρεος, τὰ δὲ γέίνε- 
ται ἐν χειμῶνι. XXI. 107: ἔνθα 
μάχη δριμεῖα͵ πάλιν γένετ᾽ ὀρθωϑέν. 
τος. 192: μάχης δ᾽ οὐ γίνετ᾽ ἐρωή, 
cf. 1. XVI 302: πολέμου δ᾽ ov γί- 
yvev. ἐρωή. c. dat. pers. XVI 19: 
αὐτῷ μοί τι γένοιτο. — 2) fio, sum, de 





NM, Us CT T CRISE ERRARE 


dini 


ὝΡΎΨΝ ΠΡ PITT PERRA 

















δ, subst. III 12: αἴϑε 


μὰν | « μέλισσα. V 
— — 
τὶ Κομάτι 11: — 
d Oa πᾶσιν ἀαιδή. 
ἼΣ. XXIX 17. c. adi. v 4: 
μὰν ἀνήσσατοι δ᾽ ἐγέ- 
' [ 66: ὄλβιε κοῦρε γένοιο, 
(0. 70: εἴ τι γένοιο εὖ- 
- XXII 118: ἐκ μεγάλον δέ] 
ἕνετ᾽ ἀνδρός. VIII 92. 
41 41. Ep. XIX 5. (de 
XIV am v. d, ieri c. 
KT 


pron. XV 51: τί γενώ- 
$, €. ads. XY XV δῦ: xol δὴ γεγε- 
» (sc. τῶν ἵππων). — 
rebus XXV 92: τῶν 
᾿ (sc. »& ὃν) οὔτις ἀριϑμὸς ἐν 
L. — ——— 
980: οὗτός τοι Νεμέου γένετ᾽, ὦ 
(ht, ϑηρὸς ὄλεθρος. c. adi. II 88: 
 ptv χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο 
VII 62: γεάνακτι) 
. I 134. 146. 


npe 










J woo: 'per "XN 
. 91: χὡμὲν rovro δι᾿ ὠτὸς ἔγεντό x09" 
3 mem 'ad aures meas per- 


(praes. γινώσκω, -ειν. — 
— fut. γνώσομαι, —— τῇ. — aor. ἔγνων, 
Γ΄ 205 Ci. vw 


c. àcc. pers. rss pir 
τὸν Ἔρωτα. XXVI 19: 


ὅτι Κύπρις ἐπ᾽ dolos 
ΠῚ 84: οὔϑ᾽ ὡς πάλιν 

7 | ἔγνων. ΧΙ 30: ἐν 
— τίνος ὥνεκα φεύγεις. Ep 
& εἴ τι νέμεις ἀγα- 

ia 1 i ὁ δειλός | — ἶσον 
XXV 177: ἕνα γνώω κατὰ $v- 
εἴτ᾽ ἐτύμως μαντεύομαι 

. 1l 5: οὐδ᾽ ἔγνω πότε- 


$7 ξοοὶ εἰμές. , 
citharoeda poetae 

31: χεῦ μὲν τὰ Γλαύκας 

, εὖ δὲ τὰ Πύρρω. Ep. 


—-quaexo — γλυκύς 61 


XXIV 1: Γλαύκης p τάφος ris 
ὀνομαζομένης: ἡ Γλαύκη Xía τὸ 
νος, κχρουματοποιός. yovs δὲ 


— τοῦ Φιλαδέλφου. Schal 
væos splendens (caesius) XVI 
"d poe teamed ἁλός. ΧΙ 43: τὰν 
— * δὲ θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον 
ρεχϑεῖν, ut apud Hom. semel ll. 
34: γλαυκὴ δὲ σε τίχτε ϑά- 
—— ad deas transfertur XXI 55: 
τὰς γλαυκᾶς κειμήλιον Augu NA 
Vi 69: γλαυκαῖς Νηρηίσι. 
ὁπόσοι γλαυκὰν ναίουσιν ὑπ᾿ Ἠῶ 
era ἠῶ). XX 25: ὄμματά μοι ylav- 
cilium πολλὸν ᾿ϑάνας. aeol. 
II 1: γλαύκας — δῶρον A$9«- 
vag, cf. Eur. Heracl. 754: γλαυκᾶς 
— ᾿ϑάνας. Pausan. I 14, 6: ἄγαλμα 
᾿᾿ϑηνᾶς λαυκοὺς ἔχοντοὺς ὀφθαλμούς. 
γλάφῦρός peritus, artificiosus , de 
manu artificis Ep. VIL 5: Ἠετίωνι 
χάριν γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον ὑποστάς 
ov. 
γλάχων mentha pulegium L., Po- 
le? V $5: ἁπαλὰν πτέριν ὧδε πατη- 
σεὶς | καὶ γλάχων᾽ ἀνϑεῦσαν. 
γλύχερός (sg. m. ylvxsgóv; n. yiv- 
κερόν, -0; f. aeol. γλυκέρας ci. XXX 
91. — comp. γλυκερωτέρα, -Grtgov; 
-ὥτερα. — plerumque ES caesuram 
penthem. leg.) dulcis XV 117: ἀπὸ 
γλυκερῶ μέλιτος. VIII 87: κρᾶναι 
καὶ βοτάναι, γλυκερὸν φυτόν. — me- 
taph. XXIV 7: γλυκερὸν καὶ ἐγέρσι- 
μον ὕπνον. IX 33: οὔτε γὰρ ὕπνος | 
οὔτ᾽ ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον, 
οὔτε μελίσσαις | ἄνϑεα. XXX 91: 
γλυκέρας (cod. γλυκερᾶς) ἄνϑεμον 
ἄβας. de homine XV 13: ϑάρσει, 
Ζωπυρίων, λυκερὸν τέκος. de mem- 
bris humani corporis MI 53: καὶ τὸν 
ἕν᾽ ὀφθαλμόν, τῶ μοι γλυκερώτερον 
οὐδέν. XII 32: γλυκερώτερα — χείλη. 
XX 26: τὸ στόμα, xal πακτᾶς γλυκε- 
ρώτερον, ἐκ στομάτων δέ | ἔρρεέ μοι 
φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ. 
γλύκύκαρπος. τ dulcem fructum | gi- 
gnens ΧΙ 46: ἄμπελος & γλυκύκαρπος. 
γλύχύυμαλον dulce um, sweet- 
apple Galateam vocat Cyclops XI 39: 


τίν, τὸ φίλον γλυκύμ αλον, ins κή- 
μαυτὸν ἀείδων: ἐὰν μωφφβιῖε ρωτι- 
κόν. Schol. 


γλῦκύς (sg. m. γλυκύς, -ὖν. nm. 
γλυκύ, aeol. yAvxv *. XXX 6. masc. 
semper ante caesuram bucolicam, 
neutr. in thesi secunda, semel in 


ox 


REEL AL uU ous 


7 

n 

* 
* 


62 γλυκυφωνέω --- γραμμά 


quinta leg. — comp. γλυκίων) dulcis 
MI 54: ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο “κατὰ 
βρόχϑοιο γένοιτο. VII 82: οὕνεκά 
οἵ γλυκύ Μοῖσα κατὰ στόματος χέε 
νέκταρ. — metaph. ΧΙ 22— 23: γλυ- 
wvg ὕπνος. ΧΥῚ 40: γλυκὺν ἐξεκέ- 
νώσαν | ϑυμὸν ἐς εὐρεῖαν. y —— 
Ay£oovrog. VI 22: κοῦ μ᾽ £A", 
TÓV ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν, ᾧπερ dioi 
80, ὀφϑαλμόν. XXIV τ8: ναὶ γὰρ 
ἐμὸν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πά- 
Aot ὔσσων. de personis II 118: ναὶ 
τὸν γλυκὺν ἦνϑον Ἔρωτα. XIV 81: 
ἄλλος τοι γλυκίων ὑποκόλπιος. --- acc. 
neutr, paene pro adv. XV 146: παν- 
ολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ (var. γλυκυ- 
φωνεῖ)δ. XXX 6: αἴ τι παραύαις 
γλύκυ μειδίαι (cod. γλυκὺ). 

γλυχυφωνέω v. γλυχὺύς οἱ 
φωνέω. 

͵γλύφᾶνος scalprum 1 28: (κισ- 
σύβιον) ἀμφῶες, νεοτευχές, ἔτι γλυ- 
φάνοιο ποτόσδον. 

γλύφω sculpo , med. Ep. VII 4: 
καὶ τόδ᾽ cz εὐώδους γλύψατ᾽ ἄγαλμα 
κέδρου: 'sculpi curavit". Wuestem. 

γλῶσσα 1) lingua IX [30]: μή͵ πω 
ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω. 
XXV 226: γλώσσῃ δὲ περιλιχμᾶτο γέ- 
vsiov. — 2) oratio 'XXV 188: (ψεύ- 
δεσϑαι ἔφαντο) γλώσσης μαψιδίέοιο 
χαριζόμενον παρεοῦσιν: h. e. *vana 
et ficta oratione gratiam auditorum 
captantem, χαριτογλωσσοῦντα, ut est 
Aesch. Prom. 294". - 

yr&9:uóc maxilla XXII 100: ἴδον 
ἕλκεα λυγρὰ περὶ στόμα τὲ yva- 
ϑμούς τε. 

,Yroue 1) mens XXI 61: τὺ δ᾽ 
ὦ ξένε λοιπὸν ἔρειδε Ι τὰν γνώμαν: 
"firma mentem meam". — 2) sententia 
XV 88: ἀλλὰ κατά γνώμαν ἀπέβα 
τοι: ex animi sententia. 

Τολγοί Golgi, urbs Cypri, ubi an- 
tiquitus. Venus colebatur. XV 100: 
δέσποιν᾽, ἃ l'olyóg τὲ καὶ ᾿Ἰδάλιον 
ἐφίλασας. 

γονεύς parens, pl. parentes XXII 
176: γονεῦσι δὲ μὴ πολὺ πένϑος | 

ἡμετέροισι Vui τοῦ 

γονή partus VII 44: δηΐδιοι δὲ 
yovot (sc. ἀστόργου γυναικός), τέκνα 
δ᾽ οὐ ποτεοικότα πατρί. 

γόνος proles XXV 159: Ζιὸς γό- 
vov ὑψίστοιο Herculem. 

yóvv (Sg. γόνυ nom. acc., γούνατι. 
pl. γούνασι, γονάτεσσι) genu XXII 
196: ἐπὶ σκαιὸν γόνυ. VIL 7: sv 


ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ: "fortiter 
innixus in rupem genu'. Am. XVI 
18: ἀπωτέρω εἶ γόνυ κνάμας, v. 
ἀπωτέρω. XII 53: Νύμφαι μὲν 
σφετέροις ἐπὶ γούνασι κοῦρον ἔχοισαι, 
cf. Il. XXII 500: ἑοῦ ἐπὶ γούνασι 
πατρός. XVI 11: ψυχροῖς if? γονά- 
τεσσι κάρη μίμνοντι βαλοῖσαι. roboris 
instar XIV 70: ποιεῖν τι δεῖ, ἃς γόνυ 
χλωρόν: 'dum virent genua. Hor. 
Epod. XIII 4^. 

Τοργώ Gorgo, Diocelidis uxor, mu- 
lier quaedam humili genere Syra- 
cusio orta, degens Alexandriae XV 
51: ἁδίστα Γοργοῖ, τί γενώμεϑα; 1 
Γοργοῖ φίλα (var. Τοῤγώ). itemque 
XV 80. 66. 10. 

γοῦν certe igitur. XI 1: οὕτω γοῦν 
δάιστα Quy ὁ Κύκλωψ ὃ παρ᾽ ἁμῖν 
(var. γ᾽ οὖν, Ahr. γῶν). 

γραέα anus, vetula 11 91: ἢ ποίας 
ἔλιπον γραίας δόμον, ἅτις jndlir; 
VII 126. accedit nomen VI 40: ταῦτα 
γὰρ ἃ γραία μὲ Κοτυταρὶς ἐξεδίδαξεν. 
ΠῚ 81: εἶπε καὶ ἃ γραία ,τἀληϑέα 
κοσκινόμαντις (pro codd. ἀγροιὼ v. 
᾿Δγροιὼ scr. Mem. III, ἃ Τραίω Ahr. 
Il, ἃ Τροιὼ Ziegl). de rebus XV 
19: ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν 
ἀποτίλματα πηρᾶν, Ι πέντε πόκως 
ἔλαβ᾽ ἐχϑές: *vellumina vetularum 
perarumꝰ. 

Τραέα Graea s. Vetula, Lamia V 
121: σχίλλας ἰὼν Τραίας ἀπὸ σάμα- 
τος αὐτίκα τίλλειν (e coni. Meim, scr. 
pro γραέας). 

γράμιμεα 1) littera, pl. XXIV 103: 
γράμματα μὲν τὸν παῖδα γέρων Aívog 
ἐξεδίδαξεν. -- 2) inscriptio XXIII 46: 
γράψον καὶ τόδε γράμμα, τὸ σοῖς 
τοίχοισι χαράξω. Ep. XXIV 1. plur. 
pro sg. XVIII 47. — 3) pictura XV 
81: “ποῖοι ξφογράφοι τἀκριβέα γράμ- 
uec! ἔγραψαν: *pieturas textiles". 

γραμιμιά linea sacra Vl 18: καὶ 
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς xit? λίϑον: h. e. 
extrema, ommia 'experitur. Erant 
enim in ludo tesserario (πεττεία) 
quinque lineae ab utraque parte, 
quibus totidem imponebantur calculi; 
media autem linearum ἵερᾶ diceba- 
tur, unde nisi re postulante caleulus 
non movebatur. παροιμία “κινεῖν 
τὸν ἀφ᾽ ἵερᾶς᾽ ἐπὶ τῶν ἐν ἀπογνώσει 
δεομένων βοηϑείας ἐσ σχάτης. Θεόπρι- 
τος δὲ — ἰδίως τῇ ἐλλείψει χρῆται 
σιωπήσας τὴν ἱεράν. Eustath. Il. p. 
633, 58. v, Poll. 9, 98. 


ef. lat, ad 





" 





























c Plaut. Trin. H 4, 
1 o1 ORTU eec 
nihil à — — in- 

i, peti (fugientem) dici con- 


dnseriptus X 98: καὶ τὸ 
« γραπτὰ ὁάκιν- 
litteris AI inscripta". 

m in flore veteres rem 
sonum 4I vel T litteram Hya- 
, nominis initialem co; 


nes Ti bos 
mius foliis anre dur dos 
. babet i ue littera 


d ἊΣ ΤῸ ἐν 


ΠΡΟΣ “ποῖοι ξῳο- 


"ἘΣ; à γράμματ᾽ ἔγραψαν. 
|» yei 39: τοῖς δὲ 
ἘΠῚ Pant πέτρα τε τέ- 
poe T & pee μέγα 
" —— IH 26: τὼς 


ϑύννως cmo — ó γριπεύς. 
F arvum XXV 30: πυροφόροι 
MEE καὶ diocl δενδρήεσσαι. 

E a pae 1) A21: ἑτέρῃ 


᾿ς pugnus 
CES i 

ἀπε apta l vean ς ἤνεγκεν imi 
wd meds ilia 


| ! —— 81: ib eisie 


dE ἕαις) χεῖρας καὶ περὶ 
quic T —— — 3) 


a corporis 
αἵψ᾽ ὀλίγος γέ- 
| πάσσονα γυῖα ] 
πόνου χροιῇ ὃ 
* 42: φαίης κεν γυίων 
ἕνος ἐλλοπιεύειν. 

gymnasium U 80: 

J * fpe στίλβοντα) ὡς ἀπὸ γυμνα- 
σίοιο καλὸν πόνον ἄρει λιπόντων. 
OMNE 

4 pueris, lanista tox 56: 


ἵνε δ᾽ ἐς ἄϑλως bg 
γυμνός nudus, ——— v 


21 
ih 


: καὶ vov τὰ λοίσϑια γυμνὸν 

Ton 1 XXVII ἐξ 68: εἰμὶ δὲ γυμνά. 

— Ad, 80: γυμνὸν τὸν εἶχε neó» | 
"4 pev φιλᾶσαι. met. X 


exetépeva γυμνοῖς ποσὶν οἴκαδ᾽ 





— γραπτός — γυνά 63 


ἴασι: h. e. —— rp de rebus 
XXII 146: νὰ v ἐρσὶ αι- 
oct, cf. Od, cy : $e Mir ot 
παρέκειτο τραπέξῃ [e — 


γυμνόω nudo armis : 
ἔγχεσι — τιτυσκόμενοι πόνον εἶχον) 
ἀλλήλων, εἴ πού τι χροὸς μνωϑὲν 
ἴδοιεν, cf. Il. XII, 388: (o —5 
vov βάλε τείχεος ὑψηλοῖο, ἡ δ᾽ ἴδε 
γυμνωθέντα (ove. 

γῦνά (yov, veri; γυναικός, 
γυναῖκ᾽, γύναι. — pl. γυναῖκες, aeo 
γύναικες XXVIII 11. γυναικῶν. 8.860]. 
γύναιξιν XXVIII 2, γυναῖχας, yvvai- 
κεφ) mulier, femina 1) universe I 32: 
ἔντοσϑεν δὲ γυνά, τὶ ϑεῶν δαίδα 
— | ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ "- 

XV 115: εἴδατα δ᾽ ὅσσα 

Crus ini πλαϑάνῳ πονέονται. 

VHI 1: γλαύκας ὦ φιλέριϑ᾽ ἀλα- 
κάτα δῶρον ᾿ϑανάας  γύναιξιν. 
XX 30: καὶ πᾶσαι καλόν μὲ κατ᾽ 
ὥρεα φαντὶ γυναῖκες. IV 36. VII 
120. XV 64. XVII 38. ,XXVI 24. 
add. nomen XXIV 50: ἦ δὰ γυνὰ 
Φοίνισσα μύλαις ἔπι κοῖτον ἔχουσα: 
dicitur ancilla. — vocat. est appel- 


lantis γύναι XV 12. 78. γυναῖχες 
XXVI 18. honorifice appellantis 
—— Il 132: ὦ γύναι. ΠΙ 50: 


ὯΙ γύναι. Alemenam reginam 
IV 71: ἀριστοτόκεια γύναι. 80: 
γύναι. --- 2) femina opp. viro XXVIII 
10: πόλλα μὲν ἔργ᾽ κτελέσεις, ἀν- 
δρεΐοις πέπλοις | πόλλα δ᾽ οἷα γύναι- 
κες φορέοισ᾽ parie βράκη. HW 44: 
εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται εἴτε 
καὶ ἀνήρ. 150. 3) femina opp. vir- 
gini, sive coniux Xi ai: est ac pà- 
I 64: παρϑένος 

γυνὴ δ᾽ εἰς οἶκον 
(0s ut τάλαιναν) 
ἀντὶ γυναικὸς ἤϑηκε κακὰν καὶ ἀπάρ- 
ϑένον εἶμεν. XII 5: ὅσσον παρϑὲ 
mM προφέρει τριγάμοιο γυναιχός. 
48: ἀστόργου — γυναικός. 129. 


Ἢ 26: —— * ἀλλ᾽ ἄλλαν 
τινὰ qa τ γυναῖκ᾽ ἧχι » (var. γυνᾶν), 
ubi A. Fritzschius e (κα scr. γυνὰν: 


*aliam me feminam (Waibsen) habere 

dico'; esse autem verbum 'sumptum 
de medio, quod i —— to Polyphemo 
plane conveniret", IV 6&. XXVH 
26. 91. 05. — 4) ber mortalis 
opp. deae XV 108: (ἀϑανάταν ἀπὸ 
ϑνατᾶς — ἐποίησας Βερενίκαν) ἀμ- 
βροσίαν ? e στῆθος ἀποστάξασα γυ- 
ναικός. 


64 γυναικοφίλας — δαλέομαι 


᾿γυναικοφίλας mulierosus VIII 60: 
(ὦ πάτερ ὦ Ζεῦ,) οὐ μόνος noccünv- 
καὶ τὺ γυναικοφίλας! graviore voce 
Homerus utitur Paridem compellans 
γυναιμανές ll. ΠῚ 89. XIII 769. 


δαγύς pupa cerea II 110: ἀλλ᾽ 
πάγην δαγῦδι καλὸν χρόα movro- 
ϑὲν ἴσα: δαγὺς δέ ἐστι κοροκόσμιόν 
τι. καλοῦσι δὲ αὐτὸ καὶ νύμφην᾽ οἵ 
δὲ πλαγγόνα, ὡς ᾿Δττικοί, ἀπὸ τοῦ 
πεπλάσϑαι ἐκ κηροῦ. Schol. 
δαιδάλεος artificiose factus XXIV 
49: δαιδάλεον δ᾽ ὥρμασε μετὰ ξίφος. 
XVIII 88: ἐνὶ δαιδαλέῳ — ἱστῷ. 
δαίδαλμα opus summa arte ela- 
boratum 1 33: ἔντοσϑεν δὲ γυνά, τὶ 
ϑεῶν δαίδαλμα, τέτυκται: 'eximium 
et singulare in suo genere opus, ein 
Gottergebild'. οὗ ein Gebild aus 
Himmelshóh'n. Schill., Glocke. 
δαιμόνιος qui in daemonis pote- 
slate esi; unus exstat vocat. qui est 
vehementer cum indignatione incre- 
pantis: éómprobe, improbi XXII 62: 
δαιμόνι᾽, οὐδ᾽ ἂν τοῦδε πιεῖν ὕδατος 
σύγε δοίης; XXIX 36. pl. XXII 145: 
δαιμόνιοι, τί μάχης ἱμείρετε; XVI 
99. — adv. δαιμονέως mirum in 
modwm Ep. XI 4: χὑὐμνοθέτης αὐτοὶς 
δαιμονίως φίλος ἦν. : 
δαίμων deus 1) certa quaedam 
dea VII 34: ἃ δαίμων εὔκριϑον 
ἀνεπλήρωσεν ἀλωάν: Ceres. Il 98: 
τοῦτον τὸν κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι 
τάκω: 'auspice diva" h. e. Hecate. 
II 11: ἄσυχε δαῖμον Luna. 2) numen 
divinum, a quo sors maxime infelix 
hominibus impertitur IV 40: αἰαῖ τῶ 
σπληρῶ μάλα δαίμονος, ὅς μὲ λελόγχει. 
Ep. XXV 6. (ὡς ἐν ἑτοίμῳ) ἀνϑρώ- 
ποις δαίμων ϑῆκε τὰ λυγρότατα. 
δαίνυμι, med. epwulor XIII 38: 
μίαν ἄμφω ἕταϊῖροι ἀεὶ δαίνυντο τρά- 
πεζαν. 
δαΐς pugna XXII 19: ὑπείροχος 
ἐν δαὶ Κάστωρ. : 
δαίς epulae VII 24: ἢ μετὰ δαῖτα 
κλητὸς ἐπείγεαι; ΧΠῚ 82: κατὰ ξυγὰ 


δαῖτα πένοντο —— in hono- 
5, , 

rem deorum VII 32: ἀνέρες εὐπέπλῳ 

“αμάτερι δαῖτα τελεῦντι: — de ani- 


mali XIII 63: (ὠμοφαγὸς Aic) ἐξ 
εὐνᾶς ἔσπευσεν ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα. 


γύννις semivir, effeminatus (δει- 
λός, ἄνανδρος, γυναικώδης Hesych. 
XXII 69: οὐ γύννις ἀμὸς κεκλήσετ 
ὁ πύκτης. 


δαίτηϑεν ex epulis XVII 28 : ἐπεὶ 
δαίτηϑεν ἴοι κεκορημένος ἤδη | νέκτα- 
ρος εὐόδμοιο, οἵ. Od. X 216: δαΐίτη- 
ϑὲεν ἰόντα. 


δαΐφρων prudens XXV 150: ϑαύ- 
μαξεν δ᾽ αὐτός τε ἄναξ víóg τε 
δαΐφρων | Φυλεύς. 

δαίω incendo XXIV 51: λύχνοις 
ἅμα δαιομένοισι. 


δάκνω mordeo XV 40: δάκνει ἵπ- 
πος. metaph. de rebus inanimatis 
VII 109: κατὰ uiv χρόα πάντ᾽ ὀνύ- 
χεσσι | δακνόμενος κνάσαιο: "toto 
corpore morsus (sc. scillis) scabas te 
et frices'. — ad animi affectus re- 
fertur XII 25: ἣν γὰρ καί τι δάκης, 
τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔϑηκας: λυ- 
πήσῃς Gloss. XXX 11: εἰς οἶκον δ᾽ 
ἐμὰ μὲ: ἔλκος ἔχων καὶ τὸ [κέαρ δά- 
κων], ubi partic. e coni. addidit A. 
Fritzschius; cf. Ill. V 493: δάκε δὲ 
φρένας Ἕκτορι μῦϑος. VI 202: ὃν 
ϑυμὸν κατέδων. 

δάκρυ lacrima XXIII 38: ἐπισπεί- 
σας δὲ τὸ δάκρυ | λῦσον τῶ cyoívo 
us. XIV 38: τήνῳ τὰ σὰ δάκρυσι 
μᾶλα δέοντι (e coni Wordsworth. 
scr. pro δάκρυα). Ep. VI 2: (κατα- 
ταξεὶς) δάκρυσι. διγλήνως ὦπας ὀδυ- 
ρύμενος. 

δάχρυόεις lacrimosus, lacrimas 
effundens XIII 53: Νύμφαι μὲν σφε- 
τέροις ἐπὶ- γούνασι κοῦρον ἔχοισαι | 
δακρυόεντ᾽, οἴ. Tl. XXI1506: δακρυόεσσα 
δὲ πατρὸς ἐφέξετο γούνασι κούρη. 

δαχρύω lacrimo XV 41: δάκρυ᾽ 
ὅσσα ϑέλεις. ll 64: πόϑεν τὸν ἔρωτα 
δακρύσω; cf. Bion. I 39: Κύπριδος 
αἰνὸν ἔρωτα τίς οὐκ ἔκλαυσεν ἄν; 

δάκτυλος digitus VIII 23: ἔτι καὶ 
τὸν δάκτυλον ἀλγέω | τοῦτον. plur. 
neutr. gen. XIX 2: ἄκρα δὲ χειρῶν! 
δάκτυλα πάνϑ᾽ ὑπένυξεν. 

δάλέομαι, δηλέομαι υἱοῖο XV 
41: οὐδεὶς κακοεργός | δαλεῖται τὸν 
ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί. XXII 
197: αἰεὶ δ᾽ ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δηλεῖτο 
πρόσωπον. 189: πάρος τινὰ δη- 


αν —— 

















































E " ,δοῦρ᾽ ἐάγη. — metaph. 
EL qae Óeevvri. γαϑεῦσαι 
usa ὃ), τοὺς δ᾽ οὔτι ποτῷ δαλήσατο 
ἕρκη, οἵ. Tibull IV 1, 61: solum 

tae verterunt pocula Circes. 
| Aá 2106 Delius Ep. XIX 4: 5 ῥά 
ψιν αἴ Μοῖσαι χαὶ ὁ ates ἠγάπευν 


' Delus insuda XVII 67: 
'ασεν κυανάμπυκα Φοῖβος 


᾿δαμᾶλα (sg. δαμάλαν. pl δαμά- 
λαι, -ἂν, τας) iuvenca I τὸ: πολλαὶ 
δ᾽ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὠδύραντο: 
δαμάλαι μὲν af ἤδη δαμασϑῆναι δυ- 
: tg δὲ αἵ μικραί, αἵ 
μήπω ξυγὸν ἐλϑοῦσαι. -- δαμά- 
λεις καὶ πόρτιες αἴ μήπω ὑπὸ ξυγὸν 
ἐλθοῦσαι μηδὲ ὀχευϑεῖσαι' αἴ πόρτιες 
i E xal ἔτι ἀτελέστεραι τῶν δὰ ἔλεων. 
3 Behol IV 7: ταὶ δαμάλαι δ᾽ αὐτὸν 
per cra αἵδε ποθεῦντι. IX 10: 
L ἐκ ὃ ἂν καλὰ δέρματα. 
- VII 86. 18. Ep. IV 11. — metaph. 

ΕΣ 1: nme σοι δαμάλας φιλέειν, 


ut —“ pro δαμάξω) domo, 
93: δειδιότες μή πώς 
OB m peg de rebus IV 
: $5: ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα xal ἁλίκον 
ἄνδρα us (var. δαμάξει). 
Bor. pass. ὁμαϑεῖσ᾽ Ahr. e coni. scr. 
. VII 91, v. γαμέω. 
ι ἅμάτηρ Ceres X 42: Zduarto 
πολύκαρπε, πολύσταχυ. VII 32: ἀνέ- 
ες — “αμάτερι δαῖτα τελεῦντι. 
δῦ: βωμῷ πὰρ Δάματρος ᾿Δλῳάδος. 
E —— pex (ἐκ τοῦ 
ἜΝ ἦτοι δῆμος ὁ “αμοίτας παρὰ 
᾿Θεοκρίτῳ. Eustath.) VI 1: danoírag 
c0 4d ig ὃ βουκόλος εἰς ἕνα , χῶρον 
τὰν ἀγέλαν ποκ᾽ ἄρατε συνάγαγον. 
), 44, add. artic. 42. 
M8, civitas 


ἥμος 1) po 
: κατὰ ἄστυ μέν t παρὰ οἷσι 


orate | δήμου ᾿φηδόμενος. Ep. XX 
: τοῦτον δ᾽ αὐτὸν ὁ δᾶμος --- ἔστασ᾽ 
ἐνθάδε χάλκεον ποιήσας. — 2) tribus 
dw 38: , κακοφράσμων γὰρ ὁ δᾶμος 
᾿ idarum): T a ὁ ταῦρος. Schol. 
s locus est; iam antiquis tem- 
us laeunae explendae causa 
iec verba addita esse suspicatur 
- A. Fritzschius. 
X ó&uór«s tribulis IV 21: τοὶ τῶ 
“᾿αμπριάδα, τοὶ δαμόται ὅκκα ϑύωντι 
ΟἹ τᾷ Ἥρᾳ. 


Lexicon 'T'heocriteum. 


— άλιος — 44R ' 65 


,“δαμότις popularis XXVIII 22: ὡς 
εὐαλάκατος Θεύγενις ἐν δαμότισιν 
πέλη. 

“ἂν v. Ζεύς. 

δασπλῆτις horrendus, gravis ll 
14: χαῖρ᾽, Ἑκάτα δασπλῆτι: φοβερά 


Gloss. 
δασύϑοιξ pilosus, hispidus VI 
15: ἐκ μὲν γὰρ λασίοιο δασύτριχος 
εἶχε τράγοιο | κνακὸν δέρμ᾽. 
δασύχερχος villosam caudam ha- 
bens V 112: μισέω τὰς δασυκέρκος 


ἀλώπεκας, v. ἀλώπηξ. 


δάφνα (sg. δάφναν. pl δάφναι, 
ταις: semel corripitur prior syllaba 
XI 45.) laurus ΠῚ 23: ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ “ἐλ- 
φιδι δάφναν | αἴϑω. — plur. rami 
laurus Π 1: πᾷ uot ταὶ δάφναι; Ep. 
I 3: ταὶ δὲ “μελάμφυλλοι δάφναι τίν, 
Πύϑιε Παιάν (sc. κεῖνται). arbores 
ipsae Ep. IV 7: (δεῖϑρον — τηλε- 
ϑάει) δάφναις xal puo καὶ εὖ- 
dri κυπαρίσσῳ. Xl 45: ἐντὶ δάφναι 
τηνεῖ, ἐντὶ δαδιναὶ κυπάρισσοι: sc. in 
spelunca Polyphemi, cf. Od. IX 183: 
(σπέος εἴδομεν) ὑψηλόν, δάφνησι 
κατηρεφές. 


Δάφνις (4$, Ados, “ἰδὲ, -ἐν, τὰς 
sexies brevis est prior ayllaba,, tri- 
cies bis producta.) Daphnis 1) Mer- 
curii filius, armentarius ae venator, 
cantor, Musis Nympbhisque amicus, 
heros Siculorum ,Vitae pastoriciae Ϊ 
110: (ὦ λύκοι, ὦ ϑῶες τρεὴ χαίρεϑ᾽.. 
ὁ βουκόλος μιν ἐγὼ déqrig οὐκέτ᾽ 
ἀν᾽ ὕλαν. 19. 06. 77. 82. 91. 100. 
103. 113. 120. 121. 135. 140. V 20, 
81, VI 1. 5. 42. 44. VII 73. VIII 1. 
5. 6. 8. 31. 86. 38. 71. 82. 92. IX 
n ] 14. 23. Ep. HE 1. IH 1. IV 14. 

4. — 2) bubuleus quidam, Lyci- 
dae filius "xxvi A1: “Ιάφνις ἐγώ, 
Λυκίδας τε πατήρ, μήτηρ δὲ Νομαίη. 

δαφοινός fulvus XXV 232: αὐτὰρ 
ὁ κρᾶτα δαφοινὸν ἀπὸ χϑονὸς dx 
ἐπάειρε (8C. Ais). 

δαψιλέως large VH 144: ὄχναι 
μὲν πὰρ ποσσί, παρὰ πλευραῖσι δὲ 
μᾶλα! δαψιλέως ἁμῖν ἐκυλίνδετο. 

4 1) doceo, aor. XXIV 12 
{(ἱππήεσσι κελεῦσαι) Κάστωρ HE 
δας δέδαεν: Herculem. — 3) doceor, 


disco VIII 4: ἄμφω συρίσδεν δεδαη- 


μένω, ἄμφω ἀείδεν. XXVIII 19: πόλλ᾽ 
ἐδάη σόφα | — φάρμακα. XVII 81: 
οὐδὲ τις ἄστεα τόσσα βροτῶν ἔχει 
ἔργα δαέντων. 

5 


06 : 


δ(ξ) (maxime secundum locum te- 
net; tertium, si praemittitur 1) subst. 
6. praep. VI 3. VII 144. IX [3.] 19. 
19. XIV 66. XX 26. 38. XXI 20. 43. 
XXII 112. XXIV 18. XXV 928. XXVI 
25. XXVII 54. XXIX 15.36. XXX 11. 
Ep. XV 1. — 2) subst. c. artie. IV 
19. V 105. VIII 62. 80. X 37. XI 43. 
XXI 47. XXIII 82. XXIX 18. Ad. 
15. 21. quo accedunt ὥρατος δέ VII 
98. τἄλλα δέ XIV 60, — 3) verb. c. 
negat. XX 34. — 4) καὶ τὺ δέ 1 90. 
V 122. 124. 139. — semel quarto 
loco leg. VI 39.) particula quum eius- 
dem originis esse videatur ac part. 
δή, non raro servat propriam suam 
significationem itaque est T) affirma- 
tiva: vere, sane, utique 1) IV 12: ταὶ 
δαμάλαι δ᾽ αὐτὸν μυκώμεναι αἴδε 
ποϑεῦντι. | δειλαῖαι δ᾽ αὗται (var. y): 
fsunt autem revera miserae'. XIII 
23: ἀλλὰ διεξάιξε (ναῦς) — βαϑὺν 
δ᾽ εἰσέδραμε Φᾶσιν — | αἰετὸς ὡς 
μέγα λαῖτμα. III 10: ἠνίδε τοι δέκα 
μᾶλα φέρω" τηνῶ δὲ (al. τηνῶϑε) 
καϑεῖλον, ὦ μ᾽ ἐκέλευ καϑελεῖν τύ. 
I 6: (ἐς τὲ καταρρεῖν) ἃ χίμαρος" χι- 
μάρῳ δὲ καλὸν πρῆς, ἕστε κ᾿ ἀμέλξῃς. 
IV 30: δῶρον. ἐμοί viv (sc. τὰν σύριγγα) 
ἔλειπεν" ἐγὼ δέ τίς εἶμι μελικτᾶς. 
D1: ὡς δὲ βαϑεῖαι | τἀτρακτυλλίδες 
ἐντί, V 81. 88. XI 8. XIV 8. XV 81. 
93. XVII 91. 185. XXII 108, 215. 
XXIII 45. XXIV 130. XXV 118. Ep. 
X 8. XIII 4. — καὶ τὺ δέ 1 90. V 
122. 194. 139. — itaque in sententiis 
leg. XII 2: (ἤλυϑες — τρίτῃ σὺν νυκτὶ 
καὶ ἠοῖ!) ἤλυϑες; οἵ δὲ ποϑεῦντες ἐν 
ἤματι γηράσκουσιν. XVII 8. XXII 
298. XXIV 72. XXV 50. 67. XXVIII 
25. XXX 17. optationi add. Ep. IV 
18. — 2) non magis confirmantis est 
quam explicantis superiora 1 17: (τὸν 
Πᾶνα δεδοίκαμες" E γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας) 
τανίκα κεχμηκὼς ἀμπαύεται᾽ ἔστι δὲ 
πικρός. itemque in versu Adonio leg. 
II 164. V 65. VI 2. 35; praeterea 
XIV 6. XV 15. XXII 170. — 3) in 
apodosi ponitur post enunciationem 
hypotheticam I 11: (αὐ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ) 
τήναις ἄρνα. λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν Ow 
ὕστερον ἀξῇ. 25. 1124. XXIX 17. 39. 
post relativam IX [36]. — 1I) adver- 
sativa: sed, vero, at, tamen, autem 
1) saepissime praemittitur. part. μέν 
atque leguntur ὃ “μὲν — ὁ δέ I 48: 
ἀμφὶ δέ νιν δύ᾽ ἀλώπεκες ἃ μὲν ἀν᾽ 
ὄρχως | φοιτῇ σινομένα τὰν τρώξιμον, 


ἁ δ᾽ ἐπὶ πήρᾳ... 1 188. V 96. 180. 
VI 3. 48. VIÍ 90. VIII 28. 99. 70. 
XI 58. XII 14. XV 198. XVI 24. 
XVII 31. XXII 110. 113. 183. 191. 
XXV 10. 11. 11. 49. Ad. 13. χὴ μὲν 
— ὃς δέ XXVII 70. τὺ μὲν — γὼ δέ 
II 164. τὺ μὲν -- ἄμμες δέ XVIII 39. 
ἐγὼ — μὲν — τὺ δέ ΠΠ 38. V 171. σὺ 
μὲν — σὲ δέ XXII 135. XV 109. ὁ 
μὲν — ἐγὼ δέ ID 188. IX [5.] XII 
923. XXII Ἧι. 166. 175. XVI 4. 32. 
sic alia cuiusvis generis vocabula 
inter se opponuntur, e. g. VII 98: 
Σιμιχέδᾳ μὲν — ὥρατος δέ. VIII 57: 
δένδρεσι μὲν — ὕδασι δ᾽ -- ὄρνισιν 
δ᾽ --- ἀγροτέροις δὲ --- ἀνδρὶ δέ. 1Π 
ὅ0: ξαλωτὸς μὲν — ζαλῶ δέ. ΧΙ 28: 
ἠράσϑην μὲν — παύσασϑαι δ᾽. IX 
rf ἁδὺ μὲν — ἁδὺ δέ (tex). 17: ποῖ- 


λὰς μὲν --- πολλὰς δέ. 1 82: «περὶ 
μὲν — ἔντοσϑεν δέ. IV 81: εὖ “μὲν 
— εὖ δέ V 59: ὀχτὼ μὲν — ὀχτὼ 


δέ. VII 109: ἣν μὲν — εἰ δέ. II 
127 — Ep. ΧΧΙ 8: εἰ μὲν — εἰ δέ. 
XXIX 8: χῶταν μὲν — ὅκα δ᾽. Π 
109 — XXIX 35: νῦν piv — αἱ δέ. 
181 — IV 19: ὁκὰ μὲν — ἄλλοκα δέ. 
IV 48: ἄλλοκα μὲν -- ἄλλοκα δέ. 
nec raro opponuntur etiam quae re- 
spondere sibi non videantur, ut XXII 
71: σὸς μὲν ἐγώ, σὺ δ᾽ ἐμὸς πεκλή- 
σεαι. VII 144: ὄχναι μὲν πὰρ ποσσί, 
παρὰ πλευραῖσι δὲ μᾶλα. 1l 190: 
μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυ- 
λάσσων, κρατὶ δ᾽ «ἔχων λεύκαν. 88: 
καί μευ χρὼς nir ὁμοῖος ἐγίνετο ποῖ- 
λάπι ϑάψῳ, ἔρρευν δ᾽ κ κεφαλᾶς 
πᾶσαι τρίχες. 18: τοῖς δ᾽ ἦν ξανϑο- 
τέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς, στήϑεα 
δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τύ, Σε- 
λάνα. V 180: ταῖσι δ᾽ ἐμαῖς ὀέεσσι 
πάρεστι μὲν ἁ μελίτεια φέρβεσϑαι, 
πολλὸς δὲ καὶ ὡς ῥόδα κέσϑος —* 
9i. XIII 73. XXIX 15. — praeterea 
autem μὲν --- δέ leg. 1 96. 132. 133. 
II 39. 68. 106. VI 36. 37. VII 13. 17. 
18. 72. 111. 113. VIII 62. 90. IX 26. 
81. 82. X 35. 37. XI 38. XII 26. XIII 
55. 59. XIV 11. 15. 21. 51. XV 65. 72. 
113. 114. XVI 101. 106. XVII 52. 88: 
84. 97. 110. 111. XVIII 51. 52. XIX 
8. XX 17. XXI 47. XXII 120. 132. 
138. 194. ΧΧΙΥ͂ 61. 87. 105. 133. 135. 
188. XXV 46. 86. 104. 108. 195. 251. 
266. XXVI 10. 15. 16. 22. 35. XXVII 
67. XXVIII 11. XXIX 22. XXX 7. 
20. Ep. XV 3. — 2) non minus saepe 
part. μέν omissa δέ opponitur aut 


— 









νι aut toti quae prae- 
enuneiationi. Il 23: Ζέλφις ἔμ᾽ 
τ ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ Ζέλφιδι δάφναν 
. V 12: ἄδε τοι & ποίμνα τῶ 
ἐστὶ Σιβύρτα,  Εὐμαρίδα δὲ 
ὁρῆς, φίλε, τῶ Συβαρίτα. 


᾿ 86: οἶνον --- κύαμον δέ. XXVII 64: 
᾿παρϑένος — γυνη δέ. VIL 35: ξυνά 
— ξυνὰ δέ. VIII 78: ἁδὺ — ἁδὺ δέ. 
XXVI 32: εὐσεβέων — δυσσεβέων δέ. 
VII 143: ὦσδεν -- , dod: δέ. VI 4: 


᾿ς δέ. VIIL 41: : παντᾷ — — παντᾷ 
ΕΙΣ 14: οὑτῶς — οὑτῶς δέ. 
- πρᾶτον, ἔπειτα δέ. ΠῚ 10: αὔριον — 
| wov δέ. 157: ἄλλοχα — νῦν δέ. l5: 
᾿ς αἴἶχα-- aix« δέ. 10: αἴκα — αἱ δέ. 
7 VIII 35: αἱ — ἣν δέ. nom raro ad- 
E- pronominibus pers. XXII 221: 
j — vuiv δέ. 149: ἡμῖν — ὑμεῖς 
EC 116: σὺ — ἐγὼ dé. VII 88 — 
EF vm 14: ἐγὼ(ν) — τὸ δέ. TL 151: ὧδ᾽ 
— ἴϑι, Κισσαίϑα, τὺ δ᾽ “ἄμελγέ »w. Vi 
: 88: ( | λέγοντι) πάντες ἀοιδὸν "- 
L^ erov: ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειϑής. 
P XXII 1: P illos ὁ ὁ Χῖος" ἐγὼ δὲ ex 
P xewog. | 145. I| 33. 59. 130. 158. 
L IH 52. V 8. 12. 41. 51. 54. 68. 137. 
Ε΄ 138. VII 115. 126. X 13. 27. 31. XI 
- 29. XIV 48. XVII 56. XVIII 22. XXI 
[ 61. XXV 37. 60. 253. XXVII 20. Ep. 
- IX 8. aliis praeterea vocabulis δέ 
- additur I 14. 74. 75. 86. II 98. 165. 
L HI 41. IV 5. 12. V 55. 104. 125. 
- VH 156. VIII 20. 43. 47. 67. 80. 85. 
T IX [2.3. 6.] 9. 19. X 19. 57. XI 4. 
- 5$. 98. 43. 50. 78. XII 21. XIII 47. 
L 59. 60. 70. 75. XIV 58. 60. 64. XV 
: 80. 41. 57. 132. 148. XVI 25. 29. 86. 
᾿ 59. 65. 92. 108. XVII 3. 43. 74. 16. 
L7 98. 106. 118. XVIII 13. 45. 55. XX 
E 1. 42. XXI 20. XXII 91. 123. 126. 
- 356. 171. 211. XXIII 2. XXIV 32. 
D HE 91. 101. XXV 18. 46. 65. 71. 83. 
T. «6. 99. 187. 202. 207, 255. XXVI 24. 
2 1:0. XXVII 22. 31. 38. 41. 60. 69. 
XXIX 6. 14. 18. 20. 28, XXX 10. 24. 
E Jp.I3.6. IX 5. XII 8. XV 1. XX 
ἐς XXIII 3. Ad. 37. Syr. 1. — 3) in 
2. iaterrogationibus, quae superioribus 
- plerumque cum admiratione quadam 
. ütque — opponuntur. XV 
— 89: uà, πόϑεν ὥνθρωπος; tí δὲ τίν, 
εἰ κωτίλαι εἰμές; XXVII 54: φεῦ φεῦ 
τς καὶ τὰν mé ἀπέσχισας᾽ ἐς τί δ᾽ 
—— ἔλυσας; & μάτηρ γελάσασα᾽" 
E 2; oix p - o cl μελίσσαις, X 9. 


6 


XIV 2.. XIV 232. XVI 116. XXII 
115. (ci) XXX 22. — 4) post nega- 
tionem legitur pro pleniore partic. 
ἀλλά ΠῚ 52: κοὐκέτ᾽ ἀείδω, | κεισεῦ- 
μαι δὲ πεσών. VII 41: [οὔτε τὸν 
ἐσθλόν | Σικελίδαν νίκημι τὸν ἐκ 
Σάμω οὔτε Φιλητὰν) ἀείδων, βά- 
τραχος δὲ ποτ᾽ ἀκρίδας ὥς τις ἐρέσδω. 
V 35. VI 46. XI 37. XIV 56. XVI 
15. 49. XX 45. XXI 17. 64. XXIII 
6. 38. XXV 123. 199. 231. — III) 
econtinuativa: autem, tamen, igitur, 
deinde, atque; fit enim persaepe ut 
adversativa vis partic. δέ maxime 
attenuata omnino fere evanescat ne- 
que quidquam relinquatur nisi con- 
iunctio, qua aut nova superioribus 
addantur aut singula enuncíationis 
membra inter se connectantur haud 
raro pro secundariis enunciationibus 
posita. 1) adiungitur articulo VII 
136: (χατὰ κρατὸς δονέοντο) αἴγειροι 
πτελέαι τε τὸ δ᾽ ἐγγύϑεν ἱερὸν ὕδωρ 
| Νυμφᾶν ἐξ ἄντροιο κατειβόμενον 
κελάρυξεν. ἘΠ δὲ ποτὶ σκιαραῖς ópo- 
δαμνίσιν αἰϑαλίωνες l. τέττιγες λαλα- 
γεῦντες ἔχον πόνον" à δ᾽ λολυγών | 
τηλόϑεν ἐν πυκιναῖσι ᾿βάτων τρύξεσκεν 
ἀκάνϑαις. ΠῚ 102: ὡς ἐ gay. ἃ δ᾽ 
jv9s ... VI 20: τῷ δ᾽ T4 Zapoírag 
ἀνεβάλλετο καὶ τάδ᾽ ἄειδεν. 1 80. 
35. 37. 39. 44. 82. [92.] 100. 161. II 
48. 61. 78. 83. 92. III 1. 44. 46. IV 
96. V 47. 149. VI 10. 11. 15. 26. 
VII 7. 27. 31. 42. 72. 120. 123. 128. 
145. VIII 8. 16. 69. 81. IX 12. 27. 
XI 13. XIII 4. 17. 67. XIV 31. XV 
7. 120. XVI 8. 90. XVII 32. 62. 63. 
71. XIX 3. 4. XXII 10. 38. 76. 80. 
88. 99. 167. 181. 198. 208. XXIII 13. 
31. 40. 58. 59. XXIV 10. 12. 17. 26. 
30. 38. 41. 51. 55. 70. XXV 1. 42. 
51. 68. 94. 126. 148. 153. 235. 241. 
XXVI 14. XXVH 37. XXX 26. Ber. 
2. Ep. V 3. VI 5. VII 6, Ad, 7. 17. 
40. — 2) pronomini interrogativo 
interrogatione plerumque antecedente 
VI 17: ἀλλὰ τί μὰν ϑησεῖς; τί δὲ 
τὸ πλέον ξξεὶ ὁ νικῶν: V 6. 36. NX. 
15. XVI 20. 48. XXII 146. XXVII 
48. — 3) aliis cuiusvis generis voca- 
bulis 1 23. 33. 45. 48. 53. 55. 77. 
125. 132. [12] ΠῚ 38. 72. 16. 86. 108. 
133. 136. IV 2. V 49. 56. 58. 91. 105. 
VI 3. 5. 14. 27. 29. 31. 39. VII 20. 
11. 78. 126. 135. 147. VIII 5. 30. 31. 
32. IX (1.] 9. 16. 19. 20. 38. X 51. 
XI 10. 11. 17. 24. 27. 30. 40. 52. 


5* 


68. δέδοικα --- δεῖμα 


56. 65. 81. XII 8. 11. 16. 18. 26. 32. 
XIII 10. 15. 21. 25. 25. 28. 30. 32. 383. 
39. 40. 43. 49. 51. 61. 65. 69. XIV 4. 
9. 18. 29. 35. 41. 66. XV 7. 84. 115. 
119. 125. 134. XVI 10. 16. 25. 26. 38. 
54. 64. 68. 80. 81. 90. 94. 96. 97. 98. 
XVII 18. 20. 25. 21. 34. 44. 44. 46. 
50. 51. 62. 64. 65. 66. 68. 15. 93. 115. 
124. 190. 133. 135. 1396. XVIII 7. 8. 
47. XIX.2. XX. 9.. 15. 22. 23. 206. 98, 
34. 37. 88. 40. XXI 8. 165. 17. 20. 42. 
48. ὅδ. 53.456. XXII 12. 13. 14. 15. 
19. 19. 20. 21. 32. 34. 37. 40. 44. 46. 
48. 66. 78. 86. 89. 90. 90. 91. 96. 98. 
98. 101. 105. 108. 112. 114. 125. 126. 
197. 198. 144. 146. 151. 168. 171. 
176. 179. 185. 186. 192. 195. 198. 
202. 204. 210. XXIII 10. 11. 13. 18. 
26. 38. 43. 45. 49. 51. 52. 56. 58. 60. 
61. 61. 63. XXIV 6. 11. 18. 19. 22. 
25. 91. 84. 42. 46. 49. 52. 56. 571. 62. 
16. 82..89. 98. 94.-97. 109. 117. 123. 
XXV 12. 23. 62. 64. 70. 74. 76. 11. 
81. 96. 97. 98. 110. 128. 129. 130. 
181. 137. 141. 146. 147. 150. 155. 
172. 175. 180. 181. 205. 213. 214. 
924. 220. 233. 234. 237. 248. 243. 
944. 9460. 947. 256. 258. 268. 271. 
XXVI 1. 18. 25. 29. XXVII 48. 58. 
XXVIH 14. XXIX 86. XXX 9. 11. 
12. 23. Ep. ΠΙῚ 2. 3. IV 5. 5. 9. 
11. 15. V 6$. VIII 83. Ad. 15. 21. — 
4) cum aliis coniungitur particulis: 
δ᾽ ἄρα (Xo) 1 100. II 133. VIII 8. 
XHI 59. XVII 62. 88. XVIII 7. XXII 
19. 115. 138, 144. 204. XXIV 46. 
XXV 96. XXVI 15. XXX 17. Ep. IV 
15. — δ᾽ αὖ 1 37. 75. V 149. xvin 
3. XXII 221, XXIII 40. XXV 104. 
129. — δ᾽ αὖτε XI 23. XXIII 53. 
XXIV 30. — δὲ xat 1 2. V 49. 54. 
131. VI 15. VIL 385. VIII [77. 77.] IX 
1. 8. 8. XVI 24. 26.46. XVII8. XXV 
. 11. Ep. XV 1. XVI 5, — δέ τε 1 74. 
II 157. V 125. VI 37. IX 32. XV 120. 
XXII 114. 215. XXIV 38. XXV 94. 
— δ᾽ ὧν VIII 5. 30. XXI 52. — καὶ 
— δέ v. D). 

δέδοικα, δείδια timeo, pf. 1 I 
16: τὸν Πᾶνα δεδοέκαμες. pf. IL XXII 
93: (ἥρωες — Πολυδεύκεα δϑαρσύνε- 
GX0v) δειδιότες μή πώς μιν ἐπιβρίσας 
δαμάσειε. — perf. dor. s. Siculum 
δεδοίχω et vim temp. praesentis 
assumit et exitum XV 58: ἕππον καὶ 
τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ "μάλιστα δεδοίκω. 
v. λαγχάνω, ὁράω, πάσχω, πείϑω, qvo. 

δεῖ 1) opus est, c. gen. XV 29: 


΄ 


ὕδατος πρότερον δεῖ. — 2) opus. est, 
oporlet, c. inf. XIV 19: ἔδει, μόνον 
“ὦὧτινος͵ ᾿εἰπεῖν: ἔδει μόνον εἰπεῖν, οὗ 
χάριν ὁ οἶνος ἐχεῖτο. Schol. XIV 64: 
αἰτεῖν δὲ δεῖ οὐκ ἐπὶ παντί, 10. c. acc. 
c. inf. XV 41: χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ 
γενέσϑαι. --- part. XIV 50: wei uiv 
ἀποστέρξαιμι, τὰ πάντα πεν εἰς δέον 
ἕρποι : opportune, commode. 

δείδια v. δέδοικα. 

“δειδίσσομαι territo XXV 14: φευ- 
γέμεν cw ὀπίσω δειδίσσετο (τοὺς κύ- 
νας): ita territavit, ut. fugerent, 

δειελενός vespertinus. XIII 32: ἐκ- 
βάντες δ᾽ ἐπὶ ϑῖνα κατὰ ξυγὰ δαῖτα 
πένοντο | δειελινοί (Ahr. c. var. δὲι- 
ελινήν): κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δείλης. 
Schol. cf. Hor. Epod. XVI 51: ve- 
spertinus circumgemit ursus ovile. — 
pro adv. neutr. sg. “δειλινόν vesperi 
XXI 39: δειλινὸν ὡς κατέδαρϑον. 

δ είελος vespertinus XXV 86: ἠέλιος 
pev ἔπειτα ποτὶ ξόφον ἔτραπεν ἵππους 
| δείδλον ἦμαρ ἄγων, cf. Od. XVI 
606: ἤδη γὰρ ἐπήλυϑε δείελον fpe; 

ó'euxive o) ostendo XXIV δῦ: 
ἐς πατέρ᾽ Ἀμφιτρύωνα | ἑρπετὰ mi 
κανάασπεν. 

δείκνυμι ostendo ΧΙΧ 4: τᾷ δ᾽ 
᾿ἀφροδέτᾳ | δεῖξέ τε τὰν ὀδύναν καὶ 


μέμφετο. XXVII 44: δεῖξον ἐμοὶ 
σέϑεν ἄλσος. 41: ἵνα παρϑένῳ ἄλσεα 
δείξω. 


δειλαῖος (sg. m. δειλαῖε. fem. δὲι- 
λαέη, -ας, -α. pl. δειλαῖαι) miser; voc. 
et commiserantis esb et increpantis 
XV. 69: οἶμοι δειλαία, δίχα uev τὸ 
ϑερίστριον ἤδη | £c ἱσται. IV 60: ὦ 
δειλαῖε. Ep. 11: ἃ δειλαῖξε τὺ Θύρσι 
(var. δείλαιε). IT 19: δειλαέα, πᾷ τὰς 
φρενὸς ἐκπεπότασαι; cf. X 5. Ep. ΙΧ 
3. — praeterea leg. 1I 83. Ep. XXV 
3. de animalibus IV 13. 14. 
δειλινόν v. δειελινός —— 
δειλός (sg. m. δειλός. f. δειλᾶ. 
pl. m. δειλοῖς. adv. δειλῶς) 1) timi- 
dus XXVII 51: ϑάρσει, κῶρα φίλα. 
ví μοι ἔτρεμες; ὡς «Aa δειλά. — 
adv. Ad. 15: ὁ 979 δ᾽ ἔβαινε δειλῶς. 
— 2) miser VII. 96; Σιμιχέδῳ μὲν 
Ἔρωτες ἐπέπταρον᾽ ἦ γὰρ ὁ δειλός | 
— ἐρᾷ Μυρτοῦς, cf. Hor. Epod. XIV 
18: ureris ipse miser. XVI 43: δει- 
Aoig ἐν νεκύεσσι μακροὺς αἰῶνας 
ἔκειντο. XV 76. Ep. XIV 1. 
δεῖμα metus XXI 58: εἶχε δὲ δεῖμα 
(se. ἐμέ) | μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πε- 
φιλημένος ἰχϑύς. 








εν ων. IM 


ΤΣ ΨΌΝΝ ΨΨΨΟΝΟΥΨ ΡΟΝ 











ἔνω μὴ δή σε κακωτέρῳ ἀνέρι δῷσι. 

ἧς (eg. m. δεινός. f. δεινήν. 
wor. pl m. δεινοί, -oici. f. δει- 
n. δεινά) 1) terribilis XXlV 58: 
ὦ κεκαρωμένα δεινὰ πέλωρα: 
rpentes, cf. Il. II 391: δεινὰ πέ- 
e« de serpente. — c. dat. XIII 44: 


t n. δειναὶ ϑεαὶ ἀγροι- 
gn inf XXII 45: (ἀνὴρ) δει- 
- wóg ἰδεῖν. — de inanimatis XXII 190: 
δοῦρ᾽ idym, σακέεσσιν ἐνὶ δεινοῖσι 
παγέντα, cf. Il X 254: ὡς εἰπόνϑ᾽ 
ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἐδύτην, et VII 
i vecta δεινὸν e — XX 

: δεινὸν Biémog. XXV 4: δεινὴν 
ὄπιν. — acc. neutr. pro adv. XXV 137: 
δεινὸν δ᾽ ἐβρυχῶντο. XXVI12. — 2) 
E potens, valens, peritus 1X [29]: (ads) 
Tg ποκ᾽ ἐγὼ δεινοῖσι παρὼν tica 
ψομεῦσι (e coni A. Fritzschius scr. 
. pro κεένψοισι v. τήνοισι). XVI 44: δει- 
ψὸς ἀοιδὸς ὃ Κήιος (var. κεῖνος), cf. 
"Hor. Od. IV 8, 26: lingua potentium 
vatum. XXIV 110: πύχται δεινοὶ ἐν 
"fudvrtecww. c. infin. Ep. XI 2: δει- 
ψὸς — τὸ νόημα μαϑεῖν. 
|. deívov Dino, Praxinoae maritus 
XV 11: μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, 
“είνωνα τοιαῦτα (e coni Toupii scr. 
pro Zívova v. δίκωνα, Ziegl. 4xova). 
E δεῖος v. δέος. 

Ε. per y E 40: δειπνεῦν- 
τὲς ἐν doe, | εἰ μέμνῃ, τὰς γαστρὸς 

d idóneo". 


^ vt 

δεῖπνον coca, quae nona fere 

Phora febat XXIV 136: δεῖπνον δὲ 

"xoí« τ᾽ ὀπτὰ xal iv κανέῳ μέγας 

ἄρτος (ἧς τῷ παιδί: Herculi). 

᾿ς δὅδειρά collum, de avi XVIII 56: 
ἐπεί κα πρᾶτος ἀοιδός | ἐξ εὐνᾶς κε- 

λαδήσῃ ἀνασχὼν εὔτριχα δειράν. 
déxà — I 86: κεέμαν δ᾽ ἐν 


᾿ς δειμαίνω metuo XXVI 91: δει- 





'£ 
7 ^ 








00] 






















ἔμεν οὐδὲ 


1: 





τ 
ri καὶ δεκάτω ἐπιβαίνοι (sc. 


— δειμαίνω — δέρμα 69 


Δέλφις (Aic, -ἰδος, i0, iv). Del- 
phis Myndius, amator Simaethae 11 
29: ὡς τάκοιϑ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ὁ Μύν- 
διος αὐτίχα Δέλφις. 91. 23. 26. 50. 
53. 62, 77. 103. 149. 

Δελφές Delphica Ep. 1 4: Δελφὶς 
ἐπεὶ πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισε, 
Eur. Andr. 998: Ζελφὶς εἴσεται πέτρα. 

δέμνιον sratum, lectus Il. 137: 
νύμφαν ἐσόβησ᾽ ἔτι δέμνια ϑερμὰ λι- 
ποῖσαν | ἀνέρος. Vl 38: αὐτά μοι 
στορεσεῖν καλὰ δέμνια. ἷ 

δέμω aedifico, pf. pass. XVII 17: 
of χρύσεος δόμος ἐν Διὸς οἴκω 1 δέ- 
ὅμηται. XXV 923: σταϑμοὶ περιμή- 
κεὲς ἀγροιώταις | δέδμηνθ᾽. XV 120: 
δέδμανθ᾽ a dor. δάμω. 

δενδρήεις arboribus obsitus XXV 
30: diocl δενδρήεσσαι. 

δένδριον arbor, aeol. XXIX 12: 
ποίησαι καλίαν μέαν tiv ἕνι δενδρίῳ. 

δένδρον, δένδρος arbor VIII 57: 
δένδρεσι uiv χειμὼν φοβερὸν xaxov. 
V 47: ταὶ δ᾽ ἐπὶ δένδρει | ὄρνιχες 
λαλαγεῦντι. XVI 96: (τέττιξ) ποιμένας 
ἐνδίους πεφυλαγμένος ἔνδοϑι δένδρων 
| ἀχεῖ ἐν ἀκρεμόνεσσιν, cf. ΧΥ͂ 191. 

δεξιός dexter ll 31: ἄλλεται 
ὀφθαλμὸς μευ ὁ δεξιός. XIV 65 — 
XXV 161: κατὰ δεξιὸν ὦμον. XXV 
18: αὖλις δέ σφισιν ἦδε τεῆς ἐπὶ δε- 
ξιὰ χειρός | φαίνεται, v. ἀκρατισμός : 
οἵ, Od. V 277: ἐπ᾽ ἀριστερὰ χειρός. 

δεξιτερός derler XXII 191: δε- 
ξιτερῆς ἤνεγκεν ἐπὶ λαγόνος πλατὺ 
γυῖον: 'in dextra ilia. XIII 57: δό- 
παλον, τό of αἰὲν ἐχάνδανε δεξιτερὴ 
χείρ. VII 18: ὑῥοικὰν δ᾽ ἔχεν ἀγρι- 
ελαίω | δεξιτερᾷ κορύναν. ὁ 

δέος metus XXIV 35: ἐμὲ γὰρ δέος 
ἴσχει Óxvnoóv. XXV 220: κατὰ στα- 
ϑμοὺς χλωρὸν δέος εἶχεν ἕκαστον, cf. 
Od. ΧΙ 633: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος roc. 
— gen. δείους XXIV 60: ξηρὸν 
ὑπαὶ δείους ἀκράχλοον ᾿φικλῆα, cf. 
IL X 376: χλωρὸς ὑπαὶ δείους. 

δέπας poculum δῦ: παντᾷ δ᾽ 
ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκαν- 


ϑος. 149. idem κισσύβιον vocatur 
I 21. 
δέρχοριαι specto, adspicio Vl 10: 


& δὲ βαύσδει | εἰς ἅλα δερκομένα. c. 
adi, XXX 8: ἔχϑες γὰρ παρέων ἔδρακε 
λέπτ᾽ ἄμμε δι᾿ ὀφρύγων. 

δέρμα (-«, -αταὴ pellis (cutis) ani- 
malium XXII 52: ἄκρων δέρμα λέον- 
rog ἀφημμένον ἐκ ποδεώνων. XXIV 


10 δεσμός --- - δή 


184: δέρμα λεόντεϊον. XXV 271. 68. 
175. — V 57. VII 16. IX 10. — ho- 
minis II 89: αὐτὰ δὲ λοιπά | ὄστι᾽ 
ἔτ᾽ ἧς καὶ δέρμα: Haut und Knochen, 
ef. Ovid. Trist. IV 6, 42: vix habeo 
tenuem quae tegat ossa cutem. Plaut. 
Aulul Ill 6, 28: ossa atque pellis 
totus est. Hor. Epod. XVII 21: fugit 
iuventas et verecundus color reliquit 
ossa pelle amieta lurida. 

δ εσμιός vinculum XXIV 21: ἄμφω 
δὲ (δράκοντε) βαρεῖ ἐνεδήσατο δεσμῷ. 
88: δεσμοῦ ἀναγκαίου πειρώμενοι 
ἔκλυσιν εὑρεῖν. pl. δεσμά Ad. 24. 42. 

δέσποινα hera, regina invocatur 
Venus XV 100: δέσποιν᾽, à Γολγώς 

τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας. Luna Il 
162. cf. Hor. Od. I 30, 1: o Venus, 
regina Cnidi Paphique. 

δεσπότας herus V 10: οὐδὲ γὰρ 
ἙΕὐμαρίδᾳ τῷ δεσπότᾳ ἧς τι ἐνεύδειν: 
hero tuo. τ 

Δευκᾶλίωνες  Deucalionis fii, 
Hellen et Amphietyo XV 141: οἵ ἔτι 
πρότερον “Μαπίϑαι καὶ “ευκαλίωνες. 

δεύομαι egeo XXX 82: ἔμε pv, 
φύλλον ἐπάμερον, | σμέκρας — 
αὔρας ὀνέμων: 'egens exigua aura' 
δεύμενον pro cod. δευόμενον, v. yeóo. 

“δεῦ o huc ades 1 21: (ἀλλὰ τὺ 
γὰρ δή, 85e, —) δεῦρ᾽, ὑπὸ τὰν 
πτελέαν ἑσδώμεϑα. XXVII 45: δεῦρ᾽, 
ἴδε πῶς ἀνϑεῦσιν ἐμαὶ ῥαδιναὶ κυ- 
πάρισσοι. 12: δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰς πτελέας, 
cf. 10. 

δεῦτε huc adeste VII 50: ὦ σιμαὶ 
δεῦτε ποτ᾽ ἄντρ᾽ ἔριφοι. 

δεύτερος secundus, alter, posterior 
XXX 2: μῆννα ᾿δεύτερον. -- VIII 71: 
δεύτερος αὖ Δάφνις λιγυρῶς ἀνεβάλ- 
Aer ἀείδεν, cf. Il. X 288: δεύτερος 
αὖτ᾽ ἠρᾶτο βοὴν ἀγαϑὸς “Ζιομήδης. 
--18: μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἄϑλον 
ἀποισῇ. ll 131: μετὰ τὰν Κύπριν cv 
μὲ δευτέρα ἐκ πυρὸς εἵλευ. cf. Verg. 
Ecl. V 49: tu. nunc eris alter ab illo. 
Hor. Sat. Π 3, 193: Aiax, heros ab 
Achille secundus. 

δέ χομαι 1) excipio, accipio 1l 124: 
καί μ΄ εἰ μέν κ᾽ ἐδέχεσϑε, τὰ δ᾽ ἧς 
φίλα. XVII 59: (σε; Kóog ἀτίταλλε) 
—* ἕνα παρὰ ματρός. de rebus VII 

: Mosen τὸν αἰπόλον εὐρέα λάρναξ. 
— 2) exspecto XXV 228: ἐν τρίβῳ 
ὑλήεντι δεδεγμένος 07:09" ἵκοιτο, cf. 
ΤΙ. IV 107: δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, 
et IX 109: δέγμενος Αἰακίδην omócvc 
λήξειεν ἀείδων. 


δέω vincio, ligó Ad. 9: τὸν ὗν 
ἀνεῦρον] δῆσάν τε. V 118: τεῖδέ vv 
δήσας | Εὐμαρίδας ἐκάϑηρε. rem 
XVI 99: ὅϑι πλατὺ τεῖχος | ἀσφάλτῳ 
δήσασα Σεμίραμις ἐμβασίλευεν. — 
metaph. Il 60: ἃς ἔτι καινῶν | ἐκ 
ϑυέων δέδεται, ν. καινός. 

δή particula quum a rad. ja ducta 
sib proprie est 1) temporalis: iam, 
jetzt, schon, sofort, gerade V 83: τὰ 
δὲ Κάρνεα καὶ δὴ ἐφέρπει. XV 56: 
ϑάρσει, Πραξινόα" καὶ δὴ γεγενήμεϑ'᾽ 
ὄπισϑεν. VIL 120: καὶ δὴ μὰν ἀπίοιο 
πεπαίτερος : "ac jam profecto*. X 41: 





ϑᾶσαι δή: *vide iam". XV 39: aveo ; 


δή. XXIV 41: “δμῶας δὴ τότ᾽ ἄυσεν. 
XXV 212: αὐτὰρ ἐπεὶ — δή τότε. — 
καὶ τότε δή ΧΧΥ͂ 272. ὅτε δή XXII 
103. XXIV 20. ὅκα δή ΠῚ 40. ἁνίκα 
δή VII 22, — 2) affirmativa, rem iam 
absolutam ideoque notam et extra 


dubitationem positam declarans: wt: 


inter ommes constat, manifesto , re 
vera, sane l 19: ἀλλὰ τὺ γὰρ δή, 
Θύρσι, τὰ “άφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες. 
XXV 29: πᾶν γὰρ δὴ πεδίον τόδ᾽ 
ἐπίφρονος 4ὐγείαο. ΧΙ 6: ταῖς ἐννέα 
δὴ πεφιλαμένον ἔξοχα Motacus. XI 
12: δέω δὴ τινὲ τώδε μετὰ προτέροισι 
γενέσθην | φῶϑ'. IV 15: τήνας μὲν 
δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ λέλειπται ] 
τὥστια. 1 68. Π 67. III 27 (e coni. 
Briggs. et Graef. pro μὴ). VII 29. 
154. XXIV 84. XXVII 21. ad vim 
alicuius vocis augendam additur XXV 
41: (εἰ δ᾽ ὃ μὲν do κατὰ ἄστυ μένει,) 
δμώων δή τινα, πρέσβυ, σύ μοι φρά- 
σον ἡγεμονεῦσαι: certe. 1I 64: νῦν 
δὴ μούνη ἐοῖσα πόϑεν τὸν ἔρωτα 
δακρύσω :: nunc demum, denique; quo 
nescio an etiam ὅτε δή sim. referri 
possint, v. 1). — porro in interroga- 
tionibus cum admiratione uadam 
dietis XXX 13: τέ δὴ ταῦτ᾽ nóng: 
quid tandem? VII 21: πᾷ δὴ τὺ us- 
σαμέριον πόδας ἕλκεις: "XXII. 115: 
πῶς δ᾽ de δὴ Διὸς υἱὸς ἀδηφάγον 
ἄνδρα καθεῖλεν; XVIII 9: οὕτω δὴ 
πρωιξὲ χατέδραϑες:: siccine (pro- 
fecto)? — 3) consecutiva, si quae nune 
iam exstare dicuntur ad superiora 
spectant atque ea sequuntur: ergo, 
igitur VII 35: ἀλλ᾽ ἄγε δή — βου- 
κολιασδώμεσϑα. Ep. IV 13: ἕξεο δὴ 
τηνεῖ. X 20: μὴ δὴ μέγα μυϑεῦ. 
XXV 142: 
ἰδὼν χαροποῖο λέοντος | αὐτῷ ἔπειτ᾽ 
ἐπόρουσεν: hic igitur (sc. taurus, de 





ὃς δή τοι σκύλος αὖον 





4 peTL——— Ó 





























hostis XVII 98: οὐ γάρ τις 
εὰ Νεῖλον. ὑπερβὰς | 


Ys. δαλέομα 
volo V 21: (eis) — κακὰν 


: τὸ δὲ ήλεται 


᾿ ἀμέλγειν: 


τοῦ βούϊεται οὕτω γὰρ οἵ do- 
Schol. 
manifestus XI 79: δῆλον ὅτ᾽ 


/ τᾷ y& κἠγών τις φαίνομαι εἶναι. 
b πίθω ἀντλεῖς, δῆλον: 'vi- 


Demomeles Ep. XII 1: 
ορηγὸς — χορῷ ἐκτή- 

ἀνδρῶν (Ahr. ,pro “αμο- 
4:25 — “αμομένης, 4αμο- 


— δᾶμος. 
— diuiurmus XVI * (οὐδ᾽ 
ΓΝ * ἔσχε 
o] Xy s 5 
ἁ 


d a Mine iei 
: Εν med. 


10: ἦ καὶ ἄεϑλον 
3 — D S pes. ἄμφω; 
; —— 8: τᾷ 4n0t γὰρ 


διά beri t XXIX 5 . coni. 
per, di de loco ἔδραμε 
EM δι E. μφιϑύρω ὅτ ᾿δικλίδος. 


Y 280: οὐ a τι βέλος διὰ σαρ- 
L Y ὄλισθεν. 107: (τρίβον) 7j δα δι᾽ 
: λεῶνος ἀπὸ σταϑμῶν τετάνυστο. 
419: φαινόμενος σπορίμοιο δι᾽ αὔλα- 
z metaph, XIV 27: z&pi» τοῦτο δι᾽ 

re —ñ— “δὰ aures meas pervenit". 


XH 20: ἡ 


σὴ νῦν φιλότης καὶ τοῦ 
ἀίτεω | πᾶσι διὰ rini neo 
VIII 61: ταῦτα μὲν ὧν 

of pev ἄειδον: h. εἶ 






ο΄ δηϑά — διάκριτος 11 


καὶ τύ ὦ Κρονίδα, διὰ παῖδα βοη- 
νόμον "i ἐπλάγχϑης:: "propter Ga- 
nymedem". X 10: dy σαι δι᾽ 


ἔρωτα. XXIX 5: τὸ γὰ τόν ὧν 
ξοΐας ἔχω | ξὰ τὰν σὰν pe 

pter tuam speciem, h.'e. — 
adspectu mihi licet tuo'. 


Δία Dia h. e. Naxos insula II 44: 
Θησέα φαντί! ie Δίᾳ λασϑῆμεν iv- 
p ᾿Δριάδνας. 

t&ye) transigo tempus), c. acc. 
XI 44: ἄδιον ἐν d aes παρ᾽ ἐμὶν 
τὰν νύκτα διαξεῖς. abs. XI 7: οὕτω 
γοῦν βάιστα διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ. item 81. 
——— XXV 233: 
vrg δὲ —— (var. διέδραμεν) 
ἐφϑαλμοίοι, | σκεπτόμενος: "oculos cir- 
dex ^. Ov. Met. VI 169. 

διαδηλέομαι dilacero XXIV 88: 
(ἐπῶρσαν) κνώδαλα φωλεύοντα βρέ- 
ὩΣ διαδηλήσασϑαι, cf. Od. XIV 81: 

Aiyov σε κύνες διεδηλήσαντο. 

διαδύω, intr. perlabor IM 13: ἐς 
τεὸν ἄντρον ἱχοίμαν τὸν κισσὸν 
διαδύς. 

διαειδής perspicuus XVI 62: ὕδατι 
ví£ew ϑολερὰν διαειδέν πλίνϑον, cf. 
Ov. Met. IV 300: perspicuus liquor est. 

διαείδω canto nulla intermissione 
facta, fot. V 22: -— γέ τοι διαεί. 
σομαι, fore κ᾿ ἀπεί 

διάϑρούπτω, me —— me et 
immodice ostento, de cantrice ad ca- 
nendum se comparante XV 99: φϑεγ- 
Beirat τὶ, σάφ᾽ olde, καλόν" διαϑρ υ- 
πτεται ἤδη. de puella VI 15: & "n 


καὶ αὐτόϑε τοι διαϑρύπτεται: 'deli- 
ciatur'; Eob. Hess. 
διαιτάω arbiter sum, diiudico 


XII 34: ὄλβιος, ὅστις παισὶ φιλήματα 
xir — 


erui ren fontana  per- 
fundo Π 154: poss poe olov 
δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε Νύμφαι" 
(vulg. διεκρανώσατε): 'qualem tunc 
nobis potum vos, Nymphae Fontina- 
les, lympha vestra &aquatum (li- 
uatum, temperatum) reddidistis *; 
πηγάσατε, ἐβλύσατε. Gloss. 
διακρίνω  diiudico, per tmesin 
XXV 46: διὰ δὲ κρίνουσι ϑέμιστας, 
cf. Il, XVI 387: σκολιὰς κρίνωσι ϑέ- 
μιστας. — Pass. proelio decerno XXII 
176: νῶι δ᾽, ἐγὼ Κάστωρ ve, διᾶκρι- 
νώμεϑ᾽ "fent, ef. Il. II 385: ὥς χε 
πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεϑ᾽ "Agni. 
διάκριτος distinctus, excellens XX11 


12 διαλακτίξζω — δίδυμος 


163: ὑμεῖς δ᾽ ἐν πάντεσσι διάκριτοι 
ἡρώεσσι. 

διαλακτέζω calcitro, pedibus pulso 
atque contundo XXIV 25: οὔλαν δὲ 
ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν [ φευγέμεν 
ὁρμαίνων. 

διαλέγομαι loquor mecum repu- 
tans XXX 12: πόλλα δ᾽ εἰσκαλέσας 
ϑῦμον ἐμαύτω διελεξάμαν (Bergk. pro 
διέλυξε), cf. Il. XI 407: τέη μοι ταῦτα 
φίλος διελέξατο 9vuósc; 

διαλλάττω reconcilio XXIII. 42: 
διαλλάξεις μὲ φιλάσας. 

διαλύω dissolvo XXIV 82: ἂψ δὲ 
πάλιν διέλυον (sc. τὰς ἀκάνϑας), ἐπεὶ 
μογέοιεν ἀκάνϑας. ad reg transfertur 
XXIV 122: δίφροι, ἐφ᾽ ὧν ἐπέβαινε, 
χρόνῳ διέλυσαν ἵμάντας: 'quasi ex- 
eusserant, ab his se liberaverant'. 

διαμπερέως perpetuo | (1. q. apud 
Hom. διαμπερές) XXV 120: καί ῥά 
of. αὐτὸς ὄφελλε διαμπερέως βοτὰ 
πάντα Ϊ ἐς τέλος. 

διάνδεχα in duas partes, bipertito 
XXV 266: διὰ δ᾽ ἄνδιχα τρηχὺν ἔαξα 
— ἀγριέλαιον, cf. Apoll. Rhod. II 
1111: νῆα διάνδιχ᾽ ἔαξε. 

“διαπέρϑω͵ diruo XXV 21; Ἴλιον 
oi διέπερσαν ἀρήγοντες Μενελάῳ. 

διαπεαίνω pinguefacio XVÍ 91: 
μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ διαπιανϑεῖσαι. 

διαπόντιος per mare XIV 55: 
πλευσοῦμαι κἠγὼν διαπόντιος. 

διᾶπ ὀ per aliquid et wltra (διό- 
Aov ἢ διὰ μέσου. Gloss.), c. gen. XXII 
. 201: ἀλλὰ μεταΐξας πλατὺ φάσγανον 
ὧσε διαπρὸ | Τυνδαρίδης λαγόνος τὲ 
καὶ ὀμφαλοῦ. item gen. à praep. se- 
paratur apud Hom. ll. IV 138; post- 
ponitur Il. XIV 494: δόρυ δ᾽ ὀφθαλ. 
μοῖο διαπρό | καὶ διὰ ἐνίου vAOsv. 

διαστείχω v. στείχω. 

διασχέζω discindo VIII 24: καλα- 
μός μὲ διασχισϑεὶς διέτμαξεν. 

διατείνω protendo, extendo, med. 
XXII 67: πὺξ διατεινάμενος (8c. τὰς 
χεῖρας) σφετέρης μὴ φεέδεο τέχνης. 

διατμάγω discindo, penitus vul- 
nero VIII 23: τὸν δάκτυλον ἀλγέω | 
τοῦτον, ἐπεὶ κάλαμός ue διασχισϑεὶς 
διέτμαξεν (var, ys, τε, δὲ διασχ., Ahr. 
e coni. Graefii £, Ziegl. e coni. Mein. 
νιν ἔτμαξεν): *me h. e. digitum meum 
paene medium divisit". 

διατρέχω discurro XI 20: νε- 
φέλαι δὲ διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι. 
(de XXV 233 v. διαδέρκομαι.) 


διαφαένω ostendo inter alia, pass. 
interluceo, appareo , conspicuus sum. 
XVIII 26—28: πότνι᾽ ἅτ᾽ ἀντέλλοισα 
καλὸν διέφανε (Ahr. pro vulg. δὲ- 
ἔφαινε) πρόσωπον | 4óg — | ὧδε καὶ 
ἃ χρυσέα Ἑλένα διαφαένετ ἁμῖν, 
cf. Verg. Georg. IV 232: os terris 
ostendit honestum Plias. Hor. Sat. I 
8, 21: vaga luna decorum protulit os. 

δ Le ee dispergo, disseco XXII 203: 
ἔγκατα δ᾽ εἴσω | χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν. 

διαχράομαι perdo, ànterficio, fut. 
dor. XV 54: (ὁ πυρρὸς) διᾶχρησεῖται 
τὸν ἄγοντα. 

δέγληνος geminas pupillas habens 
Ep. VI 2: (ταταταξεῖς) δάκρυσι διὲ- 
γλήνους ὦπας ὀδυρόμενος (var. δὲ- 
γλήνως). 

δίδακτρον Minerval, honorarium, 
praemiwm, pl. VII 86: (ei δέ τι ,Mis 
us — διδαξαν.,) τήναν τὰν —— 
δωσῶ τὰ δίδακτρα τοι αἶγα, cf. Ov. 
Met. VIII 503: cape praemia facti. 

διδάσκαλος magister, magistra, 
metaph. XXI 33: (οὗτος & — ἐστὶν 
ὀνειροκρίτας, ὁ διδάσκαλός ἐστι παρ᾽ 
ᾧ νοῦς. 2: (ἃ πενία) αὐτὰ τῶ μό- 
χϑοιο διδάσκαλος. 

δίδάσχω (pr. διδάσκω. ipf. ἐδὲ 
δασκον, -s. aor. ind. ἐδίδαξε, δίδα- 
£av; inf. διδάξαι. — pass. pr. inf. 
διδάσκεσθαι; paxt. διδασκόμενος) 1) 
Act. doceo , c. acc. pers. V 36: 0» 
ποκ᾽ ἐόντα | παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐγὼν ἐδίδα- 
cxov. VIII 85. accedit acc. rei XIII 
8: xol νιν πάντ᾽ ἐδίδαξε, πατὴρ ὡςεὶ 
φίλον υἱέα. VII 92. infin. Sx 119: 
(ἵππους 9 ἐξελάσασϑαι ὑ ὑφ᾽ ἅρματι --) 
᾿ἀμφιτρύων ὃν παῖδα -- ἐδίδαξεν. 
coni. ὡς XXIV 68—70: καὶ ὡς οὐκ 
ἔστιν ἀλύξαι —, | μάλα σε — 
διδάσκω (Herm. e coni ὥς). absol. 
XXVI 9. (de XXVII 49 v. μαλάσσω.) 
— 2) Pass. doceor , disco, C. acc. rei 
XXII 57: ϑαρσέω, κούκ ἐκ σεῦ μὲ 
διδάσκεσθαι τόδ᾽ ἔοικεν. XXIV 118: 
πάντ᾽ ἔμαϑ᾽ Ἑρμείαο διδασκόμενος 
παρὰ παιδί. 

διδυύυματόκος (sg. διδυματόκον. pl. 
διδυματόκοι, acc. dor. διδυματόκχος; 
semper ante caes. bucolicam leg.) 
geminos pariens, de capris 1 25: αἶγα 
δέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς 


ἁμέλξαι: πολὺ γὰρ ἔχουσι γάλα οἵ 
διδυματόκοι. Schol. — III 34. V 84. 
VHI 48. 


óidiuog geminus, duplex Ep. V 1: 































r. ind. δίδω , διδοῖ; 
t ἫΝ δίδου: inf. aeol. 
ἐς part. διδούς. — fut. 
Or. δωσῶ, part. δωσῶν. 
ἔδωκα, τεν; οἷ, δῷσι:; 
τῆ; ipr. δός; inf. δόμεν, 
or. et 860]. δοῖσα) 
tcd c. dat. pers. et 
niv δωσῶ τᾷ 
σσαν, cf. 133. 
22. XIV 39. 63. 
17. ?4, XVII 30. XXVII 59. 
ὃ additur v 11 I 25: vn δέ 
͵ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλ- 
χε: fad mulgendem tibi dabo, con- 
^. Ὑ 107: (κύων) ὃν ,τῷ παιδὶ 
ι τὰ ϑηρία πάντα διώκειν, ubi 
dicitur de conatu, ut fere idem 
à. 


L τήναν τὰν μιτύλαν 
exrod τοι αἶγα: pro- 
*. 157. — suppletur 
: καὶ τὸ δίδου τὰν aly« 
ὥς κεν ἀμέλξας | σπείσω 
. IV 18. XI 82. XXVII 
καὶ δωσῶ of. d 
e ^T 2 n 

μοι. sol pos. 

XX VIT ὁ. — de feminis: do in 
: δειμαίνω 
ἀνέρι δῷσι. -- 


— | εὐτεκνίαν, 


᾿ς cf. Hor. ἜΣ 19: cuncta 
avidas fugient heredis, amico | 
? dederis animo. — do, trado, 
) VII 123: ὁ δ᾽ ὄρϑριος ἄλλον 
τῶρ | κοχκύσδων νάρκαισιν ἀνια- 

διδοίη. ΧΧΙΧ 9; πῶς ταῦτ᾽ 

μενα τὸν φιλέοντ᾽ ἀνίαις δίδων:; 
cf JL V 397: εὖτέ μιν -— ὀδύνῃσιν 
Hor. Sat. 8, 197: mille 
insanus morti dedit. 


E. διεξαΐσσω raptim emico XIII 23: 
(redo) διεξάιξε — | αἰετὸς ὡς μέγα 


n ) -— T νυ i TUOPN - YT ME ε $1 DM Earl 
T. Ma " "mm ΩΣ s ΤῊΣ MIL WES -— "ics T wv y os Wr 2g 
22232— zfIf Tm c Hm |4 * coz ως ππ QE: 


13 


Aaitua: 'per magnam voraginem mi- 
cans pervolitavit". 
di humidus XVI 80: Νεῖλος 


— — ὅτε βώλακα ϑρύπτει. 


δι t 1) permeo, ranseo XXV 
111: o oni σιλῆε διερχομένῳ 
μέγαν , f. Il. VI 392: διερχό- 
μενος μέγα ἄστυ. --- 3) metaph. 
vado Ep. XIX 3: οὗ τὸ μυρίον: du | 


MÀ —— νύκτα καὶ πρὸς ἀῶ. 
ἐξζημκιαι quaero. XXV 36: ἠέ τι 
ΩΝ — δμώων τινὰ κείνου | 
δίζεαι. 61: ᾿Δγεάνακτι πλόον δι- 
ξημένῳ ἐς Μυτιλήνην. XVI 68: δί- 


ἕημαι δ᾽ ὅτινε ϑνατῶν κεχαρισμέ- 
vog ἔνϑω. 
“δὲ biformis Syr. 5: Ἄς διά, 


οὔνομ᾽ Ὅλον, δίξων: h. est 
enim semihomo et semicaper, "d Ov. 
Met. XIV 515: — 

“διηκόσιοι ducenti XXV 121: διη- 
κόσιοί γε μὲν ἄλλοι | φοίνικες (ταῦ- 
go). XII 18: γενεῇς δὲ διηκοσίῃσιν 
ἔπειτα (var. διηκοσίαισιψ), v. γενεή. 

διίστημιε, med. no, de ara- 
τ fila suà huc illuc deducente 

ue rem pom telis jos ier 
XV 96: ἀράχνια δ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἀράχναι 
λεπτὰ διαστήσαιντο, cf. Tib. — 
49: tristia duri | occupat in — 
militis arma situs. 

διχάζω iudico XXIII 63: στέργετε 
δ᾽ οἵ μισεῦντες" ὃ γὰρ ϑεὸς οἷδε 
δικάξειν. 

dix mos, —— XXV 33; ἣ 
δίκη οἰκήων, οἷσιν βίος ἔπλετ᾽ ἐπ 
ἀγροῦ, cf. Od. IV 691: ἢ τ᾽ ἐστὶ δίκη 
ϑείων βασιλήων et XIV 59: ἡ γὰρ 
RR δίχη ἐστίν. 


ταλὲς ianua du, exterior XIV 
m (£à τήνα) p δι᾿ ἀμφιϑύρω 
καὶ 1 δικάίθος, ἢ πόδες ἄγον. v. ἀμφί. 
ϑυρος. 


δέκτῦον rete 1 40: μέγα δίκτυον 
ἐς βόλον ἕλκει | ὁ πρέσβυς. Ber. 3: 
τὰ δὲ δίχτυα κείνῳ — — 

Δἴχων v. Δείνων. 

δίνα gurges XXII 50: (πέτροε, οὔστε 
χκυλίνδων) χειμάρρους ποταμὸς μεγά- 
λαις ry» ἐσε δίναις. | 140: ἔκλυσε 
δίνα | τὸν eei φίλον YR ἡ 
συστροφὴ τῶν δευμάτων τοῦ Ayégor- 
rog. Schol. οἵ, Catull, 65, 5: Lethaeo 
EL. alluit unda pedem, 

vée 1) verso, cireumago 1I 30: 

χὼς δινεῖθ᾽ ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ 
᾿ἀφροδίτας, | ὥς τῆνος δινοῖτο ποϑ᾽ 


74 Zivov — ὃμώς 


ἁμετέραισι ϑύραισιν. — 2) agito, 
vibro (cunas) aor. à dor. δινάω de- 
rivatus XXIV 10: ὡς φαμένα δένασε 
σάπος μέγα. 

Δένων v. Δείνων. 

Διδκλείδας  Dioclides, Gorgonis 
maritus XV 18: χὡμὸς ταῦτά γ᾽ ἔχει, 
φϑόρος ἀργυρίω, “Ιοκλείδας. 1417: 
ἀνάριστρς δΔιοκλείδας. 

“Διοκλῆς Diocles Atheniensis XII 
28: (Meyaerjes) ὄλβιοι οἰκείοιτε, vOv 
Ἀττικὸν ὡς περίαλλα | ξεῖνον ἐτιμή- 
σασϑε Διοκλέα τὸν φιλόπαιδα: οὗτος 
— ἀϑήνηϑεν φεύγων εἰς Μέγαρα, 
φιλόπαις ὑπερφυῶς ὦν, ἔν τινι μάχῃ 
ἠρίστευσε καὶ ὑπερασπίξων τινὸς ἐρω- 
μένου ἐκεῖνον μὲν ἔσωσεν, αὐτὸς δὲ 
ἐτελεύτησεν. ὅϑεν τοὺς “Μεγαρεῖς 

ασὶ ϑάψαι αὐτὸν καὶ τιμᾶν ὡς 
ἤρωα ἀγῶνά τὲ αὐτῷ ποιεῖν, ἔν ᾧ 
τοὺς καλοὺς περὶ φιλημάτων ἀγωνί- 
ξεσϑαι. Schol. 

Διομήδης Diomedes, 'Tydei filius 
XVII 53: “Ἀργεία κυάνοφρυ, σὺ λαο- 
φόνον Διομήδεα | μισγομένα Τυδῆι 
τέκες, Καλυδώνιον ἄνδρα. 1 112: 
“Διομήδεος ἄσσον ἰοῖσα. 

Διόνῦσος, Διώνῦσος (-oc, -οιο, 
του, -0, τῷ, £5; plerumque in exitu 
versus leg. j Dionysus, Bacchus, lovis et 
Semeles ilius XX 38: e καλὸς Ζιό- 
νυσος ἐν ἃ ἄγκεσι πόρτιν λαύνει. XVII 
112: Διωνύσου — ἱεροὺς, κατ΄ ἀγῶ- 
νας. ll 120: μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι 
“Ιιωνύσοιο φυλάσσων: poma etiam 
dona sunt Bacchi. XXVI 6. 9. 27. 
33. 87. Ep. XII 1. 

ὅτος illustris XXV 51: τὸν à' ἢ 
γέρων ἐξαῦτις ἀμείβετο δῖος ἀροτρεύς, 
ut apud Hom. δὲος ὑφορβός saepius. 
ΧΗ 18: δίω δή τινε τώδε μετὰ προ- 
τέροισι γενέσϑην | φῶϑ᾽᾽ (e coni. Ahr. 
scr. pro vulg. δοιὼ, Mein. ofc). 

Διόφαντος Diophantus quidam, 
cui a Theocrito carmen XXI dedica- 
tum est. XXI 1: ἃ πενία, Ζιόφαντε, 
μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει. PDiophan- 
tum Alexandrinum, Libanii prae- 
ceptorem, hic appellari non est pro- 
babile". A. Fritzschius. 


δίπλαξ duplicatus XXV 254: χειρὶ 
προεσχεϑόμην — ἀπ΄ ὦμων δίπλακα 
λώπην: laenam magnam, quae dupla 
indui possit; cf. Od. XIII 224: δίπτυ- 
yov λώπην. ll III 125: μέγαν foróv 
ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην (sc. 
χλαῖναν). 


ἕλυσαν ἱμάντας. 


διπλάσιος duplo maior ΧΗ 25: 
ἣν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν & 
βὲς — ἔϑηκας, | διπλάσιον δ᾽ 
àv 

δίς "bis XXII 4: ὑμνέομεν καὶ δὶς 
καὶ τὸ τρίτον ἄρσενα τέκνα. XXVIII 12. 


δίφραξ sella lecticaria mulierum 
XIV 41: μαλακᾶς ἀπὸ δίέφρακος 
ἔδραμε τήνα. 


δίφρος (sg. δίφρῳ, -ov. pl. δέ- 
φροι, -ov; prior syllaba semper pro- 
ducitur pràeter XV 2) .D, capsus 
currus XXIV 121: xat ot ἀαγεῖς | 
δίφροι, ἐφ᾽ ὧν ἐπέβαινε, χρόνῳ δι- 
XXI 142: ἐκ δέ- 
qoov ἄρα βάντες. — totus currus 
XXV 249: ἐπαξονέῳ κύκλα δίφρῳ. --- 
2) sella humilis XV 2: ὅρη δίφρον, 
Εὐνόα, αὐτῇ. XXIV 99: ἐρωήσας 
ἐλεφάντινον ᾧχετο δίφρον | Τειρεσίας. 


δίχα 1) bipertito, in two XV 69: 
in δειλαία, δίχα μευ τὸ ϑερίστρίον 

Tul ferm. — 2) separatim, c. gen. 

107: ἄλλος ἐσῆγεν ἔσω ταὐρούς 

ΤΩΣ ϑηλειάων. 

δῖψος {18 XXII 63: γνώσεαι, 
εἴ σευ δῖψος ἀνειμένα χείλεα τέρσει. 

διώκω (pr ind. διώκεις, -ξὶ; ci. 
διώκῃ; inf. διώκειν. ipf. ἐδίωκον. 
aor. inf. διῶξαι. semper in exitu 
versus leg: praeter XXII 139. 1) 
sequor, persequor homines, feras, res 
X 80: ἃ αἷἵξ τὰν κύτισον, ὁ λύκος 
τὰν αἶγα διώκει, | ἃ γέρανος τῶρο- 
τρον. VI 17: (Γαλάτεια) καὶ φεύγει 
giiéovta καὶ οὐ φιλέοντα διώκει. 
XI 75: τὰν παρεοῖσιν ἄμελγε. τί τὸν 
φεύγοντα διώκεις (80. κριόν. vel τρά- 
γον):: ὃ νοῦς τί πρὸς ἀμηχανίαν 
τρέπῃ; Schol — I 110. V 107. XXII 
139. XXVI 16 (abs) — 2) agito, 
abigo VI 53: χῶταν ἐφ᾽ ἑσπερίοις 
Νότος ὑγρὰ x1) | κύματα. 
35: ov μὼν οὐ τὸν Πᾶνα (sc. λεέψω 
c£), καὶ ἣν ἐθέλῃς μὲ διῶξαι. 

Δῖώνα Dione, mater Veneris XVII 
36: Κύπρον ἔχοισα “ιώνας πότνια 
κούρα. At ὙΠ 116: Οὐκεῦντα, ξαν- 
ϑᾶς ἔδος αἰπὺ Διώνας Venus ipsa 
dicitur, ut Bion. 193. Ov. Fast. Π 461. 

Διωναῖος Dionaeus XV 106: K9$- 
πρι “ιιωναία: Diones filia. 

Διώνῦσος v. Διόνυσος. 

δμώς (pl. δμῶες, -ὧν, -ας, -&g. 
plerumque in introitu hex.) servus 
XXIV 49: δμῶες ἐμοί. 50: ἄνστατε, 
δμῶες ταλασίφρονες. 41. 62. XXV 36. AT. 





buta cesi acu 















d XXII 188: (φερέτην 
φίώ) δοιὰς Λευκίπποιο κόρας" 
τώγε | ἐσσυμένως ἐδίωκον 

ελφεὼ vi' ᾿ἀφαρῆος. XVII 84: 


| fede P" sesta Ae. 43: 
᾿καϑεζόμενος δ᾽ óxevor | ἰχϑύας. 
ΟΝ 25: (στρόμβω) κρέας αὐτός | σιτή- 
ϑὴν πέτραισιν ἐν Ὑκκαρίαισιν δο- 
- . δοχέω (pr. ind. δοκέω, -à; -εἷς, 
τ part. doxée». — ipf. ἐδόκει, 
- «δῦ fut. dor. δοκησεῖς. aor. 
S . pf. ἐδέδοκτο) 1) existimo, puto 
L 1: ὡς ἐδοκεῦμες: “αὖ putaba- 
- mus'. — €. acc. et inf. 1 150: Ὡρῶν 

πεπλύσϑαι νιν ἐπὶ κράναισι δοκησεῖς 


E . XIV 21.'— abs. 
Euer 





— opinor XV 93. XVII 
É . — 9) videor, c. dat. et inf. XI 
. B0: αἱ δέ τοι αὐτὸς ἐγὼν δοκέω 1λα- 

μὲν, XIV 925. omisso inf. 

E abs. ἐμὶν δοκεῖ: ut mihi 

- videtur XI 9. XIV 7, ante caes. bu- 
. eolicam. — 3) δοκεῖ placet, consti- 

—. twitur XIV 20: ἄμμες uiv φωνεῦντες 
— émivousv, ὡς ἐδέδοκτο. c. iof. XIV 

- 418. add. dat. XIV 58: εἰ δ᾽ οὑτῶς 
.. ἄρα τοι δοκεῖ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν. suppl. 

F inf 32: ola ϑεοῖς ἐδόκει, τοι- 
avra νένιμμαι. 
|. dóxt probus, spectatus XXVIII 

E 18: — μύελον, ἄνδρων 
D E λὲν. 









3 ὅρων τ ὑπερανορέων δοκέμοις πνέ- 


I ἤννια (o 


— doxsi uot — δοκεῖ μοι). 
|». δολομάχανος dolosus, 
. XXX 26: m 

 "Ego», cf. Ov. Remed. 148: adfluit 
- jncautis insidiosus Amor. 

— . δόλος dolus 1 50: (ἐπὶ πήρᾳ) πάντα 
δόλον κεύϑοισα: 'clandestinum dolum 
— in peram intendens". 

— . δόμος (sg. δόμος, -o, -ov; pl. δό- 
— μοι: &àcc. 860]. Ner XXVIII. 16) 
— domus 1) dei: cella XVII 17: of zov- 
.. €t0g δόμος iv Z4fióg οἴκῳ | δέδμηται. 
?) hominum: aedes, sing. XVIL 119: 


insidiosus 





δον — δοιώ — δοχμός 


δολομάχανον | νικάσειν᾽ 


: 15 


ὅσσα μέγαν Πριάμοιο δόμον κτεάτισ- 
σαν ἕλόντες, cf. ll. VI 242: ἀλλ᾽ ὅτε 
δὴ Πριάμοιο δό περικαλλέ᾽ ἵκα- 
γεν, XVII 106: δόμῳ pn πίονι. |l 
91. VII 46. IX 33. XXIV 52. plur 
XVI 34: πολλοὶ iv ᾿ἀντιόχοιο δόμοις 
καὶ ἄνακτος ᾿Δλεύα, cf. t ΧΙ 132: 
πολλὰ δ᾽ ἐν ᾿Αντιμάχοιο δόμοις. 
XXVIII 15: οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ 
ἐς ἀέργω xev ἐβολλόμαν | ὀπάσαι σε 


δόμοις. 
δόναξ, dor. δῶναξ fistula arun- 
dinea 29: xiv αὐλῷ δονέω, xüv 


δώνακι, κἣν πλαγιαύλῳ. Ep. IL 3: 
τοὺς τρητοὺς δόνακας. 

δονέω 1) agito, de vento XXIV 
88: ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερ- 
δον. VII 135: πολλαὶ δ᾽ ἁμὶν ὕπερϑε 
κατὰ κρατὸς δονέοντο | αἴγειροι πτε- 
λέαι τε: 'desuper in caput agitaban- 
tur' — metaph. de animi affectibus 
XIII 64: Ἡρακλέης — ἐν ἀτρίπτοισιν 
ἀκάνϑαις | παῖδα ποθῶν δεδόνητο. 
VII 74: χὡς ὄρος ἀμφ᾽ ἐδονεῖτο καὶ 
ὡς δρύες αὐτὸν ἐθρήνευν (e coni. 
Mein. scr. pro codd. εὠμφεπολεῖτο, 
ἀμφεπονεῖτο, Ahr. ἀμφ᾽ ἐπονεῖτο, 
—* ἀμφεπόλει, χὡὼς ai): 'in monte 
agebatur, loca vasta pererravit, cru- 
ciantibus nimirum amoris aestibus"; 
cf. Od. XXII 300: τὰς μέν τ᾽ αἰόλος 
οἷστρος ἐφορμηϑεὶς ἐδόνησεν. — 2) 
inflo, cano XX 29: κἣν αὐλῷ δονέω, 
κὴἣῆν δώνακι, κὴἣὴν πλαγιαύλῳ (vulg. 
λαλέω). 

δόρπον coena, Mahlzeit, nulla tem- 
poris ratione habita XXIV 137: «v- 
τὰρ ἐπ᾿ ἄματι τυννὸν ἄνευ πυρὸς 
—— δόρπον. ; 

óQv (sg. δούρατος, -1, δόρυ; pl. 

δοῦρα) hasta XVII 103: Πτολεμαῖος 
ἐπιστάμενος δόρυ πάλλειν. XXII 185: 
ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος ἀκμάς. 
XXIV 123: δούρατι δὲ προβολαίῳ — 
ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι. XXII 190: (τὰ 
μὲν ἄκρα) δοῦρ᾽ ἐάγη. ΧΥ͂Ι 18: ἤδη 
βαστάξουσι Συρακόσιοι μέσα δοῦρα. 

δορυσσόος hasta impetuosus XXII 
136: Τυνδαρίδη ταχύπωλε, δορυσσόε, 
χαλκεοθώρηξ. 

δούλα serva, ancilla ll 94: χοὕτω 
τᾷ δούλᾳ τὸν ἀλαϑέα μῦϑον ἔλεξα. 

δοῦπος gravis somtus XXV 69; 
(rovg δὲ κύνες — αἷψ᾽ ἐνόησαν) dp- 
φότερον ὀδμῇ τε χροὸς δούπῳ τε πο- 
δοῶν, cf. Od. ΧΥΓΊΟ. ποδῶν δ᾽ ὑκὸ 
δοῦπον ἀκούω. 


dóxuóg obliquus, de pugile ad- 


10 δράγμα --- δύο 


versarium petituro XXII 120: δογμὸς 
ἀπὸ προβολῆς κλινϑείς: 'oblique in- 
clinatus vel proiectus ab gradu". 


δράγμα manipulus spicarum X 
44: σφίγγετ᾽ ἀμαλλοδέται τὰ δρά- 
γματα. spicae ipsae VII 157: (4α- 
μάτηρ), δράγματα καὶ μάκωνας ἐν 
ἀμφοτέραισιν ἔχοισα. 


Δράκἄνον Dracanumn , promonto- 
rium Icariae insulae XXVI 33: 2 
όνυσος, ὃν ἐν “ρακάνῳ νιφόεντι | 
Ζεὺς ὕπατος μεγάλαν ἐπιγουνίδα κατ- 
ἅ)γετο λύσας. 


δράχων draco, serpens XXIV 14: 
πυανέαις φρίσσοντας ὑπὸ σπείραισι 
δράκοντας. 89: καῖε δὲ τὠώδ᾽ ἀγρίαι- 
σιν ἐπὶ σχίξζαισι δράκοντε. 

δράσσομαι prehendo, corripio 
XXV 145: τοῦ μὲν ἄναξ προσιόντος 
ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ. XXIV 28: 
δραξάμενος φάρυγος. — metaph. XXX 
10: ἔμεϑεν δὲ πλέον τᾶς πραδίέας 
ὦρος ἐδράξατο. 

δρέπω, med. decerpo mihi Xl 26: 
ὑαπκίνϑινα φύλλα | ἐξ ὄρεος δρέψα- 
σϑαιν. fut. dor. XVIII 40: ἑρψοῦμες 
στεφάνως δρεψούμεναι ἁδὺ πνέοντας, 
cf. Eur. ΕἸ. 778: δρέπων τερείνης 
μυρσίνης κάρᾳ πλόκους. 

δριμύς acer , acri gustu Xl 66: 
τυρὸν πᾶξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα. 
— metaph. XXII 107: ἔνϑα μάχη 
δριμεῖα πάλιν γένετ᾽ ὀρϑωϑέντος,, cf. 
Ir XIV 696: αὖτις δὲ δριμεῖα μάχη 
παρὰ νηυσὶν ἐτύχϑη. — 1 18: οἵ ἀεὶ 
δριμεῖα χολὰ ποτὶ uL κάϑηται, cf. 
Od. XXIV 319: dva ῥῖνας δέ of ἤδη | 
δριμύ μένος προὔτυψε. 

“δρόμος 1) cursus XVIII 22: ἄμμες 
δ᾽ at πᾶσαι συνομάλικες, αἷς δρόμος 
οὗτός | χρισαμέναις ἀνδριστὶ πὰ 
ἙΕὐρώταο λοετροῖς. WT 41: μᾶλ᾽ * 
χερσὶν ἔχων δρόμον ἄνυεν. ad lu- 
nam transfertur XXI 19: κοὔπω τὸν 
μέσατον δρόμον ἄνυεν ἄρμα Σελάνας. 
— metaph. de tempore XXI 26: οὐ 
γὰρ ὁ καιρός Ι αὐτομάτως παρέβα 
τὸν ξὸν Op ρόμον. — 2) curriculum 
XVII 39: ἄμμες ὃ ig δρόμον ἦρι 
καὶ ἐς λειμώνια φύλλα | ἑρψοῦμες: 
'in curriculum, ubi hactenus nobis- 
eum te exercuisti. v. Buecheler. 
Jahn. Annal. 1860 p. 371. 

δροσόεις roscidus Ep. 
ῥόδα τὰ δροσόεντα. 

δρόσος ros XV 132: ἀῶϑεν δ᾽ 


I 1: τὰ 


ἁμές νιν ἁμὰ δρόσῳ ἀϑρόαι ἔξω | 
οἰσεῦμες: h. e. tempore matutino. 


δούινος quernus IX. 19: ἐν πυρὶ 
δὲ δρυένῳ χόρια ξεῖ: 'in igne, qui 
admotis lignis quernis alitur, cf. 
Soph. Ant. 122: στεφάνωμα πύργων 
πευκάενϑ᾽ Ἥφαιστον ἑλεῖν. Verg. 
Aen. Xl 786: pineus ardor acervo 
alitur. 

δρῦμός (sg. δρυμοῖο,- à. pl. δρυμοῖσι, 
-dg) silva, nemus, saltus 1 12: τῆνον 
χὼκ δρυμοῖο λέων ἔχλαυσε ϑανόντα. 
ΧΧΥ 180: ἐκ λασίοιο --- δρυμοῖο.. I 
116: μιν. ἐγὼ “άφνις οὐκέτ᾽ ἀν᾽ 
ὕλαν, | οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, 0)» ἄλσεα. 
ΠῚ 16: (yj ῥὰ λεαίνας) μαξὸν ὁ — 
δρυμῷ τέ νιν ἔτραφε μάτηρ: 
XIII 66: ἀλώμενος ὕσσ᾽ — 


οὔρεα καὶ δρυμώς (Ziegl e coni. 
δρυμούς). ΧΧ 86. 
δρῦς (sg. δρῦός, -( pl δρύες, 


-σίν, -ας; semper fere ante caes. bu- 
colicam leg.) 1) quercus VIH | 579: 
* δρυὶ ταὶ βάλανοι κόσμος. XXVI 
8: ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια 
φύλλα. Ep. IV 1: τήναν τὰν λαύραν 
τὰς τε δρύας, αἰπόλε, κάμψας (e Mein. 
coni scr. pro τὰς (τᾶς) of δρύες). 
I 93. 106. V 45. 61. 102. 117. VIH 
74. 88. VIII 46. XI 51. Ep. id. 5. 
— 3) arbor XV 112: πὰρ μὲν ὀπώρα 
κεῖται ὅσα δρυὸς ἄκρα φέρονται: ἢ. 
6. ἀκρόδρυα, fructus arborum. 
δούτόμος qui quercus vel ligna 
caedit V 64: «i λῇς, τὸν Opvróuov 
βωστρήσομες. idem anapaestus ante 
caesuram leg. 1l. XI 86: ἦμος δὲ 
δρυτόμος περ, ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον 
et XXIII 315. 
δύναμαι (pr. ind. δύναμαι, δύνᾳ. 
ipf. δυνάμαν, -qv. aor. ἐδυνάϑ' We) 
posswm, ubique c. inf. Jl 108: οὐδέ 
τι φωνᾶσαι δυνάμαν. X 2. XI 29. 
ὅ9. XXIII 42, XXV 217. XXVII 61. 
δυνατός qui potest, idoneus, c. inf. 
Ep. IV 4: (ξόανον — φάλητι) παι- 
δογόνῳ δυνατὸν Κύπριδος ἔργα τελεῖν. 
δύνω v. δύω. 


δύο, δύω () δύο, δύ᾽ pro omnibus 
casibus. 92) δύω nom. ace.) duo, Ὁ. 
duali XXIV 8: εὔδετ᾽ ἐμὰ ψυχά, 42 
ἀδελφεώ, εὔσοα τέκνα. ΧΧΙΥ͂ 
δῆρε δύω χείρεσσιν --- ἔχοντα. xxii 
137. — c. plur. XV 36: πλέον ἀργυ- 
ρίω καϑαρῶ μνᾶν | ἢ δύο: *plus solvi 
quam uod est duarum minarum", 
πλέον ἠνάλωσα ἢ δυοῖν μνῶν κα- 






















"τὸς ce V 84: ic 
"E λοιπὰς ἰδυματόκος e 
Ayo, € si cum πλὰν ἑνὸς XV 
veris δύο item genet. esse 
7 Ceteris locis aut nom. 
qom -est 1 96. 48. V 47. 8i. 
. 74. XIV 14. 45. XXI 6. XXII 
XXIV 13 (δύω). 
Véoztecíd £c duodecim XXVI 5: 
καϑαρῷ λειμῶνι κάμον δυοκαίδεκα 


σερως male perditus amator, 
in libidinem, homo Venerius 
t Tab: ἃ 1 rotta τις ἄγαν καὶ ἀμή- 
ἰχανος ἐσσί. Vl 1: δυσέρωτα καὶ 
ἄνδρα καλεῦσα: Polyphemum. 
— oceasus XXIV. 11: ,στρέφε- 
μεσονύκτιον ἐν δύσιν ἄρκτος | 
E αὐτόν. Ep. IX 5: àv- 
- em v δ᾽ ὑπὸ “Πλειάδος. 
ἷ 4 ἀλκάν hostis , inimicus XVI 
sw) δυσμενέων ὅσα χεῖρες 
| —— κατάκρας. idem gen. eun- 
dem tenet hex. locum XXIV 98. 126. 
& δύσμορος cui sors infelix obtingit, 
miser (cf. δύσσοος) VII 119: (Ἔρωτες, 
- Φιλῖνον) βάλλετ᾽, ἐπεὶ τὸν ξεῖνον 
δύσ οὐκ ἐλεεῖ μευ: ἤγουν ὁ 
οὔμενος, ὁ κακῶς ἀπο- 
Schol. 
βής impius XXVI 32: εὖσε- 
ἐσσι τὰ λώια, δυσσεβέων 


R ᾿ς ode ditus, 1 improbus 
"3 πὶ 24: ὦμοι ἐγώ; "ire, e πόθωι τί ὁ δύσ- 
|J 6006; οὐχ ὑπακούει: ὃ δυσκόλως σω- 
It ὃ κακοδαίμων. Schol IV 
F τᾶς “γὰρ ἐλαίας | τὸν ϑαλλὸν τρώ- 
. qorn τὰ δύσσοα (sc. μοσχία). 
“δύστηνος, δύστανος 1) miser, 


EO : V 49: δύστηνοι Μεγαρῆες 

E ἔτῃ ἐνὶ μοίρῃ. — 2) miser, per- 
, Dernicie dignus XV. 81: παύ- 

P ὦ δύστανοι ἀνάνυτα xotüi- 

λοι | τρυγόνες. 91: δύστανε, τί 

'"- χιτώνιον ἄρδεις ;: ancilla dicitur. 

δύω v. δύο. 

: | me intr. 1) subeo, ingredior XXV 
. 938: ' οὐδ᾽ dg ὑπὸ βύρσαν ἔδυ 
πολυώδυνος ἰός. — 3) oceido, pf. dor. 
r3 ἤδη γὰρ φράσδῃ πάνθ᾽ ἅλιον 





















δεδυκεῖν (al. δεδύκειν), v. δέ- 
qua eadem significatione leg. 


XVI τὸ: doívuxeg ὑπ᾽ ἠελίῳ 
; —— XXII 8: δύνοντα 
καὶ οὐρανοῦ ἐξανιόντα | ἄστρα. 


déeódsxa duodecim XXV. 129: 





δυοκαίδεκα — Δώριος Ti 


(ταῦροι) δυώδεκα βουκολέοντο | ἱεροὶ 
Ἠελίοιο. 

δϑωδέχατος duodecimus XV 103: 
μηνὶ δυωδεκάτωῳ. 

δώδεκα duodecim XVIH 4: δώ- 
δεκα ταὶ πρᾶται πόλιος. XXIV 80: 
δώδεκα --- μόχϑως. 

δωδεκχαταῖος qui est dierum duo- 
decim II 7: ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ 
ὦ τάλας οὐδὲ ποϑίκει. 157: νῦν δέ 
τε δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ 
ποτεῖδον : iam duodecim dies abierunt 
vel duodecimus dies est ex quo 
(tempore) . Praeivit Homerus δὰ d. 
XIV 256: πεμπταῖοι — ἰκόμεσϑα. 

δῶλος servus contemptim dicitur 
V 5: τὺ γάρ ποκα, δῶλε (var. δοῦλε) 
Σιβύρτα, | ἐκτάσα σύριγγα: 

δῶμα (sg. δῶμα; pl. δώματα. — 
sing. semper quinto continetur hex. 
pede praeter XXIV 40. 1) domus, 
aedes 1l 17: ivy&, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν 
ποτὲ δῶμα τὸν ἄνδρα, qui versus 
repetitur II 22. 27. 32. 37. 42. 47. 52. 
67. 63. cf. Od. XVII τό: Τηλέμαχ᾽, 
αἷψ᾽ ὄτρυνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα γυναῖκας. 
XXVII 86: τεύχεις μοι ϑαλάμους, 
τεύχεις καὶ δῶ α καὶ avide; cf. Il. 
VI 316: o? of ἐποίησαν ϑάλαμον καὶ 
δῶμα καὶ αὐλήν. XXIV 40: ἔστι τί 
e κατὰ δῶμα “εώτερον, cf. Od. 

XII 317: ὄφρ᾽ dv ἐγὼ κατὰ δῶμα 
πονήσομαι. — ΠΠ 50, XXIV 94. — 
plur. pro sing. Π 153: καὶ φάτο οἵ 
στεφάνοισι τὰ δώματα τῆνα πυκάσδειν. 
108. — 2) aediwm pars, cubiculum 
XVII 29: gag ἐς δῶμ᾽ ἀλόχοιο. 
XVIII 8. 

δῶναξ v. δόναξ. 

δωρέομαι dono VW 188: τὶν δέ, 
Κομάτα, | δωρεῖται Μόρσων rdv 
ἀμνίδα. V 99: (πόκον) Κρατίδᾳ δω- 
; ἤσομαι αὐτός. XVII 110: πολλὸν 

δ᾽ ἰφϑίμοισι δεδώρηται βασιλεῦσι. 

Δωριεῖς Dores XV 98: “ωρίσδεν 
δ᾽ ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς «“ωριέεσσι. 
Dores Asiae minoris oram incolentes 
dicuntur XVII 69: ἴσον “ωριέεσσι 
νέμων γέρας ἐγγὺς ἐοῦσιν. 

Δωρικός Doricus XXIV 185: ἐν 
κανέῳ μέγας ἄρτος Ι “ωρικὸς ἀσφα- 
λέως κε φυτοσχάφον ἄνδρα κορέσσαι: 
noster Commisbrot,  Schwarzbrot, 
grobes Brot; φησὶ δὲ τοὺς ,ἀκαϑάρ- 
τους καὶ εὐτελεῖς ἄρτους, oUg ὁ Θεό- 
κρίτος “Ιωρικούς φησιν. Schol ad 
Apoll. Rhod. I 1077. 

Δώριος Doricus, -a XVII 1: 


18 Zeoíg — ἐγείρω 


φωνὰ “ώριος χὡὠὡνὴρ ὃ τὰν κωμῳ- 
δίαν | εὑρὼν ᾿Ἐπίχαρμος. 

Δωρίς 1) adi. Dorica 11 156: παρ᾽ 
ἐμὶν ἐτίϑει τὰν Ζωρίδα πολλάκις 
ὔὄλπαν, quae iuvenem robustum ac 
vere Doricum decebat. — 2) subst. 
Doris, Oceani filia, Nerei uxor I 118: 
ποταμοί, τοὶ γεῖτε καλὸν κατὰ Zo- 
ρέδος ὕδωρ (Α. Fritzschius e coni. 
Briggsii scr. pro Θυμβρίδος, Θύβοι- 
δος): sc. 'ad lavandum', ut Sil. 104]. 
de Acide dieit Pun. XIV 222: et 
dulci gratam Nereida perluit unda. 

Δωρίσδω (aeol. pro “΄ωρίξζω) lo- 
quor Dorice , inf. dor. XV 93: Zo- 
ρίσδεν δ᾽ ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς “ωριέεσσι. 

Δωριστέ Dorice ΧΎΠΙ 41: γράμ- 
ματα, δ᾽ ἐν φλοιῷ γεγράψεται, ὡς 
παριῶών τις | ἀννείμῃ, ΖΙωριστέ: *in- 
scribetur Dorice, h. e. pro hac pie- 
tate nostra, quae est hominum vere 
Doricorum". v. “Ζωρίς 11 156. 

δῶρον (sg. δῶρον; pl. δώροις, 


ἐὰρ (ἔαρ n. a., ἔαρος, εἴαρος, εἴαχρι) 
ver XVII 2: ᾿(διέφανε πρόσωπον) 
— ἅτε λευπὸν fag χειμῶνος ἀνέντος. 
- XXII 48: ἔαρος λήγοντος. XIII 26: 
τετραμμένω εἴαρος ἤδη. ΧΙ 30: 
εἴαρι πρώτῳ. XXIII 29: καὶ τὸ iov 
καλόν ἔστιν ἐν εἴαρι. VII 97. VIII 
41. IX [34] XII 8. — metaph. 
XII 45: ἔαρ 9' ὁρόωσα Νύχεια: 
"euius oculi tam hilares erant, ut 
veris amoenitatem in se habere vi- 
derentur'; cf. Hor. Od. IV 5, 6: in- 
star veris enim voltus — tuus — 
sit. populo. 

ἐάω (pr. imp. ἔα, inf. ἐᾶν; aor; 
imp. ἐάσατε) 1) sino, permitto, e. ace. 

. inf. XXII 165: ἀλλά, φίλοι, τοῦτον 
εἶν ἐάσατε πρὸς τέλος ἐλϑεῖν | ἄμμι 
γάμον. XVIII 13. — 2) mom curo 
XI 48: (ἀφώιευσο z09' ἁμέ,) τὰν 
γλαυκὰν δὲ ϑάλασσαν ξα ποτὶ χέρσον 
ὁρε δεῖν. 

ἕβδομος septimus ,Ep. XXV I: 
παῖς ᾧχετ᾽ ἄωρος ἐν ἑβδόμῳ P 
ἐνιαυτῷ | eig "Aiónv. 
E ἔβενος ebenus XV 128: ὦ ἔβενος, 
€ χρυσός: h. e. opera sculptilia ex 
ebeno facta. — de productione syll. 
ultimae v. αἴδομαι. 

"E8Qoc Hobruk; flumen Thraciae 
VII 111: εἴης --- χείματι μέσσῳ | 


δῶρα) donum a deis hominibus da- 
tum XXV 118: Ἠέλιος O^ ᾧ παιδὶ 
— ἔξοχον ὦπασε δῶρον | ἀφνειὸν 
ἔμμεναι. XXVIII 1: γλαύκας ὦ 
φιλέριϑ᾽ ἀλακάτα δῶρον ϑαναας | 
γύναιξιν: 'donum (destinatum) mu- 
lieribus', cf. dona templis Tac. Ann. 
ll 60. — deis ab hominibus datum 
XXVII 55: τᾷ Παφίᾳ πράτιστον ἐγὼ 
τόδε δῶρον ὄπάξω. 1 9. --- homimi- 
bus datum ab hominibus IV 30: δῶ- 
ρον ἐμοί νιν (sc. σύριγγα) ἔλειπεν. 
IX [22]. XXII 161. XXVIII 9. 26. 
plur. pro sing. XXIII 20: “δῶρά τοι 
λϑον | λοίσϑια ταῦτα φέρων, τὸν 
ἐμὸν βρόχον" cf. ΤΠ. XIV 288: δῶρα 
δέ * δώσω καλὸν ϑρόνον ἄφϑιτον αἰεί. 
στόμαν (dor. pro δωρέομαι) 
m xi 48: τάν τοι, ἔφα, κορῦναν 
δωρύττομαι (var. δωρήσομαι). ; 


δωτίνα donum VH 114: (d οὐ 
δωτίναν ἀντάξιον ὥπασε τέχνας. 


E 


Ἕβρον πὰρ ποταμόν, τεκραμμέμος 
ἐγγύϑεν ἄρκτω, cf. Hor, Od. I 25, 19: 
aridas frondes hiemis sodali dedicet 
Hebro. 

ἐγγύϑεν (sexies. leg., quater in 
pede quinto.) e propinquo, prope, de 
loco VII 72: ὁ δὲ Τίτυρος ἐγγύϑεν 
ἀσεῖ. 136. c. gen. VII 112: τετραμ- 
μένος ἐγγύϑεν ἄρχτω. XXIV 20. 
transfertur ad formae similitudinem 
III 8: 5 óc yé, TOL σιμὸς καταφαίνο- 
tot ἐγγύϑεν ἥμεν; Vll 63: τό τοι 
γένος ἢ Σατυρίσκοις ἐγγύϑεν ἢ Πά- 
νεσσι — ἐρίσδεις. 

ἐγγύϑι prope XXI 8: ἐγγύϑι δ᾽ 
αὐτοῖν | κεῖτο τὰ ταῖν χειροῖν ἀϑλή- 
ματα. 

ἐγγύς (bis in primo, bis in quinto 
pede leg.) prope, de loco XVII 69: 
ΖΔωριέεσσι — ἐγγὺς — XXII 
69. XXV 103. c. gen. Ep. V 5: ἐγ- 
γὺς δὲ στάντες λασίας δρυός. 

ἐγείρω 1) expergefacio, excito e 
sommo; med. expergiscor XXI 920: 
τοὺς δ᾽ ἁλιεῖς ἤγειρε φίλος πόνος. 
X 50: ἄρχεσϑ᾽ ἀμώοντας ἐγειρομένω 
κορυδαλλῶ. XVIII 55: ἔγρεσϑαι δὲ 


πρὸς ἀῶ «μὴ ᾿πιλάϑησϑε. — 3) excito Ἢ 


XXI 1: ἁ πενία — μόνα τὰς τέχνας 
ἐγείρει. 





































ἐγέρσιμος ercitabiis XXIV Τ: 
Bod 2t βορέφεα γλυκερὸν καὶ ἐγέρ- 
n "somnum, ex quo facile 
excitamur e r et reyeyedanr'; opp. 


, inspiro. IX 
ὁ δ᾽ nos et κόχλῳ er 


ἐγκαγχάσατο), cf. 
Mec T I τ: — — νὐῤυμόμ sonanti 


mug Ee: ἔγκατα 

: | el qa διέχευεν. 

: ———— ϑήμε, med. mihi in ani- 
XVII 14: ὅτε 


1 p" —— | βουλών. 


ΠῚ 32 — ἔγκε 

* ὦ μέν | τὶν o .- 
E ΠΝ XI 169: totus im- 
d Monk tibl Hor. Od. 1 33, 7: Cyrus 
. in asperam declinat Pholoen. 

i cerebrum XXV. 261: 
| * — ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο: 


L clava percusserat 
E dnd v. 255. 

r Strenue, fortiter XXV 
. 266: ov δ᾽ ἐγχρατέως στιβαρὰς 
3 σὺν χεῖρας ἐρείσας | ἐξόπιϑεν. 

quatio 


* humum pello, 

PIE 1: ἄειδον δ᾽ ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν 

μέλος ἔοισαι | ποσσὶ περιπλέ- 

οκπτοις, or. I 4, 3: alterno terram 
pede. Catull. LXI 14: pelle 


ἐγχύρω incido, incurro. XXII 9: 
[ E dorem ἐνέκυρσαν ἀήταις. 
ἷ £c infundo X 53: (ὁ βάτραχον) 
ΡΣ K τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα 
ἔγχει ὕδωρ. 
εεἶγχος (ng. ἢ ἔγχος. pl pl. ἔγχεσιν, -εα) 
84: σείων καρτερὸν ἔγ- 


1 φτερὸ 
d 71: bin δὲ χρή | νεῖκος 
[NEUES sie Dh λοῦσαι. 


ir 
E og inunctus, illitus XI 
οὔτ᾽ ἔγχφιστον -- " 


13 (eg. n pose ἐγώ. εἰ 
1 pelo, ἔμεϑεν, i 
H por ἅ, ἐμέ, με. — dual, n. 
X d. νῶιν. — plur. n. ἁμές, ᾿ἄμ- 
d — ἡμεῖς Ma &u£ov, ἁμῶν, ἀμμέων. 
4d. "ini ἃ (v) à. &u£, 
p ^U . nos, I Nom. 
ἦν, m mad κἠγον (vi- 
leg., decies ante conso- 
semel in exitu hex); ἐγώ, in 
Cràsi χήγω, aeol χἤγω XXIX 3; 





pits — ἐγώ 19 


tuagies ter leg., septies 
c. vila es ἐγώ, correpta vocali; est 
autem. posterior syllaba voc. — 
maxime in secunda aut in 
arsi) 1) maiore vi carens ador 
nonnunquam verbo, nt plenior fiat 
oratio et de quo sermo sit moneri 
videamur, XXV 235: τῷ δ᾽ ἐγὼ ἄλ- 
λον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς προίέαλλον. 
IL 54: (τοῦτο -- ditor “έλφις) ὡγὼ 
νῦν τίλλοισα κατ᾽ “ἀγρέῳ ἐν πυρὶ 
βάλλω. XXI 56: ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν 
ἐγὼν ἐκ τὠγκίστρω ἀπέλυσα. V 146: 
(αὔριον ὄμμε) πάσας ἐγὼ λουσῶ. IX 
12: τῶ δὲ ϑέρευς φρύγοντος ἐγὼ 
τόσσον μελεδαίνω | ὅσσον... |l δῖ. 
II 22. IV 30. V 83. VII 97. IX 
[29.] XVII 135. XXI 62. XXV 
173. 262. XXVII 55. — 2) saepius 
pron. magna quaedam vis tribuitur, 
——— ut aliae personae, anima- 
res opponatur, XV 60: ἐξ αὖ- 
las, e μᾶτερ: γών, ὦ τέκνα. 
XIV 34: ἐγώ, τὸν » ἴσας τύ (var. ἐγών). 
€. nom. propr. I 116: 0 "βουκόλος 
LoT ἐγὼ “άφνις οὐκέτ᾽ 
VII 41: Δάφνις ἐγώ. 1 120: “ά- 
ig ἐγὼν ὅδε τῆνος. — VII 1 — 131: 
ls τε καὶ Ed xosrog. XXII 175: 
νῶι δ᾽, ἐγὼ Κάστωρ tt. — ll 145: 
(κοὔτε τι τῆνος ἐμὶν ἐπεμέμψατο) 
οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ. T 63: οὐδὲν 
ἐγὼ τήνω ποτιδεύο VIE 14: 
μόσχον ἐγὼ ϑησῶ" tv δὲ ϑὃές * i6o- 
μάτορα du XXII 71: σὸς μὲν 
ἐγώ, σὺ ᾿ ἐμὸς κεκλήσεαι. Υ 39: 
καὶ πόκ᾽ ἐγὼν (var. ἐγὼ) παρὰ 
τεῦς τι "μαϑὼν καλὸν ἢ καὶ ἀκούσας 
μέμναμ᾽ ἢ 1 14. 130. II 28. 114. 
37. 116. VII 87. 156. X 35. auge- 
* * vis pron. aliis voc. additis: 
mM c. vàr. ἐγών) III 24, 
eis x XXII 153. α, ἐγών 
50. ν ἐγώ XVI 101. εἷς 
κε ^k d iar ὥσπερ ἐγώ XI 
θ4. (Ahr. c. Brunck. 
ἐγών) T ἴω. an Ὧν Ep. VIH 3. 
αὖ καὶ ἐγώ XXII 221. vird(») I 
118. V 96. 122. 142, VII 50. 63. 
91. VIII 31. IX 15. XI 71. 79. 
XIV 12. 55. XXI 45. Ep. V 2. aeol. 
ndi o I. ax vire) XXE 3. 
d μέν αὐτὰρ 
" 82. XVI τὰ xvi Y XN 
206. 227. ἀλλ᾽ ἣν V 98. 134. X 12, 
ἐγὼ δέ 1 145. 23. 72. 103. 188, 
164. V 81. vL 88. X 13. 27. 31. 
XI 27. XII 23. XXII 116, XXV 


80 


37. 60: 253. Ep. XXII 1. — B) dual. 
νῶι XXII 175: νῶι δ᾽, ἐγὼ Κάστωρ 
τε, διακρινώμεϑ'᾽ Ἄρηι. — C) plur. 
ἡμεῖς (XXV 32); dor. &uég (XV 
132); dor. et aeol ἄμμες (sexies 
exstat quinquies primum hex. pedem 
efficiens), in crasi κἄρμιμες (bis) 1) 
nulla maiore vi additur verbo V 61: 
(μικκὸν ἄκουσον) τεῖδ᾽ ἐνθών. ἄμμες 
γὰρ ἐρίσδομες ὅ ὅστις ἀρείων | βουκο- 
λιαστάς ἐστι, ubi ad duas pers. re- 
fertur, XV 185. XXV 32. — 2) add. 
partic. ἄμμες “μέν XIV 20. ἄμμες 
δέ XIV 48. XVI 4. XVIII 22. 39. 
κἄμμες nos quoque XVIII 56; et: nos 
XXIX 30. — II Accus. A) sing. ἐμέ 
. (ἔμ᾽), aeol. ἔμε (fu); μιε (u^); in 
erasi κήμέ (κἤμ᾽), aeol χἤμμιε. 1) 
plenior forma ἐμέ. aliis pronominibus 
vel nominibus opponitur XII 8: vóc- 
cov E εὔφρηνας σὺ φανείς. V 68: 
μήτ᾽ ἐμέ --- μήτ᾽ ὦν τύγα τοῦτον ὀνά- 
σῃς. XXV 288: πέσεν δ᾽ Oys πρὶν 
ἔμ᾽ ἵκέσϑαι: 'antequam ad me ille 
accederet?. V 148: φλασσῶ rv, πρὶν 
ἤ γ᾽ ἐμὲ (Ahr. e Schaef. coni. γέ us) 
καλλιερῆσαι : *recte ἐμέ, quia inter ea, 
quae caprarius facturus est, et ea, 
quae facit hircus, distinguitur". XXIV 
68: (μηδ᾽ αἰδόμενος ἐμὲ κρύπτε 
(Ahr. et Ziegl. e coni. Taylori σύ με): 


"me, matrem". II 23. XXIX 11. — 
add. partie. ἔμε μάν XXX 32. ἐμὲ 
δ᾽ XIV 8. ἐμὲ γὰρ XXIV 35. καὶ 
γὰρ ἔμ᾽ V 82. 


κἠμέ (γάρ) me quo- 
que Π 159 (Ahr. e coni. καί us). IV 
8. V 90. VII 37. 92. VIII 72 (e 
coni. , Valck. pro κἄμ᾽); et me IV 
4, κῆμε ΧΧΙΧ 24. — 2) enclitica 
forma με, μ᾽ (με ubique — exceptis 
duobus locis V 132. XXII 61 — in 
thesi posita est, ita ut secundam, 
rarius tertiam dactyli syllabam effi- 
ciat; in exitu hex. leg. ter; μ᾽ et 
primae eb tertiae add. syllabae, se- 
cundae bis ΠῚ 53. XXV 2085.) a) 
plerumque: sine ullo pondere perso- 
nam significat; pendet autem a verbo 
II 85: ἀλλά μέ τις καπυρὰ ψόσος 
ἐξεσάλαξε. 112: καί μ᾽ ἐσιδών. 114. 
154. 197 1M. II-7. 1T. 98. 89 
(Ahr. ἐμέ). 53. IV 40. 50. 51. V 35. 
80. 182. VI 22. 27. VII 56. VIII 
10. 94. 64, X 19. XI 22. 23. 86, 67, 
XV 52. XVIIL 48. XX 1. 2. 3. 10. 
19. 17. 31. 31. XXI 61. XXIII 39. 
40. 41. 42, XXV 44. 205. 241. XXVII 
i11. 22. 35. 59. XXIX 4. 36. XXX 


ἐγώ 


2 (ci). 9 (ei.). — additur alter. accus. 
XXV 193: ὅττι μὲ πρῶτον ἀνήρευ. 
II 9. 40. ΠῚ 35. V 18. 135. VI 40. 
XVI 9. XVII 66. XX 15. 20. 30. 
XXIII 40. infin. III 11: (τηνῶ δὲ 
καϑεῖλον,) ὦ μ᾽ ἐκέλευ καϑελεῖν τύ. 


II 70. 116 (Ahr. ἤμὲ). III 9. 21. 
VI 34. XI 77. XIV 21. XXII 57. 
ΧΧΥ͂ “216. XXX 29. Ep. IV 14. 


partic. XI 69: ὀρεῦσά pe λεπτύνοντα. 
VI 31. .XI 54. b) nonnunquam 
maiore vi affecbns acc. μὲ pro ἐμέ 
videtur esse XXII 61: “μήτε σύ μὲ 
ξείνιξε, τά τ᾽ ἐξ ἐμεῦ οὐκ ἐν ἑτοίμῳ. 
V 80. 132. praecipue ubi adi. vel 
subst. adiunguntur VIII 85: αἱ δέ τι 
λῇς μὲ καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα 
διδάξαι. II 96 -- 40: πᾶσαν ἔχει μὲ 
τάλαιναν ὃ “Μύνδιος. XXIII 37: τὸν 
τλήμονα μή με παρέλθῃς. ΧΧ 18: 
με τὸν χαρίεντα κακὰ μωμήσαϑ'᾽ 
ἑταίρα. I 19: πρόσπτυξαί με τὸν 
αἰπόλον. 6: τί μ᾽ οὐκέτι --- καλεῖς 


τὸν ᾿Ερωτύλον: — B) plur. dor, ὧμέ, 
dor. et 860]. ἄμεμιε, in crasi κἄμμε. 
XV 75: (ἐν καλῷ εἴης) ἄμμε περι- 
στέλλων. — duos significat v. 91: 
ἀλλὰ τίς ἄμμε | τίς κρινεῖ; VIII 25. 
XXIX 2 (x&uus e Brunck. coni. pro 
κἄμμες). — unum XXX 8: ἐχϑὲς 
γὰρ παρίων ἔδρακε Aémv ἄμμε δι᾽ 
ὀφρύγων (e Bergk. coni pro λεπτὰ 
μελιφρύγων). et, fortasse XI 42: ἀλλ᾽ 
ἀφίέκευσο ποϑ᾽ apí: ἐλϑὲ πρὸς ἐμέ. 
Schol — III Gen. 4A) ,Ring. ἐμεῦ 
(v . quater, v o bis) ἐμιξῖο, aeol. 
ἔμεϑεν; usu (μου). 1) cum pon- 
dere: quodam dicuntur priores tres 
XIV 21: & δ᾽ οὐδὲν παρεόντος ἐμεῦ 

ΧΥ͂Ι 18: ἔσσεται οὗτος ἀνήρ, ὃς μεῦ 


κεχρήσετ᾽ ἀοιδοῦ. XXX 10: ἔμεϑεν 
δὲ πλέον τᾶς πραδέας oos ἐδράξατο. 


pendent a praep. ἀπ᾿ ἐμεῦ XX 10. 
ἀπ᾽ ἐμεῖο XX 2. ἐπ᾽ ἐμεῦ VII 86. 
ἐξ ἐμεῦ XVI 21. XXII 61. — 2) 


enclit. μευ, μου, (uev in arsi secunda 
leg. aut quarta; si in thesi est, sem- 
per fere in primo aut sexto hex. 
pede; ter us? correpta diphthongo. 
pov semel Ad. 38 (Ahr. ἐμοῦ).) a) pen- 
det a verbo XXIII 28: (βαδίξζω.) ἔνϑα 
τύ μευ, κατέκρινας. Ad. 82: καί usv 
κατ᾽ εὖ δίκαξε. — b) pro pron. poss. 
additur substantivo i 88: καί pev 
χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι 
ϑάψῳ. II 55. [61.] 82 (var. gor). 
107. III 33. — ubi subst. c. artic. 


Ἶ — RETI nun 




























L 


quu aut ante 
ἘΣ 4: τόν μευ τὰν σύ- 
; y xliyavta Κομάταν. IH 
Ἄλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός. 
z- II 75. 81. 87. 93. 99. 105. 
1. 123. 129. 135. — V 109. 
. XV 81. 69. XX 5. XXIII 
Ad. 20. add. pron. Ad. 24: 


ταῦτ ἌΣ τὰ per (var uov) 38. 
it post su 15: χαλεπὸς ὃ 
uev. VIE 119. ΥΠΙ 63. XV 
Σ vn 5. raro inter subst. et 
itur V 2: φεύγετε τὸν 
"τό pev νάκος ἐχϑὲς ἔκλεψεν. 
δι: καὶ νῦν μὲν τὸ κάκον ταίς 
d. μὲν) ἔχει τλησιπόϊνοις φρέ- 
- * pendet a praep. ΧΙ 68: 
— φᾶον εἶπεν ὑπέρ μευ. — 
: dor. ἁμέων, ἁμῶν; aeol. 
* (ci). pendet 1) a verbo II 
"i adi μῶν δὲ λέλασται. XV 68. — 
94: oc ἃ καρτερὸς 
. VII 25: τίς 1. ἔσσεται 
᾿ iov; -- 8) ἃ praep. XXX. 215 tolc 
7 "πὲς ἀμμέων (Bergk. pro &nn.) 
E Dar ἄστερας. — IV Dat 
E A) sing. £uiv, ἐμοί, uot (n). Ὁ 
' dor. ἐρεῖν (decies septies leg., ante 
. con quinquies, plerumque in 
i quarta), ἐμοί (octies, semper 
e in sim arsi) pleniores formae 
n pondere ΜῊΝ dicuntur, ple- 
xumque à v ndentes II 144: 
Los τι — pet πεμέμψατο μέσφα 
06 γ᾽ E Ι * ἐγὼ αὖ τήνω. ΧΙ 
?- — piv δοκεῖ: ut mihi 
: t. IV 30: δῶρον ἐμοί 
ἔλειπεν. ἐγὼ δέ τις εἰμι με- 
ἧς (var. ἐμέν, Ahr. coni. δῶρόν 
ψιν). U 3: ὡς τὸν "ἐμοὶ βαρὺν 
ᾳ φίλον καταδήσομαι ἄ ρα (e 
h. coni. scr., Ahr. c. libris ἐμόν). 
| 3. 49. IV 39. V 126. IX [5.] 
[32. L5 XH 19. XX 15. 91. 
XVII 44. a ipi ri 
XXV 252. ἐπ᾽ luv X 
' ἐμέν Ml 156; VI 37. | XI i 
Γ 44. σὺν ἐμίν XI 65. — 3) en- 
ΦΩΙΝ με, μ᾽ (μοι maxime in 
- .leg. secunda; si in thesi est, 
2s t fere uo in primo hex. pede, 
| (in omnibus pedibus; ter 
& IV δᾶ. VII 19. XXV 986. a) M 
litur verbo εἶναι IV 49: εἴϑ' 
οἰκὸν τὸ λαγωβόλον. 104. VIII 53. 
.IX 9. X 32. XI 51. γίγνεσθαι 
19. aliis verbis U 154: ταῦτά 
"Lexicon Theocriteum. 


T 


— — ἔγωγε 81 


μοι & ξεένα μυϑήσατο. VII 19: καί 
μ᾽ ἀτρέμας εἶπε σεσαρώς. V 113. 
lI 65. 149. 155. ΠΙ 86, IV 1 2. 
58. V 8. 11. 60. VII 45. 128. X 
24. XV δῦ, 35. 39. 66. XX 19. 
XXI 37. XXIII 44. XXV 34. 47. 
177. XXVI 32. 60. XXIX 10. 32. 
additur pf. pass. pro ὑπό XXII 135: 
xal σὺ μὲν ὄμνησαί μοι, ἄναξ. — 
b) pendet ab adi. V 18: (Νύμφας, 
eire μοι ἵλαοί τε καὶ —— 

λέϑοιεν. ΧΙ δ8. — c) dat. est, com- 
modi. vy. ethicus VIII 6: 4άφνι, λῆς 
μοι ἀεῖσαι; Il 1: πᾷ μοι ταὶ δάφναι; 
95: εἶ ἄγε, Θεστυλί μοι χαλεπᾶς 
νόσῳ εὑρέ τι μᾶχος. 63: καὶ 
σύγε μοι τρέσσεις: (A. Fritzschius e 
coni. scr. pro vulg. μὴ τρέσσῃς). 1 61. 


I[ 4, 145. IH 1. VI 33. VII 71. 
103. 118. IX 18. [23. 33] X 14. 
XI 31. 47. XV 55.95. XX 95. 91. 


?28. XXIII 43. 45. XXIV 40, XXV 
236. 276. XXVII 36. 51. Ep. V 
2. — B) dual. νῶεν XII 10: Er 
ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ᾿ ἀμφοτέροισιν 
ἔρωτες] vài. — C) plur. ἡμεῖν (bis), 
ἧμιν (semel); dor. ἁμῖν (septies), in 
erasi χὰμεν (bis); «pev. (XV. τὸ 
Ziegl)s ἁμῖν (ter); aeol. dg ul v). 

) add. verbo síve: V 106: zagiv 
ὩΣ κύων φιλοποίμνιος. | 15. γέγνε- 
σϑαι XIV 21. aliis verbis XXV 179: 
ἐκεῖνος, ὃν ἦμεν ἀκουόντεσσιν ἔειπεν. 
HE 14. 66. VII 11. 126. XIII 3. XV 
17. 59. XXII 147. XXVII 17. XXVIII 
8. — 2) endet ab adiect. vi 13. 
à praep. '» ἁμῖν XVIII 28. πα ἊΨ" 

73. σὺν -- ἁμίν reg ἁ 
ἄμμιν, Ahr. et Ziegl. ὧμιν) VI 2. -— 
3) dat. comm. v. eth. XV 76: φλέβε- 
ται Εὐνόα ἅμιν. | 102: ἤδη γὰρ 
φράσδῃ πάνϑ᾽ ἅλιον ἄμμι δεδυκεῖν:; 
l| 35. V 26. VII 135. 145. X 38. 
XIH 1. XXII 148. 166. 170. — 4) 
ad duos refertur ἁμῖν VII 13. ἁμέν 
V 95. VH 2. uiv XXII 147. 148. 
ἄμμι(ν) 1 16. II 35. VII 126. XXII 
166. 170. ad unum χἁμῖν V 106. 
XIV 27. ἄμωαι(ν) 1 102. Π 14 (Ὁ). 
X38. XV 17. XXVII 17. XXVIII 3. 
ad plures &uiv VII 11. 145. XI 7. 
XIH 1. 3. VII 98. ἅμιν XV 76. 
&pív VII 135. Zu» XXV 179. ἄμ.- 
μὲν 1 66. XV 59. 

ἔγωγε, dor. ἔγωγα equidem Xl 
25: ἠράσθϑην μὲν Cake τεοῦς, κόρα. 
XVI 106: ἄκλητος μὲν ἔγωγε μένοιμέ 

6 


82 ἕδνον — 


xsv. dat. III 28: ἔγνων πρᾶν, ὄκ᾽ 
ἔμοιγε ᾿“μεμναμένῳ εἶ φιλέεις pe | 
οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο (vulg. 
ὅκα μευ, Àhr. et Ziegl. e coni. Gre- 
veri ὅκα uoi). 

ἕδνον donwm nuptiale, dos XXVII 
32: καὶ τί μου, ἕδνον ἄγεις γάμου 
ἄξιον, ἢν ἐπινεύσω; — quodvis do- 
quum XXV 114: ἐκπάγλως ϑαύμαξε 
ϑεῶν τόγε μυρίον ἕδνον | εἰσορόων: 
erat autem donum Apollinis, v. 218. 

éódvóo doto XXII 147: ἡμῖν τοι 
“Λεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε ϑύγατρας. 

ξδος domicilium VII 116: Οἰκεῦντα, 
ξανϑᾶς ἕδος αἰπὺ Διώνας. 


ἔδρα, ἕδρη 1) sella, ϑρόνος XVII 
20: ἀντία δ᾽ Ἡρακλῆος ἕδρα Κενταυ- 
Qoqóvoto | ἔδρυται στερεοῖο τετυγμένα 
ἐξ ἀδάμαντος. — 3) basis XXIII 52: 
τὰν ἕδραν δ᾽ ἐκύλισεν ὑπὲκ ποδὸς ἠδ᾽ 
ἐκρεμάσθη | νεκρός. — 8) sedes XXV 


237: 091 πνεύμονος ἕδρη. — 4) do- 
micilium Ep. XV 9: σοὶ μὲν ἕδρα 
ϑείοισι μετ΄ ἀνδράσι. XVI 12: (x£- 


νεᾶς ἐν πυϑμένι χηλοῦ —,) £»9" αὔη 
σφισὶν ἕδρη, ἐπὴν ἄπρηκπτοι ἵκωνται. 

ἑδριάω sedem. habeo XVII. 18: 
παρὰ δ᾽ αὐτὸν ᾿Δλέξανδρος φίλα εἰ- 
δώς | ἑδριάει. 

ἑδροστρόφος nates celeriter er- 
sans, de luctatoribus XXIV 109: ὅσσα 
δ᾽ ἀπὸ σκελέων ἑδροστρόφοι "Aoyó- 
Qev ἄνδρες | ἀλλάλους σφάλλοντι πα- 
λαίσμασιν. 

ἔδω comedo V 128: κύτισόν τε καὶ 
αἴγιλον αἶγες ἔδοντι. fut. med. ΠῚ 
53: κεισεῦμαι δὲ πεσών, καὶ τοὶ λύ- 


κοι ὧδέ u' ἔδονται. ν. ἐσθίω et 
φαγεῖν. 
ἐδωδά esca XXI 48: (ἐδόκευον) 


ἰχϑύας, ἐκ καλάμων δὲ πλάνον κατ- 
ἕσειον ἐδωδάν. 

ξείδομαι y. εἴδομαι. 

ἐέρση ros II. 106 : ἐν δὲ μετώπῳ Ϊ 
ἱδρώς uev κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν 
ἐέρσαις (Ahr. c. yar. ἀέρσαις), cf. Hor. 
Od. III 3, 56: pluviique rores. 

ἔζομαι, aeol. £oóoue consido, 
sedeo V 3: ἐπὶ woüvav δέ τιν᾽ ἄμφω 
| ἑξόμενοι. ΤΠ 118: ἕζετ᾽ ἐπὶ κλιντῆρι 
καὶ ἑξόμενος cro μῦϑον. 121: ὑπὸ 
τὰν πτελέαν ἐσδώμεϑα. Ep. IV 13: 
ἕξεο δὴ τηνεῖ. 

ἔϑειρα (semper in exitu hex.) 1 
coma, caesaries hominis Y 91: λιπαρὰ 
δὲ παρ᾽ αὐχένα σείετ᾽ ἔϑειρα. — 
2) ἀμίδα leonis ΧΧΥ͂ 344: πυρσαὶ δ᾽ 


ἔϑνος 


ἔφριξαν ἔϑειραι | σκυξζομένῳ. -- 8) 
erista e iuba equorum facta XVI 81: 
ἵππειαι δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔϑειραι. 
XXII 186: ἀμφοτέροις δὲ λόφων ἐπέ- 
vtvov ἔϑειραι. 


ἐθϑειράζω capillum promitto I 34: 
(ἄνδρες) καλὸν ἐϑειράξοντες ἀμοιβα- 
δὶς -— φψεικείουσ᾽ ἐπέεσσι: κόμην 
τρέφοντες, κομῶντες, εὔτριχοι. Schol. 

(£)9éAco (pr. ind. ἐθέλω, ϑέλω; 
i9 iss, ϑέλεις, ueol. ἐθέζης (εἰ. 
XXIX 8; ἐθέλησϑα XXIX 4; ἐϑέλει, 
-0UGLV, (Covzi). ei. ἐθέλῃς, ϑέλῃς, 
aeol. dne XXIX 7; ἐϑέλητε, -ovzi. 
opt. ἐθέλοιμι, τοις. part. ἐθέλων, 9£- 
λοισα. à, ϑέλοντα. — ipf. ἤϑελον, -ε, 
-ον. fut. ἐθελήσει) 1) volo, animum in- 
duco, constituo; libet mihi, opto , de- 
sidero, abs. XXVII 11: (δεῦρ᾽ ὑπὸ 
τὰς κοτίνους.) οὐκ ἐθέλω. c. acc. 
XXV 53: πᾶν ὃ ϑέλεις αἶψα χρέος 
ἐκτετέλεσται. XIV 11. c. inf, acc. 
c. inf. XI 65: ποιμαένειν δ᾽ ἐθέλοις 
σὺν ἐμίν: libeat tibi. XXV 48: 
A)ysinv ἐϑέλοιμί κεν ἀρχὸν Ἐπειῶν | 
εἰσιδέειν: velim. I 189. IIT 40, VIII 
29. XI 26. XVI 28. XX 1. 3. XXIV 
90. XXVII 35. Ep. IV 16. supple- 
tur inf. XIV. 18: ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσθαι 
ἄκρατον | ὧτινος ἤϑελ᾽ ἕκαστος. XV 
41: δάκρυ᾽ ὅσσα »ϑέλεις. VII. 1: 
φαμί τυ νικασεῖν ὅσσην ϑέλω αὐτὸς 
ἀείδων, cf. Plut. Artax. VIII: ot Ἔλ- 
ληνες ὅσσον ἐβούλοντο τοὺς βαρβά- 
ρους ἐνίκων. — XII 21. XXII 117. 161. 
XXIII 45. XXVII 17. XXIX 7. 8. 
XXX 29.30. Ep. XXI 4. — 2) c. 
negat. nolo, non libet mihi XXIX. 4: 
οὐκ ὄλας φιλέειν μ᾽ ἐθέλησϑ᾽ ἀπὸ 
καρδίας. ΧΧΙΧ 8: ὅκα δ᾽ οὐκ ἐϑέ- 
λης τύ, μάλ᾽ ἐν σκότῳ sc. ἄγω ἀμέ- 
ραν (Bergk. pro ἐθέλῃς v. ἐϑέλεις). 
XXI 30. XXIII 22, XXIV 85. XXIX 
8. XXX 30. Ad. 27. 


£9ev, i9év (gen. pron. pers. III) 
1) ἔϑεν — αὑτοῦ XXV 61: (pv- 
Qeiro) ,oUvsutv "Aoysíov τὶς ἔϑεν 
παρεόντος ὄλεσσε | Δηρίον: se prae- 
sente. 159: “προσέειπε “Διὸς γόνον 
ὑψίστοιο | 4ὐγείω φίλος υἱὸς ἔϑεν 
μετόπισϑεν ἰόντα. — 2) ἐθϑέν — 
αὐτοῦ XXV 203: (λὲς χεράιξε — 
Βεμβιναίους,) οἵ ἴ ξϑεν ἀγχόμοροι ναῖον 
ἄτλητα παϑόντες (Ziegl pro vulg. 
oi ξϑεν). 


ἔϑνος grex XVII 11: ἔϑνεα μυρία 
φωτῶν, cf. Od. XI 632: ἔϑνεα — 







νεχρῶν. (de XXV 185 v. 


lemper fere in arsi leg., bis 
cales XXV 80. 173 neque 
r; semel in crasi κεί XIV 
[6] in eynizesi XI 91) D) si 1) 
pr. XV. 89: τί δὲ τίν, εἰ xo- 
$i XIV 58: εἰ δ᾽ οὑτῶς ἄρα 

P ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν, | μισϑοδό- 
derit ἐλευϑέρω οἷος ἄρι- 
XXII 171. — XXIV 67: μηδ᾽ 
ϑεοὶ νοέοντι πονηρόν, | αἰδόμε- 
μὲ κρύπτε. V 18: εἶα λέγ᾽, εἴ 
γεις, οἵ. Verg. Ecl. ΠῚ 52: quin 
$i quid habes, XIV 66. XXV 
.Ep. XXI 2: 3. Ad. 37. — prae- 
um in apodosi XXV 172: γένος 
É μὲν εἶναι ἔφασκεν, | εἰ ἐτεόν περ 
prese. ix Περσῆος. XXI 
δειπνεῦντες ἐν ὥρᾳ, | εἰ μέμνῃ, 
χστρὸς ἐφειδόμεϑ᾽. — deest 
Ἢ 34: (καὶ τὸν ἐν ““ιδᾳ) 
ἐς κ᾿ ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ 
te ἄλλο. VII 4: (Φρασίδαμος) 
"yfrne, δύο τέκνα Πυκωρέος, εἴ 
ἐσθλόν | χαῶν τῶν ἐπάνωθεν: 
obiles, si quid omnino nobile est 
maioribus probis illis et vere an- 
quis". οἵ Ep. XVI 3: A4vaxo£ovroc 
εἶδον ἐν Tío | τῶν πρόσϑ᾽ 
| περισσὸν ὠδοποιοῦ. — εἶ pro 
. V 35: μέγα δ᾽ ἄχϑομαι, εἰ 
s τολμῇς | ὄμμασι τοῖς ὀρϑοῖσι 
τιβλέπεν. — 2) c. ind. ipf. et aor. 
CXV 80: εἴ οἵ καὶ φρένες ὧδε vo- 
tg ἔνδοϑεν ἧσαν, | ἤδει δ᾽ ᾧ τε 
geo d τε καὶ οὐκί," 
ἄν οἵ ϑηρῶν τις ἐδήρισεν περὶ 
. XVI 50. 57. deest ἄν in 
i IL 127: εἰ δ᾽ ἀλλᾷ μ᾽ desire 
ϑύρα εἴχετο μοχλῷ, | πάντως 
ἐλέκεις καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐφ᾽ 
tg (pro χαὶ Ahr. e coni. καὶ. 
44, protasi add. xe II 124: καί 
εἰ μέν κ᾿ ἐδέχεσθε, τὰ δ᾽ ἧς 
α΄ -- εὖδόν τ᾽, εἴ κε μόνον τὸ 
Lov στόμα τεῦς ἐφίλασα (Ahr. e 
M. εὖδόν κ᾽, εἴτε), ubi quae modo 
wa sunt ἦνϑον κἠγών (καί μ᾽ ἐδέ. 
θέ xev) poeta ita continuat, ut 
ovum sententiam condit. inchoet 
lllo xe» retento'; cf. Hl. XXIII 526: 
δέ χ᾽ ἔτι προτέρω γένετο δρόμος 
ἀμφοτέροισιν, τῷ κέν μιν παρέλασσ᾽ 
δ᾽ ἀμφήριστον ἔϑηκεν. — upple- 
| is post compar. ΧΙ 81: 


t 


(gov δὲ διᾶγ᾽ ἢ εἰ... χρυσὸν ἔδω- 
. — 8) c. ind. fut, XXH 68: 






























83 


γνώσεαι, εἴ σευ δῖψος ἀνειμένα χεί- 
λεα τέρσει. IV 48. V 147. suppl. 
fut. XXVII 18: μὴ ᾿πιβάλῃς τὴν χεῖρα, 
καὶ εἴ γ᾽ ἔτι —, χε ἀμύξω, ubi 
εἴ γ᾽ ἔτι  Wordsw. est coni. pro 
εἰσέτι. XVI 18: ἀλλ᾽ εὐθὺς μυϑεῖται" 
ἀπωτέρω εἰ γόνυ κνάμας (pro ἢ γόνυ 
κνάμα e coni scr. A. Fritzschius): 
'(aecipies,) si genu tibia remotior 
ert ἢ. e. nunquam'. — in apod. 
optativus leg. VII 109: εἰ δ᾽ ἄλλως 
ψευσεῖς, κατὰ μὲν χρόα πάντ᾽ ὀνύ- 
χεσσι | δακνόμενος κνάσαιο (e coni, 
ΒΟΥ. pro ψγεύσεις, νεύσοις, νεύσαις). 
deest verbum XIV 66. XXI 65 (var. 
praes.). Ep. VI 1. — 4) c. ci. aor. add. 
xsv XXV 6: (τὸν γάρ φάσι μέγιστον 
ἐπουρανίων κεχολῶσθαι.) εἴ κεν ὁδοῦ 
ξαχρεῖον ἀνήνηξαί τις ὁδίτην. — 5) 
c. opt. a) sine apodosi optantis est 
add. γάρ XII 17: εἰ γὰρ τοῦτο, πά- 
rto Κρονίδη, πέλοι, εἰ γάρ, ἀγήρω | 
ἀθάνατοι, γενεῆς δὲ διηκοσίῃσιν 
ἔπειτα | ἀγγείλειεν ἐμοί τις ἀνέξοδον 
εἰς ᾿Αχέροντα. — b) cum apodosi: 
a) opt. c. xev XVIII 21: ἡ μέγα κέν τι 
τέκοιτ᾽ εἰ ματέρι τίκτοι ὁμοῖον. XXIX 
10. XIV 50 (xe; cuius locum tenet 
opt. XXVI 28. ipr. XV 70. ind. fut. 

ΠῚ 10. — f) ipf. (de repetitione rei 
praeteritae) ΧΠῚ 10: χωρὶς δ᾽ οὐδέ- 
ποκ᾽ ἧς, οὔτ᾽ εἰ μέσον ἅμαρ ὄροιτο, 
ovrt ... XXH 188. — ΠῚ »wm 1) in 
quaestione simpliei indirecta a) c. 
ind. XXV 179: (εἶπ᾽ ἄγε νῦν μοι ---,} εἰ 
σύγ᾽ ἐκεῖνος (sc. εὖ. III 98: ἔγνων 
πρᾶν Ox ἔμοιγε μεμναμένω εἰ φι- 
λέεις με: *num tu me amares', suppl. 
verbum XXV 103: εἰ σεῦ περ, ὄφε- 
τέρησιν ἐνὶ φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι (ex 
Ahr. coni. scr. pro ὡσεί περ). b) opt. 
c, xe VII 50: ὅρη φίλος εἴ τι κ᾽ 
ἀρέσκοι (var. εἴ τὶ ἀρέσκει, εἴ τοι 
ἀρέσκει): “εἰ forte placeat; οἵ, Od. 
XII 113: ἐνίσπες, εἴ πως ὑπεκπροφύ- 
you, τὴν δὲ κ᾽ ἀμυναίμην. — ὦ 
am post — praeter. XXV 215: 
(ὁλοὸν τέρας ἐσποπίαξον,) εἴ μὲν ἐσα- 
ϑρήσαιμι πάρος τί μὲ κεῖνον ἰδέσθαι. 
— 9) im quaestione disiunctiva Ep. 
XIV 1: γνώσομαι εἴ τι νέμεις dya- 
ϑοὶς πλέον ἢ καὶ ὁ δειλὸς | ἐκ σέϑεν 
ὡσαύτως ἶσον, ὁδοιπόρ᾽, ἔχει. --- ΠῚ 
Adduntur particulae: 1) εἴτε (εἴ r£) 
— εἴτε à) sive — sive, c. ind. praes. | 
123: ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ 
ὥρεα μαχρὰ Λυκαίω, | εἴτε τὖγ᾽ 
ἀμφιπολεῖς μέγα Μαίναλον, ἔνϑ᾽ ἐπὶ 

6* 


" 


84 εἶα — εἰμέ 


νᾶσον. VII 105. XXII 73. XXX 29. 
€. ind. perf. pro praes. Π 44: εἴτε 
γυνὴ τήνῳ παρακέλλιται εἴτε καὶ 
οὐκί. --- b) wirum — an, in quae- 
stione indirecta II 150: κείτε νιν 
αὖτε γυναικὸς ἔχει πόϑος εἴτε καὶ 
ἀνδρός, | οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρεκὲς ἴδμεν. 
ΧΧΥ 118: (ἕνα γνώω κατὰ ϑυμόν,) 
ἥρως, εἴτ᾽ ἐτύμως μαντεύομαι εἴτε 
καὶ οὐκί. — 9) «e (xal εὖ et si XIV 
50. si xe etiamsi XXVI 28. οὐδ᾽ 
εἰ, μηδ᾽ si ne tum quidem si VIH 
10. XXIV 67. — 3) εἴ ys si quidem 
XXVII 18 (ci.). — 4) εἴ περ v. πὲρ. 
— 5) ὡσεί veluti. XII 8: καί yy 
πάντ᾽ ἐδίδαξε, πατὴρ ὡσεὶ φίλον υἱέα, 
cf. Od. XVII 111: (με κεῖνος) £vàv- 
κέως ἐφίλει, ὡσεί τε πατήρ £Óv víOv. 
itemque deest praedicatum XVI 82. 
XXV 89. at XXV 163 pro ὡσεί περ 
nunc leg. δἰ σεῦ περ; v. I 1). 

εἶα eia (παρακελεύσεως ἐπίρρημα. 
Hesych.) V 178: εἶα λέγ᾽, εἴ τι λέγεις. 
add. ἄγε i 95: eb ἄγε, Θεστυλί μοι 
χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι μᾶχος (vulg. 
εἰ δ᾽ ἀγε), cf. Verg. Aen. IV 569: 
eia age, rumpe moras. 

siduevi, locus depressus ideoque 
irriguus XXV 16: (πολυειδέα ποίην) 
λειμῶνες ϑαλέϑουσιν ὑπόδροσοι εἴα- 
μεναί τε (Ahr. et Ziegl c. Call. 
steuevat). 

tie v. ἔαρ. 

εἰᾶρινός vernus Ep. IV 9: εἰαρι- 
vol — | κόσσυφοι ἀχεῦσιν ποικιλό- 
τραυῖα μέλη. 

εἶδαρ cibus XV 115: εἴδατα à* 
ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαϑάνῳ πονέονται. 

εἴδομαι, ἐείδομαι videor XXV 
58: ὥς που καὶ βασιλεῦσιν ἐείδεται 
ἐν φρεσὺν ἥσιν | αὐτοῖς κηδομένοισι 
σαώτερος ἔμμεναι οἶκος. XIII θ0: 
παρεὼν δὲ μαλὰ σχεδὸν εἴδετο πόρρω 
(ὁ παῖς). 

εἰδος habitus corporis VI 34: οὐδ᾽ 
εἶδος ἔχω κακόν, ὥς με λέγοντι. XXV 
40: οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπιπρέπει. 
de hiatu, qui vocatur, cf. Il. III 55: 
ἥ τε κόμη τό τὲ εἶδος. 

εἶϑαρ statim, illico XXV 218: 
περὶ δ᾽ ἰὸν ἐχέστονον εἶϑαρ foa. 
apud Hom, semper posterior syllaba 
in arsi est. 

εἴϑε v. αἴϑε. 

εἰκάξω v. νυστάζω. 

εἴχἄτι (dor. pro εἴκοσι) viginti V 
86: ταλάρως σχεδὸν εἴκατι πληροῖ. 
IV 10: εἴκατι --- μᾶλα. XIV 44 (sc. 


ἡμέραι). — XV 139: “Ἕκτωρ ἱἙκάβας 
ὃ γεραίτερος εἴκατι παίδων: τῷ ἀρ- 
τίῳ ἀριϑμῷ ἀποκέχρηται. Ὅμηρος 
δὲ (IL XXIV 496) ἐννεακαίδεκα λέ- 
γει. Schol. 

εἰκῇ temere, sine consilio XXII 14: 
κρέμαται δὲ σὺν ἱστίῳ ἄρμενα πάντα | 
εἰκῇ ἀποκχλασϑέντα. 

εἰχοσάμηνος qui viginti mensium 
δὲ Ep. XXV 3: ποϑέουσα τὸν tíxo- 
σάμῃνον ἀδελφόν. 

εἴκοσι viginti XVI 51: Ὀδυσεὺς 
ἑκατὸν τὲ καὶ εἴκοσι μῆνας ἀλαϑείς. 

εἰκών simulacrum, imago Ep. XXV 
4: Avowo£ovrog εἰκόν᾽ εἶδον ἐν Τέῳ. 

Εἰλεΐϑυια Ilithyia, Lucina dea, 
quae parturientibus opitulatur XVII 
60: ἔνϑα γὰρ Εἰλείϑυιαν ἐβώσατο 
λυσίξωνον | Δἀντιγόνας ϑυγάτηρ βεβα- 
ρημένα ὠδίνεσσιν. XXVII 28: ὠδέ- 
νειν τρομέω᾽ χαλεπὸν βέλος Εἰλειϑυίης. 

εἰλεύς latebrae, Jurgustium, un 
brou (ἀπὸ τοῦ τὰ ἑρπετὰ ἐν αὐτῷ 
εἴλεῖσϑαι. Schol) XV 8: ἐπ’ ἔσχατα 
γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθών | εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν 
(e coni. Ahr. scr. pro vulg. ἐλεόν.) 

εἰλέω, siÀÉc, pass. 1) contraho 
me, de leone ad insiliendum se pa- 
rante ,XXV 245: κυρτὴ δὲ ῥάχις γέ- 
vev' ἠῦτε τόξον, | πάντοϑεν εἰληϑέν- 
τὸς ὑπὸ λαγόνας ve x«l ἰξύν, cf. ll. 
XX 168: ἐάλη χανών. — 2) volvor 181: 
(ἁ δὲ κατ᾽ αὐτόν) καρπῷ ἕλιξ slAsi- 
ται ἀγαλλομένα κροκόεντι: secundum 
ipsam hederam claviculae hederae 
volvuntur (serpupt). 

εἰλίπους dedes inter. eundwm tor- 
quens XXV 98: σηκοὶ δὲ βοῶν ῥεῖα 
πλήσϑησαν | εἰλιπόδων. — subst. ὁ 
εἰλίπους XXV 181: πᾶσιν δὲ μετέ- 
πρέπον εἰλιπόδεσσιν. apud Hom. non 
exstat. 

εἱλιτενής qui se volvens extendi- 
tur XII 42: καὶ $9«1iovra σέλινα 
καὶ εἰλιτενὴς (var. ,εἰλιτονὴς) ἄγφω- 
στις: ἡ συνεστραμμένη, καϑὸ εἴλεῖται 
ἐπὶ μῆκος καὶ περιπλέκεται τοῖς φυ- 
τοῖς κισσοειδῶς. Schol. 

ELLO (ubique pl. εἵματα) vestis 
XXIV 138: εἵματα δ᾽ οὐκ ἀσκητὰ 
μέσας ὑπὲρ ἕννυτο χνάμας. XXVII 
52: εἵματα καλὰ μιαέίνεις. XXI 13. 
XXIII 40. 56. 

tiu (pr. ind. εἰμί, aeol. ἐμμέ (bis 
XX 19. 32); ἐσσί, si (1), ἐστέ; ἐστόν; 
dor. εἰμές; εἰσίν (1), ἔᾶσι (8), dor. 
ἐντί. formae encliticoae εἰμί, ἐστί, 
εἰσί carent enclisi post paroxytona, 




























5 Bp. syllabam — V 92 
brincipio versus aut ——— 
VII 58. — ἔστε in hex. 
ei s exstat, in arsi aut primi 
n iti pedis, praeter ἔστ᾽ VII 
| 146; in carm. aeol XXIX 
jin exitu versus ante consonas 
wA ante vocales ἐστιν XXVII 
I 39 (ἐστε A. Fritzschius). — 
or. ὦμες XV 9. — opt. εἴην, 
Hermae in exitu hex. — 
€. — inf. εἶναι, dor. 
der opone in exitu hex., 
pes, ἔμμεν: ἔμεν 
— 


ὧν, ὧν «(9), 
ἐόντι (1), ἐόντα, — (2; dor. εὖντα 
1. ἐόντων, ἐοῦσιν (Ὁ) [οὖσι (1)]. 

f. dor. εὖσα (1), ἐοῖσα (1), ἐοῖσαι 
XXVII 16. — ipf. 
fede (3); ἦν, dor. ἧς, ἔην (3), 


(D. ἤσϑην (1) dor. 
ἢ, Pes (D ἦσαν (2), ἔσαν (3), 
: XII 15. — fut. ἔσῃ (1); 


dej (1); — ἔσσετ᾽ (2), 
σται (1), dor. ἐσσεῖται (1); ἔσσοντ᾽ 
ἔσεσθαι (1). part. ἐσσομέ- 
(0) 1) rivo. ΧΥ͂Π 137: δοκέω 
ἢ οὐκ ἀπόβλητον | φϑέγξομαι 
J steris, ut ἐσσομένοισι 
Dus apu Hom. — 3) exsisto, il 
rcm II 48: ἱππομανὲς φυτόν 
mao ᾿ἀρκάσι. ΧΙ 46: ἐντὶ δά- 
τηνεῖ, * ῥαδιναὶ κυπάρισσοι," ! 
κισσός, for ἄμπελος & 
àv D^ 0c, cm P ens 
ς τι ὄνομ᾽ εἴη 

: XXVII 4. XXI 34. XXIV 

xii 15: 5 δὰ τότ᾽ 
ὕσειοι πάλιν ἄνϑρες. VI 
γαλάνα. XIV 11: ἧς πό- 
VII 1: ἧς χρόνος ἁνίκ᾽ : 
& quondam tempus quum'. cf. 
16. XXIV 84: ἔσται δὴ τοῦτ᾽ 
— XXV 96: ἔσθ᾽ ὅτε 
XVI 13: ἔσσεται οὗτος 
iu. e Il. VI 448: ἔσσεται 
9 ὅτ᾽ ἄν. — ovx ἔστι c. inf. XXIV 
8. XXIX 29. — 3) c. dat. est mihi, 
abeo IV 49: εἴϑ᾽ ἦν μοι δοικὸν τὸ 
* »w, cf. X 32. V 10: οὐδὲ 


τως ao τῷ — ἧς τι 


ἴ οἵ καὶ φρένες 
ἔνδοϑεν dus Y 104: ἔστι δὲ 
[  qevióg κυπαρίσσινος, ἔστι δὲ κρα- 
je. V 106. VII 52. VIII δ4. ΙΧ 
E 51. καί 64. E 9. XXV 

— 7 (dat. suppl). — e. gen. 
Ls Lt ᾿ 


12: ἃ ποίμνα và Θουρίω 


εἰμέ i 


ἐστὶ Σιβύρτα, cf. 74. — 4) c. praep. 
ix oriundus sum XXV 172: γένος δέ 
mv εἶναι ἔφασκεν — ἐκ Περσῆος. 
88: οὐ σέγε φημὶ κακῶν ἔξ | ἔμμεναι. 
— δὴ) versor alicubi, c. praep. et 
adv. XXV 211: ὅϑι Jig Te». XIII 


10: χωρὶς δ᾽ οὐδέποκ᾽ ἧς. 166: xà 


»» T* 


ποκ᾽ ἄρ᾽ 7090s; XXII 130: ϑανάτου 
σχεδὸν ἦεν. XVII 69. lI 76: εὖσα 
tos. κατ᾽ & μαξιτόν͵ & τὰ Λύκωνος. 
198: ὦ Ilày Πάν, ᾿εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ 
dera μακρὰ Δυκαίω. Vi 111: 
δ᾽ Ἠδωνῶν μὲν iv deci χεί 
μέσσῳ | Ἕβρον πὰρ ποταμόν. VI 
109: ἀεὶ Χαρίτεσσιν ἄμ᾽ εἴην. XIV 
29: πόσιος — ἐν βάθει ἦμες. XV 
18: ἐν καλῷ εἰμές: (in) tuto. 14: ἐν 
καλῷ εἴης: sis tuto h. e. εὐδαιμο- 
νοίηῆς. XXII 6: ἀνθρώπων σωτῆρας 
ἐπὶ ξυροῦ ἤδη ἐόντων. XVIII 37. 
XXVIII 16. — 6) sum, praedicatum 
efficit a) c. subst. VII 105: six" ἔστ᾽ 
ἄρα Φιλῖνος. XV 91: Κορένϑιαι εἰμὲς 
ἄνωθεν. V 65: ἔστι δὲ cg τον 
XIV 24. XVI 6: ᾿Ιϑηναῖος δ᾽ ἔφα 
εἶμεν (var. ἦμεν). VII 13: ἧς δ᾽ 
αἰπόλος. 977: φαντί τυ πάντες] εἶμεν 
συριγκτάν (A. Fritzsch. scr. e coni. 
pro ἔμμεναι, Ahr. ἔμμεν, Ziegl. ovo. 
ἔμεναι). ef. IV 30. V 68. XI 5. 
XXII 170: ἄμφω δ᾽ ἄμμιν ἀνεψιὼ 
ἐκ πατρὸς ἐστόν. XXVII 48: πατὴρ 
δέ τοί ἐστι Μενάλκας. XXII 162: 
ἀγαϑοῖς πολέες βούλοιντό xr πενϑε- 
eol εἶναι. XV 9. XVI 8. 97. XX 
32. XXI 33. XXV 128. XXVII 29. 
— XVIII 48: '"Eiévag φυτὸν elu. 
VII 43: ἐσσέ! | — κεκασμένον ἐκ Διὸς 
ἔρνος. XXIV 76: σέβας δ᾽ ἔσῃ 40 
γείαισιν. ἵ 108: Ζάφνις xn δα 
κακὸν ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι. ΤΙ 90: 
ὄστι᾽ ἔτ᾽ ἧς καὶ δέρμα. — XIX 6: 
{(ευτϑόν) ϑηρίον ἐστὶ ΜΕΝΟΝ XIV 
52: χῶτι τὸ φάρμακόν ἐστιν ηχα- 
γνέοντος ἔρωτος | οὐκ οἶδα, cf. eum 
33. VII 129: (ro λαγωβόλον) ξεινήιον 
ὦπασεν εἶμεν (var, ἡμεν). Υ 109: 
ἐντὶ γὰρ ἄβαι (αἴ ἄμπελοι). ΧΥ͂ 96: 
ἕρπειν doe x εἴη. V 21. XXVII 9. 


ves 


Ep. XXIV 2. — δ) c. adi. οὐ pron. 
XXVII m εἰμὶ à hts. XX 19: 
οὐ καλὸς ἐμμέ; οἵ. VII XIV 25. 


XXIII 15. Ill 8: ἦ δά γέ τοι σιμὸς κατα- 
φαίνομαι ἐγγύθεν εἶμεν (var. ἦμεν), 
II 40: ὃς μὲ τάλαιναν | «vrl. γυναι- 
xóg ἔθηκε κακὰν καὶ ἀπάρϑενον 
εἶμεν (Ahr. pro vulg. Jen XXVI 
29: εἴη δ᾽ ἐνναέτης. IV 86: πῦρ 


86 εἶμι — -εἰνόδιος 


μέν τοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυχον ἔστω. 
XVII 18: ἐκ πατέρων οἷος μὲν ἔην 
τελέσαι μέγα ἔργον. ΧΙ 4: εὑρεῖν δ᾽ 
οὐ ῥάδιόν ἐστι. V 95: τάδ᾽ ἔσσεται 
ἐξ ἴσου ἁμίν. 111. 8ὅ. II 5. 92. 124. 
154. 1Π 39. IV 52. V 75. 11. 19. 92. 
137. VI 2. VII 86. VIII 3. 13. 26. 
IX [33.] X 28. 28. 43. XII 28. XIII 
3. 67. XV 89. 94. XVIII 10. XIX 7. 
XXI 30. 40. 64. XXII 58. 134. XXIII 
28. 29. 30. 32. XXIV 181, XXV 117. 
119. 125. 131. 190; 274. XXVII 18. 
43. XXIX 2. XXX 18. Ep. XI 4. XII 
3. XXI 3. XXII 2 (síg). c. compar. 
eb superl XXIX 26: πέρυσιν ἦσϑα 
νεώτερος. IV 41: αὔριον ἔσσετ᾽ ἄμει- 
νον. ΧΧΧ 18: ἀλλοσύνας τί ἔσχατον 
ἔσσεται (cod. ἔσεται); 1l 18, IV 9. 
XI50. XVII 116. XXV 38. 59. XXVII 
49. XXX 11 (ci). Ep. XIII 4. — c. 
pron. XI 79: κήγών τις φαίνομαι εἶμεν 
(Ahr. pro ἦμεν, ἦμες, vulg. εἶναι). 
XXII 54: χαῖρε ξεῖν᾽, ὅτις ἐσσί, X 5: 
ποῖός τις — ἐκ μέσω ἄματος ἐσσῇ: 
IV 55. V 75. XX 81. XXIH 4. XXV 
41. 116. — 7) coniugationem q. v. 
periphrasticam efficit c. part. perf. 
XXV 12: χωρὶς δὲ σηκοί σφι τετυγ- 
μένοι εἰσὶν ἑκάσταις, cf. XXIV 188. 
ΧΠῚ 14. VII 67: χὰ στιβὰς ἐσσεῖται 
πεπυχασμένα ἔστ᾽ ἐπὶ πᾶχυν. aor. 
XXVII 2: μᾶλλον ἐλοῖσ᾽ Ἑλένα τὸν 
βουκόλον ἐστὶ φιλεῦσα. praes. XXV 
218: οὐδὲ μὲν ἀνθρώπων τις ἔην ἐπὶ 
βουσὶ καὶ ἔργοις | φαινόμενος. --- 8) 
partieipium plerumque appositio est 
substantivi aut pron. II 119: (ἦνϑον 
κἠγών) ἢ voívog ἠὲ τέταρτος ἐὼν φί- 
λος: "binos ducens ternosve sodales'. 
V 36: 0v ποκ᾽ ἐόντα | παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐγὼν 
ἐδίδασκον. ΧΙ ὅ: γινώσκειν δ᾽ οἶμαι 
τυ καλῶς ἰατρὸν ἐόντα. XXVIII 16: 
σε — ἀμμετέρας ἔσσαν dm) χϑόνος. 
II 76: εὖσα μέσον κατ᾽ ἀμαξιτὸν — 
εἶδον. II 64. VIII 64. 93. XVII 58. 
XX 3. XXVI 2. Ep. ΧΙ 3. — XI 34: 
οὗτός, τοιοῦτος ἐών. — VII 78: ἔδεκτο 
τὸν αἰπόλον εὐρέα λάρναξ | ζωὸν ἐόντα. 
XVII 69: ΦΖωριέεσσι — ἐγγὺς ἐοῦσιν. 
XXII 6: ἀνϑρώπων σωτῆρας ἐπὶ ξυροῦ 
ἤδη ἐόντων. Il 3. XXIV 1. — add. καί 
VIII 52: ὥς Πρωτεὺς φώκας, καὶ ϑεὸς 
ὦν, ἔνεμεν. περ XXII 97: παῖδα Πο- 
σειδάωνος ὑπερφίαλόν περ ἐόντα. 
XXIV 100. XXV 100. .147. 197 (gen. 
abs. ?). καὶ — πὲρ 1 44: (of) καὶ 
πολιῷ περ ἐόντι. XXII 153. καίπερ 
Ep. XI 6. suppl. subst. aut pron. 


IX 27: πέντε ταμὼν πέντ᾽ οὖσιν (sc. 
ἡμῖν). XXV 100: οὔτις ἕκηλος ἀπει- 
ρεσίων msg ἐόντων | εἵστήκει (sc. dv- 
ϑρώπων.. — partic. pendet a verbo II 
100: κἠπεί κά vw ἐόντα μάϑῃς μόνον. 
εἶμι (pt. ind. εἶσιν, ἴᾶσι. οἱ. ἴομεν. 
opt. ἴοις, ἴοι. ipr. ἴϑι, [9᾽ (1), ἴτε. 
part. m. ἐών, ἰόντος, -α, -εβ, -ας. 
ἰοῖσα, -αι. τι. ἰόντων; formae vu . 9 
plerumque sunt in exitu hex. — ipf. 
ἤισαν. — de Med. ἐοέμαν' v. ἵκνέομαι.) 
eo, incedo, me confero, venio, feror 
1) de animantibus: deis, hominibus, 
animalibus a) abs. Ep. VIII 2: χει- 


᾿μερέης μεϑύων μηδαμὰ νυχτὸς ἴοις. 


maxime ipr. e& partic. VIII 51: i9" 
tQ καλέ καὶ Aye “Μίλων. XV 21: 
ἀλλ᾽ i91, τὠμπέχονον — Acfev. 1127: 
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε, λήγετ᾽ 
ἀοιδᾶς — 1 131. 137. 142. — XXII 
18: ἰὼν ἐκαλέσσατο πάντας, cf. V 121. 
XI 22. XIV 37. XXV 84. 141. II 77: 
εἶδον Δέλφιν ὁμοῦ τε καὶ Εὐδάμιππον: 
ἰόντας. XV 41: οὐδεὶς κακοεργός 
δαλεῖται τὸν ἰόντα. — b) c. adv. loci 
et praep. XVI 8: γυμνοῖς ποσὶν oi- 
καδ᾽ ἴασι. XXV 186: πρῶτοι voíys 
μάχηνδε κατὰ χροὸς ἤισαν ὀσμήν (e 
coni. Mein. et Cobet. ser. pro 7s6ev 
v. ἥκεσαν)ὴ: boves. 1 151: ὧδ᾽ ἴθι, 
Κισσαίϑα. XXV 160: (μὲν προσέειπε) 
Αὐγείω φίλος υἱὸς ἔϑεν μετόπισϑεν 
ἰόντα. 9229: καὶ βάλον ἄσσον ἰὄντος 
ἀριστερὸν ἐς κενεῶνα. 1 112: Zhio- 
μήδεος ἄσσον ἰοῖσα. XVII 28: ἐπεὶ 
δαίτηϑεν ἴοι --- φίλας ἐς δῶμ᾽ ἀλόχοιο. 
VII 80: νιν αἵ σιμαὶ λειμωνόϑε φέρ- 
βον ἰοῖσαι | κέδρον ἐς ἀδεῖαν μαλα- 
κοῖς ἄνϑεσσι μέλισσαι, cf. Il. IL 81: 
ἔϑνεα εἶσι μελισσάων ἀδινάων. — 
XXIV 62: πάλιν δ᾽ ἐς λέκτρον ἰών. 
ΧΧΥ 108: ἐπὶ πάντας ἰὼν ϑηεῖτο 
βοαύλους. 60: ἀλλ᾽ ἴομεν μάλα πρός 
μιν. — 2) de rebus XXV 89—92: 
ὡσεὶ νέφη ὑδατόεντα, | doom τ᾽ 
ἐν οὐρανῷ εἶσιν... .. τῶν μέν v 
οὔτις ἀριϑμὸς ἐν ἠέρι γίνετ᾽ ἰόντων. 
met. XXV 65: ἂψ δ᾽ ὄκνῳ ποτὶ χεῖ- 
λος ἐλάμβανε μῦϑον ἰόντα. 
εἰν v. ἐν. 


εἰνάλιος maritimus XXI 39: κατ- 
ἔδαρϑον iv εἰναλίοισι πόνοισιν. 

εἰνόδιος qui in via versatur, via- 
rum viatorumque tutor XXV 4: 'Eo- 
μέω ἁξόμενος δεινὴν ὄπιν εἰνοδίοιο, 
cf. Od, XV 319: Ερμεέαο ἕκητι δια- 
κτόρου. 



































xor (aor. ind. ἔειπα. (0 εἶπες; 
, εἶπε, in crasi κεῖπε. οἱ. εἴπῃ (1). 
tox τοῦ (1). ipr. εἰπέ (eim, 
"si xeiq ^), εἶπον (1); εἴπατε (1). 
semper in exitu hex. — 
πα ὄντα (1). — qnasi di- 
atus XY 4) pe i 
ἃ) a post orat. 
m XXII 181: εἶπε, rà δ᾽ οὐκ 
! ϑεὸς μεταμώνια 9ή- 
. ante or. rectam 1 77: jv9 'Eo- 
'πράτιστος ἀπ᾿ ὥρεος, εἶπε δέ" 
197. X 45. add. ὅ ὅτι II 101. inseritur 
rectae XIV 22: “ὡς cogoc', εἶπε, 
gaxr : inquit. XV 77. XXVI 19. 
r. V 9: εἰπέ, Κομάτα. XXII 116. 
Ξ 11: πάρα μυρία εἰπεῖν. — 
€. nb Π 138: eg ὃ μὲν εἶπεν. 
VI 11. XV 62 - 189: ὡς εἰπών et 
XIII 49: ὧδ᾽ εἰπών in introitu ver- 
. XII 14 (ὡς). — c) c. dat. ante 
. rectam XIII 51: ναύταις δέ τις 
tv ἑταῖρος VII 19. Ad. 17. — d) 
Aec. rei, pron. et adi. I 138: τόσσ᾽ 
εἰπών. ΥἹ 43. VIL 90. XXVI 18: τόδ᾽ 
ἔειπε. XVI 13: τίς εὖ εἰπόντα φιλή- 
σεις: 1Π|31: εἶπε — τἀληϑέα. XVII 
XV 38: rovro κάλ᾽ εἶπες (var. 
εἶπας). subst. XXV τι: ἔπος δ᾽ ὅγε 
᾿ τοῖον ἔειπεν. X 37: τὸν μὰν τρόπον 
à! * γα εἰπεῖν. — e) τινέ τι XXII 
, (& ἐροισινὶ αὐτὸς ἐγὼ τ τάδ᾽ 
B. vd. ed 179: ἐκεῖνος, ὃν ἧμιν 
ἀκχουόντεσσιν ἔειπεν. || 149. XX 19. 
49. Ep. XVI 9. suppl acc. 
88. subi. quaestionis praemitti- 
CIV 58: εἴπ ,, ἄγε μ᾽ ὦ Κορύδων 
γερόντιον ἡ δ᾽ ἔτι μύλλει, ubi A. 
, hius commate post Kogvóov 
posito τὸ γερόντιον nom. esse vult, 
. tamen Π, ΠῚ 192: gin ἄγε μοι 
τόνδε, φίλον τέκος, ὅστις ὅδ᾽ ἐστί. 
— τ e. praep. ΧΙ 68: οὐδὲν πήποχ᾽ 
EL φίλον εἶπεν ὑπέρ μεῦ, 
ze e, gen. XV 25: ὧν ἴδες, ὧν 
ες καὶ ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι pro 
| ἃ εἶδες τούτων: 'quàe contemplata 
68, de his etiam potes narrare"; cf. 
δὰ XI 174: εἰπὲ δέ μοι πατρός τε 
ἜΝ ees — h) τινά τε Ep. XIII 1: 
ἄσκεο τὴν θεὸν εἰπών | οὐρανίην. — 
1) wequ. sententia secundaria Ep. XX 
ἐξεπόνασεν εἶπ᾽ ἀέϑλους. 
211: εἶπον τί τὸ καινόν; IV. 1. 
V τ: ἴδει μόνον ὧτινος εἰπεῖν: 
ἷ χάριν $ οἶνος ἐχεῖτο. Gloss. IV 
58: εἶπ᾽ ἄγε — τὸ γερόντιον ἡ δ᾽ ἔτι 
μύλλει. XXV 111: sim ἄγε νῦν μοι -- 


εἶπον -- εἰς 51 


εἰ evy ἐκεῖνος. 181: εἰπὲ δ᾽ ὅπως 
ὀλοὸν τόδε ϑηρίον αὐτὸς ἔπεφνες. — -- 
iu 149: κεῖπέ μοι ἄλλα τε πολλὰ καὶ o ὡς 
ἄρα ,délgis ἐρᾶται. TIT 31: εἶπε καὶ ἃ 
eaa τἀληϑέα — οὔνεκ᾽ ἐγὼ μέν ᾿ τὶν 
ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ μευ λόγον οὐδένα 
ποιῇ. ll 101: κεῖφ᾽ ὅτι Σιμαίϑα rv 
καλεῖ. — 2) impero Ad. 41: εἶπέν τε 
τοῖς Ἔρωσι | τὰ δεσμά of ᾿πιλῦσαι. 


εἴρϊον, £giov lana velleris V 50: 
ἡ μὰν ἀρνακίδας τε καὶ εἴρια ΤᾺΝ 
πατησεῖς. 36: τίς τρίχας ἀντ᾽ ἐρέων 
ἐποκίξατο: 


εἰροπόκος laniger VIII 9: ποιμὴν 
εἰροπόκων ὀίων, cf. IL. V 138: ποι- 
uim ἀγρῷ ἐπ᾽ εἰροπόκοις óítocw. 


εἷς (m. εἷς . Plerumque in introitu 
Versus; ἑνός: ἕνί (1); ἕνα, ἕν᾽, f. μίὰ; 
μεῆς (1); μεῇ (1), μεᾷ (1); μέαν; lev (1). 
n. 860]. £v. ci. X 12; £v) 1) unus 
XV 95: πλὰν ἑνός. VII 71: àvo ποι- 
μένες, εἷς uiv ᾿᾿χαρνεύς | εἷς δὲ “υ- 
κωπίτας. ΧΧΠ 65: εἷς ἑνὶ χεῖρας 
ἄειρον ἐναντίος * ἡ καταστάς. XVI 
101. Ep. XXII 2: ἀπὸ τῶν πολλῶν 
εἶμι —— — 32) wnus (non 
lures), unicus, solus XI 33: εἷς δ᾽ 
—— ἔπεστι (var. ἧς v. ἧς). 82: 
(ὀφρῦς) μέα μακρά. XIII 38: πολλοὶ 
δὲ μίαν στορέσαντο χαμεύναν, cf. XXII 
30. XIII38: μέαν ἄμφω ἕταϊῖροι ἀεὶ δαί- 
νυντο τράπεξαν. ΧΧΥ 8: οὐ πᾶσαι βό- 
σκονται ἴαν βόσιν οὐδ᾽ ἕνα χῶρον. VII 
125. XVII 85(ci). XXV 116.251. XV H 
23. XXIX 12. c. artic. XI 36: ἃ uéa 
xoa. 53: τὸν ey" ὀφϑαλμόν. VI 99: 
τὸν ἐμοὶ τὸν ἕνα γλυκύν (sc. ὀφϑαλ- 
nón. c. praep. εἰς XXII 27: πέτρας 
εἰς ἕν ξυνιούσας: in unum, XVIII 7: 
πᾶσαι ἐς Tv μέλος ἐγκροτέοισαι. Vl 1: 
εἰς ἕνα χῶρον 1 τὰν ἀγέλαν — συν- 
ἄγαγον. c. negat. XXIII 3: καὶ οὐδὲ 
f» ἅμερον εἶχε. — 3) unus et idem, 
c. dat. XVIII 19: Z«vog τοι ϑυγάτηρ 
ὑπὸ τὰν μέαν ἵκετο χλαῖναν. XVII 
68: ἐν δὲ μιᾷ τιμᾷ Τρίοπος καταϑεῖο 
κολώνᾳ (Ahr. Τρίοπον κατϑεῖο xo 
iavav), cf. Il. IX 319: ἐν δὲ μιῇ τιμῇ. 
— XX 89: (Σελάνα) λάϑριον ἂν νάπος 
ἦλθε καὶ εἰς ἕνα παιδὶ κάϑευδε (Ahr. 
e coni, V oesii et Reiskii εἰς ὁμὰ, vulg. 

, δὰ). — ,A) singuli XXII t 
ἅλις νέκυς ἐξ € ἑνὸς οἴκου | εἷς, cf, Od. 
XXII 117: τόφρα μνηστήρων ἕνα γ᾽ 
αἰεὶ — βάλλε τιτυσχόμενος 

εἰς, ἐς (1) εἰς, quater in crasi κείς, 
quadragies ter leg. maxime in prima 


88 


et quinta hex. arsi; si est in thesi, in 
quarto plerumque pede. — 2) ἐς cen- 
lies sexies, si m arsi est, in omnibus 
hex. pedibus leg. excepto tertio, si 
in thesi, plerumque in tertia. — praep. 
sequitur casum II 67. XVII 42; inter 
adi. et subst. interponitur novies, inter 
subst, et adi. octies.) I adv. in tmesi 
XVI 106. v. εἰσκαλέω. — ΠῚ praep. 
c. acc. in, ad, usque ad, versus 1) de 
loco 8) cum verbis motum significan- 
tibus ΠῚ 43: τὰν ἀγέλαν — «ye Me- 
λάμπους | ἐς Πύλον. XIV 68: εἰς 
Αἴγυπτον. 28. 93. VII 652. 61. 
XIII 19. XV 61. XVIII 17. XXVI 25. 
Ep. VII 1. IX 3. — I 130: ὑπ᾽ ἔρωτος 
ig Διδαν (Ahr, "4idog) ἕλκομαι ἤδη. Ep. 

VI 8. I 63: εἰς ᾿φέδαν, cf. IV 27. xWi 
52. Ep. XXV 2. XV 136: ἕρπεις — καὶ 
ἐνθάδε κείς ᾿ἀχέροντα. | V 16: εἰς 
Κρᾶϑιν ἁλοίμαν. 128: ἐνθὼν — ἐς 
τὸν "Alevto: 'ad Halentem', cf. VII 
1. — XVII 9: Ἴδαν ἐς πολύδενδρον 
--ἐλθών. IV 50: εἰς ὅ ὄρος. ΧΧΥῚ 2. 
V 18: ,τὸν ξένον ἐς πόλιν αὖϑις | 
ξῶντ᾽ ἄφες. XXV 153: εἰς ἄστυ — 
ἐστιχέτην. 223: σήραγγα — ἔστιχεν 
εἰς Ἦν. XXVII 64: γυνὴ δ᾽ εἰς οἶκον 
ἀφέρπω. XV 147: XVII 96. XXX 11. 
Ep. XVI 2. 1150: ἐς τόδε δῶμα περά- 
σαι. 108: εἰς ἐμὰ δώματα. 90: ἐς 
τίνος — δόμον. XXVIII 15: οὐ γὰρ 
εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ ἐς ἀέργω κεν ἐβολ- 
λόμαν | ὁπάσαι σε δόμοις. Il 110. 
ΠῚ 18. 95. VIL 84. XVI 92. XVII 50. 
XVIII 11. 39. 39. XXII 12. 193. XXIII 
59. XXIV 4. 62. XXV 1365. XXVII 
52. — XXV 28: ἐς ληνοὺς δ᾽ ἵκνεῦν- 
ται. V 5: ἐς τίν᾽ — ᾧχετο χώραν; 
XV 57: τοὶ δ᾽ ἔβαν ἔς χώραν: 'in 
locum destinatum, auf den Platz. 

XXII 90: νενευκώς Ἶ ἐς γαῖαν. XXIV 
111. XXII 203: ἐς στόμα κεῖτο νε- 
νευκώς. XXIV 71: μέλλει ἐς ovog- 
νὸν — ἀμβαίνειν. V 144: ES ὠρανὸν 
ὔμμιν ἁλεῦμαι. XVI 96: ἀράχνια εἰς 
ὅπλ᾽ ἀράχναι |— - διαστήσαιντο. XXII 
183: εἰς μέσον TAvOs Avyxsog. XV 
27. XXII 89. XXV 164 (ci). XXII 27: 
πέτρας εἰς ἕν ξυνιούσας. ΧΧ 89: εἰς 
ἕνα παιδὶ κάϑευδε (lunt. εἰστόμα, 
Ahr. e coni. Is. Vossi et Reiskii εἰς 
ópà): 8C. χῶρον (2), cf. VI 1: εἰς ἕνα 
χῶρον | τὰν ἀγέλαν — συνάγαγον. — 
VI 39. VIII 70. ΧΠῚ 49. XV 108. 
XVIII 44. XX 11. XXII 105. 109. 
XIV 11. XXVIII 9. — c. gen., ubi 
suppletur notio domicili XIII 11: 


ὁπόχ᾽ ἁ λεύκιππος ἀνατρέχοι ἐς “Ζιὸς 
"os. VII 181. XV. 22. — postponitur 
praep. Π 67: (j»9") ἄλσος ἐς Moré- 
μιδος. XVII 42. interponitur VII 81: 
(ἐοῖσαι) κέδρον ἐς ἁδεῖαν. 104: κεί- 
γοιὸ φίλας ἐς χεῖρας ἐρείσαις. Ὑ1Π7 
56. XII 19. XIII 21. 28. XVI 45. 52. 
XVII 9.37. XVIII 44. XXIV 4. XXV 
293. 299. XXVI 11. XXVIH 3. — 
de pers. XII 33: ξὴν ἐς μητέρ᾽ ἀπ- 
ἤλϑεν. 15. XV 149. XVIII 53. — 
b) c. verbis videndi, dicendi, mon- 
strandi VI 11: εἰς [7 δερκομένα. 
ΧΙ 18: ἐς πόντον ὁρῶν. Χ 46: ἐς 
Βορέην ἄνεμον τᾶς κόρϑυος & τομὰ 
— βλεπέτω. — XII 19: ἀγγείλειεν 
ἐμοί τις ἀνέξοδον εἰς ᾿ἀχέροντα. VIII 
56: (ἄσομαι) σύννομα μᾶλ᾽ ἐσορῶν 
τὰν Σικελὰν ἐς ἅλα: 'cantus meos 
longe Siculum in mare emittam". 
XXIV 55: ὁ δ᾽ ἐς πατέρ᾽ τὴ dUrp dele 
| ἑρπετὰ δεικανάασκεν. — c) metaph. 
III 42: εἰς βαϑὺν ἅλατ᾽ Ἔρωτα. XXII - 
167: ἴσκον τοιάδε πολλά, τὰ δ᾽ εἰς 
ὑγρὸν ὥχετο κῦμα Ἰ πνοιὴ ἔχουσ᾽ ἀνέ- 
μοιο. XXVII 16: μὴ — 1 λίνον ἄκλι- 
τον ἔνϑης. XVIIL53. XXIIL56. XVII 
81: (τᾷ — Διώνας πότνια κούρα) 
κόλπον ἐς εὐώδη ῥαδινὰς ἐσεμάξατο 
χεῖρας: τουτέστιν ἐπαφρόδιτον ἐποί- 
σεν αὐτήν. Schol. XIV 69: ἐς T 
ἕρπει | λευκαίνων ὁ χρόνος. V 81: 
χάρις ἐς τί ποϑέρπει: quo. I: 5: ἐς 
τὲ καταρρεὶ} ἃ χίμαρος: ἃ te de- 
fluit, redundat". ,XVI 41: (ἐξεκένω- 
σαν) ϑυμὸν ἐς εὐρεῖαν σχεδίαν. στυ- 
γνοῦ ᾿Δχέροντος. XVIII 54: εὔδετ᾽ 
ἐς ἀλλάλων στέρνον φιλότητα πνέον- 
τες. Ep. VII 6: εἰς ἔργον πᾶσαν 
ἀφῆκε τέχνην. — 2) finis significatur 
quem quis agendo spectat et conse- 
qui vulí, non raro etiam nova quae 
efficiatur conditio aut cuius rei causa 
aliquid fiat denotatur. IIT 17: ὅς μὲ 
κατασμύχων καὶ ἐς ὄστιον ἄχρις ἰάπτει, 
cf. XXII 105. IV 53: εἰς ταύταν 
ἐτύπην. χασμεύμενος. VII 70: (πίο- 
μαι) αὐταῖσιν κυλέκεσσι καὶ ἐς τρύγα 
χεῖλος ἐρείδων: *vel ad faeces usque'. 
XVII 1: ἐς Δία λήγετε, Μοῖσαι. 21: 
ἀμφότεροι δ᾽ ἀριϑμεῦνται ἐς ἔσχατον 
Ἡρακλῆα: ἀνάγονται. Gloss. II 148: 
ἐς πόϑον ἤνϑομες ἄμφω: *voti potiti 
sumus?. Il 14: ἐς τέλος & ἄμμιν ὀπάδει. 
XXV 120: of αὐτὸς ὄφελλε διαμ-" 
περέως βοτὰ πάντα .] ἐς τέλος. VI23: 
(ὀφθαλμὸν) ᾧπερ ὅρημι ἐς τέλος sc. 
τοῦ βίου. lI 152: ἐς τέλος ᾧχετο 
















yov: 'ad extremum, denique'. 
3]. "XIV 28: εἷς ἄνδρα ἐνειῶν. 
15: ἐς ἀλαϑινὸν ἄνδρ᾽ ἀποβαίη. 
IV 50: τὰ πάντα κεν ἐς δέον eot. 
“69: μήτε Κομάτᾳ | ἐς ser εὐὖ- 
ς (e Mein. uL. scr. pro 2 
XIV 61: εἰς ἄκρον ἁδύς: summe, 
| AT: εἷς ἅλις: εἰς αὐτάρκειαν. 
ogg. XXVII 54: ἐς τί δ᾽ ἔλυσας: :: 
ad finem. V 98: ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐς 
tivo πόκον ——— 
d henam conficiendam?. I 40. — 
mre numerus J 26: ποταμέλ- 
γεται dg δύο πέλλας: 'mulctras ad- 
binas", II 43: ἐς τρὶς dzo- 
67 fier I935. XVII 72. — 8 
modum denotat quem spectantes ve 
secundum qu τοῖν gre aliquid XVIII 
τ: iav — — ἐς tv μέλος ἐγκροτέοι- 
e«t. XVI 46. --- 4) de tempore a) us- 
que ad XVIII 14: παίσδειν ἐς βαϑὺν 
. 56. XXV 128: (βόε) rd 
| | ἐξ ἔτεος γείνοντο 
. ἔτος. XVIII 15. — (AE 14: 
καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ: in crastinum 
eras, XV 74: xels ὥρας κῆ- 
— ἐν εἴης: Ἵπ hunc an- 
i vel ximo anno'. 143: ἐς 
e cue cepi εἰς νέον ἔτος. 
E 4: ἀεὶ δέ σφιν λώιον 
εἰς ἔτος v I 145: ἐς 9 ὕστερον ἄἅδιον 
ἀσῶ. 18: εἰσέτι χεῖλος ἀμέλξω: 


etiamnum. 
εἰσᾶϊω audio, ausculto ΥΠ 88: 
corni : τῆς σῆς φωνῆς ἀκούων. 


ο΄ αἑσώμην aedificavi, dedicavi mihi 
ο΄  XVH 123: ματρὶ φίλᾳ καὶ πατρὶ 
ϑυώδεας εἴσατο ναούς. 
ive  pervenio XXII 29: 
Βέβρυκας εἰσαφίκανε. Ἶ 

Ted χόμεαι introeo, intro, aor. or. 
B. olor ἅμ "aloipitwpet. €. acc. 
τ΄ ded XXV 182: (τὸ ϑηρίον) εὔυδρον 
-  N&8 εἰσήλυϑε χῶρον. 
εἰσέσι v. εἰς 4) b. 
: ἐω 1) Intro v0cO, übs. c, 
| DES XVI 106: ἄκλητος μὲν ἔγωγε 
ἷ m M? A δὲ καλεύντων | ϑαρ- 
σήσας — κοίμαν. 182: 
ἐσκαλέσασα τεὸν Bs — F* 
ϑρον. — 2) revoco, met. XX 
"wes δ᾽ εἰσκαλέσας (cod. εἷς — 


— ἐμαύτω διελεξά de. 
F χω 1) comparo XXV 139: Φα- 
ios μέγας, ὅν Qa βοτῆρες | ἀστέρι 


vrég ξισκον, — 3) coniicio 
XXV 199: olo» δ᾽ ἀθανάτων τιν᾽ 


P mm 


εἶσα — ἐκ : 89 


ἐίσκομεν ἀνδράσι Me | ρῶν μηνέ- 


σαντα Φορωνεέδῃσι ἐφεῖναι. 
ε(σοράω, dor, ἐσορέω (pr. ind. 
ἐσορῶμες, ἐσορῆτε. ci, ἐσορῇς, -j. 


εἰσορόων, ἐσορῶν, ἐσορεῦσα. aor. 
ind. ἐσεῖδον, ἔσιδες (ci). ipr. εἴσιδε. 
inf. εἰσιδέειν, ἐσιδεῖν. part. ἐσιδών) 
Ep. XIX 1: Aerdo prospecto, c. ace, 

XIX 1: Aozloyov καὶ στᾶϑι καὶ 
εἴδιδε τὸν πάλαι ποιητάν, cf. Ad. 28. 
I 90: ἐπεί κ᾿ ἐσορῆῇς τὰς παρϑένος 
οἷα γελᾶντι, cf. I 87. XXV 43: 49- 
γείην ἐθέλοιμί κεν ἀρχὸν Ἐπειῶν | 
εἰσιδέειν. 11 112: καί μ᾽’ ἐσιδὼν 
ὥστοργος ἐπὶ χϑονὸς ὄμματα πᾶξαι: 
“10 (cupide) me intuitus est ut humi 
oculos efig erem'. VIII 56: σύννομα 
μᾶλ᾽ rig 1 "pascentia amice pe- 
cora prospectans'. V 3. XI28. XXV 
116. add. partic. VI 31: ταῦτα δ᾽ 
ἴσως ἐσορεῦσα ποιεῦντά us (var. ἐσ- 


ορῶφα). --- 3) metaph. ΧΙ 4: 9i 
ϑνατοὶ πελόμεσθϑα, τὸ δ᾽ αὔριον οὐκ 
ἐσορῶμες. VIIT 11—12: χρήσδεις ὧν 


ἐσιδεῖν; χρήσδεις καταϑεῖναι ἄεϑλον; 
χρήσδω τοῦτ᾽ ἐσιδεῖν, χρήσδω κατα- 
ϑεῖναι ἄεϑλον: ἰδεῖν καὶ γνῶναι καὶ 
ἔργοις μαϑεῖν. Schol. XXI 24. 38 (ci.). 

εἰστρέχω incurro, ingredior XIII 
23: βαϑὺν δ᾽ εἰσέδραμε Φᾶσιν (Ayo). 

εἴσω, ἔσω 1) adv. intro, introrsum 

XXV 107: ἄλλος ἐσῆγεν ἔσω ταύρους. 
XV 43: τὰν κύν᾽ ἔσω κάλεσον. — 
intus, ἔνδον XXII 202: ἔγκατα δ᾽ 
εἴσω | χαλκὸς d ἂρ διέχευεν. XIII 
11: χαλεπὰ γὰρ σω ϑεὸς ἧπαρ ἄμυσ- 
σεν. XXX 22: τῷ δ᾽ ὁ πόϑος καὶ 
τὸν ἔσω μύελον ἐσϑίει. — 3) praep. 
ὁ, acc. — εἰς Ep. III 5: ἄντρον ἔσω 
στείχοντες (Ahr. e coni. ,vrgov). 
c. gen. XIII 30: εἴσω δ᾽ ὅρμον ἔδεντο 
Προποντίδος. 

εἶτα deinde VII 81: εἶτα δ᾽ ἄμοι- 
βαέαν ὑπελάμβανε “άφνις ἀοιδάν. 
itemque in introitu versus XXI 50. 

εἴτε v. εἰ IIT). 

ἐκ, ἐξ (ἐκ ante consonas, ἐξ ante 
vocales leg., ἔξ in exitu versus (XXV 
38, XXII 30), ubi insequens versus 
à vocali an à consona incipiat nihil 
refert, Plerumque est in arsi — sae- 
pissime primi hex. pedis —, in thesi 
novies; in erasi exstant οὐξ (1), P 
ὧξ (3), χὼκ (1), wix κήξ (8). ez, de, 
α I) adv, XXV 3: £x τοι, ξεῖνε, πρό- 
qeov uvü7coue: ὅσσ᾽ ἐρεείνεις. in 
tanesi io XXII 98: ἐκ δ᾽ ἔπτυσεν 
αἷμα, 125: ἐκ δ᾽ ἐχύθη μέλαν αἷμα. 


90 ἐκ 


21: ἐκ δ᾽ ἄρκτοι τ᾽ ἐφάνησαν. II 56: 
(αἷμα) ἐκ βδέλλα πέπωκας. — 1l) 
praep. c. gen. (separatur a casu VI 
97 (δέ). VII 15 (μὲν γάρ). XXIX 24 
(ἐπόησε); sequitur casum XXV 38: 
κακῶν ἔξ in exitu versus; inter subst. 
et adi. interponitur ter, inter adi. et 
subst. noyies; pro gen. adv. leg. 
XXII 11: ἐκ πρῴραϑεν. XXV 180: 
ovÉ ᾿Ἑλίκηϑεν.) 1) ex interiore parte 
alicuius rei undique cingentis oriri 
aliquid et amoveri significat: ex, de, 
a. 8) de urbibus, terris, regionibus 
Ep. IX 4: (εἰς Θάσον ἐλϑεῖν) ἠπείγευ 
κοίλης ἔμπορος ἐκ Συρίης. XVI 85: 
ἐχϑο ovg ἐκ νάσοιο κακὰ πέμψειεν 
ἀνάγκα. VII 2: (ἐς τὸν “ἅλεντα) εἴρ- 
πομὲς ἐκ πόλιος. XXVI 26: ἐξ ὅ ὄρεος 
᾿πένϑημα καὶ οὐ Πενϑῆα φέροισαι, 
cf. XI 21. XXIV 93: (xoviv ῥιψάτω) 
ῥωγάδος ἐκ πέτρας ὑπερούριον (Steph. 
e coni. pro ῥωγάδας ἐς πέτρας). ,VII 
137: (ὕδωρ) Νυμφᾶν ἐξ ἄντροιο κατ- 
ειβόμενον.΄ VI 97: ἐκ δὲ θαλάσσας | 
οἰστρεῖ. 14: (τᾶς παιδὸς) ἐξ ἁλὸς 
ἐρχομένας. VII 60: ὅσαις τέ περ ἐξ 
ἁλὸς ἄγρα, cf.Ber. 2. XXII 17: ἐκ 
βυϑοῦ ἕλκετε νᾶας. XI 48: (Aitvo) 
λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμβρόσιον 
προίητι. ΧΙ 18: (ὄιες ἀπῆνϑον) χλω- 
ρᾶς ἐκ βοτάνας, οὗ XXV 87. XXV 
184: ὁπότ᾽ ἐκ λασίοιο ϑοοὶ προγε- 
νοίατο ϑῆρες | ^ πεδίον δρυμοῖο. 

91: (φάσσαν) ἐκ τᾶς ἀρκεύϑω καϑ- 
ελών. XXII 14: πολὺς δ᾽ ἐξ οὐρανοῦ 
ὄμβρος (sc. ἐγένετο). metaph. 11-181: 
T) μὲ δευτέρα ἐκ πυρὸς εἵλευ. — b) 
de aedificiis et, aliis rebus quae arte 
fiunt XV 60: ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ (sc. 
itg); I 136: παρϑένον ἐκ ϑαλαά- 
uoto | καὶ νύμφαν ἐσόβησε, XXII 30: 
ἀμφοτέρων ἐξ Ι τοίχων ἄνδρες ἔβαι- 
vov. 142: ἐκ δίφρων ἄρα βάντες. 
XIII 68: ἐξ εὐνᾶς ἔσπευσεν, ef. XVIII 
97. XXIV 41. XXII 191: τὼ δ᾽ ἄορ 
ἐκ κολεοῖο ἐρυσσαμένω, ef. . Il. .XII 
190: αὖτις δ᾽ ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος 
ξίφος ὀξύ. — XIX 2: κηρίον. ἐκ σίμ- 
βλων συλεύμενον. XVIII 45: ἀργυρέας 
ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλειφαρ! λαξύμεναι. 
XVIII 32: οὔτε τις ἐκ ταλάρω πα- 
νίσδεται ἔργα τοιαῦτα, cf. XXVI 7. — 
metaph. X 13: ἐκ πίϑω ἀντλεῖς. — 
c) de corpore et membris XXII 250: 
τοῦ μὲν ὑπ᾽ ἐκ χειρῶν ἔφυγεν τανύ- 
φλοιος ἐρινεός, cf. Il. VIII 137: Né- 
στορα δ᾽ ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία σιγα- 
λόεντα. — II 89: ἔρρεον ἐκ κεφαλᾶς 


πᾶσαι τρίχες, cf. Od. XIII 431: ξαν- 
9«g δ᾽ ἐκ κεφαλῆς. ὄλεσε τρίχας. - 
XXIII 39: ἀμφίϑες ἐκ ῥεϑέων σῶν" 
εἵματα (80. ἑλών). XXV 149: , oov 
ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη. 
XI 35. metaph. II 55: τί uev μέλαν 
ἐκ χροὸς αἷμα | — ἅπαν ἐκ βδέλλα 
πέπωχας. — d) de motu vocis aut 
lucis XIII 60: (fxevo φωνα) ἐξ ὕδα- 
τος. XX 26: ἐκ στομάτων δέ | ἔρρεε 
μοι φωνά. 112: τῆνον χὼκ δρυμοῖο 
λέων ἔκλαυσε ϑανόντα, 1d quod per 
attractionem quandam ita dici vide- 
tur αὖ ἐκ δρ. pertineat ad v. ἔχλαυσε:; 
nec aliter I 136: ns ὀρέων τοὶ σπῶ- 
πες ἀηδόσι γαρύσαιντο: 'montanae 
ululae ex montibus cantent lusciniis", 
VII 72: E γὰρ ἐκ vàvrQo σύν- 
οφρὺς κόρα ἐχϑὲς ἰδοῖσα | — καλὸν 
ἦμεν ἔφασκεν. XXII 39: λάλλαι — 
ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο | ἐκ βυϑοῦ. — e) 
ad actionem transfertur XVI 47: ἐξ 
ἰερῶν στεφανηφύροι ἦλϑον ἀγώνων. 
ΧΧΙΥ͂ 120: πολλὰ ϑοῶν ἐξ ἤρατ᾽ 
ἀγώνων | -- κειμήλια. — 2) e pro- 
pinquitate alicuius rei moveri aliquid 
et separari significat: inde, a, de, ex 
a) de loco unde quid oritur atque 
incipit XXII 10: ἀεέραντες μέγα κῦμα 
|,— ἐκ πρώραϑεν, XI 32: (ὀφρῦς) ἐξ 
ὠτὸς τέταται ποτὶ ϑώτερον ὥς μία, 
μακρά, metaph. XVIII 53. — XXII 
52: (ἠωφεῖτο) ἄκρων. δέρμα λέοντος 
ἀφημμένον ἔκ ποδεώνων, οἵ. ΧΧΠῚ 
54. XXVI 17: (αἵ δ᾽ ἐδίωκον) πέπλως 
ix ξωστῆρος ἐπ᾽ ἰγνύαν ἐρύσασαι. — 
XVII 1: ἐκ Διὸς ἀρχώμεσϑα. ll 65. 
Ep. XIII 5. — b) separationem de- 
— XVIII 84: (Gvgtov) κπερπέδι συμ- 
πλέξασα μακρῶν ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων. 
XXI 56: ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν ἐγὼν ἐκ 
τὠγκίστρω ἀπέλυσα, cf. 43. XXII 133: 
ὃν πατέρ᾽ ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνα 
κικλήσκων. metaph. XXIX 15: ἐξ 
ἑτέρω δ᾽ ἕτερον μάϑης (sc. κλάδον). 
XXI 20: ἐκ βλεφάρων δέ | ὕπνον 
ἀπωσάμενοι. — c) de iis quae e mul- 
titudine similium eximuntur, non raro 
excellunt: ex, prae(ter) XIII 18: (ἀρι- 
στῆες συνέποντο) πασᾶν ἐκ πολίων 
προλελεγμένοι. XXII 177. — VII 94: 
ἀλλὰ τὸ y ἐκ πάντων μέγ᾽ ὑπείροχον. 
XXV A117: οἵτε πολύρρηνες πάντων 
ἔσαν ἐκ βασιλήων. — 8) de origine 
et genere: ex, a 2) de materia ex 
qua conficitur 'aliquid XV 123: à £x 
λευκῶ ἐλέφαντος | αἰετοί. XVII 21: 
(ἔδρα) ζδρυται στερεοῖο τετυγμένα ἐξ 









*E 1 


. σέοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο | wvaxóv. 
δέρμ᾽ ὥμοισι. 1 129, 1o XLI 
metaph. XV 49: ἐξ ἀπάτας xexgo- 

 τημένοι ἄνδρες: 'ex fraude et falla- 

ens conflati", 


ἐξεπόνασε al). — c) de terra unde 

quis oriundus est VII 40: Σικελέδαν 

eus τὸν ἐκ Σάμω. 1 65: Cp vd 
|. 08' ó£ Altvag. XXV 180: οὐξ ἡ 

|. χῃϑὲν Ἄχαιός. 165: ᾿ἡχαιὸς ἀνὴρ 

1 AE ὀγχάιοιο 170. XXVIII 

4. — de hominibus XXV 

σέγε φημὶ κακῶν ἔξ | ἔμμεναι, 

IV 472: οὐ μέν μοι κακὸς 

o» ^ wd κακῶν ἐξ XXV i 

μὲν εἶναι ἔφασκεν | — ἐκ 

jog. XXII 56. 218. XXVII 42, 

130: ἐκ ϑυμοῦ 


παιδὸς Ἄρατος ὑπ 
ἔρωτι. XXII 57: ϑαρσέω, xovx ἐκ 
σεῦ διδάσκεσθαι τόδ᾽ ἔοικεν. — 
15: ἐξ ὀργᾶς ἐρεϑίξετο μᾶλλον 
ἐραστάς. — b) c. verbis intr. et neu- 
tris XXIX 21: ἄγαϑος uiv ἀκούσεαι 
| ἐξ ἄστων. XXV 49: τὸ δ᾽ ἐκ ga- 
: πυθοίμην. XVI 58: ἐκ Mo- 
|. σᾶν ἀγαϑὸν κλέος ἔρχεται ἀνθρώποισι. 
— XVI 21: ὃς ἐξ ἐμεῦ οἴσεται οὐδέν. 
τ XX ei. FREVS. XXII 170: ἄμφω 
δ᾽ ἄμμιν ἀνεψιὼ ἐκ πατρὸς ἐστόν. 
XXIV 106. Εὔρυτος ἐκ πατέρων με- 
ἔλαις ἀφνειὸς ἀρούραις, cf. XVI 33. 
18, — Ἰ 139: τά γε μὰν λίνα 
πάντα λελοίπη | ἐκ Μοιρᾶν: 'numine 
Parcarum. VII 44: πᾶν ix! ἀλη- 
θείᾳ τι κεκασμένον ἐκ Διὸς ἔρνος: 
'lovis beneficio", cf. II 30. XVII 137. 
XXVI 31. XI 16. — 5) de causa ex 
qua quid oritur et efficitur VII 129: 
τὸ λαγωβόλον) ἐκ Μοισᾶν ξεινήιον 
πασὲν ἦμεν: διὰ τὴν μουσικὴν ὁδήν. 
a 10: pa —— " ϑυέων 
τ᾿ ope, cf. 61. ὃ: ἐκ ποδὸς 
— ἄνυσε κράναν: 'pede suo". XXIII 
15(?), v. 4) a. — 6) respectum de- 
notat eo quid metimur: ex, secun- 
dum V 25: καὶ πῶς — τάδ᾽ ἔσσεται 
ἐξ ἴσου &pív;: 'ex aequo, aequalia', 


91 


τ ἢ) 46 tempore: ez XXV 124: (αἰὲν 
dut wp ἐξ ἕτεος γείνοντο μάλ᾽ εἰς 
ἔτος 29: ἐκ τήνω. VIII 92: κήἠκ 
τούτω. XIV 46 — XV 47: ἐξ ὦ ex 
quo. XI 15: ἐξ ἀοῦς. X 15: ἐκ μέσω 
ἅματος: 'post meridiem'. XV 59: 
ἐκ παιδός: ab infante, a cunabulis. 

'Ex&Be Hecuba, Priami uxor XV 
139: Ἕκτωρ Ἑ κάβας ὁ γεραίτερος ci- 
κατι παίδων. 

ἑχάς procul, comp. XV 7: τὺ δ᾽ 
'χαστέρω, ὦ μέλ᾽, ἀποικεὶς. 

ἔχαστος (sg. m. ἕκαστος, -ov, -ov. 
n. -ον. pl. -αις, -«; aut in tertio aut 
in sexto hex. pede.) unusquisque XIV 
18: ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσϑαι ἄκρατον | ὧτινος 
ἤϑελ᾽ ἕκαστος. XXII 11. XXIV 52. 

V 220. add. subst. XVII 96: ἐπ᾽ 
εἶν ἕκαστον. pron. XXV 12: χωρὶς 
δὲ σηκοί σφι τετυγμένοι εἰσὶν ἔχά- 
σταις: singulis. 195: ἀμφὶ δέ σοι τὰ 
ἕκαστα λέγοιμί κε τοῦδε πελώρου, 
cf. I. XI 706: ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα 
διείπομεν. 

"Ex&ve Hecate, Trivial 14: χαῖρ᾽, 
"Exdzm δασπλῆτι. 12: rà χϑονίᾳ 9" 
Ἑκάτᾳ (ποταείσομαι). 

ἑχᾶτόν centum XVI 51: Ὀδυσεὺς 
ἑκατόν τε καὶ εἴκοσι μῆνας ἀλαϑείς. 

ἑχατοντάς numerus centenarius, 
centuria XVII 82: τρεῖς μέν of mo- 
λίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται. 

— egredior (e navi) XIII 32 
— XXII 32: ἐκβάντες δ᾽ ἐπὶ Oiva. 

ἐχβάλλω 1) ezcutio XXII 210: χε- 
ρῶν δέ of ἔκβαλε τυκτήν | μάρμαρον, 
— 3) αδίϊοϊο, emitto XXII 198: ὁ δὲ 
πληγεὶς ξίφος ἔκβαλεν. 

ἐχγελάζάω risum edo IV 81: χὼ 
βουκόλος ἐξεγέλασσεν. 

"éxdéo v. δέω. 

ἐχκδιδάσκω edoceo, c. dupl. acc. 
VI 40: ταῦτα γὰρ & γραία μὲ Korv- 
ταρὶς ἐξεδίδαξεν. XXIV 103. 

(ἐκεῖνος, aeol χῆνος (sg. m. 
(ἐγκεῖνος, —— κείνοιο; κείνῳ, 
κεῖνον, f. ἐκείνα. n. κῆνο (1). pl. n. 
κεῖνα) ille 1) de loco Ep. I 1: ἃ 
κατάπυκνος ἐκείνα | ἔρπυλλος κεῖται: 
ibi. — 2) ille, quem supra diximus 
XXV 179: εἰ σύγ᾽ ἐκεῖνος, ὃν ἧμιν — 
ἔειπεν, 172: ὡς κεῖνός y ἀγόρευε. 215: 
πάρος τί μὲ κεῖνον ἰδέσθαι (μ᾽ ἐκεὶ- 
vov var) VII 104. XXV 86. 121. 
Ber. 2. add. subst. XII 34, (de XVI 
44. IX [29] v. δεινός.) — 3) ad sequen- 
lia refertur XXIII 33; ἥξει καιρὸς ἐκεῖ- 


ἐκεῖνος 


92 ἕκηλος — - Ἕκτωρ 


vog ὁπανίχα. . XXVIII 24: κῆνο γάρ 
τις ἐρεῖ τῶπος: : hoe verbum. v. τῆνος. 

ἕχηλος 1) Securus , sine molestia 
XVII 97: λαοὶ δ᾽ ἔργα περιστέλλονται 
ἕκηλοι. — 2) otiosus XXV 100: ἔνϑα 
μὲν οὔτις ἕκηλος — | εἴστήκει παρὰ 
βουσὶν ἀνὴρ κεχρημένος ἔργου. 

,“ἐχχάϑαίρω expurgo Xlll 69: ἱστία 
δ᾽ ἡμίϑεοι μεσονύκτιον ἐξεκάϑαιρον. 

ἐχχενόω evacuo XVI 40: γλυκὺν 
ἐξεκένωσαν | ϑυμὸν ἐς εὐρεῖαν σχε- 
δίαν στυγνοῦ Ἀχέροντος: *evacuarunt, 
effuderunt animam" h. e. expirave- 
runt; cf. Hom. ϑυμὸν ἀποπνείων ll. 
IV. 524. 

ἐχχναίω obtundo, eneco garriendo, 
fut. dor. XV 88: (παύσασϑ᾽ ) τρυγόνες! 
ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα 
(var. ἐκναισεῦντι, ἐκνεσεῦντι, ἐν σκη- 
veis εὖντι): ἀντὶ τοῦ διολλύουσιν. Schol. 

ἔχκρἴτος selectus, eximius XVI 39: 
(ἐνδιάασκον) ἐμμενὲς ἔκκριτα μῆλα 
φιλοξείνοισι Κρεώνδαις. 

ἐχλελάϑω facio ul quis penitus 
obliviscatur, praes. ab Hom. aor. ἐκ- 
λέλαϑον ductum 1 68: εἰς ᾿Αἔδαν ys 
τὸν ἐκλελάϑοντα (Ahr. e coni. éxA«- 
ϑονταὶ): *obliviosum?; τὸν λήϑης ποι- 
ητικόν. Schol. 

ἔκλῦσις solutio XXIV 33: δεσμοῦ 
ἀναγκαίου πειρώμενοι ἔκλυσιν εὑρεῖν. 

ἐκμαίνω furore percello , facio ul 
quis insaniat (amore) V 90: κἠμὲ γὰρ 
ὃ -Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαν- 
τῶν | ἐκμαίνει. 

ἐχμαραίνω, pass. θα) 6800 III 30: 
(τὸ τηλέφιλον) αὕτως ἀμαλῷ ποτὶ 
πάχεϊ ἐξεμαράνϑη. 

ἐχμάσσω, med. € rimo , refero 
XVII 121: ὧν ἔτι ϑερμὰ κονία | στει- 
βομένα καϑύπερϑε ποδῶν — 
ἴχνη. 

ἔχπᾶγλος vehemens, neutr. sg. pró 
adv. XXV 133: ὧδ᾽ ἔκπαγλον ἐπὶ 
σφίσι γαυριόωντο: *tam vehementer'. 
— adv. ἐκπάγλως XXV 114: £x- 
πάγλως ϑαύμαξε ϑεῶν τόγε μυρίον 
ἕδνον. 

ἐκπένω eicswgo, per tmesin met. 
ΠῚ 55: τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα | 
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα 
πέπωχας, cf. Soph. Trach. 1005: ἐκ 
δὲ χλωρὸν αἷμά μου πέπωκε. 

ἐχπλέω enavigo XIV 54: 
σας ᾽ ὑγιὴς πάλιν ἦνϑ'. 

ἔχποϑεεν alicunde IX [5]: ἐμὶν δὲ 
τὺ βουκολιάξευ | ἔκποϑεν (e Briggsii 


ἐχπλεύ- 


coni. scr. pro vulg. ἔμποϑεν). Totum 
locum subditicium esse satis constat. 

ἐχπονέω (dor. ἐκπονάω) laboro, 
elaboro 1) abs. VII 85: (μελισσᾶν) 
κηρία φερβόμενος ἔτος ὥριον ἐξεπό- 
νασας: "laborasti, miserias exantlasti". 
— 2) c. aee. Ep XX 5: χῴσους ἐξ. 
ἑπόνασεν sim ἀέϑλους: exantlavit, 
pertulit. VII 51: τοῦϑ᾽ ὅτι πρᾶν ἐν 
ὄρει τὸ μελύδριον ἐξεπόνασα. de agro 
excolendo XVI 94: νειοὶ δ᾽ ἐχπονέ- 
ovvro ποτὶ σπόρον. 

ἐκποτέομαι avolo, pf. dor. quasi 
ab ἐχποτάομαι ductum pu 19 « XI 
72: δειλαία, πᾷ τὰς φρένας ἐχπεπό- 
τασαι: *quonam mens tibi avolavit, 
quid cogitas, quid agis?* 

ἐκπτύω exspuo, per tmesim XXI 
98: ἐκ δ᾽ ἔπτυσεν αἷμα | φοίνιον. de 
serpentibus XXIV 19: βαρὺν δ᾽ ἐξ- 
ἐπτῦον ἰόν, ubi penultima corri itur 
ut ap. Apoll. Rhod. II 572: ἀνέπτυε 
κύματος ἄχνη. 

ἐχρήγνυμι evello XXVI 22: "Ivo δ᾽ 
ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ péyov ὦμον. 

ἐχσάλάσσω ezcutio 1 85: (o09" 
ὡς πάλιν οἴκαδ᾽ ἀπ jv9ov ἔγνων" 
ἀλλὰ μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξε 
(e coni. Ziegleri scr. pro vulg. ἐξ- 


ελάπαξε, Ahr. ἐξαλλαξεν: ἐξαϊαξι 
διέσυρεν, ἐχτὸς φροντέδος καὶ γνώμης 
ἐποίησε. Schol. 


ἐκσοβέω expello mentem XII 48: 
πασάων γὰρ ἔρως ἁπαλὰς φρένας éE- 
εσόβησεν (e coni. Fr. Jacobsii ser. pro 
ἐξεφόβησεν v. ἐξεφηβόβησεν, vulg. 
ἀμφεκάλυψεν). 

ἐχτανύω extendo XXV 210: μέχρι 
of (sc. λέοντι) ἐξετάνυσσα βραχίονας. 
v. βραχίων. — Pass. XXII 106: (αὐ- 
τὰρ ὁ πληγείς) ὕπτιος ἐν φύλλοισι 
τεϑηλόσιν ἐξετανύσϑη, cf. Il. VIT271: 
ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐξετανύσϑη. 

ἐχτελέω perficio , efficio XXVIII 
10: σὺν τᾷ πόλλα μὲν ἔργ᾽ ἐκτελέσεις. 
XXII 206: φίλον γάμον ἐκτελέσαντα. 
XVII 181: ἱερὸς γάμος ἐξετελέσϑη. 
XXV 53: πᾶν 0 ϑέλεις χρέος ἐλτε- 
τέλεσται. 

ἔχτοϑεν exlra X. 9: τίς δὲ πόϑος 
τῶν ἔκτοϑεν ἐργάτᾳ ἀνδρί: "hominum 
alienorum?, 

ἔχτοσϑε extra, ex, c. gen. II 50: 
ἐς τόδε δῶμα περάσαι | μαινομένῳ 
ἴκελος λιπαρᾶς ἔκτοσϑε παλαίστρας. 

Ἕχτωρ Hector, Priami filius XV 
139: "Exvoo Ἑ κάβας ὃ γεραίτερος ei- 
κατι παίδων. ν. εἴκατι. 








































-eluceo,  appareo, 
21: ἐκ δ᾽ ἄρκτοι τ᾽ 


Hp EU ,elfugio, de telo. misso 
' 936: dojaÀóov. ὥς μ᾽ ὁ πρὶν 
og ἔκφυγε χειρός, οἵ. Il. XIV 
: χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ, | ὅττε ῥά οἵ 
| ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός. 
ἐχφῦσάω erhalo, proflo XXIV 41: 
ὥας δὴ τότ᾽ ἄυσεν ὕπνον βαρὺν 
ρυσ cf. Verg. Aen. 326: 

jt proflabat pectore somnum. 
(rim -effundo, per tmesin XXII 
125: E δ᾽ ἐχύϑη μέλαν αἷμα ϑοῶς 

προτάφοιο χανόντος. 

— ἐχών ultro XXI. 134: (ὄμοσσε) 

οτέ τοι ξείνοισιν ἐκὼν ἀνιηρὸς 


ἐλαία oliva IV 44: τᾶς γὰρ ἐλαίας 
M τὸν ϑαλλὸν τρώγοντι τὰ δύσσοα. 
᾿ ἔλαιον oleum, olivum V 53: στασῶ 
δὲ πρατῆρα, μέγαν λευκοῖο γάλακτος 
ταὶς Νύ , στασῶ δὲ καὶ ἁδέος 
ἄλλον ἐλαίω. XV Hr: ὅσσα * ἀπὸ 
᾿ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίω 
(εὐδαταὴ: "ex oleo fricta". IV 7: καὶ 
omóx« τῆνος ἔλαιον ἐν ὀφθαλμοῖσιν 
E55: ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “καὶ πότε 
ἐκεῖνος οἷδε παλαίειν: ἔφη πότε 
εἶδεν ἔλαιον᾽, à ἐχρίοντο δηλονότι of 
|». παλαέοντες. Schol. cf. Hor. Od. 18,8: 
- eur olivum sanguine viperino cautius 


E e 


ἣν δέ ποκ᾽ ἔνϑη) “άφνις 
pee ποδός, μηδὲν ἔλασοον ἔχοι: 
 'non minus habeat pabuli". ΧΙ 42: 
τ du ἀφίκευσο zo9' &p£, xal ἕξεὶς 
E ἔλασσον: 'non habebis minus 
iter ego, sed omnia mecum com- 


᾿ἐλαύνω (act. pr. ἐλαύνει, -ων. aor. 
Ὦ fh * — 
p τόμενα 1) ago, Ὁ à) ani- 
malia Ad. 13: δ᾽ ἐξόπισϑ᾽ ἐλαύνων 
| ἔτυπτε τοῖσι τόξοις (τὸν $») im- 
t pecora lI] 2: (ταὶ αἷγες) βό 
ὄρος, καὶ ὁ 1 ἵτυρος αὖ- 
ἶ XVI 36: ἐλαυνόμενοι 
ποτὶ σακούς | μόσχοι. IV 23. XX 53. 
O5) res XXY 90: (végn) ἄσσα τ᾽ ἐν 
dla εἶσιν ἐλαυνόμενα zmooríquot | 
E Νότοιο βίῃ ἠὲ Θρηκὸς Βορέαο. — 
- 2) pulso, percutio XIV 35: πὺξ ἐπὶ 
—— Naoe (sc. αὐτήν). XXII 104: 
wvóg ὕπερθε κατ᾽ ὀφρύος 
πυγμῇ. XXV 9256: ἤλασα x&x 
κεφαλῆς. 





ἐκφαίνω — ἕλικτός 


95 


ἔλαφος cervus, cerva I 135: τὼς κύ- 
vag ὥλαφος ἕλκοι. XXX 19: τῷ μὲν γὰρ 
βίος ἕρπει προγόνοις ἴσ᾽ ἐλάφω dac. 
ἐλᾶφρός 1) veloz, is ἢ 124: 
ἐλαφρός ! | καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ 
—— καλεῦμαι. comp. ΧΗ 6: 

λαφροτέρη μόσχου "feos. — 2) fa- 
cilis XXII 212: οὕτως Τυνδαρίδαις 
πολεμιξέμεν οὐκ ἐν ἐλαφρῶ : "in facili". 
— 8) lemiems II 92: ἀλλ᾽ ἧς οὐδὲν 
ἐλαφρόν" ὁ δὲ χρόνος ἄνετο φεύγων. 

ἐλεέω miseret me VII 119: τὸν 
ξεῖνον ὃ ὃ δύσμορος οὐχ ἐλεεῖ μευ. Ad. 
40: τὸν δ᾽ ἠλέησε Κύπρις. 

ἐλεινὸς miserandus, flebilis, tristis 
Ep. XXV 5: «lai ἐλεινὰ παϑοῦσα, 
Περιστερί. 

Ἑλένα (-«, -ag, -&, τῇ, -αν, -«) 
Helena T yndaris, — uxor XVIII 
28: ἃ χρυσέα Ἑλένα. 31: & ῥοδόχρως 
Ἑλένα. 5: Τυνδαρίδα ,“ατεκλάξατο 
τὰν ἀγαπατάν | μναστεύσας Ἑλέναν 
ὁ νεώτερος ᾿Αἀτρέος υἷός. XXII 215: 
φίλοι δέ τε πάντες ἀοιδοί  Τυνδαρί- 
δαις Ἑλένῃ τε. XV 110. XVIII 25. 
A1. 37. 48. XXVII E x 

ἐλεύϑερος 1) liber, opp. δοῦλος 
XIV 59 — 60: μισϑοδότας Πτολεμαῖος 
ἐλευϑέρῳ οἷος ἄριστος. V 8: (σύριγγα) 
τάν μοι ἔδωκε Λύκων, ὠλεύϑερε: κατ 
εἰρωνείαν εἴρηται. Schol. ; Laco enim 
qui haec verba loquitur, modo δῶλε 
appellatus est. — 2) liber, immunis, 
e coni. ser. XXX 18: (ἔμμεναι) &év- 
vov τῶν χαλέπων παῖδος ἐρώτων καὶ 
ἐλεύϑερον]. 

ἐλεφάντινος eburneus XXIV 99: 
q&, xal ἐρωήσας ἐλεφάντινον ὥχετο 
δίφρον. 

ἑλέφας ebur XV 123: ὦ ἐκ λευκῶ 
ἐλέφαντος | αἰετοί. ΧΧΥ͂ΠΙ 8: σὲ 
(ἀλακάταν) τὰν ἐλέφαντος πολυμόχϑω 
γεγενημέναν. XVII 124: iv δ᾽ av- 
τοὺς χρυσῶ περικαλλέας ἠδ᾽ ἐλέφαντι 
| ἵδρυται. 

᾿Ελίχη Helice 1) urbs Achaiae ma- 
ritima XXV 165: Arouóg ἀνὴρ "EA 
xng ἐξ ἀγχιάλοιο. 180: οὐξ ᾿Ελίκηϑεν 
Ἀχαιός. — 2) Lycaonis filia, quae 
eadem Callisto appellabatur, ' mater 
Arcadis I 126: (à Πάν) --- ᾿Ελίκας δὲ 
λίτ᾽ ἠρίον (e L. Bosii emendatione 
ser. pro codd. λέπε δέον). 

ἑλικτὸς tortuosus 139: (φέρευ) 
σύρι γὰ καλὰν περὶ χεῖλος ἔλικτάν: 
'aceipe fistulam quam bene, pulcre 
(lege καλὸν pro καλάν) circa labra 


94 Ἑλικών --- ἐμμενές 


versare potes; λαβὲ τὴν σύριγγα 
περὶ τὸ χεῖλος εἵλουμένην ἐν τῷ συ- 
ρίζειν. Schol. 

'EAixev Helicon, mons Boeotiae 
XXV 209: ὑπὸ ξαϑέῳ Ἑλικῶνι. 

᾿Ἑλιὶκωνιάς Heliconias h. e. Musa 
Ep. I 2: ἕρπυλλος κεῖται ταῖς '"EA- 
κωνιάσι. 


ἐλενύω cesso, quiesco X 51: λήγειν 


εὔδοντος (κορυδαλλῶ), ἐλυνῦσαι δὲ τὸ 
καῦμα. 

ἕλιξ miger (ἕλιξ — μέλας Hesych.) 
XXV 197: κνήμαργοί 9" ἕλικές τε 
(ταῦροι), quae interpretatio h. v. ab 
A. Fritzschio novata solita videtur 
probabilior, quoniam eodem loco 
tauri commemorantur φοίνικες (v. 
128) et ἀργησταί (v. 131). 

ἕλιξ claviculae, capreoli hederae 
I31: ἃ δὲ κατ᾽ αὐτὸν (τὸν κισσόν) | 
καρπῷ ἕλιξ εἴλεῖται ἀγαλλομένα κρο- 
κόεντι. vitis Ep. IV 8: ἔνϑα πέριξ 
κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι | ἄμπελος. 


᾿Ελισοῦς Elisus, Elidis luvius XXV . 


9: af μέν δὰ νέμονται ἐπ᾽ ὄχϑαις 
ἀμφ᾽ ᾿Ἑλισοῦντος. 

ἑλίσσω volvo, necto XXII 81: περὶ 
γυῖα μακροὺς. εἴλιξαν ἱμάντας. de 
leone XXV 942: μακρὴν δέ περ᾽ 
ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον. --- Med. volvor, 
de serpentibus XXIV 30: τὼ δ᾽ αὖτε 
σπείραισιν ἑλισσέσϑην περὶ παῖδα, cf. 
Il. XXII 95: (δράκων) — ἑλισσόμενος 
περὶ χειῇ. 

ἑλίχρῦσος helichrysus, gnaphalium 
stoechas L., Rainblume (Immortelle) 
I 30: κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος: 
Hoxibus helichrysi fulvis sive aureohs 
leviter conspersus'; εἶδος φυτοῦ, ov 
τὸ ἄνϑος ὅμοιον κρόκῳ καὶ οἷον yov- 
σοειδές. Schol. II 78: τοῖς δ᾽ ἦν 
ξανϑοτέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς. , 

ξλχος, aeol ἔλκος vwlmus XXII 
100: ἴδον ἕλκεα λυγρὰ περὶ στόμα τε 
γναϑμούς τε. metaph. de àmore XI 
15: ἔχϑιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος 
| Κύπριος ἐκ μεγάλας. XXX 11: εἰς 
οἶκον δ᾽ ἀπέβαν ἔλκος (cod. ἕλκος) 
ἔχων καὶ τὸ [κέαρ δάκων]. -- am- 
bigue pro 'fistula positum est Syr. 
1: ὃς Μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ | 
ἕλκος: *qui Musae violis coronatae 
compegit clare sonantem fistulam h. 
e. evouyya. 

£Ax« traho, duco 1 40: μέγα δέ- 
xtvov ἐς βόλον ἕλκει | ὁ πρέσβυς: sc. 
per fluctus. XXII 17: ὑμεῖς ys καὶ 


ἐκ βυϑοῦ ἕλκετε νᾶας: h. e. caer. 
I 185: τὼς κύνας ὥλαφος ἕλκοι huc 
illuc: *distrahat ac laceret?, VII 21: 
πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις: 
ἀντὶ τοῦ (ταχέως) πορεύῃ. Schol -- 
metaph. II 11 — 22. 91. 32. 37. 49. 
AT. 52. 57. 63: ἴυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον 
ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, cf. Verg. 
Ecl. VIII 68: ducite ab urbe domum, 
mea carmina, ducite Daphnin. 1130: 
ὑπ᾿ ἔρωτος ἐς Ἅιδαν ἕλκομαι ἤδη. 
de iumentis iugum ferentibus met. 
XXX 29: χρή us μάκρον σχόντα τὸν 
ἄμφενα | ἔλκην (aeol pro ἕλκειν A. 
Fritzschius) τὸν £vyov: "subdere colla 
iugo (Cupidinis. XIII 15: αὐτῷ δ᾽ 
εὖ ἕλκων ἐς ἀλαϑινὸν ἄνδρ᾽ ἀποβαίη 
(ὁ zig): "sibi ipsi constans, sui sem- 
per similis; imago à iumentis sumpta 
est sibi paribus et aequaliter ince- 
dentibus". 

᾿Ἑλλάσποντος Hellespontus XII 
29: Ἑλλάσποντον ἵκοντο Argonautae. 

ἐλλοπιεύω piscor 1 42: φαίης xsv 
γυίων νιν ὅσον σϑένος ἐλλοπιεύειν. 

ἔλλοψ mutus Syr. 18: ἔλλοπι κούρα 
| Καλλιόπᾳ: 'puellae mutae Vocal. 
Echo nympha dicitur. 

ἐλπίς spes XXI 65: εἰ — τὰ χωρία 
ταῦτα ματεύσεις | ἐλπὶς τῶν ὕπνων. 
IV 42: ἐλπίδες ἐν ξωοῖσιν, ἀνέλπιστοι 
δὲ ϑανόντες. 1 

ἔλπομαι 1) opinor, puto XXV 174: 
ἔλπομαι οὐχ ἕτερον τόδε τλήμεναι 
Αἰγιαλήων 1 ἠὲ σέ. 115: οὐ γὰρ κεν 
Épacxé τις οὐδὲ ἐώλπει | ἀνδρὸς ληίδ᾽ 
£vüg τόσσην ἔμεν. — 2) spero ὙΠ 30: 
καίτοι κατ᾽ ἐμὸν νόον ἰσοφαρίζειν | 
ἔλπομαι. 

ἐμαυτοῦ mei ipsius XXI 41: εἶδον 
ἐμαυτόν | ἐν πέτρᾳ μεμαῶτα. ΧΙ 39: 
ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων. aeol XXX 
11: πύλλα δ᾽ εἰσκαλέσας ϑῦμον ἐμαύτω 
(cod. ἐμαυτοῦ) διελεξάμαν. 

ἐμβάλλω iniicio XXIII 51: βρόχον 
δ᾽ ἔμβαλλε τραχήλῳ. XV 3: ἔμβαλε 
καὶ ποτίκρανον (sc. δίφρῳ). ; 

ἐμβασιλεύω regno in XVI 100: 
(ὅϑι πλατὺ τεῖχος) ἀσφάλτῳ δήσασα 
Σεμίραμις ἐμβασιλεύει, cf. 11. II 572: 
Σικυῶν᾽ ὅϑ᾽ ἄρ᾽ Ἄδρηστος πρῶτ᾽ ἐμ- 
βασίλευεν. (de XVII 85 v. βασιλεύω.) 

ἐμμελής canorus, de Archilocho 
Ep. XIX 5: ἐμμελής τ᾽ ἔγεντο κῆπι- 
δέξιος | ἔπεά τε ποιεῖν πρὸς λύραν τ᾽ 
ἀείδειν. 

ἐμμενές (n. pro adv.) assidue, e 
Buecheleri coni. pro ποιμένες ser. 


















































): (μυρέα δ’ — “ἐνδιάασκον) 
 ἔχκριτα μῆλα φιλοξείνοισι 


ἐμέῆνος menstruus XVI 84: πολ- 

᾿Ἀντιόχοιο δόμοις — | ἁρμαλιὴν 

ov ἐμετρήσαντο πενέσται. 
ἥτρος — — XV 

(βάκτρον) ἔμμητρον, τὸ μὲν αὖ- 
— ἔσπασα. : 


w bis e coni.; in erasi χὡμός (1), 
u (1). f. ἐμά, τᾶς, τᾷ, -d», -α. 
ἐμόν n. a. v. (ἐμὸν ΠΠ 12). — pl. 
. ἐμούς, -οἱ. f. * -αἷἴς, -αἴ. m. 
£a. v.) meus 1) c. subst., cui ple- 
rumque praeponitur. XIV 54: ἐμὸς 
ἱλικεώτας. IV 7: ἐμὰ βρέφεα. 

 ὅμῶες ἐμοί. 1X 15: μᾶτερ ἐμά. 
[ 26: ἐμᾷ σὺν ματρί. ΥΠΙ 6: 
vov ἔμον (Ahr. p ἐμόν). XXIV 

x ψυχά. XIV 36: ἐμὸν xaxov. 
J[ 222: ἐμὸς οἶκος. 1l 17: ἐμὸν 
τὶ δῶμα. 103: εἰς ἐμὰ δώματα. 
59: χεῖλος ἐμόν. XXX 25: προτ᾽ 
ov ϑῦμον (cod. ἐμὸν). ΠΙ 12: 
ϑᾶδαι μὰν ϑυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος, ubi 
ultima syllaba pyrrhichii in quarta 
i producitur secundum Homeri 
mm, y. ϑεός. VII 30 — 39: κατ᾽ 
ἐμὸν νόον. V 1 (— V 145. XXVII 
E Fi : eiysg ἐμαί. 11 22. 27. 32. 81. 
IE 47, 52. 57. 63. VI 39. XX 22. 
L XXII 68. XXIV 73. XXVII 12. 22. 
39. 45. — add. artie. XIV 30: τὸν 
ἐμὸν Λύκον. 1| 164: τὸν ἐμὸν πόνον. 
— VI 22: τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν (sc. 
ὀφθαλμόν). (de XXVII 58 v. ὅλος.) 
ILE 39. V 198. 130. XXI 30. XXIII 
|^ 91. 26. XV 18: γώμός (sc. ἀνήρ). --- 
sine subst. V 75: ἐμόν ἐστι — τὸ 
ἐμ: XXI 71: σὸς μὲν ἐγώ, 
δ᾽ ἐμὸς κεκλήσεαι. (de XV 7 v. μέλε.) 
᾿ς ἐμπερόναμα chiton fibulis in la- 
- dere et in humeris connexa XV 34: 
Πραξινόα, μάλα rot τὸ καταπτυχὲς 
ἐμπει y | τοῦτο πρέπει. v. mtQo- 

XV 91. 


gn dor, £gx&g tamen XXII 
7: ἀλλ᾽ ἔμπας (vulg. ἔμπης) ὑμεῖς 
"x«l ἐκ βυϑοῦ ἕλκετε νᾶας. X 29. 
Θὰ. XIV 514: ἀλλ᾽ ἔμπης καλάμην 
σ᾽ ὀίομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν. 
ms pártic. e. πὲρ coni. quantum- 
vis XXV 13: βουκολίοισι περιπλήθουσί 
st inen cf. IL. XIV 98: Τρωσὶ μὲν 
ὑχτὰ γένηται ἐπικρατέουσί περ ἔμπης. 
ἔμπίῖχρος amarus XV 74: οὐ μὰν 


ἤμμηνόϊ. -- ἐν 


T ; (sg. m. ἐμός, -ῷ, -óv; aeol., 


95 


οὐδὲ λόγον ἐκρίϑην ἄπο, τὥὔμπικρον 
αὐτᾷ (e Meinekii coni. scr. pro τὸν 
πικρόν), ubi acc, ad totam enuncia- 
tionem pertinet: *quod eam morde- 
ret, h. e. hoc silentium meum vehe- 
mentissime eam pupugit'". 
ἐμπίπλημιε iómpleo XXIV. 3: dp- 
«Φοτέρους λούσασα καὶ ἐμπλήσασα 
γάλακτος. 52: ἐνεπλήσϑη δὲ δόμος 
σπεύδοντος ἑκάστου. XXV 96. me- 
taph. XXIV 46: ἀμφιλαφὴς δ᾽ ἄρα 
παστὰς ἐνεπλήσϑη πάλιν 0gpvag. XXV 
243: πᾶς δέοϊ αὐχήν ϑυμοῦ ἐνεπλήσθη. 
ἐμπέπτω incido XXV 231: χλωρῇ 
δὲ παλίσσυτον ἔμπεσε ποίῃ (τὸ βέλος). 
ἔμπλε(ι)γος plenus Ber. 5: καί κε 
λίνα στήσαιτο, καὶ ἐξερύσαιτο ϑαλάσ- 
σης  ἔμπλεα. XXV 206: κοίλην τε 
φαρέτρην | ἰῶν ἐμπλείην, cf. Od. XXII 
2: ἠδὲ φαρέτρην | (àv ἐμπλείην. 
ἔμποϑεν v. £xxoD tv. 
ἔμπορος vector Ep. IX 3: εἰς λι- 
παρὴν Θάσον ἐλϑεῖν | ἠπείγευ κοίλης 
ἔμπορος ἐκ Συρίης, ἔμπορος, ὦ 
Κλεόνιχκε. 
ἐμφύλιος consanguineus XXII 200: 
ϑηεῖτο μάχην ἐμφύλιον ἀνδρῶν, cf. 
Aesch. Eum. 399: ἥρη ἐμφύλιον. 
ἐμφύω, intr. inhaereo 11 56: (αἷμα) 
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα 
πέπωκας. c. dat. per tmesin XIII 47: 
ταὶ δ᾽ ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν: ἐνεπλά- 
κησαν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. Schol, quam- 
quam incertum an melius accipiatur 
v. simplex. 
£uwbxyog animatus, spirans XV 
83: (ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι —) ἔμψυχ᾽, 
οὐκ ἐνυφαντά (τὰ γράμματα). 
ἐν, ἑνί, εἰν (ἐν, in crasi xdv (1), 
xijv (2) rarius in thesi leg. quam in 
arsi, maxime secundi et qninti hex. 
pedis, nunquam tertii et sexti, — ἐνέ 
novies exstat, quinquies ut ultima syl- 
laba positione producatur, — εἶν bis 
leg: XVI 30. XXIX 12.) ín (inter) ἢ 
adv. I 96: ἁδέα uiv γελάοισα, βαρὺν 
δ᾽ ἐνὶ 9vuóv ἔχοισα (A. Fritzschius 
coni, pro &v&, melius ἅμα Krumb- 
holz quaest. Theocr. Dresdae 1873): 
'in pectore". II 68: (πολλὰ μὲν ἄλλα) 
ϑηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ 
λέαινα: 'aique in his'. — in tmesi 
XVII 124: ἐν δ᾽ αὐτοὺς χρυσῷ περι-᾿ 
καλλέας ἠδ᾽ ἐλέφαντι | δρυται: in 
templis. v. ἐνιδρύω. 1X 9: ἐν δὲ 
γνένασται | — δέρματα, v. ἐννάσσω. — 
II) praep. e, dat. 1) in aliqua re, in, 


96 | e 


an, auf, de loco a) de terris, urbibus, 
regionibus II 46: ἐν 4g. XXVI 33: 
iv ΖΔρακάνῳω νιφόεντι. Ep. XVI 3: 
ἐν Téo. XXIV 121: Ἄργει ἐν ἵππο- 
βότῳ, ut Od. IV 562. XVIII 1: ἔν 
ποκ᾽ ἄρα Σπάρτᾳ. ll 33: τὸν ἐν Aid 
— ἀδάμαντα. XV 186: χήν ᾿ἀχέροντι. 
XXV 90: ἐν οὐρανῷ. 92: ἐν ἠέρι. 
XIII 48: ὕδατι δ᾽ ἐν μέσσῳ. VII 66:* 
ἐν πυρί. IX 19. XXV 249. X 56: ἐν 
ἁλίῳ. ΧΙ 19: ἐν τᾷ γᾷ: ἴα hac terra. 
XIV 14: ἐν χώρῳ: 'in meo agello'. 
VII 51: ἐν ὄρει. IV 567. XX 45. XXII 
36, XIII 62: ἐν οὔρεσιν. [III 46. 
ἐν doscw. VII 111. XX 35. — XX 
33: ἐν ἄγκεσι. ΧΧΙ 42: ἐν πέτρᾳ. 
IX 16: κοίλαις ἐν πέτραισιν. IX 26: 
πέτραισιν ἐν ὙὝκκαρίαισι. ΧΙ 44: ἐν 
τώντρῳ, cf. VIII 51. XVI 75: ἐν πε- 
δίῳ Σιμόεντος. Π 36: ἃ ϑεὸς ἐν 
τριόδοισι. XXIV 101: ἐν ἀλωυᾷ XXV 
133: ἐν νομῷ. 158: ἐν ὕλῃ. IX [4]: 
ἐν φύλλοισι: “ἴῃ virgultis. XXI 36. 
XXII 106. V 87: ἐν ἄνϑεσι. V 129. 
VI 45. VII 22. 110. 132. 134. 140. 
XIII 40. 64. XXI 36. XXII 94. XXV 
298. XXVI 5. XXVIII 12. XXIX 12. 
— b) de iis quae arte fiunt XVII 17: 
ἐν Διὸς oio. XXIV 80: ἐν Διός. 
XVI 80: εἶν Δίδαο. 1 103: xijv ᾿ἀίδα. 
Ep. XIII 3: οἴκῳ év ἀμφικλέους. XVII 
106: δόμῳ ἐνὶ πίονι. XVI 34: ἐν 
Avrioxoio δόμοις. XV 24: ἐν ὀλβίω 
(var. ὀλβέῳ)η. XVII 129: ἐν μεγάροισι. 
XXIII 36: ἐν προϑύροισεν. 1] 86: ἐν 
κλιντῆρι. XXIV 84: ἐν εὐνᾷ. XXI 
86: ἐν πρυτανείῳ. XXIV 185: ἐν 
χανδῷ, ll 120. 161. XV 113. 117. 
XVI 10. XVII 99. XVIII 33. XXII 
190. XXIV 108. — c) de membris 
corporis VII 157: ἐν ἀμφοτέραισιν 
ἔχοισα (sc. χερσί). cf. III 41. XIII 
A7 (2) XXII 146. III 44: Βίαντος ἐν 
ἀγκοίναισιν. XXX 14: λεύκας — ἐν 
κροτάφοις τρίχας. XXV 112: ἐν στή- 
ϑεσι. IL 106: ἐν δὲ μετώπῳ ἴδρώς 
μευ κοχύδεσκεν (var. ἐκ δὲ μετώπω). 
XXV 261; ἐν ὀστέῳ. XXII 48: ἐν 
δὲ μύες στερεοῖσι βραχίοσιν --- ἕστα- 
σαν. IV 7: xol πόκα τῆνος ἔλαιον 
ἐν (var. ἐπ ὀφϑαλμοῖσιν ὀπώπει, 
quum in oculis quoque insit quasi 
imago rei. — d) c. neutris adi. I 14: 
ἐν τῷδε hice. XXI 17: ἐν μέσσῳ. 
XV 18 --- 14: ἐν καλῷ: 'in tuto. — 
e) e. verbis motum significantibus, 
ubi nos praep. εἰς rectius poni for- 
tasse censeamus, 1I 54:(ró κράσπεδον) 


ὧγὼ νῦν τίλλοισα κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ 
βάλλω, cf. XVI 11. XXV 25. XIII 50: 
ἤριπεν ἀστήρ  ἀϑρόος £v πόντῳ. XXV 
258: πέσεν δ᾽ ὅγε — | ὑψόϑεν ἐν 
γαίῃ (var. ἐκ γαίης). VII 132: ἔν τε 
βαϑείαις | — γαμευνίσιν ἐκλίνϑημες. 
XIII 47: ταὶ δ᾽ ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν, 
v. ἐμφύω. cf. III 41. XVIII 47: ἐν 
qoi γερράψεται, ubi praep. ἐν nostro 
sermoni magis respondere concedi- 
mus. metaph. XXIV 12: ἐν φρεσὶ 
ϑέσϑαι. XVII 68. — 2) inter XVI 80: 
ἐν δ᾽ αὐτοῖς Ifgov — ζώννυται. 48: 
δειλοῖς ἐν νεκύεσσι — ἔκειντο. XV 
41: ἐν ἀϑανάτοις 0 τεκών. XXV 106: 
μυϑεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν ᾿Επειῶν. 
saepius c. verbis et adi. insigniendi 
XVI 45: ἐν ἀνδράσι ϑῆκ᾽ ὀνομαστούς, 
cf. XVII 107. XXII 163: ἐν πάντεσσι 


διάκριτοι. XVII. 84: ἐν πινυταῖσι 
περικλειτὰ Βερενίκα | ἔπρεπε ϑηλυ- 
τέραις. VII 28. 29. XVIII 28. XXV 


140. XXVIII 22, pro gen. XVIII 18: 
μοῦνος ἐν ἡμιϑέοις. XXIV 130: Κά- 
στορι δ᾽ οὔτις ὁμοῖος ἐν ἡμυιϑέοις 
πολεμιστής | ἄλλος ἔην. c. verbo nu- 
merandi X 29: (τὸ ἴον καὶ ἃ ἁάκιν- 
dog) ἐν τοῖς στεφάνοις τὰ πρᾶτα λέ- 
γονται. ΧΥΠ18: Πτολεμαῖος ἐνὶ πρώ- 
τοισι λεγέσϑω. — 3) in, c. nominibus ' 
rerum à sensibus seiunetarum, qui- 
bus maxime qua ratione aliquid fiat 
significatur. |a) de mente XXV 240: 
ἀσώμενος ἐν φρεσὶν αἰνῶς, cf. XXV 
58. 16. 163. XXII 87: ἐν ϑυμῷ κε- 
χολωμένος, cf. XXIX 36. IX. 3: 
φρένων iv μύχῳ. IV 42: ἐλπίδες iv 
ξωοῖσιν. — b) de statu rerum, in quo 
quis est et agit aliquid. II 108: ἐν 
ὕπνῳ. XXI 44. IX 16: ἐν ὀνείρῳ 
XX 5. XXIX 8: ἐν σκότῳ. XXII 148: 
€ τς , * m 

ἡμῖν γάμος οὗτος ἐν ὅρκῳ. ΠῚ 90 — 
XXVII 4: ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλά- 
μασιν ἁδέα τέρψις. ΧΧΙΥ͂ 115: 
ἀεϑλεύοντ᾽ ἐν ἀγῶνι. 1126: ἐν φλογί 
86. ἔρωτος. XXII 79: ὑπείροχος ᾿ 
δαὶ Κάστωρ, cf. XXIV 111. XXIII 
11: πάντα δὲ x&v μύϑοισι καὶ iv 
προσόδοισιν ἀτειρής. XIV 29: πόσιος 
— iv βάϑει ἦμες. XXI 39: ἐν εἶνα- 
λίοισι. πόνοισιν. V 69: ἐν χάριτι κρέ- 
νῃς: in gratiam meam. XIV 49: 
ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. — c. neutris 
adi. XXII 212: ovx ἐν ἐλαφρῷ: “ἴῃ 
facili. 61: οὐκ ἐν ἑτοίμῳ. Ἔν. XXV 
5. Ep. XIL 8: μέτριος ἦν ἐν πᾶσι. -- 
4) de tempore Ep. XXV 1: ἐν ἑβδόμῳ 
— ἐνιαυτῷ. XXIII 29: ἐν εἴαρι. 


































ΧΙ 86: οὔτ᾽ ἐν ϑέρεν οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ. 


118. ΧΙ δ8: ἐν χειμῶνι. I 
: ἐν δὲς. XII 2: ἐν ἤματι: uno 
. Ep. XV 1: ἐν ἁλικίᾳ. — IIT) 


ü plerumque ante casum legi- 
P. nitur autem .gen. XVI34. 
L- XVII 17; omisso subst. XV 24. XVI 
| 8 qui δέ Il 106. VII 113. XVI 
[1 68; δέ c. subst. XXII 48. 
!— e VII 28. 29. 132. 134. γάρ IV 57. 
: casum ἐν Ep. XIII 3; inter- 
ur ἐν inter adi. et subst. IX 16. 
XII 40. XVI 43. XXIV 108. XXV 
2. 95. ἐνί XIV 49; inter subst. et adi. 
᾿ ἐν IX 26. XIII 43. XXIV 121. ἐνί 
XVII 106. XXII 94. 190. 
"rd, puber, primum pubescens 
μὲν of πεντεκαιδεκαετεῖς καὶ 
— foo, ἄνηβοι δὲ of δωδεκαετεὶς 
ἐρω 6801.) VIII 3: ἄμφω 
ἤστην πυρροτρίχω, ἄμφω ἐνάβω 
ro vulg. ἀνάβω cum Koechl. scr. A. 
'ritzschius), ef. Verg. Ecl. VII 4: ambo 
florentes aetatibus, Arcades ambo. 
ἐναλίγκιος par, similis XXII 91: 
 Tuvà ἐναλίγκιος ἀνήρ. 
—  £v«AAog inversus, praeposterus I 
[12]: πάντα δ᾽ ἔναλλα γένοιτο, καὶ 
πίτυς ὄχνας ἐνείχαι: ἐνηλλαγμένα 
| ἀνατετραμμένα. Gloss. Versum 
subditicium esse iudicat A. Fritzschius. 
| Évavtiocadversus, contrarius XXIV 
-. 30: ὃ δ᾽ ἐναντίος lero χερσίν | 'Hoa- 
xime: *obluetans tenuit eos mani- 
E bus". XXII 65: εἷς ἑνὶ χεῖρας ἄει- 
LL ρὸν ἐναντίος ἀνδρὶ καταστάς. neutr. 
ji pro adv. V 20: σφὰξ βομβέων τέτ- 
Ttyog ἐναντίον. 
ἐναξόνιος v. ἐπαξόνιος. 
ἐναρίϑιμιος adnumeratus, in nu- 
mero habitus VII 86: αἴϑ᾽ 
- feoig ἐναρίθμιος ὥφελες εἶμεν. 
ἕνας perendie XVIII 14: καὶ ἕνας 
καὶ ἐς ἀῶ | κείς ἔτος ἐξ ἔτεος, Με- 
γέλαε, τεὰ νυὸς ἅδε, cf. Arist. Eccl. 
(0.196: κἂν ἕνης ἔλθῃς. 
—Erdexa undecim XI 40: τράφω δέ 
TOt ἕνδεκα νεβρώς, ᾿ 
— ἐνδεχαταῖος qui undecimo die 
vel per undecim. dies facit. aliquid X 
12: ἔραμαι σχεδὸν ἐνδεκαταῖος. v. 
δωδεκαταῖος. 
ἐνδέχατος undecimus XIV 40: 
σάώμερον ἔνδεκάτα (sc. ἡμέρα). 
— ἐνδέμω aedifico in XVII 82: τρεῖς 
— μέν οἵ (Aegypto) πολέων ἑκατοντάδες 
ο΄ ἐνδέδμηνται. 
Lexicon Theocriteum. 





ἔναβος --- ᾿Ενδυμίων 


ἐπ’ ἐμεῦ - 


91 


ἐνδέω iligo, med. XXIV 21: 
ἄμφω δὲ βαρεῖ ἐνεδήσατο δεσμῷ. 

ἐνδιᾶϑρούπτομαι superbus et de- 
licatus sum in aliquem lI 86: xal 
δωσῶ of (r&v alya), ἐπεὶ τύ μοι ἐν- 
διαϑρούπτῃ: h. e. “ἴα, molliter motat 
corpus atque iactitat, ut frangi (ϑρύ- 
Ζτεσϑαι) paene videatur'; cf. Hor. 
Sat. I 8, 39: fragilis Pediatia. v. 
διαϑρύπτομαι. 

ἐνδίάω sub divo dego XXII 44: 
ἔνϑα δ᾽ ἀνὴρ ὑπέροπλος ἐνήμενος 
ἐνδιάασκε.ς. non tam diem quam 
noctem: sub divo pernocto XVl 38: 
μυρία δ᾽ ἂμ πεδίον Κραννώνιον iv- 
διάασκον | ἐμμενὲς ἔκκριτα μῆλα φι- 
λοξείνοισι Κρεώνδαις, ubi ἐμμενές e 
Buecheleri coni. pro vulg. ποιμένες 
ab A. Fritzschio receptum est, 'quia 
ἐνδιάω non dicitur potestate activa. 

ἐνδινέω instar turbinis circumago 
(nter in aliqua re, pass. XV 82: ὡς 
ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι, καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδι- 
νεῦνται (vulg. ἐνδινεῦντι), | ἔμψυχ᾽, 
οὐκ ἐνυφαντά: moventur (figurae) in 
picturis. 

ἔνδτος meridianus XVI 95: (&víxa 
τέττιξ) ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμέ- 
νος ἔνδοθι δένδρων | ἀχεῖ ἐν ἀκρε- 

ὀνεσσιν: κατὰ τὴν μεσημβρίαν. Schol. 
cf. Il. XI 726: ἔνδιοι ἱκόμεσϑ᾽ ἱερὸν δόον. 

ἔνδοθεν a parte interiore, intus 
XXVII 48: τί δ᾽ ἔνδοϑεν dao μα- 
ξῶν; ad mentem transfertur XXV 
80: εἴ οἵ xal φρένες ὧδε νοήμονες 
ἔνδοθεν ἦσαν. 


ἔνδοθι (semper in quinto hex. 
pede) intus XVI 22: δαιμόνιοι, τέ δὲ 


κέρδος ὃ μυρίος ἔνδοϑι χρυσός | κεί- 
μενος :: domi, 32: μακέλᾳ τετυλωμέ- 
vog ἔνδοθι χεῖρας. c. gen. XVI 95: 
ἔνδοθι δένδρων. V 146: πάσας ἐγὼ 
λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοϑι λίμνας (var. 
ἔνδοθϑ᾽ε). 
ἐνδοῖ v. ἔνδοι (dor. pro. ἔνδον) 
intus XV. 1: ἐνδοὶ Πραξινόα; Γοργοὶ 
φίλα, ὡς χρόνῳ! ἐνδοῖ. 11: ἐνδοὶ 
πᾶσαι. (de XV 55 v. ἔνδον.) 
ἔνδον intus XV 55: ὠνάϑην με- 
γάλως, ὅτι μοι τὸ βρέφος μένει ἔν- 
dov (ἐνδοὶ Valck. c. Casaub, ἔνδοι 
a: domi. ad mentem transfertur 
XXVII 69: κραδίη δέ οἵ ἔνδον ἰάνθη. 
ἐνδυύχέως diligenter, sedulo XXV 
94: βασιλῆι πολὺν καὶ ἀϑέσφατον 
ὄλβον | δυόμεθϑ᾽ ἐνδυκέως. 
Ἐνδῦμίων Endymion Car *a Luna 
consopitus putatur (κατὰ τὸ ὄρος τὸ 
1 


98 ἕνεκα — ἐννεᾶάς 


Λάτμιον τῆς Καρίας κυνηγῶν. Schol), 
ut eum dormientem  oscularetur'. 
Cic. Tusc. I 38. — ΤΙ 49: ξαλωτὸς 
μὲν ἐμὶν ὃ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων | 
"Evóvutav. XX 87: ᾿Ενδυμίων δὲ τίς 
ἦν; οὐ βουκόλος; ὅν γὲ Σελάνα] βου- 
κολέοντα φίλασεν,. ἀπ᾽ ,Οὐλύμπω δὲ 
μολοῖσα | λάϑριον ἂν νάπος ἦλϑε καὶ 
εἰς E ἕνα παιδὲ κάϑευδε. 

ἕνεχα, ἕνεχεν 1) causa, c. gen. 
XXV 135: (900i προγενοίατο ϑῆρες) 
ἐς πεδίον -- βοῶν ἕ ἕνεκ᾽ ἀγροτεράῶν. 
— 3) gratia, in gratiam, χάριν XXIX 
37: νῦν μὲν κἠπὶ τὰ χρύσια μᾶλ᾽ 
ἕνεκεν σέϑεν | βαίην καὶ φύλακον νε- 
κύων πεδὰ Κέρβερον. aeo]. XXVIII 
18: (16) πέξαιντ᾽ αὐτοένει Θευγένι- 


δός y ἔνεκ᾽ ἐυσῳφύρω (ἕννεκ᾽ Tunt , 
ἔννεκ᾽ Ahr.). — 8) per XVII 46: σέ: 
ϑὲν δ᾽ ἕνεκεν (ἢ. e. ᾿Δφροδίτας) Βε- 
ρενίκα, | εὐειδὴς ᾿ἀχέροντα πολύστο- 
νον οὐκ ἐπέρασεν: per te, tua opera. 

ἐνεργέω in opere sum, patro (pro 
βινέω) IV 61: ποτὶ τῷ μάκτρᾳ κατε- 
λάμβανον ὦμος ἐνήργει. 

ἐνερείδω, med. inmitor VII 6: 
ἐκ ποδὸς ἄνυσε ,πράναν | εὖ ἐνερει- 
σάμενος πέτρᾳ γόνυ: "fortiter innixus 
in rupem genu'. Ameis. 

ἐνεύδω incubo V 10: οὐδὲ γὰρ 
ἙΕὐμαρίδᾳ τῷ δεσπότᾳ ἧς τι ἐνεύδειν, 
cf. Od. III 350: χλαῖναι καὶ ῥήγεα — 
δείνοισιν ἐνεύδειν. 

ἔνημαι assideo XXII 44: ἔνϑα δ᾽ 
ἀνὴρ ὑπέροπλος ἐνήμενος ἐνδιάασκε. 

ἔνϑια (semper fere in introitu ver- 
sus leg., nunquam in quarto et sexto 
hex. pede.) I demonstr. 1) adv. loci 
a) ibi (hic) V 41: (οὐχ ἑρψῶ τηνεῖ.) 
£y9' ὕδατος ψυχρῶ Ἀρᾶναι δύο. 
XXII 44: ἔνϑα δ᾽ ἀνὴρ ὑπέροπλρος 
ἐνήμενος ἐνδιάασκε. XVII 22, ΧΧΙῚ 
80. 159. Ep. IV 8. sequ. ἔνϑα ubi 
VII 45—47. — b) huc XXVII 64: 
παρϑένος ἔνϑα βέβηκα. bis ponitur 
XXII 95: ἤτοι oy ἔνϑα καὶ ἔνϑα 
παριστάμενος Διὸς υἷός | ἀμφοτέρῃσιν 
ἄμυσσεν ἀμοίβαδις: huc illue, in 
utramque partem. — 2) de tempore 
et statu rerum a) tunc, tum XVII 
00: ἔνϑα γὰρ Εἰλείϑυιαν ἐβώσατο 
λυσίξζωνον | ᾿ἀντιγόνας ϑυγάτηρ. XXII 
88. 107. XXV 276. — b) quae quum 
ila essent, unter solchen Umstünden 
XXV 100: ἔνϑα μὲν οὔτις ἕκηλος — 
εἱστήκει. 112: ἔνϑα -- ᾿ἀμφιτρυω- 
νιάδης — ἐκπάγλως ϑαύμαζξε. — II 


relat. 1) «bi XIII 30: εἴσω δ᾽ ὅρ- 
gov ἔϑεντο Προποντίδος, ἔνϑα Κια- 
νῶν l αὔλακας εὐρύνοντι βόες τρίβον- 
τὲς ἄροτρα. XVI 12. XXIII 24. post 
'9« ibi VIII 47. post παντᾷ VIIT 
43. 3) quo XXIII 23: (Beoífos) ἔνϑα 
v) μευ κατέκρινας (sc. βαδέξειν). 
ἐνθάδε 1) hic Ep. XXI 1: ὁ μου- 
σοποιὸς ἐνθάδ᾽ Ἱππῶναξ κεῖται. --- 
2) huc, c. verbis motum significanti- 
bus XV 130: ἕρπεις, ὦ φίλ᾽ ἴάδωνι, 
καὶ ἐνθάδε κείς ᾿ἀχέροντα. XXV 44. 
52. 165. XXVII 23. Ep. XX 7. 
ἔνϑεν unde XIII 35: (λειμών) £v- 
ϑὲν βούτομον ὀξὺ — T — 
κύπειρον. 
ἐνιαυτός (sg. ἐνιαυτῷ. pl. ἐνιαυ- 
τοῖς, -07g; aeol. ἐνίαυτος οἱ, XXX 
24) annus XVI 1: οὔπω μῆνας 
ἄγων ἔκαμ᾽ οὐρανὸς οὐδ᾽ ἐνιαυτούς. 
Ep. XX 8: πολλοῖς μησὶν ὄπισϑε κή- 
νιαυτοῖς. XXX 24: παύσασϑαι δ᾽ 
ἐνίαυτος (eod. ἐνιαυτὸς) χαλέπας 00x - 
ἴκανος voco. de aetate XXIV 100: 
Τειρεσίας πολλοῖσι βαρύς περ ἐὼν 
ἐνιαυτοῖς. Ep. XXV 1 
ἐνιδρούω colloco jin, "med. c. tmesi 
XVII 124: ἐν δ᾽ αὐτοὺς χρυσῷ περι- 
καλλέας ἠδ᾽ ἐλέφαντι | ἴδρυται. pf. 
pass. insideo, sedem, habeo XVII 102: 
τοῖος ἀνὴρ πλατέεσσιν ἐνίδρυται πε- 
δίοισι. Ep. XVII 5: τοὶ Συρακόσσαις 
ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει. ' 
ἐνέημι immitto XI 66: (ἐθέλοις) 
τυρὸν πᾶξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα. 
ἐννάσσω super insterno, superin- 
gero |IX 9: ἔστι δέ μοι παρ᾽ ὕδωρ 
ψυχρὸν στιβάς, ἐν δὲ νένασται | 4ev- 
κἂν ἐκ δαμαλᾶν καλὰ δέρματα: ἤγουν 
ὑπέστρωται, σεσώρευται. , Schol. 
ἐνναέτης movennis XXVI 29: εἴη 
δ᾽ ἐνναέδης ἢ ἢ καὶ δεκάτω ἐπιβαίνοι. 
ἐννέα 1) novem ΧΙ 6: ταῖς ἐννέα 
δὴ πεφιλαμένον ἔξοχα ΜΜοίσαις, cf. 
Ep. X 1. XXVI ὁ: τὼς ἐννέα (Bo- 
μοὺς) τῷ Zhiovoco. XIV 44: ,“ταίδ᾽ 
ἐννέα (sc. ἡμέραι). — 2) aeol. ἔννεα 
enneas, numerus ille sanctus nove- 
narius. XXX 21: οὗτος δοπέίμοι volg 
ὑπὲρ ἀμμέων. | εὔρην βραϊδίως & ἄστερας 
ὀπποσσάκις ἔννεα (cod. εὐνέα v. ἐν- 
νέα): fis putat se posse astra in- 
venire et dicere quoties exstet enneas'. 
ἐννεακαέδεκα decem et novem XV 
129: ὀκτωκαιδεκέτης ἢ ἐννεακαίδεχ᾽ ὃ 
γαμβρός: 'decem et novem annorum". 
ἐννεάς numerus novenarius XVII 









84: δοιαὶ δὲ τριάδες, μετὰ δέ σφισιν 
ἐννεάδες τρεῖς. 
ἐ novem voces habens 
8. de fistula pastoritia e no- 
ο΄ vem is compacta VIII 1821: 
—.. σύριγγ᾽ ἔχω ἐννεάφωνον. 
ο΄] ἐννέπω (ipf. ἔννεπεν. fut, ἐνέψω 
B sk ci. ἐνέψω. imp. ἔνισπε) dico, narro 
| XX 3: τάδ᾽ ἔννεπε. XXVII 10: δεῦρ᾽ 
“πὸ τὰς κοτίνους, ἵνα σοί τινα μῦϑον 
-— ἐνέψω. 38: πατρὶ δὲ γηραλέῳ τίνα 
|. μάν, τένα μῦϑον ἐνέψω, ubi futurum 
sit an coni. aor. ambigitur. XXV 34: 
ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἔνισπε, — οὗτινος 
κεχρημένος εἰλήλουθας. 
— induo, med. XXIV 188: 
ατὰ δ᾽ οὐκ ἀσκχητὰ μέσας ὑπὲρ 
ἕννυτο κνάμας. 
- évouxéo) incolo IX 15: κἠγὼ κα- 
λὸν ἄντρον ἐνοικέω. 
— qui testiculos habet, de 
capro 4: (βόσκε τὰς αἶγας) καὶ 
ποτὶ τὰν κράναν ἄγε, Tírvgrt: καὶ 
— τὸν ἐνόρχαν | τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα 
Ε΄: "UR μή τι κορύψῃ, cf. Verg. 
3 IX 23: pasce capellas; | et po- 
tum age, Tityre; et inter 
um | oecursare capro, 
ferit ille, caveto. 
molesto, turbo, ind. praes. 
aeol. 36: τέ με, δαιμόνι᾽, 
᾿ς ἐνόχλης (var. ἐνοχλεῖς); 
|. — ἐντἄνύω intendo XXIV 105: τόξον 
- δ᾽ ἐντανύσαι καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἶναι 
- ῥιστόν, cf. Od. XXI 305: αἴ κε τὸ 
* | ἐντανύσῃς. 
| αὖϑα huc VIII 26: τῆνόν πως 
—. ἐνταῦϑα τὸν αἰπόλον ἣν καλέσωμες: 
— . "ille caprarius (auditor erit), si eum 
—. hue advocaverimus', * 
Ἢ ἔντοσθεν intus I 82: ἔντοσθεν 
᾿ δὲ γυνά, τὶ ϑεῶν δαίδαλμα, τέτυκται: 
ΟΠ. e. in fundo sc. scyphi, *in medio'". 
Verg. Ecl. ΠῚ 40. 46. — c. gen. II 
39: & δ᾽ ἐμὰ ov σιγῇ στέρνων ἔν- 
τοσϑεν ἀνία. 
- ἐνδάλιος Mavortius, Martius, bel- 
lieus, de pelle leonina XXV 279: 
(ἀμφεθέμην μελέεσσιν) ἕρκος. ivva- 
ταμεσίχροος ἰωχμοῖος Totus 
incertus, quum et singularis 
eoniunetio verborum habeat offen- 
sionem nec lectio ipsa voc. ἐνυαλίου 
et ἑωχμοῖο satis constet. 


, ἐνύπνιον insomnium ΧΧῚ 29: 
&o' ἔμαϑες κρίνειν ποκ᾽ ἐνύπνια; 


cornu 


ἐννεάφωνος --- ἐξελαύνω : 99 


XXX 923: molla δ᾽ ὄρη v)xrog ivo- 
πνιὰα (ὁ πόϑοο). , 
ἐνῦφαντός inteztus XV 83: (γράμ- 
uera) ἔμψυχ᾽, οὐκ ἐνυφαντά, 
ἐνώπιος in conspectu, coram, adi. 
pro adv. XXII 152: ἦ μὴν πολλάκις 
ὄμμιν ἐνώπιος ἀμφοτέροισιν | αὐτὸς 
ἐγὼ τάδ᾽ eir (Ahr. οὐ Ziegl. ἐνώπιον). 
ἑξαέτης sexennis XIV 33: παρϑέ- 
vog ἑξαέτης (al. ξξαέτις). 
ἐξαιρέω 1) extraho, educo XXVII 
50: τεὴν πάλιν ἔξελε χεῖρα, Cf, v. 48. 
— 3) promo XIV 17: βολβός, κτείς, 
κοχλίας ἐξροέϑη. — 3) med. awfero, 
adimo XVII 24: σφέων Κρονίδης 
μελέων ἐξείλετο γῆρας, cf. Od. XI 
201: μελέων ἐξείλετο ϑυμόν. 
ἐξώλλομιαι exsilio, prosilio XVII | 
100: οὐδέ τις αἰγιαλόνδε ϑοᾶς ἐξά- 
λατο ναός | ϑωρηχϑεὶς ἐπὶ βουσὶν 
ἀνάρσιος Αἰγυπτίῃσι. 
ἐξάνειμε exorior XXII 8: δύνοντα 
καὶ οὐρανοῦ ἐξανιόντα | ἄστρα βια- 
ξόμεναι: 'occidentia et coelo exori- 
entia?, Ahr. e coni scr. κατ᾽ οὐρα- 
vov ἢ ἀνιόντα, Mein. III καὶ οὐρα- 
νὸν εἰσανιόντα, Paley καὶ ὠκεανοῦ 
ἀνιόντα. 
, ἐξανέχω emineo XXII 207: ἦ γὰρ 
ὅγε στήλην "Aqagníov ἐξανέχουσαν | 
τύμβου ἀναρρήξας ... 
ἐξανύω perficio XXV 156: λεπτὴν 
καρπαλίμοισι τρίβον ποσὶν ἐξανύσαν- 
τες, Cf. Eur. Phoen. 163: εἴϑε δρό- 
μον νεφέλας ποσὶν ἐξανύσαιμι. 
ἐξαπένᾶς subito, repente XIV 82: 
ἔκλαι᾽ ἐξαπίνας ϑαλερώτερον ἢ παρὰ 
πατρί | παρϑένος ἑξαέτης. 90, 
XXVI 14. ἴῃ crasi II 25: κἠξαπένας 
ἄφϑη. adi.locum tenet IX 34: (οὔτε 
γὰρ ὕπνος) οὔτ᾽ ἔαρ ἐξαπίνας γλυκε- 
ρώτερο»: 'ver ex inopinato". 
ἐξάρχω ordior, incipio VIII 68: 
τὰν πυμάταν δ᾽ ὠδὰν οὑτῶς ἐξᾶρχε 
Meválxag (Ahr. e cod. L. τᾶν πυμα- 
τᾶν δ᾽ ὠδᾶν). 
ἐξαῦτις denuo XXV δ1: τὸν δ᾽ ὁ 
γέρων ἐξαῦτις ἀμείβετο δῖος ἀροτρεύς. 
ἐξεγείρω  expergefacio XXI 61: 
ταῦτά μὲ κἀξήγειρε. Med, erper- 
giscor XXIV 91: καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξ- 
ἔγροντο --- ᾿λλχμήνας φίλα τέκνα. 
ἐξειλέω  evolvo, de draconibus 
XXIV 17: τῶ δ᾽ ἐξειληϑέντες ἐπὶ 
yen γαστέρας ἄμφω | αἰμοβόρως 
κύλιον (vulg. ἐξειλυσϑέντες). 
ἐξελαύνω incito, med. de equis 
1" 


100 
agendis XXIV 117: ἵππους δ᾽ ἐξε- 
λάσασϑαι ὑφ᾽ ἄρματι --- | Auqirovov 


ὃν παῖδα --- ἐδίδαξεν, cf. Il. V 25: 
ἵππους δ᾽ ἐξελάσας ... 

ἐξερύω, med. ex» cko mihi Ber. 
b: καί κε λίνα στήσαιτο, καὶ ἐξερύ- 
σαιτο ϑαλάσσης | ἔμπλεα. 

ἐξέρχομαι egredior XI 63: ἐξέν- 
ϑοις Γαλάτεια καὶ ἐξενϑοῖσα Ado | 
--οἴκαδ᾽ ἀπενϑεῖν: e mari. XXIII 
36: ὁππόταν ἐξελϑὼν (vulg. ἐξενϑὼν) 
ἠρτημένον ἐν προϑύροισι | τοῖσι τε- 
οἷσιν ἴδῃς: e cubiculo. 

ἐξερωέω  decedo XXV 189: ὡς 
εἰπὼν μέσσης ἐξηρώησε κελεύϑου, οἵ. 
Il. XXIII 468: αἵ δ᾽ ἐξηρώησαν (sc. 
τοῦ δρόμου). ᾿ 

ἔξεστι licel XV 98: “ΖΙωρίσδεν δ᾽ 
ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς “ΖΙωριέεσσι. 

ἐξετάζω nquiro, exploro, aor. 
dor. XIV 27: χὰμῖν τοῦτο δι᾽ ὠτὸς 
ἔγεντό mo9' ἀσυχᾷ οὑτῶς" οὐ μὰν 
ἐξήταξα μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν. 

ἐξευρίσχω, med, éZnvenio mihi 
XXIV 112: πάμμαχοι ἐξεύροντο co- 
φίσματα σύμφορα τέχνᾳ. 

ἑξήκοντα sexaginta XVIII 24: τε- 
* τράκις ἑξήκοντα κόραι. 
. é$óni(0)9:e(v) a tergo XXV 266: 
qyxov δ᾽ ἐγκρατέως στιβαρὰς σὺν 
χεῖρας ἐρείσας | ἐξόπιϑεν, μὴ σάρκας 
ὑποδρύψῃ ὀνύχεσσι. Ad. 18: ὁ δ᾽ 
ἐξόπισϑ'᾽ ἐλαύνων ἔτυπτε τοῖσι τόξοις. 

ἐξόσδω oleo XX 10: καὶ κακὸν 
ἐξόσδεις. 

ἔξοχος excellens, insignis, egregius 
XVII 18: zh Κρονίωνι μέλοντι | αἰ- 
δοῖοι βασικῆες᾽ ὃ δ᾽ ἔξοχος, ὅν κε 
φιλήσῃ | γεινόμενον τὰ πρῶτα. XXV 
118: Ἠέλιος δ᾽ ᾧ παιδὶ vOy ἔξοχον 
ὦπασε δῶρον. — neutr. pl. pro adv. 
eximie, praecipue Wll 14: αἰπόλῳ 
ἔξοχ᾽ ἐῴκει. XI 6: ταῖς ἐννέα δὴ 
πεφιλαμένον ἔξοχα Ἰοίσαις. 

ἔξω foras XIV 80: ἔξω ἀπῴχετο 
ϑᾶσσον. XV 132: νιν --- ἔξω οἰσεῦμες. 

ἔοικα (pf. ind. ἔοικας, -εν. part. 
ἐοικώς, -ότα, -ότες, εἰκυῖα.  plqpf. 
ἐῴκει. plerumque in exitu versus 
leg.) 1) similis sum, c. dat. I 41: ὁ 
πρεσβὺς κάμνοντι τὸ καρτερὸν ἀνδρὶ 
ἐοικώς. XXII 18: εἴτ᾽ οὖν ógvíOcc- 
σιν. ἐοικότες εἴτε λέουσι | ywóus". 
IS$6. VII 14. XV 110. XVII 63. 
XXV 39. — 2) decet, convenit, c. inf. 
XXII 180: ὀλίγῳ τοι ἔοικε κακῷ μέγα 
νεῖκος ἀναιρεῖν. c. acc. et inf. XXII 
01: ϑαρσέω, xovx ἐκ σεῦ us διδάσκε- 


ἐξερύω --- ἐπαμύνω 


εϑαι τόδ᾽ ἔοικεν. c. dat. οὖ inf. 
XXII 154: οὐχ οὕτω -- ἀριστήεσσιν 
ἔοικε | μνηστεύειν ἀλόχους. 

ἑορτά feriae XV 26: ἀεργοὶς αἰὲν 
ἕορτα. 

ἑός (sg. £0g, ξοῦ, fóv; ἑξᾶς, Env 
(£&v). pl £o£, £oig, fove; ξάς). 1) 
swus XVII 39: Πτοζεμαῖος £5]v ἐφί- 
λησεν ἄκοιτιν. XII 33. XX 11. XXI 
27. XXII 147. XXIV 58. XXVII 
26. in sententia pendente XVII 25: 
(χαίρων ὅττι) ἀϑάνατοι --- καλεῦνταν 
ἑοὶ νέποδες γεγαῶτες. — 2) twus 
XXII 173: Ἴδας μὲν καὶ ὅμαιμος ἕός, 
κρατερὸς Πολυδεύκης. X 2:009" ξὸν 
ὄγμον ἄγειν ὀρϑὸν δύνᾳ (var. οὔτε 
τὸν). XVII 50. XXIV 36 (var. τεοῖρ). 

ἐπάβολος particeps, compos XXVII 
2: γύναιξιν, νόος οἰκωφελέας αἷσιν 
ἐπάβολος. 

ἐπᾶγροσύνη feliz captura Ber.1: 
«ci τις ἀνὴρ αἰτεῖται ἐπαγροσύνην. 
τε καὶ ὄλβον, ἐξ ἁλὸς ᾧ fen. - 

ἐπᾷδω incanto 11 91: ποίας ἔλι- 
mov γραίας δόμον, ἅτις ἐπᾷδεν;: 
*quae morbo incantamentis anilibus 
mederetur', 

ἐπᾶείρω iollo XXV 232: αὐτὰρ 
ὁ κρᾶτα δαφοινὸν ἀπὸ χϑονὸς dw 
ἐπάειρε | ϑαμβήσας. 

ἐπαινέω laudo XXIX 11: (εἴ uoc 
τι πίϑοιο —,) τῷ κε λώιον αὖτος ἔχων 
“μ᾽ ἐπαινέσαις. 

ἐπαχολουϑ'έω subsequor Ad. 43: 
ἐκ τῶδ᾽ ἐπηκολούϑει (ὃ ὗς Κύπριδι) 
κἀν ὕλαν οὐκ ἔβαινεν. 

ἐπάκχοος auditor VIII 25: ἀλλὰ τίς 
ἄμμε κρινεῖ; τίς ἐπάκοος ἔσσεται ἁμέων: 

ἐπᾶάκχούω attente aurem praebeo 
et animum. adverto XI 11: πολλαὶ 
συμπαίσδεν με κόραι τὰν νύχτα κέ- 
λονται, | κιχλέσδοντι δὲ πᾶσαι, ἐπεί 
x' αὐταῖς ἐπακούσω (Ziegl c. var. 
ozoxovco) Vll 95: (vv γεραέρεν) 
ἀρξεῦμ᾽" ἀλλ᾽ ἐπάκουσον, ἐπεὶ φίλος 
ἔπλεο Μοίσαις (e coni. Pal. et Cobet. 
scr. pro ὑπάκουσον v. ὑπάκοισογ). 


(de VIII 28 v. ὑπακούω.) 


ἐπάμερος wwm diem durans XXX 
39: fus μάν, φύλλον ἐπάμερον: 'vix 
unius diei folium, folium celeriter 
caducum, folium breve (cf. Hor. Od. 
I 36, 16: tilium breve). 

éxduovo opem fero XXII 210: 
ἀλλὰ Ζεὺς ἐπάμυνε, χερῶν δέ οἵ 
ἔκβαλε τυκτήν | μάρμαρον. 






























ἐπανέρχομαι redeo (domm) XV 
440: Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανελθών. 
 ἐπανϑέω effloresco V 181: πολλὸς 
δὲ καὶ ὡς δόδα t —— — 
.. metaph. 21: καὶ γὰρ τὸ 
᾿ πάροιϑεν ἐπάνϑεεν HH TL —* | 
M κισσὸς ποτὶ πρέμνον. 

» antiquitus VII ὅ: (εἴ 
) χᾳαῶν τῶν ἐπάνωϑεν 
di emend. scr. pro Ald. ἔπ᾽ 
, vulg. ἔτ᾽ ἄνωθεν): ex pro- 
pi quorum durat antiquitus 
—* ad nostrum tempus memoria", 
B illis P Ep. XX 
E" s bari τῶν ἐπάνωϑε μουσοποιῶν 
᾿ ἔτ᾽ ἄνωϑε). 


* ——— qui est in axe vel ααἰ- 
bus : (ὅρπηκας — ἐρινεοῦ 
εὐκεάτοιο) ϑάλψας ἐν πυρὶ πρῶτον, 
E κύκλα δίφρῳ (e coni. Steph. 
ἐναξονίω v. £v ἀξονίῳ. Iunt. 
. Ziegl ἐναξονέφ). 

acclamo XXIII 44: χἂν 


ii scr. pro 
unt. ἐπάυσον. 
J—— acclamo XXII 91: Bé- 
δ᾽ ἐπαὕτεον (sc. τῷ ἑαυτῶν 
᾿λμύκῳ). 
 £xabo v. ἐπαπύω. 
ἐπεέ (si iambum efficit, aut ante 
| enesuram q. v. trithemimeren leg. 
Ἶ — uod multo fit saepius — 
. ante hep semel ita ut 
1 sik hiatus XXV 274; si pyrrhichium 
᾿ς (sexies), plerumque in tertio hex. 
-| pede; semel est in erasi x7z&&.) I de 
M: c. ind. aor. postquam 
80: οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν —— 
ἀρτύναντο βοείαις | χεῖρας καὶ ἮΝ 
: μακροὺς εἴλιξαν ἱμάντας, | ἐς 
σον σύναγον. XVI 40. ipf. pro 
XXY 911. — 9) c. coni. et part, 
L2: qu : quum a) de re quae saepius 
duet κ — τὰς παρϑέ- 
οἷα γελᾶντι, | τάκεαι ὀφθαλμώς. 
8: κι ovt δὲ πᾶσαι, ἐπεί 
— αὐταὶς ἐπακούσω. XVIII 
— » de * futura XVIII 56: 
—— ἐς ὄρϑρον, ἐπεί κα 
δὸς | ἐξ ** κελαδήσῃ 
| , εὔτριχα δειράν. II 100: 
» κἠπεί χά viv ἐόντα μάθῃς μόνον, 
| Wevjga νεῦσον. — 8) c. opt. de re 
* Mes dote en XX: 32: ἂψ 
ἡ πάλιν διέλυον, ἐπεὶ μογέοιεν ἀχάν- 


ἐπανέρχομάι — ἔπειτα 


101 


ϑας. XVII 28. — ΠῚ de causa: quod, 
quoniam, quum; €. ind. 1) praes, 
post sententiam primariam, ubi non- 
nunquam verti potest: mam. 1 109: 
ὡραῖος χὥώδωνις, ἐπεὶ καὶ μᾶλα νο- 
μεύει (Ahr. e coni, ómei). 148: (ἀπ᾿ 
Αἰγίλω ἰσχάδα τρώγοις) ἁδεῖαν, τέτ- 


τιγος ἐπεὶ τύγα φέρτερον jue 1 
135. III 36. 39. VII 119, VIII 15. 
XI 71. XVII 11. XVIII 14. XXV 


15. 38. 184. Ep. XIV 3. c. perf. 
pro praes. XXV 196. — 2) imperf, 
post sententiam primariam VI 5: 
πρᾶτος δ᾽ ἄρξατο “άφνις, ἐπεὶ καὶ 
πρᾶτος ἔρισδεν. IV 39. VII 95. 
XXI 40. XXII 180. 274. plqpf. pro 
imperf. VII 14. — 2 aor. post sen- 
tentiam primariam VIII 23: ἔτε καὶ 
τὸν δάκτυλον MM Meere ἐπεὶ 
καλαμός μὲ διασχισϑεὶς διέτμαξεν. 
XXIV ee E T4. 

ἐπε ) Act. urgeo, persequor 
XXIV 68: οὐκ ἔστιν ἀλύξαι Ι ἀνϑρώ- 
ποις, 0 τι Μοῖρα κατὰ κλωστῆρος 
ἐπείγει, --- ΠῚ Med. 1) feror cum im- 
petu, festino VII 24: ἢ μετὰ δαῖτα 
κλητὸς ἐπείγεαις XXII 83: ἔνϑα mo- 
λύς σφισι μόχϑος ἐπειγομένοισιν 
ἐτύχϑη. — 3) valde desidero, 

c. int. XIII 47: βάψαι ἐπειγόμενος. 
Ep. IX 3: εἰς λιπαρὴν Θάσον ἐλϑεῖν | 
ἠπείγευ κοίλης ἔμπορος ἐκ Συρίης. 

ἔπειμιε 1) sum super, in. XI 88: 
ἧς δ᾽ ὀφθαλμὸς ἔπεστι (Abr. et Ziegl. 
e Warton. coni. ὕπεστι): sc. ἐπὶ τ 
μετώπῳ᾽. — 3) sum post XII 11: 
ἐπεσσομένοις δὲ γενοίμεϑα πᾶσιν 
ἀοιδή: posteris. 

ἔπειμιε (praes, ἐπιόντος, -óvra, 
τοῖσα, semper ante caesuram q. v. 
κατὰ τρέτον τροχαῖον. ipf. per tme- 
sin ἐπὶ — ἤει) 1) ag aggredior, invado, 
abs. XXII 88: τοῦ ἄκρον τύψε 
γένειον  Τυνδαρίδης ἐπιόντος, XIV 
67. XXIV 126. XXVI 14. — 2) se- 
quor, succedo XXV 96: τόσσ᾽ αἰεὶ 
μετόπισϑε βοῶν ἐπὶ βουκόλι᾽ ἥξει. 

᾽πειοί E 358 Elidis partem 
incolens XX Αὐγείην ἐϑέλοιμί 
κεν ἀρχὸν "Execdy | εἰσιδέειν, 106: 
ἐν πλεόνεσσιν ᾿Ἐπειῶν. 

ἔπειτα (ter in secundo hex. pede, 
ter in tertio, semel leg. in sexto, 
semel est in crasi κἤπειτα.) deinde, 
twm, post, μετὰ ταῦτα 1) de re prae- 
terita PXXiV ὅθ: ᾿λκμήνα μὲν ἔπειτα 
ποτὶ σφέτερον βάλε κόλπον | — Ἶφι- 
χλῆα. XXV 86. 88 (αὐτὰρ ἔπειτα). 


102 


post participium XXV 143. — 2) de 
re futura XXIV 94: καϑαρῷ δὲ mv- 
ρώσατε δῶμα ϑεείῳ | πρᾶτον, ἔπειτα 
δ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον ti XV 74: 
κεῖς ὥρας κἤπειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν 
καλῷ — postea, in posterum. XII 
18: (e£ γὰρ) γενεῇς — διηκοσίῃσιν 
ἔπειτα | ἀγγείλειεν ἐμοί τις: μετὰ 
διακοσίας “γενεάς. Schol. 

ἐπεμπέπτω insuper impingo XXII 
123: στιβαρῇ δ᾽ ἅμα χειρί] πλῆξεν ὁ ὑπὸ 
σκαιὸν κρόταφον καὶ ἐπέμπεσεν ὦ ὦμῳ. 

ἐπέοικε decet ΒΡ. ΧΙ 5: πάντων 
ὧν ἐπέοικεν ἔχει τεϑνεὼς ὃ σοφιστής. 

ἐπέρχομαι 1) accedo ΤΥ 60: 
πρόαν .ys μὲν αὐτὸς ᾿ἐπενϑών | καὶ 
ποτὶ τᾷ μάκτρα κατελάμβανον uos 
ἐνήργει. XXV 806: τὰ δ᾽ ἐπήλυϑε 
πίονα μῆλα. XXVII ὅθ: μέμνε, τάλαν' 
τάχα τίς τοι ἐπέρχεται. — 2) super- 
venio, opprimo, metaph. XXV 121: 
οὐ μὲν ydo τις ἐπήλυϑε νοῦσος ἐκεί- 
von | βουκολίοις, cf, Od. XI 200: οὔτε 
"ug οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυϑεν. 

ἔπεφνον (aor. ἃ ΦΕΝΩ ductus) 
necavi XXV 181: εἰπὲ δ᾽ ὅπως ὀλοὸν 
τόδε ϑηρίον αὐτὸς ἔπεφνες. 

ἐπέχω adhibeo XIII 46: ἤτοι ὁ 
κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσ- 
σόν: *ad potum (ἢ. e. ad aquam fon- 
tanam) adhibuit, admovit urnam'. 

—— continuus XXV 920: 
κείνῃ, ὅϑι πλατάνιστοι ἐπηεταναὶ 
πεφύασι: "continuae, quarum lati 
ordines extenduntur ac diffusi", 

ἐπήν (si est in hex., semper leg. 
post caesuram q. v. κατὰ τρέτον TQ0- 
χαῖον.) quando, postquam, c. coni. 1) 
de re futura XXVII 39; αἰνήσει σέο 
λέκτρον, ἐπὴν ἐμὸν οὔνομ᾽ ἀκούσῃ. 
post imp. Ep. XVI 2: λέγ᾽ ἐπὴν ἐς 
οἶκον ἔνϑης. — 2) de re quae fit 
Saepius, c. praes. XVI 28: (τραπέζῃ) 
μειλίξαντ᾽ ἀποπέμψαι, ἐπὴν ἐϑέλωντι 
νέεσϑαι. XVII 2 2..c. aor. XXV 98: 
ἐς ληνοὺς δ᾽ ἵκνεῦνται, ἐπὴν ϑέρος 
ὥριον ἔλϑη. XVI 12. 

ἐπηρεφὴής desuper tegens, imminens 
XXV 208: ἐπηρεφέος κοτίνοιο. v. 
κατηρεφής. 

ἐπέ (ἐπί, ἔπ paulo saepius quam 


ἐπ᾽, ἐφ᾽, bis in erasi κἠπέ; iota ante 
sequemtem cons. i producitur XXII 
121. v. ὑπό. — ἐπί, si efficit pyrrhi- 
chium, multo saepius in quinto ex- 
stab hex. pede quam in reliquis; si 
iambum, id quod fit dimidio ra- 


, ἐπ᾽ ὠκεανῷ πόδας ἴσχει: 


ἐπεμπίπτω -- ἐπί 


rius, maxime ante caesuram q. v. 
hephthemimeren, raro ante trithemi- 
meren. — ἐπ᾽, ἐφ᾽ plerumque in 
tertio et primo, rarius in quinto 
leg. pede, bis in secundo XI 69. 
Ep. VII 3, semel in quarto XXI 12.) 
I ady. in tmesi XXV 95; v. ἔπειμι. 
— II praep. A) c. gen. 1) de loco: 
supra, in (prope, versus) ἃ) XXI 60: 
μενεῖν ἐπὶ γᾶς, ΟΡΡ. πόντος. Ep. 
XI 3: εὖ qu» ἔϑαψαν ἑταῖροι ἐπὶ 
— γῆς). VI 88: τἄσδ᾽ ἐπὶ νάσω. 

XV 88: ἐπ᾽ ἀγροῦ: ruri. 48 — 51: 
ἐπ᾿ ἀγρῶν. XI 17: καϑεξόμενος δ᾽ 
ἐπὶ πέτρας. XI 14: αὐτεῖ ἐπ᾽ ἀιόνος. 
VI 12: ἐπ᾽ αἰγιαλοῖο ϑέοισαν. VI 15: 
νιν ἐπ᾽ Αἰσάροιο νομεύω: in ripa. 
XVI 31: ἐπὶ ψυχροῦ Ayígovrog. XV 
191: ἐπὶ δένδρων. XVII 127: ἐρευ- 
ϑομένων ἐπὶ βωμῶν. XV 94: ἐπ’ 
ἀργυρέας κατάκειται | μλισμῷ, ef. I 
139. IX 30: ἐπὶ γλώσσας ἄκρας. 
XXV 257: αὐτοῦ ἐπὶ λασίοιο nana 
τος. metaph. XXII 9: ἀνϑρώπων — 
ἐπὶ ξυροῦ ἤδη ἐόντων. — prope 
XXV 11: αἵ 9 ἐπὶ Βουπρασίου πο- 
λυβότρυος, αἵ δὲ καὶ ὧδε (νέμονται). 
— b) cum verbis motum denotanti- 
bus XXIV 122: δέφροι, ἐφ᾽ ὧν ἐπέ- 
βαινε. XXVI 8: κατέϑεντο νεοδρέ- 
πτῶν ἐπὶ βωμῶν. 11 112: ἐπὶ χϑονὸς 
ὄμματα πᾶξαι: "humi defigere?. XXV 
146: κατὰ δ᾽ αὐχένα * ἐπὶ γαίης | 
κλάσσε. XIV 84: πὺξ ἐπὶ κόρρας | 
ἤλασα, cf. XXII 121. — versus VII 
130: τὰν ἐπὶ Πύξας] tiop' ὁδόν, cf. 
Od. III 171: νήσου ἐπὶ Ψυρίης. — 
2) de tempore VII 86: αἴϑ' ἐπ᾽ 
ἐμεῦ ξωοῖς ἐναρίϑμιος PX εἶμεν: 
*meo tempore'. — Β) c. dat. 1) 
quando motus non fit a) de loco 
c) Supra, in I 40: (πέτρα) λεπρᾶς, 


. ἐφ᾽ ἃ σπεύδων μέγα δίκτυον ἕλκει. 


XVI 60: ἐπ᾽ ἠόνι. cf. XXV 9. XXIV 
17. V 41: ἐπὶ δένδρει. 1 183: ἐπ᾽ 
ἀρκεύϑοισι. XIII 18: ἐπ᾽ αἰϑαλόεντι 
πετεύρῳ. XXIV 89: xois — ἀγρίαι- 
σιν ἐπὶ σχίξαισι, cf. ll. I 462: καῖε 
δ᾽ ἐπὶ σχίξῃς. ὙΠ δ4: qoia ὅτ᾽ 
*supra oce- 


anum gressum suum cohibet. XV 
115: ἐπὶ πλαϑάνῳ. XXI 12: £m 
—— λέμβος. VII 155: ἃς ἐπὶ 

ρῷ — - πάξαιμι πτύον. 1 118: 


fter! ἐπὶ κλιντῆρι. — XXV 259: ἐπὶ 
τρομεροῖς ποσίν ἔστη. XIV 66: ἐπ᾽ 
ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς (8c. ποσί). 
XIII 53: σφετέροις ἐπὶ γούνασι. ΧΙ 

























: ὀφρῦς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ --- τέ- 
τῶι. 88: πλατεῖα δὲ δὶς ἐπὶ χείλει. 
X 94: λευχὸν τὸ μέτωπον ἐπ᾽ 
ὀφρύσι λάμπε μελαίναις. Ep. ΠῚ 4: 
1 E sevi» ἐφ᾽ ἵἱμερτῷ κρατὶ καϑαπτόμε- 
| — wog. metaph. XVIII 37: τᾶς πάντες 
ἐπ᾽ ὄμμασιν ἵμεροι ἐντί. — B) prope, 

τ ἄπ, ad, apud Ep. XVIII 2: ἐπὶ τᾷ 
ὁδῷ. ὝΠ 199: φρουρέωμες ἐπὶ προ- 
ὕροισιν. XXII 205: ἐφ᾽ ἑστίῃ πα- 

|— meon. | 47: ἐφ᾽ αἱμασιαῖσι. 160: 
j ge viv ἐπὶ κράναισι: in fon- 
᾿ς tibus U 140: χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πε- 
| παΐένετο. X 35: καινὰς ἐπ᾿ ἀμφοτέ- 
| φοισιν ἀμύκλας. ΧΧΠῚ 55: ἐπὶ νε- 
ϊ Eu 89: ἐπὶ ματέρι —— 


Aboiro. quando quis rem curat 


ἂν 


Ὁ 151: Φυλεὺς οἵ v' ἐπὶ βουσὶ κορωνίσι 
|. βουκόλοι ἄνδρες. 918. XXIV 50 (Ὁ). 
| metaph. I 51: ἀκρατισμῶ ἐπὶ ξη- 
χε χαϑίξῃ. ΧΙ 4: (ἁδύ) γίνετ᾽ 

* ἀνθρώποις: "inter homines, in 
à hominum'. XIV 64: αἰτεῖν δὲ 

ἢ οὐκ ἐπὶ παντί: per omnem oc- 

easionem. XV 72: ovx ἐπ᾽ ἐμίν 
se. ἐστι): in mea manu (potestate). 

— b) de iis quae proxime succedunt 


π᾿ ἄλλαις | ἐρχόμεναι. 94: τὰ 
ἐφη) κορύσσεται αὖϑις 


ten ρέφοις: 
Stande der Bócklein, Haedis (mane) 
ΠῚ ἄπ occidentali coelo ad occasum con- 
παν. — 3) de motu: in, ad, ad- 
: κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι 
(var. gen.). 
XXV 2760: ἔνϑα μοι ἀϑανάτων τις 
ἐπὶ φρεσὶ θῆκε, οἵ. Il. 1 δδ: τῷ γὰρ 
ο΄ ἐπὶ φρεσὶ ϑῆκε θεὰ λευκώλενος Hor. 


ἐπί 


108 


— XII 10: εὖϑ᾽ ὁμαλοὶ πνεύσειαν 
ἐπ᾿ ἀμφοτέροισιν "Ἔρωτες νῶιν: af- 
flent, XXII 142: ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρου- 
σαν, cf. VI 13. XXII 192: (φόνον 
αὖϑις) τεῦχον ἐπ᾿ ἀλλήλοισι. XXV 
252: ἐπ᾽ ἐμοὶ λῖς — dÀro. potissimum 
de iis qui animos ad aliquam rem in- 
tendunt eamque cupide petunt I 49: 
& δ᾽ ἐπὶ πήρᾳ | πάντα δόλον κεύ- 
$oica: *clandestinum dolum in peram 
intendens". XVII 101: (ἐξάλατο ναός) 
ϑωρηχϑεὶς ἐπὶ βουσὶν ἀνάρσιος Alyv- 
πτίῃσι: sc. “αὖ armenta ρταθααγθξυτῆ; 
cf. XXII 145. 149. XVII 43: ὠστόργου 
δὲ γυναικὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίῳ νόος αἰεί. 
II 23: Δέλφις ἔμ᾽ ἀνίασεν" ἐγὼ δ᾽ 
ἐπὶ Δέλφιδι δάφναν | αἴϑω: ad amo- 
rem eius conciliandum. ΠΠ 40: ἐπὶ 
τήνῳ πᾶσα καταίϑομαι: uror in illo. 
XIII 48: πασάων — ἔρως ἁπαλὰς 
φρένας ἐξεσόβησεν | Agysío ἐπὶ παιδί. 
X 81: ἐπὶ τὶν μεμάνημαι, cf, II 48. 
XX 34. — C) c. acc. motum signifi- 
cat, qui potissimum fit ad res: 1) de 
loco a) ad, in, adversus, nach, auf, 
an, χὰ IV 6: ἐπ᾿ ᾿ἀλφεὸν ᾧχετο. 1 
194: ἔνϑ᾽ ἐπὶ νᾶσον | τὰν Σικελάν. 
XV 8: ἐπ᾽ ἔσχατα γᾶς --- ἐνθών, 
cf. XVII 48. XVI 52: ἀλαϑείς | πάν- 
τας ἐπ᾿ ἀνθρώπους. VI 3: ἐπὶ κρά- 
v«v ἕξόμενοι. ΧΧΥ͂ 60: ἐγὼ δέ τοι 
ἡγεμονεύσω | αὖλιν ἐφ᾽ ἡμετέρην, cf. 
VII 93. XXIX 39: καλεῦντος ἐπ᾽ 
αὐλεΐαις ϑύραις, cf. XXIV 18. XXV 
108: ἐπὶ πάντας ἰὼν ϑηεῖτο βοαύλους, 
cf. XXVII τὸ. ΧΧΥ͂Ι 23: λὰξ ἐπὶ 
γαστέρα βᾶσα. XIII 32 -- XXII 82: 
ἐκβάντες δ᾽ ἐπὶ ϑῖνα. Il 128: καὶ 
πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐφ᾽ 
ὑμέας: adversus, οἵ, XXII 196. — 
de VIII 50 v. πρός 11 A) 1). — b) 
versus VII 130: ἀποκλίνας ἐπ᾿ ἀρι- 
στερά, XXV 18: αὖλις δέ σφισιν ἦδε 
τεῆς ἐπὶ δεξιὰ χειρός | φαίνεται. --- 
c) usque ad, de termino motus XV 
134: ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι, cf. 
XXIV 105. XXVI 17. accedunt adv. 
VII 67: στιβὰς ἐσσεῖται πεπυκασμένα 
ἔστ᾽ ἐπὶ πᾶχυν. XXV 81: μέχρις 
ἐπ᾿ ἐσχατιὰς πολυπίδακος ἀκρωρείης. 
inest notio consilii ut consequamur 
aliquid XXIX 37: νῦν μὲν κηπὶ τὰ 
ούσια μᾶλ᾽ ἕνεκεν σέϑεν | janv. — 
1 , de spatio per quod quid por- 
rigitur XXIÍ 128: πᾶς δ᾽ ἐπὶ γαῖαν 

κεῖτ᾽ ἀλλοφρονέων, cf. Od. XXII 

371: ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χϑόνα. 
-- e) metaph. VII] 25: λανὸν ἔπι 


104 


ϑρώσχεις, cf. XIII 63. Ep. XIX. 3: 
κλέος διῆλϑε κἠπὶ νύχτα καὶ πρὸς ἀῶ: 
h. e. εἰς δύσιν ἀπ᾽ ἀνατολῆς. III 47: 
ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας: *'ad maiorem 
(quam credibile) furorem, ad sum- 
mum furoris. I 20: ἐπὶ τὸ πλέον 
ἵκεο Mofes: 'ad primas, praemia 
carminis', — 2) de tempore XVII 
96: τόσσον ἐπ , dna ἕκαστον ἐς 
ἀφνεὸν ἔρχεται οἶκον. XI 69: duo 
im d αρ δρεῦσά με λεπτύνοντα: 
xod ἑκάστην ἡμέραν. Schol. VII 3: 
μὲν ἐπ᾽ ἦμαρ ἀεὶ ϑυέεσσιν ἵχνεῖται. 
— ]II Praep. plerumque ante casum 
legitur neque ulla vocula interseri- 
tur; postponitur VI 20 — II 48: τῷ 
δ᾽ ἐπὶ, cum anastrophe VII 25: λα- 
νὸν ἔπι. XXIV 50: μύλαις ἔπι. Inter- 
ponitur ἐπὶ inter subst. et adi. XVIII 
58. XXV 61. Ep. X 3; inter adi. 
et subst. Π 139. VI 12. 33. XIII 
49. 53. 63. XVI 52. XVII 83. 127. 
XXII 74. 1291. XXIV 89. XXVI 8. 


ἐπιβαένω (pr. ἐπιβαίνω;, τοι, -ὧν. 
ipf. ἐπέβαινε. aor. ἐπέβησαν. ἐπι- 
βάς) 1) de loco a) calco, ascendo, 
conscendo XXV 268: πρὸς δ᾽ οὖδας 
πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπιέζευν | 
οὐρείους ἐπιβάς. c. gen. XXV 155: 
λαοφόρου δ᾽ ἐπέβησαν — κελεύϑου. 
XXII 59: τῆς σῆς γε μὲν (se. χώρας) 
οὐκ ἐπιβαίνω. c. praep. ἐπὶ XXIV 
122: δέφροι, ἐφ᾽ ὧν, ἐπέβαινε. — b) 
invado XXII 120: ἑτέρῃ δ᾽ ἐπιβαί- 
von | δεξιτερῆς ἤνεγκεν ἐπὶ λαγόνος 
πλατὺ yvioy, — 3) de tempore intro 
XXVI 29: εἴη δ᾽ ἐνναέτης ἢ καὶ δε- 
κάτω ἐπιβαίνοι (sc. ἔτους). 


ἐπιβάλλω 1) ) inicio, immitto 
XXVII 18: μὴ ᾿πιβάλῃς τὴν χεῖρα 
(sc. ἐμοῦ). — Med. metaph. XXIII 
26: ἄρτι δὲ χαέρειν | τοῖσι τεοῖς προ- 
ϑύροις ἐπιβαάλλομαι: valere dico.'— 
2) adiicio, addo XXVI 60: eio" 
αὐτὰν δυνάμαν καὶ τὰν ψυχὰν ἐπι- 
βάλλειν. 

ἐπιβήτωρ qui salit s. init femi- 
nam, de tauris XXV 128: πάντες δ᾽ 
ἐπιβήτορες οἵγ᾽ ἔσαν ἤδη. 

ἐπιβοάω, med. invoco, praes. ion. 
XII 35: ἡ μου τὸν χαροπὸν l'avv- 
μήδεα πόλλ᾽ ἐπιβῶται (Ahr. pro vulg. 
ἐπιβωστρεῖ) | “υδίῃ ἶσον ἔχειν πέτρῃ 
στόμα: ἐπικαλεῖται. Gloss, cf. Od. 
I 378: ϑεοὺς ἐπιβώσομαι. v. foco. 


ἐπιβρέϑω cum vi et. pondere. in- 
cumbo, obnitor XXII 93: δειδιότες 


ἐπιβαίνω — ἐπιλαμβάνω 


μή πώς μιν ἐπιβρίσας δαμάσειε! χώρῳ 
ἐνὶ στεινῷ Τιτυῷ ἐναλίγκιος ἀνήρ. 
ΧΧΥ͂ 148: πάλιν δέ μιν ὦσεν ὀπίσσω! 
ὦμῳ ἐπιβρίσας. 


ἐπεβρύω. pullulo XXII 48: (&v- 
Oso) ὅσσ᾽ ἔαρος λήγοντος ἐπιβρύει 
ἂν λειμῶνας. 

ἐπιβώμιος qui est in ara XVI 
26: αἰεὶ 9i ϑεοῖς ἐπιβώμια ῥέξειν: 
h. e. ἵερά. 

ἐπιγουνίς femur XXVI 84: (0») 
Ζεὺς ὕπατος μεγάλαν ἐπιγουνίδα 
κάτϑετο λύσας. 

ἐπιγράφω inscribo Ep. XVIII 2: 
(ἔτευξε) Μήδειος τὸ μνᾶμ᾽ ἐπὶ τᾷ 
ὁδῷ κἠπέγραψε Κλείτας. 

ἐπιδέξιος scitus, de Archilocho 
Ep. XIX 5: ἐμμελής τ᾽ ἔγεντο κήπι- 
δέξιος | ἔπεά τε ποιεῖν πρὸς λύραν 
τ᾽ ἀείδειν. 

ἐπιδευής indigens XXII 160: (κό- 
qot) μυρίαι οὔτε φυῆς ἐπιδευέες. 
οὔτε νόοιο. XXV 50: ἄλλου δ᾽ ἄλ- 
λον δ᾽ ἔϑηκε ϑεὸς ἐπιδευέα φωτῶν. 

ἐπιδόρπιος ad. coenam utilis XIII 
36: x0 69" Ὕλας ὃ ξανϑὸς ὕδωρ 
ἐπιδόρπιον οἰσῶν: 'ad coenam pa- 
randam vel ad bibendum". 

ézi£vvvut, med. induo mihi, met. 
pro sepelior Ep. VIII 3: ἀντὶ δὲ πολ- 
λῆς | πατρίδος ὀϑνείην κεῖμαι ἐφεσ- 
σάμενος: SC. γῆν. 

ἐπιξεύγυμι iniungo, cingo XXII 
8: (Πολυδεύκεα) χεῖρας ἐπιξεύξαντα 
μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν. 

ἐπιϑυμέω desidero, cupio XIV 
33: παρϑένος ἑξαέτης χκόλπῶ ἐπιϑυ- 
μήσασα. Χ 17 — XIV 57: ἔχεις 
πάλαι àv ἐπεϑύμεις. 

ἐπίχειμαι impositus Sum, incumbo 
XXIV 116: τοῖον ἐπισκύνιον βλοσυρῷ 
ἐπέκειτο προσώπῳ. XXII 90: σὺν 
δὲ μάχην ἐτάραξε, πολὺς δ᾽ ἐπέκειτο: 
"eorpore toto incumbebat (in Pol- 
lucem). 

ἐπιχερτομέω insuper illudo XX 
2: (Εὐνείκα μ᾽ ἐγέλασσε) καί μ᾽ ἐπι- 
περτομέοισα ταδ᾽ ἔννεπεν᾽ foo! ἀπ᾽ 
ἐμεῖο. 

ἐπιχλύζω inundo, opprimo, metaph. 
XXV 201: πάντας γὰρ πισῆας ἐπι- 
κλύξων ποταμὸς ὥς | Ag — 
κεραιζε. 

ἐπιλαμβάνω — occupo, permetior 
XIII 65: παῖδα ποϑῶν δεδόνητο, zo- 
λὺν δ᾽ ἐπελάμβανε χῶρον: διήρχετο. 


: E δεσμά οἵ ᾿πιλῦσαι (var. 


βάσῃσι, Iunt. C 





ἐπιλανθϑάνομαι — ἐπιτάσσω 


Schol. οἵ. Verg. Georg. III 104: cam- 
| pum corripuere 


ἐπιλανϑάνομειαι obliviscor, c. inf. 
XVIII 55: ἔγρεσϑαι δὲ πρὸς ἀῶ μὴ 
πιλάϑησϑε, c. part. Ep. X 4: σοφίῃ 
PRA τῇδε | αἷνον ἔχων Μουσέων 


Erat. 
᾿ἐπιλύω solvo Ad. 49: (εἶπεν) τὰ 
πιλῦσαι, 


ve cina i 
quet appeto, quaero XXIII 
517: τῆλε φίλων πεμαίετο λουτρῶν. 


1 
ἐπιμελητής villicus X ὅ4: κάλ- 
λιον, ὠπιμελητὰ φιλάργυρε, τὸν φα- 
κὸν ἕψειν. 

ἐπιμέμφομαι — incuso ΠῚ 144: 
κοῦτι τι τῆνος ἐμὶν ἐπεμέμψατο — 
οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ. 

“ἐπίμετρον auctarium, quod super 
mensuram vel pondus iustum adiici- 
tur. XII 26: διπλάσιον δ᾽ ὥὦνησας, 
ἔχων δ᾽ ἐπίμετρον ἀπῆλϑον. 

ἐπιμύω io oculos XXI 4: κἂν 

λέγον νυκτὸς τις ἐπιῖμύσσῃσι, τὸν 
ὕπνον | --- ϑορυβεῦσιν ἐφιστάμεναι 
μελεδῶναι (e coni. Ahrensii scr. pro 
ἐπιβησέησι, ἐπιβησέεισι; Ald. ἐπι- 
. ἐπιψαύσῃσι). 

ἐπειμωμᾶτός reprehensione dignus 
XXVI 38: οὐκ ἐπιμωματόν (sc. ἐστι 
τὸ ἔργον). 

ἐπινάχομαι innato, metaph. de 
voce pueri undis submersi XXIII 61: 
παιδὸς δ᾽ ἐπενάχετο φωνά. 

-ἐπινεύω 2) nuto adversus XXII 186: 
ἀμφοτέροις δὲ λόφων ἐπένευον ἔϑει- 
ραι. — 3) amnuo, assentior XXVII 
32: καὶ τί μοι ἕδνον ἄγεις γάμου 

, ἣν ἐπινεύσω; 

ἐπινίσσομαι adeo, frequento. VII 
48: (τὰ νέα τρέφεται.) ἔνϑα καλὰ 
Ναὶς ἐπινίσσεται. 

ἐπίουρος custos XXV 1: τὸν δ᾽ 
ὃ γέρων προσέειπε φυτῶν ἐπίουρος 
je. VIIE 6: μυκητᾶν ἐπίουρε 


ἐπέπαγχυ omnino, penitus XVII 
104: 9 ἐπίπαγχυ μέλει πατρώια πάντα 
φυλάσσειν (Steph. pro ἔπι πάγχυ, 

, e eoni. ἔτε πάγχυ). 

ἐπιπάσσω inspergo ll 18: ἄλφιτά 
τοι πρᾶτον πυρὶ τάκεται᾽ ἀλλ᾽ ἐπί- 
πασσε, | Θεστυλί. οἵ, Verg. Ecl. VIII 
ἊΣ sparge molam. 

πέπαστος qui inspergitur - XI 2: 
(φάρμακον) "in diapason, ἐμὶν δο- 
κεῖ, οὔτ᾽ ἐπίπαστον (fort. οὐδέ τι 


105 


πιστόν Ahr., οὔτ᾽ ἐπίπιστον coni. 
Leutsch. Phil XXX p. 556). 

ἐπιπειϑής obediens, de cane XXV 
19: (ϑηρίον e) ὡς ἐπιπειϑές (ex Ahr. 
coni. scr, pro ἐπιμηϑές v. ἐπιμηϑεύς). 

ἐπιπλᾶτἄγέω applaudo 1X [92]: 
toig μὲν ἐπεπλατάγησα καὶ αὐτίκα 
δῶρον ἔδωκα. 

ἐπῖπλώω pernavigo XVII 90: νᾶες 
ἄρισται | πόντον ἐπιπλώοντι, cf. Od. 
V 284: — ἐπιπλώων. 

ἐπῖπρέπω appareo, c icior in 
XXV 40: οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπι- 
πρέπει. 

ἐπιπταέρω sternuo alicui. bonum 
omen, dextram approbationem XVIII 
16: ὄλβιε γάμβρ᾽, ἀγαϑός τις ἐπέπτα- 
ρὲν ἐρχομένω τοι | ἐς Σπάρταν (Ahr. 
e coni ἐπέπτα σπερχομένῳ). VIl 
96: Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες ἐπέπταρον. 

ἐπιρραένω irroro XXIV 96: ϑαλ- 
λῷ ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλαβὲς 
ὕδωρ. ᾿ 

ἐπιρρέξω insuper sacrifico XXIV 
97: Ζηνὶ δ᾽ ἐπιρρέξαι καϑυπερτέρῳ 
ἄρσενα χοῖρον. praep. significatione 
carere videtur Ep. IV 15: (Πριήπῳ 
εὔχε᾽) ἐπιρρέξειν χίμαρον καλόν. 

ἐπιρρέω obviam fundor XV 59: 
σπεύδωμες" ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρ- 
gei: ἐπέρχεται. Gloss. 

ἐπίσκοπος v. σκοπός. 


ἐπισκύνιον supercilium XXIV 116: 
τοῖον ἐπισκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο 
προσώπῳ. 

ἐπισπένδω infundo ΧΧΠῚ 88: 
στᾶϑι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον, | ἐπι- 
σπείσας δὲ τὸ δάκρυ phis" τῷ σχοίνω 
με, cf. Hor. Od, II 6, 23: debita 
sparges lacrima favillam vatis amici, 

ἐπισπεύδω incito XVI 92: βόες 
δ᾽ ἀγεληδὸν ἐς αὖλιν | ἐρχόμεναι 
σχνιφαῖον ἐπισπεύδοιεν ὁδίταν. 

ἐπίσταμαι (pr. ἐπίσταμαι, -αται, 
-ἀμενοῦ; semper fere post caesuram 
4. V. κατὰ τρέτον τροχαῖον leg.) scio, 
c. inf. ΧΙ 38: συρίσδεν δ᾽ ὡς οὔτις 
ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων. XVII 1. 
103. 118, XVIII 365. 

ἐπισχερω deinceps, ordine XIV 
69: (ἀπὸ κροτάφων πελόμεσϑα) mav- 
τες γηραλέοι, καὶ ἐπισχερὼ ἐς γένυν 
ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος. 

ἐπίτᾶδες adv. consullo, de in- 
dustria VII 42: ὥς ἐφάμαν ἐπίταδες. 

ἐπιτάσσω  iniungo, impero XXV 
204: τὸν μὲν ἐμοὶ πρώτιστα τελεῖν 


106 
ἐπέταξεν ἄεϑλον | Εὐρυσϑεύς. XV 
90: πασάμενος ἐπίτασσε. ΖΣυρακοσίαις 


ἐπιτάσσεις: (Ahr. ex Etym. M. ποτί- 
τασσε): πρόστασσε ἡσυχάζειν. Gloss. 
ἐπιτέμνω v. τέμνω. 
ἐπιτέτϑιος lactens, de infante 
XXIV 53: ὡς εἴδοντ᾽ ἐπιτίτϑιον 
Ἡρακλῆα | ϑῆρε δύω χείρεσσιν ἀπρὶξ 
ἀπαλαῖσιν ἔχοντα.! 
ἐπιτρέπω committo , curae trado 
XVII 40: ὧδέ κε —— | ϑαρσήσας 
σφετέροισιν ἐπιτρέποι οἶκον ἅπαντα. 
aeol. XXIX 35: αἰ δὲ ταῦτα φέρην 
ἀνέμοισιν ,ἐπιτρόπης͵ (pro ἐπιτρόποις 
πὶ τρόπις e coni. A. Fritzschius, 
ἐπιτρόπῃς Ziegl., ἐπιτρόπεις Ahr.): 
h. e. ἐπιτρέπεις. 
ἐπιτρέχω accurro, incurro XXV 
10: ϑεσπέσιον δ᾽ ὑλάοντες ἐπέδραμον 
ἄλλοϑεν ἄλλος] ᾿Δμφιτρυωνιάδῃ "Hea- 
κλέϊ. abs. XXIV 84: ᾿δλλκμήνα δ᾽ 
ἐσάκουσε βοᾶς καὶ ἐπέδραμε modice 


(vulg. ἐπέγρετο, Ahr. e coni, émé- 
Ἀραγε). 
ἐπιτρόπης v. ἐπιτρέπω. 
ἐπιτυγχάνω nanciscor , inf. aor. 
aeol XXX 7: τάχα δ᾽ οὐδ᾽ ὄσον 
Ünvo ᾽πιτύχην (cod. πέτυχην) ἔσσετ᾽ 
ἐρωία. 


ἐπιτυμβέδιος tumulorum amans 
VII 33: οὐδ᾽ ἐπιτυμβίδιαι κορυδαλ- 
λίδες ἠλαίνοντι: 'alaudae galeritae 
(cristatae - Linn.)'. ὅτι τάφοις ὡς 
ἐπιπολὺ ἐνδιατρίβουσιν. Schol. 

ἐπιφϑύζω despuo, ad effectum 
unguenti vel suci augendum Il 62: 
(τὰ ϑρόνα ταῦτ᾽ ὑπόμαξον) καὶ Ay 
ἐπιφϑυύζξοισα" τὰ Δέλφιδος ὄστια 
μάσσω. ad mala depellenda VII 126: 
γραία τὲ παρείη, ἅτις ἐπιφϑύξζουσα 
τὰ μὴ καλὰ νόσφιν ἐρύκοι. 

ἐπιφράξομαι meditor,  excogito 
XXII 166: σφῷν δ᾽ ἄλλον ἐπιφραξώ- 
μεϑα πάντες (γάμον). 

“ἐπίφρων prudens XXV 29: πᾶν 
γὰρ δὴ πεδίον τόδ᾽ ἐπίφρονος “ὐγείαο. 

᾿Επίχαλκος v. Ὑπόχαλκος. 

ἐπίχαρμα, ludibrium, risus II 20: 
ἦ éd yt τοι, μυσαρά, καὶ Tiv ἐπί- 
χαρμαὰ τέτυγμαι: cf, I1. VI 82: δηίοισι 
δὲ χάρμα γενέσϑαι. Ov. Fast. I 438. 
deus omnibus — risus erat. 

EníyeQuoc Epicharmus , poeta 
comicus Sieulus Ep. XVII 1: ἃ τε 
φωνὰ “Ιώριος χὠνὴρ ὃ τὰν κωμῳ- 
δίαν Ι εὑρὼν ᾿Επίχαρμος. 

ἐπέχειρον merces, praemium Ep. 


ἐπιτέμνω — ἑπταένης 


XVII 8: (οἷ᾽ ἀνδρὶ πολίτᾳ — μεμνα- 
μένους) τελεῖν ἐπίχειρα : "utpote qui 
viro populari memores essent repen- 
dendi mercedem, Am. 

ἐπιχέω, med. mihi infundo v. in- 
fundi iubeo 11 151: αἰὲν Ἔρωτος | 
ἀκράτω ἐπεχεῖτο: “48. mero in hono- 
rem ignis sul. XIV 18: , ἤδη δὲ 
προιόντος, ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσθϑαι ἄκρατον | 
τινος ἤϑελ᾽ ἕκαστος. 

ἐπιχϑόνιος terrigena, homo XVII 
195: πάντεσσιν ἐπιχϑονίοισιν ἄρω- 
γούς, cf. Od. XXIV 197: ἐπιχϑονίοι- 
σιν ἀοιδήν. 

ἐπιχώριος vernaculus XXVI 11: 
σχῖνον ἐς ἀρχαίαν καταδύς, ἐπιχώ- 
ριον ἔρνος. 

ἐποίχομαι obeo, curo XXV 32: 
(deat) ἃς ἡμεῖς ἔργοισιν ἐποιχόμεϑα 
πρόπαν ἦμαρ. 

ἕπομαι sequor, comitor VI 10: 
(r&v κύνα βαλλει,) & τοι τᾶν ὀίων 
ἕπεται σκοπός. metaph. XXII 168-7 
χάρις, δ᾽ οὐχ ἕσπετο μύϑοις. 

ἐπόμνυμι adiwro XXI 62: ὄρκον 
γὰρ ἐγὼ τὸν ἐπώμοσα ταρβῶ. 

ἐπόρνυμιι incito contra, immitto, 
c. inf. XXIV 82: o? τάδ᾽ ἐπῶρσαν | 
κνώδαλα φωλεύοντα βρέφος διαδηλή- 
σασϑαι. 


ἐπορούω Cum impetu incurro, de 
tauro XXV 143: αὐτῷ ἔπειτ᾽ ἐπό- 
Qovosv ἐυσκόπῳ Ἡρακλῆι ᾿ χρίμψα- 
σϑαι ποτὶ πλεῦρα κάρη στιβαρὸν τὲ 
μέτωπον. 

ἔπος (sg. acc. ἔπος. pl. dat. ἐπέ- 
εσσι. ὃ. ἔπεα. in crasi 860]. τὦπος 
XXVIII 24) 1) verbum 135: νεικξίουσ᾽ 
ἐπέεσσι. XIII 54: δακρυόεντ᾽ ἀγανοῖσι 
παρεψύχοντ᾽ ἐπέεσσιν. XVII 186: 
ἔπος οὐκ ἀπόβλητον | φθέγξομαι 
cum aliis verbis dicendi XXV 66. 
XXVIII 24. — 2) carmen Ep. XIX d 
“Ἀρχίλοχος ἐμμελής τ᾽ ἔγεντο κήπι- 
δέξιος | ἔπεα τε ποιεῖν πρὸς λύραν 
τ΄ ἀείδειν. 

ἐπουράνιος coelicola XXV 5: τὸν 
γάρ φασι μέγιστον ἐπουρανίων xcyo- 
λῶσϑαι: sc. Mercurium. 

ἔποψ upupa V 136: οὐ ϑεμιτόν, 
Λάκων, ποτ᾽ ἀηδόνα κίσσας ἐρίσδειν, | 
οὐδ᾽ ἔποπας κπύκνοισι. 

ἑπτάδρᾶἄχμιος qui est septem 
drachmar um, septem drachmis constat 
XV 19: ἑπταδράγμως κυνάδας — 
πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχϑές. 

ἑπταένης  sepluennis VII 147: 














7 tg δὲ — — a 
ἅλει 8. τετράενες e lem- 
1 cp my i τρια scr. A. 


τος humeris impositus, acc. 
. 99: πτέρυγας γὰρ ἐπω- 
t$ φόρει (νεότας). 
humi XXV 265: ῥέψας τόξον 
. VII 146. 

t, ἐράω (I praes. ἔραμ(αι), 
es crasi τὠρᾶμένῳ. ipf. 
ἠράσσαο, -ατο. ἠρά- 
c9 eis. — ll praes. ind. je 
1, ἐρᾶντι. ci. —— 

XXIX 20. part. ἐρῶσι. ipf. 
— med. ἐρᾶσαι, -ἅται) 1) amo, 
lencor, de cupidine puellae 
] pueri a) "abs. II 149: κεῖπέ μοι 
TE καὶ — ἄρα —— 

ραται φαστὴς γέγο- 

ψὲν ἄλλου. — XXI 


Sem. 12. 
V 132: — ᾿Ἀλκίππας. Vl 80: ἐπε 
αὐτὰς. XIV 53: Zcuos ὁ τᾶς 
VII 96: ἡ γὰρ 
ds | τόσσον ἐρᾷ Mvgrovg (var. 
, dea). VIL 73. XI 8.95. XIII 
ded 1. add. accus. V 134: 
ἔραμαι μέγα. 1 78: τίνος 

τόσσον ἐρᾶσαι (À. Fritzschius 
ipe ἔρασσαι); VIL 97. XVIII 
— 2) amo, cupio, appeto, c 
ΤΡ 27: xaxüg ἠράσσαο víxag. SII 
cov εἴαρος αἷγες ἐρᾶντι (Ahr. 
ἔραντι, ἐρῶντι, ἔρανται). 
c, inf. IX 12: τῷ δὲ ϑέρευς 
orte; ἐγὼ τόσσον μελεδαίνω, | 
ἐρῶντι πατρὸς παῖδες “καὶ μα- 
ὕειν (var. ἐρῶν τὸ, Iunt. 
. ἐρῶν τι z. μύϑων x. u. 
ἀκούει): "quantum — vel curant 
A" m matrem  vocantes 


E (aeol. pro ἐραννός) amoe- 
VIII 21: οἰκήσεις κατὰ Má- 

cit μετ᾽ Ἰαόνων. 
amator XXIII -15: ἐξ 


E deed itio μᾶλλον ἐραστάς. 
- * 1) amoenus VII 108: Πάν, 
ας ἱρατὸν πέδον ὅστε λέλογχας. 


Sao * 





ἐπωμάδιος -- ἔρδω 


101 


— 3) suavis Syr. 11: τόδε τυφλοφό- 
ρων ἐρατόν | πᾶμα: "hanc suavem 
rusticorum possessionem" sc. syringa. 

ἐράω v. ἔραμαι. 

ἐργάζομιαι 1) operor, o irt 
fut. dor. X 23: ἄδιον οὑτῶς! ἐ ργαξῇ. 
2) colo XVI 90: ἀγροὺς δ᾽ ἐργάξοιντο 
τεϑαλότας. 


ἐργάτας operarius rusticus X 9: 
τίς δὲ πόϑος τῶν ἔκτοθεν ἐργάτᾳ 
ἀνδρί; 

L8 dtív«g operarius 1) rusticus X 

ργατένα Βουκαῖε, τί vov, φξυρέ, 

OL uan — 2) universe XXI 2: οὐδὲ 

γὰρ εὕδειν | ἀνδράσιν ἐργατίναισι 
κακαὶ παρέχοντι μέριμναι. 

μα factum, facinus XVI 14: 

οὐ γὰρ o ἐν ἄνδρες ἐπ᾽ ἔργμασιν ὡς 

πάρος ἐσϑλοῖς | αἰνεῖσϑαι σπεύδοντι. 

ἔργον (sg. ἔργον, -ov, -ow, -ῷ 
τον. pl ἔργα, -ov, -οἰς, -οισι, -α. 
hiatus ante h. v. exstat sexies XV 
46. XVI 6. 13. 42. XXII 118. 
XXVI 37.) 1) opus, opera, negotium, 
labor XXII 42: ἄνϑεά τ᾽ εὐώδη, λα- 
σίαις φίλα ἔργα μελίσσαις. XVI 10: 
ἀνὴρ ὑλατόμος) παπταΐίνει, — 
ἄδην, πόϑεν ἄρξεται ἔργου. E 
4: Κύπριδος ἔργα τελεῖν. XY qo. 
πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχϑές, ἅπαν δύ. 
πον, ἔργον ἐπ᾿ ἔργῳ. XVII 81. XXV 
1106. inprimis de operibus rusticis 
XXV 1: ὁ γέρων — φυτῶν ἐπίουρος 
ἀροτρεύς |. παυσάμενος ἔργοιο. 218: 
οὐδὲ μὲν ἀνθρώπων τις ἔην ἐπὶ βουσὶ 
καὶ ἔργοις —— σπορίμοιο δι᾽ 
αὔλακος. XVI 56. XVII 97. XXV 
32. 101. 122. XXVII 46. de arti- 
ficiosis mulierum operibus XVIII 32: 
οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα 
τοιαῦτα. XV 81. XXVIII 10. artifi- 
cis Ep. Vil 6: ὁ δ᾽ εἰς ἔργον (sc. 
ἄγαλμα) πᾶσαν ἀφῆκε τέχνην. XXV 
247. — 2) factum, facinus XV 40: 
πολλά τοι — πεποίηται καλὰ ἔργα. 
XXII 118: ῥέξαι --- μέγα ἔργον. XVII 
13. 6. XXVI 87. — 3) opus, res 
opera confecta V 104: ἔστι δὲ κρα- 
τήρ, | ἔργον Πραξιτέλευς, XXIV 45: 
κουφίξων ἑτέρᾳ κολεὸν μέγα, λώτινον 
ἔργον: 'ex ligno loti factum". 

ἔρδω (praes. ci. ἔρδῃς. ipr. £g". 
párt. ἔρδοισα. aor. inf. ἔρξαι) facio, 
efficio, c. acc. XXX 16: πάντ᾽ ἔρδ᾽, 
cf. VIL 106. c. dupl aec. II 15: 
(ὀπάδει) φάρμακα ταῦτ᾽ ἕρδοισα ye- 
ρεέονα μήτε τι Κίρκης μήτε τε Μη- 


108 


δείας. c. acc. pers. XVI 25: πολλοὺς 
δ᾽ εὖ ἔρξαι παῶν. 

ἐρεεένω interrogo ΧΧΥ 8: ἔκ τοι 
ξεῖνε πρόφρων μυϑήσομαι ὅσσ᾽ ἐρε- 
δίνεις. 

ἐρεϑίξζω irrito, lacesso iracundiam 
V 110: rol τέττιγες, ὁρῆτε͵ τὸν αἷ- 
πόλον ὡς ἐρεϑίξω" οὑτῶς χὺμές ϑὴν 
ἐρεϑίξετε τὼς “παλαμευτάς. amorem 
XXIII 15: ἐξ ὀργᾶς ἐρεϑίξετο μᾶλλον 
ἐραστάς. ad pugnam XXII 2: καὶ 
φοβερὸν Πολυδεύκεα πὺξ ἐρεϑέζξειν. 

ἐρέϑω irrito, moveo XXI 21: (x 
βλεφάρων δέ) ὕπνον ἀπωσάμενοι 
σφετέραις φρεσὶν ἤρεϑον αὐδάν: ἐκί- 
vovv. Gloss. cf. Verg. Aen. VII 641: 
cantus movete. 

ἐρεέδω  acclino, infigo, impingo, 
fuleio, c. dat. VII 10: αὐταῖσιν κυλί- 
πεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων 
: (Ahr. e coni. Valcken. αὐταῖς ἐν *.), 
cf. Od. XXII 450: (ψέκυας) ἀλλήλοισιν 
ἐρεέδουσαι. c. praep. VII 104: (τόν 
μοι Πάν) ἄκλητον κείνοιο φίλας ἐς 
χεῖρας ἐρείσαις. Med. XII 49: λέ- 
eov εἷλεν, ἐρεισάμενος δ᾽ ἐπὶ τοίχῳ | 
ἄχρι μέσων οὐδῶν φοβερὸν λίϑον. 
met. XXI 61: τὺ δ᾽ ὦ ξένε λοιπὸν 
ἔρειδε J τὰν γνώμαν: 'firma mentem 
meam. (de V 24 v. ὁρίσδω.) 

ἐρεέκη erica arborea ,L. V 64: τὸν 
δρυτόμον βωστρήσομες, ὃ ὃς τὰς ἐρείκας 
| τήνας τὰς παρὰ τὶν ξυλοχίξεται. 

ἔρειος laneus, de Aegyptiis XV 
50: ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίγνια, 
πάντες ἔρειοι (vulg. dosiot): *omnes 
lanei, pannosi, tanquam e lana facti: 
Lappsücke", ut expl. A. Fritzschius 
in epistola ad me data ad lectionem 
ed. I recurrens; equidem malim: 
Lumpen. Ahr. e coni. scr. πάντ᾽ ἐς 
ἀρείω, M. Schmidt. coni. Πανὸς ἔρι- 
9o. — Bande des Pan', Mus. Rhen. 
1865, p. 408. 

ἐρείπω, aor. IU intr. labor XII 50: 
ὡς ὅτε πυρσὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν 
ἀστὴρ | ἀϑρόος ἐν πόντῳ. 

ἔρεισμα fulcimentum, fultura. (à. 
q. apud Hom. fe e) XXI 19: κώπα 
τε γέρων v' ἐπ᾽ ἐρείσμασι λέμβος. 

ἐρξτμόν. remus XII 27: Νισαῖοι 
“Μεγαρῆες ἀριστεύοντες ἐρετμοῖς. 

ἐρεύγομιαι emitto vocem, clamo, 
aor. sec, XIII 58: τρὶς μὲν “Ὕλαν à ἄυσεν, 
ὅσον βαϑὺς ἤρυγε λαιμός. 

ἐρεύϑω rubefacio, pass. rubeo X VIII 
126: βοῶν à 0y& μηρέα καίει | — ἐρευϑο- 
μένων ἐπὶ βωμῶν. VII 117: à μάλοι- 


ἐρεείνω — ἐρίσδω 


σιν Ἔρωτες ἐρευϑομένοισιν ὁμοῖοι. 
de pudore XXX 9: αἰδέσϑεις ποτίδην 
μ᾽ ἀντίος, ἠρεύϑετο δὲ χρόα. 

ἐρευνάω 1) perscrutor XXV 221: 
οὐ μὴν πρὶν πόδας ἔσχον ὄρος τανύ- 
φυλλον ἐρευνῶν. --- ,2) quaero, c. Anf. 
VII 45: τέκτων —, ὅστις decr | ἶσον 
ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον. 

ἐρέω (fut. ἐρέω, -εἴς, -&i) 1) dicam, 
abs. ante or. dir. XV 126: & Moro⸗ 
ἐρεῖ. c. adv. Ep. X 3: οὐχ ἑτέρως 
τις ἐρεῖ. c. aco, rei XXVIII 24: κῆνο 
γάρ τις ἐρεῖ τὦπος. pers. Ep. XVI 
6: ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα. 
sequitur sententia interrogativa XXII 
64. relativa XXIX 3. — 2) ἐρεῖς ín- 
quies or. dir. interponitur Ep. XIV 8. 

ἐρημιάξω in solitudine ago XXI 
35: ἄμφω ἐρημάξεσκον ἀποπλαγχϑέν- 
τὲς ἑταίρων. 

ἐρημιάς y. ῥῆμα. 

ἐρητύω arceo, prohibeo, aor. fre- 
uent. XXV τ: ἡπείλει μάλα πᾶσιν; 
ἐρητύσασκε δ᾽ ὑλαγμοῦ (sc. τοὺς κύνας). 

ἐριδμαίνω contendo, concerto XII 
31: κοῦρον ἐριδμαίνουσι φιλήματος 
ἄκρα φέρεσϑαι (var. ἐριδμαένοντι). 

᾿Ερεϑᾶκχίές Erithacis, puella quae- 
dam III 35: (αἶγα) τάν μὲ καὶ & Μέρ- 
uvovog ᾿Εριϑακὶς ἃ μελανόχρως | 
αἰτεῖ (Ahr. c. Casaub. et Eustath. 
ἐριϑακὶς). 

ἐριϑηλής valde virens , ——— 
XXV p (ταῦροι) βόσκοντ᾽ ἐριϑηλέα 
ποίην Ι ἐν νομῷ. 

ἔρεϑος textria: XV 80: πότνι᾽ A9a- 
ναΐία, ποῖαί σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριϑοι. 

ἐρικδϑδή D praeclarus, illustris XVII 
108: (πλοῦτον) πολὺν μὲν ἔχοντι ϑεῶν 
ἐρικυδέες οἶκοι, cf. 1l. III 65: ϑεῶν 
ἐρικυδέα δῶρα. 
. ἐρζν(ε)ός capr ificus, arbor capri- 
fici XXV 248: ὄρπηκας — ἐρινεοῦ εὐ- 
κεάτοιο. 250: ἐκ χειρῶν ἔφυγεν τανύ- 
φλοιος ἐρινεός | καμπτόμενος. XV 
ὅθ: ἐρινοί e Spohnii coni. scr. A. 
Fritzschius, nunc ad lectionem ed. I 
rediit ἔρειοι, 4. v. 

ἔριον v. εἔριον. 

ἔρις contentio, concer tatio XV 10: 
ποτ᾽ ἔριν, φϑονερὸν κακόν, αἰὲν ἑτοῖς- 
μος. V 23: óg ποτ᾽ ᾿ϑαναίαν ἔριν 
ἤρισεν. 

ἐρέσδω (aeol. pro ἐρέξω. praes. ind. 
ἐρέσδω, -εις, τομὲς. ipr. ἔρισδε. inf. 
ἐρίσδειν. part. ἐρίσδων. ipf. ἔρισδεν. 
aor, ἤρισε. plerumque in exitu hex. 













deg contendo, certo, abe., c. dat, 
. praep. ποτέ, c. quaest. indir, ple- 
ue de cantandi certamine V 30: 
dm. : certa. VI 5: πρᾶτος δ᾽ ἄρξατο 
— ἐπεὶ καὶ πρᾶτος ἔρισδεν: "ad 
certamen provocaverat'; Ahr. c. Ald. 
Call. ἐν sc. ἄρξατο. IV 62: τό 
τοι γένος 5n Zarveícxoi | ἐγγύϑεν ἢ 
Πάνεσσι κακοχνάμοισιν ἐρίσδεις (Ahr. 
coni. δεις), cf. IV 8. 1 24: ποτὶ 
Χρόμιν pe ἐρίσδων. V 23: ὕς ποτ᾽ 
᾿ϑαναίαν ἔριν ἤρισεν. 136. VII 41. 
67: ἄμμες γὰρ ἐρέσδομες ὅστις 
ἀρείων | Leste tita ἐστι. 
Y ἔριφον. pl. ἔριφοι, -ων, 
-ως. in crasi ὥρεφος bis) pullus 
V 21: αἴκα λῇς ἔριφον 
EC : 86. praemium certaminis. 23: 
I» — ᾿κεῖται | ὥριφος. 1 26. V 80. 
E 83. — pl. Haedi, sidus ; pluviale 
IB feriis iio Aurigam VII 54: rev ig 
P ἐρίφοις Νότος ὑγρὰ διώκῃ 
- |] »-vpere: 'Haedis (mane, ineunte 
. mense Octobri) in occidentali coelo 
ἢ gen occasum conspicuis'; cf. Verg. 
- Aen. IX 668: quantus ab OCccasu ve- 
- miens pluvialibus Haedis | verberat 
imber humum. — 2) capella VIII 50: 
Te mee ποτ᾽ &vtQ ἔριφοι. 31. 
—. (de VIII 63 v. ἀρνός.) 
E septum, munimentum XXV 
. 9178: (δέρμα λέοντος) ἀμφεϑέμην uc- 
-.. Aéscow | ἐνυαλίου ταμεσίχροος 
E. — ef. Il. V 315: Jr δέ of 
Y πλοιο oes πτύγμ᾽ ἐκάλυψεν | 
᾿ ἕρκος ἔμεν βελέων. 
“Ἑρμῆς Mercurius I 11: ἦνθ᾽ 'Ee- 
μῆς der κως ίά ὴ ἀπ᾿ ὥρεος: est enim 
Daphnidis. XXIV 118: Ἑρμείαο 
E— παρὰ παιδί] ἁρπαλύκῳ 
XXV 4: Ἑρμέω ἀξόμενος 
᾿ δεινὴν Aen s εἰνοδίοιο. 
E- men o a. semper in exitu hex.) 
P —— , ramus, arbor ipsa 1I 121: 
J πὸ δ᾽ ἔ £i ὧν λεύκαν, Ἡρακλέος ἱερὸν 
VI 11: σχῖνον —, ἐπιχώ- 


DX — 3) progenies, proles 

185: λύκων τ᾽ ὀλοφώιον ἔρνος 

. et Ziegl. e coni. Lennepii ἔϑνος). 

44: (ἐσσί) πᾶν ἐπ᾽ ἀληθείᾳ τι 
κεκασμένον ἐκ Διὸς ἔρνος. 

interrogo XXV 64: μέμονεν 

A μὲν αἰὲν ἔρεσθαι. 218: οὐδὲ μὲν 

«qe τις ἔην —, ὅντιν᾽ ἐροίμην. 


πετὸς repens, serpens XV. 118: 
αὐτῷ πετεεινὰ καὶ ἑρπετὰ τᾷδε 


— πάρεστι: 'avium et quadrupedum si- 


ἔριφος — 


109 


mulaera'. XXIV 56: ἑρπετὰ δεικα- 
νάασκεν: dracones, s tes; idem- 
que sign. forma aeol. X IX 13: ὄπποι 
μηδὲν ἀπίξεται ἄγριον ὄρπετον. 

ἔρπυλλος hymus lium LL. 
Ep. I 1: τὰ ῥόδα τὰ δροσόεντα καὶ 
ἁ κατάπυκνος ἐκείνα | ἕρπυλλος κεῖται 
ταῖς ᾿Ἑλικωνιάσι. 


ἐρύω 


ἕρπω (praes. ind. ἕρπεις, -&.. aeol. 
ἔρπει ci. XXX 19. coni. ἕρπῃς, τωμες. 
opt. ἕρποι. ipr. ἕρπε, ἕρφ᾽. inf. ἕρ- 


πειν. — ipf. £lomov, elg" , εἵρπομες. 

— fut. dor. £ovà, τ-οὔῦμες) eo, abeo, 
accedo, abs. XV 42: ἕρπωμες: eamus. 
XV 26. c. adv. V 44: fog' ὧδ᾽, ἕρπε: 
*hue accede, accede modo'. 45: οὐχ᾽ 
ἑρψῶ τηνεῖ. XV 136. c. praep. εἰς, 
ποτί 56: εἰς ὄρος 0x; ἕρπῃς. 
I 105: ἕρπε ποτ᾽ Ἴδαν, ἕρπε ποτ᾽ 
Ἀγχίσην. VII 2. XV 136. XVIII 40. 
accedit acc. VII 131: τὰν ἐπὶ Πύξας 
tlog' ὁδόν. VIII 75. — metaph. XXX 
19: τῷ μὲν γὰρ ίος ἔρπει. (cod. ἕρπε) 
προγόνοις ic^ ἐλάφω ϑόας: [fuit". 
XIV 69: ἐπισχερὼ ἐς γένυν ἕρπει | 
λευκαίνων ὁ χρόνος. 50: τὰ πάντα 
κεν ἐς δέον ἕρποι: προχωροίη. Schol. 
(de V 37 v. ποϑέρπω.) 

ἔρρω abeo (in malam rem) XX 2: 
καί μ᾽ ἐπικερτομέοισα τάδ᾽ ἔννεπεν" 
ἔρρ᾽ ἀπ᾿ e Ὁ prem ἤγουν ἄπ- 
ελϑε ἀπ᾽ 

ἔρσα ros XX oen * χρόα ,got- 
νέχϑην ὑπὸ τὔλγεος ὡς δόδον᾽ ἔρσᾳ. 

ἐρῦϑρός ruber ΧΙ 57: udxov' 
ἁπαλὰν ἐρυθρὰ πλαταγώνι᾽ ἔχοισαν. 

᾿Ερύχα Eryz, mons Siciliae XV 
100: δέσποιν᾽, à Γολγώς τε καὶ Ἰδά- 
λιον ἐφίλασας, | αἰπεινάν τ᾿ EgUxav 
(pro vulg. Ἔρυκα e codd. scr. A. 
Fritzschius). 

ἐρύχω  arceo, defendo VII 121: 
(γραία τε παρείη, ἅτις ἐπιφϑύξουσα 
τὰ μὴ καλὰ νόσφιν ἐρύκοι. 

ἐρύω 1) Act. traho, tollo XXVI 17: 
ων δ᾽ ἐδίωκον) πέπλως ἐκ ξωστῆρος 
π᾿ ἰγνύαν ἐρύσασαι (Ahr. e cod. D 
ἐρύσαισαι). — 2) Med. a) mihi detraho, 
deripio XXV 272: βούλευον ὅπως λα- 
σιαύχενα βύρσαν | ϑηρὸς τεϑνειῶτος 
ἀπὸ μελέων ἐρυσαίμην. XXII 191: 
τὼ δ᾽ ἄορ ἐκ κολεοῖο ἐρυσσαμένω, ef. 
Ov. Met. X 475: vagina deripit em- 
sem, — b) met. custodio, tweor XXV 
16: χαίρων ἐν φρεσὶν ἧσιν, ὁϑούνεκεν 
αὖλιν ἔρυντο, quae forma ἔρυντο ἃ 
quo verbo ducenda quodque sit tem- 


110 


pus, adhue sub iudice lis est. v. 
ῥύομαι. 

ἔρχομαι (pr. ind. ἔρχεται, -ονται. 
ipr. ἔρχεο. part. sg. ἐρχομένης, -ας, 
-Q, -αν; pl. -et, otg. — aor. ind. ἦλ- 
Sov, dor. zv90v; ἤλϑες, ἤλυϑες, ἦν- 
ες; ἦλϑε, ἤλυϑε, ἦνϑε, (κἦνϑε); 
ἤνϑομες; ἦλϑον, ἦνϑον. ci. ἔνϑω, -me, 
τῇ; ἔλϑη. opt. ἔλϑοις, ἔνϑοι. ipr. 
£»9^. inf, ἐλθεῖν. part. ἐλϑών, ἐν- 
ϑών. --- pf. εἰλήλουϑας, -ε) eo, incedo, 
abeo, venio, abs., c. acc., c. adv., c. 
praep., c. dat. 1) de animantibus I 
198: ἔνϑ'᾽, ὠναξ, καὶ τάνδε φέρευ — 
σύριγγα: veni. XVI 68: δίζημαι δ᾽, 
ὄτινι ϑνατῶν κεχαρισμένος ἔνϑω | σὺν 
Μοίσαις. XXIV 18: ἀπ᾿ ὀφϑαλμῶν δὲ 
κακὸν πῦρ | ἐρχομένοις (80. δράκουσι) 
λάμπεσκε. IV 56: εἰς ὄρος ὅκχ᾽ ἕρ- 
πῇς, μὴ νήλιπος ἔρχεο, Βάττε. 1 80. 
81. 95. II 102. 118. V 51. VIII 28. 
36. XI 96. XII 1. 2.. XV 2. 8. 17. 53. 
144. XXII 60. XXIII 17. 20. XXIV 
127. XXV 97. Ep. XVI 2. — XVI 9: 
ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον. — V 017: (μικ- 
κὸν ἄκουσον) τεῖδ᾽ ἐνθών. XXV 191: 
09s:v ἦλϑε. XXIV 20: παίδων -- 
ἐγγύϑεν ἦνϑον. XIV 54: πάλιν ἦνϑ'᾽: 
rediit. V 62: «i9" ἔνϑοι ποϑ' ὁ βου- 
κόλος ὧδ᾽ ὃ Πυκώπας. XXV 35. — 
XXV 56: εἰλήλουθεν ἀπ᾽ ἄστεος, οἵ. 
I 71. VI 14: ἐξ ἁλὸς ἐρχομένας, cf. 
XVI 41. 1118: ἐρχομέναν ἀνά τ᾽ ἠρία 
καὶ μέλαν αἷμα, οἵ. XX 39. XXV 89: 
ἄλλαι ἐπ᾽ ἄλλαις ἐρχόμεναι. 1 134: 
ἔνϑ᾽ ἐπὶ νᾶσον. XXIII 58: ποτὶ τὸν 
ϑεὸν ἦλϑε (vulg. ἦνθε). XVI 52: 
᾿ἈΑίδαν εἰς ἔσχατον ἐλϑών. V 128: 
ἐνθὼν τὰν κυκλάμινον ὄρυσσέ νυν ἐς 
τὸν Ἅλεντα: “ΔῸΪ ad Halentem et..." 
XXV 104: ἤλυϑε — ἐς μέσον --- ἐν- 
ϑάδε: "huc in medium processit/, cf. 
XXII 188. II 67, XV 61. XVI-93. 
XVII 9. XVIII 6. Ep. VII 1. IX 8. 
— Π 66: 5v9 — ἄμμιν ᾿ἀναξώ, cf. 
II 145. XVI 58. — transfertur ad sta- 
tum II 143: ἐς πόϑον ἤνϑομες ἄμφω: 
h. e. *voti potiti sumus, cf. Aesch. 
Ag. 1207: ἢ καὶ- τέχνων εἰς ἔργων 
ἠλϑέτην νόμῳ; XXVII 16: μὴ λέγε, 
μὴ βάλλῃ σε καὶ ἐς λίνον ἄκλιτον ἔν- 
ϑῃς. — 2) de rebus XXV 28: ἐπὴν 
ϑέρος oiov ἔλϑῃ. XV 105: (Qoo) 
ποϑειναί | ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς 
αἰεί τι φορεῦσαι. 1| 198: καὶ πελέ- 
κεις καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐφ᾽ ὑμέας. 
XXV 260: περὶ γὰρ σκότος ὅσσε οἵ 
ἄμφω |ἦλϑε (περιῆλϑεν). XVI 58: 


ἔρχομαι --- ἔρως 


ἐκ Μοισᾶν ἀγαϑὸν κλέος ἔρχεται ἀν- 
ϑρώποισι. XVIII 529: Ζεὺς (δοίη) 
ἄφϑιτον ὄλβον, ὡς ἐξ εὐπατριδᾶν 
εἰς εὐπατρίδας πάλιν ἔνϑῃ, cf. XVII 
96. XXII 165: τοῦτον μὲν ἐάσατε 
πρὸς τέλος ἐλϑεῖν | ἄμμι γάμον. Ep. 
XXIII 2: ϑεὶς ἀνελοῦ, ψήφου πρὸς 
λόγον ἐρχομένης. 

ἐρωέω removeo XXlV 99: φᾶ καὶ 
ἐρωήσας ἐλεφάντινον ᾧχετο δίφρον | 
Τειρεσίας: 'removit ἃ se sellam'; 
vigor senis describitur. XXII 174: 
χεῖρας ἐρωήσουσιν ἀποσχομένω ὑσμί- 
νης: tremovebunt, cohibebunt manus?. 
XIII 74: οὔνεκεν ἠρώησε τριακοντά- 
ξυγον ᾿Δργώ (ἠρήμωσε coni. Morsbach. 
Diss. de dial. Theocr. Bonnae 1874 
p. 90): removit h. e. reliquit; κατ- 
ἕλιπεν. Schol. 

ἐρωή requies XXII 192: μάχης δ᾽ 
οὐ γίνετ᾽ ἐρωή, cf. Il. XVI 302: zo- 
λέμου δ᾽ ov γίγνετ᾽ ἐρωή. 

£go La — £go, aeol. XXX 1: τάχα 
δ᾽ οὐδ᾽ ὅσον ὕπνω ᾿πιτύχην ἔσσετ᾽ 
ἐρωΐία. 

ἔρως (sg. ἔρως, aeol. ἔρος ci., in 
crasi ὥὦρος ci., ἔρωτος, -1,-o. pl. ἐρώ- 
tov Ci, ἔρωτας. leg. plerumque aut 
ante caesuram tertii hex. pedis aut 
in exitu.) amor, cupido viri vel fe- 
minae ll 69: φράξεό uev τὸν £go" 
ὅϑεν ἵκετο, πότνα Σελάνα, qui ver- 
sus repetitur II 75. 81. 87. 93. 99. 
105. 111. 117. 123. 129. 135. X 10: 
ἀγρυπνῆσαι δι᾿ ἔρωτα. 1 130: ὑπ᾽ 
ἔρωτος ἐς Διδαν ἕλκομαι. 11 29: ὥς 
τάκοιϑ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ó ύνδιος αὖ- 
τίκα Δέλφις. ΧΧΧ 10: ἔμεϑεν δὲ 
πλέον τᾶς κραδίας Goog (cod. σωρὸς 
ἐδράξατο. Ill 42: εἰς βαϑὺν ἅλατ 
ἔρωτα. XIV 52: χῶτι τὸ φάρμακπόν 
ἐστιν ἀμηχανέοντος ἔρωτος, | οὐκ οἶδα. 
X D7: τὸν δὲ τεὸν, Βουκαῖξε, πρέπει 
λιμηρὸν ἔρωτα | μυϑίσδεν τᾷ ματρί: 
'amorem istum famelicum, macilen- 
ium?; messor enim τάκεται ὑπ᾽ ἔρω- 
vog. 1 [93]: (τὸν αὑτῶ) ἄνυε πικρὸν 
ἔρωτα. 1 81. Π 64. VI 18. XI 1. 80. 
XXIII 9. 20. 43. 47. additur persona 
quae ámorem excitat VII 56: ϑερμὸς 
γὰρ ἔρως αὐτῶ us καταΐίϑει. XIV 26: 
τούτω τὸν κλύμενον κατετάπετο τῆνον 
ἔρωτα. XXX 2: τετόρταιος ἔχει παῖ- 
δὸς ἔρος μῆννα μὲ δεύτερον (cod. 
παῖδα ἔρως). VIL 102: ἐκ παιδὸς 
Ἴδρατος ὑπ᾽ ὄστιον αἴϑετ᾽ ἐρωτι. XIII 
48: πασάων γὰρ ἔρως ἁπαλὰς φρένας 
ἐξεσόβησεν |᾿Δργείῳ ἐπὶ παιδί. — plur. 


μαλακοὺς 
| προσπνείει: cupidines, amo- 













E 44 
Ἔρως (sg."Epoc, aeol Ερος (1); 
Ἔρωτος, -, -a, eol. Ἔρον (1); Ἔρως. 
. m. V. Ἔρωτες, -ωσι, -orag; leg. 
lerumque aut anté caesuram tertii 


* 


καὶ 
Pics irn σέλας 
ἐν 108. III 


E: — —— 111: 
: Ἔρωτες ἐρευϑομένοισιν 
. épgoic. XII 10: εἴϑ᾽ οὁμαλοὶ πνεύ- 
ἔροισιν ". ες | νῶιν. 
: δέ τε κῶροι ὑπε ὧν- 
3 I δ ᾷ Ad. 6. 41. (de Ad. 46 
Pow er — 3) amores, ignis ipsa 
Ε΄ rsona dieitur II 151: 
| de — — — ἐπεχεῖτο: "in 
. honorem — sui de mero sibi in- 
táo i v 16: s τύ τις 
| mór τῶ “Διὸς alte Σιβύρτα | 
Gti, κάκιστε, τὸ ποίμνιον; 
in amorem valde propen- 
ami des amours, Freund der 
à. Ptolemaeus II dicitur XIV 61: 
vy» ; φιλόμουσος, ἐρωτικός, εἷς 
ἄκρον ἁδύς. 
 Ἔρωτίς Erotis (Erotion, Venus, 
ΟΝ 6h, ἡ δ᾽ ἔτι μύλλει  τήναν 


| —— — (al. ἐρωτέδα), 
ΒΟ δέω εὐλος (ἀκιιίωπι. v. Ἔρως) ami- 
amasiunculus Ill 


6: ὦ χαρίέεσο᾽ 
jp τέ μ᾽ οὐκέτι τοῦτο κατ᾽ 
| Ner [παρκύπτοισα καλεῖς τὸν 'Ego- 

mue vele. ἐμ — 'deinen klei- 
nen 


Ἔρως — ἕστίη 


111 


ἐς y. εἰς. 

ἐσάγω intromitto XXV 107: ἄλλος 
ἐσῆγεν ἔσω ταύρους δίχα ϑηλειάων. 

ἐσᾶϑ' XXV 215: 
(ἐσκοπίαξον,) εἴ μιν ἐσαϑρήσαιμι πάρος 


" τέ μὲ κεῖνον ἰδέσϑαι. 


ἐσάκούω eraudio IV 46: οὐκ ἐσ- 
ακούεις; c. gen. XXIV 34: ᾿Δλκμήνα 
δ᾽ ἐσάκουσε βοᾶς xal ἐπέδραμε ὩΣ 
XIII 61: ἠυγένειος ἀπόπροϑι λῖς ἐσ- 
ακούσας | νεβρῶ φϑεγξαμένας. 
ἐσβλέπω v. ἐσδέρχομαι. 
ἐσδέρχομαιε inspicio VI 35: ἦ γὰρ 
πρᾶν ἐς πόντον ἐσέδρακον (lunt., à 
ἔβλεπον vulg.): tanquam in speculum 
£Gdouet v. ἔζομαι. 
ἐσϑέω exedo, met, XXX 22: τῶ δ᾽ 
4 πόϑος xal τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει | 
μνασκομένῳ. v. φαγεῖν et ἔδω. 
σϑλὸός (sg. ἐσϑλός, -ὄν. n. -όν. 
pl. ἐσϑλοὶς, -ἀ. plerumque aut in in- 
troitu ant in exitu hex.) bonus, pro- 
bus, nobilis, de hominibus Vil 39: τὸν 
ἐσϑλόν᾽ Σικελίδαν νίκημι τὸν ἐκ Σάμω. 
XVI 30: ὄφρα xal εἰν ᾿Δίδαο κεκρυμ- 
μένος ἐσθλὸς ἀκούσῃς. VII 4: εἴ wi 
περ ἐσθλόν | χχῶν τῶν ἐπάνωθεν: 
quid omnino nobile est ex . . .". vit 
12. 100. — de rebus VII 93: Νόμφαι 
- κἠμὲ Ug am | ἐσθλά. XVII 117: 
κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἀρέσϑαι, 
cf. Od. XIII 422: ἵνα κλέος ἐσϑλὸν 
ἄροιτο. — XVI 14. XXII 215. 
ἐσκαλέω v. εἰσκαλέω. 
ἐσμάσσω im imprimo, med. XVII 36: 
τᾷ μὲν Κύπρον χοισὰ “ιώνας πότνια 
κούρα | κόλπον "e εὐώδη gadivac 
ἐσεμάξατο χεῖρας: τουτέστιν ἐπαφρό- 
διτον ἐποίησεν αὐτήν. Schol. 


ἐσοράω v. εἰσοράω. 

ἑσπέριος occidentalis VIL53 : χῶταν 
ἐφ᾽ —— ἐρίφοις Νότος ὑγρὰ 
διώκῃ | κύματα. v. ἔριφος. 

ἐσσυμένως ranter, celeriter 
XXII 189: (δοιώ 7 ἄρα toys) ἐσσυ- 
AY ἐδίωκον ἀδελφεὼ υἷ᾽ ᾿ἀφαρῆος. 

84, 


ἔστε (dor. pro ἔστε; semper in 
Vir es; leg. hex. e.) 1) adv. usque 
ἢ 61: χὰ στιβὰς ἐσσεῖται πεπυχα- 
σμένα ἔστ᾽ ἐπὶ πᾶχυν: "usque δὰ cu- 
bitum", — 2) coni. ἔστε χε c. ci. aor. 
donec γ- 22: ἀλλά γέ τοι διαείσομαι, 


ἔστε κ᾿ ἀπείπῃς. 1 6. VI 32. 

ἑστίη focus XXII 205: οὐδὲ τὸν 
ἄλλον ἐφ᾽ ἑστίῃ εἶδε ᾿πατρῴῃ | παίδων 
Λαοκόωσσα φίλον γάμον ἐκτελέσαντα. 


112 


— focus XXIV 48: oi- 
cete πῦρ ὅτι ϑᾶσσον ἀπ᾽ ἐσχαρεῶνος 
ἑλόντες. 

ἐσχατιά pars regionis ultima, γ6- 
motissima XXV 81: μέχρις ἐπ᾽ ἐσχα- 
τιὰς πολυπίδακος ἀκρωρείης, cf. Od. 
IV 489: ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῆς. XIII 
25: ἐσχατιαὶ δέ | ἄρνα νέον βόσκοντι. 

ἔσχᾶτος (sg. m. n. ἔσχατον; pl. 
ἔσχατα) extremus 1) de loco XV 8: 
ἐπ᾽ ἔσχατα γᾶς — ἐνθών: h. e. *ad 
extremum urbis vicum". Ep. I6. — 
VII 58: ἔσχατα φυκία κινεῖ: infima, 
cf. XVI 52: "Atüov ἐς ἔσχατον ἐλθών. 
— 8) de ordine XXX 18: ἀλλοσύνας 
τί ἔσχατον ἔσσεται, cf. Ov. Amor. III 
1; 15: ecquis erit "libi finis amandi? 
XVII 27: ἀμφότεροι δ᾽ ἀριϑμεῦνται 
ἐς ἔσχατον Ἡρανλῆα, cf. Verg. Aen. 
VII 49: tu sanguinis ultimus auctor. 
— 8) de tempore XXIV 63: ὄρνιϑες 
τρίτον ἄρτι τὸν ἔσχατον ὄρϑρον ἄειδον. 

ἐσχατόων extremus VII 77: Καύ- 
κασον ἐσχατόωντα. 

ἔσω v. εἴσω. 

ἑταίρα meretricula XX. 18: μὲ τὸν 
χαρίεντα κακὰ μωμήσαϑ᾽ ἑταίρα. 

ἑταῖρος (sg. ἑταῖρος, -ῳ, -ov. pl. 
ἑταῖροι, τῶν, τ-οιβ, τους. semper fere 
in exitu hex.) 1) Socius, sodalis, amái- 
cus XIII 38: οἱ μίαν ἄμφω ἕταϊροι 
ἀεὶ δαίνυντο τράπεζαν. XVII 111: 
πολὺν δ᾽ ἀγαϑοῖσιν ἑταίροις (πλοῦτον 
δεδώρηται). VII 31: 7 γὰρ ἑταῖροι | 
ἀνέρες εὐπέπλῳ “ΖΙαμάτερι δαῖτα τε- 
λεῦντι, cf. Plat. Phaed. p. 117 C: οἵου 
ἀνδρὸς ἑταίρου ἐστερημένος εἴην. 
XIII 51: ναύταις δέ τις εἶπεν ἕταϊ- 
ρος (Ziegl. et Ahr. c. Iun*. —— 
XXI 38. XXII 35. 178. Ep. XI 8, 

2) amasius XXIII 45: καλὸς δέ μοι 
deg" ἑταῖρος. 48: ἀπηνέα εἶχεν 
ἑταῖρον. 


᾿Ετεόκλειος Eteocleus XVI 104: 
ὦ ErtowAsi0L Χάριτες ϑεαί: *h. e. ab 
Eteocle, Orchomeni rege, primo san- 
ctissime cultae?. 

ἐτεόν (neutr. pro adv.) revera XXV 
173: εἰ ἐτεόν πὲρ μιμνήσκομαι, cum 
εἶ coniunctum ut apud Hom. semper, 
e. g. Od. IX 529. 

ἑτέρᾳ adv. in alteram partem, aeol. 
XXX 20: ἀλλάσσει δ᾽ ἑτέρᾳ mÓvto- 
πόρην αὔριον ἄμερος (cod. ἑτέρα). 

ἕτερος (sg. ἕτερος, in crasi ὥτερος; 
ἑτέρου, -0; -ῇ, τᾷ, τηφι. m. ἕτερον. 
n. in crasi ϑώτερον. — pl. ἑτέρων, 


ἐσχαρεών -— ἔτι 


in crasi 860]. κἄτερα) 1) alter ὃ de 
duobus XII 14: (δέω) φῶϑ᾽ , 
τὸν δ᾽ ἕτερον. VIII 90: (ὁ E ἐχάρη) 
— ἄνετ ἅπετο φρένα λύπᾳ!] desqos. 
XI 32: ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ ϑώτερον 
ὥς. VII 36: τάχ᾽ ὥτερος ἄλλον — 
σεῖ. XXIV 45: wovgitov ἕτέρ 
λεὸν μέγα (sc. χειρί): sinistra. XII 
120: σκαιῇ μὲν — ἑτέρῃ δέ: dextra; 
itemque XXV 207: ἑτέρηφι. bis po- 
nitur XXV 253—955: ἑτέρηφι — τῇ 
δ᾽ ἑτέρῃ: sinistra — dextra. τος Ὁ) de 
pluribus XXIX 15: ἐξ ἑτέρω δ᾽ ἕτερον 
μάϑης (ιλάδον). — 3) alius XXV 61: 
χαλεπὸν δ᾽ ἑτέρου νόον ἴδμεναι ἀν- 
δρός. XXX 25: ταῦτα κἄτερα (cod. 
χ᾽ ἅτερα): haec et alia. XXII 116. 
sequ. part. 5j XXV 114: ἔλπομαι οὐχ 
ἕτερον τόδε τλήμεναι Αἰγιαλήων | 
ἠὲ σέ. 

ἑτέρωϑεν altera ex parte XXII 91: 
Βέβρυκες δ᾽ ἐπαῦτεον, of δ᾽ ἑτέρωϑεν 
| ἥρωες κρατερὸν Πολυδεύκεα ϑαρσύ- 
νεσκον. itemque in exitu hex. XXV 12. 

ἑτέρως aliter Ep. X 3: οὐχ ἑτέρως 
τις ἐρεῖ. 

ἐτήτῦμος verus, probus XII 87: 
(πέτρῃ T. υσὸν ὁποίῃ) πεύϑονται 
μὴ, pd ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί. 

£vi (plerumque in quinta exstat aut 
quarta hex. thesi; ter posterior syl- 
laba est in arsi, ter eliditur: ἔτ᾽ ) ἢ) 
de tempore, statum quendam signi- 
ficat usque ad tempus narrationis 
permanere eadem ratione atque antea: 
adhuc, etiammunce a) c. verbis I 28: 
(κισσύβιον) ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον. 
11 60: ἃς ἔτι καινῶν | ἐκ ϑυέων δέ- 
δέεται. XV 180: ἔτι οἵ περὶ χείλεα 
πυρρά (ἐστι). II 89: αὐτὰ δὲ λοιπά 
 ὄστι᾽ ἔτ᾽ ἧς καὶ δέρμα. 1 59. IV 
58. V.87. VIII 93, e. "fat. XVI 12. 
XXVII 18. — b) c. aliis vocibus lI 
137: ἔτι δέμνια ϑερμὰ λιποῖσαν | 
ἀνέρος: lectum adhuc calidum; cf. 
XVII 121. [134]. — XXII 169: ἀλλ᾽ 
ἔτι καὶ νῦν | πείϑεσϑ᾽. VIII 28: ἔτι 
καὶ τὸν δάκτυλον ἀλγέω, ef. II 159. 
c. negat. XVI 14: οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄνδρες 


— αἰνεῖσϑαι σπεύδοντι. 91: βοᾶς δ᾽ 
ἔτι μηδ᾽ ὄνομ᾽ εἴη. Ep. XVIII 4 
(Mein. e coni. ὅτι). ---- 2) de mensura 


et gradu: praeterea, insuper XXV 62: 
ὡς εἰπὼν ἡγεῖτο, νόῳ δ᾽ ἔτι πόλλ᾽ 
ἐμενοίνα (e coni. Ahr. et Ziegl. scr. 
pro δέ τι v. δέ τοι). ὁ. comp. XIV 
62: ἔτι μάλλον. XV 141: ἔτι πρότερον. 
(de XV 120 v. τε II 2.) 

























»XXIV 87: κάγκανα 
vd en ἑτοιμάσατ᾽, cf Il. 
μοὶ γέρας αὐτίχ᾽ ἕτοι- 


ee (ubique fere in exitu hex.) 
| promptus 1) de personis XV 
2 ἔριν — aiv ἑτοῖμος (e coni. 
. ser. pro ὁμοῖος). XXII 155: 
vi tw ἀλόχους, αἷς νυμφίοι ἤδη 
ἑτοῖμοι : parati, constituti sunt. — 2) 
rebus XXII 70: ἢ καὶ ἄεϑλον 

-. XII[ 63: ἑτοιμοτάταν ἐπὶ 


ef. Od. XIV 453: ἐπ᾽ ὀνείαϑ᾽ 


Jahr ein, iu omne —— in 
* XXV 123: (βόες) εἰ 
εἶν. τεὸς γείνοντο μαλ᾽ ε 
ο ἔτος: E zu Jahr, in aunos sin- 
: fulos, q duliasis. ef. Ep. XIII 4: ἀεὶ 
E: — λώιον εἰς ἔτος 7j ἣν ἐκ σέϑεν 
B. pw — de certo anni tempore 
| 85: * τὺ μελισσᾶν) κηρία φερ- 
- βόμενος ἔτος ὥριον ἐξεπόνασας: 'an- 
- mum formosissimum' Verg. Ecl. III 
— 51; contrarium - *annus hibernus' 
pe Epod. II 2 
E: veras, XY 82: ὡς ἔτυμ᾽ 
: * καὶ ὡς Hop. ἐνδινεῦνται 
TR γράμματα), v. Met 104: 
verum taurum, freta vera putares. — 
dv. ἐτύμως vere XXV. 178: εἴτ᾽ 
ἐτ μαντεύομαι εἴτε καὶ οὐκί. 
p Rowe; 1) inanis, irritus. XXV 
edes fepe ὥς μ᾽ ὁ πρὶν (ὀιστὸς) 
(dt & χειρός, cf. XIV. 407: 
* Exto9,) ὅττι * οἵ βέλος 
"ninos pene T g. neutr. 
II 48: 


ἐτώσια 
1 Mr. es κάμνουσι. 

᾿ς -- 2) simulatus XXII 102: τὸν μὲν 
. ἄναξ ἐτάρασσεν ἐτώσια εἐρσὶ προ- 
E 7 | πάντοθεν: *simulatos ictus 
- int cf. Verg. Aen. V 376: 
3 co iactat brachia protendens 
j mes ictibus auras, 

εὖ (plerumque leg. in arsi prima 
1 semel in thesi; — semel 
— ἰδ erasi xe9.) adv. bene, recte, pulchre 
E Lexicon 'Theocriteum. 


fruto — εὔὕδω 


113 


IV 31: κεῦ μὲν τὰ Γλαύκας ἀγχρού- 
ομαι, εὖ δὲ τὰ Πύρρω. Χ 39: ὡς εὖ 
τὰν ἰδέαν τᾶς ἁρμονίας ἐμέτρησεν. 
XVI 25: πολλοὺς δ᾽ εὖ ἔρξαι Ὡς 
V 117. VII 7. XIII 15. XVI 13. 
d 8. Ad. 32 (ci.). add, ady. μάλα xkV 
(αὖλις) φαίνεται εὖ μάλα πᾶσι 
eti ποταμοῖο. XXIV 92, — accla- 
matio est ironice dicta IV 62: εὖ γ᾽, 
ὥνϑρωπε φιλοῖφα: recte sane, bravo, 
80 ist's recht; cf. Plat. Gorg. p. 494 C: 
εὖ ys, ὦ βέλτιστε. Plaut. Amph. II 
2, 170: euge, optime. 

&Udyéo sanctus s. purus sum XXVI 
80: αὐτὸς δ᾽ εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσ- 
σιν ἄδοιμι. 

Soy sanctus, purus XXVI 30. v. 


εὐαγέω. 
" εὐδλάκατος pulchra 8. ornata colo 
i XXVIII 22: ὡς εὐαλάκατος 
rr all ἐν δαμότισιν πέλη. 
εὔανδρος v. εὔεδρος. 
εὐώνεμος secundum ventum habens 
XXVIII 5: zvids γὰρ πλόον εὐάνεμον 
αἰτή εϑα πὰρ (og. 

Bovog bene pastus V 24: ἀλλά 
γε καὶ τὺ τὸν εὔβοτον ἀμνὸν ὅρισδε: 
εὐτραφῆ. Gloss. 

, Εὔβουλος Eubulus ll 66: ἦνϑ᾽ 
ἁ τωὐβούλοιο (ἃ. e. τῶ Εὐβούλοιο) 

Hd Mr ἄμμιν "Avabo | ἄλσος ἐς 
Aer 


εὐγνώμων vir proba mente 
ditus, us et bonus dicitur * 
maeus XIV 61: εὖ νώμων, φιλόμου- 
σος, ἐρωτικός, εἰς ἄκρον ἁδύς. 

εὐδαίμων {εἰς XV 10: πὸτ τῶ 
“Διός, εἴ τι γένοιο / εὐδαίμων, dQv- 
ϑρωπε, φυλάσσεο τὠμπέχονόν uev. 


Εὐδάμιππος Eudamippus, iuve- 
nis quidam II 77: εἶδον “έλφιν ὁμοῦ 
τε καὶ Ἑὐδάμιππον ἰόντας. 

εὔστος serenus XXII 22: φάτνῃ ση- 
μαίνουσα τὰ πρὸς πλόον εὔδια πᾶντα. 

εὔδω (pr. ind. εὕδεις; ipr. εὔδετ᾽ ; 
inf. εὔδεινς part. εὔδοντος. ipf. εὖ- 
δον. plerumque in introitu hex.) 1) 
dormio XVIII 54: εὔδετ᾽ ἐς ἀλλάλων 
στέρνον φιλότητα πνέοντες. Χ 51. 
XVIII 12, XXI, Ep. IIL 1. add. accus. 
XE εὔδετ᾽ ἐμὰ βρέφεα γλυκε y 

b ἐγέρσιμον ὕπνον, | εὔδετ᾽ 
voy. — 9) quiesco II 126: εὖδόν t ; 
εἴ κε μόνον τὸ καλὸν στόμα τεῦς 
ἐφίλασα: 'ich würde geruht haben; 
aeque ambigue dicitur —* illud 
Horatii Sat. II 1, 7: nequeo dormire', 


8 


114 


εὐὔξδρος iransiris bonis insignis 
XIII 21: κατέβαινον Ὕλας εὔεδρον 
ἐς Apoyo (Ahr. c. var. εὔανδρον). 

εὐειδής formosus, pulcher XVII 
46: Βερενίκα | εὐειδής. XXVI 35: 
εὐειδὴς Σεμέλα. 

εὐεργεσίη beneficium XVII 110: 
Μουσάων δ᾽ ὑποφῆται ἀείδοντι Πτο- 
λεμαῖον | ἀντ᾽ εὐεργεσίης (var. εὐερ- 
γεσίας). 

εὔεργος facile tractabilis X. 42: 
τοῦτο τὸ λᾷον | εὔεργόν v εἴη καὶ 
κάρπιμον ὅττι μάλιστα: commodam 
se praebeat metentibus'. 

εὐηγενής nobili genere ortus, mó- 
bilis XXVII 42: ἐξ εὐηγενέων" ἀλλ᾽ 
οὐ σέϑεν εἰμὶ χερείων. 

Ἑὐηρείδας Euerides h. e. Eueris 
filius, Tiresias XXIV 70: ὦ Βύηρείδα, 
μάλα σε φρονέοντα διδάσκω. 

εὐθέως confestim, statim Ad. 1: 
οἵ δ᾽ εὐθέως ποτανοί πᾶσαν δρα- 
μόντες ὕλαν. 

εὐϑοιξ bene comatus v. pennatus 
XVIII 57: (ἀοιδός) ἀνασχὼν εὔτριχα 
δειράν. (de XXV 7 v. ἐύφρων) 

£09 adv. confestim, statim XXVI 
15: μαίνετο μέν 9' ovra, μαΐίνοντο 
δ᾽ ἄρ᾽ εὐϑὺ καὶ ἄλλαι. 

εὐθυμέω laetus sum. el propitius 
XV 143: ἴλαϑι νῦν, qi  AÓcv"i καὶ 
ἐς νέωτ᾽ εὐϑυμήσαις. 

εὐθύνω arbiter sum V 10: μήτε 
Κομάτᾳ | ἐς πλέον εὐθύνῃς, μήτ᾽ ὦν 
τύγα τῷδε χαρίξῃ. (de XIII 31 v. 
εὐρύνω.) 

εὐθὺς (plerumque in primo aut 
secundo est hex. pede, semel poste- 
rior syllaba in arsi; singulis locis leg. 
aeol εὖϑυς ci. XXIX 17; in crasi 
χεὐϑύς.) 1) de tempore confestim, sta- 
tim XXIV 28: ἤτοι oy. εὐϑὺς ἄυσεν. 
XVI 18: ἀλλ᾽ εὐϑὺς μυϑεῖται. XI 
99, XII 25. XXIX 17. Ep. IV 19. — 
2) de loco continuo, statim XXV 23: 
εὐϑὺς δὲ σταϑμοὶ περιμήκεες ἀγροι- 
ὥταις δέδμηνθ'᾽, ef. Thuc. VI 96: 
χωρίου ὑπὲρ vig πόλεως εὐϑὺς κει- 
μένου. 

εὐέερος Y. σχιερός. : 

εὐχαμπής flevibilis XIII 56: λα- 
βὼν εὐκαμπέα τόξα. 

εὐχέατος fissilis XXV 248: ὅρπη- 
xag — ἐρινεοῦ εὐκεάτοιο (var. sv- 
κάμποιο, εὐκάμπτοιο). 

εὔκηλος tranquillus, quietus 1I 166: 
ἀστέρες, εὐκήλοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς 
ὀπαδοί (var. εὐκάλοιο). 


εὔεδρος — εὐνάξω 


εὔχρεϑος hordeis abundans VII 
34: ἃ δαίμων εὔκρυϑον ἀνεπλήρωσεν 
ἀλωάν. 

ἘΕὔκχρἵτος Eucritus, amicus Theo- 
criti VII 1 — 131: ἐγώ ve καὶ Εὖ- 
*oLTOG. i 

εὐκτός optabilis X 02: εὐκτὸς ὃ 
τῶ βατράχω, παῖδες, βίος. 

Εὔμαιος Eumaeus, subuleus Ulixis 
XVI 54: ἐσιγάϑη δ᾽ ἂν ὑφορβός | 
Εὔμαιος. ; 

εὐμάκης procerus XIV 25: (Αὐκος) 
εὐμάκης, ἁπαλός, πολλοῖς δοκέων κα- 
λὸς ἦμεν. 

sv Que facilis XV 60: παρενϑεῖν 
| εὐμαρές; XXII 161: τάων εὐμαρὲς 
ὔμμιν ὀπυίειν ἄς κ᾿ ἐϑέλητε. — adv. 
εὐμαρέως facile XIV 28: κἠφᾶπτ᾽" 
εὐμαρέως κεν dm αὐτᾶς καὶ λύχνον 
ἅψας. XXIX 28. 

Εὐμὰαρίδας Ewnaridas. Sybarita 
V 13: Εὐμαρίδα δὲ τὰς αἶγας δρῇς, 
φίλε, τῶ Συβαρίτα. 119: Εὐμαρίδας. 
10: Εὐμαρίδᾳ. Ubique ex emend. 
Meinekii ser. pro vulg. Εὔμᾶρας. 

εὐμενέω benevolus, benignus sum, 
de dea XVII 62: ἡ δέ of εὐμενέοισα 
παρίστατο (var. εὐμενἑουσα). ' 

εὐμενής benevolus, benignus V 11: 
(Νύμφας,) eire μοι ἵλαοί τε καὶ εὖ- 
μενέες τελέϑοιεν. — adv. ευμκενέως 
benigne Ep. IV 18: ἀέοι δ᾽ εὐμενέως 
0 ϑεός. 

Εὐμήδης Ewuwmedes, iuvenis qui- 
dam V 134: ἀλλ᾽ ἐγὼ Εὐμήδευς ἔραμαι 
μέγα. : 

εὔμηλος pulchras oves habens XXII 
157: Aoxaóín τ᾽ sÜwmAog. 

EvuoAxog Ewmolpus XXIV 107: 
αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔϑηκε καὶ ἄμφω χεῖρας 
ἔπλασσε | πυξίνα ἐν φόρμιγγι Φιλαμ- 
μονίδας Εὔμολπος : tres Kumolpi quum 
commemorentur, quem poeta dixerit 
incertum est. 

εὐνά (sg. εὐνά, -ἡ; -&g, -ᾷ, -dv. 
pl. εὐνάς) 1) cubile hominum XVIII 
11: εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ. XXIV 41: 
ἐξ εὐνᾶς — κατέβαινε. XXIV 133: 
εὐνὰ δ᾽ ἧς τῷ παιδὶ τετυγμένα ἀγχόϑι 
πατρός | δέρμα λεόντειον. ΧΧΙ 33: 
εὐνάς τ᾽ ἐστόρνυντο. X 58. — ami- 
malium XIII 68: (Aig) ἐξ εὐνᾶς ἔσπευ- 
σεν ἑἕτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα. XVIII 
51. XXIV 84. — 2) concubitus XXVII 
61: ἄνυστο δὲ φώριος εὐνή. ΤΌ. 

εὐνάζω, pass dormio XXIV 9: 
ὄλβιοι εὐνάξοισϑε καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἴδοιτε. 


IZ 













XVII 29: (κεκορημένος ἤδη) 
εὐόδμοιο. 
γῆς solidus XX V 301: βάκτρον 


ens II 46: £vmioxáuo ᾿Δριάδνας, 
Od. V 125: ἐυπλόκαμος “ημήτηρ. 
£UX A bene v. ft na- 
vigat VII 62: (ἀμγεάνακτι) ὥρια πάντα 
γένοιτο, καὶ εὔπλοος ὅρμον ἴχοιτο 
Schaeferi coni. ser. pro εὖ- 


ι ) .p à 
s: [4 3.9 * * 
: feliciter peracta navigatione 


(fut. εὑρήσεις (1), dor. 
Big (1) aor. m εὗρον, -ες, -ε, 
'ς, ον. opt. εὕροις. ἴρτ. εὑρέ. inf. 
γεῖν, ueol. εὔρην XXX 28 ci part. 
pov) 1) invenio, casu incido in, 
eiscor VII 12: (καί τιν᾽ ὁδίταν 
 £e010v σὺν Μοίσαισι Κυδωνικὸν εὕ- 
p: n XXI 64. wid εὖ- 
ρον κρήνην. 910. 
Ep. IV 2. — IV 13: τὸν βουκόλον 
ὡς καχὸν εὗρον (ταὶ δαμάλαι). ΧΧῚ 
48; τῶ χέρε τεινομενὸς περικλώμενος 
εὗρον ἀγῶνα o itzschius d. Iunt, 
e Call. : 'in discrimen 
incid; ME obs A dubitatio" — 
uaeri et cogitando invenio 11 





εὐνάτειρα — Εὐσϑένης 


ab oriente spirans VII 57: 


115 
Εὖρος Eurus (Vulturnus), ventus 
(χάλκυόνες 
στορεσεῦντι) τὰ «Uv, τὰν τε ϑά- 
λασσαν | τόν τε Νότον τόν τ᾿ Evgov, 
ὃς ἔσχατα φυκία κινεῖ, cf. Il. II 145: 
τὰ μέν τ᾽ Εὖρός τε Νότος τε dog" 
ἐπαίξας. Verg. Aen. I 84: una Eu- 
rusque Notusque ruunt. 

t «v late ac longe patens 
VII 46: ἴσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι 
δόμον εὐρυμέδοντος (vulg. Ὠρομέ- 
δοντος). 

Ἑυρύμέδων Eu n Ep. XIV 
8: χαιρέτω οὗτος ὁ τύμβος, ἐρεῖς, ἐπεὶ 
Εὐρυμέδοντος | κεῖται τῆς ἱερῆς κοῦ- 
φος ὑπὲρ κεφαλῆς. Ep. XV 2: Εὐ- 
ρύμεδον. 

εὐρύνω dilato XIII 81: (Κιανῶν) 
αὔλακας εὐρύνοντι βόες τρίβοντες 
ἄροτρα (Ahr. e coni. Heinsii εὐϑύ- 
ψοντι). 

εὐρύς latus, amplus XXII 15: πα- 
taysi δ᾽ εὐρεῖα Qdlacca. 193: σάκος 
εὐρύ. XVI 41: ἐς εὐρεῖαν σχεδίαν 
στυγνοῦ ᾿Αχέροντος. VII 78: ἔδεκτο 
τὸν αἰπόλον εὐρέα λάρναξ, cf. ἁδέα 
ΠῚ 20. 

Εὐρυσϑεὺς stheus, rex Argi- 
vorum XXV 204: τὸν μὲν ἐμοὶ πρώ- 
τιστα τελεὶν ἐπέταξεν ἄεϑλον | Εὐ- 
ρυσϑεύς. 

εὐρύστερνος qui est lato v. amplo 
cere id quod roboris est indicium. 

VIII 36: Ἄρτεμιν ἀείδοισα xal εὖ- 
ρύστερνον ᾿ϑάναν. 

Εὔρῦτος Eurytus, praeclarus sa- 
gittarius XXIV 105: τόξον δ᾽ ἐντα- 
νύσαι καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἶναι ὀιστόν | 
Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς 
ἀρούραις (Ἡρακλῆα —— οἵ. 
Od. VIII 224: (ἐριξέμεν οὐκ ἐθελήσω) 
οὔϑ᾽ Ἡρακλῆι οὔτ᾽ Εὐρύτῳ Οἰχαλιῆι | 
of δὰ καὶ ἀϑανάτοισιν ἐρίξεσκον περὶ 
τόξων. ; 
εὐροωὺς situs IV 28: χὰ σῦριγξ εὐὖ- 
ρῶτι παλύνεται. 

Ἑὐρώτας Eurotas, fluvius Laco- 
niae vr 22: ἄμμες δ᾽ αἴ πᾶσαι 
συνομάλικες, αἷς δρόμος οὗτός | zor- 
σαμέναις ἀνδριστὶ παρ᾽ Ἑὐρώταο Ào- 
ἑτροῖς. 

εὐσεβής pius XXVI 32: εὐσεβέων 
παίδεσσι τὰ λώια, δυσσεβέων δ᾽ οὔ, 

Ἑὐσϑένης Eusthenes physiogno- 
mon Ep. XI 1: Εὐσθένεος τὸ ὩΣ 
—— —O——— 
φϑαλμοῦ καὶ τὸ νόημα μαϑεὶν, 

ΒΞ 


110 


ξύσκιος wmbrosus VII 8: αἴγειροι 


κλῆϑραί rs ἐύσπιον ἄλσος ἔφαινον. 


Eodem versus loco ante vocabula ab 
ἐυ- incipientia hiatus est apud Hom. 
Od. II 120: Τυρώ͵ τ΄ ᾿Δλλημήνη τε ἐυ- 
στέφανος τε Μυκήνη. XV 291. XVII 
497. Il. XIV 6. XVIII 48. 

ἐύσχοπος bene speculans et inten- 
dens telum XXV 143: ταῦρος) αὐτῷ 
ἔπειτ᾽ ἐπόρουσεν ἐυσκόπῳ Ἡρακλῆι: 
τῷ καλῶς βάλλοντι ὡς τοξικῷ κατὰ 
σκοπόν. Gloss. 

εὔσοος incolumis XXIV 8: εὔδετ᾽ 
ἐμὰ ψυχα, δύ᾽ ἀδελφεώ, εὔσοα τέκνα. 

ἐύσφυρος pulchris talis v. elegan- 
tibus pedibus. insignis XXVII. 13: 
Θευγένιδός y ἔνεκ᾽ ἐυσφύρω. 

εὐτε quum VI 76: εὖτε χιὼν ὥς 
τις κατετάκετο μακρὸν ὑφ᾽ Aiuov. 

sovéxvia fecunditas XVIII 50: 
Δατὼ μὲν δοίη, Acero κουροτρόφος, 
ὕμμιν | εὐτεκνίαν. 


ἐύτμητος bene incisus XXV 102: 
ἀμφὶ πόδεσσιν ἐυτμήτοισιν f, ἱμᾶσι [κω- 
λοπέδιλ᾽ ἀράρισχε, cf. Il. X567: ἵππους 
μὲν ,᾿ατέδησαν ἐυτμήτοισιν ἵμᾶσιν. 

εὔτῦκος paratus, promptus XXIV 
86: ἀλλά, γύναι, πῦρ μέν τοι ὑπὸ 
σποδῷ εὔτυκον ἔστω. 

Εὐτῦχίς Eutychis, ancila Gor- 
gonis XV 66: Γοργώ, δὸς τὰν χέρα 
μοι" 1άβε καὶ τύ, | Εὐνόα, Εὐτυχίδος. 

εὐὔδόδρος aquosus XXV 182: εὖ. 
vügov Νεμέης εἰσήλυϑε χῶρον. 

εὐφάμως faustis verbis XXVI 1: 
ἱερὰ δ᾽ ἐκ κίστας ποπανεύματα χερ- 
civ ἑλοῖσαι | εὐφάμως κατέϑεντο — 
ἐπὶ βωμῶν. 

εὐφραίνω laetitia ,afficio, exhilaro 
XII 8: τόσσον ἔμ᾽ ,tÜgonveg σὺ φα- 
νείς. XXII 178: ἀτὰρ ἄλλοι πάντας 
ἐυφρανέουσιν ἑταίρους | νυμφίο, ἀντὶ 
νεκρῶν. 


ἐύφρων᾽ cui mens bona est, pru- 
dens XXV 7: ποῖμναι uiv βασιλῆος 
ἐύφρονος Αὐγείαο (Ahr. c. var. ἐύτρι- 
489): φρονίμου. Gloss. 

εὔχομιαι precor Ep. IV 13: ἕξεο 
δὴ τηνεῖ καὶ τῷ χαρίεντι, Πριήπῳ | 
εὔχε᾽ ἀποστέρξαι τοὺς Φάφνιδός με 
πόϑους. 

εὐώδ ης odorus, odoratus XXII 42: 
ἄνϑεα v εὐώδη. IV 25: εὐώδης με- 
λίτεια. Ep. IV 7: εὐώδει κυπαρίσσῳ. 
Ep. VII 4: τόδ᾽ ἀπ᾽ εὐώδους Moz" 
. ἄγαλμα κέδρου. XIV 16: (oivov) εὐὖ- 
ὥδη. XVII 37: κόλπον ἐς εὐώδη. 


ἐύσκιος --- ἐφύπερϑεν,, 


ἐφᾶβικός ad ephebos Y. puberes 
pertinens XXIII 56: εἵματα πάντ᾽ 
ἐμίανεν ἐφαβικά. 


ἔφᾶβος adolescens puber. XXII 1: 
ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ᾽ 
ἐφάβω. 60: κακὸν δ΄ ἔκτεινεν ἔφαβον. 

ἐφάπτω 1) accendo, pass. XIV 23: 
“ὡς σοφός᾽ ,eime, | κἠφᾶπτ᾽" εὐμαρέως 
κεν, ἀπ᾽ αὐτᾶς καὶ λύχνον. — (ex 
Hermanni coni. scr. pro κἤφατ᾽ ἔτ᾽): 
"incendebatur — erubescebat?. — 2) 
Med.?ango, prehendo10 139: χειρὸς ἐφα- 
ψαμένα μαλακῶν ἔκλιν᾽ ἐπὶ λέκτρων. 

ἐφαρμόσδω (aeol. pro ; ἐφαρμόξω) 
applico 1 52: αὐτὰρ oy, ἀνϑερίκοισι 
xwA&v πλέκει ἀκριδοϑήραν | σχοίνῳ 
ἐφαρμόσδων. 

ἐφέλκω, med. assumo, vindico mihi 
Ep. XXII 4: Μοῦσαν δ᾽ ὀϑνείην οὔ- 
τιν᾽ — (æeian. vulg. uos 
Valck.). 


ἐφέπομιαι sequor IX [2]: ὀδᾶς 
ἄρχεο πρᾶτος, ἐφεψάσϑω δὲ MevdAxas 
(Ahr. et Ziegl. c. lunt. d. Ζάφνι, cvv- 
— ἕψατο, ἠκολούϑησεν. Hesych. 
ἐφέρπω advento XXII 14: πολὺς 
ξ οὐρανοῦ 5 | νυκτὸς ἐφερ- 
— (e coni. Kiessling. pro ἐφερ- 
πύσας, Ahr. ἐφερπούσης). V 88: τὰ 
δὲ “Κάρνεα καὶ δὴ ἐφέρπει. 
ἐφέηκιι 1) immitto XXV 200: (v 
δράσι πῆμα) ἱρῶν μηνίσαντα Φορω- 
νείδῃσιν ἐφεῖναι. — 92) Med. mando, 
praecipio XXV 205: κτεῖναι δέ e 
ἐφίετο ϑηρίον αἶνόν. Ep. VIH 1 
ξεῖνε, Συρηκύσιός τοι ἀνὴρ τόδ᾽ Hn 
ἕεται Ὄρϑων. 


“ἐφίμερος amabilis , gratus I 61: 
αἴκα μοι τύ, φίλος, τὸν ἐφέμερον v πυμνον 
ἀείσῃς. VII 82: ἁδύ τι τὸ στόμα τευ 
καὶ ἐφέμερος, ὦ Δάφνι, qova. 

ἐφίσδω (aeol. pro ἐφίξω) insideo 
V 91: (φάσσαν) ἐκ τᾶς ἀρκεύϑω καϑ'- 
ελών" τηνεῖ γῆς ἐφίσδει: “Βοϊοὺ ibi 
sedere'., 

ἐφίστημι, — supervenio, insto 
XXI 5: (τὸν ὕπνον) αἰφνίδιον ϑορυ- 
βεῦσιν ἐφιστάμεναι μελεδῶναι (var. 
ἐπιστάμεναι, Ahr. e coni. ἐπιπτάμεναι). 

ἐφοράω inspicio, perlustro XXV 
ὅθ: εἰλήλουϑεν ἀπ᾽ ἄστεος, ἤμασι πολ- 
λοῖς | κτῆσιν ἐποψόμενος. 

ἐφύπερϑεν desuper XXIII ,59: τῷ 
δ᾽ ἐφύπερϑεν | ἅλατο καὶ τὥγαλμα 
κακὸν δ᾽ ἔκτεινεν ἔφαβον (var. ἐφ 
ὕπερϑεν). 













































Dnm 
I 17: — ἃν ob ᾿Εφύρας 


ποτ᾿ 4 
— — e. Corin- 
Li 183: κούρη 9", ἣ σὺν ματρὶ 


ov ᾿Εφυραίων | εἴληχας μέγα 
το ὕδασι Λυσιμελείας: 'Co- 
iorum, ἃ quibus Syracusae con- 
: an 
7 IL I 51: βέλος ἐχεπευκές. 
χϑ ) odio prosequor XXIV 29: 
λυγρὰ κέχρυπται) οὐλομέ- 
᾿ὀφέεσσι, τὰ καὶ ϑεοὶ ἐχϑαέροντι. 
9-éc (aeol. ἔχϑες ci. XXX 8) heri 
Eb —— γάκος ἐχϑὲς ur od 
(2. XV 20. XXX 8 (cod. 2793s). 
ld. artic. 1L 144: μέσφα τό 7 s 
jue πιὰ diem hesternum'. 
x996s 1) invisus VI 23: αὐτὰρ ὃ 
ὁ Τήλεμος ἔχϑρο᾽ ἀγορεύων | 
ise got ποτὶ οἶκον. — 3) infen- 
| infestus XI 15: ἔχϑιστον ἔχων 
ἥρδιον ἕλκος. — subst. pro hoste 


VI 85: ἐχϑροὺς ἐκ νάσοιο κακὰ 
ειεν ἀνάγκα: sc. Poenos. 


ἔχω (Act. om ind. ἔχω, ἔχεις, aeol. 
᾿ Il 





gemitum ferens XXV 
δ᾽ ἰὸν ἐχέστονον εἶϑαρ 





E 
T , 
-Ei. — aor. ἔσχον εν: σχόντα. —— 

| XXII 96 —— Pues. ipf. εἴχετο. --- Med. 

pr. ipr. — ipf. εἴχεο, -&ro. — for- 

"mae quae efficiunt amphibrachyn « .../ 

eru e aut in exitu hex. aut ante 
esurum q. v. κατὰ τρέτον τροχαῖον 

t) A. trans. I teneo 1) manibus vel 

δ is membro teneo, fero 

|OXXIV δέ: ϑῆρε δύω —— — 

ovra. VII 157: udxovag iv d 

γέραισιν ἔχοισα. 18, Χ 84, XXV 
ὙΠ 55: ἀγκὰς ἐν τυ. VII 15: 

T δέρμ᾽ ὥὦμοισι. 

i iur 

53: d —* κοῦρον ἔχοι- 

M — 2) tendens, convertens aliquo 

VI 80: (& κύων) ἐκνυξεῖτο xor 

ἰσχία ῥύγχος ἔχοισα: ad femora eius 

rostrum inclinans. XXX 29: μάχρον 

ἘΞ τὸν ἄμφενα (Bergk. pro ἔχον- 

XVI 16: ὑπὸ κόλπῳ χεῖρας ἔχων. 


Ἐφύρα — ἔχω 


111 


XXIV 128. XXI 47 (?). — 3) — 
IV 54: τοῖς ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν: 
sc. ἄκανϑαν. ap ΤΠ το: ὡς 
τὸ μὲν (γάλα) ὥρνες — τὸ δ᾽ ἐς 
ταλάρως —— pass. ΠῚ 127: ἃ 
ϑύρα, εἴχετο μοχλῷ. met. V 61: τὰν 
σαυτῶ πατέων nd τὰς δρύας. XXIV 
81. — 4) contineo, cohibeo ru 331: 
οὐ μὴν πρὶν πόδας ἔσχον. gen. 
arceo, prohibeo XXII 96: Pie à δ᾽ 
ὁρμῆς | παῖδα Ποσειδάωνος. — δ) de 
iis quibus quis afficitur et, quasi vin- 
ctus tenetur, maxime animi affectibus 
VIII 65: βαϑὺς ὕπνος ἔχει τυ, ef. XI 
92. XXV 220: χλωρὸν δέος εἶχεν ἕχα- 
στον. XVI 65: αἰεὶ δὲ πλεόνων ἔχοι 
ἵμερος αὐτόν. Il 150: νιν — γυναι- 
κὸς ἔχει πόϑος. XXX 2: ἔχει παῖ- 
δος ἔρος — με, cf. XXX 5. — II λα- 
beo, possideo, ín possessione sum 1) 
uas quis habet, possidet, 
VII 21: κηγὼ σύριγγ᾽ ἔχω ἐννεάφω- 
vov. XVII 81: οὐδέ τις ἄστεα τόσσα 
βροτῶν ἔχει. VIII 53: μή μοι Κροί- 
σεια τάλαντα | εἴη ἔχειν. V 1. VIII 
18. IX 16. X 13. XVII 108. XXVII 
33. — c. adi. et comp. XI 42: ἑξεῖς 
οὐδὲν ἔλασσον, cf. VIII 36. VIII 17: 
τί δὲ τὸ πλέον ἑξεὶ ὁ νικῶν; Ep. XIII 
ὃ: πλεῖον ἔχουσι βροτοί. Ep. XIV 2: 
ἐκ σέθεν ὡσαύτως icov — ἔχει. X 
11. Ep. XI ὅ. met. Ep. XVII 7: σω- 
ρὸν γὰρ εἶχε δημάτων. de homini- 
bus qui babentur VI 26: ἄλλαν τινὰ 
φαμὶ γυναῖκ᾽ ἔχεν. 1I 96: πᾶσαν͵ ἔχει 
με — 158: ἦ δ᾽ οὐκ 
ἄλλο τι τερπνὸν 'delicias'; XV 
131. XXIII 48. s 20. Ep. XI 6. 
— 9) mecum habeo v. fero a) de 
animantibus, ubi part. praes. plerum- 
que coniunctum cum verbis eundi 
respondet praep. cum, mit. IV 10: 
κῷχετ᾽ ἔχων σκαπάναν τε καὶ εἴκατι 
τουτόϑε μᾶλα, cf. II 7. VIII 86. XI 
54. XII 26. XIII 39. — I 26: (alya) 
ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς 
δύο πέλλας. --- b) de rebus, quae tam 
arcte cum aliis rebus coniuncta sunt 
ut habere eas dici possint, VIII 19 
22: (σύριγγα) λευκὸν x ρὸν ἔχ o(cav, 
ΧΙ 57: ᾿μάκων᾽ ἁπαλὰν devo πλα- 
— ἔχοισαν. XXI 15: οὐδὸς δ᾽ 
ϑύραν εἶχ᾽, οὐ κύνα. V 59. 94. 
“ἢ 68. XXII 168. XXIII 12. — 3) 
locum habeo, habito, teneo a) de diis 
ui regionem tenent ibique coluntur 
Mr 148: Νύμφαι — Παρνάσιον αἷπος 
XVII 36. XI 49. — 


ἔχοισαι. ] 68, 


118 


b) de cubili XXV 109: αἰνολέοντα) 
κοίλην αὖλιν ἔχοντα Ζιὸς Νεμέοιο 
παρ᾽ ἄλσος. XV 198. XXIV 50. 
XXIX 14. — c) transfertur ad rem 
XXVIIH 19: νῦν μὰν οἶκον £yow 
ἄνερος͵ (ἀλακάτα). — 4) de omnibus 
corporis et animi conditionibus, qui- 
bus ita afficimur ut in nobis vel no- 
biscum habere aliquid dicamur. XVI 
55: ἀμφ᾽ ἀγελαίαις ] ἔργον ἔχων. VII 
189 — XXII 187: ἔχον πόνον. XVII 
22: σὺν ἄλλοισιν ϑαλίας ἔχει Οὐρα- 
νίδαισι. Ep. XVIII 8: ἑξεῖ τὰν χά- 
Qu a γυνὰ ἀντὶ τήνων. 11 45: τόσσον 
ἔχοι λάϑας. XVI 54: δηναιὸν κλέος 
ἔσχεν. XIV 21 — XI 74: τίν᾽ ἔχειν 
με δοκεῖς νῶν; Ep. VIII 3: τοιοῦτον 
ἔχω πότμον. XXIII 8: οὐδὲ ὃν ἄμε- 
ρον εἶχε, cf. XXIX 5. XV 18: yo- 
μὸς ταῦτά γ᾽ ἔχει (ÀAhr. e coni. 
Reiskii ταὐτῷ): *hoc proprium, hanc 
consuetudinem habet^, cf. XXI 317. — 
1 96: βαρὺν δ᾽ ἐνὶ ϑυμὸν ἔχοισα, οἵ. 
XXV 112. ΧΙ 15: ἔχϑιστον ἔχων 
ὑποχάρδιον ἕλκος, cf, XXX 11. VI 
99: παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει 
πόϑον, cf. Syr. 6. — transfertur ad 
res XXVII 95: οὐκ ἄλγος ἔχει γά- 
μος. XXI 25: χρόνον καὶ νύκτες 
ἔχοντι. — in cireumlocutione Ep. X 
4: αἶνον ἔχων Μουσέων οὐκ ἐπιλαν- 
ϑάνεται: h. e. αἰνῶν. XXVI 81: ἐκ 


ξά v. διά. 

ζάϑεος valde sanctus XXV 209: 
ὑπὸ ξαϑέῳ Ἑλικῶνι, cf. Hesiod. 
Theog. 2: Ἑλικῶνος — ὄρος μέγα τε 
ξαϑεόν τε. 

ζάχοτος valde iracundus, saevus 
XXV 83: νῦν δὲ Any ξάκοτόν TE καὶ 
ἀρρηνὲς γένετ᾽ αὔτως (κύων), cf. Il. 
IT 320: φαίης κέ ζάποτόν τέ τιν 
ἔμμεναι, ἄφρονά τ᾽ αὔτως. 


“Ζάκυνϑος Zacyntlus IV 32: αἰνέω 
τάν τε Κρότωνα --- "xor πόλις ἄ τὲ 
Ζάκυνθϑος᾽ — | καὶ τὸ ποταῷον τὸ 
Λακίνιον: "laudo (carminibus meis) 
et Crotona — (veluti illo carmine, 
cuius est initium:) 'et pulcra urbs 
Zacynthus est' — οὖ spectans illud 
ad orientem Lacinium'". Κρότων καὶ 
Ζάκυνϑος ἡ αὐτή. Schol  Vocalis 
ante Ζάκυνϑος brevis est, ut apud 
Hom. Od. I 246. IX- 94. 


ἕψω — fero 


Διὸς — τιμὰν ἔχει αἰετὸς οὗτος: h. 
e. τιμᾶται. XXI 53: εἶχε δὲ δεῖμα. 
ΙΧ 20: ἔχω δέ τοι οὐδ᾽ ὅσον ὦραν | 
χείματος. --- 8) obiecto alter accus. 
additur aut substantivi aut adi. XVII 
18: Ζέα πενϑερὸν ἑξεῖς. XX 8: ὡς 
μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις. XXIX 88: 
ἁνίκα τὰν γένυν ἀνδρεΐαν ἔχης (γᾶν. 
ἔχεις). XXIX .28: νεότατα δ᾽ ἔχην 
(Drunek. pro ἔχειν) παλινάγρετον | 
ovx ἔστι, cf. VI 34. XII 36, Ep. 
XIII 3. Ad. 3. 30. — 6) habeo (fa- 
cultatem), possum, c. inf. X 37: τὸν 
μὰν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν, cf. XXI 
34. XXV 198. XXX Τὼ P ub 
grs 1) c. adv. habeo me, sum XV 
3: ἔχει. κάλλιστα. ,KXIX 11: λώιον 
αὐτος ἔχων. 22: ὃ δέ τοί κ᾽ Ἔρος 
οὐ χαλέπως ἔχοι. — 2) add. part. 
£yov ad conditionem, qua quis τὰ 
petuo utitur, .significandam XI 
παίσδεις, ὠγάϑ᾽ ἔχων: 'iocaris, » 
est mos tuus'. — C. Med. adhaerzo, 
inhaereo, teneo, c. gen. V 117: τᾶς 
δουὸς εἴχεο τήνας. XV 68: ἀπρὶξ 
ἔχευ, Εὐνόα, ἁμῶν: "firmiter nobis 
adhaere'. Vil 20: γέλως δέ οἵ εἴχετο 
χείλευς: ἥπτετο τοῦ χείλους αὐτοῦ. 
Schol. (de XXIV 26 v. fu.) 

ἕψω ,coquo X 54: κάλλιον — τὸν 
φακὸν ἕψειν. 


ξάλόω 1) beatum praedico III 50: 
ξαλῶ δὲ, φίλα γύναι, Ἰασίωνα. — 2) 
invideo, angor. invidia VI 26: ἁ δ᾽ 
ἀίοισα] ξαλοῖ w, ὦ Παιάν, καὶ τάκεται. 

ζάλωτός beatus praedicandus ΠῚ 
49: ξαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον 
ὕπνον ἰαύων | Ἐνδυμίων. 

ξᾶτέω quaero XXI 66: ξάτει τὸν 
σάρκινον ἰχϑύν, l μὴ σὺ ϑάνῃς λιμῷ. 
part. a verbo ξάτω ductum I 88: (& 
δέ vv κώρα) πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ ,9- 
φεῖται l. ξάτοιο᾽. &, δύσερώς τις ἄγαν 
καὶ ἀμήχανος ἐσσί (A. Fritzsch., codd. 
ξατοῖσα, ἄτεισα, ξατεῦσα, ξατεῦσ᾽ d, 
ξητοῖσ᾽ c, «δατοῖσ᾽ «. Ziegl. ξάτεισ᾽. 
ὦ. Ahr. & δ᾽ ἔτι κώρα — φορεῖται. 
ξαλῶ c', ἃ. Ribbeck. ξαλοῖς; ὦ Mus. 
Rhen. XVII p. 544, Buecheler. c. 
Mein. fers? ο΄. ἃ Jahn, Annal. 1860 
p.359): te (Daphnidem) quaerens'. Fr. 

ζάτω v. ζατέω. 











. 64. XVII 133. elenae 

Σ Hel XVIII 
|. 19; Herculis XVII 33. XXV 42. 159. 
y XX 1; Bacchi XXVI 34: (ὃν ἐν 


TUAE 


Ζεὺς ὕπατος cAev ἐπι- 
᾿χάτϑετο λύσας. ris et 


- euius ales aquila XVII 73. XV 124; 
- sedes coelum ΧΠῚ 11. VII 93. rerum 
I ium auctor IV 43: γὼ Ζεὺς 














It. XXII 210. mulierosus VIII 59: 


βουλεύοντος, cf. XXX 831. 
- XVIE 17: ἐν Διὸς οἴκῳ. 
| ἐν Διός. ΧΙΠ 11: ἐς Διός. — 
Gurisimrandi formulis XI 39: οὐ 
ΠΝ 17 -— —— “ἂν 
. e. Ζᾶν, Ζῆν. e 95 v. 
οὔτις. IV δῦ: πὸτ τῶ «Διός, ante 
᾿ς 6808. bucolicam, ut V 74. XV 70. 
— gener cio 
dae 46: ἐς Βορέην ἄνεμον rag 
- χόρϑνος & τομὰ ὄμμιν | ἢ Ζέφυρον 
P τω 


ξέω fereeo ΙΧ 30: ἐν πυρὶ δὲ 


.119 
dovívo χόρια fei. metaph. XX 15 
μοὶ δ᾽ φαρ ἔξεσεν αἷμα. 
ξόα, ζοΐα v. Ὁ 
ζοὸς v. ζωος. 


ΧΠ 340: ποτὲ ξόφον ἠερόεντα. 


— — ) 1) iugum, met. 
20: σὺ δὲ fvyóv αἰνὸν ἀεί- 


ρεις. XXX 29: χρή μὲ μά σχόντα 
τὸν ἄμφενα | ἕν τὸν ἄγον (cod. 
ξυγόν): sc. Cupidinis. (de 15 v. 
ἰσόξυγος.) — 2) transtrum XIII 32: Zx- 
βάντες δ᾽ ἐπὶ ive | κατὰ ξυγὰ δαῖτα 
πένοντο: egressi "bini; σύνδυο, κατὰ 
συξυγίαν. Gloss. 

Ge (dor. ζόα, 860]. Gof«) vita 
à IX 1: ἄνϑρωπε, ξωῆς περιφεέδεο. 

p. XVII 9: πολλὰ γὰρ πὸν τὰν ξόαν 
τοῖς πᾶσιν εἶπε χρήσιμα. XXIX 5: 
τὸ γὰρ ἅμισυ τᾶς ξοΐας ἔχω | ξὰ τὰν 
σὰν ἰδέαν. 

ξώννυμι, med. accingor (ad pu- 
gnandum), arma induo XVI 80: ἐν 
δ᾽ αὐτοῖς Ἱέρων προτέροις ἴσος 7,90- 
ἐσσι | ξώννυται. 

ξζῳόγράφος pictor ΧΥ͂ 81: ποῖοι 
—— τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγρα- 

αν. 

ξωός, dor. ζούς vivus XVI 52: 
"av τ᾽ εἰς ἔσχατον ἐλϑών | ξωός. 
VII 18: ἔδεκτο τὸν αἰπόλον εὐρέα 
λάρναξ | ξωὸν ἐόντα. IL 5: οὐδ᾽ ἔγνω 
πότερον τεϑνάκαμες ἢ fool εἰμές. 

ro subst. VII 86: ξωοῖς ἐναρέϑμιος." 
V 42: ἐλπίδες ἐν ξωοῖσιν, ἀνέλπιστοι 
δὲ ϑανόντες. 

τόχος viviparus XXV 125: 
(ἅπασαι sc. αἴ βόες) ξωοτόκοι τ᾽ ἦσαν 
περιώσια ϑηλυτόκοι τε. 

Ζωπύρέων  Zopyrio, puerulus, 
Praxinoae filius XV 18: ϑάρσει, Zo- 
πυρίων, γλυκερὸν τέκος. 

ξωστήρ cingulum ὙΠ 11: ἀμφὶ 
δέ οἵ στήϑεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέ- 
πῖος | ξωστῆφι πλοκέρῳ, cf. Od. XIV 
12: ξωστῆρι ϑοῶς συνέεργε χιτῶνα. 
XXVI 17: (αἴ δ᾽ ἐδίωκον) πέπλως 
ix ξωστῆρος ἐπ᾿ ἰγνύαν ἐρύσασαι. 

ξωώστρα redimiculum, taenia lI 
122: p δ᾽ ἔχων λεύκαν) πάντοθε 
πορφυρέαισι περὶ ξώστραισιν ἑλικτάν 
(vulg. περιξώστρῃσιν): πορφυροὶς λη- 
μνίσκοις καὶ ταινίαις cie M 
ἔχων τὸν τῆς λεύκης στέφανον. Schol. 

ξώω vico XVI 59: χρήματα δὲ 
ξώοντες ἀμαλδύνουσι θανόντων. met. 


120 


XXVI 4: (ἀμερξάμεναι), πισσόν τε 
ζώοντα καὶ ἀσφόδελον: 'vivaces he- 


ἤ -- ἤδη. 


deras' Sen, Oed. 455. (de XXIX 20 
v. ἔραμαι.) 


H 


ἤ, ἠέ (ἤ plerumque in arsi leg. 
maxime primi, secundi, quinti hex. 
pedis, nusquam tertii. — quater in 
synizesi 1 51. V 120. XI 81. XXIV 
38. in hiatu duodecim VII 77. 88. 
XV 129. XVI 62. 74. XVIII 27. 30. 
XXII 11. 58. XXIV 88. XXV 170. 
197; bis correpta vocali XVIII 80. 
XXII 11. — mé septies leg. plerum- 
que in introitu hex.) I) part. disiun- 
ctiva: aut, vel, an. 1) semel ponitur 
XVI 48: τίς κομόωντας | Πριαμέδας 
ἢ ϑῆλυν ἀπὸ χροιᾶς Κύκνον ἔγνω; 
ΤΠ 91. VlÍ 88. X 47. XV 129. 
XVIII 27. XXI 55. interdum add. 
καί XXVI 29: εἴη δ᾽ ἐνναέτης ἢ καὶ 
δεκάτω ἐπιβαίνοι. V 39. VII 64. 
XXII 11. bis terve repetitur VII 
76: : χιὼν ὥς τις κατετάκετο μακρὸν 
ὑφ᾽ A4iuov| ἢ Ἄϑω ἢ Ῥοδόπαν ἢ 
Καύκασον ἐσχατόωντα. VII 63. XVIII 
30. XXIV 87. XXII 11 (ἠὲ — 1) 
in iure iurando c. opt. V 15: οὐ μὰν 
-Ξ οὐ τέ γε Λάκων) τὰν βαίταν ἀπέ- 
δυσ᾽ ὁ Καλαιϑίδος" 7 κατὰ τήνας | 
τᾶς πέτρας, — μανεὶς εἰς Κρᾶϑιν 
ἁλοίμαν: 'si fallo; εἰ ἀφεῖλον, εἶ 
ἐπιορκοίην. Schol. — b) alteri part. 
T, ἠέ respondet: aut — aut, entweder 
— oder: ἢ — j 1V 62. X 84. XI 
56. XVI 74. ἡ — ἠέ II 119. ἠὲ 

ἠέ XXV 91. — 2) in interroga- 
— a) directa V 120: ἤδη τις, Moóo- 
Gov, πικραίνεται" ἢ οὐχὶ παρήσϑευ; 
post alteram interrogationem XXII 
66: πυγμάχος; ἢ καὶ ποσσὶ ϑενὼν 
σκέλος, ὄμματα δ᾽ ὀρϑά; XXII 25. 
58. 64, XXIV 38. post alterum 7 
(Ahr. 7, — 7); I 66: πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ 709", 
ὅκα “άφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα Νύμ- 
φαι; | ἢ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα; 
ἢ κατὰ Πίνδον; ὙΠ 24. — b) indi- 
recta: utrum — an ἠὲ —- ἢ καί (Ahr. 
7 ἡ καῦ ΧΧΥ 80. εν — ἢ — ἠέ (Ahr. 
ἣ --- ἡ --- ἦε) XXV 111. εἰ — ἢ καί 

Ep. XIV 1. πότερον — ἤ I] 5. — 
II) part. comparativa: quam 1) ΓΝ 
compar, II 79: στήϑεα δὲ. στίλβοντα 
πολὺ πλέον ἢ τύ, Σελάνα. 11. II 


141. V δῶ. 80. VIII 83. XII 81. 
XIV 32. XV 87. XVIL 117. XX 
27. XXII 89. XXIX 17. (de XVI 


18 v. εἰ 1 3)) — 2) post adi. ἄλλος, 
ἕτερος, ὅσος, ἶσος IX 21. XXV 175 
(ἠέ). XI 3. XVI 62. — post adv. 
νόσφιν XXV 197. πρίν 1 51. V 148. 
post verb. φϑάνω II 116. 
ἢ (semper — praeter unum locum 
V ^9 — leg. in arsi hex. aut prima 
aut quinta; semel in synizesi V 
116.) 1) part. affirmativa : profecto, 
certe X 38: ἦ καλὰς ἄμμι ποιῶν ἔλε- 
λήϑη Bo)oxog ἀοιδᾶς. V 19. XVIII 
21. XXVIII 24. plerumque sequ. 
γάρ I 16. 130. II 155. VI 18. 35. 
VID 31. 96. XXII 207. XXV 204. 
adduntur aliae part. ἦ μήν XXII 152. 
ἦ μάν III 34. IV 14. V 50. VIII 
21. XVII 40. 5 δα II 114. III 15. 
XII 15. Ep. XIX 4. 4 δά νυ XXV 
40. ἦ zov XII 35. — 2) part. inter- 
rogativa: mum, nonne, né V 116: 5 
οὐ μέμνᾳ Ox ἐγώ τυ κατήλασα: οἵ, 
I. XV 48. Od. XXIV 115: ἡ οὐ 
μέμνῃ ὅτε... XXII 10. plerumque 
aliae accedunt part. ἢ δὰ I 98 (al. 
ἂρ). 116: 158. HI UV IY T ΒΒ. 
XVIII 10. 10. 11. ἦ δά yt IV 53. ἦ 
óc VÉ vo. II 20. III 8. 5 πᾳ ΤΥ 8. 
ἡ (ipf. v. ἡμῶ dixit, ait, orationem 

dir sequitur Semper c. part. δα coni. 
XXV 84: ἦ δα, καὶ ἐσσυμένως ποτὶ 
τωὐλίον ἷξον ἰόντες. bis add. sub- 
iectum XXIV 50: »x ó« γυνὰ Φοί- 
νισσα. XXII 75; ut semel iam ap. 
Hom. Il. VI 390: 57 δα γυνὴ ταμίη. 

Ἥβη v. ἅβα. 

ἡγεμονεύω y. ἀγεμονεύω. 

ἡγέομαι y. ἁγέομαι. 

ἡδέ (semel ἠδέ, sexies ἠδ᾽; ple- 
rumque in quinta arsi hex.) afque, 
que, vocabula connectit sensu iam 
arctius inter se coniuncta XXII 89: 
κρυστάλλῳ ἠδ᾽ “ἀργύρῳ: XVI 81: 
τέκνοις ἠδ᾽ ἀλόχοισιν, cf. Il. XV 663: 
παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων. — XVII 124. 
XXII 58 (ci. v. 1). antecedit «o 
XX 48. «s λαί XXV 139. semel 
pro καί videtur esse XXIII 52. 

ἤδη (bis in quinta exstat hex. arsi, 
correpta syllaba posteriore XXII ὃ. 
155; praeterea aut primo aut sexto 
continetur pede.) iam, continuo, tan- 
dem, c. praes, XV δή: καὐτὰ συν- 


Au * 190. V. 120. 





a ἦδος — ἤν 


n. —— 6: ἀνθρώπων 
—— ü ἐόντων. I 
1 "99. 38. XVIII 
᾿ς 88. XXII 155. additur νῦν XVI 6. 
EC — XV 69: δίχα μευ τὸ ϑε- 
ἤδη | ἔσχισται. XVII. 28: 

(e) lo κεκορημένος ἤδη | 
E. Av ἀλόχοιο: continuo, 1 102. 
E xu XUI 26. — c. ipf. XIV 29: ἤδη δ᾽ ὧν 
Ε΄ i τοὶ τέτταρες — ἐν βάϑει ἦμες l 
ο΄ χὼ Λαρισαῖος — δεν. 18: ἤδη ὃ 
J — ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσϑαι. I 76. 
Er 128. Ad. 2. — c. aor. XXI 24: 
E. Ἢ * ἐσεῖδον ὀνείρατα, κοὐδέπω 

ew (xe abo) — ὅττι — 

ἀνυσάμαν τὰν ἀμνίδ᾽: i- 
tandem'. 

as voluptas, oblectatio XVI 40: 

σφιν τῶν ἦδος, ἐπεὶ γλυκὺν 

Pme | 9vuóv ἐς εὐρεῖαν σχε- 

| δίαν στυγνοῦ ᾿Αχέροντος, ef. Il. TUNE 

80: ἀλλὰ τί Pi τῶν ἦδος, ἐπεὶ. 

μὲς v. 
"Hówvoi. E gens Thracia VII 
111: ica dod oo μὲν ἐν ὥρεσι 
t μέσσῳ | Efoov πὰρ ποταμόν, 
————— nomine Thraciae — 
Sm n sedis frigoris — incolas in uni- 
cari ostendit Graefius". 
erga v. 


ἠέλιος, ἅλιος (ἠέλιος, Ἤξλιος: ἠε- 
Mov, -oto, Ἠελίοιο: ἠελίῳ, ἁλίω; 
ἅλιον) 1) sol XXII 84: ἰμόχϑος ; ἡεόχθην 
τερος κατὰ νῶτα λάβοι φάος 
ελίοιο. οἵ, Od. XI 98: λιπὼν φάος 
λέοιο, d e apud Hom. in ex- 

u versus. XVI 76: Φοίνικες ὑπ᾽ 
ελίῳ δύνοντι | οἰκεῦντες Λιβύας 
σφύρον. 1105: ἤδη γὰρ φρά- 


3 σδῃ πάνϑ᾽ ἅλιον ἄ μι δεδυκεῖν;: 


*omnium dierum 80] em'. — ardor 


solis X 56: ταῦτα χρὴ —— ἐν 


᾿ ἃ ὦ ἄνδρας ἀείδειν. 9: ἠελίου 
I (var. ἀελίου). — 92) Sol 
1 — XXV 85: Ἠέλιος μὲν ἔπειτα 


A bios ἔτραπεν ἵππους. pater 
XXV 54: “4ὐγείης, υἱὸς φίλος 
0. 118. 130. 

-—— Ἠετίων | Eetion, simulaerorum 
— » VII 4: τόδ᾽ ἀπ᾽ εὐώδους 

Ἢ γαλμα κέδρου, | ᾿Ηετίωνι 
—— χερὸς ἄκρον ὑποστάς! 


Y. Mig: 
iuvenis caelebs Il 125: 
eis] καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ 
οἱσι καλεῦμαι. XII 21, 


121 


ἦκα, paululum, leniter, modice XXV 
161: qna παρακλίνας κεφαλὴν κατὰ 
δεξιὸν ὦμον, cf. Od. XX 301: ἦκα 

za ax (vag κεφαλήν. XXX 32: ἔμε 
μάν, φύλλον ἐπάμερον, | σμίκρας ὃ δεύ- 

vov αὔρας ὀνέμων, φόρην 
[κοέκε (pro αἴκα eer A. τ ἤδοος ὡς 
ὦκα φορεῖ νότος Ahr.): sc. ἔρωτα. 

ἥκω venio, fut. dor. IV 47: ἡξῶ, 
ναὶ τὸν lilüva, κακὸν τέλος αὐτίκα 
δωσῶν (Ahr. e coni. s(£à). XV 144: 
Oxx' ἀφέκῃ, φίλος ἡξεῖς (Ahr. e coni. 
εἰξεῖς). de tempore XXIII 33: ἥξει 
καιρὸς ἐκεῖνος, ὁπανίκα καὶ τὺ φι- 
λάσεις. 

ἠλαένω vagor ὙΠ 23: οὐδ᾽ ἐπι- 
τυμβίδιαι κορυδαλλίδες ἠλαίνοντι. 

ἡλικέη v. ἁλικέα. 

Ἦλις Elis XXII 156: πολλή τοι 
Σπάρτη, πολλὴ δ᾽ ἱππήλατος Ἦλις. 

μαι sedeo I 41: (ἀλωά,) τὰν ὀλί- 
γος τις κῶρος φ᾽ αἱμασιαῖσι φυλάσ- 
σει ed et A Hb cum pace bona", 

e regione XIII 39: τάχα δὲ κρά- 
vav ἐνόησεν | ἡμένῳ ἐν χόρτῳ: *in 
pascuo demisso ae palustri'; ἐν τα- 
πεινῷ τόπῳ. pee 

Meg v. ἄμαρ 

uéreQoG v. “ἀμέτεφος. 

μιγένειος v. ἠνιγένειος. 

ἡκμέϑεος (pl ἡμίϑεοι, -έων, - ἑοις) 
semideus XVII 5: ἥρωες, τοὶ πρόσϑεν 
ἀφ᾽ ἡμιϑέων ἐγένοντο. XIII 69 (Ar- 
gonautae). XXIV 130 (Castor) XVIII 
18 enelaus). XV 137 (Adonis). 
XVII 136 (Ptolemaeus). 


ἡμίονος mulus XXII 150: βουσὶ 
καὶ ἡμιόνοισι καὶ ἄλλοισι κτεάτεσσιν. 
XVI 61: (ἀνθρώπων φιλότητα) ποῖλ- 
λῶν ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρόσϑεν 
ἑλοίμαν. 


ἡμέφλεκτος semiustus, met. 1I 132: 
ὦ γύναι, ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο 
μέλαϑρον | αὔτως ἡμίφλεκτον (με). 

ἤν (in cras] x7», x&v) quum, 8i 
1) de iis quae semel factum iri ex- 
spectamus 1) c. ci aor.; in apodosi 
fut, prae&, opt. XXVII 31: jv δὲ 
τέκῃς λα τέκνα, νέον φάος ὄψεαι 
υἷας. [zn 26. XXIII 25. — XXVII 
32: καὶ τέ μοι ἔδνον ἄγεις γάμου 
ἄξιον, ἣν ἐπινεύσω: Ep. IV 15. — 
VIII 35: ἣν δέ ποκ᾽ ἔνϑῃ | dáqvig 
ἔχων δαμαάλας, ηδὲν ἔλασσον ἔχοι. 
39: wv τι Μεναλκας | τεῖδ᾽ ἀγάγῃ, 
χαίρων ἄφϑονα πάντα νέμοι, --- ?) 
c. el praes; in apodosi fut, ipr., 


122 


opt. XXII 44: κἂν ἀπίῃς, τόδε μοι 
τρὶς ἐπάπυσον᾽ “φίλε κεῖσαι΄. | ἣν δὲ 
ϑέλῃς, καὶ τοῦτος. XXVII 35. Ep. 
XXI 4. — VII 106 (var. web). --- Τὸ 
de iis quae fieri solent 1) c. ci. praes. 
XX 28: ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα, καὶ 
ἣν σύριγγι μελίσδω, | κἣν αὐλῷ δονέω, 
xn — vox, LULA “πλαγιαύλῳ. — 2) c. 
ci. aor. XII 25: ἣν γὰρ καί τι δάκῃς, 
τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐϑὺς ἔϑηκας. ΧΧΙ 4. 

, ἠνϊγένειος iam barbatus VI 2: 
ἧς δ᾽ ὁ μὲν αὐτῶν | πυρρός, ὁ δ᾽ 
ἡνιγένειος (e coni Ahr. tom. Il p. 
510 scr. pro ἡμιγένειος). 

ἠνέδε (aub in prima aut quinta 
arsi leg.) en, sequ. subst. I 179: ἠνέδε 
TOL τὸ dini: *en accipe, Verg. Ecl. 
VI 69'. — sequ. enunciatum Π 38: 
ἠνίδε, σιγῇ μὲν πόντος, σιγῶντι δ᾽ 
ἀῆται. 11-10. V 38. enunciato in- 
seritur XXVII 53. Ubique ἡνέδε scr. 
Ahrensius. 

ἧπαρ jecur XIII 71: χαλεπὰ — ἔσω 
950g ἧπαρ ἄμυσσεν. ΧΙ 10: (ἔχων 
ὑποκάρδιον͵ ἕλκος) 'Κύπριος ἐκ μεγά- 
λας, τό οἵ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον: ἐν 


τούτῳ γὰρ τὸ ἐπιϑυμητικόν. Schol. 
cf. Hor. Od. IV 1, 12: si torrere 
iecur quaeris idoneum. I 26 18. 


ἤπειρόνδε in terram (in aridum), 
opp. aqua, mare XXI 58: καὶ τὸν 
(ἰχϑὺν) μὲν σπεύσας ὅχ᾽ ἀνάγαγον 
ἠπειρόνδε (e coni. ΒΟΥ. pro ἠπήρατον, 
Ald. ἠπείρατον), cf. Od. V 56: ἔνϑ'΄ 
ἐκ “πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε. 

ἤπιος benignus, fem. XVII 51: πᾶ- 
σιν δ᾽ ἤπιος ἥδε βροτοῖς μαλακοὺς 
μὲν ἔρωτας | προσπνείει. 

Ἡρακλέης (Ἡρακλέης; Ἡρᾶκλῆος, 
os; Ἡρᾶδπλῆι, -ἔι; «Ηρᾶκλῆα, 'Hoe- 
κλέα (1), Ἡρακλέην (1). — plerum- 
que aut in introitu aut in exitu 
EAE) Hercules, filius Alemenae XXIV 

: Ἡρακλέα Dewiumvor ἐόντα moy 
«& Μιδεᾶτις | AÀAxunvo — λούσασα, 
cf. XHI 20; et Amphitryonis XXV 
11: "Augitovavidón Ἡρακλέι. XXIV 
101; re vera lovis, οἵ, XVII 33. 
XXV 42. 159. Ep. XX. progenitor 
Alexandri et Ptolemaei XVII 27. 
Argonauta XIII 37. 64. 70. 13. infans 
suffocat dracones XXIV 53: εἴδοντ᾽ 
ἐπιτέτϑιον Ἡρακλῆα | ϑῆρε δύω χεί- 
ρεσσιν ἀπρὶξ ἁπαλαῖσιν ἔχοντα. 10. 
97. 132. interficit Centauros XVII 
20: HoexAgog ἕδρα Κενταυροφόνοιο. 
150. leonem necat Nemeaeum et 
taurum domat e grege Augiae maxi- 


5, , “ 
ἡνιγένειος — ἥρως * 


mum XXV 143: σκύλος αὖον ἰδὼν 
χαροποῖο λέοντος | αὐτῷ ἔπειτ᾽ ἐπό- 
ρουσεν ἐυσκόπῳ Ἡρακλῆι. 110. 191: 
cf. Ep. XX 2. athleta eximio robore 
IV 8. in deorum numero est uxorem- 
que habet Heben XVII 20. 32. po- 
pulus alba, arbor Herculea 1l 121: 
κρατὶ δ᾽ ἔχων λεύκαν, Ἡρακλέος ἵἴε- 
ρὸν ἔρνος. 

Ἡρἀκλείδας Heraclides XVII 26: 
ἄμφω (ambobus, et Alexandro et 
Ptolemaeo) πρόγονός σφιν ὃ καρτε- 
ρὸς Ἡρακλείδας: *Caramus significa- 
tur, unus de Herculis posteris, à quo 
reges Macedoniae originem ducebant", 

ἱΠρᾶάκλήειος Herculeus XXV 164: 
Φυλεῦς τε βίη 9" Ἡρακληείη. v. βίη. 

ἠρέμα caute , bedetentimque XXI 
56: ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν (sc. τὸν (99v) 
ἐγὼν ἐκ τὠγκίστρω ἀπέλυσα. ὅ0: 
ἠρέμ᾽ ἔνυξα. 

"Hey, luno, uxor lovis XV 64: 
Ζεὺς ἠγάγεϑ᾽ Ἤρην. XVII 188 - 
ἁδνὸν δὲ «στόρνυσιν ἰαύειν Ζηνί καὶ 
Ἥρῃ͵ | — eie. Lacinia IV 21: τοὶ 
δαμόται ὅκκα ϑύωντι | τᾷ Ἥρα, cf. 
88. Herculi immittit dracones XXIV 
13: αἰνὰ πέλωρα δύω πολυμήχανος 
Ἥρη |— δράκοντας ὦρσεν — ἄπει- 
λήσασα φαγεῖν βρέφος Ἡρακλῆα. 

ἠρι mane XXIV 91: (neis — δρά- 
ποντε νυκτί μέσᾳ.) ἦρι δὲ συλλέξασα 
κόνιν ... XVIIÍ 39. 

ἠριγένεια mane genita, pro tem- 
pore matutino XXV. 39: (of τοῖχοι) 
πάντες ἀριφραδέες καϑαρᾶς ἅπερ 
ἠριγενείας. 

ἠρέον twnulus XVI v5: ἐν πεδίῳ 
Σιμόεντος, ὅϑι Φρυγὸς ἠρίον Ἴλου, 
I 125: Ἑλίκας δὲ λίπ᾽ ἠρίον. H 13: 
d Ἐκάταν) ἐρχομέναν νεκύων ἀνα T 
ἠρία καὶ μέλαν αἷμα (Ahr. τήρέαο). 

ἡρωένη heroina, semidea XlII 20: 
Aixunvas υἱὸς Mióecrióog ἡρωένης. 
XXVI 35: Σεμέλα καὶ ἀδελφεαὶ αὖ- 
τᾶς ] Καὸδμεῖαι πολλαῖς μεμελημέναι 
ἡρωίναις. 

ἥρως (sg.n. v. ἥρως. pl. ἡρῶες, 
-ώων, -ὠεσσι(ν), -0c«g. — nom. sg. 
et dat. pl. nisi in exitu hex. non leg.) 
heros XVII 5: ἥρωες, τοὶ πρόσϑεν 
ἀφ᾽ ἡμιϑέων ἐγένοντο | — σοφῶν 
ἐκύρησαν ἀοιδῶν.  aequiparatur iis 
Hiero XVI 80. numerantur Gemini 
XXII 163. 216. Argonautae XIII 28: 
ϑεῖος ἄωτος ἡρώων. 73. XXII 78. 
92. Aiax XV 138: Αἴας ὁ μέγας βα- 


— ϑαμβέω 





.. ἀλλ᾽ ἤτοι τούτων μὲν ὑπέρτεροι Οὐ- 
V ρανέωνες | ἔσσονθ᾽ ὡς ἐθέλουσιν: 'at 
ο΄ wero'.,— in perpetua oratione ad 
|  movam 
τς dieandam, plerumque sequ. subi. ἤτοι 
2: 95. 118. 23. 44. 
ui p 223. ἤτοι ὁ κοῦ- 
ρος praeterea ἤτοι ἄρ᾽ XXIV 
53. ἤτοι XXII 189. | 


S4A&poc thalamus 1) conclave, 
ο΄ eubieulum mulierum 1 136: xai 
 παρϑένον ix ϑαλάμοιο | — ἐσόβησε. 


XXVII 36. 37. — 2) coniugum 
Kil a2 : οὗ δ᾽ M edt —— ϑάλα- 
μον λευχοσφύρου — ἄγουσι 
γενειήταν Διὸς υἷόν. πηι. πρόσϑε 
ϑαλάμω χορὸν ἐστάσαντο. 
ϑάλασσα (ϑάλασσα, -ας, τῆς, 
-αν. plerumque leg. in exitu hex.) 
mare XXII 15: παταγεῖ δ᾽ εὐρεῖα 
θάλασσα. ΧΙ 43: τὰν γλαυκὰν δὲ 
ϑάϊασσαν ἕα ποτὶ χέρσον ὀρεχϑεῖν. 
ἢ AIT E τὰ κύματα τάν τε ϑάλασσαν, 
ΕΠ 49. VI97. XXI 18. opp. 
|. derra XVII 76: πολλᾶς δὲ κρατ 
᾿ς γαίας, πολλᾶς δὲ θαλάσσας. XVII 91. 
"p ex eo pisces Ber. 5: καί 
piarum καὶ ἐξερύσαιτο 9a- 


ϑὼ effro XXV 15: πολνει- 


τ᾿ δέα ποίην [λειμῶνες ϑαλέϑουσιν ὑπό- 


εἴαμεναί τε. 
| 942€ largus, effusus, comp. 
XIV E δὲ Κυνίσκα) Plac x 
mívag θϑαλερώτερον ἢ παρὰ ματρ 
παρϑένος. 


ue, pl. epulae sollemnes. XVII 
| ἔνθα o» ἄλλοισιν ϑαλίας ἔχει 


Olparibezr (Ἡρακλῆρ), cf Od. XI 
602: αὐτὸς δὲ (sc. ἩΗρακλῆς) μετ᾽ 


ac magnam rem in⸗ 


123 


ἠυγένειος bene barbatus XIII 61: 
ἠυγένειος ἀπόπροϑι λῖς ἐσακούσας, 
cf. II. XV 275: τῶν δέ θ᾽ ὑπὸ ἰαχῆς 
ἐφάνη Mg ἠυγένειος. 

ἦνδτε veluti, XXV 346: κυρτὴ δὲ 
ῥάχις γένετ᾽ ἠύτε τόξον. 180. XI 
49: (μύες) ἕστασαν ἠύτε πέτροι ὁλοί- 
τροχοι (vulg. ηὖτε). 

Ἥφαιστος Vulcanus II 188: Ἔρως 
δ᾽ ἄρα καὶ Λιπαραίω | πολλάκις H 
στοιο σέλας φλογερώτερον αἴϑει (Ahr. 
Ἡφαίστοιο, Mein. ἁφαίστοιο). 

ἦχος crepitus XXVII. 56: a 
τάλαν᾽ τάχα τις τοι ἐπέρχεται" ἦχον 
ἀκούω. 

ἠών v. ἀιών. 


ἠώς v. ἀώς. 


ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν | — iv 9a- 
λέῃς καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἤβην. 


ϑαλλός 1) surculus, palmes IV 45: 


(τᾶς γὰρ ἐλαίας) τὸν ϑαλλὸν τρώ- 


γοντι τὰ δύσσοα (μοσχία). XXIV 96: 
ϑαλλῷ ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλα- 
βὲς͵ ὕδωρ. -- 2) frons X 13: ϑαλλὸν 
—— Ι ταῖς dps εσσι φέροις, cf. Od. 

VII 224: ϑαλλόν τ᾽ ἐρίφοισι φορῆναι. 

ϑάλλω floreo, vireo XIII 42: ϑάλ- 
λοντα σέλινα XVIII 2: ϑάλλοντα 
κόμαις ῥάκινϑον ἔχοισαι. ΧΥ͂Ι 90: 
ἀγροὺς δ᾽ ἐργάξοιντο τεϑαλότας. ΧΧΥ͂ 
14: νομοὶ -- τεϑηλότες. XXH 106: 
ἐν φύλλοισι τεϑηλόσιν. : 
J| ϑάλπω calefacio, foveo XXV 249: 
ϑάλψας iv πυρὶ πρῶτον ἐέρινεόν). 
V 81: μὴ σπεῦδ᾽. οὐ γάρ τοι πυρὶ 
ϑάλψεαι (var. ϑάλπεαι);: 'an tu vis 
igne solis torreri'? — met. foveo 
XIV 37: ἄλλον ἰοῖσα | θϑάλπε φίλον, 
cf. Verg. Aen. VIII 388: cunctantem 
amplexu molli fovet. 

Θαλύσια Thalysia, 'sacra ob mes- 
sem opimam Cereri a privatis homi- 
nibus parata'. VII 3: τᾷ “ηοῖ γὰρ 
ἔτευχε Θαλύσια καὶ Φρασίδαμος | 
κἀντιγένης. 

Θαλυσιάς ad Thalysia pertinens 
vil 81: & δ᾽ ὁδὸς ἄδε Θαλυσιάς: 
'ein Erntefestweg'. 

ϑαμβέω stupeo XXV 232: αὐτὰρ 
ὁ κρᾶτα δαφοινὸν ἀπὸ χϑονὸς dx 
ἐπάειρε | ϑαμβήσας. 


124 


ϑάμινος virgultum XXV 221: αὐτὰρ 
ἐγὼ ϑάμνοισιν ἄφαρ σκιεροῖσιν ἐκρύ- 
qn. 

ϑάνατος mors, mex Ep. XXV 4: 
ἀστόργου γευσάμενον ϑανάτου. XXII 
130: ϑανάτου σχεδὸν ἦεν. XXIV 58: 
ϑανάτῳ κεπαρωμένα δεινὰ πέλωρα. 

ϑάομαι v. ϑηέομαι. 

ϑάπτω sepelio Ep. XI 3: εὖ μὲν 
ἔϑαψαν £ ἑταῖροι ἐπὶ ξείνης ξένον ὄντα. 
V 43: μὴ βάϑιον τήνω πυγίσματος, 
οἶφέ, ταφεέης. 

ϑαρσᾶλέως. confidenter , fortiter 
XXIV 114: τὸν οὐδ᾽ ἂν τηλύϑι λεύσ- 
Gov | ϑαρσαλέως τις ἔμεινεν ἀεϑλεύ- 
ovr ἐν ἀγῶνι. 


ϑαρσέω. (praes. ind. ϑαρσέω. ipr. 
ϑάρσει, -sive. inf. ϑαρσεῖν. part. 


Suoséov. f. $ £ootuo" (h. e. ϑαρσοῦσα) 
ab aeol. v. ϑέρσημι, ϑερσέω ductum. 
— δου. part. ϑαρσήσας. plerumque 
in introitu hex.) bono animo sum 
IV Al; ϑαρσεῖν χρή, φίλε Βαάττε" 
τάχ᾽ αὔριον ἐσσετ᾽ ἄμεινον. IV 44. 
XXII 57. saepissime exstant imper. 


XV 13: ϑάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν" 


τέχος. ὅ0. 73. XXII 56. XXIV 11. 
72. XXVII 61; plur. XV 145. et 
part. Ep. XXI 4: ϑαρσέων καϑέξευ. 
XVI 107. XVII 41. XXVIII 3: ϑέρ- 
σεισ᾽ ἄμμιν ὑμάρτη πόλιν ἐς ΝΝείλεος 
ἀγλάαν (pro ϑιαρσοῖσ᾽ , ϑερσοῖοσ᾽, ϑαρ- 
σεῖο᾽, ϑαρσεῦσ᾽ scr. À. Fritzschius, 
ϑερσεῖσ᾽ Bergk., ϑάρσεισ᾽ Ahr. Ziegl.). 


ϑαρσύνω confirmo, er igo animum 
XXII 91: of δ᾽ ἑτέρωϑεν ]? ηρῶὲς κρα- 
τερὸν Πολυδεύκεα ϑαρσύνεσκον. 

Θάσος Thasus insula Ep. IX 8: 
δειλαῖε Κλεόνικε, σὺ δ᾽ εἰς λιπαρὴν 
Θάσον ἐζϑεῖν | ἠπείγευ κοίλης ἔμπο- 
ρος ἐκ Συρίης. 

ϑαῦμα res mira, mirum XV 2: 
ϑαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἦλϑες. 

ϑαυμάξζω miror XXV 186: τῷ 
καὶ ϑαυμάξεσκον ἀκούοντες τότε μῦ- 
ϑον. 114: ἐκπάγλως ϑαύμαξε ϑεῶν 
τόγε μυρίον ἕδνον | εἰσορόων. 150. 

ϑάψος thapsus, lignum quoddam 
luteo colore inficiens II 88: "καί μευ 
ρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι 
ἅἁγάψῳ, cf. Tibull. I 8, 52: sed nimius 
luto corpora tingit amor. 

ϑεά (sg. voc. ϑεά. Ὁ]. π. v. ϑεαί, 
ϑεάων) dea XVII 46: E ἀρι- 
στεύουσα ϑεάων πότν᾽ ᾿ἀφροδίτα. 
XXII 116: εἰπὲ 9s&, σὺ γὰρ οἶσϑα: 
dicit Musam. XVIII 51: ϑεὰ Κύπρις. 


ϑάμνος — ϑεός 


praeterea deae vocantur Μοῦσαι X 
95. XVI 8. Ep. X 1. Νύμφαι XIII 
44. “Ζάριτες ΧΥῚ 104. 

ϑέαμα spectaculum. I 55: παντᾷ 
δ᾽ ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς 
ἄκανϑος, | αἰολίχον τι ϑέαμα (Heins. 
ex Hesych., codd. ϑαῦμα, ϑάῦμα, ϑά- 
ημα. Ziegl. ϑάημα. Ahr. ϑᾶμα). 

ϑέειον sulfur XXIV 94: καϑαρῷ 
δὲ πυρώσατε δῶμα ϑεείῳ, cf. Od. 
XXII 481: οἷσε ϑέειον,, γρηῦ, κακῶν 
ἄκος, οἷσε δέ μοι πῦρ, ὄφρα ϑεειώσω 
μέγαρον. 

ϑείνω tundo, pulso XXII 108: 
ἀλλήλους δ᾽ ὄλεκον στερεοῖς ϑείνον- 
veg ἱμᾶσιν. aor. sec XXII 66: ποσσὶ 
ϑενὼν σκέλος (e Kreussleri emend, 
Scr. pro vulg. ϑένων). 

ϑεῖος divinus, ad deos ertinens 
XXV 10: ϑείοιο παρὰ ῥόον “λφειοῖο. 
VII 88: ἄγκεα καὶ ποταμοί, ϑεῖον 
γένος: in eadem versus sede leg. ll. 
VI 180: ϑεῖον γένος; Catull. 64, 23:- 
deum genus. XIII 27: ϑεῖος &oxog | 
ἡρώων: Àrgonautarum. Ep. XV 1 
(de mortuo): col μὲν ἕδρα ϑείοισι 
μετ᾽ ἀνδράσι. — met. divinus, prae- 
clarus VII 89: (ὑπὸ πεύκαις) ἁδὺ 
μελισδόμενος κατεκέκλισο, ϑεῖε Ko- 
μάτα. Χ 41: ϑᾶσαι δὴ "xol ταῦτα 
τὰ τῶ ϑείω Λιτυέρσα, cf. Od. IV 17: 
ϑεῖος ἀοιδός. Verg. Ecl. V 45: di- 
vine poeta. 

9éAyo capio, devincio canendo 
Ep. V 3: ὁ δὲ βουκόλος ἄμμιγα ϑεῖ- 
b | Δάφνις, κηροδέτῳ πνεύματι μελ- 
πόμενος. 

ϑέλω v. ἐϑέλω. 

ϑέμις 1) fas 1 15: οὐ ϑέμις, ὦ 
ποιμήν, τὸ μεσαμβρινόν, οὐ ϑέμις 
ἄμμιν | συρίσδεν. — 2) plur. lites, 
causae XXV 46: διὰ δὲ κρίνουσι —* 
μιστας, cf. Il. XVI 387: σκολιὰς κρέ- 
voc. ϑέμιστας. 

,9euivós aequus, V 136: ov ϑεμι- 
τόν, Λάκων, ποτ᾽ ἀηδόνα κίσσας ἐρί- 
σδειν, | οὐδ΄ ἔποπας χκύκνοισι. 

Θεόκρἴτος Theocritus Ep. XXIL 1: ' 
ἄλλος ὁ Χῖος" ἐγὼ δὲ “Θεόκριτος, ὃς 
ταδ᾽ ἔγραψα, | εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν 
εἰμὶ Συρακοσίων, | υἱὸς Πραξαγόραο 
περικλειτῆς τε Φιλίνης. 

ϑ'εός (sg. m. f. ϑεός (ϑεός in quarta 
arsi XXV 50; v. ἐμός), aeol. ϑέος 
XXX 31; $ oio, -Ó, τόν. — pl m. 


ϑεοί n. v. (bis ϑεοῦ, ϑεῶν (c. syni- 
zesi Ep. XII 2), ϑεοῖς) deus 1) uni- 





τὰ ϑύφνριον — ϑήλάζω 


verse X 17: εὗρε ϑεὸς τὸν ἀλιτρόν. 
XXII 29: ϑεῶν φᾶα τέκνα φέρουσα: 
S7 near 293: γεράων δὲ ϑεοῖς 
7H ἀοιδαί. ΥἹΙ 838: μηδεὶς 
τὰ ϑεῶν ὀνόσαιτος XIII 2. XV 32. 
XVI 19. 26. XVII 12. 108. XX 20. 
XXII 181. 
18. 114. in exclamatione XV 44: ὦ 
ϑεοί, ὅσσος ὄχλος. praeclarum quod- 
' deis tribuitur I 32: ἔντοσθεν 
ΕΝ vvd, τὶ ϑεῶν δαίδαλια, τέτυκται: 
*eximium et si in suo genere 
opus, ein Góttergebild. XV 79: (τὰ 
ποικίλα) ϑεῶν γερνήματα qactic. — 
certum numen à) masc. XXV 22: 
᾿πόλλωνος) τελειοτάτοιο oio. Ep. 
2: τὸν "prar ϑεῶν μακάρων: 
15: βαρὺς ϑεός: Eros, 
cf. XXIII 4. 58. 63. XXX 31. prae- 
terea Proteus VIII 52. Priapüs Ep. 
IV 18. Alexander Magnus XVII 19: 
e ὺς ϑεὸς αἰολομέτραις. -- 
b) 86: ἁ ϑεὸς iv τριόδοισι: 
; ja . XIII 71: pee γὰρ ων 
ϑεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν: Venus; cf. Ep. 
A ζω: Ber. 3. 
£ Quo» vestis aestiva (quae 
vocatur περονατρίς v. 21, ἐμπερόναμα 
v. 94) XV 69: οἴμοι δειλαία, δίχα 


pev τὸ ϑερίστριον ἤδη | ἔσχισται. 
1) calidus, de corpore II 


140: τὰ πρό | ϑερμότερ᾽ ἧς ἢ 
πρόσϑε. de rebus Π 137: δέμνια 
ϑερμά, XVII 121: ϑερμὰ — ποδῶν 

,— 2) -— flagrans, ardens VII 
:-ϑερμὸς yàg ἔρως αὐτῶ με καταίϑει. 
ϑέρος (n. ἃ. ϑέρος, ϑέρεος, -ευς, 
θέρει) aestas IX. 12: τῶ δὲ ϑέρευς 


φρύγοντος ἐγὼ τόσσον μελεδαίνω. ΥἹ 
16: τὸ καλὸν ϑέρος — φρύγει, cf. 
XXI 26. XXV 28; ἐς ληνοὺς δ᾽ 
χνεῦνται, ἐπὴν θέρος ὥριον C105. — 
m ϑέρεος aestatis tempore VI 4. 

178. XI 58. XXI 28. ἐν θέρει 
VH 118, XI 36. — messem videtur 
significare VII 143: πάντ᾽ ὦσδεν 9£- 


eroc μάλα πίονος. 

δέρσεισ, v. ϑαρσέω. 

ϑεσπέσιος immensus, ingens XV 
66: (ὅμιλος) ϑεσπέσιος. XXV 70: 
ϑεσπέσιον δ᾽ ὑλάοντες ἐπέδραμον ἄλ- 
οθεν ἄλλος | — - Ἡρακλέι, cf. Hl. XIII 
884: (ἕποντο) ἠχῇ ϑεσπεδίῃ. 

ϑεσπίξω vaticinor, aor. dor. XV 
63: ἡρησμὸς & πρεσβῦτις ἀπῴχετο 


9 «ca. 
Thessalicus XIV. 31: 
Θεσσαλικόν τι μέλισμα. 


XXIV 29. 61. XXV 50. . 


135 


Θεσσᾶλός Thessalus XII 14: ὥς 
xtv ὃ Θεσσαλὸς εἴποι &írav. XIV 
12: ὁ Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας | Ac. 
XVIII 30: (ἀνέδραμε x06uoc) — ἄρματι 
Θεσσαλὸς ἵππος (var. Θεσσαλὶς) : pro- 
pter corporis proceritatem. 

Θεστιάς Thestias, Thestis filia, h. 
e. Leda XXII 4: ἄρσενα τέκνα | κού- 
ome Θεστιάδος, Λακεδαιμονίους δύ᾽ 
ἀδελφεούς, cf. Eur. Iph. A. 49: ἐγέ- 
vovro Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρϑένοι. 

Θεστῦλίς Thestylis, ancila Si- 
maethae Il 1: πᾷ μοι ταὶ δάφναι; 
φέρε, Θεστυλί πᾷ δὲ τὰ gra; 
itemque vocat. Il 19. 35. 59. 96. 

ecc Thetis, Pelei uxor, mater 
Achillis XVII 55: ἀλλὰ Θέτις βαϑύ- 
κοῖπος ἀκοντιστὰν ᾿Αχιλῆα | Αἰακίδᾳ 
Πηλῆι (ἔτεκε). 

Θεύγενις  (aeol. 
Theu 
XXV 
ἐν δαμότισιν πέλη. 
γ᾽ ἕνεκ᾽ ἐυσφύρω. 

Θευχᾶρέδας (aeol. pro Θεοχαρί- 
δας) Theucharidas s. Theocharidas M 
70: ἃ Θευχαρίδα Θρᾷσσα τροφὸς & 
Μακαρῖτις. 

ϑέω curro VIII 54: πρόσϑε ϑέειν 
ἀνέμων. Vl 12: (vw) ἐπ᾽ αἰγιαλοῖο 
ϑέοισαν. — met. XXV 168: ἐν ὕλῃ 
χλωρὰ ϑεούσῃ (e Mein. emend.): *quae 
viride per campum excurrebat". 

ϑεωρέω s XXVI 10: Ilev- 
ϑεὺς δ᾽ ἀλιβάτω πέτρας ἄπο πάντ᾽ 
ἐθεώρει. 

ἥβαι Thebae, caput Boeotiae 
XXVI 25: Mg Θήβας δ᾽ ἀφίκοντο. 
XVI 105: Ὀρχομενὸν — ἀπεχϑόμενόν 
ποτε Θήβαις. 

ϑηέομιαι (praes. ϑηεύμενοι. ipf. 
ϑηεῖτο. --- ἃ v. dor. ϑάομαι ducuntur: 
fut. ϑᾶσόμεναι. aor. ipr. ϑᾶσαι; inf. 


ϑάσασϑαι) 1) specto attente v. cum 
admiratione Π 36: παντοίην iv 
ὄρει ϑηεύμενοι ἄγριον ὕλην. 11 12: 
τὰν πόμπαν ϑάσασϑαι. XV 23: ϑα- 
σόμεναι τὸν Ἄδωνιν. XV 65: ϑᾶσαι, 
Πραξινόα, περὶ τὰς ϑύρας ὅσσος ὅμι- 
Aog. IV 50. XXII 200. XXV 108. 
Ep. XVI 1. — transfertur ad alios 
sensus | 149: ϑᾶσαι, φίλος, ὡς xa- 
λὸν ὄσδει. X 41: ϑᾶσαι δὴ xal ταῦτα 
τὰ τῶ ϑείω Λιτυέρσα: 'vide iam* h. 
e, audi. ΠῚ 12: ϑᾶσαι μὰν ϑυμαλ- 
γὲς ἐμὸν ἄχος. — 
ϑηλάζω lacteo XIV. 14: δύο μὲν 


pro Θεογενίς) 
im 8. Theogenis, Niciae uxor 

22: ὡς εὐαλάκατος Θεύγενις 
18: Θευγένιδός 


120 


κατέκοψα νεοσσώς  ϑηλάζοντά τὲ 
χοῖρον: porcum bimestrem". c. aec. 
III 15: 7 δὰ λεαίνας | μάξον ἐϑήλαξε, 
cf. Ov. Met. IX 615: lae bibit illa 
leaenae. 

ϑηλύνω, med. feminarum more 
iacto me, luzurio XX 14: πολὺ τᾷ 
μορφᾷ͵ ϑηλύνετο. idem fere quod 
διαϑρύπτεται Vl 15. 


θῆλυς: m. f. 1) femineus XVIII 24: 
τετράκις ἑξήκοντα κόραι, ϑήλυς νεο- 
λαία. ΧΧΥ͂ 107: ἄλλος ἐσῆγεν ἔσω 
ταύρους δέχα ϑηλειάων (sc. Boóv). — 
pro subst. XV 145: & ϑήλεια | ὀλβία 
ὅσσα ἴσατι: haec femina', itemque 
comp. XVII 35: £v πινυταῖσι περι- 
μλειτὰ Βερενίκα | ἔπρεπε ϑηλυτέραις 
(var. ϑηλυτέρῃς, Ahr. ϑηλυτέρῃσ᾽): 
adi. apud Hom. exstat Od. XV 422: 
ἁγηλυτέρησι γυναιξί. — 2) muliebris, 
mollis XVI 49: (τίς) ϑῆλυν. ἀπὸ χροιᾶς 
Κύκνον ἔγνω:: “λευκὸς γὰρ ἦν τὴν 
χροιὰν ἐκ γενετῆς. Schol. 


ϑηλύτόχος partum edens feminei 
Sexus XXV 125: (ἅπασαι sc. βόες) 
ξωοτύκοι τ΄ ἦσαν περιώσια ϑηλυ- 
τόκοι τε. 

ϑὴν part. encl. 1) videlicet , certe, 
opinor XV 62: πείρᾳ Ov πάντα τες 
λεῖται. XIV. 48: αἷνός env λέγεταί 
vic" ἔβα Κένταυρος ἀν᾽ ὕλαν. I 
114. VII 83. XV 15. — 2) mimirum, 
opinor, cum ironia quadam atque 
acerbitate dicitur I 97: τύ 954v τὸν 
Ἔρωτα πατεύχεο, “άφνι, λυγίξειν. 
V 111. VI 34; cf. I], VIII 448: οὐ 
μέν v κάμετόν γε μάχῃ ἔτι κυ- 
διανεέρῃ | ὀλλῦσαι Τρῶας. 

94,0 (sg. ϑήρ, ϑηρός. du. a. ϑῆρε. 
pl. ϑῆρες, -ὧν) 1) animal XXV 82: 
οὐκ ἄν οἱ (sc. κυνί) ϑηρῶν τις ἐδή- 
ρισεν περὶ τιμῆς. — 3) fera XXIII 10: 
οἷα δὲ Qno ὑλαῖος ὑποπτεύῃσι κυνα- 
yos. plerumque bestia rapam XXV 

134: ὁπότ᾽ ἐκ λασίοιο ϑοοὶ προγε- 
νοίατο ϑῆρες [ἐ ἐς πεδίον δρυμοῖο βοῶν 
ἕνεκ᾽ ἀγροτεράων. aper Ad. 15. 18. 
91. serpentes XXIV 54. imprimis 
leo XXV 242: 970 ἄμοτος. 258: 9η- 
ρὸς ἀμαιμακέτοιο. 68. 175. 273. 280. 


ϑηρίον (sg. n. a. ϑηρίον. pl. n. 
a. ϑ'ηρί(α)) 1) animal opp. hominibus 
XXIV 79: ϑηρία πάντα καὶ ἀνέρες. 
canis XXV 79. apis XIX 6. — 2) 
fera 1 110: καὶ πτῶκας βάλλει καὶ 
Qnoíc πάντα διώκει. V 107. II 68. 
bestia rapaz XXIV 923: κακὰ ϑηρί᾽ 


ϑηλύνω — $9veróg 


ἀνέγνω: serpentes, XXV 168: (ὄλεσσε) 
ϑηρίον, αἰνολέοντα. itemque de leone 
XXV 181. 205. 

Θησεὺς Theseus, vex Atheniensium 
1 45: τόσσον ἔχοι λάϑας, ὅσσον ποκὰ 
Θησέα φαντί] o» Alx λασϑῆμεν ἐυ- 
πλοκάμω — ——— 


ϑίασος ihiasus, turba Bacchicos 
choros agitans XXV 2: τρεῖς ϑιάσως 
ἐς ὄρος τρεῖς ἄγαγον αὐταὶ ἐοῖσαι. 
cf. Eur. Ba. 680: ὁρῶ δὲ ϑιάσους 
τρεῖς γυναικείων χορῶν. 

ϑιγγάνω v. ποτιϑιγγάνω.- 

Og litus arenosum XIII 82: ἐκχκ- 
βάντες δ᾽ ἐπὶ ϑῖνα. XXII 32: ἐκ- 
βάντες δ᾽ ἐπὶ ϑῖνα βαϑὺν καὶ ὑπή- 
νεμον ἀκτήν, Sine gen. ut Od. IX 46: 
ἔσφαξον παρὰ Qva. 

ϑλάω contundo XXII 45: δεινὸς 
ἰδεῖν, σπληραῖσι τεϑλασμένος οὔατα 
πυγμαῖς: ut pugil. 

ϑλίβω 1) premo XX 4: ἀστικὰ- 
χείλεα ϑλίβειν: h. e. osculari. — 2 
comprimo, - constringo XXI 17: à ὃ 
παρ αὐτὰν | ,ϑλιβομέναν καλύβαν 
τρυφερὸν προσέναχε ϑάλασσα (Ziegl. 
e coni. Reisc. ϑλιβομένα): *angustam 
casam". Toup. Contra Adert Théocr. 
p. 25 ad fluctus refert casam cingen- 
tes et quodammodo constringentes. 
(de XV Τὸ v. φλέβω.) 


ϑνάσκω (praes. ϑνάσκει. fut. ϑᾶ- 
νέεσϑαι. aor Ci. ϑάνῃς; part. 8α- 
νών, -ὄντα, -ὄντες, -ὄντων. f. 8g. 


dor. [SA MAE pf. dor. ind. zE9vwá- 
καμερ; part. vEQvscg, τεϑνειῶτος 
morior 1) morte naturali I 135: Za- 
qvig ἐπεὶ ϑνάσχκει. ΧΧΙ 67: μὴ σὺ 
ϑάνῃς λιμῷ. I 12. IV 88. Ep. XV 
2. perf. mortuus sum Π 5: οὐδ᾽ 
ἔγνω πότερον τεϑνάκαμες ἢ £ool 
εἰμές, cf. Od. XI 463: οὐδέ τι oiOc, | 
ξώει Oy ἢ τέϑνηκε. Ep. Xl 5. — 
part. aor. pro subst. IV 42: ἐλπίδες 
ἐν ξωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ ϑανόντες. 
XVI ὅ9 --- 2) vi quadam pereo XXII 
18: ναύταισιν ὀιομένοις ϑανέεσϑαι. 
de bestia necata XXV 273: ϑηρὸς 
τεϑνειῶτος. 

9v&vóc, ϑνητός (sg. ϑνατᾶς. pl. 
ϑνατοί, -GOVv, ϑνατοῖσιν, ϑνητοῖσιν, 
ϑνητά. -- semel brevis est vocalis 
8. V. ter producitur.) mortalis XIII 4: 
οἱ ϑνατοὶ πελόμεσϑα. XXIV 81: 
ϑνητὰ δὲ πάντα πυρὰ Τραχίνιος ἑξεῖ. 
pro subst. I 101: Κύπρι ϑνατοῖσιν 







δρᾷ XV 106. XVI 68. XXII 98. 


ϑολερός sordidus XVI 62: ὕδατι 
e n διαειδέι πλίνϑον, cf. 
Phorm. I 4, 9: rus lavem. 
Polla p eus e iuncis 
P — d tholi formam, 
Les — M feminae. 
πέχονο * μοι, καὶ τὰν ϑολίαν 


spov | ἀμφίϑες. - 
Foog celer, velo, alacer 1) de ani- 
Mibus II 49: ϑοαὶ ἵπποι. XXV 
4 Peu — $ orc: ponite qM 
ne. 19: προγόνοις i6 λάφω 
ϑόας pro ϑοαῖς). Syr. 3 
μαίας προ ϑοὸν τέκες ἴϑυν. 
J Pana. — 2) de ,rebus XVII 
E ϑοᾶς ἐξάλατο ναός, ut apud 
. Hom. saepissime. XXIV 120: πολλὰ 
ἐξ ἤρατ᾽ ἀγώνων 1 Ἴἀργέε ἐν 
ἱπποβότῳ κειμήλια: ex equorum ve- 
locium certaminibus. — adv. 9:006 
crie XXV 218: τοῖσι ϑοῶς ἀπέ- 
XXII 76. 125. 
turbo XXI 5: (róv ὕπνον) 
ϑορυβεῦσιν ἐφιστάμεναι 
^a 

Thurinus, Thuriorum i in- 
cola ^ 12: ἄδε τοι ἃ ποίμνα τῶ 
—*8* ἐστὶ wie 
ἐσσα Thressa Ep. 

4:6 " nexo πόδ᾽ ἔτευξε τᾷ 

ιΜήδειος τὸ μνᾶμ᾽. — pro 

i. II τὸ: & Θευχαρίδα Θρᾷσσα tgo- 
góg ἃ Maxagitis. 

í more Thracico XIV 46: 
οὐδὲ κέκαρμαι: plane, tan- 
quam ? p sum", 
ϑρᾶσύς audax 67: τολμασεῖς 
e n OPE ϑρασὺν ἀσπιδιώταν. 
E fleo, met. VII 74: 
P AY αὐτὸν d» liyjvior, τὰ |cf. Verg. 
* X 13: illum etiam lauri, etiam 
E. a E Ties Threicius XXV 91: 
" CAE εἶ e οἡκὸς Βορέαο, 

: Mns Threicio 

; pilus, eg ERN capitis: ca- 
yr: ἔρρευν δ᾽ ἐκ κεφαλᾶς 

pes. 14: λεύκας οὐ 

τάκ Tri φόροις ἐν κροτάφοις 
TN (Th. Fritzschius pro cod. τρία); 
20: τίς τρέχας ἀντ᾽ ἐρίων ἐπο- 
Meis ud 9: λασῶ δὲ μανείς ποκα, 
μέσσον: τουτέστιν, ὀλίγον 


τὸ μεταξὺ τοῦ μὴ πάντα ut 
A. Schol. παροιμιακῶς. Gloss. 


jM 





ϑολερός — ϑυμός 


121 


ϑρόνον, pl. philirum, sucus cocta- 
rum herbarum magicarum ll 59: 
Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ ϑρόνα 
ταῦϑ᾽ ὑπόμαξον | τᾶς τήνω φλιᾶς 
xa ὑπέρτερον. 

ϑρόνος soliwn, sedes VII 93: 
ἐσϑλά, τά που καὶ Ζηνὸς * ϑρόνον 
ἄγαγε φάμα. à 

ϑοδλέω garrio IL 142: χῶς κά 
τοι μὴ “μακρὰ φίλα ϑρυλέοιμι Σελάνα. 

ϑούον herba palustris, iuncus XII 
40: περὶ δὲ ϑρύα πολλὰ πεφύκει. 
sing. apud Hom. Il. XXI 351. 


AU NIE confringo, contero XVII 
Νεῖλος ἀναβλύξων διερὰν ὅτε 
Belen ϑρύπτει. 

996020 propero VII 94: 7j τινος 
ἀστῶν | Aavóv ἔπι ϑρώσκεις (al. ἐπι- 
ϑρώσκεις); 

ϑύγάτηρ filia XXII 141: ἡμῖν τοι 
“Μεύκιππος Cds füvoos ϑυγάτρας. C. 

en. XVI 102: ““ιὸς — ϑυγατέρες: 

usae. XV 91: & τᾶς Aoyelceg ϑυγά- 
τὴρ πολύιδρις ἀοιδός. XVII 61 
᾿Αντιγόνας ϑυγάτηρ: Berenice. XVIII 
19: Ζανὸς — ϑυγάτηρ: Helena. XV 
110: & Βερενικεία ϑυγάτηρ — 4goi- 
νόα, ubi erst pro gen. Begevíxae, cf. 
XXVIH 9. (de XVI 104 v. Χάρις.) 


ϑυμαλγής animum excrucians ΠῚ 
12: ϑᾶσαι μὰν ϑυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος. 

ϑυμάρέω gratum habeo, probo 
XXVI 9: ὡς ἐδίδασχ᾽, ὡς αὐτὸς ἐϑυ- 
μάρει Zhióvvaog. 

Θυμβροίς Thymbris, Thibris 1118: 
καὶ ποταμοί, τοὶ χεῖτε καλὸν κατὰ 
Θυμβρίδος ὕδωρ (var. Θύμβριδος, 
Θύβριδος, Φύβριδος): ποταμὸν Σικε- 
λίας εἶναί φασι καὶ τοῦτον. Schol. 
Contra montem esse prope Anapum 
fluvium hodie Monte Crimiti vocatum 
contendit L Schubring Philol. XXII 
p. 615. v. Ζωρίς. 

ϑῦμός (ϑυμός, -οὔ, -ᾧ, -óv; 860]. 
ϑύμῳ, ϑῦμον ci. XXIX 36. XXX 12. 
25.) ) anima, spiritus. XVI 40: γλυ- 
κὺν ἐξεκένωσαν | ϑυμὸν ἐς εὐρεῖαν 
σχεδίαν στυγνοῦ ᾿Αχέροντος, cf. Il. IV 
524: ϑυμὸν dzonvtíov. — .2) Me 
vis sentiendi VH 929: τὸ δὴ μάλα 
ϑυμὸν ἰαίνει} ἁμέτερον, cf, Od, XV 
819: οἷά τε ϑυμὸν ἀεὶ δμώεσσιν ἰαί- 
vtt, — I 56: τέρας κέ τυ ϑυμὸν ἀτύ- 
£c: "miraculum animum tuum ab- 
rose ga H 82: ὥς pev πέρι 

ἰάφϑη: ᾿απίπιο perculsus sum", 
ΧΙ 87: lv ϑυμῷ κεχολωμένος. XVII 


128 

180: ἐκ ϑυμοῦ στέργοισα: *ex animo, 
penitus ; cf. Il. IX 486: ἐκ ϑυμοῦ 
φιλέων. — 8) appetitus, ἐπιϑυμία 


Ὁ) animus constans, fortitudo XXV 
112: ἄρρηκτόν περ ἔχων ἐν στήϑεσι 
ϑυμόν | — καὶ ἀρηρότα νωλεμὲς αἰεί, 
-— b) ira I 96: βαρὺν δ᾽ ἐνὶ ϑυμὸν 
ἔχοισα. . XXV 244: (πᾶς δέ οἵ αὖ- 
χήν) ϑυμοῦ ἐνεπλήσϑη: leoni. — c) 
voluntas XIII 14: ὡς. αὐτῷ κατὰ 
ϑυμὸν ὁ παῖς πεποναμένος εἴη: "ex 
animi sententia. XXII 10: κατὰ 
πρύμναν ἀείραντες μέγα κῦμα, | ἠὲ 
καὶ ἐκ πρῴραϑεν, ἢ ὅππᾳ ϑυμὸς 
ἑκάστου, | εἰς κοίλαν ἔρρυψαν : 8c. venti. 
— 4) vis cogitandi, λογισμός XXV 
177: ἵνα yvoo κατὰ ϑυμόν, cf. 1. 
XVI 119: γνῶ δ᾽ Αἴας κατὰ ϑυμόν. 
ΧΧΙΧ 86: ἐν ϑύμῳ δὲ λέγης (Zaegl. 
pro Qvuo) XXX 25: πόλλα προτ᾽ 
ἔμον ϑῦμον (cod. ϑυμὸν) ἐμεμψάμαν: 
— animum meum questus sum". 
: εἰσκαλέσας ϑῦμον (cod. ϑυμὸν) 

As διελεξάμαν: 'revocavi ani- 
mum meum, qui foris erat". 

ϑύννος thunnus - (scomber thyn- 
nus L.) ΠῚ 25: ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦ- 
μαι, | ὥπερ τὼς ϑύννως σκποπιάξεται 
Ὄλπις ὃ γριπεῦς. 

ϑύος, pl. 1) suffinenta 11 10: νῦν 
δέ νιν ἐκ ϑυέων καταδήσομαι: διὰ 
τῶν ἐν τῷ πυρὶ καιομένων φαρμά- 
κῶν. Schol Il 61: ἃς ἔτι καινῶν | 
ἐκ ϑυέων δέδεται (e coni. A. Fritz- 
schii ser. pro καὶ νῦν ἐκ ϑυμῷ v. 
ϑυμῶ δέδεμαι). — 2) sacrificia Ep. 
IV 16: ἐϑέλω τρισσὰ ϑύη —— 
(δαμάλαν -- τράγον - ἄρνα). Ep. 
vH 3: 0g μιν ἐπ᾽ ἤμαρ ἀεὶ ϑυέεσσιν 
ἵἱκνεῖται. 

959a (sg. ϑύρα, τας, -αν. pl. ϑυ- 
ράων, -ἂν, -αὐσιν; ϑυρᾶς, dor. ϑύρᾶς 
VI 32. XV 65; aeol, ϑύραις XXIX 
39.) ianua, pl. fores domus II 127: 
& ϑύρα εἴχετο μοχλῷ. 104: ϑύρας 
ὑπὲρ οὐδόν. XXI 15: οὐδὸς δ᾽ οὐχὶ 
ϑύραν εἶχ᾽ (e coni. Briggsii scr. pro 
x59 oov, κύϑραν, χύτραν. Ahr. e coni. 
πλήϑραν). XV 65: περὶ τὰς ϑυρᾶς 
ὅσσος ὅμιλος. ΥἹΙ 82: κλᾳξῶ ϑυρᾶς. 
XXIII 53: ὦιξε ϑύρας. ll 6: οὐδὲ 


icivo 1) calefacio XXVII 66: ὡς 
of μὲν χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσ- 
σιν | ἀλλήλοις ψιϑύριξον, nisi forte 


ϑύννος — ἰαίνω 


ϑύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. XXIV 15: 
09. σταϑμὰ κοιλὰ ϑυράων | olycv. 
49: στιβαροὺς δὲ ϑυρᾶν ἀνακόψατ᾽ 
ὀχῆας. ll 31: δινοῖτο mo9" ἁμετέ- 
ραισι ϑύραισιν (Ahr. ἁμετέρῃσι. ϑύ- 
ρῃσιν). XXIX 39: ἐπ᾽ αὐλεΐαις ϑύραις. 
— met. X 14: τοιγάρτοι πρὸ ϑυρᾶν 
μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα: h. e. 
*ne proxima quidem σατο’, cf. XI 
11: vysito — πάντα πάρεργα. 


Θύρσις Tharsis 1) pastor. ovium 
(ποιμήν 1 7) 1 65: Θύρσις ὅδ᾽ ὧξ 
Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά 
(Ahr. Θύρσιος). voc. Θύρσοζ I 19. 146. 
— 2) caprarius quidam Ep. VI 1: ἄ 
δειλαῖε τὺ Θύρσι. ᾿ 

ϑύύω (praes. οἱ. ϑύωντι. fut. dor. 
ϑυσῶ. aor. ἔϑυσα, Se ϑύσας) 1) 
adoleo, suffio I 33: vov ϑυσῶ τὰ πί- 
τυρα: πυρὶ καύσω. Schol. — 2) macto, 
sacrifico V 81: ἐγὼ δ᾽ αὐταῖς (h. e. 
Musis) χιμάρως δύο πρᾶν ποκ᾽ ἔϑυσα. 
V 11. 199. IV 21. 

ϑυώδης odorus XVII 123: ματρὶ 
φίλᾳ καὶ πατρὶ ϑυώδεας εἴσατο ναούς, 

Cer. 355: ἀπάνευϑε ϑυώδεος 
prc νηοῦ | ἧσται. 


Θύώνιχος (Ovovigov, -ε; ubique 
ante caesuram q. v. bucolicam.) Thyo- 
michus XIV 1: γαέρειν πολλὰ τὸν 
ἄνδρα Θυώνιχον. 8. 84. 51. 

ϑῶκος sedes I 22: (ὑπὸ τὰν πτε- 
λέαν ἑσδώμεϑ'α) ἅπερ ὁ ϑῶκος τῆνος 
ὁ ποιμενικὸς καὶ ταὶ δρύες. 

ϑωρήσσω armo XVII 100: οὐδέ 
τις — ἐξάλατο ναὸς | ϑωρηχϑεὶς ἐπὶ 
βουσὶν ἀνάρσιος Αἰγυπτίῃσι. 


Og thos, canis aureus, Schakal 
I 71: τῆνον μὰν ϑῶες, τῆνον λύκοι 
ὠρύσαντο, cf. Quint. Smyrn. XII 518: 
ἐν δὲ λύκοι xal ϑῶες ἀναιδέες ὠρύ- 
σαντο. ll XIII 103: ϑώων “παρδα- 
λίων τε λύκων τε. — I 115: ὦ λύκοι, 
ὦ ϑῶες, ὦ ἀν᾽ ὥρεα φωλάδες ἄρκτοι, 
ubi posterior syllaba v. ϑῶες 'pro- 
pter singulorum nominum enumera- 
tionem et anaphoram pausam effi- 
cientem* producitur ante caes. ἃ. v. 
πενϑημιμερῆ, ut v. κισσός ΧΙ 46. 

ϑώτερον v. ἕτερος. 


melius ad 2) refertur. — 2) met. per- 
fundo. laetitia, exhilaro VH 29: τὸ 
δὴ μάλα ϑυμόν ἰαίνει | ἁμέτερον, v 








Ἢ ΥΥΥΥ Me. ἌΡ ΤῸ ΤΑ -T Ὅν 
: ( TOM ᾿ J 





K MMOTÉ τὰ ios LR, LE dil ΠῚ 





ϑυμός 2). XXVIT 69: κραδίῃ δέ οἵ 
, cf. Od. IV 549: ἐμοὶ 


NOM καὶ — — — 
ἐάλεμος cantus , menia, 


XV 98: (Becdéc) ἅτις καὶ dime 
τὸν σε: sc. in hono- 
me mortui Adonid is. 
iambus Ep. XIX 1: Aeg 
Aogov xal στᾶϑι καὶ εἴσιδε τὸν πάλαι 
ποιητάν | τὸν τῶν ἰάμβων. 
ἔαν v. εἷς. - 


2: amore percussum gravi. 
"Iáoiov Iasius Cretensis III τὸ 
fala δὲ, gla γύναι, Ἰασίωνα, |o 
τοσσῆν᾽ ixvgnotv, óc! οὐ redet 
Belo. οἵ. Od. V 125: "Iaotovt 
μέγη φιλότητι 


ᾧ 9vuo εἴξασα 
δηρήτης E εὐνῇ. dd 

ἑατρὸς medicus XI 5: γινώσκειν δ᾽ 
οἷμαΐ tv καλῶς mer ἐόντα. 


pd clamo —— mmo 
55: συμπλήγδην ἰάχησαν(δμῶες 
(de ἔαχε v. “κᾶν ahi 

᾿Ἰάων lomicus XVl 57: σφεας 
ὥνασαν Ἰάονος ἀνδρὸς ἀοιδαί: Ho- 


meri — pl. subst. Jones XXVIII 21: 
—— κατὰ Míllarov ἐράνναν μετ᾽ 
XXVI S πέπλως ix 

Y ug ἰγνύαν ἐρύσασαι (e 
"πῇ pro ἰγνυῖαν ἐρύσα- 
κὸν v. Call. ἐγνύ᾽ ἀνει- 


). XXV 242: μαχρὴν δὲ ztQ' 
ἔλιξε | κέρκον (Ais). 
— Idalium, promontorium 
et urbs Cypri, ubi antiquitus cole- 
batur Venus, XV 100: δέσποιν᾽, ἃ 
d τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας, cf. 
96: quaeque regis Gol- 
t ie quaeque Idalium frondosum. 
"Ida —28 "hey. Phrygiae I 105: 
| ἕρπε ποτ᾽ Ayyíonv. 
9: αν "1L πολύδενδρον, cf. Il. 
MS: Ἴδης ἐν κνημοῖσι πολυπτύ- 
χου E dioe 
Lexicon Theocriteum, 


ἰάλεμος — ítoóg 


, 


129 


δας Idas, Apbarei, regis Messenii, 
filius XXII 140: (ἀδελφεὼ vi' Aga- 
43. — A υγκεὺς καὶ ὃ καρτερὸς 
δας. 208: — Ἴδας. 113. 199. 

ida species XXIX ὃ: τὸ γὰρ ἅμισυ 
τὰς ξοΐας ἔχω | fà và» σὰν ἰδέαν: 
*propter tuam speciem, wenn du miz 
erscheinst". X 15: dod τ 
νέειν! μὴ σὺ νέος τὰν ἰδέαν — 
"specie iuvenis'. X 39: ὡς εὖ τὰν 
ἰδέαν τᾶς ἁρμονίας ἐμέτρησεν : 'nam 
probe speciem certam harmoniae di- 
mensus est, numerorum rationem 
probe servavit, rhythmice cecinit". 

ἴδιος roprius, suus XXIII 53: 
τὸν νεχρὸν εἶδεν | αὐλὰς ἐξ ἰδίας 
ἠρτημένον. 

ἐδρεΐη peritia XXII 86: ἰδρείῃ 
μέγαν ἄνδρα παρήλυϑες, ὦ Πολύδευ- 
di (vulg. iàg£y): ἐμπειρία xal τέχνῃ. 


op Hoe XXV 247: ἁρματο- 
ὮΝ ἀνὴρ πολέων ἴδρις ἔργων, cf. 


Od. VI 233 — XXIII 160: ἀνήρ ἴδρις. 

ἑδρύω colloco, statuo XVII 90: 
ἀντία δ᾽ Ἡρακλῆος ἕδρα Κενταυρο- 
φόνοιο ] ἵδρυται. 

ἱδρώς sudor XXII 119: σώρκες δ᾽ 
at —** gr. cvvífavov. l| 107: 
(ἐν δὲ —2 ἵδρώς μευ κοχύδεσκεν 
ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις cf. Il. XXIII 
115: κατὰ δὲ νότιος δέεν ἱδρώς. 

ἱερός (sg. ἱερός, -óv. f. ἱερῆς. n. 
ἵερόν, -oio, -óv. pl. ἵεροί, -àv, -ovc; 
foàv. — aeol. n. ἵερον XXVIII 7. igor 
XXVIII 4. — prima h. v. syllaba 
pev, ubicunque tertia syllaba 
revis est. 1 adi. sacer, divinus, 
de iis quae quum humana excedant 
in deorum potestate esse iudicantur, 
a diis oriuntur vel ad eos pertinent. 
Ber. 3: — ἀκρόνυχος ταύτῃ Oro 
ἱερὸν ἰχϑύν, cf. 1]. XVI 401: πέτρῃ 
ἔπι προβλῆτι καϑήμενος ἱερὸν ἰχϑύν 
| ἐκ πόντοιο (8c. ἕλκει). T 69: Ἄκεδος 
ἱερὸν ὕδωρ, οἵ. Vit 136. XXV 10: 
ἱερὸν θείοιο παρὰ ῥόον ᾿ἀλφειοῖο, cf. 
Il. XI 726: ἱκόμεσϑ᾽ ἱερὸν ῥόον ᾿4λ- 
φειοῖο. Od. X 351: ἔκ e ἱερῶν πο- 
τα — ΧΧΥ ττὸ: Ἄργεος ἐξ ἵεροῖο, 
ΧΥ͂Π 131: ἀϑανάτων ἱερὸς γάμος. 
XVI 29: Μουσάων δὲ μάλιστα τίειν 
ἱεροὺς ὑποφήτας. XXVIII 7: Νικίαν, 
Χαρίτων --- ἴερον φύτον. XVII 112: 
“ιωνύσου — ἱεροὺς κατ᾽ ἀγῶνας, ef. 
XVI 47. XXVI τ: ἱερὰ — ποπανεύ- 


9 


150 


uere Baccho sacrificanda. — 6. gen. 
XXV 130: (ταῦροι) ἱεροὶ Ἠελίοιο. II 
191: λεύκαν, Ἡρακλέος ἱερὸν ἔρνος. 
— de mortuo Ἐν. XIV 8: χαιρέτω 
οὗτος ὁ τύμβος, ρεῖς, ἐπεὶ Εὐρυμέ- 
δοντος | κεῖται τῆς ἱερῆς κοῦφος ὑπὲρ 
κεφαλῆς. — met. V 22: ἔστι μὲν οὐ- 
δέν | ἱερόν --- ἀλλά γέ τοι διαείσομαι: 
'nequaquam est divinum, singulare, 
difficile, (non est operae pretium)", 
se. τὸ διαείδειν σοι. παροιμία ἐπὶ 
τῶν μηδενὸς ἀξίων. Schol. — II 


subst. ἑερόν, igóv, aeol. ἦρον 1) 
sacrum, sacr ificium XXV 199: ἄϑα- 
νάτων τιν᾽ ἐίσκομεν ἀνδράσι πῆμα | 
ἱρῶν μηνίσαντα Φορωνείδῃσιν ἐφεῖναι, 
cf. Il. N 177: εἰ μή τις ,ϑεός ἐστι 
κοτεσσάμενος Τρώεσσιν | ἱρῶν μηνί- 
σας. — 2) nemus XXV 22: (ἀπόλλωνος 
νομίοιο) ἱερὸν “ἁγνόν, ef. Eur. Andr. 
1065: ἁγνοῖς ἐν ἱεροῖς Λοξίου. — de- 
lubrum. XXVIII. 4: ὅππᾳ Κύπριδος 
gov καλάμῳ χλῶρον ὑπ᾽ ᾿ἀπάλῳ. 


Ἰέρων Hiero II, Hieroclis filius, 
rex Syracusanorum ' XVI 80: ἐν δ᾽ 
αὐτοῖς Ἰέρων προτέροις ἴσος ἡρώεσσι 
| ξώννυται. 98: ὑφηλὸν δ᾽ Ἱέρωνι 
κλέος φορέοιεν ἀοιδοί. 108: αἰχμητὰν 
Ἱέρωνα. 

Uu 1) Act. iacio, mitto XXIV 105: 
τόξον δ᾽ ἐντανύσαι καὶ ἐπὶ σκοπὸν 
εἶναι ὀιστόν (vulg. ἐπίσκοπον εἶναι 
ὀιστῶν). — 2) Pass. v. Med. feror, 
nitor XXII 87: αὐτὰρ oy ἐν ϑυμῷ 
κεχολωμένος ἵετο πρόσσω ] χερσὶ τι- 
τυσχόμενος,͵ cf. Il. XIII 291: πρόσσω 
ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν. 
XXIV 26: ὁ δ᾽ ἐναντίος ἵετο χερσίν 
(e Mein. ^ Cobet. coni. scr. pro εἴς 
λετο v. ἔχετο; Ahr. et Ziegl. εἴχετο). 

᾿Ιησόνιος Iasonius XXII 31: &v- 
δρες ἔβαινον ᾿Ιησονίης ἀπὸ νηός.. 

'"Djoov lason, Aesonis filius, dux 
Argonautarum. XIII 16: τὸ χρύσειον 
ἔπλει μετὰ κῶας Ἰήσων. 67: τὰ δ᾽ 
Ἰήσονος ὕστερα πάντ᾽ ἧς. 

ἰητήρ medicus Ep. VII 9: (Ἶλϑε — 
ὃ τοῦ Παιήονος υἷός) ἰητῆρι νόσων 
ἀνδρὶ συνοισόμενος | Νικίᾳ. 

ἐϑυντήρ rector (pastor) Syr. 2: 
μαίας ᾿ἀντιπέτροιο $oov τέχες ἰϑυν- 
τῆρα: 'celerem rectorem Amaltheae 
h. e. Pana. 

i9: adv. rectà XIV 41: 
τήνα | ἰϑὺ δι᾿ ἀμφιϑύρω. 

ἔχᾶνος (aeol. pro ἵκανός) sufficiens 


ἔδραμε 


Ἱέρων --- [λάσκομαι 


XXX 24: παύσασϑαι δ᾽ ἐνίαυτος χαλ- 
ἕπας οὐκ ἴΐκανος νόσω] (Bergk. et 
A. Fritzschius pro οὐ χαλεπαὶ οὐκὶ 
v. οὐχὶ). j 

ἑκάνω (praes. ἱκάνω, -εἰς, -otg. ipf. 
ἵκανον) pervenio, adsum, c. acc. XXII 
141: τύμβον f4ovov ἀποφϑιμένου 
᾿ἀφαρῆος. ΧΧΥ 31. e. adv. XXII 60: 
πάλιν οἴκαδ᾽ (x&vowg. | XXVII 28: 
μνηστὴρ τεὸς ἐνθάδ᾽ ἵκάνω. XXV 
52. cf. Od. XI 160: Τροίηθεν ἀλώ- 
μενος ἐνϑαάδ᾽ ἱκάνεις. 


ἔκελος similis I 50: ἐς τόδε δῶμα 
περάσαι | μαινομένῳ ἴκελος, cf. ll. 
XXIV 758: κεῖσαι τῷ ἴκελος. 


ἑἱκνέομαι (praes. ἵκνεῖται, ἵν ἵκνεῦνται. 
aor. ind. ἔκεο, Ine(o), ἵκοντο; ci. 
ἴκωνται; Opt. ἱκοίμαν, ἵκοιτο; inf. 
ἱκέσϑαι. aor. ἃ v. («o derivatus 
i&ov) venio, pervenio, consequor, abs., 
c. àcc., c. praep. A) de animantibus- 
XXV.2928: δεδεγμένος ὁππόϑ'᾽ ἵκοιτο 
leo. XVI 12. 101 (var. ἐοέμαν). — 
XXV 258: πέσεν δ᾽ Oys πρὶν ἔμ᾽ 
ἱκέσθαι (Paley μ᾽ ἐφικέσθαι): *ante- 
quam ad me accederet". XIII 929: 
'Ἑλλάσποντον ἵκοντο. VII 62: εὔπλοος 
ὅρμον ἴκοιτο. — XIII 19: fuero a 
ταλαεργὸς ἀνὴρ ἐς ἀφνειὸν Ἰωλκόν. 
ΠῚ 13. XII 15. XVII 119: zhovocov 
τις ἀνὴρ ἱεροὺς κατ᾽ ἀγῶνας] ἵκετ᾽. 
XVIII 19: Ζανός τοι ϑυγάτηρ ὑπὸ 
τὰν μίαν ἵκετο χλαῖναν. XXV 84: 
ποτὶ τωὐλίον ἷξον ἰόντες. --- met, Ep. 
VII 3: ὅς μὲν (Aesculapium) ἐπ᾿ ἦμαρ 
ἀεὶ ϑυέεσσιν 6 ἵκνεῖται: adit, veneratur. 
I 20: τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον 
ἵκεο Μοίσας: 'ad praemia carminis 
bucolici pervenisti" ; ef. Od. VII 226: 
οὐδ᾽ ἐπὶ γῆρας I: ἵκετ᾽. — 2) de rebus, 
XXII 195: φοίνικα δ᾽ ὅσον λόφον 
ἵκετ᾽ ἀκωχή. XIII 59: ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο 
φωνά | ἐξ ὕδατος. II 69: φράξεό μευ 
τὸν ἔρωϑ'᾽ ὅϑεν ἵκετο, πότνα Σελάνα, 
qui versus repetitur II 75. 81. 87. 93. 
99. 105. 111. 117. 123. 129. 135. de tem- 
pore XXV 28: ἐπὴν ϑέρος ὥριον £193. 


ἵλαος placatus, propitius V 18: 
(Νύμφας,) αἴτε μοι ἵλᾶοί τε καὶ εὖ- 
uevésg τελέϑοιεν. XXVII 15: χαιρέτω 
& Παφία' μόνον ἵλᾶος Ἄρτεμις εἴη. 
Media syllaba iam apud Hom. anceps. 

ἑλάσχομαι placo mihi (deos) Ep. 
XIII 1: 7 Κύπρις οὐ πάνδημος. ἵλαά- 
cxto τὴν ϑεὸν εἰπών | οὐρανέην. 





 dAtóg v. εἰλεός. — 
Out ius sum, ipr. XV 143: 
ἴλαϑι oc abc re ! 
᾿Ιλεώς Iliaca XXII 220: (ὑμνήσας 
— νῆας Ayeióv) Ἰλιάδας τε μάχας. 
Rr Ilium XXII 217: 
(9E GGUV,) διέπερσαν ἀρήγον- 
Ilus, Dardani filius, Phryx 
XVI 75: ἐν πεδίω "Ae EC 091 Φρυ- 
» gis "ie Ἴλου, cf. Il. XI 166: παρ᾽ 
σῆμα παλαιοῦ “αρδανίδαο. 
ipág (pl. ἱμᾶσι(ν), ἱμάντεσσιν ; (udv- 
τας) lorum 1) currüs XXIV 122: à 
— διέλυσαν ἱμάντας, cf. 
186: Ayr δ᾽ ἐλέλυντο fu&v- 
τῶν. --- 3) retinendas vaccas 
102: ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐυτμή- 
τοισιν ἱμᾶσι | κωλοπέδιλ᾽ ἀράθισκε 
ἐγγὺς ἀμέλγειν, cf. Il. X 
507: ἵππους uiv κατέδησαν ἐυτμή- 
τοῖσιν ἱμᾶσιν | φάτνῃ ἐφ᾽ ἱππείῃ. — 
3) caestus, quo utebantur pugiles 
XXII 3: (φοβερὸν Πολυδεύκεα πὺξ 
ἐρεϑίξζειν) χεῖρας ἐπιξεύξαντα μέσας 
w ἱμᾶσιν, cf. Il. XXIII 394: 
ὕππως τὸ πρῶτον τανύσῃ βοέοισιν 
ἄσιν. XXIV 111: (πύκται) δεινοὶ 
ἱμάντεσσιν, quae forma eodem ver- 
sus loco leg. Il. VIII 544: δῆσαν δ᾽ 
1 — XXII 108: στερεοῖς ϑεί- 
vovttg ἱμᾶσιν. 68. 81. 
ἱμείρων desidero, opto, c. gen. XXII 
145: mem τί μάχης ἱμείρετε; c. 
inf. XXV 188: οὐ μὲν γάς κε τοσόνδε 
— χνώδαλον εὕροις | ἱμείρων ἰδέειν. 
N Himera, fluvius Siciliae 
(Fiume Salso) V1 25: (δρύες In£oa «frc 
L ὕχϑαισιν ποταμοῖο. voc. 
v 124: Ἱμέρα, ἀνθ᾽ ὕδατος ῥείτω γάλα. 
tg desiderium movens, er- 
ἔοισι 


3 optates VIL A pue —— 
ρύεντα Φαλῖνον. Apu om. 
| Mo 






rebus non dicitur. 

| desiderium, appetitus XVI 
65: αἰεὶ δὲ πλεόνων ἔχοι ἵμερος «v- 
τόν. plur. XVIII 37: Ἑλένα, τᾶς πάν- 
τες ἐπ᾿ ὄμμασιν ἵμεροι ἐντί: cupidines. 
l ἐμερόφωνος suavi voce praeditus, 
- suaviloquus, aeol. XXVIII 7: Nixéav, 
.. Χαρίτων ἱμεροφώνων ἵἴεροι φύτον. 
1 — ἱμερόεις Ep. ΠῚ 4: 
Tom et κισσὸν ἐκ μερτῷ κρατὶ 
( καϑαπτόμενος. 
ἕνα 1) adv. ubi XXV 61: (τοι ἦγε- 





ἱλεὸός — ἱππεύς 


131 


μονεύσω) αὖλιν ἐφ᾽ ἡμετέρην, ἵνα 
xt» τέτμοιμεν ἄνακτα. — 3) coni. μέ, 
c. ei. aor. XXV 111: εἴπ᾽ dys νῦν 
τον, ἵνα γνώω κατὰ ϑυμόν. 
XVII 10. 12. 47. 
ἐνδάλλομαι similis videor XXII 
38: af δ᾽ ὑπένερϑεν | λάλλαι κρυστάλ- 
io ἠδ᾽ ἀργύρω ἰνδάλλοντο. 'Alio at- 
que Hom. significatu verbum Th. ad- 
hibuit, nisi forte cum Aristarcho Il. 
XVII 214: μεγαϑύμω Πηλείωνι le- 
gere vis' et Od. III 246: ἀϑανάτοις. 
ἰνίον cervir XXV 264: (τὸν uiv) 
αὐχένος ἀρρήχτοιο παρ᾽ ἰνίον ἔφλασα 
προφϑάς: 'propter medullam oblon- 
S— τὸ ὄπισϑεν τοῦ αὐχένος. 
loss, cf. H. V 73: βεβλήκει κεφαλῆς 
κατὰ ἰνίον. 
᾿Ινώ Ino, Cadmi filia XXVI 1: Ἰνὼ 
χαὐτονόα χὰ μαλοπάρανυος ᾿4γαύα. 22, 
ἐξύς lumbus XXV 246: παντόϑεν 
εἰληϑέντος ὑπὸ λαγόνας τε καὶ ἰξύν. 
XXII 109: ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἐς στῆϑός τε 
καὶ ἰξὺν χεῖρας ἐνώμα (ἔξω vulg. 
iov viola X 28: καὶ τὸν ἴον μέλαν 
ἐστὶ καὶ & γραπτὰ ὑάκινϑος, cf. Verg. 
Ecl X 39: et ni violae sunt et 
vaecinia nigra. XXIII 29: καὶ τὸ iov 
καλόν ἐστιν ἐν εἴαρι. 1 132: νῦν 
δ᾽ ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ 
ἄκανϑαι. 
ἰὸς sagitta XXV 238: ὑπὸ βύρσαν 
ἔδυ πολυώδυνος ἰός. 3218: περὶ δ᾽ 
ἰὸν ἐχέστονον εἶϑαρ ἔβησα. 306: κέ- 
ρας ὑγρὸν ἑλὼν κοίλην τε φαρέτρην 
| ἰῶν ἐμπλείην, cf. Od. XXII 2: ἔχων 
βιὸν ἠδὲ φαρέτρην | (v ἐμπλείην. 
lóg 1) eirus XXlV 19: βαρὺν δ᾽ 
ἐξέπτυον ἰόν (οἵ δράκοντες). — 3) 
rubigo XVI 16: πᾶς --- πόϑεν οἴσεται 
ἀϑρεῖ) ἄργυρον, οὐδέ κεν ἰὸν ἀπο- 
τρίψας τινὶ δοίη: τὸν τοῦ ἀργύρου 
ἰόν. Schol. 
ἰοστέφανος violis coronatus Syr. 
1: Μοίσᾳ — ἰοστεφάνῳ. 
ἴουλος lanugo, pili molliores ge- 
narum XV 85: πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ 
κροτάφων καταβάλλων. 
ἑππάλέδας tris rei peritus, 
vir equester XXIV 126: ἱππήεσσι κε- 
λεῦσαι | Κάστωρ ἱππαλίδας δέδαεν. 
v. Κάστωρ. 
ἵἕππειος equinus XVI 81: ἵππειαι 
δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔϑειραι, cf. ἢ. 
XV 531: ἵππειον — 
ἑππεύς eques XVII 93: πολλοὶ δ᾽ 
9* 


132 


ἱππῆες, πολλοὶ δέ μιν ἀσπιδιῶται | — 
ἀμφαγέρονται. XXIV 126: ἱππήεσσι 
κελεῦσαι] “Κάστωρ ἵἱππαλίδας δέδαεν. 
XXII 24: ἱππῆες Castor et Pollux. 

ἑππήλᾶατος equitabilis, ubi equi 
agitantur XXII 156: ἱππήλατος, Ἦλις. 
ΧΧΙΝ 129: λαβὼν ἱππήλατον Ἄργος, 
cf. Od. XIII 242: οὐχ ἵππήλατός ἐστι 
Ithaca. 

ἑππόβοτος equos alens XXIV 121: 
Ἄργει àv — ut Od. IV 
562; cf. Hor. Od. I 7, 9: aptum — 
equis Argos. 

ἑπποδ εὠχτας qui equos agitat XIV 
12: 0 Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας | zs. 

ixzóxouoc pilos equinos habens 
XXII 193: ἱππόκομον τρυφάλειαν, cf. 
Il. XII 339: ἱπποκόμων τρυφαλειῶν. 

ἑππομᾶνές hippomanes, planta in- 
sanam movens cupidinem 1l 48: ἕπ- 
πομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ Ando τῷ 
δ᾽ ἐπὶ πᾶσαι | καὶ πῶλοι μαίνονται 
ἀν᾽ doro καὶ ϑοαὶ ἵπποι. “βαθρί5- 
sime in re magica ἢ. commemoratur." 


'"Ixnxou£raqco Hippomenes, *Megarei - 


filius, Atalantam ope malorum au- 
reorum, quae a Venere acceperat, in 
currendo vicit et victam in matri- 
monium duxit?. III 40: ἹἹππομένης 
ὅκα δὴ τὰν παρϑένον ἤϑελε γᾶμαι, | 
μᾶλ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν. 
ἔππος (sg. ἵππος, -ov. pl. ἵπποι 
m. f, των, -ovc; aut in primo aut in 
sexto hex. pede.) equus, equa 1) uni- 
verse XV 40: ovx ἀξῶ τυ, τέκνον. 
Μορμώ --! δάκνει ἵππος: *horse bi- 
ies'; infantem terrere yult mater. II 
49: πῶλοι — καὶ ϑοαὶ ἵπποι. XVI 
67: πολλῶν ἡμιόνων τε ual ἵππων, 
cf. Il. XXIV 350: στῆσαν ἄρ᾽ ἡμιόνους 
τε καὶ ἵππους. — XV 58. — ,2) equus 
bellator XXII 7: ἵππων 9 αἱματόεντα 
ταρασσομένων xo ὅμιλον. — 8) equus 
vectarius XVIII 30: (κόσμος) ᾿ἄρματι 
Θεσσαλὸς ἵππος. cuius imprimis in 
certaminibus usus est XVI 46: τιμᾶς 
δὲ καὶ ὠκέες ἔλλαχον ἵπποι, | of σφι- 
σιν ἐξ ἱερῶν στεφανηφόροι ἦλϑον 
ἀγώνων. XVI 72. XXIV 117. quo re- 
feruntur etiam XV 51: τοὶ πολεμισταί 
| ἵπποι τῶ βασιλῆος: 'die Parade- 
pferde' ; dueuntur enim in pompa equi 
ad certamen destinati. — 4) equi 
aurorae et solis ll 147: σάμερον, 
ἁνίκα πέρ TE ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον 
ἵπποι | ᾿Δῶ τὰν δοδόπαχυν ἀπ᾿ Ὠκεα- 
voio φέροισαι, cf. Od. XXIII 246: 
Λάμπον καὶ Φαέϑονθ᾽᾽, oiv. "Hà πῶ- 


—— — ἶσος 


λοι ἄγουσιν. XXV 85: Ἠέλιος μὲν 
ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους. 


ἹἽπποτίων Hippotio X 16 — VI 
[41]: (& Πολυβώτα, )g ἃ πρᾶν ἀμάντεσσι 
παρ᾽ ἹἹπποτίωνί ποι ᾿ αὔλει (pro Ἵππο- 
κίωνι, ἹἹπποκόωνι, Ἱπποκόωντι secun- 
dum Philet. ser. Ahr.). 

Ἱππῶναξ Hipponaz iambographus 
Ep. XXI 1: ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ᾽ 


Ἱππῶναξ κεῖται. 


ἕπταμαι salio, ruo XXIII 59: λα- 
Ἱνέας δέ  ἵπτατ᾽ ἀπὸ κρηπῖδος ἐς 
ὕδατα. 

ἴἔπτομαι laedo Ad. 18: πάντων 
κάκιστε ϑηρῶν, τὺ τόνδε μηρὸν ἔψω; 
cf. ll. I 454: μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν 
Ἀχαιῶν. 


ἴρηξ accipiter IX 81: τέττιξ μὲν 
τέττιγι φίλος, μύρμακι δὲ μύρμαξ | 
ἴρηκες δ᾽ ἴρηξιν. 

Ἶρις Iris XVII 188: ἀδνὸν δὲ 
στόρνυσιν ἰαύειν Ζηνὶ καὶ e |— 
[Fu παρϑένος] Ἶρις, ubi A ἀκ ὁ τὰ 
schius pro inepto ἔτι παρϑένος seri- 
ptum esse existimat λέχος ὠκέα (vel 
ἐπιδέμνιον). 

ἐρος v. ἑερός. 

ἔς 1) nervus I 43: ὧδέ of ὠδήκαντι 
κατ᾽ αὐχένα πάντοϑεν iveg | καὶ πο- 
λιῷ πὲρ ἐόντι. — 2) impe fus XXV 
93: τόσα (νέφη) — solvit | ὃς ἀνέ- 
μου, cf. Il. XV 882: ὁππότ᾽ ἐπείγῃ | 
ig ἀνέμου. 

ἔσῶμιε scio, novi XIV 84: ἐγώ, τὸν 
ἴσας τύ V 119: καλῶς μάλα τοῦτό 
γ᾽ ἴσαμι. XV 146: ὀλβία ὅσσα ἴσατι. 
64: πάντα γυναῖκες ἴσαντι. v. οἶδα. 


ἰσαυδής cognominis Syr. 9: ὃς 
σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα Ι Παπποφό- 
vov: dieitur Pan, 'qui exstinxit su- 
perbiam cognominem illo viro, qui 
avum suum interfecit (Perseo), h. e. 
qui exstinxit exercitum Persicum". 
ioxc loquor (sag-e, in-sec-e) sg. 
ipf. XXII 167: ἔσκον τοιάδε πολλά. 
ἐσόξῦγος iugum pariter ferens ΧΙ] 
15: ἀλλήλους ἐφίλησαν ἰσοξύγω (e 
Brunckii coni. ser. pro ἔσῳ ξύγῳ). 
ἰσομάτωρ matri parilis (magni- 
tudine) VIII 14: μόσχον ἐγὼ ϑησῶ" 
τὺ δὲ ϑές «γ᾽ ἰσομάτορα ἀμνόν. 
ἐσοπᾶλής pretio par V 29: ἀλλὰ 
γὰρ οὔ τοι | ὥριφος ἰσοπαλής, τυϊδ᾽ 
τράγος οὗτος. ἔρισδε. 
ἶσος, ἔσος (sg. τα. ἴσος (1), ἴσος (2); 


e^ 








À E Ld ror e "TRES 
TUER WV MEIN TUN WIR Y Xd D 


— 


TNNT. 





ἶσον (3), ἴσον (2). f. σᾶ (1), ἴσᾶ (1); 
n. ἴσου; ἶσον (4), ἴσον (2). — 
pl. a. ἰσία)) aequalis, par, abs., c. dat., 
καί, ὅσσος. VIII 19 — 22: λευκὸν 
, ἴσον κάτω, ἶσον &vo- 
πῶς -- τάδ᾽ ἔσσεται ἐξ 

iggs. coni. ἔσω) &u£v;: 
. AIV ἃ XXIII 1. — 
αὐτοῖς Iíoov προτέ- 
661 | ξώννυται. II 110: 
καλὸν χρόα πάντοϑεν 
. XII 36. XIX 7. XXI 64. 
7. — XVI 60: ἶσος ὁ μόχϑος 
κύματα μετρεῖν — καὶ φιλο- 
βεβλημένον ἄνδρα παρελὺ εἶν. 
ἶσον “ωριέεσσι νέμων γέ- 
— | ὅσσον (vulg. ἴσον) καὶ Ῥή- 
ἄναξ ἐφίλησεν Anóliov. — 
ἶσον, ἴσον, ἴσα pro adv. XVIII 


1: ἶσον facia | ἀλλάλων. sequ. 
dat. II 107. 19 (ci). καί XVII 135. 
TOL 


1 


B 


.- 


E 
r 


: 

8: 
i 
* is: 


, 


" 


ΣΗΣῈΞ 
τ 


H 


13 


σι 


aequiparo VII 30: καί- 
(vulg. καί rot) κατ᾽ ἐμὸν νόον 
ἰσοφαρίξειν | ἔλπομαι (sc. σοί), cf. II. 
101: οὐδέ τις oí δύναται μένος 
εἰν. 
ἴσπνξλος amator Xll 18: ὁ μὲν 
ἴἔσπνιλος, φαίη χ᾽ ὡμυκλαϊάξων, uad 
Ahr. coni. scr. pro εἴσπνηλος, 'imita- 
tur enim poeta itacismum hominum 
Amyclaeorum'. 
ἔστημιε (act. fut. dor. στᾶσῶ. aor. 
I Zerác(s) aor. Il ind. ἔστη, ἔσταν. 
ipr. στᾶϑι. part. στάς, στάντες. pf 
dor. ἑστάκαντι. plpf. εἴστήκει, Eorá- 
sav. — med. pr. ἵσταται. fut. στασῇ. 
aor. ἐστήσατο, ἐστάσατο, -αντο. στή- 
carro) ] trans. statwo, colloco, pono 
V 583: στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν Aev- 
κοῖο γάλάκτος | ταῖς Νύμφαις, στασῶ 
δὲ καὶ ἁδέος ἄλλον ἐλαίω. V δ8; cf. 
Verg. Ecl V 67: pocula bina novo 
spumantia lacte quotannis | crateras- 
duos statuam tibi pinguis olivi. 
by. XX 6: τοῦτον δ᾽ αὐτὸν ὁ δᾶμος 
— | ἔστασ᾽ ἐνθάδε γάλκεον ποιήσας. -- 
Med. de meo v. in meum usum sta- 
wo, colloco, pono VII 150: κρατῆρ᾽ 


3 


Ἡφακλῆι γέρων ἐστήσατο (var. ἐστά. 


apud se hospitaliter exceperat, XVIII 
πρόσϑε νεογράπτω ϑαλάμω χορὸν 

, €f. Apoll. Rhod. II 703: 

εὐρὺν χόρον — Ber. 5: καί 
κε λίνα στήσαιτο καὶ ἐξερύσαιτο ϑα- 
λάσσης | ἔμπλεα. met. XVII 99: πε- 


"eel Χείρων: apposuit Herculi, bem 
3: 


ἰσοφαρίξω — ἱτέϊνος 


133 


fog ἐν ἀλλοτρίαισι βοὰν ἐστάσατο 
κώμαις: excitavit, sustulit, — II in- 
trans. sto, consisto, accedo et consisto 
L 111: αὖϑις ὅπως στασῇ “Διομήδεος 
ἄσσον ἰοῖσα: 'quin consiste iterum". 
XXIII 38: στᾶϑι δὲ xal βραχὺ κλαῦ- 
σον, cf. Ep. XIX 1. XXIII 48: ἀλλὰ 
στὰς τόδε λέξον. XXII 98. XXV 959. 
Ep. V 5. XXV 101: εἴστήκει παρὰ 
βουσίν. — de rebus XXVII 44: δεῖ- 
ξον —, ὅπῃ σέϑεν ἵσταται αὖλις. XIII 
94: ἀφ᾽ à τότε χοιράδες ἔσταν: im- 
motae stabant. XV 82: ὡς ἔτυμ᾽ 
ἑστάκαντι καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδινεῦνται: 
sc. figurae in tabulis expictae. XXII 
49: ἐν δὲ μύες στερεοῖσι βραχίοσιν — 
| ἕστασαν ἠύτε πέτροι ὁλοίτροχοι. 
ἑστίον velum XXII 18: κρέμαται 
δὲ σὺν ἱστίῳ ἄρμενα πάντα | εἰκῇ 
ἀποκλασϑέντα. XIII 69: ἵστέα δ᾽ ἡμέ- 
ϑεοι μεσονύκτιον ἐξεκάϑαιρον. 
ἑστός iugum textorium XVIII 33: 
οὔτ᾽ ἐνὶ δαιδαλέῳ πυκινώτερον ἄτριον 
ἱστῷ | κεκρίδι συμπλέξασα μακρῶν 
ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων. ΧΥ͂ 35: λέγε 
μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἵστῶ; 
ἐσχάς carica (ficus arida) I 147: 
ἀπ᾿ Aly(lo ἰσχάδα τρώγοις | ἁδεῖαν. 
ἐσχίον femur VI 80: (κύων) ἐκνυ- 
ξεῖτο ποτ᾽ ἰσχία δύγχος ἔχοισα. 
ἐσχνος macer, vegrandi macie tor- 
ridus X 26: Βομβύκα χαρίεσσα, Xvoav 
καλέοντί rv πάντες, | ἰσχνών, ἁλιό- 
καύστον, cf. Synes. Ep. 61: Σύρος τὸ 
γένος, μέλας τὸ χρῶμα, τὸ πρόσωπον 
ἰσχνός. 
ἔσχω 1) teneo, cohibeo VII 54: yó- 
ρίων ὅτ᾽ ἐπ᾿ ὠκεανῷ πόδας ἴσχει: 
*quum Orion supra oceanum gressum 
suum cohibet (cf. XXV 221), ἢ, e. 
quum Orion (mane, mense Novembri) 
occidit. — 2) teneo, habeo Ep. IV 
17: ἄρνα τὸν logo | σακίταν. ---- met. 
XXIV 35: ἄνσταϑ᾽ AugirQvov' ἐμὲ 
γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν (Paley ἔσχεν). 
ἔσως fortasse, forsitan, sequ. 1) ind. 
fut. XII τὸ: εὑρήσεις Γαλάτειαν ἴσως 
καὶ καλλέον᾽ ἄλλαν. VI 81. — 9) ind, 
aor. €. ἄν IX 24: (κορύναν) αὐτοφυῆ, 
τὰν οὐδ᾽ Qv ἴσως μωμάσατο τέκτων. 
— 8) opt. aor. c. xe 11] 39: καί κέ 
μ᾽ ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντίνα 
ἐστί. « 
ἑτέϊνος salignus XVI. τὸ: ἀχϑό- 
μένοι σακέεσσι βραχίονας ἱτεΐνοισι, 
cf. Verg. Aen. VII 632: flectuntque 


134 


salignas | umbonum crates, h. e. *scuta 
de vimine facta, coriis inductis". 

ἴυγξ iynxz torquila, le torcol, 
Wendehals II 17: /vy£, ἕλκε τὺ τῆνον 
ἐμὸν mori δῶμα τὸν ἄνδρα, qui ver- 
sus repetitur II 22. 27. 32. 37. 42. 
47. 52. 57. 63. Haec avis quum ca- 
put et collum celeriter reflectere et 
cireumrotare possit, veteres magicam 
quandam vim ei inesse credebamt 
(φασὶν αὐτὴν ἐν τῇ φύσει ἔχειν ἐρω- 
τικὴν πειϑώ. Schol); quamobrem in 
incantationibus rotae (ῥόμβος v. 30) 
illigabant eamque celeriter in ean- 
dem partem versabant. 

tvxt& (aeol pro ἐυκτής) qui ar- 
guta, clara voce canit VIII 30: πρᾶ- 
vog δ᾽ ὦν τάδ᾽ ἄειδε λαχὼν ἰυκτὰ 
Μενάλκας (ἰυγκτὰ Ziegl e lemm. 
Schol. k): λιγύφϑογγος. Schol. 

iq9uuoc viribus pollens, fortis, 
potens XVII 110: πολλὸν δ᾽ ἐφϑέμοισι 
δεδώρηται βασιλεῦσι. 128: αὐτός v 
ἰφϑίμα τ᾽ ἄλοχος: Ptolemaeus et Ar- 
sinoe, cf. Il. V 415: ἐἰφϑέμη ἄλοχος 
Διομήδεος. 

᾿Ιφικλέης Iphicles, Amphitryonis 
et Alemenae filius, Herculis frater 
XXIV 25: (εὐθὺς ἄυσεν) Ἰφϊκλέης. 
2: wvxtl νεώτερον ἸΙφιαλῆα. — 60: 
ἀκράχλοον "IgixAqa. 

ἐχϑύς (sg. ἐχϑύς v. -ῦς, -voc, -vv 


κἄν. χε. 

κἀγκᾶνος aridus XXIV. 81: καγ- 
κανὰ δ᾽ ἀσπαλάϑω ξύλ᾽ ἑἕτοιμάσατ᾽ 
ἢ παλιούρω, cf. Il. XXI 364: ὑπὸ δὲ 
ξύλα κάγκανα κεῖται. 

καδ v. κατά. ᾿ 

Καδμεῖος Cadmeus XXVI 35: 
qeíoo, δ᾽ εὐειδὴς Σεμέλα καὶ ἀδελ- 
φεαὶ αὐτᾶς | Καὸμεῖαι. 

καϑ'αιρέω 1) detraho, decerpo 11] 
10: ἠνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω᾽ τηνῶ 
δὲ καϑεῖλον, ὦ μ᾽ ἐκέλευ καϑελεῖν 
τύ. V 91: (φάσσαν) ἐκ τᾶς ἀρκεύϑω 
καϑελών. — 2) per vim deprimo, op- 
primo XXI 115: πῶς δ᾽ ἂρ δὴ Διὸς 
υἱὸς ἀδηφαγον ἄνδρα καϑεῖλεν; — 
3) comprehendo V 132: οὐκ ἔραμ᾽ 
᾿Δλκίππας, τι μὲ πρᾶν οὐκ ÉquAn68 | 
τῶν ὦτων καϑελοῖο᾽, οἵ. Tibull..lI 5, 
91: natusque parenti oscula compren- 
sis auribus eripiet. 


ἴυγξ — καϑαρός 


v. τῦν, ἰχϑύν XXI 49; ἰχϑύα XXI 45 
pl. ἰχϑύας. plerumque in exitu hex.) 
piscis XXI6: ἰχϑύος ἀγρευτῆρες. 42: 
καϑεζόμενος δ᾽ ἐδόκευον | ἰχϑύας. 
Ber. 3: σφάξων ἀκρόνυχος ταύτῃ ϑεῷ 
ἱερὸν ἰχϑύν, cf. Il. XVI 407: πέτρῃ 
ἐπὶ προβλῆτι καϑήμενας ἱερὸν ἐχϑύν 
| ἐκ πόντοιο ϑύραξε λίνῳ καὶ ἤνοπι 
χαλκῷ (sc. ἕλκε). — XXI 52: ἀνείλ- 
κυσὰ χρύσεον ἰχϑύν (var. ἰχϑῦν). 49: 
πῶς μὲν ἕλω μέγαν ἰχϑὺν ἀφαῦυρο- 
τέροισι σιδάροις (Ziegl. e coni. Mein. 
ἰχϑύ᾽). A5. 64. 63. 66. 

ἔχνϊον vestigium XXV 216: οὐ- 
δενὸς ἴχνια τοίου | φρασϑῆναι δυνά- 
μὴν (sc. λέοντος). : 

ἔχνος vestigium XVII 122: ὧν ἔτι 
ϑερμὰ κονία | στειβομένα καϑύπερϑε 
ποδῶν ἐκχμάσσεται ἴχνη: quorum ad- 
hue calida pedum vestigia refert pul- 
vis superne calcatus'. 

i«) io, heus exclamantis est atque 
appellantis V 66: (à ξένε, μικκὸν 
ἄκουσον | τεῖδ᾽ ἐνθών. 

᾿Ιωλκός lolcus, urbs "Thessaliae 
XIII 19: ἵκετο χὡ ταλαεργὸς ἀνὴρ ἐς 
ἀφνειὸν Ἰωλκόν. 

icxuóg persecutio XXV 279: (δέρ- 
po) ἕρκος ἐνυαλίου ταμεσέχροος ἰω- 
χμοῖο. v. ἐνυάλιος. 


K 


καϑαίρω flagris caedo V 118: 
μάν ποκα τεῖδέ vv Oxjoag | Eopagídas 
ἐκάϑηρε (var. ἐκάϑαρε): ἐμαστίγωσεν. 
Schol. 

xc 9«zxvo 1 Act. alligo, irretio Ad. 
11: χὡ μὲν βρόχῳ καϑάψας ἔσυρεν 
αἰχμάλωτον. ---- 1I Med. 1) mihi alligo, 
redimio me Ep. ΠῚ 4: (Πρέηπος) κισ- 
σὸν ἐφ᾽ ἵμερτῷ κρατὶ καϑαπτόμενος. 
— 9) tango, demulceo XVII 65: φᾶ 
δὲ καϑαπτομένα βρέφεος χείρεσσι 
φίλῃσιν. 

καϑ'αρός 1) purus, nitidus XV 36: 
πλέον doyvoío καϑαρῶ μνᾶν | ἢ δύο 
(sc. ἀνάλωσα). XXIV 39: (οἵ δέ τε zoi- 
χοι) πάντες ἀριφραδέες καϑαρᾶς ἅπερ 
ἠριγενείας, cf. Hor. Od. IIl 29, 45: 
sole puro. XXIV 94: καϑαρῷ δὲ 
πυρώσατε δῶμα ϑεείῳ, cf. Tibull. I 
5, 11: ipseque te circum lustravi sul- 
fure puro. Plin. H. N. 35, 50: habet 





XXI 42: xa9- 
LA pose | ἰχϑύας. 
. καϑεύδει, τοις, τειν, 
κάθευδε. ubique in exitu 
VII 22: ἁνέίχα δὴ καὶ 


(20 C0. i 
| — ἐν αἷμα ϑεύδ 
αἰμασιαῖσι καθεύδει. 110: 
ἐν κνίδαισι καϑεύδοις. ΧΧῚ 35: de 
XX 39. 45. — met. XV 98: 
πάλιν αἴ γαλέαι μαλακῶς χρήξοντι 
χαϑεύδειν; *eunctanti. ancilae Pra- 


.  xinoa exprobrat 
usa locutione'. 


—— 1) sedeo ΧΙ 64: ὥσπερ 

ἐγὼν νῦν ὧδε καϑήμενος. met. l 18: 

καί of ἀεὶ δριμεῖα χολὰ mori ῥινὶ 

— quietus sedeo. VI 8: καὶ 

τύ νιν οὐ ποθόρησϑα, τάλαν τάλαν, 

ἀλλὰ κάθησαι | ἁδέα συρίσδων. -- 3) 

versor, commoror ll 98: τηνεὶ γὰρ 
φοιτῇ, τηνεὶ δέ οἵ ἁδὺ καϑῆσϑαι. 

considere iubeo, colloco 

XH 28: xo(av δὲ χαϑιδρυνϑέντες 


ἐς ᾿ἀργώ 
' —— (act. aor. dor. ci. καϑέξῃ. 


part. καϑίξας. — med. pr. καϑέζευ) 
consido, sedeo V 32: aor dor, | τεῖδ᾽ 
ὑπὸ τὰν κότινον καὶ τἄλσεα ταῦτα 
καϑέξας. 1 12. — I 51: οὐ πρὶν ἀν- 
ησεῖν | — πρὶν 5 ἀκρατισμῶ ἐπὶ 
ξηροῖσι καϑίξῃ: 'non prius se disces- 


suràm quam ille ad siccum ientacu- 
lum consederit h. e. siccus, ieiunus, 
impransus fuerit — Med. XV 3. 


| OEpOXXLA 

: M, AOT. intr. subsisto XX1I 
: εἷς ἑνὶ χεῖρας ἄειρον ἐναντίος 

2 καταστάς. 


iem proverbiali 


καϑύπερϑε superne XVII. 122: 
apti in στειβομένα καϑύπερϑε. 

Pb superior XXIV 97: 

c δ᾽ ἐπιρρέξαι καϑυπερτέρῳ ἄρ- 


σενα χοῖρον, | δυσμενέων αἰεὶ καϑ- 
| ὡς τελέϑοιτε. (de II 60 v. 
vaderteos) 


: EL add, ρων 
primo, minus saepe in secundo et 


be hex. pede, perraro in reliquis 
ge si in thesi — id quod 


saepius —, rarius καί lon- 


met (in (Δ eeoundo et tertio pede, 
m in primo et quarto); ple- 


καϑέξομαι — καί 


135 


rumque ante vocalem leg. correptuni, 
maxime in exitu tertii, quinti 
Lr et in medio tertio et quarto, 
nam in exitu quarti. — in hiatu 
sm of I 18. XVII 17. XXIV 121. 
XXVIII 23. — per crasin xal ,Cou- 
lescit A) cum vocali 1) «: κἄμμε, 
κἄμμες, χὰ, χἁμῖν, χἀλκυόνες, xd κάμφι- 
στειλαμένα: ἐς τῷ (καὶ ἐν), κἀν ᾿ (xol 
dvd), κἄν (καὶ ἄν), κἄν (xai ἄν); 
κἀντιγένης, χἀντιφιλήσο v, κἀνυπό- 
δητος, κάχώ. 3) εἰ κἠγώ»), κ 
κήμαυτόν; κήκ, κήν, κήδωκε, κήνι- 
avroic, κἠξαπίνας, κἀξήγειρε; ᾿χἠπεί, 
κἤπειτα: s xri, χκἠπιδέξιος, κἠπέγραψε, 


xng&mt ; χἄτερα, x € 8) ο: χὼ, 
χώσους, χῶταν, χῶτι. ὑμές, 
χὑμνοθέτης. 5) η: ph, αν, τὰ —— 
6) «e: κὥῴχετ᾽, χὼώς. 


diphthongo, 1) «t: καὶ, καῖκα, "ule- 
μόρω, αἴ, 2) «v: xa ord , xara; 
καὐτονόα. 3) εἰ: κεί, κεῖσε; κεῖς; 
κεῖπε, xtip . 4) ευ: Ln κεὐϑύς. 
5) 0t: κοἰκτίρμονος, oí. 6) ου: κού, 
χοὐδέ, κοὐδέν, κοὐδέπω, κοὔποτε, 
κοὔπω, κοὔτε, κοῦτι, κοὔτοι; χοῦὗτος, 
χοὕτω. — ΟἹ cum duabus vocalibus 
1) 9, «: χὥδωνις τ- καὶ ὃ davis), 
χώνήρ. 2) 0, €: χὧὼκ, ζὼμό μός. 8) ὁ. ὦ 

1o0íov.) I part. copulativa: et, atque, 
que; coniunguntur autem ΑἹ singu- 
lae voces 1) duo substantiva non 
raàro sensu quodammodo inter se 
cohaerentia XVII 133: Ζηνὶ x. Ἥρῃ. 
Ep. XIX 4: a£. Moicat Ge ὃ “ἅλιος 
Ἀπόλλων. IX 18: πατρὸς x. ματρός, 
cf. VIII 16. XVII 123. 1 75: δαμάλαι 
x. πόρτιες. 121: ταύρως x. πόρτιας. 
118: Agétowga x. ποταμοί. XIII 67: 
οὔρεα x. δρυμώς XXII 32: ϑῦνα x. 
ἀκτήν. XXV 918: βουσὶ x. ἔργοις. 
Π 90: ὄστια x. δέρμα. Ep. XX 8: 
μησὶν κήἠνιανυτοῖς. XII 11: νυκτὶ x. 
ἠοῖ. WM ὩΣ δέκ᾽ ἄματα *. δέκα νυ- 
κτας. * ΧΧΙΠ 1: ἀστοῖς x. ξεί- 
vow, XVIII 55: φιλότητα x. πόϑον. 
IV 8: βέην x. κάρτος, cf. e. g. Od. 
XVIII 139. — praeterea I 23. ?7. ΠῚ 
14. 99. V 56. VI 1. VII 115. 116. 
141. 157. VIII 38. 37. X 34. 55. XI 
41. 51. 70. XIII 57. XIV 42. XV 16. 
21. 58, 141. XVI 34. 103. XVII 33. 
49. XVIII 36. XXI 67. XXII 2. 98. 
32. 46. 51. 140. 143. 173. 193. XXIII 
12. XXIV 2.128. XXV 254. XXVI 26. 
35. XXVII 33. XXX 32. Ep. I 1. 
ΠῚ 3. XII 2. repetitur praepositio in 
altero membro IX 18: πρὸς κεφαλᾷ 


136 : καί 


x. πρὸς ποσσί. IV 34. XVIII 39. — 
interdum tam arcte sunt coniuncta, 
ut separari iam non possint et duo 
quasi unum efficere videantur. XI 49: 
τίς κα τῶνδε ϑάλασσαν ἔχειν καὶ κύ- 
μαϑ' ἕλοιτο: "mare cum undis suis. 
IX 8: ἁδὺ δὲ χὰ σῦριγξ, χὡὼ βουκόλος: 
fpastor cum fistula sua. 32: Μοῖσα 
καὶ oà«. cf. I 1. V 32. XXII 68. — 
2) duo adiectiva XV 48: ἀνάριϑμοι 
x. ἄμετροι. 19: λεπτὰ κ. χαρίεντα. 
109: πολυώνυμε x. πολύναε. 118: 
πετεεινὰ κ. ἕρπετα. 1 85. II 41. 198. 
III 9. V 40.4,XI 8. XIII 9. XIV 6. 
XV τὸ. XXII 169. XXIII 19. 20. 
XXIV 7. XXV 26. XXIX 28. XXX 1. 
[18]. 95. Ep. XIX 5. post πολύς leg. 
καί XXV 924: πολὺν κι ἀϑέσφατον 
ὄλβον. XVI 42. — adi. et subst. VI 7: 
δυσέρωτα καὶ αἰπόλον ἄνδρα (A. Fritz- 
schius e coni. ser. pro zó»). — pron. 
poss. et gen. nominis XII 20: U σὴ 
νῦν φιλότης καὶ τοῦ χαρίεντος ἀίτεω. 
— adi. et partic. l 95: ἦνϑέ pe μὰν 
ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα. XX 
15. XXV 118. — 3) duo adverbia 
XXII 95: ἔνϑα x. ἔνϑα. — duo 
numeralia II 155: τρὶς x. τετράκις. — 
5) duo verba et duae sententiae a) 
subiecto non mutato Il 102: ἁ à 
ἦνϑε καὶ ἄγαγε τὸν λιπανόχρων. I 20. 
82. 98. 97. II 9. 43. 11. 118. 152. 153. 
156. IIT 11. 13. IV 4. 14. 18. 36. 55. 
V 47..871..89. 117... Vl 17. 20. 21. 
VII 110. VIII 90. 93. IX [4]. 22. X 
δῖ. XI 35. 55. 63. XIII 8. XIV 23. 
35. XV.82. XX 2,31. 32. 35. 36. 39. 
XXII 60. 75. 81. 194. 129. XXIII 3. 
18. 41. 53. XXIV 9. 24. 84. 66. 99. 
107. XXV 120. 229. 2978. XXVI 30. 
XXVII 5. 52. 63. XXIX 24. Ep. VII 
4. XVIII 2. Ad. 44. haud raro 810 
coniunguntur duo imperativi VIIL81: 
i9 E καλέ καὶ λέγε “Μίλων᾽. I128: 
ἔνϑ'᾽, ὦναξ, καὶ τάνδε φέρευ — σύ- 
— II 14. 62. 101. III 4. V 60. 78. 
X 22. XV 27. 39. XXIII 38. Ep. IV 
13. XVI 2. XXI 4. duo infinitivi 
XXI 60. XXIV 105. 117. XXIX 32. 
Ep. IV 15. pro imper. X 51. parti- 
cipia II 74. XI 6. XV 134. XX 13. 
XXH 8. XXIV 3. XXX 11. diversi 
modi: imperat. et optat. XV 143. 
XXII 214. ind. fut. et imper. I 113. 
imper. et ind. fut. V 44: ἀλλὰ γὰρ 
ἕρφ᾽ ὧδ᾽, ἕρπε, καὶ ὕστατα βουκο- 
λιαξῇ. XI 42. XIV 45 (fut. suppl.). 
— b) subiecto mutato I 18: ἔστι δὲ 


πικρός, καί οἵ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ. ποτὶ 
δινὶ κάϑηται. XXV 84: ἦ ῥα, καὶ 
— ποτὶ τωὐλίον ἴξον ἰόντες. 
I 65. [134.] 135. 136. 140. 147. II 95. 
50. 88. 197. 131. 143. III 2. 27. 39. 
53. IV 31. 37, V 42. 48. 82. 85. 116. 
126. VI 22. 36. VII 62. VIII 42. 46. 
82. XL 67. XIV 4. 69. XVII 17. XIX 
6. XX 10. 16. 24, XXI 24. 46. XXII 
57. 117. XXIV 121. XXVI23. XXVII 
9. 16. 18. XXVIII 23. XXIX 27. 30. 
— 6) tria membra aut plura a) tria: 
καὶ — καί IV 26: αἰγίπυρος καὶ κνύξα 
καὶ εὐώδης μελίτεια. TI 25. 101. 140. 
V 34. 129. VII 74. VIII 88. XI 6ὅ. 
XVII 91. XXI 51. XXI 150. XXIII 


4. 89. 57. XXVII 6—8. καὶ — τε 
XIII 45. XVI 55. 82. τε — xot IV 
24. XVI 53. XXI 11. καὶ — ἠδέ XX 


43. — b) quatuor: καὶ — καὶ — καί 
VI 17. XIV 12. XIX 8. XX 12. Ad. 
28. καὶ — τε — τε XXII 219. — . 
c) quinque: τε — καὶ — τὲ — τὲ 
XVII 87. τε — τε — καὶ — τε ΧΧΗ 
41. τὲ — τε — τε — καί XXIV 125. 
τε — καὶ — τε — τε — καί XVII 
88—90. — d) sex: ve — τε — τὲ καὶ 
— τε XXII 157. — B) enuntiationes, 
in quibus denuo poeta ad dicendum 
aggreditur. 1) apodosis XXIV 21: 
(ἀλλ᾽ ὅτε δὴ -- ἐγγύθεν ἦνϑον,) καὶ 
τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέγροντο, cf, IH. VI 176: 
(ἀλλ᾽ ὅτε δὴ — ἐφάνη — Ἦώς,) καὶ 
τότε μιν ἐρέεινε. Ad.929. — 2) nova 
enuntiatio XXV 272: καὶ τότε δὴ 
βούλευον. sequuntur pron. demonstr. 
xo IV 43. add. μέν I 138. VI 48. 
VII 90. 180. XXI 46. χοῖ μέν VIII 
28. 29. IX [4.1 χὴ μέν XXVII 68. 
χὰ VII 67. XIX 7. add. μέν XX 17. 
qat μέν XXVI3. καὶ τὸν μέν XXI 58. 
coniunctiones xet XIV 50. καί Ber. 1. 
XXIX 16. xijv VII 106. κἄν XXIII 44. 
χὡὼς II 24. 30. 82. 142. χῶταν XXIX 7. 
κἠπεί ll 100. adverbia et partic. 
καὶ vov XXX 5. 29. χοὕτω IL 94. καὶ 
δὴ μάν VII 120. xol μάν IV 923. X 
23. XXX 17. καί τοι VII 30, v. xat- 
τοι. alia vocabula I 62, [129.] II 70. 
88. 90. 112. 124. 140. 144. 149. 150. 
IV 10. VII 10. 50. 57. 63. 69. VIII 
13. XIII 36. XIV 52. XVII 58. XX 
30. XXI 44. XXII 122. XXV 134. 
XXVII 24, 32. — nonnunquam ma- 
iorem quandam vim habet καί a) 
orationem absolvens et ad nova pro-. 
perans: und nun, c. imper. 1 143: 
καὶ τὺ δίδου τὰν αἶγα τό τε σκύφος. 


ns V 25: καὶ πῶ orat rq Ree 

e —— ἁμίν; IV 7. V, 
In. singulis baec sunt 

b. fine enumerationis καί 


ς ἄλλο, 
XXIV 68 (ἢ). — 2) est 
affirmativa III 36: αἰτεῖ" καὶ 





) — καί τιν ὁδίταν | — 
ga: "et, atque", da (plótz- 
ich). XIV 30. XXV 216. — 9) post 


τάδε, πότνια, ταν V 60: αὐτόϑε 
por ποτέρισδε καὶ αὐτόϑε βουκολιά- 
I65. 11:118. VII 74. XI 63. 
. (XVII 1. 


cum substantivis Π 20: 
κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα 
i 1109: ὡραῖος χώδωνις. 1 72. 
3 31. 35. IV 20. 26. A 49. 126. IX 

8. ΧΠῚ 19. XVII 118. XX 33. XXI 
᾿ 834. XXII 70. XXIII 28. 29. 32. 60. 
XXV 80. sre 4. 54. 61. XXIX 1. 


* ole 88. — 2) cum prono- 


καὶ ἐγώ XXII 221. vH 


«ἱ | 131 


23. x jer H 118, V 96. 122. VII 
91. VIII 21, IX 15. XI 71. 79. XIV 
Ep. V 2. καὶ αὐτὸς ἐγώ VI 25. 
γὰρ ἐγώ V 114. VIDI 37. κἠγὼν 
V 142. καὶ γὰρ ἐμοί XX 21. 
xjué IV 9. VII 37. 92. κή 

ΧΙ 39. μὲ καὶ αὐτόν VIII 85. καὶ 
γὰρ ον : — κἠμὲ do V 90. vul 
12. ci.) XXIX 2 κἄμμες 
XVIII à 56. ry«uiv V 106. Xv 9T. — 
καὶ τύ ] 2. IV 27. V 24. 55. VIII 60. 


55. 
καὶ y 


καὶ τὸ δέ Ι 90. V 
τοι καὶ αὐτῷ͵ ΧΧΥ 
34. χύμές V 111. — καὶ αὐτός Ep. 
XV 1. καὶ τοῦτο XV 91. XXIII 45. 
xai τῆνος XIV 7. xai ἄλλαι XXVI 15. 
V 54. πολλοὺς δὲ — xal ἄλλους XVI 
101. χὡμός (sc. ἀνήρ) XV 18. — 3) 
eum adverbiis καὶ αὐτόϑε VI 15. 
τηνεῖ καί IV 86. καὶ πρίν XXVII 11. 
καὶ πέρυσιν XV 98. ἅμα (&uG) καί 
simul etiam II 21. XI 39. σὺν καί 
simul etiam VII 2. — 4) cum verbis 
V 38: ϑρέψαι καὶ λυκιδεῖς, ϑρέψαι 
κύνας, ὡς τὲ φάγωντι. item post 
imper. XV 3. XXIII 46. praemisso 
participio IV 60: πρόαν γε μὲν αὐ- 
τὸς ἐπενθών | καὶ ποτὶ τᾷ ud xe oe 
κατελάμβανον ὦμος. ἐνήργει: Xv 17: 
φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδων. χῆἦῆνϑε 
φέρων ἄλας ἄμμιν (pro ἦν»θε v. ἦλθε 
À. Fritzchius cum Med. Ald. lunt.). 
— B) ad totam refertur enuntiatio- 
nem V 88: βάλλει καὶ μάλοισι τὸν 
αἰπόλον ἁ Κλεαρίστα. lll 48. VI 29. 
XV 149. post coniunctiones ἐπεί VI 
5; μή I1 30. adv. τῷ XXV 
186: τῷ καὶ ϑαυμάξεσκον ἀκούοντες 
τότε μῦϑον. XVII 28. interdum καί 
auch *levius nec ita forti accentu 
pronuntiatum concludendae quodam- 
modo orationi et rei per sese planae 
ac manifestae indicandae in sermone 
—— inservit^; 1 60: τῷ καί 
υ μάλα πρόφρων ἀφεσαίμαν (Áhr. e 
coni. x4) XXI 60: ταῦτά μὲ κἀξ- 
ἤγειρε. | 100. VIII 8. X 45. XV 25. 
87. XVH 8. XXV-44. 132. — In sin- 
is haec sunt notanda 1) καί ad- 
itur sententiis correlativis τὸ μὲν — 
τὸ δὲ “καί (var. zov) XVI 34; cf. XXV 
1. 9 t τε — ᾧ τε καί XXV. 81. ἴσον 
— ὅσσον καί XVII 70. ὡς — οὕτω 
καί T 36. VIII 91; deest og V 111. 
ἅτε — ὧδε καί ΧΥΠΙ 28. 31; deest 
ἅτε XVII 181. ὥς xa II 50. "de wed 
XV 92. XXI 31. εἴτε — εἴτε καί II 


138 καί — 
44. 150. XXV 178. ἢ xe V 89. VII 
64. XXII 66. XXVI 29. ἠὲ καί XXII 
11. ἠὲ -- ἢ καί utrum — an XXV 
36. εἰ — ἢ καί ,Ep. XIV 1. οὐ μό- 
vog (αὐτός) — ἀλλὰ καί XIII 5. X 
20. — 2) καί cum aliis particulis con- 
Pangitur a) xal γάρ v. καὶ — γάρ 
— etiam V 82. 90. 114. 142. VII 
7. VIII 72. XX 21. XXVIII 17. et- 
— II 124. V 134. VI 29. 84. Ep. 
VII 3. — b) καὶ — δέ et — quo- 
que I 90. V 122. 194. 139. δὲ καί 
sed (et) quoque, itemque VIL 35: ξυνὰ 
γὰρ 003g, ξυνὰ δὲ καὶ ὠδά. V 49. 
VIII [77.] XVI 25. 46. XVII 8. XXVI 
15. V 1. XVI 5. praemittitur 
μέν V 181. IX 7. 8. XVI 24. XXV 
11. — c) καὶ — καί et — et, non 
solum — sed etiam VII 3: τᾷ Δηοῖ 
γὰρ ἔτευχε Θαλύσια καὶ Φρασίδαμος 
| κἀντιγένης. XV 14: κείς ὥρας κῆἤ- 
πειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν καλῷ sinc. lI 
49. 128. 136—137. IV 26---98. V 12 
—13. VII 46—47. 58— 54. 84. VIII 
44. 48, X28. XI 52—58. XV 136. 
XV] 99. XVII 4. XXII 4. 164. XXIII 
6. XXIV 79. XXVII 36. XXIX 37—38. 
Ber. 5. Ep. XII 4. XIII 8. XIX 1. 3. 
praemittuntur τὲ — τε XIII 42. ter 
repetitur καί l 110. XVIII 14—15; 
quater XX 28—29. idem valet atque 
lat. ut — ita XV 144. XXI 45. 
d) τε --- καί, saepius ze καί (plerum- 
que. ita posita ut tertium hex. pedem 
claudant) et — et, non solum — sed 
etiam, ut — ita XXII 213: αὐτοί τε 
κρατέοντε καὶ ἐκ κρατέοντος ἔφυσαν. 
I 33: (yvvà) ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ 
ἄμπυκι. 1 22. 58. II 18. 149. IV 88. 
VI 28. VII 5. 107. X 48. XI 78. XIII 
87. XVII 121. XIX 5. XXI 202, 216. 
XXIV 135. XXV 30. 883. 138. 224. 
9246. 281. XXVI 4. Ber. 1. Ep. XVII 
1. XIX 5. XXI 3. XXIV 1. Ad. 10. 
τὲ καὶ — τε XXII 109. saepe res 
vel personae intime coniunctae atque 
inseparabiles significantur II 77: εἴ- 
oov “4έλφιν ὁμοῦ T& καὶ Εὐδάμιππον 
ἰόντας: *par nobile amicorum?. XXII 
l3 ὑμνέομεν “Λήδας τε καὶ αἰγιόχδυ 


Διὸς υἱώ. XVII 77: μυρίαι ἄπειροί 
τε καὶ ἔϑνεα μυρία φωτῶν: 'terrae 
continentes cum incolis suis". XVI 


51: Ὀδυσεὺς ἕκατόν τε καὶ εἴκοσι 
μῆνας ἀλαϑείς. IV 10. 57. V 18. 50. 
128. VII 1. 131 (sequ. καί). XIII 75. 
XV 100. 142. XVI 66. 67. XXII 16. 
— 6) καί — τε XXV 191: (ὄφρα 


καινὸς 


- ἄρκιος δἴη,) καί ῥά τὲ δηίτερον 
φαμένου κλύοι Ἡρακλῆος: utque igi- 
tur etiam. — III part. καί vim habet 
intendendi: etiam, vel; coniungitur 
autem 1) cum substantivis ΠῚ 17: 
ὃς μὲ κατασμύχων καὶ ἐς ó ὄστιον ἄχρις 
ἰάπτει. XXX 22: τῶ δ᾽ ὁ πόϑος καὶ 
τὸν ἔσω μύελον ἐσϑίει] ὀμμιμνασκο- 
μένῳ. Vit 70: (πίομαι) αὐταῖσιν wv- 
λέκεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων. 
Χ ὅ: ποῖός τις, δειλαῖε, καὶ ἐκ μέσω 
ἄματος $665: 'etiam post meridiem", 
erst gar, vollends erst. XXVII 40: 
οὔνομα σὸν λέγε τῆνο᾽ καὶ οὔνομα 
πολλάκι τέρπει: vel nomen, solum per 
se ipsum; cf. XV 148: yàvio ὄξος 
ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθης. 
I 103. 126. II 12. 33. VII 92. 93. 
XIV 28. 47. XV 86. XVII 16. XXII 
17. XXIV 29. XXV 58. XXX 31. Ep. 
XI 2, XXIII 4. — 2) cum adi. et pro- 
nom. XV 57: (ϑάρσει, Πραξινόα. γκαὐτὰ 
συναγείρομαν ἤδη: vel ipsa, sponte. 
II 20. XXV 166. in pronom. locum 
succedit enuntiatio XV 64. — 3) cum 
comparativis XI 76: εὑρησεῖς Γαλά- 
τειαν ἴσως καὶ καλλίον᾽ ἄλλαν. 1 145. 
ΠῚ 133. XX 26. XXVI 28 (ci). cum 
superlativo XXIII 35: ἀλλὰ T, παῖ, 
κἂν τοῦτο πανύστατον ἁδύ τι ῥέξον. 
— 4) cum adverbiis καὶ volg καὶ τε- 
τράκις Il 155. ἔτι καί VIII 93, II 
159. (ἔτι) καὶ νῦν XV 2. XXII 169. 
καὶ ὕστερον ΧΙ 28. καὶ αὐτίκα lll 
21. καὶ μάλα ῥεῖα XXV 194. καὶ 
οὕτως XXIII 14. καὶ ὥς Ep. IX 2. 
καί ποκα (cl pro καὶ πόκα) PxV 44. 
ὅμως καί XV 147 (?). — 5) cum ver- 
bis XXV 187; maxime cum participiis 
VIII 52: ὡς Πρωτεὺς φώκας, καὶ ϑεὸς 
ὦν, ἔνεμεν. XVI 80. cf. XI 69. ae- 
cedit περ XXII 153: αὐτὸς ἐγὼ τάδ᾽ 
ἔειπα, καὶ οὐ πολύμυϑος ἐών περ. 
una voce Ep. XI 6: καέπερ ἄκπικυς 
ἐὼν εἶχ᾽ ἄρα κηδεμόνας. — 6) cum 
aliis partieulis καὶ δή iam vero V 
88. XV 56. δὴ καί X 41. — ἣν καί 
etsi XII 265. "- ἤν XXVII 35. sequ. 
οὐδ᾽ οὕτως XXIII 25. 

καὶ, καἴχα — καὶ αἰ, καὶ αἴκα, 
q. V. 

Káixog Caicus argentarius Ep. 
XXIII 3: τὰ δ᾽ ὀϑνεῖα Κάικος | χρή- 
ματα καὶ νυκτὸς βουλομένοις ἀριϑμεῖ. 

xeivouógo v. αἰνόμορος. 

καινός novus, recens Χ 35: σχῆμα 


δ᾽ ἐγὼ καὶ καινὰς ἐπ᾿ ἀμφοτέροισιν ἀμύ- 





1 
: 


DES 
5:5 
ἔτ 


m 





59: τὺ τὰ ϑρόνα ταῦϑ᾽ 
τὰς τήνω φλιᾶς 

ς ἔτι καινῶν | ἐκ ϑυέων 
— e coni. pro καὶ 
T ὃ δέδεμαι, Bueche- 
(Cg agita Mus. Rhen. XV 


55 


l. 
[4 


p. 456). XIV 11: ὅμως δ᾽ εἶπον, τί 


get excello VII 44: (ἐσσῶ 
ηϑείᾳ τι κεκασμένον ἐκ 


€ fis (e coni. Meinek. scr. pro 


φρεσὶ πευκαλίμῃσι Maias 
zeivo sie aor. Il. Lacon. 


cag 90: (δράκοντε) παῖδα κανῆν 
ὃν ἤϑελον αὐτοί. 
uv dide v. καί 1Π 5). 
καιρός 1) ytwnitas. XXV, 66: 
(ὄκνῳ) μή τί o 
Goto: — com- 
modum; ef. Herod. I 30, 2: oxewd- 
, ὥς oL κατὰ καιρὸν ἦν. (de 
11 v. ἄκαιρος.) --- 2) temporis mo- 
pus XXIII 33: ἥξει xat- 


mentum, tem. 
— — καὶ τὺ φιλάσεις. 
καέτοι m VII 30: καίτοι, 
κατ᾽ ἐμὸν νόον, τοφαρίξειν Ι ἔλπομαι 
καί τοι Scr. Α. Fritzschius). (de 
67 v. σός.) 


καίω comburo, cremo Ad. 45: τῷ 
πυρὶ προσελθών | ἔκαιε τοὺς ὀδόντας. 
"x sacris XVII 126: — δὲ "et 
i οὧῶν ὅγε que sait. - π 

"e P T ΧΧΙ "sb 'à gv δὲ * 

wv ἐπ σχίξαισι ράκοντε, C 

ot ΠῚ 459: καὶε δ᾽ ἐπὶ σχίζῃς ὁ 

ρων. — Pass. XI 52: καιόμενος δ᾽ 
τς τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοίμαν | 
καὶ τὸν ἕν᾽ ὀφθαλμόν, 

κακοεργὸς maleficus XV 41: οὐδεὶς 
καχοεὲ 
mov A 

es li it malas tibias habens 
IV 63: Πάνεσσι κακοχνάμοισιν ἐρί- 
σδεις : erant enim capripedes. 

κακὸς (sg. m. καχόν, 8.00], κάχκον 


ΧΧΧ 5. xaxd. f. xaxa, -&g, -ἄν. n, 
κακόν, -ᾧ, -óv. pl. m. κακῶν, -οἷσιν, 
f. κακα ' -aig, -αἷσιν, m, κακά. — 


comp. m. xexorígo. m. à. κακώ- 
Am — κάκιστος, -ε. — ady. 
ws l adi. 1) vilis, turpis 

VI 34 d οὐδ᾽ εἶδος ἔ ὦ κακόν, V 21: 
κύνα — ἀμέλγειν. neutr. sg. 


καίνυμαι — κακός 


κατὰ καιρὸν ἔπος 


óg | ἐϑμδεῖναι τὸν ἰόντα παρέρ- 


199 


verbis additur XX 10: κακὸν ἐξόσδεις. 
V 52: ὄσδοντι κακώτερον. — de ho- 
minibus: inutilis, imperitus IV 13: 
δειλαῖαι δ᾽ αὗται (ral δαμάλαι)" τὸν 
βουκόλον ὡς καχὸν εὗρον. XIV 55: 
πλευσοῦμαι upyóv διαπόντιος οὔτε 
κάκιστος | οὔτε πρᾶτος ἴσως, ὃ λὸς 
δέ τις ὁ στρατιώτας. XVI 21. VII 
21. maledicentis est ὦ κακέ V 12; 
κάκιστε V τὸ. — Agnobilis XXV 38: 
οὐ σέγε φημὶ κακῶν && ἔμμεναι οὐδὲ 
κακοῖσιν ἐοικότα φύμεναι αὐτόν, cf. 
H. XIV 472: οὐ μέν po κακὸς εἴἶδε- 
ται οὐδὲ κακῶν ἔξ. II 41: (με 
τάλαιναν) ἀντὶ γυναικὸς ἔϑηκε κα- 
κὰν καὶ ἀπάρϑενον εἶμεν: 'fecit αὐ 
sim infamis'. — 2) im robus, male 
moratus XXIII 60: (ro δ᾽ ἐφύπερ- 
θεν) GAaro καὶ τὥώγαλμα, κακὸν à 
ἔκτεινεν ἔφαβον. XX 18: κακὰ — 
ἑταίρα. XIV 31: (yo «Ιαρισαῖος --- 
ἀδεν) Θεσσαλικόν τι ἕλισμα, κακαὶ 
φρένες: "improbum illud ingenium, 
NA caput^; ironice dictum. 
50: (ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι &v- 
dore) ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίγνια: 
*male ludificantes, die argen Schalks- 
knechte'. — de animalibus XIX 1. 
XXIII 19.. Ad. 18. — VII 79: xa- 
xaicw ἀτασϑαλίαισιν, cf. Od. XII 
300: ἀτασϑαλέῃσι κακῇσιν, ΤΙ 136: 
σὺν δὲ κακαῖς μανίαις, cf. Verg. Ecl. 
VIH 41: me malus abstulit error. — 
3) perniciosus, infaustus, infelix 1 
108: “άφνις κὴ.ν ᾿Δίδα κακὸν ἔσσεται 
ἄλγος Ἔρωτι. XXIV 23: κακὰ noU 
ἀνέγνω: serpentes. XXV 168: αἶνο- 
λέοντα, κακὸν τέρας ἀγροιώταις. XXIV 
18: ἀπ᾽ ὀφϑαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ | 
ἐρχομένοις λάμπεσκε. Τ| 161: κακὰ 
φάρμακα. [68]: κακὸν ποτόν. IV 
AT: κακὸν τέλος: letum. 27: κακᾶς 
ἠράσσαο νίκας. XVI 85: καχὰ -- 
ἀνάγκα. XXI 8: κακαί — μέριμναι. 
— δᾶν, χαχῶς mala precantis est 
IV 52: κακῶς & πόρτις ὄλοιτο. 
— M subst. χακόν (aeol  xexov) 
—— Uebel, Unheil XXX 5: xai 
—— τὸ κάκον (cod. κακὸν) ταύς 
uev ἔχει τλησιπό[νοις φρένας: amor, 
οἵ. i" 65. VI δ1: δένδρεσι μὲν χει- 
ari φοβεφὸν κακόν, ὕδασι LN αὐχμός. 
81: παᾶντες ἀνηρώτευν τί παϑοι 
κακόν. XXII 180: ὀλίγῳ — κακῷ. 
ad homines refertur XV 44: πῶς καί 
ποκα τοῦτο περᾶσσι, | χρὴ τὸ κακόν;: 
* τὸ πλῆϑος τῶν ἀνδρῶν. Gloss. 
ad singulos XV 10: ποτ fo, φϑο- 


140 


νερὸν καπόν, αἰὲν £roij og. XIV 36: 
ἐμὸν κακόν, οὔ τοι ἀρέσκω:: 'per- 
nicies mea, cuius ego amore consu- 
mor'; cf. Tl. V 831: τυχτὸν κακόν: 
Mars. 

κακδφράσμων malevolus IV 22: 
κακοφρασμῶν γὰρ ὃ δᾶμος (e, coni. 
Meinekii scr. pro vulg. κακοχράσμων, 
Ahr. «exoyocopcon). 

κάκτος cactus Opuntia Linn. X 4: 
(ἀπολείπῃ) ὥσπερ ὄις ποίμνας, τᾶς 
τὸν πόδα κάκλτος ἔτυψε. 

κακῶς v. καχός 1 8). 

χὰἀλᾶ ϑέσκχος parvus: calathus, qualus 
XXI 9: (ἐγγύϑι, δ᾽ αὐτοῖν) κεῖτο τὰ 
ταῖν χεροῖν ἀϑλήματα, τοὶ καλαϑίσκοι: 
50. piscatorum. 

Κάλαιϑις Calaetlis, mater La- 
conis opilionis Vy30105 (οὐ τέ ys Δά- 
xov) τὰν βαίταν ἀπέδυσ᾽ ὃ Καλαι- 
ϑίδος (Καλαΐίϑιδος vulg.). 


κἄλάμα culmus, stipula X. 49: 
καλάμας ἄχυρον τελέϑει τημόσδε id 
λιστα. ἘΜ 6: τί δ᾽ οὐκέτι σὺν Κορύ- 

δωνι  ἀρκεὶ voL καλάμας αὐλὸν ποπ- 

πύσδεν ἔχοντι: ἐν τῷ καλάμῳ φυσᾶν 
καὶ αὐλεῖν ὡς οἵ παῖδες. Schol., cf. 
Verg. Ecl. III 26: solebas | stridenti 
miserum stipula disperdere carmen. 

καλᾶαμαϊζος inter culmos v. stipu- 
las versans X 18: μάντις TOL τὰν 
νύχτα χροίξεται ἃ καλαμαία: ἤγουν 
ἡ ἀκρές (mantis religiosa Linn. » m 
παρεικάξει τὴν αὐτοῦ ἐρωμένην διὰ 
τὸ καὶ ταύτην λεπτήν τε εἶναι καὶ 
μέλαιναν (cf. v. 26). Schol. 

χαἀλὰμευτάς messor V 111: οὑτῶς 
χὑμές 9v ἐρεϑίξζετε τὼς καλαμευτάς. 

καλᾶμος calamus, arundo 1) te- 
ctum arundineum XXVIII 4: ὅππᾳ 
Κύπριδος ígov καλάμῳ γλῶρον ὑπ᾽ 
ἀπάλῳ. — 2) calamus piscatorius XXI 
10: τοὶ καλαμοί. 41: τὸν κάλαμον 
δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον εἶχον. 
48: ἐκ καλάμων δὲ πλάνον κατέσειον 
ἐδωδάν, cf. Ovid. Met. XIII 928: 
nunc in mole sedens moderabar arun- 
dine linum. — 3) calamus fistulae 
VIII 24: (τὸν δάκτυλον ἀλγέω) τοῦ- 
τον, ἐπεὶ καλαμός μὲ διασχισϑεὶς 
διέτμαξεν, οἵ, Verg. Ecl. V 2: cala- 
mos inflare levis. 

— £o (praes. ind. καλεῖς, - εἶ, -£ovti, 
-ἔουσι. ipr. κάλει. part. καλεῦντος, 
-εὔσα. aor. οἷ. καλέσωμες. ipr. κα- 
λεσον. part. καλέσασα. — pass. praes. 
καλεῦμαι, -εἴται, -εὔνται. pf. κεκλη- 


κακοφράσμων -- καλός 


μένος. fut. III κεκλήσεαι, -ξται. — 
med. aor. ἐκαλέσσατο) voco 1) ad- 
voco, arcesso, c. aec. TI 101: Σεμαΐϑα 
vv καλεῖ. 1Π 7. V 66. XXIV 668. 
accedit adv. XV 43: τὰν xov ἔσω 
κάλεσον. VIII 26: ἐνταῦϑα. praep. 
ἐπὶ c. acc. XXIX 39; ἐς II 116. — 
Med.: ad me voco XXII 78: figere 
ἰὼν Pxedigeuto πάντας. — 2) nomino, 
c. dupl. acc. X 26: Βομβύκα χαρίεσσα, 
Σύραν καλέοντί τυ πάντες. ΥἹ 7. 
Ber. 4. Pass, nominor, vocor XVII 
25: ἀϑάνατοι δὲ καλεῦνται £ol νέ- 
ποδὲς γεγαῶτες. Π 195. XXII 69. 
71. XXIV 82. 102. Ep. XVIII 4. 


καλέα (aeol. pro. καλιαὶ) nidus, met. 
XXIX 12: ποίησαι καλίαν μίαν εἰν 
ἕνι δενδρίῳ. 

καλλείψω v. καταλείπω. 

καλλϊερέω lito V 148: φλασσῶ 
τυ, πρὶν ἤ γ᾽ ἐμὲ καλλιερῆσαι | ταὶς 
Νύμφαις τὰν ἀμνίδ᾽. 

Καλλιόπα Calliope , Vocalis Syr. 
17: ἁδὺ μελίσδοις | ἔλλοπι κούρᾳ | 
" Καλλιόπᾳ | νηλεύστῳ: 'dulce canas 
puellae mutae Vocali conspicuae', 
intelligitur Echo, quae ὄπα xoi» 
προφέρεται. Schol. 

κάλλος pulchritudo XVII 45: καλ- 
λει ἀριστεύουσα ϑεάων πότν᾽ Aqpo- 
δίτα. XXIII 82: κάλλος καλόν ἐστι 
τὸ παιδικόν. pulchritudo oris, color 
II 83: τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο. ΧΧ 21; 
cf. Ov. Her. III 141: abiit corpusque 
colorque. 

κἄλλαν — καὶ ἄλλαν, q. v. 

καλός, (m. κἄλός, καλός (2); 860]. 


κάλω XXX 3; καλῷ (1); κᾶλόν,᾿ xàóv 
(3). καλέ (ei.). — f. wd, -&, -άν,. 
-α (1); dor. xüidg VII 87. X 88. — 
n. καλόν, κᾶλόν (1); : καλῷ (2); κἄλόν, 


καλόν (1), 8600]. καλον XXIX 16; 
κἄλά, κἄλά (1); καλοῖς; καλα, χαλὰ 


(3). — comp. f. καλλίον(α). τι. καλ- 
λῖον n. ἃ. — superl m. χάλλιστος. 
f. voc. καλλίστας. n. n. κάλλιστον. 
pl. ἃ. κάλλιστα. — adv. καλῶς) pul- 
cher 1) de forma pulchra a) viro- 
rum VIH 73: (κήμέ) — καλὸν καλὸν 
ἦμεν. ἔφασκεν, cf. XX 80. XII 28: 
σὲ τὸν καλὸν αἰνέων: τὸν ἐρώμενον. 
Schol. VII 132: yo καλὸς ᾿ἀμύντιχος. 
XX 33: χὡ καλὸς Ζιόνυσος. VIII 47: 
καλὸς Mov (e coni. A. ,Fritzschii 
pro ὁ καλὸς). VIII 51: ὦ καλὲ — 
Μίλων (vulg. κόλε). XIII 72: καλ- 


κάλπις — κάμπτω 


λιστος Ὕλας. XV 127: τῷ ᾿ἀ“δώνιδι 
- τῷ καλῷ. ΠῚ 196. XIV 25. XV 14. 
; us XXIII 15. 45. XXX 3. Ad. 
. 96. — b) feminarum ΠῚ 46: τὰν — 


m me. VII 43: καλὰ 
Nafg. ΧΙ 76: εὑρήσεις Γαλάτειαν 
gero Mor. . XVIII 38: 


καλὰ ὦ χαρίεσσα κόρα. ΧΥ͂ 62: 

παίδων (var. κάλλισται). — 
€) animalium V 82: καλὸν — κριόν. 
VII 87: πὸε καλὰς αἶγας. XXVII 37: 
Ep. IV 15: χέμαρον xa- 


PNE 
[ERST 
A 
Ἐπεὶ 
$«. 
zh 


code vie qpe XX 
VIII 26: 


DOE 
ἔβε!ς rt 
Pied: 
itn 
ΒΗ : 
ΕἸ 

| 


τὰ 
ar 


62: εἵματα καλά. 
δ: καλὸν ὅπλον. ΥἹ 38: καλὰ δέμνια. 
: καλὰ δέρματα. VI 43: καλὸν 
VIII 18: σύριγγα --- καλάν. 
I 129 (ubi A. Fritzschius legi iubet 
καλόν). Ep. ΠῚ 1. 
. IV 32: καλὰ πόλις. --- 
iis quae fiunt natura 1 67: 
Πηνειῶ καλὰ τέμπεα. IX 15: 
. {118: καλὸν — ὕδωρ. 
VI 11: καλὰ κύματα. 1133: & καλὰ 
νάρκισσος. IV 18: 010 καλὰν κώ- 
μυϑα. ΥἹ 16 -- 26: τὸ καλὸν 
ϑέρος. IV 34. — 28. 29. 82. — 
VI 19: " las traer καλὰ πέφανται, 
V 111. 


-— 3 : 
s XV 46 — XVII 6: 


II 80: καλὸν πόνον ὡν. 
XV 98 : ζρῆμα καλόν τι 


Γ — — ἀοιδάς. 
99: it τι — καλόν. 
; E καλὰ εἰπεῖν. X 925. — 8) 
secundus; idoneus VII δῶ: 
scr "nidos. XV 18 — 74: ἐν καλῷ: 
- fin salvo, in tato". VII 127: τὰ 
(0 xaÀá: "omne triste malum*. — XXL 
. 923: γεράων δὲ ϑεοῖς itiisier ἄοι- 
δαί. — 4) decens, honestus V 39: 
ΤΌΝ PN τι μαϑὼν καλόν. Ep. XII 
4: καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ προσῆκον 
ὁρῶν. --- pes (κάλλιόν) ἐστι c. dat. 
et inf. XVII 116, XXVII 7. — Neutr. 


I 52: καλὰν — 


141 


sg. καλόν pro ady. est | 149: * 
καλὸν ὅσδει. V 46 — I [107]: 
λὸν βομβεῦντι. 1 34: (ἄνδρες) — 
ἐθειράξοντες. ΤΙ 11: φαῖνε καλόν. 
Ι 46: καλὸν βέβριϑεν died. V 135: 
καλόν τί μὲ κάρτ᾽ ἐφίλησεν. --- comp. 
κάλλιον melius X 54. — item τό 
καλὸν 1Π| 3. 18. — n. pl. καλά XV 
38: τοῦτο καλ᾿ εἶπες: 'hoc dixti 
pulere, XXVII 47: ταῦροι, καλὰ 
νέμεσϑ᾽. super. XV 3: ἔχει καλ- 
λιστα: "optime. habet, benigne'. 77: 
κάλλιστ᾽ (sc. ἔχει). — Adv. καλῶς 
V 119: καλῶς μάλα τοῦτό y ἴσαμι, 
itemque XI 5; cf. Hor. Sat. I 9, 62: 
qui pulcre nosset. 

κάλπις urna, situla V 127: ἁ παῖς 
ἀνθ᾽ ὕδατος τᾷ καάλπιδι κηρία βάψαι. 


καλύβα tugurium piscatorium ΧΧῚ 
18: (ἃ δὲ παρ᾽ αὐτάν) ϑλιβομέναν 
καλύβαν τρυφερὸν προσέναχε ϑά- 
λασσα. plur. pro sing. XXI 7: στρω- 
σάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταὶς 
καλύβαισι. 

Καλύδώνιος Calydonius XVII 55: 
(Διομήδεα) Καλυδώνιον ἄνδρα: 
ter enim Tydeus habitaverat οἷν. 
done, cf. XIV 116. (de I 57 v. 
Καυλώνιος.) 


κάλυξ gemma rosae (flos rosae non 
expansus) III 23: (τὸν στέφανον) ἀμ- 
πλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σε- 
λένοις. 

Κάμερος Camirus, urbs Rhodi Ep. 
XX 4: Πείσανδρος συνέγραψεν ὡκ 
Καμέρου. 

χκαμμε, κἄμμες — καὶ ἄμμε, καὶ 
ἄμμες, q. v. 

κάμνω (praes. part. κάμνοντι. fot. 
καμεῖσϑ(ε). — aor. ind. (8), κά- 
μον. part. καμόντων. -- ht κεχμᾶ- 
κώς, xÉxuáxóg) 1) intr. laboro , la- 
borando — I 41: κάμνοντι τὸ 

—— ἐοικώς. l| 16: ἡ γὰρ 
ἀπ᾿ ἄγρας | τανέχα κεχμακὼς * 
— (var. κε ηκὼς), οἵ. Ep. 
: σῶμα κεκμακός | ἀμπαύων. adi. 
artic. XVI 71: οὔπω μῆνας ἄγων 
ἜΝ οὐδ᾽ ἐνιαυτούς. suppl. 
J 68. -- XVII 49: στυγνὸν 
ἀεὶ πορϑ καμόντων: mortuorum, 
e. ἢ Rh T em Od. XXIV 14. 
——— καμόντων. — Dn 
, laborans conficio XXVI 5: 
ἐν καϑαρῷ λειμῶνι κάμον δυοκαίδεκα 


χάμπτω flecto, inflecto, curvo XX V 


142 


248: (ὅτ᾽ ἂν ἀρματοπηγὸς ἀνήρ) ὅρ- 
πηκας κάμπτῃσιν ἐρινεοῦ εὐκξάτοιο. 
251: ἐρινεός | καμπτόμενος, cf. Il IV 
486: ὄφρα ἴτυν κάμψῃ δέφρῳ : 'cur- 
vando conficiat". — cum. ace. loci 
Ep. IV 1: « vov τὰν ᾿λαύραν τάς τὲ 
δρύας, αἰπόλε, κάμψας | σύκινον 
εὑρήσεις — ξόανον. c. praep. XXIV 
118: (ἐδίδαξε) περὶ vvocaw | ἄσφα- 
λέως κάμπτοντα (sc. τὸ ἅρμα) τροχῶ 
σύριγγα φυλάξαι. 

κἀμφιστειλαμένα — καὶ ἀμφι- 
στειλαμένα, q. v. 

κἀν. Ξ- καὶ ἐν, q. v. 


x&v -- καὶ ἀνά, qo 4 ^. 
κἄν — 1) καὶ ἄν. 2) καὶ ἐάν v. 
ἦν, α. V. 


χάνεον canistrum XXIV 135: δεῖ- 
πνον δὲ κρέα v' ὀπτὰ καὶ ἐν κανέῳ 
μέγας ἄρτος, ef. Od. XVII 848: ἄρ- 
TOV τ᾽ οὖλον ἑλὼν περικαλλέος ἐκ 
κανέοιο | καὶ κρέας. 

χἄνὴῆν y. καένω. 

κἄνηφόρος canistrum gerens II 66: 
qve & τωὐβούλοιο κανηφόρος ἄμμιν 
᾿ἀναξώ | ἄλσος ἐς ᾿ἀρτέμιδος (Ahr. 
καναφόρος), cf. Ov. Met. II 711: illa 
forte die castae de more puellae | 
vertice supposito festas im Palladis 
arces | pura coronatis portabant saera 
canistris, 

κάνϑᾶρος scarabeus NV 114: καὶ 
γὰρ ἐγὼ μισέω τὼς κανϑάρος, οἱ τὰ 
Φιλώνδα | σῦκα κατατρώγοντες ὑπα- 
νέμιοι φορέονται: τοὺς περαίνοντας 
[1o πορνεύοντας] τὸν Κομάταν αὐτὸν 
κατὰ τὴν συκάδα φησίν. Schol. 

κἀντιγένης — καὶ ᾿ἀντιγένης, q. v. 


“κἀντιφιλήσομεν — καὶ ἀντιφι- 
λήσομεν, q. v. 
κανυπόδητος — xol ἀνυπόδη- 


τος, Q. V. : 
κἀξήγειρε — καὶ ἐξήγειρε, q. v. 
κᾶπος horius. XVIII 30: (ιόσμος) 
κάπῳ κυπάρισσος. ΧΥ͂ 118: πὰρ ὃ 
ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν τα- 
λαρίσκοις | ἀργυρέοις: *horti Adonidis 
h. e. florum copia tenerrimorum in 
vàsis pretiosis satorum, inter pauco- 
rum spatium dierum educatorum, sed 
spe maturius caducorum, quibus flo- 
ribus humanae flos aetatis significa- 
retur fragilis atque caducus'. 
καππυρίσασα v. χαταπυρίζω. 
καπῦρός 1) aridus, torridus VI 
.15: ἀπ᾽ ἀκάνϑας | ταὶ ᾿καπυραὶ χαῖ- 
ται, τὸ καλὸν ϑέρος ἁνίκα φρύγει. 


κἀμφιστειλαμένα --- καρτερός 


ad amorem transfertur II 85: ἀλλά 
μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξε: ar- - 
dens. — 3) argutus VIL 37: καὶ γὰρ 
ἐγὼ Μοισᾶν καπυρὸν στόμα, cf. Verg. 
Ecl. IX 36: argutos — olores. 

Κάρ, pl. Κᾶρες Cares XVII 89: 
Avxíotg τε φιλοπτολέμοισί vs Καρσί. 

καρδέα (sg. καρδίας. per metath. 
κπρἄδέη, «ας, -αν) animus XXIX 4: 
οὐκ Oleg φιλέειν μ᾽ ἐθέλησϑ᾽ ἀπὸ 
καρδίας: *ex animo, penitus, cf. XVII 
130". — XXIII 84: τὰν κραδίαν ὀπτεύ- 
μενοςς XXX 10. XXII 171. XXVII 
69: κραδέη δέ οἵ ἔνδον ἰάνϑη,, οἵ. 
Od, IV 548: ἐμοὶ κραδίη καὶ ϑυμὸς 
ἀγήνωρ | αὖτις ἐνὶ. στήϑεσσι καὶ 
ἀχνυμένῳ περ ἰάνϑη. 

κάρη caput XVI 11: ψυχροῖς ἐν 
γονάτεσσι κάρη μίμνοντι βαλοῖσαι. 
de tauro XXV 144: χρέμψασϑαι ποτὶ 
πλευρὰ κάρη στιβαρόν τε μέτωπον. 
255: ἐπὶ λασίοιο καρήατος. 

Κάρνεα Carnea, dies festi a Do- 
riensibus in honorem — gre- 
gum tutoris, ,celebrati V 83: (Amóà- 
λωνι) κριὸν ἐγὼ fjócxo: và δὲ Κάρ- 
νεὰ καὶ δὴ ἐφέρπει. 

κἄρόω alto gravique sopore cor- 
ripio XXIV 58: ϑανάτῳ κεκαρωμένα 
δεινὰ πέλωρα. 


καρπάλιμος celer XXIV 166: 
λεπτὴν ᾿καρπαλίμοισι τρίβον ποσὶν 
ἐξανύσαντες. lam apud Hom. epithe- 
ton pedum. 

,κάρπιμος frugifer X 43: (rovro 
τὸ λᾷον) εὔεργόν v. εἴη καὶ κάρπιμον 
ὅττι μάλιστα. 

καρπός fructus, sg. pro plur. V 
125: τὰ δέ τ᾽ οἴσυα καρπὸν ἐνείκαι. 
1 31: καρπῷ ἕλιξ --- ἀγαλλομένα 
χροκόεντι. 

κάρτα. vehementer, admodum V 
135: καλὸν τί μὲ κάρτ᾽ ἐφίλησεν. 

καρτερός, κράτερός (septies m. 
καρτερός, n. à. καρτερόν. — ter m. 
κρᾶἄτερός, -0v) validus, fortis, potens 
1) de hominibus XVII 26: ó καρτε- 
ρὸς Ἡρακλείδας. XXII 140 — 199: 
(0) καρτερὸς Ἴδας. | VII 152: τὸν 
κρατερὸν Πολύφαμον. XXII 92. 173. 
— e. gen. XV 94: μὴ φύη z^ ὃς. 
ἁμῶν καρτερὸς εἴη: ἡμῶν κύριος. 
— — 2) de rebus XXII 184: 
σείων καρτερὸν ἔγχος. XXV 175: 
δέρμα δὲ ϑηρὸς ἀριφραδέως .dyo- 
ρεύει | χειρῶν καρτερὸν ἔργον. — 
neutr. sg. pro adv. I 41: κάμνοντι 


8. 18. 


x robur IV 8: φαντί νιν 

καὶ κάρτος ἐρίσδειν, dr ni 

139: βέῃ καὶ κάρτει εἴκων. 
E p^ —— oae firmo 
ἊΨ . 80: ισιν ἐχαρτύναντο 
: — 
ο» nur IX "^ Bat 

H diocy | χε (ucrog ἢ og 
᾿ ** ἀμύλοιο παρόντος. 
: ὧν dentes 













ἔχω δέ τοι 


E : 


td Apud Hom. 


, epitheton est canum. 
EO γνητος frater germanus XVII 
—. 130: ὦ jc) ἐκ ϑυμοῦ στέργοισα 
; τε πόσιν τε: Ptolemaeum 
IH phum, cf. Il XVI 432: 


ν — χασιγνήτην ἄλοχόν τε. — 
209: μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν 
σφετέροιο φονῆα. 

Καστἄλίς Castalis (Musa) VII 
148: Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον 
αἷπος ἔ; οἵ. Martial. IV 14, 1: 
| um decus sororum. 

E. Káe τῶρ (Κάστωρ, τορος, 4, τορα, 
ἢ -00. semper fere aut in —— hex. 
E àut in exitu leg .) Castor, filius Iovis 
- frater Pollucis XXII 1: 
| ruin τε καὶ αἰγιόχου Διὸς 
καὶ -- Πολυδεύκεα. 
— — δαὶ Κάστωρ. 34: 
αἰολόπωλος. XXIV 127: 
ἱππαλίδας (Ahr. e coni. Bois- 
E i — ἹἹππασίδας). XXII 25. 
- 135. 115. 186. 194. 197. XXIV 130 
(ΑΒ. Ἄκτορι, v. 137). 
. χἄτά (interdum apocopen patitur 
i , κάκ, κάτ; elisionem saepissime, 
J Hp XXV 45. — semel cum ana- 
: itur XV 126; inter- 
subst. et adi. semel, 
E adi, et subst. —— I adv. 
E fer d H 54. VI 1 XV 146. 
. Ad. 32. v. —— καταδικάξω, 


. καταμύσσω. --- ]l praep. 


fa Eoo πάντ T 0 1a | δα- 
3 κνάσαιο. ] 30: xat 
.. αὐτόν (τὸν κισσόν) | καρπῷ ἕλιξ εἴλεῖ- 
Es νὰ κροχόεντι: 'secundum 
eram". 1| 59: τὰ ϑρόνα 


ls 





κάρτος — 


κατά 143 
ταῦϑ᾽ ὑπό | τᾶς τήνω φλιᾶς 
καϑ᾽ ὑπέρτερον (vulg. καϑυπέρτερον). 
itaque versari unum variis locis eius- 
dem regionis aut plures uno loeo 
esse significat: über — hin, durch — 
hin, auf, an, in VII 153: (Πολύφα- 

nov) τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ αὐλία 
moss χορεῦσαι. 1Π2: βόσκονται κατ᾽ 
ὄρος. VIII 2: μᾶλα νέμων — κατ᾽ 
ὥρεα μακρά. cf. I 123. XX 30. I 
61: ἢ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα; ἢ 
κατὰ Πίνδω (Ahr. e coni. Πίνδον): 
sc. ἦσϑε. VII 149: κατὰ λάενον ἄν- 
roov, οἵ. ΠΠ ὁ. XVI 86: (ἐχϑροὺς --- 
πέμψειεν ἀναγκά) Σαρδόνιον κατὰ 
κῦμα. 1: ἵππων — ταρασσο- 
μένων καϑ᾽ ὅμιλον. 10: κατὰ πρύ- 
μνᾶν ἀείραντες “μέγα κύμα. 84: ὁπ- 
πότερος κατὰ νῶτα λάβοι φάος ἠελίοιο. 
XXV 45: κατὰ ἄστυ μένει, cf. Od. 
VII 40: ἐρχόμενον κατὰ ἄστυ. at 
XX 40: κατ᾽ ἄστυ. XXIV 40: ἔστε 
τί μοι κατὰ δῶμα νεώτερον. 188: 
xut Axio. VII 21: κατὰ Μᾶ- 
λατον. XV 196: τὰν Σαμίαν xara 
—— (Herm. pro vulg. καταβόσκων). 


εὖσα μέσον xat A M 
XXIV 12: (στρέφεται — δύσιν 
ἄρκτος) c κατ᾽ αὐτόν. XIV 


65: κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει | λῶ- 
πος ἄκρον “περονᾶσϑαι, cf. XXV 161. 
X 58: κατ᾽ εὐνὰν ὀϑρευοίσᾳ. — ad 
animum transfertur XXV 1177: ἕνα 
pee κατὰ ϑυμόν, cf. Od. XXII 373: 
qoc γνῷς κατὰ ϑυμὸν. — distri- 
buendi vim habet XXV 220: ἀλλὰ 
κατὰ’ σταϑμοὺς χλωρὸν δέος εἶχεν 
ἕκαστον. 99: ὄιες δὲ κατ᾽ αὐλὰς 
ηὐλέξοντο. XIII 32: ἐκβάντες δ᾽ ἐπὶ 
Sive κατὰ ξυγὰ δαῖτα πένοντο: *bini' ; 
συνδυο, κατὰ συζυγίαν. Gloss. — b) 
de motu qui fit in locum aliquem 
certo consilio XVII ,212: Διωνύσου 
τις ἀνὴρ ἱεροὺς κατ᾽ ἀγῶνας, | ἔχετ᾽ 
ἐπιστάμενος --- ἀναμέλψαι ἀοιδάν: 
— hin, zu, sc, ut in concionem 
prodiret, — 2) secundwm, pro, nach, 
gemüss, zufolge XXV 136: , πρῶτοι 
τοίγε (βόες) μάχηνδε κατὰ χροὸς ἤισαν 
— quod odorabantur bestias. 
194: κατὰ στάϑμην ἐνόησας: 
ὀρϑώῶς. Gloss. VH 30 -- 39: κατ᾽ 
ἐμὸν νόον: 'meo quidem animo"; ὡς 
- λογίζομαι. Schol. XXI 32: κατὰ 
: secundum tuam mentem (?). 

XIII 14: κατὰ ϑυμόν: ex animi sen- 
tentia; ef. XV 38: κατὰ v. 
XIV 57: κατὰ νῶν τεόν. — XV 39 


144 


— XXII 149: (οὐ) κατὰ «κόσμον. — 
3) de tempore VIDI 63: τῆνο κατ᾽ 
ἦμαρ: illo die. XXV 66: κατὰ και- 
ρόν: opportuno tempore. XIV 11: 
κατ᾽ ἄκαιρον κατὰ καιρόν vulg.) 
XVIII 19: xod ὥραν: "solito tem- 
pore', Passow.; κατὰ καιρὸν τὸν &g- 
μόξοντα. Gloss. — B) e. genet. 1) 
de motu qui superne fit deorsum: 
secundum, per à) ad rem: in — hinab 
VII 82: οὔνεκά οἵ γλυκὺ Μοῖσα κατὰ 
στόματος χέε νέκταρ. III 54: ὡς μέλι 
τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχϑοιο γένοιτο. 
über — her I 118: ποταμοί, τοὶ χεῖτε 
καλὸν κατὰ 4ωρίδος ὕδωρ, v. Ζωρίς. 
VII 135: πολλαὶ δ᾽ ἁμὶν ὕπερϑε κατὰ 
κρατὸς δονέοντο | αἴγειροι πτελέαι τε: 
"desuper i in caput agitabantur'. XXV 
256: (ῥόπαλον — ἀείρας) ἤλασα κὰκ 
κεφαλῆς: caput. poereussi. XXII 104: 
μέσσης ῥινὸς ὕπερϑε κατ᾽ ὀφρύος 
— πυγμῇ. XXII 204: «có δ᾽ ἄρα 
— βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος. 

I 62: κὰδ δ᾽ ἄρα πάντων | vo- 


Cip κατέχευε μελῶν. — b) ἃ re: 
an (auf) — herab XXII 30: ἔνϑα 
μιῆς πολλοὶ κατὰ κλίμακος — | «v- 
dees αἰνὸν. vOn — herab V. 15: 
ἢ κατὰ τήνας | τᾶς πέτρας -- εἰς 


Κρᾶϑιν ἁλοίμαν. XXIV 69: ὅ τι 
Μοῖρα κατὰ Ἀλωστῆρος ἐπείγει. — 
2) met. de animo infesto: auf — 
herab, adversus, in v 143: (i0 ὡς 
μέγα τοῦτο καχαξῶ) κὰτ τῶ Μάκωνος 
τῷ ποιμένος. ΓΝ 11: πείσαι «sv Mi- 
λων xar τῶ λύκω ἀμνάδα λυσσῆν (ex 
Aurati coni. ser. À. Fritzschius pro 
vulg. καὶ τῶς λύκος αὐτίκα). 
καταβαίνω descendo XXIV 41: 
ὁ δ᾽ ἐξ εὐνᾶς ἀλόχῳ κατέβαινε πι- 
ϑήσας. XII 21: κατέβαινεν Ὕλας 
εὔεδρον ἐς ᾿Δργώ. — met. XV 35: 
λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἵστῶ 
(τὸ ἐμπερόναμα);: *quanto pretio 
descendit tibi de iugo (de tela)?" 
χκαταβάλλω 1) deicio in aliquem 
locum, per tmesin II 54: (τὸ κράσπε- 
δον) — κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω, 
cf, Il. IX 206: κάββαλεν ἐν πυρὸς 
αὐγῇ" Χ 21: τὺ μόνον κατάβαλλε τὸ 


λᾶον:  'segetem  metendo humum 
sterne?. — Pass. v. Med. deiicio me 
XVIII 11: εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ. -- 


2) demitto XV $85: πρᾶτον ἴουλον 
ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων: 'herab- 
wallen lassend' Passow., cf. Ov. Met. 
VI 289: (stabant) — demisso crine 
Sorores, 


καταβαίνω — κατακλίνω 


καταβληχάομαι  mutio adversus 
aliquem (proprie balo) V 42: (αἴ δὲ 
χίμαιρα!) αἵδε κατεβληχῶντο: ἀντὶ 
τοῦ ἐμηκῶντο. Schol. 

καταβόσχω v. βόσχω. 


καταβρίϑω 1) gravesco VII 146: 
(rol δ᾽ ἐκέχυντο) ὅρπακες βραβύλοισι 
καταβρέϑοντες ἔραξε, cf. Verg. Georg. 
lI 429: nec minus interea fetu nemus 
omne gravescit, — 2) trans. degravo, 
met. supero XVII 95: ὄλβῳ uiv πάν- 
τας κε καταβρέϑοι βασιλῆας. 

καταδαίνυμαι comedo ΙΝ 84: 
Αἴγων ὀγδώκοντα μόνος κατεδαέσατο 
μάξας. 

καταδαρϑάνω obdormio, aor. ob- 
dormivi , dormio XXI 39: δειλινὸν 
ὡς κατέδαρϑον. XVIII 9: οὕτω. δὴ 

πρωιξὲ κατέδραϑες:; 

καταδέω, med. mihi vincio, ligo, 
defigo ritibus magicis et ad Venerem 
pellieio II 3: τὸν ἐμοὶ βαρὺν εὖντα 
φίλον καταδήσομαι ἄνδρα. 10: νῦν 
δέ νιν ἐκ ϑυέων καταδήσομαι. 159: 
νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταδήσομαι 
(vulg. καταϑύυσομοαι). 

καταδίχάξζω sententiam fero ad- 
versus, condemno, per tmesin Ad. 32: 
καί uev κατ᾽ εὖ δίκαξε (Ahr. e coni. 
pro κατεσίναξε): 

καταδύω, aor. II intr. subeo, sub- 
mergor XXVI 11: σχῖνον ἐς ἀρχαίαν 
χκαταδύς. XI 65: κατέδυν ποτὶ τίν: 
sc. in mare. 

καταέϑω wro VII 56: ϑερμὸς γὰρ 
ἔρως αὐτῶ μὲ καταύϑει. Pass. II 40: 
ἀλλ᾽ ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίϑομαι, cf. 
Ov. Met. VIÍ 21: quid in hospite — 
ureris ? 

κατάκχειμιαι iaceo, recubo XV 84: 
αὐτὸς δ᾽ ὡς ϑαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας 
κατάκειται | κλισμῶ. 

κατακλαΐξω (dor. pro καταπλείω) 
includo VII 84: καὶ τῦ κατεκλάσϑης 
ἐς λάρνακα. Med. XVIII 5: ἁνίκα 
Τυνδαρίδα κατεκλάξατο τὰν ᾿ἀγαπα- 
τὰν ] μναστεύσας Ἑλέναν ὃ νεώτερος 
"Avo£og υἷός (Mein. scr. pro κατεκλάξατο 
v. κατελέξατο, Ahr. e coni. κάσιν 
ἄγετο): quum secum inclusisset, in 
thalamum abduxisset". 

κατακλάω inflecto XXV 146: κατὰ 
δ᾽ αὐχένα νέρϑ᾽ ἐπὶ γαίης | κλάσσε 
βαρύν περ ἐόντα. 

xavaxAivo, pass. reclinor, recubo 
VII 89: (ὑπὸ δρυσὶν ἢ ὑπὸ πεύκαις) 
ἁδὺ μελισδόμενος κατεκέλλισο. 





(0 καταχόπτω caedo , — xiv 

* δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς. 
κατάχρας funditus, prorsus XVI 

89: romande: ὅσα χεῖρες ἐλωβήσαντο 





καταλαμβάνω ofendo ΤΥ 6i: 


E ποτὶ d μάκτρᾳ κατελάμβανον ὦμος 


65: ᾿Δλκμήνα καλέ- 
σασα — * κατέλεξε νεοχμὸν. 
labor 


 x«taAsíge, pass. decurro, 

I 8: (τὸ καταχές) τῆν᾽ ἀπὸ Le πέ- 
Toug καταλείβεται ὑψόϑεν ὕδωρ. V 

ὅδ, cf. Verg. Ecl. V 84: saxosas in- 
ter decurrunt flumina valles. 

καταλείπω relinquo, desero XVI 
108: καλλείψω δ᾽ οὐδ᾽ ὔμμε (sc. 
᾿ Χάριτας). 

χαταλύω v. ἀπολύω. 

κατάμύσσω lacero, per &mesin VI 
14: (pesto D — παιδὸς) κατὰ -- 
χρόα καλὸν ἀμύξῃ. 


κατάντης declivis, acclivis I 18 — 

V 101: ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλο- 
φον ai τε μυρῖκαι. 

— serra diffimdo X δῦ: 

τι τάμῃς τὰν χεῖρα καταπρίων τὸ 

ε τοὺς ἄγαν φει- 

D rei eMe Schol. 

καταπτῦ Sinuosus XV 84: 


| , μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς 
πέροναμα | τοῦτο πρέπει. 
κατάπῦχνος condensus Ep. 
τὰ δόδα τὰ —— καὶ & κατά- 
"e ἐκείνα | ἔρπυλλος. 
flagro U 24: αὔτα 
(ἡ panes λακεῖ μέγα καππυρίσασα: 
; flammam econeepitꝰ. In· 
ivam vim h. v. confirmari Lo- 


beckii ad Soph. Ai. & 
196 sqq. iudicat A. Fritzschius; 
Dindorfio Valckenarius κάππυρος εὖσα 


recte correxisse videtur; Ahrens scr. 
Aüxov μέγαν ἔκπυρος 4ot. 
καταρρέω defluo, — redundo l 5: 
&ixe δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς 
τὲ καταρρεῖ | & χίμαρος. 
incipio Ep. lll 6: 
φεῦγε is ὕπνου κῶμα καταρχό- 


μένον (e Toup. coni. scr. pro vulg. 
καταγρόμενον, Ahr. καὶ ἀγρεμόνας, 


Lexicon Theocriteum. 


— κατατρώγω 145 
Herm. xeravousvor, Boisson. καταν- 
τόμενον). 

κατασεέω concutio, verso XXI 43: 
ἐκ καλάμων δὲ πλάνον κατέσειον 
ἐδωδώάν: ἐκίνουν. Gloss. 

κατασμύχω lentis 
buro, met. de amore 17: ὅς με 
κατασμύχων καὶ ἐς ὄστιον ἄχρις 
ἰάπτει, cf. Hor. Od. III 19, 28: me 
lentus Glycerae torret amor meae. 
— de dolore. VHI 90: og δὲ κατ- 


ἐσμύχϑη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ 
 ὥτερος: "maceratus dolore et ab- 


,COm- 


' sumptus est. 


κατατάκχω contabefacio Ep. VI 1: 
tí TOL πλέον, εἰ καταταξεῖς | δάκρυσι 
διγλήνως ὦπας ὀδυρόμενος; — Pass. 
(con)tabesco, abswmor, liquor amore 
XI 14: αὐτεὶ ἐπ᾿ ἀιόνος κατετάκετο. 
VII 76: εὖτε χιὼν ὥς τις κατετάκετο, 
cf. Od. XIX 205: ὡς δὲ χιὼν κατα- 
τήκετ᾽ -- ὡς τῆς τήκετο καλὰ πα- 
ρήια δακχρυχεούσης. c. ace. XIV 26: 
τούτω τὸν χλύμενον κατετάκετο τῆ- 
vov ἔρωτα. 

κατατέϑηκι (act. fot. dor. κατα- 
ϑησῶ, -cousc. aor. κατέϑηκας, -e(»). 
κατϑείην, καταϑεῖναι. med. aor. χάτ- 
ϑετο, κατέϑεντο, καταϑεῖο) I Act. 1) 
depono, colloco, c. praep. ἐς XVII 
50: ἐς ναὸν χατέϑηκας —— 
XXIV 4: (ἀμφοτέρους λούσασαὶ 
ὌΝ κατέϑηκεν ἐς ἀσπίδα. 

44: (στέφανον) καταϑήσομες ἐς πλα- 
τάνιστον (var. καταϑήσομενὶ). --- 
51: πάρος κατέϑηκε ποδοῖιν (πέλωρα). 
— 2) pono, depono praemium certa- 
minis VIII 11: γρήσδεις καταϑεῖναι 
ἄεθλον; cf. VIII 12, 20, — II Med. 
1) mihi, mea depono XXVI 8: (xo- 
—— εὐφάμως κατέϑεντο νεο- 
ἜΣ ἢ ἐπὶ βωμῶν. de partu XXVI 

(ὃν iv Ζρακάνῳ) Ζεὺς ὕπατος 

"Ead ἐπιγουνίδα κάτϑετο λύσας, 
cf. Catull 34, 8: Latonia, quam ma- 
ler prope Deliam deposivit olivam. 
— 3) met. colloco, perduco XVII 68: 
iv δὲ μιᾷ τιμᾶ Τρίοπος καταϑεῖο 
κολώνᾳ (var. κατϑεῖο). 

κατἄτρίέβω contero XXIV 14: πολ- 
Acl ᾿ἀχαιιάδων μαλακὸν περὶ οὔνατι 
νῆμα | χειρὶ κατατρέψοντι ἀκρέσπερον 
ἀείδοισαι] ᾿λλχαμήναν. 

κατατρυύχω attero; met. torqueo, 
male habes 1 18 : τίς TU κατατρύχει; 
τένος ὠγαϑὲ € ἐρᾶσαι; 

χκατατρώγω comedo V 1156: (τὼς 


10 


146 


κανϑιάρος, οἱ τὰ Φιλώνδα) σῦκα κα- 
τατρώγοντες ὑπανέμιοι φορέονται. v. 
καάνδγαρος. 

καταυτόϑι ibidem XXV 108: τὼ 
δ᾽ εἰς ἄστυ λιπόντε καταυτόϑι πίο- 
be ἀγροὺς | ἐστιχέτην, cf. Il X 978: 
λιπέτην δὲ καταυτόϑι πάντας ἀρίστους. 
καταφαίνομαι appareo, videor 
VII 11: (τὸ σᾶμα) ἁμῖν τὸ Βρασίλα 
κατεφαίνετο (Ahr. c. lunt. ᾿ἀνεφαί- 
verO): incipit apparere" Verg. Ecl. 
IX 60. — VI 35: καὶ καλὰ μὲν τὰ 
γένεια, E δέ μευ ἃ. μία κώρα, | 
ὡς παρ᾽ ἐμὶν “κέκριται, κατεφαίΐνετο. 
ΠῚ 8: ἦ ῥά γέ τοι σιμὸς καταφαίνο- 
μαι ἐγγύϑεν ἦμεν; 


zeveqoivo perdo XXV 122: (οὐ 
- τις ἐπήλυϑε νοῦσος ---,Ὁ «ir ἔργα 
καταφϑίένουσι νομήων. "lransitivam 
h. v. vim defendere conatur A. Fritz- 
Schius afferens Soph. El. 1413; ple- 
rique aliter sentiunt, G. Dindorfius 
cum Meinekio scribi vult καταφϑιὲ- 
νύϑουσι, Ahr. et Ziegl c. lunt. et 
Call. καταφϑείρουσι. 

κατᾶχης sir epens, resonums (Hor. 
Od. 1 7, 12) I7: τὸ καταχές | viv 
ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλεέβεται ὑψό- 
ϑὲεν ὕδωρ. 

κατείβω, pass. defluo VH 137: 
^x δ᾽ ἐγγύϑεν ἱερὸν ὕδωρ) Νυμφᾶν 
ἐξ ἄντροιο κατειβόμενον κελαρύξει, 
cf. Il. XXI 261: τὸ (ὕδωρ) δέ τ᾽ ὦκα 
κατειβόμενον κελαρύζει. 

κατελαύνω subigito, corrumpo V 
116 : ἢ οὐ μέμνᾳ Ox ἐγώ τυ κατή- 
Acces: ἐπέρανα, ἤγουν συνουσιαξόμην 
σοι. Gloss. 

κατεναντίον e regione I21: δεῦρ᾽ j 
ὑπὸ τὰν πτελέαν ἑσδώμεϑα, τῶ τε 
Πριήπω | καὶ τἂν Κραναιᾶν κατ- 
εναντίον. : 

κἄτερα 2 καὶ ἕτερα, q. v. 

κατερείπω, aor. iu intr. delabor 
XII 49: χατήριπε δ᾽ ἐς μέλαν ὕδωρ. 

κατέρ μαι descendo XVII. 48: 
ἀλλά μιν ἁρπάξασα, πάροιϑ'᾽᾽ ἐπὶ νᾶμα 


κατελθεῖν [ κυάνεον: ad Stygiam pa- ' 


ludem. 

κατεύχομαι 1) instanter, per deos 
rogo II 71: (9 ἁ τροφὸς) χατεύξατο 
καὶ λιτάνευσε | τὰν πομπὰν δάσασθαι: 
*quasi sit κατευξαμένη λιτάνευσε᾽. 
2) glorior ]I 97: τύ 9v τὸν "Eonta 
κατεύχεο, “άφνι. λυγίξειν (Ahr. e 
C. F. Hermanni coni. SCT. κατ΄ εὔχεο, 
Bergk. coni. ποκ᾽ εὔχεο.) 


καταυτόϑι --- κὲν 


κατηρεφής desuper tegens, immi- 
nens, quasi cameram seu arcum effi- 
ciens VII 9: (αἴγειροι κλῆϑραέ cs) 
χλωροῖσιν πετάλοισι κατηρεφέες κο- 
μόωσαι. v. ἐπηρεφής. 

κατοικέω incolo ΧΙ 62: ὡς εἰδῶ 
τί z0y' ἁδὺ κατοικεῖν τὸν βυϑὸν 
ὔμ wU. : 

xe vo 1) subter, in inferiore parte 
VIIH 19 — 22: (σύριγγα) λευκὸν xq- 
ρὸν ἔχοισων, ἴσον κάτω ἶσον ἄνωϑεν. 
pup deorsum VIH 75: κάτω βλέψας 
τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον: '"torvus 
humi vultum ponebam (Hor. Od. ΠῚ 
5, 44). 

κάτωϑε ab inferiore parte IV 44: 
ϑαρσέω. ἄλλε κάτωϑε τὰ puocyío- 
80. ποτὶ τὸν λόφον (v. 46). 

Καύκἄσος Caucasus mons VI 17: 
ἢ A90 ἢ Ῥοδόπαν ἢ Καύκασον ἐσχα- 
M) 

KevAo voc incola Cauloniae, ur- 
bis in Bruttiis sitae 1 57: τῶ μὲν 
ἐγὼ πορϑμεῖ Καυλωνίῳ αἶγα τ᾽ ἔδωκα 
(e coni. Ahr. scr. A. Fritzschius pro 
vulg. Καλυδωνέῳ). 

καῦμα aestus X. 51: καὶ λήγειν 
εὔδοντος (κορυδαλλῶ), ἐλινῦσαι δὲ τὸ 
καῦμα. — met, de amore Ad. 29: 
καὶ μὴ φέρων τὸ καῦμα: pectoris 
aestum Ov. Her. XV 25. 

καὐτά, καῦτας — καὶ αὐτά (αὔ- 
τας), q. V. 

καὐτονόα — wel Αὐτονόα, q. v. 

καυχάομαι, dor. καυχέομιαι tacto 


me, exsulto V 46: ἐντισϑ᾽ οὗτος, 
ἐγὼ μὲν ἀλαϑέα πάντ᾽ ἀγορεύω | 
κοὐδὲν καυχέομαι (var. καυχῶμαι). 


XXVII 3 — 8: μὴ καυχῶ. 


ud oo cachinno, fut. dor. V 142: 
κἠγὼν γὰρ ἴδ᾽ ὡς μέγα τοῦτο κα- 
xod | x&v τῶ Λάκωνος: καταγελάσω 
τοῦ Λάκωνος. Schol. 


«Gy Acc strepito, resono VI 12: 
(τὰ δέ viv καλὰ κύματα φαίνει) ἄσυχα 
καχλάξοντος ἐπ᾽ αἰγιαλοῖο ϑέοισαν 
(var. παφλάξοντα, καχλάξοντα). 

κἀχώ -- καὶ ἀχώ, q. v. 

δ), xà part. enclit. (xiv, κὲ, κ',᾿ 
χ᾽ duodesexagies; dor. x quinquies) 
— ἄν, q. v. I c. ind, praeteriti (ipf. 
et aor.) 1) in apodosi enunt. con- 
dition. à) pro protasi sunt partie., 
αἴϑε, ἀλλά VIL 18: οὐδέ κέ τίς νιν. 
ἡγνοίησεν ἰδών: h. e. εἰ εἶδεν. X 33. 
XXII 122. — b) suppl. protasis XXVIII 
15: οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ ἐς ἀέργω 












— 2) in protasi Il 194: καί μ᾽ εἰ 
I 2 és. cà dde — 
εὖδόν r', εἴ κε μόνον τὸ καλὸν στόμα 
-—- v. εἰ 12). — lc 
coni. 1) in enunt. relat. a) in a osi 
leg.y 25: ὧν γάρ χ᾽ &vnoos 

καλὰ πάντα ποιεῖτε. XVILD 74. 

461. — b) praeteritum XII 32: 


δὲ κε. — γλυκερώτερα χεί- 


m ,| — ἀπῆλϑεν. — 2) in 
, — ——————— a) in apodosi perf. 
pro praes. XXV 5: τὸν γάρ φασι 


μέγιστον ἐπουρανίων κεχολῶσϑαι,᾿ 
εἴ κεν ὁδοῦ ξαχρεῖον ἀνήνηταί τις 


ὁδίτην. — b) futurum I 23: αἱ δέ κ᾽ 
ἀείσης, | — e δέ τοι δωσῶ. I 10. 
V "oe 556. — 3) in enunt, M 
por. apodosi praesens (opt..e 
xiv, imper): ὁππότε κεν XVII 42. 

ἐπεί xe | 90. XI 78. XVIII 25. ἐπεί 


κα ΤΠ 100. ὡς κεν quamdiu XXIX 
20. ἔστε κε donec, bis I 6. — b) 
futurum: ἐπεί x« XVIII 56. ἔστε κε 
ν 8. ^ Vi δὲ, — 4) in enunt, final. 
ὥς xev (var. gi») ut 1 143. yog κα — 
μή ae ne Il 142. — III c. optat. 1) 
in apodosi enunt. condition, 50: 
κεὶ ἀποστέρξαιμι, τὰ πάντα κεν 
εἰς ἕρποι. XVIII 21. XXIX 11. 
Ber. 5. pro protasi est partic. XXIX 


40: τόκα QS, οὐδὲ καλεῦντος im^ 
αὐλεΐαις ϑύραις | προμόλοιμέ κε. XVI 
106. 183.  enunt. tempor. 


XVII 40. enunt. optandi XI 73: 
αἴϑ᾽ (vulg. aix") ἐνθὼν ταλάρως τε 
καὶ ϑαλλὸν ἀμάσας | ταῖς 
ἄρνεσσι φέροις, τάχα κα πολὺ μᾶλλον 
ἔχοις n" (vulg. xev v. x«l) deest 

I 42: φαίης κὲν γυίων νιν 
—* ἐλλοπιεύειν, cf. XII 13. 
Qméiv ὥρα x' εἴη. ΧΙ 49: 
: (valg. - τῶνδε ϑάλασσαν 


— λοιτο; cf. XVI 90. 
116. V 198: (τὸ γὰρ) — 


οὐδείς κεν ἔχοι σάφα μυϑήσασθϑαι. 
L56. IL 34. III 3 MUN 11. XVI 
11. XVII 95 XXII 162. XXV 371. 
43. qui e ἊΣ — 3) in enunt. 
relat. Server ἢ τίς ὁ 
teris, li s ar σε πίϑοιμεν; 

49. ΧΙ 14 (ὠς). 


τινὶ 61 e ubi). — 8)i in quaest. indir. 

, 6 τί κ᾿ ἀρέσκοι 
urn S et X ἀρέσκει, εἴτι ἀρέσκει, 
εἴ τοι ἀρέσκει). --ἷν ec. infin. XXIV 
136: (μέγας ἄρτος) “ωρικὸς ἀσφαλέως 


141 


xt φυτοσκάφον ἄνδρα κορέσσαι, cf. 
n. XXII 108: ἐμοὶ δὲ τότ᾽ ἂν πολὺ 
κέρδιον εἴη | ἄντην ἢ ᾿Αχιλῆα κατα- 
κτείναντα νεέσϑαι ἠέ κεν αὐτὸν 
ὀλέσϑαι. Ahrensius tamen et Ziegl. 
maiore distinctione post “ωρικός po- 
sita optativum esse κορέσσαι censent. 
κέαρ cor XXX 11: εἰς οἶκον δ᾽ 
amis «v ἕλκος ἔχων καὶ τὸ [κέαρ δά- 
* ubi lacunam e coni. expleve- 
D Curtius et A. Fritzschius. 


χέδρῖνος cedrinus, e cedro con- 
fectus XXIV 43: (ὕπερϑεν) κλιντῆρος 
κεδρίνου περὶ πασσάλῳ αἰὲν ἄωρτο 
(var. κεδρίνω). 

zéd. 1) cedrus Ep. VII 4: καὶ 
τόδ᾽ ἀπ᾿ εὐώδους γλύψατ᾽ ἄγαλμα 
κέδρου. — 3) cista cedrina VII 81: 
(ἰοῦσαι) κέδρον ἐς ἁδεῖαν — μέλισσαι. 

xti — καὶ εἶ, q. v. 

κεῖμαι. (praes. κεῖμαι, -σαι, τται, 
κέατ᾽. κείμενος. ipf. ἔκειτο, κεῖτο; 
ἔκειντο, κεῖντο. fut. dor. κεισεῦμαι) 
iaceo 1) de hominibus a) de requiescen- 
tibus et dormientibus XXI 35: κείμενος 
ἐν φύλλοις ποτὶ κύματι. XX16.. (de V 
129 v. χέω.) — b) de morientibus et 
mortuis XXII 129: «eic ἀλλοφρονέων, 
οὗ, 203. III 53: κεισεῦμαι δὲ πεσών, 
καὶ τοὶ λύκοι ὧδέ μ᾽ ἔδονται. Ep. 
XXI 1: ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ᾽ Izmo- 
ναξ κεῖται. XVI 43: XXIII 44. Ep. 
VIII 4. — 2) de regionibus XIII 34: 
λειμὼν γάρ σφιν ἔκειτο. — 3) de re- 
bus quae sunt alicubi nec loco mo- 
ventur IX 18: (χιμαέρας,) ὦ ὧν μοι πρὸς 
κεφαλᾷ καὶ πρὸς ποσὶ κώεα κεῖται. 
XXI 9. XXV 2. Ep. XIV 4, in- 
primis de iis quae seponuntur et 
conduntur XVI 92: τί δὲ κέρδος ὁ 
μυρίος ἔνδοθι χρυσός | πεέμενος: I 59. 
met. ) 3: κἤγω μὲν τὰ φρένων 
ἐρέω xéat! ἐν μύχῳ. aut de iis quae 
—— ut praemia sint aut παρ 

98: ἠνίδε κεῖται] ὥριφος. Ep. ! 
2: ἕρπυλλος κεῖται ταὶς Ἑλικωνιᾶσι. 


rani thesaurus, res pretiosa, 
à eum cura reponi solet 

XIV 121: ἐπεὶ μάλα πολλὰ ϑοῶν 
ἐξ fout! ἀγώνων | Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ 
κειμήλια. * 55: τᾶς γλαυκᾶς κει- 
μήλιον ᾿μφιτρίτας. 

κείνῃ ibi XXV 30: κείνῃ ὅϑι πλα- 
τάνιστοι ἐπηεταναὶ πεφύασι. 

κεῖ Υ. ἐχεῖνος. 

κεῖπε, χεΐφ᾽  -— καὶ εἶπε, καὶ 
εἰπέ, q. v. 


10* 


148 


κείρω tondeo XIV 46: οὐδὲ Θρᾳ- 
κιστὲ κέκαρμαι: "plane, tanquam 
Thrax, intonsus sum'. 

κεἰς — xal εἰς, q. v. 

κεἴτε — καὶ εἴτε, Q. V. 

κελᾶδέ ἕω 1) strepo, tumultuor XXII 
99: of δ᾽ ἅμα πᾶντες ἀριστῆες κελά- 
δησαν,] ὡς ἴδον ἕλκεα λυγρά: ἤχησαν 
— Gloss. cf. Il, VIII 542: 

“Ἕκτωρ ἀγόρευν᾽, ἐπὶ δὲ Τρῶες 

κελάδησαν. — 2) sono, de avibus XVIIT 
56: ὄρϑρον, ἐπεί κα πρῶτος ἀοιδός 
Ι ἐξ εὐνᾶς κελαδήσῃ ἀνασχὼν εὔτριχα 
δειράν. 

κελάδων Strepens. XVII 92: καὶ 
ποταμοὶ κελάδοντες ἀνάσσονται IIco- 
λεμαίῳ, cf. 1]. XVIII 576: πὰρ ποτα- 
μὸν κελάδοντα. 

κελαινός niger ΧΥΠ 8: καὶ Συ- 
ρίας Λιβύας τε κελαινῶν τ * Αἰϑιοπήων. 

κελᾶ ὕζω murmwro, strepo VII 
137: (τὸ δ᾽ ἐγγύϑεν ἱερὸν ὕδωρ) 
Νυμφᾶν ἐξ ἄντροιο κατειβόμενον κε- 
λάρυξεν. v. κατείβω. 

κελέβα vas, poculum ligneum 
—— ξύλινον κυλικῶδες. Schol.) 
II 2: στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ 
οἰὸς ἀώτῳ. 

κελέοντες (i. q. ἱστόποδες) mali 

pedes machinae textoriae, quae sta- 

HM humi. XVIII 34: κερκέδι συμπλέ- 
ξασα μακρῶν͵ ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων: 
ἐκ τῶν ἱστοπόδων᾽ τέμνεται γὰρ τὸ 
ὕφασμα ἐκ τοῦ ἵστοῦ, ὅταν τελεσϑῇ. 
Schol. 

κέλευϑος via XXV 189: μέσσης 
ἐξηρώησε κελεύϑου. 155: λαοφόρου 
δ᾽ ἐπέβησαν — κελεύϑου. plur. XXV 
96: πᾶσαι δὲ κέλευϑοι | ληΐίδος ἐρχο- 
μένης (ἐνεπλήσϑησαν). 

χελεύω impero, praesum XXIV 
126: ἵππήεσσι κελεῦσαι | Κάστωρ ἵπ- 
παλίδας δέδαεν. 

κέλομαι (ργδ68. κέλομαι, -ονται. ipf. 
ἐκέλευ) iubeo, sequ. acc. c. inf. V 


138: παύσασϑαι κέλομαι τὸν ποιμένα. 
II 11. XI 77. 


κεν(ε)ός (sg. f. κενεᾶς, «ἄν. n. κε- 
vov. . pl. n. κενεοῖσι) inanis XVI 10: 
κενεᾶς ἐν πυϑμένι χηλοῦ. XV 96: 
μή μοι κενεὰν ἀπομάξῃς (sc. χοίνικα), 
v. ἀπομάσσω. — met. I 3: κε- 
νὸν τὸ φίλαμα λέγουσιν. IIl 20 — 
XXVII 4: ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλά- 
μασιν ἁδέα τέρψις. 


κενεών ilia XXV 229: καὶ βάλον 


κείρω --- πκερπκίς 


ἄσσον ἰόντος ἀριστερὸν ἐς κενεῶνα | 
τηὐσίως: sc. leonis. 

κενός v. κενεός. 

,Κένταυρος Centaurus XIV 48: 
αἷνός Qv λέγεταί vic; ἔβα Κένταυρος 
ἀν᾽ ὕλαν (vulg. καὶ v. κεν ταῦρος): 
'sententia est proverbii: abiit, ex- - 
cessit, evasit, erupit (Cie. Catil. I 1y. 

Κενταυροφόνος Centauricida, 
Centaurorum  interfector XVII 20: 
Ἡρακλῆος ἕδρα Κενταυροφύγοιο. * 

κεντέω pungo XIX 1: vóv κλέ- 
πτὰαν ποτ΄ Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέ- 
λισσα. ad barbam transfertur XV 
130: ov κεντεῖ τὸ φίλαμ᾽, ἔτι οἵ περὶ 
χείλεα πυρρά, cf. Tibull. I 8, 81: 
levia fulgent ora nec amplexus aspera - 
barba terit. 

κεραΐξω deleo, perdo XXV 202: 
πάντας γὰρ πισῆας ἐπικλύξων mora- 
μὸς ὡς | λῖς ἄμοτος κεραϊξε, μάλιστα 
δὲ Βεμβιναίους. 

χκερᾶὸός cornutus I4: κεραὸν τρά- 
yov. Ep. 1 5: κεραὸς τράγος. XXV 
193: κερααὶ βόες. 17: βόεσσι — κε- 
ραῇσιν, cf. XVI 37. 

κέρας 1) cornu tauri XXV 145: 
τοῦ μὲν ἄναξ προσιόντος ἐδράξατο 
χειρὶ παχείῃ | σκαιοῦ ἄφαρ κέραος. 
— 9) arcus XXV 206: αὐτὰρ ἐγὼ 
κέρας ὑγρὸν ἑλὼν κοίλην τε φαρέτρην, 
cf. Verg. Ecl. X 59: libet Partho 
torquere Cydonia cornu spicula. 

,“Κεράστας Cornutus Syr. 3: Κε- 
ράσταν, Ov ποτ᾽ ἐθρέψατο ταυροπά- 
τωρ: h. e. 'Comatam (κομάτης — 
κομήτης — cornutus, quum in capite 
sint et comae et cornua) caprarium, 
quem olim nutrivit pater tauri h. e. 
apis". cf. VII 78— 86. 

κεραυνός fulmen XXII 211: αὐτὸν 
δὲ φλογέῳ συνέφλεξε κεραυνῷ (Ζεύς). 

Κέρβερος Cerberus XXIX 38: βαίην 
— φύλακον νεκύων πεδὰ “Κέρβερον. 

κερδέων comp. lwcrosior, utilior 
XXV 34: ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἔνισπε, 
τό τοι καὶ κέρδιον αὐτῷ | ἔσσεται: in 
quinto hex. pede legitur, ut solet 
apud Hom. 

κέρδος quaestus, lucrum XVI 15: 
νενίκηνται δ᾽ ὑπὸ κερδέων. 22: δαι- 
μόνιοι, τί δὲ κέρδος ὁ μυρίος ἔνδοϑι 
χρυσός Ι κείμενος; 

κερκές radiustectorius, pecten XV VI 
34: (ἄτριον) κερκέδι συμπλέξασα μα- 
χρῶν ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων, cf. Verg. 
Georg. I 294: arguto coniunx per- 
currit pectine telas: 'tela est trama, 








jn peram 


filis inseritur subtemen ope 


pectinis 


Ww 
^ χέρχος cauda. XXV 242: μακρὴν 
δὲ περ ἰγνύῃσιν ἕἔλιξε | κέρκον (Alii). 
-xtQovtíg lasciva V 145: αἶγες 
- os I ned (e coni. 
oet ) . ser. pro vulg. xe- 


ρουχίδες, Ziegl. et Ahr. ——— 


æoroucco 1) convicior 73: 
Ἡρακλέην δ᾽ — ἐκερτόμεον λι- 
— ον ἴῃ suas 
TU €: h. e. 'promissa 
— daturus sum 

— χαὶ εὖ, q. V 


᾿χεύθύς — καὶ εὐθύς, q. v. 

— χεύϑιω occulto 150: ἁ à ιἀλώπηξ) 
πήρᾳ | πάντα δόλον κεύϑοισα 
(vulg. τεύχοισα) : *clandestinum dolum 
intendens".  - 


xEq UAR (κεφαλᾶς, τῆς: τᾷ, -ἢ; 


qv. em.) caput 1) hominis 
ant Il 89: ἔρρευν ἐκ κεφαλᾶς 
πᾶσαι ΠῚ δ2. ΧΧΙ 18 

123. XXV 161. XXVI 20, sepulti 


Ep. XIV 4: (τύμβος) κεῖται τῆς ἱερῆς 
κοῦφος ὑπὲρ κεφαλῆς (sc. Εὐρυμέ- 
δοντος). sing. ad duos refertur 
: δὲ yvvà κεφαλᾶς uv- 
ὧν (var. κεφαλάς). opp. 
: φλασσῶ τὰν κεφαλὰν 
ἀμφοτέρως νιν σφύ- 
18. XX 12. — de 
256: (ῥόπαλον — ἀείρας) 
ccr M 260, — 2) rei 
r 81: (αἶγα. ἅτις 
ἃς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροὶ: 
i labrum'.. v. KPAZ. 
νοὐ(») -- καὶ iyo(v), q. v. 
xxdemnosv curator, tutor Ep. Xl 6: 
xixvg ἐὼν εἶχ᾽ ἄρα s inae 
ἡδομαι curo, rationem habeo, abs. 
XXV 59: (βασιλεῦσιν ἐείδεται) αὐτοῖς 
E ἀρόνορος ἔμμεναι οἵ 


n 
ἢ 


ES 
ξ 
» 


HH 
T 


ΤΙ 


381: (Νεμέου -- ϑηρός) πολλὰ πάρος 
μήλοις τε καὶ ἀνδράσι κήδεα ϑέντος 
(vulg. πήματα). pd ον 

ἥιος Ceus XVI 44 : δεινὸς ἀοιδὸς 
ὁ Κήιος: Simonides, cf. Hor. Od. 1V 
9, 7: Ceae — Camenae. 

xx τὰ καὶ ἐκ, q. v. 
ὃν -- καὶ ἐμαυτόν, q. v. 
e καὶ ἐμέ, q. v. 
-- καὶ ἐν, q. v. 


κέρκος — κίέκιννος 


149 


ἤν — καὶ ἦν, 4. v. 

κἦνθε — καὶ ἦνθε, v. καὶ et 
ἔρχομαι. 

κἠνεαυτοῖς — καὶ ἐνιαυτοῖς, 4. v. 

χκῆνος v. ἐκεῖνος. 

ἡξαπένας -- καὶ ἐξαπίνας, q. v. 

πέγραψε -- καὶ ἐπέγραψε, q. V. 
κὴπεΐ — καὶ ἐπεί, q. v. 

ἤπειτα -- καὶ ἔπειτα, α. V. 

κὴπέ — καὶ ἐπί, q. v. 

κἠπιδέξιος — καὶ ἐπιδέξιος, q. v. 

κηρέον favus mellis plenus XIX 2: 
(Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα) κηρίον 
ἐκ σίμβλων συλεύμενον. V 59: ὀχτὼ 
δὲ σκαφίδας μέλιτος πλέα κηρί ἐχοί- 
σας. mel ipsum significare videtur 
ME 85: (μελισσᾶν) κηρία φερβόμενος. 

121. 

χηρόδετος cera vinctus Ep. V 4: 
“άφνις κηροδέτῳ πνεύματι μελπό- 
μενος: h. e. σύριγγι, cf. VIII 19: 
(σύριγγα) λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν. Ti- 
bull. II 5, 32: (fistulae) calamus cera 
iungitur usque minor. 

κηρὸς (χηρῶ, -ᾧ, -óv) cera XX 21: 
(ἐκ στομάτων δέ) ἔρρεέ μοι φωνὰ 
γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ. calami 
fistulae iunguntur cera | 128: τάνδε 
φέρευ πακχτοῖο μελίπνουν | ix κηρῶ 
σύριγγα. VII] 19 — 22: (σύριγγα) 
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν. vas cera im- 
butum 1 27: καὶ βαϑὺ κισσύβιον 
κεκλυσμένον ἀδέι xmoo. — effigies 
cerea dicitur II 28: ὡς τοῦτον τὸν 
κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι tdxo, | ὡς 
τάκοιτο --- “έλφις, cf. Verg. Ecl. 
VHI 80: limus ut hic durescit et 
haec ut cera liquescit — sie nostro 
Daphnis amore. 

ἤφα — καὶ ἔφα, q. v. 

κηφᾶπτ᾽ ταὶ καὶ ἐφᾶπτο, v. καὶ 
et ἐφάπτω. 

Ki&voi Ciani, Cii urbis Bithynicae 
incolae XIII 30: εἴσω δ᾽ ὅρμον ἔϑεντο 
Προποντίδος, ἔνϑα Κιανῶν | αὔλακας 
εὐρύνοντι βόες τρίβοντες ἄροτρα. 

χιϑάρα v. λύρα. c 

χιϑαριστὴς citharista, qui cithara 
canit; Castor et Pollux vocantur 
XXII 24: ἱππῆες, κιϑαρισταί, ἀεϑλη- 
τῆρες, ἀοιδοί. 

κέχειννος cincinnus capillorum XIV 
4: χὼ μύσταξ πολὺς οὗτος, ἀυσταλέοι 
δὲ κέκιννοι. ΧΙ 10: ἤρατο δ᾽ οὐ 

ἕλοις οὐδὲ δόδω οὐδὲ κικέννοις: 

non misit vel donavit Galateae cin- 
einnos suos, qui mos est amantium". 


150 


xixA150:€ invoco, contestor XXII 
133: (ὄμοσσε) ὃν πατέρ᾽ ἐκ πόντοιο 
Ποσειδάωνα κπικλήσκων. 

Κίλικες Cilices, incolae Ciliciae 
XVII 88: Παμφύλοισί τε πᾶσι καὶ 
αἰχμηταῖς Κιλέκεσσι | σημαίνει: Ῥίο- 
lemaeus, 


κέἐνᾶδος astuta vulpes V 25: καὶ 
πῶς, ὦ κίναδος σύ, τάδ᾽ ἔσσεται ἐξ 
ἴσου &uív; (e coni, Wordsw. scr. pro 
vulg. κιναδεῦ, κίναδ᾽ sv. Ahr. e 
coni. κέναιδε). 

Κιναέϑα Cinaelha, ovis nomen 
V 102: ovx ἀπὸ τᾶς δρυός, οὗτος ὃ 
Κώναρος & τε Κιναΐϑα (vulg. Kv- 
ναΐϑα); 

«ivéc moveo 1) de motu corporis 
v. rei XVI 72: πολλοὶ κινήσουσιν ἔτι 
τροχὸν ἅρματος ἵπποι. Vl 18: xol 
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίϑον: ἤγουν 
τὸν βασιλέα καλούμενον. Schol., h. e. 
"nihil intentatum relinquit?. — con- 
citatum denotat motum VII 58: τόν 
τε Νότον τόν τ᾿ Εὖρον, ὃς ἔσχατα 
φυκέα κινεῖ: 'ex infimo evellit et 
proturbat?. — Pass. XV 29: χινεῦ 
δή, φέρε ϑᾶσσον ὕδωρ: so rühre dich 
doch, — 2) metaph. II 33: τὸ δ᾽ 
Ἄρτεμι καὶ τὸν ἐν Ἅιδᾳ | κινήσαις κ᾽ 
ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο, 
cf. Martial. VII 100, 7: Pontice, voce 
tua posses adamanta movere. 


κένημια motus XX] A7: τὸν κάλα- 
μον δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον 
εἶχον. 

Κίρκη Circe, famosissima maga 
Il 14: χαῖρ᾽, Ἕκατα δασπλῆτι, καὶ 
ἐς τέλος ἄμμιν ὀὁπάδει ] φάρμακα 
ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα μήτε τι Κίρ- 
κῆς | μήτε τι Μηδείας. X [86]: ovg 
γὰρ ὁρεῦντι γαϑεῦσαι (Μηοϊῖσαι), τοὺς 
δ᾽ οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκη (var. 
Κίρκα). 

κέσϑος cisthus v. cistus, Cistrós- 
chen (εἶδος βοτάνης ἀνθώδους ἐοι- 
xví«g δόδοις. Schol) V 181: πολλὸς 
δὲ καὶ ὡς ῥόδα πκίσϑος ἐπανϑεὶ (κισ- 
σὸς vulg.). 

κίσσα pica V 186: οὐ ϑεμιτόν, 
Λάκων, ποτ᾽ ἀηδόνα κίσσᾶς ἐρίσδειν: 
κίσσα εἶδος ὀρνέου ἀμούσου. Schol. 

Κισσαέϑα Cissaetha, capellae no- 
men 1 151: ὧδ᾽ ἴθι, Κισσαίϑα, τὺ δ᾽ 
ἄμελγε νιν. 

κισσός hedera 1) h. chrysocarpa 
v. poetica L. I 29: τῶ περὶ uiv 
χεέλη μαρύεται ὑψόϑι πισσός | κισσὸς 


κικλήσκω --- κλαΐξω 


ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος" ἃ δὲ κατ᾽ 
αὐτόν (τὸν κισσόν) καρπῷ ἕλιξ εἴλεϊ- 
ται ἀγαλλομένα κροκόεντι. Ἐρ. 1Π8: 
ὁ τὸν κροχόεντα Πρίηπος | κισσὸν 
ἐφ᾽ ἵμερτῷ κρατὶ καϑαπτόμενος. — 
2) h. helix L. XI 46: ἔστι μέλας κισ- 
σός, ἔστ᾽ ἄμπελος ἃ γλυκύχαρπος: 
est enim μελάμφυλλοςς. XXVI 8: 
ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα 
| πισσόν τε ξώοντα: ornamentum 
thyrsi; οἵ, h. Homer. VII 40: ἀμφ᾽ 
ἱστὸν δὲ μέλας εἴλίσσετο κισσός. — 
3) universe ΠῚ 14: (ἐς τεὸν ἄντρον 
ἱκοίμαν) τὸν κισσὸν διαδύς: sc. an- 
trum amplectentem. III 22: (τὸν 
στέφανον) τόν τοι ἐγών, ᾿Δμαρυλλέ 
φίλα, κπισσοῖο φυλάσσω (Ahr. e coni. 
κίσϑοιο, quod respuit Buecheler. 
Jahn. Annal. 1860 p. 362). 


κίσσύβιον scyphus, vas v. poeu- 
lum pastorale ligneum, antiquitus ex 
hedera confectum | 27: καὶ βαϑὺ 
κισσύβιον κεχλυσμένον ἀδέν κηρῷ] 
ἀμφῶες, νεοτευχές, ἔτι γλυφάνοιο 
ποτόσδον. idem vocatur σκύφος I 143. 

κέστα cista Il 161: void οἵ ἐν 
xíGvo κακὰ φάρμακα φαμὶ φυλάσσειν. 
XXVI 7: feo& δ᾽ ἐκ κίστας ποπανεύ- 
ματα χερσὶν ἑλοῖσαι, cf. Catull. 64, 
259: pars obscura cavis celebrabant 
orgia cistis. 

xiy&ve  assequor ΧΧΙΠ 45: (μή 
us φοβαϑῆς") οὐ δύναμαι κιχέειν σε. 
διαλλαξεις μὲ φιλάσας (e coni. A. 
Fritzschii ser. pro codd. οὐ δύναμαι 
εἴν oe, Ahr. cívew ce, vulg. ξῆν, εἴγε). 

κἔχλέσδω (aeol. pro «tyA(fo) sub- 
missa voce rideo, furtim  cachinno, 
kichere XI 78: κιχλίσδοντι δὲ πᾶσαι, 
ἐπεί κ᾿ αὐταῖς ἐπακούσω (var. κι- 
χλίξοντι). * 

κίω eo XXV 190: ᾿(ἐξηρώησε κε- 
λεύϑου) Φυλεύς, ὄφρα κιοῦσιν ἅμα 
σφίσιν ἄρκιος εἴη. 

κλαγγέω clango, gannio Ep. VI 
5: αἵ δὲ κύνες κλαγγεῦντι. 

χλάδος ramus XXIX 14: νῦν δὲ 
τῶδε μὲν ἅματος ἄλλον ἔχης κλάδον 
| ἄλλον δ᾽ αὔριον: 'de ramo in ra- 
mum volitas h. e. modo huie ama- 
tori, modo illi te tradis?. «A 

xA«Go clango XVII 71: ὁ δ᾽ ὑψό- 
Osv ἔκλαγε φωνᾷ | ἐς τρὶς ἀπὸ ve- 
φέων μέγας αἰετὸς αἴσιος ὄρνις, cf. 
Il. XII 207: αὐτὸς δὲ (eierog) κλάγξας 
πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο. 

κλάϊξζω (dor. pro κλείω) claudo 








—— Ἢ 


pe—-—- 


H 
Ε 
" 


Hi 
H 
3E 
nii 


n 


Νῶε δ ὦ τῶν Ῥω 


αὐτὰρ ἐγῶ  χλᾳξῶ ϑύρῶς (var. 


i 
jh 
: 


ραχὺ κλαῦ- 

: ἔχλαι᾽ p, απίνας $€a- 
eoni Herm. scr. pro 
ev). — 3) defleo, deploro 
bu 12: τῆνον 40x δρυμοῖο 
/ ἔκλαυσε ϑανόντα. ΧΧ 36: 
r^ XX 40. aliquid XVI 33. 


P dor. pro κλείς) clavis XV 
rad — τᾶς μεγάλας πᾷ λάρνακος 


terra. hereditate y^ ra 
κλᾶρον ἅπαντα καὶ οἶνό- 
« Τυδεύς | ναῖε παρ᾽ ᾿Δδρή- 


τον ἴάργος. 
Clearista, mulier quae- 
Mola II 74: χἀμφιστειλαμένα 
—— τᾶς Κλεαρίστας. ἃ qua 
videtur ea quae commemora- 
t —— καὶ μάλοισι τὸν 
αρέστα, ubi Schol. ad- 
“τοῦ Kisagíatov ϑυγάτηρ 
ἡ ἐρωμένη αὐτῷ. 
, Clita, serva ' nutrix Ep. 
ὃ μικχὸς τόδ᾽ ἔτευξε τ 
Μήδειος τὸ μνᾶμ᾽ ἐπὶ τᾷ 
ε Κλείτας. 
celebro XVII 2: ἀϑανάτων 
τὸν ἄριστον ἐπὴν κλείωμεν ἀοιδαῖς 


8 
— 


Εἴ 


—— 
πεδον μα 


ΤῊ 
τ 
ΟΣ 2 s. 


E 


e coni Mein. scr. pro ἄδωμεν v. 
ἀείδωμεν). 

Κλεόνζχος — Εν. ΙΧ 3: 
δειλαῖε Κλεόνικε ᾿ εἰς —— 
Θάσον e: Ι — κοίλης ἔμπο- 
ρος ἐκ | ἄρκος ὦ Κλεόνικε. 
-- ΣΙ 18: Ἀλεύνι- 
κος -- 


(Aggihoyov) οὗ τὸ 
M ides | διῆλθε | νύκτα καὶ 
ἀῶ. XVI 54: syl κλέος 
ἔσχεν. 98: ὑψηλὸν -- δ8: 
κλέος. XVH 117: κλέος 

WP RET -cput eer ty XXII 
4. cf. H 3: ἰδὲ κλέος ἐσθλὸν 
—* — plur. XVI 9: ὑμνεῖν ἀϑα- 
ὑμνεὶν ἀγαθῶν κλέα ἀνδρῶν: 
"egregia, uae laudes sequuntur, fa- 
cinora', Il. IX 189: ἄειδε δ᾽ doo 


κλέα ἀνδρῶν. 


κλαίω --- 


151 


κλέπτας fur XIX 1: τὸν κλέπταν 
ποτ᾽ τὰ κακὰ κέντασε μέλισσα. 
κλέπτω (ipf. — aor. — 
κλέψαντα) 1) furor, c VAT DUE. 
utv νάώκος ἐχϑὲς — 19: ἡμᾶς. 
e). ἐμὰς nt ptr crie peti 
—* 151: γάμον δ᾽ ἐκλέπτετε 
(vulg. ἐκλέψατε). 
iden, betula alnus L. VII 7: 
παρ᾽ αὐτάν αἴγειροι — 
" t ἄλσος ἔφαινον (A. 
schius e schol scr, pro vulg. πτε- 
λέαι), cf. Od. V 64: κλήϑρη τ᾽ αἴγει- 
ρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος. 
κλητὸς vocatus, invitatus Vll 24: 
ἢ μετὰ δαῖτα κλητὸς ἐπείγεαι (Ahr. 
c. lunt. δαῦτ᾽ ἄκλητος): 
κλίμαξ scala XXII 30: ἔνϑα μῆς 
πολλοὶ κατὰ κλέμακος ἀμφοτέρων 
᾿ τοίχων ἄνδρες ἔβαινον —— 
ἀπὸ νηός. 
κλένα tectus XV 127: ἔστρωται 
κλίνα τῷ ᾿Αδώνιδι τῷ καλῷ ἁμά. 
κλιντήρ lectulus, grabatus ug 86: 
χκείμαν δ᾽ ἐν κλιντῆρι. 118: ffer 
ἐπὶ κλιντῆρι. ΧΧΙΥ͂ 48: (ξέφος, 0 of 
ὕπερϑεν) κλιντῆρος κεδρένου περὶ 
πασσάλῳ αἰὲν ἄωρτο. 
xAive) (act. aor ἔκλεν(α). — pass. 
pf. κξκλίμένος, -οἱ. aor. ἐκλίνϑη, 
ἐκλίνϑημες, κλινϑ είς) 1) trans. inclino, 
de pugile XXII 120: (ἔλλαβε χεῖρα) 
δοχμὸς ἀπὸ προβολῆς κλινϑείς, v. 
δοχμός. — Pass. reclimor, recumbo, 
c. dat. XXI 8: (xeivro) κε ἕνοι 
τοίχῳ τῷ φυλλένῳ. c. praep. VII 66: 
πὰρ πυρὶ κεκλιμένος. 133: (ἔν τε 
βαϑείαις) ἁδείας σχοίνοιο χαμευνίσιν 
ἐκλίνϑημες. c. adv. XXII 300. de 
coneubitu ΠῚ 44: & δὲ Βίαντος iv 
ἀγκοίναισιν ἐκλίνϑη. — 3) intr. me 
reclino, recumbo ΠῚ 139: χειρὸς ἐφα- 
ψαμένα μαλακῶν ἔχλιν᾽ ἐπὶ λέκτρων. 
κλισμὸς tectus, lectulus, κλίνη XV 
84: αὐτὸς δ᾽ (δωνις) ὡς ϑνητὸς ἐπ᾿ 
ἀργυρέας κατάκειται | κλισμώ (vulg. 
ἀργυρέω): genus femin. h. v. sima- 
lium vocabulorum κεβωτός, χηραμός 
al. analogia defendit A. Fritzschius, 
κλύζω 1) ablwo, circumluo 1 140: 
ἔχλυσε δίνα (Ἀχέροντος) | τὸν Μοίσαις 
pe ἄνδρα. - 3) colluendo. imbuo 
21: βαϑὺ κισσύβιον κεκλυσμένον 
ἀδέι κηρῷ, cf. Ov. Met. VIII. 670: 
poeula, qua cava sunt, flaventibus 
illita ceris. 


κλύξω 


152 


κλύμενος  inclutus, praeclarus 
acerbe dieitur XIV 26: τούτω τὸν 
κλύμενον κατετάκετο τῆνον ἔρωτα. 

Κλύτίέα Clytia VII 5: ἀπὸ KAv- 
τίας τε καὶ αὐτῶ] Χάλκωνος: Εὐρύ- 
πυλος ὃ Ποσειδῶνος υἱὸς Κῴων βα- 
σιλεύων γήμας Κλυτίαν τὴν Μέροπος 
Χάλκωνα καὶ ᾿ἀνταγόραν ἔτεχε, ἀφ 
ὧν of ἐν Κῷ εὐγενεῖς. Schol. 


κλύω exaudio, percipio: XXV 191: 
(ὄφρα) — ῥβῥηίτερον φαμένου «Avot 
Ἡρακλῆος. 

κλωστήρ fusus Moerae tribuitur 
XXIV 69: (οὐκ ἔστιν ἀλύξαι) ἀνϑρώ- 
ποις, 0 τι Μοῖρα κατὰ Ἀλωστῆρος 
ἐπείγει, ut Parcis Verg. Ecl. [γ΄ 46. 
Ov. Her. XII 3. 


κλωτοπάτωρ quem clam pater ge- 
nwit, Pan dicitur tr 15: κλωτοπά- 
vO0Q, ἀπάτωρ: κλεψίγαμε πλεπτόκου 
πατρὸς Ἑρμοῦ. Schol. Pal. 

κνᾶχός fulvus, lohfarben, tawny 
coloured VII 16: (τράγοιο) κνακὸν 
δέρμα, cf. Hor. Od. IV 2, 60: vitulus 
fulvus. 

χνάκων i q. κνακός, hircus vo- 
catur ΠῚ 5: (τὸν ἐνόρχαν) τὸν Διβυ- 
κὸν κνάκωνα φυλάσσεο μή τι κορύψῃ. 

χνάμα crus, tibia VI 13: φράξεο 
μὴ τᾶς παιδὸς ἐπὶ χνάμαισιν (var. 
χνάμῃσιν) ὀρούσῃ: 8C. ἃ κύων. XXIV 


138: εἵματα — μέσας ὑπὲρ ἕννυτο 
κνάμας. XVI 18: ἀπωτέρω εἰ γόνυ 
κνάμας. v. ἀπωτέρω. 


κνάω scabo, med. VH 109: εἰ δ᾽ 
ἄλλως νευσεῖς, κατὰ μὲν χρόα πάντ᾽ 
ὀνύχεσσι | δακνόμενος κνασαιο: 'sca- 
bas te ac frices*. 

κνήμαργος cruribus albis XXV 
127: (ταῦροι) κνήμαργοί 9" ἕλικές τε. 

κνέδη urtica VIL 110: ἐν κνέδαισι 
καϑεύδοις. 

vie pungo, stimulo, met. V 122: 
κἠγὼ μὰν xvito, Μόρσων, τινά. VI 
25 (κνέξων). — Pass. amore tamgor, 
wror, c. gen. IV 59: τὰν κυάνοφρυν 
᾿Ερωτίδα, τᾶς ποκ᾽ ἐκνίσϑη. 

κνυζὰ erygeron viscosum L., klebri- 
ges Berufungskraut IV 25: αἰγίπυρος 
καὶ πνύξα καὶ εὐώδης μελίτεια. VII 
68: (στιβὰς — πεπυκασμένα) κνύξαᾳ 
ἀσφοδέλῳ τε πολυγνάμπτῳ τε σελένῳ. 

κνυξέομαι (dor. pro κνυξάομαι) 
gannio, proprie canum est adulan- 
tium et alacrem ululatum edentium 
VI 30: (ἃ κύων) ἐκνυξεῖτο ποτ᾽ ἰσχία 


, 
χλύμενος — ποκκύξω 


ῥύγχος ἔχοισα (var. ἐκνυζᾶτο). — de 
infantibus gannio, vagio, balbutio 11 
108: οὐδέ τι φωνᾶσαι δυνάμαν, σύδ᾽ 
ὅσσον ἐν ὕπνῳ | χνυξεῦνται φωνεῦντα 
φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα (vulg. «vv- 
ζῶνται). 

κνωδᾶλον belua immanis et mon- . 
struosa, monstrum, de leone XXV 
183: οὐ μὲν γάρ E τοσόνδε κατ᾽ 
᾿ἀπίδα πκνώδαλον εὕροις. de serpen- 
tibus XXIV 88: κνώδαλα φυλεύοντα 
βρέφος διαδηλήσασϑαι. 

κνώσσω dormio, sterto XXI 65: 
εἰ μὲν ἄρ᾽ οὐ χνώσσων τὺ τὰ χωρία 
ταῦτα ματεύσεις, Ι ἐλπὶς τῶν ὕπνων. 

en — χαὶ οἰκτίέρμονος, 


pt 3e e cavo XXIII 43: χῶμα 
δέ μοι κοίλανον, δ΄ μευ κρύψει τὸν 
ἔρωτα (lunt. Call. pro codd. κοῖλον 
τι τό Υ. κοῖλον τό. Ahr. e coni. scr. 
χῶσόν τι, τό. Mein. coni. κῦλόν τι, 
τό Phil. XVII p. 560). E 
κοῖλος cavus, concavus IX 16: 
(ἄντρον ἐνοικέω) ᾿κοίλαις ἐν πέτραισιν. 
XXV 169: (αἰνολέοντα) κοίλην αὖλιν 
ἔχοντα. XXII 75: κόχλον ἑλὼν μυ- 
κήσατο κοῖλον. — de iis quae arte 
facta sunt XXII 143: xo/Aotet βαρυ- 
vópsvoL σαπέεσσι, cf. XXIV 24: wof- 
λου ὑπὲρ σάκεος. XXV 206: κοίλην 
τε φαρέτρην. XIII 28: κοίλαν — ἐς 
"4oyo, cf..Il. VIII 98: κοίλας ἐπὶ νῆας. 
XXII 12: (κῦμα) εἰς κοίλαν ἔρριψαν 
(Sc. ναῦν): ἴῃ cavum navis. XXIV 
15: (δράκοντας) ὦρσεν ἐπὶ πλατὺν 
οὐδόν, ὅϑι σταϑμὰ κοῖλα ϑυράων | 
oiysv: 'ubi postes faciébant apertu- 
ram forium'. — de regione Ep. IX 
4: (ἐλϑεῖν) ἠπείγευ κοίλης ἔμπορος 
ἐκ Συρίης, cf. Od. IV 1: κοίλην “α- 
κεδαίμονα, ubi Eustath. : οίλην καλεῖ 
διὰ τὸ κύκλῳ μακροῖς ὄρεσι περιει- 
λῆφϑαι, ὥσπερ καὶ ἡ κοίλη Συρία δι 
ὁμοίαν αἰτίαν τὴν τοιαύτην κλῆσιν 
εἴληχε. 

κοιμάομαι dormio VI 66: οὐ χρὴ 
κοιμᾶσϑαι βαϑέως σὺν παιδὶ νέμοντα. 

κοῖτος 1) eubile hominis XX V 50: 
5 ῥα γυνὰ Φοίνισσα μύλαις ἐπὶ κοῖ- 
τον ἔχουσα. animalis XIII 12: ózóx* 
ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν: 
ἀποβλέποιεν εἰς τὴν κοίτην. Schol. 
— 2) somnus XXIV 62: πάλιν δ᾽ ἐς 
λέκτρον ἰὼν ἐμνάσατο woírov, cf. Od. 
II 358: μήτηρ εἰς ὑπερῷ ἀναβῇ κοί- 
του τὲ μέδηται. 

κοκκύζω, aeol κοχκύσδω cucu- 








cano more * gallinacei, Lerow 
123: ὁ δ᾽ ὄρϑριος ἄλλον ἀλέκτωρ 
κοχκκύσδων » ἀνιαραῖσι δι- 
bo, (var. ). metaph. VH 
48: ἀοιδονὶὴ ἀντία  X0XX- 


E pee: ἀπ᾽ ἐναν- 
τοῦ ἐρίζοντες, μά- 


t Schol 


] Ad. 34: τούτους 
E LET 


XIV 465: é- 
e Mir e λώτινον ἔρ- 


191: τὼ δ᾽ ἄορ ἐκ κο- 


1eoio c, cf. I1. 1194: ἕλκετο 
δ᾽ ix κολεοῖο μέγα ξίφος 
κόλος mutilus, voc. xóis VIII 51, 


ubi nunc e coni. scr. καλές v. καλός, 

um Ter a de Amyco 

στήϑεα δ᾽ ἐσφαίρωτο πε- 

λώρια καὶ τὴν ae ] - σιδη- 
σφυρήλατος οἷα κολοσσος. 

—— * XXII 196: τοῦ 

μὲν A. ἐκόλουσεν — χεῖρα. 


aen XV 134: — δὲ κόμαν 
καὶ imi σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι. 11 
120: ἢν μὲν ἐν κόλποισι “Διωνύσοιο 

cf. Hor. Sat. II. 3, 171: 
talos 


nucesque 
16: πᾶς δ᾽ ὑπὸ κόλπῳ χεῖρας ἔχων 
— — h. e. mihil iens. 
— γῶν φὰς - —*22 κόλπον 
s εὐώδη δαδινὰς ἐσεμάξατο χεῖρας: 
ἐπαφρόδιτον ἐποίησεν ΕΝ Schol. 
VI 39: ὡς μὴ Bacxavéo δέ, τρὶς εἰς 
ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον, cf. ὟΣ, 4i 
Tibull. I 2, εν — in molles et 


sibi 
Ph yore Colchi, incolae Colchidis 


XHI T8. πε πεξᾷ δ᾽ ᾿ὲς Κόλχως τε καὶ 

ἄξενον ὕκετο Φᾶσιν (var. Κόλχους). 
κολώνα promontorium. XVH. 68 

iv δὲ μιᾷ τιμᾷ Τρίοπος —2 

κολώνᾳ (e coni A. Fritzschii scr. pro 

—— 


coma feminarum XV 134: 
d δὲ κόμαν. XVIH 2: παρϑε- 
θάλλοντα κόμαις ὑάκινϑον 


— 
arbutus wnedo L., Erd- 
beerbaum V 129: (αἶγες) xal σχῖνον 
me καὶ ἐν κομάροισι χκέχυνται. 
— frs dn e Àip κομάρως τρω- 
* σκοπιᾶς — (vulg. 


κολάζω — 


ue ferre sinu laxo. XVI 


κόπτω 153 

, Kopát«g (Kon&rag, -άτα, -άτα, 
-&ra», -ἀτᾶ. ubique — p r unum 
locum — in exitu hex)  Comatas 
1) caprarius, servus Eumaridae Sy- 
baritae V 4: τὸν μευ τὰν .γγὰ 
πρόαν κλέψαντα Κομάταν. 19. 
150. 70. 9. 19. 138. — 3) caprarius 
Siculus, quem, ut fama ferebat in- 
ter pastores, quum ex domini Capris 
sacrificia interdum Musis parare so- 
leret, herus aegre id ferens in cistam 
ligneam inclusit; duobus mensibus 
interiectis cistam aperuit, caprarium 
invenit viventem et apum favis nu- 
tritum*. VII 88: ὦ μακαριστὲ Ko- 
μάτα, τύ ϑὴν τάδε τερπνὰ πεπόνϑεις. 
89: θεῖε Κομάτα (vulg. Κομᾶτα). cf. 
ὀψαμάτα. 

χομάω, dor. κομέω (praes. ind. xo- 
μέοντι. part. “μομόωντες, -ας, -óooc«t. 
aor. opt. κομᾶσαι. ubique in exitu 
hex. sum comanms, comatus, promisso 
XXH 77: ἀεὶ Βέβρυκες xo- 

XVI 48: κομόωντας | Πρι- 
— 9) met. 


μόωντες. 
αμίδας (var. κομάοντας). 
de fronde arborum 8: (αἴγειροι 
κλῆϑραί rf) χλωροῖσιν πετάλοισι κα- 
T κομόωσαι: ϑάλλουσαι. Schol., 
Rhod. ΠῚ 928: αἴγειρος 
φύχλοιωιν ἀπειρεσίοις κομόωσα. — 
133: ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύ- 
Poit κομάσαι: ἀντὶ τοῦ βλαστησάτω. 
Sehol, cf. 'Verg. Ecl. VIII 53: nar- 
cisso floreat alnus. — IV 57: £v γὰρ 
ὄρει ῥδάμνοι τε καὶ ἀσπάλαϑοι xo- 
μέοντι (var. κομέονται, κομόοντι, 
vulg. κομόωντι). 
xouió5 curatio animalium XXV 
109: (ϑηεῖτο βοαύλους, ἥντινά οἵ 
κτεάνων κομιδὴν ἐτέϑεντο νομῆες. 


xovia pulvis XVI 121: ὧν ἔτι 
ϑερμὰ κονία | στειβομένα καϑύπερϑε 
ποδῶν ἐχμάσσεται ἴχνη (var. κονέη). 
κόνις cinis XXIV 91: ἦρι δὲ συλ.- 
λέξασα κόνιν πυρὸς ἀμφιπόλων τις | 
*2* εὖ μάλα πᾶσαν ὑπὲρ ποτα- 
μοῖο φέρουσα | ῥωγάδος ix πέτρας 
— 
rgo | 30: κισσὸς £A- 
L rye icm aad (Ahr. e coni, 
eckeri κεκομημένος): 'foribus he- 
liehrysi fulvis, qui quidem hederae 
foliis intertexti sunt, deviter consper- 
BU$, sicuti pulvisculus alieui rei in- 
ἢ 
κόπτω 1) pulso XXII 15: παταγεῖ 
δ᾽ εὐρεῖα ϑάλασσα κοπτομένα πνοιαῖς 


/ 


154 


τε καὶ ἀρρήκτοισι χαλάξαις (vulg. 
κοπτομένη). — 2) rumpo, met. XXI 
98: (τὸν ὕπνον) ἃ φροντὶς κόπτοισα 
μακρὰν τὰν νύχτα ποιεῖ τοι. 
κόρα, κούρα, κώρα (1) κόρα, -ας, 
-α; -αι, ἄς; novies, plerumque ante 
caesuram q. v. hepthhem. — 2) κούρα, 
-ἧς, -ας, τῷ, τη; τάων, -αις, -&g; octies, 
— 3y κώρα, -αν, -α: voc. 800]. κῶρα 
XXVII 51; quinquies, plerumque in 
PEE hex.) 1) puella, virgo XXVII 
: ἀλλὰ γυνὴ μήτηρ, τεκέων τροφός, 
οὐκέτι κώρα, 1: ἄξυγα κώραν. ΧΙ 
73. XVIII 24. XXII 159. 179. amata 


X 22: καί τι κόρας φιλικὸν μέλος 
ἀμβάλευι VIII 72: σύνοφρυς κόρα. 
I 82. XXVII 14. 51. vocatur Gala- 


lea XI 25. 30. Echo Syr. 18. Syrinx 
Syr. 6. — iam nupta XVIII 38: ὦ 
καλὰ ὦ “χαρίεσσα κόρα; Helena, XVI 
88: κούρη Proserpinf — 2) filia 
XXII 138: δοιὰς “Μευκίπποιο κόρας. 
XVI 1: Διὸς κούραις: Musis. XVI 10. 
XVII 36: Ζιώνας πότνια κούρα: Ve- 
nus, XXII 5: (τέκνα) κούρης Θε- 
στιάδος, “Μακεδαιμονίέους δυ᾽ ἀδελ- 
φεοῦύς: Ledae, filiae Thestii. 

κορέννυμι satio XXIV 136: (&o- 
τος) “ωρικὸς ἀσφαλέως κε φυτοσχα- 
φον ἄνδρα κορέσσαι: de infin. c. part. 
xi v. xb IV. — Pass. et Med. XVII 
98: ἐπεὶ δαίτηϑεν ἴον κεκορημένος 
ἤδη | ψέκταρος εὐόδμοιο. VII. 67: 
ταὶ δ᾽ ὄιες, μηδ᾽ ὕμμες ὀκνεῖϑ᾽ ἀπα- 
λᾶς κορέσασϑαι Ι ποίας. 

κόρϑυς acervus X. 46: ἐς Βορέην 
ἄνεμον τᾶς κόρϑυος ἃ roud vᷣuu 
5 Ζέφυρον βλεπέτω: *pars inferior 
culmorum in aceryum congestorum'. 

Κορένϑιος Corinthius XV 91: 
ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο᾽ Κορένϑιαι εἰμὲς 
ἄνωϑεν, Ι ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν. 

, κόριον puellula Xl 60: νῦν pov, 
ὦ κόριον, νῦν αὐτόγα νεῖν μεμα- 
ϑεῦμαι: appellatur Galatea. 

κόρση, dor. κόρρα lempus, tem- 
pora XXV 255: : τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ῥόπαλον 
κόρσης ὕπερ αὖον ἀείρας. ΧΙΥ 84: 
πὺξ ἐπὶ κόρρας | ἤλασα (sc. αὐτήν): 
'pugnum in tempora eius ingessi, 
cf. Plaut. Rud. IIl 4, 5: pugnum in 
os impinge. 

χκορῦδαλλές alawda  galerita v. 
cristata L., Haubenlerche VII 23: οὐδ᾽ 
ἐπιτυμβίδιαι κορυδαλλέδες ἠλαίνοντι. 

χο ὕδαλλός — χορυδαλλίές X 
50: ἄρχεσϑ᾽ ἀμώοντας ἐγειρομένω 
κορυδαλλῶ. 


κόρα -- 


κοσμέω 


κόρὔὑδος --κορυδαλλές VII 141: 
ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανϑέδες. 


Κορύδων Corydon, mercenarius, 
boves Aegonis pascens IV 1: εὐπέ 
μοι, ὦ Κορύδων, τίνος αἵ βόες; item- 
que voc. ante caesuram q. v. penthem. 
IV 50. 58. — dubium ,est num idem 
dicatur V 6: τί δ᾽ οὐκέτι σὺν .Ko- 
ρύδωνι | ἀρκεῖ τοι «παλάμας αὐλὸν 
ποππύσδεν ἔχοντι: ὁ Κορύδων βου- 
κόλος, οὗ πρόσϑεν μέμνηται. Schol. 
οὗτος ἦν ἄμουσος ποιμὴν καὶ δοῦλος. 
Gloss. 


κορύνα 1) pedum VII 18: ῥοικὰν 
δ᾽ ἔχεν ἀγριελαίω | δεξιτερᾷ κορύναν 
(ὁ αἰπόλος). IX 23: κορύναν — αὖτο- 
φυῆ. VII 43. — 2) clava Herculis 
XXV 63: δέρμα τε ϑηρὸς ἰδὼν χει- 
ροπληϑῆὴ vs κορύνην;:; 'media syllaba 
ibi brevis est more Homerico, hic 
longa ad consuetudinem Atticorum 
poetarumque recentiorum, cf. Er. 
Suppl. 715. Nic. Alex. 409'. 


xoQvztíAog petuleus appellatur 
hireus V 147: οὗτος ὃ Δευκίτας ὁ 
κορυπτίλος. 

«κορύπτω cormw ferio III 5: (xol 
τὸν ἐνόρχαν) τὸν. “ιβυκὸν κνάκωνα 


φυλάσσεο μή τι κορύψῃ. 
κόρυς galea 3 cassis XXII 144: 


᾿Δυγκεὺς δ᾽ ἂρ μετέειπεν ὑπὲκ κόρυ- 


dos μέγ᾽ ἀύσας: περικεφαλαίας. ( Gloss. 
XVI 81: ἔππειαι δὲ κόρυν σκιάουσιν 
ἔϑειραι, cf. Il XV 585: 
χαλκήρεος ἵπποδασείης. 

χορύσσω inciio, impelu fero, ἃ 
re bellica transfertur ad nubes XXV 
94: τὰ δέ τ΄ ἄλλα (νέφη) κορύσσεται 
αὖϑις ἐπ᾽ ἄλλοις, ut apud Hom. ad. 
undas ll. IV 4924: πόντῳ μὲν τὰ 
πρῶτα “κορύσσεται. 

κορὕφα cacumen ὙἼ 40: icov 
ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον εὐρυ- 
μέδοντος. 

κορώνη extrema arcus curvatura, 
vbi figitur nervus XXV 212: δὴ τότε 
τόξον ἑλὼν στρεπτῇ ἐπέλασσα κορώνῃ 
| νευρειήν. 

κορωνίές cormua habens curvata 
XXV 161: of τ᾽ ἐπὶ βουσὶ κορωνίσι 
βουκόλοι ἄνδρες. 

κοσχῖνόμαντις vates cribro divi- 
nans lI 31: sims καὶ E γραία τά- 
ληϑέα κοσκινόμαντις, ἃ πρᾶν ποιο- 
λογεῦσα Παραιβατίς. 

κοσμέω 1) ordino, instruo XXIV 
125: κοσμῆσαέίτε φάλαγγα λόχον v ἀνα- 


κόρυϑος 








) 





pv cf. Il. HI 554: κοσμῆσαι 
xal ὠνέρας ἀσπιδιώτας. --- 
apparo, orno XV 33: 

χρῆμα aid» τι | κοσμεῖν τὰν 


—— 

— 1) modus, ratio XV 39: 

ταν κατὰ κόσμον | ἀμφίϑες: 

"more "om. A Eos 149: οὐ κατὰ 

κόσμον. apu om, saepius. — 

z ornamentum , decus VIII 19: τᾷ 
ταὶ βάλανοι κόσμος, itemque 


29, 31. 
merula Ep. IV 10: 
(εἰαρινοὶ δὲ λιγυφϑόγγοισιν ἀοιδαὶς) 
ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη. 
xótivoc (χοτίνω, -οἱο, -ov; -ους. 
Dien) d ante caesuram 4. v. pen- 
oleaster, oliva silvestris (ἀγριέ- 
λαιος, Q. V.) V 100: σίττ᾽ ἀπὸ τᾶς 
κοτένω, ταὶ μηκάδες. ΧΧΥ 308: 
(βάκτρον) εὐπαγές, αὐτόφλοιον, ἐπη- 
evo xorívow. V 32. hd 10. 
οτῦταρίς Cotytaris, Hs à quae- 
dam VI 40: (τρὶς εἰς ἐ μὸν ἔπτυσα 
κόλπον" ταῦτα γὰρ & γραία μὲ Κο- 
τυταρὶς ἐξεδίδαξεν. 
χοὐ — xal οὐ, q. v. 
κοὐδέ, κοὐδέν, κοὐδέπω, κοὔ- 
ποτε, κοὔπω — «καὶ οὐδέ, οὐδέν, 
οὐδέπω, οὔποτε, οὔπω, 4. v. 
κούρα v. κόρα. 
κοῦρος, κῶρος (ion. et dor. pro 
κόρος. ue Ἐ)' κοῦρος, S9», -8j τοις 
sexies, 2) , κῶρ᾽, κῶροι; ter) 
puer, infans, olescens, i juvenis XVII 
66: ὄλβιε κοῦρε γένοιο: appellatur 
Ptolemaeus Il recens a partu. I 47: 
ὀλίγος τις κῶρος. Ep. XVIII 4: τὸν 
κοῦρον ἔϑρεψε: Medeum. XV 1925: 
of δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται "Ego- 
τες, ubi pro adi. esse videtur; οἵ 
νέοι. Gloss, ΧΠῚ 46: ἤτοι ὁ xov- 
eos ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσ- 
σόν: Hylas, ef. XIII 53.' XII 81. 
iuvenis amatus XII 1: ὦ φίλε κοῦρε. 
ΧΧΙΠ 22: κῶρ᾽. 
κουροσύνα hilaritas iuvenilis XXIV 
56: ἐπάλλετο δ᾽ ὑψόϑι χαίρων | xov- 
(Mein. pro vulg. κωροσύνᾳ): 
rcules infans, 
κουροτρόφος infantium nutri 
XVIIH rid yn, "m δοίη, Ματὼ xov- 


ροτρόφος, ὕμμιν εὐτεκνίαν. 
τε, χοὔῦτι, χοῦτοι c καὶ 
οὔτε, οὔτι, οὔτοι, q. V. 
κουφίζω 1) tollo XXIV 45: xov- 


φίζων ἑτέρᾳ κολεὸν μέγα. ---- 2) relevo 


κόσμος — Κραναῖαι 


155 


XXIII 9: ov λόγος, οὐδὲ φᾶαμα, τὸ 
κουφίζει τὸν ἔρωτα. 

κοῦφος 1) levis Ep. XIV 4: (Εὐρυ- 
μέδοντος) κεῖται τῆς ἱερῆς κοῦφος 
ὑπὲρ κεφαλῆς: 56. ὃ τύμβος. itaque 
de pedibus: celer II 104; ἄρτι ϑύρας 
ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ. 
de armamentis XIII 52: κουφότε 
à “παῖδες ποιεῖσϑ᾽ ὅπλα᾽ πλευστιχὸς 
οὖρος. — 2) met. levis, lemis XVII 
52: κούφας δὲ διδοῖ ποϑέοντι μερί- 
prag. ΧΙ 8: κοῦφον δέ τι τοῦτο (τὸ 
φάρμακον) καὶ ἁδύ | γίνετ᾽ ἐπ᾽ ἀν- 
ϑοώποις: "lene ideoque leniens'. 

χκὔχλέας cochlea V 17: βολβός, 
κτείς, κοχλίας ἐξηρέϑη, cf. Mart. IV 
46, 11: cum bulbis cochleisque ca- 
seoque. 


κόχλος concha IX 31: ὁ δ᾽ ἐγκα- 
ναχήσατο κόχλῳ. XXH 75: δ᾽ 
Ἄμυκος καὶ κόχλον ἑλὼν ἐμυκήσατο 
κοῖλον. 11: κόχλου φυσηϑέντος, cf. 
Ov. Met. I 333: caeruleum Tritona 
vocat conchaeque sonanti | inspirare 
iubet. 

κοχύδέω magna cum copia defluo 
1l 107: (ἐν δὲ μετώπῳ) ἰδρώς uev 
κοχύδεδκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις: 
κατεφέρετο καὶ δαψιλῶς ἔρρει. κόχος 
γὰρ o δαψιλὴς δοῦς. Schol. 

Κόως Cos insula, dea XVII 58: 
καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος yeoyt- 
lov ἐόντα. 64: Κόως δ᾽ ὀλόλυξεν 
ἰδοῖσα. 

χραδέη ν. καρδία. 

Κρᾶϑιες Crathis, flumen prope 
Sybarin in sinum Tarentinum influens 

16: μανεὶς εἰς Κρᾶϑιν ἁλοίμαν. 
124: καὶ τὺ δέ, Κρᾶϑι, οἴνῳ πορφύροις. 

aaro) perficio XXV 195: ἀμφὶ 
δέ σοι τὰ «ἕκαστα λέγοιμί κε τοῦδε 
πελώρου | ὅππως ἐκράανϑεν. 

κράνα (sg. κράνας, -αν. κρήνην. 
pl. κρᾶναι, κράναισι, -üg, -αἰ. brevis 
vocalis ante h. v. semel non produ- 
citur.) fons XXII 37: εὗρον δ᾽ ἀέναον 
κρήνην ὑπὸ ,λισσάδι πέτρῃ 1 ὕδατι 
πεπληϑυῖαν ἀκηράτῳ. Vo 41: ἔνϑ᾽ 
ὕδατος ψυχρῶ κρᾶναι δύο. VIIT SU: 
κρᾶναι κα βοταναί. Ι 88: πάσας 
ἀνὰ κράνας, πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ φο- 
ρεῖται. VII 6: Βούριναν ὃς ἐκ mo- 
δὸς ἄνυσε κράναν., ΠῚ 4. V 3. VI 
8. XII 39. — met. I 150: Ὡρᾶν 
πεπλύσϑαι viv ixi κράναισι δοκησεῖς. 
(de V 146 v. λέμνα.) 

Κρᾶναϊῖαι Nymphae fontanae, Na- 


156 


iades 1 29: (ξσδώμεϑα, τῷ τὲ Πριή- 
πω) καὶ τὰν Κραναιᾶν κατεναντίον 
(e coni. scr. pro vulg. Kegewicóov, 
Κρανιΐδων al), cf. Od. XVII 240: 
Νύμφαι κρηναῖαι. 

Κραννώνιος Crannonius, ad Cran- 
nonem urbem Thessaliae pertinens 
XVI 38: μυρία δ᾽ du πεδίον Κραν- 
νώνιον ἐνδιάασκον  ἐμμενὲς ἔκκριτα 
μῆλα φιλοξείνοισι Κρεώνδαις. 

ΚΡΑΣ (κρᾶτός, -£, κρᾶτα. brevis 
vocalis ante h. v. semel producitur 
VII 135.) caput 1) hominis aut bestiae 
lI 121: πρατὶ δ᾽ ἔχων λεύκαν. VII 
64. Ep. III 4. sing. ad plures refer- 
tur vir 186: πολλαὶ δ᾽ ἁμὶν ὕπερϑε 
κατὰ κρατὸς δονέοντο. δ. κε αλά 1). 
de leone XXV 2323: αὐτὰρ ὃ κρᾶτα 
δαφοινὸν ἀπὸ χϑονὸς ὦκ᾽ ἐπάειρε. — 
2) rei pars superior VII 147: &zva- 
svsg δὲ πίϑων ἀπελύετο κρατὸς ἄλει- 
φαρ: "litura orifici. v. κεφαλά 2). 

κράσπεδον fimbriae II 53: τοῦτ᾽ 
ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὥλεσε 
Ζέλφις. 

κρᾶτερός v. καρτερός. 

κρᾶτέω (pr. ind. κρατέει, -ei, -£ovot. 
part. “πρατέων, τοντος, -οντξ. aor. Cl. 
κρατήσω. brevis vocalis ante h. v. 
bis producitur XVII 76. XXII 213.) 
1) imperium obtineo, dominor XVII 
76: πολλᾶς δὲ κρατέει γαίας, πολλᾶς 
δὲ θαλάσσας. partic.: potens, fortis 
XXII 213: αὐτοί τε Ἀρατέοντε καὶ ἐκ 
Ἀρατέοντος ἔφυσαν. -- 2) superior 
sum, vinco XXII 71: σὸς μὲν ἐγώ, σὺ 
δ᾽ ἐμὸς κεκλήσεαι, αἴκε κρατήσω. 
131. XXVII 97. “-- 3) teneo manu, c. 
acc. XXIII 5: (τόξα) χερσὶ κρατεῖ. 

κρᾶτηήρ (κρατήρ, -ῆρος, -ἤρ(α). bre- 
vis vocalis ante h. v. producitur V 
53. VII 65.) eratera 1) vas in quo 
miscetur vinum VII 65: τὸν πτελεα- 
τικὸν οἶνον ἀπὸ κρατῆρος ἀφυξῶ (var. 
κρητῆρος), cf. Il. I 598: νέκταρ ἀπὸ 
κρητῆρος ἀφύσσων. VII 150: κρατῆρ᾽ 
Ἡρακλῆι γέρων ἐστήσατο Χείρων. — 
2) vas quodvis excipiendo liquori 
idoneum V 53: στασῶ δὲ Ἀρατῆρα 
μέγαν λευκοῖο γάλακτος ταῖς Nou- 
φαις, στασῶ δὲ καὶ ἁδέος ἄλλον ἐλαίω. 
V. 104. 


Κρατίδας Cratidas , Lac onis opi- 
lionis amasius Ὗ 90: κἠμὲ γὰρ ὃ Κρα- 
τίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν | 
ἐκμαίνει. 99: (μαλακὸν πόκον) Κρα- 
τίδᾳ δωρήσομαι αὐτός. 


Κραννώνιος 


— κρηπίές 


κράτιστος optimus, egregius XI 
35: (βοτὰ χίλια βόσκω,) κήκ τού- 
τῶν τὸ Ἀράτιστον ἀμελγόμενος γάλα 
πίνω. 

κρεᾶνομέω carnes. distribuo, de 
corpore Penthei lacerato XXVI 24: 
«t δ᾽ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο 
γυναῖκες (e coni. Lobeckii ser. pro 
vulg. κρέα vou£ovro): reliqua sibi dis- 
tribuebant. 

κρέας (sg. n. dor. κρῆς, à. κρέας. pl. 

xoé&, κρειῶν. brevis vocalis ante ἢ. 
v. producitur VII 108. XXIV 135.) 
caro, carnes animalium l6: χιμάρῳ 
δὲ καλὸν κρῆς, ἔστε κ᾽ ἀμέλξης (Ahr. 
cum Heinsio κρέας), cf. NS 140. 
25: τήνῳ δὲ στρόμβω καλὸν ὄστρακον, 
οὗ κρέας αὐτός ᾿ σιτήϑην. XXIV 135: 
δεῖπνον δὲ κρέα, T ὀπτὰ καὶ ἐν κα- 
νέω μέγας ἀρτός. VII 108: κρέα 
τυτϑά. XXV 224: βεβρωκὼς κρειῶν 
τε καὶ αἵματος. 2 

“κρείουσα regina XVII 182: οὕς 
τέκετο κρεέουσα Ῥέα. 

κρέχω pulso plectro fides Ep. V 
2: κἠγὼν morti ἀειράμενος | ἀρξεῦ- 
μαΐ τι πρέπειν. 

χρέμᾶμαι pendeo XXII 18: κρέ- 
μαται δὲ σὺν ἱστίῳ ἄρμενα πάντα | 
εἰχῇ ἀποκλασϑέντα. 

χρεμάννυμι suspendo XXIII 52: 
τὰν ἕδραν δ᾽ ἐκύλισεν ὑπὲκ ποδὸς 
ἠδ᾽ ἐκρεμάσϑη | νεκρός. 

κρέσσων (dor. pro Ἀρείσσων) prae- 
stantior, c. gen. XX 48: (Εὐνείχα) ἃ 
Κυβέλας κρέσσων καὶ Κυπριδὸς ἠδὲ 
Σελάνας. neutr. VII 88: κρέσσον (sc. 
ἐστὶ) μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι 
λεέχειν. 

Κρεῶνδαι (patron. dor. v. aeol. 
pro Κρεωνέδαι) Creontis Thessali po- 
steri XVI 38: μυρία δ᾽ ἂμ πεδίον 
Κραννώνιον ἐνδιάασκπον | ἔμμενες ἔπ- 
κρίτα μῆλα φιλοξείνοισι Κρεώνδαις: 
Κράνωνα πόλις Θεσσαλίας, ὅϑεν Σκό- 
πὰς ὃ Κρανώνιος Κρέοντος καὶ Ἔχε- 
κρατείας υἱός. Schol. 

χρήγῦος 1) probus Ep. XXI 3: εἰ 
δ᾽ ἐσσὶ κρήγυός τε καὶ παρὰ χρη- 
στῶν, ϑαρσέων καϑέξευ. — 2) verus 
XX 19: ποιμένες, εἴπατέ μοι τὸ κρή- 
yvov' οὐ καλὸς ἐμμέ; 

κρηπίς 1) basis, fundamentum XXVI 
59: ,(λαϊνέας δέ) ἵπτατ᾽ ἀπὸ κρηπῖδος 
ἐς ὕδατα. — 2) calceus XV 6: παντᾷ 
κρηπῖδες, παντᾷ penne ἄν- 
δρες: "ubique — ἴῃ plateis — sunt 





νὰ 





ΒΥ Ὁ ΠΡ 


-——— ΤΥ ΌΌΑΣ — —"— — ;ου e 


—S nimirum opulenti 
elegantioribus ornati)". 
— —— Contra Schol. 


ὠμένοι ἄν- 
deis λέγει δὲ τ ὃ κάτι as. πόλει στρα- 
—— assentiuntur Spohnius, Fr. 


— (narcissus poeticus 
L. ?) "X 56: ἔφερον δέ τοι ἢ κρένα 
λευχά | ἢ ᾿“μάκων᾽ ἁπαλάν. ΧΧΠῚ 30: 
λευκὸν τὸ κρίνον ἐστί, cf. Ov. Met. 
XII 411: canentia lilia. 


xoivo (praes. κρένειν. fut. xoiwei. 
Mor. οἷ. xoívyc. pf. κέχρίται. brevis 
πο v. producitur V 69.) 
2 iudicium fero, uter victor 
itr in certamine bem 25: ps τίς 
vorm: τίς ἄκοος σσεται 
— urea V 62. abs. V 69: (μήτ᾽ 
ἐμὲ) “Μόρσων ἐν χάριτι κρίνης, μήτ᾽ 
τύγα τοῦτον ὀνάσῃς. VI ὁ9. — 
2) iudico, censeo VI 31: (καλὰ δέ μευ 
& μία κώρα,) ὡς παρ᾽ ἐμὶν κέκριται, 
— κατ᾽ ἐμὴν κρίσιν. Gloss. 
de, somniis interpretandis XXI 29: 
ἄρ᾽ ἔμαϑες κρίνειν ποχ᾽ ἐνύπνια; 
aries V 82: καὶ καλὸν αὖ- 
τῷ (8c. ᾿“πόλλωνι) | κριὸν ἐγὼ βόσκω. 
—* Croeseus VIII * μή 
λοπος, μή μοι Κροίσεια 
o ndi εἴη ἔχειν (e coni. lortini 
ser, pro d χρύσεια), cf. X 32. 
Kooicos Croesus, rex Lydiae, pro- 
pter divitias celebratus X 32: αἴϑε 
μοι ἧς, ὅσσα Kooisóv ποκα φαντὶ πε- 
πᾶσϑαι. v. Κροίσειος. 
κροχόεις croceus, crocei coloris I 
30: & δὲ κατ᾽ αὐτὸν (τὸν κισσόν) | 
καρπῷ ἕλιξ εἴλεῖται ἀγαλλομένα κρο- 
κόεντι. quare hedera ipsa dieitur 
erocea Ep. III 3: "a $4 —— 
Iloírmog | κισσὸν ἐφ Qro xQut 
καϑαπτόμενος. 
Κροκύλος Crocylus, pastor quidam 
V 11: (véxos) ur XKooxélog μοι. ἔδωκε, 
τὸ — —— &víx' ἔϑυσε | ταῖς Νύμ: 


Κρονίδας (Κρονίδας, «ἧς; -«; 
ἂν, τὴν; -αίι -η. brevis vocalis ante 


h. v. producitur XVIII 52.)  5a- 


turnius, Saturni filius, Iupiter XVII : 


24: σφέων $i μελέων ἐξείλετο 


* XX 41 17: πάτερ Κρο- 
as Koovída) XVIII 52: Kgo- 
νίδας Ζεύς, οἵ. XV 124. XVIII 18. 


Κρονίων — Κρονίδας XVII 73: 


κρένον — κτέανον - 


157 


Zhi Κρονίωνι μέλοντι | αἰδοῖοι fa- 
σιλῆες. 

κρότἄφος (sg. κροτάφοιο, -ον. pl. 
κροτάφων, -οις, -0t0t, -ως. brevis vo- 
calis ante h. v. ubique producitur.) 
tempus, tempora ΧΧΙ 124: (χειρῶ 
πλῆξεν ὑπὸ σκαιὸν κρόταφον. 19205. 
temporibus aetas hominis cognoscitur 
XV 85: πρᾶτον loviov ἀπὸ κροτάφων 
καταβάλλων. XVII 9: ἄρτι γενειάσδων 
περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε. XIV 
08: ἀπὸ κροτάφων πελόμεσϑα l záv- 
τες γηραλέοι. ΧΧΧ 14: λεύκας οὐ 
συνίησϑ᾽ ὄττι φόροις ἐν κροτάφοις 
τρέχας; XX 68: χαῖται δ᾽ οἷα σέλινα 
περὶ κροτάφοισι κέχυντο. 

κροτέω 1) pulso chordas XVIII 
35: οὐ μὰν οὐδὲ λύραν τις ἐπίσταται 
ὧδε —— | Ἄρτεμιν ἀείδοισα. — 
ΜΝ , conflo metalla, metaph. 

V 49: "prd πρὶν ἐξ ἀπάτας χκεκρο- 
τημένοι ἄνδρες ἔπαισδον: 'ex fraude 
et fallaciis conflati". 

Koórov Croton, urbs Italiae in- 
ferioris IV 33: αἰνέω τάν τε Κρό- 
τωνα --- καὶ τὸ ποταῷον τὸ “Λακίνιον. 

κρύβδαν occulte IV 3: ἦ πᾷ ve 
κρύβδαν τὰ ποϑέσπερα πάσας ἀμέλγες; 

κρύπτω (aet. praes. κρύπτε. fut 
κρύψει. Aor. κρύψον. — pass. aor 


ἐκρύφϑην. pf. κέκρυπται, κἔκρυμ- 
μένος) 1) occulo, abscondo XXIV 38: 
δραξάμενος φάρυγος, ὅϑι φάρμακα 
λυγρὰ κέκρυπται | οὐλομένοις ὀφέεσσι. 
XXV 221: αὐτὰρ ἐγὼ ϑάμνοισιν ἄφαρ 
σκιεροῖσιν ἐκρύφϑην. vestimentis tego, 
velo XXIII 39: ἀμφύϑες ἐκ δεθέων 
σῶν | εἵματα καὶ κρύψον με. de iis 
qui sepulcro abditi sunt XVI 30: εἰν 
Ἀίδαο πεκρυ ἕνος. xvi 80: (τὰ 
μυρία τῆνα) ἀέρι τᾷ κέκρυπται, ὅϑεν 
πάλιν οὐκέτι νόστος. XXIII 48. — 
2) celo XXIV 67: μηδ᾽ εἴ τι ϑεοὶ νοέοντι 
πονηρόν | αἰδόμενος ἐμὲ κρύπτε. 
κρύσταλλος cry stallum lapis XXII 
39: (a£ 0" —— λάλλαι κρυστάλλω 
ἠδ᾽ E ἰνδάλλοντο | ἐκ βυϑοῦ. 
aae c wrceus XIII 46: 
ἤτοι ὁ xov πεῖχε ποτῷ πολυχαν- 
δέα κρωσσόν | | βάψαι ἐπειγόμενος. 
κτάομαι aequiro, comparo, aor. 
dor. V δ: r$ γάρ ποκα, δῶλε Σιβύρτα, 
| ἐκτάσα σύριγγα; Ep. XII 8: χορῷ 
δ᾽ —— γέκην | ἀνδρῶν. 
possessio, plur. de 
XXV 109: (ϑηεῖτο βοαύλους,) —* 
oí κτεάνων κομιδὴν ἐτέϑεντο νομῆες. 


- 158 


κτέαρ possessio, pl. bona XXII 150: 
βουσὶ καὶ ἡμιόνοισι καὶ ἄλλοισι κτεά- 
τεσσιν | ἄνδρα͵ παρετρέψασϑε, cf. Il. 
XXIII 829: τὸν, δ᾽ ἄγετ᾽ ἐν νήεσσι 
σὺν ἄλλοισι κτεάτεσσιν. 

κτεἄτέζω 1) Act. acquiro XVII 119: 
ὅσσα μέγαν Πριάμοιο δόμον κτεάτισ- 
σαν ἕλόντες. --- 2) Med. mihi acquiro 
XVII 105: τὰ δὲ κτεατίξεται αὐτός. 

κτείνω interficio , neco XXV 205: 
Ἀτεῖναι δέ μ᾽ “ἐφίετο ϑηρίον αἰνόν. 
XXIII 60: κακὸν δ᾽ ἔκτεινεν ἔφαβον 
(τὠγαλμα). met. XXIII 47: τοῦτον 
ἔρως ἔχτεινεν. 

κτείς pecten, Kammmuschel XIV 
11: βολβός, κτείς, κοχλίας ἐξῃρέϑη (6 
coni. Wordsworthii scr. pro vulg. τις). 

κτῆσις possessio, 1. q. χτέανον ΧΧΥ 
51: κτῆσιν ἐποψόμενος, ἢ οἵ νήριϑμος 
ἐπ᾽ ἀγρῶν. 

κτίξω condo XXVIII 17: xoi γάρ 
τοι πάτρις, ἂν o£ ᾿Ἐφύρας κτίσσε ποτ᾽ 
Ἀρχίας | vico Τρινακρέας μύελον. 


χύαμος vicia faba 1. VII 66: 
κύαμον δέ τις ἐν πυρὶ φρυξεῖ. 

κὕανάμπυξ caeruleo. redimiculo in- 
signis XVII 67: “ἅλον ἐτίμασεν wvav- 
ἄμπυκα Φοῖβος ᾿“πόλλων. 


Κυάνεαι Cyaneae 8e. ἀκταί, αἵ 
συμπληγάδες πέτραι, πλαγκταί: *rupes 
Bosporo Thracio et Ponto Euxino 
adiacentes, Argonautarum fabulis ce- 
lebratissimae, quae olim inter se con- 
currisse, post Argus adventum im- 
motae perstitisse dicebantur". XIIT 
22: (4oy9,) ἅτις Κυανεᾶν οὐχ ἤψατο 
συνδρομάδων ναῦς | ἀλλὰ διεξάιξε. 

κϑάνεος caeruleus XIII 41: κυάνεόν 
τε χελιδόνιον χλωρόν τ᾽ ἀδίαντον. 
XVII 48: ἐπὶ νᾶμα κατελθεῖν | κυά- 
νεον: Styga. XXIV 14: κυανέαις 

φρίσσοντας ὑπὸ σπείραισι δράκοντας, 
cf. Ov. Met. XII 13: serpere caeru- 
leum Danai videre draconem. 


κὐάνδφρυς caeruleis v. nigrican- 


tibus superciliis insignis IV 59: τὰν 
κυάνοφρυν ᾿Ερωτίδα. XVII 53: Δρ- 
γεία κυάνοφρυ: Deipyle. III 18: ὦ 


κυάνοφρυ νύμφα: Amaryllis. 

Κὐβέλα Cybele dea XX 43: (Ev- 
νείκα) ἃ Κυβέλας κρέσσων καὶ Κύπρι- 
δὸς ἠδὲ Σελάνας. 

κύδιστος glorisossimus XVI 82: 
αἱ γὰρ Ζεῦ κύδιστε πάτερ καὶ πότνι᾽ 
᾿άϑάνα, cf. Il. III 276: Ζεῦ πάτερ, 
Ἴδηϑεν μεδέων, κύδιστε, μέγιστε. 


κτέαρ — κυλίνδω 


κύδοιμός tumultus bellicus, pugna 
XXII 72: ὀρνίϑων φοινικολόφων τοι- 
οἶδε κυδοιμοί. 

κῦδος gloria , decus XXII 918: 
ὑμῖν κῦδος, ἄνακτες, ἐμήσατο Χῖος 
ἀοιδός. 

Κυὐυδωνιχὸς Cydonicus, ad Cydo- 
niam Cretae urbem pertinens VII 12: 
ἐσθλὸν σὺν Μοίσαισι Κυδωνικὸν εὕ- 
ρομὲς ἄνδρα. 

Κυϑέρεια Cytherea h. e. Venus 
III 46: τὰν δὲ καλὰν Κυϑέρειαν. ἐν 
ὦρεσι μᾶλα νομεύων | οὐχ οὑτῶς 
ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγα r3 λύσσας; 
XXIII 16: λοέσϑεον οὐκ ἤνεικε τόσαν 
φλόγα τᾶς Κυϑερείας. 

Κυϑήρη i. ᾳ. Κυϑέρεια Ad. 1: 
Ἄδωνιν ἡ Κυϑήρη | ὡς εἶδε νερόν. 
16: φοβεῖτο γὰρ Κυϑήρην. 22: ὄμ- 
νυμί σοι, Κυϑήρη. 

κύχλάμνος cyclamen graecum v. 
hederaefoliwm v. latifolium, Erdscheibe, 
Schweinsbrot, ut censet A. Fritzschius 
V 198: ἐνθὼν τὰν κυκλάμινον ὄρυσσέ 
νυν ἐς τὸν Ἅλεντα: 'effode cyclami- 
num, ne bilis noceat Comatae'; cf. 
Plin. N. H. 25, 67: aimuletum vocant. 
Theophr. H. PL 9, 9: ἀγαϑὴν εἶναι 
τὴν δίξζαν κυχλαμένου WU NL 
φίλτρα. ὅταν δὲ ὀρύξῳσι, κατακαί. 
ουσι... 

Κύκχλάδες Cyclades sc. insulae 
XVII 90: καὶ νάσοις Κυπλάδεσσιν 
(σαμαέίνει Πτολεμαῖος). 


χύκλος orbis rotae, rota XXV 349: 
(ὕρπηκας ἐρινεοῦ) ϑάλψας ἐν πυρὶ 
πρῶτον, παξονίῳ κύκλα δίφρῳ, cf. 
Il V 122: καμπύλα κύκλα. 


Κύκλοψ Cyclops, sg. Polyphemus 
XI 47: οὕτω γοῦν ῥάιστα διᾶγ ὁ Κυ- 
κλωψ ὃ παρ᾽ ἁμὶν] ὠρχαῖος Πολύ- 
φαμος. XVI 53: σπήλυγγα φυγὼν 
ὀλοοϊὸ Κύκλωπος. Xl 12: ὦ Κύκλωψ 
Κύκλωψ. plur. XI 38: συρίσδεν δ᾽ 
ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων. 


κύκνος ,cycnus XXV 130: χρόην 
δ᾽ ἔσαν ἠύτε κύκνοι | ἀργησταί ταῦ- 
qoi V 187: οὐ ϑεμιτόν, “άκων, 
ποτ᾽ ἀηδόνα κίσσας ἐρίσδειν, | οὐδ᾽ 
ἔποπας κύκνοισι, cf. Verg. Ecl. VIII 
55: certent et cyenis ululae. E 

Κύκνος Cyenus, Neptuni filius, 
ab Achille necatus XVI 49: (τές κο- 
μόωντας) Πριαμέδας ἢ ϑῆλυν ἀπὸ 
χροιᾶς Κύκνον ἔγνω; 

χὔλένδω volvo XXII 49: ἕστασαν 





"ἐδ 





p^ πέτροι ὁλοίτροχοι, οὔστε κυλίν- 


πῶ XLY wr wer 


τε μετὰ (€ κυλίν- 
εὖ ἀνέμου. — - arg πλευ- 
— μᾶλα) δαψιλέως &uiv ἐκυλίν- 
δετο, οἵ. Verg. Ecl. VII 54: strata 
oe passim sua quaque sub arbore 


T aul caliz VII 70: (πέομαι) αὖ- 
— κυλέκεσσι καὶ ἐς rQvya χεῖλος 


E volvo, provolvo XXIV 17: 
δράκοντε) ὁ ἜΗΝ ἐπὶ 
γαστέρας ἄμφω | αἱμοβόρως ἐκχύ- 

59: τὰν ἕδραν wwe 

re ποδὸς ἠδ᾽ ἐκρεμάσθη | νεκρός. 
τω cavitates m,quae 

tumidas habeo 1 


ΝΠ 


palpebris subsunt, 
38: (of δ᾽ ὑπ᾽ ἔφωτος) δηϑὰ κυλοι- 


διάωντες ἐτώσια μοχϑίξοντι: οἰδοῦντες 
τὰ κύλα᾽ τὰ ὑπὸ τους ὀφϑαλμούς. 
συμβαίνει γὰρ τοῖς ἀγρυπνοῦσιν ὡς 
ἐπίπαν οἰδαίνειν τὰ 2 ὅπερ οἵ 
πολλοὶ ἀναγκαίως δι᾽ ἔρωτα πάσχουσι. 
Schol. 
κῦμα (sg. κύματι, κῦμα. pl. n.a. 
κύματα) , unda maris VII 57: 
χάλκυόνες στορεσεῦντι τὰ κύματα τάν 
τε ϑάλασσαν: undas cum mari h. e. 
undas maris, cf. XI 49. XV 133: οἱ- 
σεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾿ ἀιόνι πτύ- 
οντα. XXII 10: μέγα κῦμα. 167: τὰ 
δ᾽ —— T re r^, cw ἔχουσ᾽ 
ἀνέμοιο, l 11: τὰ -- 
καλὰ κύματα. XVI $6: Σαρδόνιον 
κατὰ κῦμα. 60: ἶσος ὁ μόχϑος ἐπ᾽ 
* κύματα μετρεῖν. Ill 26. XXI 36. 
vaccae no- 
a 40: σίτϑ᾽, & Κυμαίϑα, ποτὶ 
τὸν λόφον. οὐκ ᾿ἐσακούεις: 


κύμενον cuminum X 55: 
τι τάμῃς τὰν χεῖρα καταπρίων τὸ 
vov: & μὲν τοὺς ἄγαν φειδω- 
ς κυμινοπρίστας καλεῖν. Schol. 
xbváyóg venator XXII 10: οἷα δὲ 
ϑὴρὑλαῖος ὑποπτεύῃσι κυναγώς. Ad.25. 
stercus. caninum XV 19: 
ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν dmo- 
τίλ « &v,| πέντε πόκως ἔλαβ᾽ 
ἐχθές: "quinque vellera, quae revera 
non vellera erant sed sordes caninae'. 
κὔνέω osculor, suavior, c. acc. 
XXIII 18: xal κύσε τὰν φλιάν. XX 
8: βουκόλος ὧν ἐθέλεις με κύσαι, τά- 
law; b: μὴ τύ γέ μευ κύσσῃς τὸ κα- 
λὸν στόμα μηδ᾽ ἐν ὀνείροις. 


κύλιξ -- ᾿Χυπρογένηα 


159 


Κῦνίσχα , puella Sicula 
XIV 8: ἐμὲ δ᾽ à — Κυνίσκα | 
ὑβρίσδει. 31. 


κύνοϑ'αρσης canina praeditus au- 
dacia "Va κυνοθϑαρσής | Εὐνόα, 
οὐ φευξῇ; 

κὔνόσβατος rosa sempervirens L. 
V 92: ἀλλ᾽ οὐ σύμβλητ᾽ ἐστὶ wvvóc- 
βατος οὐδ᾽ ἀνεμώνα | πρὸς δόδα. 

κὕπαρίέσσινος cupressinus V 104: 
ἔστι δέ ' μοι γαυλὸς κυπαρίσσινος. 


κῦπά τσσος (κυπάρισσος, τῷ; τοι. 
I ue fere in exitu hex.) cupressus 
39: miel QU. ἅτε λᾷον ἀνέδραμε 
ΩΝ podus Ι ἢ κάπῳ κυπάρισσος. 
XI 45: ἐντὶ δάφναι τηνεὶ, ἐντὶ δα- 
διναὶ κυπάρισσοι, cf. XXVII 45. XXII 
41: λεῦκαΐ τε πλάτανοί τε καὶ ἀκρό- 
κομοι κυπάρισσοι. Ep. IV 1: δάφναις 
καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ. 
EU 51. 


χύπειρος cyperus rotundus L., 
Cypergras V 45 — I [106]: οὐχ ἑρψῶ 
τηνεὶ. τουτεῖ δρύες, ὧδε κύπειρος. 
XIII 34: λειμὼν γάρ σφιν ἔκειτο, μέγα 
στιβάδεσσιν ὄνειαρ, | ἔνϑεν βούτομον 
ὀξὺ βαϑύν τ᾽ ἐτάμοντο κύπειρον. 


“Κύπρις (Κύπρις, πἰδος, -106, -ἐδὲ, 
πεν, τι, VO rioris sy —— bis 
non producitur XVIII 51. XII 1.) 

1) Cypria h. e. Venus xvih ὁ 51: Κύ- 
πρις δέ, ϑεὰ Κύπρις, ἶσον ἔρασϑαι | 
ἀλλάλων (δοέη). XI 15: ἔχϑιστον ἔχων 
ὑποχάρδιον ἕλκος 1 Κύπριδος ἐκ .με- 
γάλας (vulg. Κύπριος). I 95: ἦνθέ 
γε μὰν ἁδεῖα x«l Κύπρις γελάοισα. 
100: Κύπρι βαρεῖα," Κύπρι νεμεσ- 
σατά, Κύπρι ϑνατοῖσιν ἀπεχϑής. Ep. 
XIII 1: ἡ Κύπρις οὐ πάνδημος. ἴλά- 
σκεο τὴν ϑεὸν εἰπών | οὐρανέην. XV 
106: Κύπρι duovaía, Ep. IV 4: | Κύ- 
πριδὸς ἔργα τελεῖν. XX ΤΙ 4: Ono 
Κύπριδος loov καλάμῳ γλῶρον ὑπ᾿ 
ἀπάλῳ. amat Anchisen I 105: οὐ 
λέγεται τὰν Κύπριν ὁ βουκόλος -- 
λείπει τὸ καταισχῦναι. Schol. Ado- 
nin XV 128. 131. XX 34. — prae- 
terea II 130. XX 43. Ad. 34. 40. — 
2) Eunice, puella urbica, appellatur 
cum irrisione ὦ Κύπρι XX 44. 

Κυπρογένηκ (aeol pro Κυπρογέ- 
vtta) in Cypro nata h. e. Venus XXX 
81: βούλεται ϑέος, ὃ ὃς καὶ dog ἔσφαλε 
μέγαν νόον | καὔτας Κυπρογενήας (ex 
emend. Bergkii scr. pro cod. κυπρο- 
yevijas). 


160 


Κύπρος Cyprus insula XVII 36: 
Κύπρον ἔχοισα Διώνας πότνια κούρα. 

κὕρέω nanciscor, consequor, c. gen. 
XVII 6: ῥέξαντες καλὰ ἔργα σοφῶν 
ἐκύρησαν ἀοιδῶν. c. acc. II 50: 
(Ἰασίωνα,) ὃς τοσσῆν᾽ ἐκύρησεν, ὅσ᾽ 
οὐ πευσεῖσϑε βέβαλοι (var. τόσσων, 
τύὐσσον). 

κυρτός curvus XXV 245: κυρτὴ 
δὲ ῥάχις (leonis) γένετ᾽ ἠύτε τόξον. 

κύρτος nassa XXI 11: ὁρμιαί, κύρ- 
TOL T8 καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινϑοι: 
πᾶν πλέγμα τὸ εἰς ἰχϑύων ἄγραν πε- 
ποιημένον. Timae. lex. 

xvriooc cylisus, medicago arpono 
L., Sehneckenklee V 128: ταὶ 
ἐμαὶ XÜTLGOV ve καὶ αἴγιλον leg 
ἔδοντι. X 30: ἁ αἷξ τὰν κύτισον, ὃ 
λύκος τὰν αἶγα διώκει. 


κύων (sg. κύων, κυνέ, κύνα (xvov). 
pl. κύνες, -ας. paulo saepius femin. 
gen. quam masc.) camis 1) venaticus 
I 135: τὼς (Ahr. τὰς) κύνας eibor 
ἔλκοι. — 2) custos domorum et 
gum XXI 15: οὐδὸς δ᾽ οὐχὶ ᾿δέῤαν 
εἶχ᾽ , οὐ κύνα. XV 48: τὰν κύν᾽ ἔσω 
κάλεσον. Υ 106: ἁμὲν. ἐστι κύων 
φιλοποίμνιος, ὃς λύκος ἄγχει. VII 
21: (τὸν αἰπόλον, ᾧ ποτὶ ταῖς ἐρί- 
φοις ὁ κύων ὃ “φαλαρὸς ὑλακτεῖ. 95: 
e Δάμπουρε κύων (var. κύον), οὕτω 
βαϑὺς ὕπνος ἔχει vv; ubi vocatiyum 
sequitur nomin, ut IV 96: ὦ τάλαν 
Alyov, cf. Eur. Andr. 848: ὦ τλήμων 
“ἄνερ. Y 97: (τίς, δὲ παρεύσας) αἰγὸς 
πρωτοτόκοιο κακὰν κύνα δήλετ᾽ ἀμέλ- 
γειν; V. 88. VI 9. 29. XXV 68. Ep. 
VI 5. — 3) universe X 11: χαλεπὸν 

ορέω κύνα γεῦσαι: παροιμία ἐπὶ τῶν 
ἀψαμένων ἔργου τινὸς καὶ δυσαποσπά- 
στως ἐχόντων. Gloss, cf. Hor. Sat. 
II ὅ, 88: canis ἃ corio nunquam abs- 
terrebitur uncto. Uu 35: Θεστυλί, 
ταὶ κύνες ἄμμιν ἀνὰ πτόλιν ὠρύον- 
ται. | ἃ ϑεὸς ἐν τριόδοισι!: canes lar- 
vas videre putabantur, ululant enim 
plena luna vagantes. XXI 45: (καὶ 
γὰρ ἐν ὕπνοις) πᾶσα κύων ἄρτον μαν- 
τεύεται, ἰχϑύα κήγων. 

κῶας vellus et ovillum et capri- 


λᾶας lapis XXV 18: τοὺς niv ὅγε 
λάεσσιν ἀπὸ χϑονὸς ὅσσον ἀείρων | 
φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο. 


: πρὸς ποσὶ κώεα κεῖται. 


Κύπρος — Adag 


num IX 18: (πολλὰς μὲν 01g, πολλὰς 
δὲ χιμαίρας,) ὧν μοι πρὸς κεφαλᾷ καὶ 
XIII 16: τὸ 
χρύσειον ἔπλει μετὰ κῶας Ἰήσων. 

κωλοπέδιλον vinculum e coriis 
factum, quo erurà vaccarum mulgen- 
darum 'alligebantur. XXV 102: ἀλλ᾽ 
ὁ. μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐυτμήτοισιν 
ἱμᾶσι | κωλοπέδιλ᾽ ἀράρισκε περιστα- 
δὸν ἐγγὺς ἀμέλγειν (var. κωλοπέδηλ᾽, 
καλοπέδιλ᾽). 

κῶμεα sopor altus Ep. III ὃ: φεῦγε 
μεϑεὶς ὕπνου κῶμα καταρχόμενον. 

κωμάσδω (aeol.: pro κωμάξω) 0c- 
cento ΠΙ 1: κωμάσδω ποτὶ τὰν Apa- 
ρυλλίδα: ναῖῦο ad Amaryllidem, ut 
oecentem'; cf. Plaut. Cure. I 2, 54: 
Quid, si adeam ad foris atque -oc- 
centem? 

κώμῃ vicus XVII 99: ἐν ἀλλοτρί- 
QOL βοὰν ἐστάσατο κώμαις. 

κώμυς fasciculum IV 18: καὶ μα- 
λακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυϑα δίδωμι. 

κωμῳδία comoedia Ep. XVII 1: 
& τε φωνὰ “ώριος χὠνὴρ ὃ τὰν κω- 
μῳδίαν εὑρὼν ᾿Επίχαρμος. 

Κωνᾶρος .Conarus, arietis nomen 
V 102: οὐκ ἀπὸ τᾶς δρυός, οὗτος ὁ 
Κώναρος & τε Κιναίϑα:: διὰ τὸ * 
gero περιφερῆ καὶ τραχέα ἔχειν ὡς 
κώνους, ἤγουν στροβίλους. Schol. 

κῶνος conus, twrbo, πῶ V 49: 
βάλλει δὲ καὶ ἁ ᾿πέτυς ὑψόϑε κώνοις 
(var. Xa vog v. κώνους). 

κὠώπα remus. XXI 12: 
γέρων τ᾽ ἐρείσμασι λέμβος. 

κώρα (dor. pro κόρη) oculus VI 
36: καὶ καλὰ μὲν τὰ γένεια, καλὰ δέ 
μευ ἃ μέα κώρα. XXIII 19: κῶραι 
δεινὸν βλέπος εἶχον ἀνάγκας. 

κώρα puella v. κόρα. 

κῶρος ν. κοῦρος. 

κωτέλλω garrio, tinnio XV 81: 
παύσασϑ'᾽, ὦ δύστανοι ἀνάνυτα κω- 
τίλλοισαι Ϊ τρυγόνες. 

,“κωτέλος garrulus, loquax XV 89: 
τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; XX KE 
ὡς τρυφερὸν λαλέεις, ὡς κωτίλα βή- 
ματα φράσδεις. 

κὥχετο — καὶ ᾧχετο, d. V. 


κώπα τὲ 


Δάβας Labas, pater Lyei XIV 24: 
ἔστι Δύκος, “Δύκος ἐστί, Λάβα τῶ γεί- 
τονος υἷός. 


UTC EET — 





λαβυρινϑὸς — λαλέω 


PS " . 
λᾶβύρινϑος nassa, Fischerreuse 
XXI 11: κύρτοι τε καὶ ἐκ σχοίνων 
λαβύρινϑοι. 

«ἀγεέδας Lagides, Lagi filius XVII 
14: “αγείδας Πτολεμαῖος. 

λαγχάνω (aor. ἔλλαχεν, -ον. λά- 
χοιεν, λαχών. pf. εἴληχας, λέλογχας, 
pf. dor. λελόγχει cum temp. praes. 
exitu, cf δέδοικα) 1) divina sorte 
accipio, deorum mumine mihi obtingit, 
€. acc, pers. IV 40: αἰαζ rà σκληρῶ 
μάλα δαίμονος, ὅς uc Minn. XXV 
911: pU jv δὲ πελώριος ἔλλαχεν Ai- 
δης. IV 20. c. gen. XVI 46: τιμᾶς 
δὲ καὶ ὠκέες ἔλλαχον ἵπποι. de deis 
qui praesidium alicuius loci sortiti 
sunt VII 103: Πάν, Μαλέας ἐρατὸν 
πέδον ὅστε λέλογχας. 
2) sorte mihi obtingit, sortior VIII 
30: πρᾶτος δ᾽ àv τάδ᾽ ἄειδε λαχὼν 
lvxxà Μενάλκας: κληρωσάμενος τοῦτο. 
Schol. 

λᾶγωβόλον pedum (ξύλον, ᾧ δια- 
—— of λαγωοὶ βάλλονται. Schol.) 

49: εἴθ᾽ ἦν μοι δοικὸν τὸ λαγω- 
βόλον. ὥς τυ πάταξα. VII 128: ὁ δέ 
μοι τὸ λαγωβόλον ... ξεινήιον ὦπα- 
σεν ἦμεν, quod paulo ante (v. 19. 
43) κορύνα vocatur. Ep. ΠῚ 3. 

λᾶγών ilia XXII 221: ἀλλὰ uer- 
αἵξας πλατὺ φάσγανον ὦσε διαπρό | 
Τυνδαρίδης λαγόνος τε καὶ ὀμφαλοῦ: 
sc. Lyncei. 191: (ἑτέρῃ δ᾽ ἐπιβαίνων) 
δεξιτερῆς ἤνεγκεν ἐπὶ λαγόνος πλατὺ 
γυῖον: “Ἰαύατη pugnum inpingebat in 
dextra ilia (Pollucis). — de leone 
XXV 246: πάντοθεν εἰληϑέντος ὑπὸ 
λαγόνας τε xal ἰξύν. 

«ἀέρτης Laertes, pater Ulixis XVI 
56: περίσπλαγχνος Λαέρτης. 

λάξζομαι, λάξύμαι sumo VIII 84: 
λάξεο τὰς σύριγγας" ἐνίχασας γὰρ 
ἀείδων: 'sume et habe tibi. XV 21: 
ἀλλ᾽ DM, omia xal r&v περο- 
νατρίδα láfev. XVIII 45: πράτᾳ δ᾽ 
ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλειφαρ | 
λαξζύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ σκιερὰν 
πλατάνιστον (var. λαξόμεναι). 

Ad9a oblivio 1l 45: τόσσον ἔχοι 
λάϑας (deqvig), ὅσσον... 

᾿λᾶϑος oblivio XXIII 94: (βαδίζω, 
ἔνϑα τό utv κατέκρινας) — ἔνϑα 
τὸ λᾶθος: h. e. Lethaei ad fluminis 
undam 


Ad 9 Quos latens, occultus XX. 39: 
λάϑριον dv νάπος ἦλθε καὶ εἰς ἕνα 
Lexicon "Theocriteum. 


XVI 84. — 


161 


παιδὶ κάϑευδε (var. Λάτμιον, malim 
λάϑριος Ahr.) (de I 96 v. ἁδύς ex.) 
λαιμός guttur XIII 58: volg uiv 
Ὕλαν ἄυσεν, ὅσον βαϑὺς ἤρυγε Aci- 
μός, cf. Il. ΧΙ 462: τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ 
ἤυσεν, ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός. 
λαΐνεος lapideus XXIII 58: λαΐϊ- 
νέας δέ} ἵπτατ᾽ ἀπὸ κρηπῖδος. 
Adivog lapideus VII 149: κατὰ 
Adivov ἄντρον. met. XXIII 20: Adis 
παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε. 
λαῖτμα vorago (Cyanearum) XIII 
24: (Μργὼ διεξάιξε) αἰετὸς dg μέγα 
λαῖτμα: 'voraginem  Cyaneis inter- 
iectam nautis perniciosissimam". 
λαῖφος velum XXI 10: rol κάλα- 
μοι, τἄγκιστρα, τὰ φυκιόεντά τε λαίφη, 
quam coniecturam Hauptii (pro codd. 
τε λῆγα, τε λῆδα) in edit. II receptam 
À. Fritzschius in epistola nuper ad 
me data reiecit et restituit codd. le- 
ctionem τε λῆγα *batilla, alvei, Schau- 
feln, Mulden, ad sentinam exhaurien- 
dam. Contra Ahrensius Briggsium 
(δελῆτα) et G. Dindorfium secutus scr. 
δέλητα h. e. δελήτια, δελέατα. 


Λάκαινα Lacaena XVIII 4: (παρ- 
ϑενικαὶ) δώδεκα ταὶ πρᾶται πόλιος, 
μέγα χρῆμα Μακαινᾶν. 

αχεδαιμόνιος — Lacedaemonius 
XXII 5: (τέκνα) κούρης Θεστιάδος, 
“Μακεδαιμονίους δύ᾽ ἀδελφεούς. 

Λαχεδαίμων Lacedaemon XVII 
31: ὧδε xal ἃ δοδόχρως Ἑλένα Λα- 
κεδαίμονι κόσμος. 

A&xéo crepito Il 24: avra (δάφνα) 
λακεῖ μέγα καππυρίσασα (Ahr. e coni. 
λᾶκον μέγαν ἔχπυρος cot), cf. Tibull. 
II 5, 81: et succensa sacris crepitet 
bene laurea flammis, omine quo felix 
et sacer annus erit. 


A«xívtov — Lacinium | promonto- 
rium IV 33: (αἰνέω τάν τε Κρότωνα) 
καὶ τὸ ποταῷον τὸ Πακίνϊον. 

Adv (Λάκων, -ὠνος, -ὠνα, -ov) 
Laco (h. e. clamator) opilio, Sibyrtae 
Thurini servus V 1: αἶγες ἐμαί, τῆνον 
rov ποιμένα τόνδε Σιβύρτα | φεύγετε 
τὸν Λάκωνα. 14: οὔ τέ γε Λάκων | 
τὰν βαίταν ἀπέδυσ᾽ ὁ Καλαιϑίδος. 
V 9. 86, 136. 143. 

A&Adyéo garrio V 41: ταὶ δ᾽ ἐπὶ 
δένδρει | ὄρνιχες λαλαγεῦντι. VIE139: 
τέττιγες λαλαγεῦντες ἔχον πόνον. 

λάλέω garrio XV 92: Πελοπον- 
γνασιστὶ λαλεῦμες. c. neutr. adi. XX 
6: ὁπποῖα λαλεῖς. 7: ὡς τρυφερὸν 

11 


102 


λαλέεις. de animalibus V 84: ἀκρέδες 
ὧδε λαλεῦντι. de arboribus XXVII 
57: ἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γώμον 
αἷ κυπάρισσοι. 

λάλος garrulus V 15: ὡς λάλος ἐσσί. 

λάλλαι calculi, lapilli (λάλλας λέ- 
γουσι τὰς παραϑαλασσίους καὶ παρα- 
ποταμίους ψήφους. Hesych.) XXII 39: 
(αἴ δ᾽ ὑπένερϑεν) λάλλαι κρυστάλλῳ 
ἠδ᾽ ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο | ἐκ βυϑοῦ (e 
coni, Ruhnkenii ser. pro vulg. ἄλλαι v. 
ἀλλα), cf. Ov. Met. 588: (aquas) per- 
spieuas ad humum, per quas nume- 
rabilis alte | caleulus omnis erat. 

λαμβάνω (ipf. ἐλάμβανε. fat. dor. 
λᾶψῇ. aor. ἔλλαβε, ἔλαβ᾽. ci. λάβῃ. 
opt. λάβοι. ipr. λάβε. inf. λαβεῖν. 
part. λαβών, -οἷσα, -οὔσα) 1) (ap)pre- 
hendo, corripio XIII 56: λαβὼν εὖ- 
καμπέα τόξα. XXII 119: σκαιῇ uiv 
σχκαιὴν Πολυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα. 
XV 66: Γοργώ, δὸς τὰν χέρα uou 
Ms καὶ vv, Εὐνόα, Εὐτυχίδος cf. 
Od. V 498: χερσὺὶν ἐπεσσύμενος λάβε 
πέτρης, nisi forte melius suppletur 
£go. — met. XXIV 10: τοὺς δ᾽ ἔλαβ᾽ 
ὕπνος. — 2) sumo XV 42: τὸν μικ- 
x0v παῖσδε λαβοῖσα. ll 59: νῦν δὲ 
λαβοῖσα τὺ τὰ ϑρόνα ταῦϑ'᾽ ὑπόμαξον. 
XXIII 25: ἣν ὅλον αὐτὸ (τὸ φάρμα- 
xov) λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω. 
33. 110: ἄρνα τὺ σακέίταν λαψῇ γέρας, 
ef, I 4. 5. XXII 84: (μυόχϑος ἐτύχϑη) 
ὁππότερος κατὰ νῶτα λάβοι φάος 
ἠελίοιο. Π 162: (κακὰ φάρμακα φαμὲ 
φυλάσσειν) ᾿Δσσυρίω, δέσποινα, παρὰ 
ξείνοιο λαβοῖσα (pro μαϑοῖσα e coni. 
scr. A. Fritzschius), cf. XXIV 129. 
XV 20: πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχϑές: 
emendo sumpsit, emit, cf. XV 8. — 
met. XXV 65: dw δ᾽ ὄκνῳ ποτὶ χεῖ- 
Aog ἐλάμβανε μῦϑον ἰόντα, cf. Od. 
XIII 254: πάλιν δ᾽ 0 ys λάξετο μῦϑον. 

λαμπάς fax ll 198: καὶ πελέκεις 
καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐφ᾽ ὑμέας: 'qui- 
bus ad aedes expugnandas solent uti 
iuvenes', οὗ Ov. Art. amat. III 567: 
nec franget postes, nec saevis igni- 
bus uret. 

“Λάμπουρος Lampurus, canis no- 
men (ἀπὸ τοῦ λαμπρὰν ἔχειν τὴν οὐ- 
ράν, ἤγουν πυρράν. Schol) VIII 65: 
ὦ Λάμπουρε κύων, οὕτω βαϑὺς ὕπνος 
ἔχει τυ; 

Λαμπρὶάδας Lampriades IV 20: 
αἴϑε λάχοιεν | τοὶ và Μαμπριάδα, τοὶ 
δαμόται ὅκκα ϑύωντι | τᾷ Ἥρᾳ, τοι- 


λάλος --- λάξ 


όνδε: 'Lampriadae isti qui sint, igno- 
ratur '; totumque locum corruptum 
esse censet A. Fritzschius. 

λάμπω  fulgeo, splendeo, radio XX 
24: καὶ λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι 
λάμπε μελαίναις, cf. Hor. Od. I 19, 5: 
urit me Glycerae nitor | splendentis 
Pario marmore purius. XXIV 18: 
ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ | ἐρχο- 
μένοις λάμπεσκε, cf. Ov. amor. 1i s, 
9: radiant ut sidus ocelli. Plin. H. 
N. XI 37, 55: felium in tenebris ful- 
gent radiantque oculi. XXV 140: 
ἀστέρι πάντες ἔισκον, ὁϑούνεκα πολ- 
λὸν ἐν ἄλλοις | βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν, 
ἀρίξζηλος δ᾽ ἐτέτυκτο. 

λᾶμυῦρός impudens XXV 284: λα- 
uvgo)g δὲ χανὼν ὑπ᾽ ὀδόντας ἔφηνε 
(λὲς). 

λανϑ'άνω (act. fut. dor. λᾶσῶ. aor. 
21497, λαϑών. plpf. ἐλελήϑει. --- med. 
fut. dor. λᾶσεύμεσϑ'. aor. λάϑόμην, 
λάϑοιο. dor. ἐλάσϑη, λασϑῆμεν. pf. 
λέλᾶσται) 1 Act. lateo V 19: οὔ τεῦ 
τὰν σύριγγα λαϑὼν ἔκλεψε Κομάτας: 
latenter, clam. c. part, X 38: ἦ καλὰς 
ἄμμι ποιῶν ἐλελήϑει Βοῦκος ἀοιδάς 
(var. ἐλελήϑη, ἐλελήϑῃ; Ahr. ἐλελάϑη): 
fclam fecit. c. accus, VI 21: εἶδον 
— τὸ ποίμνιον ἁνέκ᾽ ἔβαλλε | κοῦ μ᾽ 
ἔλαϑ'᾽ (var. κοὔτ᾽ ἔλαϑ'᾽. Ahr. e coni 
xo)r. λάϑ'᾽, Mein. xo9x ἔλαϑ'᾽): sc. 
βάλλουσα. part. ad subiectum refer- 
tur XIV 9: λασῶ δὲ μανείς ποκα, ϑρὶξ 
ἀνὰ μέσσον: non sentiam me ..., 
inseius. — II Med. obliviscor, c. gen. 
pers. Π 46: (Θησέα φαντὶ) ἐν Δίᾳ 
λασϑῆμεν ἐυπλοκάμω ᾿ἀριάδνας. | 
158. IV 39. gen. rei suppletur XXX 
17: καὶ μὰν ἄλλος ἐλάσϑη (Bergk. e 
coni. pro ἐλάϑειτο; Ed. Schneidewind. 
ἐϑάλει Progr. Isenac. 1873 p. 9): 80. 
ἐρώτων: 'ac profecto aliis multis pro- 
fuit oblivionem amorum petere'. XXI 
25. — c. inf. ΧΙ 63: ἐξένϑοις Γαλά- 
τεια καὶ ἐξενϑοῖσα λάϑοιο | — οἴκαδ᾽ 
ἀπενϑεῖν. 

λᾶνός, ληνός 1) torculum, prelum 
XIV 16: (οἶνον) τετόρων ἐτέων, σχε- 
δὸν ὡς ἀπὸ λανῶ XXV 28: ἐς λη- 
vovg δ᾽ ἵἱκνεῦνται (φυτοσκάφοι), ἐπὴν 
ϑέρος ὥριον ἔλϑῃ. — 2) vindemia 
VII 24: ἤ τινος ἀστῶν | λανὸν ἔπι 
ϑρώσκεις:; 

λάξ calce, extremo pede XXVI 23: 
λὰξ ἐπὶ γαστέρα βᾶσα, cf. Il. VI 65: 
λὰξ ἐν στήϑεσι fg. 





: λλον — εἶδε) παίδων 
goce p γάμον ἐκτελέσαντα. 
pro λήιον seges 1) 
21: rv μόνον κατά- 
τὸ . 42: “άματερ πολύ- 
s dili τοῦτο τὸ λᾷον | 
ὅττι μά- 
/ 29: πιείρᾳ 
ἀνέδραμε᾽ κόσμος ἀρούρᾳ 
ΒΟΥ. pro μεγάλα Nn. 

Ahr. et —— μέγα λᾷον). 
18: rtl τε καὶ ἔϑνεα) ζήιον 


— pl. homines XVII 97: 
λαοὶ ἔργα περιστέλλονται ἕκηλοι: 


DPUHE 
— 


nn 


incolae terrae. XVI 103: (Σικελὴν 
σαν) ὑμνεῖν, σὺν λαοῖσι καὶ 
Ἱέρωνα. 
demeto, deseco 
X 3: οὔθ᾽ ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον, 


ἀλλ᾽ rei, (ex emend. Bergk., vulg. 


λαιοτομεῖς). 
populum occidens XVI 
53: λαοφόνον Διομήδεα. 
populum ferens vocatur 
via lata ac tritissima XXV 155: λαο- 
—— ἐπέβησαν — κελεύθου, cf. 
Ἐφ λαοφόρον καϑ᾽ ὁδόν. 
9$«t Lapithae, populus Thes- 
saline X XV 141: of ἔτι πρότερον “α- 
πέϑαι καὶ “4ευκαλίωνες. 
Αἄρϊσαῖος Larissaeus XIV 30: zo 
ir ἐμὸν ro pi δεν 
π᾿ ee ,| Θεσσαλικόν τι μέλισμα: 
dem qui üictms est XIV 12: ὁ Θεσ- 
ὁδιώκτας Amnis. 

— τὸ aep ungulis praeditus 
vocatur Pan Syr. 16: λαρνακόγυιε, 
idqne: pro χηλόπους v. χηλόγνυιος 
λάρναξ, cuta VIL τ Le 

78: ἔδεκτο τὸν 
αἰπόλον agr λάρναξ. 84: xal τὺ 
κατεκλάσϑης ἐ ς λάρνακα. ΧΥ͂ 88: 
κλὰξ τὰς μεγάλας πᾷ λάρνακος; 
Ped acceptus, iucundus XXV 
105: πινέμεναι λαροῖο usuaóta πάγχυ 
ἄλακτος. 


7 

λᾶσιαύχην hirtam cervicem habens 
XXV 272: — βύρσαν ϑηρὸς 
τεϑνειῶτος: leonis 
: λάσιος (sg. m. λασίοιο, -ἰον. f. 
-— Aacía, -ἰας. n. λασίοιο. pl. λασίαις. --- 
comp. λασιώτερος, -ἐρη) 1) hirsutus, 
hirtus, villosus, de hominibus XI 50: 
αἱ δέ τοι αὐτὸς ἐγὼν δοκέω λασιώτε- 


163 


ρος ἦμεν. * rex — ὀφρῦς. de 
bestiis VII 15: ἐκ μὲν γὰρ λασίοιο 
—— ἂν ἘΠ" κνακὸν δέρμ᾽ 
σι, cf. Ep. IV 1 4: ὄις σφε- 
don ᾿λασιωτέρη ἐνῶ (var. λασιω- 
τέρα). XXV 257: ἐπὶ λασίοιο καρήα- 
τος — ϑηρὸς ἀμαιμακέτοιο: leonis. 
XXII 42: λασέαις φίλα ἔργα μελίσσαις. 
— 3) densus, spissus, frondosus XXV 
134: ἐκ λασίοιο — δρυμοῖο. XXVI 
3: ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια 
φύλλα, cf. Ep. V. ὅ 

Λάτμιος v. —— 

Αἄτυμνον Latymnum mons (τῆς 
“Δευκανικῆς õ ὄρος περὶ Κρότωνα. Schol.) 
IV 19: ἄλλοκα δὲ σκαέρει τὸ βαϑύ- 
σκιον ἀμφὶ Λάτυμνον. 

Ato Latona dea XVIII 50: Δατὼ 
μὲν δοίη, Λατὼ κουροτρόφος, ὄμμιν | 
εὐτεκνίαν. 

«λαύρα via, platea Ep. IV 1: τήναν 
τὰν λαύραν τάς τε δρύας, αἰπόλε, 
κάμψας. 

λέαινα leaena II 68: (πολλὰ μὲν 
ee ϑηρία πομπεύεσκε περισταδόν, 
ἐν δὲ λέαινα. immanis saevitiae at- 
que crudelitatis imago XXVI 20: 
μάτηρ μὲν κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς 
ἑλοῖσα, | ὅσσον mtQ τοκάδος τελέϑει 
μύκημα λεαίνας. XXII 19: ἄγριε 
παῖ καὶ στυγνέ, xaxas ἀνάϑρεμμα 1ε- 
αἶνας. ΤΠ 15: ἦ λεαίνας | μαξὸν 
ἐθήλαξε δρυμῷ τέ νιν ἔτραφε μά- 

tgo, ὸς ..., cf. Ov. Met. IX 615: 
red bibit ille leaenae. 

λέγω (act. praes. ind. λέγεις, aeol. 


λέγης 86. λέγει, -ομες, τοντι, 
ουσιν. Opt. λέγοιμι. ipr. λέγί(ε), -éro. 

. λέγοντα. — ipf. ἔλεγεν. aor. 
λεξα, -ev. ipr. λέξον. — pass. praes. 


λέγεται, -ονται. λεγέσθω. ipf. ἐλέγευ) 
díco, loquor, narro, commemoro, voco 
1) Act. 8) c. —— c. adv., abs., 
ante or. rectam XXIX 36: ἐν Quo 
δὲ λέγης ἱτί ue, δαιμόνι᾽, ἐνόχλης᾽; 
II 21: πάσσ᾽ Qua καὶ λέγε ταῦτα" 
τὰ 4έλφιδος ὄστια πάσσω. XXIII 48: 
ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον" Ad. 21: ἔλεξεν 
ὧδε" I 118: καὶ λέγε" cf. II 62, VIII 
51. Ep. XVI 2. — inseritur or. rectae 
V 85: xoc μ᾽ ἁ “παῖς ποϑορεῦσα * τά- 
Ae»! λέγει “αὐτὸς ἀμέλγεις .᾽: inquit. 
— post or. rectam IV τὸ: rócc 
ἔλεγεν βασίλεια, οἵ. XXVII 16. — * 
b) c. acc. rei XXVII 40: οὔνο σὸν 
λέγε τῆνο. XV 18: οὐ λέγει ἀπφῦν: 
'sie meint nicht den Pappe'. Hebel. 


11* 


164 


V 18: εἶα λέγ᾽ εἴ τι λέγεις, cf. Verg. 
Ecl. IIL 52: quin age si quid habes, 
XXIV 64: u&vrw ἀλαϑέα πάντα λέ- 
γοντα. XV 15. — c) c. aco. rei et 
dat. pers. Il 94: ygoUro τᾷ δούλᾳ τὸν 
ἀλαϑέα μῦϑον ἔλεξα. XXI 37. 38. 
pro aec. sequitur sententia secundaria 
XV 35: λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι 
ἀφ᾽ ἱἵστῶ; additur aec. sententia 
secund. XXV 195: ἀμφὶ δέ σοι τὰ 
ἕκαστα λέγοιμέ «s τοῦδε πελώρου | 
ὅππως ἐχράανϑεν. — d) c. dupl. ace. 
XXVII 3: κενὸν τὸ φίλαμα͵ λέγουσιν. 
VIE 81: κὐμὲ λέγοντι | πάντες ἄοι- 
δὸν ἄριστον. --- ΧΥ͂ 11: μὴ λέγε τὸν 
τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δείνωνα τοιαῦτα. 
— 8) €. acc. c. inf. VI 34: καὶ γάρ ἅδην 
οὐδ᾽ εἶδος ἔχω κακόν, ὥς με λέγοντι 
(sc. ἔχειν). - ῶ) Pass. XIV 48: αἷνός 
ev λέγεταί vig: “ἔβα Κένταυρος ἀν᾽ 
ὕλαν. XVH 9: ᾿ἀνδρῶν δ᾽ αὖ IIro- 
λεμαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσϑω | καὶ 
πύματος καὶ μέσσος. Χ 29: ἐν τοῖς 
στεφάνοις τὰ πρᾶτα λέγονται: Prima 
dicunturꝰ. ΧΧΙΧ 1: οἶνος, ὦ φίλε 
παῖ, λέγεται καὶ ἀλάϑεα. 186: βού- 
τας μὰν ἐλέγευ. c. infin. 1 105: οὐ 
λέγεται τὰν Κύπριν ὁ βουκόλος -- 
λείπει τὸ καταισχῦναι. Schol. 

λειμιών pratum XXVI 5: ἔν κα- 
ϑαρῷ λειμῶνι. ΧΠῚ 84: λειμὼν γάρ 
σφιν ἔκειτο, μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ. 
XXV 16: (πολυειδέα ποίην) λειμῶνες 
ἁγαλέϑουσιν ὑπόδροσοι. εἴαμεναί τε. 
XXII 43: (ἄνϑεα) ὅσσ᾽ ἔαρος λήγον- 
τος ἐπιβρύει ἂν λειμῶνας. 

λειμώνιος pratensis XVIII 39: ἐς 
λειμώνια φύλλα | ἑρψοῦμες στεφάνως 
δρεψούμεναι ἁδὺ πνέοντας. 

"λειμωνόϑε exc prato VII 80: νιν 
αἵ σιμαὶ λειμωνόϑε φέρβον ἰοῖσαι | 
- μαλακοῖς ἄνϑεσσι μέλισσαι. . 

λεῖος levis V 90: κἠμὲ γὰρ ὁ 
Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν 
| ἐκμαίνει: ἀγένειος. Schol. 

λεέπω (act. praes. λείπει. ipf. ἔλει- 
πες, -ὃν. aor. ind. ἔλιπον. οἱ. λίπω- 
uev. dpr. Aim. part. λιπών, -όντε, 
-όντες, -όντων; -οἷσα, -οἵσαν. plpf. 
λελοίπει. ---- pass. λεέπεται. λέλειπται) 
A) relinquo decedens, desero 1 126: 
ἹἙλίκας δὲ λέπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε σᾶμα] 
vivo Πυκαονίδαο. 11 80. VII 115. 
XXV 158. — XX 17: χὰ μὲν ἔβα με 
λιποῖσα. 11 187. XXVII 34. — de 
rebus I 139: τά ye μὰν λίνα πάντα 
λελοίπει (var. λελοίπη): 8C. αὐτόν, cf. 
Od. XIV 213: νῦν δ᾽ ἤδη πάντα A£- 


λειμών --- λεπτός 


λοιπεν (80. ἐμέ). XI 36: zv ὃς δ᾽ οὐ 
λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν ϑέρει οὔτ᾽ ἐν νὀπώρᾳ: 
non defit. — I 91: ποίας ἔλιπον 
γραίας δόμον, ἅτις ἐπᾷδεν:: reliqui 
feci, neglexi, praetermisi, — 2) re- 
linquo, pass. resto IV 30: δῶρον ἐμοί 
νιν ἔλειπεν. XXII 176: γονεῦσι δὲ 
μὴ πολὺ πένϑος | ἡμετέροισι λέπωμεν. 
XVI 42. de mortuis Ep. XV 1: νύπιον 
υἱὸν ἔλειπες. τος by. 15: τήνας μὲν 
δή τοι τᾶς ne αὐτὰ λέλειπται | 
τώστια. Ep. 

λεέχω lambo, d VII 83: ,"t'e£a- 
cov μελπομένω vtv ἀκουέμεν ἢ μέλι 
λείχειν, cf. Plaut. Cas. II 8, 21: ut, 
quia te tango, mel videor mihi lingere. 

λέκτρον 1) lectus XXIV 62: πάλιν 
δ᾽ ἐς λέκτρον ἰὼν ἐμνάσατο κοίτου.. 
plur. pro sing. 11139: μαλακῶν ἔπλεν᾽ 
ἐπὶ λέκτρων. — 2) coniugium XXVII 
39: αἰνήσει σέο λέκτρον. plur. pro 
sing. XXVII 34: ὄμνυε μὴ μετὰ λέ- 
«voa λιπὼν ἀέκουσαν ἀπενϑεῖν. 

λελέημιαι concupisco XXV 196: 
(ἕκαστα Afyowuw xs) ὅππως ἐκράαν- 
ϑεν, ἐπεὶ λελίησαι ἀκούειν. 

λέμβος lembus, parvum navigium 
XXI 12: κώπα vs γέρων v' ἐπ᾽ ἐρεί- 
σμασι λέμβος. 

λεοντομάχας qui cwm leonibus 
pugnat Ep. XX 2: (τὸν τῶ Ζανὸς 
υἷὸν) τὸν λεοντομάχαν, τὸν ὀξύχειρα 
(vulg. λειοντομάχαν). 

λεόντειὸς leonimus XXIV 
δέρμα λεόντειον. 

λέπαργος canus vocatur vitulus 


134: 


IV 45: σίτϑ'᾽, ὁ λέπαργος (Ahr. c. 
Mor. Aézeoyog): heus tu, qui es 
canus?, 


λέπας cautes lll 18: ὦ τὸ καλὸν 
ποϑθϑορεῦσα, τὸ πᾶν λέπας (e coni. 
Hartungii ser. pro vulg. λέθος, Ahr. 
Aémog), cf. Ov. Met. XI 330: qnae 
pater haud aliter quam cautes mur- 
mura ponti | accipit. 

AExQác aspera I 39: γριπεῦύς τε 
γέρων πέτρα τε τέτυχται | λεπράς. 

λεπτός .1) tenuis XVI 91: ἀράχνια 
δ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἀράχναι] λεπτὰ διαστή- 
AA cf. Od. VIII 280: ἠύτ᾽ ἀράχνια 
λεπτά. XV 19: λεπτὰ καὶ ὡς χα- 
θέεντα (τὰ ποικίλα). ΧΧΠῚ 51: τὰν 
λεπτὰν σχοινῖδα. — 2) angustus XXV 
156: λεπτὴν καρπαλέμοισι τρίβον πο- 
σὶν ἐξανύσαντες: ἤτοι τὴν ἄτραπον. 
Gloss. — neutr. plur. pro adv, XXX 8: 
ἔδρακε λέπτ᾽ ἄμμε δὲ ὀφρύγων: *con- 





᾿ αὐτίκα 


Um VAPORE TN CNN ES NETTE TUER y CS mS PER CIC SUR ME 


Δ. ἃ wee MG SUC n 


. vocatur V 147: οὗτος 





nivens', — e macer, macilentus IV 
20: λεπτὸς μὰν χὡ ταῦρος ὁ πύρρέ 
ΠΩ de homine amore attenuato 
3: ταῦτ᾽ ἄρα λεπτός (sc. εἶ). 
de XI 69 v. λεπτύνω.) --- 4) minutus 
91: τὸν «στέφανον τίλαί μὲ καὶ 
λεπτὰ ποιησεῖς: 'in partes 
minutas", ef. Od. 174: (τροχὸν) 
τυτϑὰ διατμήξας. 
—— marcesco ΧΙ 
69: καὶ ταῦτ᾽ 2d ἅμαρ ὁρεῦσά 
μὲ λεπτύνοντα (e Meinek. coni. scr. 
pro vulg. λεπτὸν ἐόντα): τηκόμενον 
τῷ ἔρωτι. Gloss, cf. Ov. Met. ΠΤ 
489: attenuatus amore | liquitur. 
λεπύριον. corter V 95: (αἴ μὲν 
ἔχοντι) λυπρὸν ἀπὸ πρίνοιο λεπύριον 


(sc. ἄκυλοι). 

us alba L., Silber- 
41: λεῦκαί τε 'πλάτανοί 
τε ἀκρόκομοι κυπάρισσοι. ll 121: 
δ᾽ ἔχων λεύκαν, Ἡρακλέος 
ἱερὸν ἔρνος, cf. Ov. Her. IX 64: aptior 
Herculeae populus alba comae. κατ- 


ελϑὼν γὰρ ὁ Ἡρακλῆς εἰς Ἄιδην διὰ 
τὸν Κέρβερον ἀνήγαγε καὶ τὸ φυτὸν 
ἀπὸ τοῦ ᾿4χέ of δὲ ἀϑλοῦν- 


ταν εἰς γυμνάσια eoe ἐξ c 
ἢ τοῦ Ἡραχλέους. Scho 

ut album reddo, de sene- 
ctute XIV 69: 5 ἐς γένυν 
ἕρπει | λευκαίνων ὁ 

— M s P6 utitur 
XIII 11: ὁπόχ᾽ λεύκιππος ἀνατρέχοι 
ἐς Διὸς Ads. 

Αευχίτας Leucites de hircus 

Arvxírag ὃ 


κορυπτίλος. 

—— viola "alba, matthiola, 
—— ZU 64: pou ifo 
περὶ κρατ φυλάσσων, erg. Ec 
II 47: pallentis violas. 

“λευκός (sg. m. λευχῶ, τόν. f. λευκά, 
-&g, πάν, -d. m. λευκόν, oio, ᾧ. pl. 
r Aevxüv, aeol λεύκας XXX 14. n. 

— comp. n. v. λευκοτέρα) 
—— albus ΠῚ 34: λευκὰν διδυ- 
ματόκον αἶγα, cf. VIII 49. IX 10: 


- Aevxüv ἐκ δαμαλῶν καλὰ δέρματα. 


XI 56: κρίνα λευκά, cf, XXIII 80. 
XV 116: — μαλεύρῳ. XXIII 
31: & δὲ χιὼν λευκά, cf, XI 48. | 


| 88 e V 53: λευκοῖο γάλακτος. VIII 


19 — 22: λευκὸν κηρόν. XV 123: 
ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος. Vl 38: (ὀδόν- 
των} αὐγὰ λευκοτέρα Παρίας ὑπ- 
ἔφαινε λίϑοιο. de hominum iuvenili 


λεπτύνω — Δήδα 


165 


pulchritudine XX 24: λευκὸν τὸ μέτ- 
ὦπον ἐπ᾿ ὀφρύσι λάμπε μελαίναις. 
ΧΙ 19: ὦ λευκὰ Γαλάτεια, --- Atvxo- 
τέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, cf. Ov. Met. 
XIII 789: candidior folio nivei, Ga- 
latea, ligustri. — de senectute XXX 
14: λεύκας οὐ συνίησϑ᾽ ὄττι φόροις 
ἐν κροτάφοις τρίχας: — met. XVIII 
21: bonis ἔαρ: νον candidum', 

λεῦχος — , piscis quidam Ber. 
3: (gis ἐχϑύν,) ὃν λεῦκον καλέουσιν. 

λευχόσφῦρος candidis talis v. pe- 
dibus insignis XVII 32: εἰς ἀμβρό- 
σιον ϑαλαμὸν λευκοσφύρου Ἥβης, cf. 
Od. XI 603: καλλίσφυρον Ἤβην. 

λευκόχρως qui candido est colore 
corporis Ep. ll 1: “΄άφνις ὃ λευκό- 
χρως. 

λεύσσω (praes. λεύσσεις, λεύσσειν, 
τῶν. ipf. λεῦσσον) 1) cerno oculis 
XXII 56: ϑάρσει. μήτ᾽ ἀδίκους μήτ᾽ 
ἐξ ἀδίκων φάϑι λεύσσειν. V 53. 
XXIV 114, mente V 122: κἠγὼ μὰν 
κνίζω, Μόρσων, τινά" καὶ τὺ δὲ λεύσ- 
σεις. — 2) indico oculis XXV 181: 
δεινὸν δ᾽ ἐβρυχῶντο φόνον λεῦσσόν 
τε προσώπῳ (e coni Hamakeri scr. 
pro vulg. εύσσοντε), cf, Od. II 152: 
ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον. 

λέχος 1) lectus XVII. 42: ὁππότε 
xs» φιλέων βαίνῃ λέχος ἐς φιλεού- 
σης. (de Π 133 v. dóvóc.) — 2) 

XXII 149: ὑμεῖς δ᾽ οὐ κατὰ 

κόσμον ἐπ᾽ ἀλλοτρίοις λεχέεσσιν | — 
ἄνδρα παρετρέψασϑε. 

λέων (sg. λέων, -ovrog. pl. λέουσι 
leo I 72: qox. δρυμοῖο λέων. ΧΧ 
142: σκύλος αὖον ἰδὼν χαροποῖο λέ- 


οντος. 52: δέρμα λέοντος. 18. 
XXV 911. 
λῆγον v. λαῖφος. 


λήγω desino, finem facio, c. gen. I 
127: λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ite, 
λήγετ᾽ ἀοιδᾶς, qui versus etitur 
I 131. 137. 142; cf. Verg. Ecl. VIII 
61: desine Maenalios, iam desine, 
tibia, versus. c. praep. XVII 1: ἐκ 
Διὸς ἀρχώμεσθα καὶ ἐς 4Φία λήγετε, 
Μοῖσαι, ]. IX 97: ᾿ἀτρείδη, ἐν 
col m λήξω σέο δ᾽ ἄρξομαι. suppl. 
part. X : ἄρχεσϑ᾽ ἀμώοντας ἐγει- 
ρομένω —32 | xal λήγειν εὖδον- 
τος. — de tempore XXII 48: ἔαρος 
λήγοντος. 

Axó« Leda, Thestii filia XXII 1: 
ΡΝ: Λήδας τε καὶ αἰγιόχου “ιὸς 

214: Λήδας τέκνα. 


166 


λήιον v. λᾷον. 

A«íg grex pecoris XXV 96: πᾶσαι 
δὲ κέλευϑοι | ληΐδος ἐρχομένης (sc. 
ἐνεπλήσϑησαν). 116: ἀνδρὸς ληίδ᾽ 
ἑνὸς τόσσην ἔμεν. 

ληνός v. λανός. 


λίᾷν, Aly valde, admodwm XVIII 
10: ἡ δά τις ἐσσὶ λίαν βαρυγούνατος:; 
XXV 88. c. negat. XXV 158: (xé- 
λευϑος) οὔτε λίην ἀρίσημος ἐν ὕλῃ. 


AiBo« Libya, Africa XVII 81: 
καὶ. Συρίας 4i ὕας τὲ κελαινῶν͵ T 
Αἰϑιοπήων. XVI 10: Φοίνικες, ὑπ᾽ 
ἠελίῳ δύνοντι | οἰκεῦντες Aog ἄκρον 
σφύρον (var. Zins). 

AiBocoe ex Libya 124: τὸν Λι- 
βύαϑε ποτὶ Χρόμιν σας ἐρίσδων. 

Αἱϊβῦκός Libycus TIT 5: (τὸν ἐν- 
ὀρχαν) τὸν Διβυκὸν κνάκωνα φυλάσ- 
σξο μή TL κορύψῃ. 

λιγῦρός argutus, canorus XVII 
113: ἐπιστάμενος λιγυρὰν ἀναμέλψαι 
ἀοιδάν, cf. Od. XII 188: λιγυρὴν δ᾽ 
ἔντυνον ἀοιδήν. de lugubri Adonidis 
culiu XV 135: στήϑεσι φαινομένοις 
λιγυρᾶς ἀρξεύμεϑ'᾽ ἀοιδᾶς. — adv. 
λεγυ ὥς canore VIII 71: δεύτερος 
αὖ Zeqvig λιγυρῶς ἀνεβάλλετ᾽ ἀείδεν. 

λιγυύς argutus, canorus XXII 221: 
λιγεῶν μειλίγματα Movoéov, cf. Od. 
XXIV 62: Μοῦσα λίγεια. Syr. 7: ὃς 
Moíce λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ | ἕλκος: 
*elare sonantem fistulam". 


λῖγύφϑογγος argutum sonans, ca- 
norus Ep. IV 9: λιγυφϑόγγοισιν 
ἀοιδαῖς. 

λίγύφωνος argutam vocem edens 
XII 7: (ἀηδὼν) συμπάντων λιγύφω- 
νος ἀοιδοτάτη πετεηνῶν. 

λέϑος m. f. 1) lapis VII 26: (ὥς 
TOL ποσὶ νισσομένοιο) πᾶσα λίϑος 
πταίοισα ποτ᾽ ἀρβυλίδεσσιν ἀείδει. 
XXV 274: (βύρσα) οὐκ ἔσκε σιδήρῳ | 
τμητὴ οὐδὲ λίϑοις πειρωμένῳ, οὐδὲ 
μὲν ἄλλῃ. XXIII 49. 50. (de III 18 
v. λέπας.) lapis pretiosus VI 88: 
(ὀδόντων) αὐγὰ λευκοτέρα Παρίας 
ὑπέφαινε λίϑοιο, cf. Verg. Aen. I 
593: Parius lapis. — 2) calz, calcu- 
lus Yusorius VI 18: καὶ τὸν ἀπὸ γραμ- 
μᾶς κινεῖ λίθον. 


λίλαίομαι cupio XXII 118: ὅγε 
ῥέξαι τι λιλαιόμενος μέγα ἔργον. 

λεμηρός famelicus, macilentus X 
57: τὸν δὲ τεὸν — λιμηρὸν ἔρωτα 
(var. λυμηρόν, Aounoóv ; Àhr. λυμηρόν). 


λήιον — λῖς 


λέμνα palus V 146: (αὔριον Due) 
πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔν- 
δοϑι λίμνας (vulg. κράνας). v. Ζίυ- 
βαρίτας. 

“λιμνάς palustris V 17: οὐ μὰν 
οὐ ταύτας τὰς λιμνάδας, ὦγαϑέ, Νύμ- 
φαρ: "per Nymphas, quae paludem 
servant?. 

λιμνᾶτις palustris 11 ὅθ: (αἷμα) 
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα 
πέπωκας. 

Atuóg fames XXI 61: μὴ σὺ 94- 
νῃς λιμῷ. 

λένον linum 1) filum Parcarum I 
139: τά ys μὰν λίνα πάντα λελοίπει | 
ἐκ Μοιρᾶν: 'fila a Parcis deducta 
erant, nihil vitae supererat". — 2) 
rete ex lino confectum, venatoris VIII 
58: ἀγροτέροις δὲ λίνα (sc. φοβερὸν 
κακόν). piscatoris Ber. 5: καί κε 
λίνα — καὶ ἐξερύσαιτο α- 
λάσσης | ἔμπλεα. — met. XXVII 16: 
μὴ λέγε, μὴ βάλλῃ σε (ἃ Παφία) καὶ 
ἐς λίνον ἄκλιτον ἔνϑης. 

Aivos Linus XXIV 108: γράμματα 
μὲν τὸν παῖδα (H απλέα) γέρων Λί- 
γος ἐξεδίδαξεν | υἱὸς ᾿πόλλωνος με- 
λεδωνεὺς ἄγρυπνος ἥρως. 

Αϊπᾶραῖος Liparaeus ll 133: 
Ἔρως δ᾽ ἄρα καὶ Λιπαραίω | πολλά- 
κις Ἡφαίστοιο σέλας φλογερώτερον 
αἴϑει (e Valcken. coni. scr. pro vulg. 
“ιπαραίου), cf. Ov. Her. XV 12: me 
calor Aetnaeo non minor igne coquit. 


λὲπᾶρός 1) oleo unctus, nitidus V 
91: λιπαρὰ δὲ παρ᾽ αὐχένα σείετ᾽ 
ἔϑειρα. ad palaestram ipsam trans- 
fertur II 51: λιπαρᾶς ἔκτοσϑε παλαί- 
στρας, cf. Ov. Her. XVIII 11: unctae 
dona palaestrae. XV 149: nitida pa- 
laestra. amm. nitidus, laetus 8: 
ὄσσων λιπαρὸν σέλας. XXII 19: λι- 
παρὰ δὲ γαλήνα | ἂμ πέλαγος. --- 8) 
opimus, opulentus Ep. IX 3: ἐς λι- 
παρὴν Θάσον. 


λίπἄρόχροος nitido colore insignis 
I 165: χαῖρε, Σελαναία λιπαρόχ o£. 
102: ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων Ι εἰς ἐμὰ 
δώματα 4“ έλφιν (al. λιπαρόχρουν). 

λῖς leo XIII 61: ἠυγένειος ἀπό- 
mood λὲς ἐσακούσας | νεβρῶ φϑεγξα- 
μένας τις ἐν οὔρεσιν, ὠμοφάγος «λὲς, 
Nemeaeus XIII 6: ὃς τὸν Mv. ὑπέ- 
μεινε τὸν ἄγριον. XXV 262: ὡς ἐπ᾽ 
ἐμοὶ Aig αἰνὸς ,ἀπόπροϑεν ἀϑρόος 
diro. 202: λὲς ἄμοτος. 211: 09i Ais 
ἦεν: brevis ante ἢ. v. vocalis in 





ΡΟ Ύ..--, 


λισσάς — Δύδιος 


λισσάς levis. XXII. 81: εὗρον δ᾽ 
ἀέναον ὑπὸ λισσάδι πέτρῃ, οἵ. 
Eur. Herc. f. 1148: πέτρας λισσάδος. 
“δλιτἄνεύω supplico, obsecro, c. acc. 
II 71: (ἃ τροφός με) κατεύξατο xal 
λιτάνευσε | τὰν πομπὰν ϑάσασϑαι: 
—— Sit κατευξαμένη λιτάνευσε᾽. 
Lityerses, messor qui- 
i pulchrum fecit carmen X 
41: ^ ali δὴ καὶ ταῦτα τὰ τῶ ϑείω 
«Μιτυέρσα: nomen sumptum videtur 
a Lityersa, Midae filio spurio. οὗτος 
γεωργὸς ὧν τοὺς παριόντας τῶν ξέ- 
νῶν εὐωχῶν To Oeolfeiw μετ᾽ 
αὐτοῦ. εἶτα σπέρας ἀποτέμνων «v- 
TOY — κεφαλὰς τὸ λοιπὸν σῶμα ἐν 
τοῖς δράγ͵ συνειλῶν ἦδεν. Ἧρα- 
κλῆς δὲ gov τοῦτον ἀποκτείνας 
ἔρριψεν εἰς τὸν Μαίανδρον ποταμόν, 
ὅϑεν καὶ νῦν οἵ ϑερισταὶ κατὰ Φρυ- 
γίαν ἄδουσιν αὐτὸν ἐγκωμιάξοντες 
ὡς ἄριστον ϑεριστήν. Schol. 
— lambo, med. de serpenti- 
we dg coruscantibus 20: 
μενοι ἐγγύϑεν ἦνθον, 
cf. TE II 211: sibila lambe- 
bant linguis vibrantibus ora. 
Ahp Africus ventas IX 10: δαμα- 
λᾶν καλὰ δέρματα, τάστε ποκ᾽ ἄκρας 
| λίψ — τρωγοίσας ἀπὸ σκο- 


πιᾶς 
λόγος 1) voz, Terbum, sermo VIII 
74: οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίϑην ἃ ἄπο. 
XXIII 9. — XXIII 23: ὅπῃ λόγος (sc. 
ew ἦμεν ἀτερπέων | Le τοῖσιν 
ρῶσι icunt. — 3) 
ratio a) ) caleufitio Ey Ep. XXIII 2: ϑεὶς 
ἀνελοῦ, ψήφου πρὸς XY un ἑοχομένης. 
ς 
3753 τινὸς ἄξιοι οὔτ᾽ ἀρι- 
9 88: τὶν ολος — 
τῦ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιῇ. ΜΙ 
λοξτρὸν, λουτρὸν lavacrum I 
23: χρισαμέναις ἀνδριστὶ παρ᾽ Εὐρώ- 
ταο λοετροῖς. XXIII 57: τῆλε φίλων 
ἐπεμαίετο λουτρῶν. 
o as (sg. λοιπόν, 860]. λοῖπον 
SE λοιπά, τάς) reliquus Hn 
Ὁ αὐτὰ δὲ λοιπά Ϊ ὄστι᾽ ἔτ᾽ ἧς καὶ 
δέρμα. XXIX 6: τὸ δὲ λοῖπον (sc. 
τὰς ξοΐας) ὠπώλετο (vulg. λοιπὸν). V 
84. — neutr. pro adv. λοιπόν in re- 
—— postea XXI 59: ὥὦμοσα δ᾽ οὐ- 
λοιπὸν ὑπὲρ πελάγους πόδα ϑεὶ- 
vat, 61. 
λοέσϑιος ultimus, postremus XXIII 


167 


20: δῶρά τοι ἦλθον Ι, λοίσϑια ταῦτα 
φέρων, τὸν ἐμὸν βρόχον. — neutr. 
pro adv. postremo, denique XXIII 
16: λοίσϑιον οὐκ ἤνεικε τόσαν φλόγα 
τὰς Κυϑερείας. itemque plur. V 13: 
νῦν μὲ τὰ λοίσϑια cow 

Ao$óg obliquus XX εἴλεσι 
μυχϑίζοισα καὶ ὄμμασι ioi, 8 ποισα: 
h. e. contemptim. 

λουτρόν v. λδετρόν. 

λούω lavo XXIV 3: ἀμφοτέρους 
λούσασα καὶ ἐμπλήσασα γάλακτος. 
V 146: (αὔριον ὄμμε) πάσας ἐγὼ 
λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λέμνας. --- 
met. 172: (αἵματι δὲ χρή) vei- 
κος ἀναρρήξαντας ὁμοίιον ἔγχεα λοῦ- 
σαι (al. λῦσαι), cf. Verg. Georg. III 
221: lavit ater corpora sanguis. 

“λόφος 1) erista XXII 186: ἀμφο- 
τέροις δὲ λόφων ἐπένευον ἔϑειραι. 
195: φοίνικα δ᾽ ὅσον λόφον Sut. 
ἀκωκή. — 2) collis IV 46: σίέτϑ᾽, 
Κυμαίϑα, ποτὶ τὸν λόφον. 

λόχος cohors. XXIV 125: 
κοσμῆσαί τε φάλαγγα λόχον τ᾽ ἀνα- 
μετρήσασϑαι | δυσμενέων ἐπιόντα. 

λύγέζω flecto, curvo, 'verbum e 
palaestra desumptum", met. I 97: τύ 
ϑην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο, “άφνι, 
λυγίξειν (vulg. λυγιξεῖν)" ἢ δ᾽ οὐκ 
αὕτος dira ox ἀργαλέοιο λυ- 
γίχϑης (ex A. Fritzschii comi. scr. 
pro. ἀργαλέω ἐλυγίχϑης); XXIII 54: 
οὐδ᾽ ἐλυγίχϑη | τὰν ψυχᾶν. 

ΔΛυγχεύς , Apharei filius 
XXII 140: (v6 "Agaeijos) γαμβρὼ 
μελλογάμω, Λυγκεὺς καὶ ὁ καρτερὸς 
δας. 194: ἀκριβὴς ὄμμασι Μυγκεύς. 
144. 183. 204. 

λυγρὸς funestus, tristis XXIV 28: 
δραξάμενος φάρυγος, τόϑι φάρμακα 
λυγρὰ κέκρυπται οὐλομένοις ὀφίεσσι, 
cf. Od. X 235: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ | 
φάρμακα λύγρ᾽. XXII 100: ὡς ἴδον 
ἕλχεα λυγρὰ περὶ στόμα τε ym. οὖς 
τε, cf. Il. XIX 49: £c γὰρ ἔχον ἕλκεα 
λυγρά. XXVIII 20: πόλλ᾽ ἐδάη σόφα 
| ᾿ἀνϑρώποισι νόσοις φάρμακα λύγραις 
ἀπαλαλκέμεν aeol pro νόσους λυ- 
γράς). Ep. X V 6: ἀνθρώποις δαί- 
μων ϑῆκε τὰ λυγρότατα: h. e. per- 
niciem, ef. Od. III 308: τόφρα δὲ 
ταῦτ᾽ 4ἴγισϑος ἐμήσατο οἴκοϑι λυγρά. 


Avdtog Lydius XII 36: τὸν χαρο- 
πὸν Γανυμήδεα πόλλ᾽ énifota: | * 
ἶσον ἔχειν πέτρῃ στόμα: τῇ λέϑῳ 
διακριτικῇ τοῦ χρυσοῦ. Gloss, * 


168 


ὅτι τὴν λύίϑον, δι᾿ ἧς δοκιμάξουσι 
τὸν χρυσόν, oí μὲν ἰδίως βάσανον, 
of δὲ Λυδίαν καλοῦσιν. Schol. Plat. 
Gorg. p. 486, D. 


Αὐχαιον Lycaeus, mons Arcadiae 
I 123: ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ 
doro μακρὰ Λυκαίω. 

Aix&oríóeg Lycaonides:. Arcas, 
nepos Lycaonis, filius Helices I 125: 
ἙἙλίκας δὲ λίπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε σᾶμα | 
τῆνο Λυκαονέδαο, τὸ καὶ μακάρεσσιν 
ἀγητόν. 

Αὐκέδας LLycidas 1) amicus Theo- 
criti igno us, caprarius idemque can- 
tor eximius VII 12: (ὁδέταν) ἐσϑλὸν 
σὺν Μοίσαισι Κυδωνικὸν εὔρομες ἄν- 
δρα, | οὔνομα μὲν Λυκίδαν, ἧς δ᾽ 
αἰπόλος. 55. VII 21 -- 91: Μυκέδα 
φίλε. — 9) pater Daphnidis XXVII 
41: Δάφνις ἐγώ, “υκίδας τε πατήρ, 
μήτηρ δὲ Νομαίη: *cui nomen auctor 
carminis indidit propter "Theocriti 
septimum idyllium'. 

λύκιδεύς lupi catulus V 88: 9o£- 
ψαι καὶ λυκιδεῖς, ϑρέψαι κύνας, ὡς 
τὲ φάγωντι. 

Αὐχκιοι Lycii, gens Asiae minoris 
XVII 89: “Δυκίοις τε φιλοπτολέμοισί 
τε Καρσί. XVI 48: τίς δ᾽ ἂν ἀρι- 
στῆας Λυκίων ποτὲ --- ἔγνω: 'Sarpe- 
donem, Glaucum, Pandarum'. 


Avxog (sg. λύκος, τῶ, -0v, -&. pl 
λύκοι, -ov, dor. λύκος) lupus, i in maio- 
ribus numeratur feris l 115: ὦ λύ- 
κοι, ὦ ϑῶες, ὦ ἀν᾽ ὥρεα φωλάδες 
&oxvoi. 11. XXV 185. mortuorum 
corpora comedit III 53: κεισεῦμαι 
δὲ πεσών, καὶ τοὶ λύκοι ὧδέ μ᾽ ἔδον- 
ται. inimicissimus infirmiorum ani- 
malium imprimis gregum V 106: 
χὰμῖν ἐστι κύων φιλοποίμνιος, ὃς 
λύκος ἄγχει. XXIV. 85: (νεβρὸν ἐν 
εὐνᾷ) “καρχαρόδων σίνεσϑαι. ἰδὼν λύ- 
x06 οὐκ ἐθελήσει. Χ 80: & «iE τὰν 
κύτισον, ὃ λύκος τὰν αἶγα διώκει. 
Ep. VI 4: τραχὺς γὰρ χαλαῖς ἀμφε- 
πίαξε λύκος (τὰν χίμαρον). ΧΙ 24: 
φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄὅις πολιὸν λύκον 
ἀϑρήσασα, cf. Il. X 334: ῥινὸν πο- 
λιοῖο λύκοιο. IV 11. VIH 63. — in 
proverbio XIV 22: “οὐ φϑεγξῇ ν᾿ 
λύκον εἶδες; ἔπαιξέ Tig: "lupi ad- 
spectu subito quasi fascinantur ho- 
mines, stant pavore defixi, obmute- 
scunt; cf. Verg. Ecl. IX 53: vox 
quoque Moerim | iam fugit ipsa: lupi 
Moerim videre priores. 


“Μύκαιον — λύσσα 


Αὐκος Lycus, Labae filius, amores 
Cyniscae XIV 24: ἔστι Δύκος, Δύκος 
ἐστί, Λάβα τῶ γείτονος υἷός. 41: οἵ 
δὲ ᾿Αύκος νῦν πάντα, Avo καὶ vv- 
κτὸς ἀνῴκται. 80: τὸν ἐμὸν Avxor, 
ἄδεν, ἀπ᾽ ἀρχᾶς. 


Δύχων Lyco, homo ignotus II 76; 
ἤδη δ᾽ εὖσα μέσον κατ᾽ ἀμαξιτόν, & 
τὰ Λύκωνος (cod. k Αύκανος, unde 
Ahr. 4vx&vog): sc. praedia vel aedes. 
— dubium num idem dicatur V 8: 
(σύριγγα) τάν μοι ἔδωκε Λύκων, 
ὠλεύϑερε. 

Αὐχώ πας Lycopas bubuleus y im 

«i9 ἔνϑοι mo9" ὃ βουκόλος ὧδ᾽ 
——— 


Αὐκωπίέτας Lycopites VII 11: αὖ- 
λησεῦντι δέ μοι δύο ποιμένες, εἷς 
μὲν ᾿ἀχαρνεύς, | εἷς δὲ “υκωπίτας : 
ὁ ἀπὸ Λυκώπης" ἡ δὲ Δυκώπη πόλις 
«Αἰτωλίας. Schol. 

Αὐχωρεύς Lwucoreus, vir nobilis 
Cous VII 4: (Φρασίδαμος) κἀντιγένης, 
δύο τέκνα Avxcog£og (ex emend. Har- 
tung. et Ahr. scr. pro vulg. Δυκώ- 
zt0g V. Avxoméoc, Àhr. Δυκώρεος). 

λυμαίνομαι crucio, male habeo, 
de amore X 15: τίς δέ τυ τᾶν παί- 
δὼν λυμαένεται ; 

λυμηρός ν. λιμηρός. 

λύπα dolor VII 90: κατεσμύχϑη 
καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ. 

λυύπέω dolore afficio II 159: αἱ δ᾽ 
ἔτι κὐἠμέ | λυπεὶ (var. λυπῇ), τὰν 
᾿Δίδαο πύλαν, ναὶ , Μοίρας, poer. 
XXIII 21: οὐκέτι γάρ os | κῶρ᾽ ἐϑέλω 
λυπεῖν κεχολωμένον (Iunt, λυπῆν, var. 
λύπης). 

λῦπρός tristis h. e. acerbus, ama- 
rus V 94: αἵ μὲν (ἄκυλοι) ἔχοντι | 
λυπρὸν ἀπὸ πρίνοιο λεπύριον (e Mein, 
coni scr. pro vulg. λεπτὸν, Call. 
λεπρὸν, Ahr. coni. λειτὸν). 


“λύρα lyra XVIII 35: οὐ μὰν οὐδὲ 
λύραν (vulg. οὐ κιδ)άραν) τις ἐπίστα- 
ται ὧδε κροτῆσαι | Ἄρτεμιν ἀείδοισα 
καὶ εὐρύστερνον ᾿Αϑάναν | ὡς Ἑλένα. 
Ep. XIX 6: (ἐπιδέξιος) ἔπεά τε ποιεῖν 
πρὸς λύραν τ᾽ ἀείδειν. 

λυσίξωνος zonam solvens XVII 
60: ἔνϑα γὰρ Εἰλείϑυιαν ἐβώσατο 
λυσίξζωνον | Avvvyóvag ϑυγάτηρ βεβα- 
ρημένα ὠδένεσσιν. 

«Αὐσιμέλεια Lysimelia,lacus prope 
Syracusas XVI 84: (Egvoaíav) εἴλη- 
χας μέγα ἄστυ παρ᾽ ὕδασι Πυσιμελείας. 

λύσσα furor ΠῚ 47: (pti 





λυσσάω — μαίνομαι 


οὐχ οὑτῶς ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε 


"2o00do furo, rabido impetu feror 
IV 11: πείσαι κεν Mihov κὰτ τῶ 
λύκω ἀμνάδα λυσσῆν (vulg. καὶ τὼς 
λύκος PN: *suadeat (efficiat) 
Milo ut vel agnus adoriri lupum 
audeat. 


λυχνίον lucernula ΧΧῚ 36: 
—— b καϑεύδων,) ἀλλ᾽ 
ῥάμνῳ 


τε λύχνιον ἐν —— 


* lucerna XIV 23: εὐμαρέως 
ἀπ᾿ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἅψας. 
XXIV 51: of δ᾽ αἷψα προγένοντο 
λύχνοις ἅμα δαιομένοισι. 
λύω solo XXVII e ἐς τί δ᾽ 
ἔλυσας τὰν μέτραν): 184: λύ- 
σασαι ἣν κόμαν. XXVI 34: (0v iv 
“4ρφρακάνῳ) Ζεὺς ὕπατος μεγάλαν ἐπι- 
γουνίδα κάτϑετο λύσας. — c. gen. 
- XXIII 89: λῦσον τῶ σχοίνω με. 
Ad (verb. dor. e Ado contr. — 
.ind. λῇς, λῶντι. ci. λῇς) placet 
mihi 1 12: λῇς ποτὶ r&v Νυμφᾶν, 
ς αἰπόλε τεῖδε καϑίξας | --- συρέ- 
de ef. VIII 6. Ep. V 1. V 64: 
my en VIII 86. XI δ. V 91: 
αἴκα λῇς ἔριφον ϑέ IV 14: ἡ 
μὰν δειλαῖαί ys (α — ἃ καὶ 
οὐκέτι λῶντι νέμεσϑαι. 


᾿ς 


109 


λωβάομαι corrumpo, perdo V 109: 

uev λωβασεῖσϑε τὰς « πέλος; 

I 89: (ἄστεα, δυσμενέων ὅσα χεῖ- 
ρὲς ἐλωβήσαντο κατάκρας. 

λωέων (sg.Aotov. Ῥ]. λώια, ἃ sing. 

λώιος ductus.) acceptior, melior XX 


ἐπαινέσαις. XXIV 79. XXX 17. 
XIIL 4. plur. XXVI 32: mr ἔων παί- 
πόζα τὰ λώια, δυσσεβέων δ᾽ οὔ. — 
ip. λῷστος XVI 21: οὗτος ἀοιδῶν 
i. ὃς ἐξ ἐμεῦ οἴσεται οὐδέν. 
XIV 3: πράσσομες οὐχ ὡς λῷστα, 
Θυώνιχε. 
λώπη pallium XXV 254: (βέλεμνα) 
χειρὶ προεσχεϑόμην καὶ ἀπ᾿ ὦμων 
δίπλακα λώπην, οἵ, Od. XIIT 324: 
δίπτυχον ἀμφ᾽ ὥμοισιν ἔχουσ᾽ εὐερ- 
γέα λώπην. 
λῶπος chlam 8, m XIV 65: 
v. pn ἀρέσκει | 


.1l: τῷ κε λώιον αὖτος ἔχων Lx 
Pp. 


εἴ τοι κατὰ δεξιον 
λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι. 

λώτινος e ligno loti confectus; est 
autem lotus 'celtis australis L., Zür- 
gelbaum, quo propter duritiem sae- 
pissime utebantur artifices; XXIV 
45: κουφίζων ἑτέρᾳ κολεὸν μέγα, λώ- 
τινον ἔργον (Ahr. μεγαλώνυμον). 

λωτός lotus, trifolium melilotus L. 
XVIII 43: στέφανον λωτῶ χαμαὶ «9- 
ξομένοιο | πλέξασαι. 


M 


μά ic. iurandi) per, c. acc. 
. XI 29: τὶν δ᾽ οὐ μέλει, οὐ μὰ «(, 
οὐδέν. --- in crasi V 14 — XXVII 35 
Ahr., v. 8) f. 

7 » hwi, ohe XV 89: uà, πό- 
9v ὥνϑρωπος;: Συρακούσιον τὸ u& 
ἐπὶ ἀγανακτήσεως λεγόμενον. Gloss. 

Μάγνησσα Magnets. XXII. 19: 
(ἥρωας iav ἐκαλέσσατο πάντας) Ma- 
—— ἀπὸ νηὸς ὑπεέροχος ν —* 


navim significatꝰ; cf, 
Ov. Ov. Her, xil». eur unquam Colehi 


vidimus Argon? 
μᾶξα panis plerumque ex hordeo 
confectus IV 34: (ὁ πύκχτας) Alyov 
ὀγδώκοντα μόνος κατεδαίσατο μάξας. 
ΕΣ mamma XXVII 48: τί ῥέ- 
ἕξεις, Σατυρίσκε; τί δ᾽ ἔνδοθεν yao 
μαξῶν: ΠῚ 15: 7 E al —— a 
ἐθήλαξε. pro toto pectore |l 
οὐδὲ φϑίμενόν viv ἄτερ μαζοῖο ré- 
Ont: 'a pectore suo ne mortuum 
quidem removet. 


μάϑαμι (aeol. pro ματέω, μα- 
τεύω) quaero 15: ἄλλον δ᾽ 
αὔριον (ἔχης κλάδον), ἐξ frígo δ᾽ 
ἕτερον μάϑης (e cod. c restituit 
Bergkius, vàr. μάτη, μάτης, pacis). 
μαῖα πες Syr. 2 μαίας "Avti- 
πέτροιο ϑοὸν τέκες Boutin h. e. 
poe Iovis, Amaltheae. 
(uie) concupisco XXV 958: 
de im. ἐμοὶ λῖς αἰνὸς ἀπόπροϑεν 
A GÀro | μαιμώων χροὸς coat. 
Maír&Aor Maenalus, mons Ar- 
cadiae I 124: (ὦ Πάν,) εἴτε τύγ᾽ ἀμ- 
φιπολεὶς μέγα Μαίναλον. 
μαίνομαι (praes. μαίνονται, μαινό- 
μενος, -évo. ipf. ἐμαινόμαν, μαίνετο, 
τοντο. ΒΟΥ. ἐμάνην, -ἡ; μανείς. pf. 
μεμάνημαι) furo, insanio V 15: (ov 
τέ γε Λάκων) 'τὰν βαίταν ἀπέδυσ᾽ ὁ 
Καλαιϑίδος, ἢ κατὰ τήνας | τᾶς πέ- 
τρας, ὥνϑρωπε, μανεὶς εἰς Κρᾶϑιν 
ἁλοίμαν: ἃ Pane, si peiero, in fu- 


110 


rorem coniectus'. — de furore Bac- 
chantum XXVI 15:  μαΐένετο μέν 9 
αὕτα, μαίνοντο δ᾽ ἄρ᾽ εὐϑὺ καὶ ἄλ- 
λαι. — plerumque de amantibus III 
42: ὡς ἴδεν ὡς ἐμάνη ὡς εἰς βαϑὺν 
ἅλατ᾽ ἔρωτα. II 82. 51. XIII 71. 
XIV 9. c. praep. ἐπί Χ 81: ἐγὼ δ᾽ 
ἐπὶ τὶν «μεμάνη αὐ in ie. — met. 
II 48: ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ 
“ἀρκάσι" τῷ δ᾽ ἐπὶ πᾶσαι | καὶ πῶλοι 
μαένονται ἀν᾽ ὥὦρεα καὶ ϑοαὶ ἵπποι: 
*in hoc insaniunt, eius potiundi amore 
feruntur, sind darauf versessen?. c. 
inf. Ad, 31: ἐμαινόμαν φιλᾶσαι. 

Μαιωτιστέ more  Maeotarum  h. 
e. Scythico XIII 56: ἀἀμμφιτρυωνιά- 
δας) ᾧχετο, 1 "Μαιωτιστὶ λαβὼν εὐκαμ- 
πέα τοξα: ἐχρῆτο δὲ Ἡρακλῆς τοῖς 
Σκπυϑικοῖς τόξοις, διδαχϑεὶς παρά τι- 
vog Σικύϑου Τευτάρου. Schol. 

μάκαρ fortunatus, beatus Ep. XII 
2: καὶ σὲ τὸν ἥδιστον ϑεῶν μακάρων 
ἀναϑείς. XVII 16. plur. subst. dvi 
XXIX 7: χῶταν μὲν σὺ ϑέλης, μα- 
κάρεσσιν ἴσαν ἄγω ἁμέραν. 1 126. 
ΧΠῚ 72. XV 104. 

, μιᾶκαριστός fortunatus VII 88: 
ὦ μακαριστὲ Κομάτα, τύ 95v τάδε 
τερπνὰ πεπόνϑεις. 

Má&xé&gtvus M. acaritis, mulier quae- 
dam II 70: ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα τρο- 
φὸς ἃ Μακαρῖτις (e coni. A. Fritz- 
schii scr. pro vulg. μακαρῖτις). 

μακέλα ligo XVI 32: ὡσεί τις μα- 
κέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοϑι χεῖρας. 

Μακροπτόλεμος , Macroptolemus 
Syr. 1: Οὐδενὸς εὐνάτειρα, Μακρο- 
πτολέμοιο δὲ μᾶτερ: h. e. Telemachi. 

μακρός (sg. m. μᾶκρόν, 890]. μά- 
xgov ci. XXX 29. f. μᾶκρα, μᾶκράν, 
μᾶπρήν. n. μᾶπρόν. pl. μὰᾶκρῶν, 
μᾶκρούς, μᾶκρα) longus, altus 1) de 
loco XXII 81: περὶ γυῖα μακροὺς 
εἴλιξαν ἱμάντας. XVIII 34: (&rotov) 
μακρῶν ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων. XXV 
242: μακρὴν δὲ περ᾽ ἰγνύῃσιν ἕλιξε | 
κέρκον. XI 32: (ὀφρῦς) δ ὠτὸς τέ- 
ταται ποτὶ ϑώτερον. ὦς μία μακρά. 
met. ll 142: χῶς κά τοι μὴ μακρὰ 
φίλα ϑρυλέοιμι Σελάνα: longa h. e. 
multa. de montibus: altus I 128: 
κατ᾽ ὦρεα μακρὰ Avxoío, cf. VIII 2. 
VII 76. itemque met. XXX 29: χρή 
μὲ μάκρον (cod. μακρὸν) σχόντα τὸν 
ἄμφενα | ἔλκην τὸν ζύγον: "quum 
ego antea (nimium viribus meis fre- 
tus) cervicem habuerim altam atque 


ΜΜαιωτιστί — μάλα 


arduam?; imaginem sumptam esse 
ab equis generosis docet A. Fritz- 
schius, cui adversatur E. Schneide- 
wind (Progr. Isenac. 1873 p. 13) 
μακρὸν ἔχειν idem valere atque μη- 
κύνειν porrigere contendens. — neutr. 
sg. pro adv. IV 37: (ταὶ δὲ γυναῖκες) 
μακρὸν ἀνάυσαν: 'altum*; cf. Od. 
VI 117: αἵ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν. -- 
2) de tempore XVI 43: δειλοῖς ἐν 
νεμύεσσι μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο. 
XXI 23. 28. 


μιάκτρα magis IV 61: καὶ ποτὶ τᾷ 
μάκτρᾳ κατελάμβανον ὦμος ἐνήργει 
(ex emend. Ahrensii scr. pro vulg. 
τὰν μάνδραν, TG μάνδρᾳ): σκεῦος 
ξύλινον ἀβακοειδές, ov φυρᾶν εἰώϑα- 
σιν. Schol. 


μάκων papaver rhoeas L. XI 57: 
μαάκων᾽ ἁπαλὰν ἐρυϑρὰ πλαταγώνι᾽ 
ἔχοισαν. VII 157: δράγματα καὶ μά- 
κωνας ἐν ἀμφοτέραισιν ἔχοισα (sc. 
Ζημήτηρ): 'summa papavera'. 


μάλᾶ 1) valde, admodum, ad vim 
augendam. additur a) adiectivis VII 
143: πάντ᾽ ὦσδεν ϑέρεος μάλα πίο- 
vog, cf. ὙΠ 33. XXIV 120: μάλα 
πολλὰ --- κειμήλια. ΧΧΥ͂ 88: βόες 
μάλα μυρίαι. 5: ἠπείλει μάλα πᾶσιν, 
cf. XXIV 92. XXV 19. I 60: μάλα 
πρόφρων. XXVII 51: ὡς μάλα δειλά. 
raro postponitur XXV 214: ἀργαλέον 
μάλα μόχϑον. IV 40. — b) adver- 
biis V 119: καλῶς μάλα τοῦτό γ᾽ 


ἴσαμι. XIII 60: μάλα σχεδόν. XXV 
194: καὶ μάλα ῥεῖα. — et negat. 
ΧΧΥ 184: ἐπεὶ οὐ μάλα τηλίκα βόσκει 


(κώδαλα). ---- c) verbis IX 28: Bov- 
κολικαὶ Μοῖσαι, μάλα χαίρετε. VII 
29. XV 84. XXV 60. XXIX τ 
participiis XXIV 70. 134. — 2) pr 

fecto, same XXV 128: (βόες) ihr 
ἀμείνους | £& ἔτεος γείνοντο μάλ᾽ εἰς 


ἔτος. — Comp. μᾶλλον 1) magis 


XXIII 15: ἐξ ὀργᾶς ἐρεϑέξετο μᾶλλον 
ἐραστάς. ΧΙ 74: πολὺ μᾶλλον. XIV 
62: ἔτι μᾶλλον. --- 2) potius XXVII 
26: K. vol μάν φασι γυναῖκας ἑοὺς 
τρομέειν παρακοίτας. 4. μᾶλλον ἀεὶ 
πρατέουσι" τίνα τρομέουσι γυναῖς- 


κες; XXVII 2. — Superl. μάλιστα 
γιαρΐηιθ, praecipue XXV 202: (πάν- 
τας πισῆας) λῖς ἄμοτος κεράιξε, μά- 
λιστα δὲ Βεμβιναίους, cf. XII 21. 
X 49. XVI 29. c. artic. XV 58: 
ἵππον καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ 
μάλιστα δεδοίκω | ἐκ παιδός, cf. 





μαλακός -- μάν 


VII 59. X 43: ὅττι μάλιστα: quam 


—— τοῖς. 
comp. ὄτεροι, -αἡ 1), mollis 
iemer 8) de rebus VI 45: ὠρχεῦντ 
iv μαλακᾷ ταὶ πόρτιες αὐτίέχα ποίᾳ. 
ΤΥ͂ 18: μαλακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυϑα 
δίδωμι. VIL 81: μαλακοὶς ἄνϑεσσι. XV 
119: μαλακῷ βρέϑοντες ἀνήϑω. V 98: 
μαλακὸν πόκον, cf. XXVIII 12. V 51: 
(εἴρια) ρα ὕπνω. Υ ΤΥ: (χιμαι- 
ρᾶν) ὃ euata τῶν παρὰ τὶν μαλακώτερα 
πολλάκις ἀρνῶν. XV 125: τάπητες 
— μαλακώτεροι ὕπνω. XXIV 74: 


fr ἐπὶ à νῆμα. 1| 139: μαλακῶν 
ἐπὶ M. 
xag ἀπὸ δίφρακος. — b) de membris 


corporis XX 8: ὡς μαλακὸν τὸ γέ- 
νειον ἔχεις: ironice dictum. XV 103: 
πόδας --- Ὧραι: ἐπεὶ τὸ ἔαρ 
μαλακόν. Schol — 2) lenis, mitis, 
placidus lacidus XVll 51: πᾶσιν δ᾽ ἤπιος 
ἥδε βροτοῖς μαλακοὺς uiv ἔρωτας 
προσπνείει. — adv, μἄλακῶς X 
28: πάλιν αἴ γαλέαι μαλακῶς χρή- 
ἕοντι καϑεύδειν:: molliter. VII 69: 
καὶ πίομαι μαλακῶς μεμνημένος Aye⸗ 
ἄνακτος: molliter, leniter, iucunde; 
ἡδέως, ἐν ἀναπαύσει. Schol. 
σσω mollio XXVII 49: μᾶλα 
τεὰ πράτιστἃ τάδε χνοάοντα μαλάξω 
(e Toup. coni. scr. pro vulg. διδάξω). 
Máààé« Malea, Peloponnesi pro- 
montorium VII 103: Πάν, Μαλέας 
ἐρατὸν πέδον ὅστε λέλογχας (ex Ahr. 
et Mein. coni. scr. pro vulg. Ὁμόλας, 
od defendere conatur Ὁ, Kreussler 
bsery. Theocr. Misen. 1870). 
eos (íi. q. ἄλευρον) farina 
XV 116: &« μίσγοισαι λευκῷ παν- 
τοῖα μαλεύρῳ (e Bergk. coni. scr. pro 
. παντοῖ᾽ ἅμ᾽ ἀλεύρῳ). 
m mollis VII 105: Φιλῖνος 
ὁ μαλθακός: ὁ τρυφερός. Schol, cf. 
Hor. Ep. XI 4: mollibus in pueris — 
urere, — met, aeol, XXIX 24: (Ἔρος) 
xus μάλϑακον ἐξ ἐπόησε σιδαρίω. 
λὲς malus VIII 79: τᾷ δρυὶ ταὶ 
βάλανοι κόσμος, τᾷ μαλίδι ᾿μᾶλα, 
Μαλίς Malis nympha — 
XIII 44: Νύμφαι ἀκοίμητοι, δεινὰ 
ϑεαὶ ἀγροιώταις, | Εὐνείκα καὶ Μα- 
λὶς ἔαρ 9" ὁρόωσα Νύχεια, 


μᾶλον, μῆλον (μᾶλα septies. 


ΧΙΥ͂ 41: μαλα-. 


111 
μῆλα, περ τοις —— inquies.) 1) ovis, 
pecus 1II 46: τὰν δὲ καλὰν Κυϑέρειαν 


ἐν ὥρεσι μᾶλα νομεύων Ι οὐχ οὑτῶς 
ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας; cf. 
Verg. Ecl. X 18: et formosus oves 
ad flumina pavit Adonis. I 109. 
VII 2. XXVII 68. — XVI 91: (αἴ 
δ᾽ ἀνάριϑμοι) μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ 
διαπιανϑεῖσαι | πεδίον βληχοῖντο. 
XXV 86: τὰ à gue πίονα μῆλα 
| ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ᾽ αὐλία τε 
σηκοὺς τε. IV 10. VIII 16. 56. XVI 
39. — 2) greges latiore sensu XXV 
281: (ϑηρος) πολλὰ πάρος μήλοις τε 
καὶ ἀνδράσι κήδεα ϑέντος. XXV 119. 
μᾶλον, μῆλον (sg. ἃ. μᾶλον. pl. 
μᾶλα, -0tg, -otctw, -α ierdecies. μῆ- 
λον semel) malum, pomwm VIII 79: 
τᾷ μαλίδει μᾶλα (πόσμος). XII 3: 
μῆλον (var. μᾶλον) βραβύλοιο | ἥδιον. 
VII 144: ὄχναι μὲν πὰρ ποσσί, παρὰ 
πλευραῖσι δὲ μᾶλα | δαψιλέως, ἁμῖν 
ἐκυλίνδετο, cf. Od. XI 589: ὄγχναι 
καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι. 
VII 117: à μάλοισιν Ἔρωτες enr 
ϑομένοισιν ὁμοῖοι: h. e. μαλοπάραυοι, 
cf. XXVI 1. poma — dona Bacchi 
— amoris signum ]I 120: μᾶλα uiv 
iv κόλποισι “ιωνύσοιο φυλάσσων: 
τὰ ἐράσμια καὶ ἔρωτος ποιητικά. 
Schol. V 88: ἀλλει καὶ μάλοισι τὸν 
αἰπόλον & Ἀλεαρίστα, cf. III 10. VI 
7. X 34. XI 10. Hesperidum poma 
XXIX 37: νῦν μὲν κἠπὶ τὰ χρύσια 
μᾶλ᾽ ἕνεκεν σέϑεν | βαίην καὶ φύλα- 
xov νεκύων πεδὰ Κέρβερον. ΠΠ 41. 
— met. mala dicuntur 1) genae XIV 
88: ϑάλπε φίλον. τήνῳ τὰ σὰ δά- 
v^ μᾶλα δέοντι: subest pomorum 
— v. Ribbeck. Mus. Rhen. 
Pug — 3) mammae (puellae) 
xxvi μᾶλα τεὰ πράτιστα τάδε 
——— A 5* 
μᾶἄλοπάραυος genas nabens malis 
similes XX I 1: Ἰνὼ καὐτονόα χὰ 
μαλοπάραυος 4γαύα (var. «otc ono). 
μᾶλὸός albus (λευκός Hes ych.) Ep. 
I 5: βωμὸν δ᾽ αἱμαξεὶ — τράγος 
οὗτος ὁ μαλός (var. ὁ μανός, lunt. 
Call. ὁμαλός, Ahr. ὁ μᾶλος, Mein. ὁ 


μάχλος). 
ὦ poma fero Ep. II 4: 
(ἄνϑετο Πανῶ νεβρίδα, τὰν πήραν, 
d mox ἐμαλοφόρει. οἵ. II 120. 
μάν, μὴν (prior forma quadragies 
semel, posterior qnater exstat; si 
sunt in ἴων plerumque in arsi se- 
cunda leguntur aut in thesi prima.) 


112 


1) part. confirmativa: vero, profecto 
E 11: τῆνον μὰν ϑῶες, τῆνον λύκοι 
ὠρύσαντο. IV 20. V 122. XV 15. 
in sent. optandi XIV 51: dosis μὰν 
χωρεῖν κατὰ νῶν τεόν, ὧν ἐπεϑύμεις. 
imperandi III 12: ϑᾶσαι μὰν ϑυμαλ- 
γὲς ἐμὸν ἄχος. interrogandi VIII 
17: ἀλλὰ ví μὰν ϑησεῖς; XXVII 38 
(ci) Ep. XVIII 4: τί μάν; inter- 
dum si sequitur δέ, idem fere valet 
quos part. μέν 1 86: βούτας μὰν 
λέγευ" νῦν δ᾽ αἰπόλῳ ἀνδρὶ ξοικας. 
VI 46.. XVIII 12. XXV 97. — 2) 
adversativa: vero, ὁ tamen Ὗ 118: τοῦτο 
μὲν οὐ μέμναμ᾽" ὅκα μάν ποκα τεὶδὲ 
τυ δήσας ᾿ Εὐμαρίδας ἐκάϑηρε, κα- 
λῶς μάλα τοῦτό y ioo. X 81. 
XIV 7. XXX 32. — 8) saepe μᾶν 
coniungitur cum aliis particulis a) ys 
μάν (v. 2) 1 139: (τὸν δ᾽ ᾿φροδίτα) 
ἤϑελ᾽ ἀνορϑῶσαι. τά ye μὰν λίνα 
πάντα λελοίπει | ἐκ Motiv, qo zà- 
vig ἔβα oov. 1 95. III 27. — b) 
ἢ μάν certe quidem, profecto IV 18: 
B. δειλαῖαι δ᾽ αὗται (af. δαμάλαι)" 
τὸν βουκόλον ὡς κακὸν εὗρον. K. ἥ 
μὰν δειλαῖαί γε, καὶ οὐκέτι λῶντι 
νέμεσϑαι. lI 84. "i 50. XVII 40. 
5 μήν XXII 152. 7 μάν τοι at her- 
cule, at pol profecto VIII 21. — c) 
καὶ pov ac profecto X. 22: καί τι 
κόρας φιλικὸν μέλος ἀμβάλευ. ἄδιον 
οὑτῶς | ἐργαξῇ" καὶ μὰν πρότερόν 
ποκα μουσικὸς ἦσϑα. IV 28. XXX 
17. VII 120 (καὶ δὴ μάν). — d) ναὶ 
uc» XXVII 26. ναὶ μήν XVII 86; 
quibus formulis poetas Alexandrinos 
libenter in enumerationibus auti osten- 
dit Bergkius. — e) vov μάν XI 60: 
νῦν μάν, ὦ κόριον, νῦν αὐτόγα νεῖν 
μεμαϑεῦμαι: 'nunc profecto, nunc 
ila me di ament. opponitur , part. 
δέ (v. 1)) XV 131: vov μὰν — ἀῶϑεν 
δέ: 'nunc quidem'. adversandi vim 
habet XXVIII 19 (v. 2)..— f) οὐ 
uv «) non profecto, in iure iurando 
V 14: οὐ μὰν οὐ τὸν Πᾶνα, itemque 
XXVII 35 (e Valcken. coni. scr. ,pro 
vulg. οὔ μ᾽ αὐτόν. Ahr. οὗ μαύτόν 
h. e. μὰ αὐτόν). V 17: οὐ μὰν οὐ 
ταύτας τὰς λιμνάδας, ὠγαϑέ, Nvu- 
φας. — XXI 40. 
XIV 21: χὰμῖν τοῦτο δι᾿ ὠτὸς ἔγεντό 
zo" ἁσυχᾷ οὑτῶς" οὐ μὰν ἐξήταξα 
μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν.͵ XVII 106. 
οὐ μήν XXV 221. οὐ μὰν οὐδέ VIII 
74. XVIII 35. XXII 205. 
μάνδρα v. μάκτρα. 


— p) non tamen 


μάνδρα — μάρμαρος 


μανϑάνω (fut. dor. μεμαϑεῦμαι. 
aor. ἔμαϑες, fua". μάϑῃς. μαϑεῖν. 
μαϑῶν. pf. μεμάϑηκα) 1) disco, c. aec. 
XXIV 113: πάντ᾽ fu«9". XHI 9. V 


| 99: καὶ πόκ᾽ ἐγὼν παρὰ τεῦς τι μα- 


ϑὼν καλὸν ἢ καὶ ἀκούσας 
II 162, v. λαμβάνω. e. 
νῦν αὐτόγα νεῖν μεμαϑεῦμαι (Mein. 
recepit pro vulg. ys μαϑεῦμαι). XX 
3. XXI 29. — 2) animadverto Hu 
100: κήπεί κά νιν ἐόντα μάϑῃς uó- 
vov, ἄσυχα νεῦσογ. — 8 intelligo, 
percipio Ep. XI 2: δεινὸς ἀπ᾿ ὀφϑαλ- 
μοῦ καὶ τὸ νόημα μαϑεῖν. 

μᾶνέα ΠΟΥ, insania asmoris lI 
136: σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρ- 
ϑένον ἐκ ϑαλάμοιο | καὶ νύμφας. ἐσό- 
βησ᾽ (Ἔρως). ΧΙ 11: (ἤρατο δ᾽ οὐ 
μάλοις .. .) ἀλλ᾽ ὀρϑαῖς μανίαις. 

μᾶντώδης furiosus, insamus XXVI 
13: σὺν δ᾽ ἐτάραξε ποσὶν μανιώδεος 
ὄργια Βάκχω. 

μαντεύομαι coniicio, opinor XXV 
178: εἴτ᾽ ἐτύμως μαντεύομαι εἴτε καὶ 
οὐκί. de bestiis odoror XXI 46: NULL 
γὰρ ἐν ὕπνοις) πᾶσα κύων ἄρτον 
μαντεύεται, ἰχϑύα κἠγών. 

μάντις, 1) vates III 43: τὰν ἀγέ- 
λὰν yo μάντις ἀπ᾽ ζὌϑρυος ἄγε Me- 
λάμπους. ΥἹ 28: ὃ μάντις ὃ Τήλε- 
μος. XXIV 64: Τειρεσίαν — μάντιν - 
ἀλαϑέα πάντα λέγοντα. — 2) locusta 
X 18: μάντις τοι τὰν νύχτα χροΐξεται 
ἃ καλαμαία: 'animal et tenerum et 
stridore suo notabile, quocum puella 
(ἃ Πολυβώτα v. 15) et propter maciem 
et propter artem tibiis stridendi vel 
canendi (v. 16) comparatur. 

μᾶνύω indico, expono XXI 38: 
(λέγε μοί ποτε νυκτός) ὄψιν, τὰν ἔσ- 
ιδὲς σύ" λέγ᾽ ὦν, μάνυσον ἕταέρῳ (e 
coni, scr. pro μᾶννυεν, — et Call: 
μήνυσον). 

«ἀραένω  marcidum reddo, pass. 
marcesco XXIII 28: καὶ τὸ ῥόδον κα- 
λόν ἐστι, καὶ ὁ ὃ χρόνος αὐτὸ μαραίνει. 
80: λευκὸν τὸ κρένον ἐστί, μαραίνεται, 
ἁνίκα mo. 

uou oo fulgore COTMSCO, mico 
XVII 94: (πολλοὶ δέ μιν ἀσπιδιῶται) 
χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ὦμῳ- 
ἀγέρονται, cf. . XIII 801: χαλκῷ μαρ- 
μαίροντες, ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕποντο. 

μαρμάρινος marmoreus Ep. X 2: 
τὠγαλμα Ξενοκλῆς ϑῆκε τὸ μαρμά- 
Quvov. 

μιάρμαᾶρος marmor vocatur cippus 


£wvep s 
. XI 60: 





ψ «- Δ. μὴν 


δοῖσα τέχνοισιν 
cf. Il IX 323: ὡς δ᾽ ὄρνις ἀπτῆσι 


μαρύομαι -- μεγαίρω 


marmoreus XXII 910: ἀλλὰ Ζεὺς 
ἐπάμυνε, χερῶν δὲ οἵ ἔχβαλε τυκτήν 
: 86. στήλην ᾿᾿φαρηίου 
τύ (ν. 907). 

? trahor 1 29: τῷ 





περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόϑι κισ- 
E περικυκλοῦται, ἕλκεται. Gloss. 
4— pinso subigo ll 62: καὶ 





I. τὰ * φιδὸος ὄστια 
wardt. — Ser. pro 


vile πόσου E παχύ 
μάσταξ esca XIV 39: μάστακα 
ὑπωροφίοισι χελιδών, 


νεοσσοῖσι προφέρῃσιν | μάστακ᾽, ἐπεέ 


κε λάβῃσι. —— An ORE 
pabula parva legens nidisque 
loquacibus escas. 


ὦ (aeol. pro μαστέξω) fla- 

- VII 106: ὦ Πὰν φᾶε, μή τί Tv 

παῖδες | ᾿ἀρκαδικοὶ σκίλλαισιν ὑπὸ 

πλευράς τ τε καὶ ὥμους | τανίκα μαστί- 
, ὅτε κρέα τυτϑὰ παρείη. 

μαστὸς mamma wi 42: (γαλα- 

ϑηναῦ ἄρνες γειναμένας 010g μαστὸν 

ποϑέοισαι. 


μάταν frustra XIV 38: οὐ μὰν 
ἐξήταξα μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν, 
οἴ X 40: ὦμοι τῶ πώγωνος, ὃν ἀλι- 

ϑίως ἀνέφυσα. 
XXI 65: εἰ 


μᾶτεύω — pervestigo 

μὲν ἄρ᾽ οὐ crure bat τὰ χωρία 
ταῦτα 1 ὧν ὕπνων. 
de XXIX 3o v adim] Η 


μάτηρ, μήτηρ (sg. μάτηρ, μήτηρ; 
ματρός: -£, -έρι; τέρα, μητέρ᾽; μᾶτερ. 
pl. aeol. μάτερες XXVIII 12. μη- 
τράσιν mater 1) hominum (deorum- 
—* 182: ὧδε μὲν —— 
εὐσατο μάτηρ. —— 7 

σὺν ματρί. XII 88: ἑὴν ἐς μ 
XVI 88. XVII 59. ΧΥ͂ΠΙ 21. "xiv 
101. XXVI 20. add. artic. X 58. 
nel. XIX 7. c. gen. 1Π 45: 
reb περίφρονος * 

* 146. IV 9. Syr. 1 
coniunguntur pater et mater VIII 15: 
$ ὁ πατήρ μεῦ] χὰ μάτηρ. 


VH 123: ματρὶ καὶ πατρὶ 
ϑυώδεας εἴσατο ναούς. 18, XXVIi 
δ , mater et liberi XXVII 65: 


, τεχέων τ jg, οὐκέτι 

Ripe. ἢ 109: (ὅσσον iv ὕπνῳ) xvv- 
ὠνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα 

τέκνα. XIV 32, XVIII 18, — met. 
vetula quaedam appellatur mater 


113 


XV 60: r. ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ:: 2 
Ροργώ φῆσι πρός τινα πρεσβῦτιν ἐκ 
τῆς αὐλῆς καὶ τῶν βασιλείων ἐρχο- 
μένην. Schol — 2) animalium XIII 
13: σεισαμένας , πτερὰ ματρὸς ἐπ᾿ 
αἰϑαλόεντι πετεύρῳ. VIII 89: οὑτῶς 
e PANE νεβρὸς ἄλοιτο. HI 16 (ἢ). 
VH 12: μάτερες ἄρνων. 
ἄλλος δ᾽ «v νέα τέκνα 
φίλαις ὑπὸ μητράσι: fe: vaccis. — 
3) met. IX 15: A4iTa, μᾶτερ ἐμά: 
τὴν Αἴτνην φησὶ μητέρα Μενάλκας 
καϑόσον ἐν αὐτῇ διέτριβεν. Ἢ ὦ 
Αἴτνη ἡ ϑρέψασά με. Schol, cf. Il. 
ΥΠῚ 41: Ἴδην -- μητέρα ϑηρῶν. 

μάχαιρα gladius XXII 146: (πῶς 
δ᾽ ἐπὶ Kap ai ἀλλοτρίαις χαλεποί, 
γυμναὶ δ᾽ χερσὶ μάχαιραι; quod, 
si vera est lectio, explicandum est: 
cur (sunt) in manibus arma iam ad 
pugnandum parata? hastas enim ge- 
stanv iuvenes, cf. v. 143. 187. 


im (sg. μάχη, — τὴν. — 


XV 104: 


pl. μάχας) 
1) D) Momimum XXll 107: ἐν 107: Mh. ; 


μάχη 
δριμεῖα πάλιν γένετ᾽ ὀρϑωϑ' 

90: σὺν δὲ μάχην ἐτάραξε. 145. 192. 
200. plur. XXII 220: (ὑμνήσας) Ἰλιά- 
δὰς τε μάχας Apre τε πύργον ἀυ- 
τῆς. — 2) XXV 243: ἄφαρ 
δὲ μάχης ——** (Mig). 186: πρῶτοι 
τοίγε (ξαδροι). μάχηνδε, «κατὰ χροὸς 
ἤισαν ὀσμήν: in pugnam. 

“μάχομαι pugno, certo XXII 74: 
οὐκ ἄλλῳ γε μαχεσσαίμεσϑ᾽ ἐπ᾿ ἀέϑλῳ 
(var. μαχησαίέμεσϑ᾽᾽. c. dat. II 113: 
τὸν n vix Zdágrw, ἀλλὰ μά- 
χευ 

μέ yog remedium 11 95: er &ye, 
Θεστυλί μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι 


μᾶχος. 

μαψίδιος vanus XXV 181: φεύ- 
D ὁδοιπόρον ἀνέρ᾽ ἔφαντο | 
γλώσσης μαψιδίοιο χαριξόμενον παρ- 
εοὔσιν. 

Ems (pf. μᾶώς, μεμᾶότα) vehe- 

cupio XX I 41: εἶδον ἐμαυτόν 
| v xoa μεμαῶτα, καϑεξόμενος δ᾽ 
ἐδόκευον  ἰχϑύας. XXV 105: (τέκνα) 
πινέμεναι λαροῖο μεμαότα πάγχυ γά- 
λακτος. 

Rose invideo VII 100: σϑλὸς 
ἀνήρ μέγ᾽ ἄριστος, ὃν οὐδέ κεν. αὖ- 
τὸς deidev | Φοῖβος σὺν φόρμιγγι παρὰ 
τριπόδεσσι ᾿μεγαίροι, cf. Od. II 235: 
μνηστῆρας ἀγήνορας οὔτι μεγαίρω | 
ἔρδειν ἔργα βίαια. 


114 


μεγάλοιτος admodum  infortuna- 
tus, infelix ΤΙ 72: ἐγὼ δέ of ἃ με- 
γάλοιτος | ὡμάρτευν. 

Meyágsóg Megareus, Megarae v. 
Megaridis incola XII 27: Νισαῖοι Me- 
γαρῆες ἀριστεύοντες ἐρετμοῖς. XIV 
49: δύστηνοι Μεγαρῆες ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ 
μοέρῃ. 

μέγαρον, plur. aedes XVII 129: 
νυμφίον ἐν μεῳάροισι yvvà περιβάλ- 
Aer! ἀγοστῷ. 

μέγας (sg. m. μέγας, μεγάλου, μέ- 
γαν. f. μεγάλα, -ας, -αν. m. μέγ(α). 
— pl. μεγάλαις. — comp. f. μείξονα. 
sup. m, μέγιστον. n. μέγιστα) magnus 
1) de corporis mensura a) animan- 
tium XXII 85: ἐδρεύῃ μέγαν ἄνδρα 
παρήλυϑες, ὦ Πολύδευκες. 112: ἐκ 
μεγάλου δέ αἶψ᾽ ὀλίγος γένετ᾽ ἀν- 
δρός. XV 38: A4iag o μέγας βαρυ- 
μάνιος ἥρως, cf. IL III 229: 4ἴας 
πελώριος. XVI 74: Agyuüevg — ué- 


γας, cf. Il. XXI 527: ᾿Δχιλῆα zelouov. 


XXV 139: Φαέϑων μέγας. XVII 72: 
μέγας &ievóg. XXI 49: μέγαν ἰχϑύν. 
XXIV 12: μέγαν ὦμον. XXVI 2. 
XXVI34: μεγάλαν ἐπιγουνίδα. XVIII 
4: μέγα χρῆμα Aoxouvüv. XXV 40: 
μέγα εἶδος. — b) rerum aut in 
diversas partes patentium aut capa- 
cium I 124: μέγα Maívolov: altum. 
XVI 84: μέγα ἄστυ. XVII 119: 
μέγαν Πριάμοιο δόμον. XXIV 106: 
μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις. 128: 
οἰνόπεδον μέγα. XXV 15: μέγα τῖ- 
goc. XIII 24: μέγα λαῖτμα. XXII 
10: μέγα κῦμα. 1 68: μέγαν ῥόον. 
ΧΧΠ 50: μεγάλαις --- δέναις. 1 40: 
μέγα δίκτυον. V 53: κρατῆρα μέγαν. 
XV 33: τᾶς μεγάλας --- λάρνακος. 
VII 156: μέγα πτύον. V 10: σά- 
κος μέγα. 45: κολεὸν μέγα. 186: 
μέγας ἄρτος. 1 58: τυρόεντα μέγαν. 
— XXVII 59: ἀμπεχόνην — μείζονα. 
— 9) met. XI 16: Κύπριος ἐκ ueyd- 
λας: potentis. XVII 13: μέγα ἔργον. 
XXII 118. XXV 111: μέγαν ὄλβον. 
XIII 34: μέγα --- ὄνειαρ. XVII 35: 
ὄφελος μέγα. XXII 180: μέγα νεῖκος. 
132: μέγαν ὅρκον. XXVIII 24: μεγάλα 
χάρις. Ep. XVIL 10. XXX 31: Aos — 
μέγαν νόον. — c. verbis coni. II 143: 
ἐπράχϑη và μέγιστα: ἤγουν τὰ τῆς 
μίξεως. Schol. XVIII 21: ἦ μέγα κέν 
τι τέκοιτ᾽΄. XVI 70: Διὸς μέγα βου- 
λεύοντος. X 20: μὴ δὴ μέγα μυϑεῦ: 


*magna magmifiee'. 21. — 3) neutr. . 


μεγάλοιτος — ΜΠελάνϑιος 


sg. μεέγα pro adv. est 1) c. verbis coni. 
a) sonum denotantibus II 24: λακεῖ 
μέγα. XXII 144: μέγ᾽ ἀύσας. — b) 
affectuum V 35: μέγα δ᾽ ἄχϑομαι. 
VII 45: μέγ᾽ ἀπέχϑεται. VIL 142: 
ἴδ᾽ ὡς μέγα τοῦτο καχαξῶ | κὰτ τῶ 
Λάκωνος. 184: ἔραμαι μέγα. 82: 
φιλέει μέγα. sup. XXV 5: μέγιστον 
ἐπουρανίων κεχολῶσϑαι: h. e. μά- 
λιστα. — 2) c. adi. VII 28: συριγκατὰν 
μέγ᾽ ὑπείροχον. 94. VII 100: μέγ᾽ 
ἄριστος. — adv. μεγάλως admodum 
XV 55: ὠνάϑην μεγάλως, ὅτι μοι τὸ. 
βρέφος μένει ἔνδον. 

μεϑίημι omitto, abiicio Ep. III 6: 
φεῦγε μεϑεὶς ὕπνου. κῶμα καταρχό- 
μενον. — 

μεϑύω ebrius sum XXIX 2: «uus 
χρὴ μεϑύοντας ἀλάϑεας ἔμμεναι. Ep. 
VIII 2: χειμερέης μεϑύων μηδαμὰ 
vvxtüg ἴοις. — met. XXII 98: ἔστη 
δὲ πληγαῖς μεϑύων, cf. Od. XVIII 
240: (Ἶρος) ἧσται νευστάξων κεφαλῇ, 
μεϑύοντι ἐοικώς. 

μειδίάω leniter rideo, subrideo 
VII 19: καί μ᾽ ἀτρέμας sims σεσα- 
ρώς | ὄμματι μειδιόωντι. aeol XXX 
7: ἄπαν τοῦτο γάρισμ᾽, αὔ τι πα- 
ραύαις γλύκυ μειδέαι (cod. μειδέαμα): 
h. e. μειδιᾷ. 

μείλιγμα — lenmimentum, — deliciae 
XXII 221: ὑμῖν δ᾽ αὖ καὶ ἐγὼ λι- 
γεῶν μειλίγματα Μουσέων (φέρω): 
μέλη ἡδύφωνα. Gloss. 

μιειλίσσω oblecto XVI 21: μηδὲ 
ξεινοδόκον κακὸν ἔμμεναι, ἀλλὰ τρα- 
πέξῃ μειλίξαντ᾽ ἀποπέμψαι, ἐπὴν 
ἐθέλωντι νέεσϑαι: hospitaliter ac 
benigne exceptos. 

uéAG9: oov tectum, domus 11 132: 
ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαϑρον. 
plur. pro sing. XXIII 17: ἐλϑὼν 
ἔκλαιε ποτὶ στυγνοῖσι μελάϑροις. 

μελάμπους Melampus, frater Bi- 
antis, vates nobilissimus III 43: τὰν 
ἀγέλαν χὼ μάντις ἀπ᾿ Ὄϑρυος dys 
Μελάμπους | ig Πύλον, cf. Od. XI 
287 οὐ XV 225. 

μελάμφυλλος nigra folia habens 
Ep. 1 3: ταὶ δὲ μελάμφυλλοι δάφναι 
τίν, Πύϑιε Παιάν, (κεῖνται). 

μΜελάνϑιος Melanthius, Ulixis 
caprarius V 150: (ἀλλὰ γενοίμαν,) 
αἱ μή vv φλάσσαιμι, Μελάνϑιος ἀντὶ 
Κομάτα: κολασϑείην ὥσπερ ἐκεῖνος 
ἐν τοῖς Ὀδυσσέως οἴκοις (Od. XXII 
415). Schol. 





μελανόχρως -- 


icolor 1Π 35: 


chro ie ae τὼ Σ Murus Ἔρι- 


& μελανόχρως | αἰτεῖ. 
bares . μέλας, -av. pl. μέλαι- 
Lor m de quavis re fusca 
Xxu 125: ἐκ δ᾽ ᾿ἰχύϑη μέλαν αἶμα, 
cf. II 13. 55. XIII 49: κατήριπε ὃ 
ἐς μέλαν ὕδωρ (κράνας). ΧΙ 46: ἔστι 
; κισσός: "wegen seiner dunkel- 
Blütter'.. 28: καὶ τὸ ἴον 


— OM: ἐν’ 


τὸ δ᾽ —— ὦ μέλ᾽, 
ἀποικεῖς (pro vulg. ἑκαστοτέρω ἔμ 
e coni scr. Mein.; Boissonad. uv 

eui assentitur C. Hartung. Phil 
XXXIV p. 615; Paley ἢ πρίν, Ziegl. 
c. Briggsio ὦ lj. 

μελεδαΐνω curo, c. acc. X 52: 
οὐ geni (ὁ βάτραχος) | τὸν τὸ 
πιεῖν ἐγχεῦνταβ. c. gen. IX 12: τῶ 
δὲ ϑέρευς ^tf ἐγὼ τόσσον us- 
λεδαίνω | ὅσσον. 

μελεδωνεὺς — custos XXIV 
104: (γέρων, “ένος) υἱὸς ᾿πόλλωνος 
μελεδωνεὺς ἄγρυπνος ἤρως. 


—— ev cura XXI 5: (τὸν ὕπνο») 


ϑορυβεῦσιν ἐφιστάμεναι 
μελεδῶναι. 


μέλημα cura XIV 2: χρόνιος; τί 
δέ τοι τὸ μέλημα; 
μέλε mel V. ὅ9: ὀκτὼ δὲ σκαφίδας 
μέλιτος πλέα κηρί ἐχοίσας (τῷ “Πανὶ 
στασῶ. XX 27: (ἐκ στομάτων δέ) 
ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι 
cef. Il. I 949: τοῦ καὶ ἀπὸ 
λώσσης μέλιτος γλυκίων δέεν αὐδή. 
Irt 117: λυκερῶ μέλιτος. ΠῚ 
δά. Υ 126. III 88, mel cibus 
poetarum I 146: πλῆρές rot μέλιτος 
τὸ καλὸν στόμα, Θύρσι, yévowo, . 
—* τοι σχαδόνων. v. (a 
suave sonans Ep. 
12: a: ονίδες) μέλπουσαι 5s tad 
τὰν μελίγαρυν ὅπα, cf. Od. XII 187: 
ἡμέων irs poe ἀπὸ στο- 
μάτων 
μελιηδής v. v. —— 
μελικτάς modulator, cantor IV 80: 
Ag δέ τίς εἰμι μελικτάς (var. με- 
λιγκτάς). 
Μελιξώ Melizo, mulier quaedam 


115 


H 146: (& τε Φιλίστας) μάτηρ, id 
Σαμέας αὐλητρίδος, & τε Μελιξοῦ 

“ελέπνους mel spirans I — 
τάνδε φέρευ πακτοῖο μελέπνουν | ἐκ 
κηρῶ σύριγγα καλὰν περὶ χεῖλος ἕλι- 
xr&v (μελίπνων scribendum esse cen- 
set Morsbach. Diss. de dial. Theocr. 
Bonnae 1874 p. 79). 

μελέσδω (aeol. pro μελέξω) mo- 

, camo XX 28: ἁδὺ δέ μοι τὸ 
u£A Gua, καὶ ἣν σύριγγι μελίσδω | 
κἣν αὐλῷ δονέω. Ep. Il 1: ὁ καλᾷ 
σύριγγι μελίσδων᾽ βουκολικοὺς ũ ὕμνους. 
Syr. 17: ἁδὺ μελέσδοις | ἔλλοπι κούρᾳ. 
— Med. VII 89: ἁδὺ μελισδόμενος 
κατεκέκλισο, ϑεὶε Κομάτα. I 2: (ἁ 
πίτυς, αἰπόϊε, τήνα,) ἃ ποτὶ ταῖς πα- 
γαῖσι μελίσδεται: 
e. sibilat'. 

μέλισμα carmen, cantilena XIV 81: 
Θεσυσαλικόν τι μέλισμα. XX 28. 


μέλεσσα (sg. μέλισσα. pl. μέλισ- 
σαι, -ἅν, -αιἰς. praeter duos locos 
semper in exitu hex.) apis Π 13: ἁ 
βομβεῦσα μέλισσα. V 46 — I [101]: 
ὧδε καλὸν βομβεῦντι ποτὶ σμάνεσσι 
μέλισσαι, cf. 46. VII 142: πω- 
τῶντο ξουϑαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέ- 
λισσαι. XXII s ἄνϑεά τ᾽ εὐώδη, 
λασίαις φίλα ἔργα μελίσσαις, cf. IX 
34, XIX 1: τὸν κλέπταν we Ἔρωτα 
—— κέντασε μέλισσα | κηρέον ἐκ 
λων συλεύμενον. VIDI 81. 84. 
6.4. 


μελίτεια melissa altissima, apia- 
strum (τὸ κοινῶς λεγόμενον μελισσο- 
βότανον. Schol) ἥν 25: αἰγίπυρος 
καὶ κνύξα καὶ εὐώδης μελέτεια. V 
180: ταῖσι δ᾽ ἐμαῖς ὀέεσσι πάρεστι 
μὲν ἃ μελίέτεια | φέρβεσϑαι. 


Μελίτώδης Mellita h. e. Pro- 
serpina XV. 94: μὴ qon, Μελιτῶδες, 
ὃς ἁ καρτερὸς εἴη. cf. Porphyr. 
de Nymph. antro 18: τὰς “ήμητρος 
ἱερείας, ὡς τῆς χϑονίας ϑεᾶς μύστι- 
δας, μελίσσας οἵ ᾿ παλαιοὶ ἐκάλουν, 
ἀὐτήν τε τὴν Κόρην Μελιτώδη. 

nA Ao mellis instar flavus 
X 26: Βομβύκα χαρίεσσα, Σύραν κα- 
λέοντι τυ πάντες, | ἰσχνάν, ἁλιόκαυ- 
στον, ἐγὼ δὲ μόνος μελίχλωρον. 

QUEATX, mellitus V 94: af μὲν 
(ἄκυλοι) χοντι | λυπρὸν ἀπὸ πρίνοιο 
λεπύριον͵ αἴ δὲ (ὀρομαλίδες) μελιχραί. 

μελλόγᾶμος qui brevi muptias 
contrahet XXII. 140: (vl' ᾿ἀφαρῆος,) 


μελλόγαμος 


*numerose canit ἢ. 


116 


yeufod " μελλογάμω, “Μυγκεὺς καὶ ὃ 
καρτερὸς Ἴδας. 

μέλλω (pr. ind. μέλλει. part. μέλ- 
«bs μελλόντων. ipf. ἔμελλε(ν), μέλλε. 
ipf. frequ. μέλλεσκον) 1) im eo est ut, 
in animo habeo, c. inf. XV 96: σιγᾷ, 


Πραξινόα, μέλλει τὸν "Aóo»w ἀεί- 


δεῖν] ἁ — πολύιδρις ἀοιδός. XXV 
240: τὸ τρίτον αὖ μέλλεσκον ἀσώμε- 
vog ἐν φρεσὶν αἰνῶς | αὔερύειν. XXII 
209: μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφε- 
τέροιο φονῆα. — 2) debeo, ich soll, 
h. e. fato v, numine deorum consti- 
tutum est ut faciam aliquid, e. inf. 
fut. XXII 181: εἶπε" τὰ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ 
ἔμελλε ϑεὸς μεταμώνια ϑήσειν. XXIV 
66: ὑποκρένεσϑαι, ὅπως τελέεσϑαι 
ἔμελλεν. c. inf. praes. XXIV ΤΊ. — 
part. praes. τὸ μέλλον futurum, id quod 
eveniet XXIII 27: οἶδα τὸ μέλλον. 
XXIV 72. 

“έλος (sg. μέλος. pl. μελέων, -àv, 
-ἕεσσιν, -) 1) membrum corporis ho- 
minum vel animalium XXV 278: 
ἀμφεϑέμην μελέεσσιν (τὸ δέρμα). 
XXVII 66. XVII 24. 63. XXV 278: 
ὅπως λασιαύχενα βύρσαν | ϑηρὸς τε- 
ϑνειῶτος ἀπὸ μελέων ἐρυσαίμην. — 
2) modus, cantus, carmen a) hominum 
VIII 34: (αἴ τι MevéAxes) πήποχ᾽ ὃ 
συριγατὰς προσφιλὲς ἄσε μέλος. 11. 
X 99: καί τι κόρας φιλικὸν μέλος 
ἀμβάλευ. XVIIH 7: ἄειδον δ᾽ ἄρα 
πᾶσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ] 
ποσσὶ περιπλέκτοις, ὑπὸ δ᾽ ἴαχε δῶμ᾽ 
ὑμεναίῳ, cf. Catull 61, 119: conci- 
nite in modum: io Hymen Hymenaee. 
— b) animalium Ep. IV 10: e/eguvol 
δὲ λιγυφϑόγγοισιν ἀοιδαῖς | κόσσυφοι 
ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη. 


μέλπω canto, cantum edo Ep. IV 
12: ἀδονέδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι 
l μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν 
ὄπα. — Med. VII 83: κρέσσον μξῖπο- 
en τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν. 

V 4: Δάφνις κηροδέτῳ πνεύματι 
—— 


μελύδριον parvum | carmen VII 
51: τοῦϑ'᾽ ὅτι πρᾶν ἐν ὄρει τὸ με- 
λύδριον ἐξεπόνασα. 


u£Ao (act. praes. μέλει, -οντι; -οι. 
med. praes. μέλεται. pf. μεμελημέναι. 
plpf. μεμέλητο) mihi curae est XVII 
3: Zi Κρονίωνι. μέλοντι Ι, αἰδοῖοι 
βασιλῆες. ΧΙ 29: τὶν δ᾽ οὐ μέλει, 
οὐ μὰ Δί᾽, οὐδέν. ΤΠ 52. VIL 196, 
c. inf. XVI 102: τοῖς πᾶσι 'μέλοι Σι- 


μέλλω --- μέν 


κελὴν ᾿ἀρέϑουσαν | ὑμνεῖν. XVI 1. 
XVII 104. --- Med. XVII 46: σοὶ τήνα 
μεμέλητο. c. gen. I 53: μέλεται δέ 
of οὔτε τι πήρας | οὔτε φυτῶν τοσ- 
σῆνον. XXVI 35: εὐειδὴς Σεμέλα 
καὶ ἀδελφεαὶ αὐτᾶς | Καδμεῖαι πολ- 
λαῖς “μεμελημέναι ἡρωέναις: carae. 

μέμονα pf. def. aveo, cupio XXV 
64: μέμονεν δέ μιν αἰὲν ἐρέσϑαι 
(Mein. pro μέμονε, μέμοινε, μέμαεν:; 
Ahr. e coni. Buttmanni et Herm. us- 
μόνει): *avebat, cupiebat; ubi perf. 
est pro imperfecto, ut apud Hom. 
δείδιε, yéyovs; v. Kruegeri gr. gr. 
II 8 53, 3, 4. 

μέμφομαι (praes. μέμφομαι, -q. 
ipf. μέμφετο. fut. μέμψομαι. aor. 
μεμψάμαν) 1) conqueror XXX 25: 
ταῦτα χἄτερα πόλλα προτ᾽ ἔμον ϑῦμον 
ἐμεμψάμαν, cf. XIX 5. — 2) .repre- 
hendo, accuso, c. acc. XXI 26: ἄσφα- 
λέων, μέμφῃ τὸ καλὸν “ϑέρος; c. dat. 
pers. XI 61: & μάτηρ ἀδικεῖ με μύνα, 
καὶ μέμφομαι αὐτῷ. suppl. pers.. II 
9: μέμψομαι οἷά μὲ ποιεῖ. 

μέν (producitur XXV 49, cf. Il. 
VII 389. VI 479.) part. quum mihii 
fere differat a part. μήν, pv, non 
raro propriam suam servat vim ita- 
que est 1) confirmativa: certe, vere, 
profecto, equidem XXV 209: (βάκτρον) 
ἔμμητρον, τὸ μὲν αὐτὸς ὑπ ξαϑέῳ 
Ἑλικῶνι | εὑρὼν σὺν πυκινῇσιν 610- 
σχερὲς ἔσπασα ῥίζαις, cf. 1H. I 234: 
vol μὰ τόδε σκῆπτρον, τὸ μὲν οὔποτε 
φύλλα καὶ ὄξους φύσει. ΧΧΙ 49: 
(εὗρον ἀγῶνα") πῶς μὲν ἕλω μέγαν 
ἰχϑὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις; Π 
180. V 81. 96. XVII 36. XXI 65 
(ci) XXV 145. XXIX 3. cum aliis 
parti. coniungitur: ys μέν XXII $9: 
τοιόσδ᾽ οἷον ὁρᾷς τῆς σῆς ys. μὲν 
οὐκ ἐπιβαίνω. IV 60. XVII 137. 
XXV 121. μέν τε et vere XXV 138: 
τῶν μέν τε προφέρεσκε βέηφί v& καὶ 
σϑένει ᾧ | — Φαέϑων μέγας. 92. 
XXVI 15. μὲν δή τοι ΤΥ 15. c. negat. 
οὐ μὲν γὰρ XXV 121. 188, οὐδὲ 
μέν XXV 218. 275. — 2) sententiae 
affirmatae si altera sententia oppo- 
nitur, part. μέν fit concessiva: certe, 
quidem, maximeque ei respondet a) 
part. δέ; 810 opponuntur inter se ar- 
ticuli ὁ uiv — ὁ δέ 1 48. 138. V 
94. 128. VI 2. 43. VII 90. VIII 28. 
90. 40. XI 58. XIII XV 129 
(var. μὰν). XVI 24. XVII 30. XXII 
109. 112. 182. 189. 196. XXV 9. 49. 





XII 99. XXII 1 


- 
- 
[d 


MASCOTAS MP RMIMRAÁTARV 


Ξ 


peus 
PAC 
PLE 
ἘΞ 


66. alia cuiusvis ge- 
I 29. 36. 96. 132. II 
106. IV 17. VII 13. 15. 96. 109. 

. 61. IX 933. 81. X 34. 36. 
31. XII 25. XIII 53. XIV 50. 
101. 106. XVII 13. 51, XVIII 
XXII 119. 137. 173. XXIV 59. 
XXV 45. 13. 85. 100. 193. 
3. 16. 20. XXIX 7. 37. XXX 


ἘΠ 


RS 
Ξ 


5. 19. pro δέ leg. ὅμως δέ XIV 10. 
XV 72. omissa est part. δέ, si vera ΄ 
est lectio, I 18. non ràro eadem 


vocabula vel similia inter se oppo- 
nuntur ΠῚ 38: ἠνέδε, σιγῇ μὲν πόντος, 
Lope ἀῆται, cf. ΠῚ 49. VII 106. 
XV 5. XVII 108. XXVI15. IV 31: 
τὰ Γλαύκας ἀγκρούομαι, εὖ 
᾿ Πύρρω. praeterea εἰ pi. -— 
94. Ep. XXI 2. ὡς uiv — 
88. πὰρ μὲν — πὰρ δέ 
ἄλλοκα μὲν — ἄλλοκα δέ 
— εἷς δέ VII 71. 
δέ XVII 82; cf. V 58. 
— ἀδὺ δέ IX 7; cf. 
| EE 17. -- 193. xxvi 10. 
— 33. — 
talia quae respondere sibi 
non. videantur, ita ut sacre 
chiasmus, XXII 71: σὸς uiv ἐγώ, σὺ 
δ᾽ ἐμὸς κεκλήσεαι, cf. Il. IV 63: σοὶ 
ἐγώ, σὺ δ᾽ ἐμοί. — VII 144: 
uiv πὰρ ποσσί, παρὰ πλευραῖσι 
μᾶλα. εἴ | 138. ΠῚ 78. 88. 190. 
130. VII 111. XIV 14. XIX 3. 
XXI 46, XXII 165. 189. XXIX 14. 21. 
otasis opponitur i XXIX 
σευ τὸ κάλον τις ἴδων 
, τῷ δ᾽ εὖϑυς πλέον jj 
εὖ φίλος (e Brunck. coni. 


* 


i 
Y 


EMT 
pr 
É- 


Ξ 


ab 
t 


up 
1 
E ih 


i 
Ἴ 
; 


narrata sunt absolutis 
và fit transitus atque ex- 

μὲν οὖν (εἴ, VII 61); 
autem in part. is pro- 
la vis confirmandi, deminuta 
b convert aut plane evanuit; VIII 
: ὡς μὲν ὁ παῖς ἐχάρη xal ἀνάλατο 


, 


B 
E 
Ἢ 


T 


* 


" 


ESR 


t | νικάσας, ovrog ἐπὶ 
Lexicon Theocriteum. 


111 
ματέρι νεβρὸς Glowo. | og δὲ ...: 
"iam vero quemadmodum". XIII 72: 

μὲν μακάρων 


οὕτω κάλλιστος Ὕλας 
ἀμιϑρεῖται" | Ἡρακλέην δ᾽... XXIV 
132: ὧδε μὲν Ἡρακλῆα φᾷα παιδεύ- 
σατο μάτηρ. | εὐνὰ δ᾽... I1 159 (Ahr. 
μάν). XVII 95 (malim μήν. Ahr.). 
XXII 131. XXV 250. 262, — IX 22: 
τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα καὶ αὐτίκα 
δῶρον ἔδωκα: his equidem applausi'. 
I δῖ: rà uiv ἐγὼ πορϑμεὶ Καυλωνέῳ 
eiyé vr ἔδωκα | ὦνον. XXII 97. 
XXVH 66. item tur x«l — μέν 
I 138 — VII 90: γὼ uiv τόσσ᾽ εἰπὼν 
ἀπεπαύσατο" τὸν δὲ... VIII 28: 
οἵ μὲν παῖδες ἄυσαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος 
νϑ᾽ ὑπακούσας" | χοῖ μὲν παῖδες 
ἄειδον, ὃ δ᾽ αἰπόλος ἤϑελε κρίνειν. 
VI 43. VH 130. XX 17. XXI 40. 
XXVI 3. XXVH 68. Ad. 11. deest 
oppositio XXI 58. VII 50. — b) raro 
inter se opponuntur μὲν — μάν V 
118. ui» — ἀλλά VII 91. XXII 102. 
187. XXX3. uiv — αὐτάρ VII 130. 
XXV 7. 204. 223. 

Μενάλκας (ubique — praeter unum 
locum —- in exitu hex) Menalcas 
opilio VIII 9: ποιμὴν εἰροπόκων ὀίων, 
συριγκτὰ Μενάλκα. 30: (vxvà Me- 
ψάλκας: 9. 5. 32. 83. 89. 62. IX 2. 


6. 14. denique Menalcas vocatur pa- 
ter puellae KXVII 43. 


Μενέλαος (Μενελάω, -«s) Mene- 
laus, rex Spartae, Helenae coniux 
XVII 1: ἔν mox ἄρα Σπάρτα Eav- 
ϑότριχι πὰρ Μενελάῳ. 15. 217. 

MEvrOLPGO in mente ito XXV 
62: dg εἰπὼν ἡγεῖτο, νόῳ δ᾽ ἔτι πόλλ᾽ 
ἐμενοίνα, | — ὁππόϑεν ὁ ξεῖνος, cf. 
Od. H 92: νόος δέ οἵ ἄλλα μενοινᾷ. 

μένος robur XXV 11: (ποίην) εἰς 
ἅλις, ἢ ῥα βόεσσι μένος κεραῇσιν ἀέξει. 

μένω (praes. μένει, μένοιμι, μένειν, 
μένοντες. fut. μενεῖν. aor. ἔμεινεν) 
1) intr. (per)maneo eodem quo antea 
loco vel statu XXI 60: (ὥμοσα) — 
μενεῖν ἐπὶ γᾶς. abs. XVI 106: ἄκλη- 
tog μὲν ἔγωγε μένοιμί κεν, ἐς δὲ κα- 
λεύντων | — ἱκοίμαν (var. μέμνοιμε, 
—— M. Schmidt. coni. μόλοιμε). 
55: ὠνά γάλως, ὅτι μοι τὸ 
βφέφος μένει ydo». XXV 45. — de 
rebus XXX 21: οὐδ᾽ «bro γλυκέρας 
ἄνθεμον ἄβας πεδ᾽ vualxov | μένει. 
c. dat. XVII 118: τοῦτο καὶ Arori- 
δαισι μένει. — 2) lans. exspecto XIH 
70: Ἡρακλῆα μένοντες, inprimis: 
hostem exspecto invadentem et sus- 


12 


118 


tineo XXIV 114: τὸν οὐδ᾽ ἂν τη- 
λόϑι λεύσσων | ϑαρσαλέως τις ἔμεινεν 
ἀεϑλεύόντ᾽ ἐν ἀγῶνι. XIV 61. 

“ερίξω,, med. partior, communico 
cum aliquo XXI 31: ὡς καὶ τὰν ἄγραν, 
τὠνείρατα πάντα μερέξευ: sc. mecum. 

“μέριμνα eura, sollicitudo XXI 2: 
οὐδὲ γὰρ εὕδειν | ἀνδράσιν ἐργατέ- 
vot κακαὶ παρέχοντι μέριμναι. XVII 
52: κούφας δὲ διδοῖ ποϑέοντι με- 
ρέμνας. 

Μέρμνων Mermnon, pater Eri- 
thacidis ΠῚ. 35: (αἶγα) τάν με καὶ 
ἁ — ἜἘριϑακὶς ἃ μελανόχρως 
Ι αἰτεῖ. 

μέροψ ar ticulata voce wtens Syr. 
5: og, τὰς μέροπος πόϑον | κούρας 
γηρυγόνας ἔχε : h. e. Syringis nymphae. 

μεσᾶάμβρινός, μεσᾶμέριος me- 
ridianus, neutr. 8g. C. artic. pro adv. 
meridie. X 48: σῖτον ἀλοιῶντας φεύ- 
ysuv τὸ μεσαμβρινὸν ὑπνῶν. l 15. 
sine artic. VII 21: Σιμιχίδα, πᾷ δὴ 
τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις; 

μέσᾶαᾶτος (superl. adi. μέσος) me- 
dius VII 10: xobzo τὰν ἐσάταν 
ὁδὸν ἄνομες. XXI 19: κούπω τὸν 
μέσατον δρόμον ἄνυεν ἅρμα ΖΣελάνας. 

μιεσί(σγηγύ(ς) adv. i» medio XXV 
287: μεσσηγὺς δ᾽ ἔβαλον στηϑέων. 
c. art. pro subst. XXV 216: ἤματος 
ἦν τὸ μεσηγύ. 

μεσονύκτιος media nocte, neutr. 
sg. pro adv. XIIT 69: ἱστία δ᾽ ἡμίϑεοι 
μεσονύκτιον ἐξεκάϑαιρον. XXIV 11. 

“ιέσ(σ)ος (sg. m. μέσσος. f. μέσσης, 
μέσᾳ. m. μέσον, μέσω, uéc(c)o, uéc- 
()ov. — pl. μέσων, -ας, -o) medius, 
si adi. cum subst. coniungitur sem- 
per mediam aut loci aut temporis 
partem denotat; 1) loci XIII 43: ὕδατι 
δ᾽ ἐν μέσσῳ Νύμφαι χορὸν ἀρτέξοντο. 
XVI 18: ἤδη D ATS ZivooócioL 

μέσα δοῦρα. XXII 8. 104. XXIII 50. 
XXIV 138. XXV 189. — met. de or- 
dine XVII 3: ἀνδρῶν δ᾽ αὖ Πτολε- 
μαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσϑω | καὶ πύ- 
ματος καὶ μέσσος. --- 2) temporis VII 
111: χείματι μέσσῳ. XXIV 90: νυκτὶ 
μέσᾳ. VI 4: μέσῳ ἄματι, cf. X 5. 
XIIÍ 10. — neutr. sg. μέσον ,U pro 
adv. in medio II 76: ἤδη δ᾽ εὖσα μέ- 
σον κατ᾽ ἀμαξιτόν (var. μέσαν): κατὰ 
τὸ μέσον τῆς ὁδοῦ. Schol. — 2) pro 
subst. medium. XXV 164: ἤλυϑε γὰρ 
στείχων τις ἀπ᾽ 4o sog εἰς μέσον 
ἀκμήν | ἐνθάδ᾽ ᾿ἀχαιὸς ἀνήρ (e coni. 
A. Fritzschius scr. pro vulg. ὡς μέ- 


μερίξζω — μετά 


cog ἀκμῆς): “ἴῃ medium procedens'. 
itemque de pugnaturis XXIT 188: εἰς 
μέσον ἤλυϑε Avyxsóg. 89: ἐς μέσσον 
σύναγον. --- ΧΥ͂ 21: αἶρε τὸ νᾶμα καὶ 
ἐς μέσον, αἰνόϑρυπτε,) ϑές: *pone in 
medio, ut sit ad manum". XXI 17: 
οὐδεὶς δ᾽ ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν: 
praesto erat vel ad manum, ut aliqua 
re adiuvaret; ubi alii explicant: 
impedimento erat. — ἀνὰ μέσσον in 
medio XXII 21. met. XIV 9: λασῶ 
δὲ μανείς ποκα, ϑρὶξ ἀνὰ μέσσον: 
h. e. vix pili intervallo ἃ furore 
absum". 


Meoonva Messene, regio et urbs 
Peloponnesi | XXII 158: Μεσσήνη vs 
καὶ Ἄργος ἅπασά Ts Σισυφὶς ἀκτή 
(vulg. Mecccvo). 


Μεσσήνιος Messenius XXII 208: 
Μεσσήνιος Ἴδας: filius enim erat 
Apharei, regis Messenae. 

μέσφᾶ (— Mas usque ad II 144: 
κοῦτε τι τῆνος πεμέμψατο μέσα 
τό γ᾽ ἐχϑές, | οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ (vulg. 
μέσφα τοι). 

μετά (μετά, μετ᾽ ; aeol πέδὰ v. 
πεδὰ XXIX 38; πεδ᾽ XXX 21. bis 
casum suum sequitur 1.39. VII 90.) 
praep. D) c. gen. inter, cun XXVIII 
21: οἰκήσεις κατὰ Μίλλατον ἐράνναν 
μετ᾽ Ἰαόνων. XXX 21. — de rebus 
arcte ,coniunetis XVI 61: (τύματα) 
ὅσσ᾽ ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς 
ἁλὸς ὠϑεῖ: *ventus ac mare, cf. Hor. 
Sat. II 2, 17: cum sale panis. — ΤΠ 
c. dat. 1) inter, in I 91: ov μετὰ 
τοῖσι χορεύοις. II 125: καλὸς πάν- 
τεσσι μετ᾽ ἠνϑέοισι καλεῦμαι, cf. ΧΗ 
21. XII 19: δίω δή τινε τώδε μετὰ 
προτέροισι γενέσϑην. XXV 41. Ep. 
XV 3. — XXV 2: παυσάμενος £oyoto, 
τό οἵ μετὰ χερσὶν ἔκειτο, cf, ll. XV 
717: ἄφλαστον μετὰ χερσὶν ἔχων. — 
2) ad (praeter) XXV 129: ἄλλοι δ᾽ 
αὖ μετὰ τοῖσι (ταύροις) δυώδεκα βου- 
κολέοντο | ἱεροὶ Ἠελίοιο. 1 89. XVII 
84, XXV 93. — III) c. acc. 1) ad, in, 
c. verbis in locum quendam moveri v. 
pervenire aliquid denotantibus XXV 
87: (μῆλα) ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ᾽ 
αὐλία τε σηκοὺς τε. plerumque ita 
ut consilium accedat adi iscendi ali- 
quid et petendi; VIl 24: ἢ μετὰ δαῖτα 
Frid πείγεαυ; cf. Il. I 494: χϑιξὸς 

ἔβη μετὰ δαῖτα. XXIV 42: δαιδά- 
λεον δ᾽ ὥρμασε μετὰ ξίφος. XIII 16: 
τὸ χρύσειον ἔπλει μετὰ κῶας lücov. 








pe - 


EN 
WU 


σφισι. πίονι μέτρῳ 


μεταΐσσω --- μή 


XXIX 38: (κἠπὶ τὰ χρύσια ao 
βαίην καὶ φύλακον νεκύων πεδὰ K 

βερον (A. — —* pro πέδα um 
παῖδα). — 2) de ordine ac serie a) 
de : post. XXVII 34: ὄμνυε 
un ut λέκτρα λιπὼν ἀέκουσαν ἀπεν- 
ϑεὶῖν. VII 90: τὸν δὲ μετ᾽ αὖτις | 
κἠγὼν τοὶ᾿ ἐφάμαν. — b) de digni- 
tate: ab 13: μετὰ Πᾶνα 2i δεύτερον 
Slo» ἀποισῇ. II 181; cf. Ver —— 


E 
Ἢ 


— — nunc eris alter ab i 


ΧΙ 301: d; 
cyavov dot 


μετἄμώνιος irritus XXII. 181: 
,T& δ᾽ ws den ἔμξλλε ϑεὸς uer- 

—— 
insignis sum, excello 


riva a πᾶσιν ΤᾺ —— εἶλι- 
πόδεσσιν (ταῦροι). 

μετάρσι ος sublatus XIII 68: ναῦς 
γέμεν ἄρμεν᾽ ἔχοισα μετάρσια τῶν 
παρεόντων. 

μιετέειπον inter alios locutus sum 

xxi 144: Αυγκεὺς δ᾽ ἂρ μετέειπεν 
ὑπὲκ κόρυϑος μέγ᾽ ἀύσας: in eadem 
versus sede saepius apud Hom., ut 
Hl VH 399: ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε. 


E acra XXV 18: ὦ 


err opio dn $o Pod ἄνα- 
κτες πὰς τ ετέμμενα 
ὡς ἐπιπειϑέ XVIII 90: οὐδὲ 
μὲ ϑυμὸς ds T ξώειν οὐδ᾽  &v- 
len μετέμμεναι. 
μετόπισϑε pone, c. gen. XXV 
160: e Pera dig γόνον) Αὐγείω 
fev μετόπισϑεν ἰόντα. 95. 
uo e Act. 1) metior, dimetior 
X 39: εὖ τὰν ἰδέαν τᾶς ἁρμονίας 


Hireqtert, 'epociom certam harmo- 
1 est h. e. numerorum 
rationem probe servavit, rhythmice 
cecinit^, — 2) mwmero. XVI 60: ἴσος 


P o im ἠόνι κύματα μετρεῖν. 
Med. XV 


acci 
id: πολλοὶ ἐν ᾿Αντιόχοιο δόμοις καὶ 


E —— Wee | ἁρμαλιὴν ἔμμηνον 


«vro πενέσται. 
τριος modestus XXX 8: (παῖδος 


| E κάλω μὲν uíroím τ᾽ (cod. με- 


"D. Ep. XII 3: μέτριος ἦν ἐν πᾶσι. 
tQov mensura VII 33: μάλα γάρ 
& δαίμων εὔκρι- 
Sov ἀνεπλήρωσεν ἀλωάν. 

μέτωπον (sg. μέτωπον, -ῳ, -ov. 


179 
plerumque in exitu hex.) po ho- 
minis XI 31: λασία μὲν ὀφρῦς ἐπὶ 


παντὶ μετώπῳ Ι ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ 
ϑώτερον ὡς me μακρά. ΧΧ 24: καὶ 
λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι λάμπε 
μελαίναις. ll 107: ἐν δὲ μετώπῳ | 
ἵδρώς utv κοχύδεσκεν. XXII 105. 
tauri XXV 144: (ἐπόρουσεν — 'Hoa- 
κλῆι) χρέμψασϑαι ποτὶ πλευρὰ κάρη 
στιβαρόν τε μέτωπον. 

μέχρις), 1) adv. tenus, usque, c. 
praep V 81: μέχρις ἐπ᾽ ἐσχατιὰς 
πολυπίδακος ἀκρωρείης. — 3) coni. 
donec, c. ind. aor. XXII 127: αἰεὶ δ᾽ 
ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσωπον, | 
μέχρι συνηλοίησε παρήια. XXV 210. 

μεή (ét in arsi et in thesi leg.; ter 
ante vocalem corripitur.) ne 1) part. 


. megat. 1) in sententiis primariis a) in 


sententiis imperandi, c. II pers. ipr. 
praes, IV 56: εἰς ὄρος ὅκχ᾽ ἕρπης, 
μὴ ἡλιπος ἔρχεο, Βάττε. 81. XV 
II 67. XXVII 3. 8. 16. 62. Ep. 
XXI 2. add, δή X 20: μὴ δὴ μέγα 
μυϑεῦ. supplendus est ipr. XV 30: 
& δὲ σμᾶμα φέρει. — δὸς ὅμως. -- 
μὴ δηράδ᾽, ἄπληστε: "ne clivum sa- 
ponis manibus i imponas', — c. II pers. 
coni aor. XV 52: ἄνερ φᾶε, μὲ 
πατήσῃς. X 55. XV 30. 95. 8 
XXIII 37. 41. 47. XXVII 17. 18. (de 
XXI 63 v. ἐγώ IV A) plur. XVIII 
55: ἔγρεσθαι δὲ πρὸς do μὴ ᾿πιλά- 
ϑησϑε. c. l pers. plur. XXII 176: 
γονεῦσι δὲ μὴ πολὺ πένϑος | ἡμετέ- 
θοισι λίπωμεν. — c. ind. fut. post οὐ 
μή 1 152: (αἴ δὲ χίμαιρα!) οὐ μὴ 
σκιρτασεῖτε al. σκιρτάσητε), μὴ ὃ τρά- 
γος ὔμμιν ἀναστῇ: nolite Le δεῖ nt 
— b) in sententiis optandi, c. opt. 
V 48: μὴ βάϑιον τήνω πυγίσματος, 
οἰφέ, 2 VIII 53. XV 94. — 
c) in sententiis interrogativis, quae 
indie. XX) postulant responsum, c. 
XXX 15: μὴ σὺ νέος τὰν ἰδέαν 
πέλῃ: 'numnam tu specie es iuvenis? 
IV ^6. V 14. XXI 25. c. ind. fut. 
idem fere quod imperativus V 109: 
μή usv λωβασεῖσθε τὰς ἀμπέλος ;: 
nolite corrumpere. — 2) in sententiis 
secundariis a) in sent. conditionalibus 
εἰ μή c. ind. fut, IV 48: (759) εἰ μὴ 
ἄπει τουτῶϑεν. c. ind. aor. XVI 57: 
(ἐσιγάϑη 4 δ᾽ dv ὗφο οβόρ,) ὁ εἰ μή σφεὰς 
ὥνασαν Ἰάονος ἀνδρὸς ἀοιδαί. 44. 
50. αἱ μή c. ind. praes, XI 55: dg — 
τὰν χέρα Tug ἐφίλασα, | αἱ μὴ τὸ 
στόμα Àjg: "δὶ omnino non vis os me 
12* 


180 


tuum basiare'. c. opt. V 150: (ἀλλὰ 
γενοίμαν ,) αἱ μή τυ φλάσσαιμι, Me- 
λάνϑιος ἀντὶ Κομάτα. — b) in sent. 
finalibus ὡς (ὅπως) μή c. coni. VI 
39: ὡς μὴ βασκανϑῶ δὲ » τρὶς εἰς ἐ ἐμὸν 
ἔπτυσα κόλπον. ΧΥ͂ 9: (ἔλαβ᾽ ἐν- 
ϑών) εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ 
γείτονες ὦμες | ἀλλάλαις. — dg κα C. 
opt. IL 142: χῶς κά cot μὴ μακρὰ 
φίλα ϑρυλέοιμι Σελάνα, | ἐπράχϑη τὰ 
μέγιστα. — €) in sent. relativis XXII 
55: χαέρω πῶς, ὅτε τ᾽ ἄνδρας ὁρῶ, 
τοὺς μὴ πρὶν ὄπωπα: — d) c. infin. 
XXVII 34: ὄμνυε μὴ μετὰ λέκτρα 
λιπὼν ἀέκουσαν ἀπενϑεῖν. itemque 
μήποτε nunquam XXII 134: (ὄμοσσε) 
μήποτέ τοι ξείνοισιν ἑκὼν ᾿ἀνιηρὸς 
ἔσεσθαι. — e) c. part. XV 25: ὧν 
ἴδες, ὧν εἶπες καὶ ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ 
ἰδόντι. Ad. 29: καὶ μὴ φέρων τὸ 
καῦμα | γυμνὸν τὸν εἶχε μηρόν | ἐμαι- 
νόμαν φιλᾶσαι. — f) c. adi. VII 127: 
(γραία) ἅτις ἐπιφϑύξουσα τὰ μὴ καλὰ 
νόσφιν ἐρύκοι. VI 19. — Il) coni, 1) 
pro fv μή à) c. coni. XV 67: πότεχ᾽ 
αὐτᾷ, μή τι πλαναϑῆς. 1 152. IX 30. 
X 44 (var. opt) XX 10. XXI 67. 
XXVII 16. 30. suppl. verbum XII 37. 
— post tempus praeteritum XXV 
267: (ἦγχον) ἐξόπιϑεν, μὴ σάρκας 
ὑποδρύψῃ ὀνύχεσσι. — b) c. opt. XXV 
65: dap δ᾽ ὄκνῳ ποτὶ χεῖλος ,ἐλάμ- 
Boves. υῦϑον ἰόντα, | μή τί of οὐ κατὰ 
καιρὸν ἔπος προτιμυϑήσαιτο. ΧΧΙῚ δΤ 
(var. ind.) — 2) post verba delibe- 
randi VI 18: φράξεο μὴ τᾶς παιδὸς 
ἐπὶ κνάμαισιν ὀρούσῃ (& κύων). ca⸗ 
vendi et metuendi lII 5: τὸν Διβυ- 
κὸν κνάκωνα φυλάσσξο μή τι κορύψῃ. 
ΧΧΥΗ 21: ,ϑειμαίνω μὴ δή σε xa- 
κωτέρῳ ἀνέρι δῶσι (e coni. Cobet. 
scr. pro δώσω. lunt. δώσῃ. Ahr. et 
Ziegl. e coni. Schaeferi δώσει). XXII 
93: (Πολυδεύκεα — δει- 
διότες μή πώς μιν ἐπιβρίσας δαμά- 
σειε | — Τιτυῷ ἐναλίγκιος ἀνήρ. XXI 
54 (μήτι). eodemque pertinere videtur 
formula οὐ “μή per ellipsin pro οὐ 
δέος ἐστὶ μή posita, v. supra 1) 1) a). 


μηδᾶμά nequaquam Ep. VIII 2: 
χειμερίης μεϑύων μηδαμὰ νυκτὸς l'otg. 


μηδέ T) neve 1) in sententiis pri- 
mariis a) c. ipr. VIII 64: (φεέδευ, 
λύκε, τῶν ἐρίφων uev) μηδ᾽ ἀδέκει μ΄. 
Ep. IX 1. — b) c. coni. post sent. 
negativam VII 123: μηκέτι τοι φρου- 
ρέωμες ἐπὶ προϑύροισιν, Ἄρατε, | 


μηδαμά — μήν 


μηδὲ πόδας τρίβωμες. post affirma- 
tivam XXIV 36: ἄνστα, μηδὲ πόδεσσιν 
ἑοῖς ὑπὸ σάνδαλα ϑείῃς (al. ϑείης). 
— €) e. opt. post "μή VIII 53: μή μοι 
γᾶν Πέλοπος, μή μοι Κροίσεια τά- 
λαντα | εἴη ἔχειν, μηδὲ πρόσϑε ϑέειν 
ἀνέμων. post οὐ XXVI27: οὐκ ἀλέγω 
μηδ᾽ ἄλλον ἀπεχϑόμενον Διονύσῳ | 
φροντίξοιμ᾽. — 2) in sententiis se- 
cundariis XVI 31: (ὄφρα — ἐσθλὸς 
ἀκούσῃς) μηδ᾽ ἀκλεὴς μύρηαι ἐπὶ ψυ- 
χροῦ "Ayfoovrog. c. inf. XVI 27. c. 
part. XXI 35. — II) me — quidem 
1) ὁ. ipr. XXIV 67: μηδ᾽ εἴ τι ϑιεοὶ 
νοέοντι πονηρόν, | αἰδόμενος ἐμὲ 
κρύπτε. VIH 67. — 2) e, coni, XV 
148: χὡνὴρ ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ 
μηδὲ ποτένϑῃς (Casaub. bro vulg. 
μηδέποτ᾽ ἔνϑῃς). post qi μή XX 5. -- 
3) c. opt. XVI 96: ἀράχνια δ᾽ εἰς 
ὅπλ᾽ ἀρά ve | λεπτὰ διαστήσαιντο, 
βοᾶς δ᾽ ἔτι μηδ᾽ ὄνομ᾽ εἴη. X 11. 
post negat. XX 44. XXVI 28 (Kreussl. 
coni. e£ xa). 

πήδεια "Medea, maga Colchis H 
15: φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα 
μήτε τι Κίρκης | μήτε τι [Μηδείας 
μήτε ξανϑᾶς Περιμήδας. 

Μήδειος Medeus, puer quidam 
Ep. XVIII 1: ὁ μικκὸς τόδ᾽ ἔτευξε 
τᾷ Θραίσσῳ | Μήδειος τὸ μνᾶμ᾽ ἐπὶ 
τᾷ ὁδῷ | κἠπέφραψε Κλείτας. 

᾿μηδείς nemo XXVI 38: μηδεὶς τὰ 
ϑεῶν ὀνόσαιτο. — neutr. μηδέν nihil, 
nullum XXIX 13: ὄπποι μηδὲν ἀπ: 
ἔξεται ἄγριον ὄρπετον. VIII 36: μη- 
δὲν ἔλασσον ἔχοι. ΤΧ [4]: ἐν φύλ- 
λοισι πλανῷντο μηδὲν ἀτιμαγελεῦντες. 

κηδέποτε v. “ηδὲέ IL. 

wi oe excogito, meditor XXH 
218: ὑμῖν κῦδος, ἄνακτες, ἐμήσατο 
Χῖος ἀοιδός. 

μηκχάς multiens, meckernd, de capris 
V 100: σέττ᾽ ἀπὸ τὰς κοϊένῶ ταὶ μη- 
κάδες (Ahr. e coni. μακάδες). I 87: 
ᾧπόλος Oxx' ἐσορῇ τὰς μηκάδας οἷα 
βατεῦνται, | τάκεται ὀφϑαλμώς, ὅτι 
οὐ τράγος αὐτὸς ἔγεντο (var. μακάδας). 

μιηκέτι noniam, c. coni. VII 122: 
μηκέτι τοι φρουρέωμες ἐπὶ προϑύροι- 
σιν, Ἄρατε. C. opt. XX 44: μηκέτι 
μηδ᾽, e Κύπρι, “τὸν ἁἀδέα μήτε κατ᾽ 
ἄστυ! μήτ᾽ ἐν ὄρει φιλέοις. c. inf. 
XXI 59: ὥμοσα μηκέτι λοιπὸν ὑπὲρ 
πελάγους πόδα ϑεῖναι (e. Brunck. coni. 
ser. pro δ᾽ οὐκέτι, δ᾽ ὠκέτι). 

«ἤλον v. μᾶλον. 


gov part. v. μεν. 


TN 





ΡΞ ag. μηνί, aeol. μῆννα ci. XXX 
EE ago bae a -G(»), -vag) mensis XV 
δυωδεκάτῳ. XVII 127: 


— XVI — y 
ἔχαμ᾽ οὐρανὸς t- 
XXX 2: ἔχει παῖδος ἔρος 
— ot μῆνα). XVI 
45, Ep. 


᾿Μήνιος Menius, fumen Elidis 
oO xXV 14: νομοὶ ὧδε τεϑηλότες αἰὲν 









ἔασι |. De ἂμ μέγα rigos. 
: "(e succenseo 199: ἀϑα- 
τῶν τιν᾽ ἐΐσκομεν ἀνδράσι πῆμα | 
ἱρῶν μὴ Φορωνεέδησιν ἐφεῖναι, 


ef. II. V 118: Nor Bun μηνίσας. : 
gestans in 
slbam ἢ as μήνη (ll. 


$ P 
ἀμνοφόρως, Ἐν et Ziegl. e Reiskii 


inum 

bs * κώπα τε γέρων τ᾽ ἐπ᾽ 
ver slg XVII 126: πολλὰ 
L. ἊΝ πιανϑέντα m ὅγε μηρία καίει | 


- μῶν. 

Ἷ n 268: πρὸς δ᾽ 
rH TT 1 — στερέως en 
fevv Ἑ icí τε 

pene —— 


πλευρῇσί * ἢ: fa terg 
— τε μῆρ᾽): ἃ Ὁ 
| adbrlas leonem Hercules ita arreptum 
tenet, ut femoribus suis latera bestiae 
. Mein. 
μήτε D 1) μήτε — μήτε 
"ow ipr. : ϑάρσει. μήτ᾽ ἀδί- 
xovg μήτ᾽ ἐξ — φάϑι λεύσσειν. 
—— V 68. 70. c. opt. XX 
μῆτε — μήτε €. part. 
post pr IL ἐξ — 23) — D e. 
61: n σύ μὲ ξείνιξε, τά 
* ἐξ ἐμεῦ Apes ν ἑτοίμῳ. 
: te. 
1-533 
|. μϊαένω inquino XXVII 52: εἵματα 
. καλὰ μιαένεις. XXIII 56: (Eni νεκρῷ) 
"ματα πάντ᾽ ἐμίανεν ἐφαβικά, 
———— v. μέσγω. 
Μιδεᾶτις oriunda a Midea Argo- 
 lidis wrbe vocatur Alcmema, quum 


TEQUE ΟΝ ὙΠ In 


UE TAN CONDERE u—t 


& Μιδεᾶτις | ᾿41- 
XIII 20: itn υἱὸς Mi- 
à * 





μήν — μιμνήσκω 


κός, -ὥ, -όν. n. 
vulus, de aetate —— 


181 


μηδ᾽ dans 
xxüg ἐὼν πολλοῖσιν ὃ ἕω. 

1. ὁ, artic. pro su XV 
12: μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα) τῶ 
μικκῶ παρεόντος. 42. — neutr. sg. 
pro adv. V 66: ἰὼ ξένε, μικκὸν &xov- 
cov | τεῖδ᾽ ἐνθών: paululum. 


Μίχων Mico, homo ignotus V 112: 
μισέω τὰς δασυκέρκος ἀλώπεκας, αἱ 
τὰ Μίκωνος | αἰεὶ φοιτῶσαι τὰ z09- 
ἕσπερα δαγίξοντι. 


Μίλητος, dor. Μίλᾶτος, eol. 
ΜιΙλλᾶτος Miletus, urbs Cariae XV 
126: α Mílarog ἐρεῖ χὼ τὰν Σαμίαν 
χάτα βόσκων. Ep. VIL 1: ἦλθε καὶ 
ἐς Μίλητον ὁ τοῦ Παιήονος υἷός. 
XXVIII 21: οἰκήσεις κατὰ Μάᾶἄλατον 
ἐράνναν μετ᾽ Ἰαόνων. 


Μίλων Milo 1) athleta | Crotoni- 
ensis nobilissimus IV 6: ἄγων νιν 
ἐπ᾿ ᾿ἀλφεὸν ὥχετο Μίλων. 11. — 2) 
puer quidam "delicatus VIII 47: ἔνϑα 
καλὸς “Μίλων βαίνει ποσίν. 51: ἴϑ᾽ 

ὦ καλέ᾽ καὶ λέγε Μίλων". --- 3) mes- 
sor quidam X 7: Μίλων ὀψαμάτα. 12. 


püpvioxo, μιμνάσκχω, μνάω 
(act. aor. μνάσῃς. — med. praes. με- 

Ἴσκομαι. μνώμενοι. ipf. μιμνάσκετο. 
pf. ind. μέμναμ᾽, μέμνᾳ, μέμνῃ. μεμνη- 
μένος, μεμναμένῳ, -ους, -αι. fut. 
μνάσομαι. — àor. μνάσατο, τήσατο) I 
Act. moneo XV 36: μὴ μνάσῃς, Γοργώ 
(sc. ἐμέν). — II Med. 1) recordor 


, me- 
mini, abs. XXV 173: & ἐτεόν περ 


- m. VIT di: a XXI 41. c. gen. 
I 41: πολλὰ τεοῦς, Ἑλένα, 
—— VII 69. Ep. XV 4. c. 
"^ rei V 118: rovro uiv οὐ μέμναμ᾽. 
V 39: καὶ móx ἐγὼν παρὰ 

τοῦς τι μαϑὼν καλὸν ἢ κα ἀκούσας 
l. μέμναμ᾽; ; sequ. coni ὅκα V 116: 
—* οὐ μέμνᾳ ὕμιν Fritzsch. c. iegl. 
μνα, vale. eren) ox ἐγώ 

t» — ef. Od. XXIV τιῦ: D 
οὐ μέμνῃ ὅτε κεῖσε κατήλυϑον ὑμέ- 
τερον δῶ; coni. εἰ ΠῚ 28: ἔμοιγε 
μεμναμένῳ εἰ φιλέεις μὲ (var. uev 
μεμναμένω. Buecheler. coni. ἔμοιγε 
Mid Ribbeck. ἐμοὶ νενοημένῳ, 
v. Mus. — XVII p. 318. 480): 
"mihi tui memori (ac de te cogitanti 


[es 


0, mentionem facio XVH 
135: σέϑεν δ᾽ ἐγὼ ἶσα καὶ ἄλλων | 
ι ἡ ἔων, δοκέω δ᾽ ἕπος οὐκ 


ἀπόβλητον | φϑέγξομαι ἑἐσσομένοις. — 


182 


3) cogito, allentus sum, c. gen. rei 
XIII 27: τᾶμος ναυτιλίας μιμνάσκετο 
ϑεῖος ἄωτος | ἡρώων. XXIV 62. XXV 
243. c. inf Ep. XVII 1: ἀνδρὶ πο- 
λέτᾳ — μεμναμένους | τελεῖν ἐπίχειρα. 

uáuvo manco XXVII 56: μέμνε, 
τάλαν: mane (ubi es). XVI 10: ὀκνη- 
ραὶ δὲ πάλιν κενεᾶς ἐν πυϑμένι yn: 
lo) | ψυχροῖς iv γονάτεσσι κάρη μί- 
μνοντι βαλοῖσαι. 


uiv acc. sg. enclit. 1) eum XXV 
64: uéuovsv δέ μιν αἰὲν ἐρέσϑαι. 
XVI 93, XXII 93. 1083. XXV 147. 
159. 172. 192. Ep. VIL 8. XI 8. c. 
praep. XXV 60: ἀλλ᾽ ἴομεν μάλα πρός 
uy, — 3) eam XVII 48: ἀλλά μιν 
ἁρπάξασα (sc. Berenicen), πάροιϑ'᾽ 
ἐπὶ νᾶμα κατελϑεῖν. XX 1. 


Mivietog Minyeius XVI 104: ὦ 
᾿Ἐτεόπλειοι Χάριτες ϑεαί, ὦ Μινύειον 
| Ὀρχομενὸν φιλέοισαι ἀπεχϑόμενόν 
ποτὲ Θήβαις, cf. Il. II 511: o? ἃ 
᾿᾿σπληδόνα ναῖον ἰδ᾽ Ὀρχομενὸν Mi- 
γύειον. 


μῖνύϑω decresco XXI 22: ψεύ- 
δοντ᾽ ὦ φίλε πάντες, ὅσοι τὰς νύκτας 
ἔφασκον | τῶ ϑέρεος μινύϑειν. * 


uivoquoue flebile murmur, de 
cantu lusciniarum Ep. IV 11: ξουϑαὶ 
δ᾽ ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι. 

uivógóc gracili voce lamentans, 
pipiens ΧΗ 12: ὁπόκ᾽ ὀρτάλιχοι pi- 
vvgol ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν, | σεισαμένας 
πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ αἰϑαλόεντι πετεύρῳ. 

μέσγω misceo XV 116: ἄνϑεα μίσ- 
γοισαι λευκῷ παντοῖα μαλεύρῳ. XXIV 
95: ἄλεσσι μεμιγμένον --- ἀβλαβὲς 
— Pass. de concubitu XVII 
53: Aye κυάνοφρυ, σὺ λαοφόνον 
ΖΙιομήδεα | μισγομένα ᾿Τυδῆι τέκες. 


μεσέω (praes. μισέω, -εῖς. μισῶν, 
-εῦντες. ipf. μέσει) odi, odio prose- 
quor,'c. ace. III 7: ἦ δά με μισεῖς; 
V 112. 114. XXIII 3. abs. XXIII 62: 
wígeve τοὶ φιλέοντερ᾽ δ᾽ ᾿γὰρ μισῶν 
ἐφονεύϑη. | στέργετε δ᾽ οἵ μισεῦντες" 
ὃ γὰρ ϑεὸς οἷδε δικάξειν (of μισεῦν- 
veg ex Ahrens. coni, scr. pro vulg. 
ὕμμες ἀίΐτας V. ἀϊται). 

μεσϑοδότας͵ qui dat mercedem 
XIV 59: μισϑοδότας Πτολεμαῖος ἐλευ- 
ϑέρῳ οἷος ἄριστος. 

μισϑός merces, praemium laboris 
X 45: σύκινοι ἄνδρες" ἀπώλετο 0U- 
τος ὁ μισϑός. XXII 64, Ep. Vi 5: 
ἬἨετίωνι χάριν γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον 
ὑποστάς | μισϑον. 


μίμνω --- μοῖρα 


αἶτρα cingulum , 40onaü XXVII 54: 
εὖ φεῦ καὶ τὰν μίτρᾶν ἀπέσχισας" 
A ví δ᾽ ἔλυσας; (e Vinsem. coni. 
scr. pro pux oc). 

μἴτύλος mutilus (cornibus) VIII 
86: τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δί- 
δακτρά τοι αἶγα: τὴν ἄκερων. Schol. 

uv& mina XV 36: πλέον ἀργυρίω 
καϑαρῶ μνᾶν | ἢ δύο (sc. ἠνάλωσα). 

μνᾶμα, μνῆμα monumentum (se- 
puleri) Ep. XVIII 1: ὃ μικπὸς τόδ᾽ 
ἔτευξε τᾷ Θραΐσσᾳ | Mijóstog τὸ μνᾶμ᾽ 
ἐπὶ τᾷ ὁδῷ κἠπέγραψε Κλείτας. Ep. 
XI 1: Εὐσϑένεος τὸ μνῆμα. -— 

μνάομαι απιδὶο nuptiis, ucorem 
mihi deposco XXVII 22: πολλοί μ᾽ 
ἐμνώοντο, νόῳ δ᾽ ἐμῷ οὔτις ἔαδε (e 
Brunck. coni. scr. pro uev μνώοντο 
v. μεμνώοντο. Ahr. μ᾽ εὖ μνώοντο). 

μνάστεύω, μνηστεύω i. q. μινά- 
ομαι XVIII 5: Τυνδαρίδα, κατεχλᾷ- 
ξἕατο τὰν ἀγαπατάν | μναστεύσας λέ- 
vov ὃ νεώτερος Ατρέος víós. XXII 
154: οὐχ οὕτω -- ἀριστήεσσιν ξοικε | 
μνηστεύῦειν ἀλόχους. 

μνᾶστιςηιοηιογία XX VII23 : (dic) οἵ 
μνᾶστιν ἄει τῶ φιλαοίδω παρέχης ξένω. 

μινηστήρ procus XXVII 93: εἷς 
καὶ ἐγὼ πολλῶν μνηστὴρ τεὸς ἐνθάδ᾽ 
ἵκάνω. 

μογέω 1) laboro XVII A107: μυρ- 
μάκων ἅτε πλοῦτος ἀεὶ κέχυται μο- 
γεόντων. — 2) tolero, ,perpetior XIII 
66: ἀλώμενος 000. ἐμόγησεν. XXVI 
28: εἰ καὶ χαλεπώτερα τῶνδε μογήσαι 
(Ahr. coni. pro vulg. τῶνδ᾽ ἐμόγησεν). 
— 8) laboro ex, dolet mihi XXIV 82: 
ἂψ δὲ πάλιν διέλυον, ἐπεὶ μογέοιεν 
ἀκάνϑας. 

μογοστόχος circa partus laborans 
(ἡ μογοῦσα καὶ πονουμένη περὶ τοὺς 
τόκους) XXVII 29: ἀλλὰ τεὴ βασίλεια 
μογοστόκος Aorsuég ἐστιν... 

μοῖρα T) appell. 1) pars, locus XIV 
49: δύστηνοι Μεγαρῆες ἅτι οτάτῃ ἐνὶ 


μοίρῃ, cf. Her. II 172: ἐν οὐδεμιῇ 
μοίρῃ μεγάλῃ yaf Il. XV 195: ue- 
νέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοέρῃ. — 2) sors, 


fatum I [93]: (τὸν αὑτῷ) ἄνυε πικρὸν 
ἔρωτα, καὶ ἐς τέλος ἄνυε μοίρας: h. 
e. usque ad mortem. — Il) m. pr. 
Μοῖρα Parca XXIV 69: (οὐκ ἔστιν 
ἀλύξαι) ἀνϑρώποις, ὅ τι Μοῖρα κατὰ 
κπλωστῆρος ἐπείγει. 1189: τά γε μὰν 
λένα πάντα λελοίπει | ἐκ Μοιρᾶν: *nu- 
mine Parcarum'. acc. dor. II 160: 
τὰν ᾿Δίδαο πυλαν, ναὶ Μοίρᾶς, ἀραξεὶ. 








ox ἄναβον iv ἄνϑεσι 


Μοϊο, rivalis Arati VII 
: εἷς δ᾽ ἀπὸ τᾶσδε, φέριστε, Μό- 
παλαίστρας (Ahr. c. Iunt. 
et v. L in Scholl. μολὼν). 
μόνος, μοῦνος (sg. m. μόνος, -ov. 
f. —— -ας. n. μόνον. pl. μόνοις: 
terdecies leg. — ion. μοῦνος, μούνη 
quater. --- sup. μονώτατος) 1) 
Rm iu. 34: Alyov — 
μόνος αἰσατο ἔων, 61: ἃ 
EN ἀδικεῖ μὲ μέρα, καὶ μέμφομαι 
ΧΧ 42: , Edita δὲ μόνον τὸν 
e ἐφίλασεν (melius μόνα 
.J. WH 126. XXI 1. add. 
ὅδε. IV 38: 
g. suppl. pron. VIII 60: 
—— coni. c. gen. XV 137: 
(072 oi st c. praep. XVIII 
P t ἐν ἡμιϑέοις. — 3) solus, 
—— ἐρῆμος II 100: κήπεί κά vuv 
μόνον, ἄσυχα νεῦσον. 
: νῦν 2 —— ἐοῖσα (var vtr gg 
Mis * 
— —— gs v 
Po Rode * 19: ἔδει μόνον 
- ὦτινος εἰπεῖν. c. ipr. X 21: τὺ μό- 
. vo» κατάβαλλε τὸ λᾷον, cf. Ve 1. 
VIII 78: necte, Amarylli, m pes 
€. opt. XXVII 15: χαιρέτω ἃ Παφία" 
ἴλαος Ἄρτεμις εἴη. 
oue Mormo, TF larva, qua ΜᾺ 
terrebantur infantes, XV 40: οὐκ io 
τυ, ᾿“Μορμώ - (sc. ἐστιν ἐν 
ὁδῷ): "Knecht Ruprecht ist draussen" ! 
4J fatum, interitus XVI 86: 
μόρον ἀγγέλλοντας τέκνοις ἠδ᾽ 








Morso, homo rusticus, 
lignarius V * αἱ MÀ τὸν δρυτόμον 


1 Em etínasg | cae 
] ἊΣ τὶν Ev tologíLeeas ἔστι δὲ 
. 139. V 10: "Μόρσων φίλε. 


68. 120. 122. — V 140: —— κα- 
λὸν κρέας αὐτίκα πέμψον: h. e. mihi, 
M. enim loquitur; pariter loco pron. 
pers. maiore cum pondere ponitur 


Μοῖσα — 


"Μοῦσα 183 


nom. propr. I 65. 103. 135. V 9. 
14. 19. VIII 33. 38. 


μορφάώ, forma XXII 2: 
o τὰν ri cai ane ἀγαϑῶ, τ o 3 
ΧΧ 14: xal 


— τᾷ μορφᾷ —— 
μοῦχ iov vitulus novellus IV. 4: 
ἀλλ᾽ ὁ sre ὑφίητι τὰ μοσχία κἠμὲ 
φυλάσσει. 44: βάλλε κάτωθε τὰ 
μοσχία. 
μόσχος (Sg. μόσχος, -ov, -o, -ον. 
pl. μόσχοι) vitulus, vitula IX 1: ἁδὺ 
μὲν & μόσχος γαρύεται, ἁδὺ δὲ χὰ 
βῶς. XVI 36: πολλοὶ δὲ Σκχοπάδῃσιν 
—— ποτὶ σακούς | μόσχοι σὺν 
ἥσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι. XVIII 
. [77]. 80. ΧΙ 31. XII 6. 


— v. μόνος. 
Μοῦσα, Μοῖσα, Μῶσα (sg. Μοῦ- 


σαν. pl Μοῦσαι, -ἄων, ἕων. — aeol, 


et dor. Μοῖσα, -ας, -«. pl. Μοῖσαι, 
-&», -αις, -αἰσι. — Mace). D Musa, 
dea cantus VII 82: οὕνεκά of γλυκὺ 
Μοῖσα κατὰ στόματος ,Χέε νέχταρ. 
IX 82: (τέττιξ ΒΗ τέττιγι φίλος.) 
ἴρηκες δ᾽ ἴρηξιν, ἐμὶν δέ τε Moica 
xal Góc (vulg. uo). Syr. 1: ὃς 
Μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ | ἕλκος. 
plerumque plur. Musae, lovis filiae 
bas 1. 70. 102), novem XI 6: ταῖς 
ννέα δὴ πεφιλαμένον ἔξοχα Μοίσαις, 
οὗ Ep. X 1. X 24: Μῶσαι Πιερίδες 
(var. μοῦσαι, Mein. e coni. οϊσαι). 
IX 28: Bovxolx«i Μοῖσαι (vulg. 
Mace). XXII 221: λιγεῶν μειλίγματα 
Μουσέων. l 64: Μοῖσαι φίλαι. Ἐρ. 
ΧΙΧ 4: ἡ ja νιν αἴ Μοῖσαι καὶ ὃ 
“ἅλιος ἠγάπευν ᾿ἀπόλλων. VII 81: 
καὶ γὰρ ἐγὼ Μοισᾶν καπυρὸν στόμα, 
κἠμὲ λέγοντι | πάντες ἀοιδὸν ἄριστον. 
Χ 39: Μουσάων δὲ μάλιστα τίειν 
ἱεροὺς ὑποφήτας, οἵ. Χ 115. VII 
47: Μοισᾶν ὄρνιχες, ὅσοι ποτὲ Χῖον 
ἀοιδόν ἀντία κοκκύξοντες ἐτώσια 
* οντι: *galli gallinacei (Musen- 
— iocose appellantur poetae 

I 141: rov Μοίσαις φίλον 

— VII 95. —* δ8: ἐκ Μοι- 

* in" κλέος * apium ἀνϑρώ- 
ποισι. V 1: ποτὶ τᾶν Μοισᾶν. 
praeterea — * I 9. 70. 76. [94.] 99. 
104. 108. 114. 119. 122. 127. 131. 
137. 142. 144. V 80. VII 112. IX 
35. XVI 8. 69. 107. XVII 1. Ep. 
X 4. — 2) appell. I 20: (τὰ Ζάφνι- 
dog ἄλγε᾽ ἀείδες) καὶ τᾶς βουκολικᾶς 
ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο Μοίσας: 'ad prae- 


184 


mia silvestris Musae pervenisti h. e. 
carminis bucolici'; spurius hie ver- 
sus videtur A. Fritzschio. Ep. XXII 
4: Μοῦσαν δ᾽ ὀϑνείην οὔτιν᾽ ἐφελ- 
κυσάμην. fortasse etiam XVI 107. 

μουσικός canorus, canendi peritus 
X 28: καὶ μὰν πρότερόν ποχα uov- 
σικὸς ἦσϑα. Ep. X 3. 

uovoíoóo  (aeol pro μουσίζω) 
canto VIIL 37: &imso ὁμοῖον | uov- 
σίσδει zl&qvig ταῖσιν ἀηδονίσιν (vulg. 
μουσίσδοι, Ahr. μουσίζω). Xl 80: 
οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν 
ἔρωτα | μουσίσδων. 

μουσοποιός carminum scriptor, 
cantor Ep. XXI 1: ὃ μουσοποιὸς ἐν- 
ϑάδ᾽ Ἱππῶναξ κεῖται. Ep. XX 8: 
πρᾶτος τῶν ἐπάνωϑε μουσοποιῶν | 
Πείσανδρος. 

μοχϑέω laboro X 56: ταῦτα χρὴ 
μοχϑεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν. 

“οχϑέζω laboro I 38 — VII 48: 
ἐτώσια μοχϑίξοντι in exitu hex. 

μόχϑος (sg. μόχϑος, -οιο, -ov. pl. 
μόχϑως) labor, molestia XXV 914: 
ἀργαλέον μάλα μόχϑον. de pugna 
XXII 88: ἔνϑα πολύς σφισι μόχϑος 
ἐπειγομένοισιν ἐτύχϑη. de laboribus 
Herculis XXIV 80: δώδεκα οἵ τελέ- 
σαντι πεπρωμένον ἐν Διὸς οἰκεῖν | 
μόχϑως (A. Fritzsechius e coni. scr. 
pro μόχϑοις v. μόχϑος, vulg. μό- 
χϑους). XVI 60. XXI 2. 

MõxAòs pessulus Il 1297: ἃ ϑύρα 
εἴχετο μοχλῷ. 

κὐύελος (aeol. pro μυελός) medulla 
XXX 22: τῶ δ᾽ ὁ πόϑος καὶ τὸν 
ἔσω μύελον ἐσϑίέει | ὀμμιμνασκομένῳ 
(Bergk. et A. Fritzschius pro μιελόν). 
met, XXVIII 17: καὶ γάρ τοι πάτρις, 
ἃν ὡξ ᾿Εφύρας κτίσσε ποτ᾽ ᾿Δρχίας | 
νάσω Τριναλρίας μύελον, ἄνδρων δο- 
κίμων πόλιν: totius lumen insulae. 

εὐὐϑέοριαι (praes. dor. μυϑεῦμαι. 
ipr. μυϑιεῦ. --- ipf. μυϑεῖτο. fut. uv- 
ϑήσομαι. aor. μυϑήσατο, -ἡσασϑαι) 
dico, loquor, marro, abs. XXIV 6: 
ἁπτομένα δὲ γυνὰ κεφαλᾶς μυϑήσατο 
παίδων. c. acc. rei X 20: μὴ δὴ 
μέγα μυϑεῦ. 21. XXV 198. c. dat. 
et acc, II 154: ταῦτά μοι & ἕξείνα 
μυϑήσατο. pro acc. est sententia 
secund. XXV 3: ἔκ vow ξεῖνε πρό- 
qoov μυϑήσομαι ὅσσ᾽ ἐρεείνεις. 166: 
μυϑεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν ᾿Επειῶν, | 
οὕνεκεν ᾿Αργείων τις --- ὄλεσσε ϑηρίον. 

αὐϑίζω, aeol μὐϑίσδω dico, 


μουσικός --- μυρέος 


narro, inf. dor. X 57: τὸν δὲ τεὸν 
— πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα | μυϑέσδεν 
τᾷ ματρί. XX 11: τοιάδε μυϑίζοισα 
τρὶς εἰς ξὸν ἔπτυσε κόλπον. 

μῦϑος (sg. μῦϑος, -o, -ov. pl 
υύϑοις, -οἱσι) 1) vox, verbum, oratio 
II 94: τᾷ δούλᾳ τὸν ἀλαϑέα μῦϑον 
ἔλεξα. 118: φάτο μῦϑον, οἵ, XXVII 
10. 38. VIII 8: τοιῷδ᾽ ἀπαμείβετο 
μυύϑῳ, cf. XXV 192. XXVII 11: xol 
πρίν μὲ παρήπαφες ἀδέι μύϑῳ. XXII 
168. XXIII 6. XXV 65. (de IX 13 
v. παῖς 11 1)) de narratione XXV 
162. 186. — 2) fabula, h. e. quae 
vulgo dicuntur XV 106: Κύπρι zh- 
oveíx, τὺ μὲν ἀϑανάταν ἀπὸ ϑνα- 
τᾶς, ἀνθρώπων ὡς μῦϑος, ἐποίησας 
Βερενίκαν. 

αὐχάομαι mugio, de bobus IV 
12: ral δαμάλαι δ᾽ αὐτὸν μυκώμεναι 
αἵδε ποϑεῦντι. XVI 81: μέσχοι σὺν 
κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι. met. 
de hominibus XXVI 20: μάτηρ μὲν 
κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς ἑλοῖσα, 
ὅσσον πὲρ τοχάδος τελέϑει μύκημα 
λεαίνας. XXII 75: κόχλον ἑλὼν μυ- 
κήσατο κοῖλον. ; 

μὐκηϑ'μός mugitus XXV 91: στεί- 
vovto δὲ πίονες &yooí| μυκηϑμῷ. 

“ὐχημα mugitus XXVI 21: ὅσσον 
πὲρ τοκάδος τελέϑει μύκημα λεαΐένας. 

ύὐχήνη Mycenae, urbs Argolidis 
XXV 171: ἢ Τίρυνϑα νέμων πόλιν 
ἠὲ ΜΜυκήνην. 

uoxqvüs mugiens VIII 6: μυκη- 
τᾶν ἐπίουρε βοῶν, cf. Hor. Epod. II 
11: mugientium — greges, 

μύλη mola XXIV 50: ἦ δὰ γυνὰ 
Φοίνισσα μύλαις ἔπι κοῖτον ἔχουσα. 

μὐλλω permolo IV ὅ8: τὸ γερόν- 
τιον ἦ ῥ᾽ ἔτι μύλλει | τήναν τὰν 
xvévogovv ᾿Ερωτίδα, τὰς ποκ᾽ ἐκνέ- 
σϑη:: ἤγουν συνουσιάξει, περαίνει. 
Gloss, 

Movótog Myndius, Myndi Cariae 
urbis incola II 29: ὡς τάκοιϑ᾽ ὑπ᾽ 
ἔρωτος ὃ Μῆύνδιος αὐτίχα 4Ἰέλφις. 
96: πᾶσαν ἔχει μὲ τάλαιναν ὃ Μύνδιος. 

μριάς decies millenarius numerus, 
decem millia XVII 83: τρεῖς δ᾽ ἄρα 
χιλιάδες τρισσαῖς ἐπὶ μυριάδεσσι 
(πολίων). 

μὐρέκη myrice, ἑαηιαγίς | Gallica 
L.I13 — V 101: ὡς τὸ κάταντες 
τοῦτο γεώλοφον ci vs μυρῖκαι. 

εὐρέος (sg. m. μυρέος. n. μυρίον. 
pl. ἢ, μυρέαι. n. μυρί(α).) infinitus, 








magna hominum turba XV 45: μύρ- 
βακες ἀνάριϑμοι καὶ ἄμετροι. 


ἐσδιὸς ἀκούσῃς, [μηδ᾽ ἀκλεὴς μύρηαι 
ἐπὶ ψυχροῦ ᾿ἀχέροντος 

: φοιβή μύροις [ἔτι vy di 
Ἴρις. XV 114: (πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι, 
Συρίω δὲ μύρω γχγρύσει᾽ ἀλάβαστρα. 
-Mégroc myrtus Ep. IV 7: (ῥεῖ- 
ὅρον — τηλεϑάει) δάφναις καὶ μύρ- 
τοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ. 

ΔΜΙυρτῶώ Myrto, puella a Simichida 
amata VII 96: — μὲν Ἔρωτες 
ἐπέπταρον" ἦ yàg ὃ δειλός | τόσσον 
ἐρᾷ Μυρτοῦς, ὅσον εἴαρος αἶγες ἐρᾶντι. 
μῦς 1) mus XIV 51: νῦν δὲ πό- 
ϑεν; μῦς, φαντὶ, Θυώνιχε, γεύμεϑα 


δὲ μύες στερεοῖσι foc 
ὑπ᾿ ὦμον | ἕστασαν ἠύτε πέτροι 
ὁλοίτροχοι. 

αὐὔὐσαρός scelestus II 20: ἡ δά γέ 
τοι, μυσαρά, καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέ- 
τυγμαι; 

μύσταξ barba superioris labii 
XIV 4: (ταῦτ᾽ ἄρα λεπτός.) χὼ μύ- 
σταξ πολὺς οὗτος, ἀυσταλέοι δὲ κέ- 
κιννοι. f 

Μυῦτιλήνα Mytiene, urbs Lesbi 
maxima 52: ἔσσεται ᾿4γεάνακτι 
καλὸς πλόος ἐς Μυτιλήναν. 61. (Mein. 
“Μυτιλάναν, vulg. Μιτυλάναν). 

μυχϑίξζω derideo XX 12: χείλεσι 
μυχϑίζοισα καὶ ὄμμασι λοξὰ en 

μὐχος (aeol pro μυχός) intima 
pars, recessus X 3: κἤγω μὲν τὰ 
φρένων ἐρέω κέατ᾽ ἐν μύχω (A. 
Fritzschius e coni pro μυχῷ). 

nc pars quae praect habet 
musculos XXV 148: ὁ ἐν ol περὶ 
νεῦρα τανυσϑείς | μυὼν ἐξ ὑπάτοιο 
βραχίονος ὀρθὸς ἀνέστη. 

μωκάομαιε ludificor, irrideo X 
19: μωκᾶσθϑαί μ᾽ ἄρχῃ τύ (vulg. 
μωμᾶσθϑαι). 

μωρμεάορεεε reprehendo IX. 34: (xo- 
ρύναν) αὐτοφυῆ, τὰν οὐδ᾽ ἂν ἴσως 
μωμάσατο τέκτων (μιμήσατο coni. 
Adert. Théocr. p. 19). XX 18: (φέρω 
δ᾽ ὑποκάρδιον ὀργάν), ὅττε μὲ τὸν 
χαρίεντα κακὰ μωμήσαϑ᾽ ἑταίρα. 

Μῶσα v. Μοῦσα. 


— 


v«i part. affirmativa: nae, ita XXV 
43: ναί, γέρον, Αὐγείην ἐϑέλοιμί 


κεν ἀρχὸν ᾿Επειῶν | εἰσιδέειν. V Τὸ. 


add. part. , μήν "in enumeratio- 
nibus xxVir 26. XVII 86 (vulg. 
— interrogationi IV 54: 
(9j δά γε λεύσσεις ἢ) vol, vat, τοῖς ὀνύ- 
ζεσσιν ἔχω τέ νιν. — plerumque in 
iureiurando c. aec. IV 41: ἡξώ, ναὶ 
τὸν Πᾶνα, κακὸν τέλος αὐτίχα δω- 
σῶν. V 141. VI 91. XXVII 20. 
50. Il 118: vel τὸν γλυκὺν ἦνθον 
—" 160: ναὶ Μοίρας. XV 14: 

τὰν "etn XXIV 73: vol γὰρ 
ἐμὸν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πά- 
λαι ὄσσων. ^w 


N&tsg Nais, nympha fontana VIII 
93: καὶ Νύμφαν ἄκρηβος ἐὼν ἔτι 
Ναΐδα γᾶμεν. 43: (τὰ νέα τρέφεται.) 
ἔνϑα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται (e con. 
Mein. et Boissonad. scr. pro vulg. 
ἔνϑ᾽ à καλὰ παῖε). 

ναΐω habito 1) intr. XVI δ: ὁπόσοι 
γλαυκὰν ναίουσιν ὑπ᾿ Ἠῶ. W 71: 
(τροφὸς & Μακαρῖτις) ἀγχέϑυρος vat- 
ow«. XXV 203: οἵ ἔϑεν ἀγχόμοροι 
ναῖον ἄτλητα παϑόντες. --- 3) trans. 
e. acc. IV 128: οἰνόπεδον μέγα 
Τυδεύς | ναῖε. Pass. XVI 88: ἄστεά 
τε προτέροισι πάλιν ναίοιτο ποὸ- 
λίταις. 

v&xog mastiruca, i. q. βαέτα V ὃ: 


180 


φεύγετε τὸν Λάκωνα᾽ τό μευ νάκος 
ἐχϑὲς ἔκλεψεν. V 9. XXVII 53. 

νᾶμα lympha, unda VM 115: 
"pPerídog καὶ Βυβλίδος ἁδὺ λιπόντες | 
νᾶμα. XXIII 61. de Stygiis undis 
XVII 48: ἀλλά μιν ἁρπάξασα, πά- 
qoid" ἐπὶ νᾶμα κατελϑεῖν | κυάνεον 
(var. νᾶα, νῆα). de malluviis XV 27: 
Εὐνόα, «ios τὸ νᾶμα καὶ ἐς μέσον, 
αἰνόϑρυπτε, | ϑές. 

νᾶός templum XVII 128: ματρὶ 
φίλᾳ καὶ πατρὶ ϑυώδεας εἴσατο ναούς. 
50: (μιν) ἐς ναὸν κατέϑηκας. 

νάπος salius XX 38: ἀπ᾽ O9- 
λύμπω δὲ μολοῖσα | λάϑριον ἂν νάπος 
ἦλϑε καὶ εἰς ἕνα παιδὶ κάϑευδε. 

ναρχάω torpeo (metu) XXVII 50: 
ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα. τεὴν πάλιν 
ἔξελε χεῖρα. 

γνάρχη torpor frigore effectus VII 
123: ὁ δ᾽ ὄρϑριος ἄλλον ἀλέκτωρ 
κοκκύσδων νάρκαισιν ἀνιαραῖσι διὲ- 
δοίη (var. νάρκῃσιν): "frigoribus ma- 
tutinis'. E 

νάρκισσος narcissus poet. v. nar- 
cissus tazetta L. 1 188: ἃ δὲ καλὰ 
νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύϑοισι κομάσαι, cf. 
Verg. Ecl. V 38: pro molli viola, 
pro purpurea mnarcisso carduus et 
spinis surgit paliurus acutis. VIII 
53: narcisso floreat alnus. 

νᾶσος (sg. νᾶσος, -0t0, -co, -Ov. 
pl. νάσοις) insula 1 194: £v9^ ἐπὶ 
νᾶσον | vàv Σικπελάν. XXVIII 18: 
νάσω Τρινακρίας μύελον : h. e. Siciliae, 
quae item dicitur VI 23. XVI 85. 
XVII 90: νάσοις Κυκλάδεσσιν. — dea 
insulae XVII 71: ὡς ἄρα νᾶσος ἔει- 
πεν: sc. Κόως, cf. v. θ4. 

ναῦς (sg. ναῦς, νᾶός, νηός, νᾶΐ. 
pl. νᾶες, -ὦν, -ας, νῆας) navis XI 61: 
αἴκα τις σὺν ναὶ πλέων ξένος ὧδ᾽ 
ἀφίκηται. XVII 100: ϑοᾶς ἐξάλατο 
. ψαός. VII 152: τὸν κρατερὸν Πο- 
λύφαμον, ὃς ὥρεσι νᾶας ἔβαλλε (Heins. 
coni. pro λᾶας v. λάας). XVII 90. 
XXII 8. 17. 219. Argo dicitur XIII 
68: ναῦς γέμεν ἄρμεν᾽ ἔχοισα us- 
τάρσια τῶν παρεόντων. 22. XXII 81: 
Ἰησονίης ἀπὸ νηός. 19: Μαγνήσσης 
ἀπὸ νηός. (de XVII 48 v. νᾶμα). 

ναύτης nauta Xlll 51: ναύταις 
δὲ τις εἶπεν ἑταῖρος. XXII 17: ἐκ 
βυϑοῦ ἕλκετε νᾶας | αὐτοῖσιν ναύ- 
ταισιν ὀιομένοις ϑανέεσθϑαι — (var. 
ναύτῃσιν). 

vevtiAie navigatio XIII 21: τᾶ- 
pog ναυτιλίας μιμνάσκετο ϑεῖος ἄωτος. 


νᾶμα — νέκταρ 


ναυτίλος nauticus, navigator Ep. 
IX 1: ἄνϑρωπε, ξωῆς περιφείδεο, 
μηδὲ παρ᾽ ὥρην | ναυτίλος ἔσϑι. 

νεβρίς hinnulei pellis Kp. Τ 4: ve- 
βρίδα, τὰν πήραν, ἃ πολ ἐμαλοφόρει. 

νεβρός m. f. (sg. νεβρός, -à, -óv. 
pl. νεβρώς. vocalis prioris syllabae 
ubique producitur praeter Xü 6.) . 
pullus cervinus XXIV 84: νεβρὸν ἐν 
εὐνᾷ | καρχαρόδων σίνεσϑαι ἰδὼν 
λύκος οὐκ ἐϑελήσει. XIII 61: λὲς 
ἐσακούσας | νεβρῶ φϑεγξαμένας τις 
ἐν οὔρεσιν (νατινεβροῦ). ΧΙ 6: ἐλα- 
φροτέρη μόσχου νεβρός. XI 40: τράφω 
δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς, | πάσας μηνο- 
φόρως. VIII 89. ΐ 

γνεικείω (ion. pro ψεικέω) Tixor, 
altercor 1 34: πὰρ δέ of ἄνδρες | 
καλὸν ἐϑειράξοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλο- 
ϑὲεν ἄλλος | νεικείουσ᾽ ἐπέεσσι, cf. TI. 
XV 210: νεικείειν — ἐπέεσσιν. 

veixog contentio XXII 129: ἀνέ- 
σχεϑὲ νεῖκος ἀπαυδῶν | ἀμφοτέρας 
ἅμα χεῖρας. 172: νεῖκος ἀναρρήξαν- 
τας ὁμοίιον. 180: μέγα νεῖκος ἀναιρεῖν. 

Νείλευς (aeol pro Νηλεὺς) Ne- 
leus, Codri filius, *qui pulsus Athenis 
Miletum condidit?; ΧΧΎΠΙῚ 8: ϑέρ- 
σεισ᾽ ἄμμιν ὑμάρτη πόλιν ἐς Νείλεος 
ἀγλάαν (Hartung. et Bergk. e coni. 
pro νείλεο, Ahr. et Ziegl. c. lunt. et 
Call. Neiso). 

Νεῖλος Nilus, Aegypti flumen VII 
114: πέτρᾳ ὕπο Βλεμύων, ὅϑεν οὐ- 
κέτι Νεῖλος ὁρατός. XVII 80: Νεῖ- 
λος ἀναβλύξων διερὰν ὅτε βώλακα 
ϑρύπτει. 98: πολυκήτεα Νεῖλον 
ὑπερβᾶς. 

νειός novale XVI 94: νειοὶ δ᾽ 
ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον. XXV 25: 
τριπόλοις σπόρον ἐν νειοῖσιν | ἔσϑ'᾽ 


ὅτε βάλλοντες καὶ τετραπόλοισιν 
ὁμοίως. 


γξχρός (sg. νεκρός, -ῷ, -όν. pl 
νεκρῶν. vocalis prioris syllabae bis 
brevis est, quater producitur.) 1) cor- 
pus mortuum, Leichnam XXIII 53: 
τὸν νεκρὸν εἶδεν  αὐλᾶς ἐξ ἰδίας 
ἠρτημένον. 41. 55. XXII 119. — 
2) adi. mortwus XXIII 52: τὰν δ᾽ 
ἕδραν δ᾽ ἐκύλισεν ὑπὲκ ποδὸς ἠδ᾽ 
ἐκρεμάσϑη | νεκρός. Ad. 2. 

véxvaQ nectar, potio deorum XVII 
28: ἐπεὶ δαίτηϑεν ἴοι κεκορημένος 
ἤδη | νέκταρος εὐόδμοιο: Hercules. — 
met. de vino VII 153: (τὸν κρατερὸν 
Πολύφαμον) τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ᾽ 





AUOD KT we 
d Eee Tope 
EN xU Uer 
SENI S ; 
— 


u— — ——— —— n 


νέκυς — νευρειή 


αὐλία ποσσὶ χορεῦσαι. de poesi VII 
82: οὔνεκά VI end Μοῖσα κατὰ 
στόματος χέε νέκταρ, cf. Pind. ΟἹ. 
VIE 1: νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν. 

γνέχυς 1) corpus mortuum, Leich- 
nam l| 12: 'Exáre, τὰν καὶ σκύλα- 
κες ovt | ἐρχομέναν νεκύων 
ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα. XXI 
177: ἅλις νέκυς ἐξ ἑνὸς οἴκου | εἷς. 
— 2) plur. inferi, mortui XVI 43: 
δειλοῖς iv νεκύεσσι μακροὺς αἰῶνας 
ἔκειντο. XXIX 38: φύλακον νεκύων 
πεδὰ Κέρβερον. 

Νεμέη Nemea, locus agri Argivi 
silvosus XXV 182: ὅππως τ᾽ εὔυδρον 
Νεμέης εἰσήλυϑε χῶρον. 

Éugog Nemeaeus XXV. 169: κοί- 
λὴν αὖλιν ἔχοντα Διὸς Νεμέοιο παρ᾽ 
ἴλσος. 380: οὗτός τοι Νεμέου γένετ᾽, 
ὦ qiie, ϑηρὸς ὄλεϑρος. 

νεμεσζω  succenseo XXVII. 62: 
pm, μὴ νεμέσα σοῖς ῥήμασιν οὐ- 


νεμεσσᾶτός plenus irarum 1101: 
Κύπρι νεμεσσατά, Κύπρι ϑενατοῖσιν 
ἀπεχϑής. 

νέμω (act. praes. νέμεις, -£t, -0t, τῶν, 
-ovra. ipf. ἔνεμεν. — med. pr. »é- 

«t, νέμεσϑθί(ε), νέμεσθαι) 1) tribuo 

169: ἶσον “ωριέεσσι νέμων͵ γέρας. 
Ep. XIV 1. XXIII 1. — 2) pasco, depasco 

52: dg Προτεὺς φώκας, xal θεὸς 
ὦν, ἔνεμεν. VIIL 2. c. acc. loci VIII 
40. abs, VIII 66. Med. pascor IV 
14: οὐκέτι λῶντι νέμεσϑαι (rcl δα- 
uoi) XXVII 47: καλὰ νέμεσϑ᾽ V 
100. VII 69. XXV 9. — 3) incolo 
XXV 171: Tíovvéa νέμων πόλιν. 

νεογῖλός recens natus XVII 58: 
καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος vtoyi- 
λὸν ἐόντα (Ahr. et Ziegl c. var. 
νεογιλλὸν). 

νεόγραπτος nuper pictus XVIII 
3: € νεογράπτω ϑαλάμω χόρον 
ἐστάσαντο. 

νεόδρεπτος foliis recentibus tectus 
XXVI 8: (ἱερὰ ποπανεύματα) εὐφά- 
peg κατέϑεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βω- 
μῶν, οἵ. Verg. Aen. III 25: ramis 
legerem ut frondentibus aras. 


νεύκλωστος recens leztus XXlV 
44: ἤτοι Oy ὠριγνᾶτο νεοκλώστου 
τελαμῶνος. 

νεολαία iuventus XVIII 24: τε- 
τράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς νεολαία. 

ψέομαι 1) redeo XXIV. 98: ἂψ δὲ 
νέεσθαι | ἄστρεπτος (Ahr, et Ziegl. 


181 


e coni Hermanni νεέσϑω). XVI 938. 
XVII 56: νεύμεϑα κἄμμες ἐς oo- 
$oov: ἐλευσόμεϑα. Schol. — 2) eo 
XXV 206: αὐτὰρ ἐγὼ κέρας ὑγρὸ 
ἕλων κοίλην τε φαρέτρην | ἰῶν ἐμ- 
πλείην νεόμην. 

— à m. νέος, -ov. ἔ, νέας. nm. 
véov. pl. m. νέοισιν. n. νέα. — 
comp. m. νεώτερος, -Ov. n. νεώτε- 

) 1) novus VII 16: κνακὸν δέρμ᾽ 
ὥὦμοισι νέας ταμίσοιο ποτοσδον. XXIII 
55: οὐ κλαῦσε νέον φόνον. XXVII 
81: νέον φάος ὄψεαι υἷας. --- XXIV 
40: ἔστι τί μοι κατὰ δῶμα νεώτερον: 
aliquid novi h. e. malum inopinatum, 
cf. Her. VIII 21: ἤν τι καταλαμβάνῃ 
νεώτερον τὸν πεζόν. — 2) iuvenis, 
adolescens, parvus, novellus, de aetate 
XXIV 101: Ἡρακλέης δ᾽ ὑπὸ ματρὶ 
νέον φυτὸν ὥς ἐν ἀἁλωᾷ | ἐτρέφετο. 
XXV 104: νέα τέκνα φίλαις ὑπὸ μη- 
τράσιν ἴει: h. e. vaecis. ΧΠῚ 26. 
comp. XXIX 26: πέρυσιν ἦσϑα νεώτε- 
ρος. XXIV 2: νυχτὶ νεώτερον Ἶφι- 
κλῆα. — pro subst. XXX 15: μὴ σὺ 
νέος (cod. μὴ ww£og) τὰν ἰδέαν πέλη; 
Ep. XVI 5: τοῖς νέοισιν ἅδετο. Vili 
42: τὰ νέα τρέφεται, | ἔνϑα καλὰ 
Ναὶς ἐπινίσσεται: τὰ νεογνὰ τῶν 
βοῶν, τῶν αἰγῶν καὶ τῶν λοιπῶν. 
Gloss. 

νεοσσὸς pullus gallinaceus XIV 
14: δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς | ϑη- 
λάξοντά τε χοῖρον. 

γνεοτευχής nuper confectus l 28: 
(κεσσύβιον) ἀμφῶες, νεοτευχές. 

νεότης iuventus XXIV 131: lv 
γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα. XXIX 28: 
νεότατα δ᾽ ἔχην παλινάγρετον οὐκ ἔστι. 

νεότμᾶτος recens abscissus VII 
134: (ἐκλίνϑημες) ἔν τε νεοτμάτοισι 
γεγαϑότες οἰναρέαισιν. 

νεῦχμός novus XXIV 65: “λχμήνα 
— τέρας κατέλεξε νεοχμόν. 

νέποδες posteri XVII 25: ἀϑάνα- 
τοι δὲ καλεῦνται £ol νέποδες γεγαῶτες. 

,“νέρϑε(ν) subter XXV 146: κατὰ 
δ᾽ αὐχένα νέρϑ᾽ ἐπὶ γαίης amete 
βαρύν xo ἐόντα. c. gen. XXI 13: 
νέρϑεν τὰς κεφαλᾶς φορμὸς βραχύς. 

νευρά nervus arcus XXV 235: τῷ 
δ᾽ ἐγὼ ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς προ- 
ἕαλλον, cf. Il XI 664: ἰῷ ἀπὸ νευ- 
ρῆς βεβλημένον. 

νευρειή ij. q. νευρά XXV. 212: 
δὴ τότε τόξον ἑλὼν στρεπτῇ ἐπέλασᾳφα 
x0 9o vy | νευρειήν. 





188 


νεῦρον nervus XXV 148: 0 δέ of 
ἐδρὶ νεῦρα τανυσϑείς |. μυὼν ἐξ ὑπά- 
roio βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη. 

νευστάξζω «uto XXV 259: (Ais) 
ἐπὶ τρομεροῖς ποσὶν ἔστη | νευστάξζων 
κεφαλῇ, cf. Od. XVIII 240: ἧσται 
νευστάξων κεφαλῇ, μεϑύοντι “ἐοικώς, 

νεύω 1) innuo u 100:  πήπεί κά 
νιν ἐόντα μάϑης μόνον, ἄσυχα νεῦ- 
σον. — 2) annuo, de deo Ep. IV 15: 
ἣν δ᾽ ἄρα νεύσῃ (vulg. ἀνανεύσῃ), | 
— ἐθέλω τρισσὰ Sn τελέσαι. fut. 
dor. VII 109: εἰ δ᾽ ἄλλως »ευσεῖς (e 
coni. scr. pro νεύσεις, VEUGOLG, VEU- 
σαις): h. e. ἀνανευσεῖς. — 3) inclino 
me, de pugile: XXII 90: σὺν δὲ μά- 
χὴν — πολὺς δ᾽ ἐπέκειτο, νε- 
νευκώς ] ἐς γαῖαν. — procumbo mo- 
ribundus XXII 203: ὁ δ᾽ £g στόμα 
κεῖτο νενευκώς. 

νεφέλη nubes XXII 20: 
δὲ διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι. 

νέφος swubes XXV 89: ὡσεὶ νέφη 
ὑδατόεντα. XVII 72: (ὁ δ᾽ ἔκλαγε 
gov) ἐ ἐς τρὶς ἀπὸ νεφέων μέγας αἰετὸς 
αἴσιος ὄρνις, cf. Il. XVI 374: ὕψι δ᾽ 
ἄελλα | σκέδναϑ'᾽ ὑπὸ νεφέων. 

νέω no ΧΙ 60: νῦν μάν, ὦ κόριον, 
νῦν αὐτόγα νεῖν μεμαϑεῦμαι. 

νέωτα adv. c. praep. εἰς: ὧν no- 
vum annwunmn, anno inptquenit XV 143: 


ἴλαϑι viv, φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς véov 
εὐθϑυμήσαις. 

Νήαιϑος Neaethus, fluvius Cro- 
toniensis IV 24: (ἐλαύνεται) ποτὶ τὸν 
Νήαιϑον, ὅπᾳ καλὰ πάντα φύοντι 
(var. Ναύανϑον). 

νήλευστος non conspicuus Syr. 20: 
κούρᾳ Καλλιόπα νηλεύστῳ: Echo di- 
citur. 

raAUxoG , discalceatus, pede nudo 
IV 56: εἰς ὄρος ὄκχ᾽ ἕρπῃς, μὴ vij- 
λιπος ἔρχεο, Βάττε (e cod. k scr. A. 
Fritzschius pro ἀνήλιπος v. ἀνάλιπος). 

νῆμα filum, stamen XXIV 14: moÀ- 
λαὶ ᾿Δἀχαιιάδων μαλακὸν περὶ γούνατι 
νῆμα (Cam., νεῖμα Call. νᾶμα, vulg.) 
χειρὶ κατατρίψοντι ἀκρέσπερον ἀείδοι- 
σαι} ᾿Δλκαμήναν. 

νήπιος infans, parvulus Ep. XV 
1: νήπιον υἱὸν Lp Lace. Ep. XXV 3: 
ποϑέουσα τὸν εἰκοσάμηνον ἀδελφόν 
νήπιον. 

Νηρηΐς Nereis, Nerei filia VIT 59: 
ἁλκυόνες, ,γλαυκαῖς Νηρηΐίσι ταὶ τὰ 
μάλιστα Ϊ ὀρνίχων ἐφιλάϑεν. 

»v4oti9uog innumerus XXV 957: 


νεφέλαι 


νεῦρον -- viv 


κτῆσιν ἐποψόμενος, ἥ οἵ νήριϑμος 
ἐπ᾽ ἀγρῶν. 

γνέξζω, νίπτω lavo XV 82: παῦε, 
Oy οἷα «ϑεοῖς ἐδόπει, τοιαῦτα νέ- 
γιμμαι: 'nam satis munda sum, ut 
potui lavi"; ἀντὶ τοῦ εἴτε καλῶς εἴτε 
κακῶς. Sehol. XVI 62: ὕδατι νίξειν 
ϑολερὰν διαειδέι πλίνϑον, cf. I. VII 
495: ἀλλ᾽ ὕδατι ví£ovrsc; de sensu cf. 
Ter. Phorm. I 3, 9: laterem lavem. 


vizà, νίχη victoria 1V 21: κακᾶς 
ἠράσσαο νίκας. — XII 8: μέτριος 
ἦν ἐν πᾶσι, χορῷ δ᾽ ἐκτήσατο νίκην 
| ἀνδρῶν. 

vixéqv (act. praes. νικῶ, νέκημι: 
νικῶν. ipt. dor. víxm. fut. dor. νι- 
κασεῖς, -siv. νικάσειν. "aor. ἐνέκα- 
σας. νικάσας. — pass. pf. νενίκην- 
vut) 1) vinco, supero, abs. VIII 
84: λάξεο τὰς σύριγγας᾽ ἐνίκασας 
γὰρ ἀείδων. 89. c. acc. VII 40: 
(οὔτε, τὸν ἐσϑλόν) Σικελίδαν νίκημι 
τὸν ἐκ Σάμω οὔτε Φιλητᾶν | ἀείδων. 
ΧΧΧ 26: ὄττις δοκέμοι τὸν δοῖο 
χανον | νικάσειν Ἔρον. V 38. Vn 
7T. 10. — praes. pro perf. I 113: τὸν 
βούταν νικῶ “άφνιν, ἀλλὰ μάχευ 
μου: fsum vietrix'. ὙΠΙ 17; cf. VI 
46: νέκη μὰν οὐδάλλος, ἀφήσδαξοὶ δ᾽ 
ἐγένοντο: 'victor erat?. — (de XXI 
32 v. νυστάξω.) — 2) Pass. Succumbo 
XVI 15: νενέκηνται 0^ ὑπὸ κερδέων. 


Nixi&a (aeol. pro Νικιαία) Niciea 
XXVIII 9: δῶρον Νικιάας εἰς ὀλόχω 
χέρρας ὀπάσσομεν (ab Ahr. res st. 
pro vulg. Nuuéeg): pro gen. Νικίου, 
cf. XV 110: ἁ Βερενικεία ϑυγάτηρ: 
Berenices filia. 


Νιχέας Nicias Milesius, medicus 
insignis idemque poeta, Theocriti 
amicus XI 2: οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα 
πεφύκει φάρμακον ἄλλο, | Νικία, --- 
ἢ ταὶ Πιερίδες. XIII 2. XXVIII 6: 
ὅππως ξέννον ἔμον τέρψομ᾽ ἴδων κάν- 
τιφιλήσομεν | Νικίαν, Χαρίτων ἐμε- 
ροφώνων ἴερον φύτον. Ep. VII 1: 
ἦλϑε καὶ ἐς Μίλητον ὃ τοῦ ᾿Παιήσνος 
υἷός, | ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισό- 
μενος | Νικίᾳ. 

?oyiv (plerumque in thesi, ubi se- 
mel producitur positione; in arsi 
quater.) acc, encl. 1) ewm II 10: vov 
δέ νιν ἐκ Ovécv καταδήσομαι. T 42. 
II 9. 100. 103. 157. III 16. 48. IV 
6.8. V 66. VII 13 (ci.. 80. XIII 8. 
XV 182. XXIV 66. XXVI 12. Ep. 
XVI 3. XIX 4. c. praep. 1 48: 








ser. pro vulg. μὲν, ut. VII 18). 
eam I 151: ὧδ᾽ ἴϑι, Κισσαίϑα, 
τὸ δ᾽ ἄμελγέ νιν. IV 11. 80. 54. 
VI 8. 11. 29. VII 23. XI 70 (ci). 
4d 1 150: Ὡρᾶν πεπλύσϑαι νιν 


(ὁ. ) ἐπὶ κράναισι ϑοκησεὶς. 


“Μεγαρῆες ἀριστεύοντες —— τοὺς 
τῆς ᾿ἀττικῆς Μεγαρέας Ni- 
σαίους καλεῖ. ἐπίνειον γὰρ Μεγαρέων 
ἡ Νίσαια. | Schol. 


νέσσομαε eo VII 25: ὥς τοι ποσὶ 
| πᾶσα λέϑος πταίοισα 
ἀρβυλίδεσσιν ἀείδει. 
nitrum, 8αἷ alcalinus XV 
καὶ ἀπὸ σκανᾶς 


——  κἦῆνϑε φέρων ἅλας ἄμμιν, 


ἀνὴρ τ κά 
—— 33: ἐν Ζρα- 
κάνῳ νιφόεντι. XXII 28: νιφόεντος 


στόμα Πόντου. 
ἀνὲν (act, praes. νοέεις, -ἔοντι; 
ψοέοντος, -α. fut. νοήσω. aor. 
τας, -£v,-«v. voljcci. νοήσας. 
— aor. ion. νωσάμενος) 1) ami- 
madverto, cognosco, video, c. acc. XIII 
39: τάχα δὲ κράναν ἐνόησεν. XXV 
194: (τὸ μὲν ὅττι με πρῶτον ἀνήρευ,) 
αὐτὸς καὶ —— εἴα κατὰ στάϑμην 
VII 46. XXIV 31. suppl. 
x EY iow ἔνϑα μοι ἀϑανάτων 
τις ἐπὶ φρεσὶ ϑῆκε νοήσας | αὐτοὶς 
Mpe. — ἀνασχίξειν ἥχεσσι 
(e coni. Mein. scr. pro νοῆσαι). add. 
part. XXV 262: τὸν uiv ἐγὼν ὀδύ- 
£ovta ίαις | — 

I 103. 8 

| XXIV ἢ οὐ νοέεις ὅτι 
Ae -— ^» animo tolo, 


31: ταῦτα 
ποτιμώτερον. xf o 
εἴ τι ϑεοὶ νοέοντι πονηρόν. 


λάν, ἂν οὐκ ἄλλος ἀνὴρ ἊΣ 


cogitatum , Sensus E XI 
2: δεινὸς ἀπ᾿ ὀφθαλμοῦ xal τὸ ree 


— prudens XXV t 

80: εἴ o 

καὶ φρένες ὧδε voruovsc ἔνδοϑεν ἦσαν. 

N Nomaea, mater Daphni- 

dis XXVII 41: Z« ἐγώ, Avxidag 
τε πατήρ, μήτηρ δὲ Νομαίη. 

(pl. νομῆες, -ἤων, -εὔσι(ν). 
lantummodo in exitu hex) pastor 
VH 28: συριγκτὰν μέγ᾽ bereit ye ov iv 
τενομεῦσιν ἦν Y ἀμητήρεσσι. XX 


δέ δύ᾽ ἀλώπεκες ( 
v νιν. xeg (Ziegl. 







Νισαῖος — νόσος 


189 


(ϑηεῖτο βοαύλους,) ἥντινά οἵ κτεώνων 
κομιδὴν ἐτίϑεντο νομῆες. 133. IX 29. 

νομεύω (praes. νομεύω, τει, τοις, 
-siw, -ων. fut. dor. νομευσῶ. ipf. ἐνό- 
uevov. aor. ἐνόμευσεν. praes. et 
fut. formae ubique in exitu hex.) 
pasco, abs, VII 113: ἐν δὲ ϑέρει πυ- 
μάτοισι παρ᾽ «Αἰϑιόπεσσι νομεύοις 
(Ziegl. e coni Mein. ὁδεύοις). ΧΧ 
35. c. acc. III 46: ἐν ὥρεσι μᾶλα 
νομεύων. 1 109. XXVII 68; ef. Od. 
IX 336: καλλέτριχα μῆλα voutvor. 
114: τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε vo- 
μευσῶ. ΝῊ 87. VH 37: τὰ δὲ 
πώεα καλὰ νομεύω. I 120: ὁ τὰς 
βόας ὧδε νομεύων. 

vogti pastio, pascuum VIII 41: 
παντᾷ fao, παντᾷ δὲ νομαί. 

»0, lege. sancio, pass. XXIV 
95: ἔπειτα δ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον, ὡς 
νενόμισται, ϑαλλῷ ἐπιρραίνειν ἐστεμ- 
μένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ: ut est sollenne, 
solenniter. 

γνόμιος pastoralis XXV 21: An à- 
λωνος νομέοιο | ἱερὸν ἁγνόν, ξεῖνε, 
τελειοτάτοιο ϑεοῖο. 

νομός (sg. νομῷ, ὅν. pl. νομοί) 
pascuum X V 133: οἱ καὶ ἀτιμα- 
γέλαι βόσκοντ᾽ ἐρυϑηλέα ποίην | ἐν 
vono. 14. XXVH 33. 

γόος (8g. νόος, νοῦς, νόοιο, -ῳ, -ον. 
dor. νῶν ter.) 1) vis cogitandi: mens, 
animus XXVIII. 2: γύναιξιν, νόος 
οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος: 'quibus 
est animus compos diligentiae do- 
mesticae'. XXV 62: νόῳ δ᾽ ἔτι πόλλ᾽ 
ἐμενοίνα. consilium, prudentia XXI 
160: κόραε οὔτε φυῆς ἐπιδευέες οὔτε 
m XI 74: τάχα κα πολὺ μᾶλλον 
ἔχοις và» (vulg. νοῦν). XXI 32. 33. 

XX 31 (ci) — , cogitatum, opinio 
VII 30 — 39: κατ᾽ ἐμὸν νόον: mea 
opinione, XXV 67. — 2) vis sen- 
tiendi: animus XIV 21: τέν᾽ ἔχειν 
us δοκεῖς νῶν (vulg. νοῦν);: 'quid 
tune mihi animi fuisse existimas Ὁ᾽ 
XXVH 22. — animus, cupiditas, vo- 
luntas 1 31: ἄλλοκα δ᾽ αὖ ποτὶ τὸν 
ῥιπτεὶ νόον, cf. XVII 48. XIV 51: 
ὥὦφελε μὰν χωρεῖν κατὰ νῶν τεόν 
(vulg. νοῦν): ex (animi) sententia. 

aegroto, de labrorum fissu- 
ris XX 9: γχείλεά τοι νοσέοντι, χέρες 
δέ τοι ἐντὶ μέλαιναι. 

νόσημα morbus, met. de amore 
XXX 1: der τῶ χαλέπω καϊνομόρω 
τῶδε νοσήματος. 

νόσος (sg. νόσος, 


iom. ψοῦσος; 


190 


νόσω. plur. νόσων, acc. aeo]. νόσοις) 
morbus XXV 121: οὐ μὲν γάρ τις 
ἐπήλυϑε νοῦσος ἐκείνου | βουκολίοις. 
XXVIII 20: (πόλλ᾽ ἐδάη cógo) &v- 
ϑρώποισι. νόσοις φάρμακα λύγραις 
ἀπαλαλκέμεν. Ep. VII So met. 
de amore II 85: ἀλλά μέ τις καπυρὰ 
νόσος ἐξεσάλαξε. 95: εἶ" «ἄγε, Θε- 
στυλί μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι μᾶ- 
gos, οἵ, XXX [24]. 

vooros reditus XVII 120: ἀέρι τᾷ 
κέκρυπται, ὅϑεν πάλιν οὐκέτι νόστος. 

νόσφϊν 1) procul. VII 127: (γραία) 
ἅτις ἐπιφϑύξουσα τὰ μὴ καλὰ νόσφιν 
ἐρύκοι. — 2) sequ. ἤ: praeterquam 
XXV 197: (ἕκαστα λέγοιμί κε) νόσφιν 
γ᾽ 7, ὅϑεν ἤλϑε. 

νότιος hwmidus, wvidus 11 107: 
ἵδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν 
ἐέρσαις. 

Νότος Notus, Auster XIII 29: .EA- 
λάσποντον ἵκοντο Νότῳ ,τρέτον dpi 
ἀέντι. VII 53: χῶταν ἐφ᾽ ἑσπερίοις 
ἐρίφοις Νότος ὑγρὰ διώκῃ | κύματα. 57: 
χαλκυόνες στορεσεῦντι τὰ κύματα τάν 
τε ϑάλασσαν [τόν τε Νότον τόν τ᾽ 
Εὖρον, ὃς ἔσχατα φυκία κινεῖ. XXV 
91: ἠὲ Νότοιο βίῃ ἠὲ Θρῃκὸς Βορέαο. 

νοῦσος v. νόσος. 

νὐμφᾶ, Νύὐμφᾶ (1) sg. rompe: 
-αν, -«. pl. νύμφαις. — 3) sg. Νὺύμ- 
φαν. pl. Νύμφαι, -&v, -αις, -αἰσιν, 
-àg, dor. Νύμφᾶς IV 29) I) νύμιφα 
1) mulier recens nupta, II 137: (xol 
παρϑένον ἐκ ϑαλάμοιο) καὶ νύμφαν 
ἐσόβησ᾽ ἔτι δέμνια ϑερμὰ λιποῖσαν | 
ἀνέρος (Ἔρως). VIII 91: οὕτω καὶ 
νύμφα γαμεϑεῖσ᾽ ἀκάχοιτο. XVIII 
49. — 2) sponsa XXII 146: δαιμό- 
νιοι, τί μά nc ἱμείρετε; πῶς δ᾽ ἐπὶ 
eum ot | ἀλλοτρίαις χαλεποί, γυμναὶ 

ν χερσὶ μάχαιραι: — 8) virgo 
ür 18: ὦ xvevogov | νύμφα (Ahr. 
N5?ugo): appellatur Amaryllis, ut 
IIl 9. — ΠῚ Νύμφαι deae, singu- 
larum in naturà rerum praesides; 
adsunt imprimis pastoribus, qui ob- 
secrant per eas atque iurant I 12: 
λῇς ποτὶ τὰν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, 
τεῖδε καϑίέξας — συρέσδεν: V 10. — 
IV 29: o? τήνα γ᾽, οὐ Νύμφας, ἐπεὶ 
ποτὶ Πῖσαν ἀφέρπων | δῶρον ἐμοί νιν 
ἔλειπεν. V 11. quibus sacrificant 
lae, olivum, capellas, agnas V 53: 
στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γά- 
Aexrog | ταῖς Νύμφαις, στασῶ δὲ καὶ 
“ἁδέος ἄλλον ἐλαίω. 12: (ἔϑυσε) ταὶς 
Νύμφαις τὰν αἶγα. 148: πρὶν ἤ γ᾽ 


νόστος — νῦν 


ἐμὲ καλλιερῆσαι | ταῖς Νύμφαις τὰν 
ἀμνίδ᾽. 140. versantur in montibus, 
in antris, in undis I 66: πᾷ mox ἄρ 
769" , ὅκα dig ἐτάκετο, πᾷ ποκα 
Νύ vig; |3] κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα; 
ῇ κατὰ Πίνδον: J οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέ- 
γαν ῥόον εἴχετ᾽ "Avézo, | οὐδ᾽ Αἴτνας 
σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος f; ἱερὸν ὕδωρ. V1: 
οὐ μὰν οὐ ταὐτας τὰς λιμνάδας, ὦὠγαϑέ, 
Νύμφας. VIII 93: Νύμφαν — Node 
γᾶμεν. VII 137. 154. XIII 43. 44. 
53. carmina docent pastores VII 92: 
Νύμφαι κήἠμὲ δίδαξαν ἀν᾽ doro βου- 
κολέοντα | ἐσϑλά. Musae ipsae vo- 
cantur Nymphae VII 148: Νύμφαι 
Κασταλίδες Παρνάσιον αἷπος ἔχοισαι. 
propitiae sunt pastorum custodes I 
141: τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν 
οὐ Νύμφαισιν ἀπεχϑῆ: Daphnim, cf. 
I 66. nonnunquam etiam perniciosae 
XIII 43: ὕδατι δ᾽ iv μέσσῳ Νύμφαι 
χορὸν ἀρτίξοντο, | Νύμφαι ἀκοίμητοι, 
δειναὶ ϑεαὶ ἀγροιώταις, | Εὐνείπα 
καὶ Μαλὶς ἔαρ 9" ὁρόωσα Νύχεια. 
XIII 53. 


νυμφίος 1) novus maritus XVII 
128: ἰφϑίμα τ᾽ ἄλοχος, τᾶς οὔτις 
ἀρείων | νυμφίον ἐν μεγάροισι γυνὰ 
περιβάλλετ᾽ ἀγοστῷ. -- 2) Sponsus 
XXII 155: μνηστεύειν ἀλόχους, αἷς 
νυμφίοι ἤδη ἑτοῖμοι. 179. 


γὺν, νὺ part. encl. significat unam 
rem continuo fieri post alteram ita- 
que natura sequi ex ea atque con- 
cludi: nunc (statim) igitur, nimirum, 
scilicet, in interrogatione: udeso 
V 128: ἐλϑὼν τὰν κυκλάμινον ὄρυσσέ 
νυν ἐς τὸν Ἅλεντα, ubi νυν respicit 
voe. αὐτίκα v. 121. X 10: οὐδαμά 
vvv συνέβα τοι ἀγρυπνῆσαι δι ἔρωτα; 
I 82: Ζαφνι τάλαν, τί νυ τάκεαι (al. 
τὺ); XXV 187: οἵ δέ νυ καὶ ψεύ- 
δεσϑαι ὁδοιπόρον ἀνέρ᾽ ἔφαντο. 40: 
ἦ ῥά νυ παῖδες | ἀϑανάτων τοιοίδε 
μετὰ ϑνητοῖσιν ἔασι, cf. I1. ΠῚ 188: 
ἦ ῥά νύ τοι πολλοὶ δεδμήατο κοῦροι 
Ἀχαιῶν. 


vov (plerumque in prima arsi hex.) 
adv. 1) «wnc, praesenti tempore, hoc 
tempore, c. praes, fut. aor, V 141: 
φριμάσσεο πᾶσα τραγίσκων [νῦν ἀγέλα. 
lI 38: νῦν ϑυσῶ τὰ “πίτυρα. V 128: 
τὺ δ᾽ ὦ κακὲ καὶ τόκ᾽ ἐτάκευ | βα- 
σκαίνων καὶ νῦν μὲ τὰ λοίσϑια γυ- 
μνὸν ἔϑηκας. II 54. III 15. X 1. 
6. XI 28. 64. XII 20. XIV 47. 
XV 148. 144. XXV 177. XXX 99, 


ἂν «Δαν 


νύξ -- 


adi est XVI 13: τίς τῶν νῦν 
add, iculae: rov "| 


0. 5 ΕΣ 
159. XXIX 81. g 
60. XV 131. XVIII 19. 
etiamnunc XV 2. ἔτι xol 
169. (de II 60 y. ,καινός.) 
XVI 76. --- αὐτόγα νῦν 
e —* ΧΙ 60, — 2) 
Cra (quum ita se res habeat), 
enunt. condit. ubique c. part. 
x coni. XXV 80: εἴ of καὶ φρένες 
ὧδε νοήμονες ἔνδοθεν ἦσαν, | ἤδει 
δ᾽ fol a χαλεπαινέμεν ᾧ τε xal 
οἵ ϑηρῶν τις ᾿ἐδήρισεν 
περὶ τιμῆς | νῦν δὲ λίην ξάκοτόν τὲ 
ig γένετ᾽ αὔτως. 1 182. 
I 130. 51. XXIX 14. 
νύξ (sg. νυκτός, 860]. νύκτος ci. 
; τέ, -«. pl νύκτες, -«g) 1) 
nor XI 44; ἄδιον iv τὥντρῳ παρ 
ἐμὶν τὰν νύκτα διαξεῖς. 11. Χ 18. 
95.28. XXIV2. XX 45: 
δ᾽ m νύκτα καϑεύδοις. 


ΕΣ σεν: 
ΠῚ 


ΜῊ 
] 


Pi: 


intempesta. 1 
"ipsa nocte — 
πόλλα δ᾽ ὄρη vvxrog (cod. xke τὰ 
ἐνύπνια: noctu; cf. XIV 41. XXI 4. 


γύξ. Verg. Aen. I 89: eis nox in- 
cubat atra. — 2) Noc, dea noctis 
IH 165: (χαέρετε δ᾽ ἄλλοι) ἀστέρες, 
εὐκήλοιο κατ᾿ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπα- 
δοί, — 8) occidens Ep. XIX 3: , (0$ 
———— o διῆ ἤλθε κἠπὶ νύκτα 


oriente occiden- 
im Di X N. D. 


II 66. 
A T. nova mupta XVIII 
15: κείς ἐξ ἔτεος, Μενέλαε, τεὰ 
νυὸς ἅδε. "V 11: κάλλιστ᾽" 'ivóoi 
πᾶσαι᾽, ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀποκλάξας: 
"non egemus pluribus"; ἀποκλείσας 
τὴν νύμφην τις 'καλῶς τά γε ἔνδον 
M ἔνι ἔχει᾽ φησί. Schol. 
γνύσσα meta, καμπτήρ XXIV 111: 


νῶτον 191 
ἵππους δ᾽ ἐξελάσασϑαι ὑφ᾽ ἅρματι 
καὶ περὶ νύσσαν ἀσφαλέως κάμπτοντα 
τροχῶ σύριγγα φυλάξαι. 

γνύσσω ἢ pungo, caedo XXII 193: 
πολλὰ μὲν ἐς σάκος εὐρὺ καὶ ἱππό- 
—— τρυφάλειαν | Κάστωρ, πολλὰ δ᾽ 
ἔνυξεν ἀκριβὴς ὄὅ ὄμμασι Δυγκεύς | τοῖο 
σάκος, φοίνικα δ᾽ ὅσον λόφον ἵκετ᾽ 
ἀκωκή. — 9) impello, pulso XXI 50: 
εἶθ᾽ ὑπομιμνάσκων rà τρώματος ἠρέμ᾽ 
ἔνυξα (τὸν ἰχϑύν) | καὶ νύξας ἐχάλαξα 
(e. Briggsii coni. ser. pro νύξαε v. 
vocat). 

νυσταξζω dormito, fut. dor. met. 
XXI 32: o? γὰρ νυσταξῇ κατὰ τὸν 
νόον (ex Ameis. et A. Fritzschii coni. 
ser. pro ψικαξῆ v. νικάξῃ: Ahr. et 
Mein. e coni Briggsii εὖ γὰρ ἂν 
εἰκάξαις). 


Νύχεια Nychiía nympha XIII 45: 
Εὐνείκα καὶ Μαλὶς ἔαρ 9" ὁρόωσα 
Νύχεια. 

νωδός edentulus IX 20: ἔχω δέ 
τοι οὐδ᾽ ὅσον ὦραν | χείματος ἢ vo- 
δὸς καρύων ἀμύλοιο παρόντος. 

νωδῦνίη indolentia XVII. 62: 7 
δέ οἵ εὐμενέοισα παρίστατο, κὰδ ὃ 
ἄρα πάντων | νωδυνίην κατέχευε με- 
λῶν (vulg. vadvvíav). 

νῶι, νῶιν v. ἐγώ. 

γνωλεμές adv. assidue, indesinen- 
ter XXV 112: ἄρρηχτόν περ ἔχων ἐν 
στήϑεσι ϑυμόν | ᾿Αμφιτρυωνιάδης καὶ 
ἀρηρότα νωλεμὲς αἰεί: im exitu hex., 
ut apud Hom, νωλεμὲς αἶεί leg. Ii. 
IX 317. XVII 148. 385. 


vede agito, verso XXII 33 
εὐνάς T. ἐστόρνυντο πυρεῖά τε χερσὶν 
ἐνώμων. v. πυρεῖον. XXII 109: ἀλλ᾽ 
ὁ μὲν ἐς στῆϑός τε καὶ ἰξὺν χεῖρας 
ἐνώμα. 

νῶς v. νόος. 

νῶτον (sg. νῶτον, -οιο, -ov. pl. 
νῶτα) dorsum, tergum hominis XXII 
46: στήϑεα δ᾽ — πελώρια 
καὶ πλατὺ νῶτον | σαρκὶ σιδηρείῃ, 
σφυρήλατος οἷα κολοσσός. ὅ1: ὑπὲρ 
νώτοιο καὶ αὐχένος ἠωρεῖτο Ι ἄκρων 
δέρμα —— ἀφημμένον ἐκ ποδεώ- 


νῶν. V 128. plur. pro sing. 
XXII. 84: ὅχϑος ἐπειγομένοισιν 
ἐτύχϑη,) ὁππότερος κατὰ νῶτα λάβοι 


φάος ἠελίοιο. 


192 


ξδανϑόϑοριξ flavis capillis insignis 
XVIII 1: ξανϑότριχι πὰρ Μενελάῳ: 
apud Hom. ξανϑός M. 

δανϑοχόμᾶς i q. δανϑόϑοιξ 
XVII 103: ξανϑοκόμας Πτολεμαῖος. 

ξανϑός flavus, de colore barbae 
et capilli II 78: τοῖς δ᾽ ἦν ξανϑο- 
τέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς, οἵ. Ov. 
Met. XII 395: barba erat incipiens, 
barbae color aureus. XIII 36: Ὕλας 
ὃ ξανϑύς. VII 116: ξανϑᾶς ἕδος 
αἰπὺ Ζιώνας: Veneris. Il 16: ξαν- 
ϑὰς Περιμήδας. 

ξεινήιον v. ξένιον. 

δεενέξω hospitio excipio XXII 61: 
μήτε σύ NE ξείνιξε, τά τ᾽ ἐξ ἐμεῦ 
οὔκ ἐν ἑτοίμῳ. 

δεινοδόκος qui peregrinos hospitio 
excipit XVI 27: μηδὲ ξεινοδόκον κα- 
κὸν ἔμμεναι. 

ξεῖνος v. δένος. 

Ξενέα Xenea, pnella ἃ Daphnide 
bubulco amata VII 73: ὥς ποκα τᾶς 
ενέας ἠράσσατο ΖΙάφνις ὃ βούτας 
(al. ξενἕας). 

ξένιον, δεινήιον donwm hospitale 
XXII 60: ἔλϑοις, καὶ ξενίων γε τυ- 
χὼν πάλιν οἴκαδ᾽ ἵκάνοις.. VII 128: 
ὃ δὲ μοι τὸ ,λαγωβόλον, ἁδὺ γελάσ- 
σας, | ὡς πάρος ἐκ Μοισᾶν ξεινήιον 
ὥπασεν ἦμεν, οἵ, Il. XI 20: δῶκε ξει- 
νήιον εἶναι. 

Ξενοκλῆς Xenocles musicus Ep. 

1: ὑμῖν τοῦτο ϑεαὶ κεχαρισμένον 
ἐννέα πάσαις Ἢ τὦὔγαλμα ἐξενοκλῆς 
ϑῆκε τὸ μαρμάρινον, | μουσικός. 

δένος, ξεῖνος, ξέννος (1) ξένος. 
-0, i τε. — 2) ion. sg. ξεῖνος, 
-0t0, -0v, -&. pl. ξεένοισιν. — f. ξείνα, 
-ἢς. — 3) aeol. ξέννον 01.) 1) subst. a) 
hospes, amicus XXVIII 23: καί οἵ 
ὠνᾶστιν ἄει τῶ φιλαοίδω παρέχης 
ξένω. 6: ὅπως ξέννον ἔμον τέρψομ᾽ 
ἴδων κἀντιφιλήσομεν (ex Ahr. emend. 
scr. pro vulg. ξεῖνον). VII 119: τὸν 
ξεῖνον ὃ δύσμορος οὐκ (ἐλεεῖ μευ. 
ΧΗ 29. XXI 61. — fem. u 154: 
ταῦτά μοι ἃ ξείνα μυϑήσατο: ἡ φίλη. 
Schol. — b) (vir) bomus, hospes, in 
compellatione V 66: ἰὼ ξένε, μικπὸν 
ἄκουσον | τεῖδ᾽ ἐνθθών: '"heda, guter 
Freund'; cf. Ter. Phorm. IV 2, 15: 
hune adoriar hospitem. V. 78: εἶα 
λέγ᾽, si τι λέγεις, καὶ τὸν ξένον ἐς 


ξανϑόϑριξ -- ξύνειμι 


E 


πόλιν αὖϑις | ξῶντ᾽ ἄφες. — ὃ per- 
egrinus XXII 134: (ὄμοσσε) μήποτέ 
τοι ξείνοισιν ἑκὼν ἀνιηρὸς ἔσεσϑαι. 
Ἐρ. XXIII 1: ἀστοῖς καὶ ξείνοισιν ἴσον 
νέμει ἥδε τράπεξα. XI 61: αἴκα τις 
σὺν ναὶ πλέων ξένος ὧδ᾽ ἀφέκηται. 
II 162. XXV 64. Ep. XI 8; in com- 
pellatione (ὦ) Bei. ὦ ξένε XXII 54. 
XXV 3. 922. 59..162. Ep. VIE 1. 
XVI 1. — 2) adi. peregrinus, alienus 
Ep. XI 3: εὖ μιν ἔϑαψαν ἑταῖροι ἐπὶ 
ξείνης ξένον ὄντα. c. gen. 

47: ἔμμεναι Ι ξέννον aca ξεῖνον) 
τῶν χαλέπων παῖδος ἐρώτων καὶ 
ἐλεύϑερον)]: 'peregrinum atque hospi- 
tem? Cic. de or. 1 50, 218. 

ξέννος v. ξένος. 

δηρός, aridus, siccus, met. VIHI 44: 
(αἱ δ᾽ ἂν ἀφέρπῃ sc. Μίλων.) 4o 
ποιμὴν ξηρὸς τηνόϑι gef βοτάναι: 
ἤγουν τοῦ ϑαλεροῦ καὶ εὐτραφοῦς 
ἐστερημένος, καὶ αἵ βοτάναι τοιαῦται. 
Schol 1 50: πάντα δόλον. κεύϑοισα 
τὸ παιδίον οὐ πρὶν ἀνησεῖν | φατὶ 
πρὶν ἢ ἢ ἀκρατισμῶ ἐπὶ ξηροῖσι καϑ'- 
ἔξῃ: *quam ad sieeum ientaculum 
consederit h. e. siccus, ieiunus, im- 
pransus fuerit; v. ἀκρατισμός. XXIV 
60: ξηρὸν ὑπαὶ δείους ἀκράχλοον 
Ἰφικλῆα: torpidum. 

,δέφος ensis XXIV 48: δαιδάλεον 
δ᾽ ὥρμασε μετὰ ξίφος, ὅ οἵ ὕπερϑεν 
| κλιντῆρος κεδρένου περὶ πασσάλῳ 
αἰὲν ἄωρτο. XXII 198. XXIV 194: 
ξιφέων τ᾽ ἀνέχεσθαι ἀμυχμόν. ἶ 

ξόζνον simulacrum ligneum Ep. 
IV 2: σύκινον εὑρήσεις ἀρτιγλυφὲς 
ξόανον. 

δουϑός fulvus VII 149: πωτῶντο 
ξουϑ'αὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι. 
Ep. IV 11: ξουϑαὶ — δονέδες, οἵ. 
Arist. Av. 676: ὦ ξουϑή, --- doi. 

ξύλον lignum, plar. ligna seeta 
(sarmenta Borsdorf. Progr. Jauer. 
1874) ) XI 51: ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι 
καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ, C cf, Il. 
XXII 397: ξύλον αὖον — ἢ δρυὸς 
ἢ πεύκης. 

δύλοχέξομιαι ligna colligo V 64: 
τὸν δρυτόμον ὠστρήσομες, ὃς τὰς 
ἐρείκας [τήνας τὰς παρὰ τὶν ξυλοχέξεται. 

δύνειμι concurro XXII 27: ἡ uiv 
ἄρα προφυγοῦσα πέτρας εἰς ἕν ξυν- 
ιούσας | Aoyo. 





: 


ὁ, 8.60]. ὁ οἱ. 


" 


τάων͵ dor. τᾶν; ταῖς ταῖσι; τὰς, dor. 
τάς (4), aeol ταίς XXX δ ci. -- n. 
τά, τῶν, τοῖς τοῖσι, τά. — per crasin 
coalescit artic. I) eum, prae * 
vocabulo æcci: χὰ, p 16. 1 
— Ιῇ eum ocali 1) ὁ τῶ 
γαϑος, dans, ὡμυκλα- 
tQvovos, ὡνήρ, ᾿ὥνϑρω- 
, ὥρατος. ὠργεῖος, ωρ- 


cum. à) «: 


bees ὁ 


«: ὦλλοι, ὥρνες. -- b 
- 8) τά cum à) α:τ — τὰγ- 
κίστρια, τἀληϑέα, τἄλλα, τἄλσεα, τᾶ- 
— b) o: τὠνείρατα, τὥστια. --- 
4) r«í cum «: τἀτρακτυλλίδες. — δ) 
τὸ cum à) «: τὥγαλμα, τὠμπέχονον, 
τῶώροτρον. dx ε: —— — CL, τὦ- 
πος, ϑώτερον. --- c) αὖ: τωὐλίον. --- 6) 
τῶ qusc en τὠγκίστρω, τὥλγεος, rà- 
vrQo. — b) €: τὠμῶ. --- c) εὖ: τωὐβού- 


m 


λοιο. --- 7) τῷ cum à) «: τὠγκέστρῳ 
τὥντρῳ. — b) &: τὠραμένῳ. — III) 
cum — voc. καί et post- 
posita vocali 1) χαὶ ὁ «: χῶδωνις, 
Du i 3) καὶ ὁ ε: χὼν, — 
«€: yogíov. ron. de- 
— hic, de mir ὦ ditur XXII 
1 νυξὲν — 0 
“Μυγκεύς | μὴν οἱ ue. XXV 
129: ἄλλοι δ᾽ n see sore 
orto | Ἠελίοιο (ταῦροι). 
δ: τῶν rini m λαυκὰν ναέουσιν 
ὑπ᾿ Ἠῶ. Vl 43: zo μὲν τῷ σύριγγ᾽, 
ὁ δὲ τῷ καλὸν αὐλὸν ἔδωκεν, 1 37. 


Lexicon Theocriteum. 


193 


των: 'in extremis rebus suis; ἐπὶ 
ἧς κινδύνου ὄντων. Schol. 
ἜΗΝ palliolum tenue chitoni su- 
periectum (γυναικεῖόν τι ἔνδυμα πε- 
ποικιλμένον. περιβόλαιον λεπτόν. 
Schol) ΠΟ 74: κἀμφιστειλαμένα τὰν 
ξυστίδα τᾶς Κλεαρίστας. 


60. 91. VII 103. IX 33. XVI 40. 
XVII 25. XXII 53. 161. XXV 278. 
— ,2) add. part. a) αὐτάρ XXV 232: 
αὐτὰρ ὃ α δαφοινὸν ἀπὸ χϑο- 
νὸς ὦκ᾽ ἐπάειρε. XXII 105. — b) γάφ 
XVII 4: ὃ γὰρ προφερέστερος ὧν- 
δρῶν: Ptolemaeus. XXV 5. 44. 197. 
Ber. 4. — c) γε VII 94: ἀλλὰ τό γ᾽ 
ἐκ πάντων μέγ᾽ ὑπείροχον, ᾧ rv γε- 
eaígev | ἀρξεῦμ᾽. — d) δέ XIII 10: 
(ἱστέα — ——ú— Ἡρακλῆα μέ- 


νοντες. ὁ δ᾽ ἃ πόδες ἄγον ἐχώρει J 
μαινόμενος. IÍ 102: ὡς “ἐφάμαν. ἁ 
δ᾽ ἦνϑε.... 18: τοῖς δ᾽ nv ξανϑο- 


τέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς. 1 35. 
37. 39. [92]. 100. 138. II 48. [61]. 
18. V 149. VI 10. 15. 30. 96. 
917. 128. 156. IX 27. XI 13. 
47. XV 380.57. XVI 8. XVII 32. 
62. 74. 105. XIX 3. XXII 10. 76. 
80. 88. 167. 181. XXIII 53. 59. XXIV 
19. 17. 30. 41. ὅδ. 70. XXV 1. 42. 
51. 68. 126. 153. 187. 235. XXVI 
14. XXX 17 (ci) 22 (ci). 26 (0). 
Ad. 17. 40. Ep. VII 6. nonnunquam 
etiam compluribus verbis interiectis 
sequitur illud quo pron. refertur sub- 
stantivum, id quod Homericum red- 
olet sermonem; ;XXIV 51: οἵ δ᾽ 
aba προγένοντο λύχνοις ἅμα δαιομέ- 
"Ἂν | δμῶες. III 44: ἁ δὲ Bíavrog 
v ἀγκοίναισιν ἐκλένϑη | μάτηρ ἁ 
—— περίφρονος ᾿Δλφεσιβοίης. 1 
80. XVII 63. 71. XXI 17. XXII 
91. 203. XXIV 26. XXV 148. 241. 
7 ΡΣ — in apodosi leg. cum 
post relat, IX 35: οὺς γὰρ 
— | γαθεῦσαι, τοὺς δ᾽ οὔτι 
δαλήσατο Κίρκη. post enunt, 
- it. II 124. XXIX 17. — e) δή 
VII 29: τὸ δὴ μάλα ϑυμὸν ἰαίνει | 
—*2** — f) μέν 1 57: τῶ μὲν 
τὸς πορϑμεῖ, Καυλωνίῳ αἷγώ τ᾽ ἔδωκα. 
ΠῚ 131: τὸν μὲν ἄρα κρατέων περ 
ἀτάσθαλον οὐδὲν ἔρεξας. IX 22. 
XVII 36. XXI 58. XXII 182, XXV 


13 


194 


45. 99. 138. 145. 950. 262. XXVII 
66. sequitur subst. quo pron. refer- 
tur XXII 27. 181. — plerumque yero 
part. μέν respondet δέ, itaque inter 
se opponuntur ὃ μὲν — ὁ δέ VI 2: 
ἧς δ᾽ ὃ μὲν αὐτῶν | πυρρός, ὃ δ᾽ 
ἠνιγένειος. XXV 9: at ἐν ῥα νέ- 
μονταῖι, ἐπ᾽ xus ἀμφ᾽ Ἐλισοῦντος, 
| αἵ δ᾽ ἱερὸν ϑείοιο παρὰ ῥόον 44λ- 
φειοῖο, | αἵ δ᾽ ἐπὶ Βουπρασίου πολυ- 
βότρυος, αἴ δὲ καὶ ὧδε. 1 48. 138. 
V 94. VI 48, VII 90. VIII 70. XI 
58. XII 18. XV 128. XVI 24. 
XVII 80. XXII 109. 112. 182. 191. 
196. XXV 49. Ad. 11, — aliis vo- 
cabulis opponuntur ὃ μέν ΤΠ 138: ὁ 
μὲν --- ἐγὼ δέ; οἵ. ΙΧ [4] XXV 
193. XXVII 68: 1 μὲν — ὃς δέ. 
ΧΧΥ 102: ὁ μὲν -- ἄλλος δ᾽ αὖ. 
XXVI 3: xyoí μὲν — Πενϑεὺς δέ; 
vf. 1.99. .XIL 984 XX Aj 
46. XXV 73. XXX 19. — ὃ δέ 
XIV 21: TN μὲν — & δέ. XXVI 
16: Πενϑεὺς uiv — oí δέ, cf. XXIX 
32. Ep. XV 3. — praeterea part. 
μέν respondet ἀλλά XXII 102. αὐτάρ 
VII 130. XXV 204. 223. — B) pron. 
relat. qui VII 59: ἁλκυόνες, γλαυ- 
καῖς Νηρηίσι ταὶ τὰ μάλιστα | ὀρνί- 
χων ἐφιλάϑεν (Reisk. e cod. 6, vulg. 
ταίτε). ceteris locis ubique in prin- 
cipio sententiae ponitur, ut IV 59: 
τήναν τὰν κυάνοφρυν Ἐἰρωτίδα, τᾶς 
ποκ᾽ ἐκνίσϑη. legitur autem sing. 
mase. rà XI 53. τόν III 22. XIV 34. 
XXI 62. XXII 58. XXIV 114. 
XXVII 19. Τρ. V 17. Ad.30. fem. 
τᾶς X 4 (var. ἧς). XVII 128. XVIII 
37. τᾷ ll 67. XXVIII 10... τάν. 
47. 1 12. 35. V 8. IX 23. 94. 
XXI38 (ci) XXIV 4. neutr. τό I 126. 
V 11. XI 16. 47. XIII 67. XXII 
9. 46. XXV 2. 34. 209. — plur. masc. 
τοί 1 118. XVII 5. Ep. XVII 65. 
τοῖς XVI 102. τούς XXII 55. fem. 
τάς IX 29; add. τε: τάστε (ci.) IX. 10. 
neutr. τῶν V 93. τά ὙΠ 93. XXIV 
29 (vulg. €). XXIX 3. — C) arti- 
eulus der I) vim habet demonstrandi 
1)id quod oculis cerni potest, itaque 
saepe respondet nostris adv. loci hier, 
da; ut I 1: ἀδὺύ τι τὸ ψιϑύρισμα καὶ 
& πίτυς, αἰπόλε, τήνα: "hier dies 
Geflüster'. 2: ποτὶ ταῖς παγαῖσι. 8: 
ἀπὸ τᾶς πέτρας. 21: δεῦρ᾽, ὑπὸ τὰν 
πτελέαν ἑσδώμεϑα. 28: ταὶ δρύες. 
III 38: ἀσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν ὧδ᾽ 
ἀποκλινϑείς. 18. 14. V 8: οὐκ ἀπὸ 


eo^ 


: πρέσβυς: 


τᾶς κράνας; 100. 102. XV 145. 
XXVII 10. 12. Ep. XII 1. — 2) id 
quod prius commemoratum atque 
iam satis notum est, ut I 41: ὃ 
"ille quem dixP. IV 35: 
τὸν ταῦρον de re nota, VII 65: τὸν 
πτελεατικὸν οἶνον: *hoc quod reposui 
ad festum diem". II 36: & ϑεός: 
Hecate. VII 34: ἃ óe/pov: Ceres. 
XV 14: τὰν πότνιαν: Proserpinam. 
II1. VIL 78. VIII 84. Ep. XVII 1.— 
itaque a) id quod singulari sua ma- 
tura discernitur a similibus et dis- 
tinguitur, ut III 19: νύμφα, πρόσ- 
πτυξαί ue τὸν αἰπόλον ὥς τυ φιλάσω: 
*hunc qualem coram vides caprarium, 
h. e. talem, qualis esse caprarius 
verus debet, hominem haud contem- 
nendum. V 90: κἠμὲ γὰρ ὁ Koa- 
τίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν | 
ἐχμαίνει, cf. V 88. XIV ὅδ: πλευ- 
σοῦμαι κἠγὼν διαπόντιος, οὔτε κά- 
κιστος | οὔτε πρᾶτος ἴσως, ὁμαλὸς δέ 
τις ὃ στρατιώτας. XXII 69. — b) id 
quod est alicuius, itaque non mul- 
tum differt a pron. poss., ut XI 67: 
ἁ μάτηρ ἀδικεῖ μὲ μόνα: Ὅτηθα ma- 
ter'; cf. IV 9. II 64. *VII 43. V 
105. 107. 127. V 10: οὐδὲ γὰρ 
Εὐμαρίδᾳ τῷ δεσπότᾳ ἧς τι ἐνεύδειν: 
*domino ὑπο. Hl 6: ὦ ᾿χαρέεσσ᾽ 
᾿Δμαρυλλί, τί μ᾽ οὐκέτι τοῦτο κατ᾽ 
ἄντρον | παρκύπτοισα καλεῖς τὸν Ἔρω- 
τύλον;: 'amasiuneulum tuum?. II 53. 
94. 197. 140. IV 13. V 36. VIII 
69. X 84. 55. 58. XI 72. 80. XV 
37. 66. XXI 62. XXX 29. 80. 
€) id quod alieui proprium est, de- 
betur, convenit, ut VIII 86: τήναν 
τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακτραά τοι 
αἶγα: "praemium tibi debitum*. V 
81: ἴδ᾽ ἃ χάρις ἐς ví ποϑέρπει: "gra- 
tia debita; cf. Ep. XVIII 8.: V. 88: 
ὧδε πεφύκει | ποέα χὰ *— ἄδε: 
"stratum foliorum tale, quale sedem 
reddit. suavem nobisque convenien- 
tem. I 49. VII 14. 74. XI 17. 
XIV 52. XXIII 24. — II) universum 
denotat genus quo singula pertinent, 
ut I 72: τῆνον qox ovuoio , λέων 
ἔκλαυσε ϑανόντα. XV 83: σοφόν τοι 
χρῆμ᾽ ὥνϑρωπος. Χ 80: & αἷξ τὰν 
κύτισον, ὁ λύκος τὰν αἶγα διώκει, | 
& γέρανος τώροτρον. 38: καὶ τὸ ἴον 
μέλαν ἐστὶ. | 87. XII 14. ΧΧΠῚ 
98. 29. 30. XXVII 3. — Praeterea 
notandum est addi articnlum 1) sin- 
gulis vocabulis (saepe interpositis 


uin a 








γάρ, ye, δέ, τέ, μάν, μέν, τοι 
genit, raro dat. pron., incertum 
, ef. 130. VII τς et ver- 
Hl 145); 1) substantivis a) 
«) deorum numinumque: 


J 


Σ 
& 


in 


IV 48. τῶ peto * A v 
Zavó 


zRM 
i 


- 


e — Pu XX 

82. τῷ diovico 
ἃ noi VIL 3. & τ᾽ Agoo- 
33, XIX 4. ὁ τ᾽ Ἔρως 
Τ αν I 91. III 15. XIII 1. XXIII 
XXVII 19. Ad. 6. 41. τὸν Πᾶνα 
IV 47. V 14. — VI 


S1. co$ Παιήονος Ep. VI 1. c 


ye 


47. XV 93. 96. 102. 127. ὁ Πλοῦ. 
χὡρίων VII 54. 
N: ] 12. V 70. ταὶ (af) Moi- 
e^ 12. 54. 140. 149. I 144. 
Ep. vi. XIX 4. quo accedunt quae 
pn^ sunt adiectiva: & (ἡ) Κύπρις 
95. 105. ΤΙ 130. 131. Ep. XIII 1. 
τᾶς Κυϑερείας XXIII 16. ἡ Κυϑήρη 
Ad. 1. & Παφία XXVII 15. 14. 55. 
ἂν 1 22, ταῖς Ἑλικωνιάσι 


ὁ Tícvoog HI 2. VII 72. ὁ 
VI 42. ὁ Βελλε 
ΧΙ 8. ὁ “άφνις I 100. 
VI 1. 42. VIIL 8. ὁ “υκώπας 
62. ὁ Τήλεμος VI 38. ὥρατος 
VII 98. τὸν Adxove V 2.143. τὸν 
“Δυκίδαν VIL 55. τὸν ᾿Ερωτύλον (vulg. 
fe.) III 7. τῶ Λαμπριάδα IV 21. 
Aoio ΤΠ 66. τοὶς “Ιωριέεσσι ΧΥ 
rie adi. ὁ Μύνδιος lI 96. zo 
XIV 80. ὠὡργεῖος ΧΙΥ 12. 
ὁ Χῖος Ep. XXII 1. ὁ Θεσσαλός ΧΙ] 
14. — feminarum & Γαλάτεια VI 6. 
XI 8. 13. «2 Aralávra HI 41. 
& Prag esr XIV 31. & Μακαρῖτις 
(vulg. gew.) Il. 70. & Κλεαρίστα V 
Vias. (var. τὰν) IH 74. 
τᾶς Ξενέα 1 18. τὰν E OM 
Ill 1. adi. τᾶς 55 Χ τᾷ 
Ep. XVIII 1. — y) anima- 
Φάλαρος V 108. ὁ Λευκίτας 
. 6 Κώναρος & τε Κιναίϑα V 
& Κυμαίϑα IV 46. — δ) re- 
gionum et urbium: τὸ “Μακίνιον 1V 
ε ἁ Μέ 
196. τάν τε Κρότωνα ἸΥ͂ 
li. τὰν Σαμίαν XV 196. -- 
inum fontium, yentorum: τὸν 
IV 34 τὸν Ἅλεντα V 123. 
χὰ — (sc. πηγή V 


-: 


- 195 


126. τόν τε Νότον τόν τ᾽ Εὖρον 
VII 58. — ὃ dierum festorum: τὰ δὲ 
Κάρνεα V 83. — b) aliis substan- 
tivi. ὁ 1 41. 87. [92]. 105. 116. 152. 
II 92. IV 4. 5. 16. 22. 37. 45. V 
x ἊΣ 49. 90. VII 42. VIII 27. 
voe 81. 88. IX 8. X 30. 

Á XIH 14. 46. 59. XIV 56. 70. 
XV 83. 89. 129. 148. XVI 60, XXI 
96. 33. XXII 64. 69. XXIII 28. 63. 
XXV 64. XXX 10. 22 (ὁ). Ep. IV 
18. XI 1. 5. XX 6. Ad. 15. ?1. — 
& I 6. 82. [134] Π 36. 127. IV 9. 
98. 50. 52. V 84. 37. 48. 49. 85. 
197. 130. VII 34. 67. 139. VIII 16. 
11]. 80. IX 7. 8. X 30. 31. 37. 
I 54. 67. XV 7. 68. XIX 7. XXI 

1. 16. 28. XXIII 31. XXVII 9. Ep. 
VI 3. XVII 1. XVII 3. — τό I 1. 
44. 50. 143. 149. II 36. 83. III 29. 
IV 49. 51. 55. 58. 62. V 2. 76. VI 
6.921. VII 128. VIII 76. 82. X21. 
98. 31. 51. 65. XI 9. 12. 17. 50. 
XIV 9. 62... XV 14. 21. 97. 31. 39. 
55. 69. 11. 130. 145. XX 8. 24. 90. 
98. XXI 25. 36. XXIII 13. 24. 24. 
28. 29. 30. 38. 60. XXV 84. XXVII 
3.5. XXX 11. Ep. IL 3. XI 1. 2. 
XVII 2. XXIV 1. Ad. 29. — τῶ 
IV 11. VIII 20. 72. 78. IX 12. X 
40. 62, XV 52. XX 16. XXI 2. 93. 
41. 50. 56. 57. 60. XXIII 39. — τᾶς 
I8. Π 53. 60. 1V 36. 44. V 97. 
100. 102. VI 13. VIII 76. X 6. 
89. 46. XX 12. XXI 13. 41. XXIII 
i4. XXIX 5. XXX 10. — τῶν 
107. VIII 80. XI 44. XXI 46. 53 
var. τοι). XXIV 133. XXX 3. Ep. 
2. Ad. 45. — τὰ 1I 94. IV 61. 

V 96. 105. 121. VÍ 929. VIII 79. 
80. X 68. XI 79. XX 14. XXIII 
13. Ep. XVIII 2. — τόν lI 64. 69. 
15. 81. 87. 93. 99. 105. 111. 117. 123. 
129, 135. ΠῚ 4. 14. 19. 21. IV 13. 
36. 45. 46, V 18. 88. 110. 138. VII 
178. 119. VII 87, X 4. 37. 54. XI 
1. 62. 80. XV 98. 131. XX 40. 42. 
XXI 32. 47. 52. XXIII 2. 9. 11. 43. 
53. 58. XXIV 108. XXV 71. ?11. 
XXVII 9, XXX 29. 30. Ep. XII 1. 
XVIII 4. Ad. 5. 20. 38. — τάν 19. 
11. 91. 62. 143. II 2. 8. 72. 14. 91. 
160. ΠῚ 4. 14. 25. 38. 40. 43. 62. 
V 4, 12, 15. 19. 32. 123. 133. 135. 139. 
144. 149, VI2.9. VI 43, 07. X 
18. 80, 89. XI 44. δῷ. δῦ. 70. 
71. XII 7. XV 14. 21. 24. 37. 39. 
49. 66, 771. XIX 4, 6. XXI 28. 31. 


13* 


196 


62. XXIII 2. 18. 84. 52, δῦ. XXVII 
54. 61. XXIX 38. XXX. 16. Ep. 
II 4. XVII 1. 9. XVIII 3. Ad. 4. 


τήν XXVII 18. 17. 18. — οἵ I 80. 
VIII 28. 29. 61. 70. 81. XIII 17. 
vot I 80. 136. III 53. IV 21. V 
110. VII 145. XXI 9. 10. — oat I 
18; 161. 'IV 1:5-V^5301.! VIE. 190; 
VIII 44. 48. XV 238. XXII 38. 
XXVII 57. Ep. VI 5. ταί I 23. 
Π 1.35. III 1. IV 36. 36. 52. VI 


45. VIII 79. XXI 25. — τά I 19. 
II 1. 21. 33. 62. 140. IV 4. V 20. 
114. 125. VI 36. VII 57. VIII 69. 
86. X 44. XIX 8. XXI 9. 10. 23. 
$7. XXVII 37. 46. Ber. 2. Ad. 42. 
τῶν VI 37. VIII 63. XXI66. XXIII 
7. XXX 16. Ep. XIX 2. τᾶν 
V 148. VI 10. X 15. — τοῖς II 159. 
IV 54. X 29. XV 37. XXI 14. 
τοῖσι Ad. 14. — ταῖς I1 2. VIII 27. 
XI 74. ταῖσι VIII 38. — τούς XXI 
20. Ep. IV 14. Ad. 46. τώς I 121. 
135. ΠῚ 296. V 111. 1414. X 84. 
XI 9. 70. — τάς 1 14. 90. 120. II 
19. IIL 3. V 61. 73. 89. 109. VIII 
48. 84. XI 72. XV 65. XXI 1. 22. 
XXVII 10. 12. Ep. IV 1. — ταῖν 
XXI 9. — τώ XX 12. XXI 48. — 
2) adiectivis a) masc. ὁ δύσσοος III 
24. ὁ δειλός VIL 96. Ep. XIV 1. 
ὁ πυρρός XV 58. ὁ δύσμορος VII 
119. ὥστοργος II 112. có μυκκῶ 
ΧΥ 12. 42. τὸν ἀλιτρόν X 17. τὸν 
καλόν XII 28. τὸν χαρίεντα ΧΧ 18. 
τὸν τλάμονα ΧΧΠῚ 37. τὸν ἁδέα 
XX 44. τὸν ὕμοιον XXIX 20. τῶν 
τραφερῶν XXI 44, τοῖς νέοισιν Ep. 
XVI5. — τοὶ τέτταρες XIV 29. —b)f fem. 
& ϑήλεια XV 14. ἃ ξείνα II 164. ἃ τα- 
χυπειϑής IL 138. « μεγάλοιτος II 72. 
τὰν αὐλείαν XV 48. τὰν τρώξιμον I 49. 
ταὶ μηκάδες I 87. V 100. ταὶ δὲ 
τραγεῖαι V 51. — c) neutr. τὸ γὰρ 
ἅμισυ XXIX 5. τὸ δὲ λοῖπον XXIX 6. 
τὸ πλέον 1 20. V 7i. VII 17. Ep. 
VI 1. 5 (var. τοι). τὸ καινόν XIV 
11. τὸ xQnyvov XX 19. τὔμπικρον 
(ei) VIII 74. τὸ κάκον ΧΧΧ ὅ. τὸ 
καλόν Ep. XII 4. τὸ λώιον XXIV 
72. τὰ νέα ὙΠ 42. τὰ ποικίλα 
XVIII 58. τὰ δ᾽ ἀστικά XX 81. τάλη- 
ϑέα III 31. τὰ καλά XIII 3. τὰ μὴ 
καλά VI 9. VII 127. τὰ λώια XXVI 
32. «à πρᾶτα X 29. τὰ μέγιστα ll 
143. τὰ λυ ρότατα Ep. XXV 6. — 
pro adv. τὸ καλὸν ΠῚ 3. 18. τὸ 
καρτερόν 1 41. τὸ μεσαμβρινόν 1 15. 


o^ 


X 48. τὸ πότορϑρον V 126. τὸ τρέ- 
τον XXII 4. XXV 240. τὸ δ᾽ αὖ 
πύματον XXIII 40. — τὰ ποϑέσπερα 
IV 3. V 118. τὰ πρῶτα XVII 76. 
τὰ λοίσϑια V 18. — 3) pronominibus 
a) masc. οὗτός ΧΙ 34. XVIII 22. 
XXVI 23. ὥτερος VII 86. VIII 91. 
χώμός XV 18. τοῖς πᾶσιν , Ep. XVII 9. 
— b) neutr. τό ys μὰν τεόν (— τὸ σὸν 
μέρος) II 927. τἄλλα XIV 60. τὰ 
ἕκαστα XXV 196. τὰ πάντα VII 98. 
XIV 50. τῶν πάντων XVII 85. 
4) participiis a) masc., de singulis ὃ 
τεκών XV AT. ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀπο- 
xag XV τι. ὁ γὰρ μισῶν XXIII 
62. τὠραμένῳ XXIX 39. τὸν φιλέ- 
ovre ΧΙ 19. XXIII 3. XXIX 9. τὸν 
ἄγοντα XV 54. τὰν ἐλέφαντος γεγενη- 
μέναν XXVIII 8, τῶν παρεόντων 
XIII 68. — de genere ὡμυκλαϊάξων 
ΧΙ 18. ὁ νικῶν VIII 17. ὃ φιλη- 
είς XII 16. χὼ τὰς βῶς βόσκων 
VIII 48. τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα X 
ὅ8. τὸν ἰόντα XV 48. τὸν φιλέοντα, 
τὸν οὐ φιλέοντ᾽ XIV 62, τὸν πρῶτον 
φιλεῦντα XXIX 18. τῷ μὴ ἰδόντι XV 
25. — οἵ f (τοὶ) φιλέοντες "XIII 66. XXIII 
62. of μισεῦντες XXIII 63. οἵ δὲ mo- 
ϑεῦντες XII 2. οἱ (cod. of) τῶν ἐτέων 
ἄρτια γεύμενοι ΧΧΧΊΘ. τῶν ἀπεόντων 
X 8, τοῖσιν ἐρῶσι XXIII 24. — b) 
neutr. τὸ μέλλον XXIII 21. τὸ προσ- 
ἧκον Ep. XII 4. τὰ ποτήμενα XXIX 
30. — 5) adverbiis a) masc. τὸν πλα- 
v(oy V 98. X 3. τῶν ἔκχτοϑεν X 9. 
τῶν νῦν XVI 13. — Ὁ neutr. τὸ με- 
σηγὺ XXV 216. τὸ δ᾽ αὔριον XII 
4. pro adv. τό γ᾽ ἐχϑές ΠΕ 144. τὸ 
πρίν Χ 2. τὸ πάρουϑεν XX 91: τὰ 
πρόαν XV 15. τὰ μάλιστα VII 59. 
XV 58. — 0) infinitivo τὸ πιεῖν son 
boire X 53. — 10 plura inter se 
iunguntur vocabula; 1) substantivo 
apponitur substantivum, quod &) prae- 
ponitur o) IV 33: 0 πύκτας Al'yav. 
XIV 12: 0 Θεσσαλὸς ἵπποδιώκτας 
"mg. ΠῚ 43: x μάντις — Μελάμ- 
πους. 1118: τὸν βούταν --- Aqu. 
Ep. V 3. XIV 1: τὸν ἄνδρα Θυώνι- 
χον. XV 11: τὸν τεὸν ἄνδρα — 4εί- 
vava, cf. XIII 19. XIX 1: τὸν 
κλέπταν — Ἔρωτα. XV 22: τῶ βα- 
σιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω. ΠῚ 81. 
V 80. VI 40. XII 29. XXV 51. 
151. Ep. XXI 1. — 8) V 62: ὃ βου- 
κόλος — ὃ Λυκώπας. VI 98: ὁ μάν- 
τις ὁ Τήλεμος. ll 10: ἃ — τροφὸς 
& Μακαρῖτις. ΠῚ 81: & κοσκινόμαν- 


— 





ΠΥ ΡΟ 


CAECUS c. 


ΨΥ MPEG. 


SCR UO UBI TEN CO RUM ov OT NS ΒΡ 


ΤΥ ΎΥΥ τ ΝΣ MÀ 3 


LOL MD προ Ἢ -— — 


lu 
Hil 
i 
Ru 


χαῖος em 1—4. 
— b) postponitur a) $m 26: Ὄλπις 
Lr VI 44: Ζ“άφνις ὁ βούτας, 
ct. 18. VIII. 34: Μενάλκας -- 
Ἂ συριγκτάς. XIV 13: Κλεύνικος — 
6 στρατιώτας. 34: Ada τῷ γείτονος. 
XV 188: Αἴας ὁ μέγας βαρυμάνιος 
gc. ]L 146. V 10. 73. XIII 7. 
XII 1. — Vl 1: χὡ “άφνις 

ὁ ὁ βουκόλος ( . καὶ 4... V 143: 
—— τῶ —— XIII 5: 
evog (sc. υἱός) αλκεοκάρ- 

διος υἱός. lI] 4. Ep. VI 8. XV 


1.— 2) sbtantivo apponitur ad- 


—— quod a) praeponitur αὐ XIII 
25: ὁ Ἰβακεύκάρδιος υἷός. XVI 22: 
ὁ — χρυσός. 1 133: à δὲ 

Í νά og. XVIII 6: ὁ νεώτε- 


eos Aroros víog (var. υἱῶν). XV 
110; & Βερενικεία ϑυγάτηρ. XXIV 
1: & Μιδεᾶτις ᾿Δλαμήνα. XV 128: 
6 ῥοδόπαχυς Ἄδωνις. Π 102: τὸν 
λιπαρόχρων --- “έλφιν. 156: τὰν 4ω- 
οἶδα --- ὄλπαν. VIII 56: τὰν DE 
λὰν — ἅλα. ὙΠ 80: af σιμαὶ 

. 1 8. 30. 61. [98]. 146. II 
12. 29. 70. 94. 115. 118. 126. 146. 
ΤΠ 5. 81 (Ὁ). 46. 49. IV 19. 40. 45. 
V 11. 24. 72. 87. 112. VI 11. 16. 
16. 22. VII 10. 39. 65. 87. 118. 121. 
123. 132. 186. 152. VIII 47. 49. 62. 
X 20. 94.98. 41. XI 8. 35. 39. 48. 
47. XH 20. 28. 35. XIII 7. 11. 16. 
19. XIV 4. 8. 12. XV 4. ?2. 83. 
51. 58. XVI 90. XVH 26. XVIII 
98. 891. XX 5. 83. XXI 10. 14. 19. 
26. 55. 66. XXII 34. 140. 189. XXIII 
51. XXIV 63. XXV 86. XXVI 1. 
XXVH 1. XXVIII 23. XXIX 106. 37. 
XXX 5. 18. 26, 30. Ep. 1 8. II 3. 
ΠῚ 3. IV 12. 13. Vi n XVIII 1. 
XIX 2. 4. XXII 2. XXIII 8. XXV 
3. duo leg. —* I a: ^ pene 


βαρυμάνιος ἤρως. 
Dv" IH Ἢ 8: uir i —— ἐμὸν) 
ἕλον --- ἄνδρα. — nu- 
enin ig 53: τὸν ἕν᾽ ὀφϑθαλ- 
Ἔτι 32. VI 36: & μία κώρα. 
19. XXVI 6: róg τρεῖς — 
τὼς ἐννέα (βωμώφ). ΧΙ 6. — g) IV 
38: τὸ ποταῷον τὸ .axviov. — b) 
cum artieulo postponitur «) ΠῚ 35: 
& μελανόχρως. XII 29: 
Zoxléa τὸν φιλόπαιδα. | Vll 105: 


197 


Φιλῖνος ὃ μαλϑακός. XVI 44: δει- 
νὸς ἀοιδὸς ὁ Κήιος. V 36: ὄμμασι 
τοῖς ὀρϑοῖσι. 1 125. II 148, III 37. 
45. ὙΙΠ 1. X 18, XI46. XIII 86. 
XV 139. XVIII 4. 5. XX 48. XXI 
8. XXIII 32. XXV 27. XXIX 19. 
Ep. Π 1. V 6. E 20: xo ταῦ- 
ρος ὁ πυρρίχος. 21: ὁ κύων ὁ 
φαλαρός. * 14: τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον. 
XIII 6: τὸν λὲν --- τὸν ἄγριον. XV 
127: τῷ ᾿δώνιδι τῷ καλῷ. V 63. 99. 
VII 98. Ep. I 1. XX 2. Ad. 96. 
pro adi. leg. gen. VII 10: τὸ σᾶμα -- 
τὸ Βρασίλα. Y». XIX 1: τὸν — ποιη- 
τὰν τὸν τῶν idu — €) praeponi- 
tur aut postponitur- sine articulo IV 
49: εἴϑ᾽ ἦν μοι δοικὸν τὸ λαγωβόλον 
e— e coni. Herm. τι). Ad, 9. — 
90: ὁ Κρατίδας — Asiog. — d) et 
praeponitur et postponitur I 141: 
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ 
Νύμφαισιν ἀπεχϑῆ. ΧΥ͂ 86. Syr. 
5. — 3) substantivo apponitur Tes 
cipium, quod a) praeponitur 
τόν μευ τὰν σύριγγα πρόαν — 
Κομάταν. HI 49: ὁ τὸν ἄτροπον 
ὕπνον ἰαύων |'Evóvuí(ovy. ΤΠΙ8. III 
13. 32. XI 75. 75. (ubi suppl. subst.). 
Ep. III 3 (?. XVII 1. — b) post- 
ponitur XIV 53: ZXiuog ὁ rac Ὑπο- 
—— ἐρασϑείς. 1 63: Aídav — τὸν 
κλελάϑοντα. 191. XIII 17. Ep. II 
1. XII 1. XXIV 2. — 4) substantivo 
apponitur pronomen, quod a) prae- 
ponitur articulo X 46: οὗτος ὁ μι- 
σϑός. II 28. 53. V 102. VH 51. 
VIII 39. X 42. XV 45. Ep. XIV 
8. Ad.94.38. — V 12: ἅδε — ἃ 
ποίμνα. Ep. XX 1. Ad. 36, — V 
15: τήνας τᾶς πέτρας. 11 17. 22. 27. 
82. 37. 42. 47. δῶ. 57. 63. IV 15. 
VII 151. VIII 26. Ep. IV 1. — 
XXVIII 24: κῆνο — rómzog. —1V 15: 
αὐτὰ — τὥώστια. X 19. — XXVII 
38: πᾶσαν τὰν dyélav. — Ep. VI 6: 
ὅλον τὸν ἄνδρα. — b) postponitur 
substantivo V 30: ὁ τράγος ovrog. 
II 59. V 32. VII 23. XIV 4. XXI 
65. Ep. XVI 1. — VII 31: € δ᾽ ὁδὸς 
ἄδε. Iv 12. V 41. VIII 55. Ep. 
XXV 1. — II 153: τὰ δώματα τῆνα, 
L1. V 117. XV 8. — VIII 80: af 
βόες αὐταί. ΧΙ, 19. — V 101: τὰ 
ϑηρία πάντα. 1 139. VIII 16. XXI 
81. XXIV 39. pro subst. leg. adi. XVII 
118: τὰ δὲ μυρία τῆνα. XVI 42. 
XXII 22: τὰ πρὸς πλόον --- πάντα. 
III 61: τὰ δ᾽ ᾿Ιήσονος --- πάντα), — 


198 


e) praeponitur substantivo o) possess. 
Il 39: ἃ δ᾽ ἐμὰ — ἀνία. 164. V 
128. 130. XIV 30. XXI 30. XXIII 
21. 26. — XXIX 6: τὰν σὰν ἰδέαν. 
XIV 38. XXIII 41. suppl. subst. 
XXII 59. XXVII 59. — XV 11: τὸν 
τεὸν ἄνδρα. 11. XXII 27. — XXI 
27: τὸν fov δρόμον. — VIII 75: τὰν 
ἁμετέραν ὁδόν. — β) interrog. V 5: 
τὰν ποίαν σύριγγα. V 8. — y) alia 
pronomina XVIII 17: ὥλλοι ἀριστέες. 
XXIV 61. XXV 94. XXVI 24. gen. 
pro subst. XXII 205: τὸν ἄλλον παί- 
δων. --- XI 32: ϑώτερον ὥς. suppl. 
subst. XII 14. XXV 255. — XVIH 
22: «t πᾶσαι συνομήλικες. 1Π 18. 
XXI 14. XXII 99. — d) c. artie. post- 
ponitur XXHI 37: προϑύροισι τοῖσι 
τεοῖσιν. V 108: τὸν φραγμὸν — τὸν 
&uóv.. — e) duo leg. pron. II 116: 
τὸ τεὸν — τόδε στέγος. V 1: τῆνον 
τὸν ποιμένα τόνδε. — f) pron. et adi. 
(partic., praepos., adv.) ita eum subst. 
junguntur ut c) pron. et adi. prae- 
ponantur V 17: ταύτας τὰς λιμνάδας 
— Νύμφας. XIV 26: τὸν κλύμενον 
— τῆνον ἔρωτα. X 57: τὸν δὲ τεὸν 
— λιμηρὸν ἔρωτα. I 7. 13. IV 59. 
V 101. VIII 86. XII 20. XXX 1. 
Ep. I 1. — f) postponantur I 29: ὁ 
ϑῶκος τῆνος ὃ ποιμενικός. 120. V 


64. Ep. I 5. — y) dirimantur sub- 
stantivo Π 30: 08s ῥόμβος ὃ χάλ- 
xsog. XV 84: τὸ καταπτυγὲς ἐμ- 


περόναμα τοῦτο. V 147. VII 151. 
Ep. X 2. suppl. subst. VI 22. — 5) 
substantivo apponitur adverbium 8) 
loci XXX 22: τὸν ἔσω μύελον. 1.24: 
τὸν “Διβύαϑε --- Χρόμιν. VII 136 (?).— 
b) temporis XV 141: οἵ ἔτι πρότερον 
“ἀαπίϑαι. Ἐρ. XIX 1: τὸν πάλαι 
ποιητάν. ΧΠ 20. VII 5. Ep. XX 
3. suppl. subst. XXV 263. Ep. XVI 
4. — 6) substantivo apponitur prae- 
positio, quae a) praeponitur V] 18: 
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς — λώϑον. — I 72: 
qox δρυμοῖο λέων. XXVIIL 17. XXV 


180: οὐξ ᾿Ἑλέκηϑεν ᾿ἀχαιός. suppl. 
subst. XXI] 61. — Il 33: τὸν ἐν 
Ἅιδᾳ — ἀδάμαντα. suppl. subst. XV 
117. — VII 130: τὰν πὶ Πύξας -- 
ὁδόν. XXV 151: οἵ τ᾽ ἐπὶ βουσὶ 
κορωνίσι βουκόλοι ἄνδρες. V 4T. — 
V 57: τῶν (var. τᾶν) παρὰ τὶν — 


ἀρνῶν. VIL 7 (?) suppl. subst. V 
49. — VII 138: τοὶ δὲ ποτὶ σκιαραῖς 
"farei αἰϑαλίωνες τέττιγες. — 
XXX 27: volg (cod. τᾶς) ὑπὲρ ἂμ- 


eo^ 


μέων — ἄστερας. — b) postponitur 
VII 40: τὸν ἐσθλὸν Σικελίδαν — τὸν 
ἐκ Σάμω. 1 65. Ep. XX 4. — ΧΙ 
7: ὃ Κύκλωψ ὃ παρ᾽ ἁμῖν. V 51. 
65. (XX VIII 25.) — Vit 151: τῆνον 
τὸν ποιμένα τὸν mov ᾿ἀνάπῳ. 
XXVI 4: ἀσφόδελον τὸν ὑπὲρ γᾶς. 
— 7) genetivus additur a) substan- 
tivo, e) gen. subst. aa) V 20: τὰ 41ἐ1- 
φιδὸος ἄλγεα. 1 19. II 8. 21. 62. 70. 
97. 145. 146. 160. V 114. X 652. 
XV 97. XVI 90. XVIII 4. 6. XXI 
9. XXVI 46. XXX 18. Ep. IV 
14. VII 1. XX i. — bb) IV 44: 
τᾶς ἐλαίας τὸν ϑαλλόν. X 46. XXIII 
24. Ep. XIV 4. — c) Il 74: τὰν 
ξυστίδα τᾶς (var. τὰν) Κλεαρίστας. 
III 45. VIII 76. X 39. XII 20. XV 
33. 52. XXIX 5. — dd) VII 11: τὸ 
σᾶμα — τὸ Βρασίλα. Ep. XIX 2.— 
ee) I 20: τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον 
ἵκεο Μοίσας. — p) gen. pron. aa) 
person. V 4: uev τὰν σύριγγα. V i9. 
VI 36. XV 31. 69. XXIII 48. Ad. 
20. 24. 88. III 37: ὁ φϑαλμός μευ ὁ 
δεξιός. XXIX 16: σευ τὸ κάλον -- 
ῥέϑος. — XXVII 5: τὸ στόμα pev. 
ὙΠ 119. VIII 15. 63. XV "1. 
XI 55: τὰν χέρα vevc. ll 126. VIII 
82. Ad. 26. — V 2: τό sv νάπος. 


XXX 5. — bb) possess. XV 181: 
τὸν αὑτᾶς - ἄνδρα. Τ᾽ [92]. XXVI 
18: τὴν σαυτοῦ φρένα. — ee) de- 


monstr. II 60: τᾶς τήνω φλιᾶς. XXX 
22: τῶ δ᾽ ὁ πόϑος. — dd) relat. X 
4: τᾶς τὸν πόδα. — b) adiectivo 
(comp. et superl) XV 139: ὃ γεραέ- 
τερος εἴκατι παίδων. XXIV 37. 72. 
XVII 12: τὸν ἄριστον — pet 
XVII 2. XVIII 4. Ep. 
(XXII 205: τὸν ἄλλον --- — — 
c) articulo «) masc. fem. V 18: Aa- 
κῶν — ὃ Καλαιϑέδος (sc. víós). XIII 
5: ὡμφιτρύωνος. --Π 66: ἁ τωὐβού- 
λοιο κανηφόύρος — ἀναξώ (sc. ϑυγά- 
τηρ). ΠῚ 85. X 15. XIV 58. -— V 
61: τὴν σαυτῶ (sc. γᾶν). --- IV 21: 
vol và Λαμπριάδα (ὃ). — 8) neutr. 
II 76: τὰ Μύκωνος: praedia vel aedes, 
cf. V 112. — IV 23: τὰ Φύσκων: 
agros. — VIII 20: τὰ δὲ τῶ πατρός: 
res vel bona. — IV 31: τὰ Γλαύκας, 
τὰ Πύρρω: carmina, cf. X 41. — XIII 
67: τὰ δ᾽ Ἰήσονος. XXVI 38: τὰ 
ϑεῶν: res lasonis, deorum pro: laso- 
nem, deos, — 8) substantivum (adi., 
partie.) apponitur pronomini; a) ca- 
sus inter se congruunt, nomin. XIV 56: 


Z8 ^, 928 — nenne 


CJ 





FU WR c A. KW mM 


ογδώκοντα — ὅδε 


v — ὃ στρατιώτας. 1I 72: ἐγὼ — 
. ἢ 138. suppl ἐγώ 
34. ΧΙ 34; ἡμεῖς XIV 29: πό- 


j 


BrkE 
uin 
dii 
4 
AE T x 
: 
E 
: 


. Ep. XII 2, — XI 39: τίν, 
' ᾿γλυχύμαλον. — b) nomin. 


ὃ. 


V 102: οὐκ ἀπὸ τᾶς δρυός, 


45. V 147. — lI 151: af δὲ χέμαι- 

οὐ μὴ σκιρτασεῖτε. 
Exin :62., 63 (ci.) — 9). articulus ad- 
ditur praedicato 84) subst. ΠῚ 13: 
o^ γενοίμαν) ἃ βομβεῦσα μέλισσα. 

2.52. XXl 14. 25. 33. XXII 
64. — b) adi. XXVI 23: Avrovóag 
δυϑμὸς οὗτός. XVIII 22. XIV 11: 
τί τὸ καινόν: X 29. — 10) appositio 
ad finem indicandum, quo quid spectet 


. ἂς valeat, additur a) obiecto VIII 


86: τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δί- 

( τοι αἷγα: ut sit 'praemium 
tibi debitum". VIII 17: ἀλλὰ τί μὰν 
(netig; τί δὲ τὸ πλέον ἕξεὶ ὁ vixow;: 
3 jum iustum'. — b) enunciato 

74: οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίϑην 
ἄπο, τὔμπικρον αὐτᾷ (e Mein. coni. 


ser. vulg. τὸν v. τὸ πικρόν): 
Sid enin morderet". 
ὀγδώκοντα octoginta IV 34: Al'yov 
ὀγδώκοντα μόνος κατεδαίσατο μάξας. 
ὅγε (sg. ὅγε, τόγε. dual. τώγε. pl. 


Ἐ, τοίγε) v. γε 5) c). 
,ὄγμος striga X 2: οὔϑ᾽ £óv ὄγμον 


ὅδε rà m, ὅδε, τοῦδε, τῷδε, τόνδε. 
ε, τᾶσδε, τᾷδε τῇδε, τάνδε. 

n. τόδε, τοῦδε τῶδε, τῷδε, τόδε. — 
m. τώδε (n à) — pl m. 
τῶνδε, τώσδε (Ad). f. αἵδε, ταίδε, 
τάσδε. n. τάδε', τῶνδε, τάδε) hic, 
v dieser da ἢ) de loco: praesentia 
et loco propinqua quasi digito mon- 
strantur à praesente, itaque non raro 
p idem fere valet quod adv. hic, 
er, da; 1 120: Zdgr»ig ἐγὼν ὅδε 
τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε νομεύων: 'hic 
ego qui iaceo, Ov. Trist. ΠῚ 3, 18᾽. 
: Θύρσις 00^ E Altvag, IV 48: 
ἴδ᾽ αὖ πάλιν ὧδε ποθέρπει. 54: ἅδε 


— 


199 


καὶ αὐτά: 'la voilà, c'est bien elle'; 
cf. V 1. VI 9. VIII 68. XVI 4. 
XVIII 15. XXV 18. V 34: (ὧδε 
πεφύκει) ποία χὰ στιβὰς ἄδε: "hic 
stratum nobis paratum est'. IV 12: 
ταὶ δαμαλαὶ δ᾽ αὐτὸν μυκώμεναι 
αἴδε ποθϑεῦντι. 11 80: ὅδε ῥόμβος ὁ 
χάλκεος (opp. τῆνος). V 72: ἄδε --- & 
ποίμνα (opp. τὰς αἶγας). Vll 31: & 
δ᾽ ὁδὸς ἄδε. XXII 54: ὅδε χῶρος. 
XXV 29: πεδίον τόδ᾽. 48: im 
ἀγρῶν τῶνδε. 11 ὅθ; τόδε δῶμα: 
meum. XII 12: δίω δή τινε τώδε 
μετὰ προτέροισι γενέσϑην φῶϑ᾽: 
*digito monstratur statua his aman- 
tibus nostris posita. V 70: μήτε 
Κομάτῳ (h.e. mihi) — μήτ᾽ ὦν τύγα 
τῷδε χαρίξῃ. V 25: καὶ πῶς --- τάδ᾽ 
ἔσσεται ἐξ ἴσου &uív;: 'haec (pi- 
gnora), quae cernimus, v. 23. V 
44: εἴκατι (sc. ἡμέραι), ταίδ᾽ ὀκτώ, 
ταίδ᾽ ἐννέα, ταίδε δέκ᾽ ἄλλαι (Ahr. 
et Ziegl. c. lunt. ταὶ à' — ταὶ δ᾽ — 
ταὶ δὲ): dies enumerantur digitorum 
ope. — ltem de loco pron. leg. 1) 
sine subst. XXIV 77. Ep. Π 2. — 
2 cum subst. a) sine artic. I| 128, 

83. VIII 35 (e coni. A. Fritzschii). 
XXII 62. 148. 180. XXIV 82. 89. 
XXVII 49. 55. Ep. VII 4. XV 9. 
XXHI 1. Ad.19. Syr. 11. — b) cum 
artc. V 42. VIII 55. Ep. XVIII 1. 
XX 1. XXV 1. Ad. 25. — pro adv. 
est I 14: τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν iv τῷδε 
νομευσῶ: 'hic — II) de tempore: 
de iis quae tam prope aecedunt ad 
tempus loquentis ut quasi digito pos- 
sint monstrari, itaque de iis quae 
sunt 1) eiusdem temporis XXIX 14: 
τῶδε — ἄματος: hodie, opp. αὔριον 
v. 16. XXX 1: Ὥιαι τῶ γχαλέπω 
καϊνομόρω τῶδε νοσήματος: 'hoc, quo 
(nunc) pereo, malum'. XVIII 58. — 
2) modo praeterita XXV 56: χϑιξὸς 
ὅδ᾽ εἰλήλουθεν ἀπ᾽ ἄστεος: Augias, 
euius modo mentio facta est v. 54. 
XXV 174: ἔλπομαι οὐχ ἕτερον τόδε 
τλήμεναι Αἰγιαλήων | ἠὲ σέ: necem 
leonis modo (v. 167) narratam. XVI 
23: δαιμόνιοι, τί δὲ κέρδος ὁ μυρίος 
ἔνδοθι χρυσὸς | κείμενος; οὐχ ἅδε 
πλούτου φρονέουσιν ὄνασις: 86. τὸ 
κεῖσθαι χρυσόν. item pron. leg. XI 
49 (?). t II 51. 73. 121. XXI 37. 
XXI 57. XXVI 19. 28. Ep. IV 16. 
Ad. 37. «cum subst. VII 83. 126. 
XXV 181. 195. XXVI 37. Ep. X 3. 
— 8) paulo posj futura Il 43: ἐς 


΄ 


200 


τρὶς ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια, 
φωνῶ": haec, quae sequuntur, verba; 
itemque τόδε et τάδε leg. VI 20. 
VII 80 (e coni Α. Fritzschii). 
XX 2. XXII 153. XXIII 44. 48. 
XXVI 18. Ep. VIII 1. XXI 1. c. 
subst. XXIII 46, — pro adv. est Ad. 
43: ἐκ τῶδ᾽ (Ahr. c. Brub. và à") 
ἐπηκολούϑει: ex hoc tempore, deinde. 


ὁδίτας (sg. a. δὁδίταν, -qv ter in 
exitu hex.) viator XXV 6: εἴ zig ὁδοῦ 
ξαχρεῖον ἀνήνηταί, τις ὁδίτην. XVI 
93: σκνιφαῖον — δδίταν. VII 11. 

ὀδμή odor XXV 69: (τοὺς δὲ κύ- 
veg — ἐνόησαν) ἀμφότερον ὀδμῇ τε 
χροὸς δούπῳ τε ποδοῖιν. 

ὁδοιπόρος (sg. ὁδοιπόρος, -ov, -B) 
qui iter facit, viator XII 9: (σκεερὴν 
δ᾽ ὑπὸ φηγὸν) ἠελίου φρύγοντος ὃδοι- 
πόρος ἔδραμεν ὥς τις. XXII 47. 
Ep. XIV 2. add. ἀνήρ XXV 187: 
ψεύδεσθαι ὁδοιπόρον ἀνέρ᾽ ἔφαντο. 

ὁδός (sg. ὁδός, -οὔ, -Q, -όν. pl. 
ὁδοῦ υἷα 1) via, qua. quis incedit 
VII 130: ἀποκλίνας, ἐπ᾽ ἀριστερὰ τὰν 
ἐπὶ Πύξας | elg" ὁδόν. 10: κοὔπω 


τὰν μεσάταν 000v (ἄνομες. XXV " 
ὁδοῦ ξαχρεῖον — ὁδίτην. XV E 

δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος. XI 217: ἐγὼ 

ὁδὸν ἁγεμόνευον, cf. Od. vi bid: 


ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω. Ep. XVIII 
2: (ἔτευξε τᾷ Θραϊσσᾳ) "Μήδειος τὸ 
uv&u ἐπὶ τᾷ ὁδῷ, cf. Il. VI 15: 
ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων h. e. ἐν τῇ λεω- 
φόρῳ. —. 9) iter, profectio VII 31: 
& à ὁδὸς ἄδε Θαλυσιάς: ἐπὶ Θα- 
λύσια ἀνυομένη. Schol 35: ξυνὰ 
γὰρ ὁδὸς, ξυνὰ δὲ καὶ ὠδά. VIII 75: 
τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον. XVI 9: 
ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον. 69: χαλεπαὶ — 
ὁδοὶ τελέϑουσιν ἀοιδοῖς | κουράων 
ἀπάνευϑε Διός. 


ὀδοὺς (pl. ὀδόντες, -ων, -ας) dens 
et hominum et bestiarum VI 87; 
τῶν δὲ τ᾽ ὀδόντων | αὐγὰ λευκοτέρα 
Παρίας ὑπέφαινε λέϑοιο. XXII 126: 
πυκνοὶ δ᾽ ἀράβησαν ὀδόντες. — XXIV 
24: ἀναιδέας εἶδεν ὀδόντας: draco- 
num. XXV 234: λαμυροὺς δὲ χα- 
vov υπ᾽ ὀδόντας ἔφηνε: leo. Ad. 36: 
(τούτους κόλαξε) ὀδόντας: apri. 46: 
ἔκαιε τοὺς ὀδόντας (Faber. e coni. 
pro τὼς Ἔρωτας). 

ὀδύνα dolor eorporis XIX 5: (τᾷ 
δ᾽ ᾿Δφροδίτῳ) δεῖξε τε τὰν ὀδύναν. 
XXV 269: rov — ὀδύνῃσι παραφρο- 
ψνέοντα βαρείαις. ,RXVII 25: οὐκ 


ὁδίτας — οἵ 


ὀδύνην, οὐκ ἄλγος ἔχει γάμος, eli 
χορείην. 

ὀδύρομαι lamentor, lugeo l 75: 
πολλαὶ δ᾽ αὖ δαμάλαι xci πόρτιες 
ὠδύραντο. Ep. VI 2: καταταξεῖς) 
δάκρυσι διγλήνως ὦπας ὀδυρόμενος. 

᾿Οδῦύσεύς Ulixes XVI 51: Ὀδυσεὺς 
ἕκατόν τε καὶ εἴκοσι μῆνας ἀλαϑείς 
| πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους. 

ὄζος 1) ramus XV 121: οἷοι ἀηδο- 
νιδῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρων | πω- 
τῶνται πτερύγων πειρώμενοι ὄξον 
ἀπ᾽ ὄξω, cf. Anth. Pal. IX 209: τίπτε 
μετοπλάξεις πωτωμένη ὄξον ἀπ᾽ ὄξου. 
— 2) nodus XVII 81: σιδάρειον σκύ- 
voÀov κεχαραγμένον Ofow, cf. Verg. 
Aen. VIII 9220: nodisque gravatum 
robur. Ecl. V 90: formosum paribus 
nodis atque aere. 

ὅϑεν adv. wnde XVII 120: ἀέρι 
τᾷ κέκρυπται, ὅϑεν πάλιν οὐκέτι 
νόστος. VII 114. XXV 197. II 69: 
φράξεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅϑεν ἵκετο, 
πότνα Σελάνα, qui versus repetitur 
II 75. 81. 87. 93. 99. 105. 111. 117. 
123. 129. 135. 

09v adv. ubi XXV 211: : αὐτὰρ ἐπεὶ 
τὸν χῶρον, ὅϑι Aig ἦεν, ἵκανον. 281. 
XVI 75. XXIV 15. XXV 20: κείνῃ 
ὅϑι πλατάνιστοι ἐπηεταναὶ πεφύασι. 
155: ὅϑι — τῇ: ubi — ibi. — suppl. 
ἐκεῖσε ante 091 eo ubi XVI 99. 


ὀθνεῖος peregrinus, externus. Ep. 
VII 3: ἀντὶ δὲ πολλῆς Ι πατρέδος 
ὀϑνείην κεῖμαι ἐφεσσάμενος (var. 
ὀϑνείαν). XXIII 3: τὰ δ᾽ ὀϑνεῖα 
Κάινκος | χρήματα καὶ νυκτὸς οἶδα, 
μένοις ἀριϑμεῖ. ,KXII 4: — 
δ᾽ ὀϑνείην οὔτιν᾽ ere 

ὁϑούνεχα (εν) V 140: 
(0v) ἀστέρι πάντες mat ὁϑούνεκα 
πολλὸν ἐν ἄλλοις Ι βουσὶν ἰὼν λάμ- 
πεσκεν. 16: χαίρων ἐν φρεσὶν ἧσιν, 
ὁϑούνεκεν αὖλιν ἔρυντο. 


Ὄϑους Othrys, mons Thessaliae 
IH 43: τὰν ἀγέλαν χὼ μάντις ἀπ᾽ 
Ὄϑρυος ἄγε Μελάμπους | ἐς Πύλον. 

οἱ dat. pron. pers. III (ubique 
enclit. praeter XIV 47 (ci); plerum- 
que in thesi leg. ita ut corripiatur 
syllaba, ter sit longa. — quod prae- 
cedit vocabulum in longam vocalem 
exit duodecies, tricies bis in brevem, 
quae semel producitur XXIV 42; bis 
in consonantem — XVII 82. XXV 
82 — ita ut producatur syllaba; 
unde intelligitur poetam in modum . 


— 








1 


ὙΌΣ ΠΥ ι΄ o 
* 


Homeri usum esse hae voce, quasi 
retinuisset.) masc. 

D) ei, $ | 1) c. verbis v. ed 

οἵ —— XXV 51. 80. 


adi. et suppl. verb. II 98: τηνεῖ 
ἑ of ἁδὺ —— XIV 47: ài 
vo» πάντα (e Toupii coni. scr. 
οἶδε, ἡ nu & δὲ, τᾷ δέ). XV 





$évà 4^ ἧς pem ὅθι 


χ αὐτῷ. --- 3) c. praep. I 
33: πὰρ δέ οἵ ἄνδρες | — νεικείουσ᾽ 
ἐπέεσσι. -- 3) dat. relationis et com- 
modi II 6: ἡ δά of ἀλλᾷ | ὥχετ᾽ ἔχων 
$ v' Ἔρως ταχινὰς φρένας & τ᾽ 
᾿Αφροδίτα; 161: τοϊά oi ἐν κέστᾳ κακὰ 
᾿ς ΠΡΌ φαμὶ (GGELV. 138. 

I 17. 90 121. XXV 120. 
videtur esse I 18: 


δ᾽ ἄρα of 
βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος. ἢ 
43. 74. 1Π 153. VII 20. 82. ΧΙ 16. 
ΧΗ 30. XIII 57. XXII 210. XXIV 
42. XXV 2. 148. 243. 260. 270. Ad. 
42. — II) sibi XXV 108: Αὐγείης δ᾽ 
ἐπὶ πάντας ἰὼν ϑηεῖτο βοαύλους,᾿ 
ἤντινά of κτεάνων κομιδὴν ἐτίϑεντο 


ον ταῖν 15: Ta ράκοντας) 

ὦρσεν Mu οὐδόν, 091 σταϑμὰ 
κοῖλα ϑυρά EO Ln " —— 
coni, scr. pro οἴκου): *ubi postes 
- EE Ye Uie 06 forium', XXIII 

ε ϑύρας. 

a (praes. ind. oid(a), οἶσϑα, οἶδε, 
σι. ci εἰδῶ, ἧς. inf ἴδμεναι, 


ἴδμεν. part, εἰδώς. — ipf. ἤδει. --- 
digammatum XVII T8). 1) scio, 
novi, à) c. acc. rei e ah Pe 
φυτοσκάφοι of πολύ 

21, XXV 61. XVII 18: ja 
ξανδρος φίλα εἰδώς, cf. Od. III 277: 
—— καὶ ἐγὼ qa εἰδότες ἀλ.- 
». — IL 151: οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρε- 

* τόσον. XV 91. suppl. 

VI 14 οὐκ οἵδ᾽. XXII 116. 

sini $ed, uy γὰρ οἶσϑα. XXV 37: 
ἐγὼ δέ xi τοι σάφα εἰδώς | ἀτρεκέως 


peu 


οἴγω — οἰκεύς 


201 


εἴποιμ᾽. XXVII 43 (εἰ. . XX 6. 
interponitur XV 99: —— οἶδα. (de 
XIV 47 v. o£ I 1)) — b) c. acc. pers. 
XIV 62: εἰδὼς τὸν ovra, τὸν οὐ 
ἔοντ᾽ ἔτι μᾶλλον. XXIII 4: κοὐκ 
ἤδει τὸν τίς ἦν ϑεός. — c) 
c. coni. ὡς VII 99: οἷδεν Ἄριστις --- 
ὡς ἐκ παιδὸς Ἄρατος ὑπ᾽ ὄστιον αἴϑετ᾽ 
ἔρωτι: "scit uri Aratum'. — d) cum 
sent. interrog. XXV 170: οὐκ οἱδ᾽ 
ἀτρεκέως ἢ ἢ ᾿ἄργεος ἐξ ἵεροῖο | αὐτό- 
ϑεν ἢ Τίρυνϑα νέμων πόλιν ἠὲ Μυ- 
κήνην (sc. Aoyeíov τις ὄλεσσε ϑη- 
ρέον). ΧΙ 62: ὡς εἰδῶ τί moy! ἁδὺ 
κατοικεῖν τὸν βυϑὸν ὕμμιν. V 53. 
XXV 81: ηδει δ᾽ ᾧ τε χρὴ χαλεπαι- 
νέμεν à τε καὶ οὐκί. ---9) Scio, pos- 
sum, c. inf. XXIII 63: στέργετε δ᾽ 
of μισεῦντες" ὁ γὰρ ϑεὸς οἷδε δικά- 
few. v. ἴσαμι. 
οἰδέω tumeo XXII 101: ὄμματα δ᾽ 
οἰδήσαντος ἀπεστείνωτο προσώπου. 
I 43: ὧδέ oí ὠδήκαντι κατ᾽ αὐχένα 
πάντοϑεν ivsg. 
ὀιζόεις flebilis XXVII 13: τὴν σαυ- 
τοῦ φρένα τέρψον᾽ ὀιξόεν οὐδὲν ἀρέ- 
σκει (e Kreussleri coni. scr. pro vulg. 
ὀίξυον, Ziegl. c. Wordsw. ὀεξύον, Ahr. 
—— 
οἰξδρός miser, in crasi X 1: ἐρ- 
γατίνα Βουκαῖε, τί νῦν, ὠξυρέ, πε- 
πόνϑεις: 
oiíg demin. ovicula 1 9: αἴκα ταὶ 
"Μοῖσαι “τὰν οἰΐδα δῶρον ἄγωνται, | 
ἄρνα τ τὺ σακέταν λαψῇ γέρας, αἱ δέ 
x ἀρ Qéoxg l τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ 
δὲ τὰν ὅιν ὕστερον ἀξῇ: "suaviter 
Theocritus scr. voc. ὑποχοριστικόν 
ad significandum mite illud Musarum 
propter acceptam ovem gaudium, 
quam ipsae non iam communi no- 
mine ovem, sed leniori ae blando 
vocabulo ovem teneram seu ovicu- 
lam suam ('their dear UEM sheep") 


appellare finguntur". 

oixé&ós (ubique οἴκαδ᾽ leg. in 
quinto hex. pede, antecedente conson.) 
domum. 60: ἔλθοις, καὶ ξενίων 


γε τυχὼν πάλιν οἴκαδ᾽ ἱκάνοις. XVI 
8: οἴκαδ᾽ ἴασις Π 84: πάλιν οἴκαδ᾽ 
ἀπῆνϑον. XI 64. 

οἰκείω v. οἰχέω. 

, οἰκέτις  materfamilias ΧΥ͂ΠΙ 38: 
ὦ καλὰ ὦ γαρίεσσα κόρα, τὺ μὲν 
οἰκέτις ἤδη: de Helena nova nupta. 

οἰκεύς servus servus (domesticus) XXV 33: 
(ἃς ἡμεῖς ἔργοισιν * ἣ —* 
οἰκήων, οἷσιν βίος ἔπλετ᾽ ἐπ᾿ ἀγροῦ 


202 


Οἰκεῦς v. Θἰκοῦς. 

οἰκέω habito, incolo, abs. XII 28: 
ὄλβιοι oiwsíows. c. acc, XVI ΤΊ: 
(Φοίνικες ὑπ᾽ ἠελίῳ δύνοντι) οἰκεῦν- 
veg Διβύας ἄκρον σφυρόν. c. praep. 
XXIV 80: ἐν Διὸς οἰκεῖν (vulg. οὐκῆν). 
XXVIII 21: οἰκήσεις κατὰ Μίλλατον 
ἐράνναν μετ᾽ Ἰαόνων. 

οἴχησις domicilium XV 8: ἐπ᾽ 
ἔσχατα γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθών  εἴλεόν, οὐκ 
οἴκησιν. 

οἶκος (sg. οἶκος, -ov, -o, -ov. pl. 
οἶκοι. — quasi digàmmatum VI 24. 
XXIV 22.) domus 1) domicilium , ha- 
bitatio a) hominum XVI 6: (τές) ἦμε- 
τέρας Χάριτας πετάσας ὑποδέξεται 
οἴκῳ; XXVIII 19: οἶκον ἔχοισ᾽ ἄνε- 
ρος. XVII 96: τόσσον ἐπ᾽ ἅμαρ 
ἕκαστον ἐς ἀφνεὸν ἔρχεται οἶκον. 
XXII 222. XXIV 22. Ep. XIII 8. 
XV 147: ὥρα ὅμως xsíg οἶκον: do- 
mum sc. redire, cf. XXVII 64. Ep. 
XVI 2: ἐπὰν ἐς οἶκον ἔνϑης: in pa- 
triam. VI 924: ἐχϑρὰ φέροι ποτὶ 
οἶκον (var. φέροιτο mor), cf. Od. 
XXIV 358: ἀλλ᾽ ἴομεν προτὶ oixov. 
— b) deorum XVII 108: ϑεῶν ἐρι- 
κυδέες οἶκοι. 17: καί of χρύσεος δό- 
μος ἐν Διὸς οἴκῳ | δέδμηται. --- 2) 
res familiaris, quaecunque domus 
compleclitur XXV 59: (xol βασιλεῦ- 
σιν ἐείδεται) αὐτοῖς κηδομένοισι σα- 
ὠὦτερος ἔμμεναι oiwog. XVII 41. — 
3) gens, familia XXII 177: ἅλις νέ- 
x»vg ἐξ ἑνὸς οἴκου | εἷς. 

Οἰκοῦς Oecus, urbs Cariae VII 
115: ὕμμες δ᾽ Ὑετίδος καὶ Βυβλίδος 
ἁδὺ λιπόντες | νᾶμα καὶ Οἰκεῦντα, 
ξανϑᾶς ἕδος αἰπὺ ΖΔιώνας (e coni. 
Heckeri ser. pro vulg. οἰκεῦντες). 

οἰκτίρμων misericors XV 5: χρη- 
στοῦ κοίκτέρμονος ἀνδρός. 

οἰχωφελία diligentia domestica in 
re familiari tuenda XXVIII 2: γύ- 
ναϊξιν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος. 
οἶμαι x. ὀίομαι. 

οἴμοι heu, o XV 69: οἴμοι δειλαία, 
δίχα uev τὸ ϑερίστριον ἤδη | ἔσχισται. 

οἰνάρεος pampineus VIL 184: 
(ἐκλίνϑημες) ἔν τε νεοτμάτοισι γε- 
γαϑότες οἰναρέῃσι (var. οὐναρέαισι, 
οἰναρέοισι) 850. χαμευνίσιν: 'in toris 
pampineis recens abscissis'. 

οἰνόπεδον vinctum XXIV 198: 
ὁππόκα κλᾶρον ἅπαντα καὶ οἰνόπεδον 
μέγα Τυδεύς | ναῖε. 

οἶνος vinum XXIX 1: oivos, ὦ 


Οἰκεῦς — οἷος 


φίλε παῖ, λέγεται καὶ ἀλάϑεα. V 
194: καὶ τὺ δέ, Κρᾶϑι, οἴνῳ πορφύ- 
ροις. VII 65: τὸν πτελεατικὸν οἶνον 
ἀπὸ κρατῆρος ἀφυξῶ. 

οἰνοχόος pocillator XV 124: αἶε- 
τοὶ οἰνοχόον Koov(üc Zi παῖδα φέ- 
ροντες. 

οἰνωπός fuscus XXII 84: Κάστωρ 
δ᾽ αἰολόπωλος 0 τ᾽ οἰνωπὸς lloÀv- 
δεύκης: 'color adustior faciei nota- 
tur, qualis est athletae multum sub 
divo versati'. A. Fr. 

ὀέομαι, οἶμαι puto, censeo XI 5: 
γινώσκειν δ᾽ οἶμαί vv καλῶς ἰατρὸν 
ἐόντα. XXII 18: αὐτοῖσιν ναύταισιν 
ὀιομένοις ϑανέεσϑαι. 

οἷος solus, wnus, neutr. sg. XXV 
199: (οὐδείς xsv ἔχοι σάφα μυϑή- 
σασϑαι) οἷον δ᾽ ἀϑανάτων τιν᾽ ἐίσκο- 
μεν ἀνδράσι πῆμα | ἱρῶν μηνίσαντα 
Φορωνείδῃσιν ἐφεῖναι. ᾿ 

οἷος (sg. m. οἷος, -ov. f. οἵα. “τ. 
οἷον. — pl. m. οἷοι. m. οἷα) pron. 
relat. qualis 1) exclamantis est etes 
admirantis XXV 78: ὦ πόποι, oiov 
τοῦτο ϑεοὶ ποίησαν ἄνακτες | ϑηρίον 
ἀνϑρώποισι μετέμμεναι, ut apud Hom. 
leg. ὦ πόποι, οἷον Od. I 32. XVII 
248. — XVII 34: οἵα δ᾽ ἐν πινυταῖσι 
περιμλειτὰ Βερενίκα | ἔπρεπε ϑηλυ- 
τέραις. XV 102, XX 6. in sent. secun- 
dariis I 87: ὡπόλος 0xw' ἐσορῇ τὰς 
μηκάδας οἷα βατεῦνται. 90, — 2) re- 
spondet demonstr. VII 154: (τοῖον 
νέκταρ) oiov δὴ τόκα πῶμα διεκρα- 
νάσατε Νύμφαι. ΧΧΠ 222. XXII 
ὅ9: τοιόσδ᾽ οἷον ὁρᾷς. ΧΥ͂ 82: παῦε, 
Oy οἷα ϑεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα νένιμ- 
uev (ex Ahr. coni. scr. pro vulg. 
ὁκοῖα, ὁχοῖα, ὁποῖα). XXIII 10: οἷα 
δὲ ϑὴρ ὑλαῖος ὑποπτεύῃσι wvveyog, 
| οὕτως πάντ᾽ ἐποίει ποτὶ τὸν βρο- 
τόν. suppl demonstr. XIV 59: μὲ- - 
σϑοδότας Πτολεμαῖος ἐλευϑέρῳ οἷος 


ἄριστος. XXVIII ii: πόλλα δ᾽ οἷα 
γύναικες φορέοισ᾽ ὑδάτινα βράκη. 
XIV 60. XV 121. XVIH 20; ubi 


idem fere valet ac nostrum wie, uf, 
sicut, velut. — inprimis vero neutr. 
lur. οἷα pro adv. est XVII 104: ᾧ 
—— μέλει πατρώια πάντα φυ- 
λάσσειν | οἵ ἀγαϑῷ βασιλῆι. XXI: 
46: στήϑεα δ᾽ ἐσφαίρωτο πελώρια 
καὶ πλατὺ νῶτον --- σαρκὶ σιδηρξίῃ 

σῳφυρήλατος οἷα κολοσσός. XIV 64. 

XV 49. XX 23. coni. c. partic. (pro 
ὡς), si vera est lectio, Ep. XVII 6: 


mmm 


| τελεῖν ἐπίχειρα. Ahr.). 





P ^ 
Otg — οκὰ 


Bu »i» — τὴν ὧδ᾽ ἀνέθηκαν.) 
' ἀνδρὶ πολέτᾳ — | σωρὸν γὰρ εἶχε 
t — μεμναμένους | τελὲὶν ἐπί. 
: “αὐροίθ qui viro populari — 
enim habebat praecepto- 
rum — memores essent rependendi 
mercedem". Am. (ὧν ἀνδρὶ moiíre | 
σωφὸν παρέϊχες δημάτων μεμναμένοι 
— 8) suppl. 
ante pron. verbum deliberandi (λο- 
γεξόμενοῦ, vel, ut alii malunt, poni- 
tur. τι τοῖος XXV 38: οὐ σέγε 
— ἔξ | ἔμμεναι οὐδὲ κακοῖ- 
σιν ἐοικότα I αὐτόν, | οἷόν τοι 
μέγα εἶδος ἐπιπρέπει. 11 9: ὥς νιν 
ἴδω καὶ μέμψομαι οἷά μὲ ποιεῖ. — 
4) e. inf. aptus, idoneus XVII 13: 
ἐκ πατέρων οἷος μὲν ἔην τελέσαι μέγα 
ἔργον. 1ὅ: βουλάν, ἃν οὐκ ἄλλος 
ἐνὴρ οἷός τε νοῆσαι. 
᾿ (sg. ὄξζς, ὅιος οἷός, Ow oiv. yl. 
ὄιες, ὀίων, ὀίεσσι, Oig. gen. femun. 
ubique praeter tres locos, ubi non 
liquet.) ovis X 4: (ἀπολείπῃ) ὥσπερ 
ὄις ποίμνας, τᾶς τὸν πόδα κάκτος 
ἔτυψε. ΧΙ 34; φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις 
πολιὸν λύκον ἀϑρήσασα. XII 4: ὄις 
σφετέρης λασιωτέρη ἀρνός. XVIII 42: 
ὡς γαλαϑηναῦ ἄρνες γειναμένας 
τος μαστὸν ποϑέοισαι. 1] 2: στέψον 
τὰν χελέ φοινικέῳ οἷὸς ἀώτῳ. T 
11: τὸ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ: opp. 
ἄρνα σακίέταν. V 99: ( ππόκα πέξω) 
τὰν οἷν τὰν πελλάν. sing. pro plur. 
VIH 45: ἔνϑ᾽ ὄις, ἔνϑ᾽ αἷγες διδυ- 
ματόκοι (Ahr. c. Winterton. οἷς oves): 
*ibi ovis (omnis) sc. gemellipara est". 
— IX 17: πολλὰς μὲν ὄις, πολλὰς δὲ 
—— VIII 9: ποιμὴν εἰροπόκων 
i .. VI 10: (τὰν κύνα βαλλει.) & 
τοι τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός. V 130. 
VIH 67. XI 12. XXV 99. 
ὀιστός sagitta XXIV 105: ἐπὶ 6xo- 
πὸν εἶναι ὀιστόν. XXV 235: τῷ δ᾽ 
ἐγὼ ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς προίαλ- 
λον, cf. Il. VIII 300: ἦ δα, καὶ ἄλλον 
ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν. 
οἰστρέω (dor. pro οἰστράω) oestro 
— feror, met. de amica zelo- 
V1 28: (ἐκ δὲ θαλάσσας) οἰστρεῖ 
παπταίνοισα ποτ᾽ ἄντρα τε καὶ ποτὶ 
ποίμνας: 'e mari tanquam oestro per- 
cita proruit', 
os stimulus quasi furibundus 
vocatur Pan va 14: στήτας οἷστρε 
Σαέττας h. e. ὁ οἷστρον ἐμβαλὼν τῇ 
d γυναικί: qui Omphalen imple- 
isti furore amoris. 


203 


otobov siler V 1294: Ἱμέρα, ἀνθ᾽ 
ὕδατος δείτω γάλα, καὶ τὺ δέ, Κράϑι, 
| οἴνῳ πορφύροις, τὰ δέ τ᾽ οἵσυα καρ- 
πὸν ἐνείκαι (pro τὰ δέ τοι σία (sium 
latifolium) ex ed. Comm. (ubi τ᾽ 
οἰσύα) rec. A. Fritzschius): 'silera 
vero ferant fructus'. 

οἰφὸς homo lascivus V 43: μὴ βά- 
ϑιον τήνω πυγίσματος, οἰφέ, ταφείης 
(pro vulg. ὑβέ e cod. M. rest. A. 
ritzschius, Ahr. 9s): γράφεται οἰφέ. 
οἰφὸς τὸ αἰδοῖον, ὅϑεν ὁ φιλοίφας 
ἄνω (IV 62) εἴρηται. Schol ἤγουν 
zógvt' οἰφὸς γὰρ καὶ τὸ αἰδοῖον. 
Gloss. 

οἴχομιαι (praes, ind. οἴχῃ, οἴχε- 
ται. οἰχομένας. ipf. χετ(ο)) 1) abeo, 
discedo à) de animantibus XI 28: oi/y5 
δ᾽ αὖθ᾽ οὑτῶς, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος 
ἀνῇ με (opp. φοιτῇς). ΧΙΠ ὅθ. XXIV 
99. add. part. Il 152: ἐς τέλος ὥχετο 
φεύγων: aufugit. — cum termino ad 
quem IV 5: αὐτὸς δ᾽ ἐς τίν᾽ ἄφαν- 
τος ὃ βουκόλος ὥχετο χώραν; cum 
part. et termino ad quem IV 6: 
ἄγων νιν im ᾿Δλφεὸν ᾧχετο Μίλων. 
Hl 1: (ἢ ῥά οἵ ἀλλᾷ) ὥχετ᾽ ἔχων ὅ 
T Ἔρως ταχινὰς φρένας & τ᾽ Aqgo- 
δίτα; — b) » rebus XXII 167: ἴσκον 
τοιάδε πολλά, τὰ δ᾽ εἰς ὑγρὸν 
ὥχετο κῦμα | πνοιὴ ἔχουσ᾽ ἀνέμοιο. 
— 2) decedo (de - E. XXV 1: 
Ἷ παῖς Oysr ἄωρος ἐν ἑβδόμῳ ἢδ᾽ 
ψιαυτῷ | εἰς ᾿Αίδην. praes. pro perf. 
Ep. 3: οἴχεται & χίμαρος, τὸ κα- 
λὸν τέκος, οἴχετ᾽ ἐς Διδαν. 6: (τήνας) 
ὄστιον οὐδὲ τέφρα λείπεται οἰχομένας. 

ὅκα, ὅτε (dor. óx(«) quindecies, 
ót(s) sedecies leg.) quwm lI) sensu 
temporali 1) c. ind. ἃ) imperf. et aor. 
(tunc) quum, als 1 24: (αὐ δέ κ᾽ 
ἀείσῃς.) ὡς ὅκα TOv Λιβύαϑε ποτὶ 
Χρόμιν σας ἐρίσδων. XXII 141: 
ἀλλ᾽ ὅτε τύμβον ἵκανον ἀποφϑιμένου 
᾿ἀφαρῆος, — ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν. 
V 134. V1 20. XI8. XIII 16. XVII 
59. XVIII 11. XXI 58 (ci) add. 
δή ΤΠ 40, XXII 103. XXIV 30. δε. 
tecedit subst. XXIV 90: νυκτὶ μέσᾳ, 
ὅκα παῖδα κανῆν τεὸν ἤϑελον αὐτοί. 
adv. ΠῚ 38; ἔγνων πρᾶν, ὄὅκ᾽ ἔμοιγε 
μεμναμένῳ εἰ φιλέεις μὲ] οὐδὲ τὸ 
τηλέφιλον ποτεμάξατό τι πλαταγῆσαν. 
V 133. 166: πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσϑ᾽, ὅκα 
“Ιάφνις ἐτάκετο. ΧΙ 16: al ῥα τότ᾽ 
ἔσσαν) χρύσειοι πάλιν ἄνδρες, ὅτ᾽ 
ἀντεφίλησ᾽ ὁ φιληϑείς. idem fere 
valet quod ὅτε V 116: ἢ o9 μέμνᾳ 


204 


ox" ἐγώ vv κατήλασα; 118: τοῦτο 
μὲν οὐ μέμναμ᾽" ὅκα μάν ποκα τεῖδέ 
τυ δήσας | Εὐμαρίδας ἐκάϑηρε, κα- 
λῶς μάλα τοῦτό γ᾽ ἴσαμι. οἵ. Od. 
XXIV 115: ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε κεῖσε κατ- 


ἤλυϑον: Π. XIV τῶ: οἶδα δὲ νῦν, 
Ort τοὺς μὲν --- κυδάνει. οἵ, ebiam 
lat. memini quum c. ind. — b) c. ind. 


praes. quum, wann, de iis quae certo 
quodam tempore natura solent eve- 
nire; VII 54: χὡρίων ὅτ᾽ ἐπ᾽ ὠκεανῷ 
πόδας ἴσχει: *quum O. supra ocea- 
num gressum suum cohibet h. e. 
quum Ὁ. occidit. XVII 80: (οὔτις 
τόσα φύει ὅσα χϑαμαλὰ Alyværos,) 
Νεῖλος ἀναβλύξων διερὰν ὅτε βώλακα 
ϑρύπτει. ΧΧΙ 23. pro praes. est 
aor. q. v. gnomieus in comparatione 
XIII 50: (κατήριπε δ᾽ ἐς μέλαν. ὕδωρ) 
ἀϑρόος, ὡς ὁτὲ πυρσὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ 
ἤριπεν ἀστήρ 3 ἀϑρόος ἐν πόντῳ. -- 
pro adv. ἔσϑ᾽ ὅτε XXV 26: (τριπό- 
λοις σπόρον ἐν νειοῖσιν) ἔσϑ᾽ ὅτε 
ἄλλοντες καὶ τετραπόλοισιν ὁμοίως: 
interdum. — 2) c. coni. et part. ἄν 
quum, wann, wenn, in comparatione 
XXV 241: ὡς δ᾽ Or ἂν ἁρματοπη- 
γὸς ἀνὴρ πολέων ἴδρις “ἔργων l ὅρπη- 
κας καάμπτῃσιν ἐρινεοῦ —, ὥς... 
3) c. opt. a) sensu iterativo, si in 
sent. primaria est imperf. XVII 13: 
ἐκ πατέρων οἷος μὲν ἔην τελέσαι 
μέγα ἔργον | “αγείδας Πτολεμαῖος, 
ὅτε φρεσὶν ἐγπατάϑοιτο | Boviav, ἂν 
οὐκ ἄλλος ἀνὴρ οἷός τε νοῆσαι. — 
b) de iis quae fieri posse finguntur 
VII 108: (μή͵ τί τυ παῖδες) τανίκα 
μαστίσδοιεν, ὅτε κρέα τυτϑὰ παρείη. 
— ΠῚ sensu causali c. ind. IV 26: 
φεῦ φεῦ βασεῦνται καὶ ταὶ βόες, ὦ 
τάλαν Alyov, | eig Aida, ὅκα καὶ τὺ 
κακᾶς ἠράσσαο νίκας. XV 82 (ci). 
XXIX 8. add. τε XXII 56. 


óxd aliquando 1V 17: ὁκὰ μέν viv 
ἐπ᾿ Αἰσάροιο νομεύω —, ἄλλοκα δὲ 
σκαΐίρει τὸ βαϑύσκιον dug Advvuvov: 
modo — modo. I 36: oxc μὲν — 
ἄλλοκα δ᾽ αὖ, cf. Hu. XVIII 599: ὁτὲ 
μὲν — ἄλλοτε δ᾽ «9. Utroque loco 
ex emend. Schaeferi scr. pro libro- 
rum &44ox«; mutato accentu ὅκα 
Ahr. Mein. al. 


Oxx& (— ὅκα καὶ c. coni. quum 
1) de rebus futuris XV 144: καὶ vov 
ἦνϑες, ἄδωνι, καὶ ὃ Oxx' ἀφίκῃ, φίλος 
ἡξεῖς. — 92) de iis quae solent fieri 
XI 22: φοιτῇς εὐθὺς ioio ὅκκα yÀv- 


ὁκά — ὄλβος 


κὺς ὕπνος ἔχῃ us: | οἴχῃ δ᾽ αὖθ᾽ 
οὑτῶς, ὅκκα λυκὺς ὕπνος. ἀνῇ με. 
I 87: ᾧπόλος ὄκκ᾽ ἐσορῇ τὰς μηκά- 
δας οἷα βατεῦνται, | τάκεται ὀφϑαλ- 
μώς. IV 56. 21 (codd. ,ind.). dubi- 
tatur de VII 68: οὔτι καμεῖσϑ', 
ὅκπᾶ πάλιν ἅδε φύηται, ubi Mein. 
e coni. ser. ὅκκ᾽ αὖ (vàr. Oxx' dw), 
productionem ultimae defendere stu- 
det Buecheler., v. Jahn. Annal. 1860 
p. 348. 

ὀχνέω pigror VIH 67: ταὶ δ᾽ ὄιες, 
μηδ᾽ ὕμμες ὀκνεῖθ᾽ ἁπαλᾶς κπορέσα- 
σϑαι | ποίας. 

ὀκνηρός ignavus, de Musis XVI 


10: ὀκνηραὶ δὲ πάλιν κενεᾶς ἐν πυ- 
ϑμένι χηλοῦ | — μέμνοντι. XXIV 35: 
ἄνσταϑ᾽ ᾿Ἀμφιτρύων᾽ ἐμὲ γὰρ δέος 


ἴσχει ὀκνηρόν. 


ὄκνος metus XXV 65: (μέμονεν δὲ 
μιν αἰὲν ἔρεσϑαι") ἂψ δ᾽ ὄκνῳ ποτὶ 
χεῖλος ἐλάμβανε μῦϑον ἰόντα, μὴ τί 
oí οὐ κατὰ καιρὸν ἔπος προτιμυϑή- 
σαιτο. 


ὀκρϊόεις acutus (proprie: acutis 
angulis obsitus) XXV 230: οὐ γάρ τι 
βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισϑεν Ι. ὀχριόεν. 

óxt« octo V 58: στασῶ δ᾽ ὀκτὼ 
μὲν γαυλὼς τῷ Πανὶ γάλακτος, 
ὀκτὼ δὲ σκαφίδας μέλιτος πλέα κηρί 
ἐχοίσας. 

ὀχτωκαιδεκέτης octodecim annos 
natus XV 129: ὀκτωκαιδεκέτης ἢ ἐν- 
νεακαΐδεχ᾽ ὁ γαμβρός. 

ὄλβιος (sg. m. ὄλβιος, -0, τῷ, -ε. 
f. ὀλβία. pl m. ὄλβιοι. mn. 0A τα) 
beatus 1) felix XXIV 9: ὄλβιοι εὐνά- 
ξοισϑε καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἴδοιτε. XV 146: 
(ἁ ϑήλεια) ὀλβία, ὅσσα ἴσατι. XVII 
66: ὄλβιε κοῦρε γένοιο (per attractio- 
nem dieitur pro ὄλβιος x. y). XII 
28. 84. XVIII 16. — 2) dives XV 


24: ἐν ὀλβίω ὄλβια πάντα: "nostri 
homines: wer l hat, làsst lang 
hàngen'. XVII 117: τέ δὲ κάλλιον 


ἀνδρί xev εἴη | ὀλβίῳ ὴ ἢ κλέος ἐσϑλόν:; 
XVI 42: τὰ πολλὰ καὶ ὄλβια τῆνα: 
— 

oc (sg. ὄλβος, c, τῷ, τον) 1) 
felicias i XVII 52: (δοίη) Ζεὺς ἄφϑι- 
τον ὄλβον. XVII 75. Ber. 1. — 2) 
opes, fortunae XXV 24: βασιλῆι πο- 
λὺν καὶ ἀϑέσφατον ὄλβον | ῥυόμεϑ᾽ 
ἐνδυκέως. 111: ὡμάρτευν βασιλῆι 
— μέγαν ὄλβον. VII 88. 
XVII 9 





"CUN mme vene e 5 


"aor ditur ΠΥ LJ aao ders à D e 


ὄλεθρος — ὁμαλός 


"pernicies, eritium XXV 


τοι Νεμέου yéver', ὦ 


, perdo ΧΧΠ 108: 


— ὄλεχον στερεοῖς ϑείνον- 


neutr. E T 82: xS καλ- 
log * ἐστι τὸ παιδικόν, ἀλλ᾽ ὀλέ- 
Ax 4. — 2) met. de pretio 

| δώρῳ σὺν 
yo τοι ἔοικε 


— βέλος διὰ 
BARep. (act. aor. ind. — ὄλεσσε. 
ci. ὀλέσσω. ---- med. fut. ὀλεῖται. aor. 
EN s Cp οὐλομένοις) I) Act. 1) 
perdo, neco XXV 167: οὔνεκεν Ag? 
τις ϑεν παρεόντος ὄλεσσε | 
— 3) amitto, iacturam facio 
τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς γλαίνας τὸ 
κράσπεδον ὥλεσε Δέλφις. XXVII 80. 
— H) Med. pereo IV 52: κακῶς & 


in 


og, τόϑι φάρμακα λυγρὰ 
— νῷ ὀφί 


ἐσσι, τὰ καὶ 

ἐ —* —* cae 

Mac rto aut, ut vulgo ap om., 

ege perditis, den verfluchten (cf. 
unseligen. 


pr^ sazum rotundum XXII 
49: TL στασαν ἠύτε πέτροι ὁλοί- 
———— κυλίνδων | χειμάρρους 
P περιέξεσε δίναις 


ὀλοοίτροχοι), 
Ἷ Xii 137: ἀντικρὺ μεμαώς, loo 
ὡς ἀπὸ πέτρης, | ὄντε κατὰ 


II 64: (ὁ δὲ ᾿πατρὶ ἐοι- 
παῖς — ἔγεντο. Κόως δ᾽ 


D uis vester üpx 5: 


— ἐϑυντῆρα) obvou' "Olo», δί- 
ὅλον - πᾶν ponatur pro 


perniciosus XVI 53: "e 
φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος. de 
XXV 181: εἰπὲ δ᾽ 


205 


ὅπως ὀλοὸν τόδε ϑηρίον αὐτὸς ἔπε- 
φνες. 214: ὀλοὸν τέρας ἐσκοπίαξον. 

ὅλος totus, de hominibus ΠῚ 33: 
τὶν ὅλος ἔγκειμαι, cf. Ter. Ad. IV 2, 
50: Ctesipho autem in amore est 
totus. Ep. XVI 6: ἐρεῖς ἀτρεκέως 
ὅλον τὸν ἄνδρα. de rebus XXVII 
58: τὠμπέχονον * ὅλον δάκος 
(Ahr. e coni. pro ἐμὸν). XXIII 25: 
ὅλον αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος: 80. τὸ 
φά -, 60]. XXIX 4: οὐκ ὄλας 
φιλέειν μ᾽ ἐϑθέλησϑ᾽ ἀπὸ καρδίας 
(Ameis. pro ἀκόλας v. οὐχ ὅλας). — 
adv. ὅλως omnino, in totum Xl 68: 
οὐδὲν πήποχ᾽ ὅλως ποτὶ τὶν φίλον 
"εἶπεν ὑπέρ μευ. 

ὁλοσχερής integer, totus XXV 
210: (βάκτρον εὐπαγές) εὑρὼν σὺν 
πυκινῇσιν —** — — 

ὀλοφυγγών 80: μή 
πω ἐπὶ ΠΩΣ παρε DE ΠΗ͂Σ 
φύσω (vulg. ὀλοφυγδόνα): 'ne forte 
pustulam (fraudis a me commissae 
indicium) in lingua mea provocem. 
Haec scripsit grammaticus, ut reli- 
giose se et cum fide carmina colle- 
isse indicaret. A. Fr. 

óA0qotog iciosus XXV 185: 
ἄρκτους τε σύας τε λύκων τ᾽ ὀλο- 
φώιον ἔρνος. 

ὄλοχος v. ἄλοχος. 

ὄλπα ampulla olearia, λήκυϑος II 
156: παρ᾽ ἐμὲν ἐτίϑει τὰν “ωρίδα 
πολλάκις ὄλπαν. 

LE Ξε ὄλπα XVIII 45: dg yv- 
φέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλειφαφ | 1α- 
ξύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ σκχιερὰν πλα- 
τάνιστον. 

Ὄλπις Olpis, piscator quidam ΠῚ 
26: τὼς ϑύννως σκοπιάξεται Ὄλπις 
ὁ γριπεύς. 

Ὄλυμπος, ion. Θὔλυμιπος Olym- 
pus h. e. coelum XVII 132: (ἀϑανά- 
: ovg τέκετο κρεέουσα “Ῥέα βασι- 

ς Ὀλύμπου. XX 38: ex Ov 
; μολοῖσα | λάϑριον ἂν νάπος * 
(Σελάνα). 

ὅμαιμος consanguineus h. e. fra- 
ter XXII 173: Ἴδας μὲν καὶ ὅμαιμος 
£óg, κρατερὸς Πολυδεύκης : Castoris 
frater. 

ὁμᾶλός Y) aequus , planus ΠῚ 30: 
(τὸ τηλέφιλον) — αὔτως ὁμαλῶ ποτὶ 
πάχεος ἐξεμαράνϑη, si vera est lectio; 
v. tamen « μαλός. --- 2) met, a) aequus 
ΧΙ 10: εἰϑ᾽ 9^ palo πνεύσειαν ἐπ᾽ 
ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες | νῶιν. — Ὁ) 
mediocris XIV 55: πλευσοῦμαι κἠγὼν 


200 


διαπόντιος, οὔτε κάκιστος | οὔτε πρᾶ- 
τος ἴσως, ὁμαλὸς δέ τις ὃ στρατιώτας. 
— o) aequalis, similis, c. dat. XV 50: 
(ἄνδρες) ἀλλάλοις ὁμαλοί. 

ὁμαρτέω eo wna cum, comitor, 
abs. XXV 192: ὅς μὲν ὁμαρτήσας 
Too προσελέξατο μύϑῳ. c. dat. VIII 
64: μηδ᾽ ἀδίκεν μ᾽ ὅτι μικκὸς ἐὼν 


πολλοῖσιν ὁμαρτέω. Il 72: ἐγὼ δέ οἵ 
ἃ μεγάλοιτος] ὡμάρτευν. ipr. aeol. 
XXVIII 3: ϑέρσεισ᾽ “ἄμμιν ὑμάρτη 
πόλιν ἐς Νείλεος ἀγλάαν. 

ὄμβρος. imber XXII 14: πολὺς δ᾽ 
ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος | νυκτὸς ἐφερποί- 
σας. XVII 478: (μυρίαι ἄπειροι) λήιον 


ἀλδήσκουσιν ὀφελλόμεναι “ιὸς ὄμβρῳ," 


cf. Il. XI 493: ὀπαξόμενος Ζ!ιὸς ὄμβρῳ. 

Ὅμηρος Homerus XVI 20: τίς δέ 
κεν ἄλλου ἀκούσαι; ἅλις πάντεσσιν 
Ὅμηρος. 

ὅμιλος turba, tumultus XV 65: 
ϑᾶσαι,, Πραξινόα, περὶ τὰς ϑύρας 
ὅσσος ὅμιλος. pugnantium XXII (fe 
ἵππων 9' αἱματόεντα ταρασσομένων 
καϑ' ὅμιλον. 

ὄμμα (sg. ὄμματι. pl. ὄμματα, 
-«ct, -αταὶ oculus, vultus XVIII 37: 
Ἑλένα, τᾶς πάντες ἐπ᾽ ὄμμασιν ἵμε- 
got ἐντί. Vu 20: ὄμματι μειδιόωντι. 
XXVII 69: Nd αἰδομένοις. XX 
95: ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα 
πολλὸν ᾿ἀϑάνας. 13: ὄμμασι. λοξὰ βλέ- 
ποισα. XXII 66: : πυγμάχος; ἢ καὶ ποσσὶ 
ϑενὼν σκέλος, ὄμματα (Tunt. ἅμματα) 
δ᾽ ὀρϑά; V 86: (sí τύ ue τολμῇς) 
ὄμμασι τοῖς ὀρϑοῖσι ποτιβλέπεν: 'his 
luis rectis nec perturbatis udore 
oculis; XXII 194: ἀκριβὴς ὄμμασι 
Λυγκεύς, 1L 112: ἐπὶ χϑονὸς ὄμματα 
πᾶξαι, cf. Il. HI 217: κατὰ χϑονὸς 
ὄμματα πήξας. — XXII 101: ὄμματα 
à οἰδήσαντος ἀπεστείνωτο προσώπου. 

ὀμμιμνάσχομαι (aeol. pro &vo —) 
reminiscor XXX 29: τῶ ὃ 9 πόϑος 
καὶ τὸν ἔσω μύελον £c (et | ὀμμιμνα- 
σκομένῳ (Bergk. pro ὄμμι, 'μνασκο- 
μένα). aor, inf, XXIX 25: ἀλλ᾽ ὑπὲρ 
ἀπάλω στὺ ατός σε πεδέρχομαι | 
ὀμνάσϑην, ὅτι πέρυσιν ἦσϑα νεώτερος. 

ὄμνυμι, ὀμνύω (praes. ὄμνῦμι, 
-js. aor. ὦμοσα, -ας, ὄμοσσε. ὀμόσσῃ) 
juro, abs. XXI 63: καὶ σύγε μοι τρέσ- 
σεις: οὐκ ὥμοσας. e. inf. fut. VI 82: 
κλαξῶ ϑύρας, ἔστε κ᾽ ὀμόσσῃ | αὐτά 
μοι στορεσεῖν καλὰ δέμνια. aor. 
XXVI 84: ὄμνυε μὴ μετὰ λέκτρα 
λιπὼν ἀέκουσαν ἀπενϑεῖν. XXI δ9: 


ὁμαρτέω --- ὅμως 


ὦμοσα μηκέτι λοιπὸν ὑπὲρ πελάγους 
πόδα ϑεῖναι, | ἀλλὰ μενεῖν (e coni. 
Mein. scr. pro μένειν) ἐπὶ γᾶς καὶ 
τῶ χρυσῶ βασιλεύσειν. add. acc. 
ὅρκον. XXII 132: ὄμοσσε δέ τοι μέ- 
yov ὅρκον, — μήποτέ τοι ξείνοισιν 
ἑκὼν ἀνιηρὸς ἔσεσϑαι. add. acc. 
eius personae aut rei per quam quis 
iurat, sequente or. dir. Ad. 22: ὄμνυμί 
σοι, Κυϑήρη,, | αὐτὰν σὲ καὶ τὸν ἄν- 
δρα | καὶ ταῦτά uev τὰ δεσμά | καὶ 
τώσδε τὼς κυναγώς" 

ὁμοέϊος, ὁμοῖος (sg. m. Boios, 
ὁμοίω, τῶ. — ὕμοιον XXIX 2 
f. ὁμοία. ὁμοίιον, ὁμοῖον. eA 
ὁμοῖοι. Ue ὁμοίως) 1) similis, idem, 
c. dat. I['88: καί pev χρὼς μὲν 
ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι ϑάψῳ. XVIII 
21: ἦ ἐγα κέν τι τέκοιτ᾽ εἰ ἔρι 
τίκτοι ὁμοῖον. VII 117: ὦ μάλοισιν 
Ἔρωτες ἐρευϑομένοισιν ὁμοῖοι. F 
48: ἃ σκιὰ οὐδὲν ὁμοία | τᾷ παρὰ 
τίν: sc. ἀλλ᾽ ἀμείνων, cf. Il. I 978: 
οὔποϑ᾽ ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς | 6x1- 
πτοῦχος βασιλεύς: sc. ἀλλὰ μείξονος. 
neutr. pro adv. VIII 37: αἴπερ ὁμοῖον 
 μουσίσδει ΖΔάφνις ταῖσιν ἀηδονίσιν. 
suppl. dat. XXIX 20: φίλη δ᾽, ἄς 
xev ἔρης, τὸν ὕμοιον ἔχην ἄει. — 
c. aec. rei, qua quis similis est, XXIII 
9: (ἐφάβω) τὰν μορφὰν ἀγωθῶ, τὸν 
δὲ τρόπον οὐκέθ᾽ ὁμοίω. — 2) par 
XXIV 130: Κάστορι δ᾽ οὔτις ὁμοῖος 
ἐν ἡμιϑέοις πολεμιστής | ἄλλος ἔην. 
XXII 172: (αὕματι) νεῖκος ἀναρρήξαν- 
τας ὁμοέιον ἔγχεα λοῦσαι: 'quod pa- 
ribus utrimque animis ac studiis con- 
seritur, (de XV 9 v. —— 
adv. ὁμοίως item, ,eodem modo V 
26: (τριπόλοις σπόρον ἐν νειοῖσιΨ) 
ioo" ὅτε βάλλοντες καὶ τετραπόλοισιν 
ὁμοίως. 

ὁμόρροϑος consentiens, wna Ep. 
II5: ἄντρον ἔσω στείχοντες ὁμόρροϑοι. 

ὁμότεμος eiusdem honoris XVII 
16: τῆνον καὶ μακάρεσσι πατὴρ ὁμό- 
τιμον ἔϑηκεν] ἀϑανάτοις. 

ὁμοῦ wuna ll 77: εἶδον “ῖλφιν 
ὁμοῦ τε xol Εὐδάμιππον ἰόντας. ᾿ 

ὀμφᾶλός umbilicus XXII 201: 
πλατὺ φάσγανον ὦσε διαπρό | Τυνδα- 
ρέδης λαγόνος τε καὶ ὀμφαλοῦ. 

Supe uva immatura XI 21: (Γὰ- 
λάτεια) μόσχω γαυροτέρα, σφεϊλωτέρα 
ὄμφακος ὦὠμᾶς.Δ 

ὁμῶς una XXI 6: ἰχϑύος ἀγρευ- 
τῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες. 

ὅμως tamen XV 80: ἃ δὲ σμᾶμα 


— 








Pass. XV δῦ: ὠνάϑην 


* 


p Ὁ WES m mr ΡΥ HN En 


147. add. δέ 


| 3* cs P Es Ma. doe ἡ 


) somnium XXVII 8: μὴ x«v- 
Prae if γάρ σε παρέρχεται ὡς 


iram utilitas XVI 23: οὐχ ἄδε 
φρονέουσιν ὄνασις. 


᾿ ὄνειαρ utilitas XIII. 34: λειμὼν 
σφιν ἔκειτο, μέγα στιβάδεσσιν 


ταρ. 

ὀνε τας somniorum coniector 
XXI 33: ir: ἄριστος) ἐστὶν |óvec- 
φοχρέτας, ὁ διδάσκαλός ἐστι παρ᾽ 
ᾧ rk 


— A ὀνείρ £go. pl. ὀνείρατα, 
εἔρατα. ὀνεέροις) somnium 
IX 16: ἔχω δέ τοι ὅσσ᾽ iv ὀνείρῳ | 
mos XX b: μὴ τύ Ἧς μευ 
— à καλὸν στόμα μηδ᾽ ἐν ὀνεί- 
qos. 84: ἤδη͵ μυρί᾽ ἐσεῖδον 
—— — ἀώς. 81. 67. 
ὀνέμωμι (a60l. pro dvtuóm) ven- 
tilo, inf. XXX 33: (ἔμε μάν, φύλλον 
ἐπάμερον,) σμέκρας δεύμενον αὔρας 
ὀνέμων, ἦκα góenv πρέπει] (cod. 
ὁ μέλλων alc φορεῖ, Bergkius ἀνέ- 
pov οὐ δίκαον φορεῖν, Ahr. ὀνέλων 
ὦκα φορεῖ νότος): "egens exigua cura, 
quae me ventilet, decutiat, auferat". 
ὀνένημι (act. fut. dor. ὀνᾶσεϊ. 
aor. ὥνησας, ὥνᾶσαν. ὀνάσῃς. — 


aor. ὠνάϑην) iuto, ,delecto, abs. 
26: διπλάσιον δ᾽ ὥνησας (var. 
ὥνασας), ὁ. acc. pers. VII 36: τάχ᾽ 
ἄλλον ὀνασεῖ. V 69. XVI 51. 
εγάλως, Ort 
μοι τὸ βρέφος μένει ἔνδον. 
ὄνομα, οὔνομα 1) nomen XXVII 
40: σὸν λέγε τῆνο᾽ καὶ οὔνομα 
πολλάκι τέρπει. 39. acc. abs. οὔνομα 
nomine VII 18: (ἄνδρα) — piv 
Λυκίδαν, ἧς δ᾽ αἰπόλος (var. ). 
Syr. 5. — 2) memoria XVI 97: Rods 
ἔτι d ὄνομ᾽ εἴη. 


ὀνομάζω voco, nomino. Ep. XXIV 
2: Aria d Ar τάφος τῆς γομαζο- 
— 81): ὀνομαστοτάτης apte 
Phil. XX XXXIV p. 664. 

aor, XXVI 38: 


—— » ϑεῶν ——— 


ὀνομαστί nominatim XXIV Τὸ: 
ἀκρέσπερον ἀείδοισαι [᾿Δλχμήναν óvo- 


μαστί, 
óvo. μαστός clarus XVI 45: (δει- 


νὸς * ὁ Κήϊιοφ) --- ἐν ἀνδράσι 


ὄναρ --- ὀπαδέω 


201 


- 9 


x' ὀνομαστούς | ὁπλοτέροις (sc. 
αὐτούς). 

ὄνος 1) asinus XXI 35: κεέμενος 
ἐν φύλλοις ποτὶ κύματι, μηδὲ καϑ- 
εὔδων, | ἀλλ᾽ ὄνος iv δάμνῳ τό τε 
λύχνιον ἐν πρυτανείῳ (e coni. Bois- 
son. scr. pro ἄλλονος ἐν ῥάμω): pro- 
verbialiter dictum de iis, quorum 


conditio es& parum commoda; 'étre 
couché sur les épines' comparat, 
Adert, Théocr. p. 28. — 2) sidus 


qua XXII 21: ἐκ δ᾽ ἄρκτοι T 
φάνησαν, ὄνων τ᾿ ἀνὰ μέσσον ἀμαυρή 
| φάτνη ,σημαένουσα τὰ πρὸς πλόον 
εὔδια πάντα: τῶν ἐν τῷ καρκίνῳ δύο 
ἄστρων. Gloss. 


ὄνυξ (dat. ὀνύχεσσι(ν) ubique -- 
praeter unum locum — in exitu hex.) 
unguis hominum IV 54: ναὶ ναί, τοῖς 
ὀνύχεσσιν ἔχω τέ νιν: spinam, XXV 
217: αὐτοῖς δέρμα λέοντος ἀνασχέξειν 
ὀνύχεσσι. VII 109: κατὰ μὲν ,xeóa 
πάντ᾽ ὀνύχεσσι δακνόμενος κνάσαιο. 
leonis XXV 207: μὴ σάρκας ὑπο- 
δρύψῃ ὀνύχεσσι. 
ó30g acetum X 18: ἐκ πίϑω ἀν- 
τλεῖς, δῆλον ἐγὼ δ᾽ ἔχω οὐδ᾽ ἅλις 
ὄξος, cf. Plaut. Mil. III 2, 23: alii 
ebrii sunt, alii poscam potitant. — 
met. XV 148: χώνὴρ ὄξος ἅπαν, πει- 
γνᾶντι δὲ μηδὲ ποτένϑῃς: ὀξύχολος. 
Gloss. 
ὀξύς acer 1) de armis XXII 197: 
(χεῖρα) φάσγανον ὀξὺ φέροντος, οἵ. 
ll. XXII 306: εἰρύσσατο φάσγανον 
ὀξύ. Ep. H 3: τοὺς τρητοὺς δόνα- 
κας, τὸ Ape ya ὀξ ov ἄκοντα, cf. Il. 
X 335: ἕλε δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα. --- 3) met. 
de sensu XXII 127: αἰεὶ δ᾽ ὀξυτέρω 
πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσωπον. de gustu: 
ümarus XIII 35: ἔνϑεν βούτομον ὀξὺ 
βαϑύν τ᾽ ἐτάμοντο κύπειρον. de 
animo XIV 10: τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τύ, 
"d Aloyíva, ἅσυχος ὀξύς. 
ὀξύχειρ celer manu, de Hercule 
Ep. 2: τὸν λεοντομάχαν, τὸν 
ὀξύχειρα. 
ὄπίπ)ᾳ, ὅπῃ ubi IV 24: ποτὶ 
τὸν Νήαιϑον, ὅπᾳ καλὰ πάντα φύ- 
ovrt (var. ὅπη, hr. e coni. ómei). 
XXII. 10: κατὰ πρύμναν ἀείραντες 
— "ip^ l n καὶ h eene ἣ 
ἑκάστου, | εἰς κοᾶαν 
—— v Mein. et Ahr. ὅππῃ). XXVIII 
4 (Ahr. e coni. ózmrw) XXIII 23. 
VII 44. (de XXIX 13 v. ὄπποι.) 
ózxá&d£o comes sum, adsum, met, 


208 


de dea II 14: χαῖρ᾽, κάτα δασπλῆτι, 
καὶ ἐς τέλος ἄμμιν ὀπάδει: “δὰ finem 
rituum magicorum es mihi comes, 
ades". — de rebus XVII 75: πολὺς 
δέ of ὄλβος ὀπαδεῖ (vulg. ὀπηδεῖ), 
cf. h. Hom. XXX 12: ὄλβος δὲ πο- 
λὺς καὶ πλοῦτος ὀπηδεῖ. 

ὀπᾶδοός comes II 166: ἀστέρες, εὐκή- 
λοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί. 

ὀπάξζω (praes. ὀπάξω. fut. ὀπάσσο- 
μεν. aor. ὦπασε(ν). inf. ὀπάσαι) do, 
trado, c. acc. rei et dat. pers. XXV 
118: Ἠέλιος δ᾽ ᾧ παιδὶ voy ἔξοχον 
dogs δῶρον. XVII 114. XXVII 55. 
add. infin. VII 128: ὁ δέ μοι τὸ λα- 
γωβόλον, ἁδὺ γελάσσας, | ὡς πάρος 
ἐκ Μοισᾶν ξεινήιον ὦπασεν ἦμεν. 
pro dat. praep. εἰς XXVIII 9: (σὲ) 
δῶρον Νικιάας εἰς ὀλόχω χέρρας 
ὀπάσσομεν. 15: οὐδ᾽ ἐς ἀέργω κεν 
ἐβολλόμαν | ὀπάσαι σε δόμοις (Herm. 
pro ὀππάσαι σε, Ahr. ὄπασσαί σε). 

ὁπηνίκα, dor. ὁπᾶνέκα quum, 
quando XXIV 84: ἔσται δὴ τοῦτ᾽ 
duco, ὁπηνίκα νεβρὸν ἐν εὐνῷ | καρ- 
ρόδων σίνεσϑαι ἰδὼν λύκος οὐκ 
ἐρετήδει. XXIII 88: ἥξει καιρὸς 
ἐκεῖνος, ὁπανίκα καὶ τὺ φιλάσεις. 

ὄπις vindicta deorum XXV 4: 
"Eouío ἁξόμενος δεινὴν ὄπιν εἶνο- 
δίοιο, cf. ll. XVI 388: ϑεῶν ὄπιν 
οὐκ ἀλέγοντες. 

ὄπισϑε(ν) a tergo, c. gen. Ep. 
V B: ἄντρω ὄπισϑεν, cf. ll. XXIV 
15: δίφρου ὄπισϑεν. suppl. gen. XV 
56: ϑάρσει, Πραξινόα καὶ δὴ γεγε- 
νήμεϑ'᾽᾽ ὄπισϑεν (sc. τῶν ἵππων). -- 
de tempore posí Ep. XX 1: πολλοῖς 
μησὶν ὄπισϑε κἠνιαυτοῖς. 

ὀπίσ(σγω retro XXV 14: (τοὺς κύ- 
vag) φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδέσσετο. 
147: πάλιν δέ μιν ὦσεν Omíoco | 
ὦμῳ ἐπιβρίσας. : 

ózxA« ungula IV 35: τηνεὶ καὶ τὸν 
ταῦρον ἀπ᾽ ὥρεος «ys πιάξας | τᾶς 
ὁπλᾶς. 

ὅπλον (sg. ὅπλον. pl. ὅπλα) in- 
sirumentum 1) armamenta XIII 52: 
κουφότερ᾽ ὦ παῖδες ποιεῖσϑ'᾽ ὅπλα" 
πλευστικὸς οὖρος. — 2) arma militis 
a) sing. XXIV 4: χαλκεέαν κατέϑη- 
«sv ἐς ἀσπίδα, τὰν Πτερελάου | 'Au- 
φιτρύων καλὸν ὅπλον ἀπεσκύλευσε 
πεσόντος. — b) plur. XVI 96: ἀρά- 
qvi δ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἀράχναι | λεπτὰ δια- 
στήσαιντο. XVII 33. 

ὁπλότερος iunior, minor malw 


, , m 
ὀπαδὸς — ὁπποι 


XXII 176: διακρινώμεϑ'᾽ "Aon | ὅπλο- 
τέρω γεγαῶτε. XVI 45: ἐν ἀνδράσι 
ϑῆκ᾽ ὀνομαστούς | ὁπλοτέροις: apud 
posteros. 

ὁπί(π)οῖος qualis XIl 36: “υδέῃ 
ἶσον ἔχειν πέτρῃ στόμα, χρυσὸν ὁποίῃ 


| πεύϑονται μὴ φαυλόσ᾽ ἐτήτυμον 


ἀργυραμοιβοί. XX 6: οἷα βλέπεις, 
ὁπποῖα λαλεῖς, ὡς ἄγρια παίσδεις 


(ὁπότ᾽ αὖ λαλέεις, ὡς ἀστικὰ παίσδεις 
Ahr). (de XV 32 v. οἷος.) 

ὁπίπ)όκα, ὁπί(π)ότε Y) adv. inter- 
rog. quando, quo tempore XXV 228: 
(ἐκρύφϑην) iv τρέβῳ ὑλήεντι δεδὲεγ- 
μένος ὁππόϑ'᾽ ἵκοιτο, cf. Il. IX 191: 
δέγμενος Αἰακίδην ὁπότε λήξειεν ἀεί- 
δων. — II) coni. tempor. quwm 1) c. 
ind. a) de rebus praeteritis: quum 
als XXIV 128: (φυγὰς Ἄργεος ἐνθών,) 
ὁππόκα κλᾶρον ἅπαντα καὶ οἰνόπεδον 
μέγα Τυδεύς | ναῖε. — b) de rebus 
quae fieri solent, c. aor. gnom. in 
comparatione: wann XIII 61: “ὡς 
ὁπότ᾽ ἠυγένειος ἀπόπροθι Ag ἐσ-. 
ακούσας | νεβρῶ φϑεγξαμένας τις ἐν 
οὔρεσιν, ὠμοφαγος Ais, | ἐξ εὐνᾶς 
ἔσπευσεν ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα, | 
Ἡρακλέης τοιοῦτος — παῖδα ποϑῶν 
δεδόνητο. --- 2) c. coni. a) de rebus 
futuris V 98: ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐς χλαῖναν 
μαλακὸν πόκον, ὁππόκα πέξω | τὰν 
οἷν τὰν πελλάν, Κρατίδᾳ δωρήσομαι 
αὐτός (var. πεξῶ). — Ὁ) add. κεν 
de iis rebus quae solent fieri XVII 
41: (ὧδέ κε παισῇ ϑαρσήσας σφετέ- 
ροισιν ἐπιτρέποι οἶκον ἅπαντα, | ὁπ- 
πότε κεν φιλέων βαίνῃ λέχος ἐς φι- 
λεούσης. — 3) c. opt. de rebus olim 
iteratis antecedente imperf. XIII 10: 
χωρὶς δ᾽ οὐδέποκ᾽ ἧς, οὔϑ᾽ ὁπόχ᾽ 
(pro ὅκα v. óxy' corr. Graefius) ἃ 
λεύκιππος ἀνατρέχοι ἐς Διὸς "ae, | 
οὔϑ᾽ ὁπόκ᾽ ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτ 
κοῖτον ὁρῷεν. XXV 134. 

ὁπόσος, plur. quotquot XVI 5: τίς 
τ᾽ ἂρ τῶν ὅπόσοι γλαυκὰν ναίουσιν 
ὑπ᾿ Ἠῶ ] ἡμετέρας Χάριτας — ὑπο- 
δέξεται; aeol. XXX 8: (παῖδος) κάλω 
μὲν μετρίω v', ἀλλ᾽ ὀπόσων τῷ παιδι 
πρέπει | — --- ἔχει (cod. ὁπόσον τ. π. 
περιέχει). 

ὁππόϑεν interrog. unde XXV 64: 
νόῳ δ᾽ ἔτι πόλλ᾽ ἐμενοίνα,) ὁππόϑεν 
0 ξεῖνος. 

ὅπποι rel. quo XXIX 12: ποίησαι 
καλίαν μίαν εἶν ἕνι ósvOpio, | ὅπποι 
μηδὲν ἀπίξεται ἄγριον ὄρπετον (Bergk. 





N ων ὃ . ὅππη, Ahr. Ziegl. 
Bre. (de XVIII 17 v. UN * 


τ mmy). 


ΡΟ ΒΡ 





eir τεϑνειῶτος ἀπὸ μελέων i 


ΐ Ἰώμεϑ᾽ ᾿4χιλλέιοι M δ 


. met. de amore 
— Δυκίδαν ————— ἐξ ᾿ἀφροδίτας | 





ὀπποσσάχις (aeol pro ὁποσάκις) 
ER ECCE: 
ων | εὖ ὡς ἄστε- 
Pra inus (cod. — 


, €. coni. de rebus 
᾿ὁππόταν ἐξελθὼν 
“ἐν προϑύροισι | m τεοῖ- 
σιν τὸν τλάμονα μή ut παρέλϑης. 
MONS y. oz(x)óz«. 
ὁππότερος uter XXII 83: ἔνϑα 


— p A 


d peor σφισι — ἐπειγομένοισιν 


ὅππως τοι "n E. de 
—— ritis XV 181: ε τὸ δ᾽ 
ὅπως ὁλοὸν τόδε ϑηρίον αὐτὸς ἔπε- 
φνες, | ὄππως τ᾿ εὔυδρον Νεμέης 
εἰσήλυθε χῶρον. XXIV 66. XXV 
196. — 2) c. opt. antecedente temp. 
historico XXV 272: xai τότε δὴ fov- 
λευον ὅπως ᾿λασιαύχενα βύρσαν | η- 
σαΐέ- 

, cf. Od. X1 329: αὐτὰρ ἐγὼ βού- 

ὅπως ἐρέοιμε ἑκάστην. — [Ὁ 
coni. 1) temporals μέ — μδὲ XXIV 
23: 0y' εὐθὺς &vorv, ὕπως κακὰ 
ἀνέγνω. — 2) finalis ut a) c. 


. toni antecedente praes. XXIX 31: 


ταῦτα χρὴ νοέοντα πέλην ποτιμώτε- 


1 m | καί μοι τὠραμένῳ συνέραν ἀδό- 


θεν, | ὅπως — ἀλλάλοισι πε- 
XXVIII 6. 
antecedente aor. ἐπ᾿ ἔσχατα 
γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθών᾽ εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, 
Pp μὴ γείτονες ὦμες | ἀλλάλαις. — 
b) e. opt. antecedente opt. VI 34: 
ἐχθρὰ φέροι ποτὶ οἶκον, ὅπως τεκέ- 

ἐσσι φυλάσσοι. --- c) c. ind. fut. verbo 


. non antecedente, adhortantis est ac 


monentis 1 112: αὖτις ὅπως στασῇ 


diste ἄσσον i ἰοῖσα: 'quin, con- 


ὀπτέω (dor. ! s ὀπτάω) torreo, 


II 55r αἵ xsv τὸν 


τώμενον). 


͵ ASIE si^ d ἁνίκα e s ὀπτεὺύ- 


μενος ἁλμυρὰ κλαύσεις. 


—— assus. XXIV 186: 


tostus 
δεῖπνον δὲ κρέα τ᾽ ὀπτὰ καὶ ἐν xa- 


νέῳ μέγας ἄρτος. XIV 1: ἤρατο μὰν 
Lexicon Theocriteum. 


ὁπποσσάκις — ὁράω 


209 


καὶ τῆνος, ἐμὶν δοκεὶ, ὀπτῶ ἀλεύρω: 
Euge dies et ille farinam frictam i. 
lacentam'. A. Fritzschius in 
"bi la nuper ad me data. 
óxvio uxorem duco XXII 161: 
τάων εὐμαρὲς ὕμμιν ὀπυίειν dg κ᾽ 
ἐθέλητε. 
ὀπώρα 1) auctumnus, Frühherbst, 
Spütsommer, extrema aestatis XI 
36: τυρὸς δ᾽ οὐ λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν ϑέρει 
οὔτ᾽ ἐν ὁ em τ (var. ὀπώρῃ), cf. Od. XII 
10: κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ ' i» ϑέρει 
οὔτ᾽ iv ὀπώρῃ. — 3) fructus auctu- 
mnales VII 143: πάντ᾽ ὦσδεν ϑέρεος 
μάλα πίονος, Pn LH ὀπώρας. XV 
112: πὰρ μὲν ὀπώρα κεῖται ὅσα δρυὸς 
ἄκρα φέρονται (e. Mein. et. A. Fritzschii 
coni. scr. pro πὰρ μέν oí ὥρια, "quae 
lectio, quum ubique quasi littera 
Aeolica praeditum oí dativum Theo- 
critus usurpet, ferri non potest"). 
ὁρᾶτός qui cerni potest VII 114: 
πέτρᾳ ὕπο Βλεμύων, ὅϑεν οὐκέτι 
Νεῖλος — i 
ὁράω, or. ὁρέω (δοί. praes. in 
ὅρημι, ὁρῶ, -ἧς, -Gc. aeol ὄρη XXX 
23. ὁρέοντι, -εῦντι. opt. ὁρῷεν. ipr. 
ὅρη, rt. part. ὁρῶν, -ὅόωσα, -£96a. 
— δου. εἶδον, -ες, -e, τομες ; ἴδον, τες, 
-tv, τον, οἱ. ἴδω, -ἢς. opt. ἔδοιμει, 
τοιτε, -Ottv. ipr. ἴδε, ἴδ᾽. inf. ἐδεῖν, 
-έειν. part. ἰδών, aeol ἔδων (ci.) 
XXVIII 6. 24. XXIX 16. ἐδόντι, 
-τες; ἰδοῖσα. — fut. ὄψεαι, dor. /à 
— perf. ὄπωπα; dor. ὀπώπει IV t 
— δέδοικα. — med. aor. εἴδοντο, 
69a) video, cerno, specto, , adspicio 
p intr. VI 99: κοῦ μ᾽ ἔλαϑ᾽, οὐ τὸν 
δ τὸν ἕνα γλυκύν, ᾧπερ ὅρημι | 
τέλος (A. Fritzsch. e coni. scr. pro 
p — ποϑ᾽ ὅρημαι, ποϑόρημαι, 
ποϑορῶμαι: . e coni. Heinsii zo- 
ϑορῷμι). IV 48: ἔδ᾽ αὖ πάλιν ἄδε πο- 
ϑέρπει. VI 9: πάλιν ἄδ᾽ ἴδε τὰν κύνα 
βάλλει. c. praep. XT 18: ἐς πόντον ὁρῶν 
ἄειδε τοιαῦτα. VIII 5: πρᾶτος δ᾽ 
ὦν ποτὶ Δάφνιν ἰδὼν ἀγό eve. Με- 
νάλκας. met. XIII 12: ὁπόκ᾽ ὀρτά- 
λιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν : h. e. 
'somnos captare cogitarent". — 9) 
trans, 8) €. acc. αὐ &II 45: Mall) 
ἔαρ 8᾽ ὁρόωσα —— cuius oculi 
'veris amoenitatem in se habere' 
videbantur, cf. Hor. Od. IV 5, 6: in- 
star veris — voltus — tuus affulsit?, 
— pg) XXII 55: , χαίρω πῶς, ὅτε T 
ἄνδρας ὁρῶ, τοὺς μὴ πρὶν ὄπωπα; 
XXVI 12: Αὐτονόα πράτα νιν ἀνέ- 


14 


210 


κραγε δεινὸν ἰδοῖσα. XXV 216: πά- 


ρος, τί & κεῖνον ἰδέσϑαι. II 37: 
ἀρα γ᾽ ἰδησῶ | αὐτάν; ΤΙ 9. 25. 50. 
V-48. Vii VHl ΟΣ Ἀν 95. 


XV 25. XX 12. XXII 59. 100. XXIV 
24. XXV 603. 142. 941. XXVI 144. 
XXVII 31. XXVIII ὁ. 24. Ep. XVI 
3. add. praep. ἐν IV 1: καὶ πόχα 
τῆνος ἔλαιον ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὀπώπει; 
suppl. acc. XXII 69: ἐγγὺς ὁρᾷς͵ 80. 
τὸν ἄνδρα. XVII 64: Κόως δ΄ ὀλό- 
λυξεν ἰδοῖσα (var. ἰδοῦσα). XXII 45: 
(ἀνὴρ) δεινὸς ἰδεῖν. II 82. III 42. 
XV 25. XXI 64. XXIV 856. XXV 
184. 222. XXIX. 16. — inprimis no- 
tandum XV 2: ὅρη δίφρον, Εὐνόα, 
αὐτῇ: * vide, circumspice, affer sellam". 
— met. XXX 923: πόλλα δ᾽ ὄρη νύκτος 
ἐνύπνια. XXI 29. — XVII 59: óe- 
ξαμένα παρὰ ματρός, ὅτε πρώταν 
ἴδες ἀῶ. ΧΧΤΥ͂ 9: ὄλβιοι εὐνάζοισϑε 
καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἴδοιτε. — IX 35: 
τόσσον ἐμὶν Μοῖσαι φίλαι. obg γὰρ 
ὁρεῦντι | γαϑεῦσαι, τοὺς δ᾽ οὔτι 
ποτῷ δαλήσατο Κίρκη (Ahr. c. Iunt. 
ὁρῆτε γαϑεῦσιν), cf. Hor. Od. IV 3, 
1: quem tu, Melpomene, semel na- 
scentem placido lumine videris . . . 
XXV 1952: (ϑαύμαξο») ᾿ἀμφιτρυωνι- 
ἄδαο βίην ὑπέροπλον ἰδόντες. Ep. 
XII 4: καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ προσ- 
ἥκον ὁρῶν: rationem habens'. — b) 
€. acc. et partie. XI 69: ἄμαρ ἐπ᾽ 
ἅμαρ δρεῦσά ue λεπτύνοντα (Ahr. e. 
var. ὁρῶσα). II 77: εἶδον Ζέλφιν ὁμοῦ 
. τε καὶ “Εὐδάμιππον ἰόντας. XXIV 53: 
εἴδοντ᾽ ἐπιτίτϑιον “Ἡρακλῆα | ϑῆρε 
δύω χείρεσσιν ἀπρίξ ἁπαλαῖσιν ἔχοντα. 
XXI 41. XXII 188. 205. XXIII 37. 
53. Ad. 2. — c) sequ. sent. tempor. 
VI 21: εἶδον, ναὶ τὸν Πᾶνα, τὸ ποί- 
μνιον ἁνίκ᾽ ἴ αλλε. sent. interrog. 
et relat. VII 50: ὄρη φίλος εἴ τί κ᾽ 
ἀρέσκοι | τοῦτο. XV 12: ὅρη, γύναι, 
ὡς ποϑορῇ vv. 58: ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. 
V 142: κηγὼν γὰρ ἴδ᾽ ὡς μέγα τοῦτο 
καχαξῶ | xac TO Adxovog. 110: τοὶ 
τέττιγες, ὁρῆτε τὸν αἰπόλον ὡς ἐρε- 
ofa. XXVII 45: δεῦρ᾽, ἴδε πῶς 
ἀνϑεῦσιν ἐμαὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι. 
Υ 81: ἴδ᾽ ἃ χάρις ἐς τί ποϑέρπει, 
cf. Verg. Ecl. 1 71: en quo discordia 
cives produxit. 

ὀργά ira XX 11: φέρω δ᾽ ὑπο- 
κάρδιον ὀργάν, ὅττι μὲ τὸν χαρίεντα 
κακὰ μωμήσαϑ᾽ ἑταίρα. ΧΧΙΠ 14: 
ὕβριν τὰς ὀργᾶς περικείμενος. 15: 
ἐξ ὀργᾶς ἐρεϑίξζετο μᾶλλον ἐραστᾶς. 


ὀργά --- Ὄρϑων 


ὄργια orgia, sacra Liberi XXVI 
13: σὺν δ᾽ ἐτάραξε ποσὶν μανιώδεος 
ὄργια Βάκχω. 

ὀρέγω porrigo 1) Act. do V 135: 
(αὐτῷ) τὰν σύριγγ᾽ ὥὦρεξα. — 2) 
Med. porrigor ad capiendum aliquid, 
peto XXIV 123: δούρατι δὲ προβο- 
λαίῳ ὑπ᾽ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα | ἀν- 
δρὸς ὀρέξασϑαι, cf, Il. XIII 190: 
Αἴας δ᾽ ᾿δρμηϑέντος ὀρέξατο δουρὶ 
φαεινῷ | Ἕκτορος. — de pisce XXI 
44: καί vig τῶν τραφερῶν ὠρέξατο 
(sc. ἐδωδᾶς): ἔδακε. Gloss. 

ὁρε ϑέω fremo ΧΙ 48: τὰν γλαυ- 
κὰν δὲ ϑάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον 
ὀρεχϑεῖν: ἐπὶ ϑαλάσσης τὴν «λέξιν 
τίϑησι xc" ὁμοιότητα τοῦ ῥδοχϑεῖ 
δὲ μέγα κῦμα (Od. XII 60). Eustath. 
p. 1285, 61. 

ὀρϑός 1) erectus, (ar)rectus XV 
53: ὀρϑὸς ἀνέστα ὃ πυρρός, cf. Verg. 
Aen. X 892: tollit se arrectum qua- 
drupes. XXV 149: μυὼν ἐξ ὑπά- 
τοιοὸ βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη. 920: 
ὀρϑὸν Seer ἄπνευστον: leonem. — 
de oculis XXII 66: πυγμάχος: ἢ ἢ καὶ 
ποσσὶ ϑενὼν σκέλος, 0, ὄμματα δ᾽ ὀρϑά; 
V 86: (τύ us τολμῇς) ὄμμασι τοῖς 
ὀρϑοῖσι ποτιβλέπεν: "his tuis rectis 
nec perturbatis pudore oculis'; unde 
Ahr. I 136: κήξ ὀρϑῶν (sc. ὀφϑαλ. 
μῶν) h. e. 'audacter' e coni. Scr. pro 
κἠξ ὀρέων. — 2) rectus, n rectum 
porrectus X 2: ovo" £óv ὄγμον ἄγειν 
ὀρϑὸν δύνᾳ, ὡς τὸ πρὶν &ysg. met. 
rectus, verus XI 11: (ἤρατο) ὀρϑαῖς 
μανίαις. — adv. ᾿ὀρϑῶς recte, vele 
XXV 180: (εἰ σύγ᾽ ἐκεῖνος,) — ἐγὼ 
δέ σε φράξομαι ὀρϑῶς. 

ὀρϑόω erigo XXII 107: ἔνϑα μάχη 
δριμεῖα πάλιν γένετ᾽ ὀρϑωϑέντος. 

ὀρϑρεύω matutinus po aliquid 
X 58: (τὸν δὲ τεὸν — ἔρωτα) μυ- 
ϑίσδεν τᾷ ματρὶ κατ᾽ εὐνὰν ὀρϑρευ- 
οἶσᾳ: *matutino tempore in lectulo 
fruenti". 

ὄρϑριος matutinus VII 193: ὃ δ᾽ 
ὄρϑριος ἄλλον ἀλέκτωρ | icona» 
νάρκχαισιν ἀνιαραῖσι διδοίη. 

ὄρϑορος tempus matutinum, dilu- 
culum XVn 56: νεύμεϑα κἄμμες ἐς 
ὄρϑρον, ἐπεί κα πρᾶτος ἀοιδός | ἐξ 
εὐνᾶς κελαδήσῃ ἀνασχὼν εὔτριχα δει- 
ρᾶάν. 14: παίσδειν ἐς βαϑὺν. ὄρϑρον. 
XXIV 63: ὄρνιϑες τρίτον ἄρτι τὸν 
ἔσχατον ὄρϑρον ἄειδον. 

Ὄρϑων Oriho, Syracusanus qui- 


πρίν: $C. δὰ pugnan 





ἐφάται ^ 

ι (i —— por- 
wt capiam aliquid, c. gen. 
44: ἤτοι ὁ ὠριγνᾶτο vtoxlo- 


ὀρένω concito, comnoveo XXVI 871: 
ov ἔρεξαν ὀρέναντος Ζιο- 
89: ὀρένϑη δὲ πλέον ἢ 


: 


dum. 
ὦ (aeol. pro ὁρέζω) definio, 


destino V 24: (ἠνέδε κεῖται) ὥριφος" 


᾿ς ἀλλά γε καὶ τὺ τὸν εὔβοτον ἀμνὸν 


TU NM e 





— 


E T. 
ὄρχος 


s (ex Ahr. coni. scr. pro codd. 
&, ἔρεισδε). 
ὅρκος iusiurandum XXII 148: ἡμῖν 
: ovrog iv ὅρκῳ: ἤγουν μετὰ 
—— αὗται ἡμῖν ἐμνηστεύϑησαν. 
XXII 148: ὄμοσσε δέ τοι μέ- 
ὄρκον, --- μήποτέ τοι ξείνοισιν 
ἐρίῳ μα ἔσεσϑαι. ΧΧΙ 62: ὄρχον 
ἀρ ἐγὼ τὸν ἐπώμοσα ταρβῶ. 
v« volvo animo, cogito XXIV 
25: οὔλαν δὲ ποσὶν διελάκτισε χλαϊ- 
vay, | φευγέμεν ὁρμαίνων. 
Ἵ Purgo. ruo 1) Act. intr. 
IV 42: δαιδάλεον δ᾽ ὥρμασε μετὰ 
ξώρος. — 2) Med. XXII 198: αἶψα δὲ 
φεύγειν | ὡρμήϑη ποτὶ σῆμα πατρός. 
, jd XXII 96: ἔσχεϑε δ᾽ 
ὁρμῆς | παῖδα Ποσειδάωνος. XXV 
251: τηλοῦ δὲ μιῇ πήδησε σὺν ὁρμῇ 
(sc. ἐρινεός). 
óQui& linea — ex seta 
equina 11: δρμιαί, xvg- 
τοί τε καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινϑοι 
(Mein. scr. pro "e ὁρμειαῦ. 
ὥριμος navium statio XIII 30: 
εἴσω δ᾽ ὅρμον ἔϑεντο Προποντίδος. 
VII 62: paeem ὥρια πάντα γέ- 
vOLTO, καὶ £ ὅρμον ἵκοιτο. 
ὄρνις (sg. Doris. pl ὄρνϊϑες, 
τῶν, τἔσσιν, OQvictv. dor. ὄρνϊῖχες, 
-ov) m. f. avis V 47: ταὶ δ᾽ ἐπὶ δέν- 
ὄρει! ὄρνιχες λαλαγεῦντι (var. ὄρνιϑ᾽ ec). 
: 58. MNMSEIIAIE m 
τὰ παῖδα ópov ὄρνις ἐπλάγχϑης. 
de e 59: : Rd at γλαυ- 
χκαῖς Νηρηίσι ταὶ τὰ μάλιστα | ὀρνί- 
χων (var. ὀρνίθων) ἐφιλάϑεν, ὅσαις 
τέ mto ἐξ ἁλὸς ἄγρα. de gallo XXIV 
63: ὄρνιθες τρίτον ἄρτι τὸν ἔσχατον 
ἄειδον. s 72: ὀρνίϑων 
φοινικολόφων τοιοίδε κυδοιμοί. 13. 
met. VII 47: Μοισᾶν ὄρνιχες, ὅσοι 
ποτὶ Χίον ἀοιδὸν | ἀντία κοκκύξοντες 
ἐτώσια μοχϑίζοντι: 'Musenhühnchen'; 
notari autem ac vellicari poetas aequa- 


ὀριγνάομαι — ὅρπαξ 


211 


les, e. gr. Apollonium Rhodium vel 
Callimachum, censet A. Fritzschius. — 
praepes dicitur XVII] 72: ὡς ἄρα 
νᾶσος ἔειπεν" ὁ δ᾽ ὑψόϑεν ἔκλαγε 
φωνᾷ | ἐς τρὶς ἀπὸ νεφέων μέγας 
αἰετὸς αἴσιος ὄρνις. 

ὄρνυμιε 1) Act. impello XXIV 15: 
(δράκοντας) ὦρσεν ἐπὶ πλατὺν οὐδόν. 
τ 3) Med. orior XIII 10: εἰ μέσον 
ἅμαρ ὄροιτο. 

ὀροδαμινές ramulus VII 138: τοὶ 
δὲ ποτὶ σκιαραῖς ὀροδαμνέσιν αἶϑα- 
λίωνες | τέττιγες λαλαγεῦντες ἔχον 
πόνον. 

ὀρομᾶλες malum montanum V 94: 
οὐδὲ γὰρ οὐδ᾽ ἀκύλοις ὀρομαλίδες 
(sc. σύμβλητοί εἰσι)" αἵ μὲν χοντι | 
λυπρὸν ἀπὸ πρίνοιο λεπύριον, αἵ δὲ 
— MNA ; 

ὄρος, ion. oSoœos, dor. ὥρος 6g. 
ὄρεος, τευς, ὥρεος; ὄρει, τος. pl. 
ὀρέων; οὔρεσιν, ὥρεσιν; ὄρη, οὔρεα, 
ὥρεα) mons XXV 221: ὄρος τανύφυλ- 


λον ἐρευνῶν. XIII 61: (ἀλώμενος) 
οὔρεα καὶ δρυμώς. Υ 46: ἴσον 
ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δό III 9: 
βόσκονται κατ᾽ ὄρος. S: κατ᾽ 


Gra μακρά, cf. XX 80. L115: ὦ àv 
ὥρεα φωλάδες ἄρκτοι, cf. I 49. VII 
87. 92. Ep. ΠῚ 2: ἀν᾽ ὄρη. VII 74: 


ὄρος ἀμφ᾽ ἐδονεῖτο. IV 56: εἰς ὄρος. 


XXVI 2: ἐς ὄρος. VII 51: ἐν ὄρει, 
οὗ IV δ1. XX 45. XXII 36: za»- 
τοΐην ἐν ὄρει ϑηεύμενοι ἄγριον ὕλην. 
XIII 62: ἐν οὔρεσιν. ΠῚ 46: ἐν ὦρε- 
σιν (var. οὔρ.), cf. XX 35. ΧΙ 91: 
(φύλλα) ἐξ ὄρεος δρέψασθϑαι, cf. XXVI 
ῶ0. I 136: κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες 
ἀηδόσι γαρύσαιντο (Ahr. e coni. κἠξ 
ὀρϑῶν). 1111: ἦνθ᾽ Ἑρμῆς πράτιστος 
ἀπ᾽ ὥρεος (var. οὔρεος), cf. IV 35. — 
add. nomen 1 123: κατ᾿ ὥρεα μακρὰ 
Avxaío. VII 111: Ἠδωνῶν — ἐν 
ὥρεσι (var. οὔρ.). — mons revulsus, 
saxum VII 152: τὸν κρατερὸν Πο- 
λύφαμον, ὃς ὥρεσι νᾶας ἔβαλλε, cf. 
Od. 481: ἧκε δ᾽ ἀπορρήξας xo- 
ρυφὴν ὄρεος μεγάλοιο. 
»e irruo VI 12: φράξεο μὴ 

τᾶς παιδὸς ἐπὶ κνάμαισιν ὀρούσῃ (ἁ 
κύων). XXII 142: ἐκ δίφρων ἄρα 
βάντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν, cf. ἢ, 
ΧΥ͂Ι 480: ὥς οἵ κεκλήγοντες ἐκ’ ἐλ. 
λήλοισιν ὄρουσαν. 

serat 6Qz8 surculus VII. 145: 
τοὶ δ᾽ ἐκέχυντο | ὅρπακες βραβύλοισι 
καταβρίϑοντες ἔραξε (var. ὄρπακερ). 
XXV 947: ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἁρματοπη- 

14" 

" 


212 


γὸς ἀνὴρ πολέων ἴδρις ἔργων | ὅρ- 
πηκας (Ziegl. ὄρπ.) κάμπτησιν ἐρινεοῦ 
εὐκεάτοιο, | — ἐπαξονίῳ κύκλα δίφρῳ, 
ef. Il. XXI 31: ὃ δ᾽ ἐρινεὸν ὀξέι 
χαλκῷ | τάμνε, νέους ὄρπηκας, ἵν᾽ 
ἅρματος ἄντυγες εἶεν. 

ὄρπετον v. ἑρπετός. 

ὀρτάλιχος pullus adhuc implumis 
XII 12: ὁπόκ᾽ ὀρτάλιχοι μινυροὶ 
ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν, | σεισαμένας πτερὰ 
ματρὸς ἐπ᾽ αἰϑαλόεντι πετεύρῳ. 

ὀρύσσω effodio V 123: ἐνθὼν τὰν 
κυχλάμινον ὄρυσσέ νυν ἐς τὸν “Ἄλεντα. 

ὀρφᾶανέζω orbo, privo Ep. V 6: 
Πᾶνα τὸν αἰγιβάταν ὀρφανίσωμες 
ὕπνω. 

ὄρφνα t tenebrae XXIV 46: ἄμφι- 
λαφὴς δ᾽ ἄρα παστὰς ἐνεπλήσϑη πά- 
λιν ὄρφνας. 

ὀρχέομαι salio VI 45: ὠρχεῦντ᾽ 
ἐν μαλακᾷ ταὶ πόρτιες αὐτίκα ποίᾳ. 

'Ooxoutvóg Orchomenus, urbs Boe- 
otiae XVI 105: (ὦ Μινύειον) Ὀρχο- 
μενὸν φιλέοισαι — ποτε 
Θήβαις, cf. Il. IL 611: οἱ δ᾽ ᾿᾽Δσπλη- 
Jóvo ναῖον ἰδ᾽ — Μινύειον. 

ὄρχος Series vitium I 48: δυ᾽ ἀλώ- 
mEXEG à μὲν ἀν᾽ ὄρχως | pow cwo- 
μένα τὰν τρώξιμον. 
ὅς (sg. m. ὃς, aeo]. óc. ci. QXXX 31; 


T 


οὐ, ᾧ, ὃν. RS ἃ 1, ἃς, ἃ, ἄν. n. ὅ, 
οὗ ὦ. o, ὅ (in crasi dye II 54). — 
du. ὦ. — Dk m. of, Qv, οἷσιν, οὗς. 


f. αἵ, ὧν, αἷσιν αἷς, à ἄς. m. ὧν, οἷσι, 
d) ἢ pron. demonstr. is XXV 166: 
ὃς δή τοι μυϑιεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν 
᾿Ἐπειῶν. 142: ὃς δή τοι σκύλος αὖον 
ἰδὼν χαροποῖο λέοντος ! αὐτῷ ἔπειτ᾽ 
ἐπόρουσεν. XXVII 70: (yi μὲν —) 
ὃς ὟΝ ἐπὶ ταυρείας ἀγέλας κεχαρη- 
μένος εὐνᾶς (ἔστιχε). --- ΠῚ pron. 
relat. qui 1) qui, quae, quod; et is, is 
certe, is quidem; non multum enim 
differt a pron. demonstr. a) refertur 


ad nom. propr. ΠῚ 51: (Ἰασίωνα,) € 0g 
τοσσῆν᾽ ἐκύρησεν ὅσ᾽ οὐ πευσεῖσϑε 
βέβαλοι. VII 58: τόν τε Νότον τόν 
v' Εὖρον, ὃς ἔσχατα φυκία κινεῖ, 


155: βωμῷ πὰρ Ζάματρος Δλῳάδος; 
ἃς ἐπὶ σωρῷ | αὖτις ἐγὼ πάξαιμι 
μέγα πτύον. VI [411] VII 6. 152. 
X 16. XIII 38. XVII 104. XXV 
208. XXVI 33. XXIX 23. Ep. VII 
3. ΧΠῚ 3. Syr. 3. ,add. δα PXXV 
139: Φαέϑων μέγας, ὃν óc — 
ἀστέρι. πάντες ἔισκον. opt. c. κε VI 
100: (Ἄριστις,) --- ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς 
ἀείδεν | Φοῖβος — μεγαέροι. --- δὰ 


Ν "n 
ὁρπετον — ὃς 


alia subst. V 106: yepiv ἐστι κύων 
φιλοποίμνιος, ὃς λύκος ἄγχει, | ὃν τῷ 
παιδὶ δίδωμι τὰ ϑηρία πάντα διώκειν. 
II 53: τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κρά- 
σπεδον ὥὦλεσε Δέλφις, | óyà νῦν τίλ- 
λοισα κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω. 1 
9. 26. 40. IL 4. IV 40. VI 10. VIII 
18. IX 18. 25. X 40. XIII 6. XVI 
47. XVIII 22. XXIII 48. XXIV 42. 
19. 122. XXV 32. 51. 132. 176. 192. 
Ep. XIX 2. Syr 5. T. 9. 11. add. 
y5; óc XX 31: .Evóvuiov δὲ τίς ἦν; 
οὐ βουκόλος; ὃν γε (vulg. ὃν T5) 
Σελάνα | βουκολέοντα φίλασεν. ΧΧΥ 
17: (ποίην) εἰς ἅλις, ἥ ῥα βόεσσι μέ- 
νος κεραῇσιν ἀέξει. — 157. — pron. 
refertur ad sequens subst. XXV 33: 
7 δίκη οἰκήων, cf. Od. IIT 45: ἣ ϑέμις 
ἐστίν. — subst. additur sententiae 
relat, XXVIII 17: καὶ γάρ τοι πάτρις, 
dv ὧξ ᾿Εφύρας κτίσσε ποτ᾽ Aoyías | 
voco Τρινακρίας μύελον, ἄνδρων δο- 
κίμων πόλιν. XXIV 111. — fit re- 
petitio eius quod iam dictum est 
XXV 81: (δμώων τινὰ κείνου) δέξεαι, 
of οἵ ἔασιν. — b) ad pron. demonstr. 
II 40: ἀλλ᾽ ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίϑο- 
μαι, 0g us τάλαιναν | ἀντὶ γυναικὸς 
ἔϑηκε κακὰν καὶ ἀπάρϑενον εἶμεν. 
VIII 27. omittitur Mee. ante quaest. 
XXV 81: ἤδει δ᾽ ᾧ cvs χρὴ χαλεπαι- 
νέμεν ᾧ τε καὶ οὐκί. — ad pron. 
person. V 36: μέγα δ᾽ ἄχϑομαι, εἰτύ 
με τολμῇς͵ ] ὄμμάσι τοῖς ὀρϑοῖσι πο- 
τιβλέπεν, ὃν ποκ᾽ ἐόντα | παϊδ᾽ ἔτ᾽ 
ἐγὼν ἐδίδασκον. ΧΠῚ 4: (ἁμὶν) ot 
ϑνατοὶ πελόμεσϑα. ΠῚ 17. Ep. XXII 
1. omittitur pron. X 6: ποῖός τις, 
δειλαῖε, καὶ ἐκ μέσω ἄματος éco), | 
ὃς νῦν ἀρχόμενος τᾶς αὔλακος οὐκ 
ἀποτρώγεις; XIX 8 (ci) v. ὡς I 4). 
antecedit vocativus XV 100: δέσποιν᾽, 
ἃ Γολγώς vs καὶ Ἰδάλιον ἐφίλασας. 
plur. V 108. XXVI 37. — 2) e mul- 
tis quae sunt eiusdem generis unum 
eximitur atque certum: is qui, er 
der; a) antecedit pron. demonstr. 
XXII 182: τὼ μὲν γὰρ ποτὶ γαῖαν 
ἀπ᾽ ὥμων τεύχε ἔϑεντο, | ὦ yeve 

προφέρεσκον : Idas et Pollux. V 

94: ἀλλὰ τό y ἐκ πάντων μέγ᾽ ὑπείρ- 
οχον, ᾧ vv γεραΐρεν | ἀρξεῦμ᾽. XXV 
119: ἐκεῖνος ὃν. omittitur pron. Xx 
17: ἔχεις, πάλαι ὧν ἐπεϑύμεις. XIII 
8. XVII 121. Syr. 4. pron. pers. 
XVI 83. XXV 24. — b) subst. c. 
artic. XXX 31: (dwyo90c) βούλεται 
ϑέος, ὃς (cod. ϑέοσος) καὶ Ζίος ἔσφαλε 


ido. Ep. II 4: τὰν 
jor. 1V 98. 
i; sime artic. XVII 131: 
— ὧδε καὶ ἀϑανάτων ἱερὸς γάμος ἐν 
. τελέσθη, | οὺς τέκετο κρείουσα 
4 Ὀλύμπου: lovis et —— 
: Fo V 82. SERIE: τίνες βροτοί, 
— 12. 217. 
— — wie (dnas) a) c. 
XVI 21: οὗτος ἀοιδῶν λῶστος, 
f: - ἐμεῦ οἴσεται οὐδέν. XIÍI 18: 
rec) πασᾶν ἐκ πολίων —— 
ὧν m" τι. XXII τὸ: 
ἄεϑλον £roiuov i ᾿δδηριούμεϑ᾽ 
ἄμφω: ΧΥ͂Ι 13. — 15. 114. 
XXII 8. 155. XXV 33. x a6: 
ὁρεῦντι γαθεῦσαι, τοὺς δ᾽ 
᾿ ποτῷ δαλήσατο Κίρκη (Ahr. c. 
. ὥς — τὼς). interponitur enunt. 
XXV 683: ὥς tot πᾶν ὃ ϑέλεις 
ἐχτετέλεσται. δὲ attra- 
relat. XV 25: ὧν ides, ὧν 
ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι pro 
τούτων x«l εἶπες τῷ μὴ 
: proverbialiter dictum. 
5. — b) €. coni: quicunque 
4: ὃ δ᾽ ἔξοχος, ὅ ὃν κε φιλήσῃ 
ov. τὰ , πρῶτα. I 161. 
γάρ χ᾽ &vno9c ϑεαί, καλὰ 
ive. XII 32. — e) e. opt. 
ἡ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν 
εἴη. -- XXV ΓᾺ —— 
re.) κε tO μὲν εἴποιμι, 
ge — πυϑοίμην. XXII 
cov egre aja na 1) € 2) ubi 
τὰ 













Er 


d 
— 


ΉΤΟ ΒᾺΝ 
" —* — ——— A Ya 
—— i 
: 


mE 
n 
ἐξ 


T 
ἘΠῚ: 


ἤδ 


n δ᾽ εὖσα μέσον κατ᾽ ἀμαξι- 
E Αὐκωνος. — b) ΧΗ 
δ᾽ à πόδες ἀγον ἐχώρει. XIV 
ΕΣ ratione 68: & τά- 
Αἴγυπτον (sc. τἔρχου), οἴ, II 
τάχος. — 3) αἱ unde ΠῚ 11: 
δὲ ——— ὦ μ᾽ ἐκέλευ κα- 
Pelei τύ. per attractionem dicitur 
pro ἐκεῦϑεν οὗ VIII 49: ὦ τράγε, 
πᾶν λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ, n βάϑος 
r "ag | (fov, ὦ σιμαὶ δεῦτε ποτ᾽ 
— : l'istinc, ubi est silva 

pem accede", — 3) ἀφ᾽ ὦ, 
ez quo Il 4: δωδεκαταῖος, de 
49 τάλας οὐδὲ ποϑίχει. ΧΠῚ 24 
- (Winterton. scr. ro ob). — XIV 45: 
1 (δύο μῆνες, ἐξ ὦ ἀπ᾽ ἀλλάλων, οὐδὲ 
E κέκαρμαι. XV. 41. — 4) 
- ávt τήνων ὧν (- ἀνθ᾽ ὧν) pro- 
E 
] 


TNBICOREVTVNI VIDI 


352R 
n Ι οἴῃ. 


ξΞ 
ἧς 


Dio li 
- — 
ue 


. pter ea quod Ep. XVIII 8: ἐξεῖ τὰν 
χάριν ἃ γυνὰ ἀντὶ τήνων | ὧν τὸν 


κοῦρον ἔϑρεψε. 





ὅς — ὅσσος 


213 


ὃς (sg. m. à, ὅν. f. ἥν. n. o. 
pl m. οἷσι. f. jew. is antecedit 
vocalis, quae producitur semel XXV 
138.) proprius, suus 1) refertur ad 
subiectum eiusdem enunt. XXV 118: 
Ἠέλιος δ᾽ à παιδὶ τόγ᾽ ἔξοχον ὥπασε 
δῶρον. 138: τῶν μέν τε wA aot 
Bíngé τε καὶ σϑένει o, cf. Il. V τ 
χαριξομένη πόσει ᾧ. XXV 16: Es 
ρων ἐν φρεσὶν ἧσιν, cf. Od. VIII 368: 
τέρπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶν jew. XXII 133. 
XXIV 119. XXV 45. a nomine suo 
seiungitur XXV 223: ἤτοι ὁ μὲν σή- 
ραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς mv. — 
2) non refertur ad subiectum. XXV 
58: καὶ βασιλεῦσιν ἐείδεται ἐν φρε- 
x σιν] mice κηδομένοισι σαώτε- 

μμεναι οἶκος. 

—— (aeol. pro ὄξω) fragro, oleo 
V 52: (ταὶ δὲ τραγεῖαι) ταὶ παρὰ τὶν 
ὄσδοντι κακώτερον ἢ τύ περ ὄσδεις. 
I 149: ἠνίδε τοι τὸ δέπας" ϑᾶσαι, 
φίλος, ὡς καλὸν ὄσδει. c. gen. VII 
143: πάντ᾽ ὦσδεν ϑέρεος μάλα πίο- 
voc, ὦσδε δ᾽ ὀπώρας. 

ὀσμὴ odor XXV 136: πρῶτοι τοίγε 
μάχηνδε xara χροὸς ἤισαν ὀσμήν. 

ὅσίσ)ος (sg. m. ὅσσος. n. 0c(c)ov, 
aeol. ὄσον ci XXX 7. — pl. m. ὅσοι, 
in crasi χώσους. f. ὅσαις. n. δσ(σ)α, 
0c(c) ; aeol ὄσσα ci. XXX 16) pron. 
relat. quantus, plur. quoquot 1) excla- 
mantis est atque admirantis XV 44: 


ὦ ϑεοί, ὅσσος — IV 39: ὅσον 
ἄλγος ἔλα, ὅσσον ἀπέσβης. 
XIII 66. XV * 65: ϑᾶσαι, Πραξινόα, 


περὶ τὰς ϑύρας ὅσσος ὅμιλος. — 2) 
respondet a) pron. demonstr. ΠῚ 51: 
τοσσῆν᾽ ἐκύρησεν ὅσ᾽ οὐ πευσεῖσϑε 
βέβαλοι. XVII 79: οὔτις τόσα φύει 
ὅσα χϑαμαλὰ Αἴγυπτος. deest pron. 
dem. IX 16: ἔχω δέ ro. ὅσσ᾽ iv 
ὀνείρῳ | φαίνονται. VIII 1: φαμί τυ 
νικασεῖν, ὅσσον θέλω αὐτὸς ἀείδων, 
ef. tamen ἐθέλω 1) XV 41: δάκρυ᾽ 
ὅσσα θέλεις. 1 42: φαίης xev γυίων 
νιν ὅσον σϑένος ἐλλοπιεύειν: quan- 
tum potest. 1I 108. X 32. XIII 58. 
XVI 74. XXII 117. XXV 3. XXVIII 
14. causalis vis inest XV 146: (& 
ϑήλεια) ὀλβία ὅσσα ἴσατι: h. e. ὅτι 
τοσαῦτα. — XVI 61: (κύματα) ὅσσ᾽ 
ἄνεμος ἑρσονδὲ μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς 
ὠθεῖ. ὙΠ 47. XV 112. XVI 89. 
XXII 43. Ep. XX 5. add. (τε) περ 
XEVI 21: (μυκήσατο) ὅσσον περ tO- 

τελέθει μύκημα λεαίνας. VH 

ρνέχων —, ὅσαις τέ περ ἐξ ἁλὸς 


214 


ἄγρα. — b) adiectivis XVII 119: (τὰ 
δὲ μυρία τῆνα,) ὅσσα μέγαν Πριάμοιο 
δόμον. κἈτεάτισσαν ἑλόντες. XIII 9: 
(πάντ᾽ ἐδί δαξε,) ὃ ὅσσα μαϑὼν ἀγαϑὸς 
καὶ ἀοίδιμος αὐτὸς ἔγεντο. XXI 22: 
πάντες ὅσοι. ΧΥ͂ 115: εἴδατα δ᾽ 
ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαϑάνῳ πονέον- 
ται, | — | ὅσσα T ἀπὸ γλυκερῶ μέλι- 
τος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ, | πάντ᾽ 
αὐτῷ πετεεινὰ καὶ “ἑρπετὰ τᾷδε πάρ- 
scri, XXIV 109: ὅσσα δ᾽ ἀπὸ σκπε- 
λέων ἑδροστρόφοι "Aoyó9ev ἄνδρες | 
ἀλλάλους σφάλλοντι. παλαίσμασιν, ὅσσα 
τε πύπται | δεινοὶ ἐν ἱμάντεσσιν, ἅ τ 
εἰς γαῖαν προπεσόντες | πάμμαχοι 
ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα τέχνα, 
| πάντ᾽ ἔμαϑε. add. περ XXX 1 
πάντ᾽ ἔρδ᾽ ὄσσα (eod. ὅσσα) περ ye 
τῶν ἐτέων ἄρτια γεύμενοι. — Neutr. 
00(0)0» quantum, quantopere est pro 
adv. D exclamantis est XXIV 37: 
οὐκ ἀΐεις, παίδων ὁ νεώτερος ὅσσον 
ἀυτεῖ; — 3) respondet a) pron. 
demonstr. VII 97: τόσσον ἐρᾷ Mvo- 
τοῦς ὅσον εἴαρος αἶγες ἐρᾶντι. II 
45. 114. IX 12. I54: τοσσῆνον ὅσον. 
add. περ XVII 66: τίοις δέ με c06- 
σον ὅσον zso | Ζἄλον ἐτίμασεν — 
᾿ἀπόλλων. XVII 89. coni. c. compar. et 
superl. XII 3: ὅσσον ἔαρ χειμῶνος, 
ὅσον μῆλον βραβύλοιο | ἥδιον, ὅσσον 
Lg σφετέρης λασιωτέρη ἀρνός, | ὅσσον 
παρϑενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυ- 
ναικός, | ὅσσον ἐλαφροτέρη μόσχου 
νεβρός, ὅσσον ἀηδών | συμπάντων λι- 
γύφωνος ἀοιδοτάτη πετεηνῶν, | τόσ- 
σον ἔμ᾽ εὔφρηνας. deest pron. I 45: 
τυτϑὸν δ᾽ ὅσσον ἄπωϑεν ἁλιτρύτοιο 
γέροντος: tantum, proprie τοσοῦτον 
διάστημα ὅσον ὀλίγον. Schol, ef. 
XXII 195: φοίνικα δ᾽ ὅσον λόφον 
ἵκετ᾽ ἀκωχή. XXV 13: τοὺς μὲν ὅγε 
λάεσσιν ἀπὸ ϑονὸς ὅσσον ἀείρων | 
φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο: 'tan- 
tum, quasi". IX 20: ἔχω δέ τοι οὐδ᾽ 
ὅσον ὦραν] χείματος 3 νωδὸς καρύων 
ἀμύλοιο παρόντος: 'ne tantum qui- 
dem quantum —, sed adeo minus 
quam", m oi adiectivo XVII 69: ἶσον 
“Ἰωριέεσσι. νέμων γέρας —, | 6 ὅσσον καὶ 
Ῥήναιαν ἄναξ ἐφίλησεν ᾿πόλλων (var. 
ἴσον). — 8) c. infin. XXX 7: “τάχα δ᾽ 
οὐδ᾽ ὅσον (cod. ὅσον) ὕπνω ᾿πιτύχην 
ἔσσετ᾽ ἐρωέα: tantum quantum satis 
est, τοσοῦτον ὥστε. 

007€ ofecto qui, qui. quidem 
VI 22: -t τ; ἔλαϑ᾽, οὐ τὸν ἐμὸν 
τὸν ἕνα γλυκύν, ᾧπερ ὅρημι | ἐς τέ- 


“ 3 , 
οσπὲερ — OGTEOV 


ioc (pro ᾧ ποϑόρημι e coni. ser. A. 
Fritzschius). — pro adv. sunt 1) 
éaxeQ ubi revera IV 33: τὸ “ακίνιον, 
ᾧπερ ὁ πύκτας] Alyav ὀγδώκοντα μό- 
νος κατεδαίσατο μάξας (var. ἅπερ, 
οὗπερ; Ahr. e coni. εἴπερ). I 22. — 
2) ὧπερ wnde revera 1 26: ἐς κύ- 
poro τηνῶ ἁλεῦμαι, ὧπερ τὼς ϑυύν- 
vog ᾿σκοπιάξεταιν "λπις ὁ γριπεύς. --- 
8) ἅπερ ut, velut revera, gerade wie 
XXIV 39: (of δέ τε τοῖχοι) πάντες 
W LAE, καϑαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας 
(e Driggsii et Wordsw. coni. scr. pro 
vulg. ἄτερ). XVIII 16: ἀγαϑός τις 
ἐπέπταρεν «ἐρχομένῳ τον | ἐς Σπάςρ- 
ταν ἅπερ ὥλλοι ἀριστέες (var. ᾧπερ 
v. ὅποι). 

ὄσσε (ὄσσων, τοιβ, -E) oculi XXV 
260: περὶ γὰρ σκότος eos οἵ ἄμφω 
| 749. 241: ὁ δέ μ᾽ εἶδε περιγλη- 
νώμενος ὄσσοις | ϑὴρ ἄμοτος. 214: 
πάντῃ δ᾽ 0668 φέρων ὀλοὸν τέρας 
ἐσκοπίαξον. XXIV 13: val γὰρ ἐμὸν 
γλυκὺ PN ——— πάλαι ὄὅσ- 
cov, XXII 


ὁσσίχος — IV 55: ὁσσίχον 
ἐστὶ τὸ τύμμα καὶ ἁλίκον ἄνδρα δα- 
μάσδει. 

ὅστε (sg. m. ὅστε. τ. Ort. —pt. 
m. ofre, οὔστε. f. αἷτε. τάστε Cl) qui, 
ut constat ; qui semper, qui solet NU 
103: Πάν, Μαλέας ἐρατὸν πέδον ὅστε 
λέλογχας. V 18. VII 16. XXV 117. 
ad sensum construitur XXV 122: 
(ἐπήλυϑε νοῦσος ἐκείνου) βουκολίοις, 
aiv ἔργα καταφϑίνουσι νομήων: *eu- 
iusmodi morbi'. in comparatione de 
re nota XXII 49: (ωύες) ἕστασαν 
ἠύτε πέτροι͵ ὁλοίτροχοι, οὔστε κυλίν- 
Óov | χειμάρρους ποταμὸς “μεγάλαις 
περιέξεσε δίναις. IX 10: τάστε (ci), 
v. ὁ B). (de XX 81 v. ὅς, I 1). As 
adv. et coni. 1) neutr. p. ἅτε uli 
XVII 106: οὐ μὰν ἀχρεῖός Je δόμῳ 
ἐνὶ πίονι χρυσός | μυρμάκων ἅτε πλοῦ- 
τος ἀεὶ κέχυται μογεόντων. XVIII 
26 — 29: ἅτε — ὧδε ut — ita. — 
2) ἀφ᾽ (UE ex quo ἘΣ 157: vov δέ 
τε δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτέ νιν. οὐδὲ 
ποτεῖδον. cf, II 4. 

ὀστέον, dor. ὄστιον (sg. ὄστζον, 
ὀστέῳ, -ἔον. pl. ὄστι(α), in crasi 
τὥστια) OS, OSSa 1) viventium XXV 
261: σεισϑέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο. 
XXII 105: πᾶν δ᾽ ὀπέσυρε μέτωπον ἐς 
ὀστέον. de corporibus vegrandi macie 
torridis IV 15: τῶς πόρτιος αὐτὰ ÀÉ- 





] | : εἰ (Ahr. 
Bergk. ὀστίον). V 


λειπται τὥώστια (var. τὠστία, ig τὠ- 

89: ἀὐτὰ δὲ λοιπά Ἰ ὄστι᾽ ἐτ᾽ 

ς id δέρμα (var. ócr/"). met. III 17: 

€ μὲ κατασμύχων xal ἐς ὄστιον 

ΤῸ »4 ὀστέον, 
* 





᾿ 102: : — 
λρατος ὑπ᾽ ὀστ ον αἴϑετ᾽ ἔρωτι ( 

. Fritzsch. e coni. ὄστιον). --- 2) mor- 
. tuorum ΠΕ 21: πόσσ᾽, ἅμα xol λέγε 





OPE. Ὑ I e 


EUM ISSN 


- WKN 
scias 





ΨΥ * 


ἐσχαρεῶνος ἑλόντες: ' 


ταῦτα᾽ τὰ Δέλφιδος ὄστια πάσσω 
τ. ὀστέα, vulg. ὀστέα, ut II 62): 


(var. 

dicitur, cf. II 62: καὶ | λέγ᾽ 
* τὰ “Ζέλφιδος Dora 

μάσσω. Ep. VI 6: (τήνας) ὄστιον 


. οὐδὲ ἥν λείπεται οἰχομένας (Ahr. 


pro ὀστίον v. ὀστέον). 
ἐς (sg. m. ὅστις, ὅτις, aeo]. 
ὄττις XXX 26; ὧτινος, οὕτινος: ᾧτινι, 
ὅτινι, ὅτῳ: ὅ ὄντιν᾽. t ἅτις, ἥντινα. 
T), in crasi χῶτι. — pl Goo) 
relat. 1) quicunque, quisquis 
45: ὥς ue καὶ — «μέγ᾽ 
εται, ὅστις | ἶσον ὄρευς 
ἊΣ τελέσαι ite XXV 41: 


δμώων δή τινα, πρέσβυ, wn μοι φρά- 
cov ἡγεμονεῦσαι, | — ἐπ Bs 


cT. 


90: (ὡσεὶ νέφη) une τ᾽ ἐν οὐρανῷ 
εἶσιν ἐλαυνόμενα προτέρωσε. 3219: 
X niv poem τις ἔην) —, ὅν- 
τιν * 


19. XXIV $9: (οὐκ 
ἔστιν δι ἀλύξαι) ἀνθρώποις, ὅτι Μοῖρα 
κατὰ κλωστῆρος ἐπείγει. — inverso 
ordine XXX 96: ὄττις (cod. ὄτις) δο- 
* τὸν δολομάχανον | νικάσειν 

Ltd δοκίμοι rolg ὑπὲρ ἀμ- 

εὔρην --- ἄστερας. — 3) qui 

RXY p^ “τὸ μὲν ὅττι μὲ πρῶτον 
ἀνήρευ, | αὐτὸς — ἐνόησας. VII 561: 
τοῦϑ᾽ ὅτι πρᾶν ἐν ὄρει τὸ μελύδριον 
πόνασα. VIII 87: (τήναν τὰν — 

αὐ ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν 
ἀμολγέα πληροῖ. ΧΠῚ 22. XV 98. -- 
8) neutr. sg. ὄτίτ)ι c. superl. X 43: ὅττι 
«: quam maxime. c. comp. 

V 48: οἴσετε πῦρ ὅτι ϑᾶσσον ἀπ᾽ 
uantocius', — 
II) pron. interrog. XXV 35: (ἔνισπε) 
—, οὗτινος ὧδε κεχρημένος ε ἰλήλου- 
ϑας. V 67: ἐρίσδομες ὅστις ἀρείων 
 βουκολιαστάς ἐστι. XXII 109. XVI 
: δίζημαι δ᾽ ὅτινι ϑνατῶν κεχα- 


* — 
O060tig — οὐ 


215 


ρισμένος ἔνϑω. — XIV 52: χῶτι τὸ 
φάρμαχόν ἐστιν ἀμηγανέοντος ἔρωτος, 
| οὐκ οἶδα. -- ,IID) Neutr. sg. fit con- 
iunetio ὅτε (ὅτ᾽. ὅττι. 860]. ὄττι ci. XXX 
14; in crasi χῶτι. hiatus efficitur I 
88. 91.) quod 1) dass XXX 14: “λεύκας 
οὐ συνίησϑ᾽ ὄττι (cod. ὅτι) φύροις ἐν 
χροτάφοις τρίχας: XX 84. XXIV 38. 
Ep. XVI δ. XXIX 26: ὀμνάσϑην, 
ὅτι πέρυσιν ἦσϑα νεώτερος, χῶτι py. 
— πέλομες. XI 179: δῆλον ὅτ 
v τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι εἶναι. 
ante orat. rectam II 101: κεῖφ᾽ Ott 
Σιμαίϑα tv καλεῖ, — 2) weil a) post 
verba affectuum XVII 23: (χαίρων — 
viovoictw,) ὅττι σφέων Κρονίδης με- 
λέων ἐξείλετο γῆρας. 19: πολλά 
μὲ τωϑάξοισαι Oc ἀλιϑέαν ὁδὸν ἦν- 
ϑον. XV 2: ϑαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἠλ- 
ϑες. V 143. XIX 5. XX 18. XI 
54: ὦμοι, ὅτ᾽ οὐκ ἔτεκέν μ᾽ & μάτηρ 
βοαγχί᾽ ἔχοντα. — b) in universum 

88: τάκεται ὀφθαλμώς ὅτι οὐ τρά- 
γος αὐτὸς ἔγεντο, cf. I 91. VIII 64: 
μηδ᾽ ἀδίκει μ᾽ ὅτι μικκὸς ἐὼν πολ- 
λοῖσιν ὁμαρτέω. Υ 132. XV δῦ. 
ΧΧ 32. 

ὄστρᾶκον testa, concha IX 25: 
τήνῳ δὲ στρόμβω καλὸν ὄστρακον (sc. 
ἔδωκα), οὗ κρέας αὐτός | sumo». 

ὅταν (bis in crasi χῶταν) quum 
sensu temporali VII 52: ἔσσεται Aye- 
ἄνακτι καλὸς πλόος ἐς Μυτιλήναν, | 
draw ig! £emtoíowg ἐρίφοις Νότος 
ὑγρὰ διώκῃ | κύματα, χὡρίων ὅτ᾽ ᾿ ἐπ᾿ 
ὠκεανῷ πόδας ἴσχει. ΧΧΙΧ 1: χῶταν 
μὲν σὺ ϑέλης, μακάρεσσιν ἴσαν ἄγω 
ἁμέραν᾽ ὅκα δ᾽ οὐκ ἐθέλης τύ, μάλ 
ἐν σκότῳ. ν. ὅκα. 

ὅτε v. ὅχα. 

ót(v)t ὄττι Υ͂. ὅστις 1ID. 

οὐ (οὐ οὐκ, οὐχ, in crasi κοῦ, in 
synizesi 7| οὐ, ἢ ov; saepius in arsi 
leg. quam in thesi; si maiore vi pro- 
nuntiatur, in principio solet esse auí 
versus aut sententiae; in exitu οὔ 
XXVI 32.) non I) unum negatur vo- 
cabulum 1) verbum: ov δεῖ XV 41. 
οὐ χρή VIII 66. οὐ — ἐθέλω XXI 
30. οὐ — φατέ 1 50. οὐκ ἐπέρασα 
IL 90. — 2) subst. οὐκ οἴκησιν XV 9. 


οὐ Πενϑῆα XXVI 26. ΧΙ 10. XV 
140, XX ΤΠ 35 (Ὁ). — 8) adi et pron. 
οὐκ ἐνυφαντά XV 83. οὐκ ἀσχητά 
XXIV 138. οὐκ ἀπόβλητον XV 180. 
οὐ πολύς Ep. IX 2. οὐ ——— 

XXII 168. τὸν οὐ --- ἀπε 141. 
οὐ πᾶσαι XXV 8, οὐκ dl XXIX 


210 


4 (Ὁ). οὐκ ἄλλος XVII 16. XXII 74. 
XXVII 19. οὐχ ἕτερον XXV 174. 
οὐ μόνος VIII 60. οὐκ αὐτός X 19. 
οὐχ ἁμῖν μόνοις XIII 1. 3. οὐχ ἄδε 
XVI 93. — 4) adv. et praep. οὖ 
μάλα τηλίκα XXV 184. οὐχ οὕτω 
XXII 154. οὐχ ἑτέρως Ep. X 3. οὐ 
χαλέπως XXIX 22. οὐχ ὡς λῷστα 
XIV 8. οὐκ ἐν ἐλαφρῷ XXII 212. 
οὐκ ἐν ἑτοίμῳ XXII 61. οὐκ ἐπὶ 
παντί XIV 64. οὐ κατὰ κόσμον XXII 
149; cf. XXV 66. — 5) participia 
οὐ xvoccov XXI 65 (ci) οὐκ dva- 
νεύων XIV 63. οὐ φιλέοντα VI 17. 
τὸν ov φιλέοντ᾽ XIV 62. gen. abs. 
οὐ φεύγοντος XXI 51. αὐτοῦ γ᾽ οὐ 
παρεόντος XXV ΤΊ. --- II) totum ne- 
gatur enuntiatum atque 1) enunt. pri- 
marium, a) quo affirmatur aliquid e) 
c. ind. 1 35: τὰ δ᾽ οὐ φρενὸς ἅπτεται 
αὐτᾶς. V 4b: οὐχ ἑρψῶ τηνεῖ. 118: 
τοῦτο μὲν οὐ μέμναμ᾽. 1 15. 68. 
117. 1i 39. III 94, 52. V 14. 19. 
29. 92. 132. 136. VI 8.22.95. VII 
38. 39. VIII 15. 20. 74. X 21. 37. 
59. XI A. 29. 36. XII 24. XIV 98, 
53. XV 18. 40. 72. 95. 130. XVI 
14. 14. 40. XVII 44.47. 98. 106. XVIII 
35. XX 3. 31. 34. 42. XXI 26. 32. 40. 
63. XXII 57. 59. 69. 168. 181. 192. 
205. XXIII 4. 7. 8. 9. 16. 42. 55. 
XXV 121. 170. 221. 230. XXVI 14. 
91. 32. 38. XXVII 7. 9. 11. 19. 25. 
49. XXIX 29. XXX 24.30. Ep. X 
4. XIII 1. Ad. 27. 44. — supple- 
tur ind. in responsis οὖ in iureiu- 
rando IV ὃ: οὐκ, ἀλλ᾽ Αἴγωνος sc. 
ot βόες εἰσίν. 29. IV 17: ov zv, 
ἀλλ᾽: mon, per Iovem? cf. VII 39. 
- XI 29: οὐ μὰ zi. V 14: ov μὰν 
οὐ τὸν Πᾶνα, cf. XXVII 35. IV 29: 
ov τήνα γ᾽, ov Νύμφας, cf. V 11. 
VI 22. — f) ind. praeter. c. ἄν, ws 
XXV 82: οὐκ ἄν of ϑηρῶν τις ἐδή- 
ρισεν περὶ τιμῆς. 116.. XXVIII 15. 
— y) opt. c. xs XXV 183: οὐ μὲν 
ydo xs τοσόνδε κατ᾽ ᾿πίδα κνώδαλον 
εὕροις. — b) quo interrogatur; a) ex- 
spectatur responsum  affirmativum: 
nonne III 47: (τὰν δὲ καλὰν Κυϑέ- 
ρειαΨ) οὐχ οὑτῶς ὥδωνις ἐπὶ πλέον 
ἄγαγε λύσσας; 1 106: οὐ λέγεται τὰν 
Κύπριν ὃ βουκόλος --- (e coni. Graef. 
et Briggs. pro οὗ, Ziegl. ὦ, Ahr. c. 
Hauptio sb) XIX 7. XX 19. 37. 
add. ἡ V 116: ἡ οὐ μέμνα Ox ἐγώ 
τυ κατήλασα; 1 98: ἦ δ᾽ οὐκ «v- 
τὸς Ἔρωτος ὑπ᾽ ἀργαλέοιο λυγίχϑης; 


ου 


item II 158. — f) exspectatur re- 
sponsum negativum: num V 31: μὴ 
σπεῦδ᾽. οὐ γάρ τοι πυρὶ ϑάλψεαι: 
(vulg. ϑαλπεαι.). — y) nullum ex- 
pectatur responsum IV 6: οὐκ ἄκου- 
σας; V 8. XIV 36. mirantis est at- 
que indignantis interrogatio XIV 22: 
οὐ φϑεγξῇ; XV 54: (κυνοθϑαρσής) 
Εὐνόα, οὐ φευξῇ; IV A46. 

81. 38 (7 ov). XXX 14. imperantis 
V 8: οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας; σίττ᾽ 
ἀμνίδες. 102: οὐκ ἀπὸ τᾶς δρυός, 
οὗτος ὃ Κώναρος & τε Κιναίϑα; — 
2) enuntiatum secundarium a) ὡς 
dass XXIV 68. — b) tempor. et 
causal. ὁπηνίκα XXIV 85. — ὅτι V 


139. Or οὐκ XI 54. ὅτι οὐ 1 88. 
91. ἐπεί VII 119. ἐπεὶ οὐ III 38. 
XXV 38. 974. ὅκα XXIX 8. — c) 


consecutivum ὥστ᾽ οὐκ ἂν c. ind. 
aor. XI 59; nihil fere differt ab 
enunt. primario. — d) condition. s 
XXI 65: εἰ uiv ἄρ᾽ oU κνώσσων τὺ 
τὰ χωρία ταῦτα ματεύσεις, ubi negatio 
οὐ ad partic. refertur, v. I 5). — e) 
relat, c. ind. III 51. X 6. XIII 4. 
22. XVII 114. — f) infin. I 50. 
VII 66. XV 41. XXI 30. XXV 
174; ubi ov potius ad singula refer- 
tur vocabula, v. D. — III) plures 
inter se iunguntur negationes 1) ov 
μὰν οὐ τὸν Πᾶνα (οὐ μαὐτὸν τὸν Ahr.) 
XXVII 35. οὐ μὰν οὐ τὸν Πᾶνα —, 
οὐ (οὐ μαὐτὸν τὸν Ahr) V 14; cf. 
V 11--19. οὐ z&v, οὐ VII 39. οὐ 
τήνα γ᾽, οὐ Νύμφας IV 29. VI 22. 
οὐ μέλει, οὐ μὰ Z0, οὐδέν XI 29. 
οὐ μὰν οὐδέ VIII 74. XVIII 88. 
XXII 205. V 17 Ahr. οὐκ — οὐχ 
XXVII 25. οὐχὶ — οὐ XXI 15. ov- 
xiv — οὐκέτ᾽ — οὐκ 1 117. οὐκ — 
οὐδέ V 92. 136. XI 10. XVII 98. 
XXV 8. 115. XXVIII 15. o? — οὐδὲ 
— οὐδέ 1 68. οὐδὲ — οὐκ — οὐ — οὐ 
— οὐχί XXIII. 1. οὐδὲ — ov XXIII 
δῦ. οὐ-- οὔτε-- οὔτε VII 39. ov — 
οὔτε---οὔτε-- ov XI 36. οὔτε (ter 
— οὐ — οὐ — οὔτε XV 140. — 2) ov 
μή c. ind. fut. I 152, v. μή ΤΙ 2). — 
IV) aliae adduntur particulae: οὐ 
γάρ 168. V 81. VIL 39. XVI 14. 
XVII 98. XXI 26. 32. XXYV 115. 
230. οὐ μάν V 14. 11. VIII 74. 
XIV 928. XVII 106. XXI 40. οὐ 
μήν XXV 221. οὐ μὲν γὰρ XXV 
191. 183. οὐκ ἄρ᾽ ΧΧΙ 181. ἀλλ᾽ 
οὐ V 92. XVI 40. XXVII 42. ἦ 


ov V 116. ἢ ov XXIV 38. καὶ ov 





Vl 17. XXII 153. XXVI 26. XXVII 


9. — opponitur ἀλλά IV 2. 17. VI 
8. X 19. XI 10. XII $. XVII 


471. XX 3.31. XXV 8. XXIII 56. 


XXVII 25. 
mper XXII 456: σκληραῖσι τε- 
$1ac, οὔατα πυγμαῖς. v. Gg. 
οὐδάλλος neuter alterum VI 45: 


. wíxg βὰν οὐδάλλος, ἀνήσσατοι δ᾽ 


ἐγένοντο (οὐδ᾽ ἄλλος vulg.): οὐχ ἔτε- 
ρος τὸν ἕτερον ἐνίκησεν. Gloss. 

ob$ó4ud nunquam X 8: οὐδαμά 
τοι συνέβα ποϑέσαι τινὰ τῶν ἀπ- 
εόντων; | οὐδαμά. X 10. 

οὖδας solum XXV 968: πρὸς δ᾽ 
οὖδας πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπιέ- 
ξευν | οὐραίους ἐπιβάς. 

οὐδέ (οὐδ᾽, in crasi κοὐδὲ) quum 
ortum sit ex οὐ et δέ, propriam suam 
vim adversandi raro servat: non ta- 
men, cf. XXIII 54; plerumque im- 
minutam exhibet connectendi estque 
D part. copulativa: meque, und nicht, 
auch nicht, καὶ ov 1) XIV 45: δύο 
μῆνες, | ἐξ ὦ ἀπ᾽ ἀλλάλων, οὐδὲ (var. 
οὐδ᾽ εὖ Θρακιστὶ κέκαρμαι: — "et 
lane, tanquam Thrax, intonsus sum". 
11 23. I7. XVII 81: οὐδέ τις. 
100. 112. VII 13. XVI 17. XVIII 35. 
XXV 218: οὐδὲ μὲν — τις. II 108: 
οὐδέ τι. XXIII 7. 1 59: οὐδέ τί πω: 
necdum ullo modo. — 3) cum aliis 
coniungitur negationibus: οὐ — οὐδέ 
V 92. 137. XVII 100. XXV 8. 39. 
115. XXVIII 15; deest οὐ Ep. VI 6: 
(τήναρ) ὄστιον οὐδὲ τέφρα λείπεται 
οἶχομ νας: non ossa nec cinis. οὐ — 
οὐδὲ — οὐδέ I 69. XI 10. XXV 275. 
οὐδὲ — οὐ XXIII 54. οὐδὲ — οὐ 
(quater) — οὐχί XXIII 7. οὐδὲ — 
οὐδέ IL δ. 108. οὔτις — οὐδέ XXV 
93. οὐδενὸς — οὐδέ XXV 217. οὔπω 
— οὐδέ VII 10. XVI 71. οὔποτε --- 
οὐδέ VIII 10. (de II 84. VII 40. XIII 
12 v. οὔτε.) — p καὶ (vel 7) ante- 
cedente negat. XXV 116. — IT) adv. 
ne — quidem 1l 157: vov δέ τε δο- 
δεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτέ viv οὐδὲ ποτεῖδον. 
X 18: ἐγὼ δ᾽ ἔχω οὐδ᾽ ἅλις ὄξος. 
H 4. HI 29. VI 34. XVI 51. 108. 
XXVII 60. XXX 21. c. partic. III 48. 
IV 38, XXIX 39. οὐδὲ ydo V 10. 
XXI 2. 63. οὐδέ xev VII 100. οὐδ᾽ 
ἄν IX 24. XXII 62, XXIV 114. οὐδ᾽ 
εἰ VIII 10. οὐδ᾽ óo(c)ov lI 108. IX 
20. XXX 7. οὐδ᾽ οὕτως XXIII 26. 
οὐδ᾽ dg XXV 238. οὐδέ τι πᾷ νῦν 


- Pw s 
Ov&*g — οὐὔχέτι 


211 


(i) XI 98, xovóé II 25. καὶ οὐδ᾽ 
v XXIII 3. — coniungitur cum aliis 
negat. οὐδὲ γὰρ οὐδέ V 94. οὐ μὰν 
οὐδέ VIII 74. XVIII 35. XXII 205. 
V 17 Ahr. 

οὐδείς (sg. m. οὐδείς, οὐδενός, 
οὐδένα. ἴ οὐδεμί᾽. τι. οὐδέν, in crasi 
κοὐδέν) nemo, nullus XXV 198: οὐ- 
δείς κεν ἔχοι σάφα μυϑήσασϑαι (Ahr. 
e cod. D οὐδ᾽ εἷς). XIV 21: ἁ δ᾽ 
οὐδέν, παρεόντος ἐμεῦ (sc. εἶπεν). I 
92, IL 92, XI 53. ΧΥΓ91. add. subst. 
et adi. III 33: τὺ δέ μεν λόγον ov- 
δένα ποιῇ. XI 1: οὐδὲν — φάρμα- 
xov ἄλλο. XVIII 20: οὐδεμέ ἄλλα 
(var. οὐδέ μι. XXV 916: οὐδενὸς 
ἴχνια τοίου φρασϑῆναι δυνάμην (var. 
οὐδ᾽ ὅπη; non male οὐδέπω coni. C, 
Hartung Phil. XXIV p.652). II [61]. 
XV 47. XXI 17. V 21. XI 68. XXII 
131. XXVII 13. — neutr. pro adv. 
nequaquam, nihil V 48: καὶ & σκιὰ 
οὐδὲν ὁμοία | τᾷ παρὰ τίν. V 63. 17. 
XI 99. 42 (Ὁ). 

Οὐδεὶς Ulixes (— O?rig Od. IX 
366) Syr. 1: Οὐδενὸς εὐνάτδιρα. 

οὐδέποκα nunquam XIII 10: zo- 
elc δ᾽ οὐδέποκ᾽ ἧς. (II 157 nunc le- 
gitur οὐδὲ ποτεῖδον.) 

οὐδέπω 1) necdum 1 59: οὐδέ τί 
πω ποτὶ χεῖλος ἐμὸν ϑίγεν, ἀλλ᾽ ἔτι 
κεῖται | ἄχραντον, cf. Verg. Ecl. III 
43: necdum illis labra admovi. — 
3) nondum XXI 24: ἤδη μυρί᾽ ἐσεῖ- 
δον ὀνείρατα, κοὐδέπω cos. 

ovdóg limen 1 104: ϑύρας ὑπὲρ 
οὐδὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ. XXIV 
15: ὦρσεν ἐπὶ πλατὺν οὐδόν, ὅϑι 
σταϑμὰ κοῖλα ϑυράων | οἶγεν. XXI 
15: οὐδὸς δ᾽ οὐχὶ ϑύραν εἶχ᾽, οὐ 
κύνα (e coni. Briggsii scr. pro οὐδεὶς), 
XXIII 50: (ἐρεισάμενος δ᾽ ἐπὶ τοίχῳ) 
ἄχρι μέσων οὐδῶν φοβερὸν A(tov. 

οὖϑαρφ uber ὙΠ 41: παντᾷ δὲ 
γάλακτος | οὔϑατα πλήϑουσιν. 69: 
σίττα νέμεσϑε, νέμεσϑε, τὰ δ᾽ οὔϑατα 
πλήϑετε πᾶσαι. 

ovxét(t) (plerumque in quarto aut 
quinto hex. pede) non iam, non am- 
plius de tempore praes. ΠῚ 52: οὐ- 
κέτ᾽ ἀείδω. P1. ΙΠ 6, IV 14. V 
6. XXIII 21. refertur ad subst. et 
adi. XXVII 65: ἀλλὰ γυνὴ μήτηρ, τε- 
κέων τροφός, οὐκέτι xoc. XVII 
120. VII 114: ὅϑεν οὐκέτι Νεῖλος 
ὁρατός. XXVII 62. XXIII 2: (ἐφάβω) 
τὰν μορφὰν ἀγαθῶ, τὸν δὲ τρόπον 


218 


οὐκέϑ᾽ ὁμοίω: 'non amplius similis". 
(de XXI 59 v. μηκέτι.) 


οὐχί, οὐχί non 1) οὐκί claudit 
versum XXV 178: εἴτ᾽ ἐτύμως μαν- 
τεύομαι εἴτε καὶ οὐκί. 81: ἤδει δ᾽ 
ᾧ τε χρὴ χαλεπαινέμεν a ᾧ τε καὶ οὐκί, 
ef. Il. XV 137: ὅς τ᾽ αἴσιος ὅς τε καὶ 
οὐκί. — 9) οὐχί in quaest. dir. V 120: 


ἢ Den παρήσϑευ; ΧΧ 40: οὐχὶ δὲ 
καὶ τύ Ι — ὄρνις, ἐκλάγχϑης; — alter- 
nant οὐχί et οὐ XXI 16. XXIII 9. 
οὐχὶ — ἀλλα Syr. 5. m in enunt. 
condit. Ad. 37: "t δ᾽ οὐχί σοι τάδ᾽ 
ἀρκεῖ. 

οὖλος laneus XXIV 25: οὔλαν δὲ 
ποσὶν διελάχτισε χλαῖναν, cf. Od. 
E. 225: χλαῖναν πορφυρέην οὔλην 


Ἰὀύλυμπος . y. Ὄλυμπος. 

οὖν, dor. ov (plerumque in arsi 
leg. secunda.) 1) art. affirmativa: pner 
fecto V 69: (μήτ᾽ ἐμέ, Μόρσων ἐ 
χάριτι κρένῃς, μήτ᾽ ὧν τύγα τοῦτον 
ὀνάσῃς: noch auch fürwahr, cf. V 
71. c. ipr. XXI 38 (ci). δ᾽ ὦν XIV 
29. XXI 52 (61... "V 91: ἀλλ᾽ ὦν αἴκα 
λῇς ἔριφον ϑέμεν — ἀλλά γὲ τοι 
διαείσομαι, ubi idem fere valet quod: 
utut est; concedit enim quodammodo 
priora δὲ missa faeit iam ad nova 
properans. — 2) revertitur oratio ad 
ea quae prius dicta erant: ergo, igi- 
iur XXII 72: ὀρνίϑων φοινικολόφων 
τοιοίδε κυδοιμοί. | εἶτ᾽ οὖν ὀρνίϑεσ- 
σιν ἐοικότες (ut tu modo dixisti) eire 
λέουσι γινόμεϑ᾽, οὐκ ἄλλῳ γε μαχεσ- 
σαίμεσϑ' im ἀέϑλῳ. VIII 11: χρή- 
σδεις δ᾽ ὦν ἐσιδεῖν : χρήσδεις κατα- 
ϑεῖναι ἄεϑλον; cf. Verg. Ecl. III 28: 
vis ergo inter nos, quid possit uter- 
que, vicissim experiamur? VII 5 — 
30: πρᾶτος δ᾽ ὦν. 61: ταῦτα μὲν 
ὦν. XXII 80: οἵ δ᾽ ἐπεὶ οὖν. ἴοτ- 
tasse etiam XXI 88; v. 1). 

οὔνεκ(α), οὕὔνεχεν, dor. ὥνεκα 
1) quod, quia VIL 43: τάν τοι, ἔφα, 
κορύναν, δωρύττομαι, οὕνεκεν ἐσσί] 
πᾶν ἐπ᾿ ἀληϑείᾳ τι κεκασμένον ἔκ 
Διὸς ἔρνος. VII 82. XI 31. XIII 74. 
— 2) * ὅτι dass III 82: (εἶπε) ἃ 
πρᾶν ποιολογεῦσα Παραιβατίς, οὔνεκ᾽ 
ἐγὼ μέν | τὶν ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ 
usv λόγον οὐδένα ποιῇ (Ahr. ὥνεκ᾽). 
XXV 107. — 3) — ἕνεχα, c. gen. 
ΧΙ 30: γινώσκω, χαρίεσσα κόρα, τίνος 
ὥνεκα φεύγεις. (var. οὕνεκα): cur. 

οὔνομα v. ὄνομα. 


9 » 
οὐκί — οὔτε 


οὑξ — ὁ ἐξ, q. v. 

οὔποτε munquam. VIII 10: οὔποτε 
νικασεῖς μ᾽, οὐδ᾽ εἴ τι πάϑοις τῦγ᾽ 
ἀείδων. ΧΧ 82: παρέδραμε κοὔποτ᾽ 
ἀκούει. 

οὔπω nondwm XVI 71: οὔπω μῆ- 
vog ἄγων ἔκαμ᾽ οὐρανὸς οὐδ᾽ »t- 
αυτούς. XVII 38: τῷ οὔπω τινὰ 
φαντὶ ἁδεῖν τόσον ἀνδρὶ γυνοϊκῶν, | 
ὅσσον περ. VII 10: κοὔπω τὰν 
μεσάταν ὁδὸν ἄνομες — xat... VII 
39: οὐ γάρ πω, κατ᾽ ἐμὸν γδον; οὔτε 
τὸν ἐσϑλόν | Σικελίδαν νίκημι --- οὔτε 
Φιλητᾶν: 'nondum enim — adhue, 
noch lange nicht". 

οὐραῖος posterior, XXV 268: πρὸς 
δ᾽ οὖδας πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπι- 
ἕξευν | οὐραίους ἐπιβάς. 

Οὐρανίδης coelicola XVII 22 : ἔνϑα 
σὺν ἄλλοισιν ϑαλίας ἔχει Οὐρανέδαισι 
(vulg. ᾿Οὐρανίδῃσι). 

οὐράνιος coelestis Ep. XIII 1: V 
Κύπρις οὐ πάνδημος. ἵλάσκεο τὴν 
ϑεὸν εἰπών ] οὐρανίην. 

οὐρᾶἄνίων coelicola XII 22: ἀλλ᾽ 
ἤτοι τούτων μὲν ὑπέρτεροι Οὐρανίωνες 
| ἔσσονϑ᾽ ὡς ἐθέλουσιν. 

,ovodvóc, dor. “ὠρὰνός (sg. οὐρα- 
vog, -09, -ᾧ, - -óv, ὠρανόν) coelum XXII 
8: δύνοντα καὶ οὐρανοῦ ἐξανιόντα | 


ἄστρα. XII 50: ὡς ὅτε πυρσὸς ἀπ᾿ 
οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστήρ ἀϑρόος ἔν. 
πόντῳ. ll 147: ποτ ὠρανὸν (var. 


οὐρανὸν) ἔτραχον ἵπποι | 4à τὰν 
δοδόπαχυν ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο, φέροισαι. 
XXII 14: πολὺς δ᾽ ἐξ οὐρανοῦ ὄμ- 
Boos. XXV 90: (νέφη) ἐν οὐρανῷ 
εἶσιν. ΧΥ͂Ι ΤΙ: οὔπω μῆνας ἄγων 
ἔκαμ᾽ οὐρανὸς οὐδ᾽ ἐνιαυτούς. de 
summa exsultatione V 144: ἐς ὦρα- 
νὸν ὕμμιν ἁλεῦμαι (var. οὐρανὸν). 
coelum sedes deorum XXIV "1: τοῖος 
ἀνὴρ ὅδε μέλλει ἐς οὐρανὸν ἄστρα 
φέροντα | ἀμβαίνειν τεὸς υἱός: Her- 
cules. 

οὖρος v. ὄρος. 

“οὖρος terminus, finis. XXV 91: 
οὔρους μὴν ἴσασι φυτοσκάφοι of πο- 
λύεργοι. 

οὐ os. ventus secundus XIII 52: 
κουφότερ᾽ ὦ παῖδες ποιεῖσϑ'᾽ ὅπλα᾿ 
πλευστικὸς οὔρορ. 

οὔτε (οὔτ᾽, ἴῃ crasi κοῦτε; raro 
in thesi, plerumque in prima aut 
quinta arsi hex.) — οὔτε meque — 
neque XXII 1060: μυρίαι οὔτε φυῆς 





dili zi. ad d 


mt jm TP 


DETUTSmTrRÉs 





ΒΘ AER CUM KT PX ym ΤΡ WI 
— 7 * d 


οὔτε νόοιο. XIV 48. IX 
(ter) sequuntur δέ, ἀλλά Π 84 
(vulg. οὐδέ). X 3. VII 39. XIV 55. 
—— Π 84. 144. 
VIII 32. antecedit negatio: οὐ — 
οὔτε — οὔτε (var. οὐδέ) VIL 39. ov 


— οὔτε — οὔτε — οὐ XI 36. οὐδὲν 


— οὔτε — οὔτε ΧΙ 1. οὐδέποκα — 
οὔτε — οὔτε — οὔτε (var. οὐδ᾽ XIII 
10. alternant negationes: οὔτε (ter) 
— οὐ (bis) — οὔτε — οὐ XV 137. 
(m. f. οὔτις. f. obriv'. n. 
οὔτι, in crasi κοὔτι) memo, mullus 
XXVII 32: πολλοί μ᾽ ἐμνώοντο, νόῳ 
δ᾽ ἐμῷ οὔτις ἔαδε. c. ΧΙ 88: 
οὔτις — Κυκλώπων. XVIII 25: τάων 
(e Mein. coni. ser. pro 
τᾶν οὐ y. οὔ δᾶν, Ahr. οὐ Δαν). 
add. subst. XVII 128: οὔτις ἀρείων 
— γυνά. XXIV 130: οὔτις — πολε- 
μιστὴς ἄλλος. XVII 79. Ep. XXII 4. 
u. ἀλλά XXV 100. οὔτις — οὐδέ 
V 95. — Neutr. οὔτι nihil, nequa- 
quam V 35: ἀλλ᾽ οὔτι σπεύδω. | 62: 
κοῦτι rv κερτομέω. VIII 68. IX 86. 


i . add. zc I 63. 
0t minime, in hemistichio versus 
iti I 129b: κοῦτοι τὶν φϑονέω. 
(sg. m. οὗτος, aeol οὗτος 
XXX 27 ci; in crasi χοὗῦτος. τούτω, 
τοῦτον. 1 αὔτα, ταύτῃ, -αν. n. τοῦ- 
t(0) τούτω. — pl. f. αὗται, ταύτας. 
n. ταῦτ(α). τούτων) hic 1) de loco, de 


BH 


tum. V 69: (μήτ᾽ ἊΣ 
pools ἐν χάριτι κρίνῃς, μήτ᾽ ὧν 
ὑγα τοῦτον agr ubi pron. est - 
pers. secunda, utero: v. 71. — ple- 
ue add. subst. non raro nostro 

adv. , da respondens 1) sine artic. 
Il 15: φάρμακα ταῦτ᾽. lll 6: τοῦτο 
κατ᾽ ἄντρον. || 132: τεὸν ποτὶ τοῦτο 
μέλαθρον. XXV 78. Ad. 33. 34. — 
2) c. ΠΝ II 28: τοῦτον τὸν κη- 
39. X 42. XV 44. Ep. 

1. XIV 8. V 17: ταύτας τὰς λιμ- 
νάδας Νύμφας (Ahr. αὐτὰς). Ad. 24: 
ταῦτά uev τὰ δεσμά. Ad. 38. — b) 
XIV 4: zà μύσταξ πολὺς οὗτος: 'tan- 
barbam alterims'. VIII 24: τὸν 
ἄκτυλον τοῦτον. ΠῚ 59. V 80. 32. 
XV 36: τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα 
τοῦτο. — c) I 13 — V 101: τὸ κάτ- 
avreg τοῦτο γεώλοφον. Ep. D 5: κε- 
ραὸς τράγος οὗτος ὁ μαλός, — in 


219 


compellatione V τὸ: βέντιοθ᾽ οὗτος: 
Ὃ bone'. 147: οὗτος ὃ Λευκίτας ὁ 
κορυπτίλος: "heus tu'. V 102. — IT) 
de iis quae iam nota vel commemo- 
rata sunt: hic, iste 1) XXI 14: οὗτος 
(sc. res prius enumeratae) τοῖς ἁλι- 
εὖσιν ὁ πᾶς πόρος, οὗτος ὁ πλοῦτος. 
XXV 280: οὗτός τοι Νεμέου γένετ᾽ ; 
ὦ φίλε, ϑηρὸς ὄλεθρος. XV 8: ταῦϑ᾽ 
ὁ πάραρος τῆνος: "hoc (sc. causa do- 
micilii) est, excors ille'; cf. Soph. O. 
R. 1329: 4zóliov τάδ᾽ ἦν. Ep.l13: 

ταὶ δὲ μελάμφυλλοι δάφναι τίν, Πύ- 
die Παιάν, (sc. xeivrau,) | Δελφὶς ἐπεὶ 
πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισε. XXX 13: 

τί δὴ ταῦτ᾽ ἐπόης;: "ista amatoria'. 

II 24. 154. III 54. IV 18. 53. V 105. 
118. VI 31. 40. VII 106. VIII 12. 20. 
61. X 56. XI 3. 35. XII 17. 22. XIV 
26. 97. XV 18. 38. 138. XVII 118. 
XXI 61. XXVI 15. XXIX 31. 35. 
XXX 26. 30. — καὶ ταῦτ᾽ idque, und 
zwar XI 69. — raro add. subst. v. 
adi. (sine artic.) XXVI 31: ἐκ Διὸς 
αἰγιόχω τιμὰν ἔχει αἰετὸς οὗτος (v. 
30). XXII 148: γάμος οὗτος. Il 65: 
κακὸν — τοῦτο. 2: τοῦτο -- 


τέχνον. XXII 165: rovrov — cuo». 
Ber. 3: ταύτῃ ϑεῷ. XI 59: ταῦτα — 
πάντ᾽. Ep. XX 6: τοῦτον αὐτόν. — 


2) demonstrantur, ea quae sequuntur 
a) II 21: πάσσ᾽, ἅμα καὶ λέγε ταῦτα" 
τὰ Δέλφιδος ὄστια T4000. VII 51: 
(ὄρη φίλος εἴ τι x ἀρέσκοι) τοῦϑ᾽ 
ὅτι πρᾶν ἐν ὄρει τὸ μελύδριον ἐξ- 
ἐπόνασα. Χ 41: ϑᾶσαι δὴ καὶ ταῦτα 
τὰ τῶ ϑείω Λιτυέρσα. ΧΥ͂ 91. ΧΧΠῚ 
21 (Ὁ). 35. 45. XXX 26. — b) sequ. 
infin. XXIX 9: πῶς ταῦτ᾽ ἄρμενα, 
τὸν φιλέοντ᾽ ἀνίαις oiov; XVI A. 
sent. relativa XVI 13: οὗτος ἀνήρ, 
ὅς. XVI 21: οὗτος. — ὅς. XXI 323. 
XXX 27: ὄττις — οὗτος (cod. οὗτος). 
aliae sent. V 142: τοῦτο — ὅττι. 
XXIV 84: τοῦτ᾽ ,duao ὁπηνίχα. V 
119: ὅκα — τοῦτό γε. XXX 6: τοῦτο 
— αἰ. — III) pro adv. est acc. ταῦτα 
ideo, propterea XIV 3: ταῦτ᾽ ἄρα 
λεπτός. --- ἐκ τούτω ex hoc tempore 
VIII 92: xn τούτω πρᾶτος παρὰ 
ποιμέσι “άφνις ἔγεντο. 

οὕτω(ς), dor. οὑτῶς (1) οὕτως) 
sedecies leg. a) οὕτω, in crasi χοὕτω 
ante consonas. Ὁ) οὕτως semel ante vo- 
calem, semel in exitu versus, ter ante 
consonas, ubi vulg. οὕτω. — 2) οὑτῶς 
undecies, ubi prius ubique οὕτως.) 1) 
ita, βίο; &) monstrantur ea quae ante- 


220 


cedunt X 22: καί τι κόρας φιλικὸν 
μέλος ἀμβάλευ. ἄδιον οὑτῶς | ἐργαξῇ. 
XXII 154: οὐχ οὕτω, φίλοι ἄνδρες, 
ἀριστήεσσιν ἔοικε, μνηστεύειν ἀλόχους. 
V 111. X 47. XI 7. clauditur igitur 
oratio XXII 212: οὕτως Τυνδαρίδαις 
πολεμιξέμεν οὐκ ἐν ἐλαφρῷ. IX 14. 
XI 80. XIII 72. II 94: χοῦτω τῷ δούλᾳ 
τὸν ὁλαϑέα μῦϑον ἔλεξα: "atque quum 
haec ita se haberent". — antecedente 
ὡς, οἷα αὖ — ita II 26: ὡς — οὕτω 
c. opt. VIII 91. VIII 89: ὡς — οὐ- 
τῶς ὁ. opt. (vulg. οὕτως, Ahr. οὕτω 
κ᾿). XXIII 11: οἷα — οὕτως. - ae- 
cedunt particulae: οὕτω γοῦν ΧΙ 1. 
οὕτω δή XVIII 9. οὕτω τοι XI 80. 
καὶ οὕτως sic etiam XXIII 14. οὐδ᾽ 
οὕτως ne sic quidem XXIII 26, — in 
interrogatione cum admiratione qua- 
dam VII 65: ὦ Λάμπουρε κύων, 
οὕτω βαϑὺς ὕπνος ἔχει vv; XVIII 9: 
οὕτω δὴ πρωιξὲ χατέδραϑες, ὦ φίλε 
γαμβρέ; — b) monstrantur ea quae 
sequuntur VIII 32: οὕτω δὲ Μεναλ- 


πας ἄρξατο πρᾶτος. XXIII 18. IX 14: 


οὑτῶς ΖΔάφνις ἄεισεν ἐμίν, οὑτῶς δὲ 
Μενάλκας. VIII 62. sequ. ὥστε ita αὖ 
III 47. XIV 58. — 2) tam vehementer 
XXVII 14: "οὕτως ἀνυσίεργος, φιλέει 
δ᾽ ὅσσα σαόφρονες. — 8) sic temere, 
megligenter XI 23: oUm δ᾽ o9" 95- 
τῶς, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ pe: 810 
nulla mei ratione habita"; quo per- 
tinere videtur XIV 27: ἀἁσυχᾷ οὑτῶς: 
"sie clamculum, 80 in aller Stille? 

οὐχέ v. οὐκέ. 

ὀφείλω debeo 11 180: νῦν δὲ χάριν 
μὲν ἔφαν τᾷ Αὐύπριδι πρᾶτον ὀφεί- 
λειν. — aor. I ὥφελον utinam XIV 
91: ὦφελε μὰν χωρεῖν κατὰ νῶν τεόν, 
ὧν ἐπεϑύμεις: “αὐϊπᾶτα cessissent?. 
VII 86: αἴϑ'᾽ ἐπ᾽ ἐμεῦ ξωοῖς ἐνα- 
ρέϑμιος ὥὦφελες εἶμεν. 

ὀφέλλω ,augeo XXV 120: καί ῥά 
of, αὐτὸς ὄφελλε διαμπερέως βοτὰ 
πάντα. XVII 77: uoce ἄπειροί TÉ 
καὶ ἔϑνεα μυρία φωτῶν | λήιον ἀλ- 
δήσκουσιν ὀφελλόμεναι zig ὄμβρῳ. 

ὄφελος commodum, usus XVII 84: 


οἵα δ᾽ ἐν πινυταῖσι περιλλειτὰ Ἔερε- 
νίκα | ἔπρεπε ϑηλυτέραις, ὄφελος 
μέγα γειναμένοισι. XIII. 18: (άρι- 


στῆες) πασᾶν ἐκ πολίων προλελεγμένοι, 
ὧν ὄφελός τι. 

,999:«Auós (sg. ὀφθαλμός, τοῦ, 
-όν, pl. ὀφθαλμῶν, -οἴσι(ν), - ὡς) 0Cu- 
lus, de Polyphemi oculo XI 33: ἧς 
δ᾽ ᾿ὀφϑαλμὸς ἔπεστι. XI 58. (omit- 


—— 
οὐχί -- 


ὄχϑη 


litur subst. VI 22.) XXY 288: πάντ 
δὲ διέδρακεν ὀφϑαλμοῖσι | σκεπτό- 
μενος: leo. IX 7: καὶ πόκα τῆνος 
ἔλαιον ἐν ὀφϑαλμοῖσιν ὀπώπει; cf. 
Od. X 385: ἐν ὀφϑαλμοῖσιν ἰδέσϑαι. 
I. XXIV 392: ὀφϑαλμοῖσιν ὄπωπα. 
— XXIV 18: ἀπ᾽ ὀφϑαλμῶν δὲ κακὸν 
πῦρ | ἐρχομένοις λάμπεσκε: draconi- 
bus. I1 88 — 91: ,.τάπεται ὀφϑαλμώς. 
Ep. XI2: δεινὸς ἀπ᾿ ὀφθαλμοῦ καὶ τὸ 
νόημα μαϑεῖν. non oculus ipse, sed 
supercilium dici videtur III 37: ἄλ- 
λεται ὀφθαλμός μευ ὃ δεξιός, cf. 
Plaut. Pseud. I 1, 106: atqui id fu- 
turum unde, unde dicam nescio, nisi 
quia futurumst: ita supercilium : salit, 

ὄφις anguis, draco XV 58: ἵππον 
καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ μάλιστα͵ δὲ- 
δοίκω. ΧΧΙΝ 28: δραξάμενος φάρυ- 
γος, τόϑι φάρμακα λυγρὰ κέκρυπται 
l οὐλομένοις ὀφίεσσι, τὰ τοὶ ϑεοὶ 
ἐχϑαίροντι (v. 14). 

ὄφρα coni falis wf 1) c. coni. 
antecedente temp. primario XVI 39: 
Μουσάων δὲ μάλιστα τίειν ἱεροὺς 
ὑποφήτας, | ὄφρα καὶ εἰν ᾿4ίδαο xs- 
— ἐσθλὸς ἀκούσῃς. XXVII 
6. — 2) c. opt. antecedente temp. 
historico XXV 190: (ἐξηρώησε κελεύ- 
ov) Φυλεύς, ὄφρα κιοῦσιν Go σφί- 
σιν ἄρκιος εἴη. 


ὀφρῦς supercilium, de Polyphemo 
XI 31: λασία͵ μὲν ὀφρῦς ἐπὶ παντὶ 
μετώπῳ, | ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ ϑώ- 
τερον ὥς μία μακρά (vulg. ὀφρῦς), 
cf. Verg. Ecl. VIII 34: hirsutum su- 
percilium. —,XX 24: καὶ λευκὸν τὸ 
μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι. λάμπε μελαίναις. 
XXII 104: μέσσης ῥινὸς ὕπερϑε κατ᾽ 
ὀφρύος ἤλασε πυγμῇ. --- met. de su- 
perbia XXX 8: £ Ἐς &o παρίων 
ἔδραπε λέπτ᾽ ἄμμε δι᾽ ὀφρύγων (Bergk. 
pro λεπτὰ μελιφρύγων): *superciliose". 

ὀχεύς pessulus XXIV 49: στιβα- 
ροὺς δὲ ϑυρᾶν ἀνακόψατ᾽ ὀχῆας, cf. 
Od XXI 47: ϑυρέων δ᾽ ἀνέκοπτεν 
ὀχῆας. 

ὀχεύω 6060, salio V 141: οὗτος ὁ 
Δευκίτας ὁ κορυπτίλος, εἴ τιν᾽ ὀχευ- - 
σεῖς | τᾶν αἰγῶν, φλασσῶ τυ. 

ὄχϑη ripa fluminis XXV 9: αἵ μέν 
δὰ νέμονται ἐπ᾿ ὄχϑαις ἀμφ᾽ ἜἘλι- 
σοῦντος. VII 74: δρύες αὐτὸν ἐθϑρή- 
γνευν,] Ἱμέρα. αἵτε φύοντι παρ᾽ ὄχϑαι- 
σιν ποταμοῖο (var. ὄχϑησιν, Ahr. 
ὄχϑῃσιν), cf. Od. VI 97: παρ᾽ ὄχϑῃσιν 
ποταμοῖο. 





: 
| 
| 
y 





δ λα δ, ωδυνὰ νὰν δ nou Es ὦ ΣΑΣ NNRE YEN E. 


peor nw Pert se. 





ὄχλος lurba hominum XV 44: ὦ 
ϑεοί, ὅσσος ὄχλος. 12: ἀϑρόος ὄχλος. 
59: ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ. ὅ: 
πολλῶ μὲν ὄχλω, πολλῶν δὲ τεϑρίππων. 

pirum, acc. dor. I [134]: 
πάντα δ᾽ ἔναλλα γένοιτο, καὶ & πίτυς 
ὄ ἐνείχαι. VII 144: ὄχναι μὲν 
πὰρ ποσσί, παρὰ πλευραῖσι δὲ μᾶλα | 
δαψιλέως ἁμὶν ἐκυλίνδετο. 

1 vor, de cantu avium Ep. IV 
12: (ἀδονίδες) μέλπουσαι στόμασιν τὰν 
μελίγαρυν ὄπα. 

ὀψάμάτας qui ad seram usque 


ὄχλος — παιδίον 


221 


vesperam metit, voc. dor. (ef. Κομάτα) 
X 7: Mov ὀψαμάτα, míroág ἀπό- 
xoup' ἀτεράμνω (Ziegl et Ahr. e 
Briggsii coni. ὀψαμᾶτα). 

ὀψέγονος sero natus vocatur Her- 
cules, *quum invidia Iunonis longin- 
quos parturienti Alemenae dolores 
paravisset', XXIV 30: rà δ᾽ αὖτε 
σπείραισιν ἑλισσέσθην περὶ παῖδα | 
ὀψίγονον. . 

ὄψις visum. XXI 64: ἴσα δ᾽ ἦν 
ψεύδεσιν ὄψις. 31: λέγε μοί ποτε 
νυκτός | ὄψιν͵ τὰν ἔσιδες σύ. 


H 


z 1) quo ll 19 — XI 72: δειλαία, 
πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; VII 21: 
zu (du, πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πό- 
δας ἕλκεις:: quonam. — 2) ubi 106: 
πᾷ ποκ᾽ &e' ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτά- 
κετο, " ποκα Νύμφαι (Ahr. e coni. 
πεῖ); ll 1. XV 33 (Ahr. πεῖ). 

πᾷ enclit. aliquo modo lV 3: ἦ 
z& ψε κρύβδαν τὰ ποθϑέσπερα πάσας 
ἀμέλγες; VIL 149 — 151: doc γέ πᾳ. 
c. negat. 1 63: (r&v γὰρ ἀοιδαν) οὔτι 
m& εἰς Aíüav γε τὸν ἐκλελάϑοντα 
φυλαξεὶς. ΧΙ 38: παύσασθαι δ᾽ ἐσ- 
ἐδών τυ καὶ ὕστερον οὐδέ τί πᾳ vov | 
ἐκ τήνω δύναμαι (ex Ameis. coni. scr. 

πω, πα, τὰ νῦν), cf. Il. XXI 219: 


Ja : 
οὐδέ τί πῃ δύναμαι. 


πᾶγά fons | 2: (& πίτυς) ἃ ποτὶ 
ταῖς παγαῖσι μελίσδεται. omittitur 
subst. V 126. 
πάγνυμι (acb. aor. ἔπᾶξα, πᾶξε. 
πάξαιμι. πᾶξαι.  paes. aor, ἐπάγην, 
πᾶγέντα. med. aor. ἐπάξα) 1) infigo, 
do firmo VII 156: (ἃς ἐπὶ 6090) 
αὕτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον. XXII 
190: δοῦρ᾽ ἐάγη σακέεσσιν ἐνὶ δει- 
νοῖσι £vra. met, II 112: καί μ᾽ 
ἐσιδὼν ὥστοργος ἐπὶ χϑονὸς ὄμματα 
πᾶξαι πάξας v. πήξας e coni, 
ser. A. Fritzschius), cf. Il. III 217: 
κατὰ 49ovóg ὄμματα πήξας. — ΧΙ 


15: ἔχων ὑποχάρδιον ἕλκος | Κύπριος͵ 


ἐκ μεγάλας, τό oí ἥπατι πᾶξε βέλε- 
μνον (var. πῆξε), cf. Od. XXII 83: ἐν 
δέ of ἥπατι πῆξε ϑοὸν βέλος. Verg. 
Aen. IV 689: infixum stridit sub pe- 
ctore volnus, — 2) compingo 1V 28: 
14 σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, ὧν ποκ᾽ 
πάξα: 'quam tu tibi, taum in usum, 


compegisti'. Syr. 7. — 3) facio ut 
concrescat aliquid, coagulo, frigore 
astringo Xl 66: τυρὸν πᾶξαι τάμισον 
δριμεῖαν ἐνεῖσα. XXIII 30: λευκὸν 
τὸ κρίνον ἐστί, μαραίνεται ἁνέκα πα- 
χϑῇ (pro πέπτῃ, quod proprie est ex- 
tremum voc. v. 30, A. Fritzschius 
Bergkium secutus posuit παχϑῇ, ex- 
iremum voc. v. 31): frigore tactum. 
— met. II 110: ἐπάγην δαγῦδι xa- 
λὸν χρόα πάντοϑεν ἴσα: rigui, torpui, 
οἵ Plaut. Amph. I 1, 179: timeo, 
totus torpeo. 

z&yx prorsus, omnino XXV 105: 
(τέκνα) πινέμεναι λαροῖο μεμαότα 
πάγχυ γάλακτος. 102: ξεῖνε, πάλαι 
τινὰ πάγχυ σέϑεν πέρι μῦϑον ἀκούσας. 

Παιάν  Paean, cognomen Apolli- 
nis Salutaris, curantis atque servan- 
tis dei V 79: à Παιάν, ἡ στωμύλος 
ἦσϑα, Koudra. ΥἹ 21: (ἁ δ᾽ ἀίοισα) 
ξαλοὶ μ᾽, ὦ Παιάν, καὶ τάκεται. Ep. 
I 3: ταὶ δὲ μελάμφυλλοι δάφναι τίν, 
Πύϑιε Παιὰν (Sc. κεῖνται), “ελφὶς 
ἐπεὶ πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισε. ldem 
dieitur Παιήων Ep. VII 1: ἦλθε καὶ 
ig Μἄητον ὁ τοῦ Παιήονος υἷός: 
Aesculapius. 

παίγνιον ludus, abstr. pro concr. 
XV 50: (ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄν- 
δρες) ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίγνια, 
πάντες ἔρειοι: "male ludificantes, die 
argen Schalksknechte". 

παιδεύω erudio, med. XXIV 132: 
ὧδε μὲν Ἡρακλῆα φίλα παιδεύσατο 
μάτηρ: erudiendum curavit. 

παιδικὸς puerilis XXIII 32: καὶ 
κάλλος καλόν ἐστι τὸ παιδικόν, ἀλλ᾽ 
ὀλίγον Ej. 

Milo» puerulus 150: (à δ᾽ ἐπὶ 


222 


πήρᾳ) πάντα δόλον κεύϑοισα τὸ παι- 
δίον οὐ πρὶν ἀνησεῖν | φατέ... (cf. 
41: ὀλίγος τις κῶρος). XXIII 5: πι- 
xoa βέλη ποτὶ παιδία βάλλει (0 Ἔρως). 

παιδογόνος liberos procreans Ep. 
IV 4: (φάλητι) παιδογόνῳ δυνατὸν 
Κύπριδος ἔργα τελεῖν, 

παίξω, aeol. παέσδω (praes. παί- 
σδεις, παῖσδε, παίσδειν, παίξοισ᾽. ipf. 
ἔπαισδον. aor. dor. ἔπαιξε) 1) ludo 
infantium instar XV 42: Φρυγία, τὸν 
μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα. XVIII 18: 
παῖδα δ᾽ ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ 
παρὰ ματρί | παίσδειν ἐς βαϑὺν ὄρ- 
ϑρον. XX 6: ὡς ἄγρια παίσδεις. 
met. XV 101: χρυσῷ παίζοισ᾽ 4Aggo- 
δίτα, ubi idem fere videtur valere 
quod: gaudens; v. etiam χρυσός. — 
2) iocor XIV 8: παίσδεις, ὠγάϑ',, ἔχων: 
"jocaris, ut est mos tuus". XIV 22: 
“λύκον εἶδες; ἔπαιξέ vig. — 8) ludi- 
ficor XV 49: οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κε- 
κροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον. 

Παιήων v. Παιάν. 

παῖς (sg. παῖς, παιδός, 860]. παῖς 


δὸς ci. XXX 2.18. παιδί, aeol. παιδὲ 
οἱ. XXX 8. παϊδ(α), παῖ. pl. παῖδες, 
παίδων, παισί, παίδεσσι, παῖδες) m. 
f. D) puer, puella, adolescens, iwvenis 
1) qui tenera est aetate V 37: ὅν 
ποκ᾽ ἐόντα παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐγὼν ἐδίδασκον. 
VIII 66, XXIV 20. Ep. XXV 1. — 
de Hercule XXIV 30: τὼ δ᾽ αὖτε 
σπείραισιν ἑλισσέσϑην περὶ. παῖδα | 
ὀψίγονον, γαλαϑηνόν, ὑπὸ τροφῷ αἰὲν 
ἄδακρυν. 62. 103. 133. — XV 59: ἐκ 
παιδός: ab infantia. — 2) adolescens, 
iuvenis a) VII 106: παῖδες ἀρκαδικοί, 
XII 34. nominatim commemorantur 
Hylas XIII 14. 49. 55. 59. 65. Daph- 
nis VIII 88. Daphnis et Menalcas 
VIII 28. 29. 61. 81. Ganymedes XV 
194. XX 41. Helena XVIII 13. Ga- 
latea VI 13. — in compellatione 
(Kinder) X 52: εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω, 
παῖδες, βίος: messores vocantur. XIII 
52: κουφότερ᾽ ὦ παῖδες ποιεῖσϑ᾽ ὅπλα᾽ 
πλευστικὸς οὖρος: nautae; cf. Il. VII 
219: παῖδε φίλω. — b) amatus, amata 
«) XXIX 1: οἶνος, à φίλε παῖ, λέ- 
γεται καὶ ἀλάϑεα. XXX 2: τετόρ- 
ταιος ἔχει παῖδος (cod. παῖδα) ἔρος 
μῆννά με δεύτερον. V 81. 107. XXIII 
19. 20. 35. 61. XXX 3. 18. nomina- 
tim commemorantur Philimus VII 99. 
102. Hylas XIII 6. Endymion XX 
89. — 8) V 105: τᾷ παιδὶ δὲ ταῦτα 


παιδογόνος — πάλαισμα 


φυλάσσω. 85. 127. X 15. nominatim 
commemoratur Bombyce X 25. (de 
VIII 43 v. Ναΐς.) — 1l) parentibus 
opponuntur 1) matus, nata; pl. liberi 
XVII 63: ὁ δὲ πατρὶ ἐοικώς | παῖς 
ἀγαπητὸς ἔγεντος XVIII 18: παῖδα 
δ᾽ ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ παρὰ 
ματρί | παίσδειν. TX 18: ὅσσον ἐρῶντι 
πατρὸς παῖδες καὶ ματρὸς ἀκούειν 
(vulg. πατρὸς μύϑων). XXVI 20. 
XVII 40: παισί — σφετέροισιν. XXVI 
82: εὐσεβέων παίδεσσι τὰ λώια, Óvc- 
σεβέων δ᾽ οὔ, ubi dici videtur pro 
εὐσεβέσι, cf. ll. XXI 151: δυστήνων 
παῖδες. — met. in compellatione XV 
62: καλλίστα παίδων: schónes Kind; 
respondet vetula modo (v. 60) μᾶτερ 
appellata. — 2) filius XXIV 90: παῖδα 
— τεόν. 119: ὃν παῖδα. XXV 118. 
XXV δῦ: σφωιτέρῳ σὺν παιδί. C. 
gen. XXII 97: παῖδα Ποσειδάωνος. 
XXIV 113: Ἑρμείαο — παρὰ παιδί. 
plur. XV 189: Ἕχτωρ 'Εκάβας 0 γεραί- 
τερος εἴκατι παίδων: erant autem 
proprie undeviginti filii (Il. XXIV 
496) XXV 40: παῖδες ἀϑανάτων. 
XXII 206. XXIV 37. 


πᾶχτίς instrumentum musicum i. q. 
μάγαδις Ep. V 2: κἠγὼν πακτίδ᾽ 
ἀειράμενος | ἀρξεῦμαί τι κρέκειν: de 
aliquo fistulae genere cogitandum 
esse credit Wuestem. 


zx&xvóc compactus 1 198: τάνδε 
φέρευ πακτοῖο (Ahr. e Schol. pro vulg. 
φέρ᾽ εὐπάκτοιο) μελίπνουν | ἐκ «noo 
σύριγγα: cera iunctam, ceratam; cf. 
Verg. Ecl. Π 32: Pan primus cala- 
mos cera coniungere plures instituit. 
— fem. pro subst. πᾶκτα lae coactum, 
pressum (caseus) XI 20: (Γαλάτεια) 
λευκοτέρα πακχτᾶς ποτιδεῖν. XX 926: 
τὸ στόμα καὶ πακχτᾶς γλυκερώτερον: 
τυροῦ πεπηγότος, νέου. Gloss.; supe- 
riorem laetis concreti partem (Sahne) 
diciexistimat C.Hartung. Phil. XXXIV, 
p. 628. 


πάλαι 1) pridem XXIV 18: val 
γὰρ ἐμὸν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον 
πάλαι ὄσσων. XXV 162: πάλαι τινὰ 
πάγχυ σέϑεν πέρι μῦϑον ἀκούσας. --- 
pro adi. Ep. XIX 1: εἴσιδε τὸν πάλαι 
ποιητάν. — 2) dudum X 17: ἔχεις, 
πάλαι ὧν ἐπεϑύμεις. 

πάλαισμα artificium luctatorum 
XXIV 109: ὅσσα δ᾽ ἀπὸ σκελέων 
ἑδροστρόφοι ᾿Δργόϑεν ἄνδρες | ἀλλά- 
λους σφάλλοντι παλαίσμασιν. 











παλαίσερα palaestra ll 8 — 91: 


oig τὰν Τιμαγήτοιο πα- 
51: λιπαρᾶς ἔχτοσϑε πα- 

᾿λαίστρας, οἵ, Ov. Her. XVI 149: ni- 

tida XIX 11: uncta 


laestra. — met. VII 125: εἷς δ᾽ ἀπὸ 


τᾶσδε, me... "Μόλων ἄγχοιτο ma- - 


h λαίστρας: ταύτης τῆς παλαίστρας 
ο΄ τῇ φυλακῇ κακοπαϑείτω. Schol.; *pa- 
— aestram dicit limina pueri amatores 
excludentis', ubi 'supplices illi fru- 
stra occentantes misere, tanquam in 
palaestra, exerceri dicuntur". A. Fr. 


πᾶλάσσω conspergo XXV 9224: 
(λέων) βεβρωκὼς κρειῶν τε καὶ αἵ- 
ματος, ἀμφὶ δὲ χαίτας | αὐχμηρὰς πε- 

το φόνῳ οὐδέ rae i - τε πρόσωπον 

ὦ τε, cf. * 402: "ize 

λύϑρῳ πεπαλαγ γον, ὥστε λέοντα, 

ὃς δά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται 
ἀγραύλοιο. 


: vog infestus XXII 58: 
ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ᾽ 
ὑπερόπτης: 

πάλὲν (plerumque ante caesuram 
bucol.) 1) retro 1| 84: πάλιν οἴκαδ᾽ 

XXII 60. XIV 54: ὑγιὴς 
πάλιν j9. XVII 120: ὅϑεν πάλιν 
οὐχέτι νόστος. XXIV 62: πάλιν δ᾽ 
x λέκτρον ἰών. XXV 147: πάλιν δέ 

v ὧσεν ὀπίσσω. XXIV 32: ἂψ δὲ 
—— διέλυον. (sc. τὰς ἀχάνϑας). 
XXVII 50: τεὴν πάλιν ἔξελε χεῖρα. 
VI 26: ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐγὼ κνίξζων 
πάλιν οὐ —— στρέφω τὴν κε- 
E — *. contra, e diverso 
13: 209 9 μὲν ἴσπνιλος, 
nd ἊΝ —— | τὸν δ᾽ ἕτερον 
ὁ Θεσσαλὸς εἴποι ἀΐταν. 
-- E T rursus, denuo l 70: 
ρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν, 
— ἀοιδὰς (pro ge ser. A. 
ius), qui versus repetitur 1 
16. [94.] 99. 104. 108. 114. 119. 122, 
XV 28: πάλιν αἴ γαλέαι μαλακῶς 
χρήξοντι καϑεύδειν 1: "rursusne (ut 
)?' XII 15: ἡ ῥα τότ᾽ ἔσσαν | 
ειοι πάλιν ἄνδρες: h. e. 'erat 
^r esi aetas aurea", Let 107: 
μάχη δριμεῖα πάλιν γένετ᾽ 0g- 
ϑωϑθέντος. us XVI 10. 88, XVIII 
53. XXIV 46, XXVII 6, 17. add. 
αὖἦ IV 48: ἴδ᾽ αὖ πάλιν ἅδε ποϑέρ- 
me. V 149. VIII 68. 

— PYIY* qui retrahi potest, 
X 28: veórara δ᾽ ἔχην 

παλινάγρετον | ovx ἔστι. 


παλαίστρα — Πάν 


223 


πᾶλέουρος  paliwrus ^ australis, 
rhamnus paliurus L. , stachlieher Weg- 
dorn 81: κάγκανα à ἀσπαλάϑω 
ξύλ᾽ E acne ἢ παλιούρω, cf. Verg. 
Ecl. V 39: spinis surgit paliurus 
acutis. 

πᾶάλέσσῦτος retro versus, resiliens 
XXV 1200: οὐ γάρ τι βέλος διὰ σαρ- 
χὸς ὅ ἐν | ὀκριόεν, χλωρῇ δὲ πα- 
λέσσυτον ἔμπεσε ποίῃ. T 

πάλλω 1) Act. vibro XVII 103: 
Πτολεμαῖος ἐπιστάμενος δόρυ yd 
λειν. — 3) Med. subsilio, me 
rumpo XXIV 56: ἐπάλλετο δ᾽ ὑφόϑι 
χαέρων | κουροσύνᾳ. 

EL AS adspergo, contego IV 38: 
Ba σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, Gv ποκ᾽ 
πάξα. 


πᾶρμια possessio Syr. 11: ᾧ τόδε 
τυφλοφόρων ἐρατόν | πᾶμα Πάρις 
ϑέτο Σιμιχίδας. 

πάμμᾶχος qui omni pu ge- 
nere. certat, pancratiastes. XXIV 111: 
ἅ τ᾽ εἰς γαῖαν προπεσόντες ] πάμ- 
μαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα 
τέχνα. 

Il&uqLot Pamphylii, incolae 
Ig; regionis Asiae minoris 
XVII 88: ΠἊαμφύλοισί τε πᾶσι καὶ 
αἰχμηταῖς Κιλέκεσσι | σαμαίνει. 


Πάν (sg. Πάν, Πανί, Πᾶνα, Πάν. 
E Πάνεσσι) Pan, filius Mercurii et 
enelopae (cf. Syr. init, ubi vocatur 
"Olov), δίξζων Syr. 5; αἰγιβάτας Ep. 
V 6; exercitus Persici exstinctor Syr. 
9; amator Pinus et Syringis Nym- 
pharum Syr. 4—6; in montibus ver- 
satur Arcadiae I 123: ὦ Πὰν Πάν, 
εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὥρεα μαχρὰ Δυχαίω, 
| εἴτε coy" ἀμφιπολεῖς μέγα Maíva- 
λον, cf. VII 106. in Malea promon- 
torio VII 103: Πάν, Μαλέας ἐρατὸν 
πέδον ὅστε λέλογχας. arvorum et 
qu tutor V 58; nec non litorum 
οὐ μὰν οὐ τὸν Πᾶνα τὸν ἄκχ- 
τιον. syringis v. fistulae inventor et 
ipse musicus I 3. Syr. 7. ad iram 
propensus I 16: τὸν Πᾶνα δεδοίκα- 
μὲς" ἡ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας | τανέκα κε- 
κμηκὼς ἀμπαύεται (meridie): ἔστι δὲ 
πικρός, καί οἵ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ἐπὶ 
Gul κάϑηται. contra Ep. V 6: aes 
pus canentes) Πᾶνα τὸν αἰγιβά 
—— ὕπνω. per eum — 
114: πεμψώ, ναὶ τὸν Πᾶνα. 
πὶ IV 47, VI 21. XXVII 20. 50, V 
14: οὐ μὰν οὐ τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον, 


224 


cf. XXVII 80. ei sacra faciunt V 58: 
στασῶ δ᾽ ὀκτὼ μὲν γαυλὼς τῷ Πανὶ 
γάλακτος, 1 ὀκτὼ δὲ σκαφίδας μέλιτος 
πλέα κηρί ἐχοίσας (quum etiam apes 
tutetur) οἱ Daphnis dedicat arma 
sua Ep. II 2: edguis) ἄνϑετο Πανὶ 
τάδε, | τοὺς τρητοὺς δόνακας, τὸ λα- 
γωβόλον, ὀξὺν ἄκοντα, | νεβρίδα, τὰν 
πήραν, & ποκ᾽ ἐμαλοφόρει. comes 
Priapi Ep. III 3. — plur Πᾶνες 
Panes, posteri Panis IV 62: εὖ y. 
div$'onze φιλοῖφα. τό τοι γένος ἢ 
ΖΣατυρίσκοις l ἐγγύϑεν ἢ Πάνεσσι xa- 
κοχνάμοισιν ἐρέσδεις. 

πάνδημος ad universum populum 
pertinens, vulgaris Ep. XIII 1: ἡ 
Κύπρις οὐ πάνδημος. ἵλάσκεο τὴν 
ϑεὸν εἰπών | οὐρανίην. 

πᾶνίσδομαιει (aeol. pro πανίξομαι, 
πηνίξζομαι) texo (proprie: stamina ex 
colo deduco et devolvo fusi circum- 
actu) XVIII 32: οὔτε vig ἐκ ταλάρω 
πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα. 

πᾶνόλβιος plane beatus, beatissi- 
mus XV 146: (ἁ Sete) ὀλβία ὅσσα 
ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ. 

πάντῃ, dor. παντᾷ 1) ubique, 
usquequaque VIII 41: παντᾷ ἔαρ, 
παντᾷ δὲ νομαί, παντᾷ δὲ γάλακτος, | 
οὔϑατα πλήϑουσιν, καὶ τὰ νέα τρέ- 
φεται, | ἔνϑα καλὰ Ναὶς ἐπινίσσεται. 
XV 6. XXI 653 (var. πάντα). — 2) 
quoquoversus XXV 214: πάντῃ δ᾽ 
ὖσσε φέρων ὀλοὸν τέρας ἐσκοπίαξον. 
2839. δῦ, 

πάντοϑ'ε(ν) undique I 43: ὧδέ οἵ 
ὠδήκαντι κατ᾽ αὐχένα πάντοϑεν i ἶνες. 
XVI 96: τόσσον ἐπ᾽ cu«o ἕκαστον 
ἐς ἀφνεὸν ἔρχεται οἶκον | πάντοθϑε. 
II 110. 122. XXII 103. XXV 246, 

παντοῖος omnigenus, varius XXI 
36: παντοίην ἐν o 09s, ϑηεύμενοι à ἄγριον 
ὕλην. ΧΥ͂ 116: ἄνϑεα μίσγοισαι λευ- 
x0 παντοῖα μαλεύρῳ. 

πάντοσε quoquoversus Ep. IV 6: 
óei oov ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τη- 
λεϑάει | δάφναις. 

πάντως prorsus 11 128: (sí — ἃ 
ϑύρα εἴχετο μοχλῷ, “πάντως καὶ πε- 
λέκεις καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐ ἐφ᾽ ὑμέας. 

πᾶνύστατος omnino postremus 
XXIII 35: ἀλλὰ τύ, παῖ, κἂν τοῦτο 
πανύστατον ἁδύ τι δέξον. 

(πάομαι) acquiro mihi, emo XV 
90: πᾶσάμενδς: ἐπίτασσε. Συρακοσίαις 
ἐπιτάσσεις:: ἀγοράσας, κτησάμενός 
τινα δούλην. Schol, οἵ, Plaut. Pers. 
II 4, 2: emere oportet, quem tibi ob- 


) ) 
πάνδημος — παρὰ 


edire velis. De productione syll. ul- 
timae v. αἴδομαι. — pf. ,πέπᾶμαι pos- 
sideo X 32: αἴϑε μοι ἧς, ὅσσα Κροῖ- 
σόν ποκα φαντὶ πεπᾶσθϑαι. 


πᾶός — XVI 25: πολλοὺς 
δ᾽ εὖ ἔρξαι παῶν, πολλοὺς δὲ καὶ 
ἄλλων ἀνθρώπων (var. πηῶν). 


Παπποφόνος avi interfector Per- 
seus dicitur, qui Acrisium avum in- 
terfecit, isque ponitur ,pre Persa (h. 
e. Dario) Syr. 9: (Πανὶ) ὃς σβέσεν 
ἀνορέαν ἰσαυδέα | Παπποφόνου: h. 
e. *qui exstinxit exercitum Persicum". 


παπταίνω circunspicio VI 28: 
(ἐκ δὲ | ϑαλάσσας) οἰστρεὶ παπταίνοισα 
ποτ᾽ ἄντρα τε καὶ ποτὶ ποί νας. XVII 
9: Ἴδαν ἐς πολύδενδρον ἀνὴρ ὑλατό- 
μος ἐλϑών παπταίνει, παρεόντος ἄδην, 
πόϑεν ἄρξεται ἔργου. 


παρά (1) παρά pyrrhichius est ter- 
decies, semel ante vocalem XXV 45; 
semel πάρα per anastrophen; iambus 
est quinquies. — 2) παρ᾽ vicies ter. — 
πάρ per apocopen undecies, plerum- 
que in arsi. I) adv. 1) omisso verbo 
subst. per anastrophen πάρα XXV 
11: ἐπεὶ πάρα μυρία εἰπεῖν. — 9) 
in tmesi XV 112. 113; v. παράπειμαι. 
— ΠῚ praep. (plerumque est ante 
subst., sequitur bis (πάρ) VII 112. 
155; inter adi. et subst. ponitur ter.) 
A) e. gen. (inde) a; 1) XVII 59: δε- 
ξαμένα, παρὰ ματρός. II 162: (φάρ- 
μακα)ὴ ᾿Δσσυρίω — παρὰ Ésívoio λα- 
βοῖσα. XXIV 129. V 39: παρὰ 
τεῦς τι uad dy καλόν. XXVIH ὅ 
πλόον εὐάνεμον αἰτήμεϑα πὰρ pd 
— c. artic. XXVIIL 25: πάντα δὲ 
τίματα τὰ πὰρ φίλω. — 2) de genere 
Ep. XXI 3: εἰ δ᾽ ἐσσὶ — παρὰ χρη- 
στῶν. --- B) c. dat. iwxta, prope, bei, 
neben; deest motus; 1) de hominibus 
a) iuxta v. prope hominem V 48: & 
σκιὰ οὐδὲν ὁμοία | τᾷ παρὰ τίν 2 e. 
V 52. 57. 65. 1 33: πὰρ δέ oí &y- 
δρες | — νεικείουσ᾽ ἐπέεσσι. XIV 32. 
XVIII 13. de comitatu XXV 45: 
κατὰ ἄστυ μένει παρὰ οἷσι πολίταις 
| δήμου κηδόμενος. — b) apud, chez, 
aut domi alicuius aut in regione XIV 
14: (ἐπένομες) ἐν χώρῳ παρ᾽ ἐμέν, cf. 
IL 156. XI 44. XVIII 1: ἔν zox ἄρα 
Σπάρτᾳ ξανϑότριχι πὰρ Μενελάῳ. X 
16 — VI [41]. XXIV 118. — XI 7: 
οὕτω γοῦν ῥάιστα διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ 
ὁ παρ᾽ ἁμῖν: in Sicilia, II 48: ἵπ- 
πομανὲς φυτὸν ἐστι παρ᾽ "Aoxdot. 





DNE — 


VEPOEWVE TENTER Yn" 


NGM ER ΨΥ PNE DS 


Xon gm ran EPIIT 





HI 


a ENTTNNIENTSENI MERCATI SEND NOIRES a 


imt. de possessione: 
A spun eri παρ᾽ à 


VII 1 


18, -—- 


di 


ται. — 3) 
23: (αἷς δρόμος ωὗὐ- 
ig ἀνδριστὶ παρ᾽ EU 

. XVI 84. VII 16: 

φύοντι παρ᾽ ὄχϑαισιν 

VII 155: βωμῷ πὰρ “4ά- 

ματρος ᾿ἀλῳάδος. 66: πὰρ πυρὶ κελι- 

144: es μὲν πὰρ — * 

παρὰ πλευραῖσι δὲ μᾶλα | δαψιλέως 

ν ἐχυλένδετο. I 14. V 93. VII 101. 
101: (οὔτις ἔχηλος) εἵστήκει 

ἀνὴρ κεχρημένος ἔργου. 

— Οὐ e. accus. 1) 

neben, neben — bin; fit quasi motus, 

quum prope rem extendi aliquid di- 

catur; V 91: λιπαρὰ δὲ ^ αὐχένα 

σείετ᾽ ἔϑειρα. XXV 10: af δ᾽ ἱερὸν 
ϑείοιο παρὰ δόον ᾿Δλφείοιο (βόσκον- 
ται), cf. IL. XVI 151: βοσκομένη λει- 

μῶνι παρὰ δόον Ὠκεανοῖο. XXV 

264: od ) αὐχένος ἀρρήκτοιο 

—— qe προφϑάς. 169: 

λεν ἔχοντα Διὸς Νεμέοιο 
παρ᾽ lees. IX 9: "ir μοι παρ᾽ 

Fac! óv στιβάς 111: εἴης 

δ᾽ 'Hóovov "e iv ὥρεσι χείματι 
VII 7 
2 3) 


Lx πὰρ ποταμόν. 
H 18. 
t, ξωῆς 


VII 18. XXI 17. 
είδεο, μηδὲ παρ᾽ ὥρην | ναυτίέ- 


IX t1: ἄνϑ' 
βαίνω —— negli 
XXI 26: ᾿ἀσφαλίων, μέ τὸ * 
ϑέρος; οὐ γὰρ ὁ καιρός | αὐτομάτως 
— τὸν fov δρόμον. 

M escis Paraebatis, vetula 
quaedam ΠῚ 31: εἶπε καὶ à γραία 
τἀληϑέα κοσκινόμαντις, | & πρᾶν ποιο- 
λογεῦσα oem We (e coni. «Y vulg. 
παραιβάτις Α. Fritzschius 

—— sensim — V 

3 oig — * py , πικραίνεται" 

παρησϑευ e coni παρ- 
αἰσϑευ); 


παράκειμαι appositus sum, per 
tmesin XV 112: πὰρ μὲν ὀπώρα κεῖ- 
ται ὅσα δρυὸς ἄκρα φέρονται, | πὰρ 
δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι 

παρᾶχλίνω 1) declino XXV 161: 


"E 


ARE 


a 


ns 


Tut —— κατὰ δεξιὸν 
, XX 301: ἧκα παρα- 
αἴρω n v — 3) Pass. iurta 


: εἴτε γυνὴ τήνῳ παρα- 
— εἴτε καὶ ἀνήρ. * 


Lexicon Theocriteum. 


παραβαίνω — πάρειμι 


225 


π consors tori, coniux 
XX : val μάν φασι γυναῖκας 
ἑοὺς —* παρακοίτας. 

παρακύπτω prospecto HI 6: à 
χαρέεσσ᾽ ᾿ἡμαρυλλί, τέ μ᾽ οὐκέτι τοῦτο 
κατ᾽ ἄντρον | παρκύπτοισα καλεῖς τὸν 
᾿Ἐφωτύλον; 

παραμύϑιον placamen, solatium 
XXIII 7: οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παρα- 
μύϑιον (sc. ἦν). 

“παραπαφίσχω decipio XXVII 11: 
οὐχ ἐϑέλω. καὶ πρίν μὲ παρήπαφες 
ἁδέι μύϑω. 

πάρᾶρος (dor. pro παρήσρος) ez- 
Cors, vacerra, vervem, Querkopf XV 8: 
ταῦϑ᾽ ὁ πάραρος τῆνος (sc. ἐστί). 
v. οὗτος 

παρατρέπω, med. mentem alicuius 
mihi converto, muto XXII 151: {χτε- 
ἅτεσσιν) ἄνδρα παρετρέψασϑε, γάμον 
δ᾽ ἐκλέπτετε δώροις. 

παρατρέχω currendo praetereo XX 
32: (τὰ δ᾽ ἀστικώ μ᾽ ovx ἐφίλασεν,) 
ἀλλ᾽, ὅτι βουκόλος ἐμμί, παρέδραμε. 

—— v. παρειά. 

υὑτέχα confestim XXV 222: 
J δέειν ἀλκῆς τε παραυτίχα πει- 
ρηϑῆναι. 

παρᾶφρονέω sum demens XXV 
262: τὸν — ὀδύνῃσι παραφρονέοντα 
βαρείαις | νωσάμενος (vulg. παραι- 
φρονέοντα). 

παραψύχω, med. recreo, consolor 
XIII 564: Νύμφαι — κοῦρον) δα- 
κρυόεντ᾽ ἀγανοῖσι παρεψύχοντ ἐπέ- 
εσσιν (var. παρεψυχῶντ᾽.. 

πᾶρειά, 860]. πάραυα gena Ad 
2: στυγνὰν ἔχοντα χαίταν | ὠχράν. τε 
τὰν παρειάν. XXX 5: ἄπαν τοῦτο 
χάρισμ᾽, αἵ τι παραύαις γλύκυ μειδίαι 
(pro cod. παραύλαις emend. Bergkius). 

πάρειμι (praes. πάρεστι, -εέη. inf. 
παρῆμεν. part. παρῶν, tov; -Ovtoc, 
-εόντος; -εόντων, -εοῦσιν;: f. dor. 
—— -toicav) 1) adsum, praesto 
sum , 60: παρεὼν δ μάλα 
σχεδὸν εἴδοτο πὸ 68: ναῦς γέ- 

μεν — τῶν παρεόντων: 'sociis nava- 
libus". XXV 188. XIV 21: & δ᾽ ov- 
δέν, παρεόντος ἐμεῦ. XV 12. XXV 
167. V T]: αὐτοῦ γ᾽ οὐ παρεόν- 
τος. Ux 116: (5 δά με — τόσον ἔφϑα- 
wit 9 τὸ τεὸν — τόδε στέγος 
ἐν (Ahr. e coni, παρεῖμεν). 

—* 29. opem ferens Viri20: 
laiie δ᾽ ἁσυχία τε μέλοι γραέα τε 
παρείῃ, | ἅτις ἐπιφϑύξουσα τὰ μὴ 

15 


220 


καλὰ νόσφιν ἐρύκοι. — 2) suppeto, 
paratus sum XI 75: τὰν παρεοῖσαν 
ἄμελγε (sc. αἶγα vel oiv). V 26: τές 
δὲ παρεύσας αἰγὸς πρωτοτόκοιο κα- 
κὰν κύνα δήλετ ἀμέλγειν; IX 21: 
ἀμύλοιο παρόντος. XVII 10. VII 
108. c. dat. X 583: (ov μελεδαίένει) 
τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα" πάρεστι γὰρ 
ἄφϑονον αὐτῷ. XV 118. c. inf. V 
180: ταῖσι ὃ ἐμαῖς ὀΐεσσι πάρεστι 
μὲν à μελίτεια | φέρβεσϑαι. 

πάρειμι praetereo X. 44: σφίέγγετ᾽ 
ἀμαλλοδέται τὰ δράγματα, μὴ παρ- 
ιών τις | εἴπῃ. XVIII 41. part. 
aeol XXX 8: ἔχϑες. γὰρ παρίων 
ἔδρακε λέπτ᾽ ἄμμε δι᾽ ὀφρύγων (cod. 
παριών). 

παρελάω praeterago , part. dor. 
V 88: βάλλει καὶ μάλοισι τὸν αἰπό- 
λον & Κλεαρίστα | τᾶς αἶγας παρε- 
λᾶντα (var. παρελαῦντα, -ελεῦντα, 
-ελῶντα). VIII 73: τὰς δαμάλας παρ- 
ελᾶντα. 

παρέλκω v. παρέρχομαι. 

πάρε γον Tes minoris momenti 
XI 11: Georo) Og aic μανίαις, ἀγεῖτο 
δὲ πάντα πάρεργα: "posthabenda 
omnia ducebat". 

παφέρπω clam irrepo, obrepo XV 
48: (οὐδεὶς κακποεργός) δαλεῖται τὸν 
ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί. 

παρέρχομαι (praes. παρέρχεται. 
aor. παρήλυϑες,- ἔλθῃς. παρελϑεῖν, -εν- 
ϑεῖν dor. 1) praetereo, c. acc. XXIII 
37: τὸν τλάμονα μή ue παρέλϑης. 
met. de tempore XXVH 8: μὴ καυχῶ'" 
τάχα γάρ σὲ παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη. 
— 3) supero, υὔγοο XXII 85: (Oosín 
μέγαν ἄνδρα παρήλυϑες. — 8) accedo, 
adeo XV 60: παρξνϑεῖν | εὐμαρές:: 
sc. εἰς τὴν αὐλήν. ὁ. acc. pers. XVI 
08: φιλοκερδεέῃ βεβλημένον ἄνδρα 
παρελϑεῖν (Ahr. e coni. Hemsterhusii 
παρέλκειν, C. Hartung παρέρπειν). 

παρέχω suppedito, exhibeo XXII 
222: (λιγεῶν μειλίγματα, Μουσῶν, οἷ᾽ 
αὐταὶ παρέχουσι καὶ ὡς ἐμὸς οἶκος 
ὑπάρχει, | τοῖα φέρω. met. XXVIII 
28: (ὥς) οἵ μνᾶστιν ἄει τῷ φιλαοίδω 
παρέχης ξένω, ubi παρέχης coniuncti- 
vus esb 860]. — oc. inf. XXI 3: (οὐδὲ 
γὰρ εὕδειν) ἀνδράσιν ἐργατίναισι κα- 
καὶ παρέχοντι μέριμναι :- permittunt. 

πᾶρήιον mala, maxilla XXII 128: 
(δηλεῖτο πρόσωπον.) μέχρι συνηλοίησε 
παρήια. 

παρϑενική puella, virgo XII 5: 
ὅσσον παρϑενικὴ προφέρει τριγάμοιο 


πάρειμι --- πάροιϑεν 


γυναικός. VHI 59: ἀνδρὶ δὲ σπαρ- 
ϑενικᾶς ἁπαλᾶς πόϑος (80. κακόν ἐστι). 
XVIII 2: παρϑενικαὶ ϑάλλοντα κόμαις 
δάπινϑον ἔχοισαι. 

παρϑένος (sg. παρϑένος,᾽ τῷ, -0v. 
pl. acc. dor. παρϑένος) puella, virgo 
XIV 38: ἔκλαι᾽ ἐξαπίνας ϑαλερώτε- 
ρον ἢ παρὰ ματρέ | παρϑένος ἑξαέτης : 
κόλπω ἐπιϑυμήσασα. I 90: ἐπεί κ᾽ 
— τὰξ παρϑένος οἷα γελᾶντι. V 

XXVII 19. 47. opp. γυνή II 
ies σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρ- 
ϑένον ἐκ ϑαλάμοιο ] καὶ νύμφαν ἐσό- 
βησ᾽ (Ἔρως). ΠῚ 40: Ἱππομένης — 
τὰν παρϑένον ἦϑελε γᾶμαι: Atalan- 
tam. XVIT 134: [ἔτι παρϑένος] Ἶρις, 
quod corruptum esse  censens A. 
Fritzschius λέχος ὠκέα vel simile 
quid scriptum esse existimat. XXVII 
64: παρϑένος ἔνϑα βέβηκα, γυνὴ δ᾽ 
εἰς οἶκον ἀφέρπω. 

Πάριος Parius, qui ex Paro. in- 
sula est VI 38: (τῶν δέ τ᾽ ὀδόντων) 
αὐγὰ λευκοτέρα Παρίας ὑπέφαινε A- 
ἅγοιο, cf. Hor. Od. 1 19, 5: urit me 
Glycerae nitor splendentis Pario mar- 
more purius. 


Πάρις- Paris 1) Priami filius 
XXVII 1: τὰν πινυτὰν Ἑλέναν Πά- 
eic ἥρπασε βουκόλος ἄλλος. --- 3) 81- 
michidas h. e. Theocritus (cf. VII 21) 
vocatur Paris, quod ἔκρινε τὰς ϑεούς 
itaque erat ϑεοκρίτης — Θεόκριτος 
Syr. 11: ᾧ τόδε τυφλοφόρων ἐρατόν 
| πᾶμα Πάρις Qévo Σιμιχέδας. 

,παρὶσόω comparo XVIII 25: τάων 
οὔτις ἄμωμος, ἐπεί χ᾽ ᾿Ἑλένᾳ παρι- 
co. 

παρίστημι, med. assisto, accedo 
XXII 95: ἤτοι oy ἔνϑα xol ἔνϑα 
παριστάμενος Διὸς υἷός | ἀμφοτέρῃσιν 
ἄμυσσεν ἀμοιβαδίές. . opem ferens 
XVII 62: ἡ (Εἰλείϑυια) δέ οἵ εὖμε- 
νέοισα παρίστατο, κὰδ δ᾽ ἄρα πάν- 
των | νωδυνίην͵ κατέχευε μελῶν. 


Παρνάσιος Parnasius VII 148: 
Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἷπος 
ἔχοισαι. 


παροδείω praetereo XXIII. 47: 
ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς. 

πάροιϑε(») 1) adv. c. artic, antea 
XX 21: xol yao ἐμοὶ τὸ πάρονϑεν 
ἐπάνϑεεν ἁδύ τι κάλλος. — 2) coni, 
antequam XVII 48: ἀλλά μιν ἁρπά- 
ξασα, πάροιϑ᾽ ἐπὶ νᾶμα κατελϑεῖν | 
κυάνεον —, ἐς ναὸν κατέϑηκας, id 


ΒΡ ΤΥ ΥΩ. 


MM" EN DEI vM 


"Cw 


ὦ oin 





το ET 


may t 6. 





πάρος — πᾶς 


od diei videtur pro πάροιϑε πρίν, 
"M. Soph. EL 1131. m 


QM 1) de loco 6. gen. ante 
51: γελάσας δὲ πάρος κατέϑηκε 
ποδοῖιν | πατρὸς fov ϑανάτω κεκα- 


epi δεινὰ πέλωρα. --- 2) de tem- 


^ac ret antea, olim XXV 381: 
Qos) πολλὰ πάρος μήλοις 


τε ἘΣ — κήδεα ϑέντος. Syr. 
4. VII 129: (τὸ λαγωβόλον) ὡς πά- 
p ἐκ Μοισᾶν ξεινήιον ὥπασεν ἦμεν: 


antea instituerat". 
b) coni. Me». c. inf. aor. XXV 
215: εἴ " ———— ate τί 


XVI 14. — 


* κεῖνον ἰδέσθαι 


πᾷς (sg. m. πᾶς, πάντ(α). Ἶ πᾶσα, 
ταν. m. πᾶν, παντί, züv. — pl m. 
e e, -EGGL, πᾶσι; πάντας. f. 
πᾶσαι: τάων, -ἄν; -αις; a. dor. πάσᾶς 
"rmi τῶν, E πᾶσι; πάντ(α)) 
i pote δ᾽ ὑπὸ 
— χὼν πόϑεν οἴσεται 
ἜΣ Mervem. — — ο. subst. VII 26: 
αίοισα ποτ᾽ " ὑλέδεσ- 
σιν —— — 46. — Τῇ) totus, 
omnis 1) c. subst, cui à) mitti- 
tur XXV 243: πᾶς δέ o evynv | 
ϑυμοῦ ἐνεπλήσθη. V 141: φριμάσσεο 
πᾶσα τραγίσκων | νῦν ἀγέλα. XXII 
111: πᾶν συνέφυρε πρόσωπον. XXV 
53: ὥς τοι πᾶν ὃ ϑέλεις alia χρέος 
ἐκτετέλεστα. ΧΙ 831: λασία μὲν 
ὀφρῦς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ | — τέταται. 
] 102, IX 38. XXV 29. 96. Ep. 
VII 6. Ad. 8. add. artic. XXVII 33: 
ed τὰν ἀγέλαν. ΠῚ 18: ᾿ τὸ 
καλὸν ποθορεῦσα, τὸ πᾶν À πας. 
XXI 14: οὗτος roig ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς 
πόρος. — b) postponitar VII 109: 
κατὰ μὲν q ὅα πάντ᾽ ὀνύχεσσι | δα- 
κνόμενος XVII 91. XXIV 92. — 
2) sine subst. XXII 128: πᾶς δ᾽ ἐπὶ 
γαῖαν | κεῖτ᾽ ἀλλοφρονέων. I 96: 
πᾶσαν ἔχει μὲ τάλαιναν ὁ Μύνδιος. 
40: ἐπὶ τήνῳ πᾶσα — —— m 
ύχϑην χιόνος πλέον 
Ter. — I 2, 3: totus tremo dei 
reoque. — III) omnis, all, pl. omnes, 
omnia; 1) certus v. certi quidam, qui 
adsunt, quos novi, qui certa quadam 
conditione esse unt, allerlei, παν- 
τοῖος, alles mügliche; à) c. subst., cui 
a) praemittitur 1 50: (& d e» d 
πάντα δόλον κεύϑοισα. $ 
Tv κώρα) πάσας ἀνὰ E. —— 
ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται | ξάτοισ᾽. XVI 
52: (Ὀδυσεὺς --- ἀλαϑείς) πάντας ἐπ᾿ 


* 


227 


ἀνθρώπους. 11 89: ἔρρευν δ᾽ ἐκ κε- 
* "i τρίχες. V 131: πᾶ- 
σιν δὲ MS ἔπρεπον εἰλιπόδεσσιν. lI 
125. 18. XVII 62. XX 30. 
XXII 178. XXV 96. 108, 201. add. 
artie. XVIII 22: ἄμμες δ᾽ αἵ πᾶσαι 
συνομάλιχες. ΧΧῊ 99: of δ᾽ ἅμα 
πάντες ἀριστῆες 5 — 
postꝑonitur ἐμαται ὃ 
σὺν ἱστίῳ ἄρμενα 2e εἰχῇ dmo- 
κλασϑέντα. XXV 120: καί ῥά of 
αὐτὸς ὄφελλε διαμπερέως βοτὰ πάντα. 
140: (0v is fene, ἀστέρι πάντες 
ξισκον. 18. XXIII 
56. XXV 8. 14. XXVII 33. add. 
artic, VIII 16: τὰ δὲ μᾶλα ποϑέσπερα 
πάντ᾽ ἀριϑμεῦντι. XXI 31: τὠνεί- 
qure πάντα μερίξευ. XXIV 38: οἵ δέ 
τε τοῖχοι | πάντες. --- c. adi. et pron. 
XV 111: ,Aosiwóa πάντεσσι καλοῖς 
ἀτιτάλλει Ἄδωνιν. 118, XVII 104: 
πατρώια πάντα φυλάσσειν. XXIV 
81: ἅντα δὲ πάντα πυρὰ Τραχίνιος 
ἑξεῖ. IV 24. V 16. VIII 40. XXIV 
64. — V 145: Suus | πάσας ἐγὼ 
λουσῶ. Ep. X 1: ὑμῖν — ἐννέα πά- 
σαις. XVI102: τοὶς πᾶσι: uibus om- 
nibus. XI 59: ταῦτα φέρειν ἅμα 
πάντ᾽. ΧΠῚ 47: ταὶ δ᾽ ἐν χερὶ πᾶ- 
σαι ἔφυσαν. — XUI 61: τὰ y ἸΙήσο- 
vog ὕστερα πάντ᾽ ἧς. XXII 22. 
XXVIII 25: πάντα δὲ τίματα τὰ πὰρ 
φίλω. — b) sine subst. «) masc. et 
fem. I 8l: πάντες ἀνηρώτευν τί πά- 
ϑοι κακόν: sc. oí αἰπόλοι, qui ad- 
erant. VII 38: (χἠμὲ λέγοντι) πάν- 
τες ἀοιδὸν ἄριστον: in hac terra, qui 
me norunt. IV 3. VII 27. X 26. 
XI 41. 78, XII 21. XIII 48. XV 50. 
71. XVII 7. XX 831. XXV 1928. 
XXVI 25. XXII 166 (nos) VIII 69 
(vos). add. μάλα XXV 19. 76. ἅμα 
XV 68. artic, Ep. XVII 9: roig πᾶ- 
σιν εἶπε χρήσιμα. — p) neutr. πάντα 
VII 143: πάντ᾽ ὦσδεν ϑέρεος μάλα 
πίονος: quae aderant, S 24: ἐν 
ὀλβέω ὄλβια πάντα. XXIII 11: πάντ᾽ 
ἐποίει ποτὶ τὸν βροτόν: alles móg- 
liche. VII 62. 94. X 14. XIV 11. 
XV 16, XXI 15. 16. XXVI 10. 
XXVII 60. add. artic. XIV 50: τὰ 
πάντα κεν εἰς δέον ἕρποι. XVII 86: 
τῶν πάντων. — y) XXI 22: πάντες 
ὅσοι. XIII 8 — XXX 16: πάντα — 
ὅσσα. XXIV 118: ἃ — πάντα. X 
25: ὧν — πάντα. Ep. ΧΙ 5: πάν- 
τῶν ὧν. — 2) omnes, qui exsistunt, 
quotquot sunt; à) c. subst., cui «) prae- 


15* 


228 


mittitur XXV 119: ἀφνειὸν μήλοις 
περὶ πάντων ἔμμεναι ἀνδρῶν. 
105: πάντεσσι βροτοῖς, cf. XVII 51. 
XVII 195: πάντεσσιν ἐπιχϑονίοισιν. 
95: πάντας — βασιλῆας. Il 48. XVII 
88. XVIII 37. XXII 163. 215. XXV 
117. Ad. 18. — f) postponitur XXIV 
19: ϑηρία πάντα, cf. T 110. XII 11: 
ἐπεσσομένοις — πᾶσιν. — add. artic. 
V 107: τὰ ϑηρία πάντα. — b) sine 
subst. XIV 69: (πελόμεσϑα) πάντες 
γηραλέοι. ΧΥ͂Ι 20: ἅλις πάντεσσιν 
Ὅμηρος. — neutr. XIV 64: αἰτεῖν δὲ 
δεῖ οὐκ ἐπὶ παντί. plur. XIV 41: οἵ δὲ 
Αύκος νῦν πάντα: omnia est. XV 
64: πάντα γυναῖκες ἴσαντι. 1 [184]. 
XI 11. XV 62. XXII 58: πρὸς πάντα 
παλίγκοτος. Ep. XII 3: μέτριος ἦν 
ἐν πᾶσι. — pro adv. sunt πᾶν VII 
144: (ἐσσί) πᾶν ἐπ᾽ ἀληϑείᾳ τι κε- 
χασμένον ἐκ Διὸς ἔρνος: 'germen 
plane insigne atque excellens'. (τὰ) 
πάντα XXIII 6: πάντα — ἀτειρής. 
VII 98: ὥρατος δ᾽ ὃ τὰ πάντα φι- 
λαέίτατος: “ογηηΐυ8 ex partibus, plane 
carissimus'. 


πάσσᾶλος pavillus XXIV 48: (ξί- 
qoc, 0 οἵ ὕπερϑεν) κλιντῆρος κεδρί- 
vov περὶ πασσάλῳ αἰὲν ἄωρτο. 

πάσσω spargo 11 21: πάσοσ᾽, ἅμα 
καὶ λέγε ταῦτα" τὰ 4έλφιδος ὄστια 
πάσσω: sparge sc. molam; v. μάσσω. 

πάσσων v. παχύς. 

παστάς thalamus XXIV 46: ἀμ- 
φιλαφὴς δ᾽ ἄρα παστὰς ἐνεπλήσϑη 
πάλιν ὄρφνας. 

πάσχω (aor. ἔπᾶϑ᾽. πάϑω. πά- 
ϑοις, τοι. παϑόντες, -οὔσα. pf. dor. 
πεπόνϑεις, cf. δέδοικα.) patior, suf- 
fero (laborem v. dolorem), mihi acci- 
dit XXV 203: ἄτλητα παϑόντες. Ep. 
XXV 5: ἐλεινὰ παϑοῦσα. VII 83: 
ὦ μακαριστὲ Κομάτα, vo ϑὴν τάδε 
τερπνὰ πεπόνϑεις (var. πεπόνϑθης): 
perf. cum praes, significatione: Du bist 
der Dulder dieser süssen Leiden'. 
A, Fr.; sunt tamen qui plpf. esse cen- 
seant, v. Morsbach. Dissert. de dial. 
Theocrit. Bonnae 1874 p. 70. I 81: 
πάντες ἀνηρώτευν, τί πάϑοι κακόν. 
VIII 10: οὔποτε νικασεῖς μ᾽, οὐδ᾽ εἴ 
τι πάϑοις vUy ἀείδων: si quid tibi 
aeciderit h. e. si moriaris. X 1: 
ἐργατίνα Βουκαῖε, τί νῦν, ὠξυρέ, πε- 
πόνϑεις; — XV 181: οὔτ᾽ ᾿4γαμέ- 
μνων τοῦτ᾽ ἔπαϑ'᾽ οὔτ᾽ Αἴας: accidit, 
contigit. III 24: ὦμοι ἐγώ, τί πάϑω:: 


πάσσαλος — Πατροκλῆς 


quid me fiet, quid agam?. ef. Od. V 
465." Il. XI 404. 

πᾶτἄγέω sirepo XXII 15: πατα- 
γεῖ δ᾽ εὐρεῖα ϑάλασσα. 

πᾶτάσσω ferio, pulso, perculio TV 
49: el^ ἦν μοι ῥοικὸν τὸ λαγωβόλον ! 
ὥς τυ πάταξα (vulg. πατάξω): feri- 
rem, pro πάταξα ἄν, cf. II 118: ἦν- 
Soy. XIX 4: τὰν γᾶν ἐπάταξε. — 
IV 51: (ἃ γὰρ ἄκανθα) dono? μ᾽ ὧδ᾽ 
ἐπάταξ᾽ ὑπὸ τὸ σφυρόν. Ad. 2T: 
(τὸν ἄνδρα) οὐκ ἤϑελον πατάξαι. 

πᾶτέω (praes. πατεῖ, -ἔοντι. πατέων. 
fut. dor. πατησεῖς. aor. πατήσῃς) 1) 
calco, conculco XV 52: ἄνερ φίλε, 
μή μὲ πατήσῃς. — 2) caleo, incedo, 
ambulo XVII 20: οἵα "Agouucóo γαῖαν 
πατεῖ οὐδεμί᾽ ἄλλα. V 61: τὰν σαυ- 
τῶ πατέων ἔχε τὰς δρύας. 50: ἦ 
μὰν ἀρνακέδας τε καὶ εἴρια τεῖδε 
πατησεῖς. 55. 129. — 

πᾶτήρ (sg. πατήρ, πᾶτρός (bis c 
producitur) πᾶτρί, πατέρ᾽, πάτερ. pl. 
πατέρες, -ἔρων) 1) pater 2) sing. XIII 
8: καί νιν πάντ᾽ ἐδίδαξε, πατὴρ 
ὡσεὶ φίλον υἱέα. certi dicuntur VIII 
20: τὰ τῷ πατρός. 15: ὃ πατήρ uev 
| χὰ μάτηρ. sime artic. IX 23: τὰν 
μοι πατρὸς ἔτραφεν ἀγρός. XXVII 
88: πατρὶ δὲ γηραλέῳ. ΙΧ 18: ὅσσον 
ἐρῶντι πατρὸς παῖδες καὶ ματρὸς 
ἀκούειν. XVII 44: τέκνα δ᾽ οὐ ποτ- 
εοικότα πατρί. XXII 110: ἄμφω δ᾽ 
ἄμμιν ἀνεψιὼ ἐκ πατρὸς ἐστόν. XVII 
16. 68. 193. XXII 199. XXIV 133. 
XXVII 41. 43. Ep. XV 4. c. pron. 
poss. XXIV 58: πατρὸς ἑοῦ. — add. 
nomen XXIV δῦ: ἐς πὰτέρ᾽ Augi- 
τρύωνα. XXII 133: ὃν πατέρ᾽ ἐκ 
πόντοιο Ποσειδάωνα κιχλήσκων. ΧΙ 
11: πάτερ Κρονίδη. ΥΠῚ ὅθ: ὦ 
πάτερ ὦ Ζεῦ. ΧΥ͂Ι 82: Ζεῦ κύδιστε 
πάτερ. — b) plur. XXII 163: ὑμεῖς 
δ᾽ ἐν πάντεσσι διάκριτοι ἡρώεσσι | 
καὶ πατέρες καὶ ἄνωϑεν ἅπαν πα- 
τρώιον αἷμα. — 2) plur. maiores XXIV 
106: Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις 
ἀφνειὸς ἀρούραις, itemque £x z. leg. 
XVI 33. XVII 18. 

πᾶτρές patria Ep. VIII 4: ἀντὶ 
δὲ πολλῆς | πατρίδος ὀϑνείην κεῖμαι 
ἐφεσσάμενος. eol forma XXVIII 
17: xal γάρ τοι πάτρις, ἂν ὧξ Ἐφύ- 
ρας κτίσσε ποτ᾽ ᾿ἀρχίας | νάσω Τρι- 
νακρίας μύελον. 

Πᾶτρῦκλῆς Patroclus, amicus 
Achillis XV 140: o? Πατρολλῆς, οὐ 


pt m m e 





ἊΝ 
P 
K 
[. 

| 

» 

Σ 

E 

L 

, 

"x 
E 
b. 
ἃ 
Ἷ 
ἢ 

: 


NA μων oU TAE a MORS S 


. ἐσσεῖται πεπυκασμένα fot 


ΡΨ ΨΥ MUT SK cUm eue xg 


Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανελθών (τοῦτ᾽ 


). 
πᾶτρώιος, πᾶτρῷ 
ius XXII 205; οὐδὲ τὸν lio» is! 
£ εἶδε πατρώῃ | παίδων Λαοκχό- 


ὡσσὰα φίλον γάμον ἐκτελέσαντα. 164: 


καὶ πατέρες καὶ ἄνωϑεν ἅπαν πα- 
iov . XVII 104: ᾧ ἐπέπαγχυ 
εἰ πατρώια πάντα φυλάσσειν. 
παύω (act. praes. παῦε. — med. aor. 
ipr. παύσασϑ᾽. inf παύσασϑαι. part. 
παυσάμενος) desisto 1) Act. XV 82: 


παῦε, ὄχ᾽ οἷα ϑεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα 


— — 2) Med. XV 81: παύ- 
ασϑ΄, ὦ δύστανοι ἀνάνυτα κωτίλ- 
λοισαι | τρυγόνες. Υ 138. c. gen. 


XXV 2: παυσάμενος ἔργοιο. XXIX 
40: παυσάμενος χαλέπω πόϑω. XXX 


24. pl. ἔρωτος Xl 28. 
Il. aphie dali Venus quae 
i, in urbe ri, colebatur) 


14: φεῦ φεῦ τᾶς Παφίας χό- 
λον &fro καὶ σύγε κώρα. | χαιρέτω ἁ 
Ilagía* μόνον͵ —— εἴη. 55: 
τᾷ Il πράτιστον ἐγὼ τόδε δῶρον 
πᾶχυς cubitus VII 67: χὰ στιβὰς 
πὶ πᾶ- 


qv»: "usque ad cubitum h. e. tantae 

itudinis stratum erit, ut cubitum 
herbis mollibus immittere liceat". 
ΠῚ 30: (τὸ τηλέφιλον) αὔτως ἀμαλῷ 
ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνϑη (Ahr. c. Tunt. 
ὁμαλῶ π. πάχεοςρ). 

ἧς crassus, robustus XXV 145: 

τοῦ μὲν ἄναξ προσιόντος ἐδράξατο 
εἰρὶ παχείῃ: in exitu hex. ut apud 
ἴων. saepe, e. g. Od. X 326: ξίφος 
εἴλετο χειρὶ παχείῃ. — comp. πάσ- 
σων xit 113: ὁ δ᾽ αἰεὶ πάσσονα 
γυῖα | ἁπτόμενος φορέεσκε πόνου 
τροιῇ δέ v' ἀμείνω (var. μάσσονα). 

πεδά v. μετά. 

πεδάω compedio Ad. 9: στυγνὸν 
τὸν ὃν ἀνεῦρον  δῆσάν τε καὶ πέ- 
δὅασαν (var. κἀπέδησαν). 


πε: (4601, pro μετέρχο- 
μαι) ades XXIX 25: ἀλλ᾽ ὑπὲρ indio 
στύματός σε πεδέρχομαι | ὀμνάσϑην. 
πεδίον (ag. πεδίον, -o, -ov. pl. 
πεδίοισι) campus, planities XVI 91: 
(αἴ δ᾽ ἀνάριϑμοι) μήλων χιλιάδες (lo- 
τάνᾳ διαπιανϑεῖσαι | ἂμ πεδίον βλη- 
V 29. 96. opp. δρυμὸς 

V 134: ὁπότ᾽ ἐκ λασίοιο ϑοοὶ 
προγενοίατο ϑῆρες | ἐς πεδίον δρυ- 
en βοῶν ἕνεκ᾽ ἀγροτεράων. plur. 
ὙΠ 102: τοῖος ἀνὴρ πλατέεσσιν 


πατρωιος — πεῖρα 


229 


ἐνίδρυται πεδίοισι | ξανϑοκόμας IIrto- 
λεμαῖος. additur adi. XVI 38: μυρέα 
δ᾽ du πεδίον Κραννώνιον ἐνδιάασκον 
| 5* ἔκκριτα μῆλα. gen. XVI 
τὸ: ἐν πεδίῳ Σιμόεντος, ὅϑι Φρυγὸς 
ἠρίον Ἴλου. 

πέδον solum Ep. Il] 1: εὕδεις 
φυλλοστρῶτι πέδῳ, Φάφνι, σῶμα κε- 
χμακώς | ἀμπαύων. idem valet quod 
χώρα Vll 103: Πάν, Μαλέας ἐρατὸν 
πέδον ὅστε λέλογχας. 

πεδωριστής i q. μεϑομιλητής 
Ep. XVII 8: ὦ Βάκχε, χαάλκεόν νιν 
ἀντ᾽ ἀλαϑινοῦ | τὶν ὧδ᾽ ἀνέθηκαν | 
τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρι- 
σταὶ πόλει (secundum Mein. et Herm. 
interpretationem pro cod. Pal. πε- 
λωρισταί scr. A. Fritzschius, Tyrrwhit- 
tus πεδωριστᾷ, Ahr. e. Mor. πελω- 
ριστᾷ, quod signifieare vult περι- 
βόητος). 

πεζός pedes, opp. qui navi vehi- 
tur XVII 98: οὐ γάρ tig δηίων mo- 
λυκήτεα Νεῖλον ὑπερβάς | πεζὸς ἐν 
ἀλλοτρίαισι βοὰν ἐστάσατο κώμαις, | 
οὐδέ τις αἰγιαλόνδε ϑοᾶς ἐξάλατο 
ναός. — adv. πεζξᾷ terrestri itinere 
XIII 74: (Ἡρακλῆς) ἠρώησε τριακον- 
τάξυγον ᾿Δργώ, | πεξᾷ δ᾽ ἐς Κόλχως 
τε καὶ ἄξενον ἵκετο Φᾶσιν (var. πεζὸς). 

πεέϑω (act. aor. 1 ἔπεισε, πείσαι-" 


aor. IL πέϑοιμεν. aor. intr. πιϑήσας. 
pf. dor. πεποίϑεις, cf. δέδοικα. — 
med. praes. ipr. πείϑεσθ᾽. aor. II πέ- 
$o:0) T) Act. 1) trans, permoveo ali- 
quem, ut faciat aliquid a) verbis IV 
11: πείσαι κεν Μίλων κὰτ τῶ λύκω 
ἀμνάδα λυσσῆν. — b) alio modo 
XXII 64: ἄργυρος ἢ τίς ὁ μισϑός, 
ἐρεῖς, ὦ κέν σὲ πίϑοιμεν; ad rem 
transfertur VII 153: (Πολύφαμον) 
τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ᾽ αὐλία ποσσὶ 
χορεῦσαι. --- 3) intr. confido V 28: 
ὅστις νικασεῖν τὸν πλατίον ὡς TU 
πεποίϑεις (var. πεποίϑης). part. aor. 
πιϑήσας ad medii accedit significa- 
tionem XXIV 41: ὥς q«9". d ἐξ 
εὐνᾶς ἀλόχῳ κατέβαινε πιϑήσας. -- 
Τὴ Med. , obtempero, abs. 
XXII 169: ἀλλ᾽ ἔτι καὶ vov | πείϑεσθϑ᾽.. 
c, dat. XXIX 10: ἀλλ᾽ εἴ μοί τι πί- 
ϑοιο νέος προγενεστέρωῳ, | t κε λώιον 
αὗτος ἔχων ἔμ᾽ ἐπαινέσαις. 

πεινάω esurio XV. 148: χώνὴρ 
ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ Mis γον 

πεῖρα conatus XV 62: καλλέστα 
παίδων, πείρᾳ θην πάντα τελεῖται. 


230 


πειράομαι periculum facio, en- 
perior, abs, XV 61: ἐς Τροίαν πει- 
ρώμενοι ἦνϑον "Ayatot. XXV 214: 
(βύρσα) οὐκ ἔσκε σιδήρῳ | τμητὴ οὐδὲ 
λέϑοις πειρωμένῳ. c. gen. XV 121: 
οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δέν- 
δρῶν | πωτῶνται πτερύγων πειρώμε- 
voL ὄξον ἀπ᾿ ὄξω. XXV 299: πρὶν 
ἰδέειν ἀλκῆς τε παραυτίκα πειρηϑῆ- 
ναι. c. inf. XXIV 88: δεσμοῦ ἄναγ- 
καίου πειρώμενοι ἔκλυσιν εὑρεῖν. 

Πείσανδρος Pisander Camirensis, 
poeta epicus Ep. XX 1: τὸν τῷ Za- 
νὸς 09 E υἱὸν àvije | — πρᾶτος 
τῶν ἐπάνωϑε μουσοποιῶν Ι Πείσαν- 
poc. συνέγραψεν ὧκ Καμίρου. 

πέχω iondeo V 98: ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐς 
χλαῖναν μαλακὸν πόκον, ὑππόκα πέξω 
| τὰν οἷν τὰν πελλάν, Κρατίδᾳ δωρή- 
σομαν αὐτός (var. πεξῶ). — ,Med. 
XXVIII 12: δὶς γὰρ μάτερες ἄρνων 
μαλάκοις ἐν βοτάνᾳ 7.0016. l, πέξαιντ᾽ 
αὐτοένει Θευγένιδός y £vsw ἐυσφύρω: 
sint tondendae, móchten sich schee- 
ren lassen, 

πέλαγος pelagus, aequor XXII 19: 
λιπαρὰ δὲ γαλήνα Ι ἂμ πέλαγος. XXI 
59: ὥμοσα μηκέτι λοιπὸν ὑπὲρ πελά- 
γους πόδα ϑεῖναι. 

πελάξω admoveo propius XXV 
212; δὴ τότε τόξον ἑλὼν στρεπτῇ 
ἐπέλασσα κορώνῃ | νευρειήν. 

Πελασγός Pelasgus XV 142: οὐ 
Πελοπηιάδαιν τε καὶ Aoysog ἄκρα Πε- 
λασγῶ (ex Ahr. emend, scr. pro vulg. 
Πελασγοί), cf. Il. II 681: τὸ Πελασγι- 
κὸν "Aeyos. Eur. Or. 1296: ἰὼ Πε- 
λασγὸν "Apoyos. 

Πελειάδες Pleiades stellae XIII 
25: ἅμος δ᾽ “ἀντέλλοντι Πελειάδες, 
ἐσχατιαὶ δέ! ἄρνα νέον —— τε- 
τραμμένω εἴαρος ἤδη, | τᾶμος. 

πέλεκυς securis Τὶ 128: πάντως 
καὶ πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνϑον ἐφ᾽ 
ὑμέας: sc. “δα aedes expugnandas'. 

πέλλα mulctra 1 36: (αἶγα) ἃ δύ᾽ 
ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο 
πέλλας. 

πελλός l'ividus, fuscus Y 98: ὃπ- 
πόκα πέξω | vàv οἷν τὰν πελλάν 
(Valek. pro vulg. πέλλαν): τὴν μέ- 
λαῖναν. 8680]. 

Πελοπηιάδαι͵ Pelopis posteri XV 
142: οὐ Πελοπηιάδαι τὲ καὶ "Apysog 
ἄκρα Πελασγῶ. 

Πελοπὸοννᾶσιστέ Peloponnesiace 
ΧΥ 92: Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες. 


, , 
πειράομαι — πενϑερος 


Πέλοψ Pelops, Tantali filius VIII 
53: μή μοι γᾶν Πέλοπος, μή μοι 
Κροίσεια τάλαντα | εἴη ἔχειν. 

πέλω (act. praes. πέλει, τομες. Ci. 
aeol. πέλη XXVIII 22. πέλοι. inf. aeol. 
πέλην ci. XXIX 81. ipf πέλεν ci, — 
med. praes. πέλῃ, πελόμεσϑα. πελώ- 
ps9". ipf. ἔπλεο, ἔπλετ᾽) 1) exsisto, 
contingo, evenio XXV 38: ᾿οἰκήων, 
οἷσιν βίος ἔπλετ᾽ ἐπ᾽ ἀγροῦ. XXI 
11: οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν" 
& δὲ παρ᾽ αὐτᾶν ... (e coni. Reiskii 
ΒΟΥ, pro πενέα, Tunt. πάντη, Steph. 
παντὰ). ΧΙ 17: εἰ γὰρ τοῦτο, πά- 
τερ Κρονίδη, πέλοι. --- 9) fio, sum, 
c. Subst. et adi XXIX 84: (ὅπως) 
ἀλλάλοισι πελώμεϑ'᾽ Ay iot φίλοι. 
XXI 54. XIV 68: ἀπὸ κροτάφων πε- 
λόμεσϑα | πάντες γηραλέοι, ef. XXVII 
27. XXIX 31: ταῦτα χρὴ νοέοντα 
πέλην ποτιμώτερον (e Brunekii coni. 
scr. pro πέλειν). XXVIII 22: ὡς 
εὐαλάκατος — — ἐν δαμότισιν 
* (var. πέλει): — gi, XXX 

: μὴ σὺ νέος τὰν ν πὸ πέλῃ (cod. 
bs IV 48. VII 95, XII 4. 
πελώριος ingens XXII 46: στήϑεα 
δ᾽ ἐσφαίρωτο πελώρια. XXV 9211: 
ψυχὴν δὲ πελώριος ἔλλαχεν Ἅιδης, 
cf. ΠΟῪ 395: τλῆ δ᾽ ᾿Αἴδης ἐν τοῖσι 
πελώριος ὠκὺν OLGTÓV. 

πέλωρον monstrum, Unthier XXV 
195: ἀμφὶ δέ σοι τὰ ἕκαστα λέγοιμί 
κε τοῦδε πελώρου: leonis Nemeaei. 
de draconibus XXIV 13: ,Tüuog ἄρ᾽ 
αἰνὰ πέλωρα δύω πολυμήχανος Ἥρη 
| κυανέαις φρίσσοντας ὑπὸ σπείραισι 
δράκοντας | ὦρσεν. ὅϑ: ϑανάτῳ κπε- 
καρωμένα δεινὰ πέλωρα, cf. il. II 
821: δεινὰ πέλωρα ϑεῶν εἰσῆλϑ'᾽ 
ἑκατόμβας: draco. 

πέμπω (praes. πέμποιτε. fut. dor. 
πεμψῶ, -sí. aor. πέμψειεν, πέμψον) 
1) mitto aliquem VI 81: πολλάκι πεμ- 
ver | ἄγγεϊον. alicui aliquid V 140: 
Móocovi καλὸν κρέας αὐτίκα πέμψον. 
| πεμψῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα. XXII 214: 

ἡμετέροις κλέος ὕμνοις | ἐσϑλὸν ἀεὶ 

πέμποιτε. — 9) emitto XVI 85: ἐχ- 
ϑροὺς ἐκ νάσοιο κακὰ πέμψειεν 
ἀνάγκα. 

πενέσται penestae, servi Thessa- 
lorum (of διὰ πόλεμον ἡλωκότες) XVI 
84: πολλοὶ ἐν ᾿ἀντιόχοιο δόμοις καὶ 
ἄνακτος ᾿Δλεύα | ἁρμαλιὴν ἔμμηνον 
ἐμετρήσαντο πενέσται. 

πενϑερός socer XVIII 18: μοῦνος 
ἐν ΠΗ Κρονίδαν Δία πενϑερὸν 





— δώδεκά of 


Πενϑεύς — περί 


ἑξεῖς. ΧΧΠ 162: ὡς ἀγαϑοῖς πολέες 
βούλοιντό xs πενϑεροὶ εἶναι. 

JPentheus, Echionis et 
Agaues filius, rex Thebarum XXVI 
10: “Πενθεὺς δ᾽ ἀλιβάτω πέτρας ἄπο 
πάντ᾽ ἐθεώρει. 16. 18. XXVI 26: 
ἐξ ὄρεος πένϑημα καὶ οὐ Πενϑῆα 


ἕροισαι. 
e luctus. XXVI 26: ἐξ 


ὥμοε' πένθημα καὶ οὐ Πενϑῆα φέ- 


πένθος luctus XXII. 176: γονεῦσι 
δὲ "d πολὺ πένϑος | ἡμετέροισι λέ- 


— » πενέη paupertas XVI 33: 
ἀχὴν ἐκ πατέρων πενίην ἀχτήμονα 
vers : — 1: eie zliógavre, 

τὰς τέχνας ἐγείρει. 10. 
΄πένομαι n XIII 92: ἐκβάν- 
ἐπὶ ϑῖνα κατὰ ξυγὰ δαῖτα 
᾿δειελινοί, itemque in exitu 
668. Od. Y [225]. 
ree n 20: (od x mó- 
κῶς ἔλαβ᾽ " $. 37: ov κρέας 
-- σιτήϑην) πέντε ταμὼν πέντ᾽ οὖσιν. 
πεπαΐένω mollio 


ΤῸ nj maturo) 
II 140: xal ταχὺ 


ρῶς σον πε- 


παίνετο: ἤγουν ἐρωτικῶς ἐμαλϑάσ- 
σετο. Eustath. p. 624. 
—— (comp. πέπων) 


130: καὶ δὴ die ἀπίοιο 

——— (ee ἐστὶ Φιλῖνος). 
πέπλος (sg. πέπλος, τῷ. pl. a. πέ- 
zÀAovg, dor. πέπλως, 890]. πέπλοις 
XXVIII 10) —— vestis ampla 
D feminarum I ,93: (γυνὰ) ἀσκητὰ 
— τε καὶ ἄμπυκι. VI 11: 
δ᾽ ἐδίωκον) πέπλως ἐκ ξωστῆρος 
» ἰγνύαν ἐρύσασαι. plures pepli 
tur XIV 35: ἀνειρύσσασα δὲ 
πέπλως [ ἔξω ἀπῴχετο ϑᾶσσον. XXVII 
53. — 2) virorum VII 17: ἀμφὶ δέ 


οἵ στήϑεσσι — * tro πέπλος 
Ι ξωστῆρι πλοκε HI 10: σὺν 
τᾷ πόλλα p or y cert ibn av- 
δρεΐοις πέπλοις 

pf. ἃ rad, zog 


ductum] fto 


— ———— XXIV 80: 
τελέσαντι πεπρωμένον ἐν 
“ιὸς οἰκεῖν | μόχϑως. 

πὲρ (plerumque in thesi leg.) part. 
encl. valde, admodum, vel, etiam 1) in 
sententiis secundariis 1) c. participiis: 
etiamsi; 8) postponitur 

XXII 13 131: τὸν —— ἄρα κρατέων περ 
ἀτάσθαλον οὐδὲν ἔρεξας. add. ἔμπης 
XXV 18: αὐτὰρ βουκολίοισι περι- 


251 


πλήϑουσί περ ἔμπης | πάντεσσιν vo- 

μοὶ ὧδε τεϑηλότες αἰὲν ἔασι, cf. Od. 
XIX 356: 5 es πόδας νέψει, ὀλιγη- 
πελέουσά mto ἔμπης. --- b) praemit- 
titur participio, ita ut ad adiectivum 
potius videatur pertinere, XXII 97: 
(ἔσχεϑε δ᾽ ὁρμῆς) παῖδα Ποσειδάωνος 


ὑπερφίαλόν mto ἐόντα. XXIV 100. 
XXV 100. 147. 197. add. καί] 44: 
xal πολιῷ περ ἐόντι. XXII 153: 


αὐτὸς ἐγὼ τάδ᾽ ἔειπα, καὶ οὐ πολύ- 
μυϑὸς ἐών περ. XXV 112: καὶ &g- 
ρηκτόν mto ἔχων ἐν στήϑεσι 9vuóv. — 
2) e. coniunctionibus a) εἰ si revera, si 

omnino XXV 173: εἰ ἐτεόν περ ἐγὼ μι- 
μνήσκομαι. ll 34: (καὶ τὸν ἐν ιδᾳ) 
κινήσαις κ᾿ ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ 
ἀσφαλὲς ἄλλο. VII 4. XXV 163 
(ci). — b) ὡς, v. ὥσπερ. — €) ἁνίκα 
quando vel maxime lH 147: (ἦνθέ 
μοι) σάμερον, ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ 
ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι, cf. Il. X 7: 
ὅτε πέρ τε. — 8) c. pron. relat. à) 
ὅς, V. ὅσπερ. — b) ὅσ(σ)ος quantus 
profecto, revera, eben VII 60: ὀρνί- 
χων —, ὅσαις τε πὲρ ἐξ ἁλὸς ἄγρα. 
Kvu 39: (τόσον) ὅσσον. πὲρ llroÀe- 
μαῖος ξὴν ἐφίλησεν ἄκοιτιν. 66. 
XXVI 21. XXX 16: πάντ᾽ ἔρδ᾽, ὄσσα 
περ οἱ τῶν ἐτέων ἄρτια γεύμενοι. -- 


' I1) in sententiis primariis 1) c. imper. 


CV 34: ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἔνισπε: 
profecto, utique; ubi quum oppona- 
tur voc. ἡμεῖς (v. 32), idem fere valet 
atque: tuam vicem. — 3) post com- 
par. e. part. ἤ V 52: (ταὶ δὲ τρα- 
γεῖαι) ταὶ παρὰ τὶν ὄσδοντι κακώτε- 
ρον ἢ τύ περ ὄσδεις. 

πέρᾶν, πέρην trans, ultra, c. gen. 
XXV 19: (αὖλις) φαίνεται εὖ μάλα 
πᾶσι πέρην ποταμοῖο ῥέοντος. XVI 
99: (χλέος φορέοιεν ἀοιδοῦ καὶ πόν- 
του Σκυϑικοῖο πέραν. 

περάω 1) trans. transeo, penetro 
XVII 47: (σέϑεν δ᾽ ἕνεκεν Begevíxa) 
εὐειδὴς yégovra πολύστονον οὐκ 
ἐπέρασεν. ΧΥ͂ 44: ὦ ϑεοί, ὅσσος 
ὄχλος! πῶς καί ποκα τοῦτο περᾶσαι 
| χρὴ τὸ κακόν; — 9) intr. penetro 
II 90: ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα; ὅθ: ἐς 
τόδε δῶμα περάσαι. 

περί (περί et πέρι (bis) semper 
fere efficiunt pyrrhichium, iambum 
bis; eliditur vocalis more aeol. zeg' 
XXV 242.) circumcirca, αὖ omnibus 
partibus, eximie, prorsus; Y) adv, 1) 
circum in tmesi, v. περιβαίνω, περι- 
ελικτός, περιέρχομαι, περικαλύπτω, 


232 


περιφύω. — 3) eximie, prorsus II 82: 
χὼς ἴδον ὡς ἐμάνην ὥς μευ πέρι ϑυ- 
μὸς ἰάφϑη (vulg. περὶ, Ahr. c. Tay- 
loro et Graefio zvgl). — 1I) praep. (se- 
mel postponitar XXV 162; semel in- 
ler praep. et. casum interponitur μέν.) 
A) c. gen. 1) swpra, prae, praeter 
XXV 119: (ώπασε δῶρον) ἀφνειὸν 
μήλοις περὶ πάντων ἔμμεναι ἀνδρῶν, 
cf. Od. VII 108: Φαέηκες περὶ πάν- 
των ἴδριες ἀνδρῶν. — 2) propter, de 
XXV 82: οὐκ ἄν of ϑηρῶν τις ἐδή- 
ισεν περὶ τιμῆς, cf. Il. XII 423: 
ἐρίξητον περὶ ἴσης. — 8) de, apud 
verbum sentiendi XXV 162: ξεῖνε, πά- 
λαι τινὰ πάγχυ σέϑεν πέρι μῦϑον 
ἀκούσας. — B) c. dat. JJ) circa, um, 
an XXIV 43: (ξέφος, 0 of ὕπερϑεν) 
κλιντῆρος κεδρένου περὶ πασσάλῳ αἰὲν 
ἄωρτο. 14: πολλαὶ ᾿χαιιάδων 'μαλα- 
κὸν περὶ γούνατι νῆμα | χειρὶ κατα- 
τρέψοντι. ΧΧ 28: χαῖται δ΄ οἷα σέλινα 
περὶ κροτάφοισι xéyvvro. VII 64: 
λευκοΐων στέφανον περὶ κρατὶ φυ- 
λάσσων. XXV 242: μακρὴν δὲ mto 
ἰγνύῃσιν ἕλιξε | κέρκον. — 2) de I 
54: περὶ πλέγματι γαϑεῖ., XIII 55: 
ταρασσόμενος περὶ παιδί, cf. h. Cer. 
71: ἀχνυμένην περὶ παιδί. -- C) c. 
acc. circa, ita ut moveatur aliquid 
circa rem aut sine motu sit variis 
locis sive attingens sive non attingens; 
1) XXIV 117: ἵππους δ᾽ ἐξελάσασϑαι 
ὑφ᾽ ἄρματι καὶ περὶ νύσσαν | doga- 
λέως κάμπτοντα τροχῶ σύριγγα φυλά- 
ξαι. VII 142: πωτῶντο ξουϑαὶ περὶ 
πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι, γ. ἀμφί. XXII 
81: περὶ γυῖα μακροὺς εἴλιξαν ἱμάν- 
τας. XXIV 30: τὼ δ᾽ αὖτε σπείραι- 
σιν ἑλισσέσϑην περὶ παῖδα. 1 129: 
σύριγγα καλὰν (l. καλὸν) περὶ χεῖλος 
ἑλικταν: "fistulam, quam bene, pulchre 
circa labra versare potes , h. e. ita 
ut bene sonet. XXV 148: ὁ δέ of περὶ 
νεῦρα τανυσϑείς | μυών. — 2) I 29: 
τῶ περὶ μὲν χείλη μαρύεται, ὑψόϑι 
κισσός. XV 65: περὶ τὰς ϑύρας ὅσ- 
cog ὅμιλος. XII 80: αἰεί οἵ περὶ 
τύμβον --- κοῦροι ἐριδμαίνουσι. XXII 
100: ἴδον ἕλκεα λυγρὰ περὶ στόμα τε 
γναϑμούς τε. ΧΙ 9: ἄρτι γενειάσδων 
περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε. ΧΥ 
80: οὐ κεντεῖ τὸ φίλαμ᾽, ἔτι οἵ περὶ 
χείλεα πυρρά. 

περίαλλα adv. prae aliis, eximie 
XII 28: ὄλβιοι οἰκείοιτε, τὸν ᾿ἀττικὸν ὡς 
περίαλλα | ξεῖνον ἐτιμήσασϑε Διοκλέα. 

περιβαίνω, aor. I impono aliquid, 


περίαλλα — πέριξ 


ita ut tanquam equo insideat; ,per 
tmesin XXV 218: (ἐπέλασσα κορώνῃ) 
—— περὶ δ᾽ ἰὸν ἐχέστονον εἶϑιαρ 
ἔβησα: ἀνέβαλον. Gloss. 

περιβάλλω, med. amplector XVII 
128: (ἄλοχος, τᾶς οὔτις ἀρεέων) νυμ- 
φίον ἐν μεγάροισι γυνὰ περιβάλλετ᾽ 
ἀγοστῷ. 

περιγληνάομιαι oculorum pupillis 
collustro XXV 241: ὁ δέ μ᾽ εἶδε 
περιγληνώμενος ὄσσοις | ϑὴρ ἄμοτος. 

περιελικτός circumplicatus, per 
tmesin lI 122: (λεύκαν) πάντοϑξ πορ- 
φυρέαισι περὶ ξώστραισιν ἑλιχτάν 
(vulg. περιξώστρῃσιν): ταινίαις περι- 
ξιλημμένον ἔχων τὸν τῆς λεύκης στέ- 
φανον. Schol. 

περιέρχομαι circumeo , circumdo, 
per tmesin XXV 260: περὶ γὰρ σκό- 
τος ὄσσε οἵ ἄμφω | ἦ1ϑε. 

περικαλλής perpuleher XVII 124: 
αὐτοὺς περικαλλέας ἠδ᾽ ἐλέφαντι. 

περικἄλύπτω circumvelo, per 
tmesin XXV 176: (δέρμα δὲ ϑηρόρ) 
— ὅ τοι περὶ πλευρὰ καλύπτει. 

—— circumdor, cingor, met. 
XXIII 14: ὕβριν τᾶς ὀργᾶς περικεί- 
μενος: ἐνδεδυμένος. Gloss, οἵ, Od. 
IX 214: μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν. 

περϊκλάω infringo, inflecto I 
48: τῶ EL τεινόμενος περιπλώμενος 
εὗρον ἀγῶνα (ex Herm. coni. scr. pro 
περιχλώμενον Y περὶ  *voOcAOv): 
"prono corpore'. 

aeQizAttvóc inclutus XVII 34: 
περικλειτὰ Βερενίκα. Ep. XXII 8: 
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτῆς τε 
Φιλίνης. 

T EQUAL UC 0. circumlambo, med, 
XXV 226: γλώσσῃ δὲ περτιλιχμᾶτο 
γένειον. 

Περιμήδα Perimede saga ll 15: 
φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα 
μήτε τι Κίρκης μήτε τι Μηδείας μήτε 
ξανϑᾶς Περιμήδας: αὕτη ἐστὶν ἡ παρ᾽ 
Ὁμήρῳ ᾿Δἀγαμήδη λεγομένη. Schol, 
cf. I. XI 740: πρεσβυτάτην δὲ 9v- 
γατρ᾽ εἶχε (Augiae) ξδανϑὴν ,Αγαμή- 
à», | ἣ τόσα φάρμακα ἤδη, ὅσα τρέ- 
φει εὐρεῖα χϑών. Propert. II 4, 7: 
non hic herba valet, non hic no- 
cturna Cytaeis, non Perimedeae gra- 
mina cocta manus. 

περιμήκης praelongus, permagnus 
XXV 28: εὐϑὺς δὲ σταϑιμοὶ περιμή- 
κεὲς “ἀγροιώταις | δέδμηνϑ'᾽. 

πέριξ circumcirca ἘΡ. ΤΥ 8: ἔνϑα πέ- 
ριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος. 


Tw Tq. 


TOU SQEUNEC mec nme UPEWIUTHEEET 


FOU WESCE TINTE 





E 
E ; 
1 
: 


-eircum rado, polio XXII 


50: ὁλοίτροχοι, οὔστε κυλίν- 


, 


ς ποταμὸς μεγάλαις 
5. ctr μαύρ «uog μὲ 


—“ rta S XVII 
127: (oye καέει) μησὶ περιπλο- 
μένοισιν ἐρευϑομένων hi βωμῶν, at 
apud Hom. de anno e. g. Od. KI a8 
-— ἐνιαυτοῦ. 
F cireum obtendo 
1 55: παντᾷ ?. ἀμφὶ δέπας περιπέ- 
πταται ὑγρὸς ἄκανϑος, cf. Verg. Ecl. 
et elt circum est ansas 
amplexus acantho. 
περίπλεκτος perplezus XVIII 7: 
ἄειδον δ᾽ Ὧν πᾶσαι ἐς ἕν μέλος 
ἐγκροτέοισαι ποσσὶ —— 
complexuque pedum quatiebant prae- 
pete terram". Eob. Hess. 
9 sum. frequens, nume- 
13: ye: βουκολίοισι 


Es meg ἔμπης | πάντεσσιν 
Do wee: alb» ἔασι: πολὺ 
"MERO decim. XVI56: 
τ ερισσαΐ ρόαι 

π vo moveo circa, 
"e canibus XXV 72: (róv 

yeoovta) ἄγριον ἀσπάξοντο περίσ- 
σαινόν Q' ἑτέρωθεν, cf. Od. XVI 4: 
— ὃὲ περίσσαινον κύνες 


Ep. e Ων ἀκρέοντος CAU de, εἶδον 


ἐν Τέῳ | τῶν πρόσθ᾽ εἴ τι περισσὸν 
3) supervacaneus , in- 
utilis XXI, 15: οὐδὸς δ᾽ οὐχὶ ϑύραν 
εἶχ, ου κύνα᾽ πάντα —— παᾶαντ 
ὅκει τήνοις᾽ & γὰρ πεν σφας 
ἐτήρει. — 8) reliquus. XXVI 34: αἴ 
δ᾽ τὰ περισσὰ κρεανομέοντο 
γυναῖκες: sc. Penthei corporis, capite 

atque humero iam avulsis. — adv. 
περισσῶς eximie, supra modum Ad. 
34: τούτους xólafe, Κύπρι 3 τί γὰρ 
e περισσῶς! ἐρωτικούς: --- ὀδόντας. 
ἄδόν circeumstando XXV 
13. (ὁ μὲν) κωλοπέδιλ᾽ ἀράρισκε 
περισταδὸν ἐγγὺς ἀμέλγειν, eodem- 
versus loco II 68; ut iam apud 

m. Il. XIII 551. 


nd» XY 04: b» curo, prospicio, 

14: ἐν καλῷ εἴης | —— πε- 
ριστέλλων: ἐπιμελούμενος ἡμῶν. Schol. 
— Med. de agris colendis XVII 97: 
λαοὶ δ᾽ ἔργα περιστέλλονται ἕκηλοι 
(vulg. περιστέλλουσιν). 


περιξέω -- πετεεινὸς 


233 
πε Peristere, femina quae- 
dam siue" Prise i afflicta Ep. 5: 


αἰαῖ ἐλεινὰ παϑοῦσα Περιστέρη (var. 
Περιστερή, A. Fritzschius —— 

περιτρέχω , pf. Ep. IV 5: 
σακπὸς δὲ σκιερὸς — 

περιφείδομαι parco IX 1: 
&v ome, fons περιφείδεο. 

περίφρων valde prudens ΠῚ 45: 
μάτηρ & χαρίεσσα περίφρονος AL m 
Boíns: in quarto pede, ut apud 
saepe. 

περιφύω, intr. circum nascor, per 
tmesin XIII 40; περὲ δὲ ϑρύα πολλὰ 
πεφύκει. 

περιώσιον, περιώσια adv. εα- 
imie, valde XVII 23: χαίρων υἱωνῶν 
περιώσιον υἱωνοῖσιν. XXV 125: (&za- 
σαι) ξωοτόκοι τ᾿ ἦσαν περιώσια ϑη- 
Àivróxoi τε. i 

περόναμα v. χέρνημα. 

—— i.q. ἐμπερόναμα XV 
21: ἀλλ΄ ἴϑι, τὠμπέχονον καὶ τὰν 
περονατρίδα λάξευ. 

περονάω fibula subnecto, astringo ; 
med. XIV 65: εἴ TOL κατὰ δεξιὸν 
ὦμον ἀρέσκει | λῶπος ἄκρον περονᾶ- 

αι. 

Περσεὺς Perseus, Iovis filius, avus 
Alemenae XXV 172: γένος az μὲν 
(Herculem) εἶναι —— 1 εἰ ἐτεόν 
περ μιμνήσκομαι, ἐκ Περσῆος. 

Περσήιος Perseus XXIV 71: ϑάρ- 
σει, ἀριστοτόκεια γύναι, Περσήιον 
αἷμα. v. Περσεύς. 

Πέρσης Persa XVII 19: (μλέξαν- 
δοοςὴ ἔδριάει Πέρσαισι βαρὺς ϑεὸς 
αἰολομέτραις (var. Πέρσῃσι). 

, πέρῦσιν anno su e XV 98: 
ἅτις καὶ πέρυσιν τὸν ἰάλεμον ἀρί- 
στευσε (e Reiskii coni. scr, pro vulg. 
Σπέρχιν). XXIX 26: — ὅτι 
πέρυσιν ἦσθα νεώτερος: "prima syl- 
laba ictu metrico producitur', cf. 
ὑπέρ XXIX 95. 

πέτἄλον folium VII 9: (αἴγειροι 
κλῆϑραί rt) χλωροῖδιν πετάλοισι κατ- 
ἤρεφεες κομοῶσαι. 

πετάννυμι aperio XVI 6: (τί) 

μετέρας Χάριτας πετάσας (sc. τὰς 
πύλας) ὑποδέξεται οἴκῳ; 

πέταυρον v. πέτευρον. 

πετεεινός, πετεηνὸς volucer, n 
pl aces XV 118: πάντ᾽ αὐτῷ πετε- 
tivi (var. πετεηνὰ) καὶ ἑρπετὰ τᾷδε 
πάρεστι. ΧΠ 1: (ἀηδών) συμπάν- 
τῶν λιγύφωνος ἀοιδοτάτη πετεηνῶν. 


234 


πέτευρον 


πέτευρον lignum v. asser, Super 
quo gallinae eubant XIII 12: ὁπόκ᾽ 
ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν, 
| σεισαμένας πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ αἰἶϑα- 
λόεντι πετεύρῳ (Ahr. c. vàr. πεταύρῳ). 

πέτομαι volo XIV 40: (χελιδών) 
ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον 
ἀγείρειν. 

πέτρα (sg. πέτρα, -ας, -«, -ῃ. pl. 
πέτραισιν, πέτρας. prioris syllabae 
vocalis ubique producitur, praeter 
X 7. XXII 27.) 1) rupes humo af- 
fixa I 8: (τὸ καταχές) τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς 
πέτρας καταλείβεται ὑψόϑεν ὕδωρ. 
XXII 37: εὗρον δ᾽ ἀέναον κρήνην 
ὑπὸ λισσάδι πέτρῃ. XXVI 10: ἀλι- 
βάτω πέτρας ἄπο. XXIV 93: ῥωγά- 
δὸς ἐκ πέτρας. Ep. I 4: Δελφὶς — 
πέτρα. sing. pro plurali VII 114: 
πέτρᾳ ὕπο Βλεμύων. plur. IX 26: 
πέτραισιν ἐν Ὑκκαρίαισιν (var. mé- 
τρῃσιν). IX 16: κοιλαῖς ἐν πέτραισιν 
(var. πέτρῃσιν). — prope mare vel 
amnem: rupes, scopulus V 16: (κατὰ 
τήνας) τᾶς πέτρας, ὥνϑρωπε, μανεὶς 
εἰς Κρᾶϑιν ἁλοίμαν. XI 17: καϑ- 
efousvog δ᾽ ἐπὶ πέτρας | ὑψηλᾶς ἐς 
πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα. 89: 
γριπεὺς τε γέρων πέτρα τὲ TÉTUMTOUL 
| λεπράς, ἐφ᾽ & σπεύδων μέγα δί- 
xvvov ἐς βόλον ἕλκει, cf. XXI 42, 
VIII 55. plur. XXII 27: προφυγοῦσα 
πέτρας εἰς ἕν ξυνιούσας | 4oyo: h. e. 
συμπληγάδας v. συνδρομάδας (XIII 
22). — 2) lapis XII 36: Δυδέῃ ἶσον 
ἔχειν πέτρῃ στόμα, v. Δύδιος. — 8) 
met. de animo duro X 7: Μίλων 
ὀψαμάτα, πέτρας ἀπόκομμ᾽ ἀτεράμνω, 
cf. ll. XVI 84: γλαυκὴ, δέ σὲ τέκτε 
ϑάλασσα | πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι, ὅτι 
τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής. 

πέτρος sacwm XXII 49: (μύερ) 
ἕστασαν ἠύτε πέτροι ὁλοίτροχοι, οὔστε 
κυλίνδων | χειμάρρους ποταμὸς μεγά- 
λαις περιέξεσε δίναις. 

πεύϑομιαι (praes. πεύϑονται. fut. 
dor. πευσεῖσϑε. ^ aor. πύϑοίμην, 
-ἐσϑαι) 1) audio, cognosco XXV 211: 
ὠρυγμοῖο πυϑέσϑαι. II 51: ὃς voc- 
σῆν᾽ ἐκύρησεν, 0c οὐ πευσεῖσϑε βέ- 
βαλοι. — 2) exploro XXV 49: à κε 
τὸ μὲν εἴποιμι, τὸ δ᾽ ἐκ φαμένοιο 
πυϑοίμην. ΧΠῚ 86: (πέτρῃ, χρυσὸν 
ὁποίῃ) πεύϑονται μὴ φαυλόσ᾽ ἐτή- 
τυμον ἀργυραμοιβοί: 'aurum  exa- 
minantꝰ. 

πεύκη picea XXII 40: ὑψηλαὶ δὲ 


— πιεζέω 


πεφύκεσαν ἀγχόϑι πεῦκαι. ὙΠ 88: 
τὸ δ᾽ ὑπὸ δρυσὶν ἢ ὑπὸ πεύκαις | 
ἁδὺ μελισδόμενος κατεκέλλισο, ϑεῖεξ 
Κομᾶτα, cf. Il. XXIII 828: ἢ δρυὸς 
ἢ πεύκης. 

πηδάω feror cum impetu XXV 
251: τηλοῦ δὲ μιῇ πήδησε σὺν ὁρμῇ 
(ὁ igwsóg) (de VIII 42 v. πλήϑω.) 

Πηλεὺς Peleus, pater Achillis 
XVII 55: ἀλλὰ Θέτις βαϑύκολπος 
ἀκοντιστὰν ᾿ἀχιλῆα | Αἰακίδε Πηλῆι 
(ἔτεμεν). 

πῆμα calamitas, malum XXV 199: 
oiov δ᾽ ἀϑανάτων τιν᾽ ἐΐίσκομεν dv- 
δράσι πῆμα] --- Φορωνείδῃσιν ἐφεῖναι. 

Πηνειός Peneus, fluvius Thessa- 
liae inter Olympum et Ossam per- 
angusta valle in sinum Thermaeum 
influens I 67: ἢ κατὰ Πηνειῷ καλὰ 
τέμπεα; ἢ κατὰ Πίνδω (ἤἢσϑε); 

πηός v. παύός. 

πήποκα wnqwaumn Ὑ1Π 34: (αἴ τι 
Μενάλκας) πήποχ᾽ ὃ συριγχτὰς TQ06- 
φιλὲς ἀσε μέλος. ΧΙ 68: οὐδὲν πή- 
ποχ᾿ ὅλως ποτὶ τὶν φίλον εἶπεν 
ὑπέρ μευ. 

zoe pera, mantica pastoricia I 
49: ἐπὶ πήρᾳ | πάντα δόλον κεύϑοισα. 
53: μέλεται δέ of οὔτε τι πήρας | 
οὔτε φυτῶν. Ep. Il 4: (“άφνις — 


ἄνϑετο Ilavt) vsQoíón, τὰν πήραν, 
& mox ἐμαλοφόρει. plur. XV 19: 


ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν ἀποτίλ- 
uero πηρᾶν: 'velluming vetularum 
perarum". 

πίάξω (dor. pro πιέξω) prehendo, 
aor. dor. IV 35: τηνεῖ καὶ τὸν ταῦ- 
ρον ἀπ᾿ ὥὦρεος ἄγε πιάξας | τᾶς 
ὁπλᾶς. ex 

zi«ivo pinguefacio VIII 39: τοῦτο 
τὸ βουκόλιον πιαίνετε. ---- Pass. pingue- 
sco XVII 126: πολλὰ δὲ πιανϑέντα 
βοῶν ὅγε μηρία καίει. de frugibus 
Χ 46: ἐς Βορέην ἄνεμον τᾶς κόρ- 
ϑυος ἃ τομὰ ὕμμιν | ἢ Ζέφυρον βλε- 
πέτω᾽ πιαίνεται ὃ στάχυς οὑτῶς: h. 
e. "efficitur ut plane grandescant 
grana eius frumenti, quod ante ma- 
turitatem summam, ne excidant grana, 
desecatur'. A. Fr. 

πῖδαξ fons, aqua saliens VII 142: 
πωτῶντο ξουϑαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ 
μέλισσαι. 

πἴεξζέω premo XXV 268: πρὸς δ᾽ 
οὖδας πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπι- 
££evv | οὐραίους ἐπίβάς (pro ἐπέεξον 
e cod. 18 scr. Mein. provocans ad 
Od. XII 174 et 196, ubi Apio πιέξευν). 


Πτερέδες Pierides h. e. Musae 
incolentes XI 1: οὐδὲν πὸτ 
πεφύκει ἄλλο, | 
Πιερίδες 34: Μῶσαι 





, vàs vinarium VII 
δὲ πίϑων ἀπελύετο 
ἋΧ 13: ἐκ πίϑω 
à δ᾽ ἔχω οὐδ᾽ ἅλις 


.. num sts idem παροιμία ἐπὶ τῶν 


ἄφϑονα τὰ πράγματα. Gloss. 

exacerbo 130: ἤδη 

J xiuxocelve teu ἢ οὐχὶ 
παρήσϑευ; 


5 3: » 93 
E Does o er dtp ἄνυε πικρὸν —— xii 
— BD: (Ἔρως) πικρὰ f. ποτὶ παιδία 
(00 βάλλει. Pane 117: ἔστε δὲ πι- 
.. πρός, | καί of ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ 


πιλιπής nra a caret Syr. 4: 


cendit Pinus (II/rve) Nympha" ; τέρμα 
σάκους enim est i q. ἵἴτυς v. πέτυς 


XXV 98: σηκοὶ 
eife | εἰλιπόδων. 
v. πλήϑω.) 
ota ^ Pius. mons inter Thes- 
saliam νὰ Epirum. situs I 66: πᾷ 
ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, 
ᾧ ποκα Νύμφαι; | ἢ κατὰ Πηνειῶ 
καλὰ E iun ἢ κατὰ Πίνδω (Ahr. 
coni. Πίνδον); 


πῖνῦτός prudens XVII 34: οἵα δ᾽ 
ἐν πινυταῖσι περικλειτὰ Βερενίκα | 


ἔπρεπε θηλυτέραις. XXVII 1: τὰν 
——— Ἑλέναν. 
πένω (praes. πίνω, πινέμεναι. ipf. 


Émweg, τομες. fut. πίομαι. or. mi- 
£e) bibo I 1) de hominibus, abs. 
zívousg — | iv χώρῳ “ας 
ἐμίν. 30: ἄμμες μὲν p 
νομὲς, ὡς ἐδέδοκτο. I 69: —— 
— | αὐταῖσιν er tiis καὶ 
ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων. XII 53: 
τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα: "potum, son 
. — e. ace. ΧΙ 35: γάλα πένω. 
e 11: ἦ $e πολύν τιν᾽ ἔπινες 
οἶνον), — e. gen. XXII 63; δαὶ 
orba δ᾽ ἂν τοῦδε πιεῖν ὕδατος 
σύγε δοίης; — 3) de animalibus: 
bibo, sugo XXV 104: ἄλλος δ᾽ αὖ 
νέα τέκνα φίλαις ὑπὸ μητράσιν fu | 


Πιερίδες — πίων 


335 


πινέμεναι λαροῖο μεμαότα πάγχυ y«- 
λακτος. v. ἐχπίνω. 

πίπτω (praes. πέπτῃ. aor. ἔπεσεν, 
πεσεν. πεσών, -ὄντος) cado 1) de 
animantibus XXV 258: πέσεν à δγε 
(leo) πρὶν ἔμ᾽ ἱκέσθαι | —— 
γαίῃ. de mortuis: coneido III 58: 
κεισεῦμαι δὲ πεσών. XXIV 5: (IIce- 
ρελάου) ᾿᾿μφιτρύων καλὸν ὅπλον 
ἀπεσκύλευσε πεσόντος. --- 3) de px 
bus XXV 239: (ἰός) ἔπεσε — 
ποδῶν ἀνεμώλιος αὕτως. 
& δὲ χιὼν λευχά, καὶ τάκεται — 
πίπτῃ (vulg. παχϑῇ, v. πάγνυμι 3)). 

Πῖσα Pisa, ELM Elea prope —— 
ἐν m sita, antiquis temporibus de d 

29: ποτὶ Πῖσαν ἀφέρπων | δῶρον 

ἐμοί νιν ἔλειπεν : *ad ludos Olympicos'. 

πισεὺύς palustrium regionum | in- 
€ola XXV 201: πάντας χὰρ πισῆας 
ἐπικλύξων ποταμὸς ὥς | Ag ἄμοτος 
— (e Mein. et Ziegleri emend. 

—— πεισῆας). 

« piz XIV 51: νῦν δὲ πόϑεν; 
μῦς, qavtt, gr Y a γεύμεϑα πίσσας: 
—— de^ λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν 
εἰς ἀηδὲς πρᾶγμα ἐμπιπτόντων καὶ 
κακῶς ἀπαλλασσομένων. Schol. 

πιστεύω fidem habeo, credo V 20: 
αἴ τοι πιστεύσαιμι, τὰ “άφνιδος ἄλγε᾽ 
ἀροίμαν. 

πιστός fretus , fidelis XXVII 62: 
Ἄρτεμι, μὴ —— coig ῥήμασιν οὐ- 
κέτι πιστ r. coni. scr. pro 
vulg. σὴ — —— οὐκέτι πιστή). 

πέτῦὕλος pulsus remorum ad ictum 
pugnorum transfertur XXII 127: αἰεὶ 
δ᾽ ὀξυτέρω πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσωπον, 
ef. Aesch. Sept. 'R62 (858): ἐρέσσετ᾽ 
ἀμφὶ κρατὲ πόμπιμον χεροῖν mírviov. 

“πέτῦρον furfur ΤΙ 88: νῦν ϑυσῶ 
τὰ πίτυρα: 'furfures in talibus sacris 
etiam apud Demosth. de Cor. p. 313 
commemorantur; praeterea eorum 
usus erat in mysteriis, in quibus qui 
— furfuribus illinebantur.' 

zír pinus pinea. L. 1 1: ἀδύ τι 
τὸ ψυϑύρισμα καὶ ἃ πίτυς, αἰπόλε, 
τήνα, ] ἃ ποτὶ ταῖς παγαῖσι μελίσδε: 
ται. 49: βάλλει δὲ καὶ ἁ πίτυς 
ὑφόϑε κώνοις, 1 [184]. ΠῚ ,38: 
ἀσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν ὧδ᾽ ἀπο- 
κλινϑείς. — Pinus Nympha significa- 
tur Syr. 4, v. πιλιπής. 

πίων (sg. m. πίονι, -α, f. πιεέρᾳ. 
n. πίονος, -ι- pl w. πώονες, «ας. 


236 


n. πίονα) 1) pinguis, opimus VES 
86: τὰ à ἐπήλυϑε πίονα μῆλα | ἐκ 
βοτάνης ἀνιόντα, ut apud Hom. sae- 
pius. XXV 106: ἄλλος ἀμόλγιον εἶχ᾽, 
ἄλλος τρέφε πίονα τυρόν. -- 2) opu- 
lentus, opimus XVII 106: δόμῳ ἐνὶ 
πίονι. Vll 143: πάντ᾽ ὦσδεν ϑέρεος 
μάλα πίονος. 88: μάλα, γὰρ σφίσι 
πίονι μέτρῳ | ἃ δαίμων εὔκριϑον ἀν- 
ἐπλήρωσεν ἀλωάν. — 3) fertilis XXV 
97: στείνοντο δὲ πίονες ἀγροί | pv- 
κηϑμῷ. 1583: πίονας ἀγρούς, ut apud 
Hom. saepius, XVIII 29: πιείρᾳ ἅτε 
λᾷον ἀνέδραμε κόσμος ἀρούρᾳ, cf. Od. 
Τί 328: πέξιραν ἄρουραν. 
,πλαγέίαυλος tibia, obliqua XX 39: 
xiv αὐλῷ Oovéo, κὴν δώνακι, κἢν 
πλαγιαύλῳ, οἱ. Bio. III 7: ὡς εὗρε 
πλαγίαυλον ὁ Πάν, ὡς αὐλὸν ᾿4ϑάνα. 
πλάξω, pass. erro, vagor XX 41: 
οὐχὶ δὲ καὶ, τύ, | ὦ Κρονίδα, διὰ παῖδα 
βοηνόμον ὄρνις ἐπλάγχϑης; 
πλάϑανον orbis v. discus, super 
quo panes fingunt formantque XV 
115: εἴδατα δ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ 
πλαϑάνῳ πονέονται. 
πλακερός v. πλοκερός. 


πλάν 1) praeterquam V 84: πλὰν 
δύο τὰς λοιπὰς διδυματόκος αἶγας 
ἀμέλγω, ubi voc. δύο etiam genet. 
esse posse concedimus; v. δύο. n 
principio sententiae Xv 52: χὥῶτι 
τὸ φάρμακπόν ἐστιν ἀμηχανέοντος 
ἔρωτος, | o9x οἶδα. πλὰν Σῖμος ὃ τᾶς 
"PmoycAwo ἐρασϑείς (sc. ἐξέπλευσε) : 
praeterquam quod. — 2) praeter, c. 
en. XV 94: “μὴ qn, Meise, ὃς 
ἁμῶν καρτερὸς εἴη, | πλὰν ἕνός. 

πλάνάομαι 1) vagor IX [4]: qot 
μὲν ἁμᾷ fócxowro καὶ ἐν φύλλοισι 
πλανῷντο. — ,2) deerro XV e: 
πότεχ᾽ αὐτῷ, μή τι πλαναϑῆς." 

πλάνος falla , fraudulentus XXI 
43: (ἐδόκευον) ἰχϑύας, ἐκ καλάμων 
δὲ πλάνον κατέσειον ἐδωδάν. 

πλάσσω formo XXIV 107: αὐτὰρ 
ἀοιδὸν ἔϑηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσε 
| πυξίνᾳ ἐν φόρμιγγι Φιλαμμονίδας 
EvuoAmog. (de ὙΠ 44 v. καίνυμαι.) 

πλᾶταγέω 1) erepito, fragorem edo 
III 29: οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατό 
τι πλαταγῆσαν (6 coni, scr. A. Fritz- 
schius pro vulg. τὸ πλατάγημο). — 
2) manus complodo VIII 88: ὡς uiv 
ὁ παῖς ἐχάρη καὶ ἀνάλατο καὶ πλα- 
τάγησε | νιπάσας. 

πλατάγημα v. πλαταγέω. 


πλαγίαυλος --- πλεῖος 


πλᾶταγώνιον folium papaveris 
XI 56: , ἔφερον δέ τοι ἢ κρίνα λευκά 
| ἢ μάκων᾽ ἁπαλὰν ἐρυϑρὰ πλατα- 
γώνι᾽ ἔχοισαν: 'folia quae collisa ac 
displosa strepunt et de fide amatoris 
edunt testimonium?*; cf. III 29. 


πλᾶτάνιστος platanus orientalis 
L. XXV 20: κείνῃ, ὅϑι πλατάνιστοι 
ἐπηεταναὶ meg oet. XXII 76: of δὲ 
ϑοῶς συνάγερϑεν ὑπὸ σκιερὰς πλα- 
τανίστους. XVIII 48: πράτᾳ τοι στέ- 
φανον. λωτῶ χαμαὶ αὐξομένοιο | πλέ- 
ξασαι σκιερὰν καταϑήσομες ἐς πλα- 
τάνιστον, | πράτᾳ δ᾽ ἀργυρέας ἐξ 
ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλειφαρ | λαξύμεναι 
σταξεῦμες ὑπὸ σκιερὰν πλατάνιστον: 
σοὺ πλέξασαι στέφανον κρεμάσομεν 
ἀπὸ τῆς πλατάνου τῆς ἐν τῷ γυμνα- 
σίῳ. Schol, cf. Arist, Nub. '1005—8. 
Iahn. Annal 1860 p. 371. 


πλάτἄνος iq. πλατάνιστος. XXII 
40: ὑψηλαὶ δὲ πεφύπεσαν ἀγχόϑι 
zou | λεῦκαί τε πλάτανοί τε καὶ 
ἀπρόκομοι κυπάρισσοι. 


πλᾶτειάσδω (aeol. pro πλατειάξω) 
ore in latum diducto loquor, de mu- 
lieribus XV 88: ἐκχναισεῦντι πλα- 
τειάσδοισαι ἅπαντα: “ωρίξουσαι" οἵ 
γὰρ Δωριεῖς πλατυστομοῦσι τὸ c πλεο- 
νάξοντες. Schol. 


πλᾶτίον prope, c. artic. ó πλᾶτίον 
proximus, vicinus X 3: o09" “ἅμα 
λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον. v 98: ὅστις 
νικασεῖν τὸν πλατίον ὡς τὺ πεποίϑεις. 

πλᾶτυύυς (bis brevis vocalis ante 
h. v. producitur.) latus, spatiosus 1) 
de regionibus et rebus XVII 102: 
τοῖος ἀνὴρ πλατέεσσιν ἐνίδρυται 
πεδίοισι | ξανϑοκόμας Πτολεμαῖος. 
XVI 99: πλατὺ τεῖχος. XXIV 15: 
ὦρσεν ἐπὶ πλατὺν οὐδόν. XXII 101: 
πλατὺ φάσγανον. — 2) de membris 
corporis XXIV 78: ἀπὸ στέρνων πλα- 
τὺς ἥρως: Hercules. XXII 46: στήϑεα 
δ᾽ ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ πλατὺ νῶ- 
τον | σαρκὶ σιδηρείῃς. 121: πλατὺ 
γυῖον: "latum pugnum?. XI 33: πλα- 
τεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει. 

πλέγμα opus vitile 154: (τὸ παι- 
δίον) περὶ πλέγματι γαϑεῖ: refertur 
ad v. 52: καλὰν πλέκει ἀκριδοϑήραν. 

Πλειάς Pleias, septentrio Ep. IX 
5: δύσιν δ᾽ ὑπὸ Πλειάδος αὐτήν | 
ποντοπορῶν αὐτῇ Πλειάδι συγκατέδυς. 

πλεῖος, πλέος plenus, c. gen. IX 
33: τᾶς μοι πᾶς εἴη πλεῖος δόμος, 
cf. Od. IV 819: δυσμενέων δ᾽ ἀν- 





2": "M UENIT Φ RS 





Sr atn 109: πλεκτὰς στέγας 


ΜΎΡΟΥ, 


om ew. 


"os πλεῖος δόμος. V 59: ὀχτὼ δὲ 


σκαφίέδας μέλιτος — κηρέ᾽ ἐχοίσας. 
—— de tugurio pisca- 
torio XXI 7: στρωσάμενοι βρύον αὖον 
ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι, οἵ. Aesch. 
tharum. 
πλέκω plecto, necto XVIII 43: στέ- 

λωτῶ χαμαὶ αὐξομένοιο | πλέ- 
p XI 73: αἴϑ᾽ ἐνθὼν ταλάρως 


τε πλέκοις. 1 52: αὐτὰρ oy ἀνϑε- 


᾿ ἔχων καλὰν πλέκει ἀκριδοϑήραν | 


σχοίνῳ ἐφαρμόσδων. 
πλεύμων v. πνεύμων. 
latus hominis VII 107: 


πλευρά 
(μή τέ vv παῖδες) ᾿ἀρκαδικοὶ σκίλλαι- 


σιν ὑπὸ πλευράς τε καὶ ὥμους | τα- 
νίχα μαστίσδοιεν, cf. 1]. 716: 
—— ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὦμους. 
144: see πλευραῖσι δὲ μᾶλα! 
ν ἐκυλίνδετο (var. πλευ- 
ρῇσι). (de. XY 269 v. πλευρόν.) 
πλε latus, costa hominis XXV 
116: (δέρμα) ὅ τοι περὶ πλευρὰ κα- 
λύπτει. 144: χρέμψασϑαι ποτὶ πλευρὰ 
(Herculis) κάρη στιβαρόν τε μέτωπον. 
animalis 269: μηροῖσι δὲ πλεύρ᾽ 
ἐφύλασσον (e coni. Briggsii scr. pro 
πλευρῇῆσί τε u7jo ): leonis. 
πλευστ aptus ad navigandum 
XIII 52: ΤᾺ à παῖδες ποιεῖσϑ᾽ 
ὅπλα" πλευστικὸς οὖρος. 
πλέω XI 61: αἴκα τις σὺν 
ναὶ πλέων ξένος ὧδ᾽ iit fut. 
dor. XIV 55: πλευσοῦμαι x ὧν δια- 
— (πλευσεῦμαι C. var. 
Diss, de dial Theocr. Bonnae 1874 p. 
14, n e coni. Ahr.). XIII 16: 
τὸ —* ἔπλει μετὰ κῶας Ἰήσων. 
ictus, verber XXII 98: ἔστη 
δὲ — μεϑύων. 110: ὁ δ᾽ ἀεικέσι 
—— | πᾶν συνέφυρε πρόσωπον, 
II 264: πεπληγὼς — ἀεικέσσι 


x (praes. ind. zár ect ,-ovotv. 
pf. πεπληθυϊαν) plenus sum VIII 41: 
παντᾷ δὲ γάλακτος | οὔϑατα πλήϑου- 
σιν (var. πηδῶσιν, Ahr. e coni. πι- 
δῶσιν). 69: rà ὃ οὔϑατα πλήϑετε 
πᾶσαι (e, Med. scr. A. Fritzschius, 
vulg. πλήσατε). XXII 88: (αρήνηνὶ 
ὕδατι πεπληϑυῖαν ἀκηράτῳ. --- met. 
XXVII 24: γάμοι πλήϑουσιν ἀνίας. 


— plenus 1 146: πλῆρές τοι 
a cram καλὸν στόμα, Θύρσι, γέ- 


σας i πλῆρές τοι σχαδόνων. 
πληρόω impleo VIII 45: ἔνϑα * 
λεσσαι | σμάνεα πληροῦσιν. 86: (αἶγα 


ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν τἀν 


Aexroe — πνέω 


237 


zelo V 86: Μάκων rov 
—* σχεδὸν εἴκατι πληροὶ | τυρῶ. 

πλήσσω verbero, percutio cominus 
1) manu XXII 123: στιβαρῇ ὁ δ᾽ ἅμα 
χειρί! πλῆξεν ὑπὸ σκαιὸν κρόταφον. 
105: αὐτὰρ ὁ ine | ὕπτιος ἐν * 
λοισι τεϑηλόσιν ἐξετανύσϑη. 2) 
| rey XXII 198: ὁ δὲ πληγεὶς Moo 
χβαλεν. 

πλένϑος later XVI 62: ὕδατι νί- 
fr» ϑολερὰν διαειδέϊ πλίνθον, cf. 
Τοῦ. Phorm. 1 4, 9: laterem lavem. 

πλοκαμές coma intorta, cincinni 
XUI 7: (ἤρατο zoi006,) τῶ ᾿ζαρίεντος 
Ὕλα, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος. 

πλοχερός plexus VII 17: ἀμφὶ δέ 
οἵ στήϑεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος 
| ξωστῆρι πλοκερῷ (vulg. πλακερῷ): 
plexo cingulo, funiculo, ut fit apud 
homines rusticos". 

πλόος xoc ems XXVIII 5: τυΐδε 
γὰρ πλόον εὐάνεμον αἰτήμεϑα πὰρ 
Δίος. XXII 22. VII 51: ἔσσεται Ays- 
ἄνακτι καλὸς πλόος ἐς Μυτιλήναν. 61. 

πλοῦτος 1) divitiae XVII 106: οὐ 
μὰν ἀχρεῖός ys δόμῳ ἐνὶ πίονι χρυ- 
σός | μυρμάκων ἅτε πλοῦτος ἀεὶ κέ- 
χύται μογεόντων, ef. XVI 33. XXI 14: 
οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὃ πᾶς πόρος, οὗ- 
τος ὁ πλοῦτος. — 2) Πλοῦτος Plu- 
tus deus, divitiarum praeses X 19: 
τυφλὸς δ᾽ οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος, | 
ἀλλὰ καὶ ὡφρόντιστος Ἔρως. 

πλύνω lavo, abluo XXVII 5: τὸ 
στόμα μευ πλύνω καὶ ἀποπτύω τὸ 
φίλαμα. | πλύνεις χείλεα σεῖο; δίδου 
πάλιν ὄφρα φιλάσω. — met. I 149: 
ϑᾶσαι, φίλος, ὡς καλὸν ὄσδει (τὸ δέ- 
πας)" Ὡρᾶν πεπλύσϑαι νιν ἐπὶ κρά- 
ναισι δοκησεῖς (var. πεπλύνϑαι, cf. 
tamen exempla perf. πέπλυμαι ἃ Lo- 
beckio collecta | Paralip. 419): 


'laverunt, quo — ei insignem 
conciliarent? ; ig τοσοῦτον γὰρ καλ- 
log ἐξήσκηται. Gloss. 


πνεῦμα spiritus, flatus VIII τὸ: 
dei" & φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ 
πνεῦμα: flatus mitis ventorum nimios 
calores temperantium". — de flatu 
fistulae Ep. V 4: Ζάφνις κηροδέτῳ 
πνεύματι μελπόμενος. 

πνεύ » pulmo XXV 381: μεσ- 
σηγὺς δ᾽ ἔβαλον στηϑέων, ὅϑι πνεύ- 
povog ἔδρη (Ahr. e cod. D πλεύμονος), 

πνέω 1) flo, spiro XII 10: ei9' 
ὅμαλοι πνεύσειαν ἐπ᾿ d peo 
"Reus | oie, οἵ, Tib. IL, 80: at 
ille felix, cui placidus leniter afflat 


298 


' Amor. — c. acc. met. XVIII 54: εὔδετ᾽ 
ἐς ἀλλάλων στέρνον φιλότητα πνέον- 
τες | καὶ πόϑον. XXII 82: φόνον 
ἀλλήλοισι πνέοντες. --- 2) odorem spiro, 
vedoleo XVIII 40: στεφάνως δρεψού- 
μεναι ἁδὺ πνέοντας. met. XXIX 19: 
ἄνδρων τῶν ὑπερανορέων δοκέμοις 
πνέειν: 'redolere videris consuetudi- 
nem virorum elegantiorum'. 

πνοιή flatus, ventus XXII 16: (ϑά- 
λασσα) κοπτομένα πνοιαῖς τε καὶ ἀρ- 
ρήκτοισι χαλάξαις. 1671: τὰ δ᾽ εἰς 
ὑγρὸν ᾧχετο κῦμα | πνοιὴ ἔχουσ᾽ 
ἀνέμοιο, V. ἄνεμος. 

ποδεών petiolus XXII 51: αὐτὰρ 
ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ἠωρεῖτο, | 
ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφημμένον ix 
ποδεώνων. 

ποϑὲέ (pro ποϑέν) alicunde v 62: 
τίς κρινεῖ; oio ἔνϑοι zo9^ ὃ βου- 
πόλος ὧδ᾽ ὃ “Δυκώπας (Ahr. o9"). 
XIV 21: χἁμῖν τοῦτο δι᾽ ὠτὸς ἔγεντό 
zo" ἁσυχᾷ οὑτῶς (var. moy). 

ποϑιεινός exoptatus XV 104: βάρ- 
δισται μακάρων Ὧραι φίλαι, ἀλλὰ 
ποϑειναί Ι ἔρχονταν πάντεσσι βροτοῖς 
αἰεί τι φορεῦσαι. 

πόϑεν wnde XV 89: μᾶ, πόϑεν 
ὥνϑρωπος; XIV 50: «ei μὲν ἀπο- 
στέρξαιμι, τὰ πάντα κεν εἰς δέον ἕρποι. 
| νῦν δὲ πόϑεν (sc. γένοιτο): XVI 
16: πᾶς δ᾽ ὑπὸ κόλπῳ χεῖρας ἔχων 
πόϑεν οἴσεται ἀϑρεὶ | ἄργυρον. — c. 
verbis incipiendi XVII 10: παπταΐνει, 
παρεόντος ἄδην, πόϑεν ἄρξεται ἔργου. 
IL 64: πόϑεν τὸν ἔρωτα δακρύσω;: 
h. e. πόϑεν ἀρξαμένα. 

ποϑέρπω ,accedo, procedo IV 48: 
ἴδ᾽ αὖ πάλιν ἄδε ,ποϑέρπει: vacca. — 
met. V 37: ἔδ᾽ ἃ χάρις ἐς τί ποϑέρ- 
πει (var. ποϑ' ἕρπει): 'quo procedat 
h. e. quam nullam vim iam habeat'. 

ποϑέσπερος vespertinus , mn. pl. 
pro adv. VIII 16: τὰ δὲ μᾶλα πο) έ- 
σπεραὰ πάντ᾽ ἀριϑμεῦντι: *sub ve- 
Sperum?. add, art. τὰ ποϑέσπερα ea- 
dem significatione IV 3. A 113. Ah- 
rensius ubique scr. zo" ἕσπερα. 

ποϑ'έω (praes. ποϑεὶ, -εῦντι. ποϑῶν, 
-ἔοντι, -εὔντες. ποϑέουσα, -ἕοισαι. 
aor. inf. ποϑέσαι) desidero hominem 
vel rem IV 12: ταὶ δαμάλαι δ᾽ αὐτὸν 
μυκώμεναι αἴδε ποϑεῦντι. Ep. XXV 
3: ποϑέουσα τὸν εἰκοσάμηνον ἀδεῖ- 
φόν (mortuum). XVII 42: ἄρνες 
γειναμένας ὄιος μαστὸν ποϑέοισαι. 
XXII 171: εἰ δ᾽ ὑμῖν κραδίη πόλε- 
μὸν ποϑεῖ. — imprimis: amatum de- 


πνοιή — ποιέω 


sidero, amo XII 2: of δὲ ποϑεῦντες 
ἐν ἤματι γηράσχουσιν: οἵ ἐρῶντες. 
Schol. XVII 52: κούφας δὲ διδοῖ 
ποϑέοντι μερίμνας. ὁ. 800. X8. ΧΙΠΟδ. 


ποϑίχω accedo, convenio II 4: ὅς 
μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὦ τἄλας οὐδὲ 
ποϑίκει (e Mein. emend. scr. pro οὐδὲ 
ποϑήκει, οὐδέποθ ἥκει, οὐδέποϑ'᾽ 
ἵκει): τ" gradum quidem hue, ad 
me, vertit". 

1090 &« , dor. ποϑορέω (praes. 
ind. ποϑόρημι, -ησϑα, -ἢ. ποθορεῦσα. 
aor. ποτεῖδον, ποτιδεῖν, aeol. ποτίδην 
XXX 9) adspicio XV 12: ὅρη, γύναι, 
ὡς ποϑορῇ tv. XXX 9: αἰὐδεσϑεὶς 
ποτίδην μ᾽ ἀντίος. |l 101. V 85. 
suppl acc. VI 25: καὶ αὐτὸς ἐγὼ 
xvitov. πάλιν οὐ ποϑόρημι. (de VI 
22 v. ὁράω.). XI 20: (Γαλατειαὶ λευ- 
κοτέρα πακχτᾶς ποτιδεῖν. cum notione 
respectus III 39: καί κέ μ᾽ ἴσως ποτ- 
ἔδοι, ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντένα ἐστί. VI 
8. — e. adi. pro adv. III 18: ὦ: τὸ 
καλὸν ποϑορεῦσα (Ahr. c. var. ποϑ- 
ορῶσα, ut V 85). 

πόϑος (sg. πόϑος, -οιο, -ὦ, -ov. 
pl. πόϑους) desiderium X 9: τίς δὲ 
πόϑος τῶν ἔκτοϑεν ἐργάτᾳ ἀνδρί; 
plerumque pro cupidine XXIX 40: 
παυσάμενος χαλέπω πόϑω. XVIII 54: 
φιλότητα πνέοντες | xol πόϑον. ΤΠ 
148: ἐς πόϑον ἤνϑομες ἄμφω: voti 
potiti sumus. XXIII 26. Syr. 8. c. 

en. VIII 59: ἀνδρὶ δὲ παρϑενικᾶς 
ἁπαλᾶς πόϑος (κακόν ἐστι), XXX 22: 
τῶ δ᾽ ὁ πόϑος καὶ τὸν ἔσω μύελον 
ἐσθίει. TI 160, VII 99. Syr. 5. plur. 
Ep. IV 14: τοὺς Ζάφνιδος — πόϑους. 

ποία, ποίη (ποία, -ας, -«, - Ὁ) 
herba, gramen, pabulum XXV 
χλωρῇ δὲ παλίσσυτον ἔμπεσε iun 
(βέλος). VI 45: ὠρχεῦντ᾽ ἐν μαλακᾷ 
ταὶ πόρτιες αὐτίκα ποίᾳ. 67: 
ταὶ δ᾽ ὄιες, μηδ᾽ ὕμμες ὀκνεῖϑ' ἀπα- 
λᾶς κορέσασϑαι | ποίας. XXV 182: 
(ταῦροι) βόσκοντ᾽ ἐριϑηλέα ποίην | ἐν 
τὰν ἡ cf. h. Mercur. 27: βοσκομένη 

ἐρυθηλέα ποίην. XXV 16: πολυ- 
ειδέα ποίην] λειμῶνες ϑαλέϑουσιν —, 
ἢ ó« βόεσσι μένος pe ἀέξει. 
V 88: ὧδε πεφύκει | ποία. 

ποιέω (act. ,praes. ind. ποιεῖς, τεἶ, 
-εἴτε 5 aeol πόης XXIX 21. ποιεῖν. 
ποιῶν, -tüvto. ipf. ἐποέει, aeol. 
ἐπόης XXX 18. fut. dor. ποιησεῖς. 
aor. ἐποίησα, τας: ποίησας, -«v; aeol. 
ἐπόησε XXIX 94. ποιήσας. --- pàss. pf. 





jo 


πεποίηται. — med. praes. 


-" d T T 
" ' 


ind. ποιῇ. 
ποιεῖσθ᾽. aor. —— — prn- 
hthongus ubi corri- 
fit novies — 

ποέω.) I) facio, mache 
cio, compono VIII 18: 
ἐποίησα. Med. mihi con- 
12: ποίησαι καλίαν μέαν 
— X 38: 5 “καλὰς 
λελήϑη Βοῦκος ἀοιδάς. 
6: ἔπεάώ τε ποιεῖν πρὸς λύ- 
ζεέδειν». — 2) efficio (statum) 
XIX 6: (u£ugsro, ὅττι γε 
—* ϑηρίον. le: μέλισσα καὶ ἁλίκα 

ποιεῖ, XIX 8. II JI 
HI 33 : (ἐγὼ μέν) τὶν ὅλος 
un τὺ δὲ pev λόγον — 
ποιῇ: h. e. λογίζῃ, φροντίξεις. — Ὁ) 
c. infin, efficio ἃ E Il 9: ἀπάγξασϑαί 
με ΠῚ 21, XXV 18. — c) 
€. dupl aec. mache zu etwas XXVII 
58: τὠμπέχονον ποίησας ὅλον δάκος. 
XXI 28: ἁ φροντὶς -- μακρὰν τὰν 
ποιεῖ τοι. X 25. Ep. XX T. 
praep. ἐκ, ἀπό XXIX 24: κἤμε 
ἐξ ἐπόησε σιδαρίω (var. 
e, ἐξεπόνασε). XV 106: ἀϑα- 
* ἀπὸ ϑνατᾶς — ἐποίησας Βε- 


Jt 
P 


ju 
πὲ τῆς 


, 


31: ταῦτα — ποιεῦντα. 
XXIII 11: πάντ᾽ ἐποίει ποτὶ τὸν βρο- 
τόν. c. adv. XXIX 21: αἱ γὰρ ὧδε 
— Pass. XV 46: πολλά τοι --- 
zn καλὰ ἔργα. — 2) c. dupl. 
0, tracto II 9: ὥς νὲν ἴδω 
μέμψομαι οἷά με ποιεῖ. 
gy Ep. XIX 1: Moz 
Aogov καὶ στάϑι καὶ pow τὸν πάλαι 
ποιητάν | τὸν τῶν ἰάμβων. 
ποικίλος varius , versicolor V 11: 
τὸ Κροκύλος μοι ἔδωκε, τὸ ποικίλον 
(véxos). plur. pro subst. XV 18: τὰ 
ποικίλα 


πρᾶτον ἄθρησον" λεπτὰ καὶ 
ὡς — textilia variis coloribus 


Aog vario modo can- 
tatus Ep. A CWELGE 10: κόσσυφοι ἀχεῦσιν 
ποι via μέλη. 
ποιμαέναν οὐεβ pasco XI 65: ποι- 
μαίνειν δ᾽ ἐθέλοις σὺν ἐμὶν ἅμα καὶ 
γάλ gem e ——— οὕτω 
ολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα | 
able: curabat, leniebat. 


ποιμενιεκὸς pastoralis | 23: (ἑσδώ- 


ποιητάς — 


- τᾶς τὸν πόδα xdxrog ἔτυψε. 


πόκα 239 


μεϑα — ᾧπερ ὁ ϑῶκος) τῆνος ὁ ποι- 
μενικὸς καὶ ταὶ δρύες. 

“ποιμὴν (sg. ποιμήν, -évog, -ἕένα, 

l. ποιμένες, - σι, -ἕένας, -ἔνες) 

1) — n Stn VIII 9: ποι- 
μὴν & xov ὁ συριγχτὰ Με- 
* ΔῊ 151: τῆνον τὸν ποιμένα 
τὸν ποτ᾽ ᾿ἀνάπῳ, | τὸν κρατερὸν Πο- 
λύφαμον. I 80: ἦνϑον τοὶ ee 
τοὶ ποιμένες, ὡπόλοι ἦνϑον. τι: 
—— δέ μοι δύο ποιμένες, εἷς 

v ᾿ἀχαρνεύς, | εἷς δὲ Δυκωπέτας. 
val 92. XVI 95. (de XVI 39 v. ἐμ- 
μενές.) nominatim commemorantur 
Thyrsis I 7. 15. Menalcas VIII 44. 
Laco V 1. 90. 138. 143. — 9) unmi- 
verse pastores videntur dici XX 19: 
ποιβένες, εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον: lo- 
quitur bubulcus. 

ποίμνα (sg. ποέίμνα, -«c. pl. ποῖ- 
μναι, -«g) grez ovium V 12: ἄδε τοι 
& ποίμνα τῶ Θου ἐστὶ Σιβύρτα. 
X 4: (ἀπολείπῃ) ὥσπερ Oig ποίμνας, 
VI 38. 
ΧΧΥ 1. 

ποίμνιον (ter ante caes, bucol) 
grex ovium 6: βάλλει τοι, Πολύ- 
φαμε, τὸ ποίμνιον & Γαλάτεια. VI 


$1. V 16. 
ποιολογέω herbam v. cereales fru- 
ges lego 91: εἶπε καὶ ἁ γραία 
τἀληϑέα κοσκινόμαντις, l & πρᾶν 
ποιολογεῦσα Παραιβατίς: ἤγουν τοὺς 
στάχυας ἀναλεγομένη. Schol Duas 
inducit personas Buechelerus propo- 
nens: καὶ « Γραιὼ, T. κ- χὰ πρᾶν 
ποιολογεῦσα Παραιβάτις, v. Mus. Rhen. 
XVIII p. 316. 
ποῖος (sg. m. ποῖος. f. ποίας, -«v. 
n. ποῖον. pl. m. ποῖοι. f. ποῖαι) qualis, 
plerumque cum admiratione quadam 
atque indignatione dicitur; II 90: ἐς 
tívog οὐκ ἐπέρασα | ἢ ποίας ἔλιπον 
γραίας δόμον, ἅτις ἐπᾷδεν; augetur 
vis add. τις XIV 60: τἄλλα δ᾽ ἀνὴρ 
ποῖός τις: X. 5: ποῖός τις, δειλαὲῖε, 
καὶ ἐκ μέσω ἅματος ἐσσῇ; praemit- 
titur artic. V 5: τὰν ποίαν σύριγγα:: 
Jus est ista quam dicis fistula ?* 
8: τὴν δὲ τὸ ποῖον | A4dxov ἀγ- 
κλέψας πόκ᾽ ἔβα νάκος: — excla- 
mantis est XV 80: πότνι᾽ ᾿Αϑαναία, 
ποῖαί σφ᾽ poer ἔριϑοι," —* 5 
γφράφοι τἀκριβέα γράμ γραψαν. 
πόχ(α) m pro rada quando IV 
7: καὶ πόκα τῆνος ἔλαιον ἐν ὀφϑαλ- 
ἐν ὀπώπει; V 39. cum altera 
interrogatione iungitur V 9: (riv δὲ τὸ 


240 


ποῖον) Δάκων ἀγκλέψας πόκ᾽ ἔβα 
νάκος; 

ποχώ v. ποτέ. 

ποχέξω tondeo, vellumen adimo, 
med. aor. dor. V 26: τές τρέχας ἀντ᾽ 
ἐρίων ἐποκίξατο;: ἀντὶ τοῦ ἔκειρε, 
πόκους ἐποιήσατο. Schol. 

πόκος vellus ovillum XXVIII 12: δὲς 
γὰρ μάτερες ἄρνων μαλάκοις ἐν fo- 
τάνᾳ πόκοις | πέξαιντ᾽ αὐτοένει : aeo]. 
pro μαλακοὺς πόκους. XV 20: πέντε 
πόκως ἔλαβ᾽ ἐχϑές. V 98: ἀλλ᾽ ἐγὼ 
ἐς χλαῖναν μαλακὸν πόκον, ὁππόκα 
πέξω | τὰν οἷν τὰν πελλάν, Κρατίδᾳ 
δωρήσομαι. 

πολεμίζω pugno, c. dat. XXII 
219: οὕτως Τυνδαρίδαις πολεμιξέμεν 
οὐκ ἐν ἐλαφρῷ. 

πολεμιστής pugnator, bellator 
XXIV 130: Κάστορι δ᾽ οὔτις ὁμοῖος 
ἐν ἡμιϑέοις πολεμιστής. pro adi. XV 
Di: τοὶ πολεμισταί | ἵπποι τῶ βασι- 
λῆος: 'die Paradepferde', bellatores 
equi ad certamen destinati; πολεμι- 
στὴς ἵππος — ὃ ἐν τοῖς ἀγῶσι σχῆμα 
φέρων ὡς εἰς πόλεμον εὐτρεπισμένος" 
ἦν γὰρ τοιοῦτον ἀγώνισμα. Phot. lex. 
p. 438, 16. 

πόλεμος pugna XXII 171: εἰ δ᾽ 
ὑμῖν κραδίη πόλεμον ποϑεῖ... 

πολιός camus Xl 24: φεύγεις δ᾽ 
ὥσπερ ὄις πολιὸν λύκον ἀϑρήσασα, 
cf. Il. X 334: ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο. 
Ov. Met. VI 527: illa tremit, velut 
agna pavens quae saucia cani ore ex- 
eussa lupi nondum sibi tuta videtur. 
— de sene I 43: ὧδέ of ὠδήκαντι 
κατ᾽ αὐχένα πάντοϑεν ἶνες | καὶ πο- 
λιῷ περ ἐόντι, cf. Od. XXIV 499: (ἐς 
τεύχε᾽ ἔδυνον) καὶ πολιοί περ ἐόντες. 

πόλις, πτόλις (1) sg. mois, -Loc, 
-εἰ, -ἰν. pl. πολίων. — 9) πτόλιν (1), 
πτολίεσσι (1) post vocales breves.) wrbs, 
civitas 1) XVIII 4: δώδεκα ταὶ πρᾶ- 
ται πόλιος: Spartae. IV 32: καλὰ 
πόλις & τε Ζάκυνϑος. 1I 35. XIII 18. 
XVII 82. 111. c. nomine urbis XXV 
171: ἢ Τίρυνϑα νέμων πόλιν ἠὲ Mv- 
κήνην. Ep. XVII 5: Σιυρακόσσαις — 
πόλει. (c. gen. XXVIII 3: πόλιν ἐς 
Νείλεος ἀγλάαν. XXII 219: ὑμνή- 
σας Πριάμοιο πόλιν, cf. Il. I 19: ἐκ- 
πέρσαι Πριάμοιο πόλιν. XXVIII 18: 
ἄνδρων δοκίμων πόλιν. --- 2) opp. rus 
VII 2: εἵρπομες ἐκ πόλιος. V 18: 
τὸν ξένον ἐς πόλιν αὖϑις | ξῶντ᾽ ἄφες 
(Ahr. e coni. εὖ πάλιν, Bergk. ἐς 
πάλιν). 


ποκα -- πολύκαρπος 


πολέτας (sg. πολίτᾳ. pl. πολῖται, 
-αις) civis 1) incola urbis XVII 88: 
ἄστεά τε προτέροισι πάλιν ναΐοιτο 
πολίταις. --- 2) popularis Ep. XVII 6: 
οἷ᾽ ἀνδρὶ πολίτᾳ — μεμναμένους v&- 
λεῖν ἐπίχειρα. plur. XXV 45: 0 μὲν 
ἂρ κατὰ ἄστυ μένει παρὰ οἷσι πολί- 
ταις. Ep. XV 8. 

πολλάκϊ(ς) (semel secundum efficit 
hex. dactylum, reliquis locis aut quin- 
tum aut primum.) multoties, saepe, fre- 
quenter; 1) de tempore XI 40: (ἀεί: 
9o») πολλάκι νυχτὸς ἀωρί. ll 156: 
παρ΄ ἐμὶν ἐτίϑει τὰν Δωρίδα πολλά- 
xig ὄλπαν. 1144: ὦ χαίρετε πολλάκι, 
Μοῖσαι. lI 88. 134. VI 19. 31. XI 12. 
XXII 152. XXVII 40. — 2) de nu- 
mero c. comp. V 57: (ὑπεσσεῖται δὲ 
χιμαιρᾶν) δέρματα τῶν παρὰ τὶν μαλα- 
κώτερα πολλάκις ἀρνῶν (var. τετρά- 
xig): καταπολύ. Gloss. 

— vitibus frequens XXV 
11: αἵ δ᾽ ἐπὶ Βουπρασίου πολυβό- 
τρυος, αἵ δὲ καὶ ὧδε (νέμονται). 

ΤΠῸολυβώτας Polybotes , agricola 
quidam X 15: τίς δὲ vv τᾶν παίδων 
λυμαίνεται; ἃ Πολυβώτα: 'Polybotae 
fiha. 

πολύγναμπτος multos flecus ha- 
bens VIl 68: xvofo τ᾽ ἀσφοδέλῳ τε 
πολυγνάμπτῳ vs σελίνῳ. 

πολυδένδρεος, πολύδενδρος 
multas arbores habens ΧΙ 41: ἃ πολυ- 
δένδρεος Αἴτνα, XVII 9: Ἴδαν ἐς 
πολύδενδρον. 

IloAvósoxqs Pollux, lovis et Le- 
dae filius, frater Castoris, pugilatione 
insignis XXII 1: 9uvéousv Δήδας τὲ 
καὶ αἰγιόχου Διὸς via, | Κάστορα καὶ 
φοβερὸν Πολυδεύκεα πὺξ ἐρεϑίέζειν, 
cf. Il. III 237: Κάστορα 9" ἵππόδα- 
μον καὶ πὺξ ἀγαϑὸν Πολυδεύκεα. — 
XXII 132: ὦ πύχτη Πολύδευκες. 53: 
ἀεϑλοφόρος Πολυδεύκης. 111: ἀνέ. 
κητος Il. 118: κρατερὸς II. 84: ὅ 
τ΄ οἰνωπὸς Πολυδεύκης. IV 9. XXII 
95. 96. 85. 92. 119. 

πολυειδής multifarius XXV 15: 
πολυειδέα ποίην | λειμῶνες ϑαλέϑου- 
σιν (var. μελιηδέα). 

πολύεργος operosus XXV 21: οὔ- 
ρους μὴν ἴσασι φυτοσκάφοι οἵ πο- 
λύεργοι. 

πολύτδρις peritissimus XV 91: ἃ 
τᾶς ᾿ἀργείας ϑυγάτηρ πολύιδρις ἀοιδός. 

πολύχαρπος multos fructus gi- 
gnens X 42: “Ιάματερ᾽ πολύκαρπε. 





Ἷ : eer 


multa cete habens XVII 
au Νεῖλον ὑπερβάς. 
multos fundos habens, 
——— 88: —— Ἐφυ- 
eaíov | εἴληχας μέγα ἄστυ : Syracusas, 
ef. XV 211: πολυκλήρων «v- 


xoà E. laboriosus, — 

8: σὲ τὰν ἐλέφαντος — 

γεγενημέναν: 'te, oriundum 

ex ebore, quod non sine multo labore 
politur*. 


πολύμιῦϑος 
ΕΣ ὃ Y 
περ. 


μυϑὸος 

πολύνᾶαος multa delubra habens 
Xv 109: τὴν δὲ χαριξομένα, πολυ- 
ὥνυμε καὶ πολύναε: Cypris dicitur. 


πολυπῖδαξ multos fontes habens, 
aquosus XXV 31: μέχρις ἐπ᾿ ἐσχατιὰς 
——— ἀκρωρείης. 
toc multum sutus XXV 
265: τόξον ἔραξε πολύρραπτόν 
τε φαρέτρην. 
5 mulla pecora habens 
XXV ore ofre πολύρρηνες πάντων 
ἔσαν ἐκ βασιλήων. 
πολὺς (sg. m. πολύς, πολλός (1); 
πολλῶ, πολύν. Í. πολλή, -ἧς, -àc. m. 
πολύ, πολλόν. — pl. m. πολλοί, πο- 
λέες (1). πολλῶν, πολέων (1). πολλοῖς, 
-oict, -ovg. f. πολλαί, ταῖς, ἄς. nm. 
πολλά, —— πολέων (1). πολλοὶς, 
-oisw. πολλά, ᾿πόλλ᾽; 8.60]. πόλλα. — 
comp. sg. πλέον, πλεῖον (1). pl. m. 
πλεόνεσσιν. f. πλέονες. n. πλεόνων) 
I) Adi. 1) de numero atque quanti- 
tate: frequens; a) c, subst, XV 
59: ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ. XVII 
108: πολύν (χρυσόν). 110. 1112. XXV 
24: πολὺν καὶ dOicqarov ὄλβον. V 
131: πολλὸς δὲ καὶ ὡς ῥόδα κίσϑος 
ἐπανθεῖ. XVIII 11: 7 δὰ πολύν τιν᾽ 
ἕπινες; (sc. οἷνον). — plur. | 14: 
πολλαί οἱ πὰρ ποσσὶ βόες, πολλοὶ δέ 
τε ταῦροι, | πολλαὶ δ᾽ αὖ δαμάλαι καὶ 
πόρτιες δύραντο. IX 17: (ἔχω) πολ- 
λὰς PRI. Og, πολλὰς δὲ χιμαίρας. 
86: πολλαὶς μεμελημέναι ἡρωΐί- 
vau. XVI 34: πολλοὶ -- πενεσταί. 
36: πολλοὶ — μόσχοι. XIII 40: περὶ 
δὲ ϑρύα πολλὰ πεφύχει. XXIV 190: 
Lexicon Theocriteum. 


verbosus XXII 153: 


τάδ᾽ ἔειπα, xal ov πολύ- 


πολυκήτης — πολύς 


941 


πολλῆς, πολλῆσιν, —— 
τοῖς. XXV 981: πολλὰ -- κήδεα. 
VII 135. XI 77. XVI 61. 72. Xvil 
93. 126. XXII 30. XXV 217. XXVIII 
10. XXX 23. additur adi. IL 67: πολλὰ 
μὲν ἄλλα ϑηρία. XV 46: πολλὰ — 
πεποίηται καλὰ ἔργα. XXVIII 19: 
πόλλ᾽ ἐδάη σόφα -- φάρμακα. add. 
artic. Ep. XXII 2: εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν 
εἶμι Συρακοσίων. --- b) c. adi. VII 91: 
πολλὰ uiv ἄλλα — ἐσθλά. 1L 149: ἄλλα 
τε πολλὰ καί... ΧΧΧ * ταῦτα 
χἄτερα πόλλα (cod. ztoÀÀa). . XVII 
9: πολλὰ — χρήσιμα. 161: 
τοιάδε πολλά. -- ,€) sine apposito pro 
subst. XVI 87: ἀριϑμητοὺῦς ἀπὸ πολ- 
λῶν. XIV 25: πολλοῖς δοκέων χαλὸς 
ἦμεν. VIII 64: μικκὸς ἐὼν πολλοῖσιν 
ὑμαρτέω (var. πολλαῖσιν): pecoribus. 
V 63: πολλοῖς πολλὰ διδούς. XIII 
33. XXII 162. XXV 62, XXVII 22. 
23. XVI 101: πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλους. 
42: τὰ πολλὰ καὶ ὄλβια τῆνα. sequ. 
iv XXIV 14: πολλαὶ ᾿᾿χαιιάδων. 
VI 25: πολλοὺς δ᾽ εὖ ἔρξαι παῶν, 
πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλων | ἀνθρώπων. --- 
d) est pro praedic. XXV 197: πολέων 
περ ἐόντων ᾿Δργείων. XV 5: (μόλες 
ὕμμιν ἐσώϑη,) Πραξινύα, moilo uiv 
ὄχλω, πολλῶν δὲ τεθρίππων: 'quum 
sit turba hominum plurima in pla- 
teis.^ — 2) de vi atque intentione: 
ingens, magnus XXII 83: ἔνϑα πολύς 
σφισι μόχϑος ἐπειγομένοισιν ἐτύχϑη. 
1τ6: πολὺ πένϑος. * praedic. est 
XXII 14: πολὺς δ᾽ ξ οὐρανοῦ ὄμ- 
feos. XIV 4: γὼ μύσταξ πολὺς ov- 
τος. ad praedic. pertinet XXII 90: 
σὺν δὲ μάχην ἐτάραξε, πολὺς δ᾽ ἐπ- 
ἔκειτο, νενευκώς | ἐς γαῖαν: summa 
virium contentione,"'toto corpore'; 
cf. Eur, Hipp. 443: Κύπρις γὰρ ov 
φορητός, ἣν πολλὴ δυῇ. --- 3) de spatio 
loci et temporis: amplus, longus ἃ) 
XIII 65: πολὺν δ᾽ ἐπελάμβανε χῶρον. 
XVII 76: πολλᾶς δὲ κρατέει γαίας, 
πολλᾶς δὲ θαλάσσας. Ep. VIII 3 (?). 
po, praedic, XXII 156: πολλή τοι 
πολλὴ δ᾽ ἱππήλατος Y 

E Hat Phaed. p. 78 in. — b) E 
IX 2: xal dg οὐ πολὺς ἀνδρὶ 2 — 
II) Adv. 1) neutr. sg. πολύ, πολλὸν 
multum, valde XX 14: καὶ πολὺ τᾷ 


16 


242 


μορφᾷ ϑηλύνετο. ΧΧΥ 140: ἀστέρι 
πάντες ἔισκον, ὀὁθϑούνεκα πολλὸν ἐν 
ἄλλοις | βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν. C. 
comp. multo, longe. XXII 147: ἡμῖν 
TOL Δεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε ϑύγατρας | 
τάσδε πολὺ προτέροις. XX 26: ὄμ- 
ματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα. 7:0À- 
iov AS évas. XI 74: πολὺ μᾶλλον. 
IL 79: πολὺ πλέον. V 80. XVII 40. — 
2) neutr. pl. πολλά saepe, multum, 
valde ΧΧΙΙ 193: πολλὰ uiv ἐς σάκος 
-—— Κάστωρ, πολλὰ δ᾽ ἔνυξεν — Avy- 
κεύς Ι τοῖο σάκος. XVIII 41: πολλὰ 
τεοῦς — μεμναμέναι. XVI 9: πολλά 
με τωϑαάζοισαι. XII 35: Γανυμήδεα 
πόλλ᾽ ἐπιβῶται. ΧΧΧ 19. XIV 1: 
χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον. 
(de XXV 74 v. τρηχύς.) --- III) Com- 
par. plus, plures, plura XXV 123: 
αἰεὶ δὲ πλέονες κερααὶ βόες (γείνοντο). 
XVI 65: αἰεὶ δὲ πλεόνων ἔχοι ἵμερος 
αὐτόν. c. gen. part. XXV 166: ὃς 
δή τοι μυϑεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν 
᾿ΕἘπειῶν. --- neutr. sg. πλέον (ubique — 
praeter V 71. XV 36. XXII 89 — 
in exitu pedis quarti) Ep. XIV 1: 
"νώσομαι si τι νέμεις ἀγαϑοὶς πλέον 
7 xci ὃ δειλός ἐκ σέϑεν ὡσαύτως 
— ὁδοιπόρ᾽ , ἔχει: pluris facis". 

V 36: πλέον (sc. ἠνάλωσα) ἀργυρίω 
καϑαρῶ υνᾶν [ἢ δύο. pro subst. est 
V 71: (μήτε Κομάτῳ) ἐς πλέον sv- 
ϑύνῃς. ΠῚ 41: (Κυϑέρειαν) ὥδωνις 
ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας: *ad maiorem 
quam quis existimet furorem', Ep. 
XIII 6: (κηδόμενοι) ἀϑανάτων αὐτοὶ 
πλεῖον ἔχουσι βροτοί: commodum, lu- 
erum. Ep. Vl 1 — 5: ví ro πλέον: 
quid prodest tibi. — c. art. τὸ πλέον 
commodum, praemium iustum VIII 
17: ἀλλὰ τί μὰν. ϑησεῖς, τί δὲ τὸ 
πλέον ἑξεῖ ὃ νικῶν: 1 20: (τὰ 4ά- 
φνιδὸς ἄλγε᾽ ἀείδες) καὶ τᾶς βουκολι- 
κᾶς ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο Μοίσας, qui 
versus num sanus 510 dubitatur. Ep. VI 
1. 5 (var. ot). — adv. πλέον 1) magis 
XXX 10: ἔμεϑεν δὲ πλέον τᾶς κρα- 
δέας ὦρος ἐδράξατο. XVII 40: ἦ μὰν 
ἀντεφιλεῖτο πολὺ πλέον. sequ. 5 V 
80. XXII 89. II 79. gen. II 106: sébk 
μὲν ἐψύχϑην. χιόνος πλέον. --- 2) plus 
XXIX 17: τῷ δ᾽ εὐϑυς πλέον ἢ τριέ- 
της ἐγένευ φίλος. 

πολύσετος mwlta coenatus XXI 40: 
οὐκ ἦν μὰν πολύσιτος, ἐπεὶ δειπνεῦν. 
τες ἐν ὥρᾳ, | εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς 
ἐφειδόμεϑ'-. 

πολύστᾶἄχυς multas spicas habens 


πολύσιτος — πόνος 


v. gignens X 42: ΖΔάματερ —— 
πολύσταχυ. 

πολύστονος luctuosus XVI 41: 
(Βερενέκα) εὐειδὴς ᾿ἀχέροντα πολύ- 
στονον οὐκ ἐπέρασεν. 

Ππολύφᾶμος Polyphemus. Cyelops, 
pastor Siculus XI 7: οὕτω γοῦν ῥάιστα 
διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ ó παρ᾽ ἁμῖν, | ὧρ- 
χαῖος Πολύφαμος, Ox ἤρατο τᾶς Τα- 
λατείας, | ἄρτι ,“γενειάσδων περὶ τὸ 
στόμα τὼς κροτάφως τε. 80. vnu 101: 
dod. γέ πᾳ τῆνον τὸν ποιμένα τὸν 
ποτ᾽ Aváno, | τὸν — Πολύφα- 
μον, ὃς ὦρεσι νᾶας ἔβαλλε, | τοῖον 
νέκταρ ἔπεισε κατ᾽ αὐλία ποσσὶ χο- 
ρεῦσαι; ΥἹ ὁ: ὦ Πολύφαμε. 19. 

πολύφιλτρος admodum, amans 
XXIII 1: ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπ- 
νέος ἤρατ᾽ ἐφάβω. 

πολυχανδῆς valde capaz XIII 46: 
ὃ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα 
κρωσσόν. 

πολύχορδος multas chordas ha- 
bens XVI 45: (αἰόλα φωνέων) βάρβι- 
vov ἐς πολύχορδον. 

πολυώδῦνος multorum dolorum 
auctor XXV 938: ἀλλ᾽ οὐδ᾽ dg ὑπὸ 
βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός, cf. ll 
XV 450: πολύστονος ἔμπεσεν ἰός. 

πολυώνῦμος multa nomina habens 
XV 109: civ δὲ — πολυ- 
ὥὦνυμε καὶ πολύναε: Cypris dicitur. 

πομπάύ pompa sollennis ad de- 
lubra deorum ducta II 12: τὰν πομ- 
πὰν ϑάσασϑαι. 88: κοῦτε τι πομπᾶς 
Ι τήνας ἐφρασάμαν. 

πομπεύω in pompa transvehor H 
67: (ἦνϑ᾽ — "Ava£d) ἄλσος ἐς ett- 
μιδος, τᾷ δὴ τόκα πολλὰ μὲν ἄλλα | 
ϑηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ 
λέαινα. 

πονέω (dor. πονάω) labore paro, 
perficio XV 80: πότνι᾽ ᾿ἀϑαναία, ποῖαί 
σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριϑοι. Med. XV 115: 
εἴδατα δ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλὰ- 
ϑάνῳ πονέονται. (de XXVI 7 v. πο- 
mávevpa.) — met. XIII 14: “ὡς αὖ- 
τῷ κατὰ ϑυμὸν ὁ παῖς πεποναμένος 
εἴη: "factus, perfectus". 

πονηρός "malus, improbus, de ho- 
minibus Ep. XXI 9: εἰ μὲν πονηρός, 
μὴ ,“ποτέρχευ τῷ τύμβῳ, Ι εἰ δ᾽ "e 
κρήγυός vs καὶ παρὰ χρηστῶν, n 
σέων καϑίζευ. de rebus XXI 
μηδ᾽ ti τι ϑεοὶ νοέοντι —— τ 
αἰδόμενος ἐμὲ κρύπτε. 


πόνος (sg. πόνος, -ov. pl. πόνοι- 





᾿ 
| 
: 
: 
3 


ἢ iter 





τ ποντοπορέω — - Ποσειδάων 


σιν) ine) 1) jeher; 1 Arbeit, Mühe XXI 20: 

εἰρὲ qioc πόνος. 
m κατέδαρϑον ἐν εἰναλίοισι πόνοι- 
σιν. VID 139: τέττιγες λαλαγεῦντες 
ἔχον πόνον: laborabant, cf. XXII 187: 


᾿τετυσκό πόνον εἶχον. de labore 


is XXII 113: ὁ δ᾽ αἰεὶ πάσ- 


᾿ 60va γυῖα — φορέεσχε πόνου. 


80: ὡς ἀπὸ γυμνασίοιο 


 "kmÀóv πόνον ἄρτι λιπόντων. — 2) 


aerumna, dolore amoris spreti lI 
164: οἰσῶ τὸν ἐμὸν πόνον 
ὥσπερ 
ποντοπορέω mare percurro, in 
mavigo Ep. IX 6: ποντοπορῶν 
ci ind συγκατέδυς. --- met. inf. 
τ" ἀλλάσσει δ᾽ ἑτέρᾳ 
ποντοπόρην ρίον ἄμερος: *mutat 
— els pandak Quarige) f 
ve t (naviget) in 
alteram partem h. e. alicui amatori 
faveat v. velificetur". 
πόντος (sg. πόντος, -ov, -oto, -ov) 
D , mare a) prope littus VI 
35: γὰρ ᾿πρᾶν ἐς πόντον ἐσέδρακον, 
ἧς ὃ qeháva, | καὶ καλὰ μὲν τὰ γέ- 
iens δεν ὁ oues aid 
vtro. — b) mare m, pro- 
fundum XVII 91: (νᾶες ἄρισται) πόν- 
ι. XXII 133: ὃν πατέρ᾽ 
ἐκ πόντοιο ———— κικλήσκων. 


Ἢ 38: Ὑ ος, σιγῶντι δ᾽ 
18: καθεζόμενος δ᾽ ἐπὶ 
ἫΝ roag) ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε 
τοιαῦτα. — c) certa maris pars 
98: Ἱέρωνι κλέος φορέοιεν ἀοιδοί | 
καὶ πόντου Σκχυϑικοῖο πέραν: Ponti 
Euxini vel, ut alii malunt, paludis 
Maeotidis, — 2) Πόντος Pontus (Eu- 


rínus) XXII 28: (προφυγοῦσα) "Aoyà 


— νιφόεντος ἀταρτηρὸν στόμα Πόντου. 
ποπάνευμα libum XXVI 1: ἱερὰ 
δ᾽ ἐκ κίστας ποπανεύματα χερσὶν 
| εὐφάμως κατέϑεντο νεο- 
βρέπτων ἐπὶ βωμῶν (e Wordsw. coni. 
3er. pro . πεποναμένα), cf, Verg. 
"Georg. II 394: Baccho dicemus ho- 
aerem carminibus patriis lancesque 
3t liba feremus. 
πόποι pro, papae; exclamatio est 
sdmirantis eum d coniuncta XXV 
» 18: ὦ πόποι, — τοῦτο ϑεοὶ me 
νακτες ov ἀνθρώποισι μετέμ- 
—* cf. Od. " 82: 
ὦ πόποι, οἷον δή νυ ϑεοὺς βροτοὶ 
αἰτιόωνται. 


ποππῦλιάσδω (aeol. pro ποππὺυ 


243 
λιάξω) sibilo, susurro, V 89: 
ἁδύ τι ποππυλιάσδει ? . TOTT-U- 


λιάξει). 

ποππύσδω (aeol pro ποππύξω) 
sibilo, iuf. dor. V 1: (τέ δ᾽ οὐκέτι 
σὺν Κορύδωνι) ἀρκεῖ τοι καλάμας 
αὐλὸν ποππύσδεν ἔχοντι, cf. Verg. 
Ecl. III 26: indocte, solebas stridenti 
miserum stipula disperdere carmen. 

πορϑιμεὺς portitor 1 57: τῷ μὲν 

ἐγὼ πορϑμεὶ Kaviovío αἷγά τ ᾿ ἔδωκα. 
de Charonte XVII 49: στυγνὸν ἀεὶ 
πορϑμῆα καμόντων, cf. Eur. Ale. 253: 
νεκύων δὲ πορϑμεὺς ἔχων χέρ᾽ ἐπὶ 
κοντῷ Χάρων μ᾽ ἤδη καλεῖ. 

«πόρος copia(e), census census. XXI 14: 
οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν Ó πᾶς πόρος, οὗ- 
τος ὃ πλοῦτος (e Koehleri emend. 
scr. pro πόνος, Ahr. coni, στόλος), cf. 
Ov. Met. III 588: ars illi sua cen- 
sus erat. 

πόρρω, σὼ 1) prorsus, in 
adversum 87: αὐτὰρ Oy ἐν 
$vuo κεχολωμένος ἵετο πρόσσω * 
τιτυσχόμενος. — 3) procul X 
(ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο φωνά) ἐξ ὕδατας, 
παρεὼν δὲ μάλα σχεδὸν εἴδετο πόρρω. 

πόρτις (sg. πόρτις, -ἰος, -ἐν. pl. 
πόρτιες, τας) vitula 1 15: πολλαὶ » 
αὐ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὠδύραντο, 
v. δαμάλα. Τ 121: “άφνις ὃ τὼς 
ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων. 
e ** ade" s nes τᾶς serat 

45: ὠρχεῦντ᾽ ἐν Sn ταὶ πόρ- 
τιὲς αὐτίκα ποίᾳ. XXVII 68: δέξω 
πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτὰν βοῦν Agoo- 
m "M 15. 52, — sing. p plur. 

ὦ καλὸς Διόνυσος v ἀγκεσι 


ΣΧ A dus 


πορφύρεος purpureus lI 122 : (λεύ- 
xa») πάντοθϑε πορφυρέαισι περὶ ξώ- 
στραισιν ἑλιχτάν (Ahr. πορφυρέῃσι — 
ξώστρῃσιν). ΧΥ͂ 196: πορφύρεοι δὲ 
—— ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω. cf. 
Od. XX 150: ἔν τε ϑρόνοις εὐποι- 
T τάπητας βάλλετε πορφυρέους. 

ΙΧ 300. 

ποφφύρω colore rubro migresco, 
rubesco V 124: Ἱμέρα, ἀνθ᾽ ὕδατος 
δείτω ,γάλα, καὶ τὺ δέ, Κρᾶϑι, | οἴνῳ 
πορφύροις: ὑπὸ οἴνου εἴϑε πορφυροῦς 
εἴης, τουτέστιν εἰς οἶνον εἴϑε μετα- 
βληϑείης. Schol. 

Ποσειδάων Neptunus, deus maris 
XXI δέ: (εἶχε δὲ δεῖμα,) μήτι Io- 
σειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχϑύς. 
XXI 133: ὃν πατέρ᾽ ἐκ πόντοιο 


16* 


244 


Ποσειδάωνα κικλήσκων: sc. Àmycus, 
quem poeta dicit 97: παῖδα Ποσει- 
δάωνος. 

πόσις potatio XIV 29: ἤδη δ᾽ ὧν 
πόσιος τοὶ τέτταρες ἐν βάϑει ἦμες. 

πόσις maritus XVII. 180: ἐκ ἅγυ- 
μοῦ στέργοισα κασίγνητόν τε πόσιν τε. 

πόσσος quantus, XV 85: λέγε μοι, 
πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἵστῶ (τὸ ἐμπε- 
'θόναμα):: quanto pretio". 

πότ v. πρός. 

ποτάγω intr. accedo 1 62: πόταγ᾽ : 
ὠγαϑέ. XV 18: Πραξινόα, πόταγ᾽ 
ὧδε: πρόσαγε σαυτόν, ἤγουν πρόσελϑε, 

ἧξον. Schol. 

ποτἄείδω cantw invoco ll 10: 
(Σελάνα,) φαῖνε καλόν τὶν γὰρ ποτ- 
αξέσομαι, ἅσυχε δαῖμον. 

“ποταμείβομαι respondeo 1 100: 
τὰν δ᾽ ἄρα χὼ “άφνις ,ποταμείβετο: 
πρὸς ταύτην καὶ ὁ Z. ἠμείβετο, ἀντὶ 
τοῦ ἠμείψατο, ἤγουν ἀπεκρίνατο. 
Schol. 

ποταμέλγω insuper mulgeo, med. 
I 95: αἶγα δέ τοι δωσῶ ,διδυματόκον 
ἐς τρὶς ἀμέλξαι, | ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρί. 
φως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας: 
"lacte suo, quoties mulgetur, muletras 
adimplet binas. 

ποτᾶμός (8g. ποταμός, -oio, -Ov. 
pl ποταμοί) flumen, fluvius, am- 
i$ XXV 201: πάντας γὰρ πισῆας 
ἐπιχλύξων ποταμὸς ὥς] Ais ἄμοτος 
κεράιξε, XXII 50: (πέτρον ὁλοίτροχοι, 
οὔστε κυλίνδων) χειμάρρους ποταμὸς 
μεγάλαις περιέξεσε δίναις. XVII 91: 
ϑαάλασσα δὲ πᾶσα καὶ cia | καὶ πο- 
ταμοὶ κελάδοντες. VII 88: ἄγκεα 
καὶ ποταμοί, ϑεῖον γένος. I 118: 
χαῖρ᾽, ᾿Αρέϑοισα, Ι καὶ ποταμοί, τοί 
χεῖτε καλὸν κατὰ “΄ωρίδος ὕδωρ. 
XXIV 92. XXV 19. — additur no- 
men VII 112: Ἕβρον πὰρ ποτομόν. 
135: Ἱμέρα — παρ᾽ ὄχϑαισιν ποτα- 
polo. 1 08: ποταμοῖο μέγαν δόον 
εἴχετ᾽ ᾿ἀνάπω. 

-ποτᾶνός volucer, volatilis Ad. 1: 
of δ᾽ εὐϑέως ποτανοί (sc. Ἔρωτες) | 
πᾶσαν δραμόντες ὕλαν στυγνὸν τὸν 
ov ἀνεῦρον. 

ποταυλέω tibia accino VI [41 

— X 16: à πρᾶν ἀμάντεσσι παρ 
— ποταύλει: hunc versum 
ex id. X 16 hue esse illatum post 
Valck. et alii iudicaverunt et Haup- 
tias, Mus. Rhen. 1846, IV p. 211’. 
A. Fr. ad. VI 41. 


πόσις — ποτέρχομαι : 


ποτἄῷος (dor. m 9061006) ad 
orientem. spectans IV 33: τὸ ποταῷον 
τὸ Λακίνιον. 

zoc(£), dor. ποκί(α) — enclit. un- 
quam, aliquando, tandem ; 1) in senten- 
tiis negativis: unquam VIII 15: οὐ 
oo ποχὰ ἀμνόν. XXI 57 (?). XVI 
48: τίς δ᾽ ἂν ἀριστῆας Avia ποτὲ — 
ἔγνω; V b: τὰν ποίαν σύριγγα; τὺ 
γάρ ποκα, δῶλε — ἐκτάσα σύ: 
ρίγγα; cf. Verg. Ecl. ΠῚ 25: can- 
tando tu illum? aut unquam tibi 
fistula cera iuncta fuit? XV 44 (ei). 


'— 2) aliquando a) de tempore prae- 


terito: olim, quondam; , plerumque 
e. aor. XVIII 1: ἔν ποκ᾽ ἄρα Σπάρτᾳ 
ξανϑότριχι πὰρ Μενελάῳ | παρϑενι- 
καὶ — χορὸν ἐστάσαντο. XXIV 1: 
Ἡρακλέα δεκάμηνον ἐόντα moy' ἃ 
"Μιδεᾶτις | Aluurvo — κατέϑηκεν ἐς 
ἀσπίδα. Χ 82: αἴϑε μοι ἧς, ὅσσα 
Κροῖσόν ποκα φαντὶ πεπᾶσϑαι. cf, 
II 45. XVI 105: Ὀρχομενὸν φιλέοι- 
σαι ἀπεχϑόμενόν ποτὲ Θήβαις. IV 
28. 59. V 86. 118. VI 2. VII 73. 
78. IX 10 (ci) 29. XIII 29. XIX 
1. XXI29. XXVIII 17. Ep. II 4. 
Syr. 3. — X 23: πρότερόν ποκα μου- 
σικὸς ἦσϑα. 1l 115: πρᾶν ποκα: 'nu- 
per quondam, neulich einmal; cf. 
V81. X16. V 143: zox' ἤδη: 'ali- 
quando tandem". — b) de temp. fu- 
turo XIV 9: λασῶ ur νείς “ποκα, 
ϑρὶξ ἀνὰ μέσσον. 35: ἢν δέ 
ποκ᾽ ἔνϑῃ | Zdqvig ἝΩ — 
μηδὲν ἔλασσον ἔχοι. — 8) tandem 
XXI 31: λέγε μοί ποτὲ “υκτός ὄψιν. 
— I 66: πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ 769", ὅκα Za- 
q»ig ἐτάκετο, πᾷ ποκα Νύμφαι: ΧΙ 
62: (νεῖν μεμαϑεῦμαι) ὡς εἰδῶ τί 
z0y' ἁδὺ κατοικεῖν τὸν βυϑὸν ὕμμιν 
(vulg. τί zo$"). 

ποτέοικα assimilis sum XVII 45: 
δηίδιοι δὲ yovat, τέκνα δ᾽ οὐ mo- 
τεοικότα πατρί. 

ποτέομαι volito, part. aeol. XXIX 
29: πτέρυγας (νεότας) ἐπωμαδίαις 
φόρει, | κἄμμες Peeters τὰ ποτη- 
μενα συλλαβην: h. e. τὰ ποτούμενα, 
γ. αἰτέω. 

“ποτερίσδω contendo, certo V 60: 
αὐτόϑε μοι ποτέρισδε, xol αὐτόϑε 
βουκολιάσδευ. 

πότερος «ter, neutr. sg. in quaest, 
dupl. indir. II 5: οὐδ᾽ ἔγνω πότερον 
τεϑνάχαμες ἢ £ool εἰμές : utrum — an, 


Ζζοτέρχομαι v. προσέρχομαι. 





ποτέχω attendo (animum) XV 61: 
bag αὐτᾷ, μή τι πλαναϑῆς. 


[ ῬΑ ποτεομαι. 


; intueor, inf. 
δ᾽ ἄχϑομαι, εἰ τύ 


X — 
X. enl XT E rois ὀρϑοῖσι ποτι- 


 βλέπεν. 


 motidéQxope aspicio 1 86: ἀλλ᾽ 


E * μὲν τῆνον ποτιδέρκεται ἄνδρα 


|& ordinatim o 


, gon. 
59: —— 
Pre. ἀλλ᾽ 


—— per tmesin 
πω ποτὶ χεῖλος ἐμὸν 
ἔτι κεῖται | ἄχραντον (τὸ 


(4 cf. Verg. Ecl. ΠῚ 43: necdum 
admovi, sed condita servo. 


illis la 
 mOtuzUCyxAÍCouat nates meas sur- 


. sum deorsum moveo (in modum cincli) 


V 116: ἦ οὐ μέμνᾳ üx' ἐγώ rv κατ- 
ἤλασα, καὶ τὺ σεσαρώς | εὖ ποτε- 
πιγκλέζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας:: 
ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ κίγ- 
κλου, οὕτω καλουμένου ὀρνέου, ὃν 
ἕνιοι σεισοπυγίδα καλοῦσιν. Schol. 
Bo sioe pulvinus XV. 2: ὅρη 
ἘΞΞ ὅα, αὐτῇ. | ἔμβαλε xai 


$:b. -: —— 
ΙΧ 


suavis, mitis do XXIX 81: 
ταῦτα χρὴ νοέοντα rd ποτιμώ- 


τερον. 
ποτίσδω (aeol. pro ποτίξζω) po- 
tum ago 1 121: Ζάφνις ὁ τῶς ταύ- 
καὶ ὧδε ποτίσδων, οἵ. 
: et potum pastas 


ποτιτάσσω v. ἐπιτάσσω. 

ποτιτέϑημι v. — 

— t adhaereo 46: 
7: δ ἐν (iro poi τὠγκίστρῳ xci dus 
» 

πότμος M, fatum Ep. VIH 3: 
καὶ γὰρ ἐγὼ τοιοῦτον ἔχω πότμον: 
b. e. perii. 

πότνα, πότνια (1) πότν(ἀ) voc. 
- 9 tet, πότνιαν, πότνι(α) hera, 
augusta, veneranda, dearum epithe- 
ton; 1) e. subst. XVII 36: Διώνας 


ποτέχω — ποῦς 


245 


πότνια κούρα: Cypris. XV 80: πότνι᾽ 
᾿Αϑαναία. XVI 82: πότνι᾽ ᾿4ϑάνα. 
XVII 45: πότν᾽ Agooóíra. Il 69: 
πότνα Σελάνα, itemque II 75. 31. 87. 
93. 99. 1065. 111. 117. 123. 129. 135. 
XVIII 26: πότνι᾽ — Ads (ex Herm. 
eoni. scr. pro vulg. πότνια νύξ). — 
3) sine subst. II 163: ἀλλὰ vv μὲν 
χαέροισα ποτ᾽ ᾿χεανὸν τρέπε πώ- 
λους, πότνι᾽: Luna. ΠΕ 43: ἐς τρὶς 
ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια 
φωνῶ: Diana v. Hecate. 'Ep. xii 
δ: ὦ πότνια: Venus. XV 14: αἰσϑά- 
νεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν: 
ναὶ μὰ τὴν Κόρην. Schol. 

ποτόν , quod bibitur; 1) aqua 
fontana XI 41: ἔστι ψυχρὸν ὕδωρ, 
τό pot & πολυδένδρεος Aicva | λευ- 
χᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμβρόσιον προΐητι. 
ΧΠῚ 46: ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ 
πολυχανδέα κρωσσόν. --- 3) potio 
hominibus parata IX 36: τοὺς δ᾽ 
οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκη. ll n 
σαύραν τοι τρίψασα κακὸν ποτ 
αὔριον οἰσῶ, quem versum bium 
esse spurium cum Goebbel. et Zie- 
glero censet A. Fritzschius. 

πότορϑ' matutinus, neutr. sg. 
pro adv. V 126: καὶ τὸ πότορϑρον 
(Ahr. mor ὄρϑρον) | & παῖς ἀνθ᾽ ὕδα- 
τος τᾷ καάλπιδι κηρία βάψαι: *mane', 

πότος potatio XIV 17: (ἀνῷξα δὲ 
vica aroig,). βολβός, » κτείς, x0- 
χλίας ἐξηρέϑη. ἧς πότος ἁδύς. 

ποτόσδω redoleo, c. gen. VII 16: 
εἶχε ro&yowo | xvaxóv δέρμ᾽ ὥὦμοισι 
νέας ταμίσοιο ποτόσδον. l| 39: (κισ- 
σύβιον) ἀμφῶες, ψεοτευχές, ἔτι γλυ- 
φάνψοιο ποτόσδον. 

ποὺ adv. indef. et enclit. 1) alicubi, 
uspiam XXII 187: ἔγχεσι μὲν πρώ- 
τιστα τιτυσκόμενοι πόνον εἶχον | ἀλ- 
λήλων, εἴ πού τι χροὸς γυμνωϑὲν 
ἴδοιεν. — 9) ", glaub ich, wol 
VII 93: ἐσϑλά, τά που καὶ Ζηνὸς 
ἐπὶ ϑρόνον ἄγαγε φάμα. ΧΥ͂Π 18: 


Ζηνός που τόδε oc XII 85: ἦ 
που (var. πῃ). XXV 58: dg που. — 
de tempore: fere XXIV 88: ἢ οὐ 
voítig, ὅτι νυκτὸς ἀωρί που; 


ποὺς (sg. ποδός, “ἔν “αἱ du. zo- 
δοῖιν, πόδε. pl πόδες, -ὦν; πόδεσ- 
σιν, ποσαί, ποσί; πόδας) pes 1) homi- 
num, maxime e. verbis movendi Π 
104: ς ὑπὲρ οὐδὸν ——— 
ποδὶ κούφῳ. ἴ 88: ποσσὶ —— 
VH 25: πόσὶ νισσομένοιο. 
βαίνει ποσίν. XXII 197: ——“ 


246 


ποδὶ — σκαιῷ. XVI 8: γυμνοῖς πο- 
civ οἴκαδ᾽ ἴασι. XXV 166: λεπτὴν 
καρπαλίμοισι τρέβον ποσὶν ἐξανύσαν- 
τες. VII 21: πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον 
πόδας ἕλκεις s XXV 291: οὐ μὴν 
πρὶν πόδας ἔσχον ὄρος τανύφυλλον 
ἐρευνῶν. XII 70: ὁ δ᾽ & πόδες 
γον. ἐχώρει, cf. XIV 42. VII 153: 
ποσσὶ χορεῦσαι. XVIII 8: (ἐγκροτέοι- 
σαι) ποσσὶ περιπλέκτοις. — XXII 66: 
ποσσὶ ϑενὼν σκέλος. XXIV 25: πο- 
ciw διελάκτισε χλαῖναν, VII 6: ἐκ 
ποδὸς ἄνυσε Ἀράναν. XXIII 52. 
XXVI 13. — XXIV 36: μηδὲ πόδεσ- 
σιν ἑοῖς ὑπὸ σάνδαλα ϑείῃς. — VH 
128: μηδὲ πόδας τρίβωμες: sc. stando. 
XXV 69: δούπῳ vs ποδοῖν. XVII 
122: ϑερμὰ — ποδῶν — ἴχνη. Χ 
86: Βομβύκα χαρίεσσ᾽ οἵ μὲν πόδες 
ἀστράγαλοί τευς. XXIV ὅτ: πάρος 
κατέϑηκε ποδοῖιν | πατρὸς ἑοῦ — πέ- 
λωρα. 1 14: πολλαί οἵ πὰρ ποσσὶ 
βόες — ὠδύραντο. oppon. caput 1X 
18: πρὸς κεφαλᾷ καὶ πρὸς ποσὶ κώεα 
κεῖται. XI 70: φλασσῶ τὰν κεφαλὰν 
καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως vw | σφύ- 
σδειν. XX 12: καί μ᾽ ἀπὸ τᾶς χκε- 
φαλᾶς ποτὶ τὼ “πόδε συνεχὲς εἶδε. 
latera VII 144: ὄχναι μὲν πὰρ ποσσί, 
παρὰ πλευραῖσι δὲ μᾶλα. — 2) ani- 
malium XXV 259: ἐπὶ τρομεροῖς πο- 
σὶν ἔστη: leo. XXV 268: πόδας στε- 
ρεῶς ἐπιέξευν οὐραίους: leonis; XXV 
239: προπάροιϑε ποδῶν: leonis. XXV 
102: ἀμφὶ πόδεσσιν ἐυτμήτοισιν ἱμᾶσι 
κωλοπέδιλ᾽ ἀράρισκχε περισταδὸν 
ἐγγὺς ἀμέλγειν: vaccas. X14: ὄις —, 
τᾶς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε. — 3) 
met. XXI 59: ὦμοσα μηκέτι λοιπὸν 
ὑπὲρ πελάγους πόδα ϑεῖναι. | VII 54: 
χὡρίων ὅτ᾽ ἐπ᾽ ὠκεανῷ πόδας ἴσχει: 
*quum Orion supra oceanum pedem 
v. gressum suum cohibet, h. e. qvum 
Orion (mane, mense Novembri) 0€- 
cidit. XV 103: μαλακαὶ πόδας 
Ὧραι, cf. h. Apoll 194: ἐύφρονες 
Ὧραι. 

πρᾶν (brevis vocalis ante h. v. 
semel producitur V 132.) nuper VII 
51: τοῦϑ' ὅτι πρᾶν iv ὄρει τὸ με- 
λύδριον ἐξεπόνασα. ΠῚ 88. ὯΝ 182. 
ΥἹ 86. [41.] .lII 28: ἔγνων πρᾶν Ox 
ἔμοιγε — οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτε- 
μάξατό τι πλαταγῆσαν. 11 11ὅ: πρᾶν 
ποκα: 'nuper quondam", cf. V 81. X 
16. v. πρόαν. 

Ππράξἀγόρας  Praxagoras, pater 
Theocriti Ep. XXII 3: (ἐγὼ δὲ Θεό- 


πρᾶν — Πρέηπος 


κριτος) υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτῆς 
τε Φιλίνης. 

Ππράξινόα (n. v. aut in primo aut 
secundo pede hex.) Praxünoa, Dino- 
nis uxor, mulier quaedam humili ge- 
nere Syracusio orta, degens Alexan- 
driae XV 65: ϑᾶσαι, Πραξινόα, περὶ 
τὰς ϑύρας ὅσσος ὄμιλος. 1. ὅ. 34, 
56. 78. 96. 145. 

Πράξιτέλης Praviteles Athenien- 
sis, statuarius nobilissimus, qui Olymp. 
CIV floruit; V 104: ἔστι δέ μοι γαυ- 
λὸς κυπαρίσσινος, ἔστι δὲ κρατήρ, | 
ἔργον Πραξιτέλευς: ridicule igitur 
gloriatur caprarius (cf. IV. 31); alii 
opus Praxitelis artificio dignum dici 
existimant, 


πράσσω 1) trans. ago, conficio 11 
143: ἐπράχϑη τὰ μέγιστα, καὶ ἐς mó- 
ϑοὸν ἤνϑομες ἄμφω. -- 2) intr. agi- 
tur mecum XIV 3: πράσσομες οὐχ 
ὡς λῷστα, -Θυώνιχε. 

πράτιδτος, πρᾶτοξςν. πρότε 

πρέμινον stipes, caudez — 
καὶ γὰρ ἐμοὶ τὸ πάροιϑεν ἐπάνϑεεν 
ἁδὺυ vi κάλλος ὡς κισσὸς ποτὶ πρέμνον. 

πρέπω 1) conspicuus sum, excello 
XVII 35: οἵα δ᾽ ἐν πινυταῖσι περι- 
κλειτὰ Βερενίκα | ἔπρεπε ϑηλυτέραις. 
— 3) impers. convenit, decet, XV 84: 
Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς 
ἐμπερόναμα | τοῦτο πρέπει. — c. inf. 
X 57: τὸν δὲ τεὸν, Βουκαῖε, πρέπει 
λιμηρὸν ἔρωτα ] μυϑίσδεν τᾷ peel. 
XXX 8 (cod. περιέχει). [38]. 

πρέσβυς senex l 40: σπεύδων 
μέγα δίκτυον ἐς βόλον ἕλκει | ὁ πρέ- 
σβυς. ΧΧΥ͂ 41: δμώων δή * πρέσβυ, 
σύ μοι φράσον. 

πρεσβῦτις anus XV 63: χρησμὼς 
ἁ —— — ϑεσπίξασα. 

Πρταμέδης Priamides, Priami fi- 
lius XVI 48: τίς δ᾽ ἂν ἀριστῆας Av- 
κίων ποτέ, τίς κομόωντας  Πριαμί- 
δὰς — ἔγνω: 

Πρίαμος Priamus , rex "Troiano- 
rum XXII 219: ὑμνήσας Πριάμοιο 
πόλιν. XVII 119: ὅσσα μέγαν Πριά- 
μοιο δόμον κτεάτισσαν ἑλόντες. 


Πρίηπος Priapus deus, hortorum 
et paseuorum custos I 81: ἦνϑ᾽ ὁ ὗ 
Πρίηπος. , Ep. III 3: ἀγρεύει δέ τυ 
Πὰν καὶ ὃ τὸν χροκόεντα Τρίηπος | 
κισσὸν ἐφ᾽ ἱμερτῷ κρατὶ χαϑαπτόμε- 
νος. Ep. IV 13: ἕξεο δὴ. τηνεῖ καὶ 
τῷ χαρίεντι, Πριήπῳ | εὔχε᾽ ἀποστέρ- 
ξαι τοὺς Ζάφνιδός us πόϑους. Priapi 





— OX WS «wwe TEN 


WII PRPPIWUMN TEUER T T 








b UN n. m 


Hs 
HS 


wer REPRE — 


δεῦρ᾽, , ὑπὸ τὰν 
, τῶ τε —— 


simulaerum 1| 21: 
πτελέαν 


ucitur ter, vocalis an- 
ms semel XXV 236.) I) Adv. 1) 
negat. XXV 221: οὐ μὴν 
ν —— ἔσχον ὄρος τανύφυλλον 
νῶν | πρὶν ἰδέειν (var. πρίν y 
: in iu" versus 7r. redu: 
348: πρὶν Ἄργοσδ᾽ 
I eH wd παιδίον οὐ 5 
—— πρὶν ἢ ἀκρατισμῶ ἐπ 
ἊΣ — artic. P a adi. 


qunm 
J OA 
ἔξ εΞ- 
αὶ 9, 
Ἔξ Ξε. 
en 


t τ᾽ ἄνδρας ὁρῶ, τοὺς μὴ 
Imc; usque adhuc, — c. 
adv. X 2: οὔϑ᾽ £óv o ὄγμον 
EET ΝΕ ὡς E - ἂγες: 
ius apud Homerum, 

ut " et producatur. — 
(1) iusquam, 1) c. 
AA UE he negat. XXIV 
δ᾽ gt: ὁμοῖος ἐν ἣμι- 
στῆς | ἄλλος ἔην πρὶν 
ἀποτρῖψαι νεότητα. praemitti- 
. πρίν XXV 221: Sp μὴν πρὶν 
is ον --- πρὶν ἰδέειν. —55 
mat. 19: τάχα γνώσῃ πρὶν 
ἀκοῦσαι. XXV 368. acc. c. inf. V 
148: φλασσῶ tv, πρὶν 5. ἐμὲ καλ- 
| ταὺς Νύμφαις τὰν ἀμνίδ᾽. 

acc, XXV 263: (τὸν μὲν —) 


A 
ἕξ 
B 


τ 
ἢ 


p 

E 

E 1 
* 


97. — 2) c: coni. 
παιδίον οὐ xp ἀνησεῖν φατὶ πρὶν 
πὶ ξηροῖσι xat iEn. 
quercus ilex, Steineiche V 
94: 3 » ue glandes lignae) ἔχοντι 
| ἀπὸ πρίνοιο λεπύριον͵ αἴ ὃ 
"s 


πρὸ praep. c. gen. pro X 14: roi- 
pem se ϑυρᾶν & ἀπὸ σπόρω 
πάντα: pro foribus, "foris a 
semente inculta iacent omnia", h. e. 
à quidem curo, cf. XI 11: 

ἀγεῖτο δὲ müvra πάρεργα, 
πρόᾶν, πρώαν nuper, olim V 4: 
οὐκ ἐσορῆτε | τόν μευ τὰν σύριγγα 
κλέψαντα Ko MA VI 23: 
πρώαν νιν συνέπαξ᾽. 60. XIV 


πρίν — πρόειμι 


241 


5. XV 15. — c. artic. pro ady. XV 
15: ἀπφῦς μὰν τῆνος τὰ πρόαν -- 
λέγομες δὲ πρόαν ϑην! πάντα -- νί- 
τρον καὶ φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγορά- 
σδων. ν. πρᾶν. 

προβάλλω , obiicio XXVII 
18: μὴ puer raa τὴν χεῖρα, καὶ εἰσέτι 
χεῖλος ἀμέλξω: "eleganter e coni. hunc 
versum intulit Steph." 

προβλώσκω prodeo XXIX 89: 

τόκα δ᾽ οὐδὲ ——— ἐπ᾽ αὐλεΐαις 
ϑύραις | προμόλοιμέ κε παυσάμενος 
χαλέπω πόϑω. 

προβόλαιος ad pugnam proiectus, 
directus XXIV 123: δούρατι δὲ προ- 
βολαίῳ ὑπ᾽ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα | 
ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι. 

προβολή status v. gradus pugilis 
occasioni inferendae plagae imminen- 
tis XXII 119: σκαιῇ μὲν σκαιὴν I Ilo- 
λυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα | δοχμὸς ἀπὸ 
προβολῆς κλινϑείς: 'oblique inclina- 
tus v. proiectus ab gradu qui est 
pugilis petitionem in adversarium 
coniecturi'. 

προγένειος cui mentum proni 
(hircina ornatum barba) III 8: ἢ ὁ 
γέ τοι σιμὸς καταφαένομαι ἐλ δος 
"ue, | νύμφα, καὶ προγένειος:; 

προγενής, comp. προγενέστε 
maior wat XXIX τὸς dir — 
πίθοιο νέος προγενεστέρῳ. 

προγίγνομαι procedo XXV 184: 

ὁπότ᾽ ἐκ λασίοιο ϑοοὶ mooytvoíato 
ϑῆρες | ἐς πεδίον. ΧΧΙΥ͂ 51: οἵ δ᾽ 
alia προγένοντο λύχνοις ἅμα δαιομέ- 
νοισι | ὅμῶες, ef. Hl. XVIII 525: of 
δὲ τάχα προγένοντο. 


πρόγονος 1) progenitor. XVII 26: 
ἄμφω γὰρ πρόγονός σφιν ὁ καρτερὸς 
Ἡρακλείδας. — ?) plur. progenies XXX 
19: τῷ μὲν γὰρ βίος ἔρπεε προγόνοις 
le" ligo ϑόας ( — pro cod. ἕρπε 
ρωϊσαγόνοις ἐλάφω ϑοαῖς). 

προδεέελος ante vesperam XXV 
223: ἤτοι ὁ μὲν σήραγγα προδεέελος 
Mm εἰς ἣν. 

εἰκνυμὲε — protendo, | intento 
xXi 102: τὸν am. ἄναξ ἐτάρασσεν 
ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς | πάντοθεν: 
'*simulatos ictus intentans', cf. Verg. 
Aen. V 816: alternaque iactat | bra- 
chia protendens et verberat ietibus 
auras, 

πρόειμιε progredior XIV. 18: (ἧς 
πότος ἁδύς.) ἤδη δὲ προϊόντος, ἴδοῖ, 
ἐπιχεῖσϑαι ἄκρατον | ὦτινος ἤϑελ᾽ 


248 


ἕκαστος, cf. Her. VI 129: προϊούσης 
δὲ τῆς πόσιος. 

προέχω praetendo, obWcio, aor. 
med. quasi à προσχέϑω ductus XXV 
254: (ἐγὼ δ᾽ ἑτέρηφι. βέλεμνα) χειρὶ 
προεσχεϑόμην καὶ ἀπ᾿ ὦμων δίπλακα 
λώπην. 

πρόϑῦρον, plur. fores, proprie 
'loecus ante ianuam domus vacuus? 
ΝῊ 122: μηκέτι vot φρουρέωμες ixi 
προϑύροισιν, Ἴφρατε, μηδὲ πόδας 
τρέβωμες: 'ad fores clausas pueri 
amati". 
ἠρτημένον ἐν προϑύροισι Ι τοῖσι τεοῖ- 
σιν ἴδης. 21: (ἄρτι δὲ χαίρειν) τοῖσι 
τεοῖς προϑύροις ἐπιβάλλομαι. 

— (e)mitto XXV 235: τῷ 

γὼ ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς 

—— qua significatione Hom. 
utitur v. προΐημι, ut H. VIH 291; 
aut simpl. v. ἰάλλω I. VIII 800: 5 
ῥα καὶ ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆφιν 
ἴαλλεν | "Exvogog ἀντικρύ. 809. 


προΐημι emitto XI 41: ἔστι ψυ- 
χρὸν ὕδωρ, τὸ βου ἁ πολυδένδρεος 
Αἴτνα | λευχᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμ- 
βρόσιον προΐητι, cf. I. II 762: (Ti- 
ταρήσιον) ὅς ῥ᾽ ἐς Πηνειὸν προΐει 
καλλίρροον ὕδωρ. 

προλέγω deligo, eligo XIII 17: of 
δ᾽ αὐτῷ ἀριστῆες συνέποντο Ι πασᾶν 
ἐκ πολίων προλελεγμένοι, ὧν ὄφελός 
τι: "propter dignitatem electi , prae 
ceteris '; cf. IL XIII 689: of μὲν 
"A9qvoíov προλελεγμένοι. ἘΠ]. IV 
34: altera quae vehat Argo delectos 
heroas. 


προπάροιϑε ante, c. gen. XXV 
239: ἀλλ᾽ ἔπεσε προπάροιϑε ποδῶν 
ἀνεμώλιος αὕτως (i66), cf. ΤΙ. XIII 205: 
Ἕκτορι δὲ προπάροιϑε ποδῶν πέσεν 
ἐν. πονίῃσιν. 

πρόπας universus, cunctus XXY 
32: (ἀλωαὶ) ἃς ἡμεῖς ἔργοισιν ἐποι- 
χόμεϑα πρόπαν Tuae, ut apud Hom. 
saepius, e. g. Od. IX 161. 

προπέπτῳ — proiicio me 
XXIV 111: & τ᾽ εἰς γαῖαν προπεσόν- 
τες | πάμμαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα 
σύμφορα τέχνᾳ. 

Προποντὶς Propontis XIII 80: 

εἴσω δ᾽ ὅρμον ἔϑεντο Προποντίδος. 

πρός (tres exstant ἢ. v. formae 
1) προτ᾽ h. . 6. προτί XXX 96 ci. — 
2) dor. ποτί, ποτ᾽, ποϑ'᾽, per apoco- 
pen πότ. — 8) πρός.) D adv. in 
tmesi I.59; v. ποτιϑιγγάνω. — ID 


XXIII 36: ózzóvov ἐξελϑὼν ᾿ 


προέχω — πρός 


praep. (ubique leg. ante casum suum, 
bis inter adi. et subst. ponitur Tn 
30. Il 17; v. infrà) 4A) c. accus. 
ad, in, versus, adversus; 1) c. verbis 
motum quendam aliquo fieri signifi- 
cantibus a) ad personas I 106: ἕρπε 
ποτ᾽ Ayytonv. XXV 60: ἀλλ᾽ ἴομεν 
μάλα πρός. μιν. ΧΙ 42: ἀλλ᾽ ἀφί- 
xsvco z00' ἀμέ. δῦ: κατέδυν ποτὶ 
τίν. lll 1: κωμάσδω ποτὶ τὰν Apo- 
ορυλλέδα. XXIII 5. ,98. Ad. 5. met. 
I 37: ἄλλοκα δ᾽ αὖ ποτὶ τὸν ῥιπτεῖ 
νόον. — ad membra corporis XXIV 
59: ποτὶ σφέτερον βαλε κόλπον 
(Ἰφικλῆα). | XXIII 265: αὐτὸ "λαβὼν 
ποτὶ χεῖλος. Vl 80: ποτ᾽ ἰσχία ῥύγ- 
yos ἔχοισα. XXV 144: χρέμψασθαι. 
ποτὶ πλευρὰ κάρη. ΧΙ 82: (ὀφρῦς) 
ἐξ ὠτὸς τέταται “ποτὶ ϑώτερον ὥς. 
met. XXV 65: ἂψ δ᾽ óxvo ποτὶ 
χεῖλος ἐλάμβανε μῦϑον ἰόντα. — 
b) ad regiones v. res 1 105: ἕρπε 


ποτ᾽ Ἴδαν. | IV 29: ποτὶ Πῖσαν 
ἀφέρπων. 24: (ἐλαύνεται) ποτὶ τὸν 
Νήαιϑον. IIl 4: καὶ ποτὶ τὰν 


κράναν ἄγε (τὰς αἶγας). ΧΥ 188: 
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽. Ἢ 147: ποτ᾽ 
ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι. 108: ποτ᾽ 
ἰῷ κεανὸν τρέπε πώλους, cf. ,XXV 85. 
XXII. 182: ποτὶ γαῖαν ἀπ᾽ ὦμων 
τεύχε᾽ ἔϑεντο. 1Π 38: ποτὶ τὰν πί- 
vvv ὧδ᾽ ἀποκλινϑείς. de coeli re- 
ione V 103: τουτεῖ βοσκησεῖσϑε ποτ᾽ 
ἀντολάς. Ἐρ. XIX 3: (τὸ xÀ£og) δι- 
ἤλϑε κἠπὶ νύκτα καὶ πρὸς ἀῶ. — 
II 8: βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο 
παλαίστραν, οἵ. II 97. ΧΙ 12: ταὶ 
ὄιες ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ ἀπῆνϑον, 
cf. XXV 84. XVI 36; ἐλαυνόμενοι 
ποτὶ σακούς | μόσχοι. ΧΧΠ 199: 
(φεύγειν) ὡρμήϑη ποτὶ σῆμα πατρός. 
VI 24: ἐχϑρὰ φέροι ποτὶ οἶκον: non 
est hiatus, v. οἶκος. Il 17: ζυγξ, ἕλκε 
τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, 
qui versus repetitur ll 22, 27, 82. 
37. 42. 41. 52. 57. 08. 1I 132: ἐσκα- 
λέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαϑρον. — 
suppl. verbum IV 46: cito" ; ἃ Κυμαί. 
ϑα, ποτὶ τὸν λόφον! (sc. i9. "VIIL 50: ὦ 
σιμαὶ δεῦτε ποτ᾽ ἄντρ᾽ ἔριφοι (e coni. 
ser. A. Fritzschius pro vulg. δεῦτ᾽ ἐφ᾽ 
ὕδωρ). — e) met. XXII 165: πρὸς 
τέλος ἐλθεῖν: perfici. Ep. XXIII 2: 
ψήφου πρὸς λόγον ἐρχομένης. — 
2) c. iis verbis quae actionem fieri 
significant, ità ut dirigatur aliquo et 
fiat quasi motus; XI 43: τὰν ,γλαυκὰν 
δὲ ϑάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχϑεῖν. 





προσέειπον -- 


Ἷ 
᾿ 
τε 
E 


1 
d 


: καί μ᾽ ἀπὸ τᾶς κα- 
πόδε συνεχὲς εἶδε. 


ἘΠ 
ἐπὶ 


ξ 
Εἰ 


τὼ 
: ὅποκ᾽ ὀρτάλιχοι μινυ- 
κοῖτον ὁρῷεν. — : 
ποτὶ τὶν φίλον εἶπεν. ΤΠ 
25: ταῦτα κἄτερα πόλλα 


^ ἔμον ϑῦμον ἐμεμψάμαν (Bergk. 
i -- 8 Amish tnus n 

93: 9g ποτ᾽ 4α- 
ev, cf. 1 24. V 136. 


nis 
"et 


T 


ἐμὲ 


Sn 
H 
ὃς 
RE 
: 

E 


ignifieat relationem ad 


quem quis spectat 
94: νειοὲ δ᾽ ἐκπονέοιντο ποτὶ 
σπόρον. Ep. XVII 9: πολλὰ γὰρ πὸτ 
τοῖς πᾶσιν εἶπε χρήσιμα: 
instituendam'. V 10: 
ποτ᾽ ἔριν — αἰὲν ἑτοῖμος. — c) com 


« - 

—— V m οὐ σύμβλητ᾽ 
κυνόσβατος οὐδ᾽ ἀνεμώνα | πρὸς 
ῥόδα (Ahr. e coni. πὰρ). — d) con- 
venientiam: ad, secundum Ep. XIX 
ποιεῖν πρὸς λύραν T 

ἀείδειν. — 5) de tempore: ad, sub 
XVIII 55: ἔγρεσθαι δὲ πρὸς ἀῶ μὴ 
᾿πιλάθησθε. — B) c. dat. significat 


attingatur an non nihil interest: 
prope, ad, in, an, bei, auf I 2: (& 
πίτυς) ἃ ποτὶ ταῖς παγαῖσι μελίσδε- 
ται. Ὗ 46: fo εὖὔντι ποτὶ σμάνεσσι 
μέλισσαι, cf. I [101]. II 81: δινοῖτο 
ποθ᾽ —— ϑύραισιν, cf. XXIII 
17. 151: τὸν ποιμένα τὸν ποτ᾽ 
"Avdmo. ΠῚ 30: (τὸ τηλέφιλον) — 
ἀμαλῷ ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνϑη (Ahr. 
€. lunt. ὁμαλῶ π. πάχεος): 'in molli 
— — — d καί οἵ — 
ριμεῖα χολὰ ποτὶ δινὶ κάϑηται (Ahr. 
διίνα): auf, cf. VII 138. IV 61. VIIT 
99. IX 18. XXI 85. — VII 96: 
πᾶσα λίθος πταίοισα ποτ᾽ ἀρβυλίδεσ- 
σιν ἀείδει: 'allidens ad caligulas' ; 
ef. . Prom. 926: πταίσας δὲ 
τῷδε πρὸς κακῷ. — C) c. gen. est 
invocantis deos ae testantis: per 1 


προσνάχω 249 
12: λῇς ποτὲ τἂν Νυμφᾶν, λῆς, αὐ- 
πόλε, τεῖδε καϑέξας | — συρίσδεν; 
ef V 70. Ep. V 1: λῇς ποτὶ τᾶν 
Μοισᾶν διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαις IV 
50: ϑᾶσαί μ᾽ ὦ Κορύδων, πὸτ τῶ 
“Ιιός, cf. XV 70. eadem obtestatio 
interrogationi inserta iratum prodit 
animum V 74: μή τύ tig ἠρώτη πὸτ 
τῶ Διὸς «its Σιβύρτα | αἴτ᾽ ἐμόν 
ἐστι, κάκιστε, τὸ ποίμνιον; 

προσέειπον aor. affatus sum, c. 
acc, XXII 53: τὸν πρότερος προσέει- 
xtv ἀεϑλοφόρος Πολυδεύκης. eadem 
formain eadem versus sede XXV 1. 159. 

πρόσειμει accedo, appropinquo X XV 
68: rovg δὲ κύνες προσιόντας ἀπό- 
προϑεν αἵἷψ᾽ ἐνόησαν. de vehemen- 
tiore motu XXV 145: τοῦ μὲν (sc. 
λέοντος v. 143) ἄναξ προσιόντος 
ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ. 

προσέρχομαι, dor. ποτέρχομαι 
accedo, appropi XV 148: χγώνὴρ 
ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι ÓP μηδὲ ποτέν- 
ϑης (Casaub. pro vulg. μηδέποτ᾽ ἔν- 
ϑῃς).. Ep. XXI 2: εἰ μὲν πονηρός, 
μὴ ποτέργευ τῷ τύμβῳ (var. προσέρ- 
ov) Ad. 45: τῷ πυρὶ προσελϑών | 
ἔχαιε τοὺς ὀδόντας. 

προσήκει decet, consentameum est 
Ep. XII 4: καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ προσ- 
ἧκον ὁρῶν. 

πρόσϑ ε(νῚ (ante consonas πρόσϑε, 
ante vocales πρόσϑ᾽, πρόσϑεν) 1) 
adv. antea, superiore tempore XVII 
5: ἤρωες, rol πρόσϑεν ἀφ᾽ ἡμιϑέων 
ἐγένοντο. II 141. Ep. XVI 4: (Av«- 
κρέοντος) τῶν πρόσϑ᾽ εἴ τι περισσὸν 
ὠδοποιοῦ. — 2) praep. c. gen. ante, 
pro XVIII 3: πρόσϑε νεογράπτω ϑα- 
λάμω χορὸν ἐστάσαντο. accedit notio 
raestantiae VIII 54: πρόσϑε ϑέειν 
ἀνέμων: 'velocius. XVI 66: αὐτὰρ 
ἐγὼ τιμήν τε καὶ ἀνθρώπων φιλότητα 
| πολλῶν ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρό- 
σϑεν ἑλοίμαν: h. e. προελοέμαν. 


προσλέγομαι, dor. ποτιλέγομαι 
alloquor XXV 192: ὅς μὲν ὁμαρτήσας 
τοίῳ προσελέξατο μύϑῳ. 1 [92]: τὼς 
δ᾽ οὐδὲν ποτελέξαϑ᾽ ὁ βουκόλος. 

προσμάσσω, dor. ποτιμάσσω 
apprimo, applico XII 32: ὃς δέ κε 
προσμάξῃ γλυκερώτερα χείλεσι χείλη, 
Med. Ill 29: (ἔμοιγε) οὐδὲ τὸ τηλέφι- 
λον —— τι πλαταγῆσαν: 'ad- 
haerescebat". 
προσνάχω alluo XXI 18: & δὲ 


250 


παρ᾽ αὐτάν | ,Suouéver καλύβαν 
τρυφερὸν προσέναχε ϑάλασσα. 

πρόσοδος congressio ΧΧΠΙῚ 6: 
πάντα δὲ κἀν μύϑοισι καὶ ἐν προσ- 
ὀόδοισιν ἀτειρής. 

προσπνείω afflo XVII 51: πᾶσιν 
δ᾽ ἥπιος ἥδε βροτοῖς μαλακοὺς μὲν 
ἔρωτας | προσπνείει, cf. Tib. II 1, 80: 
at ille felix, cui placidus leniter 
afflat Amor. 

προσπτύσσω, med, amplector WI 
19: νύμφα, πρόσπτυξαί μὲ τὸν αἰπό- 
λον ὡς tv φιλάσω. 

πρόσσω v. πόρρω. 

προστίϑημι, dor. ποτιτέϑημι 
addo Ep. XVI 5: προσϑ'εὶς δὲ you 
TOig νέοισιν ἄδετο, | ἐρεῖς ἀτρεκέως 
ὅλον τὸν ἄνδρα. XIV 45: σάμερον 
ἑνδεκάτα (ἁμέρα), ποτίϑες δύο, καὶ 
δύο μῆνες (var. ποτέϑει, Ahr. e coni. 
ποτιδεῖ). met. XV 37: τοῖς δ΄ ἔρ- 
γοις καὶ τὰν ψυχὰν ποτέϑηκα (e 
Valeken. coni. ser. pro προτέϑεικα 
v. προτέϑηκαν: h. e. *opus aeque ac 
me ipsam amo'. 

πρόσφημι alloquor XXV 49: τὸν 
δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Διὸς ἄλ- 
κιμος υἷός. 

προσφϊλής gratus, suavis VIII 34: 
(αἴ τι Μενάλκας) πήποχ᾽ ὃ συριγκτὰς 
προσφιλὲς ᾷσε μέλος. 

πρόσωπον (Sg. πρόσωπον, -ου, -ῳ, 
-ov. pl πρόσωπα. ubique — praeter 
duos locos — in exitu hex.) facies, 
08, vultus 1) hominum XXII 101: 
ὄμματα δ᾽ οἰδήσαντος ἀπεστείνωτο 
προσώπου. 86: βάλλετο δ΄ ἀκτίνεο- 
σιν ἅπαν ᾿“μύκοιο πρόσωπον. 111. 
127. XXIII 18: τᾷ δὲ γολᾷ τὸ πρόσ- 
mov ,ἀμεέβετο. XXIV 116: τοῖον 
ἐπισκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσ- 
ὦπῳ, cf. Il. VII 212: μειδιόων βλο- 
συροῖσι προσώπασι. plur. IL; 440: 
καὶ τὰ πρόσωπα | ϑερμότερ᾽ ἧς ἢ 
πρόσϑε, καὶ ἐψιϑυρίσδομες ἀδύ. met. 
XVIII 26: πότνι᾽ ἅτ᾽ ἀντέλλοισα κα- 
λὸν διέφανε πρόσωπον | Aog. — 2) 
animalium XXV 225: (ἀμφὶ δὲ χαί- 
vag) αὐχμηρὰς πεπάλακτο φόνῳ χα- 
ροπόν τε πρόσωπον: leo. XXV 137: 
δεινὸν δ᾽ ἐβρυχῶντο φόνον λεῦσσόν 
TE προσώπῳ: tauri. 

πρότερος (a praep. πρό ducuntur 
1) comp. πρότερος, -ἢ, -Ov. pl. m. 
προτέρων, -0tg, -OL0t, T. προτέροισι. 
— 9) sup. πρῶτος (sg. m. πρώτου, 
τον. f. πρώτην, ταν, n. πρώτῳ, -ον. 
pl m. πρῶτοι, -οἱσι. n. πρῶτα). 


πρόσοδος — πρότερος 


πρώτιστα. dor. πρᾶτος (sg. m. πρᾶ- 
τος, -ον. εἶ: πράτα, -ᾳ. τ. πρᾶτον. 
pl. m. πράτοις. f. πρᾶται. n. πρᾶτα). 
πράτιστος. m. πράτιστον. pl. zoe- 
τιστα. — brevis vocalis ante compar. 
propter metri necessitatem semper 
producitur, ante superl. toties fere 
producitur quoties non producitur.) 
A) Comp. I) adi. prior; 1) de loco 
XXV 93: τόσα (νέφη) γάρ τε μετὰ 
προτέροισι κυλίνδει | ὃς ἀνέμου (var. 
πρώτοισι). --- 2) de tempore XXII 53: 
τὸν πρότερος προσέειπεν ἀεϑλοφόρος 
Πολυδεύκης. XXIH 147: ἡμῖν τοι 
“Μεύκιππος ἕὰς ἕδνωσε ϑύγατρας | 
τάσδε πολὺ προτέροις. c. gen. Ep. 
XXV 2: (ἡ παῖς ᾧχετ᾽) εἰς ᾿Δίδην 
πολλοῖς ἡλικίης προτέρη. de iis qui 
superioribus fuerunt temporibus XVI 
80: προτέροις ἴσος ἡρώεσσι. 88. — 
XVII 121: μοῦνος ὅδε προτέρων. 
XVI 50: φυλόπιδας προτέρων. ὕμνη- 
σαν ἀοιδοί. — ΠῚ adv. πρότερον 
prius, superiore tempore XV 29: ὕδα- 
τος πρότερον δεῖ. c. arie. pro adi. 
XV 141: (ov Πατροκλῆς 5) οὔϑ᾽ οἵ 
ἔτι πρότερον “απέϑαι καὶ “ευκαλίω- 
γνες. — Χ 23: καὶ μὰν πρότερόν ποκα 
μουσικὸς ἦσϑα. — B) Super. I) adi. 
1) de loco: primus, summus XXII 
184: σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ᾽ ἀσπί- 
δος ἄντυγα πρώτην, cf. Il. XX 215: 
(βάλεν — κατ᾽ ἀσπίδα) ἄντυγ᾽ ὕπο 
πρώτην. — 23) de tempore et numero: 
primus a) inter plures, o) c. subst. 
XVIH 56: πρᾶτος ἀοιδός. XV 85: 
πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κατα- 
βάλλων. XVII 59: ὅτε πρώταν ἴδες 
ἀῶ. — XII 30: εἴαρν πρώτῳ (var. 
zocr9): primo h. e. ineunte vere, — 

B) sine subst. XVIII 3: ἀνδρῶν — 
Πτολεμαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσϑω M 
καὶ πύματος καὶ μέσσος. — y) ad 

verbum potius refertur XXV 136: 
πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χροὸς 
ἤισαν ὀσμήν: zuerst. XXIV 84: 44- 
χμήνα — ἐπέδραμε πράτα. 1 11: 
qv9" Ἑρμῆς πράτιστος. XIII 3. XVIII 
43. 46. XXVI 12. XXVII 55. XVII 
11: ví πρῶτον καταλέξω: XXV 177. 
193. — b) inter duos (pro compar.) 
XXIX 11: τῷ δ᾽ εὖϑυς πλέον ἢ ἢ τριέ- 
τῆς ἐγένευ φίλος, τὸν πρῶτον δὲ φι- 
λεῦντα τρίταιον ἐϑήκαο (var. πρᾶτον). 
XXII 25: Κάστορος 5 πρώτου Πολυ- 
δεύκεος ἄρξομ᾽ ἀείδειν; | ἀμφοτέρω 
ὑμνέων Πολυδεύκεα «πρῶτον ἀείδω. 
VII 5: πρᾶτος δ᾽ ὧν ποτὶ εἰάφνιν 





προτέρωσε -- πτελεατικός 


ἰδὼν ἀγόρευε Μενάλκας. Vl 5. VIII 
80. 32. 1X [1.] [2]. wh de Sap 

tate: primus, spectatus , nobilis 
55: πλευσοῦμαι κἠγὼν διαπόντιος, 
οὔτε κάκιστος | οὔτε πρᾶτος ἴσως, 
—5 δέ τις ὁ στρατιώτας. VIII 92: 
τούτω πρᾶτος παρὰ ποιμέσι 4ά- 
— c. gen. XVIII 4: (παρ- 
) δώδεκα ταὶ πρᾶται πόλιος. 
Ep. XX 3: πρᾶτος τῶν ἐπάνωϑε μου- 
^ scrap rM nd — X 328: καὶ 
qued um καὶ d γραπτὰ 
ER wes ἐν τοῖς στε- 
ποᾶτα 1; γονται: "nominan- 

decus maximum". 


m. "xps 858. πρῶτον, — 
imo, ante omnia XV 78: 


. ἢ 18. 130. XI 25. 

XXV Ὁ 249. IV 95: πρᾶτον, ἔπειτα 
ἀκ 3) π΄ pL τὰ πρῶτα primum 
Xé τι: "ΝΣ “Διὶ Κρονίωνι μέλοντι) 

qe: ὁ δ᾽ ἔξοχος, ὅν κε 

d | oh τὰ πρῶτα: 'simul 
ac primum natus est, cf. TI. VI 489: 
τὰ πρῶτα γένηται. — σρώ- 
τιστα, πράτιστα᾽ primum omnium 
XXII 187: ἔγχεσι uiv πρώτιστα τι- 
πόνον ZA | ἀλλήλων. 

XXV 155. 204. VII 49: μᾶλα 
τεὰ —— τάδε yvocovra μαλάξω. 
,vorwürts XXV 

σσα τ᾽ b οὐρανῷ ticw ἐλαυνό- 
—— (νέφη), cf. h. Hom. 
(εὖτ᾽ ἂν — Σελήνη) ἐσ- 

—— προτέρωσ᾽ ἐλάσῃ καλλίτριχας 


genu v. X 
MN ereerctoqpa. 
προτὶμύῦϑέομαι ad, allo- 


XXV 66: μή τί ot οὐ κατὰ και- 
φὸν ἔπος προτιμυϑήσαιτο, cf. Od. XI 
143: (οὐδ᾽ & £óv υἱόν) ἔτλη ἐσάντα 
ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυϑήσασϑαι. 
praescriptio , aetextns 
᾿ - Sur 5. ἄλλος τις — λε- 
* τὰ δ᾽ ὀθνεῖα Κάικος | χρήματα 
et γυκτὸς Dosen ἀριϑμεὶ, 
γὰρ ἀπολεῖς praestans. XVII. 4: ὁ 
—— προφερέστερος ἀν- 
* *excellentior ceteris omnibus'. 
, προφέρω praesto, ezcello Xll. 5: 
ὅσσον παρϑενικὴ προφέρει τριγάμοιο 
γυναικός. — ipf. intens, XXII 188: 
γενεῇ προφέρεσκον. XXV 138: τῶν 
μέν τε προφέρεσκε βίηφί τε καὶ σϑέ- 
vet ᾧ | -- Φαέθων. 
προφεύγω effugio XXII 27: ἡ μὲν 


251 


ἄρα προφυγοῦσα πέτρας εἰς ἕν ξυν- 
ιούσας | 40760 καὶ νιφόεντος ἀταρ- 
τηρὸν στόμα Πόντου. 

προφϑάνω praevenio XXV 264: 
(τὸν μὲν) αὐχένος ἀρρήκτοιο παρ᾽ 
(viov ἔφλασα προφϑαάς. 

πρόφρων, commodus, libens 1 60: 
τῷ καί τυ nola πρόφρων ἀρεσαίμαν. 
XXV 3: ἔκ vos ξεῖνε πρόφρων μυ- 
ϑήσομαι ὅσσ᾽ ἐρεείνεις. 

πρύμινα puppis XXII 10: oí δέ 
σφεων κατὰ πρύμναν ἀείραντες μέγα 
κῦμα. 

πρύτανεῖον prytaneum. XXI 35: 
κείμενος ἐν φύλλοις ποτὶ κύματι, 
μηδὲ καϑεύδων, | ἀλλ᾽ ὄνος iv δάμνῳ 
τὸ τε λύχνιον di “πρυτανείῳ. 

— v. πρόαν. 

ρωεζός maturus XVI 9: οὕτω 
δὴ —* χατέδραϑες, ὦ φίλε γαμ- 
βρέ; (ex Ahr. emend. scr. pro vulg. 
πρώιξα): *per attractionem vocativus 
ponitur ut id. XVII 66". 

πρώξ gutta roris IV 16: μὴ πρῶ- 
xag σιτέξεται (ἁ πόρτις ὥσπερ ὁ τέτ- 
tib: πρὼξ ἡ πρωινὴ δρόσος. Schol. 

πρώρᾶϑεν ex prora XXII 10: 
κατὰ πρύμναν ἀείραντες éyo κῦμα, 
ἠὲ καὶ ἐκ πρώραϑεν, c e XXV 180: 
ové —— ᾿4χαιός. 

Πρωτεύς Proteus, deus marinus 
ΝΠ 52: ὡς Πρωτεὺς φώκας, καὶ 
ϑεὸς ὦν, ἔνεμεν. 

πρωτοτόχος primum enixa, pri- 
mipara V 31: (τίς δὲ παρεύσας) αἰγὸς 
πρωτοτόκοιο κακὰν κύνα δήλετ᾽ ἀμέλ- 
γειν (Ahr. e coni πρατοτόκοιο); 

πρῶτος v. πρότερος. 

πταίω offendo VII 26: πᾶσα λέϑος 
πταίοισα ποτ᾽ ἀρβυλίδεσσιν ἀείδει. 

πτελέα ulmus campestris L. 1 91: 
δεῦρ᾽, ὑπὸ τὰν πτελέαν ,ξσδώμεϑα. 
XXVII 12: δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰς πτελέας. 
ef. Verg. Ecl V 8: (cur non) hic 
corulis mixtas inter considimus ul- 
mos? VII 135: πολλαὶ δ᾽ ἁμὶν 
ὕπερθε κατὰ κρατὸς δονέοντο | αἴγει- 
qot πτελέαι τε. (de VII 8 v. κλήϑρη) 

πτελεᾶτιχός ulmi iulis conditus 
VII 65: τὸν πτελεατικὸν (vulg. ἤτε- 
λεατικὸν) οἶνον ἀπὸ κρατῆρος ἀφυξῶ: 
condiebatur autem vinum 'ad sápo- 
rem et aetatem ei conciliandam; 
namque inest ulmo amaritudo, ob 
quam vermes quoque ligno eius par- 
eunt (ef. Hes. ἔργ. 436 (433): πεε- 
λέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες); hinc Schol. 


252 


expl. τὸν , ὑγιείας καὶ ῥώμης παρα- 
σκευαστικον᾽. Ali minus 'apte vi- 
num  arbustivum dici censent vel 
Pteleaticum, de Ptelea cogitantes 
insulae Coi regione, de qua nihil 
praeterea constat. 


Πτερέλᾶος Plerclaus, rex Taphio- 
rum, ab Amphitryone interfectus (ef. 
Plaut. Amph. I 1, 96) XXIV 4: χαλ- 
κείαν κατέϑηκεν ἐς ἀσπίδα, τὰν 
Πτερελάου | ᾿ἀμφιτρύων καλὸν ὅπλον 
ἀπεσκύλευσε πεσόντος. 


πτέρις aspidium flic L. V δῦ: 
αἱ δέ κε καὶ τὺ μόλῃς, ἁπαλὰν πτέριν 
ὧδε πατήσεις ] καὶ γλάχων᾽ ἀνϑεῦ- 
σαν. ΠῚ 14: (ἐς τεὸν ἄντρον ἵκοί- 
pov) τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέ- 
Qu» & TU πυκάσδει: *quae te, antrum 
tuum, quasi circumvallat'. 


“πτέρνα calc XXV 268: πρὸς δ᾽ 
οὖδας πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπι- 
éfevv | οὐραίους ἐπιβάς. 

πτερόν ala XIII 14: σεισαμένας 
πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ αἰϑαλόεντι πετεύρῳ. 


πτέρυξ ala XV 121: οἷοι ἀηδονι- 
δῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρων | πω- 
τῶνται πτερύγων πειρώμενοι, ὄξον 
ἀπ᾽ ὄξω. met. XXIX 29: πτέρυγας 
(νεότας) ἐπωμαδίαις φόρει, κἄμμες 
βαρδύτεροι τὰ ποτήμενα συλλάβην. 


Πτολεμαῖος 1) Ptolemaeus 1 So- 

ter, Lagi f£. XVII 14: Λαγείδας Πτο- 
λεμαῖος. 39. XVII 57: (σὲ δ᾽ αἱἷ- 
χμητὰ ΤΠτολεμαῖε) αἰχμητᾷ decies m 
ἀρέζηλος Βερενίχκα (sc. ἔτεκεν). 
2) Ptolemaeus 11 Philadelphus, Pto- 
lemaei I et Berenices f., Arsinoes 
sororis coniux (cf. XVI 103) XVII 
85: Πτολεμαῖος ἀγήνωρ. 103: ἕαν- 
ϑοκόμας Πτολεμαῖος. 56: αἰχμητὰ 
Πτολεμαῖε. 185: ἄναξ Πτολεμαῖε. 
XV 22: βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ 
Πτολεμαίω. XVII 92: (ϑάλασσα δὲ 
πᾶσα καὶ eic) καὶ ποταμοὶ κελάδον- 
τες ἀνάσσονται Πτολεμαίῳ. XIV 59: 
μισϑοδότας Πτολεμαῖος ἐλευϑέρῳ οἷος 
ἄριστος. XVII 115: Μουσάων δ᾽ 
ὑποφῆται ἀείδοντι Πτολεμαῖον | ἀντ᾽ 
εὐεργεσίης. XV 46. XVII 8. 

πτολίξϑρον oppidum Ars 157: 
Aoxaóín τ᾽ εὔμηλος Ayowbv τε mro- 
Ate oo. 

πτόλις v. πόλις. 

πτύον ventilabrum VII 156: (ἃς 
ἐπὶ σωρῷ) αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα 
πτύον: εἰώϑασι γὰρ ἐκτρέψαντες τοὺς 


— -- πυκινός 


καρποὺς καὶ σωροὺς ποιήσαντες τὸ 
πτύον  πτήσσειν. Schol. 


zvvo 1) despuo ad fascinationem 
arcendam VI 39: ὡς μὴ βασκανϑῶ 
δέ, τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον. 
XX 11: τοιάδὲ μυϑίέξοισα τρὶς εἰς ξὸν 
ἔπτυσε κόλπον. —, 2) spumo XV 188: 
ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα. 

πτοῖξ lepus 1110: καὶ πτῶκας βάλ- 
λει καὶ ϑηρία πάντα διώκει. 

πύγέξω paedico V 41: ἁνίκ᾽ ἐπύ- 
γιξόν. τυ, τὺ δ᾽ ἄλγεες. 


πύγισμα paedicatio V 48: μὴ βά- 
ϑιον τήνω πυγίσματος, οἰφέ, ταφείης. 

πυγμάχος pugil XXII 65: εἷς ἑνὶ 
χεῖρας ἄειρον ἐναντίος ἀνδρὶ κατα- 
Gras. | πυγμάχος; ἢ καὶ ποσσὶ ϑενὼν 
σκέλος, ὄμματα δ᾽ ὀρϑά; 

πυγμή pugnus XXII 104: μέσσης 
ῥινὸς ὕπερθε κατ᾽ ὀφρύος ἤλασε 
πυγμῇ. 45: δεινὸς ἰδεῖν, σκληραῖσι 
τεϑλασμένος οὔατα πυγμαῖς: caesti- 
bus enim manus pugilum cireum- 
plicabantur. 

Ππυϑαγορικτάς Pythagorae secta- 
tor XIV 5: τοιοῦτος πρώαν τις ἀφί- 
κετο Πυϑαγοριχτάς: 'Pythagorissans 
quidam, Pythagorae asseclam cultu 
externo affectans'. 


Πύϑιος Pythius Ep. 1. 8: ταὶ δὲ 
μελάμφυλλοι δάφναι τίν, Πύϑιε Παιάν 
(κεῖνται). 

πύϑμην fundus XVI 10: κενεᾶς 
ἐν πυϑμένι χηλοῦ. 

πύκάξω, aeol πυχάσδω (act. 
praes, πυχάσδει, - vv. ipf. ἐπύκαξεν. — 
pass. pf. πεπυκασμένον, -ἂ) 1) denso, 
stipo VH 67: χὰ ,στιβὰς ἐσσεῖται πε- 
πυχασμένα ἔστ᾽ ἐπὶ πᾶχυν | κνύξᾳ τ᾽ 
ἀσφοδέλῳ τε, cf. Hor. Od. T 28, 19: 
mixta senum ac iuvenum densentur 
funera. — 2) tego, comtego Π 153: 
στεφάνοισι τὰ δώματα, τῆνα πυκά- 
σδειν. ΤΙ 14: τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ 
τὰν πτέριν ἅ τυ πυκάσδει: quae te, 
antrum tuum, quasi circamvallat": 
XXI 53: (χρύσεον ἰχϑύν) παντᾷ τῷ 

ρυσῷ πεπυκασμένον. met. 29: 
ἐμὰν δ᾽ ἐπύκαζεν ὑπήναν (καλλος): 
ἐκόσμει. Gloss. 

πῦκινός, πῦκνός 1) solidus XXV 
210: (βάκτρον) εὑρὼν σὺν πυκινῇσιν 
ὁλοσχερὲς ἔσπασα ῥίξαις. — 2) den- 
sus VII 139: ἃ δ᾽ ὀλολυγών ] τηλό- 
ϑὲν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύξεσκεν 
ἀκάνϑαις, (Ahr. πυκινῇσι). XXII 126: 
πυκνοὶ δ᾽ ἀράβησαν ὀδόντες, cf. Od. 





XII 92: ὀδόντες πυκνοὶ καὶ ϑαμέες. 
—* XVIII 38: ἐνὶ δαιδαλέῳ πυ- 
cen ie ti foro | κερκέδι ovu- 


— πύχτας pugil XXII 
duóg κεκλήσεϑ᾽ ὁ πύ- 

τιν, 110: πύχται | δεινοὶ ἐν 
HESS XXII 132: ὦ πύκτη IHo- 
λύδευκες. IV 33: ὁ πύχτας | Afqow. 


omoia porta 11 160: τὰν (deo πύ- 
Aav, val Μοίρας, ἀραξεῖ. bore 
X E plur. πύλας 4(óao dixit" 
g. Il. V 646. 
, urbs Peloponnesi in 


Trnbyla sita, Nelea (ef. 11. XI 682) 
: τὰν ἀγέλαν 1o —— ἀπ 
ἂγε Μελάμπους | ἐς Πύλον. 
ος extremus, ultimus, 

má; 1) de loco VII 113: ἐν à θέρει 

᾿ αΑἰϑιόπεσσι νομεύοις. 

-— * de tempore XVII 3: Πτολε- 

μαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσϑω | καὶ πύ- 

ματος καὶ μέσσος. II 62: τὰν πυ- 

— δ᾽ ὡδὰν οὑτῶς ἐξᾶρχε Μενάλ- 
neutr. sg. c. artic. pro adv. 

XXIII 4 40: τὸ δ᾽ αὖ πύματόν us φί- 

λασον: oam 


ἘΠῚ 


i x68 ad xi Ms τᾶμος 
— i ast ς | ἥλασα, κἄλ- 
I ul de be d 67: πὺξ 
διατεινάμενος σφετέρης μὴ φείδεο 
2: Κάστορα καὶ — Πο- 
—— 2. n | χεῖρας ἐπι- 
βοέοισιν din; οἵ. 


[1 
d ἐσ πὺξ [sec IIolvàrvxee. 
ΠπΠύξα p. oppidulum v. regio 


quaedam Coi VIL 130: χὼ μὲν 
ἀποκλίνας ix d ἀριστερὰ τὰν ἐπὶ Πύ- 
κε Ι. eleg" ὁδόν 


buzeus XXIV 108: (yei- 
€) πυξίνᾳ iv φόρμιγγι. 


| ἘΠ * rvoos πῦρ) ignis 


; ya μὴ —— οὐ. 
γάς τοι 7vQ tat; ἄδιον ἀσῇ | 
ἴδ᾽ ὑπὸ τὰν n a καὶ τἄλσεα 
μεν ἐν καϑίξας. — 2) ab hominibus 
paratus a) ad res concremandas, prae- 
ue in saerifieiis XXIV 80: ἀλλά, 
γύναι, πῦρ μέν τοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυ- 
xov ἔστω. 91: ἦρι, δὲ συλλέξασα χόνιν 
πυρός. || 18: ἄλφιτά τοι πρᾶτον 
πυρὶ τάκεται. — DA: (τὸ κράσπεδον) 
ὡγὼ νῦν tlow« κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ 
Ad. 46. — b) NI calefacien- 

T: corpus VII 66: πὰρ πυρὶ κεκλι- 
"- Li: ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι 
σποδῷ ἀκώματον πῦρ, cf. 


πύκτης - πυροφόρος 


253 


Tibull 1 1, 6: dum meus assiduo 
luceat igne "focus, — €) ad cibos v. 
alias res mitigandas IX 19: ἐν πυρὶ 


. δὲ δρυένῳ χόρια fei, ἐν πυρὶ δ᾽ abet 


| φαγοί, χειμαίνοντος. VII 66: xva- 
μὸν δέ τις iv πυρὶ φρυξεῖ. XXIV 
137: αὐτὰρ ἐπ᾿ ἄματι τυννὸν ἄνευ 
πυρὸς «ivvro δόρπον. — XXV 249: 
(exa κάμπτῃσιν ἐρινεοῦ) ϑάλψας 
v πυρὶ πρῶτον. — d) ad collustran- 
dum locum. XXIV 48: οἴσετε πῦρ ὅτι 
ϑᾶσσον ἀπ᾽ ἐσχαρεῶνος ἑλόντες. — 
8) met. a) oculorum ignis XXIV 18: 
ἀπ᾽ ὀφϑαλμῶν δὲ καχὸν πῦρ | ἐρχο- 
μένοις λάμπεσχε, βαρὺν δ᾽ ἐξέπτυον 
ἰόν: dracones, cf. Verg. Aen. lI 210: 
MADE oculos sufecti sanguine 
(angues). — b) amoris Il 131: 

$4 τὰν Κύπριν τύ ut δευτέρα ἐκ 
πυρὸς εἴλευ, cf. Verg. Aen. IV 2: 
(Dido) volnus alit venis et eaeco car- 
pitur igni. 

πῦρά ro XXIV 81: ϑνητὰ δὲ 
πάντα πυρὰ Τραχίνιος ἕξεῖ. 

πύργος turris, met. XXII 220: 
Ἰλιάδας τε μάχας Api τε πύρ ov 
ἀυτῆς, cf. ot^ XI 556: τοῖος γάρ —J 
πύργος ἀπώλεο (4iav). 

πῦρεῖον igniarium, materia arida 
ad accendendum ignem XXII 33: 
εὐνάς τ᾽ ἐστόρνυντο πυρεῖά τε χερσὶν 
ἐνώμων, οἵ. Apollon. Rhod, I 1188: 
φυλλάδα λειμώνων φέρον ἄσπετον 
ἀμήσαντες | στόρνυσϑαι" τοὶ δ᾽ ἀμφὶ 
πυρήια δινεύεσκον, ubi Schol.: ἀντὶ 
τοῦ ἔστρεφον, παρέτριβον᾽ τὰ γὰρ 
ξύλα παρέτριβον καὶ ἀπ᾽ αὐτῶν πῦ 
ἔβαλλον. πυρεῖα γὰρ ταῦτά φησι τὰ 
προστριβόμενα ἀλλήλοις πρὸς τὸ πῦρ 
xysvvav' ὧν τὸ μέν ἐστιν ὕπτιον, ὃ 
καλεῖται στορεύς" ϑάτερον δὲ παρα- 
πλήσιον τρυπάνῳ, ὅπερ ἐπιτρίβοντες 
τῷ στορεῖ στρέφουσιν. 

πῦρισφάραγος igni crepitans, met. 
Syr. 8: ἄγαλμα πόϑοιο πυρισφαράγου 
(al. πυρισμαράγου): "monumentum 
desiderii ardentissimi". 

πυρναῖος badius, spadir 1 46: 
πυρναίαις σταφυλαϊῖσι καλὸν βέβριϑεν 
ἀλωά (Ahr. e coni. πυρραίαις, Mein. 
πυκναίαις, Briggs. περχναῖσι): *hoc 
colore uvarum maturitas proditur, 
quare Schol: ταῖς περκαξούσαις ἢ 
τροφέμοις᾽. 

πῦροφόρος triticum. ferens. XXV 
30: πυροφόροι τε γύαι καὶ ἀλωαὶ 
δενδρήεσσαι. 


254 


πῦρφόω igne lustro XXIV 94: xa- 
ϑαρῷ δὲ πυρώσατε δῶμα ϑεείῳ. 

“πυρρέχος rufulus IV 20: λεπτὸς 
μὰν χὼ ταῦρος ὁ πυρρίχος. 

πυρρός, πυρσὸς 1) igneus XII 
50: πυρσὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστήρ 
| ἀϑρόος ἐν πόντῳ. — 2) rufus, flavus, 
de prima lanugine VI 2: ἧς δ᾽ ὁ μὲν 
αὐτῶν | πυρρός, ὁ δ᾽ ἦνι ἕνειος. ΧΥ 
180: οὐ κεντεῖ τὸ φίλαμ᾽, ἔτι οἵ περὶ 
χείλεα πυρρά. de leone XXV 244: 
πυρσαὶ δ᾽ ἔφριξαν ἔϑειραι | σκυξο- 
μένῳ. de equo XV 53: ὀρϑὸς ἀνέστα 
ὁ πυρρός. 

Πύρρος Pyrrhus 1) Neoptolemus 
(Od. XI-506), Achillei filius XV 140: 
οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας 
ἐπανελϑών. — 2) poeta Erythraeus, 
Theocriti aequalis IV 31: xev " 
τὰ Τλαύκας ἀγκρούομαι, εὖ δὲ τ 
Πύρρω: Ἐρυϑραϊῖος ἢ Λέσβιος, ἠελῶν 
ποιητής. Schol. 


πυρρότρἴχος flavens prima lanu- 
gine VIH 8: ἄμφω τώγ᾽ ἤστην πυρρο- 
τρέχω, ἄμφω ἐνάβω, cf. Verg. Aen. 
X 324: flaventem prima lanugine 
malas — Clytium. 

“πυρσός flamma (amoris) XXIII 7: 
οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύϑιον 
(se. ἦν). 

πυρσός adi. v. πυρρός. 

πῦσος ? XXI 13: νέρϑεν τὰς κε- 
φαλᾶς φορμὸς βραχύς, εἵματα πῦσοι 
(πῖλοι lunt. Call): *das unbekannte 
Wort ist dem Leben entlehnt?. A.Fr. 
εἶμα τάπης vs coni. Ahr., ἐκτετάνυστο 
C. Hartung. Phil. XXXIV p. 634. 

— part. enclit. 1) quaquam Ix 

(φαένετε δ᾽ ὠδάς,) μή πο ἐπὶ 
He ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω (e 
Fritzseh. et Ziegl. coni. scr. pro vulg. 
μηκέτ᾽). — ὃ) c. negat. iuncta respon- 
det lat. — dwm: nondum, necdum; 
v. οὔπω, οὐδέπω. 

πώγων barba X. 40: ὦμοι τῶ πώ- 
γῶνος, ὃν ἀλιϑίως ἀνέφυσα: "stulte 
barbam alui'; cf. XIV 28: “οὐ μὰν 
ἐξήταξα μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν. 


ἃ part. enclit. v. ἄρα. 

φαγίξω, acinos carpo V 112: μὲς 
σέω τὰς δασυκέρκος ἀλώπεκας, αἱ τὰ 
Μίκωνος] αἰεὶ φοιτῶσαι. τὰ ποϑέσπερα 
ῥαγίζοντι: ἀντὶ τοῦ τὰς ῥᾶγας ἀνα- 
λέγουσι. τινὲς οὕτω κατὰ τὸ ἔσω 


πυρόω -- 


ῥαδινός 


Long. Pastor, IL 6 Passow.: εἰμὴ μάτην 
ταύτας τὰς πολιὰς ἔφυσα μηδὲ γηράσας 
ματαιοτέρας τὰς φρένας —— 

πῶλος equulus , pullus equinus 
IL 48: ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ 
᾿Δρκάσι" τῷ, ᾿ ἐπὶ πᾶσαι | καὶ πῶλοι 
μαίνονται ἀν᾽ dose καὶ ϑοαὶ ἵπποι. 
talibus equis utitur Luna II 163: ἀλλὰ 
τὺ μὲν χαίροισα ποτ΄ Ὡκεανὸν τρέπε 
πώλους (Ahr. πώλως), cf. 0d. XXIII 
246: Adumoy καὶ Φαέϑονθ᾽᾽, olv Hà 
πῶλοι ἄγουσιν, qui vocantur ἵπποι 
XXIII 244. 

πῶμα potus VIL 154: oiov δὴ τόκα 
πῶμα διεκρανάσατε Νύμφαι. 

πῶς adv. interrog. 1) quomodo, 
qui, plerumque eius est qui stupet 
aut indignatur responsum non quae- 
rens, quum in ipsa interrogatione iam 
insit responsum negativum; XXIX a: 
πῶς ταῦτ᾽ ἄρμενα, τὸν φιλέοντ᾽ ἀνίαις 
δίδων; XXII 55: (χαῖρε, ξεῖν᾽, ὅτις 
ἐσσί.) χαίρω πῶς, ὅτε τ᾽ ἄνδρας ὁρῶ, 
τοὺς μὴ πρὶν ὄπωπα; add. particulae 

25: καὶ πῶς, ὦ κίναδος σύ, τάδ᾽ 
ἔσσεται ἐξ ἴσου ἁμίν; XV λἀ4: ὦ 


δεοί, ὅσσος ὄχλος. πῶς καί ποκα 
τοῦτο περᾶσαι | χρὴ τὸ κακόν; XXI 
49: πῶς μέν. XII 145: πῶς δ᾽. 


115: πῶς δ᾽ ἂρ δή. — 2) quam, in 
quaest. indir. XXIII 5: (κοὐκ E τὸν 
Ἔρωτα) πῶς πικρὰ βέλη ποτὶ παιδία 
βάλλει. XXVII 45. 

πῶς adv. enclit. quaquam, forte 
XXII 93: δειδιότες μή πώς μιν ἐπι- 
βρίσας δαμάσειε. VIII 26: (τίς ἄμμε 
κρινεῖ) τῆνόν zog ἐνταῦϑα τὸν αἱ- 
πόλον ἣν καλέσωμες, id quod per at- 
tractionem dieitur pro τῆνος ὁ αἷ- 
πόλος, ἢν πως αὐτὸν καλέσωμες. 

πωτάομιαι volito XV 121: ἄηδο- 
νιδῆες ἀεξομενὰν ἐπὶ δένδρων | mo- 
τῶνται πτερύγων πειρώμενοι ὄξον ἀπ᾽ 
ὄξω. VII 142: πωτῶντο ξουϑαὶ περὶ 
πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι. 

πῶυ grex ovium XXVII 97: τεύχω 
σοι ,ϑαλαάμους" τὰ δὲ πώεα καλὰ νο- 
μεύω, οἵ. Od. XI 402: οἰῶν πώεα 
καλά. XII 129. Il XVIII 598. ' 


νοούμενον λέγουσι" μισῶ, τοὺς ἄνδρας 
τοὺς ἐνήλικας » καὶ δασυπύγους, οἱ φοι- 
τῶντες διὰ τῆς νυκτὸς τὰ τοῦ Mi- 
κῶνος δαγίξοντι, ἤγουν ἐσθίουσι, δη- 
λονότι ὑπ᾽ αὐτοῦ βινούμενοι. Schol. 

ῥὰάδινός gracilis 1) de hominibus 








—— Qe PR FT 





Lo 







P MNEPSM "eo n e RESET ΝΥ ΤῊ 


: * uólsov ἐς εὐ- 
δαδινὰς ἐσεμάξατο χεῖρας. -- 
le rebus XI 45: ἐντὶ δάφναι τηνεῖ, 
διναὶ κυπάρισσοι, cf. XXVII 
vocalis ante h. v. nescio 


B quod olim prae- 


erat digamma, cf. Sapph. fr. 
: ὄρπακι βραδινῷ. v. δέξω, 


; —— facilis XVII 44: 
το rv Md ῥηίδιαι). XI 4: 
gov δέ τι τοῦτο καὶ ἀδύ) γίνετ᾽ 
T i , εὑρεῖν δ᾽ οὐ ῥάδιόν 
n. — TN .aeol. βρᾶϊδίως (Bergk. 
XXX 38. comp. XI 81: 


ἄς o: ἄγ᾽ ἢ εἰ — — 

ntl δά " ηίτερον 

£vov κλύοι p ,superl. τ: 
DM d διᾶγ᾽ o Κύκλωψ ὁ 


ράχος 1) pannus, 
x τὠμπέχονον 
δὲ γυμνά. — 
^ "πῇ 11: οἷα 

—— οἱσ υδατινα κη. 
— — 
ΟΥ IV 57: (μὴ γήλιπος 


Teufelszwirn 
ferto, Bárre ἐν γὰρ ὄρει δάώμνοι τε 
κομέοντι. XXI 35: 


—— φύλλοις ποτὶ stum, μηδὲ 
ἀλλ᾽ ὄνος ἐν δάμνῳ τό 


- cedi XXV 245: κυρτὴ 
δὲ — ien) rre ἠύτε τόξον. 
ἐν τα nr ovis et Iunonis mater 

1: ὧδε καὶ ἀϑανάτων ἱερὸς 
σϑη,] οὕς τέχετο κρεί- 
rni ἐλῆας Ὀλύμπου, cf. Il. 
XV 187: ἀδελφ «xd οὃς τέκετο Ῥέα. 
i2. — XX 40: xal τύ, JT 


ttin 
ditus ipm Lo ῥέξω. 


modes 
aor. ἔρε ἐξον. 
δέξαι. ὅ Eas, νον. * Locri 
ante e bis producitur, v. J 


vóg.) 1) ago, tue; "n e.acc, XXVI 3 

vd) τόδε Toskav. XXII J 
EM ὅγε ᾧ αἰ τι λιλαιόμενος μέγα 
γον. 48: τί δέξεις, Zarv- 
ρίσκε; XVI 74, XVII 6. XXIII 35. 
XXVII 24. — b) c. dupl. acc.: afficio 
XXH 131: τὸν μὲν ἄρα πρατέων περ 
ἀτάσθαλον οὐδὲν ἔρεξας. — 3) facio, 
saerifico XVI 26: αἰεὶ δὲ ϑεοῖς ἐπι- 
βώμια δέξειν. XXVII 63: δέξω πόρ- 
τιν Ἔρωτι. Ep. IV. 11. 


diis — dite 


255 


ῥέϑος 1) membrum XXIII 39: λῦ- 
cov τῷ σχοίνω μὲ καὶ ἀμφίϑες ix 
ῥεθϑέων cov | εἴματα καὶ κρύψον με. 
— 3) facies XXIX 16: καὶ μέν σευ 
τὸ κάλον τις ἴδων ῥέϑος αἰνέσαι. 

Qi facile XXV 98: σηκοὶ δὲ βοῶν 
ῥεῖα πλήσθϑησαν | εἰλιπόδων. 194: 
μαάλᾶ δεῖα --- ἐνόησας. 

ὀεῖϑρον [luentum, fons Ep. IV 6: 
(ἀενάον δέ) δεῖϑρον ἀπὸ σπιλάδων 
pcm τηλεϑάει | δάφναις. 


ὁέω (praes. δέοντι. δείτω. δέοντος, 
δέον. B f. ἔρρεε, óéev, ἔρρευν) 1) fluo, 
78: παρ᾽ ὕδωρ fov αἷ- 
ϑρισκοινεῖν. XXV 19: πέρην ποτα- 
μοῖο δέοντος. Υ 124: 'Infoa, ἀνθ᾽ 
ὕδατος mx ἅλα (vulg. "Iu£ga 
«vo^ XXI 46: καὶ ῥέεν αἷμα. 
c. dat. xiv 88: τήνῳ τὰ σὰ δάκρυσι 
μᾶλα ῥέοντι. €. acc. V 126: óríto 
χὰ Συβαρῖτις ἐμὶν μέλε, cf. V 124. 
Verg. Ecl. III 89: mella fluant illi. 
— 3) met. fluo, defluo 1l 89: ἔρρευν 
δ᾽ ἐκ κεφαλᾶς πᾶσαι τρίχες, cf. Od. 
X 393: τῶν δ᾽ ἐκ μὲν μελέων τρίχες 
ἔρρεον. Ov. Met. VI 141: defluxere 
comae. Cic. Phil. XII 3, 8: fluent 
arma de manibus — XX 97: (ix 
στομάτων δέ) ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκε- 
ρωτέρα ἡ μέλι κηρῶ, cf. Π.1 249: 
τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων 
ῥέεν αὐδή. 
ῥηέδιος, ῥηέτερος v. Qéd«osc. 
ὁῆμια verbum, dictum XX 1: ὡς 
κωτίλα ῥήματα φράσδεις. XXVII 62: 
Ἄρτεμι, μὴ νεμέσα σοῖς ῥήμασιν οὐκ- 
ín πιστῇ (ex Ahr. coni. olim cum 
G. Hermanno communicata, σὴ 2 
μιὰς οὐκ ἔτι πιστή Iunt.). Ep. XVII 
1: σωρὸν γὰρ εἶχε ῥημάτων (vulg. 
χρημάτων): 'thesauros enim habebat 
—— i. e, Epicharmus comoe- 
is populares quum ad alias virtu- 
tes colendas tum ad gratum animum 
habendum excitaverat'. Am. 
ἱῬήναια Rhenea, parva insula * 
Delum sita XVII 70: ὅσσον κα 
vatav ἄναξ ἐφίλησεν Anóllov (Mein. 
ἱῬήνειαν e coni. Lobeckii Paral. p. 302). 
Qyéo  rigeo, horreo armis, pf. pro 
praes. XVI 16: ἤδη vov Φοίνικες ὕπ᾽ 


ἠελίῳ δύνοντι | οἰκεῦντες — 
* σφυρὸν ἐρρίγασιν (var. ἐρρέ- 


: "Carthaginienses significantur 
essanam tum obtinentes, quos ἃ. 

265 a. 5 a. Chr. n. Hiero aggrediebatur". 
ὁΐξα radir XXV 9210: (βάκτρον) 


200 


εὑρὼν σὺν πυκινῇσιν ὁλοσχερὲς ἔσπασα 
ῥίζαις. : 
ῥέπτω iacio praecipitem XXV 295: 
ῥίψας τόξον ἔραξε. XXIV 92: (κόνιν 
πυρὸς ἀμφιπόλων τις) ῥιψάτω εὖ 
μάλα πᾶσαν ὑπὲρ ποταμοῖο φέρουσα 
| δωγάδος ἐκ πέτρας ὑπερούριον. XXII 
19: (ιῦμα) εἰς κοίλαν ἔρρεψαν (οἵ 
ἀῆται). --- met. I 37: ἄλλοκα δ᾽ αὖ ποτὶ 
τὸν ῥιπτεῖ νόον: ἤγουν τρέπει. Schol. 
Qíg nasus XI 88: ἧς δ᾽ ὀφϑαλμὸς 
ἔπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει. XXII 
104: μέσσης δινὸς ὕπερϑε κατ᾽ ὀφρύος 
ἤλασε πυγμῇ. XII 24: ψεύδεα ῥινὸς 
ὕπερϑεν ἀραιῆς οὐκ ἀναφύσω: 'ex- 
trema pars nasi significatur'. 1 18: 
καί of (sc. Iloví) ἀεὶ δριμεῖα gola 
ποτὶ ῥινὶ κάϑηται: nasus enim sedes 
irae, cf. Pers. Sat. V 91: disce, sed 
ira cadat naso rugosaque sanna. 
ῥοδόεις rosaceus VII 63: ἀνήτινον 
ἢ ῥοδόεντα | ἢ καὶ Aevxoíov στέφανον 
περὶ κρατὶ φυλάσσων. v. ῥόδον. 
ῥοδόμᾶᾷ λον malum roseum XXIII 
1: οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύϑιον, 
οὐκ ἀμάρυγμα | χείλεος, οὐκ ὄσσων 
λιπαρὸν σέλας, οὐ ῥοδόμαλον: sunt 
qui genas roseas dici putent, οἵ, ta- 
men II 120. III 10. V 88. VI 6. X 
84, XI 10. 
ὁόδον (sg. ῥόδον, -o, -ov. pl 
ὁδα. quasi digammatum XI 10. Ep. 
1; v. ῥαδινός.) rosa centifolia L. 
V 93: ov σύμβλητ᾽ ἐστὶ κυνόσβατος 
οὐδ᾽ ἀνεμώνα | πρὸς ῥόδα, τῶν &v- 
δηρα παρ᾽ αἵἱμασιαῖσι πεφύκει. XXVII 
9: ἃ σταφυλὶς σταφίς ἐστι καὶ οὐ 
δόδον αὖον ὀλεῖται. V 181. XX 10. 
XXIII 28. dedicatur Musis Ep. 11: τὰ 
ῥόδα τὰ δροσόεντα καὶ ἃ κατάπυκνος 
ἐκείνα | ἕρπυλλος κεῖται ταῖς 'Ἑλικω- 
νιάσι. Veneri et Amoribus sacrata 
XI 10: ἤρατο δ᾽ οὐ μάλοις οὐδὲ δόδῳ 
οὐδὲ κικίννοις, ubi voc. ῥόδον col- 
leetiva vi ponitur, ut saepe lat. rosa, 
e. g. Cic. Tusc. III 18, 43: sertis re- 
dimiri iubebis et rosa. Χ 34: τὼς 
αὐλὼς μὲν ἔχοισα καὶ ἢ ῥόδον ἢ τύγε 
μᾶλον. itaque ῥοδόεντα στέφανον ab 
amatore peti legimus VII 63. 


Ροδόπα Rhodope, mons Thraciae 
VII 76: εὖτε χιὼν ὥς τις κατετάκετο 
μακρὸν ὑφ᾽ Aiuov | ἢ ἄϑω ἢ Ῥοδό- 
παν ἢ Καύκασον ἐσχατόωντα, cf. Ov. 
Her. ΤΠ 113: quae patet umbrosum 
Rhodope glacialis ad Haemum. 

ῥὁῥοδόπᾶχυς roseos habens cubitos 


I4 


ῥίπτω — δύπος 


v. lacertos II 148: Ac τὰν δοδόπαχυν. 
XV 198: ὃ ῥδοδόπαχυς Ἄδωνις, ubi 
brevis vocalis ante h. v. producitur; 
v. 6000». 

ῥὁοδόχρως rosarum colorem habens, 
roseus XVIII 31: ἃ δοδόχρως Ἑλένα 
“ακεδαίμονι κόσμος. 

ὁοικός curvus IV 49: εἴθ᾽ ἦν μοι 
δοικὸν τὸ λαγωβόλον. ὥς τυ πάταξα. 
VII 18: δοικὰν δ᾽ ἔχεν ἀγριελαίω | 
δεξιτερᾷ κορύναν. 

ῥόμβος rhombus, turbo h. e. *rota, 
quae iynge illigata flagellis caeditur 
eitissimeque torquetur in unam par- 
tem, ut magica vertigine persona 
amata agitetur et trahatur ad aman- 
tem", v, ivy&; II 30: dg δινεῖϑ' ὅδε 
δόμβος 0 χάλκεος ἐξ ᾿ἀφροδίτας, | ὡς 
τῆνος δινοῖτο zo9^ ἁμετέραισι ϑύ- 
ραισιν, cf. Prop. III 28, 35 (25, 1 
Keil): deficiunt magico torti sub car- 
mine rhombi. 4 

ὁόος fluctus 1 68: οὐ γὰρ δὴ πο- 
ταμοῖο μέγαν δόον εἴχετ᾽  Avemo. 
1189: τά γε μὰν λίνα πᾶντα λελοίπει 
| ἐκ Μοιρᾶν, χὼ Δάφνις ἔβα óoov 
(sc. ᾿ἀχέροντος): h. e. obiit mortem. 
XXV 10: of δ᾽ ἱερὸν ϑείοιο παρὰ 
δόον ᾿Δλφειοῖο (νέμονται), cf. Il, XVI 
151: βοσκομένη λειμῶνι παρὰ '᾽δόον 
᾿Ωχεανοῖο. v. ῥαδινός. 

ῥὁόπᾶλον clava Herculis XIII 57: 
δόπαλον, τό οἵ αἰὲν ἐχάνδανε δεξι- 
τερὴ χείρ. XXV 9255: τῇ δ᾽ ἑτέρῃ 
jómalov κόρσης ὕπερ αὖον ἀείρας | 
ἤλασα κὰκ κεφαλῆς. 

ὁῦϑιμός gressus v. motus mumero- 
sus dieitur furiosa Bacchae saltatio 
XXVI 22: Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὦμο- 
πλάτᾳ μέγαν ὦμον | λὰξ ἐπὶ γαστέρα 
βᾶσα, καὶ Αὐτονόας ῥυϑμὸς οὗτός: 
idem enim fecit atque Ino. 

δύομιαι 1) tueor, servo XXV 24: 
βασιλῆι πολὺν καὶ ἀϑέσφατον ὄλβον] 
ῥυόμεϑ'᾽ ἐνδυκέως. aor.sec. XXV Τ6: 
αὖλιν ἔρυντο (κύνες), v. ἐρύω. aor, I 
Syr. 10: Τυρίαν τ᾽ ἐρρύσατο. --- 3) 
libero VII 55: αἵ xsv τὸν Λυκίδαν 
ὀπτεύμενον ἐξ "Agoodírag | Qvnvci 
(var. ῥύσηται): idv ἐμὲ τὸν Δυκίδαν 
τοῦ ἐρᾶν παύσῃ. Schol. 

QUaog sordes XV 20: πέντε πόκως 
ἔλαβ᾽ ἐχϑές, ἅπαν δύπον, ἔργον ἐπὶ ἔργῳ 
(vulg. ῥύπος): praefertur masc., etsi 
et scripturam et genus voc. ambiguum 
esse iudicat Lobeck. Phryn. p. 150. 





Pub ca rdi 


P liem endi c d ΥΎΥ ΡΟ a cria. 


AA CKMERTESDKewuccOEUy 


M TOS KM NEN r4 WI - TN 


, rimosa XXIV 92: 
(νιν πυρὸρ) διψάτω εὖ μάλα πᾶ- 


Σ 


᾿Σἄξττα mulier Saetta h. e. Saettas 
Σαΐττας, Σάττας, Σέτας) 


urbem Ly- diae incolens dicitur Om- 


phale Syr. 14: —5* οἷστρε Σαέτ- 
τὰς h. e. ὃ οἷστρον ἐμβαλὼν τῇ Av 
γυναικί, Schol. 
 σαΐρω (pf. dor. σέσᾶρα pro praes. 
ringor, de ridentibus VII 19: καί μ 
d xe t€ σεσαρώς | ὄμματι uet- 
γέλως δέ οἵ εἴχετο χείλευς: 
ipe ἐγέλα διεστηκὼς τὰ 
μειδιόων. Schol. V 110. — 
pro adv. XX 14: καὶ 
πολὺ τᾷ μορφᾷ ϑηλύνετο. καί τι σε- 
ἧς | καὶ μ᾽ ἐγέλασσεν, 
get tam ridentis est quam de- 
ridentis, 


EE 
ἔξξ 


—— ad eultrum; 

19: αἴκα ταὶ Mosa τὰν οἰΐδα δῶ- 

ρον ἄγωνται, ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ 

ἔρας: propter v. 6, eui opponitur. 

: ῥέξω γὰρ irr d a 

λάσιον τράγον, ἄρνα τὸν logo 
Eo». 


198. δὰ ΙΧ 


298. ΚΝ quam vim auget etiam 
Forse] ὙΠ roximum vocabulum 
inci ipei tem XXV 98: σηκοὶ 
δὲ —— πλήσϑησαν. XVI 36: 
ἐλαυνόμενοι ποτὶ σακούς | μόσχοι σὺν 


κε v ἐμυχκήσαντο βόεσσι. XXV 
we δ᾽ nets πίονα pi iA« | ἐκ 
βοτάνης ἀνιόντα μετ᾽ αὐλία τε ση- 
xovg τε. XXV 12. — 2) templum, 
fanum Ep. IV δ: σαχὸς δὲ σκιερὸς 
περιδέδρομεν. 
ves σάκεος, -Ovg. σάκος. pl. 
—— ) clipeus, scutum XXII 190: 
δοῦρ᾽ ἐάγη σακέεσσιν ἐνὶ δεινοῖσι 
mayévra. XVI 19: ἀχϑόμενοι σα- 
κέεσι βραχίονας ἱτεΐνοισι. II 143: 
ἔγχεσι omi κοίλοισι βαρυνόμενοι ca- 
Lexícon Theocríteum. 


ῥῦσος — σαόφρων 


901 


σαν ὑπὲρ ποταμοῖο φ suse τς τὴ γά- 
δος ἐκ πέτρας ὑπερούριον (6. Brunck 

coni. ser. pro vulg. - ἐς πέ. 
τρας), cf. poll. Khod. IV 1446: 446: óo- 


γάδος ix πέτρης πίεν —— 


κέεσσι, cf. Od. XVI 474: £L δὲ 
σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν. "PRIV οἱ 
κοίλου ὑπὲρ σάκεος. 10: σάκος ΠΝ 
XXII 193: 1; exo. εὐρύ. 195. Syr. 4: 
πιλιπὲς -- τέρμα σάκους, v. πιλισεής. 

σᾶμα, σῆμα 1) augurium, por 
tentum. XVII 73: (ἔκλαγε — αἰετὸς 
eps ὄρνις.) Ζηνός που τόδε σῆμα. 
— 3) sepulcrum, bustum, monumen- 
tum Ep. XXIV 1: αὐδήσει τὸ γράμμα 
τί * τε καὶ τίς ὑπ᾽ αὐτῷ. C. gen. 
I 125: Ἑλέκας δὲ λέπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε 
σᾶμα | τῆνο Δυκαονίδαο. "VII 10. 
XXII 199. V 121: σκίλλας ἰὼν Γραίας 
ἀπὸ σάματος αὐτίκα τίλλειν, ubi Schol. 
parum recte: "ἤγουν τῆς πυγῆς σου. 
v. σκέλλα. 

σάμαίνω, σημαίνω 1) impero 
XVII 88: αἰχμηταῖς Κιλίκεσσι | σα- 
μαΐνει. --- 2) portendo XXlI 22: φάτνη 
σημαίνουσα τὰ πρὸς πλόον εὔδια 
πάντα (vulg. σημαίνοισα). 

σάώμερον hodie ΤΙ 147: (ἦνϑέ uot) 
σάμερον, ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ ὠρανὸν 
ἔτραχον 1 ἵπποι. XV 48. 


Σάμιος Samius, ad Samum in- 
sulam pertinens II 146: (€ τε Φιλέ- 
στας) μάτηρ, τᾶς Σαμίας “αὐλητρίδος 
(Lobeck. e coni. pro τᾶς du&g v. τῆς 
ἀκμᾶς, Mein. τᾶς ἁμᾶς, Paley τὰς 
ὁμόραφ). XV 126: ἃ Μᾶἄατος ἐρεῖ 
10 τὰν Σαμίαν (sc. γῆν) κάτα βόσκων, 
cf. Her. I 70: κατὰ τὴν Σαμίην. 

Σάμος Samus, insula maris Aegaei 
e regione Mycales promontorii sita 
VII 40: (οὔτε τὸν ἐσϑλόν) Σικελίδαν 
νίκημι τὸν ἐκ Σάμω οὔτε dulyrav 
ἀείδων: ᾿᾿σκληπιάδην φησὶ τὸν Σά. 
piov. τὸν- ἐπιγράμματα γράψαντα, οὗ 
δοκεῖ ἀκουστὴς γεγονέναι ὁ Θεόκρι- 
τος. Schol. 

σάνδἄλον sojea XXIV 36: ἄνστα, 
μηδὲ πόδεσσιν ἑοὶς ὑπὸ σάνδαλα ϑείης. 

σᾶός incolumis XXV 59: (βασιλεῦ- 
σιν ἐείδεται) αὐτοῖς κηδομένοισι Ga- 
ὥτερος ἔμμεναι οἶκος. 


σἄόφρων qui est mentis 
11 


samae, 


258 


prudentis XXVIII. 14: οὕτως ἀνυσί- 
ξργος (Θεύγενις), φιλέει δ᾽ ὅσσα σα- 
όφρονες. 

Σαρδόνιος Sardous XVI 85: ἐχ- 
ϑροὺς ἐκ νάσοιο κακὰ πέμψειεν 
ἀνάγκα | Σαρδόνιον κατὰ κῦμα. 

“σάρχινος carneus XXI 66: ξάτεν 
τὸν σάρκινον ἰχϑύν, Opp- v. 52: &v- 
είλκυσα χρύσεον ἰχϑύν. 

“σάρξ (sg. σαρκός, -ί, à. σάρκ᾽. pl. 
σάρκες, -ας) caro «οὖ hominum et ani- 


malium II 26: «οὕτω τοι καὶ Ζέλφις. 


ἐνὶ φλογὶ σάρκ᾽ ἀμαϑύνοι. XXII 46: 
στήϑεα δ᾽ ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ 
πλατὺ νῶτον | σαρπὶ σιδηρείῃ, σφυρή- 
λατος οἷα κολοσσός. 112: σάρκες δ᾽ 
«f μὲν ἴδρῶτι συνίξανον. XXV 2017. 
— XXV 230: οὐ γάρ τι βέλος διὰ 
σαρκὸς ὄλισϑεν : leonis. 

σάττω armis onero, armo XVII 
93: πολλοὶ δ᾽ ἵππῆες, πολλοὶ δέ μιν 
ἀσπιδιῶται | χαλκῷ μαρμαέροντι σε- 
σαγμένοι ἀμφαγέρονται. 

Σατύρίσκος Baltyriscus, 
IV 62: εὖ γ᾽ ὥνϑρωπε φιλο, 
τοι γένος ἢ Σατυρίσκοις | — 
ἢ Πάνεσσι καχοκνάμοισιν ἐρίσδεις. 
XXVII 3: μὴ καυχῶ, Σιατυρίσκπε: 
Daphnis bubuleus compellatur, cf. 
XXVII 48. 

σαύρα salamandra 11 58: σαύραν 
τοι τρίψασα κακὸν ποτὸν αὔριον οἷ- 
σῶ: ξηρανϑεῖσα καὶ τριβεῖσα σὺν 
digito ἐν ποτῷ δίδοται" μεμύϑευται 
γάρ, ὡς καὶ τοῦτο τῶν φίλτρων ἐστὶν 
ἕν. Schol, cf. Nicand. Alex. 551 
(538): ποτὸν — φαρμαπέδος σαὔύρης 
πολυκηδέος, ἣν σαλαμάνδρην κλείου- 
σιν. "Totum Th. versum cum Goeb- 
bel. et Zieglero spurium esse iudicat 
A. Fritzschius, 

“σαῦρος lacer Lus VII 21: Σιμιχίδα, 
πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλπεις, 
ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι 
καϑεύδει; 

σαυτοῦ, dor. σαυτῶ iui ipsius 
XXVII 13: τὴν σαυτοῦ φρένα τέρψον. 
V 61: τὰν σαυτῶ (sc. γᾶν v. χώραν) 
πατέων ἔχε τὰς δρύας. 

σάφ(ὰ) certo, accurate XXV 198: 
(τὸ γὰρ) οὐδείς xtv ἔχοι σάφα μυ- 
ϑήσασϑαι. XV 99: φϑεγξεῖταί τι, 
σάφ᾽ οἶδα, καλόν, οἵ, Ep. XX 6; 
contra XXV 37: σάφα εἰδώς more 
Homerico, cf. e. g. Od. I 202. 

σβέννυμι, exstinguo , met. XXII 
-26: οὐδ᾽ οὕτως σβέσσω τὸν ἐμὸν 


Satyrus 


Σαρδόνιος — Σεμέλα 


πόϑον. Syr. 9: ὃς σβέσεν ἀνορέαν 
ἰσαυδέα Παπποφόνου. 

σέβας veneratio , quod est venera- 
bile XXIV 75: σέβας δ᾽ ἔσῃ Aeysi- 
etc: Alemene. 

— veneror XVIII 48: céfov 
μ᾽ Ἕλένας φυτὸν εἰμί: sc. platanus. 

σεέω agito, quatio, concutio XXII 
184: σείων καρτερὸν ἔγχος, cf. Il. V 
563: σείων ἐγχείην. Verg. Aen. X 
762: ingentem quatiens | — hastam. 
V 91: λιπαρὰ δὲ παρ᾽ αὐχένα σείετ᾽ 
ἔϑειρα, cf. Hor. Epod. XV 9: inton- 
sosque agitaret Apollinis aura capil- 
los. XXV 260: περὶ γὰρ σκότος ὄσσε 
of ἄμφω | ἦλϑε, βίῃ σεισϑέντος ἐν 
ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο. — Med. XIII 13: 
ὁπόκ᾽ ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον 
ὁρῷεν, σεισαμένας πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ 
αὐϑαλύεντι πετεύρῳ: πτερυσσομένης, 
ὅπως ὑπὸ τὰς πτέρυγας λάβῃ τοὺς 
νεοσσούς. Schol. 

Σελάνα (Σελάνα, -ας, τα. ubique 
in exitu hex.) Luna dea II 10: ἀλλά, 
Σελάνα, φαῖνε καλόν" τὶν γὰρ πο- 
ταείσομαι, ἅσυχε δαῖμον. 19: στήϑεα 
δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τύ, Σελάνα. 
142: φίλα --- Σελάνα. ll 69: φράξεό 
uev τὸν ἔρωϑ᾽ ὅϑεν ἵκετο, πότνα Σε- 
λάνα, qui versus repetitur II 75. 81. 
81. 93. 99. 105. 111. 117. 123. 129. 
135. XXI 19: ,notiao τὸν μέσατον 
δρόμον ἄνυεν ἄρμα Σελάνας, cf. lI 
168. XX 37: ᾿Ἐνδυμίων δὲ τίς ἦν; 
οὐ βουκόλος; Ov ys Σελάνα | βουκο- 
λέοντα φίλασεν. 48. 

ZeA&vato— Σελάνα 1116 : χαῖρε 
Σελαναία, λιπαρόχροε, χαίρετε ὃ 
ἄλλοι | ἀστέρες, εὐκήλοιο κατ᾽ ἄντυγα 
Nvxróg ὀπαδοί. 

σέλας fulgor, lumen 1I 134: (Ἔρως 
δ᾽ ἄρα καὶ “ιπαραίω) πολλάκις Ἡφαΐί- 
στοιο σέλας φλογερώτερον αἴϑει. met. 
XXIII 8: οὐκ ὄσσων λιπαρὸν σέλας. 

σέλενον apium graveolens L. lH 
22: (τὸν στέφανον) τόν τοι ἐγών, 
ἡ“μαρυλλὶ φίλα, κπισσοῖο φυλάσσω, | 
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι 
σελίνοις. VII 68: (ἁ στιβὰς ἐσσεῖται 
πεπυκασμένα) κνύξᾳ v' ἀσφοδέλῳ τε 
πολυγνάμπτῳ τε σελίνῳ. XIII 42: 
(πεφύκει) καὶ ϑάλλοντα σέλινα καὶ 
εἱλιτενὴς ἄγρωστις. XX 23: χαῖται δ᾽ 
οἷα σέλινα περὶ κροτάφοισι κέχυντο. 

Σεμέλα Semele, mater Bacchi 
XXVI 5: ἐν καϑαρῷ λειμῶνι κάμον 
δυοκαίδεκα (uoc, | τὼς τρεῖς TG 





w€— "" APR wen oven Wem Án 









2 ζεν εὶ 


τὼς ἐννέα τῷ Διονύσῳ. 86: 
δ᾽ εὐειδὴς Σεμέλα καὶ ἀδελ- 
dcm Καδμεῖαι. 
gs ge egg δ 
e$ πλατὺ gem) 
"ox δ μες ασί- 
cf. Ov. Met. IV 51: nw dici- 
n |coctilibus muris cinxisse 


fauces, specus XXV 223: 

v , ligera — or ἔστι- 
eo. 

"robur I 44: τὸ à? σϑένος 

(γέροντος) ἄξιον dfac. XXV 138: 


— τῶν p τε προφέρεσκχε βίηφί τε καὶ 


δ᾽ ὑπεροπλίη Φαέϑων 
Poir ao —— abis, τὴν olav 3 ψιν 


εὔειν: ἤγουν ὅση 
ΓΝ ym Schol. 


Sibyrtas, ^ pecuarius 


| Thin, cuius oves pascit Laco V 


12: ἄδε —* aͤ As τῶ Oovoío ἐστὶ 


ΡΣ una " genet. 


96: σιγᾷ, Πραξινόα μέλλει τὸν "A0o- 
viv d: "v as e Ziegl coni. scr. 


facto, nM. met Hu 38: 


qs n t τος, MS δ᾽ 
«t μὰ * σιγῇ στέρνων 
huie P ἀνία. — Pass. "laceor, si- 
lentio praetereor XVI 54: ἐσιγάϑη δ᾽ 
ἂν e | Εὔμαιος. 

£)tos , σιδήρειος, ferreus 


xViL 91: τῷ δὲ σιδάρειον, σκύταλον 
κε μένον ὄξοις (ἔδωκεν Ηρακλῆς), 
ef, Verg, Ecl. V 90: formosum 


2€ "2e atque aere. — met. 
Ὁ — πλατὺ vorov | “σαρκὶ 
iun» aeol. XXIX 24: (Ἔρος) 


κἤμε μϑλθοκον. ἐξ ἐπόησε σιδαρίω. 


σὶ , σίδηρος ferrum XXV - 
274: ϑηρὸς) οὐκ ἔσκε σιδήρῳ 
| οὐδὲ λίϑοις πειρωμένῳ, οὐδὲ 


μὲν ἄλλῃ, plur. de hamo XXI 49: 
πῶς μὲν ἕλω μέγαν ἰχϑὺν ἀφαυρο- 
— σιδάροις. 
σίξζαν sibilum edo (ad canem inci- 
tandam) VI 29: σέξα δ᾽ ὑλακτεῖν viv 


Σεμίραμις — σιτέομαι 


259 


καὶ τᾷ κυνί (e Ruhnkenii coni. scr. 
pro σίγα, σιγᾶ, σϊγα). 

Σῖκε Adag Sicelides VII 40: (οὔτε 
τὸν lo01óv) Σικελίδαν νίχημι τὸν ἐκ 
Σάμω οὔτε Φιλητᾶν : h.e. Asclepiadem 
Samium, v. Σάμος. "Recte Schol 
Asclepiadem Sicelidam appellari mo- 
net, quod patre usus sit Sicelida. 
ceterum Sicelidae nomine A. com- 
memoratur etiam a Meleagro Anthol. 
Pal. IV 1, 46 et ab Hedylo Athenaei 
XI, p. 473 Mein. 

Σιῖκελός Siculus XVI 102: τοῖς 
πᾶσι μέλοι Σικελὴν ᾿Αρέϑουσαν. VIII 
56: (ἄσομαι) σύννομα ἐσορῶν 
τὰν Σικελὰν ἐς ἅλα 3 Σικελι- 
κάν τ D 124: ἔνϑ᾽ ἐπὶ νᾶσον | τὰν 
Σικελάν. 

Σιμαΐέϑα Simaetha, puella quae- 
dam, Delphidis Myndii amica II 101: 
κεῖφ᾽ ὅτι Σιμαίϑα, τυ καλεῖ. 114: : ἦ 
ἐξ με, Σιμαίϑα, τόσον ἔφϑασας, 0c- 


"einBAos alvearium XIX 2: ("Egoro) 
κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον. 
Ziuixidag Simichides, quod 'sibi 
Theocritus nomen indidit. propter vi- 
tricum suum, Simichum Coum'; VII 
21: Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον 
πόδας a wc 50. VII 96: Σιμιχέδᾳ iv 
Ἔρωτες ἐπέπταρον. Syr. 12: (ᾧ τόδε) 
πᾶμα Πάρις ϑέτο Σιμιχίδας. 
Σιμόεις Simois, fluvius Troadis 
XVI 75: ἐν πεδίῳ Σιμόεντος. 
—— simus ΠῚ 8: 7] δά γέ τοι 
ὃς καταφαίνομαι ἐγγύϑεν ἦμεν i2: 
50: ὦ σιμαὶ δεῦτε zbr ἄντρ᾽ 
ἔριφοι, cf. Verg. Ecl. X, 7: dum te- 
nerae attondent simae "virgulta ca- 
pellae. VII 80: αἴ σιμαὶ — μέλισσαι. 
Σῖμος Simus XIV 53: πλὰν Σῖμος 
ὁ τᾶς Ὑποχάλκω ἐρασϑείς, ἐκπλεύσας 
9' ὑγιὴς πάλιν ἦνϑ᾽, ἐμὸς ἁλικιώτας. 
σίνομαι , divello XXIV 85: 
(νεβρὸν ἐν 5v) xao «gódov σίνε- 
σϑαι ἰδὼν λύκος οὐκ ϑελήσει. D 49: 
(δύ᾽ ἀλώπεκες ἁ μὲν d ἀν᾽ ὄρχως) φοιτῇ 
σινο p tte τὰν — 


XXII 168: Μεσ- 
σήνη τὲ καὶ "Aoyog ἅπασά τε Σισυ- 
gig ἀκτή: 'Isthmus Corinthi a Sisy- 
no conditae". 
σιτέομαι comedo IX. 25: στρόμβω 
καλὸν ὄστρακον, οὗ κρέας αὐτὸς | σι- 
τήϑην πέτραισιν ἐν “Ὑχκκαρίαισι do- 
κεύσας. 


m 


200 


σιτέξω pasco, med. pascor IV 16: 
μὴ πρῶπας σιτίξεται ὥσπερ ὃ τέττιξ; 

σῖτος frumentum X. 48: civov ἄἀλοι- 
ὥντας φεύγειν τὸ μεσαμβρινὸν ὑπνῶν. 

σίττ(α) heus, vox qua pastores 
utebantur et hodie etiam uti dicun- 
tur ad gregem incitandum vel abigen- 
dum; VIII 69: σέσττα νέμεσϑ'ε νέμεσϑε. 
IV 46: σίτϑ᾽, ἃ Κυμαίϑα, ποτὶ τὸν 
λόφον. 45: σέτϑ', ὃ λέπαργος. V 8: 
οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας; Gírt ἀμνίδες. 
100: σέττ᾽ ἀπὸ τᾶς κοτένω, ταὶ μη- 
κάδες. 

σχαιός laevus, sinister, de membris 
corporis XXII 119: σκαιῇ uiv σκαιὴν 
Πολυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα. 196: ἐπὶ 
σκαιὸν γόνυ. 197: ὑπεξαναβὰς ποδὶ 
Κάστωρ | σκαιῷ. 124: πλῆξεν ὑπὸ 
σκαιὸν κρόταφον. XXV 145: ἐδρά- 
ξατο χειρὶ παχείῃ) σκαιοῦ ἄφαρ κέραος. 

σχαΐρω salto, exsulto, de iuvenca 
IV 19: ἄλλοκα δὲ σκαέρει τὸ βαϑύ- 
σκιον ἀμφὶ Λάτυμνον. 

ox&v& taberna XV 16: νέτρον καὶ 
φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδων. 

σχᾶπάνα rubrum IV 10: κῷχετ᾽ 
ἔχων σκαπάναν τε καὶ εἴκατι τουτόϑε 
μᾶλα: rutro athletae arenam ruebant 
exercitationis causa. 

σχᾶφίς vas ligneum, concavum et 
rotundum V 59: ὀκτὼ δὲ σκαφίδας 
μέλιτος πλέα κηρί ἐχοίσας: ἀγγεῖα 
ποιμενικά.  Gloss., cf. Od. IX 228: 
γαυλοί τε σκαφέδες τε, τετυγμένα, 
τοῖς ἐνάμελγεν. 

σχέλος crus XXIV 109: ὅσσα δ᾽ 
ἀπὸ σκελέων ἕδροστρόφοι ᾿4ργόϑεν 
ἄνδρες  ἀλλάλους σφάλλοντι παλαΐί- 
σμασιν: "crurum ope celeriter nates 
versantes?. XXII 66: πυγμάχος; ἢ καὶ 
ποσσὶ ϑενὼν σκέλος, ὄμματα δ᾽ ὀρϑά; 

δχεπάω Y. σχιάω. : 

σχέπτομαι circumnspicio XXV 233: 
πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφϑαλμοῖσι | 
σκεπτόμενος. 

oxic wmbra V 48: ὄρνιχες λαλα- 
γεῦντι" καὶ ἃ σκιὰ οὐδὲν ὁμοία τᾷ 
παρὰ vv. 

σχϊᾶρός v. σκχιερός. 

σχῖάς irichila XV 119: γλωραὶ δὲ 
σκιάδες --- μαλακῷ βρέϑοντες ἀνήϑῳ | 
δέδμανθϑ' : post cx. hemistichium pro- 
ximique versus initium excidisse cen- 
set A. Fritzschius. 

oxi&c obwnbro XVI 81: ἵππειαι 
δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔϑειραι (vulg. 
σκεπάουσιν). ^ 


σιτέξζω ---- σκοπιά 


σχζερός, dor. σκϊῶρός (sg. m. σκι- 
ερός. Í. σκιεράν, -ἦν. pl m. σκι- 
εροῖσιν. f. σκιαραῖς, σκιεράς) wmnbro- 
sus, opacus XII 8: σκιερὴν (var. σκι- 
ερὰν) δ᾽ ὑπὸ φηγόν | ἠελίου φρύγον- 
τος ὁδοιπόρος ἔδραμεν ὥς τις. XVIII 
44: (στέφανον) πλέξασαι σκιερὰν κα- 
ταϑήσομες ἐς πλατάνιστον, cf. XVIII 
46. XXII 76. XXV 227: ϑάμνοισιν 
ἄφαρ σκιεροῖσιν ἐκρύφϑην. VII 138: 
τοὶ δὲ ποτὶ σκιαραῖς ὀροδαμνίσιν αἷ- 
ϑαλίωνες | τέττιγες λαλαγεῦντες ἔχον 
πόνον (vulg. σκιεραῖς). Ep. IV 5: 
σακὸς δὲ σκιερὸς περιδέδρομεν (Iunt., 
δ᾽ εὖ ἱερὸς vulg., Àhr, et Ziegl. c. 
Toupio δ᾽ εὐέξρος). 

σκχέλλα scilla maritima L. VII 107: 
(ὦ Πὰν φίλε, μή τί vv παῖδες) Ao- 
καδικοὶ σπκίλλαισιν ὑπὸ πλευράς τὲ 
καὶ ὦμους | τανίκα μαστίσδοιεν, ὅτε 
κρέα τυτϑὰ παρείη: ούνατός φησιν 
ἑορτὴν ᾿ἀρκαδικὴν εἶναι, ἐν ἧ οἵ παῖ- 
δὲς τὸν Πᾶνα σκίλλαις βάλλουσι“ γί- 
νεται δὲ τοῦτο, ὅταν οἵ χορηγοὶ 1ε- 
πτὸν ἱερεῖον ϑύσωσι καὶ μὴ ἱκανὸν ἢ 
τοῖς ἐσθίουσι. Schol. — acc. dor, V 191: 
σκίλλας ἰὼν Γραίας ἀπὸ σάματος αὐτίκα 
τίλλειν : $c. ad curandam bilem Laconi 
motam, cf. Dioscor. II 202. Ceterum 
“αὖ veneficae herbas magieas in se- 
puleretis (cf. Hor. Epod. V 17) col- 
ligunt, sic ille scillam quoque ob 
maiorem vim et efficaciam petere 
iubetur ex tumulo'. Wuestem. 

σχιρτάω saltu lascivio, fut. dor. 
l 152: (αἴ δὲ χέμαιραι) ov μὴ σκιρ- 
τασεῖτε, μὴ ὃ τράγος ὕμμιν ἀναστῇ. 

σχληρός durus XXII 45: δεινὸς 
ἰδεῖν, σκληραῖσι τεϑλασμένος οὔατα 
πυγμαῖς, cf. Verg. Aen. V 478: du- 
rosque libravit caestus. — met. IV 40: 
αἰαῖ τῶ σχληρῶ μάλα δαίμονος, ὅς με 
λελόγχει. 

σχνζφαῖζος vesperlinus, serus XVI 
92: βόες δ᾽ ἀγεληδὸν ἐς aX | ἐρ- 
χόμεναι σχνιφαῖον ἐπισπεύδοιεν ὁδί- 
ταν (ab Ahr. rec. pro vulg. σκνι- 
παῖον): Arrixol τὸ σκότος σκνῖφος 
λέγουσι. Hesych. 

Σκχοπάδαι Scopadae, gens Scopae 
Thessali a Simonide celebrati (cf. 
Cie. de or. II 86) XVI 36: πολλοὶ δὲ 
Σκοπάδῃησιν ἐλαυνόμενοι ποτὶ σακούς 
| μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο 
βόεσσι. 


oxoznt« specula (scopulus, cacumen 


montis) IX 10: δαμαλᾶν καλὰ δέρ- 
ματα, τάστε ποκ᾽ ἄκρας | Al κομάρως 


â CS CNN TINI —— ..."....ὄ ΄...... 


ΠᾺΡ ΡΥ ΨΥ ΎΥΎ UO MUSS 





τρωγοίσας ἀπὸ δποπιᾶς — 169: 


. ditvag σκοπιάν, cf. Il. V 771: ἥμενος 


iv σχοπιῇ, λεύσσων ἐπὶ οἴνοπα πόν- 
τον. Verg. Ecl VIII 59: praeceps 
aerii specula: de montis in undás 
deferar. 


 ' exoxi&ze  specuor XXV 214: 


x1 


δ᾽ ὄσσε φέρων ὀλοὸν τέρας 


πάντῃ 
ἐσκοπίαξον, | εἴ μιν ἐσαϑρήσαιμι πάρος 


Pia κεῖνον ἰδέσθαι. Med. III 25: (ἐς 


τηνῶ ἁλεῦμαι.) ὧπερ τὼς ϑύν- 


weg σκοπιάξεται Ὄλπις ὁ γριπεύς. 


rix, custos VI 10: 


σχοπός 1) 
(r&v xvva ει. & ro τἂν ὀίων ἕπεται 
; βάλλει.) ἅ τοιτ πετ 


— 3) scopos, signum ad quod 
lli t ac dirigunt sagitlarii 
XXIV 105: τόξον δ᾽ ανύσαι καὶ 
ἐπὶ σκοπὸν εἶναι ὀιστόν (e coni. Heinsii 
ser. pro vulg. ov εἶναι ὀιστῶν, 
Ahr. ἐπέσκοπον εἶναι ὀιστόν). 

σκότος tenebrae, caligo XXV 259: 
ἐπὶ τρομεροῖς ποσὶν ἔστη | νευστάξων 
ἢ" περὶ γὰρ σκότος ὄσσε οἵ ἄμφω 
᾿ e met. XXIX 7: χῶταν μὲν 

σὺ ϑέλης, μακάρεσσιν ἴσαν ἄγω 
ἁμέραν ὅκα δ᾽ οὐκ ἐθέλης τύ, μάλ 

ἐν σκότῳ. 

σχύζομαι irascor XVI 8: αἵ δὲ 
ὄμεναι γυμνοῖς ποσὶν οἴκαδ᾽ (act. 

344: πυρσαὶ δ᾽ ἔφριξαν ἔϑειραι 


1 σκυξομένῳ : leoni. 
Σκχὔϑικχός Scythicus XVI 99: πόν- -. 


του Σκυϑικοῖο πέραν: Ponti Euxini 
vel, ut alii malunt, paludis Maeotidis. 
σχύλαξ canis Il 12: τὰ ;z90víc 
0' 'Exárg, τὰν καὶ σκύλακες τρο- 
: *significantur canes noctu và- 


' gantes lunaque plena ululantes'. 


σκύλος pellis XXV 142: σκύλος 
αὖον ἰδὼν χαροποῖο λέοντος. 

— catulus XI 41: σκύμνως 
τ exrov, cf. Ov. Met. XIII 
836: villosae catulos — ursae. 

σκύτἄλον fustis, claca XVII 31: 
τῷ δὲ (ἔδωκεν Hoesiio σιδάρειον 
σκύταλον κεχαραγμένον ὄξοις, V. σι- 
δάρειος. 


ὕφος scyphus 1148: καὶ τὺ δίδου 

τὰν αἶγα τὸ τε σκύφος, ὥς κεν ἀμέλ- 

| σπείσω ταῖς Μοίσαις, cf. Alcm. 

, 96: μέγαν σκύφον, οἷά τε ποι- 
ἐς ἄνδρες ἔχουσι. ν. κισσύβιον. 

σχώψ ulula (Ohreule, strix? v. 

Ameis. ad Od. V 66) I 135: τὼς xv- 

νας ὦ ἕλκοι, | κἠξ ὀρέων τοὶ 

σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο: οἷ βαρεὶς 


τὸ φθέγμα σκῶπες ἁμιλληθεῖεν ταῖς 


— 


σοφιστὴς ' 261 


ἀηδόσι γλυκυτάταις τὸ φϑέ οὔ- 
σαις. Schol, cf. V. Ecl Vni 55: 
certent et cycnis ululae. 

σμᾶμα bo XV A κινεῦ δή, 
φέρε ϑᾶσσον ὕδωρ. ὕδατος πρότε 
δεῖ. 1 & δὲ σμᾶμα φέρει (e G. Ha 
manni coni. scr. pro codd. ἁδὲς νᾶμα, 
ἅδ᾽ ἐς νᾶμα cet.) Ε 

σμῆνος, dor. σμᾶνος alvearium 
VIII 45: ἔνϑα μέλισσαι | σμήνεα πλη- 
ροῦσιν (vulg. σμάνεα). 46 - I 
[107]: ὧδε καλὸν βομβεῦντι ποτὶ 
σμάνεσσι μέλισσαι (Ziegl. c. var. σμή- 
νεσσι). 

σμεχρὸς exiguus, aeol. XXX 82: ἔμε 
μάν, φύλλον ἐπάμερον, | σμέίκρας δεύ- 
μενον αὔρας ὀνέμων. 

σοβᾶρός fastuosus, superbus XX 
14: καὶ πολὺ τᾷ μορφᾷ ϑηλύνετο, καί 
τι σεσαρός καὶ σοβαρόν μ᾽ ἐγέλασσεν. 

σοβέω abigo, expello Il 137: (καὶ 
παρϑένον ix ϑαλάμοιο) καὶ νύμφαν 
ἐσόβησ᾽ ἔτι δέμνια ϑερμὰ λιποῖσαν 
ἀνέρος (e Fr. — coni. scr. pro 
vulg. ἐφόβησε). 

σός (sg. m. σός. f. σή, σῆς, σάν. 
n. σόν. — pl. m. σοῖς, σούς. nm. σά, 
σῶν, σοῖς) tuus 1) c. subst. XXVII 
40: οὔνομα σὸν λέγε τῆνο. XXIII 39: 
ἀμφίϑες ἐκ δεθέων σὼν | εἵματα. 
XXIII 46: γράμμα, τὸ σοῖς τοέχοισι 
χαράξω. XX δ8. 62 (ci)  con- 
temptim dicitur XXI 67: μὴ σὺ ϑά- 
τῆ λιμῷ καὶ σοῖς χρυσοῖσιν ὀνείροις 
(Herm. e coni. ser. pro καίτοι, Ahr. 
κἀπὶ). — add. artic. XIV 38: rà σὰ 
δάκρυσι μᾶλα δέοντι. XXHIA1, XXVII 
δ9. ΧΠ 90: ἡ σὴ νῦν φιλότης. ΧΧΙΧ 
6: fà τὰν σὰν ἰδέαν. suppl. subst. 
XXII 59: τῆς σῆς γε μὲν οὐκ ἐπι- 
sg sc. γῆς. — 2) refertur ad ver- 
um XXII 71: σὸς uiv ἐγώ, σὺ δ᾽ 
ἐμὸς κεκλήσεαι. — v. τεός. 

σοφίη peritia Ep. X 8: μουσικός" 
οὐχ ἑτέρως τις ἐρεῖ. σοφίῃ δ᾽ ἐπὶ τῇδε 
 αἷνον ἔχων Μουσέων οὐκ ἐπιλαν- 
ϑάνεται, cf. h. Merc. 488: τέχνῃ καὶ 
σοφίῃ, δεδαημένος, ἐξερεείνῃ (citha- 
ram). 


puo inventum callidum, astu- 
tia 112: jos γαῖαν προπεσόν- 
τες) πάμμαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα 
σύμφορα τέχνᾳ (e Mein. coni. scr. pro 
" παλαίσματα). 
apes artifex doctus et. peritus 
Ep. XI 1: Εὐσϑένεος τὸ —* φυ- 
σιγνώμων ὃ σοφιστής, itemque Ep. XI 5. 


262 


σοφός sapiens, peritus XVII 6: 
σοφῶν ἐκύρησαν ἀοιδῶν. ΧΥ͂ 88: 
σοφόν TOL χρῆμ᾽ ὥνϑρωπος. 140: 
Πραξινόα, τὸ χρῆμα σοφώτερον: *sà- 
pientior est se. nobis omnibus?. XIV 
22: λύκον εἶδες, ἔπαιξέ τις. ὡς σο- 
φός, εἶπε. aeol XXVIII 19: ἄνερος, 
ὃς πόλλ᾽ ἐδάη σόφα | ἀνϑρώποισι νό- 
σοῖς φάρμακα λύγραις ἀπαλαλπέμεν. 

Σπάρτα (-η) Spaurto, .Lacedaemon 
ΤΣ 156: “πολλή τοι Σπάρτη. XVIII 

: ἔν ποκ᾽ ἄρα TUE ξανϑότριχι 
τὴν Μενελάῳ. 17: πάρταν. 

-σπάω evello XXV $10: (βάκτρον) 
εὑρὼν σὺν πυπινῇσιν ὁλοσχερὲς ἔσπασα 
δίξαις. 


σπεῖρα spira 1) draconum XXIV 


14: κυανέαις φρέσσοντας ὑπὸ σπεί- 
θαισι δράκοντας. 80: τὼ δ᾽ αὖτε 
σπείραισιν ἕλισσέσϑην περὶ παῖδα 
(vulg. σπείρῃσιν). — 2) de caestibus 
pugilum XXII 80: of o" ἐπεὶ οὖν 
σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις | χεῖ- 
ρας καὶ περὶ γυῖα μακροὺς εἴλιξαν 
ἱμάντας (Ahr. et Ziegl. σπείρῃσι»). 

σπένδω liboli45: (ὥς κεν ἀμέλ- 
ξας) σπείσω ταῖς Μοίσαις. 

Σπέρχις. v. πέρυσιν. 

᾿σπέρχομαι festino XXV 66: μή 
ví of οὐ κατὰ καιρὸν ἔπος προτιμυ- 
ϑήσαιτο | σπερχομένου. (de XVIII 16 
v. ἐπιπταίρω.) 


σπεύδω (praes. ind. σπεύδω, τοντι. ἢ 


ci. σπεύδωμες. ipr. σπεῦδ᾽. part. 
σπεύδων, ros. aor. ind. ἔσπευσεν: 
part. σπεύσας) 1) contendo , pe 
abs. XV 59: σπεύδωμες. XXIV 5 
ἐνεπλήσϑη δὲ δόμος σπεύδοντος ἕκά- 
στου. V 81: μὴ σπεῦδ᾽. 88: ἀλλ᾽ 
οὔτι σπεύδω. ΧΧΙ 58 (ci.). e. praep. 
XIII 63: ἐξ εὐνᾶς ἔπευσεν fvoword- 
ταν ἐπὶ δαῖτα. — 2) contendo, inten- 
tus sum, enixe laboro, operam do, abs. 
J 40: (πέτρα τε τέτυκται) λεπράς, ἐφ᾽ 
ἃ σπεύδων μέγα δίκτυον ἐς βόλον 
ἕλκει | ὁ πρέσβυς. 9. inf. XVI 14: 
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄνδρες ἐπ᾽ ἔργμασιν ὡς 
πάρος ἐσϑλοῖς | αἰνεῖσϑιαι σπεύδοντι. 
(de XVIII 12 v. γχρήξω.) 

σπῆλυγξ spelunca, specus XVI 53: 
σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος. 

σπῖλάς rupes Ep. IV 6: (ἀενάον 
δέ) ῥεῖδρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε 
LITT | δάφναις. 

σπλάγχνον, pl. viscera, met. cor, 
animus 1 99: (ὥρατος) παιδὸς ὑπὸ 
σπλάγχνοισιν ἔχει πόϑον. 


σποδός cinis XI 61: ἐντὶ δρυὸς 


σοφός --- στεινός 


ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον 
πῦρ (Ahr. σποδῶ). XXÍV 86: πῦρ 
μέν τοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω (Ahr. 
67:00). IL 95: κἠξαπίνας ἄφϑη, 
κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς: h. e. 
δάφνας. 

σπόριμος qui conseri solet. XXV 
219: (οὐδὲ — τις ἔην φαινόμενος 
σπορέμοιο δι᾿ αὔλακος, ὄντιν ᾿ ἐροίμην. : 

σπόρος 1) sementis X. 14: τον ἄρτοι 
πρὸ ϑυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἀσκαλα 
πάντα. XVI 94: vevol δ᾽ ἐκπονέοιντο 
ποτὶ σπόρον. — 2) semen XXV. 25: 
τριπόλοις σπόρον ἐν vevorcu | £o" ὅτε 
βάλλοντες καὶ τετραπόλοισιν ὁμοίως. 

σπουδά studium; dat. sg. pro adv. 
studiose Ep. XVI i: ϑᾶσαι τὸν ἀν- 
δριάντα τοῦτον, ὦ ξένε, | σπουδᾷ. 

στάξω stillo, fut. dor. XVIII 
πράτῳ δ᾽ ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος πὸ» 
ἄλειφαρ | λαξύμεναι σταξεῦμρρ ὑπὸ 
σκιερὰν πλατάνιστον. 

στάϑμη amussis, met. XXV 194: 
αὐτὸς καὶ μάλα ῥεῖα κατὰ στάϑμην 
ἐνόησας: ἤγουν ὀρϑῶς. Gloss 


σταϑιμός 1) stabulum et | pecudum 
οὐ pastorum XXV 23: εὐθὺς δὲ στα- 
ϑμοὶ περιμήκεες ἀγφοιώταις 1 δέδμηνϑ᾽. 
220: κατὰ σταϑμοὺς χλωρὸν δέος ei- 
xsv ἕκαστον. 157: (roov, ἥ δὰ δι᾽ 
ἀμπελεῶνος ἀπὸ σταϑμῶν τετάνυστο. 
— 3) postis ianuae 15: (δρά- 
κοντας) ὦρσεν ἐπὶ πλατὺν οὐδόν, 091 
σταϑμὰ κοῖλα ϑυράων | οἶγεν: 'ubi 
postes faciebant aperturam forium'. 

στάλιξ palus, paxillus ad retia 
sustentanda Ep. ΠῚ 2: στάλικες δ᾽ 
ἀρτιπαγεῖς ἀν᾽ ὄρη. f 

στᾶἄφίς wva passa XXVII 9: ὃ δία. 
φυλὺὶς σταφίς ἐστι. 

Ové&qiAxo wa 1 46: πυρναΐαις στα- 
φυλαῖσι καλὸν βέβριϑεν ἀλωά, cf. Il. 
XVIII 561: ἐν δ᾽ ἐτίϑει σταφυλῇσι 
μέγα. βρίϑουσαν ἀλωήν. 

στἄφῦλίς uva XXVII 9: ἃ στα- 
qvAlg σταφίς ἐστι. 

στάχυς arista X 41: πιαένεται ὁ 
στάχυς οὑτῶς. Y. πιαίνω. 

στέγος tectum, domus ll 116: ἐς 
τὸ τεὸν παλέσασα τόδε στέγος. 

στείβω calco, calcando tero XVII 


: 191: μοῦνος ὅδε προτέρων τε καὶ ὧν 


ἔτι ϑερμὰ κονία | ,»στειβομένα καϑ- 
ὕπερϑὲ ποδῶν ἐκμάσσεται ἴχνη | μα- 
τρὶ φίλᾳ καὶ πατρὶ ϑυώδεας εἴσατο 
ναούς. 

στεινός angustus XXII 94: (μή 





V TR ΎΥ ΟΥΥΉΡ 


στεΐνω, Bedv 1 D angusto XXV 
97: —— δὲ πίονες dygoí | μυ- 


1 Ee"). ort Y 
3 — 2) me 
Fr dard des, 


— et. V Ecl. I 59: 


.. mec gemere aeria cessabit turtur ab 
. ulmo. 


στεῖρα sterilis IX. [3 
βουσὶν eire, i ὑπὸ ie. δὲ 


^ ταύρως: στείρας δὲ εἶπε τὰς οὔπω 
E τετοκυίας. Schol. 


(praes. στεέχων, -ovrsg. aor. 
ἔστιχείν). -irm») gradior, eo, pro- 
ficiscor 5: ἄντρον ἔσω στεί- 
χοντες. E p. XXV 223: σήραγγα 
ms εἰς ἥν. 154. 164: 

d στ * τις ἀπ᾿ [Ἄργεος 
odis 4 ἀκμήν, cf. 1]. 1l 287: ἐν- 
ϑάδ᾽ ἂν στείχοντες, ἀπ᾿ Aoytog ín- 
— add. inf. XXVII 68: EI 


-— v. ᾿στείνω. 


£eyo ligo 

στέργετε δ᾽ oí μισεῦντες. XVII 130: 
ἐκ ϑυμοῦ στέργοισα κασίγνητόν τε 

— τε. 
ἐρεός firmus, durus XXII 108: 
ἀλλήλους à δ᾽ tum στερεοῖς ϑείνον- 
τες ἱμᾶσιν, cf. Il. XVII 492: βοέῃς 
αὔῃσι στερεῆσι. -- 


— ὥμους 
XVII 31: στερεοῖο τετυγμένα ἐξ ἀδά- 


μαντος. XXII 48: ἐν δὲ μύες στε- 
teni ίοσιν  — ἕστασαν ἠύτε 
πέτροι. — ady. στερεῶς firmiter XXV 
268: δ᾽ οὖδας — πόδας 


πρὸς 
στερεῶς ἐπιέξευν | οὐραίους ἐπιβάς. 

στέρνον pectus XXIV 18: τεὸς 
υἱός, ἀπὸ στέρνων πλατὺς ἥρως. 
— met, pro animo XVIII 54: εὔδετ᾽ 
ἐς ἀλλάλων στέρνον φιλότητα πνέον- 
reg. 11 39: & δ᾽ ἐμὰ οὐ σιγῇ στέρ- 
“- —— ἀνία. 

coronatus XVI 


41: τρταάτία. οἵ σφισιν ἐξ ἱερῶν στε- 
VIT: ἦλθον ἀγώνων, cf. Hor. 
equum certamine primum. 

sertum, dona XVII 

Pe (ἐς λειμώνια φύλλα) ἑρψοῦμες 
[τ παρα δρεψούμεναι ἁδὺ πνέοντας, 
X 28: καὶ τὸ lov μέλαν ἐστὶ καὶ ἁ 
γραπεὰ ἑάκινϑος, | ἀλλ᾽ ἔμπας ἐν 
τοῖς στεφάνοις τὰ λέγονται. -- 
im convivis VII 63: τῆνο 

κατ᾽ ἥμαρ ἀνήτινον ἢ δοδόεντα | ἢ 


βοσχῶς : 





στείνω - στιβαρός 262 
— δαμάσει ἐνὶ καὶ λευκοΐων στέφανον i 
itn dendo) 2 peo — λάσσων | τὸν — NE dai 


κρατῆρος ἀφυξῶ. --- signum est amo- 
ris ΠῚ 21: τὸν στέφανον τὶλαΐ ut καὶ 


αὐτίκα λεπτὰ ποιησεῖς, τὸν τοι ἐγών, 
᾿Δμαρυλλὶ φίλα, κισσοῖο — 
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σε- 
λίνοις. II 153: xal φάτο — 
voi. τὰ δώματα τῆνα πυκάσδειν, cf. 
Tib. I 2, 14: cum posti florida serta 
darem. — praemium datur in cer- 
taminibus 32: ὃς δέ κε προσμάξῃ 
γλυκερώτερα χείλεσι χείλη, | Bev óus- 
voc στεφάνοισιν ξὴν ἐς μητέρ᾽ ἀπηλ- 
ϑεν. itaque in memoriam commu- 
nium certaminum deponitur XVIII 
43: πράτᾳ τοι (sc. Ἑλένα) στέφανον 
λωτῶ χαμαὶ αὐξομένοιο | πλὲξ eat 
σκιερὰν καταϑήσομες ἐς Mdh 
v. πλατάνιστος. 

στέφω cingo, redimio 11 2: στέ- 
vor τὰν κελέβαν geris sis ἀώτῳ, 
cf. Verg. Ecl. VIII 64: 
haec altaria vitta. XXIV "96: (ἄλεσσι 
μεμιγμένον, ὡς νενόμισται.) ϑαλλῷ 
ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ 


: (e Schaeferi coni scr. pro ἐστεμ- 


névov.). 
-στῆϑος (sg. στῆϑος. pl. στήϑεα. 
«ἔων, -εσ(σ)ι) us 1) corporis Ἢ 


hominum 109: ὁ μὲν 
στῆϑός rs καὶ ἣν χεῖρας ἐνώμα. 
46: στήϑεα δ᾽ σφαίρωτο πελώρια 


καὶ πλατὺ νῶτον | σαρκὶ σιδηρείῃ. 1l 
19: στήϑεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον 
ἢ τύ, Σελάνα (sc. nv αὐτοῖρ). VII 
17: ἀμφὶ δέ of στήθεσσι γέρων ἐσφίγ- 
yero πέπλος. — XV 108: ἄμβρο- 
σίαν ἐς στῆϑος ἀποστάξασα γυναικός. 
135: (ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι) 
στήϑεσι ———— λιγυρᾶς ἀρξεύ- 
μεθ᾽ ἀοιδᾶς. — b) animalium XXV 
231: σσηγὺς δ᾽ ἔβαλον στηϑέων 
—* ὅϑι πνεύμονος ἕδρη. ΧΧΥ 
226. — 2) met. de animo XXV 112: 
ἔνϑα xal ἄρρηκτόν περ ἔχων ἐν στή- 
ϑεσι 9vuóv | "AugirQvoviadng 

, στήλη cippus sepulcri Xu 207: 
] 4e. γὰρ ὅγε στήλην scan ti ἐξαν- 
χου τύμβου ἀναρρήξα 

βγεῖ mulier 8 14: στήτας 
οἷστρε Σαέττας: o initio Iliadis 
(1 6) quidam διὰ στήτην divisim le- 
gentes στήτην expl yvvaixa'. Steph. 

στιβαρὸς spissus, gravis, robustus 
XXIV 49: στιβαροὺς δὲ Ovoav ἀνα- 
κόψατ᾽ ὀχῆας. plerumque de mem- 


264 


bris corporis XXV 144: κάρη στιβα- 
ρόν ve μέτωπον: tauri. XXII 128: 
στιβαρῇ δ᾽ ἅμα χειρί ] πλῆξεν. XXV 
266: στιβαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας, ut 
apud Hom. saepius, e. g. Od. V 484. 

στιβάς stratum foliorum vel her- 
barum VII 67: χὰ στιβὰς ἐσσεῖται 
πεπυχασμένα ἔστ᾽ ἐπὶ πᾶχυν | ἀνύξαᾳ 
τ΄ ἀσφοδέλῳ τε πολυγνάμπτῳ τε σε- 
λίνῳ. ΧΠΙ 84: λειμὼν ydo σφιν 
ἔκειτο, μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ, | 
ἔνϑεν ᾿βούτομον o£) βαϑύν τ᾽ ἐτά- 
dovto κύπειρον. V 84. IX 9. 


στίλβω witeo ll 19: στήϑεα δὲ 
(ἦν αὐτοῖς) στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ 


TU, Σελάνα. 


στίχάομαι incedo XXV 126: ταῖς 
δὲ τριηκόσιοι ταῦροι συνάμ᾽ ἐστι- 
χόωντο, qua forma semper usus est 
Hom., e. g. Il. II 92. 

στόμα (sg. στόμα, στόματος, aeol. 
στύματος XXIX 285. στόμα. — pl 
στομάτων, -ασιν)ὺ) 1) os a) hominum 
XI 9 9: ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα 
τὼς χροτάφως τε. XXIX 25: ἀλλ᾽ 
ὑπὲρ. ἀπάλω στύματός σὲ πεδέρχομαι 
| ὀμνάσϑην, ὅτι πέρυσιν ἤσϑα ψεώτε- 
ρος. XXII 100: ὡς ἴδον ἕλκεα λυγρὰ 
περὶ στόμα͵ TÉ γναϑιμούς τε. 126: 
ἄλλῃ δὲ στόμα τύψε, πυκνοὶ δ᾽ ἀρά- 
βησαν ὀδόντες. 208: ὁ δ᾽ ἐς στόμα 
κεῖτο νενευκώς. — lI 126: τὸ καλὸν 
στόμα τεῦς ἐφίλασα, cf. XI 56. XII 
36. XX 5. XXVII 8. — VIII 82: ἁδὺ 
TL TO στόμα, τευ καὶ ἐφίμερος, ὦ 
“άφνι, φωνά. 1146: πλῆρές τοι μέ- 
λιτὸς τὸ καλὸν στόμα, Θύρσι, γένοιτο. 
plur. pro sing. XX 26: τὸ στόμα καὶ 
πακτᾶς γλυκερώτερον, ἐκ στομάτων 
δέ] ἔρρεέ μοι pov γλυκερωτέρα ἢ 
μέλι κηρῶ, v. δέω. — met. VII 82: οἵ 
γλυκὺ Μοῖσα κατὰ στόματος χέε 
νέκταρ, y. νέκταρ. VII 81: καὶ γὰρ 
ἐγὼν Μοισᾶν καπυρὸν στόμα, κἠμὲ 
λέγοντι | πάντες ἀοιδὸν ἄριστον, cf. 
Mosch. ΠῚ 72: (Ὅμηρος) τῆνο τὸ 
Καλλιόπας “παπυρὸν στόμα. — XII 
20: 1 en. yov φιλότης καὶ τοῦ χα- 
φίεντος ἀέτεω | πᾶσι διὰ στόματος: 
un ore'. — .b) animalium XXI 5T: 
ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν (piscem) ἐγὼν ἐχ 
τὠγκίστρω ἀπέλυσα, | μή ποτε τῷ στό- 
ματος τἀγκίστρια χρυσὸν ἔχοιεν. Ep. 
IV 12: (ἀδονίδες — ἀνταχεῦσι) μέλ- 
πουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν ὄπα. 
— c) met. de regione XXII 28: νιφόεν- 
τος ἀταρτηρὸν στόμα Πόντου. 


* schius. 


στιβάς — στρόμβος 


Στομάλιμνον Stomalimnum (Ae- 
stuarium) IV 93: xol μὰν ἐς Στομά- 
λιμνον ἐλαύνεται (ὃ ταῦρος) ἔς τε τὰ 
Φύσκων (Hart. et Pal. secutus littera 
maiuscula pro vulg.' στομ. ser, A. 
Fritzschius): τοῦτο δὲ ἦν στόμα λί- 
μνὴης περὶ τὴν Κρότωνα. Schol. *Li- 
benter hanc Crotonis viciniam com- 
memorasse videtur Theocritus grata 
commotus patriae suae recordatione; 


' nam fuit im insula Co, teste Strab. 
. XIV 2, 19 p. 657, vicus Stomalimmne'. 


A. Fr. 


στορέννυμι, στόρνυμι, GtQOv- 


vv (acb. praes. στόρνῦσιν. fut. dor. 
στορεσεῦντι, στορεσεξῖν. — pass. pf. 
ἔστρωται. — med. ipf ἐστόρνυντο. 
aor. στορέσαντο, στρωσάμενοι) sterno, 
expando VII 57: χὰἁλκυόνες στορε- 


σεῦντι τὰ κύματα τὰν τὲ ϑάλασσαν, 


cf. Od. III 158: ἐστόρεσεν δὲ ϑεὸς 
μεγακήτεα πόντον. de lecto XV 127: 
ἔστρωται, "λίνα τῷ ᾿ἀδώνιδι. XXII 
88: εὐνάς c ἐστόρνυντο. XIII 33: 
πολλοὶ δὲ μίαν στορέσαντο χαμεύναν. 


ΧΧΙ 7: (κεῖντο) στρωσάμενοι βούον 


αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι. XVII 
188: ἀδνὸν δὲ στόρνυσιν ἰαύειν Ζηνὶ 
καὶ Ἥρῃ | — [ἔτι παρϑένος] Ἶρις, 
ubi pro verbis inclusis “λέχος ὠκέα 
vel simile quid, velut ἐπιδέμνιον᾽ 
Scripbum fuisse existimat AD Fritz- 
VI 33: (ἔστε x ὀμόσσῃ) 
αὐτά μοι στορεσεῖν καλὰ δέμνια rác: 

ἐπὶ νάσω: 'instar servae et concu- 
binae", cf. Il. I 31: ἐμὸν λέχος &v- 
τιόωσαν. 

στρατιώτας miles XIV 18: Κλεύ- 
νικος — ὁ στρατιώτας. ὅθ: (κἠγὼν 
- οὔτε κάκιστος) οὔτε πρᾶτος ἴσως, 
ὁμαλὸς δέ τις ὃ στρατιώτας (Paley 
e coni. ὡς στρατιώτας, Ahr. dozi- 
διώτας). 

,“στρεπτός curvatus ΧΧΥ͂ 219: δὴ 
τότε τόξον ἑλὼν στρεπτῇ ἐπέλασσα 
κορώνῃ | νευρειήν (Ahr. et Ziegl e 
coni. Brodaei στρεπτὴ»). - 

στρέφω verto, pass. t vertor, flecto 
XXIV 11: ὦμος δὲ στρέφεται μεσο- 
νύκτιον ἐς δύσιν ἄ ἄρκτος. aor. dor. VII 
131: αὐτὰρ ἐγώ τε καὶ Εὔκριτος ἐς Doo- 
σιδάμω | στραφϑέντες xd καλὸς ἀμύν- 
τιχος ἔν τε βαϑείαις | ἀδείας σχοίνοιο 
χαμευνίσιν ἐκλίνϑημες: ἀντὶ τοῦ πο- 

ρευϑέντες. Gloss. 

στρόμβος cochlea (tuba Tritonis 
L.) IX 35: vivo: δὲ (ἔδωκα). 'στρό 
καλὸν ὄστρακον, οὗ κρέας αὐτόξ ws 





ncm ε ταμὼν * veni 





2 hes »tOY. xxi 19: ἄγριε παῖ κα 
—— κακᾶς ἀνάϑρε λεαίνας. 
m στυγνὸν τὸν $v ἀνεῦρον. 


i eee στυγνὰν ἔχοντα χαίταν. 
(17: ἔχλαιε ποτὶ στυγνοῖσι με- 


 στύμα y. στόμα. 

στωμύλος loquaz V 19: ὦ Παιάν, 
ἢ στωμύλος ἦσϑα, Κομάτα. 

69 (sg. n. σύ, τύ. E. σέο, σεῖο, 
Ed σέθεν. τεῦ, τεῦς, τεοῦς. d. cof, 
τοί, τίν. à. S£, "τέ, τὺ, τίν. — du. n. 


σφώ. d. σφῷν. — pl. n. ὑμεῖς, ὄμ- 
μὲς, χὑμές (καὶ ὑμές). d. ὑμῖν, ὕμιν, 
ὄμμεν. a. ὑμέας, ὄμμε) ἐμ, dual. et 
. vos; I) Nom. ) sing. σύ, dor. 
et aeol τὸ 1) maiore vi carens ad- 
ditur nonnunquam verbo, ut plenior 
fiat oratio, plerumque cum vocativo; 
a) XXIII 23: (ἀλλὰ βαδίξω,) ἔνϑα τύ 
— gev κατέκρινας. IL 61. XXI 67. XXIII 
35. XXV 47. — b) IL 17: ξυγξ, ἕλκε 
τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, 
qui versus repetitur 1l 22. 27. 32. 
37. 42. 47. 52. 51. 63. XIV 34: ἐγώ, 
τὸν ς τύ, Θυώνιχε. III 11. X 
19. 38 (ci). antecedit part. lI 
59: Θεστυλέ, vov δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ 
n^ ταῦϑ᾽ ὑπόμαξον. XV 25. 
XXI 65, deest verbum XIV 10: τοι- 
uiv ἀεὶ τύ, φίλ᾽ Αἰσχίνα, &ov- 
τος δεύς ὕς. — 39) saepius pron. * 

vis tribuitur ac pon 
EN ms — opponatur — 
sonis, animalibus s; a) V 66: 
ἕωμες. K. " prm νιν, XVII 
53: Loyelce κυάνοφρυ, σὺ λαοφόνον 
“Διομήδεα | -- τέκες, — ἀλλὰ Θέτις 
— χιλῆα. XXII 116: εἰπὲ ϑεά, σὺ 
οἶσθα. 1 19: ἀλλὰ τὺ γὰρ δή, 
— τὰ «“άφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες. 
Il 181: μετὰ τὰν Κύπριν τύ με δευ- 
τέρα ἐκ πυρὸς εἴλευ. | 10. 143. VI 
8. VII 84. 84. IX [5]. XXVII 20. 
XXIX 7. 8, in inte tione mi- 
rantis est atque indignantis VII 21: 
(a , πῇ δὴ τὺ μεσαμέριον πό- 
δὰς ἕλκεις: V δ: τὺ γάρ ποκα, δῶλε 
Ziféore, | ἐκτάσα σύριγγα; Ad. 18: 
πάντων κάκιστε ὃν, | τὺ —* 


μηρὸν ἔψω; [ τύ μευ τὸν ἄνδρ᾽ ἔτυ- 


στυγνός -- σύ 


265 


vei; XXX 15: dod τοι ἕειν! 
μὴ σὺ νέος (cod. μὴ ἐνέου) τὰν ἰδέαν 
λῃ; tur V 36. 
—— post 
ἤ, ds IL T9. V 52. 38. — b) maxime 
appen pronominibus XII T 
ΩΣ μ΄ εὔφρηνας σὺ φανείς. 
61: μήτε σύ με ξείνιξε, τά τ᾽ ἐξ * 
οὐκ ἐν apri, 117: (ἐγὼ) φϑέγξο- 
μαι, ὅσσ θέλεις σύ. 86: καὶ 
δωσῶ oí, ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαϑρύπτῃ. 
-- 14: alae τῆνος ἕλη κεραὸν τρά- | 
yov, αἶγα τὺ λαψῇ, cf. 111. — XXII 
11: σὸς μὲν ἐγώ, σὺ δ᾽ ἐμὸς untur 
σεαι. Υ 116: ἐγὼ — καὶ τύ. 
88: ἐγὼ(ν) — vv δέ. VIII 14. "ut 
33: ἐγὼ μὲν — τὺ δέ. V ΤΊ. Υ͂ 68: 
ἄμμες — τὺ δέ. Il 163: τὺ μὲν — 
ἐγὼ δέ. XVIII 38: τὺ μὲν — ἄμμες 
a XV 106: τὺ μὲν — ci» δέ. XXII 
135: σὺ μὲν — σὲ δέ. V 35: τὺ —, 
ὃν — ἐγὼν ἐδίδασκον. — c) augetur 
etiam vis pron. aliis voc. additis X 
21: οὐ μέγα ior. [93 τὺ μόνον κα- 
τάβαλλε τὸ 97: tv ων τὸν 
Ἔρωτα ipio; 0, “άφνι, λυγέζξειν. 
VII 83. — ἂν 84: ἀλλὰ σύ πέρ 
μοι ἔνισπε. -- XX 5: μὴ τύ γέ uev 
κύσσῃς τὸ καλὸν στόμα, v. γὲ. — 
Ε 8: δειλαῖε Κλεόνικε, σὺ δ᾽ 
τ λιπαρὴν Θάσον ἐλθεῖν | ἠπείγευ. 
I151: ὧδ᾽ ἔϑι, Κισσαίϑα, τὺ ὃ ἄμελγε 
νιν. I| 38: νῦν ϑυσῶ τὰ πίτυρα. 
τὺ δ᾽ "ersui καὶ τὸν iv Aide | κινή- 
σαις κ᾽ ἀδάμαντα (Ahr. τὰ δ᾽ - τὸν 
ἀναιδῆ κινήσαι). V 12. 41. 137. IX 
κῶ τὸ XV 7. XXI 61. — 1 2: ἁδὺ δὲ 
ἱ, συρίσδες. V 24: (κεῖται) 
og" ἀλλά γε καὶ τὺ τὸν εὔβοτον 
ada ὄρισδε. IV 927. V 585. VIII 
60. XV 66. XX 40. 4. XXIII 33. 
— V 122: καὶ τὺ δὲ λεύσσεις. 194. 
189. I 90, — d) üiterdum additur 
ques V 25: d κίναδος σύ (e 
ordsw. coni scr, pro adeo v. 
κέναδ᾽ εὖ). V 40: ,φϑονερὸν τὺ 


καὶ ἀ ἐπὲς ἀνδρίον αὔτως. XV τὸ: 
ὦ δειλὰ τύ. Ep. En 1: ἃ δειλαῖε τὺ 
Θύρσι. --- Β) σφώ XXII 169: 


o" Ue Tos καὶ ἀπηνέες. — 
C) plur, ὑμεῖς, aeol. ὄμμες, dor. 
Du VII 115: ὄμμες δ᾽ S ND 
"7 Ἔρωτες ἐρευϑομένοισιν ὁμοῖοι, 
| βάλλετε. VIII 67: ταὶ δ᾽ ὄιες, μηδ᾽ 
ὕμμες ὀκνεῖν ἁπαλᾶς vá | 
ποίας. V 111: οὑτῶς χὺ Y due e 
ϑθίξετε τὼς καλαμευτάς (Zie 
(Tyn- 


pro vulg. κ᾿ ὕμμες). de ded 


206 


daridis) XXII 17: ἀλλ᾽ ἔμπας ὑμεῖς 
γε καὶ ἐκ βυϑοῦ ἕλκετε νᾶας. 149 — 
163: ὑμεῖς δ΄. — ΠῚ Accus. A) sing. 
σέ, σ᾽ (et enclit. οὖ orthoton.); dor. 


vé (orthoton.), τὺ (enclit), τέν; 1) 
orthoton. a) pendet a verbis XXII 135: 
σὲ δέ, Κάστορ, ἀείδω. XVII 56. 1ὅ: 
ἐς τὲ καταρρεῖ | ἃ χίμαρος. V 14: 
οὐ τέ γε Λάκων Jj τὰν βαίταν ἀπέδυσ᾽ 
(e Kiessling. coni. ser. pro vulg. σέ 
ys). V 38: ϑρέψαι κύνας, ὡς τὲ 
φάγωντι (vulg. ὥς vv, Àhr. e coni. 
ὥς ὃ). ΧΙ 89: τίν, τὸ φίλον γλυκύ- 
μαλον, ua nj αὐτὸν ἀείδων. XII 
33: ἐγὼ δὲ σὲ τὸν καλὸν αἰνέων (vulg. 
δέ σε). XXVIII 8: σὲ τὰν ἐλέφαντος 
πολυμόχϑω γεγενημέναν | δῶρον. — 
ὀπάσσομεν. Ep. XII 2: σὲ τὸν ἤδι- 
στον ϑεῶν μακάρων ἀναϑείς. Ad. 23: 
(ὄμνυμι), αὐτὰν σὲ καὶ τὸν ἄνδρα 
(Ahr. αὐτάν σε). — acc. c. inf. XXV 
174: ἔλπομαι οὐχ ἕτερον τόδε τλή- 
ὠεναν Αἰγιαλήων | ἠὲ σέ. — b) pen- 
det ἃ praep. XI 55: κατέδυν ποτὶ τίν. 
68: οὐδὲν --- ποτὶ τὶν φίλον εἶπεν. 
— 2) enclit, pendet a verbis XVII 
58: καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος 
νεογιλὸν ἐόντα. XXIV 70: μάλα σε 
φρονέοντα διδάσκω. I 18: (“άφνι,) 
τίς TU κατατρύχει:; 56: τέρας. κέ TU 
ϑυμὸν ἀτύξαι. ΧΥ͂ 40: οὐκ ἀξῶ τυ, 
τέκνον. XXII 64 (σε). XXIII 21. 42. 
XXV 180. XXVII 8. 16. 21. XXVIIT 
16. 24, XXIX 925. — I 60 (rv). 62. 
82 ci. II 101. III 14. 19. IV 49. 
V 41. 74. 116. 118. 148. 150. VII 
106. VIII 7. 55. 65. X 15. XI 28. 
XV' 12, Ep. III 3. dupl. acc. X 26: 
Βομβύκα χαρίεσσα, Σύραν καλέοντέ 
Tv παντες. acc. C. inf. XXI 30; οὔ 
σ᾽ ἐθέλω τὠμῶ φαντάσματος ἦμεν 
ἄμοιρον. VI 27: “υκίδα φίλε, φαντί 
vv πάντες | εἶμεν συριγκτάν. πὸ δ 
4X 44. XVII ^12. —' B) 

ὑμέας, aeo]. Suus V 145: T wi 
ὔὕμμε (var. vp. 8, ὑμέας, Ahr. e coni. 


vg£) | πάσας γὼ λουσῶ. XVI 108: 
καλλείψω δ᾽ οὐδ᾽ ὕμμε (var. ὕμμε, 
ὑμέας, ὑμμέας). Π 128: λαμπάδες 


ἦνϑον ἐφ᾽ ὑμέας. — IIT) Gen. sing. 
σέο, σεῖο, σεῦ (enclit. οὐ orthoton.), 
σέϑεν; dor. τεῦ (enclit. ), τεῦς (en- 
clit. et. orthoton. ) τεοῦς; pendet 1) 
a verbis IV 38: ὦ χαρίεσσ᾽ ᾿“μαρυλλί, 
μόνας σέϑεν οὐδὲ ϑανοίσας Ι λασεύ- 
μεσϑ΄. XVII 135: χαῖρε, ἄναξ Πτο- 


λεμαῖε᾽ σέϑεν δ᾽ ἐγὼ ἶσα καὶ ἄλλων 


| μνάσομαι ὁμιϑέων. XVIII 41: 
πολλὰ τεοῦς, Ἑλένα, μεμναμέναι. XI 
25: ἠράσϑην μὲν ἔγωγα τεοῦς, κόρα. 
XXIX 82: (χφὴ) μοι τὠραμένῳ συνέ- 
ραν ἀδόλως σέϑεν. 88: κρέσσον 
μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λεί- 
χειν. XXV 163 (ci.). — 2) ἃ compar. 
XXVII 42: οὐ σέϑεν εἰμὶ χερείων 
(Iunt. Call, codd. ξϑεν). — 3) ἃ 
praepos. XXII. 57: ϑαρσέω,, κοὐκ ἐκ 
σεῦ μὲ διδάσκεσθαι τόδ᾽ ἔοικεν. Ep. 
XIII 5: ἐκ σέϑεν ἀρχομένοις, cf. . Ep. 
XIV 2. XXV 102: — πέρι υυ- 
9ov ἀκούσας. XVII 46: σέϑεν δ᾽ 
ἕνεκεν. XXIX 87: ἕνεκεν σέϑεν. V 
89: ἐγὼν παρὰ τεῦς τι μαϑών (vulg. 
τεῦ). XI 52: καιόμενος δ᾽ ὑπὸ τεῦς 
(vulg. τεῦ). — 4) ἃ subst. (pro pron. 
poss. a) XXVII 39: αἰνήσει σέο λέκ- 
τρον. 44: δεῖξον ἐμοὶ σέϑεν ἄλσος, 
ὅπῃ σέϑεν ἵσταται «vA (Brub. pro 
ἔϑεν v. ἔϑον, Ahr. ξϑεν). XXII 63: 
γνώσεαι, εἴ σευ δῖψος ἀνειμένα χεί- 
λεα τέρσει. XXIX 16: καὶ μέν σευ 
τὸ κάλον τις ἴδων ῥέϑος αἰνέσαι. V 
19: οὔ τευ τὰν σύριγγα λαϑὼν ἔκλεψε 
Κομάτας. — b) XX VII 6: πλύνεις 
χείλεα σεῖο; Ad. 26: τὸν ἄνδρα τὸν 
καλόν σευ. VIII 82: ἀδύ τι τὸ στόμα 
τεῦ (pro ro. ex Herm. emendatione 
scr. A. , Fritzschius). Il 126: τὸ κα- 
λὸν στόμα τεῦς ἐφίλασα (Ahr. revs, 
vulg. τεῦ). XI 55: τὰν χέρα vevg 
ἐφίλασα (al. τεῦς, vulg. τεῦ). Χ 36: 
Βομβύκα χαρίεσο᾽, of μὲν πόδες ἀστρά- 
γαλοί τευς (vulg. τεῦ, τευ). — IV) Dat. 
A) sing. 60í (enelit. et orthon.); dor. 
TOL (enclit., vív; 1) dat. possessio- 
nis et relationis a) c, verbis εἶναι, 
γίγνεσθαι͵ XXVII 43: πατὴρ δέ τοι 
ἐστι Μενάλκας. ΤΙ δ4: ὡς μέλε τοι 
γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχϑοιο ἕνοιτο. 
I 146: πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν 
στόμα, Θύρσι, γένοιτο, πλῆρές τοι 
(Ziegl. c. var. δὲ) σχαδόνων. XX 9. 
XXIV 86. saepius deest verbum 
XXVIII 17: καὶ γάρ τοι πάτρις, ἂν --- 
κτίσσε ποτ᾽ Aogíag. Ep. XV 83: ool 
μὲν ἕδρα ϑείοισι uec ἀνδράσι. ΧΧΧ 
15: doc τοι φρονέειν. Ep. VI 1 25: 
ví τοι (var. τὸ) πλέον; XIV 2: τί δέ 
τοι τὸ μέλημα; XV 89: τί δὲ τίν, εἰ 
κωτίλαι εἰμές; c. alis verbis II 20: 
καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι; ΧΧ 9: 
εἰλεά τοι νοσέοντι. XXV 167: (δέρμα) 
ὅ τοι περὶ πλευρὰ καλύπτει. c. pass. 
XV 46: πολλά vow ὦ Πτολεμαῖε, πε- 
ποίηται καλὰ ἔργα. --- b) dat. com- 








— — συγκαταδύω 267 
modi v. incommodi XXVII 81: τεύχω — — 3) pendet ab, adiectivis MEE 

— Ep. 1.8: τοὶ δὲ με- — 7: καλὸν σοι δαμάλας φιλέειν. 
y** Πύϑιε Παιάν 111: “ὅππως τοι φίλον ἊΝ 


Ww 
E . 


»6* XVII 4: iid 
δον on. ὧν, À 
2 ἔσσω, cf. VII 87: 
ὺ E. ὥρεα τὰς 
121: τό τοι καλὸν &v- 
Χ 18: μάντις τοι τὰν 


ϑὸς ἀπορρεῖ. 
Ψψύκτα χροΐξεται & καλαμαία. ΧΙ 40: 


᾿τράφω δέ τοι ἔνδεκα νεβρώς. VI 15: 


T * 


ΡΨ Ὑ 


ἃ δὲ καὶ αὐτόϑε τοι διαϑρύπτεται. 
MOM. XVIII 43. SEN M 


ext v. εἴκατι — 
280: οὗτός row Νεμέου 

ϑηρὸς ὄλε V 29. 
38, — 3) pen 1 & ver- 


XXV 195: ἀμφὲ δέ 
ctm TA 
XXV 


3ü 


T 
LE 
g 
Mr 


λέγοιμέ κε τοῦδε πε- 
Ἢ 10: ἕνα σοί τινα μῦ- 
II 142. XXV 8. 31. 
wu δέ τοι μέγαν ὅρ- 
. ΜΠ 11: τὶν * ποταεί- 
idera ᾿ δαὶ «igov. V 32: ἀλλά γέ 
διαείσομαι. — Ep. VIII 1: ξεῖνε, 
τοι ἀνὴρ τόδ᾽ ἐφίεται 


SEHE 
Jte 


Hh. 


Συρηκόσιός 
Ὄρϑων. --- b) ferendi et dandi I 25: 


« δέ τοι δωσῶ διδυματόκον, cf. 
86. XXVII 59. 43: τάν 
τοι, ἔφα, xogóvav δωρύττομαι. V 
138: τὴν δέ, Κομάτα, δωρεῖται Móe- 
eo» τὰν ἀμνίδα. 11 10: ἠνίδε ro: 
δέκα aem e φέρω, το Hu 1581} ΠῚ 11. 
XI 56. 59. eest verbum 
I 149: I τὸ uode (sc. δώσω, 
ef. ΤΊ 10). — c) ab aliis verbis VI 


τοι τὰν ὀίων ἕπεται 


—€— τοι δοκεὶ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν, 
ef. et. XI 50,* X 8: οὐδαμά τοὶ avvéfa 
ποϑέσαι τινὰ τῶν ἀπεόντων; ef, X 
10. XV 34: Πραξινόα, μάλα τοι τὸ 

ς ἐμπερόναμα | τοῦτο πρέ- 
πει, οἵ. 40, 1: ἀρκεῖ τοι --- 
ποππύσδεν, cf. Ad. 37. 52: τὶν 
δ᾽ οὐ μέλει, cf. XI 29. XVII 46. I 
129 b: xo)ro« τὶν φϑονέω. III ,98: 
τὴν ὅλος —— αὐ μὰ 16: ἀγα- 
ϑός τις πταρὲεν ἐρχομένῳ τοι. 


αὐτῇ. 
81: ἄλλος τοι γλυκέων ὑποκόλπιος; 
XXV 34: τό τοι καὶ κέρδιον αὐτῷ 


] —— XXIX 32: ὁ δέ τοί x 
Ἔρος — ἔχοι. — XVIII 
19: Zavég τοι ϑυγάτηρ ὑπὸ τὰν 


» ἵκετο χλαῖναν. — 4 pues à 
a X 31: ἐγὼ δ᾽ 2. τὶν με- 
μάνημαι. V 49: Ἢ σκιὰ οὐδὲν ὁμοία) 
τᾷ παρὰ τίν, cf. V 52. 57. θὅ. -- 

dual. σφῷν XXII 166: σφῷν δ᾽ 
ἄλλον σέρον — , πάν- 
τες. — lur. ὑμῖν, dor. ὕμιν, 
8.60]. 6d ; de duobus et de plu- 
ribus; 1) dat. commodi Y. incommodi 
XXII 218: ὑμὲν κῦδος, ἄνακτες, ἐμή- 
σατο Χῖος ἀοιδός. Ep. X 1. 1 152: 
(«f δὲ χίμαιραι) οὐ μὴ σκιρτασεῖτε, 

μὴ ὁ τράγος ὕ » ναι j. — 2) dat. 

—3 — 144: f. ἀρετὴν ὄμμιν ἁλεῦ- 
μαι. ΧΥ͂ 4: ὦ τᾶς d τω ψυχᾶς! 
μόλις ὕμμιν ipsas, Πρεξινία, 1110: 
ὁ ουχόλος ὕμμιεν ἐγὼ “Ιάφνις οὐκέτ᾽ 
ἀν᾽ ὕλαν (var. ὑμῖν, Ahr. ὕμιν). X 
46. XXII 171, — 3) nd. a ver- 
bis XVIII 50: Ματὼ μὲν δοίη — ὕμ- 
uv | εὐτεκνίαν. 152: ὕμμιεν 
ἐνώπιος ἀμφοτέροισιν | αὐτὸς ἐγὼ τάδ᾽ 
fuma. 331. Ep. XX 1. — 4) pendet 
ab adiectivis 82: ὡς εἰδῶ τί ποχ 
ἁδὺ κατοικεῖν τὸν βυϑὸν ὄμμιν, οἵ. 
I 145. XXII 161: τάων εὐμαρὲς ὄμ- 
μιν ὀπυίειν ὥς κ᾽ ἐθέλητε. 


Συβᾶρίτας Sybarita V 18: Εὖμα- 
ρίδα δὲ τὰς αἶγας ὁρῇς, φίλε, τῶ 
Zvfagíra.—fem. Συβαρῖτες Sybaritis 
V 126: δείτω χὰ Συβαρῖτις ἐμὶν μέλι 
(sc. πηγη): fons quidam prope Sy- 
barin; Ahr. e coni. qo Σύβαρις. V 
146: πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος 
ἔνδοθι λίμνας. 

συγγράφω conscribo describo Ep. 
XX 1: τὸν τῶ Ζανὸς ὅδ᾽ μιν υἱὸν 
ὡνήρ | --- πρᾶτος τῶν ἐπάνωθε μου- 
σοποιῶν | Πείσανδρος συνέγραψεν ox 
Καμέώρου. 

σύγί(ε) ) tu quidem XXV 179: (εἴπ᾽ 
ἄγε.) εἰ σύγ᾽ ἐκεῖνος (sc. si). XXVII 
14: τᾶς Παφίας χόλον ἄξεο καὶ σύγε 
Us XII 63. d est aique indignan- 

I 62: δαιμόνι᾽, οὐδ᾽ ἂν τοῦδε 
πιεῖν ὕδατος σύγε δοίης: XXI 68. — 
acc, XXV 38: οὐ σέγε φημὶ κακῶν 
ἔξ | ἔμμεναι. v. yk. 

συγχαταδύω, aor. Il una demer- 


268 


gor Ep. IX ὁ: ποντοπορῶν αὐτῇ 
Πλειάδι συγκατέδυς. 


σύκζνος ficulnus Ep. IV 2: σύκι- 
νον --- ξόανον. X 44: σφίγγετ᾽ ἀμαῖ- 
λοδέται τὰ δράγματα, μὴ παριών τις 
| εἴπῃ " σύκινοι ἄνδρες" ἀπώλετο χοῦ- 
τος ὁ μισϑός: ἤγουν ἀσϑενεῖς καὶ 
ἀχρεῖοι, ὅτι τὸ τῆς συκῆς ξύλον εὖ- 
ϑραυστον, ἀσϑενὲς καὶ ἀδύνατον. 
ὅϑεν καὶ παροιμία συπίνη ἐπικουρία, 
ἡ μηδὲν ὠφελοῦσα. Schol. 

σῦχον ficus V 114: μισέω τὼς xov- 
ϑάρος, oi τὰ Φιλώνδα | σῦκα κατα- 
τρώγοντες ὑπανέμιοι φορέονται. v. 
κάνϑαρος. 

00A£&0 (dor. pro GvÀcc) eripio, 
med. XIX 1: τὸν XÀÉTTOUV ποτ Ἔρωτα 
κακὰ κέντασε μέλισσα | κηρίον ἐκ 
σίμβλων συλεύμενον. 

συλλαμβάνω comprehendo , inf. 
aor. aeol. XXIX 30: κἄμμες βαρδύ-. 
τεροι τὰ ποτήμενα συλλάβην (vulg. 
ida εἴν). 

υλλέγω colligo XXIV 91: συλ- 

Aleeu κόνιν πυρός (Ahr. c. var. συλ- 
λέξαισα). 

συμβαένω, impers. contingit , e. 
dat. et inf. X 8: οὐδαμά τοι συνέβα 
ποϑέσαι τινὰ τῶν ἀπεόντων; cf. 10. 
X 11: μηδέ γε συμβαίη. 

σύμβλητος comparabilis V 92: 
ἀλλ᾽ οὐ σύμβλητ᾽ ἐστὶ wvvóoforos 
οὐδ᾽ ἀνεμώνα | πρὸς δόδα. De ac- 
centus discrepantia v. Lob. Paral. 
p. 486. 


συμπάγνυμι compingo VIII 23: 
πρώαν νιν συνέπαξ᾽ (sc. σύριγγα). 
συμπαίσδω (aeol. pro συμπαίξω) 
colludo, inf. dor. XI 71: πολλαὶ συμ- 
παίσδεν μὲ κόραι τὰν νύχτα κέλονται. 
σύμπας wniversus XII 7: (ἀηδών) 
συμπάντων λιγύφωνος ἀοιδοτάτῃ πε- 
τεηνῶν. 
συμπλέχω connecto, consero XVIII 
33: οὔτ᾽ ἐνὶ δαιδαλέῳ πυκπκινώτερον 
ἄτριον ἱστῷ | κερκέδιε συμπλέξασα μα- 
κρῶν ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων. 
συμπλήγδην cum collisione XXIV 
55: (ὡς εἴδοντ᾽ ἐπιτίτϑιον Ἡρακλῆα, 
συμπλήγδην ἰάχησαν: 'complosis stu- 
pore et admiratione manibus'. 
συμφέρω,. pass. convenio aliquem 
Ep. VII 1: ἦλθε καὶ ἐς Μίλητον. ὃ 
τοῦ Παιήονος υἷός | invo. νόσων ἀν- 
δρὶ συνοισόμενος | Νικίᾳ. 
συμφλέγω comburo XXII 211: 
αὐτὸν δὲ φλογέῳ συνέφλεξε κεραυνῷ. 


σύκπκινος — σύν 


—— cos ulilis XXIV 112: πάμ- 
μαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα 
τέχνα. 

συμιφύρω confundo XXII 111: 
(ἀεικέσι, πληγαῖς) πᾶν συνέφυρε πρό- 
σωπον ἀνέκητος Πολυδεύκης. 

σὺν (praeter septem locos semper 
producitur positione, semel XXVIII 
25 vi arseos. cum, mit, sammt I) 
ady. in tmesi XXII 90. XXV 110. 
266. XXVI 13; v. συνερεέδω, συν- 
ομαρτέω, συνταράσσω. — 1T) praep. c. 
dat. (ubique est ante casum neque 
interponuntur voces praeter II 136. 
VII 2. XIII 21. — inter adi. et 
subst. leg. quater, bis inter subst. et 
adi) coniunctionem significat 1) ho- 
minis cum homine; a) de comitatu 
atque itineris societate aut laborum 
VII 1: ἐγώ τε καὶ Ἐὔκριτος ἐς τὸν 
“λεντα ] efomopueg ἐκ πόλιος, σὺν καὶ 
τρίτος ἁμὶν Ἀμύντας, ubi A. Fritz- 
schius interpretatur: simul etiam 
tertius nobis Amyntas'. XI 26: ἦν- 
ϑες ἐμᾷ σὺν ματρί. XII 91. XXV 
δῦ. AXVI 37. met. XVI 68: δίζημαι 
δ᾽, ὅ τινι ϑνατῶν πεχαρισμένος ἔνϑω 
| σὺν Μοίσαις, cf. XVI 101. — VIII 
66: οὐ χρὴ κοιμᾶσϑαι βαϑέως σὺν 
παιδὶ νέμοντα. ΧΙ 65: ποιμαίνειν B 
ἐθέλοις σὺν ἐμὶν ἅμα. V 6. XVI 
83. XVII 22. XVIII 18. ad obiectum 
refertur XVI 102: τοῖς LL μέλοι 
Σικελὴν ᾿Δφέϑουσαν | v ὑμνεῖν σὺν λαοῖσι 
καὶ αἰχμητὰν Ἱέρωνα: 'simulque po- 
pulum". — V) de auxilio alicuius VII 


“12: (xa£ τιν᾽ ὁδέταν) ἐσϑλὸν σὺν Μοί- 


σαισι Κυδωνικὸν εὕρομες ἄνδρα: "Mu- 
sarum beneficio". II 28: τοῦτον τὸν 
κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι τάκω: *auspice 
diva; cf. Il. XI 792: τίς δ᾽ οἶδ΄, εἴ 
κέν οἵ σὺν δαίμονι ϑυμὸν ὀρέναις. 
XXVIII 10. — 2) hominis cum re aut 
conditione; a)de apparatu quem quis 
secum fert v. quo utitur ad efficien- 
dum aliquid XI 61: αἴκα τις σὺν vot 
πλέων ξένος ὧδ᾽ ἀφίκηται. VII 100: 
ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδεν | Φοῖβος 
σὺν φόρμιγγι παρὰ τριπόδεσσι με- 
γαίροι. — b) de subsidio Π 136: σὺν 
δὲ κακαῖς μανέαις * παρϑένον ἐκ 
ϑαλάμοιο! καὶ νύμφαν ἐσόβησ᾽ ( Ἔρως), 
cf. Il. IV 161: σύν τε μεγάλῳ ἀπέτι- 
σαν. — c) de tempore XII 1 ἤλυ- 
$sg — τρίτῃ σὺν νυκτὶ καὶ dob — 
3) rei cum re v. conditionis cum 
conditione XXV 210: (βάκτρον) cvv 
πυκινῇσιν ὁλοσχερὲς ἔσπασα ῥέξαις. 





» pass. τὸ: 
of δὲ ϑοῶς τϑα κακά ὑπὸ σκιερὰς 
πλατανίστους. --- met. colligo me e 
51: eosdem συναγείρομαι ἤδη: " 

ex magmo timore'. Cic. Cat. 


1: Δαμοίτας jà “άφνις ὁ κόλος 
εἰς ἕνα χῶρον | τὰν ἀγέλαν ποκ᾽ 
Ἄρατε συνάγαγον, cf. Verg. Ecl. VII 


ulerantque greges. —— 
E A XxIl 82: ἐς μέ 


ἀλλήλοισι πνέοντες (Ahr. et 
e coni. Wakefieldii πνέοντας): 


5* 8C. ἑξαυτούς, ἤγουν συνήχϑη- 
Gloss. 


P aadsido concio X. 24: Μῶσαι 
p^" συναείσατε τὰν ῥαδινάν uot 


συναλοιάω contundo XXII 121: 
αἰεὶ δ᾽ ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσω- 
πον, μέχρι συνηλοίησε παρήια. 

συνάμα simul wna, c. dat. XXV 
126: ταῖς δὲ τριηκόσιοι τ ταῦροι συνάμ᾽ 
ἐστιχόωντο (Ziegl. cum Mein. esvap ). 

ντοόμαι Occurro VIT 1: “ά- 
qvid τῷ peri συνήντετο βουκο- 
λέοντι * μᾶλα νέμων, ὡς φαντί, κατ᾽ 
dera μακρὰ Μενάλκας. 

συνάπτω ν. ἐφέπομαι. 

, συνδρομιάς concurrems XIII 22: 
(Aer) ἅτις Kvaveav οὐχ ἥψατο 

ἔδων ναῦς. v. Κυάνεαι. 
posce comitor XIII 17: οἵ δ᾽ 
αὐτῷ — συνέποντο. 
xu. "4 μέ - ἊΣ 
32: κα τὠραμένῳ συνέραν 
ΩΝ e cod. c pro 
—— imo, per tme 
« comprimo, per sin 
XXV 205. ἤἦγχον δ᾽ ἐγκρατέως στι- 
βαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας, ef. Od. XI 
426: σύν τὲ στό ἐρεῖσαι.. c. dat. 
XXII 68: τίς γάρ, ὅτῳ χεῖρας καὶ 
ἐμοὺς συνερείσω ἱμάντας;: h. e. im- 
" continens, tr. 

συνε neutr. sg. pro 
adv. —— XX 12: καί μ᾽ is 
τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε σῦνεχές 
εἶδε: prima h. v. syllaba vi arseos 
producitur, sicuti Qd. IX. 74: ἔνϑα 


660v σύναγον 


συναγείρω — συριγκτάς 


269 


δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα συνεχὲς 
αἰεί | κε v. σύν. 
συνιζάνω — tet XXII 
112: σάρκες δ᾽ αἴ ὅτι συνίζα- 
νον, ἐκ μεγάλου δέ! d. ὀλίγος γέ- 
vtr ἀνδρός. 
συνΐημι percipio, sentio, in carm. 
aeol. XXX 14: λεύκας οὐ συνίησϑ᾽ ὄττι 
φόροις ἐν κροτάφοις τρίχας (e v 
leri coni. ser. pro cod. Miro de. 
σύννομιοος compascens. 56: 
ἄσομαι ἀγκὰς ἔχων τυ! σύννομα [77 
ἐσορῶν. τὰν Σικελὰν ἐς ἅλα: 'pascen- 
tia amice'. " 
συνομᾶλιξ (dor. pro συνομῆλιξ 
aequalis XV τῇ a.d ἄμμες δ᾽ μεμα τα 
συνομάλικες. 
συνομαρτέω comitor, per tmesin 
XXV 110: σὺν δ᾽ υἱός τε βίη τε 
βαρύφρονος Ἡρακλῆος | ὡμάρτευν 
βασιλῆι. 
iunctis superciliis pulcra 
VIII 72: ἐκ τὥντρω σύνοφρυς κόρα 
ἐχϑὲς ἰδοῖσα: δασείας ἔχουσα τὰς 
ὀφρῦς καὶ συγκεκολλημένας, τουτέ- 
στιν εὐόμματος. Schol. 
συντἄράσσω concito, per tmesin 
XXII 90: (ὀρένϑη δὲ πλέον ἢ πρίν.) 
σὺν δὲ μάχην ἐτάραξε: "turbidam 
concitavit pugnam". XXVI 12: σὺν δ᾽ 
ἐτάραξε ποσὶν μανιώδεος ὄργια Βάκχω. 
» Syra X. 26: Βομβύκα 1α- 
ρέεσσα, Σύραν καλέοντί tv πάντες, | ] 
ἰσχνάν, ἁλιόκαυστον, ἐγὼ δὲ μόνος 
μελέχλωρον: propter fuscum colorem; 
μέλαιναν ὑπὸ τοῦ ἡλίου. — 
Σῦραχόσιος, os Syra- 
cusanus Ep. VHI 1: — Συρη- 
κόσιός τοι ἀνὴρ τόδ᾽ ἐφίεται Ὄρϑων 
(var. Συρακόσιός). plur. Ep. XXII 2: 
εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἰμι Συρακοσίων. 
XVI 78: ἤδη βαστάξουσι Συρακόσιοι 
μέσα δοῦρα. fem. XV 90: Συρακοσέαις 
ἐπιτάσσεις; 
ἑκοῦσαι Syracusae, caput Si- 
ciliae Ep. XVII 5: rol Συρακόσσαις 
ἐνέδρυνται πεδωρισταὶ πόλει (var. 


Zvoaxovo(s)as). 
x Syria XVII 87: καὶ 


—— Αἰβύας » κελαινῶν τ᾽ Αἰθιο- 
jov (ἀποτέ src). Ep. ΙΧ 4: (εἰς 
— Θάσον" ἐλϑεῖν) ἠπείγευ κοίλης 
ἔμπορος ἐκ Συρίης, v. κοῖλος. 
— (συρικτάς) /istulator VIII 
84: (αἴ τι Μενάλκαρ) πήποχ ὃ συριγ- 
κτὰς προσφιλὲς σε μέλος. 9: συριγ- 
κτὰ Μενάλκα. ὙΠ 27: (φαντί rv 


210 


πάντες | εἶμεν συριγκτὰν μέγ᾽ ὑπείρ- 
oyov (A. Fritzschius e coni, scr. pro 
συριμπτὰν v. συρίκταν). 

σύριγβ͵, (sp. σῦριγξ, σύφιγγορ, -t 
-α. pl. σύριγγας) 1) fistula pastoricia 
I 128: ἔνϑ'᾽, ὦναξ, καὶ τάνδε φέρευ 
πακτοῖο μελίπνουν | £x κηρῶ σύριγγα 
καλὰν περὶ χεῖλος ἕλικτάν. VIII 18 
— 91: σύριγγ᾽ ἂν ἐποίησα καλὰν ἔχω 
ἐννεάφωνον, | λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν, 
ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωϑεν: plerumque 
e septem constabat calamis, cf. Verg. 
Ecl. II 36: disparibus septem com- 
pacta cieutis fistula. XX 28: ἀδὺ 
δέ μοι τὸ μέλισμα, καὶ ἢν σύριγγι 
μελίσδω, κὴν αὐλῷ δονέω, κὴν δώνακι, 
χὴν πλαγιαύλῳ. cf. Ep. II 1. IX 8: 
ἀδὺ δὲ χὰ σῦριγξ χὼ βουκόλος, ἀδὺ 
δὲ καἀχώ (γαρύεται). IV 28. V 4. b. 
6. 19. 135. VI 43. VIII 84, cete- 
rum σῦριγξ quod incribitur carmen, 
sive Theocriti est sive alius scripto- 
ris, figuram fistulae satis accurate 
refert. — 2) modiolus, foramen in 
quod axis currus inseritur XXIV 118: 
(περὶ νύσσαν) ἀσφαλέως κάμπτοντα 
τροχῶ σύριγγα φυλάξαι (ἐδίδαξεν). 

Σύριος Syrius XV 114: Συρίω δὲ 
μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα (κεῖται), cf. 
Hor. Od. II 7, 1: coronatus nitentes 
malobathro Syrio capillos. 

συρίσδω (aeol. pro συρέζω. praes. 
ind. dor. συρέσδες. inf. dor. συρέσδεν. 
part. συρέσδων. ipf. σύρισδε) cano 
fistula, calamis agrestibus insono l 
15: ov ϑέμις, ὦ “ποιμήν, τὸ μεσαμ- 
βρινόν, οὐ ϑέμις ἄμμιν | συρίσδεν. 
VII 4: ἄμφω συρίσδεν δεδαημένω, 
ἄμφω ἀείδεν. Vl 9: ἁδέα συρέσδων. 
44: αὔλει “ΖΙαμοίτας, σύρισδε δὲ 4ά- 
φνις ὃ βούτας. 1 8. 14. XI 38. 

σύρω traho, de veste II 73: ὧμάρ- 
vevv βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα. 
de vincto Ad. 11: zó μὲν βρόχῳ xa- 
Qewog | ἔσυρεν αἰχμάλωτον. 

σῦς, vg sus, aper Ad. 9: στυγνὸν 
τὸν ὃν ἀνεῦρον, cf. Ad. 5. XXV 185: 
ἄρκτους τε σύας τε λύκων T ὀλο- 
-φώιον ἔρνος (βόσκει). XV 12: (ἀϑρόος 
ὄχλος.) ὠϑεῦνϑ᾽ ὥσπερ ὕες. V 28: 
vg ποτ᾽ ᾿Αϑαναίαν ἔριν ἤρισεν: παρ- 
οἰμέα ἐπὶ τῶν τοῖς κρείττοσι φιλονει- 
κούντων. Schol, ef. Cic. Acad. I 5, 
18: etsi non sus Minervam, ut aiunt, 
tameninepte, quisquisMinervam docet. 

σῳφάζω macto Ber. 3: σφάξων 
ἀκρόνυχος ταύτῃ ϑεῷ ἱερὸν ἰχϑύν. 


σῦριγξ --- σφεῖς 


σφαιρόω  conglobo, pass. conglo- 
bor, in globosam et rotundam mas- 
sam  coeo instar pilae XXII 46: 
στήϑεα δ᾽ ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ 
πλατὺ νῶτον | σαρκὶ σιδηρεέῃ, σφυρή- 
λατος οἷα κολοσσός. 

σφάλλω 1) supplanto XXIV 109: 
ὅσσα δ᾽ ἀπὸ σκελέων ἔἐδροστρόφοι 
"Aoyó9sv ἄνδρες | ἀλλάλους σφάλλοντι 
παλαίσμασιν. — 2) fallo, aor. dor. 
XXX 31: ϑέος, ὃς xol zog ἔσφᾶλε 
μέγαν νόον. 

σφάξ (dor. pro σφήξ) vespa V 28: 
ὅστις νικασεῖν τὸν πλατίον ὡς τὺ 
πεποίϑεις, | σφὰξ βομβέων τέττιγος 
ἐναντίον : παροιμία ἐπὶ τῶν ἐλαττόνων 
ἐριξόντων πρὸς κρείττονας. Schol. 

σφεϊλός acerbus ΧΙ 21: (Γαλάτεια) 
uóGyo γαυροτέρα, σφεϊλωτέρα ὄμφα- 
κος ὠμᾶς (pro vulg. φιαρωτέρα e 
coni. scr. Α. Fritzschius inductus 
glossa Hesychii σφειλόν, λοξόν, πυ- 
xvóv — δριμύ; Ahr. scr. σφηλωτέρα,. 
Ziegl. σφριγανωτέρα; Ribbeck, coni. 
φιαλωτέρα Mus. Rhen. XVII p. 565). 

σφεῖς (gen. σφέων Oorthoton. et 


enel — d. σφέσι(ν) orth., σφισί(ν) 
encl, σφὶ(ν) encl. — ἃ. m. σφέας, 


σφὰς encl, f. dor. y? encl., n. σφ᾽ — 
σφὲ encl. — v. praeterea viv.) I) pron. 
demonstr. eorum, iis, 608. 1) Acc, XVI 
57: (ἐσιγάϑησαν) εἰ μή σφεας ὥνασαν 
Ἰάονος ἀνδρὸς ἀοιδαί. XXI 16: & 
γὰρ πενία σφας ἐτήρει. IV 3: ἦ πᾷ 
ψε (τὰς βόας) κρύβδαν τὰ ποϑέσπερα 
πάσας ἀμέλγες: XV 80: πότνι᾽ A9a- 
valo, ποῖαί σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριϑοι: h. 
e. τὰ ποικίλα. — ῶ) Dat. a) c. verbo 
εἶναι XVIL 26: ἄμφω γὰρ πρόγονός 
σφιν ὃ καρτερὸς Ἡρακλείδας. XVI 
40: ἀλλ᾽ οὔ σφιν τῶν ἦδος. 12: £v" 
αὔη σφισὶν ἕδρη: h. e. Δαρισιν. — 
c. pass. XXII 88: ἔνϑα πολύς σφισι 
μόχϑος ἐπειγομένοισιν ἐτύχϑη. --- b) 
dat. comm. XXV 12: σηκοί σφι τε- 
τυγμένοι εἰσὶν ἑκάσταις, cf. ΧΧΥ͂ 18. 
VII 33: μάλα γάρ σφισι πέονι μέτρῳ 
| ἃ δαίμων εὔκριϑον ἀνεπλήρωσεν 
ἀλωάν. XIII 34. XVI 47. Ep. XIII 
4. — c) pendet a praep. XVII 84: 
δοιαὶ δὲ τριάδες, μετὰ δέ σφισιν ἐν- 
νεάδες τρεῖς. — 8) Gen. XVII 23: 
eígov υἱωνῶν περιώσιον vicvoict», | 
ὅττι σφέων (ὅττί σφεων Ahr.) Kpo- 
νίδης μελέων ἐξείλετο γῆρας. XXII 
10: of δέ σφεων (sc. τῶν ἀητῶν) 
κατὰ πρύμναν ἀείραντες μέγα κῦμα. 





πο Ἐπ. '-- Rr NM T υν 


ΨΥ — 


adm ἐξεκένωσαν) ϑυμὸν 


οἵ ταῦ 
—— . m. σφετέροιο, - 


f. σφετέρης. p σφετέροισιν. f. σφε- 
n. σφετέροις, -οισι) 


τῇσιν. 

— 1) plur. pers. III suus, 
ur 53: Νύμφαι μὲν σφετέροις 
ἐπὶ κοῦρον ἔχοισαι. ΧΧΙ31. 
-- yb. sing. a) pers. ΠῚ 
209: μέλλε xa- 
Ὁ. βαλεῖν σφετέροιο φονῆα. 
tiges ie pere eerie An σφε- 
ἀρνός. XVII 41. 
- TN pers. II tuus XXII 
61: SV ac μὴ φεέδεο τέχνης. — 
€) pers. I "— "XXV 162: σφετέρῃ- 

σιν ἐνὶ φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι. 


X 44: σφίγγετ᾽ 
t τὰ δράγματα. Pass. VII 
11: ἀμφὶ δέ of στήϑεσσι γέρων —— 
yero | πλοκερῷ 
v. σφεϊλός. 


τος malleo fabricatus 

41: σφυρήλατος οἷα κολοσσός 
1) talus pedis IV 51: (& 

— ) €ou ' ὧδ᾽ ἐπάταξ᾽ 
ὑπὸ τὸ σφυρόν. —A 184: λύσασαι 
δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖ- 
σαι. — :3) met. de imis montium 
: ora, promontorium XVI 16: 
ἤδη vov ᾿ Φοίνικες, ὑπ᾽ ἠελίῳ δύνοντι 
οἰκεῦντες ς ἄκρον σφυρὸν 


σφύσδω L 
me quodam igneo mota, fdricto 
— me | codes (rar 
σφύξειν): "caedam ut tumescant et 
febricitent" ; φλεγμαίνειν. | Gloss, 


σφώ, σφῷν v. σύ. 
UPMIENE Mia XXV t5: σφωιτέρῳ 


Φυλ ἃ - 
Ὡς is 89 eite do geniis 


σχᾶδωών f. aeus I 146: πλῆρές τοι 
μέλιτος τὸ καλὸν στόμα, Θύρσι, γέ- 
vorro, | πλῆρές τοι σχαδόνων. 

“σχεδία ratis XVI. 41: (ἐπεὶ γλυ- 
ἐς » d 
d στυγνοῦ φοντος, c 

251: τόσσον un εὐρεῖαν σχεδίην 
ποιήσατο. 

σχεδόν — — praeter unum 
locum "e hex. 9 prope 
1) de δου XIII 60: (ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο 


211 


gorda) ἐξ ὕδατος, παρεὼν δὲ μάλα 
σχεδὸν εἴδετο —— — 2) de tem- 
pore, c. gen. 130: br enr 


TOV σχε ἦεν. ---- 3) de numero — 
86: ΄ταλάρως σχεδὸν εἴκατι πληροῖ | 
τυρῶ. X 12: p σχεδὸν ἔνδεκα- 
ταῖος. de —— V 16: (ἀνῷξα δὲ 


Βέβλινον e$ rois.) εὐώδη, τετόρων 
ἐτέων, σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ: 'odorum 
prope tanquam recens a torculari'. 


σχέτλιος importunus, vehemens 
66: σχέτλιοι of φιλέοντες" ἀλώ- 
μενος ὅσσ᾽ ἐμόγησεν | οὔρεα καὶ δρυ- 
μώς, ubi alii explicant: miseri, secun- 
dum Schol. ἐλεεινοὶ of φιλοῦντες. 
SÍ schema, vestis X 35: σχῆμα 
καὶ καινὰς ix^ ἀμφοτέροισιν 
Fé od (ἔχων): sc. καινόν, q. v. ex 
proximis addendum. 

σχέξα lignum sectum, Scheit XXIV 
89: καῖε A τώδ᾽ ἀγρίαισιν ἐπὶ σχί- 
cna δράκοντε, cf. Od. ΠῚ 459: καῖε 

δ᾽ ἐπὶ σχίξῃης. 

σχέξζω scindo XV 69: οἴμοι δει- 
λαία, δίχα μευ τὸ ϑερίστριον ἤδη | 
ἔσχισται. 

— — Mastix- 

ulum capris dilectum! ; 
^9: a σχῖνον πατέοντι καὶ ἐν 
κομάροισι κέχυνται (αΐγες). ΧΧΥῚ 
10: Πενϑεὺς δ᾽ ἀλιβάτω πέτρας ἄ: ἄπο 
πάντ᾽ ἐθεώρει, | σχῖνον ἐς ἀρχαίαν 
καταδύς, ἐπιχώριον ἔρνος. (de vi 
133 v. σχοῖνος.) 

σχοινίς funiculus iunceus XXIII 
51: ἧπτεν ἀπ᾿ αὐτῶ | τὰν λεπτὰν 
σχοινῖδα. 

σχοῖνος 1) iuncus XXI 10: κύρ- 
τοι τε καὶ ἐκ σχοίνων. λαβύρινϑοι. 
sing. pro plur. 1 δῶ: αὐτὰρ ὅγ᾽ ἀν- 
ϑερίκοισι καλὰν πλέκει ἀκριδοϑήραν 
| σχοίνῳ ἐφαρμόσδων. VII 132: ἔν 
τε βαϑείαις | — σχοίνοιο (var. 
σχίνοιο) χαμευνίσιν ἐκλίνϑημες, cf. 
Od. V 462: ἐκ ποταμοῖο λιασϑείς | 
—— ὑπεκλένθη. — 3) funis iunceus 

IÍ 39: λῦσον rà cyoívo us (Ahr. 
c, Ald. τὰς). 

σχολά otiwun XXI 34: ἄλλως καὶ 
σχολά ἐστι. 

Lo servo incolumem. XV 4: à 
τὰς αλεμάτω ψυχᾶς! μόλις ὄμμιν 
ἐσώϑη — ἐσώϑην): sc. & ψυχά, 

σῶμα corpus Ep. HI 1: οὔδεις 

φυλλοστρῶτι πέδῳ, “Ιάφνι, σῶμα κε- 
κμαχκός ] ἀμπαύων. 

σωρὸς acerews frugum ὙΠ 156: 


212 


ἃς (ἡἀματρος) ἐπὶ σωρῷ | αὕτις ἐγὼ 
πάξαιμι μέγα πτύον. Y. πτύον. -- 
met. de copia sermonis Ep. XVII 1: 
σωρὸν γὰρ εἶχε ῥημάτων: *thesauros 
habebat praeceptorum". Am. 


τᾷ, τῇ ady. ibi XVII. 120: ἀέρι 
τᾷ κέκρυπται, ὅϑεν πάλιν οὐκέτι νό- 
στος (A. Fritzschius e coni. scr. pro 
πᾶ, πα, ποῦ; Mein. et Ziegl. e coni. 
Pflugkii ἄιδι πάντα). XXV 189: 
(ἐπέβησαν ὅ9ι πρώτιστα κελεύϑου,) 
τῇ μιν ἄρα, προσέειπε “4ιὸς γόνον 
ὑψίστοιο | Ay elo φίλος υἷός, cf. Il. 
VIII 325: 091 — τῇ ῥα. 

τἄγκιστρα, τἀγχίστρια — τὰ 
ἀγκιστρα (ἀγκίστρια), q. v. 

τᾷδε (dor. pro τῇδε) 1) hic XV 
118: πάντ᾽ αὐτῷ πετεεινὰ καὶ ἑρπετὰ 
τᾷδε πάρεστι (Ahr. et Ziegl. e ,cod. 
k τεὶδε). — 2) huc lI 101: κεῖφ᾽ ὅτι 
Σιμαίϑα vv καλεῖ, καὶ ὑφαγέο τᾷδε. 

τἀκριβέα -— "τὰ ἀκριβέα, q. v. 

τάκω (dor. pro τήκω. — act. ,praes. 
τάκω. pass. pr. τάκεαι, -ETOL. TO40L0". 
ipf. ἐτάκευ, -&v0) 1) l'iquo, pass. liquesco 
Hu 28: τοῦτον τὸν κηρὸν σὺν δαίμονι 
τάκω. Π 18: ἄλφιτά τοι πρᾶτον πυρὶ 
τάκεται. ΧΧΠῚ 81: ἃ δὲ χιὼν λευκᾶ, 
καὶ τάκεται ἁνίκα πέπτῃ. -- 3) met. 
macrescó, absumor , pereo animi affecti- 
bus, maxime amore II 929: ὡς τά- 
xov)" ὑπ᾽ ἔρωτος ὁ Μύνδιος αὐτίκα 
Δέλφις. Ü 82: Ζάφνι τάλαν, τί 
vv τάκεαι; ἘΠ 66. VI 97. I 81: 
Qmólog 0xx ἐσορῇ τὰς μηκάδας 
οἷα βατεῦνται, | τάκεται ὀφϑαλμώς, 
ὅτι οὐ τράγος αὐτὸς ἔγεντο, ef. 191. 
V 12: τὸ δ᾽ ὦ κακὲ καὶ τόκ᾽ 
ἐτάκευ | βασκαίνων, cf. Hor. Epist. 
I 2, 57: invidus alterius macrescit 
rebus opimis. Verg. Ecl. VII 26: in- 
vidia rumpantur. — de colore: abeo 
II 83: τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο: 'expal- 
lui, puleritudo evanuit/. 

τἄλαεργός͵ laborum patiens XIII 
19: fero y ταλαεργὸς ἀνὴρ ἐς 
ἀφνειὸν Ἰωλκόν: Hercules. 

τάλαντον talentum VIII 53: μή 
μοι γᾶν IlfAomog, μή μοι Κροίσεια 
τάλαντα | εἴη ἔχειν. 

τἄλαρίσκος quasillum, calathiscus 
XV 113: πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ xümOL πε- 
φυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις | ἀργυ- 


σωτήρ -- τἄματα 


σωτήρ servator, de Tyndaridis 
XXII 5: Λακεδαιμονίους δύ᾽ ἀδελ- 

tovg,  ἀνϑρώπων σωτῆρας ἐπὶ ξυροῦ 
ἤδη ἐόντων. 


θέοις: h. e. in vasis argenteis instar 
quasillorum formatis; v. κᾶπος. 

τάλᾶαρος qualus, calathus 1) femi- 
narum XVIII 32: οὔτε τις ἐκ ταλάρω 
πανίσδεται «ἔργα τοιαῦτα, cf. Od. IV 
133: τόν ῥά (ἀργύρεον ᾿τάλαρον) οἵ 
ἀμφίπολος Φυλὼ παρέϑηκε φέρουσα] 
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον. --- 3) 
pastorum V 86: Λάκων τοι ταλάρως 
σχεδὸν εἴκατι πληροὶ | τυρῶ. VIII 10: 
(τὰ δ᾽ οὔϑατα πλήϑετε πᾶσαι, ὡς 
τὸ μὲν ὥρνες ἔχωντι, τὸ δ᾽ ἐς ταλά- 
φως, ἀποϑῶμαι. XI 78: (à Κύκλωψ. 
oio ἐνθὼν ταλάρως τε πλέκχοις “καὶ 
ϑαλλὸν ἀμάσας | ταῖς ἄρνεσσι φέροις, 
cf. Od. IX 246: ἥμισυ μὲν ϑρέψας 
λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλά- 
ροισιν ἀμησάμενος κατέϑηκεν. Cal- 
purn. IX 33: ipse ego nec iunco 
molli nec vimine lento perfeci ecala- 
thos cogendi laetis in usus. 


τάλας (m. ταλᾶς. voc. τάλαν. f. 
τάλαιναν) 1) miser 11 96: πᾶσαν ἔχει 
m τάλαιναν ó Μύνδιος, cf. I 40. 
II 4: ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ à τά- 
λας οὐδὲ ποϑέκει. νοο. 85: καί 
μ᾽ ἁ παῖς ποϑορεῦσα “τάλαν λέγει 
“αὐτὸς ἀμέλγειο": ;1 82: Δάφνι τάλαν, 
τίνυ τάκεαι; IV 96: ὦ τάλαν «ἴγων. 
VI 8: καὶ τύ viv οὐ ποϑόρησϑα, τά- 
λαν τάλαν, cf. Catull. 61, 135: miser 
ah miser. — 2) audac V 197: τὺ δ᾽ 
ὦ τάλαν ἐσσὶ φιλεχϑής. ΧΧ 8: βου- 
κόλος ὧν ἐθέλεις μὲ κύσαι, τάλαν; 
XXVII 56: μίμνε, τάλαν. 


τἀλασίφρων qui animo patienti 
est, patiens XXIV 50: ἄνστατε δμῶες 
ταλασίφρονες. 

τἀληϑέα -- τὰ ἀληϑέα, Q. V. 

τἄλέκος, τηλίκος tantus XIX 8: 
ὃς τυτϑὸς μὲν ἔφυς, τὰ δὲ τραύματα 
ταλίκα ποιεῖς (e coni. scr. pro ἁλίκα). 
XXV 184: οὐ μάλα τηλίκα βόσκει 
(ινώδαλα). 

τἄλλα — τὰ ἄλλα, Q. V. 

τἄλσεα -- τὰ ἄλσεα, Q. V. 

τἄματα -- τὰ ἄματα, Q. V. 





pda 


— 


— vulnificus XXV 219: 

ταμεσίχροος ἰωχμοῖο. 
—— coagulum XI 66: (καὶ 
ytiv) xal τυρὸν πᾶξαι τά- 
μεσον ᾽ iav —— VII 16: (εἶχε 
τράγοιο xvaxóv δέρμ᾽ ὥμοισι véag 
Anc ποτόσδον: odor coaguli 


nutem. hominis — 
ques tum 34: tãuos ἐγῶ — 
πὺξ. κόρρας | pe IK duos 
quum, quando XI ΤΩ 
hoc our tum I 11: “ὦ 
γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας) τανίκα κεκμηκῶς 
spem opp. ὅτε VII 108: (μή 
παῖδες) τανίχα μαστίσδοιεν, 
κρέα τυτϑὰ παρείη. 
——— corticem habens 
XXV 250: rov μὲν ὑπ᾽ ἐκ χειρῶν 
ἔφυγεν τανύφλοιος ἐρινεός. 


habens 221: οὐ μὴν πρὶν πόδας 
ἔσχον ὄρος τανύφυλλον ἐρευνῶν. 

-τἄνύω extendo XXV 148: ὁ δέ of 
περὶ νεῦρα τανυσϑ είς | μυὼν — ὀρθὸς 
& . 161: (τρέβον) 5j $« δι᾽ ἀμ- 
πελεῶνος ἀπὸ σταϑμῶν τετάνυστο: 
tendebat. 


λλὸος ἰαία v. longa folia ; 


ráaws stragulum XV 125: πορ- 
φύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι 
τὰἀράσσω turbo, perturbo XXII 6: 
ἵππων 9" αἰματόεντα ταρασσομένων 
καϑ᾽ 0, (σωτῆρας). --- met. de 
animo XXII 102: τὸν μὲν ἄναξ ἐτά- 
θασσεν ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς πάν- 
τοϑεν. XIII 55: ᾿᾿μφιτρυωνιάδας δὲ 
— * X παιδί | ᾧχετο. 
trepido XXI 628: 
eon. γὰρ 2. τὸν ἐπώμοσα ταρβῶ. 
— erates (ἐν ᾧτινι δηλονότι 
—— erci. Schol) XI 36: 
"d λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν ϑέρει 
ἐν ὀπώρᾳ, ἱ οὐ χειμῶνος ἄκρω᾽ 
ταρσοὶ δ᾽ ὑπεραχϑέες αἰεί, οἵ. Od. 
IX 219: ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖϑον. 
Verg. Cop. 17: sunt et caseoli, quos 
scirpea fiscina siccat. 
, τάσσω —— impero Ad. 5: 
ἄγειν τὸν Dy» πρὸς αὐτάν | ἔταξε τὼς 


poet τος ταὶ ἀτρακτυῖ- 
λίδες, αν. 
,» —— — XXVII T ὃς 
πὶ ταυρείας ἀγέλας κεχαρημένος 
εὐνᾶς (ἔστιχε). 
ταυροπάτωρ laurigena h. e, apis 


Lexicon '"TT'heocriteum. 


— ταχύπωλος 


213 


(cf. Nieand. Ther. 741. Verg. Georg. 
]V 985. Ov. Fast. 1 379.) Syr. 3: 
Κεράσταν, ὅν ποτ᾿ ἐθρέψατο ταυρο- 
πάτωρ, cf. VII 80 se *Pater tauri 
h. e. apis? expl. A. fritzschius. 

ταῦρος (sg. ταῦρος, -ov. pl ταῦ- 
got, -ους, -ῶς, -ot) taurus Υ 136: 
ταῖς δὲ τριηχόσιοι ταῦροι συνάμ ' ἐστι- 
χόωντο | κνήμαργοί 9. ἕλικές τε, διη- 
κόσιοί ys μὲν ἄλλοι | φοίνικες. IV 
20: λεπτὸς μὰν χὼ ταῦρος ὁ πυρρίχος. 
8δ: τηνεῖ καὶ τὸν ταῦρον ax ὥρεος 
ὧγε πιάξας | τᾶς ὁπλᾶς κἤδωκ᾽ "Aua- 
ρυλλίδι. 1 14: πολλαί of πὰρ ποσσὶ 
βόες, πολλοὶ δὲ τε ταῦροι. 120: Zá- 
φνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε 
νομεύων, | ddq»ig ὁ τὼς ταύρως καὶ 
πόρτιας ὧδε ποτίσδων. IX3. XXV 107. 
XXVII 47. (de XIV 43 v. Κένταυρος.) 

τάφος sepulerum Ep. XXIV 2: 
Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαξομένης. 

τάχ(ᾶ 1) moz XIII 39: τάχα δὲ 
κράναν * XXVII 8: μὴ καυ- 
qo τάχα γάρ Gr παρέρχεται ὡς ὄναρ 
ἥβη. 1: τάχα δ᾽ οὐδ᾽ ὅσον 
ὕπνω ᾿πιτύχην ἔσσετ᾽ ἐρωία. XXVI 
19. XXVII 60: φής μοι. πάντα 
Óóusv: τάχα δ᾽ ὕστερον οὐδ᾽ ἅλα 
δοίης. — — 9) forsitan, fortasse 1V 41: 
τάχ᾽ αὔριον ἔσσετ᾽ ἄμεινον. VII 36: 
τάχ᾽ ὥτερος ἄλλον ὀνασεῖ. XXVII 
56: μέμνε, τάλαν᾽ τάχα τίς τοι ἐπέρ- 
χεται. ΧΙ 74: (αἴϑε --- φέροις.) τάχα 
κα πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν. XXI 54: 
(εἶχε δὲ δεῖμα.) μήτι Ποσειδάωνι m£- 
λοι πεφιλημένος ἰχϑύς [ἢ τάχα τᾶς 
γλαυκᾶς κειμήλιον ᾿ἀμφιτρίτας. 

TüyÜvós 1) velox XIV 40: (χελι- 
δών) ορρον ταχινὰ πέτεται βίον 
e ἀγείρειν. — 2) levis, met. I 

; ἢ ῥά of ἀλλᾷ | χετ᾽ ἔχων ó T 
"oos ταχινὰς φρένας (Delphidis) & 
τ᾽ "Aqeodíra ; 

τάχος celeritas " 36: τὸ χαλκέον 
ὡς τάχος ἄχει: "quam  ocissime' j 
eademque significatione XIV 68: & 
τάχος εἰς Αἴγυπτον. 

τἀχυπειϑιής credulus V 38: 
—* λέγοντι) πάντες ἀοιδὸν ἄριστον" 

δέ τις οὐ ταχυπειϑής, cf. Verg. 

Ecl. IX 38: me quoque dicunt | vatem 
—— sed non ego credulus illis. 

188: ἐγὼ δέ οἵ à ταχυπειϑής Ι 
εἰρὸς ἐφαψαμένα μαλακῶν Cuv 
πὶ λέκτρων. 

τἀχύπωλος celer equis. XXII 186: 
(Κάστορ) Τυνδαρίδη, ταχύπωλε. 


15 


214 


τἄχυύς celer ; neutr. sg. ταχὺ celeriter 
II 140: καὶ ταχὺ χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πε- 
παΐένετο. XXIII 29, — adv. ταχέως 
ὙΠ 49: ἀλλ᾽ ἄγε βουκολικᾶς ταχέως 
ἀρχώμεϑ'᾽ ἀοιδᾶς. XXI 208. comp. 
ϑᾶσσον ocius , quam ocissime XIV 
36: ἔξω ἀπῴχετο ϑᾶσσον. XV 29: 
κινεῦ δή, φέρε ϑᾶσσον ὕδωρ. ,XXIV 
48: οἴσετε πῦρ ὅτι ϑᾶσσον ἀπ᾽ ἐσχα- 
ρεῶνος ἑλόντες, v. ὅστις T) 3). 

τέ acc. v. σύ. 

t(£) part. enclit. (vocabulis ad quae 
pertinet quum postponatur, plerumque 
secundum tenet locum, raro tertium, 
semel quartum IV 54; versum claau- 
dit sexies.) I) que 1) semel posita ad- 
iungit a) singula vocabula I 143: καὶ 
τὺ δίδου τὰν αἶγα τὸ τὲ σκύφος. 125: 
ἑἙλίκας δὲ λίπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε σᾶμα. 
II 12: τὶν γὰρ ποταξίσομαι, ἄσυχε 
δαῖμον, | τᾷ χϑονίᾳ 9' LExcirꝙ ΧΙ 9: 
ἄρτι ,γγενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς 
κροτάφως τε. 1 13. IV 28. V 101. 
102. VII 136. XIII 35. XVII 30. 
XXI 10. 36. XXII 7. 8. 34. 175. 
XXV 16. 21. 144. 206. 205. XXX 3. 
Ep. IV 1. XXII 8. Ad. 4. tria plu- 
rave membra coniunguntur: καὶ — τὲ 
XII 45. XVI 56. 88. xol — τε — τε 


XXII 220. zs — καί XVI 52. XXI 
11(?. XXVI 4. Ad. 10. τε — re 
— τε VII 57. XXV 185. cse — καὶ 
— τε — τὲ XVII 86. τε — vs καὶ — 
τε XXII 41. τε — τὲ καὶ — καί 
XII 41, τε — τὰ — τὲ καὶ — τὲ 


XXII 157. — b) sententias III 16: 
(ἢ δα λεαίνας) μαξὸν ἐθήλαζξε, “δρυμῷ 
τέ νιν ἔτραφε μάτηρ. IV 53: 7 ῥά γε 
λεύσσεις: Ι ναὶ vat, τοῖς ὀνύχεσσιν 
ἔχω τέ νιν (var. γέ, Ahr. e coni. τῶ. 


Il 126. VII 80. XIV 54. XVI 5 
(ei) 88 (var. δὲ). XXV 72. 182. 
222. 269, XXVII 41. Ad. 41. Syr. 


10. tres pluresve sententiae coniun- 
guntur: ze — ve XXIV 110. τε — τὲ 
— τε — καί XXIV 124. xol — τε — 
τε — καί XVII 88. — 2) respondent 
inter se a) vs — vs que — que, 
et — et; «) diversae significantur per- 
sonae vel res non raro intime con- 
iunctae atque inseparabiles I 39: τοῖς 
δὲ μετὰ γριπεύς τε γέρων πέτρα τε 
τέτυκται | λεπράς. ΠῚ 1. 145. VII 
28. 196, 132. XV 117. XVII 198. 
XXI 12 ὦ). XXII 21. 33. 100. XXV 
63. 69. 81. 87. 110. 125. 127. 154. 
225. Ep. XIX 6. reticetur alterum 
membrum IV 32. repetitur ter VII 


ταχύς — τείνω 


68. XXV 150. — B) eadem persona 
XViI 130: ἐκ ϑυμοῦ στέργοισα κασί- 
γνητόν τε πόσιντε: Ptolemaeum Phil- 
adelphum. — b) μήτε — τε XXII 
61: μήτε σύ us ξείνιξε, τά τ᾽ ἐξ 
ἐμεῦ οὐκ ἐν ἑτοίμῳ. — c) τε — καί, 
saepius τὲ καί, v. καί ll B) 2) d). 
— ID) part. subiicitur 1) pronomini- 
bus et coniunctionibus ad universum 
genus referens (verallgemeinernd) vel 
ad rem satis notam XXV 93: τόσα 
γάρ, τε μετὰ προτέροισι κυλένδει | 
ἴς ἀνέμου. IX 10: λευκᾶν ἐκ δα- 
μαλᾶν καλὰ δέρματα, τάστε ποκ᾽ 

ἄκρας | λὲὴψ κομάρως τρωγοίσας ἀπὸ 
σκοπιᾶς ἐτίναξε (e coni, scr. A. Fritz- 
schius pro τάς μοι ἁπάσας λὶψ κό- 
pego»), v. ὅστε. ΧΧΥ 90: (νέφη, 
ἄσσα τ᾽ ἐν οὐρανῷ εἶσιν ἐλαυνόμενα 
προτέρωσε: quaecunque, cf. Il. X 208: 
(φῆμιν — πύϑοιτο,) ἄσσα τε μη- 
τιόωσι μετὰ σφίσιν. v. ὅστις. ΥἹΙ 
60: ὀρνίχων —, ὅσαις τέ περ ἐξ ἁλὸς 
ἄγρα. v. ὅσος. XVII. 15: βουλᾶν, 
ἃν οὐκ ἄλλος ἀνὴρ οἷός τε νοῆσαι. 
Y. οἷος 4). ἢ XXII 55: χαίρω πῶς, 
ὅτε πὸ ἄνδρας ὁρῶ, τοὺς μὴ πρὶν 
ὄπωπα: Υ. ὅκα ID. I 4T: σάμερον, 
ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον 
ἵπποι. — 3) particulis καί, μέν͵ δέ 
XXV 191: (ὄφρα — ἄρκιος εἴη,) καί 
óc τε δηίτερον͵ φαμένου κλύοι Ho«- 
κλῆος : "utque igitur etiam". — XXVI 
15: μαίνετο μέν ὃ αὕτα, μαένοντο 
δ᾽ ἀρ᾽ εὐθὺ καὶ ἄλλοι: 'vereque'. 

XXV 92. 188. --- δέ τε und auch, 
aber auch I 74: πολλαί of πὰρ ποὺσὶ 
βόες πολλοὶ δέ τε ταῦροι. XXII 114: 

(ὁ δ΄ αἰεὶ πάσσονα γυϊα) ἁπτόμενος 
φορέεσκε eet χροιῇ δέ τ᾽ ἀμείνω. 
V 125 (ci) XXIV 38. XXV 94. 
antecedunt ap — δέ VI 37. IX 32 


(vulg. δ᾽ ἃ). nihil antecedit II 157 
(var. δ᾽ ἔτι, Ahr. δὲ τί). XV 120 
(var. δ᾽ ἔτι). XXII 216. 


τέϑριππον quadriga XV 5: (uó- 
λις ὔμμιν ἐσώθη, Πραξινόα, πολλῶ 
μὲν ὄχλω, πολλῶν δὲ τεϑιρίππων. 


τεῖδε (dor. pro τῇδε) 1) hic 1 12: 
λῇς ποτὶ τἂν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, 
τεῖδε καϑίέξας | — συρίσδεν; V 82. 
50, 118. (de XV 118 v. τᾷδε.) — 3) 
huc VIII 40: κἤν τι Μενάλκας τεῖδ 
ἀγάγῃ. V 61. 

τείνω 1) intendo XXI D1: xol νύ- 
ξας ἐχάλαξα, καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα: 
sc. τὸν κάλαμον. — 2) extendo ΧΙ 32: 











: μέψος. 

Es TAE Tiresias, vates Theba- 
nus XXIV 100: Τειρεσέας πολλοῖσι 
ἐὼν ἐνιαυτοῖς. 64: Τει- 
; ἐντιν ἀλαϑέα πάντα 

λέγοντα | ᾿Δλκμήνα καλέσασα. 
τεῖχος murus XVI 99: ὅϑι πλατὺ 
τ ἀσφάλτῳ δήσασα Σεμίραμις 


£v. 
— πέχνον (sg. τέκνον. pl τέχνα. 
τοῖς, -OtGt, -α. vocalis prioris gyl- 


οὐ 
δ᾽ mt κνυξεῦνται φωνεῦντα φί- 


ἠδ 
— VII 31. Ep. XIII 4. 
8: εὔδετ᾽ ἐμὰ ψυχά, δύ᾽ ἀδελ- 
φεώ, εὔσοα τέκνα. ΧΥ͂ 40: οὐκ ἀξῶ 
τύ, τέχνον. appellantur adultae mu- 
lieres XV 60: ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ; 
ἐγών, ὦ τέκνα. — c. gen. XXII 29: 
θεῶν φίλα τέκνα φέρουσα: Argonau- 
tas. XXII 4: ἄρσενα τέκνα | κούρης 
Θεστιάδος, m TP δύ᾽ ἀδελ- 
φεούς, cf. 2914. XXIV 22: Aixunvac 
φίλα τέκνα. VII 4. — 2) animalium 
XIV 39: μά δοῖσα τέκνοισιν 
ὑπωροφίοισι χελιδών. XXV 104: ἄλ- 
λὸς δ᾽ αὖ νέα τέκνα φᾷαις ὑπὸ μη- 
τράσιν ἴει: bobus. 
τέχος infans, filius, pullus 1) ho- 
minum VI 24: ἐχϑρὰ φέροι ποτὶ oi- 
xov, ὅπως τεκέεσσι φυλάσσοι. XXVII 
: γυνὴ μήτηρ, τεκέων τροφός. XV 
18: θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέ- 
κος. — 2) animalium Ep. VI 3: οἵ- 
χεται ἃ χίμαρος, τὸ καλὸν τέκος. 
τέχτων [faber IX. 34: (κορύναν) 
αὐξερνῇ, τὰν οὐδ᾽ ἂν ἴσως μωμά- 
σατο τέκτων. VII 45: ὥς μοι καὶ 
τέκτων μέγ᾽ ἀπέχϑεται, ὅστις ἐρευνῇ 
| ἶσον κορυφᾷ τελέσαι δόμον 
εὐρυμέδοντος. 
, τελᾶμων balteus XXIV 44: ἤτοι 
ὅγ᾽ ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τεϊαμῶνος, 
| estie ἑτέρᾳ κολεὸν μέγα. 
Τελὰμών Telamo, Aeaci filins, 
ia XIII 37: αὐτῷ 9" Ἧρα- 
κλῆι καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, 


Τειρεσίας — τέμνω 


215 


t£AÉ «0 (praes. τελέϑει, τουσιν. τε- 
λέϑοιτε, -ouev) fio, bas X 49: * χα- 
λά ἄχυρον τελέϑει τημόσδε μά- 
bo XXVI 91: ὅσσον περ —— 
τελέϑει μύκημα λεαίνας. c. adi. V 
18: (Nvuqac,) «ire μοι ἴλαοί τε καὶ 
εὐμενέες τελέϑοιεν. XVI 69. XXIV 98. 

τέλειος perfectus, summus XXV 
22: (πόλλωνος vouíoto) ἱερὸν ἁγνόν, 
ξεῖνε, τελειοτάτοιο ϑεοῖο, cf. Il. VIII 
947: αἰετὸν ἧκε, τελειότατον πετεη- 
νῶν, ubi Hesych. expl ἐπιτελεστι- 
κώτατον. 

τελέω (act. praes. τελεῦντι, τελεῖν, 
aor. τελέσαι. τελέσαντι. — pass. pr. 
τελεῖται. fut. med. τελέεσϑαι) 1) per- 
ficio, conficio XVII 13: οἷος μὲν ἔην 
τελέσαι μέγα ἔργον, cf. Ep. IV 4. 
XXV 204: τελεῖν ἐπέταξεν ἄεϑλον. 
XXV 80: δώδεκά οἵ τελέσαντι πε- 
πρωμένον ἐν Διὸς οἰκεῖν | μόχϑως. 
VII 32: “αμάτερε δαῖτα τελεῦντι. 
Ep. IV 16: ἐθέλω τρισσὰ Our τεῖέ- 
σαι. ΥΠ 46: τελέσαι δόμον. XV 
62: πείρᾳ ϑὴν πάντα τελεῖται. XXIV 
66: καί νιν ὑποχρέίνεσθϑαι, ὅπως τε- 
λέεσϑαι ἔμελλεν (τὸ τέρας), —— 
— 2) pendo, τὶ Ep. XVH 7: 
quin πολίτα) μεμναμένους | τελεῖν 
πέχειρα. 

τέλος eventus, finis, Erfüllung, 
Ziel, Ende XXII 165: ἀλλά, qot, 
τοῦτον uiv ἐάσατε πρὸς τέλος ἐλϑεῖν 
| ἄμμι γάμον, cf. Od. XX 74: κούρῃς 
αἰτήσουσα τέλος ϑαλεροῖο γάμοιο. |l 
14: χαῖρ᾽, Ἑκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς 
τέλος ἄμμιν ὀπάδει | φάρμακα: “δὰ 
finem rituum magicorum'. 1 98: 
* αὑτῶ) ἄνυε πιχρὸν ἔρωτα, καὶ 
ς τέλος ἄνυε μοίρας. ΥἹ 22. οὐ τὸν 
ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν, ᾧπερ ὅρημι | 
ἐς τέλος: sc. vitae. IV 47: ἡξῶ, ναὶ τὸν 
Πᾶνα, κακὸν τέλος αὐτίχα δωσῶν, 
cf. Od. XXIV 124: ἡμετέρον ϑανά- 
τοιο κακὸν τέλος. — pro adv. ἐς τέλος 
1) ad extremum, —** II 152: 
ον» Ἔρωτος) ἀκράτω ἐπεχεῖτο καὶ 
ς τέλος ὥχετο φεύγων. — 3) abso- 
lute, summe XXV 190: καί ῥά of 
αὐτὸς ὄφελλε διαμπερέως βοτὰ πάντα 
| ἐς τέλος. 

τέμνω (act. praes. τέμνε. aor. ἔταμ᾽, 
τάμῃς, ταμών. — med. aor. ἐτάμοντο) 
seco X δδ: μή τι τάμῃς τὰν χεῖρα 
καταπρίων τὸ κύμινον (vulg. μὴ ᾿πι- 
τάμῃς, Ahr. μἠπιτάμῃςφ). XI 21: (οὗ 

ἕας --- σιτήϑην) πέντε ταμὼν πέντ᾽ 
οὖσιν: "ita. dissecta carne ut. quinqne 

18* 


210 


essent portiones". XVIII 84: (ἄτριον) 
κερκίδι συμπλέξασα μακρῶν ἔταμ᾽ ἐκ 
κελεόντων. Ad. 33: τούτους λαβοῦσα 
τέμνε (ὀδόντας). — Med. seco mihi 
XIII 35: ἔνϑεν βούτομον ὀξὺ βαϑύν 
τ᾽ ἐτάμοντο κύπειρον. 

τέμπεα Tempe Thessala I 66: πᾷ 
ποκ᾽ ἄρ᾽ 769", ὅκα Adige ἐτάκετο, 
πᾷ ποκα Νύμφαι; | ii κατὰ Πηνειῶ 
καλὰ τέμπεα; ἢ κατὰ Πίνδω;: τέμπη 
γενικῶς μὲν τὰ ἄλση (heilige Be- 
zirke, τεμένῃ, templa)! νῦν δὲ τὸ 
μεταξὺ τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Ὀλύμπου 
χωρίον, — δι᾽ οὗ ὁ Πηνειὸς πρὸς τὴν 
ϑάλασσαν δεῖ. Schol. 

τεός (sg. m. “τεός, -0v. f. τεὰ, -ἡ: 
"i$; τῆν. n. τεύν. pl. n. τεοῖσιν, τε- 
οἷς, τεα)ὴ tuus 1) c. subst. .8) ante 
subst. XXIV τῇ: τοῖος ἀνὴρ ὅδε μέλ- 
λει ἐς οὐρανὸν ἄστρα φέροντα | u- 
βαίνειν τεὸς υἷός. 1Π 18: ἐς τεὸν 
ἄντρον ἱκοίμαν. XVIII 15: κείς ἔτος 
ἐξ ἔτεος, Μενέλαε, τεὰ νυὸς ἄδε. 
ΧΧΥ 18. XXVII 29. 50. 57. add. 
pron. Il 182: τεὸν ποτὶ τοῦτο μέ- 
λαϑρον. — c. artic. XV 11: μὴ λέγε 
τὸν τεὸν ἄνδρα. 1 7. XXIII 27. 
add. pron. Il 116: ἐς τὸ τεὸν καλέ- 
σασα τόδε στέγος. adi. X 5T: τὸν 
δὲ τεὸν — λιμηρὸν ἔρωτα | μυϑίέσδεν 
τᾷ ματρί. — b) post subst. XIV 57: 
κατὰ νῶν τεόν. XXIV 90: παῖδα 
κανῆν τεὸν ἤϑελον αὐτοί XXVII 
23. 49. c. artic. XXIII 37: (ἐν προ- 
ϑύροισι) τοῖσι τεοῖσιν. — 2) sine 
subst. III 27: καΐκα δὴ ᾿ποϑάνω, τό 
γε μὰν τεὸν ἁδὺ τέτυκται: *ad te 
quod attinet; τὸ σὸν μέρος. Schol. 
v. σός. 

τεοῦς v. σύ. 

τέρας 1) portentum, omen XXIV 
65: (Τειρεσίαν) ᾿Δλκμήνα καλέσασα τέ- 
ρας κατέλεξε νεογμόν. — 2) miracu- 
lum, monstrum 1 56: (δέπας,) αἰολέ- 
yov τι ϑέαμα, τέρας κέ vv ϑυμὸν 
ατύξαι. de leone Nemeaeo XXV 
214: πάντῃ δ᾽ ὄσσε φέρων ὀλοὸν τέ- 
ρας ἐσκοπίαξον. 108: ϑηρίον, αἶνο- 
λέοντα, κακὸν τέρας ἀγροιώταις. 

τέρμα margo Syr. 3: ov πιλιπὲς 
αἶϑε πάρος φρένα τέρμα σάκους: h. e. 
πέτυς, v. πιλιπής. 

τέρμινϑος pistacia terebinthus L. 
Ep. I6: (τράγος) τερμίνϑου τρώγων 
ἔσχατον ἀκρεμόνα. 

τερπνός dulcis VH. 83: ὦ μακα- 
ριστὲ Κομάτα, τύ ϑὴν τάδε τερπνὰ 
πεπόνϑεις: est oxymoron, ut Ov. Am. 


, , 
τέμπεα — τέττιξ 


II 9, 26: dulce malum. de homine 
IH 158: 7 δ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν 
ἔχει, ἁμῶν δὲ λέλασται;:: "delicias". 

τέρπω delecto XXVII 40: καὶ οὖὔ- 
νομαὰ πολλάκι τέρπει. 18: τὴν σαυ- 
τοῦ φρένα τέρψον. Med. XXVIII 6: 
ὅπως Éfvvov ἔμον τέρψομ᾽ ἴδων κἀν- 
τιφιλήσομεν: “αὖ laetitiae fructum 
capiam ex obtatu hospitis mei'; cf. 
Od. XVI 25: ὄφρα os ϑυμῷ | τέρ- 
ψομαι εἰσορόων. 

(τέρρω) torreo, arefacio, fat. XXII 
63: γνώσεαι, εἴ σευ δῖψος ἀνειμένα 
χείλεα τέρσει. 

τέρψις delectatio, voluptas III 26: 
ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα 
τέρψις, qui versus iteratur XXVII 4. 

τέσσαρες, dor. τέτορες quatuor 
XI 41: σκύμνως , τέσσαρας ἄρκτων. 
XIV 29: ἤδη δ᾽ ὧν πόσιος τοὶ τέσ- 
σαρες ἐν βάϑει ἦμες (var. τέτταρες). 
10: (Βέβλινον) εὐώδη, τετόρων ἐτέων. 

τέταρτος quartus IU 119: (ἦνϑον) 
ἢ, τρίτος ἠὲ τέταρτος ἐὼν φίλος cv- 
τίκα νυκτός: "venissem binos ducens 
ternosve sodales'. 

τέτμον aor. def. inveni XXV. 61: 
(ἐγὼ δέ τοι ἡγεμονεύσω) αὖλιν ἐφ᾽ 
ἡμετέρην, ἵνα κεν τέτμοιμεν ἄνακτα. 

τέτορες Y. τέσσαρες. 

τετόρταιος (a dor. τέτορες deri- 
vatum pro τεταρταῖος) quarianus X XX. 
2: τετόρταιος (cod. rerogreiog) ἔχει 
παῖδος ἔρος μῆννά μὲ δεύτερον (τέτορ- 
ται τὸν coni, Ed. Schneidewind. Progr. 
Isenac. 1873; τέτορμαι ὅτ᾽ C. Har- 
tung. Phil. Anz. 1876 p. 324) 80. 
πυρετός: febris quartana. 

τετραένης V. ἑπταένης. 

τἕτ ἀκὶς quater Il 155: γάρ μοι 
καὶ τρὶς καὶ τετράκις, ἄλλοκ ἐφοίτη. 
XVIII 24: τετράκις ἑξήκοντα κόραι. 
V δῖ nune scr. πολλάκις. 

τετράπολος quater aratus. XXV 
26: (τριπόλοις σπόρον ἐν νειοῖσιν) 
ἔσϑ᾽ ὅτε βάλλοντες καὶ τετραπόλοισιν 
ὁμοίως. 

τέττιξ (sg. τέττιξ, -iyog, -t. pl. τέτ- 
τιγ ες) cicada IV 16: μὴ πρῶκας σιτίξε- 
ται ὥσπερ O τέττιξ, cf. Verg. Ecl. V 
7: dumque thymo pascentur apes, 
dum rore cicadae. 1 148: τέττιγος 
— τύγα φέρτερον ᾷδεις. V 29: σφὰξ 
βομβέων τέττιγος ἐναντίον. 110: τοὶ 
τέττιγες, ὁρῆτε τὸν αἰπόλον ὡς ἐρε- 
oco" | οὑτῶς χὑμές ϑὴην ἐρεϑέξετε 
τὼς καλαμευτάς. XVI 94: νειοὶ δ᾽ 
ἐχπονέοιντο ποτὶ σπόρον, ἁνίκα τέττιξ! 


ὙΠ  ΉὸὄὸΌυ νυ UU t 


— V  ρρρρπΦΨΠρΨΦΠ τ ἘΠῚ 








n “τεῦ, τεῦς v. σύ. 


—â— λό μα ἐς. s ᾿ 


πεφυλαγμένος ἔν- 
i ἀκρεμόνεσσιν. 
Vir 138: τοὶ "T σκιαραῖς ÓQo- 
ἐν αὐἰϑαλίωνες | τέττιγες λαλα- 

ἔχον πόνον. ΙΧ 81: τέττιξ 





- 


arma XXII 182: τὼ μὲν 
γαῖαν ἀπ᾿ ὦ τεῦχε 
Poire. et τί το: πόγα εἶν 
ἀποθέσθαι ἐπὶ χϑονὶ πουλυβοτείρῃ. 

᾿ πεύχω (act. praes. rero, -εἰς. ipf. 
ἕξευχε, τεῦχον. aor. ἔτευξε. — pass. 
pf. τέτυγμαι, τκται. τετυγμένα, -οι. 
ἐτέτυκτο. aor. ἐτύχϑη) 1) fa- 
, apparo XXVII 80: τεύχεις μοι 
Sue, τεύχεις καὶ δῶμα καὶ αὖ- 
— I 32: 


ντοσϑεν δὲ yv»d, τὶ 
ϑεῶν δαίδαλμα, τέτυκται. XVII 21: 
— —— ἐξ ἀδά c. VH 
3: τᾷ noi γὰρ ἔτευχε Θαλύσια. 139: 


ΧΧΙΝ 188. XXV 12. XXVII 37. Ep. 


πολύς * óg9og ἡπειγομένοισιν 
ieri XXV 141: ἀρίζηλος δ᾽ ἐτέ- 
τυκτὸ (Φαέϑων). 1130: ἡ ῥά γέ τοι, 
μυσαρά, καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαις 
ΠῚ 27: καῖκα δὴ ᾿ποθάνω, τό γε μὰν 
τεὸν ἁδὺ τέτυκται. c. dupl. acc. XX 
20: dod τις ἐξαπίνας με ϑεὸς βροτὸν 
ἄλλον ἔτευξε; 
τέφρα cinis Ep. VI 6: (τήνας) 
ὄστιον gen — Rope οἰχομένας. 
— τέχ — (sg. τέχνας, -ης, . 
χνᾶς. semel non pro- 
Fo edel prioris syllabae Ep. VII 
6.) ars XXI 1: ἃ πενία — μόνα τὰς τέ- 
ΓΞ de der de statuaria Ep. VII 6: 
eyov πᾶσαν ἀφῆκε τέχνην. 
de musica XVII 114: dorívav ἄντ- 
2s ὥὦπασε τέχνας. de pugilatu 
1I 67: πὺξ διατεινάμενος σφετέρης 
μὴ φείδεο τέχνης. de pancratio XXIV 
112: πάμμαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα 
σύμφορα τέχνᾳ. 
Teos, urbs Ionica Ep. XVI 
3: Avaxgéovros εἰχόν᾽ εἶδον iv Téo. 


τῇ v. té. 
τῆλε | Jp. c. gen. XXIII 57: τῆλε 


m (evo λουτρῶν (Ahr. e 
i coni. i. eid). 


τηλεϑάω vireo, floreo Ep. IV 6: 
ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλε- 
ϑάει | δάφναις. 


. τεῦ — τῆνος 


211 


Τήλεμος Telemus, vates Cyclopum 
VI 23: ὁ μάντις ὁ Τήλεμος ἔ e 
ἀγορεύων | ἔχϑρα φέροι ποτὶ οἶκον, 
ὅπως τεκέεσσι φυλάσσοι: οὗτός ἐστιν 
ὁ παρ᾽ Ὁμήρῳ (Od. IX 509)" Τήλε- 
μος Εὐρυμίδης, ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκα- 
στο, ὃς μαντεύσατο αὐτῷ ὑπὸ τῶν 
χειρῶν Ὀδυσσέως ἁμαρτήσεσϑαι 


πῆς. Schol. 
τηλέφιλον folium averis ΠῚ 
38: — πρᾶν, Ox. —5 μεμνα- 


μένῳ εἰ φιλέεις ue | οὐδὲ τὸ τηλέφι- 
λον ποτεμάξατό τι πλαταγῆσαν,Ὶ ἀλλ᾽ 
αὔτως ἀμαλῷ ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνθη: 
τὸ φύλϊον τῆς μήκωνος, ὅπερ τύπτον- 
τες ἐσημειοῦντο τὸν ἔρωτα, εἰ ἄντε- 
ρῶνται ὑπὸ τῶν ἐρωμένων, oí ἐρῶν- 
τες. Schol. 'Portulaca agrestis, quam 
Romani vocabant lllecebram expl. 
H. Steph. 

,.τηλόϑεν ex longinquo VM 140: 
(ἁ ὃ ὀλολυγών) τηλόϑεν ἐν πυκιναῖσι 
βάτων τρύξεσχεν ἀκάνϑαις. 

tuaout procul XX1V 114: Agna- 
λύκῳ Φανοτῆι, τὸν οὐδ᾽ ἂν τηλόϑι 
λεύσσων | ϑαρσαλέως τις ἔμεινεν ἀε- 
ϑλεύοντ᾽ ἐν ἀγῶνι (Ahr. e coni. τη- 
λόϑε). 

τηλοῦ procul XXV 251: τηλοῦ δὲ 
μιῇ πήδησε σὺν ὁρμῇ. 

τημόσδε tunc temporis X. 49: ix 
καλάμας ἄχυρον τελέϑει τημόσδε μά- 
λιστα. 

τηνεῖ adv. dor. 1) illic, ibi XI 45: 
ἐντὶ δάφναι τηνεῖ, ἐντὶ ῥαδιναὶ xv- 
πάρισσοι. V 91: τηνεὶ γὰρ ἐφίσδει. 
I 106. Π 98. IV 35. Ep. IV 13. — 
2) illuc V 45: οὐχ ἑρψῶ τηνεῖ. του- 
τεὶ δρύες, ὧδε κύπειρος. ll 98, 

τηνόϑὶ llic ΥΗΙ 44: (a£ δ᾽ ἂν 
ἀφέρπῃ,) τὼ ποιμὴν ξηρὸς τηνόϑι χαῖ 
βοτάναι: ἐκεῖ ὅϑεν ἀφέρπῃ. Schol. 

τῆνος (dor. pro ἐκεῖνος. --- sg. m. 
τῆνος, -o, τῷ, -ov. f. τήνα, -«g, -«v. 
n. rzv(o), -o, -o. pl. f. τήναις, -ág. 
n. τῆνα, των, τοις, -αἹ ille 1) de loco, 
de iis quae cernuntur ac digito mon- 
strari possunt; a) sine subst. VIII 50: 
ὦ σιμαὶ δεῦτε ποτ᾽ ἄντρ᾽ ἔριφοι. | 
ἐν τήνοις γὰρ rus (e coni. A. Fritz- 
achii scr. e" ἐφ᾽ ὕδωρ — τήνῳ). — 
b) ὁ. subst, cui «) praeponitur VIII 
26: τῆνόν πως ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον 
᾿ καλέσωμες, | ᾧ ποτὶ ταῖς ἐρίφοις 

κύων ὁ φαλαρὸς ὑλακτεῖ, V 16: 
7] κατὰ τήνας | τᾶς πέτρας, ὥνϑρωπε, 
μανεὶς εἰς Κρᾶθιν ἁλοίμαν. VIII 86: 
τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακερά 


218 


TOL αἶγα. I7: ἄδιον, ὦ ποιμήν, τὸ 
τεὸν μέλος 5j τὸ καταχές J τῆν᾽ ἀπὸ 
τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόϑεν ὕδωρ, 
ubi τῆνο respondet nostro adv. dort, 
cf. IV 15. Ep. Ive opponitur per- 


sona 1 36: ὁκὰ μὲν τῆνον ποτιδέρ- 
κεται ἄνδρα γελᾶσα, | ἄλλοκα δ᾽ αὖ 
ποτὶ τὸν ῥιπτεῖ νόον. — f) postpo- 
nitur I 1: ἁ πίτυς — τήνα. Υ 65: 


(ὃς τὰς ἐρείκας) τήνας τὰς παρὰ τὶν 
ξυλοχίξεται. I 93: (ὁ ϑῶκος) τῆνος 
ὃ ποιμενικπός. V 117. — 2) de iis 
quae iam nota vel commemorata sunt; 
a) sine subst. V 63: (o9 ἔνϑοι ποϑ᾽ 
ὁ βουκόλος ὧδ᾽ ὃ Δυκώπας.) οὐδὲν 
ἐγὼ τήνω ποτιδεύομαι. 1 40: ἐπὶ 
τήνῳ πᾶσα καταίϑομαι. I 11: τῆνον 
μὰν ϑῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο, | 
τῆνον χὧὼκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε ϑα- 
νόντα. II 44. 60. IV 7. 29. VIII 51. 
XIV 1. 38. 41. XV 15. XVII 16. 46. 
XXI 16. Ep. VI 5. opponitur res v. 
persona p 31: ὅδε ῥόμβος --- τῆνος. 
H 145: ἐγὼ — τήνῳ. 144. I4: τῆνος 
— τῦ. I5.11. IX 25: Ζίάφνιδι uv — 
m δέ. sequ. pron. relat. .Ep. XVIII 
3: ἑξεῖ τὰν χάριν ἃ γυνὰ ἀντὶ τήνων 
| ὧν τὸν κοῦρον ἔϑρεψε. ll 40. — 
b) c. subst., eui c) praeponitur V 43: 
μὴ βάϑιον᾽ τήνω πυγίσματος, οἰφέ, 
ταφείης. add. artic. II 16: ἵυγξ, ἕλκε 
τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, 
qui versus repetitur II 22. 27. 32. 37. 
42. 4T. 52. 57. 63. Vit 151: τῆνον 
τὸν ποιμένα τὸν ποτ᾽ ᾿ἀνάπῳ, | τὸν 
κρατερὸν Πολύφαμον: notum illum. 
XIV 26: τούτω τὸν κλύμενον κατετά- 
xeto τῆνον ἔρωτα. IV 59. contem- 
ptim dieitur V 1: αἶγες ἐμαί, τῆνον 
τὸν ποιμένα τόνδε Σιβύρτα | φεύγετε 
τὸν Λάκωνα τό μὲν νάκος ἐχϑὲς 
ἔκλεψεν: fistum, furem notissimum". 
— p) postponitur VI 98: 0 τὰ πάντα 
φιλαίτατος ἀνέρι, τήνῳ. Τ| 84. XXVII 
40. — 1 120: Ζάφνες ἐγὼν ὅδε τῆνος 
0 τὰς βόας ὧδε νομεύων, cf. Verg. 
Ecl. V 43: Daphnis ego in .silvis, 
hine usque ad sidera notus (τῆνος). 
I 125: ἙἙλίκας δὲ λίπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε 
σᾶμα | τῆνο “υκαονίδαο, τὸ καὶ μα- 
κάρεσσιν ἀγητόν. — €. artic. II 153: 
καὶ φάτο οἵ στεφάνοισι τὰ δώματα 
τῆνα πυχάσδειν. XV 8: ταῦϑ' ὁ 
πάραρος τῆνος, ubi contemptim dici 
videtur; cf. V 1. — XVI 42: τὰ πολλὰ 
καὶ ὄλβια τῆνα λιπόντες. XVII 118: 
τὰ δὲ μυρία τῆνα, | ὅσσα --- κτεάτισο- 
σαν. — 3) de tempore VII 68: τῆνο 


τηνῶ — τίϑημι 


κατ᾽ ἦμαρ (οἶνον & ἀπὸ κρατῆρος ἀφυξῶ). 
XI 29: ἐκ τήνω: ex illo tempore, — 
v. ἐκεῖνος. 


τηνῶ ady. dor. illinc 1T 10: ἠνίδε 
τοι δέκα μᾶλα φέρω; τηνῶ δὲ (var. 
vivae) καϑεῖλον, ὦ u^ ἐκέλευ καϑ- 
ελεῖν τύ. 36: τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς 
κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι, | ὦπερ τὼς 
ϑύννως σκοπιάξζεται Ὄλπις ὃ γριπεύς. 


τηρέω observo, capto ll 97: (μο- 
λοῖσα) τήρησον ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο 
παλαίστραν: sc. αὐτόν. ΧΧΙ 16: ἁ 
γὰρ πενία σφας ἐτήρει (e coni. Ahr. 
scr. pro ἑτέρη v. ἕταίρη). 


τηὐσίως frustra. XXV 229: καὶ 
βάλον ὦσσον ἰόντος ἀριστερὸν ἐς κε- 
νεῶνα | τηὐσίως. 


τίϑημι (ack. praes, dor. τίϑητι. ipf. 
ἐτίϑει. fut. dor. ϑησῶ, -eig. ϑήσειν. 
aor. ἔϑηκας, -&(»). 97x(e). ϑές. 9- 
uev, ϑεῖναι. ϑείς, ϑέντος. --- med. 
ipf. ἐτέϑεντο. fut. dor. ϑησεύμεσϑ᾽. 
aor. ἐθήκαο. ϑέτο, ἔϑεντο, ϑέσϑαι) 
1) pono, colloco Ep. XXIII 2: ϑεὶς 
ἀνελοῦ (sc. τὸ ἀργύριον), ψήφου πρὸς 
λόγον — c. praep. II 156: 
καὶ παρ᾽ ἐμὶν ἐτίϑει τὰν “Ιωρίδα ποῖ- 
λάκις ὄλπαν. XV 21: αἶρε τὸ φᾶμα 
καὶ ἐς μέσον, αἰνόϑρυπτε, | dc: "pone 
in medio". XXII 182: ποτὶ γαῖαν 
ἀπ᾽ ὦμων τεύχε᾽ ἔϑεντο. XXIV 61: 
τὸν ἄλλον ὑπ᾽ ἀμνείαν Qro χλαῖναν. 
III 48: οὐδὲ «φϑέμενόν νιν ἄτερ μα- 
ζοῖο τίϑητι: ἃ ectore abmovet'. — 
met. XXI 59: ὑπὲρ πελά ους πόδα 
ϑεῖναι. ἘΡ. XXV 5: ὡς ἐν ἑτοίμῳ | 
ἀνϑρώποις δαίμων ϑῆκε τὰ λυγρότατα. 
XXV 276: μοι — ἐπὶ φρεσὶ ϑῆπε. 
XXIV 12: μελλόντων δὲ τὸ λώιον ἐν 
φρεσὶ ϑέσϑαι, ubi inf. est pro imper. 
— de praemiis vel sacrificiis propo- 
nendis VIII 13: καὶ τένα (ἄεϑλον) 
ϑησεύμεσϑ᾽ , ὅτις ἁμῖν ἄρκιος εἴη: | 
μόσχον ἐ ὦ ϑησῶ" τὺ δὲ ϑές γ᾽ ἰσο- 
μάτορα ἀμνόν. V 91. VIII 18. 11. — 
Ep. X 2: (ὑμῖν τοῦτο ϑεαὶ) τὠώγαλμα 
Ξενοκλῆς ϑῆκε τὸ μαρμάρινον. Med, 
Syr. 12. — 2) reddo, c. dupl. acc. 
XXIV 107: ἀοιδὸν ἔϑηκε: 86. αὐτόν, 
Herculem. V 13: νῦν μὲ τὰ λοίσϑια 
γυμνὸν ἔϑηκας. XXII 181: εἶπε, τὰ 
δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλε ϑεὸς μεταμώνια 
ϑήσειν. XII 2ὅ. XVI 45. XVII 16. 
XXV 50. Med. XXIX 18. add. infin. 
II 41: (ὅς μὲ τάλαιναν) ἀντὶ γυναικὸς 
ἔϑηκε κακὰν καὶ ἀπάρϑενον εἶμεν. 


— 8) constituo, efficio XXV 281: 






MACC ΨΥ ὦ 


“τὰν νυ ἰὴ mmy 


Bad 7 ance ἢ τ oU. i EE LU sca e zr a dec Lo 


πολλὰ πώρος μήλοις τε καὶ ἀνδράσι 


zit os. Med. XIII 30: εἴσω 
Ἢ ro Προποντίδος : "sibi". 

V 109: (ϑηεῖτο,) ἤντινά οἵ κτε- 

nv χομιδὴν ἐτίϑεντο νομῆες : h. e. 
- víxto (act. praes. τέκτοι. aor. τέκες, 
ἔτεκεν, ἔτεχ᾽. τέκῃς. τεκεῖν. τεκών. 
— med. aor. τέκετο, τέκοιτ rio, 


πων 1) de matre, abs. 30: 
* e. c. acc. XI 54: ὦμοι 
ὅτ᾽ οὐκ μ᾽ & μάτηρ βραγχέ 
ἄμμι. XVII δ4: ᾿ἡργεία κυάνοφρυ, 

— Aoumjjſece μισγομένα 
Τυδῆι τέκες. XVIII 21. XXVII 31. 
Syr. 2. Med. XVII 132: ovg τέκετο 
Do Ῥέα βασιλῆας Ὀλύμπου. 
X * 21. — 2) de patre XV 47: ἐ 


« 


(roug Ó τεκών. XIII 1: 
οὐχ ἁμῖν τὸν Ἔρωτα μόνοις ἔτεχ᾽ —, 
ᾧτινι τοῦτο ϑεῶν ποκα τέκνον ἔγεντο. 
— πφέλλω evello, divello ΤΠ 53: τοῦτ᾽ 
ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὥλεσε 
— | ὡγὼ νῦν τίλλοισα κατ᾽ ἀγρίῳ 


ἐν λλω. V 121: σκίλλας ἰὼν 
Γραίας ἀπὸ Fu αὐτίχα τίλλειν 
(var. tg). ΠΙ 21: τὸν στέφανον 
τίλαί με αὐτίκα λεπτὰ ποιησεῖς. 


rip , τιμή (τιμᾶς, -ῆς, ἃ, τάν, 
-ἥν) honor, dignitas XVI 66: αὐτὰρ 
τιμήν τε καὶ ἀνθρώπων φιλότητα 
πολλῶν ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρό- 
σϑεν ἔλοίμαν. XVII 50: ἐᾶς δ᾽ ἀπ- 
εδάσσαο τιμᾶς (var. ἑὰς — τιμάς). 
ὅ8: ἐν δὲ μιᾷ τιμᾷ Τρίοπος καταϑεῖο 
᾿ (rulg- τιμῇ). XVI 46: τιμᾶς 
δὲ ες ἔλλαχον ἵπποι. XXV 
83: οὐκ ἄν οἵ (sc. κυνὶ) ϑηρῶν τις 
ἐδήρισεν περὶ τιμῆς. XVI 31: ἐκ 
Zhog αἰγιόχω τιμὰν ἔχει αἰετὸς οὗτος. 
Τιράγητος Timagetus Il 8 — 97: 
βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο πα- 
λαίστραν 


- 


— 


ro τιμητός) hono- 
Il 24: ἡ μεγάλα 
χάρις | δώρῳ σὺν ὀλίγῳ πάντα δὲ τί- 
μᾶτα τὰ πὰρ φίλω (τιμᾶντα Iunt.Call.). 
tipo (act. praes. τεμῶσιν, fut. dor. 
ὄντι. aor. ἐτίμασεν, -ησαν. --- 
med. aor. ἐτιμήσασϑε) honoro XVI 19: 
θεοὶ τιμῶσιν ἀοιδούς. XVII 67: “ᾶ- 
lov ἐτίμασεν --- ᾿Δπόλλων (var. ἐτέμη.- 
σεν). Ep. XV 4. add. dat. XVII 12: 
πάρα μυρία εἰπεῖν.) οἷσι ϑεοὶ τὸν 
ov ἐτίμησαν βασιλήων. — Med, XH 
290: (τὸν "Arrixóv ὡς περίαλλα) ξεῖνον 
ἐτιμήσασθε “Διοκλέα τὸν φιλόπαιδα. 


τίκτω -- τίς 


219 


τίμιος — honoratus, — venerandus 
XXVII 43: οἵδ᾽, ἄκρα τιμέη ἐσσί, 
πατὴρ δὲ τοί ἐστι Μενάλκας (e coni. 
Ahr. scr. pro τιμή ἐσσι, τιμήεσσαϊ. 

τίν v. σύ. 

τινάσσω 1) vibro XXII 185: ὥς 
δ᾽ αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρα- 
rog ἀκμάς | Κάστωρ, cf. Il. XII 298: 
δύο δοῦρε τινάσσων. — ?2) deturbo 
IX 9: δαμαλᾶν καλὰ δέρματα, τάστε 
ποκ᾽ ἄκρας | λὶψ κομάρως τρωγοίσας 
ἀπὸ σκοπιᾶς ἐτίναξε. 

Τίρυνς Tiryns, urbs Argolidis 
XXV 170: οὐκ οἵδ᾽ ἀτρεκέως ἢ Ao- 
γεος ἐξ ἵεροῖο | αὐτόϑεν ἢ Τίρυνθα 
νέμων πόλιν ἠὲ Μυκήνην. 

τίς (sg. m. f. τές, τίνος, τίν(α). n. 
τί, τίνος, τί. pl. τίνες. --- n. τέ ante 
liqu. e producitur XXVII 48; efficit 
hiatum ΠῚ 24; synizesin XXX 13: 
τί ἔσχατον, ut censet A. Fritzschius, 
*tametsi certum exemplum alind vo- 
calis ; cum sequenti vocali coale- 
scentis nondum inventum est'.) pron. 
interrog. quis, quid, c. subst. coniun- 
etum qui, quae, quod; 1) in quaest. 
directa 1 78: τίς tv κατατρύχει; τίνος 
ὠγαθὲ τόσσον ἐρᾶσαι; V 61: ἀλλὰ 
τίς ἄμμε, | τίς κρινεῖ; οἵ. VIII 25. 
IV 1: τίνος αἴ βόες; 11 65: ἐκ τίνος 
ἄρξωμαι (ἃ qua re); τίς uot κακὸν 
ἄγαγε τοῦτο; lll 34: ὦμοι ἐγώ, τί 
πάϑω; τί ὃ δύσσοος; οὐχ ὑπακούει 
(Ahr. e coni ἃ δύσσοος, οὐχ ὑπ- 
ακούεις; Mein. ΠῚ τέ πάϑω μοι ὁ 
d$ccoog;. X 1: τί νῦν, ὠξυρέ, πε- 
πόνϑεις; — IV δ: αὐτὸς δ᾽ ἐς τίν᾽ 
ἄφαντος ὁ βουκόλος ᾧχετο χώραν; 
XIV 21: τίν᾽ ἔχειν μὲ δοκεῖς vow; 
XXVII 838: τίνα μάν, τίνα μῦϑον 
ἐνίψω; 32: καὶ τέ μοι ἕδνον ἄγεις 
γάμου ἄξιον, XXX 18: ἀλλοσύνας 
τί ἔσχατον ἔσσεται; VIII 18. 17. XVII 
11. ] 68. XXVI 18. XXVII 94. 
48. — add. gen. X 16: τίς δέ rv rav 
παίδων λυμαίνεται: XVI 5. 13. — 
sensus inest negativus ΧΙ 49: τίς κα 
τῶνδε θάλασσαν ἔχειν καὶ κύμαϑ᾽ 
ἕλοιτο: h. e. nemo. X 9: τίς δὲ 
πόϑος τῶν ἔκτοθεν ἐργάτᾳ ἀνδρί; 
XV 89: τί δὲ τίν, εἰ κωτέλαι εἰμές κε: 
“ααἰὰ h. e. nihil tua refert, βὶ....᾿ Ep. 
VI 1: τέ τοι πλέον, εἰ καταταξεὶς — 
ὦπας; cf. Ep. VI ὅ. V 36. XVI 90. 
49. 108, XVII 116. XXI 34. XXVII 
27. itaque l| 90: ἐς τίνος οὐκ ἐπέ- 
ρασα | 7 ποίας ἔλιπον γραίας δόμον, 


280 


ἅτις ἐπᾷδεν: significat *omnes adii'. 
— pron. est praedicatum XX 91: 
"Evóvuíov δὲ τίς ἦν; οὐ βουκόλος; 
XXII 54: τένες βροτοί, ὧν ὅδε χῶρος; 
XIV 2: τέ δέ τοι τὸ μέλημα: ΧΥ 51: 
τί γενώμεϑα: XVI 22. XXI 25, — 
2) in quaest. indirecta XI 30: γι- 
νώσκω, χαρίεσσα κόρα, τίνος ὥνεκα 


φεύγεις. V 81: ἴδ᾽ ἃ χάρις ἐς τί 
ποϑέρπει. 181: ἀνηρώτευν τί iot 
καπόν. ἘΡ. XXIV 1: αὐδήσει τὸ 


γράμμα τί σῆμά τε καὶ τίς ὑπ᾽ αὖ- 
τῷ. pron. est praedicatum XIV 11: 
εἶπον τί τὸ καινόν; XXII 64. XXIII 
4. — 3) neutr. sg. τί quid, cur I82: 
“άφνι τάλαν, τί vv τάκεαι: ΧΙ 62: 
ὡς εἰδῶ τί ποχ᾽ ἁδὺ κατοικεῖν τὸν 
βυϑὸν ὔὕμμιν. XXX 18: τί δὴ ταῦτ᾽ 
ἐπόης: ll 55. III 6. V 6. XI 19. 75. 
XV 81. XXII 145, XXVII 51. XXIX 
36. Ad. 35.39. deest verbum XIX 47: 
τί δ᾽; Ep. XVIII 4: τί μάν: pendet 
ὃ praep. XXVII 54: ἐς τί δ᾽ ἔλυσας 
(τὰν μίτραν): — 4) aecedunt parti- 
eulae: τίς (r£) δὲ V 6. 26. VIII 17. 
X 9. 15. XIV 2. XV 89. XVI 20. 22. 


49, XVII 116, XIX 1. XXVII 54. τί 


δή XXX 18. τίς (z() γάρ XVI 108. 
XXI 84. XXII 68. Ad, 35. 39. τίς 
τ᾽ dp (e. coni. pro γάρ) XVI 5. τί 
(rive) μάν XXVII 38. Ep. XVIII 4. 
τί ποκα ΧΙ 62. 


τὶς (sg. m. f£. zle, τινός, τινί, τιν(α). 
n. rtl. du. m. τινέ) pron. encl. in- 
defin., et subst. et adi. aliquis, quis, 
quidam ; 1) (ali)quis, Jemand, einer, 
ein XII 19: ἀγγείλειεν ἐμοί τις ἂν- 
ἐξοδον εἰς ᾿ἀχέροντα. XIV 22: “1υ- 
xov εἶδες᾽ : ἔπαιξέ τις. XIII 51: ναύ- 
ταις δέ τις εἶπεν ἑταῖρος. Ber. 1: 
x«i τις ἀνὴρ αἰτεῖται ἐπαγροσύνην 
τε xal ὄλβον. VI 8: ἐπὶ κράναν δέ 
τιν᾽ ἄμφω | £&opsvor. IL 95: 2 ἄγε, 
Θεστυλί μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι 
μᾶχος. XVIH 16: ὄλβιε γάμβρ᾽, ἀγα- 
ὃός τις ἐπέπταρεν ἐρχομένῳ τοι: 8C. 
ϑεός. VII 105: τις ἄλλος. Ep. XXIII 
3. XV 99: φϑεγξεῖταί vi, σάφ᾽ οἶδα, 
καλόν, cf. V 39. 135. XXX 6: αἴ τι 
(cod. ταῖς δὲ) παραύαις γλύκυ μει- 
δίαι, cf. XX 14. XXIV 40. 67. II 158: 
ἢ δ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν ἔχει, ἁμῶν 
δὲ λέλασται; VIII 33. 85. X 82. XI 
61. XVIII 47. XX 20. XXI 4. 34. 
XXII 189. XXV 6. XXVII 10. 56. 
XXVIII 24. XXIX 16. Ep, V 3. in 
comparationibus VII 41: βάτραχος δὲ 
ποτ᾽ ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω. 16: χιὼν 


τὶς 


ὥς τις κατετάκετο. XII 9. XIII 62. 
XVI 32. haud raro in sent. negati- 
vis VII 13: οὐδέ κέ τίς vw | ἠγνοί- 
ησὲν ἰδών. XVIII 35: οὐ * οὐδὲ 
λύραν τίς ἐπίσταται ὧδε κροτῆσαι. 
XXV 121: οὐ μὲν γάρ τις ἐπήλυϑε 
νοῦσος ἐκείνου | βουκολίοις. 1l 108: 
οὐδέ τι φωνᾶσαι δυνάμαν. V 10. 74. 
X 44. XVI 17. XVII 81. 100. 112. 
XVIII 32. XXIII 7. XXIV 115. XXV 
66. 115. Ep. X 3, additur gen. XXI 
44: καί Tig τῶν τραφερῶν ὠρέξατο. 
XXIV 91: ἀμφιπόλων Tg. V 141: 
si τιν᾽ ὀχευσεῖς | τᾶν αἰγῶν. X8: 
οὐδαμά τοι συνέβα ποϑέσαι τινὰ τῶν 
ἀπεόντων; XXII 188: εἴ πού τι χροὸς 
γυμνωϑὲν ἴδοιεν. VII 24. XVI 24. 
XVII 38. 98. XXV 36. 41..52. 82. 
167. 199. 218. 276. — nonnunquam 
maior quaedam vis pronomini iri- 
buitur: aliquis, aliquid, irgend (auch 
nur, überhaupt) ein, etwas XIV. 48: 
λόγω τινὸς ἄξιοι. ΧΠῚ 18: ὧν ἄφε- 
λός τι. V 18: εἶα λέγ᾽, € τι λέγεις. 
XIV 70: ποιεῖν τι δεῖ, ἃς γόνυ χλω- 
ρόν. genus neutrum de hominibus 
VII 4: δύο τέκνα Δυκωρέος, εἴ τί 
περ ἐσθλόν | χαῶν τῶν ἐπάνωϑεν: 
fnobiles, si quid omnino nobile est 
ex maioribus probis ilis; cf. II 34: 
εἴ τί πὲρ ἀσφαλὲς ἄλλο. Ep. XVI 3: 
Avexofovrog εἰκόν᾽ εἶδον ἐν Τέῳ | 
τῶν πρόσϑ'᾽ εἴ τι περισσὸν ὠδοποιοῦ. 
certam rem pronomen significat non 
aperte declarans XV 105: (ϑραι — 
ποϑειναί) ἔρχονται πάντεσσι βροτοὶς 
αἰεί τι φορεῦσαι: ἀγαϑόν, ἡδύ. Gloss. 
XVI 19. per euphemismum dicitur 
VIII 10: οὔποτε γικασεῖς μ᾽ , οὐδ᾽ εἴ 
τι πάϑοις τύγ᾽ ἀείδων: "si quid tibi 
acciderit, h. e. si moriaris?. — maiore 
etiam pondere, significatur aliquis, ali- 
quid (excellens, magni momenti), οὖς 
was edeutendes XI 79: δῆλον ὅτ᾽ 
ἐν τᾷ γᾷ κἠήγών τις φαίνομαι εἶναι. 
IV. 80: ἐγὼ δέ τίς εἰμι μελικτάς, cf. 
Cic. ad Fam. VI 18, 4: ego quoque 
aliquid sum. 132: ἔντοσϑεν δὲ γυνά, 
τὶ ϑεῶν δαίδαλμα, τέτυκχται: *ex- 
imium et singulare in suo genere 
opus*. — 2) quidam. à) certa est per- 
sona vel res, cuius nomen auf igno- 
ratur aub reticetur consulto; V 120: 
ἤδη τις, Μόρσων, πικραένεται: 80. 
Laco, *enius nomen supprimitur, quo 
magis ipsius animus pungatur'. V 
122: κἠγὼ μὰν κνίξω, Μόρσων, τινά: 
sc. Comatam. VII 66 (ἐγώ). — ple- 





ΨΚ ΑΝ 9 


Mm 


*2* — ᾿᾿χαιὸς ἀνήρ. 


ecce SERNEVE —— 





rumque c. adi. et. subst. VII 1 11: καί 


τιν᾽ (var. τὸν) ὁδίταν | ἐσθλὸν σὺν 

per ep Κυδωνικὸν εὕρομες ἄνδρα. 
XIV LL "V τις — IT 

ueris. 164: στείχων tig ἀπ᾿ 

102: πάλαι 

σέϑεν πέρι μῦϑον ἀκού- 


Y x XIV 43: alvóg nv λέγεταί τις" 


«v ὕλαν (Ahr. et 
e coni. j) adioe VI 26. XIV 31. 


ἃ πίτυς, αἰπόλε, τήνα: 'mire quam 
is; ef. V 89. VIII 82. XX 21. 
85. Ep. V 2. XI 3: κοῦφον δέ 
τι τοῦτο καὶ ἁδύ | γίνετ᾽ ἐπ᾿ ἀνϑρώ- 
ποις. 1 56: αἰολέχον τι ϑέαμα. XV 
23: χρῆμα καλόν τι. XXII 118: δέξαι 
τε λιλαιόμενος μέγα ἔργον, cf. XVIII 
31, VII 44 (ci). — Il 85: ἀλλά μέ 
i —— νόσος ἐξεσάλαξε. I 85: 
—— τις ἄγ αν καὶ ἀμήχανος 
38: iyd δέ τις οὐ ταχυ- 
— XVIII 10: ἡ ῥά τις ἐσσὶ λίαν 
— 11: ἢ ῥὰ πολύν τιν᾽ 
ψες (sc. oivov); V δῦ: οὔτε x«- 
xiGr0g) οὔτε πρᾶτος ἴσως, ὁμαλὸς δέ 
τις ὃ στρατιώτας. 1 47: ὀλίγος τις 
κῶρος. XII 12: δίω δή τινε τώδε 
μετὰ προτέροισι γενέσϑην l —— 
virorum in suo genere plane di- 
bod pron, additur X 5: , ποῖός 
τις, δειλαῖε, καὶ ix μέσω d&uaerogc 
ἐσσῇ:: pei tandem; cf. 60. 
"a 5.2 τὶ aliquid, aliquate- 
nus, forte XXV 215: εἴ μὲν ἐσαϑρή- 
XXIX 1054 τί μὲ κεῖνον ἰδέσθαι. 
10: εἴ μοί τι πίϑοιο. XII 25: 
ἣν γὰρ καί τι δάκης. XXV 86: ἠέ 
τι Αὐγείην ἢ καὶ δμώων τινὰ κείνου 
; fee (alg. ἠέ τοι). VII 50: ὅρη 
εἴ τί κ᾽ ἀρέσκοι: 'si forte"; οἵ. 
70. Ep. XIV 1 (ἡ). VIII 39: κῆν 
τι Μενάλκας | τεῖδ᾽ μὲ dm maxime 
in sent. 230: οὐ γάρ 
τε βέλος διὰ * ὄλισϑεν: nequa- 
quam. XI 38: παύσασθαι δ᾽ ἐσιδών 
τυ καὶ ὕστερον οὐδέ τί πα νῦν | ἐκ 
τήνω δύναμαι (ταὶς. οὐδέτι, οὐδ᾽ ἔτι). 
| 53: μέλεται δέ οἵ οὔτε τι πήρας | 
φυτῶν. I 59, II 83. 144. III 29 
(ci). Π 15: φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα 
χερείονα μήτε τι Κίρκης | me 5 
Μηδείας μήτε ξανϑᾶς Περιμήδας. X 
67: πότεχ᾽ αὐτᾷ, μή τι E eie 
Ht 5 (Ahr. τυ), "rl los X 55. 
Tivbog Tityus, Telluris filius XXII 


. Tisvés— τοὶ 


281 


98: δειδιότες μή πώς μὲν ἐπιβρίσας 
δαμάσειε | χώρῳ p στεινῷ Τιτυῷ 
ἐναλίγκιος ἀνήρ: erat autem Tityus 
insignis magnitudine corporis, cf. Od. 
ΧΙ 577: ἐπ᾽ ἐννέα κεῖτο πέλεθϑρα. 

Τίτῦρος Tityrus 1) caprarius qui- 
dam ΠῚ 2: (ταὶ δέ μοι alyes) βόσχον- 
ται κατ᾽ ὄρος, ὁ Τίτυρος αὐτὰς 
ἐλαύνει. | Τίτυρ᾽, ἐμὶν τὸ καλὸν πε- 
φιλαμένε, βόσκε τὰς αἶγας, | καὶ ποτὶ 
τὰν κράναν ἄγε, Τίτυρε" Verg. 
Ecl. IX 23: Tityre, dum redeo, bre- 
vis est via, pasce capellas, | et po- 
tum pastas age, Tityre. — 2) *pastor 
nescio quis significatur, nobilis inter 
pastores, qui notum ribus car- 
men et tum de obitu Daphni- 
dis canit* VII 72: ὁ δὲ Τίτυρος ἐγ- 
γύϑεν ἀσεῖ, i ὥς ποκα τᾶς Ξενέας 
ἠράσσατο “Ιάφνις. 

τιτύσχομαι dirigo, intendo in ali- 
quem, ut ictum inferam XXII $8: 
(fero πρόσσω, χερσὶ τιτυσκόμενος. δ. 
gen. XXII 187: ἔγχεσι uiv πρώτιστα 
τιτυσκόμενοι πόνον εἶχον | ἀλλήλων. 

τῖφος locus uliginosus XXV 15: 
Μηνίου ἂμ μέγα τῖφος. 

τίω aestimo, honoro XVI 29: Μου- 
cdov δὲ μάλιστα τίειν ἱεροὺς ὑποφή- 
τας. XVII 66: ὄλβιε κοῦρε γένοιο, 
τίοις δὲ μὲ τόσσον, ὅσον περὶ “ἅλον 
ἐτίμασεν κυανάμπυκα Φοῖβος ᾿4πόλ- 
λων. 


τλάμων miser XXIII 37: τὸν τλά- 
μονα μή μὲ παρέλθῃς. 

(τλάω) perfero, tolero, aor. XXV 
174: ἕζπομαι οὐχ ἕτερον τόδε τλή- 
μεναι Αἰγιαλήων | ἠὲ σέ. 


τλησῖπ laboriosus XXX 5: 
καὶ νῦν uiv τὸ κάκον ταίς uev ἔχει 
τλησιπόϊνοις φρένας] i coni, ser. A. 
Fritzschius pro cod. δι» ταῖς δ᾽ οὔ). 

τρμητός scissilis XX 215: (ἡ, βύρσα 
— οὐκ ἔσκε σιδήρῳ) τμητὴ οὐδὲ λέ. 
ϑοις πειρωμένῳ, οὐδὲ μὲν ἄλλῃ. 

τόϑὶ ubi XXII 199: ὡρμήϑη ποτὶ 
m πατρός, τόϑι καρτερὸς Ἴδας | 
ἕνος ϑηεῖτο μάχην. XXIV 38: 
δραβάμονου φάρυγος, τόϑι φάρμακα 
λυγρὰ κέκρυπται | οὐλομένοις ὀφέεσσι. 
τοὶ (plerumque in arsi leg., quater 
in thesi; ante vocalem corripiturter.) - 
—— affirmativa: : profecto, hercle 
ἜΝ τό τοι γένος ἣ Σατυρίσκοις | 


Πάνεσσι κακοκνάμοισιν 
e II 156: πολλή τοι Σπάρτη, 
πολλὴ δ᾽ ἱππήλατος Ἦλις. ΤΙ 26: 


282 


οὕτω τοι καὶ 4Ζέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκχ᾽ 
ἀμαϑύνοι, cf. XI 80. XXII 180: ὀλίγῳ 
τοι ἔοικε κακῷ μέγα νεῖκος ἀναιρεῖν. 
XV 88: σοφόν τοι χρῆμ᾽ ὥνϑρωπος. 
II 18. IX 16. 20. XXI 583 (var. τῷ). 
XXII 147. in sent. negativis V 31: 
οὐ γάρ τοι πυρὶ ϑάλψεαι; VII 132: 
μηκέτι τοι φρουρέωμες ἐπὶ προϑύροι- 
σιν, Ἄρατε. XXII 134: (ὄμοσσε,) μή- 
ποτέ τοι ξείνοισιν ἑκὼν ἀνιηρὸς ἔσε- 
σϑαι. ὁ. aliis particulis I 20: ἦ ῥά 
γέ τοι, μυσαρά, καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέ- 
τυγμαι: cf. ΤΙ 8. ΠῚ 21: 7 μᾶν τοι 
κἠγὼ σύριγγ᾽ ἔχω, ἐννεάφωνον. IV 
15: “τήνας μὲν à» TOL τᾶς πόρτιος 
αὐτὰ λέλειπται | τὥώστια. XXV 166: 
ὃς δή τοι μυϑεῖτο καὶ ἐν πλεόνεσσιν 
Ἐπειῶν, οἵ. ΧΧΥ 149. 

τοιγάρτοι ideo X 14: τοιγάρτοι 
πρὸ ϑυρᾶν μοι, ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα 
πάντα (var. τοίγαρ τὰν. 

τοῖος (sg. m. τοῖος, -OV. n. τοῖον. 
pl m. τοίοις, τοῖ(α)) falis, eiusmodi ; 
a) respondet οἷος qualis. VII 153: 
(Πολύφαμον) τοῖον νέκταρ! ἔπεισε κατ᾽ 
αὐλία ποσσὶ χορεῦσαι, | οἷον δὴ τόκα 
πῶμα διεκρανάσατε Νύμφαι. XXII 
222: (μειλίγματα Movo£av), oi^ αὐταὶ 
παρέχουσι —, | τοῖα φέρω. — b) ad 
priora refertur XXV 216: ἤματος ἦν 
τὸ μεσηγύ, καὶ οὐδενὸς ἴχνια τοίου | 
φρασϑῆναι δυνάμην (e coni. Herm. 
scr. pro τοῖα v. τοῖο): leonis. XVI 64: 
χαιρέτω ὅστις τοῖος (var. ὃς τοιοῦτος). 
in introitu autem versus ponitur ad 
virtutem alicuius rei vel personae de- 
monstrandam XXIV 71: τοῖος ἀνὴρ 
ὅδε μέλλει ἐς οὐρανὸν ἄστρα φέροντα 
l ἀμβαίνειν τεὸς vlös. 116: τοῖον 
ἐπισκύνιον βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώ- 
zo. Il 161. XVII 102. — e) refertur 
ad sequentia VII 91: xnyov voi 
ἐφάμαν᾽ XXV ΤῇΆ: ἔπος δ᾽ oys τοῖον 
πεν" XXIV 10. XXV 192. 

τοιόσδε (sg. m. τοιόσδε, -ῷδ᾽, 
-όνδε. pl. τη. τοιοΐδε. π. τοιάδε) talis, 
eiusmodi 1) refertur ad ea quae ad- 
sunt atque cernuntur IV 20: λεπτὸς 
μὰν χὼ ταῦρος ὁ πυρρίχος. αἴϑε λά- 
χοιεν | — τοὶ δαμόται ὅκκα ϑύωντι] 
τᾷ "Hoc, τοιόνδε: si vera est lectio, 
id quod dubitatur. — vi exaggerata: 
tam excellens XXV 40: οἷόν τοι μέγα 
εἶδος ἐπιπρέπει. ἦ ῥά νυ παῖδες | 
ἀϑανάτων τοιοίδε μετὰ ϑνητοῖσιν ἔασι. 
VII 149. — respondet pron. relat. 
XXII 59: τοιόσδ᾽ (εἰμὶ) oiov ὁρᾷς. — 
2) ad priora refertur XXII 167: ἴσκον 


τοιγάρτοι — τοκάς 


τοιάδε πολλά. XX 10. vi exaggerata: 
tam ingenuus XVI 13: τίς τῶν vov 
τοιόσδε, τίς εὖ εἰπόντα φιλήσει; ubi 
exspectaveris οἷος — φιλήσει.  con- 
temptim videtur diei XXII 72: ὀρνές 
Oc» φοινικολόφων τοιοΐδε κυδοιμοί. 
— 8) ad sequentia VIII 8: Ζάφνις 
τοιῷδ᾽ ἀμείβετο μύϑῳ. ΥἹ 4. 

τοιοῦτος (sg. m. τοιοῦτος, τον. 
pl n. τοιαῦτα, cuius formae prima 
syllaba semel longa est, corripitur 
quater.) talis, eiusmodi refertur 1) ad 
ea quae cernuntur XIV 1: χαίρειν 
πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον. Θ. ἀλλὰ 
τοιαῦτα, | Αἰσχένα; (A. Fritzschius e 
coni. scr., Ahr. ἄλλα τοιαῦτα Aloyíva, 
alii alia): ταῦ talia —? sc. vultus 
conturbatus, vox moesta, cultus squa- 
lens*. XIV 5. — 2) ad priora XV 11: 
μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Zet- 
vovao τοιαῦτα. XI 84: ἀλλ᾽ ωὐτός, 
τοιοῦτος ἐών, βοτὰ χίλια βόσκω. XIV 
10. Ep. VIII 8 (?. vi exaggerata: 
tam egregius XVIII 32: οὔτε τις ἐκ 
ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα. — 
respondet pron. relat. XIII 64: ὡς — 
τοιοῦτος. XV 82: οἷα — τοιαῦτα. -— 
3) ad sequentia XI 18: ἐς πόντον 
ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα" 

τοῖχος (sg. τοίχῳ. pl. τοῖχοι, -cv, 
-0LGL, -ους) 1) paries domus v. cubi- 
culi XXI 8: κεηλιμένοιν τοίχῳ τῷ φυλ- 
λένῳ: SC. καλύ * — Mein. e. Graefio 
κοίτῳ). XXI ἢ ov νοέεις, ὅτι 
νυκτὸς dept που, oL δέ τε τοῖχοι | 
πάντες ἀφιφφαδέξῷ καϑαρᾶς ἅπερ 
ἠριγενείας; XXII ,46. 49. — 2) latus 
navis XXII 30: ἀμφοτέρων ἔξ] τοί- 
yov ἄνδρες ἔβαινον Ἰησονίης ἀπὸ 
νηός. XXII 12. 

τόκἄ, τότε (dor. τόκ(α) quinquies, 
τότ(ε) ge ties leg.) tunc, twm 11 61: 
ἄλσος. ἐς ᾿ἀρτέμιδος, τᾷ δὴ τόκα πολλὰ 
μὲν ἄλλα | ϑηρία πομπεύεσκε περι- 
σταδόν, ἐν δὲ λέαινα. ΧΧΥ 186: τῷ 
καὶ ϑαυμάξεσκον. ἀκούοντες τότε μὺ- 
ἅγον. XIII 24: ἀφ᾽ ὦ τότε χοιράδες 
ἔσταν: *ex quo tunc tempore". XXIV 
64: ἄρτι — τόκα. V 12: καὶ τόκ᾽ 
— καὶ νῦν. XXIV 47: δμῶας δὴ 
τότ᾽ ἄυσεν ὕπνον βαρὺν ἐκφυσῶντας. 
VII 154. XXV 212: καὶ τότε δὴ 
βούλευον. — in introitu sent. pri- 
mariae XII 15: τότ᾽ — ov. XXIV 
21: ἀλλ᾽ ὅτε ,37 — χαὶ τότ᾽ ἄρ΄. 
XXV 212: αὐτὰρ ἐπεὶ -- δὴ τότε. 
ΧΧΙΧ 89: αἱ δὲ -- τόκα δ΄. 

τοχάς quae peperit, catulos habet 


τοκεύς — 


/ XXL 1: esr περ τοαάδος cali 
 Aeaívag, cf. Eur. Med. 187: 
λεαίνης. (de VIII 68 


E: G parews XXII 159: ἔνϑα 
EL ὑπὸ σφετέροισι τρέ- 


τολριζω (praes. dor. τολμῇς. ipf. 








V 245: 
κεῖ aia τόξον. qn 


———— ἐπέλασσα 
ν᾽ 105: τόξον 


ὀιστόν. VII 118: (Ἔρωτες,) βάλλετέ 
τόξοισι τὸν ἱμερόεντα Φιλῖνον. 

| Ec 30. XXV 265. plur. pro si 
.. XIII 56: Μαιωτιστὲ λαβὼν εὐκαμπέα 
τόξα: h. e. arcum Seythicum, quo 
—. mtebatur Hercules. XXIII 4. Ad. 14. 
- . xo0(6)og (sg. f. τόσαν, τόσσην. n. 
. τόσ(σ)ον. pl. n. rb) tantus (tam 
. magnus, tam multus); neutr. sg. pro 
᾿ς adv.:tantopere XVII95: ὄλβῳ μὲν πάν- 
T s xs καταβρίϑοι βασιλῆας" | τόσσον 


; ἕκαστον ἐς ἀφνεὸν ἔρχεται 
4 * XXIII 18. A τίς — 
| Gya9i τόσσον ἐρᾶσαι; 
| : τόσσον ἐμὶν Μοῖσαι φίλαι. 
XXV 98. 95. II 161: οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρε- 
xe ἴδμεν, ἀτὰρ τόσον": tantum, nur 
so viel. — neutr. pl. post orat. rectam 
idem fere valet atque: haec, talia I 
138 — VII 90: zo μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν 
ἀπεπαύσατο. XXIV 70: τόσσ᾽ ἔλεγεν 
. VI 42. VII 128. — respon- 
det pron. relat. XVII 79: οὔτις τόσα 
φύει, ὅσα χϑαμαλὰ Αἴγυπτος. ΤΙ 45: 
—— foi λάϑας (8c. Φάφνις), ὅσσον 
αντί | ἐν zie λασϑῆμεν 
A in. τῷ δὲ δέρευς! φρύ- 
dite Pa τόσσον μελεδαίνω, | ὅσσον 
πατρὸς παῖδες καὶ ματρὸς 
wv. cf IT 114. XVII 38, 66. 
8: ὅσσον — τόσσον. suppletur 
sent, relat. XVII 81. XXV 116. 
τοσόσδε (antus, quantus cernitur 
XXV 183: οὐ μὲν γάρ κε τοσόνδε 
xat Anída κνώδαλον εὕροις: dicitur 
leo, euius pelle tectus est Hercules. 


P rds 


283 


-τοσσῆνος tantus ΠῚ 51: ὃς τοσ- 
σῆν᾽ ἐκύρησεν, ὅσ᾽ οὐ πευσεῖσϑε βέ- 
βαλοι. 1 δ4: (μέλεται δέ of οὔτε τι 
πήρας) οὔτε φυτῶν τοσσῆνον, ὅσον 
περὶ πλέγματι γαϑεὶῖ. 

τότε V. τόχα. 

τουτεῖ (dor. pro ταύτῃ) hic V 33: 


τραφερός 


ψυχρὸν ὕδωρ τουτεῖ καταλεέβεται. 
45: οὐχ fovo τηνεῖ. τουτεὶ δρύες, 
ὧδε κύπε €. 103: τουτεῖ n- 


σεῖσϑε ποτ᾽ ἀντολάς, ὡς ὁ Φάλαρος: 
hic — ubi. 


τουτόϑε, dor. τουτῶϑεν hinc IV 
10: κῴχετ᾽ ἔχων σκαπάναν τε καὶ εἴς 
κατε τουτόϑε μᾶλα. 48: (ἡξῶν) εἰ μὴ 
ἄπει τουτῶϑεν. 

τρἄγεξα (sc. δορά) pellis hireina 
v. haedima V 51: ταὶ δὲ τραγεῖαι | 
ral παρὰ τὶν ὄσδοντι κακώτερον ἣ τύ 
περ ὄσδεις. 


τραγίσχος hirculus, haedus V 141: 
φριμάσσεο πᾶσα τραγέσχων | vov ἀγέλα. 

τράγος (sg. τράγος, τοιο, -ov, -&) 
hircus, caper VIII 49: ὦ τράγε, r&v 
λευκᾶν αἰγῶν ἄνερ, cf. Verg. Ecl. 
VII 7: vir gregis ipse caper. V 42: 
(αἴ δὲ χίμαιραι) aide κατεβληχῶντο, 
καὶ ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη, cf. | 152. 
88. VII 15: ἐκ μὲν γὰρ λασίοιο δα- 
σύτριχος. εἶχε τράγοιο | κνακὸν δέρμ᾽ 
ὥὦμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον. prae- 
mium ponitur certaminis V 80: (οὔ 
τοι) ὥριφος ἰσοπαλής, rvid" ὁ τράγος 
οὗτος. ἔρισδε. I 3: μετὰ Πᾶνα τὸ 
δεύτερον diov ,ἀποισῇ. | αἴκα τῆνος 
ἕλῃ περαὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ. 
mactatur Musis et Apollini Ep. I 
βωμὸν δ᾽ αἴμαξεὶ κεραὸς τράγος οὗ- 
τος ὃ μαλός, | τερμένϑου τρώγων ἔσχα- 
tov ἀκρεμόνα. Priapo Ep. IV. 17: 
φέξω γὰρ δαμάλαν, λάσιον τράγον, 
ἄρνα --- σακίταν. 

τράπεζα mensa. 1) coena XIII 38: 
μίαν ἄμφω ἑταῖροι ἀεὶ δαίνυντο τρά- 
πεξαν. "XVI 27: τραπέξῃ | μειλίξαντ᾽ 
ἀποπέμψαι. — 9) mensa argentarii 
v. trapezitae Ep. XXIII 1: ἀστοὶς x«i 
ξείνοισιν ἴσον νέμει ἥδε τράπεζα. 

ὕμα, ion. τρῶμα vulnus XXI 

50: εἶθ᾽ ὑπομιμνάσκων τῶ τρώ ατος 
ein, ἔνυξα. XIX 5: (τυτϑόν) 97- 
ρίον ἐστὶ μέλισσα καὶ ἁλίκα τραύματα 
ποιεῖ. met. de Amore XIX 8: ὃς 
τυτϑὸς μὲν ἔφυς, τὰ δὲ τραύματα 
ταλίκα ποιεῖς. 

τραἀφερὸς alibilis, melius fort, pin- 


284 


guis, de pisce XXI 44: καί τις τῶν 
τραφερῶν ὠρέξατο. 

τράφω Y. τρέφω. 

τράχηλος collum XXII 51: βρό- 
yov δ᾽ ἔμβαλλε τραχήλῳ. 

Τράχίνιος Trachinius XXIV 81: 
ϑνητὰ δὲ πάντα πυρὰ Τραχίνιος ἑξεῖ: 
rogus Trachine exstructus, quem con- 
scendit, Hercules. 

τρᾶχύς v. τρηχύς. 

τράχω Y. τρέχω... 

, τρεῖς tres XXVI 9: τρεῖς ϑιάσως 
ἐς ὄρος τρεῖς ἄγαγον αὐταὶ ἐοῖσαι. 
XVII 82. 83. 84. c. artic. XXVI 6: 
(δυοκαίκεδα βωμώς,) τὼς τρεῖς τᾷ 
“Σεμέλᾳ, τὼς ἐννέα τῷ Διονύσῳ. 

τρέμω tremo pavore XXVII 51: 
ϑάρσει, κῶρα φίλα. τί μοι ἔτρεμες; 
ὡς μάλα δειλά. 

τρέπω (act. praes. τρέπε. aor, 
ἔτραπεν. pass. pf. τετραμμένος, -0) 
verto, converto II 163: ἀλλὰ τὺ μὲν 
χαίροισα ποτ᾽ Ὠκεανὸν τρέπε πώλους, 
cf. XXV 85. — part. pf. pass. de 
regione: versus Vi 112: Ἕβρον πὰρ 
ποταμόν, τετραμμένος ἐγγύϑεν ἄρκτω 
(var. τετραμμένον). met. de tempore 
exeunte XIII 925: ἐσχατιαὶ δέ! ἄρνα 
v£ov βόσκοντι, τετραμμένω εἴαρος ἤδη 
(vulg. τετραμμένου): τουτέστι λήξαν- 
τος. Schol. 

τρέφω, dor. τράφω (act. praes. 


τράφω. ipf. £roege(»). τρέφε. aor. 
ἔϑρεψε. — pass. praes. τρέφεται, 
-ονται. ipf. ἐτρέφετ᾽. — med. aor. 


ἐθρέψατο, ϑρέψαι) 1) coagulo XXV 
106: ἄλλος ᾿ἀμόλγιον εἶχ᾽, ἄλλος τρέφε 
πίονα τυρόν, οἵ, Od. IX 246: ἥμισυ 
μὲν ϑρέψας λευκοῖο γάλακτος. — 3) 
alo, nutrio ἃ) de hominibus et deis 
Ep. XVIII 4: τὸν κοῦρον ἔϑρεψε: 
Chta nutrix. III 16: δρυμῷ -τέ νιν 
Mot (var. ἔτρεφε) μάτηρ: 56. Ἔρωτα. 
Med. Syr. 3. — Pass. alor, adolesco 
XXII 159: ἔνϑα κόραι τοκέεσσιν ὑπὸ 
σφετέροισι τρέφονται. XXIV 101: 
Ἡρακλέης 9 ὑπὸ ματρὶ νέον φυτὸν 
eg ἐν dog | ἐτρέφετ᾽. — b) de be- 
stis Vi 49: τὰ νέα τρέφεται. XI 
40: τράφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς (Ahr. 
e cod. T pro vulg. τρέφω). Med. V 
38: ϑρέψαι καὶ λυκιδεῖς, θρέψαι κύ- 
νας, ὡς τὲ φάγωντι. --- c) de plantis: 
procreo IX 28: “πορύναν, τάν μοι 
πατρὸς ἔτραφεν ἀγρός (var. ἔτρεφεν). 

τρέχω, dor. tQ xo (praes. τρέχων. 
ipf. ἔτραχον. aor. ἔδραμε(ν). δρα- 


τράφω — τριέτης 


μόντες) curro 1) intr. 1l 155: τρέχων 
ἔφϑασσα Φιλῖνον. c. praep. XII 8: 
σκιερὴν͵ δ᾽ ὑπὸ φηγόν | ἠελίου φρύ- 
γοντος ὁδοιπόρος ἔδραμεν ὦ ὡς τις (var. 
ἔδραμον). XIV 41: ἀπὸ δίφρακος 
ἔδραμε τήνα | ioo δι᾽ ἀμφιϑύρω. 11 
147: ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι , (Au- 
rorae). — met. XXII 204: κὰδ δ᾽ ἄρα 
οἵ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος. 
— 2) trans. ercurro, €. acc. Ad. 8: 
πᾶσαν δραμόντες dion, 

τρέω. trepido, formido XXI 63: καὶ 
σύγε μοι τρέσσεις (Ziegl. c. Tunt. μὴ 
τρέσσῃς, Ahr. e coni. τέ τρέσσεις): 

τρητός perforatus Ep. II 3: τοὺς 
τρητοὺς δόνακας, cf. Ov. Met. XII 
158: longave multifori delectat tibia 
buxi, 

τρηχύς, dor. τρᾶχύς asper, masc. 
pro fem. XXV 256: διὰ δ᾽ ἄνδιχα τρη- 
χὺν ἔαξα | αὐτοῦ ἐπὶ λασίοιο καρ p 
ἀγριέλαιον. met. de voce XX 
τρηχὺ δὲ φωνῇ | ἠπείλει μάλα ies 
(var. πολλὰ). de animo Ep. VI 4: 
τραχὺς γὰρ χαλαῖς ἀμφεπέαξε λύκος, 
cf. Ov. Met. XI 402: lupus dulcedine 
sanguinis asper. 

τρϊάκοντάξζῦγος triginta habens 
iranstra. XIII 74: οὔνεκεν ἠρώησε 
τριακοντάξυγον Apoyo. 

volág ternio XVII 84: δοιαὶ δὲ 
τριάδες, μετὰ δέ σφισιν ἐννεάδες 
τρεῖς. 

τρέβος semita XXV 156: λεπτὴν 
καρπαλέμοισι. τρίβον ποσὶν ἐξανύσαν- 
τες. 298: ἐν τρίβῳ ὑλήεντι δεδεγ- 
μένος ὁππόϑ'᾽ ἵκοιτο (vulg. δέῳ), ubi 
masc. genus adi. est pro feminino, ut 
apud Hom. Od. I 246: ὑλήεντι Za- 
κύνϑῳ. 

τρίβω tero, contero II [58]: σαύ- 
ραν τοι τρίψασα κακὸν ποτὸν αὔριον 
οἰσῶ, cf. Ov. Met. XIV 43: horrendis 
infamia pabula sucis conterit et tritis 
Hecateia carmina miscet, VII 122: 
μηκέτι τοι φρουρέωμες ἐπὶ προϑύ- 
φοισιψ, Ἄρατε, | μηδὲ πόδας τρίβωμες: 
fneu conteramus pedes sc, immitis 
pueri stantes ad limina frustra?, XIII 
31: (Κιανῶν) αὔλακας εὐρύνοντι βόες 
τρίβοντες ἄροτρα: (nam: assiduo vo- 
mer tenuatur ab usu. Ov, ex Ponto 
II 7, A3. 

τρίγαμος ter nupta XII 5: ὅσσον 
παρϑενιχὴ προφέρει τριγάμοιο γυ- 
ναικός. 

τρϊέτης qui trium est amnorum 





XXIX 1τ| τῷ δ᾽ εὖθυς πλέον ἢ τρι- 


: rin ἐγένευ φίλος. v. τρίταιος. 





1 trecenti XXV 136: ταῖς 
à —— ταῦροι συνάώμ᾽ ἐστι- 


, Trinacria h. e. Sicilia 
vaco Τρινακρίας μύελον, 
πόλιν: Syracusas. 
trivium Π 36: & ϑεὸς ἐν 
: Hecate Trivia, cf. Verg. 
dv 609: —— Hecate 





riops — Phor- 
ut ait Schol. XVII 68: 
καταϑεῖο 


ter aratus XXV 25: τρι- 


| — —— ἐν νειοῖσιν | ἔσϑ᾽ ὅτε 
βάλλοντες καὶ τετραπόλοισιν ὁμοίως. 


praemium victo- 


riae de αἶα dedicatur Ep. 





Jq.e— —— 


κεφαλὴ χάδε φωτός" | τρὶς δ᾽ 


XII 1: ar dni ὃ χορηγός, ὁ τὸν 

“ιόνυσε, | καὶ σὲ τὸν ἤδι- 

nora μακάρων ἀναϑείς, | μέτριος 

dv p. χορῷ δ᾽ ἐκτήσατο "ΜΠ 
e tripode Delphico V 


100: — — ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς 


ὑπάκουσεν, 

μὲν ἔπειτ᾽ ἤυσεν, ὅσον 
ἄιεν 
og Μενέλαος. 11 1δῦ: 


462: 


— Ae 


P 
magica VI 39: ὡς μὴ fa- 
σκανϑῶ δέ, τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλ- 
πον, εἴ. XX 11. Hl 43: ἐς τρὶς ἀπο- 
σκένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια, φωνῶ, 
οἷ, Tibull. 1 2, 54: ter cane, ter dictis 
despue carminibus, νὴ minus 
uiitatus in funeribus XX : κἂν 


* T 
à praep. ἐς 125: αἶγα δέ τοι 
Ὁ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι: 
ter. U 43. xvu 72. 


τριςκαιδεχάπηχυς qui est tre- 


τριηκόσι οἱ --- τρόπος 


285 


decim cubitorum XV 11: κἦνϑε φέρων 
ἅλας ἄμμιν, ἀνὴρ τριςκαιδεκάπηχυς: 
'tantus ille asinus, longurio, bétise 
pyramidale ^ 

τρισχελῆς praedurus, i q. περι- 
σκελήῆς Ep. IV 3: (Priapi ξόανον) 
τρισκελές, αὐτόφλοιον, ἀνούατον (ἀσκε- 
λές coni. O. Iahn. Phil. XXVIII p. τ), 
ubi Boisson.: fripes dicitur Pria sm 
nempe duo habet crura et p 
tam grandem, qui pro pede sit. 

τρισσὸς triplex, plur. tres XVII 88: 
τρεῖς δ᾽ ἄρα χιλιάδες τρισσαῖς ἐπὶ 
μυριάδεσσι. Ep. IV 16: ἐϑέλω τρισσὰ 
ϑύη τελέσαι. 

τρίταιος (aeol pro τριταῖος) qui 
est trium. dierum, 'non diutius quam 
ex triduo notus XXIX 17: τῷ δ᾽ 
εὖϑυς πλέον ἢ τριέτης ἐγένευ qiios, 
| τὸν πρῶτον δὲ φιλεῦντα τρέταιον 
ἐθήκαο. 

τρέτος (m. τρέτος. f. τρέτῃ. n. τρέ- 
τον) epar JI 119: (ἦνθον) ἢ τρέτος ἠὲ 
τέταρτος ἐὼν φίλος: "binos ducens ter- 
nosve sodales. XII 1: ἤλυϑες, ὦ φίλε 
κοῦρε, τρέτῃ σὺν νυκτὶ καὶ ἠοῖ: VII 
2. XIII 29. — neutr. sg. τρέτον tertium, 
tertio XXIV 63: ὄρνιϑες τρίτον ἄρτι τὸν 
ἔσχατον ὄρϑρον ἄειδον. c. artic. XXV 
240: τὸ τρίτον αὖ μέλλεσκον ἀσώ 
νος ἐν φρεσὶν αἰνῶς | m προς T 
4: ὑμνέομεν καὶ δὶς καὶ τὸ τρίτον 
ἄρσενα τέκνα. 

τρίφίλητος valde amatus XV 86: 
ὁ τριφέλητος Ἄδωνις, ὁ κὴἣν ᾿ἀχέροντι 
φιλητός: ἀντὶ τοῦ παμφάτατος. Schol. 

Τροία Troia XV 140: Πύρρος ἀπὸ 


Τροίας ἐπανελϑών. 61: ἐς Τροίαν 
πειρώμενοι ἦνϑον Ayaio(: proverbia- 
liter dictum. 


τρομερός tremulus XXV 259: ἐπὶ 
seopeeole ποσὶν ἔστη | νευστάξων κε- 
φαλῇ: leo. 

,vQonméo (praes, τρομέω, -ἕουσι, 
-ἔοντι. — ttv) tremo, timeo, c. aec. 
lI 12: τᾷ χϑονίᾳ 9' "Exát , τὰν καὶ 
σκύλακες τρομέοντι. ΧΧΥΊΪ 26. 97, 
c. inf. XXVII 28: ὠδίνειν τρομέω. 80, 

τρόπος 1) habitus wniversus (das 
e Wesen und Auftreten) X 36: 

ομβύκα χαρίεσσ᾽, oi μὲν πόδες 
ἀστράγαλοί reve, | & qova δὲ τρύ- 
χνος᾽ τὸν μὰν τρόπον οὐκ ἔχω εἰ- 
πεῖν: "thy manners', — 2) ingenium, 
mores XXIII 1: ἀνήρ τις πολύφιλτρος 
ἀπηνέος fout! ἐφάβω ] τὰν μορφὰν 
ἀγαϑῶ, τὸν δὲ τρόπον οὐκέϑ᾽ ὁμοίω. 


280 


τροφός nutriz Π 10: & Θευχαρέδα 

—— τροφὸς & Μακαρῖτις. XXIV 

(παϊδαὶ) ὀψίγονον, γαλαϑηνόν, 
ὑπὸ τροφῷ αἰὲν ἄδακρυν. XXVII 
65: ἀλλὰ γυνὴ μήτηρ, τεκέων τροφός, 
οὐκέτι κώρα. 

τροχός rota XVI 12: πολλοὶ κινή- 
σουσιν ἔτι τροχὸν ἅρματος ἵπποι. XXIV 
118: (περὶ νύσσαν) ἀσφαλέως χαμ- 
πτοντὰ τροχῶ σύριγγα φυλάξαι. 

τρῦγων turtur VII 141: ἄειδον 
κόρυδοι καὶ ἀκανϑίδες, ἔστενε τρυ- 
γών. met, pro lingulaca XV 86: 
παύσασϑ'᾽, ὦ δύστανοι ἀνάνυτα κω- 
τίλλοισαι Ϊ τρυγόνες. 

«τρύξζω murmuro, gemo VlI 140: 
(& ὃ ὀλολυγών) τηλόϑεν ἐν πυκιναῖσι 
βάτων τρύξεσκεν ἀκάνϑιαις, cf. Arati 
versum Dios. 216: ἢ rov£si ὀρϑρινὸν 
ἐρημαΐη ὀλολυγών, quem vertit Cic. 
de Div. I 8, 14: et matutinis acre- 
dula vocibus instat. 

τρύξ faex VIDI 70: (xol πίομαι 
poen) αὐταῖσιν κυλίκεσσιν καὶ ἐς 
τρύγα χεῖλος ἐρείδων, cf. Hor. Od. 
III 15, 16: poti — faece tenus cadi. 
Od. I 35, 26: cadis cum faece siccatis. 

τρύπάω periundo h. e. salio, ineo, 
obscene dictum; ipf. dor. V 42: (of 
δὲ χίμαιραι) α αἵδε κατεβληχῶντο, καὶ 
ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη. 

“τρύφάλεια galea XXII 193: “πολλὰ 
μὲν ἐς σάκος εὐρὺ καὶ ἱππόκομον 
τρυφάλειαν] Κάστωρ (ἔνυξεν), cf. Il. 
XH 339: βαλλομένων σακέων τε καὶ 
ἱπποκόμων, τρυφαλειῶν. 

τρὕὔφερός delicatus, mollis, lenis ; 
neutr. sg. pro adv. XX 1: ὡς τρυφερὸν 
λαλέεις, ὡς κωτίλα ῥήματα “φράσδεις. 
XXI 18: (& δὲ παρ᾽ αὐτάν) ϑλιβο- 
μέναν καλύβαν τρυφερὸν acia. d 
ϑάλασσα. 

τρύχνος irychnus v. physalis 80- 
mnifera X. 36: Βομβύκα χαρέεσσ᾽, οἵ 
μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευς,] ἃ φωνὰ 
δὲ τρύχνος: 'vox tua trychnus est 
h. e. lymphat animum tanquam try- 
chnus'; cf. Plin. H. N. XXI 31, 105 
(177): trychno, quam quidam stry- 
chnon scripsere. Drachmae pondere 
lusum pudoris gigni dixerunt (Graeci 
scriptores), species vanas imagines- 
que eonspicuas observari demonstran- 
tes, duplicatum. hune modum legiti- 
mam insaniam facere; quidquid vero 
adieiatur ponderi, repraesentari mor- 
tem. 


τροφό ς -- τυλόω 


τρώγω (praes. τρώγοντι, -0tg. τρώ- 
yov, -οίσας) rodo, comedo rodens, de 


. bestiis IV 45: (τὰς γὰρ ἐλαίας) τὸν 


Δ) αλλὸν τρώγοντι τὰ δύσσοα (μοσχία). 
ΙΧ 10: δαμαλᾶν καλὰ δέρματα, τάστε 
mox ἄκρας | 4p rcs ——— 
ἀπὸ σκοπιᾶς ἐτίναξε. Ep. 16. — de 
homime I 147: ἀπ᾽ — ᾿Ισχάδα 
τρώγοις | ἁδεῖαν. 

τρῶμα ν. τραῦμα. 

t ὥώξιμος edulis , cibarius I 48: 
a μὲν (ἀλώπηξ) ἀν᾽ ὄρχως | φοιτῇ 
σινομένα τὰν τρώξιμον: 86. σταφυ- 
λήν, uvam cibariam, “18 chasselas'. 

τύ, τὺ ν. σύ. 

τὐγᾶ, τύγε tu - quidem I 193: ὦ 
Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὦρεα μακρὰ 
“Μυκαίω, [ εἴτε τύγ᾽ ἀμφιπολεῖς μέγα 
Μαίναζον. V.69 - 71: : μήτε — μήτ 
ὧν τύγα. X 84: ἢ — ἢ τύγε (Herm. 
e (com. τύγα). mirantis est I 148: 
τέττιγος ἐπεὶ τύγα φέρτερον ἄδεις. 
contemptim loquentis VIII 10: οὔ- 
ποτὲ νικασεῖς jw, οὐδ᾽ si τι πάϑοις 
voy ἀείδων. cf. XX ὅ (τύ γε). v. yi. 

τυγχάνω (aor. ἔτῦχες, τυχών) 1) 
ferio, tango XXII 122: καί «s τυχὼν 
ἔβλαψεν AuvxAatav βασιλῆα. — 2) 
adipiscor, nanciscor, c. gen. XXII 60: 
ἔλϑοις, καὶ ξενίων γὲ τυχὼν πάλιν 


οἴκαδ᾽ ἵκάνοις. Ep. IV 16. de malis 
Ep. XV 2: τύμβου τοῦδε ϑανὼν 
ἔτυχες. 


Τυδεύς Tydeus, pater Diomedis 
XVII 53: ᾿Δργεία κυάνοφρυ, σὺ λαο- 
φόνον “Διομήδεα | μισγομένα Τυδῆι 
τέκες, Καλυδώνιον ἄνδρα. XXIV 128: 
κλᾶρον ἅπαντα καὶ οἰνόπεδον μέγα 
Τυδεύς [ναῖε παρ᾽ ᾿ἀδρήστοιο λαβὼν 
ἵππήλατον "Apoyos. 

τυῖδε (aeol pvo τῇδε) 1) hic V 
30: (ἀλλὰ, γὰρ οὔ τοι) ὥριφος ἐσοπα- 
Acus, τυῖδ᾽ ὃ τράγος οὗτος. 'ἔρισδε 
(cod. Q volo" , vulg. τὺ ἴδ᾽, Ahr. ἀλλὰ 
γὰρ οὔτι ὥριφος ἰσοπαλής τοι, ἴδ᾽ ὃ 
τράγος ovrog ἐρίσδει.): cum fastidio 
quodam atque contemptu hircum 
monstrari per aeolicam adv. formam 
censet A. Fritzschius, — 2) huc, 
illuc XXVIII 5: cviós γὰρ πλόον 
εὐάνεμον αἰτήμεϑα πὰρ zog (Ahr. 
pro τὺ δέ, τύ δέ, τῇδε; Herm. τυέδε). 

τυχτός manu factus v. fabricatus 
XXII 210: ἀλλὰ Ζεὺς ἐπάμυνε, χερῶν 
δέ οἵ ἔκβαλε τυκτήν | μάρμαρον: h. e. 
στήλην τύμβου, v. 201. 

τὐλόω callosum reddo, pass. cal- 
losus fio, occallesco XVI 32: Ges 





"ee c RN e C ON CARE SS 


». 
3 
1 
4 
ἢ 
; 


νος ἔνδοϑι, χεῖ- 
ρῶν πενίην ἀκτή- 


— 


τύ, 0$, “οὐ, τῷ, Ἂν; 
441: ὅτε τύμβον ἵκα- 


(vov ἀποφϑι —— 901: στή- 


4 
BA xp xxii: s μὲν c 
ws ima ρχευ τῷ τύμβῳ. XII 





XIV 8. Ep. XV 2. 
τύμμα vulnus iv^ 55; ὁσσίχον ἐστὶ 
τὸ τύμμα καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει. 
 Τυνδὰαρίδης Tyndarides h. e. filius 
dicitur Castor XXII 136: 
(σὲ δέ, Κάστορ, ἀείδω.) Τυνδαρίδη, 
ταχύπωλε, δορυσσόε, γχαλκεοθϑώρηξ. 
202. Pollux XXII 89. plur. de am- 
bobus XXII 215: φίοι δέ τε πάντες 
ἀοιδοί l Τυνδαρίδαις Ἑλένῃ τε καὶ 

ρώεσσιν. 
Tyndaris h. e. filia 
— dicitar Helena XVIII 5: 
ἁνίκα Τυνδαρίδα ,κατεκλάξατο, τὰν 
ἀγαπατάν | μναστεύσας Ἑλέναν ὃ νε- 
ὥτερος "Aro£og υἷός (var. Τυνδαρίδαν, 
Τυνδαρέαν; Ahr. e coni. Τυνδαρι- 
δᾶν), ubi ultima syllaba producitur 
nt XVIII 20: Azeucóa. Od. X 42: 
νισσόμεϑα. u^ I 462: ἠιόνα. Od. 
IX 109: ἄσπαρτα. 


τυννός parvus XXIV 131: αὐτὰρ 
ἐπ᾽ ἄματι τυννὸν ἄνευ πυρὸς αἴνυτο 
δό 


τύπτω (aet. ipf. ἔτυπτε. aor. 
ἔτυψας, -ε; τύψε. — pass. aor. ἐτύ- 
7v) 1) verbero, XXI 


88: τοῦ δ᾽ ἄκρον τύψε " »ttov. add. 
dat. XXIT 126: ἄλλῃ δὲ στόμα τύψε 
(Ahr. c, Iunt. red Ad. 14: ἔτυπτε 
τοῖσι τόξοις. -- 2) saucio X 4: ὄις —, 
τᾶς τὸν πόδα x&xrog ἔτυψε. IV 53: 
tlg ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος. 
Ad. HO 
obige fem, pro subst. 
— 10: Τυρίαν τ ἐρρύσατο (Πάν): 
—F servavit Europam" sc. victoria 
arathonia. Tyria autem vocatur 
TOR virgo, ut apud Ovid. Fast. V 
605 : I puella. Met. ΠῚ 258: Ty- 


Xia pe 

ἐξ € caseo factus T 57: τῷ 
μὲν γὼ πορϑμεῖ Καυλωνίῳ αἷγά τ᾽ 
ἔδωκα | ὦνον καὶ τυρόεντα μέγαν λευ- 
κοῖο γάλακτος: 8C. ἄρτον V. πλακοῦντα 
h. e. caseum àd formam placentae 
expressum. Legitur autem ἢ, v. per 


synizesin: τὔρόεντα, nisi correptio 


τύμβος — τὠνείρατα 


281 


primae syllabae statuenda est, id 
quod defendit Lobeck. ad Soph. Ai. 
p. 184, 13). Utraqne tamen expli- 
catio quum multum habere videatur 
dubitationis, A. Fritzschius xowov 


x«l τυρόν γε coniecit scripsisse 
Theocritum. 
tõcos (sg. τυρός, -ὥ, -óv) caseus 


XI 36: τυρὸς δ᾽ οὐ λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν 
ϑέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ, | οὐ χειμῶνος 
ἄκρω. V 86: φεῦ φεῦ Λάκων τοι 
ταλάρως σχεδὸν εἴκατι πληροῖ | τυρῶ. 
XI 66: (καὶ γάλ᾽ ἀμέλγειν) καὶ τυ- 
ρὸν πᾶξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα. 
XXV 106: ἄλλος ἀμόλγιον εἶχ᾽, ἄλλος 
τρέφε πίονα τυρόν. 

τυτϑός parvus, exiguus XIX δ: 
τυτϑόν | 9moíov ἐστὶ μέλισσα. de 
Amore XIX 8: τυτϑὸς μὲν ἔφυς. 
VII 108: ὅτε κρέα τυτϑὰ παρείη. ἷ 
45: τυτϑὸν δ᾽ ὅσσον ἄπωϑεν ἁλιτρύ- 
roO VÁe iig τοσοῦτον διάστημα 
ὅσον ὀλίγον. Schol. 

,téqAóg caecus X 19: τυφλὸς δ᾽ 
οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος, ἀλλὰ καὶ 
ὡφρόντιστος boe 

τῦφλοφὸό Tm peram gestat h. 
e. agricola H: o —— τυφλοφό- 
ρων ἐρατόν | πᾶμα Πάρις ϑέτο Σιμι- 
χίδας: τυφλοφόρους δὲ εἶπε τοὺς 
ἀγροίκους, ἐπειδὴ πήρας φοροῦσι" 
πήρα (v. potius πηρὰ) δὲ καὶ τυφλὴ 
συνώνυμα, Schol. Pal. 

τῷ (var. τῶ) dat. sg. neutr. pro 
adv. 1) ideo, propterea, c. part. καὶ 
XXV 186: τῷ καὶ ϑαυμάξεσκον ἀκού- 
ovreg τότε μῦϑον. XVII 28. ante 
vocalem non corripitur XVII 38. — 
2) hoc modo, hac conditione, tum 
XXIX 10: ἀλλ᾽ εἴ μοί τι πίθοιο νέος 
προγενεστέρῳ, Ἱ τῷ κε λώιον avrog 
ἔχων ἔμ᾽ ἐπαινέσαις (Herm. pro vulg. 
τῶ καὶ), cf. Od. HI 223: εἴ σ᾽ οὕτως 
ἐθέλοι φιλέειν κήδοιτό τε ϑυμῷ, τῷ 
κέν τις κείνων γε καὶ ἐκλελάϑοιτο 
γάμοιο. 

τὠγαλμα -- τὸ “ἄγαλμα, q. v. 

τὠγκίστρω, τὠγκχίστρῳ -- τῶ 
ἀγκίστρω, τῷ ἀγκίστρῳ, q. v. 

— mordeo opprobriis XVI 

: πολλά us τωϑάξοισαι Or ἀλιϑίαν 

idi» ἦνθον (var. τωϑάσδοισαι). 

τὠλγεος τ τῷ ἄλγεος, α. V. 

τὠμπέχονον --- τὸ ἀμπέχονον, q. V. 

τὔμπικρον — τὸ ἔμπιχρον, q. v. 

τὠμῶ -- τῷ ἐμῶ, ᾳ. ν. 

τωὠωνείρατα -- τὰ ὀνείρατα, Q. V. 


288 


τὥντρω , τὥντρῳ -- τῷ ἄντρω, 
τῷ ἄντρῳ, ἃ. V. 

τὦπος — τὸ ἔπος, 4. v. 

τὠραμένῳ — τῷ ἐραμένῳ, q. v. 


ὑὰκένϑινος hyacinthinus Xl 26: 
ἤνϑες ἐμᾷ σὺν “ματρὶ ϑέλοισ᾽ ὑακίν- 
Que φύλλα | ἐξ ὄρεος δρέψασθαι: 
'flores hyacinthi «cum suis foliis". 

ῥάκινϑος hyacinthus (Iris germa- 
nica L.) xvii 2: παρϑενικαὶ $9a4- 
λοντα xópotg ὑάκινϑον ἔχοισαι. Χ 
928: καὶ τὸ ἴον μέλαν. ἐστὶ καὶ ἃ 
γραπτὰ ὑάκινϑος. οἵ, Plin. H. N. 
XXI 11 (38): Hyacinthum comitatur 
fabula duplex, luctum praeferens eius 
quem Apoilo dilexerat, aut ex Aiacis 
cruore editi, ita discurrentibus venis, 
ut graecarum litterarum figura ΔΙ 
legatur inscriptum. v. etiam γραπτός. 
De colore cf. Euphor. in Schol. 
Theocr. ad X 28: πορφυρέη ὑάκινϑε. 
Verg. Georg. [V 188: ferrugineos 
hyacinthos. "ic. III 63: suave rubens 
hyacinthus. 

ὑβός v. οἰφός. 

ὕβρις insolentia, superbia , contu- 
qmacia XXIII 13: τᾷ δὲ χολᾷ, τὸ πρόσ- 
O70» ἀμείβετο, φεῦγε δ᾽ ὕπωχρος | 
ὕβριν τὰς ὀργᾶς περικείμενος. (Ahr. 
e vulg. ἀπὸ χρώς et e coni. ὃ πρὶν 
τοῖς ῥέϑεσιν, Mein. ὁ πρὶν τᾷ μορφᾷ m.). 

ὑβρίσδω (aeol pro ὑβοίξω) in- 
iuria, contumelia afficio XIV 8: ἐμὲ δ᾽ ἃ 
χαρέεσσα Κυνίσκα E ρέσδει. XXIII 
58: καὶ ποτὶ τὸν ϑεὸν A96, τὸν ὕβρισε. 


ὑγιής sanus, sanatus XIV 54: ἐκ- 
πλεύσας $9' ὑγιὴς πάλιν ἦνϑ', «ἐμὸς 
ἁλικιώτας: sanus ab amore; ὑγιὴς 
ἀπὸ τοῦ ἔρωτος. Schol. 


ὑγρός (sg. m. ὑγρός. m. ὑγρῷ, 
-ὄν. pl. n. ὑγρά. semel non pro- 
dueitur ypsilon XXII 167.) 1) hwmi- 
dus, liquidus XXI 167: τὰ δ᾽ εἰς 
ὑγρὸν “ὥχετο κῦμα, cf. VII 53, XV 
117: ὅσσα τ΄ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος 
τά τ᾿ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ. XVIII 40: 
πράτᾳ δ᾽ ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν 
ἄλειφαρ | λαξύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ 
GXLEQUY πλατάνιστον, cf. Od. VI 79: 
δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύϑῳ ὑγρὸν 
ἔλαιον. --- 2) mollis, flexibilis, ge- 
schmeidig, biegsam I δῦ: παντᾷ δ᾽ 
ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκαν- 


» [id 
τώντρω — vÓoQ 


τώροτρον — τὸ ἄροτρον, q. v 
τώστια — τὰ ὄστια, q. v. 
τωὐβούλοιο -- Ξε τῶ ,Εὐβούλοιο, q. v. 
τωύλίον — τὸ αὐλίον, Q. V. 


ϑος, cf. Verg. Ecl. III 45: et molli 
cireum est ansas amplexus acantho. 
Georg. IV 123: flexi — acanthi. XXV 


206: κέρας ὑγρὸν ἑλὼν κοίλην "τὲ 
φαρέτρην: *arcum flexibilem, sinua 
tum". 


ὑδάτινος (aeol. pro ὑδάτινος) per- 
lucidus tamquam aqua, de vestibus 
tenuissimis XXVIII 11: πόλλα δ᾽ οἷα 
γύναικες φορέοισ᾽ ὑδάτινα βράκη, cf. 
Ov. Met. IV 313: nune perlucenti 
circumdata corpus amictu, Colorem 
vestium dici existimat Voss. ad Verg. 
Georg. IV 333 p. 844. 


ὑδατόεις aquosus XXV 89: (βόες) 
ἐρχόμεναι φαίνονθ᾽ ὡσεὶ νέφη ὑδα- 
τόεντα, ubi prima syllaba metri ne- 
cessitate producitur; cf. Ov. Met. 
IV 622: nunc hue, nune illuc, exem- 
plo nubis aquosae fertur. 


ὕδωρ (ὕδωρ, ὕδατος, -ἰ, ὕδωρ. pl. 
ὕδασι, -ατα. primae syllabae voca- 
lis producitur undecies, quatuorde- 
cies brevis est; dat. sing. ultima. vo- 
calis ante liquidam producitur XVI 
62.) aqua 1) fontium V 4T: £9" ὕδα- 
τος ψυχρῶ κρᾶναι δύο, cf. V 33. IX 
9. XIAT. XIII 49: κατήριπε δ᾽ ἐς 
μέλαν ὕδωρ. XXII 371: εὗρον δ᾽ 
ἀέναον κρήνην ὑπὸ λισσάδι πέτρῃ | 
ὕδατι πεπληϑυῖαν ἀκηράτῳ. VII 136: 
τὸ δ᾽ ἐγγύϑεν ἱερὸν ὕδωρ] Νυμφᾶν 
ἐξ ἄντροιο κατειβόμενον. κελάρυξεν. 
XXII 62: δαιμόνι᾽, οὐδ᾽ ἂν τοῦδε 
πιεῖν ὕδατος (cf. v. 37) σύγε δοίης; 
IS. V 197. VIII 78. XIII 36. 43. 
60. plur. VIII 57. (de VIII 50 v. 
ἄντρον.) — 9) fluminum I 69: Ἅκι- 
δὸς ἱερὸν ὕδωρ. 118: τοὶ ποταμοί, 
τοὶ χεῖτε καλὸν κατὰ “ωρίδος ὕδωρ. 
XXIV 96: ϑαλλῷ ἐπιρραίνειν ἐστεμ- 
μένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ, cf. Verg. Aen. 
VI 229: pura — unda, V 124: Ἱμέρα, 
ἀνϑ' ὕδατος δείτω γάλα, plur. XXIIH 
95. — 3) lacus XVI 84: εἴληχας μέγα 
ἄστυ παρ᾽ ὕδασι Λυσιμελείας. — 
4) adhibetur ad lavandum XV 29: 
κινεῦ δή, φέρε ϑᾶσσον ὕδωρ. ὕδα- 
τος πρότερον δεῖ. 81: ἔγχει ὕδωρ. 
XXIII 95. proverbialiter dicitur XVI 





3 62: ὕδατι νίξειν. 'ϑολερὰν διαειδέι 


πλίνϑον, cf. Ter. Phorm. I 4, 9: la- 
terem lavem; de ultima 5 syllaba pro- 
ducta cf. Il. VII 425: ἀλλ᾽ ὕδατι vé- 
ξοντες. — ad bibendum vel ad pa- 


: randam coenam XXII 62: τοῦδε πιεῖν 


ὝΨΗ, nm 


—— XII 36: xóz:9' Ὕλας ὁ 

ξανϑὸς ὕδωρ ἐπιδόρπιον οἰσῶν, cf. 
Apoll. Rhod. I 1209: ὕδωρ — ἀφυσ- 
σάμενος ποτιδόρπιον. 

“Ὑετίς Hyetis, fons prope Miletum 
VIE 115: ὄμμες δ᾽ (of Ἔρωτες) "Teci- 
δὸς xal perse ἁδὺ λιπόντες | νᾶμα. 
Y. 


υἱὸς eg. víóg, υἱόν, υἱέα. du. vl', 
vía. υἷας. plerumque in exitu 
hex) filius XII] 8: καί νιν πάντ᾽ 
ἐδίδαξε, πατὴρ ὡσεὶ φίλον υἷέα. 
A 81: ἣν δὲ vate φίλα τέκνα, 
fic — — υἷας —— cm 
Tj 1: νήπιον viov ἕλει- 

xtN 78: τεὸς υἷός. c. gen. 
parentis XXV 42: “ιὸς ἄλκιμος υἷός. 

VII 838: γενειήταν api. υἷόν, cf. 
XXII 95. 115. 137. . XX 1: τὸν 
E. EN ] 1: ὁ τοῦ 
Παιή V 160: Αὐγείω 
—* —— Dei 6: ὁ νεώτερος 
᾿Δτρέος υἷός (var. υἱῶν). ΧΠῚ 5: ὧμ- 
φιτρύωνος ὃ χαλκεοκάρδιος víog. XIII 
20. XXII 139. add. nomen XXII 
1: —— Λήδας τε καὶ αἰγιόχου 

| Κάστορα καὶ --- Πολυ- 
XIV 24. XXIV 104. XXV 
54. Ep. XXII 3.  suppletur gen. 
XXV 150: αὐτός τε ἄναξ víog τε 


δαίφρων | Φυλεύς. 110. 


υἱωνός nepos ex filio XVII 23: 
χαίρων υἱωνῶν περιώσιον υἱωνοῖσιν. 


Ὑκκχάριος  Hyccarius IX — 25: 
e ó καλὸν ὄστρακον, οὗ κρέας 
ς | σιτήϑην πέτραισιν ἐν Ὕχκα- 
pe ἐπα Mies (e Ziegl. emend. scr. 
,pro vulg. Ἰκαρίαισι, Mein. ὙὙκχαρίαισι): 
Ὑκκαρὰ πόλις. Σικελίας. Gloss. οἵ, 
Thuc. VI 62: "Tuxaoa πόλισμα Zwxa- 
νικὸν — — ——— 


ὅλα, ὕλη (ὅλας, T τὴν, ταν. 860]. 
ὕλαν) silva 1 116: γὼ ,dágvis οὐ- 
m ἀν᾽ JA«v, οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, 
ovx ἄλσεα. Il 36: παντοίην ἐν 
ὄρει ϑηεύμενοι ἄγριον ὕλην. XXV 
158: (τρίβος) οὔτε λέην ἀρίσημος ἐν 
ὕλῃ χλωρὰ ϑεούσῃ. VIII 49: à βά.- 
dog bo ns | eere. Ad. 8: πᾶσαν δρα- 
μόντες v (Call ὅλαν). 44: xdv 


Lexicon Theocriteum, 


"Teríg — ὑμνέω 


289 


ὗλαν οὐκ ἔβαινε (var. ὕλαν, σύλαν; 
Ahr. καὶ σύλαν). proverbialiter XIV 
43: eivós . λέγεταί τις ἔβα Kév- 
ταυρος ἀν᾽ ὕλαν, v. Κένταυρος. 


ὑλαγμός latratus XXV ΤΌ: ἐρη- 
τύσασκε δ᾽ ὑλαγμοῦ: sc. canes. 

ὑλαῖος silvestris Xx 10: οἷα δὲ 
ϑὴρ ὑλαῖος ὑποπτεύῃσι κυναγώς. 

ὑλαχτέω latro VIII 27: ποτὶ ταὶς 
ἐρίφοις ὁ κύων ὃ φαλαρὸς ὑλαχτεῖ. 
c. acc. allatro VI 29: σίξα δ᾽ ὕλα- 
χτεῖν viv καὶ τᾷ κυνί. 


Ὕλας Hylas, socius Herculis, pro- 
pier iuvenilem ———— a Nym- 
phis raptus i in Bithynia XIII 6: ἤρατο 
παιδός (Hercules) | τῶ χαρίεντος TAa, 
τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος. 80: 
Ὕλας ὁ ξανϑός. 12: κάλλιστος Ὕλας 

κάρων ἀμιϑρεῖται. — 58: τρὶς μὲν 
Ὑλαν ἄυσεν. XIII 21. 

ὑλᾶτόμος silvam v. ligna caedens 
XVII 9: Ἴδαν ἐς πολύδενδρον ἀνὴρ 
ὑλατόμος ἐλϑών. 


ὑλάω latro XXV 10: ϑεσπέσιον δ᾽ 
ὑλάοντες (τύνες) ἐπέδραμον ἄλλοθεν 
ἄλλος | ᾿Δἀμφιτρυωνιάδῃ Ἡρακλέι. 

ὑλήεις silvestris XXV 228: ἐν ᾿ τρίβῳ 
ὑλήεντι δεδεγμένος ὁππόϑ᾽ ἵκοιτο. 
v. τρίβος. 

ὑμᾶλιξ (aeol. pro ὁμῆλιξ) 
lis XXX 21: οὐδ᾽ abro ——— 
&vOsuov ἄβας πεδ᾽ ὑμαλίκων | μένει 
(Bergk. et A. Fritzschius pro cod. 
πεδιμαλικὼ). 

buo, v. ὁμαρτέω. 

ὑμεῖς, ὕμμεείς) v. σύ. 

ὑμέναιος 1) hymenaeus, carmen 
nuptiale XVIII 6: ἄειδον δ᾽ ἄρα πᾶ- 
σαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι | ποσσὶ 
περιπλέκτοις, ὑπὸ δ᾽ ἴαχε δῶμ᾽ ὑμε- 
ναΐῳ. --- 3) Ὑμέναιος, Ὑμὴν Hy- 
menaeus deus, nuptiarum praeses 
XVIII 58: Ὑμὴν ὦ Ὑμέναιε, γάμῳ 
ἐπὶ τῷδε χαρείης, cf. Catull. LXII 5: 
Hymen o ———— Hymen ades o 
Hymenaee, 


ὑμεναιόω lhymenaco iungo mecum, 
urorem duco XXII 178: ἄλλοι πάν- 
τας ἐυφρανέουσιν ἑταίρους | νυμφίοι 
ἀντὶ νεχρῶν, ὑμεναιώσουσι δὲ κού- 
e | τάσδ᾽. 
Jtr Y. ὑμέναιος. 
ὑμνέω (act. praes. ὑμνέομεν. ὑ ὑμνεῖν, 
ὑμνέων. üor. ὕμνησαν. ὑμνήσαιμ᾽. 
ἡμνήσας. — pass. pf. ὕμνησαι) δαγ- 
19 


290. 


mine celebro deos hominesque et res 
ab iis gestas XXII 1: ὑμνέομεν (vulg. 
ὑμνέομες) Λήδας τε καὶ αἰγιόχου Διὸς 
vio, cf. XXII 4. XXII 219: (Xiog 
ἀοιδός) ὑμνήσας Πριάμοιο πόλιν καὶ 
νῆας "Ayo | Ἰλιάδας τε μάχας 4χι- 
λῆά τε πύργον ἀυτῆς. XVI 2. 50. 
103. XVII 8. XXII 26. 135. 


ὑμνοθϑέτης hymnorum v. carmi- 
num compositor Ep. XI 4: x?uvo9 £- 
τῆς αὐτοὶς ——— φίλος ἦν. 

ὕμνος (sg. ὕμνον. pl. ὕμνοι, -οις, 
-ovg) hymnus, carmen quo laudes di- 
cuntur deorum vel heroum XVII 8: 
ὕμνοι δὲ καὶ ἀϑανάτων γέρας αὐτῶν. 
XXII 214: χαίρετε, “Μήδας τέκνα, καὶ 
ἡμετέροις κλέος ὕμνοις | ἐσθλὸν ἀεὶ 
πέμποιτε. de quovis carmine I 61: 
αἴκα μοι τύ, φίλος, τὸν ἐφίμερον 
ὕμνον ἀείδῃς. Ep. II 1: Ζάφνις ὃ 
λευκόχρως, ὃ καλᾷ σύριγγι μελίσδων 
| βουκολικοὺς ὕμνους. 

ὕμοιος v. ὁμοῖος. 

ὑπαξ v. ὑπό. 

ὑπάκούω, 1) ausculto VIII 28: yn 
μὲν παΐδες ἄυσαν, 0 δ᾽ αἰπόλος 
ὑπακούσας (pro ἐπακοῦσαι v. “μὰ 
κούσας e coni. Cobet. et Pal. Ser. A. 
Fritzschius). IIl 24: ὦμοι «ἐγώ, τί 
πάϑω; τί ὁ δύσσοος; οὐχ ὑπακούει 
(vulg. ὑπακούεις ἡ): Amarylls. (de 
XI48 v. ἐπακούω.) — 2) ad auscultata 
respondeo XIII 59: (cole μὲν Ὕλαν 
ἄυσεν -- ) volg δ᾽ ἄρ᾽ ὃ παῖς ὑπά- 
ποῦσεν, ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο gova. 

ὑπάᾶνέμιος ventosus, vento suble- 
vatus V 115: (τὼς κανθάρος, o? τὰ 
Φιλώνδα) σῦκα κατατρώγοντες ὑπα- 
νέμιοι φορέονται. 

ὑπαντάω occurro de industria 
V 90: κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποι- 
μένα λεῖος ὑπαντῶν | ἐκχμαίνει, cf. 
Verg. Ecl. III 66: at mihi sese offert 
ultro meus ignis Amyntas. Non in- 
epte ὑπ᾽ ἄντρῳ coniecit C. Hartung. 
Phil. XXXIV p. 599. 


ὑπάρχω suppeto XXII 222: (μει- 
λίγματα Movc£aw,) oi αὐταὶ παρέ- 
χουσι καὶ ὡς ἐμὸς οἶκος ὑπάρχει, | 
τοῖα φέρω. 

ὕπᾶτος summus, supremus XXVI 
34: “Ζεὺς ὕπατος. — XXV 149: μυὼν 
ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος ὀρϑὸς ἀνέστη. 

ὕπειμιι subsum, fut. dor. V 56: 
ὑπεσσεῖται δὲ χιμαιρᾶν | δέρματα τῶν 
παρὰ τὶν μαλακώτερα πολλάκις ἀρ- 


ε , e. , 
υμνοϑέτης — υπὲρ 


Gloss. (de 


νῶν: ὑποστρωϑήσεται. 
XI 88 v. ἔπειμι.) 

ὑπεέροχος excellens, eminens XXII 
19: ὑπείροχος ἐν δαὶ 'Κάστωρ. add. 
adv. μέγα VII 28: (φαντί vv πάντες) 
εἶμεν συριγκτὰν μέγ᾽ ὑπείροχον ἔν 
τε ἃ τὰ γ᾽} ἔν T ἀμητήρεσσι. 94: 
ἀλλὰ τό γ᾽ ἐκ πάντων μέγ᾽ ὑπείρο- 
χον, ᾧ vv γεραίρεν  ἀρξεῦμ᾽. 

ὑπέκ desub, c. gen. XXII 144: 
“Δυγκεὺς δ΄ “ἂρ μετέειπεν ὑπὲκ κόρυ- 
toc μέγ ἀύσας. XXIII 52: τὰν ἕδραν 
δ᾽ ἐκύλισεν ὑπὲκ ποδός. (de XXV 
9250 v. ὑποφεύγω.) 

,ὑπένερϑεν subtus, infra XXII 38: 
«t δ᾽ , ὑπένερϑεν, | λάλλαι κρυστάλλῳ 
ἠδ᾽ ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο | ἐκ βυϑοῦ. 


ὑπεξαναβαίνω clam recedo XXII 
196: τοῦ μὲν ἄκρην ἐκόλουσεν ἐπὶ 
σκαιὸν γόνυ χεῖρα | φάσγανον ὀξὺ 
φέροντος ὑπεξαναβάς ποδὶ Κάστωρ | 
σκαιῷ. 

ὑπεξαναδύω, aor. II intr. elabor 
subter, subterlabor XXII 120: ἑτέρῃ 
δ᾽ ἐπιβαίνων | δεξιτερῆς — ἐπὶ 
λαγόνος πλατὺ γυῖον. | — | ἀλλ᾽ oy 
ὑπεξανέδυ κεφαλῇ, στιβαρῇ δ᾽ ἅμα 
χειρὶ | πλῆξεν ὑπὸ σκαιὸν κρόταφον 
καὶ ἐπέμπεσεν ὦμῳ (Ahr. cum variis 
codd. et Ald. κεφαλὴν; rectius, πὶ 
fallor), cf. Verg. Aen. V 444: "ille 
ictum venientem a vertice velox 
praevidit celerique elapsus corpore 
cessit. 


ὑπέρ (semel cum anastrophe post- 
ponitur substantivo XXV 255, inter 
adi. et subst. ponitur ter; posterior 
syllaba vi arseos producitur XXIX 
25 ci) praep. super 1) c. gen. a) de 
loco: super, supra, trans, ultra XXVI 4: 
ἀσφόδελον τὸν ὑπὲρ γᾶς, v. ἀσφύδε- 
λος. XXII 51: αὐτὰρ ὑπὲρ νώτοιο 
καὶ αὐχένος ἠωρεῖτο [* δέρμα λέον- 
τος. XXIV 24: (κακὰ ϑηρί᾽ ἀνέγνω) 
κοίλου — σάκεος. X 21. Ep. 
XIV 4. XXV 255: τῇ δ᾽ ἕτέρη 
ῥόπαλον κόρσης ὕπερ αὖον ἀείρας. 
ΧΧῚ 59: ὑπὲρ πελάγους πόδα Δλεῖναι. 
ΧΧΙΝ 92: (κόνιν) διψάτω εὖ μάλα 
πᾶσαν ὑπὲρ ποταμοῖο φέρουσα | ῥω- 
γάδος ἐκ πέτρας. --- VIII 81: (αἶγα,) 
ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα 


πληροῖ. --- b) met. pro ΧΙ 68: 
οὐδὲν πήποχ᾽ ὅλως ποτὶ τὶν τ 
λον εἶπεν ὑπέρ μευ. — per (i 


πρός) ΧΧΙΧ 20: ἀλλ᾽ ὑπὲρ — 
στύματός σε πεδέρχομαι | ὀμνάσϑην 





— — πέριξ), 
. acc. de loco: — 
ra 1l 104: NC ὡς —— 


o5 magnes super- 


*con- 
em virorum clegantiorum qui 
non sunt sortis tuae". 
X95us nimis gravis, onera- 
tus XI 37: ταρσοὶ δ᾽ ὑπεραχϑέες αἰεὶ 
uw τυροῦ), cf. Od. IX 219: ταρσοὶ 


τυρῶν ov. 
Z6 ω transcendo XVII 98: 
Tig re (ev πολυκήτεα Νεῖλον 
e | πεζὸς ἐν ἀλλοτρίαισι βοὰν 

beider κώμαις. 

— desu , Supra 1) adv. 
δ᾽ ἁμὶν ὕπερϑε κατὰ 
ὸς — | αἴγειροι πτελέαι τε: 
ἘΣ in caput agitabantur'. (de 
59 v. ἐφύπερϑεν.) --- 2) praep. 
c. gen. XII 24: ψεύδεα δινὸς ὕπερ- 
$ev ἀραιῆς οὐκ | ἀναφύσω. XXII 104: 
eene δινὸς ὕπερϑε κατ᾽ ὀφρύος 
fen πυγμῇ: 'mediae supra nares 
ita incussit manum, ut levi 


incumberet in supercilium?, 
Kreussler. — 


ὑπερδκπλίη animus eximie bellico- 
sus, Superbia XXV 138: τῶν μέν τε 
eim (ngí τε καὶ σϑένεϊ ᾧ | 

ἦδ᾽ ὑπε  Φαέϑων μέγας. 
—— robore omnia arma 
—— praevalidus, ingens XXII 
ἔνϑα δ᾽ ἀνὴρ éxlpoxlos i ἦμε- 
vog ἐνδιάασκε, | δεινὸς ἰδεῖν. XXV 
—* "Auqgirovorviéóao βίην ὑπέροπλον 


ὑπερόπτης des r, contemptor 
58: “ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα πα- 
λέγκοτος ἠδ —— 
ὑπερούριος qui est a terminos 
XXIV 93: —** πυρὸς) διψάτω εὖ 
πάλα πᾶσαν ὑπὲρ ποταμοῖο φέρουσα 
δωγάδος ἐκ πέτρας ὑπερούριον (e 
Reiskii emend. pro vulg. valo οὔριον): 
"ultra terrae vestrae terminos' ; accus. 
est ὑπ. ad κόνιν referendus, 
ὑπερπάδάω T praes. dor. 
V 108: ἀκρώδς, αἱ τὸ 
— τὸν ἁμόν (var. ὑπερ- 


—— ———— supervolito XV 


— — ὕπνος 


v φραγμὸν - 


291 
120: of δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται 


Ἔρωτες. 

ὑπέρτερος 1) superior Τ| 59: Θε- 
στυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὸ τὰ ϑρόνα 
ταῦϑ᾽ ὑπόμαξον | τᾶς τήνω φλιᾶς 
καϑ᾽ ὑπέρτερον (Mein. e coni. quam 
firmavit cod. k, vulg. καϑυπέρτερον, 
Ahr. καϑυπερτέρω): "in superiore 
Lid liminis superioris'. — 2) met. 

victor, dominus, arbiter XII 22: ἀλλ᾽ 

ἤτοι τούτων μὲν ὑπέρτεροι Οὐρανίω- 
γνες | ἔσσονθ᾽ ὡς ἐϑέλουσιν: Ἥ. e. 
coelicolarum in potestate erit eventus", 

ὑπερφίαλος praevalidus, immanis 
XXII 97: (ἔσχεϑε δ᾽ ὁρμῆς) παῖδα 
Ποσειδάωνος ὑπερφίαλόν περ ἐόντα: 
Auyenm. 

ὑπήνα barba, quae est circa ge- 
nas e mentum XX 21: καὶ γὰρ ἐμοὶ 
τὸ πάροιϑεν ἐπάνϑεεν ἁδύ τι XGÀ- 
λος ἰ ὡς κισσὸς ποτὶ πρέμνον, ἐμὰν 
δ᾽ ἐπύκαξεν ὑπήναν: τὰ γένεια. 
Gloss. 

—— vento non expositus, 

tranquillus XXII 32: ἐκβώντες δ᾽ ἐπὶ 
ϑῖνα βαϑὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν: νη- 
vepíav ἔχουσαν. Gloss. 

ὑπιάχ ὦ subsono, r tmesin XVIII 
8: ὑπὸ T ἴαχε δῶμ᾽ ὑμεναίῳ (vulg. 
περὶ). 

ὕπνος (sg. ὕπνος, -ω, -Ov, τῷ, -0v; 


aeol ὄπνω ci. XXX 7. — pl. ὕπνων, 
-οις. prioris syllabae vocalis bis non 
producitur V 4T. Ep. V 6.) so- 


mnum 1) XXIV 10: τοὺς δ᾽ ἔλαβ᾽ 
ὕπνος. ΧΙ 22: φοιτῆς εὐθὺς (oic 
ὄκχα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ ue | οἴχῃ, δ᾽ 
αὖϑ᾽ οὑτῶς, ὄκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ 
με. VIH 65: ὦ ΜΛάμπουρε κύων, 
οὕτω βαϑὺς ὕπνος ἔχει τυ; ΧΧΧ 1: 
ge ᾿᾽πιτύ ἢν (cod. ὕπνω). XXIV 
1: εὔδετ᾽ ἐμὰ βρέφεα γλυκερὸν καὶ 
γέρσιμον ὕπνον, ef. Od. X 548: μη- 
κέτι νῦν εὔδοντες ἀωτεῖτε “γλυκὺν 
ὕπνον. -- ΗΠ 49: ὁ τὸν ἄτροπον 
ὕπνον ἰαύων | Ἐνδυμίων, XXIV 41: 
ὁμῶας δὴ τότ᾽ ἄυσεν ὕπνον βαρὺν 
χφυσῶντας. XXI 21: (ἐκ βλεφάρων 
δὲ) 9 ines ἀπωσάμενοι. — τὸν ὕπνον 
| αἰφνίδιον ϑορυβεῦσιν ps «t 
μελεδῶναι, οἵ, ταν 21. V 6: 
Πᾶνα — ὀρφανίσωμες PI (ὅπνω 
A. Fritzschius) — Ep. III 6: φεῦγε 
—— ὕπνου κῶμα καταρχόμενον. 
I 108: ὅσσον ἐν ὕπνῳ | κνυξεῦνται 
—— φίλαν ποτὶ 'ματέρα τέκνα. 
εἴρια --- ὕπνω μαλακώτερα, 


19" 


292 


cf. XV 125. ΙΧ 33: οὔτε γὰρ ὕπνος 
[: οὔτ᾽ ἔαρ ἐξαπέντας γλυκερώτερον 
(sc. Μοίσας). — plur. i q. somnium 
XXI 44: καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις Ι πᾶσα 
κύων ἄρτον μαντεύεται: in somnis. 
XXI 66: ἐλπὶς τῶν ὕπνων (sc. ἐστίν). 
— 2) met. pro morte XXII 204: κὰδ 
δ᾽ ἄρα of βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν 
ὕπνος, cf. Il. XI 241: αὐϑι πεσὼν 
κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον. 


ὑπνόω dormio, inf. dor. X 48: 
σῖτον ἀλοιῶντας φεύγειν τὸ μεσαμ- 
βρινὸν ὑπνῶν (ex Ahr. coni. scr. pro 
ὕπνος v. | ὕπνον). 


ὑπό, ὑπαί (1) ὑπό, ὑπ᾽, ὑφ᾽ se- 
mel substantivo postponitur cum 
anastrophe "VII 114; inter adi. et 
subst. ponitur quinquies, inter subst. 
et adi. quater. — producitur omi- 
eron ante liquidam XXV 246: v. 
ἐπί. — 2) ὑπαί semel exstat XXIV 
60.) I adv. in tmesi, Y. ὑπιάχω, 
ὑποτίϑημι, ὑποφαίνω, ὑποφεύγω, 
ὑφέημι. — lI) praep. A) e. dat. sub 
1) de loco XI 51: ἐντὶ δρυὸς ξύλα 
μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ, 
cf. XXIV 86 (utroque loco Ahr. c. 
var. 67:006). XVI 16: ὑπὸ κόλπῳ 
χεῖρας ἔχων. XXIV 123: ὑπ’ ἀσπίδι 
νῶτον ἔχοντα. XXVIII 4: ὅππᾳ Κύ- 
πριδος ἶρον καλάμῳ γλῶρον voz ἀπάλῳ, 
cf. XXI 7, Ep. XXIV 1: αὐδήσει, τὸ 
γράμμα τί σῆμά ve καὶ τίς ὑπ᾽ αὐτῷ. 
XXIV 117: ἵππους δ᾽ ἐξελάσασϑαι 
ὑφ᾽ ἅρματι. 14: κυανέαις qoíccov- 
τας ὑπὸ σπεέραισι δράκοντας. VII 
88: τὺ δ᾽ ὑπὸ δρυσὶν ἢ ὑπὸ πεύκαις 
| ἁδὺ μελισδόμενος κατεκέχλισο. XVI 
76: Φοίνικες ὑπ᾽ ἠελίῳ δύνοντι | οἷ- 
μκεῦντες. de infima montis vel rupis 
parte: sub radicibus, unten an VII 
114: (νομεύοις) πέτρα ὕπο Βλεμύων. 
XXV 209: ὑπὸ ξαϑέῳ Ἑλικῶνι εὑρών, 
ef. VIII 55. XXII 37. — met. VII 
99: παιδὸς ὑπὸ σπλαάγχνοισιν ἔχει 
πόϑον. — 2) met. de eo qui est in 
ditione alicuius XXIV 31: (παῖδα) -- 
ὑπὸ τρο à αἰὲν ἄδακρυν. 101: Ἧρα- 
κλέης δ᾽ ὑπὸ ματρὶ νέον φυτὸν ὡς 
ἐν ἀλωᾷ | ἐτρέφετ᾽, cf. XXII 159. — 
B) c. acc, sub 1) de loco a) cum 
verbis motum. denotantibus XXIV 61: 
τὸν ἄλλον ὑπ᾽ ἀμνείαν. ϑέτο “χλαῖναν. 
ΧΧΥ 288: ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὡς ὑπὸ βύρσαν » 
ἔδυ “πολυώδυνος ἰός. XII 8: σκιερὴν 
δ᾽ ὑπὸ φηγόν | — ἔδραμεν. XVIII 
9: ὑπὸ τὰν μίαν ἵκετο χλαῖναν. 121: 


€ , € , 
ὑπνοω — Ὀυποκολπιος 


δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰν πτελέαν Éo0. θα, 
cf. V 32. XXVII 10. 12. XXVII o3. 
ἀλλ᾽ ὑπὸ σοὺς πεπλοὺς ἁπαλὸν νάκος 
ἠνίδε βάλλω. XXII 76: συνάγερϑεν 
ὑπὸ σκπιερὰς πλατανίστους. XVIII 46: 
(ἀλειφαρ) λαξύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ 
σκπιερὰν πλατάνιστον. XXV 246: (λέ- 
οντος) πάντοϑεν εἰληϑέντος ὑπὸ λα- 
γόνας τε καὶ ἰξύν. XXII 124: πλῆ- 
ξεν ὑπὸ σκαιὸν κρόταφον, cf. IV 51. 
VII 107. — b) de iis quae extendi 
sub aliqua re dicuntur XXII 48: iv 
δὲ , ute στερεοῖσι βραχίοσιν ἄκρον 
ὑπ᾽ ὦμον | ἕστασαν. 184: σεέων καρ- 
τερὸν ἔγχος ὑπ᾽ ἀσπίδος ἄντυγα πρώ- 
τὴν. XVI 5: ὁπόσοι γλαυκὰν ναίου- 
συν ὑπ᾽ Ἠῶ. VII 76: “χιὼν ὥς τις 
κατετάκετο μαχρὸν ὑφ᾽ Aluov, cf. 
Verg. Georg. II 488: gelidis in val- 
libus Haemi. — VII 102: ἐκ παιδὸς 
Ἄρατος ὑπ᾽ ὕστιον αἴϑετ᾽ ἔρωτι. --- 
2) de tempore: sub Ep. X b: δύσιν 
δ᾽ ὑπὸ Πλειάδος αὐτήν. --- C) c. gen. 
causam significat, qua efficiente fit 
ali uid: ab 1) c. verbis assivis I 98: 
ἢ δ᾽ οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ᾽ ἀργαλέοιο 
λυγίχϑης; XVI 15: νενίκηνται δ᾽ 
ὑπὸ κερδέων. 1 180. II 29. XI 52. 
XX 16. — 2) XXI 47: τὸν κάλαμον 
δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον εἶχον. 
I37: of à' ὑπ᾽ ἔρωτος | δηϑὰ κυ- 
λοιδιόωντες ἐτώσια μοχϑίέζοντι: ab 
(prae) amore. XXIV 60: ξηρὸν ὑπαὶ 
δείους ἀκράχλοον Ἰφικλῆα, cf. H. X 
376: χλωρὸς ὑπαὶ δείους. 
ὑποδάμνημι subdomo, med. ,Subii- 
cio mihi XXIX 23: (Ἔρος) ὃς &v- 
δρῶν φρένας εὐμαρέως ὑποδάμναται. 


ὑποδέχομαι recipio, eacipio XVI 
6: ἡμετέρας Χάριτας πετάσας ὑπο- 
δέξεται οἴκῳ, cf. Od. XVI 70: πῶς 
γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι 
οἴκῳ. 


ὑπόδροσος roscidus XXV 16: 
(ποίην) λειμῶνες ϑαλέϑουσιν ὑπό- 
δροσοι εἴαμεναί τε. 


ὑποδρύπτω dilamio XXV 200: 
ἦγχον δ᾽ ἐγκρατέως στιβαρὰς σὺν χεῖ- 
ρας ἐρείσας | ,ἐξόπιϑεν, μὴ σάρκας 
ὑποδρύψῃ ὀνύχεσσι (var. ἀποδρύψῃ). 

yeu τος qui est sub v. in corde 
XI 15: ἔχϑιστον ἔχων ὑποκάρδιον 
, ἕλκος | κύριος ἐκ μεγάλας. ΧΧ 11: 
φέρω δ᾽ ὑποκάρδιον ὀργᾶν. 


ὑποχόλπιος qui est sub v. in sinu 
XIV 37: ἄλλος τοι γλυκίων ὑποκόλ- 








τς πίος; ἄλλον ἐοῖσα | ϑάλπε eai ix 
καρδίας φιλούμενος. Gloss. 
rogat respondeo XXIV 66: 
xaí νιν γεσϑαι, ὅπως τελέεσθαι 
ἔμελλεν, ἠνώγει. (de IX ὃν. ποτικρένω.) 
5 —— suscipio v. excipio 
J 80: πρᾶτος δ᾽ ὧν 
AM n ὧν ivxrà Mevdixag. | 
ἀ Ww fev ὑπελάμβανε 4ά- 
s dui. | 0 ovxoluxdv: διεδέχετο. 
he cf. Ve Ecl. VII 18: alternis 
contendere versibus ambo 
πομιάσσω clam conspergo, illino 
II 59: Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ 
τὰ ϑρόνα ταῦϑ᾽ ὑπόμαξον | τᾶς τήνω 
xad ὑπέρτερον. 
ὑπομένω sustineo, irruentem ἐα- 
* XII 6: ὃς τὸν λὲν ὑπέμεινε 


ἄγριον: Hercules. 


ὑπομιμνάσκω admoneo, intr. 
pass. recordor XXI 850: εἶϑ᾽ 
μνάσκων 7G τρώματος ἠρέμ᾽ 
loss. 


ioo «: ὑπομιμνήσκων ἐμαυτόν. 
ὑπονύσσω subtus v. paululum 
pungo XIX 2: ἄκρα δὲ χειρῶν | δά- 
κτυλα, πάνϑ᾽ ὑπένυξεν (& μέλισσα). 
ὑποπτεύω suspicio torvis oculis 
XXIII 10: οἷα δὲ ϑὴρ ὑλαῖος ὑπο- 
πτεύῃσι κυναγώς, | οὕτως πάντ᾽ ἐποίει 


ποτὶ τὸν βροτόν. 
ὑποτίϑημιε subligo, induo, per 
irhesin 86: ἄνστα, μηδὲ πόδεσ- 


σιν ἑοὶς ὑπὸ σάνδαλα ϑείῃς (Schaefer. 
pro vulg. ϑείης, Ziegl. ϑηήῃς). 

ὑπ πος reversus , neutr. sg. pro 
adv. V 263: τὸν pi» ἐγὼν ὀδύ- 
νῇσι cox ge μά βαρείαις | νωσά- 
μενος, πρὶν αὖϑις ὑπότροπον ἀμ- 
πνυνϑῆναι, | — ἔφλασα: 'rursus de- 
nuo'; quamquam nescio an pro adi. 
possit explicari: ad pristinum animi 
statum reversus. Homerus propria 
significatione Il. VI 377: ὑπότροπος 


io em αὖτις. 
οφαίνω 1) trans. subter appa- 
rere facio, ostendo; per tmesin XXV 
234: λαμυροὺς δὲ χανὼν ὑπ᾽ ódóv- 
Pe ἔφηνε: leo, cf, Od. XVII 409: 
E lu ἑλὼν ὑπέφηνε τραπέξης. — 
appareo, effulgeo VI 
ὅν, (πρᾶν gos πόντον ἐσέδρακον —,) 
τῶν δέ τ᾽ ὀδόντων | αὐγὰ λευχοτέρα 
Παρίας ὑπέφαινε λίϑοιο (e coni. nomin. 
ro vulg. λευκοτέραν αὐγὰν ser. A. 
itzschius): sc. e mari; cef. XXII 38: 
ὑπένερθεν λάλλαι — ἰνδάλλοντο. 


ὑποκχρίνομαι 


— ὕστερος 903 

ὑποφεύγω : subter, 9, per tmesin 
XXV 250: τοῦ μὲν ἐκ χειρῶν 
ἔφυγεν —— ———— 
μενος (Ahr. ὑπὲκ). 

ὑποφήτης interpres deorum, de 
poetis Il 115: Μουσάων δ᾽ ὑπο- 
φῆται ἀείδοντι Πτολεμαῖον. XVI 29: 
Μουσάων δὲ ἔλιστα τίειν ἱεροὺς 
ὑποφήτας. XXII 116: ἐγὼ δ᾽ ἑτέρων 
—— | φϑέγξομαι, ὅσσ᾽ ἐϑέλεις 
σύ (se. Μοῦσα). 

an πόχαλκος Hypochalcus XIV 53: 
Σῖμος ὁ τᾶς Ὑποχάλκω ἐρασϑείς (vulg. 
᾿Ἐπιχάλκω, Ahr. et Ziegl. ὑποχάλκω): 
'se, παιδός. 

ὕπτιος resupinus XXII 106: (αὖὐ- 

τὰρ ὁ πληγείς) ὕπτιος ἐν φύλλοισι 
τεϑηλόσιν ἐξετανύσϑη, cf. IL VII 
2171: ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐξετανύσϑη. 

ὑπωλένιος qui sub ala gestatur 
XVII 30: τῷ uiv τόξον ἔδωκεν ὑπω- 
λένιόν τε φαρέτραν. 

ὑπωρόφιος qui sub tecto est XIV 
39: μάσταχα͵ δοῖσα τέκνοισιν ὑπωρο- 
φίοισι χελιδών. 

— Subpallidus XXIII 18: 
τᾷ δὲ τὸ πρόσωπον — 
φεῦγε ⸗ renis | ὕβριν τᾶς ὀργᾶς 
περικείμενος (e, coni. A. Fritzschius 
scr. pro vulg. ἀπὸ χρώς). 

óc v. σῦς. 

ὑσμίνη pugna XXII 174: χεῖρας 
ρωήσουσιν ἀποσχομένω ὑσμίνης. 

ὥσπλᾶγξ tendicula VIII 58: ὄρνι- 
σιν δ᾽ ὕσπλαγξ, ἀγροτέραις δὲ λένα 
e φοβερὸν κακόν): παγίδων γένος. 

ehol., cf. Oppian. Ixeut. III 18. 

ὕστερος comp. , ὕστατος superl. 
1) comp. , posterior , osthabitus XIII 
67: τὰ δ᾽ Ἰήσονος ὕστερα πάντ᾽ , ἦν; 
cf. "Thuc, VIIH A1, 1: νομέσας πάντα 
ὕστερα εἶναι τἄλλα πρὸς τὸ ναῦς -- 
ξυμπαρακομίσαι. — neutr. sg. pro adv. 
posterius, posthac , deinde I 11: (e£ 
δέ κ᾽ d ἐσκῃ) τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ 
δὲ τὰν uen ὕστερον ἀξῇ, ubi tamen 
v. adi. esse et subst, γέρας e prioribus 
intelligi posse haud negaverim; certe 
: itat Schol τουτέστιν ἐν τῇ 

ἢ τὰ δευτερεῖα τῶν Μουσῶν ἕξε 
explicans. ΧΙ 38: παύσασϑαι ὃ 
ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον οὐδέ τί πὰ 
νῦν | ix τήνω δύναμαι. XXVII. 60: 
d. δ᾽ ὕστερον οὐδ᾽ ἅλα δοίης. — 

praep. ἐς 1145: ἐγὼ δ᾽ — 
ἐς ὕστερον ἅδιον dod. — 92) su - 
postremus, neutr. pl. pro adv. 


294 


ἀλλὰ γὰρ ἕρφ᾽ ὧδ᾽, ἕρπε, καὶ ὕστατα 
βουκολιαξῇ : postremum, ultimum; cf. 
ll. I 232: ἦ γὰρ ἂν, ᾿Δἀτρείδη, γῶν 
ὕστατα λωβήσαιο. Verg. Ecl. III 51: 
efficiam, posthae ne quemquam vóce 
lacessas. 

ὑφάγέομιαι praeeo. clamculum. II 
101: κεῖφ᾽ ὅτι Σιμαίϑα vv καλεῖ, 
καὶ ὑφαγέο τᾷδε (Med. Ald., ἀφάγεο 
m. p. «ἀφαγέο Ahr. e cod. k) sc. 
αὐτῷ: 'prael (illi) huc elamceulum'; 
alterum epsilon ipr. ὑφαγέεο elidi- 
tur, ut. Od. II 202: μυϑέαιν, IV 811: 
πωλέ(αι) dicuntur pro μυϑέεαι, 
πωλέεαι. 

ὑφαένω v. φαένω 1 3). 

ὑφέηκιι 1) submitto ad ,sugendum, 
praes. dor. IV 3: ἀλλ᾽ ὃ γέρων ὑφέητι 
τὰ μοσχία κἠμὲ φυλάσσει. ΙΧ [8]: 
μόσχως βουσὶν ὑφέντες. per tmesin 
XXV 104: ἄλλος δ᾽ αὖ νέα τέκνα φίλαις 
ὑπὸ μητράσιν ἵει | πινέμεναι λαροῖο 
μεμαότα πάγχυ γάλακτος, ef. 0d. IX 
245: καὶ ὑπ ἔμβρυον 7, ἧκεν ἑκάστῃ. -- 
2) admitto ad coitum, per tmesin IX 
[3]: μόσχως βουσὶν ὑ ὑφέντες, ὑπὸ στεί- 
ραισι δὲ ταύρως (sc. ἕντες): ubi 
quum praep. ὑπὸ aegre possit intel- 
lig — namque translatam etiam 
significationem: *clameulum mitten- 
tes' nemo fere A. Fritzschio conce- 
dat —, confugiendum videtur ad 
praep. ἐπί, quae supra scripta in 


codd. e. m. Ziegl editaque est 
in edd. Call. et Brub. I, recepta à 
Mein. Boisson. Z iegler. r Pal; cf. 


Schol. ad h. l. ἡ ὑπὸ ἀντὶ τῆς, ἐπί, 


ἵν᾽ ἢ" ἐπὶ στείραισι τοὺς ταύρους 


φᾶγεῖν aor. II comedere, devorare 
XXIV 16: (δράκοντας ὠρσὲν —) ἀπει- 
λήσασα φαγεῖν βρέφος Ἡρακλῆα. V 
38: ϑρέψαι κύνας, ὡς vb φαγωντι. 
y. ἐσϑίω et ἔϑδω. 

φᾶγός v. φηγός. 

«ἀέϑων Phaethon (h. e. Lucidus, 
Fulgentius; λευκός.  Gloss.), taurus 
quidam de grege Augiae XXV 139: 
Φαέϑων μέγας, ὃν ῥα βοτῆρες ἀστέρι 
πάντες ἔισκον, ὁθούνεκα πολλὸν ἐν 
ἄλλοις | βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν, ἀρίζη- 
Aog δ᾽ ἐτέτυκτο: 'electum nomen ad 
exemplum Homeri (Od. XXIII 246) 
est, ubi Aurorae a “άμπος et Φαέ- 
ϑων vocantur? A. Fr. 


ὑφαγέομαι — φαΐίνω 


ἀφέντες, ἵνα τέκωσιν, ὥς τινες.  Ce- 
terum totum locum spurium esse sa- 
lis constat, v. Jahn. Annal 1860 
p. 340. 

ὑφέστημι, aor. IT intr. 1) recipio, 
polliceor Ep. VID b: Ἤετίωνι χάριν 
γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον ὑποστᾶς | μι- 
σϑόν. — 2) suscipio, sustineo 11 104: 
ἐγὼ δ᾽ οἰσῶ τὸν ἐμὸν πόνον ὥσπερ 
ὑπέσταν. 

ὑφορβός subuleus XVI 54: ἐσι- 
γάϑη δ᾽ ἂν ὑφορβός ] Εὔμαιος. 

ὑψηλός altus, excelsus XI 17: καϑ- 
sfousvog δ᾽ ἐπὶ πέτρας | ὑψηλᾶς. 
XXII 40: ὑψηλαὶ δὲ — ἀγχόϑι 


πεῦναι. met. XVI : ὑψηλὸν δ᾽ 
ἱΙέρωνι κλέος φορ — ἀοιδοί, ef. 
Pind, Pyth, III 111 (197): κλέος εὑρέ- 


σϑαι ὑψηλόν. 

ὑψέτερος comp., ὕψιστος super], 
1) comp. altior VIII 46: (ἔνϑα μέ- 
λισσαι) σμάνεα πληροῦσιν, καὶ δρύες 
ὑφψέτεραι. --- 2) superl. mazgimaus, sunm- 
mus XXV 159: Διὸς γόνον. ὑψίστοιο, 
cf. Pind. Nem. ! 60 (90): Διὸς ὑψίστου 
προφάταν. 

ὑψόϑ'ε(ν) ex alto, desuper 1 8: 
(τὸ καταχές) τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας 
καταλείβεται ὑψόϑεν ὕδωρ. Υ 49: 
τ ἄλλει δὲ καὶ ἃ πίτυς ὑψόϑε κώνοις. 

XV 259: (πέσεν) ὑψόϑεν ἐν γαίῃ. 
XVII 71: ὁ δ᾽ ὑψόϑεν ἔκλαγε φωνᾷ. 

ὑψόϑὲ Sublime 1 29: τῶ περὶ μὲν 
χείλη μαρύεται ὑψόϑι κισσός (Ahr. 
c. Iunt. ὑψόϑε). XXIV 56: ἐπάλλετο 
δ᾽ ὑψόϑι χαίρων] κουροσύνᾳ. 


ὕω pluo IV 48: χὼ Ζεὺς ἄλλοκα 


μὲν πέλει αἴϑριος, ἄλλοκα δ᾽ ὕει. à 


φαίνω (act. praes. φαένει. φαῖνε, 
-&v£. ipf. ἔφαινον. — pass. pr. φαένομαι, 
-&T(L, -ονται. φαινόμενος, πἕνοις, 
ipf. gaívov9". aor. φᾶνείς. pf. mé- 
φανται) 1) Act. 1) intr. splendeo, fulgeo 
I 21; (ἀλλά, Σιελάνα,) φαῦνε καλόν. 
— 3) trans. ón. lucem. profero, ostendo 
VI 11: τὰ δέ νιν (sc. τὰν κύνα) καλὰ 
κύματα gerer | ἄσυχα ,«παχλάξοντος 
ἐπ᾽ αἰγιαλοῖο ϑέοισαν: ἡ σκιὰ αὐτῆς 
ἐπὶ τοῦ ὕδατος. ἐτυποῦτο. Schol. VII 
8: (ταὶ δὲ παρ᾽ αὐτάν) αἴγειροι κλῆ- 
ϑραί τε ἐύσκιον ἄλσος ἔφαινον (Ahr. 
et Ziegl e coni. Heinsii ὕφαινον): 
"ostendebant". XI 28: βουκολικαὶ 
ΜΜοῖσαι, μάλα χαίρετε, φαίνετε δ᾽ 








i a ) λιγυρᾶς ἀρξεύμεϑ᾽ doi 
[- e. nudatis, cf. Od. XVIII 68: 


x 


2009: 


^ dca conspicior XV 185: 
σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι) στήϑεσι 


δέ οἵ εὐρέες ὦμοι στήϑεά τε. 
18: αὖλις δέ σφισιν ἣδε τεῆς 
χειρός | — 218: 
ἀνθρώπων τις ἔην ἐπὶ βουσὶ 
———— IX 16: ἔχω 

dé zo. ὅσσ᾽ iv ὀνείρῳ | φαίνονται. 
XH 8. XXV 89. — 2) videor VI 19: 
1) πολλάκις, ὦ Πολύφαμε, τὰ 
καλὰ καλὰ πέφανται. c. inf. XI 
δῆλον ὅτ᾽ iv τᾷ γᾷ κἠγών τις 

8. 


d κάλλιον , ὦπι- 


μελητὰ φιλάργυρε, τὸν φακὸν" ἕψειν 


(var. τὼς ). 
φάλαγξ plalanz, acies XXIV 125: 
κοσμῆ φάλαγγα λόχον τ᾽ ἀνα- 


μετρήσασθαι: aciem instruere. 
φαλαρός nota alba in fronte in- 


27: ᾧ ποτὶ ταῖς ἐρίφοις 
ὃ κύων ὃ φαλαρὸς ὑλακτεὶ (var. φά- 
l«gog): "der Hund mit der Blüsse'; 
ef. Ov. Met. III 221: et nigram me- 
dio frontem distinctus ab albo Har- 
palos (canis). 

«άλᾶρος Phalarus aries mutato 
accentu pro φαλαρος dicitur eandem 
ob causam V 103: rovrei βοσκησεῖσϑε 
ποτ᾽ ἀντολάς, ὡς ὁ Φάλαρος. 


«Ang (i. q. Valdés) c statuae 
Priapi tribuitur Ep. φάλητι | 

δυνατὸν Kénqdus ἔργα 
τελεῖν. 


φάμα fama VII 93: (Νύμφαι κἠμὲ 


δίδ, ὅτ), ἐσθλά, τά που καὶ Ζη- 
νὸς ἐπὶ ϑρόνον ἄγαγε φάμα, cf. Od. 
IX 20: καί pev κλέος οὐρανὸν ἵκει. 
φᾶμε (act. praes. φημέ, dor. φᾶμέ; 
φής; dor. φᾶτί; φᾶσί, dor. φαντί. 


I D qa. ipf. dor. 34x 
q&, p&. fut. dor. φᾶσεϊς. --- med 
m φᾶἄμένου, -οιο, -&. ipf. — 
ἐν να ἔφαϑ᾽ » φάτί(ο), ἔφαντο) verbis 
ostendo v. sententiam, dico, lo- 
, aio, inquam T) Act. 1) c. acc. 
79: ϑεῶν χερνήματα φασεῖς (τὰ 
ποικίλα). --- 3) 6. infin, II 161: τοῖά 
of ἐν κίστα κακὰ φάρμακα φαμὶ φυ- 
tdem ΠῚ 7: φαμέ τὺ vixaaciv. 
vH τὴν φαντί rv πάντες | εἶμεν συ- 


ριγκ γ᾽ — VI 26. XX 
$0. XXVII eo. (de ΧΙ 10 v. ido.) 


φακός — quoe 


Ἶ ad 1 di 
1 * coron eem divite 


295 
add, io XXV 38: ov σέγε φημὶ 
κακῶν £6 | ἔ ——— 


est certum subiectum I 42: φαίης κεν 
γυίων νιν ὅσον σϑένος ἐλλοπιεύειν: 
dicas (pro diceres), cf. n. III 220: 
φαέης we. ξάκοτόν re τιν᾽ ἔμμεναι 
ἄφρονά τ᾽ αὕτως. plur. φαντέ, φασί 
dicunt, tradunt, ferunt. ΠῚ 45: τόσσον 
ἔχοι λάϑας, ὅσσον ποκὰ Θησέα φαντί 
| ἐν Δίᾳ λασϑῆμεν ἐυπλοκάμω 'Agi- 
aóvag, cf. X 82. IV 8, XVII 88 
XXI 37. XXV 5: τὸν γάρ φασι "i 
γιστον ἐπουρανίων κεχολῶσϑαι. XXVII 
26. — met. Π 130: vov δὲ χάριν 
μὲν ἔφαν τᾷ Κύπριδι πρᾶτον ὀφεί- 
λειν: 'dixi apud animum meum*. I 
50: (ἁ ἀλώπηξ) τὸ παιδίον οὐ πρὶν 
ἀνησεῖν | φατὶ πρὶν ἢ ἀκρατισμῶ ἐπὶ 
ξηροῖσι καϑίξῃ: astuto vultu prodit, 
aperit. — 3) abs. a) ante orat. rectam 
XVII 65: g& δὲ καϑαπτομένα βρέ- 
φεος χείρεσσι φίλῃσιν" b) post orat. 
rectam XXIV 99: gà, κα ἐρωήσας 
ἐλεφάντινον ᾧχετο δίφρον. --- c) orat. 
rectae interponitur XII 13: (δέω) 
qo9^, ὁ μὲν ἴσπνιλος, φαίη χ᾽ ὧμυ- 
κλαϊάξων. VII 48: τὰν τοι, ὧν κο- 
ρύναν δωρύττομαι. 121: (at. δὲ 
γυναῖκες) αἰαὶ φαντί, Φιλῖνε, τό τοι 
καλὸν ἄνθος ἀπορρεῖ. XIV δι: μῦς, 
φαντί, Θυώνιχε, γεύμεϑα πίσσας. 
ΥΗΙ 2; (Δάφνιδι — συνήντετο) μᾶλα 
νέμων, ὡς φαντί, κατ᾽ ὥρεα μακρὰ 
Μενάλκας, cf. XV 137. — II) Med. 
1) abs, XXV 49: ᾧ κε τὸ μὲν εἴποιμι, 
τὸ δ᾽ ἐκ φαμένοιο πυϑοίμην. 191. --- 
2) c. acc. v. adv. a) ante orat. rectam 
I1 113: ἑξόμενος φάτο μῦϑον- VII 
91: κἠγὼν vo ἐφάμαν" XXX 20: ó 
δὲ τοῦτ᾽ ἔφατ᾽ (cod. ig?) — b) post 
orat. rectam VII 128: τόσσ᾽ ἐφάμαν. 
II 102: ὡς ἐφάμαν. XXIV 41: ὡς 
n. "E 42. XXIV. 1 10. — "ho 
infin 9: xj gar & 0- 
λυδεύκεος fad ἀμείνω. "e 
᾿ϑηναῖος δ᾽ ἔφατ ἦμεν. Hu 153. 
XXV 187. add. "negatio II 151: οὐκ 
ἔφατ᾽ ἀτρεκὲς ἴδμεν, ἀτὰρ τόσον. 

«ἄνοτεὺύς Phanoteus, incola Pha- 
notes v. Phanoteae, urbis in Phocide 
sitae XXIV 118: πάντ᾽ ἔμαϑ᾽ "Eg- 

(eo , διδασκόμενος παρὰ παιδί | 
Aezalóxo Φανοτῆι. 

φάντασμα visum. somnii XXI 30: 
οὔ σ᾽ — τὠμῶ φαντάσματος ἦμεν 
ἄμοιρ 

"φάος lux XXII 84: ὁππότερος κατὰ 
νῶτα λάβοι φάος ἠελίοιο. XXIV 21: 


296 


καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέγροντο, Διὸς vo£ov- 
τος ἅπαντα, | ᾿λχμήνας φίλα τέκνα, 
φάος δ᾽ ἀνὰ οἶκον ἐτύχθη. — met. 
pro salute XXVII 31: ἣν δὲ τέκῃς 
φίλα τέκνα, νέον φάος ὄψεαι υἷας, 
quae significatio quodammodo supra 
etiam (XXIV 21) videtur exstare. 


“φᾶρέτρα pharetra, XVII 80: τῷ 
μὲν τόξον ἔδωκεν ὑπωλένιόν τε φα- 
ρέτραν (var. φαρέτρην). XXV 265: 
ῥέψας τόξον ἔραξε “πολύρραπτόν TÉ 
φαρέτραν. 200: αὐτὰρ ,ἐγὼ κέρας 
ὕγρον ἑλὼν κοίλην τε φαρέτρην. 

φάρμᾶκον medicamentum , vene- 
num 1) bonum XXVIII 20: (πόλλ᾽ 
ἐδάη σόφα) ἀνϑρώποισι νόσοις φάρ- 
μακα λύγραις ἀπαλαλκέμεν. XI 1: 
οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρ- 
μαᾶχον ἄλλο,] Νικία, οὔτ᾽ ἔγχριστον, 
ἐμὶν δοκεῖ, οὔτ᾽ ἐπίπαστον, | ἢ ταὶ 
Πιερίδες, f. XI 17:76. gen. obi. 
XIV 52: χῶτι τὸ φάρμακχόν ἐστιν 
ἀμηχανέοντος ἔρωτος, cf. XXIII 24. 
— 2) malum (Gift) XXIV 28: δρα- 
ξάμενος φάρυγος, τόϑι φάρμακα λυγρὰ 
κέκρυπται | οὐλομένοις ὀφίεσσι. in 
magice adhibitum II 15: (ἐς τέλος 
ἄμμιν ὀπάδει) φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα 
χερείονα μήτε τι Κίρκης | μήτε τι 
“Μηδείας. 101: τοῖά οἵ ἐν κίστᾳ κακὰ 
φάρμακα φαμὶ φυλάσσειν, cf. Od. X 
213: τοὺς αὐτῇ (se. Κίρκη) κατέϑελ- 
ξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾽ ἔδωκεν. 


φάρυγξ fauces XXIV 28: δραξαά- 
μενος φάρυγος, τόϑι φάρμακα λυγρὰ 
κέκρυπται | οὐλομένοις ὀφίεσσι. 

φάσγανον ensis, gladius XXI 201: 
μεταΐξας πλατὺ φάσγανον ὦσε δια- 
πρό | Τυνδαρίδης λαγόνος τὲ καὶ Óp- 
φαλοῦ. 197: (χεῖρα) φάσγανον ὀξὺ 
φέροντος, cf. Il. I 190 qugyovos ὁξὺ 
ἐρυσσάμενος. 

Φᾶσις Phasis, amnis us XIII 
28: βαϑὺν δ᾽ εἰσέδραμε Φᾶσιν (4ey). 
15: πεξᾷ δ᾽ ἐς Κόλχως τε καὶ ἄξενον 
' [uero Φᾶσιν. 

φάσκω (ipf. ἔφασκε(), -0v) dico, 
c. ace. et inf. XXI 32: ψεύδοντ᾽ ὦ 
φίλε πάντες, ὅσοι τὰς νύκτας ἔφα- 
σον | τῶ ϑέρεος μινύϑειν. XXV 
172: γένος δέ μιν εἶναι ἔφασκεν, | 
— ἐκ Περσῆος. VIII 73. XXV 115. 

φάσσα palumbes, Veneris sacra 
itaque in donis amantium V 132: 
οὐκ ἔραμ᾽ ᾿Δλκίππας, ὅτι με πρᾶν οὐκ 
ἐφίλησε Ι τῶν ὦτων καϑελοῖσ᾽, ὅκα 
oí τὰν φάσσαν ἔδωκα. 96: κἠγὼ μὲν 


φαρέτρα --- φέρω 


δωσῶ τᾷ παρϑένῳ αὐτίκα φασσαν | 
ἐκ τᾶς ἀρκεύϑω καϑελών" τηνεῖ γὰρ 
ἐφίσδει, cf. Verg. Ecl. ΠῚ 68: parta 

meae Veneri sunt munera; namque 
notavi ipse locum, aeriae quo con- 
gessere palumbes. 


qur praesepe XXII 21: 
ἄρκτοι T ἐφάνησαν, ὄνων τ᾽ 
μέσσον ἀμαυρή Ι: φάτνη σημαίνουσα 
τὰ πρὸς πλόον εὔδια πάντα: "stellae 
ilae exiguae, quae claro coelo vi- 
dentur in signo cancri nubeculae si- 
miles, unde hie dicitur ἀμαυρή:᾽ cf. 
Theophr. de signis I 23: ἐν τῷ καρ- 
κίνῳ δύο ἀστέρες εἰσὶν οἵ καλούμενοι 
ὄνοι, ὧν τὸ μεταξὺ τὸ νεφέλιον, ἡ 
φάτνη καλουμένη. Plin. H. N. XVIII 
80, 353. 

φαυλόσε in pravum XII 36: 4v- 
δίῃ (Gov ἔχειν πέτρῃ στόμα, χρυσὸν 
ὁποίῃ | πεύϑονται μὴ φαυλόσ᾽ ἐτήτυ- 
μον ἀργυραμοιβοί (e coni. A. Fritz- 
schii Scr. pro φαῦλον v. φαῦλος): 
80. ἀποβάλωσι, ne abiiciant illue, in 
hanc mensae partem, ubi pravum 
lacet aurum. A. Fr. Hae medicina 
numiam sanatus sitlocus, dubitandum. 

qéyyoc lumen XXIV 18: ναὶ γὰρ 
ἐμὸν. γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πά- 
λαι ὄσσων. 

φείδομαι parco 1) misereor, ver- 
schone, ipr. dor. VIII 63: φεέδευ τῶν 
ἀρνῶν, φείδευ, λύκε, τῶν ἐρέφων 
μευ. — 2) parce utor ΧΧΙ 40: οὐκ 
ἦν μὰν — ἐπεὶ δειπνεῦντες 
ἐν ὥρᾳ, | εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς ἐφει- 
δόμεϑ᾽. XXII 67: πὺξ μύας rm 
σφετέρης μὴ φείδεο τέχνης. 

φέρβω pasco, alo VII 80: ὥς τέ 
νιν αἷ σιμαὶ λειμωνόϑε φέρβον ἰοῖσαι 
| κέδρον ἐς ἁδεῖαν μαλακοῖς ἄνϑεσσι 
μέλισσαι. Pass. V 180: ταῖσι δ᾽ ἐμαῖς 
ὀΐεσσι πάρεστι μὲν ἃ μελίτεια | φέρ- 
βεσϑαι. c. acc. VII 85: (καὶ τὺ us⸗ 
λισσᾶν) κηρία φερβόμενος ἔτος ὥριον 
ἐξεπόνασας: "ultima syllaba voc. 
φερβόμενος ante caesuram πενϑημι- 
μερῆ producta defenditur locis Theo- 
criteis XXV 657. VIII 74. X 30. 
VIII 43 (ci) et Homericis, e. gr. Od. 
VII 185. 1l. 11 634^; v. etiam ἐμός, θεός. 

φέρτερος comp., φέριστος superl. 
1) praestantior, melior 1 148: τέττι- 
γος ἐπεὶ τύγα φέρτερον ἄδεις. — 9) 
optimus VII 125: εἷς δ᾽ ἀπὸ τᾶσδε, 
φέριστε, Μόλων ἄγχοιτο παλαίστρας. 

φέρω (act. praes. φέρω, -ξι, φέροις, 


ἐκ δ᾽ 


ἀνὰ 5 


T Tino. τῶ ἤνεγκεν, ἤνεικε. 












E φέρειν, 'aeol. — ci. 
—— ΣΧΙΧϑβὅ. E ue. -ovra, - —— 

á τοισαι. φέρον, qe 
τ Ἂν μὰ οἰσῶ, J 


eõues. ipr. οἴσετε. 
ἐνεί- 
"ἣν. φέρονται. --- med. 


: ρεσϑαι. fut. οἴσεται) 
5 EN. 9 onus vel pondus susti- 
am virium contentione: 
τῶν ἢ 1) 11: οὐρανὸν ἄστρα 
i| XXII 29: 3: dera. ϑεῶν φίλα 
sp φέρουσα. VI 26: ἐξ ὄρεος 
καὶ οὐ Πενϑῆα φέροισαι 

(e coni  Wintert. pro φέρουσαι). 

92: (κόνιν) διψάτω εὖ μάλα 

πᾶσαν ὑπὲρ npe φέρουσα | — 


ὑπερούριον. XV 133: (ἁμές ww) 
οἰσεῦμες ποτὶ xv — met. XX 
17: φέρω δ᾽ ὑποκώρδιον ὀργάν. 


— 3} gigno, procreo V 125: τὰ δέ T 
οἵσυα καρπὸν ἐνείκαι. 1 [134]. Pass. 
XV 112: πὰρ dn en κεῖται ὅσα 


— τε bringe affero XV 
30: ἃ δὲ σμᾶμα φέρει. XXIV. 48: 
οἴσετε πῦρ. 111: πᾷ μοι ταὶ δάφναι; 
— Θεστυλί. οἵ. ΧΥ͂ 99. XV 33: 
αὐτάν. c. praep. II 148: 
den. yr τὰν ῥοδόπαχυν jim. Ὦκε- 
«voio φέροισαι. XXII 196: τοῦ μὲν 
—— ἐκόλουσεν ἐπὶ σκαιὸν γόνυ 
ξέρα Ι φάσγανον ὀξὺ φέροντος, οἵ. 
XII 121. c. dat, III 10: ἠνέδε τοι 
φέρω" — καὶ αὔριον ἄλλα 
τοι XV 17: κἦνθε φέρων ἅλας 
ἄμμιν. ES 73: αἴϑ᾽ ἐνθὼν ταλάρως τε 
πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμάσας | ταῖς ἄρ- 
νεσσι φέροις. 1| [ὃ X XI 56. 59. XIII 
36. XV 39. 124. 1I 223, XXIII 21. 
— met. XXI 23: ὅτε τἄματα μακρὰ 
φέρει Ζεύς: affert, efficit. XXV 214: 
πάντῃ δ᾽ 000r φέρων. VI 24: ἐχϑρὰ 
φέροι ποτὶ οἶκον (var. φέροιτο ποτ᾿). 
το 3) aufero XXIi 137: và μὲν ἀναρ- 
ε δύω φερέτην “ιὸς Vx 

δοιὰς “Λευκίπποιο κόρας. met. ap 

35: αἱ δὲ ταῦτα φέρην (Brunck. 
φέρειν) ἀνέμοισιν ἐπιτρόπης, ν. ἄνε- 
Med, mihi 


pog. — B) ero, accipio 
ium vel luerum | 128: ἔνθ᾽ 

E xal τάνδε φέρευ πακτοῖο (Ahr. 

e Schol. P9 vulg. φέρ᾽ εὐπάκτοιο) 
pel x κηρῶ σύριγγα. XII 
* ἐριδμαίνουσι φιλήματος 
vba. XVI 16: πόϑεν 


φεῦ — 


φηγός 991 


οἴσεται ἀϑρεὶ | ἄργυρον. 21: ἐξ ἐμεῦ 
οἴσεται οὐδέν. 
φεῦ heu, vae, exclamatio est do- 
lentis vel indignantis IV 26: φεῦ φεῦ 
βασεῦνται καὶ ταὶ βόες, ὦ τάλαν Ai- 
γων, εἰς ᾿ἴδαν. XXVII δ4: φεῦ φεῦ 
καὶ τὰν μίτραν — 14: φεῦ 
φεῦ τᾶς Παφίας χόλον ἅξεο καὶ σύγε 
κώρα. dicitur cam quadam irrisione 
alterius V 86: φεῦ φεῦ Μάκων τοι 
ταλάρως σχεδὸν εἴκατι πληροῖ} τυρῶ: 
"vae tibi misero". 
φεύγω (praes. φεύγω, -εις, τει. 
φεῦγε, -ετε. φεύγειν, -έμεν. φεύ- 
yov, -ovrog, -οντα. ipf φεῦγείν). 
fut. dor. φευξῇ. aor. ind. φύγε. ipr. 
φύγε. φυγών) 1) fugio, fugam capio 
ad periculum imminens evitandum 
a) abs. XXVI 16: Πενϑεὺς μὲν φεῦ- 
γεν πεφοβημένος, αἵ δ᾽ ἐδίωκον. 
XXIV 26: φευγέμεν ὁρμαίνων. XXV 
74: (τοὺς uiv) φευγέμεν ἂψ ὀπίσω 
δειδίσσετο.υ ΧΥ δά: (κυνοθαρσής) 
Εὐνόα, οὐ φευξῇ: XXII 198: αἷψα 
δὲ φεύγειν | ὡρμήϑη ποτὶ σῆμα πα- 
toóg. XXI 51, Ep. 1Π 5. 6. de iis 
qui spernunt amantem XI 30: γι- 
νώσκω, χαρίεσσα κόρα, τίνος ὥνεχα 
φεύγεις. 94: εὔγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις 
πολιὸν λύκον ἀϑρήσασα. XXII 13. 
— b) c. aec, V 2: φεύγετε τὸν Λά- 
κωνα. ΧΙ 15: τὰν παρεοῖσαν — 
τί τὸν φεύγοντα (8c. τράγον v. κριὸν) 
διώκεις; VI 17: καὶ φεύγει φιλέοντα 
καὶ οὐ φιλέοντα διώκει. — 6) c. inf. 
X 48: σῖτον ἀλοιῶντας φεύγειν τὸ 
μεσαμβρινὸν ὑπνῶν (ex Ahr. coni. 
ΒΟΥ. pro ὕπνος v. ὕπνον, Ziegl e 
coni. Herm. φεύγοι τ. p. ὕπνος): 'fu- 
giant dormire'. — 8) effugio, fuga 
evado XVI 53: σπήλυγγα qvy ὧν ὀλοοῖο 
Κύκλωπος. XXVir 19: oj φεύγεις 
τὸν Ἔρωτα, τὸν οὐ φύγε παρϑένος 
ἄλλη. ΧΧΥ͂Π 90. -- 8) aufugio, 
abripio me Τὶ 152: καὶ ἐς τέλος ᾧχετο 
φεύγων. XX 10: ἀπ᾽ ἐμεῦ φύγε, μή 
με μολύνῃς. met. Il 92: ἀλλ᾽ ἧς 
οὐδὲν ἐλαφρόν" ὁ δὲ χρόνος ἄνετο 
— ef. Hor. Od. Il 14, 1: eheu 
Postume, Postume, labun- 
mies anni, : 
φηγός, dor. φᾶγός 1) fagus sil. 
vatica XII 8: σκιερὴν δ᾽ get φη- 
γόν (var. φαγόν) | ἠελίου φρύγοντος 
ἐδοιπόρος To δραμὲν ἧς τις, cf. Verg. 
Ecl. I 1: patulae recubans sub teg- 
— -- ἢ — μεν ψγύπτο οἱ 
lopis L. IX 19: ἐν πυρὶ δὲ — 


298 


χόρια ξεῖ, ἐν πυρὶ δ᾽ αὖαι | φαγοί, 
χειμαένοντος, cf. Arist. Pace. 1137: 
τήν τὲ φηγὸν ἐμπυρεύων. 

qna v. φαμέ. 

φϑάνω praecurro , anteverto, oc- 
cupo 11 114: 7 ῥά ue, Σιμαίϑα, τό- 
σον ἔφϑασας, ὅσσον ἐγώ ϑὴν Ι πρᾶν 
ποκα τὸν αρέεντα, τρέχων ἔφϑασσα 
Φιλῖνον, [ἐς τὸ τεὸν καλέσασα τόδε 
στέγος 3| μὲ παρῆμεν. (de XXV 264 
v. φλάω.) 

φϑέγγομαι (fut. φϑέγξομαι, dor. 
q9syÉp, -εἴται. aor. φϑεγξαμένας) 
sonum edo 1) de hominibus: loquor, 
dico, eano XIV 22: οὐ φϑεγξῆ: 
XVII 136: δοκέω δ᾽ ἔπος οὐκ ἀπό- 
βλητον | φϑέγξομαι ἐσσομένοις, cf. 
ΧΧΗ 117. XV 99: φϑεγξεῖταί τι, 
σάφ᾽ οἶδα, καλόν (ἃ ἀοιδός). — 2) 
de bestiis: clamo XIII 62: (λὲς ἐσα- 
κούσας) νεβρῶ φϑεγξαμένας τις ἐν 
οὔρεσιν. 

φϑίέω, med, pereo, morior; aor. II 
IH 48: οὐδὲ φϑίμενόν νιν ἅτερ μα- 
ζοῖο τίϑητι. 

φϑονερός invidus, malevolus V 
39: καὶ mów. ἐγὼν παρὰ τεῦς τι μα- 
ϑὼν καλὸν ἢ καὶ ἀκούσας | μέμναμ᾽ : 
e ,φϑονερὸν τὺ καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον 
αὔτως. XV 19: (ἔλαβ᾽) εἰλεόν, οὐκ 
οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες ᾿ ἀλ- 
λάλαις, ποτ᾽ ἔριν, φϑονερὸν κακόν, 
αἰὲν ἑτοῖμος. 

φϑονέω invideo 1 129 Ὁ: κοῦτοι 
τὶν φϑονέω —: hemistichium versus 
deperditi et temere olim in v. 62 
(ubi varians lectio est pro ea quae 
nunc legitur κοῦτε tv κερτομέω) il- 
latum esse videtur A. Fritzschio. 

φϑόρος exitium, labes, pernicies, 


vorago XV 18: χὡμὸς (sc. ἀνὴρ) 
ταῦτά γ᾽ ἔχει, φϑόρος ἀργυρίω; Ζιο- 
ηλείδας. 


φζερός nitidus Ber. 4: (ἐχϑύν,) ὃν 
λεῦκον καλέουσιν, ὃ γὰρ φιερώτατος 
ἄλλων (var. φιαρώτατος.. (de XI 21 
v. σφεϊλός.) 

φίλαμα, φίλημα (sg. φίλαμα, φί- 
λημ᾽, τήματος. pl. φιλάμασιν, -ἥμα- 
σιν, τήματα) osculum YIII 20: ἔστι καὶ 
ἐν κενεοῖσι φιλήμασιν ἁδέα τέρψις 
(var. φιλάμασιν), cf. XXVII 4. XXVII 
3: κενὸν τὸ φίλαμα λέγουσιν. ΧΥ 
180: οὐ κεντεῖ τὸ φίλημ᾽, ἔτι οἷ περὶ 
χείλεα πυρρά (var. gap ). XII 81: 
κοῦροι ἐριδμαίνουσι φιλήματος ἄκρα 
φέρεσϑαι. XII 34. XXVII 5. 


φημί — φιλέω 


«τλαμμονέδας Plhilammonides h. 
e. Philammonis filius XXIV 107: 
ἀοιδὸν ἔϑηκε (Herculem) — Φιλαμ- 
μονέδας Εὔμολπος. 

φιλάοιδος (8601. pro φιλαοιδός) 
cantus amator XXVMI 38: καί οἵ 
— ἄειτῶ φιλαοίδω παρέχης ξένω: 
h. e. Theocriti ipsius. 

φιλάργυρος avarus X 54: κάλλιον, 


ὦπιμελητὰ φιλάργυρε, τὸν φακὸν 
ἕψειν. 
φιλέρεϑος studiosus — lamificii 


XXVIII 1: γλαύκας ὧ φιλέριϑ᾽ ἄλα- 
κάτα δῶρον "ASaveag | γύναιξιν. 
“φιλεχϑής contentiosus V 181: τὺ 
ὦ τάλαν ἐσσὶ φιλεχϑής. 
φἴλέω, dor. φιλάω (act. praes. φι- 
Aésig, -É&t, -Éovti, -eÜvtL. ipr. aeol, 
φίλη XXIX 90. φιλέειν, -εἶν. φι- 


λέων, πἔοντ(α), “εὔντα, -έοντες. φι- 
λεῦσα, -εούσης, -ἔοισαι. fut. φιλάσεις, 
-ἥσει. aor. ἐφίλησα, τας, -B, -ἂν; 
φίλᾶσε(ν), ἐφίλᾶσεν. ci φιλήσω, 
-&co, -ἤσῃ. φίλασον. φιλᾶσαι. φι- 
λάσας. — pass. aor. dor. ἐφιλάϑεν. 
φιληϑείς. pf. πεφιλημένος, -ov, -s. 


— ubique « pro ἡ Theocrito vindi- 
cat Morsbach Diss. de dial. Theocr. 
Bonnae 1874 p. 13.) 1) diligo, magni 
facio, amice tracto, comiter accipio v. 
excipio a) aliquem XVI 13: τίς τῶν 
νῦν τοιόσδε, τίς εὖ εἰπόντα φιλήσει; 
inprimis de deis personam vel rem 
cura atque honore prosequentibus 
V 80: ταὶ Μιοῖσαί με φιλεῦντι πολὺ 
πλέον ἢ τὸν ἀοιδόν | “Ιάφνιν. 82: 
καὶ γὰρ ἔμ᾽ ὠὡπόλλων φιλέει μέγα. 
XVII 74: (Ζιὶ Κρονίωνι μέλοντι) αὖ- 
δοῖοι βασιλῆες" ὁ δ᾽ ἔξοχος, ὅν πε 
φιλήσῃ | γεινόμενον τὰ πρῶτα. VII 
60: ἁλκυόνες, ,γλαυκαῖς Νηρηίσι ταὶ 


᾿ τὰ μάλιστα | ὀρνίχων ἐφιλάϑεν (sic 


ex praecepto Callimachi scr. A. Fritz- 
schius, vulg. ἐφίλαϑεν, Ahr. e coni. 
ἐφίληϑεν), cf. XI 6. XXI 64. XVI 
101. XV 100: δέσποιν᾽, ἃ Γολγώς τε 
καὶ Ἰδάλιον ἐφίλησας (Ahr. et Ziegl. pro 
vulg. igíleceg): 'adamasti, tibi in 
deliciis esse voluisti; cf. XVI 108. 
XVII 70. — Ὁ) aliquid XXVIII 14: 
οὕτως ἀνυσίεργος, φιλέει δ᾽ ὅσσα 
σαόφρονες. --- 2)amo a) ὁ. aec. III 28: 
ἔμοιγε μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με. 
XXIX 4: οὐκ ὄλας φιλέειν μ᾽ ἐϑέλησϑ'᾽ 
ἀπὸ καρδίας. XII 15. XVII 39. 
Pass. ΠῚ 3: Tírvo', ἐμὶν τὸ καλὸν 
πεφιλημένε. — b) abs. XVII 42: ὁπ- 






— 


ΕΣ ρας pur. βαίνῃ λέχος ἐς φι- 
E. [ 133. saepius partic. e. 
rüic. —— 62: — τὸν φιλέοντα 

ἔτι μᾶλλον, οἵ, t. Vi 
I 19. ΧΧΠῚ 3. XXIX 9. 18. 


6:6 ^ goin — 6) c. inf. XXIX 
i ς xev ἔρης, τὸν ὕμοιον 
— 8) osculor V 182: οὐκ 
“λκίππας, ὅτι μὲ πρᾶν οὐκ 
[τῶν ὦὥτων καϑελοὶσ᾽ : est χύ- 

τρα, dicitur; cf. Tibull. m 5, 

91: ue nti oscula compren- 

sis auribus eripiet, V 135: καλόν τί 

μὲ κάρτ᾽ ἐφίλησεν. 1I 126: εὗδόν τ᾽, 

* κε μόνον τὸ καλὸν στόμα τεῦς ἐφέ- 

var. ἐφίλασα). XI 55: τὰν χέρα 
ησα, αἱ μὴ τὸ στόμα λῆς 

ind ἐφίλασα). ΠΠ 19. VI 42. 

1. 4. 31. 36. 38. 42. 45. XXIII 40. 

43. XXVII 2. 6. 7. Ad. 31. 39. 

Φιλητᾶς Philetas Cous, poeta ele- 
gm b παρε et Theocriti et 

elphi VII 40: (οὔτε 
τὸν debió») Xx [Y av νίκημι τὸν ἐκ 

Σάμω οὔτε Φιλητᾶν | ἀείδων, cf. 

Quintil X 1, 58: princeps (elegiae) 

babetur Callimachus, secundas con- 

fessione plurimorum ' Philetas occu- 
pavit. 

φιλητός, amore dignus XV 86: ὁ 
τριφίλητος Ἄδωνις, Lud xiv ᾿Αχέροντι 
φιλητός (e Reiski emend, scr. pro 
φιλεῖται v. φιλῆται). 

“ιλικὸς amatorius X 32: καί τι 
κόρας φιλικὸν μέλος ἀμβάλευ. 

Φιλίνη Philine, mater Theocriti 
Ep. XXII 3: υἱὸς Πραξαγόραο περι- 
κλειτῆς τε Φιλίνης. 

«“ἰλῖνος Philinus 1) amicus Del- 
phidis Π 115: πρᾶν ποκα τὸν γα- 
ρέεντα e d i ἔφϑασσα Φιλῖνον. — 
par Arato amatus VII 105: 

ἔστ᾽ doa Φιλῖνος ὁ μαλϑακὸς 
εἶτε τις ἄλλος. 118: βάλλετέ μοι τό- 

ἔοισι τὸν ἱμερόεντα Φιλῖνον. 121: 

Φιλῖνε. 'Puero delicato ab amandi 

verbo φιλέω nomen dari potuisse 

ficticium p nomina similia pro- 
babile est, A Fr. 

Φιλίστα Philista tibicina 1l 145: 
& ve Φιλίστας | μάτηρ. fa, Σαμίας 
αὐλητρίδος, G τε Me 

«ἱλοίτιος Philoetius.- bubulcus 
Ulixis XVI & 55: βουσὶ Φιλοίτιος ἀμφ᾽ 
ἀγελαίαις | ἔργον ἔχων. 

φιλοίφης homo libidinosus IV 62: 


illis EE dr AE c e ^ 2 ΥΎΡ ὙΥῪ ——— ——— 


φίλος 299 
εὖ y' ὥνϑρωπε φιλῶν τὸ 


συνουσιάξειν" οἰφεὶν γὰρ P 6vvovot- 
ἄξειν. Schol. 
φιλοχέρδεια aviditas lucri XVI 
63: φιλοκερδείῃ βεβλημένον ἄνδρα 
παρελϑεῖν (var. φιλοκερδεέᾳ). 
φιλοκέρτο ομος maledictorum amans 
V ΤΊ: τὺ δ᾽ ἄγαν φιλοκέρτομος ἐσσί. 
φιλόμουσος Musarum amans vo- 
catur Ptolemaeus XIV 61: εὐγνώμων, 
φιλόμουσος, ἐρωτικός, εἰς ἄκρον ἁδύς. 
ελόξεινος hospitalis ΧΥ 189: (ἐν- 
διάασκον) ἐμμενὲς ἔκκριτα μῆλα φι- 
λοξεένοισι ἈΚρεώνδαις. 
φιλόπαις puerorum amans XII 29: 
ἐτιμήσασϑε “Διοκλέα τὸν φιλόπαιδα. 
“φιλοποέμινιος gregis amans V 106: 
χἁμῖν ἐστι κύων φιλοποίμνιος, cf. 
* Epod. VI 6: amica vis pastoribus. 
φιλοπτόλεμος belli amans, belli- 
cosus XVII 89: 4vxíoig τε φιλοπτο- 
λέμοισέ τε Καρσί. 
φ (208 (sg. m. φίλος, -ὠ, -ov, -(&). 
. φίλα, -ας, -&, -«v, -α. n. φίλον. — 
pl. m. φέλοι, -ων, -0t. f. φίλαι, -αις, 
τῇσιν, -ας, ται. m. φέλα. — superl. 
φιλαίτατος. formae iambum efficien- 
tes duodecies exstant post caesuram 
κατὰ roírov τροχαῖον more Homerico, 
e. g. VII 104.) I) adi. 1) pass. ama- 
tus, acceptus, gratus, iucundus, carus 
a) de personis XVII 29: φίλας ἐς 
δῶμ᾽ ἀλόχοιο. 128: ματρὶ φίλᾳ καὶ 
πατρὶ ϑυώδεας εἴσατο ναούς. cf. II 
109. XXIV 132. XXV 104. XIII 8: 
πατὴρ ὡσεὶ φίλον υἱέα. XXV 160: 
Αὐγείω φίλος víós, cf. 54. XXII 29: 
ϑεῶν φίλα τέκνα φέρουσα, cf. XXIV 
32, XXVII 31. II 3: φάον ἄνδρα. 
Xl 39: τίν, τὸ φίλον γλυκύμαλον. 
add. dat. I 141: τὸν Μοίσαις φίλον 
ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχϑῆ. 
VII 98: ὥρατος Li ὁ τὰ πάντα φι- 
λαίτατος ἀνέρι τήνῳ. 90: ἐπάκουσον, 
— qu Éxito Μοίσαις, cf. IX 31. 
V 144. XXII 215. Ep. XI 4 
— - ipe voc. in compellatione V 13: 
Εὐμαρίδα δὲ τὰς ας ὁρῇς, φίλε, 
τῶ Συβαρίτα, cf. XXII ΠΠ 44. IV 39: 
ὅσον ἄλγος μέν, φίλα, ὅσσον ἀπέσβης, 
cf. XV 11. XXII 165: qot. XV 
280: οὗτός τοι Νεμέου γένετ᾽, 
ὑετῷ ϑηρὸς ὄλεθρος, cf. XXI 99, 
XV 14: qi ἀνδρῶν, cf. 
xxi 40, nomen IV 41: φίλε Βάττε, 
ef. XIV 10. XV 143. V 70: Μό 
σῶν φίλε, cf. VII 27. 91. XV 62. i 
142: φίλα — Σελάνα, cf. III 50. XV 


500 


1: Γοργοῖ φίλα, cf. HII 22. XXVII 
51. XXII 154: φίλοι ἄνδρες. V 68: 


ὦ φίλε — Μόρσων, cf. XII 1. XV 
136. XVIII 9. XXIX 1. nom. φέ- 
Aog est pro vocativo l 61: αἴκα 


μοι τύ, φίλος, τὸν ἐφέμερον ὕμνον 
ἀείσῃς, cf. I 149. VII 50. XXVII 
24. — b) de rebus VII 104: “ἄκλητον 
κείνοιο φίλας ἐς χεῖρας ἐρεέσαις, cf. 
XVII 65. XXII 206: φίλον γάμον 
ἐκτελέσαντα. XXI 20: rovg δ᾽ ἁλιεὲς 
ἤγειρε φίλος πόνος: assuetus. — e. dat. 
Xxil 42: ἄνϑεά τ᾽ εὐώδη, λασίαις 


φίλα ἔργα μελίσσαις. — XXII 117: 
φϑέγξομαι ὅσσ᾽ ἐθέλεις σύ, καὶ ὅπ- 
πως τοι φίλον αὐτῇ. — 2) act. ami- 


cus, benignus, comis 8) de personis 
XV 104: — μακάρων Ὧραι 
φίλαι. II 124: καί εἰ μέν κ᾽ ἐδέ- 
χεσϑε, τὰ δ᾽ ἧς — *hi (sodales 
mei) amicos se praestitissent?. in 
compellatione I 64: Moiset φίλαι. 
VII 106: ὦ Πὰν φίλε. XXII 23: ὦ 
φίλοι ἄμφω. — b) de rebus XI 68: 
οὐδὲν πήποχ᾽ ὅλως ποτὶ τὶν φίλον 
εἶπεν ὑπέρ μευ, XVII 18: ἀλλέξαν- 
δρος φίλα εἰδώς. XXIV 119: φίλα 
φρονέων. --- Τὴ subst. amicus, amasius, 
sodalis II 119: ἢ τρίτος ἠὲ τέταρτος 
ἐὼν φίλος, cf. XXIII 57. XXVIII 25: 
πάντα δὲ τίματα τὰ πὰρ φίλω (var. 
φίλων), cf. XVI 80. XXIX 17: τῷ 
δ᾽ εὖϑυς πλέον ἢ τριέτης ἐγένευ φί- 
λος. 84: ἀλλάλοις πελώμεϑ᾽ Agi toL 
φίλοι. XIV 37: ἄλλον [oico  ϑάλπε 
φίλον. 

φιλόστοργος ad amorem propen- 
sus XVIII 13: παῖδα δ᾽ ἐᾶν σὺν παισὶ 
φιλοστόργῳ παρὰ ματρί] παΐίσδειν. 
φιλότης amicitia, amor XII 20: 
σὴ νῦν φιλότης καὶ τοῦ χαρίεντος 
aéreo | πᾶσι διὰ στόματος. XVI 66: 
τιμήν τὲ καὶ ἀνθρώπων φιλότητα. — 
XVIII 54: εὔδετ᾽ ἐς ἀλλάλων στέρ- 
vov φιλότητα πνέοντες | καὶ πόϑον. 


φέλτρον herba magica ad amorem 
illiciens I 1: z& μοι. ταὶ δάφναι; 
φέρε, Θεστυλί" πᾷ δὲ τᾷ φίλτρα:: τὰ 
πρὸς φιλίαν ὀτρύνοντα φάρμακα. 
Schol. II 159: νῦν μὲν τοῖς φίλτροις 
καταδήσομαι. 

φέλυῦπνος amans somni, sommulen- 
tus XVIII 10: 7 ῥά τις ἐσσὶ λίαν βα- 
ρυγούνατος; ἢ ῥα φίλυπνος; 

Φιλώνδας (patron. dor. v. 860]. 
po Φιλωνίδας) Philondas pastor IV 


w^ 


1: εἰπέ μοι, à Κορύδων, τίνος cf (jóscs- 


φιλόστοργος — φοιβάω 


ἦ δὰ Φιλώνδα; diversa persona vi- 
detur esse V 114: καὶ γὰρ ἐγὼ μι- 
σέω τὼς xev9 oos , oL τὰ Φιλώνδα | 
σῦκα κατατρώγοντες ὑπανέμιοι φο- 
θέονται. 

φλάω (att. v. aeol. pro ϑλάω) con- 
cido pugnis, percutio, verbero V 148: 
(εἴ τιν᾽ ὀχευσεῖς) τᾶν αἰγῶν, φλασσῶ 
vv. 150: (ἀλλὰ εἐνοίμαν,) αἱ μή͵ τυ 
φλάσσαιμι, Μελανϑιος * ἀντὶ “Κομάτα. 
XXV 264: (τὸν μὲν) αὐχένος ἀρ- 
ρήκτοιο παρ᾽ ἰνίον ἔφλασα προφϑάς 
(e Bergkii coni. ser. ,pro ἔφϑασα v. 
ἥλασα, Ahr. e coni ἤχμασα). XI 70: 
φλασσῶ τὰν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας 
ἀμφοτέρως vw | σφύσδειν (lect. var. 
φλασῶ h. e. φλασσῶ pro φασῶ v. 
φάσω rec. A. Fritzschius, idemque e 
coni. 801, vi» pro μευ). 

φλιά limen super ius postium II 59: 
Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ ϑρόνα 
ταῦϑ'᾽ ὑπόμαξον | τᾶς τήνω φλιᾶς 
καϑ' ὑπέρτερον (e Mein, emend. scr. 
pro φλοιᾶς y. ,giitag). XXIII 18: καὶ 
κύσε τὰν φλιᾶν. 

φλίβω  (aeol. pro $4 (Bo) premo 
XV τό: φλίβεται Εὐνόα &uwv (vulg. 
ϑλέβεται). 

φλόγεος [lammeus, flagrans XXII 
211: αὐτὸν δὲ φλογέῳ συνέφλεξε κε- 
ραυνῷ. 

φλογερός ardens ll 134: (Ἔρως 
δ᾽ ἄρα καὶ “ιπαραΐίω) πολλάκις Ἡφαί- 
στοιο σέλας φλογερώτερον αἴϑει. 

φλοιός coriec XVIII 41: γράμ- 
ματα δ᾽ ἐν φλοιῷ γεγράψεται, οἵ, 
Prop. I 18, 22: scribitur et vestris 
Cynthia corticibus. 

φλόξ flamma, met. de amore XXIII 
16: λοέσϑεον οὐκ ἤνεικε τόσαν φλόγα 
τᾶς Κυϑερείας. 1| 26: οὕτω TOL καὶ 
Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ᾽ ἀμαϑῦύνοι. 


φοβέομαι terreor, timeo XXVI 16: 
Πενϑεὺς μὲν φεῦγεν πεφοβημένος. 
c. acc, XXIII 41: “μή μὲ φοβαϑῆς. 
Ad. 16: φοβεῖτο γὰρ Κυϑήρην. 

φοβερός terribilis, timendus XXIII 
50: (ἐρεισάμενος δ᾽ ἐπὶ τοίχῳ) ἄχρι 
μέσων οὐδῶν φοβερὸν λίϑον: propter 
magnitudinem. VHI 57: δένδρεσι 
μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν, ὕδασι δ᾽ 
αὐχμός, cf. Verg. Ecl. ΠῚ 80: triste 
lupus stabulis, maturis frugibus im- 
bres. — c. inf. XXII 2: φοβερὸν IIo- 
λυδεύκεα πὺξ ἐρεϑίζειν. 


“φοιβάω purgo XVII 133: ἀδνὸν 
δὲ στόρνυσιν ἰαύειν Ζηνὶ καὶ Ἥρῃ | 






—-— rpmmy EUNT 


ΤΥ ΞΡ MM 


Du ————Pm————————T Ὁ 


poifrjoeca μύροις [ἔτι παρϑέ- 
: καϑάρασα, πλύνασα. Gloss. 
Phoebus XVII 67: “ἄλον 
κυανάμπυκα Φοῖβος ᾿4πόλ- 


λων. VIl 101: (ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς 


(dev) Φοῖβος σὺν φόρμιγγι παρὰ 
τριπόδεσσι μεγαίροι. 
3 purpureus, puniceus 1I 
2: στέψον τὰν pa φοινικέῳ olg 
ἀώτῳ: 'purpureae anae maxima in 
ineantamentis efficacia tribuebatur', 


cf. Clem. Alex. Strom. VII * 848: 
9, 61 


ἔρια πυρρὰ δεδίασιν. Prop. 
ds sacerdos puniceo canas stamine 


vineta comas. Mart. IX 62. 

«Ῥοινίχη Phoenice, Phoenicia XVII 
86: ναὶ μὴν Φοινίχας ἀποτέμνεται 
"ooa Qe τε | καὶ Συρίας. 

ἐνζχὸ puniceam cristam 
XXII 72: ὀρνίϑων φοινικολό- 
qov τοιοΐδε κυδοιμοί. 

φοῖνιξ puniceus XXII 195: φοίνικα 
δ᾽ ὅσον λόφον ἵκετ᾽ dxowg. XXV 
127: (ταῦροι συνάμ᾽ ἐστιχόωντο) κνή- 

9' ἕλικές τε, διηκόσιοί γε 
μὲν ἄλλοι | φοίνικες. 

Φοῖνιξ Poenus, Carthaginiensis 
XVI 76: ἤδη vov Φοίνικες ὑπ᾿ T&Aco 
δύνοντι οἰκεῦντες Ai) vac ἄκρον σφυ- 
ρὸν ἐρρίγασιν. — Íem. «Φοένισσα 
Phoenissa XXIV 50 b: ἡ δα γυνὰ 
Φοίνισσα μύλαις ἔπι κοῖτον ἔχουσα. 

φοίνιος funestus, dirus (v. Buttm. 
ad Soph. Phil. 783) XXII 98: ἔστη 
δὲ πληγαῖς μεθύων, ἐκ δ᾽ ἔπτυσεν 
nid — cf. Od. XVIII 97: «9- 

χα 


pe κατὰ στόμα φοίνιον αἷμα. 
E oras iceo colore inficio, 
facio XXII 61: νᾶμα δ᾽ ἐφοινίχϑη: 


sc. sanguine. met, XX 16: καὶ χρόα 
φοινέχϑην ὑπὸ τὔλγεος ὡς ῥόδον ἕρσα: 
erubui, 


. φοιτάω (praes. dor. φοιτῇς, -. φοι- 

τῶσαι. ipf. dor. ἐφοίτη) ito, itito, 
ventito 1 48: ἀμφὶ δέ vw δύ᾽ ἀλώ- 
πεκὲς & μὲν dv' ὄρχως | φοιτῇ σινο- 
μένα τὰν τρώξιμον. 11 971: τήρησον 
ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν" | 
τηνεῖ γὰρ φοιτῇ, τηνεὶ δέ οἵ ἁδὺ 
καθῆσθαι. 1l 155: ἡ ἄρ μοι καὶ τρὶς 
καὶ τετράκις ἄλλοκ LL V 113. 
XI 22, 

«bóAog Pholus Centaurus VII 149: 
dod γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον 
ἄντρον | κρατῆρ᾽ ἩΗρακλῆι γέρων ἐστή- 
σατο Χείρων!: Φόλος ὄνομα xsvrav- 
ρου, ᾧ ἐπιξενωθεὶς ὁ Ἡρακλῆς οἶνον 


Φοῖβος -- 


501 


ἔπιε καλὸν ἐκ “ιονύσου δοθέντα. 
συνὴν δὲ αὐτῷ καὶ Χείρων. Schol, 
cf. Apollod. IÍ 5, 4. Diod. Sie. IV 12. 
φονεὺς interfector XXII 209: μέλλε 
κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα. 
φονεύω interficio XXIII 62: ** 
τοὶ φιλέοντες᾽ ὃ γὰρ μισῶν ἐφονεύϑη. 
jvog (sg. φόνῳ, -ov) 1) caedes 
XXII 82: ἐς μέσσον σύναγον, φόνον 
ἀλλήλοισι πνέοντες. 191: τὼ δ᾽ ἄορ 
ἐκ κολεοῖο ἐρυσσαμένω φόνον αὖϑις 
| τεῦχον ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν. XXV. 137: 
δεινὸν δ᾽ ἐβρυχῶντο φόνον λεῦσσόν 
τε προσώπῳ. XXIII 55. — 2) san- 
gwis in caede effusus XXV 9225: 
αὐχμηρὰς πεπάλακτο φόνῳ χαροπόν 
τε πρόσωπον. 
φορέω (act. praes. ind. 860]. φό- 
ρει, φορέοισ᾽. Opt. φορέοιτε, -οιξν, 
inf. aeol. φόρην (ci). part. aeol. φο- 
ρεῦντος, -εὔσαι. ipf. φορέεσκε. — 
ass. praes. φορεῖται, -ἕονται) verb. 
requ. v. intens. 1) Act. fero, gesto 
XVI 98: ὑψηλὸν δ᾽ Ἱέρωνι κλέος qo- 
ρέοιεν ἀοιδοί | καὶ πόντου Σκυϑικοῖο 
πέραν καὶ... XV 105: (Qo) ἔρ- 
χονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φο- 
ρεῦσαι (e coni. Herm. pro φοροῦσαι 
v. φοροῖσαι). de plantis fructus eden- 
tibus I 132: νῦν δ᾽ ἴα μὲν φορέοιτε 
pe φορέοιτε δ᾽ ἄκανϑαι, cf. Verg. 
cl. ΠῚ 89: ferat et rubus asper 
amomum. inprimis de vestibus, qui- 
bus induti sumus, et de toto corpo- 
ris habitu XXVIII 11: πόλλα δ᾽ οἷα 
ύναικες φορέοισ᾽ ὑδάτινα βράκη. 
XIX 99: πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίαις 
φόρει (var. φόρη, vulg. φορεῖ): sc. 
νεότας. XII| 7: τῶ gagítvrog Ὕλα 
τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος. xxil 
114: (ὁ δ᾽ αἰεὶ πάσσονα yvid) ἁπτό- 
μενος φορέεσκε πόνου χροιῇ δέ τ᾽ 
ἀμείνω. --- met. fero, sustineo XXX 33: 
ἧκα φόρην πρέπει (A. Fritzschius pro 
cod, φορεῖ): 8c. ἔρωτα. --- 2) Pass. feror 
cum vi quadam vel impetu 1 83: πά- 
σας ἀνὰ κράνας, πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ 
φορεῖται. Υ 114: μισέω τὼς κανϑά- 
ρος, οἱ τὰ Φιλώνδα | σῦκα κατατρώ- 
γοντες ὑπανέμιοι φορέονται. 
φόρμιγξ cithara XXIV 101: αὐτὰρ 
ἀοιδὸν ἔϑηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσε 
| πυξίνᾳ ἐν φόρμιγγι Φιλαμμονίδας 
πος. VII 101: (ὃν οὐδέ κεν 
αὐτὸς ἀείδεν) Φοῖβος σὺν φόρμιγγι 
παρὰ τριπόδεσσι μεγαίροι, cf. H. I 
608: φόρμιγγος περικαλλέος, ἣν ἔχ᾽ 
Anóllov, 


φόρμιγξ 


902 


φορμιός leges iuncea, storea XXI 
13: νέρϑεν τᾶς κεφαλᾶς φορμὸς βρα- 
χύς, εἵματα πῦσοι. 

φόρωκμι (aeol. pro q0900, φορέω) 
fero, gesto XXX 14: λεύκας οὐ συν- 
(169^ ὄττι φόροις ἐν κροτάφοις τρίχας; 

Φορωνεῖδαι Phoronei, regis Ar- 
givorum, posteri h. e. Argivi XXV 
199: ἀϑανάτων τιν᾽ ἐίσκομεν ἀνδράσι 
πῆμα | fov μηνίσαντα Φορωνείδῃσιν 
ἐφεῖναι (e Mein. emend. scr. pro do- 
ρωνήεσσιν). 

φραγμός septum, maceria V 108: 
ἀκρίδες, o? τὸν φραγμὸν ὑπερπαδῆτε 
τὸν ἁμόν. 

qoid consilium XXV 52: ἀϑανά- 
των, ὦ ξεῖνε, φραδῇ τινὸς ἐνθάδ᾽ 
— cf. Verg. Aen. IV 45: dis — 
auspicibus. 

φράξω, aeol. φράσδω (act. praes. 
φράσδεις. &or. φράσον. — med. praes. 

φράξομαι, φράσδῃ. φράξεο. aor. ἐφρᾶ- 
σάμαν. φρασϑῆναι) 1) Act. indico, 
dico XXV 41: δμώων δή τινα “πρέσβυ, 
σύ μοι φράσον ἡγεμονεῦσαι (vulg. 
ἡγεμονεύσας). ΧΧ 1 ὡς τρυφερὸν 
λαλέεις, ὡς κωτίλα δήματα φρᾶάσδεις. 
— 2) Med. mecum, considero, cogito, 
cognosco II 69: , pod feo μευ τὸν ἔρωϑ᾽ 
ὅϑεν ἵκετο, πότνα Σελάνα, qui ver- 
sus repetitur 11 75. 81. 87. 93. 99. 
105, 111. 117. 123. 129. 188. MI 13: 
φράξεο μὴ τᾶς παιδὸς ἐπὶ χνάμαισιν 
ὁρούσῃ. 1102: ἤδη γὰρ φράσδῃ πάνϑ'᾽ 
ἅλιον ἄμμι δεδυκεῖν: c. aec. XXV 
217: (οὐδενὸς ἴχνια τοίου) φρασϑῆναι 
δυνάμην. 180: ἐγὼ δέ σὲ φράξομαι 
ὀρϑῶς. c. gen. II 83: κοὔτε τι πομ- 
πᾶς | τήνας ἐφρασάμαν: αἴσϑησιν 
ἔσχον. Schol. 

Φρὰασίδαάμος Phrasidamus, Ly- 
corei filius, Cous VH 8: τᾷ moi γὰρ 
ἔτευχε Θαλύσια καὶ Φρασίδαμος | 
κἀντιγένης, δύο τέκνα Δυκωρέος. 181: 
ἐγώ τε καὶ Ἐὔκριτος ἐς Φρασιδάμω | 
στραφϑέντες. 

φρήν (sg. φρενός, φρένα. pl. φρέ- 
vsg. 860]. φρένων οἱ. XXIX 8. φρε- 
σί(»), φρένας) mens, et sedes affectuum 
et affectus Àpse; 1) sing. I 85: τὰ 
δ᾽ οὐ φρενὸς ἅπτεται αὐτᾶς. XXVII 
13: τὴν σαυτοῦ φρένα τέρψον, cf. 
Syr. 4. ΝΠ 90: κατεσμύχϑη καὶ 
ἀνετράπετο, φρένα λύπᾳ. — 2) plur. 
XVII 14: ὅτε φρεσὶν ἐγκατάϑοιτο | 
βουλάν. XXIV 72: ἐν φρεσὶ ϑέσϑαι. 
XXV 216: ἐπὶ φρεσὶ xs. 163: 
σφετέρῃσιν ἐνὶ φρεσὶ βάλλομαι ἄρτι. 


φορμός — φρουρέω 


58: ἐείδεται ἐν φρεσὶν ἧσιν. 16: 
χαίρων iv φρεσὶν ἧσιν. 340: ἀσώ- 
μενος ἐν ρεσὶν αἰνῶς. ΧΧῚ 91. 
XXIX 3: κἤγω niv τὰ .qoévav (vulg. 
φρενῶν) ἐρέω κέατ᾽ ἐν μύχῳ. — XXIX 
23: (Ἔρος, ὃς ἄνδρων φρένας εὐμα- 
ρέως ὑποδάμναται. XIH 48: πασάων 
γὰρ ἔρως ἁπαλὰς φρένας ἐξεσόβησεν. 
XXX b: τὸ κάκον ταίς μευ ἔχει vÀm- 
σιπόϊνοις φρένας ](Ἀ. Fritzschius e coni. 
pro cod. ταὶς δ᾽ 02). ΠΥ: (ἀλλᾷ) ᾧχετ᾽ 
ἔχων ὅ τ᾽ Ἔρως ταχινὰς φρένας (Del- 
phidis) à ἃ τ᾽ ᾿ἀφροδίέτα. 11 19 — XI 72: 
πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι: de ani- 
malibus XXV 80: εἴ of (sc. κυν)) καὶ 
φρένες ὧδε νοήμονες ἔνδοθεν ἦσαν. 
abstr. pro concr, XIV 31: (ἀδενὴ Θεσ- 
σαλικόν τι μέλισμα, κακαὶ φρένες: 
"improbum illud ingenium v. caput, 
malus ille homo". 


φρίμασσομαι fatum naribus emitto 
luxwrians V. 141: φριμάσσξο πᾶσα 
τραγίσκων νῦν ἀγέλα: uso" ἡδονῆς 
σπίρτα φυσῶσα τοῖς μυκχτῆρσι καὶ 
ἐπαίρου. ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν αἰγῶν 
ὠνοματοπεποίηται. Schol. 


φρίσσω horreo XXV 244: πυρσαὶ 
9" ἔφριξαν ge d exvtou£vo: leoni, . 
cf. Óvid. Met. VIII 285: et setae si- 

miles rigidis hastilibus horrent. XXIV 
14: κυανέαις φρέσσοντας ὑπὸ σπεί- 
ραισι δράκοντας, cf. Ov. Her. XII 101: 
insopor ecce vigil (draco) squamis 
crepitantibus horrens sibilat. 

φρονέω 1) abs. mentis sum com- 
pos, sapio XXX 15: ὦρά τοι φρονέειν 
(cod. φρονέσιν). XVI 23: ovy ἄδε 
πλούτου φρονέουσιν ὄνασις. XXIV 
70: μάλα σε φρονέοντα διδάσκω. — 
2) c. aec. volvo in mente, cogito XXIV 
119: μφιτρύων ὃν παῖδα φίλα qpo- 
νέων ἐδίδαξεν: benigne, cf. Od. 1 307: 
ξεῖν᾽, ἢ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων 
ἀγορεύεις, ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί. 

φροντίξω curo XXVI 27: οὐκ 
ἀλέγω μηδ᾽ ἄλλον ἀπεχϑόμενον zho- 
voco | φροντίξοιμ᾽ εἰ καὶ χαλεπώτερα 
τῶνδε μογήσαι (e Kreussleri et Ahr. 
emend. ser. A. Fritzschius): de aceus. 
cf. Arist. Equ. 183. 

φροντίς cura, sollicitudo XXI 28: 
(τὸν ὕπνον) ἁ φροντὶς κόπτοισα μα- 
κρὰν τὰν νύκτα ποιεῖ τοι. 

φρουρέω excubo, Servo VII 122: 

μηκέτι τοι φρουρέωμες ἐπὶ προϑύ- 
ροισιν, Ἄρατε: 'me amplius excube- 
mus àd fores pueri lenti ac duri', 


" 





ius XX 35: (Kv- 
ivousvesv iv ὥρεσιν. 
᾿φρύγω torreo XII 9: ἠελίου φρύ- 
. Verg. Ecl. II 13: sole sub 
IX 12: rà δὲ ϑέρευς φρύ- 


» ἐγὼ τόσσον μελεδαίνω. VI 
(2016: δε καλὸν ϑέρος &víxa φρύγει. -- 


* fat. dor. VII 66: κύαμον δέ 
τις ἐν πυρὶ φρυξεὶ. 

: XVI 75: ἐν πεδέῳ 
— ὅϑι Φρυγὸς ἠρίον Ἴλου. 


φῦγάς profugus, exsul. XXIV 127: 


ππαλίδας δέδαεν, φυγὰς 
ES n ; 
forma 160: (κόραι) uv- 
Mas οὔτε qvis ἐπιδευέες οὔτε νόοιο, 
cf. Hes. scut. 88: οὔτε φυὴν ἐναλίγκιοι 


Ω t$ algosus XI 14: αὐτεὶ ἐπ᾽ 
κατετάώκετο ἔσσας, cf. Il. 
XXIH 693: $í»' ἐν φυκιόεντι. — 


XXI 10: τἄγκιστρα, τὰ φυκιόεντά τε 


φύχέον alga VII 58: τόν τε Νότον 
τόν τ᾽ Eje ὃς ἔσχατα φυκία κινεῖ, 
φῦχος fucus marinus XV 16: νέ- 
TQov xal φῦκος ἀπὸ σκανᾶς dyogd- 
σδων: τὸ δες τῆς ϑαλάσσης ἀπό- 
wi τὰς ὄψεις χρίουσι (αἴ 
Gloss. cf. Lucian. "ves 
ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυ- 
ϑαίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν, ἵνα 
τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν xol πίονα 
χροιὰν τὸ πορφυροῦν ἄνϑος ἐπιφοινίξῃ. 
— (aeol pro φύλαξ) custos 
IX 38: βαίην καὶ φύλακον πεδὰ 
Κέρβερον. 1 
φυλάσσω (act. praes. φυλάσσω, -ει, 
τοι, φυλάσσειν. φυλάσσων. i La 
λασσον. aor. inf. φυλάξαι. fut. dor. 
φυλαξεῖς. — pass. pf. πεφυλαγμένοι. 
— med. praes. φυλάσσεο. fut. φυ- 
λάξομαι. — pf. πεφυλαγμένος) I). Aet. 
1) eustodio, observo 1 47: (ἀλωά,) τὰν 
Tig κῶρος --- φυλάσσει. N, 
269: gu τε πλεῦρ᾽ ἐφύλασσον: 
leonis. IV 4: ἀλλ᾽ ὁ γέρων ὑφίητι 
τὰ μοσχία κἠμὲ φυλάσσει. XXIV 118: 
(περὶ νύσσαν) ἀσφαλέως κάμπτοντα 
τροχῶ — φυλάξαι. — 9) asservo, 
conservo XVII 104: ᾧ ἐπίπαγχυ μέλει 
πατρώια πάντα φυλάσσειν. 1 63: 
(πόταγ᾽, ὠγαϑέ᾽ τὰν γὰρ ἀοιδάν) οὔτι 









303 


πᾷ εἰς ᾿Δίδαν γε τὸν ἐχλελάϑοντα 
φυλαξεῖς, ΧΥ͂ * D δ᾽ ἁπαλοὶ 
καποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις: | 
"diligenter servati et accurate culti". 
ll 120: μᾶλα μὲν iv κόλποισι Διω- 
νύσοιο φυλάσσων, | κρατὶ δ᾽ ἔχων λεύ- 
x«v: diligenter ac caute ferens, cf. 
VIL 64: λευκοΐων στέφανον περὶ xgari 
φυλάσσων. — add. dat. III 99: (τὸν 
στέφανον,) τόν τοι ἐγών, Aucvill 
φίλα, κισσοῖο φυλάσσω. 84: ἦ μάν τοι 
λευχὰν διδυματόκον αἶγα φυλάσσω. 
V 105: rg παιδὶ δὲ ταῦτα φυλάσσω. 
ΥἹ 34: ἐχϑρὰ φέροι ποτὶ οἶκον, ὅπως 
τεκέεσσι φυλάσσοι, cf. II 161. — Il) 
Med. caveo, c. acc. XVI 95: (τέττιξ) 
ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος ἔνδοϑι 
δένδρων | ἀχεῖ: ἐλάσαντες οὗτοι ὑπὸ 
τὴν σκιὰν τὰ ϑρέμματα ἐν τῇ μεσημβρίᾳ 
ϑηρῶσι τοὺς τέττιγας. Schol. ΠῚ ὅ : (τὸν 
ἐνόρχαν) τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα φυλάσ- 
σεο μή τι κορύψῃ. XV Τ1: φυλάσσεο 
τὠμπέχονόν μευ. .Ξ. οὐκ ἐπ᾿ ἐμὶν μέν, 
ὅμως δὲ φυλάξομαι, ubi idem fere 
valet atque: abstinebo, parcam. 
Ψυλεύς Phyleus, Augiae is 
filis XXV 55: (ὧδε ydg — 
σφωιτέρῳ σὺν παιδί, βίῃ Φυλῆος ἀγαυ- 
ov, | χϑιξὸς ὅδ᾽ εἰλήλουϑεν ἀπ᾽ 
ἄστεος. 150: ϑαύμαξεν δ᾽ αὐτός τε 
ἄναξ υἱός τε δαΐφρων  Φυλεύς. 154.190. 
φύλλινος foliaceus, e foliis con- 
fectus XXI 8: κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ 
φυλλένῳ (τᾶς καλύβας). 
φύλλον (sg. φύλλον. pl. φύλλοις, 
τοῖσιν, - αὐ 1) sing. folium, met. XXX 
32: fus μάν, φύλλον (Th. Fritzschius 
pro cod. e ἐπάμερον, | σμέκρας δεύ- 
μενον αὔρας ὀνέμων, ἧκα φόρην πρέ- 
πει. — 3) plur. frons, frondes h. e. 
folia in ramis haerentia nec non cum 
floribus iuncta XXVI 3: ὠμερξάμεναι 
λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα. IX [4]: 
yof μὲν &u& βόσκοιντο καὶ i» φύλ- 
λοισι πλανῶντο: "in virgultis", ΧΙ 
26: ϑέλοισ᾽ ὑακίνϑινα φύλλα | ἐξ 
ὄρεος δρέψασθαι: 'fores hyacinthi 
cum suis foliis'. XVIII 39: ἄμμες 
δ᾽ ἐς ὅν ἦρι καὶ ἐς λειμώνια 
φύλλα | ἐρψοῦμες στεφάνως δρεψού- 
μεναι ἁδὺ πνέοντας: 'üores una ac 
folia herbidi prati. XXII 106. XXI 35. 
φυλλοστρώς foliis stratus Ep. ΠῚ 
1: εὕδεις φυλλοστρῶτι πέδῳ, “Ἰάφνι, 
σῶμα κεκμακός | ἀμπαύων. 
᾿φύλοπις proelium. XVI 50: φυλό- 
πιδὰς προτέρων ὕμνησαν ἀοιδοί, 


904 


φύρω inquino, perfundo XXVI 25: 
ἐς Θήβας δ᾽ dgíxovro πεφυρμέναι 
αἵματι πᾶσαι. 

φύσάω inflo, inspiro XIX 3: ὁ δ᾽ 
ἄλγεε wol χέρ᾽ ἐφύση: quam apis pu- 
pugerat. XXII 77: (ϑοῶς συνάγερ- 
$sv) κόχλου φυσηϑέντος ἀεὶ Βέβρυκες 
κομόωντες, cf. Ov. Met. I 333: conchae 
sonanti inspirare. 

φύσιγνώμων naturae ex oris ha- 
bitu cognoscendae peritus Ep. XI 1: 
Εῤσϑένεος τὸ μνῆμα: φυσιγνώμων ὃ 
σοφιστής, δεινὸς ἀπ᾿ ὀφϑαλμοῦ καὶ 
τὸ νόημα μαϑεῖν. 

«Φύσχοι Physci ΤΥ 28: καὶ μὰν 
ἐς Στομάλιμνον ἐλαύνεται ἔς τε τὰ 
Φύσκων: 'coloni prisci significari vi- 
dentur, fortasse Locri, Crotoniatarum 
vieini (erant autem vicini Crotonia- 
tarum Locri Epizephyrii), quorum 
agri publici iuris facti erant. Seripsi 
e cod. Q. Φύσκων pro Φύσκω, quod 
Mein. de fundo cum silva et pascuis 
a Physco nescio quo olim possesso 
posse dici existimat'. A. Fr. 

φῦτόν (sg. φυτόν, 8.60]. φύτον 
XXVIII 7. — pl φυτῶν) 1) planta, 
stirps, quidquid terra gignit XXV 1: 
τὸν δ᾽ ὁ γέρων προσέειπε φυτῶν ἐπί- 
ovgog ἀροτρεύς. VIII 37: χρᾶναι καὶ 
βοτάναι, γλυκερὸν φυτόν. Il 48: 
ἵππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ Auc. 
de vitibus 1 53: μέλεται δέ οἵ οὔτε 
τι πήρας οὔτε φυτῶν τοσσῆνον. XXIV 
101: Ἡρακλέης δ᾽ ὑπὸ ματρὶ νέον 
φυτὸν ὡς ἐν ἀλωᾷ | ἐτρέφετ᾽, cf. Il. 
XVIII 438: τὸν μὲν ἐγὼ ϑρέψασα 
φυτὸν ὡς γουνῷ ἀλωῆς. de platano 
XVIII 48: (γράμματα δ᾽ ἐν φλοιῷ 
γεγράψεται") σέβου μ᾽. Ἕλένας φυ- 
τὸν εἰμί, — 92) met. de homine ger- 
men, stirps XXVII 7: Νικίαν, Χαρί- 
zov ἱμεροφώνων ἴερον φύτον. v; ἔρνος 
VII 44. 

φύτοσχάφος fossor (ὃ τὰ φυτὰ 
περισκάπτων γεωργός. Etym. M.) XXV 
91: οὔρους μὴν ἴσασι φυτοσκάφοι of 
πολύεργοι. XXIV 186: (μέγας ἄρτος) 
“ωρικὸς ἀσφαλέως κε φυτοσκάφον 
ἄνδρα κορέσσαι: 'nos diceremus in 
re simili: einen Scheunendrescher 
vóllig zu süttigen? ; cf. Verg. Georg. 
II 264: robustus — fossor. 

qvo (act. praes. φύει, dor. φύοντι. 
aor. I coni. φύσω. aor. II ind. ἔφῦς, 
ἔφυσαν. opt. φύη. inf. φύμεναι. yf. 
πεφύασι; dor. πεφύκει, cf. δέδοικα. 


φύρω — φωνά 


plpf. πεφύκει, -ἔσαν. --- pass. praes. 
φύηται) 1) trans. gigno, edo, procreo 
XVII 79: ἀλλ᾽ οὔτις (ἄπειρος) τόσα 
φύει ὅσα χϑαμαλὰ Αἴγυπτος. de mem- 
bro corporis IX 30: (geívsre δ᾽ acc, 
—) μή πὼ ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὄλο- 
φυγγόνα φύσω (vulg. μηκέτ᾽ -- φύ- 
σῃς): me forte pustulam, fraudis a 
me commissae indicium, in lingua 
mea provocem'. — Pass. VIII 68: 
οὔτι καμεῖσϑ', ὅκκ᾽ αὖἡ᾽ πάλιν ἅδε 
φύηται: Sc. ἃ ποία. --- IL) intr. pascor, 
gignor, cresco, fio 1) de plantis VII 75: 
δρύες.) Ἱμέρα ore φύοντι παρ᾽ ὄχϑαι- 
σιν ποταμοῖο. IV 24; cf. Il. VI 149: 
ὡς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ 
ἀπολήγει. perf. pro praes. XXV 20: 
κείνῃ ὅϑι πλατάνιστοι ἐπηεταναὶ πε- 
φύασι. perf. dor. XI 1: οὐδὲν πὸτ 
τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο, 
cf. V 33. 93; v. δέδοικα. plpf. pro 
ipf XIII 40: περὶ δὲ ϑρύα πολλὰ 
πεφύκει (var. πεφύκη. XXII 40: 
ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσαν ἀγχόϑι πεῦκαι. 
— 2) de personis aor. sec, XIX 8: 
τυτϑὸς μὲν ἔφυς (e coni. scr. pro ἔης). 
XV 94: μὴ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν 
καρτερὸς εἴη. XXV 89: κακοῖσιν ἔοι- 
κότα φύμεναι αὐτόν. c. praep. XXII 
218: αὐτοί τε κρατέοντε καὶ ἐκ κρα- 
τέοντος ἔφυσαν. XIII 47: ταὶ δ᾽ ἐν 
χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν, qua in formula ὦ 
Homeriea num tmesis sit statuenda 
dubitatur; v. ἐμφύω. 

φώκα phoca, vitula marina VIII 
52: ὡς Πρωτεὺς φώκας, καὶ ϑεὸς ὦν, 
ἔνεμεν, οἵ, Od. IV 385 sequ. Verg. 
Georg. IV 395: turpes pascit sub 
gurgite phocas (Proteus). 

φωλάς in montium, lustris deli- 
lescens 1 115: ὦ λύκοι, ὦ ϑῶες, ὦ dv 
ὥρεα φωλάδες ἄρκτοι. 

ὠλεύω in montium. lustris deli- 

iesco XXIV 83: (o? τάδ᾽ ἐπῶρσαν) 
κνώδαλα φωλεύοντα βρέφος διαδηλή- 
σασϑαι: angues. 

φωνά, φωνὴ (sg. φωνά, -&, -&, 
-j, -ἀν) 1) vor a) hominis sive lo- 
quentis sive cantantis XXIII 18: ovr 
δ᾽ ἀνενείκατο φωνάν. XXV 14: τρηχὺ 
δὲ φωνῇ | ἠπείλει μάλα πᾶσιν. XIII 
59: ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο φωνά | ἐξ ὕδατος, 
XXIII 61: παιδὸς δ΄ ἐπενάχετο φωνά 
(σῶμα coni. Mein. II. X 37: & φωνὰ 
δὲ τρύχνος: sc. ἐστίν. 1 65: Θύρσι- 
δος ἀδέα φωνά. VIII 82: ἁδύ τι τὸ 
στόμα τευ καὶ ἐφίμερος, ὦ “'άφνι, 








IPs 


νά. XX9?7: (Ix στομάτων δὲ) ἔρρεέ 
φωνὰ peste ἢ μέλε κηρῶ. 
88: : 





(ἐνόμευον) φωνᾶς εἰσ 
ἧς. Schol. — b) δηϊπηὰ- 
lium 


[| 76: ἁδεῖ᾽ ἃ φωνὰ τᾶς πόρ- 


E mg. XVII 71: ὁ δ᾽ ovódev ἔκλαγε 


* oi ἐς τρὶς ἀπὸ νεφέων μέγας 





— 2) lingua, dialectus Ep. 

XVII 1: d τε φωνὰ Δώριος χὡνήρ. 
 φωνέω (praes. φωνῶ, -εἴ. φωνέων, 
τεῦντες, d oi inf aor. ἃ dor. φω- 
φάω derivatus φωνᾶσαι) vocem edo 
lk sive cantans II 108: οὐδέ 
τε φωνᾶσαι δυνάμαν, οὐδ᾽ ὅσσον ἐν 
τ» | κνυξεῦνται φωνεῦντα φίλαν 


j 


ἔρα τέκνα. ΤΙ 43: τρὶς τάδε 


Χ 


χὰ, — καὶ ἃ, καὶ αἴ, q. v. 
giri Mio, Mo XXII 125: ἐκ δ᾽ 
ἐχύθη μέλαν « ϑοῶς προτάφοιο 
χανόντος. XXV 234: λαμυροὺς δὲ 
ὑπ᾽ ὀδόντας ἔφηνε: sc. leo 
immane hians, cf. Verg. Aen. X 726. 
χαΐρω (praes. χαίρω. χαέροις, -οι. 
χίρ(ε), χαιρέτω, χαίρετί(ε). χαίρειν. 
,-OvrXg, οἱσα. &Or. χάροις Syr. 
16. ἐχάρη, χαρείης. pf. κεχαρημένος) 
1) gaudeo, laetor, abs. VIII 88: ὁ παῖς 
ἐχάρη. ΑΔΕ 55: χαίρω "ay ὅτε T. 
vdoug ὁρῶ, τοὺς μὴ πρὶν ὄπωπα;: 
*schüne Freude! XXIIT 62: χαίρετε 
τοὶ φιλέοντες" ὁ yàg μισῶν ἐφονεύϑη. 
. 16: ψυχὰν — χάροις. XVIII 49. 
VI 38. 35. XV 149: xal ἐς χαί- 
ς ἀφίκευι: VIII 40: χαίρων 
ἄφϑονα πάντα víuo XXIV 56. — 
€. dat, XVII 23: χαίρων υἱωνῶν περι- 
d6t0v υἱωνοῖσιν, | ὅττι σφέων Koov(- 


ς μελέων ἐξείλετο γῆρας. — c. gen. 
xke 70: κεχαρημένος εὐνᾶς khr. 


μένος). — c. praep. ἐπί XVIII 
58: γὴν ἐπὶ τῷδε yagsíng. — c. part. 
XV 131: "rs μὰν Κύπρις ἔχοισα τὸν 
αὑτᾶς τω ἄνδρα. — sequ. ὁθού- 
vexev S37 76. — 2) salutandi est 
formula et advenientibus et disce- 
dentibus, ut lat. salvere, valere; a) 
XXII 54: χαῖρε, ξεῖν᾽, ὅτις ἐσσί: salve, 
ef. Il 14. XIV 1: χαίρειν πολλὰ τὸν 
ἄνδρα Θυώνιχον (sc. λέγω v. κε- 
Asa) --- Ὁ) II 166: χαῖρε, Σεῖα- 
ναία λιπαρόχροε, γαίρετε δ᾽ ἄλλοι 
| ἀστέρες: vale — valete, cf. 1116. 
117. 144. IX 28. XV 149. XVII 
195. XXII 214. Ep. XIV 1: χαιρέτω 


Lexicon Theocriteum. 


| φωνέω — χαλεπαίνω 


305 
φωνῶ. XIV 20: ἄμμες μὲν φωνεῦν- 
τες ἐπίνομεν: 'edentes nomina deli- 
ciarum nostrarum", XV 146: πανολ- 
βία ὡς γλυκὺ φωνεῖ (var. γλυκυφω- 
νεῖ): 86. & ἀοιδός. XVI 44: δεινὸς 
ἀοιδὸς ὁ Κήιος αἰόλα φωνέων ! βάρ- 
βιτον ἐς πολύχορδον. 

φώριος furtivus XXVII 67: ἄνυστο 
ài φώριος εὐνή. 

φώς homo, vir XXV 50: ἄλλου δ᾽ 
ἄλλον ἔϑηκε 950g ἐπιδευέα φωτῶν. 
XVII 77: ἔϑνεα μυρία φωτῶν. ΧΠ 
12: δέω δή τινε τώδε μετὰ προτέροϊσι 
γενέσθην | φῶϑ᾽: *par virorum — 
plane divinum', 


οὗτος ὁ τύμβος. XXIII 26: ἄρτι δὲ 
χαίρειν | τοῖσι τεοῖς προϑύροις ἐπι- 
βάλλομαι. ΤΙ 108: ἀλλὰ τὺ μὲν ra(- 
ροισα ποτ᾽ Ὠχεανὸν τρέπε πώλους, | 
πότνι᾽ : h. e. χαῖρε καὶ τρέπε. porro 
de iis quos in malam rem abire iube- 
mus vel quos cum contemptu relin- 
quimus XVI 64: χαιρέτω ὅστις τοῖος: 
valeat. XXVII 15: χαιρέτω ἃ Iagía* 
μόνον ἵλαος [άρτεμις εἴη. 

χαέτα (sg. χαίταν. pl. χαῖται, χαί- 
T&g) coma, caesaries («f κεχυμέναι 
τρίχες. Hesych.) 1) hominum XX 8: 
ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις, ὡς ἁδέα 
χαίταν: ironice dictum. XX 23: zai- 
ται δ᾽ οἷα σέλινα περὶ κροτάφοισι 
κέχυντο. Ad. 3: ὡς εἶδε νεκρὸν ἤδη 
| στυγνὰν ἔχονέα χαίταν. — 2) ani- 
malium: iwba XXV 224: ἀμφὶ δὲ 
χαίτας | αὐχμηρὰς πεπάλακτο φόνῳ 
χαροπόν τε πρόσωπον: leo. — 3) plan- 
tarum VI 15: & δὲ xol αὐτόϑε roi 
διαϑρύπτεται, ὡς ἀπ᾿ ἀκάνθας | ταὶ 
καπυραὶ χαῖται, τὸ καλὸν θέρος ἁνίκα 
φρύγει: Pappiꝰ. 

,“χἄλά unguis lupi Ep. VI 4: τρα- 
χὺς yàg χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος. 

χάλαζα grando XXII 16: (πατα- 
γεῖ δ᾽ εὐρεῖα ϑάλασσα) κοπτομένα 
πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι χαλάξαις. 

iro χαλάω) laxo, remitto, 
aor. dor. 51: xal νύξας ἐχάλαξα, 
xal οὐ φεύγοντος ἔτεινα (e coni. Herm, 
scr. pro χαλέξας v. γχαλέψαρ). 

ἄλεπαίΐνω irascor, infensus sum 
XXV 81: ἤδει (κύων) δ᾽ ᾧ rt χρὴ 
χαλεπαινέμεν à τε καὶ οὐκί. 
20 


900 


χἄλεπός (sg. m. χαλεπός, aeol. 
χαλέπω ci. XXIX 40. f. χαλεπά, -ἃς; 
aeo]. χαλέπας ci. XXX 24. n. χαλε- 
zóv, aeol. yoAémo οἱ. XXX 1. — pl. 
m. χαλεποί, aeol χαλέπων ci XXX 
18. χαλεποῖς. f. χαλεπαί. — comp. 
χαλεπώτερα. --- adv. aeol. χαλέπως ci. 
XXIX 22) gravis, molestus, durus, 
periculosus 1) de rebus XXII 9: χα- 
λεποῖς ἐνέκυρσαν ἀήταις. XXVII 28: 
χαλεπὸν βέλος Εἰλειϑυίης. XXX 18: 
ξέννον τῶν χαλέπων (cod. χαλεπῶν) 
παῖδος ἐρώτων. XXIX 40: παυσά- 
μενος χαλέπω πόϑω (Ziegl. pro χαλε- 
πῶ). XXX 1: Quoi τῶ χαλέπω (cod. 
χαλεπῶ) καϊνομόρω τῶδε νοσήματος: 
amoris, cf. II 9: χαλεπᾶς νόσω. XXX 
24: χαλέπας. — νόσω (cod. χαλεπαὶ). 
XXIX 22: ὁ δέ τοί κ᾽ Ἔρος ov χα- 
λέπως ἔχοι (Ziegl. pro χαλεπῶς). 
ΧΧΥῚ 28: εἰ καὶ χαλεπώτερα iile 
μογήσαι. est praedic. X VI 69: χαλεπαὶ 
γὰρ ὁδοὶ τελέϑουσιν ἀοιδοῖς | κουράων 
ἀπάνευϑε Διός. X 11: χαλεπὸν χο- 
ρίω κύνα γεῦσαι: "molestum est, es 
ist misslich?; cf. XXV 67. — 2) de 
personis XIH 71: χαλεπὰ (Ahr. et 
Ziegl. €. var. χαλεπὸς) γὰρ ἔσω 950g 
ἧπαρ ἄμυσσεν: Venus. VIII 15: χα- 
λεπὸς ὃ πατήρ uev | χὰ μάτηρ. XXII 
145: δαιμόνιοι, τί μάχης ἱμείρετε; πῶς 
δ᾽ ἐπὶ νύμφαις | ἀλλοτρίαις χαλεποί; 
χάλκειος ν. χάλκεος. 
χαλκχεοϑώρηξ aeneo thorace ar- 
matus XXII 136: (Κάστορ) Τυνδαρίδη, 
ταχύπωλε, δορυσσύε, χαλκεοϑώρηξ. 
χαλκεοχάρδιος pectus habens ae- 
newm h. e. infractum XIII b: ὧμφι- 
τρύωνος Ó χαλκεοκάρδιος υἷός. 
χαλκέον aes, cymbalum s. cymbala 
I 36: & ϑεὸς p» , 91000161. τὸ χαλ- 
πέον ὡς τάχος ἄχει (var. χάλκεον, 
χαλκεῖον, vulg. χαλκίον), cf.' Verg. 
Georg. IV 64: quate cymbala circum. 
Tibull. I 8, 22: aera repulsa sonent. 
χώλκε()ος aeneus XXIV 4: xoà- 
κείαν κατέϑηκεν ἐς ἀσπίδα: infantes. 
II 30: χὼς δινεῖθ' ὅδε ῥόμβος ὃ χαάλ- 
X08 ἐξ ᾿ἀφροδίτας. XIII 89: χάλκεον 
ἄγγος ἔχων: ad aquandum. Ep, XVII3: 
ὦ Βάκχε, χάλκεόν νιν ἄντ᾽ ἀλαϑινοῦ 
| τὰν ὧδ᾽ ἀνέϑηκαν. Ep. XX 7: (τοῦ- 
τον) ἔστασ᾽ ἐνθάδε χάλκεον ποιήσας. 
χαλκός aes h. e. arma ex aere 
facta XVII 94: (πολλοὶ δέ μιν ἀσπι- 
διῶται) χαλκῷ μαρμαέροντι σεσαγμέ- 
vOL ἀμφαγέρονται. XXII 208: (ἔγκατα 
δ᾽ εἴσω) χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν: ensis, 


χαλεπός --- χαρίεις 


χὰἀλκυόνες — καὶ ἁλκυόνες, q. v. 

“Χάλκων Chalco VII 5: ἀπὸ Κλυ- 
τίας τὲ καὶ αὐτῶ | Χάλκωνος, ,Bos- 
Quyey ὃς ἐκ ποδὸς ἄνυσε κράναν: 
Ἐὐρύπυλος à Ποσειδῶνος υἱὸς. Κῴων 
βασιλεύων γήμας Κλυτίαν τὴν Μέρο- 
πος Ζάλκωνα καὶ ἀνταγόραν. ἔτεκεν, 
ἀφ᾽ ὧν οἵ ἐν Κῷ εὐγενεῖς. Schol. 

xut humi XVIII 43: στέφανον 
λωτῶ χαμαὶ αὐξομένοιο. 

χἀμεύνα, χἄμευνίς stibadium 
humi stratum XIII 88: πολλοὶ δὲ μίαν 
στορέσαντο χαμεύναν. deminut. VII 
133: ἔν τε βαϑείαις | A σχοίνοιο 
χαμευνίσιν ἐκλίνϑημες | ἔν τε νεο- 
τμάτοισι γεγαϑότες οἰναρέαισιν (codd, 
χαμεύνησιν, χαμεῦνη UB, χαμεύναις): 
"in molliculis torulis". 

χαμευνίς v. χαμευνα. 

χαμῖν — καὶ ἁμῖν, q. v. 

χανδάνω capio, complector XIII 
57: ῥόπαλον, τό οἵ αἰὲν ἐχάνδανε 
δεξιτερὴ χξέρ. 

χᾷός probus ὙΠ 4: δύο τέκνα 
“Δυκωρέος, εἴ τί περ ἐσϑλόν | χαῶν 
τῶν ἐπάνωθεν, ἀπὸ Κλυτίας τε "xo 
αὐτῶ]! Χάλκωνος (ex Ameis. emend. 
scr. pro vulg. λαῶν, Ahr. λαῶν, 
Briggs. zx»): 'ex probis atavis' ; 
εὐγενῶν, πλουσίων παρὰ Λακεδαιμο- 
νίοις. Gloss. 

χἄράσσω sculpo, incido XVII 31: 


σιδάρειον σκύταλον κεχαραγ jud 
ὄξοις: nodosum, cf. Verg. Ecl. 
pedum — formosum paribus PES 


atque aere. — c. aoc. XXIII 46: yed- 
ψον καὶ τόδε γράμμα, τὸ σοῖς τοί- 
χοισι χαράξω. 
χαρέεις (sg. m. χαρίεντος, -, -α. 
f. χαρίεσσ(α). pl. n. χαρίεντα) venu- 
stes, elegans, pulcher 1) de rebus XV 
(τὰ ποικίλα πρᾶτον ἄϑρησον ") 
—— καὶ ὡς χαρίεντα. ϑεῶν χ χερνή- 
ματα φασεῖς, cf. Od. X 222: oi« 
ϑεάων λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ 
ἀγλαὰ ἔργα πέλονται. — 92) de per- 
sonis a) masc. VIII 1: “άφνιδι τῷ 
χαρίεντι. XIII 7: τῶ χαρέεντος ἴγλα. 
ll 11ὅ: τὸν χαρίεντα -- Φιλῖνον. 
XX 18: ue τὸν χαρίεντα. XII 20: 
τοῦ χαρίεντος ἀίτεω. Ἐν. IV 18: 
τῷ χαρίεντι Πριήπῳ. --- b) fem. XIV 
8: ἃ χαρίεσσα Κυνίσκα. lll 45: μά- 
τὴρ ἃ χαρίεσσα περέφρονος ᾿4λφε- 
σιβοίης. saepius in compellatione ΠῚ 
6 Ξὶ IV 88: ὦ χαρίεσσ᾽ ᾿Δμαρυλλί. 
X 96 — 36: Βομβύκα χαρίεσσα. ΧΙ 








ΒΨ ΥΥΥ PRU RR 


Οὐδδοονν δ᾽... ΑΝ alm, 


s, XVI ss; ὦ 


pars χαριξόμενον, 
— —— χάρισαι. pf. 
; πον S 109: ri» (Veneri) δὲ 
nd icy me ἄδωνιν. V 
ta) ἐς πλέον — 
frame] z«oífy. part. "t 


S, acceptus X 
, Ὅτιγνι ϑνατῶν xtra- 


SEES Yr reae eia 
Er: — e. ace. rei XXIII 41: 


τὸς uA n rd τὰ σὰ χείλεα. e. 
- part. XXV 188: (ψεύδεσϑαι — 
πόρον ἀνέρ᾽ ἔφαντο) γλώσσης 
δίοιο χαριξόμενον παρεοῦσιν, οἵ. d. 
I 140: χαριξομένη παρεόντων. 


ON χάρις, ἡ οὐ 1) gratia 






μήτ᾽ 


— 


Ded d enl v 


reg (var. —— MNA. 

«rorg) — ὦ Μινύειον | 

: διὰ τὸ Ἔτεο- 

cim Κη và a Wire» ἀποϑῦσαι 

ὁμενῷ τῷ Μινυείω. 

Schol. XVI 108: καλλείψω δ᾽ οὐδ᾽ 

ὄμμε" τί γὰρ Χαρίτων “ἀγαπητόν | 

mou ἀπάνευθεν: ἀεὶ Χαρίτεσ- 

σιν ἅμ᾽ Δ ἀν! στὴ enim * 

poetis, 6: (τί) ἡμετέρας 

fétens πετάσας ὑποδέξεται οἴκῳ | 

σπασίως; XXVIII 7: Νικίαν, Χαρί- 
τῶν ἱμεροφώνων ltgov φύτον. 

gratia XXX 6: &mxav 

τοῦτο χάρισμ᾽, αἴ τι παραύαις γλύκυ 


XII 35: 

«goxóv I — de fervidis 
deem eonis XXV 142: 
σκύλος «vor Bà» χαροποῖο λέοντος. 
225: αὐχμηρὰς πεπάλακτο φόνῳ χα- 
ροπόν τε πρόσωπον. 


᾿χαρίξομαι — χειμών 


301 
ασμέομαι Ὕ- οἱ do. - 
— inhio εἰς γὴν μα n. 


τὰν πόρτιν) rer diga guentipsvos (Ahr. 


€. vàr, q«6 
xeiios (ag. —— τευς, -ει, χεῖ- 


pl. χείλεα, -ἐσι, -εα, -ἢ) 
labra hope ——— 
ὀφϑαλμὸς πεστι, πλατεῖα 
ges. XX 9: χείλεά τοι νοσέοντι. 
XXIII 11: ἄγρια δ᾽ αὐτῷ | χεΐεα. 
usurpantur autem labra in dicendo et 
cantando XXV 65: dy δ᾽ ὄκνῳ sed 
22* ἐλάμβα νε μῦϑον ἰόντα. 1 129 
* xnoo d καλὰν περὶ χ 
ἑλικτάν. in ridendo VII 20: ΤΣ 

XX 18: χείλεσι 


δέ of εἴχετο χείλευς. 
μυχϑίζοισα. AXIIL 7: ovx d evyua 


prise. in osculando 32: ὃς 
δέ κε προσ (En γλυκερώτερα χείλεσι 
χείλη. XXIII Π 41: κἂν νεκρῷ χάρισαι 
τὰ σὰ zt(hta. XX 4: ἀστικὰ χείλεα 
θλίβειν. XV 130: οὐ κεντεὶ τὸ φί- 
Aen, ἔτι οἵ περὶ χείλεα πυρρά. XXVII 


6. 11. 18. Ad. 38. in bibendo VII 70: 


(πέομαι) αὐταῖσιν κυλέκεσσι καὶ ἐς 
τρύγα χεῖλος ἐρείδων. 1 59: οὐδέ τί 
zo ποτὶ χεῖλος ἐμὸν ϑίγεν (τὸ δέπας). 
XXIII 25: ἣν ὅλον αὐτὸ λαβὼν ποτὶ 
χεῖλος ἀμέλξω. XXII 63: γνώσεαι, 
εἴ σευ δῖψος ἀνειμένα χείλεα τέρσει. 
— 3) rerum: margo 1 29: τῶ (δέ- 
παος) περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόϑι 
κισσός, cf. Od. IV 616: χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ 
χείλεα κεκράανται. 

,χεῖμα hiems IX 30: ἔχω δέ τοι 
οὐδ᾽ ὅσον ὦραν | χείματος 3 velie 
καρύων ἀμύλοιο παρόντος. 111: 
εἴης δ᾽ Ηδωνῶν μὲν ἐν ὥρεσι χείματι 
μέσσῳ 1 Ἔβρον πὰρ ποταμόν. 

χειμαένει hiemat IX 19: ἐν πυρὶ 
δὲ δρυίνῳ γόρια ξεῖ, ἐν πυρὶ δ᾽ αὖαι 
| φαγοί, χειμαίνοντος: 'hieme sae- 
viente, quum hiemat'. 

M Mri hieme fluens v. torrens 

I 49: πέτροι ὁλοέτροχοι, οὖστε 
κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγά- 
λαις περιέξεσε δίναις. 

χειμέριος hibermus Ep. VIII 9: 
χειμερίης μεϑύων μηδαμὰ νυκτὸς ἴοις 
(Brunck. χειμερέας). 

χειμών 1) tempestas horrida cum 
procellis praecipitibus coniuncta VIII 
ὅτ: δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κα- 
xóv, ὕδασι δ᾽ αὐχμός. — 2) tem 

XI 36: τυρὸς δ᾽ οὐ λὲ 
μ᾽ οὔτ᾽ ἐν ϑέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ, [ οὐ 
χειμῶνος ἄκρω. XVIII 27: (διέφανε 
πρόσωπον) — ἅτε λευκὸν ἔαρ χειμῶ- 


90" 


908 


vog ἀνέντος. XII 3: ἔαρ χειμῶνος 
(ἤδιον). XI 58: τὰ μὲν ϑέρεος, τὰ 
δὲ γίνεται ἐν χειμῶνι. 

χείρ (sg. χείρ, χειρός, χερός; χειρί, 
χερί; χεῖρα, χέρ(α). --- du. g. χειροῖν, 
à. τὼ χέρε. --- pl. χεῖρες, χέρες; χειρῶν, 
χερῶν: χείρεσσι(ν), χερσί(ν), χεῖρας, 


aeol. χέρρας XXVIII 9.) manus ho-. 


minum v. deorum 1) manus cum bra- 
chio cohaerens, brachium VII 104: 
ἄκλητον κείνοιο φίλας ἐς χεῖρας ἐρεί- 
σαις. XXII 129: ἀνέσχεϑε νεῖκος 
ἀπαυδῶν | ἀμφοτέρας “ἅμα χεῖρας. 
XXIII 48: τὼ χέρε τεινόμενος. XXII 
65: εἷς ἑνὶ χεῖρας ἄειρον ἐναντίος 
ἀνδρὶ καταστάς. 8: χεῖρας ἐπιξεύ- 
ξανταὰ μέσας βοέοισιν ἵμᾶσιν, cf. Verg. 
Aen. V 408: duroque intendere bra- 
chia tergo h. e. induere aestum, — 
2) manus ipsa XIX 2: ἄκρα δὲ χει- 
ρῶν | δάκτυλα. XV 66: δὸς τὰν χέρα 
μοι. XXVIII 9: δῶρον Νικιάας εἰς 
ὀλόχω χέρρας ὀπάσσομεν. XIX 3: 
χέρ ἐφύση. XI 55: τὰν χέρα τευς 
ἐφίλασα. XX 9: χέρες δέ τοι ἐντὶ 
μέλαιναι. XIII 47: ταὶ δ᾽ ἐν χερὶ 
πᾶσαι ἔφυσαν. 11 189: χειρὸς ἐφ- 
αψαμένα. XVII 65: καϑαπτομένα 
χείρεσσι. φίλῃσιν. XVI16: ὑπὸ κόλπῳ 
χεῖρας ἔχων. III 41: μᾶλ᾽ ἐν χερσὶν 
ἑλών. XXVIT: χερσὶν ἑλοῖσαι. XXIV 
54: jos δύω χείρεσσιν ἀπρὶξ &ma- 
λαῖσιν ἔχοντα. XVII 134: χεῖρας φοι- 
βήσασα μύροις. 81: κόλπον ἐς εὐώδη 
ῥαδινὰς ἐσεμάξατο χεῖρας. ΧΧΥ 18: 
αὖλις δέ σφισιν ἥδε τεῆς ἐπὶ δεξιὰ 
χειρός | φαίνεται. XXVII 17. 18. 50. 
— utiles autem sunt manus maxime 
a) ad pugnandum XXII 146: γυμναὶ 
δ᾽ ἐν χερσὶ μάχαιραι. XXIII 5: (τόξα) 
χερσὶ κρατεῖ. XXV 286: ὁ πρὶν 
(ὀιστὸς) ἐτώσιος ἔκφυγε “χειρός. XXII 
196: τοῦ μὲν ἄκρην ἐκόλουσεν᾽ ἐπὶ 
σκαιὸν γόνυ χεῖρα | φάσγανον ὀξὺ 
φέροντος. XIII 57: ῥόπαλον, τό οἵ 
αἰὲν ἐχάνδανε δεξιτερὴ χείρ. XXV 
253: ἐγὼ δ᾽ ἑτέρηφι. βέλεμνα | χειρὶ 
προεσχεϑόμην. καὶ ἀπ᾽ ὦμων δίπλακα 
λώπην, [τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ῥόπαλον — ἀεί- 
ρας | ἤλασα κὰκ κεφαλῆς. XXII 210: 
χερῶν δέ οἵ ἔκβαλε τυχτήν | μάρμα- 
ρον. XXV 176: (δέρμα ἁγηρὸς) χει- 
ρῶν καρτερὸν ἔργον. XVI 89: δυσ- 
μενέων ὅσα χεῖρες ἐλωβήσαντο κατ- 
ἄκρας. XXII 174: χεῖρας ἐρωήσουσιν 
ἀποσχομένω ὑσμίνης. — XXV 145: 
, toU uiv ἄναξ προσιόντος ἐδράξατο 
χειρὶ παχείῃ | σκαιοῦ ἄφαρ κέραος. 


χείρ — χέω 


266: ἦγχον δ᾽ ἐγκρατέως στιβαρὰς 
σὺν χεῖρας ἐρείσας. XXIV 26. — de 
pugilhbus XXII 80: -σπείραισιν ἐκαρ- 
τύναντο βοείαις | χεῖρας καὶ πὲ | γυῖα 
μακροὺς £a f, ἱμάντας. 109: m στῆ- 
ϑός τὲ καὶ ἰξὺν χεῖρας ἐνώμα, cf. 3. 65. 
68. XXII 119: σκαιῇ μὲν σκαιὴν Πολυ- 
δεύκεος ἔλλαβε χεῖρα. 128: στιβαρῇ 
δ᾽ ἅμα χειρί | πλῆξεν ὁ ὑπὸ σκαιὸν Ἀρό- 
ταφον καὶ ἐπέμπεσεν Guo. 88: (ζετο 
πρόσσω) χερσὶ τιτυσκόμενος. 102: τὸν 
μὲν ἄναξ ἐτάρασσεν ἐ ἐτώσια χερσὶ προ- 
δεικνύς  πάντοϑεν. — b) ad confi 
ciendum ,opus XXV 2: παυσάμενος 
ἔργοιο, τό οἵ μετὰ χερσὶν ἔκειτο. XXI 
9: κεῖτο τὰ ταῖν χειροῖν ἀϑλήματα. 
XXIV 74: μαλακὸν περὶ γούνατι νῆμα 
| χειρὶ κατατρίψοντι. XXV 250: τοῦ 
μὲν om ἐκ χειρῶν ἔφυγεν τανύφλοιος 
ἐρινεός | καμπτόμενος. XVI 82: ὡσεί 
τις μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοϑι χεῖρας. 
XXIV 107: “ἄμφω χεῖρας ἔπλασσε | 
πυξίνᾳ ἐν φόρμιγγι. Ep. VIL: χάριν 
γἱαφυρῶς χερός. XXII 88: ,πυρεῖά TÉ 
χερσὶν ἐνώμων. X 55: μή. τι τάμῃς 
τὰν χεῖρα καταπρίων τὸ κύμινον. 

χειρδπληϑιής manum implens, tam 
magnus ut manum impleat XXV 63: 
χειροπληϑῇ vs κορύνην. 

, “Χείρων Chiron Centaurus VII 149: 
ἀρά γέ πᾷ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον 
ἄντρον | κρατῆρ᾽ Ἡρακλῆι γέρων 
ἐστήσατο Χείρων; ν. Φόλος. 

χελεδόνεον chelidonium, "fortasse 
arum maculatum L.^ XIH 41: κυάνεόν 
τε χελιδόνιον χλωρόν τ᾽ ἀδίαντον. 

χελεδών hirundo XIV 39: μάστακα 
δοῖσα TÉXVOLGLV ὑπωροφίοισι χελιδών 
| ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον 
ἀγείρειν. 

χε είων. deterior, inferior XXVII 
42: ἀλλ᾽ οὐ σέϑεν εἰμὶ χερείων. ll 
15: φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα 
μήτε τι Κίρκης | μήτε τι Μηδείας. 

χέρνημια opus manu confectum XV 
78: τὰ ποικίλα πρᾶτον ἄϑρησον, n 
λεπτὰ καὶ ὡς χαρίεντα᾽ ϑεῶν χερνή- 
ματα φασεὶῖς (ductu Hermanni e coni. 
Scr. A. Fritzschius pro vulg. περο- 
νάματα): *manufacta" 

χέρσος terra sicca opp. mari XI 
43: τὰν γιαυκὰν δὲ ϑαλασσαν ἔα 
ποτὶ χέρσον ὀρεχϑεῖν. XVI 61: (x$- 
ματα,) ὅσσ᾽ ἄνεμος χέρσονδε μετὰ 
γλαυκᾶς ἁλὸς oO. 

“χέω (act. praes. ind. χεῖσε. ipf. 
χέε. pass. pf. κέχῦται, -υνται. plpf. 
(ἐγκέχυντο) fundo, effundo 1) de rebus 





üs | 118: ποταμοί, τοὶ χεῖτε xa- 
λὸν κατὰ “ωρίδος ὕδωρ. met. VII 
. B3: οὔνεκά οἵ γλυκὺ Μοῖσα κατὰ 
| στόματος —— Pie. de siccis, 
: quum extendantur ac pas- 
.jaceant quodammodo funduntur 
XX 23: — δ᾽ οἷα σέλινα περὶ 
κέχυντο. VII 145: τοὶ δ᾽ 


| —— fres. xata- 
| Ne ἔραξε. IV 8: ἔνϑα 
αἱ οτονόκαις ἕλικι | &u- 


106: οὐ μὰν ἀχρεῖός. γε 
ue πίονι χρυσός | μυρμάκων ἅτε 


ἀεὶ κέχυται μογεόντων: ἐστιν 

ΝΣ ὐὐγνρένος, Schol. V 129: 

σχῖνον mat καὶ iv κομάροισι x£- 

χυνται (var. κέονται v. κέοντι) &C. a£ 

αἶγες: 'fusae sunt, iacent"; cf. Verg. 

Aen. I 214: fusique per herbam im- 
plentur veteris Bacchi 


pe - ἡ, v. 
2 ca XVI 10: ὀκνηραὶ δὲ 


πάλιν —— * πυϑμένι χηλοῦ | ψυ- 
χροῖς ἐν ——— κάρη μέμνοντι βα- 
λοῖσαι (αἴ Χάριτες). 
x9 dnáLós humilis XVII 79: οὔτις 

τόσα φύει ὅσα χϑαμαλὰ Αἴγυπτος. 

χϑιξζός hesternus, hesterno die XXV 
56: ὃς ὅδ᾽ εἰλήλουθεν ἀπ᾽ ἄστεος, 
ef. Il. 1 424: χϑιζὸς ἔβη μετὰ δαῖτα. 
P χϑόνιος infernus II 12: (riv γὰρ 
} τὰ pud. ἄσυχε δαῖμον.) τᾷ χϑο- 
) e 9' "Ende, τὰν καὶ σκύλακες τρο- 
| Triviae. 
- — (gen. χϑονός, aeol. χϑόνος. 
* in hex, semper ante caes. 
z terra 1) solum XXV 18; rovs 
: μὲν i onera ἀπὸ χϑονὸς ὅσσον 


) — uev — δειδίσσετο, cf. 

232. C5 γος τ: ew z0ovie 
Ἷ ὑψφόσ᾽ ἀερϑείς. — Π 112: ἐπὶ χϑονος 
πᾶξαι. XNT 17. — 2) terra 


VT RI CMS xU 





seges id Pes rag XVI 90: af 
ἀνάριϑμοι | μήλων χιλιάδες. 

χίλιοι mille XI. 84: ἀλλ᾽ οὗτός, 

τοιοῦτος ἐών, awe fux βόσκω, cf. 

Verg. Verg. Écl. H2 e meae Siculis 

; sein in montibus agnae. 

peres ce in exitu hex. non 

led) ) capella 17: πολλὰς μὲν ὅις, 

πολλὰς δὲ χιμαίρας. "V 56: ὑπεσσεῖ- 

ται δὲ χιμαιρᾶν | δέρματα τῶν παρὰ 





χὴ — χλαμυδηφόρος 


τὶν ὕτερα πολλάκις : 
«at δὲ χ ,| aide — A PTT 
xal ó Luis a αὐτὰς ἐτρύπη, cf. 
Υ. χίμαρος. 

—— (sg. χέμαρος, -o, -ov. 
χιμάρως) masc. fem. 1) hircus, hir 
Ep. IV τό: κεὐϑὺς cepe? 

81: 


αἴκα δ᾽ αἷγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ 
καταρρεῖ | ἃ χίμαρος" χιμάρῳ pos 
λὸν κρῇς, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς: ἔριφοι 
μέχρι τριῶν μηνῶν D καὶ τεττάρων. 
χίμαροι ἐπὶ ϑηλυκοῦ ἕως ἐνιαυτοῦ, 
τουτέστιν ἕως ἂν τέκωσι καὶ ἀμελ- 
χϑῶσιν" ἀφ᾽ οὗ δὲ τέξεται ἡ ἡ χίμαρος 
οὐκέτι χίμαρος λέγεται, ἀλλὰ cb 
χίμαιρα. Schol. Ep. VI VI 3: οἴχεται & 


λίμαρος, τὸ καλὸν τέκος, οἴχετ᾽ ἐς 


Aidav. 

Χῖος Chius XXII 218: ὑμὶν κῦδος, 
ἄνακτες, — Χῖος ἀοιδός: Ho- 
merus, cf II 47: Μοισᾶν ὄρνιχες, 
ὅσοι ποτὶ Χῖον ἀοιδόν d ΡΝ x0x- 
κύξοντες ἐτώσια ae — de 
Theocrito Chio Ep 1: ἄλλος ὁ 
Χῖος" ἐγὼ δὲ ——— 

xivev tunica talaris, palia II 73: 
ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χι- 
τῶνα, cf. Stat. Ach. I 262: aurata 
vestigia palla verrere. 

χιτώνιον tunica muliebris XV 31: 
δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις; 

χίών nir XXIII 31: à δὲ χιὼν 
λευκά, καὶ τάκεται ἁνέκα παχϑῇ. ΧΙ 
48) (Αἴτνα) λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν 

ὅσιον προΐητι. VIL 16: «εὖτε tov 
ὧν τις κατετάκετο ρὸν ὑφ᾽ Atuov. 
11106: πᾶσα μὲν ἐψύχϑην χιόνος πλέον. 
χλαῖνα 1) laena,. vestis HM la- 
nea IL 53: τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς Aaívag τὸ 
—— ὥλεσε Δέλφις. V 98: ἀλλ᾽ 
iro s λαῖναν μαλακὸν πόκον, óm- 
xa πω | τὰν οἷν τὰν πελλών, Κρα- 
vd δωρήσομαι αὐτός. — 3) vestis 
wm laneum, quo te- 
guntur cubantes XVIII 19: Ζανός τοι 
—— ὑπὸ τὰν μίαν ἵκετο χλαῖναν. 
26: οὔλαν δὲ ποσὶν διελάκτισε 
χλαῖναν. 61: τὸν ἄλλον ὑπ᾽ ἀμνείαν 
ϑέτο χλαῖναν | παῖδα. 
zAdnod chlamyde indutus, 
A M onica —— XV 
6: , παντᾷ κρηπῖδες, παντᾷ χλαμυδη- 
φόροι ἄνδρες. 


810 


χλοερός virens XXVII 66: ὡς of 
μὲν yAosootcw ἰαινόμενοι usAésaouv | 
ἀλλήλοις — (var. χλωροῖσιν). 


χλωρός (sg. f. χλωρή, -ἃς, -ῇ. n. 
χλωρόν, 80]. χλῶρον XXVIII 4. — 
pl f. χλωραί. n. χλωρά, -oicw) 1) 


viridis, virens; de arboribus, floribus, 
folis XXV 91: (πλατάνιστοι — πε- 
φύασι) xoi τ᾽ ἀγριέλαιος. XIII 41: 

λωρόν τ᾽ ἀδίαντον. XI 13: χλωρᾶς 
ἐκ βοτάνας. XXV 281: χλωρῇ δὲ 
παλίσσυτον ἔμπεσε ποίῃ. VII 9: (αἴ- 
γειροι) χλωροῖσιν πετάλοισι κατηρεφέες 
κομόωσαι. — XV 119: χλωραὺ δὲ 
σκιάδες. XXVIII 4: ὅππᾳ Κύπριδος 
ἶρον καλάμῳ χλῶρον ὑπ᾽ ἀπάλῳ (var. 
χλωρόν): “6418 Veneris culmo recens 
tecta". — neutr. pl XXV 158: ἐν ὕλῃ 
χλωρὰ 950965: 'quae viride per cam- 
pum excurrebat'. — met, XIV 70: 
ποιεῖν τι δεῖ, ἃς γόνυ χλωρόν: 'dum 
virent genua (Hor. Epod. XII 4)". 

(de XXVII 66 v. χλοερὸς.), — 2) pal- 
. lidus XXV 220: did κατὰ σταϑμοὺς 
χλωρὸν δέος εἶχεν ἕκαστον: τὸ χλωρο- 
ποιόν. Hesych., cf. Od. XI 633: e 
δὲ χλωρὸν δέος ἤρει. 

χνοάω lanugine obsitus sum XXVII 
49: μᾶλα. τεὰ πράτιστα τάδε χνοάοντα 
μαλάξω. 

χοὶ -- καὶ of, q. v. : 

,“χοιράς͵ scopulus XII 24: ἀφ᾽ ὦ 
τότε χοιράδες ἔσταν: dicuntur Sym- 
plegades. 

χοῖρος porcus XXIV 97: Ζηνὶ δ᾽ 
ἐπιρρέξαι καϑυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖ- 
ρον. XIV 14: δύο μὲν κατέκοψα 
νεοσσώς | ϑηλάξοντά τε χοῖρον, ἀνῷξα 
δὲ Βίβλινον αὐτοῖς, οἵ, Hor. Od. III 
17,14: cras genium mero curabis et 
porco bimestri. 

X044 fel h. e. ira 1 18: καί of ἀεὶ 
δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάϑηται. XXIII 
18: τᾷ δὲ χολᾷ τὸ πρόσωπον ἀμεί ξτο. 

χόλος ira XXVII 14: φεῦ φεῦ τᾶς 
Παφίας χόλον ἅξεο καὶ σύγε πώρα. 

χολόομαι irascor, succenseo XXV 
5: τὸν γάρ φασι μέγιστον ἐπουρανίων 
κεχολῶσϑαι. ΧΧΠ 81: αὐτὰρ ὅγ᾽ ἐν 
ϑυμῷ κεχολωμένος ἵετο πρόσσω. XXIII 
21: οὐκέτι γάρ σε] κῶρ᾽ ἐθέλω 1υ- 
πεῖν κεχολωμένον (var. λύπης κεχο- 
λωμένοξ). 

xoosin chorea, saltatio XXVII 25: 
οὐκ ὀδύνην, οὐκ ἄλγος ἔχει γάμος, 
ἀλλὰ χορφείην. 

Xoesóo choros agito, salto 1 91: 
τάκεαι ὀφϑαλμώς, ὅτι οὐ μετὰ ταῖσι 


χλοερός — χράω 


(παρϑένοις) χορεύεις. VH 153: (Πο- 
λύφαμον) τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ᾽ 
αὐλία ποσσὶ χορεῦσαι. 

χορηγός choragws, is qui sumptus 
facit in chorum Ep. XII 1: Mr 
μέλης ὁ χορηγός, ὃ τὸν τρίποδ᾽, ὦ 
Διόνυσε, | καὶ σὲ -- ἀναϑείς, | ὠέτριος 
ἦν ἐν πᾶσι, χορῷ δ᾽ ἐκτήσατο νίκην | 
ἀνδρῶν. 

χόριον 1) corium X 11: χαλεπὸν 
χορίω κύνα γεῦσαι, cf. Hor. Sat. II 
5, 88: canis a corio nunquam àbs- 
terrebitur uneto. Lucian. adv. in- 
doct. 25: οὐδὲ γὰρ κύων ἅπαξ παύ- 
σαιτ᾽ ἂν σκυτοτραγεῖν μαϑοῦσα. — 
2) intestina IX. 19: ἐν πυρὶ δὲ δρυίνῳ 
χόρια fei: "intestina lacte et melle 
impleta" ; τὰ τῶν προβάτων καὶ d ἀρνῶν 
ἔντερα. Schol. βρώματα διὰ μέλιτος 
καὶ γάλακτος γενόμενα. Athen. XIV 
p. 646 E. 

χορός chorus XVIII 3: (παρϑενι- 
καὶ) πρόσϑε νεογράπτω ϑαλάμω ,χὸ- 
φὸν ἐστάσαντο. XIII 43: ὕδατι δ᾽ ἐν 
μέσσῳ Νύμφαι. χορὸν ἀρτίζοντο. Ep. 
XII 3: χορῷ δ᾽ ἐκτήσατο νίκην | ἀν- 
δρῶν: 'choro virili h. e. dithyram- 
bico. Wuestem. 

χόρτος 1) foenum 1V 18: καὶ μα- 
λακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυϑα δίδωμι 
(τᾷ πόρτι). — 3) pascuum XIII 39: 
τάχα δὲ κράναν ἐνόησεν | ἡμένῳ ἐν 
χόρτῳ (Ahr. et Ziegl. c. var. χώρῳ). 


χοῦτος — καὶ οὗτος,. q. v. 
χοὕτω — χα οὕτω, q. v. 

χράω P, Act. impers. χρή (praes. 
χρή. ipf. ἐχρῆν. brevis vocalis ante 
h. v. in hex. ubique producitur; non 
liquet de XXIX 2. 31.) opus est, opor- 
tet, decet; sequ. inf. praes. (v. aor.) 
c. àccus., qui nonnunquam intelligi- 
tur, XXIX ?: χἄμμε χρὴ μεϑύοντας 
ἀλάϑεας ἔμμεναι. X 56: ταῦτα χρὴ 
μοχϑεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν. 
XVIII 12: εὔδειν μὰν χρήξζοντα xa9* 
ὥραν αὐτὸν ἐχρῆν vv. 1V 41: ϑαρ- 
σεῖν χρή, φίλε Βάττε. XV 44: πῶς 
καί ποκα τοῦτο περᾶσαι | χρὴ τὸ x- 
xóv; XXV 81: ἤδει δ᾽ ᾧ τὲ χρὴ χα- 
λεπαινέμεν ᾧ τε καὶ οὐκί. VIII 66. 
XXII 171. XXIX SI, XXX 29. jme 
infin. XIV 64: οἷα χρὴ βασιλῆ᾽: 
πράττειν. Gloss. — 2) Pass. —— 


(pf. κέχρησϑε, κἔχρημένος. fut, κεξ- 
χρήσετ᾽) difficultate atque inopia co- 
gor, indigeo, c. gen. XXVI 18: τίνος 
κέχρησϑε, γυναῖκες; XXV 101: (οὔτις) 





ESSE — 


SUAM E 312: "dg δέ σε 


—— 


| rtl πᾶν ὃ ϑέλεις αἶψα yofog 
ἐχτετέλεσται. 


ἡσδω desidero, 
XV 28: A 
o SUI ed ** 
εἰν μὰν yortovra 
ραν αὐτὸν ἐχρῆν rv με, » 
c. var. σπεύ ovra). 
ὧν ἐσιδεῖν: y Phy den 
a ἤγϑιον; 4. zels ὦ τοῦτ᾽ ἐσ- 


» a 






E ἰδεῖν, χρήσδω καταϑεῖναι ἄεϑλον. 


χρῆμα ( τοῆμ(α). pl. χρήματα. 
brevis — aus ante h. v. semel pro- 
ducitur. Dxv he XXI 25: τέ τὸ 
23: "x χρῆμα καλόν 

τι κοσμεῖν τὰν βασίλισσαν: 's 
culum magnificum". — met. de ho- 
mine XV $3: yp τοι χρῆμ᾽ ὧν- 
— 145: Πραξινόα, τὸ χρῆμα 
σοφώτερον, cf. Sen. Epist. 95, 38: 
homo sacra res homini. — de pluri- 


— XVII 4: s eder). δώδεκα 
AG πόλιος, μέγα In Aa- 
καινᾶν, cf. Prop. IL 5 P Cynthia 
forma potens — 2) der. pecunia, 
— 59: χρήματα δὲ ξώοντες 
ϑανόντων. Ep. XXIII 
δι τὰ ἃ δ᾽ ὀϑνεῖα Κάικος | χρήματα 
καὶ νυκτὸς βουλομένοις ἀριϑμεῖ. 
er. Ep. XVII * πολλὰ 
πὸτ τὰν ξόαν τοῖς πᾶσιν εἶπ 
T — de homine: frugi Ep. xi 
4: χρησίμα καλεῖται (KAleíra). 
uus — A * χρη- 
σμῶς ἃ πρεσβῦτις ἀπώχετο ϑεσπίξασα: 
μαντείας i αἰνίγματα. Gloss. 
utilis, bonus XXI 29: de 
ἐς κρένειν ποκ᾽ ἐνύπνια; * 
o» εἶδον. — de hominibus: 
(opp. πονηρός) XV 75: χρηστοῦ 
ἀνδρός (Ziegl. e coni. 
—— χρηστῶν): 'quel homme brave 
et compatissant'. Ep. XXI 2: εἰ μὲν 
μὴ ποτέρχευ τῷ rUuo, | 
εἰ δ᾽ ἐσσὶ κρήγυός τε καὶ παρὰ yon- 
στῶν, | ϑαρσέων καϑέξευ. 


xi da: ( admoveo, impingo; med. 
144: — “Ἰκόφουσιν * 
— cose La er on me 


χρύσειος 311 
zelo a; » perungo; de Lacaenis 
μάλι . als deó ὃ deón ᾿ — αμέ- 
κες, ρόμος $ | χρισ 
—* ἀνδριστὶ παρ᾽ Ἑῤρώταο 1λοετροῖς. 
» Χροιά color XXV 180: χρόην 
„* σαν ἠύτε κύκνοι | ἀργησταί (οἵ 
ταῦροι). de pugile A14: (ὁ δ᾽ 
αἰεὶ πάσσονα yia) ἁπτόμενος φο- 
ρέεσκε πόνου χροιῇ δέ T meer 
XVI 48: τίς κομόωντας | Hou 

ἢ 95v» ἀπὸ χροιᾶς Κύκνον γνῶ; 
(var. dere λευκὸς γὰρ ἦν τὴν 
χροιὰν — ὥς φησιν Ἕλλα- 
ψνιχος. hol. 

—S coloro, med. X 18: μάφτες 
τοι τὰν νύκτα γροΐξεται & xa 
(plerique χροϊξεῖται καλαμαέα, War- 
ton. χροϊξεῖϑ᾽ ἃ καλαμαία, δαὶ assen- 
titur Ahr. Phil. XXXIII p. 388): *quia 
fusca est puella, quam alter deperit, 
Milon acerbe sic 10catur: hem, iam 
maga v. saga illa fusca noctem ipsam 
tibi (quando tecum est) reddit atram'. 
A. Fr 

Χρόμεις Chromis pastor I24: ὡς ὅκα 
τὸν Διβύαϑε ποτὶ Χρόμιν ᾧσας ἐρέσδων. 

χρόνιος diuturnus, de homin t 
longum tempus adveniente DX 2 
ὡς χρόνιος. Θ. χρόνιος; τί δέ τοι - 
—— ;: *quam diu te non vidiꝰ 

ucian. Tim. 55: παπαῖ, χρόνιος LA 

Θρασυκλῆς. Od. XVH 119: υἱὸν ἐλ- 
Move e νέον ἄλλοϑεν. 

os (sg. χρόνος, -ῳ, -ov. brevis 

h. v. producitur bis.) 

— II 99: ὁ δὲ χρόνος ἄνετο φεύ- 

ev. XXIII 28: καὶ τὸ ῥόδον καῖον 

ier Gri, καὶ ὁ χρόνος αὐτὸ μαραίνει. Vu 

ς ,ρόνος &víx' ...: *fuit tempus 
ELE . — de longiore temporis 
p sea XXI 925: χρόνον ταὶ v τες 

χοντι, XXIV 122: δίφροι, ἐφ᾽ ὧν 
ἐπέβαινε, χρόνῳ διέλυσαν ἱμάντας. 
XV 1: Γοργοῖφ , ὡς 100»0!: 'quam 
longo intervallo venis" ; cf. Eur. Phoen. 
306: ἰὼ τέκνον, χρόνῳ σὸν ὄμμα μυ- 
ρέαις τ᾿ ἐν ἁμέραις προσεῖδον. — de 
aetate XIV 69: ἐπισχερὼ ἐς γένυν 
ἕρπει 1 λευκαίνων ὁ τρόνος. 
χρφύσε(εγος (sg. m. χρύσξος, -tov. 
f. «, n. χρύσειον. --- pl. m. χρύ- 
σειοι, χρύσεοι. n. χρύσει᾽, χρυσοῖσιν, 
aeol γχρύσϊα ci. XXIX 37. brevis vo- 
calis ante h. v. semel producitur.) 
aureus, 1) ex auro factus v. auro or- 
natus XV 114: Zwoío δὲ μύρω χρύ- 
ἀλάβαστρα. XXIX 37: νῦν μὲν 


312 


κἠπὶ τὰ χρύσια μᾶλ᾽ ἕνεκεν σέϑεν | 
βαίην (A. Fritzschius e coni. pro vulg. 
χρύσεα): Hesperidum. XVII 17: καί 
oí χρύσεος δόμος ἔν Διὸς. οἴκῳ Ι δέ- 
δμηται. XIII 16:: ὅτε τὸ χρύσειον 
ἔπλει μετὰ κῶας Ἰήσων. XXI 52: 
ἀνείλκυσα χρύσεον ἰχϑύν, οὗ, 64; ita- 
que dicit XXI 66: ξάτει τὸν σάρκινον 
ἰχϑύν, Ι μὴ σὺ ϑάνῃς λιμῷ καὶ σοῖς 
χρυσοῖσιν ὀνείροις. de simulacris X 
32: αἴθε μοι ἧς, Occo Kooicóv | ποκα 
φαντὶ πεπᾶσϑαι, | χρύσεοι ἀμφότεροί 
κ᾽ ἀνεκείμεθα τῷ ᾿ἀφροδέτᾳ, cf. Verg. 
Ecl. VII 35:munc te marmoreum pro 


tempore fecimus; at tu — aureus 
esto. — (VIII 53: χρύσεια τάλαντα, 
v. Κροίσειος.) — 2) met. de quavis 


praestantàa AC pulchritudine XVIII 
28: ὧδε “καὶ & χρυσέα Ἑλένα δια- 
φαίνετ᾽ ἐν ἁμῖν, ut apud Hom. Ve- 
nus saepius vocatur χρυσέη, e. g. ll. 
IIl 64. de pon aureae aetatis ho- 
minibus XII 15: ἡ óc τότ᾽ ἔσσαν 
ρύσειοι πάλιν ἄνδρες, ὅτ᾽ ἀντεφίλησ 
0 φιληϑείς: erat tum iterum aetas 
aurea'; cf. Lucian. Saturnal. 7, p. 
390: ἀγαϑοὶ γὰρ ἦσαν καὶ χουσοὶ 
ἅπαντες. Hor. Od. IV 2, 39: redeant 
in aurum tempora priscum. - 

Xov00y0r Chrysogone, uxor Am- 
phiclis Ep. XIII 2: ἁγνῆς ἄνϑεμα 
Χρυσογόνης | οἴκῳ ἐν ᾿᾿ἀμφικλέους, o 
καὶ τέκνα καὶ βῶν εἶχεν | ξυνόν. 

χρῦσός (sg. χρυσός, -ῶ, -ῷ, ,- 9v) 
aurum XXl δ2: ἀνείλκυσα χρύσεον 
ἰχϑὺν | παντᾷ τῷ χρυσῷ πεπυκασμέ- 
vov, οἵ, 51. 60. — plerumque de rebus 
ex auro confectis: de simulacris et 
loreumate XVII 124: ἐν δ᾽ αὐτοὺς 
χρυσῷ περικαλλέας ἠδ᾽ ἐλέφαντι | 
ἵδρυται. XV 123: ὦ ἔβενος, ὦ χρυ- 
σός, ὦ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος | αἰετοί, 
de nummis aureis, 
XII 36: δΔυδίῃ — ᾿πέτρῃ — χρυσὸν 
ὁποίῃ, | πεύϑονται μὴ φαυλόσ᾽ ἐτήτυ- 
μον ἀργυραμοιβοί. XVI 22: δαιμό- 
νιοι, τί δὲ κέρδος ὁ μυρίος ἔνδοϑι 
χρυσός | κεέμενος; XVII 106: οὐ μὰν 
ἀχρεῖός ys δόμῳ ἐνὶ πίονι χρυσός | 
μυρμάκων ἅτε πλοῦτος ἀεὶ κέχυται 
μογεόντων. ΧΙ 82. XV 101: χρυσῷ 
παίζοισ᾽ ᾿ἀφροδίτα: διὰ τούτου δηλοῖ 
ὅτι of ἐρῶντες χρυσῷ πείϑουσι τοὺς 
ἐρωμένους. Schol. 

χρώς (sg. χρώς, χροός, χρωτί, χρόα. 
brevis vocalis ante h. v. producitur 
ier.) cutis corporis cum ipsa carne 
subiecta Il 88: καί μὲν χρὼς μὲν 


pecunia, divitis - 


Χρυσογόνη — χῶρος 


ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι ϑάψῳ. 110: 
ἐπάγην δαγῦδι καλὸν χρόα. πάντοϑεν 
ἴσα. 140: καὶ ταχὺ χρὼς ἐπὶ χρωτὶ 
πεπαίνετο. XXX 9: ἠφεύϑετο͵ δὲ χρόα. 
ΧΧ 16: καὶ χρόα φοινέχϑην ὑπὸ τῶλ- 
γεος ὡς ῥόδον ἕρσᾳ. (de XXIII 13 v. 
ὑπωχρος.) VI 14: κατὰ δὲ χρόα κα- 
λὸν ἀμύξῃ. XXVII 80: μὴ καὶ χρόα 
καλὸν ὀλέσσω. XXV 2658: μαιμώων 
χροὸς ἦσαι. VII 109: κατὰ μὲν χρόα 
πάντ᾽ ὀνύχεσσι | δακνόμενος κνάσαιο. 
XXII 188: εἴ πού τι χροὸς γυμνωϑὲν 
ἴδοιεν. XXV 69: (ἐνόησαν) ἀμφότερον 
ὀδμῇ τε χροὸς δούπῳ τε ποδοῖν. 
180: πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χροὸς 
ἤισαν ὀσμήν. IL 55: αἰαῖ igne — 
τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς α iue | ἐ μφὺς 
ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπω- 
κας; ubi iam corpus ipsum dici vi- 
detur. 

χὑμές — καὶ ὑμεῖς, q. Y. 

χὑμνοϑέτης -- — καὶ ὑμνοθέτης, q.Y. 

χὼ — καὶ ὁ, q. v. 

χώδωνις — καὶ ὁ neis q. v. 

XoOx — καὶ ὁ ix, q. 

χωλός claudus XY 41: ΣἌΝ ὅσσα 
ϑέλεις, χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ γενέσθαι: 
κρουσϑὲν ὑπὸ ἵππου. Gloss. 

χῶμια tunulus XXIII 48: A 
μοι κοίλανον, ὅ μευ κρύψει τὸν A 

χὼμός — καὶ ὁ ἐμός, q. V. 

χώνήρ — καὶ ὁ ἀνήρ, q. v. 

χώρα 1) locus destinatus XV 51: 

E δ᾽ ἔβαν ἐς χώραν: of δὲ ἵπποι 
(v. ἱππεῖς) κεχωρήκασιν εἰς ὃν ἔδει 
τόπον. Schol. — 92) regio, terra IV 
5: αὐτὸς δ᾽ ἐς τίν᾽ ἄφαντος ὃ βου- 
κόλος ᾧχετο χώραν; 

χωρέω 1) decedo, demigro XIII 10: 
ὁ δ᾽ ἃ πόδες ἄγον ἐχώρει] μαινόμε- 
νος. -- 2) cedo, met. XIV 1: ὥφελε 
μὰν χωρεῖν κατὰ νῶν τεόν, ὧν ἐπ- 


εϑύμεις. 
χωρίον regio, locus XXI 65: εἰ 
μὲν ἄρ᾽ οὐ κνώσσων τὺ τὰ “χωρία 


ταῦτα ματεύσεις, | ἐλπὶς τῶν ὕπνων, 

χωρίς separatim, seorsum XXV 12: 
eolg δὲ σηκοί σφι τετυγμένοι εἰσὶν 
ἑκάσταις. XIII 10: χωρὶς δ᾽ οὐδέ- 
ποκ᾽ ἧς. 

χὠρίων — καὶ ὁ Ὠρίων, q. v. 

χῶρος (sg. χῶρος, -ὦ, -ov) 1) locus 
certus quidam vel certis finibus. cir- 
cumscriptus XXV 211: τὸν χῶρον, 
ὅϑι λῖς ἦεν, ἵκανον. XXII 54: τένες 
βροτοί, ὧν ὅδε “χῶρος; VI 1: εἰς ἕνα 
χῶροΥ | τὰν ἀγέλαν — συνάγαγον. 
ΧΧΥ͂ 8: οὐ πᾶσαι βόσκονται ἴαν βό- 














— — "^ 
τ “ TEN, n 


Verdes, ncn error XXI 
ψεύδεσιν ὄψις. — 2) 
signum v. mota, h. e. pu- 
— quae —— hominum 
supercrescere Ὁ crede- 
batur, XII 23: ἐγὼ δὲ σὲ τὸν καλὸν 
αἰνέων | ψεύδεα ῥινὸς ὕπερϑεν ἀ ἀραιῆς 
οὐκ ἀναφύσω: τὰ εἰς τὸ ἄκρον τῆς 
δινὸς φυόμενα ψυδάκρια, ἐξ ὧν τοὺς 
ς τεκμαίρονται. Gloss. 
aped o, med. ψεύδομαι mentior, 
falsa dico XXI 21: φεύδοντ᾽ à "M 
πάντες, τὰς νύκτας ἔφασκον | 
τῷ ϑέρεος μινύϑειν. XXV 181: οἵ 
δέ νυ καὶ ψεύδεσθαι ὁδοιπόρον ἀνέ 
ἔφαντο | γλώσσης μαψιδίοιο χαριξό- 
— — 
uo utebantur in 


cce Ep. X 1: ἀστοῖς ὯΝ 
ξεένοισιν ἴσον νέμει às reczefa, | 
ϑεὶς Sesion, ψήφου πρὸς λόγον ἕς- 


api » ΡΝ vi 96oíad o su- 
surro 66: oí μὲν χλοεροῖ- 
σιν ἰαινόμενοι —— Ι ἀλλήλοις 


ψιθύριξον. Π 141: (τὰ πρόσωπα) 
tQ ἧς ἢ πρόσϑε, καὶ ἐψιϑυ- 
ς ἀδύ, cf. Hor. Od. I 9, 19: 


enesque sub noctem susurri, 


vl Sé Quaque susurrus foliorum I1: 
ἀδύ τι τὸ ψιϑύρισμα καὶ ἁ πέτυς, 
αἰπόλε, τήνα. 

bey, ψύχη (ag. Ψυχά, «ἃς, -ᾷ, 
-ἄν, -ἥν, -&) 1) amima (v. vita) et 
hominum et animalium XXV 271: 

jv δὲ (leonis) πελώριος ἔλλαχεν 
"A dàng. ΧΙ 52: καιόμενος δ᾽ ὑπὸ 
τὸν τ P EA τὰν ur" ἀνεχοίμαν | καὶ 
τὸν ἕν᾽ αλμόν. 


τὰν ψυχὰν ποτέϑηκα: e. vestem 
aeque ac me ipsam Ae XV 4: ὦ 


τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς! μόλις ὕμμιν 


61: «o 


(0 χὼς — ψύχω 313 
ew οὐδ᾽ ἕνα χῶρον. -XXII 94: goo ἐμίν: 'ruri apud me, in meo agello'. 
ἐνὶ στεινῷ. (de XIII 40 v. — Wuestem. * 

— 2) ager, campus, χὡὼς — καὶ ὡς, 4. v 
προ" , πολὺν δ᾽ χώσους -- καὶ ὅσους, q. v. 
γ᾽ 182: εὖὔ- χῶταν - καὶ ὅ ὅταν, q. v. 


χῶτι — καὶ ὅτι, q. V. 


du 


ἐσώϑη (sc. ἁ ψυχα), cf. Plaut. I 2, 
15: perii! animam nequeo vertere! 
nimis nihil tibicen siem. v. ἀλέμα- 
i" — met. de homine ipso XXIV 

8: εὔδετ᾽ ἐμὰ ψυχά, δύ᾽ ἀδεϊφεώ, 
εὔσοα τέκνα, cf. Οἷς. Fam. XIV 14: 
vos meae carissimae animae, quam 
saepissime ad me scribite. — *) ani- 
mus XXIIL 54: οὐδ᾽ ,ἐλυγίχϑη | τὰν 
ψυχάν. 24: (οὐχ ἄδε πλούτου 
φρονέουσιν ὄνασις,) ἀλλὰ τὸ μὲν ψυχᾷ, 
τὸ δὲ καί τινι δοῦναι ἀοιδῶν: "animo 
v. genio tuo', ef. Hor. Od. IV 7, 19: 
cuncta manus avidas. fugient heredis, 
amico quae dederis animo. Plaut. Pers. 
II 3, 14: genio meo multa bona faciam. 
Aesch. ers. 840: χαέρετ᾽, ἐν κακοῖς 
ὅμως ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν. καϑ᾽ ἡμέ- 
ραν, — Syr. 18: ψυχὰν --χάροις. VHI 
35: βόσκοιτ᾽ ἐκ ψυχᾶς τάσδ᾽ ἀμνάδας: 


ex prompta animi voluntate' ; ἤγουν 


ἐξ ὅλης qos Schol. 1 
ψῦχρος . m. Ψυχροῦ, -ὥὦ, -Óv. 
n. Ψυχρόν. pl. n. ψυχροῖς) frigidus, 


gelidus 1) at aqua V 47: ἔνϑ᾽ ὅδα. 
τος ψυχρῶ κρᾶναι δύο. ΧΙ 47: ἔστι 
ψυχρὸν ὕδωρ, τό μοι ἁ πολυδένδρεος 
Αἴτνα | λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν * 
βρόσιον προΐητι. Υ 88. ΙΧ 9. 
serpente inducente XV 58: 
ἵππον καὶ τὸν ψυ ὄφιν τὰ μά- 
λιστα δεδοίκω, cf. es E Ecl. III 93: 
frigidus — latet anguis in herba. — 
de flumine inferorum XVI 31: μηδ᾽ 
ἀκλεὴς μύρηαι ἐπὶ ψυχροῦ "Ayégovros, 
cf. Verg. Aen. IV 385: frigida mors. 
Ov. Met. XV 153: gelidae — mortis. 
— ?) met. XVI 10: ὀκνηραὶ δὲ πά- 
hw κενεᾶς ἐν πυϑμένι χηλοῦ | ψυ- 
χροῖς ἐν γονάτεσσι κάρη t βα- 
λοῖσαι (αἴ Χάριτες): ἀσϑενέσι. Gloss. 
ψύχω frigidum reddo, refrigero, 
pass. frigesco, frigore afficior II 106: 
πᾶσα μὲν ἐψύχϑην χιόνος πλέον. 


314 


ὦ (semper fere in arsi exstat, bis 
in thesi, semel correpta vocali I 115. 
— hiatum efficit quater XVIII 58. 
XXII 23. XXIV 170 (ei.). XXV 193. 
— in craàsi leguntur ὠγαϑέ, ᾧξυρέ, 
ὠλεύϑερε, ὦναξ, ὥνϑρωπε, duele.) 
particula est et appellantis et ex- 
clamantis: o, heus; I) appellantis, 
nonnunquam etiam cum obiurgatione 
quadam  compellantis; coniungitur 
autem c. vocat. 1) nominum propr. a) 
IV 1: εἰπέ μοι, ὦ Κορύδων, τίνος αἵ 
βόες; ef. IV 50. 58. VI 19: ὦ Πο- 
λύφαμε. VIII 82: ὦ 4άφνι. X 12: 
ὦ Μίώων. XV 46: ὦ Πτολεμαῖε. 
XXII 85: ὦ Πολύδευκες. .XXIV 70: 
e Ἐφηρείδα (ci) XXV 193: ὦ 4$- 
γηιάδη. ,KVIII 58: Ὑμὴν ὦ Ὑμέναιε. 
1128: ὦ Πὰν Πάν. ΧΙ 72: ὦ Κύ- 
κλωψ Κύκλωψ. XX 41. 44 (ci.). Ep. 
IX 5. XII 1, XVII 3. — I 144: ὦ 
χαίρετε πολλάκι Μοῖσαι, χαίρετ᾽, ubi 
part. ὦ ad voc. Μοῖσαι referatur an 
ad imperativum potest dubitari; cf. 
tamen Aesch. Suppl. 602: ὦ χαῖρε 
πρέσβυ. Soph. Ai. 91: ὦ χαῖρ᾽ ᾿Αϑάνα, 
χαῖρε Διογενὲς τέκνον. — b) add. 
adi. v. subst. IV 26: ὦ τάλαν αἴγων. 
II[ 6 — IV 38: ὦ χαρίεσσ᾽ AyexovAA. 


XV 136: ὦ q' "4óow. VII 83. 
VIH 51. XI 19. VII 106: ὦ Πὰν 
φίλε. 117: ὦ μάλοισιν Ἔρωτες ἐ ευ- 


ϑομένοισιν ὁμοῖοι. XXII 182: ὦ πύκτη 
Πολύδευκες. VIII 65: ὦ “άμπουρε 
κύων (Ahr. Ziegl. κύον), ubi voca- 
tivo adi itur nomin., cf. Eur. Andr. 
348: ὦ τλήμων. ἄνερ. — iteratur part. 
o XVI 104: ὦ ᾿Ἐτεόκλειοι «Χάριτες 
ϑεαί, ὦ Μινύειον | Ὀρχομενὸν φιλέ- 
οὐσαι ἀπεχϑόμενόν ποτὲ Θήβαις. VIII 
59: ὦ πάτερ ὦ Ζεῦ. — 2) aliorum 
subst. (et adi) XV 60: ἐξ αὐλᾶς, ὦ 
μᾶτερ: I. ἐγών, ὦ τέχνα. XIII 52: 
ὦ παῖδες. XXV 52: ὦ ξεῖνε. XXI 
61: ὦ ξένε, cf. Ep. XVI 1. XI 60: 
ὦ κόριον. 'XVIII 49: ὦ νύμφα. A 
132: ὦ γύναι. 1 7 — 15: ὦ ποιμήν. 
V 16 — XV τι: ὥνϑρωπε. 1 128: 
ὦναξ. V 25: ὦ κίναδος σύ. VIII 
49: ὦ τράγε. Υ 68: à, φίλε, cf. XXI 
22. XXV 280. XV 1: ὦ u£X , v. μέλε. 
V 137: ὦ τάλαν. IV 60: ὦ — 
ΧΥ͂ τό: ὦ δειλὰ τύ. Χ 1: ὠξυρέ. 

19: ὦ κακέ. 162: ὠγαϑέ, cf. I 2d 


o — ὦδά 


9, 


V 11. XIV. 8, V 8: ὠλεύϑερε. 
Ep. XHI 5: ὦ πότνια. Syr. 18: ὦ 
βροτοβάμων (nom. pro voe.) — XII 
1: ὦ φίλε κοῦρε. XVIII 9: ὦ φίλε 
γαμβρέ. XXIX 1: ὦ φίλε παῖ. V. 
40: ὦ φϑονερὸν τὺ καὶ ἀπρεπὲς ἀν- 
δρίον αὔτως. XV 81: ὦ δύστανοι 
ἀνάνυτα κωτίλλοισαι | τρυγόνες. ΥΙΠ 
ὅ0: ὦ σιμαὶ --- ἔριφοι. ΧΧΥΤΙ 1 

ὦ φιλέριϑ᾽ ἀλακάτα. X 54: ὥπιμε. 
λητὰ φιλάργυρε. IV 62: ὥνϑρωπε 
φιλοῖφα. -- repetitur. part. ὦ I 115: 
ὦ λύκοι, ὦ ϑῶες, ὦ ἀν’ ὦρεα φωλά- 
δες ἄρκτοι. 1Π 18: ὦ τὸ “καλὸν ποϑ- 
ορεῦσα, τὸ πᾶν λέπας, ὦ κυάνοφρυ 
| νύμφα. XVIII 38: ὦ "καλὰ ὦ χα- 
ρέεσσα κόρα. XXII 23: à ἄμφω ϑνα- 
τοῖσι βοηϑόοι, ὦ φίλοι. ἄμφω. — IT) 
exclamantis XV 44: ὦ ϑεοί, 06coc 
ὄχλος! VI 26: ἁ δ᾽ ἀΐοισα  ξαλοὶ 
μ΄, ὦ Παιάν, καὶ τάκεταιυ: ἐπὶ ϑαύ- 
ματος καὶ χαρᾶς ἐνταῦϑα ἡ ἐπώιλη- 
σις. Schol. 


ὦ 0o, hew exclamatio est ,mirantis 
aut dolentis 1) XXV 78: à πόποι, 
οἷον τοῦτο ϑεοὶ ποίησαν ἄνακτες, | 
ϑηρίον ἀνϑρώποισι μετέμμεναι, ὡς 
ἐπιπειϑές. XV 123: ὦ ἔβενος, E) 
χρυσός, ὦ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος | αἰε- 
τοί. XV 4: ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς! 
— 9) ὦμοι. (ὦ μοι) ubique dolentis 
est V 24: ὦμοι ἐγώ, τί πάϑω; plane 
ut Od. V 465. Il. XI 404. — X 40: 
ὦμοι τῶ πώγωνος, àv ἀλιϑίως ἀν- 
ἐφυσα: 'ridet his alterum; quam ego 
stultus sum, qui non ossim tam 
bella. carmina canere". Hermann. XI 
54: ὦμοι, ὅτ᾽ οὐκ ἔτεκέν μ᾽ & μά- 
vue βραγχί᾽ ἔχοντα. 

e adv. v. ὃς III 2). 


qt (aeol. pro ὠαιαῦ vae, 
XXX 1: αι τῶ gue καἰνομόφω 
τῶδε νοσήματος (e Bergk. emend. scr 
pro cod. *«t). 

ὠγαϑέ — ὦ ἀγαϑέ, q. v. 

ὥγαθϑος aeol, — ὃ ἀγαϑός, q. v. 

(ye — ὃ ἐγώ, q. v. 

δὰ (sg. Góc, -ἃς, -dv. pl. ads) 
cantus, carmen Vin 62: τὰν πυμά- 
ταν δ᾽ dóuv οὑτῶς ἐξᾶρχε Μεναλ- 
κας. IX 32: (τέττιξ μὲν τέττιγι 
φίλος.) — ἐμὴν δέ τε Μοῖσα καὶ ὠδά. 








τε — ὧδε (bis) --- 3) non enuntia- 


S. sed on dis quao rius 
diea sunt intelligitur | 42: gains 


Se v νιν ὅσον σθένος ἐλλοπιεύειν' 
ὧδέ οἵ ὠδήκαντι κατ᾿ αὐχένα πάν- 
τοϑὲν ἵνες. XXIV 132: ὧδε μὲν 
παιδεύσατο μάτηρ. 
. 131. XXIII 49. 80. 
XXIX 21. add. adv. XXV 133: ὧδ᾽ 
ἔκπαγλον ini — γαυριόωντο: 'tam 
vehementer'. refertur ad se- 


Ad. 2. — ΠῚ adv. loci 
"t hic Iv 51: (& : γὰρ ἄκανϑα) — 
μ᾽ ὧδ᾽ ἐπάταξ᾽ ὑπὸ τὸ σφυρόν, 

53: ὧδε “πεφύκει, Ι ποία χὰ ἃς 

ἅδε Μὴ redes ὧδε —— V 
11: Bovzoaoc. πολυ 

αἴ δὲ καὶ ὧδε Mm ee 

[106. 101.. 190. 121. III 68. V 45. 46. 

XI 38. 64, XXV 14. Ep. XVII 


^ 


EF: 


— — 44: ἀλλὰ γὰρ —* 
ὦ ρπε, καὶ ὕστατα —— 
V 62. XI 61. XV 33. 18. V 35. 54. 
XXVII 28: ὠδέ- 
αλεπὸν βέλος Εἴλει- 


is XVII 61: 


qidoxocóg conficit, cam 
tor Ep. XVI 9. rex £ovtog μων; 
εἶδον i» Τέῳ | τῶν πρόσϑ᾽ εἴ τι πε- 
ρισσὸν ῳδοποιοῦ. 
erts -- ὁ Ἄδωνις, q. v. 
ᾧξυρέ — ὦ οἰξυρέ, q. v. 
e) 9 £o (act. i 


τε πολλὴ cg μάχη nv. 


vius totam terram cingens, ex quo 
sidera oriuntur et in quem occidunt ; 
II 147: ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι | 
4à t&v δοδόπαχυν ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο q£- 
θοισαι. 163: ἀλλὰ τὺ μὲν χαίροισα 
mor Ὠκεανὸν (ὠκεανὸν Ahr.) τρέπε 
πώλους, | πότνι᾽ - Luna invocatur. 
VII 54: χὡρέων ὅτ᾽ ἐπ᾿ ὠκεανῷ πό- 
δας ἴσχει. 

ὠκύς celer XVI 46: τιμᾶς δὲ καὶ 
ὠκέες ἔλλαχον ἵπποι. comp. XIV 41: 
ὠκυτέρα (sc. χελιδόνος) μαλακᾶς ἀπὸ 
δίφρακος ἔδραμε τήνα. 

ὥλαφος — ὁ ἔλαφος, 4 

ὠλεύϑερε — ὦ — q. v. 

ὥλλοι — ot ἄλλοι, ἃ. V. 

ὦμοι V. e. 

ὠμόπλάτα scapulae XXVI 22: 
Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ μέ- 
ya», ὦμον. 

αὖμος (sg pl. 
τοῖσι, -Ovg) —“ XXII 48: rar δὲ 
μύες στερεοῖσι βραχίοσιν ἄκρον ὑπ᾿ 
ὦμον | ἔστασαν ἠύτε πέτροι. XXVI 
39: Ἰνὼ δ᾽ ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ 
μέγαν ὦμον. 194: πλῆξεν ὑπὸ 
σκαιὸν κρόταφον καὶ ἐπέμπεσεν ouo. 
S 147: πάλιν δέ μιν ὧσεν ὀπίσσω 

ς. VIL 101: (μή τέ τυ 

xaideg) ᾿Δρκαδικοὺ σκχίλλαισιν ὑπὸ 
πλευράς τε καὶ ὥμους | τανέκα μαστέ- 
σδοιεν. XXV 161: ἧκα παρακλένας 
κεφαλὴν κατὰ δεξιὸν ὦμον. XXIV 


11: μος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον ἐς 
δύσιν ἄρκτος | (ovo κατ᾽ αὐτόν, 
ὁ δ᾽ ἀμφαίνει ἂν ὦμον. — ha- 


meris sustinentur vestimenta, arma 
XIV 656: εἴ row κατὰ δεξιὸν — 
ἀρέσκει | λῶπος ἄκρον περονᾶ 


316 


VII 16: (εἶχε τράγοιο) κνακὸν δέρμ᾽ 
ὥμοισι, νέας ταμίσοιο ποτόσδον. XXV 
284: (ἑτέρηφι βέλεμνα) χειρὶ προξσχε- 
Sóunv καὶ ἀπ᾿ doy δίπλακα "λώπην. 
XXIL 482: τὼ μὲν γὰρ ποτὶ γαῖαν 
ἀπ᾽ ὦμων τεύχε᾽ ἔϑεντο. 

ὠμός immatwurus XI 21: μόσχω 
γαυροτέρα, σφεϊλωτέρα ὄμφακος aguas. 

ὠμοφάγος eruda vorans XIII 62: 
ὠμοφάγος Atc. 

ὡμυκλαϊάξων — ὃ ἀμυκλαϊάξων, 
q. Y. 

ὡμφιτρύωνος - ὃ ᾿Δἀμφιτρύω- 


vos,. q. M τ: 
ὧν v. ovv. 
ὦναξ — ὦ ἄναξ, q. v. 


ὥνεκα v. οὕνεκα. 

ore — ὃ ἀνήρ, A. v. 

ὥνϑρωπε Ξε à ἄνϑρωπε, q. v. 

ὥνϑρωπος — ὃ ἄνϑρωπος, α. v. 

νος pretium (ὃ δίδωσί τις, ἵνα 
λάβῃ τι τῶν πωλουμένων. Schol.) I 
51: τῶν μὲν ἐγὼ πορϑμεῖ Καυλωνίῳ 
αἶγά τ΄ ἔδωκα | ὦνον καὶ τυρόεντα 
μέγαν λευκοῖο γάλακτος: κῴνον coni. 
Α. Fritzschius; v. τυρόεις. 

αὐπερ adv. v. ὅσπερ. 

ὠπιμελητά — ὦ ἐπιμελητά, q.v. 

ὠὡπόλλων — 0 ᾿ἡπόλλων, q. v. 

926406, (zx0A0L — ὁ αἰπόλος, 
οἵ αἰπόλοι, q. v. 

eoo cura IX. 20: ἔχω δέ τοι οὐδ᾽ 
ὅσον ὦραν | χείματος ἢ νωδὸς καρύων 
ἀμύλοιο παρόντος. 

ὥρα, ion. ὥρη (sg. ὥρα, aeol. , oo 
XXX 15. ὥρᾳ, -αν, -ν. pl. ὥρας. 
Ὧραι, -&v) 1) certum temporis Spatium, 
tempus, commodwm XV 20: ἕρπειν 
ὥρα κ᾽ εἴη. XXX 15: ὦρά τοι φρο- 
νέειν (eod. ὧρα). XV 147: ὥρα ὅμως 
κεὶς οἶκον. C. praep. XXI 40: δει- 
πνεῦντες ἐν ὥρᾳ | — τᾶς γαστρὸς 
ἐφειδόμεϑ᾽: in tempore, mature. 
XVIH 12: εὔδειν μὰν χρήξοντα xo^ 
ὥραν. αὐτὸν ἐχρῆν τυ: κατὰ καιρὸν 
τὸν ἁρμόξοντα. Gloss., ali: mature. 
Ep. IX 1:  ἄνϑρωπε, ἑωῆς περιφεέδεο, 
μηδὲ παρ᾽ ὥρην | ναυτίλος ἴσϑι: prae- 
ter tempus navigationi aptum. — 
plur. de anno XV 74: κεἰς ὥρας κῆ- 
πειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν καλῷ εἴης: 
'eb proximo anno et reliquis annis'. 
— 9) 'ῶραι Horae deae, anni tem- 
porum. praesides, *omnibus rebus or- 
natum, gratiam atque elegantiam pa- 
rant; XV 103: (ἄδωνιΨ) μηνὶ δνω- 
δεκάτῳ μαλακαὶ, πόδας ἄγαγον Ὧραι, 
| βάρδισται μακάρων Ὧραι φίλαι, ἀλλὰ 


3 , € 
Ὅμος — ὡς 


ποϑειναί | ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς 
αἰεί τι φορεῦσαι. Ι 149: qvis TOL 
τὸ δέπας" Scot, φίλος, ὡς καλὸν 
ὄσδει" Ὡρᾶν πεπλύσϑαι νιν ἐπὶ κρά- 
veto. δοκησεῖς. 

ὡραῖος [florens ammis οἱ viribus, 
tempestivus et aptus iam amoribus 
I 109: ὡραῖος χὥδωνις, ἐπεὶ καὶ μᾶλα 
νομεύει. 

ὠρανός vy. οὐρανός. 

ὥρφατος e ὃ "Agerog, qvi 

eQyetog ex. Aeyeios, q. v 

ὥριος (dor. pro οὔριος) secundus 
VII 61: ᾿γεάναπτι πλόον διξημένῳ ἐς 
Μυτιλήναν | ὥρια πάντα γένοιτο, καὶ 
εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο (pro vulg. ὥρια 
scr. Mein. auctore Schol): εὐδιεινά. 
Gloss. 

ὥριος formosus, ὡραῖος, de vere 
v. aestate, tempore maxime oppor⸗ 
tuno XXV 98: ἐς, ληνοὺς δ᾽ ἵκνεῦν- 
ται, ἐπὴν ϑέρος ὥριον ἔλϑῃ. VII 85: 
(καὶ τὺ μελισσᾶν) noto φερβόμε:ος 
ἔτος ὥριον ἐξεπόνασας, cf. Verg. Ecl. 
ΠΙ| δὅ7: nunc frondent silvae, nune 
formosissimus annus, (de VII 6i v. 
ὥριος, de XV 112 v. ὀπώρα.) : 

ὥρεφος -- ὃ ἔριφος, q. v. 

᾿Ωρίων Orion sidus XXIV 11: 
ὦμος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον ἐς 
δύσιν ἄρκτος | Ὠρίωνα. κατ᾽ αὐτόν, ὃ 
δ᾽ ἀμφαίνει μέγαν ὦμον. NIIT 58: 
χῶταν ἐφ᾽ ἑσπερίοις Νότος ὑγρὰ ài- 
o» | κύματα, χὡρίων ὅ ὅτ᾽ ἐπ᾽ ὠκεανῷ 
πόδας ἴσχει: h. e. *quum Orion (mane, 
mense Novembri) occidit, tempesta- 
tesque navigantibus pericula maxima 
afferunt", Α. Fr. 

ὥρνες — οἵ ἄρνες, α. V. 

ρος — ὁ ἔρος, q. v. 

«906 v. ὄρος. 

ὠρυγμός ululatus , rugitus leonis 
XXV 216: οὐδενὸς ἴχνια τοίου φρα- 
σϑῆναι" δυνάμην οὐδ᾽ ὠρυγμοῖο πυ- 
ϑέσϑαι (var. ὀρυγμοῖο v. ὠρυϑιμοῖο). 


ὠρύομαι ululo 11 35: Θεστυλί, ταὶ 
κύνες ἄμμιν ἀνὰ πτόλιν ὠρύονται. -- 
c. acc. lugeo ululans l "1: τῆνον 
μὰν ϑῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο. 

ὠρχαῖος. — ὃ ἀρχαῖος, q. v. 

ὡς (ὡς, in crasi χὡὼς, multo sae- 
pius in arsi leg. quam 1n thesi; ter 
postponitur (ὥς) XIII 24. XXIV 101. 
XXV 201. ultima syllaba antece- 
dentis voc. producitur XXV 201 more 
Homerico. — in compositione ὡσεί 
ter.) wt I) adv. et coni. relat. 1) wt, 








a) qua. ratione v. con- 
indicat « 


idis 


| Oveas PUN ὡς leftove, 
ef. X. 1 20. praecipue 
d ee. quae adiiciuntur v. in- 
τ: wen sent. primariae VI 34: 
poH D. E σα ἔχω κακόν, 
Ἢ 86: «καλὰ δέ μευ ἁ 
P d; παρ᾽ ἐμὶν κέκριται. 
coca VII 2: ὡς φαντί. XV 
107: ἀνθρώπων ὡς uiros. ΧΗ 14: 
τὸν δ᾽ ἕτερον πάλιν ὥς κεν ὃ Θεσ- 
σαλὸς εἴποι ἀΐταν. XIII 1: ὡς ἐδο- 
XXIV 95: ὡς νενόμισται. 
9. deest verbum VII 128: ὁ 
δέ μοι τὸ λαγωβόλον, ἁδὺ γελάσσας, | 
ὡς πάρος ix Μοισᾶν ξεινήιον ὥπασεν 
: 'ut antea instituerat". II 36: 
fov ὡς τάχος ἄχει: "ocius". 
: 8: πράσσομες οὐχ ὡς λῷστα. -- 
Din est pendent ro ὅκως δὰ 
ποῦτε τι πομπᾶς) τήνας ἐφρασάμαν, 
πάλιν οἴχαδ᾽ ἀπῆνϑον | 
. XV 64: πάντα —— ἴσαντι, 
12: ὄρη, 
Π 18: ἀσεῖ 
Mes χώς, cf. 78. 80. — b) unirse 
in comparatione atque fieri ali- 
— v. simili modo quo quid 
jud significat X 2: οὔϑ᾽ ἑὸν Oyuov 
εἰν ὀρθὸν δύνᾳ, ὡς τὸ πρὶν dyec. 
14: οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄνδρες ἐπ᾽ ἔρ- 
γμασιν di zo $ ἐσϑλοῖς | αἰνεῖσϑαι 
σπεύδοντι. V $8: ὅστις νικασεῖν τὸν 
ον ὡς τὸ πεποίϑεις. XII 9: 
(σκιερὴν δ᾽ ὑπὸ φηγόν) ἠελίου φρύ- 
yovtog ὁδοιπόρος ἔδραμεν ὥς τις: 'et 
ad te properavi sicuti — Viale pro- 
j 31: ὡς καὶ τὰν ἄγραν, 
: τὠνείρατα πάντα μερίξευ. 64. 
| XIH 8: καί vi» πάντ᾽ ἐδίδαξε, πα- 
1 je ὡσεὶ φίλον vífa. XIII 49: xar- 
gms δ᾽ ἐς μέλαν ὕδωρ | ἀϑρόος, ὡς 
& πυρσὸς d ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστήρ. 
E I3 ὡς ὅκα. oppon. demonstr. 
28: ὡς — πὸν κηρὸν ἐγὼ σὺν 
P δαίμονι τάκω,] ὡς τάχοιϑ᾽ ὑπ᾽ ἔρω- 
tog ó Μύνδιος αὐτίχα Δέλφις. cf. 
II 30. XXV 247: ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀξ 
᾿ —— J——— 
ὡς ἐμοὶ Ais αἰνὸς — 
1 ἄλτο. 24: ple i οὕτω. VIII 88 
|  s-- 90: ὡς — οὑτῶς. XIII 61: ὡς δ᾽ 
᾿ ὁπότ᾽ — λῖς ἐσακούσας | νεβρῶ --- 
ἐξ εὐνᾶς ἔσπευσεν ἕἑτοιμοτάταν ἐ ini 
ee EE Xr τοιοῦτος — δεδό- 
ψητο. 299. οἷα --- καὶ ὡς — 


x 





ἘΠῚ 





δδ: αἰαὶ" 
ἐκ χροὸς « ] 
ἅπαν ἐκ 
ὡς μέλι voi γλυκὺ τοῦτο κατὰ 
χϑοιο, γένοιτο. V 181: πολλὸς δὲ 
καὶ ὡς ῥόδα κίσϑος ἐπανθεῖ. VI 15: 
διαϑρύπτεται, ὡς ἀπ᾿ ἀκάνθας | ταὶ 
καπυραὶ χαῖται. ΧΧΥ͂ 89: (βόες) ἐρ- 
χόμεναι φαίνονθ᾽ ὡσεὶ νέφη ὕδα- 
τόεντα. ΧΙ 38. XV 92. 41. 
XX 16. 92. XXVII 8. Ep. E 
Ad. 28. XIV 15: ἀνῷξα δὲ 


vov αὐτοῖς, J εὐώδη, τετόρων ἐτ ὧν. 
—* ὡς ἀπὸ lavo: 'odorum Los ^d 


us VIE 41: recens à torculari*. 
ραχος δὲ ποτ᾽ dxo(- 
δας ὥς Pr ρέσδω, cf. VII 76. XVI 
32: (ὡσεί τις). postponitur ὥς ΧΙΠ 
24: (Ἀργὼ διεξάιξε) αἰετὸς ὡς * 
λαΐτμα. XXIV 101: Ἡρακλέης ὃ 
ὑπὸ ματρὶ νέον φυτὸν dg ἐν dio | 
ἐτρέφετ᾽. XXV 201: πάντας γὰρ πι- 
σῆας ἐπικλύξων ποταμὸς Og λὶς ἄμο- 
τος κεράιξε, ubi ultima syllaba ante- 
cedentis voc. producitur in modum 
Hom., cf. e. E XIII 531: αἰγυπιὸς 
ὥς. (de XXV 164 v. εἰς et &xgud.) 
— 2) ut, quam, in exclamatione ple- 
rumque cum admiratione quadam 
enuntiata a) dir. IV 49: sio ἦν μοι 
δοικὸν τὸ λαγωβόλον' ὥς τυ πάταξα 
(var. παταξῶ, vulg. πατάξω): 'quam 
te percussissem? — c. adi. et adv. 
V 475: ὡς λάλος ἐσσί. IV. 13: τὸν 
βουχόλον ὡς κακὸν εὗρον. δ1: ὡς 
δὲ βαϑεῖαι | τἀτρακτυλλίδες ἐντί. XIV 
22: ὡς σοφός (sc. e), cf. XXVII 51. 
XIV 2: ὡς χρόνιος, cf. XV 1: ὡς 
vo! XX 6: ὡς ἄγρια παίσδεις. 
ὧν 1s. 82. 84. XX 7. 8. XXV 19. 
τὸν ΧΧΥ͂ ὅ. -- Ὁ) indir. V 110: ὁρῆτε 
αἰπόλον ὡς ἐρεϑίζω. 142: ἴδ᾽ 
ὡς μέγα τοῦτο καχαξῶ | xàr rà Aa- 
κωνος. l| 149: ϑᾶσαι, φίλος, ὡς κα- 
λὸν ὄσδει. XV 53: ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. 
simul causalis vis inesse videtur XV 
146: ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς 
γλυκὺ φωνεῖ: ὅτι τόσσα, ὅτι οὕτω. --- 
3) μέ, simul ac, wie, als XXII 99: 
οἵ δ᾽ ἅμα πάντες ἀριστῆες κελάδη- 
cav, | ὡς ἴδον ἕλκεα λυγρὰ περὶ στόμα 
τε γναθμούς τε. XXI 89. XXIV 53. 
Ad. 9. ter repetitur III 42: ὡς ἴδεν 
ὡς ἐμάνη ὡς εἰς βαθὺν ὅλατ᾽ ἔρωτα. 


318 


II 82: χὼς ἴδον ὡς ἐμάνην ὥς pev 
πέρι ϑυμὸς icq, ubi A. Fritzschius 
repetito voc. ὡς contendit significari 
ires illas actiones celerrime sese ex- 
cipere atque eodem fere fieri tem- 
pore: *wie ich ihn sah, wie ich vor 
Liebe rasete .. h. e. eodem mo- 
mento et vidi et furore correpta et 
animo perculsa sum?; cf. Verg. Ecl. 
XII 41: ut vidi, ut perü, ut me 
malus abstulit error. 1. XIV 294: 
ὡς δ᾽ ἴδεν, ὥς μιν ἔρως πυκινὰς 
φρένας ἀμφεκάλυψεν. XIX 16. XX 
494. Sunt tamen qui dissentiant alte- 
rum ὡς exelamantis esse existimantes, 
v. Passow. lex., Steph. lex., Wagner. 
ad Verg. l l — 4) causalem ha- 
bet vim: quum, mam 11 2: στέψον 
τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ, | 
ὡς τὸν ἐμοὶ βαρὺν εὖντα φίλον κα- 
ταδήσομαι ἄνδρα. ΧΗ 28: ὄλβιοι 
οἰκείοιτε, τὸν ᾿ἀττικὸν ὡς περίαλλα | 
ξεῖνον ἐτιμήσασϑε. VII 25. XIX 8 
(ci). XXV 53. X 39: ὡς εὖ τὰν 
ἰδέαν τᾶς ἁρμονίας ἐμέτρησεν : 'nam- 
απο. XXII 162. XXV 58. --- post 
verbum affectuum (quod) XXV 236: 
ἀσχαλόων dc μ᾽ ὁ πρὶν ἐτώσιος ἔκφυγε 
χειρός (ex Ahr. emend. scr. pro, og 
MOL, ὥς μοι, ὅτι μοι; Mein. ὅτε μ᾽ ὃ, 
Herm. 0 μοι 0). — c. partic. II 79: 
στήϑεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ 
τύ, Σελάνα, Ι ὡς ἀπὸ γυμνασίοιο χκα- 
Av πόνον ἄρτι λιπόντων: "utpote 
qui — liquissent?. — ὅ) localem vim 
habet ὡς (Ahr. . dg); ubi 1 13: (τεῖδε 
καϑίέξας,) ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γε- 
ὥλοφον af τε μυρῖκαι. V 101: ὧδε 
--- ὡς. 108: τουτεὶ --- ὡς. similiter 
"ut? pro ubiꝰ dicere ausi sunt Catull. 
XI 3 et XVII 10; Vergil. Aen. V 
329. — II) coni. sent. iransitivas in- 
cipiens 1) dass (ὅτι), lat. acc, c. 
inf. VII 102: (οἶδεν "Aguotg,) ὡς ἐκ 
παιδὸς "Aoarog ὑπ᾽ ὄστιον αἴϑετ᾽ 
ἔρωτι: fsci uri Aratum". II 149: 
κεῖπέ μοι. ἄλλα ve πολλὰ καὶ ὡς ἄρα 
Δέλφις ἐρᾶται. XXIV 68 (Herm. 
ὥρ). — 3) ut (OGT£) Ep. XIX 4: 7 
δά vw αἵ "Μοῖσαι. καὶ ὃ Δάλιος ἠγά- 
πευν diam, | ὡς ἐμμελής τ᾽ v ἔγεντο 
κἠπιδέξιος | ἔπεά τε ποιεῖν πρὸς λύ- 
ραν, v' ἀείδειν. — 8) οὐ (να) a) c. 
coni. «) post fut. II 9: (βασεῦμαν 
ποτὶ τὰν — παλαίστραν) αὔριον, ὡς 
νιν ἴδω καὶ μέμψομαι οἷά μὲ ποιεῖ. 
XI 62. 71. XVIII 47. XXVIII 12. 
post imper. III 19: πρόσπτυξαΐί μὲ τὸν 


1 ἀριστέ ξρ, 


αἰπόλην; ὥς vv φιλάσω. V 38. VIII 
eupplewr: sent, primaria *scito* 

XY 91: ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο, Κορίνϑιαι 
εἰμὲς ἄνωϑεν. Ep. XX 6. add. part, 
xsv 1 143: wol τὺ δίδου τὰν αἶγα τό 
τε σχύφος, ὥς xev ἀμέλξας | σπείσω 
ταῖς Μοίσαις. — post opt. XVIII 
53: (δοίῃ — Ζεὺς ἄφϑιτον ὄλβον.) 
ὡς ἐξ εὐπατριδᾶν εἰς εὐπατρίδας πά- 
λιν ἔνϑη. — 6) post aor. Vl 39: 
ὡς μὴ βασκανϑῶ ἐξ τρὶς εἰς ἐμὸν 
ἔπτυσα κόλπον. — b) ὁ. opt. «) post 
tempus praeteritum XVIIL 16: ὄλβιε 
γάμβρ᾽ , ἀγαϑός τις ἐπέπταρεν ἐρχο- 
μένῳ τοι] ἐς Σπάρταν ἅπερ ὥλλοι 
ὡς ἀνύσαιο. XIII 14. 
B) post praes. XXIV 98: (Ζηνὶ δ᾽ 
ἐπιρρέξαι — χοῖρον.) δυσμενέων αἰεὶ 
καϑυπέρτεροι ὡς τελέϑοιτε, cf. Od. 
XVII 250: (τὸν) ἄξω TUA eos, 
ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι. — add. 
part. κα et suppletur sent. primaria 
*scito' II 142: χῶς κά τοι p 
φίλα ϑρυλέοιμι Σελάνα, | 1 
τὰ μέγιστα. — c) c. ind. praeteriti 
temporis VII 86: αἴϑ᾽ ἐτ᾽ ἐμεῦ faoc 
ἐναρίϑμιος ὥφελες εἶμεν, | ὥς τοι ἐγὼν 
ἐνόμευον ἀν᾽ ὥρεα τὰς καλὰς αἶγας: 
“αὖ tibi pavissem". XI 54: ὦμοι, ὅτ᾽ 
οὐκ ἔτεκεν μ᾽ ἃ μάτηρ βραγχί᾽ ἔχοντα, 
| ὡς κατέδυν ποτὶ τὶν Mo τὰν χέρα 
τευς ἐφίλασα, — | ἔφερον δέ τοι — 
κρένα λευκά, quo nescio an pertineat 
etiam IV 49; v. supra I 2). 

ὡς (ubique, iribus locis exceptis, 
in introitu versus) ifa, sic 1) refertur 
ad priora post orat. dir. I 102: ὡς 
ἐφάμαν. XVII 71: ὡς ἄρα νᾶσος 
ἔειπεν. II 188: VII 42. VIII 8ι. 
XXIV 10. 41. XXV 62. 172 (Ahr. c. 
Herm. og). 189. XXVII 66. — coni. 
c. part. οὐδέ, καί XXV 288: ἀλλ᾽ 
οὐδ᾽ ὡς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος 
ἰός: ne sic quidem. Ep. IX 2: (μηδὲ 
παρ᾽ ὥρην) ναυτίλος ἴσϑι" καὶ ὡς ov 
πολὺς ἀνδρὶ βίος: etiam sic h. e. 
omissis navigationis periculis. — sequ. 
αὕτως XXII 78. 185; v. ὡσαύτως. — 
2) comparandi vim "habet; 8) Opp. 
ὡς — ὥς ub — ita II 99. 31. xXV 
252; v. ὡς 1 1) — b) comparatio 
intelligitur e prioribus VII 45: ὥς 
μοι. καὶ τέκτων ἐγ᾽ ἀπέχϑεται, ὅστις 
ἐρευνῇ | ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι 
δόμον: 'sc. αὖ tu odisti arrogantiam 
fastumque inanem'. VIII 52: (9᾽ 
ὦ καλέ᾽ καὶ λέγε “Μίλων. ὡς Πρω- 
τεὺς φώχας, καὶ ϑεὸς ὦν, ἔνεμεν 







οὖς) auris XI 82: 
ἐξ ὠτὸς — ποτὶ 


μαχρα. V 132: οὐκ 

τῶν ὦτῶν καϑελοῖσ᾽, v. φι- 
— met. XIV 31: χἁμῖν τοῦτο 
, o9 &cv & odii: 


mI - εἴ τι vé ἐς ἀγαϑοῖς πλέον 
RU ὁ δειλός ἊΝ σέϑεν ὡσαύτως 
Ts ὁδοιπόρ᾽, ἔχει. bis seiunctim 


ὡς δ᾽ αὕτως (ut apud Hom. semper) 
XXII 185: ὡς δ᾽ αὔτως ἄκρας in- 


Ss δούρατος ἀχμάς | Κάστωρ. 
8. 


—— n ex sent. primaria 
X 3: οὔϑ᾽ Gua λᾳοτομεὶς τῷ πλατίον, 


319 
ἀλλ᾽ , | Qe οἱἐς ποίμνας. 
XI 24: φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις πολιὸν 

XV 13: ὠϑεῦντ᾽ 


corse 1 1) st, (s0)dass; c. ind. III 
AT: (τὰν δὲ καλὰν Κυϑέρειαν - οὐχ 
οὑτῶς ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε 1ύσ- 
σας, | ὥστ᾽ οὐδὲ φϑίμενόν νιν üt 
μαξοῖο τέϑητι; e. —* XIV 58: si 
οὑτῶς ἄρα τοι δοκεὶ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν. 
— minus firma sententiarum est so- 
cietas Xl 58: ἀλλὰ τὰ μὲν ϑέρεος, τὰ 
δὲ γένεται ἐν χειμῶνι, | ὥστ᾽ οὐκ ἂν 
τοι ταῦτα φέρειν * πάντ᾽ 
ϑην, iamque ducimur ad 2) quamobren. 
itaque, in introitu sent. 
65: der' εἴ. vo δεξιὸν ird 
ἀρέσκει | λῶπος ἄκρον περονᾶσϑαι —, 
| ᾧ τάχος εἰς Αἴγυπτον. ; 

" * ὁ ἄστοργος, ᾳ. ν. 

ὦτερος -- ὁ ἕτερος, q. v. 

ωὑτός -— ὁ αὐτός, «Υ: 


— — ὁ ἀφρόντιστος, 


—* pallidus XIV 5: τοιοῦτος 
πρώαν τις ἀφίκετο Πυϑαγορικτάς | 
ὠχρὸς κἀνυπόδητος, cf. Ar. Nub. 103: 
τοὺς ὠχ τας, τοὺς ἀνυποδήτους 
λέγεις, ὁ κακοδαίμων Σωκράτης. 
de mortuo Ad. 1: Ἄδωνιν ἡ Κυϑήρη 
| ὡς εἶδε νεκρὸν ἤδη  στυγνᾶν ἔχοντα 
χαέταν | ὠχράν τε τὰν παρειάν. 

enp oculus Ep. VI 2: (xaratabeis) 
δάκρυσι διγλήνως ὦπας ὀδυρόμενος. 


q 








i? 


οἱ ἀσίς 


74 
«Jt 


Addenda et Corrigenda. 


p. 1 v. 36 leg. ἀγαπέω (dor. pro — —p.2v.8 leg. ᾿ἀγήρῳ. 
v. 19 γρυσὸν. — p. 5 v. 27 pro μὲ leg. μ΄. — p. 6 v. 19 post ἀρχᾶς adde 
(Ziegl. τ. ἐ. Δύκον δεν ἀπ᾽ d.) — p. iu v. 28 pro XII leg. XIV. — p. 12 v. 
8 pro ἀντεῖ leg. dvrsi. — p. 18 v. 13 pro 93 leg. 83. — p. 21 v. 7 leg. 
ὦν. --- p. 23 v. 25 pro 9? leg. δὲ. — p. 29 v. 56 leg. ἄλλος. — p, 32 v. 88 
pro 108 leg. 109. — p. 39 v. 4 leg. τί τυ. — p. 42 v. 12 leg. ἄσσον i9". 
v. 82 ἄμμιν et γραία. — p. 48 v. 49 leg. ὀψαμάτα. v. 15 ἀποστάτης. — p. 45 
v. 24 pro ἀνῇ leg. ἔχῃ. — p. 46 v. 3 leg. αὖτις. — p. 41 v. 46 leg. destricto. 
— p. 54 v. 1 post Bombyce adde Polybotae filia. v. 3 leg. βουκολέοντα. — 
» 57 v. 54 leg. Ganymedes. v. 20 par sit. — p. 61 v. 15 leg. γινόμεϑ'. 

— p. 62 v. 22 leg. ἅτις. v. 95 εἶπε. — p. 64 v. 52 leg. ὠμοφάγος. — 
p. 69 v. 48 leg. ἀνδρὸς. — p. "1 v. 58 leg. 2). — p. 72 v. 28 leg. XXI 
217: — p. 74 v. 37 leg. παρεοῖσαν. — p. 75 v. 43 leg. ὀπποσσάκις. — 
p. 76 v. 37 leg. ἀνὰ. v. 53 ϑῆρε. — p. ΤΊ v. 18 leg. ég. — p. 81 v. 16 
leg. vóco. — p. 82 v. 11 leg. 118. v. 32 ὅσσον. v. 33 leg. IX. v. 84 
ὅσον. — p. 88 v. 22 pro praedic. leg. v. εἶναι. v. 89 σφετέρῃσιν. — E 
84 v. 11 ante οὐδ᾽ adde (ci pro μηδ᾽ si) v. 31 pro dedu n 


— p. 86 v. 82 leg. ἑλοῖσ᾽. — p. 89 v. 46 leg. εἰσέτι. v. 58 5 T 
Φορωνείδῃσιν. — p. 90 v. 50 leg. λαξύμεναι. — p. 93 v. 7 leg. Ψεβρός. 
40 ἐλέφας. — p. 96 v. 28 leg. προϑύροισιν. v. 9 γεγράψεται. — 


. 98 v. 48 leg. ἀμοιβαδίς. --- p. 99 v. 34 leg. εἶναι. v. 38 ματρί. — p. 100 
. 5 leg. extraho. — p. 104 v. 51 leg. ἡ zov. — p. 107 v. 38 leg. ὠγαϑὲ. 
v. 44 τῶ. — p. 108 v. 56 leg. XVII. — p. 113 v. 29 pro σφισιν leg. σφιν. 
— p. 114 v. 41 leg. πυξένᾳ. — p. 119 v. 38 leg. custos. v. 20 πὸτ. — 
p. 121 v. 42 leg. σφυρόν. — p. 122 v. 24 leg. ἀδνὸν et Ζηνὶ. — p. 125 v. 
47 leg. πομπὰν. — p. 126 v. 3 leg. μαξὸν. v. 81 καμέτην et ἔνι. — p. 121 


v. 81 leg. Θράισσα. v. 98 ubi est. p. 129 v. 28 leg. f3guig. — p. 130 
v. 80 post 75 adde XXV 28: ἐς ληνοὺς " ἱκνεῦνται. v. 46 expunge de — £284: 
— p. 131 v. 43 leg. Φιλῖνον. v. 21 πάντοϑεν. v. 95 τὸ ἴον. LP. 133 v. 25 
leg. τίς. v. 54 χορὸν. v. 24 πκερκίδι. — p. 135 v. 33 leg. ἀσῇ. — p. 136 
v. 24 leg. γε μὰν. v. 31 λιπαρόχρων. — Jp. 137 v. 35 leg. τιν΄. — ,P. 140 
v. 48 leg. κάλαμοι. — p. 141 v. 37 leg. κἄμμε. — p. 143 v. 32 leg. ὀρϑρευ- 
οἶσᾳ. — p. 151 v. 1 leg. ϑύρας. v. 45 ϑαητὸς. — p. 152 v. 50 leg. ἔπι. 
— p 156 v. 1 leg. τῶ. v. 2 τᾶν. v. 48 ἐμμενὲς. — p. 158 v. 36 leg. 
ἥψατο. v. 53 gloriosissimus. — p. 159 v. 21 leg. κυλοιδιόωντες, — p. 160 
v. 6 leg. Ἰασίωνα. v. 234 ἕλκοι. — p. 108 v. 34 leg. “ᾶρισαῖος. — p. 164 
v. 55 leg. ἀτραπόν. --- p. 170 v. 38 leg. κνώδαλα. — p. 171 v. 47 leg. μᾶλός. 
— p. 172 v. 3 leg. μαϑών. — p. 181 v. 31 leg. στερεῶς. — p. 187 v. de 
leg. χορὸν. — p. 214 v. 55 leg. ἀπέσυρε. — p. 217 v. 16 leg. οὐδὲ μέ΄. 

p. 237 v. 56 leg. ὁμαλοὶ. --- p. 240 v. 28 post filia add. Bombyce. — p. 257 
v. 9 leg Lydiae. — p. 260 v. 5 post pastores add. Graeci. — p. 262 v. 41 


Ὁ 419 


leg. ἔσπευσεν. — p. 265 v. 17 leg. rol. — p. 218 v. 18 leg. τίϑημι. — p. 
284 v. 28 leg. τρζάκοντάξῦγος. --- p. 286 v. 13 leg. 87. — p. 291 v. 48 leg. 
μάλα. — p. 295 v. 32 leg. φαλαρός, v. 44 ἔφαϑ'. — p. 297 v. 4 expunge 


lpr. οἴσετε. v. 6 post ἐνείκαι adde ipr. οἴσετε. — p. 299 v. 3 leg. φιλεούσης. 
— p. 301 v. 16 expunge αὐχμηρὰς. v. 11 add. στήϑεά τε. — p. 808 v. 50 
leg. πλεύρ᾽. — p. 304 v. 4 post inspiro adde ipf. dor. — 








ui 
"P: 





BINDING ΞΕΟΤ, FEB {7 196]. 


PA Rumpel, Johannes 

ITA Lexicon Theocriteum 
Z8R8 

1879 


PLEASE DO NOT REMOVE 
CARDS OR SLIPS FROM THIS POCKET 





UNIVERSITY OF TORONTO LIBRARY 


































































































tg 
umm rj 
— 




















Ld 


MIT. "APIS 
M" ἢ m Ep riego Eun [sem 
J 
ΝῊ bere L 



































AEN Dea ^ 


—— 




















"nu 
Pire 1 , SLT MES í 
^ ἣν WEIN tana TE HU 


Wn 


TH 


ἘΠῊΝ 


is 
En 


PORSCHE 
mus 












































F 
M 


WE 





HESSE 
II 


ES 


"Y 
— 





AL 
TEMERE 
AULA M hy 
Em 
MAS 


A 
ΤΉΝ 
Veit 


e 


— — 


is 


—* 
— 





*rt 
n 
ἘΣ 


RES 


eR 


* 
i 


3 


EA 
SOLET 


E 


























4 
——* 
* 


n 
re